Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
Η Φύση και τα Ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά της Πειρατείας στη Θάλασσα του Αιγαίου
Η Φύση και τα Ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά της Πειρατείας στη Θάλασσα του Αιγαίου
Η πειρατεία στο Αιγαίο αποτέλεσε συνεχές ιστορικό φαινόμενο μέσα στους αιώνες που εξετάζουμε, με μεταβαλλόμενη ένταση και διαφορετική φύση κατά περιόδους. Η αναφορά, κατά συνέπεια, στο ιστορικό φαινόμενο της πειρατείας από το 13ο αιώνα ως περίπου και τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη, αλλά πρέπει να υπολογίζονται όλες οι εκφάνσεις του φαινομένου.
Πιο συγκεκριμένα, η επαρκής ανάλυση προϋποθέτει τη διάκριση της πειρατείας από το κούρσος, δηλαδή τη με συγκεκριμένους στόχους, ελεγχόμενη από μία κρατική εξουσία, κατευθυνόμενη πειρατεία. Επίσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάκριση ανάμεσα στην πειρατεία με καθαρά κερδοσκοπικά κίνητρα από εκείνη που γινόταν μέσα στο πλαίσιο ναυτικού διακρατικού ή ιερού πολέμου.
Ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, η μεταπήδηση από τη μία μορφή πειρατείας στην άλλη ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένη, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την έρευνα του φαινομένου. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που απλοί πειρατές μετατρέπονταν σε κουρσάρους μέσα στο πλαίσιο του ιερού πολέμου και στην υπηρεσία μιας κρατικής εξουσίας, όπως συνέβη, για παράδειγμα, με το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Από την άλλη πλευρά, μορφές πειρατείας που γίνονταν στο όνομα της θρησκείας και του ιερού πολέμου εκτρέπονταν πολύ συχνά σε ληστρικές επιδρομές, ανεξάρτητα από τη θρησκεία των θυμάτων, όπως συνέβαινε στην περίπτωση των Ιωαννιτών ιπποτών.
Πρέπει ακόμη να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην πειρατεία που προερχόταν από δυνάμεις που βρίσκονταν εκτός Αιγαίου (κυρίως από ευρωπαϊκά και βορειοαφρικανικά Μουσουλμανικά κράτη), και από αυτή, μικρότερης κλίμακας, που προερχόταν από τους ντόπιους νησιωτικούς πληθυσμούς. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι οι δύο αυτές μορφές πειρατείας δεν αλληλοδιαπλέκονταν. Δεν ήταν λίγες οι φορές, ιδιαίτερα από το 17ο αιώνα και μετά, που ντόπιοι ναυτικοί υπηρετούσαν σε ευρωπαϊκούς πειρατικούς στόλους ή ακόμη λειτουργούσαν ως κουρσάροι ξένων ναυτικών δυνάμεων.
Επιπλέον διάκριση πρέπει να γίνεται και στις μορφές της πειρατείας, όσον αφορά τους στόχους της. Αν δηλαδή οι πειρατές ή κουρσάροι κούρσευαν μόνο πλοία ή λεηλατούσαν και παραθαλάσσιες περιοχές. Αν είχαν στόχο κυρίως την πώληση αιχμαλώτων ως δούλων ή αποκλειστικά εμπορεύσιμα αγαθά.
Δεν μπορούμε, τέλος, να παραβλέψουμε τις διαφορετικές οπτικές των ανθρώπων της εποχής. Σίγουρα οι απόψεις των πειρατών για τις ενέργειές τους ήταν διαφορετικές από αυτές των θυμάτων τους ή του κράτους το οποίο ζημίωναν. Αν ο Μοροζίνι για τους Βενετούς ήταν ήρωας, για τους Οθωμανούς δεν ήταν παρά ένας πειρατής, ενώ το αντίστροφο ίσχυε για τον Μπαρμπαρόσα. Ακόμη, διαφορετικές θα ήταν οι αντιλήψεις για την πειρατική δράση των κοινοτήτων που έπεφταν θύματα των πειρατών από τις αντιλήψεις των κοινοτήτων που είτε ασκούσαν πειρατεία είτε ωφελούνταν οικονομικά από αυτή.
Οι παραπάνω παράμετροι, καθώς και αρκετές άλλες, με την πολυπλοκότητα και την αλληλοεπικάλυψή τους, διαμορφώνουν το διαχρονικό φαινόμενο της πειρατείας στο Αρχιπέλαγος, με τις διάφορες εκφάνσεις του κατά περιόδους.
Το Γεωγραφικό – Πολιτικό και Οικονομικό Υπόβαθρο της Πειρατείας στο Αιγαίο
Πέρα από τις διάφορες μορφές του φαινομένου της πειρατείας, πρέπει να αναφερθούμε και σε κάποιους συγκεκριμένους παράγοντες οι οποίοι αποτέλεσαν είτε το υπόβαθρο που ευνόησε την εκδήλωση της πειρατικής δράσης είτε τα ίδια τα αίτια που οδήγησαν σε αυτή. Ένας πρώτος παράγοντας είναι η γεωγραφική θέση του Αιγαίου μέσα στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου, όπως επίσης και η ιδιαίτερη γεωμορφολογία του Αρχιπελάγους.
Πιο συγκεκριμένα, το Αιγαίο σε όλη αυτή τη χρονική περίοδο βρισκόταν πάνω στους τρεις βασικούς εμπορικούς άξονες που ένωναν τη Δύση με την Ανατολή και, κατ’ επέκταση, με τους δρόμους του μεταξιού και των μπαχαρικών. Έτσι, το Αιγαίο αποτελούσε μέρος του άξονα από τα λιμάνια της Δύσης προς την Κωνσταντινούπολη και από εκεί στη διαδρομή του μεταξιού προς την Κίνα.
Επιπλέον, το νότιο Αιγαίο ήταν πάνω στον άξονα από την Ευρώπη προς τη Συρία και τους Αγίους Τόπους, όπου βρισκόταν η εναλλακτική αφετηρία του δρόμου του μεταξιού. Τέλος, το νοτιοανατολικό Αιγαίο, και συγκεκριμένα τα Δωδεκάνησα, αποτελούσαν τον κόμβο που συνέδεε την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, σταθμό του εμπορίου των μπαχαρικών, ίσως του πιο επικερδούς εμπορίου για μεγάλες χρονικές περιόδους.
Αυτοί οι εμπορικοί άξονες, καθ’ όλη την περίοδο που εξετάζουμε, δεν έχασαν ουσιαστικά την αξία τους παρά την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου και των εναλλακτικών διαδρομών προς τις Ινδίες, στα τέλη του 15ου αιώνα. Ήταν λοιπόν επόμενο το Αιγαίο να αποτελεί, ως μέρος της Ανατολικής Μεσογείου, πεδίο σύγκρουσης των μεγάλων ναυτικών και εμπορικών δυνάμεων. Ακριβώς αυτή η πολεμική σύγκρουση, κυρίως της οθωμανικής εξουσίας με τα δυτικά κράτη για τον έλεγχο των εμπορικών αξόνων, η οποία ήταν σχεδόν ακατάπαυστη, ευνόησε την εκδήλωση της πειρατείας με διάφορες μορφές.
Αυτή η σύγκρουση όμως δε σημαίνει ότι αποκλειόταν το εμπόριο της Δύσης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι εμπορικές συμφωνίες, γνωστές ως διομολογήσεις, που ξεκίνησαν από το 16ο αιώνα, με πρώτη αυτή με τη Γαλλία, φανέρωναν τη διάθεση των Οθωμανών για την ανάπτυξη του εμπορίου. Οι Οθωμανοί φρόντιζαν να συνάπτουν εμπορικές συμφωνίες ακόμη και με τη μεγαλύτερη αντίπαλό τους, τη Βενετία, έπειτα από κάθε πολεμική σύγκρουση μαζί της.
Και η ιδιαίτερη μορφολογία του Αιγαίου όμως, σε συνδυασμό με τους τρόπους ναυσιπλοΐας της εποχής, ευνόησε τη δράση πειρατών και κουρσάρων, ντόπιων και ξένων. Χάρη στην πληθώρα μικρών φυσικών λιμανιών και ορμίσκων, οι πειρατές είχαν τη δυνατότητα πρόσβασης σε κρησφύγετα, εναλλακτικά αραξοβόλια και παζάρια, μακριά από οποιαδήποτε κρατική εποπτεία. Παράλληλα, η ναυτική τεχνολογία της εποχής, σε συνδυασμό με τα πολλά νησιά, τις βραχονησίδες και τα ρεύματα στη θάλασσα του Αιγαίου, δημιουργούσε αναπόφευκτες ναυτικές διαδρομές μέσα από τα νησιά, καθιστώντας τα εμπορικά πλοία ευάλωτα σε πειρατικές επιδρομές, ακόμη και από τη στεριά, όπως συνέβαινε με την περίπτωση της Μάνης.
Παράλληλα με το γεωγραφικό υπόβαθρο, το πλαίσιο λειτουργίας της πειρατείας διαμορφώθηκε και από τις οικονομικές συνθήκες της εποχής. Ήδη από το 16ο αιώνα η άνοδος του εμπορικού καπιταλισμού στην Ευρώπη δε θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατά συνέπεια το Αρχιπέλαγος του Αιγαίου.
Η συνεχής ανάπτυξη του ναυτικού εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά τις όποιες διακυμάνσεις λόγω των ιστορικών συγκυριών, διαμόρφωσε μια ακατάπαυστη ναυτική εμπορική κίνηση στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο. Η λειτουργία του εμπορίου όμως ήταν άμεσα συνυφασμένη με την πειρατεία και το κούρσος ως προέκταση της οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με τον F. Braudel, η πειρατεία, κατά τη νοοτροπία της εποχής, λειτουργούσε ως μια καταναγκαστική μορφή ανταλλαγής.
Από την άλλη πλευρά, πρέπει να σημειωθεί ότι η ναυτιλία –και ιδίως η πειρατεία– αποτελούσε κυρίως για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μια οικονομική δραστηριότητα που δε συναντούσε σημαντικούς οικονομικούς και κοινωνικούς περιορισμούς, όπως συνέβαινε με άλλες οικονομικές δραστηριότητες, μέσα στο πλαίσιο του Οθωμανικού κράτους. Με αυτό τον τρόπο η πειρατεία και το κούρσος, ή έστω η έμμεση εμπλοκή με την πειρατεία, αποτελούσαν τη μοναδική –πιθανόν– διέξοδο για τα φτωχά σε υλικούς πόρους Αιγαιοπελαγίτικα νησιά.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί και η πολιτική παράμετρος, με την ευρύτερη έννοια του όρου, που διαμόρφωσε και προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό την εκδήλωση των διάφορων πειρατικών δραστηριοτήτων. Και αυτή η παράμετρος είναι κυρίως η έλλειψη ικανής κρατικής εποπτείας της θάλασσας του Αιγαίου. Μία βασική αιτία ήταν, όπως προαναφέρθηκε, το πολεμικό κλίμα, το οποίο επικρατούσε για μεγάλο διάστημα στο Αιγαίο. Οι ναυτικοί πόλεμοι, και κυρίως οι επαναλαμβανόμενοι για δύο περίπου αιώνες Βενετο-Οθωμανικοί, οδήγησαν τις αντιμαχόμενες πλευρές στη χρήση πειρατών και κουρσάρων ως μια εναλλακτική και ανεπίσημη μορφή πολέμου.
Η Οθωμανική κυριαρχία επεκτάθηκε και σταθεροποιήθηκε στο Αιγαίο ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα. Ο κρατικός έλεγχος ωστόσο ήταν ελλιπής, είτε εξαιτίας της ανεπάρκειας της Πύλης είτε λόγω της έλλειψης κρατικής βούλησης για έναν τέτοιο έλεγχο. Η οθωμανική εξουσία λειτουργώντας αποκεντρωτικά –πολιτική που αποτελούσε και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της– προτιμούσε να οχυρώνει μόνο τις πιο σημαντικές θέσεις στο Αιγαίο και να δίνει μεγάλα περιθώρια αυτονομίας στις ντόπιες κοινότητες. Αρκούνταν στην ετήσια συλλογή φόρων και στην περιστασιακή καταδίωξη πειρατικών στολίσκων.
Αυτή η τακτική είχε αποτέλεσμα, ακόμη και ύστερα από την κατάληψη των περισσότερων προγεφυρωμάτων των Δυτικών στο Αρχιπέλαγος, να παρέχεται η δυνατότητα εύκολης πρόσβασης στο Αιγαίο στους πειρατές και τους κουρσάρους από τη Δύση, ενώ ταυτόχρονα ευνοήθηκε η ντόπια πειρατεία. Με αυτό τον τρόπο, παράλληλα με το δίκτυο της οθωμανικής εξουσίας και το επίσημο εμπόριο, λειτουργούσε και το πειρατικό δίκτυο, αναπτύσσοντας ιδιαίτερες σχέσεις με κάποιες τοπικές κοινότητες, οι οποίες ουσιαστικά στήριζαν την επιβίωσή τους στην άμεση ή έμμεση εμπλοκή τους με την πειρατεία.
Το Φαινόμενο της Πειρατείας μέσα στο Ιστορικό του Πλαίσιο
Από τις αρχές του 13ου αιώνα ξεκινά η κατάληψη νησιών και παραθαλάσσιων περιοχών του Αιγαίου πελάγους από τους Δυτικούς και κυρίως τους Βενετούς. Το 15ο αιώνα το σύνολο σχεδόν των Κυκλάδων ανήκει στη Βενετία, αποτελώντας το επονομαζόμενο Δουκάτο της Νάξου. Τα νησιά Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Λήμνος, Χίος, Σάμος, Ικαρία ζουν κάτω από το ιδιόμορφο καθεστώς των Γενοβέζικων εμπορικών εταιρειών. Το μεγαλύτερο μέρος των Δωδεκανήσων ανήκει στους Ιωαννίτες ιππότες με έδρα τη Ρόδο.
Από εκεί εξαπολύουν πειρατικές επιδρομές εναντίον των μουσουλμάνων, ως συνέχεια των Σταυροφοριών. Παρ’ όλα αυτά, την εποχή αυτή η πειρατεία ασκείται κυρίως από Μουσουλμάνους πειρατές, που συνδέονται με τους πασάδες της Μικράς Ασίας. Σε αντίθεση με τους Βυζαντινούς, οι Λατίνοι προσανατολίζουν τη ζωή των νησιών προς τη θάλασσα. Οι οικισμοί εγκαταλείπουν τις παλιές ορεινές τους θέσεις και συνδέονται με το θαλάσσιο δίκτυο. Οι νέοι κυρίαρχοι οχυρώνουν και προστατεύουν τα λιμάνια και τις σκάλες, κυρίως αυτές που βρίσκονται πάνω στους βασικούς άξονες των εμπορικών διαδρομών.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 οι Οθωμανοί περνούν στην επίθεση στο Αιγαίο. Από τις αρχές του 16ου αιώνα και ως το 1537, το Αιγαίο υποφέρει από τις λεηλασίες του Μπαρμπαρόσα, Βορειοαφρικανού Μουσουλμάνου πειρατή Ελληνικής καταγωγής, που είχε μπει στην υπηρεσία του Σουλτάνου. Λεηλατεί περίπου 80 παραθαλάσσιες πόλεις και μεταφέρει στα σκλαβοπάζαρα γύρω στους 30.000 ανθρώπους.
Νησιά όπως η Αίγινα, τα Ψαρά, η Κύθνος, η Ικαρία και η Σάμος δέχονται τεράστια δημογραφικά πλήγματα. Μετά το 1537, όταν δηλαδή καταλαμβάνεται και το Δουκάτο της Νάξου, αρχίζουν οι προσπάθειες επανεποικισμού από την Πύλη. Με αυτή τη νίκη το Αιγαίο γίνεται Τουρκική λίμνη και, ως τη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, η πειρατεία είναι σαφώς ηπιότερη και πιο ελεγχόμενη.
Με την ήττα του Τουρκικού στόλου από τους συνασπισμένους χριστιανικούς πληθυσμούς το 1571 αλλάζει πάλι το σκηνικό στο Αιγαίο. Ο Οθωμανικός στόλος για προληπτικούς λόγους αποσύρεται στα Δαρδανέλια, ενώ χριστιανοί πειρατές κάνουν την εμφάνισή τους στην περιοχή, ασκώντας πειρατεία παράλληλα με μουσουλμάνους, Βορειοαφρικανούς και Οθωμανούς πειρατές. Οι χριστιανοί πειρατές βρίσκονται συνήθως στην υπηρεσία του Πάπα, των Ισπανών και των Μεδίκων. Παρά την έντονη πειρατική δράση στα 30 χρόνια που ακολουθούν ως τις αρχές του 17ου, ξεκινούν πιο συστηματικά ο επανεποικισμός, με πρωτοβουλία κατά κύριο λόγο της Πύλης, από χριστιανικούς πληθυσμούς, Ελληνικούς και Αλβανικούς, καθώς και η οικιστική ανοικοδόμηση στο Αιγαίο.
Ο 17ος αιώνας χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη Βενετοοθωμανική σύγκρουση, με επίκεντρο πλέον το νησί της Κρήτης. Στο πλαίσιο των Βενετοοθωμανικών πολέμων, πολλοί πειρατές, ανάμεσά τους και ντόπιοι νησιώτες, χρησιμοποιούνται εκατέρωθεν ως ένας διαφορετικός τρόπος ναυτικού πολέμου. Στον αιώνα αυτό τρεις κυριαρχίες λειτουργούν παράλληλα και ανταγωνιστικά στο Αιγαίο: των Οθωμανών, των Βενετών και των πειρατών. Αυτή η ρευστή κατάσταση διαμορφώνει ένα πλαίσιο αυτονομίας για τα νησιά του Αιγαίου. Αναπτύσσεται ένα διανησιωτικό πλέγμα επικοινωνίας και εμπορικής κίνησης, που συνυφαίνεται με την πειρατεία.
Με την οριστική λήξη των Βενετοοθωμανικών πολέμων το 1699 με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, αρχίζει και η οικονομική και οικιστική ανάπτυξη του Αιγαίου. Η πειρατεία εξακολουθεί να υφίσταται, φαίνεται όμως να έχει ενταχθεί σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική και κοινωνική πρακτική και νοοτροπία των Αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων. Οι κοινότητες των νησιών και των παραθαλάσσιων περιοχών, αν δεν ασκούν οι ίδιες πειρατεία, συνεργάζονται με πειρατές, λειτουργούν ως πειρατικά καταφύγια ή ως διαμετακομιστικά κέντρα για τους πειρατές και τους κουρσάρους.
Το 18ο αιώνα αντικείμενο πειρατείας των χριστιανικών δυνάμεων, με πρωτοστάτη την Αγγλία, δεν είναι πλέον οι μουσουλμάνοι, αλλά τα Γαλλικά εμπορικά πλοία, τα οποία κυριαρχούν στο εμπόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για αυτό το σκοπό χρησιμοποιούνται και ντόπιοι νησιώτες ως κουρσάροι. Παράλληλα, και η ίδια η φύση της πειρατείας αλλάζει στις αρχές του 18ου αιώνα. Στόχος πλέον είναι κατά κύριο λόγο τα πλοία εν κινήσει και τα εμπορεύματά τους και όχι οι άνθρωποι με προορισμό την υποδούλωση. Βασικό ρόλο σε αυτό φαίνεται να έπαιξε η διάδοση του ιστιοφόρου, γεγονός που ανέκοψε τη ζήτηση για κωπηλάτες στις γαλέρες.
Από τις αρχές του 18ου αιώνα αναπτύσσεται στις νέες αυτές συνθήκες μια νέα εμπορική και ναυτική τάξη στις Αιγαιοπελαγίτικες κοινότητες, η οποία αναλαμβάνει και τον πολιτικό έλεγχο των κοινοτήτων μέσα στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησης. Η εμπορική αυτή τάξη λειτουργεί στα όρια μεταξύ του εμπορίου και της πειρατείας. Εκμεταλλεύεται τις Ρωσοοθωμανικές και Αγγλογαλλικές συγκρούσεις στα τέλη του 18ου αιώνα και με την εμπορική και πειρατική της ιδιότητα μονοπωλεί σχεδόν την εμπορική κίνηση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου ως το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων το 1815.
Συνέπειες της Πειρατικής Δραστηριότητας στη Διαμόρφωση της Ζωής των Κοινοτήτων του Αιγαίου
Η δράση των πειρατών και των κουρσάρων στο Αρχιπέλαγος δεν μπορεί να ιδωθεί μόνο ως αποτέλεσμα των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν σε όλη τη διάρκεια που εξετάζουμε, αλλά και ως μια σημαντική δυναμική που διαμόρφωσε την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ταυτότητα των Αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων.
Μια συνηθισμένη οπτική για την πειρατεία είναι αυτή της λεηλασίας, του εξανδραποδισμού και της ερήμωσης των οικισμών του Αιγαίου, ακόμη και ολόκληρων νησιών. Αυτή η αντίληψη μπορεί ως ένα βαθμό να θεωρηθεί σωστή, είναι όμως σίγουρα ανεπαρκής και μπορεί να λειτουργήσει παραπλανητικά. Πράγματι κατά καιρούς, όπως στην περίπτωση του Βορειοαφρικανού πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ολόκληρες πόλεις και νησιά λεηλατήθηκαν και ερημώθηκαν.
Από την άλλη όμως θα ήταν υπερβολικό να θεωρήσουμε ότι αυτή η κατάσταση επικρατούσε σε ολόκληρο το Αιγαίο με την ίδια ένταση σε όλη την εξεταζόμενη χρονική περίοδο. Μια τέτοια καταστροφική τακτική θα ήταν αδύνατο να εφαρμόζεται συνεχώς λόγω των περιορισμένων πόρων και των μικρών σχετικά πληθυσμών των περισσότερων νησιωτικών περιοχών. Επίσης, είναι αμφισβητήσιμο το κατά πόσο νησιά με μεγάλη ενδοχώρα θα μπορούσαν να ερημωθούν ολοκληρωτικά, όπως υποστηρίζουν διάφορες πηγές.
Η πραγματικότητα είναι πολυδιάστατη. Οι κοινότητες του Αιγαίου, μετά τον επαναπροσανατολισμό τους κατά το 14ο αιώνα προς τη θάλασσα, δε φαίνεται, παρά τις πειρατικές επιδρομές, να απομακρύνονται από αυτή. Σε μακροϊστορικό επίπεδο, παρά τις όποιες ερημώσεις, τουλάχιστον οι σημαντικές οχυρές θέσεις στο Αιγαίο που έλεγχαν τα περάσματα παρέμεναν στραμμένες προς τη ναυτική δραστηριότητα. Αυτή φαίνεται να είναι και η γενικότερη τάση όσων οικισμών επανεποικίζονταν, σύμφωνα με την πολιτική της Πύλης.
Σε οικονομικό επίπεδο, πολλά νησιά και παραθαλάσσιες περιοχές φαίνεται ότι στήριξαν την επιβίωσή τους στην πειρατεία ή στην ειδική σχέση που είχαν με αυτή. Νησιά όπως η Μήλος, η Κίμωλος και η Μύκονος λειτουργούσαν ως αραξοβόλια πειρατών και ως εμπορικοί σταθμοί της λείας τους. Μακροπρόθεσμα η πειρατεία και το κούρσος εντάχθηκαν ως εξωοικονομικός παράγοντας στη ναυτιλιακή δραστηριότητα των νησιών. Λειτούργησαν ως ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους συσσώρευσης κεφαλαίου, το οποίο επενδυόταν στις παράλληλες εμπορικές δραστηριότητες.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της εξέλιξης ήταν η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά. Έτσι παρατηρούμε, ήδη από το 17ο αιώνα, τη διαμόρφωση ενός εκτεταμένου διανησιωτικού εμπορικού δικτύου, το οποίο από τις αρχές του 18ου αιώνα επεκτεινόταν και εκτός Αιγαίου. Το αποτέλεσμα ήταν η εμπορική αστική τάξη των Αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων να ελέγχει τα ¾ της εμπορικής κίνησης στην Ανατολική Μεσόγειο μετά τις ρωσοοθωμανικές συνθήκες του β΄ μισού του 18ου αιώνα και ως το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων.
Αυτή η οικονομική ελίτ θα αναλάβει και την πολιτική διοίκηση των κοινοτήτων μέσα στο πλαίσιο της εκτεταμένης αυτοδιοίκησης και της χαλαρής κρατικής εποπτείας. Το πειρατικό δίκτυο, ιδιαίτερα από το 18οαιώνα, αναπτύσσεται παράλληλα με τα εμπορικά δίκτυα των ευρωπαϊκών στόλων και το διοικητικό δίκτυο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή η πραγματικότητα όμως ενισχύει την οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ενότητα του χώρου του Αιγαίου, η οποία λειτουργεί σε παραλληλία ή σε αντίθεση με τις κρατικές κυριαρχίες. Η ενότητα αυτή γίνεται αντιληπτή και από τις ίδιες τις κοινότητες και ιδιαίτερα από τις ιθύνουσες εμπορικές τάξεις.
Συνοψίζοντας λοιπόν, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, παρά τις καταστροφές που υπέφεραν οι κοινότητες του Αιγαίου εξαιτίας της πειρατείας, μακροπρόθεσμα το φαινόμενο αυτό, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας αυτόνομης και ισχυρής ταυτότητας, εξασφάλισε ένα πραγματικό επίπεδο ευημερίας.
Επηρέασε όλες τις πτυχές της ιστορικής πορείας των αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων, από την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική διοίκηση ως την αρχιτεκτονική και τα πολιτισμικά πρότυπα. Οι οικονομικές και κοινωνικές ελίτ που θα αναδυθούν μέσα από τις κοινότητες αυτές θα παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821, χάρη στη συσσώρευση πλούτου και στην απόκτηση πολεμικής εμπειρίας.
Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΑΠΟ ΤΑ ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
Στα Βυζαντινά χρόνια οι πειρατικές επιδρομές απασχολούν συχνά τον Αυτοκρατορικό Στόλο. Ιδιαίτερα τον 9ο αι. το φαινόμενο έχει αναπτυχθεί σε βαθμό ανησυχητικό. Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα η Κρήτη αποτελεί ορμητήριο πειρατών ακολουθούν η Σικελία και η Συρία. Η Πελοπόννησος και τα νησιά δεινοπαθούν. Αρκετά νησιά υποχρεώνονται να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στους πειρατές.
Η κατάσταση οξύνεται στα τέλη του 9ου αι. και στις αρχές του 10ου. Το 904 μ.Χ. ο Λέων ο Τριπολίτης, χριστιανός εξωμότης, με ισχυρό πειρατικό στόλο επιχειρεί να διεισδύσει στον Ελλήσποντο. Τελικά στρέφεται προς τη Θεσσαλονίκη και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς την καταλαμβάνει. Ο Ιωάννης Καμενιάτης, αυτόπτης μάρτυρας, αφηγείται με πολύ ενάργεια τις σφαγές, τις λεηλασίες και τις αιχμαλωσίες που ακολούθησαν.
Οι αιχμάλωτοι ανέρχονταν σε 22.000 και ήταν στην πλειοψηφία τους νέοι. Η Αυτοκρατορία προσπαθούσε να αντιμετωπίσει την όλη κατάσταση όχι μόνο με στρατιωτικές επιχειρήσεις αλλά και με διαπραγματεύσεις. Ο Λέων ο Χοιροσφάκτης, εκπρόσωπος του Αυτοκράτορα, καυχιέται ότι κατόρθωσε να εξαγοράσει από τους Άραβες 120.000 αιχμαλώτους. Η πληροφορία αυτή δείχνει το μέγεθος των καταστροφών που υφίστατο το Βυζάντιο την εποχή αυτή από τους πειρατές.
Ο 11ος αι. είναι για την Αυτοκρατορία περίοδος κρίσης. Η αγροτική κοινότητα καταστρέφεται, οι δυνατοί ενισχύονται υπέρμετρα, οι διαμάχες ανάμεσα στις μερίδες της αριστοκρατίας εντείνονται, ενώ οι Δυτικοί, οργανώνοντας τις Σταυροφορίες, λυμαίνονται τα εδάφη του Βυζαντίου. Η Βενετία —θα ακολουθήσουν αργότερα και άλλες ιταλικές πόλεις— αποκτά οικονομικά προνόμια στη βυζαντινή επικράτεια. Οι εξωτερικοί εχθροί πολλαπλασιάζονται και οι Σελτζούκοι Τούρκοι εγκαθίστανται οριστικά στη Μ. Ασία.
Τον 12ο αι. το Αιγαίο δεν παρέχει καμία ασφάλεια στους ταξιδιώτες. Η οικονομική διείσδυση των ιταλικών πόλεων στην Ανατολή και τελικά ο έλεγχος του εμπορίου από τη Δύση καθόρισε και την πορεία της αυτοκρατορίας ως ναυτικής δύναμης. Οι μεταρρυθμίσεις εξάλλου των Κομνηνών που αφορούσαν την χρηματοδότηση του στρατού και του στόλου επιτάχυναν την εξασθένιση των θεμάτων και συνεπώς τη θαλάσσια άμυνα του κράτους. Ουσιαστικά η αυτοκρατορία αδυνατεί να διασφαλίσει τους θαλάσσιους δρόμους, εφόσον δε διαθέτει ισχυρό ναυτικό, πράγμα που επιτρέπει στους πειρατές να δρουν σχεδόν ανενόχλητοι.
Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), ο διαμελισμός των εδαφών της Αυτοκρατορίας και η δημιουργία λατινικών κρατών στην Ανατολή είναι γεγονότα που ευνοούν ακόμη περισσότερο την πειρατική δράση, που συνεχίζεται στην ίδια περίπου έκταση και ένταση ως την Άλωση. Από τον 15ο αι. και μετά οι ελληνικές θάλασσες συχνά μεταβάλλονται σε πεδίο πολεμικών αναμετρήσεων Χριστιανών και Οθωμανών. Η επεκτατική πολιτική των Τούρκων προκάλεσε μόνο με τους Βενετούς επτά πολέμους σε διάστημα τριών αιώνων, που όλοι τους βέβαια είχαν ως στόχο τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Η κατά τόπους έκρυθμη κατάσταση που δημιουργούνταν διαιώνιζε και την πειρατική δραστηριότητα.
Εξάλλου από τον 17ο αι. ο οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ Άγγλων και Γάλλων στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελεί έναν επιπρόσθετο αρνητικό παράγοντα, με αποτέλεσμα να έχει διαμορφωθεί στις θάλασσες μία κατάσταση σχεδόν ανεξέλεγκτη. Τούρκοι, Φράγκοι και πειρατές επιβάλλουν στους πληθυσμούς του Αιγαίου τον 16ο και 17ο αι. ένα καθεστώς στυγνής τυραννίας και εκμετάλλευσης. Η τούρκικη αρμάδα με τον Kαπουδάν-πασά εμφανίζεται στα νησιά μία φορά το χρόνο για να εισπράξει το χαράτσι. Το υπόλοιπο χρονικό διάστημα οι κάτοικοι είναι εκτεθειμένοι στην αρπακτικότητα των πειρατών.
Οι αρχικουρσάροι σε πολλά νησιά ασκούν εξουσία και εισπράττουν φόρους. Οποιοσδήποτε τολμήσει να αντισταθεί εξοντώνεται. Η ανάγκη για επιβίωση εξωθεί ολόκληρα νησιά σε συνθηκολόγηση με τους πειρατές. Κι αυτή τους η στάση όμως δεν τους λυτρώνει από τα δεινά, γιατί οι Τούρκοι με τη σειρά τους τους κατηγορούν ότι υποθάλπουν την πειρατεία. Οι Κυκλαδίτες αρκετές φορές, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους προσπάθησαν να προστατέψουν τις τουρκικές αρχές αναλογιζόμενοι το μένος του Kαπουδάν-πασσά, όταν θα ερχόταν στα νησιά και θα μάθαινε πως αδιαφόρησαν για την τύχη κάποιου εκπροσώπου της εξουσίας στη διάρκεια της πειρατικής επιδρομής.
Έτσι συνέβαινε συχνά —αν και οξύμωρο— να προστατεύουν τους ίδιους τους δυνάστες τους. Ο μοναχός Urbano de Parigi αναφερόμενος στη Σύρο (17ος αι.) δίνει την πληροφορία πως οι κάτοικοι, μόλις αντικρίσουν κάποιο πλοίο, τρέχουν να κρυφτούν στο εσωτερικό του νησιού. Οι Τούρκοι χλευαστικά τους αποκαλούν λαγούς. Επίσης ο περιηγητής Paul Lucas, εκπρόσωπος του βασιλιά της Γαλλίας, κατά την επίσκεψη του στην Ίμβρο διαπιστώνει ότι οι κάτοικοι έχουν εγκαταλείψει τα παράλια και ζουν σε πύργους στα μεσόγεια.
Ο φόβος τους μάλιστα είναι τόσο μεγάλος, ώστε και οι πόρτες των σπιτιών απέχουν πολύ από το έδαφος και ανεβαίνουν με ξύλινες σκάλες που τις νύχτες τις σηκώνουν, για να προστατευθούν από κάποια αιφνιδιαστική επίθεση. Η εγκατάλειψη των παραλιακών περιοχών και η εγκατάσταση σε ασφαλέστερα μέρη είναι φαινόμενο που παρατηρείται συχνά στα χρόνια της σκλαβιάς και ιδιαίτερα σε περιόδους που η πειρατεία ανθεί.
Κατά τον ίδιο τρόπο εγκαταλείφθηκαν σταδιακά οι παραλιακοί συνοικισμοί της Θάσου —σύμφωνα με την άποψη του Απ. Βακαλόπουλου— και οι κάτοικοι μετακινήθηκαν προς το εσωτερικό του νησιού, ενώ άλλοι οικισμοί καταστράφηκαν από τους πειρατές. Ο Θεολόγος και η Παναγία —μεγάλα χωριά— χτίστηκαν σε τοποθεσίες που παρέχουν στους κατοίκους μια σχετική ασφάλεια. Συχνά όμως οι πειρατές—και δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στη Θάσο— δε δίσταζαν να προχωρούν στα μεσόγεια και να ληστεύουν απομακρυσμένους από τη θάλασσα οικισμούς.
Τον 16ο αι. αλλά ιδιαίτερα τον 17ο αι. η πειρατεία φαίνεται πως αποτελεί κανόνα της καθημερινής ζωής. Από τον Θερμαϊκό ως τη Μάνη και το Λιβυκό πέλαγος τα πειρατικά καράβια παραμονεύουν, για να δράσουν την κατάλληλη στιγμή. Οι Ελληνικές ακτές με τους βράχους, τις σπηλιές, τα δάση και τους αθέατους όρμους αναδεικνύονται σε ιδανικά κρησφύγετα. Ο περιηγητής Deshayes συμβουλεύει τους ταξιδιώτες για Κωνσταντινούπολη να αποφεύγουν το ταξίδι με πλοίο, μολονότι στοιχίζει φθηνότερα, γιατί οι πειρατές καραδοκούν ανάμεσα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο.
Τα πληρώματα των καραβιών, όταν έπλεαν σε Ελληνικές θάλασσες, ήταν σε συνεχή ετοιμότητα• οποιοδήποτε πλοίο εντόπιζαν στον ορίζοντα επιχειρούσαν να το αποφύγουν, ακόμη κι αν είχε φιλική σημαία. Άλλωστε ήταν γνωστό το τέχνασμα των πειρατών να υψώνουν παραπλανητικά τη σημαία κάποιας γνωστής ναυτικής χώρας.
Πάντως τα πειρατικά πλοία συχνά υπερείχαν από τα άλλα σε δύναμη και σε πλήρωμα. Οι πειρατές χρησιμοποιούσαν μικρά σχετικά σκάφη, με μέσο όρο σαράντα κανόνια αλλά με πλήρωμα πολυάριθμο. Οι «φούστες», μικρά και ευκίνητα πλοία, που εξορμούσαν από τη Β. Αφρική, χαρακτηρίζονται από τον Κ. Σάθα στον πρόλογο του στο Χρονικό του Γαλαζειδίον ως «πλοία του Σατανά».
Σ’ όλα τα νησιά και στις παράκτιες περιοχές υπήρχαν παρατηρητήρια, «βιγλαριά», απ’ όπου οι «βιγλάτορες» παρακολουθούσαν τα καράβια που πλησίαζαν στη στεριά, Μόλις διέκριναν κάποιο πλοίο, την ημέρα ειδοποιούσαν τον πληθυσμό υψώνοντας, συνήθως, κάποια σημαία και τη νύχτα έριχναν αναμμένους δαυλούς. Βέβαια κάτι ανάλογο έκαναν και οι πειρατές στα δικά τους μέρη, αλλά, κατά κανόνα, όχι για να προφυλαχτούν από κάποιον εχθρό παρά για να ληστέψουν κάποιο ανυποψίαστο καράβι.
Είναι γεγονός ότι κατά την περίοδο της τουρκικής κατάκτησης επιδίδονται στην πειρατεία, στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, άνθρωποι κάθε εθνικότητας και θρησκεύματος’ ανάμεσα τους και οι Έλληνες, Οι πιο φημισμένοι ήταν οι Μανιάτες. Τη Μάνη την ονόμαζαν Μεγάλο Αλγέρι. Τον 18ο αι. η Μάνη αποκλειστικά ζει από τις πειρατικές επιδρομές. Αν και τα πλοία τους κάποιοι σύγχρονοι τους τα χαρακτηρίζουν «σαπιοκάραβα», η δράση τους είναι γνωστή ήδη από τον προηγούμενο αιώνα.
Όταν δεν ταξιδεύουν με τα καράβια τους, ενεδρεύουν κρυμμένοι στους βράχους των ακτών της Μάνης περιμένοντας να παρασυρθεί κάποιο καράβι στην ακτή από την κακοκαιρία. Λέγεται ότι ακόμη και οι Μανιάτες κληρικοί έπαιρναν μέρος σ’ αυτές τις επιχειρήσεις. Στα τέλη μάλιστα του 18ου αι. οργάνωσαν επιδρομή ενάντια στην Αμοργό και την κατέλαβαν.
Μέσα στο 18ο αι. οι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι και οι εξεγέρσεις των Ελλήνων, απόρροια των πολέμων, ώθησαν κι άλλους Έλληνες στην πειρατεία. Μετά τα Ορλωφικά και λίγο αργότερα, όταν ο Λάμπρος Κατσώνης μ’ ένα στολίσκο πειρατικό γίνεται ο εφιάλτης των Τούρκων, πολλά πειρατικά πλοία στο Αιγαίο είναι Ελληνικά.
Όπως φαίνεται, την περίοδο της Τουρκικής κατάκτησης, η πειρατεία στις Ελληνικές θάλασσες είναι μία κατάσταση μόνιμη. Για όσα όμως υπέφεραν οι Ελληνικοί πληθυσμοί ευθύνη έχουν και οι Χριστιανικές δυνάμεις της Ευρώπης. Η στάση που κράτησαν, ως ένα βαθμό, νομιμοποιούσε τη δραστηριότητα των πειρατών, αφού κατά καιρούς είχαν συναλλαγές με τους πειρατές. Η Βενετία φερ’ειπείν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Ηρακλείου από τους Τούρκους είχε στρατολογήσει πειρατές για να αμυνθεί.
Οι Ρώσοι, όταν κατέβηκαν στο Αιγαίο (18ος αι.), είχαν επανδρώσει τα πλοία τους και με πειρατές από τη Μάνη, την Πρέβεζα και άλλες περιοχές. Ευρωπαίοι διπλωμάτες φανερά συναλλάσσονταν με ομοεθνείς τους, συνήθως, πειρατές. Ο Π. Ζερλέντης υποστηρίζει ότι Ιησουΐτες και Καπουτσίνοι εμπλέκονταν στην πειρατεία. Καθολικοί ιερείς δέχονται ως προσφορές για τις εκκλησίες πειρατικές λείες και ομόθρησκους τους πειρατές τους ενταφιάζουν στους περιβόλους των ναών.
Σημαντική πτυχή του φαινομένου, που αιτιολογεί εν μέρει και την έκταση που πήρε η πειρατεία στα χρόνια της Τουρκικής κατάκτησης, είναι οι συναλλαγές πειρατών και εμπόρων, ντόπιων και μη. Η εκποίηση της λείας απέφερε τεράστια κέρδη στους εμπόρους, αλλά διατηρούσε σε υψηλά επίπεδα και τις πειρατικές επιδρομές, εφ” όσον υπήρχαν αγοραστές. Η Κίμωλος και η Μήλος ήταν νησιά όπου πραγματοποιούνταν τέτοιου είδους συναλλαγές. Το ίδιο όμως γινόταν και αλλού. Το Αλγέρι τον 16ο αι. είχε πληθυσμό 100.000 που ζούσε αποκλειστικά από την πειρατεία. Ακόμη ήταν μονίμως εγκαταστημένοι εκεί έμποροι από διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες.
Ο Ανταγωνισμός Μεταξύ Βενετίας και Γένοβας
Η δράση της Γένοβας στο χώρο του Αιγαίου πελάγους υπήρξε μακρά και συνδέεται με την προσπάθεια της Ιταλικής ναυτικής πόλης να αποκτήσει βάσεις για την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου της και τον έλεγχο των μεγάλων θαλάσσιων διαδρομών αφενός μεν προς την Κωνσταντινούπολη και τον Εύξεινο Πόντο αφετέρου δε προς την Κύπρο και τη Συροπαλαιστίνη.
Η παρουσία της Γένοβας στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εδραιώνεται κυρίως στο Β΄ μισό του 12ου αιώνα, όταν ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180) της παραχώρησε σημαντικά εμπορικά προνόμια, προσπαθώντας να περιορίσει τη δύναμη της ανταγωνίστριας δύναμής της, της Βενετίας.
Λίγα χρόνια πριν από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, ένας μεγάλος αριθμός Γενουατών εμπόρων είχε επιδοθεί στην πειρατεία και είχε καταλάβει διάφορες βάσεις στο Αιγαίο. Όταν ο Βενετός στρατιωτικός Μάρκος Σανούδος έσπευσε να καταλάβει με τη συγκατάθεση του Λατίνου αυτοκράτορα και της Βενετίας τα νησιά των Κυκλάδων μεταξύ των ετών 1204 και 1207, αποβιβάστηκε στη Νάξο και επιτέθηκε εναντίον των Γενουατών πειρατών που είχαν οχυρωθεί στο ισχυρό κάστρο του Απαλίρου.
Η Κρήτη επίσης χρησιμοποιούνταν πιθανότατα ως βάση Γενουατών πειρατών πριν από το 1204, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1206, ένα σημαντικό τμήμα της καταλήφθηκε από τον Ερρίκο Πεσκατόρε (Pescatore), Γενουάτη κόμη της Μάλτας.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204 είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την εδραίωση της Βενετίας στον Ελλαδικό χώρο. Η Γένοβα, που είχε επίσης σημαντικά εμπορικά συμφέροντα στον Ελλαδικό χώρο, δεν αποδέχθηκε την κυρίαρχη θέση της Βενετίας και για αρκετά χρόνια επιδόθηκε σε πολεμικές συγκρούσεις μαζί της. Το 1205 συμμάχησε με την επίσης αξιόλογη ναυτική ιταλική πόλη Πίζα και ενεπλάκη σε πόλεμο με τη Βενετία, με την οποία υπέγραψε τελικά συνθήκη ειρήνης το καλοκαίρι του 1206.
Την ίδια περίοδο, ωστόσο, η Βενετία στην προσπάθειά της να επιβάλει τα κυριαρχικά της δικαιώματα στην Κρήτη, που της είχε παραχωρηθεί από τον ηγέτη της Δ΄ σταυροφορίας Βονιφάτιο Μομφερατικό, έστειλε τον στόλο της εναντίον του Γενουάτη Πεσκατόρε, που είχε καταλάβει σημαντικό τμήμα του νησιού. Ο τελευταίος ζήτησε τη βοήθεια της Γένοβας, με αποτέλεσμα να προκληθούν νέες πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο ιταλικές πόλεις, μέχρι την τελική επικράτηση της Βενετίας το 1211.
Οι σχέσεις της Γένοβας και της Βενετίας εξακολούθησαν να είναι εχθρικές μέχρι το 1218, οπότε η τελευταία επικύρωσε τα προνόμια που είχαν παραχωρήσει στη Γένοβα κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες και της επέτρεψε να εμπορεύεται στα εδάφη της Λατινικής Αυτοκρατορίας. Την εποχή αυτή αξιόλογη παρουσία Γενουατών εμπόρων σημειώνεται στη Θεσσαλονίκη και στο δουκάτο των Αθηνών.
Ο εμπορικός ανταγωνισμός ωστόσο ανάμεσα στις δύο Ιταλικές πόλεις δε σταμάτησε σχεδόν ποτέ και απέκτησε ιδιαίτερα οξεία μορφή το 1256, οπότε ξέσπασε ο πρώτος μεγάλος Βενετο-Γενουατικός πόλεμος του 13ου αιώνα στις παράλιες πόλεις της Συροπαλαιστίνης. Ο πόλεμος αυτός που έληξε μόλις το 1270 με ήττα της Γένοβας σήμανε την απομάκρυνση της τελευταίας από το επικερδές εμπόριο της Συροπαλαιστίνης και την επικέντρωση του ενδιαφέροντός της στο χώρο του Αιγαίου και του Εύξεινου Πόντου.
Τρεις ακόμη σκληρές αναμετρήσεις ακολούθησαν ανάμεσα στη Βενετία και τη Γένοβα κατά τη διάρκεια του 13ου και 14ου αιώνα (1294-1299, 1350-1351 και 1375-1381), επισφραγίζοντας το σφοδρό ανταγωνισμό των δύο αντιμαχόμενων ιταλικών πόλεων.
Κτήσεις των Γενουατών στο Βορειοανατολικό Αιγαίο
Η διείσδυση της Γένοβας στον Ελλαδικό χώρο θα προχωρήσει με πολύ γρήγορο ρυθμό κυρίως μετά την υπογραφή της συνθήκης του Νυμφαίου στις 10 Ιουλίου του 1261 με τον Αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1259-1282), ο οποίος της παραχώρησε σημαντικά εμπορικά προνόμια ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που θα του παρείχε στην προσπάθειά του να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Μετά την ανακατάληψη της Βυζαντινής πρωτεύουσας στις 25 Ιουλίου του ίδιου έτους, οι Γενουάτες εγκαταστάθηκαν στο Γαλατά, στην ανατολική ακτή του Κεράτιου κόλπου, ο οποίος λόγω της προνομιακής του θέσης εξελίχθηκε γρήγορα στο σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο της Γένοβας στην Ανατολή.
Σημαντικές εμπορικές εγκαταστάσεις απέκτησε επίσης η Γένοβα στον Εύξεινο Πόντο, με σημαντικότερη εκείνη του Καφφά (Θεοδοσία) στην Κριμαία, που ιδρύθηκε το 1266. Οι Γενουάτες επωφελούμενοι από τη συνθήκη του Νυμφαίου εμφανίζονται στα τέλη του 13ου αιώνα σε πολυάριθμα λιμάνια του Αιγαίου: Ραιδεστό, Θεσσαλονίκη, Λήμνο, Χίο, Φώκαια, Σμύρνη, Αδραμύττιο, Ρόδο κ.ά.
Ο Μιχαήλ Η΄ προκειμένου να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δε δίστασε να προχωρήσει στη σύναψη συμμαχιών όχι μόνο με ισχυρά κράτη, αλλά και με μεμονωμένα άτομα, τα οποία ήταν ικανά να του παρέχουν τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες. Γενουάτης ήταν ο πειρατής Ιωάννης ντε λο Κάβο (de lo Cavo), στον οποίο παραχωρήθηκαν περίπου το 1278 η Ανάφη και η Ρόδος λόγω των στρατιωτικών του επιτυχιών εναντίον των αντιπάλων της αυτοκρατορίας. Μετά τον Ιωάννη ντε λο Κάβο η Ρόδος παραχωρήθηκε το 1282/1283 στον επίσης Γενουάτη πειρατή Αντρέα Μορέσκο (Andrea Moresco) μέχρι την κατάκτηση του νησιού από το τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών μεταξύ των ετών 1306 και 1309.
Το 1267 ή το 1275 ο Μιχαήλ Η΄ παραχώρησε σε δύο ακόμη Γενουάτες, τα αδέλφια Βενέδικτο και Μανουήλ Ζακαρία (Zaccaria), τη Φώκαια της Μικράς Ασίας, με την προϋπόθεση να τον υπηρετούν ως έμπιστοι απεσταλμένοι του σε κράτη της Δύσης. Οι αδελφοί Ζακαρία έχτισαν μεταξύ των ετών 1286 και 1296 τη Νέα Φώκαια στα βόρεια της παλιάς πόλης (που πήρε το όνομα Παλαιά Φώκαια), ενώ στις αρχές του 14ου αιώνα επιδίωξαν να επεκτείνουν τις κτήσεις τους στο γειτονικό νησί της Χίου. Το 1304 ο Βενέδικτος Ζακαρία βρήκε την ευκαιρία και κατέλαβε τη Χίο υπό περιστάσεις που δεν είναι γνωστές με σαφήνεια, αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328), ο οποίος του παραχώρησε το νησί με συνθήκη για δέκα χρόνια.
Οι Ζακαρία απέκτησαν επιπλέον ερείσματα στα απέναντι Μικρασιατικά παράλια, καθώς, εκτός από τη Φώκαια, φαίνεται πως το 1326 κατείχαν και το λιμάνι της Σμύρνης. Παράλληλα, κατείχαν για ορισμένο χρονικό διάστημα τα νησιά Σάμο και Ικαρία, καθώς επίσης την Κω. Η ενίσχυση της θέσης τους στο βορειοανατολικό Αιγαίο είχε ως αποτέλεσμα η επικυριαρχία του αυτοκράτορα να καταλήξει τελείως τυπική.
Το 1329 ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος (1328-1341) έδιωξε μετά από μια σύντομη ναυτική εκστρατεία τους Γενουάτες Ζακαρία από τη Χίο και τη Φώκαια αποκαθιστώντας τη βυζαντινή κυριαρχία, η οποία όμως δεν έμελλε να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το 1346 ο Γενουάτης Σιμόνε Βινιόσο (Simone Vignoso), επωφελούμενος από τη συγκεχυμένη κατάσταση που είχε επικρατήσει στο Αιγαίο με τη σταυροφορία των συνασπισμένων δυτικών δυνάμεων για την κατάληψη της Σμύρνης το 1344, στην οποία συμμετείχε και η Γένοβα, κατέλαβε μετά από τρίμηνη πολιορκία τη Χίο, ενώ λίγο αργότερα τη γειτονική Φώκαια.
Το 1347 τη διοίκηση της Χίου και της Φώκαιας ανέλαβε ένας Γενουατικός οικονομικός οργανισμός εφοπλιστών που ονομαζόταν Μaona ή Mahona. Η Γένοβα αρκέστηκε στην επικυριαρχία της Χίου και της Φώκαιας, η οποία εκδηλωνόταν κυρίως με τον διορισμό του ποτεστάτου, του ανώτερου δηλαδή διοικητή. H Μaona, τα μέλη της οποίας ανήκαν στην οικογένεια των Ιουστινιάνι (Giustiniani), εκμεταλλευόταν τις προσόδους και το εμπόριο των δύο αυτών περιοχών και ήταν υπεύθυνη για την άμυνά τους μέχρι το 1566, οπότε η Χίος καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς (η Φώκαια είχε κατακτηθεί ήδη το 1455).
Η Χίος κατά το διάστημα της κυριαρχίας των Γενουατών (1347-1566) εξελίχθηκε σε ανθηρό εμπορικό κέντρο, καθώς το λιμάνι της βρισκόταν στο σταυροδρόμι της θαλάσσιας οδού από τη Γένοβα προς την Κωνσταντινούπολη και τον Εύξεινο Πόντο, καθώς επίσης των άλλων μικρότερων οδών που συνέδεαν τα λιμάνια του Βόρειου Αιγαίου με τη Μικρά Ασία.
Η πόλη της Χίου με τη μνημειώδη αρχιτεκτονική, ανάλογη με εκείνη της Γένοβας, το επιβλητικό της κάστρο, τα εντυπωσιακά παλάτια και τις μεγαλόπρεπες εκκλησίες της προκαλούσε το θαυμασμό των πολυάριθμων περιηγητών που επισκέπτονταν το νησί. Στην οικονομική ανάπτυξη της Χίου συνέβαλε κυρίως η εκμετάλλευση της μαστίχας, που είχε μεγάλη ζήτηση στη Δύση.
Εκτός από τη Χίο και τις απέναντι μικρασιατικές ακτές, η παρουσία Γενουατών σημειώνεται από τα μέσα του 14ου αιώνα σε ακόμη ένα σημαντικό νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, εκείνο της Λέσβου. Ο ευγενής έμπορος και πειρατής από τη Γένοβα Φραγκίσκος Α΄ Γατελούζος (Francesco Gattelusio, 1355-1384), σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια που παρείχε στον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341-1391) να ανακτήσει το θρόνο του Βυζαντίου, παντρεύτηκε την αδελφή του αυτοκράτορα Μαρία Παλαιολογίνα και πήρε ως προίκα και ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του το νησί της Λέσβου.
Οι Γατελούζοι παρέμειναν στη Λέσβο μέχρι την οριστική κατάληψή της από τους Οθωμανούς το 1462. Κατά τη διάρκεια της παρουσίας τους στο νησί κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τους πειρατές που λυμαίνονταν το Αιγαίο και να αποκρούσουν τις συνεχείς τουρκικές επιθέσεις. Παράλληλα, απέκτησαν από τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες, είτε ως δωρεές είτε με αγορά, τη Θρακική πόλη της Αίνου, καθώς επίσης τα νησιά Θάσο, Σαμοθράκη, Ίμβρο και Λήμνο.
Οι κτήσεις αυτές παρέμειναν υπό τη διοίκηση των Γατελούζων μέχρι την οριστική κατάληψή τους από τους Οθωμανούς λίγα χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Η δράση της Γένοβας στο Αιγαίο καθορίστηκε κυρίως από δύο παράγοντες: το διαρκή ανταγωνισμό της με τη Βενετία και την έντονη δραστηριότητα μεμονωμένων Γενουατών στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και στα απέναντι Μικρασιατικά παράλια.
Η προσπάθεια της Γένοβας να διατηρήσει τον έλεγχο του βορειοανατολικού Αιγαίου δικαιολογείται από τη σημασία που είχαν για την Ιταλική ναυτική πόλη ο Γαλατάς και οι κτήσεις της στον Εύξεινο Πόντο, καθώς επίσης από το γεγονός ότι σημαντικό τμήμα του κεντρικού και νότιου Αιγαίου βρισκόταν υπό τον έλεγχο της ανταγωνίστριας ναυτικής δύναμης, της Βενετίας.
Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Από γενιά σε γενιά οι Κρητικοί πάλεψαν με Ρωμαίους, Άραβες, Βενετούς και Τούρκους για να κρατήσουν το νησί τους ελεύθερο. Στο πέρασμα των αιώνων οι Κρητικοί σφυριλατήθηκαν στο αμόνι του αγώνα και τη φωτιά του πολέμου. Η κάθε εποχή άφησε τη σφραγίδα της στην ιστορία της Κρήτης. Μέσα στη χιλιόχρονη ροή του χρόνου διαδραματίσθηκαν γεγονότα και καθημερινές ιστορίες ανθρώπων και τόπων σχεδόν άγνωστες μέχρι σήμερα.
Μια από τις πιο πολύπαθες περιόδους της Κρητικής Ιστορίας είναι η Αραβοκρατία που διήρκεσε εκατόν σαράντα χρόνια. Από το 824 έως το 961. Η Κρήτη είχε μεταμορφωθεί σ ένα απέραντο σκλαβοπάζαρο θρήνου και μαρτυρίων. Ήταν το φοβερό ορμητήριο των Αράβων πειρατών σε όλη τη Μεσόγειο. Οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι της εποχής αποκαλούσαν την Κρήτη ΄΄θεόλετον και βαρβαροτρόφον΄΄ .
Το χρονικό της συμφοράς άρχισε στην Ανδαλουσία της Ισπανίας όταν μια εσωτερική κρίση στις σχέσεις των μουσουλμανικών στοιχείων της περιοχής, ανάγκασε τον αρχηγό της Gordoba Αμπού Χαψ Ομάρ να πάρει το λαό του και να αναζητήσει άλλο τόπο εγκατάστασης. Πήγε αρχικά στην Αίγυπτο το 813 και το 818 κατέλαβε την Αλεξάνδρεια , αλλά οι Αιγύπτιοι κατόρθωσαν να στρέψουν το ενδιαφέρον των πειρατών προς την Κρήτη, για να απαλλαχθούν από τους ανεπιθύμητους επισκέπτες.
Οι Ανδαλουσιανοί πειρατές της Gordoba εισέβαλλαν το 824 στην Κρήτη, που ήταν τότε επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και την κατέλαβαν. Το Βυζάντιο ύστερα από επανειλημμένες εκστρατείες ανακατέλαβε την Κρήτη στις 7 Μαρτίου 961 με τον Νικηφόρο Φωκά τον μετέπειτα Αυτοκράτορα. Οι πειρατικές επιδρομές στα παράλια της Κρήτης ήταν διαρκείς και στους επόμενους αιώνες ,ακόμη και τότε που κατείχε την Κρήτη η θαλασσοκράτειρα Βενετία.
Μουσουλμάνοι πειρατές των Αφρικανικών παραλίων εξαπέλυαν αιφνιδιαστικές επιδρομές σπέρνοντας την φρίκη και τον όλεθρο στο πέρασμά τους. Χιλιάδες αθώοι άνθρωποι οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και πολλά χωριά και μοναστήρια της Κρήτης μεταφέρθηκαν στην ενδοχώρα του νησιού σε πιο ασφαλείς ορεινές τοποθεσίες. Κατά τον 14ο αιώνα οι επιδρομές των μουσουλμάνων πειρατών αναγκάζουν τον Βενετό Δούκα της Κρήτης Nicola Gianni να ζητήσει από την Δημοκρατία της Βενετίας την συνεχή επαγρύπνηση του Βενετικού στόλου.
Το 1317 Αλγερινοί πειρατές έχουν κάνει ορμητήριό τους το Γαϊδουρονήσι και λυμαίνονται ολόκληρη την περιοχή. Η Βενετία παραχώρησε τότε το νησί στον Andrea Dandolo με την υποχρέωση να εκδιώξει τους πειρατές και να οικοδομήσει πύργο για την προστασία του νησιού. Παράλληλα οι Βενετικές αρχές πήραν μέτρα για την προστασία των ακτών. Χτίστηκαν παρατηρητήρια που έδιναν σινιάλα με καπνό όταν έβλεπαν τα πειρατικά καράβια να πλησιάζουν τις ακτές. Ο τότε Δούκας της Κρήτης Vlassio Zenno επέβαλλε και έκτακτη φορολογία για τον εξοπλισμό δύο γαλερών που θα επιτηρούσαν συνεχώς τα παράλια της Κρήτης.
Οι επιδρομές των πειρατών συνεχίσθηκαν παρά τα μέτρα που έλαβαν οι Βενετοί. Ολόκληρο τον 14ο αιώνα και μέχρι τα μέσα του 15 ουαποτέλεσαν φοβερή μάστιγα. Από την πλευρά του ο Σουλτάνος ενθάρρυνε την πειρατική δραστηριότητα προκειμένου να πλήξει την Βενετία που στηριζόταν στο θαλάσσιο εμπόριο. Οι πειρατικές επιδρομές έγιναν συχνότερες και αγριότερες . Τότε εμφανίστηκαν και οι φοβεροί πειρατές της Μπαρμπαριάς που οδήγησαν χιλιάδες σκλάβους στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
Ένα δημοτικό τραγούδι εκείνης της εποχής εκφράζει τη φριχτή πραγματικότητα.
«Ήλιε που βγαίνεις το πρωί σ όλο τον κόσμο δούδεις
Σ όλο τον κόσμο ανάτειλε σ όλη την οικουμένη
Στων Μπαρμπαρέσων τις αυλές ήλιε μην ανατείλεις
Κι αν ανατείλεις ήλιε μου να γοργοβασιλέψεις
Γιατί έχουν σκλάβους όμορφους πολλά παραπονιάρους
Και θα γραθού οι γιαχτίδες σου πο των σκλαβώ τα δάκρυα…»
Το δουλεμπόριο εκείνη την εποχή είχε πάρει τέτοια έκταση ώστε ακόμη και στα λιμάνια της Κρήτης με την ανοχή των Βενετών γίνονταν αγοραπωλησίες ανθρώπων. Το 1522 οι πειρατές λεηλατούν τα παράλια της Ιεράπετρας και δύο χρόνια αργότερα οι πειρατές εφορμούν στο λιμάνι των Χανίων και αρπάζουν δύο καράβια που ήταν αγκυροβολημένα εκεί.
Τον Ιούνιο του 1538 εμφανίζεται στο Αιγαίο Πέλαγος ο πιο αιμοβόρος και άγριος πειρατής όλων των εποχών, ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα μ ένα στόλο ογδόντα πλοίων. Εξαπέλυσε πρωτοφανείς σε αγριότητα επιθέσεις στα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο και στη συνέχεια στράφηκε προς την Κρήτη. Επιτέθηκε στα Χανιά ,το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο και κυρίευσε το φρούριο της Σητείας που δεν είχε ισχυρή άμυνα. Λεηλάτησε και έκαψε τα χωριά της περιοχής και οδήγησε χιλιάδες Κρητικούς στα σκλαβοπάζαρα της Συρίας και της Αλγερίας.
Οι πειρατές είχαν αντιληφθεί ότι οι Βενετία δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις τους και αποθρασύνονται. Το 1562 εμφανίζεται ο διάδοχος του Μπαρμπαρόσα , Dragut Reiss ο οποίος λεηλάτησε τα χωριά του Ρεθύμνου και της επαρχίας Αποκορώνου των Χανίων, για να ακολουθήσει τον Ιούνιο του 1571 και η επιδρομή του Αλγερινού Ulouts Ali που αφού έκαψε τα χωριά της επαρχίας Μυλοποτάμου, εισέβαλλε στην πόλη του Ρεθύμνου και την ισοπέδωσε.
Από το 1600 η πειρατεία εξαπλώθηκε στη Μεσόγειο. Εκτός από τους μουσουλμάνους Τούρκους και Άραβες πειρατές, τα εμπορικά πλοία και οι ακτές δέχονταν επιθέσεις και από Μαλτέζους, Ισπανούς ακόμη και Έλληνες πειρατές, όπως έναν Έλληνα από την Πάτμο, ο οποίος αφού ασπάσθηκε το κοράνι άρχισε την πειρατεία μαζί με τον γιο του στα νερά της Ρόδου, όπως αναφέρει σε έκθεσή του ο Βενετός Francesco Morozini.
Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ
Η πειρατεία πρωτοεμφανίστηκε στο Αιγαίο από την εποχή που οι άραβες κατέκτησαν την Κρήτη. Το νησί αυτό έκαναν ορμητήριό τους οι Σαρακηνοί πειρατές, που για πολλά χρόνια αλώνιζαν ανενόχλητοι το πέλαγος. Η παρουσία των πειρατών αυτών στο Αιγαίο ήταν ταραχώδης και καθοριστική σε πολλούς τομείς, άφησαν δε τα ίχνη τους ακόμη και στα γλωσσικά ιδιώματα των διαφόρων λαών.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από τον επικεφαλής των Σαρακηνών πειρατών προέκυψε η λέξη αμηράς (μεσαιωνική κυρίως λέξη) και από αυτήν ο όρος admiral που σημαίνει στις δυτικές γλώσσες Ναύαρχος. Από την ίδια ρίζα προέρχεται η λέξη arsenal (πυριτιδαποθήκη) που πέρασε σε μας σαν «ταρσανάς» δηλαδή αποθήκη ή αποβάθρα του μοναστηριού.
Επιγραμματικά απλώς αναφέρουμε ότι κατά την περίοδο της Αρχαιότητας, η Ρόδος ήταν πρότυπο αγοράς στην οικονομία της Μεσογείου, και αυτό οφειλόταν στην έμφυτη νομιμοφροσύνη και τιμιότητα των κατοίκων της αλλά κυρίως, στην αναμφίβολη ναυτική υπεροχή της. Με τον ισχυρό στόλο μάλιστα που διέθεταν την εποχή εκείνη οι Ρόδιοι, καταπολέμησαν συστηματικά τους πειρατές της μείζονος περιοχής και αποτελούσαν την σταθερή εγγύηση των θαλάσσιων μεταφορών για όλους τους ναυτικούς.
Παρατηρούμε πχ ότι σε κάποιες περιόδους, η πειρατεία που είναι σαφέστατα μια παράνομη και αποτρόπαια συμπεριφορά, έχει σχεδόν ημιεπίσημο χαρακτήρα, αφού τελούσε υπό την κρατική (Οθωμανική) ανοχή. Σε κάποια περίοδο μάλιστα, το ίδιο το Οθωμανικό Κράτος ανέθεσε σε σκληρούς πειρατές την αρχηγία του στόλου του, που στην συνέχεια εξελίχθηκαν σε πραγματικούς δυνάστες του Αιγαίου. Για να ήμαστε όμως αντικειμενικοί, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι δεν ήταν βέβαια όλοι οι πειρατές μόνο Οθωμανοί, αφού συγχρόνως με αυτούς «διέπρεψαν» και πολλοί Χριστιανοί, όπως οι Καταλανοί, οι Σικελοί, Γενουάτες κλπ.
Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της εποχής, ανέθεταν σε καιρό πολέμου σε ικανούς πειρατές την πειρατεία εμπορικών πλοίων των αντιπάλων τους. Στην περίπτωση αυτή όμως, που υπήρχε δηλαδή κάποια «κάλυψη», η πειρατεία γινόταν με ορισμένους κανόνες, όπως πχ δεν επιτρεπόταν να κυριεύονται αγκυροβολημένα στο λιμάνι πλοία, αλλά μόνο ανοικτά στο πέλαγος κλπ.
Μάλιστα στις περιπτώσεις αυτές, οι κουρσάροι ήταν εφοδιασμένοι από την Αρχή που τους προστάτευε και με έγγραφη άδεια καταδρομής, για να μην κινδυνεύουν στις νηοψίες από τα πλοία των συμμαχικών κρατών! Οι επιλεγμένοι αυτοί πειρατές εκαλούντο κουρσάροι ( σε αντιδιαστολή με τους πειρατές) και δρούσαν στις καταδρομές τους με υψωμένη την σημαία του κράτους που τους προστάτευε.
Επί πλέον, υπήρχαν επίσης και πειρατές που ήταν ήρωες για τους λαούς τους, ανάλογα βέβαια από την οπτική γωνία που έβλεπε κανείς τα γεγονότα. ΄Ετσι πχ ο Μοροζίνης που «αλώνιζε» στο Αιγαίο, ήταν ήρωας για τους Βενετούς, που θεωρούσαν τον Οθωμανό «συνάδελφό» του Μπαρμπαρόσα, φρικτό πειρατή. Οι Οθωμανοί πάλι θεωρούσαν με την σειρά τους τον Μοροζίνη βάρβαρο πειρατή, και ήρωα τους τον Μπαρμπαρόσα!!
Τέλος, σε κάποιες περιόδους, η πειρατεία έπαιρνε και τον χαρακτήρα της Ιερής Αποστολής ( Ιερού Πολέμου) όπως πχ των Χριστιανών κατά των Μωαμεθανών και αντίστροφα.
Με την λέξη πάντως πειρατεία, εννοούμε σύμφωνα με ένα παλιό ορισμός της, κυρίως «την κατά θάλασσαν ληστείαν». Εφόσον επομένως στον ορισμό αυτό περιλαμβάνεται η λέξη ληστεία, εξυπακούεται ότι πρόκειται για την απόκτηση (αρπαγή) παράνομου πλούτου με την χρήση βίας μάλιστα. Στην πραγματικότητα όμως η πειρατεία πολλές φορές ξέφευγε από τον στενό αυτό ορισμό της, αφού η ληστεία δεν περιοριζόταν μόνο στα πλοία και τα εμπορεύματά τους « κατά θάλασσαν», όπως αναφέρει ο ορισμός της, αλλά και σε παράλιες πόλεις και νησιά.
Αυτό συνέβαινε γιατί οι πειρατές κατέπλεαν στα νησιά και λεηλατούσαν ότι έβρισκαν μπροστά τους (περιουσίες, ζώα, καρπούς κλπ), και το χειρότερο από όλα, έπαιρναν και τους κατοίκους των νησιών και των παραλίων για να τους πουλήσουν σαν δούλους στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Ήταν ομολογουμένως πραγματική μάστιγα για τους κατοίκους των νησιών, που έβλεπαν την περιουσία τους και τους κόπους τους να λεηλατούνται από τα στίφη των βαρβάρων και το χειρότερο να οδηγούνται οι ίδιοι ή τα δικά τους πρόσωπα δούλοι σε ξένα μέρη.
Όπως είναι ιστορικά βεβαιωμένο, το πέλαγος στην περιοχή των Δωδεκανήσων και ιδίως της Ρόδου, ήταν ο σπουδαιότερος θαλάσσιος κόμβος που ένωνε μεταξύ τους τις σημαντικότερες πλουτοπαραγωγικές περιοχές, και επομένως από την αιτία αυτή είχε αυξημένη εμπορική θαλάσσια κίνηση. Όπως είναι λογικό, τα εμπορικά πλοία με τον πλούτο και τα αγαθά που μετέφεραν, ήταν ο καλύτερος στόχος για τους πειρατές. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος της ανάπτυξης της πειρατείας στο νοτιοανατολικό Αιγαίο.
Η πειρατεία στη περιοχή αυτή γινόταν κατά κύριο λόγο από τους Οθωμανούς πειρατές, γιατί η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση να προστατεύσει το σύνολο των κατακτήσεών της και άφηνε πολλά περιθώρια σε διάφορους τυχοδιώκτες για παράνομες δράσεις.
Η εμπλοκή του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη στην πειρατεία στο Αρχιπέλαγος, είχε αρχικά μια κάποια δικαιολογία, μια ιδεολογική βάση θα λέγαμε, αφού έγινε – όπως λέγεται-, σαν αντίβαρο στους άπιστους Οθωμανούς πειρατές… Εκτός όμως από το ιδεολογικό αυτό υπόβαθρο (ιερός πόλεμος), που ωραιοποιεί κάπως την άσκηση πειρατείας εκ μέρους τους, υπήρχε και ένας ρεαλιστικός και ουσιαστικός λόγος που οι Ιππότες έγιναν πειρατές, και αυτός ήταν η ανάγκη να περιφρουρήσουν την βάση τους, την Ρόδο δηλαδή, από τους άρπαγες Οθωμανούς.
Το Τάγμα αυτό δηλαδή, εκτιμώντας την όλη θλιβερή κατάσταση που είχαν δημιουργήσει οι Οθωμανοί πειρατές στο Αιγαίο, αποφάσισαν να μην μείνουν αδρανείς, αλλά αντίθετα αποφάσισαν να στραφούν εναντίον τους αντεπιτιθέμενοι. Μάλιστα, ο Μέγας Μάγιστρος της Ρόδου D΄ Aubusson με ένα δραματικό πράγματι μήνυμά του, κάλεσε όλα τα χριστιανικά πλοία να παρουσιαστούν στην Ρόδο, για να ξεκινήσουν ιερό πόλεμο κατά των απίστων.
Στο κάλεσμα αυτό για Ιερή συμμαχία κατά των Τούρκων, υπήρξε σημαντική ανταπόκριση από τους ξένους (πχ τέσσερις μεγάλες Γαλλικές γαλέρες έφτασαν μετά από λίγο στην Ρόδο και ανέλαβαν αμέσως δράση), ο δε Πάπας όρισε σαν αρχιστράτηγο της συμμαχίας τον Μέγα Μάγιστρο της Ρόδου D΄ Aubusson. Στον συμμαχικό αυτό στόλο, το ροδιακό Τάγμα συμμετείχε με τέσσερα μεγάλα πλοία και τέσσερις γαλέρες. Θα πρέπει πάντως στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι μετά την πρόσκληση αυτή του Μ.Μάγιστρου, είχαν μαζευτεί στα Δωδεκάνησα, εκτός των άλλων και πολλοί τυχοδιώκτες.
Οι περιπέτειες αυτών και του στόλου τους γενικότερα ήταν πολλές και αποφασιστικές, που όπως είναι φυσικό, δεν θα μας απασχολήσουν στο πρόχειρο αυτό σημείωμα. Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε την αγωνιώδη προσπάθεια των Ιπποτών και ιδίως του Μεγάλου Μάγιστρου D΄ Aubusson, που κατάλαβε έγκαιρα τον θανάσιμο κίνδυνο που εγκυμονούσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία για την Ρόδο.
Με την δραματική πρόσκλησή του- που αναφέραμε πιο πάνω-, προς όλους τους διασκορπισμένους Ιππότες όπου και εάν ευρίσκοντο, τους καλούσε να φτάσουν άμεσα στην Ρόδο, για να την υπερασπιστούν και εξέφραζε την μεγάλη αγωνία του για την διάσωση του νησιού. Αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε κατά λέξη την έγγραφη αυτή έκκληση του μεγάλου πράγματι αυτού Μάγιστρου, για να καταλάβουμε το πνεύμα της εποχής αλλά και την κρισιμότητα της κατάστασης της Ρόδου. Έγραφε μεταξύ των άλλων ο Μάγιστρος:
«Βρισκόμαστε μέσα στην πυρκαγιά και αν δεν σωθούμε γρήγορα, τα πάντα χάνονται τελειωτικά. Αν δεν θέλουμε να χαθούμε, ας αλληλοβοηθηθούμε , και αντί να στηρίξουμε τις ελπίδες μας στους ξένους, ας ζητήσουμε να βοηθήσει ο Θεός την δική μας αξία. Ελάτε χωρίς αναβολή στο κράτος μας (Ρόδος), ή μάλλον στο δικό σας κράτος. Ελάτε να βοηθήσετε το τάγμα που σας έθρεψε και σας ανέπτυξε σαν παιδιά του. Ελάτε να υπερασπιστείτε τους λαούς που ο Θεός τους έχει θέσει υπό την προστασία σας και οι οποίοι θα παραδοθούν στις αλυσίδες των άπιστων αν δεν υπερασπιστούμε την ελευθερία τους. Πρόκειται για την σωτηρίαν και την τιμήν ημών των ιδίων»
(Κ.Σαθά: Ιστορία της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας).
Επισημαίνεται με την ευκαιρία αυτή και το γεγονός ότι, προ του κοινού κινδύνου των Οθωμανών, είχε δημιουργηθεί την περίοδο εκείνη μια ιδιόμορφη μορφή ανεξιθρησκείας, αφού διαπιστώνεται ότι παρά τις θρησκευτικές αντιθέσεις που υπήρχαν μεταξύ των ιπποτών και του ντόπιου πληθυσμού, αφού το μεν Τάγμα των ιπποτών ήταν εξαρτημένο απευθείας από τον Πάπα, οι δε Ρόδιοι ήσαν Ορθόδοξοι, παρόλα αυτά ζούσαν αρμονικά σαν κοινωνία και προσεύχονταν στις ίδιες εκκλησίες κλπ. Το μέγεθος του επιτεύγματος αυτού θα εκτιμηθεί ανάλογα, εάν αναλογιστούμε τις θρησκευτικές διαμάχες και το μίσος μεταξύ ανατολικής και δυτικής εκκλησίας που επικρατούσε τότε (και που οδήγησε και αυτή μεταξύ των άλλων, στην πτώση της Πόλης άλλωστε).
Ο στόλος αυτός της «ιερής συμμαχίας», είχε πολλές εμπλοκές με τους Οθωμανούς (και όχι μόνο) πειρατές με πολλές και σπουδαίες επιτυχίες. Άλλοτε επιτιθέμενος και άλλοτε αμυνόμενος, επέφερε σημαντικές βλάβες στους Οθωμανούς, αλλά ενίοτε και σε μερικούς.. Χριστιανούς! Το σημαντικότερο μάλιστα πειρατικό κατόρθωμα των Χριστιανών της Ρόδου, ήταν η σύλληψη στα ανατολικά της Κρήτης του μεγάλου εμπορικού πλοίου των Μαμελούκων Morgabina (είχε επτά πατώματα) που όπως λέγεται, μετέφερε από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη πολύτιμο φορτίο, όπως μεταξωτά, αποικιακά προϊόντα κλπ. Λέγεται ότι αυτό ήταν το πιο μεγάλο κατόρθωμα του Ροδιακού (πειρατικού) στόλου.
Στην προσπάθειά τους αυτή να εξαφανίσουν τους Οθωμανούς άπιστους, και επειδή ο στόλος τους ήταν μικρός, δεν δίσταζαν οι Ιωαννίτες ιππότες να χρησιμοποιούν και «ανεξάρτητους» πειρατές διαφόρων εθνικοτήτων ( Έλληνες και ξένους), που ασκούσαν μάλιστα πειρατεία με τα εμβλήματα του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννου. Ο στολίσκος όμως των Ιωαννιτών, μπορεί μεν να ήταν ποσοτικά μικρός, εθεωρείτο όμως ιδιαίτερα επιθετικός και αποτελεσματικός στις καταδρομικές επιχειρήσεις του.
Οι συνεχείς δε επιτυχίες του Ροδιακού πειρατικού στόλου, κατέστησαν τους Ιππότες αλαζόνες, με αποτέλεσμα να δημιουργούν σοβαρότατα προβλήματα και σε χριστιανικά ακόμη πλοία. Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή εάν θα λέγαμε ότι ο πειρατικός στόλος των Ιωαννιτών της Ρόδου, ήταν ο κυρίαρχος στόλος του Αρχιπελάγους και μάλιστα με σημαντικές ..«επιτυχίες».
Όπως ήταν φυσικό, η κυριαρχία του στόλου του Τάγματος, ενόχλησε σοβαρά τους πασάδες της Πύλης, που άρχισαν να προτρέπουν τον νέο Σουλτάνο Σουλεϊμάν, να τους επιτεθεί και να καταλάβει την Ρόδο, γεγονός που δυστυχώς δεν άργησε να γίνει. Η πολιορκίες της Ρόδου και η ηρωική αντίσταση των Ιπποτών και των κατοίκων της κατά των Τούρκων, όπως και η περιπετειώδης περιπλάνηση του Τάγματος μετά την ήττα τους και την ταπεινωτική αναχώρηση τους από την Ρόδο μέχρι να καταλήξουν στην Μάλτα.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
Στα τέλη του 16ου αιώνα χριστιανοί πειρατές έκαναν την εμφάνισή τους στην ανατολική Μεσόγειο, ασκώντας πειρατεία παράλληλα με μουσουλμάνους, Βέρβερους και Οθωμανούς. Οι χριστιανοί κουρσάροι βρίσκονταν συνήθως στην υπηρεσία του πάπα, των Ισπανών αντιβασιλέων της Νάπολης και της Σικελίας, καθώς και των Μεδίκων της Φλωρεντίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Μέδικοι της Φλωρεντίας χρηματοδότησαν πάρα πολλές κουρσάρικες επιδρομές ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κινητήρια δύναμη σε αυτές τις επιδρομές υπήρξε το Τάγμα του Αγίου Στεφάνου, που ιδρύθηκε το 1561 στην Πίζα και το χρηματοδοτούσε με προσωπικά του κεφάλαια ο εκάστοτε Δούκας της Φλωρεντίας.
Το 1608 τα λάφυρα μόνο των οκτώ ιστιοφόρων της Φλωρεντίας ανέρχονταν στο αστρονομικό ποσό του ενός εκατομμυρίου δουκάτων. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Μεγάλη Δούκισσα Χριστίνα, πριγκίπισσα της Λορένης, χρησιμοποίησε όλα τα χρήματα της προίκας της για την κατασκευή ιστιοφόρων, που θα ταξίδευαν και θα κούρσευαν με τα προσωπικά της εμβλήματα. Η πειρατεία αποτελούσε εκείνη την εποχή εξαιρετικά κερδοφόρα επένδυση.
Την ίδια τακτική ακολούθησαν και οι Ισπανοί αντιβασιλείς της Νάπολης και της Σικελίας. Κύριος εκφραστής αυτής της πολιτικής υπήρξε ο Δον Πέδρο Τελέζ Γκιρόν, ο Δούκας της Οσούνας. Κατά τη δεκαετή θητεία του ως αντιβασι-λέας της Νάπολης δημιούργησε ίσως τον μεγαλύτερο χριστιανικό κουρσάρικο στόλο της εποχής και τον χρηματοδοτούσε ο ίδιος. Στη Νάπολη είχε συγκεντρωθεί η αφρόκρεμα των χριστιανών κουρσάρων.
Οι επιδρομές του στο αρχιπέλαγος δεν είχαν στόχο μόνο το κέρδος, αλλά και την πρόκληση όσο το δυνατόν περισσότερων ζημιών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την παράλυση του εμπορίου της και την αύξηση του κύρους της Ισπανίας σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Ο Δον Πέδρο Τελέζ Γκιρόν είχε αποκτήσει τόσο μεγάλη δύναμη, που προσπάθησε ακόμα και να καταλάβει την ίδια τη Βενετία· την τελευταία στιγμή όμως τα σχέδιά του αποκαλύφθηκαν. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε και την αιτία της πτώσης του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο ο Δούκας της Τοσκάνης όσο και ο αντιβασιλέας της Νάπολης είχαν στενές σχέσεις με το Ελληνικό στοιχείο. Οι εντολές που έδιναν στους καπετάνιους των πλοίων τους ήταν σαφείς: να μην επιτίθενται σε Ελληνικά πλοία ούτε να πλήττουν τα χωριά και τις περιουσίες των Ελλήνων. Αντίθετα μάλιστα, τους παρότρυναν να παρέχουν στους Έλληνες κάθε δυνατή βοήθεια και να καλλιεργούν το επαναστατικό πνεύμα τους ενάντια στους Τούρκους.
Δεν είναι λίγες οι καταγραφές που αναφέρουν ότι ισπανικές γαλέρες αλλά και γαλιόνια της Φλωρεντίας εφοδίασαν τους κατοίκους της Μάνης με μπαρούτι, αρκεβούζια και άλλα πολεμοφόδια. Η πολεμική ενίσχυση που πρόσφεραν όμως στη Μάνη έκρυβε ένα κρυφό σχέδιο: είχαν την ελπίδα ότι οι Μανιάτες τελικά θα απογοητεύονταν από τις συνεχείς συγκρούσεις και θα μετανάστευαν στην Τοσκάνη και στη Νάπολη.
Στις εν λόγω περιοχές υπήρχε μεγάλη ανάγκη για εργατικά χέρια, προκειμένου να καλλιεργηθούν τα χωράφια και να αρχίσουν να αποδίδουν. Το σχέδιό τους όμως δεν πραγματοποιήθηκε. Εξάλλου, η πολιτική της Βενετίας ήταν αντίθετη, καθώς επιδίωκε την παραμονή των Μανιατών στην πατρίδα τους, επειδή οι Βενετοί χρησιμοποιούσαν τα λιμάνια τους για ανεφοδιασμό και ως καταφύγιο. Επίσης, συχνά πυκνά κατέφευγαν στη Μάνη για να επανδρώσουν τις γαλέρες τους.
Παρά την έντονη πειρατική δράση στα επόμενα τριάντα χρόνια μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα, ξεκίνησε πιο συστηματικά ο επανεποικισμός των νησιών από χριστιανικούς, Ελληνικούς και Αλβανικούς πληθυσμούς, με πρωτοβουλία κατά κύριο λόγο της Πύλης, καθώς και η οικιστική ανοικοδόμηση στο Αιγαίο. Εκείνη την περίοδο οι κάτοικοι των νησιών άρχισαν να παίρνουν κάποια μέτρα προστασίας για να μπορούν να προφυλάσσονται από τις πειρατικές επιδρομές.
Απομακρύνθηκαν από τα παράλια και μετοίκησαν στα βουνά, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να διακρίνουν καλύτερα την έλευση πειρατικών πλοίων. Επίσης, για την καλύτερη προστασία τους άρχισαν να χτίζουν κάστρα. Συνήθως ήταν μικρά και μπορούσαν να φιλοξενήσουν περιορισμένο αριθμό κατοίκων. Με την πάροδο του χρόνου όμως έγιναν μεγαλύτερα και μπορούσαν να συντηρήσουν σχεδόν όλους τους κατοίκους του εκάστοτε νησιού για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Λόγω του περιορισμένου χώρου των κάστρων, οι κάτοικοι έχτιζαν ψηλές κατοικίες και οι δρόμοι ήταν στενοί για οικονομία χώρου. Ένα άλλο μέτρο που λάμβαναν οι νησιώτες ήταν ότι έχτιζαν τα χωριά τους με μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, ώστε οι εξωτερικοί τοίχοι των σπιτιών να σχηματίζουν οχυρωμένα τείχη. Μέσα στον οικισμό υπήρχαν πολλά στενά και δαιδαλώδη δρομάκια, τα οποία οι κάτοικοι γνώριζαν καλά, όχι όμως και οι επιδρομείς. Επίσης, οι κάτοικοι έσκαβαν κρύπτες στα σπίτια τους και έκρυβαν εκεί τα πολύτιμα αγαθά τους ή κρύβονταν και οι ίδιοι για να μη συλληφθούν από τους πειρατές.
Πολλά νησιά του Αιγαίου γνώρισαν πρωτοφανή άνθηση, διότι αναδείχθηκαν ως σταθμοί μεταπρατικού εμπορίου, καθώς και ορμητήρια για τους πειρατές και τους κουρσάρους που δρούσαν στο αρχιπέλαγος. Οι κοινότητες των νησιών και των παραθαλάσσιων περιοχών, αν δεν ασκούσαν οι ίδιες πειρατεία, συνεργάζονταν με τους πειρατές προσφέροντας ασφαλές καταφύγιο, φτηνή διασκέδαση και αγορά για τα προϊόντα της πειρατείας. Η Μήλος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Ήταν το σημαντικότερο λιμάνι στο Αιγαίο, ένα από τα κυριότερα κέντρα πειρατικού εμπορίου, και χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από χριστιανούς κουρσάρους και πειρατές. Η Μήλος αποτελούσε ταυτόχρονα και ένα από τα βασικότερα πειρατικά ορμητήρια των Κυκλάδων. Η δύναμη που απέκτησε ήταν τέτοια, ώστε όταν το 1670 ο οθωμανικός στόλος προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη στο νησί, εκδιώχθηκε από τους ίδιους τους πειρατές.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Μήλος κατάφερε να ανακηρυχθεί το μοναδικό πειρατικό κράτος στον κόσμο, υπό την εξουσία του διαβόητου Ιωάννη Καψή. Στις αρχές του 17ου αιώνα έμποροι, μικροτραπεζίτες αλλά και μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις της Ευρώπης έστελναν εκεί αντιπροσώπους για να διαπραγματευτούν την αγορά των προϊόντων της πειρατείας σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές.
Τα κυριότερα λάφυρα της πειρατείας ήταν οι άνθρωποι γιατί μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως κωπηλάτες στις γαλέρες, να πουληθούν ως σκλάβοι ή να εξαγοραστούν από τους συγγενείς τους, ειδικά εάν ήταν εύπορα πρόσωπα. Πρέπει να τονιστεί ότι η εξαγορά των αιχμαλώτων ήταν μία από τις πιο επικερδείς επιχειρήσεις εκείνη την εποχή. Αυτή ήταν και η αιτία που συγκροτήθηκαν ειδικά ταμεία από τους Έλληνες, για να μπορούν να προσφέρουν το αντίστοιχο χρηματικό ποσό («σκλαβιάτικα») για την εξαγορά των αιχμαλώτων.
Στη δυτική Ευρώπη είχαν δημιουργηθεί εταιρείες για την εξαγορά αιχμαλώτων από τους πειρατές. Όταν ένας σκλάβος κατάφερνε να πληρώσει τα λύτρα που του ζητούσαν, τότε απελευθερωνόταν και του χορηγούσαν ένα πιστοποιητικό («τεσκερές»), με το οποίο ο ιδιοκτήτης του σκλάβου βεβαίωνε ότι είχε λάβει τα λύτρα.
Σημαντικά λάφυρα επίσης ήταν τα ζώα και οι σοδειές, γιατί μπορούσαν να εκποιηθούν άμεσα και ταυτόχρονα να θρέψουν το πλήρωμα του εκάστοτε πειρατικού πλοίου. Άλλη αξιόλογη λεία ήταν τα εμπορεύματα, ιδιαίτερα τα πολύτιμα, που μετέφεραν τα εμπορικά πλοία. Βέβαια, οι πειρατές που τα άρπαζαν δεν μπορούσαν να αποκομίσουν κέρδος ανάλογο με την αξία τους. Ο κυριότερος λόγος ήταν ότι επιθυμούσαν να βγάλουν το κέρδος της λείας τους γρήγορα, με αποτέλεσμα να εκποιούν τα εμπορεύματα σε πολύ μικρότερη τιμή από την πραγματική τους αξία.
Ο 17ος αιώνας χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη Βενετοτουρκική σύγκρουση, με επίκεντρο πλέον την Κρήτη, που βρισκόταν υπό βενετική κατοχή και αποτελούσε την τελευταία μεγάλη κτήση της Βενετίας. Η Κρήτη κατακτήθηκε γρήγορα από τους Οθωμανούς, αλλά η τελευταία ελεύθερη πόλη της, ο περίφημος Χάνδακας, πολιορκήθηκε για είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια, μέχρι ο Μοροζίνι να συνθηκολογήσει και να τον παραδώσει στους Οθωμανούς.
Η πολιορκία του Χάνδακα έγινε για την Ευρώπη σύμβολο της αντίστασης κατά του οθωμανικού επεκτατισμού, ενώ αποτελεί και τη μακροβιότερη πολιορκία στην ιστορία. Στο πλαίσιο των Βενετοτουρκικών πολέμων πολλοί πειρατές και κουρσάροι, ανάμεσά τους και Έλληνες νησιώτες, επετίθεντο και στις δύο αντιμαχόμενες δυνάμεις, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, γεγονός που αποτέλεσε ένα νέο είδος ναυτικού πολέμου στο Αιγαίο.
Το 17ο αιώνα τρεις κυρίαρχες δυνάμεις λειτουργούσαν παράλληλα και ανταγωνιστικά, προσπαθώντας να κερδίσουν το έπαθλο που λεγόταν αρχιπέλαγος: οι Οθωμανοί, οι Βενετοί και οι πειρατές. Αυτή η ρευστή κατάσταση διαμόρφωσε ένα πλαίσιο αυτονομίας για τα νησιά του Αιγαίου· αναπτύχθηκε ένα διανησιωτικό πλέγμα επικοινωνίας και εμπορικής κίνησης, που συνυπήρχαν με την πειρατεία. Με την οριστική λήξη των Βενετοτουρκικών πολέμων το 1699 με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, άρχισε και η οικονομική και οικιστική ανάπτυξη του Αιγαίου. Η πειρατεία εξακολουθούσε να υφίσταται, φαίνεται όμως ότι είχε ενταχθεί σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική και κοινωνική πρακτική και νοοτροπία των αιγαιοπελαγίτικων κοινοτήτων.
Τον 18ο αιώνα στόχος των χριστιανών κουρσάρων, με πρωτοστάτη την Αγγλία, δεν ήταν πλέον οι μουσουλμάνοι αλλά τα γαλλικά εμπορικά πλοία, τα οποία συνεργάζονταν στο εμπόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κυριαρχούσαν. Ταυτόχρονα, η Ρωσία προωθούσε τα επεκτατικά σχέδιά της προς τον Νότο, εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτόν τον σκοπό χρησιμοποιούνταν και Έλληνες νησιώτες ως κουρσάροι. Η Γαλλία βρισκόταν στο μάτι του κυκλώνα, καθώς τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη δημιουργούσαν συμμαχίες προσπαθώντας να διακόψουν τη συνεχώς εντεινόμενη επεκτατική πολιτική των Γάλλων.
Παράλληλα, και η ίδια η φύση της πειρατείας άλλαξε· στόχος πλέον ήταν κατά κύριο λόγο τα πλοία εν κινήσει και τα εμπορεύματά τους και όχι οι άνθρωποι με προορισμό την υποδούλωση. Καταλυτικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η διάδοση του ιστιοφόρου, γεγονός που ανέκοψε τη ζήτηση για κωπηλάτες στις γαλέρες. Από τις αρχές του 18ου αιώνα, υπό αυτές τις νέες συνθήκες, αναπτύχθηκε μια νέα εμπορική και ναυτική τάξη που λειτουργούσε στα όρια μεταξύ εμπορίου και πειρατείας στις Αιγαιοπελαγίτικες κοινότητες.
Αυτή ανέλαβε και τον πολιτικό έλεγχο των κοινοτήτων στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησης. Στα τέλη του 18ου αιώνα εκμεταλλεύτηκε τις Ρωσοτουρκικές και Αγγλογαλλικές συγκρούσεις, και με την εμπορική και πειρατική της ιδιότητα σχεδόν μονοπωλούσε την εμπορική κίνηση στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο μέχρι το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων. Οι Έλληνες μέσα από την πειρατεία κατόρθωσαν να αποκτήσουν τα απαραίτητα κεφάλαια για να μπορέσουν να κατασκευάσουν μεγάλα ιστιοφόρα, κάτι που δεν τους επέτρεπε η Πύλη.
Αυτά τα πλοία τα χρησιμοποίησαν κυρίως για εμπόριο, δημιουργώντας έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς στόλους της Μεσογείου. Ως έμποροι, ρίσκαραν συνεχώς αναλαμβάνοντας μεταφορές που οι ξένοι ανταγωνιστές τους δεν τολμούσαν να πραγματοποιήσουν. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι έσπαγαν τον αγγλικό αποκλεισμό των γαλλικών και των ισπανικών ακτών συνεχώς και τους εφοδίαζαν με τρόφιμα, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη.
Πρέπει να τονιστεί ότι η πειρατεία πρόσφερε στους Έλληνες την πολεμική πείρα και τα απαραίτητα κεφάλαια, ώστε να είναι άκρως ετοιμοπόλεμοι για την Επανάσταση του 1821. Μέσα από την πειρατεία προέκυψαν η ελληνική ναυτιλία και το ελληνικό εμπόριο. Η σχεδόν μυθιστορηματική πολλές φορές δράση τους δεν παύει να ασκεί μια έντονη γοητεία. Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453, οι Έλληνες έπρεπε να αντισταθούν στους Οθωμανούς κατακτητές για να διασφαλίσουν την ύπαρξή τους, και μια μορφή αντίστασης που επέλεξαν ήταν η πειρατεία.
ΟΙ ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ
Στις θάλασσες της Μεσογείου εκτός από τους πειρατές δρούσαν και οι κουρσάροι εκδικητές, που έπαιρναν εκδίκηση για τα όσα δεινά προκαλούσαν οι πειρατές.
Ένας από αυτούς ήταν ο Ιωάννης Γιάοντης από την Κάρπαθο. που όργωνε τις θάλασσες καταδιώκοντας τα πειρατικά καράβια. Όταν αιχμαλώτιζε πειρατές, τους άρπαζε από τα μαλλιά και καθώς ήταν μεγαλόσωμος και χειροδύναμος, τους σήκωνε στον αέρα πάνω από τη θάλασσα και έλεγε: «Γιαόντι έκαμες στους χριστιανούς παίρνω την κεφαλή σου». Έτσι του έμεινε το παρατσούκλι «Καπετάν Γιάοντης». Ένα δημοτικό τραγούδι της Καρπάθου μέχρι σήμερα υπενθυμίζει:
“Ο Καπετάν ο Γιάοντης το βουϊνό τουλούμι
Εφώνιαζε τ΄Αγαρηνού σάλευγε βρέ ουρούνι”
Η πειρατεία είχε δημιουργήσει εκείνα τα χρόνια ένα μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα που ήταν η εξαγορά των σκλάβων. Στα νησιά του Αιγαίου οι Βενετοί είχαν επιβάλλει ειδική φορολογία για την εξαγορά των σκλάβων ,το περίφημο τέλος των Τούρκων (τουρκοτέλι), ενώ στα νησιά του Ιονίου πελάγους είχαν συσταθεί ειδικά ταμεία με την φροντίδα των ενοριών.
Στην Κρήτη για την εξαγορά των σκλάβων βοηθούσαν οι συντεχνίες, όπως η Αδελφότητα των Ναυτικών και πολλοί πλούσιοι Κρητικοί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο άρχοντας Μάρκος Παπαδόπουλος που πέθανε το 1603. Στη διαθήκη του δέσμευε τους κληρονόμους του να εξαγοράζουν κάθε χρόνο δυο χριστιανούς σκλάβους.
ΓΝΩΣΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
• Το 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα η πειρατεία οργίαζε κυριολεκτικά. Εδώ θα παρακολουθήσουμε τη σχετική καταστρεπτική δράση της στο Αιγαίο.
• Η Νάξος, ως το μεγαλύτερο Κυκλαδονήσι και σχετικά πλουσιότερο, κυρίως στην κτηνοτροφία, δοκίμασε τις συχνότερες επιθέσεις τους.
• Στην Αστυπάλαια παίχθηκε μια από τις πιο δραματικές σκηνές της ιστορίας της πειρατείας στο Αιγαίο. Σε επιδρομή του Εξωμότη πρώην χριστιανού πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, από την Μυτιλίνη, Ολόκληρος ο πληθυσμός του νησιού, για δεύτερη φορά στην ιστορία του, ολοκληρωτικά αφανίζεται.
• Ναξία, 1816, 2 Απριλίου: «Ένα άλλο κουρσάρικο με Μανιάτες πειρατές σε επιδρομή του στη Σκινούσα αιχμαλωτίζει μια βάρκα με το πλήρωμά της και την οικογένεια του Γιωργάκη Μπαρδάκα, σούδιτου Ρώσου, σαν ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για τη Νάξο. Ξεγυμνώνουν τον Μπαρδάκα με τη συντροφιά που έρχεται στη Χώρα της Νάξου» (Bislut, «Archipelagus turbatus», Istanbul 1982).
• Από ανέκδοτο ημερολόγιο του αγγλικού προξενείου στη Νάξο στα 1811 μαθαίνουμε για το Γάλλο κουρσάρο Τζουστινιάνι και τη δράση του στη Νάξο. Ο κουρσάρος Tζουστινιάνι, σύμφωνα με επιστολή τής 30ής Ιουλίου του 1812 κάποιου Αξιώτη, «τρεις μήνες εδώ κατακαθητός με τα αρμαμέντα του και πιάνει και ψηλαφά τα γράμματα -σαν να ήταν κύριος πλέον του τόπου, καθώς θέλετε πληροφορηθεί εις πλάτος από τα γράμματα όπου σας στέλνω με τον κουρσαμένον πραγματευτήν ονόματι Εμμανουήλ Σεργόπουλον και εκ στόματος του Mr Cardrigt, πραγματευτού Εγγλέζου, όπου εκουρσάθη ωσαύτως απ’ έξω από την Μήλον από ένα άλλον κουρσάρικον με παντιέρα Ιτάλικα…».
• Στα 1723 οι Συριανοί πιάνουν αιχμαλώτους δύο κακότροπους σπαντίδες (πειρατές) και τους στέλνουν στους Τούρκους, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν. Δεν έστειλαν όμως μαζί και τα όπλα τους και οι Τούρκοι τους απείλησαν να τα στείλουν αμέσως. Πολλές φορές οι Συριανοί βοηθούσαν τους Φράγκους κουρσάρους σε βάρος των Τούρκων κι αυτό φυσικά οι Τούρκοι δεν τ’ άφηναν ατιμώρητο.
• Από έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 1723, μαθαίνουμε ότι ο καραβοκύρης Κωνσταντίνος Βουτζίνος «όπου επήγαινε στο ταξίδι στην Αξιά επιάστηκε από τους αναθεματισμένους τους κουρσάρους και τους έγδυσαν και τους τραβούσαν έως τις Δήλες».
• Σε άλλο έγγραφο αναφέρονται τα ακόλουθα: «Όμως με το να ευρεθούνε οι καταραμένοι οι κουρσάροι στο δρόμο τσ’ επιάσανε και τις εγδύσανε και χαθήκανε και τ’ άσπρα. Παρεκτός είχεν του γράψει η λεγομένη Νικολέττα να μην κακοκαρδίζεται πως εχαθήκανε τ’ άσπρα εωσότις η ζημία είναι δική της. Πολλάκις δε οι συλλαμβανόμενοι εδουλώνοντο και διά την εξαγοράν των εχρεούντο οι οικείοι των μεγάλα ποσά ή παρέμενον σκλάβοι επί έτη. Οι κάτοικοι της πτωχής νήσου μας καθ’ όλην την διάρκειαν της Τουρκοκρατίας εβίωσαν υπό την διαρκήν απειλήν πειρατών, κουρσάρων και πάσης φύσεως κλεπτών, κακοποιών και επιδρομέων καθιστώντας την διαβίωσίν των πολύ περισσότερον δραματικήν παρ’ όσον αυτή αύτη η Τουρκική δεσποτεία».
• Το 1772 ο Ρωσικός στόλος καταδίωξε συστηματικά τους πειρατές, που για ένα διάστημα φάνηκε να έχουν εξαφανιστεί…
• Πολλά έγγραφα αναφέρονται σε διάφορες πειρατικές επιδρομές σε απόμερους κάβους. αλλά και μες στο ίδιο το λιμάνι της Σύρου. Διάφοροι πειρατές και κουρσάροι άρπαζαν πλοία με το φορτίο τους και τα μεταπουλούσαν κατόπιν στους κατοίκους του νησιού ή σε διάφορους καραβοκύρηδες, συνελλάμβαναν αιχμαλώτους Τούρκους για να πάρουν κατόπιν λύτρα για την εξαγορά τους και γενικότερα λεηλατούσαν το νησί ανάλογα με τα γούστα τους.
• Με έγγραφο της 28ης Ιουλίου 1781 οι επίτροποι της Σύρου παρακαλούν τον Δημητράκη Μαυρογένη, βοεβόδα της Μυκόνου, να πληροφορήσει τον Καπουδάν Πασά, πως στις 28 Ιουλίου του 1781 Μαλτέζοι πειρατές απήγαγαν από το λιμάνι της Σύρας ένα σαμπίκο Κρητικό, φορτωμένο σαπούνι και λάδι, σε συνεννόηση και με τις πλάτες των Τούρκων.
• Οι επιδρομές των κουρσάρων στη Σύρο, καθώς και στα γύρω ξερονήσια, ήταν συχνές και καταστροφικές. Άρπαζαν και λεηλατούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, κυρίως ζώα, πλεούμενα, έγδυναν σπίτια, σκότωναν ανθρώπους. Από έγγραφο της 31ης Μαρτίου 1811 μαθαίνουμε πώς «ο Συριανός έμπορος Λινάρδος Βαμβακάρης αγόρασε σε πλειστηριασμό από έναν κουρσάρο στο λιμάνι της Σύρου μια μπομπάρδα φορτωμένη κρασί και πώς στη συνέχεια ένα Εγγλέζικο μπρίκι μπαίνοντας στο λιμάνι της Σύρου και βρίσκοντας την κουρσεμένη μπομπάρδα, την κατέλαβε και τη ρυμούλκησε στη Σμύρνη, όπου παρέπεμψε και το διαμαρτυρόμενο αγοραστή να πάει για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του».
• Ο Καπουδάν Πασάς συχνά έκανε την εμφάνισή του στο Αιγαίο για καταδίωξη των πειρατών. Όμως αυτό σήμαινε φορολογία των νησιωτών γι’ αυτό το σκοπό ή και καταστροφές από τους Τούρκους του πασά.
• Πολλές παραδόσεις μιλούν γι’ αυτές τις επιθέσεις και άλλες στη Σύρο. Λένε ακόμη ότι ο Αϊ-Γιώργης ήταν προστάτης της Σύρου, όπως αναφέρεται και σε σχετικό δημοτικό τους τραγούδι.
«Αϊ μου Γιώργη φύλακα, απάντα το νησί μας
έβγα με την κοντάρα σου γιούργιαρε τσι εχθροί μας.
Γύρω τριγύρω στο νησί πλανάρου οι γαλιώτες κι αφνήδια μας προβαίνουσι και μας πατούν οι κλέφτες.
Και μπένου μέσ’ τις μάντρες μας, αρνιά δεν μας αφήνουν,
τα πιο καλά μας πράματα τα τρώσι και τα πίνουν.
Οι Τουρκοκλέφτες είν’ αυτοί που μας εβασανίζουν
και τη ζωή μας πολλωνώ μας τήνε υστερίζουν.
Λυπήσου Αϊ-Γιώργη μας εμάς και τα παιδιά μας
Και γλύτωσέ μας γρήγορα από τα βάσανά μας.
Αϊ-Γιώργη Καππαδόκε αδικοσκοτωμένε
και διά την πίστι του Χριστού σκληρά βασανισμένε.
Λυπήσου ναι και μας που βλέπεις τι τραβάμε
διαφέντεψέ μας Άγιε μας να σε δοξολογάμε».
• Πειρατείες υφίστατο και η Αμοργός, καθώς και τα γύρω νησάκια. Είδαμε έγγραφο της 2ας Απριλίου του 1816, σύμφωνα με το οποίο ένα κουρσάρικο με Μανιάτες πειρατές, σε επιδρομή τους στη Σχοινούσσα, αιχμαλωτίζει μια ναξιώτικη βάρκα του Γιωργάκη Μπαρδάκα.
Διάφορα έγγραφα και παραδόσεις δείχνουν πόσο υπέφερε παλιότερα το νησί της Αμοργού και τα γύρω νησάκια από τους ποικιλώνυμους πειρατές και τις ληστρικές επιδρομές τους. Η ζωή των Αμοργιανών, η τιμή και η περιουσία τους βρίσκονταν, την οποιαδήποτε ώρα, εκτεθειμένες στις άγριες διαθέσεις των ληστρικών κουρσάρων. Μια ζωή μαρτυρική, που σήμερα έμεινε πια στη μνήμη μας σαν θρύλος μακρινός και παραμύθι.
• Η Φολέγανδρος στα 1715, η Κίμωλος, η Μήλος και οι άλλες Κυκλάδες υπέστησαν τα πάνδεινα από μέρους των άπληστων πειρατών και κουρσάρων, των γνωστών την εποχή αυτή ως «κλεφτοσφουγγαράδων».
• «Η ετήσια επίσκεψις του ναυάρχου Καπουδάν Πασά εις τας Κυκλάδας -λέει ο Χ. Μουστάκας- και αι αιφνίδιαι πειρατών τινών αποβάσεις, διετήρουν τα πνεύματα εις ταραχήν τούτου δ’ ένεκεν νύκτα και ημέραν φρουροί εφ’ υψηλών σημείων της νήσου ιστάμενοι εφύλαττον τους κατοίκους, ειδοποιούντες τούτους περί της παρουσίας πειρατικού πλοίου, οπότε οι κάτοικοι έσπευδον να κλεισθώσιν εντός του Κάστρου μετά των ζώων αυτών, κλείοντες και τας πύλας».
Τελικά και στη Μήλο το τελικό κτύπημα εναντίον των πειρατών δόθηκε επί Καποδίστρια από το ναύαρχο Μιαούλη.
Αν στην Τουρκοκρατία η πειρατεία βρισκόταν στο απόγειο της, με την έναρξη της Επανάστασης εξαφανίζεται —τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια— όπως μας πληροφορεί ο Σπ. Τρικούπης. Η πειρατεία στα χρόνια του Αγώνα παρουσιάζει έξαρση την περίοδο κατά την οποία ο αιγυπτιακός στρατός και στόλος συμπράττει με τους Τούρκους, για να καταπνίξουν την Επανάσταση.
Ο αριθμός των Ελληνικών πλοίων που επιδίδονται σε πειρατικές επιδρομές αυξάνεται σταθερά εξαιτίας της δυσμενούς τροπής που παίρνει ο Αγώνας. Στις αρχές του 1828 περισσότερα από 1.000 πλοία ασχολούνται συστηματικά με την πειρατεία και λυμαίνονται το Αιγαίο. Από τον Ελλήσποντο ως τη Ρόδο και τα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου οι πειρατές προκαλούν με τη δράση τους πάμπολλα προβλήματα.
Αυτός τελικά που κατόρθωσε να ελέγξει την κατάσταση ήταν ο Καποδίστριας, όταν ήρθε τον Ιανουάριο του 1828 στην Ελλάδα, για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Η καταστολή της πειρατείας υπήρξε άμεση και εντυπωσιακή. Οι Δυνάμεις βέβαια πίεζαν τον Καποδίστρια σ’ αυτό το θέμα, γιατί βλαπτόταν σοβαρά το εμπόριο τους. Ο κυβερνήτης οργάνωσε δύο ναυτικές μοίρες με τον Κ. Κανάρη και τον Ανδρέα Μιαούλη και με την παράλληλη δράση των ξένων στόλων κατέστρεψε τα ορμητήρια του Αιγαίου.
Η δολοφονία του Καποδίστρια (1831) και η αναρχία που ακολούθησε αναζωπύρωσε τη δραστηριότητα των πειρατών, μολονότι η Ελλάδα από το 1930 ήδη άρχισε τον ελεύθερο πολιτικό της βίο, που δεν της εξασφαλίζει όμως και την ανάλογη ευνομία. Ολοκληρώνοντας θα λέγαμε ότι, καθώς προχωρούμε μέσα στον 19ο αι., τα κρούσματα πειρατικών επιδρομών γίνονται σπανιότερα και είναι βέβαια ηπιότερης μορφής απ’ ό,τι σε προγενέστερες εποχές, γεγονός που σχετίζεται με την αρτιότερη κρατική οργάνωση αλλά και με τον εκσυγχρονισμό της ναυτιλίας.
ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑΣ
Η πόλη της Ύδρας μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Οι Υδραίοι πλούτισαν σπάζοντας τον αποκλεισμό της Μασσαλίας, λίγα χρόνια νωρίτερα, μεταφέροντας στάρι από τη Μαύρη Θάλασσα. Άλλοτε πειρατές, άλλοτε λαθρέμποροι, εμποροκαπετάνιοι συνεταίροι με το τσούρμο τους. Κάποιοι από αυτούς προύχοντες, δραγουμάνοι. Οι άλλοι, ναύτες με θητεία του Οθωμανικού στόλου, ναύτες χωρίς θητεία Ελληνικών ή άλλων κουρσάρικων.
Ξεγλιστρούσαν από τους ελέγχους με σημαίες ευκαιρίας και εικονικές ιδιοκτησίες των πλοίων. Τα πλοία τους, στο γύρισμα του αιώνα, μετέφεραν τα πάντα. Πορτοκάλια από τη Μάλτα, αρώματα και καφέδες από την Αραβία, ρύζι από την Αίγυπτο, σταφίδα από το Τζάντε, λάδι από την Ιταλία και την Προβηγκία, χουρμάδες από τη Μικρά Ασία, βιομηχανικά προϊόντα από τη Γαλλία και καθρέφτες και κομψοτεχνήματα από τη Βενετία. Οι περισσότεροι μετά από δύο δεκαετίες ήσαν ναυμάχοι του πολέμου της Ανεξαρτησίας.
Όταν άνθισε η οικονομία του νησιού, άρχισε να συγκεντρώνονται τα κέρδη, έκτισαν τα αρχοντικά τους επάνω στα βράχια της ακτής. Εγκατέλειψαν τα ψηλώματα της Κιάφφας, εκεί που οι κυνηγημένοι Αρβανίτες προπαππούδες τους είχαν στήσει το πρώτο χωριό με τις καλύβες, τρεις αιώνες νωρίτερα. Πριν την επανάσταση, στα 1813 ο πληθυσμός της Ύδρας ανέβηκε στους 22.000 κατοίκους. Πρωτόγνωρο μέγεθος για νησιώτικη πόλη. Τότε φούνταραν τα πλοία τους, λίγα μέτρα από τα παράθυρα των σπιτιών τους. Ο εμπορικός στόλος της Ύδρας εκείνη τη χρονιά διέθετε 120 πλοία με 1.800 ναύτες. Πόλη ανοχύρωτη, ατίθαση. Μετά διεκδίκησε τη μερίδα του λέοντος στην επανάσταση. Έδωσε τα πάντα και έχασε τα πάντα.
Ο ίδιος ο Ανδρέας Μιαούλης, ναύαρχος πλέον του κράτους, κυνηγούσε τους τελευταίους πειρατές του Αιγαίου, στα στενά της Σάμου το 1928 κατ’ εντολή του Καποδίστρια. Οι θαλασσινοί άρχοντες της Ύδρας δεν μπόρεσαν να συμβιβαστούν. Ο βραχότοπος δεν τους χωρούσε πια. Πολλοί εγκατέλειψαν τον τόπο. Έστησαν τον νέο συνοικισμό στον Πειραιά, τα Υδραίικα. Η Ελληνική πειρατεία συμβάδισε με την άνθηση της ναυτιλίας και την μεγέθυνση των παράκτιων νησιωτικών πόλεων. Και τα τρία υπήρξαν φαινόμενα, κυρίως του 18ου αιώνα.
Κατά τον αιώνα αυτόν, αντίθετα με τους προηγούμενους, οι νησιώτες κυριάρχησαν στις θαλάσσιες μεταφορές αλλά και στα «εκτός νόμου» ναυτικά περιστατικά του Αιγαίου. Παρότι, Μαλτέζοι, Αλγερίνοι, Άγγλοι συνέχιζαν να κουρσεύουν τα πλοία στο αρχιπέλαγος, δίπλα τους εμφανίστηκαν οι νησιώτες με κάθε λογής πλοία. Από βάρκες μέχρι μεγάλα τρικάταρτα οπλισμένα ιστιοφόρα, τα οποία επέδραμαν σε εμπορικά, χωρίς τις περισσότερες φορές να ξεχωρίζουν σημαίες, θρησκείες ή φορτίο.
Από το 1703 έως το 1792 σε 277 καταγεγραμμένες επιθέσεις εναντίον Γαλλικών πλοίων, στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο, οι 102 πραγματοποιήθηκαν από Έλληνες. Οι πειρατικές επιθέσεις κατά τη διάρκεια εκείνου του αιώνα πρέπει να ήσαν χιλιάδες. Οι μαρτυρίες βρίσκονται στα προξενικά έγγραφα, στα ναυτικά αρχεία των ευρωπαϊκών λιμανιών, στις διηγήσεις των περιηγητών, στα νησιωτικά κοινοτικά και μοναστηριακά αρχεία. Και πιθανόν στα άγνωστα ακόμα αρχεία της Οθωμανικής Πύλης.
Τα πλοία του 18ου αιώνα, ακολουθούσαν κυρίως τη διαγώνιο του αρχιπελάγους. Ο ναυτικός δρόμος συνέδεε τα Δαρδανέλια με το Τσιρίγο, τη Μαύρη Θάλασσα και την Κωνσταντινούπολη, με τη δυτική Μεσόγειο. Ο άλλος μεγάλος ναυτικός δρόμος διέσχιζε τα στενά που χωρίζουν τη μικρασιατική ακτή με τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα. Από τη Ρόδο και την Κάρπαθο κατευθυνόταν προς την Αλεξάνδρεια και τα λιμάνια της Μέσης Ανατολής. Τους κύριους δρόμους συμπλήρωναν δεκάδες παραλλαγές, όπως και το πυκνό πλέγμα των διανησιωτικών συνδέσεωνv.
Η τεχνολογία των πανιών είχε απελευθερώσει τη ναυτιλία από την σχεδόν υποχρεωτική παράκτια πλεύση του Μεσαίωνα. Τα πλοία απέκτησαν αυτονομία καθώς δεν ήσαν αναγκασμένα κάθε νύχτα να προσορμιστούν σε κάποια ακτή, η καθώς μπορούσαν να ταξιδέψουν με όλους τους ανέμους.
Τα φοβερά σημεία ενέδρας κατά μήκος των ναυτικών δρόμων του αρχιπελάγους, συνέχισαν να σημειώνονται στους Ευρωπαϊκούς πορτολάνους και να αποτελούν τόπους αυξημένης επιφυλακής και κινδύνου για όσους τα διέσχιζαν.
Η νοτιοδυτική πύλη με το Κάβο Ταίναρο και το Πόρτο Κάγιο, τον Κάβο Μαληά, το Τσιρίγο και το Τσιριγότο. Το φουρτουνιασμένο Κάβο Ντόρο, με το Μακρονήσι, το λιμανάκι κάτω από τις Κάβο Κολώνες και το Βουρκάρι της Τζιάς απέναντι. Τα στενά του Τσικνιά, της Μυκόνου και της Δήλου, το στενό της Πάρου με τη Νάξο, της Μήλου με την Κίμωλο. Το Νταρ Μπογκάζ της Σάμου και τα στενά των Φούρνων. Τα στενά της Χίου με τις Οινούσες. Και άλλα πολλά.
Οι ναυτικές κοινότητες των νησιών είναι δημιούργημα εκείνης της εποχής. Εκτός από την Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, τα Χανιά, η Μύκονος, η Σκόπελος και η Σκύρος διέθεταν κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, πολυάριθμους εμπορικούς στόλους. Οι αναφορές του 1813 μιλούν για 615 πλοία, οπλισμένα με 8.878 πυροβόλα, χωρητικότητας 153.580 τόννων, και 37.562 ναύτεςvi.
Κατά μήκος των θαλασσίων δρόμων, ένα μεγάλο δίκτυο οικισμών αναπτύχθηκε και άνθισε, εμπλεκόμενο με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο ιδιότυπο παραεμπόριο της πειρατείας και του κοντραμπάντου.
Παλιοί Βενετσιάνικοι οικισμοί ξεπέρασαν τα τείχη τους και απλώθηκαν στις ακτές, άλλοι μετακινήθηκαν από τα υψώματα στα κοντινά τους αγκυροβόλια, νέοι γεννήθηκαν εκ του μηδενός. Λιμάνια, μουράγια, αποθήκες και αγορές, καρνάγια, ανεμόμυλοι και κυρίως οικιστικές συγκροτήσεις ισόγειων και διώροφων σπιτιών με δώματα, σπανιότερα με στέγες. Στενοί δρόμοι, μικρές πλατείες, μέτωπα στις ακτές. Σε εκείνα τα μέτωπα, της Ύδρας, των Σπετσών, της Μυκόνου, της Πάτμου, οι νεόπλουτοι πλοίαρχοι έκτισαν τα αρχοντικά τους. Πιο μέσα οι γειτονιές των ναυτών. Αυτή είναι η εικόνα της πλειοψηφίας των οικισμών του Αιγαίου, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα.
ΧΑΙΡΕΝΤΙΝ ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ
Ο Χαΐρ αντ Ντιν (Khair ad Din) (περ. 1475–4 Ιουλίου 1546) ήταν ναύαρχος Ελληνικής καταγωγής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κουρσάρος των ακτών της Μπαρμπαριάς (σημερινής Αλγερίας). Ήταν γενικώς γνωστός ως Μπαρμπαρόσα (“Κοκκινογένης”) για τους Ευρωπαίους, και Μπάρμπαρος Χαϊρεντίν (الدين خير) Πασάς ανάμεσα στους Τούρκους. Το όνομά του στην Τουρκική γλώσσα ήταν Χιζίρ Μπιν Γιακούπ από το Αραβικό Χιντρ ‘ιμπν Για’κουμπ.
Βιογραφία
Ο Χαϊρεντίν γεννήθηκε στον Παλαιόκηπο Γέρας στη Λέσβο. Ο πατέρας του ήταν σπαχής ονόματι Γιακούπ και η μητέρα του Ελληνίδα χριστιανή από τη Λέσβο, ονόματι Κατερίνα. Αρκετοί ιστορικοί θεωρούν πιθανό ότι και ο πατέρας του ήταν Έλληνας Γενίτσαρος και καταγόταν από τα Γιαννιτσά.
Ο Μπαρμπαρόσα θεωρείται ο κατεξοχήν οργανωτής του Οθωμανικού στόλου, στον οποίο κατείχε τον βαθμό του ναυάρχου. Αργότερα έγινε σουλτάνος του Αλγερίου και τελικά Μπεϊλέρ Μπέης (Αρχιμπέης) του Αιγαίου, ένα από τα μεγαλύτερα Οθωμανικά αξιώματα.
Κατά τη διάρκεια των κατακτητικών και αρπακτικών επιδρομών του ο Μπαρμπαρόσα έστειλε τους Τούρκους και Αλγερινούς πειρατές του ενάντια πολλών νησιών του Αιγαίου, ειδικά στις Κυκλάδες καθώς και στα Κύθηρα, στην περιοχή του Τσιρίγου. Αυτό που επακολούθησε ήταν η ερήμωση του νησιού. Λέγεται ότι σκοτώθηκαν 7.000 άμαχοι και οι υπόλοιποι πουλήθηκαν ως σκλάβοι, ενώ εκείνοι που κατόρθωσαν να διαφύγουν, κρύφτηκαν στα βουνά ή πέρασαν στην Πελοπόννησο. Ακόμα και σήμερα στην πρωτεύουσα του νησιού τον Άγιο Δημήτριο, γνωστή έως Παλαιοχώρα είναι διακριτά τα ίχνη της ερήμωσης από εκείνη την πειρατική λαίλαπα.
Άνοδος και Πτώση της Πειρατείας (1400-1830)
Η διάλυση της Αυτοκρατορίας των Αλμοχάντ δημιούργησε κενό εξουσίας, το οποίο προκάλεσε την άνοδο της πειρατείας στην περιοχή που έγινε αργότερα γνωστής ως Ακτή της Μπαρμπαριάς, εξελληνισμένο όνομα εκ των Μπέρμπερς, Βερβέρων. Οι παράκτιες πόλεις μίσθωναν κουρσάρους να λεηλατούν εμπορικά πλοία, εν όψει του έντονου εμπορικού ανταγωνισμού των θαλασσών.
Η βορειοαφρικανική πειρατεία ώθησε τους Ισπανούς να καταλάβουν και να αποκλείσουν πολλά λιμάνια-ορμητήρια των πειρατών, συμπεριλαμβανόμενου του Αλγερίου, που υποχρεώθηκε να πληρώνει φόρους. Τούτη η χριστιανική κατοχή των βορειοαφρικανικών λιμανιών ώθησε τους Μουσουλμάνους να ζητήσουν βοήθεια από τον Οθωμανό χαλίφη. Ανταποκρινόμενος ο χαλίφης έστειλε στόλο που εκδίωξε τους Ισπανούς από τα περισσότερα λιμάνια των αφρικανικών ακτών.
Το 1518 ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα έγινε επίσημος αντιπρόσωπος του Οθωμανού σουλτάνου στην Αλγερία και οι Αλγερινοί κουρσάροι κυριάρχησαν στη Μεσόγειο υπό την Οθωμανική δικαιοδοσία, επί μακρό χρονικό διάστημα. Μόνο στα τέλη του 18ου αιώνα κατόρθωσαν να αντιπαρατεθούν οι Ευρωπαίοι στους πειρατές της Μπαρμπαριάς με ανώτερη ναυτική δύναμη και πυροβολικό. Το 1815 μια ναυτική μοίρα από τις Η.Π.Α. υπό τον πλοίαρχο Στίβεν Ντικάτουρ επιτέθηκε στο Αλγέρι και εξανάγκασε τον κυβερνήτη του να υπογράψει συνθήκη, σύμφωνα με την οποία τα πλοία των Η.Π.Α. εξαιρούνταν των πειρατικών επιθέσεων.
Οι διαρκείς επιδρομές σε Ευρωπαϊκά πλοία ώθησαν τους Βρετανούς και Ολλανδούς να ενώσουν τις δυνάμεις τους ενάντια στους Αλγερινούς και σχεδόν να καταστρέψουν ολοκληρωτικά το στόλο τους το 1816. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους. Το 1830 ο Γαλλικός στρατός εισέβαλε στο Αλγέρι και η Γαλλική κατοχή της Αλγερίας συνεχίστηκε για τα επόμενα 123 χρόνια.
Οι Αδελφοί Μπαρμπαρόσα
Από τους δύο αδελφούς Μπαρμπαρόσα ο μεγαλύτερος, ο Αρούτζ, ήταν ο ο πρώτος που ακολούθησε τον δρόμο της πειρατείας, υπογράφοντας σε μια κουρσάρικη γαλέρα που είχε ως βάση του το νησί, κρησφύγετο για τους Έλληνες και Μουσουλμάνους πειρατές. Αιχμαλωτίστηκε από τους Ιππότες της Ρόδου και υποχρεώθηκε να υπηρετεί ως σκλάβος, μέχρις ότου τον αγόρασε ένας Αιγύπτιος εμίρης. Τα αδέλφια ξανάσμιξαν στην Αλεξάνδρεια και με τη βοήθεια του εμίρη αποδείχθηκαν επιτυχημένοι επιδρομείς.
Οι δύο μετέφεραν τις επιχειρήσεις τους στη δυτική Μεσόγειο το 1505 και επανεγκατεστάθηκαν στην νήσο Ντζέμπρα, στην Τυνησία. Από εκεί ασκούσαν πειρατεία ενάντια στα Χριστιανικά έθνη, συλλαμβάνοντας Παπικές γαλέρες, Ισπανικά πολεμικά πλοία και εμπορικά. Κατόπιν, εξαιτίας μιας διαφωνίας τους με τον Μπέη της Τυνησίας, αναγκάστηκαν να αλλάξουν ορμητήριο, τραβώντας για το Ντζιντζελί, κοντά στο Αλγέρι το 1511.
Το 1512 ο Αρούτζ έχασε το ένα του χέρι σε μια προσπάθεια να καταλάβει ένα Ισπανικό οχυρό στη βορειοαφρικανική ακτή ενώ νικήθηκε πάλι μετά από δύο χρόνια. Από τότε σημειώθηκε αλλαγή στη δραστηριότητα των δύο αδελφών. Οι επιθέσεις τους εστιάζονταν όλο και περισσότερο στον Ισπανικό στόλο και τις παράκτιες εγκαταστάσεις του. Όταν ο σουλτάνος του Αλγερίου απέτυχε να ανταποκριθεί κατάλληλα στην ισπανική απειλή το 1516, ο Αρούτζ του επιτέθηκε με μια κουρσαρική δύναμη και αφού τον σκότωσε, αυτοανακηρύχθηκε σουλτάνος.
Το 1518 οι μάχες με τους Ισπανούς εντάθηκαν. Σε μια επίθεση εναντίον των Ισπανικών εγκαταστάσεων στο Οράν, ο Αρούτζ δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση και αναγκάστηκε να κλειστεί στην πόλη Τλεμτσέν. Προσπαθώντας να σπάσει τον κλοιό σκοτώθηκε.
Ο Χαΐρεντίν, το Δώρο του Θεού, συμμάχησε με τους Οθωμανούς και ονομάστηκε επίσημα σουλτάνος του Αλγερίου. Συνέχισε της επιθέσεις του ενάντια στα Ισπανικά εμπορικά. Το 1535 έχασε την Τυνησία αλλά κατέλαβε τη Μαγιόρκα και τη Νίκαια, νικώντας παράλληλα τον χριστιανικό στόλο που απειλούσε την ανατολική Μεσόγειο. Πέθανε το 1547, εμφανώς ευνοούμενος της Υψηλής Πύλης και επιτυχημένος ναύαρχος, αφού ονομάστηκε Μπεϊλέρ Μπέης, δηλαδή γενικός διοικητής των Οθωμανικών ναυτικών δυνάμεων.
Χαρακτηρισμός
Η περιγραφή των προσωπικών του Μπαρμπαρόσα μας έρχεται από τον καπετάνιο Μουχλίς Εργκίν του Τουρκικού Ναυτικού Μουσείου (Άγκυρα, Δεκέμβριος 1998). Ο Μπαρμπαρόσα ήταν έξυπνο, φωτεινό μυαλό με τάσεις παρωδίας και είχε εντυπωσιακό τρόπο ομιλίας. Ήταν ευέλικτο μυαλό στη ναυτική δράση και αγαπούσε τους υφισταμένους του, φρόντιζε δε να τους εκπαιδεύει καλά. Κάποτε είχε πει για το μαθητή του Τουργκούτ ότι «ο Turgut είναι καλύτερος από μένα». Πολλοί από τους μαθητές του έγιναν Διοικητές ναυτικών μονάδων αργότερα.
Είχε το χάρισμα να λέει ανέκδοτα. Σωματικά, ο Μπαρμπαρόσα είχε σκούρα όψη, μέσο ύψος και ήταν ευτραφής. Τα μαλλιά, γένια, φρυδιών και των βλεφαρίδων ήταν πλούσια, αρκετά κόκκινα και τα φρύδια του ενωμένα. Η κόρη του καπετάνιου Τουργκούτ Ρέις ήταν παντρεμένη με τον γιο του. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές μπορούμε να υποθέσουμε πως ήταν παντρεμένος, αλλά δεν υπάρχει καμία πηγή αναφέροντας τα πραγματικά στοιχεία. Μιλούσε πέντε κύριες γλώσσες της Μεσογείου, την ελληνική, την αραβική, την ισπανική, την ιταλική και τη γαλλική. Αγαπούσε τη μουσική.
Έγινε διάσημος στην ιστορία χάρις στη νίκη του στη Ναυμαχία της Πρέβεζας το 1538, όπου νίκησε τη Χριστιανική εξαεθνική αρμάδα υπό τον Γενοβέζο Αντρέα Ντορία. Το μαυσωλείο του βρίσκεται στο Ναυτικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, όπως και άγαλμα και πίνακας ζωγραφικής από τη Ναυμαχία. Επίσης πορτρέτο του 16ου αιώνα βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.