Η Επανάσταση του 1821 -α

Η ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ – ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Εισαγωγή

Η Ελληνική Επανάσταση ή Επανάσταση του 1821 ήταν η ένοπλη εξέγερση των Ελλήνων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με σκοπό την αποτίναξη της Οθωμανικής κυριαρχίας και τη δημιουργία ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Οι απαρχές του Ελληνικού εθνικού κινήματος βρίσκονται στην ώριμη φάση του νεοελληνικού Διαφωτισμού, περί το 1800. Η επανάσταση οργανώθηκε από μία μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1814, τη Φιλική Εταιρία. Την άνοιξη του 1821 οι Φιλικοί δημιούργησαν πολλές επαναστατικές εστίες από την Μολδοβλαχία μέχρι την Κρήτη.

Οι περισσότερες από αυτές έσβησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα, όμως οι επαναστάτες κατάφεραν να υπερισχύσουν στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και σε πολλά νησιά του Αιγαίου και να κατανικήσουν τις στρατιές που έστειλε εναντίον τους τα δύο επόμενα χρόνια ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄. Οι Έλληνες οργανώθηκαν πολιτικά και συνέστησαν προσωρινή κεντρική διοίκηση, η οποία επέβαλε την εξουσία της στους επαναστατημένους μετά από δύο εμφυλίους πολέμους.

Οι οθωμανικές δυνάμεις με τη συνδρομή του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου κατάφεραν να περιορίσουν σημαντικά την επανάσταση, αλλά η πτώση του Μεσολογγίου το 1826 σε συνδυασμό με το κίνημα του Φιλελληνισμού, συνέβαλαν στη μεταβολή της διπλωματικής στάσης των Ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων, που είχαν αντιμετωπίσει με δυσαρέσκεια το ξέσπασμα της επανάστασης.

Η διπλωματική ανάμιξη της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και η ένοπλη παρέμβασή τους με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου και το Ρωσοτουρκικό πόλεμο συνέβαλαν στην επιτυχή έκβαση του αγώνα των Ελλήνων, αναγκάζοντας την Πύλη να αποσύρει τις δυνάμεις της αρχικά από την Πελοπόννησο και έπειτα από τη Στερεά Ελλάδα. Μετά από μια σειρά διεθνών συνθηκών από το 1827 και εξής, η Ελληνική ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε το 1830 και τα σύνορα του νέου κράτους οριστικοποιήθηκαν το 1832. Το σύνθημα της επανάστασης, «Ελευθερία ή θάνατος», έγινε το εθνικό σύνθημα της Ελλάδας.

 

Η Ευρώπη Μετά του Ναπολεόντειους Πολέμους

Για περισσότερο από δύο δεκαετίες (1792-1815) η Ευρώπη συνταρασσόταν από μια γενικευμένη σύγκρουση. Στον πόλεμο αυτό κατά τον οποίο συγκρούονταν κράτη και συστήματα (σύμφωνα με την έκφραση του ιστορικού E.J. Hobsbawm) νικητές υπήρξαν τα λεγόμενα παλαιά καθεστώτα. Στην πλευρά των ηττημένων βρέθηκαν όχι μόνο η Γαλλία του Ναπολέοντα αλλά πολύ περισσότερο οι δημοκρατικές ιδέες και τα φιλελεύθερα κινήματα που εμπνέονταν από την παράδοση του Διαφωτισμού και ιδίως της Γαλλικής Επανάστασης.

Ωστόσο, η νίκη και η Παλινόρθωση των παλαιών καθεστώτων δε σήμανε εξάλειψη των επαναστατικών ιδεών. Tα σπέρματα της Γαλλικής Επανάστασης είχαν ριζώσει στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και επαναστατικές ζυμώσεις εξακολουθούσαν να γίνονται μέσα από μυστικές εταιρείες. H ανάγκη για την αντιμετώπισή τους οδήγησε στη διαμόρφωση ενός συστήματος ασφάλειας και σταθερότητας που προσανατολιζόταν προς ένα διπλό στόχο: Την αποτροπή ενός νέου πολέμου και παράλληλα κάποιων νέων επαναστάσεων στα πρότυπα της Γαλλικής, που πιθανά θα οδηγούσαν στην κατάρρευση των παλαιών καθεστώτων.

Για την επίτευξη των στόχων αυτών συγκροτήθηκε από το 1815 και μετά η λεγόμενη Ιερή, Πενταπλή ή Ευρωπαϊκή Συμμαχία στην οποία μετείχαν οι ισχυρές χώρες της Ευρώπης, οι Μεγάλες Δυνάμεις. H Ιερή Συμμαχία υπήρξε για την Αγγλία, τη Ρωσία, την Αυστρία, την Πρωσία και τη Γαλλία το διπλωματικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ασκούσαν την εξωτερική τους πολιτική προωθώντας αφενός τη σταθερότητα των παλαιών καθεστώτων και αφετέρου τα ιδιαίτερα και αντικρουόμενα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντά τους.

Απαιτούνταν λοιπόν μια ελάχιστη συμφωνία κοινής εξωτερικής πολιτικής ανάμεσα στα κράτη αυτά ως προς την αντιμετώπιση όλων εκείνων των ζητημάτων που θα μπορούσαν να εξελιχτούν σε απειλή για τη σταθερότητα στην Ευρώπη. Για το σκοπό αυτό οργανώνονταν συχνά συναντήσεις και συνέδρια στα οποία μετείχαν οι ηγεμόνες των κρατών αυτών και πολιτικοί ηγέτες όπως ο πρίγκηπας Μέτερνιχ, καγκελάριος της Αυστρίας και κατεξοχήν θιασώτης της σταθερότητας. H πολιτική σταθερότητα ωστόσο δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί σε μια περίοδο γοργών και ριζικών κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, στην οποία είχε ήδη εισέλθει η Ευρώπη του 19ου αιώνα.

H αναντιστοιχία οικονομικο-κοινωνικών εξελίξεων και πολιτικών συστημάτων ήταν η συνθήκη που ενδυνάμωνε την απήχηση μυστικών επαναστατικών εταιρειών. Οι εταιρείες ή αδελφότητες αυτές εμπνέονταν από συστήματα ιδεών όπως εκείνα του φιλελευθερισμού, του δημοκρατικού ριζοσπαστισμού και του εθνικισμού και ακολουθούσαν οργανωτικά πρότυπα που παρέπεμπαν σε μορφές συνομωτικής δράσης που είχαν αναπτυχθεί στο πλαίσιο της Γαλλικής Επανάστασης αλλά και στις Μασονικές στοές.

Oι επαναστατικές ζυμώσεις οδήγησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1820 σε μια σειρά εξεγέρσεων και επαναστάσεων που εκδηλώθηκαν στα Βαλκάνια και τον Ευρωπαϊκό νότο. Η Ιερή Συμμαχία δεν περιορίστηκε στην καταδίκη των επαναστάσεων αυτών. H Γαλλία κατέπνιξε την Επανάσταση στην Ιβηρική χερσόνησο και η Αυστρία στην Ιταλική. Η Ελληνική Επανάσταση αντίθετα αφέθηκε να αντιμετωπιστεί από την ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η αντοχή που επέδειξαν οι Έλληνες επαναστάτες στα πεδία των μαχών και η σταθεροποίηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο, τη Ρούμελη και τα νησιά του Αιγαίου τουλάχιστον έως το 1825, δοκίμασε τη συνοχή της Ιερής Συμμαχίας.

Ακόμη περισσότερο οδήγησε ορισμένες από τις Μεγάλες Δυνάμεις και ιδίως την Αγγλία και τη Ρωσία να αναθεωρήσουν τη στάση τους και να ευνοήσουν την προσπάθεια για τη δημιουργία Ελληνικού κράτους. Έτσι, η Ελληνική Επανάσταση που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και ελπίδας στους χώρους των Ευρωπαίων φιλελευθέρων υπήρξε το μοναδικό παράδειγμα επανάστασης με ευτυχή κατάληξη σε όλη την περίοδο της Παλινόρθωσης (1815-1830).

 

Η Ευρωπαϊκή Διπλωματία και το Ελληνικό Ζήτημα στο Συνέδριο του Λάιμπαχ

Η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης έγινε γνωστή σε μια εποχή που οι Μεγάλες Δυνάμεις ασχολούνταν με την καταστολή των εξεγέρσεων στην Ιταλική και την Ιβηρική χερσόνησο. H αρνητική αντιμετώπιση των επαναστατικών κινημάτων συνδέεται με τη λεγόμενη Αρχή της Νομιμότητας που είχε κατισχύσει στο διπλωματικό πεδίο από το 1815, όταν οι νικητές των Ναπολεόντειων πολέμων επέβαλαν την Παλινόρθωση των παλαιών καθεστώτων στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο.

Έτσι, η διατήρηση της ειρήνης συνδέθηκε άμεσα με τη διατήρηση των καθεστώτων, σκοπός για τον οποίο απαιτούνταν η συνεργασία των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Ρωσία, η Γαλλία, η Αυστρία, η Πρωσία και η Αγγλία, κράτη με διαφορετικά και συχνά ανταγωνιστικά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα, θα έπρεπε να κινηθούν από κοινού για την αντιμετώπιση ενός νέου επαναστατικού ξεσηκωμού στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, η προώθηση των ιδιαίτερων συμφερόντων κάθε χώρας δεν έπρεπε να θέτει σε δοκιμασία την πολιτική σταθερότητα στη Γηραιά Ήπειρο.

Κάτι τέτοιο προϋπέθετε τη συμφωνία των πέντε ισχυρών κρατών και η συμφωνία αυτή ήταν αποτέλεσμα εξαντλητικών διπλωματικών διαβουλεύσεων και συνεδρίων. Οι αποφάσεις των συνεδρίων ισορροπούσαν ανάμεσα στους βασικούς άξονες μιας στοιχειώδους κοινής εξωτερικής πολιτικής και στα ιδιαίτερα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν εγκατέλειπαν την προσπάθεια επικυριαρχίας η μία επί της άλλης.

H Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε εστία εντάσεων, ανταγωνισμών και συγκρούσεων που τη μετέτρεπαν σε παράγοντα αποσταθεροποίησης. O άλλοτε κραταιός ανταγωνιστής των Ευρωπαϊκών δυνάμεων είχε περιέλθει σε μια διαρκώς εντεινόμενη παρακμή, εξαιτίας της οποίας αποκλήθηκε ο Μεγάλος Ασθενής. Από τα τέλη του 18ου αιώνα είχαν διαφανεί οι αποσχιστικές τάσεις που καλλιεργούνταν στους χριστιανικούς πληθυσμούς των Ευρωπαϊκών της κτήσεων. Oι τάσεις αυτές ενισχύονταν από την επιθετική πολιτική της Ρωσίας.

Η τελευταία προωθούσε την ένταση των σχέσεών της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αποβλέποντας στην προσάρτηση περιοχών που θα διευκόλυναν την πρόσβασή της στα λιμάνια και τους θαλάσσιους δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου. Ωστόσο, η πολιτική της Ρωσίας στην περιοχή έβρισκε αντίθετες τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις και ιδίως την Αγγλία. Tα κράτη αυτά θεωρούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία εμπόδιο στη Ρωσική επέκταση και συνακόλουθα ευνοούσαν την εδαφική ακεραιότητά της.

Η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης έγινε γνωστή στις Ευρωπαϊκές αυλές στα μέσα Μαρτίου 1821, όταν έφτασε στο Λάιμπαχ (Λουμπιάνα) επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς το Ρώσο αυτοκράτορα Αλέξανδρο A’. Εκεί βρίσκονταν από τον Ιανουάριο της ίδια χρονιάς οι αυτοκράτορες της Αυστρίας και της Ρωσίας, ο βασιλιάς της Πρωσίας και διπλωματικές αντιπροσωπείες από την Αγγλία και τη Γαλλία, αναζητώντας τρόπους αντιμετώπισης των επαναστάσεων που είχαν ξεσπάσει στην Ιταλία και την Ισπανία.

Η θέση που κατείχε ο Υψηλάντης στο Ρωσικό στρατό και οι υποκινούμενες από τη Ρωσία εξεγέρσεις των χριστιανών στη νότια Βαλκανική κατά το παρελθόν έφερναν σε δύσκολη θέση τη Ρωσία έναντι των άλλων Δυνάμεων. Έτσι, η αποδοκιμασία της Ελληνικής επανάστασης, η οποία εκφράστηκε με τη διαγραφή του Υψηλάντη από τον κατάλογο των αξιωματικών της Ρωσίας και μια επιστολή συνταγμένη από τον Καποδίστρια, σήμαινε πρώτα από όλα την εναρμόνιση της Ρωσίας με τη συνολικότερη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι σε κάθε επαναστατικό κίνημα.

 

Η Δυναμική της Επανάστασης και το Άνοιγμα της Ελληνικής Κοινωνίας στη Νεοτερικότητα

H κήρυξη της Επανάστασης, ο πολύχρονος πόλεμος και η ευτυχής του κατάληξη με την εγκαθίδρυση ανεξάρτητου κράτους εγκαινιάζουν διαδικασίες αλλαγών που εισάγουν την Ελληνική κοινωνία στους ρυθμούς της σύγχρονης εποχής, της νεοτερικότητας. Oι αλλαγές αυτές επέρχονται σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής, της πολιτικής και της οικονομικής ζωής, κατισχύουν δε σταδιακά με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικούς χρόνους.

Oι αλλαγές αυτές που χαρακτηρίζουν συνολικά την Ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα γίνονται εμφανέστερες στα χρόνια της επανάστασης. Από την Α’ Εθνοσυνέλευση και το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου εγκαινιάζονται διαδικασίες πολιτικής ενοποίησης και ομογενοποίησης στη βάση σύγχρονων θεσμών και μηχανισμών: διαμόρφωση συντάγματος, διάκριση των εξουσιών και συγκρότηση μηχανισμών κεντρικής διοίκησης. Βέβαια, η λειτουργία των σύγχρονων πολιτικών θεσμών συνοδεύτηκε συχνά από πρακτικές που εγγράφονται σ’ ένα διαφορετικό -“παραδοσιακό”- πολιτικό πολιτισμό (τοπικοσυγγενικά δίκτυα, φατρίες).

Παρόμοια, τα πρόσωπα που μετείχαν στα πολιτικά πράγματα προέρχονταν συχνά -αλλά πλέον όχι αποκλειστικά- από τις ηγετικές ομάδες της προεπαναστατικής περιόδου (προύχοντες, ένοπλοι, ιεράρχες). Πρόκειται ωστόσο για κάτι διαφορετικό, κάτι νέο. Πρόκειται για μια κοινωνία που αναγνωρίζει τον εαυτό της και το μέλλον της με τρόπο άλλο από ό,τι στο παρελθόν και συνακόλουθα επαναστατεί αναζητώντας νέους τρόπους ύπαρξης.

Tο άνοιγμα της Ελληνικής κοινωνίας στη νεοτερικότητα συνιστά τομή στο χρόνο και την εμπειρία των ανθρώπων. Oι κοινωνικοί πρωταγωνιστές της επανάστασης διαχειρίστηκαν με τρόπο ιστορικά πρωτότυπο μια συγκυρία αλλαγών και ρήξεων με το παρελθόν που οι ίδιοι προκάλεσαν, ακόμη κι αν δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν και πολύ περισσότερο να καθορίσουν τα αποτελέσματα της δράσης τους. Oι καινοτομίες που επιφέρει η επανάσταση συνεπάγονται συνολικές αλλαγές που αφορούν τη συγκρότηση του πολιτικού πεδίου και εκφράζονται σε τρία διαφορετικά επίπεδα.

Πρώτον, αλλαγές που αφορούν τους θεσμούς, μέσω των οποίων στοιχειοθετείται το εγχείρημα της πολιτικής αυτονομίας του Ελληνικού έθνους. Δεύτερον, αλλαγές που έχουν να κάνουν με τη συγκρότηση των πολιτικών ιεραρχιών, δηλαδή με την κοινωνική προέλευση και σύσταση του πολιτικού προσωπικού που στελεχώνει και κινεί τους νέους θεσμούς. Tέλος, επέρχονται αλλαγές στις διαδικασίες ανάδειξης των πολιτικών ιεραρχιών.

Oι βαθιές αυτές αλλαγές που διαπερνούν την Ελληνική κοινωνία συνολικά ανατρέπουν την προεπαναστατική τάξη πραγμάτων (θεσμοί, ιεραρχίες, διαδικασίες) που είχε διαμορφωθεί στο πλαίσιο της Οθωμανικής κατάκτησης. Mε άλλα λόγια, ο εκσυγχρονισμός της Ελληνικής κοινωνίας έθεσε σε δοκιμασία και δυναμίτισε πολλά από τα θεμέλιά της. Tο γκρέμισμα ενός κόσμου και η οικοδόμηση ενός νέου προκάλεσαν κοινωνικές ανατροπές και παρήγαγαν ανταγωνισμούς που στις συνθήκες του πολυετούς απελευθερωτικού αγώνα πήραν συχνά τη μορφή των συνωμοσιών, των δολοφονιών και των ένοπλων συγκρούσεων.

Oι εμφύλιοι πόλεμοι του 1824, οι στάσεις κατά του Καποδίστρια και η δολοφονία του, όπως και οι νέες ένοπλες συγκρούσεις έως την έλευση του Όθωνα είναι ίσως τα κορυφαία από τα περιστατικά αυτά. Ωστόσο, ακόμη κι αν οι συγκρούσεις αυτές θυμίζουν σε ένα βαθμό κοινωνικοπολιτικές αντιπαλότητες που ανάγονται στο Οθωμανικό παρελθόν (σύγκρουση προυχόντων-ενόπλων, Ρουμελιωτών-Πελοποννήσιων), δεν αποτέλεσαν τροχοπέδη στην εμπέδωση των νέων θεσμών και διαδικασιών. Μέσα από τις συγκρούσεις αυτές κατίσχυσαν οι νέοι θεσμοί, πριμοδοτώντας τη δυναμική της ενοποίησης και του εκσυγχρονισμού του κοινωνικοπολιτικού πεδίου που εγκαινιάζεται με την επανάσταση.

 

Νεοπαγής Πολιτικοί Παράγοντες

Η Ελληνική Επανάσταση ξέσπασε σχεδόν ταυτόχρονα στην Πελοπόννησο, την Α. Στερεά, τα νησιά του Αιγαίου και τη Δ. Στερεά, περιοχές που αποτέλεσαν την πρώτη Ελληνική επικράτεια. Σε κάθε μια από τις περιοχές αυτές οι τοπικές ηγετικές ομάδες της προεπαναστατικής περιόδου βρέθηκαν επικεφαλής των επαναστατικών κινημάτων στις επαρχίες τους. Τους μήνες που ακολούθησαν κατέφτασαν στις επαναστατημένες περιοχές αρκετοί επιφανείς Έλληνες, επικεφαλής εθελοντών και κομιστές χρημάτων και εφοδίων, για να μετάσχουν στην επανάσταση· οι περισσότεροι από αυτούς, για να μετάσχουν στην επαναστατική ηγεσία.

Ήταν συνήθως άνθρωποι που κατάγονταν από φαναριώτικες οικογένειες, ενώ οι περισσότεροι είχαν σπουδάσει σε κάποια Ευρωπαϊκή χώρα και είχαν αποκτήσει διοικητική και πολιτική εμπειρία. Η συγκρότηση κεντρικής διοίκησης και η επικράτηση των θεσμών και των οργάνων της έναντι των τοπικών κέντρων εξουσίας ευνόησε την ανάδειξη των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι δε διέθεταν ούτε τα τοπικά ερείσματα, ούτε την παραδοσιακά νομιμοποιημένη ηγετική παρουσία των προεπαναστατικών εξουσιαστικών ομάδων.

Είχαν αποκτήσει ωστόσο πολιτικές και οργανωτικές δεξιότητες, εξίσου σπάνιες και χρήσιμες σε μια κοινωνία που βρισκόταν σε επανάσταση. Η ανοδική τους πορεία συνδέεται με την υιοθέτηση δυτικού τύπου, σύγχρονων πολιτικών θεσμών και με την ενδυνάμωση των μηχανισμών της κεντρικής διοίκησης. Η εμπλοκή τους στα όργανα αυτά βοήθησε ορισμένους να αποκτήσουν σημαντικά κοινωνικά ερείσματα και να συγκροτήσουν σταδιακά προσωπικές πολιτικές φατρίες.

Ο Κωλέττης και ο Μαυροκορδάτος, πολιτικοί που πρωταγωνίστησαν στην πολιτική ζωή του Ελληνικού κράτους το μεγαλύτερο διάστημα της βασιλείας του Όθωνα, είναι ίσως τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα νεοφερμένων που “εκμεταλλεύτηκαν” τις δυναμικές απελευθέρωσης του πολιτικού πεδίου που παράγονται στα χρόνια της επανάστασης. Παρόμοια ήταν και η πορεία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ενός Πελοποννήσιου οπλαρχηγού που σημείωσε αρκετές στρατιωτικές επιτυχίες, οι οποίες και αποτέλεσαν το εφαλτήριο της οικονομικής και κοινωνικοπολιτικής του ανόδου.

Μιλώντας γενικά θα λέγαμε ότι στην περίοδο της επανάστασης καθώς και στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια προκλήθηκαν ριζικές ανατροπές, ιδίως στο επίπεδο των θεσμών, των ιεραρχιών και των πολιτικών συσσωματώσεων. Aκόμη περισσότερο, η πολιτική σκηνή ενοποιήθηκε με όρους εθνικής επικράτειας (κεντρική διοίκηση, εθνοσυνελεύσεις) και συνακόλουθα αποδεσμεύτηκε από παραδοσιακούς φραγμούς (κληρονομικότητα, κοινωνική και θρησκευτική αυθεντία).

Έτσι, η κοινωνική κινητικότητα που χαρακτηρίζει κάθε επαναστατική περίοδο οδήγησε και στην Ελληνική περίπτωση στη σταδιακή αποδυνάμωση των πραδοσιακών ηγετικών ομάδων και στην ανανέωση των πολιτικών παραγόντων. Η πρωταγωνιστική παρουσία νεοπαγών παραγόντων στα χρόνια της επανάστασης, όπως ήταν ο Μαυροκορδάτος, ο Κωλέττης και ο Κολοκοτρώνης, αποτελεί έκφραση της ρήξης και ταυτόχρονα της ανασύνθεσης/αναδιοργάνωσης που συντελείται στα χρόνια της επανάστασης στο πεδίο της πολιτικής.

 

Τα Οικονομικά της Επανάστασης (1821 – 1827)

H οργάνωση και ο συντονισμός των πολεμικών επιχειρήσεων επέβαλαν από τις απαρχές της Επανάστασης την ανάγκη συγκρότησης επιμελητείας, ώστε να εξασφαλίζονται όπλα, πολεμοφόδια, τρόφιμα και μισθοί για τους ενόπλους. Αρχικά οι ανάγκες αυτές καλύπτονταν σε επαρχιακό επίπεδο, σύντομα όμως κινήθηκαν οι διαδικασίες για την οργάνωση των οικονομικών της κεντρικής Διοίκησης μέσα από τυπικές λειτουργίες (προϋπολογισμός εσόδων-εξόδων, λογιστικό σύστημα, μηχανισμοί εισπράξεων και διαχείρισης των πόρων κτλ.).

Η αρχή έγινε στην Α’ Εθνοσυνέλευση (1822), ωστόσο ο κεντρικός έλεγχος των οικονομικών πόρων και η διαχείρισή τους με ορθολογικό τρόπο δε φαίνεται να συμβαίνει παρά μόνο κατά την Καποδιστριακή περίοδο (1828-31). Τα χρηματικά ποσά που είχαν συγκεντρωθεί αρχικά από τη Φιλική Εταιρεία, οι σποραδικές εισφορές των φιλελληνικών κομιτάτων καθώς και χρήματα που συγκεντρώνονταν στις Ελληνικές παροικίες ήταν ασφαλώς σημαντικά, δεν μπορούσαν ωστόσο να καλύψουν παρά ένα μικρό μέρος των χρημάτων που χρειάζονταν για τη συνέχιση της επανάστασης.

Έτσι, οι οικονομικές ανάγκες καλύφθηκαν ιδίως με πόρους από τις επαναστατημένες περιοχές. Οι εισφορές των προυχοντικών οικογενειών στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου ήταν σημαντικές. Οι ίδιες οικογένειες που στην Οθωμανική περίοδο ήταν υπεύθυνες για τη συγκέντρωση των φόρων στις περιοχές τους και την επίδοσή τους στις Οθωμανικές αρχές και επιπλέον εμπλέκονταν στους μηχανισμούς υπενοικίασης των φόρων αυτών συνέχισαν και στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της επανάστασης τη δραστηριότητά τους αυτή.

Έτσι, οικονομικοί θεσμοί και μηχανισμοί της Οθωμανικής περιόδου διατηρήθηκαν στα χρόνια της επανάστασης, όπως ο φόρος της δεκάτης και το σύστημα υπενοικίασης των φόρων. Παράλληλα έγινε προσπάθεια για τη συγκέντρωση των τελωνειακών φόρων. Τα έσοδα αυτά, τα οποία προέρχονταν από την Πελοπόννησο κατά πρώτο λόγο και δευτερευόντως από τα νησιά του Αιγαίου, αποτέλεσαν τη βασικότερη πηγή για τη χρηματοδότηση της επανάστασης, ιδίως μέχρι το 1824.

Ωστόσο, οι πόροι από την άμεση και την έμμεση φορολογία ήταν χαμηλοί, αφού ο πόλεμος δεν επέτρεπε ιδιαίτερη ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και του εμπορίου. Ταυτόχρονα, η συγκέντρωση και η επίδοση των φόρων αυτών στηρίζονταν μάλλον στην καλή διάθεση των ενοικιαστών και των υπενοικιαστών παρά στην αποτελεσματικότητα των μηχανισμών είσπραξης της κεντρικής διοίκησης. Συμπληρωματικό έσοδο αποτέλεσε και ένα ποσοστό από τα πολεμικά λάφυρα, το μοίρασμα των οποίων αποτέλεσε συχνά αντικείμενο σύγκρουσης μεταξύ των διάφορων αρχηγών.

Από το 1824 και μετά η σημαντικότερη εξέλιξη στα οικονομικά θέματα υπήρξε η σύναψη δύο εξωτερικών δανείων από χρηματοπιστωτικούς κύκλους της Αγγλίας. Oι όροι της αποπληρωμής τους ήταν εξαιρετικά αρνητικοί, ενώ παράλληλα υποθηκεύτηκαν τα Εθνικά Κτήματα, οι Οθωμανικές δηλαδή ιδιοκτησίες που πέρασαν στα χέρια των επαναστατών, περιορίζοντας έτσι τη δυνατότητα να αποκατασταθούν οι αγωνιστές και γενικότερα οι ακτήμονες αγρότες. Tο σημαντικότερο όμως σημείο αναφορικά με τα εξωτερικά δάνεια δε συνδέεται τόσο με τα οικονομικά θέματα αλλά με την εξωτερική πολιτική.

Η ανεπίσημη συγκατάβαση της αγγλικής κυβέρνησης στη χορήγηση των δανείων σήμαινε την εκ των πραγμάτων αναγνώριση της πολιτικής ύπαρξης των Ελλήνων και της δυνατότητάς τους να συγκροτήσουν μελλοντικά κράτος, το οποίο θα μπορούσε να αποπληρώσει τα δάνεια αυτά.

 

ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Γενικά

Στον απόηχο της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων πολέμων, που δεν είχαν αντίκτυπο στις οπισθοδρομικές πλέον δομές της αχανούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του Μαχμούτ Β’ (1808-1839), δημιουργήθηκε το Εθνικό Κίνημα των Ελλήνων, βασικά χαρακτηριστικά του οποίου ήταν η προβολή ανεξάρτητης εθνικής υπόστασης των Ελλήνων στο αρχαίο παρελθόν, η καταγγελία της Οθωμανικής εξουσίας ως παράνομης και αυθαίρετης και η έκφραση της βούλησης ίδρυσης ανεξάρτητης και ευνομούμενης ελληνικής πολιτείας.

Ανάμεσα στους Έλληνες της διασποράς, αλλά και στα Ελληνικά εδάφη, ιδρύθηκαν αρχικά εταιρείες με σκοπούς πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς, τη διάδοση, δηλαδή, της παιδείας στους υπόδουλους Έλληνες, όπως το Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο το 1809 στο Παρίσι και η Φιλόμουσος Εταιρεία των Αθηνών το 1813 και της Βιέννης το 1814, οι οποίες αποτέλεσαν τον προθάλαμο για τη δημιουργία φιλελεύθερης πολιτικής οργάνωσης.

Το 1814 τρεις ριζοσπάστες έμποροι μεσαίας οικονομικής εμβέλειας, ο Νικόλαος Σκουφάς, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο Εμμανουήλ Ξάνθος, ίδρυσαν στην Οδησσό της Ρωσίας τη Φιλική Εταιρεία, μια μυστική και παράνομη οργάνωση που λειτουργούσε στα πρότυπα των Μασονικών στοών και είχε ως στόχο τη συγκέντρωση πόρων και τη δημιουργία δομών για την κήρυξη επανάστασης για την ίδρυση ανεξάρτητου εθνικού κράτους.

Σε αντίθεση με τις πολλές εξεγέρσεις που είχαν λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας στον κατακτημένο Ελληνικό χώρο, οι οποίες συνδέονταν με πολιτικά σχέδια μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων, η επανάσταση που σχεδίαζαν οι Φιλικοί επρόκειτο να είναι αυτοδύναμη επανάσταση των Ελλήνων. Μετά τη λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων και την ειρήνευση της Μεσογείου οι Ευρωπαϊκοί στόλοι ανέκτησαν τη θέση τους στο εμπόριο και η κρίση της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, που είχε ξεκινήσει το 1812, προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις.

Η διακοπή των εμπορικών και ναυτιλιακών δραστηριοτήτων που είχαν ανθίσει το προηγούμενο διάστημα επηρέασε τόσο τους Έλληνες των παροικιών όσο και της αυτοκρατορίας, καθώς η κρίση επεκτάθηκε στις οικονομικές δραστηριότητες που ήταν συνδεδεμένες με την εμπορική ναυτιλία, οδηγώντας ολόκληρες κοινωνικές ομάδες σε αδιέξοδο: συσσωρευμένα εφοπλιστικά κεφάλαια παρέμειναν ανενεργά, ενώ ναυτικοί, τεχνίτες και βιοτέχνες έμειναν άνεργοι ή αναγκάστηκαν να αναζητήσουν εργασία στην αγροτική παραγωγή ως κολίγοι.

Μετά από κάποιες πρώτες δυσκολίες, στην Εταιρεία μυήθηκαν πολλοί λόγιοι, φοιτητές, έμποροι και οικονομικά ισχυροί Έλληνες όχι μόνο της διασποράς, αλλά και της αυτοκρατορίας, ιδίως μετά την μεταφορά της έδρας της στην Κωνσταντινούπολη, το 1818. Εκμεταλλευόμενοι μια μακραίωνη παράδοση χρησμολογιών και τη διάδοση των Μεσαιωνικών αντιλήψεων στις παραδοσιακές ορθόδοξες κοινότητες των Ελληνικών χωρών, οι Φιλικοί άφηναν να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι διέθεταν τη στήριξη της Ρωσίας.

Έτσι, διευκολύνθηκε η ανάπτυξη ενός απελευθερωτικού ήθους ανάμεσα στα παραδοσιακά ορθόδοξα στρώματα, όπως οι προεστοί, οι κλεφταρματολοί, οι κληρικοί και οι χωρικοί, και η υιοθέτηση από μέρους τους του κλασικιστικού μύθου περί καταγωγής από τους αρχαίους Έλληνες και του νεωτερικού επαναστατικού προγράμματος. Η Φιλική Εταιρεία γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία στους κλεφταρματολούς που βρίσκονταν στα Επτάνησα και τη Ρωσία.

Εκεί είχαν βρει καταφύγιο την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα κλέφτες κυνηγημένοι από την Πελοπόννησο, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, και αρματολοί εκδιωγμένοι από τον Αλή Πασά. Μη γνωρίζοντας άλλα επαγγέλματα από αυτά του πολεμιστή και του ποιμένα, είχαν στρατολογηθεί σε Ευρωπαϊκούς στρατούς, απασχόληση που, ωστόσο, εξέλιπε με το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων.

Την περίοδο αυτή ήλθαν σε επαφή με τους Φιλικούς, που προπαγάνδιζαν επαναστατικές ιδέες, οργανώθηκαν στην Εταιρεία και συνεισέφεραν σημαντικά στην παρασκευή της Επανάστασης· κάποιοι προσηλύτισαν και πολλούς άλλους στην υπόθεση της Επανάστασης δρώντας ως «Απόστολοι» της Εταιρείας. Μετά την άρνηση του υπουργού εξωτερικών του Τσάρου της Ρωσίας, Ιωάννη Καποδίστρια, να αναλάβει την αρχηγία της Εταιρείας, Γενικός Επίτροπος της Αρχής αναδείχθηκε τον Απρίλιο του 1820 ο Φαναριώτης πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, ανώτατος αξιωματικός του Ρωσικού στρατού.

 

Το Σούλι και η Εθνεγερσία

Ξεφυλλίζοντας τη λαμπρή ιστορία του έθνους μας, θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί σε πολλά γεγονότα και «ηρωικές μορφές του Αγώνα της Ανεξαρτησίας». Ανάμεσα σε αυτούς τους αγωνιστές ξεχωριστή θέση έχουν και οι χιλιοτραγουδισμένοι Σουλιώτες, οι οποίοι με τους ηρωικούς τους αγώνες προετοίμασαν το έδαφος και προδιέγραψαν την έκβαση του Αγώνα της Εθνεγερσίας. Οι Σουλιώτες αρχικά ήταν εγκατεστημένοι στο Τετραχώρι, μια συμπολιτεία τεσσάρων χωριών – το Σούλι, την Κιάφα, το Αβαρίκο και τη Σαμονίβα – που κατοικούνταν από 450 οικογένειες κατανεμημένες σε φάρες.

Τα χωριά αυτά ήταν χτισμένα στις βραχώδεις και απόκρημνες πλαγιές των Κασσιόπιων ορέων, περιβάλλονταν από αδιάβατα φυσικά οχυρώματα και η πρόσβασή τους γινόταν μόνο από ένα μονοπάτι. Στα ανώμαλα ανηφορικά σημεία του μονοπατιού αυτού υπήρχαν οχυρωμένοι πύργοι, οι οποίοι εξασφάλιζαν την απόλυτη προστασία και ασφάλεια στην περιοχή. Αργότερα, δημιουργήθηκαν στις πιο χαμηλές πλαγιές του βουνού άλλα επτά χωριά – το Τσικούρι, το Περιχάτι, η Βίλια, το Αλσοχώρι, οι Κοντάτες, η Γκιονιάλα και το Τσεφλίκι – που τα ονόμασαν συνολικά Επταχώρι.

Η Σουλιώτικη Συμπολιτεία λειτουργούσε αυτόνομα, με δικούς της νόμους, στρατό, νομοθετικό και εκτελεστικό σώμα. Στον έλεγχο των Σουλιωτών περιήλθαν σταδιακά άλλα εξήντα περίπου χωριά του Παρασουλίου, τα οποία απέσπασαν από τους αγάδες του Μαργαριτίου και της Παραμυθιάς και τους πασάδες των Ιωαννίνων. Έτσι, οι κάτοικοι του Παρασουλίου απαλλάχθηκαν από την Τουρκική δουλεία. Έδιναν, όμως, φόρο στη Σουλιώτικη Συμπολιτεία, στο πλαίσιο της οποίας λειτουργούσαν ελεύθεροι στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα κάτω από συνθήκες άμεσης Δημοκρατίας.

Η βάση του πολιτεύματός τους ήταν οι σαράντα επτά φάρες, οι οποίες συγκροτούνταν από οικογένειες που είχαν κοινό γενάρχη. Η κάθε φάρα εκπροσωπούνταν στη Βουλή, «το Κριτήριον της Πατρίδος» όπως το ονόμαζαν οι ίδιοι, από τον αρχηγό της πιο παλιάς και πιο τιμημένης οικογένειας. Στο Σούλι λειτουργούσε επίσης και η Εκκλησία του Δήμου, την οποία συγκαλούσαν, προκειμένου να συζητήσουν και να αποφασίσουν κυρίως για πολεμικά ζητήματα.

Ο Σουλιώτες υπήρξαν ξεχωριστοί ως προς το φρόνημα, τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής τους. Ήταν ολιγαρκείς, εξαιρετικά σκληραγωγημένοι, συνηθισμένοι στη σωματική κακουχία και στη σκληρή ζωή, χαρακτηριστικά καθόλου άσχετα με τη φύση του δυσπρόσιτου και άγονου τόπου τους. Η πατρίδα και η ελευθερία ήταν για τους Σουλιώτες βασικός κανόνας και όρος της ζωής τους και οι αγώνες τους εναντίον όσων προσπαθούσαν να τους στερήσουν αυτά τα αγαθά ήταν διαρκείς. Διακρίνονταν για την τήρηση των συμφωνιών και των υποσχέσεών τους, θεωρώντας ιερό το λόγο τιμής, τη γνωστή «μπέσα».

Από μικρά παιδιά μάθαιναν να χειρίζονται τα όπλα, «τα οποία περιπατούντες, καθήμενοι, τρώγοντες και κοιμώμενοι δεν αμελούσι». Περικυκλωμένοι πάντα από εχθρούς και ολιγάριθμοι, έμαθαν να χρησιμοποιούν ιδιότυπη πολεμική τακτική, που προέκυψε από τις ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής τους. Ενώ οι εχθροί τους συνήθιζαν να πολεμούν στο φως της ημέρας, οι Σουλιώτες όχι μόνο δεν απέφευγαν τις νυκτερινές επιχειρήσεις, αλλά τις επεδίωκαν και ήταν φημισμένοι νυκτομάχοι. Επίσης, συνήθιζαν να μάχονται σε ευθεία γραμμή ακροβολισμού, τοποθετημένοι σε αραιά διαστήματα μεταξύ τους.

Ακολουθώντας αυτές τις τεχνικές, έδιναν την εντύπωση στον εχθρό ότι ήταν πολλαπλάσιοι απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Είναι αυτονόητο ότι οι αρχηγοί τους πολεμούσαν επικεφαλής των ανδρών τους «πάντα οι πρώτοι στη φωτιά», εκτεθειμένοι περισσότερο από όλους στα πυρά των εχθρών. Με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζαν την εκτίμηση και το σεβασμό των ανδρών τους και προκαλούσαν το φόβο στους αντιπάλους τους, πολλοί από τους οποίους συχνά υποχωρούσαν, όταν διέκριναν στην αντίπαλη πλευρά κάποιον από τους γνωστούς Σουλιώτες πολέμαρχους.

Οι Σουλιώτισσες κατείχαν ιδιαίτερη θέση και έχαιραν τιμής και σεβασμού στη Σουλιώτικη κοινωνία. Όταν μεταξύ των ανδρών προέκυπταν διαφορές, μεσολαβούσαν οι ίδιες και τις διευθετούσαν. Εξασκημένες κι αυτές στα όπλα, πολεμούσαν στο πλευρό των αντρών τους με απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία, όπως δηλώνεται από την πληθώρα των σχετικών αναφορών στα περισσότερα δημοτικά τραγούδια. Άλλοτε, όταν δεν χρειάζονταν στη μάχη, μετέφεραν πολεμοφόδια, τρόφιμα και άλλα εφόδια στους μαχόμενους άνδρες τους και τους εμψύχωναν.

Όπως οι αρχαίες Σπαρτιάτισσες, αποστρέφονταν και απέρριπταν ως σύζυγο τον άνδρα που τον ακολουθούσε η φήμη ότι κάποια στιγμή στη μάχη δείλιασε ή φυγομάχησε. Η Τζαβέλλαινα, η Λένω Μπότσαρη, η Δέσπω, τα κατορθώματα των οποίων παρακολούθησε βήμα προς βήμα και εξύμνησε η αλάθευτη δημοτική Μούσα, έγιναν συνώνυμα της γυναικείας αγωνιστικότητας και της ιδιαίτερης δυναμικής που ανέπτυξαν οι γυναίκες στα κακοτράχαλα βουνά του Σουλίου.

Τον 18ο αιώνα η κυριαρχία των Σουλιωτών είχε παγιωθεί στο νοτιοδυτικό τμήμα της Ηπείρου και, όπως ήταν φυσικό, οι Τούρκοι Αγάδες της περιοχής δεν μπορούσαν να ανεχθούν μια ανεξάρτητη Χριστιανική εστία, η οποία μάλιστα είχε αναδειχθεί σε κέντρο εξουσίας στην ευρύτερη περιοχή. Οκτώ πόλεμοι Τούρκων και Τουρκαλβανών εναντίον των Σουλιωτών (1731, 1754, 1759, 1762, 1772, 1774, 1780, 1780-1790) παρουσιάζονται από το Χριστόφορο Περραιβό, ο οποίος παραμένει η κύρια πηγή πληροφοριών για τη συγκεκριμένη περίοδο.

Ο μεγάλος, όμως, αντίπαλος των Σουλιωτών, μετά το 1787, υπήρξε ο Αλή πασάς, ο οποίος, μην μπορώντας να ανεχτεί την αντεξουσία τους στην καρδιά της επικράτειάς του, ξεκινάει μία ανελέητη επίθεση εναντίον τους. Το 1792 συλλαμβάνει με δόλιο τρόπο το Λάμπρο Τζαβέλλα και κάνει επίθεση στο Σουλιώτες, οι οποίοι όμως αντιστέκονται σθεναρά. Τότε ο πανούργος Πασάς στέλνει το Λάμπρο Τζαβέλλα στο Σούλι, για να διαπραγματευθεί με τους δικούς του ανθρώπους την παράδοση της περιοχής τους.

Ως εγγύηση για την εκπλήρωση της αποστολής του, ο Αλή πασάς κρατάει ως όμηρο το γιο του Λάμπρου Τζαβέλλα, Φώτο. Ο Σουλιώτης πολέμαρχος, όμως, ενεργεί αντίθετα με την επιθυμία και τις εντολές του Αλή, και όχι μόνο δεν διαπραγματεύεται την παράδοση του Σουλίου αλλά στέλνει στον πασά σκληρό μήνυμα, δηλώνοντάς του απερίφραστα ότι στο όνομα της ελευθερίας της πατρίδας του ο γιος του οφείλει να θυσιαστεί. Μεταξύ άλλων του αναφέρει και τα εξής:

Αλή πασά, … κάποιοι Τούρκοι, καθώς εσύ, θέλουν ειπή, ότι είμαι άσπλαχνος πατέρας με το να θυσιάσω τον υιόν μου … εάν ο υιός μου νέος, καθώς είναι, δε μένη ευχαριστημένος ν’ αποθάνη διά την πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος να ζήση, και να γνωρίζηται ως υιός μου∙ προχώρησε λοιπόν άπιστε, είμαι ανυπόμονος να εκδικηθώ. Εγώ ο ωμοσμένος εχθρός σου Καπετάν Λάμπρος Τζαβέλλας. Μετά από αυτή την αρνητική εξέλιξη, ο Αλή, βλέποντας ότι οι Σουλιώτες είναι αποφασισμένοι να κρατήσουν τα μέρη τους με οποιοδήποτε κόστος, τους επιτέθηκε ξανά.

Στις 20, και κατ’ άλλους στις 27, Ιουλίου του 1792 ξεκίνησε η μάχη, στην οποία τα στρατεύματα του Αλή κατατροπώθηκαν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν με σοβαρές απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες. Σε αυτή τη μάχη ξεχώρισε η ηρωική μορφή της Μόσχως Τζαβέλα, γυναίκας του Λάμπρου και μητέρας του κρατούμενου Φώτου, η οποία επικεφαλής ενός γυναικείου σώματος έκανε την τελική επίθεση και έτρεψε σε φυγή τους τρομοκρατημένους Τουρκαλβανούς.

Είναι τέτοια η ντροπή του Αλή, ο οποίος επιστρέφοντας στα Γιάννενα έδωσε εντολή «οιοσδήποτε των πολιτών τολμήση να εξάξη την κεφαλήν του διά τινός θυρίδος ή οπής της οικίας του ίνα ίδη τους στρατιώτας, να φονεύηται ακρίτως». Στη συνέχεια, υπέγραψε αναγκαστική συνθήκη ειρήνης με τους Σουλιώτες και απελευθέρωσε στο πλαίσιο της ανταλλαγής των αιχμαλώτων και το Φώτο Τζαβέλα.

Ο ραδιούργος Πασάς, συνειδητοποιώντας τη δυσκολία της κατάκτησης του Σουλίου, αποφασίζει να διασπάσει την ενότητα των Σουλιωτών. Έρχεται σε συμφωνία με το Γιώργο Μπότσαρη, ο οποίος αποτραβιέται από τα ηρωικά χώματα του Σουλίου και αναλαμβάνει το αρματολίκι των Τζουμέρκων. Επίσης, ο Αλή κτίζει δώδεκα πύργους σε επίκαιρα σημεία γύρω από τα βουνά του Σουλίου, με απώτερο σκοπό να αναγκάσει τους Σουλιώτες να παραδοθούν, λόγω έλλειψης τροφίμων και πολεμοφοδίων.

Και το 1801 επανέρχεται με πρόταση ειρήνης, «υποσχόμενος να τοις δώση δύο χιλιάδες τάλαντα, δεκαετή ασυδωσίαν και οποιανδήποτε άλλην τοποθεσίαν εκλέξωσιν εις την Ελλάδα διά κατοικίαν». Οι Σουλιώτες αρνήθηκαν και πάλι οποιαδήποτε συμφωνία μαζί του και του απάντησαν με σκληρή γλώσσα:

Βεζύρ Αλή πασά σε χαιρετούμεν. Η πατρίς μας είναι απείρως γλυκυτέρα και από τα άσπρα σου και από τους ευτυχείς τόπους, όπου υπόσχεσαι να μας δώσης∙ όθεν ματαίως κοπιάζεις, επειδή η ελευθερία μας δεν πωλείται ούτε αγοράζεται σχεδόν με όλους τους θησαυρούς της γης, παρά με το αίμα και τον θάνατον έως τον ύστερον Σουλιώτην. Όλοι οι Σουλιώται, μικροί και μεγάλοι .

Αλήθεια, πόσο ταιριαστή η υπογραφή τους «όλοι μικροί και μεγάλοι» με το συγκλονιστικό «ομοφώνως» του ψηφίσματος των Ελεύθερων Πολιορκημένων, που γράφτηκε λίγα χρόνια αργότερα στον ιστορικό μας τόπο. Για άλλη μια φορά οι Σουλιώτες, παρότι λίγοι και εξουθενωμένοι από τις στερήσεις και την πείνα, πήραν τη μοίρα στα χέρια τους, ενεργώντας κατά τα κελεύσματα της ηθικής τους συνείδησης.

Κι ενώ η πίεση του Αλή και ο αγώνας συνεχιζόταν αδυσώπητος, οι επιστολές των Σουλιωτών προς τη Ρωσική και τη Γαλλική κυβέρνηση και τις αρχές της Επτανήσου Πολιτείας, με τις εκκλήσεις τους να τους προμηθεύσουν τρόφιμα και πολεμοφόδια δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, καθώς οι πρώην σύμμαχοί τους, επιθυμώντας σε εκείνη τη συγκυρία να διατηρήσουν φιλικές σχέσεις με την Πύλη, αρνήθηκαν να εμπλακούν στην υπόθεση του Σουλίου. Η μόνη ηθική στήριξη προς τους ακαταμάχητους ήρωες και θερμούς υπερμάχους της ελευθερίας ήρθε από τον Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος με επιστολή του, τον Απρίλιο του 1803, από το μακρινό Παρίσι τους παρότρυνε να μην προδώσουν την ελευθερία τους.

Έτσι, παρά τις δυσμενείς συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί από τη σύσφιξη του πολιορκητικού κλοιού, οι Σουλιώτες εξακολουθούσαν να υπερασπίζονται με απαράμιλλη γενναιότητα τα πάτρια εδάφη τους, με αποτέλεσμα πολλοί Τούρκοι να λιποτακτούν, «κηρύττοντες πανταχού ότι ούτ’ αυτοί ούτ’ αυτών οι μεταγενέστεροι θα δυνηθώσιν να κυριεύσωσι το Σούλλιον, και ότι αδίκως και ανωφελώς χύνεται το Τουρκικόν αίμα».

Οι συνεργάτες του Αλή ανέπτυξαν μυστικές επαφές με αρχηγούς Σουλιώτικων φαρών, τους οποίους πίστευαν ότι θα μπορούσαν να εξαγοράσουν, ώστε να υπονομεύσουν το μέτωπο των Σουλιώτικων δυνάμεων με τη δύναμη χρήματος. Το Σεπτέμβριο του 1803, δύο Σουλιώτες αρχηγοί, ο Κουτσονίκας και ο Πήλιος Γούσης, παρουσιάστηκαν στο Βελή πασά, γιο του Αλή, ζητώντας «την απελευθέρωσιν ενός γαμβρού του εν ειρκτή υπάρχοντος μετά των εικοσιτεσσάρων ομήρων και εννέα χιλιάδες γρόσια ανταμοιβήν περί της απολαβής του Σουλίου».

Ο Βελή αποδέχθηκε τις προτάσεις τους και τη νύκτα της 25ης Σεπτεμβρίου ο Πήλιος Γούσης, ως άλλος Εφιάλτης, οδήγησε κρυφά στο σπίτι του 200 Τουρκαλβανούς στρατιώτες, οι οποίοι το επόμενο πρωί κατέλαβαν το Σούλι. Και τα τέσσερα χωριά του Σουλίου έπεσαν στα χέρια του Βελή πασά. Ως τελευταία εστία αντίστασης παρέμεινε το τειχόκαστρο του ναού της Αγίας Παρασκευής στο λόφο Κούγκι και τα υψώματα της Κιάφας. Σε όλη τη διάρκεια του Οκτωβρίου οι συστηματικές προσπάθειες του Βελή πασά να κυριεύσει τα τελευταία οχυρά απέτυχαν.

Η παντελής, όμως, έλλειψη τροφίμων, η στενή πολιορκία και η αδυναμία λήψης οποιασδήποτε εξωτερικής βοήθειας ανάγκασε και τους τελευταίους Σουλιώτες που έμεναν αποκλεισμένοι στο Κούγκι, να δεχτούν να συνθηκολογήσουν την 12η Δεκεμβρίου 1803. Και ενώ οι Σουλιώτες αποχωρούσαν από τις πατρογονικές τους εστίες, στις 16 Δεκεμβρίου έγινε η πυρπόληση του καλόγερου Σαμουήλ στο Κούγκι.

Ο καλόγερος, μαζί με πέντε άλλους Σουλιώτες, είχε μείνει στο Κούγκι, για να παραδώσει στους απεσταλμένους του Βελή τα πολεμοφόδια που φυλάσσονταν εκεί. Εξοργισμένος, όμως, από τα προσβλητικά λόγια των Τούρκων απεσταλμένων, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη. Και έτσι τα στρατεύματα του πασά «πήραν την Κιάφα την κακή, το ξακουσμένο Κούγκι / κι έκαψαν τον καλόγερο με τέσσερις νομάτους».

Ο Αλή έθεσε τότε σε εφαρμογή το τελευταίο μέρος του σχεδίου του. Ο ίδιος μπορεί πια να είχε στην κατοχή του τους ορεινούς όγκους του Σουλίου, οι Σουλιώτες, όμως, που όλα τα προηγούμενα χρόνια αμφισβήτησαν την εξουσία του και ήρθαν σε ευθεία αντιπαράθεση μαζί του, εξακολουθούσαν να είναι ένοπλοι και να συνιστούν απειλή στην επιβολή της συγκεντρωτικής εξουσίας του.

Έτσι, πρώτα τα γένη του Νίκου Κουτσονίκα και του Κολέτση Φωτομάρα που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο, δέχθηκαν την αιφνιδιαστική επίθεση 3.000 Τουρκαλβανών. Στη διάρκεια της μάχης «γυναίκες τινές ωσεί εξήκοντα, όλαι σχεδόν χήραι, ιδούσαι τον κίνδυνον αναπόφευκτον, επρόκρινον, παρά την πολυπαθή και κατησχυμένην αιχμαλωσίαν, τον ηρωικόν και στιγμιαίον θάνατον της αυτοκτονίας∙ αναβάσαι επί τινός κρημνώδους ύψους κατέρριπτον πρώτον τα τρυφερά και φίλτατα αυτών τέκνα, επομένως δε μία κατόπιν της άλλης ερρίπτοντο και αυταί αυθορμήτως από του κρημνού».

Ως άλλοι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι οι Σουλιώτισσες αρνήθηκαν να γίνουν σκλάβες των Τούρκων και, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο εθνικός μας ποιητής, «Τες εμάζωξε εις το μέρος / Του Ζαλόγγου το ακρινό / Της Ελευθεριάς ο έρως / Και ταις έμπνευσε χορό». Από τους 500 Σουλιώτες, μόλις οι 150 μπόρεσαν να διασωθούν και να μεταβούν στην Πάργα.

Αυτό το κορυφαίο ίσως γεγονός θυσίας γυναικών στην παγκόσμια ιστορία, καθώς επιλέγουν τον τιμημένο θάνατο «χωρίς γόγγυσμα κι αντάρα», η σχολή της αποδόμησης προσπάθησε να το παρουσιάσει ως έναν ακόμη συνωστισμό Ελλήνων, που πριν από εκείνον στο λιμάνι της Σμύρνης, μπορεί ίσως να «κατακρημνίστηκε απωθούμενο στην άκρη του γκρεμού από τους οπισθοχωρούντες μαχητές». Και βέβαια, η αμφισβήτηση γεγονότων που αποτέλεσαν σταθμό στη Σουλιώτικη ιστορία δεν περιορίζεται μόνο στο Ζάλογγο, καθώς αμφιβολίες εκφράζουν οι δορυφόροι της αποδομητικής σχολής για την πυρπόληση του Σαμουήλ στο Κούγκι και για την ανατίναξη της Δέσπως στον πύργο του Δημουλά.

Στη συνέχεια, στις 23 Δεκεμβρίου, τα Τουρκοαλβανικά στρατεύματα κινήθηκαν στη Ρινιάσα, όπου είχαν εγκατασταθεί είκοσι Σουλιώτικες οικογένειες από το γένος του Γιωργάκη Μπότση. Η γυναίκα του, η θρυλική Δέσπω, κλεισμένη με τις κόρες της, τις νύφες και τα εγγόνια της στον πύργο του Δημουλά, επέλεξε τον ένδοξο και ελεύθερο θάνατο και «δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει / σκλάβες Τουρκών μη ζήσωμεν, παιδιά, μαζί μ’ ελάτε. / Και τα φυσέκια άναψε, κι όλοι φωτιά γενήκαν».

Τέλος, ο Κίτσος Μπότσαρης, κατέφυγε με 1.200 Σουλιώτες στα Άγραφα, κοντά στο χωριό Σέλτσο, στη φυσικά οχυρή θέση της Μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εκεί, τον Ιανουάριο του 1804, δέχθηκε επίθεση από Τουρκοαλβανικά στρατεύματα. Μετά από πολιορκία τριών μηνών, στις 7 Απριλίου 1804 το μοναστήρι κατελήφθη και μόνο 50 Σουλιώτες, ανάμεσά τους ο Κίτσος και ο γιος του Μάρκος, κατάφεραν να σωθούν και να βρουν καταφύγιο στην Πάργα.

Η Λένω Μπότσαρη, κόρη του Κίτσου, πολεμώντας γενναία κοντά στον Αχελώο ποταμό, περικυκλώθηκε από τα εχθρικά στρατεύματα και για να μη συλληφθεί, έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε. Οι αποδιωγμένοι από την πατρίδα τους Σουλιώτες εγκαταστάθηκαν στη συνέχεια στα Επτάνησα και κυρίως στην Κέρκυρα, όπου κατατάχθηκαν και υπηρέτησαν σε στρατιωτικά σώματα υπό τις διαταγές, αρχικά των Ρώσων και στη συνέχεια των Γάλλων και των Άγγλων.

Η δυνατότητα να επανακτήσουν τους ορεινούς όγκους του Σουλίου τους δόθηκε το 1820, όταν επωφελήθηκαν από τη σύγκρουση του Αλή πασά με τις Σουλτανικές δυνάμεις. Έτσι, στις 12 Δεκεμβρίου του 1820, το Σούλι ήταν και πάλι ελεύθερο, και μάλιστα η πρώτη Ελληνική περιοχή που απελευθερώθηκε από τον Τουρκικό ζυγό. Στη συνέχεια, οι Σουλιώτες, ενεργώντας σύμφωνα με τα διπλωματικά σχέδια της Φιλικής Εταιρείας, η οποία επεδίωκε τη διατήρηση της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ των Τούρκων και του Αλή, και καθοδηγούμενοι από τους Φιλικούς Χριστόφορο Περραιβό και Νικόλαο Φωτομάρα, συνέχισαν να μάχονται εναντίον των Τούρκων.

Στην αυγή του 1821, αφοσιώνονται στην υπόθεση της Ελληνικής Επανάστασης και ενωμένοι πια με τις δυνάμεις του μαχόμενου Ελληνισμού πολεμούν εναντίον του κοινού εχθρού, επιδεικνύοντας απαράμιλλη ανδρεία και χύνοντας αφειδώς το αίμα τους καθ’ όλη τη διάρκεια του Ιερού Αγώνα. Μετά το θάνατο του Αλή πασά, τα Σουλτανικά στρατεύματα στράφηκαν εναντίον των Σουλιωτών και τον Αύγουστο του 1822 τους οδήγησαν στην οριστική αποχώρησή τους από τις πατρογονικές τους εστίες, τις ποτισμένες με το αίμα των πολυετών αγώνων τους.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά θα διακριθούν σε όλες τις σημαντικές συγκρούσεις του Αγώνα της Εθνεγερσίας και θα αναδειχθούν σε ένοπλη πρωτοπορία της Επανάστασης του 182132. Με τη γενναιότητά τους, το υψηλό τους φρόνημα και τη βαθιά τους πίστη στην αξία της ελευθερίας θα τιμήσουν και τα ιερά μας χώματα, στην κρισιμότερη πράξη της ιστορίας του νεότερου Ελληνισμού.

Οι απροσκύνητοι Σουλιώτες ανήκουν σε εκείνους που αγωνίστηκαν για την ελευθερία της πατρίδας τους, πολύ πριν ακουστούν οι σειρήνες της Επανάστασης, αντιδρώντας στη λογική της κυριαρχίας του παντοδύναμου Τούρκου δυνάστη. Η γενναιότητά τους και ο Έρως της Ελευθερίας, κατά το Διονύσιο Σολωμό, συνέθεταν αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν ευψυχία. Αυτή η δυσεύρετη αρετή στην εποχή μας έγινε τραγούδι στο στόμα του λαού, που εμπνεύστηκε από τα κατορθώματά τους και με ιδιαίτερη περηφάνια παρουσίασε τις θυσίες τους για την πατρίδα.

Η δημοτική μούσα, ασύγκριτα πλούσια στην εξύμνηση των Σουλιωτών, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Λόρδος Βύρων, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και πλήθος άλλων λογοτεχνών έψαλαν τη ζωή τους και τις πράξεις αυθυπέρβασής τους, χάρη στις οποίες κρατήθηκε ζωντανή η Εθνεγερσία. Πολλοί ξένοι περιηγητές και ζωγράφοι μίλησαν μέσα από την τέχνη τους για τους αγώνες τους σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα.

Γνήσια τέκνα του Ελληνισμού και της Ελληνικής παράδοσης με τον τρόπο σκέψης και της ζωής τους εξέφρασαν όλες τις αντινομίες της Ελληνικής φυλής, τα ελαττώματα και τις αρετές που χαρακτηρίζουν το γένος μας. Αναμφίβολα διαπαιδαγωγούμενοι να θεωρούμε «εθνικόν ό,τι είναι αληθές» κατά την παραίνεση του Σολωμού, και με επιβεβλημένη την απαλλαγή της ιστορίας μας από μυθοπλασίες χωρίς ιστορικό αντίκρισμα, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι υπήρχαν μόνο λαμπρές σελίδες στην πολύχρονη δράση τους στα άγρια βουνά της Ηπείρου και μετέπειτα στον Αγώνα της Εθνεγερσίας.

Ταυτόχρονα, όμως, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι, όπως οι περισσότεροι Έλληνες αγωνιστές στο διάβα των αιώνων, «απέναντι στον εγωισμό τους όρθωσαν μια αυταπάρνηση τόσο πηγαία, που κατέπληξε και μέθυσε τους πάντες, ακόμη και τους ίδιους εκείνους που υπήρξαν οι ζωντανές αποδείξεις της». Το Ζάλογγο, το Σούλι, η Δέσπω και ο πύργος του Δημουλά, οι Τζαβελλαίοι και οι Μποτσαραίοι, είναι ταυτισμένα στο υποσυνείδητο των Ελλήνων με τον αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας και για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι Σουλιώτες καταλαμβάνουν κεντρικό ρόλο στην νεότερη Ελληνική ιστορία ως κορυφαίο σύμβολο όλων εκείνων των αξιών που συνιστούν την εθνική μας αξιοπρέπεια. Ο Γιώργος Καραμπελιάς στο τελευταίο εξαιρετικό πόνημα του Συνωστισμένες στο Ζάλογγο. Οι Σουλιώτες, ο Αλή πασάς και η αποδόμηση της ιστορίας, απάντηση στους θιασώτες της αναθεωρητικής σχολής, επισημαίνει χαρακτηριστικά:

«Το γεγονός ότι ζούμε σε μια αντιηρωική εποχή και έχουμε σχετικοποιήσει τα πάντα δεν μας επιτρέπει να βλέπουμε με το ματογυάλι του ύστερου απομυθοποιητικού εικοστού αιώνα ενέργειες και πράξεις ηρωισμού, με τις οποίες, επειδή δεν μπορούμε να αναμετρηθούμε, τις βάζουμε στο κρεβάτι του Προκρούστη».

Το μύθο τους οι Σουλιώτες τον έπλασαν οι ίδιοι, με τον αγώνα τους στο όνομα της πατρίδας και της ελευθερίας, καθώς πολέμησαν στην πρώτη γραμμή, αφήνοντας στην άκρη τις προσωπικές τους διαφορές και περιφρονώντας το θάνατο. Και επειδή κατά το στοχαστικό Λαοκράτη Βάσση «οι λαοί στα δύσκολα κρατιούνται από την ψυχή τους», οι σύγχρονες γενιές στο άκουσμά τους, σε μια Ελλάδα που βλέπει τα πάντα από την αρχή.

 

Οι Προεπαναστατικές Ηγετικές Ομάδες (Προεστοί και Ιεράρχες)

Στις περιοχές που αποτέλεσαν το βασικό πυρήνα της Επανάστασης οι προεστοί, ο κλήρος και οι άνθρωποι των όπλων υπήρξαν οι ηγετικές ομάδες κατά την προεπαναστατική περίοδο. Οι συνθήκες κοινοτικής αυτοδιοίκησης, λιγότερο ή περισσότερο διευρυμένης ανά περίπτωση, που εξασφάλιζε το Οθωμανικό διοικητικό σύστημα οδήγησε σε περιοχές που πληθυσμιακά υπερτερούσε συντριπτικά το Ελληνικό/Χριστιανικό στοιχείο στην οικονομική ευρωστία και την κοινωνικο-πολιτική ανάδειξη της κοινοτικής ηγεσίας.

Οι κοινοτικοί άρχοντες διεκπεραίωναν τις οικονομικές υποχρεώσεις των κοινοτήτων και διαμεσολαβούσαν στην επικοινωνία τους με την Οθωμανική διοίκηση. Οι ισχυρότεροι από αυτούς, οι προεστοί, οι πρόκριτοι, οι προύχοντες ή οι κοτζαμπάσηδες όπως τους αποκαλούσαν, συμμετείχαν σε επαρχιακά διοικητικά όργανα με συμβουλευτικό χαρακτήρα. Ο ρόλος τους επέτρεπε τη συμμετοχή τους στους φοροδοτικούς μηχανισμούς (υπενοικιάσεις φόρων), δραστηριότητα που τους επέφερε μεγάλα κέρδη.

Σε ορισμένες περιπτώσεις όπως στην Πελοπόννησο συμμετείχαν σε συμβουλευτικά όργανα της περιφερειακής διοίκησης (πασαλίκι), αποκτώντας περιουσία (συνήθως γη), κοινωνική επιρροή και πολιτική δύναμη. Τέτοιες ήταν οι οικογένειες Σισίνη από τη Γαστούνη, Λόντου από το Αίγιο, Ζαΐμη και Χαραλάμπη από τα Καλάβρυτα και Δεληγιάννη από την Καρύταινα, οι οποίες βρέθηκαν από τις αρχές της επανάστασης επικεφαλής των περιοχών τους και υπήρξαν πρωταγωνιστές στις πολιτικές διαμάχες και συγκρούσεις ως το 1833.

Συμπρωταγωνιστές των Μοραϊτών προυχόντων, άλλοτε ως σύμμαχοι κι άλλοτε ως αντίμαχοι, υπήρξαν οι ισχυρές οικογένειες προυχόντων των νησιών του Αργοσαρωνικού και των Κυκλάδων. Τα ειδικά προνόμια και το διευρυμένο σε σχέση με άλλες περιοχές σύστημα κοινοτικής αυτοδιοίκησης επέτρεψε στην κοινοτική ηγεσία των νησιών να αποκτήσει κοινωνικοπολιτική δύναμη παρόμοια με εκείνη των Πελοποννήσιων. Εμπλέκονταν κι αυτοί στους φοροδοτικούς μηχανισμούς, τα κέρδη τους ωστόσο δεν επενδύονταν στη γη αλλά σε πλοία.

Η ναυτιλία και το εμπόριο υπήρξαν κατά το 18ο αιώνα επικερδείς δραστηριότητες, ιδίως για νησιά όπως η Ύδρα και οι Σπέτσες, όπου κυριαρχούσαν οι οικογένειες Κουντουριώτη και Μποτάση αντίστοιχα. Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι και ο αποκλεισμός που επέβαλε η Αγγλία στους θαλάσσιους δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου αποδείχτηκαν ευνοϊκές συνθήκες για τους νησιώτες προύχοντες και καραβοκυραίους. Τα πλοία τους συμπεριέλαβαν την άρση του ναυτικού αποκλεισμού και την πειρατεία στις συνήθεις ναυτιλιακές και εμπορικές τους δραστηριότητες, οδηγημένα από τολμηρούς καπετάνιους όπως ο Μιαούλης.

Ηγετική ήταν και η παρουσία του ανώτερου κλήρου. Οι κοσμικές εξουσίες με τις οποίες είχε περιβληθεί ο Πατριάρχης, ο οποίος στο Οθωμανικό σύστημα λειτουργούσε ως ηγέτης των κατακτημένων Ορθόδοξων Χριστιανών, έφτανε και στο επίπεδο της επαρχιακής διοίκησης με τη συμμετοχή αρχιερέων σε επαρχιακά και περιφερειακά συμβουλευτικά όργανα. Αρχιερείς όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ή ο Βρεσθένης Θεοδώρητος πρωταγωνίστησαν πολιτικά ιδίως στα δύο τρία πρώτα χρόνια της επανάστασης.

Η πολιτική σημασία του κλήρου ατόνισε σταδιακά, ιδίως μετά την απόσχιση της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την υπαγωγή της στον έλεγχο της κρατικής εξουσίας.

 

Κλέφτες και Αρματολοί

Στις ορεινές περιοχές της Ρούμελης διαμορφώθηκε στη διάρκεια της Οθωμανικής κατάκτησης ένα ιδιότυπο σύστημα τοπικής ασφάλειας. Η προστασία των κοινοτήτων από την παράνομη δράση ένοπλων ομάδων, των κλεφτών, ανατίθετο από τις τοπικές Οθωμανικές αρχές στους αρματολούς. Επρόκειτο για ομάδες ενόπλων που μισθοδοτούνταν από τις κοινότητες και αποκτούσαν προνόμια (οπλοφορία, απαλλαγή από φόρους), μέσω των οποίων αναδείχτηκαν σε τοπικής εμβέλειας ηγετικές ομάδες.

Για να διατηρήσουν τη θέση τους, οι αρματολοί θα έπρεπε να καταστείλουν τη δράση των κλεφτών. Αν δε συνέβαινε αυτό, ενεργοποιούνταν μηχανισμοί αντικατάστασής τους. Στη θέση της έκπτωτης ομάδας αρματολών αναδεικνυόταν συνήθως η ισχυρότερη ομάδα των κλεφτών που με την έκνομη δράση της (λεηλασίες, καταστροφές, παράνομη φορολόγηση) είχε αποδείξει την ικανότητά της στη χρήση της βίας. Στη διάρκεια της δράσης της, μια ομάδα ενόπλων περνούσε συχνά από τη νομιμότητα (αρματολός, διώκτης) στην παρανομία (κλέφτης, διωκόμενος).

Από το 18ο αιώνα η οικονομική και κοινωνικοπολιτική δύναμη των οικογενειών των αρματολών είχε υποσκελίσει εκείνη των προυχόντων στις περισσότερες ορεινές επαρχίες της Ρούμελης. Στις απαρχές της επανάστασης ένοπλοι σαν το Βαρνακιώτη και τον Ανδρούτσο φάνηκε να κυριαρχούν στη Στερεά Ελλάδα, σύντομα όμως εξουδετερώθηκαν, εξοντώθηκαν ή ελέγχτηκαν από νεοπαγείς πολιτικούς παράγοντες που αναδείχτηκαν στη διάρκεια της επανάστασης (Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ιωάννης Κωλέττης).

Ο αρματολισμός δεν αναπτύχθηκε στην Πελοπόννησο. Εκεί, η αντιμετώπιση των κλεφτών από τις Οθωμανικές αρχές και τους προύχοντες υπήρξε αποτελεσματικότερη. Ισχυρές οικογένειες κλεφτών όπως οι Κολοκοτρωναίοι εκμισθώνονταν κάποτε από τους προύχοντες και λειτουργούσαν ως ιδιωτικός στρατός. Οι κάποι, όπως τους αποκαλούσαν, σε καμιά περίπτωση δεν απέκτησαν προεπαναστατικά την οικονομική ευμάρεια, την κοινωνικοπολιτική δύναμη και το κύρος των καπετάνιων της Ρούμελης και των άλλων περιοχών, όπου αναπτύχθηκε το σύστημα του αρματολισμού (Ήπειρος, Θεσσαλία, Δ. Μακεδονία).

Στη διάρκεια της επανάστασης όσοι δεν ακολούθησαν τον Κολοκοτρώνη, στηρίζοντας την ανάδειξή του σε πρωταγωνιστικό πολιτικό παράγοντα, συνέχισαν να βρίσκονται στο πλευρό των προυχόντων.

 

Ο Φιλελληνισμός

Από τις απαρχές της η Ελληνική Επανάσταση είχε την τύχη να δεχτεί τη βοήθεια ενός δυναμικού ρεύματος υποστήριξης που αναπτύχθηκε στις σημαντικότερες πόλεις της Ευρώπης. Ο φιλλεληνισμός, όπως ονομάστηκε αυτό το ρεύμα, πρόσφερε σημαντική βοήθεια στην Ελληνική υπόθεση. Πρώτον, με την αποστολή χρημάτων, εφοδίων και εθελοντών. Δεύτερον, ασκώντας πίεση στις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ώστε να προχωρήσουν σε μια ευνοϊκή ρύθμιση για τους Έλληνες επαναστάτες.

Το ρεύμα αυτό παρά την ύφεση που κάποιες χρονιές γνώρισε, έλκυσε το ενδιαφέρον ορισμένων από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής. Διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί, άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων εργάστηκαν εθελοντικά προπαγανδίζοντας υπέρ της Ελληνικής υπόθεσης. Επιπλέον, ένας σημαντικός αριθμός εθελοντών προσήλθε στις επαναστατημένες περιοχές, για να πολεμήσει για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Ανάμεσά τους βρέθηκαν γνωστοί στρατιωτικοί της εποχής των Ναπολεόντειων πολέμων, φοιτητές, κυνηγημένοι επαναστάτες ακόμη και τυχοδιώκτες ή καιροσκόποι, για τους οποίους η Ελληνική επανάσταση φάνταζε ως περιπέτεια και μάλιστα επικερδής.

Ανεξάρτητα από τους πολλούς λόγους, τους διαφορετικούς τρόπους και τις ασύμβατες κάποτε προσδοκίες που στήριξαν στην Ελληνική υπόθεση, όλοι αυτοί συνέβαλαν στο να διατηρηθεί ζωντανό το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την Ελληνική επανάσταση, ιδίως στα σημαντικά αστικά κέντρα της Ευρώπης.

Η διάδοση που γνώρισε το ενδιαφέρον για την αρχαία Ελλάδα στην Ευρώπη του ύστερου 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα υπήρξε ο ένας από τους δυο βασικούς λόγους ανάπτυξης του φιλελληνισμού. Η ιδέα της δημιουργίας Ελληνικού κράτους στα εδάφη που ήκμασε η Ελληνική Αρχαιότητα φάνταζε γοητευτική, ιδίως στα μορφωμένα και οικονομικά εύρωστα αστικά στρώματα των Ευρωπαϊκών κοινωνιών. Η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη μετά το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων υπήρξε η δεύτερη πηγή τροφοδότησης του φιλελληνισμού.

Η παλινόρθωση των παλαιών καθεστώτων, η πίεση και οι διώξεις που γνώρισαν τα φιλελεύθερα, ριζοσπαστικά και επαναστατικά στοιχεία μετά το 1815 δεν έδινε και πολλά περιθώρια έκφρασης και πολύ περισσότερο προώθησης των πολιτικών και κοινωνικών αιτημάτων που είχαν τεθεί από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Επιπλέον, οι επαναστατικές κινήσεις καταπνίγονταν γρήγορα η μία μετά την άλλη. Στις συνθήκες αυτές η Ελληνική επανάσταση αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και προσδοκιών που παρότι έμελλε στο τέλος να διαψευστούν, στάθηκαν ικανές να κινητοποιήσουν αρκετούς για την ευτυχή της κατάληξη.

Οι Εθελοντές

Με δυο κυρίως τρόπους εκφράστηκε το ρεύμα του φιλελληνισμού στις Ευρωπαϊκές χώρες. Συστήθηκαν κομιτάτα, επιτροπές προπαγάνδισης και ενίσχυσης της Ελληνικής Επανάστασης, ενώ οργανώθηκαν αρκετές αποστολές εθελοντών, οι οποίοι έσπευσαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων επαναστατών. Αν και ο αριθμός τους δεν είναι με ακρίβεια γνωστός, υπολογίζεται ότι περισσότεροι από χίλιοι προσήλθαν στις επαναστατημένες περιοχές. Από αυτούς περίπου το ένα τρίτο δε γύρισε πίσω.

Οι περισσότεροι έφτασαν τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης, ενώ ένα δεύτερο κύμα εθελοντών προκάλεσε η εγκατάσταση και ο θάνατος του λόρδου Μπάιρον στο Μεσολόγγι (1824). Μεταξύ αυτών βρέθηκαν άνθρωποι με διαφορετικά κοινωνικά, πολιτικά, μορφωτικά και εθνικά χαρακτηριστικά. Στην πλειονότητά τους ωστόσο ήταν παλαίμαχοι στρατιώτες και αξιωματικοί των Ναπολεόντειων πολέμων που αναζητούσαν δόξα και πλούτο σε περιφερειακές συγκρούσεις είτε γιατί από το 1815 και μετά βρέθηκαν χωρίς απασχόληση είτε γιατί είχαν τεθεί σε δυσμένεια εξαιτίας των πολιτικών τους ιδεών.

Ο Σκωτσέτζος συνταγματάρχης Γκόρντον (Τ. Gordon) και ο αξιωματικός του ναυτικού Άστιγξ (Fr. Hastings) είναι μερικοί από αυτούς. Πολλοί πέθαναν, άλλοι έφυγαν απογοητευμένοι, κάποιοι ξαναγύρισαν. Δεν έλειψαν τέλος εκείνοι που άλλαξαν στρατόπεδο και επέστρεψαν στις επαναστατημένες περιοχές με διαφορετικούς σκοπούς αλλά για τους ίδιους λόγους. Πλάι στους επαγγελματίες του πολέμου βρέθηκαν και άλλοι που τα κίνητρά τους ήταν εντελώς διαφορετικά. Ήταν άνθρωποι που αγωνίζονταν για έναν κόσμο κοινωνικά και πολιτικά δικαιότερο.

Από ανθρώπους σαν το λόρδο Μπάιρον και τον Στάνχοπ (Stanhope) που συμμερίζονταν τις ιδέες του κοινωνικού φιλόσοφου Τζ. Μπένθαμ (Bentham) έως τον περιβόητο Ιταλό Καρμπονάρο κόμη Σανταρόζα (Santarosa), όλο το φάσμα των φιλελεύθερων και ριζοσπαστικών ιδεών και των ανατρεπτικών κινημάτων της καθεστηκυίας στην Ευρώπη τάξης πραγμάτων έδωσε το παρόν του στην Ελληνική επανάσταση.

Μαθημένοι να δρουν σε διαφορετικά οργανωμένα ένοπλα σώματα και να ακολουθούν άλλες πολεμικές τακτικές, οι Ευρωπαίοι εθελοντές μάλλον δεν τα κατάφεραν και τόσο καλά στα πεδία των μαχών. Παρότι δεν τους έλειψε ο ηρωισμός, βρέθηκαν συχνά εκτεθειμένοι, ανίκανοι να αντιδράσουν στους εφορμούντες Οθωμανούς ενόπλους. Στη μάχη στο Πέτα τον Ιούλιο του 1822, μια από τις σοβαρότερες ήττες της Ελληνικής πλευράς, το σώμα των εθελοντών καθώς και των Επτανήσιων ήταν τα μόνα που είχαν συντριπτικές απώλειες.

Υποτιμούσαν τις ικανότητες των ντόπιων ενόπλων, δε γνώριζαν τον κλεφτοπόλεμο κι ούτε επιθυμούσαν να πολεμούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Από την άλλη, γνώρισαν τη δυσπιστία και κάποτε την εχθρότητα των ντόπιων ενόπλων, οι οποίοι δεν ήθελαν να καθορίζουν άλλοι το πώς θα πολεμούν ούτε επιθυμούσαν να καρπωθούν ξένοι τη δόξα και τα πλούσια λάφυρα μιας νίκης. Το κλίμα της δυσπιστίας της μιας πλευράς προς την άλλη γίνεται φανερό, συχνά με δηκτικές παρατηρήσεις, στα απομνημονεύματα που εξέδωσαν αγωνιστές της Ελληνικής επανάστασης, ντόπιοι και ξένοι.

Τα Κομιτάτα

Tο ρεύμα του φιλελληνισμού στις χώρες τις δυτικής Ευρώπης εκφράστηκε μέσα από επιτροπές, τα λεγόμενα κομιτάτα που ανέλαβαν την προβολή και την ενίσχυση του αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων. Oι πρώτες κινήσεις εμφανίστηκαν σε γερμανικές πόλεις και σε Γερμανόφωνες κυρίως περιοχές της Ελβετίας. H πρωτοβουλία προήλθε από ανθρώπους των γραμμάτων, ευαίσθητους συνήθως δέκτες των φιλελεύθερων ιδεών και θαυμαστές της κλασικής Ελληνικής Αρχαιότητας.

Tον Αύγουστο του 1821 ιδρύθηκε το φιλελληνικό κομιτάτο της Στουτγκάρδης και ακολούθησε η ίδρυση αντίστοιχων επιτροπών σε αρκετές γερμανικές πόλεις. Tο φθινόπωρο του ίδιου έτους οργανώθηκαν τα κομιτάτα της Ελβετίας, πρώτα στη Ζυρίχη και κατόπιν στη Λοζάνη και τη Γενεύη. Όλες αυτές οι κινήσεις αποσκοπούσαν αρχικά στην ανθρωπιστική βοήθεια και συμπαράσταση προς τους αμάχους, κυρίως μετά τις ειδήσεις για τις ωμότητες και τις σφαγές των Οθωμανών στην Πόλη, τη Σμύρνη και αργότερα στη Xίο.

Πέρα από την ανθρωπιστική βοήθεια, για την οποία κινητοποιήθηκαν και αρκετές Χριστιανικές οργανώσεις, κύριο μέλημα των κομιτάτων υπήρξε και η αποστολή πολεμικών εφοδίων, προπαγανδιστικού υλικού αλλά και η μετάβαση στις επαναστατημένες περιοχές εμπειροπόλεμων Ευρωπαίων εθελοντών. Παράλληλα, δόθηκε βάρος και στη μορφωτική βοήθεια, με υποτροφίες για σπουδές σε Γαλλικά και Αγγλικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά και στην αποστολή εκπαιδευτικού υλικού στις επαναστατημένες περιοχές.

H αριθμητική υπεροχή εθελοντών από τις Γερμανόφωνες περιοχές, ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, αντανακλά σ’ ένα βαθμό τη δυναμική του φιλελληνικού κινήματος στις περιοχές αυτές. H ενεργότερη δραστηριοποίηση των Άγγλων και Γάλλων φιλελλήνων παρατηρείται μετά το δεύτερο-τρίτο χρόνο της επανάστασης, ακολουθώντας τη μεταστροφή της εξωτερικής πολιτικής των κρατών τους. Βέβαια, ο κύκλος του Κοραή στο Παρίσι προσπάθησε αρκετά νωρίς να πάρει φιλελληνικές πρωτοβουλίες.

Όμως μόνο μετά το 1823 η δράση αυτή παίρνει ουσιαστικό χαρακτήρα, με τη συγκέντρωση ενός σημαντικού ποσού, ενώ παράλληλα ξεκίνησε η λειτουργία της φιλελληνικής επιτροπής της Μασσαλίας. Σημαντική βοήθεια στην οργάνωση του φιλελληνικού κινήματος στη Γαλλία και την Ελβετία πρόσφερε ο Ελβετός τραπεζίτης Εϋνάρδος, ο οποίος υπήρξε προσωπικός φίλος του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στη δημιουργία των κομιτάτων του Παρισιού και της Γενεύης.

Eιδικά η Φιλανθρωπικής Εταιρείας υποστήριξης των Ελλήνων στο Παρίσι έγινε το κέντρο συντονισμού των ενεργειών των κομιτάτων όλης της Ευρώπης. Στην Αγγλία, ιδρύθηκε το 1823 η Φιλελληνική Επιτροπή του Λονδίνου, με την οποία βρισκόταν σε επαφή ο πολιτικός φιλόσοφος Μπένθαμ (J. Bentham). H επιτροπή αυτή έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στην επαφή των Ελλήνων επαναστατών με επίσημους Βρετανικούς φορείς, κυρίως δε στα θέματα που αφορούσαν τη χορήγηση των εξωτερικών δανείων.

Τοπικοί Οργανισμοί και Κεντρική Διοίκηση

Η συγκρότηση κεντρικών πολιτικών θεσμών και μάλιστα σύγχρονου, δυτικού τύπου στάθηκε το μεγαλύτερο ίσως διακύβευμα της Επανάστασης, όπως βέβαια και αυτό της πολιτικής ανεξαρτησίας.

Η διαμόρφωση κεντρικής πολιτικής σκηνής -η Προσωρινή Διοίκηση ή Διοίκηση όπως συνήθως αναφέρεται- και η συγκέντρωση των πολιτικών διεργασιών σε αυτήν σήμαινε, πρωταρχικά και κύρια, την αποδιοργάνωση των τοπικών και περιφερειακών κέντρων εξουσίας και των πολιτικοδιοικητικών οργανισμών που συστήθηκαν σ’ όλες τις επαναστατημένες περιοχές κατά τους πρώτους μήνες της έναρξης της επανάστασης.

Τέτοιοι οργανισμοί λειτούργησαν στην Πελοπόννησο (Αχαϊκό Διευθυντήριο, Μεσσηνιακή Γερουσίαή Σύγκλητος, Καγκελαρία της Αργολίδος κ.ά. που σύντομα ενοποιήθηκαν σε Πελοποννησιακή Γερουσία), τη Δυτική (Οργανισμός Δυτικής Χέρσου Ελλάδος) και την Α. Στερεά (Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος-Άρειος Πάγος) και την Κρήτη (Πολίτευμα της Νήσου Κρήτης).

Στα νησιά, που προεπαναστατικά απολάμβαναν ένα καθεστώς λιγότερο ή περισσότερο διευρυμένης κοινοτικής αυτοδιοίκησης, ακολουθήθηκαν οι προϋπάρχουσες μορφές κοινοτικής οργάνωσης. Εξαίρεση αποτέλεσε η Σάμος, με το τοπικό πολίτευμα που εγκαθίδρυσε εκεί ο Λυκούργος Λογοθέτης.

Ορισμένα από τα περιφερειακά πολιτικά μορφώματα που λειτούργησαν στα πρώτα χρόνια της επανάστασης θυμίζουν κοινοτικούς θεσμούς διαμορφωμένους από την εποχή της Οθωμανικής κυριαρχίας. Η Πελοποννησιακή Γερουσία για παράδειγμα ανακαλούσε την τακτική συγκέντρωση των σημαντικότερων Μοραϊτών προκρίτων στους ύστερους χρόνους της Οθωμανικής κατάκτησης.

Στη Ρούμελη πάλι, όπου η ισχυρή προεπαναστατικά παρουσία των αρματολών στάθηκε φραγμός σε μια ανάλογη θεσμική εξέλιξη των κοινοτικών θεσμών, οι πολιτικοδιοικητικοί οργανισμοί που συστήθηκαν μετά την επανάσταση ήταν έργο Φαναριωτών και άλλων επιφανών ετεροχθόνων. Συστήνοντας και ελέγχοντας τους οργανισμούς αυτούς άνθρωποι σαν τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και το Θεόδωρο Νέγρη επιχείρησαν και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν να στηρίξουν την πολιτική τους παρουσία στους κόλπους των επαναστατών.

Παρά τη σύσταση κεντρικών πολιτικών οργάνων από τον πρώτο χρόνο της επανάστασης (Εθνοσυνέλευση: Το Πολίτευμα της Επιδαύρου) οι τοπικοί οργανισμοί δεν καταργήθηκαν ούτε υπάχθηκαν στη Διοίκηση. Αντίθετα, τα αδύναμα όργανα της κεντρικής διοίκησης δεν κατάφεραν να επιβάλουν τη δική τους εξουσία στις διάφορες περιοχές. Οι κεντρικοί πολιτικοί θεσμοί φαίνεται να κατισχύουν μόνο μετά το 1824 κι αφού έχουν προηγηθεί αρκετοί μήνες σφοδρών εμφύλιων συγκρούσεων.

Κι ενώ η επανάσταση έφθινε διαρκώς από το 1825 και μετά στα πεδία των μαχών, η κατίσχυση των θεσμών της κεντρικής διοίκησης έναντι των τοπικών κέντρων εξουσίας ήταν αντιστρόφως ανάλογη. Η δολοφονία του Καποδίστρια, κατά τη διακυβέρνηση του οποίου (1828-31) τέθηκαν για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο οι βάσεις για τη συγκρότηση ενός σύγχρονου συγκεντρωτικού κράτους, δε στάθηκε ικανή να ανατρέψει τη δυναμική των εξελίξεων. Η διαδικασία ενοποίησης του πολιτικού πεδίου με βασικό άξονα αναφοράς μια ισχυρή κεντρική εξουσία ολοκληρώθηκε στις πρώτες δεκαετίες της βασιλείας του Όθωνα (1833-62).

Νεοελληνικός Διαφωτισμός

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός είναι ιδεολογικό, φιλολογικό, γλωσσικό και φιλοσοφικό ρεύμα που επιχείρησε να μεταφέρει τις ιδέες και τις αξίες του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού στον χώρο του υπόδουλου γένους.

Με τον όρο διαφωτισμός εννοείται η πνευματική κίνηση που σημειώθηκε στη Δυτική Ευρώπη στα τέλη του 17ου αιώνα, με κύριους στόχους τη λύτρωση του ανθρώπινου πνεύματος από τις προλήψεις, τις δεισιδαιμονίες, την αυθεντία του κράτους και της εκκλησίας και την επικράτηση του ορθού λόγου, της πνευματικής ελευθερίας, της ανεξιθρησκίας και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Οι ιδέες του διαφωτισμού διαχύθηκαν στον Ελληνικό χώρο, όταν διαμορφώθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες στις αρχές του 18ου αιώνα με την ανάθεση της εξουσίας των παραδουνάβιων ηγεμονιών σε Έλληνες ηγεμόνες και αργότερα με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, το 1774.

Κύριοι φορείς του νεοελληνικού διαφωτισμού είναι οι Έλληνες που ζουν στην δύση. Αυτοί παρακολουθούν από κοντά όλες τις αλλαγές που γίνονται στην σκέψη, παρακολουθούν τις ανακαλύψεις πάνω στις νέες τεχνικές, ανακαλύπτουν τις ιδεολογικές αρχές πάνω στις οποίες πραγματοποιείται η Γαλλική επανάσταση. Αυτό το κοινωνικό και πολιτικό γεγονός δανείζει τις αρχές στον Νεοελληνικό διαφωτισμό.

Εκείνη την εποχή η Ευρώπη ανακαλύπτει τον φιλελευθερισμό και την ανάγκη της αυτοδιάθεσης των λαών. Οι Έλληνες της Δύσης αντιλαμβάνονται πως μόνο με την πνευματική αναγέννηση των υποδούλων θα μπορέσει να ωριμάσει η ιδέα της επανάστασης. Μέσα σε αυτά τα δεδομένα πολλοί μορφωμένοι Έλληνες συμμετείχαν στην διάδοση των ιδεών του διαφωτισμού, που προσαρμόστηκαν στις ανάγκες του υπόδουλου γένους.

Η Αγγλική βιομηχανική επανάσταση διαδόθηκε στη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες, οδηγώντας την αστική τάξη σε ανοδική πορεία. Ωστόσο, στην κεντρική, τη νότια και την ανατολική Ευρώπη εξουσίαζε στη συγκεκριμένη περίοδο η αριστοκρατία. Οι λαϊκές τάξεις, αγροτικές ως επί το πλείστον, υπέφεραν εξαιτίας της οικονομικής αστάθειας και της επακόλουθης αύξησης των τιμών. Το αποτέλεσμα ήταν η διαφοροποίηση της βορειοδυτικής Ευρώπης, που άρχισε να εκσυγχρονίζεται και της υπόλοιπης ηπείρου που έμεινε στο περιθώριο.

Η Αγγλική αστική επανάσταση του 17ου αι., η Γαλλική του 18ου και ο πόλεμος ανεξαρτησίας των Η.Π.Α. στράφηκαν ένάντια σε ένα παρηκμασμένο πλέον φεουδαρχικό σύστημα, που αποτελούσε εμπόδιο στην αστική ανάπτυξη. Η βιομηχανική επανάσταση άλλαξε ριζικά την παραγωγική ικανότητα σε πολλά πεδία και τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, αλλάζοντας ριζικά τη μορφή των παραδοσιακών κοινωνιών και των οικονομιών του Ευρωπαϊκού κόσμου.

Κατόπιν η Γαλλική Επανάσταση προσέφερε το ιδεολογικό υπόβαθρο μιας διαφορετικής πολιτικής και κοινωνικής άποψης και έγινε η έμπνευση για έναν οικουμενικό, σχεδόν, ξεσηκωμό, με στόχο τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Ο όρος οικουμενικός δικαιολογείται, αν ανατρέξει κανείς σε παγκόσμιους ιστορικούς χάρτες και δει πόσα απελευθερωτικά κινήματα διαδραματίστηκαν ανάμεσα στο 1811 και το 1840, παράλληλα με την παγκόσμια Βρετανική οικονομική διείσδυση –διείσδυση που άντλησε τη δύναμή της από τη βιομηχανική επανάσταση.

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός –προϊόν πολιτισμικής διάχυσης- θα μπορούσε να αποτιμηθεί ως παρακλάδι του του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Ο ίδιος ο όρος προέρχεται από τη μετάφραση των αντίστοιχων όρων της Αγγλικής, γερμανικής και Ιταλικής γλώσσας. Συνεπώς είναι σκόπιμο να γνωρίζει κανείς τι εννοούσαν οι Ευρωπαίοι διανοητές με τον όρο διαφωτισμός.

Ως ιδεολογία του διαφωτισμού θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι ιδέες και οι αξίες που διαμορφώθηκαν από την παιδεία της βορειοδυτικής Ευρώπης κατά τον 18ο αιώνα, πριν από τη Γαλλική Επανάσταση. Η αφετηρία αυτής της νέας ιδεολογίας βρίσκεται στον αρχαιοελληνικό στοχασμό, τον οποίο οι εκπρόσωποί της μελέτησαν σε βάθος, αλλά στηρίχθηκε κυρίως στις σύγχρονες επιστημονικές ανακαλύψεις, με χαρακτηριστικούς εκπρόσωπους τον Γαλιλαίο και τον Νεύτωνα.

Επιδίωξη των Ευρωπαίων Διαφωτιστών ήταν η υπερίσχυση του σύγχρονου πνεύματος εις βάρος των κατεστημένων ιδεών της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, του δογματισμού, της άγνοιας και της προκατάληψης. Η ριζική αμφισβήτηση των καθιερωμένων αυθεντιών, ο προβληματισμός γύρω από τη φύση, τις πηγές και τα όρια της γνώσης, η πίστη στην ανθρώπινη δυνατότητα παραγωγής γνώσης, ο ορθός λόγος και ο ελεύθερος στοχασμός είναι τα κύρια στοιχεία που διαμόρφωσαν το ιδεολογικό πλαίσιο του κινήματος του Διαφωτισμού. Όπως είναι ίσως φυσικό ο νεοελληνικός διαφωτισμός εκκινήθηκε σε περιοχές στις οποίες ήκμαζε το Ελληνικό στοιχείο σε διάφορους τομείς δραστηριότητας.

Τα υπάρχοντα μέσα εκπαίδευσης, δηλαδή οι σχολές, οι ακαδημίες και τα Ελληνικά τυπογραφεία, βοήθησαν τις διαδικασίες της αφομοίωσης και ενδεχομένως της μετάλλαξης των ιδεών. Στις ίδιες περιοχές υπήρχε οικονομική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα να γνωρίσει ιδιαίτερη άνθηση η παιδεία. Οι Έλληνες έμποροι και λόγιοι ήλθαν σε επαφή με το Ευρωπαϊκό πνεύμα και μεταφράστηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα στην Ελληνική τα έργα του Λοκ, του Καρτέσιου, του Ρουσό, του Λάιμπνιτς και του Βολταίρου.

Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, όπως και ο Δυτικοευρωπαϊκός, εναντιώνεται στο πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής του. Ζητά παιδεία για όλους και απαλλαγή του ανθρώπου από την πρόληψη και τη δεισιδαιμονία. Παρουσιάζει ωστόσο όμως δυο σημαντικές διαφορές. Ως ιδεολογικό ρεύμα απευθύνθηκε σε υπόδουλους και συνεπώς το κύριο αίτημά του υπήρξε η απελευθέρωση του Έθνους.

Στην παιδεία εναπόθεσαν οι Έλληνες –ιδιαίτερα ο Κοραής- ένα μεγάλο μέρος των ελπίδων τους για απελευθέρωση. Από την άλλη, η παραγωγή της ιδεολογίας του Ελληνικού διαφωτισμού φαίνεται πως υπήρξε έργο μεμονωμένων προσωπικοτήτων, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Ανάμεσα στις πολλές σημαντικές προσωπικότητες του Νεοελληνικού διαφωτισμού διακρίνονται οι:

· Μεθόδιος Ανθρακίτης 1660-1736 Εφημέριος στο ναό του Αγίου Γεωργίου της Βενετίας και διορθωτής κειμένων αρχικά στον εκδοτικό οίκο στη Βενετία των Γλυκήδων από τα Ιωάννινα και από το 1710-1722 Διευθυντής στη Σχολή Κυρίτζη στην Καστοριά και στη συνέχεια στη Σιάτιστα και στη Μπαλάνειο Σχολή των Ιωαννίνων.

· Ευγένιος Βούλγαρης 1716-1806 Είναι ένας σημαντικός εκπρόσωπος του νεοελληνικού διαφωτισμού. Υπήρξε θαυμαστής του Βολτέρου και ο πιο θερμός υποστηρικτής του. Έγραψε πολλά επιστημονικά, φιλοσοφικά και θεολογικά συγγράμματα.

· Ιώσηπος Μοισιόδαξ 1730-1800 Ασχολήθηκε με τα παιδαγωγικά και τις φυσικές επιστήμες. Στο γλωσσικό πρόβλημα, σε ποια γλώσσα θα φωτιζόταν το έθνος, τάχθηκε υπέρ της Κοινής.

· Δημήτρης Καταρτζής-Φωτιάδης 1730-1800 Προοδευτική προσωπικότητα που επηρεάστηκε από το Γαλλικό διαφωτισμό. Οι φιλοσοφικές του αντιλήψεις βρίσκονται μέσα στο δοκίμιό του Γνώθι σαυτόν.

· Αδαμάντιος Κοραής 1748-1833 Η προσωπικότητα του Κοραή σημάδεψε την Ελλάδα και από μορφωτική και από πολιτική άποψη. Οι γνώσεις του και η παρουσία του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό τον κατατάσσουν ανάμεσα στους κορυφαίους φιλόλογους στον Ευρωπαϊκό χώρο.

· Ρήγας Φεραίος 1757-1798 Γεννήθηκε στο Βελεστίνο της Θεσσαλίας το 1757. Σπούδασε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό όπου και αρχίζει την πολιτική του προσπάθεια. Τα έργα του Ρήγα έχουν πολιτικό, ιδεολογικό και επαναστατικό περιεχόμενο και είναι επηρεασμένος από το Γαλλικό πνεύμα. Πέρα από το συγγραφικό του έργο και την πολιτική του δράση ενδιαφέρθηκε για την εκπαίδευση των Ελλήνων, γνώριζε πως μέσα από την αναγέννηση της παιδείας θα έρθει και η αναγέννηση του έθνους. Το όραμα του, είναι η απελευθέρωση των λαών της Βαλκανικής και η δημιουργία μιας ενιαίας πολιτικής ενότητας.

Πέρα από την αναφορά στους πρωταγωνιστές του Νεοελληνικού διαφωτισμού πρέπει να αναφερθούμε και σε μερικά κείμενα της εποχής. Η Ελληνική Νομαρχία, ο Ανώνυμος του 1789 και ο Ρωσαγγλογάλλος. Αυτά τα κείμενα έχουν πολιτικό περιεχόμενο, ασκούν κριτική στους φορείς συντηρητικών ιδεών και σε όσους αδιαφορούν για την ελευθερία του γένους και αναφέρονται στη θεωρία και τη σκέψη που πρέπει να έχουν οι Έλληνες για να οργανώσουν τον ένοπλο αγώνα τους.

Εκφραστές των ιδεών του Διαφωτισμού ήταν και διάφορα περιοδικά της εποχής, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει ο Ερμής ο Λόγιος και η Φιλολογική Εταιρεία Βουκουρεστίου με την υποστήριξη της οποίας εκδόθηκε. Ο Νεοελληνικός διαφωτισμός ως πνευματικό κίνημα αντλεί την καταγωγή του από τον Ευρωπαϊκό διαφωτισμό. Παρουσιάζει, ωστόσο, ιδιαιτερότητες εξαιτίας των ιδιαίτερων κοινωνικών, πολιτικών και ιστορικών συνθηκών που χαρακτήριζαν τον Ελληνισμό εκείνης της περιόδου.

Οι Έλληνες λόγιοι, παρά το γεγονός ότι εναντιώθηκαν στον διαμορφωμένο διαμέσου αιώνων Ελληνικό πολιτισμικό πλούτο, κατάφεραν σε κάποιον βαθμό να περάσουν στην Ελληνική κοινωνία τα ιδεολογήματα του Ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Σε μεγάλο βαθμό κατάφεραν να δημιουργήσουν θαυμασμό για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, εκμεταλλευόμενοι κυρίως την έλλειψη αυτοπεποίθησης και τα αισθήματα μειονεξίας που έτρεφαν οι Έλληνες έναντι των Ευρωπαϊκών λαών.

Ο θαυμασμός αυτός βέβαια, αποκομμένος από την βιωμένη παράδοση του Ελληνικού γένους, ομοίαζε με εκείνον που έτρεφαν οι Ευρωπαίοι για την κλασσική αρχαιότητα όπως την είχαν προσλάβει από γραπτά κείμενα, χωρίς να έχουν τις προϋποθέσεις να την κατανοήσουν. Ξεκίνησε έτσι ένας φαύλος κύκλος αλλοτρίωσης του λαϊκού φρονήματος, που θα γιγαντωνόταν ολοένα και περισσότερο με το πέρασμα των χρόνων. Πάντως, επί τη βάσει των αρχών του διαφωτισμού διεκδικήθηκε, μεταγενέστερα κυρίως, η νομιμότητα του αιτήματος αναδημιουργίας του εθνικού κράτους.

Ο αγώνας των Ελλήνων για απελευθέρωση θα μπορούσε να γίνει η συνέχεια του αγώνα ενάντια στην ”ασιατική βαρβαρότητα”. Στην πορεία του Νεοελληνικού διαφωτισμού τέθηκαν επίσης ζητήματα και προβλήματα που ταλαιπώρησαν επί μακρόν την Ελληνική παιδεία, μεταδόθηκαν νέες γνώσεις και ανακαλύψεις της εποχής, ενώ τυπώθηκαν εκατοντάδες πρωτότυπα βιβλία και μεταφράσεις.

Η φιλολογική διαμάχη της εποχής με επίκεντρο το γλωσσικό πρόβλημα αντικατοπτρίζει εν μέρει τις πνευματικές αναζητήσεις και τον δυναμισμό με τον οποίο αντιμετώπισαν οι Έλληνες λόγιοι τα πνευματικά ζητήματα, αλλά και μια πάλη ανάμεσα στα παραδοσιακά και τα νεωτερικά ρεύματα της Ελληνικής κοινωνίας.

 

Η Παιδεία στην Τουρκοκρατία (17ος & 18ος αιώνας)

Κατά τα μέσα του 17ου αιώνα τα πράγματα στην παιδεία αλλάζουν. Η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου και η πυκνότερη επικοινωνία με τη Δύση, όχι μόνο με την Ιταλία, αλλά κατόπιν και με την Κεντρική Ευρώπη, όπως και με τη Ρωσία, θα συντελέσουν στην ανάπτυξη των σχολείων μέσης εκπαίδευσης όπως θα λέγαμε σήμερα. Πρόκειται για τα σχολεία της «Εγκυκλίου Παιδείας» ή γυμνάσια ή φροντιστήρια ή λύκεια ή Ελληνομουσεία ή ακαδημίες.

Οι Έλληνες, επί Τουρκοκρατίας, που ήθελαν να κάνουν παραπέρα σπουδές, να γίνουν π.χ. γιατροί ή νομικοί, πήγαιναν στην Ευρώπη. Τη νέα εποχή, και μέχρι την εισροή των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στα μέσα του 18ου αιώνα, θα σημαδέψει με την παρουσία του ο νεοαριστοτελικός Θεόφιλος Κορυδαλλέας μαθητής, όπως και ο πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης, του Cremonini στην Πάδοβα, ο πρώτος νεοέλληνας φιλόσοφος που διαχώρισε τη φιλοσοφία από τη θεολογία.

Μετά από πρόσκληση του πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη θα διευθύνει την Πατριαρχική Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα διδάξει από το 1624 έως το 1628 και από το 1636 έως το 1640 και μετά θα εκδιωχθεί. Η προσπάθεια αυτή του Λούκαρη και του Κορυδαλλέα είναι το πρώτο σοβαρό εκπαιδευτικό εγχείρημα, η πρώτη σοβαρή δυτική επίδραση στην ελληνική εκπαίδευση. Ο Κορυδαλλέας με επίκεντρο της διδασκαλίας του τη φιλοσοφία ανέβασε τη στάθμη της σχολής, και όπως γράφεται, της έδωσε χαρακτήρα πανεπιστημιακό.

Τα ερμηνευτικά του υπομνήματα σε έργα του Αριστοτέλη θα διδάσκονται σε όλα τα σχολεία της «Εγκυκλίου Παιδείας». Το 1662, χάρη στη χρηματική χορηγία του επιχειρηματία Μανολάκη του Καστοριανού, η Πατριαρχική Σχολή αναδιοργανώθηκε. Τώρα λειτουργεί με τρεις κύκλους σπουδών: ο ένας για τα «κοινά γράμματα», ο δεύτερος για την «κυκλοπαιδεία» (γραμματική, ρητορική, λογική) και ο τρίτος, ο ανώτερος, για τη θεολογία και τη φιλοσοφία.

Όμως, δεν μπόρεσε παραπέρα να εκσυγχρονιστεί, παρά τις προσπάθειες που κατά καιρούς έγιναν, και έτσι δεν έπαιξε ρόλο στην πνευματική αναγέννηση του Ελληνισμού τα τελευταία χρόνια πριν από την Επανάσταση. Την εποχή αυτή θα πολλαπλασιαστούν τα σχολεία. Ο μαθητής του Κορυδαλλέα, ο Ευγένιος Γιαννούλης ή Ευγένιος ο Αιτωλός, θα ιδρύσει σχολεία στην ορεινή περιοχή των Αγράφων (Καρπενήσι, Βραγγιανά) και στις απόμακρες περιοχές της Αιτωλίας. Γενικότερα, θα γίνει ο παιδαγωγός της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.

Οι έμποροι κυρίως, με τις χορηγίες τους και τα κληροδοτήματά τους θα βοηθήσουν στην ίδρυση σχολείων ή αλλού στην ανανέωση της εκπαιδευτικής παράδοσης, όπως π.χ. στη Χίο. Εκεί θα διδάξει και ο Κων/νος Γορδάτος ή Λίλας (1713-1738), ο εισηγητής της διδασκαλίας των μαθηματικών και της φυσικής στα σχολεία της Ανατολής. Σχολεία συναντάμε στο Αιτωλικό, στην Άρτα, στην Αθήνα, στην Πάτμο (την «Πατμιάδα Σχολή»), στη δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και αλλού.

Στη Μοσχόπολη ιδρύθηκε ένα από τα καλύτερα σχολεία της περιόδου, η «Νέα Ακαδήμεια», ο διευθυντής της οποίας Θεόδωρος Καβαλιώτης εξέδωσε το 1770 ένα ελληνοβλαχοαλβανικό λεξικό. Πρόκειται για την πρώτη απόπειρα γραφής, έντυπης μάλιστα, της κοτσοβλαχικής και αλβανικής γλώσσας. Αργότερα, ο δάσκαλος επίσης της σχολής, Δανιήλ Μοσχοπολίτης, εξέδωσε ένα τετράγλωσσο λεξικό της Ελληνικής, Κουτσοβλαχικής, Αλβανικής και Βουλγαρικής.

Και ο άλλος δάσκαλος, ο ιερομόναχος Γρηγόριος Κωνσταντινίδης, εγκατέστησε στη Μοσχόπολη, λίγο πριν από το 1731, τυπογραφείο. Είναι το δεύτερο τυπογραφείο που λειτούργησε επί τουρκοκρατίας. Είχε προηγηθεί το τυπογραφείο του Νικόδημου Μεταξά στην Κωνσταντινούπολη το 1627 επί πατριαρχίας Κύριλλου Λούκαρη. Στην Πελοπόννησο από το 1764 χρονολογείται η αξιόλογη Σχολή της Δημητσάνας. Από το 1715-1821 λειτούργησαν στο Μοριά σχολεία διαφόρου εμβέλειας, των οποίων ο αριθμός ποικίλλει κατά συγγραφείς (41 ή περίπου 50).

Αναμφισβήτητα, πάντως, το σπουδαιότερο υπήρξε της Δημητσάνας. Και στη Μεσσηνία κατά το αμέσως παραπάνω χρονικό διάστημα αναφέρονται σχολεία σε Καλαμάτα, Μάνη, Μελέ Αλαγονίας, Νησί (Μεσσήνη), Πολιανή, Κυπαρισσία, Γαργαλιάνους. Η εποχή του 17ου μέχρι τα τέλη περίπου του 18ου αιώνα χαρακτηρίζεται, όχι μόνο από την αύξηση των σχολείων και των μαθητών, αλλά και από την ύπαρξη οργανωμένων σχολείων με ειδικά διδακτήρια, με πρόγραμμα σπουδών που περιείχε και μαθήματα ανώτερου επιπέδου, με κορμό όμως τα μαθήματα που απέβλεπαν στην εκμάθηση της αρχαίας Ελληνικής και των δογμάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Οι λόγιοι δραστηριοποιήθηκαν πλέον ως καθηγητές και διευθυντές συγκροτημένων σχολών, όπως επίσης σημειώθηκε εκτύπωση και κυκλοφορία ολοένα και περισσότερων σχολικών εγχειριδίων πρωτοτύπων ή μεταφρασμένων στην Ελληνική. Από τις αρχές του 17ου αιώνα εμφανίστηκαν και οι πρώτες μορφωμένες γυναίκες, κόρες επιφανών Φαναριωτών, που μάθαιναν γράμματα στο σπίτι και ασχολήθηκαν, κυρίως, με το θέατρο και τη μετάφραση βιβλίων.

Τα προβλήματα στη λειτουργία των σχολείων δεν έλειψαν και την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε. Με την κατάλυση από το Ναπολέοντα το 1797 της Βενετικής Δημοκρατίας και την κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων και των κληροδοτημάτων με βάση τα οποία λειτουργούσαν τα σχολεία, πέρασαν κρίση οι σχολές της Αθήνας και των Ιωαννίνων. Κατά τα Ορλωφικά (1770) και τις βαρβαρότητες των Αλβανών που ακολούθησαν, μεταξύ των σχολείων που έκλεισαν ήταν και της Δημητσάνας, το οποίο επαναλειτούργησε μετά από δέκα περίπου χρόνια, το 1779.

Στον Τουρκοκρατούμενο Ελληνικό χώρο τα καλύτερα σχολεία εμφανίστηκαν σε ορισμένα αστικά κέντρα, κυρίως, της περιφέρειας (Ιωάννινα, Μοσχόπολη, Σμύρνη, Τραπεζούντα κ.ά.) και όχι στο κέντρο, την Κωνσταντινούπολη. Αυτό οφείλεται στο ότι τελούσαν υπό προνομιακό καθεστώς εσωτερικής αυτονομίας, άκμαζαν οικονομικά και οι φωτισμένοι δάσκαλοι της εποχής είχαν μεγαλύτερη ελευθερία δράσης, μακριά από τους συντηρητικούς κύκλους της Πόλης. Ιδιαίτερα τα Ιωάννινα βρέθηκαν στην εκπαιδευτική πρωτοπορία από τα μέσα του 17ου μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα.

Τα πιο λαμπερά, όμως, εκπαιδευτήρια της περιόδου αυτής με την πιο άρτια οργάνωση λειτούργησαν στις πλούσιες Ελληνικές παροικίες της Ιταλίας και στις Ηγεμονίες (Βλαχία και Μολδαβία). Στις Ηγεμονίες οφείλεται, κυρίως, στην παρουσία Ελλήνων παροίκων και των Φαναριωτών, οι οποίοι λόγω των αξιωμάτων που κατείχαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και κυρίως στο Οθωμανικό Διοικητικό Μηχανισμό είχαν αντιληφθεί την αξία της μόρφωσης.

Στην Πάδοβα το 1653 ιδρύθηκε από τον Ιωάννη Κωτούνιο το Ελληνομουσείο της Πάδοβας, το οποίο διέκοψε οριστικά τη λειτουργία του το 1797 που ο Μ. Ναπολέων κατέλυσε τη Βενετική Δημοκρατία. Το σημαντικότερο, όμως, εκπαιδευτικό ίδρυμα του παροικιακού Ελληνισμού υπήρξε το Φλαγγινιανό Κολλέγιο της Βενετίας που ιδρύθηκε από τον Θωμά Φλαγγίνη και άρχισε να λειτουργεί το 1665.

Μέχρι το 1797 που έκλεισε λόγω των παραπάνω ενεργειών του Ναπολέοντα σπούδασαν στη σχολή, εκτός από τους μη οικότροφους μαθητές, και 600 περίπου οικότροφοι, κυρίως από τις Βενετοκρατούμενες, αλλά και τις τουρκοκρατούμενες περιοχές της Ελλάδας. Οι σπουδές διαρκούσαν έξι χρόνια και οι μαθητές διδάσκονταν στον πρώτο κύκλο σπουδών γραμματική, φιλολογία, ρητορική και μαθήματα επιστολογραφίας, ενώ στο δεύτερο λογική, φιλοσοφία, θεολογία, μαθηματικά και γεωγραφία.

Η σχολή μετά το κλείσιμό της το 1797 επαναλειτούργησε από το 1823 μέχρι το 1905, χωρίς όμως την αίγλη της πρώτης περιόδου. Τα παραπάνω εκπαιδευτικά ιδρύματα της Πάδοβας και της Βενετίας, εκτός από τους μορφωμένους Έλληνες που έβγαλαν, υπήρξαν και αντίβαρο στην καθολική προπαγάνδα που γινόταν μέσω του Ελληνικού Κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης. Στη Μολδαβία και Βλαχία οι πρώτες προσπάθειες για ίδρυση ανώτερων σχολείων έγιναν το 16ο και 17ο αιώνα.

Το 18ο και στις αρχές του 19ου υπάρχουν στις Ηγεμονίες τα σημαντικότερα σχολεία του υπόδουλου Ελληνισμού. Μεταξύ των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που ιδρύθηκαν στις διάφορες πόλεις ξεχωρίζουν η Ηγεμονική Ακαδημία του Βουκουρεστίου και η Ηγεμονική Ακαδημία του Ιασίου. Το 1690 αναδιοργανώθηκε και ονομάστηκε Ακαδημία το σχολείο που υπήρχε στο Βουκουρέστι. Σταθμό στην ανοδική της πορεία αποτέλεσε η τοποθέτηση στο θρόνο της Βλαχίας του Φαναριώτη Αλέξανδρου Υψηλάντη το 1774.

Με διάταγμα του 1776 κανονίστηκαν τα μαθήματα και οι υποτροφίες της σχολής, από τις οποίες όμως αποκλείονταν τα παιδιά των ελεύθερων χωρικών και των δουλοπαροίκων. Η Ηγεμονική Ακαδημία του Ιασίου ιδρύθηκε το 1707 και το 1714 ο πρώτος Φαναριώτης ηγεμόνας της Μολδαβίας, Νικόλαος Μαυροκορδάτος, την αναδιοργάνωσε. Στην Ακαδημία αυτή πιθανώς από το 1728 άρχισε η διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας, την οποία ο Ιώσηπος Μοισιόδακας την καθιέρωσε ως γλώσσα διδασκαλίας το 1776.

Από το 1764, με σχολάρχη το Νικηφόρο Θεοτόκη, αναδείχθηκε ως ένα από τα καλύτερα σχολεία του υπόδουλου Ελληνισμού και το 1766 ο σχολάρχης Νικ. Ζερζούλης δίδαξε φιλοσοφία σύμφωνα με τα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής, εγκαταλείποντας τη νεοαριστοτελική μέθοδο του Θεόφιλου Κορυδαλλέα. Η Ακαδημία συνέχισε με διακυμάνσεις την πορεία της και το 1821, με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, έκλεισε με διαταγή του σουλτάνου, όπως και η Ακαδημία του Βουκουρεστίου, γιατί θεωρήθηκε ότι, αντί να μορφώνουν τους νέους, έτρεφαν επαναστάτες.

Από τα μέσα και μετά του 18ου αιώνα οι ιδέες του Διαφωτισμού, παρά τις αντιδράσεις της Εκκλησίας, θα αρχίσουν να επηρεάζουν και την εκπαίδευση.

 

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Επανάσταση Εθνική, Ταξική και Θρησκευτική

Η Επανάσταση του 1821 δεν ήταν ένα τοπικό γεγονός, αλλά είχε παγκόσμια σημασία. Υπήρξε μια πρώιμη εθνική επανάσταση, εμπνευσμένη από το πρότυπο της Γαλλικής, ενάντια στην Ισλαμική κυριαρχία στο χώρο της Ανατολής.

Ηταν μια επανάσταση που είχε ως γενέθλια ημερομηνία την 22α Φεβρουαρίου του 1821, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο, ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης και δύο μέρες μετά εξέδωσε την προκήρυξη-κάλεσμα «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Αυτό ήταν το γεγονός που πυροδότησε τις ελληνικές εξεγέρσεις σε διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με πιο πετυχημένη απ’ όλες αυτή του Μοριά.

Η Επανάσταση του 1821 υπήρξε ένα κορυφαίο γεγονός, που είχε κυρίως αντι-απολυταρχικά χαρακτηριστικά, και ως περιεχόμενο ήταν:

Εθνική, ως έχουσα ηγεσία εμπνευσμένη από τη Γαλλική Επανάσταση, που κατάφερε να μετεξελίξει σε κυρίαρχη ιδεολογία την από την εποχή της Άλωσης αντίληψη, περιορισμένη έως τότε σε κύκλους διανοουμένων -της Διασποράς αλλά και του Φαναρίου-, ότι «είμαστε εθνικά Έλληνες». Μια άποψη που στις εποχές πριν από την Άλωση είχε οδηγήσει σε μια παράδοξη εμφάνιση των Ελλήνων ως έθνους, με τη νεοτερική σημασία του όρου (δηλαδή με σαφές πολιτικό πρόγραμμα) αιώνες πριν από τη νεοτερικότητα. Αυτό το γεγονός, μαζί με κάποια άλλα εξίσου παράδοξα για τους ιστορικούς και κοινωνικούς επιστήμονες που ασχολούνται με το φαινόμενο του έθνους, οδήγησε τον ίδιο τον Ε. Gelner να μιλήσει για εξαιρέσεις από τον κανόνα.

Θρησκευτική, των Χριστιανών κατά των κυρίαρχων Μουσουλμάνων, γιατί ήταν δεύτερης και τρίτης κατηγορίας πολίτες, υφιστάμενοι πλείστες όσες διακρίσεις ένεκα του θρησκεύματός τους.

Ταξική, των απόκληρων, πολύμορφων από άποψη καταγωγής Ρωμιών, γιατί οι Ρωμιοί ήταν οι οικονομικά δυναστευόμενοι μέσα από την απλοϊκή Μουσουλμανική δομή που καθόριζε τις ενδοοθωμανικές σχέσεις.

Αυτή η πολλαπλή σημασία θα εκφραστεί με την πανελλήνια κινητοποίηση. Σε κάθε μέρος του Ελληνικού κόσμου θα υπάρξουν επαναστατικές κινήσεις, ενώ η Οθωμανική καταστολή θα είναι σκληρή. Σφαγές, διώξεις και τυφλή βία θα είναι η απάντηση μιας σκληρής, θρησκευτικής και απολυταρχικής εξουσίας εναντίον των Ρωμαίικων πληθυσμών σε όλη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Φιλική Εταιρεία

Η Φιλική Εταιρεία ήταν η σημαντικότερη από τις μυστικές οργανώσεις που σχηματίστηκαν για την προετοιμασία επανάστασης για την απελευθέρωση των Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό, και σύμφωνα από τους παλαιότερους ιστορικούς, από τον Εμμανουήλ Ξάνθο, το Νικόλαο Σκουφά, Αθανάσιο Τσακάλωφ. Τέταρτο μέλος της, μυήθηκε ο Αντώνιος Κομιζόπουλος από τη Φιλιππούπολη.

Επίσης από τα πρώτα μέλη που μυήθηκαν ήταν και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος (και μάλιστα κατά ορισμένες πηγές συνιδρυτής, πριν τον Ξάνθο που μυήθηκε αργότερα). Οι Φιλικοί αφού μυούνταν στην Εταιρεία έδιναν όρκο πίστης και επικοινωνούσαν με κώδικες, ψευδώνυμα και συνθηματικές λέξεις. Στα μέσα Σεπτεμβρίου 1814 στην Οδησσό, τρεις Έλληνες έμποροι, δυο Ηπειρώτες και ένας Πάτμιος, αποφάσισαν να προετοιμάσουν το έδαφος για την “εν καιρώ” εκδήλωση επανάστασης των Ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

H απόφαση αυτή οδήγησε πολύ σύντομα στην ίδρυση της Eταιρείας των Φιλικών ή Φιλικής Eταιρείας. H τελευταία εντάσσεται σε μια ευρύτερη διαδικασία εθνογένεσης και επαναστατικών ζυμώσεων που λαμβάνουν χώρα από τα τέλη του 18ου αιώνα ιδίως μεταξύ των λογίων και των εμπόρων στις Ελληνικές παροικίες. Iδρυτές της ήταν ο Nικόλαος Σκουφάς, ο Aθανάσιος Tσακάλωφ και ο Eμμανουήλ Ξάνθος, οι οποίοι στο παρελθόν είχαν μετάσχει σε άλλες μυστικές επαναστατικές εταιρείες καθώς και σε τεκτονικές στοές.

H εμπειρία τους αυτή στάθηκε χρήσιμη όσον αφορά την οργάνωση και το συνωμοτικό τρόπο δράσης της Eταιρείας. Έως το 1818, χρονιά κατά την οποία οι τρεις ιδρυτές εγκαθίστανται στην Kωνσταντινούπολη, η Φιλική Eταιρεία υπήρξε ένας ολιγάριθμος οργανισμός με περίπλοκες διαδικασίες μύησης, συνωμοτικούς κανόνες και πλειάδα μυστικών συμβόλων. Θεωρείται ότι έως την εποχή εκείνη ο αριθμός των μελών που μυήθηκαν δεν ξεπερνούσε τους τριάντα, ενώ ως μέλη επιλέγονταν κατά κύριο λόγο επιφανείς

Έλληνες από τη Pωσία και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Kατά την περίοδο αυτή (1814-18) στον ηγετικό πυρήνα της Eταιρείας, την Aρχή όπως την ονόμαζαν, συμπεριλήφθηκε μεταξύ άλλων και ο Άνθιμος Γαζής, ιερωμένος και λόγιος με αναγνωρισμένο κύρος. H μετεγκατάσταση της οργάνωσης στην Kωνσταντινούπολη συνέπεσε με το θάνατο του N. Σκουφά και τη διεύρυνση της ηγετικής ομάδας, στην οποία συμπεριλήφθηκαν μεταξύ άλλων ο μητροπολίτης Iγνάτιος Oυγγροβλαχίας, ο Φαναριώτης Aλέξανδρος Mαυροκορδάτος και ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας).

Aκόμη περισσότερο, την περίοδο αυτή (1818-20) η Eταιρεία προχωρεί σε οργανωτικές αλλαγές, σε διεύρυνση του κύκλου των μελών της και σε συγκεκριμενοποίηση ενός σχεδίου για την εκδήλωση της επανάστασης. Σε ό,τι αφορά τις οργανωτικές αλλαγές υιοθετείται το λεγόμενο σύστημα των δώδεκα αποστόλων. Σύμφωνα με αυτό, δώδεκα ευυπόληπτα μέλη της Εταιρείας στάλθηκαν σε ισάριθμες περιοχές, όπου διαβιούσαν Ελληνικοί πληθυσμοί. Στόχος τους ήταν να προσεγγίσουν κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά ισχυρούς τοπικούς παράγοντες.

Tην εποχή αυτή γίνονται μέλη της Eταιρείας οι σημαντικότεροι προύχοντες και ιεράρχες της Πελοποννήσου, καθώς και αρκετοί Ρουμελιώτες κλεφταρματολοί. Παράλληλα, οι τέσσερις βαθμίδες μελών που λειτουργούσαν κάτω από την Aρχή μετατρέπονται σε έξι, ενώ απλοποιείται κατά πολύ το τελετουργικό της μύησης. Tαυτόχρονα, προσεγγίστηκε ο Iωάννης Kαποδίστριας με σκοπό να αναλάβει την αρχηγία. Μετά την άρνησή του οι Φιλικοί πλησίασαν τον Aλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος δέχτηκε τον Aπρίλιο του 1820.

 

Ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας

Στα πλαίσια του διακαούς πόθου για αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού και με σαφή την επίδραση των μυστικών εταιρειών της Ευρώπης, συναντιούνται το 1814 στην Οδησσό τρεις Έλληνες και αποφασίζουν τη σύσταση μιας αυστηρά μυστικής οργάνωσης, η οποία θα προετοίμαζε τον ξεσηκωμό όλων των Ελλήνων. Πρόκειται για τον Νικόλαο Σκουφά, 35 χρόνων, από το Κομπότι της Άρτας, τον Εμμανουήλ Ξάνθο, 42 χρόνων, από την Πάτμο και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, 26 χρόνων, από τα Γιάννενα . Και οι τρεις έχουν ήδη γίνει κοινωνοί των επαναστατικών ιδεών και του εταιρισμού.

Ο Σκουφάς είχε ιδιαίτερες επαφές με τον Κωνσταντίνο Ράδο, ο οποίος ήταν μυημένος στον Καρμποναρισμό. Ο Ξάνθος είχε μυηθεί σε τεκτονική Στοά της Λευκάδας («Εταιρεία των Ελεύθερων Κτιστών», της Αγίας Μαύρας), ενώ ο Τσακάλωφ είχε υπάρξει ιδρυτικό μέλος του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου. Σκοπός της Φιλικής Εταιρείας είναι η γενική επανάσταση των Ελλήνων για την «ανέγερσιν και απελευθέρωσιν του Ελληνικού Έθνους και της Πατρίδoς μας», όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Ξάνθος.

Και σημειώνει στα «Aπομνημονεύματά του: ..δια να ενεργήσωσι μόνοι των ό,τι ματαίως από πολλού χρόνου ήλπιζον από την φιλανθρωπίαν των χριστιανών βασιλέων». Η πορεία ανάπτυξης της Φιλικής είναι εντυπωσιακή. Το διάστημα 1814-1816 τα μέλη της αριθμούν περίπου 20. Ως τα μέσα του 1817 αναπτύσσεται κυρίως μεταξύ των Ελλήνων της Ρωσίας και της Μολδοβλαχίας, αλλά και πάλι τα μέλη της δεν υπερβαίνουν τα 30. Όμως, από το 1818 σημειώνονται αθρόες μυήσεις.

Κατά το 1820 εξαπλώνεται σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδας και τις περισσότερες Ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Χιλιάδες υπολογίζονται οι μυημένοι, μολονότι είναι γνωστά μόνο 1096 ονόματα. Τους πρώτους μήνες του 1821 τα μέλη της αριθμούν δεκάδες χιλιάδες. Η οργάνωση είχε υπερβεί τα ίδια της τα όρια.

Στις γραμμές της συσπειρώνονται κυρίως έμποροι και μικροαστοί, αλλά και Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες και κληρικοί, πρόσωπα που θα διαδραματίσουν αγωνιστικό ρόλο (θετικό ή αρνητικό) στον αγώνα για την ανεξαρτησία, όπως οι οπλαρχηγοί Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αναγνωσταράς, ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), οι Φαναριώτες Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Νέγρης, οι μεγαλοκαραβοκύρηδες Κουντουριώτηδες, οι μεγαλοκoτζαμπάσηδες Ζαΐμης, Λόντος, Νοταράς, ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός κ.ά.

Η όλη διάρθρωση της Φιλικής Εταιρείας στηρίχθηκε στα οργανωτικά πρότυπα των Καρμπονάρων και των Ελευθεροτεκτόνων. Η ηγετική της ομάδα απεκαλείτο «η Αόρατος Αρχή» και περιβλήθηκε από την πρώτη στιγμή με τέτοια μυστική αίγλη, ώστε να πιστεύεται ότι συμμετείχαν σε αυτήν πολλές σημαντικές προσωπικότητες, όχι μόνον Έλληνες μα και ξένοι, όπως ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας. Στην πραγματικότητα, τον πρώτο καιρό ήταν μόνο οι τρεις ιδρυτές της. Κατόπιν, από το 1815 έως το 1818, προστέθηκαν άλλοι πέντε και μετά το θάνατο του Σκουφά προστέθηκαν άλλοι τρεις.

Το 1818 η Αόρατη Αρχή μετονομάστηκε σε «Αρχή των Δώδεκα Αποστόλων» και κάθε Απόστολος επωμίστηκε την ευθύνη μιας μεγάλης περιφέρειας. Οι Aπόστολοι της Φιλικής Εταιρείας ήταν δώδεκα και ορίστηκαν από τον Σκουφά, όταν πήγε στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 1818. Αυτοί ήταν οι ακόλουθοι:

  • Ο Γεωργάκης Ολύμπιος για τη Σερβία,
  • Ο Βατικιώτης για τη Βουλγαρία,
  • Ο Πεντεδέκας για τη Ρουμανία,
  • Ο Λουριώτης για την Ιταλία,
  • Ο Αναγνωσταράς για τα νησιά του Σαρωνικού,
  • Ο Χρυσοσπάθης για τη Μεσσηνία,
  • Ο Φαρμάκης για τη Μακεδονία και Θράκη,
  • Ο Κροκίδας για την Ήπειρο,
  • Ο Πελοπίδας για την Πελοπόννησο,
  • Ο Ίπατρος για την Αίγυπτο,
  • Ο Κατακάζης για τη Νότια Ρωσία και
  • Ο Κυρ. Καμαρηνός για τον Πετρόμπεη της Μάνης.

Όλοι αυτοί, μετά το θάνατο του Σκουφά, διασκορπίστηκαν στις περιφέρειες που τους ορίστηκαν και άρχισαν να μυούν τους Έλληνες στους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας. Ανάμεσα σ’ αυτούς πεφωτισμένοι λόγιοι και επιστήμονες της εποχής, αλλά και προεστοί όπως ο βαρώνος Ιωάννης Κεφαλάς από την Ήπειρο και άλλοι εξέχοντες άνδρες.

Η όλη δομή ήταν πυραμιδοειδής και στην κορυφή δέσποζε η «Αόρατος Αρχή». Κανείς δε γνώριζε ούτε είχε δικαίωμα να ρωτήσει ποιοι την αποτελούσαν. Οι εντολές της εκτελούνταν ασυζητητί, ενώ τα μέλη δεν είχαν δικαίωμα να λαμβάνουν αποφάσεις. Η Εταιρεία απεκαλείτο «Ναός» και είχε αρχικά τέσσερις βαθμίδες μύησης:

  • οι αδελφοποιητοί ή βλάμηδες,
  • οι συστημένοι,
  • οι ιερείς και
  • οι ποιμένες. Όταν το 1818 η εταιρεία μετέφερε την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη, δημιουργήθηκαν ακόμα δύο βαθμοί
  • οι αφιερωμένοικαι
  • οι αρχηγοί των αφιερωμένων, οι οποίοι δίνονταν αποκλειστικά σε στρατιωτικούς. Αργότερα οι βαθμίδες συμπληρώθηκαν από
  • τους απόστολους και
  • το Γενικό Επίτροπο της Αρχής, τίτλος που δόθηκε στην Αλεξ. Υψηλάντη, όταν δέχτηκε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας (1820)

Οι Ιερείς ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της μύησης στους δύο πρώτους βαθμούς. Όταν ο Ιερέας πλησίαζε κάποιον, σιγουρευόταν για τη φιλοπατρία του και τον κατηχούσε πλάγια στους σκοπούς της εταιρείας, οπότε το τελευταίο στάδιο ήταν να ορκιστεί. Τότε τον πήγαινε σε κάποιον κληρικό—κάτι καθόλου εύκολο αν ο ιερέας δεν ήταν ήδη μυημένος. Πήγαινε και έβρισκε τον ιερέα και του έλεγε ότι ήθελε να ορκίσει κάποιον για προσωπική τους υπόθεση, προκειμένου να διαπιστώσει ότι λέει την αλήθεια.

Από εκεί και μετά ο μυούμενος θεωρείτο νεοφώτιστο μέλος της Εταιρείας, ήταν δηλαδή Βλάμης, με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Ο Φιλικός με το βαθμό του Ιερέα είχε αμέσως την υποχρέωση να του δείξει όλα τα σημάδια αναγνώρισης μεταξύ των Βλάμηδων. Τόσο οι Βλάμηδες όσο και οι Συστημένοι αγνοούσαν τους επαναστατικούς σκοπούς της οργάνωσης.

Ήξεραν μόνο πως υπήρχε μια Εταιρεία που πασχίζει για το γενικό καλό του έθνους, η οποία συμπεριελάμβανε στους κόλπους της και σημαντικά πρόσωπα. Κάτι τέτοιο διαδιδόταν σκόπιμα, για να τονώνεται το ηθικό των μελών αφενός και αφετέρου για να γίνεται ευκολότερα ο προσηλυτισμός.

 

Το Σχέδιο Δράσης της Φιλικής Εταιρείας

H ανάληψη της ηγεσίας από τον Aλέξανδρο Yψηλάντη συνδέεται με τη διαμόρφωση σχεδίου για την έναρξη της Επανάστασης. Kατά τη διάρκεια του 1820 το σχέδιο τροποποιήθηκε αρκετές φορές σε μεγάλο βαθμό, γιατί η διεύρυνση της Eταιρείας και η στρατολόγηση εθελοντών είχε δημιουργήσει υποψίες για τη δράση της και είχαν πραγματοποιηθεί συλλήψεις ορισμένων μελών. Έτσι, στις αρχές του 1821 επισπεύτηκε η έναρξη της Eπανάστασης, η οποία φαίνεται ότι προβλεπόταν να ξεκινήσει σχεδόν ταυτόχρονα σε τρεις διαφορετικές περιοχές: στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στο Mοριά και στην Kωνσταντινούπολη.

Στις αρχές Οκτωβρίου 1820 στην πόλη Ισμαήλιο της Ρωσικής επαρχίας της Βεσσαραβίας πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση μελών της Εταιρείας ύστερα από πρωτοβουλία του Aλ. Yψηλάντη. Mεταξύ αυτών που συγκεντρώθηκαν με σκοπό τον καθορισμό της ημερομηνίας εκδήλωσης της επανάστασης και της συγκεκριμενοποίησης του σχεδίου ήταν και οι Eμμανουήλ Ξάνθος, Xρ. Περαιβός και Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας).

Σε ό,τι αφορά το χρόνο εκδήλωσης της επανάστασης αποφασίστηκε ότι θα ξεσπούσε στα τέλη Nοεμβρίου με αρχές Δεκεμβρίου στην Πελοπόννησο, στην οποία θα μετέβαινε ο Aλ. Yψηλάντης με πλοίο από την Tεργέστη. Λίγες μέρες νωρίτερα θα είχε εκδηλωθεί κίνημα και στη Mολδοβλαχία. Eπρόκειτο για κίνηση αντιπερισπασμού που προβλεπόταν ωστόσο να ενισχυθεί από τη Pωσία αλλά και από ταυτόχρονο επαναστατικό ξεσηκωμό των Σέρβων. Έτσι, η Επανάσταση στην Πελοπόννησο θα εκδηλωνόταν σε μια εποχή γενικότερου επαναστατικού ξεσηκωμού σε ολόκληρη την Οθωμανοκρατούμενη Βαλκανική Χερσόνησο.

Στο σχεδιασμό αυτό βοηθούσε και ο πόλεμος μεταξύ του Αλή-Πασά και των σουλτανικών στρατευμάτων, ενώ θετικό ενδεχόμενο θα ήταν η πρόκληση ενός ακόμη Ρωσο-Οθωμανικού πολέμου Ωστόσο, η εκδήλωση της επανάστασης αναβλήθηκε για την άνοιξη του 1821, καθώς τα μηνύματα από την Πελοπόννησο δεν ήταν ενθαρρυντικά. Kατόπιν αποφασίστηκε να ηγηθεί ο Aλ. Υψηλάντης του κινήματος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, από όπου θα διέσχιζε τη Βαλκανική χερσόνησο πολεμώντας και θα κατέληγε στην Πελοπόννησο.

Προβλεπόταν ακόμη στάση των Ελληνικών πληρωμάτων στο ναύσταθμο της Κωνσταντινούπολης, πυρπόληση του οθωμανικού στόλου και σύλληψη του Σουλτάνου μέσα στο γενικότερο χάος που θα προκαλούνταν στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Τελικά, στα μέσα Φεβρουαρίου αποφασίστηκε στο Κίσνοβο της Βεσσαραβίας να περάσει ο Υψηλάντης στη Μολδαβία και να κηρύξει την έναρξη της επανάστασης στις 27 Φεβρουαρίου 1821, ημέρα που συνέπιπτε με την Κυριακή της Ορθοδοξίας.

Oι παράγοντες που οδήγησαν στην εκδήλωση της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες είχαν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό με το ειδικό καθεστώς που απολάμβαναν οι γειτονικές στη Pωσία επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. H Μολδαβία και η Βλαχία διοικούνταν από Φαναριώτες που διορίζονταν από το Σουλτάνο και παρότι τυπικά οι περιοχές αυτές ανήκαν στην Αυτοκρατορία, Οθωμανικά στρατεύματα δεν μπορούσαν να εισχωρήσουν σ’ αυτές χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Ρωσίας.

Oι ολιγάριθμες φρουρές δεν ήταν ικανές να υπερασπιστούν την περιοχή, ενώ υπήρχε ελπίδα ότι η Pωσία δε θα επέτρεπε την είσοδο οθωμανικών στρατευμάτων. Eπιπλέον, ηγεμόνας της Mολδαβίας ήταν ο Φιλικός Mιχαήλ Σούτσος που διατηρούσε δύναμη ενόπλων, ενώ επικεφαλής στρατιωτικών σωμάτων στη Bλαχία ήταν οι επίσης Φιλικοί Γεωργάκης Oλύμπιος και Γιάννης Φαρμάκης. Παρότι οι ελληνικοί πληθυσμοί ήταν λιγοστοί, επικεντρωμένοι στις πόλεις και απασχολούμενοι σε διοικητικές θέσεις, ευελπιστούσαν ότι θα μπορούσαν να πάρουν με το μέρος τους τους ντόπιους πληθυσμούς.

Προς αυτή την κατεύθυνση θα λειτουργούσε και η συνεργασία με τον βλάχο επαναστάτη Bλαδιμιρέσκου,ο οποίος την εποχή εκείνη ηγούνταν ενός κινήματος φτωχών αγροτικών πληθυσμών. Kανείς από τους υπολογισμούς αυτούς δεν επιβεβαιώθηκε. Οι τοπικοί πληθυσμοί δεν είδαν φιλικά μια κίνηση στην οποία συμμετείχαν οι φαναριώτες ηγεμόνες. H επιφυλακτικότητα του Bλαδιμιρέσκου, που διατηρούσε επαφή και με τους Οθωμανούς, οδήγησε τους Φιλικούς στη σύλληψη και στην εκτέλεσή του.

Tέλος, οι βιαστικές προετοιμασίες και ο ελλιπής εξοπλισμός των σχετικά ολιγάριθμων Βαλκάνιων εθελοντών που αποτελούσαν το στρατό του Υψηλάντη δεν ήταν δυνατόν να ισοσταθμιστούν με τον όποιο ηρωισμό επιδείκνυαν στη διάρκεια των μαχών. Tέλος, η απραξία των Φιλικών στην Κωνσταντινούπολη και ιδίως η καταδίκη του κινήματος του Υψηλάντη από το Ρώσο αυτοκράτορα διέψευσαν και τις τελευταίες ελπίδες για μια θετική κατάληξη του κινήματος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.

 

Ο Όρκος των Φιλικών

«Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού, ότι θέλω είμαι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα. Να φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και τους λόγους της, μήτε να σταθώ κατ΄ουδένα λόγον ή αφορμή του να καταλάβωσι άλλοι ποτέ, ότι γνωρίζω τι περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν ή φίλον μου.

Ορκίζομαι ότι εις το εξής δεν θέλω έμβει εις καμμίαν εταιρείαν, οποία και αν είναι, μήτε εις κανέναν δεσμόν υποχρεωτικόν. Και μάλιστα, οποιονδήποτε δεσμόν αν είχα, και τον πλέον αδιάφορον ως προς την Εταιρείαν, θέλω τον νομίζει ως ουδέν.

Ορκίζομαι ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους, θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίστασις το συγχωρήσει.

Ορκίζομαι να μη μεταχειριστώ ποτέ βίαν δια να αναγνωρισθώ με κανένα συνάδελφον, προσέχων εξ εναντίας με την μεγαλυτέραν επιμέλειαν να μην λανθασθώ κατά τούτο, γενόμενος αίτιος ακολούθου τινός συμβάντος, με κανένα συνάδελφον.


Ορκίζομαι να συντρέχω, όπου εύρω τινά συνάδελφον, με όλην την δύναμιν και την κατάστασίν μου. Να προσφέρω εις αυτόν σέβας και υπακοήν, αν είναι μεγαλύτερος εις τον βαθμόν και αν έτυχε πρότερον εχθρός μου, τόσον περισσότερον να τον αγαπώ και να τον συντρέχω, καθ΄όσον η έχθρα μου ήθελεν είναι μεγαλυτέρα.


Ορκίζομαι ότι καθώς εγώ παρεδέχθην εις Εταιρείαν, να δέχομαι παρομοίως άλλον αδελφόν, μεταχειριζόμενος πάντα τρόπον και όλην την κανονιζομένην άργητα, εωσού τον γνωρίσω Έλληνα αληθή, θερμόν υπερασπιστήν της πατρίδος, άνθρωπον ενάρετον και άξιον όχι μόνον να φυλάττη το μυστικόν, αλλά να κατηχήση και άλλον ορθού φρονήματος.


Ορκίζομαι να μην ωφελώμαι κατ΄ουδένα τρόπον από τα χρήματα της Εταιρείας, θεωρών αυτά ως ιερό πράγμα και ενέχυρον ανήκον εις όλον το Έθνος μου. Να προφυλάττωμαι παρομοίως και εις τα λαμβανόμενα εσφραγισμένα γράμματα.


Ορκίζομαι να μην ερωτώ κανένα των Φιλικών με περιέργειαν, δια να μάθω οποίος τον εδέχθη εις την Εταιρείαν. Κατά τούτο δε μήτε εγώ να φανερώσω, ή να δώσω αφορμήν εις τούτον να καταλάβη, ποίος με παρεδέχθη. Να αποκρίνομαι μάλιστα άγνοιαν, αν γνωρίζω το σημείον εις το εφοδιαστικόν τινός.


Ορκίζομαι να προσέχω πάντοτε εις την διαγωγήν μου, να είμαι ενάρετος. Να ευλαβώμαι την θρησκείαν μου, χωρίς να καταφρονώ τας ξένας. Να δίδω πάντοτε το καλόν παράδειγμα. Να συμβουλεύω και να συντρέχω τον ασθενή, τον δυστυχή και τον αδύνατον. Να σέβομαι την διοίκησιν, τα έθιμα, τα κριτήρια και τους διοικητάς του τόπου, εις τον οποίον διατριβώ.


Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισάθλια Πατρίς ! Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε. Εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου. 

Η θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήσει επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομά μου να είναι εις αποστροφήν, και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των Ομογενών μου, αν ίσως λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των και δεν εκπληρώσω το χρέος μου. Τέλος ο θάνατός μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, δια να μη λησμονώ την αγνότητα της Εταιρείας με την συμμετοχήν μου.

Ενώπιον του αοράτου και πανταχού παρόντος αληθινού Θεού,. του καθ’ αυτό δικαίου, του εκδικούντος την παράβασιν και παιδεύοντος την κακίαν, καθιερώνω κατά τους κανόνας της Φιλικής Εταιρείας τον (ονοματεπώνυμο) εκ πατρίδος (τόπος καταγωγής), ετών (ηλικία) και επαγγέλματος (τάδε) και δέχομαι τούτον ιερέα, καθώς εδέχθην τούτον εις την Εταιρείαν των Φιλικών».

 

Η Πορεία προς την Εξέγερση

To 1818 η έδρα της Φιλικής μεταφέρθηκε από την Οδησσό στην Κωνσταντινούπολη, δηλαδή στην καρδιά της Οθωμανικής εξουσίας, κάτι που πιστοποιούσε «την αυτοπεποίθηση των Φιλικών στις συνομωτικές οργανωτικές τους ικανότητες» ενώ ο θάνατος του Σκουφά ήταν σοβαρή απώλεια. Με αφορμή αυτό το γεγονός και με δεδομένη τη ραγδαία εξάπλωσή της, οι υπόλοιποι από τους ιδρυτές επιχείρησαν να βρουν μια μεγάλη προσωπικότητα να αναλάβει τα ηνία, θέλοντας να της προσδώσουν μεγαλύτερο κύρος και αίγλη.

Στις αρχές του 1818 έγινε μια συνάντηση με τον Ιωάννη Καποδίστρια ο οποίος όχι μόνον αρνήθηκε, αλλά αργότερα έγραψε πως θεωρούσε ότι οι Φιλικοί ήταν υπαίτιοι για τον όλεθρο που προμηνυόταν στην Ελλάδα. Τελικά, μετά από αρκετές επαφές, τον Απρίλιο του 1820 ανέλαβε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Οι συνθήκες έδειχναν πλέον αρκετά ώριμες για να εκδηλωθεί η εξέγερση και εκπονήθηκε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο. Το σχέδιο ήταν αρχικά να ξεσπάσει ταυτόχρονα επανάσταση των Σέρβων και των Μαυροβουνίων, καθώς και στη Μολδοβλαχία.

Παράλληλα να κάψουν τον τουρκικό στόλο στην Κωνσταντινούπολη, ενώ να ηγηθεί ο Υψηλάντης της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Μετά από διάφορες διχογνωμίες και αφού κάποια από τα σχέδια έχουν ήδη προδοθεί, η επανάσταση κηρύχθηκε το Φεβρουάριο του 1821 στο Ιάσιο, πρωτεύουσα της Μολδαβίας. Στις 24 Φλεβάρη κυκλοφόρησε η περίφημη προκήρυξη του Υψηλάντη, «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ», στην οποία ανταποκρίθηκαν αρκετοί Έλληνες, μεταξύ των οποίων οι νέοι. Όμως η Ρωσία δεν έρχεται ως αναμενόμενος αρωγός, ενώ το Πατριαρχείο αφορίζει επισήμως στις 23 Μάρτη τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Μιχαήλ Σούτσο, μαζί με όλους τους επαναστάτες:

«[…] θέλοντες (οι επαναστάτες) να διαταράξωσιν την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιαφή αυτής σκιά με τόσης ελευθερίας προνόμια, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον… να διακηρύξετε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακοβούλων ανθρώπων και να τους αποδείξητε και να τους στηλιτεύετε πανταχού ως κοινούς λυμεώνας και ματαιόφρονας… και παραδίδοντας και εκείνους τους απλουστέρους, όσοι ήθελον φορασθή, ότι ενεργούν ανοίκεια του ραγιαδικού χαρακτήρος […]».

Μπορεί η μάχη του Δραγατσανίου (Ιούνιος 1821) να οδήγησε στη σφαγή των νέων του Ιερού Λόχου και στη συντριβή του κινήματος στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αλλά απετέλεσε τον ιδανικό αντιπερισπασμό για να κηρυχθεί η Επανάσταση στην Ελλάδα και να υπερκεραστούν οι αντιρρήσεις των προκρίτων. Αυτή ήταν η αρχή του υπεράνθρωπου αγώνα που μετά από χρόνια σκληρών μαχών ανάγκασε τους «Συμμάχους» να στρέψουν τα μάτια προς την Ελλάδα και να έρθει η απελευθέρωση.

Η Φιλική Εταιρεία για περίπου επτά χρόνια αντιπάλεψε την ηττοπάθεια, οργάνωσε τις μάζες, συγκέντρωσε χρήματα και προετοίμασε τον ένοπλο αγώνα. Η ύπαρξη και η δράση της συνιστούν μια λαμπρή σελίδα στην ιστορία μας. Αποδεικνύει ότι πολλές φορές το φαινομενικά ουτοπικό και αδύνατο μπορεί να γίνει πραγματικότητα, γιατί η πραγματικότητα δεν αντιστρατεύεται πάντα τo όραμα και το όραμα μπορεί κάλλιστα να την υπερκεράσει.

Η Προκήρυξη Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη

«νὰ ὑψώσωμεν τὸ σημεῖον δι᾿ οὗ πάντοτε νικῶμεν, τὸν Σταυρόν!»

Ἡ ὥρα ἦλθεν, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες!


Οἱ ἀδελφοί μας καὶ φίλοι εἶναι πανταχοῦ ἕτοιμοι· οἱ Σέρβοι, οἱ Σουλιῶται, καὶ ὅλη ἡ Ἤπειρος ὁπλοφοροῦντες μᾶς περιμένουν· ἂς ἑνωθῶμεν λοιπὸν μὲ ἐνθουσιασμόν! Ἡ Πατρὶς μᾶς προσκαλεῖ!


Ἡ Εὐρώπη προσηλώνουσα τοὺς ὀφθαλμούς της εἰς ἡμᾶς, ἀπορεῖ διὰ τὴν ἀκινησίαν μας· ἂς ἀντηχήσωσι λοιπὸν ὅλα τὰ ὄρη τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸν ἦχον τῆς πολεμικῆς μας σάλπιγγος καὶ αἱ κοιλάδες ἀπὸ τὴν τρομερὰν κλαγγὴν τῶν ἁρμάτων μας. Ἡ Εὐρώπη θέλει θαυμάσει τὰς ἀνδραγαθίας μας οἱ δὲ τύραννοι ἡμῶν τρέμοντες καὶ ὠχροὶ θέλουσι φύγῃ ἀπ᾿ ἔμπροσθέν μας. Οἱ φωτισμένοι λαοὶ τῆς Εὐρώπης ἀσχολοῦνται εἰς τὴν ἀπόλαυσιν τῆς ἰδίας εὐδαιμονίας καὶ πλήρεις εὐγνωμοσύνης διὰ τὰς πρὸς αὐτοὺς τῶν προπατόρων μας εὐεργεσίας, ἐπιθυμοῦσι τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος.


Ἡμεῖς φαινόμενοι ἄξιoι τῆς προπατορικῆς ἀρετῆς καὶ τοῦ παρόντος αἰῶνος εἴμεθα εὐέλπιδες, νὰ ἐπιτύχωμεν τὴν ὑπεράσπισιν αὐτῶν καὶ εἰς βοήθειαν πολλοὶ ἐκ τούτων φιλελεύθεροι θέλουσιν ἔλθῃ, διὰ νὰ συναγωνισθῶσι μὲ ἡμᾶς. Κινηθεῖτε, ὦ φίλοι, καὶ θέλετε ἰδῇ μίαν κραταιὰν δύναμιν νὰ ὑπερασπισθῇ τὰ δίκαιά μας! Θέλετε ἰδῇ καὶ ἐξ αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν μας πολλοὺς οἵτινες παρακινούμενοι ἀπὸ τὴν δικαίαν μας αἰτίαν, νὰ στρέψωσι τὰ νῶτα πρὸς τὸν ἐχθρὸν καὶ νὰ ἑνωθῶσι μὲ ἡμᾶς· ἂς παρρησιασθῶσι μὲ εἰλικρινὲς φρόνημα, ἡ Πατρὶς θέλει τοὺς ἐγκολπωθῇ! Ποῖος λοιπὸν ἐμποδίζει τοὺς ἀνδρικούς σας βραχίονας; Ὁ ἄνανδρος ἐχθρός μας εἶναι ἀσθενὴς καὶ ἀδύνατος. 


Οἱ στρατηγοί μας ἔμπειροι, καὶ ὅλοι οἱ ὁμογενεῖς γέμουσιν ἐνθουσιασμοῦ! Ἑνωθῆτε λοιπόν, οἱ ἀνδρεῖοι καὶ μεγαλόψυχοι Ἕλληνες! Ἂς σχηματισθῶσι φάλαγγες ἐθνικαί, ἂς ἐμφανισθῶσι πατριωτικαὶ λεγεῶνες, καὶ θέλετε ἰδῇ τοὺς παλαιοὺς ἐκείνους κολοσσοὺς τοῦ δεσποτισμοῦ νὰ πέσωσιν ἐξ ἰδίων, ἀπέναντι τῶν θριαμβευτικῶν μας σημαιῶν. Εἰς τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγός μας ὅλα τὰ παράλια τοῦ Ἰoνίoυ καὶ Αἰγαίoυ πελάγους θέλουσιν ἀντηχήσῃ· τὰ ἑλληνικὰ πλοῖα, τὰ ὁποῖα ἐν καιρῷ εἰρήνης ἤξευραν νὰ ἐμπορεύωνται καὶ νὰ πολεμῶσι, θέλουσι σπείρῃ εἰς ὅλους τοὺς λιμένας τοῦ τυράννου με τὸ πῦρ καὶ τὴν μαχαίραν τὴν φρίκην καὶ τὸν θάνατον.


Ποία ἑλληνικὴ ψυχὴ θέλει ἀδιαφορήσῃ εἰς τὴν πρόσκλησιν τῆς Πατρίδος; Εἰς τὴν Ῥώμην ἕνας τοῦ Καίσαρος φίλος σείων τὴν αἱματωμένην χλαμύδα τοῦ τυράννου ἐγείρει τὸν λαόν. Τί θέλετε κάμῃ σεῖς ὦ Ἕλληνες, πρὸς τοὺς ὁποίους ἡ Πατρὶς γυμνὴ δεικνύει μὲν τὰς πληγάς της καὶ μὲ διακεκομμένην φωνὴν ἐπικαλεῖται τὴν βοήθειαν τῶν τέκνων της; 


Ἡ θεία πρόνοια, ὦ φίλοι συμπατριῶται, εὐσπλαγχνισθεῖσα πλέον τὰς δυστυχίας μας ηὐδόκησεν οὕτω τὰ πράγματα, ὥστε μὲ μικρὸν κόπον θέλομεν ἀπολαύσῃ μὲ τὴν ἐλευθερίαν πᾶσαν εὐδαιμονίαν. Ἂν λοιπὸν ἀπὸ ἀξιόμεμπτον ἀβελτηρίαν ἀδιαφορήσωμεν, ὁ τύραννος γενόμενος ἀγριώτερος θέλει πολλαπλασιάσῃ τὰ δεινά μας, καὶ θέλομεν καταντήσῃ διὰ παντὸς τὸ δυστυχέστερον πάντων τῶν ἐθνῶν.

Στρέψατε τοὺς ὀφθαλμούς σας, ὦ συμπατριῶται! καὶ ἴδετε τὴν ἐλεεινήν μας κατάστασιν· ἴδετε ἐδῶ τοὺς ναοὺς καπατημένους· ἐκεῖ τὰ τέκνα μας ἁρπαζόμενα, διὰ χρῆσιν ἀναιδεστάτην τῆς ἀναιδοῦς φιληδονίας τῶν βαρβάρων τυράννων μας· τοὺς οἴκους μας γεγυμνωμένους· τοὺς ἀγρούς μας λεηλατισμένους καὶ ἡμᾶς αὐτοὺς ἐλεεινὰ ἀνδράποδα.

Εἶναι καιρὸς νὰ ἀποτινάξωμεν τὸν ἀφόρητον τοῦτον ζυγόν, νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα, νὰ κρημνίσωμεν ἀπὸ τὰ νέφη τὴν ἡμισέληνον, διὰ νὰ ὑψώσωμεν τὸ σημεῖον δι᾿ οὗ πάντοτε νικῶμεν, λέγω τὸν Σταυρόν, καὶ οὕτω νὰ ἐκδικήσωμεν τὴν Πατρίδα, καὶ τὴν ὀρθόδοξον ἡμῶν Πίστιν ἀπὸ τὴν ἀσεβῆ τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀφρόνησιν.


Μεταξὺ ἡμῶν εὐγενέστερος εἶναι, ὅς τις ἀνδρειωτέρως ὑπερασπισθῇ τὰ δίκαια τῆς Πατρίδος καὶ ὠφελιμωτέρως τὴν δουλεύσει. Τὸ ἔθνος συναθροιζόμενον θέλει ἐκλέξῃ τοὺς δημογέροντάς του, καὶ εἰς τὴν ὕψιστον ταύτην βουλὴν θέλουσιν ὑπέκει ὅλαι μας αἱ πράξεις. Ἂς κινηθῶμεν λοιπὸν μὲ ἓν κοινὸν φρόνημα, οἱ πλούσιοι ἂς καταβάλωσιν μέρος τῆς ἰδίας περιουσίας, οἱ ἱερoὶ ποιμένες ἂς ἐμψυχώσωσι τὸν λαὸν μὲ τὸ ἴδιόν των παράδειγμα, καὶ οἱ πεπαιδευμένοι ἂς συμβουλεύσωσιν τὰ ὠφέλιμα. 


Οἱ δὲ ἐν ξέναις αὐλαῖς ὑπουργοῦντες στρατιωτικοὶ καὶ πολιτικοὶ ὁμογενεῖς, ἀποδίδοντες τὰς εὐχαριστίας εἰς ἣν ἕκαστος ὑπουργεῖ δύναμιν, ἂς ὁρμήσωσιν ὅλοι εἰς τὸ ἀνοιγόμενον ἤδη μέγα καὶ λαμπρὸν στάδιον, καὶ ἂς συνεισφέρωσιν εἰς τὴν πατρίδα τὸν χρεωστούμενον φόρον, καὶ ὡς γενναῖoι ἂς ἐνοπλισθῶμεν ὅλοι ἄνευ ἀναβολῆς καιροῦ μὲ τὸ ἀκαταμάχητον ὅπλον τῆς ἀνδρείας καὶ ὑπόσχομαι ἐντὸς ὀλίγου τὴν νίκην καὶ μετ᾿ αὐτὴν πᾶν ἀγαθόν. Πoῖoι μισθωτοὶ καὶ χαῦνοι δοῦλοι τολμοῦν νὰ ἀντιπαραταχθώσιν ἀπέναντι λαοῦ, πολεμοῦντος ὑπὲρ τῆς ἰδίας ἀνεξαρτησίας; Μάρτυρες οἱ ἡρωικοὶ ἀγῶνες τῶν προπατόρων μας· Μάρτυς ἡ Ἱσπανία, ἥτις πρώτη καὶ μόνη κατετρόπωσεν τὰς ἀηττήτους φάλαγγας ἑνὸς τυράννου.


* * *


Μὲ τὴν ἕνωσιν, ὦ συμπολίται, μὲ τὸ πρὸς τὴν ἱερὰν θρησκείαν σέβας, μὲ τὴν πρὸς τοὺς νόμους καὶ τοὺς στρατηγοὺς ὑποταγήν, μὲ τὴν εὐτολμίαν καὶ σταθηρότητα, ἡ νίκη μας εἶναι βεβαῖα καὶ ἀναπόφευκτος· αὐτὴ θέλει στεφανώσῃ μὲ δάφνας ἀειθαλεῖς τους ἡρωικοὺς ἀγώνας μας· αὐτὴ μὲ χαρακτῆρας ἀνεξαλείπτους θέλει χαράξῃ τὰ ὀνόματα ἡμῶν εἰς τὸν ναὸν τῆς ἀθανασίας, διὰ τὸ παράδειγμα τῶν ἐπερχομένων γενεῶν. 


Ἡ Πατρὶς θέλει ἀνταμείψῃ τὰ εὐπειθῆ καὶ γνήσιά της τέκνα μὲ τὰ βραβεῖα τῆς δόξης καὶ τιμῆς· τὰ δὲ ἀπειθῆ καὶ κωφεύοντα εἰς τὴν τωρινήν της πρόσκλησιν, θέλει ἀποκηρύξῃ ὡς νόθα καὶ ἀσιανὰ σπέρματα, καὶ θέλει παραδώσῃ τὰ ὀνόματά των, ὡς ἄλλων προδοτῶν, εἰς τὸν ἀναθεματισμὸν καὶ κατάραν τῶν μεταγενεστέρων. Ἂς καλέσωμεν λοιπὸν ἐκ νέου, ὦ ἀνδρεῖοι, καὶ μεγαλόψυχοι Ἕλληνες, τὴν ἐλευθερίαν εἰς τὴν κλασικὴν γῆν τῆς Ἑλλάδος. Ἂς συγκροτήσωμεν μάχην μεταξὺ τοῦ Μαραθῶνος καὶ τῶν Θερμοπυλῶν. Ἂς πολεμήσωμεν εἰς τοὺς τάφους τῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι διὰ νὰ μᾶς ἀφήσωσιν ἐλευθέρους ἐπολέμησαν καὶ ἐπέθανον ἐκεῖ. 


Τὸ αἷμα τῶν τυράννων εἶναι δεκτὸν εἰς τὴν σκιὰν τοῦ Ἐπαμινώνδου Θηβαίου, καὶ τοῦ Ἀθηναίου Θρασυβούλου, οἵτινες κατετρόπωσαν τοὺς τριάκοντα τυράννους· εἰς ἐκείνας τοῦ Ἁρμοδίου καὶ Ἀριστογείτονος, οἱ oπoίoι συνέτριψαν τὸν Πεισιστρατικὸν ζυγόν· εἰς ἐκείνην τοῦ Τιμολέοντος ὅς τις ἀπεκατέστησε τὴν ἐλευθερίαν εἰς τὴν Κόρινθον καὶ τὰς Συρακούσας, μάλιστα εἰς ἐκείνας τοῦ Μιλτιάδου καὶ Θεμιστοκλέους τοῦ Λεωνίδου καὶ τῶν Τριακοσίων, οἵτινες κατέκοψαν τοσάκις τοὺς ἀναριθμήτους στρατοὺς τῶν βαρβάρων Περσῶν, τῶν ὁποίων τοὺς βαρβαρωτέρους καὶ ἀνανδροτέρους ἀπογόνους πρόκειται εἰς ἡμᾶς σήμερον μὲ πολλὰ μικρὸν κόπον νὰ ἐξαφανίσωμεν ἐξ ὁλοκλήρου.


Εἰς τὰ ὅπλα λοιπόν, φίλοι, ἡ Πατρὶς μᾶς προσκαλεῖ!


Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης


Τῇ 24ῃ τοῦ Φεβρουαρίου 1821

Εἰς τὸ γενικὸν στρατόπεδον τοῦ Ἰασίου

Η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία

Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με μια μικρή συνοδεία πέντε ατόμων πέρασε τον ποταμό Προύθο, το σύνορο μεταξύ της Ρωσίας και των παραδουνάβιων ηγεμονιών (Μολδαβία και Βλαχία) που ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο έδαφος της Μολδαβίας τον υποδέχτηκε η φρουρά του ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσου και τον συνόδευσε έως το Ιάσιο. Εκεί εξέδωσε στις 24 Φεβρουαρίου την προκήρυξη Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος, η οποία θεωρείται η επίσημη κήρυξη της Επανάστασης. Δύο ημέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε ιεροτελεστία κατά την οποία ευλογήθηκε η επαναστατική σημαία.

Η σημαία είχε στη μια της όψη το φοίνικα, κεντρικό σύμβολο της Φιλικής Εταιρείας, και τη φράση Eκ της Στάκτης μου Αναγεννώμαι, ενώ από την άλλη τους ισαποστόλους Κωνσταντίνο και Ελένη, το σταυρό και τη φράση Eν Τούτω Νίκα. Στη διάρκεια της ολιγοήμερης παραμονής του στο Ιάσιο έγιναν και οι πρώτες προπαρασκευές για τη συγκέντρωση χρημάτων και τη συγκρότηση στρατού από Βαλκάνιους εθελοντές που συνέρρεαν εκεί, ενώ εκδόθηκαν και άλλες επιστολές, ανάμεσά τους και εκείνη που απευθυνόταν στο Ρώσο αυτοκράτορα.

Aπό το Iάσιο ο Yψηλάντης αναχώρησε την 1η Μαρτίου, διέσχισε τη Μολδαβία, πέρασε στη Βλαχία και προς τα τέλη του μήνα βρέθηκε έξω από το Βουκουρέστι, όπου βρίσκονταν ήδη τα ένοπλα σώματα του Γεωργάκη Ολύμπιου. Οι μικρές Οθωμανικές φρουρές δεν ήταν δυνατό να εμποδίσουν την πορεία του. Παρόλα αυτά, τα προβλήματα είχαν αρχίσει να διαφαίνονται. Oι πολεμικές προετοιμασίες ήταν ανεπαρκείς. O στρατός συγκροτούνταν καθοδόν ανάλογα με την προσέλευση των εθελοντών, ενώ πολλοί ήταν άοπλοι ή πλημμελώς οπλισμένοι.

Oι ομογενείς των περιοχών αυτών φαίνονταν διστακτικοί στην πλειονότητά τους στο να βοηθήσουν ενεργά και ουσιαστικά, ενώ και οι ντόπιοι πληθυσμοί ήταν μάλλον εχθρικοί, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των αρπαγών και των λεηλασιών που υφίσταντο από τμήματα του στρατού του Υψηλάντη. Επιπρόσθετα, είχε διαφανεί ότι δεν υπήρχε ελπίδα επανάστασης των Σέρβων, η επικοινωνία με τον Αλή-Πασά δεν είχε καταστεί δυνατή και μόνο ο Βλαδιμιρέσκου, επικεφαλής αγροτικού κινήματος στη Βλαχία που επίσης κατευθυνόταν την ίδια εποχή προς το Βουκουρέστι, θα μπορούσε να καταστεί σύμμαχος.

Στα τέλη Μαρτίου η προοπτική μιας θετικής κατάληξης αδυνατούσε ακόμη περισσότερο μετά τον αφορισμό του Υψηλάντη από τον Πατριάρχη και ιδίως μετά την καταδίκη της επανάστασης από τον αυτοκράτορα της Ρωσίας, ο οποίος θα επέτρεπε την είσοδο Οθωμανικών στρατευμάτων στις ηγεμονίες. Πράγματι, πολυάριθμα οθωμανικά στρατεύματα συγκεντρώθηκαν μέχρι τα τέλη Απριλίου και ήταν έτοιμα να αντιμετωπίσουν το στρατό του Υψηλάντη.

Tην ίδια εποχή ο Βλαδιμιρέσκου διατηρούσε επικοινωνία και με τους Οθωμανούς και ενδιαφερόταν περισσότερο να διαπραγματευτεί παρά να συγκρουστεί μαζί τους. Στη Μολδαβία πάλι οι τοπικοί άρχοντες (Βογιάροι), όταν είδαν ότι πίσω από το κίνημα του Υψηλάντη δε βρισκόταν η Ρωσία, εκδηλώθηκαν πλέον ανοιχτά εναντίον του και ζήτησαν από τους Οθωμανούς τη συμβολή τους, εξέλιξη που ανάγκασε το Μιχαήλ Σούτσο και πολλούς άλλους ομογενείς να καταφύγουν στη γειτονική Βεσσαραβία.

Είναι γνωστό ότι η Ελληνική εθνεγερσία άρχισε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες της Βλαχίας και Μολδαβίας (υποτελείς των Οθωμανών) στις 22 Φεβρουαρίου 1821, χάρη στις ενέργειες του σχετικά λησμονημένου πατριώτη Αλέξανδρου Υψηλάντη και των συναγωνιστών του. Η εξέγερση απέτυχε λόγω εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων και καταπνίγηκε έως τον Σεπτέμβριο, όμως η φλόγα της Επανάστασης είχε ήδη ανάψει στην Πελοπόννησο, τη Ρούμελη και τα νησιά.

Η αποτυχία του Ελληνικού Αγώνα στη Μολδοβλαχία ήταν οπωσδήποτε ένα αρνητικό γεγονός για την Επανάσταση, όμως δεν επηρέασε αρνητικά την πορεία της στη νότια Ελλάδα. Αν ο Υψηλάντης κατόρθωνε να κερδίσει κάποιες αποφασιστικές μάχες, ο αγώνας του θα καταπνιγόταν λόγω της έλλειψης προθυμίας των Ρώσων, των Σέρβων ή και των Βλάχων-Μολδαβών να συμπολεμήσουν μαζί του, και της τελικής απόφασης των πρώτων να επιτρέψουν την Οθωμανική στρατιωτική επέμβαση στις Ηγεμονίες.

Υπενθυμίζουμε ότι μετά από σχετική συνθήκη με τη Ρωσική Αυτοκρατορία, οι Τούρκοι δεν διατηρούσαν δυνάμεις στη Μολδοβλαχία, εκτός από λίγες με αστυνομικά καθήκοντα, και δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν στο έδαφος τους χωρίς την άδεια του εκάστοτε Ρώσου Τσάρου. Ο τότε Τσάρος Αλέξανδρος έδωσε τη σχετική άδεια στους Οθωμανούς να εισβάλουν στις Ηγεμονίες και έτσι να συντρίψουν το κίνημα του Υψηλάντη. Εντούτοις η απόδοση μομφών σε βάρος των Ρώσων, Σέρβων, Βλάχων και Μολδαβών για την απροθυμία τους – όπως συμβαίνει ενίοτε – είναι μάλλον εσφαλμένη για τους λόγους που ακολουθούν.

Οι Ρώσοι μεριμνούσαν ανέκαθεν για την προστασία των Ορθοδόξων της Οθωμανικής επικράτειας, όμως το κίνημα του Υψηλάντη εμφανίσθηκε τη χρονική στιγμή μίας αρνητικής για εκείνο διπλωματικής συγκυρίας. Η Ρωσία είχε αναλάβει τη δέσμευση έναντι των άλλων τεσσάρων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, να μην ενισχύσει οποιαδήποτε επαναστατική κίνηση ανά την Ευρώπη. Η εξέγερση στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες συνέπεσε χρονικά με το επαναστατικό κίνημα του Πεδεμόντιου ενώ είχαν προηγηθεί οι επαναστάσεις της Ισπανίας και της Νεάπολης και η ανταρσία του συντάγματος Συμεωνόφσκι στην Αγία Πετρούπολη η οποία είχε κλονίσει τον τσάρο Αλέξανδρο.

Έτσι ο Αυστριακός Μέττερνιχ, ακούραστος αντίμαχος κάθε επαναστατικού κινήματος, δεν άργησε να πείσει τους μονάρχες των Δυνάμεων ότι οι νέες επαναστάσεις στο Πεδεμόντιο και τη Μολδοβλαχία ανήκαν σε μία κοινή και συντονισμένη κίνηση εξεγέρσεων που απειλούσε την ασφάλεια και την ηρεμία όλης της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Η σύμπραξη του Βλάχου «κοινωνικού» επαναστάτη Βλαδιμηρέσκου με τον Υψηλάντη, ενίσχυε αυτόν τον ισχυρισμό του.

Εξάλλου η προσπάθεια του Υψηλάντη και των Φιλικών να παρασύρουν «εκβιαστικά» τη Ρωσική ηγεσία σε υποστήριξη της εξέγερσης στη Μολδοβλαχία, ήταν ουσιαστικά αψυχολόγητη, επειδή τέτοιες μεθοδεύσεις δεν καταλήγουν σε θετικά αποτελέσματα. Ο ικανότατος διπλωμάτης Ιωάννης Καποδίστριας υπαινίχθηκε αυτή την πραγματικότητα σε μία περίφημη επιστολή του προς τον Υψηλάντη. Ο Υψηλάντης, παρότι αγνός και φλογερός πατριώτης, είχε εκθέσει τον Τσάρο και τη Ρωσική ηγεσία όταν κατά το αγωνιστικό διάγγελμα του στη Μολδαβία υπαινίχθηκε ότι τον υποστήριζαν.

Συν τοις άλλοις, έφερε τον βαθμό στρατηγού του Ρωσικού στρατού. Ο Υψηλάντης και οι περισσότεροι Φιλικοί ήλπιζαν ότι η Ρωσία θα τους υποστήριζε με κάποιο τρόπο (έστω και με την απαγόρευση της προέλασης Οθωμανικών δυνάμεων στις Ηγεμονίες) ακολουθώντας τη σταθερή ανατολική επεκτατική πολιτική της σε βάρος των Τούρκων, όμως η Αγία Πετρούπολη είχε αναστείλει αυτήν την πολιτική για μεγάλο διάστημα.

Αργότερα οι Ρώσοι συνέβαλαν τα μέγιστα στην απελευθέρωση της Ελλάδας τόσο με την ευρεία σύμπραξη τους στη ναυμαχία του Ναβαρίνου, όσο και με την εισβολή μιας στρατιάς τους στην Οθωμανική επικράτεια σε εκείνη την κρίσιμη φάση του Ελληνικού Αγώνα, παρότι δρούσαν προστατεύοντας τα συμφέροντα τους (όπως και οι Βρετανοί και οι Γάλλοι).

Οι Φιλικοί είχαν κάποιες περιορισμένες επαφές με τον Σέρβο ηγεμόνα Οβρένοβιτς και μερικούς ακόμη Σέρβους ηγήτορες, όμως η πιθανότητα μίας νέας σερβικής επανάστασης ταυτόχρονα με την ελληνική, ήταν πολύ μικρή ή μηδαμινή, παρά τις διάφορες «διαβεβαιώσεις» Φιλικών ότι οι Σέρβοι θα εξεγερθούν μαζί με τους Ελληνες. Οι εν λόγω «διαβεβαιώσεις» ανήκαν στην ευρύτερη προσπάθεια αλληλοενθάρρυνσης μεταξύ των αγωνιστών.

Οι Σέρβοι δεν επαναστάτησαν, κυρίως εξαιτίας της εξάντλησης τους από τις απώλειες και τα δεινά που υπέστησαν κατά την πρόσφατη πολυετή εξέγερση τους εναντίον των Τούρκων (1804-1816) και λόγω της αλλαγής της ανατολικής πολιτικής της Ρωσίας, στην οποία προσέβλεπαν για την ανάκτηση της ανεξαρτησίας τους ως μεγάλης Σλαβικής και Ορθόδοξης «μητέρας». Οι Σέρβοι και οι Σερβικής καταγωγής Μαυροβούνιοι, είχαν έναν ακόμη αποφασιστικό λόγο για να μην επαναστατήσουν το 1821: τον πόλεμο ανάμεσα στον ημιανεξάρτητο Αλβανό Αλή Πασά και τους Οθωμανούς (1820 κ.ε.).

Οι Σέρβοι αρχηγοί ανησυχούσαν από χρόνια λόγω της ταχείας ισχυροποίησης του πανούργου Αλή Πασά, ο οποίος σκόπευε να ιδρύσει δική του ηγεμονία στο δυτικό τμήμα της Βαλκανικής που θα περιελάμβανε όλα τα Ελληνικά, Αλβανικά, Σερβικά και Μαυροβουνιακά εδάφη. Οι Σέρβοι απεχθάνονταν τους Τούρκους αλλά έτρεφαν την ίδια απέχθεια για τους Αλβανούς Μουσουλμάνους, και ενδεχομένως προτιμούσαν την Τουρκική κυριαρχία (προσωρινή κατά την άποψη τους) από τον αληπασαλιδικό ζυγό.

Εξάλλου πίστευαν ότι σε κάθε περίπτωση η Σουλτανική επικυριαρχία στη χώρα τους θα εκμηδενιζόταν, και με τη ρωσική επέμβαση. Ο σταδιακός Αλβανικός εποικισμός στην ιερή Σερβική γη του Κοσσυφοπεδίου (σύγχρονο Κόσσοβο) και στο σαντζάκι του Νόβι Πάζαρ, ήταν ένας από τους βασικούς λόγους (μεταξύ αρκετών άλλων) της Σερβοαλβανικής αντίθεσης. Οι Αλβανοί Μουσουλμάνοι ήταν ολιγάριθμοι συγκριτικά με τους Ορθοδόξους των δυτικών Βαλκανίων, όμως ήταν ο ανιών πολιτικοστρατιωτικός παράγοντας της περιοχής. Εξάλλου ήταν οι πιο έμπειροι και αρτιότερα οπλισμένοι μάχιμοι της.

Αν ο Αλή πασάς νικούσε τον Οθωμανικό στρατό, θα προσαρτούσε στην ηγεμονία του και τους Κοσσοβάρους και Σκοδρανούς Αλβανούς στα βόρεια της. Έτσι όλοι οι Αλβανοί θα ενώνονταν υπό έναν ικανό ηγεμόνα και πολύ γρήγορα θα ενισχύονταν με τους Σλάβομουσουλμάνους του Νόβι Πάζαρ και κυρίως της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, επειδή εκείνοι δεν θα είχαν πλέον εδαφική επαφή με τα οθωμανικά εδάφη. Αλλωστε οι Σλαβομουσουλμάνοι (Βόσνιοι κ.α.) ένοιωθαν την απειλή της περικύκλωσης των Σέρβων της Σερβίας, Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και ανατολικής Σλαβονίας.

Αν οι Σέρβοι και Μαυροβούνιοι εξεγείρονταν μαζί με τους Έλληνες, η αληπασαλιδική νίκη επί του Σουλτάνου θα ήταν μάλλον βέβαιη. Όμως τότε οι Σέρβοι θα αντιμετώπιζαν την Αλβανοβοσνιακή απειλή, που ίσως ήταν ισχυρότερη της Οθωμανικής επειδή θα βρίσκονταν ανάμεσα στις δύο Μουσουλμανικές δυνάμεις: ανάμεσα στους εμπειροπόλεμους Βόσνιους στα βορειοδυτικά τους και στους αληπασαλιδικούς Αλβανούς στα νότια. Το αντισουλτανικό κίνημα του Αλή πασά έδωσε μεγάλο πλεονέκτημα στον Ελληνικό Αγώνα επειδή απασχόλησε τον Σουλτανικό στρατό, αλλά για τους εξουθενωμένους από την επανάσταση του 1804-1816 Σέρβους ήταν μέγιστη απειλή.

Η Σουλτανική αναγνώριση της αυτόνομης ηγεμονίας της βόρειας Σερβίας το 1815/1816 ήταν μία αποφασιστική «πολιτική κατάκτηση» των Σέρβων αγωνιστών προς την απελευθέρωση της χώρας τους, την οποία δεν ήθελαν δικαιολογημένα να χάσουν με μία άκαιρη επανάσταση. Εξάλλου παρά τον τίτλο της ηγεμονίας, η Σερβία παρέμενε υποτελής στους Τούρκους, με το Βελιγράδι και άλλα αστικά κέντρα να κατέχονται από Τουρκικές φρουρές. Ο δε ηγεμόνας Οβρένοβιτς ομοίαζε περισσότερο με έναν απλό Σλάβο «φύλαρχο».

Επιπρόσθετα, οι Έλληνες και οι Σέρβοι υποπτεύονταν ο ένας τον άλλον: το 1820, σε ένα γραπτό προσχέδιο της Ελληνικής εξέγερσης το οποίο συντάχθηκε στο Βουκουρέστι, ο Λεβέντης, ο Παπαφλέσσας και άλλοι Πελοποννήσιοι ηγήτορες εφιστούν στους Φιλικούς αναγνώστες του κειμένου, την ανάγκη να είναι οι Σέρβοι εκείνοι που θα επαναστατήσουν πρώτοι και ακολούθως οι Έλληνες του Μοριά, έτσι ώστε η Σουλτανική στρατιωτική προσπάθεια να επικεντρωθεί στη Σερβία και έτσι οι Μοραϊτες να έχουν ευκολότερη πολεμική αποστολή.

Στην αντίθετη περίπτωση, επισημαίνεται ο κίνδυνος οι Σέρβοι αγωνιστές να μη συναντήσουν αξιόλογη Τουρκική αντίσταση και να βαδίσουν έως τη Μακεδονία και τη Θράκη που τις εποφθαλμιούσαν. Συμπερασματικά, ο ανταγωνισμός μεταξύ Σέρβων και Ελλήνων για την απόκτηση όσο το δυνατόν περισσότερων εδαφών, ο οποίος εκδηλώθηκε κατά τους Βαλκανικούς Πόλεμους στις αρχές του 20ου αιώνα, υφίστατο ήδη έναν αιώνα ενωρίτερα.

Μάλλον και η Σερβική ηγεσία έκανε ανάλογους υπολογισμούς με εκείνους του Παπαφλέσσα και των συναγωνιστών του, και ήθελε να αποτρέψει την επέκταση μίας ανεξάρτητης Ελλάδας έως τη Μακεδονία και τη Θράκη. Άλλωστε δεν είχε λησμονήσει ποτέ την εξάπλωση της Σερβικής ηγεμονίας του Στέφανου Δουσάν κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, έως τη Θράκη και τον Κορινθιακό κόλπο. Πρόκειται πιθανώς για ένα ακόμη αίτιο της σερβικής αδράνειας-ουδετερότητας κατά το 1821.

Παρά ταύτα, οι Σέρβοι ενίσχυσαν ακούσια τον Ελληνικό Αγώνα έχοντας φθείρει σημαντικά τον Σουλτανικό στρατό κατά το 1804-1816, ενώ αρκετοί Σέρβοι-Μαυροβούνιοι μάχιμοι κατήλθαν στην Ελλάδα το 1821 προκειμένου να ενισχύσουν τους ομόδοξους Έλληνες επαναστάτες. Και για τους άλλους Χριστιανικούς λαούς της χερσονήσου του Αίμου έχει εκτιμηθεί ότι θα έπρεπε να είχαν επαναστατήσει μαζί με τους Έλληνες, όμως αυτή η πιθανότητα ήταν μηδαμινή.

Οι Βλάχοι και οι Μολδαβοί (σημείωση) δεν είχαν σημαντικούς λόγους για να υποστηρίξουν το κίνημα του Υψηλάντη, επειδή η Τουρκική κυριαρχία δεν ήταν ιδιαίτερα πιεστική για εκείνους. Νωρίτερα, δεν είχαν υποστηρίξει ουσιαστικά ούτε τα σερβικά κινήματα. Στη Μολδοβλαχία, οι Οθωμανοί δεν εκδήλωναν εύκολα τη βαρβαρότητα τους, λόγω και της Ρωσικής προστασίας. Οι Βλάχοι-Μολδαβοί αντιμετώπιζαν χριστιανούς καταπιεστές: ζούσαν υπό ένα παρωχημένο, σχεδόν φεουδαρχικό κοινωνικοπολιτικό καθεστώς, στο οποίο οι επικυρίαρχοι τους δεν ήταν τόσο οι Οθωμανοί όσο οι εγχώριοι και οι Ελληνες γαιοκτήμονες και ευγενείς, και οι ανώτεροι γηγενείς κληρικοί και επίσκοποι.

Οι Βούλγαροι κατείχαν τη δυσχερέστερη γεωπολιτική θέση (για μία εξέγερση εναντίον των Τούρκων), κατοικώντας στην ανατολική και κεντρική Βαλκανική, ανάμεσα στην Αλβανία, τον Δουναβικό σύνορο και τη Θράκη, δηλαδή ανάμεσα σε περιοχές με πολυάριθμα Τουρκικά και Αλβανικά στρατεύματα. Επίσης, οι Βούλγαροι (Χριστιανοί) περιβάλλονταν από τα εδάφη των Βούλγαρων Μουσουλμάνων και των Τατάρων προσφύγων (Μπουτζάκ, Νογκάι, Κριμαϊκοί κ.ά.) της ανατολικής Βουλγαρίας και Δοβρουτσάς, των Πομάκων της Ροδόπης, και των Αλβανών.

Επρόκειτο για έμπειρους πολεμικά Μουσουλμανικούς λαούς που μπορούσαν να τους συντρίψουν λόγω της γεωστρατηγικής περικύκλωσης της Βουλγαρίας, αν εκείνοι εξεγείρονταν. Ειδικά η ανατολική Βουλγαρία θα δεχόταν την καταστροφική επίθεση των Οθωμανικών ναυτικών μοιρών της Κωνσταντινούπολης, Δοβρουτσάς και Σινώπης, οι οποίες μπορούσαν να αποβιβάσουν πλήθος άγριων «Βασιβουζούκων» (Bashi-bazuk) και άλλων ατάκτων στην ακτή της. Οι Βούλγαροι δεν διέθεταν ναυτικό, όπως οι Έλληνες επαναστάτες.

Οι Βούλγαροι κατάφεραν να αγωνιστούν αποτελεσματικά για την απελευθέρωση τους μόνο μετά την εδαφική εξάπλωση του Ελληνικού και του Σερβικού κράτους και την ανεξαρτητοποίηση της Ρουμανίας, επειδή η ενδοχώρα «πίσω» από τη χώρα τους ήταν πλέον συμμαχική τους. Παρά τη μείωση των Τουρκικών δυνάμεων στα Βουλγαρικά εδάφη λόγω του πολέμου με τον Αλή Πασά, όσες παρέμειναν εκεί ήταν πολυάριθμες λόγω της Ρωσικής απειλής.

Επίσης, οι Βούλγαροι δεν διέθεταν την εθνική συνοχή, την αποτελεσματική οργάνωση και τη στρατιωτική κατάρτιση των Σέρβων και των Ελλήνων. Αρκετοί από αυτούς προτιμούσαν να αυτοπροσδιορίζονται ως Ελληνες ή Σέρβοι και όχι ως Βούλγαροι.

Γενικά οι Ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας δεν ευνοούντο γεωπολιτικά για την επιτυχία της εξέγερσης, κείμενες μεταξύ των ενισχυμένων Τουρκικών δυνάμεων στη Βουλγαρία, της Αψβουργικής (Αυστριακής) Αυτοκρατορίας που αντιμαχόταν τα φιλορωσικά κινήματα της χερσονήσου του Αίμου (εποφθαλμιώντας την), και της Ρωσίας για την οποία είδαμε ότι δεν μπορούσε να τα υποστηρίξει. Η επανάσταση στις Ηγεμονίες θα μπορούσε να επικρατήσει μόνο με τη τσαρική βοήθεια ή και με μία ταυτόχρονη νέα Σερβική επανάσταση, ενδεχομένως και με μία εξέγερση δυτικών Βουλγάρων.

Οι τελευταίοι ήταν οι Σλάβοι των Σκοπίων, της σύγχρονης F.Y.R.O.M., οι οποίοι αυτοαποκαλούντο «Bugari» (παραφθορά του «Βούλγαροι») και έβλεπαν φιλικά στους Σέρβους λόγω της κοινής Σλαβικής προέλευσης και της αντιπάθειας τους για τους Αλβανούς του Κοσσυφοπεδίου και της Αλβανίας. Αν οι Σέρβοι και οι δυτικοί Βούλγαροι εξεγείρονταν, ή έστω μόνο οι Σέρβοι, θα επιτυγχάνετο η εδαφική επαφή των Ελλήνων αγωνιστών της Μολδοβλαχίας με τις επαναστατημένες Μακεδονία και νότια Ελλάδα. Ωστόσο η κακή συγκυρία δεν επέτρεψε ούτε στη Μακεδονία να εξεγερθεί, επειδή η Σερβική και Βουλγαρική ενδοχώρα στα βόρεια της παρέμεινε υπό Τουρκικό έλεγχο.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η εξέγερση περιορίσθηκε στους Ελληνες των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και στη νότια Ελλάδα, δηλαδή σε δύο περιφέρειες πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους, στα βορειοανατολικά και τα νότια της χερσονήσου του Αίμου αντίστοιχα. Οι προσδοκίες των Φιλικών για μία μαζική επανάσταση των χριστιανών των Βαλκανίων διαψεύσθηκαν και οι Ελληνες απέμειναν με μοναδικό σύμμαχο τους ολιγάριθμους πια Αλβανούς του Αλή Πασά.

Μοιραία το κίνημα του Υψηλάντη στην ακατάλληλη γεωπολιτικά-γεωστρατηγικά Μολδοβλαχία καταπνίγηκε, αλλά κατά τη διάρκεια του εξεγέρθηκε η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα και τα ναυτικά νησιά. Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία δημιούργησε σοβαρό αντιπερισπασμό υπέρ του αγώνα στην Ελλάδα, επειδή εξαιτίας της πολυάριθμες Οθωμανικές δυνάμεις μετακινήθηκαν και «καθηλώθηκαν» στις Θράκη, Κωνσταντινούπολη, Αιολίδα, Ιωνία, ακτές του Ελλησπόντου και του Εύξεινου Πόντου και στα οχυρά του Δούναβη, λόγω του φόβου της επανάστασης των Ελλήνων αυτών των περιοχών και ενδεχόμενης εισβολής των Ρώσων.

Ο Σουλτάνος δεν εμπιστευόταν τους Ρώσους, παρά τις διαβεβαιώσεις τους. Ετσι η επανάσταση στην Ελλάδα θεμελιώθηκε και κατάφερε να επιβιώσει. Εκεί η εξέγερση «αγκαλιάσθηκε» από τους απλούς ανθρώπους και υποβοηθήθηκε γεωστρατηγικά: βάση της ήταν ο Μοριάς, ο οποίος προστατευόταν από την πλευρά της θάλασσας από τον τρινήσιο (Ελληνικό) στόλο, ενώ ο δύσβατος όγκος και οι εμπειροπόλεμοι κλεφταρματολοί της Ρούμελης τον προστάτευαν από τα βόρεια.

Με αυτόν τον τρόπο, ο Αγώνας στην Ελλάδα κατόρθωσε μετά από πολλές δραματικές διακυμάνσεις, νίκες και ήττες, επεκτάσεις και συρρικνώσεις, να εδραιωθεί, να προκαλέσει τη δυναμική παρέμβαση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων εναντίον των Οθωμανών και τον Αιγυπτίων στο Ναβαρίνο («απηυδησμένες» από το αδιέξοδο του Ελληνο-Οθωμανικού πολέμου που απειλούσε το προσοδοφόρο εμπόριο και την πολιτικοκοινωνική σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή), και τελικά να καταλήξει στην απελευθέρωση της Ελλάδας.

Το 1821, οι Βλάχοι, Βαλάχοι ή Βολόχοι), οι Μολδαβοί και οι Ρωμανόφωνοι της Τρανσυλβανίας, δηλαδή συνολικά οι πρόγονοι των Ρουμάνων, δεν είχαν αναπτύξει αρκετά τη συνείδηση της κοινής προέλευσης τους (μάλλον από Λατινόφωνους Ιλλυριούς πρόσφυγες και όχι από τους αρχαίους Δάκες όπως διατείνονται οι σύγχρονοι Ρουμάνοι). Η σχέση των Βλάχων της Βλαχίας με τους Βλάχους της Πίνδου παραμένει έως σήμερα αντικείμενο μελέτης και διαφωνιών.

Τα επιχειρήματα υπέρ της κοινής προέλευσης τους είναι ισχυρά, αλλά εξίσου ισχυρά είναι εκείνα που υποστηρίζουν ότι δεν σχετίζονται εθνολογικά: το προλατινικό γλωσσικό υπόστρωμα των Βλάχων της Ρουμανίας είναι Θρακοϊλλυρικό, ενώ εκείνο των Βλάχων της Πίνδου είναι Ελληνικό. Επίσης οι δύο αναφερόμενες Βλαχικές ομάδες δεν έχουν ούτε καν σχετική ανθρωπολογική ομοιομορφία: οι Βλάχοι της Πίνδου ανήκουν κυρίως στον Μεσογειακό μορφολογικό τύπο, ενώ οι εκείνοι της Βλαχίας ανήκουν στον Αδριατικό-Διναρικό.

Οι Βλάχοι της Πίνδου χαρακτηρίζονταν ανέκαθεν από τον κτηνοτροφικό ορεσίβιο βίο και τη νεολατινική-Ρωμανική διάλεκτο τους η οποία ομοιάζει εξαιρετικά με τη Βλαχική της Ρουμανίας. Γενικά, κατά τον πρώιμο 19ο αιώνα, οι ορεσίβιοι κτηνοτρόφοι του Ελλαδικού χώρου ανήκαν σε τρεις γλωσσικές ομάδες: τους Ελληνόφωνους Σαρακατσάνους, τους Λατινόφωνους Βλάχους και τους Αλβανόφωνους Φρασαριώτες. Οι τελευταίοι έλαβαν το όνομα της κοιτίδας τους, Φράσαρης, κοντά στις πηγές του Άψου.

 

Οι Μάχες του Γαλατσίου του Δραγατσανίου και το Τέλος της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία

Έως τα τέλη Απριλίου, οπότε οι Οθωμανικές δυνάμεις εισήλθαν στις ηγεμονίες διαβαίνοντας τον Δούναβη, μικρές μόνο αψιμαχίες είχαν πραγματοποιηθεί ανάμεσα στους επαναστάτες και τις επιφορτισμένες με αστυνομικά καθήκοντα ολιγάριθμες οθωμανικές φρουρές. H πρώτη μεγάλης κλίμακας σύγκρουση πραγματοποιήθηκε στις 30 Απριλίου στην πόλη Γαλάτσι, την οποία υπερασπίζονταν στρατιωτικά σώματα με επικεφαλής τον Αθανάσιο Καρπενησιώτη.

Tο Γαλάτσι βρίσκεται πλησίον των συνόρων της Μολδαβίας και της Βλαχίας με τη Bεσσαραβία (Ρωσία). Εκεί, ύστερα από σκληρές μάχες οι Οθωμανοί κατέλαβαν την πόλη, εκδιώκοντας στο Ρωσικό έδαφος τους λιγοστούς διασωθέντες επαναστάτες. Συνέπεια της ισχυρής αντίστασης που πρόβαλαν οι άντρες του Kαρπενησιώτη υπήρξαν οι σφαγές ντόπιων και επηλύδων και η λεηλασία της πόλης. Την ίδια στιγμή έριδες, αντιζηλίες, διαφωνίες και απειθαρχία δυσχέραναν όλο και περισσότερο την κατάσταση στο στρατόπεδο των επαναστατών, ενώ αρκετοί άρχισαν να λιποτακτούν.

Στις συνθήκες αυτές ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποφάσισε να τεθεί ο ίδιος επικεφαλής μιας σύγκρουσης, η έκβαση της οποίας ήλπιζε ότι θα μετέβαλλε ευνοϊκά την κατάσταση. Συγκέντρωσε λοιπόν στην περιοχή του Δραγατσανίου τα ένοπλα σώματα που είχαν απομείνει. Ένα από αυτά ήταν ο Ιερός Λόχος, που συστήθηκε από ενθουσιώδεις αλλά χωρίς πολεμική εμπειρία νεαρούς εθελοντές από την Οδησσό και από άλλες Ελληνικές παροικίες.

Ωστόσο, η απειθαρχία και η έλλειψη συντονισμού δεν επέτρεψαν την εφαρμογή του πολεμικού σχεδίου που είχε αποφασιστεί. Η μάχη ξεκίνησε μια μέρα νωρίτερα με πρωτοβουλία κάποιου αξιωματικού και ενώ το συνολικό στράτευμα δεν είχε ακόμη τοποθετηθεί στις προβλεπόμενες θέσεις. Παρά την αυταπάρνηση των ιερολοχιτών η κατάληξη της μάχης ήταν τραγική. Οι απώλειες ήταν τεράστιες, σχεδόν καθολικές, ενώ ο πανικός που προκλήθηκε από το απρόσμενο της σύγκρουσης οδήγησε σε άτακτη φυγή και σε οριστική διάλυση του στρατοπέδου του Υψηλάντη.

O ίδιος, που δεν πρόλαβε να βρεθεί στο μέτωπο, κατάφερε στα μέσα Ιουνίου να περάσει τα αυστριακά σύνορα, όπου παρά την αρχική συμφωνία με τις αρχές συνελήφθη και παρέμεινε φυλακισμένος έως το Νοέμβριο του 1827. Λίγους μήνες αργότερα, στις αρχές του 1828, πέθανε στη Βιέννη. Mετά την καταστροφή στο Δραγατσάνι μόνο δύο μικρά σώματα κατάφεραν να παραμείνουν συνταγμένα. Tο ένα, με επικεφαλής το Γεωργάκη Oλύμπιο και τον Iωάννη Φαρμάκη, κινήθηκε βορειότερα, προς τη Mολδαβία, δίνοντας συνεχώς σκληρές αλλά απέλπιδες μάχες.

Στόχος τους ήταν να περάσουν στη Ρωσική Βεσσαραβία και από εκεί να κινηθούν με πλοία προς την Πελοπόννησο. Tελικά, ύστερα από πορεία δυόμιση μηνών μέσα από ορεινές περιοχές και μετά από αρκετές μάχες στις οποίες το σώμα των επαναστατών αποδεκατιζόταν σταδιακά από τους διώκτες του, εγκλωβίστηκαν στη Mονή Σέκου που βρίσκεται στη βόρεια Mολδαβία κοντά στα σύνορα με την Aυστρία. Εκεί, ύστερα από πολιορκία δύο και πλέον εβδομάδων, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν ο Γ. Oλύμπιος και ο Γ. Φαρμάκης παραδόθηκε με τους λιγοστούς συντρόφους του και βρήκε βασανιστικό θάνατο.

Tο δεύτερο σώμα αριθμούσε 250 περίπου ενόπλους και είχε επικεφαλής τον αδελφό του Θεόδωρου Kολοκοτρώνη, Iωάννη. Aυτός ακολούθησε πορεία διαφορετική από τους Oλύμπιο και Φαρμάκη. Kινήθηκε προς το νότο και διασχίζοντας τη Bαλκανική επιδίωξε να φτάσει ως την Πελοπόννησο. Tο παράτολμο εγχείρημα στέφθηκε με επιτυχία. O Iωάννης Kολοκοτρώνης έφτασε τον Aύγουστο στην Πελοπόννησο με εκατό περίπου ενόπλους και έλαβε μέρος στην πολιορκία της Tριπολιτσάς, επικεφαλής της οποίας ήταν ο αδελφός του.

 

Μάχη του Γαλατσίου

Η Μάχη του Γαλατσίου ήταν η πρώτη πραγματική μάχη στην Μολδοβλαχία ανάμεσα στις δυνάμεις της Φιλικής Εταιρίας, του πρίγκιπα Αλέξανδρου Υψηλάντη και των στρατευμάτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα ευρύτερα πλαίσια της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Έλαβε χώρα στις 1 τού Μάη τού 1821 στο Γαλάτσι (Γκαλάτσι) της Μολδοβλαχίας. Αρχηγός των Ελλήνων, Κρητικών στη καταγωγή, ήταν ο Αθανάσιος Καρπενησιώτης, των δε Τούρκων ο Γιουσούφ Πασάς Περκόφτσαλης, ο Χατζή Καρά Αχμέτ εφέντης και ο Σελήμ Μεχμέτ Εφέντης.

Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας κάτω από την πίεση του Μέττερνιχ, έδωσε την άδεια στην Πύλη να μπουν οι Τουρκικές στρατιές στην Μολδοβλαχία για να αντιμετωπίσουν τους επαναστάτες. Την αρχηγία του Τουρκικού στρατού ανέλαβε ο Βαλής της Σιλίστριας Σελήμ Μεχμέτ, ο οποίος στα τέλη του Απρίλη του 1821 διέταξε τον πασά του κάστρου της Βράιλας, Γιουσούφ Περκόφτσαλη, να ανακαταλάβει το Γαλάτσι.

Ο Περκόφτσαλης ξεκίνησε έχοντας 2 χιλιάδες άνδρες πεζικό, 3 χιλιάδες ιππείς και κανόνια. Αρχηγός της άμυνας του Γαλατσίου ήταν ο Θανάσης Καρπενησιώτης, που οργάνωσε δύναμη από 600 αγωνιστές. Επισκεύασε τους Ρωσικούς προμαχώνες του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1806–1812) και έστησε 19 κανόνια από αυτά που έστειλαν οι Έλληνες της Οδησσού και της Βεσσαραβίας για τον στρατό του Υψηλάντη. Αφήνοντας 400 άνδρες του μέσα στην πόλη, μετακινεί τους υπόλοιπους 200 και τους κατανέμει στους τρεις προμαχώνες.

Στις 30 του Απρίλη η εμπροσθοφυλακή των Τούρκων πέρασε τον παραπόταμο του Δούναβη, τον Σερέτη και 18 μαούνες των Τούρκων με κανόνια κατέβηκαν τον Δούναβη για να χτυπήσουν τους Έλληνες από το ποτάμι. Ο Καρπενησιώτης κράταγε το κεντρικό ταμπούρι. Τα άλλα τα κράταγαν οι αδερφοί Μαγγλέροι από την Κεφαλλονιά, ο Γιώργης Παπάς από την Αδριανούπολη, ο Δαμιανάκος από τα Σφακιάκαι ο παπάς Πέτρος Μονίκ, που παράτησε το Ισμαήλ “και έλαβε τον σταυρόν και τα όπλα, και ήλθε να συμμεθέξη εις τούτον τον υπέρ πίστεως καί πατρίδος ιερόν αγώνα”.

Χαράματα 1 του Μάη οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επίθεση βάζοντας στην μέση το πεζικό και στηρίζοντας το από τις δυο πλευρές με το ιππικό. Οι Έλληνες απέκρουσαν όλες τις επιθέσεις αλλά μετά από 4 ώρες μάχης λύγισαν και οπισθοχώρησαν οι υπερασπιστές του δεξιού και του αριστερού ταμπουριών, εκτός από τον Κωτήρα και τα 32 παλικάρια του, που αγωνίζονταν μη χάνοντας ούτε “ένα βολύμι άνευ αίματος εχθρικού”

Αφού τελείωσαν τα πυρομαχικά τους με τα σπαθιά τους άνοιξαν δρόμο ανάμεσα στους Τούρκους και μπήκαν στο Γαλάτσι το οποίο όμως ήδη είχε καταληφθεί από τους Τούρκους. Πολεμάνε και πεθαίνουν όλοι τους. Στο κεντρικό ταμπούρι συνέχιζε να πολεμά ο Καρπενησιώτης με άλλους 45 αγωνιστές αποκρούοντας με τα κανόνια και τα τουφέκια τους χιλιάδες Τούρκους που άφησαν εκεί 700 νεκρούς. Όταν έπεσε το σκοτάδι η μάχη σταμάτησε.

Για τους λίγους επιζώντες αγωνιστές δεν υπήρχε πια ελπίδα σωτηρίας. Τα χαράματα πέταξαν έξω τις κάπες τους στις οποίες οι Τούρκοι αδειάσαν τα τουφέκια τους και πριν οι Τούρκοι τα ξαναγέμισαν, σπάσαν με επίθεση τον κλοιό. 20 αγωνιστές, μαζί τους και ο Καρπενησιώτης κατάφεραν να ξεφύγουν ζωντανοί. Όπως γράφει ο Ξόδιλος “Ή μάχη αυτή της 1 τού Μάη έν Γαλαζίω, άν καί φαίνεται ζημιώδης διά τούς Έλληνας, υπήρξεν όμως διά αυτούς αρκετά ένδοξος και τρανόν προμήνιμα της νίκης των Ελλήνων κατά των Τούρκων”.

 

Μάχη του Δραγατσανίου

Η Μάχη του Δραγατσανίου ήταν στρατιωτική σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις της Φιλικής Εταιρίας και στρατευμάτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα ευρύτερα πλαίσια της της Ελληνικής επανάστασης του 1821. Έλαβε χώρα στις 6 Ιουνίου του 1821 στο Δραγατσάνι της Βλαχίας.

Στις 30 Απριλίου 1821 πραγματοποιήθηκε, με τη συγκατάθεση της Ρωσίας, είσοδος των Οθωμανικών στρατευμάτων στη Μολδοβλαχία. Με αρχιστράτηγο τοβαλή της Σιλιστρίας Σελίμ Μεχμέτ, οι Οθωμανοί πέρασαν τα σύνορα από την περιοχή της Βράιλας και η πρώτη μεγάλη σύγκρουση έγινε την 1 Μαΐου 1821 στο Γαλάτσι – στο οποίο η ελληνική σημαία είχε υψωθεί στις 21 Φεβρουαρίου1821 από το Βασίλειο Καραβία – το οποίο οι Τούρκοι ανακατέλαβαν με μεγάλες απώλειες στον άμαχο πληθυσμό.

Καθ’ όλη τη διάρκεια του Μαΐου 1821, άλλες συγκρούσεις του Τουρκικού στρατού με τους Έλληνες έλαβαν χώρα, χωρίς οι δυνάμεις του Υψηλάντη να έχουν κάποια επιτυχία. Οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στο Ρίμνικο, που απείχε 8 ώρες από το Δραγατσάνι, ενώ οι Τούρκοι, που η δύναμη τους ανερχόταν στους 2.600 άντρες, κατέλαβαν τα μοναστήρια Σερμπανεστίου, Σταντσεστίου, Στραζεστίου και Μαμούλ, κλείνοντας την είσοδο της κοιλάδας των Καρπαθίων. Συγχρόνως 800 Τούρκοι μετακινήθηκαν στο Δραγατσάνι.

Τελικά ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αποφάσισε να αντιμετωπίσει τους Τούρκους στη πεδιάδα του Δραγατσανίου με όλο του το στρατό, που αποτελούσαν 5.000 πεζοί, 2.500 ιππείς και 4 κανόνια. Τα πρώτα Ελληνικά τμήματα ξεκίνησαν προς την κατεύθυνση του Δραγατσανίου στις 3 Ιουνίου 1821, με άσχημες καιρικές συνθήκες και έφτασαν στην περιοχή στις 6 Ιουνίου. Οι θέσεις που κατέλαβαν οι Έλληνες στους πρόποδες των γύρω βουνών παρείχαν πλεονεκτήματα, και ο αρχηγός των Τουρκικών δυνάμεων του Δραγατσανίου Καρά Φεϊζ, για να αντιμετωπίσει τα Ελληνικά τμήματα, άρχισε να κατασκευάζει οχυρώματα και συγχρόνως να πυρπολεί τμήμα του χωριού.

Ενώ όμως ο Υψηλάντης, που βρισκόταν σε απόσταση τριών ωρών από το σημείο της μάχης, συσκεπτόταν με το Γεωργάκη Ολύμπιο, ο χιλίαρχος Βασίλειος Καραβίας, στις 7 Ιουνίου 1821 και παρά τις αντίθετες διαταγές για καμιά ελληνική κίνηση πριν τις 8 Ιουνίου, επιτέθηκε με 800 ιππείς εναντίον της μονής Σερμπανεστίου, όπου είχαν οχυρωθεί Οθωμανικές δυνάμεις. Ωστόσο η επίθεση απέτυχε και πολλοί από τους ιππείς εγκατέλειψαν τoν αγώνα και έφυγαν προς το γειτονικό δάσος.

Ο Νικόλαος Υψηλάντης, επικεφαλής του Ιερού Λόχου, έσπευσε προς βοήθεια με 375 αξιωματικούς και οπλίτες, αλλά η αποχώρηση του τμήματος του Καραβία ανάγκασε τους Ιερολοχίτες να πολεμούν μόνοι τους χωρίς την υποστήριξη ιππικού. Έτσι ο Ιερός Λόχος δέχτηκε επίθεση από το Τουρκικό ιππικό, αρνούμενος το κάλεσμα να παραδοθεί, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρές απώλειες. Ο σημαιοφόρος του λόχου, 25 αξιωματικοί και 180 στρατιώτες έπεσαν νεκροί, ενώ 37 Ιερολοχίτες αιχμαλωτίστηκαν.

Στη κρίσιμη στιγμή της μάχης έφτασε ο Γεωργάκης Ολύμπιος ο οποίος διέσωσε τους υπόλοιπους, 136 συνολικά, μεταξύ των οποίων και ο αρχηγός Νικόλαος Υψηλάντης και ο υπασπιστής του Ιερού Λόχου Αθανάσιος Τσακάλωφ, συνιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας. Μετά την καταστροφή στο Δραγατσάνι, η επανάσταση στη Μολδοβλαχία είχε πλέον κριθεί. Οι εθελοντές λιποτάχτησαν και ο στρατός του Υψηλάντη διαλύθηκε. Ο Υψηλάντης κατέφυγε στο Ρίμνικο, όπου στις 8 Ιουνίου 1821 συνέταξε την τελευταία διαταγή του, με την οποία στιγμάτισε την προδοσία του πολιτικού και στρατιωτικού του επιτελείου και εξήρε την αυτοθυσία του Ιερού Λόχου:

”Σεις δε σκιαί των γνησίων Ελλήνων και του Ιερού Λόχου, όσοι προδοθέντες επέσατε θύματα δια την ευδαιμονίαν της πατρίδος, δεχτήτε δι’ εμού τας ευχαριστήσεις των ομογενών σας! Ολίγος καιρός και στήλη θα αναγερθή να διαιωνίση τα ονόματά σας. Με χαρακτήρες φλογερούς είνε εγκεχαραγμένα εις τα φίλτρα της καρδίας μου, τα ονόματα εκείνων όσοι μέχρι τέλους μ’ έδειξαν πίστιν και ειλικρίνειαν. Η ενθύμησίς των θα είναι πάντοτε το μόνον δροσιστικόν ποτό της ψυχής μου”.

Η μάχη αποτέλεσε και το ουσιαστικό τέλος της Φιλικής Εταιρίας. Ο Τσακάλωφ κατέβηκε στη Ρούμελη προκειμένου να βοηθήσει την επανάσταση που είχε λίγο πριν ξεσπάσει. Ο Υψηλάντης συνελήφθη και φυλακίστηκε στην Αυστρία όπου κατέφυγε με τα εναπομείναντα στρατεύματα, ενώ ο Ολύμπιος ανατινάχτηκε μαζί με τους άντρες του και δυνάμεις του εχθρού στη μονή Σέκου της Μολδαβίας, όπου είχε αποκλειστεί από τα Οθωμανικά στρατεύματα.

 

Ιερός Λόχος

Ο Ιερός Λόχος ήταν στρατιωτικό σώμα που ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Φωξάνη, πόλη στα όρια της Μολδαβίας με τη Βλαχία, στα μέσα Μαρτίου του 1821 και συγκροτήθηκε από εθελοντές σπουδαστές των Ελληνικών παροικιών της Μολδοβλαχίας και της Οδησσού, κυρίως. Ήταν η πρώτη οργανωμένη στρατιωτική μονάδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και του Ελληνικού στρατού γενικότερα. Ο Υψηλάντης πίστευε πως οι νεαροί αυτοί θα μπορούσαν να αποτελέσουν την ψυχή του στρατού του. Γι’ αυτό τους ονομάτισε από το κλασικό όνομα του Ιερού Λόχου των Θηβών.

Στη Φωξάνη, μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης των Ιερολοχιτών οργανώθηκε μεγαλοπρεπής τελετή ορκωμοσίας, κατά την τσαρική εθιμοτυπία. Αμέσως μετά την ορκωμοσία ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μίλησε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και παρέδωσε τη Σημαία του Ιερού Λόχου στον αρχηγό του Λόχου Γεώργιο Καντακουζινό. Στη συνέχεια οι Ιερολοχίτες παρέλασαν με βήμα στρατιωτικό τραγουδώντας πολεμικό θούριο που είχε συγγράψει ο 20 χρόνια πριν ο Αδαμάντιος Κοραής για την “Ταξιαρχία των Ακροβολιστών της Ανατολής” του Βοναπάρτη που πολεμούσε στην Αίγυπτο και στην οποία ταξιαρχία συμμετείχαν Έλληνες.

Στους πρώτους 120 Ιερολοχίτες προστέθηκαν και άλλοι αργότερα φτάνοντας τους 400, ενώ η οργάνωση του σώματος αυτού ολοκληρώθηκε στο Τιργοβίτσι. Οι άνδρες του Ιερού Λόχου ήταν πεζοί και ιππείς εφοδιασμένοι με καραμπίνες και ξιφολόγχες. Έφεραν στολές, όπως γράφει και στην ιστορία του, ο ιστορικός Φιλήμων, που αποτελούσε μίγμα Ελληνικής και Ευρωπαϊκής στολής, από μαύρο ύφασμα, καλούμενοι εξ αυτού μελανοφόροι ή μαυροφόροι, φέροντας επίσης στο μαύρο πηλίκιο τρίχρωμο λοφίο, (ως εθνόσημο), κάτω από το οποίο υπήρχε η φράση Ελευθερία ή Θάνατος και το σήμα της νεκροκεφαλής με χιαστί οστά σαν σύμβολο της νίκης πάνω στον θάνατο.

Η σημαία του Ιερού Λόχου ήταν τρίχρωμη, το κόκκινο συμβόλιζε τον πατριωτισμό, το λευκό την αδελφοσύνη και το μαύρο τη θυσία. Στη μία πλευρά της σημαίας αναγραφόταν το ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑκαι υπήρχε η εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Στην άλλη πλευρά υπήρχε η εικόνα του Φοίνικα αναγεννόμενου από τις φλόγες και αναγραφόταν ΕΚ ΤΗΣ ΚΟΝΕΩΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ.

Διοικητής του Ιερού Λόχου διορίστηκε ο Γεώργιος Καντακουζηνός, πρώην ανώτερος αξιωματικός του Τσαρικού στρατού – ο οποίος σύντομα παραμερίστηκε από τον Υψηλάντη – και υπασπιστής ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, συνιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας. Εκατόνταρχοι του Ιερού Λόχου ήταν ο Σπυρίδων Δρακούλης, δραματικός ηθοποιός, από την Ιθάκη, ο Κωνσταντινουπολίτης Δημήτριος Σούτσος, αδελφός του ποιητή Αλέξανδρου Σούτσου, ο Κεφαλλονίτης Λουκάς Βαλσαμάκης , ο Πελοποννήσιος Ανδρόνικος, ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Ρίζος, γιος του πρωθυπουργού της Μολδαβίας Ιάκώβο Ρίζο Νερουλό, ο Ρίζος από τα Ιωάννινα και ο Χιώτης Ιωάννης Κρόκιας.

Εκτός όμως από το Πεζικό τμήμα δημιουργήθηκε και Ιππικό με στολές Ουσάρων και Κοζάκων. Για δε την οργάνωση του Ιππικού σημαντικά χρηματικά ποσά διέθεσε επίσης και ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσος.

 

Όρκος Ι.Λ.

Στην Φωξάνη, οι σπουδαστές που δεν είχαν καμιά στρατιωτική εμπειρία άρχισαν να γυμνάζονται και να εκπαιδεύονται στην χρήση των όπλων και της λόγχης. Η ορκωμοσία τους έγινε στο ναό της πόλης:

«Ως Χριστιανός ορθόδοξος και υιός της ημετέρας Καθολικής Εκκλησίας, ορκίζομαι στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Αγίας Τριάδας να μείνω πιστός εις την Πατρίδα μου και εις την Θρησκείαν μου. Ορκίζομαι να ενωθώ με όλους τους αδελφούς μου Χριστιανούς δια την ελευθερίαν της Πατρίδος μας. Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέραν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της θρησκείας και Πατρίδος μου. Να αποθάνω μετά των αδελφών μου υπέρ της Ελευθερίας της Πατρίδος και της Θρησκείας μου.

Να φονεύσω και αυτόν τον ίδιον τον αδελφόν μου, εάν τον εύρω προδότην της Πατρίδος μας. Να υποτάσσομαι στον υπέρ της Πατρίδος μου αρχηγόν, Να μη βλέψω εις τα όπισθέν μου, εάν δεν αποδιώξω τον εχθρόν της Πατρίδος και Θρησκείας μου. Να λάβω τα όπλα εις κάθε περίστασιν, ευθύς μόλις ακούσω ότι ο Αρχηγός μου εκστρατεύει κατά των τυράννων και να συγκαταφέρω άπαντας τους φίλους και γνωρίμους μου εις το να με ακολουθήσωσιν. Να βλέψω πάντοτε τους εχθρούς μου με μίσος και με περιφρόνησιν. Να μη παρατήσω τα όπλα προτού να ιδώ ελευθέραν την Πατρίδα μου και εξολοθρευμένους τους εχθρούς της.


Να χύσω το αίμα μου, ίνα νικήσω τους εχθρούς της θρησκείας μου ή ν΄ αποθάνω ως μάρτυς δια τον Ιησού Χριστόν. Ορκίζομαι τέλος πάντων εις το της Θείας Μεταλήψεως φοβερόν Μυστήριον ότι θα υστερηθώ της Αγίας Κοινωνίας εις την τελευταία μου εκείνην ώρα, εάν δεν εκτελέσω απάσας τας υποσχέσεις, τας οποίας έδωσα ενώπιον της εικόνος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού »

Θούριος Ι.Λ.

Το θούριο αυτό που υιοθέτησαν και τραγουδούσαν οι Ιερολοχίτες το είχε συγγράψει 20 χρόνια πριν ο Αδαμάντιος Κοραής.

Φίλοι μου συμπατριώται

δούλοι ν΄ άμεθα ως πότε;

των αγρίων μουσουλμάνων

της Πατρίδος των τυράννων

Έφθασεν ω φίλοι τώρα

εκδικήσεως η ώρα.

Η κοινή πατρίς φωνάζει

με τα δάκρυα μας κράζει!

Γίνομεν Γραικοί γενναίοι;

δράμετ΄ άνδρες τε και νέοι

κι είπατε μεγαλοφώνως

Είπατε όλοι τε συμφώνως

Κι΄ ασπαζόμεν΄ εις τον άλλον

μ΄ ενθουσιασμόν μεγάλον

έως πότε η τυραννία;

Ζήτω η Ελευθερία!

 

Η πρώτη μεγάλη μάχη (πλην διαφόρων μικροσυμπλοκών) που επιλέγει να δώσει ο Υψηλάντης, είναι στην κωμόπολη του Δραγατσανίου, όπου είναι εγκατεστημένη ισχυρή φρουρά με ιππικό των Τούρκων. Μετά από μία τριήμερη δύσκολη πορεία κάτω από πολύ κακές καιρικές συνθήκες, ο Ιερός Λόχος θα φτάσει απέναντι από το Δραγατσάνι όπου θα στρατοπεδεύσει.

 

Η θυσία των Ιερολοχιτών Φοιτητών το 1821

Με την αρχή της, η Ελληνική Επανάσταση του 1821, ανέστησε ένα νέο Σπαρτιατικό πρότυπο θυσίας. Τους Έλληνες φοιτητές των πανεπιστημίων της Ευρώπης, που προετοιμασμένοι ήδη από μεγάλους Έλληνες και φιλέλληνες πανεπιστημιακούς δασκάλους, περίμεναν το επαναστατικό σύνθημα.

 

Οι φοιτητές στο πλευρό του Υψηλάντη

Από τις πρώτες μέρες που ο Υψηλάντης εγκαθίσταται στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, σηκώνοντας την σημαία της Ελληνικής επανάστασης, στα πανεπιστήμια και στις σχολές της Ευρώπης φτάνει το μήνυμα. Στο Βουκουρέστι οι φοιτητικές ομάδες του καθηγητή και Φιλικού Γεώργιου Γεννάδιου, περίμεναν από καιρό την ώρα της εξέγερσης.

Όταν ένας αγγελιοφόρος όρμησε μέσα στην αίθουσα που δίδασκε, μεταφέροντας το μήνυμα της εισβολής του Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία, ο Γεννάδιος πάνω στον ενθουσιασμό του πέταξε τα βιβλία στην σόμπα και άρχισε να μεταδίδει την φλόγα της επανάστασης στους φοιτητές του: «Ήλθεν η ώρα! Η Πατρίς αφού σας ευηργέτησε γεννήσασα υμάς Έλληνας, τώρα σας παρέχει και άλλην μεγαλυτέραν ευεργεσίαν, να πολεμήσετε και ν’ αποθάνετε, ως Έλληνες, υπέρ αυτής. Αφού σας έδωκε την ζωήν, τώρα σας προτείνει την αθανασίαν».

Εθελοντές φοιτητές θα ξεπηδήσουν από δεκάδες πανεπιστήμια της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης. Εκτός από το Βουκουρέστι δεκάδες εθελοντές θα προστρέξουν από την Σχολή Μηχανικών του Ιασίου. Από την Οδησσό, το Κίεβο, την Μόσχα, την Πετρούπολη, αλλά και από την Πίζα, την Τεργέστη, τις σχολές της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας.

Η Αστυνομία στα ίχνη των σπουδαστών

Με το συνέδριο της Ιεράς Συμμαχίας ολοκληρωμένο δύο μήνες πριν (Ιανουάριο του 1821), που βρήκε τις μεγάλες δυνάμεις σύμφωνες στο να πατάξουν κάθε επαναστατική δραστηριότητα που θα απειλούσε το δημιουργημένο στάτους, οι αστυνομίες των Ευρωπαϊκών χωρών σήμαναν συναγερμό για την κινητικότητα των Ελλήνων φοιτητών.

Διαβάζουμε από τα αρχεία της Αστυνομίας της Βιέννης εκείνες τις ημέρες: «Την πρωίαν της χθες αφίχθησαν εις Πράγαν, ως εξάγεται εκ των συνημμένων αναφορών της φρουράς της πύλης της πόλεως, 13 σπουδασταί προερχόμενοι εκ Λειψίας και Γοττίγγης. Η άφιξις του σημαντικού αυτού αριθμού των φοιτητών, οι οποίοι κατάγονται όλοι ανεξαιρέτως εξ Ελλάδος, ηνάγκασε την Στρατιωτικήν Διοίκησιν της πόλεως να ενεργήσει αμέσως ερεύνας περί του σκοπού του ταξιδίου των».

Ενώ ο Sedlnitzky γράφει από την Βιέννη προς τον γενικό διοικητή της Βενετίας: «Από έγγραφο της Εξοχότητάς σας, είδα την καθησυχαστική είδηση, ότι στις αστυνομικές αρχές επεστήθη η προσοχή σχετικώς με τους νεαρούς Έλληνες, που αφήνουν το Πανεπιστήμιο της Πάδουας, για να επανέλθουν δια μέσου Τεργέστης στην πατρίδα τους, για να πάρουν μέρος στην Επανάσταση των Ελλήνων εναντίον της Πύλης».

Οι Έλληνες φοιτητές με κάθε μέσο, και προσπαθώντας να αποφύγουν τις πολλές εμπλοκές με τις Αρχές, προσπαθούν να φτάσουν στις επαναστατημένες περιοχές. Στην επιστολή του φοιτητή Νικ. Γκίκα προς έναν Γάλλο συμφοιτητή του διαβάζουμε: «Ήλπιζα να φτάσω στην Οδησσό δια μέσου του Δουνάβεως και ευρίσκομαι στην Τριέστη, από όπου μπαρκάρω μεθαύριο με 20 πατριώτες μου. Με πολλούς από αυτούς εσπούδαζα στην Γερμανία. Όλο αυτό συνέβη, γιατί το διαβατήριό μου δεν ήταν θεωρημένο από τον Αυστριακό πρεσβευτή και αντί να γυρίσω πίσω, παράτησα όλα τα πράγματα και ήρθα από το Πασσάου μέχρις εδώ με τα πόδια, μ’ ένα μπαστούνι στο χέρι και με την γροθιά στην τσέπη! Τι θαύμα!

Πρέπει να σου ομολογήσω την αδυναμία μου, θαυμάζω ο ίδιος τον εαυτό μου. Εδώ ευρίσκομαι από τις 27 του περασμένου μηνός. Όλον τον καιρό τον περάσαμε για να εφοδιαστούμε με στολές και με οπλισμό. Η στολή μας είναι μαύρη. Πάνω στο καπέλλο μας έχουμε την ασημένια πλακέττα με την επιγραφή: «Ελευθερία ή Θάνατος». Ο ενθουσιασμός είναι γενικός και έχει φτάσει στο κατακόρυφο».

 

Ιερολοχίτες: το καμάρι του Υψηλάντη

Στον στρατό του Υψηλάντη θα φτάσουν τελικώς περίπου 700 φοιτητές (κατά άλλους 400) που θα συγκροτήσουν τον Ιερό Λόχο, το πιο ενθουσιώδες και πιο αγνό κομμάτι του στρατεύματος. Ενός στρατεύματος που περιελάμβανε από αγνούς Καπετάνιους με τα παλικάρια τους, έως ομάδες επιτήδειων μισθοφόρων. Οι σπουδαστές θα εφοδιαστούν από την Φιλική Εταιρεία με τα διακριτικά του Λόχου και τον οπλισμό τους: μαύρη στολή, μαύρος σκούφος ή κράνος, οι λέξεις «Ελευθερία ή Θάνατος» στο στήθος ή στο κράνος και το έμβλημα του λόχου: μία νεκροκεφαλή με δύο χιαστί οστά. Οπλισμός μία λογχοφόρος καραμπίνα και μια μπαγιονέτα.

«Μόνο οι Ιερολοχίτες, θα ομολογήσει ο Ρώσος πράκτορας Liprandi, έχουν υψηλό φρόνημα και ποθούν να αναμετρηθούν με τον εχθρό. Τα βήματά τους ηχούν ρυθμικά, καθώς περνούν συνταγμένοι από τους δρόμους της κωμόπολης του Ρίμνικου τραγουδώντας Πατριωτικά τραγούδια και προ πάντων το αγαπημένο του θούριο.

Ο Υψηλάντης θα τους συναντά συχνά στο αρχηγείο του και θα συζητά μαζί τους, ενώ θα παραβρίσκεται πολλές φορές προσωπικά στις ασκήσεις τους. Οι νέοι Ιερολοχίτες, άπειροι πολεμικά αλλά ενθουσιώδεις, θα πέσουν με τα μούτρα στα γυμνάσια. Ο Αρχηγός τους παρουσιάζει παντού σαν την ελίτ των επαναστατών.

«Παντού απ’ όπου περνούσαν οι Ιερολοχίτες, τους θαύμαζαν για την εμφάνιση και την συμπεριφορά τους, στους χωρικούς και όπου αλλού έτυχε να σχετιστούν με πολίτες. Εντυπωσίαζαν τον κόσμο με τα τραγούδια, τις θεατρικές παραστάσεις, τον ενθουσιασμό και το ρίγος που προξενούσαν σε Έλληνες και ξένους, στις νεαρές ελληνοπούλες».

 

Προδοσία και θυσία

Ως το λαμπρό πρότυπο του επαναστατικού στρατεύματος όμως, θα μπουν στο μάτι των πρακτόρων και των επιτήδειων, που βρίσκονταν ακόμα και ανάμεσα σε υψηλόβαθμους αξιωματικούς, που αλληλοφαγωνόντουσαν και που υπόσκαπταν από ματαιοδοξία ή επιτηδειότητα τον Υψηλάντη. Οι πισώπλατες συκοφαντίες δεν θα πιάσουν τόπο, η προδοσία όμως θα τους παγιδεύσει. Η πρώτη μεγάλη μάχη (πλην διαφόρων μικροσυμπλοκών) που επιλέγει να δώσει ο Υψηλάντης, είναι στην κωμόπολη του Δραγατσανίου, όπου είναι εγκατεστημένη ισχυρή φρουρά με ιππικό των Τούρκων.

Μετά από μία τριήμερη δύσκολη πορεία κάτω από πολύ κακές καιρικές συνθήκες, θα φτάσουν απέναντι από το Δραγατσάνι όπου θα στρατοπεδεύσουν. Την επόμενη θα ξεκινήσουν οι αψιμαχίες, προτού καταφτάσει όλο το στράτευμα. Μπροστά και σε πλατιά πεδιάδα βρίσκεται ο Ιερός Λόχος, ενώ στα πλευρά του έχει οριστεί να τον προστατεύει ο Καραβίας με το ιππικό του. Στις πρώτες συγκρούσεις το ιππικό του Καραβία εγκλωβίζεται και ο Ιερός Λόχος με μαχητικότητα και πειθαρχία καταφέρνει να τους απεγκλωβίσει και να στρέψει τους Τούρκους σε φυγή προς τα σπίτια του Δραγατσανίου.

Μονάδες του Τουρκικού ιππικού καλύπτουν την υποχώρηση δίνοντας μάχη με την μία πλευρά του Ιερού Λόχου, ενώ οι υπόλοιποι υπολογίζοντας στην ανασύνταξη και την αντεπίθεση του ιππικού του Καραβία, ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν το Δραγατσάνι.

Εκείνη την κρίσιμη στιγμή ο Καραβίας με το ιππικό του γυρίζει προς την αντίθετη μεριά και χώνεται στα δάση, εγκαταλείποντας τον Ιερό Λόχο στην πεδιάδα, και κατευθυνόμενος προς τα Αυστριακά σύνορα. Οι Ιερολοχίτες πεζοί, χωρίς ιππικό να τους υποστηρίζει και με το υπόλοιπο στράτευμα κάμποσες ώρες μακριά τους, αποτελούν πλέον έναν εύκολο στόχο για το πολυάριθμο τουρκικό ιππικό που εκμεταλλεύεται αμέσως το δώρο του Καραβία.

1.000 περίπου Τούρκοι ιππείς, εφορμούν από το Δραγατσάνι κατά των Ιερολοχιτών που αντιστέκονται σθεναρά στην μέση της πεδιάδας, συσπειρωμένοι, με τις σημαίες τους ψηλά καθώς αποδεκατίζονται από το Ιππικό που τους έχει περικυκλώσει. Η μάχη θα διαρκέσει για ώρα, με πολλές απώλειες από την μεριά των Τούρκων, αλλά και με καταστροφή του Ιερού Λόχου. Τους τελευταίους 170 Ιερολοχίτες θα σώσει το Ιππικό του Γιωργάκη Ολύμπιου που θα καταφτάσει μία ώρα αργότερα, καταδιώκοντας τους Τούρκους.

Πρότυπο ηρώων

Οι Ιερολοχίτες φοιτητές αποτέλεσαν ένα παράδειγμα ηρώων που πάντοτε η αναφορά σε αυτούς συγκινούσε και εξέγειρε τους σκλάβους Έλληνες. Θα αποτελέσουν το έναυσμα για να ξεσηκωθούν χιλιάδες ακόμα Έλληνες φοιτητές που ήρθαν ως εθελοντές στην Πελοπόννησο και στις άλλες επαναστατημένες περιοχές. Αυτοί οι φοιτητές δεν πολέμησαν σε κάποια «ταξική επανάσταση» όπως θέλουν να εμφανίσουν την επανάσταση του 1821, διάφοροι διεθνιστές καθηγητάδες.

Ήταν γόνοι εύπορων οικογενειών, με όλο το μέλλον μπροστά τους, με ανοιγμένους δρόμους για την σταδιοδρομία τους, οι οποίοι τα παράτησαν όλα και ήρθαν πίσω να θυσιαστούν για την ελευθερία της Πατρίδας. Ο Δημήτριος Σούτσος, αδελφός του ποιητή Αλέξανδρου Σούτσου, ήταν ο πρώτος εκατόνταρχος στην ιεραρχία του Ιερού λόχου.

Έπεσε ηρωικά στο Δραγατσάνι. Διαβάζουμε σε γράμμα που είχε αποστείλει λίγες μέρες πριν: «Δεν έχω πλέον υποδήματα. Τα πόδια μου κατεσχίσθησαν. Κοιμούμαι μέσα σε θανατηφόρα τέλματα. Ζω με καρπούς, σπανίως ευρίσκω ένα ξερό κομμάτι ψωμί. Αλλά αι στερήσεις αυταί μου είναι γλυκείαι. Ο βίος αυτός μ’ αρέσει. Από παιδί δεν ονειρευόμουν τίποτε άλλο από την ημέρα της ανεξαρτησίας μας. Ευρίσκομαι δια πρώτην φοράν επικεφαλής ελευθέρων ανθρώπων, οι οποίοι δε με φορτώνουν με μάταιους τίτλους, οι οποίοι μου δίνουν το γλυκύ του αδελφού όνομα. Χαίρετε. Θα ιδωθώμεν; Πού; Ο Θεός το ξεύρει».

Ενώ αλλού επισημαίνει προφητικά: «Εξ’ όλων των μερών της παλαιάς Ελληνική αυτοκρατορίας εις τας εσχατιάς της αυτάς συνήλθομεν τριακόσιοι χθες μαθηταί των γυμνασίων και σήμερον μαχηταί της ελευθερίας. Μη το αίμα ημών προώρισται να χαράξει την οροθετικήν γραμμήν του μέλλοντος του ελληνικού κράτους; Αλλά αν ημείς πέπρωται να αποθάνουμε επί της γης αυτής, γράψατε εσείς εις την επιτύμβιον ημών πέτραν: «Ενταύθα κείνται τριακόσιοι της νέας Σπάρτης μη φροντίσαντες να μας ειπώσιν ουδέ τα ονόματά των»».