Η Μάχη της Πύδνας

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΥΔΝΑΣ (22 Ιουνίου 168 π.Χ.)

ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Την εποχή όπου στο δυτικό τμήμα της Μεσογείου διεξαγόταν ο Β’ Καρχηδονικός Πόλεμος (218 – 201 π.Χ.), στο ανατολικό η Ελλάδα ζούσε τη φθορά του Συμμαχικού Πολέμου (220 – 217 π.Χ.) ανάμεσα στην Αχαϊκή και στην Αιτωλική Συμπολιτεία και αντιμετώπιζε τις επεκτατικές βλέψεις του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Ε’. Οι Ελληνικές πόλεις-κράτη βρίσκονταν σε παρακμή. Οι Αθηναίοι είχαν εξελιχθεί σε κόλακες των ισχυρών, οι Αιτωλοί σε ληστές και τους Σπαρτιάτες κυβερνούσαν ηγέτες ο ένας χειρότερος από τον άλλον. Ο μόνος που θα μπορούσε να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της Ελλάδας ήταν ο Φίλιππος Ε’, ο οποίος ωστόσο δεν υπολόγισε σωστά τη Ρωμαϊκή απειλή και αντί να συνάψει χρήσιμες συμμαχίες είδε τους Ρωμαίους ανταγωνιστικά.

Πρώτα εκστράτευσε εναντίον τους στην Ιλλυρία (Α’ Μακεδονικός Πόλεμος, 214 π.Χ.), μετά συμμάχησε με τον Αννίβα, έστω κι αν τελικά δεν προσέφερε την παραμικρή βοήθεια στον Καρχηδόνιο στρατηλάτη στον αγώνα του εναντίον των Ρωμαίων. Παράλληλα ο Φίλιππος Ε’ προσπάθησε να επεκτείνει τις κτήσεις του επιτιθέμενος στην Αίγυπτο, στην Πέργαμο, στη Ρόδο και σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας. Όσο για την Αθήνα, αυτή την καταλεηλάτησε. Με την επιθετικότητά του ο Φίλιππος Ε’ δημιούργησε πολλούς εχθρούς οι οποίοι, στην επιθυμία τους να τον εξοντώσουν, έδωσαν την αφορμή στη Ρώμη να επιτεθεί όχι μόνο εναντίον της Μακεδονίας αλλά και εναντίον της Ελλάδας.

 

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ 

Οι Ρωμαίοι μετά την ολοκληρωτική συντριβή της Καρχηδόνας γέμισαν αυτοπεποίθηση. Η Σύγκλητος, η οποία διαχειριζόταν τις υποθέσεις του κράτους με τις ξένες χώρες, επιθυμούσε να διευρύνει τα όρια της Ρώμης έστω κι αν κανείς ακόμη δεν οραματιζόταν τη δημιουργία μιας Αυτοκρατορίας σαν του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εκείνο που σίγουρα επιζητούσε η Ρώμη σε αυτή τη φάση ήταν να επεκτείνει την επιρροή της στην Ανατολή. Με αυτόν τον σκοπό έκανε σύμμαχό της την Αίγυπτο, το ασθενέστερο από τα τρία βασίλεια των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ούτως ώστε να μην την αφήσει βορά των άλλων δύο ισχυρών, δηλαδή της Συρίας και της Μακεδονίας.

Ο πιο επικίνδυνος ανταγωνιστής της Ρώμης ήταν σίγουρα η Μακεδονία επειδή ήταν στρατιωτικά ισχυρή και βρισκόταν σχετικά κοντά. Επομένως, όταν της δόθηκε η ευκαιρία να επιτεθεί στη Μακεδονία, η Ρώμη δεν την άφησε να πάει χαμένη. Στα τέλη του 201 π.Χ. η Αθήνα, η Ρόδος και η Πέργαμος έστειλαν αντιπροσωπεία στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο να παραπονεθούν για την επιθετικότητα των Μακεδόνων και να ζητήσουν προστασία. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι με το διάβημά τους οι Ελληνικές αυτές πόλεις καλούσαν τη Ρώμη να επέμβει στα εσωτερικά του Ελληνικού χώρου.

Έτσι το 200 π.Χ. η Ρώμη, χωρίς να έχει ξεχάσει και τη συμμαχία του Φιλίππου με τον Αννίβα, του κήρυξε τον πόλεμο (Β’ Μακεδονικός Πόλεμος). Οι Μακεδονικοί Πόλεμοι ήταν μια σειρά πολεμικών συγκρούσεων στις οποίες ενεπλάκη η Ρωμαϊκή Δημοκρατία κατά τη διάρκεια και ακολούθως του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου, στην ανατολική Μεσόγειο, στην Αδριατική και το Αιγαίο. Οι Μακεδονικοί και Καρχηδονιακοί Πόλεμοι είχαν ως αποτέλεσμα την απόλυτη επικράτηση της Ρωμαϊκής κυριαρχίας σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου.

 

Α’ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Ο Πρώτος Μακεδονικός Πόλεμος (214 – 205 π.Χ.) διεξήχθη ανάμεσα στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία είχε συμμαχήσει με την Αιτωλική Συμπολιτεία και τον Άτταλο Α’ της Περγάμου εναντίον του Φίλιππου Ε’ της Μακεδονίας. Ο πόλεμος έγινε ταυτόχρονα με τον Β’ Καρχηδονιακό Πόλεμο και δεν οδήγησε σε ουσιαστικές αλλαγές καθώς κατέληξε σε αδιέξοδο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου το Μακεδονικό βασίλειο απέτυχε να καταλάβει εδάφη της Ιλλυρίας και της Ελλάδας. Είναι γενικά αποδεκτό ότι αυτές οι αψιμαχίες στην ανατολή οδήγησαν στην αποτυχία των Μακεδόνων να υποστηρίξουν τον στρατηγό Αννίβα έναντι της Ρώμης. Το 205 π.Χ ο πόλεμος έληξε υπό την Συνθήκη της Φοινίκης.

Η ενασχόληση της Ρώμης με τον πόλεμο έναντι της Καρχηδόνας έδωσε την ευκαιρία στον Φίλιππο να επιχειρήσει να επεκταθεί προς την δύση. Σύμφωνα με τον αρχαίο Έλληνα ιστορικό Πολύβιο ένας σημαντικός παράγοντας που οδήγησε τον Φίλιππο στην λήψη αυτής της απόφασης ήταν η επιρροή του Δημήτριου του Φάριου. Ο Δημήτριος μετά το τέλος των Ιλλυρικών πολέμων το 229 π.Χ. έγινε ο ηγέτης των ακτών της Ιλλυρίας. Ωστόσο το 219 π.Χ. κατά του δεύτερου μισού του πολέμου ηττήθηκε από τους Ρωμαίους και κατέφυγε στο βασιλικό συμβούλιο στη Μακεδονία. Εμπλεκόμενος σε πόλεμο με τους Αιτωλούς, ο Φίλιππος ενημερώθηκε από τον αγγελιοφόρο του για την νίκη του Αννίβα έναντι των Ρωμαίων στην Μάχη της λίμνης Τρασιμένης τον Ιουνίου του 217 π.Χ.

Ο Φίλιππος αρχικά έδειξε την επιστολή που ανέφερε τα γεγονότα και την έκβαση της μάχης μόνο στον Δημήτριο. Αυτός βλέποντας μια ευκαιρία να επαναφέρει το βασίλειο του στα παλιά του μεγαλεία συμβούλεψε τον βασιλιά να κάνει ειρήνη με τους Αιτωλούς και να στρέψει την βλέψη του προ την Ιταλία και την Ιλλυρία. Ο Πολύβιος αναγράφει τον Δημήτριο να λέει τα ακόλουθα στον Φίλιππο:

”Καθώς η Ελλάδα είναι απόλυτα υποταγμένη σε εσένα και θα συνεχίσει να είναι: οι Αχαιοί από ειλικρινή συμπάθεια και οι Αιτωλοί από τις καταστροφές που τους προξένησε ο τωρινός πόλεμος. Η Ιταλία και το πέρασμα της είναι το πρώτο βήμα για την απόκτηση μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας στην οποία κανείς δεν έχει ισχυρότερη διεκδίκηση από εσένα. Τώρα είναι η στιγμή να δράσεις, όπου οι Ρωμαίοι υποφέρουν από δικούς τους πόλεμους”.

Ο Φίλιππος πείστηκε εύκολα να ακολουθήσει την συμβουλή του Δημήτριου. Ο Φίλιππος μετά από διαπραγματεύσεις με τους Αιτωλούς αποφάσισε να κάνει ειρήνη μαζί τους, απόφαση που έλαβε σε συνέδριο κοντά στην Ναύπακτο. Τον χειμώνα του 217 – 216 π.Χ. δημιούργησε ένα στόλο 100 στρατιωτικών πλοίων με εκπαιδευμένους άνδρες για να τα ελέγχουν. Σύμφωνα με τον Πολύβιο δεν είχε ξαναπαρθεί ποτέ τέτοιο μέτρο από άλλο Μακεδόνα βασιλιά. Οι Μακεδόνες πιθανότατα δεν είχαν τις πηγές για να δημιουργήσουν αρκετά ισχυρό ναυτικό ώστε να ανταγωνιστούν τους Ρωμαίους.

Ο Πολύβιος αναγράφει ότι οι Μακεδόνες δεν είχαν καμία ελπίδα να νικήσουν τους Ρωμαίους στην θάλασσα, πιθανότατα λόγω της έλλειψης εκπαίδευσης και εμπειρίας των στρατιωτών. Ο Φίλιππος αποφάσισε να χτίσει λέμβους, δηλαδή μικρές γρήγορες γαλέες σαν αυτές που χρησιμοποιούνταν από τους Ιλλύριους. Οι γαλέες περιείχαν μικρά αποθηκευτικά τμήματα που χωρούσαν 50 στρατιώτες και κωπηλάτες. Με αυτά έλπιζε να αποφύγει τον Ρωμαϊκό στόλο, ο οποίος θα ήταν απασχολημένος από τους Καρχηδόνιους και τοποθετημένος στο Λυλύβαιο (Μαρσάλα) στην ανατολική Σικελία. Ταυτόχρονα είχε επεκτείνει τα εδάφη του δυτικά του ποταμού Σκούμπιν στα σύνορα με την Ιλλυρία.

Το σχέδιό του, όπως φαίνεται, ήταν αρχικά να καταλάβει τα εδάφη των Ιλλυριακών ακτών, να κατακτήσει τις περιοχές μεταξύ των ακτών και της Μακεδονίας και να χρησιμοποιήσει τον δρόμο αυτό για επιπλέον στρατιωτική ενίσχυση στην Ιταλία. Στην αρχή του καλοκαιριού ο Φίλιππος και ο στόλος του αναχώρησαν από την Μακεδονία, έπλευσαν τον Πορθμό του Ευρίπου, ανάμεσα στα νησιά Εύβοια και Βοιωτία, κινήθηκαν κυκλικά από το Ακρωτήριο Μαλέας και αγκυροβόλησαν στα νησιά Κεφαλονιά και Λευκάδα, όπου ανέμεναν πληροφορίες σχετικά με την τοποθεσία του Ρωμαϊκού στόλου. Όταν ενημερώθηκαν ότι ο στόλος βρίσκονταν στο Λυλύβαιο έπλευσαν βόρεια στην Ιλλυρική Απολλωνία.

Ωστόσο, ενώ ο Μακεδονικός στόλος βρίσκονταν κοντά στη Σάσων, ο Φίλιππος ενημερώθηκε ότι Ρωμαϊκά πλοία εθεάθησαν να πλησιάζουν την Απολλωνία. Πιστεύοντας ότι σκοπός του Ρωμαϊκού στόλου ήταν να τους επιτεθεί, ο Φίλιππος κατέφυγε στην Κεφαλονιά. Ο Πολύβιος χαρακτηρίζει την κατάσταση του Μακεδονικού στόλου ως χαώδης και ανοργάνωτη και αναφέρει ότι στην πραγματικότητα τα Ρωμαϊκά πλοία ήταν μόνο δέκα σε αριθμό και είχαν σταλθεί ως κίνηση ψευδούς συναγερμού. Έτσι έχασε την καλύτερη του ευκαιρία να πετύχει τους σκοπούς του στην Ιλλυρία και επέστρεψε στην Μακεδονία χωρίς ήττα, αλλά ούτε και τιμή.

Όταν ο Φίλιππος πληροφορήθηκε για την βαριά ήττα των Ρωμαίων από τον Αννίβα στην Μάχη των Καννών το 216 π.Χ., έστειλε πρέσβεις στην βάση του Αννίβα στην Ιταλία για να διαπραγματευτούν για την δημιουργία συμμαχίας. Εκεί το 215 π.Χ. οι Μακεδόνες αποφάσισαν να συμμαχήσουν με τους Καρχηδόνιους. Η συμμαχία που αποφασίστηκε ήταν στρατιωτική. Οι δύο μεριές αποφάσισαν αλληλοϋποστήριξη της μίας προς την άλλη και πόλεμο με κοινούς εχθρούς. Συγκεκριμένα υποσχέθηκαν υποστήριξη έναντι της Ρώμης, και ότι στην περίπτωση που ο Αννίβας αποφασίσει να υπογράψει ειρήνη με τους Ρωμαίους, η ειρήνη αυτή θα αφορούσε και τους Μακεδόνες.

Και με αυτήν θα έπρεπε να δοθούν στην Μακεδονία τα εδάφη της Κόρκυρας, Απολλωνίας, Επιδάμνου, Χβαρ κ.α. Η συμφωνία δεν αναφέρει τίποτα σχετικά με πιθανή εισβολή της Μακεδονίας στην Ιταλία. Κατά τη διάρκεια της επιστροφής, διπλωματικά σώματα του Φιλίππου και των Καρχηδονίων αιχμαλωτίστηκαν από το Ρωμαϊκό ναυτικό κοντά στην Απουλία, όπου και βρέθηκαν οι όροι της συμφωνίας. Η συμμαχία Μακεδονίας – Καρχηδόνας προκάλεσε μεγάλο φόβο στους Ρωμαίους, οι οποίοι ήδη πιέζονταν από την κατάσταση.

Έτσι, στον Τάραντα στάλθηκαν 25 πολεμικά πλοία για να υποστηρίξουν τα 25 που βρίσκονταν ήδη εκεί, να προφυλάξουν την Ιταλική Αδριατική ακτή και να προσδιορίσουν τις προθέσεις του Φίλιππου, και σε περίπτωση που χρειαζόταν να τον περικλειόσουν εντός της Μακεδονίας. Στα τέλη του καλοκαιριού του 214 π.Χ., ο Φίλιππος επιχείρησε μια θαλάσσια επίθεση στην Ιλλυρία με στόλο 120 πλοίων. Κατέλαβε τον Ωρικό και προχώρησε προς τον Αώο όπου πολιόρκησε την Απολλωνία. Εντωμεταξύ οι Ρωμαίοι μετακίνησαν τον στόλο τους, από τον Τάραντα στο Μπρίντιζι για να συνεχίσει την παρακολούθηση των στρατευμάτων του Φίλιππου υπό την υποστήριξη μιας λεγεώνας.

Οι Ρωμαίοι όταν ενημερώθηκαν για την κατάσταση αγκυροβόλησαν στην περιοχή και επανακατέλαβαν τον Ωρικό. Όταν οι Ρωμαίοι πληροφορήθηκαν για την πολιορκία της Απολλώνιας, κατάφεραν να μεταφέρουν, απαρατήρητοι, 2000 στρατιώτες μέσα στην πόλη. Το επόμενο βράδυ ο Φίλιππος δέχτηκε απρόσμενη επίθεση από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα και αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο Φίλιππος κατάφερε να καταφύγει από το ποτάμι, να κάψει τον στόλο του, να συνεχίσει προς τα βουνά και να φτάσει στην Μακεδονία. Αφιέρωσε τα επόμενα δύο χρόνια (213 π.Χ. – 212 π.Χ.) σε χερσαίες επιθέσεις στην Ιλλυρία.

Κρατώντας αποστάσεις από τις ακτές κατέλαβε πόλεις στο εσωτερικό της περιοχής και υπέταξε τους Δεξάρους, τους Ταυλάντιους και τους Αρδιαίους. Τελικά κατάφερε να αποκτήσει έξοδο στην Αδριατική με την κατάληψη της Λισσού με τις απόρθητες ακροπόλεις της και τις γύρω περιοχές. Η κατάληψη της Λισσού αναζωπύρωσε τις ελπίδες του Φίλιππου για την κατάκτηση της Ιταλίας. Ωστόσο η καταστροφή του ναυτικού του σημαίνει ότι βασιζόταν στην Καρχηδόνα για μεταφορές από και προς την Ιταλία, κάνοντας έτσι το σενάριο λιγότερο εφικτό.

 

Β’ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 

Ο Δεύτερος Μακεδονικός Πόλεμος (200 π.Χ. – 197 π.Χ.) διεξήχθη με αντιπάλους το βασίλειο της Μακεδονίας υπό τον Φίλιππο Ε’, και τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, η οποία ξεκίνησε τον πόλεμο μετά από πρόσκληση της Περγάμου και Ρόδου, με τις οποίες και συμμάχησε. Το αποτέλεσμα ήταν η ήττα του Φιλίππου ο οποίος αναγκάστηκε να αποσυρθεί από όλες του τις κτήσεις στη νότια Ελλάδα, Θράκη και Μικρά Ασία. Κατά την παρέμβαση τους αυτή, οι Ρωμαίοι διακήρυξαν πως θέλουν να φέρουν την ελευθερία των Ελλήνων από τους Μακεδόνες τους οποίους παρουσίαζαν ως δυνάστες και αιμοδιψείς βάσει των πολέμων του Φιλίππου με τις άλλες Ελληνικές πόλεις.

Η έκβαση του πολέμου αυτού αποτέλεσε ένα σημαντικό σημείο της αυξανόμενης Ρωμαϊκής επέμβασης στον Ελληνικό κόσμο και στην ανατολική Μεσόγειο, και τους οδήγησε αργότερα στην κατάκτηση ολόκληρης της περιοχής. Το 204 π.Χ. ο Πτολεμαίος Δ’ Φιλοπάτωρ της Αιγύπτου πέθανε, αφήνοντας τον θρόνο στον εξάχρονο γιο του Πτολεμαίο Ε’. Ο Φίλιππος Ε’ της Μακεδονίας από τα δυτικά, και ο Αντίοχος Γ’ της δυναστείας των Σελευκιδών από τα ανατολικά, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία του νεαρού της ηλικίας του νέου βασιλιά, προσαρτώντας μέρη της Πτολεμαϊκής επικράτειας για τα βασίλεια τους, και υπογράφοντας μυστική συνθήκη συνεργασίας με την οποία καθόριζαν τις σφαίρες επιρροής των ενδιαφερόντων τους.

Ο Φίλιππος έστρεψε την προσοχή του πρώτα στις ανεξάρτητες Ελληνικές πόλεις-κράτη στη κοντά στον Ελλήσποντο της Θράκης. Η επιτυχία του με την κατάκτηση της Κίου, έκανε τις πόλεις της Ρόδου και της Περγάμου να ανησυχήσουν μια και οι ίδιες είχαν συμφέροντα στην περιοχή. Το 201 π.Χ., ο Φίλιππος ξεκίνησε εκστρατεία στη Μικρά Ασία, πολιορκώντας την Πτολεμαϊκή πόλη της Σάμου και κατακτώντας την Μίλητο. Η ανησυχία της Ρόδου και Περγάμου αυξήθηκε ακόμα περισσότερο, και ο Φίλιππος τελικά λεηλάτησε την περιοχή της Περγάμου.

Συνέχισε εισβάλλοντας στην Καρία, αλλά οι Ρόδιοι και Περγάμιοι κατάφεραν να εμποδίσουν τον στόλο του στη Βαργυλία, αναγκάζοντας τον να μείνει τον Χειμώνα στην περιοχή αντιμετωπίζοντας έλλειψη προμηθειών. Στο σημείο αυτό, αν και φαινόταν πως είχαν το πάνω χέρι, οι σύμμαχοι της Ρόδου και Περγάμου εξακολουθούσαν να φοβούνται τον Φίλιππο ιδιαίτερα, και αποφάσισαν να στείλουν αίτηση βοηθείας στην τότε αναδυόμενη υπερδύναμη της Μεσογείου, την Ρώμη. Η Ρώμη πριν λίγο καιρό είχε αναδειχθεί νικήτρια του δεύτερου Καρχηδονιακού πολέμου εναντίον του Αννίβα.

Έως αυτό το σημείο, και παρά τον Πρώτο Μακεδονικό Πόλεμο λίγα χρόνια νωρίτερα, η Ρώμη δεν είχε πραγματικά αναμειχθεί στις υποθέσεις της ανατολικής Μεσογείου. Ο Πρώτος Μακεδονικός Πόλεμος εναντίον του Φιλίππου Ε’ αφορούσε ζητήματα της Ιλλυρίας και διευθετήθηκε με την ειρήνη της Φοινίκης το 205 π.Χ. Οι εκστρατείες του Φιλίππου στη Μικρά Ασία, δεν απειλούσαν κάποιο από τα συμφέροντα της Ρώμης. Παρόλα αυτά, η Ρώμη ανταποκρίθηκε όταν οι Ρόδιοι και Περγάμιοι έστειλαν την αντιπροσωπεία τους ζητώντας βοήθεια, και αρχικά έστειλε τους δικούς της αντιπροσώπους στην Ελλάδα ώστε να ερευνήσουν την εκεί κατάσταση.

Οι αντιπρόσωποι αυτοί βρήκαν πως υπήρχε πολύ μικρός ενθουσιασμός για ένα πόλεμο εναντίον του Φιλίππου, μέχρι που έφτασαν στην Αθήνα. Εκεί, συνάντησαν τον βασιλιά Άτταλο Α’ της Περγάμου και διπλωμάτες από την Ρόδο. Σύντομα η Αθήνα κήρυξε τον πόλεμο στη Μακεδονία, και ο Φίλιππος έστειλε εκστρατευτικό σώμα να επιτεθεί στην Αθήνα. Οι Ρωμαίοι πρεσβευτές συναντήθηκαν με τον Μακεδόνα στρατηγό των δυνάμεων που προήλαυναν προς Αθήνα, και του ζήτησαν να αφήσει τις Ελληνικές πόλεις στην ησυχία τους, ξεχωρίζοντας αυτές της Αθήνας, Ρόδου, Περγάμου και την Αιτωλική Συμπολιτεία, καθώς ήταν πλέον σύμμαχοι της Ρώμης και επομένως ελεύθεροι και ανεξάρτητοι από το Μακεδονικό βασίλειο.

Ζήτησαν επίσης η Μακεδονία να καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις για τις ζημιές που προκάλεσε στις συγκρούσεις εναντίον των Ροδίων και Περγάμιων. Ο Μακεδόνας στρατηγός αποσύρθηκε από την Αθηναϊκή περιοχή, και παρέδωσε το Ρωμαϊκό τελεσίγραφο στον Φίλιππο. Ο Φίλιππος, ο οποίος είχε κατορθώσει να επιστρέψει πίσω στη Μακεδονία από τη Μικρά Ασία, απέρριψε το τελεσίγραφο αμέσως μόλις του μεταφέρθηκε. Ανανέωσε την επίθεση εναντίον της Αθήνας και ξεκίνησε νέα εκστρατεία στον Ελλήσποντο, πολιορκώντας την πόλη της Άβυδου στη Μυσία. Την άνοιξη του 200 π.Χ., τον αναζήτησε και βρήκε ένας ακόμα Ρωμαίος αντιπρόσωπος, με ένα δεύτερο τελεσίγραφο.

Ζητώντας του να σταματήσει να επιτίθεται στις Ελληνικές πόλεις-κράτη και να μη προσπαθεί να αποκτήσει περιοχές που ανήκουν στον Πτολεμαίο, και να συνθηκολογήσει με την Ρόδο και την Πέργαμο. Ήταν πλέον φανερό πως η Ρώμη σκόπευε να ξεκινήσει πόλεμο ενάντια στη Μακεδονία, και την ίδια στιγμή που ο πρεσβευτής παρέδιδε το μήνυμά του, οι Ρωμαϊκές δυνάμεις αποβιβάζονταν στην Ιλλυρία. Οι διαμαρτυρίες του Φιλίππου πως δεν παρέβη κανένα από τους όρους της Ειρήνης της Φοινίκης που είχε υπογράψει με την Ρώμη στο τέλος του Πρώτου Μακεδονικού Πολέμου, ήταν ανώφελες.

Ο Πολύβιος, αναφέρει πως κατά την πολιορκία της Αβυδού, ο Φίλιππος είχε γίνει ανυπόμονος και έστειλε μήνυμα στους πολιορκημένους πως θα γίνει μαζική εισβολή στις οχυρώσεις τους και θα καταληφθούν, και πως αν κάποιος θέλει να αυτοκτονήσει ή να παραδοθεί, έχει τρεις μέρες προθεσμία να το κάνει. Οι κάτοικοι της πόλης, αφού πρώτα σκότωσαν όλες τις γυναίκες και τα παιδιά τους, πέταξαν τα πολύτιμα αντικείμενα τους στη θάλασσα και πολέμησαν μέχρι τον τελευταίο άνδρα. Η ιστορία αυτή, αναπαριστά την φήμη που είχε αποκτήσει ο Φίλιππος για τέλεση φρικαλεοτήτων κατά την επέκταση της επιρροής του βασιλείου του ενάντια των Ελληνικών πόλεων.

Ο Φίλιππος διέθετε λίγους ενεργούς συμμάχους στην Ελλάδα, αλλά και η Ρώμη επίσης είχε πρόβλημα στην απόκτηση περισσοτέρων στον Ελληνικό χώρο, με τους Έλληνες να θυμούνται τις αγριότητες των λεγεώνων κατά τον Πρώτο Μακεδονικό Πόλεμο. Οι περισσότερες πόλεις-κράτη υιοθέτησαν μια πολιτική αναμονής περιμένοντας να δουν προς ποια πλευρά θα κλίνει ο πόλεμος. Κατά τα πρώτα δύο έτη, η Ρωμαϊκή εκστρατεία ήταν ανεπιτυχής. Ο Πούμπλιος Σουλπίκιος Γάλβας έκανε πολύ μικρές προόδους εναντίον του Φιλίππου, και ο Πούμπλιος Βίλιος που τον διαδέχτηκε, αντιμετώπισε ανταρσία μέσω στο ίδιο του το στράτευμα.

Το 198 π.Χ., ο Βίλιος παρέδωσε την διοίκηση στον Τίτο Κόιντιο Φλαμίνινο, ο οποίος απεδείχθη πως ήταν πολύ διαφορετικού τύπου στρατηγός. Ο Φλαμίνινος δεν ήταν καν τριάντα ετών, και αυτοανακηρύχθηκε ως ένθερμος Φιλέλληνας. Εισήγαγε και καθόρισε τις λεπτομέρειες μιας νέας Ρωμαϊκής πολιτικής για να κερδηθεί ο πόλεμος. Μέχρι αυτό το σημείο, οι Ρωμαίοι είχαν απλώς απαιτήσει από τον Φίλιππο να σταματήσει να επιτίθεται στις Ελληνικές πόλεις υπό τον τίτλο Ειρήνη στην Ελλάδα. Τώρα ο Φλαμίνινος απαιτούσε ο Φίλιππος να αποσύρει όλα τα του στρατεύματα και διπλωμάτες από τις Ελληνικές πόλεις και να περιοριστεί στη Μακεδονία υπό τον τίτλο Ελευθερία στην Ελλάδα.

Ο Φλαμίνινος διεξήγαγε μια έντονη εκστρατεία εναντίον του Φίλιππου, τον οποίο τον ανάγκασε να υποχωρήσει στη Θεσσαλία. Οι πόλεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας, οι οποίες ήταν παραδοσιακοί σύμμαχοι των Μακεδόνων, ήταν πολύ απασχολημένες με τον πόλεμο τους εναντίον της Σπάρτης για να συμμετέχουν στον Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο. Οι αυξανόμενες Ρωμαϊκές επιτυχίες εναντίον των Μακεδόνων, έκανε πολλούς από τους παλαιούς συμμάχους να αναθεωρήσουν την στάση τους ως προς την Μακεδονία. Υπήρξαν όμως και άλλοι, όπως το Άργος, η παραδοσιακή πηγή της παλαιάς Μακεδονικής δυναστείας των Αργεαδών, οι οποίοι παρέμειναν στο πλευρό του Μακεδονικού βασιλείου.

Ο Φίλιππος διακήρυξε τη θέληση του να κάνει ειρήνη, αλλά το άνοιγμα του αυτό ήρθε σε μια κρίσιμη στιγμή για τον Φλαμίνινο, καθώς ήταν προεκλογική περίοδος στη Ρωμαϊκή δημοκρατία και ο Φλαμίνινος ενώ επιθυμούσε την δόξα του να κερδίσει τον πόλεμο, δε μπορούσε να γνωρίζει αν η διοίκηση του θα συνεχιστεί ή θα αντικατασταθεί από τη νέα κυβέρνηση, και αν ο πόλεμος θα συνεχιστεί ή διακοπεί. Αποφάσισε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τον Φίλιππο, ενόσω περίμενε τα αποτελέσματα των εκλογών στη Ρώμη. Εάν η νέα διακυβέρνηση αποφάσιζε πως ο Φλαμίνινος θα επέστρεψε στη Ρώμη, τότε θα προχωρούσε σε μια γρήγορη ειρηνευτική συμφωνία με τους Μακεδόνες.

Εάν, από την άλλη πλευρά, η διοίκηση του συνεχιζόταν, τότε θα τερμάτιζε κάθε μορφή διαπραγμάτευσης και θα συνέχιζε τον πόλεμο εναντίον του Φιλίππου. Ο Φλαμίνινος και ο Φίλιππος συναντήθηκαν στη Νίκαια της Λοκρίδας τον Νοέμβριο του 198 π.Χ.. Για να καθυστερήσει τις διαδικασίες, ο Φλαμίνινος επέμενε πως όλοι ανεξαιρέτως οι σύμμαχοι του θα πρέπει να είναι επίσης παρόντες στις διαπραγματεύσεις. Ακολούθως, επανέλαβε τις απαιτήσεις του προς τον Φίλιππο, πως θα έπρεπε να αποσυρθεί από όλη την νότια Ελλάδα. Ο Φίλιππος, ήταν προετοιμασμένος να αποσυρθεί από τις πρόσφατες κατακτήσεις του σε Θράκη και Μικρά Ασία, αλλά δεν μπορούσε να δεχτεί τις απαιτήσεις του Φλαμίνινου.

Ο Φλαμίνινος τον έπεισε τελικά πως το πρόβλημα ήταν οι ίδιες οι Ελληνικές πόλεις-κράτη οι οποίες ήταν ανένδοτες σε αυτό το σημείο, και πρότεινε στον Φίλιππο να στείλει μια αντιπροσωπεία στη Ρωμαϊκή γερουσία έτσι ώστε να υπάρξει μεγαλύτερη ευελιξία στις διαπραγματεύσεις. Ο Φίλιππος ακολούθησε τη συμβουλή του Φλαμίνινου, αλλά την ίδια στιγμή ο Φλαμίνινος έμαθε πλέον πως η διοίκηση του θα επεκτεινόταν και οι πολιτικοί σύμμαχοι του στη Ρώμη του εξασφάλισαν τη συνέχιση του πολέμου, και οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν άμεσα.

Βλέποντας πως ο πόλεμος έκλεινε προς τη Ρώμη, οι λιγοστοί σύμμαχοι του Φίλιππου που απέμεναν τον εγκατέλειψαν -με την εξαίρεση της Ακαρνανίας-, και αναγκάστηκε να συγκεντρώσει ένα στρατό από 25.000 μισθοφόρους. Οι λεγεώνες του Φλαμίνινου συνάντησαν και κέρδισαν τον Φίλιππο αρχικά στην μάχη του ποταμού Αώου στη Βόρεια Ήπειρο, όμως η αποφασιστική μάχη δόθηκε στην τοποθεσία Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας τον Ιούνιο του 197 π.Χ., με τις πιο ευέλικτες και καλύτερα διοικούμενες Ρωμαϊκές λεγεώνες να νικούν τις Μακεδονικές φάλαγγες οι οποίες παρασύρθηκαν σε ανώμαλο έδαφος και έχασαν τη συνοχή τους. Μετά από αυτό, ο Φίλιππος αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει για ειρήνη σύμφωνα με τους Ρωμαϊκούς όρους.

 

Η Ειρήνη του Φλαμίνινου

Προκηρύχθηκε γενική εκεχειρία, και οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις έγιναν στην κοιλάδα των Τεμπών. ο Φίλιππος συμφώνησε να αποσυρθεί από όλες τις Ελληνικές πόλεις και να ξεχάσει τις κατακτήσεις του σε Θράκη και Μικρά Ασία. Οι σύμμαχοι του Φλαμίνινου, η Αιτωλική Συμπολιτεία, έκαναν επιπλέον εδαφικές διεκδικήσεις εναντίον του Φιλίππου, αλλά ο Φλαμίνινος αρνήθηκε να τις υποστηρίξει. Η συνθήκη στάλθηκε στη Ρώμη για επικύρωση, και η Ρωμαϊκή Γερουσία έθεσε επιπλέον όρους, απαιτώντας ο Φίλιππος να πληρώσει πλήρεις πολεμικές αποζημιώσεις προς όλες τις πλευρές και να παραδώσει τον στόλο του.

Το 196 π.Χ., συμφωνήθηκαν οι όροι και σταμάτησε επίσημα ο πόλεμος. Κατά τους αγώνες των Ισθμίων, ο Φλαμίνινος διακήρυξε την ελευθερία και ανεξαρτησία των Ελλήνων, προς τις γενικές επευφημίες και πανηγυρισμούς των παρευρισκόμενων. Την ίδια στιγμή, οι Ρωμαϊκές λεγεώνες μπήκαν στις γεωγραφικά στρατηγικές πόλεις της Κορίνθου, Χαλκίδος, και Δημητριάδος, τις οποίες προηγουμένως έλεγχαν οι Μακεδόνες. Οι λεγεώνες αυτές αποσύρθηκαν το 194 π.Χ..

 

ΡΩΜΑΙΟ – ΣΥΡΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 

Ρωμαιο-Συριακός Πόλεμος (192 π.Χ. έως 188 π.Χ. ). Μετά το πέρας του Δεύτερου Μακεδονικού Πολέμου, η Αιτωλική Συμπολιτεία δεν έμεινε ευχαριστημένη από τα εδάφη που της παραχώρησε η Ρώμη ως επιβράβευση για τη βοήθειά της. Κατ’ επέκταση ζήτησαν από τον Αντίοχο Γ’ τον Μέγα, βασιλιά των Σελευκιδών, να τους βοηθήσει στην προσπάθεια να απελευθερώσουν τον Ελλαδικό χώρο από τη «Ρωμαϊκή καταπίεση». Ως στρατιωτικός του σύμβουλος, ο Αννίβας προειδοποίησε τον Αντίοχο να μην εισέλθει στην Ελλάδα με μικρό στρατό, εν τούτοις ο Αντίοχος έστειλε μια μικρή δύναμη το 192 π.Χ.

Οι Ρωμαίοι απάντησαν ξαναστέλνοντας τις λεγεώνες επί Ελληνικού εδάφους. Σαν αντίποινα -και ίσως γιατί προσέφερε καταφύγιο στον Αννίβα- οι Ρωμαίοι έστειλαν στη Μικρά Ασία κατά του Αντίοχου μια δύναμη 30.000 ανδρών υπό τις διαταγές του Σκιπίωνα του Αφρικανού. Μαθαίνοντας πως οι Ρωμαίοι βρίσκονταν κατά πόδας, ο Αντίοχος αντιμετώπισε ένα μεγάλο δίλημμα. Έπρεπε είτε να παραδοθεί ταπεινωτικά και να το σκάσει πίσω στο βασίλειό του, είτε να αντιμετωπίσει τον εχθρό του σε μια δύσβατη περιοχή που θα αποδεικνυόταν μειονεκτική για την υπεράριθμη Ρωμαϊκή στρατιά. Επιλέγοντας τελικά το δεύτερο, ο Αντίοχος διάλεξε τις Θερμοπύλες.

Ωστόσο, όπως και οι Σπαρτιάτες 300 χρόνια νωρίτερα, δεν κατάφερε να κρατήσει τον εχθρό του με αποτέλεσμα δυο καθοριστικές νίκες των Ρωμαίων, μια στη Μάχη των Θερμοπυλών (191 π.Χ.) και μια στη Μάχη της Μαγνησίας (190 π.Χ.) Αποτελεσματικά, ο Αντίοχος αναγκάστηκε να υπογράψει τη Συνθήκη της Απάμειας το 188 π.Χ., η οποία προέβλεπε απόδοση εδαφών του στη Ρώμη και την Πέργαμο, καθώς και μια πολεμική αποζημίωση ύψους 15.000 ασημένιων ταλάντων.

 

Γ’ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Ο Τρίτος Μακεδονικός Πόλεμος (171 π.Χ. – 168 π.Χ.) διεξήχθη μεταξύ του Μακεδονικού βασιλείου υπό τον Περσέα, και της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Η έκβαση του έφερε τους Ρωμαίους να είναι νικητές, και το τέλος του πολέμου αποτελεί και το τέλος του επίσημου Μακεδονικού Βασιλείου. Το 179 π.Χ. ο Φίλιππος Ε’ της Μακεδονίας, ο ηττημένος του Πρώτου και Δεύτερου Μακεδονικού Πόλεμου, πέθανε, και ο ταλαντούχος και φιλόδοξος γιος του, ο Περσέας, ανέλαβε τον θρόνο. Ο Περσέας παντρεύτηκε την Λαοδίκη, κόρη του βασιλιά Σέλευκου Δ’ των Σελευκιδών, και αύξησε το μέγεθος του στρατού του.

Σύνηψε επίσης συμμαχίες με το βασίλειο της Ηπείρου, αρκετές ξένες φυλές της Ιλλυρίας και της Θράκης, καθώς και εχθρούς των Θρακικών φυλών οι οποίοι ήταν σύμμαχοι της Ρώμης, όπως οι Σαππαίοι του Αβρουπόλη. Ανανέωσε τις διασυνδέσεις της Μακεδονίας με μερικές από τις νότιες Ελληνικές πόλεις, και ανακοίνωσε πως το σχέδιο του ήταν να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα και να την κάνει να ανακτήσει την πρώην δύναμη και ευμάρεια της. Ο Ευμένης Β’ της Περγάμου, ο οποίος μισούσε τη Μακεδονία, βάσει και των εκστρατειών του Φιλίππου Ε’ εκεί πριν τον Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο, κατηγόρησε τον Περσέα πως προσπαθεί να παραβιάσει την ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ της Ρώμης και της Μακεδονίας.

Οι Ρωμαίοι, ανήσυχοι για την ισορροπία δυνάμεων στην Ελλάδα, ξεκίνησαν νέο πόλεμο με τη Μακεδονία. Ο Περσέας κέρδισε την πρώτη μάχη, το 171 π.Χ. στη Μάχη του Καλλίνικου, όπου αντιμετώπισε τις δυνάμεις του Πούμπλιου Λικίνιου Κράσσου. Μετά από τη μάχη αυτή, ο Περσέας πρόσφερε ειρηνευτική συμφωνία στους Ρωμαίους, οι οποίοι την αρνήθηκαν. Την ίδια στιγμή, οι Ρωμαίοι αντιμετώπιζαν προβλήματα απειθαρχίας στον στρατό τους, και οι Ρωμαίοι διοικητές δε μπορούσαν να βρουν τρόπο για να εισβάλλουν επιτυχώς στη Μακεδονία. Στις διαμάχες κοντά στα Φάλαννα της Λάρισας, μεταξύ του Περσέα και του Κράσσου, υπήρξε ισορροπία δυνάμεων με κανένα να μην αποκτά το πλεονέκτημα.

Το 169 π.Χ., ο Πραίτωρας Κουίντος Μάρκιος Φίλιππους, διέσχισε την οροσειρά του Ολύμπου και πέρασε στη Μακεδονία. Ο στρατός του όμως, ξέμεινε από προμήθειες και υποχώρησε σε μια στενή λωρίδα των ακτών κοντά στα Τέμπη. Ο Περσέας προσπάθησε να διαπραγματευτεί και να κερδίσει την βοήθεια του Ευμένη της Περγάμου και του Αντίοχου των Σελευκιδών ώστε να συμμαχήσουν μαζί του, αλλά απέτυχε. Κατάφερε όμως να εξαγοράσει την υποστήριξη του Ιλλύριου βασιλιά Γένθιου το φθινόπωρο του 169 π.Χ. Στην μεγάλη και καθοριστική μάχη της Πύδνας που διαδραματίστηκε το 168 π.Χ., ο Περσέας ηττήθηκε από τις λεγεώνες του Ρωμαίου πραίτορα Λούκιου Αιμίλιου Παύλου.

Η ήττα αυτή προήλθε κυρίως από την απουσία του Μακεδονικού ιππικού, της απειρίας των Μακεδόνων οπλιτών, που αποτελείτο κυρίως από εφήβους και ηλικιωμένους, και την έλλειψη ευελιξίας της Μακεδονικής φάλαγγας σε σύγκριση με τις κοορτές των λεγεώνων οι οποίες βασίζονταν στην ευελιξία των σχηματισμών τους. Μετά το τέλος της μάχης, ο Περσέας παραδόθηκε και μεταφέρθηκε στη Ρώμη μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής αυλής καθώς και άλλα διακεκριμένα μέλη των αριστοκρατικών Μακεδονικών οικογενειών, ανάμεσα τους και ο ιστορικός Πολύβιος.

Επιπρόσθετα, περίπου 300.000 Μακεδόνες αιχμαλωτίστηκαν, και ένας σημαντικός αριθμός Μακεδονικών πόλεων και χωριών καταστράφηκαν, με την γη τους να διανέμεται σε Ρωμαίους βετεράνους στρατιώτες και τους Θράκες συμμάχους τους. Η ίδια η Μακεδονία διαιρέθηκε σε τέσσερις ξεχωριστές υποτελείς περιοχές στη Ρώμη, με την κάθε μια να υποχρεούται να πληρώνει φόρους, κατά το ήμισυ από αυτούς που πλήρωναν στο πρώην Μακεδονικό βασίλειο. Οι οικονομικές και πολιτικές επαφές μεταξύ των τεσσάρων περιοχών, απαγορεύτηκαν.

Ο Τρίτος Μακεδονικός πόλεμος έφερε το τέλος του Μακεδονικού βασιλείου, και την αρχή του τέλους για τα Ελληνιστικά βασίλεια. Ενίσχυσε επιπλέον τον έλεγχο της Αρχαίας Ελλάδας από τη Ρώμη, η οποία επέστρεψε αργότερα το 146 π.Χ. κατά τον πόλεμο με την Αχαϊκή Συμπολιτεία, και μετά τη μάχη της Λευκόπετρας κατέστρεψε συμβολικά την Κόρινθο.

 

Δ’ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 

Ο Τέταρτος Μακεδονικός Πόλεμος (150 π.Χ. -148 π.Χ.) ήταν ο τελευταίος πόλεμος ανάμεσα στο Μακεδονικό βασίλειο και τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία κατά τους Μακεδονικούς Πολέμους. Μετά την ήττα του Περσέα στην Πύδνα και τη λήξη του Τρίτου Μακεδονικού Πόλεμου (168 π.Χ.), η Μακεδονία χωρίστηκε από τους Ρωμαίους σε τέσσερις περιοχές. Τότε εμφανίστηκε ο Ανδρίσκος, ο οποίος διέδιδε πως ήταν γιος του Περσέα. Όμως εξορίσθηκε από τους Ρωμαίους σε κάποια πόλη της Ιταλίας, αλλά κατέφυγε στην Μίλητο. Εκεί φυλακίσθηκε αλλά αφέθηκε ελεύθερος. Τότε άρχισαν πολλοί άνθρωποι να τον πιστεύουν και βασιλιάδες του έδιναν στρατιώτες.

Μάλιστα κατέλαβε τη Μακεδονία και οι Ρωμαίοι βλέποντας ότι απειλούσε την κυριαρχία τους έστειλαν στην Ελλάδα το στρατηγό Πόπλιο Ιουβέντιο. Στη μάχη που πραγματοποιήθηκε το 148 π.Χ. ο Ιουβέντιος πέθανε και ο Ανδρίσκος κέρδισε μια μεγάλη νίκη. Στη συνέχεια εισέβαλλε στη Θεσσαλία όπου προξένησε πολλές καταστροφές και προσεταιρίστηκε τους Θράκες. Μετά την ήττα τους, οι Ρωμαίοι έστειλαν το στρατηγό Κόιντο Καικίλιο Μέτελλο. Ο Άτταλος, βασιλιάς της Περγάμου, συνέδραμε με πλοία τον Μέτελλο και ο Ανδρίσκος φοβούμενος δεν πλησίασε με το στρατό του τις παραθαλάσσιες περιοχές. Έτσι κινήθηκε στην Πύδνα. Εκεί χώρισε το στρατό του σε δύο μέρη.

Το ένα το άφησε στην περιοχή αυτή και το άλλο το έστειλε στη Θεσσαλία για να την καταλάβει. Ο Μέτελλος όμως κατάφερε να νικήσει τον Ανδρίσκο στη μάχη. Ύστερα ο Ανδρίσκος κατευθύνθηκε στη Θράκη όπου αντιμετώπισε ξανά το Ρωμαίο στρατηγό και ηττήθηκε και πάλι κι εκείνος προδόθηκε από το Θράκα Βύζη. Τελικά μετά την ήττα του κόσμησε το θρίαμβο του Μέτελλου στη Ρώμη και πέθανε το 146 π.Χ. Έτσι η Μακεδονία έγινε Ρωμαϊκή επαρχία. Οι Ρωμαίοι τότε στράφηκαν στη νότια Ελλάδα όπου την κατέκτησαν μετά τη μάχη της Λευκόπετρας. Μετά το θάνατο του στρατηγού Καλλικράτη η ρήξη στις σχέσεις Ρωμαίων και Αχαιών έφτασε στα άκρα με την εκλογή του φιλοπόλεμου στρατηγού Κριτόλαου το 146 π.Χ.

Τον οποίο ο Παυσανίας κατηγορεί για ύποπτα οικονομικά συμφέροντα που τον οδήγησαν στην επιλογή της σύγκρουσης. Ο Κριτόλαος ενθουσίασε τους Αχαιούς μαζί με το Θηβαίο Βοιωτάρχη Πυθέα που του υποσχέθηκε αμέριστη συνδρομή. Οδηγώντας στην ουσία τις τότε ισχυρότερες Ελληνικές πόλεις σε μία σχεδόν γενικευμένη αντιρωμαϊκή εξέγερση. Οι Ρωμαίοι ήρθαν ως υπερασπιστές εκτός από της αυτονομίας των Σπαρτιατών που είχαν ενταχθεί στην Αχαϊκή Συμπολιτεία και των Φωκέων και Ευβοέων που είχαν διαφορές με τους Θηβαίους. Αποφάσισαν να στείλουν τον ύπατο Λεύκιο Μόμμιο (που αποκλήθηκε αργότερα και Αχαϊκός) εναντίον των Αχαιών και των Θηβαίων.

Ο Ρωμαίος στρατηγός Μέτελλος που στάθμευε ήδη στη Μακεδονία (είχε μόλις καταπνίξει εξέγερση των υποταγμένων Μακεδόνων) με ισχυρές δυνάμεις, θεώρησε σκόπιμο να μην περιμένει τον Μόμμιο και αποφάσισε να πολεμήσει ο ίδιος τους Αχαιούς. Ο Κριτόλαος την περίοδο εκείνη πολιορκούσε την Ηράκλεια στη Φθιώτιδα που είχε αρνηθεί να ενταχθεί στην Συμπολιτεία. Όταν προσέγγισε ο Κόιντος Καικίλιος Μέτελλος το στράτευμα του Κριτόλαου, αυτός δεν επέλεξε να οχυρωθεί στις Θερμοπύλες ή κατά μία άλλη εκδοχή αιφνιδιάστηκε και ηττήθηκε ολοκληρωτικά στη Σκάρφεια της Λοκρίδας .

Συνέπεια των τραγικών στρατηγικών λαθών του Κριτόλαου και της επακόλουθης ασυνεννοησίας και ακαταστασίας του στρατού του, ήταν να διαλυθούν οι άνδρες του και να μην προλάβουν ουσιαστικά να παραταχθούν σε μάχη. Πολλοί σκοτώθηκαν και χίλιοι αιχμαλωτίστηκαν, οι περισσότεροι διέφυγαν. Ο Κριτόλαος χάθηκε χωρίς να βρεθεί, μάλλον πνίγηκε στους βάλτους όπως τον ειρωνεύεται ο Παυσανίας. Χίλιοι επίλεκτοι Αρκάδες οπλίτες (λογάδες) βρέθηκαν αποκομμένοι στην Ελάτεια της Φωκίδας, αλλά οι Φωκείς δεν τους προσέφεραν καταφύγιο μαθαίνοντας τα νέα της καταστροφής.

Αυτό είχε ως συνέπεια να καταφύγει το απόσπασμα αυτό στην Χαιρώνεια και έτσι να βρεθεί αντιμέτωπο με το σύνολο της δύναμης του Μέτελου και να καταστραφεί ολοκληρωτικά. Ο Παυσανίας ισχυρίζεται ότι ήταν θεία δίκη να πέσουν στο σημείο εκείνο ακριβώς, γιατί οι πρόγονοί τους πριν χρόνια δεν συνέτρεξαν τους Θηβαίους στην προηγούμενη Μάχη της Χαιρώνειας κατά του Φιλίππου. Τα αποτελέσματα της καταστροφικής Μάχης της Σκάρφειας, ήταν η εκκένωση Θήβας και των Μεγάρων και η τελική σύγκρουση των συσσωματωμένων δυνάμεων του Μέτελλου και του Μόμμιου που κατέφθασε, στη Μάχη της Λευκόπετρας, εναντίον του τελευταίου στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας, Δίαιου του Μεγαλοπολίτη.

Το 168 π.Χ. οι Ρωμαίοι υπό το στρατηγό τους Αιμίλιο Παύλο, νίκησαν τους Μακεδόνες στη μάχη της Πύδνας και υπέταξαν τη Μακεδονία. Το 167 π.Χ. ένας Ρωμαιόφιλος στρατιωτικός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, ο Καλλικράτης ο Αχαιός παρέδωσε τους 1.000 πιο εξέχοντες πολίτες της. Μετά από 17 χρόνια αιχμαλωσίας, (150 π.Χ.) ξαναγύρισαν στην πατρίδα τους. Από τους 1.000 όμως 300, γιατί οι άλλοι 700 είχαν στο μεταξύ είχαν πεθάνει. Τελικά όμως ο Καλλικράτης ο Αχαιός πέθανε και την εξουσία στη Συμπολιτεία την ανέλαβαν οι αντιρωμαϊκοί που κήρυξαν πόλεμο στη Σπάρτη. Η Σπάρτη είχε έριδες με την Αχαϊκή Συμπολιτεία και ζήτησε βοήθεια από τη Ρώμη.

Οι Ρωμαίοι στην αρχή δεν φάνηκαν πρόθυμοι επειδή είχε κηρυχτεί ο Γ’ Ρωμαιο-Καρχηδονιακός Πόλεμος και ήταν σε εξέλιξη το κίνημα του Ανδρίσκου στη Μακεδονία. Όμως έστειλαν πρέσβεις στη Συμπολιτεία και της ζήτησαν να αποχωρήσουν από αυτή η Σπάρτη, η Κόρινθος, ο Ορχομενός και άλλες πόλεις. Όμως οι Αχαιοί δε δέχτηκαν. Μια πρώτη σύγκρουση έγινε στη Σκάρφεια όπου ο αρχηγός των Αχαιών, Κριτόλαος, έπαθε πανωλεθρία και ο αρχηγός των Ρωμαίων, Μέττελος, προχώρησε ακάθεκτος προς την Πελοπόννησο. Μετά το θάνατο του Κριτόλαου, στρατηγός στη Συμπολιτεία αναγορεύθηκε ο Διαίος, που μισούσε βαθύτατα τους Ρωμαίους.

Ο Διαίος έκανε μεγάλες αλλαγές στο στρατό της Συμπολιτείας και απελευθέρωσε 12.000 δούλους, μάζεψε 2.000 ελαφρούς οπλισμένους πολεμιστές και 500 ιππείς. Ο Ρωμαίος στρατηγός Μόμμιος είχε 23.000 πεζούς και 3.500 ιππείς. Οι δύο στρατοί κατευθύνθηκαν προς τη Λευκόπετρα της Κορίνθου το 146 π.Χ. Ο Διαίος έταξε το αριστερό του καλύπτοντας το στα τείχη της Κορίνθου. Στο κέντρο έταξε τη φάλαγγα των σαρισσοφόρων και στο δεξιό κέρας λίγους ιππείς. Ο Μόμμιος έταξε τις λεγεώνες του στο κέντρο και τους ιππείς του στο αριστερό κέρας. Την πρώτη μέρα κανείς από τους δύο στρατούς δεν έκανε κίνηση. Το βράδυ όμως ο Διαίος έκανε μια επιτυχημένη καταδρομική επιχείρηση κατά των Ρωμαίων.

Όμως οι Ρωμαίοι παρά τον πανικό τους τούς απέκρουσαν. Το επόμενο πρωί οι Ρωμαίοι επιτέθηκαν με το πεζικό τους εναντίον των Ελλήνων σαρισσοφόρων. Οι Έλληνες όμως κατάφεραν να κρατήσουν τους Ρωμαίους. Δεκάδες επιθέσεις των Ρωμαίων κατέληξαν σε αποτυχία. Όσο τα πλευρά των Ελλήνων ήταν καλυμμένα, οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να διασπάσουν τη φάλαγγα τους. Ο Μόμμιος διέταξε τότε το ιππικό του να επιτεθεί. Οι Έλληνες και πάλι συγκράτησαν τους Ρωμαίους, όμως η αριθμητική υπεροχή των τελευταίων ανάγκασε τους Έλληνες ιππείς να υποχωρήσουν. Έτσι έπεσε και το Ελληνικό κέντρο ηρωικά μαχόμενο. Η νίκη των Ρωμαίων ήταν ολοκληρωτική.

Μετά την πανωλεθρία της Συμπολιτείας στην Λευκόπετρα,οι Αχαιοί σκορπίστηκαν πανικόβλητοι στην Πελοπόννησο, αναζητώντας καταφύγιο ο καθένας στη γενέτειρά του.Ακόμη και ο στρατηγός Δίαιος, ίσως κυριευμένος από τον πανικό της στιγμής, κατέφυγε στην ιδιαίτερη πατρίδα του (τη Μεγαλόπολη) και αφού θανάτωσε τη γυναίκα του, αυτοκτόνησε και ο ίδιος. Είναι σχεδόν σίγουρο πως, εάν κατά την οπισθοχώρηση επέλεγε να κλειστεί πίσω από τα τείχη της Κορίνθου με όσα στρατεύματα του είχαν απομείνει, θα μπορούσε να κερδίσει χρόνο δίνοντας συνέχεια στον πόλεμο. Το αποτέλεσμα της ήττας θα ήταν και πάλι αναπόφευκτο, όμως έτσι θα είχαν την δυνατότητα διαπραγμάτευσης ευνοϊκότερων όρων.

Ο Μόμμιος, μετά τη νίκη, οδήγησε τις λεγεώνες στην Κόρινθο, απέφυγε όμως να εισβάλει στην πόλη, φοβούμενος ενδεχόμενη ενέδρα των Αχαιών. Τα Ρωμαϊκά στρατεύματα παρέμειναν στρατοπεδευμένα εκεί για τρεις μέρες. Η πολιορκία που ακολούθησε ήταν σφοδρή και βάναυση. Ο Ρωμαίος ύπατος, αφού διέταξε να εκτελεστούν όσοι άντρες βρίσκονταν στην πόλη, να πωληθούν οι γυναίκες και τα παιδιά ως δούλοι και μαζί και οι δούλοι της Κορίνθου, αδιάφορο αν ήταν απελεύθεροι ή όχι, διάλεξε τα καλύτερα αριστουργήματα της Κορινθιακής τέχνης και τα έστειλε στη Ρώμη. Τέλος η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες.

 

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ 

Ως αποτέλεσμα, οι εναπομείναντες ανεξάρτητες Ελληνικές δυνάμεις της Αχαϊκής Συμπολιτείας, όρθωσαν το ανάστημά τους κατά της παρουσίας των Ρωμαίων στην Ελλάδα. Οι μελετητές καμιά φορά ονομάζουν την περίσταση αυτή «Αχαϊκό Πόλεμο» (146 π.Χ.) Η διάρκειά του ήταν ιδιαίτερα σύντομη. Μέχρι τη στιγμή αυτή, η Ρώμη είχε πραγματοποιήσει εκστρατείες επί Ελληνικού εδάφους μόνο για να πολεμήσει τις Μακεδονικές δυνάμεις και τους συμμάχους των τελευταίων. Η ανωτερότητα της Ρωμαϊκής στρατιωτικής τακτικής ήταν πλέον κοινός τόπος, καθώς είχαν νικήσει την περίφημη Μακεδονική φάλαγγα σε αρκετές περιστάσεις, ενώ είχαν επικρατήσει κατά μεγαλύτερων αριθμητικά δυνάμεων στις μάχες κατά των Σελευκιδών.

Οι ηγέτες των Αχαιών θα πρέπει να είχαν υπόψη τους πως η κίνησή τους να κηρύξουν πόλεμο δεν ήταν παρά πράξη απελπισίας, εφόσον οι λεγεώνες είχαν θριαμβεύσει ενάντια σε μεγαλύτερες και ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις. Ο ιστορικός Πολύβιος κατηγορεί τους δημαγωγούς ότι υποκίνησαν τον πληθυσμό να εμπλακεί σε έναν πόλεμο αυτοκτονίας. Εθνικιστικοί λόγοι και η ιδέα θριάμβου ενάντια σε ισχυρότερους εχθρούς, όπως είχε συμβεί στις μάχες κατά των Περσών, οδήγησαν τη Συμπολιτεία στο να λάβει μια επιπόλαια απόφαση.

Ωστόσο η υπομονή των Ρωμαίων εξαντλήθηκε. Για παραδειγματισμό η πόλη της Κορίνθου καταστράφηκε ολοκληρωτικά το 146 π.Χ., την ίδια χρονιά με την ισοπέδωση της Καρχηδόνας. Οι Μακεδονικοί Πόλεμοι έλαβαν τέλος, μαζί με την ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων-κρατών. Ο Ελλαδικός χώρος διαιρέθηκε στις επαρχίες της Αχαΐας, της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Τα πρώτα χρόνια της κατάκτησης χαρακτηρίστηκαν από λεηλασίες και συλλογή σκλάβων. Η Ρώμη, αν και ήταν ακόμη στη δημοκρατική της περίοδο, ήταν εδαφικά μια Αυτοκρατορία στη Μεσόγειο θάλασσα, που ξεπερνούσε αριθμητικά τον αμιγή πληθυσμό της στην Ιταλία.

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Ο Δεύτερος Μακεδονικός Πόλεμος (200 – 196 π.Χ.) έληξε με τον θρίαμβο της Ρώμης και των Ελλήνων συμμάχων της επί του Φιλίππου του Ε’ στις Κυνός Κεφαλές το 197 π.Χ. Με αυτή τη νίκη οι Ρωμαίοι διασφάλισαν τον περιορισμό της Μακεδονίας εντός της επικρατείας της και τον περαιτέρω πολιτικό και στρατηγικό κατακερματισμό του Ελληνικού κόσμου. Το Μακεδονικό βασίλειο είχε ακόμη πολλές αντοχές και ήταν πρακτικά αδύνατον για τη Ρώμη να το κατακτήσει αλλά μετά από αυτή την ήττα είχε στρωθεί ο δρόμος για την οριστική επικράτηση των Λατίνων.

Ο πανούργος Φίλιππος ξεκίνησε το σχέδιο αναδιοργάνωσης του κράτους του σχεδόν αμέσως μετά το πέρας του πολέμου. Έχτισε νέες πόλεις μακριά από τους κεντρικούς οδικούς άξονες ώστε να μη γίνονται αντιληπτές οι κινήσεις του από τους αντιπάλους και μυστικά προετοίμαζε τον νέο του στρατό. Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει το σχέδιο του καθώς απεβίωσε στην Αμφίπολη το 179 π.Χ. Στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο γιος του Περσέας αφού πρώτα εξόντωσε τον αδερφό του και συνδιεκδικητή Δημήτριο.

Ο Περσέας υπήρξε πολύ δραστήριος. Συνέχισε το εξοπλιστικό πρόγραμμα του πατέρα του αλλά διαφοροποιήθηκε στην εξωτερική πολιτική καθώς ξεκίνησε ένα πανελλήνιο κίνημα κατά των Ρωμαίων επιζητώντας έτσι νέα σύγκρουση με τις λεγεώνες. Η σύγκρουση αυτή δεν άργησε να έρθει. Η φιλολαϊκή πολιτική του Περσέα κίνησε την υποψία μεταξύ των Ελλήνων ηγεμόνων της περιοχής και τόσο ο Ευμένης Β’ της Περγάμου όσο και η Αιτωλική Συμπολιτεία προσκάλεσαν τη Ρώμη σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο εναντίον της Μακεδονίας. Το διαχρονικό σαράκι του Ελληνισμού ξεκίνησε να κατατρώει ακόμη μια φορά τη σάρκα του έθνους.

Το 171 π.Χ. ξεκίνησε ο νέος Μακεδονικός Πόλεμος με έναν θρίαμβο τον Μακεδονικών όπλων επί των Ρωμαίων υπό τον Πόπλιο Λίκινο Κράσσο στη μάχη του Καλλίνικου κοντά στη Λάρισα. Σε αυτή τη μάχη δεν υπήρξε σύγκρουση φάλαγγας – λεγεώνας καθώς συγκρούστηκαν μόνο οι προφυλακές των στρατών (πελταστές και λοιποί ελαφρά οπλισμένοι) και το ιππικό. Η υπεροχή του ιππικού των Εταίρων ήταν τέτοια που η Ρωμαϊκή στρατιά υπέστη πανωλεθρία και αναγκάστηκε να υποχωρήσει καθώς ήταν βέβαιο πως η λεγεώνα χωρίς την κάλυψη του ιππικού και όντας καθηλωμένη από τις φάλαγγες του Περσέα θα βρισκόταν περικυκλωμένη από τους Μακεδόνες ιππείς.

Οι Ρωμαίοι θορυβημένοι από τη πανωλεθρία έστειλαν στην Ελλάδα τον ικανότερο στρατηγό τους τον Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο, έναν άντρα που είχε προσφέρει πολλά στη Ρώμη και έχαιρε της εκτίμησης όλου του αρχαίου κόσμου. Ταυτόχρονα έστειλαν στην Ήπειρο τον Λεύκιο Αινίκιο Γάλλο για να εξουδετερώσει τους Ηπειρώτες συμμάχους της Μακεδονίας. Όπως θα καταφανεί στο τέλος αυτή η κίνηση ίσως ήταν και η κρισιμότερη του πολέμου, παράδειγμα της στρατηγικής οξυδέρκειας του Αιμίλιου Παύλου που ουσιαστικά είχε στον έλεγχο του ολόκληρη τη πολιτική της Ρώμης στα χρόνια του πολέμου.

Ο Περσέας απέτυχε να υπερασπιστεί τόσο τους συμμάχους του στην Ήπειρο όσο και στη Θεσσαλία και αναγκάστηκε να προσφύγει σε καθαρά αμυντική στρατηγική εντός της Μακεδονίας. Έστησε το στρατόπεδο του στη βόρεια όχθη του ποταμού Ενιπέα (ακριβώς κάτω από το σημερινό Λιτόχωρο), για να εμποδίσει τη διάβαση του από τις λεγεώνες του Αιμίλιου Παύλου. Ο έμπειρος στρατηγός είδε πως ο Περσέας είχε φερθεί με σύνεση και απέφυγε τη βίαιη διάβαση του ποταμού. Αντίθετα έστειλε ισχυρή στρατιωτική δύναμη στο πέρασμα της Πέτρας ανάμεσα στον Όλυμπο και τα Πιέρια Όρη αιφνιδιάζοντας τη Μακεδονική φρουρά της περιοχής και εξασφαλίζοντας μία ασφαλή δίοδο στη πεδιάδα της Κατερίνης.

Ο Μακεδόνας βασιλιάς απογοητευμένος, απέσυρε το στρατόπεδο του από την οχυρή θέση για να μη βρεθεί περικυκλωμένος. Κατέφυγε στη βόρεια όχθη του ποταμού Αίσωνα όπου και στρατοπέδευσε λίγο νότια της σημερινής Κατερίνης. Ο Ρωμαίος Ύπατος αντίθετα στρατοπέδευσε στους λόφους πάνω από το πεδίο της μάχης για να αποφύγει προφανώς τις επιδρομές των Μακεδόνων πρόδρομων ιππέων.

 

Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ ΠΡΙΝ ΤΟ 168 π.Χ.

Η Ρώμη μια μικρή πόλη της κεντρικής Ιταλίας κατάφερε σε ένα αιώνα (350 -2 50 π.Χ.) να κυριαρχήσει σε ολόκληρη την Ιταλική χερσόνησο και δεν πέρασε άλλος ένας αιώνας, για να κατακτήσει το σύνολο σχεδόν του τότε γνωστού κόσμου και να εξελιχθεί σε μια από τις μεγαλύτερες Αυτοκρατορίες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Το παράδοξο που πέτυχαν οι Ρωμαίοι δεν έχει απασχολήσει όσο θα έπρεπε τους παλιότερους ιστορικούς, ακόμη και τους σημερινούς .

Οι μελέτες για τα αίτια που προκάλεσαν την παγκόσμια κυριαρχία των Ρωμαίων σε λιγότερο από δύο αιώνες και τα συμπεράσματα θα είναι χρήσιμα και για την Ελληνική ιστορία. Την ίδια περίοδο οι Έλληνες είχαν αναπτύξει τις επιστήμες, την τεχνολογία, τη φιλοσοφία, τα γράμματα και τις τέχνες, δεν έφταναν όμως όλα αυτά για να αντιπαρατεθούν στην κοινωνική οργάνωση και την ιδεολογία των Ρωμαίων για κυριαρχία. Σταθμοί στην επέκταση της Ρώμης είναι:

  • 343 π.Χ.: Η Ρώμη κυριαρχεί στο Λάτιο και τις γειτονικές περιοχές.
  • 271 π.Χ.: Ο Τάραντας (αποικία της Σπάρτης) παραδίνεται στη Ρώμη που πλέον κληρονομεί την ηγεμονία στο εμπόριο της Αδριατικής.
  • 265 π.Χ. : Κατάληψη των Βολσινίων, της τελευταίας Ετρουσκικής πόλης.

 

Επομένως στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα η Ρώμη επιβάλλει την κυριαρχία σε ολόκληρη την Ιταλική χερσόνησο και εξελίσσεται σε μια από τις ισχυρότερες Μεσογειακές δυνάμεις. Ο Ελληνικός κόσμος για πρώτη φορά άρχισε να στρέφει το ενδιαφέρον του προς αυτή την ανερχόμενη δύναμη της δύσης και στην ουσία να υπονομεύει την δικιά του ανασυγκρότηση. Η ανάγκη διοίκησης και διαχείρισης των κατακτημένων περιοχών δημιουργεί την ισχυρότατη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που περιλαμβάνει διαδοχικά τη Σικελία το 241 π.Χ., Σαρδηνία και Κορσική το 238 π.Χ., την Καρχηδόνα, την άλλη ισχυρή δύναμη της δυτικής Μεσογείου, μετά από δύο μακροχρόνιους πολέμους το 201 π.Χ. και την Ισπανία το 197 π.Χ.

Οι Ρωμαίοι ήδη από το 220 π.Χ. επεμβαίνουν στα Ελληνικά πράγματα και ενδιαφέρονται ώστε καμία από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις των Ελλήνων, (Αχαϊκή Συμπολιτεία, Μακεδόνες και Αιτωλοί) να κυριαρχήσει στον Ελληνικό χώρο. Έτσι οι Ρωμαίοι θα αποδειχθεί ότι εκτός από ιδεολογία και κοινωνική οργάνωση διαθέτουν και πολιτικές δυνάμεις για να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους. Η Ρώμη κάνοντας επιμέρους συμμαχίες και υπογράφοντας συνθήκη με όλους τους Έλληνες, αποκτά το δικαίωμα να επεμβαίνει ανάλογα με τα συμφέροντά της και όποτε τη διευκολύνει με τη δικαιολογία της παραβίασης των συνθηκών. Έτσι το 198 π.Χ. Ρωμαϊκά στρατεύματα προελαύνουν στη Θεσσαλία, το 197 π.Χ. νίκησαν το Μακεδονικό στρατό του Φίλιππου, το 191 π.Χ.

Στις Θερμοπύλες τη συμμαχία Αιτωλών και Αντίοχου και από το 188 π.Χ. επεμβαίνουν στα εσωτερικά της Αχαϊκής Συμπολιτείας καθορίζοντας τους όρους συμμετοχής της Σπάρτης σ΄αυτήν. Οι σχέσεις Ρωμαίων και Αχαϊκής Συμπολιτείας ποτέ δεν καθορίστηκαν με ευκρίνεια με αποτέλεσμα, από τις συνεχείς επεμβάσεις της Ρώμης στα Ελληνικά πράγματα και τις παλινδρομήσεις των Αχαιών αρχηγών, να έχουν δημιουργεί σε όλες τις Αχαϊκές πόλεις ισχυρά φιλορωμαικά κόμματα. Κύριος εκπρόσωπος τους ήταν ο στρατηγός Καλλικράτης από το Λεόντιο που έγινε αρχηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας το 180 π.Χ. – 179 π.Χ.

 

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΥΔΝΑΣ 168 π.Χ.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 

Η Πύδνα, τελευταία πρωτεύουσα των Μακεδόνων του Περσέα, πλούσιο λιμάνι της Πιερίας στο βόρειο Αιγαίο, είχε τη μοίρα να ζήσει πολλές πολιορκίες, διεκδικήσεις και τραγικές στιγμές πριν πέσει στα χέρια των Ρωμαίων τον 2ο αιώνα π.Χ. Το 432 π.Χ. την πολιόρκησαν πρώτοι οι Αθηναίοι, αλλά επειδή χρειάζονταν όλο το στρατό για την πολιορκία της πιο σπουδαίας Ποτείδαιας, ήρθαν σε συμφωνία με τον Περδίκκα Β’, γιο του Αλέξανδρου Α’ Φιλέλληνα, κι έλυσαν την πολιορκία, γράφει ο Θουκιδίδης.

Φαίνεται πως οι ”Φιλο-Αθηναίοι” κάτοικοι της είχαν ζητήσει την προστασία των Αθηναίων, ενώ οι ”Φιλο-Μακεδόνες”, που είχαν από παλιά αναγνωρίσει την κυριαρχία του Αλέξανδρου Α’ κι εξασφάλισαν την ανεξαρτησία της πόλης, επιβλήθηκαν. Το 410 / 409 π.Χ. η Πύδνα επαναστάτησε κατά του Πιέριου βασιλιά Αρχέλαου, γιου του Περδίκκα, ο οποίος ζήτησε τη βοήθεια των Αθηναίων που τον είχαν κηρύξει πρόξενο και ευεργέτη της πόλης τους, επειδή δεν είχε ανεβάσει την τιμή της ξυλείας που τους προμήθευε από την περιοχή του Στρυμόνα.

Ο Αρχέλαος πολιόρκησε την Πύδνα βοηθούμενος απ’ τον Αθηναίο Θηραμένη, αλλά τελικά την κατέλαβε χωρίς Αθηναϊκή βοήθεια και, κατά το Διόδωρο, διέταξε τους κατοίκους της να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταφερθούν μεσόγεια, κάπου 4 χλμ. Έτσι η πόλη και το λιμάνι της ήταν υπό τον έλεγχο των Μακεδόνων μέχρι που καταλήφθηκαν πάλι από τον Αθηναίο στρατηγό Τιμόθεο στη διάρκεια της κρίσης διαδοχής που ξέσπασε στη Μακεδονική δυναστεία το 360 π.Χ. Τελικά, τρία χρόνια αργότερα, ο Φίλιππος Β’ κατέλαβε την Πύδνα μετά από τη μακρόχρονη πολιορκία της Μεθώνης, στην οποία έχασε το δεξί του μάτι (βληθέντα τοξεύματι).

Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου Γ το 323 π.Χ., η μητέρα του Ολυμπιάς κι η σύζυγος του Ρωξάνη με το νεαρό παιδί της Αλέξανδρο Δ’ κατέφυγαν στην Πύδνα, όπου τις καταδίωξε ο Κάσσανδρος το 316 π.Χ. Όταν παραδόθηκαν στην πολιορκία του, η μεν Ολυμπιάς εκτελέστηκε αμέσως, η δε Ρωξάνη με το παιδάκι της θανατώθηκαν μυστικά, άγνωστο πού και πότε ακριβώς. Η τραγική Πύδνα έμελλε να συνεχίσει τη ζωή της για άλλο ενάμισυ αιώνα, γινόμενη τελικά η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μέχρι το 168 π.Χ., χρονιά του αφανισμού της από τους Ρωμαίους στην ομώνυμη μάχη. Το φθινόπωρο του 172 π.Χ. Ρωμαϊκά στρατεύματα πέρασαν από την Ιταλία στην Ελλάδα.

Ο Περσεύς αντί να εκστρατεύσει αμέσως εναντίον τους συνέχιζε τις διαπραγματεύσεις για σύναψη μιας συνθήκης που του είχαν προτείνει οι Ρωμαίοι ρίχνοντάς του στάχτη στα μάτια. Στο μεταξύ οι Ρωμαϊκές λεγεώνες προχωρούσαν ανενόχλητες προς την ενδοχώρα. Αλλά και όταν επιτέλους ο Περσεύς κατάλαβε τη σοβαρότητα της κατάστασης, αντί να βαδίσει εναντίον των Ρωμαϊκών στρατευμάτων που αποβιβάζονταν στην Ιλλυρία και προχωρούσαν μέσα από τα δύσβατα στενά της ορεινής Ηπείρου, προτίμησε να στρατοπεδεύσει στο Κίτιον, κοντά στην Πέλλα.

Έτσι τα Ρωμαϊκά στρατεύματα με αρχηγό τον ύπατο Πόπλιο Λικίνιο Κράσσο πέρασαν ανενόχλητα μέσα από την Ήπειρο και έφθασαν στη Θεσσαλία ως τη Λάρισα, όπου ενώθηκαν με τον στρατό που έστειλε για βοήθεια ο Ευμένης της Περγάμου. Η πρώτη σύγκρουση Ρωμαίων και Μακεδόνων έγινε στο Συκούριο και μολονότι ο Ρωμαϊκός στρατός ήταν αριθμητικά σχεδόν ίσος με τον στρατό του Περσέως, οι στρατηγικές ικανότητες του Κράσσου φαίνεται ότι ήταν ανύπαρκτες και οι Ρωμαίοι ηττήθηκαν και μεγάλα τμήματα του στρατού τους διασκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους.

Ούτε αυτή την ευκαιρία μπόρεσε όμως να εκμεταλλευθεί ο Περσεύς. Ενώ λογικά θα έπρεπε να καταδιώξει και να συντρίψει τον Ρωμαϊκό στρατό και παράλληλα να εξεγείρει τις Ελληνικές πόλεις-κράτη στα νώτα των Ρωμαίων, δεν το έκανε. Δεν το έκανε διότι θα χρειαζόταν να ξοδέψει αρκετά χρήματα και ενώ ήταν πάμπλουτος ήταν επίσης και υπερβολικά φιλάργυρος. Τσιγκουνεύτηκε να πληρώσει και άλλους στρατιώτες.

Η διορατικότητά του ήταν τόσο ανύπαρκτη ώστε δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε την αγανάκτηση των Ελλήνων εναντίον των Ρωμαίων που προκάλεσαν οι αγριότητες του ναυάρχου Γάιου Λουκρητίου στη Θίσβη, στην Αλίαρτο και στην Κορώνεια και ο εξανδραποδισμός των κατοίκων τους. Ωστόσο, παρά την κοντόφθαλμη πολιτική του, ο Περσεύς, εκτός από μερικές μικρές ασήμαντες αποτυχίες, στο πεδίο της μάχης ουσιαστικά παρέμενε αήττητος. Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος μελετώντας την κατάσταση αντικατέστησε τον Λικίνιο Κράσσο με τον ύπατο Αύλο Οστίλιο Μαγκίνο και τον ναύαρχο Γάιο Λουκρήτιο με τον Λεύκιο Ορτήσιο.

Αλλά και αυτοί δεν φάνηκαν πολύ καλύτεροι των προηγουμένων. Έτσι ο Οστίλιος Μαγκίνος αντικαταστάθηκε, την άνοιξη του 169 π.Χ., από τον Κόιντο Μάρκιο Φίλιππο, ο οποίος κατόρθωσε μεν να εξαναγκάσει τους Μακεδόνες να εγκαταλείψουν τα στενά των Τεμπών αλλά δεν μπόρεσε να προχωρήσει πιο πέρα διότι συνάντησε σθεναρή αντίσταση στις όχθες του ποταμού Ενιπέα, στα νότια του Δίου. Είχαν ήδη περάσει σχεδόν τρία χρόνια και η Μακεδονία αντιστεκόταν σθεναρά. Τότε η Σύγκλητος αποφάσισε να στείλει έναν από τους πιο άξιους στρατηγούς της Ρώμης, τον ύπατο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο, ο οποίος ξεκίνησε για την Ελλάδα την άνοιξη του 168 π.Χ.

Ο Αιμίλιος Παύλος δεν ήταν πια νέος. Πλησίαζε τα 60 αλλά ήταν στρατηγός με μεγάλη πείρα. Ο στρατός που είχε στη διάθεσή του αριθμούσε 52.000 πεζούς και 4.500 ιππείς, ενώ ο Μακεδονικός στρατός αποτελούνταν από περίπου 40.000 πεζούς και 4.000 ιππείς. Ο Αιμίλιος Παύλος βρήκε το Μακεδονικό στρατόπεδο εκεί όπου το είχε αφήσει ο προκάτοχός του, δηλαδή στους πρόποδες του Ολύμπου προς τη θάλασσα, πίσω από τον ποταμό Ενιπέα, και άρχισε αμέσως τις επιθέσεις εναντίον του.

Γρήγορα όμως ο Ρωμαίος στρατηγός κατάλαβε ότι ήταν αδύνατον να περάσει με τον στρατό του το ποτάμι. Συγκρότησε λοιπόν ένα απόσπασμα 8.000 ανδρών το οποίο κατόρθωσε να διασχίσει το ποτάμι από κάποιο πέρασμα και να βρεθεί στα νώτα των Μακεδόνων. Στο μεταξύ, για να μην αντιληφθούν οι Μακεδόνες τον στρατηγικό του ελιγμό, ο Αιμίλιος Παύλος συνέχιζε τις κατά μέτωπον επιθέσεις του.

 

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΗ ΜΑΧΗ 

Μία από τις μεγαλύτερες μάχες που έγιναν επί Ελληνικού εδάφους ήταν αυτή της Πύδνας το 168 π.Χ., στην οποία κρίθηκε η Ελληνική ανεξαρτησία. Όσον αφορά την εξέλιξή της, υπάρχουν ακόμα σκοτεινά σημεία. Παράλληλα πρέπει να σημειωθεί ότι επρόκειτο για σημαντικότατη σύγκρουση μεταξύ των αντιμαχόμενων πολιτικών μερίδων του αρχαίου κόσμου, στην οποία η προδοσία φαίνεται πως διεδραμάτισε τον ρόλο της. Την άνοιξη του 168 π.Χ. βρισκόταν σε εξέλιξη ο μεγάλος πόλεμος μεταξύ του ισχυρότατου Ρωμαϊκού κράτους και της σημαντικότερης δύναμης του Ελληνισμού, του Μακεδονικού Βασιλείου.

Κατά τα τρία χρόνια επιχειρήσεων που είχαν προηγηθεί (171 π.Χ. – 169 π.Χ.), οι Μακεδόνες υπό τον βασιλιά Περσέα, με περιορισμένη υποστήριξη άλλων Ελλήνων, είχαν καταφέρει να αποκρούουν με επιτυχία τις διαδοχικές Ρωμαϊκές εισβολές. Με την είσοδο, όμως, στον τέταρτο χρόνο του σκληρού πολέμου, είχαν αρχίσει να παρουσιάζονται έντονα σημάδια κόπωσης. Ο Περσέας διέγνωσε την κατάσταση αυτή και επιζήτησε την ειρήνευση με διαμεσολαβήσεις (των Ροδίων και του ουδέτερου βασιλιά της Βιθυνίας, Προυσσία Β’). Οι προσπάθειές του απέτυχαν διότι η Ρωμαϊκή Σύγκλητος, η οποία διέθετε μεγάλες στρατιωτικές και οικονομικές δυνατότητες, είχε αποφασίσει τον ολοκληρωτικό πόλεμο και την καταστροφή της Μακεδονίας.

Κλιμακώνοντας τον πόλεμο οι Ρωμαίοι επιστράτευσαν νέες δυνάμεις και ενίσχυσαν τα σώματά τους τόσο στη Θεσσαλία έναντι του Περσέα, όσο και στην Ιλλυρία έναντι του Γένθιου, ορίζοντας παράλληλα ως διοικητές τους καλύτερους και εμπειρότερους αξιωματικούς τους. Για να ηγηθεί στη νέα εκστρατεία εστάλη στη Μακεδονία ο νεοεκλεγείς ύπατος Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, λόγω της αναμφισβήτητης στρατηγικής ικανότητας, της σύνεσης, της μεγάλης εμπειρίας και του σεβασμού που ενέπνεε. Ο Λεύκιος γνώριζε, όπως και ο προηγούμενος ύπατος (Μάρκος Φίλιππος), τη νοοτροπία και τα θέματα των Ελλήνων, επιπλέον δε είχε μεγάλη Ελληνική μόρφωση και μιλούσε Ελληνικά.

Το κύριο μέτωπο του πολέμου βρισκόταν στα σύνορα Θεσσαλίας – Μακεδονίας. Ο Περσέας είχε παρατάξει το σύνολο του στρατεύματός του σε μία γραμμή άμυνας κατά μήκος του Ελπειού ποταμού (Ενιπέα), του οποίου την όχθη είχε οχυρώσει κατάλληλα μέχρι τον Όλυμπο. Στις διαβάσεις του τελευταίου είχε εγκαταστήσει φρουρές. Διέθετε συνολικά 4.000 ιππείς και λίγο περισσότερους από 39.000 πεζούς (21.000 φαλαγγίτες, 6.000 υπασπιστές, 12.000 ψιλούς). Ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος έφθασε στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο στις 7 Ιουνίου. Εκεί ήταν συγκεντρωμένες όλες οι δυνάμεις του, οι Ρωμαίοι και οι σύμμαχοί τους, συνολικά 4.200 ιππείς και 44.000 πεζοί (24.000 του βαρέος και 20.000 του ελαφρού πεζικού), σύμφωνα με την επικρατέστερη εκτίμηση.

Στις κοντινές ακτές είχε πλησιάσει ο στόλος (με Ρωμαϊκά και Περγαμηνά πλοία) υπό τον Γναίο Οκτάβιο. Ο Ρωμαίος ύπατος, διαπιστώνοντας την αδυναμία του να διασπάσει με κατά μέτωπο επιθέσεις τις αμυντικές θέσεις των Μακεδόνων στις απόκρημνες και οχυρωμένες όχθες του Ελπειού, οργάνωσε συντονισμένη επιχείρηση στρατού και στόλου για να παραπλανήσει τον αντίπαλό του και να μπορέσουν οι Ρωμαίοι να υπερφαλαγγίσουν την αμυντική γραμμή. Ενώ ο ίδιος ο Αιμίλιος, από τη νότια όχθη του ποταμού όπου ήταν στρατοπεδευμένος, απασχολούσε με συνεχείς επιθέσεις τις απέναντί του εχθρικές δυνάμεις.

Ένα σώμα 5.000 ανδρών επιβιβάστηκε στα πλοία του στόλου και κατευθύνθηκε προς τις ακτές της Πιερίας. Μια επίλεκτη δύναμη 8.500 ανδρών υπό τους Σκιπίωνα Νασικά και Φάβιο Μάξιμο Αιμιλιανό (γιο του υπάτου) κινήθηκε προς τα πίσω, δήθεν για να επιβιβαστεί και αυτή στα πλοία. Αντί αυτού στράφηκε δυτικά και ανέβηκε τα δύσβατα μονοπάτια της Καλλιπεύκης (από όπου είχε περάσει ο Μάρκος Φίλιππος το 169 π.Χ.). Βαδίζοντας επί τρεις ημέρες μόνο τη νύκτα οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να διασχίσουν τον Κάτω Όλυμπο, να στραφούν βόρεια και να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στην Ελληνική φρουρά της διάβασης του Πυθίου, την οποία και εξουδετέρωσαν.

Ακολούθως με τη βοήθεια Θεσσαλών οδηγών (και προδοτών) παρέκαμψαν το οχυρό της Πέτρας και κατέβηκαν στην πεδιάδα της Πιερίας πίσω από την Ελληνική αμυντική γραμμή του Ελπειού. Ο Περσέας, αντιμετωπίζοντας τη μετωπική επίθεση του Αιμιλίου, επίθεση στα νώτα του από τον Νασικά και κίνδυνο απόβασης (από τους 5.000 άνδρες που είχαν επιβιβαστεί στα πλοία του στόλου), διέταξε την εγκατάλειψη των θέσεων και τη γρήγορη υποχώρηση του στρατού του προς την οχυρή πόλη της Πύδνας. Στην πεδιάδα πίσω από τον ποταμό Λεύκο στρατοπέδευσε, αποφασισμένος να πολεμήσει εκεί και να μην επιτρέψει στον εχθρό την εισβολή στα πάτρια εδάφη.

Ο Αιμίλιος, μόλις αντιλήφθηκε την αποχώρηση των Ελλήνων, διέταξε προέλαση και αφού συνενώθηκε με τις δυνάμεις του Νασικά οδήγησε όλο το στράτευμά του απέναντι από τους αντιπάλους (μεσημέρι της 21ης Ιουνίου). Εκεί, υπό την κάλυψη προφυλακών μπροστά στο ποτάμι, στρατοπέδευσε λίγο πιο πίσω, στην πλαγιά του βουνού Ολόκρου. Τη νύκτα 21 / 22 Ιουνίου σημειώθηκε έκλειψη σελήνης, η οποία τρόμαξε και τα δύο στρατεύματα. Ο Αιμίλιος όμως, ο οποίος είχε και ιερατικό αξίωμα, πέτυχε να ερμηνεύσει θετικά για τον στρατό του το θαυμαστό φαινόμενο, αντίθετα από τους μάντεις των Μακεδόνων που είδαν σε αυτό άσχημες εξελίξεις και κατάλυση του βασιλείου.

 

ΑΝΤΙΠΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

Έτσι βρέθηκαν αντιμέτωποι το ζεστό εκείνο πρωινό του Ιουνίου στην όμορφη κοιλάδα της Μακεδονίας ανάμεσα από τα δύο ποτάμια τον Αίσωνα και τον Λεύκο, οι στρατοί των δύο Αυτοκρατοριών. Στην βόρεια όχθη του Λεύκου, ήταν ο Περσεύς με τον στρατό του. Στα δεξιά της παρατάξεως ήταν, όπως απαιτούσε η παράδοση, το βαρύ ιππικό και δίπλα του οι Οδρύσες σύμμαχοι ιππείς υπό τον βασιλιά τους Κότυ. Λίγο πιο αριστερά οι γραμμές του πεζικού, όπου υπήρχαν μαζί με τους Μακεδόνες υπασπιστές και τους άλλους Έλληνες συμμάχους του Περσέα, οι κατάξανθοι Γαλάτες μισθοφόροι.

Στην άλλη άκρη ήταν το Άγημα των Μακεδόνων και οι άγριοι Θράκες οπλισμένοι με την ρομφαία, ένα όπλο σαν πλατύ δρεπάνι που αν κάποιος το χειριζόταν με δύναμη και δεξιότητα, μπορούσε να αποκεφαλίσει με ένα κτύπημα τον αντίπαλο. Και στο κέντρο είχε ήδη λάβει θέσεις το άνθος του Μακεδονικού στρατού, οι πυκνές τάξεις των πεζεταίρων οπλισμένες με την εξάμετρη σάρισα, το ίδιο όπλο των προπάππων τους που πριν διακόσια τόσα χρόνια με αρχηγό τον Αλέξανδρο ξεκίνησαν την εκστρατεία για την κατάλυση του κολοσσιαίου κράτους των Αχαιμενιδών. Παραταγμένοι όπως και τότε σε βάθος δέκα έξι ζυγών σχημάτιζαν την φοβερή Μακεδονική Φάλαγγα.

Είκοσι μία χιλιάδες ήταν σύνολο οι σαρισοφόροι, δέκα χιλιάδες πεντακόσιοι Χαλκά­σπι­δες και άλλοι τόσοι οι επίλεκτοι Αργυράσπιδες. Επικεφαλής των Μακεδόνων ήταν ο βασιλιάς Περσεύς, που είχε αναλάβει προσωπικά την ηγεσία του ιππικού στην δεξιά πτέρυγα. Από την νότια όχθη φαινόντουσαν οι Ρωμαίοι να παίρνουν τις θέσεις τους στον στενό χώρο μεταξύ του Ολόκρου όρους και του ποταμού. Απέναντι στο εχθρικό ιππικό, στα αριστερά τους, τάχθηκε το δικό τους βαρύ Ρωμαϊκό και Ιταλικό ιππικό μαζί με τους Αφρικανούς συμμάχους, τους Νουμιδούς.

Πιο πίσω οι Έλληνες πελταστές με τις μακριές λόγχες, οι οπλίτες της Αχαϊκής συμπολιτείας που κατά την παλαιά Ελληνική συνήθεια που καταδίκαζαν όλοι αλλά και όλοι εφάρμοζαν, συμμάχησαν με τους αλλοεθνείς εναντίον των άλλων Ελλήνων. Στην δεξιά πτέρυγα τοποθετήθηκαν οι πολυάριθμοι Ιταλοί σύμμαχοι Λουκανοί, Βρούττιοι, Καμπανοί, Σάμνιοι και άλλοι, σε δύο ξεχωριστά σώματα, κάτι παραπάνω από δώδεκα χιλιάδες πολεμιστές. Στο ίδιο μέρος τοποθετήθηκαν και οι είκοσι δύο πολεμικοί ελέφαντες την χρησιμότητα των οποίων είχαν μάθει οι Ρωμαίοι με οδυνηρό τρόπο από τον Πύρρο.

Λίγο πιο πίσω σαν στήριγμα, είχαν μπει οι άλλοι Έλληνες, οι ελαφροί οπλίτες από την Πέργαμο που τόσο πολύτιμοι είχαν φανεί στους Ρωμαίους όταν κατήγαγαν την μεγάλη νίκη εναντίον του Σελευκίδη Αντιόχου του Γ’ στην Μαγνησία το 191 π.Χ. Στο κέντρο της παρατάξεως είχε τοποθετηθεί το βαρύ πεζικό των Ρωμαίων, περισσότεροι από δέκα χιλιάδες πειθαρχημένοι και καλά εκπαιδευμένοι λεγεωνάριοι, σε δύο ξεχωριστές λεγεώνες. Από την θέση του Περσέα ξεχώριζαν οι κοόρτες με τις βαριές τετράγωνες ασπίδες (scutum), μπροστά οι πρίγκιπες (principes), μετά οι άστατοι (hastatii) και οι βετεράνοι τριάριοι (triarii).

Στο τέλος, να παίρνουν την χαρακτηριστική «πεσσοειδή διάταξη» ή «αβάκιον», ανάλογη δηλαδή με τον τρόπο που είναι τοποθετημένα τα τετράγωνα της σκακιέρας. Και σε μικρή απόσταση μπροστά από τους λεγεωνάριους άρχισαν ήδη να αναπτύσσονται σε αραιή διάταξη οι βελίτες, τα ελαφρά στοιχεία της Λεγεώνας που με βροχή ακοντίων μεριμνούσαν για την φθορά του εχθρού πριν αυτός έλθει σε επαφή με το κύριο σώμα. Αρχηγός των Ρωμαίων ήταν όπως είδαμε, ο ύπατος Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, έμπειρος στρατιωτικός, μορφωμένος και Ελληνο­μα­θής άνδρας και θαυμαστής του Ελληνικού πνεύματος.

Ο ακριβής αριθμός των δυνάμεων που αντιπαρατάχθηκαν στην πεδιάδα της Πύδνας δεν είναι γνωστός και αποτελεί ένα σημείο διαφωνίας μεταξύ των μελετητών. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή (Αγγλόφωνων συγγραφέων) ο Ελληνικός στρατός παρέταξε 43.000 – 44.000 άνδρες, ενώ ο Ρωμαϊκός κάπως λιγότερους (38.000 – 43.000). Η διαφορά είναι αμελητέα. Οι αριθμοί αυτοί, αν εξεταστούν σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία, δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ο αριθμός των Ελληνικών δυνάμεων δίδεται από τον Πλούταρχο, που είναι ο ένας από τους (μόλις) δύο συγγραφείς οι οποίοι έγραψαν σχετικά και διασώθηκαν τα κείμενά τους. Ατυχώς δεν έχει διασωθεί το βιβλίο του Πολύβιου, που ήταν σύγχρονος της μάχης και έγραψε γι’ αυτήν.

Ο Πλούταρχος λοιπόν αναφέρει ότι κατά την έναρξη των επιχειρήσεων του 168 π.Χ., δηλαδή στα τέλη Μαΐου, αρχές Ιουνίου, ο Περσέας είχε στη διάθεσή του 4.000 ιππείς και κάτι λιγότερο «τετρακισμυρίων ου πολλοίς αποδέοντες» από 40.000 πεζούς (ας υποθέσουμε 39.600 – 39.800). Απαιτείται προσοχή διότι ο Πλούταρχος αφενός γράφει επί Ρωμαιοκρατίας και αφετέρου δεν φαίνεται να προσέχει ιδιαίτερα τέτοιες λεπτομέρειες: αναφέρει ότι οι 40.000 περίπου πεζοί του Περσέα ήταν «εις φάλαγγα», κάτι που δεν γίνεται από κανέναν δεκτό. Η φάλαγγα αποτελείτο από 21.000 μαχητές, αριθμό ήδη πολύ μεγάλο – κατά το παρελθόν δεν τον είχε φθάσει ποτέ.

Με αυτούς τους πολεμιστές ο Έλληνας ηγεμόνας αμύνθηκε στα στρατηγικά σημεία των συνόρων Θεσσαλίας – Μακεδονίας. Συγκεκριμένα, ο ίδιος με τη βασική του δύναμη κρατούσε την κύρια δίοδο στον Ελπειό ποταμό, ενώ άλλοι διοικητές ανέλαβαν τη φύλαξη των ορεινών διαβάσεων του Ολύμπου. Η επίθεση των Ρωμαίων στη διάβαση του Πυθίου, η συμπλοκή που επακολούθησε, η ήττα των Ελλήνων της φρουράς (που δεν μπορεί να ήταν 10.000 μισθοφόροι, αφού δεν διέθετε τόσους το μακεδονικό στράτευμα – άλλη μια περίπτωση στην οποία ο Πλούταρχος δεν ακριβολογεί) και η αναδίπλωσή τους, καταδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικών απωλειών, ώστε να δικαιολογείται η απομάκρυνση από την αποστολή τους.

Από τους 12.000 άνδρες της φρουράς οι 1.000 – 1.500 μπορούν να θεωρηθούν εκτός μάχης (νεκροί, βαριά τραυματίες, αιχμάλωτοι). Μερικές ελαφρές απώλειες θα είχε ο Περσέας και στις κατά μέτωπο επιθέσεις των Ρωμαίων στην οχυρωμένη γραμμή του Ελπειού. Το σύνολο των απωλειών κατά τους μήνες Μάιο – Ιούνιο μπορεί εύλογα να εκτιμηθεί σε 2.000 άνδρες, τους οποίους, με βάση τις ενδείξεις (εξάντληση των δυνατοτήτων επάνδρωσης από πλευράς Μακεδονίας, ανάγκη φρούρησης των παραλίων έναντι πιθανών αποβάσεων των Ρωμαίων), δεν μπορούσε να αναπληρώσει ο Μακεδόνας βασιλιάς.

Κατά συνέπεια οι Ελληνικές δυνάμεις που παρατάχθηκαν για μάχη δεν μπορεί να ήταν περισσότερες από 42.000 άνδρες. Το πιθανότερο είναι να ήταν κατά τι λιγότερες. Ο αριθμός των Ρωμαϊκών δυνάμεων δίδεται από τον Τίτο Λίβιο, ο οποίος συνέγραψε ιστορία κατά τους μεταχριστιανικούς αιώνες, εξύμνησε την πατρίδα του τη Ρώμη και τα επιτεύγματά της σε βαθμό υπερβολικό και γενικότερα έγραψε με τρόπο που δεν τον καθιστά ούτε αμερόληπτο ούτε πάντα αξιόπιστο. Με βάση αυτές τις παραδοχές πρέπει να εκτιμηθούν και οι υπολογισμοί του.

Είναι γνωστό από τους συγγραφείς, αφενός ότι το ρωμαϊκό κράτος είχε κινητοποιήσει κατά τις αρχές του τέταρτου χρόνου του πολέμου άνω των 100.000 πολεμιστών για τα δύο χερσαία μέτωπα και τον πόλεμο στη θάλασσα και αφετέρου ότι ο νέος ύπατος, ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, έμπειρος και δυναμικός ηγέτης, απαίτησε και πέτυχε να ανέλθει πάλι η δύναμη του εκστρατευτικού σώματος στο μέτωπο της Θεσσαλίας στους 40.000 μαχητές. Δεν γνωρίζουμε όμως με ακρίβεια αν σε αυτούς υπολογίζονται μόνο τα Ρωμαϊκά – Ιταλικά στρατεύματα ή συνυπολογίζονται και οι σύμμαχοι που συνέπρατταν επί τόπου, δηλαδή άλλοι Έλληνες, Περγαμηνοί από τη Μικρά Ασία, Νουμιδοί από την Αφρική κλπ.

Ορθότερο φαίνεται το πρώτο, να εννοούνται δηλαδή μόνο οι Ρωμαίοι – Ιταλοί, οπότε οι άλλοι σύμμαχοι (περίπου 8.000 άνδρες) πρέπει να προστεθούν σε αυτόν τον αριθμό (των 40.000 Ρωμαίων), ανεβάζοντάς τον στους 48.000. Ο τελευταίος αριθμός φαίνεται να ανταποκρίνεται πολύ περισσότερο στις ανάγκες του κύριου μετώπου, όπου αντιμετωπιζόταν ο ισχυρότερος και πιο αξιόμαχος αντίπαλος (ο Μακεδονικός στρατός του Περσέα), τη διοίκηση εκεί είχε ο ύπατος και οι Ρωμαίοι ήταν επιτιθέμενοι εναντίον μιας οχυρωμένης τοποθεσίας.

Αντίθετα στο άλλο μέτωπο, εκείνο της Ιλλυρίας, ο αντίπαλος ήταν σχετικά ολιγάριθμος (ο Ιλλυρικός στρατός έφθανε το πολύ τους 16.000 μαχητές), όχι ιδιαίτερα επίφοβος, σε επιχειρήσεις με δευτερεύουσα σημασία και με τη διοίκηση εκεί να την έχει ένας στρατηγός (ο Λεύκιος Ανίκιος). Δεν φαίνεται λοιπόν ορθό για τους μεθοδικούς Ρωμαίους στο κύριο μέτωπο, εκεί όπου αντιμετώπιζαν 43.000 αντιπάλους και η σύγκρουση ήταν κρίσιμη, να διαθέτουν μόνο 40.000 άνδρες και στο δευτερεύον μέτωπο, όπου αντιμετώπιζαν 16.000 άνδρες, να απασχολούν 30.000.

Οι Ρωμαίοι ηγέτες τον χειμώνα του 169 – 168 π.Χ. μεθόδευσαν πολύ σοβαρά τις κινήσεις τους, επέλεξαν τους κατάλληλους διοικητές και τους διέθεσαν αντίστοιχες δυνάμεις και εξοπλισμό. Ενήργησαν δηλαδή ορθολογικά. Έτσι είναι λογικότερο να θεωρήσουμε ότι ενίσχυσαν ιδιαίτερα το βασικό τους μέτωπο εναντίον του βασικού τους αντιπάλου, φροντίζοντας η δύναμή τους να είναι ανώτερη από εκείνη των εχθρών τους οποίους ήθελαν να καταβάλουν. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ο Αιμίλιος Παύλος, φθάνοντας στο μέτωπο, είχε στη διάθεσή του τουλάχιστον 48.000 πολεμιστές.

Μέχρι την τελική σύγκρουση στην πεδιάδα της Πιερίας ο Ρωμαϊκός στρατός είχε κάποιες απώλειες. Αυτές (το πιθανότερο μερικές εκατοντάδες) προήλθαν τόσο από τις μάταιες επιθέσεις του εναντίον των οχυρωμένων, πίσω από τη γραμμή του Ελπειού, Ελλήνων, όσο και κατά την επίθεσή τους εναντίον της διάβασης του Πυθίου, την οποία πέτυχαν και εκπόρθησαν αιφνιδιάζοντας τους αντιπάλους τους (το πιθανότερο με περιορισμένες απώλειες). Επιπλέον ο Αιμίλιος είχε επιβιβάσει 5.000 άνδρες του σε πολεμικά πλοία, τα οποία περιέπλεαν και απειλούσαν τις ακτές της Πιερίας, της Βοττιαίας (σημερινής Ημαθίας) και της Χαλκιδικής (του Θερμαϊκού κόλπου γενικότερα).

Δεν γνωρίζουμε αν αυτή η δύναμη επανενώθηκε με τις μονάδες που οδηγούσε ο Αιμίλιος, συνεπώς δεχόμαστε ότι δεν συνέπραξε στη μάχη. Με βάση τα παραπάνω φαίνεται πως στην πραγματικότητα αντιπαρατάχθηκαν 41.000 – 42.000 Έλληνες έναντι λίγο περισσότερων από 42.000 Ρωμαίων, σε μία από τις πιο μεγάλες και καθοριστικές μάχες του αρχαίου κόσμου που έγιναν επί Ελληνικού χώρου.

 

Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ

Στις 22 Ιουνίου οι δύο αντίπαλοι παρατάχθηκαν για την αποφασιστική αναμέτρηση. Το πρωί πέρασε χωρίς κανένας στρατός να ριψοκινδυνεύσει τη διάβαση του ποταμού και την επίθεση υπό τους δυσμενείς όρους που αυτή συνεπαγόταν. Το μεσημέρι όμως, από ένα τυχαίο γεγονός μεταξύ των προφυλακών, δόθηκε το έναυσμα της μάχης. Αρχικά συγκρούστηκαν, λόγω ενός διαφυγόντος αλόγου (το οποίο κατά τον Πλούταρχο άφησαν επίτηδες οι Ρωμαίοι για να προκαλέσουν την εχθρική επίθεση – κάτι που δεν επιβεβαιώνεται), 800 Θράκες υπό τον Αλέξανδρο με 3.000 πεζούς (5 κοόρτες) και 120 ιππείς Ιταλούς. Αμέσως άλλοι Θράκες έσπευσαν σε βοήθεια των δικών τους διαβαίνοντας το ποτάμι, ενώ ενισχύονταν και οι Ιταλοί.

Ο ενθουσιασμός των Ελλήνων για τη συμπλοκή, που φαινόταν να εξελίσσεται υπέρ τους, οδήγησε τον Περσέα να διατάξει γενική επίθεση. Οι δυνάμεις του περνώντας τον Λεύκο ήταν παρατεταγμένες ως εξής: Το σύνολο του ιππικού δεξιά (4.000 καλά εκπαιδευμένοι και έμπειροι ιππείς), δίπλα τους οι συμμαχικές μονάδες ελαφρού πεζικού και το ένα σώμα των υπασπιστών από 3.000 άνδρες. Στο κέντρο υπήρχε η φάλαγγα σε δύο κέρατα, δεξιά οι αργυράσπιδες (10.500 πολεμιστές) και αριστερά οι χαλκάσπιδες (άλλοι 10.500). Στην αριστερή πλευρά βρισκόταν το άλλο σώμα των υπασπιστών, το «άγημα», από 3.000 άνδρες και σώματα Θρακών και Παιόνων ψιλών.

Η διάταξη μάχης του Ελληνικού στρατού φαίνεται κλασική: στο κέντρο η φάλαγγα, προστατευμένη στα ευαίσθητα πλευρά της από ψιλούς, και όλο το ιππικό δεξιά. Εκτός της αυτονόητης χρήσης της φάλαγγας για κεντρικό κτύπημα, γίνεται αντιληπτό, χωρίς να είναι σαφές, κάποιο συνολικότερο σχέδιο μάχης. Μάλλον ο Περσέας και οι στρατηγοί του απέβλεπαν στην απομόνωση του εχθρικού κέντρου και στη συντριβή του από τη φάλαγγα, ενώ το ιππικό πιθανώς θα ανελάμβανε την αντιμετώπιση του ισάριθμου σχεδόν εχθρικού. Οι Ρωμαϊκές δυνάμεις που παρατάχθηκαν στην άλλη όχθη του ποταμού Λεύκου, είχαν το ιππικό αριστερά και δίπλα του σώματα συμμάχων ψιλών (Έλληνες, Λίγυες και Νουμίδες).

Στο κέντρο βρίσκονταν, μπροστά οι γροσφομάχοι (ελαφρά οπλισμένοι) και πίσω τους οι λεγεωνάριοι σε τρεις σειρές (άστατοι, πρίγκιπες, τριάριοι). Οι μονάδες των Ιταλών συμμάχων (βαρύ πεζικό αντίστοιχο των λεγεωναρίων, που λάμβανε θέση εκατέρωθεν αυτών, γι’ αυτό λεγόταν «πτέρυγα»), βρέθηκαν δεξιά τους. Πιο πέρα τάχθηκαν, λόγω της εξέλιξης της αρχικής σύγκρουσης, 120 ιππείς, 22 (κατ’ άλλους 34) ελέφαντες και τα σώματα των συμμάχων ψιλών (Περγαμηνοί κ.ά.). Η διάταξη των Ρωμαίων δεν ταίριαζε με τη συνήθη, δηλαδή τις Ρωμαϊκές μονάδες στο κέντρο, τις Ιταλικές στις πτέρυγες εκατέρωθεν των Ρωμαϊκών και τις συμμαχικές ακόμα πιο πλευρικά.

Δεν μπορεί να αποσαφηνιστεί αν αυτό ήταν αποτέλεσμα σχεδίου ή προέκυψε από τη βιαστική παράταξη για μάχη. Αν συνέβη το δεύτερο, δηλαδή η ταχεία σύνταξη προκειμένου να αντιμετωπιστεί η Ελληνική έφοδος, κλονίζεται η αξιοπιστία του Πλούταρχου περί υποκίνησης της Ελληνικής επίθεσης (με το τέχνασμα του αλόγου) και οι Ρωμαίοι – Ιταλοί παρατάχθηκαν για μάχη χωρίς να ακολουθήσουν την τυπική τους διάταξη, κάτι αρκετά περίεργο. Το αίνιγμα γίνεται ακόμα πιο μυστηριώδες αν λάβουμε υπόψη την άλλη πληροφορία του Πλούταρχου περί κανονικής Ρωμαϊκής σύνταξης και διενέργειας επίθεσης ταυτόχρονα με την Ελληνική.

 

Γνώση εναντίον Δεισιδαιμονίας

Όταν ο Περσεύς αντιλήφθηκε ότι οι Ρωμαίοι πάνε να τον περικυκλώσουν αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς την Πύδνα, στα βόρεια της σημερινής Κατερίνης. Ο Ρωμαϊκός στρατός ακολούθησε τον Περσέα, ο οποίος είχε παρατάξει τον στρατό του στην πεδιάδα μπροστά από την πόλη της Πύδνας. Ο Περσεύς, μολονότι ήξερε ότι η τοποθεσία δεν ήταν ιδανική, αναγκάστηκε να ετοιμαστεί για τη μάχη. Τη νύχτα της 21ης προς την 22α Ιουνίου του 168 π.Χ. έγινε έκλειψη σελήνης. Οι Μακεδόνες, βλέποντας ξαφνικά το φεγγάρι να χάνεται από τον ουρανό χωρίς να υπάρχουν σύννεφα, πανικοβλήθηκαν μπροστά σ’ αυτόν τον «κακό οιωνό».

Το ίδιο συνέβη και στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο, μόνο που εκεί υπήρχε ο αστρονόμος Σουλπίκιος Γάλλος, ύπαρχος του Αιμιλίου Παύλου, ο οποίος εξήγησε στους στρατιώτες ότι δεν πρόκειται για οιωνό αλλά για φυσικό φαινόμενο. Έτσι οι Ρωμαίοι κοιμήθηκαν ήσυχοι ενώ οι Μακεδόνες παρακαλούσαν τους θεούς να μην τους καταστρέψουν.

 

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ 

Η μάχη πήρε τ’ όνομα από τον Πλούταρχο, που έδωσε και την ώρα (περί δείλην – γύρω στο δειλινό) που χάθηκε η Μακεδονία και η Ελλάδα. Την ημερομηνία τη μάθαμε απ’ τους αστρονόμους, πάλι χάρη στον Πλούταρχο που ανέφερε με κάθε λεπτομέρεια την έκλειψη σελήνης που έγινε την παραμονή της μάχης. Σύμφωνα με τα λόγια του, ο Ρωμαίος στρατηγός Lucius Aemilius Paullus Macedonicus (το τελευταίο επίθετο- cognomen του το έδωσε η σύγκλητος τιμητικά μετά το 168) κατεβαίνοντας με το 17χρονο γιο του Scipio Aemilianus Africanus από τις υπώρειες του Ολύμπου προς την ακτή, αντίκρισε την ”φάλαγγα συντεταγμένην ήδη και συνεστώσαν” (ίσως διπλή) των Μακεδόνων, ”όμως πρό της Πύδνης υπομένοντα πειράσθαι μάχης αναγκαίον ήν”.

Έτσι, αντί να επιτεθεί ο Αιμίλιος, προτίμησε να σκάψει χάρακα (οχύρωμα) και να προσφέρει σπονδές και θυσίες στους θεούς του Ολύμπου με τα Λατινικά ονόματα, το βράδυ της 21ης Ιουνίου του 168 π.Χ. αλλά και το επόμενο πρωί. Ο Πλούταρχος συμπληρώνει ότι οι πρωινές θυσίες ήταν αφιερωμένες στον Ηρακλή, αλλά ο κακότυχος Ρωμαίος δεν πήρε κανένα ευνοϊκό χρησμό μέχρι το 21ο σφάγιο, οπότε οι μάντεις του συμφώνησαν πως θα νικούσε τον Περσέα μόνο αν δεν έσπευδε σε επίθεση, αλλά αντίθετα αν έκανε άμυνα (αμυνομένοις).

Ας πάμε πίσω στο χρόνο για να δούμε πώς ο πανούργος Αιμίλιος, μαζί με το στόλο και τον Σκιπίωνα που ακολουθούσε με 30 Νουβιανούς ελέφαντες, είχε ξεκινήσει από το Πύθιον, διέσχισε τη δίοδο της Πέτρας και έφτασε στην τελευταία πρωτεύουσα της Μακεδονίας για να υπογράψει το τραγικό τέλος της. Πόσες μέρες κράτησε η Ρωμαϊκή εκστρατεία; Πού και πώς έστησε το στρατό, το ιππικό, τους ελέφαντες και το στόλο του; Με πιο τρόπο νίκησε τη Μακεδονική φάλαγγα και τους ακατανίκητους πεζέταιρους και ασθέταιρους ιππείς του Περσέα; Τέλος, πώς ξεκίνησε και πώς χάθηκε εκείνη η δραματική μάχη ένα δειλινό, πριν 22 αιώνες, δίπλα στη Μεθώνη, όπως μας θυμίζει ο Στράβων με τη φράση:

”Εν μέν τώ πρό της Πύδνης πεδίω Ρωμαίοι εν δέ τω πρό τής Μεθώνης πεδίω γενέσθαι συνέβη Φιλίππω”.

Όπως μας λένε οι αρχαίες πηγές, ο Αιμίλιος καμάρωνε σε επινίκιο λόγο του στη Ρώμη πως δυο εβδομάδες από την ανάληψη των καθηκόντων του ως έπαρχος της Θεσσαλίας στο Πύθιον, κατανίκησε τον Περσέα. Για την ακρίβεια, από τις 7 ως τις 22 Ιουνίου του 168 π.Χ. Χασομέρησε ”ημέρας μεν τινας” στη Θεσσαλία (Πλούταρχος) για να οργανώσει στρατό και στόλο (ας πούμε ως τις 12 Ιουνίου), έστειλε τον Σκιπίωνα προς Πύθιο, κι ο ίδιος επιτέθηκε για δυο μέρες στη Μακεδονική φρουρά που φύλαγε τη δίοδο της Πέτρας. Την τρίτη μέρα έπεσαν και το Πύθιο και η Πέτρα σύμφωνα με τον Λίβιο.

Πώς όμως χάθηκαν τόσο εύκολα μέσα σε δυο μέρες τα Μακεδονικά φρούρια, ιδίως η δύσβατη Πέτρα, όπου είχε σκοντάψει ακόμα κι ο Ξέρξης κάπου ένα μήνα ψάχνοντας πέρασμα του Ολύμπου τέσσερις αιώνες πρωτύτερα; Οι πηγές διαφωνούν στο αν φυλάγονταν καλά η Πέτρα και από πόσους. Ο Ζωναράς υποστηρίζει ότι η Πέτρα είχε ”ελαχίστην φρουράν”, ενώ ο Πλούταρχος ότι η δίοδος ήταν αφύλαχτη, αλλά μόλις ο Περσέας έμαθε από ένα λιποτάκτη Κρητικό, τα της επίθεσης των Ρωμαίων, έστειλε 12.000 άνδρες στα υψίπεδα ”κατά τας υπερβολάς” της Πέτρας, που πολέμησαν γενναία τους 8.320 άνδρες του Σκιπίωνα αλλά ατυχώς ηττήθηκαν.

Οι πιο μέτριοι ”πολεμικοί ανταποκριτές” Σκιπίων και Πολύβιος έφτασαν στο σημείο να γράψουν πως οι Έλληνες φρουροί πιάστηκαν στον ύπνο, αλλά τους διόρθωσε ο Ζωναράς λέγοντας πως οι Ρωμαίοι κατέλαβαν τα υψώματα και πέρασαν τη δίοδο επειδή ξέφυγαν της προσοχής των λίγων φρουρών της νύχτας αλλά και τη μεγάλη τους δύναμη και ταχύτητα ”καταληφθέντων των άκρων νυκτός προς τα όρη ώρμησε και πη μεν λαθών πη δε βιασάμενος υπερέβαλεν αυτά”. Αυτό που έχει σημασία είναι πως οι φρουρές στο Πύθιο -που φυλάγονταν από κάποιο Μίλωνα- και του Πυθίου, έπεσαν στις 14 Ιουνίου κι έτσι ο δρόμος προς την παραλιακή Πύδνα άνοιξε, όπως τουλάχιστο καμάρωνε ο Σκιπίων σε γράμμα που έστειλε στη Ρώμη.

Κατά το Διόδωρο η Πύδνα ήταν καλά οχυρωμένη πόλη – λιμένας, που χτίστηκε από τους κατοίκους της βόρειας Πιερίας. Ο Αρχέλαος, που μεταξύ άλλων κέρδισε κότινο στην Ολυμπία με νίκη στο τέθριππον το 408 π.Χ. αλλά και στους Δελφούς, είχε μεταφέρει την Πύδνα 4 χλμ μεσόγεια, όπως αναφέρθηκε. Γύρω στα 360 π.Χ. η πόλη έγινε πάλι ανεξάρτητη, ώσπου να την καταλάβει ο Φίλιππος το 356, χάνοντας το δεξί του μάτι στην πολιορκία της γειτονικής Μεθώνης. O Κάσσανδρος την οχύρωσε το 317 π.Χ.-316π.Χ., χτίζοντας μακρύ τείχος στις πλαγιές που χωρίζουν την ακτή και αυτή της εκβολής του ποταμού, που αργότερα ονομάστηκε Καραγάτς.

Περίπου εκεί πρέπει να έφτασε ο υπερεξηντάχρονος Αιμίλιος (229 π.Χ.) το πρωί της 15ης Ιουνίου και έστησε στρατόπεδο, λέει ο Λίβιος, ”ακριβώς στη θάλασσα” (propius mare ad Pydnam). Όσο για τα μαντάτα της πτώσης της Πέτρας, έφτασαν στον Περσέα, που ανέμενε τον Αιμίλιο 5 Ρωμαϊκά μίλια ανατολικά του Δίου, όπου είχε άφθονο χόρτο και νερό για το ιππικό αλλά και ισχυρή οχύρωση της ιερής πόλης των Μακεδόνων. Φοβούμενος το Ρωμαϊκό στόλο που έπλεε προς Πύδνα και το Σκιπίωνα που έρχονταν από πίσω, λέει ο Πλούταρχος, ο Περσέας έκανε μάλλον κακή εκτίμηση, μεταφέροντας το στρατόπεδο του προς τα πίσω, στην παράλια Πύδνα ”καί τήν Πύδνα προκατάσχη, καί γάρ τό ναυτικόν άμα τών Ρωμαίων παρέπλεε ήγεν οπίσω”.

Η μεταφορά του στρατοπέδου πρέπει να έγινε βιαστικά τη νύχτα της 14ης Ιουνίου, αφού το ιππικό του Περσέα έπρεπε να καλύψει τα 30 χλμ. Δίου – Πύδνας και να το ξαναστήσει 2-3 χλμ. από τα τείχη της Πύδνας. Το επόμενο πρωί ενώθηκαν οι δυνάμεις των Σκιπίωνα – Αιμίλιου και βάδισαν ανατολικά, χωρίς να επιτεθούν στον Περσέα. Γιατί οι Ρωμαίοι δεν επιτέθηκαν αμέσως; Ο Λίβιος λέει, πως είχε υπερβολική ζέστη στο καταμεσήμερο, κι έτσι ο Αιμίλιος δεν ήθελε να ρίξει στη μάχη κουρασμένους λεγεωνάριους, ελέφαντες και άλογα ενάντια στην ξεκούραστη φάλαγγα του Περσέα.

Ο Πλούταρχος τον διαψεύδει με αληθοφανή στοιχεία, λέγοντας ότι ”πάγωσε” κυριολεκτικά ο Αιμίλιος όταν είδε τη φάλαγγα ”συντεταγμένην και συνεστώσαν” με ασπίδες και θώρακες να λάμπουν στον ήλιο και δη ”διπλή στη μέση”, συμπληρώνει ο Frontinus (phalangem duplicum). Τούτο σημαίνει πως οι 20.000 σαρισσοφόροι του Περσέα, συντεταγμένοι σε βάθος 32 αντί 16 ανδρών, έπιαναν κάπου 600 μέτρα, άρα έπιαναν τόπο και προκαλούσαν τρόμο. Ο Ζωναράς είναι ο πιο αντικειμενικός όλων και βάζει τα πράγματα στη θέση τους, λέγοντας πως κι ο ίδιος ο Αιμίλιος έφτασε μπροστά στην Πύδνα αλλά οι δυο αντίπαλοι δεν ξεκίνησαν αμέσως τη μάχη, αλλά ”διέτριψαν ουκ ολίγας ημέρας”.

Κατά τον έξοχο μελετητή της Μακεδονικής ιστορίας NGL Hammond η εξιστόρηση του Ζωναρά είναι η πιο αληθοφανής, αφού ο Αιμίλιος χρειάζονταν χρόνο για ανεφοδιασμό κι έστελνε στρατιώτες να βρούν ξύλα και σανό στα γειτονικά χωράφια, όπως γράφει ο Λίβιος. Άλλωστε κι ο Περσέας έπρεπε ν’ αλλάξει τακτική βλέποντας το ρωμαϊκό στρατό με τους ελέφαντες από πάνω του και το στόλο να περιπλέει στα νώτα του. Έτσι πιστεύεται ότι μεταξύ 16 και 21 Ιουνίου, ο μεν Αιμίλιος ανεφοδιάζονταν κι έσκαβε αμυντικό χάρακα, ο δε Περσέας παρέτασσε φάλαγγα και ιππικό μεταξύ Ρωμαίων και οχυρωμένης Πύδνας, εφοδιάζονταν απ’ αυτήν και περίμενε την επίθεση τους.

Εδώ βρίσκεται ίσως το λάθος του Περσέα: Πρώτον, έστησε το στρατό του στην πεδιάδα ”κάτω” από τον Ρωμαϊκό κι επί πλέον με το στόλο πίσω του. Δεύτερον, φρόντισε με βιαστικά μέτρα να εκπαιδεύσει τ’ άλογα να μη φοβούνται τους ελέφαντες και μοίρασε αγκαθωτούς θώρακες στο πεζικό, όπως σημειώνει ο Ζωναράς, αλλά δεν εφάρμοσε το τέχνασμα του Αλέξανδρου, που έβαλε τους φαλαγγίτες να κάνουν εκκωφαντικό θόρυβο χτυπώντας τις ασπίδες με τα δόρατα, με συνέπεια να πανικοβάλουν τις στρατιές ελεφάντων του Πώρου. Φαίνεται ο γενναίος Περσέας δεν διάβασε προσεχτικά τις πολεμικές τακτικές του μέγιστου στρατηγού όλων των εποχών.

Ο χάρτης της μάχης που πρότεινε ο Hammond το 1984 εικονίζει την τοποθεσία της μάχης και την παράταξη των δυο στρατών ως τη νύχτα της έκλειψης, την 21η Ιουνίου, 168 π.Χ. Υπάρχουν κι άλλες υποθέσεις σύγχρονων ερευνητών, Ελλήνων και ξένων, που τοποθετούν τη μάχη νοτιώτερα, στην περιοχή βορείως του σημερινού Κορινού. Εκείνο που δεν δείχνει κανείς χάρτης είναι η αφορμή για το έναυσμα της, κι εδώ ακριβώς είναι το παράλογο της υπόθεσης. Οι Λίβιος και Ζωναράς το έριξαν στην τύχη (LXLIV.40.3: Neutron imperatorum volente Fortuna. 9.23: συμβάν τι κατά τύχην). Ο Πλούταρχος θέλει τον πανούργο Αιμίλιο να σκηνοθετεί κάποιο ”ατύχημα” ίππου.

Περίμενε, λέει, μέχρι να πέσει ο ήλιος το δειλινό της 22ας Ιουνίου, για να μη τον έχει στα μάτια ο στρατός του, αφού δύει πίσω απ’ τα Πιέρια, κι έστειλε ένα αχαλίνωτο άλογο ανάμεσα στους δυο στρατούς, πράγμα που έκανε να ξεσπάσει η μάχη ”του Αιμιλίου τεχνάζοντος αχάλινον ίππον εξελάσαντος”. Ο Λίβιος συμφωνεί κάπως, όχι όμως στο είδος αλόγου, που το θέλει άλογο φόρτου, που ξέφυγε κατά λάθος την ώρα που του έκαναν ιπποκομία. Άλλοι ιστορικοί, με τους οποίους τείνω να συμφωνήσω, υποστηρίζουν πως η μάχη άναψε από κάτι Θράκες ιππείς του Περσέα, οι οποίοι επιτέθηκαν σε Ρωμαίους που έκοβαν χόρτα (ίσως για να ταΐσουν τ’ άλογα) και μάλιστα πως ο διοικητής των Θρακών λέγονταν Αλέξανδρος.

Πάντως άσχετα αν η αιτία έναρξης της μάχης ήταν ίππος φόρτου, πολεμικός, ημίονος φόρτου, ή οι ίδιοι οι Θράκες, είναι απίθανο να είχε σκηνοθετήσει το επεισόδιο ο ίδιος ο Αιμίλιος. Μάλλον οι συγκυρίες ήταν άτυχες για την ιστορία της Μακεδονίας – και της υπόλοιπης Ελλάδος. Όσο για το πού ξέφυγε το μοιραίο ζώο δεν το ξεκαθαρίζει ο Πλούταρχος αλλά ο Λίβιος και δη με λεπτομέρεια, δηλ. στο ”όχι τόσο μεγάλο” ποτάμι, που ήταν πιο κοντά στο Μακεδονικό στρατό, απ’ όπου και οι δυο στρατοί έπαιρναν νερό προστατευόμενοι από φρουρές στην κάθε όχθη. Κι ενώ όλα ήταν ήσυχα, ένας Ρωμαικός ίππος ή ημίονος φόρτου ξέφυγε κατά τις 3 το απόγευμα και πέρασε στην αντίπερα όχθη.

Τρεις οπλίτες το κυνήγησαν στο νερό που έφτανε ως στα γόνατα, δυο δε Θράκες μισθοφόροι του Περσέα το τραβούσαν προς τη δική τους όχθη. Τους ακολούθησαν μερικοί Ρωμαίοι, που σκότωσαν τον ένα οπλίτη, συνέλαβαν το ζώο και το πήγαν στο δικό τους στρατόπεδο. Υπήρχαν, λέει ο Λίβιος, 800 Θράκες που φύλαγαν την όχθη, μερικοί δε εξαγριώθηκαν όταν είδαν τον πατριώτη τους να φονεύεται μπροστά στα μάτια τους. Έτσι πέρασαν το ποτάμι κυνηγώντας τους Ρωμαίους που τον σκότωσαν και σιγά-σιγά ενώθηκαν κι άλλοι οπλίτες Ρωμαίοι κι Έλληνες, με συνέπεια ν’ ανάψουν οι αψιμαχίες.

Το πιθανό ποτάμι δεν έχει νερό σήμερα κι είναι ίσως ο Αίσων που κράτησε το όνομα ως το 1927 αλλά μετονομάστηκε σε Μαυρονέρι απο μια ανόητη μεταγλώττιση του Σλαβικού όρου ”Τσέρνα Βόντα”. Άλλοι υποστηρίζουν πως το ποτάμι δεν ήταν ο Αίσων (βρίσκεται πολύ νότια) αλλά ο βορειότερος Άγ. Δημήτριος. Αυτό που έχει σημασία είναι πώς και αυτό και ο αρχαίος Λεύκος (Άγ. Γεώργιος) βάφτηκαν κόκκινα με το αίμα των Μακεδόνων κατά τον Πλούταρχο. Σ’ αυτή την άλογη μάχη που άρχισε με μια συμπλοκή έσπευσαν πρώτοι οι 800 Θράκες υπό τον Αλέξανδρο εναντίον των 700 Λιγούριων.

Σταδιακά γενικεύτηκε η αψιμαχία ”σάλω καί κινήματι τών στρατοπέδων”, που αντιλήφθηκε πρώτος ο Αιμίλιος, ύστερα ο Σκιπίων ”εξιππασάμενος” (αφιππεύσας), και τελικά Ρωμαίοι λεγεωνάριοι και Μακεδόνες φαλαγγίτες ”ήρθαν στα χέρια” (πάντας όσον ούπω τους πολεμίους εν χερσίν όντας). Με ποια ακριβώς διάταξη πολέμησαν οι στρατοί του Περσέα και του Αιμίλιου στη σύρραξη είναι γνωστό. Ο Περσέας έστησε 4.000 Μακεδόνες κι Οδρύσιους ιππείς στο αριστερό και δεξιό κέρας και ο ίδιος τοποθετήθηκε στο δεξιό (βόρειο) κέρας προ της Πύδνας. Είχε ακόμα ένα άγημα 3.000 ανδρών, 40.000 οπλίτες και φάλαγγα 20.000 ανδρών στο μέσον της παράταξης.

Ο Αιμίλιος έβαλε τους ελέφαντες του Σκιπίωνα στο δεξιό κέρας, δυο λεγεώνες στο μέσο με συμμαχικό ιππικό κι ελαφρύ πεζικό, άγνωστο δε τι παρέταξε στο αριστερό κέρας απέναντι στον Περσέα. Αν όπως λέει ο Πλούταρχος ο στρατός του ήταν μικρότερος σε αριθμό ανδρών, τότε μάλλον διέθετε 40.000 καθώς και τους ελέφαντες. Ως συνήθως η Μακεδονική φάλαγγα επιτέθηκε πρώτη, και με τις 20.000 σάρισσες της διέλυσε το ελαφρύ πεζικό των Ρωμαίων που βρίσκονταν απέναντι, διαπερνώντας ασπίδες και κορμιά. Οι λοιποί υποχώρησαν κι ο Αιμίλιος πέρασε δυο λεγεώνες μπροστά, κλασσικό κόλπο για να προκαλέσει την προέλαση της φάλαγγας προς τους λόφους.

Σαν το κύμα που σκάει ανώμαλα στα βράχια, η φάλαγγα δεν κατάφερε να διατηρήσει τη συνοχή της κι έσπασε σε πολλά κομμάτια. Τότε επιτέθηκαν οι ελέφαντες στην κατηφόρα που βοηθούσε την ταχύτητα τους, μαζί και το Ρωμαϊκό ιππικό. Το Μακεδονικό ιππικό δεν κατάφερε φυσικά να τα βάλει με ελέφαντες και άλογα συγχρόνως κι έτσι υποχώρησε πίσω και δεξιά προς την Πύδνα, εκεί όπου βρίσκονταν ο βασιλιάς τους. Οι Ρωμαίοι ιππείς επιτέθηκαν και θέρισαν τη διαλυμένη φάλαγγα που έπεσε μέχρι ενός.

Όσο για τον Περσέα, όταν είδε τη φάλαγγα του να χάνεται ανάμεσα στο Ρωμαϊκό στρατό και στόλο (που βομβάρδιζε με καταπέλτες), κάλπασε προς τον Λεύκο μαζί με το Μακεδονικό ιππικό και τον βασιλιά Κότυ με τους Οδρύσιους ιππείς του και χάθηκε μέσα στα δάση της βόρειας Πιερίας από μια κρυφή στρατιωτική ατραπό με κατεύθυνση την Πέλλα, όπως περιγράφει ο Λίβιος. Η όλη υπόθεση δεν κράτησε πάνω από μια ώρα, λέει ο Πλούταρχος. Οι Ρωμαίοι, όσο έφεγγε η μέρα, κυνήγησαν τους Μακεδόνες για κάπου 120 στάδια (23 χιλιόμετρα), χωρίς όμως να καταφέρουν να εντοπίσουν τον Περσέα. Η Πύδνα έπεσε και οι λόφοι της βόρειας Πιερικής ακτής, μαζί κι η θάλασσα και τα ποτάμια της γέμισαν με νεκρά κορμιά παλικαριών.

Όσοι Μακεδόνες έπεσαν στη θάλασσα για να σωθούν θανατώνονταν από τους Ρωμαίους στα πλοιάρια του στόλου, όσοι δε κολυμπούσαν πίσω στην ακτή για να σωθούν, ποδοπατούνταν από τους ελέφαντες. Το πρωί της άλλης ημέρας, όταν οι Ρωμαίοι διέσχισαν το Λεύκο και λεηλάτησαν την Πύδνα με διαταγή του Αιμίλιου, τα νερά του ποταμού ήταν ανάκατα με αίμα κατά τον Πλούταρχο. Υπολογίζεται πως περίπου 20.000 Μακεδόνες έπεσαν στη μοιραία μάχη, 6.000 που κατέφυγαν στην πόλη της Πύδνας έπεσαν κι αυτοί στα αιμοσταγή χέρια των Ρωμαίων και 5.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι για να πουληθούν σαν σκλάβοι. Οι Ρωμαίοι έχασαν μόνο 80 ως 100 άνδρες, σύμφωνα με μαρτυρίες των ιστορικών Posidonius και Scipius Nasica, που έφερε στο φως ο Nicolas Hammond.

Ο περίγελως του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας και η λεηλασία της Πύδνας δεν σταμάτησε στο άλογο φόρτου που είτε ξέφυγε, είτε στάθηκε η αιτία της μάχης, είτε αυτό με το οποίο ξέφυγε στα δάση της Πιερίας. Όταν ο Αιμίλιος επέστρεψε στη Ρώμη το 167 π.Χ., έκανε θρίαμβο που κράτησε τρείς μέρες. Την 1η μέρα, έφιππος με τις λεγεώνες του και τον Περσέα -που τελικά συνέλαβε στη Σαμοθράκη- αλυσσοδεμένο σαν σκλάβο, παρέλασαν μπροστά στο πανηγυρίζον Ρωμαϊκό κοινό.

Άμαξες κι άρματα με πολύτιμα Μακεδονικά όπλα, κράνη, θώρακες, θρακικά δόρατα και χρυσές φαρέτρες, ανακατεμένες με χαλινούς, σάρισσες, ξίφη και κοπίδες, παρέλασαν τη 2η μέρα, με ακολουθία πεζών, που κρατούσαν στα χέρια αμφορείς και κάθε λογής αγγεία με ασημένια νομίσματα, ως και κρατήρες και κύλικες κρασιού. Το χάραμα της 3ης μέρας παρέλασαν οι σαλπιγκτές και από πίσω τους 120 βόδια με χρυσωμένα κέρατα που ακολουθούσαν νεαροί κρατώντας 80 χρυσά αγγεία γεμάτα με τάλαντα. Έπονταν η πομπή της πολύτιμης φιάλης, που είχε κατασκευάσει ο Αιμίλιος με χρυσό δέκα ταλάντων και πολύτιμους λίθους, με όσους κρατούσαν τα χρυσά σκεύη δείπνου του βασιλιά Περσέα, τα όπλα και το διάδημα του.

Μόνο τα όπλα που εκτέθηκαν σε κοινή θέα κατά την πρώτη μέρα του θριάμβου ήταν κατά το Διόδωρο ”την μεν πρώτη ημέρα άμαξαι χίλιαι διακόσιαι προήλθον φέρουσαι λευκάς και τραχείας ασπίδας και άλλαι χίλιαι διακόσιαι άμαξαι ασπίδων χαλκών και έτεραι τριακόσιαι λόγχας και σαρίσας και τόξα και ακόντια γέμουσαι”. Και βέβαια, δεν έφταναν αυτά. Ο Αιμίλιος έστησε κι ένα μεγαλοπρεπές άγαλμα του -ειρωνικά ή συμβολικά- πάνω σ’ άλογο για να τον θυμούνται πάντα οι συμπατριώτες του. Για να τιμήσει δε τη γερουσία και να τιμωρήσει κι άλλο τους συμμάχους του Περσέα, διέταξε να θανατωθούν 500 Μακεδόνες γνωστοί ”Αντι-Ρωμαίοι”, εξόρισε πάμπολλους στην Ιταλία και δήμευσε τις περιουσίες τους αλλά ”για την τσέπη του”, όπως λέει ο Πλούταρχος.

Αυτό δυσαρέστησε τους λεγεωνάριους του για τη μοιρασιά και για να τους βολέψει έκανε καθ’ οδόν για τη Ρώμη μια στάση στην ”Μακεδονόφιλη” Ήπειρο, όπου ισοπέδωσε 70 πόλεις, σκλάβωσε 150.000 ανθρώπους και κατέστρεψε έτσι την οικονομία όλης της Βόρειας Ελλάδος. Όσο για τη σύζυγο του Περσέα Λαοδίκη του οίκου των Σελευκιδών δεν συνελήφθη ούτε πέθανε σε Ρωμαϊκή φυλακή όπως εκείνος, αλλά κατέφυγε στην αυλή του θείου της Αντίοχου Δ’ Επιφανούς και του μισαδελφού της Αντίοχου Ε’ Ευπάτορος από το 168 π.Χ. ως το 161 π.Χ. Τελικά η Λαοδίκη σκοτώθηκε με τον αδελφό της Δημήτριο Α’ Σωτήρα σε μάχη κατά του Αλέξανδρου Βάλλα το 150 π.Χ.

Η τύχη των τριών παιδιών της Φίλιππου, Ανδρίσκου και μιας κόρης είναι άγνωστη, ενώ το τέταρτο, ο Αλέξανδρος έμεινε στη φυλακή Alba Fucens με τον πατέρα του, έγινε διάσημος τορευτής, έμαθε Λατινικά και εξελίχθηκε σε συμβολαιογράφο. Το πόσο τεράστιος ήταν ο πλούτος της Μακεδονίας, που χάθηκε για πάντα μαζί με τον βασιλιά της και τ’ άλογο του, όπως λέχθηκε επιγραμματικά από τον Διόδωρο, ανήκει στα παράλογα της μάχης της Πύδνας. Τόσο μεγάλο ήταν το χρηματικό ποσό που κατέθεσε στο δημόσιο ταμείο της Ρώμης ο Αιμίλιος Παύλος μετά την ήττα του Περσέα και τη λεηλασία της Πύδνας, ώστε δε χρειάστηκε να πληρώνουν φόρους οι Ρωμαίοι ως την εποχή των υπάτων Ιρτίου και Πάνσα, δηλαδή το 30 π.Χ., δηλαδή για κάπου ενάμισι αιώνα.

 

Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

Ξημερώνοντας η 22α Ιουνίου 168 π.Χ., οι προφυλακές και των δύο αντιπάλων συναντήθηκαν τυχαία εκεί όπου πότιζαν τα άλογα. Η σύγκρουση ήταν ξαφνική και ο μεν στρατός των Μακεδόνων ήταν έτοιμος να συνδράμει την εμπροσθοφυλακή του, οι Ρωμαίοι όμως ήταν εντελώς ανέτοιμοι. Αλλά ο στρατηγός τους, χωρίς ασπίδα και κράνος, έτρεχε από τη μια άκρη του στρατοπέδου του στην άλλη εμψυχώνοντας τους άνδρες του και διατάσσοντάς τους να ανασυνταχθούν και να παραταχθούν. Οι Μακεδόνες επιτέθηκαν με φοβερή ορμή. Η πεδιάδα άστραψε από τη λάμψη των όπλων τους φέρνοντας προς στιγμήν ταραχή ακόμη και τον πολύπειρο Αιμίλιο Παύλο.

Η εμπροσθοφυλακή αλλά και οι λεγεώνες των Ρωμαίων αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Η Μακεδονική φάλαγγα, βλέποντας τους Ρωμαίους να υποχωρούν, άρχισε να τους καταδιώκει και παρασύρθηκε εκεί όπου είχε στήσει την παγίδα του ο Αιμίλιος Παύλος, δηλαδή στο ανώμαλο έδαφος. Η Μακεδονική φάλαγγα ήταν αποτελεσματική και αήττητη όσο μπορούσε να σχηματίζει με τις μεγάλες ασπίδες και τις περίφημες σάρισές της ένα απόρθητο τείχος. Σε ανώμαλο έδαφος, σε λόφους λόγου χάρη, οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να παραμείνουν ο ένας δίπλα στον άλλον με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κενά.

Από τα κενά αυτά μπήκαν οι Ρωμαίοι και, περισσότερο ευκίνητοι χάρη στον ελαφρό οπλισμό τους, αποδεκάτισαν τους Μακεδόνες. Οι Ρωμαίοι δηλαδή εφάρμοσαν την ίδια τακτική όπως κατά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές. Ο Μακεδονικός στρατός έπαθε πανωλεθρία. Η μάχη έληξε μέσα σε μία μόνο ώρα. Η καταστροφή των Μακεδόνων ήταν ολοκληρωτική. Είκοσι χιλιάδες στρατιώτες έπεσαν νεκροί στο πεδίο της μάχης και άλλες 11.000 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Ο Γ’ Μακεδονικός Πόλεμος τελείωσε 15 μόλις ημέρες αφότου ο Αιμίλιος Παύλος είχε πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα.

Βλέποντας ο Περσεύς την έκβαση της μάχης, κατόρθωσε να το σκάσει και να πάει να κρυφτεί στη Σαμοθράκη κουβαλώντας μαζί του και τον θησαυρό του, 6.000 τάλαντα. Δεν είχε όμως φίλους να τον προστατέψουν και τελικά αναγκάστηκε να παραδοθεί μαζί με την οικογένειά του στον Ρωμαίο στρατηγό. Η συμπεριφορά του όμως ήταν τόσο δουλική ώστε ο Αιμίλιος Παύλος, βλέποντάς τον τόσο ταπεινωμένο, του είπε:

«Γιατί λοιπόν υποβαθμίζεις τη νίκη μου και μειώνεις το κατόρθωμά μου παρουσιάζοντας τον εαυτό σου να μην είναι γενναίος ούτε άξιος αντίπαλος των Ρωμαίων; Η γενναιότητα αυτών που ατυχούν κερδίζει μεγάλο σεβασμό ακόμη και από τους εχθρούς τους, ενώ για τους Ρωμαίους η δειλία, ακόμη και στην καλοτυχία, είναι πέρα για πέρα ατιμωτική» (Πλούταρχος).

Α’ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

Σύμφωνα με τις περιγραφές των δύο ιστορικών, που προαναφέραμε, καθώς τα πρώτα σώματα του αριστερού κέρατος της Ελληνικής παράταξης, δηλαδή οι 6.000 ψιλοί Θράκες (που προκαλούσαν δέος με την όψη τους, καθώς ήταν άνδρες ψηλοί, είχαν λευκό και λαμπερό οπλισμό από ασπίδες και περικνημίδες, φορούσαν μαύρους χιτώνες και κρατούσαν όρθιες βαριές σιδερένιες ρομφαίες) και Παίονες, ακολουθούμενοι από 3.000 επίλεκτους Μακεδόνες του αγήματος (που αποτελούσαν το πιο καθαρό Μακεδονικό τάγμα και ως προς τη γενναιότητα και ως προς την ηλικία και άστραφταν με τα επίχρυσα όπλα τους και τις καινούργιες πορφυρές στολές τους), και οι χαλκάσπιδες φαλαγγίτες του κέντρου περνούσαν τον ποταμό.

Ο Αιμίλιος Παύλος, που παρακολουθούσε από τα υψώματα του Ολόκρου τις εξελίξεις, διέταξε και αυτός την επίθεση των δυνάμεών του, τις οποίες εμψύχωνε κυκλοφορώντας ανάμεσά τους έφιππος χωρίς κράνος και θώρακα. Ήδη τα πρώτα Ελληνικά τμήματα, εξερχόμενα από το ποτάμι, επιτίθεντο με αλαλαγμούς στους επερχόμενους Ρωμαίους. Οι πρώτες μονάδες των τελευταίων, που δέχθηκαν την ορμητικότατη έφοδο της φάλαγγας, απαρτίζονταν από Ιταλούς συμμάχους. Αυτοί πολέμησαν με αυτοθυσία, μερικά τμήματά τους δε έπεσαν μέχρις ενός, χωρίς τελικά να καταφέρουν να σταματήσουν την τρομερή Μακεδονική φάλαγγα η οποία σε τέτοια εδάφη ήταν ανυπέρβλητη. Ο Πλούταρχος γράφει χαρακτηριστικά:

«Οι Πελιγνοί (κάποιοι Ιταλοί υπήκοοι της Ρώμης) προσπαθούσαν να αποκρούσουν τις σάρισσες με τα ξίφη και να τις απωθήσουν με τις ασπίδες και κρατώντας τις με τα χέρια να τις πετάξουν μακριά. Οι Μακεδόνες πάλι κρατώντας γερά και με τα δύο χέρια τις σάρισσες, τις προέβαλλαν και τις έμπηγαν σε όσους έπεφταν πάνω τους, καθώς δεν άντεχε ούτε ασπίδα ούτε θώρακας στο κτύπημα της σάρισσας, και σκότωναν κτυπώντας στο κεφάλι τους Πελιγνούς και τους Μαρρουκίνους, που χωρίς να λογαριάζουν τίποτα αλλά με θηριώδη μανία ορμούσαν προς τα κτυπήματα των εχθρών και τον βέβαιο θάνατο».

Κατάφεραν ωστόσο να δώσουν τον απαιτούμενο χρόνο στον Αιμίλιο Παύλο να αναπτύξει όλες τις δυνάμεις του και να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία την κατάσταση. Για να αντεπεξέλθει στην πίεση του Ελληνικού αριστερού κέρατος στο δικό του δεξιό ο Ρωμαίος αρχηγός απέστειλε εκεί τους 22 (ή 34) Νουμιδικούς ελέφαντες που διέθετε μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του συμμαχικού του πεζικού (Ιταλούς βαριά και ελαφρά οπλισμένους και Περγαμηνούς ψιλούς υπό τους Άτταλο και Αθήναιο). Οι δυνάμεις αυτές μετά από σκληρό αγώνα πέτυχαν να σταματήσουν την Ελληνική προέλαση.

Οι ελέφαντες είχαν καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη, διότι φαίνεται πως οι εκπαιδευμένοι στην αντιμετώπισή τους άνδρες του Περσέα δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν με αποτελεσματικότητα στην αποστολή τους και αυτό επέδρασε ιδιαίτερα στην έκβαση της αναμέτρησης. Ο Αιμίλιος έχοντας αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που διέτρεχε στο δεξιό του, ο οποίος απειλούσε άμεσα το στρατόπεδό του, στράφηκε εναντίον της κύριας δύναμης του Μακεδόνα βασιλιά, δηλαδή κατά του τμήματος της φάλαγγας που εφορμούσε στο κέντρο της παράταξης, όπου είχαν ταχθεί οι δύο αμιγώς Ρωμαϊκές λεγεώνες και οι υπόλοιποι Ιταλοί.

Η πρώτη προσπάθεια των λεγεωναρίων να αντιμετωπίσουν κατά μέτωπο την προελαύνουσα φάλαγγα απέτυχε, προφανώς έπειτα από σκληρότατη και αιματηρή σύγκρουση, επειδή οι σάρισσες έπλητταν κατευθείαν τα πρόσωπα των Ρωμαίων στρατιωτών. Ο Αιμίλιος αντιμετώπισε με αποφασιστικότητα τον κίνδυνο, αντίθετα με τον Περσέα ή τους στρατηγούς του, οι οποίοι δεν φαίνεται να παρακολουθούσαν από κοντά την πορεία της μάχης. Η διαπίστωση αυτή στοιχειοθετεί ένα από τα σκοτεινά σημεία της μάχης μέχρι σήμερα. Ο Ρωμαίος ύπατος, ο οποίος αργότερα παραδεχόταν πως δεν είχε αντικρίσει στη στρατιωτική του ζωή «πιο φοβερό θέαμα» από την έφοδο της Μακεδονικής φάλαγγας.

Διέταξε την αναδίπλωση των λεγεώνων, επιδιώκοντας την απαγκίστρωσή τους από το θανάσιμο σάρωμα της φάλαγγας και την προσέλκυση της τελευταίας στα δύσβατα και κεκλιμένα εδάφη στους πρόποδες του βουνού. Παρά τη μεγάλη ασάφεια των σχετικών πηγών φαίνεται πως ο Αιμίλιος, για να καθυστερήσει την επερχόμενη φάλαγγα και να διασώσει τις πιεζόμενες σπείρες του, χρησιμοποίησε το ιππικό του αριστερού του πλευρού (1.200 Ρωμαίοι, 880 Ιταλοί, 1.000 Νουμίδες αλλά και 1.000 Έλληνες σύμμαχοι των Ρωμαίων, συνολικά 4.080 ιππείς), το οποίο διέταξε και επέλασε ορμητικά εμπρός από την επερχόμενη φάλαγγα.

Η κίνηση αυτή, δηλαδή η επέλαση μπροστά από τις Ελληνικές σάρισσες, είναι πιθανό να εντυπωσίασε και ενδεχομένως να σταμάτησε προσωρινά την κίνηση της φάλαγγας (αμφίβολο και αυτό), σίγουρα όμως ήταν ολέθρια για πολλούς ιππείς. Συνεχίζοντας την προέλασή της πάντως η Ελληνική δύναμη εξακολουθούσε να πλήττει την αντίστοιχη Ρωμαϊκή, η οποία οπισθοχωρούσε με διαδοχικές εναλλαγές / αντικαταστάσεις των τριών γραμμών της. Όταν οι άστατοι πιέζονταν πολύ τους αντικαθιστούσαν οι πρίγκιπες και εκείνους οι τριάριοι, ενώ πίσω από αυτούς είχαν λάβει πάλι θέση οι άστατοι ανασυνταγμένοι κ.ο.κ.

Επειδή το έδαφος ήταν πλέον ανώμαλο και το μήκος του μετώπου μεγάλο η φάλαγγα, αναγκαστικά, όσο προχωρούσε διαχωριζόταν και τελικά παρουσίασε κενά μεταξύ των ανδρών της, που μείωσαν τη συνοχή και συνεπώς την ισχύ της. Αυτό το αντιλήφθηκε έγκαιρα ο Αιμίλιος Παύλος (όχι όμως και ο Περσέας) και διέταξε τις μονάδες του, οι οποίες λειτουργούσαν και σε μικρότερους τακτικούς σχηματισμούς (τις σπείρες), να εισχωρούν στα κενά της φάλαγγας και να επιδιώκουν τις πολλές μεμονωμένες συμπλοκές.

Β’ ΦΑΣΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ – ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΒΑΣΗ

Ο Ρωμαίος ύπατος, αφού ανασύνταξε τις σειρές των κλονισμένων λεγεώνων σε ενιαία γραμμή μάχης, τις εξαπέλυσε κατά του Μακεδονικού κέντρου. Ο χιλίαρχος Λεύκιος Ποστούμιος Αλβίνος με τη ΙΙ Λεγεώνα επιτέθηκε εναντίον του δεξιού κέρατος της φάλαγγας, ενώ ο ίδιος ο ύπατος επικεφαλής της Ι Λεγεώνας επέπεσε κατά του κέντρου της, στο σημείο όπου το δεξιό κέρας της φάλαγγας (οι αργυράσπιδες) συνδεόταν με τους επίλεκτους του αγήματος.

Σ’ αυτό το σημείο ιδιαίτερα είχε δημιουργηθεί, λόγω των εδαφικών εξάρσεων αλλά και του κακού συντονισμού (το γιατί συνέβη αυτό στους έμπειρους Μακεδόνες διοικητές, παραμένει άγνωστο), ένα κενό μεταξύ των διαφορετικών Ελληνικών τμημάτων (φαλαγγιτών και υπασπιστών). Ορμώντας εκεί οι Ρωμαίοι διέσπασαν τις Ελληνικές γραμμές. Η συνέχεια ήταν όμοια παντού. Οι ευέλικτες Ρωμαϊκές σπείρες εισχωρούσαν στα κενά της διασπασμένης φάλαγγας, μετατρέποντας έτσι τον αγώνα σε άπειρες μικροσυμπλοκές μεταξύ των πολεμιστών, στις οποίες οι Ρωμαίοι είχαν σαφές πλεονέκτημα λόγω του βαρύτερου οπλισμού και της καλύτερης ατομικής εκπαίδευσής τους. Ο Πλούταρχος σε αυτή τη φάση είναι χαρακτηριστικός:

«Μόλις διείσδυσαν και βρέθηκαν μέσα στη φάλαγγα, άλλους τους κτυπούσαν από τις πλευρές στα γυμνά μέρη του σώματος και άλλους τους περικύκλωναν. Έτσι η δύναμη και η κοινή προσπάθεια των Ρωμαίων αποδυνάμωσαν τη φάλαγγα, που διασπάστηκε, και στις μονομαχίες και στις συμπλοκές λίγων ανδρών εκ του συστάδην οι Μακεδόνες με τα μικρά μαχαίρια τους κτυπούσαν τις στερεές και ποδήρεις ασπίδες των Ρωμαίων και με τις ελαφριές ασπίδες τους προσπαθούσαν να αποκρούσουν τα κτυπήματα των σπαθιών που είχαν εκείνοι και που από το βάρος τους και από την ορμή των κτυπημάτων διαπερνούσαν κάθε όπλο και μπήγονταν στα σώματα των Μακεδόνων».

Υπό αυτές τις συνθήκες η μάχη έλαβε τελείως διαφορετική τροπή και γρήγορα μεταβλήθηκε σε ήττα των Μακεδόνων, οι οποίοι, αντί να υποχωρήσουν υπό την κάλυψη του ιππικού τους, έμειναν και πολέμησαν με μειονεκτικές γι’ αυτούς συνθήκες, με αποτέλεσμα να συντριβούν. Η κατάρρευση άρχισε από το κέντρο, από τις διαλυμένες τάξεις των αργυράσπιδων (του δεξιού της φάλαγγας), εκεί όπου εφορμούσαν οι άνδρες της Ι Λεγεώνας με επικεφαλής τον ίδιο τον Αιμίλιο Παύλο, και επεκτάθηκε σε ολόκληρο το μέτωπο. Στο αριστερό πλευρό των Μακεδόνων κατά τη φάση της διάλυσης και της φυγής οι 3.000 επίλεκτοι έμειναν ως το τέλος και έπεσαν όλοι μαχόμενοι.

Όμως και από εκείνους που έφυγαν πολύ λίγοι διασώθηκαν στα τείχη της πόλης, αφενός διότι δεν τους κάλυψε το ιππικό και αφετέρου επειδή οι Ρωμαίοι προέβησαν σε άγρια καταδίωξή τους, όπως συνήθιζαν. Αλώβητες έμειναν μόνο οι δυνάμεις του δεξιού ελληνικού πλευρού, 8.000 – 9.000 πεζοί και όλο το ιππικό (4.000 άνδρες), που δεν έλαβαν καθόλου μέρος στη μάχη, δημιουργώντας πολλά ερωτηματικά.

Από το πλήθος των θησαυρών που μάζεψε ο Αιμίλιος Παύλος από την κατεστραμμένη Μακεδονία δεν κράτησε τίποτε απολύτως για τον εαυτό του, τα απέδωσε όλα στη Ρώμη. Ούτε άφησε τους στρατιώτες του να λαφυραγωγήσουν. Από την πλούσια βιβλιοθήκη των Μακεδόνων βασιλέων, την οποία μετέφερε ολόκληρη στη Ρώμη, επέτρεψε απλώς στους γιους του, οι οποίοι αγαπούσαν τα γράμματα, να διαλέξουν μερικά βιβλία. Προτού ο Αιμίλιος Παύλος φύγει από την Ελλάδα διοργάνωσε στην Αμφίπολη μεγάλη γιορτή στην οποία προσκάλεσε τους Έλληνες βασιλείς της Ασίας, τους αρχηγούς της Ελλάδας καθώς και όλους τους εξέχοντες πολίτες των Ελληνικών πόλεων.

Στους αθλητικούς αγώνες που διοργανώθηκαν έλαβαν μέρος οι διασημότεροι αθλητές από την Ανατολή και από τη Δύση. Οι καλεσμένοι είχαν επίσης την ευκαιρία να θαυμάσουν έργα τέχνης και πολύτιμα αντικείμενα που ανήκαν στους μακεδόνες βασιλείς. Στο τέλος της γιορτής όλα τα όπλα των Μακεδόνων μαζεύτηκαν σε έναν μεγάλο σωρό και ο ίδιος ο Αιμίλιος Παύλος ακούμπησε τον δαυλό και τα παρέδωσε στην πυρά. Έτσι τελείωσε η θαυμαστή ιστορία της Μακεδονίας παρασύροντας μαζί της και την υπόλοιπη Ελλάδα. Λίγα χρόνια αργότερα οι Ρωμαίοι θα πάψουν να παριστάνουν τους προστάτες των Ελληνικών πόλεων και θα γίνουν στυγνοί κατακτητές.

ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

Οι Ελληνικές δυνάμεις που έλαβαν πράγματι μέρος στη συγκλονιστική σύγκρουση (συνολικά περί τις 30.000 – 31.000 άνδρες), υπέστησαν πολύ μεγάλες απώλειες. Οι νεκροί κατά τον Πλούταρχο, (ο οποίος όμως επικαλείται φήμες τις οποίες δεν φαίνεται να πιστεύει: «λέγονται γαρ υπέρ δισμυρίους πεντακισχιλίους αποθανείν») υπερέβησαν τους 25.000. Ο αριθμός φαίνεται υπερβολικός. Με βάση έναν πιο μετριοπαθή υπολογισμό οι νεκροί Έλληνες ήταν περίπου 20.000 και 5.000 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Άλλοι 6.000 περίπου, που είχαν καταφύγει στα τείχη της Πύδνας, παραδόθηκαν αργότερα, αυξάνοντας τον αριθμό των συλληφθέντων (και προοριζόμενων για τα σκλαβοπάζαρα) στους 11.000.

Οπωσδήποτε οι αριθμοί αυτοί είναι στρογγυλεμένοι και πιθανότατα διογκωμένοι. Οι Ελληνικές δυνάμεις, όπως υποστηρίξαμε νωρίτερα, δεν μπορεί να ήταν περισσότερες από 42.000 άνδρες. Αν οι 12.000 – 13.000 δεν συμμετείχαν στη σύγκρουση, πώς προκύπτουν άνω των 31.000 εκτός μάχης; Οπωσδήποτε, όποιοι και αν ήταν οι πραγματικοί αριθμοί, η καταστροφή ήταν μεγάλη. Ωστόσο δεν φαίνεται να ήταν ή να θεωρήθηκε τέτοιας έκτασης από τους συγχρόνους της (Έλληνες), ώστε να εντυπωσιάσει τον αρχαίο κόσμο.

Απόδειξη επ’ αυτού, δηλαδή περί του μειωμένου εντυπωσιασμού, στοιχειοθετεί η εξέγερση των Μακεδόνων υπό έναν τυχοδιώκτη – σφετεριστή (τον Ανδρίσκο) 20 χρόνια μόλις μετά τη μάχη (148 π.Χ.) και, λίγο αργότερα, ο πόλεμος που αποφάσισε η Αχαϊκή Συμπολιτεία (147 π.Χ. – 146 π.Χ.), χωρίς να φοβηθεί τους «πανταχού νικήσαντας». Κατά την επανάσταση των Μακεδόνων το 148 π.Χ., βρέθηκαν εύκολα 30.000 – 40.000 άνδρες να στελεχώσουν τον στρατό, κάτι που μάλλον δεν δικαιολογείται δημογραφικά – οικονομικά αν στην Πύδνα είχαν χαθεί (νεκροί και αιχμάλωτοι) περισσότεροι από 30.000 μαχητές και κατά τα επόμενα χρόνια υπήρχε φτώχεια στο αποδυναμωμένο βασίλειο.

Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης σημειώνουμε ότι ο Φίλιππος Ε’ είχε απώλειες 13.000 ανδρών (8.000 νεκρούς και 5.000 αιχμαλώτους) στις Κυνός Κεφαλές το 197 π.Χ. και χρειάστηκαν 20 περίπου χρόνια για να μπορέσει το κράτος να ανακάμψει. Αντίθετα με τις Ελληνικές δυνάμεις, οι Ρωμαϊκές φαίνεται πως έχασαν λίγους σχετικά άνδρες, πάντως όχι μόνον αυτούς που ανέφεραν οι ίδιοι οι Ρωμαίοι (Νασικάς) ή άλλοι ιστορικοί οι οποίοι έγραψαν επί Ρωμαιοκρατίας (ο Ποσειδώνιος και προπάντων ο Λίβιος).

Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των 80 νεκρών που αναφέρει ο Νασικάς είναι αστείος, ενώ οι 100 που δίνει ο Ποσειδώνιος (και οι δύο αποτελούν τις πηγές του Πλούταρχου, ο οποίος απλά τις αναφέρει, χωρίς περαιτέρω σχόλια) αποτελούν στρογγύλευση του πρώτου προς τα πάνω με ενδεχόμενο υπαινιγμό για το ότι οι νεκροί ήταν περισσότερο. Το τελευταίο φαίνεται πιθανότερο, αν εξετάσουμε πιο προσεκτικά μερικά χαρακτηριστικά σημεία. Καταρχάς, κατά τον ισχυρό κλονισμό που υπέστησαν οι Ρωμαίοι με την έναρξη της μάχης, με τη σαρωτική έφοδο της φάλαγγας, δεν μπορεί παρά να είχαν πολλούς νεκρούς για να αναγκαστούν να υποχωρήσουν και ο έμπειρος αρχηγός τους να εντυπωσιαστεί τόσο πολύ.

Στο σημείο αυτό δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία για τη σημαντική αιμορραγία που υπέστησαν οι Ρωμαίοι, οι οποίοι ήταν αρχικά επιτιθέμενοι αλλά υπό τη συντριπτική πίεση των ελληνικών σαρισσών αναγκάστηκαν και οπισθοχώρησαν, προκειμένου να μη συντριβούν. Οι αλαζόνες εκείνη την εποχή Ρωμαίοι δεν άφηναν στον αντίπαλο την πρωτοβουλία, ούτε υποχωρούσαν εύκολα. Επιπλέον οι φαλαγγίτες κτυπούσαν ευθέως στο πρόσωπο, οπότε δεν έμεναν περιθώρια για απλούς τραυματισμούς. Στην ανάλογη μάχη των Κυνός Κεφαλών (197 π.Χ.), κατά την αντίστοιχη έφοδο της μακεδονικής φάλαγγας οι Ρωμαίοι είχαν 700 περίπου νεκρούς, αν και οι αριθμοί που αντιπαρατάχθηκαν έφθαναν σχεδόν το 1/3 εκείνων της Πύδνας.

Λογικά λοιπόν συμπεραίνεται ότι στην πολύ πιο άγρια και συνολική έφοδο της φάλαγγας στην Πύδνα αντιστοιχούσαν πολύ περισσότεροι Ρωμαίοι νεκροί, αφού εξαναγκάστηκαν σε συνεχή αναδίπλωση. Αν στις Κυνός Κεφαλές ήταν 700 οι Ρωμαίοι που έπεσαν από τα πλήγματα της φάλαγγας, με υπερδιπλάσιες δυνάμεις στην Πύδνα (20.000 – 21.000 περίπου φαλαγγίτες έναντι 24.000 – 26.000 Ρωμαίων), πρέπει να ήταν τουλάχιστον 1.400 – 1.500. Κάτι τέτοιο στηρίζεται και από μία αναφορά του Πλουτάρχου (που παράλληλα καταρρίπτει τους αριθμούς των Νασικά και Ποσειδώνιου), ο οποίος λέει πως «σκοτώθηκαν έτσι όσοι Πελιγνοί πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή» (μερικές εκατοντάδες άνδρες κατά την πιο μετριοπαθή εκτίμηση), που στάθηκαν και αντιμετώπισαν τη φάλαγγα.

Προφανώς δεν πρέπει να μιλάμε για μία μόνο γραμμή, δηλαδή έναν ζυγό, αλλά για τους τρεις πρώτους ζυγούς, δηλαδή για ολόκληρη την πρώτη σειρά της τριπλής Ρωμαϊκής διάταξης, αυτής των αστάτων (έτσι οι μερικές εκατοντάδες των νεκρών τριπλασιάζονται). Οι προτεταγμένες σάρισσες φέρονταν από τους πρώτους πέντε Μακεδονικούς ζυγούς, κάτι που σημαίνει ότι τα πλήγματα τα δέχονταν τουλάχιστον οι τρεις πρώτες αντίπαλες γραμμές. Από τη διασωθείσα περιγραφή της μάχης φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε άγρια και σε βάθος σύγκρουση και όχι μόνο αγώνας προφυλακών. Αυτό αποδεικνύεται και από την εξέταση της τοπογραφίας του πεδίου της μάχης.

Η διανυθείσα απόσταση, με τη φάλαγγα να κτυπά τις λεγεώνες μεταξύ του ποταμού Λεύκου (σημ. Μαυρονέρι) και των υψωμάτων, είναι σημαντική. Επιπλέον ο Πλούταρχος κατέγραψε μεν τους Πελιγνούς, για να εξάρει ενδεχομένως τη γενναιότητά τους, αυτό όμως δεν σημαίνει πως εκείνοι ήταν οι μόνοι νεκροί της Ρωμαϊκής παράταξης. Μάλλον πρέπει να συμπεράνουμε το αντίθετο, ότι οι γενναίοι Πελιγνοί, οι λιγότερο γενναίοι Λευκανοί, Ουόλσκοι, Σαμνίτες κ.ά. και οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, όλοι ανεξαρτήτως υπέστησαν μεγάλες απώλειες κατά τη συντριπτική έφοδο της φάλαγγας.

Τα παραπάνω δεδομένα συνηγορούν υπέρ των μεγάλων Ρωμαϊκών απωλειών, τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση της σύγκρουσης. Μόνον έτσι δικαιολογείται το ότι, αν και κράτησαν τη συνοχή τους και προσπάθησαν να αντεπεξέλθουν διενεργώντας αντεπιθέσεις (κάτι που επίσης αναφέρει ρητά ο Πλούταρχος), εξαναγκάστηκαν σε διαρκή σύμπτυξη. Η μάχη όμως δεν ήταν μόνο αυτές οι αρχικές συγκρούσεις. Έγιναν και άλλες άγριες συμπλοκές και όταν διασπάστηκε η φάλαγγα και στα άλλα μέρη του μετώπου, «Τότε (τη στιγμή της διάλυσης της φάλαγγας) έγινε μεγάλη μάχη, μετά από σκληρό αγώνα, στον οποίο σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν πολλοί».

Η βιαιότητα της σύγκρουσης αποδεικνύεται ακόμη από το ότι οι επίλεκτοι άνδρες του αγήματος έπεσαν στο σύνολό τους, μάλλον σε αγώνα εκ του συστάδην παρά από τοξεύματα ή από βολές καταπελτών. Τέτοιες μηχανές δεν αναφέρονται καθόλου. Αν οι Έλληνες τοξεύονταν, πιθανώς δεν έμεναν επί του πεδίου αλλά επεδίωκαν να διαφύγουν. Ομοίως πρέπει να είχαν μεγάλες απώλειες και οι Ρωμαίοι ιππείς, οι οποίοι κάλπασαν μπροστά από την επερχόμενη φάλαγγα προκειμένου να διευκολύνουν την αναδίπλωση των σπειρών του πεζικού και να αποτρέψουν τη διάλυσή τους.

Συμπερασματικά θα λέγαμε πως οι απώλειες των Ρωμαϊκών δυνάμεων δεν μπορεί να ήταν λιγότερες από 2.000 νεκρούς, στοιχείο που όχι μόνο δεν μειώνει τη μεγάλη επιτυχία τους, αλλά, αντίθετα, την καθιστά πιο αληθινή. Πιθανότερη εκδοχή πάντως, με βάση τα προαναφερθέντα στοιχεία και υπολογισμούς, είναι να υπήρχαν πολύ σημαντικές ρωμαϊκές απώλειες, της τάξης των 4.000 – 5.000 νεκρών, τις οποίες επιμελώς έσπευσαν να αποκρύψουν οι νικητές για λόγους υστεροφημίας. Κάτι ανάλογο έπραξαν και οι ιστορικοί που έγραψαν σε περίοδο Ρωμαιοκρατίας.

 

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΥΔΝΑΣ 

Αμέσως μετά την εκπόρθηση της Πύδνας, ο Αιμίλιος Παύλος έστειλε πρέσβεις του στη Ρώμη, για να αναγγείλουν την περήφανη νίκη του στη Σύγκλητο. Η αντιπροσωπεία αυτή αποτελούνταν από τρεις αξιωματικούς του με επικεφαλής το Μέτελλο. Λίγες μέρες πριν απ’ την τελική νίκη του Αιμιλίου, κυκλοφόρησε φήμη στον ιππόδρομο της Ρώμης, ότι οι Ρωμαίοι νίκησαν τον Περσέα στη Μακεδονία. Το πράγμα, όμως, πέρασε σαν ένας φευγαλέος ψίθυρος και ξεχάστηκε, γιατί δεν υπήρχε συγκεκριμένη πληροφορία. Παρ’ όλα αυτά, ο λαός έτρεξε στους ναούς και πρόσφερε θυσίες και θυμιάματα στους βωμούς, παρακαλώντας τους θεούς να βγάλουν αληθινές αυτές τις φήμες.

Λίγο πριν από κείνες τις μέρες, είχε φτάσει στη Ρώμη και μια πρεσβεία των Ροδίων για να εισηγηθεί στη Σύγκλητο τον τερματισμό του χρονίζοντα Ρωμαιομακεδονικού πολέμου και να μεσολαβήσει υπέρ του Περσέα. Την άνοιξη του 168 κι ύστερα από διαιώνιση των χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα Ρωμαιομακεδονικών συγκρούσεων, τα αισθήματα των Ροδίων είχαν στραφεί υπέρ των Μακεδόνων και το φιλομακεδονικό κόμμα είχε υπερισχύσει στη Ρόδο. Γι’ αυτό και οι Ρόδιοι, θέλοντας να παίξουν θετικό ρόλο στη Ρωμαιομακεδονική διένεξη, έστειλαν τώρα πρέσβεις τους στη Ρώμη για να ασκήσουν την επιρροή τους και να ζητήσουν, όσο ήταν δυνατό, ειρηνική λύση των Ρωμαιομακεδονικών διαφορών.

Δεν είχαν, όμως, εκδηλώσει ακόμη πλήρως τις προθέσεις τους οι πρέσβεις, όταν έφτασε ο Μέτελλος και πληροφόρησε επίσημα τη Σύγκλητο και τους Ρωμαίους για τη μεγάλη νίκη των λεγεώνων τους στη Μακεδονία. Ύστερα από τα νέα αυτά, οι Ρόδιοι απεσταλμένοι άλλαξαν αμέσως στάση. Ξέχασαν τον Περσέα και τα δικά τους κι άρχισαν να ομιλούν με λόγια επαινετικά και να εκθειάζουν το κατόρθωμα του Αιμιλίου. Η Σύγκλητος, γνωρίζουσα την τελευταία τους μετατροπή προς τον Περσέα, δεν έδωσε και μεγάλη σημασία στα λόγια τους κι έδειξε μάλιστα και τη δυσαρέσκειά της.

Οι Ρόδιοι, για να κολακέψουν περισσότερο τους νικητές, έστειλαν λίγο αργότερα χρυσό στεφάνι στη Σύγκλητο, σαν εκδήλωση του θαυμασμού τους για το μεγάλο επίτευγμα και ζήτησαν ταπεινά τη φιλία της Ρώμης. Τα νέα της νίκης ενθουσίασαν τους πάντες στη Ρώμη και η Σύγκλητος έστειλε διαταγή στον Αιμίλιο, να αφήσει τους στρατιώτες του να λεηλατήσουν, για ανταμοιβή τους, τις αντιφρονούσες Ελληνικές πόλεις. Ο Αιμίλιος Παύλος, ύστερα απ’ τη σύλληψη του Περσέα και την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Μακεδονίας, έμεινε σ’ αυτή σαν ανθύπατος και στη διάρκεια του 167 περιήλθε την Ελλάδα, «τακτοποιώντας διάφορες ανωμαλίες».

Δηλαδή, ισχυροποιώντας περισσότερο τη Ρωμαϊκή παρουσία στον Ελληνικό χώρο και μοιράζοντας διάφορα δώρα (σίτον και έλαιον) στους κατοίκους, απ’ τα λάφυρα που βρήκε στις αποθήκες της Μακεδονίας. Φτάνοντας στους Δελφούς, είδε μια νεόδμητη μαρμάρινη κολώνα, την οποία στάθηκε και περιεργάστηκε. Όταν έμαθε ότι εκεί επάνω επρόκειτο να στηθεί το χρυσό άγαλμα του Περσέα, διέταξε να ετοιμάσουν το δικό του άγαλμα και να το στήσουν στη θέση εκείνη, λέγοντας πως «οι νικημένοι πρέπει να κάνουν τόπο στους νικητές».

Επιστρέφοντας στην Αμφίπολη, συγκάλεσε υπό την προεδρία του συνέδριο, στο οποίο πήραν μέρος όλοι οι στενοί συνεργάτες των Ρωμαίων και όλα τα εξέχοντα φιλορωμαϊκά στοιχεία των διαφόρων Μακεδονικών και Ελληνικών πόλεων και, μαζί με τους δέκα απεσταλμένους της Ρώμης, ρύθμισαν τα πράγματα της κατακτηθείσας χώρας, σύμφωνα με τη νέα κατάσταση, με τις προθέσεις του νικητή και με τις εντολές της Ρωμαϊκής Συγκλήτου. Τους Έλληνες συνέδρους, που παρακάθισαν στο συνέδριο της Αμφίπολης και συναποφάσισαν την υποδούλωση της χώρας τους, ο ιστορικός καθηγητής του Κέμπριτζ και επίσκοπος του Αγίου Δαυίδ C. Thirlwall τους ονομάζει με μια λέξη «προδότες».

Το συνέδριο πρώτα επέβαλε διάφορες ποινές σε κείνους που είχαν σταθεί με το μέρος του Περσέα και είχαν υιοθετήσει την πολιτική των Μακεδόνων ή κρατούσαν αντιρωμαϊκή στάση κατά τη διάρκεια των Ρωμαιομακεδονικών πολέμων και μετά ασχολήθηκε με την οργάνωση της κατακτηθείσας χώρας και τη ρύθμιση της εσωτερικής διοίκησης κατά το ρωμαϊκό πρότυπο. Η πολιτική των Ρωμαίων στον κατακτημένο Ελληνικό χώρο ήταν, κατά τον H. H. Scullard, «ελευθερία για τη Μακεδονία και την Ελλάδα κι όχι προσάρτηση εδάφους». Άλλωστε, αυτό ήταν και το σύνθημα της εκστρατείας τους.

Βέβαια, οι Ρωμαίοι, αποβλέποντας σε ευρύτερα πολιτικά οφέλη, είχαν κάθε λόγο τώρα, με τον Περσέα σιδηροδέσμιο και τη Μακεδονία κατακτημένη, να διακηρύττουν φιλελευθερισμούς και να διατυμπανίζουν στους Έλληνες ότι επιθυμούν μόνο κατάλυση της τυραννίας τους κι απαγκύστρωσή τους από την απολυταρχική Μακεδονική δυναστεία. Στο συνέδριο, οι κατακτητές αποφάσισαν να δώσουν αυτονομία στη Μακεδονία, κάτω φυσικά από τη Ρωμαϊκή επικυριαρχία. Εντύπωση έκανε η απόφασή τους να μειώσουν τους φόρους που επέβαλαν στους Μακεδόνες, στο μισό εκείνων που πλήρωναν ως τώρα στους βασιλιάδες τους.

Με βάση αυτό το δόγμα, της αυτονομίας και της χαμηλής φορολογίας και με στόχο την αποδυνάμωση της συνοχής του παλιού κράτους, ο Αιμίλιος Παύλος χώρισε τη χώρα του Περσέα σε τέσσερις αυτόνομες επαρχίες, με κέντρα την Αμφίπολη, τη Θεσσαλονίκη, την Πέλλα και την Πελαγονία. Η περιοχή της Πύδνας υπάχθηκε στην τρίτη επαρχία, της Πέλλας. Οι επαρχίες αυτές δεν είχαν καμιά πολιτική ή οικονομική επαφή μεταξύ τους. Ο διαχωρισμός ήταν αυστηρός κι έγινε με βάση αμετάβλητα φυσικά όρια, όπως ποτάμια και βουνά, που παρεμβάλλονταν μεταξύ των περιοχών αυτών.

Το ανώτατο όργανο κάθε επαρχίας ήταν η Σύγκλητος, η οποία εκλεγόταν απ’ το λαό. Ο επόπτης δε της κάθε Συγκλήτου, ο πρόεδρος, όπως θα τον λέγαμε εμείς σήμερα, εκλεγόταν με ξεχωριστή δημόσια ψηφοφορία απευθείας και πάλι απ’ το λαό. Το σύνταγμα των τεσσάρων επαρχιών, που θέσπισαν οι Ρωμαίοι, ήταν το πιο εντυπωσιακό της εποχής. Κατ’ άλλους δε όλης της αρχαιότητας. Αλλά και αν αυτό θεωρηθεί υπερβολή, είναι αλήθεια ότι οι ελευθερίες που έδωσαν στους κατακτηθέντες Μακεδόνες, ξάφνιασαν τους Έλληνες και ιδίως τους φιλορωμαίους, οι οποίοι περίμεναν απ’ τους κατακτητές πολύ αυστηρότερη μεταχείριση των ηττημένων αντιπάλων τους.

Επίσης, εντυπωσίασαν και τους οπαδούς των αντιρωμαϊκών μερίδων και ίσως να έκαναν και ορισμένους απ’ αυτούς να μεταβάλουν ή έστω και να αμβλύνουν τα αντιρωμαϊκά τους αισθήματα. Άλλωστε, η Σύγκλητος της Ρώμης αυτό επιδίωκε με την κάποια ηπιότητα των μέτρων. Οι Ρωμαίοι διέταξαν επίσης το γενικό αφοπλισμό της Μακεδονίας και επέτρεψαν μόνο τη διατήρηση μικρών φρουρών στις ακραίες περιοχές, για τη φύλαξη των συνόρων. Οι βασιλικές και οι δημόσιες περιουσίες δεσμεύτηκαν και τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου έκλεισαν. Του χαλκού, όμως και του σιδήρου συνέχισαν να λειτουργούν κι όχι με Ρωμαίους αλλά με μακεδόνες εργολάβους.

Απαγορεύτηκε, όμως, η εξαγωγή ξυλείας και η εισαγωγή άλατος. Τα δύο αυτά αντικείμενα ήταν μονοπώλιο των μακεδόνων βασιλιάδων. Κι ό,τι ανήκε στους βασιλείς, οι Ρωμαίοι το δέσμευσαν. Στην Πύδνα εγκαταστάθηκε Ρωμαϊκή φρουρά για την τήρηση της τάξης, την επιτήρηση της κίνησης του λιμανιού και την είσπραξη των φόρων. Ίσως τότε η κατοχική φρουρά να μετονόμασε την πόλη από Πύδνα σε Κίτρος. Οι εργασίες του Συνεδρίου τελείωσαν με αγώνες, για τους οποίους είχαν γίνει προγενέστερες προετοιμασίες, ώστε να επιβληθεί με κάποια «λαμπρότητα» η υποδούλωση και ο διαμελισμός της Μακεδονίας. Στους αγώνες αυτούς, ο Αιμίλιος κάλεσε και τους Έλληνες.

Οι Ρωμαίοι παίρνουν σκληρά μέτρα εναντίον των Μακεδόνων που έχουν στόχο αφενός την στρατιωτική αποδυνάμωση τους , για να αποτρέψουν πιθανή ανασυγκρότηση του στρατού και αφετέρου την παρεμπόδιση της οικονομικής αναγέννησής τους στο μέλλον. Από τα μέτρα ξεχωρίζουν:

  • Το χωρισμό της Μακεδονίας σε 4 αβασίλευτα ομοσπονδιακά κράτη. Ο στρατός που διατηρούν έχει αυστηρά αμυντικά καθήκοντα.
  • Αποσπώνται από τα Μακεδονικά κράτη και ανακηρύσσονται ελεύθερες οι Θρακικές πόλεις Αίνος, Μαρώνεια και Άβδυρα. Ανεξαρτητοποιούνται η Σαμοθράκη και οι Μάγνητες, ανασυστήθηκε το κοινό με κέντρο την Δημητριάδα ,αποδόθηκαν στους Θεσσαλούς πολλές πρώην πόλεις τους και στους Αθηναίους η Λήμνος, Ίμβρος, Σκύρος και η Δήλος (οι Αθηναίοι που εγκαταστάθηκαν στην Δήλο φέρθηκαν τόσο σκληρά, που ανάγκασαν πολλούς κατοίκους της να την εγκαταλείψουν και μετοικήσουν στην Αχαΐα).
  • Απαγόρευσαν την εκμετάλλευση των δασών, κτυπώντας το εμπόριο Μακεδονικής ξυλείας που ήταν περιζήτητο στην ανατολική Μεσόγειο και επίσης απαγόρευσαν την ναυπήγηση νέου στόλου.
  • Αποφάσισαν τον περιορισμό εκμετάλλευσης και το κλείσιμο πολλών Μακεδονικών μεταλλείων.
  • Περιόρισαν το εμπόριο αλατιού και τις εμπορικές σχέσεις των 4 Μακεδονικών κρατών που δημιούργησαν και τους επέβαλαν φόρους.
  • Αποφάσισαν τη μεταφορά στην Ρώμη των επιφανέστερων πολιτικών, στρατιωτικών και πολλών ευγενών και πλούσιων Μακεδόνων.

Η τύχη των άλλων Ελληνικών πόλεων. Ταυτόχρονα με την ταπεινωτική με τους Μακεδόνες συνθήκη ειρήνευσης και διευθέτηση όλων των θεμάτων τους, φιλορωμαίοι από όλες τις ελληνικές πόλεις ήρθαν στην Αμφίπολη και επεξεργάστηκαν με τους Ρωμαίους ένα σχέδιο εξόντωσης όλων των πολιτικών τους αντιπάλων, με πρόσχημα, ότι βοήθησαν τον Περσέα. Μεταξύ αυτών ήσαν ο Καλλικράτης, ο Αριστάδαμος, ο Αγησίας και ο Φίλιππος από την Αχαϊκή Συμπολιτεία, ο Χρέμας από την Ακαρνανία, ο Λυκίσκος και ο Τίσιππος από την Αιτωλία, ο Μνάσιππος από την Βοιωτία, ο Χάρωψ και ο Νικίας από την ΄Ήπειρο και πολλοί ακόμα.

Μερικά αποτελέσματα από τα σκληρά μέτρα που πάρθηκαν στην Αμφίπολη και άλλα που πάρθηκαν από τη σύγκλητο της Ρώμης είναι :

  • Στην Αιτωλία οι Ρωμαίοι με τη συνεργασία των φιλορωμαίων Λυκίσκου και Τίσιππου εκδιώκουν όλους τους πολιτικούς τους αντιπάλους και οδήγησαν στην σφαγή 550 από αυτούς.
  • Παίρνονται αυστηρά μέτρα εναντίον των Ροδίων .Εκτελούν και εκδιώκουν τους φιλομακεδόνες πολιτικούς και κυρίως παίρνουν αυστηρά μέτρα περιορισμού του εμπορίου και της χρησιμοποίησης του Λιμένα της Ρόδου, με αποτέλεσμα την παρακμή της πρώτης ναυτικής δύναμης του Αιγαίου εκείνη την εποχή.
  • Με απόφαση της συγκλήτου δίνεται εντολή στα στρατεύματα του Λεύκιου Αιμίλιου, να καταστρέφουν και λαφυραγωγούν τις φιλομακεδονικές εστίες των Ηπειρωτών κατά την επιστροφή τους στη Ρώμη. Κατέστρεψαν τις περισσότερες πόλεις της Ηπείρου, λεηλάτησαν και άρπαξαν όλους τους θησαυρούς τους, πούλησαν 150.000 δούλους, κυρίως Μολοσσούς.
  • Με αφορμή τη φιλομακεδονική στάση κάποιων Αχαιών αρχηγών, σχεδιάζουν τα μέτρα κατά της Αχαϊκής Συμπολιτείας.

Με τη λήξη των αγώνων, έληξε και το Συνέδριο και ο Αιμίλιος έφυγε για την Ήπειρο, έχοντας άλλα σχέδια στο μυαλό του. Τώρα μάλιστα, που είχε και την εντολή της Συγκλήτου να αφήσει το στρατό του ελεύθερο στην αρπαγή και στη λεηλασία. Εκεί, για να μην κινήσει καμιά υποψία των κατοίκων για τις κακές προθέσεις που είχε στο νου του, κάλεσε δέκα αντιπροσώπους από κάθε πόλη, δήθεν για να συζητήσουν μαζί του το ποσό και τον τρόπο καταβολής κάποιας φορολογίας στους Ρωμαίους. Ύστερα από συζητήσεις και κάποιες συμφωνίες, έστειλε σε κάθε πόλη, μαζί με τους αντιπροσώπους της κι ένα τμήμα Ρωμαϊκού στρατού, για να παραλάβει τα συμφωνηθέντα.

Έτσι, με το τέχνασμα αυτό, μπήκαν οι Ρωμαίοι στις πόλεις τελείως ανενόχλητοι, βρήκαν τον πληθυσμό ανυποψίαστο και διέταξαν όλους ανεξάρτητα τους πολίτες να συγκεντρώσουν στις πλατείες όλο το χρυσάφι και τον άργυρο που είχαν. Αφού παρέλαβαν το πρωί τα συγκεντρωθέντα, επιτέθηκαν όλοι μαζί την τέταρτη ώρα κατά των κατοίκων, αρπάζοντας και λεηλατώντας τα πάντα και εξανδραποδίζοντας τους πάντες. Εβδομήντα πόλεις λεηλάτησαν έτσι οι στρατιώτες του Αιμιλίου, γιατί είχαν πάει με το μέρος του Περσέα ή γιατί δεν είχαν πάει με τους Ρωμαίους12 και 150 χιλιάδες ανθρώπους έσυραν στη σκλαβιά και τους πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα της Ρώμης και της Ιταλίας για 13 δηνάρια το άτομο.

Τόση ήταν η τιμή του κάθε σκλάβου, κατά τον καθηγητή των Ελληνικών του πανεπιστημίου του Bristol, N. Hammond, αν ληφθούν υπόψη τα λεγόμενα του Λιβίου, ότι από τις εισπράξεις της πώλησης των σκλάβων έδωσαν σε κάθε ιππέα 400 δηνάρια και σε κάθε πεζό στρατιώτη 200. Ίσως η τρομαχτική αυτή καταστροφή ολόκληρης της χώρας της Ηπείρου να μην έγινε με κατευθείαν εντολή της Συγκλήτου, όπως επιμένουν πολλοί ερευνητές. Έγινε, όμως, οπωσδήποτε με την ανοχή της. Πιθανόν, η συστηματική λεηλασία και ο φοβερός εξανδραποδισμός να έγιναν με πρωτοβουλία των στρατιωτών του Αιμιλίου, οι οποίοι δεν ανταμείφθηκαν όσο περίμεναν από τα λάφυρα της Πύδνας και των άλλων Μακεδονικών πόλεων που κυρίευσαν.

Αν και η δεύτερη άποψη ενισχύεται κι από τη δυσαρέσκεια που έδειξε ο στρατός προς τον Αιμίλιο Παύλο, όταν επέστρεψε στην Ιταλία και την απροθυμία του να πάρει μέρος στο μεγάλο θρίαμβο του νικητή, δεν ελαφρύνει καθόλου τη θέση της Ρώμης κι ούτε μειώνει την ευθύνη της Συγκλήτου. Για να γίνει πιο σημαντικός ο εξανδραποδισμός και για να επιδοθούν με περισσότερο ζήλο οι στρατιώτες στη συγκέντρωση σκλάβων, δόθηκε η εντύπωση ότι οι σκλάβοι που θα συλληφθούν θα είναι περιουσία του στρατού. Πάντως, όπως κι αν εξελίχθηκαν τα πράγματα, οι βαρβαρισμοί εκείνοι των Ρωμαίων συντάραξαν τον τότε κόσμο και μάλιστα έναν κόσμο που ήταν συνηθισμένος στην αρπαγή και στη βία και στον οποίο η βαρβαρότητα δεν έκανε και τόσο μεγάλη εντύπωση.

Τα πάντα ερημώθηκαν και μετατράπηκαν σε ερείπια. Όλο το χρυσάφι συγκεντρώθηκε στα χέρια των ταμιών του Αιμιλίου Παύλου και οι στρατιώτες δεν κράτησαν για τον εαυτό τους από τα προϊόντα της λεηλασίας παρά μόνο έντεκα δραχμές ο καθένας. Η συγκέντρωση των προϊόντων της αρπαγής και η κατάθεσή τους στο ρωμαϊκό δημόσιο είναι κι ένας άλλος λόγος που ενισχύει περισσότερο την άποψη, ότι δηλώσεις έγιναν με την εντολή ή έστω με την ανοχή της Συγκλήτου. Αν η Σύγκλητος ήταν αντίθετη με τις αρπαγές και τις λεηλασίες, μπορούσε να τις εμποδίσει προκαταβολικά και πριν αρχίσουν ή να τις σταματήσει έγκαιρα και πριν ολοκληρωθούν.

Αλλά και στη χειρότερη περίπτωση, μπορούσε να διατάξει, έστω και εκ των υστέρων, την επιστροφή των προϊόντων της λαφυραγώγησης στους δικαιούχους και την απελευθέρωση των σκλάβων. Ο Αιμίλιος Παύλος, μαζί με τα λάφυρα των λεηλασιών, έδωσε και όλο το ασήμι και το χρυσάφι του Περσέα στους ταμίες του, για να το καταθέσουν στο δημόσιο ταμείο της Ρώμης. Μόνο στο γαμπρό του Τουβέρωνα, που ήταν φτωχός, έδωσε έναν αμφορέα, ως βραβείο της αρετής και της ανδρείας του στη μάχη της Πύδνας, που ζύγιζε πέντε λίτρα χρυσού. Στο ταμείο του Περσέα βρέθηκαν 6 χιλιάδες τάλαντα.

Όσα περίπου ξόδεψαν και οι Ρωμαίοι στην εκστρατεία τους κατά της Μακεδονίας, όπως υπολογίζει ο Ρωμαίος ιστορικός Βαλέριος Αντίας. Τον Αντία, όμως, ο Λίβιος τον χαρακτηρίζει (κατά τον W. Smith) σαν τον πιο ψεύτη ιστορικό και πάντοτε αναφέρει το όνομά του με κάποιο χλευαστικό επίθετο ή ειρωνεία. Ο Αντίας (πάλι κατά το Smith) αυτοδημιούργησε τα περισσότερα σχεδόν περιστατικά της ιστορίας που έγραψε και το είχε ως σύστημα να υπερβάλει πολύ στους αριθμούς που αναφέρει. Πάντως, οι θησαυροί του Περσέα πρέπει να ήταν πολύ μεγάλοι.

Ο Λίβιος τους υπολογίζει σε 120 εκατομμύρια σιστέρσιους. Ο Velleius σε 210 εκατομμύρια, ο Πολύβιος σε 300 εκατομμύρια και ο Πλούταρχος αναφέρει ότι βρέθηκαν στα ταμεία του και εκτέθηκαν στο θρίαμβο του Αιμιλίου Παύλου 2250 τάλαντα σε αργυρά νομίσματα και 220 τάλαντα σε χρυσά, εκτός απ’ τους ολόχρυσους αμφορείς, τα διαμαντοστόλιστα κύπελλα και τα άλλα τιμαλφή. Μαζί με τα άλλα πολυποίκιλα λάφυρα που πήρε ο Αιμίλιος, ύστερα από τη νίκη του στην Πύδνα, ήταν και πολλά βιβλία ιστορικών κι άλλα συγγράμματα μεγάλων σοφών και φιλοσόφων, καθώς και τα αρχεία του Περσέα.

Και τα μεν βιβλία τα έδωσε στους γιους του, που αγαπούσαν τα γράμματα, τα δε αρχεία τα μετέφερε στη Ρώμη και, όπως μας λέγει ο P. Leveque, τα είχε κατόπι στη διάθεσή του, μαζί με τα άλλα ντοκουμέντα (Tabula of the great pontiff) ο υπόδικος στη Ρώμη αλλά και προστατευόμενος της οικογένειας του Αιμιλίου Πολύβιος. Στα αρχεία αυτά βρήκε πάρα πολλά στοιχεία ο Πολύβιος, τα οποία τον βοήθησαν να γράψει αργότερα την ιστορία του. Ύστερα απ’ την παραπάνω τακτοποίηση των Ελληνικών πραγμάτων, ο Αιμίλιος Παύλος κατέβηκε με το στρατό του στον Ωρικό, μια παραλιακή πόλη της βόρειας Ηπείρου κι από κει με το στόλο του πέρασε στην Ιταλία.

Την τύχη της Μακεδονίας είχε και η Ιλλυρία. Χωρίστηκε κι αυτή σε τρεις επαρχίες. Η δε Ελλάδα ξεκαθαρίστηκε απ’ όλους τους συμπαθούντες τους Μακεδόνες κατοίκους, ύστερα από ένα βάρβαρο και συστηματικό διωγμό, που οργάνωσαν οι φιλορωμαϊκοί παράγοντες κάθε περιοχής. Πραγματικά, μετά την ήττα του Περσέα, δυο Ρωμαίοι ύπατοι, ο Κλαύδιος και ο Ντολαμπέλλα, επισκέφτηκαν την Πελοπόννησο για να ρυθμίσουν εκεί, σύμφωνα με τη νέα κατάσταση που είχε προκύψει, τα ελληνικά πράγματα.

Με εισήγηση του αρχηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας και θερμού φιλορωμαίου, Καλλικράτη, διέταξαν τη σύλληψη χιλίων, των πιο διακεκδιμένων πολιτών της Συμπολιτείας και τους απέστειλαν στη Ρώμη, για να απολογηθούν για την αντιρωμαϊκή στάση τους και γιατί αρνήθηκαν να συμπαρασταθούν στους Ρωμαίους και να τους βοηθήσουν ενεργά στον πόλεμό τους κατά του Περσέα. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο κατόπιν ιστορικούς Πολύβιος. Οι υπόδικοι έφτασαν στην Ιταλία το 167 π.Χ. και αντί να δικαστούν, διασκορπίστηκαν εξόριστοι σε διάφορες πόλεις των Ετρούσκων. Ο Πολύβιος συνδέθηκε με τους γιους του Αιμιλίου Παύλου και έμεινε στο σπίτι του πατέρα τους.

Αργότερα, συνόδεψε το Σκιπίωνα στις εκστρατείες του. Στον πόλεμο κατά των Καρχηδονίων, μεγάλος πια στρατηγός ο Σκιπίωνας, βλέποντας τις φλόγες να καίνε την Καρχηδόνα, λύθηκε σε δάκρυα μπροστά στον Πολύβιο. Σκεφτόμενος δε ότι μπορεί μια μέρα και η Ρώμη να έχει την ίδια τύχη, επανέλαβε συγκινημένος του στίχους της Ιλιάδας του Ομήρου:

«Έσσεται ήμαρ, ότ’ αν ποτ’ ολώλη Ίλιος ιρή

και Πρίαμος τε και λαός εϋμελλίω Πριάμοιο»

Όσο βρισκόταν στη Ρώμη ο Πολύβιος, λόγω της υψηλής θέσης των προστατών του, είχε στη διάθεσή του, όπως είπαμε, τα αρχεία του Περσέα, τις αλληλογραφίες του βασιλιά με διάφορους ηγεμόνες και άλλα ντοκουμέντα, τα οποία τον βοήθησαν πολύ στη συγγραφή της ιστορίας του. Παράλληλα, όμως, στα ντοκουμέντα αυτά βρήκε και η Σύγκλητος πολλές αποδείξεις για να κατηγορήσει για τη στάση τους και να ενοχοποιήσει πολλούς ηγεμόνες γειτονικών και άλλων λαών. Με τις ενέργειες του Πολυβίου προς τον οίκο των Αιμιλίων και με τη μεσολάβηση του Κάτωνα και του Κικέρωνα, οι όμηροι, όσοι επέζησαν, γύρισαν τελικά πίσω στις πατρίδες τους το 151 π.Χ. Απ’ τους χίλιους, όμως, επέστρεψαν μόνο τριακόσιοι.

Στην Αιτωλία 300 φιλομακεδόνες πολίτες θανατώθηκαν, ύστερα από μια κωμικά σκηνοθετημένη και γελοία δίκη. Πολλοί ηγεμόνες έσπευσαν να συγχαρούν τους Ρωμαίους για τη νίκη τους στην Πύδνα. Ανάμεσα τους πρώτους ο Ευμένης της Περγάμου. Αυτός έστειλε συγχαρητήρια στη Σύγκλητο με τον αδελφό του Άτταλο. Τις εκδηλώσεις, όμως, αυτές του Ευμένη οι Ρωμαίοι τις δέχτηκαν με ψυχρότητα. Για να θερμάνει κάπως το κλίμα και να προλάβει κάθε περαιτέρω δυσαρέσκεια ο Ευμένης αποφάσισε να πάει μόνος του στη Ρώμη. Αλλά, ενώ βρισκόταν στο Πρίντεζι της Ιταλίας, η Σύγκλητος τον ειδοποίησε να εγκαταλείψει αμέσως το Ιταλικό έδαφος.

Φαίνεται πως μέσα στα αρχεία και στα άλλα έγγραφα του Περσέα κάτι θα βρέθηκε, που θα αποδείκνυε τις μικροεπαφές του με το Μακεδόνα βασιλιά. Έτσι, έπεσε στη δυσμένεια των Ρωμαίων και η Σύγκλητος άρχισε να στρέφει το ενδιαφέρον της πια προς τον αδελφό του Άτταλο.

 

Η Ομηρία των Χιλίων Αχαιών

Η Αχαϊκή Συμπολιτεία, τα τελευταία 50 χρόνια μέχρι το 170 π.Χ., παρά τους ανταγωνισμούς, τις έριδες και το διχασμό μεταξύ των Ελληνικών δυνάμεων, σταθερά αύξανε τη δύναμή της, είχε επεκτείνει την κυριαρχία της σε όλη την Πελοπόννησο και τμήμα της Αττικής, είχε απόθεμα πολιτικών δυνάμεων, καλό διοικητικό σύστημα και θα μπορούσε κάτω από κάποιες προϋποθέσεις ανάπτυξης κοινωνικής οργάνωσης και ιδεολογίας να ενώσει όλους τους Έλληνες.

Στα καταχθόνια όμως σχέδια της Ρώμης για υποδούλωση της Ελλάδας, η Αχαϊκή Συμπολιτεία ήταν εμπόδιο και η Ρώμη εκμεταλλεύτηκε τη μοναδική ευκαιρία που της παρουσιάστηκε, με τη συντριβή των Μακεδόνων, την παρουσία ισχυρών Ρωμαϊκών στρατευμάτων στην Ελλάδα και την προδοτική στάση φιλορωμαίων πολιτικών .Για το σκοπό αυτό οι Ρωμαίοι στέλνουν το 167 π.Χ. πρεσβεία υπό τον Γάιο Κλαύδιο και Γνάιο Δομίτιο Ανυνώβαρβο, συνοδευόμενοι από τον Καλλικράτη, και παρουσιάζονται στη συνέλευση των Αχαιών που γίνεται στο Αίγιο. Ο Παυσανίας παραστατικά αναφέρει στα Αχαϊκά του:

”Αφού οι Ρωμαίοι υπέταξαν τους Μακεδόνες και τον Περσέα για το άδικο φέρσιμό τους προς τους Σαπαίους, στάλθηκαν δέκα άνδρες, μέλη της Ρωμαϊκής συγκλήτου για να ρυθμίσουν κατά το συμφερότερο για τους Ρωμαίους τρόπο τα πράγματα της Μακεδονίας. Όταν αυτοί έφθασαν στην Ελλάδα, άρχισε να τους περιποιείται ο Καλλικράτης μη παραλείποντας ούτε έργο, ούτε λόγο κολακευτικό για αυτούς. Ένα μέλος της αποστολής αυτής, αδιάφορο προς τις αρχές της δικαιοσύνης, τόσο πολύ το έφερε ο Καλλικράτης με το μέρος του, ώστε το έπεισε να παρουσιαστεί στη συνέλευση των Αχαιών.

Όταν ήλθε στη συνέλευση, είπε πως κατά τον πόλεμο του Περσέα εναντίον των Ρωμαίων οι πιο ισχυροί από τους Αχαιούς και χρήματα έδωσαν στον Περσέα, αλλά και γενικότερα τους συμπαραστάθηκαν. Τους παρακίνησε να καταδικάσουν (κατ΄ αρχήν ) τους ενεχόμενους Αχαιούς σε θάνατο και πρόσθεσε πως αν εκείνοι τους καταδικάσουν τότε θα αποκαλύψει τα ονόματά τους. Οι παρευρισκόμενοι στη συνέλευση θεώρησαν την πρόταση τελείως άδικη και είχαν την αξίωση αν μερικοί από τους Αχαιούς είχαν συμπράξει με τον Περσέα, να γίνει ρητή μνεία των ονομάτων τους. Από πριν όμως να τους καταδικάσουν έκριναν πως δεν είναι σωστό.

Όταν λοιπόν ο Ρωμαίος άρχισε να ελέγχεται τόλμησε να πει πως ένοχοι ήταν όλοι όσοι είχαν χρηματίσει στρατηγοί των Αχαιών , γιατί όλων τα φρονήματα ήταν φιλικά προς τους Μακεδόνες και τον Περσέα. Αυτά τα είπε δασκαλεμένος από τον Καλλικράτη. Σηκώθηκε κατόπιν ο Ξένων, πολίτης διακεκριμένος ανάμεσα στους Αχαιούς, και έδειξε την κατηγορία αυτή διαβλητή : “Και εγώ, είπε, χρημάτισα στρατηγός των Αχαιών σε τίποτα όμως δεν αδίκησα τους Ρωμαίους ούτε ευνόησα τον Περσέα. Γι’ αυτό είμαι και πρόθυμος να κριθώ όχι μόνο στη συνέλευση των Αχαιών, αλλά και στους ίδιους τους Ρωμαίους”.

Ο Ξένων μίλησε με παρρησία αυτή έχοντας καθαρή τη συνείδησή του, αλλά ο Ρωμαίος, προφασιζόμενος (ότι δέχεται την πρόταση), έστειλε όλους εκείνους που κατηγορούσε ο Καλλικράτης ως ομόφρωνας με τον Περσέα να κριθούν σε δικαστήριο Ρωμαϊκό. Αυτό δεν είχε ξαναγίνει στην Ελλάδα: Και οι ισχυρότεροι Μακεδόνες,ο Φίλιππος του Αμύντα και ο Αλέξανδρος, δεν έστειλαν διά της βίας στη Μακεδονία τους Έλληνες που αντιστάθηκαν εναντίον τους, αλλά τους άφησαν να δώσουν λόγο ενώπιον των αμφικτυόνων. Στην παρούσα περίσταση είχε εγκριθεί να στέλνεται στην Ρώμη οποιοσδήποτε από τους Αχαιούς, έστω και αθώος τον οποίο ήθελε να κατηγορήσει ο Καλλικράτης. ΄

Έτσι στάλθηκαν πάνω από χίλιοι. Αυτούς οι Ρωμαίοι, θεωρώντας ως καταδικασμένους πριν από τους Αχαιούς, τους μοίρασαν στην Τυρρηνία και τις εκεί πόλεις , και μολονότι οι Αχαιοί έστειλαν κατά καιρούς πρεσβείες παρακαλώντας για την τύχη τους, δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον. Κατά το 17ο όμως έτος τους τριακόσιους, ίσως και πιο λίγους, από τους Αχαιούς που επιζούσαν ακόμη στην Ιταλία τους ελευθέρωσαν πιστεύοντας πως είχαν αρκετά τιμωρηθεί.

Η απροσδόκητη για τη Ρώμη παράδοση των χιλίων Αχαιών ομήρων χωρίς καμία αντίδραση είχε σαν συνέπεια την πλήρη αποδυνάμωση της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Η Ρώμη χωρίς να αντιπαρατεθεί στρατιωτικά με τους Αχαιούς, τους είχε νικήσει και επιβάλλει τους δικούς της όρους και στην ουσία είχε υποτάξει ολόκληρη την Ελλάδα, πράγμα που δεν θα αργήσει να επιβεβαιωθεί, το 146 π.Χ. όταν κατατρόπωσε τα Αχαϊκά στρατεύματα και έκανε όλη την Ελλάδα Ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Αχαΐα για να μας θυμίζει την τελευταία μεγάλη Ελληνική δύναμη πριν την υποδούλωσή της για 2.000 περίπου χρόνια.

Με την επιστροφή στην Ρώμη των νικηφόρων στρατευμάτων της, όλοι οι Ρωμαίοι γιόρτασαν μια από τις σημαντικότερες στιγμές της ιστορίας τους, στην ουσία της υποταγής του Ελληνικού κόσμου με το μεγαλύτερο ως τότε πολιτισμό. Τις 27 – 29 Νοεμβρίου 167 π.Χ. τελέστηκε τριήμερος “θρίαμβος” ένας από τους λαμπρότερους που γνώρισε ποτέ η Ρώμη, όπως μας γράφουν ο Πλούταρχος και ο Διόδωρος. Οι Ρωμαίοι που παρακολουθούσαν τις εκδηλώσεις εντυπωσιάστηκαν από τους θησαυρούς του Μακεδονικού θρόνου, τα όπλα, τα αγάλματα και όλα τα έργα τέχνης που είχαν μεταφερθεί στη Ρώμη.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΧΟΛΙΑ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η μάχη της Πύδνας, η δεύτερη σε μέγεθος, μετά τη μάχη των Πλαταιών, στον Ελληνικό χώρο, είχε πολύ μεγάλη σημασία τόσο για τους Έλληνες όσο και για τον κόσμο. Σε αυτή συνετρίβησαν η ισχύς και το κύρος του σημαντικότερου Ελληνικού κράτους, του Μακεδονικού, και άνοιξε ο δρόμος για την πλήρη υποταγή της Ελλάδας στη Ρώμη, μερικές δεκαετίες αργότερα. Επιπλέον ύστερα από τις εξελίξεις αυτές η Ρώμη θεωρήθηκε η αναμφισβήτητη κυρίαρχος της «οικουμένης». Ωστόσο η ίδια η διεξαγωγή της δημιουργεί πολλά ερωτηματικά, που δεν είναι δυνατό να απαντηθούν από τις υπάρχουσες πηγές.

Το πρώτο ερώτημα σχετίζεται με τον ακριβή τρόπο και τους λόγους που οδήγησαν στην κατανίκηση της Μακεδονικής φάλαγγας (ορθότερα της «Μακεδονικού τύπου» φάλαγγας) από τη Ρωμαϊκή λεγεώνα, αν και η πρώτη πολέμησε σε έδαφος ευνοϊκό για την πλήρη ανάπτυξή της. Οι εξηγήσεις τόσο του Πλούταρχου όσο και (η όμοια) του Λίβιου είναι λογικές: η φάλαγγα προελαύνοντας έχασε τη συνοχή της και εισήλθαν στο εσωτερικό της οι ευέλικτες σπείρες και οι κατάλληλα οπλισμένοι για ατομικό αγώνα λεγεωνάριοι. Το ερώτημα όμως παραμένει. Γιατί ο διοικητής της (Ιππίας ο Βεροιαίος) δεν την συγκράτησε ενώ ήταν ακόμα ενωμένη (και συνεπώς ακατανίκητη);

Γιατί ο Περσέας, που είχε τη γενική εποπτεία της μάχης, δεν παρενέβη στέλνοντας ενισχύσεις (ιππικού ή ελαφρά οπλισμένων) που θα μπορούσαν να προφυλάξουν – καλύψουν τη φάλαγγα μέχρι να ανασυνταχθεί; Ο Ταρν δίνει μια τεχνικής φύσης εξήγηση, ότι η φάλαγγα κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. είχε βαρύνει περισσότερο και είχε χάσει και την ελάχιστη ευελιξία που μπορούσε να έχει. Αυτό αναδεικνύεται από την τακτική της διαίρεση σε δύο μόνο τμήματα (τους χαλκάσπιδες και τους αργυράσπιδες) και όχι σε έξι ή περισσότερες τάξεις, όπως συνέβαινε κατά τον προηγούμενο αιώνα.

Οι άνδρες που τη στελέχωναν επιπλέον, δεν φαίνεται να είχαν την ίδια εκπαίδευση με το παρελθόν, αλλά οι περισσότεροι (εκείνοι των πίσω γραμμών, που κρατούσαν όρθιες τις σάρισσες) αρκούνταν να ωθούν τους μπροστινούς τους. Με αυτόν τον τρόπο εξηγείται και η σημαντική αύξηση της αριθμητικής δύναμης της φάλαγγας (από 16.000 κατά τον Β’ Μακεδονικό πόλεμο σε 21.000 και 6.000 υπασπιστές). Επιτεύχθηκε με τη μείωση των απαιτήσεων εκπαίδευσης.

Ο Ταρν επισημαίνει ακόμη πως κατά τον 2ο αιώνα, όταν πλέον η φάλαγγα είχε περάσει στη φάση της υπερεξειδίκευσης, μόνο μια διάταξη ήταν εφικτή (η ευθεία), είτε επρόκειτο να αμυνθεί (όπως κατά τις μάχες της Αντιγόνειας το 198 π.Χ. ή των Θερμοπυλών το 190 π.Χ.), είτε επρόκειτο να επιτεθεί (όπως στις Κυνός Κεφαλές το 197 π.Χ.). Κατά συνέπεια θεωρεί ότι η φάλαγγα δεν διέθετε πλέον καμία δυνατότητα ελιγμού επί του πεδίου της μάχης. Πορευόταν σαν οδοστρωτήρας, μόνο μπροστά.

Γενικότερα πάντως μπορούμε να παρατηρήσουμε πως η μακεδονική φάλαγγα και ο τρόπος χρήσης της είχαν καταστεί τόσο γνωστά και διαδεδομένα στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου (συνεπώς και της Ρώμης, που τότε πραγματοποιούσε την αποφασιστική εμφάνισή της στον χώρο αυτό), ώστε είναι απορίας άξιο το γιατί οι στρατιωτικοί εγκέφαλοι της Μακεδονίας εκείνης της εποχής δεν σκέφθηκαν κάποια τροποποίηση, αφού ο δεδομένος τρόπος μάχης ήταν απολύτως προβλέψιμος και γινόταν αναποτελεσματικός.

Πολλές φορές στην Ιστορία έχει παρατηρηθεί ότι ένα καταρχάς αποτελεσματικό πολεμικό μέσο στη συνέχεια απέκτησε μυθικές διαστάσεις και οι άνθρωποι αδυνατούσαν να το αλλάξουν ακόμα και όταν είχε καταστεί αναποτελεσματικό. Παρόμοια φαίνεται πως εξελίχθηκαν τα πράγματα και με τη Μακεδονικού τύπου φάλαγγα. Η ακλόνητη πίστη στην αξία της οδήγησε στην τελική καταστροφή της στην πεδιάδα της Πύδνας. Ένας άλλος παράγοντας που διαδραμάτισε αρνητικό ρόλο για τους Έλληνες στην πορεία της μάχης ήταν η ανεπιτυχής εκ μέρους τους αντιμετώπιση των ελεφάντων των Ρωμαίων.

Επ’ αυτού έχουμε τη μαρτυρία ενός τρίτου συγγραφέα, του Πολύαινου, ο οποίος στα «Στρατηγήματά» του σημειώνει την προσπάθεια που κατέβαλε ο Περσέας προκειμένου να αντιμετωπίσει τα θηρία. Ο ίδιος δεν διέθετε ελέφαντες κι έτσι διέταξε και κατασκεύασαν ομοιώματα ζώων από ξύλο, μέσα στα οποία εισήλθαν στρατιώτες για να τα κινούν. Ακόμα ένας από τους οδηγούς χρησιμοποιούσε αυλό προσπαθώντας να μιμηθεί το ουρλιαχτό του ελέφαντα. Όλα αυτά έγιναν προκειμένου να εξοικειωθούν οι πολεμιστές του, προπάντων οι ιππείς και τα άλογά τους, με το ενδεχόμενο της αντιμετώπισης των συγκεκριμένων ζώων.

Οι αυτοσχεδιασμοί αυτοί όμως, μαζί με τις ελπίδες του Περσέα, διαψεύστηκαν κατά την πραγματική σύγκρουση. Το κρισιμότερο ερώτημα αφορά την εγκληματική αδράνεια του ανώτερου Μακεδονικού ιππικού κατά τη μάχη, που σίγουρα είχε καθοριστικό ρόλο στην τελική έκβασή της, αφού επέτρεψε στο αντίπαλο ιππικό να κινηθεί άνετα εμποδίζοντας τη φάλαγγα. Στη συνέχεια, όταν η μάχη εξελισσόταν άσχημα, δεν επενέβη για την αποκατάσταση της ισορροπίας, κάτι που θα δικαιολογούσε ακόμα και τη θυσία του. Μερικοί συγγραφείς θεωρούν πως υπεύθυνος για το κορυφαίο λάθος ήταν ο ίδιος ο Περσέας, ο οποίος σκέφθηκε ότι έτσι θα τον αντιμετώπιζαν καλύτερα οι νικητές Ρωμαίοι, όπως είχε γίνει με τον πατέρα του.

Δεν συμφωνούμε με αυτή την άποψη, που παρουσιάζει τον βασιλιά της Μακεδονίας ηττημένο πριν καν αρχίσει η μάχη, στην οποία είχε πολλές πιθανότητες να νικήσει. Η εξήγηση για την καταστροφική ολιγωρία του Μακεδονικού ιππικού πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να αναζητηθεί σε πολιτικά αίτια. Οι ιππείς ήταν γόνοι των αριστοκρατικών Μακεδονικών οικογενειών, οι οποίες φαίνεται πως είχαν δυσαρεστηθεί με τον Περσέα, λόγω της φιλολαϊκής πολιτικής του. Η συγκέντρωση τόσο μεγάλων δυνάμεων πεζικού (περίπου 21.000 πεζέταιροι, ενώ το συνηθισμένο ήταν 12.000 – 16.000 και 6.000 υπασπιστές) αποδεικνύει το πολιτικό άνοιγμα του Περσέα προς τις λαϊκές μάζες (κάτι που είχε πράξει και ο Φίλιππος Ε’, αργοπορημένα όμως και αναποτελεσματικά).

Η πολιτική αυτή μπορεί να ήταν σωστή, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι Ρωμαίοι, έφερε όμως τον βασιλιά σε σύγκρουση με την ίδια του την τάξη και δεν άργησε να καταλήξει κατά τη γνώμη μας σε συνωμοσία που εκδηλώθηκε κατά την κρίσιμη φάση της δραματικής σύγκρουσης. Είναι γνωστό από όλες τις πηγές (Πολύβιος, Πλούταρχος κ.ά.) ότι ο πόλεμος με τους Ρωμαίους είχε και έναν έντονο πολιτικό χαρακτήρα, εκτός του εθνικού. Οι ολιγαρχικοί των Ελληνικών κρατών (είτε αριστοκρατικοί, είτε απλώς πλούσιοι) είχαν στραφεί προς τους Ρωμαίους προκειμένου να διατηρήσουν τα πλεονεκτήματα και τις περιουσίες τους, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους Αχαιούς.

Φαίνεται πως κάτι ανάλογο έπραξαν (ατυχώς) και οι Μακεδόνες αριστοκράτες, προτιμώντας τα ταξικά από τα εθνικά τους συμφέροντα. Οι μάζες των φτωχών, αντίθετα, έμειναν και πολέμησαν μέχρι τέλους, κάτι που αποδεικνύεται από τον τεράστιο αριθμό των νεκρών και από το μίσος με το οποίο τους αντιμετώπισαν οι Ρωμαίοι.

Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τις εξελίξεις: οι ιππείς εγκατέλειψαν τον βασιλιά τους στον δρόμο προς την Πέλλα και δεν τον στήριξε κανένας προκειμένου να ανασυντάξει τις διασωθείσες δυνάμεις (10.000 – 11.000 άνδρες, ενώ άλλοι 10.000 – 15.000 φρουρούσαν τη χώρα) και να βρει νέες, ενδεχομένως προσλαμβάνοντας μισθοφόρους, καθώς υπήρχαν άφθονα χρήματα (οι Ρωμαίοι εντυπωσιάστηκαν από τα λάφυρα που απέκτησαν και επί πολλά χρόνια δεν πλήρωναν φόρους, κατά τον Πλούταρχο) και χώρος για άμυνα (τειχισμένες πόλεις και φρούρια κεντρικής Μακεδονίας, βουνά προς την ανατολική Μακεδονία).

Στη συνέχεια η εύκολη συνθηκολόγηση των άλλων Μακεδόνων αξιωματούχων, η μη κατάκτηση του κράτους και η διαίρεσή του σε τέσσερα μέρη (και η ανάληψη της ηγεσίας, ελεγχόμενης βέβαια από τους Ρωμαίους, από μερίδα πολιτικών), ενώ καταλυόταν η βασιλική εξουσία, τα ταξικά μίση που εντάθηκαν, η πολύ εύκολη επικράτηση, 20 χρόνια αργότερα, ενός ικανού σφετεριστή, του Ανδρίσκου, ο οποίος με τη σειρά του στράφηκε κατά των αριστοκρατών, έρχονται να ενισχύσουν την εκδοχή της πολιτικής σύγκρουσης και της προδοσίας.

Ο Περσέας κατά την άποψή μας πρέπει να υπέστη ό,τι και ο Ρωμανός Δ’ ο Διογένης πολύ αργότερα κατά τη μάχη του Μαντζικέρτ. Προδόθηκε από την ιθύνουσα τάξη του κράτους του και αφέθηκε να ηττηθεί στην κρισιμότερη μάχη, με ολέθριες επιπτώσεις για το κράτος του αλλά και ολόκληρο το έθνος. Αργότερα προδομένος συνελήφθη από τον νικητή του, Αιμίλιο Παύλο, και μαζί με την οικογένειά του κόσμησε τον θρίαμβο του τελευταίου στη Ρώμη. Ο Γ’ Μακεδονικός πόλεμος ήταν η μεγάλη, η αποφασιστική σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Ρωμαίων.

Οι Έλληνες, συνειδητοποιώντας τον ολέθριο δρόμο που είχαν ακολουθήσει μέχρι τότε, είδαν ευνοϊκά ή στρατεύθηκαν στον κοινό αγώνα, που είχε πλέον ξεκάθαρο εθνικό χαρακτήρα. Ατύχησαν όμως. Δεν μπόρεσαν να πετύχουν μια ευρύτερη συμμαχία δυνάμεων (Ελλήνων, Ελληνιζόντων, ακόμα και βαρβάρων), ώστε να μπορέσουν να συναγωνιστούν τους πανίσχυρους Ρωμαίους και δεν είχαν τους καταλληλότερους για αυτή τη μεγάλη προσπάθεια ηγέτες. Ο Περσέας από την πλευρά του κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες εναντίον ενός παντοδύναμου αντίπαλου και μάλλον έχει κατηγορηθεί άδικα.

 

Οι Συνέπειες της Μάχης

Στις 22 Ιουνίου 168 π.Χ., έλαβε χώρα η Μάχη της Πύδνας, που έκρινε όχι μόνο τις τύχες της Ελληνικής χερσονήσου αλλά και ολόκληρης της Εγγύς Ανατολής. Καθώς η Μακεδονική φάλαγγα δεν διέθετε την κατάλληλη έφιππη πλαγιοφυλακή, έχασε τελικά τη συνοχή της και υπέστη συντριπτική ήττα από τη ρωμαϊκή λεγεώνα. Τα αποτελέσματα ήταν ολέθρια για το Μακεδονικό βασίλειο που έπαψε να υπάρχει με τη μορφή που ως τότε ήταν γνωστό. Διαιρέθηκε σε τέσσερις ανεξάρτητες μερίδες φόρου υποτελείς στη Ρώμη, που υπέφεραν από αυστηρή απομόνωση από την υπόλοιπη Ελλάδα.

Την τύχη της Μακεδονίας ακολούθησε και η Ήπειρος, από όπου οδηγήθηκαν στη σκλαβιά χιλιάδες άνθρωποι, παρόλο που δεν είχαν βοηθήσει τον Περσέα στις μάχες του. Ο Ανδρίσκος ο Μακεδών, κατόρθωσε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα να σπάσει τη Ρωμαϊκή κυριαρχία, μα η επανάστασή του έλαβε τέλος το 148 π.Χ. Τελικά το 146 π.Χ., μετά την ολοκληρωτική κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους, οι τέσσερις δημοκρατίες ενώθηκαν και μαζί με τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, μετετράπησαν στην Ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας. Μετά την ήττα στην Πύδνα, ο περήφανος Μακεδονικός στρατός εκφυλίστηκε σε μικρές συνοριακές φρουρές.

Ενώ οι Μακεδόνες ευγενείς εξαναγκάστηκαν σε μεταφορά στη Ρώμη, μαζί με τους άρρενες απογόνους τους. Ανάμεσά τους ήταν και ο Περσέας, που παραδόθηκε, έπειτα από σύντομη διαμονή στη Σαμοθράκη, με την οικογένειά του στον Αιμίλιο Παύλο. Ο τελευταίος τέλεσε θρίαμβο στη Ρώμη, διαπομπεύοντας τον ηττημένο βασιλιά. Πέθανε λίγα χρόνια αργότερα, το 162 π.Χ., στα Ιταλικά εδάφη, στην αγροτική Άλβα Φουκέντια, χωρίς να του δοθεί δυνατότητα επιστροφής. Εκεί άφησαν και την τελευταία τους πνοή τα παιδιά του, εκτός από τον Αλέξανδρο. Τον Ιούνιο του 2005, ο τάφος του Περσέως ανακαλύφθηκε κατά μήκος της Via Valeria κοντά στο Magliano de’ Marsi (L’Aquila), από ερευνητές του Ιταλικού Υπουργείου Πολιτισμού και αρχαιολόγους.