Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Εισαγωγή – Γενικά
Εισαγωγή – Γενικά
Μετά το θάνατο του Βασιλείου Β’ (1025) άρχισε μια περίοδος κρίσης. Με την ενθρόνιση των Κομνηνών (1081) αντιμετωπίστηκε η κρίση και άρχισε η ανασυγκρότηση του κράτους. Η δυναστεία όμως που διαδέχτηκε του Κομνηνούς, οι Άγγελοι, δεν μπόρεσαν να αποκρούσουν τις εξωτερικές απειλές και το Βυζάντιο καταλύθηκε από τους σταυροφόρους (1204). Στα ερείπιά του δημιουργήθηκαν Ελληνικά και Λατινικά κράτη. Ανάμεσα στα Ελληνικά κράτη ξεχώρισε η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, η οποία επέτυχε την αποκατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που διατήρησε το κύρος της ως τις αρχές του 14ου αιώνα.
Στη διάρκεια του 14ου αιώνα. άρχισε η αποσύνθεση του Βυζαντίου, η οποία επιταχύνθηκε στα μέσα του 14ου αιώνα. εξαιτίας κυρίως των εμφυλίων πολέμων και της εξασθένησης του στρατού και της οικονομίας, που ευνόησαν την επέκταση αρχικά των Σέρβων και αργότερα των Οθωμανών. Έτσι η άλλοτε κραταιά Αυτοκρατορία μετατράπηκε σε μια αδύναμη Αυτοκρατορία των Στενών που είχε πελώριο κεφάλι, αλλά πολύ ασθενικό σώμα. Το κράτος αυτό έζησε μέσα στην αγωνία και ταπεινώθηκε πολλές φορές, προτού καταλυθεί από τους Τούρκους.
Ωστόσο μέσα στις τραγικές συνθήκες της τελευταίας περιόδου του Βυζαντίου (1204 – 1453) άρχισε να διαμορφώνεται η συνείδηση του Νέου Ελληνισμού. Είναι γνωστό ότι η ιστορία έχει καταγράψει γεγονότα, κυρίως μάχες, οι οποίες ενώ είχαν σημαντική επίδραση στα ιστορικά δρώμενα, δεν έχουν τη δημοσιότητα ή με άλλα λόγια δεν είναι τόσο γνωστές στο ευρύτερο κοινό παρά μόνο στους ειδικούς και πολλές φορές ούτε και σε αυτούς. Μια από τις μάχες αυτές είναι η μάχη που έγινε στις 26 Αυγούστου του έτους 1071 μ.Χ. κοντά στην Αρμενική πόλη Μαντζικέρτ, από την οποία πήρε και το όνομά της.
Αναφερόμεθα στη μάχη του Μαντζικέρτ, που έγινε μεταξύ του στρατού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπό τον Αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ Διογένη (1068 – 1071) και του στρατού των Σελτζούκων Τούρκων του Σουλτάνου Αλπ Αρσλάν. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο οι συνέπειες της μάχης αυτής υπήρξαν καθοριστικές για την εξέλιξη των ιστορικών πραγμάτων, όχι μόνο για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τη Μέση Ανατολή, αλλά και για την Ευρώπη γενικότερα. Πέραν αυτών η μάχη αυτή απεικονίζει κατά πολύ εναργή τρόπο μια ολόκληρη εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Κύριο χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η έντονη διαμάχη μεταξύ γραφειοκρατικού κατεστημένου αφενός και στρατιωτικών αφετέρου, η οποία εκδηλώθηκε με το έντονο αντιστρατιωτικό πνεύμα των γραφειοκρατών και την προσπάθεια υποβαθμίσεως των στρατιωτικών ικανοτήτων και δυνατοτήτων της Αυτοκρατορίας, στα πλαίσια μιας νοσηρής νοοτροπίας, πολύ συνηθισμένης σε τέτοιες περιόδους, ότι εγκαταλείποντας το στρατό στην τύχη του, κτυπάμε τους στρατιωτικούς και την κάστα τους.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της εποχής αυτής είναι ότι αρχίζει η περίοδος παρακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία κατά περίεργο τρόπο ακολουθεί μια περίοδο, δυστυχώς την τελευταία, ιδιαίτερης ακμής και επιτυχιών της. Τέλος, κατά πολλούς η μάχη αυτή αποτελεί την αρχή του τέλους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η ΕΞΑΣΘΕΝΗΣΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ
Η Κρίση και οι απώλειες της Αυτοκρατορίας κατά τον 11ο Αιώνα (1025 – 1081)
α) Η Εσωτερική Κρίση
Όταν πέθανε ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ (1025), το Βυζάντιο είχε θριαμβεύσει στα πεδία των μαχών και είχε εξελιχθεί σε παγκόσμια δύναμη με ευρύτατο διεθνή ρόλο. Ωστόσο, σύντομα παρουσιάστηκαν σύννεφα στον ορίζοντα. Η ψευδαίσθηση ότι είχε εξασφαλιστεί αδιατάρακτη και διαρκής ειρήνη οδήγησε τη Βυζαντινή κυβέρνηση σε μέτρα αποστρατιωτικοποίησης: Παραμέλησε το στόλο, που χαρακτηρίζεται από μια σύγχρονη πηγή ως η «Δόξα της Ρωμανίας», διέλυσε σταδιακά τα θέματα και τους θεματικούς στρατούς.
Αντικατέστησε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία μ’ ένα φόρο που χρησιμοποιήθηκε για τη στρατολογία ξένων μισθοφόρων και χρησιμοποίησε πολλούς ξένους σε ανώτερες θέσεις. Στο επίπεδο της κοινωνίας η επιβολή νέων φόρων από μία αυταρχική κεντρική κυβέρνηση οδήγησε σε ταραχές και εξεγέρσεις των επαρχιακών αγροτικών πληθυσμών. Κοντά στα οικονομικά προβλήματα, στις ταραχές και τις συγκρούσεις, η πολιτική αστάθεια που εκδηλώθηκε γύρω στα 1060 ενίσχυσε την αίσθηση ότι η αυτοκρατορία είχε περιέλθει σε γενικευμένη κρίση.
β) Οι Στρατιωτικές Αποτυχίες
Την ίδια περίοδο νέοι εχθροί άρχισαν να απειλούν την εδαφική ακεραιότητα του κράτους. Στην Ανατολή, εμφανίστηκαν οι Σελτζούκοι, Τουρκικό φύλο που στη μάχη του Μαντζικέρτ, κοντά στη λίμνη Βαν της Αρμενίας (1071), συνέτριψε τα μισθοφορικά στρατεύματα του Βυζαντίου. Η έλλειψη οπλισμού, πειθαρχίας και ηθικού ήταν οι κυριότεροι παράγοντες της ήττας. Με την ίδια ταχύτητα οι Σκανδιναβικής καταγωγής Νορμανδοί αφαίρεσαν από το Βυζάντιο τις Ιταλικές του κτήσεις. Το 1071 έπεσε στα χέρια τους το τελευταίο Βυζαντινό οχυρό της Ιταλίας, η πόλη Μπάρι, στις ακτές της Αδριατικής.
Το γεγονός αυτό σήμανε το τέλος της Βυζαντινής Ιταλίας. Επικίνδυνοι αντίπαλοι αποδείχτηκαν και οι Ούγγροι και οι Σέρβοι στα βόρεια σύνορα του κράτους. Συνολικά τα χρόνια, που μεσολαβούν ανάμεσα στο θάνατο του Βασιλείου Β’ και την άνοδο στο θρόνο της δυναστείας των Κομνηνών, αποτελούν μια κρίσιμη και μεταβατική περίοδο, μια φάση στασιμότητας και υποχώρησης της Βυζαντινής δύναμης.
Οι Κομνηνοί και η Μερική Αναδιοργάνωση της Αυτοκρατορίας
α) Κατάσταση της Αυτοκρατορίας
Όταν ο Αλέξιος Α’ (1081 – 1118), ο ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών, ανήλθε στον θρόνο, το Βυζάντιο δεχόταν επίθεση και κινδύνευε σε όλα τα μέτωπα.
β) Εσωτερική Πολιτική
Στο εσωτερικό οι Κομνηνοί στηρίχτηκαν στους ευγενείς, εφαρμόζοντας το θεσμό της Πρόνοιας. Παραχωρούσαν δηλαδή, ισόβια, αγροκτήματα και φορολογικά έσοδα στους ευγενείς, με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών. Οι ευγενείς αυτοί ονομάστηκαν προνοιάριοι ή στρατιώτες και έγιναν η άρχουσα τάξη, ενώ οι απλοί αγρότες βυθίστηκαν στην αθλιότητα.
γ) Εξωτερικές Επιτυχίες
Ο Αλέξιος Α’ εκμεταλλεύτηκε επιδέξια τις επιχειρήσεις των σταυροφόρων στη Μ. Ασία και, βασιζόμενος στις συμφωνίες που υπέγραψε με τους αρχηγούς τους στην Κωνσταντινούπολη, ανέκτησε τη δυτική Μ. Ασία που περιλάμβανε σημαντικές πόλεις (Νίκαια, Σμύρνη, Έφεσος, Σάρδεις). Στα Βαλκάνια ο Αυτοκράτορας πέτυχε με τη διπλωματία και τον πόλεμο να απαλλαγεί από τις επιδρομές των Πατζινακών και των Κουμάνων. Ο Ιωάννης Κομνηνός (1118 – 1143) κατέκτησε διάφορα ξένα κρατίδια στη Μ. Ασία και έφτασε ως τη Συριακή Αντιόχεια.
Στα Βαλκάνια επέβαλε την κυριαρχία του στους Σέρβους και προσπάθησε να θέσει υπό Βυζαντινή κηδεμονία το Ουγγρικό Βασίλειο που αποτελούσε μια αναδυόμενη δύναμη. Ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός (1143 – 1180), καινοτομώντας ακολούθησε φιλοδυτική εσωτερική πολιτική και στηρίχθηκε στις υπηρεσίες των Λατίνων. Στην εξωτερική πολιτική συνήψε ειρήνη με τους Ούγγρους, κυριάρχησε στα βορειοδυτικά Βαλκάνια και ταπείνωσε τους Σέρβους. Επίσης συνέχισε τις εκστρατείες του πατέρα του κατά των Σελτζουκικών κτήσεων στη Μ. Ασία.
δ) Η Στρατιωτική Κατάρρευση
Η εμπλοκή του όμως στο Ιταλικό μέτωπο ενθάρρυνε το Σουλτάνο των Σελτζούκων να ανανεώσει τις επιθέσεις του κατά των εδαφών του Βυζαντίου. Ο Βυζαντινός στρατός δεν μπόρεσε να ανακόψει την πρόοδο των Τούρκων και στο Μυριοκέφαλο της Φρυγίας (1176) σχεδόν εξολοθρεύτηκε. Ο ίδιος ο Μανουήλ συνέκρινε την ήττα αυτή με την καταστροφή που είχε υποστεί το Βυζάντιο πριν από 105 χρόνια στο Μαντζικέρτ
Η νίκη αυτή παγίωσε τη θέση των Τούρκων και επηρέασε καθοριστικά τη φυσιογνωμία της Μ. Ασίας. Οι καταλήψεις πόλεων, οι σφαγές και η φυγή των χριστιανών στις γειτονικές χώρες, σε συνδυασμό με τις συνέπειες της πείνας και της πανούκλας, επέφεραν τον εξισλαμισμό (δηλαδή τη μεταστροφή στο Ισλάμ) των Μικρασιατικών επαρχιών που άλλοτε αποτελούσαν τους πνεύμονες του Βυζαντινού Κράτους.
Η Ενετική Οικονομική Διείσδυση και το Σχίσμα των Εκκλησιών
α) Εμπορικά Προνόμια στους Βενετούς
Για να αποκρούσει τους Νορμανδούς της Ιταλίας που είχαν αποβιβαστεί στα παράλια της Ηπείρου και ήταν έτοιμοι να βαδίσουν κατά της Βυζαντινής πρωτεύουσας, ο Αλέξιος Α’ ζήτησε τη συνδρομή των Βενετών. Με τη βοήθεια του πανίσχυρου Βενετικού στόλου, το Βυζάντιο κατανίκησε τους Νορμανδούς. Για να ανταμείψει τους συμμάχους του, ο Αλέξιος Α’ τους έδωσε, με το χρυσόβουλο (δηλ. επίσημη έγγραφη συμφωνία, υπογεγραμμένη από τον Αυτοκράτορα και σφραγισμένη με τη χρυσή του βούλα) του 1082, τα ακόλουθα προνόμια:
1. Παραχώρησε τίτλους και χρηματικές χορηγίες στους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες της Βενετίας.
2. Παραχώρησε στους εμπόρους της Βενετίας σκάλες (δηλ. αποβάθρες) και εμπορικά καταστήματα στην προκυμαία της πρωτεύουσας.
3. Επέτρεψε στους Βενετούς να εμπορεύονται ελεύθερα και χωρίς να πληρώνουν δασμούς σε όλα τα σημαντικά Βυζαντινά λιμάνια.
Με τη διμερή αυτή συνθήκη το Βυζάντιο παραιτήθηκε εκούσια από τα φορολογικά, ναυτιλιακά και οικονομικά δικαιώματά του, τα οποία τώρα δόθηκαν στους Βενετούς ως προνόμια. Έτσι οι Βενετοί διείσδυσαν οικονομικά και ίδρυσαν μια πανίσχυρη αποικιακή Αυτοκρατορία στην Ανατολή, ενώ το Βυζάντιο έχασε το ρόλο του μεσάζοντα μεταξύ Αράβων και Δυτ. Ευρώπης και την κυρίαρχη θέση του στο εμπόριο της Μεσογείου.
Οι Αυτοκράτορες επιχείρησαν αργότερα να αντιδράσουν δημεύοντας τις περιουσίες Βενετών ή υποκινώντας βιαιότητες του πληθυσμού της πρωτεύουσας εναντίον τους ή παραχωρώντας προνόμια και στις άλλες Ιταλικές ναυτικές πόλεις (Πίζα και Γένουα). Το τελευταίο μέτρο εφαρμόστηκε κυρίως από τον Μανουήλ Κομνηνό, ο οποίος πέτυχε να διχάσει τους αντιπάλους του και να παρέμβει στρατιωτικά στην Ιταλία, επαναφέροντας στη ζωή τη φιλόδοξη πολιτική του Ιουστινιανού Α’.
β) Το Σχίσμα των δύο Εκκλησιών
Στα χρόνια του Κωνσταντίνου Θ’ η παλιά αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης, που αφορούσε ουσιαστικά το ζήτημα της κυριαρχίας επί της χριστιανικής οικουμένης, οδηγήθηκε στη ρήξη. Οι σχέσεις μεταξύ των πατριαρχείων Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, με το οποίο συμπαρατάχτηκαν τα πατριαρχεία Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας, διακόπηκαν πλήρως. Το γεγονός αυτό είναι γνωστό ως Σχίσμα των δύο Εκκλησιών και έγινε υπό τις ακόλουθες συνθήκες:
Παπική πρεσβεία με αρχηγό τον καρδινάλιο Ουμβέρτο επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, για να συζητήσει με τον πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο την επίλυση των λειτουργικών και δογματικών διαφορών που υπήρχαν ανάμεσα στα δύο πατριαρχεία.
Οι διαφορές δεν ήταν αγεφύρωτες, αλλά η αλαζονεία των διαπραγματευτών οδήγησε σε οριστική ρήξη μεταξύ των δύο πατριαρχείων, τα οποία στο εξής αντιπροσωπεύουν δύο χωριστές χριστιανικές εκκλησίες (την Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία). Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε μεγάλη αντιπαλότητα και μίσος μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Οι σύγχρονοι δεν αντιλήφθηκαν τη σημασία των γεγονότων που ωστόσο έμελλαν να έχουν ανυπολόγιστες επιπτώσεις στις τύχες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Εξάπλωση των Τούρκων και Τελευταίες Προσπάθειες για Ανάσχεσή τους
α) Η Αδυναμία του Βυζαντίου
Το Βυζαντινό Κράτος που ανασυστήθηκε από τον Μιχαήλ Η’ γνώρισε, κυρίως χάρη στην ευφυή διπλωματία του Αυτοκράτορα, μια τελευταία αναλαμπή που διήρκεσε ως τα μέσα του 14ου αιώνα. Ωστόσο οι εμφύλιοι πόλεμοι έφεραν γρήγορα την οικονομική και στρατιωτική κατάρρευση. Το νόμισμα υποτιμήθηκε, ενώ η βαριά φορολογία και η εξαθλίωση προκάλεσαν επαναστάσεις του λαού και της μεσαίας τάξης κατά των ευγενών στη Θεσσαλονίκη και την Αδριανούπολη.
Ο Ανδρόνικος Β’ (1282 – 1328) μείωσε τη δύναμη του στρατού και του στόλου και οι ξένοι μισθοφόροι κυριάρχησαν. Η άλλοτε κραταιά Αυτοκρατορία έγινε τώρα μια αδύναμη Αυτοκρατορία των Στενών, που εύκολα καταλύθηκε από τους Οθωμανούς.
β) Οθωμανοί και οι Κατακτήσεις τους
Οι Οθωμανοί ήταν μια Τουρκική φυλή διαφορετική από τους Σελτζούκους, Ασιάτες νομάδες που μετανάστευσαν σε μια περιοχή κοντά στην Προύσα. Οι Οθωμανοί οργανώθηκαν αρχικά από το Σουλτάνο (ηγεμόνα) Οθμάν ή Οσμάν, στον οποίο οφείλουν και το όνομά τους. Εκμεταλλεύτηκαν την κατάργηση των Βυζαντινών ακριτών μετά το 1261 και αξιοποίησαν τον Ισλαμικό θεσμό των Γαζήδων (των φανατικών μαχητών του Ισλάμ), για να αποκλείσουν και να εξαναγκάσουν, μετά από μακρόχρονη πολιορκία, τις Ελληνικές πόλεις σε παράδοση. Έτσι κατέκτησαν βαθμιαία όλη τη Μ. Ασία.
Η ανάγκη ενίσχυσης του στρατού των Οθωμανών οδήγησε στη στρατολόγηση των Χριστιανοπαίδων (ονομάστηκε παιδομάζωμα) και τη συγκρότηση του επίλεκτου τάγματος των γενιτσάρων («νέος στρατός»). Στα μέσα του 14ου αιώνα οι Οθωμανοί πέρασαν στην Ευρώπη και κατέκτησαν την οχυρή Καλλίπολη (1354). Οι διαιρεμένοι Βαλκανικοί λαοί υπέκυψαν μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις των Οθωμανών. Στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389) οι Σέρβοι νικήθηκαν και αναγνώρισαν την Οθωμανική επικυριαρχία.
γ) Προσπάθειες Ανάσχεσης των Οθωμανών
Στις αρχές του 15ου αιώνα οι Μογγόλοι εισέβαλαν στη Μ. Ασία και κατανίκησαν το Σουλτάνο Βαγιαζίτ στη μάχη της Άγκυρας (1402). Η ήττα προκάλεσε βαθιά κρίση στο Οθωμανικό Κράτος και έδωσε παράταση ζωής στο ετοιμόρροπο Βυζάντιο. Κατά τον τελευταίο αιώνα πριν την Άλωση οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες Ιωάννης Ε’ (1369 – 1371), Μανουήλ Β’ (1399 – 1402) και Ιωάννης Η’ ταξίδεψαν για βοήθεια στη Δύση.
Ο τελευταίος ανανέωσε στη σύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας την «ένωση», δηλ. την υποταγή της Ορθόδοξης στη Ρωμαϊκή Εκκλησία (1438 – 1439), που είχε πρώτος απόδεχτεί ο Μιχαήλ Η’ στη σύνοδο της Λυών (1274). Η υποχώρηση αυτή, που δεν έγινε δεκτή από το λαό, αποδείχτηκε μάταιη, καθώς το Βυζάντιο έμεινε απροστάτευτο στα κατακτητικά σχέδια των Οθωμανών.
Η Βυζαντινή Πνευματική Κληρονομιά
Η Βυζαντινή ιδεολογία επηρέασε έντονα την ιδεολογία του Μοσχοβίτικου Κράτους. Οι Ρώσοι θεώρησαν ότι ήταν οι μοναδικοί κληρονόμοι της Βυζαντινής πνευματικής και πολιτικής παράδοσης και διατύπωσαν στις αρχές του 16ου αιώνα τη θεωρία ότι η Μόσχα ήταν η Τρίτη Ρώμη, η πόλη που έμελλε να ανασυστήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Πέραν των Ρώσων και οι ορθόδοξοι Βαλκανικοί λαοί επηρεάστηκαν βαθιά από το Βυζαντινό πολιτισμό, ενώ η Ορθοδοξία συνέβαλε στη διατήρηση της πνευματικής τους ταυτότητας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Συνολικά η συνεισφορά του Βυζαντίου στον Ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτισμό ήταν πολύ σημαντική. Η Αυτοκρατορία διέσωσε τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό από την απειλή των Αραβικών κατακτήσεων κατά τον 7ο και 8ο αιώνα. Ανέπτυξε μια μεγάλη και πρωτότυπη τέχνη που επηρέασε Ανατολή και Δύση. Εκτός του ορθόδοξου Σλαβικού κόσμου, χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Ιταλική προαναγεννησιακή τέχνη και η Οθωμανική αρχιτεκτονική. Το Βυζάντιο διαφύλαξε, καλλιέργησε και μετέδωσε στην Ευρώπη την κλασική κληρονομιά, στην οποία ανήκει και η Ρωμαϊκή νομική παράδοση.
Ανέπτυξε νέα γραμματειακά είδη (όπως τη χρονογραφία και τη λειτουργική ποίηση) και τις θετικές επιστήμες (όπως την αστρονομία και τα μαθηματικά) και τελειοποίησε την οργάνωση των κρατικών υπηρεσιών, από την οποία επηρεάστηκαν το Χαλιφάτο, τα Μεσαιωνικά Βαλκανικά κράτη, η Ρωσία και το Οθωμανικό Κράτος. Συνέβαλε επίσης στη διαμόρφωση της θρησκευτικής μουσικής, του μοναστισμού, των ουμανιστικών ή ανθρωπιστικών σπουδών και άλλων εκφάνσεων του πολιτισμού στη δυτική Ευρώπη.
Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ
Νομάδες στο Ανατολικό Τουρκεστάν της Ασίας ήταν αρχικά οι Τούρκοι. Ανήκαν στην Τουρανική φυλή και αποτελούσαν κλάδο της Ουραλοαλταϊκής οικογένειας. Με αρχηγό τους τον Σελτζούκ, γύρω στα 960 μ.Χ., εξόρμησαν δυτικά κι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Μπουχάρα, στο σημερινό Ουζμπεκιστάν, όπου εξισλαμίστηκαν. Άρχισαν λίγο λίγο να επεκτείνονται δυτικά, πλησιάζοντας τη Μικρά Ασία. Στα 1071, ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ρωμανός Δ’ Διογένης, εκστράτευσε στην Αρμενία και κυρίευσε την πόλη Μαντζικέρτ, κοντά στη λίμνη Βαν.
Από το 1063, Σουλτάνος των Σελτζούκων Τούρκων ήταν ο Μοχάμετ Ιμπν Νταούντ Αρπ – Αρσλάν. Απασχολημένος με εσωτερικές διαμάχες, ζήτησε να υπογράψει ειρήνη. Ο Ρωμανός αρνήθηκε. Ο Αρπ – Αρσλάν βάδισε εναντίον του Αυτοκράτορα. Η μάχη έγινε στις 19 Αυγούστου του 1071, έξω από το Ματζικέρτ. Οι Βυζαντινοί κυκλώθηκαν. Ο Ρωμανός τραυματίστηκε κι αιχμαλωτίστηκε, ενώ ο στρατός του αποδεκατίστηκε. Από εκείνη τη στιγμή, οι Σελτζούκοι είχαν οριστικά πατήσει πόδι στην Ανατολική Μικρά Ασία. Δέκα χρόνια μετά τη μάχη του Ματζικέρτ, πήραν και τη Νίκαια. Το 1096 την έχασαν. Έκαναν πρωτεύουσά τους το Ικόνιο.
Στα επόμενα εκατό χρόνια, οι συγκρούσεις Βυζαντινών και Σελτζούκων συνεχίζονταν. Στα 1176, ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός θέλησε να δώσει την αποφασιστική μάχη. Κυρίευσε το Δορύλαιο (σημερινό Εσκί Σεχίρ) και το οχύρωσε. Οι αντίπαλοι συναντήθηκαν στο Μυριοκέφαλο (κοντά στις πηγές του Μαιάνδρου ποταμού), στις 17 Σεπτεμβρίου του 1176. Ο Σουλτάνος Αρσλάν πρότεινε ειρήνη. Ο Μανουήλ αρνήθηκε. Και πάλι οι Τούρκοι κύκλωσαν τους Βυζαντινούς και τραυμάτισαν τον Αυτοκράτορα. Ο Αρσλάν υποχρέωσε τον Μανουήλ να κατεδαφίσει τα τείχη του Δορυλαίου.
Ο Αυτοκράτορας έζησε ως το 1180. Ο Σουλτάνος ως το 1192. Οι Σελτζούκοι είχαν πατήσει πόδι στη Μικρά Ασία με τη νίκη τους στο Μαντζικέρτ. Με τη νίκη τους στο Μυριοκέφαλο, εγκαταστάθηκαν σ’ αυτήν για πάντα. Οι επόμενοι δύο αιώνες κύλησαν με τους Τούρκους και τους Βυζαντινούς να ανταγωνίζονται σε αιματηρές μάχες για την κατοχή της Μ. Ασίας. Η εισβολή των Μογγόλων έφερε τη διάλυση του Σελτζουκικού κράτους (1300) και ο ηγεμόνας Οσμάν ή Οθμάν Α’ (1259 – 1326) αυτονομήθηκε στη Βιθυνία.
Στα 1301, οι Τούρκοι του Οσμάν νίκησαν τους Βυζαντινούς στη μάχη του Βαφαίου και, ουσιαστικά, δημιούργησαν αυτόνομο κράτος. Όταν ο Οσμάν πέθανε, το κραταιό Οθωμανικό κράτος ήταν γεγονός. Την ίδια χρονιά (1326), η πρωτεύουσά του μεταφερόταν στην κυριευμένη Προύσα. Στα 1328, ο νέος Σουλτάνος Ορχάν (1326 – 1362) πήρε τη Νικομήδεια στη Β.Δ άκρη της Μ. Ασίας. Το επόμενο βήμα ήταν και το αποφασιστικό: Στα 1353, οι Τούρκοι έκαναν απόβαση στην αντίπερα ακτή του Ελλησπόντου, από τη μεριά της Θράκης, και πήραν το φρούριο Τζύμπη, βάζοντας πόδι για πρώτη φορά στην Ευρώπη.
Στον θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την εποχή εκείνη, καθόταν ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ενώ το σκήπτρο διεκδικούσε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος που ερχόταν με στρατό οπαδών αλλά και συμμάχων Σέρβων και Βουλγάρων ιππέων. Ο Καντακουζηνός ζήτησε τη συνδρομή των Τούρκων. Εκείνοι προχώρησαν προς την Αδριανούπολη. Στη μάχη που ακολούθησε, οι συνασπισμένοι Σέρβοι, Βούλγαροι και Βυζαντινοί γνώρισαν την ήττα από τους Τούρκους. Τον επόμενο χρόνο, οι νέοι εισβολείς έπαιρναν και τείχιζαν την Καλλίπολη, στην έξοδο του Ελλησπόντου προς τη μεριά της Προποντίδας. Το προγεφύρωμα στην Ευρώπη σταθεροποιήθηκε.
Η Τουρκική καταιγίδα ξέσπασε στα 1363. Ο Μουράτ Α’ και οι στρατηγοί του Εβρενός και Λαλασαχίν πήραν το ένα μετά το άλλο τα κάστρα στη Θράκη και στη Μακεδονία. Πήραν και την Αδριανούπολη που τη μετέτρεψαν σε νέα πρωτεύουσα τους. Ξαφνικά, μια τανάλια περιέσφιγγε την άλλοτε ασφαλή πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στα 1368, οι Σέρβοι πρότειναν στους Βυζαντινούς κοινό μέτωπο εναντίον των Τούρκων. Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος προτίμησε να στραφεί στη Δύση και προσέφυγε στον Πάπα ως ικέτης.
Έγινε καθολικός, δανείστηκε χρήματα από Βενετσιάνους τραπεζίτες κι άρχισε να περιπλανιέται ανά την Ιταλία και τη Γαλλία ζητιανεύοντας βοήθεια. Δεν βρήκε. Απογοητευμένος, αποφάσισε να γυρίσει πίσω αλλά τον συνέλαβαν οι δανειστές του. Τον κράτησαν στη Βενετία, ώσπου ο γιος του Ανδρόνικος ξεπλήρωσε το χρέος. Μοναδική λύση για τον ξεπεσμένο Αυτοκράτορα ήταν να τα βρει με τους Τούρκους. Η συνθήκη υπογράφηκε το 1371. Ήταν η χρονιά που οι Τούρκοι νίκησαν τους Σέρβους στο Τσεσμέν του Έβρου και η τριχοτομημένη άλλοτε Μεγάλη Σερβία του Στέφανου Νεμάνια διαλύθηκε σε μικρές ηγεμονίες.
Τον ίδιο καιρό, ο γιος του Ιωάννη μετάνιωσε που δεν άφησε τον πατέρα του να σαπίσει στις Βενετσιάνικες φυλακές, συνεννοήθηκε με τον Σαουζή, γιο του Μουράτ, κι οργάνωσαν επανάσταση εναντίον των πατεράδων τους. Νικήθηκαν. Ο Μουράτ τύφλωσε τον γιο του κι αργότερα τον αποκεφάλισε. Ο Ιωάννης μισοτύφλωσε τον δικό του γιο και τον φυλάκισε. Στα 1376, ο μισοτυφλωμένος Ανδρόνικος απέδρασε, ανέτρεψε τον πατέρα του, τον τύφλωσε και τον έκλεισε στη φυλακή. Έτσι όμως, ο Μουράτ δεν ήταν πια υποχρεωμένος να τηρεί τη συνθήκη.
Από το 1383, οι Τούρκοι άρχισαν να παίρνουν τη μια μετά την άλλη τις περιοχές της Μακεδονίας. Στη διετία 1385 – 1386 έφτασαν ως τη Βέροια, ενώ οι διάφοροι Σλάβοι και Αλβανοί ηγεμόνες παραδίδονταν χωρίς μάχη. Τον ίδιο καιρό υποτασσόταν και η Βουλγαρία. Το 1387, ο Τουρκικός στρατός έφτανε ως την Πελοπόννησο. Αναγκάστηκε να γυρίσει βόρεια, όταν μαθεύτηκε η ήττα από τον Βούκοβιτς στη Βοσνία. Μεσολάβησε η μάχη στο πατενταρισμένα σερβικό Κοσσυφοπέδιο (1389) και η ενθρόνιση του Σουλτάνου Βαγιαζίτ (1389 – 1403). Του πήρε δυο χρόνια, ώσπου να στεριώσει στον θρόνο.
Η προτελευταία πράξη του δράματος άρχισε το 1391, όταν οι Τούρκοι πήραν προσωρινά τη Θεσσαλονίκη. Την ίδια χρονιά, έφτασαν και στην Πελοπόννησο ως σύμμαχοι Φράγκων μισθοφόρων και πήραν τρία κάστρα (Μιστρά, Λεοντάρι Φαλαισίας και Άκοβα Γορτυνίας). Το 1394, η Μακεδονία είχε υποκύψει κι ο Εβρενός πασάς εξουσίαζε το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας κι όλη την περιοχή ως τις βόρειες ακτές του Κορινθιακού κόλπου.
Από τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου, οι Τούρκοι είχαν νικήσει τον Ιωάννη Μίρτσεα της Βλαχίας και τον είχαν αναγκάσει να τραβηχτεί στα βουνά της Τρανσυλβανίας. Το 1396, οι Βλάχοι έγιναν υποτελείς τους. Το 1397, ακολούθησε το Δεσποτάτο του Μιστρά, που έμελλε να πληρώνει φόρο ως τα 1410. Η σειρά της Κωνσταντινούπολης θα ερχόταν σαράντα χρόνια αργότερα.
ΟΙ ΣΕΛΤΖΟΥΚΟΙ ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Αλλά την ίδια εποχή που το Βυζάντιο έφτανε στη μέγιστη εδαφική εξάπλωσή του, μία νέα δύναμη ανέτειλε κοντά στα σύνορα της Αυτοκρατορίας, οι Σελτζούκοι Τούρκοι. Θα κάνουμε μία σύντομη αναδρομή στις απαρχές της ιστορίας τους, που είναι συνυφασμένη με το χαλιφάτο των Αββασιδών.
Oι Αββασίδες είχαν διαδεχτεί τους Ουμαγιάδες στη M. Ανατολή και το χαλιφάτο τους δεχόταν επί αρκετές δεκαετίες ένα σταθερό κύμα εισροής νομαδικών φύλων που μετανάστευαν από τις περιοχές της κεντρικής Ασίας.
Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 11ου αιώνα, οι Αββασίδες είχαν πλέον χάσει τον έλεγχο των τοπικών αρχόντων, με αποτέλεσμα να χαλαρώσει η συνεκτική δομή του Χαλιφάτου. Έτσι, οι νομάδες εισβολείς έβρισκαν την ευκαιρία να περνούν στα εδάφη που έλεγχαν οι υποτελείς των Αββασιδών και να τα λεηλατούν ή να εγκαθίστανται σε αυτά. Ως γενάρχης των Σελτζούκων φέρεται ο Σελτζούκ, ένας σημαντικός άρχοντας της φυλής των Κινίκων Ογούζων Τούρκων. O Σελτζούκ και μέλη της φυλής του μετοίκησαν στην περιφέρεια της πόλης Tζεντ, στα όρια του χανάτου των Oγούζων, όπου εγκαταστάθηκαν στα μέσα του 9ου αιώνα.
Την ίδια εποχή, η φυλή του Σελτζούκ γνώρισε το Μουσουλμανικό πολιτισμό και ασπάσθηκε τον Ισλαμισμό. Μετά από διαμάχες δεκαετιών, το κρατίδιο των Σελτζούκων καταλύθηκε και οι νομάδες Τούρκοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα εδάφη που είχαν καταλάβει. Τότε ανέλαβε την αρχηγία της φυλής ο Τογκρούλ (ή Τουγκρούλ) Μπεγκ, ένας δυναμικός ηγέτης που κατόρθωσε να οργανώσει τους νομάδες. Παράλληλα εξασφάλισε την υποστήριξη και άλλων φυλών Ογούζων, που μπήκαν στην υπηρεσία του στη Χωρασμία, όπου στο μεταξύ είχε επιστρέψει ο οίκος του Σελτζούκ.
Mε τη συμμαχία αυτή και απορροφώντας διάφορες Τουρκομανικές φυλές που συναντούσαν στις περιπλανήσεις τους, οι δυνάμεις του Τογκρούλ αυξήθηκαν αποφασιστικά και κατόρθωσαν να επιβληθούν των γειτονικών κρατιδίων και ειδικότερα του ισχυρού Γκαζναβίντ. Μετά από αυτό, οι Σελτζούκοι έστρεψαν το βλέμμα τους προς τη Δύση και άρχισαν να κατακτούν περιοχές της Περσίας. O Τογκρούλ απέκτησε έτσι και μία νέα πρωτεύουσα, το Ισπαχάν (ή Ισφαχάν) στην Περσία. Από εκεί οι Σελτζούκοι επεκτάθηκαν προς δυσμάς και σύντομα έφτασαν στα σύνορα του παραπαίοντος Χαλιφάτου των Αββασιδών.
Την περίοδο αυτή οι Αββασίδες είχαν αρχίσει να χάνουν τα τελευταία ερείσματά τους στο αχανές κράτος τους, αδυνατώντας να διατηρήσουν έστω και κατ’ επίφαση την ενότητα του Χαλιφάτου. Αντιμετωπίζοντας του ισχυρούς νομάδες εισβολείς και την απειλή του αφανισμού, οι Αββασίδες επέτρεψαν στον Τογκρούλ, να αναλάβει την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της περιοχής. Αυτό σηματοδοτεί την επίσημη ίδρυση του Σουλτανάτου των Σελτζούκων. O Τογκρούλ έλαβε τον τίτλο του Σουλτάνου, αλλά θεωρητικά ήταν υποτελής του Χαλίφη της Βαγδάτης. O Τογκρούλ είχε μεγαλεπήβολα σχέδια για τους νομάδες του.
Μπορεί το Σουλτανάτο του να επιβίωσε μόλις τέσσερις δεκαετίες προτού διασπαστεί οριστικά, αλλά οι επιπτώσεις από τη δημιουργία του θα σφράγιζαν τη μοίρα του Βυζαντίου. Ήδη από το 1048 οι Σελτζούκοι βρίσκονταν προ των πυλών της M. Ασίας και έξι χρόνια αργότερα είχαν φθάσει μέχρι την Τραπεζούντα, λεηλατώντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Oι Τουρκομάνοι που πύκνωναν τις τάξεις του ομοφύλου τους Tογκρούλ, συντηρούσαν με ανανεωμένη επιθετικότητα την πολεμική πρακτική των Γαζήδων, των Μουσουλμάνων πολεμιστών της πίστης.
Oι Γαζήδες, επικεφαλής αυτόνομων φατριών και ομάδων μουσουλμάνων, έκαναν τακτικά επιδρομές σε εδάφη όπου κατοικούσαν “άπιστοι”. Αφού λεηλατούσαν την περιοχή, αιχμαλώτιζαν τους κατοίκους για να τους πουλήσουν ως δούλους. Mε την τακτική αυτή, της ερήμωσης των οικισμών και της υποδούλωσης των εγχώριων πληθυσμών, οι Μουσουλμάνοι διείσδυαν αργά αλλά σταθερά στα Χριστιανικά εδάφη. Έτσι ήρθαν γρήγορα σε αντιπαράθεση με τους Βυζαντινούς και σημειώθηκαν οι πρώτες τοπικές συγκρούσεις με Βυζαντινά στρατεύματα που έδρευαν στις επαρχίες.
Όμως οι Τούρκοι δεν αρκούνταν στις μικροεπιδρομές και τη δράση των Γαζήδων. Tα Βυζαντινά εδάφη ήταν πλούσια και αποτελούσαν ιδανική λεία για τους νομάδες. Σύντομα ο Τογκρούλ ξεκίνησε οργανωμένες επιδρομές στα Βυζαντινά εδάφη, βάζοντας ως στόχο όχι πια απομονωμένες αγροικίες ή μικρά χωριά, αλλά τις σημαντικότερες πόλεις της Ελληνικής ανατολής. Oι συνεχείς ληστρικές επιδρομές των Σελτζούκων τους έφεραν σε άμεση σύγκρουση με τους Βυζαντινούς.
H Αυτοκρατορία ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει για μία ακόμη φορά έναν νομαδικό λαό που απειλούσε τα σύνορά της. Kατά τους προηγούμενους αιώνες, το Βυζάντιο είχε αποκρούσει πολλά άλλα φύλα προερχόμενα από την αχανή Ευρασιατική στέπα, ξεκινώντας από τους Ούνους τον 5ο αιώνα και φθάνοντας στους Βούλγαρους, ενώ ενδιάμεσα εμφανίστηκαν οι Άβαροι, οι Κουμάνοι, οι Πετσενέγκοι, οι Κουτριγούροι, οι Χαζάροι και πολλοί άλλοι.
ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΤΟ ΜΑΝΤΖΙΚΕΡΤ
H Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε μία κρίσιμη φάση της ιστορίας της. Ενώ λίγες δεκαετίες πριν, με τη Μακεδονική Δυναστεία, είχε φθάσει στο απόγειο της ισχύος της (τουλάχιστον από τον 7ο αιώνα, στην πρώτη περίοδο της βασιλείας του Ηρακλείου), μία σειρά από ανίκανους Αυτοκράτορες από την μία και η αυξανόμενη δύναμη των πλούσιων γαιοκτημόνων από την άλλη είχαν αποδυναμώσει σημαντικά το Βυζάντιο. Την εικόνα της παρακμής σκιαγραφούν τα γραπτά των ιστορικών της εποχής και ιδιαίτερα των Θεόδωρου Σκουταρειώτη, Μιχαήλ Ψελλού και Μιχαήλ Αταλλειάτη.
Tο βασικό πρόβλημα του Βυζαντίου ήταν η διάλυση της παραδοσιακής κοινωνικής δομής που είχε καταστήσει ισχυρή την Αυτοκρατορία τους προηγούμενους αιώνες. H αποσύνθεση συνδεόταν με την ενδυνάμωση των τάξεων που υπέβλεπαν την Αυτοκρατορική εξουσία, δηλαδή των μεγαλογαιοκτημόνων που με τις ισχυρές τάσεις αυτονόμησής τους ήταν μία διαρκής εσωτερική απειλή για τη συνοχή της Αυτοκρατορίας.
H πλειονότητα των ιστορικών δέχεται ότι η δύναμη του Βυζαντίου ήταν οι μικροκαλλιεργητές και μικροϊδιοκτήτες, που όχι μόνο γέμιζαν τα Αυτοκρατορικά ταμεία με τους φόρους που πλήρωναν, αλλά αποτελούσαν τη δεξαμενή στρατολόγησης πιστών στην Αυτοκρατορία μαχητών, που πολεμούσαν όχι επ’ αμοιβή, για λάφυρα ή για τον Αυτοκράτορα, αλλά για να υπερασπιστούν τα εδάφη τους. Oι Βυζαντινοί βασιλείς και η γραφειοκρατική τάξη της Κωνσταντινούπολης γνώριζαν πολύ καλά ότι οι μικροκαλλιεργητές ήταν η σπονδυλική στήλη της Αυτοκρατορίας.
Για το λόγο αυτό προσπάθησαν, με συνεχείς νομοθετικές ρυθμίσεις, να τους προστατεύσουν και να εξασφαλίσουν την επιβίωση και τη συνοχή τους. Ωστόσο τις δεκαετίες πριν από τη μάχη του Μαντζικέρτ τα μέτρα αυτά άρχισαν να μην επαρκούν για να αναστρέψουν τις ισχυρές τάσεις συγκέντρωσης των καλλιεργήσιμων εδαφών σε λίγα χέρια. Tο αποτέλεσμα ήταν η συρρίκνωση της τάξης των ελεύθερων μικροκαλλιεργητών της υπαίθρου και η μετατροπή τους σε εξαρτώμενους από τον γαιοκτήμονα δουλοπάροικους. Mε τον τρόπο αυτό αποδυναμώθηκε ένα παράγοντας που έπαιζε σπουδαίο ρόλο για τη διατήρηση της συνοχής του Βυζαντινού κράτους.
H ειρωνεία είναι ότι οι μικροκαλλιεργητές έχαναν τα κτήματά τους κυρίως λόγω της αυστηρότητας της Βυζαντινής νομοθεσίας. H μέθοδος που χρησιμοποιούσαν οι γαιοκτήμονες για να μεγαλώσουν τα κτήματά τους ήταν απλή: περίμεναν μία χρονιά με κακή σοδειά και έσπευδαν να δανείσουν τους μικροκτηματίες που δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους φόρους, μια και οι φοροεισπράκτορες δεν έδιναν καμία πίστωση χρόνου στους καλλιεργητές που είχαν χάσει τη σοδειά τους. Συνήθως χρειαζόταν να επαναληφθεί η “κακή” χρονιά για δεύτερη ή τρίτη φορά, προτού ο μικροκαλλιεργητής οδηγηθεί στην πτώχευση και το κτήμα του περάσει στην κυριότητα του μεγάλου γαιοκτήμονα.
Oι χωρικοί που έχαναν το βιός τους, είτε παρέμεναν στα κτήματα ως εξαρτώμενοι από τον γαιοκτήμονα καλλιεργητές (ουσιαστικά δουλοπάροικοι) είτε συνέρρεαν στις μεγάλες πόλεις της Αυτοκρατορίας, όπου απομυζούσαν τα αυτοκρατορικά ταμεία. Κάποιοι από τους Αυτοκράτορες έλαβαν μέτρα για να σταματήσουν τη συγκέντρωση των γαιών σε λίγα χέρια. Χαρακτηριστικές είναι οι προσπάθειες του Ρωμανού Λεκαπηνού, του Νικηφόρου Φωκά και ιδιαίτερα του Βασιλείου B’. Στην εποχή του η τάξη των μεγαλογαιοκτημόνων δυνάμωσε σημαντικά και ήρθε ακόμη και σε ανοιχτή σύγκρουση με την Αυτοκρατορική εξουσία.
O Βασίλειος B’ αντιμετώπισε τις εξεγέρσεις αυτές με τη συνήθη αποφασιστικότητα και ενίοτε σκληρότητά του, προχωρώντας ακόμη και σε μερική αναδιανομή των γαιών. Ωστόσο δεν κατάφερε να χτυπήσει το πρόβλημα στη ρίζα του. Έτσι, στις αρχές του δεύτερου μισού του 11ου αιώνα, μία μικρή ομάδα ισχυρών οικογενειών της Αυτοκρατορίας είχαν δημιουργήσει τεράστια “φέουδα” σε εκείνες τις περιοχές της Αυτοκρατορίας που κάποτε προμήθευαν την Κωνσταντινούπολη με σκληροτράχηλους πολεμιστές.
Oι Βρυέννιοι και οι Δανιήλοι στην Ελλάδα, οι Φωκάδες, οι Σκληροί, οι Μανιάκηδες, οι Βούρτζηδες, οι Βοτανιάτες, οι Κομνηνοί και οι Παλαιολόγοι στη M. Aσία, είχαν ουσιαστικά ο καθένας το δικό του “κράτος εν κράτει”. Αυτό ήταν το κοινωνικοικονομικό πλαίσιο την εποχή που στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης ανήλθε ένας νεαρός και φιλόδοξος Αυτοκράτορας, που είχε κατορθώσει από μέλος της επαρχιακής αριστοκρατίας να ανέβει στα ύπατα κρατικά αξιώματα.
O Ρωμανός Δ’ Διογένης ήταν ένας δυναμικός στρατιωτικός, που συνήθιζε να πολεμά στην πρώτη γραμμή της μάχης ανάμεσα στους άνδρες του, μένοντας πιστός στην παράδοση των Ρωμαίων και Ελλήνων πολεμιστών – βασιλέων. Aν ο Ρωμανός ήταν εξίσου δυναμικός και ως πολιτικός, ίσως η μοίρα του – και αυτή του Βυζαντίου – να ήταν διαφορετική. Όμως, όχι μόνο απέτυχε να προλάβει την προδοσία που του κόστισε το θρόνο, αλλά εμπιστεύτηκε για κρίσιμες θέσεις στο στρατό ανθρώπους που τον υπέβλεπαν και έκαναν ότι μπορούσαν για να τον υπονομεύσουν.
Λίγα χρόνια πριν από την άνοδο του Ρωμανού στο θρόνο, επί Κωνσταντίνου του Μονομάχου, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε προσαρτήσει στην επικράτειά της την Αρμενία επιτυγχάνοντας έτσι τη μεγαλύτερη εδαφική επέκτασή της από την εποχή του Ηρακλείου. Ωστόσο αυτή η επέκταση δεν αποδείχτηκε μόνο βραχύβια, αλλά ουσιαστικά επιτάχυνε τις διαδικασίες που οδήγησαν στο Μαντζικέρτ. H περιοχή της Αρμενίας μοιραζόταν σε μία σειρά από ημιαυτόνομες ηγεμονίες, παρείχε όμως μία πολύτιμη “ουδέτερη ζώνη” ανάμεσα στους Σελτζούκους και Μουσουλμάνους γενικότερα από την μία και τους Βυζαντινούς από την άλλη.
Mε την διάλυση αυτών των Αρμενικών ηγεμονιών και τη δίωξη των μονοφυσιτών Αρμενίων από τον Κωνσταντίνο, χάθηκε αυτή η ουδέτερη εδαφική λωρίδα. Oι διώξεις των Αρμενίων είχαν περαιτέρω αρνητικά αποτελέσματα, αφού παραδοσιακά οι Αρμένιοι αποτελούσαν σημαντικό μέρος του τακτικού Βυζαντινού στρατού. O Σελτζούκοι άρχισαν ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου τις επιδρομές ενάντια στα Αυτοκρατορικά εδάφη, στην αρχή σποραδικά και στη συνέχεια με μεγαλύτερο ζήλο.
Περιέργως, ο λαοφιλής Κωνσταντίνος δεν έκανε το παραμικρό για να τους σταματήσει και την άμυνα των συνόρων της Αυτοκρατορίας είχαν αναλάβει αποκλειστικά οι τοπικές φρουρές που βεβαίως δεν ήταν δυνατό να αναχαιτίσουν την Τουρκική πλημμυρίδα. O διάδοχος του Κωνσταντίνου, Μιχαήλ ΣT’ “ο Στρατιωτικός”, προσπάθησε να δικαιολογήσει την προσωνυμία του, οργανώνοντας μία στρατιωτική επιχείρηση για να απαντήσει στις επιδρομές. Συνάντησε όμως την αντίδραση των στρατηγών του Κατακαλών Κεκαυμένου και Ισαάκιου Κομνηνού, τους οποίους κατηγόρησε για ολιγωρία μπροστά στους “Πέρσες”, όπως αποκαλούσαν οι Βυζαντινοί τους Σελτζούκους εκείνη την εποχή.
O Ισαάκιος, μέλος της πανίσχυρης οικογένειας των Κομνηνών, παρακίνησε σε εξέγερση τον στρατό της Ανατολής και σύντομα ο Μιχαήλ αναγκάστηκε να υπερασπιστεί την Κωνσταντινούπολη. O στρατός της Δύσης, που παρέμεινε πιστός στον Αυτοκράτορα, ηττήθηκε από το στρατό της Ανατολής που είχε επικεφαλής τον Ισαάκιο, ωστόσο χρειάστηκε και ένα πραξικόπημα εντός του παλατιού για να απομακρυνθεί ο Μιχαήλ και να ανακηρυχθεί Αυτοκράτορας ο αντίπαλός του. Αυτή η εμφύλια διαμάχη αποδυνάμωσε ακόμη περισσότερο το Βυζάντιο σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο, με έναν ισχυρό εχθρό προ των πυλών.
Αλλά η κατάσταση δεν ήταν απελπιστική μόνο στην Ανατολή. Tο ίδιο διάστημα στη Δύση οι Νορμανδοί “ξήλωναν” όσες κτήσεις είχαν απομείνει στους Βυζαντινούς στη Σικελία και τη N. Ιταλία. Μάλιστα, για να αντιμετωπίσουν τους Νορμανδούς, οι Βυζαντινοί βασιλείς έστελναν συχνά στη Σικελία τμήματα Βαράγγων, των ξακουστών μισθοφόρων Pως, που από την εποχή του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου ήταν το πλέον επίλεκτο τμήμα των Αυτοκρατορικών στρατών. H εμφύλια διαμάχη σε αυτή τη χρονική στιγμή είχε καταστροφικές συνέπειες, αφού επέτρεψε στους Σελτζούκους να λεηλατούν ανενόχλητοι τις ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας.
O Ισαάκιος Κομνηνός είχε επικρατήσει του αντιπάλου του, αλλά δεν είχε τον πλήρη έλεγχο της Αυτοκρατορίας. Tόσο οι αποσχιστικές τάσεις των μεγάλων γαιοκτημόνων όσο και οι δολοπλοκίες της παράταξης του “Πολιτικού Kόμματος” εμπόδιζαν κάτι τέτοιο. H παράταξη αυτή εκπροσωπούσε κυρίως τη γραφειοκρατία της Κωνσταντινούπολης και το “νέο χρήμα” με έδρα τον Ελλαδικό χώρο (αντίθετα με το “παλαιό χρήμα”, δηλαδή τις αριστοκρατικές οικογένειες της M. Ασίας).
Tο αποτέλεσμα ήταν, με το θάνατο του Ισαάκιου, το 1059, να αναρριχηθεί στο θρόνο ο εκλεκτός των αυλικών, Κωνσταντίνος Δούκας (που ωστόσο προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Ανατολής). O νέος Αυτοκράτορας βρέθηκε αντιμέτωπος με δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα και αποφάσισε να περικόψει τις δαπάνες του στρατού. Αυτή η απόφαση ήταν καταστροφική για την ίδια την υπόσταση του κράτους και είναι απορίας άξιο πώς ένας γόνος μίας παλιάς στρατιωτικής οικογένειας άφησε εκτεθειμένη την Αυτοκρατορία στο Σελτζουκικό κίνδυνο.
O Κωνσταντίνος διέλυσε στην κυριολεξία τη δομή του Αυτοκρατορικού στρατού και παραμέλησε τη στρατολόγηση και τον εφοδιασμό του, αποδυναμώνοντας σημαντικά την άμυνα της Ανατολίας.
Tα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν. Oι Τούρκοι κυρίευαν και λεηλατούσαν τις Αρμενικές περιοχές και έφθασαν μέχρι την Τραπεζούντα. H κατάσταση στην πριν από λίγες δεκαετίες ευημερούσα Αυτοκρατορία εξελισσόταν πολύ άσχημα και μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου το 1067 έγινε φανερό ότι έπρεπε να ληφθούν άμεσα μέτρα.
Την εξουσία για λογαριασμό του ανήλικου γιου του Κωνσταντίνου, Μιχαήλ Δούκα, ασκούσε η χήρα του νεκρού Αυτοκράτορα, Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα. Υπήρχαν όμως δύο πόλοι εξουσίας, ένας γύρω από τον ανήλικο Αυτοκράτορα και ένας δεύτερος γύρω από τον αδελφό του Κωνσταντίνου, Ιωάννη Δούκα. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Ρωμανός Διογένης βρήκε την ευκαιρία να επωφεληθεί.
H Ευδοκία γνώρισε το νεαρό αξιωματούχο που ήταν έγκλειστος στη φυλακή και καταδικασμένος σε θάνατο για τη συμμετοχή του σε συνωμοσία κατά του ανήλικου Αυτοκράτορα και τον επέλεξε για σύζυγό της. Στόχος της ήταν να αποκτήσει ένα στήριγμα για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη δύναμη του Ιωάννη και ήταν βέβαιη ότι το βρήκε στο πρόσωπο ενός ξένου που έστεκε μακριά από τις δολοπλοκίες της Αυλής.
ΓΕΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από του 1025 αρχίζει να παρουσιάζει έντονα συμπτώματα παρακμής. Αυτό θα ήταν φυσικό και αναμενόμενο, εάν είχε προηγηθεί μια μακρά περίοδος σταδιακής και ομαλής μετάπτωσης από την ακμή στην παρακμή. Το αξιοπερίεργο στην περίπτωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο αυτή, είναι ότι η μετάπτωση είναι ταχύτατη, για να μην πούμε ραγδαία. Αυτό διότι μια περίοδο έντονης οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ακμής και δόξας, διαδέχεται άμεσα η πτώση σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της Αυτοκρατορίας, μηδέ και το κυριότερο της ηθικής εξαιρουμένης.
Ως κύρια αίτια της παρακμής το σύνολο σχεδόν των ιστορικών, συγχρόνων και της εποχής εκείνης θεωρούν τα ακόλουθα:
– Το έντονο αντιστρατιωτικό πνεύμα, που πολλές φορές έφθανε στα όρια της απέχθειας έναντι κάθε στρατιωτικού και του θεσμού των Ενόπλων Δυνάμεων συμπεριλαμβανομένου, το οποίο διακατείχε τα μέλη της τάξεως των πολιτικών και των λογίων. Ως αίτια αυτού του πνεύματος αναφέρονται η αντίδραση της πολιτικής αριστοκρατίας, κατά της στρατιωτικής τοιαύτης, η οποία κυβέρνησε την αυτοκρατορία σε όλη τη διάρκεια σχεδόν της σπουδαίας Μακεδονικής Δυναστείας.
Συγκεκριμένα, οι δύο πρώτοι μεγάλοι Αυτοκράτορες της λαμπρής και ένδοξης Μακεδονικής Δυναστείας Νικηφόρος Φωκάς (963 – 969 μ.Χ.) και Ιωάννης Τσιμισκής (969 – 976 μ.Χ.), υπήρξαν εκπρόσωποι της στρατιωτικής αριστοκραρίας / τάξεως (κόμματος), ενώ ο τρίτος σπουδαίος αυτοκράτορας Βασίλειος ο Β’, ο επιλεγόμενος Βουλγαροκτόνος (976 – 1025 μ.Χ.) είχε ταυτισθεί πλήρως με τη στρατιωτική τάξη (κόμμα).
Η στρατιωτική αυτή τάξη \ κόμμα διοικούσε, είναι αλήθεια, δια των Αυτοκρατόρων αυτών, την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αυταρχικά, με πυγμή και πειθαρχία, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή και σημασία στα στρατεύματα της Αυτοκρατορίας και γενικότερα στη στρατιωτική ισχύ και την εξασφάλιση της ασφάλειάς της θεωρώντας, όχι άδικα, ότι αυτή συνιστούσε τη βάση αυτής ταύτης της υπάρξεως της Αυτοκρατορίας, η οποία ως γνωστόν περιεβάλλετο και αντιμετώπιζε μύριους και συνεχείς κινδύνους από όλες τις κατευθύνσεις.
Η πολιτική αυτή σήμαινε ότι η άρχουσα αυτή τάξη, η στρατιωτική αριστοκρατία, αγνοούσε την ισχυρή πολιτική αριστοκρατία, την οποία συνιστούσαν οι Συγκλητικοί, οι ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί και στους οποίους είχαν προσχωρήσει περί τα τέλη του 10ου και τις αρχές του 11ου αιώνα, και οι λόγιοι της εποχής. Αυτό είχε ως συνέπεια η τάξη αυτή να στερείται της νομής του μεριδίου της εξουσίας, που θεωρούσε ότι της αναλογούσε και της ανήκε, αλλά και των προνομίων και πλεονεκτημάτων που το μερίδιο αυτό θα τους προσέδιδε και το οποίο απήλαυναν οι στρατιωτικοί.
– Μία άλλη αιτία του έντονου αυτού αντιστρατιωτικού πνεύματος υπήρξε η κόπωση και εξάντληση του κοινωνικού συνόλου και της οικονομίας, από τους παρατεταμένους και εξαντλητικούς πολέμους με τους Βουλγάρους, όπως αυτό περιγράφεται στη συνέχεια. Εκφραστές του έντονου αυτού αντιστρατιωτικού πνεύματος και νοοτροπίας, την οποία ο μεγάλος Ρώσος Βυζαντινολόγος Γεώργιος Οστρογκόρσκι (Ostrogorski), αποκαλεί «κυριαρχία της υπαλληλικής αριστοκρατίας της πρωτευούσης», υπήρξαν όλοι οι μετά τον Βασίλειο τον Μακεδόνα Αυτοκράτορες.
Εξαίρεση ο Αυτοκράτορας Ισαάκιος Κομνηνός (1057 – 1059), η άνοδος του οποίου στο θρόνο απετέλεσε την πρώτη έκφραση της αντίδρασης των στρατιωτικών και όχι μόνον, στην καταστροφική πολιτική της πολιτικής αριστοκρατίας αυτής, εναντίον της Αυτοκρατορίας. Συνέπειες αυτού του έντονου αντιστρατιωτικού και «εν πολλοίς» αντιπολεμικού πνεύματος που διακατείχε την πολιτική αριστοκρατία, ήταν η πλήρης παραμέληση του στρατού, είτε για λόγους οικονομιών ή για λόγους αντεκδικήσεως και μειώσεως της ισχύος των στρατιωτικών, της στρατιωτικής αριστοκρατίας δηλαδή, νομίζοντας ότι εγκαταλείποντας το στρατό πλήττουν μόνο τους στρατιωτικούς.
Παρέβλεπαν ή απέφευγαν να εννοήσουν τις επιπτώσεις που οι ενέργειές τους αυτές θα είχαν στην άμυνα και στην ασφάλεια της Αυτοκρατορίας. Η παραμέληση αυτή εκδηλώνετο με ποικίλους τρόπους. Όπως η αντικατάσταση – υποκατάσταση του πολύ καλού Εθνικού συστήματος στρατολογίας της Αυτοκρατορίας, το οποίο απέδιδε ισχυρό Εθνικό Στρατό, περιφερειακής κατά βάση συστάσεως (θέματα, θεσμός των αγροτών – στρατιωτών, ακρίτες κλπ) με συγκεντρωτικά συστήματα, γεγονός που σήμαινε μισθοφορικές δυνάμεις, εθνικές και αλλοεθνείς.
Αντί λοιπόν των ταγμάτων των θεμάτων και των ακριτών, βλέπουμε τώρα να χρησιμοποιούνται για την επάνδρωση του στρατού μισθοφόροι στρατιώτες από τη Δύση και την Ανατολή. Όπως θα δούμε, η στρατιά του Ρωμανού Διογένη συνίστατο από συνονθύλευμα στρατιωτών διαφόρων εθνικοτήτων. Ενημερωτικά αναφέρουμε την εθνική προέλευση των μισθοφόρων, που χρησιμοποιήθηκαν την εποχή εκείνη και αργότερα, για την άμυνα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας: Ρως (Ρώσσοι), Φράγκοι, Κουλπίγκοι, Ιγγλίνοι (Άγγλοι), Νεμίτζοι (Γερμανοί), Σαρακηνοί, Βούλγαροι, Ούζοι, Αλανοί, Βαράγκοι, Τούρκοι κλπ.
Τα τελευταία χρόνια η αναλογία μεταξύ δυνάμεως Εθνικού στρατού και μισθοφόρων αύξανε συνεχώς εις βάρος του Εθνικού. Συγχρόνως, ηγέτες διαφόρου εθνικότητας και ποιότητας, κυρίως τυχοδιώκτες, συμπεριελήφθησαν στις μισθοδοτικές καταστάσεις του Βυζαντινού στρατού, όπως: οι Νορμανδοί Ερβέβιος ο Φραγκόπωλος, Κρισπίνος, Ουρσέλιος ο Φραγκόπωλος, πολλοί από τους οποίους διακρίθηκαν μεν για την ανδρεία τους όχι όμως και για την πίστη τους προς την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Και όπως όλες οι έωλες πολιτικές πράξεις, περιεβλήθησαν και με ιδεολογική μορφή.
Σημειωτέον ότι η επικρατούσα πρόσκαιρος ειρήνη, ως αποτέλεσμα της εξασφαλισθείσης, από τους αυτοκράτορες της μακεδονικής Δυναστείας, ισχύος και των επιτυχιών που αυτοί πέτυχαν στα πεδία των μαχών, σε συνδυασμό με την αίγλη και το σεβασμό που η ισχύς αυτή επέβαλε στους όποιους αντιπάλους, ευνοούσε τις απόψεις αυτές. Συγχρόνως, μειώθηκαν οι πάσης φύσεως στρατιωτικές δαπάνες και πουλήθηκαν τιμητικά και άλλα αξιώματα, αλλά και γαίες, κυρίως σε υπαλλήλους, με αποτέλεσμα πολλοί στρατιωτικοί, για βιοποριστικούς και λόγους ευζωίας, να εγκαταλείψουν το στρατιωτικό επάγγελμα και να προσχωρήσουν στην υπαλληλική αριστοκρατία.
Πράγμα το οποίο είχε επιπτώσεις στο αξιόμαχο του στρατού. Ως άλλη συνέπεια της παραμελήσεως των στρατιωτικών πραγμάτων της αυτοκρατορίας υπήρξε και η παραμέληση του στόλου με αποτέλεσμα η αυτοκρατορία να χάσει τον έλεγχο των θαλασσών και να αναγκασθεί να ζητήσει τη βοήθεια της Βενετίας, που αποτελούσε σημαντική ναυτική δύναμη της εποχής για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους της.
Η βοήθεια όμως αυτή δεν παρασχέθηκε χωρίς ανταλλάγματα. Τουναντίον το Βυζάντιο αναγκάσθηκε να δώσει σημαντικές φορολογικές απαλλαγές στους Ενετούς εμπόρους, με σημαντική μείωση των εσόδων, αλλά και αθέμιτο ανταγωνισμό των Βυζαντινών εμπόρων. Μία άλλη εκδήλωση του αντιστρατιωτικού αυτού πνεύματος υπήρξε η σκληρή φορολογία προς την περιφέρεια της Αυτοκρατορίας, η οποία είχε ως έμμεση συνέπεια την παράλυση της τοπικής αμύνης, διότι οι τοπικοί άρχοντες δεν είχαν τη δυνατότητα να συντηρήσουν όσα από τα θεματικά τάγματα απέμειναν.
– Μια άλλη αιτία, γεωστρατηγικής υφής αυτή, υπήρξε η περιχαράκωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ των οροσειρών του Ταύρου της Κιλικίας, του Αντίταυρου της Καππαδοκίας και του ποταμού Ευφράτη, μετά την απώλεια των Βυζαντινών επαρχιών της Συρίας, Παλαιστίνης, Αιγύπτου και Βόρειας Αφρικής, ως αποτέλεσμα της κεραυνοβόλου εξάπλωσης του Ισλάμ τον έβδομο μ.Χ. αιώνα. (Σχεδιαγράμματα 1 και 4). Αυτή η περιχαράκωση είχε ως συνέπεια η Αυτοκρατορία να περικλείεται\περιβάλλεται διαρκώς από αντιπάλους και κατά συνέπεια να βρίσκεται σε διαρκή άμυνα.
Η ιστορική εξέλιξη απέδειξε ότι η Αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση, για διαφόρους λόγους, να διασπάσει τον κλοιό αυτό για να απαλλαγεί από τον εναγκαλισμό και την περιχαράκωση αυτή. Είναι γεγονός ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία προσπάθησε, αλλά δεν μπόρεσε να το επιτύχει αυτό, ούτε κατά την περίοδο 962 – 1025 που βρισκόταν στο απόγειο της στρατιωτικής ισχύος και γενικά της ακμής της.
Και αφού δεν μπόρεσε να επιτύχει τη διάσπαση αυτή υπό την ηγεσία των μεγάλων προμνημομνευθέντων Αυτοκρατόρων Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννη Τσιμισκή και Βασίλειου Βουλγαροκτόνου, σε περίοδο ακμής και με ισχυρή ηγεσία και ακμαίες Ένοπλες Δυνάμεις και ενώ ο Μουσουλμανικός κόσμος σπαρασσόταν από εσωτερικές έριδες και γενικά βρισκόταν σε παρακμή και σύγχυση, εξαιτίας της αναρχίας που επικρατούσε, δεν φαίνεται ότι αυτό ήταν εύκολο να γίνει στο μέλλον.
– Ως άλλη αιτία της παρακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θεωρούνται οι αναγκαστικοί πόλεμοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στη Βαλκανική και βορειότερα προς το Δούναβη κατά των Βουλγάρων αρχικά, στην ακμή της Αυτοκρατορίας, αλλά και κατά των Πατσινάκων ή των Πετσενέγκων, αργότερα. Οι πόλεμοι αυτοί, ως πόλεμοι φθοράς, είχαν εξαντλήσει οικονομικά και στρατιωτικά την Βυζαντινή Αυτοκρατορία και είχαν ευνοήσει τους αντιπάλους της. Ειδικότερα οι Βουλγαρικοί πόλεμοι φέρουν τα χαρακτηριστικά των συγχρόνων ολοκληρωτικών πολέμων.
Υπήρξαν αμείλικτοι και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αναγκάσθηκε να κινητοποιήσει όλες της τις δυνάμεις και τους πόρους της για να μπορέσει να επικρατήσει και να απαλείψει ή απομακρύνει αυτή τη θανάσιμη απειλή, με συνέπεια να εξαντληθεί από την υπεράνθρωπη αυτή προσπάθεια. Απώτερη συνέπεια ήταν η παραμέληση, κατά κάποιο τρόπο της προσπάθειας επανακατάληψης, τουλάχιστον της Συρίας, από τις απολεσθείσες Ασιατικές περιοχές. Κύρια όμως συνέπεια ήταν η κοινωνική συνιστώσα, που αφορούσε στην γενική κόπωση των κατοίκων για τον πόλεμο, που δημιούργησε αισθήματα αποστροφής γι’ αυτόν.
Επίσης δημιούργησε παραλυσία της κρατικής μηχανής και έλλειψη ενδιαφέροντος για τα κοινά. Όλα αυτά τα εκμεταλλεύθηκε η πολιτική αριστοκρατία – κόμμα για να προβεί σε όλες εκείνες τις ενέργειες που περιγράφονται ακολούθως για να ικανοποιήσει το κοινωνικό σύνολο και να παραμείνει στην αρχή. Την οικονομική εξάντληση επιβάρυναν οι ο πολυέξοδος τρόπος ζωής των μετά τον Βασίλειο Αυτοκρατόρων, ο οποίος χαρακτηριζόταν από άσκοπες και υπερβολικά πολυτελείς δαπάνες, οι οποίες συνέτειναν στο να αδειάσουν ταχύτερα τα δημόσια ταμεία, που με τόση επιμέλεια ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Βουλγαροκτόνος είχε γεμίσει.
Η απώλεια της Ιταλίας από τους Νορμανδούς κατά την περίοδο αυτή καθώς και η επέκταση των Ούγγρων στη Βαλκανική, μπορούν να θεωρηθούν ως άλλες αιτίες που συνέβαλαν στην όλη κακή κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και οδήγησαν στην παρακμή της. Αναζητώντας τις αιτίες της παρακμής δεν πρέπει να παραλείψουμε τη θρησκευτική έριδα μεταξύ του Ορθοδόξου κέντρου και της Μονοφυσιτικής Αρμενίας και Συρίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα και έκφραση της έριδας αυτής είναι η στάση που τήρησε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ι’ στο θέμα της θρησκείας κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο.
Ειδικότερα: ο Αυτοκράτορας αντί να προσπαθήσει να βοηθήσει τους πρόσφυγες Αρμενίους, οι οποίοι κατέκλυσαν τις ανατολικές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την κατάληψη της πρωτεύουσά της Ανί (η πόλη με τις χίλιες και μία εκκλησίες, όπως ελέγετο) και του Καρς, το 1064, από τους Σελτζούκους Τούρκους, με σκοπό να τους προσεταιρισθεί, τήρησε σκληρή στάση προσκαλώντας τον Αρμένιο Αρχιεπίσκοπο στην Κωνσταντινούπολη, όπου προσπάθησε να τον κάνει να ασπασθεί με τη βία το Ορθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα.
Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής ήταν να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο η έχθρα των Αρμενίων εναντίον του κέντρου. Ο ανατραπείς ηγεμών του Ανί Γκακίκ της Δυναστείας των Μπαχρατουνί, διαμαρτυρήθηκε έντονα στον Αυτοκράτορα, προσεταιρίσθηκε τους Σελτζούκους Τούρκους επιδρομείς της περιοχής, κατέλαβε την Καισάρεια της Καππαδοκίας, δολοφονώντας με φρικτό τρόπο τον ορθόδοξο αρχιεπίσκοπο. Οι θρησκευτικές διαμάχες επεκτεινόμενες και μεταξύ κέντρου και Συρίας δεν έμειναν εκεί, αλλά εξελίχθησαν και σε φυλετικές μεταξύ Ελλήνων και Αρμενίων – Σύρων, αλλά και μεταξύ τους.
Στις θρησκευτικές έριδες θα πρέπει να προσθέσουμε το σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής εκκλησίας, το οποίο δημιούργησε πολιτική απέχθεια των Δυτικών προς την Ανατολή, αλλά και την προϋπάρχουσα εμφύλια διαμάχη, συνεπεία του θέματος των εικόνων – εικονομαχίας, η οποία ταλάνισε την Αυτοκρατορία επί έναν και μισό αιώνα περίπου. Η διαμάχη περιφέρειας και κέντρου δεν οφείλετο και δεν περιορίζετο μόνο σε θρησκευτικά αίτια, αλλά και στην αδυναμία του κέντρου να προστατεύσει τις επαρχίες της περιφέρειας από τις βαρβαρικές επιδρομές, λόγω της αδυναμίας των παραμελημένων στρατιωτικών δυνάμεων που έδρευαν εκεί.
Αυτό προκαλούσε την αγανάκτηση των κατοίκων τους εναντίον του κέντρου και των αρχών του, αιτία που οδηγούσε βαθμιαία στην ψυχική και ηθική αποξένωσή τους, κάτι που συνέβαλε σημαντικά, ίσως και να προκάλεσε τη γρήγορη κατάρρευση της Βυζαντινής κυριαρχίας, στα χρόνια που ακολούθησαν. Παράλληλα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η έμφυτη αντιζηλία κέντρου – περιφέρειας, οφειλόμενη «εν πολλοίς» στους φόβους του κέντρου, της κυρίαρχης εν προκειμένω κάστας και του εκάστοτε Αυτοκράτορα, για ανάδειξη στην περιφέρεια ικανών ηγετών, στρατηγών κυρίως, οι οποίοι θα αποτελούσαν πιθανούς εν δυνάμει αντιπάλους – διεκδικητές του θρόνου.
Όλα αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως μια ακόμη αιτία παρακμής. Όλα τα προαναφερθέντα είχαν ως συνέπεια την πλήρη παραλυσία της κρατικής μηχανής, τη δραστικότατη μείωση των αμυντικών δαπανών, που οδήγησε σε πλήρη διάλυση του εθνικού στρατού. Από την άλλη πλευρά, η όλη κατάσταση εκδηλωνόταν με γενικευμένη κοινωνική αποστροφή προς τον πόλεμο και την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος των μαζών για τα κοινά, που έφθανε στα όρια της πλήρους αδιαφορίας.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής, που συνέβαλε όμως στην όλη αυτή κακή κατάσταση της Αυτοκρατορίας υπήρξε η παρατηρούμενη σε κάθε περίοδο παρακμής χαρακτηριστική έλλειψη προσωπικοτήτων. Αναφερόμεθα στη λειψανδρία χαρισματικών ηγετών ικανών να αναλάβουν τα ηνία και να βγάλουν την Αυτοκρατορία από την δυσχερή κατάσταση που βρισκόταν. Η έλλειψη αυτή οφείλετο και στις πλασματικές λύσεις, τις οποίες επέβαλε το δόγμα της δυναστικής νομιμότητας. Αυτή η έλλειψη συνέτεινε στην εκδήλωση πολλών επαναστατικών κινημάτων, τα οποία συνέβαλαν με τη σειρά τους, στην παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Τέτοια κινήματα εκδηλώθηκαν αρκετά. Τρία όμως είναι εκείνα τα οποία υπήρξαν σημαντικά και είχαν πολλές και δυσμενείς επιπτώσεις. Τα κινήματα αυτά εκτιμούμε ότι εντάσσονται στην όλη αντίδραση των στρατιωτικών, αλλά και άλλων νουνεχών παραγόντων της Αυτοκρατορίας, η οποία περιγράφεται αμέσως παρακάτω. Τα κινήματα αυτά, πέραν των άλλων συνεπειών, είχαν ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση στρατιωτικών δυνάμεων από τις περιοχές ευθύνης τους, με σκοπό να συγκεντρωθούν εκεί που η καταστολή της στάσεως επέβαλε. Επίσης στη δημιουργία προσωπικών αντιζηλιών και μίσους μεταξύ των ανωτάτων ηγετών του στρατεύματος, με ανάλογη πτώση του ηθικού.
Η όλη αυτή κατάσταση, όπως είναι φυσικό προκάλεσε αντίδραση, η οποία δεν άργησε να εκδηλωθεί.
Ως πρώτα δείγματα της αντίδρασης αυτής θεωρούνται οι εξεγέρσεις των στρατιωτικών, οι οποίες άρχισαν εκδηλούμενες από το 1042, μετά την πτώση ύστερα από τη λαúκή αντίδραση του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ε’ (1041 – 1042). Τότε ο στρατηγός της Κύπρου, Θεόφιλος ο Ερωτικός παρέσυρε τους Κυπρίους σε στάση κατά της κεντρικής εξουσίας. Ιδιαιτέρως όμως τάραξαν την αυτοκρατορία οι μεγάλες εξεγέρσεις των Γεωργίου Μανιάκη το 1043 και του Λέοντος Τουρνικίου το 1047.
Οι εξεγέρσεις όμως αυτές δεν πέτυχαν να ανατρέψουν τους Αυτοκράτορες της πολιτικής αριστοκρατίας. Για το λόγο αυτό πολλοί ιστορικοί θεωρούν ως πρώτη αντίδραση των στρατιωτικών και των άλλων υγιών δυνάμεων της Βυζαντινής κοινωνίας, που πραγματικά ενδιαφέρονταν για την τύχη της, εκείνη εναντίον του Αυτοκράτορα Μιχαήλ ΣΤ’ του Γέροντα (1056 – 1057). Η αντίδραση αυτή εκδηλώθηκε με στάση εναντίον του Αυτοκράτορα, με αποτέλεσμα την ανατροπή του και την ανάρρηση στο θρόνο του Ισαάκιου Κομνηνού, ικανότατου στρατηγού, γόνου της μεγάλης οικογένειας των Κομνηνών.
Η αποτυχία όμως του Ισαάκιου Κομνηνού να αντιμετωπίσει, τους εξωτερικούς εχθρούς της Αυτοκρατορίας, τους εσωτερικούς αντιπάλους του, αλλά και η επισυμβάσα σοβαρή ασθένειά του, οδήγησαν στην παραίτησή του, που μόνο ως ήττα της στρατιωτικής αριστοκρατίας μπορεί να θεωρηθεί. Η αντίδραση όμως δεν περιορίζεται στους στρατιωτικούς, ώστε να μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί ότι αντιδρούν επειδή απώλεσαν την εξουσία και τα προνόμιά τους, αλλά επεκτείνεται και σε άλλους παράγοντες της δημόσιας ζωής, οι οποίοι δεν ανήκαν στη γραφειοκρατική αριστοκρατία, ή στους προσκείμενους σε αυτή.
Η αντίδραση αυτή επεκτείνεται, επίσης, και στην κοινή γνώμη. Στην πλειονότητα της οποίας είχε καταστεί πίστη η ανάγκη να εξευρεθεί άνδρας με σθένος και δραστήριος, μακράν από τις μικροπολιτικές ίντριγκες της πρωτευούσης, ικανός να ηγηθεί των αυτοκρατορικών δυνάμεων και να βγάλει τελικά την Αυτοκρατορία από την κρίση. Όλα αυτά κορυφώθηκαν μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα και φαίνεται ότι οδήγησαν τελικά στην επιλογή του Ρωμανού Διογένη ως Αυτοκράτορα.
Η σπουδαιότερη όμως αιτία της εκδηλώσεως της υποβοσκούσης αυτής αντιδράσεως πλέον έντονα, αλλά και που έχει άμεση σχέση και με την παρακμή της Αυτοκρατορίας έχει να κάνει με την εξωτερική πολιτική. Πρόκειται για την εμφάνιση μίας μείζονος εν δυνάμει απειλής στην Ανατολή. Αναφερόμεθα στην εμφάνιση των Σελτζούκων Τούρκων. Το όνομα Τούρκοι χρησιμοποιήθηκε το πρώτον από Έλληνες ιστορικούς για να προσδιορισθούν οι πρώιμοι Τούρκοι του 6ου μ.Χ αιώνος -οι Χαζάροι- αργότερα οι Σελτζούκοι ή Σελτζουκίδες και στη συνέχεια οι Οθωμανοί.
Οι Σελτζούκοι, πήραν το όνομά τους από τον αρχηγέτη τους Selchuk, ο οποίος ήκμασε περί τα μέσα του 10ου αιώνα, ανήκαν δε στην ευρύτερη εθνολογική οικογένεια των Ογουζίων ή Ούζων (Oghuz, Ghuz) Τούρκων, οι οποίοι ονομάζονται και Τουρκομάνοι. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι ήταν εγκατεστημένοι μέχρι τις αρχές του 11ου αιώνα βορείως του κάτω ρου του Ιαξάρτη ποταμού (Συρ Ντάρια), ανατολικά της Κασπίας Θαλάσσης. Επρόκειτο για νομαδικό λαό που ζούσε στην περιοχή αυτή, του οποίου οι κύριες πολεμικές αρετές ήταν η τόλμη, το θάρρος και η ικανότητά τους ως ιππείς.
Η πρώτη εμφάνιση Σελτζούκων Τούρκων ανατολικά του Ώξου ποταμού (Αμού Ντάρια) χρονολογείται στις αρχές του 11ου αιώνα και προήλθε από πρόσκληση του Γαζνεβίδη
Σουλτάνου του Χορασάν (η αρχαία Παρθία) και Ανατολικού Ιράν Μαχμούτ (Mahmud). Ο Μαχμούτ ζήτησε από τον Τούρκο Χάννο (αρχηγό) της Υπερωξιανής (σημερινό Τουρκεστάν) Selchuk ενισχύσεις 3000 ιππέων για να αντιμετωπίσει την απειλή των Σαρακηνών του Αραβικού Χαλιφάτου της Βαγδάτης και των Ινδών της Πενταποταμίας (σημερινό Πακιστάν).
Εάν φυσικά ο Μαχμούτ γνώριζε ότι με την ενέργειά του αυτή θα άλλαζε τον ρου της ιστορίας του Σουλτανάτου του, αλλά και της όλης παγκόσμιας ιστορίας είναι αμφίβολο εάν θα προέβαινε στην ενέργεια αυτή. Ο Τούρκος Χάννος Selchuk απεδέχθη την αίτηση του Μαχμούτ, που συνοδεύετο από πολλά δώρα και σε λίγο οι 3000 ιππείς με επικεφαλής τον Τογρούλ Μπέη (Toghrul Beg), εγγονό του Σελτζούκ, διέσχιζαν τη διάβαση του Ώξου ποταμού (Αμού Ντάρια), για να εισέλθουν στο Χορασάν αρχίζοντας έτσι μία νέα σελίδα της παγκόσμιας ιστορίας.
Οι ιππείς αυτοί κατανίκησαν τους αντιπάλους του Μαχμούτ, μετ’ ολίγον όμως ήλθε και η σειρά του ιδίου να δοκιμάσει τις πολεμικές ικανότητες και αρετές τους. Αυτό συνέβη το 1030 μ.Χ σε μία σπουδαία μάχη που διεξήχθη στις πεδιάδες του Ισπαχάν, η οποία έληξε με πλήρη και ολοκληρωτική επικράτηση των υπό τον Τογρούλ Μπέη Σελτζούκων Τούρκων. Οι συνέπειες της μάχης οδήγησαν στην κατάλυση της κυριαρχίας των Γαζναβιδικού κράτους, την επικράτηση των Σελτζούκων Τούρκων και τη μαζική είσοδο πολυαρίθμων άλλων από τις στέπες που ζούσαν μέχρι τότε.
Η κατάλυση της Γαζναβιδικής κυριαρχίας ολοκληρώθηκε το 1040, σε νέα νικηφόρο για τους Σελτζούκους του Τογρούλ Μπέη μάχη που διεξήχθη στο Δανδανακάν, βορείως της Μερβ μεταξύ των Γαζναβιδών υπό τον Μασούντ (Mas’ud), γιο του θανόντος Μαχμούτ και των Σελτζούκων Τούρκων του Τογρούλ. Με τη διάλυση της Γαζναβιδικής Αυτοκρατορίας του Χορασάν και του Ανατολικού Ιράν και την επικράτηση των Σελτζούκων Τούρκων ένα γεγονός ιστορικής σημασίας είχε συντελεσθεί.
Η περιοχή αυτή είχε κατακτηθεί από μία νομαδική φυλή πολυάριθμη, πολεμικά έμπειρη και δραστήρια, η ηγεσία της οποίας δεν μπορούσε να αρκεσθεί στην μόνιμη εγκατάσταση, έστω και σε μία πλούσια και πολιτισμένη χώρα, όπως η Περσία. Τα μέλη της φυλής αυτής μαθημένοι ανά τους αιώνες σε συνεχείς μετακινήσεις ως νομάδες, διεξάγοντες συνεχείς πολέμους για επιβίωση ή ληστεία, ήταν φυσικό να ασφυκτιούν και να ονειρεύονται νέες επιδρομές, νέες νίκες, νέα λάφυρα, χωρίς όμως να παύσουν να είναι ελεύθεροι.
Από την άλλη πλευρά, όντας νεοφώτιστοι και φανατικοί σε μια θρησκεία, η οποία επιδοκιμάζει τη βία ως μέσο επικράτησης και διαδόσεώς της (ιερός πόλεμος – Djihad), έκριναν ότι είχαν την ευκαιρία να συνεχίσουν τις κατακτήσεις του Ισλάμ. Το ερειπωμένο και διασπασμένο Αραβικό Χαλιφάτο ήταν εύκολη λεία. Ο Τογρούλ κινηθείς με πολιτική και διπλωματική μαεστρία για να υποτάξει το Αραβικό Χαλιφάτο της Βαγδάτης, στην ουσία το κατέστησε υποτελές του.
Έτσι περί τον Δεκέμβριο του 1055 σε μια μεγαλειώδη τελετή στη Βαγδάτη, ο Τογρούλ αναγορεύθηκε σε Απόλυτο Επίτροπο (Μέγα Βεζίρη), Ανώτατο Άρχοντα όλων των χωρών που του είχαν παραδοθεί από το Θεό και Αρχηγό όλων των Μουσουλμάνων. Η τελετή ολοκληρώθηκε, σύμφωνα με το τυπικό, με την περιβολή του με τα δύο σπαθιά (της Ανατολής και της Δύσεως) και την ανακήρυξή του ως Ανώτατου Άρχοντα Ανατολής και Δύσεως (Διοικητή των Διοικητών). Όλα αυτά αναφέρθηκαν για να γίνει σαφές ότι στα ερείπια του σχεδόν διαλυμένου και διεσπασμένου Περσο-Αραβικού Ισλαμικού κράτους μια νέα στιβαρή δύναμη αναλάμβανε τα ηνία.
Ο Σελτζουκίδης Σουλτάνος, μια νέα ισχυρή δύναμη, έδινε τις υποσχέσεις ότι θα ανακαινίσει – αναζωογονήσει τις παραδόσεις, αλλά και το ίδιο το Ισλάμ, εμφανιζόμενος στον Μουσουλμανικό κόσμο, ως αμύντωρ της νομιμότητας και της ορθοδοξίας. Αυτό σήμαινε ότι το σε κακή κατάσταση Ισλάμ, που επί δύο αιώνες εσπαράσσετο από έριδες και εμφυλίους πολέμους και βρισκόταν στα πρόθυρα της καταρρεύσεως, έβρισκε νέα αναζωογονωτική δύναμη, η οποία όχι μόνο το έβγαζε από τη δυσχερή θέση που βρισκόταν, αλλά του ξανάδινε την εσωτερική συνοχή και επεκτατική δύναμη των πρώτων χρόνων εμφανίσεώς του.
Και ενώ οι προαναφερθείσες μεγάλες εξελίξεις και ανατροπές συνετελούντο στην Ανατολή ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ ο επιλεγόμενος Μονομάχος (1042 – 1055) διακήρυττε ότι: «ηρεμεί μεν νυν το αντίπαλον, ειρηνεύει δε το υπήκοον, πολλή δε γαλήνη τα Ρωμαίων κατέχει και το ανθέλκον ουδέν έστι τας ημέρας φροντίδας». Η γαλήνη όμως ήταν απατηλή και η ηρεμία προσωρινή και απειλείτο σοβαρότατα. Οι πρώτες επιδρομές των Σελτζούκων κατά εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας χρονολογούνται από μερικούς ιστορικούς από το 1021 ή το 1029. Η άποψη όμως αυτή είναι ασθενής και αβέβαιη.
Είναι όμως ιστορικά βεβαιωμένο ότι οι πρώτες συντεταγμένες επιδρομές αρχίζουν από το τέλος της δεκαετίας του 1040. Για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε το τι ακριβώς συνέβαινε θα πρέπει να αναλύσουμε δι’ ολίγων την όλη στρατηγική του Τογρούλ. Ελέχθη ότι κύριος αντικειμενικός σκοπός του Τογρούλ υπήρξε η ενοποίηση του Ισλάμ, υπό την επικυριαρχία και ηγεσία του. Για να επιτευχθεί όμως αυτός ο αντικειμενικός σκοπός έπρεπε πρώτα να ανοίξει ο στρατηγικός άξονας: Αζερμπαϊτζάν – Μοσούλη (Βόρειο Ιράκ) – Συρία (Δαμασκός) – Παλαιστίνη – Αίγυπτος.
Για την υλοποίηση του σκοπού αυτού ο Τογρούλ προωθήθηκε και κατέλαβε όλες τις περιοχές της παλαιάς Περσικής – Μηδικής Αυτοκρατορίας περί την Κασπία Θάλασσα, συμπεριλαμβανομένης και της Ατροπινής Μηδίας (Αζερμπαúτζάν). Η κατάληψη όμως του Αζερμπαúτζάν έφερε τους Σελτζούκους σε επαφή με τις επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Αρμενία και Ιβηρία (σημερινή Γεωργία).
Ο Τογρούλ όμως δεν τόλμησε να παραβιάσει τα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, διότι κάτι τέτοιο του προκαλούσε δέος και μία πιθανή ήττα θα τον εξέθετε και θα αποτελούσε κίνητρο για πιθανούς αντιπάλους της ισχυρής μεν, αλλά πολιτικά ασταθούς και χαλαρής Αυτοκρατορίας του. Άλλωστε κάτι τέτοιο ήταν και εκτός του άμεσου αντικειμενικού του σκοπού που δεν ήταν άλλος από την ενοποίηση του Ισλαμικού κόσμου. Προς τούτο επόμενος ενδιάμεσος αντικειμενικός σκοπός ήταν η κατάληψη της Μοσούλης (Βόρειο Ιράκ).
Για το σκοπό αυτό ανέθεσε στον ανιψιό του Κουτλουμούς την αρχηγία ισχυρού εκστρατευτικού σώματος, το 1046, με αποστολή την αντιμετώπιση του Εμίρη της Μοσούλης Καρβέση. Στην κρίσιμη όμως μάχη που έγινε στην Άμιδα (το σημερινό Ντιάρμπεκίρ) κοντά στο Σετζάρ, οι Άραβες του Καρβέση συνέτριψαν τον Κουτλουμούς και τον ανάγκασαν σε άτακτη φυγή. Η φυγή αυτή είχε μοιραίες συνέπειες για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, διότι έγινε δια μέσου της Βυζαντινής επαρχίας του Βασπουρακάν, δια της βίας και ύστερα από πλήρη επικράτηση των υπολειμμάτων της στρατιάς του Κουτλουμούς επί των Βυζαντινών στρατευμάτων της περιοχής, αφού ο Διοικητής της επαρχίας Στέφανος Λειχούδης απέρριψε τις προτάσεις ειρηνικής διελεύσεως.
Ακολούθησε μάχη παρά την πόλη Άρτζε, βορείως της λίμνης Βαν, στην Αρμενία, η οποία έληξε με ντροπιαστική ήττα των σε κακή κατάσταση στρατευμάτων του Λειχούδη. Αυτή λοιπόν ήταν η μοιραία συνέπεια της ήττας αυτής διότι απέδειξε πόσο χαλαρό ήταν το αμυντικό σύστημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και πόσο μειωμένο ήταν το άλλοτε ηρωικό φρόνημα των ακριτών. Η ήττα όμως του Κουτλουμούς είχε επιr πτώσεις και για τους Σελτζούκους, διότι συνέβαλε στην επακολουθήσασα ανταρσία του Κουτλουμούς, σε εμφύλιο δηλαδή μεταξύ Σελτζούκων.
Επίσης ανάγκασε τον Τογρούλ να εκστρατεύσει ο ίδιος με ισχυρές δυνάμεις κατά της Μοσούλης, τον Οκτώβριο του 1046. Και η εκστρατεία όμως αυτή στέφθηκε με πλήρη αποτυχία. Όλα αυτά έπεισαν τον Τογρούλ ότι ο άξονας προς τη Συρία δια της Μοσούλης ήταν κλειστός, τουλάχιστον προσωρινά. Αυτή η διαπίστωση άλλαξε τον μέχρι τότε τακτικό σχεδιασμό για τον κύριο στρατηγικό αντικειμενικό σκοπό του Τογρούλ, δηλαδή την ενοποίηση του Ισλάμ, και ανέδειξε νέα τακτική, η οποία ήταν η παράκαμψη της περιοχής της Μοσούλης δια των Βυζαντινών επαρχιών της Ιβηρίας και Αρμενίας.
Για το σκοπό αυτό το 1047 απέστειλε τον επίσης ανεψιό του Ασάν τον αποκαλούμενο και Κουφόνα, επικεφαλής ισχυρής δυνάμεως 20.000 ιππέων, για να καταλάβει τις επαρχίες αυτές. Η αντίσταση όμως των Βυζαντινών με επικεφαλής τον άρχοντα της Αρμενίας Ααρών και τον κυβερνήτη της Ιβηρίας Κατακαλών Κεκαυμένο39, ανάγκασε τον Ασάν να αποχωρήσει μετά από ταπεινωτική ήττα, η οποία εξόργισε τον αρχηγό του Τογρούλ, ο οποίος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλη στρατιά δυνάμεως 35 – 40.000, ιππέων κυρίως, υπό την ηγεσία του ετεροθαλούς αδελφού του Τογρούλ, Ιμπραήμ Αλήμ.
Η εκστρατείαrεισβολή αυτή είχε ως συνέπειες την κατάληψη και λεηλασία της Θεοδοσιούπολης (σημερινό Ερζερούμ) και άλλων περιοχών βαθιά μέσα στην Ιβηρία και Αρμενία, τερματίσθηκε με τη μάχη στο φρούριο Καπετρού (Γκοβοντρού), στην πεδιάδα της Φασιανής, η οποία έγινε το Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου του έτους 1049, κατά την οποία ο Ιμπραήμ Αλήμ αναγκάσθηκε να υποχωρήσει, για να αποφύγει μία βαριά ήττα. Με τη σπουδαία μάχη του Καπετρού έληξε η πρώτη περίοδος της τιτάνιας και συγκλονιστικής αναμέτρησης μεταξύ Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και Τούρκων (Σελτζούκων αρχικά και Οθωμανών στη συνέχεια).
Η αναμέτρηση αυτή, κατά γενική διαπίστωση, έληξε χωρίς νικητές και ηττημένους. Στο μεταξύ ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος (1042 – 1055) απέστειλε ειρηνευτική αποστολή στον Τογρούλ για σύναψη ειρήνης, αλλά η αλαζονική συμπεριφορά του αρχηγού της Σελτζουκικής αντιπροσωπείας Σερίφ, που επεσκέφθη την Κωνσταντινούπολη το 1050 μ.Χ. οδήγησαν τις διαπραγματεύσεις σε ναυάγιο. Μετά την αποτυχία της εκστρατείας του Ιμπραήμ Αλήμ, ο Τογρούλ άρχισε το 1052 προετοιμασίες για νέα εισβολή.
Πράγματι συγκέντρωσε 45.000 άνδρες, ετέθη ο ίδιος επικεφαλής και εισέβαλε εκ νέου στην Ιβηρία αρχικά και στην Αρμενία στη συνέχεια. Τελικά κατευθύνθηκε προς την πόλη Μάντζικερτ, στη μέση μεγάλης πεδιάδας, βορείως της λίμνης Βαν, της οποίας τη στρατηγική αξία εντόπισε αμέσως. Δεν πέτυχε όμως να καταλάβει την πόλη, διότι η φρουρά της πόλεως υπό τον γενναίο στρατηγό Βασίλειο Αποκάπη απέκρουσε τις λυσσαλέες επιθέσεις. Απογοητευμένος από την αποτυχία του να καταλάβει την πόλη απεχώρησε και για να εξασφαλίσει τη διατροφή του στρατού του, επανήλθε στην προσφιλή του πρακτική και τακτική. Δηλαδή τις λεηλασίες και δηώσεις.
Τον Ιανουάριο του 1053 κατελήφθη η πόλη Καρς, ενώ την άνοιξη του 1053 ο Τογρούλ επανήλθε και άρχισε νέα πολιορκία του Μαντζικέρτ. Και η νέα αυτή πολιορκία κατέληξε σε αποτυχία των Σελτζούκων και ο Τογρούλ απήλθε αφού απείλησε όμως την πόλη ότι το επόμενο έτος θα επανήρχετο να ολοκληρώσει την κατάληψή της. Η απειλή όμως του Τογρούλ δεν πραγματοποιήθηκε αμέσως, διότι μεσολάβησε εμφύλιος Σελτζουκική διαμάχη. Αντίπαλοι ο Τογρούλ και οι πρίγκιπες Κουτλουμούς και Ιμπραήμ Αλήμ.
Η διαμάχη τερματίσθηκε με τη μάχη πλησίον του φρουρίου Πάσαρ, στις στέπες του Χορασάν και έληξε με περιφανή νίκη των στρατευμάτων του Τογρούλ. Από τους αντιπάλους ο μεν Ιμπραήμ Αλήμ συνελήφθη και θανατώθηκε, ενώ ο Κουτλουμούς με 6.000 ιππείς διέφυγε, μέσω των Βυζαντινών εδαφών στην Υεμένη. Μετά τη νίκη του ο Τογρούλ συνέχισε τις επιδρομές κατά των Ιβηρίας και Αρμενίας, αποφεύγοντας όμως να έλθει σε απ’ ευθείας σύγκρουση με τις Βυζαντινές δυνάμεις, οι οποίες περιελάμβαναν και τις αποσταλείσες από τον Κωνσταντίνο Θ’ ενισχύσεις.
Το διάστημα 1054 – 1059 ο Τογρούλ δεν επιχείρησε, πλην των ληστρικών επιδρομών, μεγάλης κλίμακας επιθέσεις κατά των δύο επαρχιών, λόγω του φόβου που του ενεποίησαν οι μετακινήσεις ισχυρών Αυτοκρατορικών στρατιωτικών δυνάμεων από άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας, κυρίως της Μακεδονίας και Θράκης στην περιοχή. Έτσι η ενίσχυση αυτή των τοπικών δυνάμεων ενήργησε αποτρεπτικά. Η μη κατάληψη των επαρχιών αυτών δεν σημαίνει ότι οι διαδοχικές εκστρατείες και επιδρομές δεν είχαν επιπτώσεις στην οικονομία, το ηθικό, αλλά και την αμυντική ικανότητα των Ανατολικών επαρχιών της Αυτοκρατορίας.
Το αντίθετο, οι λεηλασίες και οι καταστροφές είχαν σημαντικές επιπτώσεις. Συγχρόνως οι συνεχείς επιδρομές είχαν ενσταλάξει διαρκή φόβο στους κατοίκους, πολλοί από τους οποίους εγκατέλειπαν τις εστίες τους και κατέφευγαν ως πρόσφυγες σε γειτονικές περιοχές μεταδίδοντας τον πανικό και σε αυτές. Όλα αυτά επέβαλαν την πρόβλεψη της διαρκούς παρουσίας ισχυρών δυνάμεων στην περιοχή. Αυτό όμως σήμαινε μεγάλες αμυντικές δαπάνες κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με την πολιτική συνεχούς μειώσεώς τους από την κεντρική εξουσία, που το σύνολο σχεδόν των Αυτοκρατόρων εφάρμοζε.
Αλλά και με τις πολλές στάσεις και ανταρσίες Βυζαντινών και μισθοφόρων στρατηγών, που προαναφέρθηκαν, οδηγούσαν σε συνεχή μείωση της αμυντικής ικανότητας και δυνατότητας των στρατευμάτων της περιοχής, αλλά και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας γενικότερα. Η όλη κατάσταση ήταν συγκεχυμένη, η δε σύγχυση συνεχώς επετείνετο, λόγω και της επεκτάσεως του μετώπου, από τις επιδρομές των Σελτζούκων. Η πάγια τακτική των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων περί μειώσεως των αμυντικών δαπανών, βρήκε την αποθέωσή της επί της Αυτοκρατορίας του Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα (1059 – 1067).
Ο Δούκας, που διαδέχθηκε τον Ισαάκιο Κομνηνό (1057 – 1059), μοναδική εξαίρεση της νοοτροπίας αυτής, διοίκησε την Αυτοκρατορία ασύνετα, μειώνοντας δραστικά τις δαπάνες, αν και ήταν αναγκαία η επαύξησή τους για την αντιμετώπιση της ορατής και απτής απειλής που οι Σελτζούκοι αποτελούσαν. Οι Σελτζούκοι εκμεταλλευόμενοι τη χαλάρωση αυτή της αμυντικής ικανότητας της Αυτοκρατορίας, που από το 1060 επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο, πύκνωσαν τις επιδρομές. Επειδή δε, δεν συναντούσαν ουσιαστική αντίδραση, όπως πριν, οι επιδρομές άρχισαν να γίνονται περισσότερο τολμηρές και καταστροφικές, μέχρι που κατέληξαν να λάβουν τη μορφή χιονοστιβάδας.
Το 1063 πεθαίνει ο Τογρούλ Μπέης. Ο ηγέτης αυτός κατόρθωσε με τις ενέργειές του, που πολύ περιληπτικά περιγράφηκαν, να αλλάξει «τον ρουν της ιστορίας» και να καταστήσει το λαό του ρυθμιστή της καταστάσεως, στην Ανατολή, για δύο περίπου εκατονταετίες, εξακοντίζοντας από τις εστίες τους σταδιακά λαούς όπως οι Πέρσες, οι Άραβες και οι Βυζαντινοί, οι οποίοι επί αιώνες κυριαρχούσαν στα ιστορικά δρώμενα, ως πρωταγωνιστές εκεί. Με τις ενέργειές του οι Σελτζούκοι αρχικά και οι Οθωμανοί αργότερα κατέστησαν οι πρωταγωνιστές στην περιοχή.
Τον Τογρούλ διεδέχθη σε ηλικία 33 χρόνων ο ανεψιός του Αλπ Αρσλάν, φράση που σημαίνει «Ρωμαλέο Λιοντάρι», γιος του αδελφού του Τογρούλ Τσαγγρή Μπέη. Ο Αλπ Αρσλάν περιγράφεται από το σύνολο των ιστορικών ως μία από τις πλέον ιπποτικές φυσιογνωμίες του Μουσουλμανικού κόσμου. Διεκρίνετο για την εντιμότητα, την ευθύτητα, τη γενναιότητα και τη δικαιοσύνη. Ήταν ικανός ηγήτορας, ιδιοφυής, συνετός, αλλά και τολμηρός όπου και όταν χρειαζόταν. Κυρίως όμως ήταν μία εντόνως ηθική και βαθιά θρησκευόμενη προσωπικότητα.
Ο Αλπ Αρσλάν είχε και την τύχη να έχει ως πρωθυπουργό (βεζίρη), ένα σπουδαίο και ικανό άνθρωπο, τον Νιζάμ αλ Μουλκ, επονομαζόμενο Χατζή-Ρουσάμ (δάσκαλος των λογικών και σωστών ανθρώπων), ο οποίος τον υπηρέτησε πιστά. Ο νέος Σουλτάνος παρά το ότι η αντίσταση των υπερασπιστών της Μοσούλης είχε εξουδετερωθεί κατά τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, επέλεξε και αυτός, για διαφόρους στρατηγικούς λόγους, την κατάληψη της Αρμενίας, αλλά συγχρόνως και της Ιβηρίας. Εκτός των στρατηγικών λόγων, ο Αλπ Αρσλάν, είχε ήδη διαπιστώσει αρκετές από τις αδυναμίες και ανεπάρκειες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας να υπερασπισθεί δυναμικά και αποτελεσματικά τα ανατολικά σύνορά της, ιδίως κατά το διάστημα 1060 – 1063.
Η επιλογή αυτή του νέου Σουλτάνου Αλπ Αρσλάν, είχε καταστρεπτικές συνέπειες για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αυτό διότι εάν η ζωτικότητα, η δραστηριότητα και η ακόρεστη επιθετική ορμή της πολεμικής αυτής μηχανής του Σελτζουκικού στρατού και του ηγέτη του διοχετευόταν αποκλειστικά στον κύριο μέχρι τότε στόχο, δηλαδή προς την δια της Συρίας – Παλαιστίνης – Αιγύπτου επικράτηση επί του Ισλαμικού κόσμου και δι’ αυτής στην ενοποίησή του, τότε θα είχε πιθανώς εξαντληθεί από τη μεγάλη αυτή προσπάθεια ή τουλάχιστον θα χρειαζόταν μεγάλο χρονικό διάστημα να ανασυνταχθεί.
Ο χρόνος, αυτός στα χέρια άξιας διοίκησης της Αυτοκρατορίας, θα ήταν ικανός για να επιτύχει την ανασυγκρότησή της και την έγκαιρη προετοιμασία της για την αντιμετώπιση της απειλής, σε περίπτωση που θα εστρέφετο εναντίον της. Κάτι ανάλογο είχε γίνει κατά τον 7ο αιώνα, από τον Αυτοκράτορα Ηράκλειο που συνέτριψε τους Σασσανίδες κατά την μεγάλη αντεπίθεση των ετών 622 – 627. Η εισβολή στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1064, αρχής γενομένης, για τους προαναφερθέντες στρατηγικούς και λόγους ασφαλείας, από την Ιβηρία (Γεωργία), την οποία εδήωσαν και λεηλάτησαν.
Μετά την Ιβηρία οι Σελτζουκικές ορδές εισέβαλαν, περί τα τέλη Ιουνίου του ιδίου έτους, στην Αρμενία. Αρχικά παρέκαμψαν το Ανί, την παλαιά πρωτεύουσα της Μεγάλης Αρμενίας, η οποία βρίσκεται πλησίον της Ιβηρίας και του Αζερμπαϊτζάν. Στη συνέχεια όμως ο Αλπ Αρσλάν εξοργισθείς από επιδρομές της Βυζαντινής φρουράς της πόλεως κατά της οπισθοφυλακής του, επανέκαμψε και επετέθη, αρχίζοντας την πολιορκία της πόλεως.
Οι παντοειδείς ελλείψεις, η ασθενής φρουρά και η κακή οργάνωση των υπερασπιστών της πόλης και γενικά της περιοχής, απόρροια της εγκληματικής πολιτικής της κεντρικής διοικήσεως, αλλά και οι συνεχείς έριδες των δύο διοικητών της φρουράς, του Αρμένιου και του Βυζαντινού, δημιούργησαν χαώδη κατάσταση, που προδίκαζε την κατάληψη της πόλεως. Αυτό διαπίστωσαν και οι απόλεμοι κάτοικοι της πόλεως βλέποντας την υπεροχή των πολιορκητών και τη διάσπαση της φρουράς σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Απογοητεύτηκαν, και νομίζοντας οι δυστυχείς ότι θα σωθούν, παραδίδουν την πόλη τους στο Σουλτάνο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η σπουδαία αυτή πόλη κατελήφθη, στις 7 / 7 / 1064, υποστάσα και αυτή ότι όλες οι Δορυάλωτες πόλεις υφίσταντο. Δηλαδή πυρ, όλεθρο, σφαγή, αιχμαλωσία. Ακολουθεί η κατάληψη της άλλης μεγάλης πόλεως της Αρμενίας του Καρς στις 16 / 8 / 1064, αλλά το Μαντζικέρτ εξακολουθεί να κατέχεται από Βυζαντινούς. Την ίδια περίοδο και ενώ σταδιακά η αντίσταση των Βυζαντινών στην Αρμενία ελαττωνόταν, χιλιάδες πρόσφυγες για να αποφύγουν τη σύλληψη, την αιχμαλωσία και την ατίμωση κατακλύζουν τις γειτονικές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μεταδίδοντας τον πανικό και τον τρόμο για τους Σελτζούκους και τα δεινά που υπέστησαν.
Τα κύματα αυτά των προσφύγων, πέρα από τα πολλά οικονομικά προβλήματα, που δημιούργησε η παρουσία και η ανάγκη ενδιαιτήσεώς τους, καταρράκωσαν το ήδη χαμηλό ηθικό των κατοίκων των περιοχών αυτών, κάτι που φάνηκε στις αμέσως επόμενες εισβολές των Σελτζούκων στις περισσότερες των περιοχών αυτών. Ο Αλπ Αρσλάν διαίρεσε, εν συνεχεία, τη στρατιά του σε πολλά μικρά τμήματα, τα οποία απέστειλε στο εσωτερικό της Αρμενίας, και στα γειτονικά Βυζαντινά θέματα της Χαλδίας, Αρμενειακού, Κολωνείας και Μεσοποταμίας. Η κυρία δράση εκδηλωνόταν κατά μήκος των οχθών του Ευφράτη.
Ιδιαιτέρως επλήγησαν οι περί την Κολωνεία και την Μελιτηνή περιοχές, κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά από την εμφάνιση των Σελτζούκων. Δηλαδή για πρώτη φορά από την εμφάνιση των Σελτζούκων, πραγματοποιούνται επιδρομές και σε άλλες πλην Αρμενίας και Ιβηρίας περιοχές. Η στρατηγική των Σελτζούκων ήταν σαφής. Με τις συνεχείς επιδρομές επεζητείτο η αναστάτωση της καθημερινής ζωής των κατοίκων, η εκδίωξη αριθμού από αυτούς, η δια των καταστροφών παράλυση της οικονομικής ζωής, ώστε οι κάτοικοι να αναγκασθούν σε φυγή ή όσοι μείνουν να έχουν χαμηλή θέληση αντιστάσεως.
Οι επιδρομές επανελήφθησαν και την επόμενη διετία (1065 – 1066), στις ίδιες περιοχές με περισσότερη ορμή. Παρόλα αυτά και παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοι των περιοχών απογοητευμένοι από την έλλειψη υποστηρίξεως από το κέντρο, δεν προέβαλαν ισχυρή αντίθεση, οι Σελτζούκοι δεν κατόρθωσαν να καταλάβουν την Κολωνεία και τη Μελιτηνή και να ανοίξουν δίοδο προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Αυτό επιβεβαιώνει την άποψη ότι, εάν η Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε την απειλή με την πρέπουσα σοβαρότητα και υποβοηθούσε τις επαρχίες με αποστολή ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων, η κατάσταση θα μπορούσε να είχε αναστραφεί.
Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Στις 21 Μαίου 1067 απεβίωσε, μετά από μακρά ασθένεια ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας και στο θρόνο τον διαδέχθηκε η σύζυγός του Ευδοκία η επιλεγόμενη Μακρεμβολίτισσα. Η Ευδοκία ανέλαβε το θρόνο στο όνομα των ανηλίκων γιων της Μιχαήλ, Ανδρόνικου και Κωνσταντίνου, συγχρόνως όμως τελούσε και η ίδια υπό την επιτήρηση του Καίσαρα Ιωάννη Δούκα, αδελφού του νεκρού Αυτοκράτορα, καθώς και του πολιτικού κόμματος, που κατηύθυνε, μέχρι τότε, τις τύχες της Αυτοκρατορίας, του οποίου ηγείτο ο γνωστός ιστορικοφιλόσοφος Μιχαήλ Ψελλός.
Ο Αλπ Αρσλάν συνέχισε την υλοποίηση του γενικότερου στρατηγικού του σκοπού, δηλαδή την προώθησή του στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και κατά το έτος αυτό. Έτσι το 1067 επανελήφθησαν οι εισβολές και οι επιδρομές, με αποτέλεσμα να καταληφθεί η Καισάρεια και να λεηλατηθεί κατά την προσφιλή τακτική των εισβολέων. Της λεηλασίας δεν γλίτωσε ούτε ο περικαλλής και πλούσια διακοσμημένος ναός του Αγίου Βασιλείου, με εξαίρεση τη λειψανοθήκη του Αγίου. Ακολούθησε εισβολή στην Κιλικία και η λεηλασία της πλούσιας αυτής περιοχής. Η κεντρική διοίκηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεν μπορούσε πλέον να στρουθοκαμηλίζει, προσποιούμενη ότι τίποτα δεν συνέβαινε.
Αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων να συγκροτήσει ισχυρή δύναμη και να την αποστείλει στην περιοχή. Του σώματος αυτού ηγείτο ο Τουρκικής καταγωγής ευγενής, που έχει μείνει γνωστός με το εξελληνισμένο όνομά του Αμερτικής (πιθανό Τούρκικο Αμέρ Ταχάς), ο οποίος λόγω δυναστικών αντιζηλιών είχε καταφύγει στη Βυζαντινή αυλή από την εποχή του Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου. Επειδή όμως η κεντρική κυβέρνηση δεν ήταν συνεπής ως προς τις οικονομικές υποχρεώσεις προς το προσωπικό του σώματος, ο μεν αρχηγός του αυτομόλησε προς τους συμπατριώτες του, το δε σώμα αυτοδιαλύθηκε.
Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΘΡΟΝΟΣ ΣΤΟΝ ΡΩΜΑΝΟ Δ’ ΔΙΟΓΕΝΗ
Η μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Δούκα επτάμηνος διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας από την Ευδοκία και τον κουνιάδο της Ιωάννη Δούκα, υπήρξε όπως είδαμε καταστροφική για την Αυτοκρατορία, με τη διάβαση των Σελτζούκων του Αλπ Αρσλάν, του Ευφράτη ποταμού, την κατάληψη και λεηλασία της Καισαρείας και Κιλικίας και την ολοσχερή αυτοδιάλυση του αποσταλέντος εκστρατευτικού υπό τον Αμερτική, σώματος. Όλα αυτά δημιούργησαν έντονη αντίδραση στην κοινή γνώμη, όπως πολύ χαρακτηριστικά και παραστατικά περιγράφει ο Ατταλειάτης.
Ταυτόσημη σχεδόν διαπίστωση για την πίεση της κοινής γνώμης αναφέρει και ο Σκυλίτζης: «εξ ανάγκης βασιλέως εδεήθη τα πράγματα δυναμένου αυτά ποσώς καταστήσαί τε και ομιλήσαι εν ούτως εναντίοις αυτοίς». Η αντίδραση, υφισταμένη ήδη από καιρό στους στρατιωτικούς κύκλους επεκτείνεται πλέον και σε άλλα στρώματα της ιθυνούσης τάξεως, όσα ακόμη δεν είχε διαφθείρει η αντιστρατιωτική προπαγάνδα του Ψελλού και των «συν αυτώ». Η αντίδραση μεταβάλλεται σταδιακά σε χιονοστιβάδα και εκδηλώνεται με μία φράση – απαίτηση:
Να βρεθεί ένας στρατιωτικός, ικανός, δυναμικός, δραστήριος με ηγετικές και οργανωτικές ικανότητες, ο οποίος να ανακηρυχθεί Αυτοκράτορας και να ηγηθεί αυτοπροσώπως του στρατού προς απόκρουση των θρασύτατων επιδρομέων. Για το ρόλο αυτό επελέγη ο Ρωμανός Διογένης, γόνος μεγάλης και σπουδαίας οικογένεια της Καππαδοκίας, στην οποία γεννήθηκε περί το 1025, γιος του διαπρεπούς στρατηγού Κωνσταντίνου Διογένους. Από νεαρής ηλικίας διακρίθηκε για την ανδρεία και γενναιότητά του. Κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά των Πατσινάγκων (Πετσενέγκων) το 1053, διεκρίθει όλως ιδιαιτέρως.
Το 1064 επί Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα, διατελών στρατηγός (Δούκας) της Σαρδικής (Σόφιας) είχε διαπρέψει εκ νέου κατά τον αγώνα κατά των στασιασάντων Πετσενέγκων, τιμηθείς γι’ αυτό με το αξίωμα του Βεστάρχη. Για τον τρόπο και τη διαδικασία αναρρήσεως στο θρόνο του Ρωμανού Διογένη, οι γνώμες των ιστορικών στασιάζονται. Μία μερίδα ιστορικών ορμώμενοι από τις απόψεις των ιστορικών της εποχής, Ι. Ζωναρά και Σκυλίτζη, ισχυρίζεται ότι ήταν η Ευδοκία και ο έρωτάς της προς το ρωμαλέο, νεώτερό της και Ρωμανό, σε συμπαιγνία με τον ίδιο το Ρωμανό, αλλά και τον Πατριάρχη Ιωάννη Ξιφιλίνο, ο οποίος παραπλανήθηκε από την υπόσχεσή της ότι θα παντρευόταν τον ανεψιό ή κατ’ άλλους τον αδελφό του, που επέβαλαν το Ρωμανό ως Αυτοκράτορα.
Κατ’ άλλους ιστορικούς, η συνωμοσία ήταν έργο μόνο της Ευδοκίας, ενώ άλλοι επικαλούμενοι κυρίως τον Ατταλειάτη, αναφέρουν ότι, η ανάρρηση υπήρξε στην ουσία συνέπεια και συνισταμένη της όλης κακής καταστάσεως της Αυτοκρατορίας, του μεγάλου κινδύνου στην Ανατολή, της έντονης εξ’ αυτής της καταστάσεως αντιδράσεως της κοινής γνώμης κυρίως, αλλά και της στρατιωτικής αντιπολιτεύσεως.
Σε αυτά όλα συνέβαλε η κοινή, κατόπιν συμφωνίας, προσπάθεια της Αυτοκράτειρας Ευδοκίας και του κυβερνώντος πολιτικού κόμματος, να ανέλθει στο θρόνο ισχυρή μεν προσωπικότητα, ικανή να αντιμετωπίσει την κακή κατάσταση και τα προβλήματα της Αυτοκρατορίας, αλλά συγχρόνως να είναι υποχείριό τους στα θέματα πολιτικής και διακυβερνήσεως της αυτοκρατορίας. Με αυτό τον τρόπο και την κοινή γνώμη και την στρατιωτική αντιπολίτευση ικανοποιούσαν, και τα πολιτικά και άλλα κεκτημένα τους διατηρούσαν.
Σύμφωνα με την άποψη αυτή η πολιτική αριστοκρατία που κυβερνούσε την Αυτοκρατορία, είχε διαπιστώσει την αδήριτη ανάγκη να αντιμετωπισθεί η εξ’ Ανατολών απειλή, από έναν Αυτοκράτορα στρατιωτικό ηγέτη, που όμως δεν θα ησχολείτο με τη διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας αφήνοντας έτσι τους πολιτικούς και την Αυτοκράτειρα ελεύθερους. Κατ’ αυτό τον τρόπο νόμιζαν ότι, και ο άμεσος κίνδυνος κατά της Αυτοκρατορίας θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί, και η στρατιωτική αριστοκρατία θα εξακολουθούσε να μένει στο περιθώριο.
Και η μεν Αυτοκράτειρα επιθυμούσε κάτι τέτοιο για να αποφύγει τη δια στάσεως απώλεια της εξουσίας, που θα είχε ως συνέπεια να χάσουν τη διαδοχή οι γιοι της, το δε πολιτικό κόμμα, πίστευε ότι ο νέος Αυτοκράτορας απασχολημένος με τα στρατιωτικά προβλήματα της Αυτοκρατορίας, θα επέτρεπε στους πολιτικούς και λογίους να συνεχίσουν την μέχρι τώρα πολιτική τους. Όποια και να υπήρξαν τα κίνητρα και οι λόγοι των πρωταγωνιστών που επέβαλαν την ανάρρηση στο θρόνο του Ρωμανού Διογένη, είναι βέβαιο ότι η ανάρρηση αυτή υπήρξε λίαν μυθιστορηματική.
Η όλη όμως εξιστόρηση της διαδικασίας και της ιστορίας της αναρρήσεως νομίζουμε ότι ανήκει στη σφαίρα λογοτεχνικού πονήματος και όχι ιστορικού, γι’ αυτό δεν θα ασχοληθούμε με αυτή. Στο σημείο αυτό θα αναφέρουμε ότι, υπήρξε συμφωνία για την ανάρρηση του Ρωμανού στο θρόνο και τούτο διότι η όλη διακυβέρνησή του Ρωμανού Διογένη, τουλάχιστον σε ότι αφορά τη διατήρηση των κυριοτέρων εκπροσώπων του πολιτικού κόμματος στην εξουσία, ή η ιδιαίτερη προσοχή και επιείκεια με την οποία τους χειρίσθηκε αργότερα, όταν αντιλήφθηκε πλέον ότι κινδύνευε ανά πάσα στιγμή από αυτούς, υποδηλώνει μία τέτοια συμφωνία.
Είναι σκόπιμο να επισημάνουμε ότι ο Ρωμανός προ της αναρρήσεώς του στο θρόνο, είχε κατηγορηθεί για απόπειρα στάσεως κατά του κυβερνώντος πολιτικού κόμματος και του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ι’ Δούκα, για να τους απομακρύνει από την εξουσία, εκτιμώντας και σωστά, ότι ήταν οι κατεξοχήν υπεύθυνοι για την όλη κατάσταση της Αυτοκρατορίας. Η συνωμοσία όμως αποκαλύφθηκε «εν τη γενέσει» της και ο Ρωμανός οδηγήθηκε δέσμιος στην Κωνσταντινούπολη και παραπέμφθηκε σε δίκη. Η δίκη και η επικείμενη καταδίκη, απετέλεσαν ευκαιρία για το πολιτικό κόμμα και την Ευδοκία, ώστε συμβάλλοντας στην αθωότητά του, να τον εξαναγκάσουν να συμφωνήσει μαζί τους.
Ήθελαν να τον κάνουν να νοιώσει προσωπική υποχρέωση και να τον καταστήσουν πειθήνιο όργανό τους. Τελικά, ο Ρωμανός αθωώθηκε και τοποθετήθηκε ως στρατιωτικός διοικητής στη γενέτειρά του Καππαδοκία. Στη συνέχεια ανακηρύχθηκε Μάγιστρος και Στρατηλάτης, τίτλοι που του απενεμήθησαν σε πανηγυρική τελετή στην Αγία Σοφία ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1067, από την Αυτοκράτειρα. Ακολούθως, πάλι με μυθιστορηματικό τρόπο, νύκτα, παντρεύτηκε της Ευδοκία και στέφθηκε Αυτοκράτορας την πρωτοχρονιά του 1068.
Ο Ρωμανός Διογένης περιγράφεται ως άνθρωπος φιλόπατρις, ευθύς, δραστήριος, γενναίος, φιλόδοξος, αλαζόνας, αγέρωχος, αδάμαστος και χρηστός, όσο χρηστός μπορούσε να είναι κάποιος στο Βυζάντιο την εποχή εκείνη. Πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά αποδεικνύονταν από τη μέχρι τότε, αλλά και την όλη στάση και συμπεριφορά του, μετά την ανάρρησή του στο Θρόνο. Ο Ρωμανός Διογένης αμέσως σχεδόν μόλις ανήλθε στο θρόνο άρχισε δραστήρια και δυναμικά να διαχειρίζεται τα της Αυτοκρατορίας, αποδεικνύοντας ότι θα κυβερνούσε την Αυτοκρατορία με πυγμή και δεν θα ήταν το ανδρείκελο που η αυτοκράτειρα και οι πολιτικοί και λόγιοι θα επιθυμούσαν.
Οι ενέργειές του αυτές προκάλεσαν την εχθρότητα των κορυφαίων εκπροσώπων του πολιτικού κατεστημένου Ιωάννη Δούκα και Μιχαήλ Ψελλού. Ο Ρωμανός όμως φαίνεται ότι δίστασε να έλθει σε πλήρη ρήξη με τους πολιτικούς, διότι διατήρησε στη θέση του Καίσαρα τον Ιωάννη Δούκα και του Αυτοκρατορικού συμβούλου τον Μ. Ψελλό. Η ενέργειά του αυτή επικρίνεται ιδιαίτερα από πολλούς ιστορικούς, με την αιτιολογία ότι έπρεπε να αναλάβει την απόλυτη εξουσία και όχι να αφήσει μέρος της σε πολιτικούς του αντιπάλους, οι οποίοι στην πρώτη ευκαιρία που θα παρουσιαζόταν θα τον ανέτρεπαν, κάτι που δυστυχώς συνέβη, μετά την ήττα του στο Μαντζικέρτ.
Κατά την άποψή μας η διατήρηση στις θέσεις τους των πολιτικών του αντιπάλων, υπήρξε ίσως απόρροια ανειλημμένων υποχρεώσεων του Ρωμανού προς αυτούς, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι η άνοδός του στην εξουσία υπήρξε αποτέλεσμα συμφωνίας αυτού, των πολιτικών και της Ευδοκίας. Πρώτη φροντίδα του Ρωμανού ήταν, όπως ήταν φυσικό, η αναδιοργάνωση του στρατού και η βελτίωση του όλου αμυντικού συστήματος των επαρχιών. Το μεγάλο δίλημμα που όπως φαίνεται δεν τον απασχόλησε ιδιαίτερα, και όμως ήταν υπαρκτό, ήταν εάν η αναδιοργάνωση, η εκγύμναση και η βελτίωση του αμυντικού συστήματος θα έπρεπε να προηγηθούν της ανάληψης οποιασδήποτε εκστρατείας μεγάλης κλίμακας.
Ο Ψελλός και αρκετοί από τους στρατηγούς, με τους οποίους συνεσκέφθη, του εισηγήθηκαν να μην επιχειρήσει εκστρατεία πριν ολοκληρωθούν οι προετοιμασίες αυτές. Τελικά ο Ρωμανός εκτίμησε και δικαίως κατά τη γνώμη μας ότι η απειλή των Σελτζούκων Τούρκων έχρηζε άμεσης αντιμετωπίσεως, διότι κάθε μέρα που διέρρεε στοίχιζε στην Αυτοκρατορία επιδρομές που σήμαιναν, απώλειες, οικονομική αιμορραγία, πτώση του ηθικού και πολλές άλλες συνέπειες, που θα διογκούτο συνεχώς.
Πέραν αυτού όμως, οι πληροφορίες που έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη έφεραν τον Αλπ Αρσλάν να συγκεντρώνει από του Φθινοπώρου ακόμη του 1067 ισχυρές δυνάμεις στη Βόρεια Αρμενία και κατά μήκος των συνόρων με την Αυτοκρατορία. Η αντίδραση της πολιτικής κλίκας στην απόφαση αυτή για άμεση εκστρατεία, υπήρξε έντονη. Έφθασε μάλιστα ο Ψελλός στο σημείο να τον κατηγορήσει, για αλόγιστα έξοδα, που έκανε για τη συγκρότηση αξιόμαχου στρατού, τα οποία θα έφερναν την Αυτοκρατορία στο χείλος του οικονομικού κρημνού.
Νομίζουμε ότι η ενέργεια αυτή και μόνο του Ψελλού περιγράφει σαφέστατα το ύφος, το μέγεθος της υποκρισίας των πολιτικών της εποχής, επίσης το χαρακτήρα του Ψελλού, αλλά και το μέγεθος του σφάλματος του Ρωμανού να μην απαλλάξει την Αυτοκρατορία από τέτοιας ποιότητας στελέχη. Αφοσιώθηκε λοιπόν ο Ρωμανός με ζήλο στην αποστολή αυτή της αναδιοργάνωσης και την αποκατάσταση της πειθαρχίας. Προηγήθηκε επιθεώρηση των συγκεντρωθέντων στη Βιθυνία και Φρυγία στρατευμάτων από τον Αυτοκράτορα. Η κατάσταση που διαπίστωσε ήταν τραγική, το δε θέαμα που αντίκρισε ο ίδιος και οι συνοδοί του ζοφερό και αποκαρδιωτικό.
Στην περιγραφή του Ατταλειάτη, απεικονίζεται η όλη κατάσταση που η πολιτική ολιγαρχία είχε οδηγήσει το γενναίο και κρατερό στράτευμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι παρουσιασθέντες ήταν ελάχιστοι από όσους συμπεριλαμβάνονταν στους οικείους καταλόγους και εκείνοι που παρουσιάσθηκαν ήταν θλιβεροί και αξιοθρήνητοι. Χωρίς πανοπλίες, όπλα, ίππους, σκευή. Σε ακόμη χειρότερο επίπεδο το ηθικό, η αγωνιστική διάθεση και η τόλμη τους. Από την εικόνα των σημαιών των Μονάδων μπορούσε κάποιος να συμπεράνει την κατάσταση, διότι ήταν ράκη και ρυπαρές.
Η όλη κατάσταση ήταν πράγματι λυπηρή και αβίαστα ανακύπτει το ερώτημα: πως είναι δυνατόν σε λιγότερο από μισό αιώνα ο κραταιός και περήφανος στρατός, που φημιζόταν για την άψογη οργάνωση, εκπαίδευση, πειθαρχία και που ανέκαθεν αποτελούσε τη σπονδυλική στήλη της κραταιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αναχαιτίζων επιτυχώς επιδρομείς και επιδρομείς στη μέχρι τώρα διαδρομή της ιστορίας, να καταντήσει σε αυτή την απελπιστική κατάσταση; Όλα αυτά από την εγκληματική αδιαφορία μιας κλίκας ανθρώπων που νόμιζαν ότι εγκαταλείποντας το στράτευμα στην τύχη του και βάλλοντας εναντίον του, βάλλουν εναντίον των πολιτικών αντιπάλων τους μόνον.
Πολλοί θα περίμεναν ότι ο Ρωμανός ευρισκόμενος προ αυτής της τραγικής καταστάσεως θα απογοητευόταν και θα εγκατέλειπε την προσπάθεια ή τουλάχιστον θα ανέβαλε την εκστρατεία. Αντίθετα, ο Ρωμανός, επιβεβαιώνοντας τον χαρακτήρα του, επιδόθηκε με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο και αποφασιστικότητα στην αναδιοργάνωση του στρατού. Πρώτη φροντίδα ήταν να προσκαλέσει νεοσύλλεκτους, τους οποίους αφού γύμνασε ταχύρυθμα τους ανέμειξε με παλιούς. Δεν μπόρεσε όμως να αποφύγει την πρόσληψη μισθοφόρων για να ενισχύσει ακόμη περισσότερο το στράτευμα.
Συγχρόνως τοποθέτησε ικανούς αξιωματικούς στις μονάδες και διαμοίρασε δώρα και προνόμια για να ανυψώσει το ηθικό του στρατεύματος. Με αυτό τον τρόπο κατόρθωσε σε διάστημα μικρότερο των τριών μηνών να συγκροτήσει από μηδενική βάση ένα σχετικά αξιόμαχο στρατό από 35.000 στρατιώτες. Όλες οι προετοιμασίες για τη συγκέντρωση της μεγάλης αυτής στρατιάς, σε συνδυασμό με τη διάχυτη φήμη περί της ανδρείας και γενικά των ικανοτήτων του Ρωμανού έπεισαν τον Αλπ Αρσλάν, που βρισκόταν όπως είπαμε στα σύνορα Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και Αρμενίας, να αναθεωρήσει τα σχέδιά του για εισβολή με το σύνολο των δυνάμεων στις επαρχίες της Αυτοκρατορίας.
Προτίμησε λοιπόν να αποφύγει μία κατά μέτωπο και εν παρατάξει μάχη και προτίμησε την προσφιλή τακτική των Σελτζούκων. Συγκεκριμένα διαίρεσε τις δυνάμεις του σε δύο τμήματα Το ένα, που αποτελούσε και τον κύριο όγκο της δυνάμεως, του οποίου ηγείτο ο ίδιος, κινήθηκε στο εσωτερικό της Ιβηρίας (Γεωργίας), το δε άλλο το διαίρεσε σε δύο ακόμη μικρότερα τμήματα με αποστολή να κινηθούν όταν το κρίνουν κατάλληλο κατά τους άξονες Κολώνεια – Νεοκαισάρεια – Αμάσεια – Παφλαγονία το ένα και κατά τον άξονα Μελιτηνή – Καππαδοκία – Φρυγία – Λυκαονία – Πισιδία το άλλο.
Σκοπός του σχεδίου αυτού ήταν να φέρει τη Βυζαντινή Στρατιά σε μειονεκτική θέση, εξαναγκάζοντάς την να προσπαθεί να αντιμετωπίσει από πολλές κατευθύνσεις ταχυκίνητες δυνάμεις, όπως οι δικές του Μονάδες ιππικού, πράγμα πολύ δύσκολο λαμβανομένου υπόψη ότι η Βυζαντινή Στρατιά ήταν βαριά οπλισμένη και βραδυκίνητη. Ήλπιζε ο Αλπ Αρσλάν ότι η αδυναμία αντιμετωπίσεως των ταχυκίνητων δυνάμεών του θα εξασθενούσε το ηθικό των Αυτοκρατορικών στρατευμάτων και θα μείωνε την εκτίμηση στο πρόσωπο του Αυτοκράτορα, με όλες τις εξ’ αυτού συνέπειες.
Από την άλλη πλευρά ο Ρωμανός θεώρησε την απροθυμία του Αλπ Αρσλάν να δώσει μάχη ως αδυναμία, αλλά τροποποίησε ανάλογα τα σχέδιά του, για να αντιμετωπίσει την νέα κατάσταση και αντί να κινηθεί προς το θέμα της Χαλδίας του Πόντου, κινήθηκε προς την ορεινή περιοχή Λυκανδού της Καππαδοκίας. Αυτό για να μπορεί αφενός να επιτηρεί τις δύο δυνάμεις των Σελτζούκων από μία κεντρική θέση και να ενεργεί καταλλήλως, από την άλλη να αναπαύσει και εκπαιδεύσει τη στρατιά τους δύσκολους θερινούς μήνες στο δροσερό κλίμα της ορεινής Καππαδοκίας.
Η ορθότητα της επιλογής του Ρωμανού φάνηκε όταν το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους (1068) χρειάστηκε να καταδιώξει τη μοίρα του Σελτζουκικού ιππικού που προσπαθούσε να διαφύγει αφού είχε πραγματοποιήσει επιδρομές στην περιοχή της Χαλδίας και είχε καταλάβει την Νεοκαισάρεια. Είναι γεγονός ότι η ενέργεια αυτή αιφνιδίασε το Ρωμανό. Παρά όμως τον αιφνιδιασμό, ο Ρωμανός ενήργησε άμεσα και καταδιώκοντας ανελέητα με σύντονες πορείες τους επιδρομείς κατόρθωσε να τους φθάσει, να τους επιτεθεί από τα πλάγια και να τους κατανικήσει, αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν όλη τη λεία που είχαν αποκομίσει.
Μετά από την επιτυχία του αυτή ο Ρωμανός κινήθηκε ταχέως προς την περιοχή του Χαλεπίου προκειμένου να επιτεθεί κατά των Σαρακηνών και Σελτζούκων της περιοχής. Σκοπός της ενεργείας αυτής ήταν να χαλαρώσει η πίεση που οι Άραβες του Χαλεπίου και οι Σελτζούκοι ασκούσαν επί της Αντιόχειας, η οποία πολιορκείτο από αυτούς. Μέρος της στρατιάς παρέμεινε στην περιοχή της Μελιτηνής (Μαλάτυας) για ασφάλεια της περιοχής από τη μοίρα των Σελτζούκων που είχαν παραμείνει εκεί.
Η τακτικά σωστή αυτή ενέργεια του Ρωμανού εξουδετερώθηκε από τη ατολμία του διοικητού του τμήματος αυτού, ενός Φράγκου μισθοφόρου με το εξελληνισμένο όνομα Αυσινάλιος. Συγκεκριμένα ο Αυσινάλιος δίσταζε και απέφευγε συνεχώς να επιτεθεί στους Σελτζούκους, οι οποίοι διαπιστώνοντας την ατολμία αυτή και τη συνεχή παραμονή των Βυζαντινών στα φρούρια και τα στρατόπεδα, τους αγνόησαν και επιτέθηκαν κατά τμήματος της κύριας στρατιάς του Ρωμανού, ο οποίος αναγκάσθηκε να σπεύσει σε βοήθεια για να το σώσει από πιθανούς κινδύνους.
Μετά την περιπέτεια αυτή, η Βυζαντινή στρατιά κινήθηκε δια των διαβάσεων της οροσειράς του Αντιταύρου και έφθασε στην περιοχή Γερμανίκεια (αρχαία Δολίχνη). Κατά την κίνηση και είσοδο της στρατιάς στην περιοχή της Συρίας, παρενοχλείτο από μοίρες Σελτζουκικού ιππικού. Όταν η στρατιά έφθασε στην Ιεράπολη (Jerablous), οι κάτοικοι είχαν ήδη εγκαταλείψει την πόλη, η οποία ήταν στην ουσία αφύλακτη, εκτός φρουρίων τινών, τα οποία κατελήφθησαν εύκολα και γρήγορα. Η Ιεράπολη ήταν πόλη με μεγάλη στρατηγική αξία, διότι βρισκόταν στον εμπορικό δρόμο που συνέδεε την Αντιόχεια και την Έδεσσα με το Χαλέπι.
Και ενώ συνέβαιναν αυτά ο Εμίρης του Χαλεπίου Μαχμούτ, προετοίμαζε την αντεπίθεσή του. Για να συλλέξει πληροφορίες για την δύναμη των Βυζαντινών, απέστειλε ισχυρή δύναμη ιππικού, για διενέργεια επιθετικών αναγνωρίσεων θα λέγαμε σήμερα. Η δύναμη αυτή, όταν διαπίστωσε το μειονέκτημα του διαχωρισμού των δυνάμεων των Βυζαντινών σε δύο τμήματα μη αλληλοϋποστηριζόμενα, το ένα εντός της πόλεως και το άλλο εκτός, απεφάσισε να επιτεθεί. Η επίθεση είχε σημαντικές επιτυχίες, διότι οι Σαρακηνοί κατόρθωσαν να καταστρέψουν ολοσχερώς δύο τάγματα, το Τάγμα των σχολών και το Τάγμα των στρατηλατών.
Συγχρόνως, συγκεντρώθηκε όλη η δύναμη των Σαρακηνών και Σελτζούκων και περικύκλωσε τη Βυζαντινή Στρατιά. Ο Ρωμανός, απασχολούμενος με την εξάλειψη των τελευταίων αντιστάσεων στην Ιεράπολη, βρέθηκε σε δυσχερή θέση. Εξοργίσθηκε κυρίως από την έλλειψη συνοχής της στρατιάς, που εκδηλώθηκε με την αδιαφορία που οι εντός της Ιεραπόλεως δυνάμεις παρατηρούσαν την καταστροφή των συναδέλφων τους, δείγμα και του πολύ χαμηλού ηθικού, αλλά και της έλλειψης επαγγελματικότητας των στελεχών της στρατιάς. Παρά τη δυσχερή θέση του, ο Ρωμανός αντέδρασε αστραπιαία, ενεργητικά, τολμηρά και κυρίως αιφνιδιαστικά.
Επέλεξε την επίθεση γνωρίζοντας, ότι οι αντίπαλοι, επειδή δεν την ανέμεναν, θα αιφνιδιάζοντο. Από την άλλη πλευρά επιτιθέμενος άμεσα θα εξανάγκαζε τους αντιπάλους του να πέσουν στην παγίδα, δηλαδή να αναγκασθούν να δώσουν μάχη εκ παρατάξεως, κάτι στο οποίο υστερούσαν, διότι οι ελαφρές ίλες του ιππικού τους ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τους κατάφρακτους ιππείς και πεζούς του Βυζαντινού στρατού. Και πράγματι οι εκτιμήσεις του Ρωμανού επιβεβαιώθηκαν στο ακέραιο. Κατά την μάχη που διεξήχθη στις 20 Νοεμβρίου του 1068 οι δυνάμεις του Εμίρη ηττήθηκαν κατά κράτος και τράπηκαν σε φυγή.
Ακολούθησε μανιώδης καταδίωξη, την οποία όμως κάποια στιγμή ο Ρωμανός διέταξε χωρίς ουσιαστικό λόγο να σταματήσει. Για την ενέργειά του αυτή έχει κατακριθεί από πολλούς ιστορικούς και στρατηγικούς αναλυτές, διότι διακόπτων την καταδίωξη δεν κατάφερε συντριπτικό πλήγμα καταστρέφοντας τον αντίπαλο, οπότε θα ήταν ευχερής η επιβολή της θελήσεώς του επ’ αυτού και θα ελύετο σίγουρα η πολιορκία της Αντιόχειας. Οι υποστηρικτές του Ρωμανού δικαιολογούν την ενέργειά του αυτή με δύο επιχειρήματα. Το ένα ήταν η όλη κακή κατάσταση της στρατιάς από απόψεως πειθαρχίας και συνοχής.
Φοβόταν δηλαδή ο Ρωμανός, ότι η απομάκρυνση από τις βάσεις και την άμεση διοίκησή του, συνεπεία της καταδιώξεως, πιθανόν να είχε διαλυτικές επιπτώσεις σε τμήματα της στρατιάς. Το άλλο ήταν, ότι μη έχοντας ακριβείς πληροφορίες για τη δύναμη της εχθρικής δυνάμεως φοβήθηκε ότι η φυγή μπορεί να ήταν μέρος κάποιου ευρύτερου τακτικού σχεδίου των αντιπάλων, να οδηγήσουν δηλαδή τη στρατιά σε κάποιο χώρο καταστροφής με χρήση άλλων δυνάμεων, τις οποίες είχαν κατάλληλα αποκρύψει. Η τακτική αυτή ήταν συνηθισμένη στους Άραβες και Σελτζούκους.
Σε κάθε όμως περίπτωση η ενέργεια αυτή αποστέρησε από το Ρωμανό μιας συντριπτικής νίκης, η οποία θα του προσέδιδε πολλά πλεονεκτήματα στο μέλλον. Μόλις ολοκληρώθηκε η καταδίωξη και η μάχη γενικότερα, ο Ρωμανός ασχολήθηκε με την οχύρωση και τον εποικισμό της Ιεραπόλεως με Χριστιανικούς πληθυσμούς συντιθέμενους από Έλληνες και Αρμενίους. Αυτό γιατί επιθυμούσε να καταστήσει την πόλη ισχυρή, ώστε να αποτρέπει πιθανούς επιδρομείς, αφού η κατάκτησή της θα απαιτούσε πολλές δυνάμεις και χρόνο.
Συγχρόνως με την ισχυρή κατοχή της Ιεραπόλεως ασκούσε πίεση προς το Χαλέπι και ανακούφιζε έτσι την Αντιόχεια, μειώνοντας αντίστοιχα την προς αυτή πίεση. Ο Ρωμανός σχεδίαζε για τη συνέχεια να καταλάβει όλες τις οχυρωμένες θέσεις που κατείχαν οι Άραβες και οι Σελτζούκοι κατά μήκος της Συροβυζαντινής μεθορίου, ασφαλίζοντας έτσι την Βυζαντινή Κοίλη Συρία και την Κιλικία. Για υλοποίηση του σχεδίου αυτού η στρατιά κινήθηκε, αρχικά, προς το φρούριο του Αζάζ (Αζάζιο κατά τους Βυζαντινούς).
Επειδή όμως καθυστέρησαν οι εργασίες εποικισμού και οχυρώσεως στην Ιεράπολη, οι αντίπαλοι είχαν αναλάβει από την ήττα τους και άρχισαν να παρενοχλούν την οπισθοφυλακή της στρατιάς. Ο Ρωμανός διέθεσε τις κατάλληλες δυνάμεις και εξασφάλισε τη στρατιά και όταν του δόθηκε η ευκαιρία κατόρθωσε σε νέα εκ παρατάξεως μάχη να νικήσει τους Άραβες και Σελτζούκους. Δεν κατόρθωσε όμως να καταλάβει το Αζάζ και τα άλλα φρούρια, πλην του σημαντικού φρουρίου του Αρτάχ, διότι η ισχυρή οχύρωση του συνόλου των φρουρίων, καθιστούσαν απαγορευτική κάθε σκέψη πολιορκίας και λόγω του επελθόντος ήδη χειμώνα, ήταν πλέον Δεκέμβριος.
Η κατάληψη όμως του Αρτάχ υπήρξε σημαντικό επίτευγμα, διότι βρισκόταν πλησίον της Αντιόχειας και η εχθρική φρουρά του πίεζε συνεχώς την ταλαίπωρη αυτή πόλη. Με την κατάληψη όμως η πίεση και η απειλή αυτή εξέλιπε. Μετά την κατάληψη του Αρτάχ, ο Ρωμανός απεφάσισε να μη διακινδυνεύσει παραμονή της στρατιάς στην Αντιόχεια, λόγω του έντονου επισιτιστικού προβλήματος που αντιμετώπιζε από τον αποκλεισμό η πόλη και απεφάσισε να κινηθεί προς Αλεξανδρέττα. Η κίνηση προς Αλεξανδρέττα, στη συνέχεια, προς Λυκαονία, και Καππαδοκία, ήταν επίπονη και εξαντλητική.
Η δε στρατιά υπέστη αδικαιολόγητα μεγάλες απώλειες, λόγω δυσμενών καιρικών (χιόνια και πάγος) και εδαφικών συνθηκών. Κατά το διάστημα αυτό οι Σελτζούκοι που βρίσκονταν, όπως είδαμε, στη Μαλάτυα (Μελιτηνή), επωφελούμενοι της αδράνειας του επικεφαλής της εκεί Βυζαντινής μοίρας της Στρατιάς, Αυσινάλιου, επανήρχισαν τις επιδρομές τους με τελικό αντικειμενικό προορισμό τη σπουδαία πόλη του Αμορίου, την οποία πολιόρκησαν και εδήωσαν. Ο Ρωμανός έμαθε τα καθέκαστα όταν βρισκόταν αμέσως μετά τις Κιλίκιες πύλες, πλην όμως ήταν αρκετά αργά, τέλος Ιανουαρίου, για να κινηθεί εναντίον των Σελτζούκων.
Αποφάσισε λοιπόν τα μεν στρατεύματα να οδηγηθούν στις περιοχές διαχειμάσεως, ο ίδιος δε κινήθηκε προς την Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε δεκτός ως θριαμβευτής. Με την αίγλη δε αυτή αντιμετώπισε τους πολιτικούς αντιπάλους του και αυτή ακόμη την Αυτοκράτειρα από θέσεως ισχύος. Επιχειρώντας μία ανασκόπησηrανάλυση της πρώτης εκστρατείας οδηγούμεθα στα ακόλουθα συμπεράσματα: Κατά την πρώτη αυτή εκστρατεία δεν κατέστη δυνατόν να αναχαιτισθούν οριστικά οι επιδρομές των Σελτζούκων, ούτε στην αποφασιστική και νικηφόρα εκ παρατάξεως μάχη, στην Ιεράπολη, ο Βυζαντινός στρατός κατόρθωσε να επιτύχει αποφασιστικό αποτέλεσμα.
Παρόλα αυτά κατέστη δυνατός ο δραστικός περιορισμός των επιδρομών των Σελτζούκων και των συμμάχων τους Αράβων στην περιοχή της Μικράς Ασίας και όχι μόνο, επίσης να καταλάβει μία σημαντική πόλη (Ιεράπολη) και ένα σημαντικό φρούριο (Αρτάχ), ανακουφίζοντας και σώζοντας την πολύπαθη Αντιόχεια από τη λιμοκτονία και την κατάληψη. Κύριο όμως κατά τη γνώμη μας επίτευγμα υπήρξε η εντός ελαχίστου χρόνου, συγκρότηση ενός αρκετά αξιόμαχου στρατού, από τα σαθρά υπολείμματα ενός στρατού που είχε ουσιαστικά διαλυθεί αρκετά χρόνια πριν.
Στρατός, ο οποίος κατόρθωσε να κινηθεί επιτυχώς μαχόμενος, ελισσόμενος, κινούμενος σε δυσχερείς εδαφικές περιοχές και διαβάσεις, υπό λίαν αντίξοες καιρικές συνθήκες, διασχίζοντας τις αχανείς περιοχές του Μικρασιατικού οροπεδίου. Στρατός όμως, ο οποίος στηριζόταν «εν πολλοίς» και σε μισθοφόρους με όλα τα μειονεκτήματα αξιοπιστίας τους, που έχουν ήδη αναφερθεί. Όλα αυτά νομίζουμε ότι υπήρξαν σημαντικά επιτεύγματα, τηρουμένων των αναλογιών και των δεδομένων τη εποχής και δικαίως ο Ρωμανός ένοιωθε δικαιωμένος και υπερήφανος για τα επιτεύγματα που πέτυχε κατά την πρώτη αυτή εκστρατεία.
Με αυτή εξ’ άλλου τη διαπίστωση συμφωνεί μεγάλος αριθμός ιστορικών και αναλυτών, ενώ υπάρχουν και αντίθετες απόψεις συγχρόνων ιστορικών. Βεβαίως με τις διαπιστώσεις αυτές δεν συμφωνούσαν τα μέλη του πολιτικού κόμματος της Αυτοκρατορίας, Ιδού τι αναφέρει ο Μ. Ψελλός για τα αποτελέσματα της πρώτης εκστρατείας:
«Εξεληλύθει γουν κατά των βαρβάρων πανστρατιά, ούθ’ όπη πορεύεται επιστάμενος ούθ’ ο δράσειεν, επεπλάνητο γουν ετέραν μεν προθέμενος, ετέραν δε πορευόμενος, και Συρίαν μεν και Περσίδα περινοστούμενος, τοσούτον δε κατορθών οπόσον ανάγειν, στεναίς δε απολαμβάνειν οδοίς και πολλούς απολλύειν τω στρατηγήματι. Τέως μεν ουν τω δοκείν τροπαιοφόρος επάνεισιν, ούτε Μηδικά σκύλα κομίσας ημίν ούτε Περσικά, αλλά τούτω μόνω των πάντων επαιρόμενος ότι κατά των εναντίων εστράτευσεν».
Ο Ρωμανός, με την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, ασχολήθηκε με τα διοικητικά θέματα της Αυτοκρατορίας και με τις διαμάχες με τους πολιτικούς αντιπάλους, για διάστημα δύο μόνο μηνών, διότι οι Σελτζούκοι με την είσοδο της ανοίξεως επανέλαβαν τις σφοδρές επιδρομές κατά των επαρχιών της Αυτοκρατορίας. Έτσι αποφάσισε να εκστρατεύσει εκ νέου, την άνοιξη του 1069. Σχετικά με τις πολιτικές διαμάχες φαίνεται ότι ο Ρωμανός δεν τόλμησε και πάλι να συγκρουσθεί με τους αντιπάλους του, τουναντίον προσπάθησε να τους κολακεύσει και προσεταιρισθεί, με δώρα, προνόμια και εξουσία.
Εκτός όμως από τις επιδρομές των Σελτζούκων που οδήγησαν στην απόφαση για την εκστρατεία, ένα άλλο συμβάν επιτάχυνε την έναρξη της εκστρατείας. Πρόκειται για την ανταρσία του Ιταλονορμανδού μισθοφόρου και τυχοδιώκτη Κρισπίνου, ο οποίος έφθασε στην Κωνσταντινούπολη περί τον Φεβρουάριο του 1069, επικεφαλής χιλίων μισθοφόρων. Ο Ρωμανός επιθυμών να τον αξιοποιήσει για την άμυνα των ανατολικών επαρχιών, τον απέστειλε στο θέμα του Αρμενειακού. Ο Κρισπίνος όμως στασίασε και άρχισε να ληστεύει τους φοροεισπράκτορες και τους κατοίκους των περιοχών αυτών.
Ο Ρωμανός διέταξε άμεση επίθεση κατά των στασιαστών από τις τοπικές μονάδες ιππικού. Η επίθεση όμως των τοπικών δυνάμεων με αρχηγό το Βούλγαρο πρίγκιπα Σαμουήλ Αλουησιανό, απέτυχε και αυτό υπήρξε μία ακόμη αιτία επισπεύσεως της εκστρατείας. Με αυτές τις συνθήκες ξεκίνησε η δεύτερη εκστρατεία των Βυζαντινών. Η στρατιά κινήθηκε προς Δορύλαιο (σημερινό Εσκή Σεχήρ), όπου κατέφθασαν πρέσβεις του στασιαστή Κρισπίνου ζητώντας αμνηστία, η οποία όμως δεν του δόθηκε, διότι κρίθηκε δόλιο το ότι άφησε τα τμήματά του σε ένα απόκρημνο φρούριο του Αρμενειακού.
Για το λόγο αυτό θεωρήθηκε ύποπτος και εξορίσθηκε στην Άβυδο. Ο Ρωμανός συνέχισε την πορεία προς Καππαδοκία και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσά της Καισάρεια. Εκεί πληροφορήθηκε ότι οι Σελτζούκοι είχαν εισβάλλει στην επαρχία και κατά την προσφιλή τους τακτική εδήωναν και κατέστρεφαν τα πάντα. Ο Ρωμανός έσπευσε να τους αντιμετωπίσει. Διεξήχθησαν σφοδρές συγκρούσεις, χωρίς όμως να υπάρξουν νικητές και ηττημένοι. Ο Ρωμανός και αυτή τη φορά απέφυγε να εκμεταλλευθεί παρουσιασθείσα ευκαιρία για καταδίωξη των ηττημένων Σελτζούκων, έτσι αυτοί απεχώρησαν ανενόχλητοι. Η στρατιά συνέχισε την κίνησή της με επόμενο σταθμό τη Μελιτηνή.
Εκεί πραγματοποιήθηκε πολεμικό συμβούλιο περί του πρακτέου. Η αρχική σκέψη και εισήγηση του ίδιου του Αυτοκράτορα ήταν να διακοπεί η εκστρατεία, διότι κατά τη γνώμη του είχε αποκρούσει την εισβολή των Σελτζούκων, επομένως η Καππαδοκία δεν κινδύνευε. Εάν μάλιστα την ενίσχυαν και με ισχυρή δύναμη που θα παρέμενε εκεί, τότε θα μπορούσε η εκστρατεία να θεωρηθεί επιτυχής. Με την άποψη του Αυτοκράτορα συμφώνησαν, ως γίνεται συνήθως, όλοι οι παρευρισκόμενοι αυλοκόλακες, μηδέ και του Μ. Ψελλού, ο οποίος μαζί με τον χρονογράφο – ιστορικό Μιχαήλ Ατταλειάτη ακολουθούσαν την εκστρατεία.
Ο μόνος που εξέφρασε διαφορετική άποψη ήταν ο Ατταλειάτης, ο οποίος με εύστοχα τακτικά και στρατηγικά επιχειρήματα απέδειξε στον Αυτοκράτορα την ανάγκη μεταφοράς του πολέμου στο εχθρικό έδαφος καταλαμβάνοντας το Χλίατ – μεγάλη και σπουδαία στρατηγικά πόλη της Αρμενίας. Με την κατάληψη του Χλίατ, σε συνδυασμό με την κατοχή του Μάντζικερτ, τη μοναδική πόλη της Αρμενίας που βρισκόταν ακόμη υπό Βυζαντινή κυριαρχία, εξασφαλιζόταν μία σημαντική βάση εξορμήσεως για μελλοντική εκστρατεία του Βυζαντινού στρατού κατά των Σελτζούκων, η οποία θα είχε περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας έτσι.
Η άποψη Ατταλειάτη υιοθετήθηκε από τον Ρωμανό και η στρατιά κινήθηκε προς Ρωμανόπολη (Παλού) και τις ορεινές διαβάσεις του θέματος της Μεσοποταμίας. Εκεί διαίρεσε τη στρατιά σε δύο μοίρες. Μία υπό τον Αρμένιο στρατηγό Φιλάρετο, με αποστολή να καλύπτει τα μετόπισθεν της στρατιάς που θα κινείτο σε εχθρικό έδαφος. Η άλλη υπό τον ίδιο κινήθηκε προς Κελτζινή. Ο Φιλάρετος όμως απεδείχθη κατώτερος των περιστάσεων, επιβεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά το χαμηλό επίπεδο των Βυζαντινών αξιωματικών, ως συνέπεια της αναξιοκρατίας που επικρατούσε κατά την εποχή που κυβερνούσε το πολιτικό κόμμα.
Έτσι με τις πρώτες επιδρομές των Σελτζούκων, το υπ’ αυτόν τμήμα της στρατιάς ηττήθηκε και άρχισε να υποχωρεί προς την κατεύθυνση που εκινείτο η υπό τον Αυτοκράτορα μοίρα. Πριν όμως συνενωθούν με αυτή, δέχθηκαν επίθεση των Σελτζούκων, πανικοβλήθηκαν και ως φυγάδες πλέον κινήθηκαν προς το κύριο σώμα. Την τύχη της μοίρας του Φιλάρετου έσωσε η οροσειρά του Αρμενικού Ταύρου. Οι Σελτζούκοι δεν συνέχισαν την καταδίωξη και επέδραμαν κατά της Καππαδοκίας, που για μία ακόμη φορά εδήωσαν. Ο Ρωμανός μετά την εξέλιξη αυτή ασχολήθηκε με την περισυλλογή των φυγάδων.
Η όλη τροπή που πήραν τα πράγματα είχαν ως συνέπεια την κατακόρυφη πτώση του ηθικού της Βυζαντινής στρατιάς και την ως εκ τούτου διακοπή της εκστρατείας, και αντ’ αυτής την καταδίωξη των επιδρομέων. Κατόπιν αυτού η στρατιά κινήθηκε προς Κολωνεία, Αρμενιακό και Σεβάστεια. Εκεί ο Ρωμανός πληροφορήθηκε ότι οι επιδρομείς κατευθύνοντο προς Πισιδία και Λυκαονία. Κατόπιν των πληροφοριών αυτών ο Ρωμανός επέτεινε το ρυθμό της πορείας και δια του άξονα Σεβάστεια – Καισάρεια – Τύανα έφθασε στην κωμόπολη της Καππαδοκίας Ηράκλεια (σημερινό Ερεγλί).
Οι Σελτζούκοι μη αναμένοντες την ταχεία προέλαση του Ρωμανού, αιφνιδιάσθηκαν και ενέπεσαν μόνοι τους στην παγίδα του Ρωμανού, ο οποίος κατόρθωσε να τους εγκλωβίσει στην περιοχή αποκλείοντας όλες τις πιθανές οδούς διαφυγής. Οι Σελτζούκοι διαπιστώσαντες την παγίδα, εγκατέλειψαν τη λεία τους και αφού απώλεσαν πλέον του ενός τρίτου των δυνάμεών τους, κατόρθωσαν με εκπληκτικό πράγματι τρόπο από ορεινές διαβάσεις της Σελευκείας να διαρρεύσουν προς το Χαλέπι. Μετά την επιτυχία αυτή, ο Ρωμανός επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ σε λίγο καιρό και τα στρατεύματα οδηγήθηκαν στις θέσεις των χειμερινών καταλυμάτων.
Εάν θελήσουμε εν είδη συμπερασμάτων να κωδικοποιήσουμε τα αποτελέσματα των δύο πρώτων εκστρατειών της υπό το Ρωμανό Διογένη Βυζαντινής στρατιάς, νομίζουμε ότι θα ήταν σκόπιμο να αρρυσθούμε τη γνώμη ενός από τους πολιτικούς αντιπάλους του Ρωμανού και συγκεκριμένα του πολύ Μιχαήλ Ψελλού, ο οποίος εάν εξαιρέσει κανείς τις λανθασμένες πολιτικές αντιλήψεις για την όλη πολιτική της Αυτοκρατορίας, την υποκρισία και τη δολιότητα του χαρακτήρα του, υπήρξε ένας οξυδερκής πολιτικός, πολλές δε από τις κρίσεις του ήταν προς την σωστή κατεύθυνση.
Να τι λέγει λοιπόν ο Μ. Ψελλός: «Εγεγόνει δε ουδ’ ο δεύτερος αυτώ πόλεμος έχων τι του πρότερον πλέον, αλλ’ εν ίση τη στάθμη και πάντη ισόρροπος». Με άλλα λόγια ο Ψελλός λέει αυτό που όλοι σχεδόν οι ιστορικοί της εποχής, αλλά και επομένων χρόνων αναφέρουν. Δηλαδή μετά από τις δύο συγκρούσεις με του νομάδες της σφριγηλής νέας και ισχυρής Αυτοκρατορίας της κεντρικής Ασίας: ούτε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε επιτύχει να επιφέρει συντριπτικό πλήγμα κατά των Σελτζούκων ή τουλάχιστον να τους απωθήσει εκτός των Ανατολικών συνόρων.
Αλλά ούτε και οι Σελτζούκοι είχαν, παρά τις συνεχείς επιδρομές τους και τις συμφορές που αυτές προκαλούσαν στις επαρχίες της Αυτοκρατορίας, κατορθώσει να διασπάσουν οριστικά την άμυνά της, ώστε να περιέλθει σταδιακά η όλη περιοχή της Ανατολίας υπό τον έλεγχό τους. Ενώ κατά άλλους, οι μεν επιχειρήσεις των Σελτζούκων είχαν σαφώς τον χαρακτήρα επιδρομών (καταδρομικών), η δε άμυνα των Βυζαντινών ήταν συμπτωματική και άνευ συνοχής. Δεν χωρεί όμως αμφιβολία, ότι οι επιτυχίες της Βυζαντινής Στρατιάς και του ιδίου του Ρωμανού προσωπικά στο πεδίο της μάχης, είχαν εμπνεύσει τρόμο και φόβο στον αντίπαλο.
Όπως αναφέρεται, «το όνομά του (Ρωμανού) άρχισε να εμπνέει τρόμο στον εχθρό και δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι επιδρομείς, και μόνο στο άκουσμα ότι ο Αυτοκράτορας έρχεται, εγκατέλειπαν τα πάντα για να επιστρέψουν στα ορμητήριά τους πέρα από τα σύνορα». Οι δύο όμως εκστρατείες είχαν σημαντικές επιπτώσεις και στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, κυρίως όσον αφορά στην αποδοχή και το κύρος του νέου Αυτοκράτορα στην κοινή γνώμη.
Παρά όμως την αποδοχή και το κύρος που απέκτησε ο Ρωμανός από τις δυο αυτές εκστρατείες, δεν τόλμησε να απαλλαγεί οριστικά και με δραστικό τρόπο από τους πολιτικούς αντιπάλους του. Ενώ η συμπεριφορά του απέναντι στην Αυτοκράτειρα και τους πολιτικούς μετά το πέρας της δεύτερης εκστρατείας ήταν περισσότερο απαξιωτική, αλαζονική και υπεροπτική, έμεινε εκεί και δεν προχώρησε σε αυτό που ένας πιο τολμηρός και ενδεχομένως πιο σκληρός και ρεαλιστής, σύμφωνα πάντα με τα δεδομένα της εποχής εκείνης, Αυτοκράτορας θα έπραττε εάν ήταν στη θέση του. Δηλαδή την εξορία ή τη φυσική εξόντωσή τους.
Το γιατί έπρεπε να προβεί στην απομάκρυνση από την εξουσία των κυρίων εκπροσώπων του πολιτικού κόμματος είναι νομίζουμε προφανές. Διότι ο Ρωμανός είχε αντιληφθεί αυτό που τώρα έχει πλέον ιστορικά αποδειχθεί, ότι η περαιτέρω παραμονή τους στην εξουσία ήταν καταστροφική για το μέλλον της Αυτοκρατορίας και ο μόνος τρόπος για να σωθεί η Αυτοκρατορία ήταν να απομακρυνθεί το διεφθαρμένο και διαπνεόμενο από έντονο αντιμιλιταριστικό πνεύμα πολιτικό κόμμα με κάθε τρόπο από την εξουσία και να αντικατασταθεί από νέες δυνάμεις, οι οποίες υπό την ηγεσία του Ρωμανού θα εγγυούνταν τη σωτηρία της Αυτοκρατορίας.
Άντ’ αυτού ο Ρωμανός περιορίσθηκε, δυστυχώς, στο να αρκεσθεί στους όρκους πίστεως του κύριου πολιτικού του αντιπάλου Ιωάννη Δούκα και των τέκνων, του Ανδρόνικου και Κωνσταντίνου και την απλή εξορία, τελικά του πατριάρχη της οικογενείας των Δουκάδων, Ιωάννη, λίγο πριν την έναρξη της τρίτης εκστρατείας. Κατά το 1070, τρίτο έτος της παραμονής του Ρωμανού στο θρόνο, ο Αυτοκράτορας προτίμησε να παραμείνει στην πρωτεύουσα για να ασχοληθεί με τα εσωτερικά προβλήματα. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν θα πραγματοποιείτο εκστρατεία κατά των Σελτζούκων.
Απλά η ηγεσία της εκστρατείας ανετέθη στο νεαρό αριστοκρατικής καταγωγής Μανουήλ Κομνηνό. Ο Μανουήλ Κομνηνός, στον οποίο είχε απονεμηθεί προ της εκστρατείας ο τίτλος του Κουροπαλάτη, αναχώρησε και αφού συγκέντρωσε τη στρατιά με επίκεντρο την περιοχή της Καισαρείας της Καππαδοκίας, οργάνωσε τρεις γραμμές αμύνης. Την πρώτη στην περιοχή της Μελιτηνής, τη δεύτερη στη διάβαση της Τζαμαδού και την τρίτη στην ευρύτερη περιοχής της Καισαρείας. Με αυτό τον ευφυή τρόπο, ο Μανουήλ απέκλειε τον κύριο άξονα εισβολής των Σελτζούκων από την Αρμενία προς τη Μικρασιατική ενδοχώρα.
Παράλληλα εγκατέστησε ισχυρές φρουρές στα θέματα Χαλδίας, Αρμενιακών, Κολωνείας και Σεβάστειας, οι οποίες δρούσαν ως τμήματα προκαλύψεως και προφυλακές μάχης, θα λέγαμε σύμφωνα με τη σημερινή ορολογία. Συγχρόνως, τηρώντας ισχυρή εφεδρεία σε κεντρικό σημείο, διέθετε δυνατότητα επεμβάσεως σε κάθε απειλούμενο σημείο. Οι τακτικά σωστές αυτές κινήσεις – ενέργειες, σε συνδυασμό με τις επιδειχθείσες από τον εικοσάχρονο Μανουήλ ηγετικές ικανότητες, απετέλεσαν έκπληξη για όλους και τον κατέστησαν αδιαμφισβήτητο ηγέτη της στρατιάς, κερδίζοντας έτσι την αγάπη, την εκτίμηση, την αφοσίωση και την αποδοχή τόσο των υφισταμένων του, όσο και των κατοίκων των περιοχών αυτών της Αυτοκρατορίας.
Ο Αλπ Αρσλάν, όπως ήταν φυσικό, δεν έμεινε αδρανής. Τουναντίον, προέβη σε μια κίνηση υψίστης στρατηγικής και πολιτικής σημασίας. Επικεφαλής δυνάμεως 25.000 συνολικά ανδρών εισέβαλε στη βόρεια Συρία και κατέλαβε χωρίς αντίσταση το Χαλέπι. Με την κίνηση αυτή ο Αλπ Αρσλάν δημιούργησε εισέχουσα σφήνα, μεταξύ των ανατολικών επαρχιών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του Σιιτικού Χαλιφάτου, που ήλεγχε σημαντικό τμήμα της Συρίας. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούσε μια ακόμη απειλή προς τις δυο αυτές κατευθύνσεις.
Εμμένων όμως στον αρχικό του στρατηγικό στόχο, δεν υπέκυψε στον πειρασμό να κινηθεί κατά του Καΐρου, αλλά συνέχισε την προσπάθειά του φθοράς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και του Χαλιφάτου. Αυτή τη φορά όμως τροποποίησε τη μέχρι τώρα τακτική. Δεν περιορίζεται στη γνωστή εφαρμοζόμενη τακτική των καταδρομικών επιδρομών (μια μορφή ανταρτοπολέμου) κατά των επαρχιών της Αυτοκρατορίας και την εν συνεχεία απόσυρσή τους από τις επαρχίες αυτές, αλλά πλέον αποφάσισε να καταλάβει μόνιμες ισχυρές στρατηγικά και τακτικά θέσεις (φρούρια, διαβάσεις, στενωπούς, πόλεις κ.α).
Με την τακτική αυτή επιδίωξε τη σταδιακή αποστέρηση της Αυτοκρατορίας από τις σημαντικές αυτές θέσεις, μειώνοντας έτσι την αμυντική ικανότητά της, ενώ συγχρόνως επαύξανε τη δική του επιθετική ικανότητα με την κατοχή αυτών των θέσεων. Στην αλλαγή αυτή προέβη μετά την διαπίστωση ότι οι μέχρι τώρα συνεχείς επιδρομές είχαν μεν σημαντικά κέρδη γι’ αυτόν, αλλά η Αυτοκρατορία με τις επεμβάσεις της κατόρθωνε να διατηρεί τον έλεγχο στις περιοχές – στόχους των επιδρομών αυτών. Η νέα αυτή τακτική, ενείχε τον κίνδυνο να χάσουν οι Σελτζούκοι το κύριο πλεονέκτημά τους, που αυτή ακριβώς η τακτική ανταρτοπολέμου τους προσέδιδε.
Δηλαδή την αποφυγή της μάχης εκ παρατάξεως, που ευνοούσε τον Βυζαντινό στρατό που ήταν τακτικός και καλύτερα οργανωμένος και εκπαιδευμένος για τέτοιο αγώνα. Επελέγη όμως παρά το μειονέκτημα αυτό, διότι ο Αρσλάν εκτίμησε ότι ήταν η μόνη που δια της σταδιακής αποστερήσεως στρατηγικών και τακτικών βάσεων και σημείων θα συνέβαλε στη βαθμιαία εξασθένηση της Αυτοκρατορίας, κάτι που θα καθιστούσε ευκολότερο το τελειωτικό πλήγμα, που εξυπηρετούσε καλύτερα τον κύριο στρατηγικό του στόχο. Υλοποιώντας αυτή την τακτική, κατευθύνθηκε κατά τεσσάρων σημαντικών περιοχών της Βυζαντινής αμυντικής περιμέτρου: την Ιεράπολη, την `Έδεσσα, το Μάντζικερτ και την Αντιόχεια.
Για αντιπερισπασμό και για να καθηλώσει τις δυνάμεις του Μανουήλ Κομνηνού χρησιμοποίησε τη προσφιλή του τακτική των καταδρομικών επιδρομών με επικεφαλής το δύσμορφο νάνο, αλλά ικανότατο στρατηγό του Γκεντίγκζ – Χρυσοσκούλ. Ο Μανουήλ Κομνηνός κινήθηκε εναντίον του Χρυσοσκούλ στην περιοχή του θέματος του Αρμενειακού, σημείωσε επιτυχίες, οι οποίες φαίνεται ότι διογκώθηκαν ως προς το μέγεθος και την τακτική τους σημασία και έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη ως επίτευξη συντριπτικής νίκης του Μανουήλ κατά του αντιπάλου του, κάτι που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.
Παράλληλα, έφθασαν στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας αγωνιώδεις εκκλήσεις της φρουράς της Ιεραπόλεως για αποστολή ενισχύσεων. Ο Ρωμανός ενέδωσε στις εκκλήσεις αυτές και ζήτησε από τον Μανουήλ να διαθέσει ισχυρές ενισχύσεις στη φρουρά της Ιεραπόλεως. Ο Μανουήλ απέσπασε, για το σκοπό αυτό, δύναμη τουλάχιστον 10.000 ιππέων, που έγγιζε το ένα τρίτο της συνολικής δυνάμεώς του. Για το θέμα αυτό και γενικά για τις σχέσεις των δυο ανδρών, του Αυτοκράτορα και του Μανουήλ, έχει αναπτυχθεί, μεταξύ των ιστορικών τόσο της εποχής όσο και μεταγενέστερων μεγάλη φιλολογία. Γενικά υπάρχουν δυο ιστορικές απόψεις – γνώμες.
Η μία θεωρεί ότι ο Ρωμανός φθόνησε τις επιτυχίες του Μανουήλ στην εκστρατεία αυτή, και σκόπιμα μείωσε τις δυνάμεις του, για να υποστεί πιθανόν ήττα, ή τουλάχιστον να μην επαναλάβει νίκες όπως αυτές που ως διογκωμένες πληροφορίες έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη. Την αντίθετη άποψη υποστηρίζει κυρίως, ο Ατταλειάτης και με ισχυρά είναι γεγονός επιχειρήματα, από τακτικής κυρίως πλευράς εξεταζόμενα. Σε κάθε όμως περίπτωση γεγονός είναι ότι ο Μανουήλ Κομνηνός στη σύγκρουση με τον Χρυσοσκούλ, που επακολούθησε υπέστη δεινή ήττα.
Η ήττα αυτή, μεταξύ άλλων, οφείλεται στην απερισκεψία και τον αυθορμητισμό του Μανουήλ Κομνηνού να πέσει στη γνωστή παγίδα των Σελτζουκικών δυνάμεων και να καταδιώξει μια μοίρα του ιππικού τους με αποτέλεσμα, οι δυνάμεις του να αποκοπούν από τις βάσεις τους και να υποστούν αιφνιδιαστική αντεπίθεση από νωπές δυνάμεις των Σελτζούκων και να ηττηθούν. Ο ίδιος ο Μανουήλ συνελήφθη αιχμάλωτος από τον Χρυσοσκούλ, η δε υπ’ αυτόν στρατιά, θα διελύετο εάν δεν υπήρχαν πλησίον τα τείχη της Σεβάστειας όπου βρήκαν καταφύγιο πολλοί από τους στρατιώτες της και διεσώθησαν.
Μετά την καταστροφή της υπό τον Μανουήλ Βυζαντινής Στρατιάς και την εξάλειψη κάθε αντιστάσεως, οι ορδές των Σελτζούκων επέπεσαν σαν λαίλαπα επί της Φρυγίας και κατέλαβαν τις Χώνες (αρχαίες Κολοσσές). Μεταξύ των αναρίθμητων καταστροφών και δηώσεων βεβήλωσαν και τον περίφημο ναό του πολιούχου Αγίου Αρχαγγέλου Μιχαήλ, φονεύοντας και όσους εκ των κατοίκων, που ελπίζοντας ότι οι επιδρομείς θα εσέβοντο το ιερόν χώρο, είχαν καταφύγει εκεί.
Ο Ρωμανός αντέδρασε και απεφάσισε να κινηθεί ο ίδιος για να αντιμετωπίσει τους επιδρομείς και να απαλλάξει τις επαρχίες από τους επιδρομείς, οι σύμβουλοί του όμως τον απέτρεψαν, διότι θεωρούσαν ότι μια τέτοια ενέργεια ήταν βεβιασμένη και πρόχειρα προετοιμασμένη.
ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Αλπ Αρσλάν, εκμεταλλευόμενος την απουσία ουσιαστικής αντιστάσεως από πλευράς Βυζαντινών, μετά τη διάλυση της στρατιάς του Μανουήλ Κομνηνού, μεταξύ του χρονικού διαστήματος Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου 1070 κατά τον Ατταλειάτη ή μέχρι τον Ιανουάριο του 1071 κατά τον Άγγλο ιστορικό Ίαν Χηθ, στα πλαίσια υλοποιήσεως του στρατηγικού του σχεδίου ενέτεινε την πίεση κατά της Βυζαντινής αμυντικής περιμέτρου. Για το σκοπό αυτό εξαπέλυσε μέρος των δυνάμεών του (10.000 περίπου, κυρίως ιππείς) υπό τον στρατηγό Αφσίν εναντίον του Αρμενικού Βασπουραχάν.
Με αντικειμενικούς σκοπούς το Μάντζικερτ και το Άρτζες, που βρίσκονταν ακόμη υπό Βυζαντινή κατοχή. Οι δύο αυτές σημαντικές πόλεις εγκαταλελειμμένες στην εσχατιά της Αυτοκρατορίας, δεν ήταν δυνατό, χωρίς εξωτερική βοήθεια να αντέξουν την πολιορκία. Έτσι υπέκυψαν. Ο Αφσίν κινήθηκε προς τη διάβαση Τζαμαδού, αλλά επειδή ήταν αποκλεισμένη από τα χιόνια, παρέμεινε εκεί μέχρι το Μάρτιο του 1071, οπότε την πέρασε και επέπεσε επί των επαρχιών της περιοχής με τη γνωστή μανία και βαρβαρότητα των Σελτζούκων.
Η ενέργεια αυτή του Αλπ Αρσλάν λειτουργούσε και ως παραπλανητική ενέργεια, προκειμένου να την θεωρήσει ο Ρωμανός ως την κυρία προσπάθεια και να κινηθεί εναντίον της, προκειμένου αυτός απερίσπαστος να επιχειρήσει την πραγματική κυρία προσπάθεια κατά της αμύνης της Αυτοκρατορίας, που αυτή τη φορά ήταν η Έδεσσα (Ούρφα). Η πόλη αυτή είχε ως εκ της θέσεώς της μεγάλη στρατηγική σημασία. Αυτό διότι έκειτο επί του άξονα Βόρειο Ιράκ – Συρία, εκείνος δε που την κατείχε απειλούσε τα πλευρά και τα νώτα των δυνάμεων που βρίσκονταν στη Συρία.
Με την κατάληψή της λοιπόν ο Αλπ Αρσλάν ασφάλιζε τα νώτα και τα πλευρά του από μελλοντική επιθετική ενέργεια των Βυζαντινών κατά των δυνάμεών του στη Συρία, αλλά και απειλούσε συγχρόνως τις Φατιμιδικές δυνάμεις, που κατείχαν μεγάλο μέρος της Συρίας και αποτελούσαν ενδεχομένως στόχο γι’ αυτόν. Από πλευράς Βυζαντινών, ο Ρωμανός δεν φαίνεται να παρασύρθηκε από την παραπλανητική κίνηση του Αλπ Αρσλάν κατά της Ανατολίας, τουναντίον, εκτιμώντας σωστά τις προθέσεις του αντιπάλου κατά της Έδεσσας, σχεδίαζε με τολμηρό υπερκερωτικό ελιγμό να καταλάβει αιφνιδιαστικά την Αρμενία, αποστερώντας έτσι από τους Σελτζούκους τη σπουδαιότερη από τις βάσεις εξορμήσεως εναντίον της Αυτοκρατορίας.
Παράλληλα ο Ρωμανός, πιθανόν επειδή αμφέβαλε για την επιτυχία του εγχειρήματός του, ή για άλλους λόγους, όπως οι πληροφορίες ότι πιθανόν ο Αλπ Αρσλάν να εκινείτο κατά των Φατιμίδων της Αιγύπτου, που είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Συρίας, σε αυτό δε αποσκοπούσε και η πολιορκία της Έδεσσας, απέστειλε υπό συνθήκες πλήρους μυστικότητας προτάσεις ειρήνης προς τον Σελτζούκο Σουλτάνο. Η πληροφορία αυτή, πιθανόν λόγω της μυστικότητας που τηρήθηκε δεν αναφέρεται από κανέναν από τους Βυζαντινούς ιστορικούς, αλλά προκύπτει μόνο από Μουσουλμανικές πηγές.
Εκτιμάται δε ότι οι προτάσεις του Ρωμανού θα εγένοντο πιθανώς αποδεκτές, διότι ο Αλπ Αρσλάν είχε ανάγκη, την εποχή εκείνη, την ειρήνη με το Βυζάντιο προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Φατιμίδες του Καΐρου, αλλά πληροφορηθείς την προέλαση του Ρωμανού δεν έδωσε συνέχεια. Σύμφωνα με το Γάλλο ιστορικό Cl. Cahen, που έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη μελέτη Μουσουλμανικών ιστορικών πηγών, υπήρξαν πράγματι προτάσεις ειρήνης, αλλά θεωρήθηκαν από τον Αλπ Αρσλάν εικονικές και απερρίφθησαν. Σε κάθε όμως περίπτωση, είτε υπήρχαν, είτε όχι προτάσεις ειρήνης, ουδέν αποτέλεσμα είχαν.
Και εάν είχαν αυτό ήταν εις βάρος του Ρωμανού, διότι η επί τρίμηνο κωλυσιεργία του Αλπ Αρσλάν, πιθανόν να παρέσυρε τον Αυτοκράτορα να μη λάβει τα απαραίτητα και αναγκαιούντα μέτρα ασφαλείας κατά τα τελευταία στάδια της προελάσεως προς Αρμενία, αλλά και κατά το διάστημα της παραμονής του στην περιοχή της μάχης, με συνέπεια να αιφνιδιασθεί από την ταχύτατη είναι αλήθεια προέλαση του Αλπ Αρσλάν. Ο Ρωμανός Δ’ Διογένης, πριν αναχωρήσει για την τρίτη εκστρατεία, προέβη σε δύο σημαντικές πολιτικές ενέργειες για να καλύψει πολιτικά τα νώτα του.
Πρώτο εξόρισε τον κύριο πολιτικό του αντίπαλο τον Καίσαρα Ιωάννη Δούκα στη Βιθυνία της Μ. Ασίας και δεύτερο συμφιλιώθηκε με την Αυτοκράτειρα Ευδοκία. Η εκστρατεία αυτή των Βυζαντινών με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα άρχισε στις 13 Μαρτίου του 1071. Σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς η ημέρα αυτή συνέπιπτε με τη μεγάλη εορτή της Χριστιανοσύνης, την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Από τον όρμο της Ελενοπόλεως που αποβιβάσθηκε κατευθύνθηκε στην πρωτεύουσα της Βιθυνίας Νίκαια, ακολούθως κινήθηκε προς Μελιτηνή (Μαλάγινα ή Μαλάγγεια ή Μαλάτεια) και το Δορύλαιο (Εσκή Σεχήρ), συγκεντρώνοντας σταδιακά τα εκεί ευρισκόμενα στρατεύματα, για τη συγκρότηση της στρατιάς.
Στη συνέχεια αφού διέβη το Σαγγάριο άρχισε εντατική εκπαίδευση των στρατευμάτων. Κατά την περίοδο αυτή φαίνεται ότι απαλλάχθηκε και από ανεπιθύμητους, ακατάλληλους ή επικίνδυνους αξιωματικούς του, όπως ο μετέπειτα αυτοκράτορας, Νικηφόρος Βοτανειάτης (1078 – 1081). Δεν έκανε όμως το ίδιο και για τον μεγαλύτερο γιο του κύριου πολιτικού αντιπάλου του Ανδρόνικο Δούκα, τον οποίο είχε πάρει μαζί του, πιθανόν για να τον έχει κοντά του ως όμηρο και τον οποίο, όπως θα δούμε αργότερα, τον τοποθέτησε διοικητή της εφεδρείας.
Αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευση, επιβράδυνε το ρυθμό προελάσεως, πιθανόν αναμένων την απάντηση του Αλπ Αρσλάν στις προτάσεις ειρήνης, εάν πράγματι υπήρξαν τέτοιες προτάσεις ειρήνης, άλλως αδικαιολόγητα. Στη συνέχεια διέβη τον Άλυ ποταμό και συνέχισε τη βραδεία προώθηση της στρατιάς, μέχρις αφίξεως στις αρχές ΜαÀου στην πρωτεύουσα της Καππαδοκίας Καισάρεια. Εάν πράγματι υπήρξαν προτάσεις ειρήνης φαίνεται, όπως προαναφέρθηκε, ότι ο Αλπ Αρσλάν κωλυσιεργούσε και δεν απαντούσε. Κατόπιν αυτού ο Αυτοκράτορας συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο περί του πρακτέου.
Υπενθυμίζουμε ότι η αρχική σχεδίαση προέβλεπε το να καταφέρει αποφασιστικό πλήγμα κατά του αντιπάλου στρατού. Για να το επιτύχει αυτό έπρεπε να κινηθεί εναντίον σημαντικού αντικειμενικού σκοπού, ώστε να εξαναγκάσει τον αντίπαλο να αντιμετωπίσει την απειλή με το σύνολο του στρατού του σε μάχη εκ παρατάξεως. Αυτό για να αποφύγει την προσφιλή τακτική του «ανταρτοπολέμου» των Σελτζούκων. Ως τέτοιος αντικειμενικό σκοπός επελέγη η μακρινή Αρμενία, η οποία αποτελούσε κύρια βάση εξορμήσεως των Σελτζούκων για τις επιδρομές τους κατά της Αυτοκρατορίας. Στο συγκροτηθέν πολεμικό συμβούλιο προτάθηκαν δύο τρόποι ενεργείας.
Ο ένας προέβλεπε να αποφύγουν τη μεταφορά του πολέμου στην Αρμενία, αλλά να παραμείνει η στρατιά στα ανατολικά σύνορα και να αναμένει εκεί την επίθεση του Αλπ Αρσλάν. Παράλληλα οι κάτοικοι των περιοχών των Ανατολικών επαρχιών να εγκλειστούν στις οχυρές θέσεις και τα φρούρια, με παράλληλη εφαρμογή της τακτικής της «καμένης γης», για να μη μπορούν οι Σελτζούκοι να ανεφοδιάζονται και να αντιμετωπίσουν έτσι το Βυζαντινό στρατό υπό δυσμενείς συνθήκες. Η άλλη ήταν η εμμονή στον αρχικό σκοπό, δηλαδή τη μεταφορά του πολέμου στην Αρμενία, παρά τις δυσχέρειες και τους κινδύνους που θα είχε η μεγάλη επιμήκυνση των γραμμών συγκοινωνιών της στρατιάς.
Τελικά επεκράτησε η αρχική απόφαση, λόγω των μεγάλων στρατηγικών πλεονεκτημάτων που η ευτυχής κατάληξή της θα προσέδιδε στην Αυτοκρατορία, αλλά και θα δικαιολογούσε την ανάληψη της πολυέξοδης μεγάλης αυτής εκστρατείας. Συγχρόνως θα καθιέρωνε την απόλυτη κυριαρχία του Ρωμανού στο θρόνο. Ενώ η άλλη ήταν αμφιβόλου αποτελέσματος, διότι ουδείς εγγυόταν ότι ο Αλπ Αρσλάν θα εκινείτο εναντίον της στρατιάς εάν δεν απειλείτο κύριος στρατηγικός του στόχος, ενώ η τακτική της «καμένης γης» σε μία περιοχή που είχε ήδη μισοκαταστραφεί από τις συνεχείς επιδρομές των Σελτζούκων, απλώς θα επιδείνωνε την ήδη κακή κατάσταση των κατοίκων των ανατολικών περιοχών της Αυτοκρατορίας.
Κατά την άποψή μας θεωρούμε ότι το συμβούλιο πιθανόν να απετέλεσε ένα ακόμη πρόσχημα του Ρωμανού, για την επιβράδυνση της προελάσεως εν αναμονή της απαντήσεως του Αλπ Αρσλάν στις προτάσεις ειρήνης. Διαφορετικά δείχνει ότι ο Ρωμανός διακατεχόταν είτε από αναποφασιστικότητα, είτε από διστακτικότητα, ή ενδεχομένως και από αμφιβολίες ως προς τις δυνατότητες επιτυχίας ενός τόσο φιλόδοξου αντικειμενικού σκοπού. Μετά την τελική απόφαση η στρατιά, χωρίς είναι αλήθεια να επιταχύνει ιδιαίτερα, κινήθηκε και έφθασε στην Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ), που την απάλλαξε από τους επιδρομείς.
Στη περιοχή αυτή άρχισαν οι προετοιμασίες για την τελική φάση της επιχειρήσεως, κυρίως από πλευράς Διοικητικής Μερίμνης και τελικής στρατηγικής συγκεντρώσεως. Σχετικά με τις ανάγκες Διοικητικής Μερίμνης θα πρέπει να ήταν κολοσσιαίες. Αρκεί να αναφέρουμε ότι η απόσταση από Θεοδοσιούπολη μέχρι Μαντζικέρτ είναι 640 περίπου χιλιόμετρα, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων βρισκόταν σε εχθρική περιοχή, χωρίς πολλές δυνατότητες καλύψεως των αναγκών Διοικητικής Μερίμνης από επιτόπιους πόρους. Επομένως έπρεπε να καλυφθούν οι ανάγκες της στρατιάς για δύο τουλάχιστον μήνες όσο εκτιμάτο η διάρκεια της κινήσεως από Θεοδοσιούπολη προς Μαντζικέρτ.
Η κίνηση προς Χλίατ και Μαντζικέρτ συνεχίζεται στις αρχές Ιουνίου 1071. Για να συμπληρώσει τις προμήθειές του από επιτόπιους πόρους, και να τους στερήσει παράλληλα από τον αντίπαλο, ο Ρωμανός προαπέστειλε δύο τμήματα δύναμης 14.000 και 3.000 μισθοφόρων, ως εμπροσθοφυλακή και για να λεηλατήσουν τις περί το Μαντζικέρτ και Χλίατ περιοχές. Η κίνηση αυτή επιτυχής μεν από απόψεως ασφαλείας της προελάσεως και Διοικητικής Μερίμνης, είχε όμως ως συνέπεια να απολέσει η Βυζαντινή στρατιά το στοιχείο του αιφνιδιασμού, διότι από το τέλος Ιουνίου η φρουρά του Χλίατ ενημερώνει τον Αλπ Αρσλάν περί της εμφανίσεως Βυζαντινών στρατευμάτων στην περιοχή.
Πιθανόν η πληροφορία να έφθασε στη φρουρά και από αυτομόλους της στρατιάς. Σε κάθε όμως περίπτωση ο αιφνιδιασμός του Σελτζούκου Σουλτάνου υπήρξε πλήρης. Φαίνεται ότι είχε πέσει έξω στις εκτιμήσεις του για τα σχέδια και τις δυνατότητες του Βυζαντινού στρατού. Εάν λοιπόν επιθυμούσε να διατηρήσει τον έλεγχο της σπουδαίας αυτής περιοχής και τα πλεονεκτήματα που αυτή του προσέδιδε έπρεπε να κινηθεί ταχέως και να φθάσει στην περιοχή τουλάχιστον μαζί με το Ρωμανό. Πράγματι ο Αλπ Αρσλάν διέκοψε αμέσως τις επιχειρήσεις του στη Συρία και έσπευσε κατά των Βυζαντινών στην Αρμενία.
Γεγονός που επιβεβαιώνει την ορθότητα των εκτιμήσεων του Ρωμανού για τη στρατηγική σημασία, που είχε για τον Αλπ Αρσλάν η Αρμενία. Κατά την κίνηση αυτή ο Σελτζούκος Σουλτάνος επέτυχε άθλο, διότι κατόρθωσε να διανύσει την απόσταση Ιεράπολη – Μαντζικέρτ μήκους 1800 περίπου χιλιομέτρων σε ένα μήνα διανύοντας κατά μέσον όρο εξήντα χιλιόμετρα ημερησίως. Ο άθλος αυτός ήταν κάτι που και ο Ρωμανός θεωρούσε αδύνατο να επιτευχθεί. Έτσι ενώ είχε ενημερωθεί από τον Βυζαντινό Βεστάρχη της Συρίας Λέοντα Διαβατηνό για την κίνηση του Αλπ Αρσλάν, δεν ανέμενε την άφιξή του ενωρίτερα του τέλους Αυγούστου στην περιοχή.
Οι μετέπειτα κινήσεις, δυστυχώς γι’ αυτόν, επιβεβαιώνουν την λανθασμένη αυτή εκτίμηση. Συγκεκριμένα, μόλις ο Ρωμανός έφθασε στο Μαντζικέρτ, μεταξύ 15 – 19 Αυγούστου, προέβη σε μοιραία όπως απεδείχθη εκ των υστέρων ενέργεια. Απέσπασε δηλαδή από τη στρατιά ένα ακόμη σημαντικό τμήμα συνολικής δυνάμεως 10.000 ανδρών, εμπείρων ιππέων κυρίως, υπό τον ικανό Ίβηρα στρατηγό Ιωσήφ Ταρχανειώτη ή Τραχανειώτη, προς ενίσχυση της σημαντικής δυνάμεως μισθοφόρων που είχε ήδη προαποσταλεί ως εμπροσθοφυλακή για λεηλασία για να πολιορκήσουν από κοινού το Χλίατ αυτή τη φορά.
Η ενέργεια αυτή αποτελεί σύμφωνα με την άποψη του συνόλου των ιστορικών και αναλυτών, της εποχής και των μετέπειτα, σημαντικό στρατηγικό και τακτικό σφάλμα. Αυτό διότι ενώ ο Ρωμανός ανέμενε την αποφασιστική μάχη, την οποίαν εναγωνίως επιζητούσε, και συγχρόνως γνώριζε ότι ο αντίπαλός του εκινείτο προς συνάντησή του, αποφασίζει να εξασθενήσει τις δυνάμεις από τις οποίες προσδοκούσε το αποφασιστικό αποτέλεσμα για να ενισχύσει τη δευτερεύουσα, θα λέγαμε με τη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, προσπάθεια.
Παράλληλα από ότι καθίσταται σαφές, ο Ρωμανός δεν είχε λάβει όλα τα αναγκαία και κατάλληλα μέτρα ασφαλείας της στρατιάς, με αποστολή αναγνωριστικών τμημάτων ή τουλάχιστον προκαλυπτικών τμημάτων προς τις πιθανές κατευθύνσεις που αναμενόταν ο αντίπαλος. Στο μεταξύ η φρουρά του Μαντζικέρτ παραδόθηκε στο Ρωμανό, μετά από σύντομη πολιορκία και αγώνα.
ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΑΝΑΧΑΙΤΙΣΗ ΤΩΝ ΣΕΛΤΖΟΥΚΩΝ
Το κράτος απειλούσαν σοβαροί και άμεσοι κίνδυνοι. Έτσι ο νέος Αυτοκράτορας παρά την κακή κατάσταση του στρατεύματος αποφασίζει να εκστρατεύσει αμέσως εναντίον των Σελτζούκων και του Αλπ Αρσλάν (1063 – 1072). Ο Ψελλός στηλιτεύει αυτήν την απόφαση, γράφοντας ότι θα έπρεπε πρώτα να αναδιοργανωθεί το στράτευμα αλλά και να ενισχυθεί με νέα τμήματα μισθοφόρων. Θεωρητικά έχει δίκιο, όμως έως ότου γινόντουσαν αυτά που ανέφερε θα περνούσαν χρόνια, την ίδια στιγμή όμως εξαιτίας και της πολιτικής του ίδιου και των ομοίων του οι επιδρομές των Σελτζούκων απειλούσαν το σύνολο σχεδόν της Μικρασιατικής γης.
Οπότε κρινόταν ως επιβεβλημένη η άμεση αναμέτρηση έστω και με στρατό που είχε ελλείψεις. Πρώτη μέριμνα του Αυτοκράτορα ήταν η συγκέντρωση των θεματικών στρατευμάτων, όμως το θέαμα που αντικρίζει είναι οικτρό. Πολλοί στρατιώτες δεν θα προσέλθουν, ενώ από όσους παρουσιάστηκαν οι περισσότεροι ήταν αγύμναστοι, χωρίς όπλα και ηθικό. Ο Ρωμανός Διογένης με πολλή δουλειά πετυχαίνει μέσα σε δύο μήνες να διορθώσει αρκετά πράγματα φτιάχνοντας ένα σχετικά αξιόμαχο στρατό.
Την ίδια στιγμή ο Αλπ Αρσλάν διασπά το ιππικό του σε μικρότερα μέρη τα οποία διοχετεύει σε διαφορετικές περιοχές, καθιστώντας έτσι δυσκολότερη την αντιμετώπιση τους. Ο Διογένης πράγματι αντί να κυνηγήσει αυτές τις ομάδες, αποφασίζει να μπει σε Μουσουλμανικό έδαφος με κατεύθυνση το Χαλέπι, έχοντας σκοπό να καταλάβει τη πόλη αλλά και να διαλύσει τις βάσεις εξόρμησης του Μουσουλμανικού ιππικού. Κατά τις επιδρομές, ο ίδιος με το υπόλοιπο στράτευμα εξορμά στα εχθρικά εδάφη. Το φθινόπωρο ο αγώνας βρίσκει τους αντίπαλους ισόπαλους.
Ο Διογένης θα καταλάβει την Ιεράπολη αλλά όχι και το Χαλέπι, θα περιορίσει κάπως τον κυρίως στρατό του Αλπ Αρσλάν στην Ιβηρία, ενώ θα ελαφρώσει την πίεση που δεχόντουσαν η Αντιόχεια και το Μαντζικέρτ που παρέμεναν στην Αυτοκρατορία. Από την άλλη πλευρά όμως ο στρατός που είχε αφήσει πίσω θα εμφανιστεί χωρίς ηθικό με αποτέλεσμα να κλειστεί στα τείχη της Μελιτηνής, αφήνοντας τις Σελτζουκικές ομάδες να λεηλατούν πόλεις όπως η Νεοκαισάρεια και το Αμόριο.
Παράλληλα η εκστρατεία θα αναδείξει και την χαλαρή υποταγή των μισθοφορικών τμημάτων αλλά και των Αρμένιων που μάλιστα στασίασαν κάποια στιγμή , γεγονός αρνητικό για τη συνοχή και την ισχύ του στρατεύματος.Εκμεταλλευόμενος τα προβλήματα αυτά ο Ψελλός θα ειρωνευτεί τα αποτελέσματα της εκστρατείας. Την άνοιξη του 1069 ο Διογένης εκστρατεύει εκ νέου, αποφασίζοντας αυτή τη φορά να εγκατασταθεί στην Καισάρεια, έχοντας βασικό στόχο τον έλεγχο των εισβολών. Όπως αναφέρει ο Ατταλειάτης αποφασίζεται τελικά ανακατάληψη της Αρμενίας, με το μισό στρατό να μένει πίσω για αναχαίτιση των εχθρικών επιθέσεων.
Η ιδέα δεν ήταν άσχημη όμως πάλι ο στρατός που έμεινε πίσω ηττάται και υποχωρεί, με αποτέλεσμα την λεηλασία του Ικονίου. Ο Αυτοκράτορας για να αποφύγει ολική καταστροφή αναγκάζεται να εγκαταλείψει τα επιθετικά σχέδια του επιστρέφοντας πίσω. Έτσι και αυτό το Φθινόπωρο υπήρχε ισόπαλο αποτέλεσμα αφού περιορίστηκαν αλλά δεν απετράπησαν οι εισβολές, ενώ δεν κατέστη δυνατό να δοθεί ένα ισχυρό χτύπημα στον εχθρό, με αποτέλεσμα πάλι να λοιδορείται από τον Ψελλό.
Την επόμενη χρονιά ο Διογένης αποφασίζει να παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη, αναθέτοντας την ηγεσία της στρατιάς στον Μανουήλ Κομνηνό (θα πεθάνει πρόωρα ένα χρόνο μετά) μεγαλύτερο αδερφό του μετέπειτα αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού. Ήδη όμως στο μυαλό του Αλπ Αρσλάν κυοφορείται μια ιστορικής σημασίας αλλαγή. Ύστερα από μια μεγαλεπήβολη τελετή που είχε γίνει το 1055 στην Βαγδάτη, ο αδύναμος στρατιωτικά αλλά πανίσχυρος θρησκευτικά Σουνίτης Χαλίφης απένειμε στον αρχηγό των Σελτζούκων τον τίτλο του Σουλτάνου αλλά και την υποχρέωση επαναφοράς όλων των περιοχών του Ισλάμ στην νομιμότητα που εξέφραζε ο ίδιος.
Από τότε οι Σελτζούκοι εμφανιζόμενοι ως οι εκφραστές της πολιτικής του, προσπαθούσαν να επανεντάξουν το σύνολο του Μουσουλμανικού κόσμου υπό την εξουσία του Χαλίφη, αλλά και υπό την δική τους ομπρέλα. Όμως οι εισβολές σε Συρία, Παλαιστίνη και Αίγυπτο συναντούσαν ισχυρές αντιστάσεις, ενώ ο Σελτζουκικός στρατός δεν υπερέβαινε τους 70.000 άνδρες. Οι δυσκολίες αυτές στρέφουν τους Σελτζούκους προς τα μικρασιατικά εδάφη που σταδιακά αποκτούν για αυτούς όλο και μεγαλύτερη αξία.
Μάλιστα αποφασίζουν να μην αρκούνται πλέον σε επιδρομές αλλά να προσπαθήσουν να εντάξουν και περιοχές στην επικράτεια τους , αρχής γενομένης από την Αρμενία. Ο Αλπ Αρσλάν προσπαθώντας να παρασύρει τον Μανουήλ στέλνει στρατό στην βόρεια πλευρά, ενώ ο ίδιος εισβάλλει προς το κέντρο της Μικράς Ασίας. Ο Μανουήλ με παρότρυνση και του Διογένη στέλνει μέρος του στρατού στην Ιεράπολη ώστε να ενισχυθεί η άμυνα της από τις Σελτζουκικές επιθέσεις. Η Ιεράπολη κράτησε αλλά ο Μανουήλ με τον υπόλοιπο στρατό υπέστη δεινή ήττα έξω από την Σεβάστεια με τον ίδιο να συλλαμβάνεται αιχμάλωτος και τον ηττημένο στρατό να κλείνεται έντρομος στα τείχη της πόλης .
Έτσι η Μικρά Ασία αφέθηκε στο έλεος των Σελτζούκων που οργίασαν φτάνοντας μέχρι το κεντρικό υψίπεδο και λεηλατώντας μεταξύ άλλων και τις Χώνες. Ορισμένοι ιστορικοί θα αφήσουν υπόνοιες για εσκεμμένες ενέργειες αποδυνάμωσης του Μανουήλ, αλλά μάλλον δεν έχουν δίκιο. Μην ξεχνάμε ότι και ο Διογένης διασπούσε την στρατιά του, ενώ ούτε η Άννα Κομνηνή γράφει κάτι για εσκεμμένες ενέργειες ενάντια στο θείο της. Άλλωστε και από πλευράς Μανουήλ δεν απεφεύχθησαν τα λάθη τακτικής. Για αυτό τελικά ο Διογένης ήθελε να σπεύσει σε βοήθεια, όμως εισηγήσεις συμβούλων του τον έπεισαν τελικά για το αντίθετο.
Έτσι η χρονιά αυτή κατέληξε σε ήττα των Αυτοκρατορικών δυνάμεων. Ο Διογένης αποφασίζει να ξεκαθαρίσει τα πράγματα την επόμενη χρονιά. Όμως δεν φανταζόταν μέχρι που ήταν αποφασισμένοι να φτάσουν οι αντίπαλοι του για να τον διώξουν και τους οποίους δεν αποδυνάμωσε ούτε την χρονιά που έμεινε πίσω, δείχνοντας μια καταστρεπτική για τον ίδιο και το κράτος αναποφασιστικότητα.
ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΣΕΛΤΖΟΥΚΩΝ
O Ρωμανός ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας μετά τον Βασίλειο B’ που προσπάθησε έμπρακτα να αναγεννήσει το στρατό του Βυζαντίου συγκροτώντας τον κατά το μεγαλύτερο μέρος του όχι από μισθοφόρους αλλά από επίστρατους. Αφού αναδιοργάνωσε τα στρατεύματα, έναν χρόνο μετά την ενθρόνισή του εκστράτευσε στην Κιλικία και τη Συρία, για να αντιμετωπίσει τους Μουσουλμάνους. Oι Σελτζούκοι εκείνο τον καιρό είχαν την κύρια βάση των επιχειρήσεών τους στην Αρμενία, προς την οποία στράφηκε την επόμενη χρονιά, το 1069.
Δεν κατόρθωσε ωστόσο να παρασύρει τους κινητικούς Τούρκους σε μία μάχη εκ παρατάξεως και περιορίστηκε να απαντά στον ανταρτοπόλεμό τους με τα μέσα που είχε στη διάθεσή του. H εκστρατεία ήταν νικηφόρα, αφού στο μεγαλύτερο μέρος των συνόρων οι Τούρκοι απωθήθηκαν πέραν του Ευφράτη, ενώ τα Βυζαντινά στρατεύματα νίκησαν τους Σελτζούκους στη μάχη της Ταρσού. Όμως οι αντίπαλοί του, τονίζοντας ότι η κύρια δύναμη των Σελτζούκων είχε μείνει ανέπαφη, χαρακτήρισαν την εκστρατεία αποτυχημένη. Eιδικά οι Δούκες άρχισαν να κατηγορούν ανοιχτά το Ρωμανό για ανικανότητα και να συνωμοτούν ασταμάτητα στο παλάτι.
H κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη έγινε τόσο ασταθής, ώστε ο Αυτοκράτορας δεν τολμούσε να την εγκαταλείψει. Ανέθεσε λοιπόν στο Μανουήλ Κομνηνό να ηγηθεί ενός στρατεύματος εναντίον των Τούρκων. O Μανουήλ, αδελφός του μετέπειτα αυτοκράτορα Αλέξιου, ηττήθηκε από μία δύναμη Ούζων Τούρκων, εξαιτίας της λανθασμένης απόφασης του Ρωμανού να διασπάσει το στράτευμά του. Μάλιστα, συνελήφθη αιχμάλωτος, αλλά σύμφωνα με κάποιες πηγές, κατόρθωσε με άφθονες υποσχέσεις για τίτλους και προνόμια, όχι μόνο να απελευθερωθεί αλλά και να στρατολογήσει τους Ούζους δεσμώτες του.
Έχοντας πλέον αποδυναμώσει -όπως τουλάχιστον πίστευε- τους πολιτικούς αντιπάλους του, ο Ρωμανός θεώρησε καλό να προχωρήσει σε μία αποφασιστική εκστρατεία, να τεθεί εκ νέου επικεφαλής του στρατού, να αναζητήσει την κύρια δύναμη των Σελτζούκων και να την καταστρέψει, διασφαλίζοντας τα ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας.
ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΑΝΤΖΙΚΕΡΤ
H δύναμη που συγκέντρωσε ο Ρωμανός ήταν εντυπωσιακή. Aν και πολλές Μεσαιωνικές πηγές αναφέρουν εξωφρενικούς αριθμούς (ο Ματθαίος της Έδεσσας για παράδειγμα μιλά για “πάνω από ένα εκατομμύριο άνδρες”, ενώ η Τουρκική πλευρά κάνει λόγο για “200.000 Ρωμαίους”), στην πραγματικότητα οι μάχιμοι άνδρες δεν θα πρέπει να ξεπερνούσαν τις 45.000. Aν προσμετρήσουμε τους μη μάχιμους που κατά παράδοση συνόδευαν τους Μεσαιωνικούς στρατούς, σίγουρα θα ήταν πολύ περισσότεροι.
Στη σύνθεση του στρατεύματος κυριαρχούσαν τα Αυτοκρατορικά τάγματα, οι μονάδες των “θεμάτων” (διοικητικών υποδιαιρέσεων της Αυτοκρατορίας) της M. Ασίας και του Ελλαδικού χώρου. Πρόκειται για επίστρατους που όμως την εποχή που μιλάμε ήταν κατά κανόνα ημι-μισθοφόροι, λόγω της παρακμής της τάξης των ελεύθερων αγροτών που κυρίως τροφοδοτούσαν τα θεματικά στρατεύματα.
Στο σύνολο των δυνάμεων που συγκέντρωσε ο Ρωμανός, οι θεματικές μονάδες έφταναν ίσως και το 50% της συνολικής δύναμης, στον οποίο ακόμη συμπεριλαμβάνονταν ένα μεγάλο πλήθος μισθοφόρων.
Μεταξύ αυτών οι Tούρκοι που είχε στρατολογήσει ο Μανουήλ, αρκετοί Βούλγαροι και Πετσενέγγοι (Πατζινάκες) Αλανοί, Γερμανοί, Γότθοι, Κουμάνοι κ.ά. καθώς και 500 Φράγκοι και Νορμανδοί ιππότες και Σεργέντοι. Oι μεγάλες οικογένειες φεουδαρχών της M. Ασίας είχαν κινητοποιήσει τους “προσωπικούς στρατούς” τους και τους είχαν θέσει στη διάθεση του Αυτοκράτορα, ενώ ένας αριθμός επίστρατων Αρμενίων και Ιβήρων συμπλήρωνε την Αυτοκρατορική δύναμη. Aν και δεν υπάρχουν λεπτομερείς σχετικές αναφορές, φαίνεται ότι και ένα τμήμα της φρουράς των Βαράγγων συμμετείχε στις δυνάμεις που κινητοποίησε ο Ρωμανός.
Φυσικά ο Αυτοκράτορας διέθετε και τους εξαίρετους μηχανικούς πολιορκιών, αφού στους αντικειμενικούς σκοπούς της εκστρατείας συμπεριλαμβανόταν η κατάληψη όσων πόλεων είχαν πέσει στα χέρια των Σελτζούκων. Παρόμοιας ισχύος στράτευμα δεν είχε κινητοποιηθεί ούτε από τον κατεξοχήν πολεμικό Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, το Βασίλειο B’. Στην πραγματικότητα η “Νέα Ρώμη” είχε να δει μία τέτοια δύναμη από την εποχή του Νικηφόρου Φωκά.
Mε αυτό το εντυπωσιακό στράτευμα ξεκίνησε ο Αυτοκράτορας για να ανακαταλάβει το Μαντζικέρτ, που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι ως βάση επιχειρήσεων στη M. Aσία και στη συνέχεια να παρασύρει τον Σουλτάνο Αρπ Ασλάν σε μάχη εκ παρατάξεως, στην οποία πίστευε ότι θα επικρατούσε λόγω της ισχύος της Βυζαντινής στρατιάς. Αλλά αυτό το σχέδιο δεν ευοδώθηκε. O Ρωμανός σχεδίαζε να παραπλανήσει τους Τούρκους κρύβοντας τις πραγματικές προθέσεις του. Λίγο καιρό πριν είχε ζητήσει από τον ηγέτη τους, Αλπ Αρσλάν, να συναφθεί συνθήκη ειρήνης (τυπικά να ανανεωθεί η υφιστάμενη από το 1069).
O Σουλτάνος συμφώνησε, διέκοψε την πολιορκία της Έδεσσας και έσπευσε να πολιορκήσει το -Αραβοκρατούμενο- Χαλέπι. Αυτό έδωσε στο Ρωμανό ένα τακτικό πλεονέκτημα και, για να το εκμεταλλευτεί άμεσα, βάδισε το Mάρτιο του 1071 προς την Ανατολία. Πρώτος στόχος ήταν το Μαντζικέρτ, ένα ισχυρό προπύργιο των Σελτζούκων. Προτού ακόμη αναχωρήσει ο στρατός από την Κωνσταντινούπολη, ο Ρωμανός είχε διαπράξει ένα μεγάλο σφάλμα: μοίρασε σημαντικά στρατιωτικά αξιώματα σε μέλη ή φίλους της οικογένειας που ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός του, τους Δούκες, καθώς και σε μέλη της Πολιτικής παράταξης.
Oι ενέργειες ενός από αυτούς τους αξιωματούχους, του Ανδρόνικου Δούκα, καταδίκασαν το Βυζαντινό στρατό στη μάχη. Την άνοιξη ο Αλπ Αρσλάν ξεκινάει νέες συστηματικές επιθέσεις, πετυχαίνοντας παράλληλα να καταλάβει το Μαντζικέρτ και το Άρτζε τις δύο πόλεις της Αρμενίας που παρέμεναν έως τότε στα χέρια της Αυτοκρατορίας. Ο Διογένης επικεφαλής ενός ισχυρού αλλά ανομοιογενούς στρατού 40 – 60.000 εμφανίζεται αποφασισμένος να δώσει ένα τέλος σε αυτή την κατάσταση.
Όμως βρίσκεται και σε δίλημμα αφού από την μία ξέρει ότι αν αποτύχει οι αντίπαλοι του θα εκτοξεύουν μύδρους εναντίον του, από την άλλη όμως έχει διαπιστώσει ότι ο αντίπαλος είναι αρκετά ισχυρός και δυσκολοκατάβλητος. Έτσι αποφασίζει να στείλει πρεσβευτές για έναρξη διαπραγματεύσεων. Βασικός στόχος του ήταν η διατήρηση της Αρμενίας , αλλά και η στροφή του ενδιαφέροντος των αντιπάλων του ξανά προς την Αίγυπτο και τους Μαμελούκους. Για αυτό πρότεινε στον Αλπ Αρσλάν ειρήνη με δέλεαρ την επιστροφή της Ιεράπολης, ενώ η μη αποδοχή της πρότασης θα ισοδυναμούσε με πόλεμο.
Ο Αλπ Αρσλάν δεν λέει ούτε ναι ούτε όχι, απλώς κωλυσιεργεί, γιατί και ο ίδιος είναι σε δίλημμα, από τη μία βλέπει ότι οι αντίπαλοι του έχουν συγκεντρώσει μεγάλο στρατό, αλλά από την άλλη δεν πιστεύει ότι αυτή η στρατιά θα διεξάγει εύκολα επιθετικό πόλεμο σε ερειπωμένο και αφιλόξενο έδαφος, όπως είχαν καταντήσει οι ανατολικότερες της Καισάρειας περιοχές. Κάτι που όντως ισχύει, αφού ο Διογένης μόνο μετά από τρεις μήνες και αφού δεν έχει πάρει απάντηση αποφασίζει τελικά να κατευθυνθεί προς την Αρμενία με βασικό στόχο την ανακατάληψη του Άρτζε και του Μαντζικέρτ. Για το λόγο αυτό διασπά την στρατιά του σε τρία μέρη.
Το ένα τμήμα με 20.000 άντρες και υπό την αρχηγεία των Ταρχανειώτη και του Νορμανδού Ρουσσέλιου, αποσπάται με βασικό σκοπό την κατάληψη του Χλιάτ. Ένα δεύτερο τμήμα στάλθηκε για να ανακαταλάβει το Μαντζικέρτ, στόχος που θα επιτευχθεί, ενώ ο ίδιος με το υπόλοιπο τμήμα του στρατού έμεινε λίγο ποιο πίσω. Ο Αλπ Αρσλάν που βρισκόταν στο Χαλέπι μόλις πληροφορείται το γεγονός, αποφασίζει να κινηθεί αστραπιαία προς την περιοχή του Μαντζικέρτ. Άλλωστε γνωρίζει ότι το στρατηγικό πλεονέκτημα θα το έχει όποιος καταλάβει τις γύρω ορεινές θέσεις, έτσι μέσα σε λίγες μέρες όχι μόνο θα εκπληρώσει το στόχο του, αλλά και θα προσεγγίσει τον αυτοκρατορικό στρατό χωρίς να γίνει αντιληπτός.
Ο Σελτζουκικός στρατός διασπάται και εκείνος και ένα τμήμα του επιτίθεται αμέσως στον Αυτοκρατορικό στρατό που πολιορκούσε το Χλιάτ. Σύμφωνα με Ισλαμικές πηγές οι Σελτζούκοι αιφνιδίασαν τους αντιπάλους τους που νόμιζαν ότι θα έρχονταν αντιμέτωποι μόνο με τους υπερασπιστές της πόλης. Έτσι αφού τους άφησαν να πλησιάσουν σε αυτή, άρχισαν την επίθεση ώστε να τους εγκλωβίσουν μεταξύ δύο πλευρών. Το Αυτοκρατορικό τμήμα που αιφνιδιάστηκε αποφάσισε τότε να υποχωρήσει και να ενωθεί με το υπόλοιπο στράτευμα.
Επειδή όμως τα περάσματα ήταν ήδη πιασμένα αποφάσισε τελικά να υποχωρήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση της Μελιτηνής. Η εκδοχή αυτή είναι μεν αληθοφανής, όμως ο Αυτοκρατορικός στρατός ούτε λίγος ήταν, ούτε αποτελείτο από άπειρες δυνάμεις. Παράλληλα δεν εξηγεί γιατί οι επικεφαλής του δεν έκαναν νέα προσπάθεια προσέγγισης με το υπόλοιπο στράτευμα ή έστω να το ειδοποιήσουν για την πορεία τους, αλλά έφυγαν αμέσως για τη Μελιτηνή. Το γεγονός αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανότατα η φυγή δεν οφειλόταν μόνο σε ηττοπάθεια και έλλειψη μαχητικότητας, αλλά και σε σκοτεινές συμφωνίες.
Την ίδια στιγμή ο Αυτοκράτορας αδρανεί περιμένοντας τα νέα από το Χλιάτ, γεγονός που επιτρέπει στους Σελτζούκους να προετοιμαστούν καλύτερα. Στις 24 Αυγούστου Ρωμαϊκό τμήμα που επιχειρούσε συλλογή εφοδίων δέχεται επίθεση από Σελτζουκική μονάδα ιππικού. Ο Αυτοκράτορας αγνοώντας το γεγονός ότι όλος ο Σελτζουκικός στρατός είναι ήδη κοντά του, διατάσει τον Νικηφόρο Βασιλάκιο να της επιτεθεί. Εκείνος θεωρώντας ότι δέχεται επίθεση από μικρή εχθρική μονάδα, επιχειρεί ασυντόνιστη επίθεση καταδίωξης. Οι Σελτζούκοι αφού τον αφήνουν να προχωρήσει επιχειρούν πετυχημένη αναστροφή που καταλήγει σε ολοκληρωτική νίκη, καταφέρνοντας μάλιστα να συλλάβουν και τον ίδιο.
Το γεγονός αυτό είναι μια δυσάρεστη έκπληξη για τους Ρωμαίους που συν τοις άλλοις αντιλαμβάνονται ότι αντιμετωπίζουν ολόκληρο το Σελτζουκικό στράτευμα . Την επόμενη μέρα οι Ρωμαίοι καλύτερα οργανωμένοι θα επιτεθούν σε εχθρικό απόσπασμα προξενώντας του αρκετές απώλειες, όμως το απόγευμα της ίδιας ημέρας Ούζοι μισθοφόροι αυτομολούν στους ομοθρήσκους τους Σελτζούκους, γεγονός που προκαλεί έντονη ανησυχία αφού στο στρατό υπηρετούν αρκετοί ακόμη Μουσουλμάνοι μισθοφόροι. Τελικά όμως θα γίνει δεκτή η υπόσχεση τιμής τους ότι θα παραμείνουν πιστοί και δεν θα εφαρμοσθεί το σχέδιο αποστράτευσης τους.
Τότε καταφθάνουν απεσταλμένοι του Αλπ Αρσλάν προτείνοντας ανακωχή και την άμεση έναρξη συνομιλιών για την υπογραφή συμφωνίας. Ο Αλπ Αρσλάν εισηγείται να κρατήσουν οι Σελτζούκοι την Αρμενία , υποσχόμενος όμως πλήρη τερματισμό των επιθέσεων. Οι συζητήσεις στην Αυτοκρατορική πλευρά φέρνουν δύο διαφορετικές εκτιμήσεις, αρκετοί θεωρούν ότι έπρεπε να απαντήσουν θετικά, οι περισσότεροι όμως εισηγούνται την άμεση επίθεση θεωρώντας ότι ο Αλπ Αρσλάν είχε στριμωχτεί και ότι αυτή η ευκαιρία δεν έπρεπε να χαθεί.
Ο Αυτοκράτορας συμφώνησε με την αληθοφανή δεύτερη εισήγηση της επίθεσης, άλλωστε ήξερε ότι αν έκανε πίσω θα δημιουργούσε κλίμα ηττοπάθειας αφού θα τον κατηγορούσαν ότι δέχεται την παραχώρηση της Αρμενίας, ενώ ποιος εγγυόταν ότι οι αντίπαλοι δεν θα αθετούσαν τις συμφωνίες; Ο Διογένης δεν έδωσε σημασία στο ότι ο χώρος γύρω από το Μαντζικέρτ ήταν ανοικτός άρα βόλευε τους ποιο ευέλικτους Σελτζούκους που συν τοις άλλοις είχαν πιάσει και τα γύρω βουνά. Αλλά κυρίως δεν ζύγισε καλά την διάθεση και το ηθικό του δικού του στρατού που αποτελείτο από πολλές αλλοεθνείς ομάδες αλλά και αρκετούς από τους εχθρούς του.
ΑΛΠ ΑΡΣΛΑΝ Ο ΛΕΩΝ ΤΗΣ ΣΤΕΠΠΑΣ
Ο Μωχαμέντ μπεν Ντάουντ (Muhammed ben Da’ud ) που στη συνέχεια έλαβε την προσωνυμία Αλπ Αρσλάν (σημαίνει ανδρείος λέων στα Τουρκικά) γεννήθηκε το 1029. Ήταν γιος του Νταούντ, αδελφού του Τογκρούλ Μπεγκ και ηγεμόνα της Χωρασμίας. Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τη νεανική ηλικία του. Tο 1059 διαδέχτηκε τον πατέρα του και μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα προσάρτησε στις κτήσεις του και το Σουλτανάτο τού Τογκρούλ. Ως αποκλειστικός πλέον κυρίαρχος μίας μεγάλης ηγεμονίας -μετά την επικράτησή του έναντι των διεκδικητών του θρόνου- ο Αλπ Αρσλάν έβαλε στόχο τα πλούτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αν και φαίνεται ότι πάντα θεωρούσε βασικό αντίπαλο και εχθρό του τους Φατιμίδες της Αιγύπτου.
H πρώτη εκστρατεία του Αρσλάν ενάντια στο Βυζάντιο ξεκίνησε το 1063, με στόχο να λεηλατηθούν οι πλούσιες ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Πιθανότατα, ο Αρσλάν, που μόλις είχε γίνει Σουλτάνος, προσπαθούσε με τον τρόπο αυτό να “πείσει” τους τοπικούς άρχοντες που έγιναν υποτελείς του, ότι ήταν άξιος του τίτλου του. Και ο καλύτερος τρόπος για να το κάνει ήταν να τους προσφέρει σημαντική πολεμική λεία.
Ως στόχος επιλέχτηκε η Καισάρεια της Καππαδοκίας, την οποία κατέλαβαν και λεηλάτησαν άγρια οι Τουρκομανικές ορδές. Eν συνεχεία τα στρατεύματα του Σελτζούκου ηγέτη εισήλθαν στην Αρμενία, την οποία επίσης λεηλάτησαν και, εκμεταλλευόμενοι τις δυναστικές διαμάχες του Βυζαντίου που δεν μπορούσε να στείλει βοήθεια, κατέλαβαν το 1064. Ενθαρρυμένος από αυτές τις επιτυχίες και μαθαίνοντας για τη συνεχιζόμενη διαμάχη στην Κωνσταντινούπολη ακόμη και μετά την άνοδο του νέου Αυτοκράτορα, ο Αρσλάν εισέβαλε το 1068 στα Βυζαντινά εδάφη, προκαλώντας την άμεση αντίδραση του Ρωμανού που έσπευσε να τον συναντήσει στην Κιλικία και στη συνέχεια στην Αρμενία.
Αποφεύγοντας να δώσει αποφασιστική μάχη, ο Σελτζούκος ηγεμόνας αποσύρθηκε με τις δυνάμεις του, έχοντας ηττηθεί σε μία σειρά ήσσονος σημασίας συγκρούσεων με τα Βυζαντινά στρατεύματα. Τα σχιστά μάτια του 40χρονου μεγαλόσωμου ιππέα κοιτούσαν με κάποια ανησυχία την πεδιάδα του Μαντζικέρτ που απλωνόταν μπροστά του αμμώδης, πετρώδης και ακίνητη, σαν υπνωτισμένη από τον Αυγουστιάτικο ήλιο της Ανατολίας. Στο βάθος διακρινόταν η ομώνυμη καστρόπολη, την οποία είχε ανακαταλάβει ο αντίπαλός του. Σε μικρή απόσταση μπροστά από τα τείχη της βρισκόταν εγκατεστημένος ο Ρωμαϊκός χάρακας.
Από εκείνο το σημείο, και σε απόσταση περίπου 15 χλμ στα ανατολικά, άρχιζαν οι πρόποδες του όρους Σουφάν, όπου το έδαφος αποκτούσε μία τραχύτερη μορφολογία, βραχώδες και διάσπαρτο με αποξηραμένες ρεματιές. Σε εκείνο το ύψωμα βρισκόταν τώρα ο ίδιος, πάνω στο λευκό πολεμικό του άλογο, μαζί με τους 5.000 Μαμελούκους ιππείς της σωματοφυλακής του, τους οποίους θα κρατούσε ως τελευταία εφεδρεία της μάχης. Το κοίλωμα στους πρόποδες του λόφου όπου είχε στρατοπεδεύσει ήταν ιδανικό σημείο για να παρακολουθεί την μάχη, αλλά και να αποκρύπτει την εφεδρεία του.
Η αιφνιδιαστική εκστρατεία του Ρωμαίου Αυτοκράτορα τον είχε βρει απασχολημένο να πολιορκεί το Χαλέπι. Είχε ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή του για να συγκεντρώσει μία ισχυρή δύναμη, ικανή να αντιμετωπίσει μία τέτοια απειλή και ακόμη λιγότερο για να αφιχθεί έγκαιρα στο Μαντζικέρτ και να προετοιμαστεί για μάχη. Εγκαταλείποντας αμέσως την πολιορκία, επιδόθηκε σε έναν σχεδόν πανικόβλητο αγώνα ταχύτητας προς την Αρμενία. Συγκέντρωσε όσες δυνάμεις είχε διαθέσιμες, εφοδίασε τον καθένα από τους ιππείς του με δύο εφεδρικά άλογα και διέσχισε ασταμάτητα την φλεγόμενη Συριακή έρημο.
Η ταχύτητα της πορείας ήταν τέτοια ώστε, δεν είχε καν τον χρόνο να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την διαπεραίωση του Ευφράτη. Στην επιχείρηση εκείνη το ρεύμα είχε παρασύρει και πνίξει πολλούς άνδρες, άλογα και ημίονους. Αλλά με τα πλευρά τού Σουλτανάτου του εκτεθειμένα σε δύο εχθρικές Αυτοκρατορίες, ο Μέγας Σουλτάνος δεν είχε χρόνο για τέτοιες λεπτομέρειες. Παρά την αρχική μειονεκτική του θέση, είχε κάθε δικαίωμα να είναι ικανοποιημένος με ότι είχε επιτύχει: είχε συγκεντρώσει μία δύναμη 20.000 ανδρών, είχε κερδίσει τον αγώνα ταχύτητος προς το Μαντζικέρτ και είχε στρατοπεδεύσει 15 χλμ μακριά από τον αντίπαλό του, κατά τη διάρκεια της νύχτας, χωρίς να γίνει αντιληπτός.
Μία λεπτομέρεια που είχε διαφύγει του Έλληνα Αυτοκράτορα ήταν ότι ο Σουλτάνος δεν διέθετε πεζά τμήματα, μεταγωγικά ή πολιορκητικό εξοπλισμό που θα καθυστερούσαν την πορεία του, και κυρίως, αγνοούσε τις δυνατότητες μετακινήσεως των σκληροτράχηλων νομάδων ιππέων του. Διαθέτοντας μία φυσική αντίληψη των τακτικών σε εκείνα τα άγονα μέρη, όπου η απόκρυψη κινήσεων από τον εχθρό αποτελούσε πραγματική τέχνη, ο Αλπ Αρσλάν είχε δικαιολογήσει το όνομά του που στην γλώσσα του σήμαινε «Ρωμαλέος Λέων».
Χαμηλώνοντας το βλέμμα του προς τις υπώρειες του λόφου που βρισκόταν, είδε το στράτευμά του να παρατάσσεται για μάχη. Ήταν περίπου 15.000 ελαφροί ιππείς, ανεπτυγμένοι σε τρεις διοικήσεις, σε σχήμα ημισελήνου. Ο ίδιος δεν έτρεφε πολλές ελπίδες νίκης. Αν η μάχη διεξαγόταν στον κάμπο του Μαντζικέρτ, η υπεροπλία του Ρωμαϊκού στρατού θα έπαιζε αποφασιστικό ρόλο. Ήταν όμως, αποφασισμένος να πολεμήσει και, αν χρειαστεί, να σκοτωθεί μαζί με τους άνδρες του. Θα πέθαιναν σαν μάρτυρες, τους είπε στον λόγο που εκφώνησε.
Κατόπιν, ακολούθησε τον τελετουργικό τρόπο ενδυμασίας μάχης των Τούρκων Σουλτάνων: έδεσε τα μακριά μουστάκια του, τα οποία σε ελεύθερο μήκος έφθαναν μέχρι την μέση του, πίσω από το κράνος του για να μην τον εμποδίζουν στην μάχη και κάτω από τον θώρακά του φόρεσε έναν λευκό χιτώνα, ο οποίος θα γινόταν το σάβανό του σε περίπτωση θανάτου του. O Αλπ Αρσλάν ήταν ένας εξαίρετος στρατιωτικός διοικητής, όμως την επιτυχία του ως διαχειριστής του απέραντου σουλτανάτου την οφείλει κυρίως στον Πέρση Μεγάλο Δεζίρη του, Νιζαμ αλ Μουλκ.
Επί βασιλείας του Αρσλάν δημιουργήθηκε ένα υποτυπώδες τιμαριωτικό σύστημα, μία “ανατολίτικη φεουδαρχία” που θα υιοθετούσαν αργότερα οι Οθωμανοί. O Αρσλάν δεν πρόλαβε να χαρεί τη νίκη του Μαντζικέρτ ή να ολοκληρώσει τα σχέδιά του, που ήταν η κατάκτηση των περιοχών βόρεια του Όξου, της κοιτίδας των Σελτζούκων. Το 1072 δολοφονήθηκε από το Χωράσμιο φρούραρχο ενός κάστρου που είχε μόλις κατακτήσει και τον διαδέχθηκε ο γιος του, Μαλίκ Σαχ. Ούτε το Σουλτανάτο έμελλε να διατηρηθεί ακέραιο για μεγάλο διάστημα. Oι διάδοχοι του Μαλίκ διαμέλισαν το πανίσχυρο κράτος.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΝΤΖΙΚΕΡΤ
Δυνάμεις – Διάταξη – Σχέδια αντιπάλων
Κατά καιρούς, έχουν διατυπωθεί σημαντικά διαφορετικές εκτιμήσεις ως προς την αριθμητική δύναμη της Βυζαντινής στρατιάς η οποία ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη. Οι Μεσαιωνικές πηγές κάνουν λόγο για Βυζαντινό στρατό από 100.000 – 1.000.000 άνδρες, Επίσης, μιλούν για αντίστοιχα μεγάλες απώλειες τις Βυζαντινής πλευράς, ενώ για τις απώλειες των Τούρκων δεν γίνεται λόγος. Ένας σύγχρονος ιστορικός ανεβάζει την πιθανή συνολική δύναμη της στρατιάς μέχρι τους 100.000 άνδρες.
Πάντως, οι περισσότεροι ιστορικοί εκτιμούν πως η δημογραφική κατάσταση και οι δυνατότητες επιμελητείας δεν θα επέτρεπαν τα εξωπραγματικά μεγέθη που αναφέρουν οι Μεσαιωνικές πηγές. Έτσι η Βυζαντινή στρατιά, κατά την έναρξη της εκστρατείας, δεν πρέπει να υπερέβαινε τους 40.000 μάχιμους, χωρίς να υπολογίζονται οι πολυάριθμοι άμαχοι που έσερνε πίσω του κάθε Μεσαιωνικός στρατός. Λίγο πριν τις πρώτες αψιμαχίες, η αριθμητική ισχύς του Βυζαντινού στρατού εκτιμάται ότι πρέπει να είχε μειωθεί στο μισό, λόγω της αναχώρησης του τμήματος των Ταρχανειώτη – Ρουσέλ, του οποίου η δύναμη πρέπει να ανερχόταν σε 20.000 άντρες.
Έτσι, κατά την επικρατέστερη άποψη, η ισχύς του στρατού του Διογένη το πρωί της 24ης Αυγούστου πρέπει να έφτανε τους 20.000 άντρες περίπου. Η αριθμητική ισχύς του Σελτζουκικού στρατού εκτιμάται ότι βρισκόταν στα ίδια περίπου επίπεδα με του Βυζαντινού ή λίγο παρακάτω.
Βυζαντινοί
Ο στρατός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, απετελείτο από Έλληνες (από τη Μικρά Ασία, Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία), Μικρασιάτες (Φρύγες, Παφλαγόνες, Λύκιους, Λυκάονες, Καππαδόκες, Πισιδούς), Κίλικες, Σύρους, Αρμενίους, Ίβηρες, Αλανούς. Όλοι αυτοί αποτελούν τακτικά στρατεύματα της Αυτοκρατορίας, υπήρχαν όμως και πολλοί μισθοφόροι, όπως Ρώσοι, Χαζάροι, Τούρκοι (Ούζοι και Πατζινάκοι), Σλάβοι, Βαράγγοι, Φράγκοι, Φαργάνοι, καθώς και Κουμάνοι, Γότθοι, Βούλγαροι και Σλάβοι.
Η συνολική δύναμη των Βυζαντινών ανήρχετο κατ’ άλλους ιστορικούς, σε 100.000 – 120.000 άνδρες ή και λιγότερους ή κατ’ άλλους σε 40 – 50.000. Ως πιθανότερος αριθμός θεωρείται οι 100.000 άνδρες. Οι αριθμοί των 200 ή 400 ή και 600 χιλιάδων, που αναφέρουν Ανατολικές, κυρίως Αραβικές, ιστορικές πηγές, θεωρούνται ως υπερβολικά μεγάλοι και σημειώνονται για λόγους εντυπωσιασμού ή για να υπερτονίσουν το αποτέλεσμα της μάχης υπέρ των Σελτζούκων. Όπως προαναφέρθηκε στη μάχη δεν συμμετείχε το σύνολο της δυνάμεως, διότι τα τμήματα των στρατηγών Ουρσελίου και Τραχανειώτη.
Συνολικής δυνάμεως 27.000 ανδρών, κυρίως εμπείρων ιππέων, οι οποίοι δεν κινήθηκαν προς ενίσχυση του Διογένη για τους γνωστούς λόγους. Η στρατιά παρατάχθηκε σε δύο παράλληλες γραμμές, απέχουσες μεταξύ τους μερικές εκατοντάδες μέτρα. Στην πρώτη γραμμή στο Κέντρο, επικεφαλής του οποίου ήταν ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, είχαν παραταχθεί τα καλύτερα τμήματα Ιππικού και Πεζικού, συνολικής δυνάμεως 15.000 ανδρών. Συγκεκριμένα 5.000 ιππείς της Αυτοκρατορικής φρουράς, 4.000 της Αυτοκρατορικής σωματοφυλακής των Βαράγγων και 6000 πιστοί στον Αυτοκράτορα στρατιώτες από την Καππαδοκία.
Στην αριστερή πτέρυγα είχαν παραταχθεί οι Θράκες, Μακεδόνες Θεσσαλοί Βούλγαροι και Σλάβοι συνολικής δυνάμεως 8.000 ανδρών. Εξ αυτών 3000 ιππείς και 5000 πεζοί. Ανάλογη ήταν η δύναμη και η σύνθεση της δεξιάς πτέρυγας από 8000 Αρμενίους και Ίβηρες. Η δεύτερη γραμμή, η οπισθοφυλακή, η οποία λειτουργούσε ως εφεδρεία, αποτελείτο από 15000 άνδρες. Η σύνθεσή της ήταν πολυεθνική συνισταμένη από Φράγγους, Φαργάνους, Χαζάρους, Γότθους, Αλανούς, Μικρασιάτες και Σύρους. Τα πλευρά της παρατάξεως της στρατιάς τα κάλυπτε το συμμαχικό βαρβαρικό ιππικό.
Από αυτούς 7000 Πατσινάκες και Κουμάνοι στο αριστερό και 7000 Ούζοι στο δεξιό. Πέραν αυτών 5000 πεζοί και ιππείς είχαν αναλάβει την ασφάλεια του στρατοπέδου, ενώ άλλοι 3000 είχαν επανδρώσει το οχυρό του Μαντζικέρτ. Διοικητές στις διάφορες διοικήσεις πτερύγων και εφεδρείας ο Ρωμανός τοποθέτησε: στην αριστερή πτέρυγα τον Μάγιστρο στρατηγό Νικηφόρο Βρυένιο, στη δεξιά το Καππαδόκη στρατηγό Θεόδωρο Αλυάτη και στην εφεδρεία το Νικηφόρο Δούκα, γιο του άσπονδου πολιτικού και όχι μόνο αντιπάλου του Ιωάννη Δούκα.
Συμπερασματικά από την αναφερθείσα σύνθεση και διάταξη της Βυζαντινής στρατιάς, θα μπορούσε να αναφερθεί, ότι το στράτευμα του Ρωμανού Διογένη χαρακτήριζαν η έλλειψη συνοχής και ομοιογενείας, αλλά και όπως απέδειξαν τα γεγονότα μειωμένης πίστεως και αξιοπιστίας, ικανού αριθμού τμημάτων και ηγετών. Η τακτική του Βυζαντινού στρατού συνίστατο στη διεξαγωγή της επιθέσεως με στενή συνεργασία Πεζικού και Ιππικού, ώστε το ένα να καλύπτει τα μειονεκτήματα του άλλου, εκμεταλλευόμενα παράλληλα τα πλεονεκτήματά τους.
Συγκεκριμένα το πεζικό παρετάσσετο σε τετράγωνα ή ορθογώνια παραλληλόγραμμα και κάλυπτε με τις ασπίδες και την πανοπλία του τους ίππους και τους ιππείς του ιππικού, που παρατασσόταν πίσω από αυτό ή πολλές φορές και μέσα σε αυτό, εξουδετερώνοντας παράλληλα τους πεζούς, ιππείς και τοξότες του αντιπάλου, που αποτελούν μεγάλη απειλή για το φίλιο ιππικό. Η κίνηση των στενά συνεργαζομένων στοιχείων του Βυζαντινού στρατού ήταν αρχικά αργή και αποσκοπούσε στη «σύνθλιψη» της δυνάμεως του αντιπάλου. Στη συνέχεια όταν και εφόσον δημιουργούνταν οι κατάλληλες συνθήκες το ιππικό επέλαυνε και κατεδίωκε το πεζικό και ιππικό του αντιπάλου, με σκοπό την καταστροφή τους.
Σελτζούκοι Τούρκοι
Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για την δύναμη του στρατού των Σελτζούκων Τούρκων. Πάντως σε κάθε περίπτωση ασφαλέστερη θεωρείται η άποψη του αξιόλογου Άραβα χρονικογράφου Ιμπν Αλ Αθήρ, ότι η δύναμή τους, συμπεριλαμβανομένων και των Ούζων που αυτομόλησαν από το Βυζαντινό στρατό, θα έπρεπε να ανέρχεται σε 30.000 άνδρες περίπου. Από αυτούς σύμφωνα με την έγκυρη άποψη του προαναφερθέντα Άραβα χρονικογράφου, 15000 ήταν οι Σελτζούκοι, 7000 Σαρακηνοί, 6000 Κούρδοι και 2000 οι αυτομολήσαντες Ούζοι.
Ο Αλπ Αρσλάν ανέθεσε την ηγεσία της από 23000 ιππείς παράταξής του απέναντι στο Βυζαντινό στρατό, στον έμπιστο ευνούχο στρατηγό Ταράγκ, ο ίδιος δε και η εφεδρεία του συνιστάμενη από 7000 (5000 Σελτζούκοι και 2000 Ούζοι ιππείς) εγκαταστάθηκε σε παρακείμενο ύψωμα για να παρακολουθεί και διευθύνει συνολικά τη μάχη. Ως γνωστό η προσφιλής τακτική των Σελτζούκων ήταν η εκμετάλλευση των ικανοτήτων του ελαφρού ιππικού τους με τη διεξαγωγή από αυτό καταδρομικών επιδρομών σε συγκεκριμένους στόχους, τη λεηλασία και καταστροφή των στόχων αυτών και την εν συνεχεία απομάκρυνση των επιδρομέων προ της αφίξεως των δυνάμεων του αντιπάλου.
Στην περίπτωση όμως που εξαναγκάζονταν εκ των πραγμάτων να εγκαταλείψουν την τακτική αυτή σε μάχη εκ παρατάξεως, τότε η τακτική τους συνίστατο στην αναχαίτιση των αντιπάλων στο πεδίο της μάχης, με συνεχείς πλευρικές επιθέσεις του ιππικού, αρχικά περιφερόμενου γύρω από την παράταξη των αντιπάλων με εκτόξευση καταιγιστικών τοξευμάτων από μικρή σχετικά απόσταση, χωρίς όμως να εμπλέκονται άμεσα στη μάχη, με διπλό σκοπό. Αρχικά να κρατήσουν μακριά την επιτιθέμενη μάζα της αντιπάλου στρατιάς από το δικό τους κύριο σώμα, αφ´ετέρου δε, να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες διασπάσεώς της, παρασύροντας το ιππικό της να καταδιώξει το ελαφρό Σελτζουκικό ιππικό.
Κάτι που θα είχε ως συνέπεια το διαχωρισμό πεζικού με το ιππικό του αντιπάλου, αλλά και τις δυνάμεις της πρώτης γραμμής από την εφεδρεία. Με αυτό τον τρόπο παρασύροντας και διασπώντας την αντίπαλη στρατιά θα μπορούσαν ευχερώς να οδηγήσουν, αρχικά το ιππικό της, σε κατάλληλο χώρο, όπου θα μπορούσαν με ισχυρή αντεπίθεση να το καταστρέψουν. Η αντεπίθεση θα διενεργείτο από την εφεδρεία, αλλά και από το υποχωρούν ιππικό με κατάλληλη αναστροφή του. Στη συνέχεια θα ακολουθούσε επίθεση κατά του απομονωμένου πεζικού, που θα αποτελούσε εύκολη λεία, για το σύνολο του Σελτζουκικού στρατού.
Η τακτική αυτή εφαρμόσθηκε με ιδιαίτερη επιτυχία στη μάχη μεταξύ Βυζαντινών υπό τους Βασιλάκιο και Βρυέννιο και Σελτζούκων, λίγες ημέρες προ της κυρίας μάχης, η οποία έληξε με ήττα των Βυζαντινών και σύλληψη του Βασιλακίου ως αιχμαλώτου. Αρχικά στη μάχη από Βυζαντινής πλευράς συμμετείχε μόνο ο Μάγιστρος Νικηφόρος Βρυέννιος, Δούκας του Δυρραχίου και αρχιστράτηγος του στρατού των Ευρωπαϊκών θεμάτων, (Δομέστιχος των σχολών της Δύσεως).
Ο Βρυέννιος επικεφαλής οκτώ χιλιάδων ανδρών (3.000 ιππείς και 5.000 πεζοί) κάλυψε το ιππικό του πίσω από το προστατευτικό τείχος των ασπίδων του σιδηρόφρακτου βαρέως πεζικού του, που είχε σχηματίσει τετράγωνο. Το ιππικό αυτό εξερχόταν κατά μικρές ομάδες από την προστατευμένη θέση του για να αντιμετωπίσει τις μικρές ομάδες των ελαφρών ιππέων των Σελτζούκων, οι οποίες κατά την τακτική τους αρχικά περιφερόμενοι γύρω από την παράταξη των Βυζαντινών εκτόξευαν καταιγιστικά τοξεύματα από μικρή σχετικά απόσταση, χωρίς όμως να εμπλέκονται άμεσα στη μάχη.
Στη συνέχεια όταν και οσάκις το ιππικό των Βυζαντινών προσπάθησε να εξέλθει της παρατάξεως όπου βρισκόταν μαζί με το πεζικό, υποκρινόταν ότι υποχωρούν παρέσυραν τον αντίπαλο μακριά από το πεζικό. Όταν έκριναν ότι το εχθρικό ιππικό είχε απομακρυνθεί εκτός αποστάσεως αμοιβαίας ασφαλείας από το Πεζικό, τότε σταμάτησαν την εικονική υποχώρηση ανεστράφησαν, επανήρχισαν τα καταιγιστικά τοξεύματα, τα οποία πότε περνούσαν μέσα από τις φολίδες της βαρείας Βυζαντινής εξαρτήσεως (θώρακα), είτε κτυπούσαν τους ίππους και τους εξουδετέρωναν.
Βλέποντας ο Βρυέννιος ότι με αυτή την τακτική το ιππικό του εφθείρετο και ελαττωνόταν επικίνδυνα ζήτησε ενισχύσεις, που του εστάλησαν υπό τον Βασιλάκιο (3000 ιππείς). Αρχικά οι δύο στρατηγοί εφήρμοσαν την τακτική της μερικής εμπλοκής του ιππικού τους, αλλά γρήγορα την εγκατέλειψαν, διαπιστώσαντες την αποτυχία της. Κατόπιν αυτού απεφάσισαν να λάβουν επιθετικό σχηματισμό ιππικού της μορφής σφήνας και να επιτεθούν. Η επίθεση αρχικά είχε επιτυχία, αλλά οι Σελτζούκοι παρέσυραν τον παράτολμο Βασιλάκιο, εκτός αμοιβαίας υποστηρίξεως με το πεζικό του, τον κατανίκησαν κατά την αντεπίθεσή τους και τον συνέλαβαν αιχμάλωτο.
Η μάχη αυτή αναφέρεται λεπτομερώς για να δειχθεί η εφαρμοζομένη από τους Σελτζούκους τακτική κατά τη μάχη εκ παρατάξεως. Για τα σχέδια των αντιπάλων δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία. Σύμφωνα όμως με την προαναφερθείσα εφαρμοζόμενη τακτική των δύο αντιπάλων και στοιχεία της διεξαγωγής της μάχης, είναι δυνατή η διακρίβωση της σχεδιάσεως των αντιπάλων. Έτσι, ο μεν Ρωμανός επεδίωκε τη νίκη με ορμητική και αποφασιστική επίθεση εφ’ ολοκλήρου του μετώπου με προσπάθεια υπερκεράσεως από τα άκρα με το ιππικό, ενώ το κέντρο θα απασχολούσε τον αντίπαλο και θα αμυνόταν σε περίπτωση επιθέσεώς του.
Σκοπός του Ρωμανού ήταν να υπερισχύσει του αντιπάλου εκμεταλλευόμενος την ισχύ και υπεροχή του στρατού του στον εκ του συστάδην αγώνα, λόγω καλύτερου αμυντικού εξοπλισμού, αλλά και αριθμητικής υπεροχής. Για να το επιτύχει όμως αυτό θα έπρεπε να εξαναγκασθεί ο αντίπαλος να διεξαγάγει τέτοιο αγώνα (εκ του συστάδην) με κατάλληλες τακτικές κινήσεις στο πεδίο της μάχης, όπως η διαρκής πίεση κατά μέτωπο και υπερκέραση από τα πλευρά.
Από την πλευρά του ο Αλπ Αρσλαν προέβλεπε την αναχαίτιση της εφόδου των Βυζαντινών με συνεχείς πλευρικές επιθέσεις του ιππικού, που θα εξανάγκαζαν τον αντίπαλο να ανακόψει το ρυθμό της επιθέσεώς του, αυτό ακριβώς για να αποφύγει την εμπλοκή του σε αγώνα εκ του συστάδην με τη Βυζαντινή στρατιά. Παράλληλα την εκμετάλλευση κάθε παρουσιαζόμενης ευκαιρίας στο πεδίο της μάχης για ισχυρή αντεπίθεση, με επιθετική επιστροφή με το ιππικό των άκρων και της εφεδρείας, με σκοπό την κύκλωση και καταστροφή του αντιπάλου, εφ’ όσον θα είχαν επιτευχθεί οι προαναφερθείσες προυποθέσεις διαχωρισμού των δυνάμεων του αντιπάλου.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Το Μαντζικέρτ (σήμερα βρίσκεται στο τμήμα της Αρμενίας που τελεί υπό τουρκική κυριαρχία και ονομάζεται από τους Τούρκους Μαλασκέρτ), ήταν αρχαία πόλη κειμένη βορείως της λίμνης Βάν. Η στρατηγική αξία της περιοχής και ιδιαίτερα του Μαντζικέρτ συνίστατο στη σπουδαία και ισχυρή οχύρωσή του, αλλά και στο γεγονός ότι βρισκόταν επί της βασικής οδού εισβολής των Σελτζούκων εναντίον της Αυτοκρατορίας. Αυτός ήταν και ο λόγος που επελέγη από τον Ρωμανό ως Βασικός Στρατηγικός Αντικειμενικός Σκοπός. Ήταν πολύ οχυρή πόλη και βρισκόταν επί οροπεδίου ύψους 1500 μέτρων περίπου.
Επομένως η περιοχή που διεξήχθη η μάχη ήταν ευρύς άγονος πεδινός χώρος βρισκόμενος βόρεια της λίμνης, γεγονός, που θεωρητικά επηρέαζε ομοιόμορφα και τους δύο αντιπάλους. Εάν λάβουμε όμως υπόψη ότι ο Ρωμανός υστερούσε «εν τόπω και χρόνω» κατά τη διάρκεια δηλαδή της μάχης σε ιππικό, ή τουλάχιστον δεν παρέταξε το σύνολο των διατιθεμένων δυνάμεων του ιππικού του για να καταστεί ισχυρότερος, λόγω της προδοσίας του Τραχανειώτη, ο πεδινός χώρος ευνοούσε περισσότερο τον Αλπ Αρσλάν, ο οποίος υπερτερούσε σε ιππικό.
Επίσης η ευρύτητα του πεδινού χώρου ευνοούσε την περιγραφείσα τακτική των Σελτζούκων, διότι παρείχε χώρο για τους ελιγμούς του ευέλικτου ιππικού τους. Η ύπαρξη του όρους Σουφάν στα νώτα της παρατάξεως των Σελτζούκων και η κατάλληλη προσαρμογή της διατάξεώς του Αλπ Αρσλάν στην εδαφική διαμόρφωση, προσέδινε πλεονεκτήματα στο στρατό του. Συγκεκριμένα με αυτό τον τρόπο μπορούσε να εκμεταλλευθεί τις δυνατότητες του ιππικού του, και να εφαρμόσει ευκολότερα την τακτική του, διότι το όρος αυτό παρείχε στο υποχωρούν ιππικό του τη δυνατότητα διαφυγής πίσω από το Σουφάν, για ανασυγκρότηση και επαναχρησιμοποίηση.
Τέλος, η λίμνη Βάν είναι η λίμνη Θωσπίτης ή Αρσίσσα κατά την αρχαιότητα, Αρσκηνή κατά τη Ρωμαϊκή εποχή ή Τζοβ Βανού κατά τους Αρμενίους. Πρόκειται για αλμυρή λίμνη που βρίσκεται επί του οροπεδίου και έχει βάθος 100 μέτρα περίπου.
ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΜΑΤΖΙΚΕΡΤ
Ήταν Πρωτοχρονιά του 1068 όταν ο 45χρονος Ρωμανός Διογένης εστέφθη Αυτοκράτωρ Ρωμαίων, ονειροπολώντας να αναβιώσει τη δόξα και τη χαμένη δύναμη της Αυτοκρατορίας, σχεδιάζοντας να απαλλάξει τα Θέματα της Μικράς Ασίας από τις επιδρομές των Σελτζούκων Τούρκων, χωρίς να διαθέτει τα αξιόμαχα φουσάτα των προηγούμενων Στρατηγών – Αυτοκρατόρων ή την υποστήριξη των πολιτικών της Βασιλεύουσας, οι οποίοι διέκοψαν απρόθυμα την ηθική και υλική καταστροφή του στρατού και του κράτους για να τον εκθρονίσουν.
Ο προηγούμενος Aυτοκράτωρ, Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας, είχε πεθάνει σε προχωρημένη ηλικία στις 21 Μαΐου 1067, αφήνοντας έναν ανήλικο διάδοχο, τον γιο του Μιχαήλ, και την 30χρονη, όμορφη σύζυγό του Ευδοκία Μακρεμβολίτισα, η οποία ασκούσε την αντιβασιλεία προς χάριν του γιου της. Η Αυγούστα είχε απομείνει τώρα μόνη, ανασφαλής και περιστοιχισμένη από μία φατρία δολοπλόκων πολιτικών, για να κυβερνήσει μία τεράστια Αυτοκρατορία της οποίας οι επαρχίες μαστίζονταν από εχθρικές επιδρομές.
Στο πρόσωπο του αρρενωπού Ρωμανού Διογένη δεν άργησε να βρει έναν ιδανικό Αυτοκράτορα ο οποίος θα ανελάμβανε με πυγμή τα διοικητικά, στρατιωτικά και πολύ περισσότερο, τα συζυγικά καθήκοντα. Ψηλός, ξανθός, εύρωστος, με φωτεινό, ελαφρά ειρωνικό βλέμμα και αριστοκρατικό παρουσιαστικό, ο Ρωμανός ήταν ένας ιδιαίτερα γοητευτικός άνδρας, του οποίου «ακόμη και η αναπνοή ήταν ευγενική, αν όχι θεία», σύμφωνα με τα λόγια κάποιου χρονογράφου.
Καταγόταν από επιφανή οικογένεια στρατιωτικών της Καισάρειας στην Καππαδοκία και το 1064, ως Δούκας της Σαρδικής (Σόφια), είχε αποκρούσει τις επιδρομές των Πετσενέγων, απωθώντας τους πέρα από τον Ίστρο (Δούναβη). Δεν είχε κρύψει ποτέ την αντιπάθειά του για τον σάπιο πολιτικό κόσμο της Βασιλεύουσας ο οποίος διασπάθιζε τα χρήματα του Θησαυροφυλακίου, με λαιμαργία ίδια με εκείνη που οι Τούρκοι λεηλατούσαν τα σύνορα. Αυτά ήταν χρήματα που προέρχονταν από τους φόρους εκείνων των χωρικών που έβλεπαν τις καλύβες τους να πυρπολούνται και τα παιδιά τους να οδηγούνται αλυσοδεμένα στα Τούρκικα σκλαβοπάζαρα.
Τώρα βέβαια, διοχετεύονταν σε αμεσότερες κρατικές ανάγκες, όπως οι επαύλεις των συγκλητικών. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της αντιστρατιωτικής φατρίας, ο Καίσαρας Ιωάννης Δούκας, αδελφός του εκλιπόντος Αυτοκράτορος, και ο πρωθυπουργός και Υπέρτιμος των Φιλοσόφων, Μιχαήλ Ψελλός, είχαν πολλούς λόγους να μισούν θανάσιμα τον Ρωμανό. Ο πρώτος ήταν άνθρωπος μειωμένης πνευματικής οξυδέρκειας την οποία υποκαθιστούσε με ανεξάντλητα αποθέματα κακίας. Θεωρούσε τον Ρωμανό έναν σφετεριστή, ο οποίος είχε στερήσει τον θρόνο από την δυναστεία του.
Ο αδελφός του αντιπαθούσε τις στρατιωτικές υποθέσεις και απέφευγε τους πολέμους. Τώρα, είχε εμφανιστεί αυτός για να προκαλέσει πολεμικό πανικό, να ξεσηκώσει στρατιές και να κηρύξει πολέμους. Ο Ψελλός αντίθετα, ήταν ένας ευφυέστατος άνθρωπος. Είχε μελετήσει βαθιά την ανθρώπινη φύση, διέκρινε αμέσως τα ταλέντα, τις αδυναμίες και τα πάθη που κυβερνούσαν έναν άνθρωπο. Με όπλα την ψυχολογία, την κολακεία και την ραδιουργία, είχε ξεκινήσει από παραδυναστεύων αυλοκόλακας για να εξελιχθεί σε αξεπέραστο χειραγωγό ανδρείκελων της εξουσίας.
Γνώριζε καλά τους ανθρώπους σαν τον Ρωμανό, ματαιόδοξοι στρατιωτικοί οι οποίοι κέρδιζαν κάποιες εφήμερες δόξες και κατόπιν τις χρησιμοποιούσαν σαν επιχειρήματα για να παρουσιαστούν σαν γνώστες της «στρατηγικής τέχνης» ή «σωτήρες της Αυτοκρατορίας», ενώ στη πραγματικότητα διαιώνιζαν αχρείαστους πολέμους. Κατά την γνώμη του οι Τούρκοι αποτελούσαν μία πολύ μακρινή απειλή. Ακόμα και με την πιο απαισιόδοξη προοπτική θα χρειάζονταν πολλά χρόνια για να φτάσουν να απειλήσουν την ίδια την Κωνσταντινούπολη, εγχείρημα στο οποίο είχαν αποτύχει τόσοι και τόσοι άλλοι πριν από αυτούς.
Μόνο οι στρατιωτικοί, μέσα στα διεστραμμένα μυαλά τους, προσηλωμένα μονίμως στις σφαγές και την μεγαλομανία, ισχυρίζονταν ότι διέβλεπαν την καταστροφή. Ο ίδιος ο Ψελλός δεν είχε ιδιαίτερες απαιτήσεις από τη ζωή, ούτε προσέβλεπε τόσο βαθιά στο μέλλον. Ήταν ήδη 53 ετών. Δεν του έμεναν ακόμα πολλά χρόνια ζωής. Την αγαπημένη του σύζυγο την είχε χάσει πριν από χρόνια. Το μόνο που τον ενδιέφερε τώρα ήταν η μοίρα της μονάκριβης κόρης του. Όλα του τα πλούτη τα αφιέρωνε σε εκείνη.
Αμφότεροι πάντως, είχαν αποτύχει να αποτρέψουν την ανάρρηση του στο θρόνο, παρά το γεγονός ότι ο Καππαδόκης στρατηγός ήταν ανέκαθεν ύποπτος συνωμοσίας και ο κυριότερος εκπρόσωπος της στρατιωτικής αριστοκρατίας, η οποία για τα τελευταία 40 χρόνια επιχειρούσε να επανέλθει στην εξουσία. Το πρόβλημα όμως, ήταν ότι ο νέος Αυτοκράτορας αποτελούσε προσωπική επιλογή της Ευδοκίας, η οποία, ακόμα χειρότερα, του είχε χαρίσει δύο παιδιά – το μεγαλύτερο από αυτά αγόρι, και ο πιθανότερος διάδοχος του θρόνου μετά τον Ρωμανό. Όμως το θέμα δεν ήταν απλό.
Ο Ψελλός φοβόταν ότι ο νέος Αυτοκράτορας, μετά την εκκαθάριση των επαρχιών από τους Σελτζούκους, πολύ πιθανόν, να προέβαινε και σε άλλες, πιο «επικίνδυνες» εκκαθαρίσεις. Είχε ήδη εξοριστεί σε μοναστήρι μία φορά στο παρελθόν και από τότε είχε ορκιστεί να μην επιτρέψει ποτέ να του συμβεί ξανά. Αναμφίβολα θα απαιτούνταν λεπτοί χειρισμοί και αρκετή υπομονή για την εκθρόνισή του. Αλλά η υπομονή ήταν αρετή και ο Ψελλός διέθετε τέτοιες αρετές. Είχε όλο τον χρόνο μπροστά του.
Ο Ρωμανός από την άλλη, δεν ήταν κι αυτός άνθρωπος χωρίς ελαττώματα. Η σύνεση και η μετριοπάθεια δεν ανήκαν στις αρετές του. Ήταν αλαζόνας και είχε αυξημένη την αίσθηση της προσωπικής του αξίας. Ταυτόχρονα όμως, ήταν γενναίος στρατηγός και ικανός ηγέτης. Συνειδητοποιούσε την βαρύτητα της Σελτζουκικής απειλής και περιφρονούσε όσους δεν είχαν πιάσει ξίφος στα χέρια – δίκαια ίσως, αφού, ότι είχε επιτύχει μέχρι τότε, το είχε επιτύχει πολεμώντας.
Εργαζόταν άοκνα για την πολιτική και στρατιωτική εξυγίανση του κράτους και δεν είχε καμία πρόθεση να μετατραπεί σε σιωπηλό μάρτυρα της σήψης. Μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β’, μια σειρά εννέα Αυτοκρατόρων, είχε κατορθώσει μέσα σε 40 χρόνια αυτό που δεν είχαν καταφέρει αναρίθμητοι βαρβαρικοί λαοί επί 650 χρόνια: να διαλύσουν την Αυτοκρατορία. Οι συνοριακές φρουρές σταδιακά αποσύρονταν, τα ανατολικά Θέματα αφέθηκαν στη μοίρα τους. Τώρα, μόνος του εκείνος τάραξε τα στάσιμα νερά της γενικής αδιαφορίας και εναντιώθηκε στους αρνησιπάτριδες πολιτικούς.
Ο αγώνας του θα ήταν αιματηρός και μοναχικός. Για τον Αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ Διογένη η σωτηρία της Αυτοκρατορίας ήταν θέμα αρχής – και κατά πάσα πιθανότητα, θανάτου. Από την οπτική γωνία των πολιτικών του αντιπάλων πάντως, η πρώτη διετία της βασιλείας του Ρωμανού είχε κλείσει με μία πολιτική και στρατιωτική αποτελμάτωση. Στην πρώτη εκστρατεία τού 1068 στην Συρία, της οποίας ηγήθηκε προσωπικά ο Ρωμανός, ανεκατελήφθη η Ιεράπολη και ενδυνάμωθηκαν κάπως τα ανατολικά σύνορα.
Το επόμενο έτος ηγήθηκε μίας δεύτερης εκστρατείας στην Αρμενία, όπου είχε σημειώσει κάποιες τοπικές νίκες, αλλά ο κύριος όγκος των τουρκικών δυνάμεων εξακολουθούσε να διαφεύγει και να λυμαίνεται την Κιλικία και την Καππαδοκία, αρνούμενες να παρασυρθούν σε μία μάχη εκ παρατάξεως. Παρόλα αυτά, ο Μέγας Σουλτάνος των Σελτζούκων Τούρκων, Αλπ Αρσλάν, έχοντας κληρονομήσει το δέος των Αράβων για την στρατιωτική δύναμη του Βυζαντίου, υπέγραψε πρόθυμα μία συνθήκη ειρήνης.
Πρώτιστος αντικειμενικός σκοπός του, εκείνη την εποχή, ήταν η καθυπόταξη των Φατιμιδών Αράβων της Κοίλης Συρίας και η εδραίωση της εξουσίας του επί των Ιρανικών φύλων της Κεντρικής Ασίας. Η Μικρά Ασία δεν αποτελούσε άμεσο στόχο του και το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε εκείνη τη στιγμή ήταν ένας ανοικτός πόλεμος εναντίον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία, στα μάτια των ξένων ηγεμόνων, εξακολουθούσε να αποτελεί το πολεμικό δέος του Ανατολικού κόσμου. Ένας από τους όρους της συνθήκης ήταν βέβαια και η παύση των επιδρομών στις Αυτοκρατορικές επαρχίες.
Ο Σουλτάνος όμως, παρά τον τίτλο του, αδυνατούσε να ελέγξει τις διάσπαρτες Τουρκομανικές φυλές οι οποίες ζούσαν σύμφωνα με τις παραδόσεις των απείθαρχων νομαδικών φύλων της Κεντρικής Ασίας. Υπάκουαν στην εξουσία του Σουλτάνου μόνο όταν εξαναγκάζονταν ή όταν αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους. Οι επιδρομές λοιπόν, συνέχιζαν ανεξέλεγκτες. Η αποτυχία του Ρωμανού να πατάξει αποφασιστικά τους Σελτζούκους έδωσε την ευκαιρία στην οικογένεια των Δουκών να αρχίσει να συνωμοτεί ανοικτά εναντίον του.
Η θέση του στον θρόνο ήταν τόσο επισφαλής, ώστε το 1070 αδυνατούσε πλέον να εγκαταλείψει το παλάτι. Τον Φεβρουάριο του 1071 απέστειλε πρεσβεία στον Σουλτάνο για την ανανέωση της συνθήκης. Ο Αλπ Αρσλάν προκειμένου να επικεντρώσει την προσοχή του εναντίον των Φατιμιδών της Συρίας, δέχθηκε την ανανέωση της συνθήκης και τον επόμενο κιόλας μήνα ξεκινούσε την πολιορκία της πρωτεύουσας των Αράβων, το Χαλέπι.
Με τον αντίπαλό του απασχολημένο σε μία τέτοια δύσκολη πολιορκία, ο Ρωμανός μπορούσε τώρα να εκστρατεύσει μέχρι την Αρμενία και να ανακαταλάβει τα συνοριακά οχυρά που είχαν καταλάβει οι Τούρκοι και μετατρέψει σε ορμητήριά τους για τις εισβολές στα Θέματα της Ανατολίας. Κατόπιν, με τα ανατολικά του σύνορα εξασφαλισμένα, θα ήταν σε θέση να εκστρατεύσει βαθιά μέσα στην καρδιά του Σουλτανάτου, μέχρι τον Ευφράτη, και να απαλλαγεί από τον τουρκικό κίνδυνο. Σε οποιαδήποτε περίπτωση πάντως, θα διέθετε το τακτικό πλεονέκτημα των κινήσεων, αφού ο Αλπ Αρσλάν θα ήταν απομακρυσμένος και ευάλωτος.
Την άνοιξη του 1071 αποφάσισε να διακινδυνεύσει τα πάντα σε μία εκστρατεία μεγάλης κλίμακος και αποφασιστικής σημασίας. Έτσι, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, 13 Μαρτίου 1071, ο βασιλικός δρόμωνας με τα Αυτοκρατορικά εμβλήματα απέπλευσε από την Κωνσταντινούπολη για να περάσει στην Ασιατική ακτή του Βοσπόρου, όπου θα συγκεντρωνόταν το όλο το στράτευμα. Σύμφωνα με τις υπερβάλλουσες Μεσαιωνικές πηγές, ο αριθμός της στρατιάς κυμαινόταν από 100.000 έως 1.000.000 άνδρες.
Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες της Αυτοκρατορίας εκείνη την εποχή, καθώς και τα ιστορικά μεγέθη των στρατών της εποχής, ο αριθμός των 50.000 μαχίμων αγγίζει πολύ περισσότερο την πραγματικότητα. Σε αυτόν τον αριθμό όμως, δεν συμπεριλαμβανόταν το πλήθος των μηχανικών, εφοδιαστών και λοιπού βοηθητικού προσωπικού, το οποίο εξυπηρετούσε τα μεταγωγικά, τις πολιορκητικές μηχανές, τα κινητά μαγειρεία και χειρουργεία, και θα έκανε το στράτευμα να φαντάζει υπέρογκο.
Ο Ρωμανός δεν μπορούσε να κρύψει την υπερηφάνειά του για το γεγονός ότι η στρατιά που είχε συγκροτήσει και εκπαιδεύσει με τόσους κόπους, δεν έπαυε να αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις που είχε συγκεντρώσει η Αυτοκρατορία από τα χρόνια του Βασιλείου Β’. Για να το πετύχει αυτό, είχε περικόψει τις περιττές και άσκοπες παροχές των αμέτρητων κρατικών αξιωματούχων της Βασιλεύουσας, επιβάλλοντας τους βαριά φορολογία και ξεσηκώνοντας την οργή της αντιστρατιωτικής φατρίας.
Όμως, μία νίκη επί των Σελτζούκων θα ματαίωνε τα συνωμοτικά σχέδια της δυναστείας των Δουκών και θα εδραίωνε τη θέση του ως Αυτοκράτορα στα μάτια του λαού των επαρχιών ο οποίος σφάδαζε από τις λεηλασίες. Το ηθικό των στρατιωτών δεν ήταν το υψηλότερο. Το φάντασμα της ηττοπάθειας η οποία είχε μολύνει από καιρό ένα στράτευμα ανεκπαίδευτο, απόλεμο και παραμελημένο από την πολιτική ηγεσία για τόσο μεγάλο διάστημα, εξακολουθούσε να πλανιέται γύρω από όλους. Οπουδήποτε και αν κοιτούσε γύρω του, ο Ρωμανός έβλεπε μόνο απελπισία και προδοσία: ξένοι μισθοφόροι, Νορμανδοί, Κουμάνοι, Πετσενέγοι, έτοιμοι να αυτομολήσουν στην πρώτη κακοτυχία.
Και επιπλέον, γνώριζε καλά ότι η μαχητικότητα των ανδρών ενός στρατεύματος εξαρτάτο από την μαχητικότητα και την νομιμοφροσύνη των αξιωματικών του – και εκεί ήταν που αντιμετώπιζε το μεγαλύτερο πρόβλημα. Ο διοικητής των Νορμανδών μισθοφόρων, ο στρατηγός Ουρσέλ ντε Μπαγιέλ (Ursel de Balleul), ήταν γενναίος και αποτελεσματικός στη μάχη, αλλά αναξιόπιστος κι αυτός, όπως όλοι οι Φράγκοι. Ο Μάγιστρος Ιωσήφ Ταρχανιώτης ήταν εξίσου εμπειροπόλεμος, αλλά μέσα σε ένα κλίμα ρευστής πολιτικής κατάστασης προτιμούσε να συμμαχήσει με τον εαυτό του.
Οι αξιωματικοί στους οποίους βάσιζε κυρίως τις ελπίδες του ήταν τρεις παλαίμαχοι στρατηγοί οι οποίοι είχαν παραμείνει πάντοτε πιστοί στο πρόσωπο και το όραμά του: ο Μάγιστρος Κατεπάνω Νικηφόρος Βασιλάκιος, ο Δομέστικος των Σχολών της Δύσης Νικηφόρος Βρυέννιος και ο Καππαδόκης στρατηγός Θεόδωρος Αλυάτης. Αυτοί, επικεφαλής των εμπειροτέρων ανδρών από τα Θέματα της Αυτοκρατορίας, θα αποτελούσαν την κύρια δύναμη κρούσης στο πεδίο της μάχης.
Από την έναρξη της εκστρατείας όμως, συνέβαιναν μόνο άσχημα προμηνύματα και ανεξήγητα περιστατικά τα οποία διέβρωναν περισσότερο το εύθραυστο ηθικό των ανδρών: εκείνο το μαύρο περιστέρι που είχε καθίσει στο χέρι του αυτοκράτορα την ώρα που τα πλοία αναχωρούσαν από την Βασιλεύουσα, η ξαφνική κατάρρευση της βασιλικής σκηνής στον πρώτο σταθμό του στρατεύματος και η ανεξήγητη πυρκαγιά στις βασιλικές σκηνές που είχε καταστρέψει τις πολυτιμότερες αποσκευές του. Ακούστηκαν ψίθυροι για δολιοφθορά, αλλά δεν αποδείχθηκε τίποτα.
Όλα αυτά έκαναν τον Ρωμανό ευέξαπτο, και νευρικό. Ένιωθε παντού τριγύρω του το φάντασμα της προδοσίας να τον κυκλώνει. Προσπαθώντας να διατηρήσει την πειθαρχία του στρατεύματος, μερικές φορές κατέφευγε σε αυστηρότερες ποινές από ότι θα απαιτούσε η περίσταση. Μετά την καχυποψία που του είχαν ενσπείρει όλα αυτά τα περιστατικά, στον επόμενο σταθμό ο Ρωμανός προτίμησε να στήσει τις σκηνές του αρκετά μακρύτερα από εκείνες του υπόλοιπου στρατεύματος, περνώντας τις περισσότερες ώρες της ημέρας μόνος. Το γεγονός αυτό επηρέασε το ηθικό των ανδρών οι οποίοι σχημάτισαν την εντύπωση ότι ο Αυτοκράτορας δεν τους συμπαραστεκόταν.
Μέχρι τη στιγμή που το στράτευμα έφτασε στην Αρμενία, η κατάσταση δεν ήταν απλά ηλεκτρισμένη, αλλά εκρηκτική. Και η πικρή αλήθεια ήταν ότι, ξεκινώντας την εκστρατεία, ο Ρωμανός είχε αφήσει ακάλυπτα τα νώτα του – τόσο σε πολιτικό, όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο. Στη Βασιλεύουσα όλοι τον επιβουλεύονταν και μηχανορραφούσαν, ο Ψελλός, ο Καίσαρας Ιωάννης Δούκας, ο συγκλητικός Νικηφόρος Παλαιολόγος. Ακόμη και η Ευδοκία, παρά τη θέρμη της στο συζυγικό κρεβάτι, θα του συμπαραστεκόταν μόνο όσο οι καταστάσεις ευνοούσαν την ίδια.
Αναχωρώντας για την εκστρατεία, ο Ρωμανός δεν είχε λάβει ιδιαίτερα μέτρα εναντίον τους, με μόνη εξαίρεση την εξορία του Ιωάννη Δούκα στην Βιθυνία και την «ομηρία» του μεγαλύτερου γιού του, του Ανδρόνικου Δούκα, τον οποίον κρατούσε δίπλα του στην εκστρατεία, ώστε να εξασφαλίσει την νομιμοφροσύνη του πατέρα του. Δεν δίστασε μάλιστα, να του αναθέσει και την διοίκηση της οπισθοφυλακής του στρατεύματος. Η οπισθοφυλακή αποτελείτο από εφεδρικά στρατεύματα, αμφιβόλου μαχητικής αξίας, όπως ακριβώς και ο διοικητής τους.
Περιορίζοντάς τον στο πεδίο της μάχης, κάτω από τις διαταγές του, ο Ρωμανός πίστευε ότι θα μπορούσε να τον επιτηρεί στενά, ανά πάσα στιγμή. Στην πραγματικότητα όμως, του διέφευγε το απλό γεγονός ότι δίπλα του καραδοκούσε ένας αδίστακτος προδότης. Ο Ψελλός, σαν βαθύς γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας, είχε εντοπίσει αυτή την αδυναμία του αντιπάλου του: ο Ρωμανός ήταν τόσο προσηλωμένος στο όραμα της αναβίωσης του στρατιωτικού μεγαλείου της Αυτοκρατορίας, ώστε είχε πιστέψει ότι ήταν προορισμένος για την εκπλήρωση αυτού του ιερού σκοπού και ήταν ανίκανος να διακρίνει πέρα από αυτόν.
Στα τέλη Ιουνίου το αυτοκρατορικό στράτευμα είχε φθάσει στην Θεοδοσιούπολη, τον τελευταίο σταθμό πριν το Μαντζικέρτ, όπου ο Ρωμανός διευθέτησε τις τελευταίες λεπτομέρειες. Οι πιο πρόσφατες πληροφορίες των αγγελιαφόρων ήθελαν τον Σουλτάνο να βρίσκεται στο Χαλέπι, κινούμενος τάχιστα προς την Αρμενία επικεφαλής μίας δύναμης 10 – 15.000 ανδρών, για να αντιμετωπίσει την απροσδόκητη εισβολή. Έκτοτε δεν είχε λάβει καμία περαιτέρω πληροφορία για τις κινήσεις του, αλλά η πρωτεύουσα των Αράβων απείχε τουλάχιστον 600 χλμ από το Μαντζικέρτ, τη στιγμή που ο ίδιος απείχε μόνο 150.
Είχε όλο τον χρόνο στη διάθεσή του να ξεκουράσει το στράτευμα και να φθάσει πρώτος στο Μαντζικέρτ πριν τον αντίπαλό του. Εφόσον περίμενε τον εχθρό να αφιχθεί από τα νότια, ο Ρωμανός αποφάσισε να διαιρέσει τον στρατό σε δύο διοικήσεις. Την πρώτη την έθεσε κάτω από την διοίκηση του Ιωσήφ Ταρχανιώτη, ο οποίος θα κατελάμβανε το Χλιάτ, λιγότερο από 50 χλμ νοτιότερα του Μαντζικέρτ. Το Χλιάτ ήταν ένα από τα κυριότερα ορμητήρια των τουρκικών επιδρομών, που τώρα φυλασσόταν μόνο από μία τοπική φρουρά.
Με την κατάληψή του, ο Ταρχανιώτης θα απέκλειε την οδό πρόσβασης του Σουλτάνου προς το Μαντζικέρτ και ταυτόχρονα θα προφύλασσε το δεξιό πλευρό του Ρωμανού από αιφνιδιαστικές επιθέσεις. Ταυτόχρονα, ο ίδιος, επικεφαλής του δευτέρου τμήματος, θα βάδιζε προς κατάληψη του Μαντζικέρτ. Κατ΄αυτόν τον τρόπο θα είχε υπό την κατοχή του αμφότερες τις πόλεις, των οποίων η στρατηγική θέση θα του άνοιγε την οδό προς την ενδοχώρα του Σουλτανάτου.
Το πρόβλημα ήταν ότι η δύναμη του Ταρχανιώτη άγγιζε σχεδόν το ήμισυ της συνολικής δύναμης του στρατεύματος και περιείχε στις τάξεις της τους πλέον έμπειρους στρατιώτες: 20.000 ιππείς και βαρύ πεζικό, καθώς και τους 1.000 Νορμανδούς κατάφρακτους του Ουρσέλ ντε Μπαγιέλ. Οι πιστότεροι στο πρόσωπό του αξιωματικοί, εξέφρασαν κάποιες αντιρρήσεις για την διάσπαση του στρατεύματος: τα τμήματα του Ουρσέλιου και του Ταρχανιώτη αποτελούσαν μία ισχυρή δύναμη κρούσης η οποία θα ήταν ανεκτίμητη στην μεγάλη μάχη εναντίον του Σουλτάνου.
Ο Ρωμανός απέρριψε τις αντιρρήσεις τους: η μικρή φρουρά του Χλιάτ θα υπέκυπτε γρήγορα σε μία τέτοια δύναμη. Εκτός αυτού, η απόσταση Χλιάτ – Μαντζικέρτ ήταν μικρή. Ο Ταρχανιώτης είχε όλο τον χρόνο να το καταλάβει και να επιστρέψει πάλι στο Μαντζικέρτ για να λάβει μέρος στη μεγάλη μάχη. Στην πραγματικότητα όμως, συνέτρεχε και ένας ακόμη λόγος τον οποίο ο Ρωμανός απέφευγε να αναφέρει ανοικτά: ο Ρωμανός είχε καταλάβει ότι το στράτευμα διατηρούσε το φρόνημά και την πειθαρχεία του μόνο όταν το διοικούσε ο ίδιος προσωπικά.
Στην αντίθετη περίπτωση, οι άνδρες κυριεύονταν από ηττοπάθεια και τρέπονταν σε φυγή στην πρώτη δυσκολία. Για αυτό προτίμησε να θέσει επικεφαλής του αποσπάσματος έναν παλαίμαχο στρατηγό, παραχωρώντας του τους καλύτερους άνδρες της στρατιάς. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας ανέλαβε το υπόλοιπο στράτευμα με το οποίο κατευθύνθηκε προς το Μαντζικέρτ, το οποίο κατέλαβε μετά από σύντομη πολιορκία. Θεωρώντας ότι κατείχε πλέον το στρατηγικό και πλεονέκτημα έναντι ενός ολιγάριθμου αντιπάλου ο οποίος απείχε ακόμη μακριά, στρατοπέδευσε έξω από τα τείχη της πόλης, αναμένοντας ειδήσεις από το απόσπασμα του Ταρχανιώτη.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΧΗ
Το Μαντζικέρτ, ήταν μία μικρή πόλη – φρούριο, στο ανατολικότερο άκρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας πού τότε ανήκε στην επαρχία της Μεγάλης Αρμενίας. Βρίσκεται κοντά στην λίμνη Βαν και είναι σήμερα πόλη της ανατολικής Τουρκίας, κοντά στα σύνορα με το Ιράν. Στην μάχη αυτή, που έγινε στην πεδιάδα νότια της πόλης του Μαντζικέρτ, αναμετρήθηκαν ο Βυζαντινός στρατός με επικεφαλής τον ίδιο τον Αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ Διογένη, με τους Σελτζούκους Τούρκους του Σουλτάνου Αλπ Ασλάν (λιοντάρι του βουνού), οι οποίοι τα τελευταία χρόνια παρενοχλούσαν με επιδρομές τις ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας.
Η μάχη κατέληξε σε σημαντική ήττα των Βυζαντινών, την πρώτη από τους Τούρκους, που άνοιξε τον δρόμο για τη εγκατάσταση τους στην περιοχή. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, μαζί με πολλούς στρατηγούς, πιάστηκε αιχμάλωτος και υποχρεώθηκε να συνάψει ταπεινωτική συμφωνία με τον Αλπ Ασλάν, αποδεχόμενος την δημιουργία Τουρκικού κράτους στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας. Η αιχμαλωσία του Ρωμανού Διογένη είχε έντονη απήχηση εκείνη την εποχή, καθώς ήταν η πρώτη φορά που Βυζαντινός Αυτοκράτορας, έπεφτε αιχμάλωτος στο πεδίο της μάχης και μάλιστα από Μουσουλμάνους.
Η συμφωνία αυτή, είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία του Σουλτανάτου του Ικονίου, που σηματοδότησε την οριστική εγκατάσταση των Τούρκων στην περιοχή και την απαρχή της πτώσης της Αυτοκρατορίας. Tο Μαντζικέρτ ήταν η καθοριστικότερη μάχη στην υπερχιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου. H ήττα του Αυτοκρατορικού στρατού που οδηγούσε ο Ρωμανός Δ’ Διογένης από τους Σελτζούκους του Αλπ Αρσλάν σηματοδότησε την αρχή του τέλους για το Βυζάντιο.
Η μάχη του Μαντζικέρτ αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του Βυζαντίου, αφού θεωρείται ότι οι συνέπειές της οδήγησαν, προϊόντος του χρόνου, στην κατάρρευση της Αυτοκρατορίας, η οποία αδυνατούσε να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που την απειλούσαν (πρώτα τους σταυροφόρους και τους Οθωμανούς στη συνέχεια). Oι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν ότι στα χρόνια του Βασιλείου B’ του Βουλγαροκτόνου η δύναμη του Βυζαντίου έφθασε στο απόγειό της. H Αυτοκρατορία περιλάμβανε ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο και τη Μικρά Aσία, διέθετε πανίσχυρο στρατό και εύρωστη οικονομία, ενώ όλοι οι εχθροί της είχαν υποταχθεί ή εξαναγκαστεί να αποσύρουν τις αξιώσεις τους για εδάφη.
H μεγαλύτερη εδαφική επέκταση του Βυζαντίου μετά την εποχή του Ηρακλείου είχε έλθει το 1054, όταν ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος κατόρθωσε να ανακαταλάβει το Aνι στην Αρμενία και να το προσαρτήσει στην Αυτοκρατορία μαζί με πολλές άλλες γειτονικές περιοχές. Είναι λοιπόν απορίας άξιο πώς η ακμάζουσα Αυτοκρατορία της Μακεδονικής δυναστείας μέσα σε λίγες δεκαετίες οδηγήθηκε σε τέτοιο σημείο παρακμής. Αφού πέρασε τη Θεοδοσιούπολη, ο Ρωμανός ενημερώθηκε για τις κινήσεις του Σουλτάνου. Έμαθε ότι ο Αλπ Αρσλάν εγκατέλειψε με το στρατό του το Χαλέπι και εκινείτο βόρεια.
Αλλά τον αρχικό ενθουσιασμό του και την πίστη του για τη νίκη κλόνισαν κάποια “ατυχή” γεγονότα. O κεντρικός στύλος που υποβάσταζε την σκηνή του έσπασε ξαφνικά. Mία φωτιά κατέστρεψε πολλά από τα υπάρχοντά του. Μερικά από τα καλύτερα άλογά του εξαφανίστηκαν δίχως ίχνη. Μεταγενέστεροι ιστορικοί χρεώνουν αυτά τα συμβάντα -που μας παραδίδει το Μιχαήλ Ατταλειάτης, που συνόδευσε τον βασιλέα στην εκστρατεία- στους Δούκες. O Ατταλειάτης αναφέρει ότι εξαιτίας τους ο Ρωμανός έγινε κακόκεφος και φοβόταν προδοσία. Παρά την επιφυλακτικότητά του, ο Ρωμανός έκανε και δεύτερο τραγικό λάθος.
Έχοντας αντιφατικές πληροφορίες για το μέγεθος του στρατού των Σελτζούκων, χώρισε το στράτευμα στα δύο και έστειλε το ένα τμήμα υπό τον στρατηγό Ιωσήφ Ταρχανειώτη να κλείσει τα περάσματα που οδηγούν στην Αρμενία από το Νότο. Στο στράτευμα του Ταρχανειώτη εντάχθηκαν οι περισσότερες θεματικές μονάδες. O ίδιος ο βασιλεύς, με το άλλο μισό του στρατού, ξεκίνησε για το Mαντζικέρτ. Στη θέα του Βυζαντινού στρατεύματος, η φρουρά της πολίχνης παραδόθηκε αμαχητί και έτσι ο Ρωμανός έγινε κύριος του Μαντζικέρτ. Aν ο Ταρχανειώτης είχε φέρει εις πέρας την αποστολή του, κατά πάσα πιθανότητα ο Ρωμανός δεν θα είχε καν χρειαστεί να αντιμετωπίσει τους Σελτζούκους.
Όμως ο Ταρχανειώτης, που ήταν φίλα προσκείμενος στην εχθρική στον Αυτοκράτορα πολιτική παράταξη, δεν είχε τέτοιο σκοπό. Aν και ήταν επικεφαλής περίπου 15 – 20.000 ανδρών, έσπευσε να υποχωρήσει προς τα δυτικά, μόλις οι προφυλακές του ήλθαν σε επαφή με τις προφυλακές των Σελτζούκων. Κάποιοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι ο Ταρχανειώτης ήταν Τούρκος στην καταγωγή και ένα μέρος των δυνάμεων που είχε μαζί του ήταν επίσης Τουρκογενείς (Ούζοι, Βούλγαροι και Κουμάνοι), γι’ αυτό λοιπόν εκείνος με μέρος των δυνάμεών του προσχώρησε στους Σελτζούκους, ενώ οι υπόλοιποι απλώς διαλύθηκαν.
Aυτή η ερμηνεία δεν μπορεί να υποστηριχτεί από τα διαθέσιμα στοιχεία. Σύμφωνα με τις Βυζαντινές πηγές, ο Ταρχανειώτης καταγόταν από την Ιβηρία του Καυκάσου και την εποχή που γεννήθηκε οι Τούρκοι δεν είχαν φθάσει τόσο δυτικά. Σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία, ο Ταρχανειώτης απλώς αναχώρησε με το στρατό του για την Κωνσταντινούπολη, δίχως να ενημερώσει τον Αυτοκράτορα. Tο πρώτο σκέλος της προδοσίας που θα οδηγούσε στην τραγική ήττα, είχε ολοκληρωθεί. Δίχως να γνωρίζει την προδοσία, ο Ρωμανός ετοίμαζε το στρατό του για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους.
Πίστευε ότι ο Ταρχανειώτης είτε θα αντιμετώπιζε και θα απωθούσε το κυρίως σώμα των Σελτζούκων είτε θα του προκαλούσε σημαντικές απώλειες και στη συνέχεια θα υποχωρούσε για να ενωθεί μαζί του. Αλλά τίποτε από τα δύο δεν έγινε. Oι Τουρκικές προφυλακές έφθασαν ανενόχλητες στο Μαντζικέρτ στις 24 ή 25 Αυγούστου του 1071. Λίγο πριν από την άφιξη των πρώτων Τούρκων, άλλο ένα τμήμα του στρατού του Ρωμανού εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Ήταν οι Φράγκοι και οι Νορμανδοί υπό τον Ρουσέλ ντε Μπαϊγιού, τους οποίους ο Ρωμανός είχε στείλει σε επιθετική αναγνώριση.
Αλλά ο Ρουσέλ κατά πάσα πιθανότητα είχε έλθει σε συνεννόηση με τους συνωμότες και έτσι το βαρύ ιππικό των Λατίνων ουδέποτε επανενώθηκε με το στράτευμα. O Ρωμανός, μόλις αντίκρισε τις Σελτζουκικές προφυλακές συγκρούστηκε μαζί τους, καθώς και με τμήματα Τούρκων μισθοφόρων, καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Tο βράδυ, οι δύο πλευρές αποσύρθηκαν και προετοιμάστηκαν για την κύρια σύγκρουση την επόμενης ημέρας. Kαθώς ξημέρωνε η 25η ή 26η Aυγούστου ο Pωμανός ετοίμασε το στρατό του για μάχη.
Είχε μελετήσει και λάβει υπόψη του τις προτεινόμενες στο “Στρατηγικόν” του Μαυρίκιου και σε άλλα συγγράμματα τακτικές αντιμετώπισης των λαών της στέπας. Παράταξε το στρατό του σε τρία αλληλοϋποστηριζόμενα τμήματα, με μέτριο εύρος μετώπου και σημαντικό βάθος. Παράλληλα, κράτησε σημαντικές εφεδρείες, περίπου το 1/4 ή και το 1/3 του στρατεύματος, όπως συνήθιζαν οι Βυζαντινοί. Στο δεξί πλευρό του στρατού παρατάχθηκαν οι Αρμένιοι και Ιβηρες (από την Ιβηρία του Καυκάσου) και πιθανόν κάποιοι Τούρκοι και Σλάβοι, υπό την ηγεσία του Θεόδωρου Αλειάτη.
Στο αριστερό είχαν λάβει θέση κυρίως θεματικά στρατεύματα – Μακεδόνες, Θράκες, Θεσσαλοί – καθώς και Σλάβοι και κάποιοι μισθοφόροι, υπό τις διαταγές του Νικηφόρου Βρυέννιου. Στο κέντρο, ο Αυτοκράτορας περιστοιχιζόταν από ένα μικρό απόσπασμα της φρουράς των Βαράγγων (κατά πάσα πιθανότητα όχι περισσότερους από 500 Pως), τις πλέον επίλεκτες θεματικές δυνάμεις (κυρίως Καππαδόκες, από τον τόπο καταγωγής του Ρωμανού), 3.000 από τους κατάφρακτους, τους επίλεκτους ιππείς της Αυτοκρατορίας, και πιθανόν 2.000 Τούρκους μισθοφόρους.
H εφεδρεία, που είχε παραταχθεί σε μία δεύτερη γραμμή μάχης πίσω από την κύρια, αποτελείτο από το σύνολο των δυνάμεων που διέθεσαν οι μεγαλοφεουδάρχες της M. Ασίας. Ακόμη, στην εφεδρεία είχαν ταχθεί και μισθοφόροι, δηλαδή τα τμήματα των Γερμανών, Χαζάρων, Γότθων, Αλανών, Κουμάνων, Πετσενέγγων και άλλων. Επικεφαλής της εφεδρείας, που ήταν περί το 1/4 ή και περισσότερο της συνολικής δύναμης του Ρωμανού, ήταν ο Ανδρόνικος Δούκας. Αυτό ήταν το τρίτο και τραγικότερο λάθος του Αυτοκράτορα.
O Ανδρόνικος ήταν μέλος της οικογένειας που είχε κεντρικό ρόλο στην συνωμοσία ενάντια στο Ρωμανό και οργανωτής όλων των προσπαθειών για την εκθρόνισή του. Aυτό το λάθος ο Ρωμανός θα το πλήρωνε πολύ ακριβά. Tο σύνολο του Ελληνικού στρατεύματος θα πρέπει να ήταν περί τις 25.000 έως 30.000 άνδρες. Oι Σελτζούκοι, όπως συνήθιζαν τα Τουρκομανικά φύλα, είχαν σχηματίσει ένα ημικύκλιο μπροστά από τους Βυζαντινούς. Αυτή η παράταξη θα επέτρεπε στο κέντρο να υποχωρήσει τοξεύοντας τον αντίπαλο προς τα πίσω (οι Τουρκομάνοι ήταν δεινοί ιπποτοξότες), ενώ ταυτόχρονα τα άκρα της παράταξης θα απλώνονταν για να κυκλώσουν την αντίπαλη παράταξη.
Tο σύνολο των δυνάμεων που διέθετε ο Σελτζούκος ηγεμόνας είναι άγνωστο. O Αρσλάν είχε συγκεντρώσει στρατό από πολλούς υποτελείς εμίρηδες, οπότε κατά πάσα πιθανότητα είχε τουλάχιστον 25.000 έως 30.000 άνδρες, στην πλειονότητά τους Τουρκομάνους ιπποτοξότες και γενικά ελαφρύ ιππικό, αν και υπήρχαν και τμήματα βαρύτερων ιππέων (που επίσης χρησιμοποιούσαν και τόξο). Προτού αρχίσει η μάχη, ο Αρσλάν δέχτηκε ένα απρόσμενο “δώρο”: ένα τμήμα περίπου 2.000 Ούζων εγκατέλειψε το Ρωμανό και ενώθηκε με τους Σελτζούκους.
Ίσως οι ηγέτες τους είχαν γίνει κοινωνοί της συνωμοσίας και γνώριζαν ότι ο Ρωμανός θα έχανε αυτή την αναμέτρηση. Επίσης ένα τμήμα Αρμενίων αποστάτησε, αλλά μάλλον δεν ενώθηκε με τους Σελτζούκοι. O Ρωμανός ανέλαβε την πρωτοβουλία και ξεκίνησε μία αργή προώθηση προς τις Τουρκικές γραμμές. Oι Τούρκοι, όπως έκαναν συνήθως, άρχισαν να εξαπολύουν έναν καταιγισμό βελών, ενώ ταυτόχρονα υποχωρούσαν εκτός του βεληνεκούς του αντιπάλου. Oι Βυζαντινοί τοξότες, προστατευμένοι πίσω από το “τείχος” των κατάφρακτων και των σκουτάριων, απαντούσαν προξενώντας πολλές απώλειες στους Τούρκους.
Κάτω από τη βροχή των βελών, το Βυζαντινό στράτευμα προωθείτο με δυσκολία, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις κατόρθωσε να εμπλέξει τους αντιπάλους του σε μάχη εκ του συστάδην. Oι Τούρκοι όμως, μετά από τις πρώτες απώλειες, έσπευδαν να απαγκιστρωθούν για να συνεχίσουν την τακτική ακροβολισμού. Tα Βυζαντινά πλευρά και ιδιαίτερα το δεξί, υπέφεραν περισσότερο απ’ ό,τι το κέντρο, αφού τα άκρα του ημικυκλικού σχηματισμού των Τούρκων συνέκλιναν πάνω τους από τα πλάγια και τους “ράντιζαν” με βέλη. Στο δεξί πλευρό, η μάχη είχε ανάψει, καθώς άρχισε να νυχτώνει. Μέχρι το σημείο αυτό τα πράγματα δεν ήταν ξεκάθαρα.
Oι Βυζαντινοί είχαν κερδίσει αρκετό έδαφος και απωθούσαν συνεχώς τους Σελτζούκους, όμως οι τελευταίοι είχαν λίγες σχετικά απώλειες και η μαχητική ισχύς τους διατηρείτο ακέραιη. Καθώς σουρούπωνε, ο Ρωμανός που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή της μάχης, αντελήφθη ότι ο νυχτερινός αγώνας δεν τον συνέφερε και αποφάσισε να υποχωρήσει με τάξη, ώστε να συνεχίσει την επόμενη ημέρα. Έδωσε την εντολή για υποχώρηση, έναν ελιγμό που οι Βυζαντινοί στρατοί πάντα εκτελούσαν με απόλυτη τάξη και πειθαρχία, ανεξάρτητα από τον εχθρό που είχαν απέναντί τους. Ωστόσο η απόφαση αυτή του Ρωμανού αποδείχτηκε καταστροφική.
O Αλπ Αρσλάν, που παρακολουθούσε την εξέλιξη της μάχης από παρακείμενο λόφο, θεώρησε την υποχώρηση των Βυζαντινών ως μοναδική ευκαιρία να χτυπήσει αποφασιστικά τον αντίπαλό του. Διέταξε λοιπόν γενική έφοδο των δυνάμεών του. Βεβαίως ο ελιγμός των Βυζαντινών λάμβανε υπόψη την πιθανότητα αντεπίθεσης των αντίπαλων την ώρα της υποχώρησης και γι’ αυτό ακριβώς υπήρχε η εφεδρεία. O στόχος της τελευταίας ήταν να αντεπιτεθεί με ορμή ώστε να καλύψει την υποχώρηση του κυρίως σώματος. Aν αυτό είχε γίνει, ο Βυζαντινός στρατός όχι μόνο δεν θα είχε ηττηθεί στο Μαντζικέρτ, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα είχε καταφέρει να συντρίψει το στρατό των Σελτζούκων.
Όμως ο διοικητής της εφεδρείας Ανδρόνικος Δούκας, μόλις είδε τα ανάποδα λάβαρα (το σήμα των Βυζαντινών για τακτική υποχώρηση) αντί να σπεύσει προς βοήθεια, διέταξε τους άνδρες του να κάνουν αναστροφή. Παράλληλα άρχισε να διαδίδει ότι ο Αυτοκράτορας έπεσε νεκρός και ότι “η μάχη χάθηκε” και διέταξε γενική υποχώρηση. Αυτή η κίνηση καταδίκασε το Βυζαντινό στρατό. Aν και το κέντρο και το αριστερό της παράταξης είχαν δεχτεί την εχθρική αντεπίθεση χωρίς να χάσουν τη συνοχή τους και μάλιστα απωθούσαν τους αντίπαλους, στο δεξί πλευρό η κατάσταση ήταν διαφορετική.
Oι Αρμένιοι και Ίβηρες, που ήταν ελαφρά θωρακισμένοι, είχαν ήδη υποστεί μεγάλες απώλειες από τα βέλη των Σελτζούκοι. Όταν δέχτηκαν και τη νέα σφοδρή επίθεση των Τούρκων, τράπηκαν σε άτακτη φυγή που κατέληξε σε μακελειό, αφού οι κινητικοί Σελτζούκοι ιππείς τους χτυπούσαν με βέλη ή τους καταδίωκαν και τους κατέκοβαν με τα σπαθιά τους. Αυτή η σφαγή θα είχε αποφευχθεί αν ο Δούκας δεν αποχωρούσε εσπευσμένα από το πεδίο της μάχης. Στο αριστερό πλευρό, ο Βρυέννιος και τα θεματικά στρατεύματα όχι μόνο άντεξαν την Τουρκική έφοδο, αλλά κατάφεραν να απαγκιστρωθούν και να υποχωρήσουν με τάξη, δίνοντας σκληρές μάχες με τους Σελτζούκους.
Όμως στο κέντρο η κατάσταση ήταν τραγική. O Αυτοκράτορας με τις επίλεκτες δυνάμεις βρισκόταν στο στόχαστρο των Τούρκων. O Αλπ Αρσλάν έριξε εναντίον του Βυζαντινού κέντρου τις πιο αξιόμαχες δυνάμεις του. H κατάρρευση του δεξιού πλευρού αποδέσμευσε τις Τουρκικές ίλες, οι οποίες τώρα επέπεσαν από τα πλάγια στην παράταξη του Ρωμανού. H επιτυχημένη υποχώρηση του τμήματος του Βρυέννιου άφησε εκτεθειμένο και το αριστερό πλευρό του Αυτοκράτορα, και είχαν τώρα αρχίσει να συρρέουν και από αυτό χιλιάδες Τούρκοι. Βαλλόμενη από όλες τις πλευρές, η δύναμη των “Ρωμαίων” δεν είχε καμία ελπίδα.
Oι ελαφρύτερα θωρακισμένοι Τούρκοι μισθοφόροι του Ρωμανού έπεσαν μέχρις ενός. Oι Βυζαντινοί βλέποντας ότι τα πάντα είχαν χαθεί και περιμένοντας μάταια για την εφεδρεία που θα ορμούσε τους Σελτζούκους, άρχισαν να παραδίνονται. Oι τελευταίοι παραδόθηκαν όταν και ο Αυτοκράτορας τραυματίστηκε στο χέρι και έπεσε από το άλογο. Δεκάδες Τούρκοι έσπευσαν να πέσουν πάνω του και να τον ακινητοποιήσουν. H μάχη του Μαντζικέρτ είχε τελειώσει με τραγικό τρόπο για το Βυζάντιο. H Αυτοκρατορική στρατιά είχε ηττηθεί και ο Ρωμανός ήταν αιχμάλωτος του Αλπ Αρσλάν.
O Ανδρόνικος Δούκας και οι άλλοι συνωμότες είχαν εκτελέσει στο ακέραιο την αποστολή τους και τώρα ολόκληρο το Βυζάντιο είχε γονατίσει μπροστά στις Τουρκικές ορδές. H καθοριστικότερη μάχη για την ιστορία του Βυζαντίου έφερε το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα.