ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ (ΜΕΡΟΣ Α’)
ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (700 π.Χ. – 508 π.Χ.)
Γενικά περί της Αρχαϊκής Περιόδου
ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (700 π.Χ. – 508 π.Χ.)
Γενικά περί της Αρχαϊκής Περιόδου
Ο όρος Αρχαϊκός επινοήθηκε τον 18ο αιώνα. από ιστορικούς της τέχνης προκειμένου να χαρακτηρίσει την μεταβατική περίοδο της Ελληνικής τέχνης μεταξύ της γεωμετρικής (9ος – 8ος αιώνας π.Χ.) και της κλασικής εποχής (5ος – 4ος αιώνας π.Χ.). Τα χρονικά όρια της Αρχαϊκής περιόδου καλύπτουν σε γενικές γραμμές τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ. (700 – 500 π.Χ.). Η λήξη των Περσικών πολέμων (479 π.Χ.) σηματοδοτεί την μετάβαση στην επόμενη Κλασική περίοδο. Ο όρος Αρχαϊκός είχε αρχικά αξιολογικό περιεχόμενο και εθεωρείτο ότι αποτελούσε απλώς το «πρωτόγονο» προανάκρουσμα της μεγάλης κλασικής τέχνης, κυρίως στην πλαστική. Σήμερα ο όρος έχει μόνο χρονολογική σημασία και αναφέρεται στην μεγάλη πολιτική, κοινωνική, οικονομική και καλλιτεχνική μεταμόρφωση του Ελληνικού κόσμου κατά τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ.
Χρονολογικά η Αρχαϊκή εποχή αρχίζει με το συμβατικό 700 π.Χ. και τελειώνει το 508 π.Χ., χρονιά που ο Κλεισθένης θεμελίωσε την Αθηναϊκή δημοκρατία· θυμόμαστε όμως ότι τα όρια είναι ρευστά και ότι κατά κανόνα ο χωρισμός μιας ιστορικής εξέλιξης σε περιόδους, σε φάσεις κλπ. είναι αυθαίρετος, όπως αυθαίρετο είναι και να καθορίζεται κάποια χρονολογία ως όριο ανάμεσα στη μία και την άλλη περίοδο. Αυτό δε μας εμποδίζει να αναζητούμε κάθε φορά και να μελετούμε, πέρα και πίσω από τα συγκεκριμένα γεγονότα, τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά κάθε περιόδου.
Η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. και η ανάγκη εξεύρεσης περισσότερων πόρων οδήγησαν στην κατάρρευση της κοινωνικής οργάνωσης κατά γένη ή φυλές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αφ΄ ενός την μεγάλη εξάπλωση του Ελληνικού εμπορίου σε όλη τη Μεσόγειο και αφ΄ ετέρου την ανάδυση της πόλης – κράτους, που αναδείχθηκε στο βασικό κύτταρο πολιτικής και αστικής οργάνωσης στην αρχαία Ελλάδα, με αριστοκρατικό, ολιγαρχικό ή τυραννικό καθεστώς. Επίσης, με την βοήθεια νομοθετών, θεσπίζονται νόμοι, που βοηθούν στην αποτελεσματικότερη και δικαιότερη διοίκηση των πόλεων-κρατών και προσπαθούν να ρυθμίσουν τις μεταξύ τους διαρκείς διενέξεις.
Στην ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ των πόλεων – κρατών βαρύνοντα ρόλο έχει η επίσημη ίδρυση των Πανελλήνιων αγώνων, στην Ολυμπία ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ. (Ολύμπια, 776 π.Χ.), τους Δελφούς (Πύθια, 590 π.Χ.), την Ισθμία (Ίσθμια, 582 π.Χ.) και την Νεμέα (Νέμεα, 573 π.Χ.), πολλών τοπικών, με επιφανέστερα τα Παναθήναια (Αθήνα, 566 π.Χ.) καθώς και θρησκευτικών – πολιτικών ενώσεων, των αμφικτιονιών (Δελφοί, Πανιώνιον, κλπ). Τόσο στα αστικά όσο και στα θρησκευτικά κέντρα, οι πόλεις – κράτη και τύραννοι, όπως π.χ. ο Πεισίστρατος στην Αθήνα, ο Πολυκράτης στη Σάμο συναγωνίζονται στην ίδρυση εντυπωσιακών οικοδομημάτων και την εκτέλεση δημόσιων οικοδομικών προγραμμάτων.
Η ραγδαία αύξηση του εμπορίου, ιδιαίτερα με την Ανατολή, και ο αποικισμός, δηλ. η ίδρυση πλήθους αποικιών και εμπορικών σταθμών σε όλες τις Μεσογειακές ακτές, έχει ως αποτέλεσμα την ευρύτερη χρήση του αλφαβήτου (είχε ήδη εισαχθεί τον 8ο αιώνα π.Χ. από τους Φοίνικες), και του νομίσματος από τους Λυδούς, προκειμένου να διευκολυνθούν οι εμπορικές σχέσεις. Η προσαρμογή του αλφαβήτου στις Ελληνικές διαλέκτους, εκτός από εμπορικούς σκοπούς οδήγησε στην μεγάλη διάδοση του γραπτού λόγου, με την καταγραφή των Ομηρικών Επών, την εμφάνιση της λυρικής ποίησης, τις πρώτες απόπειρες συστηματικής καταγραφής της ιστορίας (λογογράφοι) και την προσπάθεια κατανόησης του Κόσμου (Ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι).
Η συνάντηση των Ελλήνων με τους ανατολικούς πολιτισμούς εμπλούτισε την Ελληνική τέχνη με νέα εκφραστικά μέσα. Κατά τον 7ο αιώνα π.Χ. (Ανατολίζουζα περίοδος) οι Έλληνες υιοθετούν Αιγυπτιακά και ανατολικά εικονογραφικά θέματα και ρυθμούς διακόσμησης (κούροι, μυθικά όντα, όπως γρύπες, σφίγγες), προσαρμοσμένους όμως στο δικό τους καλλιτεχνικό αισθητήριο. Η αρχαιότερη φάση της Αρχαϊκής πλαστικής (Δαιδαλική) χαρακτηρίζεται από μετωπικότητα και δυσαναλογία στην απόδοση των μερών του σώματος.
Βαθμιαία όμως επικρατεί η τάση προς φυσιοκρατικότερη απόδοση, ικανοποιώντας με την λεγόμενη «λανθάνουσα κίνηση», ένα από τα βασικότερα αιτήματα της αρχαίας Ελληνικής τέχνης, το «ζωτικόν φαίνεσθαι», δηλ., να φαίνεται ότι το γλυπτό ζεί ή κινείται. Από τα κεραμικά εργαστήρια του 7ου αιώνα π.Χ. ξεχωρίζουν το Κορινθιακό (Πρωτοκορινθιακή κεραμική) και το πιο συντηρητικό Αττικό (Πρωτοαττική κεραμική). Αρχικά στην Κόρινθο (7ος αιώνας π.Χ.) και αργότερα στην Αθήνα (620 π.Χ.) εμφανίζεται μελανόμορφος ρυθμός, δηλ ο τρόπος διακόσμησης αγγείων με μελανές μορφές και εγχάραξη για την απόδοση των λεπτομερειών.
Τα Κορινθιακά κεραμικά προϊόντα κυριάρχησαν στις μεσογειακές αγορές μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα π.Χ., οπότε έδωσαν σταδιακά τη θέση τους στα ανώτερης ποιότητας Αττικά μελανόμορφα αγγεία, τα οποία διακοσμούνται από μεγάλους ζωγράφους, όπως ο Ζωγράφος του Νέσσου, ο Σοφίλος, ο Λυδός, ο Άμασις και ο Εξηκίας. Γύρω στο 530 / 520 π.Χ. επινοήθηκε στην Αθήνα ο ερυθρόμορφος ρυθμός στην κεραμική, όπου οι μορφές παραμένουν στο ερυθρωπό χρώμα του πηλού και προβάλλονται στο μελανό βάθος. Σπουδαιότεροι καλλιτέχνες είναι ο Ζωγράφος του Ανδοκίδη, και οι τρείς «Πρωτοπόροι» δηλ. ο Ευφρόνιος, ο Ευθυμίδης και ο Φιντίας.
Ιστορικές Συνθήκες
Στους δύο Αρχαϊκούς αιώνες ο Ελληνικός γεωγραφικός χώρος απλώθηκε πολύ. Ο δεύτερος Ελληνικός αποικισμός ξεκίνησε στα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα, τότε που οι Ίωνες κάτοικοι της Εύβοιας ίδρυσαν τους πρώτους εμπορικούς σταθμούς στην Κάτω Ιταλία, και συνεχίστηκε ως και τον 6ο π.Χ. αιώνα. Το αποτέλεσμα ήταν όχι μόνο η Σικελία και η Κάτω Ιταλία αλλά και ολόκληρος ο περίγυρος της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου, από την Ισπανία ως την Κριμαία και από την Κυανή Ακτή ως την Κυρηναϊκή και την Αίγυπτο, να κατέχονται από ισχυρές Ελληνικές εγκαταστάσεις. Τα αίτια του αποικισμού ήταν τη φορά αυτή ποικίλα.
Στην τάση για φυγή συντέλεσαν τόσο ο υπερπληθυσμός όσο και οι συχνές, όπως θα δούμε, και έντονες πολιτειακές και πολιτικές αλλαγές και αναστατώσεις. Πολλές φορές η πρωτοβουλία ανήκε σε ευγενείς που είτε είχαν λόγους να εγκαταλείψουν τον τόπο τους είτε φιλοδοξούσαν να τιμηθούν στην καινούργια πατρίδα, όπως όλοι οι ”οἰκισταί” και οι οικογένειές τους. Πέρα από αυτά, οι ελπίδες για δόξα και πλουτισμό συνοδεύονταν από μια δίψα για γνώση και περιπέτεια, από ένα πνεύμα ανήσυχο και φιλόμαθο, σαν του Οδυσσέα. Στις Ιωνικές αποικίες πρωτοεμφανίστηκε και γρήγορα διαδόθηκε στον Ελληνικό χώρο ένας καινούργιος, πιο περιορισμένος σε έκταση, τύπος κρατικής οντότητας, η πόλη – κράτος.
Σε αντίθεση με τις παλαιότερες επικράτειες, η πόλη – κράτος δε βασιζόταν στη φυλετική συγγένεια αλλά στον τοπικό πατριωτισμό και στη μεγαλύτερη ή μικρότερη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Συνήθως την πόλη – κράτος την αποτελούσαν ένας κύριος οχυρωμένος οικισμός και ένας αριθμός από μικρότερες γειτονικές κώμες. Παράδειγμα η Αθήνα και η Σπάρτη, που θα μπορούσαν, ήδη από τα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα, να χαρακτηριστούν πόλεις-κράτη. Δίπλα στην κατά παράδοση αγροτική οικονομία των Ελληνικών εγκαταστάσεων, το πλήθος και η διασπορά των αποικιών πέρα από τις θάλασσες δημιούργησε ζωηρή εμπορική κίνηση.
Οι αποικίες τροφοδοτούσαν τις μητροπόλεις με πρώτες ύλες, συχνά και με δούλους, και οι μητροπόλεις προμήθευαν στις αποικίες βιοτεχνικά και άλλα προϊόντα. Οι εμπορικές συναλλαγές έγιναν ευκολότερες και πολλαπλασιάστηκαν, όταν οι πόλεις, από τα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα και μετά, άρχισαν να σφραγίζουν και να κυκλοφορούν επίσημα νομίσματα. Εμπόριο, νόμισμα, πλούτος – φαινόμενα μεγάλης ανάπτυξης, που όμως είχε και τις αρνητικές της πλευρές. Οι ευγενείς, που πρώτοι εκμεταλλεύτηκαν τις νέες δυνατότητες, άρχισαν να δανείζουν στους αγρότες, με τόκο και με εγγύηση πρώτα τα λιγοστά τους κτήματα, ύστερα και την ελευθερία των ίδιων και της οικογένειάς τους.
Αυτός ο δανεισμός ”ἐπὶ τoῖς σώμασιν”, όπως ονομάστηκε, μετάτρεψε πλήθος ελεύθερους αγρότες σε δουλοπάροικους. Δημιούργησε έντονα κοινωνικά προβλήματα και αποτέλεσε έναν ακόμα ισχυρό λόγο για πολιτικές ταραχές και μεταρρυθμίσεις. Το πατροπαράδοτο πολίτευμα της κληρονομικής βασιλείας είχε αρχίσει κιόλας από τον 8ο π.Χ. αιώνα, αν όχι και νωρίτερα, να κλονίζεται, καθώς από τη μια οι βασιλιάδες είχαν την τάση να κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους, ή να μην είναι άξιοι να την ασκήσουν, από την άλλη οι διάφοροι ”εὐγενεῖς, εὐπατρίδαι ή ἄριστοι”, συνασπίζονταν να τους ανατρέψουν.
Συχνά, χρησιμοποιώντας τον πλούτο τους και τη λαϊκή δυσφορία, το πετύχαιναν όμως η μοιρασιά της εξουσίας δημιουργούσε τριβές και τα περισσότερα αριστοκρατικά πολιτεύματα που καθιδρύθηκαν αποδείχτηκαν βραχύβια. Πολιτικές επιπτώσεις είχε στα αρχαϊκά χρόνια και η αλλαγή στην πολεμική τακτική. Ο παλιός ηρωικός τρόπος, όπως μας είναι γνωστός από τον Όμηρο, όπου οι μάχες επιμερίζονταν σε μια σειρά από μονομαχίες, καταργήθηκε. Οι συγκρούσεις έγιναν τώρα ομαδικές, καθώς πολλοί μαζί ”ὁπλῖται” συγκροτούσαν μαχητική μονάδα, τη βαριά οπλισμένη φάλαγγα. Συμμετοχή στη φάλαγγα είχαν μόνο όσοι πολίτες μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν οι ίδιοι τον οπλισμό τους.
Κάτι που τους έδινε το δικαίωμα να διεκδικήσουν αυξημένα πολιτικά δικαιώματα. Η ικανοποίηση των αξιώσεών τους οδηγούσε σε τιμοκρατικά πολιτεύματα, όπου η εξουσία ήταν μοιρασμένη ανάλογα με τον πλούτο. Βασιλεία, αριστοκρατία, τιμοκρατία – όλα τα πολιτεύματα κινδύνευαν στα Αρχαϊκά χρόνια να ανατραπούν από ισχυρούς και φιλόδοξους άντρες που εκμεταλλεύονταν κάποιο τους αξίωμα για να συγκεντρώσουν ”δι᾽ ἀπάτης ἢ βίας” (Αριστοτέλης) την εξουσία στα χέρια τους και να εγκαθιδρύσουν τυραννίδα, έναν τρόπο διακυβέρνησης που επέτρεπε σε κάποιον «ανεύθυνο να κάνει ό,τι θέλει» (Ηρόδοτος).
Πολλά τα μαρτυρημένα κακουργήματα των τυράννων, λίγες οι θετικές τους ενέργειες, αλλά γενικά, ως πολιτικό φαινόμενο, η τυραννίδα, όπου επιβλήθηκε, εξάρθρωσε τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς και τελικά διευκόλυνε την πορεία προς τη δημοκρατία. Η ποικιλία των πολιτευμάτων και οι μεγάλες ταραχές και μεταπτώσεις που προκάλεσαν ας μην επισκιάσουν το γεγονός ότι σταδιακά, μέσα στους δύο αρχαϊκούς αιώνες, οι απλοί πολίτες, το πλήθος, ο δήμος, απόχτησαν φωνή, αντιστάθηκαν στην αυθαιρεσία των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, συνειδητοποίησαν και διεκδίκησαν, συχνά με επιτυχία, τα δικαιώματα τους.
Έτσι, οι πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν την κατάργηση της κληρονομικής βασιλείας οδήγησαν πρώτα σε μια σειρά από ολιγαρχικά, αριστοκρατικά ή τιμοκρατικά, πολιτεύματα και στη συνέχεια, με καταλύτη τις τυραννίδες, στη δημοκρατία. Σημαντική νίκη των πολιτών αποτέλεσε η σύνταξη και η καταγραφή των νόμων. Μπορεί η γραπτή νομοθεσία να ευνοούσε τους ευγενείς και τους πλούσιους, μπορεί και οι παραβάσεις της από τους ισχυρούς να μην ήταν σπάνιες· πάλι όμως, και μόνο η ύπαρξη γραπτών νόμων αποτελούσε σημείο αναφοράς και εγγύηση δικαιοσύνης – και το κέρδος για τις λαϊκές τάξεις ήταν ακόμα μεγαλύτερο.
Όταν σε δύσκολες στιγμές, με την ολιγαρχική διοίκηση να έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο, το ίδιο το πλήθος διάλεγε και στήριζε στην εξουσία μια προσωπικότητα, δίνοντάς της λευκή εντολή να νομοθετήσει. Τέτοιοι ”αιρετοί νομοθέται, διαλλακταί ή αἰσυμνῆται”, υπήρξαν στα Αρχαϊκά χρόνια αρκετοί, ανάμεσά τους, στην Αθήνα, ο Σόλων.
Χρονολόγιο της Αρχαϊκής Περιόδου
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με τον αποικισμό και τη γεωγραφική εξάπλωση, ο Ελληνικός ορίζοντας μεγάλωσε, οι Ελληνικοί πληθυσμοί ήρθαν σε επαφή με πλήθος λαούς και οι πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις πολλαπλασιάστηκαν. Από την Ελληνική πλευρά, ιδιαίτερα αισθητές τον 7ο π.Χ. αιώνα είναι οι ανατολικές επιδράσεις, που οι περισσότερες, όπως και θα το περιμέναμε, οφείλονται στο συναπάντημα των Ελληνικών αποικιών της Μικρασίας με τους ανατολίτες γειτόνους τους. Τα διάφορα Ελληνικά φύλα εξακολούθησαν φυσικά να μιλούν καθένα τη διάλεκτό του, όπως και ο κάθε τόπος το ιδίωμά του· και οι γλωσσικές αποκλίσεις μεταφέρονταν και στις αποικίες, που πάλι η καθεμιά τους κρατούσε τη διάλεκτο και το ιδίωμα της μητρόπολης.
Γλώσσα κοινή στα Αρχαϊκά χρόνια δεν είχε σχηματιστεί, αλλά βέβαια η συνεννόηση των Πανελλήνων μεταξύ τους δεν παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσκολίες. Η διασπορά του Ελληνισμού στις αποικίες και ο επιμερισμός του σε μικρότερες πολιτικές ενότητες, τις πόλεις – κράτη, αντισταθμίστηκε από ισχυρές ενωτικές δυνάμεις. Οι ιδιαίτερες σχέσεις που γεφύρωναν τις αποκεντρωμένες αποικίες με τις ελλαδικές μητροπόλεις τους, οι ποικίλες συμφωνίες ανάμεσα στις πόλεις – κράτη, οι αμυντικές συμμαχίες, οι θρησκευτικές ενώσεις (ἀμφικτυονίαι), οι πανελλήνιοι αγώνες και τα πανελλήνια μαντεία, γιορτές και προσκυνήματα – όλα αυτά όχι μόνο συγκράτησαν αλλά και δυνάμωσαν στην Αρχαϊκή εποχή την ενότητα και την αυτοσυνειδησία των Ελλήνων.
Εξαιρετική θέση κρατούσε στην κοινωνική ζωή των Αρχαϊκών αιώνων η θρησκεία. Τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο, τόσο στις περιορισμένες τοπικές λατρείες όσο και στα Πανελλήνια ιερά, τόσο στην επίσημη λατρεία των Ολύμπιων, όπως την είχαν καθιερώσει ο Όμηρος και ο Ησίοδος, όσο και στις απόκρυφες οργιαστικές και μυστηριακές της εκδηλώσεις, η Αρχαϊκή ευσέβεια ήταν βαθύτερη και εντονότερη παρά ποτέ άλλοτε στον αρχαίο κόσμο. Χαρακτηριστική ήταν η ραγδαία αύξηση της σημασίας του μαντείου των Δελφών, στον ”ὀμφαλόν” της γης, όπου ο αυστηρός και απόμακρος θεός Απόλλωνας είχε παραχωρήσει δίπλα του μια θέση στον πιο λαοφίλητο, οργιαστικό Θεό, τον Διόνυσο.
Η συνείδηση από όλους τους Έλληνες της κοινής καταγωγής, εθίμων και γλώσσας ενισχύθηκε στην Αρχαϊκή περίοδο. Παράλληλα, ωστόσο, καλλιεργήθηκε και ένα αίσθημα ιδιαίτερης “τοπικής” υπερηφάνειας, που σχετιζόταν με την ανάπτυξη των πόλεων – κρατών. Στην Αθήνα οι κοινωνικές δομές προσδιορίζονται σαφέστερα μεταξύ του 8ου και του 6ου αιώνα π.X. Ο δήμος, μια μορφή κοινωνικής συγκρότησης γνωστή από παλαιότερες εποχές, είναι ο τελευταίος που αποκτά θεσμοθετημένη υπόσταση στα τέλη του 6ου αιώνα π.X. Στη διάρκεια του ίδιου αιώνα γίνεται σαφής διαχωρισμός των τάξεων, ενώ παράλληλα αυξάνει -σε σχέση με το παρελθόν- η κοινωνική κινητικότητα.
Έχει υποστηριχτεί ότι η γεωμορφολογία του Ελληνικού χώρου ήταν η κυριότερη αιτία αυτής της πολυμορφίας μέσα στην ευρύτερη ενότητα. Είναι φανερό, ωστόσο, από παρατηρήσεις σε άλλες εποχές και τόπους, ότι ο φυσικός καταμερισμός του εδάφους είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για τη γέννηση μίας ανταγωνιστικής ποικιλομορφίας. Θα πρέπει μάλλον να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στον τρόπο θεώρησης του κόσμου, όπως αυτός διαφαίνεται μέσα από την Ελληνική μυθολογία.
Η σχέση του ανθρώπου με το Θείο, η προώθηση αξιών όπως η ατομική πρωτοβουλία, η εφευρετικότητα, η αναγωγή της ιδιαιτερότητας σε δικαίωμα και της ελευθερίας σε αγαθό, η ιδέα του μέτρου και του καιρού, φανερώνουν τις ανθρωποκεντρικές ανησυχίες της κοινωνίας την Αρχαϊκή περίοδο. Οι πόλεις – κράτη, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν καταρχάς και στη συνέχεια να επιβληθούν στις γειτονικές τους, επιστρατεύουν μια σειρά από ιδεολογικά – προπαγανδιστικά επιχειρήματα. Μεταξύ αυτών των επιχειρημάτων η ανωτερότητα της καταγωγής και ο συστηματικός εξωραϊσμός του παρελθόντος είναι ήδη πολύ αναπτυγμένα στα Αρχαϊκά χρόνια.
Οι πόλεις προβάλλουν μία ιδιαίτερη σχέση με κάποια θεότητα, κάποτε μάλιστα και την απευθείας καταγωγή τους από αυτήν. Άλλες, ωστόσο, αρκούνται σε μία ηρωική καταγωγή. Mε θεούς και ήρωες συνδέονται και οι θεσμοί και κάθε πόλη με φιλοδοξίες είναι πεπεισμένη για την ανωτερότητα των δικαιοδοτικών και πολιτειακών της θεσμών. Όπου δεν επαρκούν οι πανελλήνιοι θεοί και ήρωες, αναλαμβάνουν το ρόλο του ιδρυτή τοπικές θεότητες οι οποίες απολαμβάνουν ιδιαίτερες τιμές. Στις αποικίες ο ρόλος αυτός ανήκει δικαιωματικά στους οικιστές, οι οποίοι μετά το θάνατό τους κατά κανόνα ηρωποιούνται και αποκτούν την αίγλη και την αποδοχή του γενάρχη.
Σε μία αμφίδρομη διαδικασία, όπου τα στοιχεία σχετικά με την ίδρυση κάποιας πόλης έχουν εκλείψει από τη συλλογική μνήμη, “εφευρίσκεται” ένας ήρωας στον οποίο δίνεται το όνομα της πόλης. Ο ήρωας αυτός αποκαλείται επώνυμος και στην κοινή συνείδηση καταγράφεται ως ο πρόγονος από τον οποίο ιδρύθηκε η πόλη και προήλθε το όνομά της.
ΔΟΜΕΣ
Εισαγωγή στις Δομές
Οι βασικές κοινωνικές δομές κατά την Αρχαϊκή περίοδο παρουσιάζουν πολλά κοινά στοιχεία στις περισσότερες πόλεις και περιοχές του Ελληνικού κόσμου. Οι επί μέρους διαφοροποιήσεις οφείλονται κυρίως σε γεωμορφολογικούς και οικονομικούς παράγοντες. Στην Αθήνα, οι μορφές οργάνωσης εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία και μία σχετικά χαλαρή ιεραρχική διάρθρωση. Μορφές οργάνωσης σε συγγενική βάση και άλλες σε τοπική αλληλοσυμπληρώνονται και καλύπτουν σχεδόν όλους τους τομείς του δημόσιου βίου, από την κατανομή της εξουσίας και την απονομή του δικαίου έως τις θρησκευτικές υποχρεώσεις και την εμπορική δραστηριότητα.
Η σύνθεση της Αθηναϊκής κοινωνίας μπορεί να εξεταστεί από διαφορετικές σκοπιές, όπως ο τόπος κατοικίας ή το επάγγελμα. Οι περισσότερες όμως εκδοχές συγκλίνουν προς μία κατανομή του πληθυσμού με βάση οικονομικά και περιουσιακά κριτήρια.
Μορφές Κοινωνικής Οργάνωσης
Οι γνώσεις μας για τη συγκρότηση της αρχαϊκής κοινωνίας προέρχονται κυρίως από τις κλασικές πηγές. Διαφαίνεται σε αυτές η ύπαρξη ομάδων συγκροτημένων σε τοπική ή συγγενική βάση· οι φυλές, οι Τριττύες και οι Ναυκραρίες συνιστούν την πρώτη περίπτωση, ενώ οι Φρατρίες και τα γένη τη δεύτερη. Όλες αυτές οι ομάδες περιελάμβαναν πολλούς οίκους, επικαλύπτονταν, τέμνονταν και συνέδεαν τα μέλη τους σε κοινωνική, πολιτική και θρησκευτική δράση. Υπήρχαν και άλλες με καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως οι θίασοι και οι οργεώνες. Εμφανίστηκαν δύο ειδών μορφές κοινωνικής συγκρότησης: εκείνες που βασίζονταν στη συγγένεια και εκείνες που είχαν ως αρχή τους τον τόπο διαμονής.
Και στις δύο περιπτώσεις ίσχυε η αρχή της κληρονομικότητας. Έτσι, ακόμα και στους δήμους -θεσμό κατεξοχήν τοπικό- η ιδιότητα του δημότη ήταν κληρονομική και δεν εξέλειπε με τη μετεγκατάσταση του πολίτη σε άλλη περιοχή. Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, πότε ακριβώς εμφανίζονται αυτές οι μορφές οργάνωσης, αλλά τουλάχιστον οι φυλές ανάγονται πιθανότατα στον 11ο αιώνα π.X., εφόσον συνδέονται άμεσα με την Ιωνική μετανάστευση, ενώ η ιδέα του έθνους και του φύλου είναι προφανώς ήδη οικεία στο Μυκηναϊκό κόσμο. Είναι πιθανόν και οι υπόλοιπες ομάδες να συγκροτήθηκαν από νωρίς, διαμορφώθηκαν όμως σταδιακά μετά το συνοικισμό και προσαρμόστηκαν στα δεδομένα της πόλης.
Α. Έθνος
Στην Αρχαϊκή περίοδο, η έννοια του έθνους έχει ήδη προσλάβει ένα γενικότερο χαρακτήρα, κατά τρόπο που να συμπεριλαμβάνει όλους τους Έλληνες. Αυτή η αντίληψη αναπτύσσεται κυρίως σε αντιπαράθεση με τους βαρβάρους, τους οποίους τώρα οι Έλληνες συναντούν όλο και συχνότερα στο πολυετές και περιπετειώδες εγχείρημα του αποικισμού. Μεταξύ τους, ωστόσο, οι Έλληνες δεν παύουν να διακρίνονται σε φύλα, ανάλογα με την καταγωγή τους: Ίωνες, Δωριείς και Αιολείς. Παράλληλα αναφέρονται ως “έθνη” και ομάδες που άλλοτε συμπίπτουν και άλλοτε όχι με τμήματα των τριών φύλων. Τα έθνη των Θεσσαλών και των Βοιωτών, για παράδειγμα, ανήκουν στο Αιολικό φύλο και οι Μακεδόνες στο Δωρικό.
Oι ομάδες, που είχαν συνείδηση της κοινής καταγωγής τους, οργανώνονταν σε κοινά, αμφικτιονίες και συμπολιτείες -λιγότερο ή περισσότερο χαλαρές- στο εσωτερικό των οποίων διατηρούνταν η αυτονομία των πόλεων (Αιτωλοί, Αχαιοί, Αρκάδες, Βοιωτοί). Η απαρχή της Αθηναϊκής πόλης συνδέεται από την παράδοση με το συνοικισμό. Ο μύθος αποδίδει στο Θησέα την πρωτοβουλία για την ένωση των διάφορων χωριών της Αττικής κάτω από την πολιτική εξουσία της Αθήνας. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Θησέας κατάργησε τα ιδιαίτερα συμβούλια του κάθε χωριού και ίδρυσε ένα κεντρικό βουλευτήριο και ένα πρυτανείο (Θησέας).
Με την ένωση αυτή σχετίζεται και η γιορτή, η γνωστή ως Συνοίκια, που γιορταζόταν τη 16η ημέρα του μήνα Εκατομβαιώνος (γύρω στα μέσα Ιουνίου) και πιθανώς καθιερώθηκε κατά τον 8ο αιώνα π.X. Τόσο η χρονολόγηση του συνοικισμού, όσο και η ταύτισή του με την εμφάνιση της Αθηναϊκής πόλης – κράτους αποτελούν αντικείμενο διένεξης ανάμεσα στους σύγχρονους ιστορικούς. H ενοποίηση της Αττικής δεν ήταν ένα στιγμιαίο φαινόμενο. H Ελευσίνα, για παράδειγμα, είχε παραμείνει για καιρό ένα ανεξάρτητο βασίλειο. Η προσάρτησή της στην Αθήνα συνδέεται, όπως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης, με το θρυλικό πόλεμο του Ερεχθέα. Η αμφισβητούμενη από τα Μέγαρα Αθηναϊκή κυριαρχία στη Σαλαμίνα εδραιώθηκε μόλις επί Σόλωνος.
Αλλά και όταν πια η ενοποίηση ολοκληρώθηκε γεωγραφικά, δεν εφαρμόστηκε σε όλους τους τομείς ομοιόμορφα. H Τετράπολις του Μαραθώνα (Μαραθών, Οινόη, Τρικόρυθος και Προβάλινθος) διατήρησε ως την Κλασική περίοδο κάποια στοιχεία αυτονομίας αποστέλλοντας ξεχωριστές θεωρίες στους Δελφούς και στη Δήλο. Σε μία πρώιμη περίοδο της ιστορίας της, η Aθήνα ανήκε στην Aμφικτιονία της Kαλαυρείας (Πόρου). Aυτή ήταν μια μάλλον χαλαρή πολιτική ένωση με θρησκευτικό της κέντρο το ιερό του Ποσειδώνα στην Kαλαυρεία. Περιελάμβανε εκτός από την Αθήνα και τον Πόρο, την Ερμιόνη, την Επίδαυρο, την Πρασιάδα, την Αίγινα, τη Ναυπλία και το Βοιωτικό Ορχομενό.
Β. Φυλή
Οι φυλές αντιπροσωπεύουν το βασικό χωρισμό των φύλων. Στην Αττική ο πληθυσμός ανήκε στο ιωνικό φύλο και οι φυλές ήταν τέσσερις. Αντίθετα, το δωρικό φύλο αποτελούνταν συνήθως από τρεις, όπως στη Σπάρτη και στην Κρήτη (Υλλείς, Πάμφυλοι, Δυμάνες). Η παράδοση για τις Αττικές φυλές αναφέρει διάφορα ονόματα, άλλα με γεωγραφική και άλλα με θρησκευτική αναφορά. Ο Στέφανος Βυζαντινός μνημονεύει για παράδειγμα φυλές με το όνομα Αυτόχθων, Παραλία, Ακταία και Διακρία. Σύμφωνα με ένα διαφορετικό χωρισμό οι τέσσερις φυλές αναφέρονται ως Διάς, Αθηναΐς, Ποσειδωνία και Ηφαιστιάς.
Αρκετά νωρίς, ωστόσο, επικράτησαν οι λεγόμενες “Ιωνικές” φυλές, των οποίων η ίδρυση αποδιδόταν στον Ίωνα, γιο του Ξούθου ή του Απόλλωνα. Αυτές ήταν οι Γελέωντες, οι Όπλητες, οι Αργαδείς και οι Αιγικορείς, οι οποίες απαντούν μαζί με άλλες και στους Ίωνες της Μικράς Ασίας. Τα ονόματά τους πιθανώς συνδέονται με κάποιες ιδιαίτερες λατρείες (π.χ. Ζευς Γελέων). Αρχικά, η φυλή ήταν η ένωση συγγενικών οικογενειών και η ιδιότητα του μέλους ήταν κληρονομική. Της φυλής προΐστατο ο φυλοβασιλέας, ο οποίος διατηρούσε υποτυπώδεις δικαστικές και ιεροτελεστικές λειτουργίες μέχρι την Κλασική περίοδο.
Τα μέλη της τα συνέδεαν δεσμοί αίματος, που αργότερα εκφράζονταν κυρίως ως αλληλεγγύη σε περίοδο πολέμου. Προκύπτει λοιπόν ότι η φυλή λειτουργούσε και ως στρατιωτική μονάδα. Με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη καταργήθηκαν οι παλαιές τέσσερις φυλές και αντικαταστάθηκαν από δέκα νέες τεχνητές, οι οποίες ονομάστηκαν από τοπικούς ήρωες. Γι’ αυτό το λόγο οι συγκεκριμένοι ήρωες, η επιλογή των οποίων έγινε από το μαντείο των Δελφών, αποκαλούνταν Επώνυμοι. Ο βωμός με τους ανδριάντες των Επώνυμων Ηρώων βρισκόταν στην Αγορά, απέναντι απο το Μητρώο.
Στους δέκα περιλαμβάνονται ο Ιπποθώον (Ιπποθωντίς), γιος του Ποσειδώνα και της Αλόπης, ο Αντίοχος (Αντιοχίς), γιος του Ηρακλή και της Μήδας, ο Αίας ο Τελαμώνιος (Αιαντίς), ο Λέως (Λεοντίς) -ο οποίος θυσίασε τις κόρες του, για να σωθεί η πόλη σύμφωνα με χρησμό του Απόλλωνα- ο Ερεχθέας (Ερεχθηίς), ο Αιγέας (Αιγηίς), ο Οινέας (Οινηίς), ο Ακάμας (Ακαμαντίς), γιος του Θησέα, ο Κέκροπας (Κεκροπίς) και ο Πανδίωνας (Πανδιωνίς). Οι φυλές στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο αυξήθηκαν κατά τρεις, με σκοπό να τιμηθούν ηγεμόνες και Αυτοκράτορες (Αντιγονίς, Δημητριάς, Αδριανίς).
Γ. Φρατρία
Οι φρατρίες περιελάμβαναν αδελφά γένη. Άλλωστε η λέξη φράτωρ -ή φράτηρ στη Δωρική της εκδοχή- είναι κοινή στις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και δηλώνει τον αδερφό. Αλλά το γένος και η φρατρία συχνά αλληλοκαλύπτονταν και θα ήταν υπερβολικά απλουστευτικό να θεωρήσουμε το πρώτο ως απλή υποδιαίρεση της δεύτερης. Οι φρατρίες βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στην κοινή λατρεία σε τοπικά ιερά. Στη Δεκέλεια, για παράδειγμα, υπήρχε ιερό των Δημοτιωνιδών, οι οποίοι εμφανίζονται τόσο ως γένος, όσο και ως φρατρία. Από το ιερό αυτό προέρχεται μία επιγραφή με τους ιδιαίτερους νόμους της φρατρίας. Στη Μυρρινούντα υπήρχε ιερό των Δυαλέων.
H φρατρία Μεδοντίς συνδεόταν με το δήμο του Γαργητού, ενώ η Θυμαίτις με τον ομώνυμό της δήμο. Στα τοπικά ιερά λατρεύονταν κυρίως ο Δίας Φράτριος και η Αθηνά Φρατρία, κάποτε και τοπικοί ήρωες. Μέχρι την εποχή του Κλεισθένη, οι φρατρίες είχαν εκτός από θρησκευτικές και πολιτικές αρμοδιότητες. Τουλάχιστον στην εποχή του Δράκοντα κάθε Αθηναίος ανήκε σε μια φρατρία, όπως συνάγεται από το ρόλο που ο νομοθέτης τής αποδίδει σε περίπτωση ανθρωποκτονίας. Υπήρχαν τρεις φρατρίες για κάθε μία φυλή, ήταν δηλαδή συνολικά δώδεκα. Προς το τέλος της Αρχαϊκής περιόδου μειώθηκε σταδιακά η σημασία τους και μετατράπηκαν σε απλές ενώσεις φρατόρων με κοινό ιερό και γιορτές, όπως τα Απατούρια.
H γιορτή αυτή, που γιορταζόταν κατά το μήνα Πυανεψιώνα (αντίστοιχο περίπου με το Σεπτέμβριο) είχε -και συνέχισε να έχει ακόμα και στην Κλασική περίοδο- θεμελιώδη ρόλο για την απόκτηση της ιδιότητας του Αθηναίου πολίτη. Την τρίτη ημέρα της γιορτής, που λεγόταν Κουρεότις, παρουσιάζονταν επίσημα στη φρατρία τα νέα μέλη της. Στο γραμματείο καταγράφονταν όλα τα αγόρια που είχαν γεννηθεί μετά τα προηγούμενα Απατούρια και παρουσιάζονταν για δεύτερη φορά οι έφηβοι στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών, ώστε να αποκτήσουν δικαιώματα πλήρους μέλους. Τα υιοθετημένα παιδιά (εισποιητοί) επίσης παρουσιάζονταν στη φρατρία.
Το γεγονός αυτό αποτελούσε τη σημαντικότερη απόδειξη σε δικαστικές αντιπαραθέσεις ή αμφισβητήσεις του δικαιώματος του πολίτη και η μαρτυρία των φρατόρων ισοδυναμούσε με “πιστοποιητικό γεννήσεως”. Για τις γυναίκες τα πράγματα ήταν αρκετά διαφορετικά, αλλά φαίνεται πως και οι κόρες συνδέονταν κοινωνικά με τη φρατρία του πατέρα τους. Ανάμεσα στις λειτουργίες της φρατρίας ήταν και η αναγνώριση των γάμων και των κληρονομικών δικαιωμάτων.
Ο Κλεισθένης διατήρησε τον ίδιο αριθμό φρατριών και για τις δέκα φυλές. Η μεταρρύθμισή του δεν απέβλεπε στην κατάργηση της φρατρίας και του γένους, αλλά στον αποκλεισμό τους από το πολιτικό σύστημα. Γι’ αυτό και δεν έθιξε την κοινωνική και θρησκευτική σημασία τους. Η συμμετοχή σε φρατρία δεν ήταν πλέον απαραίτητη, για να έχει κανείς πολιτικά δικαιώματα, όμως οι φρατρίες συνέχισαν να διατηρούν τους δικούς τους καταλόγους, παράλληλα με εκείνους των δήμων (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία).
Συνέχισαν επίσης να έχουν ιδιοκτησία, καθώς και το δικαίωμα να ενάγουν στα δικαστήρια. Φρατρίες υπήρχαν και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, όπως στην Αίγινα, στην Κόρινθο, στη Θήβα και στους Δελφούς, από όπου μάλιστα σώζεται σε επιγραφή ο κανονισμός της φρατρίας των Λαβυαδών. Oι Δωριείς αποκαλούσαν συνήθως τη φρατρία πάτρα, με μόνη εξαίρεση την Κρήτη όπου ο αντίστοιχος θεσμός ονομαζόταν εταιρεία.
Δ. Γένος
Το γένος στην Αρχαϊκή Αθήνα ήταν θεσμός βασισμένος στη συγγένεια και η ιδιότητα του μέλους ήταν κληρονομική. Στις περισσότερες περιπτώσεις, βέβαια, τα γένη συνδέονταν και με συγκεκριμένους τόπους κατοικίας των μελών τους και με τα ιερά στα οποία τελούσαν λατρείες. Όπως και οι φρατρίες, έτσι και τα γένη ήταν αρχικά θεσμοί με πολλαπλές αρμοδιότητες: κοινωνικές, θρησκευτικές και πολιτικές. Οι τελευταίες -που αφορούσαν κυρίως τα γένη των ευπατρίδων- σταδιακά εξασθένησαν, έτσι ώστε μετά τον Κλεισθένη τα γένη να βρίσκονται ουσιαστικά εκτός πολιτικού συστήματος.
Σύμφωνα με το Αριστοτελικό σχήμα, που είχε κατασκευαστεί σε αναλογία με το έτος και τις υποδιαιρέσεις του και γι’ αυτό είναι μάλλον απίθανο να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η κάθε φρατρία περιελάμβανε τριάντα γένη και το κάθε γένος τριάντα γεννήτες. Τα γένη είχαν έναν ήρωα – γενάρχη, ιδιάζουσες θρησκευτικές τελετές και κοινά οικογενειακά έθιμα. Πραγματοποιούσαν συναθροίσεις, που ονομάζονταν σύνοδοι, στις λέσχες και τελούσαν θυσίες σε κοινό βωμό (έρκος). Είχαν συνήθως έναν αρχιερέα και λάτρευαν τους θεούς των γεννητών, τον Απόλλωνα Πατρώο και το Δία Έρκειο.
Ορισμένα γένη είχαν επίσης κληρονομικά δικαιώματα ιεροσύνης, θυσιών και τελετών που αφορούσαν ολόκληρη την Αθηναϊκή πολιτεία. Από τους Ετεοβουτάδες, για παράδειγμα, προέρχονταν πάντα οι ιερείς της Αθηνάς Πολιάδος. Άλλα τέτοια ιερατικά γένη ήταν οι Πραξιεργίδες, οι Ευμολπίδες και οι Κήρυκες. Ανάλογα ιερατικά γένη υπήρχαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και συχνά συνδύαζαν την ιεροσύνη με τη μαντική, την ιατρική, τη μουσική ή τη Κηρυκεία (Τιλλίδες στην Ηλεία, Ασκληπιάδες στην Κω, Ομηρίδες στη Χίο, Ταλθιβιάδες στη Σπάρτη). Φαίνεται, ωστόσο, πως τα παλαιότερα γένη στην Αθήνα ήταν εκείνα που συνδέονταν με μια συγκεκριμένη τοποθεσία της αττικής υπαίθρου (π.χ. Κολιείς, Κηφισιείς, Σαλαμίνιοι).
Ε. Τριττύες και Ναυκραρίες
Η “Τριττύς” ήταν το ένα τρίτο της φυλής. Επομένως και στις τέσσερις φυλές αντιστοιχούσαν δώδεκα τριττύες. Μετά τις μεταρρυθμίσεις του 507 π.X. υπήρχαν τριάντα τριττύες για τις δέκα φυλές. Η καινοτομία όμως στο σχέδιο του Κλεισθένη -που απέβλεπε στη διάσπαση της τοπικής δύναμης των φυλών- ήταν ο χωρισμός των τριάντα αυτών τριττύων σε: δέκα “περί το άστυ”, δέκα “παράλιες” και δέκα “Μεσόγειες”. Με κλήρο δόθηκαν τρεις (μία από την κάθε κατηγορία) σε κάθε φυλή και σε αυτές κατανεμήθηκαν όλοι οι δήμοι. Οι δήμοι “περί το άστυ” ήταν οι μεγαλύτεροι.
Έτσι, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούσε ο καθένας από αυτούς να αποτελεί μία τριττύα από μόνος του, ενώ αλλού μία τριττύα περιελάμβανε μέχρι και οκτώ ή εννιά δήμους. Αρχηγοί των τριττύων ήταν οι τριττύαρχοι. Αυτοί ήταν υπεύθυνοι για έργα οδοποιίας, για την κατασκευή τειχών και πλοίων, καθώς και για στρατολογικά θέματα. Πιθανώς αναλάμβαναν και ρόλο ιεροτελεστή σε ορισμένες λατρείες, καθώς αναφέρεται θυσία με το όνομα “τριττύς”. Η σύνδεση της τριττύας με λατρευτικές αρμοδιότητες φαίνεται και από το μοναδικό όνομα τριττύας που γνωρίζουμε: “Λευκοταίνιοι” (αυτοί που φορούν λευκή ταινία) και ονομάζει μια τριττύα της φυλής των Γελεώντων.
Η ”Ναυκραρία” ήταν η πρώτη διοικητική και φορολογική βαθμίδα της Αθηναϊκής πολιτείας. Η κάθε τριττύα περιελάμβανε τέσσερις ναυκραρίες, δηλαδή στην περίοδο πριν από τον Κλεισθένη οι ναυκραρίες ήταν συνολικά σαράντα οκτώ. Σύμφωνα με τον Πολυδεύκη, κάθε ναυκραρία είχε την υποχρέωση να παρέχει ένα πλοίο και δύο ιππείς. Διατηρούσε δικό της ταμείο από το οποίο πλήρωναν οι κωλακρέτες τα έξοδα των θεωρειών που έστελνε η πόλη στους Δελφούς. Η αρχή των ναυκραριών διατηρήθηκε από τον Κλεισθένη και ο αριθμός τους αυξήθηκε σε πενήντα (πέντε για την κάθε φυλή).
Ο αριθμός και η συμμετοχή τους στην Αθηναϊκή ναυτική δύναμη ταιριάζουν με την πληροφορία του Ηροδότου, ότι η Αθήνα πριν από τα Μηδικά είχε πενήντα πλοία. Ο προϊστάμενος της ναυκραρίας λεγόταν ναύκραρος και ήταν αρμόδιος, για να συλλέγει τις εισφορές και να διενεργεί δαπάνες. Ο ναύκραρος (κεφαλή του πλοίου) ήταν και καπετάνιος του πλοίου της ναυκραρίας του και βρισκόταν υπό τις διαταγές του πολέμαρχου. Οι αρμοδιότητες των ναυκράρων, με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη, πέρασαν στους δημάρχους.
Τόσο η αντικατάσταση στον πολιτικό τομέα της ναυκραρίας από το δήμο, όσο και τα ονόματα των ναυκραριών που συμπίπτουν με αττικά τοπωνύμια (π.χ. Κωλιάς) υποδηλώνουν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο θεσμός είχε τοπική βάση. Οι νεότερες έρευνες δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη θρησκευτική και στη λατρευτική λειτουργία του θεσμού της ναυκραρίας.
ΣΤ. Οργεώνες και Θίασοι
Ένα από τα σωζόμενα αποσπάσματα των νόμων του Σόλωνα ορίζει ποιές ομάδες μπορούσαν να έχουν δικούς τους κανονισμούς, εφόσον βέβαια αυτοί δεν αντιτίθεντο στους νόμους της πόλης. Ο κατάλογος συμπεριλαμβάνει ευρύτερες ομάδες, όπως είναι οι δήμοι ή οι φρατρίες, και άλλες με συγκεκριμένους στόχους και μικρότερο αριθμό μελών, όπως οι έμποροι και οι επί λείαν οιχόμενοι (πειρατές). Το γεγονός ότι ο νομοθέτης μεριμνά για την οργάνωσή τους, σημαίνει ότι τέτοιες ομάδες -έστω και άτυπες- υπήρχαν στην εποχή του.
”Οργεώνες” ονομάζονταν τα μέλη ομάδων (για τις ίδιες τις ομάδες δεν αναφέρεται συγκεκριμένο όνομα) σχηματισμένων με σκοπό την ιδιωτική λατρευτική δραστηριότητα που σχετιζόταν με ήρωες και ελάσσονες θεότητες. Η σχέση των οργεώνων με τις άλλες ομάδες δεν είναι ξεκάθαρη. Σύμφωνα με το Φιλόχωρο, οι φρατρίες είχαν την υποχρέωση να δέχονται τους οργεώνες, όπως τους γεννήτες. Φαίνεται πως η ιδιότητα του μέλους ήταν κληρονομική και η μαρτυρία των οργεώνων -μαζί με εκείνη των φρατόρων και των δημοτών- χρησιμοποιούνταν ως απόδειξη σε περιπτώσεις υιοθεσίας.
Δεν αποτελούσαν, ωστόσο, υποδιαιρέσεις της φρατρίας, εφόσον μπορούσαν να περικλείουν και μέλη διαφορετικών φρατριών και στην Κλασική περίοδο ακόμα και γυναίκες και μετοίκους. Είχαν τέλος δικαίωμα ιδιοκτησίας και αγωγής στα δικαστήρια. Ανάλογες ήταν οι λειτουργίες των θιάσων, η λατρεία των οποίων μπορούσε να σχετίζεται και με σημαντικούς θεούς και ήρωες, όπως το Διόνυσο και τον Ηρακλή.
Όλες οι αναφορές και οι επιγραφές σχετικά με τους θιάσους προέρχονται από την Κλασική περίοδο, όμως δεν υπάρχουν στοιχεία για την αρχική εμφάνισή τους. Ήταν οργανώσεις με κληρονομικό χαρακτήρα και τουλάχιστον στα κλασικά χρόνια δέχονταν ως μέλη και παιδιά (ή σύμφωνα με άλλη ερμηνεία δούλους). Διοργάνωναν κοινά συσσίτια και αναφέρονται ως σύσσιτοι ή ομόταφοι όταν είχαν κοινό τόπο και έθιμα ταφής.
Κοινωνική Σύνθεση
Οι κοινωνικές τάξεις στην Αρχαϊκή περίοδο διαμορφώθηκαν με βάση οικονομικά κριτήρια, ενώ οι παλαιότεροι διαχωρισμοί είχαν στηριχτεί στην καταγωγή. Ένας περιορισμένος αριθμός ευγενών, όσων δηλαδή προέρχονταν από καλή γενιά και ονομάζονταν ευπατρίδες, είχε τα περισσότερα δικαιώματα στην κατανομή της εξουσίας. Oι ευπατρίδες ήταν μεγαλογαιοκτήμονες και νέμονταν τα σημαντικότερα αξιώματα, όπως για παράδειγμα του επώνυμου άρχοντα και του πολέμαρχου. Σύντομα όμως η αριστοκρατική δομή της κοινωνίας αντικαταστάθηκε από την τιμοκρατική.
Σύμφωνα με την τελευταία, η καταγωγή δεν μπορεί από μόνη της να είναι καθοριστική αλλά η οικονομική ισχύς, δηλαδή τα εισοδήματα, είναι εκείνα που πρέπει να προσδιορίζουν τη θέση του κάθε πολίτη. Ανάλογα με το εισόδημα καταβαλλόταν και ο φόρος, που λεγόταν τίμημα. Πολλοί από τους παλιούς αριστοκράτες συνέχισαν, ωστόσο, να βρίσκονται στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, εφόσον εκτός από την καταγωγή διέθεταν και περιουσία. Από τα ιδιαίτερα κληρονομικά τους δικαιώματα διατήρησαν ελάχιστα, κυρίως όσα σχετίζονταν με τις θρησκευτικές εξουσίες και συνδέονταν αποκλειστικά με ένα συγκεκριμένο γένος.
Οι τέσσερις τάξεις που προέβλεπε η Σολωνική νομοθεσία δεν ήταν κατασκεύασμα του νομοθέτη, αλλά προϋπήρχαν. Μόνο όμως τότε, στις αρχές του 6ου αιώνα π.X., οι τάξεις αυτές απέκτησαν σαφές οικονομικό περίγραμμα με βάση το εισόδημα των πολιτών και καθορίστηκαν τόσο οι μεταξύ τους σχέσεις όσο και οι υποχρεώσεις τους απέναντι στην πολιτεία. Η κοινωνική κινητικότητα -περιορισμένη κατά τον 7ο αιώνα π.Χ.- αυξήθηκε σημαντικά κατά τον 6ο, κυρίως εξαιτίας της ανάπτυξης της εμπορικής δραστηριότητας. Ένα παράδειγμα πολίτη που ανέβηκε απευθείας δύο τάξεις στην ιεράρχηση της κοινωνίας παραδίδεται από τον Αριστοτέλη και μάλλον δεν αποτελούσε μεμονωμένο φαινόμενο (Αθηναίων Πολιτεία).
Γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. διαμορφώθηκαν τρεις ισχυρές κοινωνικές ομάδες με διαφορετικά συμφέροντα. Οι ομάδες αυτές, που ονομάζονταν στάσεις και που εξέφραζαν ως ένα βαθμό τις τάξεις των πολιτών χωρίς όμως να συμπίπτουν απόλυτα με αυτές, τελικά ήρθαν σε σύγκρουση. Ήταν οι παλιοί ευπατρίδες της πεδιάδας -την ηγεσία των οποίων είχε το γένος των Φιλαϊδών- οι έμποροι και οι ψαράδες της παραλίας -που εκπροσωπούσαν κυρίως τις μεσαίες τάξεις και καθοδηγούνταν από τους Αλκμαιωνίδες- και οι χωρικοί των βουνών που ανήκαν στις δύο κατώτερες τάξεις και στήριζαν τον Πεισίστρατο. Ο τελευταίος τελικά επικράτησε και εγκαθίδρυσε τυραννίδα.
Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη οδήγησαν οριστικά από την τιμοκρατία προς τη δημοκρατία. Τα περισσότερα αξιώματα της πολιτείας έγιναν προσιτά στον κάθε πολίτη με μόνη εξαίρεση αυτά των αρχόντων και των ταμιών.
Τάξεις και Εισόδημα
Σε μια κοινωνία που χαρακτηριζόταν κατά κύριο λόγο από μη νομισματική οικονομία, όπως αυτή της αρχαϊκής Αθήνας, οι τάξεις προσδιορίζονταν αρχικά με βάση τη συνεισφορά των πολιτών στον πόλεμο. Η ανώτερη τάξη αναλάμβανε τα υψηλότερα διοικητικά και στρατιωτικά αξιώματα, μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν του πολέμαρχου και του τριήραρχου. Τα μέλη της αμέσως επόμενης τάξης συμμετείχαν στον πόλεμο με το άλογό τους (η συντήρηση του οποίου ήταν δαπανηρή) και γι’ αυτό ονομάζονταν ιππείς. Οι ζευγίτες -όσοι δηλαδή μπορούσαν να εκτρέφουν ένα ζευγάρι βόδια- αποτελούσαν το κυρίως σώμα της αθηναϊκής στρατιωτικής δύναμης, τους καλούμενους οπλίτες.
Οι θήτες, που αποτελούσαν την κατώτερη τάξη, στρατεύονταν μόνον ως κωπηλάτες. Ο Σόλωνας προσδιόρισε με ακρίβεια τις τάξεις, καθορίζοντας ως κριτήριο το ύψος των εγγείων προσόδων. Τα σιτηρά μετρούνταν σεμεδίμνους και τα υγρά (κρασί, λάδι) σε μετρητές. Ο μέδιμνος και ο μετρητής είχαν διαφορετικό όγκο, αλλά την ίδια αξία μεταξύ τους. Aργότερα μάλιστα η αξία του καθενός ισοδυναμούσε με μία δραχμή. Όσοι είχαν εισόδημα πάνω από πεντακόσιους μεδίμνους σιτηρών αποτελούσαν την ανώτερη τάξη και αποκαλούνταν πεντακοσιομέδιμνοι. Είχαν αυξημένες υποχρεώσεις απέναντι στην πολιτεία και συμμετείχαν στις πιο δαπανηρές χορηγίες, που ονομάζονταν λειτουργίες.
Ως αντάλλαγμα, είχαν πρόσβαση στα ανώτερα αξιώματα των αρχόντων και των ταμιών. Ακόμα και στην Κλασική περίοδο, όταν πια μπορούσε πρακτικά ο οποιοσδήποτε πολίτης να εκλεγεί άρχων, οι ταμίες συνέχισαν να εκλέγονται από τους πεντακοσιομέδιμνους. Οι πολίτες που είχαν εισόδημα μεταξύ 500 και 300 μεδίμνων αποτελούσαν την τάξη των ιππέων. Εκείνοι με εισόδημα μεταξύ 300 και 200 μεδίμνων ήταν οι ζευγίτες, ενώ όσοι είχαν ακόμα μικρότερο ανήκαν στους θήτες. Οι ονομασίες αυτές ήταν σε χρήση και παλαιότερα, αλλά μετά το Σόλωνα απέκτησαν σαφές οικονομικό περιεχόμενο.
Ο υπολογισμός του εισοδήματος με βάση τις έγγειες προσόδους δεν ήταν κατάλληλος για τους δημιουργούς (βιοτέχνες, εμπόρους). Γι’ αυτό το λόγο υπολογίστηκε χρηματικό ισοδύναμο και λίγο αργότερα (πιθανώς γύρω στα 581 π.X.) τους επιτράπηκε να ενταχθούν στις τρεις ανώτερες τάξεις, ανάλογα με το εισόδημά τους (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν).
ΔΙΚΑΙΟ
Εισαγωγή στο Δίκαιο
Η κωδικοποίηση του δικαίου κατά την Αρχαϊκή περίοδο οφείλεται από τη μια στη χρήση της γραφής και από την άλλη στο όλο και πιεστικότερο αίτημα για ισονομία. Οι παραδόσεις για τους πρώτους νομοθέτες χάνονται στα όρια του θρύλου. Η αθηναϊκή νομοθεσία, ακόμη και μετά την Αρχαϊκή περίοδο, φέρει τη σφραγίδα του Δράκοντα και του Σόλωνα. Στον τελευταίο οφείλεται η συγκρότηση ενός νέου δικαστικού σώματος και ο καταμερισμός αρμοδιοτήτων ανάμεσα στα διάφορα δικαστήρια. Πολλές από τις ρυθμίσεις του, που αφορούσαν τόσο το δημόσιο όσο και το ιδιωτικό δίκαιο, συνέχισαν να ισχύουν και κατά την Κλασική περίοδο.
Παραδόσεις και Νομοθέτες
Σήμερα είναι γενικά αποδεκτό ότι στο α’ μισό του 7ου αιώνα π.X. διατυπώθηκε στις Ελληνικές πόλεις η ανάγκη για γραπτούς νόμους. Το έργο αυτό πραγματοποιούσε συνήθως κάποιος άρχοντας της πόλης περιβεβλημένος με ιδιαίτερες εξουσίες. Στην Αθήνα της πρώιμης Αρχαϊκής περιόδου, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το δίκαιο απένειμαν οι άρχοντες κατά τη βούλησή τους. Ο παλαιότερος θεσμός του βασιλιά είχε πια μετατραπεί σε άρχοντα βασιλέα. Ο τελευταίος από τις αρχικές νομοθετικές και δικαστικές του εξουσίες πλέον ασκούσε μόνον όσες σχετίζονταν με την προάσπιση και την εφαρμογή του ιερού δικαίου.
Εξαιτίας αυτού μεριμνούσε και για τα εγκλήματα ασέβειας ή ανθρωποκτονίας, δεδομένου ότι ο φόνος θεωρούνταν πάντα ανοσιούργημα, επέσυρε την οργή των θεών και έφερε άγος στην πόλη. Ένας από τους αρχαιότερους νομοθέτες, για τον οποίο όμως δεν είμαστε βέβαιοι αν υπήρξε πραγματικά ή πρόκειται για μυθικό πρόσωπο, ήταν ο Λυκούργος της Σπάρτης. Η ιδιαιτερότητα της μορφής του συνδέεται με το γεγονός ότι ο ίδιος απαγόρευσε να καταγραφούν οι νόμοι που θέσπισε, αλλά ταυτόχρονα πρόβλεψε και αυστηρή τιμωρία σε όποιον επιχειρούσε να τους αλλάξει. Πράγματι η Σπάρτη δε διέθετε γραπτό δίκαιο, τουλάχιστον ως την Κλασική περίοδο.
Άλλωστε και η λέξη ρήτρα, όπως αποκαλούνταν ο νόμος στη Σπάρτη, υποδηλώνει τον προφορικό του χαρακτήρα. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι παλαιότεροι γραπτοί νόμοι ήταν του Ζάλευκου για τους Επιζεφύριους Λοκρούς και τους χρονολογούσαν συμβατικά γύρω στο 662 π.X. O ίδιος ο Ζάλευκος μάλιστα ισχυριζόταν ότι τους είχε παραλάβει από την Αθηνά. H απόδοση των νόμων σε θεία έμπνευση αποτελούσε κοινό φαινόμενο στους πρώιμους νομοθέτες, δίχως άλλο για να περιβάλουν το έργο τους με τον αναγκαίο σεβασμό και να εξασφαλίσουν την πιστή τήρησή του. Ο Λυκούργος, επίσης, ισχυριζόταν ότι οι νόμοι του προέρχονταν από το μαντείο των Δελφών.
Μία ανάλογη παράδοση ήταν διαδεδομένη και στην Κρήτη, όπου η νομοθεσία και η απονομή της δικαιοσύνης σχετίζονταν με τις μυθικές μορφές του Μίνωα και του Ραδάμανθη. Oι νόμοι του Ζάλευκου, όπως και εκείνοι του Δράκοντα στην Αθήνα, θεωρούνταν πολύ σκληροί. Ορισμένοι μάλιστα όπως ο λεγόμενος lex talionis, αναλογούσαν στο γνωστό “οφθαλμόν αντί οφθαλμού”. Ωστόσο, οι πηγές διίστανται ως προς την απόδοσή του στο Ζάλευκο. Σύμφωνα με το Διόδωρο, ο παραπάνω νόμος οφείλεται σε έναν άλλο νομοθέτη του 7ου αιώνα π.X., που επίσης καταγόταν από Ελληνική αποικία της Δύσης. Πρόκειται για το Χαρώνδα, νομοθέτη της Κατάνης.
Σε αυτόν αποδίδονται νόμοι σχετικά με τις εμπορικές συναλλαγές, την υποχρεωτική συμμετοχή των πολιτών στα δικαστικά όργανα, καθώς και για πρώτη φορά η πρόβλεψη ποινικής δίωξης σε περίπτωση ψευδομαρτυρίας. Η διαδικασία αυτή ονομαζόταν επίσκεψις. Oι περιπτώσεις του Ζάλευκου και του Χαρώνδα αφορούν νομοθεσίες που σχετίζονται με την ίδρυση μίας νέας πόλης. Άλλες παλαιότερες πόλεις ζητούσαν τη βοήθεια ενός νομοθέτη κυρίως όταν αντιμετώπιζαν κοινωνικές εντάσεις. Έτσι ο Πιττακός, γνωστότερος από κατοπινές πηγές ως ένας από τους επτά σοφούς, ορίστηκε αισυμνήτης στη Μυτιλήνη, αξίωμα για το οποίο δεν ξέρουμε πολλά.
Στην προκειμένη περίπτωση όμως φαίνεται πως αντιστοιχούσε σε εξουσία τυράννου με διάρκεια δέκα χρόνων. Συχνά ο νομοθέτης έπρεπε να παίξει το ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα σε συγκρουόμενες κοινωνικές τάξεις και αποκαλούνταν καταρτιστήρ ή διαλλάκτης, όπως για παράδειγμα ο Δημώναξ στην Κυρήνη, ο Αρίσταρχος στην Έφεσο και ο Σόλων στην Αθήνα (Ηρόδοτος, Ιστορίαι). Δεν ήταν ωστόσο σπάνιο το φαινόμενο να προτιμάται για νομοθέτης κάποιος ξένος προς την πόλη, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η αμεροληψία.
Ο Δημώναξ, για παράδειγμα, καταγόταν από τη Μαντίνεια και ο Αρίσταρχος από την Αθήνα. Αντίστοιχα, κάποιος Ανδρομάδας από το Ρήγιο έγραψε νόμους για μία άγνωστη πόλη της Χαλκιδικής και ο Φιλόλαος από την Κόρινθο νομοθέτησε στη Θήβα. Για το έργο άλλων νομοθετών είναι γνωστά μόνον αποσπασματικά στοιχεία: ο Αριστείδης από την Κέα νομοθέτησε σχετικά με την ευκοσμία των γυναικών, ενώ ο Φείδων από την Κόρινθο και ο Φαλέας από τη Χαλκηδόνα σχετικά με τον αριθμό και την έκταση των κτημάτων.
Α. Δράκων και Σόλων
Γύρω στα 621 π.X., όταν επώνυμος άρχοντας ήταν ο Αρίσταιχμος, οι Αθηναίοι ανέθεσαν στο Δράκοντανα νομοθετήσει. Για πρώτη φορά οι νόμοι βρέθηκαν καταγραμμένοι και μπορούσε ο οποιοσδήποτε να ανατρέξει σε αυτούς. Η μεταβολή θεωρείται καθοριστικής σημασίας σε σχέση με το παρελθόν, όταν μόνον οι ευπατρίδες είχαν τη γνώση και το δικαίωμα ερμηνείας του νόμου. Από τους νόμους του Δράκοντα ο μόνος που παρέμεινε σε ισχύ, μετά το Σόλωνα με κάποιες τροποποιήσεις μέχρι και την εποχή του Δημοσθένη, ήταν ο νόμος περί ανθρωποκτονίας.
Έχουν εκφραστεί αμφιβολίες για το αν τελικά ο Δράκων είχε νομοθετήσει και για άλλα θέματα, οι οποίες όμως δε φαίνεται να ευσταθούν. Οι νόμοι του Δράκοντα υπήρξαν, και έχουν παραμείνει παροιμιώδεις για τη σκληρότητά τους, παρότι δε γνωρίζουμε τίποτα πέρα από αυτόν περί ανθρωποκτονίας. Έχει θεωρηθεί ότι οι νόμοι του προέβλεπαν τη θανατική ποινή για όλα τα εγκλήματα, αλλά κι αυτό φαίνεται μάλλον υπερβολικό.
Το πιθανότερο είναι πως η συχνότερη ποινή για τα εγκλήματα ήταν η ατιμία ή η εξορία, και μόνο στην περίπτωση της μη συμμόρφωσής του ο ένοχος διακινδύνευε τη ζωή του. Τα ελάχιστα γνωστά σπαράγματα από τη νομοθεσία του Δράκοντα οφείλονται κυρίως στον Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία). Για το λόγο αυτό ορισμένες αναφορές, όπως ότι η απαραίτητη περιουσία για την κατάληψη των δημόσιων αξιωμάτων εκτιμόταν χρηματικά και ότι η αναλογία της περιουσίας για να εκλεγεί κανείς άρχοντας ή στρατηγός ήταν ένα προς δέκα, θα πρέπει να θεωρηθούν ως αναχρονισμοί, αταίριαστοι με τον 7ο αιώνα π.X.
Η νομοθεσία του Δράκοντα προφανώς δεν κατόρθωσε να εξομαλύνει τις αντιθέσεις της αθηναϊκής κοινωνίας και σε διάστημα μίας γενιάς η ανάγκη για νέα μέτρα έγινε επιτακτική. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης κλήθηκε ο Σόλων και η επιλογή του ίσως να συνδέεται και με το γεγονός ότι είχε πρωτοστατήσει στην ανάκτηση της Σαλαμίνας. Ο Σόλων ήταν γιος του Εξηκεστίδη, ευγενή που συνδεόταν με τον οίκο των Μεδοντιδών. Ο διορισμός του ωςδιαλλακτής, ο οποίος συνέπεσε με την εκλογή του σε επώνυμο άρχοντα, πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά γύρω στο 594 / 593 π.X.
Στο ποιητικό του έργο εκφράζονται συχνά οι πολιτικές και φιλοσοφικές του απόψεις (Διογένης Λαέρτιος, Σόλων, Ελεγειών, Τετραμέτρων ). Έχει υποστηριχτεί ότι στην εποχή του δε συνηθιζόταν ακόμη η χρήση του πεζού λόγου για τέτοια θέματα. Το σημαντικό πάντως είναι ότι μπορούμε από το έργο αυτό να αντλήσουμε πληροφορίες για την κοινωνική κατάσταση και για τα προβλήματα που υπήρχαν στην Αθήνα πριν από τη νομοθετική του δράση, καθώς και για τα μέτρα που έλαβε εκείνος για να τα αντιμετωπίσει. Στοιχεία για τη ζωή του, γνωστά και από παλαιότερες πηγές, συγκεντρώνονται στο Βίο του, που συνέταξε ο Πλούταρχος (Σόλων).
Φαίνεται πως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ήταν η μετριοπάθεια σε μια εποχή εντάσεων και οξυμένων αντιθέσεων. Εκτός από το πολιτικό και πολιτειακό σκέλος τους, οι μεταρρυθμίσεις του περιελάμβαναν επίσης νομοθετήματα σχετικά με το ενοχικό, το ιδιωτικό και το δικαιοπρακτικό δίκαιο. Στο τελευταίο υπάγεται και η ίδρυση της Ηλιαίας. Αφού ολοκλήρωσε το έργο που του είχε ανατεθεί, έφυγε αυτοεξόριστος για δέκα χρόνια. Η παράδοση θέλει αυτή την οικειοθελή αναχώρηση ως έναν τρόπο για να αποφύγει τα παράπονα όσων διαφωνούσαν με τις ρυθμίσεις του, αλλά παράλληλα και ως μία περίοδο δοκιμασίας των νέων μέτρων (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία).
Β. Δικαστήρια
Το πρώτο Αθηναϊκό δικαστήριο ήταν ο Άρειος Πάγος. Σύμφωνα με την παράδοση συστήθηκε όταν ήταν βασιλιάς ο Δημοφώντας, ο γιος του Θησέα, και είχε ως αρμοδιότητα να δικάζει τα σοβαρά εγκλήματα, όπως ήταν ο φόνος εκ προμελέτης (φόνος εκ προνοίας). Σύμφωνα με μία άλλη παράδοση, αναφερόμενη από τον Ελλάνικο, το όνομα του Αρείου Πάγου προερχόταν από τη δίκη και την αθώωση του Θεού Άρη για τη δολοφονία του Αλιρρόθιου, γιου του Ποσειδώνα. Εκεί δικάστηκε και ο Ορέστης για το φόνο της μητέρας του και ύστερα από ισοψηφία αθωώθηκε χάρη στην ψήφο της Θεάς Αθηνάς. Έκτοτε, η ισοψηφία σε περιπτώσεις φόνου θεωρούνταν αθωωτική για τον κατηγορούμενο.
Αναμφίβολα ο Άρειος Πάγος προήλθε από την αρχική βουλή των γερόντων η συμμετοχή στην οποία αποτελούσε προνόμιο των ευγενών. Στην Αρχαϊκή περίοδο είχε οριστεί να συμμετέχουν όλοι όσοι είχαν διατελέσει άρχοντες στο παρελθόν. Στην εποχή της βασιλείας του Δημοφώντα αποδίδεται και ο σχηματισμός του σώματος των εφετών, αν και γι’ αυτούς γίνεται λόγος για πρώτη φορά στους νόμους του Δράκοντα. Οι εφέτες ήταν 51, αλλά δεν είναι σαφές αν αποτελούσαν ταυτόχρονα και μέλη του Αρείου Πάγου ή αν πρόκειται για ένα εντελώς ξεχωριστό σώμα. Στην αρμοδιότητά τους βρίσκονταν ορισμένες υποθέσεις φόνου που δεν εκδικάζονταν από τον Άρειο Πάγο.
Ανάλογα με την περίσταση συνεδρίαζαν σε διαφορετικό μέρος. Για δίκες ακουσίου φόνου, απόπειρας φόνου και φόνου μετοίκου, ξένου ή δούλου συνεδρίαζαν στο Παλλάδιο του Φαλήρου. Στις περιπτώσεις που ο δράστης υποστήριζε ότι επρόκειτο για δίκαιο φόνο, συνεδρίαζαν στο ναό του Απόλλωνα Δελφινίου. Όποιος, ενώ ήταν ήδη εξόριστος για άλλο φόνο, αντιμετώπιζε νέα κατηγορία φόνου, δικαζόταν στη Φρεαττύδα. Οι εφέτες στέκονταν στην ακτή και ο κατηγορούμενος σε ένα πλοίο, για να μη μολύνει την πόλη. Τέλος, στο Πρυτανείο εκδικάζονταν υποθέσεις κατά άψυχων αντικειμένων που είχαν προξενήσει το θάνατο κάποιου ή όταν γενικά ο δράστης ήταν άγνωστος.
Η εκδίκαση όμως τέτοιων υποθέσεων δεν ήταν στην αρμοδιότητα των εφετών αλλά των πρυτάνεων (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία). Παράλληλα δημιουργήθηκε και το αξίωμα του θεσμοθέτη. Ο θεσμός στην Αρχαιότητα ήταν μία κατηγορία γενικότερη από το νόμο και όχι απαραίτητα διατυπωμένη σε οριστική (γραπτή) μορφή. Η ισχύς των θεσμών πήγαζε από την πεποίθηση ότι ήταν πανάρχαιοι απαράβατοι κανόνες, συνυφασμένοι με τις πρώτες κοινωνίες που είχαν δημιουργηθεί από μόνιμα εγκατεστημένους γεωργούς. Η παράβασή τους επέφερε από απλές κατάρες (αραί) μέχρι αποκλεισμό και εκδίωξη από την κοινωνία, με ταυτόχρονη δήμευση της περιουσίας (ατιμία).
Οι ιεροί αυτοί θεσμοί αποδίδονταν στη Δήμητρα Θεσμοφόρο. Την τήρησή τους επέβλεπαν οι θεσμοθέτες, που στην Αρχαϊκή Αθήνα ήταν έξι. Φρόντιζαν επίσης για την κωδικοποίησή τους, καθώς και για την καταγραφή και δημοσίευση των αποφάσεων, ώστε να διευκολύνονται οι μελλοντικές κρίσεις. Από τα τέλη του 7ου αιώνα π.X. οι εξουσίες των θεσμοθετών επεκτάθηκαν και οι ίδιοι πλαισίωσαν τον άρχοντα βασιλέα, τον πολέμαρχο και τον επώνυμο άρχοντα αποτελώντας όλοι μαζί τους Εννέα άρχοντες (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν). Ο Κλεισθένης πρόσθεσε και έναν γραμματέα, ώστε ο αριθμός των αρχόντων να ανταποκρίνεται στον αριθμό των νέων φυλών.
Οι θεσμοθέτες μετά τον Κλεισθένη κινούν ιδιωτικές και δημόσιες αγωγές (δίκες και γραφές) που σχετίζονται με την ασφάλεια και την τάξη στην πόλη, αλλά οι εξουσίες τους είναι πλέον περισσότερο τυπικές και λιγότερο ουσιαστικές. Στις αρχές του 6ου αιώνα π.X. μεταξύ των μεταρρυθμίσεων που εφάρμοσε ο Σόλωνας ήταν και η συγκρότηση της Ηλιαίας, του πρώτου λαϊκού δικαστηρίου. Μπορούσαν να παρακαθήσουν σε αυτό όλοι οι πολίτες άνω των τριάντα ετών, εφόσον δήλωναν την επιθυμία συμμετοχής τους με το να καταγραφούν στους σχετικούς πίνακες. Η επιλογή τους γινόταν με κλήρωση, για την οποία χρησιμοποιούσαν ειδικό μηχανισμό: το κληρωτήριο.
Στην Κλασική περίοδο πέρασε στην Ηλιαία (η οποία αυτή την εποχή για ορισμένους μελετητές είναι απλώς δικαιοδοτική σύνοδος της Εκκλησίας του δήμου) η αρμοδιότητα εκδίκασης όλων των εγκλημάτων που ως τότε υπάγονταν στον Άρειο Πάγο και στους άρχοντες. Η Βουλή των 500, που ιδρύθηκε από τον Κλεισθένη, είχε κι αυτή ορισμένες δικαστικές εξουσίες σε υποθέσεις τραυματισμών με πρόθεση θανάτωσης (τραύματα εκ προνοίας). Σ’ αυτήν ανήκε επίσης ο έλεγχος όλων των Αθηναίων αρχόντων, με μόνη εξαίρεση τους στρατηγούς τους οποίους έλεγχε αποκλειστικά η Ηλιαία.
Δικαιοδοτικές αρμοδιότητες είχαν σε ορισμένες περιπτώσεις και οι Ένδεκα, ένα σώμα με αστυνομικά καθήκοντα. Οι Ένδεκα ορίζονταν με κλήρο και εκτός από την εποπτεία του δεσμωτηρίου, των κρατουμένων και των θανατικών εκτελέσεων, μπορούσαν και να δικάσουν ορισμένους εγκληματίες, όταν είχαν συλληφθεί επ’ αυτοφόρω. Τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις των κλεφτών, των δουλεμπόρων που προσπαθούσαν να πουλήσουν ελεύθερους ανθρώπους ως δούλους (ανδραποδισταί), των “ριφιφίδων” (τοιχωρύχοι), και των “τσαντάκηδων” (βαλαντιοτόμοι). Οι Ένδεκα ασκούσαν τα δικαστικά τους καθήκοντα με δύο τρόπους: είτε δι’ απαγωγής είτε δι’ εφηγήσεως.
Στην πρώτη περίπτωση έφερναν μπροστά τους τον κατηγορούμενο που είχε συλληφθεί επ’ αυτοφόρω, ενώ στη δεύτερη πήγαιναν οι ίδιοι στον τόπο του εγκλήματος και τον συνελάμβαναν (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία). Εκτός από τα δικαστήρια και τους δικαιοδοτικούς θεσμούς της πόλης υπήρχαν και για την επίλυση των μικροδιαφορών τοπικοί δικαστές κατά δήμους ή φυλές. Ο Πεισίστρατος εισήγαγε το δικαστήριο των τετταράκοντα.
Σ’ αυτό οι δικαστές προέρχονταν από όλες τις φυλές, αλλά κληρώνονταν να εκδικάσουν υποθέσεις σε φυλές άλλες από τη δική τους, όπως τουλάχιστον αναφέρεται από το Δημοσθένη σχετικά με τους Οινείς και τους Ερεχθιείς. Τέλος υπήρχαν οι διαιτητές, στους οποίους θεωρητικά ανήκαν όλοι οι Αθηναίοι άνω των εξήντα ετών.
Δημόσιο Δίκαιο
Στο δημόσιο δίκαιο υπάγονται κυρίως όλες οι ρυθμίσεις σχετικά με τους πολιτειακούς θεσμούς, την κατανομή και την άσκηση της εξουσίας. Οι αρμοδιότητες της Εκκλησίας, η λειτουργία της Βουλής, οι εξουσίες των πρυτάνεων, ο έλεγχος των αρχόντων και των στρατηγών, η σύσταση και η λειτουργία των δικαστηρίων είναι οι σπουδαιότερες από αυτές τις ρυθμίσεις. Ιδιαίτερη σημασία είχαν οι θεσμοί που έλεγχαν τη νομοθετική δραστηριότητα, τα μέτρα προστασίας του νομοθετικού συστήματος και γενικότερα οι δικονομικές ρυθμίσεις. Στην ίδια κατηγορία ανήκαν και θεσμοί όπως ο οστρακισμός και η δοκιμασία.
Οι κατηγορίες που με σύγχρονους όρους θα ονομάζαμε εμπράγματο και ενοχικό δίκαιο εξετάζονται σε συνάφεια με το δημόσιο δίκαιο, από το οποίο εν μέρει εξαρτιόνταν. Άλλωστε οι παρεμβάσεις της πόλης ήταν συχνές και δυναμικές. Το ενοχικό δίκαιο περιλαμβάνει εκούσιες και ακούσιες σχέσεις. Τέλος, το λεγόμενο σήμερα ποινικό δίκαιο πέρασε στη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου από την έννοια της προσωπικής ή οικογενειακής αντεκδίκησης στον έλεγχο της πόλης, η οποία καθόρισε κυρώσεις και ποινές καθώς και τον τρόπο επιβολής του.
Α. Δικαιοδοτικό Δίκαιο
Μία από τις σημαντικότερες μεταβολές, που αφορούσαν την απονομή της δικαιοσύνης και έλαβαν χώρα κατά την Αρχαϊκή περίοδο, ήταν ο εκδημοκρατισμός της δικαστικής εξουσίας. Παλαιότερα οι άρχοντες μπορούσαν να κρίνουν και να ενεργούν αυτόβουλα, σταδιακά όμως η δύναμή τους συρρικνώθηκε, γεγονός το οποίο θα πρέπει να συνδυαστεί με την ύπαρξη γραπτών νομικών κωδίκων. Οι παλαιότεροι κώδικες προέρχονται από το Δρηρό και τη Γόρτυνα της Κρήτης. Στην Αθήνα η αυξανόμενη δύναμη του δήμου εκφράστηκε κυρίως μέσω της σύστασης της Ηλιαίας.
Έτσι, στους άρχοντες απέμειναν αρμοδιότητες περισσότερο τυπικές, όπως η εισαγωγή -η παρουσίαση δηλαδή της υπόθεσης προς εκδίκαση στο δικαστήριο- ένα μέρος των ανακρίσεων και η άσκηση καθηκόντων προέδρου (ηγεμονία). Στο Αττικό δίκαιο υπήρχαν δύο τύποι αγωγής: η γραφή, που ήταν δημόσια αγωγή και η δίκη που ήταν ιδιωτική. Υπάρχουν σήμερα αρκετές αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τα κριτήρια που προσδιόριζαν ποιά υπόθεση θα κρινόταν ως δημόσια και ποιά ως ιδωτική. Το βέβαιο είναι, ωστόσο, ότι τα κριτήρια αυτά απείχαν πολύ από τα σύγχρονα.
Στις γραφές, για παράδειγμα, κατατάσσονταν η κυκλοφορία κίβδηλων νομισμάτων, η δωροδοκία των αρχόντων, η βλάβη του δημοσίου συμφέροντος, καθώς επίσης η κλοπή και η μοιχεία. Η υπεράσπιση δηλαδή της ιδιωτικής περιουσίας και της οικογένειας αποτελούσαν ζωτικά συμφέροντα της ίδιας της πόλης. Αντίθετα, η δίωξη για φόνο είχε ιδιωτικό χαρακτήρα, γιατί προϋπήρχε της σύστασης της πόλης και αποτελούσε κυρίως παράβαση των θρησκευτικών κανόνων, στο βαθμό που γινόταν αιτία μιάσματος. Όσον αφορά την ποινή οι αγωγές χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: σε αγώνες τιμητούς και αγώνες ατίμητους.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν τα εγκλήματα για τα οποία ο νομοθέτης δεν είχε προβλέψει την ποινή και οι διάδικοι πρότειναν μόνοι τους αυτήν που θεωρούσαν καταλληλότερη. Φυσικά, οι κατηγορούμενοι πρότειναν συνήθως την πλήρη απαλλαγή τους. Το ιδιαίτερο όμως χαρακτηριστικό αυτής της διαδικασίας ήταν το γεγονός πως οι δικαστές δεν είχαν το δικαίωμα να προτείνουν μία τρίτη, διαφορετική ποινή. Όφειλαν να επιλέξουν και να εφαρμόσουν μία από τις δύο προτάσεις, εκείνη δηλαδή του ενάγοντος ή εκείνη του εναγομένου.
Στη δεύτερη κατηγορία, των ατίμητων αγώνων, ανήκαν τα εγκλήματα των οποίων η ποινή προσδιοριζόταν με σαφήνεια από το νομοθέτη. Με αυτόν τον τρόπο δικάζονταν, για παράδειγμα, από τους Ένδεκα με έκτακτη δημόσια αγωγή (απαγωγή) οι κακούργοι που συλλαμβάνονταν επ’ αυτοφόρω. Άλλες μορφές καταγγελίας ήταν η εφήγηση (κλήση των αρχόντων για επιτόπια έρευνα), η φάση (για παραβιάσεις δικαιωμάτων ορφανών), η απογραφή (πραγματική απογραφή των περιουσιακών στοιχείων ως προοίμιο πιθανής δήμευσης) και η εισαγγελία (υπέρ ορφανών και επικλήρων ή υπέρ προστασίας της ασφάλειας της πόλης).
Ο θεσμός της εισαγγελίας αποδίδεται στο Σόλωνα, καθώς και η καινοτομία της παραπομπής στο δικαστήριο δι’ εφέσεως. Τις εφέσεις εκδίκαζε το νεοσύστατο δικαστήριο της Ηλιαίας. Τέλος, για να εκδικαστεί οποιαδήποτε αγωγή, έπρεπε ο ενάγων να καταθέσει ένα χρηματικό ποσό, που ονομαζόταν πρυτανεία σε περίπτωση γραφής και παράσταση σε περίπτωση δίκης. Η απουσία του κατηγορουμένου, εφόσον είχε κλητευθεί, επέτρεπε τη διεξαγωγή δίκης ερήμην (δίκη έρημος).
Β. Ενοχικό Δίκαιο – Εκούσια Συναλλάγματα
Σύμφωνα με την κατάταξη του Αριστοτέλη, όλες οι διαπροσωπικές πράξεις (συναλλάγματα) χωρίζονται σε εκούσιες και ακούσιες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν η αγοροπωλησία, το δάνειο, η εγγύηση, το χρησιδάνειο, η παρακαταθήκη και η μίσθωση. Η πώληση γινόταν με άμεση αντικαταβολή και σχεδόν ποτέ με πίστωση. Σύμφωνα μάλιστα με μία αρχαία μαρτυρία, υπήρχε νόμος του Πιττακού, ο οποίος απαγόρευε την πίστωση. Στην περίπτωση που ένας από τους συμβαλλόμενους δεν μπορούσε να παραδώσει άμεσα είτε το πωλούμενο αντικείμενο είτε το αντίτιμό του, σύναπταν αρραβώνα, ένα είδος δημοσιοποιημένης προκαταρκτικής συμφωνίας.
Η συμφωνία αυτή ήταν δεσμευτική και η παράβασή της επέσυρε δικαστική δίωξη. Ο αρραβώνας, ωστόσο, είναι γνωστός μόνον από κλασικές πηγές και η εφαρμογή του στην Αρχαϊκή περίοδο είναι αβέβαιη. Μεταξύ των υποχρεώσεων του πωλητή ήταν και η ανακοίνωση στον αγοραστή των ελαττωμάτων του πωλούμενου αντικειμένου (προλέγειν). Μία από τις αρχαιότερες τυπικές συμβάσεις του Ελληνικού δικαίου ήταν το δάνειο. Έχει υποστηριχτεί ότι για την εγκυρότητά του ήταν απαραίτητη η παρουσία μαρτύρων, αλλά φαίνεται ότι, όπως και στις περισσότερες περιπτώσεις, οι μάρτυρες έπαιζαν προφανώς μόνο αποδεικτικό ρόλο.
Από την Κλασική περίοδο γνωρίζουμε περισσότερες λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα σχετικά με την ξεχωριστή κατηγορία που αποτελούσαν τα ναυτικά δάνεια (χρήματα ναυτικά). Ιδιαίτερα γνωρίσματά τους ήταν η ανάληψη του κινδύνου, η συνομολόγηση εξαιρετικά υψηλών τόκων, η εγγύηση και το σχετικό έγγραφο. Ας μην ξεχνάμε ότι την εποχή για την οποία γίνεται λόγος, η ναυσιπλοΐα ήταν ένα εγχείρημα με πολλούς κινδύνους (καιρός, πειρατές, εχθρικά φύλα κοντά στα λιμάνια προορισμού). Για το λόγο αυτό οι ναυτικοί τόκοι μπορούσαν να ξεπερνούν και το 30% για κάθε ταξίδι, όταν οι έγγειοι τόκοι δεν ήταν πάνω από 12% ετησίως.
Οι διαφορές που προέκυπταν από τέτοιες συμβάσεις κρίνονταν στα ναυτοδικεία και στα εμποροδικεία. Τέλος, ως εγγύηση (υποθήκη) θεωρούνταν το ίδιο το πλοίο όταν δανειζόταν ο καπετάνιος, ή μέρος του εμπορεύματος όταν δανειζόταν ο έμπορος που ναύλωνε το πλοίο. Σε συγγενικές και θρησκευτικές μορφές οργάνωσης (όπως οι σύσσιτοι και οι οργεώνες) ανάγονται οι ρίζες των κεφαλαιουχικών εταιρειών που ονομάζονταν κοινωνίαι χρημάτων. Ο Σόλωνας τούς παραχώρησε το δικαίωμα να συντάσσουν το καταστατικό τους, για το οποίο χρειαζόταν απλώς η έγκριση των μελών.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την ισχύ του ήταν να μην εναντιώνεται στους κείμενους νόμους. Από την ίδρυσή τους οι εταιρείες αποκτούσαν δικαιοπρακτική ικανότητα για όλες τις πράξεις που δεν απαιτούσαν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Διέθεταν επίσης εργοληπτική αρμοδιότητα έναντι της πόλης (εκληπτορία) για επιχειρήσεις μεταλλείων, εμπορίου και άλλων δημόσιων έργων.
Γ. Ενοχικό Δίκαιο – Ακούσια Συναλλάγματα
Στη δεύτερη αριστοτελική κατηγορία των ενοχικών σχέσεων, η οποία περιελάμβανε τα ακούσια συναλλάγματα, ενέπιπταν τα λαθραία και τα βίαια. Λαθραία ονομάζονταν όσα διαπράττονταν κρυφά όπως η κλοπή, η μοιχεία, η φαρμακεία, η προαγωγεία, η δουλαπατία, η δολοφονία και η ψευδομαρτυρία. Ταβίαια περιελάμβαναν όσα προϋπέθεταν τη χρήση βίας, όπως η ανθρωποκτονία, η αρπαγή, η πήρωση, η κακηγορία, η αικία και ο προπηλακισμός. Η κλοπή και η μοιχεία διώκονταν με γραφή. Προβλεπόταν μάλιστα για ειδικές περιπτώσεις γραφή κλοπής δημοσίων και ιερών. Με γραφή εξάλλου διώκονταν οι άσωτοι, καθώς και όσοι παρουσίαζαν πνευματικές ή ψυχικές διαταραχές (γραφή αργίας και παρανοίας).
Αντίθετα, η δυσφήμιση (κακηγορία) επέσυρε δίκη, όπως άλλωστε και ο τραυματισμός: δίκη τραύματος εκ προνοίας ή δίκη βλάβης. Σχετικά με την ύβρη έχουν διατυπωθεί τα τελευταία χρόνια διιστάμενες απόψεις. Η παραδοσιακή άποψη θεωρούσε ύβρη οτιδήποτε προσέβαλλε τους θεούς. Ορισμένοι νεότεροι μελετητές υποστηρίζουν εντούτοις ότι η ύβρις ήταν σαφώς μία παράνομη πράξη, κοινωνικού όμως και όχι θρησκευτικού χαρακτήρα. Υπό αυτή την οπτική γωνία ύβρις θα ήταν κάθε πράξη που προσέβαλλε την τιμή ενός πολίτη.
Τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν μπορούν να οδηγήσουν σε βέβαιη άποψη, αλλά μπορούμε να πούμε με σχετική βεβαιότητα ότι η γραφή ύβρεως -γνωστή κυρίως από το Δημοσθένη- αποτελεί μάλλον ένα νομοθετικό μέτρο της Κλασικής περιόδου. Και αυτό συνάγεται και από το γεγονός ότι στην Αρχαϊκή περίοδο κάθε ενέργεια προσβλητική για την τιμή κάποιου, καλυπτόταν από τη δίκη αικίας.
Δ. Ποινικό Δίκαιο
Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο φόνος. Από την αντεκδίκηση και την αυτοδικία της Ομηρικής εποχής, το Ελληνικό δίκαιο πέρασε σταδιακά στην ποινή, αναθέτοντας στην πόλη την τιμωρία του ενόχου. Ελάχιστα στοιχεία σώζονται για τη νομοθεσία περί φόνου από το έργο των πρώτων νομοθετών. Συγκεκριμένες ποινές για ανθρωποκτονία αποδίδονται στο Ζάλευκο, το Χαρώνδα και τον Ανδροδάμα. Από το Δρηρό της Κρήτης προέρχεται επιγραφή με σχετικές αναφορές η οποία χρονολογείται στο β’ μισό του 7ου αιώνα π.X. Το πληρέστερο γνωστό κείμενο νόμου περί ανθρωποκτονίας είναι ο νόμος του Δράκοντα.
Λίγα στοιχεία του ήταν γνωστά από τον Αριστοτέλη, ώσπου τον περασμένο αιώνα ήρθε στο φως μία μαρμάρινη στήλη του τέλους του 5ου αιώνα π.X., στην οποία αναδημοσιευόταν ο συγκεκριμένος νόμος. Η καινοτομία του βρίσκεται στη ρητή πλέον δίωξη όποιου επιχειρήσει να αντεκδικηθεί. Η ποινή που οριζόταν για φόνο μη εκ προνοίας ήταν η εξορία, αλλά διέφερε από την απλή φυγή, στην οποία υποχρεωνόταν παλαιότερα ο δράστης για να γλιτώσει τα αντίποινα. Ο Δράκων προβλέπει την προστασία της ζωής του ακόμα και στην εξορία, αποδίδοντας έτσι στην πόλη το ρόλο του επίσημου και μοναδικού “εκδικητή”. Το άλλο στοιχείο που ρυθμίζεται από το νόμο, ήταν μία πρακτική που προφανώς εφαρμοζόταν από αιώνες.
Πρόκειται για τη διαδικασία της αιδέσεως, δηλαδή την παραχώρηση συγγνώμης από μέρους των συγγενών του θύματος, γεγονός που επέτρεπε στο δράστη να αποφύγει την εξορία. Η παραχώρηση δινόταν με αντάλλαγμα κάποια χρηματική ποινή και ήταν απαραίτητο να συμφωνήσουν ομόφωνα όλοι οι αγχιστείς του θύματος, όσοι δηλαδή δικαιούνταν να κινήσουν δίκη φόνου. Σε περίπτωση που δεν υπήρχαν συγγενείς, τη συγγνώμη μπορούσαν να παραχωρήσουν δέκα μέλη της φρατρίας του θύματος. Σημαντικός νεοτερισμός είναι η διάκριση του φόνου σε εκ προνοίας (εκ προμελέτης), μη εκ προνοίαςκαι ακούσιο φόνο (εξ αμελείας).
Δε σώζεται το απόσπασμα που ρύθμιζε την ποινή για το φόνο εκ προνοίας, αλλά πρέπει να υποθέσουμε ότι η ποινή θα ήταν αυτή που ίσχυε παραδοσιακά, δηλαδή η θανάτωση. Η εκτέλεσή της αφηνόταν σε κάποιο συγγενή του θύματος, αλλά μόνο εφόσον είχε βεβαιωθεί η ενοχή του κατηγορουμένου από τον Άρειο Πάγο. Η ρύθμιση αυτή που επέτρεπε στον οποιονδήποτε να σκοτώσει το φονιά, αν αυτός προσπαθούσε να διαφύγει (μη φεύγειν κτείναντα), ήταν σε ισχύ τουλάχιστον ως την Κλασική περίοδο. Η νομοθεσία του Σόλωνα, που αποτελεί το ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στη νομοθεσία του Δράκοντα και σε εκείνη της Κλασικής περιόδου, εισήγαγε και νέες ποινές εκτός από την εξορία.
Μεταξύ τους συγκαταλέγονται το ανάθεμα, μία πρώτη μορφή της ατιμίας και τα ιερά πρόστιμα. Η ατιμία την εποχή του Σόλωνα ισοδυναμούσε με την απαγόρευση να παίρνει κανείς το λόγο στις δημόσιες συνελεύσεις, να εισέρχεται στην αγορά και στα ιερά, να συμμετάσχει σε θυσίες ή αθλητικούς αγώνες και βέβαια να αναλαμβάνει δημόσια αξιώματα. Μέχρι τα τέλη του 5ου αιώνα π.X. η ατιμία είχε χαρακτήρα κληρονομικό και μπορούσε να βαρύνει και τα παιδιά του δράστη. Στο Σόλωνα οφείλονται επίσης οι γραφές κακώσεως, δημόσιες αγωγές προορισμένες να προστατεύουν ορφανά, υπέργηρους γονείς και επικλήρους.
Ε. Εμπράγματο Δίκαιο
Το ατομικό δικαίωμα κυριότητας ήταν μία έννοια που δεν την είχε ακόμη επεξεργαστεί το αρχαϊκό δίκαιο. Η κυριότητα δεν απείχε πολύ από κατοχή συνάδουσα με το δίκαιο. Η σημαντικότερη μορφή ιδιοκτησίας ήταν η έγγεια, αλλά οι πηγές δεν είναι σαφείς όταν μιλούν για παλαιούς χωρισμούς του εδάφους και για κατανομή του ανά οικογένειες. Δε διευκρινίζεται αν επρόκειτο για απλή χρησικαρπία ή για πραγματική κυριότητα. Το κατάλοιπο μίας παλαιότερης αντίληψης για την κοινή κτήση των γαιών, διαβλέπει κανείς μέσα στις συχνές αποφάσεις αναδασμών όπως του Δημώνακτα στην Κυρήνη και του Λυκούργου στη Σπάρτη.
Πολλές από τις ρυθμίσεις κυριότητας υπόκειντο σε περιορισμούς προς όφελος του δημόσιου ή ιδιωτικού συμφέροντος. Έτσι ένας νόμος, που αποδίδεται στο Σόλωνα, όριζε ότι ο κάτοχος αγρού με πηγάδι όφειλε να επιτρέπει την άντληση νερού για την άρδευση και των γειτονικών του χωραφιών. Η καταπάτηση της κυριότητας μπορούσε να διωχθεί με δίκη εξαγωγής. Αντίστοιχα, η υπεράσπιση της κυριότητας από κάποιον που την αμφισβητούσε γινόταν μέσω της δίκης εξουλής. Τέλος, το ιδιόμορφο ζήτημα που αφορά την υποθήκευση της εγγείου ιδιοκτησίας σχετίζεται με τη σεισάχθεια του Σόλωνα και επιδέχεται διάφορες ερμηνείες, ανάλογα με τον προσδιορισμό των εκτημόρων.
Ορισμένοι θεωρούν τους εκτημόρους χρεωμένους μικροϊδιοκτήτες, που υποθήκευσαν τους αγρούς τους και στη συνέχεια υποχρεώθηκαν να προσαρτηθούν σε αυτούς κατά τρόπο ανάλογο με τους είλωτες στη Σπάρτη. Οι όροι (σημάδια) μάλιστα, τους οποίους ο Σόλωνας επαίρεται στα ποιήματά του ότι αφαίρεσε, θα πρέπει να ερμηνευτούν ως αποδεικτικά στοιχεία της υποθήκευσης. Όμως με την παραπάνω εκδοχή δε συμφωνούν όλοι οι μελετητές. Για ορισμένους οι εκτήμοροι θα πρέπει να θεωρηθούν ακτήμονες πολίτες, υποχρεωμένοι να παρέχουν την εργασία τους στους μεγαλογαιοκτήμονες ευπατρίδες.
Όσοι από αυτούς δεν κατάφερναν να καταβάλουν το προκαθορισμένο μέρος από τη σοδειά θεωρούνταν αγώγιμοι, ανήκαν δηλαδή στον κύριο του αγρού. Ο Σόλωνας απελευθέρωσε όσους βρέθηκαν εξαιτίας των οφειλών τους σε κατάσταση δουλείας και παράλληλα κατάργησε το δανεισμό επί τοις σώμασι (με υποθήκη το σώμα). Η υποθήκευση εγγείων συνεχίστηκε και στην Κλασική περίοδο, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε πια να οδηγήσει σε στέρηση της προσωπικής ελευθερίας.
Ιδιωτικό Δίκαιο
Το αττικό ιδιωτικό δίκαιο στηριζόταν εξ ολοκλήρου στην έννοια του οίκου, ο οποίος αναφέρεται σε έναν απλό και συνάμα εύστοχο ορισμό του ως “ένα σύνολο προσώπων, πραγμάτων και θρησκευτικών συνηθειών”. Ο οίκος υπόκειται σε ένα δίκαιο εντελώς ξεχωριστό από εκείνο της πόλης. Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο ήταν ο πολίτης, ο οποίος εκτός από ενεργό μέλος των θεσμών της πόλης ήταν και η κεφαλή του οίκου στον οποίο ανήκε. Η πόλη, ωστόσο, δεν ήταν αδιάφορη για όσα συνέβαιναν στον οίκο. Αντιμετώπιζε τον επικεφαλής της οικογένειας ως κύριο και διαχειριστή της περιουσίας της, η οποία όμως αποτελούσε ταυτόχρονα και το αντικείμενο συγκυριότητας με τα υπόλοιπα μέλη.
Γι’ αυτό άλλωστε η πόλη διατηρούσε το δικαίωμα να επεμβαίνει σε περιπτώσεις που το ιδιοκτησιακό καθεστώς διαταρασσόταν, να καθορίζει τις κληρονομικές ρυθμίσεις και να διατηρεί κάποιον έλεγχο στο γάμο και στο διαζύγιο. Στενότερος ήταν ο έλεγχος για την είσοδο με υιοθεσία κάποιου νέου μέλους στον οίκο, αλλά και για τη μεταβίβαση της περιουσίας μέσω διαθήκης ή εξ αδιαθέτου. Ειδικές διατάξεις προέβλεπαν την περίπτωση που ο πολίτης δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του προς τα μέλη του οίκου του. Το μέσο με το οποίο εξασφαλιζόταν η δυνατότητα παρέμβασης ήταν η γραφή κακώσεως. Μία μήνυση δηλαδή που μπορούσε να καταθέσει οποιοσδήποτε τρίτος εναντίον του οικογενειάρχη για παραβίαση των δικαιωμάτων των οικείων του.
Επιπλέον, η γραφή ασεβείας επέτρεπε να μηνυθεί όποιος δε μεριμνούσε για την τιμωρία φόνου που είχε συμβεί στην οικογένειά του. Καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση των ρυθμίσεων του οικογενειακού δικαίου ήταν ο όρος αγχιστεία. Η αγχιστεία περιελάμβανε όλες τις σχέσεις που δημιουργούνταν στα όρια της νόμιμης οικογένειας και προσδιόριζε τη συγγένεια και τους βαθμούς της, πράγμα εξαιρετικά σημαντικό σε πολλές περιπτώσεις όπως είναι η κληρονομιά, η διεκδίκηση επικλήρου και η δίκη φόνου. Περιελάμβανε μέχρι και τα παιδιά των πρώτων εξαδέλφων, δηλαδή και τους συγγενείς πέμπτου βαθμού.
Α. Κληρονομικές Ρυθμίσεις
Η κληρονομική διαδοχή για τον Αθηναϊκό οίκο ισοδυναμούσε με τη μεταβίβαση της εξουσίας του κυρίου του οίκου σε ένα νέο πρόσωπο. Αυτό το πρόσωπο, μαζί με την κυριότητα και τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων, αναλάμβανε και τη δημόσια εκπροσώπηση του οίκου. Τα επιμέρους δικαιώματα των μελών του είχαν ισχύ μόνον έναντι του οικογενειακού δικαίου. Για την πόλη εκφραστής των δικαιωμάτων αυτών ήταν πάντοτε ο πολίτης. Με το θάνατό του, η πόλη εξέταζε τα δικαιώματα του κάθε μέλους, ώστε να ελέγχεται η διαδοχή. Η διαθήκη στην αρχαία Αθήνα -όπως άλλωστε και οι περισσότερες δικαιοπραξίες- δεν ήταν υποχρεωτικό να συντάσσεται γραπτά.
Οι μάρτυρες όμως ήταν απαραίτητοι, εφόσον ήταν μόνο προφορική. Δεν ίσχυε επίσης η αρχή της εγκυρότητας της νεότερης διαθήκης. Σε περίπτωση μεταβολής μίας γραπτής διαθήκης έπρεπε να καταστραφούν όλα τα αντίγραφα της παλαιότερης. Πολλοί λόγοι μπορούσαν να καταστήσουν άκυρη μία διαθήκη. Πρώτα από όλα έπρεπε να είναι σύννομη με το δικαίωμα της κληροδοσίας, καθώς μόνο οι άντρες μπορούσαν να συντάσσουν διαθήκη. Κι από τους άντρες πάλι αποκλείονταν όσοι είχαν τιμωρηθεί με ατιμία, όσοι από τους δημόσιους λειτουργούς δεν είχαν λογοδοτήσει ακόμα για το δημόσιο χρήμα που διαχειρίστηκαν και -σύμφωνα με ένα νόμο του Σόλωνα που μας παραδίδει ο Δημοσθένης- όσοι δεν είχαν ακέραιες τις πνευματικές τους ικανότητες.
Ως αιτίες για να ισχύσει η τελευταία περίπτωση μπορούσαν να θεωρηθούν τα γηρατειά, η παραφροσύνη (μανία), η επίδραση κάποιου φίλτρου ή γυναίκας και τέλος η οποιαδήποτε άσκηση βίας στο διαθέτη. Όσον αφορά την ίδια την κληρονομιά, μόνο οι άμεσοι απόγονοι μπορούσαν να την αποκτήσουν αυτοδίκαια. Οι υπόλοιποι, όπως οι εκ πλαγίου, ήταν απαραίτητο να τη διεκδικήσουν με αίτηση προς τον επώνυμο άρχοντα. Η οριστική απόφαση (επιδικασία) μπορούσε να δοθεί από τον άρχοντα για τις απλές υποθέσεις. Όταν περισσότεροι συγγενείς διεκδικούσαν την κληρονομιά, η υπόθεση παραπεμπόταν στο δικαστήριο.
Β. Διαθήκη
Υπάρχουν αρκετά διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη διαθήκη, το τι ακριβώς σήμαινε και από ποιόν μπορούσε να συνταχτεί. Η παλαιότερη επικρατούσα άποψη θεωρούσε ότι η διαθήκη μπορούσε να συνταχτεί μόνο από κάποιον που δεν είχε νόμιμους άρρενες κατιόντες, ενώ σε αντίθετη περίπτωση οι ειδικές ρυθμίσεις που διέταζε ο αποθανών αποτελούσαν απλώς επίσκηψη (διαταγή – οδηγία). Σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες, οι απόψεις αυτές θα πρέπει να τροποποιηθούν ως εξής: διαθήκη μπορούσε να συντάξει οποιοσδήποτε, απλά σε περίπτωση που είχε νόμιμους γιους δεν μπορούσε να διαθέσει τα περιουσιακά αγαθά του οίκου του, χωρίς να τους λάβει υπόψη.
Με τη διαθήκη εξάλλου ήδη πριν από τη νομοθεσία του Σόλωνα, μπορούσε και όποιος δεν είχε νόμιμους κατιόντες να φροντίσει για τη συνέχιση του οίκου του μέσω της λεγόμενης δια διαθήκης υιοθεσία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σύγχυση τόσο μεταξύ των αρχαίων πηγών -οι οποίες ορισμένες φορές αποκαλούν διαθήκη την υιοθεσία και άλλοτε καταχρηστικά την επίσκηψη- όσο και μεταξύ των σύγχρονων μελετητών που ερμηνεύουν διαφορετικά τον ίδιο όρο. Με τη διαθήκη μπορούσε κανείς, επίσης, να ορίσει επίτροπο για τα ανήλικα παιδιά του και κύριο για τις ενήλικες γυναίκες, να προβλέψει το γάμο της χήρας ή της κόρης του, προβαίνοντας μάλιστα και στην ανάλογη εγγύη.
Καθώς επίσης και να συστήσει προίκα και στις δύο περιπτώσεις. Μπορούσε ακόμη να ρυθμίσει το χωρισμό της περιουσίας μεταξύ των γιων του και να αποφασίσει για μικρές δωρεές ή κληροδοτήματα σε τρίτους. Τέλος, δικαιούνταν να δίνει οδηγίες σχετικά με την κηδεία του (εκφορά) και να ζητά από τους κληρονόμους του τη δίωξη οποιουδήποτε υπευθύνου για το θάνατό του.
Γ. Κληρονομιά εξ Αδιαθέτου
Τα περισσότερα στοιχεία που γνωρίζουμε για το νόμο περί κληρονομιάς προέρχονται από ένα λόγο του Ψευδο-Δημοσθένους και αφορούν ρυθμίσεις που ίσχυαν κατά την Κλασική περίοδο. Όμως οι ρυθμίσεις αυτές -σύμφωνα με τη γνώμη των ειδικών- πιθανότατα να ανάγονται στην εποχή του Σόλωνα. Από τον εν λόγω νόμο μαθαίνουμε έμμεσα αυτό που ίσχυε παλαιότερα, πως δηλαδή στην κληρονομιά καλούνταν μόνον οι άρρενες και οι εξ αρρένων κατιόντες. Στη περίοδο μετά το Σόλωνα η κληρονομική διαδοχή διαμορφώνεται με βάση την αγχιστική σχέση, δηλαδή με τους δεσμούς αίματος. Ρυθμιστική απέβαινε η κατάταξη των συγγενών σε γένη, όπου ως γένος θα πρέπει να εννοηθούν εδώ όλοι οι απόγονοι ενός γεννητή (μια γενιά).
Οι κατιόντες του αποθανόντος αποτελούσαν το πρώτο γένος, ενώ εκείνοι του πατέρα του το δεύτερο. Το τρίτο γένος περιελάμβανε τους κατιόντες του παππού, το τέταρτο του προπάππου του αποθανόντος κ.ο.κ. Από όλους τους αγχιστείς δικαιώματα μπορούσαν να προβάλλουν μόνον οι κατιόντες του αποθανόντος και οι κατιόντες του πατέρα του. Είναι βεβαιωμένο ότι οι κατ’ ευθεία γραμμή κατιόντες προηγούνταν από τους εκ πλαγίου συγγενείς. Σε περίπτωση που αυτοί ήταν ανήλικοι, εκπροσωπούνταν από επίτροπο. Όταν ο αποθανών άφηνε γιους και θυγατέρες, οι τελευταίες είχαν δικαιώματα μόνο στην προίκα (επίπροικοι). Όταν άφηνε μόνο θυγατέρες, ίσχυαν οι ιδιαίτερες ρυθμίσεις περί επικλήρων.
Τέλος, επικρατεί η άποψη ότι μόνο αν δεν είχε νόμιμους κατιόντες ο αποθανών η κληρονομιά θα περιερχόταν στους εκ πλαγίου, παρότι ορισμένοι θεωρούν ότι σε αυτή την περίπτωση καλούνταν πλέον στην κληρονομιά και οι ανιόντες (αρχικά από τη μεριά του πατέρα και ύστερα από εκείνη της μητέρας του αποθανόντος). Η κλήση των ανιόντων δε συνάδει με τη βασική ιδέα της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, που ήταν η ανεύρεση ενός καινούργιου αρχηγού για τον οίκο.
Δ. Γάμος και Διαζύγιο
Τον αρχαιότερο θεσμό του γάμου δι’ αγοράς, σύμφωνα με τον οποίο ο μελλοντικός σύζυγος έπρεπε να πληρώσει για την απόκτηση της γυναίκας του, αντικατέστησε ο γάμος δι’ εγγύης. Η εγγύη (εγγύηση) δεν ήταν παρά η συμφωνία μεταξύ του κυρίου της γυναίκας και του μελλοντικού της συζύγου. Συνάπτονταν με αμοιβαία υπόσχεση πως η συγκεκριμένη γυναίκα θα παραδοθεί από τον πρώτο και αντίστοιχα θα τιμηθεί ως σύζυγος από το δεύτερο. Η παράδοσή της όμως, αποτελούσε μια εντελώς ξεχωριστή πράξη. Ο γάμος υφίστατο μόνο όταν είχε υπάρξει συνοίκηση. Από την άλλη, για να έχει η συνοίκηση αξία γάμου και να μη θεωρείται απλή παλλακεία, έπρεπε απαραίτητα να έχει προηγηθεί η εγγύη.
Από τα χρόνια του Σόλωνα τουλάχιστον και μετά, η εγγύη αποτελούσε προϋπόθεση για τη νομιμότητα του γάμου. Η παλλακεία, αν και σαφώς κατώτερη του γάμου, ήταν ωστόσο κοινωνικά αποδεκτή. Υπήρχε μάλιστα και νομικό πλαίσιο που προσδιόριζε τη σχέση της παλλακίδας και των παιδιών που έφερνε στον κόσμο με τον κύριό της. Το διαζύγιο στην αρχαία Αθήνα μπορούσε να οφείλεται στη θέληση του ενός από τους συζύγους και σε ορισμένες περιπτώσεις στη θέληση κάποιου τρίτου. Όταν ο άντρας έδιωχνε τη γυναίκα του επρόκειτο για απόπεμψη, ενώ όταν εγκατέλειπε η γυναίκα τη συζυγική εστία για απόλειψη.
Ιδιορρυθμία του Αθηναϊκού δικαίου ήταν η περίπτωση της αφαίρεσης, η οποία μπορούσε να ασκηθεί από τον πατέρα της γυναίκας, διακόπτοντας έτσι το γάμο. Σε άλλες περιπτώσεις η αφαίρεση σχετιζόταν με τις επικλήρους. Η έννοια της μοιχείας στην αρχαία Αθήνα ήταν διαφορετική από τη σημερινή, εφόσον για να στοιχειοθετηθεί μοιχεία δεν ήταν απαραίτητο να είναι παντρεμένη η γυναίκα. Οι γυναίκες όφειλαν να είναι πιστές στους συζύγους τους. Πριν από το γάμο ή στη διάρκεια της χηρείας όφειλαν πίστη στους κυρίους τους. Η μοιχεία θεωρούνταν έγκλημα που μπορούσε να επισύρει αυτοδικία από μέρους του αρχηγού της οικογένειας.
Ε. Προίκα και Επίκληρος
Η προίκα, αν και συχνά η σύστασή της συνέπιπτε χρονικά με την εγγύη, αποτελούσε μία εντελώς ξεχωριστή πράξη. Σήμερα δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι ένας γάμος ήταν έγκυρος, ακόμα κι αν δεν είχε υπάρξει προίκα. Η προίκα ή φερνή μπορούσε να σχετίζεται με τα κληρονομικά δικαιώματα της γυναίκας και αποτελούνταν από ό,τι της δινόταν όταν παντρευόταν. Σε περίπτωση λύσης του γάμου, έπρεπε να επιστραφούν όλα, ακόμα και όσα ο σύζυγος είχε λάβει μόνο εικονικά. Δεν ήταν σπάνιο, άλλωστε, το φαινόμενο να δηλώνονται ως προίκα από το σύζυγο περιουσιακά στοιχεία που ποτέ δεν είχε λάβει.
Η γυναίκα στο Αττικό δίκαιο δεν είχε δικαιοπρακτική ικανότητα, και συνεπώς τα οικογενειακά της δικαιώματα έπρεπε πάντα να αντιπροσωπεύονται δημοσίως από κάποιον άντρα. Αυτός ονομαζόταν κύριος και μπορούσε να είναι ο πατέρας, ο σύζυγος, ο μεγαλύτερος γιος ή ο αδελφός. Όταν υπήρχαν γιοι στην οικογένεια, η κόρη εξαντλούσε τα δικαιώματά της -συμπεριλαμβανομένων και των κληρονομικών- με την προίκα, και τότε ονομαζόταν επίπροικος. Στην περίπτωση όμως που δεν υπήρχαν γιοι, λεγόταν επίκληρος και είχε δικαίωμα σε ολόκληρη την περιουσία, ως η μοναδική απόγονος του χωρίς άρρενες οίκου. Ο νόμος της πόλης όμως δεν επέτρεπε στη γυναίκα να είναι κάτοχος του κλήρου.
Λειτουργούσε λοιπόν ως φορέας του κλήρου και διαμέσου αυτής ο κλήρος μεταβιβαζόταν στους γιους της. Για να μη χάνεται όμως ο κλήρος από την οικογένεια, ο νόμος όριζε ότι η επίκληρος περιερχόταν μαζί με τον κλήρο στον πλησιέστερο από τους εκ πλαγίου άρρενες συγγενείς. Σε περίπτωση άρνησής του, κατέληγε στον αμέσως επόμενο και ούτω καθεξής. Ο πλησιέστερος αυτός αγχιστέας μπορούσε να την παντρευτεί, εφόσον ήταν ανύπαντρη, ή να προβεί σε αφαίρεση επικλήρου, αν ήταν ήδη παντρεμένη. Η μόνη περίπτωση -όπου πλέον καμία επέμβαση αγχιστέων δε γινόταν δεκτή- προέκυπτε, όταν η επίκληρος ήταν παντρεμένη και είχε αποκτήσει γιο, στον οποίο θα μεταβίβαζε τον κλήρο.
Η προστασία της επικλήρου υπαγόταν σε ιδιαίτερες διατάξεις, όπως η γραφή κακώσεως και η εισαγγελία και προκαλούσε την επέμβαση του επώνυμου άρχοντα. Εξαιρετική περίπτωση αποτελούσε η ύπαρξη στον οίκο μίας νόμιμης κόρης κι ενός υιοθετημένου γιου. Η κόρη τότε λεγόταν φυσική επίκληρος και οι απόγονοί της συνέχιζαν να έχουν προτεραιότητα στον κλήρο σε σχέση με τους απ’ ευθείας απογόνους του υιοθετημένου. Έτσι, η μόνη λύση, για να εξασφαλίσει τους απογόνους του κάποιος υιοθετημένος, ήταν να παντρευτεί τη θετή αδελφή του.
ΣΤ. Υιοθεσία
Η υιοθεσία στην αρχαία Αθήνα ήταν δυνατή για τον αρχηγό του οίκου, εφόσον δεν είχε νόμιμους γιους. Η τεχνητή αυτή ένταξη ενός νέου μέλους στην οικογένεια ονομαζόταν ποίηση ή εισποίηση και αναλογούσε στη διαδικασία με την οποία η πόλη δεχόταν στους κόλπους της και αναγνώριζε ως πολίτη κάποιον ξένο. Τα δικαιώματα του υιοθετημένου δεν ήταν ποτέ ακριβώς τα ίδια με αυτά των φυσικών μελών του οίκου. Δεν μπορούσε, για παράδειγμα, να συντάξει διαθήκη και οι αγχιστείς του θετού πατέρα του προηγούνταν στην κληρονομιά του υιοθετημένου από τους δικούς του απογόνους. Με τον ίδιο τρόπο που γινόταν η αναγνώριση της υιοθεσίας -με την παρουσίαση δηλαδή του υιοθετημένου γιου στη φρατρία- μπορούσε να γίνει και η αναγνώριση των νόθων εξ αστής.
Αυτοί ήταν γιοι που είχαν γεννηθεί από μητέρα Ατθίδα, η οποία όμως δεν ήταν η νόμιμη σύζυγος. Αφού αναγνωριζόταν, ο νόθος εισερχόταν στον οίκο και μπορούσε να πάρει τη θέση γνήσιου γιου. Αντίθετα, οι νόθοι εκ ξένης δεν μπορούσαν να αναγνωριστούν και από τα μέσα του 5ου αιώνα π.X. δε θεωρούνταν καν πολίτες. Η πατρική εξουσία ήταν ιδιαίτερα ισχυρή εξαιτίας τόσο της νομοθεσίας όσο και των κοινωνικών αντιλήψεων της εποχής. Φαίνεται πως σε αυτές τις αντιλήψεις περισσότερο παρά σε νομική κατοχύρωσή της οφειλόταν η υποχρέωση του γιου να ζητήσει τη συγκατάθεση του πατέρα, για να παντρευτεί (επιβεβαίωση).
Μία άλλη μορφή άσκησης της πατρικής εξουσίας ήταν η αποκήρυξη. Όπως φαίνεται από το όνομά της, η διαδικασία αυτή πραγματοποιούνταν με κήρυκα, ο οποίος ανακοίνωνε σε όλη την πόλη την απόφαση του πατέρα να αποκλείσει από τον οίκο το γιο του. Μία τέτοια τιμωρία μπορούσε βέβαια να εφαρμοστεί μόνον ύστερα από εξαιρετικά σοβαρά παραπτώματα. Ανάμεσα στα δικαιώματα του πατέρα και κυρίου του οίκου ήταν και η απαγόρευση ή η επιβολή έκτρωσης στη σύζυγό του, καθώς και η απόφαση έκθεσης του βρέφους, ιδιαίτερα συχνή στην περίπτωση των κοριτσιών.
ΑΞΙΕΣ
Η επανεμφάνιση της γραφής σε μία νέα, πολύ εύχρηστη μορφή συντέλεσε αποφασιστικά στην εδραίωση παλαιών και στη διαμόρφωση νέων αξιών της αρχαϊκής κοινωνίας. Ισχυροποιήθηκε η συνείδηση της κοινής γλώσσας και καταγωγής, οριστικοποιήθηκε η παράδοση των ομηρικών επών και γεννήθηκαν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ατομικότητας. Δεν εξάλειψαν, ωστόσο, παραδόσεις που -επιτρέποντας έναν αναχρονισμό- θα τις ονομάζαμε “μεταφυσικές”. Από την πίστη στη μαντική και τη μαγεία -με έντονη την επιρροή του Ανατολικού κόσμου- αναδύθηκαν σταδιακά οι πρώτες επιστήμες όπως η ιατρική. Το Δελφικό μαντείο, ως πανελλήνιο ιερό, συνέβαλε στη διαμόρφωση των κοινωνικών αξιών και των πολιτικών θεσμών της Αρχαϊκής περιόδου.
Εμφάνιση Γραφής
Το μεγαλύτερο πολιτισμικό επίτευγμα των Αρχαϊκών χρόνων είναι αναμφισβήτητα η υιοθέτηση της Φοινικικής γραφής από τους Έλληνες και η προσαρμογή της στις φωνητικές ανάγκες της Ελληνικής γλώσσας. Σήμερα επικρατεί η άποψη ότι η γνώση της γραφής εξέλειψε με το τέλος του Μυκηναϊκού κόσμου. Η Γραμμική B, που είχε χρησιμοποιηθεί κυρίως από ειδικευμένους ανακτορικούς γραφείς για τη σύνταξη απογραφικών καταλόγων, λόγω της πολυπλοκότητάς της δεν απέκτησε ποτέ ευρεία χρήση. Όσο ψηλά κι αν ανεβάσουμε το χρονολογικό όριο για την υιοθέτηση της Φοινικικής γραφής, τα παρόντα στοιχεία δείχνουν ότι για μερικούς αιώνες η γραφή είχε ξεχαστεί στην Ελλάδα.
Όταν η γνώση της γραφής επανακτήθηκε, διευρύνθηκαν και οι χρήσεις της σε σύγκριση με τη Μυκηναϊκή εποχή. Η καινοτομία που εισήγαγαν οι Έλληνες και καθόρισε την εξέλιξη της Ελληνικής, αλλά και όλων των υπόλοιπων Ευρωπαϊκών γλωσσών, έγκειται στη χρήση γραμμάτων για την απόδοση των φωνηέντων φθόγγων. Το βορειοσημιτικό αλφάβητο περιελάμβανε 22 σύμβολα για τη δήλωση των συμφώνων και των ημιφώνων. Ορισμένοι από τους φθόγγους αυτούς ήταν άγνωστοι στο Ελληνικό φωνολογικό σύστημα και πιθανότατα γίνονταν αντιληπτοί από τους Έλληνες περισσότερο ως φωνήεντα, παρά ως λαρυγγικές παύσεις.
Το αποτέλεσμα ήταν να χρησιμοποιηθούν το aleph για το α, το he για το ε, το yod για το ι, το vav για το υ και το ayin για το ο. Ήδη από τα πρώτα χρόνια της χρήσης του αλφάβητου παρατηρούνται πολλές διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή. Ορισμένα βασικά γράμματα του Φοινικικού προτύπου δε διατηρούν παντού την ίδια φωνητική αξία. Επίσης οι Ελληνικές προσθήκες χαρακτήρων, που επελέγησαν ή εισήχθησαν εξαιτίας της ανάγκης να εκφραστούν τα δασέα σύμφωνα φ και χ, καθώς και τα διπλά ψ, ξ, ζ δεν είναι παντού οι ίδιες. Ποικίλες ήταν και οι μορφές γραφής που αναπτύχθηκαν, όπως επίσης και οι επιλογές χαρακτήρα, για να εκφραστεί η δασύτητα των φωνηέντων και να διαφοροποιηθούν τα μακρά από τα βραχέα.
Η διαδικασία πρόσληψης και εμπλουτισμού του αλφάβητου, που ολοκληρώθηκε με την εισαγωγή του ω, φαίνεται πως είχε πραγματοποιηθεί ως τις αρχές του 7ου αιώνα π.X. H ομογενοποίηση, εντούτοις, και η επικράτηση του πιο αναπτυγμένου και πληρέστερου μοντέλου αλφάβητου, αυτού της Ιωνίας -διήρκεσε πολλούς αιώνες και πήρε την πραγματική του υπόσταση, μόνο μετά την καθιέρωσή του στην Αθήνα το 403 – 402 π.X., όταν άρχοντας ήταν ο Ευκλείδης. Η γραφή των αριθμών ομογενοποιήθηκε μόλις στους Ελληνιστικούς χρόνους.
Έχουν προταθεί πολλά κριτήρια για την ταξινόμηση των τοπικών γραφών με βάση την παρουσία, την απουσία ή την επιλογή κάποιων χαρακτήρων για την έκφραση ενός δεδομένου φθόγγου. Ωστόσο, κανένα από τα συστήματα που προκύπτουν δεν παρέχει καθολικά ικανοποιητικές απαντήσεις. Έντονη διαφοροποίηση εντοπίζεται μεταξύ των αλφαβήτων της Χαλκίδας και της Αθήνας. Από το πρώτο θα προκύψει η Λατινική γραφή, ενώ το δεύτερο θα υποκατασταθεί από το Ιωνικό, για να γίνει στη συνέχεια η κοινή γραφή όλων των Ελλήνων, η οποία -χωρίς σοβαρές τροποποιήσεις- επιβίωσε μέχρι σήμερα.
Α. Μορφές Γραφής
Oι Έλληνες στην αρχή έγραφαν, όπως και οι Φοίνικες, από τα δεξιά προς τα αριστερά (επί τα λαιά) χωρίς διαχωρισμό των λέξεων ή των φράσεων. Η ακολουθία των γραμμάτων μπορούσε να πάρει οποιαδήποτε φορά, ανάλογα με την επιφάνεια στην οποία έγραφαν. Εμφανίζονται έτσι κυκλικές ή πεταλοειδείς επιγραφές. Στις επίπεδες επιφάνειες βέβαια επικράτησε η οριζόντια γραφή. Πολύ νωρίς άρχισε να εφαρμόζεται ένας πρωτότυπος τρόπος συνεχόμενης γραφής, που αποκαλούνταν βουστροφηδόν. Φτάνοντας στην άκρη του στίχου η επιγραφή συνέχιζε στον επόμενο με αντίθετη πλέον φορά, ακριβώς όπως η πορεία που ακολουθούν τα βόδια κατά το όργωμα.
Και οι δύο αυτοί τρόποι εγκαταλείφθηκαν στη διάρκεια του 6ου αιώνα π.X. και επικράτησε η γραφή με φορά από αριστερά προς τα δεξιά, η οποία ήταν πιο πρακτική, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων είναι δεξιόχειρες. Ο διαχωρισμός των λέξεων άρχισε να σημαίνεται με δύο ή τρεις στιγμές σε κάθετη διάταξη. Οι σωζόμενες επιγραφές από την Αρχαϊκή περίοδο βρίσκονται χαραγμένες ή ζωγραφισμένες σε πηλό, λαξευμένες σε λίθο ή χαραγμένες σε μέταλλο. Τα υλικά αυτά αντιπροσωπεύουν ό,τι μπόρεσε να αντέξει στο χρόνο και είναι αυτονόητο ότι ευρύτερη χρήση είχαν άλλα φθαρτά υλικά, όπως το ξύλο, το δέρμα, το κερί και ο πάπυρος.
Το πλέον διαδεδομένο μέσο γραφής πρέπει να ήταν οι ξύλινοι πίνακες με επικάλυψη κεριού, στους οποίους τα γράμματα χαράσσονταν με το στύλο και μπορούσαν εύκολα να σβηστούν και να ξαναγραφούν. Στα λευκώματα -που ήταν ξύλινοι πίνακες με επικάλυψη γύψου- έγραφαν με τη βοήθεια χρωματικής ουσίας. Η σύνδεση δύο ή περισσότερων τέτοιων πινάκων επέτρεπε τη δημιουργία δίπτυχου ή πολύπτυχου αντίστοιχα, ικανού να προστατεύει τη γραφή και να επιτρέπει το σφράγισμα και την εξασφάλιση του απόρρητου.
Η λέξη δέλτος που στα Ελληνικά σημαίνει τον απλό πίνακα γραφής, είναι Σημιτικής προέλευσης και εύλογα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η δέλτος στην Ελλάδα είναι τόσο παλιά όσο και το αλφάβητο. Δέρμα περιτυλιγμένο σε ξύλινη ράβδο, ο λεγόμενος κύλινδρος, ήταν σε ευρεία χρήση στην Ασσυριακή Αυτοκρατορία. Ανάλογοι κύλινδροι ήταν γνωστοί στην Ελλάδα κατά τον 7ο αιώνα π.X., όπως φαίνεται από την αναφορά του Αρχίλοχου στη ράβδο (σκυτάλη). Η χρήση της λέξης διφθέρα (δέρμα) ήταν τόσο εδραιωμένη στο σχετικό με τη γραφή λεξιλόγιο, ώστε -σύμφωνα με τον Ηρόδοτο- να αποκαλούνται έτσι ακόμη και οι πάπυροι.
Οι τελευταίοι εισάγονταν στην Ελλάδα είτε απευθείας από την Αίγυπτο είτε μέσω των Φοινικικών εμπορικών σταθμών, όπως ήταν η Βύβλος. Η προέλευση αυτή οδήγησε στην ονομασία του παπύρου σε “βίβλος” και “βιβλίο”. Η διάδοσή του ως προσιτό, αν και οπωσδήποτε ακριβό, μέσο γραφής συνδέεται προφανώς με την ίδρυση της Ελληνικής αποικίας της Ναυκράτιδος στην Αίγυπτο, γύρω στα 600 π.X. Στα πρώτα χρόνια της γραφής το λεύκωμα και το δέρμα, και στη συνέχεια ο πάπυρος, θα πρέπει να θεωρηθούν τα κύρια υλικά για τα δημόσια έγγραφα. Αντίστοιχα, η ιδιωτική γραφή εμφανίζεται την ίδια περίοδο κυρίως σε όστρακα και πρέπει να υποθέσουμε και σε κερωμένους πίνακες, που όμως δε σώθηκαν.
Β. Χρήσεις Γραφής
Οι αρχαιότερες επιγραφικές μαρτυρίες είναι άτυπα χαράγματα σε κεραμική. Σε αυτές αναγράφεται το όνομα του ιδιοκτήτη ή του κατασκευαστή, σημειώνεται η ανάθεση του αντικειμένου σε κάποιο θεό, ενώ σε κάποιες διακρίνεται μια παιγνιώδης διάθεση. Η εικασία που αποδίδει αποκλειστικά την “εφεύρεση” του αλφάβητου στην ανάγκη καταγραφής της επικής ποίησης σαφώς δε συνάδει με τα παραπάνω ευρήματα. Παρ’ όλα αυτά είναι προφανής η επιρροή που άσκησε η ποίηση στις πρώτες χρήσεις της γραφής, καθώς αυτές έχουν συχνά τη μορφή εξαμέτρου. Στην ιδιωτική χρήση της γραφής συμπεριλαμβάνεται επίσης η μαγική, με τη μορφή καταδέσμων (τώρα πια γνωστών και από τον 6ο αιώνα π.X.) ή επιγραφών χωρίς νόημα.
Τα προξενικά ψηφίσματα, οι συνομολογίες συνθηκών και οι νόμοι προφανώς γράφονταν αρχικά σε φθαρτά υλικά. Οι νόμοι του Σόλωνα είχαν αναγραφεί σε κύρβεις, δηλαδή σε ξύλινους ασπρισμένους πίνακες στηριγμένους σε άξονες. Σε περίπτωση που ιδιαίτεροι λόγοι επέβαλλαν τη διατήρησή τους στο χρόνο, τα δημόσια έγγραφα αντιγράφονταν με λάξευση σε λίθο ή χαράσσονταν σε μέταλλο. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως τα αντίγραφα αυτά είχαν ανάλογο και σε ορισμένες περιπτώσεις -όπως στην Αθήνα- μεγαλύτερο κύρος από το αρχικό έγγραφο σε φθαρτό υλικό, το οποίο προφανώς φυλάσσονταν σε αρχείο.
Στην Αθήνα, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, οι δημόσιες επιγραφές εκτίθενται σε κοινή θέα. Το γεγονός αυτό εκφράζει από τη μία τις δημοκρατικές αντιλήψεις και από την άλλη την επιθυμία να τεθούν κάτω από τον έλεγχο του θεού ορισμένες πλευρές της οικονομικής διαχείρισης. Τέτοιο ρόλο έχουν για παράδειγμα οι κατάλογοι αφιερωμάτων ή συνεισφορών και οι λογαριασμοί οικοδομικών εργασιών στην Ακρόπολη.
Γ. Συνθήκες Γραφής
Ο τόπος και ο χρόνος της υιοθέτησης του αλφάβητου, καθώς και το από ποιον υιοθετήθηκε, συζητήθηκαν και συζητιούνται ακόμη προκαλώντας έντονες αντιπαλότητες στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας. Οι παλαιότερες επιγραφές σώζονται σε όστρακα κεραμικών αγγείων από τη Νάξο, την Ίσχια στον κόλπο της Νάπολης, την Αθήνα, την Εύβοια, τον Ωρωπό (σε αλιευτικό βαρίδι) και την Αλ Μίνα στη Συρία. Η τελευταία έχει επιπλέον θεωρηθεί ως ένας από τους πιο πιθανούς τόπους υιοθέτησης του Φοινικικού αλφάβητου. Οι Έλληνες έμποροι, βλέποντας το όφελος που αποκόμιζαν οι Φοίνικες από τη χρήση της γραφής για εμπορικούς λόγους, δε δίστασαν να τους μιμηθούν.
Ωστόσο, αν και η αρχική ώθηση οφειλόταν σε οικονομικούς παράγοντες, άλλοι ήταν οι λόγοι που επέτρεψαν και στη συνέχεια συντέλεσαν στην ταχεία και ευρεία διάδοση της γραφής στον Ελληνικό κόσμο. Ακόμη και τα παιδιά μπορούσαν να μάθουν το καινούργιο αλφάβητο με τα λίγα σημεία. Τα αρχαιότερα αλφαβητάρια που έφτασαν ως εμάς αποδεικνύουν μία συστηματική προσπάθεια εκμάθησής του. Τα τελευταία χρόνια έχει ιδιαίτερα τονιστεί η σημασία του έπους ως αποφασιστικού παράγοντα στη διαδικασία εισαγωγής και διάδοσης της γραφής. Οι Ομηρικοί ήρωες -με μία μόνο εξαίρεση- μοιάζουν να ζουν σε έναν κόσμο χωρίς γραφή, σε αντίθεση με τον Ησίοδο, που αναμφίβολα γράφει τα έργα του.
Αν και το θέμα είναι ακόμη ανοιχτό για τις ομηρικές σπουδές, φαίνεται πιθανότερο ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια διαπλάστηκαν μέσα σε μια μακρά προφορική παράδοση, ενώ πήραν τη μορφή που σήμερα γνωρίζουμε μάλλον από ένα δημιουργό, είτε αυτός γνώριζε γραφή είτε όχι. Η ανάγκη της καταγραφής μίας τόσο εκτεταμένης και σημαντικής λογοτεχνίας συντέλεσε στην άμεση αποδοχή και στη διευρυμένη χρήση του αλφάβητου που είχαν αρχικά υιοθετήσει οι Έλληνες έμποροι. Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, δεν πρέπει να αγνοηθεί το αίτημα για γραπτό δίκαιο που αναπτυσσόταν παράλληλα με την οργάνωση της πόλης. Η πρόσβαση από όλους τους πολίτες στο κείμενο του νόμου ήταν εγγύηση για δίκαιη κρίση.
Η συμμετοχή στα κοινά εξαρτήθηκε σταδιακά σε τέτοιο βαθμό από την εγγραμματοσύνη, ώστε στο τέλος της Αρχαϊκής περιόδου σημαντικές πολιτειακές λειτουργίες, όπως ο οστρακισμός, να απευθύνονται μόνο σε εγγράμματους πολίτες. Τα αρχαιότερα δείγματα γραφής σε όστρακα αγγείων ανάγονται περίπου στα μέσα του 8ου αιώνα π.X. Η ταυτόχρονη εμφάνισή τους σε διάφορα σημεία του Ελληνικού κόσμου, με σημαντικές ήδη διαφοροποιήσεις στα γράμματα, οδήγησε στην άποψη ότι θα πρέπει να προηγήθηκε μία μακρά περίοδος εξέλιξης. Οι νεότερες έρευνες εντούτοις υποστηρίζουν ότι η λεγόμενη εξέλιξη -ή καλύτερα η διαδικασία μετάδοσης- συνέβη εξαιρετικά σύντομα, σε διάστημα λίγων μόλις δεκαετιών.
Η χρονική στιγμή της εισαγωγής του αλφάβητου προσδιορίζεται επομένως στις αρχές του 8ου αιώνα π.X. Όπως ήδη αναφέραμε, ο τόπος αυτής της πολιτισμικής ώσμωσης αναμφίβολα ήταν ένα από τα σημεία επαφής των Ελλήνων με τους Φοίνικες. Προτάθηκαν κατά καιρούς διάφορες περιοχές όπως η Θήρα, η Ρόδος, η Κρήτη και η Εύβοια. Καθώς όμως τα στοιχεία για την παρουσία των Eυβοέων στην Ανατολή αυξήθηκαν θεαματικά τα τελευταία χρόνια, η Αλ Μίνα στη Συρία συγκεντρώνει την προτίμηση των περισσότερων ειδικών. Παράλληλα διαμορφώθηκε η άποψη ότι σε αυτό το πρώιμο στάδιο της υιοθέτησης του αλφάβητου από τους Έλληνες, πραγματοποιήθηκε και η μετάδοσή του -μέσω των τελευταίων- στους Φρύγες και τους Ετρούσκους.
Δ. Αριθμητικό Σύστημα
Το αριθμητικό σύστημα που γνωρίζουμε για την Αρχαιότητα εμφανίζεται για πρώτη φορά σε επιγραφές του 5ου αιώνα π.X., αλλά προφανώς διαμορφώθηκε στη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου. Το σύστημα αυτό βασίζεται σε έναν τρόπο γραφής που ήταν γνωστός στην Ασσυρία και τη Φοινίκη και ονομάζεται ακροφωνικό. O αριθμός δηλαδή γραφόταν με το πρώτο γράμμα της λέξης που τον δήλωνε: Π για πέντε, Δ για δέκα, Η για εκατό, Χ για χίλια και Μ για δέκα χιλιάδες (μύρια). Oι μονάδες σημειώνονταν με μία κάθετο. Τα πολλαπλάσια αυτών των αριθμών δηλώνονταν με επανάληψη και με εγγραφή του αντίστοιχου γράμματος μεταξύ των κεραιών του Π (όταν πρόκειται για πολλαπλάσιο του πέντε).
Tο σύστημα αυτό αντικαταστάθηκε στους πρώτους Αυτοκρατορικούς χρόνους με το αλφαβητικό, του οποίου η χρήση συνεχίστηκε και στη Βυζαντινή περίοδο.
Μαντική
Στην Αρχαϊκή περίοδο διαμορφώνεται μία σειρά από πρακτικές και τελετουργίες που σχετίζονται με την πρόβλεψη του μέλλοντος, την εξάσκηση της μαγείας και την ιατρική. Οι περισσότερες από αυτές συναντιούνται ήδη στην Αίγυπτο, τη Βαβυλώνα, την Ασσυρία και τη Σκυθία, από όπου οι Έλληνες της Ιωνίας καταρχήν και στη συνέχεια και εκείνοι της κυρίως Ελλάδας δανείζονται στοιχεία, για να τα συνθέσουν με προϋπάρχουσες τοπικές παραδόσεις. Τα μαντικά γένη των ιστορικών χρόνων συνδέουν την καταγωγή τους με κάποιο μυθικό πρόσωπο. Κατά τα χρόνια αυτά γίνεται σταδιακά η μετάβαση από τη μαντική και τη μαγεία προς τη θεραπευτική και την ιατρική· ωστόσο, ποτέ δε διαχωρίζονται εντελώς.
Παράλληλα τα μαντεία, και ιδιαίτερα τα Απολλώνεια, αποκτούν μεγαλύτερη σημασία και έχουν ισχυρή επιρροή στην κοινωνία και την πολιτική. Μοναδική περίπτωση, ως προς την ισχύ και την έκταση της επιρροής του, αποτέλεσε το μαντείο των Δελφών. Εφαρμόζονται διάφορες μέθοδοι μαντικής, αλλά προς το τέλος της Αρχαϊκής περιόδου επικρατεί κυρίως η εκστατική μαντική.
Α. Απολλώνεια Μαντεία
Στην Αρχαϊκή περίοδο, πέρα από τους Μάντεις, τις Σίβυλλες και τους Ορφικούς προφήτες, τα πολυάριθμα μαντεία ήταν κυρίως εκείνα που εξασκούσαν την πρόγνωση του μέλλοντος. Τα περισσότερα από αυτά έπαψαν να λειτουργούν στη διάρκεια της Κλασικής εποχής και μόνο τα σημαντικότερα κατόρθωσαν να επιβιώσουν ως τα πρώιμα Χριστιανικά χρόνια. Ανάμεσά τους βέβαια το πιο φημισμένο ήταν το μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς. Οι χρησμοί δίνονταν από την Πυθία, η οποία αρχικά ήταν μία παρθένα διαλεγμένη από τις κόρες των σημαντικών οικογενειών των Δελφών, ενώ αργότερα προτιμήθηκε μία ηλικιωμένη γυναίκα.
Η Πυθία, αφού πλενόταν με νερό της Κασταλίας πηγής, καθόταν στον ιερό τρίποδα μέσα στο ναό και μασώντας φύλλα δάφνης έπινε νερό από την ίδια πηγή ή από την Κασσωτίδα. Με τη διαδικασία αυτή έπεφτε σε έκσταση και την ακατάληπτη συνήθως χρησμοδοσία της ερμήνευαν ο προφήτης και το ιερατείο του θεού. Ως πρώτη Πυθία αναφέρεται η Φημονόη, η οποία έδινε χρησμούς σε εξάμετρους στίχους. Το μαντείο τιμούσαν ιδιαίτερα οι Δωριείς, και από τους Ίωνες περισσότερο οι Αθηναίοι. Από πολύ νωρίς εδραιώθηκε ο πολιτικός του ρόλος τόσο μεταξύ των Ελλήνων, όσο και μεταξύ των άλλων λαών της Μικράς Ασίας.
Σ’ αυτά τα χρόνια, που οι Έλληνες ταξιδεύουν και εγκαθίστανται σε όλη τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο, δε νοείται η αποστολή αποικισμού χωρίς τη προηγούμενη συγκατάθεση και τη συμβουλή του Απόλλωνα. Το νερό που ανάβλυζε από κάποια ιερή πηγή κατείχε ιδιαίτερη σημασία στα μαντεία του Απόλλωνα. Στο άλλο σημαντικό ιερό του στην Κλάρο της Μικράς Ασίας ο προφήτης έπινε από την πηγή και χρησμοδοτούσε μέσω του Θεσπιωδού και του Ιερέα. Στα Δίδυμα κοντά στη Μίλητο, όπου βρισκόταν ένα ακόμη μεγάλο μαντείο του θεού, το νερό της ιερής πηγής έδινε μαντική ικανότητα σε μία γυναίκα, αλλά και εκεί η διατύπωση και η ερμηνεία του χρησμού ήταν υπόθεση του ιερέα του Απόλλωνα.
Μαντικό νερό αναφέρεται και στο μαντείο του Απόλλωνα στο Πτώο της Βοιωτίας, ενώ ιδιαίτερη σημασία είχε το νερό των πηγών της Λήθης και της Μνημοσύνης στο μαντείο του Τροφωνίου στη Λειβαδιά. Ο πιστός έπινε και από τις δύο, για να ξεχάσει το παρελθόν του και να θυμάται όσα θα του αποκαλύπτονταν. Ήδη στην Αρχαϊκή περίοδο εκτός από τη μαντεία με βάση το “λάλον ύδωρ”, υπήρχαν και πολλές άλλες μέθοδοι μαντικής, αρκετές από τις οποίες είχαν τις ρίζες τους στην Ανατολή. Στην περιοχή της Φωκίδας και της Βοιωτίας υπήρχαν πολλά μαντεία του Απόλλωνα. Μερικά από αυτά κατόρθωσαν να επεκτείνουν τη φήμη τους και πέρα από τα όρια του ελλαδικού χώρου.
Τέτοια ήταν η περίπτωση του μαντείου του θεού στις Αβαίς της Φωκίδας και του Ισμηνίου στη Θήβα. Και τα δύο είχαν προσελκύσει το ενδιαφέρον του Κροίσου -του βασιλιά της Λυδίας- ο οποίος είχε στείλει πολύτιμα αφιερώματα. Στη Θήβα υπήρχε ακόμη ένα ιερό και μαντείο του Απόλλωνα, όπου λατρευόταν με την επωνυμία Σπένδιος. Τέλος, κοντά στον Ορχομενό αναφέρεται από τον Πλούταρχο (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων) το μαντείο του Τεγυραίου Απόλλωνα. Στο Άργος ο Απόλλων Δειραδιώτης χρησμοδοτούσε μέσω μίας γυναίκας, η οποία όμως αντί για νερό γευόταν αίμα σφαγίου θυσιασμένου τη νύχτα.
Περισσότερο γνωστό, αλλά και ιδιόρρυθμο στη λειτουργία του, ήταν το μαντείο του θεού στη Δήλο. Χρησμοδοτούσε μόνο κατά το θέρος, ενώ το χειμώνα ο θεός μετοικούσε στα Πάταρα της Λυκίας, όπου λατρευόταν με την προσωνυμία Λυκίος. Ο Απόλλωνας ήταν αναμφισβήτητα ο κυρίαρχος θεός της μαντικής τέχνης. Υπήρχαν όμως μαντεία αφιερωμένα και σε άλλους θεούς ή ήρωες όπως στο Δία, στη Δήμητρα και την Κόρη, στο Διόνυσο, στον Ηρακλή και στον Αμφιάραο.
Β. Δελφικό Μαντείο
Στην Αρχαϊκή περίοδο το μαντείο των Δελφών συνδέεται στενά με τρεις τομείς που χαρακτηρίζουν την κοινωνική και οικονομική εξέλιξη της Ελληνικής κοινωνίας: τον αποικισμό, τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και την τυραννίδα. Ο Απόλλωνας έπαιζε το ρόλο του ερμηνευτή της θέλησης των θεών και σε αυτόν κατέφευγαν οι Έλληνες κάθε φορά που ζητούσαν λύση σε ένα σοβαρό τους πρόβλημα. Πάντοτε τον συμβουλεύονταν πριν επιχειρήσουν την ίδρυση μιας αποικίας. Ο χρησμός δινόταν προσωπικά στον οικιστή. Παράλληλα συνοδευόταν από πληρεξούσιο που συγκέντρωνε στο πρόσωπο του οικιστή του διάφορες λειτουργίες όπως του βασιλιά, του θρησκευτικού αρχηγού, του στρατιωτικού ηγέτη και του νομοθέτη.
Συνήθως ο τόπος στον οποίο έπρεπε να ιδρυθεί η αποικία, καθώς και η καταλληλότερη εποχή για το εγχείρημα αυτό, προσδιορίζονταν από το μαντείο. Το δελφικό ιερό σε όλη τη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου ήταν ενεργά και σταθερά αναμεμιγμένο στις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, ιδιαίτερα μάλιστα σε εκείνες που αφορούσαν την κοινωνική οργάνωση. Η Σπάρτη διατηρούσε πολύ στενούς δεσμούς με το μαντείο. Παρά τις αμφιβολίες που υφίστανται σήμερα σχετικά με το πρόσωπο του Λυκούργου και τις μεταρρυθμίσεις που του αποδίδονται, είναι βέβαιο πως ήδη από τα χρόνια του Τυρταίου, ο ρόλος των Δελφών σε αυτές τις βαθειές αλλαγές θεωρούνταν βέβαιος και σημαντικός.
Στην Αθήνα πάλι ο Σόλων συνεργάστηκε με το μαντείο για μία τουλάχιστον από τις μεταρρυθμίσεις του. Προκειμένου να σπάσει το θρησκευτικό μονοπώλιο της αριστοκρατίας ίδρυσε το σώμα των πυθόχρηστων. Αυτοί ήταν “εξηγηταί” που δεν ανήκαν υποχρεωτικά στους ευπατρίδες και αποφαίνονταν για θέματα λατρείας. Επιλέγονταν “από τον Απόλλωνα” με βάση έναν επιλεκτικό κατάλογο που δινόταν στην Πυθία. Κατά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, με ανάλογο τρόπο επιλέχτηκαν από την Πυθία μεταξύ εκατό αρχηγετών οι δέκα επώνυμοι, ένας για την κάθε φυλή.
Το μαντείο, επίσης, συνέχιζε να παρακολουθεί τις αποικίες και μετά την ίδρυσή τους. Σε περιπτώσεις μάλιστα κοινωνικής κρίσης πρότεινε κάποιον ως κριτή, με σκοπό να μεσολαβήσει για την αποκατάσταση της τάξης. Τέτοια ήταν, για παράδειγμα, η περίπτωση του Δημώνακτος από τη Μαντίνεια, που στάλθηκε ως καταρτιστήρ (μεσολαβών κριτής) στην Κυρήνη. Ιδιάζουσα υπήρξε η σχέση των Δελφών με την τυραννίδα, καθώς σε πολλές περιπτώσεις υποστήριξαν τους τυράννους. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία που μας παραδίδει ο Ηρόδοτος σχετικά με την προφητεία του μαντείου για τον Κύψελο ως μελλοντικό τύραννο της Κορίνθου.
Ανάλογη υποστήριξη έλαβε, αν και απέτυχε, ο Κύλων στην Αθήνα και οι Ορθαγορίδες στη Σικυώνα. Εξάλλου, ο Περίανδρος της Κορίνθου και ο Πιττακός, που αναφέρεται από τον Αλκαίο ως τύραννος της Μυτιλήνης, συμπεριλαμβάνονταν στους επτά σοφούς της Αρχαιότητας και συνδέονταν σύμφωνα με ορισμένες εκδοχές με το Δελφικό ιερό. Όταν όμως η τυραννίδα είχε επιτελέσει το ρόλο της και δεν ανταποκρινόταν πια στις αυξανόμενες απαιτήσεις των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων, οι Δελφοί δε δίστασαν να πάρουν σαφή θέση εναντίον της.
Ενδεικτική είναι η στάση του μαντείου στην ύστερη τυραννίδα των Πεισιστρατιδών: υποστηρίζει τους Αλκμαιωνίδες -το κατεξοχήν αντίπαλο γένος τους- παρακινεί αδιάλειπτα τους Σπαρτιάτες να καταλύσουν την Αθηναϊκή τυραννίδα και συνδράμει τον Κλεισθένη και το ομαλό πέρασμα από την τυραννίδα στη δημοκρατία. Από τον 8ο ως τον 6ο αιώνα π.X. το μαντείο των Δελφών βρίσκεται στην ακμή της ισχύος και της επιρροής του. Όσο συχνότερα απευθύνονται σε αυτό για συμβουλές ή πληροφορίες τόσο αυξάνονται οι ειδικές γνώσεις του σε ζητήματα γεωγραφίας, πολιτικών ισορροπιών και κοινωνικών εντάσεων. Οι επιτυχείς αποικισμοί διευρύνουν την επιρροή και τη φήμη του και ενισχύουν την ηγετική του θέση ως Πανελλήνιου ιερού.
Εξάλλου, τόσο οι αποικίες όσο και οι τύραννοι διάφορων πόλεων πλουτίζουν το ιερό μέσω αφιερωμάτων και ιερών πρεσβειών. Αν και συντηρητικό σε θρησκευτικά και λατρευτικά ζητήματα, το μαντείο υποστηρίζει σχεδόν πάντα τις αλλαγές που επιβάλλουν οι κοινωνικές ανάγκες. Η θεία αυθεντία του Απόλλωνα συνδέεται με τη νομοθεσία πόλεων και οι Δελφοί αναλαμβάνουν ρόλο εγγυητή της κοινωνικής γαλήνης. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι υπερβολική η άποψη ότι αποτελούσαν τον “Ομφαλό” της Αρχαϊκής κοινωνίας και έδρασαν αποφασιστικά για την επίλυση πολλών από τις κρίσεις που τη συγκλόνισαν.
Γ. Παραδόσεις και Μάντεις
Στα χρόνια του Ομήρου έχουν ήδη διαμορφωθεί οι παραδόσεις για τις μάγισσες, όπως τη Μήδεια και την Κίρκη, τους θεραπευτές όπως το Χείρωνα και κυρίως τους μάντεις όπως τον Τειρεσία. Αν και οι γνωστές πηγές είναι μεταγενέστερες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην ίδια περίπου εποχή διαμορφώθηκαν άλλες παραδόσεις όπως αυτή των Ορφικών προφητών και χρησμών καθώς και εκείνη των Σιβυλλικών χρησμών. Κατά μία εκδοχή του μύθου Μαινάδες διαμέλισαν τον Ορφέα και πέταξαν το κεφάλι και τη λύρα του στον Έβρο. Το κύμα το έβγαλε στην Άντισσα της Λέσβου κι εκεί σε μια σπηλιά του Διονύσου η κεφαλή συνέχισε να τραγουδά και να χρησμοδοτεί. Έκτοτε ομιλούσες κεφαλές και μαντείες συνδέθηκαν με ταορφικά μυστήρια.
Η διδασκαλία του Ορφισμού, που προήλθε από την επαφή της Θρακοφρυγικής λατρείας του Διονύσου με Ελληνικά θρησκευτικά στοιχεία, είχε κοσμολογικό και εσχατολογικό περιεχόμενο. Οι μύστες καλούνταν Ορφοτελεσταί και εξασκούσαν τη μαντική και τη θεραπευτική. Στους Κλασικούς χρόνους, αν κρίνουμε από τις απόψεις του Πλάτωνα, δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης. Η Σίβυλλα πάλι, που αρχικά θεωρούνταν μάντισσα από τη Μάρπησσο του Ελλησπόντου ή τις Ερυθρές της Ιωνίας, προφήτευε κατά τον ανατολικό τρόπο, δηλαδή μετέβαινε από πόλη σε πόλη και από χώρα σε χώρα. Σύμφωνα με τον Παυσανία ήρθε και στους Δελφούς όπου καλούνταν Ηροφίλη.
Οι προφητείες της κομίστηκαν στην Κύμη της Καμπανίας και στη Ρώμη. Με τον καιρό δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι επρόκειτο για μία ιέρεια που έζησε πριν από πολλά χρόνια και συμπιλήθηκαν διάφορες συλλογές με τις προφητείες της που επέζησαν και μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου. Ωστόσο, η κατεξοχήν κοιτίδα μάντεων και γιατρών ήταν η Πελοπόννησος και η Βοιωτία. Από την αργεία μαντική οικογένεια των Αμυθαονιδών καταγόταν ο Μελάμποδας, ο οποίος κάποτε έσωσε τη ζωή του, επειδή είχε γίνει απαραίτητος στους δεσμώτες του λόγω των θεραπευτικών του ικανοτήτων.
Στο Ησιόδειο έπος “Μελαμποδία” αναφέρονται στοιχεία για ένα μάντη που συνδέει την Ελληνική με την ανατολική παράδοση. Πρόκειται για το Μόψο, εγγονό του Τειρεσία. Ο Μόψος, που πιστεύεται πως είναι εκείνος που νίκησε σε μαντικό αγώνα τον Κάλχα, ταξίδεψε στη Μικρά Ασία, ίδρυσε το μαντείο της Κλάρου και έφτασε ως την Κιλικία. Θεωρείται ιδρυτής της πόλης Μοψουεστία, αναφέρεται σε Χεττιτική επιγραφή του 8ου αιώνα π.X. και σχετίζεται με την καταγωγή των βασιλέων – μάντεων της Πάφου στην Κύπρο. Μαζί με το Μόψο αναφέρονται συχνά ο Αμφίλοχος και ο Αμφιάραος, που τιμούνται ως ήρωες και συνιδρυτές του μαντείου στη Μόλλο της Κιλικίας.
Oι Έλληνες μάντεις στους ιστορικούς χρόνους θεωρούν ότι ανήκουν σε οικογένειες που έλκουν την καταγωγή τους από κάποιο μυθικό πρόσωπο. Η σημασία που απέδιδαν οι σύγχρονοί τους σε αυτήν την καταγωγή ήταν αναμφισβήτητα πολύ μεγάλη, όπως φαίνεται από την περίπτωση του Τεισαμενού, ο οποίος κατόρθωσε να αποκτήσει σημαντική επιρροή στη Σπάρτη τον 5ο αιώνα π.X., μόνο και μόνο γιατί ανήκε στην οικογένεια των Μελαμποδιδών. Άλλα σημαντικά μαντικά γένη της Πελοποννήσου ήταν οι Ιαμίδες και οι Κλυτιάδες από την Ολυμπία, ενώ στη Βοιωτία οι Βάκιδες διατήρησαν τη φήμη τους μέχρι την εποχή του Παυσανία.
Από την Αθήνα δε γνωρίζουμε αντίστοιχα γένη, αν και οι Ευμολπίδες και οι Κύρηκες -που έλεγχαν το ιερό της Ελευσίνας- πιθανώς να ασκούσαν ανάλογες λειτουργίες. Επίσης μια ύστερη αναφορά σχετίζει το Αμφιάρειο του Ωρωπού με την οικογένεια του ρήτορα Αισχύνη. Στα Δίδυμα της Ιωνίας οι Βραγχίδες συνδέθηκαν τόσο στενά με την ιστορία του μαντείου, ώστε αυτό να αναφέρεται συχνά με το όνομά τους. Τέλος στην Καρία ήταν περιώνυμη η οικογένεια των Τελμισσίων και στη Σικελία των Γαλεωτών, ειδικών στην ερμηνεία “τεράτων και ενυπνίων”. Προς τη μαγεία και το μυστηριακό κόσμο συγκλίνει και η πρώιμη Πυθαγόρεια σκέψη, η οποία εκδηλώθηκε σαφέστερα προς αυτή την κατεύθυνση με τον Εμπεδοκλή και το Νεοπυθαγορισμό.
Δ. Μέθοδοι Μαντικής
Στην Αρχαϊκή περίοδο είναι βεβαιωμένη η χρησμοδότηση στα περισσότερα Απολλώνεια μαντεία με βάση τις μαντικές ιδιότητες του νερού μίας ιερής πηγής και την εκστατική θεοληψία της ιέρειας. Ωστόσο, σε παλαιότερες εποχές εφαρμοζόταν η μέθοδος των ιερών κλήρων ή θριών. Η μέθοδος αυτή, που πιθανόν χρησιμοποιούνταν και στους Δελφούς, πριν επικρατήσει η εκστατική μαντική, συνίστατο στην ανάσυρση μιας μαντικής ψήφου από ένα δοχείο που περιείχε πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους. Ο χρησμός δινόταν με βάση τα σύμβολα που έφερε η ψήφος.
Μία ανάλογη πρακτική ήταν σε χρήση ως τα Κλασικά χρόνια στο ιερό του Ηρακλή στη Βούρα της Αχαΐας, όπου όμως οι ψήφοι εκεί είχαν αντικατασταθεί από αστραγάλους. Ο πιστός έριχνε τέσσερις αστραγάλους και στη συνέχεια λάμβανε απάντηση με τη βοήθεια πίνακα που ερμήνευε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς. Μία από τις αρχαιότερες μεθόδους μαντικής στον Ελληνικό κόσμο -και μάλιστα η σημαντικότερη επί αιώνες- ήταν η οιωνοσκοπία. Η μέθοδος αυτή είχε φτάσει στον Ελληνικό κόσμο από την Ασσυρία και τη Βαβυλωνία.
Αυτήν εφάρμοζε ο Τειρεσίας, ο φημισμένος Κάλχας που συνόδευσε τους Αχαιούς στην Τροία, και αυτή ήταν που τελούνταν στο αρχαιότερο και πλέον σεβάσμιο Ελληνικό μαντείο, στο ιερό του Δία στη Δωδώνη. Εκεί ο ιερέας παρακολουθούσε το πέταγμα και τη συμπεριφορά των πελείων (περιστεριών) που κάθονταν στις ιερές δρύες. Ο χρησμός δίνονταν με σύμβολα και όχι με λόγια, όπως άλλωστε και στο μαντείο του Άμμωνα Δία στη Λιβύη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει κοινή προέλευση για τα δύο μαντεία. Το μαντείο στην όαση της Σίβα είχε σίγουρα Αιγυπτιακή καταγωγή, αλλά από πολύ νωρίς πέρασε στον έλεγχο των Ελλήνων της Κυρηναϊκής.
Η οιωνοσκοπία εξασκούνταν και σε άλλα ιερά. Ο προφήτης κοιτώντας προς το βορρά λάμβανε ως καλό σημάδι την εμφάνιση οιωνού (πουλιού) από την ανατολή και κακό από τη δύση. Ο χρησμός εξειδικευόταν ανάλογα με το είδος και το πέταγμα του πουλιού. Παρατηρούνταν ιδιαιτέρως ο αετός, το γεράκι, η γλαύκα και ο ερωδιός. Φαίνεται όμως πως στη Δωδώνη ήταν πιο σημαντική και μάλλον παλαιότερη, μία άλλη μέθοδος: η μαντική από τυχαίους ήχους ή από τα θροΐσματα της ιερής δρυός και τους ήχους από τους χάλκινους λέβητες που την κοσμούσαν. Οι ήχοι αυτοί, που ονομάζονταν κλήδωνες ή φήμες, ερμηνεύονταν από το ιερατείο.
Μία αντίστοιχη παράδοση είναι γνωστή και για το ιερό του Ισμήνιου Απόλλωνα στη Θήβα. Στην Αχαϊκή πόλη των Φαρών υπήρχε στην αγορά ένα άγαλμα του Ερμή. Ο ενδιαφερόμενος να συμβουλευτεί το θεό, το πλησίαζε και ψιθύριζε στο αυτί του το ερώτημα. Στη συνέχεια απομακρυνόταν κρατώντας κλειστά τα αυτιά του, τα οποία ελευθέρωνε μόνο αφότου είχε βγει από την αγορά. Η πρώτη φράση που θα άκουγε αποτελούσε και το χρησμό του θεού. Η ιεροσκοπία ή ιερομαντεία προέρχεται επίσης από την Ανατολή και είναι βεβαιωμένη η εξάσκησή της στη Βαβυλώνα. Πρόκειται συνήθως για μαντική που βασίζεται στην παρατήρηση των σπλάχνων του θυσιασμένου ζώου.
Μια ειδική κατηγορία της, η ηπατοσκοπία, έγινε πολύ δημοφιλής στους Ετρούσκους. Στον Ελληνικό κόσμο συνηθίζονταν περισσότερο άλλες εκδοχές της ιερομαντείας, όπως η μαντεία δι’ εμπύρων και η καπνομαντεία. Η πρώτη εξέταζε τη φωτιά και τα κατάλοιπα της θυσίας και η δεύτερη τον καπνό. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρούσαν επίσης τη συμπεριφορά του ζώου που οδηγούνταν σε θυσία. Με μαντεία δι’ εμπύρων χρησμοδοτούσε το Ισμήνιο της Θήβας και το ιερό του Δία στην Ολυμπία. Μια άλλη ανατολικής προέλευσης μέθοδος μαντικής ήταν η λεκανομαντεία, η οποία αναφέρεται και από τον Αισχύλο (Αγαμέμνων).
Η χρησμοδότηση γινόταν με παρατήρηση κυματισμών ή αντανακλάσεων σε μία επιφάνεια νερού. Παρόμοια ήταν και η μαντική μέθοδος για αρρώστους που εφαρμοζόταν στο τέμενος της Δήμητρας και της Κόρης στην Πάτρα. Ο πιστός, αφού προσευχόταν και έκαιγε θυμίαμα, κοίταζε σε ένα κάτοπτρο κρεμασμένο πάνω από τα ήρεμα νερά της ιερής πηγής, όπου μπορούσε να δει τον εαυτό του ζωντανό ή νεκρό. Άλλη ειδική κατηγορία μαντείων αποτελούσαν εκείνα, στα οποία ο Θεϊκός χρησμός αποκαλυπτόταν στον πιστό μέσω ονείρων. Όλα τους σχετίζονται με την ίαση και με Θεότητες ή ήρωες θεραπευτές.
Ο πιστός έπρεπε να πέσει σε εγκοίμηση μέσα σε ιερό χώρο, περίβολο ή άβατο, και τα όνειρα τού αποκάλυπταν την έκβαση της αρρώστιας του. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργούσε το Θηβαϊκό Αμφιάρειο και το Αμφιάρειο του Ωρωπού. Η μέθοδος αυτή συνηθιζόταν και σε πολλά Ασκληπιεία, εκ των οποίων το πιο γνωστό ήταν βέβαια της Επιδαύρου. Οι πιστοί εκεί ξάπλωναν στο εγκοιμητήριο ήάβατο περιμένοντας το θεόσταλτο όνειρο. Πολλές φορές μάλιστα η εμπειρία του ονείρου ήταν ταυτοχρόνως και θεραπεία. Αντίστοιχη λειτουργία είχαν το ονειρομαντείο στον Οίτυλο της Λακωνίας, το Χαρώνειο άντρο -αφιερωμένο στη Δήμητρα και την Κόρη στη Νύσα της Καρίας- και το μαντείο στο άντρο του Τροφωνίου στη Λειβαδιά.
Στο τελευταίο ο πιστός υποβαλλόταν σε μια σειρά από τελετουργίες με αποκορύφωση τη νυκτερινή εισέρπυση στους δαιδαλώδεις και στενούς διαδρόμους του σπηλαίου. Κατά την έξοδό του ο πιστός διηγούνταν στους ιερείς ό,τι είχε δει και ακούσει. Αυτοί έδιναν ερμηνεία, αλλά στην πραγματικότητα εκείνο που επιδρούσε καθοριστικά στον πιστό ήταν ο ψυχικός κλονισμός του από τη δοκιμασία. Στην ίδια αρχή στηριζόταν επίσης η λειτουργία των νεκυομαντείων ή ψυχοπομπείων.Οι πιστοί σε αυτά, ύστερα από θυσία στους χθόνιους θεούς, επικαλούνταν τις ψυχές νεκρών, από τις οποίες λάμβαναν χρησμό. Το πιο φημισμένο νεκυομαντείο ήταν στην Εφύρα της Θεσπρωτίας, κοντά στις εκβολές του Αχέροντα.
Ε. Μαντική και Ιατρική
Μάντεις και γιατροί αναφέρονται από τον Όμηρο ως οι πρώτοι περιοδεύοντες επαγγελματίες. Για να δηλωθεί η κινητικότητα και των δύο χρησιμοποιείται ο όρος “επιδημία”. Η διάκριση μεταξύ τους δεν είναι σαφής και οι περισσότεροι από τους μυθολογικούς μάντεις, αλλά και εκείνους που φέρονται να έδρασαν κατά τους ιστορικούς χρόνους, θεωρούνται προικισμένοι με ασυνήθιστες μαγικές και θεραπευτικές ικανότητες. Πολλοί θρύλοι συνδέονται με τη ζωή και τη δράση τους, όπως οι πολυετείς εγκοιμήσεις του Μελάμποδα και του Επιμενίδη. Η ζωή τους και οι περιοδείες τους ενέχουν μία ιδιαίτερη υπαρξιακή διάσταση.
Συχνά έχουν διαπράξει μιαν υπέρβαση, έχουν τιμωρηθεί υπερβολικά αυστηρά για αυτήν και έχουν αποζημιωθεί από τους θεούς με το χάρισμα της μαντικής. Τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις του Τειρεσία, που τυφλώθηκε από την Ήρα, και της Κασσάνδρας, που αρνήθηκε τον Απόλλωνα (Αισχύλος, Αγαμέμνων). Ο Κάλχας και ο Έλενος είχαν αρνηθεί την πατρίδα τους και είχαν προσφέρει υπηρεσίες στους εχθρούς της. Η ιδέα του μιάσματος, μάλλον Μεθομηρική, είναι ήδη ευρέως αποδεκτή κατά τον 7ο αιώνα π.X. Αναπτύχθηκε βαθμιαία και εκ παραλλήλου με τη λατρεία των ψυχών των νεκρών και των χθόνιων θεοτήτων.
Σύμφωνα με αυτή κάθε δράστης ανθρωποκτονίας είναι ακάθαρτος και το στίγμα του επισύρει την οργή των Θεών σε ολόκληρη την κοινότητα που ανήκει. Για να ικανοποιηθούν οι Ερινύες, ο δράστης οφείλει να υποβληθεί σε εξαγνισμό. Το μίασμα απομακρύνεται με καθαρμό, του οποίου το τελετουργικό μπορεί κατά περίπτωση να διαφέρει, έχει πάντως ως στόχο να εξευμενίσει τους Θεούς. Η Κρήτη, είτε γιατί συνδεόταν στενότερα με την Ανατολή, είτε γιατί εκεί επιβίωναν παλαιότερες παραδόσεις, ήταν ονομαστή για τους ειδικούς σε καθαρμούς μάγους και μάντεις της. Ο ίδιος ο Απόλλωνας, μετά το φόνο του Πύθωνα καθάρθηκε από τον Κρητικό Καρμάνορα.
Αργότερα μάλιστα οι καθαρμοί έγιναν υπόθεση για την οποία το μαντείο ήταν ο καλύτερος σύμβουλος. Όταν η Αθήνα χρειάστηκε να καθαρθεί από το Κυλώνειο άγος, η Πυθία συμβούλεψε να κληθεί από την Κρήτη ο μάντης και ιερέας Επιμενίδης. Σε άλλη περίπτωση οι Δελφοί έδωσαν οδηγίες στον Πυθαγόρα, τύραννο της Εφέσου, για να απαλλαγεί η πόλη του από μίασμα που προκάλεσε λοιμό. Αλλά και η Σπάρτη είχε νωρίτερα καταφύγει στη βοήθεια του Θάλητα από τη Γόρτυνα, για να απαλλαγεί από λοιμό. Ως δάσκαλο του τελευταίου, ο Αριστοτέλης αναφέρει τον Ονομάκριτο το Λοκρό.
H Διοτίμα, η μάγισσα από τη Μαντίνεια, λέγεται πως με θυσίες που είχε υποδείξει, γλίτωσε πολλούς από το μεγάλο λοιμό της AΑήνας στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου. Τέλος είναι γνωστό πως οι Λακεδαιμόνιοι, μετά το θάνατο του Παυσανία, είχαν ζητήσει το καθαρμό της πόλης τους από νεκρομάντεις από τη Φιγάλεια. Η αντίληψη ότι οι μάντεις-θεραπευτές ήταν περιπλανόμενοι ανάγεται σε παλαιότερες εποχές. Οι ιδιότητες αυτές αποδίδονται σε διάφορους Θεούς και ήρωες από τη μυθολογική παράδοση που διαμορφώθηκε από το τέλος του Μυκηναϊκού κόσμου ως τα χρόνια του Ησιόδου. Στη Θεσσαλία οι παραδόσεις αυτές φαίνεται να έχουν βαθιές ρίζες που οδηγούν στον κένταυρο Χείρωνα, δάσκαλο του Αχιλλέα στη θεραπευτική.
Η Τρίκκη (Τρίκαλα) θεωρείται ο αρχαιότερος τόπος λατρείας του Ασκληπιού. Οι μέχρι σήμερα αρχαιολογικές έρευνες, αν και έχουν εντοπίσει το ιερό, δεν έχουν εντούτοις πιστοποιήσει την παλαιότητά του. Οι γιοι του Ασκληπιού, Μαχάων και Ποδαλείριος, ήταν οι γιατροί των Ελλήνων στην Τροία. Φαίνεται μάλιστα πως μία υποτυπώδης εξειδίκευση ήταν ήδη εφικτή, καθώς ο Ποδαλείριος ειδικεύεται στην παθολογία και ο Μαχάων στη χειρουργική. Ο τελευταίος είχε τέσσερις γιους, όλοι τους γιατροί, μεταξύ των οποίων και ο Αλεξάνωρ, ιδρυτής του δεύτερου σε αρχαιότητα Ασκληπιείου (και πρώτου στη νότια Ελλάδα) στην Τιτάνη της Σικυωνίας. Στην Επίδαυρο η λατρεία του Ασκληπιού έφτασε σχετικά αργά.
Ωστόσο, προϋπήρχε και λατρευόταν ήδη εκεί μία άλλη τοπική μυθική μορφή θεραπευτή, ο Μαλεάτας. Οι απόγονοι του Ποδαλείριου εγκαταστάθηκαν στην Κω και άσκησαν την ιατρική, μεταδίδοντας πάντα τις γνώσεις τους από γενιά σε γενιά. Το ενδοξότερο μέλος αυτής της οικογένειας, που ονομάζονταν Ασκληπιάδες, ήταν ο Ιπποκράτης. Τα ιατρικά γένη συνεχίζουν και εξειδικεύουν την παράδοση τωνμαντικών γενών με αυστηρή ενδοοικογενειακή μεταβίβαση της γνώσης. Η τήρηση αυτού του κανόνα διασφαλίζεται μάλιστα με όρκο στους Ιπποκρατίδες, ακριβώς όπως συνηθιζόταν στους Βαβυλώνιους μάγους και τους Χαλδαίους αστρονόμους.
Οι ιατρικές γνώσεις είχαν αρχίσει να συστηματοποιούνται ήδη πριν από τον Ιπποκράτη. Ένας από τους σπουδαιότερους γιατρούς στο τέλος της Αρχαϊκής περιόδου ήταν ο Δημοκίδης από τον Κρότωνα. Όταν αιχμαλωτίστηκε από το Δαρείο ως μέλος της αυλής του Πολυκράτη της Σάμου, κατόρθωσε να οριστεί προσωπικός γιατρός της βασίλισσας Άτοσσας. Αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη της με θεαματικές θεραπείες, ελευθερώθηκε με τη βοήθειά της. Την ίδια εποχή έδρασε και ο θεραπευτής Αλκμαίων, ο οποίος επίσης καταγόταν από τον Κρότωνα.
Άτομο
Από τον 8ο ως τον 6ο αιώνα π.X. οι κοινωνικές μεταβολές οδηγούν σε μία σταδιακή αποδυνάμωση του οίκου και της φρατρίας προς όφελος της πόλης. Παράλληλα, ο πολίτης αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο ως άτομο με προσωπικές ευθύνες και δικαιώματα παρά ως μέλος μίας ευρύτερης ομάδας. Η προσωπικότητα ξεχωρίζει και οι ικανότητες μπορούν να εκτιμηθούν περισσότερο από άλλους παράγοντες, όπως η καταγωγή και η περιουσία (αν και αυτό παραμένει η εξαίρεση και όχι ο κανόνας). Οι προϋποθέσεις αυτές επιτρέπουν την αφύπνιση της ατομικής συνείδησης.
Μεγαλύτερα και σπουδαιότερα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση έγιναν κατά την Κλασική περίοδο, τις ρίζες τους ωστόσο τις ανακαλύπτουμε ξεκάθαρα ήδη από την Αρχαϊκή. Πρόκειται για τον πρσδιορισμό της θέσης του ατόμου μέσα στην πόλη. Η παρουσία και επιβολή ξεχωριστών “τύπων” ανθρώπων που παρεκλίνουν από τον κανόνα επιτρέπει την απόδοση μίας ιερότητας στη μοναδικότητα του ατόμου. Η συσχέτιση του ατόμου με ομάδες της επιλογής του ενδυναμώνουν το αίσθημα ελευθερίας και ευθύνης. Στο πεδίο μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου βίου βρήκαν έδαφος να αναπτυχθούν μία σειρά από πρακτικές που σχετίζονται με την εκπαίδευση, τον έρωτα, τις κοινωνικές συναναστροφές και τα ταφικά έθιμα.
Οι πρακτικές αυτές εκφράζουν την επιθυμία του ατόμου να σημαδέψει το χρόνο διαμέσου της εξουσίας που η προσωπικότητα αποκτά στη συλλογική μνήμη. Στην περίοδο αυτή η προσωπικότητα απεγκλωβίζεται από τις συμβάσεις του μύθου και για πρώτη φορά εμφανίζεται επώνυμη, ως παράγοντας διαμόρφωσης του ιστορικού γίγνεσθαι. Η ταχεία εξάπλωση της χρήσης της γραφής επέτρεψε να φτάσουν ως εμάς δείγματα μίας τάσης εξατομίκευσης της δημιουργίας, που οπωσδήποτε δεν ήταν τα μοναδικά. Στο χώρο των τεχνών οι επώνυμοι καλλιτέχνες διατρανώνουν την πίστη τους στην ατομικότητα υπογράφοντας τα έργα τους.
Στη λογοτεχνία της εποχής, οι προσωπικότητες των ποιητών “ενδύονται το πρώτο πρόσωπο” και δε διστάζουν να προβάλλουν το “εγώ”, καινοτομώντας σε σχέση με την Ομηρική παράδοση. Το άτομο αντιμέτωπο με τον κόσμο επιχειρεί καταρχάς να τον αντιληφθεί και να τον προσδιορίσει, πολύ πριν οδηγηθεί να μελετήσει τον εαυτό του. Η φιλοσοφία στην Ιωνία ανοίγει τη σχέση του “εγώ προς αυτό” και αναμφισβήτητα συμβάλλει στη διαμόρφωση της ιδέας του άλλου. Δε γνωρίζει όμως -ούτε άλλωστε και η φιλοσοφία των Κλασικών χρόνων- τη μορφή αυτοσυνείδησης του εσωτερικού κόσμου με καρτεσιανούς όρους, έτσι δηλαδή όπως αντιλαμβάνεται την ατομική προσωπικότητα ο σύγχρονος δυτικός κόσμος.
Α. Διαφορετικότητα
Η ατομικότητα του σύγχρονου ανθρώπου ανάγει την καταγωγή της στις πρώιμες μορφές ατομικότητας που στην Ελλάδα αναπτύχθηκαν από τα “ηρωικά” ως τα Αρχαϊκά χρόνια. Στο πλαίσιο της παραδοσιακής κοινωνίας οι πρώτες εκδηλώσεις ατομικότητας εκφράζονταν ως αντιπαραθέσεις προς αυτήν. Το “διαφορετικό” αυτό άτομο, αντιβαίνοντας τα ειωθότα της εποχής και της ομάδας, οδηγούνταν σε μια μορφή απομόνωσης, αλλά ταυτόχρονα περιβαλλόταν από το σεβασμό και το δέος που ενέπνεαν η διαφορετικότητα, η ισχύς ή η γνώση του. Στην αρχαϊκή Ελλάδα συναντιούνται δύο κυρίως τύποι εξωκόσμιου ατόμου: ο ήρωας πολεμιστής και ο εμπνευσμένος μάντης ή μάγος.
Το πρότυπο του πρώτου αποτέλεσε η μορφή του Αχιλλέα. Η υπερφυσική δύναμη, η αποφασιστικότητα και καμιά φορά το αλόγιστο θάρρος χρησιμεύουν στην κοινότητα, έστω κι αν εμφανίζονται χωρίς πρόθεση να την υπηρετήσουν. Στην Αθήνα το μοντέλο αυτό ενσαρκωνόταν, περισσότερο και από το Θησέα, στο πρόσωπο του βασιλιά Κόδρου. Τέτοια πρότυπα ήταν σε ισχύ και στους Ιστορικούς χρόνους, όπως αποδεικνύει η περίπτωση του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, του Κυνεγείρου στο Μαραθώνα και των Ιερολοχιτών της Θήβας. Oι σύγχρονοί τους δε δίστασαν να τους συγκρίνουν με τον ομηρικό ήρωα, γιατί όπως κι εκείνος οδήγησαν το ιδεώδες του μαχητή πέρα από τα όριά του.
Με το θάνατό τους μετουσίωσαν σε εξοχότητα την τόλμη και τη διαφορετικότητα και επέτρεψαν στην πόλη να ιδιοποιηθεί το παράδειγμά τους, προβάλλοντάς το και τιμώντας το μέσα από τους θεσμούς. Το άλλο πρότυπο υπήρξε ο απόκοσμος σοφός, ο οραματιστής και γνώστης των παρελθόντων και μελλούμενων, ο άνθρωπος που συνομιλεί με τη φύση και τους θεούς. Ο Τειρεσίας υπήρξε αναμφισβήτητα το ενδοξότερο παράδειγμα. Ο ασυνήθιστος τρόπος ζωής, η συνεχής άσκηση και η υπέρβαση της θνησιμότητας κάνουν αυτά τα άτομα ιερά. Από την άλλη όμως η ιδιαιτερότητά τους και η απόστασή τους από την ομάδα τούς επιτρέπουν να παίξουν ρυθμιστικό ρόλο σε περιπτώσεις κρίσης.
Μορφές όπως του Επιμενίδη, του Ερμότιμου και του Θάλητα προετοιμάζουν το έδαφος για την εμφάνιση του Σόλωνα, του Πιττακού ή του Εμπεδοκλή. Όταν η κοινωνία βρίσκεται σε αδιέξοδο πάντα αναζητά τα “διαφορετικά” και “ξεχωριστά” άτομα για να διευθετήσουν τις κρίσεις, να μεταβάλλουν τους θεσμούς, να κατευνάσουν τις ταραχές και να εξαγνίσουν την κοινότητα. Ο τύπος αυτός του “ιερού σοφού” θα αντικατασταθεί στην Κλασική περίοδο από τον “εγκόσμιο σοφό”, του οποίου χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί ο Σωκράτης.
Β. Εκφράσεις Ατομικότητας
Η δομή της Αρχαϊκής κοινωνίας στην Ελλάδα είναι η προϋπόθεση αλλά και το όριο ανάπτυξης της ατομικής συνείδησης. Η γενική αρχή της ισότητας των μελών της γίνεται εμφανής με την απουσία μίας ιερατικής κάστας (σε αντίθεση με κοινωνίες όπως της Ινδίας ή της Ρώμης) και συνεπώς με τη θεωρητικά ανοιχτή πρόσβαση στα ιερατικά αξιώματα. Ένας άλλος τομέας που αλληλεπιδρά με την αρχή της ισότητας είναι η συμμετοχή στον πόλεμο και ειδικά στη φάλαγγα των οπλιτών. Όσοι λάμβαναν μέρος στην άμυνα της πόλης, μπορούσαν να συμμετάσχουν και στη διαχείριση της εξουσίας. Και στις δύο περιπτώσεις, βέβαια, το φαινόμενο δεν απέκτησε ούτε καθολικότητα ούτε ομοιογένεια.
Αποτέλεσε, ωστόσο, τη γένεση μιας ατομικότητας που δεν ήταν πια βασισμένη στο μοτίβο του ήρωα ή του “ιερού άντρα”. Το άτομο αρχίζει να διακρίνεται ταυτόχρονα από διαφορετικές οπτικές γωνίες: ως εκφραστής πολιτικής βούλησης, ως υποκείμενο δικαίου και ως ιδιωτεύον πρόσωπο. Η αγωγή έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ατομικότητας και δεν ήταν η ίδια σε κάθε πόλη. Στη Σπάρτη των κοινών συσσιτίων και της αυστηρής στρατιωτικής πειθαρχίας υπήρχαν λιγότερα περιθώρια. Στην Αθήνα, αντίθετα, η φροντίδα του σώματος συνδεόταν άμεσα με την καλλιέργεια του πνεύματος και η άμιλλα είχε ως αποκορύφωση τη βράβευση του ατόμου και όχι της ομάδας στην οποία ανήκε.
Οι Πανελλήνιοι αγώνες στην Ολυμπία, τους Δελφούς, τη Νεμέα και τον Ισθμό έδιναν τη δυνατότητα για διακρίσεις καθαρά ατομικές. Οι κατάλογοι των Ολυμπιονικών, αλλά και οι τιμές που γνωρίζουμε ότι τους επιφύλασσαν οι πόλεις, φανερώνουν θαυμασμό για το άτομο που διακρίνεται και αποδεσμεύεται έτσι από την ομοιομορφία της κοινότητας. Στην ιδιωτική ζωή, το συμπόσιο ήταν ο χώρος όπου το άτομο οδηγείται προς τη διαπλοκή της γνώσης με την ευχαρίστηση και την επιθυμία. Με συνδαιτημόνες της επιλογής του προέβαινε στη διαμόρφωση θέσεων και σχέσεων που θα επηρέαζαν το δημόσιο βίο.
Οι ιδιωτικές συγκινήσεις, όπως ο έρωτας, το πάθος και ο θαυμασμός της ομορφιάς, αποκτούσαν συχνά ένα συγκεκριμένο πρόσωπο και ένα όνομα γραμμένο μάλιστα στα συμποτικά αγγεία. Οι επιγραφές των καλών (επιγραφές που εκθειάζουν την ομορφιά κάποιων αγοριών) από τη μία θυμίζουν ότι το άτομο δεν είναι απλά ένα ιδεολόγημα και από την άλλη εκθέτουν δημοσίως ένα προσωπικό συναίσθημα. Οι ταφικές πρακτικές φανερώνουν πως ο ενταφιασμός παρέμενε μία τελετή με καθαρά ιδιωτικό χαρακτήρα. Μέχρι το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. έχουμε μνημειώδεις ατομικούς τάφους, στολισμένους με κούρους και κόρες που εξυμνούν το ιδανικό της νεότητας.
Το όνομα του νεκρού χαράσσεται στο μνημείο και μία επικοινωνία εγκαθίσταται μεταξύ των δύο κόσμων, καθώς πολλά επιγράμματα απευθύνονται στον περαστικό. Μέσα από τη γραφή και την τέχνη, το άτομο αποκτάει μία νέα πρόσβαση στη συλλογική μνήμη. Αλλά και στο δημόσιο βίο η ατομικότητα αποκτάει όλο και πιο βαρύνουσα σημασία. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η εξέλιξη του δικαίου. Ο εγκληματίας αντιμετωπίζει προσωπικά τις ποινές και παύει η αντεκδίκηση προς ολόκληρη την οικογένειά του (με εξαίρεση την ατιμία). Ακόμη, το άτομο συνδέεται με μία συγκεκριμένη περιουσία και η εμφάνιση της διαθήκης (έστω και υπό περιορισμούς) προδιαθέτει για μία ακόμη μεγαλύτερη αποδέσμευση του ατόμου από την πόλη και τον οίκο.
Γ. Άτομο και Τέχνες
Μία χαρακτηριστική εκδήλωση του ατομικισμού, που εμφανίζεται κατά την Αρχαϊκή περίοδο, είναι η δήλωση της ταυτότητας του καλλιτέχνη στο έργο του. Οι υπογραφές αυτές, ιδιαίτερα γνωστές από τα κεραμικά αγγεία της εποχής και δυνατές χάρη στην επανανακάλυψη της γραφής, παίρνουν τις δύο μορφές έγραφσεν και εποίησεν· ενώ όταν το αγγείο μιλάει προσωποποιημένο: μ’ έγραφσεν και μ’ εποίησεν. Η πρώτη δηλώνει το ζωγράφο που ζωγράφισε το αγγείο και η δεύτερη τον κεραμέα που το κατασκεύασε.
Χάρη στην αναπτυγμένη αυτοεκτίμηση και την υπερηφάνεια κάποιων τεχνιτών, βγαίνουν από την ανωνυμία μερικά εξαίρετα έργα της αττικής αγγειοπλαστικής, ενώ παράλληλα μας δίνεται η δυνατότητα να αντλήσουμε πληροφορίες για την οργάνωση και τη λειτουργία των εργαστηρίων της Αρχαϊκής Αθήνας. Έτσι διασώθηκαν ονόματα όπως του Σοφίλου, του Κλειτία, του Εργότιμου, του Λυδού, του Άμαση, του Εξηκία, του Νικοσθένη και του Ευφρόνιου. Εκτός από τους κεραμείς, τα έργα τους υπογράφουν επίσης οι γλύπτες και οι χαλκουργοί. Στους τελευταίους για παράδειγμα ανήκουν ο Χαλκοδάμας, ο Κοίος και ο Αριστόδικος.
Ήδη από τον 7ο αιώνα π.X. σώζονται οι υπογραφές γλυπτών όπως του Ευθυκρατίδη από τη Νάξο, ο οποίος αφιέρωσε το έργο του στο Δήλιο Απόλλωνα. Γύρω στα 600 π.Χ., ο γλύπτης των αγαλμάτων του Κλέοβη και του Βίτωνα στους Δελφούς αισθανόταν αρκετά υπερήφανος για να δηλώσει το όνομά του (δυστυχώς όμως σώζεται τμηματικά). Η υπογραφή ενός έργου συνδέεται περισσότερο με την πρόθεση του καλλιτέχνη να τονίσει το ιδιαίτερο ατομικό του επίτευγμα, παρά με την ποιότητα και τη μοναδικότητα αυτού του επιτεύγματος. Γι’ αυτό άλλωστε και φέρουν υπογραφές έργα μικρότερης σημασίας, ενώ δεν υπογράφονται πραγματικά εξαιρετικά έργα.
Αλλά και οι ιδιώτες δεν έχαναν την ευκαιρία να δηλώσουν το όνομά τους, μέσω μίας άλλης συνήθειας που συνδέεται με την ανάθεση σε ιερά. Τα έργα γλυπτικής, χαλκοπλαστικής και κεραμικής, που αφιερώνονται τόσο στα μεγάλα Πανελλήνια ιερά όσο και στα μικρά τοπικά αναφέρουν συχνά το όνομα του δωρητή, συνοδευόμενο κάποτε και από αίτημα προς το Θεό. Οι τυπικές επιγραφές αφιέρωσης περιλαμβάνουν συνήθως τη φράση: ανέθηκε ή μ’ ανέθηκε. Στη λογοτεχνία της εποχής, ο δημιουργός ως άτομο ξεπερνά την παράδοση της απλής επίκλησης στις Μούσες και δε διστάζει να αναφερθεί εκτενέστερα σε αυτοβιογραφικά στοιχεία, υποκειμενικές κρίσεις και προσωπικά συναισθήματα.
Ο Ησίοδος παραπονιέται για την έλλειψη ελέγχου της εξουσίας (Έργα και Ημέραι), ο Σόλων με αληθινή περηφάνεια αναφέρεται σε όσα έκανε για να ανακουφίσει τους φτωχούς και αδύναμους (Ελεγειών, Ιάμβων), η Σαπφώ υμνεί τους έρωτές της (Diehl) και ο Αρχίλοχος οικτίρει την τύχη που τον έφερε αποικιστή στη Θάσο (frag.). Μέσω της λυρικής ποίησης, η χρήση του πρώτου προσώπου προσδίδει στο “εγώ” την εμπιστοσύνη που αρμόζει σε μοντέλο καθολικής εμβέλειας, ικανό να ανάγει το μερικό και υποκειμενικό σε ισάξιο και αντίπαλο του γενικού και κοινωνικά καθιερωμένου.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι οικονομικές δομές του Ελληνικού κόσμου υπέστησαν μεγάλες αλλαγές, στους τρεις αιώνες της Αρχαϊκής περιόδου (800 – περίπου 480 π.Χ.). Το τέλος της βρίσκει τα Ελληνικά φύλα να κατοικούν σε μία έκταση από την αναπτυγμένη Εγγύς Ανατολή μέχρι και τις πιο απόμακρες ακτές της Μεσογείου και να εκμεταλλεύονται τις φυσικές πηγές χρησιμοποιώντας όλο και περισσότερο εξειδικευμένες μεθόδους. Με αυτόν τον τρόπο ήταν σε θέση πλέον να καλύπτουν τις ανάγκες τους, να αυξάνουν τον αριθμό τους σταδιακά και να παράγουν ένα σεβαστό πλεόνασμα αγαθών.
Ενώ όμως είναι δυνατό να καθοριστεί ο γενικός χαρακτήρας και ο ρυθμός αυτής της εξέλιξης, τα αίτια που οδήγησαν σε αυτήν παρουσιάζουν δυσκολίες αναφορικά με τον ακριβή εντοπισμό τους. Ένας σημαντικός λόγος για την κατάσταση αυτή είναι η ανεπάρκεια γραπτών πηγών, σύγχρονων με τα γεγονότα. Το έργο του Ησιόδου “Έργα και Ημέραι”, όσα από τα συγγραφικά έργα του Θέογνη έχουν διασωθεί, καθώς και αυτά του Ηροδότου -που αναφέρονται στο τέλος της Αρχαϊκής περιόδου- είναι οι μόνες πηγές αυτής της εποχής που μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Τόσο ο Όμηρος, ο οποίος περιγράφει προγενέστερες περιόδους από την Αρχαϊκή, όσο και οι μεταγενέστεροι συγγραφείς Αριστοτέλης, Θουκυδίδης και όσοι ακόμη περιλαμβάνουν στα έργα τους πληροφορίες σχετικές με οικονομικής φύσης θέματα, πρέπει να μελετούνται με μεγάλη προσοχή. Ωστόσο, μπορεί κανείς να απομονώσει και να μελετήσει ορισμένα στοιχεία που καθορίζουν τον οικονομικό χαρακτήρα των αρχαϊκών Ελληνικών κοινοτήτων. Βασικά είναι η ιδιοκτησία και η καλλιέργεια της γης που αποτελούν κύριες προϋποθέσεις για την απόκτηση εξουσίας. Η περιουσία που βασιζόταν στη γεωργία ήταν πρωταρχικής σημασίας τόσο για την πολιτική όσο και για την κοινωνική θέση ενός Έλληνα πολίτη.
H σχέση της γαιοκτησίας με την πολιτικοοικονομική ανεξαρτησία ενός οίκου ή μιας οικογένειας υπήρξε πάντα αλληλένδετη στη ζωή των Ελλήνων και δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αρχαϊκή περίοδο (Αριστοτέλης, Πολιτικά). Προκειμένου δε να εξηγηθεί η οικονομική επέκταση εκτός του Ελλαδικού χώρου την εποχή αυτή, έχει συνδεθεί με την εμφάνιση αστικών κέντρων και την εξέλιξη των πόλεων, καθώς και με τη συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας στα χέρια των τυράννων από τον 6ο αιώνα π.Χ. και ύστερα. Με τις διαδικασίες οικονομικής ανάπτυξης των Ελληνικών κοινωνιών έχουν επίσης συσχετιστεί, το αποικιακό ρεύμα, η ανάπτυξη του εμπορίου και προς το τέλος των Αρχαϊκών χρόνων η εμφάνιση του νομίσματος.
ΓΕΩΡΓΙΑ
Η κύρια πηγή εισοδημάτων, είτε αυτά προορίζονταν για εγχώρια κατανάλωση, είτε για ανταλλαγή μέσω του εμπορίου, ήταν η γη. Η κτηνοτροφία περιοριζόταν σε συγκεκριμένες ορεινές περιοχές, λόγω ακριβώς της γεωγραφικής τους θέσης. Οι μελετητές της Αρχαϊκής περιόδου υποστηρίζουν ότι οι οικονομικοί λόγοι των κρίσεων του Αρχαϊκού κόσμου -όπου και όποτε οι κρίσεις αυτές μπορούσαν να εντοπιστούν και ανεξάρτητα απ’ το αν ήταν αποτέλεσμα κοινωνικής δυσαρέσκειας ή πολεμικών επιχειρήσεων- συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με τη γη. Επιπλέον, όσες οικονομικές διεκδικήσεις έγιναν, για τις οποίες πληροφορούμαστε μέσα από τις πηγές, επικεντρώνονταν γύρω από το θέμα της γης.
Ο Ησίοδος με το έργο του Έργα και Ημέραι και ο Σόλων με όσα από τα ποιήματά του σώζονται είναι οι μόνες σύγχρονες με την εποχή πηγές που έχουμε, οι οποίες αναφέρονται στην ένταση που υπήρχε μεταξύ των φτωχών χωρικών και των μεγάλων γαιοκτημόνων – αριστοκρατών. Πρέπει να τονιστεί βέβαια ότι τόσο ο Σόλων όσο και ο Ησίοδος αναφέρονται σε διαφορετικές περιοχές και ανήκουν σε διαφορετικές εποχές, καθώς τους χωρίζει περίπου ένας αιώνας. Ο Ησίοδος μας δίνει πληροφορίες για τις συνθήκες γεωργίας σε μία μικρή αγροτική περιοχή της Βοιωτίας, την Άσκρα (πιθανότατα πρόκειται για το δικό του χωριό), στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. (Ησίοδος, Έργα και Ημέραι).
Οι απόψεις του Σόλωνα, όπως αυτές σώζονται στο έργο του Αριστοτέλη και του Πλούταρχου, αποτελούν μία άμεση πηγή για την Αθήνα των αρχών του 6ου αιώνα π.Χ., πριν από την επικράτηση της τυραννίας του Πεισίστρατου (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, Πλούταρχος, Βίος Σόλωνα). Τα προβλήματα ανάμεσα στους χωρικούς και στους γαιοκτήμονες, ήταν αποτέλεσμα της απληστίας των πλουσίων, οι οποίοι είχαν παντού την εξουσία και επιδίωκαν να αυξήσουν την περιουσία τους και να μεγαλώσουν τον αριθμό του εργατικού δυναμικού που εξαρτιόταν από αυτούς.
H κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε με την ύπαρξη ανεκμετάλλευτων εκτάσεων, την άνιση διανομή της γης και τη μέθοδο του διαμοιρασμού της περιουσίας στους κληρονόμους.
Πόλεμος
Στην Αρχαϊκή περίοδο πολεμικές συρράξεις συνέβαιναν κυρίως μεταξύ των γειτονικών πόλεων για τον έλεγχο των συνόρων. Το μεγαλύτερο όμως ποσοστό αυτών των συρράξεων είχαν τη μορφή επιδρομών.
Μάλιστα ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι επιδρομές ήταν χαρακτηριστικό στοιχείο του Ελληνικού κόσμου από την αρχή της ιστορίας του. Δεν είναι εξακριβωμένο απόλυτα -αν και είναι πολύ πιθανόν να ίσχυε- εάν οι πολεμικές συμπλοκές για πολιτικούς λόγους είχαν και αυτές τη μορφή ληστρικών επιδρομών (Θουκυδίδης, Iστοριών). Μέσω του πολέμου, η Ελληνική πόλη είχε την ευκαιρία να αυξήσει τη δύναμή της αποκτώντας περισσότερες γεωργικές εκτάσεις, ενώ την ίδια στιγμή έθετε σε κίνδυνο την επιβίωση των γειτόνων της με την καταστροφή ή την ιδιοποίηση της καλλιεργήσιμης γης τους.
Επιπλέον, τα λάφυρα οποιασδήποτε μορφής αποτελούσαν σημαντική πηγή πλούτου για τους στρατούς των πόλεων. Οι τακτικές πολεμικές εκστρατείες ήταν άλλος ένας τρόπος, για να συμπληρωθούν οι υπάρχουσες προμήθειες τροφίμων με την αρπαγή των ξένων, αλλά και για να προστατευθεί η δική τους παραγωγή από οποιαδήποτε ξένη επιβουλή. Για το χρονικό διάστημα που διαρκούσαν αυτές, οι αγρότες ήταν παράλληλα και στρατιώτες. Στην αρχαϊκή Ελλάδα, ειδικά μετά την επικράτηση της νέας πολεμικής μεθόδου, της οπλιτικής φάλαγγας, οι ρόλοι του αγρότη και του οπλίτη ήταν άμεσα συνδεδεμένοι μεταξύ τους.
Στις περισσότερες Ελληνικές πόλεις, οι ίδιοι οι πολίτες έπρεπε να προμηθεύονται τον οπλιτικό εξοπλισμό τους, ώστε να μπορούν να συμμετέχουν σε στρατιωτικές εκστρατείες. Η Σπάρτη αποτελούσε εξαίρεση σε αυτό μια και η ίδια η πόλη πρόσφερε τα όπλα στους στρατιώτες της. Αναπόφευκτα, μόνον όσοι ανήκαν στα ισχυρά οικονομικά στρώματα αποτελούσαν τα μέλη των στρατευμάτων. Αρχικά, οι αριστοκράτες συγκροτούσαν κυρίως το ιππικό. Με τη σταδιακή όμως επικράτηση της οπλιτικής φάλαγγας και με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα στην Αθήνα, η τάξη των ζευγιτών ή διακοσιομέδιμνων αποτέλεσε πλέον τη βάση του στρατού.
Οι δύο πρώτες οικονομικές τάξεις, οι πεντακοσιομέδιμνοι και οι ιππείς (τριακοσιομέδιμνοι), συνέχισαν να επανδρώνουν το ιππικό. Με τον καιρό, όμως, το σώμα των ιππέων άρχισε να χάνει την κυρίαρχη θέση που είχε στο στράτευμα και τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιζε μέχρι τότε στις πολεμικές συγκρούσεις. Πιθανότατα, λοιπόν, ορισμένοι από τους πεντακοσιομέδιμνους και τους ιππείς να επέλεγαν ή και να αναγκάζονταν να υπηρετούν πλέον στο σώμα των οπλιτών. Από την άλλη πλευρά, οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις μετείχαν ως ακροβολιστές ή ως απλοί κωπηλάτες.
Α. Οπλίτες
Το πνεύμα που χαρακτηρίζει τη νέα πραγματικότητα της Αρχαϊκής περιόδου -όπως αυτή εκφράζεται μέσα από το θεσμό της πόλης- απαιτεί από το άτομο, για να μπορέσει να αποκτήσει μία θέση στον πολιτικό της κόσμο, να λειτουργεί ως αναπόσπαστο τμήμα της, να συνεργάζεται δηλαδή και να συμπάσχει με το υπόλοιπο τμήμα των πολιτών. Αυτό το πνεύμα φαίνεται και μέσα από τη νέα τακτική πολέμου, που εισάγεται τον 7ο αιώνα π.Χ., την οπλιτική φάλαγγα. Παλαιότερα οι μάχες είχαν τη μορφή συμπλοκών μεταξύ των ευγενών από τις αντίπαλες παρατάξεις. Τώρα απαιτούνται οι μαχητικές ικανότητες του συνόλου των πολεμιστών για τη διατήρηση της αδιάσπαστης πολεμικής παράταξης.
Από τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ., ο στρατός των περισσότερων πόλεων, όπως για παράδειγμα της Αθήνας, αποτελούνταν από οπλίτες που προμηθεύονταν οι ίδιοι τα όπλα και το φαγητό τους, εκτός από την περίπτωση της Σπάρτης, όπου τον εξοπλισμό τον διέθετε το ίδιο το κράτος. Τη στρατιωτική εικόνα της αρχαϊκής πόλης συγκροτούσε ο πολίτης-στρατιώτης που μαχόταν ως μέλος μιας ομάδας. Ο οπλίτης ήταν ο καθιερωμένος πεζικάριος των Ελληνικών πόλεων, όπως καθιερώθηκε από τον 7ο αιώνα μέχρι και τον 4ο αιώνα π.Χ. Πήρε το όνομά του από το πλέον εμφανές κομμάτι του αμυντικού εξοπλισμού του, την κοίλη -συνήθως κυκλική ασπίδα- που λεγόταν όπλον.
Είχε διάμετρο περίπου 1 μέτρο και ήταν κατασκευασμένη από χαλκό, ξύλο και δέρμα. Τα υπόλοιπα μέρη του εξοπλισμού του αποτελούσαν ο θώρακας, οι περικνημίδες και το κράνος, όλα κατασκευασμένα από χαλκό. Για την επίθεση ήταν εξοπλισμένος με δύο δόρατα, ενώ το σπαθί δεν ήταν βασικό εξάρτημα της οπλιτικής πανοπλίας· χρησιμοποιούνταν μόνο σε περίπτωση ανάγκης και ήταν σαφώς μικρότερο και λιγότερο σημαντικό απ’ ότι στη Γεωμετρική εποχή (Αλκαίος, στο Loeb I, Greek Lyric). Ο ποιητής Τυρταίος αναφέρει ότι η συμμετοχή των γυμνητών -που μάχονταν με τόξα, βέλη και σφενδόνες- ήταν περιστασιακά αποδεκτή στην οπλιτική τακτική του πολέμου κατά την Αρχαϊκή περίοδο.
Το τόξο και η σφενδόνη χρησιμοποιήθηκαν από τον 7ο αιώνα π.Χ. και δεν αποτελούσαν στοιχεία της προ-οπλιτικής περιόδου στην Ελλάδα. Το χαρακτηριστικό της οπλιτικής φάλαγγας ήταν η συνολική παράταξη των στρατιωτών για μάχη και σίγουρα χρονολογείται πριν από την εμφάνιση του οπλιτικού εξοπλισμού στις Ελληνικές κοινότητες. Τα διάφορα εξαρτήματά του εμφανίστηκαν σταδιακά, περίπου από το720 π.Χ. μέχρι το 650 π.Χ. Γενικά, δε μπορεί να γίνεται λόγος για συστηματικό και πλήρη οπλιτικό εξοπλισμό νωρίτερα από το β’ μισό του 7ου αιώνα π.Χ.
Οπλιτικό Σώμα Αθήνα
Η απόκτηση της οπλιτικής πανοπλίας ήταν πραγματικός κόπος και μεγάλο έξοδο. Απαιτούσε μεγάλες ποσότητες ακριβού μετάλλου, ένα κράμα χαλκού και κασσίτερου, που έπρεπε να εισαχθεί από τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία και την Κύπρο. Γι’ αυτό το λόγο οι οπλίτες στις περισσότερες Ελληνικές πόλεις ανήκαν στις ισχυρές οικονομικά τάξεις. Στην Αθήνα την οπλιτική φάλαγγα συγκροτούσαν οι ζευγίτες, τα μέλη δηλαδή της κοινωνικής τάξης που παρήγαγαν 200 τουλάχιστον μεδίμνους σιτηρών ή κρασιού ετησίως. Υπάρχει και η άποψη -που δεν είναι αποδεκτή όμως από όλους τους ερευνητές- ότι ονομάστηκαν έτσι, γιατί μπορούσαν να διατηρούν ένα ζευγάρι βοδιών για την καλλιέργεια των χωραφιών τους.
Εξαιτίας της συμμετοχής τους ως οπλίτες, η οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία τους ήταν αναπόφευκτα ζωτική για την πόλη – κράτος. Ένας ζευγίτης χρειαζόταν το λιγότερο δώδεκα εκτάρια γης, για να παράγει τους ζητούμενους 200 μεδίμνους σιτηρών, που θα του επέτρεπαν να προμηθευτεί την οπλιτική πανοπλία. Τέλος, μία άλλη άποψη ταυτίζει τους ζευγίτες με τους εκτήμορους της προ-Σολωνικής εποχής, τους χρεωμένους δηλαδή αγρότες που ήταν υποχρεωμένοι να παραδίδουν το 1/6 της παραγωγής τους ως μορφή ενοικίου. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη μετά τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, αφού απελευθερώθηκαν από τα χρέη οι πρώην εκτήμοροι, συνέχισαν να καλλιεργούν μικρές εκτάσεις γης και συγκρότησαν την τάξη των ζευγιτών.
Οπλιτικό Σώμα Σπάρτη
Η πόλη της Σπάρτης υιοθέτησε την οπλιτική φάλαγγα περίπου στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. Ένας μεγάλος αριθμός από αγαλματίδια (κατασκευασμένα μαζικά από καλούπι), που παριστάνουν οπλίτες και είναι αφιερωμένα από φτωχούς Σπαρτιάτες στο διάσημο ιερό της Αρτέμιδος Ορθίας, έχουν ερμηνευτεί ως ένδειξη μιας ενωμένης οπλιτικής τάξης με κοινή συνείδηση. Σε αντίθεση με άλλες πόλεις όπως η Αθήνα, στη Σπάρτη λόγω της ύπαρξης των ειλώτων, που καλλιεργούσαν την πρώην δική τους γη για λογαριασμό των Σπαρτιατών, η τάξη των οπλιτών ήταν συνώνυμη με το σύνολο των πολιτών.
Ήταν μοναδικό φαινόμενο στον Ελλαδικό χώρο η περίπτωση των Σπαρτιατών πολιτών, οι οποίοι είχαν τη δυνατότητα αλλά και την υποχρέωση να μετατρέπονται σε επαγγελματικό στρατό, όποτε εμφανιζόταν ανάγκη. Στην Αθήνα, αντίθετα, οι πολίτες δούλευαν τη γη και όσοι από αυτούς είχαν αρκετή περιουσία να προμηθευτούν την οπλιτική πανοπλία υπηρετούσαν στην οπλιτική φάλαγγα. Στη Σπάρτη, η πόλη προμήθευε τα όπλα στους πολίτες, στους είλωτες και στους πρώην είλωτες, ενώ η προϋπόθεση, για να υπηρετήσουν οι πρώτοι στο οπλιτικό σώμα, ήταν η ελάχιστη συνδρομή στα συσσίτια.
Αυτό το μέτρο συστηματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά το Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο, στα χρόνια πλέον της Κλασικής περιόδου, όταν απαιτήθηκε από το λαό και πραγματοποιήθηκε από τους βασιλείς του, ο καταμερισμός της γης. Το αποτέλεσμα ήταν όλοι οι πολίτες να μετατραπούν σε οπλίτες και να υποχρεωθούν να ακολουθήσουν κοινή “αγωγή”, δηλαδή εκπαίδευση, μέσα από την οποία αναπτύχθηκε η έννοια των ομοίων.
Β. Μισθοφόροι
Οι Έλληνες και οι Κάρες ήταν οι δύο μεγαλύτερες ομάδες μισθοφόρων στην Αρχαϊκή περίοδο. Πληροφορίες για τους δεύτερους έχουμε από το λυρικό ποιητή Αρχίλοχο, που υπήρξε ο ίδιος για κάποιο χρονικό διάστημα μισθοφόρος στην περιοχή του βόρειου Αιγαίου και μας αναφέρει ότι οι Κάρες ήταν οι πιο διάσημοι μισθοφόροι του 7ου αιώνα π.Χ. (Αρχίλοχος, στο Loeb II, Elegy and Iambus). Η Αίγυπτος πρόσφερε ένα μόνιμο πεδίο απασχόλησης σε αυτόν τον τομέα και οι Αιγυπτιακές αρχές επέτρεπαν στους μισθοφόρους τους να εγκατασταθούν στη χώρα καλλιεργώντας δική τους γη. Ο Ηρόδοτος περιγράφει τις συνθήκες υπό τις οποίες οι πρώτοι Έλληνες οπλίτες βρέθηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο.
Αν και η εκδοχή του διαφέρει από εκείνη του Διόδωρου του Σικελιώτη, σχετικά με το αν βρέθηκαν κατά τύχη στην Αίγυπτο ή τους ζητήθηκε από το Φαραώ Ψαμμήτιχο να έρθουν, το σημαντικό στοιχείο είναι ότι αυτοί οι οπλίτες αποτέλεσαν τους πρώτους Έλληνες αποίκους στην Αίγυπτο. Ο Ηρόδοτος προσθέτει ότι οι Αιγύπτιοι χαρακτήριζαν τους Έλληνες στρατιώτες “χαλκέους άνδρες”, προφανώς εξαιτίας της εντύπωσης που προκαλούσαν, όταν εμφανίζονταν με την οπλιτική πανοπλία (Ηρόδοτος, Ιστορίαι). Το πιο γνωστό στρατόπεδο μισθοφόρων ήταν στις Δάφνες κοντά στο Νείλο.
Εκτός από την έντονη παρουσία των Ελλήνων στους Αιγυπτιακούς στρατούς, αναφορές υπάρχουν και για τη συμμετοχή μισθοφόρων από τη Μικρά Ασία σε στρατούς της Ανατολής (Meiggs & Lewis). Με την εμφάνιση των τυραννιών στον Ελλαδικό χώρο, οι Έλληνες μισθοφόροι βρήκαν νέο πεδίο απασχόλησης στις αυλές των διάφορων τυράννων. Γενικά, ορισμένοι τύραννοι του 7ου και του 6ου αιώνα π.Χ. προσλάμβαναν μισθωμένους στρατιώτες, κυρίως ως σωματοφύλακες. Αρχικά, προτιμούσαν να χρησιμοποιούν πολίτες στην προσωπική τους φρουρά, όπως ο Πεισίστρατος κατά τη διάρκεια της πρώτης προσπάθειάς του να επιβληθεί στην Αθήνα.
Πιθανότατα τόσο ο Θεαγένης, τύραννος των Μεγάρων, όσο και ο Διονύσιος των Συρακουσών να συμπεριελάμβαναν μισθοφόρους στις σωματοφυλακές τους. Σίγουρα πάντως από το β’ μισό του 6ου αιώνα π.Χ., ήταν πλέον κανόνας οι προσωπικές φρουρές των τυράννων να αποτελούνται από μισθοφόρους στρατιώτες. Ο Πολυκράτης, τύραννος της Σάμου, μόλις κατέλαβε την εξουσία στο νησί, δανείστηκε στρατιώτες από το Λύγδαμη της Νάξου (Ψευδο-Αριστοτέλης, Οικονομικά) για λόγους προστασίας.
Γ. Επιπτώσεις
Ο πόλεμος στην Αρχαϊκή Ελλάδα δεν είχε μόνο πολιτικό ρόλο αλλά και οικονομικό. Λειτουργούσε ως παράγοντας που επηρέαζε άμεσα -θετικά ή αρνητικά- τους ουσιώδεις τομείς της οικονομικής ζωής (απόκτηση τροφής, περιουσία, εργασία). Αντίθετα, δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί άμεσα με την οικονομική ανάπτυξη των Ελληνικών πόλεων. Ωστόσο, έχει ειπωθεί ότι οι πολεμικές εκστρατείες ώθησαν την παραγωγή όπλων σε μία διαδικασία εντατικοποίησής της, εξαιτίας βέβαια της αύξησης στη ζήτησή τους, ιδιαίτερα μετά την επικράτηση της οπλιτικής φάλαγγας. Σίγουρες πάντως αποδείξεις για αυτό το φαινόμενο δεν υπάρχουν.
Ανεξάρτητα όμως από την ακρίβεια της παραπάνω δήλωσης, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι ο πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα την αναγκαστική εκμετάλλευση του έμψυχου και άψυχου δυναμικού της ηττημένης πόλης: την υποδούλωση, δηλαδή, του λαού και την πώληση των κατοίκων του στις αγορές δούλων, την καταστροφή των καλλιεργειών, την κλοπή προμηθειών και την απόκτηση λαφύρων.
Λάφυρα
Μία σημαντική πηγή εσόδων για τους νικηφόρους στρατούς ήταν οπωσδήποτε τα λάφυρα. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκαν οι αιχμάλωτοι και τα ανδράποδα, άτομα δηλαδή που είχαν συλληφθεί κατά τη διάρκεια πολεμικών συρράξεων και λεηλασιών σε διάφορες πόλεις και περιοχές, και προορίζονταν κυρίως για υποδούλωση. Εκτός από το “έμψυχο υλικό”, μία ακόμα ποικιλία από αντικείμενα κατέληγε στα χέρια των νικητών· ανάμεσά τους ξεχώριζαν οι δακτύλιοι (χρυσά και αργυρά κοσμήματα), τα εκπώματα και τα ποτήρια (κύπελλα πόσης από πολύτιμα μέταλλα), τα έπιπλα (κατασκευές από πολύτιμα μέταλλα) και ο ιματισμός (υφάσματα και ρούχα πολυτελείας).
Μέρος των λαφύρων κατέληγε στα διάφορα ιερά με τη μορφή ιδιωτικών ή δημόσιων αφιερωμάτων. Τα όπλα του ηττημένου στρατού ήταν από τα πιο χαρακτηριστικά αντικείμενα που οι νικητές πρόσφεραν στους θεούς ως ένδειξη της ευγνωμοσύνης τους για τη νίκη που τους χάρισαν. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Φωκείς, σε μία μόνο περίπτωση, αφιέρωσαν στο ιερό των Δελφών 2000 εχθρικές ασπίδες έπειτα από νίκη τους (Ιστορίαι). Επίσης, υπάρχουν και περιπτώσεις αφιέρωσης ολόκληρων εμβόλων από πολεμικά πλοία, μετά από ναυμαχίες.
Ο Παυσανίας δίνει την πληροφορία ότι οι Μεγαρείς, ύστερα από τον πόλεμο με την Αθήνα για την κυριότητα της Σαλαμίνας, γιόρτασαν τη νίκη τους με την προσφορά ενός χάλκινου εμβόλου από ένα αθηναϊκό πλοίο, που είχαν καταλάβει στο Ολυμπείο των Μεγάρων (Αττικά). Αυξάνοντας τους θησαυρούς τους ορισμένα ιερά αποκτούσαν οικονομική αλλά και πολιτική δύναμη. Έτσι, αποτελούσαν με τη σειρά τους το στόχο πολεμικών συρράξεων προκειμένου ο έλεγχός τους -και κατά συνέπεια οι θησαυροί τους- να περιέλθουν στην κατοχή της μίας ή της άλλης πόλης. Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα ίσχυε γενικά η αρχή για το απαραβίαστο των ιερών και της περιουσίας τους, η οποία όμως σε περίοδο πολέμου αναιρούνταν.
Σόλων
Στα τέλη του 7ου-αρχές του 6ου αι. π.Χ., ορισμένοι Αθηναίοι είχαν αναγκαστεί να εκχωρήσουν τη γη τους σε πλούσιους γαιοκτήμονες, στους οποίους υποχρεώνονταν να πληρώνουν ενοίκιο με τη μορφή μέρους των παραγόμενων αγαθών. Όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Σόλων, η νομοθεσία του Δράκοντα επέτρεπε στον πολίτη, όποτε υπήρχε ανάγκη, να εγγυηθεί βάζοντας ως ενέχυρο το άτομό του. Στην περίπτωση όμως που οι όροι της συμφωνίας δεν ακολουθούνταν, τότε κινδύνευε να υποδουλωθεί και να πουληθεί μακριά από την πόλη του (Παυσανίας, Αττικά, Σόλων, Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία).
Η οικονομική κατάσταση αρκετών φτωχών Αθηναίων πολιτών, που δεν είχαν καμιά πολιτική ισχύ, επιδεινωνόταν διαρκώς και πολλοί από αυτούς είχαν ήδη καταλήξει να πουληθούν ως δούλοι. Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε οικονομική και κοινωνική κρίση, την οποία ο Σόλων, όταν εξελέγη άρχων στα 594 / 593 π.Χ., προσπάθησε να εκτονώσει. Από τις βασικές οικονομικές του μεταρρυθμίσεις ήταν η σεισάχθεια και η κατηγοριοποίηση των πολιτικών προνομίων με βάση την περιουσία του κάθε πολίτη. Με τη “σεισάχθεια” ο Σόλων μπόρεσε, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, να “τινάξει” από τους ώμους των φτωχών αγροτών το βάρος των χρεών. Ορισμένοι ερευνητές έχουν συνδέσει το μέτρο αυτό με τους εκτημόρους.
Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι σχετίζεται με όλους όσους είχαν δανειστεί και καλλιεργούσαν την γη των πλουσίων και ισχυρών με ενέχυρο την προσωπική τους ελευθερία (δανεισμός “επί σώμασιν”). Μετά τη “σεισάχθεια”, το επόμενο βήμα ήταν να διαχωρίσει τους Αθηναίους πολίτες σε κοινωνικές τάξεις με βάση τα εισοδήματά τους από την παραγωγή τους σε σιτηρά, ελαιόλαδο και κρασί (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, Πλούταρχος, Βίος Σόλωνα). Έτσι, ο πληθυσμός της Αθήνας χωρίστηκε σε τέσσερις τάξεις, η κάθε μία με συγκεκριμένα πολιτικά προνόμια.
Η συμμετοχή σε κάθε τάξη καθοριζόταν από την περιουσία του κάθε πολίτη, βασισμένη σε μία σταθερή μονάδα μέτρησης της ετήσιας γεωργικής παραγωγής σε σιτηρά ή κρασί, τη “μέδιμνο” και το “μετρητή”. Οι Αθηναίοι πολίτες ανήκαν στους πεντακοσιομέδιμνους (από 500 μέδιμνους και πάνω), στους τριακοσιομέδιμνους ή ιππείς (από 300 μέδιμνους και πάνω), και στους διακοσιομέδιμνους ή ζευγίτες (από 200 μέδιμνους και πάνω). Τέλος, όσοι είχαν περιουσία κάτω από 200 μέδιμνους κάθε χρόνο ή και καθόλου, ανήκαν στους θήτες. Το αποτέλεσμα ήταν οι ευγενείς να αντικατασταθούν σταδιακά από μία αριστοκρατία πλουσίων, καθώς η συμμετοχή στη νέα τάξη εξαρτιόταν πλεόν από τις οικονομικές αλλαγές.
Κάθε Αθηναίος επιτυχημένος οικονομικά μπορούσε να ενταχθεί στην προνομιούχα τάξη των κυβερνώντων, ενώ όσοι έχαναν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την περιουσία τους έπαυαν να ανήκουν σε αυτήν. Η εξουσία ανήκε σε όσους υπερείχαν σε πλούτο γης. Πέρα από τα δύο προαναφερθέντα μέτρα, υπάρχουν αναφορές στις πηγές σχετικά και με κάποιες άλλες οικονομικές αποφάσεις του Σόλωνα, που όμως δε θεωρούνται αξιόπιστες. Ο Πλούταρχος αναφέρει στο “Βίο του Σόλωνα” ότι οι Αθηναίοι της εποχής του διατηρούσαν μία παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Σόλων είχε καθιερώσει μία πολύ χαμηλότερη τιμή για το σιτάρι απ’ ότι ίσχυε μέχρι τότε.
Σε ένα λόγο του, ο μεταγενέστερος ρήτορας Λυσίας αναφερόμενος στην έννοια του τόκου συνδέει την επιβολή του με το Σόλωνα. Θεωρείται πολύ πιθανόν ότι με τον τόκο ο Σόλων προσπάθησε να εξισορροπήσει τις συνέπειες της “σεισάχθειας”. Η αφαίρεση της δυνατότητας που είχε κάποιος να υποδουλώνει εκείνους που είχαν χρέη σε αυτόν, καλυπτόταν με τη διαβεβαίωση του δικαιώματος του δανειστή να αποσπά τόκο. Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων του Σόλωνα ήταν ότι απάλλαξαν τους ακτήμονες πολίτες από το φόβο της πιθανής υποδούλωσης (Παυσανίας, Αττικά). Αυτό είχε ως συνέπεια, ο μεγαλύτερος αριθμός Αθηναίων γεωργών να είναι ανεξάρτητοι μικρο-ιδιοκτήτες γης.
Α. Σεισάχθεια
Είναι γνωστό ότι με τη “σεισάχθεια” ο Σόλων έδωσε τέλος στην εξάρτηση των φτωχών αγροτών στην Αττική. Εκείνο που δεν είναι γνωστό και παραμένει θέμα διαμάχης ανάμεσα στους ερευνητές είναι η διαδικασία που ακολούθησε προκειμένου να αποκαταστήσει όσους είχαν πέσει θύματα της αυθαιρεσίας των πλουσίων, ακριβώς γιατί δεν υπήρχαν γραπτές διατάξεις (αυτό άλλωστε λέει και ο Σόλων σε ένα από τα ποιήματά του). Με τη “σεισάχθεια” τα χρέη ακυρώθηκαν και όσοι Αθηναίοι πολίτες είχαν δεσμευτεί να παράγουν και να προσφέρουν μερίδιο της σοδειάς τους (εκτήμοροι) αποδεσμεύτηκαν.
Όσοι πάλι είχαν καταλήξει σκλάβοι στην Αττική, επειδή ήταν χρεωμένοι, απελευθερώθηκαν και όσοι είχαν πουληθεί εκτός Ελλαδικού χώρου ως δούλοι, επέστρεψαν στην Αθήνα (Αριστοτέλης Αθηναίων Πολιτεία, Πλούταρχος Βίος Σόλωνα). Ιδιαίτερα, σε μια προσπάθεια να διώξει από τις συνειδήσεις των πολιτών το θεσμό του εκτημόρου, ο Σόλων, απομάκρυνε τους όρους, τις πέτρινες ή μαρμάρινες δηλαδή πλάκες, που σημάδευαν τα όρια της καλλιεργήσιμης έκτασης και υποδείκνυαν ότι ο καλλιεργητής της δεν είχε δικαίωμα ιδιοκτησίας και ταυτόχρονα υπενθύμιζαν τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει ο φτωχός αγρότης απέναντι στον ιδιοκτήτη του.
Συνήθως είχαν μία σύντομη επιγραφή, η οποία αναφερόταν στη λειτουργία του όρου. Επανέφερε όσους είχαν πουληθεί νόμιμα ή παράνομα έξω από την Αττική και όσους είχαν εγκαταλείψει την Αθήνα λόγω ανάγκης και πιο συγκεκριμένα εξαιτίας των χρεών τους. Επίσης, επανέφερε και τις οικογένειες όσων είχαν πουληθεί ή εξοριστεί, οι οποίες τους είχαν ακολουθήσει από την πρώτη στιγμή της εκδίωξής τους από την Αθήνα. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις οικογενειών που απομακρύνθηκαν αργότερα, καθώς οι κυβερνώντες είχαν το δικαίωμα να τιμωρήσουν με αυτό τον τρόπο τους απογόνους του κατηγορουμένου, ακόμη κι όταν ο ίδιος πλέον δε βρισκόταν στην πόλη.
Όταν επομένως μία ολόκληρη οικογένεια έφευγε από την πόλη, η γη τους κατάσχετο και έπαυε να είναι διαθέσιμη. Η διάταξη αυτή, αν και τους επέτρεπε την επιστροφή και την επαναπόκτηση των πολιτικών δικαιωμάτων τους, δεν τους εξασφάλιζε ωστόσο, ούτε την επιστροφή της παλιάς τους γης ούτε την απόκτηση μιας οποιοασδήποτε άλλης έκτασης στη θέση της προηγούμενης. Τέλος, ο Σόλων απελευθέρωσε με το νόμο Περί Αμνηστίας και όσους είχαν υποδουλωθεί μέσα στην πόλη.
Β. Εκτήμοροι
Οι εκτήμοροι ήταν εξαρτημένοι αγρότες που καλλιεργούσαν τη γη των προνομιούχων με τη συμφωνία να τους δίνουν το 1/6 της παραγωγής αντί ενοικίου. Ο Αριστοτέλης μας πληροφορεί ότι οι εκτήμοροι ή οι νομικά εξαρτημένοι μπορούσαν να πουληθούν ως δούλοι, εάν δεν πλήρωναν το συμφωνημένο ποσοστό (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία). Η θέση του εκτημόρου μάλλον ήταν σταθερή παντού στην Αττική κατά την Αρχαϊκή εποχή. Το πιο πιθανό είναι ότι όλοι πλήρωναν ως ενοίκιο το ίδιο ποσοστό από την παραγωγή. Πάνω σ’ αυτό το θέμα όμως οι απόψεις των ερευνητών διίστανται.
Η κατηγορία αυτή των αγροτών σταδιακά παύει να υφίσταται. Από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. και μετά δεν υπάρχουν πια αναφορές σε εκτημόρους. Πέρα από τη σεισάχθεια του Σόλωνα, άλλοι λόγοι που συνέβαλαν σ’ αυτήν την εξέλιξη ήταν η έλλειψη σημαντικών οικονομικών δομών -ειδικά στην παραγωγή κρασιού και λαδιού- και η επικράτηση των ανεξάρτητων αγροτικών επιχειρήσεων.
Πεισίστρατος
Η Αθήνα ήταν κυρίως μία αγροτική κοινωνία και η οικονομική της σταθερότητα εξαρτιόταν από την παραγωγή των καλλιεργήσιμων εκτάσεών της. Γνωρίζουμε ότι ο Πεισίστρατος θεσμοθέτησε κρατικά αγροτικά δάνεια με ευνοϊκούς όρους για όσους τα είχαν ανάγκη, πιθανώς χωρίς τόκο. Με αυτόν τον τρόπο, εξασφάλιζε την άμεση υποστήριξη των χωρικών προς το πρόσωπό του. Το ακριβές ποσοστό του φόρου δεν είναι γνωστό, αλλά πρέπει να κυμαινόταν ανάμεσα στο 1/16 και 1/20 της παραγωγής. Οι αγρότες δεν εξαρτιόνταν πλέον από τους ευγενείς ή τους άλλους ισχυρούς πιστωτές.
Επίσης, ο τύραννος της Αθήνας ήταν ο πρώτος που καθιέρωσε την άμεση φορολογία στα προϊόντα που παρήγαγαν οι πολίτες. Αυτό το μέτρο υιοθετήθηκε έπειτα από τους περισσότερους τυράννους (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία). Υπάρχει μία πιθανότητα ο Πεισίστρατος να προχώρησε στον καταμερισμό της γης, τον οποίο νωρίτερα ο Σόλων είχε αποφύγει να πραγματοποιήσει. Αφού πρώτα κατάσχεσε την περιουσία των εχθρών του, τη μοίρασε στους φτωχούς χωρικούς. Οι πηγές, πάντως, δεν είναι ακριβείς σε αυτό το θέμα.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι, αν και οι λόγοι που ώθησαν τον Πεισίστρατο να μοιράσει τη γη ήταν διαφορετικοί από εκείνους που έκαναν το Σόλωνα να σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο, η ιδέα προϋπήρχε. Ο τύραννος της Αθήνας ήθελε να κερδίσει την εύνοια των φτωχών, ενώ ο Σόλων απέρριπτε την οικονομική ισότητα λέγοντας ότι οι θεοί δίνουν στον κάθε άνθρωπο ό,τι δικαιούται.
Αριστοκράτες
Οι αριστοκράτες ήταν χωρίς αμφιβολία από τα πιο πλούσια μέλη της Αρχαϊκής κοινωνίας. Η περιουσία τους οριζόταν κυρίως από τη γη που κατείχαν, αν και ορισμένοι από αυτούς πιθανόν να ήταν αναμεμιγμένοι στο εμπόριο ή στη βιοτεχνία, τουλάχιστον έμμεσα. Ο πλούτος τους και ο έλεγχος που ασκούσαν σε θρησκευτικά ζητήματα και στα αξιώματα της πόλης τούς έδιναν την απαραίτητη εξουσία, για να διατηρήσουν την πολιτική τους δύναμη. Αρκετά μέλη των κατώτερων τάξεων ήταν κατά κάποιο τρόπο πελάτες τους. Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τον ακριβή χαρακτήρα της πελατειακής τους σχέσης.
Πιθανότατα να ήταν ολικώς ή μερικώς εξαρτημένοι από τους πλούσιους γαιοκτήμονες για λόγους προστασίας. Στη Βοιωτία από την εποχή του Ησιόδου, στις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ., παρατηρείται συγκέντρωση μεγάλου τμήματος γης στα χέρια ορισμένων οικογενειών, μέσα από τη διαδικασία του γάμου, της προίκας και της διαθήκης. Αυτές οι οικογένειες, αποκτώντας οικονομική δύναμη επιβλήθηκαν στους φτωχότερους αγρότες και σταδιακά αποτέλεσαν την αριστοκρατία της περιοχής (Ησίοδος, Έργα και Ημέρα). Στην Αθήνα τα μέλη της αριστοκρατίας, οι ονομαζόμενοι ευπατρίδες, αντέδρασαν στην κατάργηση των χρεών, γιατί -όπως είναι κατανοητό- τους στοίχισε οικονομικά.
Θα πρέπει να τονιστεί πάντως ότι οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα αποδείχτηκαν μακροπρόθεσμα ωφέλιμες για τους πλούσιους πολίτες της Αθήνας. Διαμόρφωσαν μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων ανάμεσα στους αριστοκράτες και τους δούλους, εξασφαλίζοντας παράλληλα τη συνεχή ύπαρξή τους. Ένα από τα καθήκοντά της πιθανώς να ήταν η σύμπραξη, σε περίπτωση ανάγκης, με τους πρώτους εναντίον των δεύτερων. Στην περίπτωση που οι ασθενέστεροι οικονομικά Αθηναίοι ξέπεφταν σε μία κατάσταση ανάλογη με εκείνη των δούλων, τότε ο κίνδυνος για τη δημιουργία μίας ομοιογενούς κατώτερης τάξης ήταν εμφανής.
Εάν, στη συνέχεια, η τάξη αυτή αποκτούσε συνείδηση της συλλογικής δύναμής της, αυτό θα σήμαινε και το τέλος της μορφής που είχε η Αθηναϊκή κοινωνία την εποχή εκείνη. Με τη δημιουργία όμως μίας ομάδας πολιτών με καθορισμένη την κοινωνική της θέση, οι πλούσιοι μπορούσαν να αξιοποιούν τους ξένους δούλους στο βαθμό που ήθελαν και να φοβούνται λιγότερο για το ξέσπασμα μίας ταξικής επανάστασης.
Χωρικοί
Ίσως, η πιο σημαντική εξέλιξη την εποχή αυτή είναι ο υποβιβασμός των φτωχών αγροτών στο επίπεδο του εξαρτημένου παραγωγού από μία δευτερεύουσα ομάδα, που χρησιμοποιούσε το πλεόνασμα της σοδειάς για μη αγροτικές δραστηριότητες. Στη Θεσσαλία, στη Σπάρτη και στην Κρήτη, οι αυτόχθονες λαοί -Πενέστες, Είλωτες, Αφαμιώτες, Μνωίτες και Κλαρώτες- είχαν υποδουλωθεί και ήταν νομικά δεμένοι με τη γη (Αριστοτέλης, Πολιτικά). Μόνο στις απομονωμένες ορεινές περιοχές οι αγρότες παρέμεναν ανεξάρτητοι.
Αλλά στις ανοιχτές, εύκολες σε πρόσβαση, περιοχές είχαν μεταπέσει σε απλούς χωρικούς που προμήθευαν με αγαθά τους γαιοκτήμονες. Από την άλλη πλευρά, όμως αυτές οι ομάδες ήταν που στήριζαν τους θρησκευτικούς και κοινωνικούς μηχανισμούς της πόλης.
Σπάρτη
Η Σπάρτη αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της εφαρμογής του καταμερισμού της γης, ύστερα από εισβολή σε γειτονική περιοχή, και της μετατροπής των ηττημένων κατοίκων σε είλωτες. Η ρίζα ελ- της λέξης “είλωτας” υποδηλώνει κυρίευση ή κατάκτηση. Οι είλωτες ήταν Ελληνικά φύλα, κάτοικοι της Λακωνίας και της Μεσσηνίας. Οι Μεσσήνιοι, που ήταν και οι περισσότεροι, υποδουλώθηκαν μετά το τέλος του Α’ Μεσσηνιακού πολέμου, γύρω στα 715 π.Χ., και η γη τους -γνωστή για τη γονιμότητά της- μοιράστηκε ανάμεσα στους Σπαρτιάτες πολίτες.
Αθήνα
Στην Αθήνα και σε άλλες Ιωνικές πόλεις, ο δυναμικός χαρακτήρας της προόδου προστάτευσε τους ανίσχυρους αγρότες από το να γίνουν είλωτες. Ανάμεσά τους όμως υπήρχαν και ορισμένοι, που είχαν υποπέσει σε χρέη και δεν ήταν πλέον σε θέση να συντηρήσουν τις οικογένειές τους και των οποίων η θέση δεν έχει καθοριστεί ακόμα με ακρίβεια. Ήταν Αθηναίοι, πιθανώς μέλη φρατριών, φυλών ή και των δύο, αλλά δεν ήταν πλέον ελεύθεροι. Η αύξηση του αριθμού και της δυσαρέσκειάς τους οδήγησε στη λεγόμενη “αγροτική κρίση”.
Οι περισσότερες πληροφορίες πάντως αναφέρονται στην Αθήνα και στην εκτόνωση της κρίσης εκεί και σχετίζονται με το νομοθέτη Σόλωνα (Αριστοτέλης Αθηναίων Πολιτεία, Πλούταρχος Βίος Σόλωνα).
Α. Αγροτική Κρίση
Καθώς οι αγρότες εξοικειώνονταν με τις αγορές του κρασιού και του ελαιόλαδου, αρκετοί από αυτούς έχοντας είτε μικρή είτε μεγάλη περιουσία έβαζαν ως υποθήκη τα σώματά τους (δανεισμός “επί σώμασιν”), προκειμένου να δανειστούν, για να αγοράσουν κλήματα και ελιές. Η αυξημένη συμμετοχή μικρών επενδυτών στην παραγωγή κρασιού και λαδιού φαίνεται και μέσα από το σχόλιο του Πλούταρχου ότι “όλοι οι απλοί άνθρωποι ήταν χρεωμένοι στους πλούσιους”. Κάποιοι από αυτούς τους μικροεπενδυτές, όπως ήταν φυσικό, αποτύγχαναν στην προσπάθειά τους και μετατρέπονταν σε δούλους.
Αν και αυτοί που αποτύγχαναν αντιπροσώπευαν μια μικρή μόνο ομάδα, ο συνολικός αριθμός όσων κατέληγαν τελικά δούλοι αυξανόταν σημαντικά.
Β. Είλωτες
Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ειλώτων και των δούλων στις περισσότερες Ελληνικές πόλεις. Γενικά ένας δούλος ήταν ιδιοκτησία του κυρίου του, ενώ αντίθετα ο είλωτας ανήκε στο κράτος των Σπαρτιατών. Είχε δηλαδή παραχωρηθεί από το κράτος σε κάποιον πολίτη, ο οποίος όμως δεν είχε το δικαίωμα να τον διαθέσει, όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Επίσης, σε άλλες περιοχές οι δούλοι συχνά μπορούσαν να αποκτήσουν την ελευθερία τους. Αντίθετα, στη Σπάρτη ένας είλωτας δεν ήταν δυνατό να απελευθερωθεί, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Με αυτόν τον τρόπο ήταν πιο ελεύθερος, αλλά ταυτόχρονα και πιο περιορισμένος από τους δούλους της υπόλοιπης Ελλάδας (Θουκυδίδης, Ιστοριών).
Στις μη σπαρτιάτικες πηγές, οι είλωτες αναφέρονται είτε ως δούλοι, είτε ως οικέτες (στην περίπτωση που χρησιμοποιούνταν για εργασίες του οίκου), είτε ως ανδράποδα. Πιθανότατα, είχαν εξαναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους μέρη και είχαν υποχρεωθεί να ζούνε διασκορπισμένοι στη γη των κυρίων τους. Ενδεχομένως, πάλι, να τους είχε επιτραπεί η κατοχή κάποιου είδους προσωπικής περιουσίας, ίσως και ο γάμος. Συνόδευαν τους Σπαρτιάτες στους πολέμους μεταφέροντας τον εξοπλισμό τους, ενώ για τη συντήρησή τους υπεύθυνοι ήταν οι κύριοί τους.
Στην Αρχαϊκή Σπάρτη πολιτικά δικαιώματα μπορούσαν να έχουν μόνον όσοι από τους πολίτες μπορούσαν να συμβάλουν μία συγκεκριμένη ποσότητα παραγωγής στα κοινά συσσίτια. Τα συσσίτια ήταν ομάδες στις οποίες οι πολίτες γίνονταν δεκτοί ύστερα από ψηφοφορία. Η απόρριψη της αποδοχής στο συσσίτιο σήμαινε για τον υποψήφιο και την άρνηση απόκτησης πολιτικών δικαιωμάτων. Κάθε μέλος ήταν υποχρεωμένο να δίνει στα συσσίτια συγκεκριμένο ποσοστό από την παραγωγή των χωραφιών τους, των λεγόμενων κλήρων.
Οι κλήροι αυτοί, τους οποίους δούλευαν οι είλωτες, διανέμονταν στους πολίτες από το κράτος των Σπαρτιατών ύστερα από τη νίκη τους ενάντια σε γειτονικούς λαούς και την προσάρτηση της γης τους. Ουσιαστικά, δηλαδή, οι είλωτες καλλιεργούσαν τη δική τους γη για λογαριασμό άλλων. Οι Σπαρτιάτες μην έχοντας καμιά μέριμνα για τη γεωργική παραγωγή μπορούσαν να αφοσιωθούν στην τέχνη του πολέμου, η οποία συντελούσε στην κοινωνική τους καταξίωση. Ο ρόλος επομένως των ειλώτων ήταν καθοριστικός για τη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης στην κοινωνία των Σπαρτιατών.
Είναι σωστός ο παραλληλισμός των ειλώτων με τους Πενέστες της Θεσσαλίας, τους Αφαμιώτες, τους Μνωίτες (εκείνοι που είχαν κυριαρχηθεί;) και τους Κλαρώτες (εκείνους που ήταν δεμένοι με τη γη -τον κλάρο;) της Κρήτης, τους Κορυνηφόρους της Σικυώνας, τους Γυμνήτες (εκείνοι που ήταν γυμνοί, δηλαδή άοπλοι) του Άργους και τους Οικιάτες της Λοκρίδας (εκείνοι που ανήκαν στον οίκο). Οι ομάδες αυτές ήταν γηγενείς λαοί που είχαν υποπέσει στο επίπεδο του ιδιόκτητου δούλου μετά την εισβολή και κατάκτησή τους από τα δωρικά φύλα και θεωρούνταν συνήθως μέρος της οικογενειακής περιουσίας.
Περιουσία
Η περιουσία ενός πολίτη περιελάμβανε οικίες, ζώα, δούλους, αλλά κυρίως γη, καλλιεργήσιμες δηλαδή εκτάσεις. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόταν τον εαυτό του σε σχέση με τους συμπολίτες του, όπως και ο τρόπος με τον οποίο γινόταν ο ίδιος αντιληπτός από το κοινωνικό του σύνολο, βασιζόταν κατά κύριο λόγο στον αριθμό των εκτάσεων της γης που του ανήκε. Στην Αθήνα, ήδη από την εποχή του Σόλωνα, η περιουσία θεωρούνταν ότι “ανήκει στον άνδρα”. Μπορούσε να κάνει ό,τι επιθυμούσε με αυτήν κατά τη διάρκεια της ζωής του και είχε το δικαίωμα να αφήσει διαθήκη, εάν δεν είχε γιους.
Το δικαίωμα να κληροδοτεί κάποιος ελεύθερα δόθηκε επίσημα από το Σόλωνα, περιορισμένο όμως στους άντρες με νόμιμους γιους, οι οποίοι ήταν και οι φυσικοί κληρονόμοι τους. Αντίθετα, στη Σπάρτη ένας άντρας ήταν ελεύθερος να αφήσει την περιουσία του σε όποιον επιθυμούσε. Η υιοθεσία έγινε επιτρεπτή με νόμο του Σόλωνα, αλλά μόνο σε άντρες που δεν είχαν γιους. Ο υιοθετημένος γιος κληρονομούσε το θετό του πατέρα, του οποίου έπαιρνε και το πατρώνυμο, έχανε όμως κάθε δικαίωμα στην περιουσία του φυσικού του πατέρα. Επιπλέον, εάν ο θετός πατέρας είχε κόρη, ο υιοθετημένος γιος ήταν πρακτικά υποχρεωμένος να την παντρευτεί.
Με αυτόν τον τρόπο, ο θετός πατέρας εξασφάλιζε την παραμονή της περιουσίας του στη δική του οικογένεια (Πλούταρχος, Βίος Σόλωνα). Στη Βοιωτία, πάλι, η περιουσία μεταβιβαζόταν με το συνηθισμένο τρόπο, δηλαδή από τον πατέρα στους γιους του. Η περιουσία, τόσο η πατρική όσο και η προίκα της μητέρας, μοιραζόταν σε ίσα μερίδια ανάμεσα στους γιους μετά το θάνατο του πατέρα. Εάν όμως υπήρχαν κόρες, η οικογένεια κρατούσε ένα ποσοστό της περιουσίας για τις προίκες τους. Από τον Αριστοτέλη μαθαίνουμε για την ύπαρξη ενός Κορίνθιου από την οικογένεια των Βακχιάδων, το Φιλόλαο, ο οποίος ήρθε στη Βοιωτία και αναδιοργάνωσε τους νόμους περί υιοθεσίας (Αριστοτέλης, Πολιτικά).
Σε μια προσπάθεια να περιορίσει και να ελέγξει τη συγκέντρωση μεγάλων εκτάσεων γης σε όλο και λιγότερα χέρια, επέτρεψε και σε μερικές περιπτώσεις επέβαλε τις υιοθεσίες. Επίσης λέγεται ότι προστάτεψε τις γυναίκες που ήταν κληρονόμοι περιουσιών. Οι μελετητές εξηγούν αυτά τα μέτρα ως πρσπάθειες για τη διατήρηση ενός μεγάλου αριθμού κλήρων γης στα χέρια των ιδιοκτητών τους, προκειμένου να αυξηθεί ο αριθμός των πολιτών που ήταν σε θέση να συμμετέχουν στην οπλιτική φάλαγγα.
Α. Γυναίκες
Όπου υπάρχει αναφορά στο πρόσωπο της γυναίκας είναι πάντα σε σχέση με την αναπαραγωγή της οικογένειας, την ευθύνη του οίκου και τη συμμετοχή της στην καλλιέργεια της γης στην περίπτωση που ήταν μέλος των φτωχότερων τάξεων. Η σύζυγος ή η κόρη ενός αριστοκράτη, αλλά και oποιουδήποτε άλλου είχε περιουσία δεν επιτρεπόταν να δουλεύει στα χωράφια, καθώς κάτι τέτοιο ήταν υποτιμητικό και προσβλητικό για τον κύριο του οίκου. Ό,τι ενδιαφέρον μπορεί να ειπωθεί για το ρόλο της στα οικονομικά της οικογένειας αφορά την προίκα, η οποία περιελάμβανε ρουχισμό, στολίδια, οικιακά σκεύη, έπιπλα και χρήματα (Πλούταρχος Βίος Σόλωνα, Ιππώναξ, απόσπασμα στο Fowler, 1992).
Γενικά, η προίκα λειτουργούσε ως μηχανισμός μεταβίβασης και συγκέντρωσης περιουσίας. Ειδικότερα, στην Αθήνα, η προίκα επιβαλλόταν και για τις δυνατότητες των φτωχών ανθρώπων ήταν ιδιαίτερα επαχθής, δεδομένου ότι υπήρχε ανταγωνισμός για την εύρεση συζύγου. Αυτός ήταν και ο λόγος της κατάργησης του θεσμού της προίκας από τη νομοθεσία του Σόλωνα. Ωστόσο, οι πληροφορίες που έχουμε για την προίκα στην Αθήνα της Αρχαϊκής περιόδου είναι μηδαμινές. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, οι μελετητές τείνουν να υιοθετήσουν και για την Αρχαϊκή εποχή τη θέση που είχε σε γενικές γραμμές η γυναίκα στην Κλασική κοινωνία.
Την περίοδο εκείνη η Αθηναία δεν είχε η ίδια τον έλεγχο της περιουσίας της, αλλά ουσιαστικά ήταν επίπροικος, τη μετέφερε δηλαδή από τον πατέρα στο σύζυγό της. Γενικότερα, οι γυναίκες της Αθήνας ήταν πιο περιορισμένες από εκείνες της Σπάρτης, της Κρήτης ή της Βοιωτίας. Η προίκα στη Σπάρτη και στη Γόρτυνα της Κρήτης ήταν ιδιοκτησία των γυναικών. Αν και δεν έχουμε πληροφορίες για τη δύναμη των γυναικών-συζύγων στη Γόρτυνα, είναι ξεκάθαρο ότι οι γυναίκες των Λακεδαιμονίων είχαν τον έλεγχο της περιουσίας τους.
Κτηνοτροφία
Ο ρόλος και η σημασία της κτηνοτροφίας στην οικονομική ζωή της Ελληνικής πόλης δεν αντιστοιχούσαν σε αυτόν της γεωργίας. Γενικά υπήρχε μία ιδεολογική τάση, η οποία, ενώ συνέδεε τη γεωργία με την ανάπτυξη του πολιτισμού, υποβίβαζε την προσφορά της κτηνοτροφίας. Πιθανότατα για τους παραπάνω λόγους οι αρχαίοι συγγραφείς, οι οποίοι ανήκαν στις προνομιούχες τάξεις, δε θεώρησαν σημαντικό να αναφερθούν στην κτηνοτροφία. Εκτάσεις που ερημώνονταν ύστερα από καταστροφές δε χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους της περιοχής για γεωργική καλλιέργεια, αλλά συνήθως μετατρέπονταν σε βοσκοτόπια, κάτι που δεν απαιτούσε ιδιαίτερη φροντίδα, για να πραγματοποιηθεί.
Οι μεγαλύτεροι γαιοκτήμονες είχαν δούλους ή προσλάμβαναν επαγγελματίες βοσκούς για τη φροντίδα των κοπαδιών τους. Εκτός από τα πουλερικά κανένα νέο είδος ζώων δεν εμφανίστηκε στον ελλαδικό χώρο, στην Αρχαϊκή περίοδο. Η καλλιέργεια σιταριού και κριθαριού πιθανώς να αντικατέστησε σε κάποιο βαθμό την κτηνοτροφία, καθώς οι Έλληνες εκείνης της εποχής έτρωγαν λιγότερο κρέας από τους προγόνους τους, όπως πληροφορούμαστε από τα Ομηρικά Έπη. Από τις περιοχές της κυρίως Ελλάδας, η οικονομία της Αρκαδίας εξαιτίας της γεωλογικής της υφής βασιζόταν κυρίως στην κτηνοτροφία.
ΕΜΠΟΡΙΟ
Ο Αριστοτέλης μας δίνει κάποιες πληροφορίες για τη σημασία του εμπορίου στην Ελληνική κοινωνία. Συγγράφει τον 4ο αιώνα π.Χ. και στο έργο του Αθηναίων Πολιτεία, αναφέρει ότι υπήρχαν πέντε τρόποι, για να επιβιώσει κανείς και να αποκτήσει περιουσία: η γεωργία, η κτηνοτροφία, η πειρατεία, η αλιεία και το κυνήγι. Το εμπόριο δε συμπεριλαμβανόταν σε αυτούς, γιατί βασιζόταν σε συναλλαγές και πωλήσεις και δε θεωρούνταν πρωταρχικός τρόπος απόκτησης αγαθών (Αριστοτέλης, Πολιτικά). Τίποτα βέβαια δε μας εμποδίζει να θεωρήσουμε αυτήν την άποψη ως προσωπική του Αριστοτέλη.
Οι ερευνητές πάντως την υιοθετούν ως αντιπροσωπευτική της αντίληψης των αρχαίων για το εμπόριο -όχι μόνο κατ’ ανάγκη την εποχή που γράφει ο Αριστοτέλης- αλλά και από πολύ νωρίτερα, ήδη από τα πρώτα στάδια των εμπορικών συναλλαγών. Σε αντίθεση πάντως με την κατηγορηματική θέση του Αριστοτέλη αναφορικά με τον υποβαθμισμένο ρόλο του εμπορίου, είναι γνωστό από αρχαιολογικά ευρήματα ότι από τον 8ο αιώνα π.Χ. οι Έλληνες είχαν αρχίσει να ασχολούνται με το θαλάσσιο εμπόριο σε διάφορες περιοχές (Ηρόδοτος Ιστορίαι, Σιμωνίδης ο Κείος, απόσπασμα στο West, 1993). Η παράλληλη ανάπτυξη της ναυπηγικής τούς επέτρεψε να ασχοληθούν με αυτό σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να θεωρηθούν έμποροι της θάλασσας.
Αν και τέτοιου είδους χαρακτηρισμοί θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή. Ανάμεσά τους, εκείνοι που συναλλάσσονταν για λογαριασμό κάποιων αριστοκρατών ήταν πολύ περισσότεροι από όσους εμπορεύονταν ανεξάρτητα (B. Bravo, Dialogues d’ Histoire Ancienne1974). Οι περιπτώσεις των αριστοκρατών που μέσω κάποιων αντιπροσώπων είχαν έμμεση σχέση με το εμπόριο ήταν λίγες. Αρχικά τα μέλη της αριστοκρατικής τάξης δε συμμετείχαν στις συναλλαγές, ούτε βέβαια και σε χειρωνακτικές εργασίες, καθώς θεωρούνταν δραστηριότητες που δεν επέφεραν τιμή σε όσους ασχολούνταν με αυτές (Ηρόδοτος, Ιστορίαι).
Σε κάποιο απόσπασμά του, ο Ηρακλείδης Ποντικός αναφέρει τους νόμους που ίσχυαν στις Θεσπιές, στη Θήβα και στη Βοιωτία, από όπου προκύπτει ότι οι αριστοκράτες αποκλείονταν από κάθε επαφή με τις παραπάνω ασχολίες (Ηρακλείδης Ποντικός). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι ευγενείς να έχουν χρόνο ελεύθερο για την ενασχόλησή τους με τα κυβερνητικά, δικαστικά και στρατιωτικά ζητήματα. Μπορούσαν να ασχολούνται με τα εμπορικά ταξίδια προκειμένου να προμηθευτούν αγαθά για δική τους χρήση ή κατανάλωση, χωρίς μάλιστα να διακινδυνεύουν την κοινωνική τους θέση. Όμως, η ενασχόληση με την αγορά και την πώληση προϊόντων με μοναδικό στόχο το κέρδος δεν επιτρεπόταν σε έναν ευγενή.
Πάντως λόγω του υψηλού κόστους που είχαν τα θαλάσσια ταξίδια, στην αρχή τουλάχιστον, μόνον οι αριστοκράτες μπορούσαν να τα αναλάβουν. Πιθανότατα, λοιπόν, από τις αρχές της Αρχαϊκής περιόδου μέχρι και τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., ορισμένοι ευγενείς με τα πλοία τους και με τους ανθρώπους τους να μετέφεραν και να εμπορεύονταν τα αγαθά. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στον Κολαίο από τη Σάμο, που ταξίδεψε στην Ισπανία περίπου στα 638 π.Χ. με συντρόφους του και έφερε πίσω στο νησί μεγάλα κέρδη. Ήταν μάλλον ευγενής και είναι ο πρώτος έμπορος για τον οποίο μαθαίνουμε από τις πηγές (Ηρόδοτος, Ιστορίαι).
O Ησίοδος πάλι γράφει και για κάποιες περιπτώσεις πολιτών με δική τους γη, που την καλλιεργούσαν, και έπειτα φόρτωναν τα προϊόντα τους σε μικρές βάρκες, για να τα μεταφέρουν και να τα πουλήσουν αλλού. Πρέπει συνήθως να κατέφευγαν σε αυτήν τη λύση, εάν δεν υπήρχε άλλη διαθέσιμη αγορά στη δική τους περιοχή (Ησίοδος, Έργα και Ημέραι). Από τον 7ο αιώνα π.Χ. και εξής, το εμπόριο, και κυρίως το θαλάσσιο, βασίζεται σε ένα αναπτυγμένο δίκτυο αποικιών, εμπορικών σταθμών και ξένων αλλά φιλικών λιμανιών.
Μέχρι το 475 π.Χ. περίπου, οι ανεξάρτητοι έμποροι που εμπορεύονταν μέσω θάλασσας αυξήθηκαν σε σχέση με τους στεριανούς συναδέλφους τους, καθορίζοντας έτσι τη μορφή που θα έχει το θαλάσσιο εμπόριο στην Κλασική περίοδο. Το εμπόριο αυτή την εποχή συνδέεται και με την πειρατεία, η οποία με τη σειρά της σχετίζεται με μία σημαντική πηγή εισοδήματος, το δουλεμπόριο. Οι κάτοικοι των περισσότερων νησιών, όπως ήταν η Αίγινα, η Κρήτη και η Σάμος, επιδίδονταν σε αυτό από πολύ παλιά. Η Αίγινα παρουσίασε στην Αρχαϊκή περίοδο ένα νέο στοιχείο για τον Ελλαδικό χώρο, το νόμισμα.
Στον Ελληνικό κόσμο, οι εμπορικές συναλλαγές -εισαγωγές και εξαγωγές- αποτελούσαν δραστηριότητα των αντρών. Αν λάβουμε υπόψη το πρόβλημα τής σχεδόν ολοκληρωτικής έλλειψης πηγών πάνω στο θέμα, αξίζει να αναφερθούν δύο, οι οποίες δίνουν κάποια στοιχεία για τη γυναικεία παρουσία στην εμπορική δραστηριότητα των Ελλήνων. Ο Αθήναιος λέει ότι ο Σόλων απαγόρευσε στους άντρες τη συμμετοχή τους στο εμπόριο αρωμάτων και ο Φερεκράτης, όταν αναφέρεται σε αυτό, μιλάει σαν να πρόκειται για γυναικείο μονοπώλιο. Ωστόσο, και εδώ πιθανότατα οι γυναίκες να μην είχαν τον πρώτο ρόλο.
Οι άντρες διαπραγματεύονταν την αγορά και την πώληση των προϊόντων, ενώ γυναίκες από οικονομικά ασθενή στρώματα απασχολούνταν στην προώθησή τους. Υπήρχε ένας νόμος του Σόλωνα που ανέφερε ότι, εάν κάποιος μιλούσε άσχημα σε άντρα ή γυναίκα που εργαζόταν στην αγορά, ήταν δυνατό να τον μηνύσουν για δυσφήμιση. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ενδεικτικό για την ύπαρξη κάποιας αρνητικής διάθεσης από μία μερίδα ευκατάστατων πολιτών, η οποία εκφραζόταν μέσα από προσβολές και πιθανές κοροϊδίες προς τους φτωχότερους συμπολίτες τους που εμπορεύονταν στην αγορά.
Συνθήκες
Πριν από τους Περσικούς πολέμους, το αναπτυσσόμενο Ελληνικό εμπόριο επικεντρωνόταν γύρω από έναν αριθμό λιμανιών και πόλεων που εξαιτίας της γεωγραφικής τους θέσης ήταν κατάλληλα εμπορικά κέντρα. Ανάμεσά τους, τα πιο σημαντικά ήταν η Κόρινθος, η Αίγινα και η Αθήνα στην κυρίως Ελλάδα. Επιπλέον ξεχώρισαν η Μίλητος στη Μικρά Ασία, που έλεγχε το εμπόριο μεταξύ Μικράς Ασίας και Μεσογείου, και η Ναύκρατις στην Αίγυπτο, που είχε τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων μεταξύ Μεσογείου και Αιγύπτου (Ηρόδοτος, Ιστορίαι). Τέλος η Καρχηδόνα και η Μασσαλία αποτέλεσαν αξιόλογα εμπορικά κέντρα στη Δύση.
Τον 6ο αιώνα π.Χ. η Κόρινθος και η Αίγινα κυριαρχούσαν στο Αιγαίο και δυτικά μέχρι τη Σικελία και την Κάτω Ιταλία. Οι εμπορικοί σταθμοί της Σάμου, της Μιλήτου και της Χίου εκμεταλλεύονταν τις αγορές στην Εγγύς Ανατολή και στην Αίγυπτο. Οι πρώτοι Έλληνες που ασχολήθηκαν με το εμπόριο συνεργάστηκαν αρχικά με τους Φοίνικες, που είχαν ήδη καθιερωθεί ως έμποροι. Ήταν κυρίως τυχοδιώκτες που επιδίδονταν στην αγορά και πώληση σπάνιων ειδών (Σιμωνίδης ο Κείος). Ωστόσο, το ελληνικό εμπόριο στηριζόταν κυρίως στους παραγωγούς και κατά δεύτερο λόγο στην ομάδα αυτή των τυχοδιωκτών.
Εισαγωγές
Ανάμεσα στα διάφορα προϊόντα που εισάγονταν στον Ελλαδικό χώρο, σημαντική θέση κατείχαν τα μέταλλα, τα οποία αποτελούσαν ζωτικά είδη, καθώς σ’ αυτόν υπήρχαν περιορισμένα αποθέματα αργύρου, σιδήρου και χαλκού. Τα μέταλλα χρησιμοποιούνταν πλέον σε μεγαλύτερες ποσότητες για την κατασκευή έργων τέχνης και κοσμημάτων, εργαλείων και όπλων. Τα Ελληνικά φύλα προμηθεύονταν χαλκό από την Κύπρο, σίδηρο από τα παράλια του Πόντου, χρυσό από τη Θάσο και διάφορα μέταλλα από την Ισπανία, τη Συρία, την Κιλικία, την Παλαιστίνη και τη Μεσοποταμία.
Ιδιαίτερα, η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας αποτέλεσε πλούσια πηγή μετάλλων, πολύτιμων και μη, για την εμπορική εκμετάλλευση των οποίων έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο οι Ελληνικές αποικίες. Οι κάτοικοι της Φώκαιας, στη Μικρά Ασία, υπήρξαν οι πιο τολμηροί από τους Ίωνες στα θαλάσσια ταξίδια. Από το τέλος του7ου αιώνα π.Χ., είχαν επαφές στην Ισπανία με το βασιλιά Αργανθώνιο της Ταρτησσού -μιας περιοχής γνωστής για τα μεταλλεία αργύρου- με τον οποίο εμπορεύονταν άργυρο, κασσίτερο από τα βορειοδυτικά και ράβδους χαλκού (Ηρόδοτος, Ιστορίαι). Ξυλεία μετέφεραν από την περιοχή της νότιας Μαύρης Θάλασσας και της Θράκης, κυρίως για τη ναυπήγηση πλοίων.
Από την ίδια περιοχή έφερναν δέρματα και κερί. Οι κύριοι αγοραστές των ειδών πολυτελείας, που αποτελούσαν μία εξίσου κερδοφόρα αγορά, ήταν τα μέλη της ανώτερης τάξης. Τα υφάσματα και τα ενδύματα πολυτελείας έρχονταν από τα βασίλεια της Ασίας, την Αίγυπτο και την Αφρική. Η σημασία αυτού του εμπορικού είδους φαίνεται από το παράδειγμα της Μιλήτου, που είχε αναπτυγμένο εμπόριο υφασμάτων με τη Σύβαρη στην Κάτω Ιταλία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ήταν τόσο σημαντικό, ώστε οι Μιλήσιοι τήρησαν περίοδο πένθους, όταν η Σύβαρις καταστράφηκε στα 510 π.Χ. από την πόλη του Κρότωνα.
Με την Αίγυπτο οι Έλληνες είχαν αναπτυγμένες εμπορικές σχέσεις από την εποχή της ίδρυσης της Ναύκρατης, ενός εμπορικού σταθμού με προνόμια καθορισμένα από τις Αιγυπτιακές αρχές. Αντάλλασσαν κρασί και ελαιόλαδο με σιτάρι, λινάρι και πάπυρο. Όσον αφορά το θέμα της εισαγωγής σιτηρών από τις περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, αν και στην επιστημονική κοινότητα υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις, τόσο η αρχαιολογία όσο και οι γραπτές πηγές δείχνουν ότι τα σιτηρά άρχισαν να εξάγονται στα τέλη 6ου – αρχές 5ου αιώνα π.Χ. Ο Ηρόδοτος, αναφερόμενος στο ίδιο θέμα, δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξη θαλάσσιων μεταφορών σιτηρών, κατά την Αρχαϊκή περίοδο, από την αποικία Ολβία στη βόρεια Μαύρη Θάλασσα προς την Ελλάδα.
Ούτε και δηλώνει ξεκάθαρα, εάν η Ολβία επανεξήγαγε το σιτάρι που προμηθευόταν από τους Σκύθες καλλιεργητές, οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή (Ηρόδοτος, Ιστορίαι). Στα τέλη λοιπόν του 6ου αιώνα π.Χ., άρχισαν οι άποικοι να εμπορεύονται σιτάρι πρώτα, για να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες και αργότερα, για να το εξάγουν στις ελληνικές πόλεις. Μπορεί κανείς να πει με σιγουριά ότι οι Ελληνικές αποικίες -τουλάχιστον της Μαύρης Θάλασσας- λειτουργούσαν ως μεσάζοντες ανάμεσα στον Ελλαδικό χώρο και στους ντόπιους γείτονές τους που καλλιεργούσαν και εμπορεύονταν σιτηρά.
Δουλεμπόριο
Με την ανάπτυξη του εμπορίου η δουλεία γίνεται πλέον παράγοντας της Ελληνικής οικονομίας. Ο Ησίοδος περιγράφει στο έργο του Έργα και Ημέραι, στα τέλη του 8ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ.,την εξέλιξη της δουλείας στην ιδιαίτερη πατρίδα του στη Βοιωτία, στο μικρό χωριό Άσκρα (Ησίοδος,Έργα και Ημέραι). Αναφορές σε δούλους έχουμε και στη λυρική ποίηση του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ. στα έργα του Αρχίλοχου, του Ιππώνακτα (Ιππώναξ) και του Θέογνη (Θέογνις). Το εμπόριο δουλείας περιελάμβανε εταίρες και ανειδίκευτο προσωπικό για την εργασία στα λιμάνια, στα εργαστήρια, στα καταστήματα και στα χωράφια. Επίσης, ως εργατικό δυναμικό χρησιμοποιούνταν στα μεταλλεία, στα λατομεία, στη μεταφορά λίθων και σε άλλες οικοδομικές εργασίες.
Η τιμή ενός δούλου εξαρτιόταν από το φύλο, την ηλικία, τις επαγγελματικές ικανότητές του και περισσότερο από τις σχέσεις ζήτησης και προσφοράς στην περιοχή. Ένα ψήφισμα του 6ου αιώνα π.Χ. από την Κύζικο μας πληροφορεί για την ύπαρξη ενός φόρου, της “ανδραποδωνίης”, που πιθανότατα να σχετίζεται με τη χρήση δούλων. Οι δούλοι προέρχονταν κυρίως από τη Λυδία, την Παφλαγονία και τη Φρυγία. Περιοχές όπως η Χίος, η Έφεσος και το Βυζάντιο, πρωτοστάτησαν στη διεξαγωγή δουλεμπόριου. Μάλιστα, ο ιστορικός Θεόπομπος αναφέρει ότι η Χίος ήταν το πρώτο μέρος στην Ελλάδα που χρησιμοποίησε δούλους από μη Ελλαδικά μέρη.
Την ίδια στιγμή που η ελευθερία του πολίτη αποτελεί προϋπόθεση για να υπάρξει η πόλη -αλλά και αναγκαία συνέπειά της- η υποδούλωση άλλων λαών θεωρείται απαραίτητη για την απόκτηση και διατήρηση αυτής της ελευθερίας. Όσον αφορά την αιτιολόγηση της διαδικασίας που οδήγησε σ’ αυτό το φαινόμενο, υπάρχουν δύο βασικές προσεγγίσεις. Η πρώτη θεωρεί ότι η οικονομική πρόοδος οδήγησε στην ανάπτυξη της δουλείας, η οποία με τη σειρά της προώθησε την εξέλιξη της δημοκρατίας. Η δεύτερη, αντίθετα, υποστηρίζει ότι η εξέλιξη της δημοκρατίας οδήγησε στην ανάπτυξη της δουλείας δίνοντας ώθηση έτσι στην οικονομική πρόοδο.
Ως επιχειρήματα, για την πρώτη άποψη, μπορούν να χρησιμοποιηθούν, η ανάπτυξη της εμπορικής και της καλλιτεχνικής κίνησης, η μείωση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού και το ρεύμα του αποικισμού από τον 8ο έως τον 6ο αιώνα π.Χ. Από την άλλη πλευρά, όσοι υποστηρίζουν τη δεύτερη, στηρίζονται στην ενίσχυση του δήμου εις βάρος της αριστοκρατίας μετά από μία σειρά επεισοδίων με επικεφαλής διάφορους τυράννους. Τα επεισόδια αυτά ήταν αποτέλεσμα της αυξανόμενης σημασίας του ρόλου των καλλιτεχνών και του εμπορίου, καθώς και της ζήτησης στρατιωτών μετά την επικράτηση της οπλιτικής τακτικής, ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ.
Ροδόπις
Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην περίπτωση της εταίρας Ροδόπιδος από τη Θράκη, η οποία ήταν διάσημη την εποχή της βασιλείας του Άμαση, μεταξύ του 569 και 526 π.Χ. Υπήρξε σκλάβα του Ξάνθη από τη Σάμο, ο οποίος την έφερε στην Αίγυπτο. Ο Χάραξος από τη Μυτιλήνη, αδελφός της ποιήτριας Σαπφώς, την απελευθέρωσε, αφού πλήρωσε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό (Ηρόδοτος Ιστορίαι, Στράβων Γεωγραφικά).
Ναυπηγική
Καθώς το εμπόριο μέσω των θαλάσσιων οδών άρχισε να παίζει σπουδαιότερο ρόλο, αποτέλεσμα ήταν να αναπτυχθεί σημαντικά και η ναυσιπλοΐα (Θέογνις). Την περίοδο μεταξύ 700 και 480 π.Χ. παρατηρείται αυξημένη ναυτική δραστηριότητα, που χαρακτηρίζεται από την ίδρυση αποικιών στο βόρειο Αιγαίο, στα βορειοανατολικά της Μαύρης Θάλασσας και στη Δύση, καθώς και από την ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων με την Αίγυπτο. Τον 6ο αιώνα π.Χ., η Σπάρτη αρχίζει να αμφισβητεί τη ναυτική δύναμη της Σάμου, η οποία με τη στήριξη του τυράννου Πολυκράτη κυριαρχεί στο Αιγαίο. Την ίδια εποχή η Αίγινα και η Αθήνα βρίσκονταν σε διαμάχη για τον έλεγχο των θαλάσσιων δρόμων της περιοχής τους.
Ως αποτέλεσμα, η ναυπηγική αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, αλλά και να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις. Πληροφορίες για τα πλοία της εποχής βρίσκονται στις περιγραφές των λυρικών ποιητών, οι οποίοι δε διστάζουν να υιοθετήσουν τη γλώσσα των Ομηρικών Επών. Ο Αρχίλοχος και ο Σόλων τα ονομάζουν ταχύτατα, ο Αλκαίος μαύρα (Αλκαίος). Τις πρώτες αναφορές σε τύπους πλοίων όπως είναι η πεντηκόντορος και η τριήρης τις βρίσκουμε: για τη μεν πρώτη στον Αρχίλοχο, όπου πληροφορούμαστε τη μεταφορά ενός πρέσβη στην Πάρο (Αρχίλοχος), και για τη δεύτερη στον Ιππώνακτα (Ιππώναξ). Τα πολεμικά πλοία, οι λεγόμενες μακραί νήες, ήταν σε χρήση από τον 8ο αιώνα π.Χ.
Αργότερα, ενισχύθηκαν στην πλώρη με το έμβολο, αυξάνοντας έτσι την επιθετική τους δύναμη. Από το σημείο αυτό, ο ρόλος τους διαχωρίστηκε από εκείνον των εμπορικών πλοίων. Οι πεντηκόντοροι (με 50 κουπιά) χρησιμοποιούνταν εκτενέστατα τόσο για τη μεταφορά αγαθών όσο και σε πολεμικές εκστρατείες, κυρίως από τους Φωκαείς (Ηρόδοτος). Ο ρόλος τους ήταν πολύ σημαντικός, ακριβώς εξαιτίας της ικανότητας που είχαν να πλέουν σε αντίθετα θαλάσσια ρεύματα και να αντιμετωπίζουν εχθρικά πλοία κατά μήκος επικίνδυνων ακτών και περασμάτων. Ήταν τα πιο κατάλληλα για επιδρομές, για πειρατεία και για τη μεταφορά αγαθών και στρατευμάτων.
Θεωρούνταν τα κατεξοχήν πολεμικά πλοία πριν από την εμφάνιση της τριήρους (Θουκυδίδης). Επίσης, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν και τις τριαντακοντόρους, πλοία δηλαδή με 30 κουπιά. Τον 6ο αιώνα π.Χ., χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα ένα νέο πολεμικό πλοίο η τριήρης, με τρεις σειρές κουπιών, και με 170 κωπηλάτες. Σύμφωνα με το Θουκυδίδη, το ναυπήγησαν πρώτοι οι Κορίνθιοι ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ. (Θουκυδίδης, Ιστοριών). Κατά μία άλλη και πιθανότερη άποψη, δημιουργήθηκε στην περιοχή του Αιγαίου γύρω στα 530 π.Χ., την εποχή του Πολυκράτη, και ο σχεδιασμός του είχε επιρροές από τα πλοία των Φοινίκων.
Τέλος, άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι Κορίνθιοι ήταν αυτοί που σχεδίασαν το νέο αυτό πλοίο και ότι πιθανώς ο Πολυκράτης ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε την τριήρη στη θέση των πεντηκοντόρων. Τα κατεξοχήν εμπορικά πλοία, οι στρογγύλαι νήες, είχαν την πλώρη και την πρύμνη ψηλές και στρογγυλεμένες και το αμπάρι ευρύχωρο. Τον 7ο αιώνα π.Χ., απέκτησαν μεγάλα ιστία και βοηθητικά κουπιά -αυξάνοντας έτσι την ταχύτητά τους- και εφοδιάστηκαν με άγκυρα. Το σκαρί τους παρέμεινε το ίδιο και στις επόμενες εποχές. Τα κατεξοχήν εμπορικά ονομάζονταν ολκάδες και ο Αριστοτέλης αργότερα τα παρομοίασε με μεγάλα έντομα που είχαν μικροσκοπικά φτερά.
Πειρατεία
Στο έργο του Θουκυδίδη υπάρχει η πληροφορία ότι κάποτε όλοι οι κάτοικοι των νησιών ήταν πειρατές (Ιστοριών). Πιθανότατα να αναφέρεται στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. και κυρίως στον 7ο αιώνα, όταν το φαινόμενο της πειρατείας είχε αποκτήσει τεράστιες διαστάσεις στις Ελληνικές θάλασσες. Η πειρατεία ήταν ήδη γνωστή από τα μινωικά χρόνια (Θουκυδίδης, Ιστοριών). Οι Κρήτες, ειδικά, είχαν αποκτήσει μεγάλη φήμη ως ικανότατοι στις θαλάσσιες επιδρομές. Η μέθοδος που ακολουθούσαν στη διεξαγωγή των πειρατικών τους επιθέσεων δημιούργησε ένα χαρακτηριστικό τύπο, εκείνον του Κρήτη πειρατή, όπως αυτός περιγράφεται στα έργα του Ομήρου.
Σε όλη τη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου, οι Κρήτες πειρατές συνέχισαν να οργώνουν τις θάλασσες της Μεσογείου σε αναζήτηση κερδοφόρας λείας. Γύρω στα μέσα της Κλασικής περιόδου, οι πειρατές της Κιλικίας επικράτησαν πλέον έναντι των Κρητών περιορίζοντας έτσι τη δράση τους. Οι κάτοικοι της Αίγινας ήταν γνωστοί στον αρχαϊκό κόσμο για τις ικανότητές τους στην “τέχνη” της πειρατείας. Ο Ηρόδοτος αναφερόμενος στην ανεξαρτησία τους την αιτιολογεί ως το αποτέλεσμα των πειρατικών επιδρομών εναντίον της Επιδαύρου (Ιστορίαι). Aπό πολύ νωρίς επιδίδονταν σε αυτές κυριαρχώντας έτσι στα παράλια της Πελοποννήσου, προτού ακόμη ταξιδέψουν στη Nαύκρατητης Aιγύπτου και σε άλλα λιμάνια.
Η γεωγραφική θέση του νησιού εξάλλου ήταν τέτοια που επέτρεπε τον έλεγχο του περάσματος των πλοίων στο Σαρωνικό κόλπο. Επιδίδονταν ιδιαίτερα στην απαγωγή διάφορων άτυχων ταξιδιωτών, τους οποίους έπειτα πουλούσαν ως δούλους καθώς αυτό το είδος εμπορεύματος ήταν αρκετά επικερδές. Υπάρχουν αναφορές για την απαγωγή της κόρης του τυράννου Πεισίστρατου από κάποιο μνηστήρα και την πώλησή της ως σκλάβα στην Aίγινα. Είναι πολύ πιθανόν ότι μέχρι το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ., στην Αίγινα υπήρχε μια αρκετά δραστήρια αγορά δούλων.
Καθώς, όμως, το εμπόριο αναπτυσσόταν και οι διάφορες πόλεις άρχισαν να αποκτούν στόλο και οχυρώσεις, οι Αιγινήτες στράφηκαν στην ανταλλαγή προϊόντων λειτουργώντας οι ίδιοι ως πλανόδιοι έμποροι που μετακινούνταν από τόπο σε τόπο κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Μέθοδοι
Χαρακτηριστικό στοιχείο του εμπορίου της εποχής ήταν η αμεσότητα στις συναλλαγές, που εκφραζόταν μέσα από τον προφορικό λόγο και την απευθείας ανταλλαγή αγαθών. Για παράδειγμα, οι Έλληνες άποικοι στην περιοχή της Ολβίας, στη βόρεια Μαύρη Θάλασσα, αντάλλασσαν με τους ντόπιους κεραμική πολυτελείας, κρασί και λάδι με σiτάρι, το οποίο στέγνωναν σε ειδικά κτήρια πριν από τη μεταφορά του. Εκτός από τη συναλλαγή στην τράπεζα και στην αγορά, εμπορικές συναλλαγές γίνονταν και με τους πλανόδιους πωλητές. Οι πιο διάσημοι από αυτούς ήταν οι κάτοικοι της Αίγινας, που μετέφεραν τα Αιγιναία από περιοχή σε περιοχή και τα εμπορεύονταν.
Τα προϊόντα αυτά ονομάστηκαν έτσι, γιατί οι πρώτοι που τα εισήγαγαν στην κυρίως Ελλάδα ήταν οι Αιγινήτες.
Α. Τράπεζα
Η ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου ήταν δυνατή λόγω της ταυτόχρονης ανάπτυξης της “τραπεζικής” πίστωσης, η οποία σταδιακά αναδείχθηκε μέσα από δύο αρκετά διαφορετικούς θεσμούς: το ναό και την τράπεζα χρήματος στην αγορά. Μόνο οι πλούσιοι γαιοκτήμονες ήταν σε θέση να δανείσουν όσους επιθυμούσαν να ασχοληθούν με το εμπόριο. Αυτοί διέθεταν τα απαραίτητα κεφάλαια για την κατασκευή ή και την αγορά πλοίου και φορτίου. Πολίτες από φτωχά κοινωνικά στρώματα και πρώηναριστοκράτες που είχαν καταστραφεί οικονομικά, κατέφευγαν στο δανεισμό, για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν όσα μεγαλεπήβολα σχέδια είχαν.
Αγορά
Η πρώτη σίγουρη αναφορά σε εμπορική αγορά υπάρχει σε ένα ομηρικό επίγραμμα, που χρονολογείται γύρω στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Η αγορά βρισκόταν συχνά σε ένα κεντρικό σημείο της πόλης ή κοντά στο λιμάνι, εάν βέβαια υπήρχε. Εκεί συγκεντρώνονταν διάφοροι πολίτες, αγρότες και τεχνίτες και αντάλλασσαν τα προϊόντα τους. Εκτός όμως από τις μόνιμες αγορές μέσα στις πόλεις, υπήρχαν και οι εποχιακές. Αυτές οργανώνονταν έξω από την πόλη, για να προμηθεύουν συνήθως με αγαθά στρατούς με τους οποίους η πόλη είχε φιλικές σχέσεις, αλλά που δεν επιθυμούσε να τους επιτρέψει την είσοδο εντός των τειχών της.
Στις Ελληνικές αγορές καλλιεργήθηκε το ανεξάρτητο και ανταγωνιστικό πνεύμα που ώθησε τους Έλληνες εμπόρους να υιοθετήσουν από την Ανατολή νέες τεχνικές στην παραγωγή των προϊόντων τους, οι οποίες καλιεργήθηκαν κι έφτασαν σε υψηλά επίπεδα τελειότητας από τους ντόπιους τεχνίτες. Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της κοκκιδωτής τεχνικής στη χρυσοχοΐα.
Β. Φόροι
Είναι γνωστό ότι στην Αρχαϊκή περίοδο η άμεση φορολογία περιελάμβανε φόρους κινητής περιουσίας, στην παραγωγή δηλαδή των προϊόντων, καθώς και διόδια. Οι έμμεσοι φόροι, από την άλλη πλευρά, αφορούσαν την είσοδο στις αγορές και τα λιμάνια καθώς και τη χρήση τους, τη διέλευση των πυλών διάφορων πόλεων και την αγορά και πώληση εμπορικών ειδών. Αναφέρονται και περιπτώσεις απαλλαγών. Ένα ψήφισμα του 6ου αιώνα π.Χ., από την Κύζικο, απαλλάσσει έναν πολίτη και τους απόγονους του από την καταβολή φόρων.
Αποικίες
Η λεγόμενη αποικιακή κίνηση, που διήρκησε από τα μέσα περίπου του 8ου αιώνα π.Χ. και συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση λΕληνικών πόλεων στη Σικελία, στη νότια Ιταλία, κατά μήκος της νότιας ακτής της Γαλλίας και της ανατολικής ακτής της Ισπανίας, στη χερσόνησο της Κυρηναϊκής στη βόρεια Αφρική, κατά μήκος των θρακικών ακτών, στον Ελλήσποντο και στη Μαύρη Θάλασσα. Βασικά χαρακτηριστικά του αποικισμού ήταν:
Τα οικονομικά ενδιαφέροντα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του αποικισμού. Τα μέλη των υψηλότερων οικονομικά στρωμάτων αποτέλεσαν τους πρωτοπόρους, όσον αφορά την επέκταση της Ελλάδας έξω από την περιοχή του Αιγαίου. Οι ανώτερες κοινωνικά τάξεις αναζητούσαν “χρήματα” (χρήσιμα πράγματα), όπως ασήμι και χρυσό, εκτάσεις σιτηρών, σπίτια και ζώα, σε περιοχές έξω από τον κυρίως Ελλαδικό χώρο. Οι Έλληνες άποικοι ανέπτυξαν εμπορικές συναλλαγές τόσο με τις μητροπόλεις τους, όσο και με άλλες πόλεις και αποικίες εντός και εκτός του Ελληνικού κόσμου.
Δε δίστασαν, επίσης, να έρθουν σε επαφή και να δημιουργήσουν εμπορικές σχέσεις με τους γείτονές τους αυτόχθονες λαούς, όπου αυτό ήταν βέβαια εφικτό (Ηρόδοτος, Ιστορίαι). Στο Εμπόριο της Καταλονίας, αποικία των κατοίκων από τη Φώκαια της Μικράς Ασίας, η Ελληνική και η αυτόχθονη κοινότητα κατοικούσαν στην ίδια περιοχή (Στράβων, Γεωγραφικά). Ωστόσο αν και περιβάλλονταν με κοινή οχύρωση, ήταν χωρισμένες με εσωτερικό τείχος. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι Έλληνες υποδούλωσαν τους αυτόχθονες και άλλοτε πάλι, μη ελληνικά φύλα έδιωξαν τους Έλληνες από την περιοχή τους.
Ως επί το πλείστον, πάντως, είχε επέλθει μία ισορροπημένη συνύπαρξη μεταξύ των αποίκων και των αυτόχθονων λαών που κατοικούσαν στην περιοχή. Σε ελάχιστες περιστάσεις, πραγματοποιήθηκε ακόμη και μίξη των δύο ετερογενών στοιχείων, όπως για παράδειγμα στα Νησιά Λιπάρι, στην Κάτω Ιταλία, όπου υπήρχε μία κοινότητα που τη συναποτελούσαν Ρόδιοι και Κνίδιοι. Από τη μια μεριά ο φόβος των ντόπιων για τις ετρουσκικές επιδρομές και από την άλλη η έλλειψη εναλλακτικών λύσεων από τους Έλληνες ώθησαν τις δύο ομάδες να ενωθούν. Αρχικά, διατήρησαν την πολιτιστική τους ταυτότητα, αλλά σταδιακά μέσα από τη διαδικασία της καλλιέργειας κοινών εκτάσεων γης αφομοιώθηκαν (Στράβων, Γεωγραφικά).
Οι Ελληνικές αποικίες λειτούργησαν ως εμπορικά κέντρα για τους γειτονικούς αυτόχθονες πληθυσμούς. Πρόσφεραν τις υπηρεσίες μίας μεγάλης αναπτυγμένης αγοράς, ικανής να απορροφά μεγάλους αριθμούς προϊόντων -κυρίως όμως δούλων- και σε αντάλλαγμα να προμηθεύει μεγάλες ποσότητες χρήματος -ειδικότερα μετά τον 6ο αιώνα π.Χ.- σε μορφή κερμάτων. Οι Έλληνες άποικοι διέδωσαν το νόμισμα στους ντόπιους γείτονές τους. Ελληνικά νομίσματα έχουν βρεθεί σε αρκετές κοινότητες αυτόχθονων φυλών και πιθανότατα να είχαν μεγαλύτερη αξία ως πολύτιμο αντικείμενο παρά ως χρήμα.
Είναι γνωστό ότι τα κέρματα από φτηνό μέταλλο ή χαμηλής αξίας νομίσματα είχαν ευρεία χρήση ανάμεσα στις αυτόχθονες φυλές, όπως για παράδειγμα τα δελφίνια της Ολβίας στη Μαύρη Θάλασσα.
Α. Αίτια
Ο καθορισμός της ουσίας του φαινομένου του αποικισμού και των παραγόντων που τον δημιούργησαν αποτελεί μέχρι και σήμερα στον ακαδημαϊκό κόσμο, ένα θέμα το οποίο προκαλεί μία συνεχή διαμάχη. Οι μελετητές αδυνατούν να συμφωνήσουν ως προς τα αίτια που προκάλεσαν την αποικιακή κίνηση. Μία μεγάλη κατηγορία ερευνητών εστιάζει το ενδιαφέρον της στο πρόβλημα του υπερπληθυσμού. Εδώ και αρκετά χρόνια υποστηρίζεται ότι κατά τη διάρκεια του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ., υπήρξε μία δραματική αύξηση του πληθυσμού στον Ελλαδικό χώρο. Προκειμένου να εκτονωθεί η ένταση από αυτό το πρόβλημα, ομάδες πολιτών στάλθηκαν να ιδρύσουν αποικίες σε περιοχές, κυρίως εκτός της Ελλάδας.
Τα τελευταία όμως χρόνια δίνεται μία ιδιαίτερη έμφαση στους οικονομικούς παράγοντες. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο βασικός λόγος για την εξάπλωση των αποικιών ήταν η απόκτηση καλλιεργήσιμης γης. Άλλοι πάλι μιλάνε για τη σημασία των μετάλλων στην Αρχαϊκή περίοδο και θεωρούν ότι η αναζήτησή της ήταν ο βασικός λόγος που προκάλεσε το αποικιακό ρεύμα. Πάντως, η επικρατέστερη άποψη στηρίζεται και στις δύο παραπάνω θεωρίες και δέχεται ότι οι άποικοι παρακινήθηκαν από την ανάγκη για εύρεση τόσο καλλιεργήσιμης γης όσο και περιοχών πλούσιων σε μέταλλα, τα οποία δε διέθετε το ελληνικό υπέδαφος (Στράβων,Γεωγραφικά).
Tέλος, μία ομάδα μελετητών εντοπίζει την αφετηρία του αποικιακού ρεύματος και στις φυσικές καταστροφές, όπως για παράδειγμα, στις συχνές ξηρασίες της εποχής, που οδηγούσαν σε κακές σοδειές. Ισχυρίζονται ότι ο αποικισμός αποτέλεσε τη θεραπεία, όχι τόσο του φαινομένου του υπερπληθυσμού, αλλά των πληγών που προκαλούσαν οι συνεχείς αυτές καταστροφές. Πέραν όμως από αιτίες κοινωνικής και οικονομικής φύσης καθώς και από δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες, ορισμένες περιπτώσεις αποίκισης έχουν ερμηνευτεί κυρίως ως το αποτέλεσμα πολιτικών πιέσεων.
Στην κυρίως Ελλάδα, οι αναπόφευκτες δυσκολίες στη γεωργική καλλιέργεια πιθανότατα να ευνόησαν τη σκέψη γύρω από το εμπόριο. Ωστόσο, φαίνεται απίθανο οι αποικίες να ιδρύθηκαν για εμπορικούς λόγους, την ίδια στιγμή μάλιστα που οι άποικοι στάλθηκαν για ανεύρεση νέων καλλιεργήσιμων εκτάσεων και βοσκότοπων. Συνήθως το εμπόριο με την ευρύτερη έννοιά του, ήταν το αποτέλεσμα και όχι η αιτία του αποικιακού ρεύματος. Το εμπορικό κίνητρο δε λειτούργησε ποτέ ως ο πρώτος λόγος για την εγκαθίδρυση κοινοτήτων ή αποικιών, ούτε στη Μικρά Ασία ούτε και στη Δύση. Γενικά, πάντως, η επιτυχία του αποικιακού κινήματος οφειλόταν αρκετά στην παράλληλη ανάπτυξη του εμπορίου.
Οι Έλληνες άποικοι κατοίκησαν περιοχές ανάλογες σε κλιματολογικές συνθήκες με εκείνες της Ελλάδας. Η επιλογή αυτή τους επέτρεψε, ώστε να προσαρμοστούν ευκολότερα οι ίδιοι, αλλά και να προσαρμόσουν τις γεωργικές τεχνικές τους με άνεση στις καινούργιες πατρίδες τους. Η ίδρυση των αποικιών παρείχε σημαντικές υπερπόντιες αγορές και ασφαλή λιμάνια για τις θαλάσσιες επιχειρήσεις. Κυρίως όμως αντανακλούσε τη γενικότερη εξέλιξη, που σημειώθηκε την Αρχαϊκή περίοδο στην περιοχή του Αιγαίου. Η δημιουργία των πόλεων, η χρήση του νομίσματος και η άνοδος των τυράννων έχουν θεωρηθεί από πολλούς ως κίνητρα, αλλά και ως συνέπειες της όλης δραστηριότητας.
Υπερπληθυσμός
Η πιο παλιά θεωρία, και η πιο διαδεδομένη μέχρι πρόσφατα, πρέσβευε ως αιτία του αποικισμού το πρόβλημα του υπερπληθυσμού στον Ελλαδικό χώρο. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η αύξηση του πληθυσμού είναι σχετική και αποτελεί κυρίως ένδειξη της μείωσης του δείκτη θνησιμότητας. Επιπλέον, η άποψη ότι οι αποικίες αποτέλεσαν μέσο εκτόνωσης του φαινομένου του υπερπληθυσμού της εποχής δεν είναι σίγουρη. Σε αρκετές περιπτώσεις υπερπληθυσμού έχει επισημανθεί η “μέριμνα” της φύσης (π.χ. ξέσπασμα επιδημιών για τη μείωσή του), ενώ βέβαια δεν απουσιάζει και ο ανθρώπινος παράγοντας που αναζητά λύσεις όσο το δυνατόν πιο άμεσες και εύκολες στην εφαρμογή τους.
Εάν υπήρχαν λοιπόν υπεράριθμοι πολίτες, η έρευνα θα είχε φέρει στο φως κάτι από όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, ενώ η αποστολή στις αποικίες θα ακολουθούσε ως η έσχατη λύση. Εφόσον υπήρχε πληθυσμιακή έκρηξη στον ελλαδικό χώρο η φύση και η ανθρώπινη εφευρετικότητα θα αναλάμβαναν να αντιμετωπίσουν και να ελέγξουν το πρόβλημα. Επομένως, δε θα υπήρχαν υπεράριθμοι πολίτες, οι οποίοι θα έπρεπε να σταλούν σε αποικίες.
Ένα παράδειγμα που αντιτίθεται στην άποψη αυτή είναι η περίπτωση της Αθήνας. Εδώ παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού την Αρχαϊκή περίοδο. Ωστόσο η πόλη, αν και δε διέθετε αρκετό εύφορο έδαφος, δε συμμετείχε στον αποικισμό. Αντίθετα επεκτάθηκε εσωτερικά, δηλαδή από τα παράλια προς το εσωτερικό της Αττικής, για να αξιοποιήσει νέα καλλιεργήσιμα εδάφη.
Οικονομικά Αίτια
Μία θεωρία, αρκετά διαδεδομένη, αναφέρει ως πρωταρχική αιτία του αρχαϊκού αποικισμού την αναζήτηση γης, δηλαδή την αναζήτηση εύφορων καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Αυτή η άποψη στηρίζεται κυρίως στην επιλογή να ιδρυθούν αποικίες στις περιοχές του Πόντου και της Μαύρης Θάλασσας. Οι περισσότερες αποικίες και ο μεγαλύτερος αριθμός αποίκων ζούσαν κυρίως από τη γεωργία, γι’ αυτό και το κίνητρο της πλειοψηφίας, απ’ όσους συμμετείχαν σε αυτήν τη δραστηριότητα, ήταν η απόκτηση γης για καλλιέργεια, η οποία δεν προσφερόταν στις μητροπόλεις. Σε ορισμένες αποικίες, οι πρώτοι κάτοικοι ονομάστηκαν γαμόροι, εκείνοι δηλαδή που μοιράστηκαν τη γη, όπως για παράδειγμα στις Συρακούσες.
Ένα άλλο παράδειγμα αφορά τους κατοίκους της Χίου, οι οποίοι μέσα στον 7ο αιώνα π.Χ. έπλευσαν βόρεια προς τις θρακικές ακτές και ίδρυσαν τη Μαρώνεια στην περιοχή του Ισμαρού ποταμού, περιοχή που ήταν ήδη γνωστή για την εύφορη καλλιεργήσιμη γη και το κρασί της. Επίσης, το Μεταπόντιον, αποικία της Αχαΐας στη νότια Ιταλία, είχε υιοθετήσει ως σύμβολο στο νόμισμά του το σιτάρι, τονίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη σημασία που είχαν οι εύφορες εκτάσεις σιτηρών για την πόλη.
Τα τελευταία χρόνια, επίσης, έχει δοθεί έμφαση στη σημασία των μετάλλων για την ανάπτυξη των ελληνικών πόλεων και η γεωγραφική θέση των αποικιών μελετάται σε συνδυασμό με τις όποιες πηγές μετάλλων -πολύτιμων και μη- υπήρχαν κοντά τους. Για παράδειγμα, η επιλογή των αποικιών στη Μαύρη Θάλασσα συσχετίζεται με τις πλούσιες σε αποθέματα μετάλλων περιοχές της βόρειας Μικράς Ασίας, της Αρμενίας και του Καυκάσου (Ηρόδοτος, Ιστορίαι).
Πολιτικά Αίτια
Επειδή τα πολιτικά δικαιώματα στην αρχαϊκή πόλη σχετίζονταν κυρίως με την ιδιοκτησία ή την ελεύθερη χρήση της γης, ήταν αναπόφευκτη και η εμφάνιση ορισμένων κρίσιμων προβλημάτων στις μητροπόλεις. Οι κάτοικοι ήθελαν τα δικά τους αγροτεμάχια. Στις μητροπόλεις αναπτύχθηκε ένα αίσθημα δυσαρέσκειας λόγω των αγροτικών χρεών και της εκμετάλλευσης ή και υποδούλωσης των αδύναμων αγροτικών μελών. Αυτό οδήγησε σε ένταση ανάμεσα στους ευγενείς και σε φιλόδοξους άντρες που ανήκαν σε κατώτερες κοινωνικά τάξεις. Το κλίμα αυτό οδήγησε σε παραδείγματα επιβαλλόμενης αποίκισης περιοχών.
Οι ανεπιθύμητοι πολίτες υποχρεώνονταν να συμμετάσχουν σε αποικιακές αποστολές προκειμένου να απομακρυνθεί ο κίνδυνος πιθανών αναταραχών. Μία τέτοια περίπτωση είναι εκείνη της ίδρυσης της πόλης του Τάραντα στην Κάτω Ιταλία στα 708 με 706 π.X. από μία ομάδα νέων που αναφέρονται στις πηγές ως Παρθενίαι. Κατά τη διάρκεια του Α’ Μεσσηνιακού πολέμου, γυναίκες και κόρες των Σπαρτιατών απέκτησαν νόθα παιδιά, πιθανότατα από είλωτες. Όταν αυτά μεγαλώνοντας απαίτησαν να τους δοθούν πολιτικά δικαιώματα και δεν έγινε αποδεκτό το αίτημά τους, οργάνωσαν συνωμοσία, η οποία όμως αποκαλύφτηκε.
Προκειμένου να αποφευχθούν πολιτικές ταραχές στη Σπάρτη, υποχρεώθηκαν από τις σπαρτιατικές αρχές να αποχωρήσουν και να ιδρύσουν την αποικία του Τάραντα (Στράβων,Γεωγραφικά). Η επιβαλλόμενη αποίκιση μπορούσε να πάρει και άλλη μορφή όπως φαίνεται από την περίπτωση της πόλης της Κυρήνης, που ιδρύθηκε από κατοίκους της Θήρας, οι οποίοι είχαν επιλεγεί από την κάθε οικογένεια του νησιού. Γενικότερα, εκείνοι που είχαν την εξουσία σίγουρα επωφελήθηκαν από την απομάκρυνση κάποιων φτωχών πολιτών προς τις αποικίες, ατόμων δηλαδή που δεν είχαν καθόλου περιουσία, για να μπορέσουν να επιβιώσουν στις μητροπόλεις τους.
Παρ’ όλο που αυτές οι ομάδες πολιτών δεν είχαν πολιτική δύναμη, η δυσαρέσκειά τους θα επηρέαζε σίγουρα τις πολιτικές εξελίξεις, ιδιαίτερα στις μικρότερες κοινότητες.
Β. Δούλοι
Στις περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες άποικοι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αυτόχθονες λαοί μετέπεσαν σε υπόδουλο πληθυσμό που χρησιμοποιήθηκε ως εργατικό δυναμικό. Αποδείξεις βέβαια για μεγάλο αριθμό ιδιόκτητων δούλων στις αποικίες δεν υπάρχουν. Η Ηράκλεια του Πόντου, στα βορειο-ανατολικά του Βοσπόρου, αποικήθηκε από Βοιωτούς και Μεγαρείς. Οι άποικοι είχαν έρθει σε συμφωνία με τους ντόπιους, τους Μαριανδυνούς, ότι θα τους παρείχαν ό,τι χρειάζονταν -και κυρίως προστασία- με αντάλλαγμα να τους υπηρετούν παραμένοντας συνεχώς στη δική τους γη.
Ένα άλλο παράδειγμα, που μας αναφέρει ο Ηρόδοτος, αφορά τις Συρακούσες, αποικία της Κορίνθου. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες της συγκεκριμένης περιοχής χρησιμοποιούσαν τους λεγόμενους Κιλλύριους ή Καλλικύριους ή Κιλλικύριους στην καλλιέργεια των χωραφιών τους. Αυτοί ήταν αυτόχθονες πληθυσμοί και στη συγκεκριμένη περίπτωση πολύ περισσότεροι από τους κατακτητές τους. Επίσης, οι Κάρες είχαν τους Λέλεγες -τους πρώτους κατοίκους της περιοχής- ως δούλους (οικέτες), όπως άλλωστε και οι κάτοικοι της Κυζίκου, οι οποίοι είχαν υποδουλώσει τους γείτονές τους Δολιόνες και Μυδοναίους.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, πάντως, οι αυτόχθονες φυλές κατάφερναν και παρέμεναν ανεξάρτητες. Όπου συνέβαινε το αντίθετο, οι λαοί αυτοί φαίνεται ότι διατηρούσαν το δικαίωμα της χρήσης της δικής τους γης με αντάλλαγμα όμως, την πληρωμή κάποιας εισφοράς. Παρατηρείται λοιπόν ένας διαφορετικός τρόπος εκμετάλλευσης, που θυμίζει περισσότερο εκείνον που ακολουθεί μια νικηφόρα πόλη ενάντια στην ηττημένη, παρά εκείνον που υφίσταντο οι είλωτες της Σπάρτης ή οι δούλοι της Αθήνας.
Γ. Αποικία
Η τυπική αποικία ήταν κατά βάση μία αγροτική κοινότητα. Οι περισσότερες Ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν ως αυτόνομες πόλεις υπό την αιγίδα κάποιας μητρόπολης, η οποία προμήθευε τον ιδρυτή (οικιστής) και πιθανότατα τα πλοία και τους τεχνίτες για την ίδρυση της αποικίας. Ο στόχος κάθε πόλης ήταν η αυτάρκεια. Για αυτόν το λόγο, κατελάμβαναν και καλλιεργούσαν αρκετή γη, ώστε να είναι σε θέση να εξασφαλίσουν στον πληθυσμό τους αρκετή τροφή. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το σύστημα διάθεσης της γης στις νέες αποικίες. Είναι πολύ πιθανόν ότι οι συνθήκες διέφεραν από τη μία αποικία στην άλλη.
Δεν είναι γνωστό, εάν οι κλήροι μοιράζονταν στους κατοίκους ισότιμα, ούτε επίσης είναι σαφής η “τύχη” της γης σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα σε αυτή του θανάτου του ιδιοκτήτη της. Όπως και να είχαν τα πράγματα, δεν ήταν δυνατόν τελικά να αποφευχθούν οι ανισότητες στις αποικίες, όπως για παράδειγμα αυτές που σημειώθηκαν ανάμεσα στους πρώτους αποίκους ή τους απογόνους τους και σε όσους ήρθαν για εγκατάσταση αργότερα. Συνήθως, οι κάτοικοι μίας αποικίας είχαν κοινό τόπο καταγωγής και η αποικία-πόλη που ίδρυαν είχε σχέσεις με μία μόνο μητρόπολη.
Παραδείγματα αποτελούν οι περισσότερες αποικίες της Κορίνθου ( Αμβρακία, Κέρκυρα, Ποτείδαια, Συρακούσες), της Χαλκίδας (Ζάγκλη, Ρήγιο, Λεοντίνοι, Κατάνη κ.ά.), της Ερέτριας (Μεθώνη, Μένδη, κ.ά.), της Μιλήτου ( Άβυδος, Απολλωνία Ποντική, Κύζικος, Οδησσός, Ολβία, Σινώπη, κ.ά.), των Μεγάρων (Βυζάντιο, Χαλκηδόνα, Σηλυμβρία, κ.ά.) και άλλων πόλεων. Υπήρξαν όμως και περιπτώσεις μικτών αποικιών που ονομάστηκαν έτσι, επειδή ιδρύθηκαν από κατοίκους διαφορετικών ελληνικών πόλεων, όπως η Γέλα στη Σικελία -που ιδρύθηκε από Ρόδιους και Κρήτες- ή η Κύμη και οι Πιθηκούσσες στην Κάτω Ιταλία από Χαλκιδαίους και Ερετριείς.
Εκτός από τη γεωργία, άλλες πηγές εσόδων για ορισμένες αποικίες ήταν η πειρατεία και η αλιεία. Για παράδειγμα, στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας, η αφθονία θαλάσσιων και ποταμίσιων ψαριών ευνόησε την ανάπτυξη εμπορίου παστών ή λιαστών ειδών, όπως ο τόνος και η ρέγγα.
Δ. Εμπορικός Σταθμός
Η ισχυρή τάση για ανεξαρτησία της κάθε πόλης και το κόστος της μεταφοράς προϊόντων από τη στεριά οδήγησε στην ανάπτυξη πολλών μικρών οικονομικών κέντρων κατά μήκος των ακτών του Αιγαίου. Τα εμπόρια ή εμπορικοί σταθμοί δημιουργήθηκαν σίγουρα τον 7ο αιώνα π.Χ., ίσως και νωρίτερα, από τα τέλη ήδη του 8ου αιώνα, εάν θεωρήσουμε ότι η κοινότητα της Αλ Μίνα στη Συρία ανήκε σε αυτήν την κατηγορία. Οι εμπορικοί σταθμοί υποστήριζαν, τουλάχιστον αρχικά, οικονομικές συναλλαγές στις οποίες η τιμή δεν είχε αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο.
Το πιο διάσημο “εμπόριο” ήταν η Ναύκρατις, που ιδρύθηκε στο Δέλτα του Νείλου στην Αίγυπτο, στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. (Στράβων, Γεωγραφικά). Οι Αιγυπτιακές αρχές επέτρεψαν την ανάπτυξη του ξεχωριστού χαρακτήρα που είχε η Ναύκρατις, μία προνομιούχα κοινότητα σε μία αναπτυγμένη χώρα. Επέτρεψαν και υποχρέωσαν τους Έλληνες να εγκατασταθούν μόνο στην περιοχή αυτή, πιθανότατα για να μπορούν να τους ελέγχουν ευκολότερα. Οι έμποροί της φορολογούνταν για την εισαγωγή ελληνικών προϊόντων όπως ελαιόλαδο, ξυλεία, αργυρά, χρυσά και ξύλινα αντικείμενα, στην πόλη. Επίσης, φορολογούνταν και τα προϊόντα που παρήγαγαν οι ίδιοι οι κάτοικοι στη Ναύκρατη.
Πρέπει να τονιστεί ότι ήταν διαφορετική από τις περισσότερες Ελληνικές πόλεις και δε συνδεόταν με μία ή περισσότερες μητροπόλεις, καθώς δεν ήταν ιδρυμένη αποικία. Είναι πολύ πιθανόν ότι η Ελληνική κοινότητα στη Ναύκρατη αποτελούνταν αρχικά από εμπόρους που έρχονταν από διαφορετικές ελληνικές πόλεις. Αργότερα, πρέπει να ανέπτυξαν την πόλη Nαύκρατις, ξεχωριστά από την εμπορική παροικία. Ο κόσμος στη Ναύκρατη ήταν οργανωμένος γύρω από το κοινό Ελληνικό ιερό Ελλήνιο και τα ξεχωριστά ιερά των Μιλήσιων, των Σαμιωτών και των Αιγινητών.
Το Ελλήνιον είχε ιδρυθεί από κοινού από τη Χίο, την Τέω, τη Φώκαια, τις Κλαζομενές, τη Ρόδο, την Κνίδο, τη Φάσηλη και τη Μυτιλήνη. Συνολικά, 12 πόλεις μοιράζονταν το ιερό (Ηρόδοτος, Ιστορίαι). Τα ιερά αυτά ήταν αναγνωρισμένα από τους Αιγύπτιους. Οι έμποροι από τη Μίλητο, τη Σάμο και την Αίγινα έλεγχαν την αγορά και το εμπόριο στη Ναύκρατη, και κατ’ επέκταση το εμπόριο σε ολόκληρη την Αίγυπτο. Άλλοι εμπορικοί σταθμοί ήταν τα “εμπόρια” της Φώκαιας και της Μιλήτου κατά μήκος της ακτής της Μικράς Ασίας και η αιγινήτικη κοινότητα των Κυδωνιών στην Κρήτη, της οποίας ο πληθυσμός περιείχε και ντόπιους Κρητικούς. Ακόμη σταθμοί υπήρχαν στον Πόντο και στη Μαύρη Θάλασσα.
Ο πληθυσμός ενός εμπορικού κέντρου αποτελούνταν από μόνιμους κατοίκους και από ταξιδιώτες που κατοικούσαν εκεί για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Εξαιτίας της κινητικότητας των πληθυσμών, η οποία γενικότερα χαρακτηρίζει τους εμπορικούς σταθμούς, δεν είναι εφικτή η ακριβής σκιαγράφηση της πληθυσμιακής σύνθεσής του.
Ε. Κοινότητες Μισθοφόρων
Πρόκειται για μικρές κοινότητες, αρχικά, οι οποίες αργότερα εξελίχτηκαν σε μεγαλύτερες πόλεις. Οι κάτοικοί τους ήταν Έλληνες μισθοφόροι στρατιώτες, που δεν είχαν όμως σταλεί από κάποια πόλη, για να τις ιδρύσουν. Ο μεγαλύτερος αριθμός τους δημιουργήθηκε στην Αίγυπτο, επειδή οι περισσότεροι μισθοφόροι προσλαμβάνονταν εκεί, ως μέλη των αιγυπτιακών στρατευμάτων. Oι Δάφνες, που έχουν ταυτιστεί με το Tel Defenneh, είναι μία από τις πιο διάσημες κοινότητες μισθοφόρων στην Αίγυπτο.
Η Μέμφις επίσης αναφέρεται από τον Ηρόδοτο ως η περιοχή όπου μεταφέρθηκαν Έλληνες και Kάρες μισθοφόροι, στην περίοδο ανάμεσα στο 570 και 526 π.Χ. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι). Αλλά και στην περιοχή της Ελεφαντίνης, όπου ήταν πιθανή η παρουσία Ελλήνων, εικάζεται ότι υπήρχαν τέτοιες κοινότητες.
ΣΤ. Μητρόπολη
Η μητρόπολη ήταν μία οποιαδήποτε πόλη του κύριου Ελλαδικού κορμού, που λειτουργώντας ουσιαστικά ως μητέρα – πατρίδα έστελνε κατοίκους στη νέα αποικία. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχαν παραπάνω από μία μητροπόλεις, που μπορούσαν να είναι: είτε πόλεις της κυρίως Ελλάδας (π.χ. η Τανάγρα και τα Μέγαρα που ίδρυσαν την Ηρακλεία Ποντική), είτε νεοσύστατες αποικίες (π.χ. η Κέρκυρα -αποικία της Κορίνθου- που ίδρυσε την Επίδαμνο), είτε ένας συνδυασμός και των δύο (π.χ. η Κέρκυρα -νεοσύστατη αποικία- κι η Κόρινθος, που ίδρυσαν την Απολλωνία στην Ιλλυρία και τα Μέγαρα, το Βυζάντιο κι η Χαλκηδόνα, που ίδρυσαν τη Μεσημβρία στη Μαύρη Θάλασσα).
Οι σχέσεις μεταξύ μητρόπολης και αποικίας εξαρτιόνταν κάθε φορά από τη χρονική στιγμή και από τις συνθήκες που επικρατούσαν. Τα αρχαιολογικά, κυρίως, ευρήματα υποδηλώνουν την ύπαρξη σχέσης μεταξύ μιας αποικίας και της μητρόπολής της, τουλάχιστον στον πολιτιστικό τομέα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Τάραντα στην Κάτω Ιταλία, ο οποίος φαίνεται στα τέλη της Αρχαϊκής περιόδου να έχει υποστεί επιρροές από τη μητρόπολή του, τη Σπάρτη. Επίσης, η πόλη της Δικαίας -αποικία της Ερέτριας στη Μακεδονία- όταν έκοψε νομίσματα, επέλεξε να χρησιμοποιήσει τα ίδια σύμβολα με εκείνα της μητρόπολής της (την αγελάδα και το χταπόδι).
Από την άλλη πλευρά η Κέρκυρα και οι Συρακούσες, αποικίες και οι δύο της Κορίνθου, αντιπροσωπεύουν ένα σχεδόν αποκλειστικό παράδειγμα στενής πολιτικής, πλέον, σχέσης μεταξύ μητρόπολης και αποικιών (Θουκυδίδης, Ιστοριών).
Νομίσματα
Τα αρχαιολογικά ευρήματα από τις ανασκαφές στο ναό της Άρτεμης στην Έφεσο τοποθετούν την έναρξη της κοπής νομισμάτων, στα τελευταία χρόνια του 7ου αιώνα π.Χ. Στις αρχαίες πηγές, ως πιθανοί εφευρέτες του νομίσματος παρουσιάζονται ο Φείδων -ο βασιλιάς του Άργους- η Δημοδίκη από την Κύμη -σύζυγος του βασιλιά Μίδα- ο Εριχθόνιος και ο Λύκος από την Αθήνα, οι Λυδοί και οι Νάξιοι. Ως πραγματικοί πάντως εφευρέτες του νομίσματος θεωρούνται οι Λυδοί, οι οποίοι χρησιμοποίησαν για τις πρώτες κοπές ένα πολύτιμο μέταλλο, το ήλεκτρο.
Επρόκειτο για ένα κράμα χρυσού και αργύρου, που βρισκόταν στην άμμο του ποταμού Πακτωλού, ο οποίος πήγαζε από το όρος Τμώλο και διέσχιζε την πρωτεύουσα Σάρδεις, στη Λυδία. Ο Ηρόδοτος δηλώνει ότι οι Λυδοί ήταν, επίσης, οι πρώτοι που έκοψαν νομίσματα από χρυσό και άργυρο. Ενδεχομένως να αναφέρεται στις μεταγενέστερες διμεταλλικές κοπές του Κροίσου. Στην Ελλάδα, τα πρώτα νομίσματα κατασκευάστηκαν από άργυρο προμηθευμένο από τα μεταλλεία του Λαυρίου (Αττική) και από τη βόρεια Ελλάδα. Είναι γενικά αποδεκτό ότι το παλαιότερο νομισματοκοπείο στον κυρίως Ελλαδικό χώρο βρισκόταν στο νησί της Αίγινας. Οι έρευνες υποδεικνύουν ότι τα νομίσματα του νησιού ανήκουν στα χρόνια μετά το 550 π.Χ.
Η εμφάνισή τους δεν μπορεί να συνδεθεί με την παράδοση που αναφέρει το βασιλιά του Άργους Φείδωνα ως εκείνον που έκοψε τα πρώτα νομίσματα στην Ελλάδα και η οποία χρονολογείται στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. (Ηρόδοτος, Ιστορίαι). Αρχικά, οι μελετητές υποστήριξαν ότι το νόμισμα είχε οικονομική λειτουργία, ως σταθερό μέσο μέτρησης για την εξυπηρέτηση του εμπορίου. Ήταν απόλυτα φυσικό να θεωρηθεί ότι η εμφάνισή του -υπηρετώντας αυτόν ακριβώς το σκοπό- αποδείκνυε την ύπαρξη εξέλιξης των συναλλαγών στην Αρχαϊκή περίοδο και την αρχή μίας νομισματικής οικονομίας.
Αργότερα όμως, διαπιστώθηκε ότι η παραπάνω άποψη δεν ήταν τόσο απλή, αλλά αντίθετα παρουσίαζε μία πολυπλοκότητα που επέβαλλε την επαναξιολόγησή της. Οι πρώτες πληροφορίες, σχετικά με τη μετάβαση από το στάδιο της απλής ανταλλαγής προϊόντων σε εκείνο της χρήσης του χρήματος, παρατηρούνται σε κείμενα του Αριστοτέλη. Στα σχετικά αποσπάσματα φαίνεται να αποδίδει μία ηθική εξήγηση στο ρόλο του νομίσματος, συνδεδεμένη άμεσα με το σύνολο των αξιών των αρχαϊκών κοινοτήτων. Εκτός από αυτό διαπιστώνεται ότι κατά τις πρώτες κοπές νομισμάτων σε αρκετές πόλεις λείπουν οι μικρές υποδιαιρέσεις.
Επίσης, όπου υπάρχουν μεγάλες υποδιαιρέσεις, όπως στις πόλεις της Σικελίας, τα νομίσματα κυκλοφορούσαν κυρίως στην περιοχή όπου είχαν κοπεί. Αυτό θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ένδειξη ότι -αρχικά τουλάχιστον- το νόμισμα δε χρησιμοποιήθηκε στη διευκόλυνση του εμπορίου, τοπικού ή υπερπόντιου. Οι μόνες περιπτώσεις που παρατηρείται μία -έστω και έμμεση- σχέση μεταξύ εμπορίου και νομισμάτων είναι εκείνες της Αθήνας και των παραλιακών πόλεων της Θράκης και της Μακεδονίας. Οι πόλεις αυτές εξήγαγαν νομίσματα στην Ανατολή και στην Αίγυπτο, όχι όμως ως χρήμα αλλά ως αντικείμενα αξίας κατασκευασμένα από άργυρο.
Η εφεύρεση και η εξάπλωση του νομίσματος θα πρέπει να τοποθετηθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων και αξιών, που αναπτύχθηκαν την Αρχαϊκή περίοδο. Οι νόμοι είχαν αρχίσει να κωδικοποιούνται, προκειμένου να σταματήσει η αυθαίρετη ερμηνεία τους. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της εποχής, το νόμισμα απέκτησε πλέον μία νομική βάση.
Α. Προκερματική Εποχή
Προτού αρχίσουν να χρησιμοποιούνται συστηματικά τα νομίσματα, η αξία των συναλλαγών μετριόταν σε είδος, ανάλογα με την περιοχή. Έτσι, στην Αθήνα του Δράκοντα, στον πρώτο γραπτό νομικό κώδικα στα 621 – 620 π.Χ., ορισμένα αδικήματα τιμωρούνταν με πρόστιμα που είχαν ως μέτρο αξίας το βου. Στην εποχή του Σόλωνα o μέδιμνος αποτελούσε μάλλον ένα σταθερό μέτρο, όπου η περιουσία κάθε πολίτη -ανεξάρτητα από την πηγή της- υπολογιζόταν σε μεδίμνους σιτηρών ή κρασιού.
Στην περίφημη επιγραφή του 3ου αιώνα π.Χ. από τη Γόρτυνα της Κρήτης, όπου υπάρχουν αναφορές στο νομικό κώδικα που ίσχυε τον 6ο αιώνα π.Χ., αναγράφεται ότι τα πρόστιμα και οι καταθέσεις έπρεπε να υπολογίζονται σε λέβητες, δηλαδή σε μεταλλικά δοχεία. Τα νομίσματα αντικατέστησαν ένα παλαιότερο σύστημα συναλλαγών που βασιζόταν σε σιδερένιους οβελούς. Οι οβελοί αυτοί έμοιαζαν με τις μαγειρικές σούβλες και χρησιμοποιούνταν τόσο για το ψήσιμο των ζώων όσο και ως μέσο συναλλαγής. Το πάχος τους ήταν πολύ λεπτό και έτσι κάποιος ήταν σε θέση να κρατήσει έξι συγχρόνως.
Υποστηρίζεται ότι η λέξη οβολός -που αναφέρεται στη μικρότερη υποδιαίρεση της δραχμής- προέρχεται από τους οβελούς, ενώ η λέξη δραχμή προέρχεται από το δράττω – δράξ, μία χούφτα δηλαδή από έξι οβελούς. Από τη στιγμή που το μέταλλο χρησιμοποιήθηκε, για να διευκολύνει την ανταλλαγή προϊόντων, μετατράπηκε σε ένα είδος χρήματος. Όταν αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως μία συγκεκριμένη μονάδα βάρους, απέκτησε την έννοια του χρήματος όπως αυτή είναι κατανοητή στην εποχή μας. Τέλος, από τη στιγμή που το μέταλλο σφραγίστηκε με κάποιο έμβλημα έγινε νόμισμα, δηλαδή κέρμα, και η χρήση του ήταν ανάλογη με τη σημερινή.
Β. Πρώτες Χρήσεις
Από τη στιγμή που δημιουργούνται οι πόλεις ως γεωγραφικά – οικονομικά κέντρα, εμφανίζονται και τα νομίσματα ως μέσο συναλλαγής. Αφότου εμφανίστηκαν τον 7ο αιώνα π.Χ. στη δυτική Μικρά Ασία, διαδόθηκαν στον Ελλαδικό χώρο γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., εποχή που εμφανίζονται και οι πρώτες κοπές ασημένιων νομισμάτων στην Κάτω Ιταλία, στη Σικελία, στη Βόρεια Ελλάδα και στα περισσότερα κράτη της Κεντρικής Ελλάδας. Τα νομίσματα αποτελούσαν ένα οικονομικό μέσο και μετά το 600 π.Χ. Έτσι, η εμφάνισή τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως η αιτία για την επικράτηση της τυραννίας ή για οποιαδήποτε άλλη οικονομική ή κοινωνική κρίση της εποχής αυτής.
Οι πρώτες κοπές ήταν υψηλής αξίας και ήταν χρήσιμες μόνο σε μεγάλες αγορές. Για παράδειγμα ο στατήρας, το συνηθισμένο νόμισμα από ήλεκτρο βάρους 14-16 γραμμαρίων, ανάλογα με το σύστημα βάρους της κάθε περιοχής, μπορούσε να αντιπροσωπεύει το μηνιαίο μισθό ενός μισθοφόρου. Πάντως, οι κοπές μικρότερων υποδιαιρέσεων στην περιοχή της Ιωνίας άρχισαν σχετικά νωρίς. Η αξία των περισσότερων λυδικών νομισμάτων -με το σύμβολο της κεφαλής του λέοντα από την Έφεσο- ισοδυναμούσε με το 1/3 της αξίας του στατήρα. Υπήρχαν και μικρότερες ακόμη υποδιαιρέσεις που έφταναν μέχρι και το 1/48 ή και το 1/96 του στατήρα.
Τα νομίσματα του Ελληνικού κόσμου, ιδιαίτερα στην αρχή της κυκλοφορίας τους, χαρακτηρίζονται από μία τεράστια ποικιλία στην επιλογή εμβλημάτων. Ο ζωικός κόσμος της στεριάς, της θάλασσας και του αέρα εκπροσωπείται πλήρως, ενώ δε λείπουν τα φυτά, οι ανθρώπινες και οι θεϊκές μορφές. Παραδείγματα εμβλημάτων αποτελούν ο ταύρος, το ελάφι, ο λέοντας, ο πετεινός, ο γρύπας, το δελφίνι, η φώκια, το στάχυ, το ρόδο, διάφορες ανθρωπόμορφες θεότητες κ.ά. Τα πρώτα νομίσματα είχαν σημασία, πιθανότατα, εξαιτίας της αξίας τους ως αντικείμενα κατασκευασμένα από πολύτιμο μέταλλο. Αυτή η αντίληψη ίσχυε στους Έλληνες, αλλά και ιδιαίτερα στους λαούς που ζούσαν γύρω από τις ελληνικές αποικίες.
Όταν άρχισαν τα νομίσματα να χρησιμοποιούνται ως μέσο συναλλαγών, εκείνα που είχαν ευρύτερη χρήση ήταν όσα είχαν φτιαχτεί από απλό μέταλλο. Τα λεγόμενα δελφίνια ή νομίσματα ιχθύων από χαλκό της Ολβίας, στη Μαύρη Θάλασσα, ήταν διαδεδομένα στους λαούς της γύρω περιοχής, στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Επίσης, τα μικρά ασημένια νομίσματα που έχουν βρεθεί σε μεγάλες ποσότητες στην περιοχή της Κολχίδας, τα Κολχικά, είχαν κοπεί στην αποικία Φάσις στην ανατολική Μαύρη Θάλασσα. Η περιεκτικότητά τους σε άργυρο ποίκιλλε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να συμπεραίνουμε μάλλον χρησιμοποιούνταν ως χρήμα.
Γ. Εφαρμογές
Οι πρώτοι που προώθησαν την κυκλοφορία του νομίσματος ήταν πιθανότατα τα μέλη της αριστοκρατίας και το διέθεσαν για την κατασκευή και τη συντήρηση των ναών. Αργότερα, με την αύξηση των οικοδομικών έργων αυξήθηκαν και οι ανάγκες σε νομίσματα για τις πληρωμές των γλυπτών και των υπόλοιπων καλλιτεχνών, αλλά και για την αγορά μετάλλων, ξυλείας και κεραμίδων.
Η σημασία της εφεύρεσης και της εξάπλωσης του νομίσματος σχετίζεται με την ομαλοποίηση της κοινωνικής ζωής της πόλης, την ανάπτυξη και τη ρύθμιση του φορολογικού συστήματος του κράτους (πρόστιμα, φόροι, διόδια) και τη χρηματοδότηση των μισθοφορικών στρατών. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη λειτουργία του ως πολιτειακό σύμβολο, καθώς η κοπή νομισμάτων με το σύμβολο της πόλης αποτελούσε διακήρυξη της πολιτικής ανεξαρτησίας της.
Δ. Αίγινα
Το νησί της Αίγινας ήταν η πρώτη περιοχή του Ελλαδικού χώρου που έκοψε ασημένια νομίσματα, τους στατήρες, γύρω στα 575 π.Χ. Ως σύμβολο για τις πρώτες κοπές επιλέχτηκε η θαλάσσια χελώνα και αργότερα η χερσαία. Ο άργυρος για τα πρώτα νομίσματα της Αίγινας προερχόταν είτε από τα μεταλλεία του Λαυρίου είτε από τη Σίφνο. Η πρωτοβουλία αυτή πιθανότατα να σχετίζεται με το γεγονός ότι, καθώς το νησί υπήρξε η μοναδική Ελληνική παρουσία στην ίδρυση της εμπορικής κοινότητας της Ναυκράτιδος στο Δέλτα του Νείλου, οι Αιγινήτες είχαν έρθει σε επαφή με τους λαούς της Ανατολής και κυρίως με τους Λυδούς, οι οποίοι εφηύραν το νόμισμα.
Οι χελώνες της Αίγινας αποτέλεσαν ένα από τα πιο διαδεδομένα νομίσματα του Ελληνικού κόσμου, για περίπου τετρακόσια χρόνια, και έχουν βρεθεί σε περιοχές όπως η Αίγυπτος και η Περσέπολη. Η μονάδα βάρους των Αιγινήτικων νομισμάτων, με το δίδραχμο στατήρα να ζυγίζει 12-13 γραμμάρια, χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κι από άλλες πόλεις στην Ελλάδα, στην Κρήτη και στη Μικρά Ασία. Είναι γνωστό ότι προτού οι πόλεις της Κρήτης κόψουν τα δικά τους νομίσματα τον 5ο αιώνα π.Χ., χρησιμοποιούσαν ως επίσημο νόμισμα του νησιού τους, εκείνο της Αίγινας.
Ορισμένες από τις χελώνες πιθανώς να είχαν κοπεί στις Κυδωνιές, μία Κρητική περιοχή που είχαν καταλάβει και αποικίσει οι Αιγινήτες (Ηρόδοτος, Ιστορίαι). Μετά την Αίγινα, ακολούθησαν η Κόρινθος και η Αθήνα στην κοπή ασημένιων νομισμάτων στο χώρο της κυρίως Ελλάδας.
Ε. Αθήνα
Ανάμεσα στα πιο σημαντικά Αρχαϊκά νομίσματα της κυρίως Ελλάδας, τόσο από ιστορικής όσο και από καλλιτεχνικής πλευράς ήταν εκείνα της Αθήνας. Τα πρώτα νομίσματα, τα λεγόμενα Εραλδικά ή “Wappenmuenzen”, πρέπει να κόπηκαν την εποχή του Πεισιστράτου (560 – 527 π.Χ.), ενώ στην εποχή του γιου του Ιππία ανήκουν οι πρώτες σειρές των διάσημων γλαυκών. Τα εραλδικά νομίσματα -που ονομάστηκαν έτσι, επειδή οι περισσότεροι μελετητές πιστεύουν ότι συνδέονται με τα εμβλήματα σημαντικών οικογενειών- είναι σπάνια, γιατί οι σειρές τους ήταν περιορισμένης κοπής. Ελάχιστες φορές βρέθηκαν εκτός Αττικής, πιθανότατα, επειδή χρησιμοποιούνταν κυρίως σε τοπικές αγορές.
Είναι κυρίως δίδραχμα και ακολουθούσαν την ευβοϊκή μονάδα βάρους, ζύγιζαν δηλαδή περίπου 8,5 γραμμάρια. Είχαν ως εμβλήματα ποικίλους, δυσδιάκριτους όμως τύπους, όπως για παράδειγμα τον αμφορέα, τη γλαύκα, την προτομή αλόγου, τον τροχό, τον αστράγαλο, το κεφάλι ταύρου. Αργότερα όμως αντικαταστάθηκαν από ευδιάκριτους εθνικούς τύπους -όπως της Αθηνάς και του ιερού συμβόλου της, της γλαύκας- και ισχυροποιήθηκαν με την επιγραφή ΑΘΕ, δηλαδή “των Αθηναίων”, με στόχο τη διάδοση του Αθηναϊκού νομίσματος στις ξένες αγορές.
Η Αθήνα παρουσίασε έντονο συντηρητισμό όσον αφορά το έμβλημα στα ασημένια νομίσματά της. Διατήρησε και στις μεγάλες αλλά και στις μικρές υποδιαιρέσεις της το ίδιο έμβλημα, το οποίο αποτελούσε το κεφάλι της προστάτιδας θεάς της Αθηνάς και η γλαύκα που συνδέεται με τη θεά της σοφίας. Το Αθηναϊκό ασημένιο νόμισμα ήταν γνωστό για την καθαρότητά του και το ακριβές του βάρος. Πηγή προέλευσης για το μέταλλό του ήταν τα πλούσια μεταλλεία αργύρου του Λαυρίου, στη νότια Αττική (Ηρόδοτος, Ιστορίαι).
Το νομισματοκοπείο της Αθήνας βρισκόταν στη νοτιοανατολική γωνία της Αρχαίας Αγοράς. Η γλαύκα, που ήταν αποδεκτή παντού και συχνά συναντάται και σε άλλα νομίσματα, έχει εντοπιστεί στην Αίγυπτο, στην Κυρήνη, στη Νότια Ιταλία και στη Σικελία.
ΣΤ. Άλλες Πόλεις
Η Κόρινθος, όπως και η Αίγινα, ανταγωνιζόταν στο εμπόριο την Αθήνα. Άρχισε να κόβει νομίσματα, γύρω πιθανότατα στο 500 π.Χ. Αρκετοί μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι τα πρώτα Κορινθιακά νομίσματα ανήκουν στην εποχή του τυράννου Κύψελου γύρω στο 620 π.Χ., αλλά σίγουρες αποδείξεις γι’ αυτό δεν υπάρχουν. Ο Κορινθιακός στατήρας είχε ίσο βάρος με το Αθηναϊκό δίδραχμο (8,5 γραμμάρια) και η τρίτη υποδιαίρεσή του ήταν ίση με το τρίδραχμο. Δεν ήταν κυλινδρικός, όπως της Αίγινας και της Αθήνας, αλλά αντίθετα αποτελούνταν από επίπεδους δίσκους. Ως σύμβολο η Κόρινθος είχε επιλέξει τον Πήγασο και το αρχικό γράμμα του ονόματος της πόλης της, το Αρχαϊκό κόππα.
Η Ερέτρια και η Χαλκίδα, οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της Εύβοιας με έντονη δραστηριότητα στον αποικισμό, έκοψαν νομίσματα στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Το τρίδραχμο της Χαλκίδας, με σύμβολο το τέθριππο, ένα άρμα με τέσσερα άλογα, ήταν ίσο σε βάρος με το Αθηναϊκό τετράδραχμο. Από την πλευρά τους οι Ερετριείς είχαν υιοθετήσει ως εμβλήματα για τα δικά τους νομίσματα την αγελάδα και το χταπόδι. Παραδείγματα ομοσπονδιακού νομίσματος έχουμε από τις πόλεις της Βοιωτίας, της Φωκίδας και της Αρκαδίας, από τον 6ο αιώνα π.Χ. και μετά. Οι Βοιωτικές πόλεις υιοθέτησαν την οχτάσχημη ασπίδα ως κοινό τους έμβλημα.
Το κεντρικό νομισματοκοπείο βρισκόταν στη Θήβα και ο ρόλος αυτού του νομίσματος ήταν να υπογραμμιστεί η πολιτική ηγεμονία των Θηβών στις υπόλοιπες βοιωτικές πόλεις. Για τους Φωκείς ήταν μία ευκαιρία να τονίσουν την ανεξαρτησία τους από τους Θεσσαλούς τυράννους, ενώ στην περίπτωση των Αρκάδων εξέφραζε την προσπάθειά τους να αψηφήσουν την ισχύ και την επιρροή της Σπάρτης, ιδιαίτερα στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Στη βόρεια Ελλάδα -μία περιοχή πλούσια σε μεταλλεία αργύρου και χρυσού στον αρχαίο κόσμο- η πρώτη πόλη που έκοψε νομίσματα ήταν η Άκανθος, στην περιοχή της Χαλκιδικής, γύρω στα τέλη του 6ου αιώνα.
Τα τετράδραχμά της, με έμβλημά τους το λιοντάρι που επιτίθεται σε έναν ταύρο, ακολουθούσαν το αττικό μέτρο βάρους. Η πρώτη από τις πόλεις της Θράκης που έκοψε νομίσματα ήταν τα Άβδηρα, αποικία της Ιωνικής πόλης Τέως, τα οποία είχαν υιοθετήσει το ίδιο έμβλημα -το γρύππα- με τη μητρόπολή τους. Τα οχτάδραχμα των Αβδήρων ήταν τα βαρύτερα στον τότε Ελληνικό κόσμο και ζύγιζαν 29-30 γραμμάρια. Στο δυτικό κόσμο, και συγκεκριμένα στην Ιταλία, η κοπή νομισμάτων ξεκίνησε στα τελευταία χρόνια του 6ου αιώνα π.Χ. Η Ιμέρα και ο Σελινούς προμηθεύονταν άργυρο για τις δικές τους κοπές πιθανότατα από Ισπανικά ορυχεία.
Η τεχνική που ακολουθήθηκε αρχικά από τις πόλεις της Κάτω Ιταλίας έχει μία ιδιαιτερότητα που δε συναντάται αλλού στον Ελληνικό κόσμο της εποχής. Το κέρμα αποτελούνταν από δύο αρκετά λεπτές μεταλλικές επιφάνειες, τον εμπροσθότυπο (η εμπρόσθια όψη) όπου το κυρίως έμβλημα ήταν αποτυπωμένο σε ανάγλυφο και τον οπισθότυπο (η πίσω όψη) όπου το ίδιο έμβλημα επαναλαμβανόταν σε κοίλη μορφή.
ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Ο μετασχηματισμός των μεγάλων Ελληνικών κοινοτήτων από τη χαλαρή δομή του έθνους στην πιο συγκροτημένη μορφή της πόλεως συνέβη, πριν από το 700 π.Χ. Η πόλις όμως του 8ου αιώνα π.Χ. δεν ήταν ακόμη η πόλη με τη γνωστή έννοια, με την οποία γινόταν αυτή αντιληπτή και κατανοητή την Κλασική περίοδο. Θα ακολουθούσαν όπως ήταν επόμενο αρκετές διαδικασίες μέχρι να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο. Επιπλέον, η έννοια του να είναι κάποιος πολίτης μίας πόλης απέκτησε πολιτική ή και οικονομική σημασία, μετά το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. Θα πρέπει να τονιστεί ότι το έθνος την εποχή αυτή συνυπάρχει ως πολιτικό σύστημα με την πόλη και είναι δυνατόν να οριστεί ευκολότερα μέσα από μία σύγκρισή του με αυτήν.
Ενώ λοιπόν οι πόλεις συγκροτούνταν γύρω από ένα αστικό κέντρο, δε συνέβαινε το ίδιο και στην περίπτωση των εθνών. Σε ένα έθνος ο πληθυσμός ζούσε σκορπισμένος σε χωριά καλύπτοντας λίγο-πολύ μία ευρεία περιοχή. Η γεωγραφική αυτή επέκταση, μερικές φορές λειτουργούσε ως καθοριστικός παράγοντας για την ανυπαρξία συγκεντρωτισμού στα έθνη. Επίσης, με μόνη εξαίρεση τους Λοκρούς και τους Αχαιούς, τα έθνη δε συμμετείχαν στον αποικισμό της Αρχαϊκής περιόδου. Ήταν όμως σε θέση να συγκεντρώσουν στρατό, να κηρύξουν τον πόλεμο, να επιβάλουν φόρους, να κόψουν νομίσματα και να νομοθετήσουν, λειτουργώντας έτσι όπως οι πόλεις.
Η βασική διαφορά τους ήταν ότι το έθνος δε στηριζόταν στο σώμα των πολιτών. Ο θεσμός της δουλείας των ίδιων των πολιτών συνέχισε να ισχύει στο έθνος, ενώ, επειδή ερχόταν σε σύγκρουση με την ιδεολογία της πόλεως, στην περίπτωσή της καταργήθηκε. Υποστηρίζεται ότι για πρώτη φορά αυτήν την εποχή, η πόλις στήριξε την εξέλιξή της στη χρήση ιδιόκτητων δούλων, ως εργατικό δυναμικό από μη Ελλαδικές περιοχές. Η οικονομία της Αρχαϊκής πόλης είχε κυρίως αγροτικό χαρακτήρα και η γεωργία λειτούργησε ως η ουσιαστική πηγή τόσο για την επιβίωση της μεγάλης μάζας των πολιτών όσο και για τον πλουτισμό της πλειοψηφίας των ευπόρων.
Ένας άλλος παράγοντας που συνέβαλε στην ανάπτυξη της οικονομίας της πόλης ήταν η έντονη δραστηριότητα που εκδηλώθηκε στην κατασκευή δημόσιων κτηρίων στο άστυ, καθώς και στην οργάνωση θρησκευτικών γιορτών ιδιαίτερα την εποχή που είχαν επικρατήσει οι τυραννίες. Οι κατασκευές υδραγωγείων και πηγών στα αστικά κέντρα χρονολογούνται στα τέλη 7ου – αρχές 6ου αιώνα π.Χ. και σηματοδοτούν την ουσιαστική πλέον εμφάνιση των πόλεων. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι η Αθήνα αυτήν την εποχή εξελίχτηκε από ένα σύνολο διασκορπισμένων χωριών σε ένα αστικό σύμπλεγμα με κέντρο την αγορά.
Η εγκαθίδρυση των δημόσιων και θρησκευτικών κέντρων της πραγματοποιήθηκε την εποχή της τυραννίας των Πεισιστρατιδών, στα μέσα του 6ου αιώνα. Την ίδια εποχή οι έμποροι και οι τεχνίτες ζούσαν σε αστικά κέντρα και όχι πλέον σε αγροτικούς οικισμούς. Μέχρι το 500 π.Χ. ο ρόλος τους δεν ήταν τόσο καθοριστικός στην εξέλιξη της οικονομίας των πόλεων, καθώς στις περισσότερες από αυτές η οικονομία βασιζόταν στους ίδιους τους κατοίκους και στους δούλους.
Εφόσον στις περισσότερες περιπτώσεις, η Ελληνική πόλις ήταν απαλλαγμένη από την ευθύνη της προμήθειας του οπλιτικού εξοπλισμού, ισχυρή οικονομική βάση χρειαζόταν κυρίως για την κατασκευή και την οργάνωση στόλου -από την περίοδο των τυραννίδων και ύστερα- αλλά και για την προσφορά δημόσιων γευμάτων και δώρων στους νικητές των αγώνων. Τα έσοδα προέρχονταν από τους δασμούς του ελλιμενισμού, από τα τέλη της Αγοράς, από την ενοικίαση της δημόσιας γης και από ένα σύνολο έμμεσων -και αργότερα άμεσων- φόρων σχετικών με τη γαιοκτησία. Από τις παραπάνω πηγές εσόδων η πιο αποδοτική ήταν η φορολογία της αγοράς και των λιμανιών.
Η πόλη σε αντιστάθισμα αυτής της εκμετάλλευσης παρείχε τη σταθεροποίηση των μέτρων και σταθμών της, την κοπή των νομισμάτων και τη βελτίωση της ύδρευσης και των λιμανιών της με κατασκευές έργων κοινοφελούς χαρακτήρα. Παραδείγματα αποτελούν ο δίολκος της Κορίνθου, το περίφημο όρυγμα της Σάμου, έργο του Ευπαλίνου, και ο μώλος της Δήλου.
Τυραννία και Οικονομία
Σε γενικές γραμμές τα στοιχεία που έχουμε για την οικονομική βάση της τυραννίας είναι λίγα. Ο Θουκυδίδης αναφέρει τους τυράννους ως υπεύθυνους για την επιβολή άμεσου φόρου στην παραγωγή από την καλλιέργεια των χωραφιών. Γενικά, λέγεται ότι ζητούσαν μεταξύ του 1/12 και του 1/20 του προϊόντος (Θουκυδίδης, Ιστοριών). Στην Αθήνα προκειμένου να συγκεντρώσουν οι Πεισιστρατίδες όσο το δυνατόν περισσότερες εξουσίες, ενίσχυσαν πιο ουσιαστικά την κοινότητα των πολιτών από ό,τι παλαιότερα ο Σόλωνας με τις μεταρρυθμίσεις του. Eφάρμοσαν διάφορα μέτρα για να ενοποιήσουν το κράτος, δημιούργησαν κάποια μορφή δημόσιου ταμείου, θεσμοθέτησαν κρατικές λατρείες και δημόσιες τελετές.
H συνολική αντίληψη που είχε ο Πεισίστρατος για τη διακυβέρνηση της πόλης επικεντρωνόταν κυρίως στη μείωση της δύναμης της τοπικής αριστοκρατίας και στην ισχυροποίηση της εξουσίας του κράτους σε ένα πρόσωπο, τον τύραννο. Αυτή φαινόταν στα μέτρα που καθιερώθηκαν, και είχαν σκοπό να αυξήσουν το συγκεντρωτισμό του κράτους και να ενθαρρύνουν τα άτομα μέσα από την ιδιότητα του πολίτη να ταυτίζονται με αυτό. Ανάμεσά τους ήταν και η προώθηση της κατασκευής δημόσιων κτιρίων και η εγκαθίδρυση των Παναθηναίων, που αποτέλεσε ένα θεσμό με ευρεία αποδοχή, κύρος και μεγάλα κέρδη, αλλά κι ένα ουσιαστικό βήμα προς τη δημιουργία κοινής συνείδησης.
Ο Πεισίστρατος οργάνωσε την αγορά, κατασκεύασε το πρώτο πώρινο υδραγωγείο των Αθηνών που υδροδοτούσε την Εννεάκρουνο (Θουκυδίδης Ιστοριών, Παυσανίας Αττικά), επέκτεινε το Ελευσίνιο Τελεστήριο, ανακατασκεύασε το ναό της Αθηνάς Πολιάδος κι άρχισε τις εργασίες του Ολυμπιείου. Ο γιος του, ο Ίππαρχος, ανέλαβε την κατασκευή του τείχους του περίβολου της Ακαδημίας (Ηρόδοτος, Ιστορίαι). Η εξωτερική του πολιτική έχει ερμηνευτεί ως ένδειξη μίας συνειδητής προσπάθειάς του να δώσει ώθηση στο εμπόριο της πόλης του. Επανεκατέλαβε το Σίγειο στα παράλια της Μικράς Ασίας -απέναντι από τη Λήμνο- κι έστειλε αποίκους στη Χερσόνησο, απέναντι από την Ίμβρο, πιθανώς για να ελέγξει την είσοδο προς τη Μαύρη Θάλασσα.
Ανάλογη τακτική ακολούθησαν και άλλοι διάσημοι τύραννοι της εποχής. Ο γνωστός δίολκος της Κορίνθου κατασκευάστηκε την εποχή του Περιάνδρου, από την οικογένεια των Κυψελιδών. Στη Σάμο, το διάσημο Όρυγμα του Ευπαλίνου ολοκληρώθηκε, όταν ο τύραννος Πολυκράτης είχε την εξουσία. Το υδραγωγείο στα Μέγαρα, έργο και αυτό του Ευπαλίνου, ανήκει στα χρόνια του Θεαγένη. Σε γενικές γραμμές, η τυραννία βοήθησε στην ανάπτυξη μιας πολιτειακής συνείδησης με την κατασκευή ναών και δημόσιων κτηρίων, με την προώθηση θρησκευτικών γιορτών και δημοφιλών λατρειών (π.χ. προς το Διόνυσο), καθώς και με τη δημιουργία νομίσματος.
Η εξαγωγή κεραμικής αυξήθηκε την εποχή της τυραννίας. Αυτό θα μπορούσε να υπονοεί και μία γενικότερη αύξηση στις εμπορικές συναλλαγές άλλων προϊόντων (Αριστοτέλης, Πολιτικά).
Α. Τεχνικά Έργα Κόρινθος
Ο Περίανδρος κυβέρνησε την Κόρινθο ως τύραννος, από τo 627 μέχρι τo 587 π.Χ. Ο πατέρας του, ο Κύψελος, τον οποίο και διαδέχτηκε μετά το θάνατό του, είχε καταλάβει την εξουσία μετά από πραξικόπημα εναντίον των Βακχιάδων, της βασιλικής οικογένειας που μέχρι τότε κυβερνούσε την Κόρινθο (Ψευδο-Αριστοτέλης, Οικονομικά). Λέγεται ότι ο Περίανδρος εμπόδισε τους κατοίκους της πόλης να έχουν δούλους, επειδή φοβόταν ότι, εάν δεν απασχολούνταν με τις δουλειές τους, θα είχαν χρόνο να συνωμοτούν εναντίον του. Στη διάρκεια της τυραννίας του κατασκευάστηκαν σπουδαία έργα υποδομής, όπως το λιμάνι στο Λέχαιο -στα τέλη του 7ου αιώνα- και ο δίολκος.
Ο δίολκος κατασκευάστηκε στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ., για να βοηθήσει και, αναμφίβολα, να αντλήσει έσοδα από τη μεταφορά των εμπορευμάτων μέσω του Ισθμού. Τα πλοία δεν ήταν υποχρεωμένα πια να πλέουν γύρω από την Πελοπόννησο κάνοντας ένα ταξίδι τριών εβδομάδων κάτω από αντίξοες συνθήκες. Τα αρχαιολογικά λείψανα του διόλκου δε δίνουν στοιχεία σχετικά με τον ακριβή ρόλο του, δηλαδή για το αν η μετακίνηση αφορούσε εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Πιθανότατα, πάντως, να εξυπηρετούσε και τις δύο κατηγορίες, αφού ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο δίολκος για να μεταφερθεί μία τριήρης (Θουκυδίδης, Ιστοριών).
Ουσιαστικά, επρόκειτο για μία τροχήλατη οδό, η οποία χρησίμευε για τη μεταφορά των πλοίων από τη μία μεριά του Ισθμού στην άλλη. Συνήθιζαν πρώτα να ξεφορτώνουν το σκάφος και μετά να το τοποθετούν στο δίολκο, για τη μεταφορά του. Σε περιπτώσεις μικρών εμπορικών πλοίων, η διαδικασία της ξεφόρτωσης δεν ήταν απαραίτητη. Ενδεχομένως στην πορεία ο δίολκος να περιέπεσε σε αχρηστία, καθώς το μέγεθος του μέσου εμπορικού σκάφους σταδιακά μεγάλωνε.
Το έργο αυτό ήταν σαφώς πιο χρήσιμο στις άλλες ελληνικές πόλεις απ’ ότι στην ίδια την Κόρινθο, η οποία είχε ήδη στη διάθεσή της λιμάνια και στις δύο πλευρές του Ισθμού, το Λέχαιο και τις Κεγχρεές. Βέβαια, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης θα ήταν σε θέση να ενισχύσει γρήγορα το στόλο της στον ένα κόλπο, μεταφέροντάς τον από τον άλλον. Και οι σύμμαχοί της, ασφαλώς, θα το έβρισκαν χρήσιμο για τη γρήγορη και ασφαλή μεταφορά των προϊόντων και του στρατού τους.
Β. Τεχνικά Έργα Σάμος
Ο Πολυκράτης ήταν αριστοκρατικής καταγωγής και κυβέρνησε τη Σάμο ως τύραννος, περίπου από το 538 μέχρι το 522 π.Χ. (Στράβων Γεωγραφικά, Ηρόδοτος Ιστορίαι). Μόλις κατέβαλε την εξουσία, εξόρισε τους πιο επικίνδυνους από τους αριστοκράτες αντιπάλους του και επέβαλε οικονομικούς περιορισμούς στα εισοδήματα των υπόλοιπων ευγενών. Λέγεται ότι ήταν πολύ πλούσιος και ζούσε στην πολυτέλεια. Έτσι, ήταν σε θέση να πείσει το Δημόδοκο, γνωστό γιατρό της εποχής, να πάει στη Σάμο προσφέροντάς του ως μισθό δύο τάλαντα, ενώ μέχρι τότε πληρωνόταν από τον Πεισίστρατο με εκατό μνες.
Προώθησε ένα μεγάλο αριθμό δημόσιων έργων, ανάμεσά τους μία Αγορά και το πασίγνωστο στην εποχή του Ευπαλίνειο Όρυγμα. Επρόκειτο για ένα έργο που ανέλαβε να σχεδιάσει και να εκτελέσει ο μηχανικός Ευπαλίνος από τα Μέγαρα και που είχε ως στόχο την ύδρευση της πόλης της Σάμου. Ήταν μία σήραγγα, μήκους 1 χιλιομέτρου, σκαμμένη στο βουνό πάνω από την πόλη. Οι εργασίες στο όρυγμα είχαν αρχίσει και από τις δύο άκρες και οι δύο ομάδες εργατών συναντήθηκαν στη μέση της διαδρομής, με μόνη απόκλιση περίπου 1,80 μέτρα.
Στην εποχή του χρονολογούνται η κατασκευή του λιμανιού της πόλης της Σάμου και της τάφρου γύρω από το τείχος της πόλης, καθώς και η προσπάθεια ανακατασκευής του Ηραίου, του φημισμένου ναού που είχε αρχικά σχεδιαστεί από τους Ροίκο και Θεόδωρο και που ολοκληρώθηκε στα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια (Ηρόδοτος, Ιστορίαι). Στα χρόνια του σχεδιάστηκε ένας νέος τύπος πλοίου, η λεγόμενη Σάμαινα. Ήταν μία διήρης με αμβλεία πλώρη, που λειτουργούσε τόσο ως εμπορικό όσο και ως πολεμικό πλοίο (Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές).