Η συνέχεια της πολιτικής της Γεωμετρικής Περιόδου και του πρώτου Ελληνικού αποικισμού
Αιολείς
Αιολείς
Μετά τη μετανάστευση των Θεσσαλών στην περιοχή της Θεσπρωτίας και την κάθοδο των Δωριέων στην Πελοπόννησο Αιολείς πρόσφυγες από τις περιοχές αυτές αναγκάστηκαν να μετακινηθούν και να εγκατασταθούν στη Λέσβο, την Τένεδο και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Σύμφωνα με την παράδοση και τις μαρτυρίες αρχαίων ιστορικών ο Πενθίλιος, γιος του Ορέστη, οδήγησε τους Αχαιούς από τη Βοιωτία και τη Θεσσαλία στην Αιολίδα, ενώ οι απόγονοί του Πενθιλίδαι βασίλευσαν στη Μυτιλήνη. Μάλιστα, ο βασιλιάς της Κύμης Αγαμέμνων είχε αυτό το όνομα για να υποδηλώσει ότι καταγόταν από το γένος του Ορέστη.
Από τα ευρήματα της Πρωτογεωμετρικής κεραμικής στη Λέσβο και σε άλλες πόλεις της Αιολίδας διαπιστώνεται ότι η εγκατάσταση πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 1050 με 900 π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση οι άποικοι φέρονταν ως Αχαιοί, αλλά το γεγονός ότι ο Πενθίλιος τους οδήγησε από τη Βοιωτία και τη Θεσσαλία και κυρίως η ονομασία της περιοχής δείχνουν ότι οι περισσότεροι ήταν Αιολείς. Εκτός από τη Λέσβο, την Τένεδο, την Κύμη και τη Μυτιλήνη στην περιοχή της Αιολίδας περιλαμβάνονταν η Ερεσσός, η Τήμνος, η Πιτάνη, η Μύρινα και η Σμύρνη, η οποία όμως καταλήφθηκε από τους Κολοφωνίους και έγινε Ιωνική. Οι Αιολείς είχαν ως κέντρο τους το ιερό του Απόλλωνα στο Γρύνειο.
– Αιολικός Αποικισμός
Από τα τέλη του 12ου ως τα τέλη του 9ου αι π.Χ. τα Ελληνικά φύλα μετακινήθηκαν από τα άγονα και τα ορεινά της ηπειρωτικής Ελλάδας προς τις πεδινές και εύφορες εκτάσεις του Ελλαδικού κορμού, τα νησιά του Αιγαίου και τα Μικρασιατικά παράλια. Αιολείς, Ίωνες και Δωριείς διαπεραιώθηκαν στο ανατολικό Αιγαίο και εγκαταστάθηκαν σε συγκεκριμένες γεωγραφικές ενότητες, τα όρια των οποίων δεν ήταν πάντα σταθερά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Σμύρνη, που από Αιολική αποικία έγινε κάποια στιγμή -πολύ νωρίς- Ιωνική. Η Αιολική ενότητα σχηματίστηκε στη Λέσβο, την Τένεδο, τις Εκατοννήσους καθώς και στα Μικρασιατικά παράλια, από τον κόλπο της Ελαίας ως τον κόλπο της Σμύρνης. Από τον 7ο αιώνα π.Χ. προστέθηκε σε αυτή και η νότια Τρωάδα.
– Αρχαίες Πηγές
Η πρωιμότερη άμεση αναφορά στην Αιολίδα βρίσκεται στον Ησίοδο, που βεβαιώνει πως η Κύμη είναι Αιολική χωρίς όμως να δίνει καμία άλλη πληροφορία για τον ίδιο τον αποικισμό. Οι σύγχρονοι ιστορικοί αποδέχονται πως σε γενικές γραμμές η παράδοση η σχετική με τον Αιολικό αποικισμό εδραιώθηκε μόλις τον 5ο αιώνα π.Χ., με το έργο του Ελλάνικου από τη Μυτιλήνη που αφορά τους μύθους τους σχετικούς με την καταγωγή των Αιολέων της Λέσβου. Μία από τις κύριες σωζόμενες πηγές είναι το έργο του γεωγράφου Στράβωνα, σύμφωνα με τον οποίον ο Αιολικός αποικισμός ξεκίνησε τέσσερις γενιές πριν από τον ιωνικό αλλά εξελίχθηκε πολύ πιο αργά από αυτόν.
Την ετοιμασία του αποικισμού άρχισε ο Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα, και μετά το θάνατό του στην Αρκαδία τη συνέχισε ο γιος του Πενθίλος που έφτασε ως τη Θράκη. Ο γιος του Πενθίλου, Αρχέλαος, πέρασε στην Κυζικηνή και ο νεότερος γιος του τελευταίου, Γρας, έφθασε ως το Γρανικό ποταμό. Από εκεί πέρασε στη Λέσβο και την κατέλαβε. Η εξόρμηση των απογόνων του Ορέστη προετοιμάστηκε στην Αυλίδα της Βοιωτίας με τη συμμετοχή πολλών Βοιωτών. Εν τω μεταξύ, δύο άλλοι απόγονοι του Αγαμέμνονα, ο Κλεύης και ο Μαλαός, έδρασαν την ίδια εποχή με τον Πενθίλο και ξεκινώντας από τη Λοκρίδα έφθασαν στα Μικρασιατικά παράλια, όπου ίδρυσαν την Κύμη που καλείται και Φρικωνίς από το ομώνυμο βουνό της Λοκρίδας.
Σύμφωνα πάντα με το Στράβωνα η ηπειρωτική Αιολίδα εκτεινόταν από την Κυζικηνή ως την περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Κάικο και Έρμο. Οι Αιολικές πόλεις ανέρχονταν περίπου στις 30 με τη Λέσβο και την Κύμη να χαρακτηρίζονται ως Μητροπόλεις. Μια πολύ πιο σύντομη αναφορά στον Αιολικό αποικισμό κάνει ο Παυσανίας. Σε αυτόν συμμετείχαν Λακεδαιμόνιοι και ο εγγονός του Ορέστη, Γρας. Όσο για το γεωγραφικό προσδιορισμό της Μικρασιατικής Αιολίδας ο Παυσανίας αρκείται στη Λακωνική αναφορά ότι βρίσκεται μεταξύ Ιωνίας και Μυσίας. Στην ίδια πηγή γίνεται λόγος και για τη δίωξη των Αιολέων από τη Σμύρνη και την κατάληψή της από τους Ίωνες Κολοφωνίους.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, οικιστής της Αιολίδας ήταν ο ίδιος ο Ορέστης και όχι οι απόγονοί του. Ένα γένος της Τενέδου απέδιδε την καταγωγή του στον Πείσανδρο που είχε έλθει από τις Αμύκλες μαζί με τον Ορέστη. Σχετικά με τη γεωγραφική έκταση της περιοχής της Αιολίδας, η λίστα των Αιολικών πόλεων στον Ηρόδοτο αποτελεί την πρωιμότερη σωζόμενη αναφορά. Σύμφωνα με αυτή, στην ηπειρωτική Αιολίδα, δηλαδή στη Μικρά Ασία, ιδρύθηκαν 12 Αιολικές πόλεις που μειώθηκαν σε 11 μετά την κατάληψη της Σμύρνης από τους Κολοφωνίους.
Είναι οι εξής: Κύμη (η καλούμενη Φρικωνίς), Λήρισαι (ή Λάρισα), Νέον Τείχος, Τήμνος, Κίλλα, Νότιον, Αιγιρόεσσα, Πιτάνη, Αιγαίαι, Μύρινα και Γρύνεια. Με βάση αυτές τις μαρτυρούμενες πόλεις η Μικρασιατική Αιολίδα εκτεινόταν από τη Σμύρνη στο νότο, προτού αυτή γίνει ιωνική, ως την Πιτάνη στο βορρά, στην ακτή του Ελαιατικού κόλπου. Οι ανατολικότερες πόλεις ήταν η Τήμνος και οι Αιγαί ή Αιγαίαι. Σε αυτές πρέπει να προστεθεί και η Ελαία που δεν αναφέρεται στον Ηρόδοτο. Κατά την Αρχαϊκή και Κλασική περίοδο οι Μικρασιατικές Αιολικές πόλεις αποτελούσαν -μαζί με αυτές στη Λέσβο, την Τένεδο και τη μεγαλύτερη από τις Εκατοννήσους- μια ενότητα αυτόνομων πόλεων – κρατών με κοινό εθνικό, γλωσσικό και πολιτικό χαρακτήρα.
Αιολικές πάντως ήταν και οι πόλεις στην Τρώαδα, γύρω από το βουνό Ίδα. Φαίνεται όμως πως για τον Ηρόδοτο οι βορειότερες αυτές Αιολικές πόλεις, που ιδρύθηκαν αργότερα και ανήκαν στη σφαίρα της επιρροής της Μυτιλήνης, αποτελούσαν μια ξεχωριστή ομάδα. Ο διαχωρισμός αυτός οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι στην εποχή του οι δύο ομάδες Μικρασιατικών Αιολικών πόλεων ανήκαν σε ξεχωριστές Σατραπείες. Πέρα όμως από αυτό υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Αιολικές πόλεις, όπως τις απαριθμεί ο Ηρόδοτος, συνεργάζονταν στενότερα πολιτικά και στρατιωτικά μεταξύ τους σε ένα είδος συνασπισμού που μπορεί να παραλληλιστεί με το Πανιώνιον των Ιωνικών πόλεων.
– Καταγωγή των Αποικιστών
Οι αρχαίες πηγές αποδίδουν την καταγωγή των Αιολέων στα Αιολόφωνα στοιχεία από την προθεσσαλική Θεσσαλία, στους Βοιωτούς, σε αποίκους από τη Λοκρίδα καθώς και σε Πελοποννησίους. Επικεφαλής του αποικισμού που παρουσιάζεται σαν μια οργανωμένη επιχείρηση τοποθετούνται άλλοτε ο ίδιος ο Ορέστης από το Αχαϊκό γένος των Ατρειδών και άλλοτε απόγονοί του. Δυστυχώς, στις σωζόμενες τοπικές παραδόσεις της Θεσσαλίας δε μαρτυρείται ούτε ένα όνομα Θεσσαλικής πόλεως ή περιοχής, παρά μόνο ένα όνομα Αιολόφωνου φύλου, αυτό των Λαπιθών. Εκτός από τους Λαπίθες, πριν από το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής υπήρχε και ένα φύλο με το όνομα Αιολείς.
Έτσι δικαιολογείται η υιοθέτηση αυτού του ονόματος για τους Έλληνες που μιλούσαν τη διάλεκτο που επικράτησε στη Λέσβο, την Τένεδο και τα απέναντι Μικρασιατικά παράλια. Η ομοιότητα της Αιολικής διαλέκτου με αυτή που μιλούσαν στη Θεσσαλία και τη Βοιωτία αποδεικνύει περίτρανα την πιστότητα της παραδιδομένης καταγωγής των Αιολέων. Άλλωστε, ο ίδιος ο Θουκυδίδης υπογραμμίζει τη συγγένεια μεταξύ των Βοιωτών και των Αιολέων της Λέσβου και της Μικράς Ασίας. Στη συγγένεια αυτή δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου για λόγους πολιτικούς, όταν οι Λέσβιοι ολιγαρχικοί επιθυμούσαν την είσοδό τους στη Λακωνική Συμμαχία με τη Βοιωτική υποστήριξη.
Εκτός από τους Θεσσαλούς και τους Βοιωτούς στον Αιολικό αποικισμό συμμετείχαν και κάτοικοι από τη Λοκρίδα που ίδρυσαν τη Λάρισα και την Κύμη στη Μικρά Ασία. Αυτό παραδίδει ο Στράβων και πιθανότατα ο Ελλάνικος. Είδαμε ότι στην παράδοση του Αιολικού αποικισμού ηγετικό ρόλο παίζει το γένος των Ατρειδών της Πελοποννήσου με τον ίδιο τον Ορέστη ή τους απογόνους του. Σε απογόνους του Αγαμέμνονα, για τη γενεαλογία όμως των οποίων δε γνωρίζουμε τίποτε, αποδίδεται και η ίδρυση της Κύμης. Φαίνεται όμως πως υπήρχαν περισσότερες από μία παραδόσεις.
Σύμφωνα με τον Αθηναίο Φερεκύδη οι Αιολικές πόλεις ιδρύθηκαν από τον Άνδροκλο, τον γιο του Αθηναίου βασιλιά Κόδρου, αφού πρωτοστάτησε στην εγκατάσταση των Ελλήνων στην Ιωνία. Οι δύο αυτές αντίθετες παραδόσεις είναι πολύ πιθανό να αντικατοπτρίζουν τη διαμάχη που υπήρχε τον 5ο αιώνα π.Χ. ανάμεσα στην Αθήνα και τη Μυτιλήνη για τη κυριαρχία των Αιολικών πόλεων στην Τρωάδα. Οι σχέσεις μεταξύ Αιολίδας και Πελοποννήσου δεν περιορίζονται μόνο στον ηγετικό ρόλο των Αχαιών και στη, σύμφωνα με τον Παυσανία, συμμετοχή των Λακεδαιμονίων στον αποικισμό της πρώτης.
Παρόλο που οι Αιολόφωνοι άποικοι επέβαλαν τελικά τη διάλεκτο, τις λατρείες και το ημερολόγιο, οι βασιλικές οικογένειες πολλών πόλεων ανήγαγαν την καταγωγή τους στους Αχαιούς και ήταν θεματοφύλακες των Αχαϊκών παραδόσεων. Από τον Αριστοτέλη γνωρίζουμε ότι το ισχυρό γένος των Πενθιλιδών, με γενάρχη το γιο του Ορέστη Πενθίλο, είχε αναλάβει τη βασιλεία στην πόλη της Μυτιλήνης κατά τους Πρώιμους Αρχαϊκούς χρόνους. Δυναστείες με το πατρωνυμικό Πενθιλίδαι μαρτυρούνται και σε άλλες πόλεις της Λέσβου. Ο Στέφανος ο Βυζάντιος παραδίδει ότι ο Πενθίλος ήταν ο επώνυμος ήρωας μιας μικρής πόλης στη Λέσβο, της Πενθίλης.
Στην Κύμη τον 8ο αιώνα π.Χ. βασίλευε ένας Αγαμέμνων, που αναμφίβολα είλκε την καταγωγή του από τον ήρωα του Τρωικού πολέμου. Σύμφωνα με μία άποψη το ανθρωπωνύμιο Κλεύης, πολύ συνηθισμένο στην ηπειρωτική Αιολίδα και στη Λέσβο, και τα Αιολικά τοπωνύμια Μαλήνη, Μαλούς, Μαλία κτλ. θα μπορούσαν να συσχετιστούν με τους Κλεύη και Μαλαό, τους δύο απογόνους του Αγαμέμνονα που συμμετείχαν στον Αιολικό αποικισμό. Ακόμη και η ύπαρξη δύο πόλεων στην Αχαΐα και στη Μικρασιατική Αιολίδα με το όνομα Αιγαί δεν είναι, κατά μία άποψη, τυχαία, δεδομένου ότι και στις δύο μαρτυρείται λατρεία του Ποσειδώνα.
Τέλος, η Σαπφώ αποδίδει την ίδρυση του ναού της Ήρας στη Λέσβο στους Ατρείδες. Η μαρτυρία αυτή αποτελεί ένα βασικό επιχείρημα για τους μελετητές που θεωρούν ότι η λατρεία της Ήρας στο νησί της Λέσβου κατάγεται από το Άργος, τον τόπο με τον οποίον η θεά είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη. Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι οι σχέσεις Πελοποννησίων και Αιολέων δεν περιορίζονται μόνο στην Πελοποννησιακή καταγωγή των μυθικών πρωτεργατών του Αιολικού αποικισμού.
Σε αντίθεση με την άποψη που επικρατούσε παλαιότερα, ότι δηλαδή η συμμετοχή των Αχαιών της Πελοποννήσου στον αποικισμό της Αιολίδας υπήρξε περιορισμένη, οι μελετητές σήμερα δέχονται ότι στη συγκεκριμένη περιοχή εγκαταστάθηκαν μαζί με τους Αιολόφωνους αποίκους από τη Θεσσαλία και μερικές περιοχές της Στερεάς και Αχαιοί από την Αργολίδα και τη Λακωνία.
– Χρονολόγηση του Αποικισμού
Οι χρονολογικές ενδείξεις των αρχαίων πηγών σχετικά με τον Αιολικό αποικισμό είναι πενιχρές και πολλές φορές αντιφατικές. Μια πρώτη πολύ γενική πληροφορία δίνει ο Φερεκύδης που αναφέρει απλώς ότι ο Αιολικός αποικισμός προηγήθηκε του Ιωνικού. Περισσότερο σαφής είναι ο Στράβων που τονίζει ότι η επιχείρηση προετοιμάστηκε στην Αυλίδα μετά την άφιξη των Βοιωτών στην περιοχή που έκτοτε πήρε το όνομά τους. Η άφιξη αυτή τοποθετείται από το Θουκυδίδη 60 χρόνια μετά την πτώση της Τροίας. Αυτό σημαίνει ότι η προετοιμασία του αποικισμού προηγήθηκε της καθόδου των Δωριέων, που χρονολογείται από τον ιστορικό 80 χρόνια μετά την πτώση της Τροίας.
Μία ακόμη χρονολογική ένδειξη προσφέρει ο Στράβων, σύμφωνα με την οποία ο Αιολικός αποικισμός άρχισε τέσσερις γενιές νωρίτερα από τον Ιωνικό. Σημειώνει όμως ότι εξελίχθηκε πολύ πιο αργά. Με βάση τη μαρτυρία του η εξέλιξη αυτή ολοκληρώθηκε μόλις την τέταρτη γενιά. Συμπεραίνει λοιπόν κανείς ότι η χρονική διαφορά από τον Ιωνικό αποικισμό πρέπει να είναι μικρή. Ο Ρωμαίος ιστορικός Velleius Paterculus παραδίδει ότι οι γιοι του Ορέστη εγκαταστάθηκαν στη Λέσβο 15 χρόνια μετά την εκδίωξή τους από τους Ηρακλείδες.
Επομένως ο αποικισμός της νήσου έγινε πριν από τον Ιωνικό αποικισμό που τοποθετείται γενικά 60 χρόνια μετά την κάθοδο των Ηρακλειδών. Σε άλλο χωρίο της ίδιας πηγής αναφέρεται όμως ότι η ίδρυση των Αιολικών αποικιών στη Μικρά Ασία και τη Λέσβο έγινε ύστερα από αυτήν των Ιωνικών. Για μερικούς μελετητές οι δύο αυτές πληροφορίες είναι αντιφατικές και θεωρούν την πηγή αναξιόπιστη. Άλλοι αντιθέτως πιστεύουν ότι δεν υπάρχει αντίφαση και ότι ο συγγραφέας τοποθετεί μεν την αρχή του Αιολικού αποικισμού πριν από τον Ιωνικό, το δε τέλος του μετά από αυτόν.
Στον Ψευδο-Ηρόδοτο η ίδρυση των πόλεων στο νησί της Λέσβου χρονολογείται 130 χρόνια μετά τον Τρωικό πόλεμο. Είκοσι χρόνια μετά τις πόλεις της Λέσβου ιδρύθηκε η αιολική Κύμη και 18 χρόνια αργότερα ιδρύθηκε η Σμύρνη από τους Κυμαίους, την ίδια εποχή που γεννήθηκε ο Όμηρος. Με βάση τη γέννηση του Ομήρου που χρονολογείται 622 χρόνια πριν από την εκστρατεία του Ξέρξη στην Ελλάδα, προκύπτουν οι ακόλουθες χρονολογίες ίδρυσης των αιολικών αποικιών: Σμύρνη 1102 π.Χ., Κύμη 1120 π.Χ., Λέσβος 1140 π.Χ., ενώ ο Τρωικός πόλεμος τοποθετείται στο 1270 π.Χ.
Ο Ψευδο-Ηρόδοτος όμως παραλείπει να συσχετίσει την ίδρυση των Αιολικών πόλεων με την κάθοδο των Ηρακλειδών και τον Ιωνικό αποικισμό δυσχεραίνοντας έτσι την αποτίμηση της μαρτυρίας του. Σύμφωνα πάντως με αυτήν, ο Αιολικός αποικισμός χρονολογείται μετά τον Τρωικό πόλεμο και ολοκληρώθηκε σε περισσότερα στάδια. Διαφορετικές χρονολογίες παραδίδει ο Ευσέβιος, πηγή του 4ου αιώνα π.Χ.: Η πτώση της Τροίας χρονολογείται στο 1182 π.Χ., η κάθοδος των Ηρακλειδών στο 1098 π.Χ., η ίδρυση της Κύμης στην Αιολίδα στο 1050 π.Χ., η ίδρυση της Μύρινας στο 1046 π.Χ. και τέλος ο ιωνικός αποικισμός χρονολογείται στο 1036 π.Χ.
Συμπεραίνουμε ότι η ίδρυση των Αιολικών πόλεων τοποθετείται περίπου μισό αιώνα μετά την κάθοδο των Ηρακλειδών και μόλις 10 χρόνια πριν από τον Ιωνικό αποικισμό. Με βάση τη φιλολογική παράδοση φαίνεται ότι ο Αιολικός αποικισμός άρχισε μετά τον Τρωικό πόλεμο, διήρκεσε μια μακρά περίοδο και ολοκληρώθηκε λίγο πριν ή πιθανότατα ταυτόχρονα με τον Ιωνικό αποικισμό. Ένας από τους πρώτους προορισμούς θα ήταν λόγω γεωγραφικής θέσης η Λέσβος και ακολούθως η Μικρασιατική ακτή. Από τους σύγχρονους μελετητές έχουν προταθεί διάφορες χρονολογήσεις του Αιολικού αποικισμού που καλύπτουν την περίοδο από τα τέλη του 12ου ως τα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο αποικισμός της Μικράς Ασίας είναι μία μόνο σελίδα στη μακρά σειρά των εθνικών μετακινήσεων που σημειώνονται κατά το διάστημα αυτό στο χώρο του Αιγαίου. Οι ελάχιστες αρχαιολογικές ενδείξεις για το χρόνο εγκατάστασης των αποίκων οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα Μικρασιατικά παράλια κατοικούνταν από τους Αιολείς το αργότερο το 10ο αιώνα π.Χ. Οι ανασκαφές στην πόλη της Σμύρνης έδειξαν ότι η πρώτη Ελληνική εγκατάσταση εκεί χρονολογείται γύρω στο 1000 π.Χ. Στα πρώιμα στρώματα του οικισμού βρέθηκε η χαρακτηριστική για την περιοχή της Αιολίδας μονόχρωμη τεφρή κεραμική.
Η κεραμική αυτή μειώνεται αισθητά στα στρώματα που χρονολογούνται στον 8ο αιώνα π.Χ. Τότε τοποθετούν οι αρχαιολόγοι την κατάληψη της Σμύρνης από τους Ίωνες. Επομένως η παραδιδομένη μεταβολή της Σμύρνης από Αιολική σε Ιωνική αποικία τεκμηριώνεται και αρχαιολογικά. Αργότερα ιδρύθηκε η Λάρισα επί του Έρμου ποταμού, αφού η πρωιμότερη κεραμική που βρέθηκε κατά τις ανασκαφές χρονολογείται μόλις στον 7ο αιώνα π.Χ. Στη Λέσβο οι αρχαιότερες ανασκαφικά τεκμηριωμένες εγκαταστάσεις υπάρχουν στη Μήθυμνα, στη Μυτιλήνη και στην Άντισσα και τοποθετούνται μεταξύ του 10ου και του 9ου αιώνα π.Χ.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν σε βασικές γραμμές τη φιλολογική παράδοση του Αιολικού αποικισμού. Άρχισε νωρίς, στο διάστημα από το β΄ μισό του 11ου ως τις αρχές του 10ου αιώνα π.Χ., και με αργή εξέλιξη ολοκληρώθηκε γύρω στο 800 π.Χ. Τον 8ο αιώνα π.Χ. η Αιολική ενότητα εθνικού και πολιτικού χαρακτήρα είχε πλέον διαμορφωθεί.
– Τα αίτια του Αποικισμού
Οι αρχαίες πηγές παρουσιάζουν τον Αιολικό αποικισμό ανεξάρτητα από τις μεγάλες μετακινήσεις των πληθυσμών στο τέλος της Μυκηναϊκής εποχής. Εξαιρείται μόνο ο ιστορικός Velleius Paterculus που τον συνδέει με την κάθοδο των Ηρακλειδών σε μια προσπάθεια πιθανότατα συστηματοποίησης όλων των παραδόσεων και συντονισμού των γεγονότων. Για τους αρχαίους συγγραφείς αιτία του Αιολικού αποικισμού ήταν ο χρησμός της Πυθίας που δόθηκε στον Ορέστη. Σύμφωνα με αυτόν, ο λοιμός που ρήμαζε την Ελλάδα και κατέστρεφε τις σοδειές μετά τον Τρωικό πόλεμο θα σταματούσε, αν απόγονοι του Αγαμέμνονα αναχωρούσαν για την Τρώαδα με σκοπό να ιδρύσουν πόλεις και να αποκαταστήσουν τη λατρεία των θεών.
Την εξεύρεση γης ως αιτία του Αιολικού αποικισμού, όπως αυτή προκύπτει από την ερμηνεία της σχετικής παράδοσης, υπαινίσσεται και ο Ηρόδοτος, όταν συγκρίνει το εύφορο έδαφος της Αιολίδας με αυτό της Ιωνίας. Ότι οι Αιολικές αποικίες δεν ήταν εμπορικοί ναύσταθμοι αλλά αγροτικές κτίσεις επαληθεύεται και από το ανέκδοτο που θέλει τους Κυμαίους να αφήνουν ανεκμετάλλευτο το λιμάνι τους και να μην αγγίζουν τα έσοδα από αυτό για 300 χρόνια από την ίδρυση της πόλης τους. Στον Αιολικό αποικισμό που άρχισε πολύ νωρίς αλλά εξελίχτηκε με αργούς ρυθμούς πήραν μέρος Αιολόφωνοι Έλληνες από τη Θεσσαλία, Βοιωτοί, κάτοικοι της Λοκρίδας και της Πελοποννήσου.
Τα Αιολόφωνα φύλα επέβαλαν τη διάλεκτο, το ημερολόγιο και τις λατρείες, αλλά την Αχαϊκή καταγωγή επικαλούνταν συχνά πολλές βασιλικές οικογένειες της περιοχής. Η περιοχή της Αιολίδας περιλάμβανε τη Λέσβο, την Τένεδο και τα απέναντι Μικρασιατικά παράλια, από τον κόλπο της Ελαίας στο βορρά ως τον κόλπο της Σμύρνης στο νότο. Εξέχουσα θέση ανάμεσα στις Αιολικές πόλεις κατείχαν η Κύμη και η Λέσβος.
Δωριείς
Εκτός από τους Ίωνες και τους Αιολείς τα Μικρασιατικά παράλια εποικίστηκαν επίσης και από Δωριείς. Σε αντίθεση όμως με τους πρώτους, οι οποίοι έφταναν στη Μικρά Ασία ως πρόσφυγες, οι δεύτεροι έδωσαν στη μετανάστευσή τους το χαρακτήρα οργανωμένης επιχείρησης. Έτσι, άποικοι από τη βορειοδυτική Πελοπόννησο αποίκισαν γύρω στα τέλη του 10ου αιώνα π.Χ. περίπου τις τρεις μεγάλες πόλεις της Ρόδου, τη Λίνδο, την Κάμειρο και την Ιαλυσό. Από τους Δωριείς της Επιδαύρου και της Τροιζήνας αποικίστηκαν αντίστοιχα η Κως και η Αλικαρνασσός.
Οι πόλεις αυτές καθώς και η Κνίδος, που θεωρείται αποικία των Δωριέων της Σπάρτης, συγκρότησαν θρησκευτική ένωση με κέντρο το ιερό του Τριοπίου Απόλλωνα στην Κνίδο. Αποίκους από τη Σπάρτη δέχτηκαν και η Μήλος, η Θήρα και οι Κρητικές πόλεις Γόρτυς και Λύκτος.
– Δωρικές Αποικίες
Οι Δωριείς μαζί με τους Ίωνες και τους Αιολείς ήταν τα τρία Ελληνικά φύλα που συμμετείχαν στον αποικισμό της δυτικής Μικρασιατικής ακτής. Η εξάπλωση των Δωριέων ως την ανατολική ηπειρωτική πλευρά του Αιγαίου ξεκίνησε από την Πελοπόννησο και με ενδιάμεσους σταθμούς στα νησιά των νότιων Κυκλάδων (Θήρα, Μήλος), της Κρήτης και των Δωδεκανήσων (Ρόδος, Κως) έφτασε στα παράλια της Καρίας, στο νοτιοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας. Εκεί οι Δωριείς ίδρυσαν δύο νέες Ελληνικές πόλεις, την Αλικαρνασσό (Bodrum) και την Κνίδο.
– Φιλολογικές Μαρτυρίες
Σύμφωνα με το Στράβωνα, μετά το θάνατο του Αθηναίου βασιλιά Κόδρου, η Κνίδος και η Αλικαρνασσός δεν υπήρχαν, υπήρχαν όμως η Ρόδος και η Κως.2 Η μαρτυρία τεκμηριώνεται και αρχαιολογικά αφού η Ρόδος και η Κως ήταν από τα σημαντικότερα Μυκηναϊκά κέντρα στο ανατολικό Αιγαίο. Αντίθετα, δε φαίνεται να υπήρξε μόνιμη εγκατάσταση στις δύο Μικρασιατικές θέσεις των Καρικών παραλίων που να χρονολογείται πριν από την ίδρυση των Δωρικών αποικιών. Σύμφωνα με την παράδοση, η Αλικαρνασσός ιδρύθηκε από αποίκους από την Τροιζήνα.
Ο Ηρόδοτος τους αποκαλεί Δωριείς και ο Στέφανος Βυζάντιος παραδίδει ότι ο οικιστής Άνθης οδήγησε τη φυλή των Δυμάνων, τη μία από τις τρεις Δωρικές φυλές από την Τροιζήνα στην Αλικαρνασσό. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Διόδωρος ο Σικελιώτης δε συμπεριλαμβάνει την Αλικαρνασσό στις Δωρικές κτίσεις των νότιων Κυκλάδων και της Καρίας, ενώ ο Βιτρούβιος κάνει λόγο και για συμμετοχή Αργείων στην ίδρυση της αποικίας αυτής. Τη φιλολογικά παραδεδομένη σύνδεση της Αλικαρνασσού με την Τροιζήνα υποστηρίζουν και μεταγενέστερες επιγραφικές μαρτυρίες. Η δεύτερη Δωρική κτίση στα παράλια της Καρίας, η Κνίδος, ιδρύθηκε σύμφωνα με τον Ηρόδοτο από Λακεδαιμόνιους αποίκους.
Μια διαφορετική εκδοχή με αποίκους από τα Μέγαρα παραδίδεται από το Στράβωνα. Πιο αξιόπιστη κρίνεται όμως η μαρτυρία του Ηροδότου που, γεννημένος στην Αλικαρνασσό, θα ήξερε μάλλον καλά την Κνίδο. Η σχέση Κνίδου και Σπάρτης επιβεβαιώνεται έμμεσα και από άλλες μαρτυρίες του ιδίου ιστορικού αλλά και του Διοδώρου του Σικελιώτη. Μια πρώτη έμμεση σύνδεση Κνίδου και Σπάρτης παραδίδεται στο επεισόδιο της διάσωσης των Κυρηναίων αιχμαλώτων από τους Κνιδίους και της μεταφοράς τους στη Θήρα. Οι κάτοικοι της Θήρας θεωρούσαν ότι τους ενώνουν δεσμοί συγγένειας με τους Κνιδίους, πιθανότατα λόγω της κοινής Λακεδαιμονιακής καταγωγής.
Σπαρτιατική αποικία μπορεί εμμέσως να θεωρηθεί και η Κυρήνη, με μητρόπολη τη Θήρα. Οι Κνίδιοι μεσολάβησαν και πάλι για την επιστροφή του εξόριστου από τον Τάραντα Γίλλου, αφού Κνίδιοι και Ταραντίνοι ήταν φίλοι. Σύμφωνα δε με το Διόδωρο, Κνίδιοι και Λακεδαιμόνιοι συμμετείχαν, μαζί με Αργείους και Ροδίους, στον αποικισμό της Σύμης. Γύρω στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. η Κνίδος ήταν μια πιστή σύμμαχος της Σπάρτης. Φαίνεται λοιπόν ότι στο δίκτυο των Σπαρτιατικών αποικιών στο χώρο της Μεσογείου, που περιλαμβάνει τον Τάραντα, τη Μήλο και τη Θήρα, ανήκει και η Κνίδος.
– Χρονολογία Ίδρυσης των Αποικιών
Η χρονολόγηση του αποικισμού της Μικράς Ασίας είναι ένα ζήτημα με πολλές δυσκολίες και μεγάλη αβεβαιότητα. Σύμφωνα με την παράδοση, η εξόρμηση των Δωριέων προς τα νησιά του νότιου Αιγαίου και τη Μικρασιατική ακτή πραγματοποιήθηκε μετά την ήττα τους από τον Αθηναίο βασιλιά Κόδρο και συνεπώς ταυτόχρονα με τον Ιωνικό αποικισμό. Η παραδοσιακή χρονολόγηση του Ιωνικού αποικισμού, όπως συνάγεται από τις πηγές, τοποθετείται στον 11ο αιώνα π.Χ.
Όταν οι πρεσβευτές της Αλικαρνασσού στη Ρώμη το 27 μ.Χ. διατείνονται ότι η πόλη τους υπάρχει για 1.200 χρόνια, δηλαδή περίπου από το 1175 π.Χ., χωρίς να έχει υποφέρει ποτέ από σεισμό, το κάνουν για να εντυπωσιάσουν τη σύγκλητο, αφού η τόσο υψηλή χρονολόγηση δεν υποστηρίζεται αρχαιολογικά και είναι πολύ πιθανόν να βασίστηκε σε ένα χρονολογικό σύστημα συνδεδεμένο με τα Τρωικά. Η σύγχρονη έρευνα δεν έχει καταλήξει σε μια ομόφωνα αποδεκτή χρονολόγηση του αποικισμού του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας από τους Ίωνες, τους Αιολείς και τους Δωριείς.
Έχουν προταθεί διάφορες χρονολογίες που κυμαίνονται μεταξύ του 12ου και του 8ου αιώνα π.Χ. καλύπτοντας όλο το διάστημα της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου. Πιο συγκεκριμένα, για την ίδρυση των Δωρικών αποικιών της Μικράς Ασίας ο J. Berard προτείνει μια χρονολόγηση στο τέλος του 12ου αιώνα π.Χ. Μια μερίδα ερευνητών χρονολογεί το Δωρικό αποικισμό στο 10ο αιώνα π.Χ., ενώ σύμφωνα με μια τρίτη άποψη, η κύρια εξόρμηση των Δωριέων προς τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου τοποθετείται χρονικά τον 8ο αιώνα π.Χ. Στην Αλικαρνασσό λόγω της συνεχούς κατοίκησης δε διασώθηκαν οικοδομικά λείψανα από την περίοδο της πρώιμης εγκατάστασης.
Ακόμη και τα πρωιμότερα κινητά ευρήματα δεν μπορούν να χρονολογηθούν νωρίτερα από τον 8ο αιώνα π.Χ. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η εγκατάσταση δεν μπορεί να είναι παλαιότερη της εποχής αυτής. Το ίδιο ελλιπή είναι τα αρχαιολογικά δεδομένα σχετικά με τη χρονολογία ιδρύσεως της Κνίδου. Στην περίπτωση μάλιστα της δωρικής αυτής αποικίας υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις αναφορικά με τη θέση στην οποία ιδρύθηκε. Σύμφωνα με μία θεωρία η πρώτη εγκατάσταση έγινε στη νότια ακτή της χερσονήσου και παρέμεινε στη θέση αυτή ως και το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ., οπότε και επανιδρύθηκε στο Tekir, στην άκρη της χερσονήσου.
Η απουσία αρχαιολογικών καταλοίπων στο Tekir πρωιμότερων του 4ου αιώνα π.Χ. αποτέλεσε το μοναδικό επιχείρημα των υποστηρικτών της άποψης αυτής. Νεότερες όμως ανασκαφικές έρευνες στη θέση αυτή έφεραν στο φως ευρήματα που χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα π.Χ. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στις αρχαίες πηγές για μετεγκατάσταση της Κνίδου, αποτελεί το επιχείρημα αυτών που υποστηρίζουν ότι η Κνίδος ιδρύθηκε από την αρχή στο Tekir, στην άκρη της χερσονήσου. Η απουσία αρχαιολογικών καταλοίπων από την εποχή πριν από τον 7ο αιώνα π.Χ. καθιστά δύσκολη την ακριβή χρονολόγηση της πρώιμης Σπαρτιατικής εγκατάστασης στην Κνίδο.
Σύμφωνα με μία νεότερη θεωρία, η Κνίδος ιδρύθηκε μόλις τον 8ο αιώνα π.Χ. Στην εποχή αυτή (και όχι νωρίτερα) τοποθετείται η εξάπλωση των Σπαρτιατών στο Αιγαίο με βάση τις αρχαιολογικές έρευνες στη Θήρα. Συνεπώς, ο Τάρας δεν είναι η μοναδική, αλλά ίσως είναι η τελευταία αποικία από αυτές που ίδρυσε η Σπάρτη κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα π.Χ. Σε αντίθεση με την Κόρινθο που άρχισε τον αποικισμό γύρω στο 730 π.Χ., η Σπάρτη είχε ήδη ως τότε ιδρύσει όλες τις αποικίες της στο χώρο της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένης της Μικρασιατικής Κνίδου.
– Χαρακτήρας Δωρικών Αποικιών Μικράς Ασίας
Στο ερώτημα αν η εγκατάσταση των Δωριέων στις ακτές της Μικράς Ασίας έγινε με τρόπο ειρηνικό ή όχι υπάρχουν αποκλίνουσες απαντήσεις. Ανεξάρτητα όμως από το αν υπήρξε αντίσταση ή όχι από τους Κάρες, το ντόπιο πληθυσμό της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας, η ειρηνική συμβίωση εποικιστών και αυτοχθόνων στα μετέπειτα χρόνια είναι αδιαμφισβήτητη. Η επιλογή των θέσεων της Κνίδου και της Αλικαρνασσού έγινε με κριτήριο την εκμετάλλευση καλλιεργήσιμης γης, αλλά και τη διασφάλιση της προστασίας και της απομόνωσης από τη βαρβαρική ενδοχώρα. Οι Δωρικές αποικίες υπήρξαν αγροτικές εγκαταστάσεις και όχι εμπορικοί ναύσταθμοι.
Σε αντίθεση με τις Ιωνικές αποικίες, υιοθέτησαν τον οργανωμένο αστικό βίο μόλις στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ., μετά την ήττα των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Οι άποικοι μετέφεραν στις νέες πατρίδες τους τη γλωσσική τους διάλεκτο, τα ήθη και τα έθιμά τους, τη λατρευτική τους παράδοση. Κέντρο των Δωρικών κοινοτήτων της Ρόδου, της Κω και της Καρίας ήταν το ιερό του Τριοπίου Απόλλωνα στη χερσόνησο της Κνίδου, η θέση του οποίου δεν έχει εντοπιστεί με βεβαιότητα. Ο Ηρόδοτος παραδίδει την εκδίωξη της Αλικαρνασσού από τη Δωρική αυτή ένωση λόγω ασέβειας.
Τα πραγματικά όμως αίτια πρέπει να αναζητηθούν στο γεγονός ότι η γλώσσα και ο πολιτισμός της πόλης αυτής ήταν ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. αμιγώς Ιωνικά. Ο ρόλος των Ελληνικών εγκαταστάσεων της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου στα παράλια της Μικράς Ασίας υπήρξε καταλυτικός για τις μετέπειτα εξελίξεις στο Αιγαίο. Άμεσο πάντως αποτέλεσμα της ίδρυσής τους τους ήταν η μεταβολή του Αιγαίου σε Ελληνική «λίμνη». Το πρώτο ρεύμα εξάπλωσης προς το Αιγαίο και τις ακτές της Μικράς Ασίας προετοίμασε το έδαφος για να τολμήσουν οι Έλληνες στον επόμενο αποικισμό των Αρχαϊκών χρόνων να ιδρύσουν αποικίες σε πολύ πιο μακρινές αποστάσεις από τη μητροπολιτική χώρα.
– Κριτική Προσέγγιση του Αποικισμού
Υπάρχει μια βασική διαφορά μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών και αυτών της Αρχαιότητας στο πώς αντιλαμβάνονται τον Ελληνικό αποικισμό. Η ιστορική έρευνα κάνει διάκριση ανάμεσα σε δύο φαινόμενα: πρώτον, τις εξορμήσεις των Ιώνων, Αιολέων και Δωριέων κατά την Πρώιμη εποχή του Σιδήρου, που οδήγησαν στον εποικισμό του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας, και δεύτερον, τη μεγάλη αποικιακή εξάπλωση που ξεκίνησε στο β΄ μισό του 8ου αιώνα π.Χ. και είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση Ελληνικών αποικιών σε όλο το χώρο της Μεσογείου.
Αντίθετα, για τους αρχαίους Έλληνες η ίδρυση των αποικιών πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο μιας και μόνο συνεχούς διαδικασίας, κατά την οποία πρώτα εποικίστηκαν τα νησιά του Αιγαίου και οι ακτές της Μικράς Ασίας και στη συνέχεια ιδρύθηκαν οι απομακρυσμένες πόλεις στο δυτικό Μεσογειακό χώρο. Η συγχώνευση των δύο διαφορετικών Ελληνικών εξορμήσεων από τους αρχαίους συγγραφείς έχει αντίκτυπο και σε γλωσσικό επίπεδο. Στις αρχαίες πηγές χρησιμοποιείται για τις εγκαταστάσεις της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου η ίδια ορολογία (αποικία, οικιστής, μητρόπολη) όπως για τις αποικίες των επόμενων αιώνων.
Στη σύγχρονη έρευνα πολλές φορές προτιμάται ο όρος μετανάστευση ή μετακίνηση αντί αποικισμού για το πρώτο ρεύμα εξάπλωσης των τριών Ελληνικών φύλων. Πρόκειται στην ουσία για την τελευταία φάση της εγκατάστασης των Ελλήνων στο χώρο του Αιγαίου που πραγματοποιήθηκε χωρίς οργάνωση και δεν μπορεί να συγκριθεί με τον οργανωμένο αποικισμό των αρχαϊκών χρόνων (μέσα 8ου – μέσα 6ου αιώνα π.Χ.).
ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΘΕΩΡΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΥ
Πολλοί μελετητές θεωρούν ότι οι παραδόσεις των φιλολογικών κειμένων σχετικά με τις μετακινήσεις των λαών και πληθυσμών σε όλη τη διάρκεια της Υπομυκηναϊκής και της Γεωμετρικής περιόδου αποτελούν εφευρέσεις των Αρχαϊκών και Κλασικών χρόνων. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η μετανάστευση των Αθηναίων και άλλων Ιώνων στα Μικρασιατικά παράλια αποτελούσε Αθηναϊκή πολιτική προπαγάνδα του 5ου αιώνα π.Χ. στο πλαίσιο του Πελοποννησιακού πολέμου, όταν οι Αθηναίοι επιζητούσαν να συνασπίσουν σε συμμαχία κάτω από την επίβλεψή τους τα νησιά του Αιγαίου και προσπαθούσαν να ενισχύσουν την ιδέα της κοινής καταγωγής των Ιώνων με την προβολή των κοινών λατρειών και της κοινής διαλέκτου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη μαρτυρία για την Αθηναϊκή μετανάστευση στο χώρο των Μικρασιατικών παραλίων εμφανίστηκε στις πηγές αμέσως πριν και λίγο μετά τους Περσικούς πολέμους, όταν οι πόλεις της Μικράς Ασίας βρέθηκαν σε απόγνωση και αναγκάστηκαν να ζητήσουν τη βοήθεια των Αθηναίων για να αντιμετωπίσουν τον Περσικό κίνδυνο. Η παλαιότερη μαρτυρία για την κάθοδο των Ηρακλειδών στην Πελοπόννησο παραδίδεται από το λυρικό ποιητή Τυρταίο που έγραψε στη Σπάρτη την εποχή που η πόλη αυτή μόλις είχε τελειώσει έναν μακροχρόνιο πόλεμο για την κατάκτηση της Μεσσήνης και προετοιμαζόταν να θεσπίσει το θεσμό της διπλής βασιλείας.
Η ταύτιση αυτών των βασιλέων ως απογόνων του Ηρακλή που επέστρεφαν στην πατρίδα δικαιολογούσε και κατοχύρωνε τις επεκτατικές βλέψεις των Λακεδαιμονίων στη Μεσσηνία, προβάλλοντας τον Ηρακλή ως Θεϊκό πρόγονο των Σπαρτιατών βασιλέων.
Το Παράδειγμα του Λευκαντί
Το Λευκαντί στην Εύβοια αποτελεί μοναδικό παράδειγμα Γεωμετρικού οικισμού στον Ελλαδικό χώρο. Η ακμή του τοποθετείται στο μέσο περίπου του 10ου αιώνα π.Χ. (950 π.Χ.) και θεωρείται ως ο περισσότερο πλούσιος και αναπτυγμένος οικισμός για την εποχή του. Από τα αρχαιολογικά δεδομένα συνάγεται ότι μετά το 1000 π.Χ. οι κάτοικοι του Λευκαντί οργανώθηκαν σε μια τέτοια κοινωνία που τους επέτρεψε την κατασκευή ενός πολύ εντυπωσιακού για τα δεδομένα της εποχής αψιδωτού οικοδομήματος με διαστάσεις 45 μέτρα μήκος και 10 μέτρα πλάτος.
Η κατασκευή του διαφέρει από τις ανάλογες κατασκευές των Μηκυναϊκών ανακτόρων και εισάγει μια τελείως διαφορετική τεχνική με τοίχους κατασκευασμένους από πλίνθους οι οποίοι εδράζονται πάνω σε λίθινα θεμέλια και ένα εξωτερικό ξύλινο περιστύλιο που προϊδεάζει για τα μεταγενέστερα περίπτερα οικοδομήματα. Στο κέντρο του υπήρχε ένας υπόγειος τάφος χωρισμένος σε δύο διαμερίσματα. Στο ένα διαμέρισμα βρέθηκαν ένα πλούσια διακοσμημένο χάλκινο αγγείο που περιείχε την τέφρα ενός άνδρα, ένα σιδερένιο σπαθί και δόρυ και η ταφή μιας γυναίκας η οποία έφερε πλούσια κτερίσματα από χρυσό.
Στο άλλο διαμέρισμα βρέθηκαν οι σκελετοί 4 αλόγων που προφανώς θάφτηκαν μαζί με το ζεύγος, η ταυτότητα του οποίου είναι σχεδόν αδύνατον να διαπιστωθεί. Αυτό όμως που για την μελέτη της περιόδου έχει μεγαλύτερη σημασία είναι τα πολιτικά και κοινωνικά στοιχεία που προκύπτουν από τη μελέτη του οικοδομήματος αυτού και τα οποία φανερώνουν πως η ιεραρχική οργάνωση της τοπικής κοινωνίας ήταν τέτοια που επέτρεπε σε μια οικογένεια ή μια άλλη μικρότερη ομάδα να εκμεταλλεύεται το πλεόνασμα της παραγωγής για τέτοιου είδους κατασκευές και ταφές. Το είδος των κτερισμάτων απηχεί πολύ έντονα εμπορικές και άλλου είδους επαφές με την Ανατολή, ιδιαίτερα με την Κύπρο.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
Ο χαρακτήρας των κοινωνιών τη Γεωμετρική περίοδο ήταν φυλετικός, ενώ στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. εμφανίστηκε ένας νέος τύπος πολιτικής οργάνωσης, η πόλη. Σημαντικός πολιτειακός παράγοντας υπήρξε ο βασιλικός θεσμός, ενώ οι ευγενείς διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Σε αυτά τα πρώιμα χρονικά διαστήματα πολίτευμα που κυριαρχούσε ήταν η βασιλεία. Παρουσιάζεται ένα είδος φυλετικής οργάνωσης, όπου ο βασιλιάς προΐσταται μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων. Πριν την αρχαϊκή εποχή και όσο βρισκόμαστε στην περίοδο της βασιλείας, δεν έχουμε πόλιν, αλλά άστυ, μεγάλους οικισμούς, που ήταν έδρα των θεσμών διοίκησης.
Η πόλη ως πόλις είναι δημιούργημα της πρώιμης Αρχαϊκής εποχής και σχετίζεται με την κατάργηση της βασιλείας και την άσκηση της εξουσίας από τους ευγενείς. Ήταν μία μακρά διαδικασία που ολοκληρώθηκε το α’ μισό του Ζ’ π.Χ. αιώνα, όταν σχεδόν σε όλο τον Ελληνικό κόσμο δεν υπήρχαν βασιλείς. Υπήρχαν κάποιες εγγενείς αρμοδιότητες στο αξίωμά τους:
Στη διοίκηση των κοινών ζητημάτων βοηθούνταν από ένα συμβούλιο ευγενών. Στα Ομηρικά Έπη ονομαζόταν γέροντες, απ’ όπου προήλθε και η γερουσία στη Σπάρτη. Ο βασιλιάς των Ομηρικών επών, των Σκοτεινών αιώνων, συνομιλεί και συναποφασίζει με τους γέροντες για τα δημόσια θέματα. Αμέσως επόμενη εξέλιξη ήταν η κατάργηση της βασιλείας από τους ευγενείς. Οι ευγενείς είχαν ήδη εμπειρία στη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων, οπότε στον κατάλληλο χρόνο μπόρεσαν να αμφισβητήσουν τη βασιλεία. Η ενέργειά τους ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού δύο παραγόντων: αφ’ ενός της εξασθένησης της βασιλείας και αφ’ ετέρου την ισχύ των ίδιων, αφού είχαν μεγάλη εμπειρία στη διοίκηση των κοινών και στον πόλεμο.
Η απονομή δικαιοσύνης γινόταν από το βασιλιά και το συμβούλιο με βάση το εθιμικό δίκαιο. Η αγορά αποτελούταν από τους στρατεύσιμους άνδρες, αλλά δεν ήταν επίσημα θεσμοθετημένη. Όταν έπρεπε να ληφθεί μία απόφαση για ένα κρίσιμο ζήτημα, τότε τη συγκαλούσαν οι ευγενείς. Από τα Ομηρικά Έπη, όπου βρίσκουμε αναφορά στη ραψωδία β, επιβίωσε ως την Αρχαϊκή πόλη. Η λήψη των αποφάσεων δια βοής επέζησε στην Απέλλα της Σπάρτης. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι έχουμε πρόδρομες μορφές θεσμών.
Φυλετικές Κοινωνίες
Μετά την κατάλυση των συγκεντρωτικών Μυκηναϊκών κρατών τόσο οι κοινότητες τις οποίες ίδρυσαν τα Ελληνικά φύλα που κατάκτησαν τον Ελλαδικό χώρο όσο και εκείνες που επέζησαν από τη Μυκηναϊκή εποχή είχαν φυλετική δομή. Επικεφαλής κάθε φυλετικού σχηματισμού ήταν ένας αρχηγός που εκλεγόταν από τη συνέλευση των πολεμιστών. Βαθμιαία οι φυλετικοί αρχηγοί εξελίχτηκαν σε κληρονομικούς βασιλείς, όπως υποδηλώνεται από το γεγονός ότι στο Άργος, τη Σπάρτη, τη Μεσσηνία και την Κόρινθο βασίλευσαν απόγονοι του Τήμενου, του Αριστόδημου, του Κρεσφόντη και του Αλήτη αντίστοιχα.
Φαίνεται όμως πως ακόμη και όταν το αξίωμα έγινε κληρονομικό η συνέλευση των πολεμιστών επικύρωνε τη ανάρρηση του βασιλιά, έθιμο που στη Μακεδονία επιβίωσε μέχρι και τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Βασιλείς επίσης τιτλοφορούνταν οι αρχηγοί των ισχυρών γενών οι οποίοι αποτελούσαν το συμβούλιο του βασιλιά. Το συμβούλιο συνέβαλε στη συσπείρωση των αρχηγών αυτών οι οποίοι βαθμιαία περιόρισαν τις εξουσίες του βασιλιά. Για την εκτέλεση σοβαρών αποφάσεων συγκαλούνταν η συνέλευση των πολεμιστών, η αγορά, λέξη που δήλωνε επίσης και τον τόπο συνάθροισης.
Σκοπός των συγκεντρώσεων αυτών δεν ήταν η λήψη αποφάσεων ή η επιδίωξη έγκρισης της απόφασης που είχε ήδη ληφθεί από το βασιλιά και το συμβούλιό του, αλλά η κοινοποίησή τους και η διάγνωση των εντυπώσεων που προκαλούνταν από αυτή.
Αριστοκρατία
Ο Ελληνικός κόσμος της μεταβατικής περιόδου οφείλει τον ιδιόμορφο χαρακτήρα του στην κυρίαρχη θέση της αριστοκρατίας. Μετά την ολοκλήρωση της κατάκτησης των Ελληνικών εδαφών η αυστηρή διακυβέρνηση και η συνοχή που επέβαλαν στις διάφορες φυλετικές ομάδες οι βασιλείς δεν ήταν πλέον απαραίτητες. Οι ευγενείς αντλώντας δύναμη από τη έγγειο ιδιοκτησία τους και από το πλήθος των ανθρώπων που είχαν κάτω από τον άμεσο έλεγχό τους περιόρισαν σταδιακά τις εξουσίες του βασιλιά, απέκτησαν οι ίδιοι πολλές αρμοδιότητες και κυριάρχησαν μέσα σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα στο δημόσιο βίο, η πορεία του οποίου καθοριζόταν πλέον στις συνελεύσεις των μάχιμων ανδρών μόνο από τους ευγενείς.
Οι πολιτικές αυτές ανακατατάξεις εκδηλώθηκαν σχεδόν σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο κυρίως πριν από την έναρξη του δεύτερου μεγάλου αποικισμού στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ., όπως εξάλλου απηχεί και το Ομηρικό έπος. Σύμφωνα με πολλούς μελετητές η κοινωνική άνοδος των αριστοκρατικών γενών ήταν ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα της εποχής και θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε γενικά με επαναστατικό τρόπο. Παρόλα αυτά η βασιλεία διατηρήθηκε σε αρκετές περιοχές όπως στη Λακωνία, το Άργος, την Αρκαδία, την Ήλιδα, τη Μακεδονία και αλλού.
Όμως οι πολιτικές δικαιοδοσίες της ήταν περιορισμένες, αν και στα μεταγενέστερα χρόνια κάποιοι μεμονωμένοι ηγεμόνες μπόρεσαν να υπερβούν τα καθορισμένα όρια της εξουσίας τους και να κυριαρχήσουν σχεδόν ολοκληρωτικά στον πολιτικό βίο.
Πόλις
Η πόλις υπήρξε ο χαρακτηριστικότερος και ιστορικά ο σημαντικότερος τύπος οργάνωσης του Ελληνικού κράτους. Η εμφάνιση της πόλης, που για αιώνες αποτέλεσε τη βάση του Ελληνικού πολιτισμού, τοποθετείται στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. και συμπίπτει χρονικά με την άνοδο της αριστοκρατίας και την παγίωση του οίκου ως κοινωνική μονάδα. Ο τύπος αυτός πολιτικής οργάνωσης επικράτησε σε όλες τις Ελληνικές εγκαταστάσεις της Μικράς Ασίας, στα νησιά και σε ορισμένα μόνο τμήματα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι πόλεις σχηματίστηκαν από τμήματα φύλων, που διασπάστηκαν κατά την περίοδο των μεταναστεύσεων ή αργότερα και αυτονομήθηκαν, και από τη συνένωση κωμών.
Η φυλετική δομή επιβίωσε και σε πολλές πόλεις, όπως η διαίρεση σε φυλές και φρατρίες, ενώ παντού μέχρι τους αρχαϊκούς χρόνους επικρατούσε το εθιμικό άγραφο δίκαιο. Οι Μακεδόνες καθώς και οι πληθυσμοί που παρέμειναν στην περιοχή της Πίνδου και της Ηπείρου διατήρησαν ακόμη και κατά τους Ιστορικούς χρόνους την παλαιά φυλετική οργάνωση με επικεφαλής τον αρχηγό που εξελίχτηκε σε κληρονομικό βασιλιά, το συμβούλιο των αρχηγών των γενών που αποκαλούνταν συνήθως συμβούλιο των γερόντων και τη συνέλευση των πολεμιστών.
Οι αρχαίοι Έλληνες ταύτισαν την έννοια της πόλης με την πολιτεία και για το λόγο αυτό κύριο στοιχείο της αποτελούσε το πολίτευμα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της πόλης ήταν η περιορισμένη της έκταση ή χώρα στην οποία εξέτεινε τη δικαιοδοσία της. Ο κύριος οικισμός περιλάμβανε την ακρόπολη και περιβαλλόταν τις περισσότερες φορές από τείχη. Άλλο χαρακτηριστικό της πόλης ήταν η αυτονομία. Κάθε πόλη είχε τους δικούς της πολιούχους θεούς, τους δικούς της θεσμούς, τα δικά της νομίσματα και τη δική της στρατιωτική δύναμη.
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Κατά τη Γεωμετρική περίοδο συντελέστηκαν σημαντικές αλλαγές σε πολλούς τομείς της κοινωνικής, πολιτικής και θρησκευτικής ζωής καθώς και της πολιτιστικής δημιουργίας των πληθυσμών που κατοικούσαν στον ευρύτερο Ελληνικό χώρο. Το όνομα Έλληνες καθιερώθηκε ως δηλωτικό μιας πληθυσμιακής ομάδας που τη συνέδεε η ίδια πανελλήνια εθνική συνείδηση.
Αποφασιστικής σημασίας για τη διαμόρφωση του λαού και του πολιτισμού της Ελλάδας υπήρξε η δημιουργία του Ελληνικού αλφάβητου από το Φοινικικό και η ταχεία διάδοση του Έπους με το οποίο καλλιεργήθηκε η συνείδηση της κοινής καταγωγής όλων των Ελλήνων από τους ίδιους ηρωϊκούς προγόνους και προβλήθηκαν ως ρυθμιστικοί κανόνες της ανθρώπινης ζωής η Ομηρική θρησκεία και ηθική. Η λατρεία ορισμένων θεών έγινε πανελλήνια και διαδόθηκαν κοινές δοξασίες σχετικές με τις ιδιότητές τους, τα σύμβολά τους και τις σχέσεις μεταξύ τους.
Προς το τέλος της περιόδου οι Ολυμπιακοί Αγώνες απέκτησαν πανελλήνια ακτινοβολία, ενώ το ιερό της Ολυμπίας καθιερώθηκε ως τόπος συνάντησης των Ελληνικών πληθυσμών, όπου συνειδητοποιούσε κανείς τις ομοιότητες και τις διαφορές των φύλων. Οι Αμφικτυονίες με θρησκευτικό και πολιτικό χαρακτήρα που εκείνη την εποχή ιδρύονταν ή επεκτείνονταν συνέβαλαν ακριβώς προς την ίδια κατεύθυνση ανάπτυξης κοινών δεσμών.
Ενωτικές Τάσεις
Μολονότι ο βασικός τύπος πολιτικής οργάνωσης των Ελληνικών κοινωνιών κατά τους Γεωμετρικούς χρόνους ήταν αυτός της πόλης, καθεμιά από τις οποίες παρουσιαζόταν ως ανεξάρτητη και αυτόνομη μονάδα, είχε τον ιδιαίτερο βίο της και εργαζόταν για τη δική της υπεροχή και μεγαλείο, διαπιστώνονταν ωστόσο και ενωτικές τάσεις ή τάσεις προσέγγισης των πόλεων μεταξύ τους. Οι ευκαιρίες προσέγγισης και γνωριμίας που προσέφεραν οι κοινές θρησκευτικές εορτές, οι αγώνες, ιδιαίτερα οι Ολυμπιακοί, τα μαντεία και οι Αμφικτυονίες συντελούσαν στη δημιουργία μιας πανελλήνιας εθνικής συνείδησης.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο τα στοιχεία που συνθέτουν την εθνική ταυτότητα είναι η κοινή καταγωγή, η κοινή γλώσσα, η λατρεία κοινών θεών και η προσφορά κοινών θυσιών. Στην προσέγγιση των διάφορων τμημάτων των Ελληνικών φύλων μετά τη διάσπασή τους και στην καλλιέργεια ειρηνικών σχέσεων μεταξύ τους συνέβαλαν οι κοινές θρησκευτικές εορτές. Η ανάγκη επικοινωνίας και η συνειδητοποίηση πως τους συνέδεαν τα ίδια ήθη και έθιμα οδήγησε τις Ιωνικές πόλεις του ανατολικού Αιγαίου, που σχηματίστηκαν από διασπασμένες ομάδες μεταναστών, στην ίδρυση του κοινού του Πανιωνίου, ενώ η εορτή του Απόλλωνα στο Τριόπιο συνέδεσε τις δωρικές πόλεις του νοτιοανατολικού Αιγαίου.
Παράλληλα, η εορτή του Απόλλωνα στη Δήλο όπου γίνονταν γυμνικοί και μουσικοί αγώνες συγκέντρωνε όλους τους Ίωνες από την Αττική, την Εύβοια, τις Κυκλάδες και τη Μικρασιατική Ιωνία. Οι αγώνες των οποίων η φήμη επεκτάθηκε και έξω από τον τόπο στον οποίο τελούνταν συνέβαλαν επίσης προς αυτή την κατεύθυνση. Από τους τοπικούς αγώνες τα Ολύμπια νωρίτερα από τα Ίσθμια, τα Νέμεα και τα Πύθια απέκτησαν πανελλήνια ακτινοβολία. Στην ανάπτυξη συνεκτικών δεσμών συνέβαλαν και τα μαντεία που ήταν προσαρτημένα σε διάφορα ιερά κυρίως του Απόλλωνα και του Δία. Τα μαντεία των Δελφών και της Δωδώνης απέκτησαν πανελλήνιο χαρακτήρα, όπως προκύπτει από τα αναθήματα που βρέθηκαν σε αυτά αλλά και από άλλες μαρτυρίες.
Από την ανάπτυξη συνεκτικών δεσμών προήλθαν οι Αμφικτυονίες που αποτελούσαν συνένωση γειτονικών πόλεων σε κοινό ιερό για τη λήψη αποφάσεων σχετικών με την κατασκευή και συντήρηση ναών, την προσφορά θυσιών και την οργάνωση πανηγύρεων. Οι Αμφικτυονίες αυτές λειτούργησαν σε περιορισμένα γεωγραφικά πλαίσια, ενώ η Αμφικτυονία των Δελφών απέκτησε πανελλήνιο χαρακτήρα. Σύγχρονος ιστορικός παρατηρεί πως και το γεγονός ότι τα μέλη της συγκροτούνταν επίσημα όχι ως πολίτες αλλά ως μέλη φυλής αποτελεί εμφανές κριτήριο της αρχαιότητάς της, ενώ η ίδρυσή της θα πρέπει να αναχθεί πριν από την ανάπτυξη της πόλης σε πολιτική μονάδα.
Κάθε μέλος της Αμφικτυονίας είχε δικαίωμα συμμετοχής στο Αμφικτυονικό συμβούλιο με δύο εκπροσώπους που ονομάζονταν Πυλαγόρας και Ιερομνήμων, είχε δηλαδή το δικαίωμα δύο ψήφων. Η αρχή της ισοψηφίας των μελών καθιέρωνε την ισοτιμία τους έτσι ώστε η Αμφικτυονία να μην κινδυνεύει να γίνει υποχείριο των μεγάλων φυλετικών ομάδων. Τα μέλη της δεσμεύονταν με όρκο να μην καταστρέψουν καμιά από τις Αμφικτυονίδες πόλεις και με τον τρόπο αυτό η Αμφικτυονία προβαλλόταν όχι μόνο ως συνεκτικός δεσμός των φυλετικών ομάδων αλλά και ως εγγυητής της ειρηνικής τους συνύπαρξης.
Τα Ομηρικά Έπη
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται σκοτεινή από ιστορική άποψη καθώς δεν υπάρχουν άμεσες πηγές γι’ αυτή. Διαθέτουμε, ωστόσο, μία μη ιστορική πηγή, τα Ομηρικά Έπη. Είναι γενικώς αποδεκτό
Η τοποθέτηση της Οδύσσειας σε χρονικό σημείο επόμενο της δημιουργίας της Ιλιάδας, στηρίζεται στην υπόθεση ότι στην Οδύσσεια έχουν ενσωματωθεί εμπειρίες της προαποικιακής δραστηριότητας που προηγήθηκε του Β’ Ελληνικού αποικισμού. Ο μεγάλος προβληματισμός αφορά την Ιλιάδα. Πρέπει να λάβουμε, πάντως, υπόψη, πως το ότι η δράση της Ιλιάδας διαρκεί 51 μέρες του ενάτου έτους του Τρωικού πολέμου προϋποθέτει τα γενικότερα ιστορικά συμφραζόμενα του πολέμου. Το ζήτημα είναι αν η Ιλιάδα αποδίδει ένα ιστορικό γεγονός, εάν ο Τρωικός πόλεμος ήταν ένα ιστορικό γεγονός. Για παράδειγμα, ο Νηών κατάλογος της (Β) περιγράφει την πολιτική γεωγραφία της Μυκηναϊκής εποχής ή εκείνη του Η’ αιώνα;
Το ερώτημα αυτό μεταφράζεται στο εξής: η Ιλιάδα συντέθηκε κατά την Μυκηναϊκή εποχή ή την περίοδο μετά την καταστροφή των Μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων, οπότε περιγράφει την κατάσταση των μεταμυκηναϊκών πραγμάτων, διατηρώντας κάποιες αναμνήσεις των γεγονότων της προηγούμενης εποχής; Υπάρχουν υποστηρικτές και των δύο απόψεων. Επίσης, δεν έχει απαντηθεί το ερώτημα αν οι καταστροφές της Τροίας VI (1350 π.Χ.) ή της Τροίας VIIα (1180 π.Χ.) σχετίζονται με κάποια επίθεση των Μυκηναίων. Για να διερευνήσουμε το ζήτημα της ιστορικότητας της Ιλιάδας πρέπει να λάβουμε υπόψη τις πληροφορίες που διαθέτουμε από την αρχαία Ελληνική παράδοση.
Η άλωση της Τροίας χρονολογείται σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, τον ιστορικό του Β’ μ.Χ. αιώνα, ο οποίος στα ”Χρονικά” του περιλαμβάνει όλα τα γεγονότα από την άλωση της Τροίας μέχρι το 119 π.Χ., το 1184 / 3 π.Χ. και σύμφωνα με το Πάριο χρονικό το 1209 / 8 π.Χ. (Το Πάριο χρονικό είναι ένας χρονολογικός πίνακας προσώπων και γεγονότων, από τη βασιλεία του μυθικού Κέκροπα 1581 π.Χ. έως το έτος 264 / 3 π.Χ., όταν επώνυμος άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Διόγνητος). Οι αρχαίοι Έλληνες αναφέρονταν στον Τρωικό πόλεμο ως αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, όπως κάνει π.χ στην Αρχαιολογία του ο Θουκυδίδης. Η Οδύσσεια, περιγράφοντας καταστάσεις μεταγενέστερες της Ιλιάδας, αποδίδει καλύτερα το μεταμυκηναϊκό χρονικό διάστημα.
Τα Ομηρικά Έπη έθεσαν τις βάσεις για τη συνειδητοποίηση της κοινής ταυτότητας των Ελλήνων, αφού όλες οι φυλές αδιάκριτα γνώρισαν τον Όμηρο και αποδέχτηκαν τις ιδέες του. Η παρατήρηση του Ηροδότου ότι ο Ησίοδος και ο Όμηρος διέπλασαν το θρησκευτικό κόσμο των Ελλήνων είναι απόλυτα ακριβής. Πολλοί ερευνητές παραλληλίζουν την αριστοκρατικά οργανωμένη κοινωνία των Θεών του ποιητή με τη σύγχρονη Ελληνική πραγματικότητα της εποχής του. Παράλληλα, τα Ομηρικά ποιήματα άμβλυναν τις διαφορές των αναρίθμητων τοπικών Θεοτήτων του Ελληνισμού, ενώ οι Ομηρικοί Θεοί απέκτησαν αντικειμενική υπόσταση και το Ομηρικό Δωδεκάθεο βρήκε πανελλήνια αναγνώριση.
Με τη σύνθεση μιας μυθικής παράδοσης που αγκάλιαζε όλα τα φύλα ενισχύθηκε η ιδέα της κοινής ταυτότητας. Σε μια εποχή κατά την οποία η πόλη άρχισε να επιβάλλεται ως σύμβολο της πολιτειακής ζωής των Ελλήνων, τα Ομηρικά Έπη διατηρούσαν την ανάμνηση των μυθικών χρόνων όπου ήρωες από όλα τα Ελληνικά φύλα συμμετείχαν σε μια κοινή εκστρατεία. Με τον τρόπο αυτό τα Ομηρικά Έπη δεν υπήρξαν μόνο το σημαντικότερο λογοτεχνικό έργο της αρχαίας γραμματείας αλλά αποτέλεσαν επιπλέον τον πιο αποφασιστικό παράγοντα για τη διαμόρφωση κοινής συνείδησης και για την παγίωση κοινών θρησκευτικών πεποιθήσεων.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ
Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. άρχισε η εξάπλωση των Ελλήνων έξω από τα στενά όρια των δικών τους γεωγραφικών πλαισίων, η οποία οργανώθηκε και επιτελέστηκε χάρη στην ανεξάρτητη πρωτοβουλία διάφορων Ελληνικών πόλεων με σκοπό την αντιμετώπιση της οικονομικής καθίζησης που υπέστη ένα μεγάλο ποσοστό του ελεύθερου πληθυσμού τους. Σε διάστημα δύο αιώνων οι Έλληνες κατόρθωσαν να εγκατασταθούν σε περιοχές που ήταν διασπαρμένες σε ολόκληρη σχεδόν την έκταση της Μεσογείου και ίδρυσαν αυτοδύναμες πολιτείες.
Η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού στο Ελληνικό ηπειρωτικό έδαφος και η αδυναμία βελτίωσης της γεωργικής παραγωγής κατά το τέλος της μεταβατικής περιόδου αποτέλεσαν, σύμφωνα με αρκετούς ερευνητές, δύο από τους σημαντικότερους παράγοντες που οδήγησαν στο δεύτερο μεγάλο Ελληνικό αποικισμό. Δεύτερος Ελληνικός αποικισμός ονομάστηκε η οργανωμένη αποικιακή εξάπλωση των αρχαίων Ελλήνων στον χώρο της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου, κατά την περίοδο του 8ου, του 7ου και του 6ου αιώνα π.Χ.
Ο αποικισμός αυτός διέφερε από τον πρώτο αποικισμό γιατί αποτέλεσε οργανωμένη επιχείρηση από την μητρόπολη σε αντίθεση με την απλή μετακίνηση φυλών που συντελέστηκε κατά τον πρώτο αποικισμό. Πολλές αποικίες που ιδρύθηκαν αυτή την περίοδο εξελίχθηκαν σε πόλεις ισχυρές και έγιναν ανεξάρτητες από την μητρόπολη.
Τα Αίτια του Αποικισμού
Τα αίτια του δεύτερου αποικισμού είχαν να κάνουν με την δημογραφική έκρηξη αυτής της περιόδου, την ανάπτυξη του εμπορίου, την ανάγκη για εξασφάλιση περισσότερων πρώτων υλών αλλά και με πολιτικά γεγονότα της περιόδου που οδήγησαν ομάδες πληθυσμού στην εξορία. Η αύξηση του πληθυσμού δημιούργησε στενότητα χώρου και περιορισμό των καλλιεργήσιμων εκτάσεων που αναλογούσαν σε κάθε πολίτη κάτι που ενίσχυσε την ανάγκη για εγκατάσταση μέρους του πληθυσμού σε άλλη περιοχή. Η περιοχή εγκατάστασης που διέθετε ανεκμετάλλευτους πόρους θα μπορούσε επίσης να προμηθεύει την μητρόπολη με μέρος των αγαθών που θα παρήγαγε.
Η ανάπτυξη του εμπορίου ήταν από τα σημαντικότερα κίνητρα ίδρυσης αποικιών. Οι αποικίες αυτές θα δημιουργούσαν νέες αγορές, θα προμήθευαν την Μητρόπολη με σημαντικές πρώτες ύλες και θα αποτελούσαν σημαντικούς ενδιάμεσους σταθμούς στα μακρινά εμπορικά ταξίδια της εποχής. Τέλος η ταραγμένη πολιτική κατάσταση σε πολλές πόλεις με την εγκαθίδρυση Τυραννικών πολιτευμάτων οδηγούσε τους πολιτικούς αντιπάλους στην εξορία και στην αναζήτηση νέου τόπου εγκατάστασης.
Χαρακτηριστικά του Αποικισμού
Η ίδρυση των αποικιών ήταν αποτέλεσμα οργανωμένης επιχείρησης. Η αποστολή οργανωνόταν από τη Μητρόπολη, ενώ σε πολλές περιπτώσεις συνεργάζονταν περισσότερες πόλεις. Η θέση της αποικίας επιλεγόταν προσεκτικά με στόχο να προσφέρει εμπορικά πλεονεκτήματα αλλά και ασφάλεια απέναντι σε επιδρομείς. Για να δημιουργηθεί ένα αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης σχετικά με τη θέση της νέας αποικίας απέδιδαν την επιλογή της θέσης σε χρησμό του Μαντείου των Δελφών. Η αποστολή διέθετε πάντα έναν αρχηγό που ονομαζόταν οικιστής. Στις νέες πόλεις οι άποικοι μοιράζονταν τη γη, συνήθως με κλήρωση. Το σύστημα εξουσίας που διαμορφωνόταν θύμιζε συνήθως αυτό που ίσχυε στη μητρόπολη.
Χρονικό
Πρώτοι ιδρυτές αποικιών ήταν οι Ευβοείς που ίδρυσαν αποικίες κατά τις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ. στην Κάτω Ιταλία και στην Χαλκιδική. Τα δύο ισχυρά κράτη τις Εύβοιας, η Χαλκίδα και η Ερέτρια ίδρυσαν πολυάριθμες αποικίες στην Χαλκιδική με σημαντικότερη την Όλυνθο και ήταν οι πρώτοι που αποίκησαν την Κάτω Ιταλία. Πρώτη αποικία που ίδρυσαν εκεί ήταν οι Πιθηκούσσες στο νησί Ίσκια. Στην συνέχεια ίδρυσαν τις αποικίες Κύμη, Ζάγκλη, Ρήγιο και Νάξο. Στα τέλη του 8ου αιώνα η Εύβοια πέφτει σε παρακμή με το ξέσπασμα του Ληλάντιου πολέμου και την σκυτάλη της ίδρυση αποικιών την πήραν άλλες Ελληνικές πόλεις.
Κατά τον 7ο αιώνα ιδρύονται πολυάριθμες αποικίες στο Ιόνιο, στην Κάτω Ιταλία, στην Θράκη και στην Μαύρη Θάλασσα. Ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν ακόμα και στις Μεσογειακές ακτές της Γαλλίας, στην Κυρρηναϊκή χερσόνησο στην Αφρική αλλά και στην Αίγυπτο. Στην αποικιακή εξάπλωση αυτή πρωτοστάτησαν πόλεις όπως η Κόρινθος, η Μίλητος, τα Μέγαρα και η Φώκαια.
Αποικίες στην Μακεδονία και στην Θράκη
Στην Βόρεια Ελλάδα ιδρύθηκαν πολλές αποικίες κυρίως στην περιοχή της Χαλκιδικής αλλά και στην περιοχή της Θράκης. Η Χαλκιδική αποικίστηκε από Ευβοείς, κυρίως από την Χαλκίδα. Στις αποικίες αυτές όφειλε το όνομά της. Σημαντικότερες αποικίες των Ευβοέων στην Χαλκιδική ήταν η Όλυνθος (στον αποικισμό της συμμετείχαν και Αθηναίοι), η Τορώνη, η Μένδη, η Σερμύλη, ή Άφυτις και οι Κλεώνες στην χερσόνησο του Άθου. Άλλες σημαντικές αποικίες στην Χαλκιδική ήταν η Άκανθος , αποικία που ίδρυσαν άποικοι από την Άνδρο και η Ποτίδαια, αποικία της Κορίνθου.
Στην περιοχή της Θράκης οι περισσότερες αποικίες ιδρύθηκαν από Ίωνες από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Σημαντικότερες αποικίες ήταν η Μαρώνεια και τα Άβδηρα . Οι Μιλήσιοι ίδρυσαν επίσης στα στενά του Ελλήσποντου τις πόλεις Άβυδος και Καρδία και στην Προποντίδα την Ραιδεστό. Οι Σάμιοι αποίκισαν το νησί της Σαμοθράκης, γεγονός στο οποίο οφείλει το όνομά της. Τέλος οι Πάριοι αποίκησαν την Θάσο με αρχηγό οικιστή τον πατέρα του ποιητή Αρχίλοχου.
Αποικίες στο Ιόνιο και στην Ιλλυρία
Η περιοχή του Ιονίου και της Ιλλυρίας αποικίστηκε αποκλειστικά σχεδόν από Κορινθίους. Οι Κορίνθιοι ίδρυσαν σημαντικές αποικίες κατά μήκος του θαλάσσιου δρόμου προς την Κάτω Ιταλία και την δύση με τις οποίες πέτυχαν να γίνουν κυρίαρχοι στο εμπόριο της δυτικής πλευράς της Μεσογείου. Σημαντικότερες αποικίες των Κορινθίων ήταν η Λευκάδα, ο Αστακός, το Ανακτόριο, το Άκτιο, η Αμβρακία, και η Κέρκυρα. Οι Κορίνθιοι ίδρυσαν ακόμα δύο σημαντικές αποικίες στην Ιλλυρία που εξελίχθηκαν σε σημαντικές πόλεις, την Απολλωνία και την Επίδαμνο.
Αποικίες στην Κάτω Ιταλία
Οι πρώτοι που αποίκησαν την Κάτω Ιταλία ήταν οι Ευβοείς, οι οποίοι με εκκίνηση τις Πιθηκούσσες (στο νησί Ίσχια) ίδρυσαν μια σειρά από πόλεις στην περιοχή. Δεύτερη πόλη που ίδρυσαν ήταν η Κύμη, σχεδόν απέναντι από την Ίσχια. Άποικοι από την Κύμη ίδρυσαν στην Σικελία την Ζάγκλη και στην απέναντι ακτή το Ρήγιο. Οι Ευβοείς ίδρυσαν ακόμα την πόλη Νάξο η οποία έγινε η βάση για την ίδρυση των πόλεων Λεοντίνοι, Ταυρομένιο και Κατάνη. Η ισχυρότερη αποικία της Σικέλίας ήταν οι Συρακούσες, αποικία των Κορινθίων τον 8ο αιώνα π.Χ. Την ίδια περίοδο περίπου άποικοι από την περιοχή της Αχαΐας ίδρυσαν τις πόλεις Σύβαρη και Κρότωνα στον κόλπο του Τάραντα αλλά και το Μεταπόντιο στην ίδια περιοχή.
Στην ίδια περιοχή φυγάδες από την Σπάρτη ίδρυσαν τον Τάραντα που εξελίχθηκε σε μία από τις ισχυρότερες πόλεις της περιοχής. Άλλα Ελληνικά κράτη που ίδρυσαν αποικίες στην Κάτω Ιταλία ήταν τα Μέγαρα που ίδρυσαν τα Μέγαρα Υβλαία και τον Σελινούντα, η Φώκαια ίδρυσε την Ελέα, οι Ρόδιοι που ίδρυσαν την Γέλα μαζί με Κρήτες και τη Μελιγουνίδα (Λιπάρα) μαζί με Κνιδίους, καθώς και οι Λοκροί που ίδρυσαν τους Επιζεφύριους Λοκρούς στην Σικελία. Πολλές αποικίες της περιοχής έγιναν με την σειρά τους Μητροπόλεις για νέες αποικίες όπως οι Συρακούσσες που ίδρυσαν την πόλη Καμάρινα στα νότια της Σικελίας ή η Ζάγκλη που πρωτοστάτησε στην ίδρυση της αποικίας Ιμέρα.
Επίσης η Νάξος όπως είδαμε παραπάνω συμμετείχε στην ίδρυση πολλών αποικιών ενώ η πόλη Σύβαρη ίδρυσε την αποικία Ποσειδωνία στα βόρειά της. Η πόλη Γέλα που ήταν αποικία Ροδίων και Κρητικών ίδρυσε την πόλη του Ακράγαντα.
Αποικίες στον Εύξεινο Πόντο και στην Προποντίδα
Στον αποικισμό του Εύξεινου Πόντου πρωτοστάτησαν οι Μεγαρείς και κάποιες Ιωνικές πόλεις όπως η Μίλητος, η Φώκαια και η Τέως. Οι περισσότερες αποικίες στην περιοχή του Πόντου και της Προποντίδας ιδρύθηκαν τον 7ο αιώνα π.Χ. Στην περιοχή της Προποντίδας οι Μεγαρείς ίδρυσαν τις πόλεις Αστακό, Χαλκηδόνα και Βυζάντιο σε ιδιαίτερα προνομιακές θέσεις. Η Μίλητος ίδρυσε την Κύζικο και οι Φωκαείς την Λάμψακο. Στην περιοχή του Εύξεινου πόντου στις δυτικές ακτές οι Μεγαρείς ίδρυσαν τις πόλεις Σηλυμβρία και πολύ αργότερα την Μεσημβρία. Λίγο βορειότερα στην περιοχή της σημερινής Ρουμανίας οι Μιλήσιοι ίδρυσαν τις πόλεις Ίστρια και Οργάμη.
Μία ακόμα πόλη που ίδρυσε η Μίλητος στην δυτική ακτή του Εϋξεινου Πόντου ήταν η Απολλωνία. Στα νότια του Εϋξεινου πόντου σημαντικότερη αποικία ήταν η Σινώπη που σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ήταν αποικία της Μιλήτου. Η ακριβής χρονολογία ίδρυσής της δεν είναι σήμερα γνωστή αλλά φαίνεται πως ιδρύθηκε κατά στα μέσα περίπου του 7ου αιώνα π.Χ. Η Σινώπη με την σειρά της ίδρυσε στην περιοχή του Πόντου τις πόλεις Τραπεζούντα, Κερασούντα, Κύτωρο, Κοτύωρα, Κρώμνα, Πτέριον, Τίειον κ.α. Σημαντική πόλη που ιδρύθηκε στην νότια ακτή του Εύξεινου Πόντου ήταν επίσης η Μεγαρική αποικία Ηράκλεια που ιδρύθηκε στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ.
Στην βόρεια ακτή του Εύξεινου Πόντου κυριάρχησε η Μίλητος. Οι αποικίες της Μιλήτου σ’ αυτή την περιοχή του Εύξεινου Πόντου ήταν η Ολβία και το Παντικάπαιο (σημερινό Κερτς). Κατά την διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ. οι Μιλήσιοι ίδρυσαν στην περιοχή της σημερινής Ουκρανίας την Οδησσό. Βορειότερα από τις εκβολές του Δούναβη οι Έλληνες αποίκησαν ένα νησάκι, το σημερινό Μπερεζάν (πιθανόν τότε να ήταν χερσόνησος). Αυτό βρίσκεται στις εκβολές των ποταμών Μπουγκ (για τους αρχαίους Έλληνες, ποταμός Ύπανις) και Δνείπερου (οι αρχαίοι τον ονόμαζαν Βαρυσθένη). Η νησίδα ή χερσόνησος ονομαζόταν από τους αρχαίους Βαρυσθενίδα. Απέναντι από αυτήν, βρισκόταν ήδη ή οικοδομήθηκε αργότερα η Ολβία.
Δίπλα στην Ολβία οικοδομήθηκε άλλη μία Ελληνική αποικία – αυτή είχε ως Μητρόπολη την Ιστρία. Στη χερσόνησησο της Κριμαίας (οι Ελληνες τότε την ονόμαζαν Ταυρική Χερσόνησο ή Χερσόνησο των Ταύρων) ιδρύθηκαν επίσης οι πόλεις Συμφερόπολη (κοντά στο σημερινό Ζολοτόι), Νυμφαίον και Ερμώνασσα (κοντά στο σημερινό Κεκουβάτσκ). Στην Αζοφική Θάλασσα (Μαιώτιδα Λίμνη για τους αρχαίους) ιδρύθηκε η Ταναϊδα (στο Ροστόφ), η Τυριτάκη, το Μυρμήκιον, η Κερκίνη και η Φαναγορεία – η τελευταία ήταν αποικία Τηίων.
Στα ανατολικά παράλια που ανήκαν στην αρχαία Κολχίδα και τα οποία σήμερα στο μεγαλύτερο μέρος τους ανήκουν κυρίως στη Γεωργία και στην αυτόνομη περιοχή της Αμπχαζίας,Έλληνες ίδρυσαν την πόλη Φάσι και τη Διουσκουριάδα. Η τελευταία ονομάστηκε Σεβαστούπολη από τους Ρωμαίους και τους Βυζαντινούς και εκεί βρίσκεται σήμερα το Σουχούμι) – τα ερείπια των Αρχαίων και Βυζαντινών κτισμάτων βρίσκονται κυρίως κάτω από το νερό πλέον.
Αποικίες στην Υπόλοιπη Μεσόγειο
Οι Ελληνικές αποικίες εξαπλώθηκαν μέχρι την Ισπανία και την βόρεια Αφρική. Στην Βόρεια Αφρική, στην χερσόνησο της Κυρηναϊκής άποικοι από την Θήρα, ίδρυσαν την Κυρήνη, που εξελίχθηκε σε πολύ ισχυρή πόλη της περιοχής. Άλλες αποικίες στην Κυρηναϊκή που αποτέλεσαν αργότερα μαζί με την Κυρήνη την Κυρηναϊκή Πεντάπολη ήταν η Βάρκη, οι Ευεσπερίδες (στην θέση της σημερινής Βεγγάζης), η Ταύχειρα και η Απολλωνία. Στην βόρεια πλευρά της Μεσογείου οι Φωκαείς, ίδρυσαν στις ακτές της Γαλλίας την Μασσαλία. Η Μασσαλία με την σειρά της έγινε βάση για την ίδρυση ακόμα πιο απομακρυσμένων αποικιών στην περιοχή της Ισπανίας.
Η Φώκαια ίδρυσε επίσης στην Κορσική την πόλη Αλαλία και στην Σαρδηνία την Ολβία. Οι Φωκαείς έφτασαν μέχρι τις ακτές της Ιβηρικής χερσονήσου. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, ένας τοπικός βασιλιάς προσκάλεσε τους Φωκαείς να ιδρύσουν μία αποικία στην περιοχή και τους παρείχε χρηματική βοήθεια για την οχύρωση της πόλης. Οι Φωκαείς στην περιοχή αυτή ίδρυσαν το Εμπόριο και αργότερα το ακόμα πιο απομακρυσμένο Ημεροσκοπείον. Κατά τα μέσα του 7ου αιώνα ιδρύθηκε και η μοναδική Ελληνική αποικία στην Αίγυπτο, ή Ναύκρατη.
Ο Φαραώ Ψαμμήτιχος Α’ της Αιγύπτου παραχώρησε σε Μιλήσιους εμπόρους μία έκταση στις όχθες του Νείλου για να ιδρύσουν έναν εμπορικό σταθμό ο οποίος εξελίχθηκε σε ακμάζουσα πόλη μέχρι την Περσική εισβολή στην Αίγυπτο το 525 π.Χ.
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
Ο πολιτισμός της Γεωμετρικής περιόδου φέρει έκδηλα τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά με άλλες εκφάνσεις της εποχής, όπως την κοινωνία και την οικονομία, με τις οποίες είναι άλλωστε αλληλένδετος. Στο ξεκίνημά του έφερε έντονα τα σημάδια της Μυκηναϊκής παράδοσης, ενώ η ακόλουθη περίοδος των Σκοτεινών Χρόνων άφησε ελάχιστα ορατά κατάλοιπα, για να μπορούμε να μιλήσουμε και για αυτή με κάποια βεβαιότητα. Στους Γεωμετρικούς χρόνους οι τέχνες γνώρισαν μία σχετική άνθιση, ιδιαίτερα η κεραμική, στην οποία οι νεωτερισμοί είναι περισσότεροι και ευδιάγνωστοι.
H λογοτεχνία της εποχής υπήρξε κυρίως προφορική, αλλά το έπος αποκρυσταλλώθηκε προς τα τέλη της περιόδου χάρις στην επανάκτηση της γραφής. Στη θρησκεία συνταιριάστηκε η Μυκηναϊκή παρακαταθήκη με νέα στοιχεία, τα οποία οφείλονταν τόσο στην έλευση νέων φύλων όσο και στην επαφή με την Ανατολή.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Η σύνθεση και η μετάδοση ποιημάτων στο χρόνο δεν προϋποθέτει τη γνώση της γραφής. Στα Ομηρικά ποιήματα τυπικές και επαναλαμβανόμενες λεκτικές φόρμουλες και μετρικές παραδοχές φανερώνουν ότι πρόκειται για το τελικό προϊόν μίας μακράς προφορικής επεξεργασίας. Οι γλωσσικές και μετρικές ιδιαιτερότητες ανάγονται στη Μυκηναϊκή παράδοση και ίσως ακόμα παλαιότερα. Η παράδοση αυτή φαίνεται πως ήταν εντονότερη στη Θεσσαλία, τη Λέσβο και την απέναντι Αιολική ακτή, πριν υιοθετηθεί από τους Ίωνες της Μικράς Ασίας και επιστρέψει στην κυρίως Ελλάδα μέσω της Εύβοιας ή της Αττικής.
Οι δακτυλικοί εξάμετροι στίχοι -στους οποίους έχουν συντεθεί τα Ομηρικά Έπη- αποτελούνται σε μεγάλο μέρος από λογότυπους που μπορεί να διατηρήθηκαν προφορικά ίσως και για μία χιλιετία, πριν καταλήξουν στην οριστική τους μορφή. Με τον όρο “λογότυπος” εννοούμε μία τυποποιημένη φράση. Η απλούστερη και συνηθέστερη μορφή του είναι η σύνταξη του ίδιου ουσιαστικού με ένα ή δύο μόνο συγκεκριμένα επίθετα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο λογότυπος “ροδοδάχτυλη και πουρνογέννητη αυγή”. Η χρήση των λογοτύπων επιτρέπει όχι ακριβώς την απομνημόνευση ενός ποιήματος, αλλά την εκ νέου κάθε φορά σύνθεσή του. Στα ομηρικά ποιήματα η γλώσσα είναι μείξη Αιολικών και Ιωνικών στοιχείων.
Ορισμένοι λεκτικοί τύποι φαίνεται να απηχούν μία αρχαιότερη γλωσσική παράδοση από εκείνη της εποχής που τοποθετείται θεωρητικά η καταγραφή τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τον υλικό κόσμο που περιγράφουν. Τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια αναφέρονται αντικείμενα και έθιμα που σίγουρα δεν υφίσταντο πια την εποχή που εμφανίστηκε η γραφή στην Ελλάδα, όπως τα μεγάλα ασημοστόλιστα ξίφη και τα κράνη από δόντια αγριόχοιρου. Στη σύγχρονη έρευνα επικρατεί η άποψη ότι ορισμένοι από τους ήρωες αυτών των επών -όπως ο Οδυσσέας, ο Τεύκρος και ο Αίαντας- αναφέρονταν ήδη σε Μυκηναϊκά ποιήματα. Ο ανθρώπινος τύπος βέβαια που αντιπροσωπεύει ο Οδυσσέας στην Ιλιάδα είναι εντελώς καινούργιος.
Αντίθετα, κάποιοι άλλοι ήρωες -μεταξύ των οποίων ο Νέστορας, ο Αγαμέμνονας και ο Αχιλλέας- υπεισήλθαν στην Αιολική φάση επεξεργασίας των επών και συμπίπτουν χρονικά με την καταστροφή της πόλης που συμβατικά ονομάζεται Τροία VIIα (γύρω στο 1200 π.Χ.). Η πόλη αυτή, που την ανέσκαψε -αν και δεν την αναγνώρισε- ο Σλήμαν, θεωρείται το θέατρο των γεγονότων από τα οποία εμπνέεται η Ιλιάδα. Στον Όμηρο έχουν αποδοθεί ήδη από την αρχαιότητα και άλλα έπη -τα Κύκλια- από τα οποία σώζονται οι επιτομές και σκόρπιοι στίχοι, καθώς και μερικοί ύμνοι. Τα έργα αυτά παρουσιάζουν μεγάλες διαφοροποιήσεις τόσο από τα δύο μεγάλα έπη όσο και μεταξύ τους και ανήκουν μάλλον σε μεταγενέστερη εποχή.
Όμηρος
Για κανένα άλλο έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας δεν έχουν γραφτεί τόσα πολλά και αντιφατικά όσα για την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Ήδη από την αρχαιότητα υπήρχαν πολλές διαφωνίες με πρώτη και σημαντικότερη την πατρότητα των δύο επών και το πρόσωπο του Ομήρου. Αν και για τους αρχαίους Έλληνες δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο Όμηρος ήταν υπαρκτό πρόσωπο, οι απόψεις διίσταντο για την εποχή που έζησε, τον τόπο καταγωγής του και το μέρος των επών που πραγματικά συνέθεσε ο ίδιος. Ο Ηρόδοτος πίστευε ότι ο Όμηρος έζησε περίπου τετρακόσια χρόνια πριν από εκείνον, στα τέλη δηλαδή του 9ου αιώνα π.Χ. Είναι γνωστό επίσης το επίγραμμα σύμφωνα με το οποίο επτά πόλεις διεκδικούσαν την καταγωγή του Ομήρου: “Σμύρνη, Χίος, Κολοφών, Ιθάκη, Πύλος, Άργος, Αθήναι”.
Η αρχικά Αιολική Σμύρνη -που στη συνέχεια εξιωνίστηκε- και η Χίος διατηρούν ακόμα και σήμερα τους περισσότερους υποστηρικτές. Ήδη από την αρχαιότητα είχε διατυπωθεί η άποψη ότι τα δύο έπη αποτελούν έργα διαφορετικών ποιητών. Οι λεγόμενοι Χωρίζοντες, θεωρούσαν γνήσιο έργο του Ομήρου μόνο την Ιλιάδα. Την άποψη αυτή υποστήριξαν και αρκετοί λόγιοι του 19ου αιώνα. Ωστόσο, οι σύγχρονες έρευνες τείνουν εκ νέου να τονίσουν τα κοινά τους στοιχεία και οι περισσότερες διαφορές δικαιολογούνται από το διαφορετικό θέμα των δύο επών. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι υφολογικές και γλωσσικές διαφορές μπορούν άνετα να ερμηνευθούν ως εξέλιξη της τεχνοτροπίας του ίδιου ποιητή.
Η Ιλιάδα θα ήταν το νεανικό έργο του -και για αυτό περισσότερο συντηρητικό και σύμφωνο με την παραδοσιακή ηρωική ποίηση- ενώ η νεοτεριστική και πιο εκλεπτυσμένη Οδύσσεια θα συντάχτηκε προς το τέλος της ζωής του. Η συζήτηση γύρω από τα έπη και τον Όμηρο αναζωπυρώθηκε μετά την Αναγέννηση στη Δύση και κορυφώθηκε στο β’ μισό του 19ου και στο α’ μισό του 20ού αιώνα. Η αντιπαράθεση πήρε τέτοιες διαστάσεις, ώστε η έκφραση Ομηρικό ζήτημα κατέληξε να σημαίνει τη μακροχρόνια και αδιέξοδη διαμάχη. Η νεότερη έρευνα κατέδειξε την ανάγκη συνεξέτασης μίας σειράς άλλων παραμέτρων με τις οποίες συνδέεται η επική ποίηση.
Τέτοιοι είναι για παράδειγμα οι κοινωνικοί θεσμοί που κατέστησαν δυνατή τη δημιουργία και τη διατήρηση των Ομηρικών επών. Πρόσφατες μελέτες τονίζουν τον πανελλήνιο χαρακτήρα των ποιημάτων, τα οποία θα μπορούσαν να προορίζονται μόνο για το κοινό που συνέρεε από όλη την Ελλάδα στις μεγάλες γιορτές όπως της Ολυμπίας. Ένα άλλο στοιχείο που αναμφίβολα συνέβαλε στην παγίωση της μορφής των επών και στη διατήρησή τους ήταν η χρήση της γραφής. Με τη βοήθειά της ένας χαρισματικός ποιητής κατάφερε να οργανώσει το πλούσιο υλικό της προγενέστερης επικής παράδοσης. Υπάρχουν δύο διαφορετικές απόψεις για την περίοδο που συνέβη αυτό.
Σύμφωνα με την πρώτη, ο Όμηρος έζησε την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε η γραφή -γύρω στο 800 π.Χ.- και όντας ο ίδιος αγράμματος υπαγόρευσε τα έργα του σε κάποιον που γνώριζε γραφή. Σύμφωνα με τη δεύτερη, η μορφή των ποιημάτων που έφτασε ως εμάς διαμορφώθηκε γύρω στο 700 π.Χ. και άρα ο ποιητής που ενοποίησε τα διάφορα προφορικά έπη ήταν σύγχρονος του Ησιόδου. Τα τελευταία χρόνια βρίσκονται υπό εξέλιξη μελέτες για την ανάπτυξη μνημοτεχνικών μεθόδων που συνδέουν στενά τη μορφή με το περιεχόμενο των επών. Η έκβασή τους -ακόμα αβέβαιη- μπορεί να αποβεί καθοριστική για τις αντιλήψεις σχετικά με την προφορική παράδοση και την ατομική λογοτεχνική δημιουργία.
Ιλιάδα
Η πρώτη ιστορικά γνωστή καταγραφή της Ιλιάδας -όπως άλλωστε και της Οδύσσειας- έγινε στην Αθήνα με εντολή του Πεισίστρατου, γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Την εποχή που τα έπη καταγράφτηκαν και χωρίστηκαν σε ραψωδίες από τους Αλεξανδρινούς φιλολόγους (3ος – 2ος αιώνας π.Χ.) υπήρχαν αρκετές τοπικές εκδόσεις τους· η Αργολική, η Κυπρία, η Κρητική, η Σινωπική και άλλες. Οι Αλεξανδρινοί, επίσης, θεωρούσαν ότι πολλοί στίχοι είχαν παρεισφρήσει αργότερα και δεν ήταν γνήσιοι. Δε συμφωνούσαν, ωστόσο, μεταξύ τους για το ποιοι ακριβώς ήταν οι εμβόλιμοι στίχοι. Ανάλογες επεμβάσεις -προσθαφαιρέσεις στίχων- πραγματοποίησαν και οι φιλόλογοι της Περγαμηνής σχολής.
Η σύγχρονη εντούτοις κριτική θεωρεί ως κατοπινές επεμβάσεις πολύ λιγότερους στίχους απ’ ό,τι οι παλαιότερες γενιές φιλολόγων. Η Ιλιάδα είναι μία επιβλητική σύνθεση περίπου 16.000 στίχων με στενά συνδεόμενη γλώσσα και δράση. Η βασική δομή της είναι σχετικά απλή, αλλά συχνά περιπλέκεται από λεπτομερείς περιγραφές και μακροσκελείς παρεκβάσεις. Ορισμένα τμήματά της, όπως ο χαρακτηριστικός κατάλογος των πλοίων στη ραψωδία Β, προέρχονται πιθανόν ατόφια από το παραδοσιακό υλικό. Η χρήση λογοτύπων είναι περισσότερο εμφανής απ’ ό,τι στην Οδύσσεια, φαινόμενο εν μέρει αναμενόμενο εξαιτίας του θέματος που απαιτεί επαναλαμβανόμενες περιγραφές συγκρούσεων και μονομαχιών.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ιλιάδα είναι κατ’ εξοχήν έπος ηρωικό και πολεμικό. Αποτελεί μάλιστα κατόρθωμα του ποιητή ότι ελαφραίνει τη μονοτονία των μαχών με έξυπνες παρεκβάσεις και πολλές παρομοιώσεις. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι τυπική και καμιά φορά βαρετή, έχει όμως και στιγμές εξαιρετικής δύναμης, υποβολής και περιεκτικότητας. Το αυστηρό και επιβλητικό ύφος είναι λίγο άκαμπτο και στρατιωτικό ως προς τον τόνο και τη λεπτομέρεια. Εξυπηρετεί, όμως, την πραγμάτευση πολεμικών καταστάσεων και χαρακτήρων καθώς και το ηρωικό σύστημα αξιών. Επιπλέον, σημαντική είναι η χρήση του άμεσου λόγου που προσδίδει δραματικότητα και σφρίγος στην αφήγηση.
Τέλος, οι ειρηνικές σκηνές -όπως αυτές που διαδραματίζονται πίσω από τα τείχη της Τροίας- όσες αναφέρονται με αφορμή κάποιες παρεκβάσεις ή εκείνες που περιγράφουν την ασπίδα του Αχιλλέα φανερώνουν ότι το “ηρωικό” έπος περιελάμβανε και άλλα στοιχεία πέρα από τα στρατιωτικά κατορθώματα. Η Ιλιάδα ανήκει σε εκείνα τα ελάχιστα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που άσκησαν μοναδική γοητεία και τεράστια επιρροή από τη στιγμή της δημιουργίας τους μέχρι σήμερα. Mόνο με τη Βίβλο μπορεί να συγκριθεί η επίδραση και η σημασία που είχε τουλάχιστον για το Δυτικό κόσμο. Ίσως, γιατί κατά κάποιον τρόπο τον εμπεριέχει.
– Περιεχόμενο Ιλιάδας
Στην Ύστερη Ελληνιστική Αλεξάνδρεια η Ιλιάδα χωρίστηκε -πιθανόν από το Ζηνόδοτο- σε 24 ραψωδίες, που στα Ελληνικά συμβολίζονται με τα κεφαλαία γράμματα του αλφαβήτου. Το κεντρικό θέμα της είναι ακριβώς αυτό που αναφέρεται στην πρώτη λέξη του πρώτου στίχου: η μήνις (ο θυμός) του Αχιλλέα.
Την επομένη συλλέγονται τα κόκαλα του νεκρού και λαμβάνουν χώρα αγώνες προς τιμήν του με σπουδαία έπαθλα. Σε κάποιο από τα αγωνίσματα έρχονται αντιμέτωποι ο Οδυσσέας και ο Αίαντας, προοικονομώντας ένα επεισόδιο που δεν αναφέρεται στην Ιλιάδα.
Οδύσσεια
Η Οδύσσεια έχει έκταση περίπου 12.000 στίχων και ανήκει στην ίδια μεγαλόπνοη επική παράδοση με την Ιλιάδα. Μοιράζεται με αυτήν πολλά στοιχεία από την τυπική γλώσσα των επών, μέρος του θεματικού υλικού και αρκετές μορφολογικές ιδιαιτερότητες. Πρόκειται όμως κατά βάθος για ένα διαφορετικού είδους ποίημα. Η Οδύσσεια κατά κάποιο τρόπο επεκτείνει τα όρια του ηρωικού στοιχείου σε νέες περιοχές πέρα από τη ρώμη και τις πολεμικές αρετές. Σε αυτήν εντάσσονται και αξίες όπως η εγκαρτέρηση, η αντοχή, η οικογενειακή γαλήνη, ο σεβασμός ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, η συζυγική αγάπη, η αγάπη του παιδιού προς τον πατέρα, η ομορφιά της φύσης και τελικά μία πιο ώριμη και κάπως μελαγχολική αποδοχή της ανθρώπινης μοίρας.
Η σύγκρουση για το δημόσιο συμφέρον και η νομιμοφροσύνη έχουν αντικατασταθεί από τον αγώνα για την προσωπική, οικονομική και πολιτική επιβίωση. Το αρχέτυπο της ιστορίας του περιπλανόμενου ναυτικού έχει αναγνωριστεί σε ανατολικά επικά έργα, αλλά το προφορικό υλικό από το οποίο συγκροτήθηκε η Οδύσσεια άρχισε να δημιουργείται στα Μυκηναϊκά χρόνια. Φαίνεται να συντάχτηκε στη μορφή που τη γνωρίζουμε μία γενιά μετά την Ιλιάδα και πιθανόν, όπως είχε υποστηρίξει ο Λογγίνος ήδη από την αρχαιότητα, να είναι έργο της γεροντικής ηλικίας του Ομήρου.
Η γλώσσα της παρουσιάζει επαναλήψεις, είναι συχνά ασαφής και συμβατική σε σχέση με την Ιλιάδα, αλλά δεν καταλήγει ποτέ να είναι πλεονάζουσα και μονότονη όπως στη σύγχρονη προφορική ποίηση ή στο μεγαλύτερο μέρος των γραπτών αφηγηματικών ποιημάτων. Οι κοινοί λογότυποι μεταξύ των δύο επών είναι εντυπωσιακά λίγοι, ενώ υπάρχουν και ορισμένοι που απαντούν στο ένα μόνο από τα δύο. Ο λόγος στην Οδύσσεια είναι περισσότερο γαλήνιος -σχεδόν χαλαρός- σε σύγκριση με την Ιλιάδα. Το ύφος της αφήγησης είναι λιγότερο δυνατό και εκφραστικό. Η δράση όμως είναι τόσο περίπλοκη και αναπάντεχη, ώστε να μη χρειάζεται λεκτικούς αντιπερισπασμούς, ηχηρά επίθετα και πομπώδεις παρομοιώσεις.
– Περιεχόμενο της Οδύσσειας
Η Οδύσσεια, όπως και η Ιλιάδα, αρχίζει με μία επίκληση στη Μούσα και με την παρουσίαση του κεντρικού της θέματος που είναι οι περιπέτειες του πολυμήχανου άντρα. Χωρίστηκε και αυτή από τους Αλεξανδρινούς φιλολόγους σε 24 ραψωδίες που συμβολίζονται στα Ελληνικά με τα πεζά γράμματα του αλφάβητου.
Ο Οδυσσέας όμως τον εξαπατά, λέγοντάς του ότι ονομάζεται Ούτις (Κανένας), και τελικά τον τυφλώνει, αφού πρώτα τον έχει μεθύσει. Από ένα μοιραίο κομπασμό του ο ήρωας αποκαλύπτει φεύγοντας το πραγματικό του όνομα και η κατάρα του Κύκλωπα είναι αυτή που στρέφει την οργή του Ποσειδώνα εναντίον του OΟυσσέα.
Ομηρικοί Ύμνοι
Οι Ομηρικοί ύμνοι αποτελούν μία συλλογή 33 επικών ποιημάτων, γραμμένων σε εξάμετρο. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν προοίμια, δηλαδή άσματα που προηγούνταν μίας οίμης (ενός αφηγηματικού ποιήματος). Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς και από ποιους συμπιλήθηκε η συλλογή. Καθώς όμως δεν αναφέρεται από τους Αλεξανδρινούς φιλολόγους των Ελληνιστικών χρόνων, είναι πιθανόν να έγινε από τους Περγαμηνούς, οι οποίοι τους συναγωνίζονταν στη συλλογή παλαιότερων έργων και στη σύσταση βιβλιοθήκης.
Οι ύμνοι αυτοί οφείλουν το όνομά τους στον Όμηρο, στον οποίο μάλιστα ο Θουκυδίδης απέδιδε τον Ύμνο στον Απόλλωνα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έργα διαφόρων εποχών με έντονη γλωσσική και ποιητική ανομοιογένεια. Σημαντικά επίσης διαφέρουν και ως προς την έκτασή τους. Οι μεγαλύτεροι από αυτούς -οι Ύμνοι στον Απόλλωνα και στον Ερμή- ξεπερνούν τους 500 στίχους και δύσκολα θα μπορούσαν να αποτελούν προοίμια. Φαίνονται να συνιστούν ολοκληρωμένες συνθέσεις με αφηγηματικό χαρακτήρα σε αντίθεση με άλλους, των οποίων σώζονται λιγότεροι από 10 στίχοι, και αποτελούν απλές επικλήσεις στους θεούς ή ίσως και να έχουν σωθεί ως αποσπάσματα.
Ο παλαιότερος είναι μάλλον ο Ύμνος στη Δήμητρα και συνήθως χρονολογείται στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. Άλλοτε στον 7ο κι άλλοτε στον 6ο αιώνα τοποθετείται και ο Ύμνος στον Ερμή. Θεωρείται όμως πιθανόν οι ύμνοι αυτοί να αποτελούν την αποκρυσταλλωμένη μορφή ύμνων που κυκλοφορούσαν σε διάφορες τοπικές εκδοχές ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ. Επιδράσεις από τον Ησίοδο και από την Ορφική ποίηση διακρίνουν οι ειδικοί στους Ύμνους στην Αφροδίτη και στον Άρη αντίστοιχα. Τέλος, ο Ύμνος στο Διόνυσο φαίνεται πως ανήκει στην Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο.
ΤΕΧΝΕΣ
Περιορισμένα είναι τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις τέχνες στη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων. H αρχιτεκτονική άφησε ελάχιστα κατάλοιπα, κυρίως εξαιτίας της χρήσης φθαρτών υλικών αλλά και των καταστροφών που προξένησαν οι επόμενες φάσεις κατοίκησης, όπου αυτή συνεχίστηκε. H μεταλλοτεχνία βρισκόταν στο στάδιο της μετάβασης από την τεχνολογία του χαλκού σε εκείνη του σιδήρου. Από τα ευρήματα που έχουμε όμως μόνο στα όπλα συναντάμε κάποιες επιδράσεις από τη χρήση του νέου υλικού.
Tα κεραμικά ευρήματα αντιθέτως είναι πολύ περισσότερα και χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον (κάποτε μάλιστα και με υπερβολή) για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη δημογραφική εξέλιξη, τα έθιμα, το εμπόριο ή και ακόμα τις δομές της κοινωνίας. Στη Γεωμετρική περίοδο η διακόσμηση της κεραμικής εξελίχθηκε ταχύτερα και στην περίπτωση της Aθήνας -μέσω των πρώτων εικονιστικών παραστάσεων- έγινε φορέας της ιδεολογίας και των αξιών της άρχουσας τάξης. Αν και δεν μπορούμε ακόμα να μιλήσουμε για ανατομικά ακριβή γλυπτική, οι πρώτες απόπειρες σχεδιασμού ανθρώπων και ζώων ποικίλλουν ως προς το βαθμό φυσιοκρατικής τους απόδοσης ανάλογα με το υλικό κατασκευής.
Έντονα αφαιρετικά και σχηματοποιημένα εμφανίζονται τα χαλκά ειδώλια. Τα ελάχιστα δείγματα πηλοπλαστικής είναι λίγο πιο ζωντανά, καθώς το υλικό τους επιτρέπει περισσότερο ρέουσες φόρμες. Τα ελεφάντινα όμως είναι εκείνα που διακρίνονται για την καλύτερη απόδοση των ανατομικών τους λεπτομερειών. Το γεγονός αυτό οφείλεται εν μέρει στις ιδιότητες του υλικού τους, οπωσδήποτε όμως και στις επιρροές από την Ανατολή, που είναι άλλωστε και η πηγή προέλευσής του. Δεν μπορεί να εκτιμήσει κανείς τη σπουδαιότητα της Γεωμετρικής τέχνης, αν την προσεγγίσει με τα σημερινά κριτήρια.
Κατ’ αρχήν δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που εμείς ονομάζουμε τέχνη εκείνες τις περιόδους είχε πάντοτε χρηστική ή λατρευτική σημασία και δε γινόταν αντιληπτή παρά μόνο μέσα στο πλαίσιο της εκπλήρωσης των αναγκών που υπηρετούσε. H αφαιρετική και γεωμετρική πρόσληψη της μορφής δεν αποτελούσε αναλυτική προσέγγιση με σκοπό να αναδειχθεί η ουσία -όπως στο σύγχρονο κυβισμό- αλλά μία επίπονη διαδικασία δόμησης της μορφής και δημιουργίας βασικού εικονιστικού λεξιλογίου σε έναν κόσμο που στερούνταν, σχεδόν εντελώς, παραστατικών προτύπων.
Αρχιτεκτονική
Ελάχιστα αρχιτεκτονικά λείψανα έχουν σωθεί από τους οικισμούς και τα ιερά των Σκοτεινών Χρόνων. Λίγο καλύτερη εμφανίζεται η κατάσταση στα νεκροταφεία τα οποία μας επιτρέπουν να συνάγουμε κάποιες πληροφορίες για το μέγεθος, την οργάνωση και τις επαφές του οικισμού στον οποίο ανήκαν. Με βάση τα στοιχεία αυτά πρέπει να υποθέσουμε ότι τον 11ο και το 10ο αιώνα π.Χ. σημαντικά κέντρα ήταν η Αθήνα, το Άργος, το Λευκαντί, η Ιωλκός, η Κνωσός και η Ιαλυσός. Περισσότερες πληροφορίες διαθέτουμε από τα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ. και έπειτα. Οι τοίχοι των σπιτιών κατασκευάζονταν από άψητες πλίνθους πάνω σε λίθινα θεμέλια και σπανιότερα από μικρούς ακατέργαστους λίθους χωρίς συνδετικό υλικό.
Οι στέγες, συνήθως δίριχτες είχαν ξύλινο σκελετό και καλύπτονταν με ξερά χόρτα. Το σχήμα των σπιτιών στην αρχή ήταν ωοειδές ή αψιδωτό και εξαιρετικά σπάνια κυκλικό. Οι τύποι αυτοί όμως δεν μπορούσαν να συνδυαστούν εύκολα σε πολεοδομικούς σχηματισμούς και επιπλέον πρόσφεραν λιγότερο εκμεταλλεύσιμο χώρο. Έτσι από τον 8ο αιώνα π.Χ. επικράτησε το ορθογώνιο σχήμα. Χτιστά έδρανα περιέτρεχαν τους εσωτερικούς τοίχους των σπιτιών και χρησίμευαν για καθίσματα και για κρεβάτια. Ο αερισμός γινόταν κυρίως από την πόρτα, ενώ τα παράθυρα ήταν σχετικά σπάνια. Συνήθως σε μία άκρη του σπιτιού υπήρχαν μικρές εστίες που χρησιμοποιούνταν για το μαγείρεμα και τη θέρμανση.
Το νερό συγκεντρωνόταν σε μεγάλα πήλινα αγγεία, τα οποία μπορούσαν να χρησιμεύουν και για την αποθήκευση τροφίμων. Αν κρίνουμε από τις παραστάσεις σε αγγεία, οπωσδήποτε θα υπήρχαν και κάποια ξύλινα έπιπλα. Όσον αφορά τον πολεοδομικό σχεδιασμό δε φαίνεται να ακολουθούνταν κάποιο πλάνο, αν και μερικές φορές ένα μεγαλύτερο σπίτι δεσπόζει στο κέντρο του οικισμού και θεωρείται συνήθως η κατοικία του τοπικού άρχοντα. Στη Γεωμετρική περίοδο διαμορφώθηκαν οι θεσμοί εκείνοι που οδήγησαν στη δημιουργία της πόλης – κράτους. Υπήρξε λοιπόν η ανάγκη για έναν ανοιχτό χώρο -πλατεία ή αγορά- για τις συναθροίσεις των πολιτών.
Τέτοιοι χώροι έχουν εντοπιστεί κυρίως στο Αιγαίο: στη Ζαγορά της Άνδρου, στο Εμποριό της Χίου, στις Κουκουναριές της Πάρου και στη Δρήρο της Κρήτης. Καλύτερα διατηρημένοι είναι κατά κανόνα οι οικισμοί που εγκαταλείφθηκαν ή μετακινήθηκαν μετά τη Γεωμετρική περίοδο, αφού δε διαταράχτηκαν από κατοπινές οικοδομικές επεμβάσεις. Στην Πελοπόννησο χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις στα Νιχώρια της Μεσσηνίας και στην Ασίνη της Αργολίδας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο οικισμός στο Καρφί της Κρήτης, αφού φανερώνει συνεχή κατοίκηση από τα Υπομινωικά χρόνια μέχρι και την Πρωτογεωμετρική περίοδο.
Στη Σμύρνη εντοπίστηκε ένα τμήμα από το οχυρωματικό τείχος από τον 9ο και τον 8ο αιώνα π.Χ., του οποίου όμως η επιμελημένη και επιβλητική κατασκευή ξαφνιάζει σε σχέση με τα ταπεινά σπίτια του οικισμού. Δύο άλλοι σημαντικοί οικισμοί στο Αιγαίο είναι της Ζαγοράς στην Άνδρο και του Εμποριού στη Χίο. Στον πρώτο τα σπίτια έχουν χτιστεί σε συστάδες και προστατεύονται από οχυρωματικό τείχος, ενώ στο δεύτερο εμφανίζονται απομονωμένα το ένα από το άλλο και η μόνη οχυρή θέση είναι η ακρόπολη.
– Πρώιμοι Ναοί
Στη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων η λατρεία τελούνταν στο ύπαιθρο γύρω από κάποιο βωμό. Ωστόσο, η ανάγκη κατασκευής ενός κτίσματος για τη στέγαση του λατρευτικού αγάλματος και την τέλεση ορισμένων ιεροτελεστιών διαμορφώθηκε στη Γεωμετρική περίοδο. Οι τρεις κυριότεροι τύποι ναού έχουν τις ρίζες τους στη Μυκηναϊκή αρχιτεκτονική παράδοση. Ο απλούστερος τύπος είναι ένας ορθογώνιος ή τετράγωνος οίκος με ένα κτιστό έδρανο, όπως ο ναός του Ομβρίου Διός στον Υμηττό. Της ίδιας κατηγορίας αλλά επιμελέστερης κατασκευής είναι και δύο ναοί στην Κρήτη. Ο πρώτος βρέθηκε στη Δρήρο και θεωρήθηκε Δελφίνιο, δηλαδή ναός αφιερωμένος στον Απόλλωνα, την Άρτεμη και τη Λητώ.
Στην πρόσοψη έφερε πιθανόν ένα ρηχό προστώο, ενώ στο εσωτερικό του υπήρχαν δύο ξύλινα στηρίγματα της στέγης και ανάμεσά τους μία κτιστή εσχάρα για τις θυσίες. Ο καπνός των θυσιών έβγαινε από ειδικό άνοιγμα στην επίπεδη στέγη, πάνω από το οποίο υπήρχε μία δευτερεύουσα προστατευτική δίριχτη στέγη. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη κατασκευάστηκε στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. Στην ίδια περίπου εποχή (ή λίγο νωρίτερα) χρονολογείται και ο δεύτερος ναός από τη Γόρτυνα, ο οποίος μάλιστα έφερε διακόσμηση με ανάγλυφα.
Ο δεύτερος τύπος ναού, ο αψιδωτός, είχε ευρύτερη διάδοση στην κυρίως Ελλάδα. Ο παλαιότερος ναός αυτού του τύπου βρέθηκε πρόσφατα στη Μένδη της Χαλκιδικής και χρονολογείται στο 10ο αιώνα π.Χ. Στο εσωτερικό του βρέθηκε βόθρος προσφορών. Ένα ανάλογο οικοδόμημα στο Λευκαντί της Εύβοιας ανήκει στον ίδιο αιώνα, αλλά θεωρείται πολύ αμφίβολο αν ήταν πράγματι ναός. Στη γειτονική Ερέτρια, ωστόσο, έχουν ανασκαφεί δύο αψιδωτά Δαφνηφόρια (ναοί του Δαφνηφόρου Απόλλωνα), που χρονολογούνται στις αρχές και στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. αντίστοιχα.
Ο πρώτος έφερε ένα είδος διπλής ξύλινης περίστασης για τη στήριξη της στέγης, ενώ ο δεύτερος ήταν ένας κανονικός εκατόμπεδος (μήκος 100 ποδών = περίπου 35 μέτρα). Στο τέλος της Γεωμετρικής περιόδου ανήκει και ο ναός της Άρτεμης στη Ρακίτα της Αχαΐας, από όπου έχουν σωθεί οι λίθινες βάσεις της ξύλινης περίστασης. Ο τρίτος και τελευταίος τύπος Γεωμετρικού ναού είναι κοινός τόσο στην Πελοπόννησο και την κεντρική Ελλάδα, όσο και στην Ιωνία και το Αιγαίο. Πρόκειται για το μεγαρόσχημο τύπο, του οποίου η προέλευση ανάγεται στο Μυκηναϊκό μέγαρο και από τον οποίο θα προκύψουν αργότερα ο Δωρικός και ο Ιωνικός ναός.
Δύο τέτοια κτίσματα βρέθηκαν στο ιερό του Απόλλωνα στο Θέρμο της Αιτωλίας. Το παλαιότερο χρονολογείται στα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ. Γύρω στα 800 π.Χ. πρέπει να χτίστηκε και το πρώτο Ηραίο της Σάμου που ήταν εκατόμπεδο. Είχε αμφικλινή στέγη και εσωτερική ξύλινη κιονοστοιχία. Κοντά στον πίσω τοίχο του ναού βρέθηκε η βάση του λατρευτικού αγάλματος. Μεγαρόσχημοι ήταν τέλος και οι ναοί στην Τίρυνθα και στα Ύρια της Νάξου. Στον τελευταίο μάλιστα διακρίνονται δύο οικοδομικές φάσεις από το τέλος του 9ου και του 8ου αιώνα π.Χ. αντίστοιχα.
Μεταλλοτεχνία
Σημαντικές μεταβολές σημειώθηκαν στις τεχνικές της μεταλλοτεχνίας και στη διάδοση των προϊόντων τους στη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων και της Γεωμετρικής περιόδου. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες όμως παραμένουν περιορισμένες και συχνά οι αρχαιολόγοι ερμηνεύουν υποθετικά μόνο τα σπουδαία κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα με μοναδικό έρεισμα τις ισχνές αντανακλάσεις τους στον υλικό πολιτισμό της εποχής. Για παράδειγμα δεν έχει ακόμα απαντηθεί πειστικά το ερώτημα της προέλευσης του κασσίτερου που χρησιμοποιούνταν στα κράματα χαλκού.
Ξέρουμε ότι στους ιστορικούς χρόνους ήταν γνωστά τα κοιτάσματα της Ουαλίας και αργότερα της Γερμανίας, αλλά την εποχή που μας αφορά είναι πιθανότερο ο κασσίτερος να έφτανε από το Αφγανιστάν μέσω της Συρίας και της Φοινίκης. Ο χαλκός βέβαια υπήρχε πάντα άφθονος στην Κύπρο και την Ισπανία αλλά και σε άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Τα στοιχεία αυτά -σε συνδυασμό με την απουσία προϊόντων από ορείχαλκο στα τέλη του 11ου και τις αρχές του 10ου αιώνα π.Χ.- οδήγησαν ορισμένους μελετητές στην άποψη ότι κατά την περίοδο αυτή είχε διακοπεί η επικοινωνία του Ελλαδικού χώρου με την Ανατολή.
Στην Ελλάδα επίσης υπήρχαν πλούσια κοιτάσματα σιδηρομεταλλεύματος. Θα πρέπει όμως να υποθέσουμε ότι θα χρειάστηκε αρκετός χρόνος στους ντόπιους μεταλλουργούς να τα αναγνωρίσουν και κυρίως να δαμάσουν την καινούργια τεχνολογία εξεγωγής σιδήρου από το μετάλλευμα. H τεχνολογία αυτή είναι αρκετά πιο περίπλοκη από εκείνη του χαλκού και διαδόθηκε στη Μικρά Ασία μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας των Χεταίων γύρω στο 1200 π.Χ. Μέχρι τότε ήταν αποκλειστικό προνόμιο μίας μικρής κάστας μεταλλουργών και ο σίδηρος είχε την αξία πολύτιμου μετάλλου. Στην παλαιότερη έρευνα ήταν κοινός τόπος ότι οι Δωριείς έφεραν το σίδηρο στην Ελλάδα.
Σήμερα όμως γίνεται αντιληπτό ότι η εισαγωγή της χρήσης του σιδήρου είναι συνυφασμένη με ένα πολυδιάστατο πλέγμα πληθυσμιακών και οργανωτικών κοινωνικών αλλαγών, μέρος των οποίων αποτελεί και η άφιξη των Δωριέων. Ένα άλλο πρόβλημα που οφείλεται κυρίως στην πενία των ευρημάτων είναι ο προσδιορισμός των εισηγμένων μεταλλικών προϊόντων από την Ανατολή και ο διαχωρισμός τους από τις απομιμήσεις τους που κατασκευάζονταν στην Ελλάδα. Φοινικικές φιάλες είναι γνωστές από τον Κεραμεικό ήδη από τον 9ο αιώνα π.Χ. και η εισαγωγή τους συνεχίστηκε και κατά τον 8ο, μαζί με προϊόντα ενός βορειοσυριακού εργαστηρίου.
Από το Ιδαίο Άντρο της Κρήτης γνωρίζουμε μία σειρά αναθηματικών ασπίδων με ανατολίζουσες παραστάσεις, που χρονολογούνται στο τέλος του 8ου και τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Αν και για πολλά χρόνια είχε επικρατήσει η άποψη ότι επρόκειτο για είδη εισαγωγής, φαίνεται πως κατασκευάζονταν στην Κρήτη, είτε από εγκατεστημένους ανατολίτες τεχνίτες είτε από ντόπιους, αφού η Μινωϊκή και η Μυκηναϊκή παραδοσιακή τεχνογνωσία δεν είχαν ολότελα ξεχαστεί. Όπλα και κοσμήματα είναι οι δύο κύριες κατηγορίες ευρημάτων από τους Σκοτεινούς Χρόνους. Στη Γεωμετρική περίοδο επιπλέον αναπτύχθηκαν πολλές τοπικές σχολές που κατασκεύαζαν ειδώλια και αγγεία.
– Όπλα
Σκοτεινοί Χρόνοι
Η επαναστατική αλλαγή που σημειώθηκε στη μεταλλοτεχνία με τη χρήση του σιδήρου δε φαίνεται να έφερε στον οπλισμό τον αντίκτυπο που της απέδωσαν παλαιότερες γενιές μελετητών. Η επικράτηση των Δωριέων αποδιδόταν σε μεγάλο βαθμό στη χρήση σιδερένιων όπλων. Όμως, στη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων εκτός από τα σιδερένια συνέχισαν να κατασκευάζονται και όπλα από κράματα χαλκού. Άλλωστε έχει αποδειχθεί ότι ορισμένα από αυτά τα κράματα είναι σκληρότερα και άρα καταλληλότερα για όπλα. Όσον αφορά τον αμυντικό οπλισμό το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι χρησιμοποιούνταν κράνη και ασπίδες.
Το κράνος της Τίρυνθας -που χρονολογείται στα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ.- φέρει παραγναθίδες και αποτελείται από δύο μεταλλικά πλαϊνά τμήματα, που συνδέονταν μεταξύ τους με δέρμα. Προέρχεται πιθανόν από το Βορρά. Οι ασπίδες πρέπει να ήταν επίσης δερμάτινες και το μόνο που σώζεται από αυτές είναι λίγοι μεταλλικοί ομφαλοί από την Κρήτη, την Τίρυνθα, την Αθήνα και τη Σκύρο. Οι ομφαλοί αυτοί προσαρμόζονταν στο κέντρο της ασπίδας και η πρακτική τους σημασία δεν είναι εξακριβωμένη.
Το ξίφος αποτελούσε το κυρίως επιθετικό όπλο και ήταν του ίδιου τύπου με αυτό που χρησιμοποιούσαν οι Μυκηναίοι. Ήταν ξίφος πλήσσοντος και νήσσοντος τύπου, δηλαδή μπορούσε να κόβει και να τρυπά. Τα περισσότερα ξίφη προέρχονται από την Ήλιδα, την Αιτωλία, την Κεφαλλονιά και την Ήπειρο. Οι αιχμές δοράτων θυμίζουν και αυτές μυκηναϊκά πρότυπα και ανάλογα με το βάρος τους ανήκαν σε δόρατα για εξ επαφής σύγκρουση ή για ρίψη.
Γεωμετρική Περίοδος
Δεν μπορούμε για τη μελέτη του οπλισμού να βασιστούμε ιδιαίτερα στις αγγειογραφίες της εποχής, καθώς οι μορφές είναι σχηματοποιημένες και τα όπλα τους πανομοιότυπα. Τα κωνικά κράνη και οι οκτώσχημες ή Μυκηναϊκές ασπίδες που βλέπουμε να φέρουν οι εικονιζόμενοι πολεμιστές πρέπει να ήταν κατασκευασμένες από δέρμα, καθώς δεν έχει βρεθεί τίποτα ανάλογο. Όπως φαίνεται από τα ευρήματα του Κεραμεικού, του Άργους και της Κρήτης συνεχίστηκε η χρήση του Μυκηναϊκού αμφίστομου ξίφους και του δόρατος. Η σημαντικότερη μαρτυρία για τον οπλισμό της εποχής προέρχεται από έναν τάφο του β’ μισού του 8ου αιώνα π.Χ. στο Άργος.
Εκεί βρέθηκε ένα από τα παλαιότερα και καλύτερα διατηρημένα κράνη του τύπου με το πεταλόσχημο λοφίο. Τα επιμέρους στοιχεία του είναι σφυρηλατημένα ξεχωριστά και συνδεδεμένα μεταξύ τους με καρφιά. Έχει κωνικό σχήμα και φέρει παρωτίδες. Οι τελευταίες έχουν Μυκηναϊκή προέλευση, αλλά ο τύπος του λοφίου αυτού ήταν κοινός στο Ασσυριακό βασίλειο. Μαζί με το κράνος βρέθηκε και ένας κωδωνόσχημος θώρακας που αποτελεί το παλαιότερο δείγμα τέτοιου είδους προστασίας του σώματος. Η ιδέα του κωδωνόσχημου θώρακα πιθανόν να προήλθε από την κεντρική Ευρώπη, αλλά ο θώρακας του Άργους είναι μάλλον προϊόν τοπικής παραγωγής.
– Μικροπλαστική
Το τέλος του Μυκηναϊκού κόσμου σήμανε και το τέλος των τεχνών με υψηλές τεχνικές απαιτήσεις. Η μεγάλη γλυπτική, που άκμασε εξυπηρετώντας το ανακτορικό σύστημα, κατέρρευσε μαζί με αυτό. Στη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων το μορφολογικό λεξιλόγιο αναπαράστασης ανθρώπων και ζώων φαίνεται εξαιρετικά φτωχό και τα μόνα στοιχεία που διαθέτουμε για τη μελέτη του είναι ελάχιστα και προχειροφτιαγμένα έργα της πηλοπλαστικής. H παραγωγή μικρών χάλκινων ειδωλίων άρχισε γύρω στο 900 π.X. και άνθισε στη διάρκεια του 8ου αιώνα π.X.
H μελέτη τους ανέδειξε ομάδες με κοινά τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά, οι οποίες συνδέθηκαν με συγκεκριμένα κέντρα παραγωγής και προσδιορίστηκε η σχέση τους με τα κατοπινά μεγάλα έργα γλυπτικής αυτών των περιοχών. Οι διακρίσεις βέβαια των εργαστηρίων χαλκουργίας δεν είναι ούτε πάντοτε εξακριβωμένες, ούτε απόλυτα σαφείς. Η μαρτυρία τους, ωστόσο, παραμένει εξαιρετικά σημαντική, ιδίως για πόλεις και περιοχές τις οποίες δεν αναφέρει η γραπτή παράδοση. Tα περισσότερα από αυτά τα αγαλματίδια ήταν αφιερώματα σε ιερά τοπικά (Αθήνα, Άργος, Σάμος) ή πανελλήνια (Ολυμπία, Δελφοί, Δωδώνη).
Οι ανθρώπινες μορφές εμφανίζονται πολύ σχηματοποιημένες και η οποιαδήποτε ταύτιση θα ήταν μάλλον αυθαίρετη. Αυτό, ωστόσο, δεν εμπόδισε ορισμένους μελετητές τους να αναγνωρίσουν ένα ζεύγος Δία και Ήρας και ένα σύμπλεγμα Ηρακλή και Νέσσου, και τα δύο προερχόμενα από την Ολυμπία. Διαφορετικές ερμηνείες έχουν δοθεί σε ένα σύμπλεγμα ανδρών πιασμένων από τους ώμους σε κυκλική διάταξη, που βρέθηκε στο ίδιο ιερό. Ορισμένοι τούς θεωρούν “χορευτές”, ενώ άλλοι “άνδρες που πατούν σταφύλια”. Πολύ συχνές είναι οι μορφές γυμνών πόλεμιστών που κραδαίνουν δόρυ (Oλυμπία, Δωδώνη, Ακρόπολη).
Ένας μάλιστα που βρέθηκε στην Καρδίτσα φέρει και τη χαρακτηριστική οκτώσχημη ασπίδα ή “ασπίδα του Διπύλου”. Μερικά από αυτά τα αγαλματίδια προορίζονταν για τη διακόσμηση του χείλους τριποδικών λεβήτων ή άλλων μεγάλων ανοιχτών αγγείων. Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι από νωρίς οι χαλκοπλάστες απεικόνισαν την ίδια τους την εργασία: υπάρχουν λίγα ειδώλια που παριστάνουν άνδρες να κατασκευάζουν όπλα. Από τα ζώα περισσότερο δημοφιλή ήταν τα ιππάρια και τα πουλιά, ενώ τα ελάφια εμφανίζονται σπανιότερα. Συνήθως πατούν σε διάτρητη βάση ή σε πλάκα με γεωμετρικά σκαλίσματα στο κάτω μέρος της.
Έχουν βρεθεί αρκετά ιππάρια, ώστε να είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τις τοπικές σχολές, μεταξύ των οποίων οι σημαντικότερες ήταν: η Λακωνική, η Αργολική, η Κορινθιακή και η Θεσσαλική. Από τεχνικής πλευράς όλα τα αγαλματίδια είναι συμπαγή και χυτευμένα σε μήτρα. Προς το τέλος της Γεωμετρικής περιόδου αυξήθηκαν οι εγχάρακτες λεπτομέρειες και άρχισαν να επικρατούν περισσότερο φυσικές αναλογίες στην απόδοση του σώματος. Ταυτόχρονα εμφανίστηκαν και οι πρώτες επιγραφές που δηλώνουν το όνομα του αναθέτη.
– Τορευτική Τα χαρακτηριστικότερα μεταλλικά αγγεία της Γεωμετρικής περιόδου ήταν οι λέβητες και οι τρίποδες που χρησίμευαν στη στήριξή τους. Οι λέβητες ήταν πάντα σφυρήλατοι, ενώ οι λαβές και οι τρίποδες ήταν κατά κανόνα χυτοί. Διακρίνονται σε τρεις κυρίως κατηγορίες:
Ραβδωτοί Τρίποδες Ήταν κατασκευασμένοι από χυτές ράβδους που ενώνονταν στη στεφάνη στήριξης του λέβητα. Tο κάθε πόδι κατέληγε σε οπλή ή πλακίδιο και ήταν διακοσμημένο με έλικες και πλοχμούς. Ο τύπος αυτός προέρχεται από την Κύπρο και την ανατολική Μεσόγειο, όπου ήταν ήδη γνωστός το 12ο αιώνα π.Χ. Στον Ελληνικό χώρο γνωρίζουμε δείγματά του από την Κρήτη, τη Σαντορίνη και την Αττική. Στην τελευταία μάλιστα περιοχή εμφανίζονται συχνά και πήλινες απομιμήσεις του.
Υποκρητήρια Το υποκρητήριο ήταν μία τετράπλευρη βάση για λέβητα, η οποία έφερε διακόσμηση από χυτές ή περίτμητες μορφές. Tροχοί βρίσκονται συχνά προσαρμοσμένοι στα άκρα των τεσσάρων ποδιών του. Η προέλευση των υποκρητηρίων είναι ανατολική και σχετίζεται με τύπους της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Πρόκειται μάλλον για Φοινικικά έργα που γνώρισαν μεγάλη διάδοση στην Κύπρο, ενώ δείγματα Ελληνικής κατασκευής έχουν βρεθεί στην Κρήτη και τους Δελφούς.
Τριποδικοί Λέβητες
Τριποδικοί ονομάζονται οι λέβητες των οποίων τα πόδια είναι σύμφυτα με το σώμα του αγγείου. Κατά κανόνα οι τριποδικοί λέβητες έφεραν μεγάλες κυκλικές λαβές και εξελίχθηκαν από σκεύη χρηστικά σε σκεύη αναθηματικά. Αρκετά συχνά τους συναντάμε επίσης και ως έπαθλο αγώνων. Διακρίνονται πέντε διαφορετικοί τύποι ανάλογα με το μέγεθος και τη διακόσμηση. Στην Α’ ομάδα ανήκουν οι σχετικά μικρών διαστάσεων λέβητες που είχαν καθαρά χρηστικό χαρακτήρα και κατασκευάζονταν στη διάρκεια του 9ου αιώνα π.Χ. Στη Β’ ομάδα ανήκουν λέβητες μεγαλύτερου μεγέθους με λαβές διακοσμημένες με ειδώλια αλόγων.
Τα πόδια έχουν κοιλανθεί στο εσωτερικό προς εξοικονόμηση μετάλλου, ένα στοιχείο που από τις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ. γίνεται μόνιμο χαρακτηριστικό όλων των τριποδικών λεβήτων. Η παραγωγή αυτού του τύπου χρονολογείται στο α’ μισό του 8ου αιώνα. Οι άλλοι τρεις τύποι είναι σύγχρονοι μεταξύ τους και τοποθετούνται στο β’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ. Είναι όλοι τους υπερμεγέθεις και μάλλον κατασκευάζονταν αποκλειστικά ως αφιερώματα, γεγονός που το επιβεβαιώνει και η προέλευση των περισσοτέρων από την Ολυμπία. Η τομή των ποδιών είναι Π ή διπλό Τ. Διακρίνονται μεταξύ τους κυρίως από τη διακόσμησή τους.
Η Γ’ ομάδα θεωρήθηκε αργίτικη και είναι διακοσμημένη με ενάλληλα τρίγωνα, ρόδακες ή σταυρούς της Μάλτας. Η Δ’ ομάδα φέρει ριπιδοειδή κοσμήματα στα πόδια και σπανίως εικονιστικές παραστάσεις, με βάση τις οποίες έχει χαρακτηριστεί κορινθιακή. Η τελευταία ομάδα Ε’ φέρει συνήθως τεράστιες λαβές, οι οποίες στηρίζονταν στο χείλος είτε με πρόσθετες μεταλλικές ράβδους είτε με ειδώλια που έμοιαζαν να κρατούν τη λαβή από τις δύο πλευρές της. Η ομάδα αυτή έχει αποδοθεί σε αττικό εργαστήριο και χρονολογείται μεταξύ του 730 και 700 π.Χ.
– Κοσμήματα
Λίγα κοσμήματα έχουν έρθει στο φως από τους Σκοτεινούς Χρόνους και τα περισσότερα ανήκουν σε δύο κατηγορίες με άμεση χρηστική σημασία. Πρόκειται για τις πόρπες και τις περόνες, με τις οποίες στερέωναν τα ενδύματα. Στη Γεωμετρική περίοδο οι δύο αυτοί τύποι εμφανίζουν μεγαλύτερη ποικιλία και πλαισιώνονται και από άλλα είδη κοσμημάτων όπως δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, διαδήματα και περίαπτα. Και στις δύο εποχές το κύριο υλικό κατασκευής τους ήταν ο ορείχαλκος και ο χρυσός και σπανιότερα ο σίδηρος. Οι ψήφοι περιδεραίων από φαγεντιανή και η ένθεση ηλέκτρου και ορείας κρυστάλλου εμφανίζονται περιστασιακά μόνο στην Αττική και την Κρήτη.
Πόρπες Πρόκειται για ένα είδος παραμάνας με λιγότερο ή περισσότερο διακοσμημένο στέλεχος, της οποίας η προέλευση ανάγεται στους μυκηναϊκούς χρόνους. Οι παλαιότεροι τύποι είναι οι βιολόσχημες και οι φυλλόσχημες πόρπες, γνωστές από την Αττική και την Εύβοια. Ένας άλλος τύπος με μακρά εξέλιξη είναι η τοξωτή πόρπη. Το τόξο της έφερε στο ένα του άκρο ορθογώνιο πλακίδιο πόρπωσης και μερικές φορές διακοσμητικά σφαιρίδια. Ο τύπος αυτός ήταν διαδεδομένος στην Αττική, αλλά στα τέλη του 8ου αιώνα παραλήφθηκε από τη Βοιωτία, όπου το πλακίδιο πόρπωσης έγινε μεγαλύτερο και έφερε πλούσια εγχάρακτη διακόσμηση.
Από την Εύβοια και την Αττική πέρασαν στη Βοιωτία και οι πόρπες με ημισεληνοειδές τόξο που έφτανε μέχρι και τα 20 εκατοστά μήκος. Στα τέλη του 10ου αιώνα π.Χ. εμφανίστηκαν στη Μακεδονία οι οκτώσχημες πόρπες, που -όπως λέει και το όνομά τους- κατασκευάζονταν από δύο αντιθετικές σπείρες σύρματος σε σχήμα “8”. Τέλος, από τη Ρόδο είναι γνωστός ένας τύπος πόρπης με ολόγλυφα πτηνά στο τόξο.
Περόνες Η εμφάνισή τους ανάγεται στους Υπομυκηναϊκούς χρόνους και γνώρισαν ευρεία διάδοση στη Γεωμετρική περίοδο. Πρόκειται για καρφίτσες, των οποίων το μήκος μπορούσε να φτάσει μέχρι και τα 40 εκατοστά. Ο περισσότερο διαδεδομένος τύπος τους είχε δισκοειδή κεφαλή και κάτω από αυτήν έφερε ένα διακοσμητικό σφαιρίδιο. Στους Γεωμετρικούς χρόνους προστέθηκαν δακτύλιοι και Αμφικωνικά μέλη. Κάποτε μάλιστα οι κεφαλές είχαν σχήμα αγγείου.
Άλλα κοσμήματα
Ο μεγαλύτερος αριθμός από τα υπόλοιπα κοσμήματα κατασκευαζόταν από χρυσό. Διάφοροι τύποι σκουλαρικιών είναι γνωστοί από το Λευκαντί (οκτώσχημα), την Ελευσίνα (μηνοειδή) και την Κόρινθο (σπειροειδή). Τα πιο περίτεχνα, όμως, προέρχονται από την Αθήνα και χρονολογούνται στο β’ μισό του 9ου αιώνα π.Χ. Έχουν σχήμα τραπεζίου, κοκκιδωτή διακόσμηση και απολήγουν σε σχηματοποιημένα ρόδια. Τα διαδήματα κατασκευάζονταν από ένα έλασμα χρυσού και συχνά έφεραν παραστάσεις ανθρώπων και ζώων ανατολικής έμπνευσης. Τα καλύτερα δείγματά τους έχουν βρεθεί στην Κρήτη, την Αθήνα και την Ερέτρια.
Στην Ελευσίνα, τα Σπάτα και την Κρήτη της Ύστερης Γεωμετρικής περίοδου συναντάμε περίαπτα και περιδέραια από πλακίδια διακοσμημένα με κοκκίδωση και ένθετους λίθους. Τέλος, χάλκινα πτηνόσχημα ή αγγειόσχημα περίαπτα είναι γνωστά από τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο.
Κεραμική
Το τέλος του Μυκηναϊκού κόσμου είχε σημάνει οριστικά κατά τον 11ο αιώνα π.Χ. Τα ανάκτορα και οι δομές της εξουσίας, που είχαν ως τότε επιτρέψει την άνθιση των τεχνών, καταστράφηκαν· οι τοπικές όμως κοινωνίες -αν και συρρικνωμένες- συνέχισαν σε μεγάλο βαθμό να ζουν με τον ίδιο περίπου τρόπο. Βέβαια η κεραμική εξακολούθησε να κατασκευάζεται και αποτελεί μάλιστα για τους σύγχρονους αρχαιολόγους μία από τις βασικές παραμέτρους για τη χρονολόγηση και τον προσδιορισμό των αλλαγών που σημειώθηκαν.
Από τα μισά του 11ου αιώνα και μέχρι το τέλος του 10ου αναπτύχθηκε μία καινούργια τεχνοτροπία κεραμικής, που ονομάζεται Πρωτογεωμετρική, και την οποία μπορούμε καλύτερα να παρακολουθήσουμε στην Αττική. Από το 900 ως το 700 περίπου π.Χ. η κεραμική αυτή εξελίχθηκε σχετικά αργά και άνθισε η καθαρά Γεωμετρική τεχνοτροπία. Οι τρεις κυριότερες φάσεις της (Πρώιμη, Μέση και Ύστερη) διακρίνονται σαφέστερα και πάλι στην Αττική. Για τις υπόλοιπες περιοχές του Ελληνικού κόσμου οι χρονολογήσεις βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε συγκρίσεις της τοπικής κεραμικής με την αττική. Δεν ακολουθούν βέβαια πάντα ούτε τα ίδια χρονολογικά όρια, ούτε όλες τις διακοσμητικές και μορφολογικές ιδιαιτερότητες της τελευταίας.
Τα βήματα της εξέλιξης επηρεάζονταν σε κάθε περιοχή από διαφορετικούς παράγοντες, όπως ήταν για παράδειγμα η συνέχεια της Μινωικής και Μυκηναϊκής παράδοσης στην Κρήτη, η στενή σχέση της Εύβοιας με την Αττική και η ευκολότερη επαφή της ανατολικής Ελλάδας με την Κύπρο και τη Φοινίκη. Τα τοπικά εργαστήρια, ωστόσο, ανεξαρτητοποιήθηκαν από τις αττικές επιρροές στο β’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ., ενώ την ίδια εποχή ο Γεωμετρικός ρυθμός εξαπλώθηκε στη Δύση χάρις στην εμπορική και αποικιακή δραστηριότητα της Κορίνθου και της Εύβοιας. Οι καινοτομίες του Γεωμετρικού ρυθμού περιλαμβάνουν τη χρήση του πολλαπλού πινέλου και του διαβήτη και την επαναφορά της εικονιστικής διακόσμησης.
Η τελευταία, όμως, υπόκειται σε αυστηρή σχηματοποίηση και αφαίρεση και δεν είναι κατάλληλη για αφηγηματικές σκηνές. Τα θέματα μάλλον αντανακλούν τις αλλαγές στις κοινωνικές πρακτικές. Ιδιαίτερα στην Αθήνα οι σκηνές πρόθεσης και εκφοράς του νεκρού στα υπερμεγέθη επιτύμβια αγγεία έχουν συνδεθεί από τους ειδικούς με τη νεοεισηγμένη πρακτική της καύσης. Οι άνδρες με άλογα και άρματα φανερώνουν την άνθιση μίας “πολεμικής” αριστοκρατίας που αναπροσάρμοσε τις κοινωνικές αξίες σύμφωνα με τις ανάγκες της. Τέλος, η σταδιακή υιοθέτηση ανατολικών μοτίβων συμπίπτει -τουλάχιστον χρονικά- με τις αυξανόμενες εμπορικές δραστηριότητες ανάμεσα στους Έλληνες και τους λαούς της ανατολικής ακτής της Μεσογείου.
– Αττική
Πρωτογεωμετρική 1050 – 900 π.X.
Μορφολογικά και διακοσμητικά η Αττική Πρωτογεωμετρική κεραμική μοιάζει να αποτελεί συνέχεια της Υπομυκηναϊκής. H πιο αντιπροσωπευτική σειρά Πρωτογεωμετρικών αγγείων προέρχεται από το νεκροταφείο του Κεραμεικού. Περιλαμβάνει αμφορείς με λαιμό, αμφορείς με λαβές στην κοιλιά, υδρίες, ληκύθους, οινοχόες με τριφυλλόσχημο στόμιο, καλάθους που θυμίζουν το ομώνυμο σκεύος από καλάμι, πυξίδες, σκύφους, κανθάρους και κύπελλα. Σπανιότερα εμφανίζονται ζωόμορφα αγγεία σε σχήμα πάπιας ή ελαφιού και αποτελούν πιθανόν κυπριακή επίδραση. Ομόκεντρα ημικύκλια και κύκλοι, μοτίβα γραμμικά και “σκακιέρας” αποτελούν τη συνήθη διακόσμηση.
Ταυτόχρονα εμφανίζονται και τα πρώτα δείγματα εικονιστικής διακόσμησης. Προς το τέλος της Πρωτογεωμετρικής φάσης ένα μεγάλο μέρος της επιφάνειας του αγγείου καλύπτεται με μαύρο χρώμα, συνήθεια που θα συνεχιστεί και στην ακόλουθη φάση, στην Πρώιμη Γεωμετρική.
Πρώιμη Γεωμετρική 900 – 850 π.X.
Στη φάση αυτή εγκαταλείπονται τα σχέδια με διαβήτη και προτιμώνται συνθέσεις με ζιγκ-ζαγκ, καμπύλες γραμμές και μαιάνδρους. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα μοτίβα παρουσιάζονται μέσα σε πλαίσιο. Μεταξύ των πιο διαδεδομένων σχημάτων συγκαταλέγονται οι κρατήρες, οι άποδοι σκύφοι και οι οξυπύθμενες πυξίδες, οι οποίες προορίζονταν να κρεμιούνται.
Μέση Γεωμετρική 850 – 760 π.X.
H επιφάνεια των αγγείων κατά τη φάση αυτή διαιρείται σε περισσότερες ζώνες και διακοσμείται με δέσμες παράλληλων γραμμών. Ως μοτίβο διακόσμησης ο μαίανδρος εξακολουθεί να είναι σε χρήση, ενώ εμφανίζονται τα άγκιστρα και ο συνδυασμός τριγώνων και ρόμβων. Ανάμεσα στους νέους τύπους αγγείων ξεχωρίζουν ο κρατήρας με το πρόσθετο στέλεχος στήριξης μεταξύ της λαβής και του χείλους, η κανάτα με το φαρδύ λαιμό και η επίπεδη πυξίδα με την τορνευτή λαβή στο πώμα. Μερικές φορές στη θέση αυτής της λαβής συναντάμε από ένα ως τέσσερα ιππάρια. Οι μορφές ανθρώπων και ζώων είναι ακόμη αρκετά σπάνιες (ιππάρια, ελάφια, χοίροι, σκηνή μάχης και μία θρηνωδός).
Ύστερη Γεωμετρική 760 – 700 π.X.
Η κεραμική αυτής της φάσης επηρεάζεται από σημαντικές μεταβολές στα δημογραφικά και οικονομικά δεδομένα της Αττικής. Tα περισσότερα αγγεία προέρχονται και πάλι από νεκροταφεία όπως του Κεραμεικού, του Θορικού, της Ελευσίνας και του Μυρρινούντα. Πολλά από αυτά είναι τεραστίων διαστάσεων και έχουν χρησιμοποιηθεί ως επιτύμβια μνημεία. Oι αμφορείς με λαιμό και οι κρατήρες συνηθίζονται στους ανδρικούς τάφους, ενώ οι αμφορείς με λαβές στην κοιλιά στους γυναικείους.
Οι εικονιστικές παραστάσεις εκτείνονται σε όλο και μεγαλύτερο τμήμα της επιφάνειας του αγγείου, εκτοπίζοντας σταδιακά τα παραπληρωματικά κοσμήματα. Για πρώτη φορά είμαστε σε θέση να ξεχωρίσουμε την τεχνοτροπία συγκεκριμένων αγγειογράφων, όπως ο “ζωγράφος του Διπύλου” και ο “ζωγράφος του Hirschfeld”. Διακρίνονται κυρίως από τη διακόσμηση μεγάλων επιτύμβιων αγγείων, τα οποία συνήθως φέρουν σκηνές πρόθεσης και εκφοράς. Άλλα συνήθη θέματα της Υστερογεωμετρικής Αττικής κεραμικής είναι οι πολεμιστές, οι σκηνές μάχης, τα άλογα και σπανιότερα άλλα ζώα.
Στα σχήματα προστέθηκαν τα ανοιχτά κωνικά κύπελλα, τα πιάτα, οι κοτύλες και οι κρατήρες με υψηλή διάτρητη βάση. Oι ζωγράφοι που αναφέραμε οδήγησαν τη Γεωμετρική αγγειογραφία στο αποκορύφωμά της, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα τους περιορισμούς και τη συμβατικότητά της. Η εκτόνωση της Γεωμετρικής αυστηρότητας ήλθε με τη ρήξη που αντιπροσωπεύει -τόσο θεματολογικά όσο και τεχνοτροπικά- η Πρωτοαττική κεραμική.
– Άργος και Κόρινθος
Κόρινθος
Η κεραμική παραγωγή της Κορίνθου, όπως και ολόκληρης της Πελοποννήσου, στη διάρκεια του 11ου και του 10ου αιώνα π.Χ. βρισκόταν σε στενή εξάρτηση από τα Αττικά πρότυπα. Από το 900 περίπου π.Χ. η κεραμική της Κορίνθου αρχίζει να διαμορφώνει ξεχωριστούς τύπους αγγείων. Ακολουθούνταν βέβαια η αττική παράδοση κάλυψης μέρους της επιφάνειας με μαύρο χρώμα, αλλά ταυτόχρονα αναπτύχθηκε και η διακόσμηση με λεπτές παράλληλες γραμμές ζωγραφισμένες με τη βοήθεια του τροχού. Οι εικονιστικές παραστάσεις ήταν ελάχιστες και περιορίζονταν κυρίως σε σχηματοποιημένα πτηνά.
Αγγεία αυτής της περιόδου, όπως μία ορισμένη κατηγορία σκύφων, ανήκουν στα πρώτα Ελληνικά αγγεία που έφτασαν στη Δύση (Σικελία και κάτω Ιταλία). Στα δημοφιλή σχήματα της Κορινθιακής Γεωμετρικής κεραμικής συγκαταλέγονται οι κοτύλες, οι οινοχόες με κωνικό σώμα και υψηλό λαιμό και οι πυξίδες με κυλινδρικό σώμα και θολωτό πώμα. Όλα αυτά τα αγγεία διαδόθηκαν σε μεγάλο μέρος της Μεσογείου χάρη στις εμπορικές και αποικιακές δραστηριότητες της Κορίνθου. Προς τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. -και ενώ ακόμα στην Αττική κυριαρχούσε ο Ύστερος Γεωμετρικός ρυθμός- οι Κορίνθιοι κεραμείς υιοθέτησαν μία νέα τεχνοτροπία με έντονα ανατολίζοντα στοιχεία, το λεγόμενο Πρωτοκορινθιακό ρυθμό.
H Ομάδα της Θάψου
Αυτή η ομάδα -που ανήκει στο β’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ.- συνδέεται συχνά με την Κόρινθο, επειδή περιλαμβάνει τα ίδια σχήματα αγγείων και φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή τους ο ίδιος πηλός. Οφείλει το όνομά της στη σικελική Θάψο, όπου βρέθηκαν τα πρώτα δείγματά της. Ως προς τη διακόσμηση διαφέρει από την κορινθιακή κεραμική, εξαιτίας των ασυνήθιστων μοτίβων της και των περισσότερο συχνών εικονιστικών της παραστάσεων. Είναι άγνωστη στην Κόρινθο αλλά διαδεδομένη στη βόρεια Πελοπόννησο, την κεντρική Ελλάδα και τη Σικελία.
Πιθανόν να κατασκευαζόταν στα Μέγαρα. Εξάλλου -σύμφωνα με το Θουκυδίδη- στη Θάψο είχαν εγκατασταθεί για σύντομο χρονικό διάστημα οι αποικιστές από τα Μέγαρα, πριν μετακινηθούν και ιδρύσουν τα Υβλαία Μέγαρα το 728 π.Χ.
Άργος
Η πρώιμη και η μέση Γεωμετρική κεραμική της Αργολίδας παρακολουθούσε τα επιτεύγματα της Αττικής και της Κορίνθου, αντιγράφοντας από τη μία τις μεγάλες μαύρες επιφάνειες και από την άλλη τις λεπτές παράλληλες γραμμές. Κατά την Ύστερη Γεωμετρική φάση, ωστόσο, τα μοτίβα διαφοροποιήθηκαν και κυριάρχησαν οι επάλληλες τεθλασμένες γραμμές, οι ρόμβοι και οι έλικες. Από τις εικονιστικές παραστάσεις η πιο διαδεδομένη παρίστανε έναν άνδρα να οδηγεί άλογο. Το χαρακτηριστικότερο σχήμα αγγείου ήταν ο πίθος με πώμα και τρεις ταινιωτούς ποδίσκους. Ο τύπος αυτός θυμίζει κυκλαδικά και κρητικά αγγεία της ίδιας περιόδου, φανερώνοντας έτσι τις περιοχές με τις οποίες η Αργολίδα διατηρούσε στενές σχέσεις.
– Εύβοια και Βοιωτία
Εύβοια
Οι μαρτυρίες για την κεραμική της Εύβοιας στη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων είναι ισχνές. Προς το τέλος αυτής της περιόδου (γύρω στο 950 π.Χ.) φαίνεται πως οι ςυβοείς κεραμείς γνώριζαν την κεραμική της Αττικής, από την οποία και δανείστηκαν ορισμένα διακοσμητικά μοτίβα, για να τα συνδυάσουν με άλλα δικής τους έμπνευσης. Ιδιαίτερα δημοφιλείς υπήρξαν οι σκύφοι οι διακοσμημένοι με ομόκεντρα ημικύκλια. Τα αγγεία αυτά συναντιούνται -είτε ως εισηγμένα είτε ως τοπικές απομιμήσεις- στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την Κύπρο, τη Συρία (Αλ Μίνα) και τις περιοχές των πρώτων εγκαταστάσεων των Ευβοέων στη Μεγάλη Ελλάδα.
Από το Λευκαντί, κοντά στην Ερέτρια, προέρχεται επίσης ένα τροχήλατο πήλινο ειδώλιο με μορφή κενταύρου. Η ίδια τεχνοτροπία συνεχίστηκε μέχρι περίπου τα μισά του 9ου αιώνα π.Χ. και τα έργα αυτής της περιόδου συνιστούν μία ιδιότυπη υπο-πρωτογεωμετρική φάση της Ευβοϊκής κεραμικής, αντίστοιχη χρονικά με την πρώιμη και μέση γεωμετρική φάση της Αττικής. Γύρω στο 750 π.Χ. εμφανίστηκε ένας σημαντικός αγγειογράφος, που συμβατικά αποκαλείται ζωγράφος Censola, ο οποίος διακόσμησε αγγεία με μορφές πολεμιστών και αλόγων. Συνήθεις ήταν επίσης οι απεικονίσεις πτηνών.
Η εξάπλωση των εικονιστικών παραστάσεων εικάζεται ότι οφείλεται σε επίδραση του Γεωμετρικού ρυθμού της Νάξου. Περισσότερο βέβαιη θεωρείται η υιοθέτηση από τους Ευβοείς κεραμείς της Θεσσαλικής οπισθότμητης οινοχόης και της Κορινθιακής κοτύλης. Μεταξύ των άλλων σχημάτων ξεχωρίζουν οι κρατήρες – πίθοι με πώμα και οι αμφορείς με υψηλό κωνικό πόδι και αντίστοιχο λαιμό.
Βοιωτία
Μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. η κεραμική της Βοιωτίας δεν έχει να επιδείξει ιδιαίτερα επιτεύγματα. Την εποχή αυτή διαμορφώθηκε ένας τοπικός γεωμετρικός ρυθμός με δάνεια από την Αττική και την Εύβοια, ο οποίος συνεχίστηκε μέχρι περίπου τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. Ως Ευβοϊκή επίδραση ερμηνεύονται οι οινοχόες με τους ομόκεντρους κύκλους και οι υψηλοί αμφορείς με το κωνικό πόδι. Άλλα διαδεδομένα σχήματα ήταν οι πίθοι, οι αρύβαλλοι, οι πυξίδες και οι κάνθαροι. Οι τελευταίοι ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στη βοιωτική κεραμική παραγωγή σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας.
Οι απεικονίσεις είναι αμελείς στην εκτέλεσή τους, αλλά εμπλουτίζουν τη συνήθη Γεωμετρική θεματολογία (πολεμικές και ταφικές σκηνές) με παραστάσεις κυνηγιού, χορού και της Πότνιας θηρών. Ένα από τα κέντρα παραγωγής της -ίσως μάλιστα το σημαντικότερο- ήταν η Θήβα.
– Δυτική Ελλάδα και Αποικίες
Στο β’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ. εμφανίστηκε στη δυτική Ελλάδα μία σειρά αγγείων που έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την ύστερη Γεωμετρική κεραμική της Κορίνθου. Η διάταξη όμως των μοτίβων καθώς και η ποιότητα του πηλού συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι πρόκειται για τοπικά προϊόντα. Μέχρι στιγμής έχουν αποδοθεί σε τοπικά εργαστήρια ευρήματα από τη Φωκίδα, την Ιθάκη και την Ήπειρο. Πρόκειται για κρατήρες, αμφορείς και οινοχόες. Από την άλλη μεριά του Ιονίου -στη Μεγάλη Ελλάδα και τη Σικελία- οι πρώτες αποικίες ιδρύθηκαν γύρω στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. Είναι, ωστόσο, βεβαιωμένο ότι ευβοϊκή και κορινθιακή κεραμική (σκύφοι με ομόκεντρα ημικύκλια και “σκύφοι”) είχε ήδη νωρίτερα φτάσει στις περιοχές αυτές.
Οι Ευβοείς ίδρυσαν την πρώτη αποικία, τις Πιθηκούσσες, στην Ίσχια -ένα νησί στον κόλπο της Νάπολης- κατά το β’ τέταρτο του 8ου αιώνα και πολύ σύντομα την Κύμη στην απέναντι ακτή. Στις Πιθηκούσσες αναπτύχθηκε μία κατηγορία Ύστερης Γεωμετρικής κεραμικής που συνδύαζε στοιχεία από την Ερέτρια και την Κόρινθο. Από εκεί εξαγόταν στην Ιταλική ενδοχώρα και στις Φοινικικές αποικίες της δυτικής Μεσογείου, όπως στην Καρχηδόνα. Βρήκε μάλιστα πολλούς μιμητές, τόσο από τους Ετρούσκους όσο και από τους Φοίνικες της Ιβηρικής. Τα σχήματα που κυριάρχησαν στο εργαστήρι των Πιθηκουσσών είναι ο κρατήρας, η κωνική οινοχόη, η λήκυθος, ο σκύφος και η Κορινθιακή κοτύλη.
Οι εικονιστικές παραστάσεις τους δε, διακρίνονται τόσο για την επιμελή εκτέλεση όσο για την πρωτοτυπία τους. Αξιομνημόνευτες είναι μία σκηνή ναυαγίου σε κρατήρα και μία παράσταση του “δέντρου της ζωής”, χαρακτηριστική εικόνα ανατολικής έμπνευσης. Τέλος, από την Ίσχια προέρχεται και ένα όστρακο που φέρει την πιο πρώιμη υπογραφή κεραμέα.
– Ανατολική Ελλάδα και Κυκλάδες
Κυκλάδες
Σε όλη τη διάρκεια της Γεωμετρικής περιόδου η κεραμική των Κυκλάδων αντανακλά Αττικά πρότυπα. Οι ιδιαιτερότητες ορισμένων εργαστηρίων έγιναν εντονότερες κυρίως στο β’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ. Στη Μήλο κατασκευάζονταν κρατήρες (και βάσεις για κρατήρες) διακοσμημένοι με πουλιά και αιγάγρους. Από τη Νάξο προέρχονται δύο τύποι αμφορέων: ο ένας είναι ανάλογος με εκείνους της μέσης Γεωμετρικής φάσης στην Αττική, ενώ ο άλλος χαρακτηριστικά υψηλός και με ταινιωτή διακόσμηση.
Οι εικονιστικές παραστάσεις των Ναξιακών αγγείων ενέπνευσαν πιθανόν ανάλογες δημιουργίες στην Εύβοια. Από το Παριανό εργαστήριο ξεχωρίζουν ορισμένοι αμφορείς, η παραγωγή των οποίων συνεχίστηκε και κατά το α’ μισό του 7ου αιώνα π.Χ. Τέλος από τη Θήρα προέρχεται μία σειρά αμφορέων με αραιά Γεωμετρικά σχέδια προσεκτικά εκτελεσμένα. Κεντρική θέση κατείχε συνήθως ένα σχηματοποιημένο άνθος εγγεγραμμένο σε κύκλο.
Ανατολική Ελλάδα
Όπως στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας -με εξαίρεση την Αττική και την Κρήτη- έτσι και στην ανατολική Ελλάδα μόνον η Ύστερη Γεωμετρική κεραμική αξίζει μνείας. Η Ρόδος υπήρξε σημαντικό κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου, καθώς βρισκόταν στο θαλάσσιo δρόμο που συνέδεε την κυρίως Ελλάδα και την Ιωνία με την Κύπρο, τη Φοινίκη και την Αίγυπτο.
Η κεραμική του νησιού φανερώνει τις επιδράσεις ποικίλων παραδόσεων που συναντήθηκαν στο νησί. Κρατήρες, κάνθαροι, οινοχόες και χαρακτηριστικοί Κυπριακοί τύποι -όπως το λεγόμενο “Κυπριακό φλασκί”- αποτελούν τα περισσότερο διαδεδομένα σχήματα. Στη διακόσμηση παρεισέφρησαν αρκετά ανατολίζοντα μοτίβα: δέντρα, πλοχμοί και ρομβοειδείς συνθέσεις. Στη Σάμο και τη Χίο εμφανίστηκαν στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. οι πρόδρομοι των τύπων που κυριάρχησαν στην τοπική κεραμική στη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου (π.χ. ο Χιακός κάλυκας).
Για την κεραμική μεγάλων κέντρων -όπως η Μίλητος, η Έφεσος και η Σμύρνη- τα στοιχεία είτε είναι ανεπαρκή λόγω περιορισμένης ανασκαφικής δραστηριότητας, είτε παραμένουν ακόμη αδημοσίευτα. Στη βόρεια Ιωνία το χαρακτηριστικότερο σχήμα ήταν οι “κύλικες με πτηνά” , των οποίων η παραγωγή συνεχίστηκε μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ. Τέλος, από την περιοχή της Αιολίδας γνωρίζουμε ελάχιστα δείγματα διακοσμημένης κεραμικής. Αντιθέτως καλά τεκμηριωμένη είναι η παραγωγή μίας ακόσμητης γκρίζας κεραμικής που ονομάζεται Αιολικό μπούκερο (bucchero) και συνδέεται μάλλον με Φρυγικές και Λυδικές επιρροές.
– Κρήτη
Η Κρήτη είναι η περιοχή όπου διακρίνεται καλύτερα η συνέχεια της Μυκηναϊκής παράδοσης διαμέσου των Σκοτεινών Χρόνων. Ίσως μάλιστα οι μετακινήσεις πληθυσμών από την Πελοπόννησο προς την Κρήτη και την Κύπρο να συνετέλεσαν στη διατήρηση της τεχνογνωσίας των χρηστικών τεχνών, όπως της κεραμικής. Τα σημαντικότερα κέντρα ήταν τα ίδια με εκείνα της προηγούμενης περιόδου: η Κνωσός, η Φαιστός και η Γόρτυς. Στην Πρωτογεωμετρική φάση (1050 – 900 π.Χ.) οι Κρητικοί κεραμείς φαίνονται εξοικειωμένοι με τα Αττικά διακοσμητικά πρότυπα, εφαρμόζοντάς τα μερικές φορές σε σχήματα με μακρά παράδοση, όπως στους ψευδόστομους αμφορείς.
Από την άλλη τα πτηνόσχημα αγγεία φανερώνουν Κυπριακές επιρροές. Τέλος, δε λείπουν και οι ελεύθερες αποδόσεις σκηνών κυνηγιού και μάχης. Οι γνώσεις μας για το α’ μισό του 9ου αιώνα π.Χ. είναι περιορισμένες, ενώ στο β’ μισό του εμφανίζεται μία τεχνοτροπία που έχει ονομαστεί Πρωτογεωμετρικός ρυθμός Β’. Στην πραγματικότητα, όμως, τα χαρακτηριστικά του είναι ανατολίζοντα με κυρίαρχα μοτίβα τον πλοχμό, την έλικα και το τόξο. Αν και οι σχέσεις με την Κύπρο είναι διαπιστωμένες την εποχή αυτή, η πηγή έμπνευσής του θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στη συριακή μεταλλοτεχνία, της οποίας έργα εισάγονταν και έβρισκαν μίμηση στο νησί.
Τον 8ο αιώνα π.Χ. ξεχωρίζει η παραγωγή του εργαστηρίου της Κνωσού. Μειώνεται η συχνότητα των εικονιστικών παραστάσεων και τα σπουδαιότερα σχήματα αγγείων είναι: ο πίθος με κάθετα τοιχώματα, ο πίθος με ωοειδές σώμα και τρεις ταινιωτούς ποδίσκους και το λεγόμενο “Κυπριακό φλασκί”. Πρόκειται για ένα είδος οινοχόης με σφαιρικό σώμα και υψηλό λαιμό, ένα ιδιαίτερα προσφιλές σχήμα στην Κύπρο.
Ελεφαντόδοντο
Στη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων, για έναν περίπου αιώνα, φαίνεται πως είχε διακοπεί κάθε επικοινωνία με την Ανατολή. Κατά συνέπεια, εξέλειψαν και όλα τα προϊόντα από εισηγμένα πολύτιμα υλικά. Πηγή του ελεφαντόδοντου ήταν η Συρία, όπου σύμφωνα με τους ειδικούς υπήρχαν ακόμα άγριοι ελέφαντες. Τα πρώτα δείγματα ελεφάντινων αντικειμένων, μετά το τέλος του Μυκηναϊκού κόσμου, είναι ένα αγαλμάτιο πάπιας και μία σφραγίδα από τον Κεραμεικό που χρονολογούνται στα μέσα του 9ου και στις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ. αντίστοιχα. Μεγαλύτερη σημασία, όμως, έχουν τα δύο σχεδόν ακέραια γυμνά γυναικεία ειδώλια που βρέθηκαν στο Δίπυλο μαζί με τα κομμάτια από άλλα τρία.
Τα δύο καλοδιατηρημένα παριστάνουν μορφές με πόλο στο κεφάλι και με τα χέρια κολλημένα στους μηρούς. Οι ανατομικές αναλογίες τους είναι περισσότερο φυσιοκρατικές απ’ ό,τι στα σύγχρονά τους χάλκινα ειδώλια, γεγονός που οφείλεται εν μέρει στις ιδιότητες του ελεφαντόδοντου. Το υλικό αυτό -όπως και το ξύλο- επιτρέπει την ομαλή λάξευσή του καθώς και την απόδοση πλαστικότητας και όγκου. Οι φιγούρες του Διπύλου έχουν θεωρηθεί θεότητες και οι περισσότεροι ερευνητές τις συγκρίνουν με ανάλογες μορφές από ελεφαντόδοντο, διαδεδομένες στη Συρία και τη Φοινίκη κατά τον 9ο και 8ο αιώνα π.Χ.
Οι ομοιότητες είναι εμφανείς με ειδώλια της θεάς Ιστάρ ή Αστάρτης από τη Nimrud, που κατασκευάζονταν στο βορειοσυριακό βασίλειο της Χάμα μέχρι περίπου το 720 π.Χ. και εισάγονταν στη Ρόδο και την Κρήτη. Τα ειδώλια όμως του Διπύλου είναι έργα Ελλήνων τεχνιτών (ίσως Ιώνων), οι οποίοι προσάρμοσαν τα εύσαρκα ανατολικά μοντέλα στο Ελληνικό Γεωμετρικό ιδίωμα και χρησιμοποίησαν στις λεπτομέρειες αποκλειστικά Ελληνικά μοτίβα, όπως το μαίανδρο και το ψαροκόκαλο. Η μικρογλυπτική σε ελεφαντόδοντο γνώρισε μεγάλη άνθιση τους ακόλουθους αιώνες (7ο και 6ο π.Χ.) κυρίως στην Ιωνία και τη Σπάρτη. Οι ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως εξαίρετα δείγματα από την Έφεσο, τις Ερυθρές, τη Σάμο, τη Σπάρτη, την Περαχώρα και τους Δελφούς.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Οι μεγάλες αλλαγές που ακολούθησαν την καταστροφή των Μυκηναϊκών ανακτόρων επηρέασαν και την εξέλιξη των λατρευτικών συνηθειών. Παρότι διαφαίνεται η συνέχεια του Ελληνικού πανθέου, είναι εξίσου βέβαιο ότι η αποδιοργάνωση του κοινωνικού ιστού και οι μετακινήσεις πληθυσμών μετέβαλαν τόσο τις λατρευτικές όσο και τις ταφικές πρακτικές. Οι αρχαιολογικές έρευνες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι διακόπηκε η λατρεία στα μικρά ιερά των ανακτόρων και νέα κέντρα λατρείας εμφανίστηκαν σε διάφορες τοποθεσίες, άλλοτε μέσα σε οικισμούς, άλλοτε στα όριά τους και μερικές φορές σε απομακρυσμένες περιοχές ή σε κορυφές βουνών. Μία ειδική μορφή ηρωικής ή ταφικής λατρείας εμφανίζεται συχνά σε παλαιούς Μυκηναϊκούς τάφους.
Στη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων εντοπίζεται λατρευτική δραστηριότητα στην Ασίνη της Αργολίδας, στα Νιχώρια της Μεσσηνίας, στην Κομποθέκρα της Ηλείας, στο Καλαπόδι της Φωκίδας και σε σπήλαιο του Υμηττού στην Αττική. Παράλληλα εμφανίζονται και τα πρώτα στοιχεία λατρείας των θεών του δωδεκάθεου σε ιερά που επρόκειτο να έχουν μακραίωνη παρουσία, όπως αυτά της Αρτέμιδος στη Μουνιχία και στη Βραυρώνα Αττικής, του Δία στην Ολυμπία, του Απόλλωνα στη Σπάρτη, της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα, του Ποσειδώνα στον Ισθμό και της Ήρας στο Άργος και στη Σάμο. Υπήρχαν βέβαια και πολλά μικρά ιερά για τους άλλους θεούς, τα οποία ωστόσο δεν άφησαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα.
Στη Μέση Γεωμετρική περίοδο (γύρω στο 800 π.Χ.) ιδρύθηκαν αρκετοί καινούργιοι ναοί όπως της Αρτέμιδος στην Έφεσο, της Ήρας στην Περαχώρα και του Απόλλωνα στην Ερέτρια. Σε πολλούς από αυτούς άρχισαν να τοποθετούνται ήδη λατρευτικά αγάλματα και οι βάσεις τέτοιων αγαλμάτων έχουν βρεθεί στην Έφεσο και στη Δρήρο της Κρήτης. Στο αγροτικό ιερό του Καρφιού στην Κρήτη φαίνεται αδιάρρηκτη η συνέχεια της λατρείας από τους ύστερους Μυκηναϊκούς χρόνους ως τη Γεωμετρική περίοδο. Εξάλλου, οι αναφορές της Ιλιάδας στο ξόανο της Αθηνάς στην Τροία επιβεβαιώνουν τη σημασία του λατρευτικού αγάλματος ως έκφανση της θείας παρουσίας μέσα στην κοινότητα.
Τέλος, οι ανασκαφές στα διάφορα ιερά της εποχής παρείχαν σημαντικά στοιχεία για τα αναθήματα. Η ποσότητα και η ποικιλία των ευρημάτων μας επιτρέπει να μιλάμε, με βάση τα στατιστικά στοιχεία, για μία ραγδαία αύξηση των αναθηματικών προσφορών από τα μέσα του 9ου αιώνα και ύστερα. Πρόκειται κυρίως για πόρπες, περόνες, κεραμική και πήλινα ειδώλια. Τα αναθήματα, τα κατάλοιπα προσφορών και θυσιών, οι παραστάσεις στα Αττικά αγγεία και τα κτερίσματα των τάφων φανερώνουν μία συστηματοποίηση των τελετουργιών κατά τον 8ο αιώνα π.Χ.
Μύθος και Τελετουργία
Ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα, η επιστήμη της θρησκειολογίας διέκρινε στις διάφορες τελετουργίες το σημαντικότερο και καταλληλότερο υλικό, για να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε η θρησκευτική συνείδηση στα πρώιμα στάδια της ανθρώπινης κοινωνίας. Μέχρι τότε η προσέγγιση αυτή γινόταν κυρίως μέσω των μύθων, οι οποίοι έχουν συνήθως στενά τοπικό χαρακτήρα και ως επί το πλείστον δημιουργήθηκαν ή προσαρμόστηκαν κατά τρόπο ώστε να εξηγούν εκ των υστέρων μία προϋπάρχουσα ιεροτελεστία. Στα πρώιμα στάδιά της η θρησκειολογική έρευνα απέδιδε τις τελετουργίες στον πρωτογονισμό και τη φαντασία των ανθρώπων.
Σήμερα, ωστόσο, (χάρη και στη συμβολή των εθνογραφικών μελετών από τους “αποδομητές” και τους “μελετητές της συμπεριφοράς”) η τελετουργία τείνει να θεωρείται ένα αυτόνομο σύστημα παράλληλο με αυτό της γλώσσας. Υπό αυτή την οπτική, η τελετουργία είναι μία συμβολική ενέργεια που έχει απομακρυνθεί ή αποκοπεί εντελώς από τον αρχικό της χαρακτήρα. Απευθύνεται στο εξωανθρώπινο στοιχείο που γίνεται αντιληπτό ως “ιερό” ή ως “ισχυρό” και η κοινωνική λειτουργία της συνίσταται στη δημιουργία συνείδησης ομαδικότητας, αλληλεγγύης και επικοινωνίας των μελών της ομάδας.
Η αρχή της Ελληνικής θρησκείας -όπως και όλων των άλλων θρησκειών- βρίσκεται πολύ κοντά στη μαγεία, η οποία ωστόσο κατά τη Γεωμετρική περίοδο είχε ήδη υποχωρήσει αισθητά. Στη θέση της είχε αναπτυχθεί ένα πολύπλοκο σύστημα θρησκευτικών αξιών και μία ευμετάβλητη αλλά ξεκάθαρη ιεραρχία. Στη βάση ολόκληρου του συστήματος υπήρχε μία πλειάδα μύθων για την Κοσμογονία, οι οποίοι διατηρήθηκαν με όλες τις αντιφάσεις και τις διαπλοκές τους μέχρι την ύστερη αρχαιότητα. Ακολουθούσαν διάφοροι άλλοι μύθοι, θεμελιώδεις για την ανθρώπινη υπόσταση και γνωστοί με τη μία ή την άλλη μορφή στους περισσότερους αρχαίους πολιτισμούς.
Ανάμεσά τους καίρια θέση κατέχουν μύθοι όπως εκείνος του θανάτου και της αναγέννησης, του κατακλυσμού, της γνώσης ως θείας προσφοράς, της αρπαγής, της πολιορκίας, του ταξιδιού και του ανταλλάγματος. Αρκετές από τις τελετουργίες είχαν χαρακτήρα αναμνηστικό. Υποτίθεται ότι τελούνταν σε ανάμνηση του μυθικού κατορθώματος κάποιου θεού ή ήρωα. Άλλες πάλι είχαν χαρακτήρα αποτρεπτικό, καθαρτικό ή επικλητικό. Οι μύθοι που συνδέονταν με αυτές εξυπηρετούσαν διαφορετικού χαρακτήρα ομάδες ή κοινωνικά φαινόμενα.
Άλλες ήταν οι τελετουργίες της οικογένειας και άλλες της φυλής, άλλο ρόλο επιφύλασσαν στους εφήβους και άλλο στους ηλικιωμένους, διαφορετικούς στόχους επιδίωκαν οι γεωργοί με τις ιεροτελεστίες τους και διαφορετικούς οι πολεμιστές. Υπήρχαν τελετουργίες ειδικές για τη μύηση στα μυστήρια της ζωής και του θανάτου, για το κυνήγι, για την αποτροπή των λοιμών, για την ανάληψη καθηκόντων και υποχρεώσεων, για την αναχώρηση σε ταξίδι ή σε πόλεμο. Η μελέτη τους και η αντιπαραβολή τους με τους μύθους μπορεί να φωτίσει την αλληλεπίδραση της θρησκείας και της κοινωνικής οργάνωσης των Ελλήνων από τη σύσταση κιόλας των πόλεων – κρατών στο τέλος της Γεωμετρικής περιόδου.
Ταφικά Έθιμα
– Αθήνα
Στη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων η κυρίαρχη πρακτική στα Αθηναϊκά νεκροταφεία ήταν η καύση. Ο νεκρός καιγόταν σε πυρά που στηνόταν σε σημείο διαφορετικό από εκείνο του τάφου και στη συνέχεια η τέφρα και τα οστά τοποθετούνταν σε ένα κεραμικό αγγείο, το οποίο θαβόταν σε έναν απλό λάκκο. Το σχήμα του αγγείου διέφερε ανάλογα με το φύλο: αμφορείς με λαιμό και κρατήρες για τους άντρες και αμφορείς με λαβές στην κοιλιά για τις γυναίκες. Μαζί με το ταφικό αγγείο τοποθετούνταν και άλλα κεραμικά και μεταλλικά κτερίσματα. Περί το 800 π.Χ. ο ενταφιασμός αντικατέστησε την καύση του νεκρού και μειώθηκαν αισθητά τα πολύτιμα κτερίσματα.
Την ίδια εποχή στο νεκροταφείο του Διπύλου χρησιμοποιήθηκαν υπερμεγέθη αγγεία ως ταφικά σήματα. Τα αγγεία αυτά ήταν αρκετά προσεγμένα ως προς την κατασκευή και η διακόσμησή τους περιελάμβανε συνήθως και εικονιστικές παραστάσεις. Στο τέλος του 8ου αιώνα π.Χ. άρχισαν να θάβουν και παιδιά στα νεκροταφεία των ενηλίκων. Τα κτερίσματα δεν τοποθετούνταν πια απευθείας στον τάφο, αλλά σε ειδικό λάκκο προσφορών σκαμμένο δίπλα του. Τέλος γύρω στο 700 π.Χ. επανήλθε στη μόδα η καύση, αλλά τώρα λάμβανε χώρα ακριβώς στο σημείο ταφής και όχι σε ξεχωριστή πυρά (δευτερογενής). Ταυτόχρονα σταμάτησαν σχεδόν εντελώς οι ταφές μέσα στα όρια του οικισμού.
– Άλλες περιοχές
Παρόμοιες αλλαγές συντελέστηκαν και σε άλλες πόλεις. Στην Κόρινθο γύρω στο 750 και στο Άργος γύρω στο 700 π.Χ. καθιερώθηκε η συστηματική χρήση των νεκροταφείων, πράγμα που φανερώνει μία θεσμική και διοικητική ανάπτυξη της πόλης. Η καύση ήταν διαδεδομένη στην Εύβοια, τη Βοιωτία, τη Φωκίδα και την Κρήτη. Στο Άργος, όμως, ο ενταφιασμός συνεχίστηκε στη διάρκεια του 8ου αιώνα και αντικαταστάθηκε από καύση μόλις στα 700 π.Χ. Στην Κόρινθο πάλι η καύση δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλής. Η μείωση των κτερισμάτων σε ποιότητα και ποσότητα, εκτός από την Αθήνα εμφανίζεται και στις άλλες πόλεις με μικρές χρονικές αποκλίσεις.
Οι αλλαγές αυτές ερμηνεύτηκαν από τους ειδικούς όχι ως μεταβολές στις λατρευτικές δοξασίες, αλλά ως απόρροια των κοινωνικών αλλαγών. Η ταυτόχρονη παρουσία γεωμετρικών αγγείων και χρυσών διαδημάτων με ανατολίζουσες παραστάσεις φανερώνει το διχασμό των εύπορων τάξεων να επιλέξουν ανάμεσα στη συντηρητική τοπική παράδοση και τις έντονες εξωτερικές επιδράσεις, που κατέστησαν δυνατές μέσω της αύξουσας εμπορικής δραστηριότητας.
Τέλος, η επιλογή μεταξύ του ενταφιασμού και της πρωτογενούς ή δευτερογενούς καύσης συνδέεται με το υψηλό κόστος των δύο τελευταίων και αντανακλά το εύρος της κοινωνικής διαφοροποίησης. Η ελαχιστοποίηση, ωστόσο, των διαφορών που παρατηρείται προς τα τέλη της περιόδου θα πρέπει να ερμηνευθεί ως σταδιακή επικράτηση των δημοκρατικών θεσμών.
Ηρωικές Λατρείες
Κατά τη Γεωμετρική περίοδο αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μία καινούργια μορφή λατρείας, που την αποκαλούμε συνήθως ταφική ή ηρωική. Οι παλαιότεροι θολωτοί ή θαλαμωτοί Μυκηναϊκοί τάφοι αποτέλεσαν σημεία λατρευτικής και τελετουργικής δραστηριότητας που εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή προσφορών και κτερισμάτων. Οι παλαιότερες ενδείξεις τέτοιας λατρείας χρονολογούνται στο β’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ. και προέρχονται από διάφορα σημεία του Ελλαδικού χώρου με εξαίρεση την Κρήτη, τη Θεσσαλία και τη βορειοδυτική Πελοπόννησο. Δεν είναι τυχαίο ότι στις περιοχές αυτές είχε συσπειρωθεί και επιβιώσει η Μυκηναϊκή παράδοση.
Βέβαια εκτός από τους τάφους υπήρχαν και άλλα σημεία όπου λατρεύονταν οι ήρωες της Μυκηναϊκής εποχής, όπως το Μενελάειο στη Σπάρτη. Τα περισσότερα στοιχεία προέρχονται από το Άργος, τις Μυκήνες και τη Μεσσηνία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην Αττική, η ταφική λατρεία αποτελούσε είτε μία τοπική ιδιαιτερότητα (Θορικός) είτε υπόθεση μίας ολιγομελούς ελίτ (Αχαρνές). Αλλού πάλι, όπως στο Μεδεώνα της Φωκίδας, η λατρεία αυτή επιβίωσε και στα Αρχαϊκά χρόνια. Άλλωστε, δε λείπουν και οι αναφορές αρχαίων συγγραφέων σε ηρώα (τάφους ηρώων από την εποχή της Τρωικής εκστρατείας ή και παλαιότερα) που ήταν δημοφιλή ακόμα και στα Ρωμαϊκά χρόνια.
Με αφορμή το γεγονός αυτό έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η ηρωική και ταφική λατρεία επηρεάστηκε από τη διάδοση των Ομηρικών επών. Ωστόσο, δε διαθέτουμε καμιά ένδειξη για τη διάδοση των Ομηρικών επών στην κυρίως Ελλάδα στη διάρκεια του 8ου αιώνα π.Χ. Από την άλλη πλευρά, στην Ιωνία -όπου τα έπη ήταν γνωστά- δεν έχουν μέχρι σήμερα εντοπιστεί ίχνη τέτοιας λατρείας. Οι παρατηρήσεις αυτές καθιστούν μάλλον αβάσιμη τη σύνδεση της ηρωικής λατρείας με την επική ποίηση.
Το Δωδεκάθεο
Στη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων και της Γεωμετρικής περιόδου διαμορφώθηκε η σύνθεση του Ελληνικού Δωδεκάθεου. Απαρτιζόταν από ατομικούς προσωποποιημένους θεούς και πιθανόν να οφείλει την προέλευσή του σε μία Μικρασιατική παράδοση Δώδεκα Θεών, γνωστή από την Ξάνθο της Λυκίας και τη Γιαζιλίκαγια. Ο αριθμός παραμένει σταθερός, αλλά τα ονόματα διαφέρουν στις αναφορές των διαφόρων πηγών. Η συχνότερη μεταβολή που παρατηρείται είναι η αντικατάσταση της Εστίας από το Διόνυσο. Η Γεωμετρική τέχνη, ωστόσο, δεν επιτρέπει την αδιαμφισβήτητη ταύτιση των εικονιζόμενων μορφών με κάποιους θεούς, εξαιτίας της αφαιρετικής και σχηματικής προσέγγισής τους.
Από τις πολλές μεταγενέστερες απεικονίσεις εκείνη που οριστικοποίησε τη σύνθεση του Δωδεκάθεου είναι η ζωφόρος του Παρθενώνα. Μεταξύ των δώδεκα οι νεότεροι ερευνητές διακρίνουν διάφορες ομάδες θεών: πατριαρχικούς, όπως ο Ζευς και ο Ποσειδώνας, νεαρούς θεούς, όπως ο Απόλλων και ο Ερμής, θεές που προέρχονται από μία πανάρχαια μητριαρχική παράδοση, όπως η Ήρα και η Δήμητρα, και θεές παρθένες, όπως η Αθηνά και η Άρτεμις. Ο Ζευς ήταν ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος θεός. Το όνομά του τον συνδέει με τον Ινδικό Θεό του ουρανού Dyaus pitar και το Ρωμαϊκό Diespiter / Jupiter που σημαίνει Ουράνιος Πατέρας.
Ταυτόχρονα ήταν και ο θεός των καιρικών φαινομένων, του οποίου η χαρακτηριστικότερη επιφάνεια ήταν ο κεραυνός. Λατρευόταν με πολλές επωνυμίες μεταξύ των οποίων: Υέτιος, Ελευθέριος, Ελλάνιος, Δικταίος. Γυναίκα του ήταν η Ήρα, το όνομα της οποίας ίσως σημαίνει “ώριμη για γάμο”. Την ΄Ήρα χαρακτηρίζει μία ιδιαίτερη σχέση με το ναό. Οι περισσότεροι πρώιμοι ναοί είναι αφιερωμένοι σε αυτήν (Σάμος, Άργος, Περαχώρα, Ολυμπία). Η αρμοδιότητά της ως προστάτιδα του γάμου επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες ανάλογα με τους μύθους και τις τελετές της κάθε περιοχής.
Ο Ποσειδώνας του οποίου το όνομα ερμηνεύεται συνήθως ως “σύζυγος της γης”, ήταν θεός της θάλασσας και -όπως είναι αναμενόμενο- έχαιρε ιδιαίτερης δημοτικότητας μεταξύ των Ελλήνων. Η λατρεία του στη Μυκηναϊκή Πύλο, στην Αμφικτυονία της Καλαυρείας, στον Ισθμό της Πελοποννήσου και στη Μυκάλη της Ιωνίας συνδέθηκε με την καταγωγή των παλαιότερων Ελληνικών φύλων (Ίωνες, Αιολείς, Βοιωτοί). Η Αθηνά φαίνεται πως πήρε το όνομά της από την πόλη της Αθήνας και όχι η πόλη από τη θεά. Αυτό προκύπτει από τις μυκηναϊκές πινακίδες, όπου εμφανίζεται η “δέσποινα της Αθάνας” (η Κυρά της Αθήνας).
Θεά πολεμική και προστάτιδα των ακροπόλεων και των τειχών φέρει συχνά το επίθετο Πολιάς και Πρόμαχος, ενώ οι ειρηνικές δραστηριότητες βρίσκονται υπό την προστασία της Αθηνάς Εργάνης. Το προομηρικό όνομα του Απόλλωνα ήταν Απέλλων και συνδεόταν με το θεσμό των ετήσιων συναθροίσεων που καλούνταν απέλλες. Ήταν ο θεός που εξέφραζε την ακμή της νεότητας και τον τιμούσαν ως: Αρχηγέτη, Επικούριο, Λύκειο, Δελφίνιο, Πύθιο και Μουσαγέτη. Ως προστάτης των Μουσών και Θεός της μαντικής διατηρούσε ταυτόχρονα και μία πανάρχαιη καταστροφική διάσταση, που ανάγεται σε συροφοινικικά και χεττιτικά πρότυπα.
Η σφαίρα επιρροής της Αρτέμιδος, αδελφής του Απόλλωνα, κάλυπτε έναν ευρύ χώρο από το κυνήγι και τα ζώα μέχρι το γάμο και τον τοκετό. Η ιδιότητά της ως Πότνια θηρών και θεά της φύσης τη συνδέει με τη μικρασιατική Κυβέλη. Η Aφροδίτη η θεά της ευχάριστης ολοκλήρωσης του ερωτισμού, οφείλει την καταγωγή της στη σημιτική θεά Ιστάρ – Αστάρτη. Το Ελληνικό της όνομα συνδέεται με το μύθο της γέννησής της στον αφρό της θάλασσας της Κύπρου. Ο Ερμής, θεός αγγελιοφόρος και ψυχοπομπός, ήταν ο κατεξοχήν αρμόδιος για τις μεταβατικές καταστάσεις και τη μετακίνηση.
Ερμάς ονομαζόταν αρχικά ένας σωρός από πέτρες και στη συνέχεια μία στήλη με φαλλικό σύμβολο που σηματοδοτούσε κάποιο όριο ή μία κατεύθυνση. Η Δήμητρα ήταν -όπως δείχνει και το όνομά της- η Θεά μητέρα και η θεά της γεωργίας και της συγκομιδής, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται ποτέ με τη γη. Ο Διόνυσος, ο θεός του οίνου και της μανίας, φέρει στο πρώτο συνθετικό του ονόματός του το όνομα του πατέρα του Δία. Θεωρείται ότι “εισήχθη” από τη Φρυγία ή τη Λυδία κατά τον 8ο ή 7ο αιώνα π.Χ., αλλά μέχρι σήμερα αυτό δεν έχει εξακριβωθεί με βεβαιότητα.
Ούτε ο ΄Ήφαιστος είχε Ελληνική καταγωγή, αφού στη γενέτειρά του τη Λήμνο είχε διατηρηθεί πληθυσμός μη Ελληνικός μέχρι και τον 6ο αιώνα π.Χ. Ήταν ο Θεός της φωτιάς και της μεταλλουργίας. Τέλος, ο ΄Aρης ήταν ένας θεός χωρίς ιδιαίτερη δημοτικότητα. Φαίνεται πως πρόκειται για την προσωποποίηση του επιθέτου Άρειος, το οποίο στην Ιλιάδα αποδίδεται σε διάφορους Θεούς και σημαίνει πολεμικός ή μάχιμος. Αν και οι αντίπαλοι τον θυμούνταν πάντα πριν τις μάχες, ο Άρης σε λίγα μόνο μέρη είχε ναό και απολάμβανε οργανωμένη λατρεία.
Άλλοι Θεοί
Εκτός από το Δωδεκάθεο υπήρχε μία πλειάδα από ελάσσονες Θεούς με αρκετές διαφορές μεταξύ τους ανάλογα με τον τόπο λατρείας. Η Εστία, που κάποτε συμπεριλαμβανόταν και στους δώδεκα, ήταν η Θεά της εστίας της οικογένειας και της πόλης. Η Ειλείθυια ήταν η Θεά του τοκετού και θεωρείται ότι το όνομά της προήλθε από το ρηματικό τύπο “ελεύθυια” (η ερχόμενη). Σχετιζόταν άλλοτε με την Ήρα και άλλοτε με την Άρτεμη και τα ιερά της βρίσκονταν έξω από τα όρια της πόλης. Ένας άλλος προομηρικός Θεός ήταν ο Ενυάλιος, θεός του πολέμου, που στην Ιλιάδα ταυτίζεται με τον Άρη. Η Εκάτη αποτελούσε ξεχωριστή Θεότητα -τουλάχιστον ως τα Κλασικά χρόνια- όταν άρχισε όλο και συχνότερα να ταυτίζεται με την Άρτεμη.
Ήταν η Θεά της Σελήνης, των νυχτερινών τελετουργιών, της μαγείας αλλά και των οδών, για αυτό αποκαλούνταν και Ενοδία. Η καταγωγή της ήταν Καρική και το σημαντικότερο ιερό της βρισκόταν στη Λάγινα της Καρίας. Από την αχανή οικογένεια των θεών, των ημίθεων και των ηρώων αξίζει να αναφέρουμε και ορισμένες θεότητες που η λατρεία τους είχε καθαρά τοπικό χαρακτήρα. Ο τιτάνας Προμηθέας για παράδειγμα λατρευόταν κυρίως στην Αθήνα, συχνά σε συνδυασμό με τον Ήφαιστο, γιατί και οι δύο χειρίζονταν τη φωτιά. Όμως, ενώ ο Ήφαιστος ήταν μεταλλουργός, ο Προμηθέας ήταν κεραμέας. Η Λητώ, η μητέρα της Άρτεμης και του Απόλλωνα, λατρευόταν κυρίως στην Κρήτη και τη Λυκία.
Στις θαλάσσιες θεότητες ανήκε η Θέτιδα που λατρευόταν στη Φάρσαλο και τη Σηπιάδα της Θεσσαλίας καθώς και στη Σπάρτη. Ο γιος της Αχιλλέας λατρευόταν ως Ποντάρχης, δηλαδή ως κύριος της Μαύρης θάλασσας. Μία άλλη αντίστοιχη θαλασσινή Θεότητα ήταν η Λευκοθέα, η οποία στη Φιγάλεια λατρευόταν με το όνομα Ευρυνόμη. Τέλος, ένας θαλασσινός γέροντας παρουσιαζόταν από τόπο σε τόπο με διαφορετικά ονόματα: Πρωτεύς, Φόρκυς, Νηρεύς, Γλαύκος. Στα όρια ανθρώπου και ζώου ο Παν απεικονιζόταν ως ένας τραγοπόδαρος, συχνά ιθυφαλλικός θεός. Ήταν πραγματικά ο Θεός των ορίων μεταξύ του πολιτισμένου κόσμου και της άγριας φύσης.
Η λατρεία του ήταν σημαντική στην Αρκαδία, ενώ στην Αττική εμφανίστηκε μόλις στη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. Υπήρχαν βέβαια απειράριθμες ομαδικές θεότητες όπως οι νύμφες των πηγών και των δασών που συνόδευαν την Άρτεμη, οι Νηρηίδες τις οποίες εξουσίαζε η Θέτιδα, καθώς και οι Σάτυροι, οι Σειληνοί και οι μαινάδες που αποτελούσαν το Διονυσιακό θίασο. Ανάμεσα στις άλλες ομαδικές θεότητες αξίζει να μνημονεύσουμε τις Χάριτες, τις Μοίρες, τις Μούσες, τις Ευμαινίδες ή Ερινύες, τις Ώρες, τους Κορύβαντες, τους Τελχίνες και τους Καβείρους.