Η Μάχη στην Αδριανούπολη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Έναν μόλις χρόνο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1204, η ηγεμονία του νέου βασιλιά, Βαλδουίνου Α’, ηττήθηκε από τα στρατεύματα του Βούλγαρου Τσάρου Καλοϊωάννη (Καλογιάν) στις 14 Απριλίου 1205, στην Αδριανούπολη. Η ταπεινωτική ήττα που υπέστη το άνθος των ιπποτών της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης μας οδηγεί σε ένα συμπέρασμα: Η Ρωμανία έπνεε τα λοίσθια από τη στιγμή της γέννησής της, αδυνατώντας να αναχαιτίσει τους πολυάριθμους εχθρούς της, οι οποίοι δεν ήταν πάντα «αλλοεθνείς». Η πρόωρη απώλεια του Βαλδουίνου κατά τις μάχες με τους Βουλγάρους, δυσχέρανε ακόμη περισσότερο την επιβίωση αυτής της Αυτοκρατορίας, η οποία αποδείχθηκε θνησιγενής. Η άλωση του 1204 προκάλεσε τον τεμαχισμό των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι δύο επιφανείς ηγέτες της Δ’ Σταυροφορίας κράτησαν για τον εαυτό τους τα καλύτερα εδάφη.

Ο Αυτοκράτορας Βαλδουίνος έλαβε τα 5/8 της πόλης, την περιοχή της νότιας Θράκης, εδάφη στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία, καθώς και τα νησιά Χίος, Λέσβος και Σάμος. Ο δόγης της Βενετίας έλαβε τα 3/8 της Κωνσταντινούπολης, τα νησιά του Ιονίου, το Δυρράχιο, τη Ραγούσα, αρκετά από τα νησιά του Αιγαίου (Άνδρος, Νάξος, Πάρος, Πάτμος, Σύρος, Σκόπελος κ.ά.), την Εύβοια, σημαντικά λιμάνια στην Πελοπόννησο (Μεθώνη, Κορώνη), εδάφη στο εσωτερικό της Θράκης – (Αδριανούπολη), αλλά και την Κρήτη, η οποία αρχικά είχε παραχωρηθεί στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό. Στον έλεγχό του πέρασαν ακόμη τα σπουδαιότερα λιμάνια του Ελλησπόντου και της θάλασσας του Μαρμαρά (Καλλίπολη, Ραιδεστός, Ηράκλεια).

Ο Βονιφάτιος αρκέστηκε στο Βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα που διαμορφώθηκε στην περιοχή, υπήρξε η γενεσιουργός αιτία για σωρεία μεταβολών, τόσο στα εδάφη της πρώην -πλέον- Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όσο και στη Δύση. Οι μεταβολές αυτές είχαν προσωρινό χαρακτήρα ή διατηρήθηκαν και μετά την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, το 1261. Σε κάθε περίπτωση εκείνο το σημαντικό γεγονός άφησε ανεξίτηλα σημάδια σε κάθε επίπεδο, πολιτικό, κοινωνικό ή πολιτιστικό.

Ο Βαλδουίνος Α’, ο οποίος στέφθηκε στις 16 Μαΐου 1204, διατήρησε αρκετά από τα στοιχεία της Βυζαντινής διοικητικής οργάνωσης και εθιμοτυπίας στο νέο κρατικό μόρφωμα, τη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Όπως αναφέρει ο Οστρογκόρσκι, το πολιτικό σύστημα της φεουδαρχίας μεταλαμπαδεύτηκε στη Λατινοκρατούμενη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αν και οι δομές ή οι λειτουργίες του δεν ήταν τελείως ξένες στον Βυζαντινό κόσμο. Το Βυζαντινό οικονομικό και στρατιωτικό σύστημα είχε ήδη αρχίσει να αφομοιώνει ανάλογες δομές πολύ πριν από την άλωση του 1204. Επομένως, δεν επήλθαν ριζικές αλλαγές σε αυτό τον τομέα.

Πάντως οι προνοιάριοι δημιούργησαν πολλά προβλήματα στον κατακτητή. Στην ουσία για τον απλό λαό η κατάσταση παρέμεινε ίδια, σε ό,τι αφορούσε τη φορολόγηση. Όμως εκείνος αντιμετώπισε εχθρικά τους κατακτητές του. Οι αντιδράσεις απέναντι στην ένωση των Εκκλησιών πλήθυναν και αρκετοί Βυζαντινοί βρήκαν καταφύγιο στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας ή στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, προκειμένου να ζήσουν πιο ελεύθερα. Η γνώμη, άλλωστε, των Βυζαντινών για τους σταυροφόρους και τις προθέσεις τους δεν ήταν ποτέ θετική, ήδη από την εποχή της Α’ Σταυροφορίας, το 1095, παρά το ότι οι τελευταίοι παρουσιάζονταν ως «στρατιώτες του Χριστού».

Όπως προκύπτει από τις πηγές, η αντιπάθεια ήταν αμοιβαία. Το μόνο μεγαλειώδες στοιχείο αυτής της Αυτοκρατορίας ήταν το όνομά της. Η ανατολική Θράκη βρισκόταν, για μικρό χρονικό διάστημα, στα χέρια του Αλεξίου Ε’. Ο Αλέξιος Γ’ ήλεγχε τη Μοσυνόπολη και τη δυτική Θράκη, αποβλέποντας -παράλληλα- στη στήριξη που μπορούσε να του προσφέρει ο γαμβρός του, Θεόδωρος Λάσκαρης, ηγεμόνας της βορειοανατολικής Ανατολίας. Ο Τσάρος των Βουλγάρων, Ιωάννης Ασάν, γνωστός ως «Καλοϊωάννης» (1197 – 1207), αποτελούσε μια ισχυρή παρουσία στον χώρο της σημερινής Βουλγαρίας. Επιπλέον μια ομάδα από Βυζαντινούς άρχοντες κατείχε στρατηγικές θέσεις στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο.

Ο Λέων Σγουρός ήλεγχε περιοχές στην Κορινθία, στην Αργολίδα και στη Βοιωτία, ο Λέων Γαβαλάς τη Ρόδο, ο Θεόδωρος Μαγκαφάς τη Φιλαδέλφεια, ο Σάββας Ασιδηνός την περιοχή γύρω από τη Μίλητο και την Πριήνη και ο Μανουήλ Μαυροζώμης την κοιλάδα του Μαιάνδρου, παραχωρώντας μάλιστα καταφύγιο στον σουλτάνο Καϊχοσρόη A’ (Ιαθατίνης για τους Βυζαντινούς, 1192 – 1211). Την ίδια στιγμή ο Πόντος και η Παφλαγονία βρίσκονταν στα χέρια των Δαβίδ και Αλεξίου Κομνηνών, οι οποίοι ίδρυσαν εκεί κράτος με το όνομα Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, το οποίο επιβίωσε μέχρι το 1461.

Η Θεσσαλονίκη και μέρος της Θεσσαλίας ήταν στα χέρια των ανδρών του Βονιφατίου και ο συνονόματος ανιψιός του Γουλιέλμου Βιλαρδουίνου έθεσε υπό την κατοχή του μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, δημιουργώντας το Πριγκηπάτο του Μορέως, από κοινού με τον ιππότη Γουλιέλμο Σαμπλίτη, ένα πριγκηπάτο που διέθετε συνολικά 12 βαρωνίες. Στην Αττικοβοιωτία ο Βουργούνδιος ‘Οθων ντε λα Ρος δημιούργησε το Δουκάτο της Αθήνας, με τη συγκατάθεση του Βονιφατίου του Μομφερατικού. Παράλληλα ο Μάρκος Σανούδος, ανιψιός του δόγη της Βενετίας Δάνδολου, δημιούργησε το Δουκάτο της Νάξου (ή Δουκάτο του Αιγαίου ή Δουκάτο του Αρχιπελάγους).

Τα πιο ισχυρά Ελληνικά κρατικά μορφώματα που “γέννησε” η άλωση του 1204 (εκτός από την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας) ήταν η Αυτοκρατορία της Νίκαιας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Η ισχύς αυτών των δύο κρατών αποδείχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της Λατινοκρατίας, καθώς εκτόπιζαν σταδιακά το Λατινικό στοιχείο από την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία, φθάνοντας στο σημείο να ερίζουν για την πρωτοκαθεδρία και το δικαίωμα στον θρόνο του Βυζαντίου. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου πέτυχε μάλιστα να αφαιρέσει την Κέρκυρα και το Δυρράχιο από την ισχυρή Βενετία και να επεκτείνει την κυριαρχία του μέχρι τη Ναύπακτο.

 

Η ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ

Η Αδριανούπολη, Αντριανούπολη ή Aδριανούπολις, είναι ιστορική πόλη της σημερινής Τουρκίας, στην Ανατολική Θράκη, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (6.276 τ. χλμ, 402.606 κάτ.) πολύ κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Η Αδριανούπολη υπήρξε η τρίτη πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1363 ως το 1453, πριν η Κωνσταντινούπολη γίνει η τέταρτη και οριστική πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Σήμερα η Αδριανούπολη είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας.

Σημειώνεται το όνομα “Edirne” αποτελεί παραφθορά του Αδριανού(πόλη) ή Αντρινού, που φερόταν τον 14ο αιώνα ή Εντρινού ή Εντιρνού καταλήγοντας στο Εντιρνέ όπου και επικράτησε. Σε Οθωμανικές πηγές φέρεται επίσης και με τα ονόματα “Εντρίνους”, “Εντρουνέ”, “Εντρινάμπολι” καθώς και “Εντιρνομπολού” που αναμφισβήτητα όλα αποτελούν παραφράσεις του Ελληνικού ονόματος που διατηρήθηκε από τον εκεί Ελληνισμό μέχρι το 1922. Βρίσκεται στο Ευρωπαϊκό τμήμα της χώρας, κοντά στη συμβολή τριών ποταμών, του Άρδα, του Τούντζα και του Μαρίτσα απέχοντας 5 χλμ. από Ελληνοτουρκικά σύνορα.

Εξυπηρετείται από ένα πυκνό οδικό δίκτυο που τη συνδέει με την Κωνσταντινούπολη και την κεντρική Ευρώπη. Είναι σπουδαίο γεωργικό και κτηνοτροφικό κέντρο, όπου συγκεντρώνονται προϊόντα από την εύφορη Θρακική παραλιακή πεδιάδα φρούτα, κρασιά, τυριά κ.α. Η βιομηχανία της περιλαμβάνει εργοστάσια παρασκευής μάλλινων και μεταξωτών υφασμάτων, σαπουνιού, επεξεργασίας δερμάτινων ειδών κ.λπ.

 

Ιστορία της Αδριανούπολης

Η περιοχή γύρω από την Αδριανούπολη υπήρξε το θέατρο τουλάχιστον 16 μεγάλων μαχών ή πολιορκιών από την εποχή της Αρχαίας Ελλάδας, με συνέπεια συνεχή αλλαγή εξουσίας: Μακεδόνες του Φιλίππου, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Γότθοι, Βούλγαροι, Πετσενέγκοι, Φράγκοι, Οθωμανοί, Ρώσοι, Βούλγαροι (1913), Τούρκοι, Έλληνες (1920 – 1922) και τέλος Τούρκοι (Φθινόπωρο 1922). Ο στρατιωτικός ιστορικός Τζον Κίγκαν (1934 – 2012) την προσδιορίζει ως το “πιο διαφιλονικούμενο σημείο του πλανήτη”, πράγμα που αποδίδει στη γεωγραφική της θέση.

 

Αρχαιότητα

Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία ο Ορέστης, γιος του βασιλιά Αγαμέμνονα ίδρυσε την πόλη ως Ορεστιάδα, στη συμβολή των ποταμών Τόνζου (Τουρκικά Τούντσα) και Αρδίσκου (σήμερα Άρδα) με τον Έβρο. Η πόλη (επαν)ιδρύθηκε παίρνοντας το όνομά του από το Ρωμαίο Αυτοκράτορα Αδριανό (117 – 138) το 125 στη θέση προγενέστερου Θρακικού οικισμού, που ονομαζόταν Ουσκουδάμα. Ήταν πρωτεύουσα των Βήσσων ή των Οδρυσών. Ο Αδριανός την έκανε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής επαρχίας της Θράκης, την ανέπτυξε και την εξωράισε (υδραγωγεία, λουτρά, αγορά κλπ.) και η πόλη διατήρησε κατά την κατοπινή εποχή το όνομά του, παρόλο που κατά τα βυζαντινά χρόνια ξαναπήρε το όνομα Ορεστιάδα.

Βρίσκεται σε καίριο κόμβο του δρόμου ο οποίος ενώνει την κεντρική Ευρώπη με την Κωνσταντινούπολη και στο σημείο όπου κατέληγαν οι δρόμοι από τα παράλια του Αιγαίου, της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου. Ήδη από τα χρόνια της ίδρυσής της εξελίχτηκε σε σπουδαίο συγκοινωνιακό, εμπορικό και στρατιωτικό κέντρο. Εδώ ο Λικίνιος νίκησε τον Μαξιμίνο (313), ο Κωνσταντίνος τον Λικίνο (314 και 323) και ο Αυτοκράτορας Ουάλης σκοτώθηκε από τους Γότθους το 378, κατά τη Μάχη της Αδριανούπολης.

 

Μεσαιωνική Περίοδος

Το 813 η πόλη καταλήφθηκε από το Χαν Κρούμο της Βουλγαρίας που μετακίνησε τους κατοίκους της στα Βουλγαρικά εδάφη βόρεια του Δούναβη. Το 1189 την κυρίευσαν οι Σταυροφόροι αλλά μετά την ίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης οι Σταυροφόροι ηττήθηκαν αποφασιστικά από το Βούλγαρο Αυτοκράτορα Καλογιάν στη Μάχη της Αδριανούπολης (1205). Αργότερα ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας, Δεσπότης της Ηπείρου, την κατέλαβε το 1227, αλλά τρία χρόνια αργότερα ηττήθηκε στην Κλοκοτνίτσα από τον Ασέν, Αυτοκράτορα των Βουλγάρων. Το 1346 στέφθηκε εκεί ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός αλλά το 1362 η πόλη καταλήφθηκε από τον Οθωμανό Σουλτάνο Μουράτ Α’.

Αυτός με την επικρατούσα Τουρκική ονομασία “Εντιρνέ” την ανακήρυξε πρωτεύουσα του το 1366. Η πόλη παρέμεινε Οθωμανική πρωτεύουσα για 90 χρόνια, μέχρι το 1453, οπότε ο Μωάμεθ Β’ μετέφερε την πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη, εξακολουθώντας ωστόσο να αποτελεί κέντρο θερινής διαμονής των μελών της Οθωμανικής αυλής. Η Αδριανούπολη, παρά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1751 φημίζεται για τα πολλά τζαμιά, τρούλους, μιναρέδες, γέφυρες, μεντρεσέδες, νοσοκομεία, σκεπαστές αγορές και σεράγια της Οθωμανικής εποχής που φρόντισαν να την στολίσουν οι κατά καιρούς διάφοροι Σουλτάνοι.

 

Νεότερη Περίοδος

Υπό την Οθωμανική κυριαρχία η Αδριανούπολη ήταν η μεγαλύτερη του ομώνυμου Εγιαλετίου και, μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1867, του ομώνυμου Βιλαετίου. Ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β’, πορθητής της Κωνσταντινούπολης, γεννήθηκε στην Αδριανούπολη. Εδώ επηρεάσθηκε από ορισμένους Χορουφιστές (σουφικό δόγμα), που απορρίπτονταν από τον Τας Κιοπρού Ζαντέ στο Şakaiki Numaniye ως “Ορισμένοι επικατάρατοι ουτιδανοί” και που κάηκαν ως αιρετικοί από κάποιο Μαχμούντ Πασά. Ο Σουλτάνος Μωάμεθ Δ’ άφησε τα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης και πέθανε στην Αδριανούπολη το 1693. Κατά την εξορία του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Σουηδός βασιλιάς Κάρολος ΙΒ’ έμεινε στην πόλη το μεγαλύτερο διάστημα του 1713.

Ο Μπαχαουλάχ, ιδρυτής της Μπαχάι Πίστης, έζησε στην Αδριανούπολη από το 1863 ως το 1868. Εξορίσθηκε εκεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πριν εκτοπισθεί μακρύτερα στην Οθωμανική αποικία καταδίκων της Άκρας. Στα γραπτά του αναφέρεται στην Αδριανούπολη ως “Γη του Μυστηρίου”. Η Αδριανούπολη ήταν κέντρο σαντζακίου κατά την Οθωμανική περίοδο, που υπαγόταν διαδοχικά στα εγιαλέτια της Ρούμελης και της Σιλίστρας, πριν γίνει επαρχιακή πρωτεύουσα του ομώνυμου εγιαλετίου, στις αρχές του 19ου αιώνα. Mέχρι το 1878 το Εγιαλέτι της Αδριανούπολης περιελάμβανε τα σαντζάκια Αδριανούπολης, Ραιδεστού (Τεκιρντάγ), Γκελίμπολου (Καλλίπολης), Φιλιππούπολης και Σλίβεν.

Στη διάρκεια της εποχής που αναφερόμαστε ήταν κέντρο Ελληνισμού, ωστόσο οι κάτοικοι δεινοπάθησαν πολύ από τους αφεντάδες Τούρκους με την κήρυξη της επανάστασης του 1821. Μετά τον απαγχονισμό του πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ στην Κωνσταντινούπολη, ακολούθησε στην Αδριανούπολη ο απαγχονισμός του μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Κύριλλου ΣΤ’ και τέως πατριάρχη στο παράθυρο της κατοικίας του, καθώς και ο αποκεφαλισμός 23 προυχόντων Ελλήνων την 29 Απριλίου 1821. Η Αδριανούπολη καταλήφθηκε για λίγο από τα Αυτοκρατορικά Ρωσικά στρατεύματα το 1829 κατά την Ελληνική Επανάσταση.

Οπότε και υπογράφηκε η Συνθήκη της Αδριανούπολης, με την οποία για πρώτη φορά οι Τούρκοι αναγνώριζαν την ύπαρξη Ελληνικού κράτους κατ’ εντολή και το 1878 κατά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877 – 1878. Η πόλη επλήγη από μια πυρκαγιά το 1905. Τότε είχε περίπου 80.000 κατοίκους, από τους οποίους 30.000 ήταν Μουσουλμάνοι (Τούρκοι και μερικοί Αλβανοί,Ρομά και Τσερκέζοι), 22.000 Έλληνες, 10.000 Βούλγαροι, 4.000 Αρμένιοι, 12.000 Εβραίοι και 2.000 ακόμη πολίτες απροσδιόριστης εθνοτικής και θρησκευτικής προέλευσης. Η Αδριανούπολη ήταν ζωτικής σημασίας οχυρό για την υπεράσπιση της Οθωμανικής Κωνσταντινούπολης και Ανατολικής Θράκης κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912 – 1913.

Καταλήφθηκε για λίγο από τους Βουλγάρους το 1913 μετά από πεντάμηνη πολιορκία. Οι Μεγάλες Δυνάμεις -Βρετανία, Ιταλία, Γαλλία και Ρωσία- υποχρέωσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία να παραχωρήσει την Αδριανούπολη στη Βουλγαρία με το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, γεγονός που προκάλεσε πολιτικό σκάνδαλο στην Οθωμανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης (καθώς επρόκειτο για πρώην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας) και κατέληξε στο Οθωμανικό πραξικόπημα του 1913.

Αν και επικράτησε στο πραξικόπημα, η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου δεν μπόρεσε να κρατήσει την Αδριανούπολη, υπό τον Εμβέρ Πασά (που αυτοανακηρύχθηκε “δεύτερος πορθητής της Αδριανούπολης”, μετά το Μουράτ Α’) την ανακατέλαβε γρήγορα από τους Βουλγάρους, αμέσως μόλις άρχισε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος. Είχε καταληφθεί από τους Έλληνες, μεταξύ της Συνθήκης των Σεβρών το 1920 και του τέλους της Μικρασιατικής Εκστρατείας το 1922. Την ίδια εποχή αποχώρησε, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης της Λωζάνης και ο Ελληνικός πληθυσμός της Ανδριανούπολης (30.000 κάτ.) και κατέφυγε στην Ελλάδα.

 

Εκκλησιαστική Ιστορία

Η Αδριανούπολη έγινε έδρα Έλληνα Μητροπολίτη και Γρηγοριανού Αρμένιου επισκόπου και είναι το κέντρο μιας Βουλγαρικής επισκοπής, που όμως δεν είναι αναγνωρισμένη και στερείται επισκόπου. Η πόλη έχει επίσης μερικού Προτεστάντες. Οι Ρωμαιοκαθολικοί, κατά το πλείστον ξένοι, και λίγοι, εξαρτώντο από την αποστολική ενορία της Κωνσταντινούπολης. Στην ίδια την Αδριανούπολη υπήρχε η ενορία του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας (Ανήλικων Μοναχών) και μια σχολή θηλέων που διηύθυναν οι Αδελφές του Ελέους του Άγκραμ. Στο προάστιο του Καρααγάτς υπήρχε μια εκκλησία (Ανήλικων Μοναχών), μια σχολή αρρένων και μια θηλέων.

Κάθε αποστολικός σταθμός τους, στη Ραιδεστό και στην Αλεξανδρούπολη, είχε μια σχολή (Ανήλικων Μοναχών) και μια στην Καλλίπολη (της Κοιμήσεως). Γύρω στα 1850, από την άποψη των Καθολικών της Ανατολής, η Αδριανούπολη ήταν η κατοικία ενός Βούλγαρου αποστολικού εφημέριου για τους 4.600 Ουνίτες του Οθωμανικού βιλαετίου (επαρχίας) της Θράκης και, μετά το 1878, του πριγκιπάτου της Βουλγαρίας. Είχαν 18 ενορίες ή αποστολές, 6 από τις οποίες ήταν στο πριγκιπάτο, με 20 εκκλησίες, 31 ιερείς και 11 σχολεία με 670 μαθητές. Στην ίδια την Αδριανούπολη υπήρχαν μόνο πολύ λίγοι Βούλγαροι Ουνίτες, με μία Επισκοπική εκκλησία του Αγίου Ηλία και τις εκκλησίες του Αγίου Δημητρίου και των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου.

Η τελευταία λειτουργείται από το Τάγμα της Αναστάσεως, που έχουν επίσης μια σχολή 90 μαθητών. Στο προάστιο του Καρααγάτς το Τάγμα της Κοιμήσεως έχει μια ενορία και μια θεολογική σχολή με 50 μαθητές. Εκτός από τους Βούλγαρους Ουνίτες οι παραπάνω στατιστικές περιελάμβαναν τις Ελληνικές Καθολικές αποστολές των Μαλγάρων και του Νταουντιλί, με 4 ιερείς και 200 πιστούς, επειδή από πολιτική άποψη ανήκαν στη Βουλγαρική Ενορία. Αργότερα όμως η Ρωμαιοκαθολική επισκοπή καταργήθηκε και υπάρχει μόνο κατ’ όνομα ως τιτουλάριος μητροπολιτική αρχιεπισκοπή, με την πλήρη ονομασία Hadrianopolis in Haemimonto, για να διακρίνεται από πολλές άλλες τιτουλάριες έδρες με το όνομα “Hadrianopolis”.

 

Σημαντικοί Αδριανουπολίτες

  • Βαγιαζήτ Α’, 1354 – 1403, Οθωμανός σουλτάνος.
  • Μωάμεθ Α’.
  • Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής, 1432 – 1481, Οθωμανός σουλτάνος.
  • Μουσταφά Β’.
  • Οσμάν Γ’.
  • Πατριάρχης Αθανάσιος Α’ (Κωνσταντινούπολης).
  • Νικηφόρος Βρυέννιος ο Νεότερος.
  • Νίκος Ζαχαριάδης, 1903 – 1973, Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ.

 

ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1203 – 1259

Η Περίοδος 1203 – 1204

Οι κίνδυνοι στην εξωτερική πολιτική και η παρακμή του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος των προηγούμενων περιόδων καθιστούν την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων μια από τις κρισιμότερες της Βυζαντινής ιστορίας. Επιπλέον, οι αλλαγές στο εσωτερικό του κράτους την ορίζουν ως το μεταίχμιο ανάμεσα στη Μεσοβυζαντινή και Υστεροβυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι Νορμανδοί, οι Σελτζούκοι, οι Ούγγροι, οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι ήταν οι σημαντικότεροι εξωτερικοί αντίπαλοι του Βυζαντίου. Επίσης οι ναυτικές Ιταλικές δυνάμεις άρχισαν, λαμβάνοντας Αυτοκρατορικά προνόμια, να επιβάλλονται στα εμπορικά κέντρα της Ανατολής, γεγονός που μακροπρόθεσμα είχε καταλυτικές επιπτώσεις στην οικονομία και άμυνα της Αυτοκρατορίας.

Η διείσδυση των δυνάμεων της Δύσης στο Βυζαντινό χώρο συντελέστηκε επιπλέον μέσω μιας άλλης οδού, άγνωστης μέχρι τότε στους Βυζαντινούς, των Σταυροφοριών. Αυτές έφεραν σε επαφή τους Βυζαντινούς με τους δυτικούς φεουδαρχικούς θεσμούς, ενώ η δημιουργία Λατινικών κρατιδίων στην Ανατολή από τους Σταυροφόρους ήταν καθοριστική για την εξέλιξη των σχέσεων των Βυζαντινών με τη Δύση και επηρέασε τη Βυζαντινή πολιτική στη Μικρά Ασία. Αποκορύφωμα της κυριαρχίας των δυτικών δυνάμεων στο Βυζαντινό χώρο ήταν, παρά τις πρόσκαιρες επιτυχίες των Κομνηνών, η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους της Δ’ Σταυροφορίας το 1204.

Η εξωτερική και εσωτερική εξασθένιση του Βυζαντίου κατά τη βασιλεία του Αλέξιου Γ’ Άγγελου (1195 – 1203) έδωσε την ευκαιρία στον ανιψιό του και γιο του Ισαάκιου Β’ (1185 – 1195), Αλέξιο, να επιχειρήσει την ανάκτηση του θρόνου του πατέρα του. Καθώς δε διέθετε τις απαραίτητες δυνάμεις στράφηκε για βοήθεια στη Δύση. Ήταν η εποχή που οι δυτικοί με επικεφαλής τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’ (1198 – 1216) και τον ισχυρό δόγη της Βενετίας, Ερρίκο Δάνδολο (1192 – 1205), ετοίμαζαν την Δ’ Σταυροφορία για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων.

Τόσο ο Βενετός δόγης όσο και οι υπόλοιποι αρχηγοί των σταυροφόρων δέχτηκαν να επέμβουν υπέρ του νεαρού Αλέξιου, που τους υποσχέθηκε άλλωστε μεγάλη οικονομική και στρατιωτική βοήθεια και επανεξέταση του θέματος της Ένωσης των Εκκλησιών. Αποφασίστηκε έτσι παρέκκλιση της Δ’ Σταυροφορίας και υπογράφτηκε σχετική συμφωνία (Κέρκυρα, Μάιος 1203). Στις 17 Ιουλίου οι σταυροφόροι κατέλαβαν την πόλη και εγκατέστησαν στο θρόνο τον Αλέξιο Δ’ και τον τυφλωμένο πατέρα του Ισαάκιο Β’. Ο Βυζαντινός λαός ωστόσο αντέδρασε στην εμφανή υποταγή στους δυτικούς και ευνοήθηκε επανάσταση που στέρησε από τον Αλέξιο Δ’ το στέμμα και την ίδια τη ζωή του.

Στο θρόνο ανέβηκε ο γαμπρός του Αλέξιου Γ’, Αλέξιος Ε’ Δούκας Μούρτζουφλος (Ιανουάριος 1204). Μπροστά στις εξελίξεις αυτές οι σταυροφόροι αποφάσισαν να επέμβουν, αυτή τη φορά όμως για να τοποθετήσουν όχι μια Βυζαντινή κυβέρνηση, αλλά μια δική τους. Με εισήγηση του δόγη της Βενετίας υπέγραψαν μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης συμφωνία διανομής των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Partitio Romaniae) και άρχισαν την πολιορκία της πόλης που έπεσε στα χέρια τους στις 13 Απριλίου 1204. Η “βασιλίδα των πόλεων”, απόρθητη από την εποχή της ίδρυσής της υπέκυψε για πρώτη φορά στον εχθρό.

Φοβερές λεηλασίες και σφαγές ακολούθησαν την άλωση της Πόλης. Ο Αλέξιος Ε’ δραπέτευσε και στη θέση του τοποθετήθηκε νέα λατινική κυβέρνηση. Οι κληρονόμοι του βυζαντινού θρόνου, από τις επαρχίες της αυτοκρατορίας, επρόκειτο να συνεχίσουν τους αγώνες, μέχρι την ανάκτησή της το 1261 από το Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο.

 

Οι Σταυροφορίες

Χαρακτηριστική κίνηση της περιόδου των Κομνηνών και των Αγγέλων, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στο ιστορικό προσκήνιο, αποτελούν οι Σταυροφορίες. Άγνωστη στους Βυζαντινούς η ιδέα της πανχριστιανικής εκστρατείας κατά των απίστων, τους έφερε σε επαφή με τους δυτικούς θεσμούς και ήθη, ενώ η δημιουργία Λατινικών κρατιδίων στην Ανατολή επηρέασε αναμφίβολα τις σχέσεις του Βυζαντίου με τα δυτικά κράτη. Για τα πραγματικά κίνητρα των Σταυροφόρων έχουν ειπωθεί πολλά, κυρίως από ιστορικούς της Δύσης. Εκτός από το θρησκευτικό χαρακτήρα τους πρέπει να ειδωθούν και ως μέρος των επεκτατικών τάσεων της δυτικής Ευρώπης τον 11ο – 13ο αιώνα.

Πιο πετυχημένη από όλες θεωρείται η Α’ Σταυροφορία (1096 – 1099). Αρχηγοί της ήταν δυτικοί ιππότες και φεουδάρχες. Οι σταυροφόροι, που κατέλαβαν διαδοχικά τη Νίκαια (1097), την Αντιόχεια (1098) και την Ιερουσαλήμ (1099), μπορούσαν να καυχηθούν ότι απέδωσαν στους χριστιανούς τους Αγίους Τόπους και ότι βοήθησαν τους Βυζαντινούς να ανακαταλάβουν μέρος της Μικράς Ασίας. Η πτώση της Έδεσσας στους Τούρκους το 1144 και η κατάληψη της Ιερουσαλήμ από το σουλτάνο της Αιγύπτου Σαλαδίν το 1187 ήταν τα γεγονότα που προκάλεσαν τη Β’ και Γ’ Σταυροφορία αντίστοιχα.

Παρόλο που ήταν καλύτερα οργανωμένες από την πρώτη και οι ηγέτες τους ήταν δυτικοί βασιλείς, οι σταυροφορίες αυτές δεν κατέληξαν σε επιτυχία, ενώ επέτειναν την υποβόσκουσα αντιπάθεια και καχυποψία μεταξύ Βυζαντινών και Δυτικών. Οι τελευταίοι δε δυσκολεύτηκαν έτσι, με την παρέκκλιση της Δ’ Σταυροφορίας από τον κύριο στόχο της, την ανάκτηση δηλαδή των Αγίων Τόπων, να στραφούν εναντίον της ίδιας της βυζαντινής πρωτεύουσας, την οποία και κατέλαβαν το 1204. Το γεγονός ότι η Πόλη καταλήφθηκε με τη βοήθεια των Βενετών δείχνει οπωσδήποτε την κυριαρχική θέση των Ιταλών στην ανατολική Μεσόγειο, την οποία διατήρησαν και μετά την ανάκτησή της από τους Βυζαντινούς το 1261.

 

Η Περίοδος 1204 – 1259

Σημαντική για την κατανόηση μιας ιστορικής περιόδου είναι η καταγραφή και ερμηνεία των γεγονότων που σημάδεψαν και επηρέασαν αποφασιστικά την ιστορική της εξέλιξη. Τα χρονολογικά όρια για το χωρισμό της Βυζαντινής ιστορίας σε περιόδους είναι κατά γενική ομολογία συμβατικά. Αρκετοί ιστορικοί τοποθετούν την έναρξη της Ύστερης Βυζαντινής περιόδου στον 11ο αιώνα, όταν συντελέστηκαν ριζικές μεταβολές στην εσωτερική ζωή της Αυτοκρατορίας (διοίκηση, δικαιοσύνη, οικονομία, στρατό), καθώς και στο εδαφικό της status quo. Παρ’ όλα αυτά επιλέχτηκε ως χρονολογία έναρξης της Υστεροβυζαντινής περιόδου το 1204, έτος κατά το οποίο συνέβη το σημαντικότερο ίσως μέχρι τότε γεγονός για την Αυτοκρατορία.

Αποφασιστική καμπή για την ιστορία του βυζαντινού κράτους αποτελεί η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους της Δ’ Σταυροφορίας στις 13 Απριλίου 1204. Η πτώση της βασιλίδας των πόλεων, αποτέλεσμα των κατακτητικών σχεδίων των Δυτικών και της εξασθένισης του Βυζαντίου στα τέλη του 12ου αιώνα επισφράγισε τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι Λατίνοι κατακτητές αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης έσπευσαν να καταλάβουν τα εδάφη που τους είχαν επιδικαστεί με την Partitio Romaniae και να οργανώσουν τις κτήσεις τους σύμφωνα με τα δυτικά φεουδαρχικά πρότυπα. Ένα νέο σύστημα κρατών επρόκειτο να δημιουργηθεί.

Η Κωνσταντινούπολη, το κέντρο της Αυτοκρατορίας, χάθηκε πρώτη φορά για τους Βυζαντινούς. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία καταλύθηκε από τους Λατίνους σταυροφόρους και αντικαταστάθηκε από μια νέα, Λατινική, για 57 χρόνια. Επιπλέον, η περίοδος της Λατινοκρατίας επηρέασε ασφαλώς την εσωτερική εξέλιξη της Αυτοκρατορίας με την εισαγωγή φεουδαρχικών στοιχείων σε όλους τους τομείς της Βυζαντινής ζωής. Tη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντικατέστησε η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης που περιλάμβανε τα πέντε όγδοα της πρωτεύουσας, τη Θράκη και τη ΒΔ Μικρά Ασία. Νέος Αυτοκράτορας ανακηρύχθηκε ο κόμης Βαλδουίνος της Φλάνδρας.

Γύρω της αναπτύχθηκαν πολλά Λατινικά κρατίδια που, αν και υποτελή στο Βαλδουίνο, διατήρησαν σχετική αυτονομία. Τα σπουδαιότερα από αυτά ήταν του Βονιφάτιου Μομφερρατικού στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, καθώς και οι δύο φραγκικές ηγεμονίες στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο αντίστοιχα. Τα μεγαλύτερα οφέλη από τη διανομή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αποκόμισαν οι Βενετοί. Στρατηγικά σημεία που εξυπηρετούσαν τα εμπορικά τους συμφέροντα πέρασαν στα χέρια της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας , ενώ τα τρία όγδοα της Κωνσταντινούπολης τέθηκαν επίσης υπό τον έλεγχό της.

Το νέο κρατικό σύστημα συμπλήρωναν ανεξάρτητα Ελληνικά κρατίδια που είχαν κάνει την εμφάνισή τους από τις παραμονές ήδη της Δ’ Σταυροφορίας στη Μικρά Ασία, τη Ρόδο και τον Ελλαδικό χώρο. Σε αυτά προστέθηκαν μετά την άλωση του 1204 δύο ακόμη Ελληνικά κράτη. Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας που ίδρυσε στη Μικρά Ασία ο Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης και η ηγεμονία της Ηπείρου που θεμελίωσε ο Μιχαήλ Α’ Δούκας. Στα δύο αυτά κράτη, που διεκδικούσαν το καθένα για τον εαυτό του τον τίτλο του συνεχιστή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κατέφυγαν στην πλειοψηφία τους οι Βυζαντινοί μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους.

Και εκεί άρχισαν να οργανώνουν τη δράση τους για την απομάκρυνση των Λατίνων και την ανακατάληψη της πρωτεύουσας. Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας κέρδισε τελικά τον τίτλο της “εξόριστης” Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και επανέφερε την έδρα του κράτους στο φυσικό του κέντρο, την Κωνσταντινούπολη. Τη σταδιακή εξασθένιση των δομών του Βυζαντινού κράτους αφενός και τη μείωση των εδαφών του από τις Τουρκικές εισβολές αφετέρου ακολούθησε η πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στα χέρια των Οθωμανών το 1453, οπότε και τοποθετούμε το τέλος της Βυζαντινής περιόδου.

 

Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΩΡΙΜΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

Στη διάρκεια του Ώριμου ή Μέσου Μεσαίωνα παρατηρήθηκε ραγδαία δημογραφική αύξηση. Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι ο Ευρωπαϊκός πληθυσμός από τα 35 αυξήθηκε στα 80 εκατομμύρια μεταξύ των ετών 1000 και 1347, κάτι που κατά καιρούς αποδίδουν στη βελτίωση των μεθόδων αγροτικής παραγωγής, στη βελτίωση των κλιματικών συνθηκών, στην αύξηση των καλλιεργησίμων εδαφών χάρη στην αποψίλωση των δασών και στην απουσία εισβολών. Οι χωρικοί συνέθεταν πάνω από το 90% του πληθυσμού. Δεν κατοικούσαν πια σε απομονωμένα αγροκτήματα, αλλά συγκεντρωμένοι σε μικρές κοινότητες (Αγγλικά: manors, Γαλλικά: seigneuries).

Σε πολλές περιπτώσεις ήταν υποτελείς στους ευγενείς στους οποίους όφειλαν υπηρεσίες και ενοίκιο σε αντάλλαγμα του δικαιώματος καλλιέργειας της γης. Ο αριθμός των ελεύθερων χωρικών ήταν πολύ μικρός, ενώ ήταν περισσότεροι στο Νότο παρά στον Ευρωπαϊκό Βορρά. Ολόκληρη η κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα των χωρικών βρισκόταν περιορισμένη στο χώρο. Ήταν προσδεδεμένοι στο κτήμα όπου εργάζονταν, χωρίς δυνατότητες αντίληψης των πραγμάτων πέρα από την καθημερινότητα του φέουδου και τις υποχρεώσεις τους σε αυτό.

Οι ευγενείς, τόσο εκείνοι που έφεραν ανώτερους τίτλους όσο και οι απλοί ιππότες, βασίζονταν οικονομικά στις κοινότητες και τους χωρικούς, παρόλο που οι γαίες δεν αποτελούσαν προσωπική τους περιουσία. Στην πραγματικότητα λάμβαναν δικαίωμα εκμετάλλευσης των εισοδημάτων των γαιών από έναν υψηλότερα ιστάμενο στην κοινωνική πυραμίδα ευγενή δια μέσου του συστήματος του φεουδαλισμού. Στη διάρκεια του 11ου και 12ου αιώνα, αυτές οι γαίες, γνωστές με την ονομασία φέουδα ή τιμάρια (τσιφλίκια), κατέληξαν αντικείμενο κληρονομικού δικαιώματος.

Στις περισσότερες περιοχές, μετά το θάνατο του ευγενούς, οι γαίες του έπαψαν να διαιρούνται μεταξύ όλων των τέκνων του, όπως συνέβαινε κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα, αλλά, αντίθετα, κληροδοτούνταν στο μεγαλύτερο από τους άρρενες απογόνους του. Η κυριαρχία των ευγενών στηριζόταν στα εισοδήματα των γαιών, στον έλεγχο κάστρων, στην παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών ως βαρύ ιππικό, καθώς και στην απαλλαγή από φόρους και άλλες υποχρεώσεις. Τα ισχυρά οχυρά, τα οποία αρχικά κατασκευάζονταν από ξύλο και κατόπιν από πέτρα, άρχισαν να ανεγείρονται κατά τον 9ο και 10ο αιώνα σαν αντίδραση στη γενική αταξία και έλλειψη ασφάλειας που χαρακτήριζαν την εποχή αυτή.

Τα τελευταία προσέφεραν προστασία τόσο από τους ξένους εισβολείς, όσο και από τις βλέψεις αντιπάλων ευγενών. Οι οχυρώσεις αυτές αποτελούσαν παράγοντα σταθεροποίησης του φεουδαρχικού συστήματος καθώς εξασφάλιζαν σχετική αυτονομία στους ευγενείς από τους βασιλείς και άλλους ισχυρούς άρχοντες. Η τάξη των ευγενών παρουσίαζε και η ίδια διαστρωμάτωση. Οι βασιλείς και οι ανώτατοι ευγενείς ήλεγχαν μεγάλες επικράτειες, ενώ παράλληλα εξουσίαζαν άλλους κατώτερους ευγενείς. Οι τελευταίοι είχαν τον έλεγχο μικρότερων εκτάσεων και λιγότερου αριθμού χωρικών.

Ακόμη χαμηλότερα στην κοινωνική πυραμίδα ήταν οι ιππότες, ο χαμηλότερος βαθμός ευγενείας, οι οποίοι δεν είχαν στην κατοχή τους δική τους γη και όφειλαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ισχυρότερους άρχοντες. Κατά συνέπεια, παρατηρείται μια πυραμιδοειδής δομή, όπου ο ηγεμόνας είχε περιορισμένες δυνατότητες και βασιζόταν στην ανταπόκριση των φεουδαρχών στις υποχρεώσεις τους, για να συγκεντρώσει δυνάμεις για να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα και μετά αυτές οι δυνάμεις διαλύονταν για να επιστρέψουν στη διάθεση του τοπικού χωροδεσπότη και την καλλιέργεια της γης. Ο κλήρος ήταν επίσης διαιρεμένος σε δύο κατηγορίες: στον κοσμικό κλήρο, που κατοικούσε και δρούσε μέσα στην κοινωνία, και στον μοναχικό κλήρο.

Σε ολόκληρη την περίοδο αυτή οι κληρικοί ήταν ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνολικού πληθυσμού και υπολογίζεται πως δεν ξεπερνούσε το 1%. Τα περισσότερα μέλη του μοναχικού κλήρου (και ειδικά των μοναχικών Ταγμάτων) αντλούνταν από την τάξη των ευγενών, από την οποία προέρχονται και τα ανώτερα μέλη του κοσμικού κλήρου. Οι τοπικοί ιερείς στις διάφορες ενορίες προέρχονταν συνήθως από την τάξη των χωρικών. Οι αστοί βρίσκονταν κοινωνικά σε μια ενδιάμεση κατάσταση καθώς δεν ενσωματώνονταν στον παραδοσιακό τριμερή διαχωρισμό της κοινωνίας σε ευγενείς, κληρικούς και χωρικούς.

Λαμβάνοντας ώθηση από τη δημογραφική αύξηση, ο αστικός πληθυσμός μεγάλωσε πολύ κατά το 12ο και 13ο αιώνα, καθώς ιδρύθηκαν νέα αστικά κέντρα και τα ήδη υπάρχοντα επεκτάθηκαν. Και πάλι όμως οι κάτοικοι των πόλεων στη διάρκεια του Μεσαίωνα δεν ξεπέρασαν ποτέ το 10% του συνολικού Ευρωπαϊκού πληθυσμού. Στη διάρκεια του Ώριμου Μεσαίωνα, οι Εβραίοι κατοικούσαν κυρίως στην Ισπανία και σε κοινότητες που εμφανίστηκαν στη Γερμανία και στην Αγγλία τον 11ο και 12ο αιώνα. Οι Εβραίοι απολάμβαναν σχετική ασφάλεια στη Μουσουλμανική Ισπανία, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη δέχονταν πιέσεις να ασπαστούν το Χριστιανισμό, αποτελώντας συχνά θύματα πογκρόμ, όπως κατά τη διάρκεια της Πρώτης Σταυροφορίας.

Η πλειονότητα αυτών ήταν υποχρεωμένη να κατοικεί περιορισμένα σε πόλεις καθώς δεν είχαν το δικαίωμα να κατέχουν γη. Σαν αποτέλεσμα στράφηκαν για βιοποριστικούς λόγους στο εμπόριο, με το επάγγελμα να κληροδοτείται από πατέρα σε γιο. Εκτός από τους Εβραίους υπήρχαν κι άλλες θρησκευτικές μειονότητες στο περιθώριο της Ευρώπης, όπως παγανιστές Σλάβοι στην Ανατολική Ευρώπη και Μουσουλμάνοι στο Νότο. Στο Μεσαίωνα ήταν κοινωνική επιταγή οι γυναίκες να ζουν εξαρτώμενες από κάποιον άνδρα, ο οποίος μπορούσε να είναι ο πατέρας τους, ο σύζυγός τους ή κάποιος άλλος άρρενας συγγενής. Οι χήρες, οι οποίες γενικά είχαν μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας, υπέκειντο επίσης σε νομικούς περιορισμούς.

Οι γυναικείες δραστηριότητες περιορίζονταν στις δουλειές του νοικοκυριού και στην εκπαίδευση των παιδιών. Στην ύπαιθρο λάμβαναν επίσης μέρος στη συγκομιδή, στη φροντίδα των οικόσιτων ζώων, ενώ μπορούσαν να συνεισφέρουν στα έσοδα του νοικοκυριού παρασκευάζοντας νήμα ή ζύθο εντός του σπιτιού. Οι γυναίκες των πόλεων, όπως κι εκείνες της υπαίθρου, απασχολούνταν κυρίως με τις δουλειές του νοικοκυριού, ωστόσο είχαν επίσης τη δυνατότητα ανάμειξης στο εμπόριο. Το είδος και η έκταση αυτού ποικίλουν ανάλογα με τη χώρα και την εποχή.

Από τις γυναίκες ευγενικής καταγωγής υπήρχε η απαίτηση να φροντίζουν την εύρυθμη λειτουργία του οίκου και κατά περιόδους αναλάμβαναν τη διαχείριση της ιδιοκτησίας κάποιου άρρενα συγγενή όταν αυτός απουσίαζε, αν και γενικά αποκλείονταν από τη λήψη αποφάσεων για ζητήματα διακυβέρνησης και για ζητήματα στρατιωτικής φύσης. Ο μοναδικός ρόλος που κάποια γυναίκα μπορούσε να έχει εντός της Εκκλησίας ήταν εκείνος της καλόγριας, καθώς δεν είχε δικαίωμα στην ιεροσύνη. Στην Ιταλία και τη Φλάνδρα, η ανάπτυξη των πόλεων που απολάμβαναν σχετική διοικητική αυτονομία έδωσε ώθηση στις οικονομικές δραστηριότητες, ενθαρρύνοντας τη δημιουργία νέων μορφών εμπορίου.

Οι πόλεις που βάσιζαν την οικονομία τους σε αυτές γύρω από τη Βαλτική Θάλασσα δημιούργησαν ένα είδος συνασπισμού με την ονομασία Χανσεατική Ένωση. Οι Ιταλικές Δημοκρατίες που βάσιζαν την ισχύ τους στη θάλασσα όπως η Βενετία, η Γένοβα και η Πίζα ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων της Μεσογείου. Μεγάλες εμποροπανηγύρεις δημιουργήθηκαν, κυρίως στη Βόρεια Γαλλία, όπου λάμβαναν χώρα συναλλαγές μεταξύ εμπόρων από ολόκληρη την ήπειρο. Στα τέλη του 13ου αιώνα ανακαλύφθηκαν, επίσης, νέοι εμπορικοί δρόμοι προς την Άπω Ανατολή, τους οποίους διέδωσε μέσω των υπαγορευμένων απομνημονευμάτων του ένας από τους εμπόρους αυτούς, ο Μάρκο Πόλο (πεθ. 1324).

Εκτός από τις νέες εμπορικές ευκαιρίες, διάφορες τεχνολογικές καινοτομίες βοήθησαν στην αύξηση της γεωργικής παραγωγής, που με τη σειρά της βοήθησε ακόμη περισσότερο το εμπόριο. Τέτοιες καινοτομίες ήταν η εφαρμογή της τριετούς αμειψισποράς, η χρήση νέας μορφής αρότρου, η εκτεταμένη χρήση νερόμυλων και αργαλειών. Η άνθηση του εμπορίου είχε σαν αποτέλεσμα και την ανάπτυξη νέων χρηματοοικονομικών τεχνικών όπως η τήρηση λογιστικών βιβλίων με το διπλογραφικό σύστημα και η ενέγγυα πίστωση. Στο πλαίσιο αυτό η Ιταλία ξεκίνησε εκ νέου να κόβει χρυσά νομίσματα, κάτι που εξαπλώθηκε αργότερα και σε άλλες χώρες.

 

Ενδυνάμωση της Κρατικής Εξουσίας

Ο Ώριμος ή Μεσαίωνας ήταν η περίοδος που σχηματίστηκαν τα σύγχρονα Ευρωπαϊκά κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Οι βασιλείς της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ισπανίας εδραίωσαν τη δύναμή τους και δημιούργησαν θεσμούς διακυβέρνησης που άντεξαν στο χρόνο. Νέα βασίλεια όπως εκείνο της Ουγγαρίας και της Πολωνίας έγιναν ισχυρές πολιτικές δυνάμεις στην Κεντρική Ευρώπη μετά τον προσηλυτισμό των κατοίκων τους στο Χριστιανισμό. Οι Μαγυάροι οριοθέτησαν την Ουγγαρία γύρω στο 900 στα χρόνια του βασιλιά Árpád (πεθ. περ. 907) μετά από μια αλληλουχία εισβολών τον 9ο αιώνα.

Οι Βόρειες Σταυροφορίες και η επέκταση των Χριστιανικών βασιλείων και στρατιωτικών ταγμάτων σε περιοχές που μέχρι τότε είχαν παγανιστικές καταβολές στη Βαλτική και τη βορειοανατολική Φινλανδία, οδήγησαν πολυάριθμες φυλές γηγενών σε αναγκαστική ενσωμάτωση στην Ευρωπαϊκή κουλτούρα. Στο αρχικό στάδιο του Μέσου Μεσαίωνα τη Γερμανία κυβερνούσε η Οθωναία Δυναστεία που βρισκόταν σε διαρκή ανταγωνισμό για την εξουσία με ισχυρούς Δούκες, όπως εκείνους της Σαξονίας και της Βαυαρίας, η επικράτεια των οποίων είχε οριοθετηθεί ήδη από την Εποχή των Μεγάλων Μεταναστεύσεων.

Το 1024, τους Όθωνες διαδέχθηκε η Φραγκονιανή Δυναστεία (ή Σάλια Δυναστεία), ένα μέλος της οποίας, ο Αυτοκράτορας Ερρίκος Δ’ (κυβ. 1084 – 1105), συγκρούστηκε με τον Πάπα για το ζήτημα του δικαιώματος διορισμού των επισκόπων. Οι διάδοχοί του εξακολούθησαν να μάχονται τη Ρώμη και τους Γερμανούς ευγενείς. Μια περίοδος αστάθειας ακολούθησε το θάνατο του Αυτοκράτορα Ερρίκου Ε’ (κυβ. 1111 – 1125), που απεβίωσε χωρίς διάδοχο, μέχρι την ενθρόνιση του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα (κυβ. 1155 – 1190). Παρόλο που κυβέρνησε αποτελεσματικά, τα ουσιαστικής φύσης προβλήματα συνέχισαν να υφίστανται, με αποτέλεσμα οι διάδοχοί του να συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα και το 13ο αιώνα.

Ο εγγονός του Βαρβαρόσσα, Φρειδερίκος Β’ (κυβ. 1220 – 1250), που ήταν επίσης διάδοχος του θρόνου της Σικελίας δια μέσου της μητέρας του, συγκρούστηκε κατ’ εξακολούθηση με τον Παπισμό και αφορίστηκε σε πολλές περιστάσεις. Στην Ανατολή, στα μέσα του 13ου αιώνα, σημαντικότερο γεγονός είναι οι κατακτήσεις των Μογγόλων, τα στρατεύματα των οποίων υπό τον Μπατού Χαν συνέτριψαν εκείνα των Ρώσων αρχικά (Μογγολική εισβολή των Ρως, 1237 – 1240), και κατόπιν αυτά των Πολωνών, των Ούγγρων και των Γερμανών (Μάχη της Λεγκνίτσα, 1241), κάνοντας ευρεία χρήση της Κινεζικής πυρίτιδας την οποία εισήγαγαν στην Ευρώπη.

Υπό τη σκιά εσωτερικών προβλημάτων διαδοχής, οι Μογγόλοι υποχώρησαν τελικά αν και συνέχισαν να εξαπολύουν επιθέσεις μέχρι το τέλος του αιώνα. Από την πλευρά τους, η Βουλγαρία του Βόλγα και το Κράτος των Ρως καταλύθηκαν από τη Χρυσή Ορδή και οι λαοί τους υποχρεώθηκαν να πληρώνουν φόρους υποτέλειας. Στα πρώτα της βήματα η Δυναστεία των Καπετιδών στη Γαλλία δεν ήλεγχε στην πραγματικότητα παρά κάποια εδάφη στην Ιλ-ντε-Φρανς. Ωστόσο η επιρροή της εξαπλώθηκε σταδιακά κατά το πέρασμα του 11ου και 12ου αιώνα. Ανάμεσα στους ισχυρότερους ευγενείς της περιόδου δεσπόζουν οι Δούκες της Νορμανδίας.

Ένας από αυτούς, ο Γουλιέλμος Α’ ο Κατακτητής (κυβ. 1035 – 1087) υπέταξε την Αγγλία (κυβ. 1066 – 1087) και δημιούργησε ένα ισχυρό κράτος με εκτάσεις κι από τις δύο πλευρές της Μάγχης, το οποίο επιβίωσε με διάφορες μορφές μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα. Νορμανδοί επίσης εγκαταστάθηκαν στη Σικελία και τη Νότια Ιταλία, όταν ο Ροβέρτος Γυϊσκάρδος (πεθ. 1085) αποβιβάστηκε εκεί το 1059 και δημιούργησε ένα Δουκάτο, το οποίο αργότερα έμεινε γνωστό ως Βασίλειο της Σικελίας.

Οι Ανδεγαυοί βασιλείς της Αγγλίας, Ερρίκος Β’ (κυβ. 1154 – 1189) και γιος του Ριχάρδος Α’ ο Λεοντόκαρδος (κυβ. 1189 – 1199), κυβέρνησαν κατόπιν στα εδάφη της Αγγλίας και σε σημαντικό τμήμα της νοτιοδυτικής Γαλλίας χάρις στο γάμο του πρώτου με την Ελεονώρα της Ακουιτανίας (πεθ. 1204). Ο μικρότερος αδερφός του Ριχάρδου, Ιωάννης ο Ακτήμων (κυβ. 1199 – 1216), έχασε τη Νορμανδία και τις υπόλοιπες κτήσεις του στη Βόρεια Γαλλία το 1204, από το Γάλλο Βασιλιά Φίλιππο Β’ (κυβ. 1180 – 1223).

Αυτό επέσυρε την αγανάκτηση των Άγγλων ευγενών, ενώ οι φόροι που επέβαλε ο Ιωάννης προκειμένου να χρηματοδοτήσει την εκστρατεία ανάκτησης των χαμένων εδαφών οδήγησε στην υπογραφή το 1215 της Μάγκνα Κάρτα, ενός σημαντικού εγγράφου που προσδιόριζε τα δικαιώματα και τα προνόμια των ελεύθερων ανδρών στην Αγγλία. Ο γιος του Ερρίκος Γ’ (κυβ. 1216 – 1272) οδηγήθηκε σε νέες υποχωρήσεις που περιόρισαν τη βασιλική εξουσία.[169] Στην αντίθετη κατεύθυνση, ο βασιλείς της Γαλλίας συνέχισαν να περιορίζουν την ισχύ των ευγενών, προσέθεσαν νέα εδάφη στη βασιλική σφαίρα επιρροής και συγκέντρωσαν υπό κοινό κέντρο τη διοίκηση.

Υπό τον Λουδοβίκο τον Θ’ (κυβ. 1226 – 1270), το βασιλικό κύρος έφτασε σε νέα ύψη, τέτοια που ο βασιλιάς έγινε ρυθμιστής διαφορών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Κατά συνέπεια αγιοποιήθηκε από τον Πάπα Βονιφάτιο Η’ το 1297 (θητεία 1294 – 1303). Στη Σκωτία, οι προσπάθειες εισβολής των Άγγλων προκάλεσαν μια σειρά πολέμων κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα που επέτρεψαν στο βασίλειο αυτό να διατηρήσει την ανεξαρτησία του. Στην Ιβηρική χερσόνησο, τα Χριστιανικά βασίλεια που είχαν περιοριστεί στο βορειοδυτικό τμήμα της, άρχισαν να απωθούν σταδιακά τα όρια της Ισλαμικής επιρροής προς τα νότια, με την ιστορική αυτή περίοδο να μένει γνωστή με την ονομασία Reconquista (σημαίνει «επανακατάκτηση»).

Το 1150 περίπου ο Χριστιανικός βορράς είχε οργανωθεί σε πέντε μεγάλα βασίλεια: Λεόν, Καστίλλη, Αραγονία, Ναβάρρα και Πορτογαλία. Ο Μουσουλμανικός νότος, αρχικά ενωμένος υπό το Χαλιφάτο της Κόρδοβας, κατακερματίστηκε τη δεκαετία του 1030 σε πολυάριθμα ανεξάρτητα βασίλεια που αποκαλούνταν ταϊφά. Αυτά συγκρούονταν με τους Χριστιανούς μέχρι τη δεκαετία του 1170, οπότε και ξαναοργανώθηκαν σε κοινή πολιτική ενότητα ως κομμάτια του Χαλιφάτου των Αλμοχαδών. Η Χριστιανική επέκταση προς το νότο συνεχίστηκε τα πρώτα χρόνια του 13ου αιώνα, με αποκορύφωμα την κατάληψη της Σεβίλλης το 1248.

 

Οι Σταυροφορίες

Τον 11ο αιώνα οι Σελτζούκοι Τούρκοι, οι οποίοι προέρχονταν από την κεντρική Ασία κατέκτησαν μεγάλο κομμάτι της Μέσης Ανατολής, καταλαμβάνοντας την Περσία τη δεκαετία του 1040, την Αρμενία τη δεκαετία του 1060 και την Ιερουσαλήμ το 1070. Το 1071 ο Τουρκικός στρατός υποχρέωσε σε ήττα το βυζαντινό στη Μάχη του Μάτζικερτ, αιχμαλωτίζοντας παράλληλα τον Αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ (κυβ. 1068 – 1071), και πλέον ήταν ελεύθερος για να εισβάλει στη Μικρά Ασία. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δέχθηκε σοβαρό πλήγμα εφόσον έχασε ορισμένες από τις πιο πυκνοκατοικημένες επαρχίες της και σημαντικά οικονομικά κέντρα.

Παρόλο που το Βυζάντιο ανασυντάχθηκε και ξαναπήρε τον έλεγχο ορισμένων περιοχών, δεν ανέκτησε ωστόσο ποτέ ξανά το σύνολο της Μικράς Ασίας και βρέθηκε πολλές φορές στη θέση του αμυνόμενου. Είχε δε να αντιμετωπίσει και την αναγεννημένη Βουλγαρία, που το 12ο και 13ο αιώνα άρχισε να εξαπλώνεται και πάλι στα Βαλκάνια. Οι Τούρκοι υπέφεραν επίσης από ατυχίες, χάνοντας τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ από τους Φατιμίδες της Αιγύπτου το 1098 και βιώνοντας εσωτερικές εμφύλιες συγκρούσεις. Κύριος σκοπός των περίφημων Σταυροφοριών ήταν η ανακατάληψη των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους.

Η Πρώτη Σταυροφορία διακηρύχθηκε από τον Πάπα Ουρβανό Β’ (θητεία 1088 – 1099) στη Σύνοδο του Κλερμόν το 1095. Ο Ουρβανός υποσχέθηκε άφεση αμαρτιών στους συμμετέχοντες και σαν αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες άνδρες από όλα τα κοινωνικά στρώματα κινητοποιήθηκαν κατά μήκος της Ευρώπης για να μεταβούν στη Μέση Ανατολή. Χαρακτηριστικό της εποχής στις Ευρωπαϊκές πόλεις, καθώς οι Χριστιανοί αναχωρούσαν, ήταν τα πογκρόμ εναντίον ντόπιων Εβραίων. Αυτά ήταν ιδιαιτέρως βίαια στη διάρκεια της Πρώτης Σταυροφορίας, οπότε και οι Εβραϊκές κοινότητες στην Κολωνία, στο Μάιντς και στη Βορμς καταστράφηκαν, όπως και άλλες κοινότητες σε πόλεις μεταξύ των ποταμών Σηκουάνα και Ρήνου.

Ένα άλλο φαινόμενο που σχετίζεται με τις Σταυροφορίες είναι η εμφάνιση ενός νέου τύπου μοναστικού τάγματος, όπως οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτες Ιππότες, που συνδύαζαν πρακτικές του μοναχισμού με στρατιωτικές υπηρεσίες. Η Ιερουσαλήμ έπεσε το 1099 και οι Σταυροφόροι σταθεροποίησαν τις κατακτήσεις τους ιδρύοντας στην περιοχή τα Σταυροφορικά Κράτη. Στη διάρκεια του 12ου και 13ου αιώνα, έλαβαν χώρα μια σειρά από ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των κρατών αυτών και των ισλαμικών που τα περιτριγύριζαν.

Τα αιτήματα για υποστήριξη που έστειλαν τα κράτη αυτά προς τον Πάπα, οδήγησαν σε περαιτέρω Σταυροφορίες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Τρίτη, η οποία διεξήχθη με σκοπό την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ που είχε καταλάβει το 1187 ο Σαλαντίν (πεθ. 1193). Η Τέταρτη Σταυροφορία παρεξετράπη του αρχικού της στόχου και μείωσε το κύρος του Παπισμού. Τα Ενετικά πλοία που μετέφεραν τους Σταυροφόρους στους Αγίους Τόπους, άλλαξαν πορεία αποβιβάζοντας τα στρατεύματα στην Κωνσταντινούπολη. Η Πόλη κατελήφθη το 1204, οπότε και ιδρύθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης.

Οι Βυζαντινοί ανέκτησαν τον έλεγχο της πρωτεύουσάς τους το 1261, ωστόσο το πλήγμα αποδείχθηκε τόσο μεγάλο που δεν ανέκτησαν ποτέ την παλαιά τους δύναμη. Οι επόμενες Σταυροφορίες ήταν ολοένα και μικρότερης έκτασης και σημασίας και ήταν αποτελέσματα της πρωτοβουλίας συγκεκριμένων βασιλέων όπως ο Λουδοβίκος ο Θ’ της Γαλλίας σε ό,τι αφορά την Έβδομη και την Όγδοη Σταυροφορία. Αυτές απέτυχαν στο να αποτρέψουν την απομόνωση των Σταυροφορικών Κρατών, τα οποία είχαν πέσει όλα σε Μουσουλμανικά χέρια μέχρι το 1291. Το κατ’ όνομα μόνον Βασίλειο της Ιερουσαλήμ επιβίωσε με έδρα το νησί της Κύπρου για αρκετά χρόνια ακόμη.

Οι Πάπες κήρυξαν τη διεξαγωγή Σταυροφοριών και σε άλλα μέρη εκτός από τους Αγίους Τόπους: στην Ισπανία, τη νότια Γαλλία και στη Βαλτική. Οι Ισπανικές Σταυροφορίες συνδέθηκαν με το κίνημα της Reconquista, της ανάκτησης της χερσονήσου από τους Άραβες. Παρόλο που οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτες Ιππότες έλαβαν μέρος στις μάχες στην Ισπανία, δημιουργήθηκαν και τοπικά ανάλογα τάγματα όπως αυτά του Καλατράβα και του Σαντιάγο στις αρχές του 12ου αιώνα. Άλλες Σταυροφορίες είχαν στόχο την κατάπνιξη αιρέσεων από την Καθολική Εκκλησία, όπως οι εκστρατείες κατά των Καθαρών και κατά των Χουσιτών.

Η Βόρεια Ευρώπη επίσης παρέμενε εκτός της Χριστιανικής σφαίρας επιρροής μέχρι τον 11ο αιώνα και οι παγανιστές που ζούσαν εκεί έγιναν στόχοι Σταυροφόρων. Το Τάγμα των Αδελφών του Ξίφους δημιουργήθηκε και έδρασε στην περιοχή αυτή στις αρχές του 13ου αιώνα, μέχρι την απορρόφησή του από το Τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών. Το τελευταίο, παρόλο που αρχικά είχε ιδρυθεί στα Σταυροφορικά Κράτη, μετά το 1225 μετέφερε τη δράση του στη Βαλτική, ιδρύοντας Θεοκρατικό κράτος με έδρα το Μάριενμπουργκ στην Πρωσία, σε βάρος της Πολωνίας και της Λιθουανίας.

 

ΤΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΪΩΑΝΝΗ

Ο Ιωάννης Ασάν, αδελφός του Ιωάννη Ασάν Α’ και του Πέτρου Δ’ (ή Θεοδώρου), έμεινε γνωστός και με τα προσωνύμια Καλοϊωάννης, Καλογιάν, Ιωαννίτζης, Σκυλογιάνννης και Ρωμαιοκτόνος, ανάλογα με τη γνώμη που είχαν σχηματίσει γι’ αυτόν οι ιστορικές πηγές. Η γέννησή του τοποθετείται περί το 1165. Το πιο πιθανό είναι ότι καταγόταν από τη Βλαχία. Ο Νικήτας Χωνιάτης ονομάζει τους Βούλγαρους «Μυσούς», ενώ οι Λατινικές πηγές δίδουν στα μέλη της δυναστείας Ασάν το προσωνύμιο «Βλάχος» (Blacus). Επιδίωξη του Καλοϊωάννη και των αδελφών του ήταν η ανασύσταση του Βουλγαρικού βασιλείου και η αποκατάσταση της κυριαρχίας του στη Βαλκανική.

Ο χώρος που κατελάμβανε αυτό το βασίλειο ταυτίζεται με τα εδάφη της σημερινής νότιας Ρουμανίας και βόρειας Βουλγαρίας. Μετά τις ήττες που υπέστησαν οι Βούλγαροι από τον Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο, η χώρα τους διαιρέθηκε σε Θέματα και παρέμεινε υπό Βυζαντινή κυριαρχία, παρά τις κατά καιρούς επαναστάσεις. Το 1185 ο Ιωάννης Ασάν Α’ και ο Πέτρος Δ’ επαναστάτησαν λόγω της βαριάς φορολογίας που είχε επιβληθεί από τους Βυζαντινούς, ζητώντας να τους παραχωρηθούν προνοιακά εδάφη. Απώτερος στόχος βέβαια ήταν η ίδρυση του δεύτερου Βουλγαρικού βασιλείου.

Η επανάσταση στηρίχθηκε από τον μεγάλο Ζουπάνο της Σερβίας, Στέφανο Νεμάνια, ενώ συμμετείχαν, επίσης, Κουμάνοι και Βλάχοι. Οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να διευθετήσουν το ζήτημα, παρά τις σποραδικές επιτυχίες που σημείωσαν σε βάρος των επαναστατών. Το 1188 υπογράφηκε ειρήνη και ο Καλοϊωάννης κατέληξε όμηρος των Βυζαντινών. Το Βυζάντιο παρεχώρησε ουσιαστικά στους Βουλγάρους την περιοχή μεταξύ Αίμου και Δούναβη, ενώ ο Ιωάννης Ασάν Α’ στέφθηκε Τσάρος στην πόλη Τύρνοβο. Το επόμενο έτος η επανάσταση αναζωπυρώθηκε με την εμφάνιση του Γερμανού Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α’ Βαρβαρόσα, με τον οποίο συντάχθηκαν οι επαναστάτες.

Παρά την αντεπίθεση των Βυζαντινών και την πολιορκία του Τυρνόβου, οι Βούλγαροι νίκησαν τα Βυζαντινά στρατεύματα στα ορεινά περάσματα του Αίμου. Η νέα ήττα των Βυζαντινών στην Αρκαδιόπολη (1194) και η άνοδος του ανίκανου Αλέξιου Γ’ στον θρόνο του Βυζαντίου, δυσχέραναν την κατάσταση. Οι διαπραγματεύσεις αυτή τη φορά δεν καρποφόρησαν και οι Βούλγαροι λεηλάτησαν την περιοχή της Μακεδονίας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Γεώργιο Ακροπολίτη, ο Πέτρος Δ’ έλαβε από τον αδελφό του, ως δώρο, την περιοχή της Μεγάλης Πρεσθλάβας, και το κάστρο του Προβάτου, λίγα χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Αδριανούπολης.

Η δολοφονία του Ιωάννη Ασάν Α’ από συνωμότες Βογιάρους, το 1196, έδωσε την εξουσία προσωρινά στον Πέτρο Δ’, πριν δολοφονηθεί και αυτός το 1197. Διαχειριστής, πλέον, της κατάστασης ήταν ο Καλοϊωάννης, ο οποίος δραπέτευσε. Οι τοπικές ηγεμονίες των Βογιάρων διαλύθηκαν από τους Βυζαντινούς, δεν συνέβη όμως το ίδιο με την κρατική οντότητα που οργάνωσε ο Καλοϊωάννης. Αναμφίβολα ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του συνεχιστή του έργου προηγούμενων ονομαστών Τσάρων της Βουλγαρίας, όπως ήταν οι Σαμουήλ και Συμεών. Εκμεταλλευόμενος την αδυναμία των Βυζαντινών να τον υποτάξουν, επιδόθηκε σε φοβερές επιδρομές στα εδάφη της Μακεδονίας και εναντίον της Αδριανούπολης, ενισχύοντας το βασίλειό του.

Επιζητώντας την επισημοποίηση και την επικύρωση της εξουσίας του είχε προβεί, πριν από την άλωση του 1204, σε μια έξυπνη διπλωματική ενέργεια. Σύμφωνα με τον ιππότη και ιστορικό της Δ’ Σταυροφορίας, Ροβέρτο του Κλαρί, φέρεται πως ήλθε σε επαφή με τους ηγέτες αυτής της Σταυροφορίας κατά τα τέλη Ιανουαρίου ή αρχές Φεβρουαρίου του 1204, όταν διεξαγόταν η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Την πληροφορία επιβεβαιώνει και η διήγηση του Νικήτα Χωνιάτη. Ο Γάλλος ιππότης αναφέρει ότι ο Καλοϊωάννης υποσχέθηκε την παροχή 100.000 ανδρών στους σταυροφόρους και προσφέρθηκε να γίνει υποτελής τους, με την προϋπόθεση ότι θα τον αποδέχονταν ως βασιλιά της Βλαχίας.

Ο Ροβέρτος συμπληρώνει ότι ο Καλοϊωάννης έτρεφε κοπάδι με άλογα για λογαριασμό του Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Αυτό δεν διασταυρώνεται από άλλη πηγή εκτός από τον Χωνιάτη, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, καταγράφει το αίτημα των Βουλγάρων για την παραχώρηση προνοιακών εδαφών. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα πάντα με τον συγκεκριμένο χρονικογράφο, οι σταυροφόροι αρνήθηκαν την προσφορά και τον απέπεμψαν με σκαιό τρόπο. Ο Καλοϊωάννης στράφηκε τότε προς τη Ρώμη και προσέφερε στον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’ την υπαγωγή της Βουλγαρικής Εκκλησίας στην Καθολική, υπό την προϋπόθεση της αναγνώρισης του αξιώματός του, ως Τσάρου, από την Αγία Έδρα.

Πράγματι, στις 7 ή 8 Νοεμβρίου 1204 ο Καλοϊωάννης στέφθηκε από τον απεσταλμένο του πάπα, καρδινάλιο Λέοντα της Σάντα Κρότσε, ενώ ο αρχιεπίσκοπος Τυρνόβου έλαβε τον τίτλο του πριμάτου (πατριάρχη).

ΒΑΛΔΟΥΙΝΟΣ – ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΟΪΩΑΝΝΗΣ

Η δημιουργία του Βασιλείου της Θεσσαλονίκης και της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης δεν ικανοποιούσε τον Καλοϊωάννη. Ο βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, Βονιφάτιος, γνώριζε ότι η ηγεμονία του κινδύνευε, ειδικά σε μια περίοδο που ο Καλοϊωάννης επεδείκνυε έντονες επεκτατικές βλέψεις, προσεγγίζοντας και το Ελληνικό στοιχείο. Το ανησυχητικό για τον Βονιφάτιο και τους Λατίνους ήταν ότι το στοιχείο αυτό σε μεγάλο βαθμό προτιμούσε ως επικυρίαρχο τον Καλοϊωάννη. Δικαιολογημένα λοιπόν ο πρώτος αποφάσισε να στείλει, με τη σειρά του, τον ιππότη Γουλιέλμο Αριέντο για να ενημερώσει τον πάπα Ιννοκέντιο Γ’ για τις εξελίξεις.

Στον επίλογο της επιστολής, με την οποία είχε εφοδιάσει τον έμπιστο υποτελή του, θύμιζε ότι είναι έτοιμος να προσφέρει τον εαυτό του και το βασίλειό του «Για την τιμή της Αγίας Μητρός Εκκλησίας». Οι βλέψεις του Καλοϊωάννη δεν ήταν η μόνη πηγή ανησυχίας για τον Βονιφάτιο. Ο ανταγωνισμός των Φλαμανδών με τους Λομβαρδούς όξυνε τις σχέσεις του βασιλιά της Θεσσαλονίκης και με τον Βαλδουίνο Α’. Οι δύο πλευρές έφθασαν ένα βήμα πριν από τον εμφύλιο πόλεμο όταν ο Βονιφάτιος αρνήθηκε στον Βαλδουίνο τη φεουδαλική υποταγή που απαιτούσε ο δεύτερος και πολιόρκησε την Αδριανούπολη.

Την οποία διοικούσε τότε ως επίτροπος του Βαλδουίνου ο ιππότης από τη Φλάνδρα Ευστάθιος Σωμπρουίκ (Saubruic ή Salperwick) με φρουρά 40 ιπποτών και 100 εφίππων (σεργέντων). Ο πόλεμος τελικά αποσοβήθηκε μετά τις μεσολαβητικές προσπάθειες που κατέβαλαν ο δόγης της Βενετίας Δάνδολος, ο Μαρεσάλης της Καμπανίας, Γοδεφρείδος Βιλαρδουίνος, ο πρωτοβεστιάριος Κόνωνας της Μπετύν και ο κόμης Λουδοβίκος του Μπλουά και της Σαρτραίν, ο οποίος είχε λάβει από τον Βαλδουίνο Α’ το αξίωμα του δούκα της Νικαίας. Η πόλη είχε εισέλθει και στο στόχαστρο του Καλοϊωάννη, πριν το 1204, και είχε γίνει στόχος επιδρομών από την πλευρά του.

Η Φιλιππούπολη (σημερινό Πλόβντιβ), επιπλέον, ανήκε στη σφαίρα επιρροής του Καλοϊωάννη και μπορούσε να αποτελέσει ένα ακόμη ορμητήριο εναντίον των Λατινικών κρατών. Από την αλληλογραφία του Πάπα με τον Καλοϊωάννη προκύπτει ότι ο Βούλγαρος ηγεμόνας είχε προειδοποιήσει τους Λατίνους να μην εγείρουν αξιώσεις για τα εδάφη του. Απαντώντας, μάλιστα, σε επιστολή του πάπα, με την οποία ο Ιννοκέντιος Γ’ ζητούσε την απελευθέρωση του Βαλδουίνου Α’ μετά τη μάχη της Αδριανούπολης, ο Καλοϊωάννης αντέτεινε ότι προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τους σταυροφόρους και μετά την άλωση του 1204, αλλά εκείνοι έθεσαν ως όρο την επιστροφή εδαφών που είχε κατακτήσει.

Ήταν φανερό ότι το πρόβλημα του Βουλγαρικού βασιλείου έμελλε να ταλανίσει και τα Λατινικά κράτη. Παράλληλα τα εδάφη της Μικράς Ασίας που είχαν διανεμηθεί σε Λατίνους αξιωματούχους, δεν τελούσαν υπό την κατοχή τους. Στα τέλη του 1204 ο αδελφός του Βαλδουίνου Α’, Ερρίκος της Φλάνδρας, εκστράτευσε συνοδεία ιπποτών του Λουδοβίκου του Μπλουά στη Μικρά Ασία για να διεκδικήσει αυτά τα εδάφη. Σύμφωνα με τον Βιλαρδουίνο, οι δυνάμεις της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας ηττήθηκαν κοντά στο κάστρο του Ποιμανηνού (Δεκέμβριος 1204) και καταλήφθηκαν πολλές περιοχές της Βιθυνίας.

Έπειτα και από τη νέα ήττα των Βυζαντινών κοντά στο Αδραμύττιο (Μάρτιος 1205), η επιβίωση του νέου κράτους του Θεόδωρου Λάσκαρη και η εξουσία των άλλων τοπικών Βυζαντινών ηγεμόνων τέθηκαν σε σοβαρό κίνδυνο. Οι Λατίνοι, απασχολημένοι με την εκστρατεία στη Μικρά Ασία, δεν έδωσαν την απαραίτητη προσοχή στις εξελίξεις στη Θράκη, υποτιμώντας για δεύτερη φορά τις δυνατότητες του Καλοϊωάννη. Είναι γνωστό ότι οι Έλληνες της περιοχής, αριστοκράτες και μη, προτίμησαν να τεθούν υπό την προστασία του Τσάρου της Βουλγαρίας, αφού οι Λατίνοι ηγεμόνες δεν έδειξαν διάθεση συνεργασίας μαζί τους.

Όπως μας πληροφορούν οι πηγές, ήλθαν σε επαφή με τον Καλοϊωάννη, την ίδια περίοδο με τις εξελίξεις στη Μικρά Ασία, και προσφέρθηκαν να επαναστατήσουν για να τον βοηθήσουν να καταλάβει εδάφη στη Θράκη και να γίνουν υποτελείς του, «Αν τους ορκιζόταν και εκείνος πως θα τους μεταχειριζόταν όπως και τους δικούς του» (Βιλλαρδουίνος). Εξάλλου ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Ι’ Καματηρός είχε καταφύγει εκείνη την εποχή στο Τύρνοβο, «άραβδος και ασάνδαλος» κατά τον Χωνιάτη.

Μετά την επίτευξη της συμφωνίας καταλήφθηκε από τους επαναστάτες η πόλη του Διδυμοτείχου, την οποία υπερασπίζονταν οι υποτελείς του κόμη Ούγου του Σαιν Πωλ, ο οποίος πέθανε από ποδάγρα τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του 1205. Οι επιζώντες της φρουράς κατέφυγαν στην Αδριανούπολη, που τότε ήλεγχαν οι Βενετοί. Η Αδριανούπολη είχε σύντομα την ίδια τύχη με το Διδυμότειχο, έπεσε στα χέρια των επαναστατών. Οι επαναστατημένοι κάτοικοι εξεδίωξαν από πολλές περιοχές της Θράκης τις Λατινικές φρουρές ή τις εξόντωσαν. Ο Βαλδουίνος Α’ συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη το Συμβούλιο της Αυτοκρατορίας προκειμένου να αντιμετωπισθεί η Ελληνική εξέγερση.

Το συγκεκριμένο όργανο συγκαλείτο όταν έπρεπε να ληφθούν σοβαρές πολιτικές ή στρατιωτικές αποφάσεις. Στη συνεδρίαση ήταν παρόντες ο κόμης Λουδοβίκος του Μπλουά και ο δόγης Δάνδολος. Αποφασίσθηκε η εσπευσμένη μετάκληση των στρατιωτικών δυνάμεων από τη Μικρά Ασία. Ο ίδιος ο μαρεσάλης (αρχιστράτηγος) της Ρωμανίας και της Καμπανίας, Γοδεφρείδος Βιλαρδουίνος, αυτόπτης μάρτυς και καταγραφέας των γεγονότων, αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη προς την πόλη Τζούρουλον, όπου μετά από λίγο είχε υπό τις διαταγές του 80 ιππότες. Έπειτα από στάσεις στην Αρκαδιούπολη και στο Βουλγαρόφυγο έφθασαν στη Νικίτζα, κοντά στην Αδριανούπολη.

Σύμφωνα με τον Βιλαρδουίνο οι Έλληνες τους περίμεναν συγκεντρωμένοι εκεί. Σύντομα έφθασαν και οι πρώτες δυνάμεις που είχαν επιστρέψει από τη Μικρά Ασία, περίπου 100 ιππότες. Αντί να περιμένει κι άλλες ενισχύσεις ο Βαλδουίνος Α’ αναχώρησε με 120 ιππότες από την Κωνσταντινούπολη, στις 25 Μαρτίου 1205. Ο Βιλαρδουίνος τον επικρίνει γι’ αυτή τη βιαστική κίνηση: «Τι μεγάλο κρίμα να μην περιμένουν και τους άλλους να φθάσουν, εκείνους που ήταν από την άλλη πλευρά του Στενού!». Οι δυνάμεις του Βαλδουίνου Α’ συναντήθηκαν με αυτές του Βιλαρδουίνου στο κάστρο της Νικίτζας. Στο πολεμικό συμβούλιο που ακολούθησε, αποφασίστηκε η πολιορκία της πόλης.

Το πρωί οι Λατίνοι αντίκρισαν τα λάβαρα του Καλοϊωάννη στα τείχη της πόλης, την οποία ο Βιλαρδουίνος χαρακτηρίζει «πολύ δυνατή και πολύ πλούσια». Η πολιορκία ξεκίνησε στις 29 Μαρτίου 1205 και ενισχύθηκε με την άφιξη του δόγη Δάνδολου, ο οποίος είχε μαζί του «όσους περίπου είχαν μαζί τους ο Αυτοκράτορας Βαλδουίνος και ο κόμης Λουδοβίκος», αλλά και με την άφιξη μιας ακόμη έφιππης ομάδας στρατιωτών, της οποίας την αριθμητική δύναμη και την προέλευση δεν καταγράφει ο Βιλαρδουίνος. Ο τελευταίος θεωρεί, πάντως, ότι η συνολική στρατιωτική δύναμη που συγκεντρώθηκε, δεν ήταν επαρκής για την επιχείρηση της πολιορκίας.

Επιπλέον οι πολιορκητές αντιμετώπιζαν προβλήματα επιμελητείας, διότι η γύρω περιοχή ήταν εχθρική και τις δυνάμεις τους δεν ακολούθησαν έμποροι εφοδίων. Η έλλειψη αυτή ανάγκασε τον κόμη του Μπλουά να αναζητήσει ο ίδιος τρόφιμα στις 3 Απριλίου (Κυριακή των Βαϊων) μαζί με μεγάλη ομάδα στρατιωτών. Η Μεγάλη Εβδομάδα πέρασε με στερήσεις και με κατασκευή πολιορκητικών μηχανών. Οι πολιορκητές άρχισαν και εργασίες υπονόμευσης του τείχους.

 

ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ – Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

Κατά τη διάρκεια των εργασιών έφθασε η είδηση ότι πλησίαζε εκστρατευτικό σώμα υπό τον Καλοϊωάννη με σκοπό να άρει την πολιορκία. Ο Βιλαρδουίνος αναφέρει ότι το στράτευμα ήταν πολύ μεγάλο και το απάρτιζαν Βούλγαροι και Βλάχοι, αλλά και 14.000 Κουμάνοι ιπποτοξότες. Οι τελευταίοι κατοικούσαν βορείως της επικράτειας του Καλοϊωάννη και συμμετείχαν συχνά στις επιδρομές του. Άλλωστε οι ειδωλολάτρες Κουμάνοι είχαν πολεμήσει, ως σύμμαχοι ή μισθοφόροι, στο πλευρό όλων σχεδόν των στρατών της περιόδου των Σταυροφοριών, Χριστιανικών (Βυζαντινοί, Ρώσοι, Γεωργιανοί, σταυροφόροι, Βούλγαροι, Ούγγροι) και Μουσουλμανικών (Αγιουβίδες, Μαμελούκοι κ.ά.).

Οι Ρώσοι τους αποκαλούσαν «Κιπτσάκ» ή «Πολόβτσι» και οι Γερμανοί «Φάλβεν». Τα προσωνύμια σχετίζονται, κυρίως, με το κίτρινο χρώμα της επιδερμίδας τους. Η ενδυμασία τους συνδύαζε Ασιατικά και Ισλαμικά στοιχεία (προβιές, μπότες, ποδήρεις χιτώνες). Ο Ροβέρτος του Κλαρί αναφέρει ότι φορούσαν προβιές και ήταν οπλισμένοι με τόξα, αλλά από άλλες πηγές γνωρίζουμε ότι οι πιο εύποροι και υψηλά ιστάμενοι Κουμάνοι διέθεταν φολιδωτούς ή άλλου είδους θώρακες, ενώ όλοι χρησιμοποιούσαν, εκτός από το τόξο, ποικιλία εκηβόλων και αγχέμαχων όπλων (ακόντια, δόρατα, λάσα, σπάθες, κεφαλοθραύστες).

Οι ασπίδες τους ήταν στρογγυλές, δεν έλειπαν όμως και οι αμυγδαλόσχημες. Η αγαπημένη τους τακτική ήταν να παρενοχλούν συνεχώς τον αντίπαλο με βολές τόξων και να του προκαλούν απώλειες από μακριά. Απέφευγαν γενικά τις εκ του σύνεγγυς συγκρούσεις με βαρύ ιππικό, εκτός αν εκτελούσαν αντεπίθεση ή ενέδρα ή αντιμετώπιζαν εχθρό σε αταξία. Η διαμόρφωση ενός συστήματος στρατιωτικών τιμαρίων από τους Βούλγαρους ηγεμόνες, αύξανε τις δυνατότητες στρατολογίας που διέθεταν. Ο εξοπλισμός των Βουλγάρων πολεμιστών ήταν επηρεασμένος από Τουρκικά και τα Βυζαντινά πρότυπα.

Η θωράκιση βασιζόταν σε αλυσιδωτούς θώρακες και ελαφρές πανοπλίες, ενώ ο οπλισμός αποτελείτο κυρίως από λόγχες και σπάθες. Η κοινωνική τάξη και η οικονομική κατάσταση επηρέαζαν την ποιότητα και την ποικιλία του εξοπλισμού των πολεμιστών, όπως και στην περίπτωση των Κουμάνων. Οι Βλάχοι βοηθητικοί δεν διέθεταν εξεζητημένο αμυντικό ή επιθετικό εξοπλισμό, με δεδομένη τη χρήση τους ως ελαφρών βοηθητικών στρατευμάτων. Προστατεύονταν κυρίως με προβιές και χρησιμοποιούσαν ακόντια, τόξα και απλές μικρές ασπίδες. Σε ένα σημείο του χρονικού του Βιλαρδουίνου αναφέρεται και η παρουσία Ελλήνων στο πλευρό των Βλάχων και των Κουμάνων.

Ο στρατός της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης βασιζόταν στο φεουδαλικό σύστημα στρατολόγησης. Σε περίπτωση εκστρατείας όλοι οι διαθέσιμοι ιππότες, Βενετοί, Γάλλοι ή Φλαμανδοί, υποχρεούντο να προσφέρουν στρατιωτική υπηρεσία για ένα χρονικό διάστημα, συνήθως τεσσάρων μηνών. Σε περίπτωση εισβολής ο Αυτοκράτορας και οι ευγενείς είχαν το δικαίωμα να αυξήσουν τη θητεία των ιπποτών. Δυστυχώς οι πληροφορίες για την οργάνωση των Λατινικών κρατών είναι επαρκείς μόνο στην περίπτωση του Πριγκηπάτου της Αχαΐας. Η δύναμη κρούσης που διέθετε ο Βαλδουίνος Α’ ήταν θωρακισμένοι ιππότες πάνω σε μεγαλόσωμα άλογα.

Πολλές φορές τα τελευταία διέθεταν και τα ίδια κάποια μορφή θωράκισης. Οι ιππότες μάχονταν κυρίως με λόγχες και ξίφη. Οι ασπίδες τους, αμυγδαλόσχημες ή τριγωνικές, έφεραν συχνά Εραλδικά σύμβολα του οίκου στον οποίο ανήκαν ή τα σύμβολα του επικυριάρχου τους. Τα κράνη τους ήταν κλειστού τύπου, ειδικά όταν επρόκειτο για ιππότες ανώτερης τάξης. Φυσικά στα θερμά κλίματα της Ανατολής πολλοί προτιμούσαν τα κράνη ανοικτού τύπου. Η βάση της θωράκισης ήταν οι αλυσιδωτοί θώρακες, που συχνά κάλυπταν και μεγάλο μέρος του κεφαλιού. Οι ανώτεροι διέθεταν και εξειδικευμένες μορφές θωράκισης για τα ευαίσθητα μέρη του σώματος, π.χ. για τις κλειδώσεις.

Πάνω από τη θωράκιση έφεραν συνήθως επενδύτες με Εραλδική διακόσμηση παρόμοια με εκείνη των ασπίδων. Οι ιππότες ειδικεύονταν στις μαζικές επελάσεις, με τις οποίες επεδίωκαν να διαλύσουν την εχθρική παράταξη. Το μειονέκτημα αυτών των επελάσεων ήταν η συχνή έλλειψη πειθαρχίας και συντονισμού, που οδηγούσε μερικές φορές σε καταστροφή, ειδικά όταν ο αντίπαλος είχε ψυχραιμία και γνώση των πολεμικών τεχνικών των ιπποτών. Τις έφιππες δυνάμεις συμπλήρωναν οι σεργέντες, ιππείς οι οποίοι δεν ανήκαν στην τάξη των ιπποτών αλλά πολεμούσαν με τις ίδιες μεθόδους και διέθεταν παρόμοιο με τους ιππότες εξοπλισμό – ωστόσο κατώτερης ποιότητας.

Το πεζικό των σταυροφόρων διέθετε, βασικά, δορυφόρους και βαλλιστροφόρους. Ο Βιλαρδουίνος αναφέρει ότι ο Βαλδουίνος Α’ διέθετε «και στρατό από διάφορους ανθρώπους που δεν γνώριζαν καθόλου να πολεμούν». Δεν είναι σαφές ποιους εννοεί. Πιθανώς πρόκειται για συμμάχους που δεν γνώριζαν τις πολεμικές τακτικές των ιπποτών. Τα αριθμητικά δεδομένα ήταν συντριπτικά υπέρ του Καλοϊωάννη. Ο Βαλδουίνος Α’ το γνώριζε. Ο ίδιος ανέλαβε να αντιμετωπίσει τον εχθρό στην περίπτωση που επιτίθετο. Ο Βιλαρδουίνος και ο Μανασής της Ιλ (Manassier de l’Isle), ο οποίος, σύμφωνα με τον Βιλαρδουίνο, «ήταν ένας καλός ιππότης του στρατού και από τους πιο τιμημένους», επωμίστηκαν τη φύλαξη του στρατοπέδου.

Ο Καλοϊωάννης είχε στρατοπεδεύσει σε απόσταση πέντε λευγών. Στις 13 Απριλίου έστειλε Κουμάνους για να παρενοχλήσουν το εχθρικό στρατόπεδο. Οι ιππότες τούς κατεδίωξαν ασυντόνιστα «έχοντας χάσει τελείως τα λογικά τους» (Βιλαρδουίνος). Οι Κουμάνοι εκμεταλλεύθηκαν την ευελιξία τους και απέφυγαν τους ιππότες και, όταν οι δεύτεροι προσπάθησαν να επιστρέψουν στη βάση τους, επιτέθηκαν προκαλώντας σοβαρές απώλειες σε άλογα και αναβάτες. Το επεισόδιο αυτό οδήγησε τον Βαλδουίνο Α’ στη σύγκληση του συμβουλίου των ευγενών. Εκεί αποφασίστηκε να αποφευχθεί στο μέλλον παρόμοια ασυλλόγιστη καταδίωξη.

Σε περίπτωση ανάλογης επιχείρησης από την πλευρά των ελαφρύτερα οπλισμένων Κουμάνων, οι ιππότες θα παρατάσσονταν μπροστά από το στρατόπεδο και θα τηρούσαν στάση αναμονής, χωρίς να πέσουν στην ίδια παγίδα. Την επόμενη μέρα, Πέμπτη 14 Απριλίου 1205, οι Κουμάνοι επιτέθηκαν πάλι, φθάνοντας μέχρι τις σκηνές του στρατοπέδου. Αμέσως σήμανε συναγερμός και ο στρατός παρατάχθηκε όπως είχε συμφωνηθεί κατά το συμβούλιο της προηγούμενης ημέρας. Δυστυχώς για τον Βαλδουίνο Α’, το σχέδιό του δεν εφαρμόστηκε. Οι πολεμοχαρείς ιππότες, με προεξάρχοντα τον κόμη Λουδοβίκο του Μπλουά, διέπραξαν το ίδιο σφάλμα.

Κατεδίωξαν εκ νέου τους Κουμάνους, αυτή τη φορά σε απόσταση δύο λευγών. Ο Βαλδουίνος Α’ αναγκάσθηκε να ακολουθήσει. Το σφάλμα αυτή τη φορά αποδείχθηκε ολέθριο. Οι Κουμάνοι ανασυντάχθηκαν και αντεπιτέθηκαν. Οι ιππότες προσπαθούσαν να αντιτάξουν κάποια άμυνα, αλλά σύντομα οι απροσδιόριστοι σύμμαχοι που αναφέρει ο Βιλαρδουίνος τους εγκατέλειψαν. Τα βέλη των Κουμάνων και η αριθμητική τους υπεροχή ήταν δεδομένα τα οποία οι ιππότες δεν μπορούσαν να καταβάλουν. Ο Λουδοβίκος του Μπλουά τραυματίστηκε σε δύο σημεία και σώθηκε από την παρέμβαση ενός ιππότη, που τον βοήθησε να ανεβεί πάλι στο άλογό του.

Οι άνθρωποί του ζήτησαν από τον κόμη να αποχωρήσει, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Ο Βαλδουίνος Α’ πολεμούσε κι αυτός παθιασμένα, προσπαθώντας να κρατήσει ενωμένες τις δυνάμεις του. Κάποιοι υπάκουσαν στις εντολές του και παρέμειναν, άλλοι τον εγκατέλειψαν. Μετά από σκληρή μάχη οι ιππότες νικήθηκαν και ο Βαλδουίνος συνελήφθη αιχμάλωτος. Ο Λουδοβίκος του Μπλουά έπεσε νεκρός, μαζί με 120 ως 300 ιππότες. Ο Βιλαρδουίνος αναφέρει τα ονόματα των σημαντικότερων ευγενών που έπεσαν κατά τη μάχη και συμπληρώνει ότι οι επιζήσαντες κατέφυγαν στο στρατόπεδο που υπεράσπιζε ο ίδιος.

Εκείνος και ο Μανασής της Ιλ κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για να ανασυντάξουν ό,τι απέμεινε από το στράτευμα και να αντιμετωπίσουν την επίθεση των Βλάχων, των Κουμάνων και των Ελλήνων που τους συνόδευαν. Παρά τη “βροχή” βλημάτων που δέχθηκαν οι ιππότες, αυτή τη φορά δεν διέπραξαν το ίδιο σφάλμα με τους απερίσκεπτους συντρόφους τους και οι αντίπαλοί τους άρχισαν να υποχωρούν αργά το απόγευμα. Ο Βιλαρδουίνος συναντήθηκε κοντά στο πεδίο της μάχης με τον δόγη Δάνδολο και συμφώνησαν να υποχωρήσουν κατά τη διάρκεια της νύκτας, αποφεύγοντας την εχθρική παρατήρηση.

Ο δόγης επέστρεψε στο στρατόπεδο για να εμψυχώσει τους εναπομείναντες πολεμιστές και ο Βιλαρδουίνος παρέταξε τις δυνάμεις του έξω από το στρατόπεδο, περιμένοντας την κάλυψη της νύκτας. Η υποχώρηση έγινε με τάξη, με τον δόγη στην εμπροσθοφυλακή και τον Βιλαρδουίνο να οδηγεί την οπισθοφυλακή. Είχαν μαζί τους όλους τους τραυματίες και κατευθύνθηκαν προς τη Ραιδεστό, τρεις μέρες δρόμο από την Αδριανούπολη. Μια άλλη ομάδα 25 περίπου ιπποτών κατευθύνθηκε απευθείας στην Κωνσταντινούπολη και έφθασε εκεί στις 16 Απριλίου.

Αμέσως ενημέρωσε για τα δυσάρεστα νέα τους αξιωματούχους της πόλης, όπως ήταν ο εκπρόσωπος του πάπα καρδινάλιος Πέτρο Καπουάνο και ο πρωτοβεστιάριος Κόνωνας της Μπετύν. Στο μεταξύ η δύναμη του Βιλαρδουίνου και του δόγη Δάνδολου έφθασε στις 15 Απριλίου στο Πάμφυλον. Συνάντησαν εκεί ισχυρή δύναμη 100 ιπποτών και 140 άλλων εφίππων, υποτελών του κόμη Λουδοβίκου του Μπλουά, που κατευθυνόταν προς την Αδριανούπολη χωρίς να γνωρίζει τις εξελίξεις. Επικρατούσε κατήφεια καθώς γνώριζαν ότι ο κίνδυνος δεν είχε περάσει οριστικά. Έγινε γνωστό ότι ο Καλοϊωάννης είχε φθάσει εμπρός από τα τείχη της Αδριανούπολης και ήταν πιθανό να τους καταδιώξει.

Οι ξεκούραστοι υποτελείς του κόμη Λουδοβίκου του Μπλουά ανέλαβαν χρέη οπισθοφυλακής και η πορεία συνεχίστηκε ως τη Χαριούπολη. Εκεί οι Λατίνοι ξεκουράστηκαν μέχρι το βράδυ, αναγκάστηκαν όμως να συνεχίσουν την πορεία τους όταν πληροφορήθηκαν ότι ο Καλοϊωάννης πλησίαζε. Μετά από μια ακόμη κουραστική νυκτερινή πορεία έφθασαν στη Ραιδεστό και οχυρώθηκαν, στις 16 Απριλίου. Από εκεί στάλθηκαν αγγελιαφόροι στην Κωνσταντινούπολη για να ενημερώσουν για τις τελευταίες εξελίξεις και για την τύχη του επιζώντος στρατεύματος.

 

Η ΤΥΧΗ ΤΟΥ ΒΑΛΔΟΥΙΝΟΥ Α’

Οι Λατίνοι ευγενείς βρίσκονταν σε σύγχυση σε ό,τι αφορούσε την τύχη του Βαλδουίνου Α’ μετά τη σύλληψή του από τον Καλοϊωάννη. Η τεκμηρίωση δεν είναι επαρκής καθώς οι πηγές παρουσιάζουν διάφορες εκδοχές. Πιο πλούσια πηγή πληροφοριών λογικά θα ήταν ο Βιλαρδουίνος, ο οποίος, όμως, μετά τη μάχη δεν μπορούσε να έχει καλές πληροφορίες για τον αιχμάλωτο βασιλιά. Ο Βιλαρδουίνος και ο Νικήτας Χωνιάτης συμφωνούν στο ότι στα μέσα Ιουλίου του 1206 ο Ρενιέ του Τρι επιβεβαίωσε τον θάνατο του Βαλδουίνου Α’ στους σταυροφόρους οι οποίοι έσπευσαν να τον βοηθήσουν να αναχαιτίσει τον Βουλγαρικό κίνδυνο.

Ο Ρενιέ του Τρι είχε λάβει από τον Βαλδουίνο Α’ το Δουκάτο της Φιλιππούπολης και μετά την καταστροφή της ομώνυμης πόλης είχε οχυρωθεί στη Στενήμαχο, για να αντιμετωπίσει την απειλή του Καλοϊωάννη. Ο Νικήτας Χωνιάτης επιβεβαιώνει ότι ο Βαλδουίνος Α’ συνελήφθη ζωντανός και οδηγήθηκε στο Τύρνοβο, όπου φυλακίστηκε σιδηροδέσμιος: «δεσμά έως τραχήλου υφίσταται». Τοποθετεί την εκτέλεσή του το καλοκαίρι του 1205, όταν ο Καλοϊωάννης κατέλαβε τη Φιλιππούπολη. Ο Βούλγαρος Τσάρος οργίστηκε με την απόφαση των Ελλήνων να ανακηρύξουν Αυτοκράτορα τον Αλέξιο Ασπιώτη, αποστατώντας από τον ίδιο και επιλέγοντας να συνεργασθούν με τους αντιπάλους του.

Αποφάσισε λοιπόν να θανατώσει τον Βαλδουίνο Α’ με μαρτυρικό τρόπο. Το σώμα του τελευταίου διαμελίστηκε και εγκαταλείφθηκε στα όρνια, «βορά προκείμενος όρνισιν ελεεινώς τον βίον κατέστρεψεν» (Χωνιάτης). Ο Γεώργιος Ακροπολίτης δίνει μια επίσης αποτρόπαια, αλλά λιγότερο πιθανή, εκδοχή της εκτέλεσης του Βαλδουίνου Α’: «Το κρανίο του μετά τη σφαγή του ο βάρβαρος (ο Καλοϊωάννης) το χρησιμοποίησε σαν κύπελλο». Η μακάβρια αυτή συνήθεια καταγράφεται από την αρχαιότητα. Ο Ηρόδοτος στο 4ο βιβλίο του περιγράφει με λεπτομέρεια ανάλογο έθιμο που είχαν οι Σκύθες.

Το έργο ενός ανώνυμου χρονικογράφου από το Χάλμπερσταντ της κεντρικής Γερμανίας, με τον τίτλο “Gesta Episcoporum Halberstadensium”, σημειώνει απλώς ότι ο Βαλδουίνος Α’ σκοτώθηκε κατά τη μάχη. Με παρόμοιο τρόπο καταγράφει το γεγονός και το “Χρονικό του Μορέως” “Κι απέκτειναν τον βασιλέαν κι όλα του τα φουσάτα”. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως φιλολογικό, έχουν δύο μοναστικής προέλευσης πηγές περί των γεγονότων της Δ’ Σταυροφορίας. Ο Ραλφ, ηγούμενος του αβαείου Κόγκεσολ στο Έσσεξ, διηγείται γλαφυρά την ιστορία ενός Άγγλου ιερέα (quidam presbyter natione Anglicus) ο οποίος είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Βαλδουίνου Α’.

Με αποτέλεσμα εκείνος να του επιτρέπει την πρόσβαση σε χώρους όπου φυλάσσονταν κειμήλια. Ανάμεσα σε αυτά υπήρχε ένας σταυρός από Τίμιο Ξύλο που φυλασσόταν μέσα σε πολυτελή θήκη και μεταφερόταν εθιμοτυπικά από τους αυτοκράτορες κατά τη μάχη. Όταν ο Βαλδουίνος Α’ εκστράτευσε στην Αδριανούπολη, παρέλειψε να πάρει μαζί του το κειμήλιο και έστειλε τον ιερέα στην Κωνσταντινούπολη για να το φέρει. Μετά τον θάνατο του Βαλδουίνου Α’, ο ιερέας θεώρησε σωστό να φύγει κρυφά για την Αγγλία. Εκεί κράτησε το γεγονός κρυφό για αρκετό διάστημα, ως το 1223, οπότε εμπιστεύθηκε το κειμήλιο στη Μονή του Αγίου Ανδρέα στο Μπρόμχολμ.

Το “Chronica Alberici monachi trium fontium”, που καλύπτει τα γεγονότα από το 1193 μέχρι το 1207 και συντέθηκε κατά το β’ τέταρτο του 13ου αιώνα από τον μοναχό Άλμπερικ, αντλεί τις πληροφορίες από κάποιον Φλαμανδό ιερέα και αναφέρει ότι ο Βαλδουίνος Α’ φυλακίστηκε και εκτελέστηκε στο Τύρνοβο. Συμπληρώνει μάλιστα και διάφορες μυθοπλασίες, οι οποίες κυκλοφόρησαν μετά το 1225, όταν εμφανίσθηκε στη Φλάνδρα ένας ερημίτης ο οποίος προσποιείτο ότι ήταν ο Βαλδουίνος Α’. Ο συγκεκριμένος απατεώνας εκτελέστηκε το 1226.

Στη διήγηση του Ροβέρτου του Κλαρί αναφέρεται ότι «κανένας δεν γνωρίζει τι απέγινε». Για τον Ροβέρτο η αποτυχία των Λατίνων οφειλόταν σε μεταφυσικούς παράγοντες: «Ο Κύριος ο Θεός τους εκδικήθηκε για την αλαζονεία τους και για την κακοπιστία που είχαν δείξει προς τη φτωχολογιά του στρατεύματος (μέλος της οποίας ήταν και ο Ροβέρτος), καθώς και για τα φρικτά αμαρτήματα που είχαν κάνει στην πόλη (Κωνσταντινούπολη) μετά την κατάληψή της». Εκείνο, βέβαια, που δεν αναφέρουν αναλυτικά ο Ροβέρτος και άλλες δυτικές πηγές, είναι αυτά τα «φρικτά αμαρτήματα».

 

ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΑΧΗ

έπειτα από τη νίκη του στην Αδριανούπολη ο Καλοϊωάννης εισέβαλε στα εδάφη της ανατολικής Θράκης και κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος τους, εκτός από τις πόλεις Ραιδεστό και Σηλυβρία, οι οποίες παρέμειναν στα χέρια των Λατίνων. Οι τελευταίοι, ευρισκόμενοι σε δεινή θέση, είδαν και τον Θεόδωρο Α’ Λάσκαρη να προσαρτά περιοχές της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Το δυναστικό ζήτημα αποτελούσε πρόβλημα, καθώς ο θάνατος του Βαλδουίνου δεν είχε ακόμη επιβεβαιωθεί.

Ο 28χρονος αδελφός του, Ερρίκος της Φλάνδρας και του Αινώ, ανέλαβε αρχικά καθήκοντα επιτρόπου του Βασιλείου, χωρίς να μπορεί να υπολογίζει στις συμβουλές του δόγη Δάνδολου, ο οποίος πέθανε στις 29 Μαΐου 1205. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου άρχισε αντεπίθεση εναντίον του Καλοϊωάννη, που λεηλατούσε τη Θράκη και τη Μακεδονία απειλώντας, σχεδόν ανενόχλητος, και το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Οι Σέρρες και η Φιλιππούπολη καταστράφηκαν, αλλά η Θεσσαλονίκη άντεξε στην πολιορκία. Τον χειμώνα του 1205 οι Βούλγαροι και οι σύμμαχοί τους επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Ο Ερρίκος κατέλαβε προσωρινά τα περισσότερα από τα εδάφη που είχε αφαιρέσει ο Καλοϊωάννης από την Αυτοκρατορία.

Αλλά αναγκάστηκε να τα εγκαταλείψει όταν οι Βούλγαροι επέστρεψαν στα μέσα Ιανουαρίου του 1206. Στις 30 – 31 Ιανουαρίου 1206, κατά τη διάρκεια αψιμαχιών κοντά στο χωριό Ρουσίον, χάθηκαν 120 περίπου ιππότες, αδυνατώντας, όπως και στην Αδριανούπολη, να αντιμετωπίσουν τους ευκίνητους Κουμάνους. Στα τέλη Φεβρουαρίου ο Καλοϊωάννης εισέβαλε στην Αυτοκρατορία, καταστρέφοντας τις πόλεις Άπρος, Ραιδεστός, Πάνιον, Δαόνιον, Τζούρουλον και Άθυρα. Πολλοί από τους κατοίκους των πόλεων οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στα εδάφη του. Ο Ερρίκος, σύμφωνα με τον Βιλλαρδουίνο, απελευθέρωσε αργότερα περίπου 20.000 από αυτούς.

Το μόνο θετικό για τον Ερρίκο ήταν ότι η πολιτική του προς τους Έλληνες ήταν πιο διαλλακτική και απέδωσε καρπούς, καθώς αυτοί συμπαρατάχθηκαν με τους Λατίνους, εμπρός στον κίνδυνο των Βουλγάρων. Ο Καλοϊωάννης πολιόρκησε το Διδυμότειχο χωρίς επιτυχία και αποσύρθηκε στα εδάφη του, όταν πληροφορήθηκε ότι τα στρατεύματα του Ερρίκου βρίσκονταν στην Αδριανούπολη. Η ανατολική Θράκη ανακαταλήφθηκε από τους Λατίνους το καλοκαίρι του 1206. Μετά την επιβεβαίωση του θανάτου του Βαλδουίνου Α’ ο Ερρίκος στέφθηκε βασιλιάς της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, στις 20 Αυγούστου 1206. Κράτησε το αξίωμα ως το 1216.

Η Βουλγαρική απειλή εμφανίστηκε πάλι το 1207 με τη μορφή επιδρομών στη Θράκη και στην ανατολική Μακεδονία. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν ο Θεόδωρος Α’ Λάσκαρης επανέλαβε και εκείνος τις επιθέσεις εναντίον των σταυροφορικών κάστρων του Βοσπόρου. Ο ίδιος πρότεινε μάλιστα (Μάρτιος 1207) συνεργασία στον Καλοϊωάννη, προκειμένου να εμπλέξουν τον κοινό εχθρό τους σε διμέτωπο αγώνα. Όμως και ο Ερρίκος δεν αγωνιζόταν πια μόνος του. Ένωσε τις δυνάμεις του με εκείνες του βασιλιά της Θεσσαλονίκης, Βονιφάτιου, σχεδιάζοντας εισβολή στη Βουλγαρία. Η συμμαχία σφραγίσθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 1207, όταν ο Ερρίκος νυμφεύθηκε την κόρη του Βονιφάτιου, Αγνή.

Τον Απρίλιο του 1207 ο Καλοϊωάννης πολιόρκησε την Αδριανούπολη. Διεξήχθησαν πολύνεκρες μάχες. Ωστόσο η πόλη άντεξε και οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν την προσπάθεια, καθώς οι Κουμάνοι σύμμαχοί τους αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Προς το παρόν ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους Λατίνους προερχόταν από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Όταν οι εχθροπραξίες έληξαν και οι Αυτοκρατορίες της Νίκαιας και της Κωνσταντινούπολης υπέγραψαν ανακωχή (Ιούνιος 1207), οι Λατίνοι μπορούσαν να ασχοληθούν πλέον με την εκστρατεία εναντίον της Βουλγαρίας. Ο Ερρίκος, επικεφαλής εκστρατευτικού σώματος, κατευθύνθηκε προς την Αδριανούπολη.

Αργότερα συναντήθηκε με τον Βονιφάτιο κοντά στα Ίψαλα και συμφώνησαν να εισβάλουν μαζί στη Βουλγαρία στα τέλη Οκτωβρίου. Όμως στις 4 Σεπτεμβρίου 1207 ο Βονιφάτιος και η μικρή συνοδεία του αιφνιδιάστηκαν από Βουλγαρική ενέδρα στα ορεινά περάσματα της Ροδόπης, κοντά στη Μοσυνόπολη. Ο Βονιφάτιος σκοτώθηκε και το κεφάλι του κατέληξε ως τρόπαιο στον Καλοϊωάννη. Η απροσδόκητη αυτή εξέλιξη έδωσε την ευκαιρία στον Βούλγαρο Τσάρο να πολιορκήσει για μια ακόμη φορά τη Θεσσαλονίκη. Εκεί συνέβη ένα ακόμη απροσδόκητο γεγονός, ο Καλοϊωάννης πέθανε, τον Οκτώβριο του 1207, από πλευρίτιδα, σύμφωνα με τη διήγηση του Ακροπολίτη.

Η παράδοση θέλει ως θύτη του Καλοϊωάννη τον Άγιο Δημήτριο, ο οποίος τον λόγχισε στο πλευρό. Τον Τσάρο διαδέχθηκε ο ανιψιός του Βορίλας (1207 – 1218), ο οποίος τον Ιούλιο του 1208 ηττήθηκε στη Φιλιππούπολη από τα στρατεύματα του Ερρίκου. Η εξουσία των Λατίνων στη Θράκη δεν απειλήθηκε πάλι από τους Βουλγάρους. Ούτως ή άλλως το Βουλγαρικό βασίλειο παρήκμασε προς τα τέλη του 13ου αιώνα, αποδυναμωμένο από μια εξέγερση χωρικών και από τις διαμάχες του με την Ουγγαρία, τη Σερβία και το Βυζάντιο. Αργότερα η Βουλγαρία αναγνώρισε ως επικυριάρχους της τους Μογγόλους της Χρυσής Ορδής.