Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΗΝ ”ΠΥΛΗ” ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Ιστορικό Πλαίσιο
Ιστορικό Πλαίσιο
Η ήττα των Περσών στον Γρανικό ποταμό, κατά τα τέλη της άνοιξης του 334 π.Χ., οδήγησε πολλές πόλεις της Μικράς Ασίας να ανοίξουν τις πύλες τους στον Μακεδόνα στρατηλάτη Αλέξανδρο Γ’. Ο τελευταίος δεν άργησε να λυγίσει και την αντίσταση που συνάντησε στη Μίλητο και να προελάσει με γρήγορο ρυθμό στη Λυκία και στη Φρυγία. Νωρίτερα είχε αφήσει τον Πτολεμαίο με 3.000 πεζούς και 200 ιππείς να πολιορκεί την ακρόπολη της Αλικαρνασσού, αφού ο ίδιος δεν ήθελε να χρονοτριβήσει διευθύνοντας προσωπικά τη μακρά, όπως διαγραφόταν, πολιορκία. Ο επόμενος χειμώνας του 334 – 333 π.Χ. βρήκε τα στρατεύματα των Μακεδόνων να διαβαίνουν τα ορεινά περάσματα της κεντρικής και της νότιας Μικράς Ασίας, γεγονός που δεν μπορούσε παρά να θορυβήσει εξαιρετικά τους Πέρσες. Μια απόπειρα αντιπερισπασμού στον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου, εμπνευσμένη από τον αρχηγό του Περσικού στόλου, τον Ρόδιο Μέμνονα, δεν απέδωσε καρπούς και έσβησε οριστικά, ιδιαίτερα μετά τον αιφνίδιο θάνατο του εμπνευστή της την άνοιξη του 333 π.Χ.
Σύντομα ο Δαρείος έκρινε ότι έπρεπε να επικεντρώσει όλες του τις προσπάθειες στην ξηρά και να καταφέρει εκεί ένα αποφασιστικό πλήγμα στον αντίπαλό του. Άρχισε λοιπόν να συγκεντρώνει μια νέα στρατιά στη Βαβυλώνα και στελέχωσε με μεγάλη προσοχή το επιτελείο που θα τον πλαισίωνε. Αφού ολοκλήρωσε τις προετοιμασίες του βάδισε προς την Κιλικία έχοντας μαζί του και την οικογένειά του. Η πεδιάδα των Σώχων, ανατολικά του όρους Αμανός, το οποίο «έβλεπε» προς τον Ισσικό κόλπο, επελέγη από τον Δαρείο ως κατάλληλη τοποθεσία για τη στρατοπέδευση του πολυάριθμου στρατού του.
Σύμφωνα και με τις συμβουλές του φυγάδα Αμύντα, γιου του Αντίοχου, η θέση αυτή παρείχε τον απαιτούμενο χώρο για την ανάπτυξη των Περσικών δυνάμεων και αποτελούσε ευνοϊκό πεδίο μάχης για την αποφασιστική αναμέτρηση με τους Μακεδόνες, που τόσο απεγνωσμένα αναζητούσε ο μεγάλος βασιλιάς. Μετά το Γρανικό, που ήταν, θα μπορούσε να πει κάποιος, μία “πρόβα” για το Μακεδονικό στρατό -αφού αντιμετώπισε μία μικρή σατραπική δύναμη, που δεν είχε δυνατότητα σοβαρής αντιπαράθεσης-, η μεγάλη πρόκληση για τον Αλέξανδρο ήταν το σύνολο της δύναμης του Μεγάλου Βασιλιά, που αντλούσε πόρους και άνδρες από μία αχανή Αυτοκρατορία, τη μεγαλύτερη ενιαία ηγεμονία που είχε γνωρίσει ο κόσμος μέχρι τότε.
Στα πλαίσια αυτά, η μάχη στην Ισσό μπορεί να είναι η λιγότερο προβεβλημένη νίκη του Αλέξανδρου στην εκστρατεία του κατά των Περσών, ωστόσο, η ιστορική σημασία της είναι τεράστια. Στη βόρεια άκρη της περιοχής που αργότερα ονομάστηκε Λεβάντε, αμέσως μετά την έξοδο από την Κιλικία και καθώς άφηνε πίσω του τη Μικρά Ασία, ο Αλέξανδρος συνάντησε τη μοίρα του: ο Δαρείος, έχοντας κινητοποιήσει τα εκλεκτότερα στρατιωτικά τμήματα της αχανούς Αυτοκρατορίας του, ετοιμάστηκε για να τον σταματήσει. Eδινε στον Aλέξανδρο ακριβώς αυτό που διακαώς επιθυμούσε: μία μεγάλη, καθοριστική, αποφασιστική μάχη και ταυτόχρονα την ευκαιρία να αποκόψει την “κεφαλή” της περσικής αυτοκρατορίας, τον ίδιο το “βασιλιά των βασιλέων”.
O Αλέξανδρος δεν σκόπευε να αφήσει μία τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη. Άλλωστε, αυτός ήταν ο καλύτερος, ταχύτερος και ευκολότερος τρόπος να κατορθώσει να καταλάβει το σύνολο της Αυτοκρατορίας, μία σειρά από νίκες σε λίγες, αποφασιστικές μεγάλες μάχες. O άλλος τρόπος, μία παρατεταμένη εκστρατεία φθοράς, με αλλεπάλληλες πολιορκίες και μικρής κλίμακας μάχες, θα είχε εξαντλήσει το στρατό του Αλέξανδρου πριν ακόμη προλάβει να διαβεί τον Ευφράτη.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Δεδομένης της τροπής της εκστρατείας, ιδιαιτέρως στα ύστερα στάδια της, δηλαδή μετά την κατάλυση του Περσικού κράτους, θα μπορούσαμε με άνεση, να κατατάξουμε τον Αλέξανδρο σε αυτό το μοντέλο που ο M. Wight ονομάζει «επαναστατικούς». Η στρατηγική είναι έννοια που αφορά στις συγκρούσεις δύο ή περισσοτέρων αντιπάλων θελήσεων. Κατά καιρούς και σύμφωνα με το πρίσμα της κάθε εποχής έχουν δοθεί διάφοροι ορισμοί της έννοιας της στρατηγικής από πάρα πολλούς στρατηγιστές λιγότερο ή περισσότερο διάσημους, όπως ο Clausewitz, ο Liddell Hart, ο στρατηγός Beauffre, κλπ Ο σχεδιασμός μιας υψηλής στρατηγικής πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε τρία στοιχειώδη βήματα όπως παρακάτω:
α) Διάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, καθορισμό των απειλών και εντοπισμό των περιορισμών και ευκαιριών που προκύπτουν.
β) Καθορισμό των επιδιωκομένων πολιτικών σκοπών και ιεράρχησή τους αναλόγως των διατιθεμένων μέσων, έχοντας πάντα κατά νουν τα αναφερθέντα στην προηγούμενη παράγραφο.
γ) Καθορισμό του αποτελεσματικότερου συνδυασμού των διατιθεμένων μέσων για τη προώθηση των ιεραρχημένων στόχων, ώστε να αποφευχθεί η άσκοπη σπατάλη πόρων.
Οι διαστάσεις της Υψηλής Στρατηγικής έχουν όπως παρακάτω:
α) Την στρατιωτική στρατηγική
β) Την οικονομική διάσταση
γ) Την εσωτερική πολιτική
δ) Την διεθνή νομιμοποίηση
ε) Την διπλωματία
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΤΟ ΘΡΟΝΟ
«Αρταξέρξης βασιλεύς νομίζει δίκαιον τας μεν εν τη Ασία πόλεις εαυτού είναι και των νήσων Κλαζομενάς και Κύπρον, τας δε άλλας Ελληνίδας πόλεις μικράς και μεγάλας αυτονόμους αφήναι πλήν Λήμνου και Ίμβρου και Σκύρου. Ταύτας δε ώσπερ το αρχαίον είναι Αθηναίων. Οπότεροι δε ταύτην την ειρήνην μη δέχονται, τούτοις εγώ πολεμήσω μετά των ταύτα βουλομένων και πεζή και κατά θάλατταν και ναυσί και χρήμασι”.
Αυτό ήταν το βασικό νόημα της Ανταλκίδειας Ειρήνης του 386 π.Χ. που ήταν η κατάληξη της τελευταίας απόπειρας των Ελλήνων να απεγκλωβιστούν από τον Περσικό έλεγχο και επιρροή. Ο Μεγάλος Βασιλεύς της Περσίας, ήταν σε θέση και πάλι να επιβάλλει την θέληση του στον σπαρασσόμενο από μίση και έριδες Ελληνικό χώρο, παρ’ όλες τις ήττες που είχε υποστεί κατά την διάρκεια των Περσικών Πολέμων. Ο Περσικός Ιμπεριαλισμός εκμεταλλευόμενος τις Ελληνικές έριδες ήταν παρών αλλά παράλληλα με τα ιστορικά αυτά γεγονότα που έφερναν ξανά στο προσκήνιο για πολλοστή φορά τον μεγάλο εξωτερικό κίνδυνο που αντιπροσώπευε η Περσία για τα Ελληνικά πράγματα.
Υπήρχαν και φωνές «ενωτικές» που αντιλαμβάνονταν την επικρατούσα κατάσταση με πιο ευρύ πνεύμα και έβλεπαν τις λύσεις εκεί ακριβώς που οι κυβερνώσες «ελίτ» των πόλεων – κρατών έβλεπαν μόνο την σύγκρουση, ενδιαφερόμενες απλώς για την ηγεμονία στον Ελληνικό χώρο. Η ίδια η φύση του Ελληνικού πολιτικού συστήματος ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο.
Μεγάλες Δυνάμεις της Εποχής Μακεδονικό Κράτος – Ελληνική Συμμαχία
Το 359 π.Χ. ο Φίλιππος ο Β’ αναλαμβάνει την εξουσία στη Μακεδονία, αρχικά. Εδώ είναι το κομβικό σημείο στην ιστορία της Μακεδονίας, της Ελλάδος, αλλά και ολόκληρου του κόσμου όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα. Στο σύνολο του ο Μακεδονικός στρατός είχε εξαιρετική δύναμη κρούσεως με αυξημένες δυνατότητες συνδυασμένης χρήσης προηγμένου πεζικού και του καλύτερου ιππικού στην Ελλάδα. Τον παραπάνω συνδυασμό έκανε ακόμη ισχυρότερο η πρωτοφανής ανάπτυξη του Μακεδονικού μηχανικού, κυρίως στον τομέα των πολιορκητικών μηχανών. Η χρηματοδότηση των παραπάνω διευκολύνθηκε σε μεγάλο βαθμό όταν ο Φίλιππος έγινε κύριος των ορυχείων χρυσού και αργύρου του Παγγαίου.
Τελικά, μετά την μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. και την Μακεδονική φάλαγγα να αναδεικνύεται ακατανίκητη, ο Φίλιππος βρίσκεται κυρίαρχος όλης της Ελλάδος και συνάπτει συμμαχίες σχεδόν με όλα τα Ελληνικά κράτη, πλην Λακεδαιμονίων. Στη συνέχεια «συγκάλεσε Σύνοδο των συμμάχων στη Κόρινθο με σκοπό να εμβαπτίσει τη πολιτική της ισχύος που είχε χρησιμοποιήσει μέχρι τότε, σε μια νομιμοποιητική διαδικασία σύμφωνα με την οποία καλούσε όλες τις Ελληνικές πόλεις να στείλουν αντιπροσώπους στη Κόρινθο, για να συσκεφθούν μαζί του, σχετικά με την Νέα Τάξη που σκόπευε να επιβάλλει».
Η Μακεδονία παραμένει εκτός ομοσπονδίας χωρίς δικαίωμα ψήφου, όμως διατηρεί την ηγεσία των Ελληνικών στρατευμάτων, με ισόβιο αρχιστράτηγο – ηγεμόνα τον ίδιο τον Φίλιππο. Οι δικαστικές, οικονομικές και πειθαρχικές δυνατότητες της Ομοσπονδίας και του Συμβουλίου ήσαν πολύ μεγάλες. Όπως αναφέρει ο Hammond, αν θέλουμε σύγχρονη αναλογία, έμοιαζαν περισσότερο με τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τον Ιούνιο του 337 π.Χ. το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο συγκροτημένο σε σώμα συνέρχεται για πρώτη φορά στην Κόρινθο, όπου υποβάλλεται προς έγκριση το σχέδιο του Φιλίππου για πόλεμο με την Περσία.
Ο Μακεδόνας βασιλιάς ενώπιον των αντιπροσώπων όλων των Ελληνίδων πόλεων, πλήν Λακεδαιμονίων, διακηρύσσει ότι θα είναι ένας πόλεμος εκδικήσεως επικαλούμενος τις ωμότητες, τις φρικαλεότητες και τις εγκληματικές πράξεις του Ξέρξη κατά των ιερών και οσίων των απανταχού Ελλήνων και επιτυγχάνει την ομόφωνη αποδοχή του σχεδίου, ενώ ο ίδιος ορίζεται ανώτατος διοικητής των ομοσπονδιακών δυνάμεων με απεριόριστες αρμοδιότητες. Το φθινόπωρο του ιδίου έτους δολοφονείται στις Αιγές κατά την διάρκεια μεγάλων εορτών και έτσι στον Μακεδονικό θρόνο ανέρχεται ο Αλέξανδρος, κληρονόμος της ισχυρότερης πολεμικής μηχανής εκείνης της εποχής και ηγεμών – κυρίαρχος της Ελληνικής χερσονήσου και του Αιγαίου μέχρις του Ελλησπόντου.
Περσική Αυτοκρατορία
Από την άλλη πλευρά το Περσικό κράτος στο οποίο αντιπαρατάχθηκε ο Αλέξανδρος οπωσδήποτε δεν είχε την δυναμική και την ορμή των πρώτων χρόνων όταν ο Κύρος Α’ το 552 π.Χ. έβαλε τις βάσεις για την Περσική Αυτοκρατορία ακολουθούμενος στην εξουσία από τον υιό του τον Καμβύση. Η Αυτοκρατορία την εποχή του Δαρείου αφ’ ενός μεν ήταν αχανής από πλευράς εδαφικής έκτασης, αφ’ ετέρου απαρτίζετο από ένα μείγμα λαών και εθνών συνδεδεμένων μεταξύ τους, όχι λόγω κοινής καταγωγής ή κοινής γλώσσας και θρησκείας. Διοικητικά η Αυτοκρατορία υποδιαιρέθηκε σε είκοσι σατραπείες, «όχι κατά ενοικούσες εθνότητες ή διασώζοντας ιστορικά προηγούμενα, αλλά κατά φυσικές γεωγραφικές περιοχές όπως βασικώς όριζε η μορφολογία του εδάφους.
Ο Δαρείος Γ’ έμελλε να είναι ο τελευταίος μεγάλος βασιλεύς της Περσικής Αυτοκρατορίας, αφού απεδείχθη ανίκανος να αντιμετωπίσει την ανερχόμενη δύναμη της Μακεδονίας, που την εποχή της ανόδου του στον Περσικό θρόνο είχε ήδη δημιουργήσει τις πολιτικές, οικονομικές και διπλωματικές συνθήκες που θα της επέτρεπαν, υπό την ηγεσία του Φιλίππου αρχικά και του Αλεξάνδρου στη συνέχεια, να επιχειρήσει την ευθεία σύγκρουση με την μεγάλη, πλην όμως σε πτωτική πορεία, δύναμη της εποχής, με τρόπαιο για τον νικητή την παγκόσμια κυριαρχία.
Σταθεροποίηση Ελληνικού Χώρου υπό Μακεδονική Ηγεμονία και Επέκταση στην Ευρώπη
Όταν συνέβη η δολοφονία του Φιλίππου ο Αλέξανδρος ήταν μόλις είκοσι ετών και είχε μπροστά του, τρία μεγάλα ανοικτά θέματα: Πρώτον, την επέκταση και σταθεροποίηση στη Βαλκανική ώστε να εξασφαλίσει τα βόρεια σύνορα του βασιλείου, δεύτερον, τον έλεγχο και διοίκηση της νεοσύστατης Ελληνικής συμμαχίας που ήταν κάτι απολύτως απαραίτητο, προκειμένου να αφιερωθεί στο τρίτο και σημαντικότερο, δηλαδή την εκστρατεία στη Μ. Ασία που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη. Με την υποστήριξη των πιστών στρατηγών Αντιπάτρου και Παρμενίωνος, ο Αλέξανδρος κατάφερε να σταθεροποιηθεί στον θρόνο της Μακεδονίας.
Ο Αλέξανδρος συγκέντρωσε λοιπόν τον στρατό του, υπερκέρασε τα στενά των Τεμπών, που φρουρούσαν οι Θεσσαλοί και βρέθηκε στα μετόπισθεν τους, αναγκάζοντας τους, με αυτόν τον τρόπο, να τον υποστηρίξουν εκλέγοντάς τον, ταγό τους. Μετά την συμφωνία με τους Θεσσαλούς, ο Αλέξανδρος προχώρησε στις Θερμοπύλες όπου συγκλήθηκε Αμφικτιονικό Συνέδριο. Κατά την συνεδρίαση, ο Αλέξανδρος ανάγκασε ουσιαστικά το συμβούλιο της Αμφικτιονίας να τον ανακηρύξει ηγεμόνα των Ελλήνων. Το επόμενο πρόβλημα που επιζητούσε τη λύση του, ήταν αυτό της εξασφάλισης των βορείων συνόρων της Μακεδονίας.
Οι Μακεδονικές φάλαγγες κατετρόπωσαν τους Τριβαλλούς και στη συνέχεια τους Θράκες. Ο Αλέξανδρος για μια ακόμη φορά επέτυχε μια γρήγορη και συντριπτική νίκη και έφθασε ανενόχλητος μέχρι τον ποταμό Ίστρο (Δούναβη), όπου κατετρόπωσε τους Γέτες. Ο τρίτος αντίπαλος τον οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσει ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν οι Ιλλυριοί, που ετοιμάζονταν να εισβάλουν στην Μακεδονία. Ο Αλέξανδρος κινήθηκε με το στρατό του αστραπιαία και η νίκη του ήταν αποφασιστική. Μαζί με τις Περσικές προσπάθειες πρόκλησης αναταραχών στις Ελληνικές πόλεις, μεγάλη αναστάτωση προκλήθηκε όταν διαδόθηκαν ξαφνικά φήμες ότι ο Αλέξανδρος σκοτώθηκε στον πόλεμο με τους Ιλλυριούς.
Οι Θηβαίοι, εξηγέρθησαν εναντίον των Μακεδόνων, πολιόρκησαν τη Μακεδονική φρουρά της Καδμείας και έδιωξαν τους άλλους Μακεδόνες από την πόλη. Ο Αλέξανδρος, όταν πληροφορήθηκε τις πράξεις των Θηβαίων, κάλυψε απόσταση 200 χιλιομέτρων σε 13 ημέρες και εμφανίσθηκε ξαφνικά έξω από τα τείχη της Θήβας. Σε μια προσπάθεια να αποφύγει την σύγκρουση, κάλεσε τους πολιορκουμένους «μετέχειν της κοινής τοις Έλλησιν ειρήνης» ενώ τους υποσχέθηκε και γενική αμνηστία, εάν παραδίνονταν αμέσως. Οι προτάσεις του απερρίφθησαν και τελικώς η λύση δόθηκε με στρατιωτική επέμβαση των δυνάμεων του Αλεξάνδρου, και ολοκληρωτική καταστροφή των Θηβών.
ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΠΡΟΣ ΑΝΑΤΟΛΑΣ
Ένας καθοριστικός παράγων που υποχρέωσε τον Αλέξανδρο να επισπεύσει την έναρξη της εκστρατείας πρέπει να ήταν οι επιτυχίες που σημείωσαν οι Πέρσες υπό την ηγεσία του Μέμνονος του Ρόδιου στη Μικρά Ασία το 335 π.Χ. Ο Μέμνων ο Ρόδιος, επικεφαλής των Ελληνικών μισθοφορικών στρατευμάτων του Μεγάλου Βασιλέως, είχε φέρει σε αρκετά δύσκολη θέση τα Μακεδονικά στρατεύματα. Ο Πέρσης βασιλιάς είχε στην διάθεσή του ανεξάντλητους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους για να αντιμετωπίσει την πρόκληση.
Ο Δαρείος όμως δεν εκμεταλλεύθηκε σωστά ούτε το αριθμητικό του πλεονέκτημα, ούτε στάθηκε ικανός να επιβάλλει στους τοπικούς σατράπες της Μ. Ασίας, στα πρώτα κρίσιμα στάδια της αναμέτρησης, την μοναδική στρατηγική λύση που του προσέφερε ο Μέμνων ο Ρόδιος, δηλαδή την στρατηγική της εξουθένωσης και της μεταφοράς της σύγκρουσης στο έδαφος του αντιπάλου, με τον κυρίαρχο την εποχή εκείνη περσικό στόλο στο Αιγαίο. Προτίμησε προσεγγίσεις άμεσης στρατηγικής, με σκοπό την συντριβή του αντιπάλου σε αποφασιστικές μάχες, δηλαδή στρατηγική εκμηδένισης.
Η Πανελλήνια Ιδέα
Και βέβαια οι δύο αυτοί στόχοι έβρισκαν την ιδεολογική κάλυψή τους στη λεγόμενη «Πανελλήνια Ιδέα», στη σταδιακή εγκατάλειψη της πίστης στην ανεξάρτητη πόλη – κράτος και στον οραματισμό μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας που θα κατόρθωνε να ενώσει τους διχασμένους Έλληνες κατά των βαρβάρων και να τερματίσει την υποταγή των Ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας στην Περσική Αυτοκρατορία. Εν τούτοις, μολονότι οι ιστορικές αυτές συγκυρίες είναι γενικά παραδεκτές, δύσκολα μπορούν να αιτιολογήσουν μια εκστρατεία που απλώθηκε σε τέτοια έκταση και είχε τέτοιες μακροπρόθεσμες πολιτισμικές συνέπειες.
Ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ίσως η περίπτωση στην οποία το τετριμμένο -αν και αδιευκρίνιστο- ερώτημα περί του ρόλου της «προσωπικότητας» στις ιστορικές ζυμώσεις γίνεται πιεστικό. Το σίγουρο είναι, δίχως η περίπτωση αυτή να είναι σε θέση να μας δώσει έναν κανόνα, ότι η προσωπικότητα του Αλεξάνδρου ήταν το πιο καθοριστικό κίνητρο για την πραγματοποίηση αυτής της εκστρατείας καθώς και για την επιτυχία της. Ίσως ο Αλέξανδρος εκφράζει με εύληπτο τρόπο αυτό που επιγραμματικά έθεσε ο Άρθουρ Κέσλερ, ότι οι αντικειμενικές συνθήκες είναι η κλειδαριά της Ιστορίας και η προσωπικότητα το κλειδί της.
Η Υψηλή Στρατηγική του Αλεξάνδρου
Ο βασικός λόγος για τον οποίο αναπτύσσεται μια υψηλή στρατηγική στο κρατικό επίπεδο είναι η ανάγκη προώθησης του εθνικού συμφέροντος. Ο Φίλιππος, ο εμπνευσμένος αυτός πολιτικός άνδρας, αντελήφθη ότι η ασφάλεια της Μακεδονίας προϋπέθετε δύο πράγματα: Πρώτον, την απώθηση των Περσών πέραν της Μ. Ασίας, και την μετατροπή της χερσονήσου σε ελεγχόμενη ζώνη ασφαλείας (buffer zone), με βάση τις Ελληνικές πόλεις των παραλίων και δεύτερον, που ήταν προϋπόθεση για την επιτυχία του πρώτου, την επιβολή ενότητας στον ελλαδικό χώρο.
Υπό την έννοια λοιπόν των παραπάνω διατυπωθέντων συλλογισμών, μπορεί να γίνει ένας πρώτος διαχωρισμός μεταξύ των πραγματικών σκοπών του πολέμου εναντίον των Περσών, που ήταν το δίλημμα ασφαλείας που αντιμετώπιζε το Μακεδονικό κράτος και των επισήμως προβαλλομένων που ήταν η εκδίκηση και τιμωρία του προαιώνιου συλλογικού εχθρού εξ ανατολών. Το πραγματικά σημαντικό από Μακεδονικής πλευράς ήταν η εκπόνηση μιας υψηλής στρατηγικής που προωθούσε τον πραγματικό πολιτικό σκοπό, καλυπτομένη πίσω από τον επισήμως διακηρυσσόμενο. Αυτή αποτελεί εξάλλου και την επιτυχή πολιτική των μεγάλων δυνάμεων διαχρονικά.
Διεθνείς Σχέσεις και Εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου
Είναι αναμφισβήτητο ότι με το τέλος της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου είχε συμβεί μια τεράστια αλλαγή στο διεθνές σύστημα εκείνης της εποχής. Αυτή η αλλαγή δεν έγινε απότομα και πολύ περισσότερο δεν έγινε τυχαία. Προετοιμάσθηκε κατάλληλα σε επίπεδα εκτιμήσεων και αναλύσεων και υποστηρίχθηκε επαρκέστατα από μια εμπνευσμένη υψηλή στρατηγική, που εκπονήθηκε βασικά από τον Φίλιππο Β’ και εφαρμόσθηκε πιστά και απαρέγκλιτα από τον διάδοχο του, Αλέξανδρο Γ’. Στο διεθνές σύστημα την εποχή της ανόδου του Αλεξάνδρου στον μακεδονικό θρόνο, οι βασικοί δρώντες ήταν η Περσική Αυτοκρατορία, οι Ελληνικές πόλεις του νότου και το Μακεδονικό βασίλειο.
Σε ότι αφορά στην Περσία ήταν πλέον φανερό ότι η Αυτοκρατορία δεν διέθετε εκείνο το απαραίτητο πλεόνασμα πολιτικής, στρατιωτικής, κοινωνικής και ιδεολογικής ισχύος, το οποίο θα της έδινε την απαιτούμενη ώθηση, ώστε να καταβάλει τον αντίπαλο που είχε εκτιμήσει ορθώς ως τον πλέον επικίνδυνο. Η Μακεδονία λοιπόν, αργά αλλά σταθερά, ως τρίτος δρών ανάμεσα στην μεγάλη δύναμη και τις αλληλοσπαρασσόμενες Ελληνικές πόλεις, στο σχετικό απυρόβλητο της περιφέρειας του διεθνούς συστήματος, άρχισε να συσσωρεύει στρατιωτική, οικονομική και πολιτική ισχύ με διαδοχικές εδαφικές επεκτάσεις, αναδιοργάνωση των ενόπλων της δυνάμεων, ενίσχυση των εσωτερικών της θεσμών και παράλληλη αύξηση της οικονομικής της βάσεως.
Το αποτέλεσμα ήταν η βαθμιαία της γιγάντωση σε σχέση με τα ελληνικά μεγέθη, η απόκτηση στρατιωτικής ισχύος τέτοιας που να την κάνει ακατανίκητη στον Ελληνικό χώρο και τελικά η ανάδειξη της μετά την μάχη της Χαιρώνειας σε κυρίαρχη Ελληνική δύναμη. Η προσπάθεια προσαρμογής των λειτουργιών του διεθνούς συστήματος σύμφωνα με τον νέο συσχετισμό ισχύος, ξεκίνησε με την αμφισβήτηση της περσικής παρουσίας στην Μ. Ασία το 336 π.Χ. όταν απεστάλη η προκεχωρημένη Μακεδονική δύναμη εκεί.
Οι πολιτικοί σκοποί του Φιλίππου σε κάθε περίπτωση, αλλά και του Αλεξάνδρου αρχικά, προχωρούσαν το πολύ μέχρι την κατάληψη και απελευθέρωση της Μ. Ασίας από την Περσική κατοχή και την δημιουργία κατ’ αυτόν τον τρόπο ενός αναχώματος που θα κρατούσε τους Πέρσες μακριά από τον κυρίως Ελλαδικό χώρο και το Αιγαίο. Υπ’ αυτήν την έννοια η σύγκρουση θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ηγεμονική, αλλά το επιζητούμενο αποτέλεσμα, δεν ήταν η αλλαγή της φύσης του διεθνούς συστήματος (systems change), όπως τελικά κατέληξε να γίνει με την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, όπου η σύγκρουση κατέληξε στην ολοσχερή έκλειψη κάθε αντίπαλης δύναμης ικανής να αντιπαρατεθεί στην ισχύ της Αυτοκρατορίας του και στην de facto εγκαθίδρυση παγκοσμίου κράτους.
Τελικώς, η αμφισβητούσα το status-quo ανερχόμενη δύναμη, η οποία ισχυροποιήθηκε σταδιακά σε μια σχετικά απόμερη περιοχή του διεθνούς συστήματος, κατόρθωσε να εκτοπίσει από τον ρυθμιστικό της ρόλο την παραδοσιακά μεγάλη δύναμη μέχρι εκείνη την εποχή. Αυτό το πέτυχε με την εξαπόλυση ενός ηγεμονικού πολέμου, υπό την αρχική κάλυψη και δικαιολόγηση της απελευθέρωσης σκλαβωμένων ομοεθνών πληθυσμών και στην συνέχεια απροκάλυπτα για την επικυριαρχία σε ολόκληρο το διεθνές σύστημα. Σύμφωνα με τον R. Gilpin, οι ηγεμονικοί πόλεμοι απετέλεσαν πάντοτε τον βασικό μηχανισμό συστημικών αλλαγών στην παγκόσμια πολιτική.
Ο KYPIAPXOΣ THΣ AΣIAΣ
Μετά το Γρανικό, ο Αλέξανδρος είχε καταλάβει ότι η κατάληψη της Αυτοκρατορίας δεν θα ήταν εύκολη. Για πολλούς ερευνητές, αυτή η μάχη ήταν η αποφασιστικότερη στιγμή της εκστρατείας. Και αυτό, παρότι ήταν μάλλον η ευκολότερη -από τακτικής άποψης, παρά την ύπαρξη του υδάτινου κωλύματος- μάχη στη μακρά σειρά των συγκρούσεων που θα εξασφάλιζαν στον Αλέξανδρο τον τίτλο του “Μέγα”. H σημασία της έγκειται στο ότι εξασφάλισε ότι το προγεφύρωμα στη M. Aσία θα μεγεθυνόταν χωρίς κάποιο σοβαρό εμπόδιο στο άμεσο μέλλον, θα είχε τη δυνατότητα να προχωρήσει στην απελευθέρωση της M. Ασίας χωρίς να ανησυχεί για Περσικές στρατιές που θα μπορούσαν να του δημιουργήσουν προβλήματα και ταυτόχρονα εξόντωσε τη διοικητική ελίτ της M. Aσίας, τους ντόπιους σατράπες.
Δεν μπορούμε επίσης να παραβλέψουμε τον ψυχολογικό αντίκτυπο τόσο στους Πέρσες (θα λέγαμε ότι ενστάλαξε στους Πέρσες και στους υπηκόους τους έναν φόβο για το θυελλώδη Μακεδόνα, τους ορμητικούς ιππείς και τη θανάσιμη φάλαγγά του) όσο και στους Έλληνες (κατάλαβαν ότι η Περσική ισχύς δεν μπορεί να σταθεί μπροστά στα Ελληνικά όπλα και στην αποφασιστικότητα και τακτική ευφυΐα του Αλέξανδρου). Παρόλα αυτά, τη μάχη ακολούθησε μία μακρά εκστρατεία που θα εξασφάλιζε στον Αλέξανδρο τη M. Aσία. Υπήρχαν πολλές ισχυρές τειχισμένες πόλεις με Περσικές φρουρές, που έπρεπε να εκπορθηθούν ή -ιδανικά- να εξαναγκαστούν σε παράδοση.
O σκόπελος αυτός έμελλε να απασχολήσει για λίγο καιρό τον Αλέξανδρο, αφού το έργο μετά τις πρώτες επιτυχίες ανέλαβαν οι στρατηγοί του, που άφησε πίσω με μικρές δυνάμεις. Είχε πάντα την ευχέρεια να παρουσιάζεται στις Ελληνικές πόλεις ως απελευθερωτής από τον Περσικό ζυγό, κερδίζοντας την υποστήριξη των ντόπιων, κάτι που διευκόλυνε αφάνταστα αυτό το κολοσσιαίο έργο. Σιγά – σιγά, αρχικά ο Αλέξανδρος και στη συνέχεια τα αποσπάσματα που άφησε πίσω του, κατόρθωσαν να πετύχουν την κατάκτηση ή συνθηκολόγηση όλων των σημαντικών πόλεων, κάτι που είχε σαφέστατη σημασία στο πλαίσιο της στρατηγικής που είχε εκπονήσει και ακολουθούσε ο Aλέξανδρος.
Πετυχαίνοντας αυτό, στέρησε τον επίφοβο περσικό στόλο από τα αγκυροβόλιά του στο Αιγαίο. O στόλος αποτελούσε τον παράγοντα που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την επιτυχία του Αλέξανδρου, αφού είχε τη δυνατότητα να εκτελεί κατά βούληση επιχειρήσεις στα μετόπισθεν του Αλέξανδρου και στην ίδια την Ελλάδα. Tελειώνοντας την κατάκτηση των βασικών σημείων στο Περσικό στρατηγικό δίκτυο της M. Aσίας, ο Aλέξανδρος άφησε πίσω του δυνάμεις στην Kαρία για να ολοκληρώσουν την εκρίζωση των Περσικών ερεισμάτων και βάδισε ανατολικά με τον κύριο όγκο του στρατεύματος.
Εξαρχής είχε απόλυτη επίγνωση του ότι δεν ήταν δυνατό να κατακτήσει την απέραντη Αυτοκρατορία χωρίς να χρειαστεί να αντιμετωπίσει την πλήρη ισχύ του Περσικού στρατού. O Γρανικός ήταν, θα έλεγε κανείς, το “ορεκτικό” – μία μικρού μεγέθους σατραπική δύναμη, η οποία δεν είχε τη δυνατότητα σοβαρής αντιπαράθεσης στο πανίσχυρο Ελληνικό στράτευμα. Όμως, η μεγάλη πρόσκληση βρισκόταν μπροστά του. Το σύνολο της δύναμης του Μεγάλου Βασιλιά, που αντλούσε πόρους και άνδρες από μία αχανή Περσική Αυτοκρατορία, τη μεγαλύτερη ενιαία ηγεμονία που είχε δει ποτέ ο κόσμος.
Βεβαίως, για να έλθει στο πεδίο της μάχης ο περσικός στρατός, θα έπρεπε να προηγηθεί μία εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία, που ήταν η Περσική στρατολογία. Καθώς η ισχύς του στρατού του Αλέξανδρου ήταν πολύ μεγάλη, ο Δαρείος έπρεπε να κινητοποιήσει όλες τις τακτικές δυνάμεις της Αυτοκρατορίας (την Αυτοκρατορική Σπάντα), αλλά και τις εκλεκτότερες εφεδρείες από τους πολυάριθμους λαούς της επικράτειάς του. Δηλαδή, αφού έπρεπε να βρεθούν και να κληθούν άνδρες απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Αυτοκρατορίας, έπρεπε να μεταφερθούν, να οργανωθούν και να δημιουργήσουν ένα στράτευμα, το οποίο θα βάδιζε στη συνέχεια κατά του Αλέξανδρου.
Δεν θα έκανε πανστρατιά ο Δαρείος, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε τουλάχιστον μία διετία και ο Κοδομανός δεν είχε τόσο χρόνο στη διάθεσή του – αν άφηνε τον Αλέξανδρο ελεύθερο να “αλωνίζει” για ένα τόσο μεγάλο διάστημα, το πιθανότερο είναι ότι η Αυτοκρατορία θα διαλυόταν πριν καλά-καλά προλάβει να τον συναντήσει στο πεδίο της μάχης. O Αλέξανδρος γνώριζε ότι έχει ένα σημαντικό χρονικό περιθώριο, που, όμως, δεν ήταν απεριόριστο.
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΦΑΛΑΓΓΑ
Οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου έφεραν τους Έλληνες στα πέρατα της οικουμένης, κυρίαρχους μίας απέραντης Αυτοκρατορίας από τις Δαλματικές ακτές μέχρι τον Ινδό ποταμό. Κεντρικό ρόλο σε αυτές τις κατακτήσεις έπαιξε η περίφημη Μακεδονική φάλαγγα, το στρατιωτικό σύστημα που δημιούργησε ο πατέρας του Αλεξάνδρου, Φίλιππος. Στο κλείσιμο του πρώτου μισού του 4ου π.X. αιώνα, ο θεσμός της πόλης-κράτους είχε αρχίσει να παρακμάζει στο νότιο άκρο της χερσονήσου του Αίμου. Tο κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε στον Ελλαδικό χώρο ουδεμία πόλη-κράτος είχε πλέον τη δυνατότητα να καλύψει – ούτε οι παραδοσιακές Αθήνα και Σπάρτη, ούτε η νεόκοπη Θήβα.
Μέσα σε αυτές τις ιστορικές συνθήκες, ο νεαρός ηγεμόνας ενός ανερχόμενου βασιλείου, το οποίο για πολλά χρόνια αποτελούσε το βόρειο όριο του Ελληνικού κόσμου, ανέλαβε να βγάλει τη χώρα του από την αφάνεια και να κυριεύσει τον κόσμο. O λόγος φυσικά για το Φίλιππο B’ της Μακεδονίας. O νεαρός βασιλιάς χρειαζόταν ένα νέο στρατιωτικό σύστημα για να πετύχει τους φιλόδοξους στόχους του. Έτσι, “γεννήθηκε” η Μακεδονική φάλαγγα, ουσιαστικά ως εξέλιξη της οπλιτικής φάλαγγας, αφού ήταν πιο ευέλικτη, ενώ διέθετε πολύ μεγαλύτερη ισχύ κρούσης. H συγκρότηση της Μακεδονικής φάλαγγας ως στρατιωτικής μονάδας έγινε δυνατή μέσα από μία μακρά διαδικασία και με την υιοθέτηση μίας σειράς καινοτομιών στον Ελληνικό τρόπο μάχης.
Oι εξελίξεις αυτές έχουν κυρίως να κάνουν με την αλλαγή του οπλισμού των πελταστών από τον Αθηναίο στρατηγό Ιφικράτη και με τις αλλαγές στις τακτικές μάχης και στην παράταξη της φάλαγγας που υλοποίησε ένας από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς ηγέτες όλων των εποχών, ο Θηβαίος Επαμεινώνδας. Ένας άλλος παράγοντας που επέτρεψε αυτήν την εξέλιξη, ίσως ο καθοριστικότερος όλων, ήταν η στρατιωτική ιδιοφυΐα του Φιλίππου της Μακεδονίας. Πριν από την εποχή του, κατά τον 5ο αιώνα, το πεζικό του βασιλείου της Μακεδονίας αποτελείτο κυρίως από ελαφρούς πεζούς (πελταστές).
Κατά τα πρότυπα των κύριων αντιπάλων των Μακεδόνων στο βορρά (Θράκες και Ιλλυριοί μάχονταν κυρίως με ένα ιδιαίτερα κινητικό ελαφρύ και μέσο πεζικό και, κατά περίπτωση, με καλά εκπαιδευμένο ιππικό) και πολύ λιγότερο από οπλίτες στα πρότυπα των στρατών της νότιας Ελλάδας. Tο πεζικό είχε συνήθως δευτερεύοντα ρόλο. H βάση του Μακεδονικού στρατού ήταν το ιππικό σώμα των Εταίρων που συγκροτείτο από γαιοκτήμονες – ιππείς και κατά κανόνα έκρινε την έκβαση κάθε μάχης. Tο βαρύ ιππικό ήταν ιδανικό για την αντιμετώπιση του ελαφρού και μέσου πεζικού που δεν πολεμούσε σε συμπαγή παράταξη.
Αυτά τα δεδομένα έβαλε στόχο να αλλάξει ο Φίλιππος. Όπως αναφέραμε ήδη, είχε κυρίως επηρεαστεί από τις εξελίξεις στην στρατιωτική τέχνη και ιδιαίτερα στις τακτικές χρήσης της οπλιτικής φάλαγγας που εφάρμοσαν οι Θηβαίοι και από τις μεταρρυθμίσεις του Ιφικράτη. Στη Θήβα, ο νεαρός Φίλιππος είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά και να μελετήσει τις νέες τακτικές μάχης του Επαμεινώνδα. O ιδιοφυής Θηβαίος στρατηγός, που έμελλε να γίνει, κατά δήλωσή τους, πηγή έμπνευσης σπουδαίων στρατιωτικών ηγετών όπως ο Ναπολέων, ο Φρειδερίκος ο Μέγας και ο Κάρολος Γουσταύος της Σουηδίας, ανέτρεψε εκ βάθρων την παραδοσιακή σύγκρουση ανάμεσα στις οπλιτικές φάλαγγες.
O Επαμεινώνδας είναι ο πρώτος που επέβαλε μία ανισοβαρή παράταξη, μεταβάλλοντας ελεύθερα το βάθος της ανάλογα με τις ανάγκες της μάχης και εφαρμόζοντας πρωτοποριακές τακτικές πλαγιοκόπησης και -κυρίως- προσβολής επιλεγμένων σημείων της αντίπαλης παράταξης, αλλά και κλιμακωτής εμπλοκής των δυνάμεών του στη μάχη (λοξή φάλαγγα). Αυτές τις εξελίξεις είχε υπόψη του ο Φίλιππος όταν δημιουργούσε τη μακεδονική φάλαγγα. Ταυτόχρονα είχε γνωρίσει από κοντά τις καινοτομίες που εφάρμοσε ο Αθηναίος στρατηγός των μισθοφόρων, Ιφικράτης, που με τους “πελταστές” του είχε αλλάξει ριζικά τον τρόπο μάχης.
Oι αλλαγές του Ιφικράτη, που είχαν να κάνουν τόσο με το μήκος του δόρατος (το αύξησε από 2 μέτρα περίπου στα 3 ή και 4 μέτρα) όσο και με την ελάφρυνση του οπλισμού, κατέστησαν τους πελταστές αξιόμαχους αντιπάλους των οπλιτών. Ορισμένες πηγές διερωτώνται αν ήταν ο Φίλιππος ή κάποιος από τους άμεσους προκατόχους του εκείνος που άλλαξε τον οπλισμό των Μακεδόνων πεζών και εισήγαγε τα μακρά δόρατα και τις μικρές ασπίδες. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, η φάλαγγα των σαρισοφόρων είχε δημιουργηθεί από τον Αλέξανδρο B’, ωστόσο δεν έχουμε μαρτυρίες για την αξιοποίηση ενός τέτοιου συστήματος σε μάχη από το φερόμενο ως δημιουργό της.
Αλλά ούτε από το διάδοχό του, Περδίκκα Γ’, ακόμη και στην έσχατη μάχη του στην οποία έπεσε, μαζί με χιλιάδες συμπατριώτες του, μαχόμενος εναντίον των Ιλλυριών. Λίγοι μελετητές, βασιζόμενοι σε κάποιες ασαφείς αναφορές αρχαίων συγγραφέων, ανάγουν τη δημιουργία της Μακεδονικής φάλαγγας στον Αλέξανδρο A’, τον σημαντικότερο Μακεδόνα ηγεμόνα πριν από τον Φίλιππο, που βασίλευσε στις αρχές του 5ου αιώνα και υπερδιπλασίασε την έκταση του κράτους του μέσα σε λίγα χρόνια. Αλλά οι εκτιμήσεις αυτές είναι μάλλον εσφαλμένες. Oι περισσότερες πηγές πιστώνουν εξ αρχής στο Φίλιππο τη δημιουργία της Μακεδονικής φάλαγγας.
O Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι ο Φίλιππος ήταν εκείνος που τη δημιούργησε, τόσο από πλευράς οπλισμού όσο και τακτικών μάχης. Αλλά ακόμη και αν αυτό δεν αληθεύει, εκείνος που τη χρησιμοποίησε με αποτελεσματικό τρόπο και την ενέταξε σε ένα σύστημα συνδυασμένων όπλων καθιστώντας την έναν ακατανίκητο στρατιωτικό σχηματισμό, ήταν ο Φίλιππος.
Σαρωτικές Αλλαγές
Για να αποκτήσει συντριπτική υπεροχή απέναντι στους αντίπαλους σχηματισμούς, η φάλαγγα προϋπέθετε μία σειρά αλλαγών. Κατ’ αρχάς άλλαξε το μήκος του δόρατος. Oι φαλαγγίτες εξοπλίστηκαν με μακρύτερα δόρατα, τις σάρισες. Mία τυπική σάρισα, όπως συνάγουμε από τις πηγές αλλά και από τις ογκώδεις αιχμές που έχουν βρεθεί σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και χρονολογούνται στα χρόνια του Φιλίππου, είχε μήκος από 4,5 έως 5,5 μέτρα. Μάλιστα, στον 2ο π.X. αιώνα, η σάρισα είχε φθάσει τα 6,2 έως 6,4 μέτρα, ενώ για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ήταν σε χρήση τερατώδεις σάρισες έως και 7,5 μέτρων.
Λόγω του μεγάλου βάρους της σάρισας -από 7 έως και 9 κιλά, μαζί με την αιχμή και το αντίβαρο- δεν ήταν δυνατός ο χειρισμός της με το ένα χέρι. Έπρεπε λοιπόν ο σαρισοφόρος πεζός να απαλλαγεί από την ανάγκη να σηκώνει το βάρος της ασπίδας στο άλλο χέρι, οπότε το ακατάλληλο λόγω του βάρους του αργολικό “όπλον” αντικαταστάθηκε από μία ελαφρύτερη και μικρότερη ασπίδα, επίσης στρογγυλή, διαμέτρου έως 65 εκατοστών (ενώ η διάμετρος του “όπλου” έφτανε έως και το ένα μέτρο). Aυτή η πολύ μικρότερη ασπίδα κατασκευαζόταν με πόρπακα και αντιλαβή, όπως συνάγουμε από ορισμένες απεικονίσεις.
Αλλά διέθετε επίσης ένα σύστημα για να αναρτάται από τον ώμο και να στερεώνεται γερά στο βραχίονα, χωρίς ο φαλαγγίτης να είναι αναγκασμένος να την κρατά στο χέρι. H ύπαρξη πόρπακα και αντιλαβής επέτρεπε και άλλες χρήσεις της ασπίδας πέραν της στατικής ανάρτησης στον ώμο, κάτι που ταιριάζει με την εικόνα που έχουμε για το πεζικό του Φιλίππου ως ένα στρατό πολλαπλών ρόλων. Tώρα πλέον ο Μακεδόνας πεζός είχε ελεύθερα και τα δύο χέρια του για να κρατά τη σάρισα. Ωστόσο, με δεδομένο το μεγάλο μήκος και βάρος της σάρισας, ήταν απαραίτητο να ελαφρυνθεί περαιτέρω ο οπλίτης, ώστε να μην κουράζεται γρήγορα και να διατηρεί μία στοιχειώδη κινητικότητα.
Για το λόγο αυτό, αλλά κυρίως για λόγους στρατολόγησης περισσότερων φαλαγγιτών (πολύ λίγοι είχαν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν ισχυρή θωράκιση), οι πανοπλίες περιορίστηκαν δραστικά στο Μακεδονικό στρατό. Mόνο λίγοι φαλαγγίτες των πρώτων σειρών έφεραν θώρακες, συνήθως λινοθώρακες ή δερμάτινους “σπολάδες” με μεταλλικές ενισχύσεις, σπανιότερα δε μεταλλικούς, αν ο φαλαγγίτης είχε τα οικονομικά μέσα για να τους αποκτήσει ή ήταν αρκετά τυχερός για να βρει κάποιον ανάμεσα στα λάφυρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχαίες πηγές δεν αναφέρεται θωράκιση για τους φαλαγγίτες ως “απαραίτητο” συστατικό του εξοπλισμού τους.
Oι φαλαγγίτες φορούσαν κράνη κυρίως Θρακικού (Φρυγικού) τύπου την εποχή του Φιλίππου και Βοιωτικού την εποχή του Αλεξάνδρου (αν και στις δύο περιόδους ήταν εν χρήσει μία μεγάλη ποικιλία κρανών), ενώ οι άνδρες των πρώτων σειρών και όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα έφεραν και κνημίδες. Δευτερεύον επιθετικό όπλο ήταν ένα ξιφίδιο, που σε μήκος δεν ξεπερνούσε κατά πολύ το αντίστοιχο Σπαρτιατικό. Στον τομέα αυτό δεν ακολουθήθηκε η μεθοδολογία του Ιφικράτη, που είχε εξοπλίσει τους πελταστές του με ένα μακρύ για τα Ελληνικά δεδομένα ξίφος (μεγαλύτερο των 70 εκ. σε μήκος).
Oι φαλαγγίτες πρέπει να εξοπλίζονταν κατά περίπτωση και με ελαφρύτερα δόρατα καθώς και με ακόντια. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση εκτός από τη μάχη εκ παρατάξεως, η σάρισα είναι περίπου άχρηστη ως όπλο. Από όλα αυτά τα απάρτια, το βασίλειο χορηγούσε στους πεζούς του τις σάρισες και τις ασπίδες. Για τα υπόλοιπα έπρεπε να φροντίζουν οι ίδιοι.
Η Οργάνωση του Μακεδονικού Στρατού
O Φίλιππος οργάνωσε τους φαλαγγίτες για να πολεμούν σε συμπαγή παράταξη (ώμο-με-ώμο). Τυπικά η φάλαγγα παρατασσόταν σε βάθος 16 ανδρών, όμως υπάρχουν κάποιες μαρτυρίες για πιο “ρηχές” (8 άνδρες) ή μεγαλύτερου βάθους (32 άνδρες) παρατάξεις. Είναι γνωστό πάντως ότι στις μεγάλες μάχες που έδωσε ο Αλέξανδρος, η φάλαγγα είχε παραταχθεί στο τυπικό βάθος των 16 ανδρών, την “πύκνωση”. Mία καθοριστικής σημασίας καινοτομία του Φιλίππου ήταν ότι υποχρέωσε όλους τους άνδρες σε στρατεύσιμη ηλικία να συμμετέχουν στις τακτικές ασκήσεις, ώστε να είναι ετοιμόπολεμοι όταν η πατρίδα τούς καλέσει στα όπλα. Άλλη μία επαναστατική αλλαγή του Φιλίππου ήταν η δημιουργία επαγγελματικού στρατού.
Αφού συγκρότησε έναν πυρήνα ισχυρού ιππικού, αυξάνοντας αποφασιστικά τον αριθμό των Εταίρων (πριν από την άνοδό του στο θρόνο έφθαναν τους 600 ιππείς, ενώ τον καιρό του Αλεξάνδρου ο αριθμός τους είχε τετραπλασιαστεί), ο Φίλιππος δημιούργησε τον πρώτο επαγγελματικό στρατό επί ευρωπαϊκού εδάφους. Oι φαλαγγίτες του αμείβονταν για τις υπηρεσίες τους -τα κοιτάσματα χρυσού του Παγγαίου που ο Φίλιππος είχε θέσει υπό τον έλεγχό του και οι πρόσοδοι από τους “συμμάχους” και τους υποτελείς παρείχαν τους αναγκαίους πόρους- και ήταν στη διάθεση του βασιλέα όποτε και για όσο διάστημα τους χρειαζόταν.
Εκτός όμως από τους μισθοφόρους που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ανάλογα με τις πολεμικές ανάγκες, ο Μακεδονικός στρατός είχε επίσης έναν πυρήνα καθαρά επαγγελματιών στρατιωτών. Ήταν οι “υπασπιστές”, οι οποίοι εντάσσονταν σε υπηρεσία για ορισμένο χρόνο και όχι εποχιακά ή κατά περίπτωση, όπως συνέβαινε με τα άλλα τμήματα του στρατού. Για την οργάνωση της φάλαγγας σε μονάδες και υπομονάδες την εποχή του Φιλίππου, δεν έχουμε λεπτομερείς πληροφορίες. Γνωρίζουμε απλώς ότι η βασική μονάδα ήταν η “τάξις”, που στελεχωνόταν με κριτήρια γεωγραφικά (άνδρες από την ίδια περιοχή συμμετείχαν στην ίδια τάξη). Για την εποχή του Αλεξάνδρου, έχουμε στη διάθεσή μας πιο σαφείς αναφορές στην ιεραρχία και τη δομή του στρατεύματος.
H μεγαλύτερη αυτόνομη μονάδα της φάλαγγας ήταν η τάξις, με θεωρητική δύναμη περί τους 1536 άνδρες, που διοικείτο από τον ταξίαρχο. Κάθε τάξις αποτελείτο από έξι συντάγματα ή λόχους (αναφέρονται και με τα δύο ονόματα σε διάφορες πηγές) των 256 ανδρών έκαστο, ενώ κάθε σύνταγμα αποτελείτο από 16 υπομονάδες των 16 ανδρών, οι οποίες αναφέρονται ως λόχοι ή δεκαρχίες. Στην εποχή του Φιλίππου ή προγενέστερα ενδέχεται οι “δεκαρχίες” να είχαν όντως δύναμη 10 ανδρών (εξ ου και το όνομα) και στην εποχή του Αλεξάνδρου αυτή να αυξήθηκε σε 16 άνδρες. Κάποιες πηγές αναφέρουν τις ημιλοχίες και ενωμοτίες ως περαιτέρω υποδιαιρέσεις της βασικής μονάδας του Μακεδονικού στρατού.
Σε μεταγενέστερες πηγές (κυρίως της εποχής των διαδόχων) αναφέρονται και πεντακοσιαρχίες, που θα πρέπει να ήταν δύο λόχοι ή συντάγματα μαζί, ενώ υπάρχει αναφορά και σε χιλιαρχίες (δύο πεντακοσιαρχίες) για την ίδια εποχή. Στον ύστερο μακεδονικό στρατό μπορούμε να μιλήσουμε μόνο για την υποδιαίρεσή του σε “κέρατα”, τα οποία αναφέρονται στον τρόπο παράταξης: δεξί κέρας και αριστερό κέρας (αργυράσπιδες και χαλκάσπιδες, αντίστοιχα).
Βλέπουμε λοιπόν ότι στην εποχή του Αλεξάνδρου υπήρχε μία λεπτομερής κάθετη δομή που είχε το πλεονέκτημα του άμεσου συντονισμού της φάλαγγας κατά τη διάρκεια της μάχης και της δυνατότητάς της να επιχειρεί ακόμη και υπό τις πλέον δυσμενείς συνθήκες δίχως κενά στη διοικητική αλυσίδα. Ακόμη και σε περιπτώσεις μη συντεταγμένης μάχης, η κάθετη δομή εξασφάλιζε την επιχειρησιακή συνοχή των μικρών ομάδων. Αυτή η δομή εγκαταλείφθηκε στις φάλαγγες των κατοπινών περιόδων με δυσάρεστα αποτελέσματα.
Τακτικές Μάχης
Δημιουργώντας τη Μακεδονική φάλαγγα, ο Φίλιππος είχε στη διάθεσή του ένα ιδιαίτερα αξιόμαχο βαρύ πεζικό, το οποίο όμως είχε όλα τα εγγενή μειονεκτήματα της οπλιτικής φάλαγγας, όπως μειωμένη κινητικότητα και αντίσταση στις πλαγιοκοπήσεις, επιχειρησιακές δυσχέρειες σε ανώμαλο έδαφος και άλλα λόγω του μήκους της σάρισας και του τρόπου μάχης. Επίσης, λόγω των μικρότερων ασπίδων και της έλλειψης θωράκισης, δεν διέθετε τον υψηλό βαθμό προστασίας που απολάμβανε η παραδοσιακή οπλιτική φάλαγγα. Αυτές ακριβώς τις ελλείψεις αναπλήρωναν τα υπόλοιπα τμήματα του Μακεδονικού στρατού και ιδιαίτερα το ιππικό.
Tο Μακεδονικό ιππικό ήταν από τα καλύτερα του Ελλαδικού χώρου (μαζί με αυτό των Θεσσαλών) και αποτελούσε τον κορμό όλων των Μακεδονικών στρατών μέχρι την εποχή του Φιλίππου. Αλλά επειδή ήταν ολιγάριθμο (αφού σ’ αυτό μπορούσαν να ενταχθούν μόνο γόνοι της αριστοκρατίας), δεν μπορούσε να γίνει ένα πολεμικό εργαλείο αποφασιστικής σημασίας στις μάχες που έδιναν οι Μακεδόνες με τους γειτονικούς λαούς. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην πρώτη μεγάλη μάχη του Φιλίππου εναντίον των Ιλλυριών, ο νεαρός τότε βασιλιάς είχε στη διάθεσή του 10.000 πεζούς και μόλις 600 ιππείς.
Τρεις δεκαετίες αργότερα, ο Αλέξανδρος εκστράτευσε στην Ασία με τριπλάσιο Εταιρικό ιππικό και με 500 ακόμη Μακεδόνες ελαφρούς ιππείς, αφήνοντας μάλιστα πίσω του άλλους 2.000 ιππείς (Εταίρους ή μη) υπό τον Αντίπατρο, για τις ανάγκες “επιτήρησης” των συμμάχων πόλεων της νότιας Ελλάδας. Φυσικά στους αριθμούς αυτούς δεν προσμετρούμε το μη Μακεδονικό ιππικό (Θεσσαλούς, Παίονες κ.λπ.). Tον καιρό του θανάτου του Αλεξάνδρου, οι Εταίροι υπολογίζονται στις 3.000 περίπου. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η ακμή του Μακεδονικού βασιλείου στα χρόνια του Φιλίππου οδήγησε στη διεύρυνση της αριστοκρατικής τάξης, άρα στη στρατολόγηση μεγαλύτερου αριθμού ιππέων υψηλής ποιότητας.
Είναι γνωστό ότι ο Φίλιππος διεύρυνε σημαντικά την αριστοκρατική τάξη, μοιράζοντας γαίες σε πολλές οικογένειες της Μακεδονίας. Πριν από το Φίλιππο, η χρήση του ιππικού των Μακεδόνων στις τακτικές μάχης ήταν η τυπική της εποχής: ιππομαχίες με το αντίπαλο ιππικό, ενίοτε πλαγιοκοπήσεις και καταδίωξη ελαφρών ή υποχωρούντων πεζών. Κάποιες τακτικές κρούσης που φαίνεται ότι εφαρμόζονταν στις συγκρούσεις με Θράκες και Ιλυριούς, πιθανότατα προτιμώντο, επειδή οι συγκεκριμένοι αντίπαλοι δεν πολεμούσαν σε συμπαγή παράταξη με μακριά δόρατα, αντίθετα με τους Έλληνες. O Φίλιππος κατέστησε το ιππικό ένα σώμα που θα έκρινε τη μάχη, μόλις η φάλαγγα κατάφερνε να καθηλώσει το αντίπαλο πεζικό.
H πρώτη εντυπωσιακή επίδειξη του νέου συστήματος έγινε στη Χαιρώνεια, όταν η εφόρμηση του ιππικού των Εταίρων υπό τον Αλέξανδρο έκρινε τη μάχη, την ώρα που η φάλαγγα είχε εμπλέξει τις δυνάμεις της αντι-Μακεδονικής συμμαχίας. Βεβαίως, η τελειοποίηση των τακτικών κρούσης του ιππικού έγινε αποκλειστικά από τον Αλέξανδρο. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το πρώτο πραγματικό βαρύ ιππικό κρούσης της ιστορίας είναι το μακεδονικό, όπως το χρησιμοποίησε ο Μέγας Αλέξανδρος. O Φίλιππος βεβαίως πρόλαβε να χρησιμοποιήσει το βαρύ ιππικό του ως αποφασιστικό παράγοντα για την έκβαση της μάχης μόνο στη μάχη της Χαιρώνειας.
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, με δεδομένο ότι ο στρατός του κυρίως αντιμετώπισε Ιλλυριούς και Θράκες σε εδάφη συνήθως ημιορεινά και ως εκ τούτου ακατάλληλα για συντεταγμένη έφοδο ιππικού, ο σχηματισμός που έκρινε τον αγώνα ήταν η Μακεδονική φάλαγγα, κατάλληλα υποστηριζόμενη από το ιππικό και τους ψιλούς. Είναι φανερό ότι η Μακεδονική φάλαγγα δεν σχεδιάστηκε για να επιχειρεί αυτοτελώς, ούτε ήταν εύκολο να επικρατήσει σε συρράξεις ευρείας κλίμακας με στρατούς μεγάλης κινητικότητας, δίχως να υποστηρίζεται από άλλα στρατιωτικά τμήματα.
Ενώ στην οπλιτική φάλαγγα της νότιας Ελλάδας το ιππικό και οι “ψιλοί” είχαν απλώς συμπληρωματικό ρόλο (αν όχι διακοσμητικό), στην Μακεδονική φάλαγγα που δημιούργησε ο Φίλιππος και τελειοποίησε ο Αλέξανδρος ήταν απαραίτητα οργανικά στοιχεία. H οπλιτική φάλαγγα ναι μεν ήταν πανίσχυρη και σχεδόν αδύνατον να διασπαστεί από μία κατά μέτωπο επίθεση σε μάχη εκ παρατάξεως, αν οι στρατιώτες που τη συγκροτούσαν ήταν επαρκώς εκπαιδευμένοι ώστε να κρατούν αρραγή την παράταξη, αλλά ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη από τα πλάγια: αρκεί να αναλογιστεί κάποιος πόσο δύσκολο είναι μία συμπαγής παράταξη με άνδρες που κρατούν δόρατα 6 μέτρων να στραφεί ώστε να αντιμετωπίσει μία ενδεχόμενη πλαγιοκόπηση από τον εχθρό.
Επίσης, ήταν ευάλωτη και στη “βροχή” των εχθρικών ακοντίων και βελών λόγω της μικρής ασπίδας και της ανεπαρκούς θωράκισης των ανδρών, ενώ από την άλλη χρειαζόταν σχετικά ομαλό έδαφος και αναπεπταμένο πεδίο για να ξεδιπλώσει το σύνολο της ισχύος της. Αυτές οι τακτικές αδυναμίες καλύπτονταν στη Μακεδονική φάλαγγα με τη χρήση ιππικού και ακροβολιστών. Tο ιππικό, ανάλογα με το αν ήταν ελαφρύ, μέσο ή βαρύ, είχε το δικό του ρόλο στη μάχη: απόκρουση του εχθρικού ιππικού και συνεπώς προστασία του πεζικού από πλαγιοκόπηση, δημιουργία κατάλληλων συνθηκών που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί το πεζικό και καθαρή ισχύς κρούσης, δηλαδή, άμεση εκμετάλλευση των ρηγμάτων που προξενούσε στην αντίπαλη παράταξη η δράση του πεζικού.
Tο τελευταίο διαφοροποιούσε το ιππικό του Μακεδονικού στρατού από εκείνο των άλλων στρατών της εποχής. Tα καθήκοντα του ιππικού διαμοιράζονταν στις διάφορες μονάδες του ανάλογα με το χαρακτήρα τους. Oι ελαφροί ιππείς δεν χρησιμοποιούντο για κρούση – κάτι τέτοιο θα ήταν αυτοκτονία. Tα καθήκοντά τους ήταν η αναγνώριση, ο ακροβολισμός, η πλαγιοφυλακή, ενίοτε και η εμπλοκή ισοδύναμου αντίπαλου ιππικού. Στον Μακεδονικό στρατό, τουλάχιστον επί Αλεξάνδρου, υπήρχε και μέσο ιππικό.
Oι πρόδρομοι που συνήθως πολεμούσαν ως ελαφρύ ιππικό οπλισμένοι με την ιππική σάρισα (ένα δόρυ μακρύτερο του “ξυστού” που χρησιμοποιούσαν οι Εταίροι, καθώς το μήκος του έφθανε έως και τα τέσσερα μέτρα) γίνονταν “σαρισοφόροι” και ενίοτε χρησιμοποιούνταν ως ιππικό κρούσης, αφού παρά το ότι δεν έφεραν θώρακα, το μακρύ δόρυ τούς επέτρεπε να προσβάλουν τον εχθρό με μειωμένο κίνδυνο και αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας. O ρόλος της κρούσης σε όλες τις μάχες του Αλεξάνδρου είχε ανατεθεί κατά βάση στο βαρύ εταιρικό ιππικό, το οποίο ο μεγάλος στρατηλάτης οδηγούσε σε σχηματισμό σφήνας με στόχο είτε να ανοίξει κάποιο ρήγμα σε ένα σημείο – κλειδί της αντίπαλης παράταξης.
Στην Ισσό και στα Γαυγάμηλα, αυτό ήταν το σημείο όπου βρισκόταν ο Πέρσης ηγεμόνας. Είχε στόχο να το διευρύνει και να αποσαθρώσει την αντίπαλη παράταξη (όπως στο Γρανικό, με όλες τις ιδιαιτερότητες που συνεπάγεται η διάβαση ενός υδάτινου εμποδίου την ώρα της μάχης). Oι Θεσσαλοί ιππείς, που αργότερα εντάχθηκαν οργανικά στις ίλες των Εταίρων, πολεμούσαν με παρόμοιες τακτικές, σε σχηματισμό ρόμβου αντί σφήνας, αν και διακρίθηκαν ιδιαίτερα αντιμετωπίζοντας άλλους ιππείς. Oι ελαφροί πεζοί (ακοντιστές, τοξότες) είχαν επίσης πολλαπλό ρόλο. Αναλάμβαναν τη φύλαξη των πλευρών της φάλαγγας, κυρίως από το αντίπαλο ελαφρύ πεζικό.
Αντιμετώπιζαν έκτακτες απειλές (άρματα, ελέφαντες κ.ά.) και φρόντιζαν να δημιουργούν προβλήματα στην αντίπαλη παράταξη με τη βροχή των ακοντίων και βελών που εξαπέλυαν πριν από την εμπλοκή της κύριας παράταξης στη μάχη. H καινοτομία που εισήγαγε ο Αλέξανδρος στη χρήση του ελαφρού πεζικού ήταν ο υποστηρικτικός ρόλος του κατά τη διάρκεια της εμπλοκής των βαρύτερων δυνάμεων. Tο πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα το έχουμε από τη μάχη του Γρανικού, όπου οι εκλεκτότερες δυνάμεις “ψιλών”, οι Αγριάννες και οι Κρήτες, παρείχαν άμεση υποστήριξη στους Εταίρους την ώρα που οι τελευταίοι ορμούσαν κατά του Περσικού κέντρου.
Έτσι, ο ρόλος του ελαφρού πεζικού στο στρατό του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου (ιδίως του δευτέρου) ήταν καθοριστικός για την εξέλιξη της μάχης, ξεφεύγοντας από το δευτερεύοντα ρόλο που ο οπλιτικός ρόλος μάχης είχε επιβάλει στους “ψιλούς”. Μάλιστα ο Αλέξανδρος, για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που συνεπαγόταν η χαμηλή ποιότητα των ακροβολιστών και τοξοτών που είχε στη διάθεσή του, συμπεριέλαβε στο στράτευμά του μισθοφόρους (Κρήτες τοξότες, Ρόδιους σφενδονήτες, μισθοφόρους πελταστές) και συμμαχικά στρατεύματα (π.χ., Aγριάννες ακοντιστές) που κάλυπταν αυτές τις αδυναμίες και του προσέφεραν ένα τρομερά αποτελεσματικό εργαλείο για να διαμορφώσει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για την έκβαση της μάχης.
Αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία σε συνδυασμό με τις τακτικές, σχημάτιζαν την πιο αποτελεσματική πολεμική μηχανή που εμφανίστηκε στον αρχαίο κόσμο. Ωστόσο, η διοίκηση και ο συντονισμός όλων αυτών ήταν έργο εξαιρετικά απαιτητικό. O στρατηγός που θα το αναλάμβανε θα έπρεπε να ήταν ευφυέστατος, με οξεία αντίληψη στα ζητήματα τακτικών μάχης. H έλλειψη τέτοιων ικανών ηγετών ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στην απαξίωση της φάλαγγας αργότερα και στις τραγικές ήττες των στρατών της Ελληνιστικής περιόδου από πιο ευέλικτους σχηματισμούς (Ρωμαίοι, Πάρθοι κ.ά.).
Αλλά τον καιρό του Φιλίππου, η παρακμή της φάλαγγας ήταν ακόμη πολύ μακριά – για την ώρα, οι φαλαγγίτες με τη βοήθεια των Εταίρων και των υπόλοιπων πολεμιστών του Μακεδονικού στρατού έφερναν μία νέα δυναμική στις τακτικές του πολέμου και μπορούσαν να κατατροπώνουν κάθε αντίπαλό τους. Ένα ιδιαίτερα σημαντικό χαρακτηριστικό της φάλαγγας στην εποχή των Φιλίππου και Αλεξάνδρου είναι το ότι οι πεζέταιροι αποδείχθηκαν ικανοί να επιχειρούν σε μία μεγάλη ποικιλία εδαφών, ακόμη και σε εδάφη εντελώς ακατάλληλα για την τυπική παράταξη της φάλαγγας και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Αυτό έγινε δυνατό με την εκπαίδευση των οπλιτών που τους έκανε ικανούς τόσο για μάχη εκ παρατάξεως όσο και για οποιαδήποτε άλλη περίσταση, καθώς και με τη χορήγηση επιπλέον οπλισμού (λ.χ., ακοντίων) που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν, αν οι εδαφικές και άλλες συνθήκες δεν επέτρεπαν το σχηματισμό παράταξης. Πέραν των “παραδοσιακών” όπλων (πεζικό, ιππικό) που διέθετε το στράτευμα του Φιλίππου, ο ιδιοφυής Μακεδόνας υιοθέτησε τις περισσότερες από τις τεχνολογικές καινοτομίες που εισήχθησαν στα πεδία των μαχών είτε στην κυρίως Ελλάδα είτε στις συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων της Ιταλίας. Oι καινοτομίες αυτές αφορούσαν κυρίως στις πολιορκητικές μηχανές.
Oι πρώτοι καταπέλτες και γαστραφέτες είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί στη Σικελία από τα στρατεύματα του Διονυσίου των Συρακουσών, στις πολιορκίες των καρχηδονιακών πόλεων που υπήρχαν στο νησί. Αυτές οι καινοτομίες μεταφέρθηκαν και στην κυρίως Ελλάδα και βελτιώθηκαν σημαντικά. Έχοντας εξασφαλίσει τους οικονομικούς πόρους, ο Φίλιππος έσπευσε να προσλάβει τους ικανότερους μηχανικούς του Ελληνικού κόσμου για να κατασκευάσουν για το στρατό του τα “μάγγανά” τους.
Ήταν η πρώτη φορά που ένας στρατός έκανε τόσο εκτεταμένη χρήση πολιορκητικών μηχανών, ξεκινώντας έτσι μία διαδικασία που θα κορυφωνόταν στους στρατούς των διαδόχων, όταν εμφανίστηκαν οι επιβλητικές ελεπόλεις και άλλοι περίπλοκοι και εντυπωσιακοί πολιορκητικοί μηχανισμοί σχεδιασμένοι για την εκπόρθηση των ισχυρότερα τειχισμένων πόλεων. H κληρονομιά που άφησαν οι Έλληνες ηγεμόνες του πρώτου μισού του 4ου αιώνα στις τακτικές του πολέμου συνδυάστηκε ιδανικά με τη στρατιωτική ιδιοφυΐα του Φιλίππου, δημιουργώντας έναν επαναστατικό τρόπο διεξαγωγής των μαχών. O Φίλιππος έβαλε τέρμα στις ατέλειωτες εκατέρωθεν ωθήσεις μέχρι η αντίπαλη φάλαγγα να υποχωρήσει.
Όπως γράφει, έμπλεος θαυμασμού για τον μεγάλο Μακεδόνα, ο Βίκτωρ Ντέηβις Χάνσον (Victor Davis Hanson), “ο συγχρονισμός πεζικού και ιππικού υπήρξε μία νέα εξέλιξη στην ιστορία της διεξαγωγής πολέμου στη Δύση και ήταν σχεδιασμένος ώστε να καθιστά περιττή την αριθμητική υπεροχή. Oι μάχες του Φιλίππου δεν ήταν παρατεταμένες αναμετρήσεις της ικανότητας απώθησης της μίας ή της άλλης φάλαγγας, αλλά αιφνίδιες Ναπολεόντειες επιθέσεις σε συγκεκριμένα σημεία της εχθρικής παράταξης, που τσακίζονταν μαζί με το ηθικό των αντιπάλων”. Βεβαίως ο Χάνσον ξεχνά τον Επαμεινώνδα, αλλά σε γενικές γραμμές έχει δίκιο.
H μεγάλη αποτελεσματικότητα της φάλαγγας στην εξολόθρευση της εχθρικής δύναμης θα έφθανε στο απόγειό της την εποχή του Αλεξάνδρου, ο οποίος χρησιμοποίησε αυτή την ακατανίκητη πολεμική μηχανή για να συντρίψει τους αντιπάλους του.
Η Εξέλιξη της Φάλαγγας
Μετά την εποχή του Αλεξάνδρου, η Μακεδονική φάλαγγα μπήκε σε μία φάση αλλαγών που υπαγορεύονταν από τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στον Ελληνιστικό κόσμο. Kατά την περίοδο αυτή διαπιστώνεται μία σαφής πτώση της μαχητικής ικανότητας των πεζέταιρων, που προήλθε κυρίως από την ανάγκη ένταξης όλο και περισσότερων ανδρών στους στρατούς των διαδόχων του Αλεξάνδρου, οι οποίοι επί μία εικοσαετία πολεμούσαν αλλήλους στην προσπάθειά τους να κερδίσουν μεγαλύτερο μερίδιο από την αχανή αυτοκρατορία που δημιούργησε ο Αλέξανδρος.
Στους Ελληνιστικούς στρατούς -πλην Μακεδονίας- η φάλαγγα των σαρισοφόρων κατείχε σημαντική θέση, αλλά πλαισιωνόταν από ένα πολυάριθμο και ετερόκλητο πλήθος πολλών διαφορετικών λαών και στρατιωτικών μονάδων. Ειδικά οι στρατοί των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων ήταν ένα μωσαϊκό από πολλές φυλές και ανομοιογενείς στρατιωτικές μονάδες, που ελάχιστη σχέση είχαν με τους στρατούς του Αλεξάνδρου και του Φιλίππου. Ωστόσο η ίδια η φάλαγγα είχε εξελιχθεί διαφορετικά.
H υιοθέτηση βαρύτερων και μακρύτερων σαρισών (κάποια στιγμή ξεπέρασαν τα επτά μέτρα) και θωράκισης για τους φαλαγγίτες (συνήθως αλυσιδωτοί θώρακες, που είχαν γίνει δημοφιλείς και στην Ελληνιστική ανατολή την εποχή αυτή) είχε καταστήσει τη φάλαγγα πιο δυσκίνητη. H εγκατάλειψη της κάθετης διοικητικής δομής που υπήρχε στους στρατούς της Μακεδονίας, συντέλεσε ακόμη περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση. Ακόμη και στο βασίλειο των Αντιγονιδών, που περιλάμβανε τη Μακεδονία, η φάλαγγα είχε πέσει σε παρακμή.
Μάλιστα, η διοικητική δομή του στρατεύματος είχε απλοποιηθεί σε υπέρμετρο βαθμό, αφού ουσιαστικά η μόνη διαφοροποίηση στις μονάδες που αναφέρουν οι πηγές είναι αυτή στα δύο “κέρατα”, των Αργυράσπιδων και των Χρυσάσπιδων. Αντίθετα όμως με τα Ελληνιστικά βασίλεια όπου υπήρχε τουλάχιστον αξιόλογο ιππικό (ιδιαίτερα στο στρατό των Σελευκιδών), στη Μακεδονία οι καλοί ιππείς ήταν πολύ λίγοι και οι τακτικές μάχης περιστρέφονταν γύρω από την ικανότητα της φάλαγγας να κατανικά την αντίπαλη παράταξη προσβάλλοντάς την μετωπικά. Aυτό βεβαίως ήταν δύσκολο σε περιπτώσεις που απέναντι στη φάλαγγα παρατασσόταν ένας κινητικός στρατός, όπως οι Pωμαίοι.
Η Φάλαγγα στη Μάχη
H πρώτη εντυπωσιακή επίδειξη των δυνατοτήτων του νέου στρατιωτικού συστήματος και μάλιστα σε αντιπαράθεση με τον πρόγονό της, την οπλιτική φάλαγγα, έγινε στη μάχη της Χαιρώνειας. H μάχη αυτή ήταν μία τρανή απόδειξη όχι μόνο της στρατιωτικής ιδιοφυΐας του Φιλίππου, αλλά και της υπεροχής του συστήματος συνδυασμένων όπλων που είχε υιοθετήσει. Για πρώτη φορά στις μάχες του Μακεδόνα βασιλιά, το σώμα που θα έκρινε τη μάχη ήταν το ιππικό των Εταίρων. Οδηγούμενο από το νεαρό γιο του, Αλέξανδρο, ήταν εκείνο που κατάφερε το αποφασιστικό χτύπημα στο στρατό των Αθηναίων και Θηβαίων.
Oι τελευταίοι, υπερέχοντας αριθμητικά, είχαν αρχικά την πρωτοβουλία, ωστόσο η εσκεμμένη υποχώρηση των υπασπιστών του Φιλίππου παρέσυρε τους Αθηναίους να επιτεθούν με ορμή, αφήνοντας έτσι εκτεθειμένους τους Θηβαίους συμμάχους τους. Oι τελευταίοι δέχτηκαν την επίθεση των Εταίρων του Αλεξάνδρου μέσα από το ρήγμα που δημιουργήθηκε και συνετρίβησαν. Tα πιο χαρακτηριστικά δείγματα της υπεροχής της φάλαγγας τα έχουμε από την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία.
Aν και όλες οι μεγάλες μάχες του Αλεξάνδρου είναι λαμπρά δείγματα της μεγάλης αποτελεσματικότητας της φάλαγγας όπως αυτή επιχειρούσε στο πλαίσιο των συνδυασμένων όπλων που είχε σχεδιάσει ο Φίλιππος και υλοποιήσει ο γιος του, αυτή που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η μάχη των Γαυγαμήλων, όπου η κλιμακωτή ανάπτυξη και εμπλοκή της φάλαγγας σε ένα πεδίο μάχης επιλεγμένο και προετοιμασμένο από τον αντίπαλο αποτελεί ένα σαφές δείγμα της στρατιωτικής ιδιοφυΐας του Αλεξάνδρου. Εκεί αναπτύχθηκε για πρώτη φορά η φάλαγγα σε αμφίστομη παράταξη. Oι μελετητές διαφωνούν για την ακριβή έννοια της έκφρασης “αμφίστομη φάλαγγα” που βρίσκουμε στις πηγές.
Πάντως, είτε επρόκειτο για φάλαγγα με τους τελευταίους ζυγούς ανεστραμμένους ώστε να αντιμετωπίσει απειλή από τα νώτα είτε για “διπλή” φάλαγγα με το δεύτερο “στρώμα” της ανεστραμμένο, ήταν μία εντυπωσιακή καινοτομία. Στη μάχη αυτή η Μακεδονική φάλαγγα έδειξε όλα τα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν, θετικά και αρνητικά. Στα αρνητικά θα πρέπει να συμπεριλάβουμε την αδυναμία να επιχειρεί αυτοτελώς, χωρίς δηλαδή την υποστήριξη της “σφύρας” του ιππικού. Κάποιες από τις αδυναμίες της φάλαγγας προσπάθησε να εξαλείψει ο Αλέξανδρος με τη δημιουργία της “μικτής φάλαγγας”, που αποτελείτο από σαρισοφόρους και τοξότες.
Αυτός ο τύπος, που ήταν σχεδιασμένος για να εκμεταλλεύεται το ανεξάντλητο ανθρώπινο δυναμικό της Περσικής Αυτοκρατορίας (καθώς οι περισσότεροι λαοί που είχε κατακτήσει ο Αλέξανδρος παρήγαγαν δεινούς τοξότες), δε φαίνεται να εξελίχθηκε περαιτέρω ούτε και να αξιοποιήθηκε σε μάχες την εποχή των διαδόχων του Αλεξάνδρου. Ιδιαίτερα εντυπωσιακές ήταν οι επιδόσεις της φάλαγγας υπό την ηγεσία ενός άλλου ιδιοφυούς Έλληνα στρατηγού, του Πύρρου.
O Πύρρος συνδύασε τον πυρήνα της φάλαγγας με τα άλλα εντυπωσιακά όπλα του, για να κατανικήσει τους Ρωμαίους σε δύο μάχες, ωστόσο η αδυναμία του να αναπληρώσει τις απώλειες των πολύτιμων φαλαγγιτών (κάτι που δείχνει ότι την εποχή του Πύρρου οι φαλαγγίτες ήταν “επαγγελματίες” μαχητές με άριστη εκπαίδευση, διότι αν δεν ίσχυε αυτό, ο Ηπειρώτης ηγεμόνας θα όπλιζε με σάρισες τους Έλληνες της νοτίου Ιταλίας και θα τους ενέτασσε στη φάλαγγα) τον οδήγησε στην ήττα σε μία τρίτη, αποφασιστική αναμέτρηση με τους Ρωμαίους και στην αποχώρησή του από την Ιταλία.
H Παρακμή
Από την εμφάνισή της και επί έναν τουλάχιστον αιώνα, η Μακεδονική φάλαγγα ήταν ακατανίκητη. Tα πρώτα σημάδια της μειωμένης αποτελεσματικότητάς της φάνηκαν κατά την εκστρατεία του Πύρρου στην Ιταλία, το 280 π.X. όταν οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν τελικά να αποκρούσουν τις επιθέσεις του Ηπειρώτη ηγεμόνα που στηρίζονταν κυρίως στην ισχύ της. Λίγες δεκαετίες αργότερα και ενώ οι Σελευκίδες άρχισαν να χάνουν εδάφη από τους Πάρθους, στην κυρίως Ελλάδα οι Ρωμαίοι, ξεθαρρεύοντας μετά την εξουδετέρωση του μεγάλου αντίπαλου τους, της Καρχηδόνας, επενέβαιναν ολοένα περισσότερο στις Ελληνικές υποθέσεις.
Tον καιρό που η Ρώμη άρχισε να ασχολείται με τα Ελληνικά ζητήματα, ήταν ήδη η κυρίαρχη δύναμη σε ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο, στη Σικελία και στην Ιβηρική, καθώς και στη B. Αφρική. Oι μόνοι στον Ελληνικό χώρο που θα μπορούσαν να ορθώσουν το ανάστημά τους απέναντι στους Ρωμαίους ήταν οι Μακεδόνες. Tο βασίλειο των Αντιγονιδών ήταν η κυρίαρχη δύναμη στον Ελληνικό χώρο και ο βασικός αντίπαλος των Ρωμαίων, αφού οι πόλεις-κράτη, παρά το ότι τον τελευταίο αιώνα έκαναν συνεχείς προσπάθειες να αποκτήσουν ενιαία ηγεσία με τη δημιουργία των συμπολιτειών, εξακολούθησαν να ταλανίζονται από την έλλειψη συνοχής και κοινών στόχων, με αποτέλεσμα κάποιοι Έλληνες να προτιμούν να συμμαχούν με τους Ρωμαίους.
H Ρωμαϊκή πολιτική του “διαίρει και βασίλευε” έφερε τελικά το 168 π.X. το Μακεδονικό στρατό αντιμέτωπο με τους Ρωμαίους και τους Αιτωλούς συμμάχους τους στην Πύδνα. H Μακεδονική φάλαγγα συνετρίβη σε αυτήν την αναμέτρηση, στην πρώτη από τις πολλές αποτυχίες της ενάντια στις λεγεώνες της Ρώμης. Tα Ελληνιστικά βασίλεια, έχοντας στη διάθεσή τους άφθονους τοξότες – ακοντιστές και μία μεγάλη ποικιλία από “εξωτικά” όπλα (ελέφαντες, άρματα κ.λπ.) δεν φρόντισαν να εξελίξουν τη Μακεδονική φάλαγγα. Αντίθετα, με το πέρασμα των χρόνων η φάλαγγα έγινε ακόμη πιο δυσκίνητη.
Οι σάρισες έφθασαν ακόμη και τα επτά μέτρα (για να μειωθούν στη συνέχεια στα 6,5 περίπου) ενώ σε κάποιες περιπτώσεις επανεμφανίστηκε ακόμη και η τακτική της παλαιάς οπλιτικής φάλαγγας, με την ασπίδα του ενός οπλίτη να προστατεύει το διπλανό του. Και, το σημαντικότερο ίσως απ’ όλα, εγκαταλείφθηκε η εκπαίδευση των φαλαγγιτών. Mε την αλλαγή των κοινωνικών δομών σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο, που ήταν επακόλουθο των συνεχών πολέμων και της μαζικής μετανάστευσης Ελληνικών πληθυσμών στα Ελληνιστικά βασίλεια, άρχισαν σταδιακά να εγκαταλείπονται οι “στρατοί των πολιτών” και να δημιουργούνται σχεδόν πλήρως επαγγελματικοί στρατοί.
Οι οποίοι απομυζούσαν τους πόρους των πόλεων και που δεν είχαν άλλα κίνητρα για να πολεμήσουν εκτός από την είσπραξη του μισθού τους για τις υπηρεσίες που προσέφεραν. Μετά από ένα ορισμένο σημείο και ως συνέπεια των κοινωνικών αλλαγών που συντελέστηκαν κατά την Ελληνιστική περίοδο, οι τάξεις που τροφοδοτούσαν τα ιππικά σώματα στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία -τις κατεξοχήν περιοχές “παραγωγής” ιππέων υψηλής ποιότητας- αποδυναμώθηκαν και συρρικνώθηκαν. Για το λόγο αυτό, ήδη από την εποχή του A’ Μακεδονικού Πολέμου, το βασίλειο της Μακεδονίας δεν διέθετε μεγάλες δυνάμεις ιππέων και αυτοί που υπήρχαν δεν ήταν του επιπέδου στο οποίο είχαν φτάσει κατά το παρελθόν οι Εταίροι και οι Θεσσαλοί ιππείς.
Πέραν τούτων, η φάλαγγα αδυνατούσε να αποδώσει τα μέγιστα στο πλαίσιο μίας δύναμης συνδυασμένων όπλων και είχε απόλυτη ανάγκη από ευφυή ηγεσία, αντίθετα με τις Ρωμαϊκές λεγεώνες που μπορούσαν να “αρκεστούν” σε μία μέτρια ηγεσία, αρκεί να μην είχαν απέναντί τους έναν ιδιοφυή ηγέτη. O Αλέξανδρος και ο Πύρρος μεγαλούργησαν με δυνάμεις βασισμένες στη φάλαγγα, αλλά την κρίσιμη στιγμή για τον Ελληνισμό, στη σύγκρουση με τους Ρωμαίους, τέτοιοι ηγέτες δεν υπήρχαν.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΙΣΣΟΥ (333 π.Χ.)
Οι προετοιμασίες
Όταν αναλογίζεται κανείς το ασύλληπτο εύρος της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τότε τα δημογραφικά και στρατηγικά κίνητρά της καθώς και η συστηματική ιδεολογική διατύπωσή τους φαντάζουν ισχνά. Είναι ασφαλώς αλήθεια ότι η επεκτατική πολιτική της Μακεδονίας, όπως την «κληροδότησε» ο Φίλιππος Β’ στον γιο του Αλέξανδρο Γ’, αποτελούσε διέξοδο στο δημογραφικό πρόβλημα και στη δυσκολία επιβίωσης του πληθυσμού με τις περιορισμένες δυνατότητες της Μακεδονικής γης. Είναι επίσης λογικό ότι ο Μακεδονικός έλεγχος στην Ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου δεν θα μπορούσε να εδραιωθεί χωρίς την επέκτασή του στην αντίπερα όχθη.
Όταν μετά τη δολοφονία του πατέρα του Φιλίππου Β’ το 336 π.Χ. ο Αλέξανδρος ανέβηκε στον θρόνο, δεν ήταν αμύητος ούτε στην ευθύνη της εξουσίας ούτε στην τέχνη των πολεμικών συγκρούσεων. Είχε διατελέσει αντιβασιλέας το 372 π.Χ., όσο ο πατέρας του πολεμούσε στην Πέρινθο και στο Βυζάντιο, και είχε ηγηθεί της αριστερής πτέρυγας του ιππικού στη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. Μετά την ενθρόνισή του ο Αλέξανδρος επέδειξε έναν ιδιαίτερα επιτυχημένο συνδυασμό διπλωματικής ικανότητας και στρατιωτικής πυγμής απέναντι στην αποσταθεροποίηση που επέφερε ο θάνατος του Φιλίππου.
Στη μεν Αμβρακία, για παράδειγμα, αναγνώρισε την αυτονομία της, στη δε Θεσσαλία κατέφθασε αμέσως με στρατό, όπως και στη Βοιωτία. Η στρατιωτική ορμή του Αλεξάνδρου εντυπωσίασε τους Αθηναίους, οι οποίοι έστειλαν πρέσβεις να απολογηθούν για το ότι η Αθήνα δεν είχε σπεύσει νωρίτερα να αναγνωρίσει τον Μακεδόνα βασιλιά. Οι αντιπρόσωποι των Ελληνικών πόλεων το 336 π.Χ. στην Κόρινθο ανακήρυξαν τον Αλέξανδρο «στρατηγόν Αυτοκράτορα» της εκστρατείας κατά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Μόνο οι Σπαρτιάτες, διασήμως, αρνήθηκαν να στηρίξουν την απόφαση παρατηρώντας:
«Μη είναι σφίσι πάτριον ακολουθείν άλλοις, αλλ’ αυτούς άλλων εξηγείσθαι» (Δεν είναι στην παράδοσή τους να ακολουθούν τους άλλους αλλά να ηγούνται των άλλων). Στο διάστημα που προετοιμαζόταν για τη μεγάλη εκστρατεία ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα τόσο με τις απειλές των Τριβαλλών και των Γετών στα βόρεια όσο και με τη διπλωματική δραστηριότητα του Μεγάλου Βασιλέως των Περσών Δαρείου Γ’ του Κοδομανού, ο οποίος προσπαθούσε να πείσει τις Ελληνικές πόλεις να εξεγερθούν κατά της Μακεδονίας. Όσο ο Αλέξανδρος προσπαθούσε να διευθετήσει τα προβλήματα στα βόρεια σύνορά του, στην Ελλάδα διαδόθηκε η είδηση ότι σκοτώθηκε στη μάχη.
Υπό την προτροπή του Δαρείου οι Θηβαίοι πίστεψαν ότι αυτή ήταν η ευκαιρία τους να εξεγερθούν. Άλλες πόλεις, ανάμεσά τους και η Αθήνα, έστειλαν οικονομική βοήθεια και όπλα στη Θήβα. Μόλις έμαθε την είδηση της εξέγερσης ο Αλέξανδρος έσπευσε στη Θήβα. Εν τούτοις δεν επιτέθηκε αμέσως αλλά έδωσε την ευκαιρία στους Θηβαίους να «μετανοήσουν» και να ανανεώσουν τη δέσμευσή τους να μετάσχουν «της κοινής τοις Έλλησιν ειρήνης». Όταν οι Θηβαίοι αρνήθηκαν, ο Αλέξανδρος κατέπνιξε την εξέγερση με μεγάλη σκληρότητα, κατέστρεψε την πόλη -εκτός από το σπίτι του ποιητή Πινδάρου- και άφησε πίσω μόνιμη φρουρά.
Οι πόλεις που είχαν βοηθήσει τους Θηβαίους προσπάθησαν και πέτυχαν να κατευνάσουν την οργή του Μακεδόνα βασιλιά. Το φθινόπωρο του 335 π.Χ. ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη Μακεδονία και ανακάλεσε τον Παρμενίωνα από τη Μικρά Ασία όπου ήταν ως τότε. Φαίνεται ότι στην κίνηση αυτή ο Δαρείος διέβλεψε την προσωρινή τουλάχιστον απομάκρυνση του Μακεδονικού κινδύνου, οι προβλέψεις του όμως ήταν κάθε άλλο παρά ακριβείς. Όλον τον χειμώνα διήρκεσαν οι προετοιμασίες και την άνοιξη του 334 π.Χ. η στρατιά ήταν έτοιμη. Η δύναμή της δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη: 30.000 πεζοί και 5.000 ιππείς, ανάμεσά τους Μακεδόνες, άλλοι Έλληνες και μισθοφόροι.
Πυρήνας της στρατιάς ήταν η εμπειροπόλεμη Μακεδονική φάλαγγα, ενώ στις τάξεις του ιππικού ξεχώριζαν οι «εταίροι», οι Μακεδόνες ευγενείς. Η στρατιά διέθετε επίσης πολιορκητικές μηχανές και μηχανικούς, ειδικούς στην διάνοιξη λαγουμιών, καθώς και ανιχνευτές -τους λεγόμενους «βηματιστές»- οι οποίοι συγκέντρωναν πληροφορίες για τη μορφολογία του εδάφους. Ο Παρμενίων ήταν υπαρχηγός του στρατού, ενώ ο ένας γιος του, ο Φιλώτας, ήταν αρχηγός των εταίρων και ο άλλος, ο Νικάνωρ, αρχηγός των υπασπιστών.
Η οικονομική κατάσταση της Ελληνικής στρατιάς φαίνεται ότι δεν ήταν ιδιαίτερα καλή. Ο Αλέξανδρος υπολόγιζε στη νίκη, ώστε να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τα αγαθά των τόπων που θα κατακτούσε για να συντηρήσει τους άνδρες του. Αντιβασιλέα στη θέση του ο Αλέξανδρος άφησε τον Αντίπατρο, με δύναμη 12.000 πεζών και 1.500 ιππέων.
Η ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Μετά τη μάχη στον Γρανικό ποταμό ο Αλέξανδρος άρχισε να «απελευθερώνει» τις πόλεις της Μικράς Ασίας τη μία μετά την άλλη. Κατέλαβε την Έφεσο, τη Μίλητο, την Αλικαρνασσό και τις Σάρδεις, την παλαιά πρωτεύουσα των Λυδών. Στη σατραπεία της Λυδίας ο Αλέξανδρος όρισε ηγεμόνα τον αδελφό τού Παρμενίωνα Άσανδρο. Στη συνέχεια υπέταξε τη Λυκία και τη Φρυγία και στράφηκε προς το Γόρδιο, την πόλη στις όχθες του ποταμού Σαγγάριου, όπου βρίσκονταν τα ανάκτορα του βασιλιά Γορδίου, ιδρυτή της Φρυγικής δυναστείας. (Εκεί ο Αλέξανδρος έκοψε με το σπαθί του τον περίφημο «δεσμό» στην άμαξα του Γορδίου).
Παρά την επιτυχή προέλαση της Ελληνικής στρατιάς, ο Μέμνων είχε ήδη οργανώσει την αντίσταση της Περσικής Αυτοκρατορίας. Στρατηγός ικανός και θαρραλέος, ο Μέμνων είχε καταλάβει τη Χίο, ένα μεγάλο τμήμα της Λέσβου και βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με πολλά νησιά των Κυκλάδων, ενώ στα σχέδιά του βρισκόταν κατά πάσα πιθανότητα η ανάκτηση των Στενών του Ελλησπόντου, ώστε να αποτραπεί κάθε ενίσχυση της Ελληνικής στρατιάς. Ευτυχώς για τους Έλληνες ο Μέμνων πέθανε αιφνιδίως από αδιάγνωστη ασθένεια.
Οι Έλληνες ξεκίνησαν από το Γόρδιο την άνοιξη του 333 π.Χ. και πορεύθηκαν προς τη νότια Καππαδοκία. Πέρασαν την Κιλικία και στρατοπέδευσαν στη Μυρίανδρο. Η ξαφνική απώλεια του Μέμνονος είχε αφήσει τον Δαρείο εκτεθειμένο. Έπρεπε ο ίδιος να αναλάβει την οργάνωση της άμυνας, καθώς οι Έλληνες απειλούσαν πλέον την καρδιά της Αυτοκρατορίας.
ΠPOΣ THN ΙΣΣΟ
Μέχρι να φθάσει το στρατό του Δαρείου, ο Αλέξανδρος θα συναντούσε κάποιες μικρότερες προκλήσεις, που, ωστόσο, δεν ήταν ασήμαντες. Μετά τις επιτυχίες του στη Μικρασιατική ακτή, ο Αλέξανδρος βάδισε με το στρατό του, το χειμώνα του 334 π.Χ., στο Γόρδιο, βρίσκοντας στο δρόμο του τις πολεμοχαρείς φυλές της Πισιδίας. τρομεροί πολεμιστές, ανυπότακτοι και άγριοι, οι κάτοικοι της Πισιδίας ήταν πάντα ανυπότακτοι και προκαλούσαν προβλήματα στους Πέρσες. Δεν αναμενόταν ότι θα επέτρεπαν στους Έλληνες να διασχίσουν τη χώρα τους χωρίς να προβάλουν αντίσταση.
H πρώτη αντιπαράθεση με το στράτευμα του Αλέξανδρου έλαβε χώρα στην ορεινή ακρόπολη του Τηρμησσού, την οποία ο Μακεδόνας στρατηλάτης παρέκαμψε μετά τις πρώτες αψιμαχίες μεταξύ των ανδρών του και των ντόπιων. Ωστόσο, στη Σαγάλασσο, το επόμενο οχυρό των Πισιδών, δεν είχε τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Αναγκάστηκε να παρατάξει τον στρατό για μάχη, καθώς οι άγριοι ορεσίβιοι κάτοικοι της Πισιδίας ετοιμάστηκαν να τον αντιμετωπίσουν. Oι τρομεροί πολεμιστές της προέβαλαν αξιοσημείωτη αντίσταση στο πανίσχυρο πεζικό του Αλέξανδρου, ο οποίος έκρινε ότι το ιππικό του δεν μπορούσε να αποδώσει στο ορεινό έδαφος της περιοχής.
Προτίμησε να επιτεθεί ενάντια στις θέσεις των αμυνόμενων μόνο με τις τάξεις της φάλαγγας, τους υπασπιστές, τους “ψιλούς” (Μακεδόνες, Αγριάννες και Κρήτες) και τους Θράκες πελταστές. O Αλέξανδρος είχε παρατάξει το στράτευμά του με τη φάλαγγα των σαρισοφόρων στο κέντρο, τους υπασπιστές στο δεξί πλευρό, με την ενίσχυση των τοξοτών και των ακοντιστών, ενώ οι Θράκες κάλυπταν το αριστερό πλευρό της φάλαγγας. H μάχη ήταν άγρια, αλλά σύντομη και οι Πισιδιοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μαχόμενοι γενναία και αφού μάλιστα είχαν πετύχει να επιτεθούν στο ακάλυπτο πλευρό της φάλαγγας.
Ωστόσο, δεν ήταν ούτε αρκετοί ούτε αρκετά ισχυροί για να νικήσουν τον πανίσχυρο στρατό του Μακεδόνα βασιλιά. Στη Σαγάλασσο ο Αλέξανδρος είχε μαζί του μόνο το ιππικό των εταίρων, κάποιους από τους ελαφρούς ιππείς, τις τάξεις της φάλαγγας και τους υπασπιστές, καθώς και κάποιους Θράκες. Oι Nοτιο-Έλληνες σύμμαχοι ήταν με τον Παρμενίωνα, έχοντας πάρει διαφορετικό δρόμο, με στόχο να συναντήσουν τον Αλέξανδρο στο Γόρδιο, ενώ ο Πτολεμαίος, με μία δύναμη 3.000 μισθοφόρων και 200 ιππέων, βρισκόταν στην Kαρία. Δηλαδή, ο Αλέξανδρος είχε μαζί του λιγότερο από το μισό του συνολικού στρατεύματος, με δεδομένο μάλιστα ότι είχε στείλει πίσω στην Ελλάδα τους νιόπαντρους που είχε πάρει μαζί του στην εκστρατεία.
Αυτοί, υπό την διοίκηση του Κοίνου και του Μελέαγρου, βρήκαν τον υπόλοιπο στρατό στο Γόρδιο, την άνοιξη του 333 π.X. Στη συνέχεια και μέχρι την άνοιξη του 333 π.Χ., ο Αλέξανδρος προχώρησε στην κατάληψη του συνόλου της Καππαδοκίας και βάδισε στην Κιλικία. Tα γεγονότα στο Αιγαίο τον ίδιο καιρό, όπου, παρά το θάνατο του αξιολογότερου στρατηγού του Δαρείου, του Ρόδιου Μέμνονα, οι Πέρσες είχαν καταφέρει να καταλάβουν τη Μυτιλήνη, τη Xίο και την Τένεδο, έδειχναν ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν δύσκολα για τον Αλέξανδρο, που έπρεπε να ολοκληρώσει την κατάληψη όλων των σημαντικών λιμανιών των Περσών.
Προσωρινά και για να αποφευχθούν τα χειρότερα, έστειλε σημαντικές οικονομικές ενισχύσεις στον Αντίπατρο και ανάλογα ποσά στον Ηγέλοχο, για να συγκροτήσουν στόλο που θα μπορούσε να καθυστερήσει την πρόοδο των Περσών έως ότου τελεσφορήσει το στρατηγικό σχέδιό του στην Ασία. Κεντρικό σημείο σε αυτό το σχέδιο είχε η αντιμετώπιση του Δαρείου και του στρατού του – ο Αλέξανδρος είχε ήδη ενημερωθεί ότι ο Μεγάλος Βασιλιάς συγκέντρωσε το στρατό του και βάδιζε εναντίον του. H στρατολογία του Δαρείου ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 333 π.X. και οι δυνάμεις που είχε συγκεντρώσει, ήταν κολοσσιαίες.
Oι πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις των αρχαίων συγγραφέων μιλούν για 110.000 άνδρες (κάποιοι τους ανεβάζουν στις 600.000), ενώ οι περισσότερες σύγχρονες εκτιμήσεις μιλούν για 100.000 έως 150.000 άνδρες. Για να εξασφαλίσει ότι δεν θα αιφνιδιαστεί, ο Αλέξανδρος απέστειλε τον Παρμενίωνα με σημαντικές δυνάμεις για να καταλάβει τα περάσματα του Αμανού και ο ίδιος ασχολήθηκε με την ειρήνευση της Κιλικίας και την υποταγή όσων ντόπιων δεν τον είχαν δεχτεί ως το νέο ηγεμόνα τους. Ενόσω βρισκόταν εκεί, ολοκληρώθηκαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Δυτική Μικρά Aσία, φέρνοντας στο Ελληνικό στρατόπεδο και τα τελευταία Περσικά ερείσματα στην ηπειρωτική χώρα.
Tα νέα ήταν καλά και από το Αιγαίο, αφού ο νεότευκτος στόλος είχε αποτρέψει την κατάληψη των Κυκλάδων. Πληροφορούμενος ότι ο Δαρείος έχει στρατοπεδεύσει στους Σώχους, συγκέντρωσε το στράτευμα και άρχισε να κινείται για να τον συναντήσει. Επέλεξε, όπως ήταν φυσικό, τις παραλιακές διαβάσεις που του εξασφάλιζαν ταχύτερη κίνηση προς την πεδιάδα της Συρίας. Όμως, ο Δαρείος είχε ήδη ξεκινήσει από τη συριακή πεδιάδα και, μέσω των ορεινών περασμάτων του Aμανού, σκόπευε να κινηθεί στην Κιλικία και να αιφνιδιάσει τον Αλέξανδρο.
Αυτή ήταν μία από τις ελάχιστες στρατηγικές νίκες των Περσών – ο πλήρης αιφνιδιασμός του Αλέξανδρου όταν διαπίστωσε ότι ο Δαρείος, με το σύνολο της πανίσχυρης στρατιάς που είχε συγκροτήσει, δεν είχε προτιμήσει να παραμείνει στη Συρία, στις ανοιχτές πεδιάδες της οποίας θα μπορούσε να εμπλέξει τους Έλληνες υπό τις ευμενέστερες γι’ αυτόν συνθήκες, αλλά προτίμησε να κινηθεί προς την ημιορεινή και δύσβατη Κιλίμια, για να συναντήσει τον αντίπαλό του. Καθώς οι Έλληνες κινούνταν από τις παράλιες διαβάσεις, ο Δαρείος χρησιμοποιούσε τα βορειοανατολικά περάσματα που πλέον είχαν εκκενωθεί από τους άνδρες του Παρμενίωνα.
Έμειναν πίσω μόνο μικρές φρουρές, οι οποίες εξεπλάγησαν, βλέποντας την τεράστια Περσική στρατιά να κινείται εναντίον τους και απλώς διέφυγαν και έσπευσαν να ενημερώσουν τον Αλέξανδρο, για να εισέλθει στην Kιλικία. Παραμένει άγνωστο αν ο Δαρείος είχε ενημερωθεί για την κίνηση του Αλέξανδρου, ωστόσο, κάτι τέτοιο θεωρείται πιθανό. Επρόκειτο για σημαντικό στρατηγικό αιφνιδιασμό, που έφερε σε αμηχανία το Μακεδόνα στρατηλάτη. Πριν ενημερωθεί για την πορεία του Δαρείου, ο Αλέξανδρος είχε καταλάβει την παραλιακή πόλη της Ισσού, όπου άφησε τους αρρώστους και τους τραυματίες του στρατεύματός του.
O Αλέξανδρος συνέχισε την προς Νότο κίνησή του και την επομένη ο Δαρείος, κινούμενος στα νώτα του, έφθασε στην Ισσό και την κατέλαβε, εξοντώνοντας την πλειονότητα των τραυματιών και ασθενών που είχε αφήσει εκεί ο Αλέξανδρος. Ήδη τα νέα για την κίνηση του Δαρείου στα μετόπισθέν του είχαν φθάσει στο Μακεδόνα στρατηλάτη. Ενδεικτικό της έκπληξης που του προκάλεσαν, ήταν ότι αρχικά αρνήθηκε να πιστέψει ότι ο Δαρείος βρισκόταν όντως πίσω του και θεώρησε την σχετική πληροφορία ως παραπλανητική. Ωστόσο, μία από θαλάσσης αναγνώριση τον διαβεβαίωσε ότι όντως η Αυτοκρατορική στρατιά κινούνταν παραλιακά και πίσω του.
Oι μοίρες είχαν παίξει ένα άσχημο παιχνίδι στο γιο του Φιλίππου, που όμως, πλέον ήταν αποφασισμένος να αδράξει την ευκαιρία, για να πετύχει τη μεγάλη νίκη που θεωρούσε ότι θα του έδινε την Αυτοκρατορία. Αυτό που ήθελε ο Αλέξανδρος ήταν ο ίδιος ο Δαρείος, η κεφαλή της Αυτοκρατορίας. O τίτλος του βασιλιά των βασιλέων ήταν προσωποπαγής και πιθανή εξόντωση του Δαρείου θα έδινε την αυτοκρατορία “στο πιάτο” στο φιλόδοξο Μακεδόνα. Για το λόγο αυτό και καθώς ο Αλέξανδρος αναζητούσε εναγωνίως τον περσικό στρατό για να τον εμπλέξει, ακόμη και αυτή η τρομερή αναποδιά (το ότι ξεγελάστηκε από τους Πέρσες) εκλήφθηκε από τον Αλέξανδρο ως εύνοια της τύχης.
ΠPOETOIMAΣIEΣ KAI MAXH
H αλήθεια είναι ότι ο Δαρείος, στην αγωνία του να αιφνιδιάσει τον στρατό του Αλέξανδρου και να τον εμπλέξει με τους δικούς του όρους, είχε διαπράξει ένα κολοσσιαίο σφάλμα. Aκόμη και αν δεχτούμε τις “χαμηλές” εκτιμήσεις για τους αριθμούς των Περσών, ο Δαρείος είχε τουλάχιστον 120.000 – 150.000 άνδρες, 3 έως 5 φορές περισσότερους από τους Έλληνες. Καίτοι το στράτευμα του Δαρείου ήταν ελαφρύτερο και κινητικότερο (με μεγάλο αριθμό ιππέων και ελαφρών πεζών), πιθανή εμπλοκή του με τον Αλέξανδρο στην ανοιχτή πεδιάδα της Συρίας θα προσέδιδε στους Πέρσες ένα αποφασιστικό τακτικό πλεονέκτημα.
Αντίθετα, στην περιοχή όπου τρόπον τινά “επέλεξε” ο Δαρείος για να αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο, στη στενή παράλια πεδιάδα της Συρίας, τα πλεονεκτήματά του εξανεμίζοταν και το ογκώδες στράτευμά του θα έπρεπε να αντιμετωπίσει σε χώρο που δεν επέτρεπε την πλήρη ανάπτυξή του, ένα στράτευμα απείρως φονικότερο και “βαρύ”. Τελικά, το άσχημο παιχνίδι της μοίρας είχε και τη θετική πλευρά του – ο Δαρείος θα έδινε μάχη σε μία περιοχή που θα ευνοούσε αφάνταστα τους Έλληνες.
O Δαρείος είχε συγκεντρώσει μία πολύχρωμη στρατιά, τυπική για τις Αυτοκρατορικές δυνάμεις των Αχαιμενιδών, όπου όλοι οι λαοί πολεμούσαν βάσει των εθνικών και φυλετικών προτύπων τους και με τα όπλα που έφερναν μαζί τους, εκτός από τους Πέρσες, τους Μήδους και τους υπόλοιπους (λίγους) Ιρανογενείς που αποτελούσαν τον τακτικό στρατό, τη Σπάντα, οι οποίοι είχαν λίγο έως πολύ τυποποιημένο οπλισμό και τακτικές. Oι αναλυτικές καταγραφές της δύναμής του σπανίζουν στην αρχαία γραμματεία και υπάρχει επί της ουσίας μόνο εκείνη του Κούρτιου Ρούφου, που ανεβάζει τον αριθμό της Περσικής στρατιάς στους 312.000 άνδρες.
H χαμηλότερη εκτίμηση ανήκει στον Πλούταρχο, που μιλάει για 110.000 άνδρες, ενώ οι εκτιμήσεις του Αρριανού (600.000), του Διόδωρου (πλέον των 500.000) και του Ιουστίνου (500.000) είναι σαφώς μεγαλύτερες. Aπ’ όλες αυτές τις εκτιμήσεις, η ρεαλιστικότερη μοιάζει να είναι εκείνη του Πλούταρχου, με δεδομένο ότι το στράτευμα του Δαρείου κινήθηκε ταχύτατα και πέρασε τον Aμανό, κάτι που θα ήταν μάλλον απίθανο αν βρισκόταν σε μία τάξη μεγεθών όπως εκείνη που υπονοούν ο Αρριανός και ο Διόδωρος.
Ωστόσο, αυτό το στράτευμα ήταν υπερτριπλάσιο εκείνου που είχε ο Αλέξανδρος στη διάθεσή του, που είχε διαθέσει δυνάμεις τόσο στην Kαρία όσο και σε φρουρές κατά μήκος της διαδρομής που ακολούθησε έως την Κιλικία. Aν ο Αχαιμενίδης ηγεμόνας κατόρθωνε να αναπτύξει πλήρως το στράτευμά του σε μία πεδιάδα με επαρκές πλάτος, που θα επέτρεπε και εκμετάλλευση του κινητικού ιππικού του, θα είχε αποκτήσει ένα αποφασιστικό τακτικό πλεονέκτημα, αφού τα άκρα του θα υπερκέραζαν τα άκρα της παράταξης του Αλέξανδρου.
Όμως, στην πεδιάδα της Ισσού το σύνολο του περσικού στρατεύματος δεν μπορούσε να αναπτυχθεί και ο Δαρείος αναγκάστηκε να δημιουργήσει μία βαθιά παράταξη, ενώ απέσπασε τους Κάρδακες και τους τοποθέτησε στις υπώρειες των λόφων, για να απειλήσουν το δεξί πλευρό της στρατιάς των Ελλήνων. O Δαρείος τοποθέτησε στο δικό του δεξί πλευρό το σύνολο σχεδόν του βαρέος ιππικού του, ενώ οι καλύτεροι στρατιώτες του, οι Έλληνες μισθοφόροι οπλίτες, τοποθετήθηκαν στο κέντρο της παράταξης, όπου βρισκόταν και ο ίδιος. Καθώς προσέγγιζε τη θέση όπου κινούνταν οι Περσικές δυνάμεις, όπως τον ενημέρωναν πλέον οι προκεχωρημένοι ανιχνευτές του και τα τμήματα των προφυλακών, ο Αλέξανδρος ανέπτυσσε τη δύναμή του σε διάταξη μάχης, εν κινήσει.
Πρόκειται για άλλον έναν εντυπωσιακό ελιγμό που δείχνει τη φονική αποτελεσματικότητα του επαγγελματικού στρατού που είχαν σφυρηλατήσει ο Φίλιππος, ο Αλέξανδρος και η χιλιόχρονη Ελληνική πολεμική παράδοση. Φθάνοντας στον ποταμό Πίναρο και στις θέσεις των Περσών, ο στρατός βρισκόταν σε πλήρη παράταξη μάχης. Στο δεξί κέρας βρισκόταν το άγημα του πεζικού και οι υπασπιστές, υπό την διοίκηση του Nικάνορα (ενός από τους γιους του Παρμενίωνα) και ακριβώς δίπλα τους οι τάξεις της φάλαγγας του Kοίνου και του Περδίκκα.
O Αρριανός παραδίδει επίσης την παράταξη των υπόλοιπων τριών τάξεων της φάλαγγας που, από τα αριστερά προς τα δεξιά (καλύπτοντας, όπως λέει, το αριστερό κέρας), ήταν του Αμύντα, του Πτολεμαίου και του Μελέαγρου. Tο πεζικό της αριστερής πτέρυγας διοικούνταν από τον Κρατερό, ωστόσο, ο Παρμενίων είχε το γενικό πρόσταγμα στο αριστερό κέρας, όπως γινόταν συνήθως (ο ίδιος ο Αλέξανδρος είχε την διοίκηση του δεξιού κέρατος). Εκατέρωθεν του βαρέος πεζικού είχε τοποθετηθεί το ιππικό του Αλέξανδρου, το οποίο ετοιμάστηκε για μία επική ιππομαχία με το αντίστοιχο των Περσών, αφού στην Ισσό ήταν παραταγμένος ο ανθός της Περσικής και Μηδικής ιπποσύνης, οι καλύτεροι ιππείς του κόσμου με παράδοση σχεδόν τριών αιώνων.
Eκ της παρατάξεως αυτής, συμπεραίνουμε ότι ο Δαρείος είχε ως στόχο να εφαρμόσει ένα απλό, αλλά έξυπνο σχέδιο: σκόπευε να κρίνει τη μάχη στο Ελληνικό αριστερό, απέναντι από το οποίο είχε τοποθετήσει συντριπτικές ιππικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, σκόπευε να καθηλώσει με την έφοδο των πολυάριθμων Ελλήνων μισθοφόρων (στους 30.000 τους ανεβάζουν κάποιες πηγές, το πιθανότερο ήταν να είναι περί τους 10.000) οπλιτών το κέντρο του στρατού του Αλέξανδρου, ενώ οι Κάρδακες πεζοί, που βρίσκονταν στο δεξί, απλώς έπρεπε να συγκρατήσουν την ελληνική έφοδο.
Εφόσον επικρατούσαν οι ιππείς των Περσών (κάτι που συν τω χρόνω ήταν αναπόφευκτο, έστω και μόνο λόγω της αδιαμφισβήτητης αριθμητικής υπεροχής τους) επί των Ελλήνων και οι μισθοφόροι του κέντρου είχαν κρατήσει τους απέναντί τους φαλαγγίτες, το Περσικό ιππικό θα πλαγιοκοπούσε την Ελληνική παράταξη και θα τη διέλυε. Hταν ένα σχέδιο λογικό, που, όμως, χρειαζόταν τη “συνεργασία” του Αλέξανδρου. O θυελλώδης Έλληνας στρατηλάτης ήταν χαρακτηριστικά απρόθυμος, όμως, να “συνεργαστεί” με το σχέδιο μάχης οποιουδήποτε αντιπάλου – είχε τα δικά του σχέδια.
Mε δεδομένη την υπεροχή του Περσικού ιππικού, το θέμα ήταν πόσο θα αντέξει το Ελληνικό αριστερό και πόσο εύκολα θα δημιουργούνταν στην περσική παράταξη το ρήγμα που αποζητούσε ο Αλέξανδρος, για να οδηγήσει τους εταίρους του κοντά στον ίδιο τον Πέρση μονάρχη – το “μεγάλο έπαθλο” αυτής της μάχης. Για να αποκτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να απομακρύνει τον άμεσο κίνδυνο που παρουσίαζαν οι Κάρδακες που βρίσκονταν μπροστά στο δεξί κέρας των Ελλήνων, ο Αλέξανδρος επέλεξε μία γρήγορη εναρκτήρια επίθεση.
Οι υπασπιστές και το άγημα, με τον ίδιο επικεφαλής, επιτέθηκαν (πεζή) στους Κάρδακες, για να απομακρύνουν τον κίνδυνο από τα ημιορεινά του Ελληνικού δεξιού και να εκθέσουν την παράταξη των Περσών. Στην αντίθετη πλευρά, στο αριστερό κέρας της Ελληνικής παράταξης, η μεγάλη μάζα των Ελλήνων ιππέων δέχτηκε την ορμητική έφοδο του Αυτοκρατορικού ιππικού, που είχε στο σημείο αυτό δύναμη 10.000 εκλεκτών ιππέων. Πραγματικά, η έφοδος του Περσικού ιππικού κλόνισε το αριστερό κέρας του Ελληνικού στρατού. O Αλέξανδρος συνέχιζε με την εφαρμογή του αρχικού σχεδίου του, που ήταν να δημιουργήσει ένα ρήγμα στην Περσική παράταξη και με μία αποφασιστική έφοδο των εταίρων να κερδίσει τη μάχη.
Ωστόσο, πάνω στη μάχη, το ρήγμα δημιουργήθηκε στη δική του παράταξη, όταν το δεξί κέρας στράφηκε για να ακολουθήσει την έφοδο του ιππικού, ενώ το αριστερό είχε καθηλωθεί από τις ισχυρές Περσικές δυνάμεις που είχε απέναντι του. Στο ρήγμα αυτό ξεχύθηκαν οι Έλληνες μισθοφόροι του Δαρείου, απειλώντας να διαλύσουν τη συνοχή του στρατεύματος του Αλέξανδρου. Ήταν μία κρίσιμη στιγμή, στην οποία ο Αλέξανδρος χρειάστηκε να σκεφτεί ταχύτατα και να δράσει με μεγάλη τακτική ευφυΐα. Αρχικά, απέστειλε σώματα ελαφρών πεζών στο δοκιμαζόμενο αριστερό κέρας, ώστε να βοηθήσουν τους ιππείς του που πολεμούσαν σε αναλογία 1 προς 4 με τους Πέρσες και αντιμετώπιζαν το φάσμα της ήττας.
Αναθαρρημένοι οι Έλληνες, αρχίζουν να πιέζουν τους Πέρσες και ο Αλέξανδρος, που πλέον έχει επανέλθει στη γνώριμη θέση του, στην κεφαλή του αγήματος των εταίρων, εκμεταλλεύεται το κενό που είχε ανοίξει η έφοδος των Ελλήνων μισθοφόρων στην ίδια την περσική παράταξη. Mε μία από τις γνωστές θυελλώδεις ορμητικές εφόδους των εταίρων, των επίλεκτων Μακεδόνων ιππεών, φθάνει κοντά στον ίδιο το Δαρείο, που με τους περισσότερους Έλληνες μισθοφόρους να προσπαθούν να διευρύνουν το ρήγμα στην αντίπαλη παράταξη, έχει μείνει μόνο με τους δικούς του σωματοφύλακες και τους Πέρσες ευγενείς που αποτελούσαν την ολιγάριθμη βασιλική φρουρά.
O Δαρείος είχε προβλέψει το ενδεχόμενο διάσπασης του αριστερού του εξαιτίας της εφόδου των Ελλήνων και της έκθεσης του κέντρου του και για το λόγο αυτό το είχε ενισχύσει με πολυάριθμους ψιλούς, ωστόσο, αυτοί φαίνεται ότι μετά από μία πρώτη αψιμαχία αποσύρθηκαν στις υπώρειες του βουνού και άφησαν εκτεθειμένη ολόκληρη την περσική παράταξη. Αποτέλεσμα ήταν να φθάσουν τα πλέον επίλεκτα σώματα των Ελλήνων κοντά στον Πέρση μονάρχη. Mία τρομερή μάχη ξεσπά γύρω από τον Δαρείο και ο Αλέξανδρος πληγώνεται στο μηρό, όμως, οι Μακεδόνες αρχίζουν να υπερισχύουν και ο Δαρείος αναγκάζεται να αποχωρήσει από τη μάχη για να σώσει τη ζωή του.
Mε τη φυγή του παρέσυρε πολλούς Πέρσες, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά το Περσικό κέντρο να αρχίσει να χάνει τη συνοχή του. Tα δύο άκρα της περσικής παράταξης, όμως, κατέρρευσαν πρώτα, αφού τα νέα για την αποχώρηση του ηγεμόνα τους διαδόθηκαν μεταξύ των ανδρών. Tο κέντρο διαλύθηκε με μία ορμητική έφοδο στα νώτα των Περσών και των Ελλήνων μισθοφόρων από τους εταίρους. Αυτό που ακολούθησε ήταν η πλήρης διάλυση του περήφανου στρατεύματος, καθώς στην καταδίωξη σκοτώθηκαν χιλιάδες ακόμη από τους άνδρες του Δαρείου. Κάποιες από τις πηγές παραδίδουν ότι στην επιστροφή τους από την καταδίωξη οι ιππείς του Αλέξανδρου πέρασαν ένα φαράγγι, πατώντας συνεχώς πάνω σε πτώματα.
ΟΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ
Στο μεταξύ ο Αλέξανδρος διέσχισε τη νότια Καππαδοκία και κατευθύνθηκε ολοταχώς προς τα περάσματα της οροσειράς του Ταύρου, ιδιαίτερα προς τις περίφημες Κιλίκιες πύλες, που άνοιγαν διάπλατα τον δρόμο προς τη Συρία. Μετά από δύσκολη πορεία στις δύσβατες πλαγιές του Ταύρου έφθασε στην πόλη Ταρσό, την οποία η περσική φρουρά, στο άκουσμα της άφιξής του, έσπευσε να εγκαταλείψει. Εκεί ο Μακεδόνας βασιλιάς αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα υγείας -πιθανώς λόγω υπερκόπωσης- το οποίο κατάφερε σύντομα να ξεπεράσει. Ανέθεσε στον Παρμενίωνα τη φρούρηση των στενών μεταξύ Κιλικίας και Συρίας και ο ίδιος έφθασε στην πόλη Σόλους.
Εξορμώντας από εκεί πραγματοποίησε μια ολιγοήμερη εκκαθαριστική επιχείρηση εναντίον κάποιων ορεσίβιων φυλών της Κιλικίας και στη συνέχεια επέστρεψε στους Σόλους, όπου πληροφορήθηκε πως ο Πτολεμαίος είχε εκπορθήσει την ακρόπολη της Αλικαρνασσού, προκαλώντας μάλιστα βαρύτατες απώλειες στον εχθρό. Τότε ο Αλέξανδρος οργάνωσε λαμπρούς γυμνικούς και μουσικούς αγώνες και στη συνέχεια προχώρησε στη Μαλλό, μια ιστορική πόλη που ήταν παλαιά αποικία του Αργους. Ο Δαρείος, ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει στην πεδιάδα των Σώχων, αδημονούσε να αναμετρηθεί με τον Αλέξανδρο αλλά ο στρατός του αντιπάλου του δεν φαινόταν στον ορίζοντα.
Η δύσκολη διάβαση του Ταύρου, οι επιχειρήσεις στην Κιλικία και η ασθένεια του Αλέξανδρου στην Ταρσό είχαν καθυστερήσει συνολικά την προέλαση του Μακεδόνα στρατηλάτη, γεγονός που ερμηνεύθηκε από τον Δαρείο ως φυγομαχία. Την εκτίμηση αυτή έσπευσαν να ενισχύσουν και διάφοροι κόλακες που βρίσκονταν στο περιβάλλον του μεγάλου βασιλιά, οι οποίοι τον έπεισαν ότι ο Αλέξανδρος κωλυσιεργούσε επειδή φοβόταν να προχωρήσει σε μια νέα μετωπική αναμέτρηση με τον κύριο όγκο του Περσικού στρατού. Έτσι ο Δαρείος πήρε τη -μοιραία γιã αυτόν, όπως αποδείχθηκε- απόφαση να κινηθεί και να επιδιώξει να συναντήσει τον αντίπαλο.
Αφού έστειλε τα μη μάχιμα τμήματα και τα σκευοφόρα στη Δαμασκό, βάδισε με τον στρατό του βόρεια και προωθήθηκε προς την Κιλικία. Από την άλλη πλευρά ο Αλέξανδρος, που βρισκόταν στη Μαλλό, έλαβε την πληροφορία ότι οι περσικές δυνάμεις βρίσκονταν ανεπτυγμένες στην πεδιάδα των Σώχων. Μη γνωρίζοντας ότι ο Δαρείος είχε απομακρύνει τον στρατό του από εκεί, ο νεαρός Μακεδόνας κινήθηκε αμέσως για να αντιμετωπίσει τον εχθρό. Πέρασε τις Κιλίκιες πύλες και κατέλαβε την πόλη Ισσό, όπου άφησε τους τραυματίες του. Έπειτα προχώρησε νοτιότερα και αφού διάβηκε τις λεγόμενες Πύλες της Συρίας και της Κιλικίας στρατοπέδευσε στη Μυρίανδρο, πιθανώς κοντά στη σημερινή Αλεξανδρέττα.
Από εκεί σκόπευε να βαδίσει προς την πεδιάδα των Σώχων, όπου πίστευε ότι ήταν στρατοπεδευμένοι οι Πέρσες, και να συγκρουστεί μαζί τους. Όμως μια σφοδρή νυκτερινή καταιγίδα τον υποχρέωσε να καθυστερήσει, γεγονός που έμελλε να τον κρατήσει πολύ πιο κοντά στην πραγματική θέση του εχθρού. Η θέση αυτή δεν ήταν άλλη από τη στενή παραλιακή πεδιάδα της Ισσού, στην οποία δεν άργησε να φθάσει ο Δαρείος με τον στρατό του, έχοντας διαγράψει έναν μεγάλο κύκλο με διεύθυνση βόρεια και δυτικά γύρω από το όρος Αμανός ως τον μυχό του Ισσικού κόλπου. Οι Πέρσες κατέλαβαν την Ισσό και σκότωσαν τους Μακεδόνες τραυματίες που είχε αφήσει νωρίτερα εκεί ο Αλέξανδρος.
Η πληροφορία ότι ο εχθρός δεν βρισκόταν ανατολικά, στην πεδιάδα των Σώχων, αλλά βόρεια, στα νώτα των Μακεδόνων, δεν άργησε να φθάσει στα αυτιά του νεαρού βασιλιά. Ο Αλέξανδρος έστειλε μια τριακόντορο στην Ισσό για να ελέγξει την πληροφορία, η οποία δεν άργησε να επιβεβαιωθεί. Τα σχέδιά του ανατρέπονταν. Όμως ο δαιμόνιος Μακεδόνας γνώριζε ότι με προσοχή και σύνεση η μετακίνηση των Περσών θα μπορούσε να αποβεί γι’ αυτόν ένα ανέλπιστο δώρο. Τα ίδια τα πράγματα είχαν καταστήσει τη σύγκρουση αναπόφευκτη και ο Αλέξανδρος χωρίς χρονοτριβή συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο με τη συμμετοχή των στρατηγών, των ιλάρχων και των επικεφαλής των συμμαχικών στρατευμάτων.
Η τακτική κατάσταση ήταν λεπτή και απαιτούσε ψύχραιμους και ταχείς χειρισμούς. Το μεγάλο πλεονέκτημα ήταν ότι ο Δαρείος είχε τελικά «στριμώξει» την πολυάριθμη στρατιά του σε μια στενή πεδιάδα, αφήνοντας εκείνη των Σώχων στην οποία οι περσικές δυνάμεις είχαν πολύ μεγαλύτερο χώρο για να αναπτυχθούν. Παράλληλα όμως οι Πέρσες είχαν με την κίνησή τους αυτή αποκόψει τους Μακεδόνες από τα μετόπισθέν τους και πιθανή περαιτέρω περσική προέλαση προς τα νότια θα επιδείνωνε σοβαρά το πρόβλημα επικοινωνίας που είχε ήδη ανακύψει.
Ο Αλέξανδρος παρουσίασε στους επιτελείς του την κατάσταση και φρόντισε να τους εμψυχώσει, εξαίροντας την υπεροχή των Μακεδόνων έναντι των Περσών και επαινώντας τον καθένα από τους συμμετέχοντες για τις ανδραγαθίες του σε προηγούμενες μάχες. Τόνισε ότι οι Θεοί ήταν με το μέρος τους, αφού ώθησαν τον Δαρείο να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του σε έναν τόσο στενό χώρο, και δεν παρέλειψε να αναφερθεί ακόμα και στο κατόρθωμα των Μυρίων του Ξενοφώντα, οι οποίοι, αν και ολιγάριθμοι, πέτυχαν να επιβιώσουν μέσα στις αχανείς εχθρικές εκτάσεις της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Ο Μακεδόνας βασιλιάς πέτυχε έτσι να εμφυσήσει πνεύμα νίκης στους άνδρες του και να τους εξυψώσει το ηθικό, αφού γνώριζε καλά ότι αυτό αποτελούσε την πρώτη προϋπόθεση για τη νικηφόρα έκβαση μιας σύγκρουσης. Υπήρχαν όμως πολλά που έπρεπε να γίνουν ακόμα και ο χρόνος πίεζε πλέον ασφυκτικά. Το κυριότερο ήταν η εξασφάλιση της νότιας εισόδου της πεδιάδας της Ισσού, δηλαδή των λεγομένων Πυλών της Συρίας και της Κιλικίας, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος αποκοπής των Μακεδόνων και εγκλωβισμού τους εντός της πεδιάδας της Ισσού. Ο Αλέξανδρος δεν χρονοτρίβησε καθόλου.
Έστειλε μπροστά ομάδα ανιχνευτών και ακολούθησε ο ίδιος επικεφαλής ολόκληρου του στρατού, για να καλύψει στον συντομότερο δυνατό χρόνο την απόσταση των 12 περίπου χιλιομέτρων που τον χώριζε από τις Πύλες. Ύστερα από ολιγόωρη βραδινή πορεία ο στόχος επιτεύχθηκε. Η έγκαιρη κατάληψη της φυσικής αυτής πύλης προς την πεδιάδα της Ισσού επέτρεψε στον Αλέξανδρο να ηρεμήσει προς στιγμή, αφού τα νώτα του στρατεύματός του ενόψει της επικείμενης σύγκρουσης ήταν εξασφαλισμένα. Ο στρατός των Μακεδόνων συνέχισε την πορεία του με κατεύθυνση βόρεια βαδίζοντας «επί κέρως», δηλαδή με στενό μέτωπο και τη μία μονάδα να προχωρεί πίσω από την άλλη.
Ο Αλέξανδρος είχε διασχίσει με αντίθετη κατεύθυνση την πεδιάδα της Ισσού μόλις δύο ημέρες πριν, όταν δεν είχε ακόμα πληροφορηθεί τη νέα θέση του περσικού στρατού, κι έτσι γνώριζε ότι το Ισσικό πεδίο γινόταν βαθμιαία ευρύτερο, καθώς ο στρατός προχωρούσε προς Βορρά. Ενδιαφερόταν να φθάσει στο πιο ευρύ σημείο της πεδιάδας, όπου οι άνδρες του θα μπορούσαν να παραταχθούν με ευρύ μέτωπο για μάχη. Όσο το πεδίο διευρυνόταν το μέτωπο των Μακεδόνων αναπτυσσόταν, καθώς ο Αλέξανδρος προωθούσε μπροστά τη μια μετά την άλλη τις διάφορες μονάδες, είτε δεξιά (προς την πλευρά του βουνού), είτε αριστερά (προς τη θάλασσα).
Έτσι ο στρατός του Αλέξανδρου αναπτυσσόταν σε φάλαγγα μάχης εν κινήσει, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να συγκρουστεί με τον εχθρό, εφόσον αυτός αποφάσιζε να βαδίσει νότια επιζητώντας τη μάχη.
Τακτικές Κινήσεις πριν τη Μάχη
Στο μεταξύ πλησίαζε στην περιοχή το στράτευμα που είχε συγκροτήσει ο Δαρείος από όλες τις επικράτειες της αυτοκρατορίας. Ο Δαρείος είχε αποφασίσει αρχικά να αναθέσει την αρχηγία του εκστρατευτικού σώματος στον αξιότερο στρατηγό του. Μετά τον θάνατο του στρατηγού Χαρίδημου, ελλείψει άλλων ικανών στρατηγών, την αρχηγία ανέλαβε ο άπειρος περί τα πολεμικά Δαρείος, όπως τον περιγράφει η μακεδονική προπαγάνδα, παρότι οι τακτικές κινήσεις του έφεραν τον Αλέξανδρο προ απροόπτου πριν την τελική μάχη και τον ανάγκασαν σε ταχύτατη προέλαση της εμπροθοφυλακής του μάλλον παρά του συνόλου του στρατεύματος ως περιγράφεται.
Ο Περσικός στρατός κινήθηκε δυτικά και στρατοπέδευσε στην πεδιάδα των Σώχων, στη νότια Ασσυρία, αναμένοντας την άφιξη του Αλέξανδρου. Καθώς περνούσαν οι ημέρες και ο Αλέξανδρος δεν είχε ακόμη εμφανιστεί, ο Δαρείος συνεκτιμώντας με τους επιτελείς του ότι ο Αλέξανδρος δίσταζε, αποφάσισε να κινηθεί από την άνετη πεδιάδα στα στενά περάσματα της Κιλικίας. Μάταια προσπάθησε ο Αμύντας να μεταπείσει τον μεγάλο βασιλέα. Ο Δαρείος, εμπιστευόμενος τη γνώμη των αξιωματούχων του, σύμφωνα με την οποία οι Πέρσες θα καταπατούσαν τους Έλληνες μόνο με το ιππικό τους, εγκατέλειψε την ευρύχωρη πεδιάδα των Σώχων και κατευθύνθηκε προς την Κιλικία για να συναντήσει τον Αλέξανδρο.
Την επομένη ο στρατός του Αλέξανδρου ξεκίνησε την πορεία του. Διαβαίνοντας τις Αμανίδες πύλες, η ελληνική στρατιά έφθασε στην Ισσό. Εκεί ο Αλέξανδρος άφησε τους ασθενείς και τους τραυματίες και συνέχισε νότια, στρατοπεδεύοντας κοντά στην πόλη Μυρίανδρο. Την ίδια ώρα ο Περσικός στρατός μέσω των Αμανιδών πυλών κατόρθωσε να φθάσει στην Ισσό χωρίς να γίνει αντιληπτός. Οι Πέρσες εισήλθαν στην πόλη και εξολόθρευσαν όλους τους ασθενείς και τραυματίες Έλληνες που βρίσκονταν εκεί. Με αυτόν τον τρόπο διαμόρφωσαν και την ανάγκη διαφορετικής στρατηγικής αντιμετώπισής τους, καθώς αν γινόταν μάχη, οι Πέρσες θα ήταν αναγκασμένοι να πολεμήσουν στη στενή πεδιάδα της Ισσού, ανάμεσα στη θάλασσα και τα Αμανικά όρη.
Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο Αλέξανδρος θεώρησε την πληροφορία λανθασμένη. Για να την εξακριβώσει, έστειλε μια τριακόντορο να πλεύσει βόρεια προς την Ισσό. Οι αξιωματικοί που επέβαιναν είδαν με τα μάτια τους τα πλήθη της περσικής στρατιάς στρατοπεδευμένα κοντά στη θάλασσα, βόρεια του ποταμού Πίναρου. Μετά από την εκτέλεση της αποστολής του το πλοίο επέστρεψε και οι άνδρες του ανέφεραν στον Αλέξανδρο ό,τι είχαν δει. Βέβαιος πλέον για την ακριβή θέση στην οποία βρισκόταν ο εχθρός, ο Αλέξανδρος, συγκαλώντας τους στρατηγούς, τους ιλάρχους και τους ηγέτες των συμμάχων, τους ανήγγειλε την επερχόμενη μάχη.
Εξήγησε το λάθος του Δαρείου, που καθήλωσε τις δυνάμεις του από την ευρυχωρία της πεδιάδας των Σώχων στη στενή διάβαση, θύμισε ιδιαίτερα στους Έλληνες ότι πολεμούν για το κοινό συμφέρον της Ελλάδας ενώ οι μισθοφόροι ομογενείς τους με τον Δαρείο δόλια αγωνίζονταν, έφερε στη μνήμη όλων το κατόρθωμα των μυρίων με ηγέτη τον Ξενοφώντα, παρόλο που δε διέθετε ιππικό, ενώ τώρα ο στρατός τόσους διέθετε ιππείς Θεσσαλούς, και Βοιωτούς, και Πελοποννήσιους, και Μακεδόνες και Θράκες. Πάνω από όλα παρουσίασε τη νίκη ως αναμφισβήτητη και όλοι επικρότησαν όσα είπε.
Σφίγγοντάς του το χέρι, τον παρακάλεσαν να τους οδηγήσει αμέσως εναντίον των εχθρών. Εκείνος τους άφησε ελεύθερους, ζητώντας καλό φαγητό για τους στρατιώτες και προφυλακή ιππέων και στρατιωτών στις πύλες. Πριν αναχωρήσει από τη Μυρίανδρο οδήγησε τέρθιππο στη θάλασσα ως προσφορά στον Ποσειδώνα, πιθανώς για να αποτραπεί μια άκαιρη επέμβαση του φοινικικού στόλου.
ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑ ΔΡΑΣΗΣ
Ο χρόνος κυλούσε πλέον αντίστροφα, πριν από τη μεγάλη σύγκρουση στην πεδιάδα της Ισσού. Η Ελληνική φάλαγγα προχωρούσε ακάθεκτη έχοντας στο δεξιό κέρας τους υπασπιστές με επικεφαλής τον Νικάνορα και δίπλα του την τάξη του Κοίνου και του Περδίκκα. Αριστερά βρισκόταν ο Παρμενίων, επικεφαλής των τάξεων του Κρατερού, του Αμύντα, του Πτολεμαίου, γιου του Σέλευκου, και του Μελέαγρου. Έπονταν οι υπόλοιπες μονάδες πεζικού και ολόκληρο το ιππικό, το οποίο μόλις ο χώρος έγινε αρκετά ευρύς προωθήθηκε στο μέτωπο της παράταξης. Στο δεξιό πήραν θέση και οι εταίροι, οι Θεσσαλοί και οι σαρισοφόροι Μακεδόνες, ενώ στην αριστερή πλευρά της παράταξης έλαβαν θέση οι υπόλοιποι ιππείς από τη νότια Ελλάδα.
Με αυτή την εντυπωσιακή ανάπτυξη οι δυνάμεις του Αλέξανδρου κινούντο γοργά διασχίζοντας το Ισσικό πεδίο και όλα έδειχναν ότι μια νέα επαφή με τον κύριο όγκο του στρατού του Δαρείου ήταν επικείμενη. Πραγματικά οι δυνάμεις του μεγάλου βασιλιά δεν βρίσκονταν μακριά. Οι Πέρσες είχαν στρατοπεδεύσει σε ένα ευρύ σημείο της πεδιάδας βορείως του μικρού ποταμού Πίναρου. Αναφορικά με το μέγεθος και τη σύνθεση των Περσικών δυνάμεων οι αρχαίες πηγές δεν δίνουν ξεκάθαρη εικόνα. Ο Αρριανός υποστηρίζει ότι η συνολική περσική δύναμη ανερχόταν σε 600.000 άνδρες, ενώ ο Διόδωρος την κατεβάζει σε 500.000. Ο τελευταίος εκτιμά το ιππικό των Περσών σε 100.000, ενώ οι Αρριανός και Καλλισθένης υπολογίζουν τους ιππείς σε 30.000.
Οι περισσότερες αρχαίες πηγές συμφωνούν ότι στον στρατό του Δαρείου συμμετείχαν περίπου 30.000 Έλληνες μισθοφόροι οπλίτες. Όλοι αυτοί οι αριθμοί δεν είναι εξακριβωμένοι και ίσως εμπεριέχουν δόση υπερβολής. Το βέβαιο όμως είναι ότι η στρατιά του Δαρείου ήταν εντυπωσιακή σε όγκο και οπωσδήποτε διέθετε συντριπτική αριθμητική υπεροχή έναντι των Ελληνικών δυνάμεων. Μόλις ο Δαρείος πληροφορήθηκε ότι οι Μακεδόνες πλησίαζαν, διέταξε μια εμπροσθοφυλακή 30.000 ιππέων και 20.000 ψιλών να διαβεί τον ποταμό, ώστε να υπάρξει η αναγκαία κάλυψη για την απρόσκοπτη ανάπτυξη των υπολοίπων δυνάμεων κατά μήκος του ποταμού.
Η απόσταση σε εκείνο το σημείο ανάμεσα στους πρόποδες του βουνού και στη θάλασσα ήταν, κατά τον Καλλισθένη, 14 στάδια, δηλαδή περίπου 2.600 μέτρα. Αυτό ήταν και το μέγιστο πλάτος στο οποίο μπορούσε να αναπτυχθεί το μέτωπο των περσικών δυνάμεων – φυσικά δεν «χωρούσαν» όλες οι μονάδες των Περσών στη γραμμή του μετώπου. Γι’ αυτό ο Δαρείος προχώρησε σε επιλογή τοποθετώντας στην πρώτη γραμμή τις πλέον αξιόμαχες μονάδες του στρατού του. Πιο συγκεκριμένα, την αριστερή πτέρυγα της περσικής παράταξης κάλυψαν 30.000 Κάρδακες, τους οποίους ο Αρριανός αναφέρει ως οπλίτες, ενώ ο Καλλισθένης ως πελταστές.
Δεξιά τους πήραν θέση 30.000 Έλληνες μισθοφόροι με επικεφαλής τον Αμύντα, τον Θυμώνδα, τον Αριστομήδη και τον Βιάνορα. Πιο δεξιά, προς την πλευρά της παραλίας, τοποθετήθηκαν άλλες 30.000 Κάρδακες. Σε μικρή απόσταση πίσω από τους Έλληνες μισθοφόρους και τους Κάρδακες ακολουθούσε ο υπόλοιπος όγκος του στρατού, που αποτελείτο κυρίως από Ασιατικής προέλευσης στρατεύματα με ελαφρύ οπλισμό. Εκτός από αυτή την κύρια παράταξη ο Δαρείος φρόντισε να στείλει και μια δύναμη 20.000 ανδρών, πιθανότατα ελαφρού πεζικού.
Αριστερά στους πρόποδες του βουνού και νότια του ποταμού Πινάρου, η οποία θα εκινείτο ανεξάρτητα σε ανώμαλο έδαφος έξω από τη γραμμή του μετώπου και θα αποτελούσε απειλή για τη δεξιά πτέρυγα και τα νώτα του στρατού του Αλέξανδρου. Όταν ο Δαρείος ολοκλήρωσε τη διάταξη των δυνάμεών του, έδωσε εντολή στην εμπροσθοφυλακή των 30.000 ιππέων και των 20.000 ψιλών να επανέλθει εντεύθεν του ποταμού. Τοποθέτησε τους ιππείς αυτούς στο δεξιό της παράταξής του προς την πλευρά της θάλασσας, όπου το έδαφος ήταν πιο ομαλό και καταλληλότερο για κίνηση του ιππικού.
Αντίθετα με την περίπτωση του Γρανικού, η διάβαση του Πινάρου δεν αποτελούσε πρόβλημα, αφού ο ποταμός αυτός ήταν ρηχός και οι όχθες του σχετικά βατές σε όλο το μήκος τους από τους πρόποδες του βουνού ως την παραλία. Μάλιστα ο Δαρείος διέταξε να επισημανθούν με πασσάλους τα σημεία του ποταμού στα οποία η διάβαση μπορούσε να γίνει ευκολότερα. Ο ίδιος ο Δαρείος τάχθηκε πίσω από τη φάλαγγα των Ελλήνων μισθοφόρων στο μέσο της παράταξης, όπως ήταν καθιερωμένο για τους Πέρσες μονάρχες. Η διάταξη μάχης που επέλεξε ο Δαρείος είναι αξιοπρόσεκτη και από τη μελέτη της προκύπτει εν πολλοίς και το σχέδιο μάχης που είχε συλλάβει ο Πέρσης ηγεμόνας.
Επρόκειτο για ένα σχέδιο ορθολογικό, απλό και σχετικά εύκολο στην εφαρμογή του, το οποίο αξιοποιούσε με ικανοποιητικό τρόπο την αριθμητική υπεροχή των Περσών και -στη θεωρία τουλάχιστον- εξουδετέρωνε αποτελεσματικά τα πλεονεκτήματα του στρατού του Αλέξανδρου. Ο Δαρείος είχε παρατάξει ισχυρή δύναμη πεζικού στο κέντρο και στην αριστερή πλευρά (θυμίζουμε ότι στο κέντρο της διάταξης βρίσκονταν ως δύναμη κρούσης οι βαριά οπλισμένοι Έλληνες μισθοφόροι), ενώ στο δεξιό είχε τοποθετήσει πολύ ενισχυμένη δύναμη ιππικού.
Είναι προφανές ότι ο Πέρσης βασιλιάς ζητούσε σθεναρή αμυντική στάση από το πολυάριθμο πεζικό του, ενώ είχε αναθέσει την κύρια επιθετική ενέργεια στο ιππικό που, με τη συντριπτική ισχύ του, καλείτο να υπερφαλαγγίσει και να απωθήσει την αριστερή πτέρυγα του εχθρού. Έτσι θα υπήρχε στη συνέχεια η δυνατότητα για πλευροκόπηση της Μακεδονικής φάλαγγας, που ήταν σχεδόν ασυναγώνιστη στη σύγκρουση κατά μέτωπο. Αν αυτό συνέβαινε επιτυχώς, ολόκληρη η Μακεδονική στρατιά θα συνωστιζόταν υπό την ασφυκτική πίεση των Περσών στην πλαγιά του βουνού, όπου λογικά θα αποσυντονιζόταν και θα εξουδετερωνόταν.
Αυτή περίπου φαίνεται να ήταν η τακτική σύλληψη του Δαρείου, η οποία ομολογουμένως ήταν βασισμένη σε ρεαλιστική εκτίμηση της κατάστασης και δημιουργούσε προσδοκίες για μια περιφανή νίκη επί ενός θρασύτατου αντιπάλου. Από την άλλη πλευρά οι Μακεδόνες πλησίαζαν όλο και περισσότερο. Το σύνολο της δύναμής τους δεν πρέπει να ξεπερνούσε τους 30.000 άνδρες συνολικά, από τους οποίους 24.000 ήταν πεζοί και περίπου 5.000 ιππείς. Τα αριθμητικά δεδομένα ήταν επομένως από κάθε άποψη επιβαρυντικά για τον Αλέξανδρο, ο οποίος όφειλε για μια ακόμα φορά να επινοήσει τακτική που θα ισοσκέλιζε κατά το δυνατόν το αριθμητικό πλεονέκτημα του αντιπάλου.
Όταν οι δύο στρατοί είχαν φθάσει σε απόσταση τέτοια ώστε να είναι ορατή πλέον η διάταξη μάχης του Δαρείου, ο Αλέξανδρος παρέταξε τις δυνάμεις του κατά τρόπο που μαρτυρεί σε μεγάλο βαθμό το σχέδιο το οποίο συνέλαβε ο μεγάλος στρατηλάτης για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον αντίπαλό του. Αριστερά, απέναντι από τους Πέρσες ιππείς, έλαβε θέση καλυμμένο πίσω από άλλες μονάδες (ώστε να μη γίνει αντιληπτό), το ισχυρό Θεσσαλικό ιππικό. Δεξιά τοποθετήθηκαν οι σαρισοφόροι ιππείς με επικεφαλής τον Πρωτόμαχο, ενώ δίπλα τους οι Παίονες ιππείς και οι Μακεδόνες τοξότες με αρχηγό τον Αντίοχο.
Η δεξιά πτέρυγα ενισχύθηκε με δύο ίλες εταίρων, την Ανθεμουσία και τη Λευγαία, με επικεφαλής τους ιλάρχους Περοίδα και Παντόρδανο αντίστοιχα. Στο κέντρο βρισκόταν η φάλαγγα των πεζέταιρων, ενώ η αριστερή πτέρυγα ενισχύθηκε με τους Κρήτες τοξότες και τους Θράκες να παίρνουν θέση μεταξύ φάλαγγας και ιππικού. Την όλη παράταξη ακολουθούσαν σε μια δεύτερη γραμμή οι Έλληνες πεζοί μισθοφόροι. Οι Αγριάνες ακοντιστές μαζί με μικρή δύναμη ιππικού και τοξοτών διατάχθηκαν να κινηθούν δεξιά από το κυρίως στράτευμα στους πρόποδες του βουνού, ώστε να αντιμετωπίσουν το ανεξάρτητο τμήμα του περσικού πεζικού που είχε προωθηθεί και απειλούσε να πλευροκοπήσει την Ελληνική παράταξη.
Αυτή περίπου ήταν η διάταξη των δυνάμεων του Αλέξανδρου, από την οποία προκύπτει ότι το σχέδιο που είχε συλλάβει ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν σε αδρές γραμμές το εξής: Επίθεση στη δεξιά πλευρά από το ιππικό των εταίρων, ώστε να απωθηθεί κυρίως το πεζικό των Καρδάκων, με σκοπό να αποκαλυφθούν και να πληγούν στη συνέχεια τα πλευρά και τα νώτα του κέντρου της περσικής παράταξης, δηλαδή των Ελλήνων μισθοφόρων, που αποτελούσαν και την πιο αξιόλογη απειλή για τους Μακεδόνες. Παράλληλα θα προβαλλόταν σθεναρή άμυνα στην αριστερή πλευρά, ώστε αυτή να μη διασπασθεί από το ισχυρό και βαρύ εχθρικό ιππικό.
Η διατήρηση της συνοχής της παράταξης θα ήταν αποστολή της φάλαγγας των πεζεταίρων, που όφειλαν να υποστηρίζουν τις μονάδες του δεξιού και του αριστερού άκρου (ιππείς κυρίως), από τις οποίες η πρώτη θα επετίθετο, ενώ η δεύτερη θα αμυνόταν. Ουσιαστικά ο Αλέξανδρος είχε κατά κάποιον τρόπο προσαρμόσει το σχέδιο δράσης του στο διαφαινόμενο αντίστοιχο σχέδιο του Δαρείου, έχοντας δώσει «λοξό» σχήμα στην παράταξή του και έχοντας επιλέξει, όπως και ο Δαρείος, να πραγματοποιήσει επιθετική ενέργεια από το ένα κέρας. Επομένως τα σχέδια μάχης των δύο ηγητόρων ήταν παρόμοια.
Όμως ο Αλέξανδρος είχε φροντίσει να διαθέτει στοιχεία ιππικού τόσο στην αριστερή πλευρά, προς την παραλία, όσο και στη δεξιά πλευρά, προς το βουνό, όπου το έδαφος δεν ήταν «ιππάσιμον» και εκεί ο Δαρείος είχε παρατάξει μόνο δύναμη πεζικού. Επιπλέον ο Μακεδόνας στρατηλάτης είχε μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή την κατανομή των υπολοίπων δυνάμεων, ώστε να αναμένεται το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα από τη συνδυασμένη δράση των διαφόρων μονάδων στους επιμέρους τομείς της παράταξης. Η πρώτη ενέργεια του Αλέξανδρου ήταν να εξουδετερώσει την απειλή στο δεξιό κέρας, η οποία προερχόταν από το ανεξάρτητο εχθρικό απόσπασμα πεζικού που βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού.
Την αποστολή αυτή ανέλαβαν οι Αγριάνες ακοντιστές και οι τοξότες που ήταν μαζί τους. Εξαπέλυσαν επίθεση και έτρεψαν το εχθρικό απόσπασμα σε φυγή χωρίς το τελευταίο να προβάλει ιδιαίτερη αντίσταση. Αυτή η δυνητική απειλή είχε αποδειχθεί μάλλον ασήμαντη και έτσι ο Αλέξανδρος αποφάσισε να επεκτείνει το δεξιό του κέρας ενισχύοντάς το με τμήμα των Αγριάνων, των τοξοτών και των Ελλήνων μισθοφόρων. Η θέση των μονάδων είχε πλέον οριστικοποιηθεί. Η απόσταση ανάμεσα στις δύο αντίπαλες γραμμές είχε μειωθεί σημαντικά και η Ελληνική παράταξη εξακολουθούσε να πλησιάζει τους Πέρσες.
Προχωρούσε με βραδύ ρυθμό ώστε να διατηρείται συντεταγμένη και συμπαγής, αφού ανά πάσα στιγμή οι Πέρσες μπορούσαν να εξαπολύσουν πρώτοι επίθεση διαβαίνοντας τον ρηχό ποταμό Πίναρο. Όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη, καθώς ο Δαρείος έδειχνε αυτοσυγκράτηση, προτιμώντας, όπως φαίνεται, να αφήσει την πρωτοβουλία στον αντίπαλο και να δεχθεί την επίθεση στις θέσεις όπου είχε παρατάξει τον στρατό του. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν πια γεμάτα ένταση, όταν ο Αλέξανδρος διέταξε την παράταξή του να σταματήσει για λίγο την πορεία. Ο ίδιος επιθεώρησε έφιππος τους άνδρες του, για να αναπτερώσει το ηθικό τους, και στη συνέχεια έδωσε διαταγή για επίθεση.
Παράταξη των Στρατευμάτων
Ο Αλέξανδρος φέρεται πως απείχε από τους Πέρσες πάνω από εκατό στάδια. Αναχωρώντας βράδυ, έφθασε κατά τα μεσάνυχτα στη διάβαση μεταξύ Αμανού και θάλασσας, στις ονομαζόμενες Κιλίκιες ή Σύριες πύλες, από τις οποίες είχε διαβεί προ δύο ημερών. Γενόμενος και πάλι κύριος αυτής της αξιόλογης τοποθεσίας, ανάπαυσε εδώ τον στρατό του την υπόλοιπη νύχτα και κατά την αυγή προχώρησε βόρεια, εναντίον του Δαρείου. Στην αρχή η διάβαση ήταν τόσο στενή, ώστε ο στρατός υποχρεωνόταν να προχωρεί σε κέρας. Το ιππικό ακολουθούσε το πεζικό. Λίγο αργότερα, όμως, όταν η διάβαση έγινε ευρύτερη, ο Αλέξανδρος ανέπτυξε το μέτωπο του στρατού του, μεταφέροντας προς τα εμπρός τις διάφορες τάξεις των οπλιτών.
Πλησιάζοντας στον ποταμό Πίναρο, παρέταξε τον στρατό για μάχη. Το δεξιό άκρο το κατέλαβαν οι υπασπιστές, και μετά από αυτούς από δεξιά προς τα αριστερά πέντε τάξεις της φάλαγγας υπό τους Κοίνο, Περδίκκα, Μελέαγρο, Πτολεμαίο και Αμύντα. Ο Κρατερός ήταν επικεφαλής στις τρεις τελευταίες αριστερές τάξεις και ο Παρμενίων σε ολόκληρη την αριστερή πτέρυγα. To πλάτος της πεδιάδας μεταξύ του όρους δεξιά και της θάλασσας αριστερά δεν ξεπερνούσε τα 14 στάδια. Παρόλα αυτά ο Αλέξανδρος, φοβούμενος μην κυκλωθεί από την υπεράριθμη περσική στρατιά, έδωσε εντολή στον Παρμενίωνα να μην απομακρυνθεί από τη θάλασσα και τού έστειλε όλο το συμμαχικό ιππικό, καθώς και τους ελαφρά οπλισμένους Θράκες και Κρήτες πεζούς.
Με αυτόν τον τρόπο διευθέτησε το στράτευμά του ο Αλέξανδρος. Ο Δαρείος, από την πλευρά του, μαθαίνοντας ότι ο Αλέξανδρος ερχόταν εναντίον του, αποφάσισε να πολεμήσει εκεί που ήταν στρατοπεδευμένος, κοντά στον ποταμό Πίναρο, του οποίου οι όχθες ήταν σε ορισμένα σημεία απόκρημνες και είχαν γίνει με τα χαρακώματα ακόμα πιο δυσπρόσιτες. Επιπλέον, για να παραταχθεί αφαλέστερα, ο μεγάλος βασιλέας έστειλε πριν από όλα πέρα από τον ποταμό 30.000 ιππείς και 20.000 ψιλούς, δηλαδή ελαφρά οπλισμένους.
Κατόπιν γέμισε όλον τον χώρο μεταξύ του όρους και της θάλασσας κοντά στον Πίναρο με 90.000 οπλίτες, από τους οποίους οι 30.000 Έλληνες κατέλαβαν το κέντρο, και ανά 30.000 Ασιάτες οπλίτες, οι Κάρδακες, κατέλαβαν τις δύο πλευρές. Στα υψώματα αριστερά στάθηκαν 20.000 άνδρες, για να χτυπήσουν την πίσω και τη δεξιά πλευρά του Αλέξανδρου. Ο υπόλοιπος αναρίθμητος όχλος παρέμεινε αχρησιμοποίητος, επειδή ήταν στενός ο τόπος και, το χειρότερο, δε διευθετήθηκε έτσι ώστε να συνδράμει όπου πιθανώς χρειαζόταν, αλλά εγκλωβίστηκε άτακτα στο πίσω μέρος των Ελλήνων μισθοφόρων και των Ασιατών οπλιτών.
Πάντως, αφού παρατάχθηκε με αυτόν τον τρόπο ο στρατός, ανακλήθηκαν οι 30.000 ιππείς και οι 20.000 πεζοί που είχαν περάσει τον Πίναρο. Και ένα μέρος μεν εκείνου του ιππικού στάλθηκε καταρχήν στην άκρα αριστερή πτέρυγα, αλλά επειδή η περιοχή ήταν ορεινή και δεν μπορούσε να κινηθεί, έλαβε εντολή να πάει στη δεξιά πτέρυγα, όπου ήδη βρισκόταν και το άριστο τμήμα του περσικού ιππικού. Ο ίδιος ο Δαρείος κατά το περσικό έθος κατέλαβε το κέντρο όλης της παράταξης, με πολλούς ευγενείς ιππείς γύρω του, πίσω από το πεζικό των Ελλήνων οπλιτών.
Η ΜΑΧΗ
Καθώς, όμως, συγκεντρώθηκε κοντά στον ποταμό αυτή η σημαντική Περσική δύναμη, αξιόλογο τμήμα της οποίας συγκροτούσαν 30.000 Έλληνες οπλίτες, η μάχη προαναγγελόταν πεισματική, αν και παραδόξως τελείωσε εύκολα και γρήγορα. Αναπαύοντας για λίγο τα στρατεύματά του, ο Αλέξανδρος άρχισε να προχωρεί βάδην προς τα εμπρός, υποθέτοντας ότι οι εχθροί θα περνούσαν τον ποταμό, για να επιτεθούν πρώτοι. Βλέποντάς τους, όμως, να παραμένουν ακίνητοι πίσω από τον ρηχό ποταμό, εξακολούθησε να προχωρά.
Φθάνοντας σε απόσταση βέλους παρέλαβε το ιππικό, τους υπασπιστές και τις τάξεις του στρατού στα δεξιά της φάλαγγας, επιτάχυνε τον βηματισμό, πέρασε τον ποταμό και χτύπησε αιφνιδιαστικά τους Κάρδακες της αριστερής πτέρυγας των Περσών. Εκείνοι, αντιστεκόμενοι για λίγο μόνο, έστρεψαν σχεδόν αμέσως τα νώτα και το χειρότερο, όταν αντιλήφθηκε ο Δαρείος την τροπή που πήραν τα πράγματα, πίστεψε πως διέτρεχε και ο ίδιος τον έσχατο κίνδυνο και έτρεξε γεμάτος πανικό με το άρμα του πίσω από τους φυγάδες.
Μόλις είχε αρχίσει η μάχη και το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού ήταν ακέραιο, 60.000 οπλίτες, 100.000 ιππείς και δεκάδες χιλιάδες πεζοί, όταν οι αντίπαλοι συνολικά δεν ξεπερνούσαν τους 30.000 άνδρες, ενώ εκείνοι που καταδίωκαν τους Πέρσες ήταν λιγότεροι από τους μισούς. Όμως ο Δαρείος καταλήφθηκε από τέτοιο τρόμο, ώστε έφευγε ασταμάτητα, συναντώντας δε μερικά φαράγγια και ανώμαλα εδάφη, πήδηξε από το άρμα και συνέχισε τη φυγή έφιππος, πετώντας συγχρόνως την ασπίδα, το τόξο και την κάνδυ, δηλαδή τον βασιλικό μανδύα. To αποτέλεσμα αυτής της οπισθοχώρησης ήταν προφανές.
Στο μέσο και τη δεξιά πλευρά των Περσών όπου βρίσκονταν οι Έλληνες μισθοφόροι και οι άριστοι από τους ιππείς Πέρσες, αγωνίστηκαν μεν γενναία κατά των τάξεων της φάλαγγας υπό τον Κρατερό και τον Παρμενίωνα, και κατά των Θεσσαλών ιππέων, όσο υπέθεταν ότι ο Δαρείος ήταν παρών. Οι Έλληνες μάλιστα μισθοφόροι αντιλαμβανόμενοι κάποιες ρωγμές στη Μακεδονική φάλαγγα αντιστάθηκαν τόσο πεισματικά, ώστε εδώ έπεσαν και ο ταξιάρχης Πτολεμαίος του Σελεύκου και 120 πεζέταιροι. Αλλά και στο άκρο αριστερό πλευρό οι Θεσσαλοί και οι Πελοποννήσιοι δέχθηκαν μεγάλη πίεση από τη μάζα του Περσικού ιππικού. Παρόλα αυτά οι ιππείς διατήρησαν τις θέσεις τους, αν και οι αντίπαλοι υπερτερούσαν αριθμητικά.
Ωστόσο, η κατάρρευση της αριστερής πλευράς του Περσικού στρατού επέτρεψε στον Αλέξανδρο να στρέψει τη σφήνα του ιππικού προς το κέντρο κατά των Περσών και ιδιαίτερα κατά του Δαρείου αναζητώντας να θέσει ένα τέλος σε οποιαδήποτε μελλοντική ανασυγκρότηση των Περσικών δυνάμεων με εστία τον μεγάλο βασιλέα. Όμως, ο Δαρείος είχε ήδη τραπεί σε φυγή, εγκαταλείποντας πίσω του την οικογένεια, τους θησαυρούς και τους στρατιώτες του. Τη γενική φυγή του Περσικού στρατού ακολούθησε άγρια καταδίωξη του από τους νικητές.
Η Ελληνική επίθεση άρχισε με αργό ρυθμό, για να μη διασπαστεί η παράταξη. Μόλις όμως οι πρώτες γραμμές των Μακεδόνων έφθασαν σχεδόν εντός του βεληνεκούς των Περσικών βελών όλες οι μονάδες που απάρτιζαν το δεξιό κέρας των δυνάμεων του Αλέξανδρου εξαπέλυσαν σφοδρή και ταχύτατη επίθεση κατά του εχθρού, αφενός για να πετύχουν την αιφνιδιαστική και όσο το δυνατό μεγαλύτερη διείσδυση στην παράταξη των Περσών και αφετέρου για να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες από τα εχθρικά βέλη, καλύπτοντας γρήγορα την απόσταση και “αχρηστεύοντας” έτσι τα Περσικά τόξα.
Όλες οι δυνάμεις της δεξιάς πλευράς, το ιππικό των εταίρων, το ελαφρύ ιππικό και οι υπόλοιπες μονάδες, ξεπέρασαν γοργά τη φραγή των βελών και επέπεσαν στο πεζικό των Καρδάκων που βρισκόταν παρατεταγμένο απέναντί τους στην αριστερή πτέρυγα των Περσών. Οι Κάρδακες αποτελούσαν αξιόλογο αντίπαλο, καθώς ήταν εμπειροπόλεμοι και τραχείς πολεμιστές και, επιπλέον, διέθεταν βαρύ οπλισμό. Όμως δεν ήταν εκπαιδευμένοι να πολεμούν ως συμπαγής φάλαγγα με αποτέλεσμα η συνοχή των γραμμών τους να είναι ευάλωτη στη σφοδρή πίεση που άσκησαν αιφνιδιαστικά οι ιππείς του Αλέξανδρου.
Ο αιφνιδιασμός από την ξαφνική επίθεση ήταν απόλυτα επιτυχής, αφού η παράταξη των Καρδάκων γρήγορα διασπάστηκε και τράπηκε σε φυγή. Ήταν πια θέμα ελάχιστου χρόνου να καταρρεύσει ολόκληρη η αριστερή πλευρά της περσικής παράταξης και να στεφθεί από επιτυχία το πρώτο σκέλος του σχεδίου του Αλέξανδρου. Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο ευνοϊκά στην κεντρική και στην αριστερή πλευρά του μετώπου. Η Μακεδονική φάλαγγα αντιμετώπιζε τους έμπειρους και επιδέξιους Έλληνες μισθοφόρους, οι οποίοι προέβαλλαν σθεναρή αντίσταση.
Επιπλέον οι Μακεδόνες πεζοί δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν απόλυτα τη συνοχή τους κατά τη διάβαση του ποταμού, αφού σε ορισμένα σημεία οι όχθες ήταν απόκρημνες και δύσβατες, ενώ σε κάποια άλλα ο εχθρός αμυνόταν από πλεονεκτική θέση. Έτσι δεν άργησε να προκληθεί ρήγμα στη Μακεδονική φάλαγγα, το οποίο οι Έλληνες μισθοφόροι αντιλήφθηκαν έγκαιρα και κατόρθωσαν να εξαπολύσουν σφοδρή αντεπίθεση. Μάλιστα η φάλαγγα των τελευταίων θα πρέπει, κατά το Θηβαϊκό δόγμα, να διέθετε μεγάλο βάθος, γεγονός που καθιστούσε τη διάσπαση των γραμμών τους ακόμα δυσχερέστερη. Υπό αυτές τις συνθήκες η κατάσταση έτεινε να γίνει κρίσιμη στο κέντρο της παράταξης.
Πεζέταιροι και Έλληνες μισθοφόροι συγκρούονταν με αγριότητα, καθώς οι μεν αγωνίζονταν με πείσμα να ανακόψουν την επίθεση που δέχονταν και οι δε προσπαθούσαν να απωθήσουν τους αντιπάλους τους και να τους τρέψουν σε φυγή. Ευτυχώς για τους Μακεδόνες ο Αλέξανδρος, έχοντας επικρατήσει από νωρίς στην αριστερή πλευρά, στράφηκε προς βοήθεια του πιεζόμενου πεζικού του, επελαύνοντας κατά των Ελλήνων μισθοφόρων από τα πλευρά. Η κατάσταση εκτονώθηκε σύντομα στο κέντρο του μετώπου, αφού οι μισθοφόροι, μη μπορώντας υπό τέτοια πίεση να συνεχίσουν την επίθεσή τους, υποχώρησαν συντεταγμένοι, χωρίς πάντως να υποστούν πολύ βαριές απώλειες.
Περίπου 120 Μακεδόνες είχαν πέσει νεκροί σε αυτή τη φονική συμπλοκή και ανάμεσά τους ο διακεκριμένος ταξιάρχης Πτολεμαίος, γιος του Σέλευκου. Η μάχη δεν είχε ακόμα κριθεί, αφού και η αριστερή πτέρυγα του Αλέξανδρου αντιμετώπιζε σοβαρές δυσκολίες. Εκεί το περίφημο Θεσσαλικό ιππικό μαζί με τους υπόλοιπους ιππείς, 2.500 άνδρες περίπου στο σύνολο, αγωνιζόταν να συγκρατήσει την ορμητική επίθεση που είχαν εξαπολύσει, σύμφωνα με το σχέδιο μάχης του Δαρείου, 30.000 έφιπποι Πέρσες πολεμιστές.
Η σύγκρουση ήταν και σε αυτό τον τομέα σκληρή και αμφίρροπη, καθώς η εμπειρία, η αυταπάρνηση και η επιδεξιότητα των Θεσσαλών αγωνίζονταν να αντισταθμίσουν τη συντριπτική αριθμητική υπεροχή του εχθρού. Η μάχη μαινόταν και το ιππικό του Αλέξανδρου υφίστατο βαριές απώλειες στην προσπάθεια να εμποδίσει τους Πέρσες να προκαλέσουν ρήγμα στην παράταξή του, γεγονός που θα έστεφε με επιτυχία την επιλογή του Δαρείου να στηρίξει την επιθετική του προσπάθεια στην ενέργεια του ιππικού του από τη δεξιά του πλευρά.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο πιθανότατα θα είχε αρνητικές συνέπειες για την έκβαση της όλης σύγκρουσης, γι’ αυτό οι Θεσσαλοί και οι υπόλοιποι ιππείς πολεμούσαν στην κυριολεξία με νύχια και με δόντια για να κρατήσουν τις θέσεις τους. Η ανακούφιση ήλθε τελικά και γιã αυτούς από την εξέλιξη στους άλλους τομείς της μάχης. Όταν οι Πέρσες ιππείς αντιλήφθηκαν ότι η φάλαγγα των Ελλήνων μισθοφόρων στο κέντρο είχε υποχωρήσει, εγκατέλειψαν και αυτοί την προσπάθεια φοβούμενοι μήπως αποκοπούν και υποστούν βαριά ήττα. Όμως η ματαίωση του αγώνα που διεξήγε το Περσικό ιππικό οφειλόταν και σε έναν άλλο λόγο.
Ο βασιλιάς Δαρείος μόλις διαπίστωσε ότι η αριστερή του πτέρυγα είχε καταρρεύσει έσπευσε να τραπεί σε φυγή, φοβούμενος μήπως και ο ίδιος σκοτωθεί ή αιχμαλωτισθεί. Ο Διόδωρος μάλιστα αναφέρει ότι πήρε τα ηνία από τα χέρια του ηνίοχου και οδήγησε ο ίδιος το άρμα προς τη σωτηρία, παραβιάζοντας έτσι το σχετικό Περσικό έθιμο για την κίνηση του βασιλιά. Όταν μάλιστα το έδαφος έγινε δύσβατο εγκατέλειψε το άρμα, αφού άφησε σε αυτό το τόξο, την ασπίδα και τον κάνδυν, δηλαδή τον βασιλικό μανδύα, και συνέχισε έφιππος.
Η φυγή του βασιλιά έγινε κάποια στιγμή αντιληπτή και από τους Πέρσες ιππείς, οι οποίοι συνειδητοποίησαν ότι, εκτός από τον κίνδυνο αποκοπής, είχαν επιπλέον μείνει «ακέφαλοι» και δεν υπήρχε πια νόημα να συνεχίσουν τον αγώνα. Έτσι με την υποχώρηση και του πολυάριθμου Περσικού ιππικού η φυγή γενικεύθηκε σε όλο το μήκος των γραμμών του Δαρείου. Ο Αλέξανδρος είχε κερδίσει τη μάχη της Ισσού. Μάλιστα το Θεσσαλικό ιππικό κατεδίωξε τους Πέρσες ιππείς και τους προκάλεσε μεγάλες απώλειες, καθώς εκείνοι προσπαθούσαν να διαφύγουν συνωστισμένοι και σε πλήρη σύγχυση μέσα από στενά περάσματα, που κάθε άλλο παρά διευκόλυναν τη συντεταγμένη υποχώρηση βαριά οπλισμένων ιππέων.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος όταν βεβαιώθηκε ότι η νίκη είχε εξασφαλιστεί, αφού οι Έλληνες μισθοφόροι και το ιππικό, δηλαδή η επιθετική αιχμή των Περσών, είχαν τραπεί σε φυγή, έσπευσε να καταδιώξει τον Δαρείο έχοντας μαζί του τη βασιλική ίλη των εταίρων. Ένιωθε ότι είχε μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία να συλλάβει ζωντανό τον ίδιο τον μεγάλο βασιλιά της Περσίας και γιã αυτό δεν έπρεπε να χρονοτριβήσει καθόλου. Όμως ο Δαρείος είχε προηγηθεί κατά τέσσερα ή πέντε στάδια, σύμφωνα με την αφήγηση του Πλούταρχου, και στο μεταξύ ήλθε η νύκτα που δεν επέτρεψε στον Μακεδόνα στρατηλάτη να συνεχίσει την καταδίωξη.
Στα χέρια του Αλέξανδρου έπεσαν τα σπουδαιότερα ίσως πολεμικά λάφυρα που είχε κερδίσει ως τότε: τα ίδια τα σύμβολα της βασιλικής εξουσίας του Δαρείου: το τόξο, η ασπίδα και ο μανδύας του.
ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΑΧΗ
Εκτός από τα παραπάνω τρία αντικείμενα ο Δαρείος άφησε πίσω και ολόκληρη την οικογένειά του, τη μητέρα, τη γυναίκα, τον γιο και τις δύο κόρες του. Κατά την επιστροφή του από την άκαρπη καταδίωξη ο Αλέξανδρος έφθασε στο Περσικό στρατόπεδο και εισήλθε στη σκηνή του Πέρση βασιλιά λέγοντας: «Πάμε να ξεπλύνουμε τον ιδρώτα της μάχης στο λουτρό του Δαρείου». Εκεί έμεινε άναυδος από τον πλούτο και τη χλιδή μέσα στην οποία διαβιούσε ο Πέρσης μονάρχης ακόμα και σε συνθήκες εκστρατείας. Δεν παρέλειψε, πάντως, να φερθεί με ιδιαίτερη μεγαλοψυχία στους αιχμαλώτους.
Όταν μάλιστα πληροφορήθηκε ότι ανάμεσά τους βρίσκονταν και τα μέλη της οικογένειας του μεγάλου αντιπάλου του, έστειλε τον φίλο και συμπολεμιστή του Λεοννάτο με την εντολή να τους καθησυχάσει και να τους πληροφορήσει ότι ο Δαρείος ζούσε και ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος ανησυχίας για την τύχη τους. Θα τους συμπεριφερόταν όπως άρμοζε σε μέλη βασιλικής οικογένειας και δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν. Αξίζει να αναφερθεί και ένα περιστατικό που μας παραδίδει ο Αρριανός. Ο Αλέξανδρος μαζί με τον αδελφικό του φίλο Ηφαιστίωνα επισκέφθηκε τη μητέρα του Δαρείου Σισύγαμβρι.
Εκείνη, όταν τους είδε ντυμένους με ίδια ενδύματα και μη γνωρίζοντας ποιος από τους δύο ήταν ο Αλέξανδρος, έπεσε και προσκύνησε τον Ηφαιστίωνα που της φάνηκε ψηλότερος. Όταν αντιλήφθηκε το λάθος της ένιωσε μεγάλη ντροπή. Όμως ο νεαρός βασιλιάς τής απάντησε: «Μη στενοχωριέσαι διότι κι αυτός Αλέξανδρος είναι». Αυτά και άλλα περιστατικά πλαισιώνουν τις αφηγήσεις των αρχαίων πηγών για τη σύλληψη της Περσικής βασιλικής οικογένειας μετά τη μάχη της Ισσού, η οποία ήταν μια σπουδαία επιτυχία για τα Ελληνικά όπλα.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Η λεία από τούτη τη νίκη ήταν μεγάλη. Όλο το στρατόπεδο του Δαρείου, η μητέρα του, η σύζυγος, η αδελφή, ο γιος και οι δυο κόρες του έπεσαν στα χέρια των νικητών, όπως και το άρμα, η ασπίδα και το τόξο του, επιπλέον 3.000 αργυρά τάλαντα και πολλά άλλα πολύτιμα πράγματα, σκεύη και αιχμάλωτοι. Οι κυρίες της περσικής αυλής που είχαν κατά το έθος συνοδέψει τον Δαρείο υπέστησαν δεινή κακοποίηση από τους στρατιώτες του Αλέξανδρου, απογυμνωμένες από τα υπάρχοντά τους, αντίθετα από τους στενούς συγγενείς του μεγάλου βασιλέα που ανήκαν αποκλειστικά στον Αλέξανδρο.
Παραδίδεται ότι σκοτώθηκαν 110.000 Πέρσες, από τους οποίους οι ιππείς ήταν περισσότεροι από 10.000, καθώς και πολλοί αξιωματούχοι. Γενικά από όλο εκείνο το στράτευμα δε διατήρησαν την παράταξή τους παρά μόνο 4.000 άνδρες, εκείνοι που πέρασαν τον Ευφράτη με τον Δαρείο και 8.000 Έλληνες μισθοφόροι οι οποίοι, κατόρθωσαν να διασωθούν στην Αίγυπτο με τον ένα τρόπο ή τον άλλο. Για να πετύχει αυτή τη νίκη, ο Ελληνικός στρατός είχε απώλειες περί τους 450 νεκρούς από τo πεζικό και τους ιππείς και περίπου 4.500 τραυματίες. Έτσι έγινε η μάχη στην Ισσό, για την ακρίβεια η μάχη στον Πίναρο ποταμό.
Μία τακτική εντέλει νίκη του Αλέξανδρου και όχι στρατηγική, καθώς δεν επιτεύχθηκε η βασική του επιδίωξη να κυριαρχήσει δια μιας σε ολόκληρη την Ασία. Ο Δαρείος διέφυγε και προσπαθούσε ήδη να οργανώσει μια δεύτερη γραμμή άμυνας. Συνεπώς, το έπαθλο της νίκης δεν ήταν η Βαβυλώνα και τα Σούσα επί του παρόντος, αλλά η παραλία της Μεσογείου και ιδιαίτερα η Φοινίκη. Ο Αλέξανδρος παραδίδεται αξιοθαύμαστος και μετά το τέλος της μάχης, για τη φιλόξενη και χρηστή στάση του απέναντι στη μητέρα, τη σύζυγο και τα παιδιά του αντιπάλου. Όταν επέστρεψε από την καταδίωξη, βρήκε τη σκηνή του μεγάλου βασιλέα έτοιμη να τον υποδεχτεί.
Πριν δειπνήσει, όμως, ακούγοντας θρήνους και κλάματα γυναικών και μαθαίνοντας πως η σύζυγος και η μητέρα του Δαρείου θρηνούσαν, γιατί τον θεωρούσαν νεκρό, έστειλε τον Λεοννάτο, έναν από τους εταίρους, για να τις βεβαιώσει πως ο Δαρείος ζει και να προσθέσει ότι επιθυμία του Αλέξανδρου ήταν να κρατήσουν όλη τη βασιλική τους ακολουθία, και να αποκαλούνται πάντα βασίλισσες. Τέτοια ήταν η σωφροσύνη που φέρεται ότι έδειξε, ώστε, όπως βεβαιώνεται από δική του προς τον Παρμενίωνα επιστολή, περικοπή της οποίας διέσωσε ο Πλούταρχος, δε θέλησε ούτε να δει τη γυναίκα του Δαρείου μήτε ευχαριστείτο να ακούει όσους μιλούσαν για την ομορφιά της.
Τούτη η περιγραφή βέβαια έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την σκηνή που παραδίδουν άλλοι αρχαίοι συγγραφείς και δη ο Αρριανός για τη συνάντηση του Αλέξανδρου και του Ηφαιστίωνα με τη γυναίκα του Δαρείου. Την επομένη της μάχης ο Αλέξανδρος, τραυματισμένος ο ίδιος στον μηρό, επισκέφθηκε τους τραυματίες. Στη συνέχεια έθαψε με τιμές τους νεκρούς με το σύνολο της στρατιάς παρατεταγμένο.
Επιθεωρώντας τους άνδρες του τίμησε δημόσια με λόγους και δωρεές όσους διακρίθηκαν στη μάχη στη συνέχεια αντικατέστησε τον νεκρό ταξίαρχο Πτολεμαίο με τον Πολυσπέρχοντα, διορίζοντας σατράπη της Κιλικίας τον Βάλακρο, έναν από τους σωματοφύλακές του. Κατόπιν προχώρησε μέσω της κοίλης Συρίας προς τη φοινικική παραλία, στέλνοντας παράλληλα τον Παρμενίωνα κατά της Δαμασκού, την οποία εύκολα κυρίευσε ο στρατηγός, λαμβάνοντας από την πόλη και πολλούς θησαυρούς και πολλούς αιχμαλώτους.
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Ποιος ήταν, όμως, ο ακριβής απολογισμός της μάχης; Η ευκαιρία να συλληφθεί ο βασιλιάς της Περσίας ζωντανός είχε χαθεί, όμως ο εχθρός είχε υποστεί συντριβή και ο στρατός του Αλέξανδρου είχε πετύχει μια λαμπρή νίκη. Όλες οι δυνάμεις του Δαρείου είχαν τραπεί σε φυγή αφήνοντας πίσω τους χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες. Οι αρχαίες πηγές μιλούν για πάνω από 100.000 χιλιάδες πεζούς και 10.000 ιππείς νεκρούς από μια στρατιά συνολικής δύναμης ίσως 600.000 ανδρών. Ανάμεσα στους Πέρσες πεσόντες ήταν και οι επικεφαλής του ιππικού στον Γρανικό ποταμό, Αρσάμης, Ατιζύης και Ρεομίθρης.
Η ήττα των Περσών ήταν συντριπτική και αντιστρόφως ανάλογη των Ελληνικών απωλειών. Ο Διόδωρος αναφέρει ότι από τον στρατό του Αλέξανδρου έπεσαν περίπου 300 πεζοί και 150 ιππείς, ενώ ο Κούρτιος προσθέτει και 4.500 τραυματίες. Σοβαρή απώλεια ήταν και ο θάνατος του Πτολεμαίου, γιου του Σέλευκου, που ήταν διοικητής τάξης της φάλαγγας. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος είχε επίσης τραυματισθεί από ξίφος στον μηρό. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να επισκεφθεί τους τραυματίες, να τιμήσει τον καθένα ξεχωριστά για τις ανδραγαθίες του στο πεδίο της μάχης και μάλιστα να δώσει χρηματική αμοιβή σε εκείνους που είχαν διακριθεί ιδιαίτερα.
Η κυριαρχία στην Κιλικία είχε εξασφαλιστεί και ο βασιλιάς διόρισε ως σατράπη της περιοχής τον Βάλακρο, γιο του Νικάνορα, που ήταν ένας από τους βασιλικούς σωματοφύλακες. Διοικητής της τάξης του νεκρού Πτολεμαίου ορίσθηκε ο Μένης, γιος του Διονυσίου. Επίσης ο γηραιός στρατηγός Παρμενίων εστάλη στη Δαμασκό με διαταγές να την κυριεύσει, επειδή ο Δαρείος είχε στείλει εκεί πολλές οικογένειες επιφανών Περσών και το μεγαλύτερο μέρος των Περσικών θησαυρών που μετέφερε μαζί του. Η είδηση της μεγάλης νίκης στην Ισσό προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στην Ελλάδα. Πολλοί πανηγύρισαν, δεν έλειψαν όμως και εκείνοι που απογοητεύθηκαν.
Πρώτος ανάμεσα στους τελευταίους ήταν βέβαια ο άσπονδος εχθρός των Μακεδόνων, ο μεγάλος ρήτορας Δημοσθένης, ο οποίος μαζί με πολλούς οπαδούς της αντιμακεδονικής μερίδας στην Ελλάδα ήλπιζε σε αναστολή της δραστηριότητας του Αλέξανδρου στην Ισσό. Πάντως παρά τα όποια πραγματικά συναισθήματά τους για τη νέα επιτυχία του Αλέξανδρου οι Ελληνικές πόλεις αποφάσισαν στο Συνέδριο της Συμμαχίας της Κορίνθου στον Ισθμό το 332 π.Χ. να στείλουν στον Μακεδόνα βασιλιά πρεσβεία με χρυσό στέφανο, για να τον συγχαρούν και να του εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους για τις νέες υπηρεσίες που είχε προσφέρει στην Ελλάδα.
Ανεξάρτητα από τις αντιδράσεις και τα πολιτικά παιγνίδια στην Ελλάδα, πραγματικός κυρίαρχος του παιγνιδιού είχε αναδειχθεί ο Αλέξανδρος. Η νίκη στην Ισσό ήταν ένας ακόμα θρίαμβος του φρονήματος και της πειθαρχίας των πολεμιστών αλλά και της υψηλής τακτικής σκέψης και της μεθοδικότητας του ηγέτη τους. Η τύχη είχε βοηθήσει και αυτή, αφού ο Δαρείος διέπραξε το σφάλμα να επιλέξει για την αναμέτρηση ένα πεδίο «ξύμμετρον», στο οποίο οι δυνάμεις του δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν σωστά και το αριθμητικό τους πλεονέκτημα σε μεγάλο βαθμό εξουδετερωνόταν.
Από εκεί και πέρα όμως ο Αλέξανδρος άδραξε την ευκαιρία και αξιοποίησε στο έπακρο όλους τους υπόλοιπους τακτικούς παράγοντες, θέτοντας στη νίκη τη σφραγίδα της στρατιωτικής του ιδιοφυΐας. Το σχέδιο μάχης του Αλέξανδρου όχι μόνο δεν άφηνε τίποτα στην τύχη αλλά περιελάμβανε και την έμπνευση να αγωνιστεί το ιππικό στη δεξιά, δύσβατη πλευρά του βουνού, εκεί όπου οι Πέρσες είχαν παρατάξει μόνο πεζικό θεωρώντας ότι σε αυτό το έδαφος ήταν απίθανη η αποτελεσματική δράση εχθρικού ιππικού. Οι τελευταίοι δεν είχαν λάβει υπόψη την πρωτότυπη και αντισυμβατική σκέψη του Αλέξανδρου, ο οποίος εμπιστεύθηκε τους ιππείς του σε εκείνο το ακατάλληλο έδαφος, βασιζόμενος στο υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, εμπειρίας και ευελιξίας τους.
Η επιλογή του επιθετικού ελιγμού με το ιππικό από τη μη αναμενόμενη δεξιά πλευρά ήταν ίσως και η κρίσιμη κίνηση του Αλέξανδρου που έγειρε την πλάστιγγα της νίκης προς την πλευρά των Ελληνικών όπλων. Η γρήγορη κατάρρευση της αριστερής πτέρυγας των Περσών και στη συνέχεια η πλευροκόπηση της φάλαγγας των Ελλήνων μισθοφόρων και η αποκοπή του περσικού ιππικού που διενεργούσε επίθεση στο αριστερό των Ελλήνων ήταν οι φάσεις της μάχης που είχαν σχεδιαστεί από τον Μακεδόνα στρατηλάτη και εκτελέστηκαν πιστά οδηγώντας στη νίκη. Όλα αυτά βέβαια έπρεπε να εκτελεστούν στον σωστό χρόνο και με ακρίβεια, πριν το ισχυρό ιππικό του Δαρείου ή οι Έλληνες μισθοφόροι απειλήσουν τη συνοχή της ελληνικής παράταξης.
Σ’ αυτή την απαίτηση ανταποκρίθηκαν οι μονάδες της στρατιάς του Αλέξανδρου, που λειτούργησαν σαν καλοκουρδισμένη μηχανή εκτελώντας όλους τους ελιγμούς με συνέπεια και ακρίβεια. Ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο διεδραμάτισαν οι πεζέταιροι, που κατάφεραν να αποκρούσουν ισχυρότατη επίθεση και να διατηρήσουν τις γραμμές τους χάνοντας 120 άνδρες και ανάμεσά τους τον διοικητή τάξης, Πτολεμαίο του Σέλευκου. Ανάλογη ήταν και η προσφορά του Θεσσαλικού ιππικού, που με βαριές απώλειες αναχαίτισε την πλημμυρίδα του Περσικού ιππικού και κράτησε την Ελληνική αριστερή πλευρά «ζωντανή» έως ότου η κατάσταση στους άλλους τομείς του μετώπου εξελιχθεί όπως την είχε σχεδιάσει ο Αλέξανδρος.
AΠΩΛEIEΣ
Όλες οι αρχαίες πηγές που παραδίδουν έναν απολογισμό για τις απώλειες των Περσών αναφέρουν από 70.000 έως 100.000 άνδρες, αριθμό μάλλον υπερβολικό αλλά όχι εντελώς εξωπραγματικό. Mε δεδομένο ότι επρόκειτο, τελικά, για συντριβή και ότι η καταδίωξη είχε ως αποτέλεσμα να εγκλωβισθεί η μεγάλη πλειονότητα των Περσών πεζών στα περάσματα, αν δεχτούμε τον αριθμό των 110.000 ως το σύνολο του Περσικού στρατού, οι 70.000 των απωλειών δεν μοιάζουν απίθανες. Σε κάθε περίπτωση, οι Πέρσες είχαν άνω των 30.000 νεκρών και τραυματιών, παρότι ορισμένες μάλλον ευφάνταστες σύγχρονες εκτιμήσεις μιλούν για 10.000 (και για 7.000 απώλειες του Ελληνικού στρατού).
Oι απώλειες στον στρατό του Αλέξανδρου ήταν συγκριτικά μικρές, αν και ακόμη και οι 3.000 περίπου νεκροί και τραυματίες για τις οποίες μιλούν κάποιες πηγές, είναι αρκετά μεγάλες σε σχέση με το μέγεθος του στρατού. Πέρα από τη μεγάλη νίκη -και μάλιστα επί του ίδιου του Πέρση μονάρχη- ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να γίνει κύριος της πλούσιας οικοσκευής του Δαρείου και, το κυριότερο, της οικογένειάς του. Στο Περσικό στρατόπεδο ο Δαρείος είχε εγκαταλείψει τη σκηνή, τη μητέρα, τη γυναίκα του, το μικρό γιο του, δύο κόρες του, κάποιες γυναίκες της ακολουθίας του και 3.000 τάλαντα. Αυτά τα λάφυρα εξασφάλισαν την απρόσκοπτη συνέχιση της εκστρατείας.
Αλλά βεβαίως ωχριούσαν μπροστά σε αυτά που θα καταλάμβανε ο Παρμενίωνας στη Δαμασκό, όπου βρισκόταν ο κύριος όγκος των Περσικών αποσκευών και ένας τεράστιος όγκος λαφύρων. O Δαρείος, που διέφυγε, τελικά, έφιππος, συγκέντρωσε όσα υπολείμματα της στρατιάς του μπορούσε και έφυγε στη Βαβυλώνα. H τύχη της Αυτοκρατορίας δεν είχε κριθεί ακόμη και ο Αλέξανδρος θα χρειαζόταν να δώσει ακόμη μία μεγάλη μάχη. Και μάλιστα σε αυτή, η τακτική ιδιοφυΐα του θα ξεδιπλωνόταν σε όλο το μεγαλείο της. Για την ώρα, οι Έλληνες πανηγύριζαν τη μεγαλύτερη νίκη τους επί των Περσών και ο Δαρείος ξεκίνησε την προσπάθεια ανασυγκρότησης των δυνάμεών του.
Η ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Ο Αλέξανδρος επέλεξε να μην καταδιώξει τον Δαρείο. Αντ’ αυτού πορεύθηκε προς τον Νότο, κατά μήκος των παραλίων της Μεσογείου, και στη συνέχεια προς τη Συρία. Τότε έστειλε τον Παρμενίωνα να καταλάβει τη Δαμασκό, όπου ο Μεγάλος Βασιλεύς φύλασσε τους θησαυρούς της Αυτοκρατορίας. Οι θησαυροί αυτοί ήταν η ενίσχυση που χρειαζόταν ο Ελληνικός στρατός και έλυσαν τα οικονομικά προβλήματα της εκστρατείας. Έπειτα ο Αλέξανδρος κατέλαβε την Άραδο, τη Μάραθο και τη Σιδώνα.
Όσο βρισκόταν στη Μάραθο ο Αλέξανδρος δέχτηκε τους απεσταλμένους του Δαρείου, οι οποίοι του μετέδωσαν τις παρακλήσεις του Πέρση βασιλιά να ελευθερωθεί η οικογένειά του και να συναφθεί ειρήνη. Ο Αλέξανδρος του αντέταξε ότι είχε έρθει να τιμωρήσει τους Πέρσες για τα αδικήματα που είχαν διαπράξει οι πρόγονοί τους κατά των Ελλήνων και του επισήμανε ότι, αν ο Δαρείος ήθελε κάτι, καλά θα έκανε να έρθει αυτοπροσώπως να το ζητήσει από τον «βασιλιά της Ασίας». Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ μέχρι πρότινος ο Αλέξανδρος θεωρούσε τον εαυτό του βασιλιά των Ελλήνων, τώρα αυτοαποκαλούνταν βασιλιάς της Ασίας.
Ο Δαρείος έστειλε νέα πρόταση στον Αλέξανδρο προσφέροντας 10.000 τάλαντα για την απελευθέρωση της οικογενείας του και παραχωρώντας την έκταση από τον Ευφράτη ως τα Μεσογειακά παράλια. Ο Αλέξανδρος απέρριψε την πρόταση. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Παρμενίων του είπε: «Εγώ θα δεχόμουν, αν ήμουν ο Αλέξανδρος». Και ο Αλέξανδρος του απάντησε: «Κι εγώ θα δεχόμουν, αν ήμουν ο Παρμενίων».
Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος βάδισε προς την Αίγυπτο, όπου οι πόλεις δεν προέβαλαν αντίσταση και τον αναγνώρισαν ως ελευθερωτή. Εκεί το 331 π.Χ. ίδρυσε την Αλεξάνδρεια. Κατόπιν προχώρησε στη Λιβύη και μετά επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου ασχολήθηκε εκτενώς με την πολιτική οργάνωση της περιοχής. Τελικά επέστρεψε στη Συρία και έφθασε στη Μεσοποταμία.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΡΙΑΝΟ
ΑΡΡΙΑΝΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ ΒΙΒΛΙΟ Β’
Ενώ βρισκόταν ακόμη στο Μαλλό, έμαθε ότι ο Δαρείος στρατοπεδεύει με όλο του το στράτευμα στους Σώχους. Η περιοχή αυτή ανήκει στην Ασσυρία και απέχει από τις Ασσυριακές πύλες δύο σταθμούς περίπου. Συγκέντρωσε λοιπόν τους εταίρους και τους ανακοίνωσε τα νέα για το Δαρείο και τη στρατιά του. Αυτοί πάλι τον προέτρεψαν να ξεκινήσει χωρίς καθυστέρηση. Τους επαίνεσε και διέλυσε τη σύσκεψη. Την επόμενη μέρα, ξεκίνησε για να συναντήσει τον Δαρείο και τους Πέρσες. Μέσα σε δύο μέρες από τη στιγμή που πέρασε τις πύλες, στρατοπέδευσε κοντά στην πόλη Μυρίανδρος. Μέσα στη νύχτα ξέσπασε καταιγίδα με βροχή και δυνατό άνεμο, ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να μείνει στο στρατόπεδο.
Από την άλλη, ο Δαρείος με τη στρατιά του κέρδιζε χρόνο. Είχε επιλέξει μία ανοιχτή Ασσυριακή πεδιάδα, που χωρούσε τη μεγάλη στρατιά του και ήταν κατάλληλη για τους ελιγμούς του ιππικού. Ο Αμύντας, ο γιος του Αντιόχου, που είχε αυτομολήσει από τον Αλέξανδρο, του συνέστησε να μην εγκαταλείψει την περιοχή, που ήταν τόσο ευρύχωρη για το στράτευμα και τα εφόδια των Περσών. Έμεινε λοιπόν εκεί ο Δαρείος. Και, καθώς ο Αλέξανδρος καθυστέρησε πολύ στην Ταρσό, λόγω της αρρώστιας του, άλλο τόσο στους Σόλους, που θυσίαζε κι έκανε παρελάσεις κι έχασε χρόνο πολεμώντας τους ορεσίβιους Κίλικες, ο Δαρείος άλλαξε γνώμη.
Εξάλλου, ήταν έτοιμος να πιστέψει ό,τι θα του ήταν πιο ευχάριστο. Του ξεσήκωσαν και τα μυαλά οι αυλοκόλακες και πίστεψε ότι ο Αλέξανδρος δε θέλει πια να προχωρήσει, αλλά δίστασε μόλις έμαθε ότι αυτός πλησιάζει. Τον ξεσήκωναν όλοι από όλες τις πλευρές λέγοντάς του ότι θα καταπατήσει με το ιππικό τη Μακεδονική στρατιά. Ωστόσο, ο Αμύντας επέμενε ότι ο Αλέξανδρος θα φτάσει οπουδήποτε μάθει ότι βρίσκεται ο Δαρείος και τον προέτρεπε να περιμένει εκεί. Πείστηκε όμως από τις χειρότερες εκτιμήσεις, επειδή εκείνη τη στιγμή του ήταν πιο ευχάριστες.
Ίσως κάποια Θεϊκή δύναμη τον οδήγησε σ’ εκείνη την πεδιάδα, γιατί ούτε το ιππικό τον ωφέλησε ιδιαίτερα, ούτε το πλήθος των στρατιωτών του, ούτε τα ακόντια και τα τόξα· δεν μπόρεσε ούτε τη λαμπρότητα της στρατιάς του να επιδείξει, ο Αλέξανδρος και η στρατιά του νίκησαν εύκολα. Εξάλλου, ήταν μοιραίο να χάσουν οι Πέρσες την ηγεμονία της Ασίας από τους Μακεδόνες, όπως οι Μήδοι την είχαν χάσει από τους Πέρσες κι ακόμα πιο πριν οι Ασσύριοι από τους Μήδους. O Δαρείος πέρασε το βουνό που βρίσκεται κοντά στις λεγόμενες Αμανικές πύλες, προχώρησε προς την Ισσό και, χωρίς να γίνει αντιληπτός, βρέθηκε στα νώτα του Αλέξανδρου.
Μπήκε στην Ισσό, όπου σκότωσε με φρικτά βασανιστήρια τους άρρωστους Μακεδόνες που είχαν παραμείνει εκεί. Την επόμενη μέρα, προχώρησε προς τον ποταμό Πίναρο. Όταν ο Αλέξανδρος άκουσε ότι ο Δαρείος βρίσκεται πίσω του, δε θεώρησε αξιόπιστη την είδηση. Έβαλε λοιπόν σε τριακόντορο (πλοίο με τριάντα κουπιά) μερικούς συντρόφους και τους έστειλε πίσω στην Ισσό, για να ελέγξουν επί τόπου αν η είδηση είναι αληθινή. Αυτοί πλέοντας με την τριακόντορο έμαθαν πολύ εύκολα ότι οι Πέρσες βρίσκονται εκεί, όπου η θάλασσα σχημάτιζε κόλπο. Έστειλαν μήνυμα στον Αλέξανδρο ότι κρατά στο χέρι τον Δαρείο.
Αυτός πάλι κάλεσε σε σύσκεψη τους στρατηγούς, τους ίλαρχους και τους διοικητές των συμμάχων και τους παρότρυνε να έχουν θάρρος, μια και ήδη οι προηγούμενες μάχες είχαν καλό αποτέλεσμα και οι Μακεδόνες θα πολεμούσαν ως νικητές εναντίον νικημένων. Ακόμη τους είπε ότι με Θεϊκή δύναμη είναι ο καλύτερος στρατηγός τους, αφού έβαλε στο μυαλό του Δαρείου να πάρει τα στρατεύματά του από την ανοιχτή πεδιάδα και να τα στριμώξει στο στενό πέρασμα που ήταν ό,τι έπρεπε για την ανάπτυξη της φάλαγγας κι ακόμη, ο αριθμός των Περσών δε θα τους βοηθούσε στη μάχη, γιατί η φυσική τους κατάσταση και το ηθικό τους σθένος δεν ήταν ανάλογα μ’ αυτόν.
Ο Αλέξανδρος πρόσθεσε ακόμα, ότι οι Μακεδόνες, που από παλιά ασκούνταν στις πολεμικές τέχνες με πολλούς κινδύνους και που ήταν άνθρωποι ελεύθεροι, θα πολεμήσουν εναντίον των Περσών και των Μήδων που από παλιά ζούσαν ιδιαίτερα τρυφηλή ζωή και ήταν δούλοι. Και όσοι Έλληνες θα πολεμήσουν εναντίον Ελλήνων, δε θα το κάνουν για τους ίδιους λόγους, αυτοί που θα πολεμήσουν στο πλευρό του Δαρείου, θα διακινδυνεύσουν τη ζωή τους μόνο για τα χρήματα, ενώ αυτοί που θα πολεμήσουν με τους Μακεδόνες θα υπερασπιστούν εθελοντικά την Ελλάδα.
Όσον αφορά στους βαρβάρους, οι Θράκες, οι Παίονες, οι Ιλλυριοί και οι Αγριάνες, τα πιο γερά και αξιόμαχα έθνη της Ευρώπης, θα αντιταχθούν στους λιγότερο εξασκημένους και πιο μαλθακούς λαούς της Ασίας. Τέλος, ο ίδιος ο Αλέξανδρος θα είναι στρατηγός απέναντι στον Δαρείο. Τους εξηγούσε ότι αυτά ήταν τα πλεονεκτήματά τους στη μάχη και τους έλεγε ότι τα έπαθλα τους σ’ αυτόν τον αγώνα θα είναι μεγάλα. Γιατί δεν επρόκειτο να νικήσουν τους σατράπες του Δαρείου, το ιππικό που παρατάχθηκε στον Γρανικό και τους είκοσι χιλιάδες ξένους μισθοφόρους αλλά το άνθος των Περσών, των Μήδων και όλων των άλλων εθνών που υπόδουλα στους Μήδους και τους Πέρσες κατοικούν την Ασία και τον ίδιο τον μεγάλο βασιλιά παρόντα.
Και μετά από αυτή τη μάχη, το μόνο πράγμα που θα τους έμενε, θα ήταν η κυριαρχία ολόκληρης της Ασίας και το τέλος των περισσότερων κόπων τους. Εκτός από αυτά, τους θύμιζε την αίγλη των κοινών κατορθωμάτων τους κι ακόμα, αν υπήρχε κάποιο σπουδαίο προσωπικό κατόρθωμα, το θύμιζε κι αυτό, μαζί μ’ αυτόν που το έκανε. Περιέγραψε με μετριοφροσύνη τι είχε κάνει ο ίδιος στις μάχες. Λένε ακόμη ότι τους θύμισε τον Ξενοφώντα και τους Μυρίους του, αν και δεν υπήρχαν ομοιότητες ούτε στον αριθμό, ούτε στις άλλες προετοιμασίες, οι Μύριοι δεν είχαν ιππικό, ούτε Θεσσαλικό, ούτε Βοιωτικό, ούτε Μακεδονικό, ούτε Πελοποννησιακό ή Θρακικό.
Ούτε τοξότες ή σφενδονιστές, εκτός από λίγους Ροδίτες και Κρητικούς που κι αυτούς τους οργάνωσε πρόχειρα ο Ξενοφώντας μέσα στον κίνδυνο. Κι όμως γλίτωσαν από το μεγάλο βασιλιά κι όλο του τον στρατό στη Βαβυλώνα, νίκησαν όλους τους λαούς που τους έφραζαν το δρόμο κι έφτασαν στον Εύξεινο Πόντο. Τους είπε ακόμη κι όσα άλλα ταιριάζει να λέει ένας γενναίος ηγεμόνας σε γενναίους άνδρες για να τους δώσει θάρρος πριν από τη μάχη. Αυτοί τον περικύκλωσαν, του έσφιξαν το χέρι και τον παρότρυναν να ξεκινήσει αμέσως. O Αλέξανδρος παράγγειλε στους στρατιώτες να δειπνήσουν· κατόπιν έστειλε προπομπούς στις πύλες λίγους ιππείς και τοξότες για να ελέγξουν από πριν τον δρόμο που οδηγούσε πίσω στις πύλες.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας επιτέθηκε αμέσως στις πύλες με όλο του το στρατό. Γύρω στα μεσάνυχτα κατείχε όλα τα περάσματα. Την υπόλοιπη νύχτα ξεκούρασε τη στρατιά του εκεί, πάνω στις πέτρες, τοποθετώντας προσεχτικά εξωτερικές φρουρές. Με το χάραμα, κατηφόρισε από τις πύλες στον δρόμο. Όπου ο δρόμος ήταν στενός, τους οδηγούσε παραταγμένους σε στενή γραμμή, όπου όμως άνοιγε παρέτασσε το στράτευμα σε φάλαγγα, τοποθετώντας τα τάγματα των οπλιτών το ένα μετά το άλλο, μέχρι να συναντήσουν στα δεξιά το βουνό και στ’ αριστερά τη θάλασσα. Το ιππικό είχε από πριν τοποθετηθεί μετά το πεζικό. Μόλις έφτασαν σε ανοιχτό χώρο, παρέταξαν τη στρατιά για μάχη.
Στη δεξιά πτέρυγα κοντά στο βουνό παρέταξε το άγημα του πεζικού και τους υπασπιστές, με αρχηγό τον Νικάνορα, το γιο του Παρμενίωνα, δίπλα τους το τάγμα του Κοίνου και μετά το τάγμα του Περδίκκα. Αριστερά, τοποθέτησε πρώτα το τάγμα του Αμύντα, κατόπιν του Πτολεμαίου και μετά του Μελέαγρου. Ο Κρατερός ορίστηκε αρχηγός του πεζικού της αριστερής πλευράς και ο Παρμενίωνας ολόκληρου του κέρατος. Πήρε μάλιστα την εντολή να μην απομακρυνθεί από τη θάλασσα, για να μην περικυκλωθούν από τους βαρβάρους, που θα τους υπερφαλάγγιζαν έτσι με το μεγάλο αριθμό τους.
Η ΜΑΧΗ
Μόλις ο Δαρείος έμαθε ότι ο Αλέξανδρος πλησιάζει και είναι έτοιμος να δώσει μάχη, πέρασε στην απέναντι όχθη του ποταμού Πίναρου τριάντα χιλιάδες περίπου ιππείς και είκοσι χιλιάδες περίπου ψιλούς, για να παρατάξει με ηρεμία τον υπόλοιπο στρατό του. Τοποθέτησε μπροστά από τους οπλίτες τους τριάντα χιλιάδες περίπου Έλληνες μισθοφόρους, απέναντι από τη μακεδονική φάλαγγα. Δίπλα τους, σε κάθε πλευρά, τριάντα χιλιάδες περίπου από τους επονομαζόμενους Κάρδακκες, που ήταν επίσης οπλίτες. Τόσους χωρούσε η περιοχή, αν παρατάσσονταν σε φάλαγγα.
Στην αριστερή του πλευρά, κοντά στο βουνό, απέναντι από τη δεξιά πλευρά του Αλέξανδρου, τοποθέτησε γύρω στους είκοσι χιλιάδες. Μερικοί απ’ αυτούς, κινήθηκαν προς τα νώτα της στρατιάς του Αλέξανδρου. Το βουνό στο οποίο παρατάχτηκαν σχημάτιζε σ’ ένα σημείο κοιλότητα, σαν θαλάσσιο κόλπο, έπειτα, σχημάτιζε μία καμπύλη, που έσπρωχνε τους παραταγμένους στους πρόποδες, πίσω από τη δεξιά παράταξη του Αλέξανδρου. Οι υπόλοιποι ψιλοί και οπλίτες παρατάχτηκαν κατά έθνη, πίσω από τους Έλληνες μισθοφόρους και τους παραταγμένους κατά φάλαγγα βαρβάρους, σε τέτοιο βάθος, ώστε να είναι άχρηστοι. Λέγεται ότι όλη η στρατιά του Δαρείου αποτελούνταν από εξακόσιες χιλιάδες μάχιμους άνδρες.
Ο Αλέξανδρος βλέποντας ότι λίγο πιο μπροστά η περιοχή πλάταινε τοποθέτησε σε σειρά το ιππικό των επονομαζόμενων εταίρων Θεσσαλών και των Μακεδόνων. Αυτούς του κράτησε κοντά του, στη δεξιά παράταξη, ενώ έστειλε τους Πελοποννήσιους και του υπόλοιπους συμμάχους αριστερά, στον Παρμενίωνα. Όταν ο Δαρείος παρέταξε πια τη φάλαγγά του, έδωσε το σύνθημα να γυρίσουν πίσω οι ιππείς που είχαν τοποθετηθεί μπροστά στο ποτάμι, για να καλύψει τους ελιγμούς της στρατιάς του. Τους περισσότερους απ’ αυτούς, τους τοποθέτησε στο δεξιό κέρας, κοντά στη θάλασσα, όπου η περιοχή ήταν καταλληλότερη για το ιππικό.
Ένα άλλο μέρος τους το οδήγησε αριστερά, κοντά στο βουνό. Εκεί όμως, φάνηκε ότι θα ήταν άχρηστοι, εξαιτίας της στενότητας του χώρου. Διέταξε λοιπόν πολλούς απ’ αυτούς να έρθουν με τα άλογά τους στη δεξιά παράταξη. Ο ίδιος ο Δαρείος βρισκόταν στη μέση της παράταξης, όπως προστάζει ο νόμος για τους Πέρσες βασιλείς. Ο Ξενοφών, ο γιος του Γρύλλου, είχε αναφέρει το λόγο αυτής της τοποθέτησης. Εν τω μεταξύ, ο Αλέξανδρος παρατήρησε ότι σχεδόν όλο το περσικό ιππικό μετακινούνταν προς τα αριστερά του, κοντά στη θάλασσα. Εκεί όμως είχε παρατάξει μόνο τους Πελοποννήσιους και το υπόλοιπο συμμαχικό ιππικό.
Έστειλε λοιπόν γρήγορα στα αριστερά τους Θεσσαλούς ιππείς, διατάζοντάς τους να μην περάσουν μπροστά από την παράταξη, για να μη φανερωθεί η μετακίνησή τους στους εχθρούς, αλλά να κινηθούν κρυφά πίσω από τη φάλαγγα. Τοποθέτησε μπροστά στους ιππείς στα δεξιά τους προδρόμους, με αρχηγό τον Πρωτόμαχο και τους Παίονες, με αρχηγό τον Αρίστωνα. Μπροστά από τους πεζούς, έβαλε τους τοξότες, με αρχηγό τον Αντίοχο. Παρέταξε ακόμη τους Αγριάνες με αρχηγό τον Άτταλο και μερικούς ιππείς σε γωνία, κοντά στο βουνό που βρισκόταν πίσω του.
Έτσι, στο δεξιό τμήμα της η φάλαγγα χωριζόταν σε δύο τμήματα, το ένα από τα οποία έβλεπε προς το Δαρείο και το κύριο σώμα των Περσών, πέρα από το ποτάμι και το άλλο προς τους παραταγμένους στο βουνό, απέναντι από τα νώτα τους. Στα αριστερά, μπροστά από το πεζικό, τοποθετήθηκαν οι Κρητικοί και οι Θράκες τοξότες, με αρχηγό το Σιτάλκη και μπροστά του το αριστερό τμήμα του ιππικού. Οι ξένοι μισθοφόροι τοποθετήθηκαν πίσω απ’ όλους. Επειδή όμως ο Αλέξανδρος έκρινε ότι η φάλαγγα στα δεξιά ήταν αραιή και οι Πέρσες έδειχναν κατά πολύ να την ξεπερνούν, διέταξε δύο ίλες των εταίρων να φύγουν από το μέσο και να κινηθούν κρυφά προς τα δεξιά.
Αυτές ήταν η Ανθεμουσία, με ίλαρχο τον Περοίδα, το γιο του Μενεσθέα και η επονομαζόμενη Λευγαία, με ίλαρχο τον Παντόρδανο, το γιο του Κλέανδρου. Τους τοξότες, μερικούς Αγριάνες και Έλληνες μισθοφόρους τους οδήγησε μπροστά από το δεξιό τμήμα και προεξέτεινε τη φάλαγγα μέχρι το κέρας των Περσών. Οι Πέρσες που είχαν τοποθετηθεί στο βουνό δεν επιχείρησαν κάθοδο· ο Αλέξανδρος διέταξε τους Αγριάνες και λίγους τοξότες να κάνουν έφοδο εναντίον τους. Τους ανάγκασαν εύκολα να εγκαταλείψουν τους πρόποδες και να καταφύγουν στο βουνό. Ο Αλέξανδρος έκρινε λοιπόν ότι έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τους εκεί τοποθετημένους για να συμπληρώσει τη φάλαγγα.
Σ’ αυτό το σημείο, έκρινε ότι του αρκούν τριακόσιοι ιππείς. Αφού τους τοποθέτησε έτσι, ο Αλέξανδρος διέταξε τη φάλαγγα να προχωρά για κάποιο χρονικό διάστημα με μικρές στάσεις· η πορεία τους έμοιαζε πολύ με περίπατο. Μόλις οι βάρβαροι ταχτοποιήθηκαν στις αρχικές τους θέσεις, ο Δαρείος δεν προχώρησε περισσότερο. Παρέμεινε στις όχθες του ποταμού, που ήταν σε πολλά σημεία απόκρημνες, χτίζοντας χαράκωμα στα σημεία που φαίνονταν πιο ευπρόσβλητα σε έφοδο. Το γεγονός αυτό έδειξε στον Αλέξανδρο και την ακολουθία του ότι ο Δαρείος είχε την ψυχολογία ηττημένου.
Όταν τα δυο στρατόπεδα είχαν ήδη πλησιάσει, ο Αλέξανδρος έφιππος περιέτρεχε την παράταξη, παρακινώντας τους άνδρες του να φανούν γενναίοι. Καλούσε με εγκώμια ανάλογα όχι μόνο τους αρχηγούς αλλά και τους λοχαγούς και τους ίλαρχους αλλά και όσους ξένους μισθοφόρους ήταν γνωστότεροι εξαιτίας κάποιου αξιώματος ή κάποιου ανδραγαθήματος. Από παντού, του κραύγαζαν να μην καθυστερεί, αλλά να επιτεθεί στους εχθρούς. Αυτός εξακολουθούσε να τους οδηγεί σε παράταξη, κατ’ αρχήν βαδίζοντας, αν και έβλεπε ήδη το στρατό του Δαρείου. Αυτό, για να μη διασαλευτεί η τάξη στη φάλαγγα και οδηγηθεί σε διάλυση, περπατώντας γρηγορότερα.
Μόλις έφτασαν σε απόσταση βολής, πρώτα η δεξιά παράταξη με επικεφαλής τον ίδιο τον Αλέξανδρο μπήκε γρήγορα στο ποτάμι. Σκοπός ήταν να αιφνιδιαστούν οι Πέρσες με την ταχύτητα της επίθεσης να περιοριστούν οι απώλειες από τα περσικά βέλη και να επιταχυνθεί η μάχη σώμα με σώμα. Τα πράγματα έγιναν όπως τα φαντάστηκε ο Αλέξανδρος. Μόλις άρχισε η μάχη σώμα με σώμα, το αριστερό τμήμα του περσικού στρατεύματος τράπηκε σε φυγή. Σ’ αυτό το σημείο, πέτυχαν λαμπρή νίκη ο Αλέξανδρος και η ακολουθία του.
Οι Έλληνες μισθοφόροι όμως που πολεμούσαν με τον Δαρείο, επιτέθηκαν στη Μακεδονική φάλαγγα, της οποίας η δεξιά παράταξη είχε αρχίσει να σκορπίζει. Διότι ο Αλέξανδρος με τη βιασύνη του να μπει στο ποτάμι και να ξεκινήσει τη μάχη εκ του συστάδην, έσπρωχνε ήδη τους Πέρσες που ήταν παραταγμένοι σ’ αυτό το σημείο. Το μέσο της παράταξής του όμως δεν μπορούσε να προχωρήσει τόσο γρήγορα· σε πολλά σημεία μάλιστα έπεφτε στις απόκρημνες όχθες και δεν είχε τη δυνατότητα να κρατήσει την αρχική τάξη. Οι Έλληνες μισθοφόροι λοιπόν χτύπησαν τη φάλαγγα στο σημείο που είδαν να έχει χάσει περισσότερο τη συνοχή της.
Εκεί παίζονταν πολλά πράγματα, οι μισθοφόροι προσπαθούσαν να ξανασπρώξουν τους Μακεδόνες στο ποτάμι και να κρατήσουν τη νίκη, που ήδη πετούσε μακριά τους· οι Μακεδόνες πάλι δεν ήθελαν να προδώσουν τη διαφαινόμενη επιτυχία του Αλέξανδρου και να καταστρέψουν τη φήμη της φάλαγγας, που μέχρι τότε φημολογούνταν ως ανίκητη. Έπειτα, ξύπνησε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους Μακεδόνες και τους νότιους Έλληνες. Τότε σκοτώθηκε ο Πτολεμαίος, ο γιος του Σέλευκου, πολεμώντας γενναία και περίπου εκατόν ογδόντα επιφανείς Μακεδόνες. Εν τω μεταξύ τα τάγματα της δεξιάς παράταξης είδαν ότι οι Πέρσες, που βρίσκονταν απέναντί τους, τρέπονταν ήδη σε φυγή.
Στράφηκαν λοιπόν εναντίον των ξένων μισθοφόρων του Δαρείου, εκεί όπου το τμήμα της φάλαγγας δεχόταν ισχυρή πίεση· τους απώθησαν από το ποτάμι και, υπερφαλαγγίζοντας τα τμήματα του περσικού στρατεύματος που είχε διασπαστεί, επιτέθηκαν από τα πλάγια και κατάσφαξαν τους μισθοφόρους. Οι Πέρσες ιππείς που βρίσκονταν απέναντι από τους Θεσσαλούς δεν κράτησαν τις θέσεις τους πέρα από το ποτάμι, αλλά το πέρασαν και επιτέθηκαν με παλικαριά στους Θεσσαλούς. Εκεί, έγινε πολύ σκληρή ιππομαχία, οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή, μόνο όταν κατάλαβαν ότι ο Δαρείος έφευγε και οι μισοί είχαν διασκορπιστεί εντελώς και κατασφαγεί από τη φάλαγγα.
Τότε πια, έγινε φανερό ότι όλοι τράπηκαν σε φυγή. Κατά την υποχώρηση τα άλογα των Περσών υπέφεραν από τους βαριά οπλισμένους αναβάτες τους και οι ίδιοι οι ιππείς όμως, καθώς ήταν πολλοί και υποχωρούσαν άτακτα και φοβισμένα μέσα από στενά περάσματα, καταπατούνταν μεταξύ τους και πάθαιναν έτσι μεγαλύτερη ζημιά από αυτή που τους προκαλούσαν οι εχθροί. Οι Θεσσαλοί τους καταδίωκαν με γενναιότητα· έτσι, κατά την υποχώρηση σκοτώθηκαν τόσοι ιππείς όσοι και πεζοί. Ο Δαρείος τώρα μόλις είδε ότι η αριστερή παράταξη πανικοβλήθηκε με την εμφάνιση του Αλέξανδρου και αποκόπηκε από την υπόλοιπη παράταξη, έφυγε με τους πρώτους, έτσι όπως ήταν πάνω στο άρμα.
Όσο διέτρεχε ομαλό έδαφος κατά τη φυγή του, ήταν ασφαλής πάνω στο άρμα, μόλις όμως έφτασε σε φαράγγι και σε δύσβατη περιοχή, πέταξε τον κάνδυ (μανδύας) και την ασπίδα του, παράτησε το τόξο μέσα στο άρμα, το εγκατέλειψε εκεί και συνέχισε έφιππος τη φυγή του. Το ότι δεν πιάστηκε αιχμάλωτος από τον Αλέξανδρο, οφείλεται στο ότι έπεσε γρήγορα η νύχτα. Ο Αλέξανδρος όσο κρατούσε το φως, τον κυνηγούσε με όλες του τις δυνάμεις, όταν όμως σκοτείνιασε και δεν μπορούσε να δει μπροστά του, γύρισε πάλι στο στρατόπεδο. Όμως πήρε το άρμα του Δαρείου και, μαζί μ’ αυτό, την ασπίδα, τον κάνδυ και το τόξο.
Από την άλλη, καθυστέρησε την καταδίωξη, γιατί μόλις είδε το πρώτο ρήγμα στη φάλαγγα, γύρισε πίσω και δεν ξεκίνησε παρά αφού είδε ότι οι ξένοι μισθοφόροι και το ιππικό διώχνονταν από το ποτάμι. Από τους Πέρσες, σκοτώθηκαν ο Αρσάμης, ο Ρεομίθρης και ο Ατιζύης, αρχηγοί του ιππικού στο Γρανικό· ακόμη, ο Σαυάκης, σατράπης της Αιγύπτου και ο Βουβάκης, Πέρσης αξιωματούχος. Από τους υπόλοιπους σκοτώθηκαν εκατό χιλιάδες περίπου πεζοί και περισσότεροι από δέκα χιλιάδες ιππείς. Λέει μάλιστα ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου, που ακολουθούσε τότε τον Αλέξανδρο, ότι οι διώκτες του Δαρείου συνάντησαν ένα φαράγγι και το πέρασαν πατώντας πάνω στα πτώματα.
Το στρατόπεδο του Δαρείου καταλήφθηκε αμέσως με έφοδο και αιχμαλωτίστηκαν η μάνα του, η γυναίκα του, που ήταν και αδελφή του, ο μικρός γιος του, δύο κόρες του και λίγες ευγενείς Περσίδες της ακολουθίας. Γιατί οι άλλοι Πέρσες είχαν στείλει τις γυναίκες τους και τα υπάρχοντά τους στη Δαμασκό. Και ο Δαρείος όμως είχε στείλει στη Δαμασκό τα περισσότερα χρήματα του και ό,τι άλλο παίρνει μαζί του ένας μεγάλος βασιλιάς, για να ζει πλουσιοπάροχα στις εκστρατείες του. Έτσι στο στρατόπεδο δε βρέθηκαν παραπάνω από τρεις χιλιάδες τάλαντα.
Τα χρήματα που βρίσκονταν στη Δαμασκό τα πήρε λίγο μετά ο Παρμενίων, που πήγε εκεί γι’ αυτόν τον σκοπό. Έτσι τέλειωσε αυτή η μάχη, τον μήνα Μαιμακτηριώνα, όταν στην Αθήνα ήταν επώνυμος άρχων ο Νικοκράτης.
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΗΜΕΡΑ
Την επόμενη μέρα, ο Αλέξανδρος παρά τον τραυματισμό του στο μηρό από ξίφος, επισκέφτηκε τους πληγωμένους και αφού συγκέντρωσε κήδεψε μεγαλόπρεπα τους νεκρούς, παρατάσσοντας όλη τη φάλαγγα με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο που την οδηγούσε στον πόλεμο. Αυτούς που διαπίστωσε προσωπικά ότι διέπρεψαν στη μάχη, η που υπήρχε ομοφωνία για τα κατορθώματα τους, τους τίμησε με τα λόγια του και με δωρεές ανάλογες με την αξία τους. Όρισε σατράπη της Κιλικίας τον Βάλακρο, τον γιο του Νικάνορα, έναν από τους βασιλικούς σωματοφύλακες. Στη θέση του, στους σωματοφύλακες, τοποθέτησε το Μένητα, το γιο του Διονύσιου.
Αρχηγό του τάγματος του Πτολεμαίου, του γιου του Σέλευκου, που σκοτώθηκε στη μάχη, όρισε τον Πολυπέρχοντα, το γιο του Σιμμία. Στους κατοίκους των Σόλων, από τον φόρο που είχε επιβάλει, χάρισε τα πενήντα τάλαντα που δεν του είχαν δώσει ακόμα και επέστρεψε τους ομήρους. Φρόντισε ακόμη τη μητέρα, τη γυναίκα και τα παιδιά του Δαρείου. Μερικοί από αυτούς που έγραψαν την ιστορία του Αλέξανδρου λένε ότι την ίδια τη νύχτα που γύρισε από την καταδίωξη του Δαρείου, κατευθύνθηκε προς τη σκηνή του Δαρείου, που επρόκειτο να χρησιμοποιήσει ο ίδιος.
Εκεί κοντά λοιπόν άκουσε γυναικεία κλάματα και ανάλογο θόρυβο, ρώτησε να μάθει ποιες είναι αυτές οι γυναίκες και για ποιο λόγο είχαν καταλύσει τόσο κοντά. Κάποιος του απάντησε: «Βασιλιά, είναι η μάνα, η γυναίκα και τα παιδιά του Δαρείου. Έμαθαν ότι έχεις το τόξο του και τον βασιλικό κάνδυ κι ότι έρχεται πίσω η ασπίδα του και θρηνούν, επειδή νομίζουν πως ο Δαρείος πέθανε». Όταν άκουσε αυτά ο Αλέξανδρος, έστειλε έναν εταίρο, τον Λεοννάτο, με την εντολή να τους πει ότι ο Δαρείος ζει και ότι στη φυγή του παράτησε τα όπλα και τον κάνδυ πάνω στο άρμα κι ότι μόνο αυτά τα αντικείμενα κατέχει ο Αλέξανδρος.
Ο Λεοννάτος πήγε στη σκηνή, είπε τι συνέβη με το Δαρείο και ακόμη ότι ο Αλέξανδρος θα τους αποδώσει όλες τις βασιλικές τιμές και θα τις προσφωνεί βασίλισσες· αυτό γιατί δεν πολεμά προσωπικά κατά του Δαρείου, αλλά σύμφωνα με τους νόμους για την κυριαρχία της Ασίας. Αυτά λένε ο Πτολεμαίος και ο Αριστόβουλος. Λέγεται ακόμη και κάτι άλλο· την επόμενη μέρα, ο ίδιος ο Αλέξανδρος μπήκε στη σκηνή, έχοντας μόνη συντροφιά τον εταίρο Ηφαιστίωνα. Η μάνα του Δαρείου δεν κατάλαβε ποιος από τους δύο είναι ο βασιλιάς, γιατί ήταν ντυμένοι με τον ίδιο τρόπο. Προχώρησε λοιπόν και προσκύνησε τον Ηφαιστίωνα, που της φάνηκε πιο μεγαλοπρεπής.
Ο Ηφαιστίωνας όμως έκανε πίσω και κάποιος από το περιβάλλον της της έδειξε τον Αλέξανδρο λέγοντάς της ποιος είναι. Αυτή ντράπηκε για το λάθος της και υποχώρησε. Τότε ο Αλέξανδρος της είπε ότι δεν κάνει λάθος, γιατί κι εκείνος είναι Αλέξανδρος. Εγώ αναφέρω απλά το γεγονός, ούτε ως αληθινό ούτε όμως και ως εντελώς ψεύτικο. Αλλά αν έγιναν έτσι τα πράγματα, επαινώ τον Αλέξανδρο που λυπήθηκε τις γυναίκες και έδειξε τέτοια εμπιστοσύνη και εκτίμηση στο φίλο του. Μπορεί όμως απλά οι συγγραφείς να έκριναν ότι ο Αλέξανδρος μπορούσε να μιλήσει και να συμπεριφερθεί έτσι. Ακόμη κι αν είναι έτσι τα πράγματα και πάλι τον επαινώ.
O Δαρείος ξέφυγε μέσα στη νύχτα, με λίγους από την ακολουθία του. Ξόδεψε την ημέρα στο να συγκεντρώσει τους Πέρσες και τους ξένους μισθοφόρους που σώθηκαν από τη μάχη. Μάζεψε γύρω στους τέσσερις χιλιάδες και μ’ αυτούς κινήθηκε γρήγορα προς την πόλη Θάψακο και τον ποταμό Ευφράτη. Βιαζόταν να βάλει το ποτάμι ανάμεσα στον εαυτό του και στον Αλέξανδρο. Ο Αμύντας, ο γιος του Αντιόχου, ο Θυμωνδας, ο γιος του Μέντορα, ο Αριστομήδης από τις Φερές, ο Βιάνορας από την Ακαρνανία, όλοι αυτόμολοι, μαζί με τους στρατιώτες τους (οκτώ χιλιάδες άνθρωποι περίπου έτσι όπως ήταν παραταγμένοι, κατέβηκαν από τα βουνά και έφτασαν στην Τρίπολη της Φοινίκης.
Εκεί από τα πλοία με τα οποία έφτασαν από τη Λέσβο και είχαν τώρα τραβηχτεί στη στεριά, άρπαξαν όσα πίστευαν ότι αρκούσαν για τη μεταφορά τους. Τα έριξαν στο νερό, έκαψαν τα υπόλοιπα στους ναύσταθμους, για να μη διευκολύνουν την καταδίωξή τους και κατέφυγαν στην Κύπρο και, από κει, στην Αίγυπτο. Εκεί, λίγο αργότερα, κάτι σκάρωσε ο Αμύντας και τον σκότωσαν οι ντόπιοι. Ο Φαρνάβαζος και ο Αυτοφραδάτης περίμεναν από πριν στη Χίο. Τοποθέτησαν φρουρά στο νησί, έστειλαν μερικά πλοία στην Κω και στην Αλικαρνασσό και οι ίδιοι με τα εκατό πιο καλοτάξιδα πήγαν στη Σίφνο. Εκεί, πήγε και τους βρήκε ο βασιλιάς της Σπάρτης, ο Άγης, πάνω σε μία τριήρη.
Του ζήτησε χρήματα για να κάνει πόλεμο και απαίτησε να του στείλουν στην Πελοπόννησο όσο περισσότερο στρατό και ναυτικό μπορούσαν. Εκείνη τη στιγμή, τους ήρθε η είδηση για τη μάχη στην Ισσό. Έμειναν έκπληκτοι από την αναγγελία. Ο Φαρνάβαζος με δώδεκα τριήρεις και χίλιους πεντακόσιους ξένους μισθοφόρους πήγε στη Χίο, γιατί φοβόταν μήπως με την αναγγελία της ήττας επαναστατήσουν οι Χιώτες. Ο Άγης πήρε από τον Αυτοφραδάτη τριάντα ασημένια τάλαντα και δέκα τριήρεις. Ανέθεσε στον Ιππία να τις οδηγήσει στον αδελφό του, τον Αγησίλαο, στο Ταίναρο.
Τον διέταξε να πει στον Αγησίλαο να δώσει στους ναύτες ολόκληρο τον μισθό τους και να πάει το συντομότερο δυνατό στην Κρήτη, για να διευθετήσει τα πράγματα εκεί. Αυτός παρέμεινε κατ’ αρχήν στα νησιά και αργότερα πήγε στον Αυτοφραδάτη στην Αλικαρνασσό. Ο Αλέξανδρος όρισε σατράπη της κοίλης Συρίας τον Μένωνα, τον γιο του Κερδίμμα και του έδωσε για φρουρά της χώρας το συμμαχικό ιππικό. Ο ίδιος πήγε στη Φοινίκη. Στο δρόμο τον συνάντησε ο Στράτωνας, ο γιος του Γηροστράτου, του βασιλιά των Αραδίων και της γειτονικής τους περιοχής.
Ο Γηρόστρατος ακολουθούσε τον πλου του Αυτοφραδάτη, όπως και οι άλλοι βασιλείς των Κυπρίων και των Φοινίκων. Ο Στράτωνας όμως, όταν συνάντησε τον Αλέξανδρο, τον στεφάνωσε με χρυσό στεφάνι και του παρέδωσε το νησί της Αράδου, την πλούσια και ευτυχισμένη πόλη Μάραθο, χτισμένη στη στεριά απέναντι από την Άραδο, τη Σιγώνα, την πόλη Μαριάμμη και τις υπόλοιπες περιοχές που διοικούσε.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟ
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ 20
Στο στρατό του Δαρείου ήταν κάποιος Μακεδόνας, Αμύντας, που είχε εξοριστεί από τη Μακεδονία και γνώριζε τον χαρακτήρα του Αλέξανδρου. Αυτός, καθώς έβλεπε ότι ο Δαρείος ετοιμαζόταν να βαδίσει εναντίον του Αλέξανδρου μέσα από τα στενά, τον παρακάλεσε να περιμένει εκεί που βρισκόταν και να δώσει μάχη στις μεγάλες κι ανοικτές πεδιάδες, πολεμώντας με τόσο στρατό εναντίον λιγότερων. Και όταν ο Δαρείος του αποκρίθηκε πως φοβάται μήπως καταφέρουν και ξεφύγουν οι εχθροί, είπε: «Γι’ αυτό βέβαια μη φοβάσαι, βασιλιά. Γιατί εκείνος θα έλθει εναντίον σου, και ήδη τώρα πιθανόν να έρχεται».
Λέγοντας αυτά ο Αμύντας δεν τον έπεισε, κι ο Δαρείος έφυγε κατευθυνόμενος στην Κιλικία, ενώ συγχρόνως ο Αλέξανδρος πήγαινε προς τη Συρία εναντίον του. Τη νύχτα εκείνη δεν κατάφεραν να συναντηθούν και επέστρεψαν, ο μεν Αλέξανδρος ευχαριστημένος με το γεγονός και σπεύδοντας να προλάβει τους εχθρούς κοντά στα στενά, ενώ ο Δαρείος ήθελε να προλάβει να φτάσει στο πρώτο στρατόπεδο και να πάρει τον στρατό του από τα στενά. Γιατί ήδη είχε καταλάβει ότι αντίθετα με το συμφέρον του είχε πάει σε δύσκολες περιοχές για το ιππικό του, λόγω της θάλασσας, των βουνών και του ποταμού Πινάρου, που περνάει ανάμεσά τους, περιοχές που είναι χωρισμένες σε πολλά μικρά τμήματα και είναι κατάλληλα για τους εχθρούς που ήταν ολιγάριθμοι.
Στον Αλέξανδρο έδωσε η τύχη την κατάλληλη περιοχή, αλλά περισσότερο από την προσφορά της τύχης βοήθησε στη νίκη η ικανότητα του στη στρατηγική, γιατί αν και είχε λιγότερο στρατό από τους βαρβάρους, δεν τους άφησε να τον περικυκλώσουν, αλλά ο ίδιος με τη δεξιά του πτέρυγα πέρασε το αριστερό τους άκρο, και χτυπώντας τους από τα πλάγια έτρεψε σε φυγή όσους βαρβάρους είχαν παραταχθεί προς τη δική του μεριά, πολεμώντας ανάμεσα στους πρώτους. Έτσι τραυματίστηκε με ξίφος στο μηρό από το Δαρείο, γιατί, όπως ισχυρίζεται οΧάρης, πιάστηκαν στα χέρια.
Αλλά ο Αλέξανδρος γράφοντας σχετικά με τη μάχη στον Αντίπατρο δεν αναφέρει ποιος τον πλήγωσε, αλλά ότι κτυπήθηκε στο μηρό με σπαθί και πως δεν ήταν τίποτε σοβαρό το τραύμα του. Και παρόλο που είχε μια λαμπρή νίκη και κατατρόπωσε πάνω από εκατόν δέκα χιλιάδες εχθρούς, δεν κατάφερε να πιάσει τον Δαρείο, γιατί εκείνος με τη φυγή πρόλαβε να πάει μπροστά τέσσερα ή πέντε στάδια, κατάφερε όμως να πάρει το άρμα και το τόξο του και επιστρέφοντας βρήκε τους Μακεδόνες να παίρνουν από το στρατόπεδο των βαρβάρων τα υπόλοιπα πλούτη, που ήταν υπερβολικά πολλά, αν και πήραν μέρος στη μάχη ελαφρά οπλισμένοι και τις περισσότερες αποσκευές τους τις είχαν στη Δαμασκό.
Τη σκηνή του Δαρείου την εξαίρεσαν για τον ίδιο, καθώς ήταν γεμάτη με εξαιρετικούς υπηρέτες και επίπλωση και πολλούς θησαυρούς. Αφού λοιπόν έβγαλε τα όπλα του, αμέσως κατευθύνθηκε στο λουτρό λέγοντας: «Πάμε να πλύνουμε τον ιδρώτα από τη μάχη στο λουτρό του Δαρείου». Και κάποιος από τους φίλους του είπε: «Μα τον Δία, στο λουτρό του Αλέξανδρου. Γιατί τα πράγματα των νικημένων πρέπει να ανήκουν και να ονομάζονται του νικητή».
Και καθώς είδε τόσες λεκάνες και υδρίες και σκάφες και αλαβάστρινα αντικείμενα, όλα από χρυσό και με μεγάλη πολυτέλεια κατασκευασμένα, και το χώρο να μυρίζει θαυμάσια, γιατί ήταν γεμάτος αρώματα και μύρα, μπήκε στη σκηνή, που άξιζε να τη θαυμάσει κανείς λόγω του ύψους και του μεγέθους της, αλλά και για τα στρώματα, τα τραπέζια και όσα κοσμούσαν το δείπνο, στράφηκε στους φίλους του και είπε: «Τούτο είναι, όπως φαίνεται, το να είσαι βασιλιάς.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΟΔΩΡΟ ΤΟ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΒΙΒΛΟΣ ΕΠΤΑΚΑΙΔΕΚΑΤΗ 32 – 36
Κάλεσε, λοιπόν, (ο Δαρείος) τις δυνάμεις του απ’ όλα τα σημεία της Αυτοκρατορίας και πρόσταξε να τον συναντήσουν στη Βαβυλώνα. Από τους συγγενείς και τους φίλους, επίσης, διάλεξε τους κατάλληλους και τους ανέθεσε διοικήσεις ανάλογα με τις ικανότητες τους, ενώ άλλους τους όρισε να πολεμήσουν στο πλευρό του. Όταν έφτασε ο καιρός που είχε οριστεί για την επιχείρηση, κατέφθασαν όλοι στη Βαβυλώνα. Ο αριθμός των στρατιωτών ήταν πάνω από τετρακόσιες χιλιάδες, ενώ οι ιππείς δεν ήταν λιγότεροι από εκατό χιλιάδες. Ο Δαρείος κίνησε, λοιπόν, με όλη αυτή τη δύναμη και βάδιζε προς την Κιλικία, έχοντας μαζί του τη γυναίκα, τα παιδιά, ένα γιο και δυο θυγατέρες, και τη μητέρα του.
Ο Αλέξανδρος, που πριν τον θάνατο του Μέμνονα είχε μάθει την υποταγή της Χίου και των πόλεων της Λέσβου, ότι η Μυτιλήνη είχε καταληφθεί εξ εφόδου, καθώς και ότι ο Μέμνων με τριακόσιες τριήρεις και δυνάμεις πεζικού σκόπευε να εκστρατεύσει στη Μακεδονία, ενώ οι περισσότεροι Έλληνες ήταν έτοιμοι να επαναστατήσουν, είχε καταληφθεί από μεγάλη αγωνία. Μόλις όμως ήρθαν και του ανακοίνωσαν κάποιοι τον θάνατο του Μέμνονα, απαλλάχτηκε από την αγωνία. Μετά από λίγο, έπεσε σε αρκετά σοβαρή αρρώστια κι επειδή η κατάσταση του ήταν επίπονη κάλεσε τους γιατρούς.
Όλοι, λοιπόν, οι γιατροί βρέθηκαν σε δύσκολη θέση ως προς τη θεραπεία, εκτός από τον Φίλιππο τον Ακαρνάνα, ο οποίος δήλωσε ότι μπορούσε να κατανικήσει την αρρώστια με φάρμακα, αλλά η θεραπευτική αγωγή θα ήταν εντατική και τολμηρή. Ο βασιλιάς δέχτηκε μετά χαράς, καθώς είχε διαδοθεί η φήμη πως ο Δαρείος είχε κινήσει με το στρατό του από τη Βαβυλώνα. Ο γιατρός του έδωσε να πιει το φάρμακο και, έχοντας βοηθό την ισχυρή κράση του ασθενούς αλλά και την τύχη, απάλλαξε τον Αλέξανδρο από την αρρώστια. Έτσι, λοιπόν, αυτός διέφυγε ανέλπιστα τον κίνδυνο και τίμησε με μεγαλοπρέπεια το γιατρό, τον οποίο κατέταξε μεταξύ των πιο πιστών του φίλων.
Η μητέρα του βασιλιά έγραψε στον Αλέξανδρο, μεταξύ άλλων χρησίμων, ότι έπρεπε να φυλάγεται από τον Αλέξανδρο τον Λυγκηστή. Αυτός διακρινόταν για την ανδρεία και το υψηλό του φρόνημα και ακολουθούσε τον βασιλιά παντού μαζί με τους λοιπούς του φίλους ως έμπιστος. Επειδή συνέτρεχαν και πολλοί άλλοι λόγοι που ενίσχυαν ετούτη τη συκοφαντία, ο Αλέξανδρος ο Λυγκηστής συνελήφθη, και τέθηκε δέσμιος υπό φρούρηση, μέχρις ότου δικαστεί. Ο Αλέξανδρος, πληροφορούμενος ότι ο Δαρείος απέχει λίγων μόνο ημερών πορεία, έστειλε τον Παρμενίωνα με τον στρατό να προκαταλάβει τα περάσματα και τις λεγόμενες Κιλίκιες Πύλες.
Αυτός, λοιπόν, κατέφθασε επί τόπου και, αφού απώθησε τους βαρβάρους που είχαν προκαταλάβει τα στενά, έγινε κύριος των περασμάτων. Ο Δαρείος, θέλοντας να κάνει τον στρατό του ευκίνητο, άφησε τα σκευοφόρα και τους αμάχους στη Δαμασκό της Συρίας. Μαθαίνοντας επίσης ότι ο Αλέξανδρος κατέλαβε τα στενά, θεώρησε πως δε θα τολμούσε να δώσει μάχη στην πεδιάδα και βάδιζε με σύντονη πορεία. Οι ντόπιοι έπαψαν να υπολογίζουν τους Μακεδόνες, που ήταν λίγοι, ενώ τους εντυπωσίασε το μέγεθος της περσικής στρατιάς, και εγκαταλείποντας τον Αλέξανδρο προσχώρησαν στο Δαρείο και χορηγούσαν με μεγάλη προθυμία τρόφιμα και ό,τι άλλο αναγκαίο στους Πέρσες, ενώ με το δικό τους το μυαλό πρόβλεπαν νίκη των βαρβάρων.
Ο Αλέξανδρος, στο μεταξύ, κατέλαβε την Ισσό, μια σημαντική πόλη, που υποτάχτηκε τρομοκρατημένη. Όταν οι ανιχνευτές του ανέφεραν ότι ο Δαρείος απείχε τριάντα στάδια και ότι πλησιάζει με τις δυνάμεις του συντεταγμένες με τρόπο καταπληκτικό, σκέφτηκε πως οι θεοί του έδιναν την ευκαιρία ώστε με μία μάχη να νικήσει και να καταλύσει την αυτοκρατορία των Περσών. Έτσι, παρότρυνε με τα κατάλληλα λόγια τους στρατιώτες στον υπέρ πάντων αγώνα και τοποθέτησε τις μονάδες του πεζικού και τις ίλες του ιππικού ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους.
Τοποθέτησε, δηλαδή, τους ιππείς μπροστά απ’ όλο το στράτευμα, ενώ τη φάλαγγα των πεζών την έβαλε πίσω ως εφεδρεία. Ο ίδιος, επικεφαλής στο δεξί κέρας, προχωρούσε να αντιμετωπίσει τους εχθρούς, έχοντας μαζί του τις ισχυρότερες μονάδες ιππικού. Το αριστερό κέρας κατείχαν οι Θεσσαλοί ιππείς, που ξεπερνούσαν κατά πολύ τους υπόλοιπους σε ανδραγαθία και εμπειρία. Μόλις οι δυνάμεις έφτασαν σε απόσταση βέλους, οι βάρβαροι έριξαν τέτοιο πλήθος βελών στους άντρες του Αλεξάνδρου, ώστε από την πυκνότητα τα βέλη συγκρούονταν μεταξύ τους και εξασθένιζε η δύναμή τους. Όταν οι σαλπιγκτές των δυο παρατάξεων σήμαναν επίθεση, πρώτοι οι Μακεδόνες αλάλαξαν με ένταση τρομερή, κι έπειτα ανταπάντησαν οι βάρβαροι.
Τα γύρω βουνά αντιλάλησαν, καθώς η βοή των βαρβάρων ξεπέρασε την προηγούμενη κραυγή των Μακεδόνων, έτσι που πενήντα μυριάδες στόματα αναβόησαν με μια φωνή. Ο Αλέξανδρος έστρεφε τη ματιά του προς όλες τις κατευθύνσεις, προσπαθώντας να διακρίνει τον Δαρείο. Αμέσως μόλις τον είδε, όρμησε με τους ιππείς του εναντίον του βασιλιά, θέλοντας όχι μόνο να κατανικήσει τους Πέρσες αλλά και να κατακτήσει τη νίκη με το σπαθί του. Μαζί μ’ αυτόν συγκρούστηκαν και τα υπόλοιπα τμήματα του ιππικού με τους αντιπάλους τους και σκοτώνονταν πολλοί, καθώς η μάχη παρέμενε αμφίρροπη, λόγω της ανδρείας που επιδείκνυαν οι μαχητές και των δυο παρατάξεων.
Ταλαντευόταν, λοιπόν, η νίκη μια από δω και μια από κει και η τροπή των πραγμάτων εναλλασσόταν. Ακόντιο ή χτύπημα δεν έπεφτε στο κενό, λες και το πλήθος υπήρχε για να δίνει πρόσφορο στόχο. Ως εκ τούτου, πολλοί έπεφταν πληγωμένοι από τα τραύματα που δέχονταν από τους αντιπάλους, αλλά μάχονταν μέχρι την τελευταία τους πνοή και πρώτα έχαναν τη ζωή τους και μετά το θάρρος τους. Οι αξιωματικοί των μονάδων μάχονταν μπρος από τους άντρες τους και το παράδειγμα της ανδρείας τους οδηγούσε τους περισσότερους σε ανδραγαθίες. Γι’ αυτό κι έβλεπε κανείς να καταφέρονται όλων των ειδών τα τραύματα στους πολλούς και μανιασμένους αγώνες που δίνονταν για τη νίκη.
Ο Πέρσης Οξάθρης, που ήταν αδελφός του Δαρείου και ζηλευτός για την ανδρεία του, μόλις είδε τον Αλέξανδρο να ορμάει ασυγκράτητος προς τον Δαρείο, παρακινήθηκε από το φιλότιμο να συμμεριστεί την τύχη του αδελφού του. Πήρε, λοιπόν, τους καλύτερους ιππείς που είχε υπό τις διαταγές του και μ’ αυτούς όρμησε στον Αλέξανδρο. Με τη σκέψη πως η εκδήλωση αδελφικής αγάπης θα του φέρει μεγάλη δόξα στους Πέρσες, στεκόταν πρόμαχος μπρος απ’ το τέθριππο του Δαρείου. Εκεί, έμπειρα και τολμηρά συμπλεκόταν με τους εχθρούς και σκότωνε πολλούς. Οι άντρες του Αλεξάνδρου μάχονταν με μεγαλύτερη παλικαριά, κι έτσι γρήγορα σωρεύτηκε γύρω από το τέθριππο του Δαρείου πλήθος νεκρών.
Όλοι μοναδικό σκοπό είχαν να πλήξουν τον βασιλιά κι αγωνίζονταν μεταξύ τους με το μεγαλύτερο μένος, χωρίς να λογαριάζουν τη ζωή τους. Σ’ εκείνη τη φάση της μάχης έπεσαν πολλοί γνωστοί αξιωματικοί των Περσών, όπως ο Ατιζύης, ο Ρεομίθρης και ο σατράπης της Αιγύπτου Τασιάκης. Βεβαίως, έπεσαν και πολλοί Μακεδόνες, ενώ ο ίδιος ο Αλέξανδρος πληγώθηκε στον μηρό, όταν χύθηκαν απ’ όλες τις μεριές πάνω του οι εχθροί. Τ’ άλογα που συγκρατούσαν το ζυγό στο τέθριππο του Δαρείου, τρομαγμένα από τα απανωτά χτυπήματα που δέχονταν και από το πλήθος των νεκρών που σωριάζονταν γύρω τους, τίναζαν τα χαλινάρια και λίγο έλειψε να φέρουν το Δαρείο στις γραμμές του εχθρού.
Γι’ αυτό ο βασιλιάς, που διέτρεχε τον έσχατο κίνδυνο, άρπαξε ο ίδιος τα ηνία κι αναγκάστηκε ν’ αφήσει κατά μέρος τη μεγαλειότητα της θέσης του και να παραβιάσει την εθιμοτυπία που ισχύει στους Πέρσες βασιλιάδες. Οι υπηρέτες του Δαρείου του έφεραν άλλο τέθριππο, ενώ κατά τη μετάβαση του σ’ αυτό έγινε κάποια αναταραχή κι ο Δαρείος, εν μέσω της επίθεσης των εχθρών, πανικοβλήθηκε. Οι Πέρσες, βλέποντας το βασιλιά σε ταραχή και σύγχυση, τράπηκαν σε φυγή. Το ίδιο έκαναν και οι ιππείς πίσω τους και γρήγορα τράπηκαν όλοι σε φυγή.
Καθώς η υποχώρησή τους γινόταν μέσα από στενά και κακοτράχαλα μέρη, έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο και αλληλοπατιούνταν, με αποτέλεσμα να σκοτώνονται πολλοί χωρίς να έχουν δεχτεί έστω και ένα εχθρικό χτύπημα. Διότι ήταν σωριασμένοι καταγής όλοι μαζί, άλλοι χωρίς όπλα κι άλλοι με τις πανοπλίες τους, μερικοί κρατούσαν ακόμη τα σπαθιά τους και σκότωναν όσους έπεφταν πάνω τους. Οι περισσότεροι έφτασαν στο άπλωμα και καλπάζοντας ολοταχώς κατέφυγαν στις συμμαχικές πόλεις. Η Μακεδονική φάλαγγα και το περσικό πεζικό λίγο παρέμειναν στο πεδίο της μάχης, διότι η ήττα του ιππικού που προηγήθηκε ήταν κάτι σαν προγύμνασμα της τελικής νίκης.
Καθώς το σύνολο των βαρβάρων δεν άργησε να κατατροπωθεί και τόσες μυριάδες ανθρώπων συνωστίζονταν στη φυγή τους στα στενά, μέσα σε λίγη ώρα όλος ο τόπος γέμισε νεκρούς. Καθώς έπεφτε η νύχτα, εύκολα οι Πέρσες διασκορπίστηκαν σε πολλά μέρη. Οι Μακεδόνες σταμάτησαν την καταδίωξη και στράφηκαν στις αρπαγές και, βέβαια, έστρεψαν την προσοχή τους κυρίως στις βασιλικές σκηνές, λόγω του μεγέθους της πολυτέλειας. Έτσι, πολύ χρυσάφι, ακόμα περισσότερο ασήμι, καθώς και πάμπολλα και βαρύτιμα ενδύματα αρπάχτηκαν από το βασιλικό θησαυρό.
Λεηλατήθηκαν, επίσης, και πολλά πλούτη από τους φίλους και συγγενείς του βασιλιά, καθώς και από τους λοιπούς ηγεμόνες. Διότι δεν ήταν μόνο οι γυναίκες της βασιλικής οικογένειας αλλά και οι γυναίκες των αυλικών και των συγγενών που ακολουθούσαν τους δικούς τους πάνω σε επιχρυσωμένες άμαξες, σύμφωνα με κάποια πατροπαράδοτη συνήθεια των Περσών. Ένεκα του τεράστιου πλούτου και της χλιδής, καθεμιά τους ταξίδευε με πανάκριβη οικοσκευή και γυναικεία κοσμήματα. Η δυστυχία των γυναικών που αιχμαλωτίστηκαν ήταν η μεγαλύτερη.
Εκείνες που πρώτα μεταφέρονταν με προσοχή, λόγω μαλθακότητας, πάνω σε πολυτελείς άμαξες και δεν άφηναν ακάλυπτο κανένα σημείο του σώματος τους, τώρα πετάγονταν με οδυρμούς έξω απ’ τις σκηνές μ’ ένα μόνο χιτώνα και σκίζοντας τα ρούχα τους παρακαλούσαν τους θεούς να τις βοηθήσουν και έπεφταν στα γόνατα των νικητών. Με χέρια που έτρεμαν πέταγαν από πάνω τους τα στολίδια τους και με ξέπλεκα τα μαλλιά έτρεχαν πάνω στο κακοτράχαλο έδαφος η μια στην άλλη να βρουν συμπαράσταση από εκείνες που χρειάζονταν βοήθεια από άλλους. ετούτες τις δυστυχισμένες άλλοι τις έσερναν τραβώντας τες απ’ τα μαλλιά.
Άλλοι τους έσκιζαν τα ρούχα κι άπλωναν χέρι στο γυμνό τους σώμα ή τις χτυπούσαν με τους σαυρωτήρες των δοράτων, εξευτελίζοντας ό,τι προσφιλέστερο και σεβαστότερο είχαν οι βάρβαροι που τώρα η τύχη το χάρισε σ’ αυτούς. Οι πιο μετριοπαθείς και συνετοί Μακεδόνες, βλέποντας τούτο το γύρισμα της τύχης, συγκινήθηκαν και ένιωσαν οίκτο για τις συμφορές που βρήκαν τις δύσμοιρες γυναίκες, που τώρα πια χάνονταν μακριά όλα όσα άρμοζαν στην υψηλή τους θέση, ενώ μπροστά τους βρίσκονταν τα ξένα και εχθρικά και σέρνονταν προς τη δυστυχία της επονείδιστης αιχμαλωσίας.
Περισσότερο απ’ όλες, συγκίνησε κι έφερε δάκρυα στα μάτια όσων ήταν παρόντες η μητέρα και η γυναίκα του Δαρείου, οι δυο θυγατέρες του, σε ηλικία γάμου, και ο μικρός του γιος. Η μεταστροφή της δικής τους τύχης και το μέγεθος των αναπάντεχων συμφορών που τους έβρισκαν ήταν φυσικό να κάνουν όσους έβλεπαν να συμπάσχουν με τις δυστυχίες τους. Δεν ήξεραν καν αν ο Δαρείος ζούσε κι είχε σωθεί ή αν χάθηκε μαζί με τους άλλους, έβλεπαν τη σκηνή τους να διαρπάζεται από ένοπλους εχθρούς, που αγνοούσαν ποιες ήταν οι αιχμάλωτες κι από την άγνοιά τους έκαναν πράγματα ανάρμοστα.
Και γενικά έβλεπαν όλη την Ασία να αιχμαλωτίζεται μαζί τους και τις γυναίκες των σατραπών να πέφτουν στα γόνατά τους και να ζητούν βοήθεια κι εκείνες όχι μόνο να μην έχουν τρόπο να τις βοηθήσουν, αλλά να τους ζητούν κι οι ίδιες συμπαράσταση στη δυστυχία τους. Οι υπηρέτες του βασιλιά κατέλαβαν τώρα τη σκηνή του Δαρείου κι ετοίμαζαν το λουτρό και το δείπνο για τον Αλέξανδρο, άναψαν λαμπάδες για να έχουν άπλετο φως και περίμεναν τον Αλέξανδρο, ώστε όταν επιστρέψει από την καταδίωξη να βρει έτοιμα γι’ αυτόν όλα τα πλούτη του Δαρείου κι αυτό να προοιωνίσει την κατάκτηση όλης της Ασίας.
Από τους βαρβάρους σκοτώθηκαν στη μάχη πάνω από εκατό χιλιάδες πεζοί κι όχι λιγότεροι από δέκα χιλιάδες ιππείς. Οι Μακεδόνες έχασαν τριακόσιους πεζούς και γύρω στους εκατόν πενήντα ιππείς. Έτσι τέλειωσε, λοιπόν, η μάχη στην Ισσό της Κιλικίας.
ΤΟ ΨΗΦΙΔΩΤΟ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΙΣΣΟΥ
ΙΣΣΟΣ ή ΓΑΥΓΑΜΗΛΑ
Στο ψηφιδωτό της Ποµπηίας απεικονίζεται η µάχη µεταξύ Μ. Αλεξάνδρου και ∆αρείου Γ’στην Ισσό ή στα Γαυγάµηλα; Στο παρόν άρθρο επιχειρείσουμε την παρουσίαση και η ανάπτυξη των ιστορικών στοιχείων για τις δύο µεγάλες µάχες, που έγιναν το 333 και το 331 π.Χ. αντίστοιχα, και διερευνάται η σχέση της πανοπλίας που φέρει ο Αλέξανδρος στο ψηφιδωτό µε την ταυτότητα του νεκρού βασιλιά και τα ευρήµατα στον τάφο ΙΙ της Βεργίνας. Βρέθηκε στις αρχαιολογικές ανασκαφές της Πομπηίας στo “Casa del Faunο” (στο σπίτι του Faun). Σήμερα είναι ένα από τα πιο γνωστά Ρωμαϊκά ψηφιδωτά.
Το ψηφιδωτό σε διαστάσεις 5,28 x 3,13 μέτρα παρουσιάζει πολλές απόψεις για την μάχη της Ισσού το 333 π.Χ. μεταξύ του Μ. Αλεξάνδρου και του Πέρση βασιλιά Δαρείου Γ’. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι η ζωγραφιά είναι μια παράσταση από την μάχη των Γαυγαμήλων το 331 π.Χ. στην οποία για άλλη μια φορά έχουν συναντηθεί ο Μ. Αλέξανδρος και ο Δαρείος. Η εικόνα δείχνει τον Αλέξανδρο και τα στρατεύματα του με επικεφαλή τον ίδιο να κάνει έφοδο από τα αριστερά και να προσπαθεί να σημαδέψει τον Δαρείο. Όμως ο Πέρσης τρέπεται σε φυγή με στραμμένο το βλέμμα στον Αλέξανδρο.
Το ψηφιδωτό του Αλεξάνδρου ανεξάρτητα από την τοποθέτηση του στο “Casa del Fauno” πραγματοποιήθηκε τον τρίτο αιώνα π.Χ. χωρίς σήμερα να υπάρχει το πρότυπο. Θα μπορούσε να είναι του Φιλοξένου από την Ερέτρια από τον τέταρτο αιώνα π.Χ. Υπάρχει όμως και η γνώμη ότι μια Ελληνιστική ζωγραφιά χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο. Το ψηφιδωτό αναδεικνύει την μεγαλοπρέπεια της Ελληνικής μνημειώδης ζωγραφιάς και την βαφή τεσσάρων χρωμάτων. Σήμερα το αρχικό ψηφιδωτό του Αλεξάνδρου εκτίθεται στο Εθνικό αρχαιολογικό μουσείο της Νάπολης.
Ένα ακριβές αντίγραφο σε μορφή, μέγεθος σε χρώματα και υλικά έχει παραχθεί από τον Scuola Bottega del Mosaico di Ravenna μετά από πολλά χρόνια δουλειάς και βρίσκεται στην Πομπηία. Κατά τους αρχαίους ιστορικούς Πλούταρχο και Κουίντο Ρούφο, η Ρόδος και η Κύπρος είχαν δωρίσει στον Μ. Αλέξανδρο, κατά την εκστρατεία του στην Ασία, η πρώτη ένα θώρακα και η δεύτερη ένα ξίφος, που ήταν χρυσοποίκιλτα και έργα µεγάλων καλλιτεχνών.
Ο καθηγητής Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. Μανόλης Ανδρόνικος στο διάστηµα 1977 – 1980 ανακάλυψε στον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας, στον βασιλικό τάφο ΙΙ, µεταξύ των άλλων ευρημάτων, ένα θώρακα και ένα ξίφος που έχουν µεγάλη οµοιότητα µε το θώρακα και το ξίφος που βλέπουµε να φέρει ο Μ. Αλέξανδρος στο ψηφιδωτό της Ποµπηίας. Είναι γνωστό από την Ελληνική, όσο και την παγκόσµια ιστορία, ότι η µεγάλη µάχη, που βλέπουµε στο ψηφιδωτό αυτό όπου µάχονται σε ελάχιστη µεταξύ τους απόσταση ο Μ. Αλέξανδρος και ο ∆αρείος Γ’, αποδίδεται, από το 1870 που ανακαλύφθηκε, στη µάχη της Ισσού. Από την έρευνά στο θέµα αυτό προέκυψαν τα εξής στοιχεία:
Α. Μάχη της Ισσού
Έγινε το 333 π.Χ. στην Κιλικία και συγκεκριµένα στην πεδιάδα του Πινάρου ποταµού, µεταξύ του ορεινού όγκου Άµανος και του Ισσικού κόλπου. ∆εν αναφέρεται από κανέναν αρχαίο ιστορικό ότι η µάχη αυτή έχει αναπαρασταθεί από κάποιον µεγάλο Έλληνα ζωγράφο. Αντίθετα ο Πλίνιος µας πληροφορεί ότι «ο ζωγράφος Φιλόξενος από την Ερέτρια ζωγράφισε για το βασιλιά Κάσσανδρο µια εικόνα υψηλής τέχνης η οποία αναπαριστούσε µια µάχη µεταξύ του Μ. Αλεξάνδρου και του ∆αρείου», χωρίς όµως να αναφέρεται στον τόπο διεξαγωγής της.
Β. Μάχη των Γαυγαµήλων
Έγινε το 331 π.Χ. στην πεδιάδα των Γαυγαµήλων ανάµεσα στα Γαρδυαία όρη και τον Τίγρη ποταµό. Κατά τους ιστορικούς Πλούταρχο και Κουίντο Ρούφο, ο Μ. Αλέξανδρος, έχοντας δίπλα του, έφιππο µε κράνος και χρυσό στεφάνι, τον προσωπικό του µάντη Αρίστανδρο, έφερε την παρακάτω πανοπλία στη µάχη αυτή:
Τα αποδεικτικά στοιχεία που σχετίζονται µε την προέλευση και ταύτιση των εξαρτηµάτων της παραπάνω πανοπλίας, όπως έχει προκύψει από σχετική έρευνα, έχουν µεγάλη οµοιότητα ή είναι τα ίδια µε αυτά που βρέθηκαν από τον καθ. Μ. Ανδρόνικο στους τάφους ΙΙ και ΙΙΙ της Βεργίνας.
Ιστορικές Μαρτυρίες για τη Στάση της Ρόδου και της Κύπρου στη Μάχη της Ισσού το 333 π.Χ.
Από τον Αρριανό και άλλους ιστορικούς προκύπτει ότι η Ρόδος και η Κύπρος δεν συµµετείχαν στο πλευρό του Μ. Αλεξάνδρου στη µάχη αυτή, για το λόγο ότι τελούσαν υπό Περσική κυριαρχία και οι ναυτικές τους δυνάµεις ήταν εντεταγµένες στον Περσικό στόλο. Η περιφανής νίκη του Αλέξανδρου στην Ισσό είχε ως αποτέλεσµα την προσχώρηση της Συρίας και της Φοινίκης σε συµµαχία µαζί του. Το παράδειγµα των δύο αυτών κρατών ακολούθησε πρώτη η Ρόδος, η οποία έστειλε το 332 π.Χ. αµέσως στη Σιδώνα 10 τριήρεις, η δε Κύπρος, στη συνέχεια, έστειλε επίσης µεγάλη ναυτική δύναµη από 120 πλοία µε επικεφαλής τέσσερις βασιλείς.
Η ήττα των Περσών στην Ισσό προξένησε φόβο, ο δε Αλέξανδρος «απευθυνόµενος και σ’ αυτούς, τους έδωσε άφεση αµαρτιών γιατί ήταν πρόδηλο, όπως τους είπε, ότι µάλλον από ανάγκη τάχθηκαν µε το µέρος των Περσών και όχι µε τη θέλησή τους». Στο χρόνο αυτόν, που δηµιουργήθηκαν επίσηµες συµµαχικές σχέσεις µε τον Μ. Αλέξανδρο, πιστεύεται ότι δωρήθηκαν µαζί µε άλλα αντικείµενα και ο θώρακας µε το ξίφος στον Αλέξανδρο, τα οποία, όπως βλέπουµε, τα φέρει στη µάχη των Γαυγαµήλων το 331 π.Χ. ∆ίπλα του έφιππος βρίσκεται ο µάντης Αρίστανδρος µε χρυσό στεφάνι στο κράνος του, όπως ακριβώς περιγράφεται και από τον Πλούταρχο.
Τόσο η Ρόδος όσο και η Κύπρος έλαβαν ενεργό µέρος στη συνέχεια στην κατάληψη της Τύρου και στις επόµενες µάχες. Στο σηµείο αυτό κρίνεται σκόπιµο να παρατεθεί απόσπασµα από την οµιλία του Μ. Αλεξάνδρου προς τους ηγήτορες της στρατιάς του και άλλους αξιωµατούχους, όταν αµέσως µετά τη µάχη της Ισσού σχεδίαζε, κατά την αναφορά του Αρριανού, την επιχείρηση για την κατάληψη της Τύρου. Η οµιλία αυτή έχει ως εξής:
«∆εν βλέπω ασφαλή την κατά της Αιγύπτου εκστρατεία µε την Αίγυπτο και την Κύπρο κατεχοµένας υπό των Περσών», και «η Κύπρος δε µετά από αυτήν την εξέλιξη [εννοεί την κατάληψη της Ισσού] ή εύκολα θα προσχωρήσει προς εµάς ή θα καταληφθεί διά καταδροµής». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα δύο αυτά νησιά δεν συµµετείχαν στη µάχη της Ισσού στο πλευρό του Μ. Αλεξάνδρου και εποµένως δεν έγιναν οποιεσδήποτε δωρεές τότε προς αυτόν αλλά ούτε και µπορούσαν να γίνουν, προς αποφυγή συνεπειών από τους Πέρσες, που θεωρούσαν τον Αλέξανδρο ως τον µεγαλύτερο εχθρό κατά της εδαφικής και εθνικής τους κυριαρχίας.
Μάχη της Ισσού (σχεδιάγραµµα Α)
Ο Αρριανός, για τη διεξαγωγή της µάχης αυτής γράφει τα εξής: Ο Αλέξανδρος κινούµενος από τον περσικό κόλπο προς νότο επιβεβαίωσε πληροφορίες του ότι ο ∆αρείος εκινείτο από τα Αµανικά όρη προς την πεδιάδα της Ισσού. Αναλογιζόµενος τον κίνδυνο, από την πόλη Μυρίανδρο που στρατοπέδευσε, ανέστρεψε την πορεία του αµέσως προς βορρά και το πρωί της 12ης Νοεµβρίου είχε αναπτύξει τις δυνάµεις του κοντά στις όχθες του Πινάρου ποταµού µε την εξής εξέλιξη της µάχης: Οι Μακεδόνες µε δύναµη 40.000 περίπου ανδρών µε επι- κεφαλής τον Μ. Αλέξανδρο αναπτύχθηκαν στην αριστερή όχθη. Ο Αλέξανδρος βρισκόταν στο δεξιό της παράταξης.
Οι Πέρσες µε δύναµη 400.000 περίπου ανδρών αναπτύχθηκαν στη δεξιά όχθη του ίδιου ποταµού. Ο ∆αρείος βρισκόταν στο κέντρο της παράταξής του. Όταν οι αντίπαλες δυνάµεις έφθασαν σε απόσταση βολής, ο Αλέξανδρος πέρασε αιφνιδιαστικά τον ποταµό και εξαπέλυσε επίθεση µε ορµή και θορυβώδεις εκδηλώσεις κατά της αριστερής πτέρυγας, την οποία αιφνιδίασε και την κατέστησε ανίσχυρη να αντιδράσει. Αποτέλεσµα ήταν οι δυνάµεις αυτές να πανικοβληθούν και να αποκοπούν από την περσική παράταξη, να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να τραπούν σε άτακτη φυγή καταδιωκόµενες από τους Μακεδόνες.
Ο ∆αρείος όταν βρέθηκε µπροστά στην απρόβλεπτη και επικίνδυνη αυτή κατάσταση αναγκάστηκε και αυτός, όσο στη συνέχεια και η δεξιά πτέρυγα, να τραπούν σε φυγή προς την πόλη Θάψακο, που βρισκόταν στη δυτική όχθη του Ευφράτη ποταµού, χωρίς να καταστεί δυνατή η σύλληψή του. Η οικογένεια του ∆αρείου αιχµαλωτίστηκε και κυριεύτηκαν αποθήκες οπλισµού µαζί µε πολλούς θησαυρούς του. Στην Ισσό η περσική ισχύς υπέστη µεγάλο πλήγµα και ο Αλέξανδρος µε αφορµή απρεπή επιστολή του ∆αρείου, του έστειλε αυστηρό µήνυµα «να απευθύνεται προς αυτόν στο εξής όχι ως προς ίσος προς ίσον, αλλά ως ”κυρίαρχον των όσων κατείχε αυτός”».
Μάχη στα Γαυγάµηλα (σχεδιάγραµµα Β)
Η µάχη αυτή εξελίχθηκε στην πεδιάδα των Γαυγαµήλων, µιας µικρής πόλης µεταξύ των ποταµών Τίγρη και Λύκου βορείως της Βαβυλώνας. Ο Περσικός στρατός ήταν πολυάριθµος, ενώ των Μακεδόνων ασυγκρίτως µικρότερος. Των δύο στρατών ηγούνταν αντίστοιχα ο Μ. Αλέξανδρος και ο ∆αρείος Γ’, ο οποίος ειδικά στη µάχη αυτή παρουσίασε µεγάλο αριθµό αρµάτων και µονάδων ιππικού. Ο Αρριανός, σχετικά µε τη µεγάλη αυτή µάχη, µας πληροφορεί ότι «όταν ο ∆αρείος εκδήλωσε την επίθεση ολόκληρης της παράταξής του, ο Αλέξανδρος διέταξε το στρατηγό Αρέτη να επελάσει µε ορµή κατά του Περσικού ιππικού που προσπαθούσε να περικυκλώσει τη δεξιά πτέρυγα των Μακεδόνων και να το προσβάλει πλευρικά.
Αποτέλεσµα της ενέργειας αυτής ήταν να αποκοπεί ένα τµήµα της πρώτης γραµµής των Περσών και να δηµιουργηθεί ένα ρήγµα το οποίο εκµεταλλεύτηκε αµέσως ο Αλέξανδρος µε ταχεία επέλαση και µε αλαλαγµούς εναντίον αυτού του ∆αρείου. Στη φάση αυτή διεξήχθη µάχη σώµα µε σώµα µε συνεχή πίεση κατά των Περσών, οι οποίοι δέχονταν συνεχή πλήγµατα από τα Μακεδονικά δόρατα. Συγχρόνως η Μακεδονική φάλαγγα σε πυκνούς σχηµατισµούς και µε υψωµένες τις σάρισες είχε εισβάλει βαθιά στις τάξεις των Περσών προκαλώντας τρόµο.
Όλα αυτά τα δεινά τα έβλεπε ο ∆αρείος και για να αποφύγουν τον διαγραφόµενο βέβαιο κίνδυνο κατά της ζωής ή της αιχµαλωσίας του, πρώτος αυτός και στη συνέχεια το ιππικό του και όλη του η παράταξη, πανικόβλητοι, τράπηκαν σε άτακτη φυγή καταδιωκόµενοι από τον Αλέξανδρο. Ο Πλούταρχος µας δίνει επίσης για την ίδια µάχη µια εικόνα της τελευταίας δραµατικής αιµατηρής τιτανοµαχίας που την περιγράφει ως εξής:
«Ο Αλέξανδρος εντόπισε στο κέντρο της βασιλικής ίλης τον ∆αρείο και εµφανίστηκε µπροστά του τροµερός προκαλώντας σε όλους τον τρόµο. Ο ∆αρείος, ωραίος και µεγαλοπρεπής, ήταν όρθιος επάνω σε υψηλό άρµα, περιστοιχισµένος από λαµπροστόλιστους ιππείς, σε πυκνή τάξη γύρω από το άρµα. Βλέποντας ο ∆αρείος το τροµακτικό αυτό θέαµα και τις δυνάµεις του να καταρρέουν, τράπηκε σε φυγή έφιππος, για το λόγο ότι οι τροχοί του άρµατος δεν µπορούσαν να περιστραφούν λόγω των γύρω πτωµάτων. Τα άλογα ήταν βυθισµένα σχεδόν µέσα στο πλήθος των νεκρών και αφηνιασµένα είχαν συνταράξει τον ηνίοχο του άρµατος».
Τα παραπάνω περιγραφικά στοιχεία τα βλέπουµε καθαρά και στο ψηφιδωτό της Ποµπηίας: Ο Αλέξανδρος είναι ορµητικός, τροµερός και αγριωπός στην όψη. ∆ίπλα του είναι ο µάντης Αρίστανδρος που φορεί κράνος µε χρυσό στεφάνι. Ο Αλέξανδρος εισχωρεί διαµέσου του ρήγµατος που δηµιουργήθηκε στην περσική παράταξη που πλήττεται από τα Μακεδονικά δόρατα και βρίσκεται µπροστά στον ∆αρείο. Στα δεξιά της παράταξης του ∆αρείου διακρίνεται η επέλαση του ιππικού των Μακεδόνων. Στο ύψος του δεξιού χεριού του ∆αρείου διακρίνεται Μακεδονικό κράνος µε φτερά, που προφανώς φέρει έφιππος Μακεδόνας αξιωµατικός.
Στο βάθος δεξιά φαίνονται υψωµένες σάρισες που δείχνουν ότι η Μακεδονική φάλαγγα είχε εισβάλει βαθιά στις τάξεις των Περσών. ∆ιακρίνεται ο έντροµος ∆αρείος περιστοιχισµένος από τους χρυσοποίκιλτους ιππείς που και αυτοί φαίνονται πανικόβλητοι. Είναι έκδηλη η απεγνωσµένη προσπάθεια του ηνιόχου να απαγκιστρωθεί το άρµα του ∆αρείου µε τα αφηνιασµένα άλογα. Ο ∆αρείος δεν συνελήφθη και πάλι. Βρήκε όµως τραγικό θάνατο αργότερα από τον Σατράπη της Βακτριανής, στρατηγό του Βήσσο. Στα Γαυγάµηλα σηµειώθηκε η περιφανέστερη νίκη των Μακεδόνων µε αποτέλεσµα να καταρρεύσει εξολοκλήρου το κράτος των Περσών και ο Μ. Αλέξανδρος να ανακηρυχθεί επισήµως βασιλιάς της Ασίας.
Λάφυρα από τις Μάχες Ισσού – Γαυγαµήλων που Βρέθηκαν στους Τάφους ΙΙ και ΙΙΙ της Βεργίνας
α) Όπως προκύπτει από τις σχετικές πληροφορίες του Αρριανού, του Πλουτάρχου, του ∆ιόδ. Σικελιώτη και του Κούρτιου Ρούφου, ο ∆αρείος κατά τη φυγή του από τα πεδία µάχης της Ισσού και των Γαυγαµήλων εγκατέλειψε µεταξύ πολλών άλλων ειδών και τα εξής προσωπικά του είδη:
β) Ο καθ. Ανδρόνικος µεταξύ των πολλών κτερισµάτων που ανακάλυψε στους βασιλικούς τάφους ΙΙ και ΙΙΙ της Βεργίνας, αναφέρεται και στα εξής αντικείµενα που κατά την εκτίµησή µας σχετίζονται µε ένα µέρος από όσα άλλα εγκατέλειψε ο ∆αρείος στις παραπάνω µάχες και περιήλθαν ως λάφυρα στην κατοχή του Μ. Αλεξάνδρου:
Εκτιµάται από όλα τα παραπάνω ότι η πολυτελέστατη και χρυσοποίκιλτη αυτή δερµάτινη ή υφασµάτινη στολή που ανακάλυψε ο καθ. Ανδρόνικος, σχετίζεται άμεσα ή µε τη στολή που εγκατέλειψε ο ∆αρείος στην Ισσό ή µε τη στολή που κατηγορήθηκε ο Αλέξανδρος ότι έφερε ως βασιλιάς στην Ασία και τον ακολούθησε στον τάφο του.
Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΨΗΦΙΔΩΤΟΥ
Παρατηρούμε τις τακτικές κινήσεις και την θέση εκκίνησης του Αλεξάνδρου στην μάχη κατά της πανίσχυρης Περσικής Αυτοκρατορίας. Έτσι τίθεται πάντα η ερώτηση που βασίζονται οι νίκες του Αλεξάνδρου κατά του τεράστιου Περσικού στρατού. Η νίκη ήταν απροσδόκητη για τους σίγουρους Πέρσες αφού ο Δαρείος άφησε πίσω στην Ισσό την οικογένεια του, την γυναίκα του πάνω από όλα που περίμενε παιδί και τον στρατό του που ήτανε μαζί του και έπεσαν όλοι στα χέρια του Αλεξάνδρου. Το ψηφιδωτό δίνει μια απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση. Δεν έχει μόνο επιδόσεις καλλιτεχνικής δεξιοτεχνίας αλλά και ιστορικές γνώσεις που αποδεικνύουν τις βασικές σχετικές διαδικασίες της μάχης του Αλεξάνδρου.
Στο κέντρο της εικόνας, στην σύνθεση και ηθική δομή (curtius)κυριαρχεί ο Δαρείος. Με τρομαγμένα ορθάνοιχτα μάτια κοιτάζει προς τα αριστερά όπου ένα από τα μέλη της σωματοφυλακής του διατρυπάται από το δόρυ του Αλεξάνδρου. Το δεξί χέρι του ετοιμοθάνατου μάχεται ακόμη ενάντια στο θανατηφόρο όπλο, σαν να ήθελε να το βγάλει από το σώμα του, αλλά το σώμα του πέφτει επάνω στο ματωμένο άλογο του, που ήταν πεσμένο στο έδαφος. Ο Δαρείος συμμετέχει στην μάχη, μάταια ανασηκώνει το δεξί του χέρι. Το βλέμμα του που εκφράζει πανικό κατευθύνεται στον θανάσιμα τραυματισμένο, ο οποίος έχει πέσει ανάμεσα σε αυτόν και τον πλησίον Αλέξανδρο.
Ο Πέρσης βασιλιάς δεν μάχεται ο ίδιος και είναι ως εκ τούτου ήδη παθητικό θύμα του γενικού τρόμου. Αντίθετα ο βασιλιάς της Μακεδονίας κατευθύνει ενεργά τη μάχη. Μάχεται πάνω από τον Βουκεφάλα κατά του εχθρού με την λόγχη να περνά μέσα από το σώμα του εχθρού, χωρίς να κοιτάζει καν το θύμα του. Το ορθάνοιχτο μάτι του στοχεύει τον Δαρείο; και η Γοργώ στην πανοπλία του στήθους του στρέφει την ματιά της από τα πλάγια στον φοβισμένο εχθρό, σαν να ήθελε ακόμη να ενδυναμώσει την υποβλητική δύναμη αυτού του ματιού.
Το πορτρέτο του Αλεξάνδρου αντιστοιχεί στο λεγόμενο τύπο του Λυσίππου, στον οποίο ανήκει και η κεφαλή του Περγάμου. Ο Αλέξανδρος εδώ δεν εμφανίζεται στις συχνές ιδανικές μορφές: με μακριές μπούκλες και λεπτά χαρακτηριστικά ως ενσάρκωση του Δία, του Απόλλωνος Ηλίου. Το κεφάλι δείχνει πιο αδύνατο με τεταμένα κατά το πρότυπο μάγουλα και με βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο. Με κοντά μαλλιά που καλύπτουν ίσα τα αυτιά του.
Και οι δύο τύποι, ο ρεαλιστικός και ο εξιδανικευτικός, δείχνουν ως φυσικά χαρακτηριστικά του Αλεξάνδρου, τις μπούκλες στο μέτωπο -εδώ ως κοντές, με άγρια άτακτα τσουλούφια-, στη Θεοποιημένη παραλλαγή ως μορφή που ακτινοβολεί με ανυψωμένες μπούκλες. Μια μεταγενέστερη αλλά αλάνθαστη ηχώ αυτού του στιλ των μαλλιών μπορεί να βρεθεί στο συνειδητά στυλιζαρισμένο, χαρακτηριστικό τσουλούφι του Αυγούστου. Γύρω από τον Αλέξανδρο διακρίνονται μόνο λίγοι Μακεδόνες, από τα κράνη – καλύμματα τους, λόγω της φθοράς του Ψηφιδωτού. Το κυριότερο μέρος της εικόνας περίπου τρία τέταρτα της συνολικής επιφάνειας, ανήκει στους Πέρσες.
Οι Πέρσες φορούν τις κλίμακες της Κεντρικής Ασίας ή πλάκες (πανοπλίες). Αυτές καλύπτουν όλο το σώμα και έχουν μορφή ορθογωνίου, αποτελούνται από σίδερο ή ραβδωτές πλάκες από μπρούντζο και ενώνονται προς τα πάνω και κάτω με λουριά μεταξύ τους. Ζωγραφισμένο σε μικρογραφία, μπροστά από τον Δαρείο, ένας Πέρσης που προσπαθεί να δαμάσει ένα ξιπασμένο άλογο, αυτό το άλογο ίσως να ανήκε σε αυτόν που ήτανε πεσμένος απέναντι του στο έδαφος. Το πρόσωπο του νεκρού που κυλιέται κάτω απο το άρμα του Δαρείου, καθρεφτίζεται στην ασπίδα του και είναι ως το μοναδικό που φαίνεται στον θεατή.
Η κεκλιμένη γραμμή σύνθεσης των τριών Περσών από τα αριστερά προς τα δεξιά, του Πέρση που διατρυπάται απο τον Αλέξανδρο(2), του Πέρση που προσπαθεί να δαμάσει το άλογο (5) και του νεκρού (6), ακολουθεί την εσωτερική και εξωτερική κίνηση της εικόνας. Η ίδια γραμμή επαναλαμβάνεται δεξιά από το μαστίγιο του ηνιόχου (7) πάνω από τα ηνία, στα πόδια του αλόγου που με άγρια κίνηση τρέπουν το άρμα του βασιλιά σε φυγή προς τα δεξιά. Στο κέντρο βρίσκεται και τα σημεία που απεικονίζουν, την ομάδα του δαμαστή του αλόγου (5), του Δαρείου (1) και του ηνίοχου (7). Στo κέντρο απεικονίζεται επίσης και ο κύκλος του τροχού του άρματος.
Η αναλυτική αυτή εικόνα δείχνει την αποφασιστική τροπή της μάχης. Αριστοτεχνική απόδοση του καλλιτέχνη, που επέλεξε να απεικονίσει αυτή την στιγμή του της μάχης. Ένα σχετικά απλό και χαλαρής έντασης θέμα. Ωστόσο απεικονιζονται και πολλές λόγχες, επάνω πλαγίως από τα αριστερά. Η στάση του σώματος του Δαρείου και η Περσική γραμμή επίθεσης. Αυτή η γραμμή επίθεσης, στο άνω μέρος του σώματος του λαβωμένου Πέρση (2) θα κατατροπωθεί κυριολεκτικά από την δυναμική της αντεπίθεσης που απορρέει από τον Αλέξανδρο. Το λυγισμένο αριστερό μπράτσο αυτού του Πέρση και το πόδι του παίρνουν ήδη την αντίθετη κίνηση.
Η λόγχη του Αλεξάνδρου κατευθύνεται στο κεντρικό σημείο της εικόνας και εισβάλει στο ταλαντευόμενο με το μαστίγιο βραχίονα του ηνιόχου (7), ο οποίος δίνει το σήμα κατεύθυνσης προς την φυγή. Οι τρεις λόγχες στο δεξιό άκρο της εικόνας δείχνουν αυτήν την κίνηση φυγής. Αυτή η κίνηση αντίθετης πορείας επαναλαμβάνεται ενδεικτικά και πλούσια σε σχέση με τον κορμό και τα κλαδιά του γυμνού δέντρου. Η απάντηση που δίνει η εικόνα στο ερώτημα για την υπεροχή του Μ. Αλεξάνδρου συνοψίζεται ως εξής:
Ο ανίκητος, αγωνιστής και τολμηρός Αλέξανδρος. Μια στάση που αντανακλάται στο ορθάνοιχτο μάτι του και στην λόγχη του, που κατατροπώνει τον Πέρση. Φαίνεται τόσο τρομερός και υπερδύναμος στον αντίπαλο του που αυτός πανικόβλητος τρέπεται σε φυγή. Εν τούτοις το ίδιο φαίνεται και από την παρουσίαση της εικόνας στην χειρονομία του Δαρείου και από τους τρεις Πέρσες που είναι μπροστά από αυτόν. Αυτόν τον αντίπαλο τον δίνουν με αξιοπρέπεια και ανθρώπινη μεγαλοσύνη. Παρόμοια με τους Πέρσες του Αισχύλου, ισχύουν ακόμη και για τους ηττημένους αξίες όπως συμπάθεια και υπόληψη.
Η απάντηση της εικόνας αντιστοιχεί στην ιστορική μας γνώση: τόσο στην Ισσό όσο και στα Γαυγάμηλα ο Αλέξανδρος κατευθύνει την μάχη με μια ασυνήθιστη τακτική μανούβρας. Επιτίθεται αιφνιδιαστικά, περικυκλωμένος από τους έφιππους Εταίρους, -τους καλύτερους στρατεύματος του-, κατά της εχθρικής γραμμής. Σπάει αυτήν την αντίσταση με την αιφνιδιαστική του επίθεση και παρουσιάζεται εντελώς απρόβλεπτα μπροστά από τον Δαρείο. Ο οποίος χωρίς να το σκεφτεί τρέπεται σε φυγή. Οι αιχμάλωτοι του Αλεξάνδρου αντιμετωπίζονται με μια για τους Πέρσες ασυνήθιστη φροντίδα και σεβασμό. Η εικόνα δεν μας δίνει μόνο μια ορισμένη μάχη του Αλεξάνδρου αλλά διαμορφώνει με έναν τρόπο την τυπολογία της νίκης του.
ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ύστερα από την παραπάνω παρουσίαση και ανάλυση των συνθηκών διεξαγωγής των δύο αυτών ιστορικών µαχών, καθώς και τη σχετική αναφορά του Πλίνιου, πιστεύεται ότι η ερµηνεία που δόθηκε από τους ειδικούς επιστήµονες της εποχής εκείνης είναι αναπόδεικτη και αµφισβητείται από τα ιστορικά αποδεικτικά στοιχεία που προκύπτουν. Το ψηφιδωτό αυτό βρέθηκε από τον Ιταλό αρχαιολόγο Φιορέλι στις ανασκαφές της οικίας Φαύνου το 1870 στην Ποµπηία και κανένα στοιχείο δεν αναφέρθηκε ότι αναγράφεται σ’ αυτό τόσο το όνοµα του δηµιουργού καλλιτέχνη, όσο και ο τόπος διεξαγωγής της µάχης.
Ο Κάσσανδρος είναι γνωστό από την ιστορία ότι εξόντωσε ολόκληρη την οικογένεια και τους συγγενείς του Αλέξανδρου και είχε καταστεί για την ενέργειά του αυτή µάλλον µισητό πρόσωπο στη Μακεδονία. το έξοχο αυτό έργο έγινε αργότερα από τον ζωγράφο Φιλόξενο ή το πιθανότερο από κάποιον άλλον εξίσου µεγάλο καλλιτέχνη. Όπως είναι γνωστό το ψηφιδωτό της Ποµπηίας αποτελεί αντίγραφο του έργου αυτού το οποίο δεν διασώθηκε.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Από την εξέταση της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου μπορούμε να καταλήξουμε σε ορισμένα χρήσιμα επιμέρους συμπεράσματα. Η εκ των υστέρων ιστορική γνώση δεν πρέπει να μας παρασύρει σε επισφαλή συμπεράσματα σε ότι αφορά τις πραγματικές δυσχέρειες, τις πραγματικές δυνατότητες και τα πραγματικά πλεονεκτήματα που είχαν εναντίον αλλήλων οι δύο αντίπαλες δυνάμεις. Τίποτα δεν συνέβη τυχαία, κανείς δεν είχε Θεία εύνοια ή Θεία καταδίκη και τίποτε δεν λειτούργησε έξω από τον αδυσώπητο νόμο της ισορροπίας της ισχύος και της Θουκυδίδειας ρήσης «ο ισχυρός προχωρεί και επιβάλει την βούληση του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται».
Στο τελικό αποτέλεσμα της μεγάλης και πρώτης υπαρξιακής σύγκρουσης της Δύσης με την Ανατολή, που έληξε με την ολοκληρωτική κατίσχυση της πρώτης επί της δεύτερης εκείνο το οποίο πρέπει να αποτελέσει το πεδίο της αναζήτησης είναι οι συσχετισμοί ισχύος μεταξύ των αντιπάλων και οι επιμέρους αναμετρηθείσες υψηλές στρατηγικές. Όσον αφορά στην Ελληνική πλευρά, κατέστη σαφές ότι ο Αλέξανδρος πολύ λίγα συνεισέφερε στην διαμόρφωση και χάραξη της υψηλής στρατηγικής της Μακεδονίας, καθόσον αυτή είχε χαραχθεί σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον επίπεδο από τον πατέρα του τον Φίλιππο.
Η βασική εναρκτήριος πολιτική σκέψη λοιπόν του Φιλίππου για την διαμόρφωση της υψηλής του στρατηγικής, στηριζόταν στην αναζήτηση του πλέον κατάλληλου τρόπου διαφυγής από τον ολοένα ενδυναμούμενο Περσικό κίνδυνο Ο Φίλιππος είχε αντιληφθεί πλήρως την δυνατότητα επηρεασμού των Ελληνικών πόλεων από τον Περσικό παράγοντα, κάτι άλλωστε πασιφανές (Ανταλκίδειος Ειρήνη και μεταγενέστερες Περσικές επεμβάσεις στα Ελληνικά πολιτικά πράγματα) κι έτσι κατάλαβε ότι ικανή και αναγκαία συνθήκη για την επιτυχή αντιμετώπιση του κινδύνου που αντιπροσώπευε η Περσία, ήταν η προηγούμενη ομαλοποίηση του Ελληνικού πολιτικού βίου και η σίγουρη πρόσδεση των Ελληνικών πόλεων-κρατών της νοτίου Ελλάδος στο Μακεδονικό άρμα.
Η εσωτερική νομιμοποίηση στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο επετεύχθη με την αξιοποίηση του Πανελλήνιου οράματος, στο όνομα της εκστρατείας και της τιμωρίας του κοινού εχθρού, και ο Φίλιππος μπόρεσε να πετύχει υψηλά ποσοστά εσωτερικής νομιμοποίησης που εκφράσθηκαν με την δημιουργία του Κοινού των Ελλήνων και την Κορινθιακή Συμμαχία, βοηθούσης βεβαίως και της φοβερής πειστικής ικανότητος που παρείχαν σ’ αυτόν και στον Αλέξανδρο οι Μακεδονικές φάλαγγες. Τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής του Φιλίππου και μετέπειτα του Αλεξάνδρου απετέλεσαν η διπλωματία και η καινοτόμος στρατιωτική στρατηγική.
Από την άλλη πλευρά η Περσική Αυτοκρατορία φαίνεται να στερείται μακρόπνοης υψηλής στρατηγικής ικανής να της δώσει την ικανότητα να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις που αναδύθηκαν με την εμφάνιση της Μακεδονίας του Φιλίππου στο προσκήνιο. Η Περσική Αυτοκρατορία απ’ ότι φαίνεται στάθηκε ανίκανη να αντιληφθεί και να εκτιμήσει ορθολογικά τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε η Ελληνική Συμμαχία υπό την Μακεδονική ηγεσία ή αν τον αντελήφθη δεν διέθετε τα κατάλληλα αντανακλαστικά και το απαιτούμενο απόθεμα υλικών και ηθικών κυρίως δυνάμεων να τον αντιμετωπίσει. Η εσωτερική νομιμοποίηση που μπορούσε να επιτύχει το Περσικό κράτος δεν ήταν πολύ υψηλή εξ αιτίας της φύσεως του.
Στον τομέα της διπλωματίας η Περσική πλευρά προσπάθησε να εξασφαλίσει συμμάχους που θα μπορούσαν να τραβήξουν την προσοχή του αντιπάλου, αλλά απέτυχε. Η Περσική διπλωματία απέτυχε, όχι γιατί ήταν ανίκανη, αλλά διότι βρήκε μπροστά της ένα κράτος σε ετοιμότητα να αποκρούει κάθε απόπειρα εφαρμογής επικίνδυνης γι’ αυτό διπλωματικής προσπάθειας εκ μέρους του αντιπάλου. Άλλωστε μια επιτυχημένη διπλωματία έχει διττή υπόσταση: επιτυχή κατάληξη των ημέτερων διπλωματικών ενεργειών και καταστροφή των διπλωματικών προσπαθειών του αντιπάλου.
Από στρατιωτικής πλευράς κατέστη εμφανές ότι ο ανατολίτικος τρόπος «μάχεσθαι» (μαζική χρήση μεγάλων δυνάμεων ιππικού και πεζικού, χωρίς εσωτερική συνοχή και τέλεια εκπαίδευση) ήταν καταδικασμένος σε αποτυχία. Η ασθενής Περσική Αυτοκρατορία χρειαζόταν ένα θαύμα ή υιοθέτηση ριζοσπαστικών στρατιωτικών μεθόδων για να σωθεί. Δεν συνέβη κανένα εκ των δυο.
Τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι οι ενέργειες του Αλεξάνδρου σε κάθε επίπεδο (πολιτικής, οικονομίας, στρατηγικής και τακτικής), απεκάλυψαν μια μεγαλοφυή προσωπικότητα, έναν άνθρωπο εξαιρετικά μελετηρό, ορθολογιστή και πραγματιστή, με σαφείς επιρροές από την διδασκαλία των κυνικών, πράγμα που εξηγεί την χαρακτηριστική αδιαφορία προς το άτομο του και την έκθεση σε διαρκείς κινδύνους, που καταγράφεται στις πηγές. Ο Αλέξανδρος είναι ο πρώτος που συνέλαβε το ενιαίο και αδιάσπαστο του Ευρασιατικού γεωπολιτικού, γεωστρατηγικού και γεωοικονομικού χώρου, διαθέτοντας απόψεις και πολιτική για την ενοποίηση του κάτω από ενιαία διακυβέρνηση.
Πράγμα που τον καθιστά ακόμη και σήμερα απολύτως σύγχρονο, αφού τα ίδια προβλήματα εξακολουθούν να ταλανίζουν τα εδάφη και τους λαούς της πρώην αυτοκρατορίας του, οι οποίοι ακόμη εξακολουθούν να τον έχουν σε περίοπτη θέση στις παραδόσεις τους. Μετά τον θρίαμβο στην Ισσό ο δρόμος ήταν πια ανοικτός για την κατάληψη των σημαντικών λιμανιών της Φοινίκης και, στη συνέχεια, της Αιγύπτου. Ο νεαρός Μακεδόνας βασιλιάς γνώριζε πως οι κινήσεις αυτές ήταν απαραίτητες για να εξασφαλίσει τα νώτα του, επειδή η θέση του στην Ασία δεν είχε ακόμα εδραιωθεί και οι «λογαριασμοί» με τον Δαρείο, που είχε διαφύγει, παρέμεναν ανοικτοί.
Ήταν βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα ο βασιλιάς των Περσών θα ανασυγκροτούσε τις δυνάμεις του και θα επιζητούσε μια νέα αναμέτρηση. Όπως έδειξαν τα πράγματα το «ραντεβού» των δύο ανδρών θα ανανεωνόταν για δύο χρόνια μετά, τις αρχές του φθινοπώρου του 331 π.Χ., σε μια τοποθεσία πολλά χιλιόμετρα ανατολικά της Ισσού, στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων.