Δεκεμβριανά 1944 – μέρος α’
Πρόλογος
Τα Δεκεμβριανά του 1944 ή Μάχη του Δεκέμβρη υπήρξαν ένα από τα πιο ζοφερά κεφάλαια της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας. Επί έναν και πλέον μήνα η μόλις λυτρωμένη από τη Γερμανική κατοχή πρωτεύουσα μεταβλήθηκε σε θέατρο πολεμικών συγκρούσεων που μαίνονταν τόσο στο κέντρο όσο και στις συνοικίες της.
Η έναρξή τους, στις 3 Δεκεμβρίου του 1944, σηματοδοτείται από τους πυροβολισμούς των Κυβερνητικών και Αγγλικών δυνάμεων μπροστά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη ενάντια στη διαδήλωση του ΕΑΜ, που είχε οργανωθεί ως απάντηση στο τελεσίγραφο της κυβέρνησης εθνικής ενότητας (1 / 12 / 1944) για τον αφοπλισμό όλων των αντάρτικων ομάδων, με αποτέλεσμα το θάνατο 33 διαδηλωτών και τον τραυματισμό άλλων 148. Παράλληλα ο στρατηγός Σκόμπυ προέβη σε διάγγελμα. Οι μάχες κράτησαν 33 μέρες και τερματίστηκαν στις 5 – 6 Ιανουαρίου 1945.
Σε πολλά σημεία της Αθήνας, που οι διεθνείς συμβάσεις την ήθελαν ανοχύρωτη πόλη και ως εκ τούτου καθ’ όλη τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου στο έδαφός της δεν είχε ριφθεί ούτε μία βόμβα, κροτάλιζαν ακατάπαυστα τα όπλα, ανατιναγμένα κτίρια κείτονταν σε σωρούς ερειπίων, καταμεσής στις έρημες λεωφόρους της έστεκαν τρομακτικά τα πυρπολημένα τραμ και για να διασχίσουν τους δρόμους, συχνά κομμένους από οδοφράγματα, οι παράτολμοι και αραιοί διαβάτες έβαζαν στοίχημα τη ζωή τους εξαιτίας των ελεύθερων σκοπευτών οι οποίοι από τις γύρω στέγες σκόρπιζαν τον θάνατο επί δικαίους και αδίκους.
Ήταν ένας πόλεμος ύπουλος και για τους πολλούς αναπάντεχος και αδικαιολόγητος ανάμεσα στις δυνάμεις του EAM από τη μία και της κυβέρνησης από την άλλη, η οποία είχε στο πλευρό της τα Αγγλικά στρατεύματα, που σήκωναν και το μεγαλύτερο βάρος των πολεμικών επιχειρήσεων γι’ αυτή την παράταξη. Το πιο πικρό γνώρισμα των δραματικών αυτών γεγονότων ήταν ότι είχαν τη ρίζα τους στην ίδια την ηρωική πάλη του Ελληνικού λαού για την απόκτηση της ελευθερίας του. Τον τρίτο χρόνο του B’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 6 Απριλίου 1941, και ενώ από τον προηγούμενο χρόνο συνέχιζε τον νικηφόρο αγώνα της κατά της φασιστικής Ιταλίας στην Αλβανία, η Ελλάδα δέχθηκε αιφνίδια επίθεση από τη ναζιστική Γερμανία.
Ύστερα από σθεναρή αντίσταση δύο εβδομάδων στο μέτωπο της Μακεδονίας ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου, διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού, με το επιχείρημα ότι ο Ελληνικός στρατός δεν μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο και με τη σύμφωνη γνώμη και άλλων ανωτάτων αξιωματικών, αλλά όχι και της κυβέρνησης, στασίασε και στις 20 Απριλίου υπέγραψε συνθηκολόγηση και η Ελλάδα παραδόθηκε στους Γερμανούς, οι οποίοι διόρισαν τον Τσολάκογλου πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό.
Τα Γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 18 Απριλίου, είχε αυτοκτονήσει ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής, τον οποίο ο βασιλιάς Γεώργιος B’ είχε διορίσει σε αυτή τη θέση μετά τον θάνατο του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά τον Ιανουάριο. Στις 22 Απριλίου ο βασιλιάς και η κυβέρνησή του υπό τον νέο πρωθυπουργό Εμμανουήλ Τσουδερό αναχώρησαν για την Κρήτη και από εκεί για το Κάιρο. Την ίδια κατεύθυνση, προς την Αίγυπτο, είχαν επίσης ακολουθήσει όσα τμήματα του στρατού και του στόλου είχαν διασωθεί από τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Στην υπόδουλη πλέον Ελλάδα δεν άργησαν να συγκροτηθούν οργανώσεις αντίστασης κατά του κατακτητή. H μαζικότερη από αυτές ήταν το EAM (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Το EAM ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1941 με πρωτοβουλία του KKE, του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, στην οποία ανταποκρίθηκαν περιορισμένης εμβέλειας αριστερίζοντες πολιτικοί σχηματισμοί αλλά όχι και τα μεγάλα πολιτικά κόμματα, τα οποία, παρά τις εκκλήσεις των πρωτεργατών της οργάνωσης, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν.
Η Απελευθέρωση της Ελλάδας και η έλευση της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου τον Οκτώβριο 1944 σηματοδότησαν την έναρξη μιας ανεπίλυτης πολιτικής κρίσης, η οποία δύο μήνες αργότερα οδήγησε στην ένοπλη σύγκρουση των δεκεμβριανών. Οι μείζονες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, οι οποίες είχαν συντελεστεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έφεραν στο προσκήνιο κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες εκφρασμένες στο ΕΑΜ αμφισβητούσαν τις δομές και το φορέα της εξουσίας στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Η αστική πολιτική ηγεσία απέβλεπε γενικά στην επάνοδο στην προπολεμική τάξη πραγμάτων, ενώ το ΚΚΕ αμφιταλαντευόταν μεταξύ της πολιτικής και της στρατιωτικής επιλογής. Οι Βρετανοί, από τη μεριά τους, επιδίωκαν να διατηρήσουν τη δεσπόζουσα θέση που είχαν εξασφαλίσει στην Ελλάδα κατά τις Αγγλο-Σοβιετικές συνομιλίες του Οκτωβρίου 1944 στη Μόσχα, ενώ οι Σοβιετικοί επέμεναν στην αποστασιοποίησή τους από τις Ελληνικές υποθέσεις. Ολα αυτά συνέθεταν ένα εκρηκτικό μίγμα. Το συλλαλητήριο της 3ης δεκεμβρίου 1944 αποτέλεσε τον καταλύτη για τις εξελίξεις.
Τις επιθέσεις του ΕΛΑΣ σε αστυνομικά τμήματα και σε θύλακες κυβερνητικών δυνάμεων σε Γουδή και Μακρυγιάννη διαδέχθηκαν οι συγκρούσεις με τις Βρετανικές δυνάμεις, οι οποίες σταδιακά ενισχύθηκαν και με τη συνδρομή αεροσκαφών και αρμάτων μάχης έκαμψαν έπειτα από 33 μέρες τον ΕΛΑΣ και τον εξανάγκασαν να εγκαταλείψει την Αττική. Οι συγκρούσεις έληξαν με την ανακωχή της 11ης Ιανουαρίου 1945, ενώ ένα μήνα αργότερα υπογράφηκε η Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία, αν και τερμάτιζε πολιτικά τη Δεκεμβριανή σύγκρουση, έμελλε τελικά να αποτελέσει πρελούδιο του εμφύλιου πολέμου.
Από το Θρίαμβο της Απελευθέρωσης στην τραγωδία του Εμφυλίου
Στο αμέσως επόμενο της απελευθέρωσης (18 Οκτωβρίου 1944) διάστημα, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας συγκλονίστηκε από σοβαρότατες αντιθέσεις που σχετίζονταν με την ευρεία κοινωνική και πολιτική αναταραχή σε ολόκληρη τη χώρα και οξύνονταν ακόμα περισσότερο με την ανοιχτή και συστηματική παρέμβαση των Βρετανών, που ήταν αποφασισμένοι να επιλύσουν το ζήτημα σύμφωνα με τις πολιτικές τους βλέψεις. Η κυβέρνηση κλήθηκε να αντιμετωπίσει το οξύτατο οικονομικό πρόβλημα που απειλούσε με λιμό τον πληθυσμό και καθιστούσε τους Έλληνες πολίτες θύματα των μαυραγοριτών.
Ταυτόχρονα, τέθηκε το θέμα της παραδειγματικής τιμωρίας των συνεργατών του κατακτητή και τέλος, η μεθόδευση του αφοπλισμού των αντάρτικων ομάδων. Ήδη στην επαρχία σημειώνονταν σκληρές μάχες Ελασιτών ανταρτών με τα Τάγματα Ασφαλείας καθώς και πράξεις αντεκδίκησης για τη δράση συνεργατών κατά την Κατοχή, οι οποίες, εξαιτίας της φορτισμένης ατμόσφαιρας και της όξυνσης των παθών, έφθασαν και σε πολλές ακρότητες. Το σημείο αιχμής που τελικά δίχασε την κυβέρνηση και επέσπευσε τον εμφύλιο πόλεμο ήταν το ζήτημα του αφοπλισμού των ανταρτών.
Η πρόταση για γενικό αφοπλισμό, από τον οποίο όμως θα εξαιρούνταν η Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος, μονάδες που είχαν συγκροτηθεί μετά την καταστολή της ανταρσίας της Μέσης Ανατολής, δημιούργησε αντιδράσεις. Η τελική απόρριψη της εναλλακτικής προτάσεως για ενοποίηση δυνάμεων του Ε.Λ.Α.Σ., ίσων με το σύνολο των δυνάμεων της Ορεινής Ταξιαρχίας, του Ε.Δ.Ε.Σ. και του Ιερού Λόχου, οδήγησαν στην παραίτηση των Εαμικών υπουργών στις 2 Δεκεμβρίου 1944. Στις 3 Δεκεμβρίου, το Ε.Α.Μ. κατέβηκε σε συλλαλητήριο διαμαρτυρίας στην πλατεία Συντάγματος.
Η πρωτοφανής σε όγκο διαδήλωση κατέληξε σε συμπλοκές μεταξύ αμάχων και αστυνομίας με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Την επομένη οργανώθηκε γενική απεργία. Η Αθήνα μεταβλήθηκε σε πεδίο μαχών ανάμεσα σε μονάδες του Ε.Λ.Α.Σ. και στις κυβερνητικές δυνάμεις που περιλάμβαναν έναν αριθμό ανδρών από τα Τάγματα Ασφαλείας καθώς και τμήματα της χωροφυλακής, ενώ υποστηρίζονταν από Βρετανικές μηχανοκίνητες δυνάμεις. Τα γεγονότα του Δεκέμβρη κράτησαν περίπου ένα μήνα και επεκτάθηκαν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας όπως την Ήπειρο και τη Μακεδονία.
Το κέντρο όμως των μαχών αποτέλεσε η Αθήνα που μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα υπέστη πολλές καταστροφές και ερημώθηκε από τους βομβαρδισμούς και τις οδομαχίες. Το αποτέλεσμα κρίθηκε τελικά από την τεράστια υπεροχή σε άνδρες και πολεμικό υλικό των Βρετανών, που ενισχύθηκαν με δύο ολόκληρες μεραρχίες, μια ταξιαρχία και αρκετά τάγματα. Η Μεγάλη Βρετανία που δε δίστασε να χρησιμοποιήσει πολεμικά αεροπλάνα, πολεμικά πλοία και τανκς ακολούθησε στην περίπτωση της Ελλάδας, συμμάχου στον αντιαξονικό αγώνα, την ίδια τακτική με αυτήν που εφάρμοζε για να επιβάλει την εξουσία της στις αποικίες.
Από τις πρώτες μέρες οι Άγγλοι με τη συνεργασία της Ελληνικής αστυνομίας συγκέντρωσαν έναν αριθμό αιχμαλώτων που υπολογίζεται στους 7.540 και τους μετέφεραν στη Μέση Ανατολή. Ο Ε.Λ.Α.Σ. πάλι, αποχωρώντας από την Αθήνα, κράτησε έναν αριθμό ομήρων που πιστεύεται ότι έφτασε τους 15.000. Οι δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ., που προέβαλαν σκληρή αλλά καταδικασμένη αντίσταση, στις 6 Ιανουαρίου αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον Πειραιά και την Αθήνα. Στις 11 Ιανουαρίου 1945, μετά από συμφωνία του Ε.Α.Μ. με τον Άγγλο στρατηγό Scobie, οι μάχες σταμάτησαν.
Ωστόσο, η περίοδος που ακολούθησε σημαδεύτηκε από δυσάρεστες αντιπαραθέσεις που οδήγησαν σταδιακά σε δραματικότερες εξελίξεις. Δύο πολιτικοί χώροι θα συγκρούονταν για την εξουσία και την πορεία της χώρας μέσα στις μεταπολεμικές συνθήκες.
Αντίσταση και Διχόνοιες
Η πανηγυρική ατμόσφαιρα της απελευθέρωσης δεν μπορούσε να αποκρύψει τα μεγάλα προβλήματα που παρέμειναν στη χώρα. Η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα ενώ τμήμα του ΕΛΑΣ την υποδέχτηκε με τιμητικό άγημα. Παράλληλα ο ΕΛΑΣ κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Παράλληλα, Γερμανικές δυνάμεις παρέμειναν στην Κρήτη μέχρι το τέλος του πολέμου, το 1945. Η κατάσταση ήταν χαώδης. Η Ελλάδα είχε ερημωθεί, ο λαός πεινούσε, χρήματα δεν υπήρχαν, ενώ πολιτικά η χώρα ήταν χωρισμένη σε αντίπαλα στρατόπεδα. Η βαθύτερη αιτία ήταν η διαμάχη ανάμεσα στις δυνάμεις που διεκδικούσαν την εξουσία της μεταπολεμικής Ελλάδας:
Από τη μια το ΕΑΜ, το οποίο ελεγχόταν από το ΚΚΕ αλλά είχε ευρύτερη απήχηση, ιδιαίτερα στα λαϊκά στρώματα και τις τάξεις των διανοουμένων. Το ΕΑΜ, που είχε καταστεί ισχυρότατος πολιτικός και στρατιωτικός μηχανισμός όντας η σημαντικότερη αντιστασιακή δύναμη στην κατεχόμενη Ελλάδα, είχε στις περισσότερες περιοχές της χώρας de facto την εξουσία στα χέρια του (εκτός κάποιων νήσων, της Ηπείρου και της Αθήνας) μετά το τέλος του πολέμου και ήθελε να αποτρέψει την επάνοδο του βασιλιά καθώς και την τυχόν ανασύσταση δικτατορικού καθεστώτος όπως αυτό της Μεταξικής περιόδου.
Από την άλλη πλευρά είχαν συνασπιστεί το σύνολο των αντικομμουνιστικών ένοπλων δυνάμεων, πρώην συνεργάτες των κατακτητών, φιλελεύθεροι και φιλοβασιλικοί. H απουσία των πολιτικών κομμάτων από τις τάξεις του EAM δεν εμπόδισε τη μεγάλη μάζα του Ελληνικού λαού να το αγκαλιάσει και να το καταστήσει κύριο εκφραστή των πόθων του, με πρωταρχικό ανάμεσά τους την εθνική απελευθέρωση. Αυτή άλλωστε πρόβαλλε το EAM ως βασικό σκοπό της ύπαρξής του προτείνοντας ως τη στιγμή της επίτευξής της τον παραμερισμό όλων των διαφορών που χώριζαν τους Ελληνες, πολιτικών και ιδεολογικών.
Με την ίδρυση του ΕΛΑΣ, του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, τον Φεβρουάριο του 1942, δημιουργήθηκε το Εαμικό «αντάρτικο» και η δράση του EAM εξαπλώθηκε και στην ύπαιθρο. H ΠΕΕΑ, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, είχε ως αποστολή της τη διοικητική οργάνωση της απελευθερωτικής προσπάθειας, γι’ αυτό και την είπαν «Κυβέρνηση του Βουνού». Το EAM την ίδρυσε τον Μάρτιο του 1944 ύστερα από την αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις για την εκπροσώπησή τους σε αυτήν.
Για την αντιμετώπιση της δράσης των αντιστασιακών οργανώσεων και ιδίως του «κομμουνιστικού κινδύνου» η κατοχική κυβέρνηση δημιούργησε τα διαβόητα Τάγματα Ασφαλείας, ένοπλα σώματα εθελοντών, όπου εντάχθηκαν και μονάδες των Ευζώνων και της Χωροφυλακής, καθώς και το Μηχανοκίνητο Σώμα.Οι σχέσεις ανάμεσα στο EAM και στις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις, παρά τις μεμονωμένες περιπτώσεις σύμπνοιας και συνεργασίας, όχι μόνο δεν ήταν αρμονικές αλλά χαρακτηρίζονταν συνήθως από δυσπιστία και συχνά από απροκάλυπτη εχθρότητα με ένοπλες συγκρούσεις.
Ο ΕΛΑΣ πολέμησε εναντίον της άλλης μεγάλης αντιστασιακής οργάνωσης, του ΕΔΕΣ, του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου, και επέσυρε κατακραυγή από πολλές πλευρές όταν σκότωσε τον συνταγματάρχη Δημήτριο Ψαρρό, διοικητή του Συντάγματος 5/42, ένοπλου τμήματος άλλης αντιστασιακής οργάνωσης, της EKKA, της Εθνικής και Κοινωνικής Απελευθερώσεως. Κλίμα αναταραχής επικρατούσε και στα τμήματα των ενόπλων δυνάμεων που είχαν καταφύγει στη Μέση Ανατολή και είχαν ανασυνταχθεί και σχηματίσει κανονικές μάχιμες μονάδες, την 1η και τη 2η Ταξιαρχία και τον Ιερό Λόχο.
Στις τάξεις των δυνάμεων του στρατού αλλά και του στόλου δημιουργήθηκαν οργανώσεις φιλικές προς το EAM, οι ενέργειες των οποίων θεωρήθηκαν στασιαστικές. Το Κίνημα της Μέσης Ανατολής, όπως είναι γνωστά τα σχετικά επεισόδια του Απριλίου του 1944, είχε ως αποτέλεσμα, με επέμβαση των Αγγλων, τη διάλυση αυτών των μονάδων, τον εγκλεισμό σχεδόν 10.000 ανδρών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, την εκκαθάριση του στρατού και του στόλου από όλα τα αριστερά στοιχεία, καθώς και δίκες όπου επιβλήθηκαν βαριές ποινές, μεταξύ των οποίων και 18 θανατικές καταδίκες, που όμως δεν εκτελέστηκαν.
Στη θέση των μονάδων που διαλύθηκαν σχηματίστηκε η 3η Ορεινή Ταξιαρχία ή Ταξιαρχία του Ρίμινι (από τη μάχη στην ομώνυμη Ιταλική πόλη όπου η μονάδα αυτή έλαβε μέρος), επανδρωμένη από αξιωματικούς και οπλίτες πιστούς στην Ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου. Το Κίνημα της Μέσης Ανατολής προκάλεσε επίσης κυβερνητική κρίση. Ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός παραιτήθηκε και ο βασιλιάς Γεώργιος B’ τον αντικατέστησε πρώτα -για σύντομο διάστημα- με τον Σοφοκλή Βενιζέλο και κατόπιν με τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος είχε φθάσει στο Κάιρο από την κατεχόμενη Ελλάδα.
H Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας
Αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης και καχυποψία βάραιναν πάντοτε και τις σχέσεις του EAM με το μεγαλύτερο μέρος του παλαιού πολιτικού κόσμου, τόσο των εκπροσώπων του που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα όσο και εκείνων που είχαν διαφύγει στη Μέση Ανατολή. Οι παλαιοί πολιτικοί φοβούνταν ότι το EAM, παρά τις διαβεβαιώσεις του ως προς τους στόχους του, είχε ως τελικό σκοπό του τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Το EAM, από την πλευρά του, υποπτευόταν ότι η άλλη παράταξη θα επεδίωκε, μετά την απελευθέρωση, να επαναφέρει τη μοναρχία ή ακόμη και τη δικτατορία ερήμην της θελήσεως του Ελληνικού λαού.
Όταν όμως το νικηφόρο τέλος του πολέμου άρχισε να φαίνεται κοντινό και ακόμη πιο κοντινή η απελευθέρωση της Ελλάδας, ενισχύθηκε η ιδέα, που κυκλοφορούσε ήδη, για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Με τον σκοπό αυτόν και παρά τις επιφυλάξεις που διατηρούσαν όλες οι πλευρές, στις 17 Μαΐου 1944 άρχισε στον Λίβανο συνέδριο με τη συμμετοχή αντιπροσώπων της Ελληνικής κυβέρνησης του Καΐρου, των Ελλαδικών κομμάτων (συμπεριλαμβανομένου και του KKE), του EAM, της ΠΕΕΑ κ.ά. Οι εργασίες του συνεδρίου υπήρξαν μακροχρόνιες και δυσχερέστατες και ο κίνδυνος ναυαγίου του εμφανίστηκε περισσότερες από μία φορές.
Μεταξύ των μερών υπήρχαν διαφωνίες για πολλά θεμελιώδη ζητήματα, από τον καταμερισμό των υπουργείων της συζητούμενης κυβέρνησης ως τη φύση των ενόπλων δυνάμεων της μεταπολεμικής Ελλάδας και από την καταδίκη των Ταγμάτων Ασφαλείας ως την παραμονή του Παπανδρέου στη θέση του πρωθυπουργού. Οι διαφωνίες δεν λύθηκαν στην ουσία και η εκκρεμότητα αυτή επέπρωτο να έχει μοιραίες συνέπειες για την τύχη της απελευθερωμένης Ελλάδας. Ωστόσο με αμοιβαίες παραχωρήσεις κατορθώθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας, στην οποία το EAM κατείχε έξι υπουργεία.
Μια άλλη συμφωνία που έμελλε να επηρεάσει τις κατοπινές εξελίξεις στην Ελλάδα υπογράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 1944 στην Καζέρτα της Ιταλίας. Στις συζητήσεις πήραν μέρος ο πρωθυπουργός Παπανδρέου, Εαμικοί υπουργοί, ο αρχηγός του ΕΛΑΣ στρατηγός Στέφανος Σαράφης, ο αρχηγός του ΕΔΕΣ στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας, καθώς και ανώτατοι Άγγλοι πολιτικοί και στρατιωτικοί. Με τη συμφωνία αυτή όλες οι ένοπλες δυνάμεις στην Ελλάδα, Αγγλικές και Ελληνικές, περιλαμβανομένων και των ανταρτών, τέθηκαν υπό τις διαταγές του Άγγλου στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι, διοικητή του Αγγλικού εκστρατευτικού σώματος.
Την περίοδο εκείνη η Αγγλική κυβέρνηση διαδραμάτιζε πρωτεύοντα ρόλο στις Ελληνικές υποθέσεις. Τις παρακολουθούσε αυτοπροσώπως και άγρυπνα ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Γουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος ήταν πεπεισμένος ότι την κατάλληλη στιγμή το EAM / KKE θα επιχειρούσε να καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία και να εγκαθιδρύσει στην Ελλάδα κομμουνιστικό καθεστώς. Ο Τσόρτσιλ ήταν αποφασισμένος να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο πάση θυσία και να εξασφαλίσει την υπαγωγή της Ελλάδας στην Αγγλική επιρροή, σχέδιο που πίστευε ότι θα το βοηθούσε η επιστροφή του Γεωργίου B’, την οποία υποστήριζε ανεπιφύλακτα.
Οι επεμβάσεις του Τσόρτσιλ, είτε προσωπικές, είτε μέσω του Άγγλου πρεσβευτή Ρέτζιναλντ Λίπερ, είχαν επανειλημμένα επηρεάσει τη στάση και τις αποφάσεις της Ελληνικής κυβέρνησης του Καΐρου. Παράλληλα ο Τσόρτσιλ προσπαθούσε να κερδίσει τη σύμφωνη γνώμη των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης, συμμάχων της Αγγλίας κατά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για την επιβολή της Αγγλικής πολιτικής στην Ελλάδα. Απέσπασε την ανοχή των Ηνωμένων Πολιτειών με διπλωματικές πιέσεις.
Τη συναίνεση της Σοβιετικής Ένωσης την εξασφάλισε με την προσφορά ανάλογων ανταλλαγμάτων σε άλλες χώρες, οι οποίες την ενδιέφεραν περισσότερο, κατά την επίσκεψή του στη Μόσχα, μαζί με τον υπουργό του των Εξωτερικών Άντονι Ήντεν, τον Οκτώβριο του 1944, οπότε οι δύο δυνάμεις συνήψαν τη διαβόητη «Συμφωνία των Ποσοστών» επιρροής της καθεμιάς στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
H Απελευθέρωση της Ελλάδας
Το φθινόπωρο του 1944 ο B’ Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του φέρνοντας τη νίκη των Συμμάχων, Αγγλίας, Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης, επί της Γερμανίας του Χίτλερ. Οι Γερμανοί υποχωρούσαν παντού και σε λίγο θα υποχρεώνονταν να υπερασπιστούν την ίδια τους την πατρίδα. Τα Γερμανικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου παρενοχλούμενα από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, οι οποίες εκείνες τις ημέρες έδωσαν και την τελευταία μεγάλη μάχη τους εναντίον των κατακτητών, με την οποία απέτρεψαν την καταστροφή του ηλεκτροπαραγωγικού εργοστασίου του Κερατσινίου το οποίο οι Γερμανοί σχεδίαζαν να ανατινάξουν.
Εν τω μεταξύ στις 7 Οκτωβρίου είχαν αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο οι πρώτες Αγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες ύστερα από μία εβδομάδα εμφανίστηκαν στην πρωτεύουσα όπου έγιναν δεκτές από τον λαό με εκδηλώσεις λατρείας αλλά και με τα περισσότερα συνθήματα να διατρανώνουν πίστη στο EAM και στο KKE. H κυβέρνηση εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου έφτασε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου. Σύσσωμος ο λαός της πρωτεύουσας την υποδέχθηκε με ασυγκράτητο ενθουσιασμό.
Μετά την έπαρση της Ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη ο πρωθυπουργός μίλησε προς το συγκεντρωμένο πλήθος στην πλατεία Συντάγματος. Τα συνθήματα που κυριαρχούσαν ήταν και σε αυτή την περίπτωση κυρίως αφιερωμένα στην εξύμνηση του EAM και του KKE και εχθρικά προς τη μοναρχία. Στις 23 Οκτωβρίου ο Παπανδρέου έκανε ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Στο νέο σχήμα το EAM εξακολούθησε να κατέχει έξι υπουργεία.
Οι Βρετανοί στην Κατοχή
Η επιρροή που ασκούσε η Βρετανία στα Ελληνικά πράγματα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ολοκληρωτικός έλεγχος. Ο θεσμός που εγγυάτο αυτό τον έλεγχο ήταν η μοναρχία. Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα και την κατάρρευση του Μετώπου, οι Βρετανοί μετέφεραν στη Μέση Ανατολή τον βασιλιά, την κυβέρνησή του και τα στελέχη που θεωρούσαν ότι θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό ρόλο.
Η μεγάλη απειλή για τα Βρετανικά συμφέροντα στην Ελλάδα υπήρξε η ανάδυση, μέσα στις συνθήκες της Κατοχής και στο κενό εξουσίας που αυτή δημιούργησε, ενός γιγάντιου αντιστασιακού κινήματος, που ανέτρεπε όλες τις παραδοσιακές, προπολεμικές δομές και σχέσεις. Τη στιγμή της Απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους ναζί, οι αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ θα μπορούσαν να θέσουν όλη τη χώρα υπό τη διακυβέρνηση της υπαρκτής Κυβέρνησης του Βουνού, της ΠΕΕΑ, υπό τον Αλέξανδρο Σβώλο, καταλαμβάνοντας έτσι ομαλά τη μετακατοχική εξουσία και δημιουργώντας τετελεσμένα.
Τα οποία τετελεσμένα δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν εύκολα οι Βρετανοί και ο ελεγχόμενος απ’ αυτούς Γεώργιος Παπανδρέου. Η κύρια γραμμή στο ΚΚΕ εκείνη την κρίσιμη εποχή υπήρξε η πολιτική επιλογή της συνεννόησης και της συνδιαλλαγής με τις προπολεμικές δυνάμεις, με τις οποίες είχε έρθει σε συμφωνία στον Λίβανο και την Καζέρτα. Παρ’ ότι η παραδοσιακή Μαρξιστική – Λενινιστική αντίληψη δεν έλειπε από τους στοχασμούς της ηγεσίας, εν τούτοις η επιλογή της εκείνη τη στιγμή ήταν η δημοκρατική μετεξέλιξη της Ελλάδας και η οριστική απαλλαγή από τη μοναρχία.
Την αντίληψη της ρήξης και της στρατιωτικής σύγκρουσης εξέφρασε κυρίως ο Άρης Βελουχιώτης, ο οποίος στη σύσκεψη των καπεταναίων στη Λαμία είχε προτείνει την είσοδο του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, όπως ακριβώς είχε κάνει ο ΕΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη, με πρωτοβουλία των επικεφαλής του στη Μακεδονία, Ευριπίδη Μπακιρτζή και Μάρκου Βαφειάδη. Η ηγεσία του ΚΚΕ απέρριψε την πρόταση του Βελουχιώτη και επέλεξε το δρόμο που είχαν ορίσει οι ίδιοι οι Βρετανοί. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα γράφει ο υπαρχηγός του ΕΔΕΣ Κομνηνός Πυρομάγλου στο βιβλίο του «Δούρειος Ίππος» για το μεγάλο του αντίπαλο:
«Ο Βελουχιώτης ήταν ο κατ’ εξοχήν ανεγνωρισμένος και ο δυναμικός αρχηγός τού ΕΛΑΣ. Το αδιαφιλονίκητο γόητρο του στις τάξεις του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ τον έφερεν ως τον ενδεχόμενο αντίπαλο του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ, του οποίου δεν ήτο μέλος. Εξηρτάτο από αυτόν να αγνοήσει τις αποφάσεις του τελευταίου ή και να το ανατρέψει. Με τον Μάρκο στη Μακεδονία, τον Ορέστη στην Αττική, αλλά και μόνος, ήταν σε θέση να δώσει μία άλλη τροπή και εξέλιξη στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αντίθετη από αυτήν που ήταν στη σκέψη της ηγεσίας του ΚΚΕ».
Παρ’ όλες τις κατηγορίες των αντιπάλων του, το ΚΚΕ δεν είχε επιλέξει το δρόμο της σύγκρουσης και πολύ περισσότερο τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Την εκτίμηση αυτή είχε διατυπώσει από το 1945 ο Κρις Γουντχάουζ, ένας από τους καλύτερους γνώστες τόσο της Βρετανικής πολιτικής όσο και της Ελληνικής Αντίστασης. Ο Γουντχάουζ υποβαθμίζει στα κείμενά του την επιρροή ξένων κέντρων στη συμπεριφορά του ΚΚΕ. Θεωρεί ότι κινήθηκε προς την κατεύθυνση της στρατιωτικής σύγκρουσης, μόνο όταν οι Βρετανοί και οι Ελληνικές αντικομμουνιστικές δυνάμεις απέκλεισαν κάθε άλλο δρόμο.
H Κρίση Αρχίζει
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατακτητές, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανόρθωσης της χώρας. Ταυτόχρονα είχε τεθεί αφενός μεν το ζήτημα της τιμωρίας των συνεργατών του κατακτητή, αφετέρου δε η μεθόδευση του αφοπλισμού των ανταρτών. Οι βάσεις πάνω στις οποίες κινούνταν η πολιτική του Παπανδρέου ήταν η συμφωνία της Καζέρτα, η οποία υπέτασσε όλες τις Ελληνικές δυνάμεις (Εθνικό Στρατό και ανταρτικές ομάδες) υπό συμμαχική διοίκηση και συγκεκριμένα τον στρατηγό Σκόμπυ.
Το σημείο που τελικά οδήγησε στην κρίση ήταν ο αφοπλισμός των αντάρτικων ομάδων. Το θέμα αυτό θα μπορούσε να καθορίσει αποφασιστικά την κατανομή της εξουσίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Στις 5 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου ανακοίνωσε, σε συμφωνία με το στρατηγό Σκόμπυ, ότι ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα αποστρατευθούν ως τις 10 Δεκεμβρίου. Ακολούθησαν μακρές διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβερνήσεως και του ΕΑΜ. Στις 27 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου ανακοίνωσε τη συμφωνία με τους Εαμικούς υπουργούς Σβώλο, Τσιριμώκο, Ζεύγο για την αποστράτευση.
Αντιδράσεις προκάλεσε όμως, κυρίως στους αδιάλλακτους εντός του ΕΑΜ, το τελεσίγραφο της κυβέρνησης την 1η Δεκεμβρίου για γενικό αφοπλισμό σύμφωνα με την πρόσφατη συμφωνία, η οποία προέβλεπε ότι θα εξαιρούνταν η Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος, με το σκεπτικό ότι ήταν το μόνο εν λειτουργία τμήμα του τακτικού Ελληνικού Στρατού το οποίο πολέμησε σε Βόρειο Αφρική και Ιταλία. Η ταξιαρχία είχε λάβει μέρος στη Μάχη του Ρίμινι. Μάλιστα είχε αποσταλεί από τον ίδιο τον Τσώρτσιλ στο Ιταλικό μέτωπο ώστε να αποκτήσει πολεμικές δάφνες.
Στη διατήρηση ή διάλυση της, όπως και του ΕΛΑΣ, θα επικεντρωθεί η κρίση που θα οδηγήσει στη Δεκεμβριανή σύγκρουση. Επίσης, σε αυτές τις δυνάμεις θα προστίθενταν ένα τμήμα του ΕΔΕΣ και μια Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ ώστε να λάμβαναν μέρος αν χρειαζόταν σε επιχειρήσεις των συμμάχων σε Κρήτη και Δωδεκάνησα, περιοχές τις οποίες ακόμα κατείχαν οι Γερμανοί. Αυτό που ήθελε η Βρετανική Κυβέρνηση ήταν, να δημιουργηθεί Εθνικός Στρατός με δύναμη 40.000 ανδρών.
Ικανός να αναλάβει καθήκοντα εσωτερικής ασφάλειας, ώστε να γίνει εφικτή η ταχύτερη αποδέσμευση των Βρετανικών δυνάμεων από την Ελλάδα προς τις άλλες ζώνες επιχειρήσεων. Το κλίμα ευφορίας και έξαρσης που είχε γεννήσει η απελευθέρωση δεν επρόκειτο να διαρκέσει πολύ. Οι διαφωνίες που χώριζαν τις αντίθετες πολιτικές παρατάξεις και είχαν προσωρινά παραμεριστεί ξαναβγήκαν στην επιφάνεια οξυμένες από τις ανησυχίες του Τσόρτσιλ και από την πεποίθησή του ότι η σύγκρουση με το EAM ήταν αναπόφευκτη.
H αντίθεση επικεντρώθηκε τελικά στον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να συγκροτηθούν οι ένοπλες δυνάμεις της ελεύθερης πλέον Ελλάδας. H κυβέρνηση και οι Άγγλοι θεωρούσαν απαραίτητη προϋπόθεση για αυτόν τον σκοπό τον αφοπλισμό και τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Το EAM φοβόταν ότι χωρίς τον ΕΛΑΣ θα παραδινόταν ανυπεράσπιστο στο έλεος των αντιπάλων του. H κυβέρνηση και ο στρατηγός Σκόμπυ διέταξαν τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Οι υπουργοί του EAM παραιτήθηκαν.
Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου το EAM διοργάνωσε στην πλατεία Συντάγματος συλλαλητήριο κατά των κυβερνητικών μέτρων, το οποίο η κυβέρνηση είχε απαγορεύσει. Οι διαδηλωτές, πολλές χιλιάδες, δέχθηκαν τα πυρά της αστυνομίας. Αποτέλεσμα: πάνω από 20 νεκροί και 140 τραυματίες. Την επομένη, Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου, το EAM κήρυξε γενική απεργία διαμαρτυρίας και διοργάνωσε νέο συλλαλητήριο για την ταφή των θυμάτων της προηγουμένης. Και αυτό το συλλαλητήριο, επίσης ογκωδέστατο, αντιμετώπισε την επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων με συνέπεια νέους νεκρούς και τραυματίες.
Τα Δεκεμβριανά είχαν αρχίσει
H Αθήνα Πεδίο Μάχης
H πρώτη καθαρά στρατιωτική επιχείρηση έγινε τη νύχτα της 3ης Δεκεμβρίου στο Ψυχικό, έξω από το Αμερικανικό Κολλέγιο. Εκεί το 2ο Σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ περίμενε την τελική διαταγή για να ξεκινήσει με σκοπό να επιτεθεί κατά της Ταξιαρχίας του Ρίμινι που στρατοπέδευε στο Γουδί, στους εκεί στρατώνες. Το σύνταγμα του ΕΛΑΣ, με δύναμη χιλίων περίπου ανδρών, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε Αγγλική μονάδα τεθωρακισμένων, στην οποία αναγκάστηκε να παραδοθεί. Ταυτόχρονα άλλες μονάδες του ΕΛΑΣ διατάχθηκαν να καταλάβουν τα αστυνομικά τμήματα, αποστολή που την έφεραν σε πέρας με αρκετή επιτυχία.
Κατά τις πρώτες φάσεις της σύρραξης οι Αγγλικές και οι κυβερνητικές δυνάμεις βρέθηκαν αποκλεισμένες σε μια αρκετά περιορισμένη περιοχή στο κέντρο της Αθήνας, ενώ τον έλεγχο των συνοικιών τον είχε ο ΕΛΑΣ, όπου όμως υπήρχαν επίσης νησίδες ελεγχόμενες από τους αντιπάλους του, όπως η Σχολή των Ευελπίδων και η Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού στο Πολύγωνο, οι στρατώνες στο Γουδί, η Χωροφυλακή στου Μακρυγιάννη, οι φυλακές Αβέρωφ στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και άλλα σημεία. Σύντομα οι Άγγλοι άρχισαν να δέχονται ενισχύσεις σε άνδρες και όπλα από το μέτωπο της Ιταλίας.
Αν και δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τους αριθμούς, κατά προσέγγιση υπολογισμοί δείχνουν ότι ο ΕΛΑΣ, του οποίου οι δυνάμεις σε όλη τη χώρα υπερέβαιναν αρκετά τις 100.000 άνδρες, στη μάχη της Αθήνας διέθετε λιγότερους από 20.000. Οι Άγγλοι από την πλευρά τους, συνυπολογιζομένων και των διαφόρων Ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων, στα προχωρημένα στάδια της αναμέτρησης διέθεταν δύναμη που κυμαινόταν γύρω στις 50.000 άνδρες. Υπερείχε επίσης αυτή η παράταξη στην ποσότητα και στην ποιότητα του οπλισμού, που περιελάμβανε βαρέα όπλα και αεροπλάνα, ενώ ο οπλισμός του ΕΛΑΣ ήταν ελαφρός και ελλιπής.
Από τις πρώτες κιόλας ημέρες του Δεκεμβρίου οι συγκρούσεις υπήρξαν σφοδρές και ως το τέλος του μήνα είχαν επεκταθεί σε όλη την Αθήνα αλλά και στον Πειραιά. Από την Καισαριανή ως το Περιστέρι, από τις Τζιτζιφιές ως τους Αμπελόκηπους, από το Πολύγωνο ως του Ψυρρή, από τη Νέα Σμύρνη ως το Μοσχάτο, από το Μεταξουργείο ως τα Πετράλωνα, αλλά και στα αεροδρόμια του Τατοΐου και της Ελευσίνας, καθώς και στο κέντρο, στην Ομόνοια, στην πλατεία Βάθης, στην οδό Πατησίων διεξάγονται μάχες.
Καταλαμβάνονται και ανακαταλαμβάνονται στρατηγικά σημεία και κτίρια, μερικά από τα οποία ο ΕΛΑΣ τα ανατινάζει για να στήσει με τα ερείπιά τους οδοφράγματα. Τα Αγγλικά αεροπλάνα πολυβολούν τις συνοικίες που ελέγχονται από τον ΕΛΑΣ, τα πυροβολεία του Λυκαβηττού και της Ακρόπολης σφυροκοπούν τις θέσεις του αντιπάλου, ο στόλος βάλλει κατά των συνοικιών του Πειραιά. Τα θύματα είναι πολλά, αιχμάλωτοι συλλαμβάνονται εκατέρωθεν, περιλαμβανομένων και αρκετών Άγγλων στρατιωτών.
Δύο από τις σημαντικότερες μάχες έδειξαν την αδυναμία του ΕΛΑΣ να αντεπεξέλθει στη μαχητική ανωτερότητα των αντιπάλων του. H μία δόθηκε στο Γουδί, στους στρατώνες του οποίου είχε οχυρωθεί η Ταξιαρχία του Ρίμινι, η άλλη στον στρατώνα του Μακρυγιάννη όπου βρίσκονταν υπερχίλιοι χωροφύλακες. Παρά τις πείσμονες επιθέσεις του ο ΕΛΑΣ δεν κατόρθωσε να καταλάβει αυτά τα σημεία ώσπου Αγγλικά αεροπλάνα και τανκς έσπευσαν να βοηθήσουν και να διασώσουν τους πολιορκουμένους.
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ – ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
11 Οκτωβρίου 1944: Ο Τσώρτσιλ και ο Στάλιν συμφωνούν να αποσυρθούν τα Βουλγαρικά στρατεύματα από τη Μακεδονία και την Θράκη μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου. Αγγλο-Σοβιετικές συνομιλίες 9-10 Οκτωβρίου γνωστές και ως «Συμφωνία των Ποσοστών», λόγω του καθορισμού των ζωνών επιρροής, όπως Ελλάδα 90% για τη Βρετανία και Ρουμανία 90% για τη Ρωσία.
12 Οκτωβρίου 1944: Απελευθερώνεται την Αθήνα ύστερα από 1.264 μέρες Χιτλερικής σκλαβιάς. Στις 9.45 το πρωί η Γερμανική σημαία κατεβαίνει από την Ακρόπολη. Ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους. Γαλανόλευκες σημαίες στολίζουν τη μεγαλειώδη διαδήλωση του λαού. Στις αμέσως επόμενες ημέρες, ως και τις 3 Νοεμβρίου, ολoκληρώθηκε η αποχώρησή των Γερμανικών στρατευμάτων κατοχής από όλη σχεδόν την Ελλάδα εκτός της Κρήτης και των Δωδεκανήσων.
12 – 13 Οκτωβρίου 1944: Ο ΕΛΑΣ σώζει το Ηλεκτρικό Εργοστάσιο και την πόλη του Πειραιά από την καταστροφή που σχεδίαζαν οι ναζί.
16 Οκτωβρίου 1944: Έρχεται στην Αθήνα, από τα βουνά, η ηγεσία του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ.
18 Οκτωβρίου 1944: Φτάνει στην Ελλάδα η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου. Μαζί φτάνει και ο Άγγλος στρατηγός Σκόμπυ. Στη μεγάλη παναθηναϊκή συγκέντρωση, που γίνεται στην πλατεία Συντάγματος, ο λαός διατρανώνει τη θέλησή του για ομαλές εσωτερικές εξελίξεις και κατοχύρωση των καρπών των αγώνων του στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης. Διατρανώνει τη θέλησή του για Λαοκρατία, Δικαιοσύνη και Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, για να βαδίσει η χώρα προς την πρόοδο, την εθνική και δημοκρατική αναδημιουργία, αποκαθαρμένη από τους προδότες και όσους στρέφονταν κατά της λαϊκής κυριαρχίας.
21 Οκτωβρίου 1944: Το ΚΚΕ ενημερώνεται από τον Βούλγαρο κομμουνιστή ηγέτη Δημητρώφ να μη περιμένουν βοήθεια με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχουν όπλα, αλλά και λόγω διεθνών περιπλοκών.
3 Νοεμβρίου 1944: Η Εθνική Αντίσταση ελευθερώνει ολόκληρη την Ελλάδα. Υπό κατοχή είναι ακόμη η Κρήτη και η Μήλος.
5 Νοεμβρίου 1944: Ο Γ. Παπανδρέου, ύστερα από υπόδειξη του Σκόμπυ -και χωρίς καμιά συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο- ανακοινώνει στον Τύπο ότι ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα διαλυθούν στις 10 Δεκέμβρη. Ανακοινώνει επίσης ότι την 1η του Δεκέμβρη θα διαλυθεί η Εθνική Πολιτοφυλακή του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ.
Την ίδια μέρα ο γνωστός για τα δημοκρατικά -πατριωτικά του αισθήματα στρατηγός Οθωναίος- αρχιστράτηγος τώρα, βάσει του συμφώνου του Λιβάνου και με κύρια αποστολή τη διοργάνωση νέου Ελληνικού στρατού – καλεί τον Στ. Σαράφη και του προτείνει να γίνει επιτελάρχης του. Ο Σαράφης δέχεται, αλλά ματαιώνονται τα πάντα ύστερα από παρέμβαση του Σκόμπυ, που θέλει για τη θέση του επιτελάρχη τον στρατηγό Βεντήρη. Κατάληξη του θέματος είναι, στις 13 Νοεμβρίου να παραιτηθεί ο Οθωναίος, μη δεχόμενος τις Αγγλικές επεμβάσεις στο έργο του.
9 Νοεμβρίου 1944: Είσοδος στην Αθήνα της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας “Ρίμινι”
10 Νοεμβρίου 1944: Η ορεινή ταξιαρχία που έχει φτάσει στην Ελλάδα παρελαύνει στους δρόμους της Αθήνας. Η αποστολή της -όπως την καθόρισε ο Τσόρτσιλ με τηλεγράφημά του στο Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Ήντεν, 3 μέρες πριν- είναι να μην διστάσει ν’ ανοίξει πυρ αν αυτό είναι απαραίτητο, ενάντια στο λαϊκό κίνημα και προς εξυπηρέτηση των αντιδραστικών σχεδίων της Αγγλίας για την Ελλάδα.
15 Νοεμβρίου 1944: Οι προκλήσεις εναντίον του λαού συνεχίζονται. Χίτες ανοίγουν πυρ εναντίον ειρηνικής διαδήλωσης στην οδό Πανεπιστημίου. Αγγλικά τμήματα καταφτάνουν για να προστατέψουν τους Χίτες.
19 Νοεμβρίου 1944: Μεγαλειώδης συγκέντρωση στην Αθήνα για τα 26 χρόνια του ΚΚΕ.
22 Νοεμβρίου 1944: Ο Σκόμπυ καλεί τους υπουργούς της Αριστεράς, Σβώλο και Πορφυρογένη και -σε ρόλο επικυριάρχου της Ελλάδας- τους κάνει παρατήρηση για τα υψηλά ημερομίσθια που καθόρισε ο Πορφυρογένης για τους εργάτες και υπάλληλους. Τους ζητάει επίσης μέσα σε 24 ώρες να κάνουν δήλωση ότι “αποκηρύττουν τη χρήση βίας”. Οι δύο υπουργοί αρνούνται με περιφρόνηση.
Την ίδια μέρα ο Παπανδρέου μονογράφει απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου -στην οποία συμφωνούν ΕΑΜ και ΚΚΕ- για διάλυση του ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ και όλων των εθελοντικών σωμάτων ως τις 10 Δεκέμβρη και δημιουργία Εθνικού Στρατού. Στη συνέχεια ο Παπανδρέου υπαναχωρεί με το επιχείρημα ότι δε δέχονται οι Άγγλοι τη διάλυση της Ορεινής Ταξιαρχίας. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ συνεχίζουν την προσπάθεια για συμβιβασμό.
27 Νοεμβρίου 1944: Επιτυγχάνεται συμφωνία στο στρατιωτικό ζήτημα η οποία προβλέπει τα εξής: Θα καταρτιστεί τμήμα Εθνικού Στρατού, με ενιαία διοίκηση, από την Ορεινή Ταξιαρχία, τον Ιερό Λόχο, τμήματα του ΕΔΕΣ και μία ταξιαρχία των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, “έχουσα δύναμιν ίσην προς το άθροισμα των άνω δυνάμεων και με ίσον οπλισμόν”.
28 Νοεμβρίου 1944: Ο Παπανδρέου υπαναχωρεί εκτελώντας διαταγές των Άγγλων. Ανακοινώνει στον Τύπο αλλοιωμένη τη συμφωνία. Σύμφωνα με την ανακοίνωση Παπανδρέου το τμήμα στρατού που θα σχηματιστεί δεν προβλέπεται να έχει ενιαία διοίκηση. Επίσης δίνεται η δυνατότητα στον ΕΔΕΣ να έχει ίση δύναμη μ’ αυτή του ΕΛΑΣ, ξέχωρα από τις δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου. Το ΚΚΕ ύστερα απ’ αυτό επαναφέρει την πρόταση για αποστράτευση όλων -Ορεινής Ταξιαρχίας, Ιερού Λόχου και ανταρτών- κάτι που και ο Παπανδρέου θεωρούσε λογικό, αλλά αδύνατο, λόγω της άρνησης των Άγγλων.
30 Νοεμβρίου 1944: Ο Παπανδρέου βγάζει διαταγή που καθορίζει τις ημερομηνίες διάλυσης του ΕΛΑΣ και της πολιτοφυλακής, χωρίς να έχει λυθεί μαζί με τους υπουργούς της Αριστεράς το πρόβλημα των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας.
1 Δεκεμβρίου 1944: Οι ΕΑΜίτες υπουργοί παραιτούνται σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διαταγή μονομερούς αφοπλισμού του ΕΛΑΣ. Τεράστιες μαχητικές διαδηλώσεις του λαού σ’ όλη την Ελλάδα ενάντια στην κυβέρνηση Παπανδρέου και την Αγγλική επέμβαση.
2 Δεκεμβρίου 1944: Στο Φάληρο αποβιβάζονται 6.000 Άγγλοι και δύο Ελληνικά τάγματα από την Αίγυπτο. Τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας ο Παπανδρέου ανακαλεί την άδεια που είχε δοθεί για το συλλαλητήριο του ΕΑΜ την επομένη.
3 Δεκεμβρίου 1944: Το συλλαλητήριο ξεκινάει. Εκατοντάδες χιλιάδες λαού κατακλύζουν την πλατεία Συντάγματος και τους γύρω δρόμους. Τα συνθήματα “Όχι άλλη κατοχή”, “Παπανδρέου παραιτήσου” κυριαρχούν σ’ όλα τα χείλη. Στις 11 το πρωί η αστυνομία με την προστασία Αγγλικών τανκς ανοίγει πυρ εναντίων των άοπλων διαδηλωτών. Σκοτώνονται 28 και τραυματίζονται 140 διαδηλωτές.
4 Δεκεμβρίου 1944: Κηρύσσεται γενική απεργία σ’ όλη την Ελλάδα. Ο λαός της Αθήνας οδηγεί τα θύματά του στην τελευταία τους κατοικία. Όταν η πομπή φτάνει στο Σύνταγμα οι διαδηλωτές γονατίζουν. Ορκίζονται στους νεκρούς και ψάλουν το πένθιμο εμβατήριο. Ένα τεράστιο πανό στην κεφαλή της πορείας γράφει:
“ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ, ΔΙΑΛΕΓΕΙ Η ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ Η ΤΑ ΟΠΛΑ”
Ο Σκόμπυ κηρύσσει στρατιωτικό νόμο. Βρετανικές δυνάμεις κυκλώνουν και αφοπλίζουν το 2ο Σύνταγμα της ΙΙ μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Ο ΕΛΑΣ αρχίζει τις επιχειρήσεις κατά των Χιτών και των αστυνομικών τμημάτων της Αθήνας και του Πειραιά. Την επομένη ο Σκόμπυ θα πάρει διαταγή από τον Τσόρτσιλ να συμπεριφέρεται σαν να βρίσκεται σε κατεχόμενη πόλη.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1944
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ Η ΕΝΟΠΛΗ ΡΗΞΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Το Υπόβαθρο
Η αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα και η έλευση στην Αθήνα της κυβέρνησης Εθνικής Ενώσεως υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου τον Οκτώβριο του 1944 σήμαναν την έναρξη μιας πολιτικής κρίσης, η οποία παρέμεινε ανεπίλυτη και οδήγησε στην ένοπλη σύγκρουση των Δεκεμβριανών. Διακύβευμα της κρίσης αυτής ήταν η δομή και ο φορέας της εξουσίας στη μεταπολεμική Ελλάδα. Η Κατοχή είχε σημάνει μείζονες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Η μοναρχία είχε χάσει οποιαδήποτε δημοτικότητα, καθώς ταυτιζόταν με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936.
Τα παλαιά πολιτικά κόμματα βρίσκονταν σε αδράνεια ήδη από το 1936 και αδυνατούσαν να αντεπεξέλθουν στις νέες απαιτήσεις της πολιτικής δράσης σε συνθήκες ξένης κατοχής. Παρέμεναν προσκολλημένα στο πολιτειακό ζήτημα αποβλέποντας στην παρεμπόδιση της επανόδου του Γεωργίου Β΄, που συνιστούσε την προτιμώμενη λύση για τους Βρετανούς, οι οποίοι διατηρούσαν στη Μέση Ανατολή, όπου είχαν διαφύγει ο βασιλιάς, η κυβέρνηση και οι Ένοπλες δυνάμεις, τον έλεγχο των Ελληνικών υποθέσεων.
Σχεδόν ομόφωνα, ακόμα και η πλειοψηφία των στελεχών του αντιβενιζελικού Λαϊκού Κόμματος, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, επέμενε ότι ο βασιλιάς δεν έπρεπε να επιστρέψει στη χώρα χωρίς να διενεργηθεί δημοψήφισμα. Αυτά όμως συνιστούσαν παλαιά μορφή πολιτικής. Η τριπλή κατοχή, σε συνδυασμό με τον κίνδυνο εδαφικού ακρωτηριασμού της χώρας από τη σύμμαχο των Γερμανών Βουλγαρία, η ασυνήθιστα οξεία κρίση επισιτισμού, ο υπερπληθωρισμός που σήμαινε εξάρθρωση των μικρών και μεσαίων αστικών στρωμάτων και η απειλούμενη επιστράτευση αποτελούσαν ένα πλαίσιο που ευνοούσε νέες μορφές μαζικής κινητοποίησης και στα αστικά κέντρα και την ύπαιθρο.
Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ) ήταν καλύτερα προετοιμασμένη, ψυχολογικά, ιδιοσυγκρασιακά, ιδεολογικά και πολιτικά για να αντεπεξέλθει στο ποικιλόμορφο πεδίο της Κατοχής. Έτσι τον Σεπτέμβριο του 1941 προχώρησε μαζί με μικρές σοσιαλιστικές ομάδες στη σύσταση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ). Αν και έθετε με προσοχή ως μέλημα του ΕΑΜ την αποτροπή της επανόδου σε ένα αυταρχικό και κοινωνικά άνισο προπολεμικό παρελθόν, απέφευγε να θέσει μείζονα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα και επικεντρωνόταν στο ζήτημα της εθνικής απελευθέρωσης.
Πολύ γρήγορα απέκτησε δικτύωση στα μεγάλα αστικά κέντρα, το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ) διείσδυσε με ευχέρεια στις τάξεις των εργατών και των υπαλλήλων, ένδειξη της προτεραιότητας που είχαν για μια κομμουνιστική ηγεσία που σφυρηλατήθηκε στον Μεσοπόλεμο υπό την καθοδήγηση της Γ΄ Διεθνούς η πολιτική δράση στις πόλεις και η ευρεία συσπείρωση των εργατών.
Ταυτόχρονα, αν και η ηγεσία του κόμματος παρέμενε επιφυλακτική έναντι του ενδεχομένου ανταρτικής δραστηριότητας και λόγω δογματικών αντιλήψεων αλλά και κάποιας ανησυχίας για τη δυνατότητα πολιτικού ελέγχου, ήταν αδύνατο να αγνοηθεί η ύπαιθρος για τον απλό λόγο ότι η κινητοποίηση εκεί ήταν ευχερέστερη, καθώς οι δυνάμεις Κατοχής δεν ήταν παρούσες, αλλά περιορίζονταν στον έλεγχο αστικών κέντρων, άλλων ζωτικών σημείων και συγκοινωνιακών αρτηριών.
Ήταν επίσης αδύνατο για την ηγεσία του κόμματος να ελέγξει πλήρως τις πρωτοβουλίες ανάληψης ανταρτικής δραστηριότητας, όπως αυτή του Άρη Βελουχιώτη το καλοκαίρι του 1942. Ανταρτική δραστηριότητα, αλλά μόνο μέσω μικρών ομάδων τοπικής ή το πολύ περιφερειακής εμβέλειας, ευνοούσαν επίσης και οι Βρετανοί. Συνεπώς, από ένα συνδυασμό παραγόντων το ΚΚΕ θα συναινούσε στην ανάπτυξη του ένοπλου σκέλους του ΕΑΜ, του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ).
Ο οποίος ΕΛΑΣ, θα παρέμενε εν τέλει υπό τον πλήρη πολιτικό και οργανωτικό έλεγχο της ηγεσίας του ΚΚΕ και θα εξαπλωνόταν σε πανελλήνια κλίμακα, ενώ δεν θα ετίθετο υπό τη διοίκηση του Συμμαχικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής όπως επεδίωκε ο Βρετανικός παράγων. Γενικά, το ΚΚΕ ανέτρεψε πλήρως τις σχέσεις κυριαρχίας στην Ελληνική επικράτεια μέσω της μαζικής κινητοποίησης στις πόλεις και της ανταρτικής δραστηριότητας στην ύπαιθρο, η οποία σε μεγάλο βαθμό απέκτησε θεσμούς τοπικής διοίκησης ελεγχόμενους από το ΕΑΜ. Νέες ηλικίες, γυναίκες και αγρότες εντάχθηκαν στο νέο πολιτικό πλαίσιο.
Τον Μάρτιο του 1944 το ΚΚΕ θα επιχειρούσε να κεφαλαιοποιήσει την επιρροή και την de facto εξουσία του, ανάγοντάς την σε μια κεντρική αρχή, με το σχηματισμό της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, η οποία θα ζητούσε και τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με την εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση για το σχηματισμό ενός αντιπροσωπευτικού κυβερνητικού σχήματος. Η εξάπλωση του ΕΑΜ σήμαινε, όμως, και πολιτική και κοινωνική ένταση και αυξανόμενη πόλωση.
Κοινωνικά, η επιρροή του ΕΑΜ σήμαινε αυξανόμενη αμφισβήτηση οικονομικών και κοινωνικών δομών, ενώ πολιτικά η οξυνόμενη αντιπαράθεση έπαιρνε και στρατιωτική μορφή, ιδίως από τον Οκτώβριο του 1943, οπότε και σημειώθηκε γενικευμένη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ του ΕΛΑΣ και του Εθνικού δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ), που διήρκεσε έως τον Φεβρουάριο του 1944. Ο ΕΔΕΣ συνιστούσε αντιπροσωπευτική περίπτωση μιας οργάνωσης αντίστασης περιφερειακής κλίμακας, διέθετε ερείσματα στη δυτική Ελλάδα, όπως την ευνοούσαν οι Βρετανοί.
Υπό την ηγεσία του παλαιού Βενιζελικού και δημοκρατικού συνταγματάρχη Ναπολέοντα Ζέρβα, θα μεταστρεφόταν σταδιακά προς το στέμμα υπό τη Βρετανική επιρροή, ενώ μια ομάδα στελεχών της στην Αθήνα, χωρίς να διαθέτει την επιρροή που διέθετε ο Ζέρβας στην Ήπειρο, στράφηκε προς τη συνεργασία με τις αρχές Κατοχής. Η σύγκρουση μπορεί να κατανοηθεί στο πλαίσιο της προσπάθειας των οργανώσεων αντίστασης να βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση τη στιγμή της Απελευθέρωσης. Τον Οκτώβριο του 1943, στην ανάλυση της ηγεσίας του ΕΑΜ βάραιναν δύο στοιχεία:
Το πρώτο ήταν η άρνηση των Βρετανών να αποδεχθούν το αίτημα αντιπροσωπίας αντιστασιακών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένου του ΕΑΜ, αλλά και του ΕΔΕΣ, που ζήτησε, κατά την επίσκεψή της στο Κάιρο τον Αύγουστο του 1943, την ανάληψη δέσμευσης από το βασιλιά για τη μη επάνοδό του στη χώρα χωρίς τη διενέργεια δημοψηφίσματος. Η Βρετανική υποστήριξη προς το βασιλιά και η αναγκαστική επιστροφή της αντιστασιακής αντιπροσωπίας στην κατεχόμενη Ελλάδα σήμαιναν αδυναμία συνεννόησης μεταξύ της εξόριστης κυβέρνησης και της νέας πραγματικότητας που διαμορφωνόταν στη χώρα.
Το δεύτερο στοιχείο ήταν η εκτίμηση που επικράτησε στην ηγεσία του ΚΚΕ ότι επίκειτο συμμαχική απόβαση στην Ελλάδα. Λαμβανομένης υπόψη της Βρετανικής στάσης έναντι του αιτήματος των αντιστασιακών οργανώσεων, η ηγεσία του ΚΚΕ θεώρησε ότι έπρεπε να έχει εξασφαλίσει προκαταβολικά την κυριαρχία της στην Ελληνική επικράτεια. Η ένοπλη σύγκρουση έληξε τελικά τον Φεβρουάριο του 1944 με ανακωχή την οποία επεδίωξαν οι Βρετανοί εν ονόματι των αναγκών του συμμαχικού αγώνα.
Ο ΕΛΑΣ, αν και υπερείχε, δεν διέλυσε τελικά τον ΕΔΕΣ, ο οποίος επέδειξε αντοχή, αλλά διέθετε και την υλική και διπλωματική υποστήριξη των Βρετανών που είχαν διακόψει τη βοήθεια προς τον ΕΛΑΣ. Η συνθηκολόγηση των Ιταλών είχε εν τούτοις καταστήσει τον ΕΛΑΣ ανεξάρτητο από το Βρετανικό εφοδιασμό. Γενικά ο ΕΛΑΣ διέθετε πανελλήνια εμβέλεια σε αντίθεση με τις αντικομμουνιστικές ένοπλες ομάδες που αντιμετώπισε, κυρίως στην Πελοπόννησο και τη Μακεδονία, και επιβλήθηκε στις συγκρούσεις με αυτές. Η πολιτική της σύγκρουσης είχε για το ΚΚΕ επιχειρησιακά οφέλη, αλλά και πολιτικό κόστος.
Ενώ από τη μια πλευρά εκκαθάριζε το πεδίο από αντιπάλους, από την άλλη δημιουργούσε πολιτική αντίθεση που υπερέβαινε το όποιο στρατηγικό όφελος. Αυτή ήταν η περίπτωση της οριστικής διάλυσης της οργάνωσης Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση (ΕΚΚΑ) και της ένοπλης ομάδας της υπό την ηγεσία του δημοκρατικού συνταγματάρχη Ψαρρού στην περιοχή της Παρνασσίδας τον Απρίλιο του 1944. Εναντίον των πολιτικών συμφερόντων του ΚΚΕ λειτούργησε και η στάση που υποκίνησε το σκέλος του ΕΑΜ στη Μέση Ανατολή, ο Ελληνικός Απελευθερωτικός Σύνδεσμος (ΕΑΣ), στις σταθμεύουσες στην Αίγυπτο Ελληνικές Ένοπλες δυνάμεις τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1944.
Ο ΕΑΣ προχώρησε στη στάση με αίτημα το σχηματισμό αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης μετά από συνομιλίες με την ΠΕΕΑ. Η κίνηση απέτυχε, καθώς ο Βρετανικός παράγων υποστήριξε το βασιλιά και η στάση κατεστάλη. Επρόκειτο για στρατηγική ζημία μεγάλης έκτασης για την Αριστερά, καθώς οι Ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής εκκαθαρίστηκαν από τα αριστερά στοιχεία, η επιρροή των δημοκρατικών εξασθένησε και η συνδιάσκεψη που συγκλήθηκε στον Λίβανο για την αναζήτηση πολιτικής διευθέτησης οργανώθηκε υπό το στενό έλεγχο των Βρετανών και με όρους δυσμενείς για το ΕΑΜ, όπως επρόκειτο να ανακαλύψει η ηγεσία του ΚΚΕ από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο του 1944.
Η Προσωρινή Πολιτική Διευθέτηση
Πράγματι, ο Γεώργιος Παπανδρέου, επιλογή των Βρετανών και του Γεωργίου για την προεδρία της κυβέρνησης Εθνικής Ενώσεως που επρόκειτο να σχηματιστεί, πέτυχε να συσπειρώσει στο συνέδριο του Λιβάνου του Μαΐου του 1944 το σύνολο των προδικτατορικών αστικών κομμάτων, αν και οι Φιλελεύθεροι παρέμεναν επιφυλακτικοί έναντί του, καθώς θεωρούσαν ότι τους ανήκε η πρωτοκαθεδρία με βάση τα αποτελέσματα των τελευταίων προπολεμικών εκλογών του 1936, ενώ και οι Λαϊκοί θεωρούσαν μάλλον χλιαρή τη θέση του Αχαιού πολιτικού έναντι της Αριστεράς.
Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή που υπο-αντιπροσωπευόταν στο νέο κυβερνητικό σχήμα ήταν η Αριστερά, η οποία εξασφάλιζε μόνο πέντε θέσεις, όχι περισσότερο από το ένα πέμπτο, στο Υπουργικό Συμβούλιο. Η ηγεσία του ΚΚΕ παρέμεινε αρνητική για ένα τρίμηνο στο αποτέλεσμα της Συμφωνίας του Λιβάνου, το οποίο διαπραγματεύθηκαν επιτόπου ο πρόεδρος της ΠΕΕΑ, σοσιαλιστής Αλέξανδρος, Σβώλος και ο Πέτρος Ρούσος, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ.
Το κόμμα θα αποδεχόταν τελικά τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση υπό τους όρους της Συμφωνίας του Λιβάνου και με τον Παπανδρέου στην πρωθυπουργία στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1944. Σ’ αυτή την επιλογή βάρυνε ασφαλώς η σοβιετική πολιτική. Η Μόσχα θεωρούσε κρίσιμη τη διατήρηση καλών σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία ενόσω διαρκούσε η πολεμική αναμέτρηση με τη Γερμανία. Έτσι, παρά το γεγονός ότι δεν θα ενημέρωνε την ηγεσία του ΚΚΕ για την εξέλιξη των Αγγλο-Σοβιετικών συνομιλιών από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο του 1944, οπότε και κατέληξαν στη Μόσχα στη λεγόμενη Συμφωνία των Ποσοστών.
Με την οποία αναγνωριζόταν το Βρετανικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα στο πλαίσιο της ακεραιότητας της γραμμής των επικοινωνιών της παραδοσιακής ναυτικής δύναμης που κυριαρχούσε στη Μεσόγειο, η Σοβιετική ηγεσία θα άφηνε ταυτόχρονα να εννοηθεί ότι ευνοούσε μια συμβιβαστική στάση εκ μέρους του ΚΚΕ. Τα προσεκτικά αυτά μηνύματα μεταδόθηκαν στην αντιπροσωπία της Αριστεράς στο Κάιρο τον Μάιο του 1944 από την εκεί Σοβιετική πρεσβεία, όπως και έμμεσα, αλλά ευκρινώς για την Ελληνική κομμουνιστική ηγεσία, από τη Σοβιετική Στρατιωτική Αποστολή, που έφθασε στην κατεχόμενη Ελλάδα στο τέλος του Ιουλίου του 1944.
Υπό το κράτος αυτών των παραινέσεων και την αίσθηση ότι εμμονή στην αδιαλλαξία θα μπορούσε να σημάνει και την απώλεια μετριοπαθών σοσιαλιστικών στοιχείων, τα οποία δεν ήταν πολυάριθμα αλλά παρέμεναν χρήσιμα για την ευρύτητα του ΕΑΜ, η ηγεσία του ΚΚΕ συναίνεσε στην είσοδο στην κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως. Παράλληλα, στο τέλος Σεπτεμβρίου, θα υπέγραφε τη Συμφωνία της Καζέρτας, με την οποία υπήγαγε τον ΕΛΑΣ στις διαταγές Βρετανού διοικητή, του στρατηγού Scobie, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να μην εισέλθει στην Αττική τη στιγμή της Απελευθέρωσης.
Αυτό ήταν και το σημαντικότερο στοιχείο της συμφωνίας αυτής, για την οποία η ηγεσία του ΚΚΕ επικρίθηκε μάλλον άδικα, αφού η συνομολόγησή της συνιστούσε λογικό επακόλουθο της αποδοχής της Συμφωνίας του Λιβάνου. Μια κίνηση προς την αντίθετη φορά, στην οποία προχώρησε το ΚΚΕ τον Σεπτέμβριο, εν όψει της Απελευθέρωσης, ήταν να συγκρουστεί με τα συγκροτηθέντα από τους Γερμανούς Τάγματα Ασφαλείας στην Πελοπόννησο.
Ήταν μια κίνηση που μπορεί να κατανοηθεί όχι μόνο στο πλαίσιο μιας στρατηγικής για τη διάλυση μιας αντίπαλης και επικίνδυνης δύναμης, αλλά και ως αποτέλεσμα της δυναμικής της σύγκρουσης που είχε γίνει ανεξέλεγκτη μεταξύ του ΕΛΑΣ και των Ταγμάτων από το τέλος του 1943, όταν οι Γερμανοί αποφάσισαν να παίξουν το χαρτί του αντικομμουνισμού που διακατείχε μια μερίδα της προπολεμικής πολεμικής και στρατιωτικής ελίτ, είτε αντιβενιζελικής είτε Βενιζελικής, και η οποία συγκροτούσε ή βρισκόταν σε επαφή με την τελευταία κυβέρνηση συνεργατών υπό τον Ιωάννη Ράλλη.
Ο Πολιτικός Δυϊσμός και η Πολιτική Κρίση
Παρά ταύτα, όταν η κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως έφθανε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου, η πολιτική διευθέτηση του Λιβάνου ήταν αμφισβητούμενη με την έννοια ότι κανείς δεν τη θεωρούσε οριστική. Ένας πολιτικός δυϊσμός διέτρεχε την Ελληνική επικράτεια. Η κυβέρνηση είχε τον έλεγχο της Αθήνας, ούτε καν όλης της Αττικής, ενώ το ΕΑΜ επικρατούσε πρακτικά σε όλη την υπόλοιπη χώρα με εξαίρεση την Ήπειρο, όπου διέθετε τον έλεγχο ο ΕΔΕΣ, και την Κρήτη, όπου επικρατούσε ισορροπία μεταξύ των Βενιζελικών ένοπλων οργανώσεων και του ΕΑΜ, ενώ σε τμήμα του Nομού Χανίων, μικρό πάντως, θα εξακολουθούσε η Γερμανική κατοχή έως τον Μάιο του 1945.
Ο Παπανδρέου δεν διέθετε αξιόλογες Ένοπλες δυνάμεις ή Σώματα Ασφαλείας και η εξουσία του βασιζόταν στις μικρές Βρετανικές μονάδες, δύναμης όχι μεγαλύτερης από 10.000, που είχαν διασπαρεί σε όλη τη χώρα. Το γεγονός ότι η Βρετανική κυβέρνηση δεν είχε διαθέσει ικανές δυνάμεις για την Ελλάδα είχε ήδη επισημανθεί από τους Αμερικανούς που έβλεπαν στη Βρετανική πολιτική μια έκδηλη αδυναμία του Λονδίνου να επιδράσει με τρόπο προληπτικό και αποφασιστικό στο συσχετισμό δυνάμεων σε αντίθεση με την περίπτωση της Ιταλίας, όπου, κατά την Αμερικανική οπτική, η μαζική παρουσία Αγγλο-Αμερικανικών δυνάμεων έτεινε να αποτρέπει το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα από την υιοθέτηση μιας επαναστατικής στρατηγικής.
Αυτά που μπορούσαν να παρατηρηθούν ήταν μια διάχυτη αβεβαιότητα και η αδυναμία του Παπανδρέου να επιβληθεί, καθώς δεν διέθετε δική του βάση ισχύος. Ο Έλληνας πρωθυπουργός πίστευε ότι με τη Βρετανική υποστήριξη θα μπορούσε να χειραγωγήσει τις αντικρουόμενες δυνάμεις και να επικρατήσει στο κέντρο της Ελληνικής πολιτικής παραμερίζοντας τους Φιλελευθέρους, αλλά και τους Λαϊκούς, που έδειχναν εξουθενωμένοι. Παράλληλα, όμως, αυτές οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις, αν και εξασθενημένες, αναζητούσαν τρόπους παραμερισμού του Παπανδρέου, καθώς πίστευαν ότι αυτός θα μπορούσε να τις υποκαταστήσει.
Σε αντίθεση με τις όποιες μεταρρυθμιστικές ή σοσιαλιστικές και δημοκρατικές, κατά την πανευρωπαϊκά προσφιλή ορολογία της εποχής της Απελευθέρωσης, τάσεις που μπορεί να είχε ο Παπανδρέου, οι προπολεμικές αστικές δυνάμεις, ο βασιλιάς, ο οποίος παρέμενε στο Λονδίνο αλλά τυπικά ασκούσε από εκεί τα καθήκοντα του αρχηγού του κράτους, και οι αντικομμουνιστικοί στρατιωτικοί κύκλοι απέβλεπαν, με τρόπο που παρέβλεπε το συσχετισμό δυνάμεων, στην αποδόμηση της de facto εξουσίας του ΕΑΜ και στην ανάσχεση της επιρροής της Αριστεράς γενικά.
Η πολιτική ατζέντα τους απέβλεπε γενικά στην επάνοδο στην προπολεμική τάξη πραγμάτων. Ταυτόχρονα, η αστική πολιτική ηγεσία βρισκόταν υπό το κράτος του υπαρξιακού φόβου που της δημιουργούσαν οι πρακτικές του ΕΑΜ στην εκτός Αθηνών επικράτεια, όπου οι συλλήψεις αντιφρονούντων, συχνά με την επίκληση της συνεργασίας με τις αρχές Κατοχής, ήταν εκτεταμένες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση της Θεσσαλονίκης, στην οποία εισήλθε ο ΕΛΑΣ στις 31 Οκτωβρίου, χωρίς όμως να αρνηθεί στη συνέχεια την είσοδο στην πόλη των Βρετανικών δυνάμεων.
Η ηγεσία του ΚΚΕ, από την πλευρά της, έδειχνε να αμφιταλαντεύεται. Αν και δεν ευνοούσε την προσφυγή στην ένοπλη στρατηγική, όπως είχαν δείξει άλλωστε η Συμφωνία της Καζέρτας και η στάση του κόμματος τις πρώτες εβδομάδες μετά την Απελευθέρωση, δεν σκόπευε ταυτόχρονα να εγκαταλείψει τη θέση ισχύος που είχε εξασφαλίσει κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η πολιτική αυτή θα γινόταν προφανής στο στρατιωτικό ζήτημα.
Ήδη από το τέλος Οκτωβρίου του 1944 ο Παπανδρέου θα συμφωνούσε με τους Βρετανούς ότι η διάλυση των ανταρτικών οργανώσεων και της Πολιτοφυλακής του ΕΑΜ και, αντίστοιχα, η σύσταση από την κυβέρνηση της Εθνοφυλακής και, στη συνέχεια, του τακτικού στρατού συνιστούσαν προτεραιότητα όχι μόνο για την ανασυγκρότηση του κράτους, αλλά και την εξουδετέρωση της de facto εξουσίας του ΕΑΜ. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Νοεμβρίου, το στρατιωτικό ζήτημα αποτελεί το κεντρικό πρόβλημα στις συνομιλίες μεταξύ του Παπανδρέου και της Αριστεράς.
Η ηγεσία του ΚΚΕ ζητούσε την τιμωρία των δοσίλογων και έθετε με έμφαση το ζήτημα της σύνθεσης του νέου στρατού, αλλά και της διάλυσης της Χωροφυλακής, Σώματος που από την οπτική της Αριστεράς είχε ταυτιστεί με τις κυβερνήσεις συνεργατών των αρχών Κατοχής. Το επιτακτικά τιθέμενο από την πλευρά της Αριστεράς αίτημα τιμωρίας των δοσίλογων επέτεινε τους φόβους της αστικής πολιτικής ηγεσίας, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, η ηγεσία του ΚΚΕ έτεινε να αποδίδει τη μομφή της συνεργασίας με ευρύτητα.
Από την άλλη πλευρά, κινήσεις όπως η επάνοδος της ΙΙΙ Ορεινής Ταξιαρχίας, μονάδας με αναμφίβολα αντικομμουνιστικά φρονήματα, από την Ιταλία έτειναν να εδραιώνουν την πεποίθηση της ηγεσίας του ΚΚΕ ότι ο Βρετανικός παράγων και η αστική πολιτική ηγεσία απέβλεπαν στη στρατιωτική συντριβή της. Είναι ευκρινή συνεπώς τα στοιχεία που οδηγούσαν στην αντιπαράθεση: η προπολεμική αστική ηγεσία δεν αποδεχόταν ψυχολογικά την παρουσία της ισχυρής πλέον κομμουνιστικής Αριστεράς και απέβλεπε στη διάλυση της βάσης ισχύος της.
Ενώ ταυτόχρονα διακατεχόταν από φόβο για την ύπαρξή της εξαιτίας και πρακτικών ένοπλης επιβολής του ΕΛΑΣ κατά την Κατοχή, αλλά και την πρώτη μετα-απελευθερωτική περίοδο. Η ηγεσία του ΚΚΕ από την πλευρά της, αν και είχε αποφύγει την επιλογή της ένοπλης στρατηγικής, τον Σεπτέμβριο – Οκτώβριο του 1944 δεν ήταν προετοιμασμένη να απεμπολήσει το πλεονέκτημα που είχε αποκτήσει κατά την Κατοχή και δεν ήταν διατεθειμένη να συναινέσει στη διάλυση των δομών ισχύος που είχε συγκροτήσει.
Παράλληλα, διακατεχόταν από την έντονη ανησυχία ότι οι αντίπαλοί της θα επιχειρούσαν πραξικόπημα, ώστε να επιτύχουν την επάνοδο στην προπολεμική τάξη πραγμάτων. Τα δύο στρατόπεδα διατηρούσαν, επομένως, διαμετρικά αντίθετες επιδιώξεις και διακατέχονταν από φόβους που οδηγούσαν σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Η νίκη του ενός θα ήταν ήττα για τον άλλο. Ο βρετανικός παράγων, ο ίδιος ο πρωθυπουργός Winston Churchill, θα αποκρυστάλλωνε την πολιτική του κατά την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου στην αδιάλλακτη επιδίωξη της αποστράτευσης των ανταρτικών οργανώσεων.
Οι Βρετανοί είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κυριαρχία του ΕΑΜ στην ύπαιθρο βασιζόταν στο ένοπλο σκέλος του, τον ΕΛΑΣ και την Πολιτοφυλακή, και πίστευαν ότι οι δομές εξουσίας υπό τον έλεγχο του ΚΚΕ θα απέτρεπαν την ανασύσταση του κράτους, τη νομιμότητα του οποίου εκπροσωπούσε η κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως. Αυτό ήταν το υπόβαθρο της εκτίμησης του Βρετανού πρωθυπουργού ότι η σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ ήταν αναπόφευκτη. Ο Churchill έβλεπε τη σύγκρουση ως το αναγκαίο τίμημα για τη διατήρηση της δεσπόζουσας θέσης που είχε εξασφαλίσει η Βρετανία στην Ελλάδα κατά τις Αγγλο-Σοβιετικές συνομιλίες του Οκτωβρίου 1944 στη Μόσχα.
Ήταν όμως προφανές ότι δεν εκτιμούσε ορθά το συσχετισμό δυνάμεων και τις περιορισμένες εκείνη τη στιγμή στρατιωτικές δυνατότητες της Βρετανίας επί του πεδίου. Η υποτίμηση των δυνατοτήτων του ΕΛΑΣ ήταν προφανής και θα είχε κάποιο πολιτικό τίμημα για τον Βρετανό πρωθυπουργό κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, καθώς θα υποχρεωνόταν να δεσμεύσει και να μεταφέρει στην Ελλάδα μεγάλο όγκο στρατιωτικών δυνάμεων. Το σημαντικό όμως για την αξιολόγηση των εξελίξεων πριν από την κρίση είναι ότι ο Churchill υποτίμησε τη στρατιωτική διάσταση του ζητήματος για τη Βρετανία.
Αυτή η Βρετανική στάση επιδρούσε, βέβαια, και στον Παπανδρέου, καθώς η Βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα έτεινε να τον πιέζει για την υιοθέτηση πιο σκληρής στάσης κατά τις διαπραγματεύσεις με την Αριστερά, υπό την επιδοκιμασία και παραγόντων του προπολεμικού αστικού κόσμου. Έτσι ο Παπανδρέου θα βρισκόταν στο μέσον μιας διελκυστίνδας, όπου οι ανταγωνιζόμενοι διέθεταν ισχύ που δεν διέθετε ο ίδιος. Το ΚΚΕ θα παρέμενε, πάντως, αναποφάσιστο μεταξύ της πολιτικής και της στρατιωτικής επιλογής.
Υπήρχε βέβαια μια τάση που εξέφραζε ο αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης και υποστήριξε, στο πλαίσιο μάλιστα μιας σύσκεψης καπετάνιων στις 17 και 18 Νοεμβρίου στη Λαμία, ότι ήταν αναγκαία η ανάληψη πρωτοβουλίας στο στρατιωτικό πεδίο, αφού οι Βρετανοί και οι Έλληνες, πέραν της Αριστεράς, ωθούσαν προς ρήξη. Ο γραμματέας του κόμματος Γιώργης Σιάντος αποδοκίμασε, όμως, άμεσα τη θέση του Βελουχιώτη. Σε μια σύσκεψη στελεχών της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας, όπου μάλιστα τα κομματικά στελέχη φάνηκε με σαφήνεια ότι υποστήριζαν τη στρατιωτική επιλογή, ο Σιάντος έδειξε ότι θεωρούσε τη σύγκρουση αναπόφευκτη.
Δεν έλαβε όμως στρατιωτικά μέτρα. Η στρατιωτική κατάσταση δεν ήταν ευνοϊκή ούτε για το ΚΚΕ. Προκειμένου να εξασφαλίσει τη δυνατότητα αποφασιστικού πλήγματος, ο ΕΛΑΣ έπρεπε να συγκεντρώσει στην Αττική το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του ανά την επικράτεια. Κίνηση τόσο εκτεταμένη δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη ούτε ήταν δυνατή, καθώς ο ΕΛΑΣ δεν διέθετε μηχανοκίνητα μεταφορικά μέσα ούτε βέβαια το οδικό δίκτυο ήταν σε καλή κατάσταση.
Εξάλλου, η de facto εξουσία του ΕΑΜ στην ύπαιθρο στηριζόταν σε σημαντικό βαθμό στον ΕΛΑΣ και η αποχώρησή του θα σήμαινε κάποιο κενό εξουσίας. Παρά ταύτα, η επιλογή του Σιάντου δεν ήταν σαφής ούτε υπέρ του κοινοβουλευτικού δρόμου, αν και το ΕΑΜ είχε οπωσδήποτε μεγάλες πιθανότητες για καταγραφή σημαντικής εκλογικής δύναμης και διατήρησης, ακόμα και έπειτα από διάλυση του ΕΛΑΣ και της Πολιτοφυλακής, του πλέγματος των οργανώσεων μαζικής απήχησης και κινητοποίησης, όπως το Εργατικό ΕΑΜ και η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ).
Το ΚΚΕ, άλλωστε, διέθετε 400.000 μέλη κατά τη στιγμή της Απελευθέρωσης και είχε αποκτήσει επαφή με όλα τα κοινωνικά στρώματα και τις επαρχίες της χώρας. Αν και δεν ήταν σαφές το ποσοστό της επιρροής του, ούτε μπορούσε να είναι σε συνθήκες κατοχής και πολιτικής κινητοποίησης, όπου ο καταναγκασμός έπαιζε σημαντικό ρόλο, εν τούτοις ήταν διακριτή μια κοινωνική διαφοροποίηση μεταξύ ανώτερων και κατώτερων τάξεων, με το ΕΑΜ να εκπροσωπεί κατώτερες τάξεις των πόλεων, πρόσφυγες ή κατεστραμμένα από τον πληθωρισμό μικροαστικά στοιχεία, καθώς και νεότερες ηλικίες.
Ενώ, αντίθετα, συναντούσε αντιστάσεις μεταξύ των ανωτέρων και μέρους των μεσαίων στρωμάτων, αλλά και μικροϊδιοκτητών αγροτών, ιδίως στην Πελοπόννησο. Αυτό που μπορεί συνεπώς να υποτεθεί είναι ότι η δυναμική της κρίσης υπερέβη οποιαδήποτε εκτίμηση μπορούσε να βαρύνει υπέρ της πολιτικής επιλογής. Στις 28 Νοεμβρίου η ηγεσία του ΚΚΕ αντελήφθη ότι η κυβερνητική πρόταση απέβλεπε στο σχηματισμό τριών ταξιαρχιών του νέου τακτικού στρατού, μίας από τον ΕΛΑΣ, μίας από τον ΕΔΕΣ και μίας από την ΙΙΙ Ορεινή ταξιαρχία και τον Ιερό Λόχο και όχι δύο ισοδύναμων, μίας από τον ΕΛΑΣ και μίας από όλους τους υπόλοιπους σχηματισμούς,
Στο σημείο αυτό οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν, το ΚΚΕ αποφάσισε την αποχώρηση της Αριστεράς από την κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως και προχώρησε στη διοργάνωση του συλλαλητηρίου στην πλατεία Συντάγματος στις 3 Δεκεμβρίου. Μόνο να εικάσει κανείς μπορεί, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, ότι το ΚΚΕ επέλεξε την αδιαλλαξία επηρεαζόμενο από υποδείξεις του ηγέτη των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών κατά του αφοπλισμού. Αντίθετα, η Σοβιετική Ένωση είχε παραμείνει απόλυτα αποστασιοποιημένη. Το συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου απετέλεσε τον καταλύτη για τις εξελίξεις.
Η κυβέρνηση απαγόρευσε τη διεξαγωγή του και το ΚΚΕ επέμεινε σ’ αυτήν. Επρόκειτο για δοκιμή θελήσεων που οδήγησε στη σύγκρουση. Παραμένει άγνωστο με ποιον ακριβώς τρόπο, καθώς παλαιότερες και νεότερες διαθέσιμες πηγές και εργασίες δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές, οι δυνάμεις ασφαλείας άνοιξαν πυρ με αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον δέκα διαδηλωτών και πολιτική συνέπεια την αναπότρεπτη πλέον πορεία προς την ένοπλη σύγκρουση, τις συνέπειες της οποίας δεν φαίνεται να είχε σταθμίσει πλήρως κανείς από τους ενδιαφερόμενους παράγοντες.
Οι Πολιτικές Όψεις της Σύγκρουσης
Οι στρατιωτικές πλευρές των Δεκεμβριανών δεν αποτελούν το βασικό θέμα αυτού του κειμένου. Για την κατανόηση, όμως, των πολιτικών πλευρών και συνεπειών πρέπει να ειπωθεί ότι για λόγους που ήδη έχουν αναφερθεί, ο ΕΛΑΣ δεν είχε την ευχέρεια να συγκεντρώσει στην Αττική τις αναγκαίες δυνάμεις για να επικρατήσει πλήρως. Παρά ταύτα, είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων, τουλάχιστον έως τα μέσα Δεκεμβρίου, και πολέμησε πολύ πιο σκληρά απ’ ό,τι υπέθεταν πριν από τη σύγκρουση οι αντίπαλοί του.
Δεν κατόρθωσε όμως να κάμψει πλήρως την αντίσταση των ολιγάριθμων αρχικά Βρετανών, καθώς και των επίσης ολιγάριθμων Ελληνικών μονάδων Χωροφυλακής και στρατού. Σταδιακά ο Churchill θα ενίσχυε τις Βρετανικές δυνάμεις, θα έφθαναν έως 100 χιλιάδες ανδρών, οι οποίοι με τη συνδρομή αεροσκαφών και αρμάτων μάχης θα έκαμπταν έπειτα από 33 μέρες τον ΕΛΑΣ και θα τον εξανάγκαζαν να εγκαταλείψει την Αττική. Από πολιτική άποψη, στο διάστημα αυτό ο Βρετανός πρωθυπουργός υπέστη οξεία κριτική τόσο στη Βρετανία όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Παρά ταύτα, ήταν σε θέση να επιμείνει στην πολιτική του παρά το προφανές κόστος στρατιωτικής εμπλοκής της Βρετανίας σε μια συμμαχική και μόλις απελευθερωθείσα χώρα, αφού σε περίπτωση υποχώρησής του θα διακύβευε το γόητρο και τη στρατηγική θέση της Βρετανίας στη Μεσόγειο. Η Σοβιετική αποχή από τις εξελίξεις θα τον βοηθούσε στο σημείο αυτό. Μια άλλη πολιτική όψη ήταν η εσωτερική. Ο Παπανδρέου αμφισβητήθηκε ευθύς μετά την έναρξη των συγκρούσεων από τους Φιλελευθέρους, οι οποίοι εξασφάλισαν τη συναίνεση των Λαϊκών για την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον αρχηγό των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλή Σοφούλη.
Η αντίδραση των Βρετανών ματαίωσε την κίνηση αυτή. Αντίθετα, το Λονδίνο, παρά τους δισταγμούς του Churchill, προώθησε τελικά τη λύση της αντιβασιλείας του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Ήταν μια προσπάθεια παραμερισμού του βασιλιά, καθώς αυτός φαινόταν ως ένα βασικό στοιχείο που προκαλούσε τη δυσπιστία της Αριστεράς, αλλά και εγκαθίδρυσης ενός συνταγματικού ρυθμιστικού παράγοντα που θα αναλάμβανε το συντονισμό των επαφών των κομμάτων.
Παράλληλα με τη σύσταση αντιβασιλείας, στην οποία συναίνεσε τελικά ο Γεώργιος στο τέλος Δεκεμβρίου, ο Βρετανικός παράγων εισήγαγε και πάλι στην Ελληνική πολιτική έναν παλαιό γνώριμο, το στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα. Βενιζελικός και δημοκρατικός, δημοφιλής μεταξύ των προσφύγων και γενικά φτωχών στρωμάτων, ο στρατηγός επανερχόταν έπειτα από μακρά απουσία και προοριζόταν να αποτελέσει ένα δημοκρατικό αντίβαρο προς την Αριστερά, καθώς η φόρμουλα της κυβέρνησης Εθνικής Ένωσης υπό τον Παπανδρέου είχε πλέον ξεπεραστεί.
Το τρίτο στοιχείο που χρειάζεται ερμηνεία ήταν η εξέλιξη της πολιτικής του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Η κομμουνιστική ηγεσία δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει μια αξιόπιστη πολιτική στρατηγική που θα λάμβανε υπόψη τις εξελίξεις και στο στρατιωτικό πεδίο. Όταν μετά τα μέσα Δεκεμβρίου η ηγεσία του ΚΚΕ υπέβαλε προτάσεις συμβιβασμού στο στρατηγό Scobie, αυτές ήταν μάλλον μαξιμαλιστικές, ενώ, αντίστροφα, οι στρατιωτικές δυνατότητες του ΕΛΑΣ μειώνονταν.
Ούτως ή άλλως, ο συμβιβασμός υπό τους όρους του ΚΚΕ δεν φαινόταν να ενδιαφέρει τους Βρετανούς, καθώς το κόμμα ζητούσε σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με ενισχυμένη συμμετοχή του, διάλυση της Χωροφυλακής και απομάκρυνση από την Αττική της ΙΙΙ Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου. Παρά ταύτα, το ΚΚΕ θα μπορούσε να επιχειρήσει μια συμβιβαστική διευθέτηση κατά τη σύσκεψη των πολιτικών ηγετών υπό την προεδρία του Δαμασκηνού και με τη συμμετοχή του ίδιου του Churchill στις 26 και τις 27 Δεκεμβρίου.
Οι Βρετανοί είχαν συνειδητοποιήσει ότι ακόμα και επιτυγχάνοντας την εκδίωξη του ΕΛΑΣ από την Αττική δεν θα ήταν σε θέση να τον πλήξουν στην υπόλοιπη επικράτεια λόγω ανεπάρκειας δυνάμεων. Ο Σιάντος πρότεινε εν τούτοις τη συμμετοχή του ΚΚΕ στη νέα κυβέρνηση σε ποσοστό 40-50%, αφετηρία που δεν μπορούσε να αποτελέσει βάση για διαπραγμάτευση. Το ΚΚΕ βρισκόταν εντελώς απομονωμένο από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, ενώ και ο ανερχόμενος Πλαστήρας εμφανίστηκε ιδιαίτερα αδιάλλακτος. Έτσι το ΚΚΕ θα απουσίαζε από την κυβέρνηση που σχημάτισε ο στρατηγός στις 3 Ιανουαρίου 1945 μετά από εντολή του αντιβασιλέως πλέον Δαμασκηνού.
Οι Πολιτικές Συνέπειες των Δεκεμβριανών
Ο ΕΛΑΣ θα αποχωρούσε από την Αττική στις 5 Ιανουαρίου και οι Έλληνες κομμουνιστές θα αντιμετώπιζαν νέο στρατηγικό δίλημμα. Έπρεπε να συνεχίσουν τη στρατιωτική προσπάθεια ή να επιδιώξουν έναν οποιονδήποτε συμβιβασμό; Μια μερίδα, με τον Άρη Βελουχιώτη ως τον πιο επιφανή εκπρόσωπό της, τασσόταν υπέρ της συνέχισης του ανταρτοπολέμου στην υπόλοιπη Ελλάδα. Πίστευε ότι οι Βρετανικές δυνάμεις δεν θα ήταν σε θέση να καταβάλουν στρατιωτικά τον ΕΛΑΣ πέραν της Αττικής και ότι η κυβέρνηση των Αθηνών δεν θα ήταν συνεπώς σε θέση να επεκτείνει την εξουσία της πέραν της περιφέρειας της πρωτεύουσας.
Η ηγεσία του ΚΚΕ παρέμενε διστακτική και θα απευθυνόταν προς τη Σόφια για να ζητήσει την πολιτική και υλική βοήθεια των κομμουνιστικών κομμάτων που μόλις είχαν ανέλθει στην εξουσία στα Βαλκάνια. Η απάντηση ήταν απογοητευτική, ενώ και ο ίδιος ο Stalin θα τόνιζε στον Dimitrov στις 10 Ιανουαρίου ότι οι Έλληνες είχαν κάνει «βλακεία» συγκρουόμενοι με τους Βρετανούς. Ένα κρίσιμο στοιχείο το οποίο διέφευγε αυτής της ανάλυσης, που απέβλεπε σε συνέχιση του ανταρτοπολέμου, ήταν πως, ο πληθυσμός της υπαίθρου ήταν εξαντλημένος και απρόθυμος να αναλάβει τη συντήρηση των ανταρτών.
Το ΚΚΕ έβγαινε από τη σύγκρουση όχι μόνο ηττημένο στρατιωτικά, αλλά και με μειωμένη πολιτική απήχηση. Καθ’ εαυτή η ήττα θα απομάκρυνε στοιχεία που μάλλον περιστασιακά είχαν προσέλθει στο κόμμα, ενώ και η πρακτική της ομηρίας και της εκτέλεσης αμάχων που είχε ακολουθηθεί κατά τα Δεκεμβριανά είχε προκαλέσει την αποδοκιμασία αστικών ιδίως στοιχείων, μικρών και μεσαίων, τα οποία όμως ήταν κρίσιμα για την εξέλιξη του πολιτικού παιχνιδιού το 1945 – 1946. Με χαμηλό ηθικό το ΚΚΕ θα προσερχόταν στις συνομιλίες για την επίτευξη μιας πολιτικής συμφωνίας, που τελικά επρόκειτο να συναφθεί στη Βάρκιζα στις 12 Φεβρουαρίου του 1945.
Αν και ελπιζόταν ότι η διευθέτηση αυτή μπορούσε να αποτελέσει το θεμέλιο μιας ομαλής πολιτικής εξέλιξης, τα γεγονότα θα διέψευδαν τις ελπίδες αυτές. Δύο βασικοί λόγοι δεν επέτρεψαν την εκπλήρωση των ελπίδων αυτών. Ο ένας ήταν η δυναμική των εξελίξεων που δημιούργησαν τα ίδια τα Δεκεμβριανά. Η ήττα της Αριστεράς και η διάλυση του ΕΛΑΣ έστρεψαν το πολιτικό εκκρεμές προς τα δεξιά.
Ο συσχετισμός δυνάμεων είχε μεταβληθεί και ο Βρετανικός παράγοντας και οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, με αξιοσημείωτη εξαίρεση το κόμμα των Φιλελευθέρων υπό τον Σοφούλη, θα στρέφονταν προς συντηρητικές κατευθύνσεις, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την ανάκτηση της επιρροής της μοναρχίας και της ανασυγκρότησης ενός αντικομμουνιστικού μπλοκ υπό το στέμμα. Ο κρατικός μηχανισμός και ο στρατός θα οικοδομούνταν ερήμην της Αριστεράς. Ο άλλος λόγος ήταν το περιεχόμενο της συμφωνίας της Βάρκιζας. Αν και το γενικό πλαίσιο μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητικό, αφού το κείμενο προέβλεπε την προσφυγή σε δημοψήφισμα για το πολιτειακό και εκλογές.
Καθώς και την αποκατάσταση των πολιτικών ελευθεριών και την τιμωρία των συνεργατών των αρχών Κατοχής, εισαγόταν μια κρίσιμη ειδική διάταξη που αναιρούσε σε σημαντικό βαθμό το πλαίσιο ισοπολιτείας: τα πολιτικά αδικήματα αμνηστεύονταν, αλλά όχι και τα αδικήματα του Ποινικού Κώδικα, που δεν ήταν αναγκαία για την τέλεση του αμνηστευόμενου πολιτικού αδικήματος. Αυτό στην πρακτική εφαρμογή του σήμαινε την ευχέρεια δίωξης χιλιάδων παλαιών ενόπλων του ΕΛΑΣ, ορισμένοι από τους οποίους θα κατέφευγαν στις ορεινές ζώνες και θα αποτελούσαν τον πυρήνα για το νέο ανταρτοπόλεμο.
Θα εξακολουθούσε έτσι ο φαύλος κύκλος που οδηγούσε στον εμφύλιο, καθώς το κράτος δεν τήρησε στην ουσία τη δέσμευσή του για ισοπολιτεία και από τις αρχές του 1946 η ηγεσία του ΚΚΕ υπό τον Νίκο Ζαχαριάδη, αμέτοχη της ήττας του 1944, δογματικά επιφυλακτική έναντι του κοινοβουλευτισμού και προσκολλημένη σε μια στρατηγική όχι μόνο ανακοπής του αντικομμουνιστικού κύματος, αλλά και επικράτησης της Λαϊκής δημοκρατίας, θα επεδίωκε να αναστρέψει την πορεία των εξελίξεων με την εκ νέου, σταδιακή αυτή τη φορά, προσφυγή στα όπλα.
ΤΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ ΩΣ ΕΝΑ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
(Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΒΡΕΤΑΝΩΝ)
Εισαγωγή
Τα γεγονότα της Αθήνας του Δεκεμβρίου 1944 δεν αφορούσαν μόνο την Ελλάδα αλλά ήταν ένα από τα σημαντικότερα διεθνή γεγονότα σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα λεγόμενα Δεκεμβριανά διαδραματίστηκαν στην Ελλάδα, ενώ στην Ευρώπη γίνονταν σκληρότατες μάχες μεταξύ των Συμμάχων (Σοβιετικών – Αμερικάνων – Βρετανών) και των Γερμανών. Ο πόλεμος τελείωσε για την Ευρώπη στις αρχές Μαΐου 1945, τέσσερις μήνες μετά τα γεγονότα στην Αθήνα, ενώ έπρεπε να έρθει 2 Σεπτεμβρίου 1945 προκειμένου να λήξει οριστικά ο Β’ Παγκόσμιος με την ήττα και της Ιαπωνίας.
Ήταν τα Δεκεμβριανά το πρώτο σοβαρό κρούσμα της υποβόσκουσας ιδεολογικής και πολιτικής σύγκρουσης μεταξύ των Συμμάχων του αντιφασιστικού συνασπισμού; Ήταν το πρώτο θερμό επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου, της παγκόσμιας πλανητικής αναμέτρησης που θα ακολουθούσε το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Το βέβαιο είναι ότι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η ιδεολογική και η πολιτική αντιπαλότητα μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των χωρών της δύσης βρίσκονταν σε ύπνωση. Οι Σύμμαχοι είχαν παραμερίσει προσωρινά τις διαφορές τους και είχαν βάλει σαν πρώτο στόχο τη συντριβή του ναζισμού.
Χαρακτηριστικό του επανακαθορισμού των προτεραιοτήτων των Σοβιετικών είναι το γεγονός ότι ο Στάλιν διέλυσε τον Μάιο του 1943 την Κομμουνιστική διεθνή (Κομιντέρν), την ένωση δηλαδή των Κομμουνιστικών Κομμάτων που κάτω από την καθοδήγηση της Σοβιετικής Ένωσης στόχευαν στην ταξική επανάσταση και στην εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού στις χώρες τους. Με αυτή την κίνηση ο Στάλιν ήθελε να μειώσει τη δυσπιστία των Συμμάχων του και να διακηρύξει προς όλες τις κατευθύνσεις ότι πρώτος του στόχος ήταν η συσπείρωση όλων στον αντιφασιστικό αγώνα.
Πράγματι, την ίδια περίπου εποχή που διαλυόταν η Κομιντέρν, οι Βρετανοί δεν δίσταζαν να χρηματοδοτήσουν και να ενισχύσουν με κάθε τρόπο το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) παρόλο που γνώριζαν ότι επρόκειτο για μια οργάνωση η οποία σε μεγάλο βαθμό κατευθυνόταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Η Βρετανική υποστήριξη δινόταν με γνώμονα τη στρατιωτική λογική και τα προβλήματα που θα μπορούσε να δημιουργήσει στους Γερμανούς η αντιστασιακή δράση του ΕΛΑΣ.
Ουίνστον Τσώρτσιλ
Μια προσωπικότητα που έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στις Ελληνικές υποθέσεις, ιδίως στα Δεκεμβριανά, ήταν ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Ουίνστον Τσώρτσιλ. Γνήσιο τέκνο της Βικτωριανής εποχής και υπερασπιστής μιας φθίνουσας και καταρρέουσας αυτοκρατορίας, ο Τσώρτσιλ ανδρώθηκε σε μια εποχή που η Μεγάλη Βρετανία μεσουρανούσε ως μια τεράστια αποικιοκρατική δύναμη. Συνεπώς ήταν εξοικειωμένος με τις μεθόδους της αποικιοκρατικής πολιτικής της χώρας του. Οπουδήποτε η Βρετανική κυριαρχία αμφισβητείτο δεν δίσταζαν οι Αγγλικές αρχές να χρησιμοποιήσουν βία για να αντιμετωπίσουν την απειλή.
Αξίζει να αναφερθεί η άποψη που είχε για τον Τσώρτσιλ ένας από τους ανθρώπους που λόγω του αξιώματός του είχε στενή συνεργασία μαζί του, ο στρατάρχης λόρδος Αλαν Μπρουκ, αρχηγός του Αυτοκρατορικού Γενικού Επιτελείου των Βρετανικών Ενόπλων δυνάμεων από τα τέλη Νοεμβρίου 1941, ο οποίος σημείωνε τα εξής στο ημερολόγιό του, στις 10 Σεπτεμβρίου 1944: «Αγνοεί τις λεπτομέρειες, έχει μόνο τη μισή εικόνα στο μυαλό του, λέει εξωφρενικά πράγματα και κάνει το αίμα μου να βράζει όταν ακούω τις ανοησίες του. Μου είναι δύσκολο να παραμείνω ευγενής.
Και το ωραίο είναι ότι τα ¾ των ανθρώπων ολόκληρου του κόσμου φαντάζονται ότι ο Ουίνστον Τσώρτσιλ είναι ένας από τους Στρατηγικούς Σχεδιαστές της Ιστορίας, ένας δεύτερος Μάρλμπορο, και το υπόλοιπο ¼ δεν έχουν ιδέα τι δημόσιος κίνδυνος ήταν και είναι σε όλη τη διάρκεια αυτού του πολέμου. Είναι πολύ καλύτερο να μη μάθει ποτέ ο κόσμος και να μην υποπτευθεί τα πήλινα πόδια αυτού του κατά τα άλλα υπεράνθρωπου πλάσματος. Χωρίς αυτόν η Αγγλία θα είχε ασφαλώς χαθεί, με αυτόν η Αγγλία έχει βρεθεί στο χείλος της καταστροφής πολλές φορές».
Κατά τον Άλαν Μπρούκ, ο Τσώρτσιλ ήταν ένας άνθρωπος με «παρορμητική φύση», με «πνεύμα χαρτοπαίκτη» και «αποφασιστικότητα να ακολουθήσει με κάθε κόστος το δρόμο που είχε επιλέξει». Σύμφωνα με τον ιστορικό Θ. Σφήκα, που έχει μελετήσει συστηματικά τη σχετική με τον Τσώρτσιλ Αγγλική βιβλιογραφία και τα Βρετανικά αρχεία, οι απόψεις των Βρετανών Συντηρητικών και Φιλελεύθερων πολιτικών που συνεργάστηκαν με τον Τσώρτσιλ «συνέκλιναν στην εικόνα ενός απόλυτου καιροσκόπου, του οποίου κύριο μέλημα ήταν η αναρρίχηση στην εξουσία και εν συνεχεία η αυτοαναγόρευσή του σε ήρωα».
Οι Βρετανικές Επιδιώξεις
Για τη Μεγάλη Βρετανία η Ελλάδα είχε σπουδαία στρατηγική σημασία, αφού η Μέση Ανατολή και η Ανατολική Μεσόγειο είχαν ζωτική σημασία για την ασφάλεια της παγκόσμιας θέσης της Βρετανίας. Η ύπαρξη μιας φιλικής προς τη Βρετανία κυβέρνησης στην Ελλάδα ήταν απαραίτητη προκειμένου να παραμένει απροβλημάτιστη η διέλευση των Βρετανικών πλοίων προς τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, την Αίγυπτο και την Ινδία.
Τα Βρετανικά συμφέροντα αναγνώριζε και ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς ο οποίος παρά την ιδεολογική του συγγένεια με τα καθεστώτα της Ιταλίας και της Γερμανίας επέλεξε την ένταξη της Ελλάδας στο δυτικό φιλελεύθερο στρατόπεδο. Σε αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο και η αφοσίωση του βασιλιά Γεωργίου Β’ στη Βρετανία. Ο Τσώρτσιλ και ο Γεώργιος Β’ είχαν συνάψει προσωπική φιλία κατά τα χρόνια της Β’ Ελληνικής δημοκρατίας (1924 – 1935), όταν ο Γεώργιος ζούσε εξόριστος στη Βρετανία και ανήκαν στην ίδια Μασονική στοά.
Εκτός από τη φιλία τους ο Τσώρτσιλ αισθανόταν προσωπική υποχρέωση προς το βασιλιά Γεώργιο ως τον επικεφαλής ενός κράτους που είχε πολεμήσει στο πλευρό της Βρετανίας τη δύσκολη γι’ αυτήν περίοδο του 1940 – 1941. Η αποφασιστική φιλοβρετανική στάση του βασιλιά το 1940 θα αποτελούσε ισχυρό λόγο πίσω από την υποστήριξη που θα του έδινε ο Τσώρτσιλ το 1944. Τόσο ο Τσώρτσιλ όσο και το Βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών θεωρούσαν το βασιλιά Γεώργιο Β’ απαραίτητο για τη διατήρηση των φιλικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας.
Οι αναφορές, όμως, που έφθαναν στο υπουργείο Εξωτερικών από την κατεχόμενη Ελλάδα επισήμαιναν ότι ακόμη και οι πιο φανατικοί βασιλόφρονες πολιτικοί εκτιμούσαν ότι το 80-90% του λαού ήταν αντίθετο με την επιστροφή του βασιλιά δίχως τη διενέργεια δημοψηφίσματος. Υπενθυμίζεται ότι ο Γεώργιος επανήλθε στο θρόνο του τον Νοέμβριο του 1935 μετά από ένα αναμφισβήτητα νόθο δημοψήφισμα και λίγους μήνες αργότερα συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Μεταξά για την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.
Το μαζικό αντιβασιλικό αίσθημα στην Ελλάδα εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από το φόβο ότι η παλινόρθωση του βασιλιά θα σήμαινε και την επιστροφή του δικτατορικού καθεστώτος. Είναι χαρακτηριστικό το ότι το Αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών είχε διαμηνύσει στον Αμερικανό πρόεδρο Ρούζβελτ ότι τυχόν επιστροφή του βασιλιά στην Ελλάδα σήμαινε «πολιτική αναταραχή και ακόμη και εμφύλιο πόλεμο».
Οι επιδιώξεις, όμως, του Τσώρτσιλ και του Βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών έρχονταν σε σύγκρουση με αυτές των Άγγλων στρατιωτικών οι οποίοι έβαζαν σε πρώτη μοίρα τις στρατιωτικές ανάγκες και την επικράτηση επί των Γερμανών και μετά τη διαμόρφωση του μεταπολεμικού καθεστώτος στην Ελλάδα. Όπως σημείωνε στις 12 Οκτωβρίου 1943 στο ημερολόγιο του ο στρατάρχης Άλαν Μπρούκ, το υπουργείο Εξωτερικών δημιουργούσε προβλήματα στη Βρετανική στρατιωτική ηγεσία εξαιτίας της προσπάθειάς του να στηρίξει τον Γεώργιο Β’ εις βάρος του ΕΑΜ, «της μυστικής οργάνωσης η οποία επί του παρόντος μας προσφέρει τη μέγιστη υποστήριξη εναντίον των Γερμανών».
Τον Νοέμβριο του 1943 ο στρατάρχης χρειάστηκε να δώσει μάχη στο Πολεμικό Υπουργικό Συμβούλιο στο οποίο ο υπουργός Εξωτερικών Ήντεν επέμενε να διακοπεί η βοήθεια προς τους αντάρτες που επηρεάζονται από το ΚΚΕ, δηλαδή το ΕΑΜ. Όμως κατά τους στρατιωτικούς, ήταν αυτοί ακριβώς οι αντάρτες «οι οποίοι έκαναν την περισσότερη δουλειά» εναντίον των Γερμανών και άρα έπρεπε οπωσδήποτε να υποστηριχθούν. Εκείνη την περίοδο η Βρετανική πολιτική ηγεσία άρχισε να σκέφτεται την υπαναχώρηση όσον αφορά την άμεση επιστροφή του βασιλιά στην Ελλάδα.
Ο Ήντεν πρότεινε να συσταθεί συμβούλιο αντιβασιλείας υπό τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό και ο Γεώργιος θα έπρεπε να δεσμευτεί δημόσια ότι δεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα παρά μόνο μετά τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από το βασιλιά, καθώς θεωρούσε ότι μια τέτοια επιλογή θα «τον απέκλειε από την Ελλάδα επ’ αόριστον». Οι Βρετανοί δεν ήθελαν να πιέσουν περισσότερο το βασιλιά σε αυτή τη φάση.
Η Εξόριστη Κυβέρνηση της Ελλάδας
Από την έναρξη του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1939, με τη Γερμανική επίθεση στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939, μέχρι και την κατάληψη της Κρήτης τον Μάιο του 1941, συγκροτήθηκαν μια σειρά από εξόριστες κυβερνήσεις οι οποίες επέλεξαν ως έδρα τους τελικά το Λονδίνο. Συγκεκριμένα η Πολωνική, η Ολλανδική, η Νορβηγική και η Βέλγικη κυβέρνηση εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1940. Η εξόριστη κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας έφθασε στη Μέση Ανατολή τον Απρίλιο και η Ελληνική, ένα μήνα αργότερα, στα τέλη Μαΐου 1941.
Οι εξόριστες κυβερνήσεις αναγνωρίστηκαν από τη Βρετανία και τους συμμάχους της ότι εκπροσωπούν τις υπό κατοχή από τις δυνάμεις του Άξονα χώρες τους. Οι εξόριστες κυβερνήσεις είχαν διεθνή αναγνώριση όχι μόνο από τους Συμμάχους αλλά και από τις περισσότερες ουδέτερες χώρες. Αντλούσαν τη νομιμοποίησή τους κυρίως από το γεγονός ότι ήταν διορισμένες από τον αρχηγό του κράτους, στην περίπτωση της Ελλάδας από το βασιλιά Γεώργιο Β΄. Μετά την αυτοκτονία του Κορυζή, ο βασιλιάς όρισε πρωθυπουργό τον πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Εμμανουήλ Τσουδερό, πολιτικό με Βενιζελική πολιτική καταγωγή.
Όλες οι εξόριστες κυβερνήσεις περιείχαν τόσο Βενιζελικούς όσο και αντιβενιζελικούς πολιτικούς, σε μια απόπειρα υπέρβασης σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο του εθνικού διχασμού. Η κυβέρνηση Τσουδερού με δύο συντακτικές πράξεις προχώρησε στην κατάργηση του δικτατορικού καθεστώτος με εισαγωγή και λειτουργία «ελευθέρου συνταγματικού πολιτεύματος». Στις 4 Φεβρουαρίου 1942 καταργήθηκαν ρητά τα διατάγματα της 4ης Αυγούστου 1936 τα οποία είχαν αναστείλει την ισχύ του Συντάγματος του 19114.
Όμως, τόσο η κυβέρνηση Τσουδερού όσο και οι υπόλοιπες Ευρωπαϊκές εξόριστες κυβερνήσεις ήταν απόλυτα εξαρτημένες από τους Συμμάχους και ιδίως από τους Βρετανούς, αφού δεν είχαν δικούς τους πόρους, καθώς δεν υπήρχε εδαφική επικράτεια και άνθρωποι σε αυτήν που θα φορολογούνταν. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Βρετανοί δεν παρείχαν καμία ενημέρωση στην εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση για τις ενέργειές τους στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τον Θ. Σφήκα: «Αποκομμένη από τους υπηκόους της και από τις εξελίξεις στην κατεχόμενη χώρα, η εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση αντλούσε τη νομιμοποίηση και την ονομαστική εξουσία της -διότι πραγματική δεν διέθετε- από τη Βρετανική υποστήριξη, λειτουργώντας -κατά τη διατύπωση του ιστορικού Γιώργου Κολιόπουλου- ουσιαστικά ως ”Ελληνική υπηρεσία διαπιστευμένη στη Βρετανική κυβέρνηση”».
Η ΠΕΕΑ
Στην κατεχόμενη Ελλάδα η κυβέρνηση των συνεργατών των Γερμανών είχε ελάχιστη ή καθόλου επιρροή στην εκτός των μεγάλων πόλεων χώρα. Οι θεσμοί του ΕΑΜ κάλυπταν το κενό εξουσίας που δημιουργείτο από την ανυπαρξία της κυβέρνησης της Αθήνας, αλλά έλειπε μια εκλεγμένη κυβέρνηση που θα αντλούσε νομιμοποίηση από το λαό και θα εκπροσωπούσε τη χώρα στο εξωτερικό. Στις 10 Μαρτίου 1944, συγκροτήθηκε στη Βίνιανη Ευρυτανίας η Πανελλήνια Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ).
Πρώτος πρόεδρος ήταν ο σοσιαλιστής συνταγματάρχης Ευριπίδης Μπακιρτζής, γραμματείς οι Γιώργης Σιάντος, Ηλίας Τσιριμώκος, Κώστας Γαβριηλίδης και ο στρατηγός Εμμανουήλ Μάντακας. Στόχοι της ΠΕΕΑ ήταν ο συντονισμός του απελευθερωτικού αγώνα στο πλευρό των Συμμάχων και η διοίκηση των ελευθερωμένων περιοχών. Για πρώτη φορά από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, το κέντρο αποφάσεων της χώρας είχε μετατοπιστεί στις πιο απομακρυσμένες ορεινές περιοχές.
Στο χωριό Κορυσχάδες της Ευρυτανίας συνερχόταν από τις 14 Μαΐου το Εθνικό Συμβούλιο που είχε θεσμοθετηθεί από την ΠΕΕΑ ως ένα είδος Βουλής των Ελλήνων αντιστασιακών. Σε αυτή συμμετείχαν 22 βουλευτές που είχαν εκλεγεί στις τελευταίες νόμιμες εκλογές, αυτές του 1936, και 180 ακόμη άτομα που εκλέχτηκαν με εκλογές στις οποίες για πρώτη φορά στην Ελληνική ιστορία συμμετείχαν και γυναίκες.
Τα Γεγονότα της Μέσης Ανατολής
Η ίδρυση της ΠΕΕΑ σήμαινε ουσιαστικά την ύπαρξη (για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας) τριών διαφορετικών κυβερνήσεων που διεκδικούσαν την αντιπροσώπευση και διοίκηση του Ελληνικού κράτους. Οσο γινόταν φανερό ότι οι Γερμανοί έχαναν τον πόλεμο τόσο και αναβαθμιζόταν η σημασία της εξόριστης κυβέρνησης και της ΠΕΕΑ. Η ίδρυση της τελευταίας πυροδότησε σημαντικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή: Ένα σημαντικό μέρος των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων που βρίσκονταν στην Αίγυπτο στασίασε ζητώντας το σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας με βάση την ΠΕΕΑ.
Στις 9 Απριλίου ο Τσώρτσιλ τηλεγράφησε στον πρέσβη στην εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση Ρέτζιναλντ Λίπερ: «Έχουμε οριστικά συνάψει σχέσεις με τη νομίμως συσταθείσα Ελληνική κυβέρνηση με επικεφαλής το βασιλιά, ο οποίος είναι σύμμαχος της Βρετανίας και δεν μπορεί να παραμεριστεί για να ικανοποιηθούν οι στιγμιαίες ορέξεις φιλόδοξων ασημαντοτήτων της Εμιγκράτσιας.
Ούτε είναι δυνατόν η Ελλάδα να θεωρήσει συνταγματικούς εκφραστές της συγκεκριμένες ομάδες ανταρτών που σε πολλές περιπτώσεις δεν διαφέρουν από τους ληστές και που εμφανίζονται ως σωτήρες της χώρας τους ενώ διαβιούν εις βάρος των τοπικών χωρικών. Εάν καταστεί αναγκαίο, θα αποκηρύξω δημοσίως αυτά τα στοιχεία και αυτές τις τάσεις για να καταδείξω την αγάπη που τρέφει η Μεγάλη Βρετανία για την Ελλάδα».
Η σκληρή στάση του Τσώρτσιλ εκφράστηκε στην αντιμετώπιση του κινήματος των στρατιωτικών στη Μέση Ανατολή. Αν και η Βρετανική στρατιωτική ηγεσία είχε προτείνει να αποφευχθεί οποιαδήποτε χρήση βίας ή ακόμη και απειλή χρήσης βίας απέναντι στους στασιαστές, ο Βρετανός πρωθυπουργός εξέδωσε προσωπικές διαταγές για την άμεση φυλάκιση των αριστερών και των αντιμοναρχικών στοιχείων. Ως τα τέλη Απριλίου 1944 και μετά από εκτεταμένες εκκαθαρίσεις, οι Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις απέκτησαν ακραιφνές αντικομμουνιστικό και μοναρχικό φρόνημα.
Κυβέρνηση Παπανδρέου
Στα μέσα Απριλίου, περίπου ένα μήνα μετά τη δημιουργία της ΠΕΕΑ, ορίστηκε από τους Βρετανούς ως πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης της Ελλάδας ο Γιώργος Παπανδρέου ο οποίος αντικατάστησε τον Σοφοκλή Βενιζέλο που είχε διαδεχθεί τον Εμμανουήλ Τσουδερό.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε τραβήξει την προσοχή των Βρετανών ύστερα από υπόμνημα που έστειλε τον Ιούλιο του 1943 (όταν ήταν ακόμη στην κατεχόμενη Αθήνα) προς στη Ελληνική εξόριστη κυβέρνηση και τη Βρετανική κυβέρνηση, στο οποίο αναφέρθηκε σε ένα ενδεχόμενο αγώνα εξουσίας με το ΕΑΜ που θα καθόριζε τη μεταπολεμική θέση της χώρας. Στο υπόμνημα εξέφρασε την έντονη ανησυχία του για την πολύ ισχυρή θέση που θα αναλάμβανε η Σοβιετική Ένωση στη μεταπολεμική εποχή.
Ο Παπανδρέου επισήμαινε ότι έπειτα από τον πόλεμο και τη διαφαινόμενη επικράτηση των Συμμάχων θα άρχιζε μια νέα εποχή της παγκόσμιας ιστορίας που θα χαρακτηριζόταν από την επικράτηση δύο μεγάλων παγκόσμιων συνασπισμών: του «Κομμουνιστικού Πανσλαβισμού» και του «Φιλελεύθερου Αγγλοσαξωνισμού» οι οποίοι θα είχαν σημαντικές διαφορές ιδίως όσον αφορά το ζήτημα της ελευθερίας. Σύμφωνα με τον Παπανδρέου, η Σοβιετική Ένωση ήταν μια κολοσσιαία δύναμη, που λόγω της κομμουνιστικής της ιδεολογίας προσέφερε στη Μόσχα μια παγκόσμια ηθική και πολιτική ακτινοβολία.
Η Ελλάδα και η Τουρκία θα έπρεπε να είναι σύμμαχοι της Αγγλίας και «φυσικοί αντίπαλοι των προχωρημένων φυλακίων του Πανσλαβισμού εις την Βαλκανικήν και φυσικοί φρουροί της εξόδου προς τη Μεσόγειον». Ταυτόχρονα θεωρούσε αναγκαία τη συσπείρωση της Ευρώπης ώστε «η Ρωσία να παραμείνει υλική απειλή και όχι ηθική δύναμις, κίνδυνος και όχι προσδοκία». Είναι σαφές από τα παραπάνω γιατί ο Τσώρτσιλ αισθανόταν ότι βρήκε τον άνθρωπο που χρειαζόταν στην Ελλάδα προκειμένου να επιβληθεί στο ΕΑΜ, παρά το γεγονός ότι ο Παπανδρέου είχε αντιμοναρχικό πολιτικό παρελθόν.
Σύμφωνα με τον Τσώρτσιλ, «ο κομμουνισμός θα ήταν ο κίνδυνος τον οποίο θα είχε να αντιμετωπίσει ο πολιτισμός μετά την ήττα του ναζισμού και του φασισμού». Στόχος του Τσώρτσιλ και του Παπανδρέου ήταν η αναχαίτιση του κομμουνισμού και η επανασύνδεση της εξόριστης Ελληνικής κυβέρνησης με το φυσικό της χώρο, την ελεύθερη ορεινή Ελλάδα. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος κάλεσαν την ΠΕΕΑ σε σύσκεψη στο περίφημο Συνέδριο του Λιβάνου τον Μάιο του 1944.
ιάσκεψη του Λιβάνου
Η Βρετανική κυβέρνηση επιδίωκε η διάσκεψη να ολοκληρωθεί με το σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας, στην οποία θα συμμετείχαν όλα τα πολιτικά κόμματα και το ΕΑΜ. Η συμμετοχή του ΕΑΜ κρινόταν απαραίτητη, γιατί μόνο τότε θα μπορούσαν οι Βρετανοί και η εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση να επανέλθουν στην Ελλάδα δίχως να συναντήσουν αντίσταση. Στόχος των Βρετανών ήταν να αποτελέσει, μεν, το ΕΑΜ μέρος της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, αλλά να έχει σε αυτή μειοψηφικό και περιθωριακό ρόλο.
Από την άλλη πλευρά, η ΠΕΕΑ είχε, μεν, σημαντική εξουσία στην κατεχόμενη Ελλάδα, αλλά διεθνώς ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Επιδίωξη της ΠΕΕΑ ήταν η ένταξή της σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας που θα είχε διεθνή αναγνώριση και θα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της χώρας μετά την απελευθέρωση. Για να επιτευχθεί αυτό ήταν απαραίτητη η συνεργασία με τους Συμμάχους, ιδίως τους Βρετανούς που ήδη είχαν έντονη συμμετοχή στα Ελληνικά πράγματα, λόγω της ενίσχυσης του ΕΑΜ αλλά και της εξόριστης κυβέρνησης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν αρχίσει το συνέδριο, οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ προέβησαν σε μια εντυπωσιακή πράξη νομιμοφροσύνης απέναντι στον Τσώρτσιλ, καταδικάζοντας την ανταρσία των ενόπλων δυνάμεων η οποία είχε εκδηλωθεί με στόχο την υποστήριξη της ΠΕΕΑ και έμμεσα του ΕΑΜ. Η διάσκεψη ορίστηκε να γίνει στον Λίβανο, τον Μάιο του 1944, μακριά από το διοικητικό κέντρο του Καΐρου και χωρίς να δοθεί πρόσβαση στον Τύπο. Ουσιαστικά η συνάντηση ελεγχόταν από τον Βρετανό πρέσβη Λίπερ ο οποίος ήλεγχε κάθε λεπτομέρεια.
Κατά τη διάσκεψη η Εαμική αντιπροσωπία δεν θα είχε δυνατότητα επικοινωνίας με την Ελλάδα, στοιχείο που έμελλε να είναι καθοριστικό για την εξέλιξη της συνάντησης. ως τόπος του συνεδρίου επιλέχτηκε ένα ξενοδοχείο σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό στα βουνά του Λιβάνου. Ο Λίπερ με το επιτελείο του εγκαταστάθηκε σε ένα άλλο ξενοδοχείο στο δρόμο προς Βηρυτό όπου δεχόταν τους αντιπροσώπους των κομμάτων και οργανώσεων που έσπευσαν να τον συναντήσουν. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Αμερικανοί δεν μετείχαν στη διάσκεψη ακολουθώντας μια πολιτική αποχής από τα Ελληνικά πράγματα.
Στις εργασίες της διάσκεψης του Λιβάνου συμμετείχαν αντιπροσωπίες από την εξόριστη κυβέρνηση, τα αστικά πολιτικά κόμματα, τον ΕΔΕΣ, την ΕΚΚΑ, το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και φυσικά την ΠΕΕΑ. Συγκεκριμένα στο συνέδριο συμμετείχαν εκτός από τον Γ. Παπανδρέου, από το κόμμα των Φιλελευθέρων οι Σοφοκλής Βενιζέλος, Κ. Ρέντης, Γ. Εξηντάρης, Γ. Βασιλειάδης, από το Λαϊκό Κόμμα ο Δ. Λόντος, από το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα ο Σπ. Θεοτόκης, από το ΚΚΕ ο Π. Ρούσος, από το Προοδευτικό Κόμμα ο Γ. Σακαλής, από το Αγροτικό δημοκρατικό Κόμμα ο Αλ. Μυλωνάς.
Από την Ένωση Αριστερών ο Ι. Σοφιανόπουλος, από το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα ο Π. Κανελλόπουλος, ο Φ. Δραγούμης ως ανεξάρτητος, από την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) οι Αλ. Σβώλος, Α. Αγγελόπουλος, Ν. Ασκούτσης, από το ΕΑΜ οι Μ. Πορφυρογέννης και Δ. Στρατής, ο υποστράτηγος Στ. Σαράφης, αρχηγός του ΕΛΑΣ, από τον ΕΔΕΣ οι Κ. Πυρομάγλου, Σ. Μεταξάς, Ι. Μεταξάς, από την Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση ΕΚΚΑ ο Γ. Καρτάλης και από τις εθνικές οργανώσεις οι Κ. Βεντήρης και Α. Σταθάτος.
Ο Παπανδρέου άνοιξε το συνέδριο κατηγορώντας το ΕΑΜ ότι δεν έχει στόχο την απελευθέρωση της χώρας αλλά ενδιαφέρεται για τη μεταπολεμική του επικράτηση. Ταυτόχρονα κατήγγειλε τη βία που ασκούσε το ΕΑΜ και πρότεινε τη συγκρότηση εθνικού στρατού. Οι διαχωριστικές γραμμές ήταν σαφείς: από τη μια μεριά ήταν ο Παπανδρέου με τους εκπροσώπους των αστικών κομμάτων και οργανώσεων οι οποίοι κατηγορούσαν το ΕΑΜ για τις πράξεις βίας. Ιδίως η διάλυση της ΕΚΚΑ και η δολοφονία του συνταγματάρχη Δ. Ψαρρού που είχαν σημειωθεί πρόσφατα ενέτειναν το αρνητικό κλίμα για το ΕΑΜ στο συνέδριο.
Αντίστοιχα, οι προερχόμενοι από το ΕΑΜ εκπρόσωποι επιδίωκαν τη σαφή αποκήρυξη και την καταδίκη των Ταγμάτων Ασφαλείας. Ταυτόχρονα πρότειναν το σχηματισμό μιας ενιαίας κυβέρνησης στην οποία το ΕΑΜ θα ήλεγχε τα μισά υπουργεία, ιδίως το υπουργείο Εσωτερικών και το υφυπουργείο Στρατιωτικών, (μεταφορά τμήματος της κυβέρνησης στο βουνό) και τη δημιουργία ενιαίου στρατού μεταπολεμικά. Τέλος, επέμεναν ότι ο βασιλιάς δεν θα έπρεπε να επιστρέψει στην Ελλάδα πριν από τη διενέργεια δημοψηφίσματος, ενώ μέχρι το δημοψήφισμα θα διοριζόταν αντιβασιλέας.
Στις αξιώσεις τους εξέφρασαν την κάθετη διαφωνία τους όλες οι υπόλοιπες δυνάμεις που συμμετείχαν στη σύσκεψη. Τα αστικά κόμματα επιδίωκαν τη δημιουργία ενός ενιαίου στρατού ο οποίος δεν θα είχε ως βάση του τον ΕΛΑΣ. Ταυτόχρονα επιθυμούσαν την καταγγελία από το Συνέδριο του κινήματος στη Μέση Ανατολή, καθώς και της τρομοκρατίας του ΕΛΑΣ στην ύπαιθρο. Στις 20 Μαΐου ολοκληρώθηκε το συνέδριο με την υπογραφή του Εθνικού Συμβολαίου, όπως ονομάστηκαν οι αποφάσεις του οι οποίες προέβλεπαν:
▶ Την ανασύνταξη με αποκατάσταση της πειθαρχίας των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων της Μέσης Ανατολής.
▶ Την ενοποίηση υπό τις διαταγές της Ενιαίας Κυβέρνησης όλων των αντάρτικων σωμάτων της Ελεύθερης Ελλάδας καθώς και την κινητοποίηση, όταν φθάσει η ώρα, όλων των μαχητικών δυνάμεων του έθνους, εναντίον των κατακτητών.
▶ Την κατάργηση της τρομοκρατίας στην ύπαιθρο και την παγίωση της προσωπικής ασφάλειας και της προσωπικής ελευθερίας του λαού, όταν και όπου ο κατακτητής αποσύρεται.
▶ Τη συνεχή μέριμνα για την επαρκή αποστολή τροφίμων και φαρμάκων στην Ελλάδα.
▶ Την εξασφάλιση κατά την απελευθέρωση της τάξης και της ελευθερίας του λαού, ώστε απαλλαγμένος από υλική και ψυχολογική βία να αποφασίσει αυτός για το πολίτευμα, το κοινωνικό καθεστώς και την κυβέρνηση της αρεσκείας του.
▶ Την επιβολή σκληρών κυρώσεων κατά των προδοτών της πατρίδας και κατά των εκμεταλλευτών της δυστυχίας του λαού.
▶ Την πρόνοια για την άμεση ικανοποίηση μετά την απελευθέρωση των υλικών αναγκών του Ελληνικού λαού.
▶ Την πλήρη εθνική αποκατάσταση και την πλήρη ασφάλεια των νέων συνόρων.
Οι εκπρόσωποι του ΕΑΜ δέχτηκαν σκληρή κριτική από το ΚΚΕ όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα γιατί δεν πέτυχαν την εξασφάλιση των μισών υπουργείων στη νέα κυβέρνηση και τη ρητή αναφορά για τυχόν επαναφορά του βασιλιά μόνο μετά από δημοψήφισμα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το ΕΑΜ απαγόρευσε στους αντιπροσώπους του να πάρουν μέρος στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας που προέκυψε μετά το συνέδριο του Λιβάνου αν προηγουμένως δεν εγκαθίσταντο άμεσα στην Ελλάδα τα υπουργεία Στρατιωτικών και Εσωτερικών.
Η Σοβιετική Αποστασιοποίηση
Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν είχε ξεκάθαρες και συνεπείς θέσεις για την ίδια της τη γραμμή μετά τη Συμφωνία του Λιβάνου. Από τη μια πλευρά, σε δημόσιες τοποθετήσεις προβαλλόταν η πολιτική του σχηματισμού κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» για να αποτραπεί ο «φονικός για το έθνος εμφύλιος πόλεμος». Από την άλλη, πολλά στελέχη έθεταν το ζήτημα της άμεσης κατάληψης της εξουσίας. Οι παλινδρομήσεις της πολιτικής των ηγετών του ΕΑΜ συνδέονταν και με την αδυναμία κατανόησης της Σοβιετικής πολιτικής.
Το πρώτο εξάμηνο του 1944 η ηγεσία του ΚΚΕ απευθύνθηκε πολλές φορές για ενίσχυση προς τη Σοβιετική Ένωση ζητώντας πολιτική, ηθική και στρατιωτική βοήθεια προκειμένου να δημιουργήσει μια ελεύθερη Ελλάδα. Όμως το ΚΚΕ δεν έβρισκε ανταπόκριση από τη Μόσχα. Τον Ιούνιο του 1944 ο Αντρέας Τζήμας, μόνιμος αντιπρόσωπος του γενικού στρατηγείου του ΕΛΑΣ στο στρατηγείο του λαϊκού απελευθερωτικού στρατού της Γιουγκοσλαβίας, συναντήθηκε με το στρατηγό Κορνέγιεφ, αρχηγό της Σοβιετικής Στρατιωτικής Αποστολής στο στρατηγείο του Τίτο και ζήτησε την άφιξη στην Ελλάδα Σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής και στρατιωτική βοήθεια για τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Ο Κορνέγιεφ δεν μπορούσε να δώσει συγκεκριμένη απάντηση και περιορίστηκε να υπογραμμίσει ότι «Η Σοβιετική Ένωση ύστερα από την άνανδρη επίθεση των Γερμανοφασιστών κατά τη διάρκεια του πολέμου υπέστη μεγάλες απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία για την οριστική, τελική νίκη κατά των Γερμανών επιδρομέων. Όμως θα είναι νίκη κερδισμένη με υπερένταση δυνάμεων και μεγάλες θυσίες. Αυτά πρέπει να έχουν οι δικοί σας πάντα υπόψη, όταν καθορίζουν την πολιτική σας».
Την ίδια περίοδο ο Τζήμας, μαθαίνοντας ότι ο Κορνέγιεφ έφευγε για τη Μόσχα, ετοίμασε μια σύντομη πολιτική έκθεση για την κατάσταση στην Ελλάδα και επίσης του έδωσε ένα γράμμα για τον Στάλιν, στο οποίο ζητούσε πολεμικό υλικό και διπλωματική βοήθεια για την αντιμετώπιση των Βρετανικών ενεργειών στην Ελλάδα. Ήδη, όμως οι Έλληνες κομμουνιστές είχαν έμπρακτα σημάδια των Σοβιετικών πολιτικών επιλογών. Η παθητική στάση της Μόσχας απέναντι στις επιλογές των Βρετανών όσον αφορά την Ελλάδα φάνηκε ήδη κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των Ελληνικών στρατιωτικών μονάδων στη Μέση Ανατολή.
Ενώ ο Βρετανικός στρατός κατέπνιγε την εξέγερση, ο Στάλιν απέφευγε κάθε ανάμιξη στο ζήτημα αυτό. Στις 26 Ιουλίου προσγειώθηκε στο αντάρτικο αεροδρόμιο της Νεράιδας Καρδίτσας Σοβιετική στρατιωτική αποστολή υπό τον αντισυνταγματάρχη Γκριγκόρι Ποπόφ. Επρόκειτο ουσιαστικά για την πρώτη δημόσια επαφή του ΚΚΕ με τη Μόσχα από την αρχή του πολέμου. Στόχος των Σοβιετικών δεν ήταν η μεταβίβαση εντολών από τον Στάλιν αλλά η ενημέρωση για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα.
Όταν όμως οι Σοβιετικοί ρωτήθηκαν από τα στελέχη του ΚΚΕ εξέφρασαν την άποψη ότι οι διεθνείς συγκυρίες και η γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας απέκλειαν δυναμική επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης, συνεπώς το καλύτερο για το ΕΑΜ θα ήταν ένας συμβιβασμός με τους Άγγλους που θα οδηγούσε στο σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Παρόμοιες συμβουλές είχαν δοθεί προηγουμένως από τη Σοβιετική πρεσβεία του Καΐρου στους αντιπροσώπους της ΠΕΕΑ.
Υποχώρηση του ΕΑΜ
Η επίσκεψη του Ποπόφ συνδέεται με την υποχωρητικότητα που άρχισε να παρουσιάζει το ΕΑΜ. Η διαφαινόμενη ουδετερότητα των Σοβιετικών οδήγησε την Εαμική ηγεσία στην απόφαση να ενημερώσει στις 30 Ιουλίου το Κάιρο ότι δεχόταν προσχώρηση στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με μόνο όρο την αντικατάσταση του Γιώργου Παπανδρέου. Ο τελευταίος συμφώνησε να παραιτηθεί αλλά κάτι τέτοιο δεν το δέχτηκαν οι Βρετανοί. Την παραίτηση Παπανδρέου ουσιαστικά απαγόρευσε ο Τσώρτσιλ ο οποίος ανάφερε σε σημείωμά του προς τον Ήντεν:
«Δεν μπορούμε να παίρνουμε υπό την προστασία μας κάποιον έτσι όπως κάναμε με τον Παπανδρέου και μετά να τον πετάμε στους λύκους με τις πρώτες άναρθρες κραυγές αυτών των άθλιων Ελλήνων ληστών. Είτε θα υποστηρίξουμε τον Παπανδρέου, αν χρειαστεί και με τη βία, όπως έχουμε συμφωνήσει, είτε θα πάψουμε να έχουμε τις οποιεσδήποτε βλέψεις στην Ελλάδα». Η επιμονή του Τσώρτσιλ απέδωσε καθώς δύο εβδομάδες αργότερα αποσύρθηκε ο όρος του ΕΑΜ, όταν έφθασε τηλεγράφημα των Βενιζελικών υπουργών σχετικά με την επιμονή της Αγγλικής κυβέρνησης να μη γίνει αλλαγή του προέδρου της κυβέρνησης παραμονές της απελευθέρωσης.
Το ΕΑΜ ενέδωσε και μπήκε στην κυβέρνηση, ενώ οι αποφάσεις για το θέμα του βασιλιά αναβλήθηκαν για μετά την απελευθέρωση. Στις 2 Σεπτεμβρίου έγινε στο Κάιρο η ορκωμοσία πέντε νέων υπουργών της Αριστεράς: Αλ. Σβώλος (Οικονομικών), Ν. Ασκούτσης (Μεταφορών), Ηλ. Τσιριμώκος (Εθνικής Οικονομίας), Γ. Ζεύγος (Γεωργίας), Μ. Πορφυρογέννης (Εργασίας), Α. Αγγελόπουλος (υφυπουργός Οικονομικών).
Η Συμφωνία της Καζέρτας
Στις 9 Αυγούστου 1944 αποφασίστηκε από τη Βρετανία η αποστολή 10.000 ανδρών στην Ελλάδα προκειμένου να μην αναλάβει το ΕΑΜ να καλύψει το κενό εξουσίας που θα δημιουργείτο μετά την αναμενόμενη υποχώρηση των Γερμανών. Οι Βρετανοί ενημέρωσαν τους Αμερικάνους γι’ αυτή τους την πρόθεση στις 17 Αυγούστου. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1944, ο Βρετανός πρέσβης στη Μόσχα πληροφόρησε τη Σοβιετική κυβέρνηση ότι επρόκειτο να σταλεί βρετανικός στρατός στην Ελλάδα.
Τους υπενθύμισε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Βρετανίας για τη χώρα και εξέφρασε την ελπίδα ότι η Μόσχα δεν θα έστελνε στρατιωτικές δυνάμεις σε κανένα μέρος της Ελλάδας, παρά μόνο μετά από συμφωνία με τους Βρετανούς. Οι Σοβιετικοί όχι μόνο δεν πρόβαλαν καμιά αντίρρηση, αλλά δήλωσαν ότι δεν είχαν καμιά πρόθεση να στείλουν δυνάμεις στην Ελλάδα. Πράγματι οι Σοβιετικοί τήρησαν την υπόσχεσή τους και ο Κόκκινος Στρατός σταμάτησε τον Οκτώβριο 1944 την προέλασή του στα βόρεια σύνορα της χώρας αποδεικνύοντας έτσι έμπρακτα την παραχώρηση της Ελλάδας στη Βρετανική σφαίρα επιρροής.
Μετά τα μέσα Αυγούστου οι Βρετανοί αποφάσισαν να μεταφέρουν την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας στην Ιταλία. Η μετεγκατάσταση πραγματοποιήθηκε στις 21 Αυγούστου 1944 και η νέα έδρα της κυβέρνησης ήταν ένα χωριό κοντά στο Σαλέρνο. Η Ελληνική κυβέρνηση συνοδευόταν από τον Βρετανό πρεσβευτή Λίπερ και μόνο τυπικά πήρε μέρος στις συσκέψεις για την εφαρμογή του σχεδίου ΜΑΝΑ που αφορούσε το σχέδιο της εισόδου των Βρετανών στην Ελλάδα.
Αν και οι υπουργοί του ΕΑΜ συνεργάζονταν ομαλά με τους Βρετανούς, οι τελευταίοι τους έβλεπαν με μεγάλη καχυποψία και φοβούνταν ότι θα προσπαθούσαν να αναλάβουν την εξουσία με τη δύναμη των όπλων του ΕΛΑΣ. Για να εμποδιστεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ο αρχηγός των Συμμαχικών δυνάμεων Μεσογείου, στρατηγός Ουίλσον, κάλεσε τον Σαράφη και τον Ζέρβα σε σύσκεψη στην Ιταλία, στην οποία συμμετείχε και ο Παπανδρέου με τέσσερις υπουργούς του.
Στη σύσκεψη που έγινε στην Καζέρτα, κοντά στη Νάπολη, στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 προέδρευσε ο Ουίλσον και συμμετείχε και ο αντιστράτηγος Ρόναλντ Σκόμπυ, που διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής της Ελλάδας. Στη σύσκεψη αποφασίστηκε ομόφωνα όλες οι δυνάμεις των ανταρτών να τεθούν υπό τις διαταγές του Σκόμπυ. Ειδικά για τις Ελληνικές δυνάμεις στο Λεκανοπέδιο της Αττικής αποφασίστηκε να υπάγονται στις διαταγές του στρατηγού Σπηλιωτόπουλου ο οποίος ήταν διορισμένος από τον Παπανδρέου στρατιωτικός διοικητής Αθηνών πριν μπει το ΕΑΜ στην κυβέρνηση.
Μάλιστα προβλεπόταν ο εφοδιασμός του από τους Βρετανούς με πολεμοφόδια και οπλισμό ώστε να εξοπλίσει την οργάνωση Χ που συνεργαζόταν μέχρι τότε με τους Γερμανούς με στόχο να συγκροτήσει μια αντίπαλη οργάνωση στον ΕΛΑΣ. Μετά τη Σύσκεψη της Καζέρτας χαρακτηρίστηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας ως όργανα του εχθρού και διακηρύχθηκε ότι αν δεν παραδίδονταν θα αντιμετωπίζονταν ως μονάδες των Γερμανών. Παράλληλα διατάχθηκε ο ΕΛΑΣ να κρατήσει τις δυνάμεις του εκτός Αττικής ώστε να αποφευχθεί σύγχυση, όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά.
Η Συμφωνία
- Όλες οι ένοπλες δυνάμεις στον Ελλαδικό χώρο, άρα και ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ, θα υπάγονταν στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας.
- Η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας όριζε αρχιστράτηγο το Βρετανό στρατηγό Skobie.
- Οι δυνάμεις των ανταρτών δεν είχαν δικαίωμα να κινηθούν προς Αθήνα και Θεσσαλονίκη την ώρα αποχώρησης των Γερμανών· όφειλαν να περιμένουν την άφιξη της Κυβέρνησης, που τη συνόδευαν και Βρετανικές δυνάμεις και μια Ελληνική ταξιαρχία, που είχε βοηθήσει τους συμμάχους στο Ρίμινι και είχε «εκκαθαριστεί» από δημοκρατικούς στρατιώτες και αξιωματικούς πριν αναχωρήσει από το Κάιρο (οι δημοκρατικοί που είχαν λάβει μέρος στο κίνημα του Απρίλη είχαν εγκλειστεί από τους Βρετανούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Αφρικανική έρημο.
- Επιπλέον, στο Συμβόλαιο του Λιβάνου, που είχε υπογραφεί με εισήγηση του Πρωθυπουργού Παπανδρέου, (το Μάιο 1944) και στη Συμφωνία της Caserta (27 / 9 / 1944) περιλαμβάνεται ειδική ρήτρα αποδοκιμασίας και απειλής για τιμωρία – καταδίκη προς όλους τους συνεργάτες των Γερμανών (ταγματασφαλίτες, που χαρακτηρίζονταν εχθροί του έθνους) ώστε ούτε ως απολυμένοι να μπορούν να ενισχύσουν Εαμικές μονάδες τους επόμενους κρίσιμους μήνες).
Ίσως η ρήτρα προστέθηκε για ικανοποίηση των Εαμικών και διευκόλυνση αποδοχής εκ μέρους τους των προηγούμενων τριών όρων, που ήταν μάλλον ανεπιθύμητοι για τους Εαμικούς.
Το Ζήτημα του Βασιλιά
Στις 6 Οκτωβρίου ο Παπανδρέου ζήτησε από το βασιλιά και τους Βρετανούς μια κατηγορηματική δήλωση ότι αποδέχονταν την προσωρινή λύση της αντιβασιλείας. Προφανώς θεωρούσε απαραίτητο να μπορέσει να προσφέρει κάτι στο ΕΑΜ και ιδίως στο λαό της Αθήνας που τον περίμενε ως ηγέτη της κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Τότε ο Τσώρτσιλ απέρριψε το αίτημα και έστειλε στον Ήντεν το ακόλουθο σημείωμα:
«Το ζήτημα καθίσταται η αιχμή του δόρατος για μια στρατιωτική επιχείρηση και τίποτε δεν πρέπει να το εμποδίσει αυτό. Έχω αποδεχθεί όλες τις απόψεις σου σχετικά με την παραμονή του βασιλιά της Ελλάδας και του διαδόχου προς το παρόν σε αυτή τη χώρα. Είχα ασφαλώς την πρόθεση να πω στον Παπανδρέου ότι μόλις εδραιωθεί, είναι καθήκον του να επαναφέρει το βασιλιά και ότι βεβαίως θα χρησιμοποιούσαμε την επιρροή μας προς αυτή την κατεύθυνση. Πράγματι, θα πάψει να με ενδιαφέρει η Ελληνική περίπτωση, αν ο Παπανδρέου αποδειχθεί προδότης του βασιλιά, του οποίου είναι ο πρώτος τη τάξει υπουργός».
Φανερή στο έγγραφο αυτό είναι η επιθυμία του Τσώρτσιλ να εξωθήσει τα πράγματα σε μια βίαιη αναμέτρηση με το ΕΑΜ/ ΕΛΑΣ χρησιμοποιώντας ως αφορμή το ζήτημα του Γεωργίου Β΄. Ο Γεώργιος Β΄, ενισχυμένος από την προτροπή του Τσώρτσιλ να απορρίψει την προσωρινή λύση της αντιβασιλείας, απαίτησε όλοι οι διορισμοί υπουργών στην κυβέρνηση του Παπανδρέου να παραπέμπονται στον ίδιο για την τελική έγκριση. Εξαρτώμενος αποκλειστικά από τη Βρετανική υποστήριξη, ο Παπανδρέου δεν μπορούσε να εναντιωθεί στις αξιώσεις τους, και αμέσως μετά τη σχετική διαμαρτυρία του στον Λίπερ αποδέχθηκε την απαίτηση του βασιλιά.
Ο Βρετανός υπουργός Μακμίλαν στις αρχές του 1945 έγραψε στο ημερολόγιό του ότι παράλληλα «με τους κομμουνιστές συνωμότες», «ο βασιλιάς των Ελλήνων είναι ο πραγματικός κακός της παράστασης». Από το χειμώνα του 1943 στο Κάιρο «ελισσόταν και παλινωδούσε». Και αρνείτο να κάνει μια ξεκάθαρη δήλωση ότι δεν θα επιστρέψει στην Ελλάδα πριν ο λαός ν’ αποφανθεί περί του πολιτειακού μ’ ένα γνήσιο δημοψήφισμα· έτσι «το ισχυρό όπλο της αντιμοναρχικής προπαγάνδας» δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει τόσο αποτελεσματικά για τους «εξτρεμιστές».
Η Συμφωνία των Ποσοστών
Η σκληρή στάση του Τσώρτσιλ απέναντι στο ΕΑΜ εξηγείται ως ένα βαθμό από τη συνεννόηση που είχε πετύχει με τη σύμμαχο της Αγγλίας Σοβιετική Ενωση. Ήδη στις 21 Σεπτεμβρίου 1944, ο Βρετανός πρέσβης στη Μόσχα είχε πληροφορήσει τη Σοβιετική κυβέρνηση ότι επρόκειτο να σταλεί Βρετανικός στρατός στην Ελλάδα, τους υπενθύμισε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Βρετανίας για τη χώρα και εξέφρασε την ελπίδα ότι η Μόσχα δεν θα έστελνε στρατιωτικές δυνάμεις σε κανένα μέρος της Ελλάδας, παρά μόνο μετά από συμφωνία με τους Βρετανούς. Οι Σοβιετικοί απάντησαν ότι δεν είχαν καμιά πρόθεση να στείλουν δυνάμεις στην Ελλάδα.
Παράλληλα, σε μυστικό υπόμνημα προς τον Αμερικανό πρόεδρο στις 11 Οκτωβρίου, ο Τσώρτσιλ αναφέρει: «Είναι απολύτως απαραίτητο να προσπαθήσουμε να καταλήξουμε σε κοινή θέση σχετικά με τα Βαλκάνια, για να αποτρέψουμε τον εμφύλιο πόλεμο σε σειρά χωρών όπου Εσείς και εγώ θα συμπαθούσαμε τη μια πλευρά και ο Στάλιν την άλλη». Αρχές Οκτωβρίου 1944, λίγο πριν από την απελευθέρωση της Ελλάδας, συναντήθηκαν στη Μόσχα ο Τσώρτσιλ και ο Στάλιν. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Τσώρτσιλ από τα απομνημονεύματά του:
«Φθάσαμε στη Μόσχα το απόγευμα της 9ης Οκτωβρίου. Στις 10 τη νύκτα εκείνη είχαμε την πρώτη σημαντική σύσκεψή μας στο Κρεμλίνο. Ήσαν μόνον οι Στάλιν, Μολότοφ, ο Ήντεν κι εγώ. Η στιγμή ήταν κατάλληλη για σοβαρό έργο. Έτσι είπα: Ας ξεκαθαρίσουμε τις υποθέσεις μας στα Βαλκάνια. Οι στρατοί σας είναι στη Ρουμανία και Βουλγαρία. Έχουμε συμφέροντα, αποστολές και πράκτορες εκεί. Ας μην εμπλακούμε σε σύγχυση για μικροζητήματα.
Καθ’ όσον αφορά την Αγγλία και τη Ρωσία, πώς θα σας φαινόταν να έχετε το 90% επιρροής στη Ρουμανία και εμείς να έχουμε τα 90% της επιρροής στην Ελλάδα και να τα μοιρασθούμε κατά το ήμισυ στη Γιουγκοσλαβία; Ενώ μεταφράζονταν αυτά έγραφα σε ένα φύλλο χαρτιού: Ρουμανία: Ρωσία 90%, Ουγγαρία: 50% – 50%, Βουλγαρία: Ρωσία 75%. Οι άλλοι 25%. Εσπρωξα το φύλλο χαρτιού προς τον Στάλιν, ο οποίος είχε ήδη ακούσει τη μετάφραση. Υπήρξε σύντομη σιωπή.
Και μετά πήρε το μπλε μολύβι του, σημείωσε την έγκρισή του και μου το επέστρεψε. Όλα είχαν κανονισθεί σε διάστημα όσον απαιτείται για να αρχίσουμε. Μετά ακολούθησε μακρά σιωπή. Το φύλλο χαρτιού με τη σημείωση με το μολύβι βρισκόταν στο μέσο του τραπεζιού. Κατόπιν είπα: «Μήπως θα φανεί κυνικό αν φαίνεται ότι έχουμε διακανονίσει τα ζητήματα αυτά, τόσο μοιραία για εκατομμύρια ανθρώπους, κατά τόσο πρόχειρο τρόπο; Oχι, κρατήστε το, είπε ο Στάλιν».
Ιστορικοί όπως ο Προκόπης Παπαστράτης και ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου που έχουν μελετήσει συστηματικά το διεθνές πλαίσιο της δεκαετίας του ’40 επισημαίνουν σχετικά με την περίφημη «συμφωνία των ποσοστών» μεταξύ Στάλιν και Τσώρτσιλ τον Οκτώβριο του 1944 ότι δεν θα πρέπει να υπερβάλλει κανείς ως προς τη σημασία της συγκεκριμένης συμφωνίας. Αυτή ήταν περισσότερο μια ντε φάκτο «συναντίληψη» μεταξύ των δύο ηγετών παρά μια διεθνή σύμβαση με την κυριολεκτική έννοια του όρου.
Με τις λέξεις του Ευάνθη Χατζηβασιλείου «η συνεννόηση Στάλιν και Τσώρτσιλ αντανακλούσε πρώτιστα την -ομολογουμένως ακριβή- κατανόηση και από τις δύο πλευρές των ορίων που έθετε στην ισχύ τους η εξέλιξη του πολέμου. Έτσι το Λονδίνο, ως ναυτική δύναμη, εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για την κρίσιμη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας (και της Γιουγκοσλαβίας) στην ανατολική Μεσόγειο, ενώ αναγνώρισε την αδυναμία του να ελέγξει την κατάσταση στα κράτη της Βαλκανικής ενδοχώρας.
Αντίστοιχα, η Μόσχα εκδήλωσε το ενδιαφέρον της για τις χώρες του εσωτερικού, τον έλεγχο των οποίων θεωρούσε αναγκαίο για την κατοχύρωση της ασφάλειάς της, ενώ διακήρυξε στους Βρετανούς την απροθυμία της να συμπεριλάβει στη σφαίρα επιρροής της τη ναυτική χώρα της περιοχής, την Ελλάδα, γνωρίζοντας καλά ότι παρόμοια προσπάθεια θα την έφερνε σε τροχιά σύγκρουσης με το δυτικό κόσμο. Η «συμφωνία ποσοστών» ήταν σημαντική ως ένδειξη του κυνισμού με τον οποίο αντιμετώπιζαν την κατάσταση και οι δύο πλευρές, μεσούντος του μεγαλύτερου πολέμου και ως απόδειξη ότι είχαν αντιληφθεί τα όρια των δυνατοτήτων τους.
Μετά τη συμφωνία στη Μόσχα, ο Τσώρτσιλ ήταν πλέον αποφασισμένος να ελέγξει το ΕΑΜ ακόμη και διά της βίας. Έγραφε ο Τσώρτσιλ στον Ήντεν, στις 7 Νοεμβρίου 1944: «Κατά τη γνώμη μου, έχοντας καταβάλει ένα τέτοιο τίμημα στη Ρωσία για να έχουμε ελευθερία δράσης στην Ελλάδα, δεν θα πρέπει να διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε τα Βρετανικά στρατεύματα για να στηρίξουμε τη Βασιλική Ελληνική Κυβέρνηση υπό τον κ. Παπανδρέου.
Αυτό σημαίνει ότι οι Βρετανικές μονάδες πρέπει ασφαλώς να επέμβουν για να αποτρέψουν πράξεις ανομίας. Ελπίζω ότι η Ελληνική (3η Ορεινή) Ταξιαρχία δεν θα διστάσει να πυροβολήσει εάν και όταν αυτό καταστεί αναγκαίο. Προβλέπω με βεβαιότητα σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να υποχωρήσουμε ενώπιον αυτής της προοπτικής, υπό τον όρο ότι θα έχουμε επιλέξει πολύ καλά το λόγο και το έδαφος».
Στις 8 Νοεμβρίου ο Τσώρτσιλ τηλεγράφησε στο στρατηγό Χένρι Ουίλσον, ανώτατο διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων στο θέατρο επιχειρήσεων της Μέσης Ανατολής και τον πρέσβη Λίπερ: «Εν όψει της εντεινόμενης απειλής εκ μέρους κομμουνιστικών στοιχείων στην Ελλάδα και ενδείξεων ότι σχεδιάζουν να καταλάβουν την εξουσία διά της βίας, ευελπιστώ ότι θα ενισχύσετε τις μονάδες μας στην περιοχή της Αθήνας με την άμεση αποστολή της Τρίτης Ταξιαρχίας της 4ης Ινδικής Μεραρχίας ή κάποιου άλλου τμήματος».
Η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας
Στις 12 Οκτωβρίου οι Γερμανοί εκκένωσαν την Αθήνα και τον Πειραιά. Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας αποβιβάστηκε από το ιστορικό Θωρηκτό Αβέρωφ στον Πειραιά στις 18 Οκτωβρίου. Ο Λίπερ είχε σχεδόν καθημερινή επαφή με τον Παπανδρέου τον οποίο συμβούλευε να κρατήσει μια ψύχραιμη στάση ώστε να επιτευχθούν χωρίς προβλήματα ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ και η εδραίωση της κυβέρνησής του στη χώρα.
Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα είδος άτυπης συγκυβέρνησης αφού τα επείγοντα προβλήματα της χώρας αντιμετωπίζονταν από τους Άγγλους. Το πιο χαρακτηριστικό, η οργάνωση της διανομής τροφίμων αναλήφθηκε από τα Βρετανικά στρατεύματα κατόπιν επιμονής του Φόρειν Όφις με στόχο η Αγγλική παρουσία να γίνεται πιο αποδεκτή στην Ελλάδα. Όμως η εξουσία του Παπανδρέου και των Άγγλων περιοριζόταν σε κάποιες γειτονιές της Αθήνας.
Το ΕΑΜ / ΕΛΑΣ κυριαρχούσε σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα και γι’ αυτό στις αρχές Οκτωβρίου ο Παπανδρέου εκμυστηρεύτηκε στον Κωνσταντίνο Τσάτσο πως «αν πληροφορούνταν οι Ελασίτες ότι φθάναμε στην Αθήνα σχεδόν γυμνοί, μπορούσαν να κάνουν ένα γιουρούσι και να κυριαρχήσουν στην πρωτεύουσα». Γι’ αυτό, στις 8 Οκτωβρίου, είχε καλέσει τους Βρετανούς να σπεύσουν ενόσω παρέμεναν ακόμη Γερμανοί στρατιώτες σε Ελληνικό έδαφος, διαφορετικά, «θα ήταν δύσκολο να εξηγήσουμε τους λόγους της αποστολής Βρετανικών στρατευμάτων μετά την πλήρη αποχώρηση του εχθρού».
Η Ορεινή Ταξιαρχία
Μείζον θέμα μεταξύ των διαπραγματεύσεων μεταξύ Παπανδρέου και ΕΑΜ έγινε το ζήτημα του αφοπλισμού της Ορεινής Ταξιαρχίας. Επρόκειτο για την ΙΙΙ Ορεινή Ταξιαρχία, την οποία έφεραν εσπευσμένα οι Άγγλοι από το μέτωπο της Ιταλίας. διοικητής της ήταν ο συνταγματάρχης Θ. Τσακαλώτος και στη δύναμή της ανήκαν 205 αξιωματικοί και 2.530 οπλίτες οι οποίοι είχαν επιλεγεί μετά από επανειλημμένες εκκαθαρίσεις μετά τα γεγονότα της Μέσης Ανατολής ώστε σε αυτή να μετέχουν όσοι είχαν έντονο αντικομμουνιστικό φρόνημα.
Στο αίτημα του ΚΚΕ να αφοπλιστούν η Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος ταυτόχρονα με τα άλλα ένοπλα τμήματα (τον ΕΛΑΣ δηλαδή και τον ΕΔΕΣ) αντέδρασε ο Παπανδρέου και ενημέρωσε τον Λίπερ ότι δεν πρόκειται να συναινέσει. Ταυτόχρονα του ζήτησε να μεσολαβήσει στον Σβώλο ώστε να σταματήσει το ΚΚΕ να πιέζει στο θέμα αυτό. Ο Λίπερ ενημερώθηκε από τον Παπανδρέου ότι είναι πιθανό να παραιτηθούν οι υπουργοί του ΕΑΜ αν επιμείνουν για γενικό αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ δίχως να έχει αφοπλισθεί η Ορεινή Ταξιαρχία.
Μια τέτοια παραίτηση πιθανότατα θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο σύμφωνα με τον Παπανδρέου. Στις 20 Νοεμβρίου έγινε ένα σημαντικό βήμα προς την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης από τον Γιώργο Παπανδρέου. Μετά από συνάντησή του με την ηγεσία του ΚΚΕ συμφωνήθηκε από κοινού να μην αφοπλισθεί η Ταξιαρχία αλλά να δοθούν άδειες σε μεγάλο αριθμό ανδρών και αξιωματικών. Η παραπάνω υπαναχώρηση του Παπανδρέου σε συνδυασμό με ορισμένες αντικαταστάσεις ανώτατων αξιωματικών που δεν ήταν αποδεκτοί από την Αριστερά ανησύχησε τους Βρετανούς οι οποίοι προτιμούσαν τη διατήρηση μιας σκληρής γραμμής.
Η έντονη αντίδραση των Βρετανών στις ενέργειες του Παπανδρέου είχε σαν αποτέλεσμα την υποβολή της παραίτησής του που απορρίφθηκε από τον Λίπερ ο οποίος έσπευσε να εξασφαλίσει τη διαβεβαίωση του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος των Φιλελευθέρων που συμμετείχαν την κυβέρνηση ότι, παρά την έντονη κριτική που ασκούσαν στον Παπανδρέου, θα παρέμεναν στην κυβέρνηση μέχρι να εγκαθιδρυθεί το Ελληνικό κράτος με το σχηματισμό ενός νόμιμου στρατού.
Ο Ήντεν τηλεγράφησε στον Λίπερ απορρίπτοντας τη «γενναιόδωρη άδεια» στους αξιωματικούς και τους άνδρες της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας με το επιχείρημα ότι μια τέτοια κίνηση ισοδυναμούσε με διάλυσή της, πράγμα που θα διευκόλυνε το ΚΚΕ να αναλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία. Χαρακτηριστική του τρόπου που αντιλαμβανόταν ο Λίπερ τις κινήσεις του Παπανδρέου απέναντι στο ΕΑΜ ήταν αναφορά του στο βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών όπου ανέφερε πως «η προσπάθεια κατευνασμού των Ελλήνων κομμουνιστών κατά παράξενο τρόπο θυμίζει την προσπάθεια κατευνασμού του Χίτλερ».
Η σκληρή στάση των Βρετανών σε συνδυασμό με την ουδέτερη στάση του συνταγματάρχη Ποπόφ, αρχηγού της Σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής στην Αθήνα, ενεθάρρυνε τον Παπανδρέου να συνεχίσει τη σκληρή γραμμή, να συνεχίσει να αρνείται τον αφοπλισμό της Ορεινής Ταξιαρχίας και ως εκ τούτου να οδηγούνται οι συνομιλίες με το ΕΑΜ σε αδιέξοδο.
Κλιμάκωση της Σύγκρουσης
Η υπογραφή του διατάγματος για την αποστράτευση ορίστηκε σε συνεννόηση με τον Λίπερ και τον Σκόμπυ για το απόγευμα της 28ης Νοεμβρίου. Προέβλεπε ότι ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα αποστρατεύονταν και θα δημιουργείτο τμήμα Εθνικού Στρατού που θα αποτελείτο από την Ορεινή Ταξιαρχία, τον Ιερό Λόχο και τμήμα του ΕΔΕΣ, καθώς και μια ταξιαρχία του ΕΛΑΣ που θα είχε ίση δύναμη με το άθροισμα των προαναφερθεισών δυνάμεων.
Παράλληλα προβλεπόταν η αμνήστευση των αξιωματικών που παρέμεναν έγκλειστοι στη Μέση Ανατολή και η επιστροφή τους στην Ελλάδα. Όμως η υπογραφή του διατάγματος αναβλήθηκε γιατί το ΚΚΕ επέμενε στην αποστρατεία και της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου. Το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων οδήγησε στην παραίτηση των υπουργών του ΕΑΜ και στη διενέργεια συλλαλητηρίου του ΕΑΜ στην πρωτεύουσα για τις 3 Δεκεμβρίου. Στις 3 Δεκεμβρίου η αστυνομία πυροβόλησε στην πλατεία Συντάγματος κατά της διαδήλωσης του ΕΑΜ, την άδεια της οποίας είχε ανακαλέσει η κυβέρνηση, με αποτέλεσμα πολλούς νεκρούς και τραυματίες.
Από την 1η Δεκεμβρίου με εντολή του στρατηγού Ουίλσον, ο Σκόμπυ είχε την εξουσία να κηρύξει στρατιωτικό νόμο στην Αθήνα και σε όποια άλλη περιοχή θεωρούσε απαραίτητο. Σύμφωνα με τις εντολές που είχε ο Σκόμπυ έπρεπε να αφοπλίσει, ακόμη και διά της βίας, όλες τις πρώην αντιστασιακές οργανώσεις, δεξιές και αριστερές. Όμως με παρέμβαση του ίδιου του Τσώρτσιλ, ο οποίος έδινε διαταγές κατευθείαν στον Σκόμπυ, παρακάμπτοντας τον ανώτατο συμμαχικό διοικητή Μεσογείου, οι αντάρτες του ΕΔΕΣ θα έπρεπε να προσφέρουν τις υπηρεσίες του στον Παπανδρέου, μπροστά στη διαφαινόμενη σύγκρουση.
Στις 4 Δεκεμβρίου, μονάδες του εφεδρικού ΕΛΑΣ επιτέθηκαν σε αστυνομικά τμήματα, αλλά απέφυγαν να συγκρουστούν με τις Βρετανικές δυνάμεις. Οι στρατιωτικές ενέργειες του ΕΛΑΣ στην αρχή των Δεκεμβριανών ήταν περιορισμένες και αποσκοπούσαν σε μια καλύτερη συμφωνία και κυρίως στην αντικατάσταση του Παπανδρέου. Η προοπτική αυτή φάνηκε εφικτή στις 4 – 5 Δεκεμβρίου, όταν αυτός υπέβαλε την παραίτησή του και όλα τα Ελληνικά πολιτικά κόμματα συμφώνησαν στην ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον 84χρονο αρχηγό του Κόμματος Φιλελευθέρων, Θεμιστοκλή Σοφούλη.
Ο Λίπερ που είχε απορρίψει την παραίτηση του Παπανδρέου στις 26 Νοεμβρίου εισηγήθηκε στο Βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών την αντικατάστασή του από τον 84χρονο Σοφούλη. Όμως πήρε εντολή από τον Τσώρτσιλ να αναγκάσει τον Παπανδρέου να κάνει το καθήκον του, και η Βρετανία θα τον στήριζε. Συγκεκριμένα ο Τσώρτσιλ τηλεγράφησε στις 5 Δεκεμβρίου στον Λίπερ ότι θα έπρεπε «να εξαναγκάσει τον Παπανδρέου να πράξει το καθήκον του. Εάν υποβάλει την παραίτησή του θα πρέπει να κλειδωθεί σε ένα δωμάτιο μέχρι να ξαναβρεί τα λογικά του».
Στις 5 δεκεμβρίου ο Τσώρτσιλ αποφάσισε μαζί με τον Ήντεν ότι τα Βρετανικά στρατεύματα θα έπρεπε να επιβάλουν την τάξη στην Αθήνα. είναι χαρακτηριστική η διαταγή προς τον Σκόμπυ, η οποία θυμίζει περισσότερο το αποικιοκρατικό παρελθόν της μεγάλης Βρετανίας παρά τη στάση προς μια σύμμαχο χώρα: «Ωστόσο, μη διστάσετε να ενεργήσετε σαν να βρίσκεστε σε μία κατακτημένη πόλη όπου εξελίσσεται τοπική εξέγερση. Πρέπει να κρατήσουμε και να επιβληθούμε στην Αθήνα. Θα ήταν πολύ σημαντικό να το επιτύχετε αυτό χωρίς αιματοχυσία αν είναι δυνατόν, αλλά και με αιματοχυσία εάν είναι απαραίτητο».
Με στόχο τη στρατιωτική επικράτηση, το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου, ο Βρετανικός στρατός άρχισε τις επιχειρήσεις εναντίον του ΕΛΑΣ. παράλληλα, η Βρετανική κυβέρνηση απέρριπτε τις προτάσεις του ΕΑΜ για ανακωχή (αντιβασιλεία, γενική αποστράτευση, νέα κυβέρνηση και διεθνή επιτροπή για τη διερεύνηση των αιτίων της σύγκρουσης). Οι Βρετανοί εισηγήθηκαν τη χρησιμοποίηση των Ταγμάτων ασφαλείας (που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς) εναντίον του ΕΛΑΣ, κάτι με το οποίο συμφώνησε η κυβέρνηση Παπανδρέου.
Στις 9 Δεκεμβρίου ο Τσώρτσιλ τηλεγράφησε στον Σκόμπυ «στην Αθήνα και παντού το σύνθημά μας είναι ”Όχι στην ειρήνη χωρίς νίκη”. Oλα αυτά τα γεγονότα διαδραματίζονταν εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι Γερμανοί μάχονταν λυσσαλέα εναντίον των επιθέσεων των Συμμάχων. Σε αυτή τη συγκυρία φαίνεται ότι ο Τσώρτσιλ είχε πάθει εμμονή με το Ελληνικό ζήτημα. O Aλαν Μπρουκ τον επισκέφθηκε το πρωί της 12ης Δεκεμβρίου για ένα άλλο εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα:
«Τον βρήκα στο κρεβάτι να παίρνει το πρωινό του και απορροφημένο από το πρωινό και από το τελευταίο τηλεγράφημα του Αλεξάντερ για την κατάσταση στην Ελλάδα. Ήταν εντελώς ανίκανος να συγκεντρωθεί σε οτιδήποτε άλλο εκτός του πρωινού του και της κατάστασης στην Ελλάδα. Έμεινα ως τις 10.30 π.μ. και ότι διαπίστωσα ότι δεν είχε καν διαβάσει την επιστολή του Μόντι (στρατάρχη Μοντγκόμερι), δεν ήξερε τίποτε γι’ αυτή.
Προσπάθησα να εξηγήσω αλλά συνεχώς επέστρεφε στην Ελλάδα. Αργότερα την ίδια ημέρα το Πολεμικό Υπουργικό Συμβούλιο συνεδρίασε και ανάλωσε μιάμιση ώρα για να αποφασίσουμε αν ο Αρχιεπίσκοπος (Δαμασκηνός) θα έπρεπε να διοριστεί αντιβασιλιάς. Τελικά το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι αυτό θα έπρεπε να γίνει και συνέταξε ένα σημείωμα περί αυτού προς το βασιλιά της Ελλάδας, ο οποίος εξ όσων αντιλαμβάνομαι αρνήθηκε».
Ήταν τέτοια η εμμονή του Τσώρτσιλ σχετικά με την Ελλάδα που έφτασε στο σημείο να πει εμπιστευτικά στον Βρετανό στρατηγό Ουίλσον: «ή αποκατάσταση του νόμου και της τάξης στην Αθήνα είναι πιο σημαντική από την κατάληψη της Μπολόνια». Τέσσερις μέρες αργότερα σε νέα συνεδρίαση του πολεμικού Υπουργικού Συμβουλίου που διήρκεσε δύο ώρες, μοναδικό θέμα ήταν η κατάσταση στην Ελλάδα. ο Λίπερ και ο Μακμίλαν πίεζαν για την ανάληψη της αντιβασιλείας από τον αρχιεπίσκοπο αλλά ο Γεώργιος Β΄ δεν ήθελε να δεχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Στην Αθήνα έφθαναν συνεχώς Βρετανικές ενισχύσεις οι οποίες ανέβασαν τον αριθμό των Βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα σε 80.000 – 90.000. Η άφιξη των σημαντικών Βρετανικών ενισχύσεων και η απόφαση του ΚΚΕ να μη χρησιμοποιήσει τον τακτικό ΕΛΑΣ στις συγκρούσεις της Αθήνας, αλλά να του αναθέσει τη διάλυση του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο, ανέτρεψαν την αρχικά ευνοϊκή θέση που είχε ο ΕΛΑΣ στην Αθήνα
Τα Τηλεγραφήματα του Τσώρτσιλ σε Λίπερ και Σκόμπυ
Στις 5 Δεκέμβρη, ο Τσόρτσιλ στέλνει δύο τηλεγραφήματα, ένα προς τον πρεσβευτή της Μ. Βρετανίας στην Αθήνα, Λίπερ, κι ένα προς τον Σκόμπυ.
Το Τηλεγράφημα προς τον Λίπερ:
“Πρέπει να παρακινήσετε τον Παπανδρέου να πράξει το καθήκον του και να τον διαβεβαιώσετε, ότι εις την περίπτωσιν αυτήν θα τον υποστηρίξωμεν μ’ όλας τας δυνάμεις. Παρήλθεν πλέον η εποχή καθ’ ην μια οιαδήποτε ομάς Ελλήνων πολιτών ηδύνατο να ματαιώνει την εξέγερσιν του όχλου. Η μόνη ελπίς του είναι να εργασθεί μεθ’ ημών διά την αποσόβησιν ενδεχομένης συμφοράς. Ανέθεσα το όλον ζήτημα της αμύνης των Αθηνών και τη διατήρηση της εννόμου τάξεως εις τον στρατηγόν Σκόμπι και τον διαβεβαίωσα ότι θα τον ενισχύσωμεν με όσας δυνάμεις χρειάζεται προς τούτο.
Τόσον εσείς, όσο και ο Παπανδρέου, πρέπει να συμμορφωθείτε προς τας οδηγίας του, εις ό,τι αφορά τη δημόσιαν τάξιν και την ασφάλειαν. Πρέπει να συνδράμετε τον στρατηγόν Σκόμπι με πάντα δυνατόν τρόπον και να εισηγηθείτε εις αυτόν τη λήψιν παντός μέτρου, το οποίον, κατά τη γνώμην σας, ήθελε καταστήσει το έργον του περισσότερον ευχερές και αποτελεσματικόν”.
Έτσι αναφέρεται το τηλεγράφημα αυτό στα απομνημονεύματα του Βρετανού πρωθυπουργού. Σκόπιμα, προφανώς, ο Τσόρτσιλ δεν αναφέρει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα. Το απόσπασμα αυτό ήρθε στο φως το 1974, όταν δημοσιοποιήθηκαν τα αντίστοιχα αρχεία του Φόρεϊν Οφις:
“Πρέπει να υποχρεώσετε τον Παπανδρέου. Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά, να αρρωστήσει και να μην μπορεί να τον πλησιάσει κανείς”.
Το Τηλεγράφημα προς τον Σκόμπυ:
“Κατόπιν συνεννοήσεως μετά του στρατηγού Ουίλσον (Ιταλία) έδωσα οδηγίες να σας αφήσει όλας τας δυνάμεις, τας οποίας διαθέτετε και να σας σταλούν, ει δυνατόν, ενισχύσεις. Είσθε υπεύθυνος διά την τήρησιν της τάξεως εις Αθήνας και διά την καταστροφήν όλων των ομάδων ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, αι οποίαι πλησιάζουν εις την πόλιν. Δύνασθε να λάβετε όλα τα μέτρα, που θα θεωρήσετε σκόπιμα διά τον έλεγχον των οδών και την παγίδευσιν των ταραξιών.
Είναι φυσικόν ο ΕΛΑΣ να προσπαθήσει να παρατάξει γυναικόπαιδα εις τα σημεία όπου θα διεξαχθούν συγκρούσεις. Θα πρέπει να ενεργήσετε με σύνεσιν και να αποφύγετε σφάλματα, αλλά μη διστάσετε να πυροβολήσετε εναντίον παντός ενόπλου, που θα επιχειρεί να επιτεθή κατά των Βρετανικών δυνάμεων και κατά των Ελληνικών, μετά των οποίων συνεργαζόμεθα. Το καλύτερον, φυσικά, θα ήτο εάν εις το έργον σας είχατε τη συμπαράστασιν μιας κυβερνήσεως και εάν ο Λίπερ έπειθε τον Παπανδρέου να παραμείνει εις τη θέσιν του και να σας βοηθήσει.
Ωστόσο, μη διστάσετε να ενεργήσετε ως να ευρίσκεσθε εις μίαν μόλις καταληφθείσα υπό του στρατού πόλιν, όπου έχει εκραγεί επαναστατικόν κίνημα. Εν συνεχεία, με τας ομάδας του ΕΛΑΣ, αι οποίαι πλησιάζουν έξωθεν προς την πόλιν, θα πρέπει να είσθε ασφαλώς εις θέσιν, με τας δυνάμεις που διαθέτετε, να δώσετε εις μερικάς εξ αυτών ένα καλό μάθημα, το οποίον θα παραδειγματίση και τας άλλας.
Δύνασθε να βασίζεσθε εις την υποστήριξίν μου διά πάσαν λογικήν και εύστοχον ενέργειαν, την οποίαν εν προκειμένω θα αποφασίσετε. Πρέπει να κρατήσωμεν τας Αθήνας και να επιβληθώμεν. Εάν τούτο το επιτύχετε χωρίς αιματοχυσίαν, θα είναι κατόρθωμα δι’ εσάς, αλλά και με αιματοχυσίαν θα είναι επίσης κατόρθωμα, εάν αυτή είναι απαραίτητος”.
Η Άφιξη Τσώρτσιλ στην Αθήνα
Η αποτυχία των Βρετανών να εξασφαλίσουν μια γρήγορη νίκη εναντίον του ΕΛΑΣ, οι έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό της Βρετανίας και η γενικότερη δυσμενής στάση της διεθνούς κοινής γνώμης πιθανότατα ήταν οι λόγοι που έφεραν τον Τσώρτσιλ και τον Ήντεν στην Αθήνα την παραμονή των Χριστουγέννων του 1944. Η άφιξή τους υποδήλωνε τη βούληση των Βρετανών για την προσπάθεια εξεύρεσης πολιτικής λύσης στο ελληνικό πρόβλημα. Οι Βρετανοί παρά την επικράτησή τους στην Αθήνα αντιλαμβάνονταν ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ελέγξουν τη χώρα χωρίς τη συναίνεση του ΕΑΜ.
Όταν ο στρατηγός Αλεξάντερ έφθασε στην Ελλάδα στις 21 Δεκεμβρίου 1944 ενημέρωσε τον Τσώρτσιλ:
«Για το Ελληνικό πρόβλημα πιστεύω ότι εσείς θα κατορθώσετε να βρείτε πολιτική λύση γιατί με τις τωρινές μας δυνάμεις δεν θα μπορούμε να αναλάβουμε παραπέρα στρατιωτικές ενέργειες μετά την εκκαθάριση της περιοχής της Αθήνας – Πειραιά. Οι Γερμανοί στην Κατοχή, διατηρούσαν στην ηπειρωτική Ελλάδα 5 – 6 μεραρχίες, εκτός από άλλες 4 που ήταν εγκατεστημένες στα νησιά. Παρόλα αυτά, δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν συνεχείς επικοινωνίες μεταξύ των μονάδων τους και αμφιβάλλω αν εμείς θα συναντήσουμε λιγότερο σθεναρή και αποφασιστική αντίσταση απ’ ό,τι εκείνοι».
Στην Αθήνα έγινε διάσκεψη με συμμετοχή του Τσώρτσιλ, όλων των πολιτικών αρχηγών και του ΕΛΑΣ την οποία παρακολούθησαν οι πρεσβευτές των ΗΠΑ, της Γαλλίας και ο συνταγματάρχης Ποπόφ για τη Σοβιετική Ένωση. Αποφασίστηκε η αντικατάσταση του Παπανδρέου από τον Πλαστήρα, ενώ ο Τσώρτσιλ ανέλαβε να πείσει το βασιλιά Γεώργιο να δεχτεί να ανακηρύξει προσωρινά αντιβασιλέα τον Δαμασκηνό. Πράγματι ο Πλαστήρας ανέλαβε πρωθυπουργός στις 3 Ιανουαρίου 1945 και η διάσκεψη της Βάρκιζας συγκλήθηκε για τις 3 Φεβρουαρίου με πρόεδρο τον Δαμασκηνό.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, μετά τη νίκη των Βρετανικών όπλων, ήταν η Ελληνική πολιτική ηγεσία (ιδίως ο Πλαστήρας) που επιδίωκε την ένοπλη συντριβή του ΕΑΜ, ενώ οι Βρετανοί πίεζαν προς την κατεύθυνση μιας πολιτικής λύσης η οποία επιτεύχθηκε τελικά με τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Σύμφωνα με τον Προκόπη Παπαστράτη η προετοιμασία της διάσκεψης της Βάρκιζας σε επίπεδο επαφών, συμμετοχής προσώπων και καθορισμού των προς συζήτηση θεμάτων πραγματοποιήθηκε από την Αγγλική πρεσβεία, η οποία πίστευε ότι μπορούσε να επιβάλει τις απόψεις της στους Έλληνες συμμετέχοντες.
Η Σοβιετική Στάση
Όπως και το προηγούμενο από τα Δεκεμβριανά διάστημα, το ΚΚΕ ζητούσε απεγνωσμένα οδηγίες από τη Σοβιετική Ένωση. Αν και η Κομμουνιστική διεθνής είχε διαλυθεί, οι ηγέτες του ΚΚΕ έβλεπαν τη Μόσχα ως το κέντρο της διεθνούς κομμουνιστικής επανάστασης και από αυτήν προσδοκούσαν ηθική και υλική ενίσχυση. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η άφιξη της στρατιωτικής αποστολής Ποπόφ και οι έμμεσες συστάσεις της να συνεργαστούν με τους Βρετανούς ήταν καθοριστικής σημασίας για να αποφασίσουν οι ηγέτες του ΚΚΕ να συμμετάσχουν στη διάσκεψη του Λιβάνου.
Οι Έλληνες κομμουνιστές συχνά βρίσκονταν μπροστά σε μια απόλυτη σιωπή όταν ζητούσαν βοήθεια και στήριξη από τη Σοβιετική Ένωση. Χαρακτηριστικά, όταν στελέχη του ΕΑΜ Μακεδονίας ζήτησαν από τους Σοβιετικούς να εισέλθει ο Κόκκινος Στρατός στην Ελλάδα ώστε να τους βοηθήσει στην επικράτηση επί των Γερμανών ο Ρώσος επιτελάρχης σημείωνε: «Επί του θέματος, δέχτηκε τους εκπροσώπους ο Ανόσιν, που επιφυλάχθηκε και απλώς τους άκουσε».
Μετά την έναρξη της στρατιωτικής σύγκρουσης στην Αθήνα το ΚΚΕ έσπευσε να ζητήσει τη γνώμη της Μόσχας. Στις 7 Δεκεμβρίου έφθασε στη Βουλγαρία ο Πέτρος Ρούσος, μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ με στόχο να μεταβεί στη Μόσχα. Την ίδια μέρα διαβιβάστηκε από τον Ρούσο στον Δημητρόφ τηλεγράφημα όπου υπογραμμιζόταν: «Η ανοιχτή επέμβαση των Άγγλων φέρνει τον αγώνα μας σε πολύ δύσκολη θέση. Το κόμμα έδωσε αυστηρές οδηγίες να μην πυροβολούνται οι Άγγλοι, αλλά σε κάθε περίπτωση να αμύνονται. Ο αγώνας απαιτεί ηθική υποστήριξη, όπλα και τρόφιμα. Παρακαλούμε να δώσετε τη γνώμη σας».
Στις 9 Δεκεμβρίου απάντησαν οι Σοβιετικοί προς τον Δημητρόφ: «Εξηγήστε προσωπικά και φιλικά στον Ρούσο, ότι στην τωρινή κατάσταση οι Έλληνες φίλοι δεν μπορούν να υπολογίζουν σε ενεργητική μεσολάβηση και βοήθεια από εδώ. Ο ερχομός του εδώ είναι επίσης πολιτικά μη σκόπιμος. Όλες τις απαραίτητες πληροφορίες να τις στέλνουν με εσάς». Η Μόσχα φαίνεται ότι θεωρούσε ότι ακόμη και μια απλή συνάντηση θα παρέβαινε την ουδετερότητά της.
Ενώ οι Σοβιετικοί έκαναν ξεκάθαρο στους Έλληνες συντρόφους τους ότι δεν θα μπορούσαν να τους αποστείλουν καμία βοήθεια από πουθενά δεν προκύπτει ότι διαβιβάστηκε ποτέ οδηγία προς το ΚΚΕ να μην ξεκινήσει τον ένοπλο αγώνα. Ενδεικτική της Σοβιετικής στάσης σχετικά με τα Δεκεμβριανά είναι και η μαρτυρία του δημοσιογράφου του BBC Κένεθ Μάθιους που τότε βρισκόταν στην Αθήνα:
«Οι Ρώσοι είχαν τον άνθρωπο τους στην Αθήνα, ένα συνταγματάρχη Ποπόφ που αποτελούσε τη ζωντανή εικόνα της μη επεμβάσεως. Καθόταν σ’ ένα τραπέζι της ”Μεγάλης Βρετανίας” μασώντας το περιεχόμενο των Αγγλικών κονσερβών, απρόσιτος, σιωπηλός, απαθής».
Είναι σαφές από τα παραπάνω η πλήρης αποστασιοποίηση, που αγγίζει τα όρια της αδιαφορίας, της Σοβιετικής Ένωσης σχετικά με τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα. Η Σοβιετική ηγεσία θεωρούσε πιο σημαντικό στη συγκεκριμένη συγκυρία να απορρίψει τις απεγνωσμένες εκκλήσεις για βοήθεια των ιδεολογικών συντρόφων της στην Ελλάδα παρά να διακινδυνεύσει μια ανοιχτή σύγκρουση με τη σύμμαχό της, Μεγάλη Βρετανία.
Η Στάση των Αμερικανών
Δεν διέφερε πολύ η στάση των Αμερικανών από την αντίστοιχη των Σοβιετικών Συμμάχων τους. Οι Αμερικανοί κρατούσαν μια απόσταση απέναντι στα τεκταινόμενα στην Αθήνα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συμφωνούσαν με τη βρετανική πολιτική. Στις 8 Δεκεμβρίου 1944 ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ελλάδα Μακβέι έγραφε στον πρόεδρο Ρούζβελτ:
«Η μεταχείριση αυτού του λαού που αγαπά φανατικά την ελευθερία (και ποτέ δεν αντιμετώπισε παθητικά την υπαγόρευση) σαν να αποτελούταν από ιθαγενείς της Βρετανικής Αυτοκρατορίας είναι αυτό που δημιουργεί όλα τα προβλήματα. Το εμπόδιο που όρθωσε πρόσφατα ο κ. Τσώρτσιλ στις προσπάθειες των Ελλήνων να βρουν μια πολιτική λύση, εάν θεωρηθεί μεγάλο σφάλμα, δεν είναι παρά το τελευταίο μιας μακράς σειράς σφαλμάτων που διαπράχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του πολέμου».
Όμως, παρά το γεγονός ότι η Αμερική συχνά διαφωνούσε με αρκετές από τις Βρετανικές πρωτοβουλίες πάνω σε Ελληνικά θέματα, δεν έδειχνε καμιά διάθεση να επιβάλει τη γνώμη της ή να εμποδίσει τη σύμμαχό της.
Οι ”Άλλοι” Βρετανοί
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν συμφωνούσαν όλοι οι Βρετανοί με την πολιτική του Τσώρτσιλ σχετικά με την Ελλάδα. Ήταν πολύ μεγάλες οι αντιδράσεις που ξεσήκωσε στη Βρετανία η συγκεκριμένη πολιτική, ιδίως κατά τη διάρκεια των ένοπλων συγκρούσεων της Αθήνας και πιθανότατα επιβάρυνε το αρνητικό για τον Τσώρτσιλ κλίμα στη χώρα του που οδήγησε και στην ήττα του στις εκλογές, λίγους μήνες αργότερα. Υπάρχει πλούσια τεκμηρίωση σχετικά με τις αλληλοσυγκρουόμενες οπτικές στη Βρετανική ηγεσία αναφορικά με τα Ελληνικά πράγματα.
Ιδίως οι στρατιωτικοί είχαν αντιληφθεί την έκταση του αντιμοναρχικού αισθήματος στην Ελλάδα και πίεζαν ώστε ο βασιλιάς να δηλώσει κατηγορηματικά ότι δεν θα επέστρεφε στη χώρα πριν από τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Χαρακτηριστικό είναι ότι ήδη από τον Ιούλιο του 1944 ο Άλαν Μπρούκ και οι αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων αντέδρασαν στα σχέδια του υπουργείου Εξωτερικών και του πρέσβη Λίπερ. Όπως αναφέρει ο Άλαν Μπρούκ:
«Η ομάδα αυτή προετοιμάζεται να επιβάλει στην Ελλάδα μια κυβέρνηση της δικής της επιλογής και να υποστηρίξει αυτή την κυβέρνηση με τη στρατιωτική ισχύ. Μπορώ να προβλέψω μια πολύ σοβαρή στρατιωτική δέσμευση που θα αυξηθεί πολύ γρήγορα. Ολόκληρη η μελλοντική πολιτική στην Ελλάδα είναι γεμάτη κινδύνους, το υπουργείο Εξωτερικών και ο πρέσβης ο Λίπερ φαίνονται να μαγειρεύουν πολύ μεγάλες φασαρίες για μας στο μέλλον, ιδίως εφόσον επιμένουν να διατηρούν το βασιλιά ως προστατευόμενό τους και να τον κρύβουν στα μετόπισθεν, ενώ οι Έλληνες είναι αποφασισμένοι να μη δεχθούν την επιστροφή του».
Αντίστοιχα, ένα επιφανές στέλεχος του Φόρεϊν Όφις, ο σερ Ορμ Σάρτζεντ, επίσης ανησυχούσε με τις Ελληνικές εξελίξεις όπου, «οι δωσίλογοι δεν τιμωρούνταν» και από τις ανταποκρίσεις του Βρετανού πρεσβευτή στην Αθήνα προέκυπτε το συμπέρασμα ότι «η συμμετοχή στο ΕΑΜ έτεινε να θεωρείται μεγαλύτερο έγκλημα από τη συνεργασία με τους Γερμανούς».
Οι θέσεις και οι υποδείξεις του Σάρτζεντ για τιμωρία των Ελλήνων δωσιλόγων δεν άρεσαν καθόλου στον Τσώρτσιλ, που αναγκάστηκε να παρέμβει γράφοντάς του: «Νομίζω ότι οι δωσίλογοι στην Ελλάδα σε πολλές περιπτώσεις έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να προφυλάξουν τον ελληνικό πληθυσμό από τη γερμανική καταπίεση. Τουλάχιστον δεν έκαναν τίποτα για να εμποδίσουν την είσοδο των απελευθερωτικών δυνάμεων ούτε έδωσαν οποιαδήποτε υποστήριξη στα σχέδια του ΕΑΜ».
Η Διεθνής Διάσταση των Δεκεμβριανών
Τα Δεκεμβριανά έχουν χαρακτηριστεί ως το πρώτο θερμό επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου. Όμως θυμίζουν περισσότερο θερμή και εγκάρδια συνεννόηση μεταξύ Συμμάχων που κατανοούν πολύ καλά τις θέσεις τους και τα όρια των δυνατοτήτων τους. Είναι σαφής η αποστασιοποίηση της Σοβιετικής Ένωσης στο Ελληνικό ζήτημα όπως είχε υποσχεθεί στους Βρετανούς. Συνεπώς παρά τις ιδεολογικοπολιτικές διαφορές μεταξύ Αγγλίας και Σοβιετικής Ένωσης δεν προκύπτει οποιαδήποτε σύγκρουση ή διαφωνία μεταξύ τους εξαιτίας της Ελλάδας.
Τα Δεκεμβριανά μπορούν να χαρακτηριστούν καλύτερα ως μια σύγκρουση αποικιοκρατικού τύπου μεταξύ των Βρετανών και Ελλήνων ανταρτών παρά ως μια ψυχροπολεμική αναμέτρηση (κάτι που αναμφισβήτητα ήταν ο Εμφύλιος Πόλεμος που θα ακολουθούσε δυο χρόνια αργότερα). Είναι χαρακτηριστικό αυτό που σχολίαζε ο Νάιτζελ Κλάιβ, δεύτερος γραμματέας της Βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα, στην αυτοβιογραφία του, ότι ο Λίπερ είχε αποκτήσει «ορισμένες εξουσίες και υπευθυνότητες τις οποίες συνήθως έχουν οι κυβερνήτες των αποικιών και όχι οι επικεφαλής των διπλωματικών αποστολών».
Χαρακτηριστικό του υπεροπτικού τρόπου που έβλεπε ο Τσώρτσιλ τους Έλληνες είναι το επιχείρημά του ότι η συνταγματική μοναρχία ταίριαζε καλύτερα στη «δημαγωγική Ελληνική ιδιοσυγκρασία η οποία δεν είναι ιδανική για δημοκρατία στις πιο εξελιγμένες μορφές της». Λίγο πριν από τη σύγκρουση του Δεκέμβρη και εν όψει της έντασης που επικρατούσε, ο αρμόδιος Βρετανός υπουργός για την Κεντρική Μεσόγειο, Μακμίλαν, πρότεινε να ζητηθεί από τον Στάλιν να μεσολαβήσει προκειμένου να συγκρατήσει το ΕΑΜ.
Αυτή η πρόταση που ίσως, αν γινόταν πραγματικότητα, να αποσοβούσε τα Δεκεμβριανά απορρίφθηκε από τον Τσώρτσιλ επειδή θα θεωρούταν ομολογία αποτυχίας στην Ελλάδα. Προφανώς ο Βρετανός πρωθυπουργός δεν ήθελε να δείξει στον Σοβιετικό ηγέτη ότι δεν ελέγχει την κατάσταση στην Ελλάδα. Από την άλλη, τα Δεκεμβριανά αναμφισβήτητα σχετίζονται με τον Ψυχρό Πόλεμο που θα άρχιζε καθώς συνδεόταν με την «από τα πάνω» κατασκευή του συνασπισμού χωρών που θα τον συνιστούσαν.
Με άλλα λόγια, η Δεκεμβριανή σύγκρουση εντάσσεται στην προσπάθεια επιβολής των Μεγάλων δυνάμεων της εποχής του οικονομικού και πολιτικού συστήματος που επιθυμούσαν στις χώρες που θα εντάσσονταν στις σφαίρες επιρροής τους. Είναι εντυπωσιακή η ομοιότητα της στάσης του Στάλιν και του Τσώρτσιλ (παρά τις εμφανείς ιδεολογικές διαφορές τους) όσον αφορά στην αποφασιστικότητά τους να επιβληθούν πολιτικά στις χώρες που είχαν προσυμφωνήσει.
Αποτελεί ειρωνεία ότι ενώ οι φιλελεύθερες ιδέες επικράτησαν στη συμφωνία της Γιάλτας και συμφωνήθηκαν ακόμη και από την ΕΣΣΔ, η οποία στο εσωτερικό της είχε ολοκληρωτικό καθεστώς, η χώρα που ουσιαστικά παραβίασε τις αξίες της συνθήκης της Γιάλτας ήταν μία από τις εισηγήτριές της, η Μεγάλη Βρετανία στα Δεκεμβριανά. Τα γεγονότα στην Αθήνα είχαν, σύμφωνα με την οπτική των Βρετανών, και μια «εκπαιδευτική διάσταση». Αποτελούσαν ένα παράδειγμα προς αποφυγήν για τα κομμουνιστικά κόμματα των υπόλοιπων χωρών της δυτικής Ευρώπης που θα απελευθερώνονταν τους επόμενους μήνες από τους Γερμανούς.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1944, ο Τσώρτσιλ λίγο πριν από το ταξίδι του στην Αθήνα προσπαθούσε να εξηγήσει τη θεωρία του σχετικά με το Ελληνικό ζήτημα στον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής, Γιαν Σματς και έκανε μια πρώτη διατύπωση της θεωρίας του ντόμινο της Μπολσεβικοποίησης από την οποία κινδύνευε η Ευρώπη: «Αν οι δυνάμεις του Κακού κυριαρχήσουν στην Ελλάδα, όπως είναι αρκετά πιθανό, πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για μια ημιμπολσεβικοποιημένη και υπό Ρωσική ηγεμονία Βαλκανική Χερσόνησο, και τούτο μπορεί να εξαπλωθεί στην Ιταλία και στην Ουγγαρία.
Κατά συνέπεια, προβλέπω μεγάλους κινδύνους για την οικουμένη σε τούτα τα μέρη». Αντίστοιχα στις 29 Δεκεμβρίου 1944, στη συνεδρίαση του Βρετανικού Πολεμικού Συμβουλίου τονίσθηκε ότι «αν οι υποθέσεις στην Ελλάδα εξελιχθούν όπως ελπίζουμε, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι να σταματήσει ένα τεράστιο κύμα αναρχίας στην Ευρώπη και ν’ αποθαρρύνει παρόμοια ξεσπάσματα σε άλλες χώρες».
Από την άλλη μεριά, οι Σοβιετικοί, παρόλο που ήταν πολύ καλά ενημερωμένοι για τα τεκταινόμενα στην Αθήνα, δεν έκαναν απολύτως τίποτα για να εμποδίσουν την κλιμάκωση της σύγκρουσης, πιθανότατα για να έχουν αργότερα την ελευθερία να επιβάλουν τις δικές τους κυβερνήσεις στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Λίγες εβδομάδες μετά τα Δεκεμβριανά της Αθήνας, στη Γιάλτα (8 Φεβρουαρίου 1945) ο Στάλιν διαβεβαίωνε τον Τσώρτσιλ ότι η Σοβιετική Ένωση δεν είχε την πρόθεση να αναμιχθεί στις Ελληνικές υποθέσεις ή να ασκήσει κριτική στις ενέργειες των Βρετανών κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών.
Όπως επισημαίνει ο ιστορικός Βασίλης Κόντης, ο Στάλιν είχε επιτρέψει στη Βρετανία να συντρίψει τους Έλληνες κομμουνιστές τον Δεκέμβριο του 1944 ξέροντας πολύ καλά ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει την περίπτωση της Ελλάδας και τα μέτρα που πήραν οι Βρετανοί για να δικαιολογήσει πράξεις καταπίεσης που ήταν αναγκαίες για να καταπνίξει ταραχές σε Ρουμανία, Βουλγαρία και Ουγγαρία. Ήδη από τα μέσα του 1944, οι συνεργάτες της Αμερικανικής κατασκοπείας στα Βαλκάνια προειδοποίησαν την Ουάσιγκτον για «τις προσπάθειες των Ρώσων να κομμουνιστικοποιήσουν τη Ρουμανία».
Πράγματι, όταν στις 25 Φεβρουαρίου 1945 ο Αντρέι Βισίνσκι, αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης, απαίτησε από το βασιλέα της Ρουμανίας, Μιχαήλ, να διορίσει μια νέα κυβέρνηση υπό κομμουνιστικό έλεγχο, πράγμα που παραβίαζε σε μεγάλο βαθμό τη διακήρυξη της Γιάλτας για την απελευθερωμένη Ευρώπη, ο Τσώρτσιλ δεν έκανε απολύτως καμιά κίνηση. Σε απόρρητο μήνυμα προς τον Ρούζβελτ ο Τσώρτσιλ στις 8 Μαρτίου 1945, αναφέρει:
«Για να είμαστε ελεύθεροι να σώσουμε την Ελλάδα, ο Ήντεν και εγώ αναγνωρίσαμε τον Οκτώβριο στη Μόσχα ότι οι Ρώσοι θα έχουν αποφασιστικό ρόλο στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, ενώ εμείς θα έχουμε τον αποφασιστικό μας ρόλο στην Ελλάδα. Ο Στάλιν τήρησε με ακρίβεια τη συμφωνία κατά τη διάρκεια των τριάντα ημερών των μαχών εναντίον των κομμουνιστών και του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, παρόλο που αυτό ήταν πολύ δυσάρεστο γι’ αυτόν και τον περίγυρό του.
Ο Στάλιν τώρα ακολουθεί αντίθετη πολιτική στις δυο Βαλκανικές χώρες, στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Μετά τις Αγγλο-Ρωσικές συνομιλίες στη Μόσχα, ο Στάλιν υπέγραψε τις Αρχές της διακήρυξης της Γιάλτας που παραβιάστηκαν στη Ρουμανία». Ο Τσώρτσιλ συνεχίζει, επισημαίνοντας ότι εκείνος δεν θα διαμαρτυρηθεί στην παραβίαση αυτή από την ΕΣΣΔ γιατί δεν θέλει ο Στάλιν να του απαντήσει «εγώ δεν ανακατεύτηκα στις δραστηριότητές σας στην Ελλάδα, γιατί εσείς δε μου αφήνετε την ίδια ελευθερία στη Ρουμανία;».
Κατακλείδα
Στα Δεκεμβριανά ο Τσώρτσιλ βρήκε απέναντι του τους Έλληνες κομμουνιστές οι οποίοι ενώ ήταν σαφές, ιδίως μετά τη Συνθήκη της Καζέρτας, ότι δεν είχαν επιλέξει το δρόμο της ένοπλης επικράτησης εν τούτοις δεν ήταν διατεθειμένοι να παραδοθούν σε κάθε είδους συμβιβασμό που θα τους πρότεινε ο Παπανδρέου, τη στιγμή μάλιστα που ήταν σαφές ότι είχαν τη στρατιωτική υπεροχή.
Στις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου, ενώ οι συγκρούσεις είχαν ξεσπάσει στην Αθήνα, εκ μέρους της ηγεσίας του ΚΚΕ ο Πέτρος Ρούσος εξήγησε σε αξιωματούχους του Κ.Κ. Βουλγαρίας ότι το κόμμα του, γνωρίζοντας ότι δεν θα λάμβανε εξωτερική βοήθεια, «ήταν έτοιμο για όλους τους συμβιβασμούς, όλες τις παραχωρήσεις, που θα συνοδεύονταν όμως από ένα ελάχιστο εγγυήσεων για το κίνημά μας. Αλλά η θέση του Παπανδρέου ήταν σαφής, δεν θα υπήρχαν τέτοιες εγγυήσεις. Ο άλλος δρόμος που είχαμε ήταν να υπερασπιστούμε τις θέσεις μας. Ήταν δύσκολος αλλά το κόμμα τον βρήκε σωστό».
Έχει δεχθεί πολλές κριτικές το ΚΚΕ γι’ αυτή του τη στάση. Σύμφωνα με τον Ευάνθη Χατζηβασιλείου: «Η ηγεσία του ΕΑΜ έδειξε μια τεράστια αδυναμία να διαχειριστεί την κρίση. Έτσι, δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται τη σημασία της υπογραφής της Συμφωνίας της Καζέρτας, η οποία στην ουσία υπήγαγε και τις Εαμικές δυνάμεις υπό τις διαταγές του Σκόμπυ. Η Καζέρτα μετέτρεπε οποιαδήποτε εξέγερση εναντίον του Βρετανού αυτού διοικητή σε αντισυμμαχική ανταρσία την οποία θα ήταν αδιανόητο να υποστηρίξουν, διαρκούντος του πολέμου, οι Σοβιετικοί ή ο Τίτο (παρά τις υποσχέσεις που ο τελευταίος είχε δώσει για αρωγή)».
Κατά τον Χατζηβασιλείου οι ηγέτες του Γαλλικού και του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος Τορέζ και Τολιάτι απέφυγαν προσεκτικά τον εμφύλιο πόλεμο, ακριβώς επειδή διέγνωσαν πολύ πιο αποτελεσματικά τους συσχετισμούς των δυνάμεων και την ακριβή γκάμα των δυνατοτήτων. Ο άλλος πρωταγωνιστής των Δεκεμβριανών, ο Γιώργος Παπανδρέου, δέχτηκε επίσης πάρα πολλές κριτικές για το γεγονός ότι δεν κατάφερε να πετύχει τη συνεννόηση και το συμβιβασμό με το ΕΑΜ ώστε να αποφύγει τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Σύμφωνα με τον Θανάση Σφήκα, ο Παπανδρέου «υπήρξε πάντοτε ευάλωτος και ενδοτικός στις απαιτήσεις των Βρετανών, των οποίων η υποστήριξη αποτελούσε το μοναδικό του όπλο, πλεονέκτημα και νομιμοποίηση». Την αποτυχία του να μεσολαβήσει επιτυχημένα μεταξύ ΕΑΜ και Βρετανών την αποδέχτηκε έμμεσα και ο ίδιος ο Παπανδρέου με τις δύο διαδοχικές παραιτήσεις που υπέβαλε σε διάστημα λίγων ημερών, αλλά δεν έγιναν δεκτές από τους Βρετανούς.
Ο Παπανδρέου υπερασπίστηκε αργότερα την πολιτική του απαντώντας στους συντηρητικούς που, μετά τον Δεκέμβριο, τον κατηγορούσαν για «υποχωρητικότητα» έναντι του ΕΑΜ «ότι η πολιτική της Εθνικής Ενώσεως με την συμμετοχήν του ΕΑΜ εις την Κυβέρνησι μας ήνοιξε τα πύλας της Ελλάδος, εις τρόπον ώστε την 3η Δεκεμβρίου 1944, αντί να είμεθα ημείς εξόριστοι και το ΕΑΜ κράτος, να είμεθα ημείς Κράτος και το ΕΑΜ Στάσις».
Από τις πράξεις του Παπανδρέου την εποχή των Δεκεμβριανών φαίνεται ότι προσπαθούσε να αντικρούσει τον ευρέως διαδεδομένο χαρακτηρισμό που του αποδιδόταν ως «αχυράνθρωπος των Βρετανών» και με τις ενέργειές του να αποφύγει την εμφύλια αναμέτρηση με το ΕΑΜ. Η αποτυχία του οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι τη συγκεκριμένη περίοδο την εξουσία στη Βρετανία είχαν θιασώτες της ωμής επέμβασης και της αποικιοκρατικής παράδοσης.
Η επέμβαση της Αγγλίας στα εσωτερικά της Ελλάδας σε συνδυασμό με την καλά υπολογισμένη αποστασιοποίηση της Σοβιετικής Ένωσης και την αμφιταλάντευση του ΚΚΕ μεταξύ πολιτικής διευθέτησης και ένοπλης επιβολής οδήγησαν στην τραγωδία των Δεκεμβριανών τα οποία ήταν ίσως το πιο κρίσιμο σκαλί στην κλίμακα της βίας που θα συνέχιζε να καταστρέφει την Ελληνική κοινωνία και στα επόμενα χρόνια της δεκαετίας του ’40.
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ