Ο Στρατός των Βυζαντινών

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΑΚΜΗ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΕΣ

Βυζαντινός Στρατός

Ο Βυζαντινός Στρατός αποτελούσε τη φυσική συνέχεια των Λεγεώνων της αρχαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και διατηρούσε το ίδιο επίπεδο πειθαρχίας, δυναμισμού και οργάνωσης. Μάλιστα, για ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του, ο Βυζαντινός στρατός συνιστούσε την πιο ισχυρή και αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη ολόκληρης της Ευρώπης.

Γενικά Χαρακτηριστικά

Στο Βυζάντιο ο στρατός αποτελεί την κύρια συνεκτική δύναμη του κράτους, που σε συνδυασμό με το τελειότερο γραφειοκρατικό σύστημα, που γνώρισε ως τότε ο κόσμος, τους εξασφάλισε και τη μακραίωνη ύπαρξη. Η ανωτερότητα του εξασφαλίζεται με την επιβολή απόλυτης πειθαρχίας μέσα στις μονάδες, τη συγκεκριμένη του οργάνωση, τον οπλισμό του και τη στρατηγική και τακτική του.

Οι Βυζαντινοί ασχολήθηκαν συστηματικά με τη θεωρητική πλευρά της στρατιωτικής τέχνης. Τη στρατηγική και την τακτική τους τη στήριξαν στην ανάλυση: ανάλυση των δικών τους δυνάμεων, ανάλυση των δυνάμεων του εχθρού και ανάλυση του γεωγραφικού χώρου όπου γίνονται οι πόλεμοι. Ήξεραν να εκμεταλλεύονται κάθε δυνατότητα που τους έδινε αυτή η ανάλυση.

H ανάγκη δημιουργίας ισχυρού εθνικού στρατού του βυζαντινού κράτους προέκυψε απó τη γεωγραφική θέση του, την έκτασή του και την αντιμετώπιση πολλών κατακτητικών επιθέσεων απó μέρους γειτονικών βάρβαρων φυλών και κρατών. Με βάση τις προθέσεις αυτές δημιουργήθηκε ο καλύτερος στρατóς του τóτε κóσμου και στην πλήρη οργάνωσή του και η για τóσα πολλά χρóνια διατήρηση και επιβίωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Αποτελεί κληρονομιά της ρωμαϊκής στρατιωτικής οργάνωσης και συνέχιση των ρωμαϊκών παραδóσεων και της ιστορίας της Ρώμης. H εξέλιξή του και η οργάνωσή του στη συνέχεια με βάση νέες μεθóδους και η τακτική και στρατηγική του χρησιμοποίηση αποδεικνύουν óτι το Βυζάντιο χρησιμοποίησε ίδια πρóτυπα, για τη δημιουργία του, βασισμένα στις επιστημονικές και τεχνικές προóδους της εποχής εκείνης.

Ο κυριóτερος πυρήνας για τη συγκρóτηση του εθνικού στρατού υπήρξε το θέμα, δηλ. στρατιωτική μονάδα, η οποία έδρευε σε μια περιοχή και η οποία με την πάροδο του χρóνου έδωσε το óνομά της στη γεωγραφική και διοικητική περιφέρεια. Το θέμα αποτέλεσε ιδιóρρυθμο σύστημα επαρχιακής διοίκησης (στρατηγίδες) με την καθιέρωση ενιαίας στρατιωτικής και πολιτικής εξουσίας σε ένα πρóσωπο, τον στρατηγó.

H συνεχής πάλη και φροντίδα για την επιβίωσή της έναντι εξωτερικών κινδύνων και η διαρκής επαγρύπνηση για τη διατήρησή της, οδήγησαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην εμπέδωση συμπαγούς και λεπτομερειακής στρατιωτικής οργάνωσης, η οποία επεκτεινóμενη σ’ ολóκληρη τη χώρα αποτέλεσε το ισχυρóτερó της óπλο, για την επιβολή της, προς óλους τους γείτονές της. H οργάνωση της εκπαίδευσης του στρατού, η αυστηρή πειθαρχία, η επιστημονική κατάρτιση και τα ειδικά σχολεία φοίτησης των αξιωματικών, η αδιάσπαστη ενóτητα των στρατιωτικών αρχηγών απó τη μια και απó την άλλη η οργάνωση άριστων και πολυάριθμων ναυτικών δυνάμεων, ήταν εκείνα που έδωσαν τις λαμπρές νίκες και γλίτωσαν το Βυζάντιο απó την απειλούμενη κατάλυση απó τη μωαμεθανική αραβική επιδρομή σε εποχή που και η Ευρώπη κινδύνευσε να υποδουλωθεί.

Χάρη στην εφαρμοζóμενη στρατιωτική τακτική, απóρροια της άριστης πολεμικής τέχνης και άξιων στρατιωτικών ηγετών, η Αυτοκρατορία απώθησε τον κίνδυνο και μετέφερε τον πóλεμο μακριά απó τα σύνορά της.

Περί του Στρατού των Βυζαντινών

Η διοίκηση της Ρωμηοσύνης ήταν στενά συνδεδεμένη με τις στρατιωτικές της δυνάμεις. Η Αυτοκρατορία περιστοιχιζόταν από εχθρούς. Ποτέ ούτε για μια στιγμή, δεν μπορούσε η κυβέρνηση να αισθανθεί ότι δεν κινδυνεύει από μια ξένη εισβολή, από μια επιδρομή που θα ήταν δυνατόν να απειλήσει ακόμα και την πρωτεύουσα. Η ίδια η ύπαρξη της αυτοκρατορίας εξαρτιόταν απ’ τον τρόπο που θα κατόρθωνε να επιβληθεί στα γύρω έθνη,-από ένα δραστήριο και πάντα έτοιμο στρατό και στόλο και από μια συνεχή διπλωματία.

Οι Βυζαντινοί δεν ήταν από φυσικό τους λαός στρατοκρατικός. Πίστευαν βέβαια, ότι η στρατιωτική ανδρεία ήταν κάτι το αξιοθαύμαστο, δεν ήταν όμως γι’ αυτούς όπως για την μετέπειτα ιπποτική Δύση, το μόνο επιθυμητό χάρισμα. Ο θριαμβευτής στρατηγός έμενε πάντα ένας δοξασμένος θεράπων του κράτους. Η ανάγκη ήταν που τους υποχρέωνε να οργανωθούν εγκαίρως από άποψη στρατιωτική και να δώσου στις στρατιωτικές υποθέσεις μια προσοχή επιστημονική. Αυτό τους ωφέλησε πάρα πολύ. Σε όλο το Μεσαίωνα, το Βυζάντιο ήταν η μόνη χώρα όπου μελετούσαν με προσοχή και ηρεμία την τακτική του πολέμου, την οργάνωση του στρατού και γενικά την στρατηγική τέχνη.

Το Βυζάντιο έδωσε ολόκληρη σειρά από αξιόλογους στρατιωτικούς συγγραφείς και πολλοί απ’ τους ιστορικούς του ενδιαφέρθηκαν για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Χάρη σ’ αυτούς μπορούμε να παρακολουθήσουμε, με ορισμένα βέβαια κενά, την ιστορική εξέλιξη των βυζαντινών όπλων. Για τους πρώτους αιώνες έχουμε τον ρωμαίο Vegetius του 4ου αιώνα και στο τέλος του 5ου το σχολαστικό θεωρητικό Urbicius. Τον 6ο αιώνα ο Προκόπιος είναι πάνω απ’ όλα στρατιωτικός ιστορικός. Και λίγες δεκαετίες αργότερα, ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος έγραψε το ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΝ του, μια ανεκτίμητη πραγμάτεια για τον στρατό της εποχής.

Γύρω στο 900 περίπου, ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄, ένας απ’ τους λίγους αυτοκράτορες, που δεν ήταν στρατιώτης, σταχυολόγησε μια πραγμάτεια, σχετικά με όλα τα στρατιωτικά θέματα, που είναι γνωστή με τον τίτλο ΤΑΚΤΙΚΑ. Γύρω στο 960, ένας απ’ τους στρατηγούς του Νικηφόρου Φωκά αφιέρωσε στον βασιλέα του ένα εγχειρίδιο όπου πραγματεύεται τους πολέμους του ανατολικού μετώπου, και λίγο αργότερα, ένας συγγραφέας άγνωστος σε μας, έγραψε ένα άλλο στρατιωτικό εγχειρίδιο.

Τον 11 αιώνα ο παλιός στρατιωτικός Κεκαυμένος κατέγραψε με μορφή διαλόγου ένα μέρος απ’ την εμπειρία του, ενώ στις αρχές του 12ου, η Άννα Κομνηνή δεν μπορεί να κρύψει το ενδιαφέρον της και το πάθος της για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Την εποχή εκείνη όμως ο βυζαντινός στρατός είχε αρχίσει πια να παρακμάζει.

Όταν ο Κωνσταντίνος ίδρυσε την Πόλη του στον Βόσπορο, ο ρωμαϊκός στρατός περνούσε μια περίοδο αλλαγής. Ο 3ος αιώνας ήταν ένας αιώνας φοβερός. Είχαν φανεί οι κίνδυνοι που μπορούσαν να προέρθουν απ’ την οργάνωση του στρατού. Η φρουρά των πραιτωριανών ανέβαζε και κατέβαζε τους αυτοκράτορες και οι διοικητές των μεγάλων επαρχιών, που με ένα νεύμα τους μπορούσαν να κινήσουν λεγεώνες ολόκληρες, βρίσκονταν σχεδόν συνεχώς σε κατάσταση ανταρσίας.

Ο Διοκλητιανός και ύστερα απ’ αυτόν ο Κωνσταντίνος επιχείρησαν να κάνουν μεταρρυθμίσεις. Εγκαταστήσανε στα σύνορα τακτικά σώματα από στρατιώτες, που το επάγγελμα τους ήταν κληρονομικό και που πληρώνονταν με γαίες-τους Limitanei-και ύστερα οργάνωσαν έναν κινητό κεντρικό στρατό-τους Comitatenses-υπό την αρχηγία του αυτοκράτορα, που μπορούσε να σπεύσει σε οποιοδήποτε σημείο υπήρχε ανάγκη.

Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Ο στρατός και ως προς τον εξοπλισμό και ως προς την τακτική του, ήταν πια ξεπερασμένος. Οι βαριοί λεγεωνάριοι δεν μπορούσαν πια να αντιμετωπίσουν τους ιππείς των βαρβάρων. Η νίκη του Ιουλιανού το 357, εναντίον των Γερμανών στο Στρασβούργο, ήταν ο τελευταίος θρίαμβος του ρωμαϊκού πεζικού. Είκοσι χρόνια αργότερα, στην τρομερή καταστροφή της Ανδριανούπολης, φάνηκε η αδυναμία τους μπροστά στους Γότθους ιππείς. Στην Ρώμη είχαν ήδη αντιληφθεί την ανάγκη του ιππικού και είχαν πολλαπλασιάσει τα ιππικά σώματα.

Οι ανάγκες όμως τώρα ξεπερνούσαν τις διαθέσιμες δυνάμεις. Ο Θεοδόσιος Α΄ που τον είχαν καλέσει να αναδιοργανώσει, όσο το δυνατόν γρηγορότερα την Αυτοκρατορία, αποφάσισε κι αυτός να χρησιμοποιήσει βαρβαρικό ιππικό για ν’ αντιμετωπίσει το ιππικό των βαρβάρων. Δημιούργησε τους φοιδεράτους (υπόσπονδους), συντάγματα δηλαδή βαρβάρων ή φυλές ολόκληρες, που υπηρέτησαν μαζί με τους Ρωμαίους, με αρχηγό τον δικό τους ηγεμόνα. Αυτό ήταν ένα μέτρο απελπισίας και κατέστρεψε την Δύση.

Οι φοιδεράτοι μπορεί να αναχαίτισαν τον Αττίλα, οι αρχηγοί τους όμως που έγιναν μεγάλοι Ρωμαίοι στρατηγοί, είχαν υπερβολική δύναμη. Βάρβαροι σαν τον Ρικίμερο ή τον Οδόακρο, έδιναν σε όποιον ήθελαν το αυτοκρατορικό στέμμα, ως τη στιγμή που αποφάσισαν ότι ήταν πολύ απλούστερο να μην υπάρχει καθόλου αυτοκράτορας στην Ιταλία. Στην Ανατολή μετά την αποτυχία του Γότθου Γαϊνά, η αυτοκρατορική οικογένεια με κόπο συγκρατούσε τους φοιδεράτους, ώσπου ο Λέων Α΄ και ο γαμπρός του Ζήνων κατόρθωσαν να περιορίσουν την δύναμη τους σε σημείο που να είναι δυνατόν να τους ελέγχουν, στρατεύματα απ’ τις αγριότερες φυλές της Αυτοκρατορίας, τους Ισαύρους και τους Αρμένιους, από τα βουνά της Μικράς Ασίας.

Τον 6ο αιώνα οι φοιδεράτοι είχαν περιοριστεί σε όρια λογικά και χρήσιμα. Τους ισοστάθμιζε τώρα το βαρύ ιππικό που προερχόταν απ’ την Μικρά Ασία, οι κατάφρακτοι, που τόσο τους θαύμαζε ο Προκόπιος. Οι νίκες της βασιλείας του Ιουστινιανού αυτά τα σώματα του ιππικού τις κέρδισαν, θωρακοφόροι οπλισμένοι με τόξα. Οι φοιδεράτοι όμως είχαν αφήσει πίσω τους ένα κακό σύστημα στρατολογίας, που εξαπλώθηκε σε όλο τον στρατό. Τους άντρες τους συγκέντρωνε και τους συντηρούσε ο στρατηγός, όχι η κεντρική κυβέρνηση. Συντάγματα ή λεγεώνες, με την δική τους μόνιμη ονομασία, ήταν άγνωστα εκείνη την εποχή.

Κάθε σώμα ονομαζόταν από το όνομα του αρχηγού του. Όλοι μαζί λέγονταν βουκελλάριοι. Το σύστημα αυτό το έκανε ακόμα χειρότερο η συνήθεια του Ιουστινιανού να μην εμπιστεύεται ποτέ κανέναν απ’ τους στρατηγούς του δίνοντας του μεγάλη δύναμη ή πολλά χρήματα. Το αποτέλεσμα ήταν να παρεμποδίζονται συνεχώς οι πόλεμοι του από στάσεις και δυσαρέσκειες, και τις νίκες του τις χρωστούσε στην μεγαλοφυΐα των δύο μεγάλων στρατηγών του, του Βελισαρίου και του Ναρσή.

Με τις οικονομικές δυσκολίες πού είχαν στα τελευταία χρόνια του Ιουστινιανού και την εποχή του Ιουστίνου Β΄ περιόρισαν τους ξένους μισθοφόρους. Η Αυτοκρατορία δεν είχε πια τα μέσα να συντηρεί τους φοιδεράτους. Αυτό μπορεί να εξασθένισε την δύναμη του αυτοκρατορικού στρατού, έδωσε όμως την δυνατότητα στους επόμενους αυτοκράτορες, τον Τιβέριο και τον Μαυρίκιο, να καταργήσουν τους βουκελλάριους-το όνομα ωστόσο έμεινε σαν ονομασία ενός συντάγματος-και να αναδιοργανώσουν όλο τον στρατό, που εξαρτιόταν τώρα πια απ’ τον αυτοκράτορα.

Το Στρατηγικόν δίνει μια εικόνα αυτού του νέου στρατού. Η κατώτερη υποδιαίρεση είναι το βάνδον, που λεγόταν νούμερο, αριθμός ή τάγμα-η μετάβαση από τα λατινικά στα ελληνικά δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί και τα παραγγέλματα ιδίως ήταν πολύ μπερδεμένα. Το βάνδον το αποτελούσαν 300 ή 400 άντρες με αρχηγό τον κόμητα ή τριβούνο. Έξι, επτά ή οκτώ βάνδα αποτελούσαν μια μοίρα, υπό τον μοίραρχο ή δούκα. Οι αριθμοί ήταν επίτηδες αόριστοι ώστε οι εχθροί να μην έχουν ποτέ την δυνατότητα να υπολογίζουν την δύναμιν του στρατεύματος.

Η συγκέντρωση όλων των βάνδων, σε περίπτωση πολέμου, ήταν έργο του αρχιστράτηγου. Στρατεύματα τακτικά δεν υπήρχαν, εκτός απ’ τους βουκελλαρίους, τους φοιδεράτους και τους οπτιμάτους, που ήταν τα κατάλοιπα των ξένων μισθοφόρων και αποτελούσαν τώρα ένα είδος αυτοκρατορικής φρουράς. Ο Μαυρίκιος επιπλέον, σχεδίαζε να οργανώσει και δυνάμεις τοπικές. Ήθελε όλοι οι άντρες που είχαν γεννηθεί ελεύθεροι να μαθαίνουν τοξοβολία και να διαθέτουν ένα τόξο και ένα ακόντιο, ώστε σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής, να μπορούν να υπερασπίζονται την επαρχία τους. Δεν μπορούμε να ξέρουμε ως πιο σημείο το σχέδιο αυτό πραγματοποιήθηκε. Στα φρούρια των συνόρων βέβαια καλούσαν και τους πολίτες να βοηθήσουν στην άμυνα.

Αυτό το στρατό, που είχε αναδιοργανώσει ο Τιβέριος και ο Μαυρίκιος, οδήγησε ο Ηράκλειος στην νίκη στους μακροχρόνιους περσικούς πολέμους, και αυτός ο στρατός ύστερα εξαντλημένος πια, νικήθηκε απ’ την ορμή των Αράβων. Οι κατακτήσεις των Σαρακηνών αφαίρεσαν απ’ την αυτοκρατορία την Αίγυπτο, την Αφρική και την Συρία, και μόνο με μεγάλη δυσκολία, και ύστερα από χρόνια χάους, κατόρθωσαν οι Βυζαντινοί να τους συγκρατήσουν στα σύνορα της Μικράς Ασίας. Όλα αυτά τα χρόνια συνεχίστηκε η αναδιοργάνωση του στρατού και πέρασε από στάδια, που δεν μπορούμε να τα παρακολουθήσουμε, ώσπου τελικά οι Ίσαυροι, τον 8ο αιώνα τελειοποίησαν το σύστημα των θεμάτων.

Αρχή αυτού του συστήματος ήταν ορισμένα συντάγματα ή θέματα, τακτικοί δηλαδή συνδυασμοί ομάδων, που ήταν στρατοπεδευμένα σε ορισμένες επαρχίες για την άμυνα τους και ο διορισμός αργότερα του αρχηγού του συντάγματος ή του στρατηγού επικεφαλής και της πολιτικής εξουσίας. Από τότε τις επαρχίες αυτές τις ονόμαζαν θέματα και στην αρχή τους έδωσαν το όνομα του συντάγματος που τις κατείχε, δηλαδή θέμα Οπτιμάτων ή Βουκελλαρίων.

Σιγά-σιγά όμως καθώς η ειρήνη απλωνόταν σε όλη την αυτοκρατορία και η αστική ζωή ξανάπαιρνε τον ρυθμό της, νέα θέματα προστέθηκαν στις επαρχίες που είχαν ανακτηθεί όπως επίσης και στα σύνορα. Σ’ αυτά τα θέματα δόθηκαν ονόματα γεωγραφικά, θέμα Χαρσιανού ή Σελευκείας, από τα ονόματα των πιο σημαντικών πόλεων, ή Καππαδοκίας και Πελοποννήσου από το παλιό όνομα της επαρχίας. Τα θέματα τα υποδιαιρούσαν σε δύο ή τρεις τουρμαρχίες ή μέρη, στα τμήματα δηλαδή που κατείχε κάθε τούρμα ή κύρια υποδιαίρεση του συντάγματος, υπό τον τουρμάρχη ή μεράρχη.

Την τούρμα πάλι για σκοπούς στρατιωτικούς, την υποδιαιρούσαν σε τρεις μοίρες, η κάθε μία υπό ένα δρουγγάριο, και τη μοίρα σε δέκα ομάδες ή τάγματα, το καθένα υπό ένα κόμητα. Όταν τα σύνορα επεκτάθηκαν, πολλές τουρμαρχίες τις απόσπασαν από το θέμα στο οποίο αρχικά ανήκαν, και μαζί με το νέο έδαφος, τις προβίβασαν και τις έκαναν θέματα. Έτσι δημιούργησε ο Λέων ΣΤ΄ το θέμα Σελευκείας. Ορισμένες επαρχίες των συνόρων, κυρίως τα στενά, τις είχα αφήσει έξω απ’ την οργάνωση των θεμάτων και τις διοικούσαν πάντα με στρατιωτικό νόμο. Τις ονόμαζαν κλεισούρες και τον αρχηγό τους κλεισουράρχη. Και αυτές επίσης μπορούσαν να εξελιχθούν σε θέματα.

Ο θεματικός στρατός στην αρχή, ήταν όπλο αμυντικό, και τις εποχές που η Αυτοκρατορία βρισκόταν σε διαρκή άμυνα αυτός ήταν το κυριότερο όπλο της. Ο στρατηγός του θέματος των Ανατολικών, ο αρχαιότερος στρατηγός ήταν ως τον 9ο αιώνα ο αρχιστράτηγος της Ασίας, και ακόμα και τον 10ο αιώνα, είχε μια εξαιρετικά υψηλή θέση στην επίσημη ιεραρχία. Με τα στρατεύματα των κλεισουρών ήταν συνδεδεμένοι-και πολλές φορές και επικεφαλής τους-οι άρχοντες των συνόρων, οι Ακρίτες, όπως ο επικός ήρωας Διγενής, που βρίσκονταν σε συνεχή αγώνα με τους Σαρακηνούς για λαφυραγωγία, πιθανώς όμως, για μια οργανωμένη εκστρατεία, να ενώνονταν με τον αυτοκρατορικό στρατό.

Τον 9ο αιώνα απόκτησε μεγάλη σημασία ένας νέος κλάδος του στρατού, τα τάγματα, δηλ. Τέσσερα συντάγματα της αυτοκρατορικής φρουράς, οι σχολές, οι εξκουβίτορες, ο αριθμός ή βίγλα και οι ικανάτοι. Το τελευταίο το είχε όπως φαίνεται ιδρύσει ο Νικηφόρος Α΄, ενώ τα άλλα προέρχονταν απ’ τις ανακτορικές φρουρές της παλιάς Αυτοκρατορίας. Ήταν συντάγματα ιππικού που δεν φαίνεται να είχαν μεγάλη δύναμη-τον 10ο αιώνα οι σχολές είχαν μόνο 1.500 άντρες-και το καθένα είχε αρχηγό του ένα δομέστικο, εκτός απ’ την βίγλα, που ο αρχηγός της ήταν ένας δρουγγάριος.

Σε συνάρτηση με τα συντάγματα αυτά υπήρχαν τα νούμερα, πεζοί στρατιώτες ως 4.000, και η εταιρεία, η εν ενεργεία αυτοκρατορική φρουρά, που την στρατολογούσαν από ξένους, τους τελευταίους διαδόχους των φοιδεράτων. Αυτά τα στρατεύματα ήταν συνήθως στρατοπεδευμένα στην Βιθυνία και ακολουθούσαν στις εκστρατείες τον αυτοκράτορα και σιγά-σιγά όταν δεν εξεστράτευε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, κατέληξε την αρχιστρατηγία να την αναλαμβάνει ο δομέστικος των σχολών.

Την μεγάλη περίοδο, σχεδόν ένα αιώνα, απ’ τον Βασίλειο Α΄ως τον Νικηφόρο Β΄, όταν κανένας αυτοκράτορας δεν ήταν στρατιωτικός, ο δομέστικος ήταν ο σημαντικότερος στρατιωτικός αξιωματούχος της Αυτοκρατορίας, παρ’ όλο που στο προβάδισμα ερχόταν ακόμα μετά τον στρατηγό του θέματος των Ανατολικών. Και η μετάβαση που έγινε την εποχή εκείνη, από την άμυνα σε πόλεμο επιθετικό, ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την θέση του, ώσπου το 963 ήταν φανερό ότι ο δομέστικος των σχολών, ο Νικηφόρος Φωκάς, ήταν ο φυσικός υποψήφιος για τον θρόνο, όσο καιρό ήταν ανήλικοι οι πορφυρογέννητοι αυτοκράτορες.

Τα καθήκοντα των διάφορων στρατευμάτων ήταν καθορισμένα με μεγάλη ακρίβεια. Προορισμός του θεματικού στρατού ήταν να εμποδίζει τις ξένες εισβολές. Όταν π.χ. οι Σαρακηνοί περνούσαν τα σύνορα, ο επικεφαλής της περιοχής το ανέφερε αμέσως στον στρατηγό του θέματος. Ο στρατηγός έστελνε αμέσως και ειδοποιούσε τα γειτονικά θέματα, ενώ το ιππικό του ξεκινούσε για να καταδιώξει και να πλευροκοπήσει τους επιδρομείς και το πεζικό έπιανε τα στενά απ’ όπου θα ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν στην επιστροφή τους.

Στο μεταξύ τα γειτονικά θέματα συνάθροιζαν τα κυριότερα στρατεύματα τους και όλοι ετοιμάζονταν να συναντηθούν στο σημείο όπου περίμεναν ότι θα χτυπούσε ο εχθρός. Αν πρόφταιναν να συγκεντρωθούν εγκαίρως ήταν δυνατόν να κυκλώσουν τους εισβολείς και να τους αιχμαλωτίσουν, όπως το 863 όταν ο Σαρακηνός στρατηγός Ομάρ έπεσε στην ενέδρα του θεματικού στρατού της Ασίας στον Άλυ. Και οι Βυζαντινοί επίσης έπρεπε να κάνουν επιδρομές στην εχθρική χώρα, ενώ ο στόλος έπαιρνε εντολή να καταστρέψει τα παράλια των Σαρακηνών.

Όταν ο βυζαντινός στρατός επρόκειτο να αντεπιτεθεί, ο αυτοκράτορας ή ο δομέστικος των σχολών ξεκινούσε από την Κωνσταντινούπολη επικεφαλής των ταγμάτων και σε προκαθορισμένα σημεία του μεγάλου στρατιωτικού δρόμου που διέσχιζε την Μικρά Ασία, συναντούσε αποσπάσματα απ’ τα στρατεύματα των διάφορων θεμάτων. Αυτά τα στρατεύματα ήταν κυρίως πεζικό, αν και κάθε θέμα έστελνε και μέρος απ’ το ιππικό του, γιατί ξέρουμε ότι ο αυτοκράτορας έπρεπε να συνοδεύεται τουλάχιστον από 8.200 ιππείς και τα τάγματα δεν είχαν περισσότερους από 6.000. Για τον τρόπο που ενεργούσαν όταν έκαναν επίθεση σε χώρα εχθρική, ελάχιστες πληροφορίες έχουν διασωθεί.

Την εποχή που έγραψε ο Λέων ΣΤ΄οι επιθέσεις ήταν λίγες και απλώς τις αναφέρει. Ακόμα και ο στρατηγός του Νικηφόρου Φωκά τους παλιούς αμυντικούς πολέμους περιγράφει, παρ’ όλο που και ο ίδιος λέει ότι η εμπειρία του εκείνον τον καιρό ήταν πια ξεπερασμένη. Μόνο στο μικρό ανώνυμο εγχειρίδιο(το Liber de Re Militari) εξετάζεται η εισβολή σε ξένες χώρες, αλλά ακόμα και εκεί, παρ’ όλο που ο Ιωάννης Τσιμισκής οδηγούσε τα στρατεύματα του ως την Παλαιστίνη και τα περίχωρα της Βαγδάτης, οι κανόνες που αναφέρονται είναι μέτρα φρονήσεως και κάπως σαν αόριστοι και αφορούν κυρίως την πολιορκία εχθρικών πόλεων.

Πραγματικά η βάση της βυζαντινής στρατηγικής ήταν η φρόνηση. Οι επιθέσεις των βαρβάρων και των απίστων ήταν τόσο συχνές και πολλές φορές τόσο απροσδόκητες, ώστε μια τολμηρή επιθετική πολιτική ήταν τελείως ανεφάρμοστη. Ο βυζαντινός στρατός δεν ήταν μεγάλος όπως ο στρατός των Σαρακηνών και επί πλέον, ήταν πολύ δαπανηρός. Έπρεπε λοιπόν να τον χρησιμοποιούν με τον πιο επωφελή τρόπο και χωρίς απώλειες σε άντρες και οπλισμό. Όλα τα βυζαντινά εγχειρίδια τονίζουν ότι η σπουδή είναι τρέλα. Οι στρατηγοί έπρεπε να προφυλάγονται από τις ενέδρες και τους αιφνιδιασμούς και να μην αφήνουν ποτέ ακάλυπτα τα πλευρά τους. Έπρεπε να έχουν ανιχνευτές εμπιστοσύνης, και όπου αυτό ήταν δυνατόν, να χρησιμοποιούν στρατηγήματα και κατεργαριές.

Πραγματικά η ηθική που κηρύττουν τα εγχειρίδια είναι χαμηλού επιπέδου. Έπρεπε να τηρούν τον λόγο τους, να μην σκοτώνουν τους αιχμαλώτους και να μην κάνουν κακό στις γυναίκες. Οι όροι της ειρήνης δεν έπρεπε να είναι σκληροί, αν ο εχθρός είχε πολεμήσει με γενναιότητα. Συμβουλεύουν όμως να γίνονται διαπραγματεύσεις ανειλικρινείς για να κερδίζεται χρόνος και να είναι δυνατή η κατασκόπευση του εχθρού. Να στέλνονται ενοχοποιητικά γράμματα στους στρατηγούς, για να δημιουργούν προστριβές με τους ανωτέρους τους. Να διατηρείται το ηθικό του στρατού ψηλά με ανακοινώσεις προς τους στρατιώτες για νίκες φανταστικές.

Αυτά τα τεχνάσματα μπορεί να ήταν χρήσιμα, η πραγματική όμως δύναμη των Βυζαντινών ήταν η ευφυία με την οποία αντιμετώπιζαν τους διάφορους εχθρούς τους. Το είχαν κάνει σκοπό τους να μελετούν την ιδιαίτερη πολεμική τακτική του κάθε αντιπάλου και τον καλύτερο τρόπο για να την εξουδετερώνουν. Έτσι οι Φράγκοι ήταν θύματα της απερίσκεπτης τόλμης τους. Ήταν δυνατόν να πέσουν σε ενέδρα. Η επιμελητεία τους ήταν κακή και η πείνα τους έσπρωχνε να δραπετεύουν. Δεν υπακούανε στους αρχηγούς τους και ήταν διεφθαρμένοι. Αν ήταν δυνατόν να μην γίνει μάχη κατά παράταξη, όπου τους βοηθούσε η ανδρεία τους και η προσωπική τους δύναμη, ήταν εύκολο να εξοντωθούν.

Από την άλλη μεριά πάλι οι Τούρκοι, που είχαν μαζί τους Μαγυάρους και Πετσενέγους, ήταν πονηροί και τον στρατό τους τον αποτελούσαν ορδές από ελαφρούς ιππείς. Ο Βυζαντινός στρατηγός, αφού λάβαινε τα μέτρα του για τις ενέδρες, έπρεπε να δώσει μάχη όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Οι βαριοί ιππείς του έριχναν τους Τούρκους από τα άλογα, ενώ εκείνοι δεν μπορούσαν να σπάσουν τις γραμμές του πεζικού του. Οι Σλάβοι, ελαφροί πεζοί στρατιώτες δεν ήταν επικίνδυνοι παρά μόνο σε δύσκολα ορεινά εδάφη. Ήταν πολύ κακά οπλισμένοι και πολύ απειθάρχητοι για να μπορούν να αντιμετωπίσουν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα σε πεδιάδα.

Οι Σαρακηνοί εξακολουθούσαν να είναι ο σημαντικότερος εχθρός. Είχαν την δυνατότητα να συγκεντρώνουν τεράστια στρατεύματα, να μετακινούνται με μεγάλη ταχύτητα και είχαν κάπως μελετήσει την τέχνη του πολέμου.

Είχαν όμως μείνει κατά κάποιο τρόπο ανοργάνωτοι και σε περίπτωση ήττας, έχαναν το ηθικό τους. Μια νυχτερινή επίθεση, όταν φορτωμένοι με την λεία τους προχωρούσαν με ασυνήθιστη γι’ αυτούς βραδύτητα, μπορούσε να τους φέρει πανικό. Τους επηρέαζε επίσης ο καιρός, ήταν δύσθυμοι όταν έκανε κρύο ή έβρεχε. Οι ιππείς τους σαν άτομα δεν ήταν αντίπαλοι αντάξιοι των Βυζαντινών και έτσι οι Βυζαντινοί δεν είχαν λόγους να φοβούνται την μάχη κατά παράταξη, παρά μόνο όταν οι δύο στρατοί δεν ήταν ανάλογοι σε μέγεθος. Με τον ίδιο τρόπο και η τέχνη της πολιορκίας είχε κι αυτή τους δικούς της κανόνες, ανάλογα με το είδος της πόλης που πολιορκούσαν και την φύση του γύρω εδάφους.

Αυτοί οι κανόνες αναφέρονταν με μεγάλη προσοχή, δεν ήταν όμως απαράβατοι. Ένα καινούργιο τέχνασμα ήταν πάντα ευπρόσδεκτο. Ο Κεκαυμένος παρακινούσε τους στρατηγούς να εφευρίσκουν νέες μεθόδους και η Άννα Κομνηνή πλέκει το εγκώμιο του πατέρα της, του Αλεξίου Α΄, για τους νεωτερισμούς που πρώτος εφάρμοσε. Και οι πολιορκημένοι επίσης έπρεπε να εξετάζουν και να βγάζουν συμπεράσματα για την δύναμη και την συγκρότηση του εχθρού τους. ο Κεκαυμένος συμβούλευε εξόδους και μεγάλη δόση κατεργαριάς. Όσο για τις οχυρώσεις, ήταν ένα θέμα που το είχαν μελετήσει με προσοχή από πολύ καιρό.

Η δύναμη του βυζαντινού στρατού ήταν οι βαριοί ιππείς του, οι καβαλλάριοι. Φορούσαν ατσάλινα κράνη και πλεχτούς ατσάλινους θώρακες και οι αξιωματικοί τους και οι άντρες της πρώτης γραμμής ατσάλινες προμετωπίδες. Είχαν λινούς και μάλλινους μανδύες, και ανάλογα με την εποχή, τους φορούσαν πάνω απ’ την πανωπλία τους. Τα όπλα τους ήταν ένα σπαθί, ένα εγχειρίδιο, φαρέτρα και τόξο και μια λόγχη. Το λοφίο του κράνους, η σημαιούλα της λόγχης και ο μανδύας τους είχαν διαφορετικό χρώμα, ανάλογα με το σύνταγμα που υπηρετούσαν.

Οι πεζοί ήταν κυρίως ελαφροί τοξότες-μερικές επαρχίες αντί τοξότες έστελναν άντρες οπλισμένους με ακόντια-υπήρχε όμως και βαρύη πεζικό, που οι άντρες του φορούσαν επίσης πλεχτούς ατσάλινους θώρακες και ήταν οπλισμένοι με τσεκούρια, λόγχες, σπαθιά και ασπίδες. Αυτοί φύλαγαν τα δύσκολα ορεινά στενά εκεί που δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί το ιππικό. Το υγρόν πύρ, το κυριότερο όπλο του βυζαντινού ναυτικού, οι στρατιωτικοί δεν το χρησιμοποιούσαν παρά μόνο για να απομακρύνουν τους πολιορκητές.

Υπάρχουν διάφορες πληροφορίες για την μισθοδοσία του στρατού. Ο μισθός των στρατηγών των στρατιωτικών θεμάτων της Ασίας ήταν από είκοσι ως σαράντα χρυσές λίβρες τον χρόνο(21.600 ως 43.200 χρυσά φράγκα). Οι τουρμάρχες φαίνεται να έπαιρναν τουλάχιστον τρεις λίβρες (3.240 χρυσά φράγκα), και οι κατώτεροι αξιωματικοί μία ή δύο λίβρες. Από τους άντρες οι νεοσύλλεκτοι όπως φαίνεται, έπαιρναν ένα νόμισμα τον πρώτο χρόνο, δύο τον δεύτερο, ώσπου έφταναν τα δώδεκα και σε ορισμένες περιπτώσεις τα δεκαοκτώ νομίσματα.

Ο Κεκαυμένος συστείνει με μεγάλη επιμονή να μην μειώνεται ποτέ ο μισθός των στρατιωτών. Είχε υπολογιστεί ότι τα στρατεύματα των ανατολικών θεμάτων, μαζί με την Θράκη και την Μακεδονία, κόστιζαν στο δημόσιο ταμείο 500.000 λίρες ή 22.500.000 χρυσά φράγκα τον χρόνο. Τους μισθούς τους πλήρωνε ο χαρτουλάριος κάθε θέματος, ένας υπάλληλος που υπαγόταν στην κεντρική κυβέρνηση. Πολλές φορές όμως τους στρατιώτες τους πλήρωναν με γαίες.

Το μεγαλύτερο μέρος των ιππέων ήταν μικροί ιδιοκτήτες, που είχαν κληρονομική την υποχρέωση να υπηρετούν στον στρατό και για αντάλλαγμα δεν πλήρωναν άλλους φόρους, εκτός απ’ τον φόρο της γης. Υπήρχε όμως η δυνατότητα να αποφύγει αυτή την υποχρέωση. Η χήρα μητέρα του αγίου Ευθυμίου του Νέου(που γεννήθηκε γύρω στο 820) τον πάντρεψε πολύ νωρίς, ώστε, έχοντας ο γιος της να συντηρεί δύο γυναίκες και να φροντίζει ένα κτήμα, να μπορέσει να απαλλαγεί απ’ την στρατιωτική θητεία. Οι εταίροι αμείβονταν τόσο καλά, ώστε πολλοί ξένοι πλήρωναν για να τους επιτραπεί να καταταγούν στην εταιρεία.

Την εποχή της ακμής του ο Βυζαντινός στρατός δεν ξεπερνούσε, όπως φαίνεται τις 120.000. Τα στρατεύματα των ανατολικών θεμάτων ήταν περίπου 70.000 και το υπόλοιπο προερχόταν απ’ τα δυτικά θέματα και τα συντάγματα του κεντρικού στρατού. Σ’ αυτούς όμως πρέπει να προσθέσουμε και τον μεγάλο αριθμό του βοηθητικού προσωπικού που ακολουθούσε το στράτευμα. Οι στρατιώτες είχαν τον δικαίωμα να παίρνουν μαζί τους δούλους ή υπηρέτες, για να μην κουράζονται να στήνουν μόνοι τις σκηνές τους ή να σκάβουν χαρακώματα. Οι άντρες της επιμελητείας δεν ήταν μάχιμοι.

Ένα σώμα επίσης από μη μάχιμους μηχανικούς ακολουθούσε πάντα το στρατό, για να διαρρυθμίζει το στρατόπεδο για την νύχτα. Υπήρχε ακόμα και ένα πολύ αξιόλογο υγειονομικό σώμα με μια οργάνωση φορείων για την οποία θα ήταν υπερήφανος κάθε στρατός, και στους μεγάλους στρατιωτικούς σταθμούς, όπως π.χ. στο Δορύλαιον(Εσκί-Σεχήρ), ήταν χτισμένα τεράστια λουτρά για τους στρατιώτες.

Το 1071 ο αυτοκράτορας Ρωμανός Διογένης, παραβαίνοντας όλους τους κανόνες της βυζαντινής στρατηγικής, οδήγησε τον στρατό του στην πανωλεθρία του Μαντζικέρτ. Ο βυζαντινός στρατός ποτέ δεν μπόρεσε να συνέλθει, όχι τόσο πολύ απ’ την ίδια την συμφορά, όσο γιατί εξαιτίας της, χάθηκε το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας και αναστατώθηκε όλη η οργάνωση των θεμάτων. Ο ευνούχος Νικηφόρος Λογοθέτης και ύστερα απ’ αυτόν, ο Αλέξιος Α κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν όπως – όπως ένα στρατό, που νίκησε τους Νορμανδούς και τους Πετσενέγους και πρόσφερε πολλές υπηρεσίες επί Ιωάννου, του γιου του Αλεξίου, για να αποδεκατιστεί όμως στην Αρμενία και στην Ουγγαρία από τον εγγονό του τον Μανουήλ και να χαθεί τελικά στο Μυριοκέφαλον.

Αυτός όμως ήταν ένας στρατός τυχαίος, που τον στρατολογούσαν μέρα με την μέρα, όσο καλύτερα μπορούσαν, χωρίς καμιά οργάνωση για την συντήρηση του. Για λόγους οικονομίας ήταν υποχρεωμένοι να τον διαλύουν κάθε χειμώνα. Οι αυτοκράτορες ήταν αναγκασμένοι να στηρίζονται όλο και περισσότερο στους ξένους μισθοφόρους. Ξένους χρησιμοποιούσαν για την σωματοφυλακή της αυτοκρατορικής αυλής και ο επαναστάτης Βάρδας Φωκάς είχε μια φρουρά από διαλεχτούς, ψηλούς Γεωργιανούς, που είχαν όλοι το ίδιο ανάστημα και φορούσαν πανοπλίες λευκές.

Η περίφημη φρουρά των Βαράγκων εμφανίζεται για πρώτη φορά στις αρχές του 11ου αιώνα. Επί Αλεξίου την αποτελούσαν ξένοι κάθε προέλευσης –Ρώσοι, «Κουλπίγγοι», Τούρκοι, Αλανοί, Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί και Βούλγαροι-και μαζί με τους ικανάτους, τους βεστιάντες, τους αθάνατους (τα υπολείμματα των παλαιών ταγμάτων, που μετά το Μαντζικέρτ, τα είχε συγκεντρώσει ο ευνούχος Νικηφόρος) και τους αρχοντόπουλους (σύνταγμα που είχε ιδρύσει ο Αλέξιος για τους γιους των νεκρών ευγενών) αποτελούσε τον πυρήνα όλου του στρατού.

Την φρουρά των Βαράγκων, που την αποτελούσαν κυρίως Άγγλοι, νίκησαν οι Νορμανδοί το 1081 στο Δυρράχειο. Στρατός θεματικός δεν υπήρχε πια. Τα θέματα είχαν αποδιοργανωθεί και οι Κομνηνοί προτιμούσαν ένα σύστημα πιο συγκεντρωτικό. Αντί για τους διάφορους στρατηγούς, τώρα υπήρχαν μόνο δύο αρχιστράτηγοι, ο δομέστικος της Ανατολής και ο δομέστικος της Δύσης. Τα πρόσθετα στρατεύματα προέρχονταν από μισθοφόρους.

Στις αρχές του 11ου αιώνα ήταν κανόνας απαράβατος να μην δίνουν ποτέ ανώτερες θέσεις σε ξένους. Στον Πέτρο, «τον ανηψιό του βασιλέα της Γερμανίας», που υπηρέτησε επί Βασιλείου Β΄, ποτέ δεν έδωσαν παρ’ όλες τις ικανότητες του βαθμό μεγαλύτερο από δομέστικου επαρχίας.

Επί Κομνηνών χρησιμοποιούσαν ξένους ακόμα και στις πιο υπεύθυνες θέσεις. Ο μεγάλος εταιριάρχης του Αλεξίου ήταν Σκύθης, παρ’ όλο βέβαια που ο Βοημούνδος θεωρήθηκε απιθάνου αναιδείας, όταν ζήτησε να διοριστεί δομέστικος της Ανατολής. Ο Μανουήλ όμως και η Μαρία της Αντιοχείας έδωσαν πολλές απ’ τις σημαντικές θέσεις σε Λατίνους.

Το σύστημα των μισθοφόρων προϋπέθετε μεγάλη ποσότητα ρευστού χρήματος στο δημόσιο ταμείο. Επί Αγγέλων τα χρήματα άρχισαν να λείπουν. Τέλος στην κρίση του 1204, όταν οι ξένοι στρατιώτες ζήτησαν τους μισθούς τους δεν μπόρεσαν να τους δώσουν τίποτα. Και έτσι οι ξένοι που οι αφοσίωση τους ήταν θέμα συμφέροντος, αρνήθηκαν να πολεμήσουν και η Κωνσταντινούπολη έμεινε ανυπεράσπιστη.

Οι αυτοκράτορες της Νίκαιας, με τη αυστηρή τους οικονομία, κατόρθωσαν να σχηματίσουν ένα μικρό στρατό και να εγκαταστήσουν φρουρά στα σύνορα, που την πλήρωναν με το παλιό σύστημα, παραχωρώντας μικρές ιδιοκτησίες. Οι Παλαιολόγοι όμως δεν είχαν τα μέσα να διατηρούν στρατεύματα γηγενή. Η ιστορία της Καταλανικής Εταιρείας τους προειδοποίησε για τους κινδύνους που διατρέχανε χρησιμοποιώντας μισθοφόρους, δεν είχαν όμως δυνατότητα εκλογής. Πολύ συχνά η θέση του μεγάλου δομέστικου, του αρχιστράτηγου τους, ήταν σχεδόν αργομισθία.

Η δύναμη της Αυτοκρατορίας σε άντρες ελαττωνόταν συνεχώς με γρήγορα ρυθμό και η διατήρηση στρατού σε καιρό ειρήνης ήταν σπατάλη αδιανόητη. Πολύ πριν η Κωνσταντινούπολη πέσει στα χέρια των Τούρκων, ο βυζαντινός στρατός ήταν κάτι που άνηκε πια στο παρελθόν. Η μόνη κληρονομιά που είχαν αφήσει οι μεγάλοι στρατιώτες στους ξεπεσμένους απογόνους τους ήταν η μακριά γραμμή των τειχών, που τόσους πολλούς αιώνες υπήρξε το προπύργιο της χριστιανικής Ανατολής.

Η Οργάνωση του Βυζαντινού Στρατού

Ο Βυζαντινός Στρατός αρχίζει να υφίσταται, σαν οργανωμένο σύνολο, κυρίως από την εποχή τού Αναστασίου Α’ (491 518), όπως το Βυζαντινό Ναυτικό από την εποχή τού Λέοντος τού Θρακός (457 – 474). Βασικά αποτελείται:

1. Από εκείνον πού στρατολογείται άττ’ ευθείας από τον Βασιλέα, δηλ. από την Κυβέρνησι της Κωνσταντινουπόλεως, Συντίθεται από εθελοντάς, υπηκόους τού Βασιλέως και ξένους.

2. Από εκείνον, τον οποίον στρατολογούν και οργανώνουν οι στρατηγοί, διοικηταί των επαρχιών (Θεμάτων), αποτελούμενον από υπηκόους τού Βασιλέως.

Ο πρώτος αποτελεί τον κυρίως βασιλικό στρατό, τα τάγματα.
Ο δεύτερος, τον κυρίως εθνικό στρατό, τον στρατό των Θεμάτων.

Στις δύο αυτές κατηγορίες πρέπει να προσθέσωμε τούς συμμάχους, δηλ. τα ξένα, επικουρικά στρατεύματα, τα οποία καλούνται και άτακτα. Οι σύμμαχοι καλούνται κατά τις εκστρατείες τού Βυζαντίου, αλλά δεν ενσωματώνονται στις μονάδες τού Βυζαντινού Στρατού. Ήσαν στρατιωτικά τμήματα, από τα οποία άλλα μεν έστελναν υποτελείς ή και ανεξάρτητοι ηγεμόνες, είτε βάσει συνθήκης είτε ως δείγμα φιλίας, άλλοι δε εστρατολογούντο σε ανεξάρτητα έθνη με αδρή αμοιβή. Πάντως, όλοι οι σύμμαχοι ελάμβαναν μισθό και άλλα ανταλλάγματα, είχαν δε τούς ιδικούς των διοικητάς και διατηρούσαν τον οπλισμό και τα έθιμά τους.

Άλλοι ήσαν οι μισθοφόροι. Προσήρχοντο καθ’ ομάδες ή κατετάσσοντο ατομικώς στον Βυζαντινό Στρατό, πάντοτε με μισθό, και ή ετάσσοντο στις διάφορες μονάδες ή αποτελούσαν ιδιαίτερα τμήματα, με Βυζαντινούς όμως διοικητάς. Αυτοί ελέγοντο φοιδεράτοι.

Υπήρχαν ακόμη και οι αιχμάλωτοι ή αυτόμολοι, πού εδέχοντο να υπηρετήσουν στον Βυζαντινό Στρατό, είτε διότι επεδίωκαν ολικά οφέλη, είτε για ν’ αποφύγουν τα δεινά τής αιχμαλωσίας. Κατά τα άλλα, οι στρατιώται τού Βυζαντίου έπρεπε να είναι «Ρωμαίοι πολίτες», δηλ. υπήκοοι τού Βασιλέως και Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Οι αιρετικοί απεκλείοντο. Απεκλείοντο επίσης και οι τιμωρημένοι με βαρειές ποινές, καθώς και οι υπόδικοι τού είχαν διαπράξει σοβαρά παραπτώματα. Οι σκλάβοι, αλλά και οι ελεύθεροι, αλλά όχι Ρωμαίοι πολίτες, ημπορούσαν να υπηρετούν στον στρατό ως υπηρέτες.

Εθελοντική ήταν ή βάσις τής στρατολογίας. Όταν όμως το καλούσε ή ανάγκη, κατέφευγαν στην αναγκαστική στρατολογία. Πάντως ορισμένες κατηγορίες πολιτών δεν υπέκειντο μεν σε στράτευσι, είχαν όμως την υποχρέωσι να συντηρούν, δηλ. να προσφέρουν τα έξοδα ενός ή και περισσοτέρων στρατιωτών.

Στρατεύσιμη ηλικία ήτο από το 18ο μέχρι το 40ό έτος. Ο στρατολόγος, «Επιμελητής των Τηρώνων», εξέταζε τα προσόντα και την σωματική ικανότητα των κατατασσομένων και μετά τούς έστελνε στον αρμόδιο διοικητή, από τον οποίο εφοδιάζοντο με την προβατορία, δηλ. την έγκρισι, και ετοποθετούντο στα διάφορα τάγματα, όπου ενεγράφοντο στα μάτριγα (δηλ. τα μητρώα). Γινόταν διάκρισις ανάμεσα στους ευσθενείς (ευρώστους) και τούς αδυνάτους, το δε ανάστημα έπαιζε σημαίνοντα ρόλο. Οι εύρωστοι και υψηλοί τοποθετούνται στις πρώτες γραμμές, για να πτοήσουν τον εχθρό. Οι άλλοι χρησιμοποιούνται στοάς «άλλας στοιχίας» ή τούς άλλους ζυγούς.

Για να παραμείνουν στο στράτευμα έπρεπε να είναι καλοί στρατιώτες. Όσοι διαπράττουν κλοπές, τραυματίζουν συνάδελφό τους, απουσιάζουν παρανόμως ή φέρονται αντιπειθαρχικώς, απομακρύνονται συνήθως από το στράτευμα.

Παλαίμαχοι (έφεδροι) ήσαν εκείνοι πού απεστέλλοντο σε αόριστη άδεια, με την υποχρέωσι να παρουσιασθούν ευθύς ως θα τούς καλούσαν. Όσοι δεν έσπευδαν στην πρόσκλησι, τον καιρό τού πολέμου, ετιμωρούντο με αυστηρότητα. Απόμαχοι, εξ άλλου, ήσαν οι στρατιώτες πού απεμακρύνοντο μετά το όριο ηλικίας (των 40 ετών). Πρέπει δε να ήσαν και όσοι έγιναν ανίκανοι για τον στρατό, από προηγουμένη πολεμική υπηρεσία.

Τρεις ήσαν βασικώς οι κατηγορίες τού προσωπικού στον Βυζαντινό Στρατό: το μάχιμον (ή απειλητικόν), δηλ. οι πολεμισταί, το τεχνικόν, δηλ. οι τεχνίτες και εργάτες, και το χορηγόν των αναγκαίων, δηλ. οι υπηρέτες και γενικά όσοι προσέφεραν βοηθητικές υπηρεσίες.

1. Το μάχιμον. Είναι οι πολεμισταί. Διακρίνεται βασικά σε δυό κατηγορίες: το πεζικό και το ιππικό. Αντίθετα δε πρός τα συμβαίνοντα στους συγχρόνους στρατούς, δεν υπήρχαν ιδιαίτερα σώματα ανάλογα με το είδος τού οπλισμού, υπήρχαν όμως στο πεζικό και στο ιππικό άνδρες με διαφορετικό οπλισμό. Κάθε τάγμα, πεζικού ή ιππικού, περιελάμβανε ορισμένο αριθμό από βαρύτερα ή ελαφρότερα οπλισμένους στρατιώτες. Κατ’ εξαίρεσι μόνο, εσχημάτιζαν ειδικά τάγματα ψιλών (πεζών ή ιππέων), όταν το επέβαλλαν τακτικοί λόγοι.

Έτσι, σ’ ένα τάγμα πεζικού υπήρχαν οι οπλίτες, δηλαδή οι βαρέως οπλισμένοι με το δόρυ, σπάθη, τόξο κ.λπ, πού έφεραν και βαρειά πανοπλία. Οι πελτασταί, ελαφρότερα οπλισμένοι και με μικρότερη πανοπλία. Και οι ψιλοί (οι σαγιτάτορες ή αρκάτοι), δηλ. οι τοξόται.

Σ’ ένα τάγμα ιππικού ήσαν οι κατάφρακτοι, βαρέως οπλισμένοι και με ισχυρή πανοπλία, οι ψιλοί ακοντισταί, πού έφεραν δόρυ και 2 -3 ακόντια, και οι ψιλοί τοξότες, σχεδόν ακάλυπτοι και με όπλο το τόξο.

2. Το τεχνικόν. Υπάρχουν τμήματα «τεχνικού», πού οι άνδρες του αποκαλούνται εργάτες ή τεχνίτες και είναι εφοδιασμένοι με κλαδευτήρια ή πελέκια, για κάθε έργο. Είναι επίσης και οι επιτασσόμενοι εργάτες ή επίτακτοι για τις οχυρώσεις. Αυτοί είναι ξένοι πρός τον στρατό. Στο πεζικό οι τεχνίτες συγκροτούν ιδιαίτερο τμήμα, το οποίο διευθύνει ό αρχαιότερος στο επάγγελμά τους. Είναι σιδηρουργοί, καροποιοί, οπλοποιοί, ακονισταί, κατασκευασταί τοξαρίων, βελών και κονταρίων — και ό αριθμός τους ρυθμίζεται από τον Κανονισμό. Το ιππικό έχει μικρότερη ανάγκη τεχνιτών από το πεζικό, διότι είναι σε θέσι να φθάση γρήγορα σε κατοικημένους τόπους, όπου ημπορεί να κάμνη τις επείγουσες επισκευές. Προσπαθεί πάντοτε να διατηρή την ευελιξία και πρώτη του φροντίδα είναι ή ταχύτης.

3. Το χορηγόν των αναγκαίων περιελάμβανε τις διάφορες υπηρεσίες τής επιμελητείας, τούς υπηρέτες των πεζών και των ιππέων, τούς οδηγούς στα μεταγωγικά (δηλ. την εφοδιοπομπή ή Τούλδον), καθώς επίσης τούς χορηγητάς και μεταπράτας, πού συνόδευαν τον στρατό στην εκστρατεία.

Πρώτοι φυσικά στην σειρά ήσαν οι αξιωματικοί, πού εκαλούντο άρχοντες, κοινώς κεφαλάδες και μάλιστα «άρχοντες από σπαθίου», για να διακρίνωνται από τούς πολιτικούς υπαλλήλους, πού και αυτοί ονομάζονταν άρχοντες. Τρεις είναι οι κατηγορίες των βαθμοφόρων:

1. Οι ανώτεροι αξιωματικοί, οι «εμφανείς» (στρατηγός, υποστράτηγος, μεράρχης).

2. Οι κατώτεροι αξιωματικοί, οι «μικρότεροι» (μοιράρχης, ταγματάρχης). Σ’ αυτούς πρέπει να προσθέσωμε τούς ιλάρχους και τούς εκατοντάρχους, οι οποίοι έχουν πειθαρχική δικαιοδοσία υπαξιωματικών, λογίζονται όμως ως αξιωματικοί, δηλ. «άρχοντες».

3. Οι υπαξιωματικοί ή «επίλεκτοι», ήτοι ό πεντηκόνταρχος, ό δέκαρχος και ό τετράρχης.

Στο «Στρατηγικόν» τού Μαυρικίου διαγράφονται τα προσόντα πού πρέπει να έχουν οι άρχοντες των διαφόρων βαθμών, ειδικώτερα δε το αναφερόμενο στις απαιτούμενες για τον στρατηγό ιδιότητες αποτελεί ένα θαυμάσιο κείμενο διοικητικής φιλολογίας, πού θα απεδέχοντο στους θεσμούς των και οι σημερινοί στρατοί.

Ο Αυτοκράτωρ διόριζε τούς στρατηγούς κατά τις εκστρατείες και τούς διοικητάς των Θεμάτων. Εκείνοι δε διόριζαν τούς αξιωματικούς στα υπό τις διαταγές των στρατεύματα και μόνον για τούς υποστρατήγους έπρεπε να ζητήσουν την έγκρισι τού Αυτοκράτορος. Και τούτο, γιατί ό υποστράτηγος ανελάμβανε την διοίκησι τού στρατεύματος όταν ό στρατηγός αδυνατούσε να την ασκήση. Τούς υπαξιωματικούς διόριζε ό ταγματάρχης.

Ή προαγωγή στον ανώτερο βαθμό γίνεται κατ’ απόλυτη εκλογή, με κριτήρια την εμπειρία και την γενναιότητα, αλλά και την εύνοια. Η μπορούσαν οι υπαξιωματικοί να γίνουν αξιωματικοί; Δεν μάς είναι γνωστό. Το πιθανώτερο είναι ότι έφθαναν ως τον βαθμό τού ιλάρχου (πού ήταν ό πρώτος εκατόνταρχος τού τάγματος), το πολύ δε ως τον βαθμό τού ταγματάρχη.

«Η πειθαρχία κατ’ αρχήν, ή οργάνωσις και ή τακτική ακολουθούν». Αυτό είναι το βασικό δόγμα τού Στρατιωτικού Κώδικος. Δεν επιτρέπεται άγνοια και γι’ αυτό είναι επιφορτισμένοι οι βαθμοφόροι να τον γνωστοποιούν στους στρατιώτες με τις «θεωρίες» (δηλ. ειδικές ομιλίες). Τέσσερα είναι τα βασικά μέρη τού πειθαρχικού Κώδικος: ή υπακοή στους ανωτέρους, ή στρατιωτική τιμή, ή εσωτερική υπηρεσία και οι σχέσεις με τούς πολίτες!

1. Η υπακοή είναι απόλυτη και παθητική. Σύμβολο είναι ή σιωπή. Δεν πρέπει συνεπώς να δίνουν στις μονάδες υπερβολικό προσωπικό, γεγονός πού δημιουργεί αναπόφευκτη την αταξία. Η αδράνεια προκαλεί χαλάρωσι τής πειθαρχίας. Η απείθεια και ή βιαιοπραγία κατά τού ανωτέρου τιμωρούνται ανάλογα με τον βαθμό πού φέρει ό ανώτερος. Εφ’ όσον υπάρχουν αιτήματα και παράπονα, φθάνουν στην «κεφαλή», διά τής Ιεραρχικής οδού. «Εάν τις στρατιώτης αδικηθή υπό τινος, τώ άρχοντι εγκαλείτω. Εί δέ παρά τού άρχοντος αδικηθή τω μείζονι άρχοντι τού τάγματος εγκαλείτω» (μείζων άρχων ήτο ό ταγματάρχης).

2, Η στρατιωτική τιμή. Από την παράβασί της προέρχονται τα εγκλήματα τής προδοσίας, τής εγκαταλείψεως θέσεως, τής φυγής εμπρός εις τον εχθρό και τής απωλείας τής σημαίας. Η δειλία.

3. Εσωτερική υπηρεσία. Η κακή συντήρησις των όπλων, ή απώλειά τους, ή οκνηρία, ή μη συμμόρφωσις στις διατασσόμενες κινήσεις, έν πορεία ή στο στρατόπεδο, αποτελούν αδικήματα πειθαρχικά.

4. Οι σχέσεις με τούς πολίτες. Όποιος δεν αποδίδει το ζώον ή το αντικείμενο, το οποίον έκλεψε, ή προκαλεί ζημία σε ένα πολίτη, τιμωρείται δίνοντας αποζημίωσι διπλασία τής αξίας τού αντικειμένου ή τού ζώου. Ιδιαίτερη ευθύνη έχει ό στρατηγός, πού οφείλει να σέβεται τις καλλιέργειες και, όταν χρειασθή να τις διασχίση, να επανορθώση τις ζημίες. Για τούς παραβάτες προβλέπονται ποινές. Εν καιρώ ειρήνης ό φόβος τής τιμωρίας συγκρατεί τον στρατιώτη στο καθήκον. Την πειθαρχική δικαιοδοσία ασκούν ό στρατηγός και οι αξιωματικοί, σε πολλές δέ περιπτώσεις διαπιστώνομε την θέσι και την σημασία ενός βαθμού στην ιεραρχική κλίμακα, από την πειθαρχική δικαιοδοσία πού ασκεί ό κατέχων τον βαθμό.

Ποινές είναι: τα πρόστιμα (σε νομίσματα), οι σωματικές τιμωρίες («πύπτονται διά τής ράβδου») μετάθεσις σε άλλη μονάδα, έκπτωσις από τον βαθμό, απομάκρυνσις από το στράτευμα, ακρωτηριασμοί και θάνατος. Παραδείγματα: «Εσχάτως τιμωρείται» (δηλ. με θάνατον) όποιος σηκώση ράβδον και κτυπήση τον προϊστάμενό του αξιωματικό, «εναντιωθή τω μείζονι άρχοντι» (δηλ. στον ταγματάρχη), πωλήση ή χάση τα όπλα του κ.λπ.

«Τύπτεται ήγουν ισχυρώς και κραταιώς δέρεται» όποιος κλέψη όπλα από συστρατιώτη του. Τού κόβουν δέ τα χέρια, αν κλέψη υποζύγια, «διότι τα υποζύγια αναγκαιότερα των όπλων εισίν». Η υπέρβασις αδείας απουσίας ετιμωρείτο κατά τις περιστάσεις με μετάθεσι σε άλλο τάγμα, αυστηρότερα δε ή απουσία χωρίς άδεια. Η λιποταξία ετιμωρείτο πολύ αυστηρά, όταν ήταν ομαδική. Η υποτροπή σε κάθε περίπτωσι είναι επιβαρυντικό στοιχείο.

Ελαφρυντικά ελαμβάνοντο ύπ’ όψιν. Τέτοια ήσαν ή μέθη, ή ασθένεια, ή στοργή πρός τούς οικείους, ή καταδίωξις δούλου. Ο στρατηγός πρέπει να εξηγή την αιτία πριν επιβάλη την τιμωρία. Όποιος ασκεί την πειθαρχική δικαιοδοσία οφείλει να παραβλέπη ορισμένα παραπτώματα και να μεταχειρίζεται την επιείκεια, ακόμη δέ την καλωσύνη και την φιλανθρωπία.

Και οι παραβάσεις όμως των ανωτέρων ετιμωρούντο αυστηρά. «Πας βουλόμενος» ημπορούσε να κατηγορήση τούς «άρχοντας», αν διέπρατταν κλοπή ή άλλη παρανομία. Από τον κανόνα αυτόν δεν εξηρούντο οι στρατηγοί, τούς οποίους ημπορούσαν να καταγγείλουν στον Αυτοκράτορα ή τον «επίσκοπόν» του (αντιπρόσωπό του).

Για τον οπλισμό οι Βυζαντινοί είχαν υιοθετήσει ό,τι καλύτερο είχε ή εποχή τους, ακολουθώντας την αρχή «φρόντιζε να αποσπάσης από τον αντίπαλο το μυστικό τής επιτυχίας του». Μολονότι δέ αντιμάχονταν την σχετική συνήθεια των Ευγενών της Περσίας, πού καταστόλιζαν τα όπλα τους με κοσμήματα και πολύτιμα πετράδια, έν τούτοις απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην επιβλητική εμφάνισί τους. «Όσον ευσχήμων έν τή οπλίσει ό στρατιώτης είναι, τοσούτον και αυτού προθυμία προσγίνεται και τοις εχθροίς δειλία». Αυτό γράφει ό Μαυρίκιος στο Στρατηγικό» του.

Τα όπλα τους διακρίνονται στα φορητά και βαρέα, πού ελέγοντο και «μάγγανα». Τα φορητά υποδιαιρούνται σε αμυντικά και επιθετικά. Πέραν άπ’ αυτά υπήρχε ή πανοπλία.

Την ενδυμασία χορηγούσε το κράτος, τα εσώρουχα όμως ήσαν εις βάρος τού στρατιώτη. Τα ενδύματα είναι ευρύχωρα και‚ πρακτικά: ό χιτώνας, ό μανδύας, τα υποδήματα και ή καλύπτρα ή σκιάδιο. Ο χιτώνας (ή ζωστάριον) κατεσκευάζετο από λινό ή μάλλινο ύφασμα (για το θέρος ή τον χειμώνα), εστερεώνετο στους ώμους με ιμάντες ή δακτυλίους και είχε ζώνη στην μέση. Ήταν μακρύτερος στους ιππείς και κοντύτερος στους πεζούς.

Ο μανδύας (ή γουνίον) ήταν από κένδουκλο (τρίχινο ύφασμα), σαν την κάππα των ορεινών χωρικών μας. Κι ό μανδύας στους πεζούς ήταν βραχύτερος από τον μανδύα των ιππέων. Τα υποδήματα, ελαφρά και στερεά, καρφωτά, με πλατυκέφαλα καρφιά από κάτω. Η καλύπτρα (ή σκιάδιο) από ύφασμα, στενώτερο πρός τα επάνω, εκάλυπτε το κεφάλι τού στρατιώτη, πού ήταν «κεκαρμένον έν χρω».

Ο στρατιώτης όμως είχε και άλλα είδη εξαρτύσεως: το φλασκίν, δηλ. υδροδοχείο ή παγούρι, τα πουγγία ή θηκάρια για τα τρόφιμα, τα θηκάρια για τα «τζικούρια» κ.λπ., το δερμάτινο σακκίδιο όπου έβαζαν τα βέλη, τις αμοιβές χορδές, τα λωρία ή ιμάντες για το κρέμασμα τής σπάθης κ.λπ. Στους ιππείς προστίθενται και τα είδη ιπποσκευής, με βασικό, φυσικά, την σέλλα. Άλλα είδη είναι: ό χαλινός, το σακκίδιο για την βρώμη τού ζώου, το τριχωτό κάλυμμα για τα πλευρά του και στολίσματα διάφορα (θύσανοι, λοφία, υποσιαγόνιο κ.λπ.).

Πολυτελείς ήσαν οι στολές των ανωτέρων αξιωματικών, πολυτελέστατη δέ των στρατηγών. Αυτοί έφεραν «σκιάδιον χρυσοκόκκινον κλαπωτόν», χλαμύδα (δηλ. μανδύα) από πολύτιμο μεταξωτό ύφασμα και χιτώνες μεταξωτούς χρυσοκέντητους. Τα υποδήματά τους, ανάλογα με το σχήμα, ελέγοντο σάνδαλα ή παραπόδια, κοινώς «παπούτζαι».

Τι έτρωγε ό Βυζαντινός στρατιώτης; «Όποιος δεν φροντίζει διά τας ανάγκας των στρατευμάτων του θα νικηθή χωρίς μάχην». «Η οικονομία πρέπει να επικρατή στην υπηρεσία τού εφοδιασμού». Με βάσι αυτές τις αρχές, ή τροφοδοσία πρέπει να απασχολή τον στρατηγό περισσότερο από την εκπαίδευσι και τις «Θεωρίες». Στην εκστρατεία είναι το πρώτο μέλημα, πριν από την εκλογή και την εγκατάστασι τού «απλήκτου»,δηλ. τού στρατοπέδου. Το να ζή ό στρατός από τούς πόρους τής χώρας απετέλεσε ανέκαθεν το ιδανικό των εμπολέμων. Γι’ αυτό επιλέγουν τις κατάλληλες περιοχές, όπου υπάρχουν τροφές για τούς άνδρες και τα ζώα, όπου υπάρχει νερό. Όπου δεν υπάρχουν φυσικές πηγές, ανοίγουν πηγάδια και κατασκευάζουν δεξαμενές ή μεταφέρουν το νερό με μεταγωγικά, μέσα σε ασκούς και βυτία.

Αν ή χώρα είναι πτωχή, ό στρατός πρέπει να φέρνη μαζί του τρόφιμα και τούτο γίνεται με την εφοδιοπομπή (το «τούλδον»), την οποία συνοδεύουν κοπάδια ζώων, για να έχουν νωπό κρέας. Μεταφέρουν επίσης σίτον και κριθή, πού αλέθουν με χειρομύλους και αρτοποιούν στα διάφορα σημεία τής πορείας τους.

Αν ήταν δυνατό να ανοίξωμε το σακκίδιο ενός στρατιώτη τού Βυζαντίου, θα εβρίσκαμε μέσα σ’ αυτό κρέας παστωμένο, ψωμί, γαλέττα, αλεύρι, κεχρί, κριθή ή βρώμη και, στο «φλασκίν», νερό. Το κρασί απαγορεύεται ως επικίνδυνο. Ή μερίδα τού ψωμιού κατά στρατιώτη είναι 1 – 2 λίβρες.

Εκτός από τις άλλες παροχές σε είδος (ιματισμό, τροφή, οπλισμό κ.λπ.) ό στρατιώτης έπαιρνε και μισθό, πού ελέγετο «χρυσική ρόγα» και εποίκιλλε ανάλογα με τον βαθμό, την ειδικότητα και εργασία (ιππέας ή πεζός, στρατιώτης ή υπηρέτης) και τον χρόνο υπηρεσίας.

Δεν γνωρίζομε ποιο ήταν το ύψος των μισθών. Στην «Βασίλειον Τάξιν» τού Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου ευρίσκομε ορισμένες ενδείξεις, όπως ποιό μισθό ελάμβαναν οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί κατά την εκστρατεία τού Ιμερίου στην Κρήτη (έτος 902), ποίοι ήσαν οι μισθοί των στρατηγών, των διοικητών των Θεμάτων, καθώς και των διαφόρων επιτελών και υπαλλήλων των. Ο Γερμανός καθηγητής Γκέλτσερ, στο βιβλίο του «Η Γένεσις των Βυζαντινών Θεμάτων» (Λειψία 1889) μάς δίνει μία εκτίμησι για τον μηνιαίο μισθό των αξιωματικών και υπαξιωματικών τού Βυζαντίου. Στρατηγός 36 λίτρες χρυσού (1 λίτρα= 1000 χρυσά φράγκα), υποστράτηγος 24 λίτρες, μεράρχης 12, μοιράρχης 6, ταγματάρχης 3, εκατόνταρχος 2, δέκαρχος 1.

Εκτός όμως από τον κανονικό μισθό, οι στρατιώτες ελάμβαναν και επιδόματα: πριν από κάθε εκστρατεία το «πρόχειρον», πού ήταν έκτακτη χορηγία, κατά δέ την εκστρατεία και στο τέλος αυτής διάφορα δώρα, «τας φιλοτιμίας», καθώς και μερίδιο από τα λάφυρα και τούς αιχμαλώτους (πού τούς πουλούσαν σαν δούλους ή τούς ελευθέρωναν, έναντι γενναίων λύτρων). Ένα από τα χαρακτηριστικά και μυστικά ίσως τής επιτυχίας των μεγάλων στρατηγών και βασιλέων ήταν ή σ’ αυτές τις περιπτώσεις γενναιοδωρία.

Εκτός άπ’ αυτό, ορισμένη κατηγορία στρατιωτών ελάμβανε επιμίσθιο, το λεγόμενο «φαμιλιάρικο», πού ακάλυπτε την συντήρησι τού υπηρέτη ή τής ακολουθίας του γενικά. «Φαμηλιάρικα» ελάμβαναν οι ανώτεροι διοικηταί, αλλά και οι ιππείς, για να συντηρούν τούς «πάλλικας» (δούλοι ή ελεύθεροι νέοι πού επεριποιούντο τον ίππο, εκτελούσαν διάφορες αγγαρείες, επορεύοντο με τα μεταγωγικά και κατά την μάχη παρέμεναν στο στρατόπεδο).

Φαμηλιάρικο δεν κατεβάλλοντο στους ευπόρους, πού αντιμετώπιζαν τα σχετικά έξοδα έξ ιδίων, Όχι δέ ολίγοι από τούτους συντηρούσαν μεγάλη ακολουθία ανδρών, πού ελέγοντο βουκελλάριοι ή «ειδικοί» και υπήκουαν μόνο στον άρχοντά τους, τον οποίο συχνά υποστήριζαν στις προσωπικές του φιλοδοξίες. Εξ άλλου οι νοσοκόμοι ελάμβαναν από ένα νόμισμα για κάθε τραυματία στρατιώτη, πού διέσωζαν.

Γενικά, οι όροι στρατεύσεως δεν ήσαν επαχθείς στο Βυζάντιο. Οι πτωχοί πληθυσμοί των διαφόρων περιοχών προθύμως έσπευσαν στις τάξεις τού στρατού. Χάρις στους συχνούς πολέμους, το έσοδο τού στρατιώτη υπερέβαινε τα έξοδα. Αν ή ειρήνη διαρκούσε πολύ, ό στρατός διελύετο. Αν, πάλι, ή εκστρατεία δεν ήταν καρποφόρα, ό στρατός εστασίαζε!

Στην κίνησι των στρατευμάτων ξεχωριστή θέσι έχουν τα είδη στρατοπεδείας, πού είναι οι σκηνές και τα απαραίτητα για την εγκατάστασί τους εργαλεία. Μέρος άπ’ αυτά είναι εμπιστευμένο στους άνδρες, τα άλλα μεταφέρονται με τα μεταγωγικά. Υπήρχαν τέσσαρα είδη σκηνών:

* Η μεγάλη σκηνή, το «κοντουβέρνιον», δανεισμένη από τούς Άβάρους, πού είναι ωραία και βολική. Στεγάζει ομάδα δέκα ανδρών, πού αποτελεί και την μονάδα στρατοπεδείας. Είναι βαρειά και μεταφέρεται με το μεταγωγικό.

* Η μικρή σκηνή, πού μεταφέρεται από το άλογο τής υπηρεσίας. Εφ’ όσον διετίθετο ίνα άλογο για κάθε τρεις ή τέσσερις άνδρες, φαίνεται ότι τόσοι θα ήσαν οι άνδρες πού εξυπηρετούσε.

* Ή σκηνή καταφύγιο, «καμάρδα», πού και αυτή μετεφέρετο από το άλογο τής υπηρεσίας. Ήταν ένα είδος διπλού μανδύα.

* Ο σάκκος με λεπτό δέρμα, πού είχε κάθε ιππεύς μαζί του και χρησίμευε για το λωρίκιο και για σκέπασμα την νύκτα.

Χάρις στην ποικιλία των φορητών αυτών καταφυγίων ό στρατιώτης ήταν προστατευμένος, ακόμη και σε μιά έρημη και αφιλόξενη χώρα. Ως προς τα εργαλεία στρατοπεδείας αυτά ήσαν αξίνες, φτυάρια, πριόνια, ψαλίδια, κλαδευτήρια και τα βοηθητικά τούτων: ακόνι, μαχαίρια, κάνιστρα, σάκκοι κ.λπ.

Στην διάρθρωσι τού Στρατού τού Βυζαντίου την βάσι αποτελεί το τάγμα, πού έχει τις υποδιαιρέσεις του, την εκατονταρχία, πεντηκονταρχία, πενταρχία και τετραρχία. Υπέρ το τάγμα καλύτερα σύνθεσις από περισσότερα τάγματα είναι ή μ ο ί ρ α, το μ έ ρ ο ς και ό στρατός.

Το τάγμα λέγεται και βάνδον στο ιππικό και τάγμα ή αριθμός στο πεζικό. Έχει στην διαχείρισί του, το συσσίτιο, τα υλικά και την πειθαρχία του. Οι προμήθειές του ρυθμίζονται από τον διοικητή τού τάγματος. Οι στρατιωτικές «θεωρίες» αναπτύσσονται και ό Κώδιξ διαβάζεται στους συγκεντρωμένους στρατιώτες κατά τάγμα. Ως προς την ενδυμασία και τον οπλισμό, φαίνεται ότι αυτά αποτελούν ευθύνη τού στρατηγού. Υπάρχει μιά οργανική αυτοτέλεια, την οποία προσέχουν να μη διαταράξουν. Ο διοικητής του λέγεται άρχων, τριβούνος, κόμης, ταγματάρχης ή ταξίαρχος. Τα καθήκοντά του είναι πολλά, τόσο στον διοικητικό όσο και στον τακτικό τομέα.

Περισσότερα τάγματα αποτελούν μία μοίρα, πού λέγεται και δρούγγον ή χιλιαρχία. Είναι το άθροισμα μάλλον ορισμένων ταγμάτων παρά μία οργανική μονάς. Ο διοικητής της πού είναι συνήθως ό πρώτος ταγματάρχης λέγεται μοιράρχης ή δούξ ή χιλίαρχος και ρουγγάριος. Κάθε μοίρα έχει το ιδικόν της βάνδον (το λάβαρον).

Το Μέρος είναι μιά ομάς από μοίρες και τάγματα, λέγεται δέ και σύνταγμα ή τούρμα. Ο διοικητής της, μεράρχης ή στρατηλάτης και τουρμάρχης είναι από το πρώτα στελέχη τού στρατεύματος. Αποτελεί τον σύμβουλο τού στρατηγού.

Ο στρατός ή στράτευμα ή σύνολον αποτελείται από τρία ή περισσότερα Μέρη, δυνάμεως 15.000 μέχρι 20.000 άνδρες, Αρχηγός του ό στρατηγός έχει μία σημαία και κοινές υπηρεσίες. Οι αρμοδιότητές του πολλές και το απαιτούμενα προσόντα περιγράφονται στον Κανονισμό με ρεαλισμό και πληρότητα.

Υπάρχουν ορισμένοι άνδρες σε κάθε τάγμα, πού εκτελούν συγκεκριμένα έργα, τα οποία είναι μάλλον λειτουργήματα παρά ειδικότητες. Τον καιρό τού Μαυρικίου, κατά τον 6ο αιώνα, ήσαν σε κάθε τάγμα οι μαντάτορες, ό βανδοφόρος, ό βουκινάτωρ, ό την κάππαν βαστάζων και ό κήρυξ. Με την εξέλιξι δέ — και μάλιστα κατά τον 10ο αιώνα ευρίσκομε σε κάθε τάγμα 2 μαντάτορες, 2 βουκινάτορες ή τουβάτορες, ένα καμπιδούκτορα, ένα καντάτορα, δύο αντικένσορες, δύο μίνσορες, ένα οπτίωνα, τον ιερέα, τον ιατρό και 6 – 10 δηποτάτους. Μαντάτορες ήσαν οι αγγελιαφόροι ή το πολύ οι υπασπισταί. Βουκινάτωρ ή τουβάτωρ, ό σαλπιγκτής καμπιδούκτωρ, ό οδηγός «ό κατά τόπους ερευνών και οδηγών». Καντάτωρ (ή παρακλήτωρ) ήταν ό ρήτορας τού τάγματος, με έργον να διεγείρη με λόγους τον στρατό προς τούς αγώνες.

Αντικένσορες ήσαν εκείνοι, πού εξήταζαν τούς δρόμους και ελάμβαναν τα κατάλληλα μέτρα για την ασφαλή διέλευσι των στρατευμάτων, εδιάλεγαν την θέσι για την εγκατάστασι τού στρατοπέδου και εξήταζαν την χώρα, αν διαθέτη τροφές, νερό, ξυλεία. Οι μίνσορες ή μινσουράτορες (γεωμέτραι) εχάραζαν το στρατόπεδο και όριζαν την θέσι για κάθε στρατιωτικό τμήμα. Οπτίων ήταν ό οικονομικός βαθμοφόρος, πού επλήρωνε τούς μισθούς, δηποτάτους δε έλεγαν τούς νοσοκόμους και τραυματιοφορείς. Όλοι αυτοί έπρεπε να είναι, αν όχι αξιωματικοί, τουλάχιστον υπαξιωματικοί.

Μαζί με το τάγμα επορεύετο και το «τούλδον», δηλ. τα ανθοφόρα ή υπουργικά ή μεταγωγικά. Τουτέστι βοϊδάμαξες, άμαξες συρόμενες από άλογα ή μουλάρια, πού μετέφεραν τρόφιμα, όπλα, υλικά κ.λπ. Με το Τούλδο όμως επορεύοντο οι τεχνίτες τού τάγματος, οι υπηρέτες και οι παίδες ή πάλλικες, κοπάδια ζώων, οι μεταπράττες και προμηθευταί. Τέλος δέ οι οικογένειες των στρατιωτών, πού ακολουθούσαν το τάγμα, όταν τούτο επετρέπετο.

Πρέπει να σημειώσωμε ότι οι όροι «επιτελής» και «επιτελείον» ήσαν άγνωστοι στο Βυζάντιο. Τούς άνδρες, πού εκτελούν επιτελικά, όπως θα ελέγαμε σήμερα, καθήκοντα ό μέν Μαυρίκιος τούς ονομάζει «ανθρώπους τού στρατηγού», ό δέ Λέων ό Σοφός «την τού στρατηγού προέλευσιν». Πάντως υπήρχαν πραγματικά και μάλιστα πολυσύνθετα επιτελεία, με οργάνωσι και αποστολή τού Βασιλέως, πού ήταν ονόματι και ουσία Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, περιελάμβανε τούς εξής αξιωματούχους:

– τον Μέγαν Δομέστιχον, «κεφαλήν άπαντος τού φοσσάτου», δηλ. τον Αρχηγό Στρατού•
– τον Μέγαν Δρουγγάριον τής Βίγλης. Έρρύθμιζε τις προφυλακές και την ασφάλεια των κινουμένων στρατευμάτων
– τον Δομέστιχον των Τεχνών, αρμόδιο για την επιθεώρησι και συντήρησι των κάστρων
– τον Στρατοπεδάρχη των Τζακώνων, υπεύθυνο για τις φρουρές των κάστρων
– τον Μέγαν Άδνουμιαστή. Συνόδευε στις επιθεωρήσεις τον Μέγαν Δομέστιχον, κατέγραφε τις ελλείψεις και φρόντιζε για την θεραπεία τους τον Μέγαν Στρατοπεδάρχη. Ήτο αρχηγός τής επιμελητείας, «έπαρχος και χορηγός τού στρατοπέδου»
– τον Μέγαν Έταιριάρχη, πού συγκέντρωνε τούς φυγάδες, αυτομόλους ξένους κ.λπ.
– τον Πρωτομάστορα ή Δομέστιχο των Στρατόρων, δηλ. σταυλάρχη και διοικητή των Ιπποκόμων
– τον Μέγαν Πριμμικύρην, υπεύθυνο για την τάξι στην «βασιλική αυλή», τόσον στα Παλάτια, όσον και τις εκστρατείες. Βοηθούς είχε τον Άρχοντα τού Άλλαγίου (φρούραρχο τής Αυλής) και Πρωταλλαγάτορα
– τον επί των Όπλων ή τού αρμαμέντου αρμόδιο για την προμήθεια και διανομή των όπλων
– τον Λογοθέτη των Άγελών, αρμόδιο για την επίταξι και διανομή των κτηνών
– τον Κριτή τού φοσσάτου, δηλ. τον δικαστή των στρατιωτών
– τον Σακελλάριον, ήτοι τον Γενικό Ταμία τού φοσσάτου
– τον Πρωτοασηκρήτην, δηλ. τον έξ απορρήτων αρχιγραμματέα
– τον επί των «δεήσεων» πού παρελάμβανε και ενεργούσε τις απευθυνόμενες προς τον Βασιλέα αιτήσεις.

Οι στρατηγοί πού διοικούσαν σύνολο Επαρχιών ελέγοντο Δομέστιχοι των Σχολών (τής Ανατολής λ.χ., τής Δύσεως κ.λπ.), οι δέ διοικούντες μιά Επαρχία ή Θέμα ελέγοντο στρατηγοί του Θέματος, λ.χ. τής Ιταλίας, τής Δαλματίας κ.λπ. Τα επιτελεία τούτων, δηλ. των Δομεστίχων των Σχολών ή των Στρατηγών διοικητών ενός θέματος, είχαν σύνθεσι ανάλογο προς το Επιτελείο τού Βασιλέως.

Ειδικώτερα το Επιτελείο ενός στρατηγού, διοικητού τού θέματος, αποτελούσαν οι εξής:

– ό Δομέστιχος τού θέματος, δηλ. υποδιοικητής
– ό κόμης τής Κόρτης, επιτελάρχης
– ό Δρουγγάριος τής Βίγλης, υπεύθυνος για την υπηρεσία ασφαλείας
– οι Άντικένσορες, για την αναγνώρισι των δρόμων και την θέσι των στρατοπέδων
– οι μίνσορες ή μινσουράτορες, για την χάραξι των απλήκτων. δηλ. των στρατοπέδων
– ό Δομέστιχος των τειχών (επιθεώρησις, επισκευή κάστρων)
– ό επί τού αρμαμέντου
– ό Πρωτονοτάριος, αξιωματούχος τής πολιτικής διοικήσεως
– ό Σακελλάριος, επιμελητής τού Θέματος
– ό Όπτίων των Καταλόγων, δηλ. ό Ταμίας πού επλήρωνε τούς μισθούς
– ό Χαρτουλάριος (γραμματεύς)
– ό Πραίτωρ (δικαστής)
– οι Ιατροί, Ιερείς, Δουκάτορες (οδηγοί), διερμηνείς κ.λπ.

Τούς επιτελείς και την ανατιθέμενη στον καθένα υπηρεσία καθόριζε ό στρατηγός κατά την απόλυτη κρίσι του. Επιτυχημένη ήταν συνήθως ή εκλογή, αλλά οι εύνοιες και αυθαιρεσίες δεν έλειπαν.

Ας ιδούμε, τελευταία αυτή, την κινητοποίησι: Οσάκις ανηγγέλλετο σοβαρή εχθρική επιδρομή και απεφάσιζε ό Βασιλεύς να εκστρατεύση, εκρεμούσαν έξω από την Χαλκήν Πύλην (δηλ. την κυρία είσοδο τού περιβόλου των ανακτόρων) ένα θώρακα, μιά σπάθη και μιά ασπίδα. Τούτο είχε την έννοια διαταγής επιστρατεύσεως τής Πρωτευούσης. Διαταγή κινητοποιήσεως των επαρχιακών στρατευμάτων εστέλλετο στους αρμοδίους στρατηγούς διοικητάς με το «τηλεγραφικό» σύστημα των φρυκτωριών, πού λειτουργούσε τότε, δηλ. με πυρσούς, μέσα σε ελάχιστο χρόνο.

Μόλις έπαιρναν την διαταγή, οι Διοικηταί έπρεπε να συμπληρώσουν τις από τον καιρό τής ειρήνης υφιστάμενες αποθήκες επιστρατεύσεως, να επιτάξουν και συγκεντρώσουν τα κτήνη, να επιστρατεύσουν τούς άνδρες τής περιφερείας των και να οδηγήσουν ή αποστείλουν στο απειλούμενο μέτωπο στρατιώτες, ζώα και υλικά. Παραλλήλως ελάμβαναν ορισμένα μέτρα: ενίσχυαν τα φρούρια τής περιοχής, συνέλεγαν πληροφορίες, εξουδετέρωναν τούς κατασκόπους, συγκέντρωναν τροφές κ.λπ.

Και τότε, στρατιώτες και άρχοντες, υπακούοντες στην φιλοδοξία τού αρχηγού των, οδηγημένοι από την Ύπέρμαχο Στρατηγό και πειθαρχούντες στην επιταγή μίας ιστορικής αποστολής, εβάδιζαν κατά τού εχθρού και επιδρομέως, για να κρατήσουν αιώνες πολλούς και μακρούς την Ελληνική Αυτοκρατορία ζωντανή και ακατάβλητη.

Η Ακμή του Βυζαντινού Στρατού

Πρωτοβυζαντινή Περίοδος (324-565 μ.Χ.)

Οργάνωση και Στρατολογία

Βασική μονάδα του στρατού ήταν η λεγεών. Όχι όμως η παλαιά, πολυπληθής και γι’ αυτόν το λόγο δυσκίνητη ρωμαϊκή λεγεώνα με τους έξι χιλιάδες στρατιώτες της, αλλά μια ολιγάριθμη κι ευκίνητη λεγεώνα από χίλιους άνδρες. Τη νέα λεγεώνα πλαισίωναν μονάδες ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών, τα auxilia. Το ιππικό αποτελείτο από vexilationes που κάθε μια τους είχε πεντακόσιους ιππείς.

Η λεγεώνα όμως των λιμιτανέων (=συνοριακοί στρατιώτες) που ήταν εγκατεστημένος στρατός δεν χρειαζόταν να είναι ευκίνητη, διατηρούσε την παλαιά της δύναμη από έξι χιλιάδες άνδρες, η δύναμή της όμως αυτή ήταν κατανεμημένη σε τμήματα από χίλιους άνδρες περίπου το καθένα. Οι λιμιτανέοι, στην αρχή τουλάχιστον, διέθεταν και ιππικούς σχηματισμούς, τις alae, με δύναμη εξακοσίων ανδρών και τις cunei με μικρότερη δύναμη.

Μεγάλες διαφορές παρουσιάζονται στη συγκρότηση του στρατού μετά τον 5ο αιώνα. Βασική μονάδα του στρατού του Ιουστινιανού δεν είναι πια η λεγεώνα των 1.000 ανδρών που εισήχθη από τον Μ. Κωνσταντίνο, αλλά νέα μικρότερη μονάδα, ο αριθμός (=τάγματα, κατάλογος), με δύναμη 300-400 άνδρες. Έξι ως οκτώ αριθμοί συνιστούν μία μοίρα και δύο τρείς μοίρες ένα μέρος. Η μεγάλη μονάδα δηλαδή του βυζαντινού στρατού περιλαμβάνει 6.000-9.000 άνδρες, πράγμα που την κάνει πιο αυτόνομη στις ενέργειές της.

Εκτός, όμως, από τους αριθμούς ο στρατός του 6ου αι. περιλαμβάνει και σώματα φοιδεράτων (foederati), συμμάχων και βουκελλαρίων (από το bucellum=γαλέτα). Οι φοιδεράτοι ήταν ιππικά σώματα από βαρβάρους και ντόπιους, όχι μόνο από βαρβάρους όπως γινόταν παλαιότερα. Αντίθετα, οι σύμμαχοι ήταν συγκροτημένα βαρβαρικά σώματα στην υπηρεσία του βυζαντινού κράτους. Οι βουκελλάριοι τέλος, ήταν σώματα ενόπλων μισθοφόρων, που στρατηγοί κυρίως, αλλά και άλλοι ανώτατοι αξιωματούχοι και απλοί μεγαλογαιοκτήμονες ακόμη, διατηρούσαν για την προσωπική τους φρουρά και ασφάλεια.

Οι βουκελλάριοι διακρίνονταν σε υπασπιστές και δορυφόρους. Οι δορυφόροι ήταν ανώτεροι, αποτελούσαν είδος δόκιμων αξιωματικών, κι όταν αναλάμβαναν την υπηρεσία τους έδιναν όρκο πίστης όχι μόνο στον άμεσο αρχηγό τους αλλά και στον αυτοκράτορα. Μ’ αυτό τον τρόπο καταβαλλόταν προσπάθεια να αμβλυνθεί η επιρροή του στρατηγού και να στερεοποιηθούν οι συνεκτικοί δεσμοί ανάμεσα στον αυτοκράτορα και στο τμήμα αυτό του στρατού.

Τρεις ήταν οι τρόποι στρατολογίας του βυζαντινού στρατού κατά τους 4ο και 5ο αι.: ο κληρονομικός, ο εθελοντικός και ο φορολογικός. Ο πρώτος περιελάμβανε άτομα που ήταν υποχρεωμένα να υπηρετήσουν επειδή ήταν γιοι στρατιωτών. Ο δεύτερος περιελάμβανε εθελοντές, τόσο βυζαντινούς όσο και βάρβαρους μισθοφόρους. Οι βάρβαροι μπορούσαν να μπουν στη στρατιωτική υπηρεσία του Βυζαντίου, είτε σαν μεμονωμένα άτομα είτε μαζικά, όταν με τον όρο αυτό τους είχε επιτραπεί να εγκατασταθούν στο κράτος (laeti, dediticii, gentiles), είτε σαν οργανωμένα στρατιωτικά σώματα μισθοφόρων, έπειτα από ειδική συμφωνία με τις βυζαντινές αρχές.

Τέλος, κατά το φορολογικό τρόπο στρατολογίας η περιουσία των βυζαντινών φορολογουμένων υπολογιζόταν σε capitula και οι φορολογούμενοι ή μόνοι τους ή μαζί με άλλους έδιναν για στράτευση έναν ή περισσότερους από τους ανθρώπους τους, ανάλογα με τον αριθμό των capitula.

Τον 5ο αι. έγιναν μεγάλες μεταβολές στη στρατολογία του βυζαντινού στρατού. Η συνεχής αύξηση του βαρβαρικού στοιχείου και η κατάληψη από τους βαρβάρους ανωτάτων και καίριων θέσεων στο στρατό προκάλεσαν αντιδράσεις εκ μέρους των Βυζαντινών. Οι αντιδράσεις αυτές βρήκαν την πρώτη τους εκδήλωση στις σφαγές των Γότθων στην Κωνσταντινούπολη (400), έπειτα από τις οποίες το κράτος απαλλάχτηκε από το γοτθικό κίνδυνο.

Δεύτερο αντιβαρβαρικό κίνημα κατά τα μέσα του 5ου αι. και η σαφαγή του αλανού Άσπαρος μαζί με τη σε μεγάλη κλίμακα στρατολογία των εμπειροπόλεμων ισαυρικών φύλων, που εγκαινιάζεται από τότε, απάλλαξαν εντελώς το κράτος από τη βαρβαρική απειλή.

Η μεταβολή αυτή στην προέλευση των στρατευομένων προσδιορίζει τη σύνθεση και συγκρότηση του βυζαντινού στρατού στον επόμενο, 6ο αι. κ.ε. Πράγματι, ουσιώδεις μεταβολές συμβαίνουν στην εθνολογική σύνθεση του στρατού κατά τον αιώνα αυτό. Οι οπλίτες των αριθμών, σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, κι αντίθετα προς ό,τι πιστευόταν μέχρι προ ολίγου χρόνου, ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία ντόπιοι και ονομάζονταν με το γενικό όνομα στρατιώτες.

Μεταρρυθμίσεις του Στρατού υπό τον Διοκλητιανό και Κωνσταντίνο

Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χρονολογείται από την ίδρυση της Τετραρχίας(“Quadrumvirate”) από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό το 293. Η πολιτική του μεταρρύθμιση υπήρξε βραχύβια, αλλά η αντίστοιχη αναδιοργάνωση του Στρατού παρέμεινε για αιώνες. Αντί να διατηρήσει το παραδοσιακό πεζικό με τις βαριές Λεγεώνες, ο Διοκλητιανός το διαίρεσε σε συνοριακές και κεντρικές μονάδες.

 

Η σημασία του ιππικού αυξήθηκε αν και, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, το πεζικό παρέμεινε το κύριο τμήμα του Ρωμαϊκού στρατού. Π.χ. στα478, μια στρατιά του Ανατολικού Κράτους συνίστατο από 8.000 ιππείς και 30.000 πεζούς, ενώ υπολογίζεται πως στα 357 ο αυτοκράτορας Ιουλιανός στη μάχη του Στρασβούργου είχε 3.000 ιππείς και 10.000 πεζούς. Μα αν όχι σε αριθμούς (που είχε ήδη αυξηθεί στα χρόνια του Ιουλιανού), το ιππικό είχε αυξηθεί σε σημασία για τη Ρωμαϊκή διοίκηση.

Οι συνοριακές μονάδες (limitanei) επάνδρωναν τα Ρωμαϊκά συνοριακά φρούρια limes. Οι κεντρικές μονάδες αντίθετα έμεναν στο εσωτερικό και έσπευδαν όπου υπήρχε ανάγκη, είτε για επιθετικούς, είτε για αμυντικούς σκοπούς, καθώς και για καταστολή στάσεων. Οι μονάδες αυτές διατηρούνταν σε πολύ υψηλό επίπεδο μαχητικότητας και είχαν προτεραιότητα από τις συνοριακές σε μισθούς και προμήθειες.

Το ιππικό αποτελούσε το 1/3 περίπου των μονάδων, μα λόγω μικρότερου μεγέθους, αριθμούσε μόνο το 1/4 του συνόλου των στρατευμάτων. Το ήμισυ περίπου ήταν βαρύ ιππικό, οπλισμένο με λόγχη και ξίφος και θωρακισμένο με αλυσιδωτό θώρακα. Ορισμένοι διέθεταν τόξα αλλά προορίζονταν μόνο για να υποστηρίζουν την επέλαση παρά για ανεξάρτητες αψιμαχίες. Το 15% περίπου μιας στρατιάς αποτελούνταν από Καταφράκτους και Κλιβανοφόρους, που χρησιμοποιούνταν σαν δύναμη κρούσης. Υπήρχαν ακόμα ιπποτοξότες και διάφορα άλλα είδη ελαφρού ιππικού.

 

Το ελαφρύ ιππικό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό στα συνοριακά στρατεύματα όπου εκτελούσε κυρίως αναγνωριστικές αποστολές. Το κεντρικό πεζικό ήταν οργανωμένο σε συντάγματα (numerus) των 1.200 ανδρών. Παρέμεναν το ίδιο βαρύ πεζικό του παρελθόντος αλλά τώρα κάθε σύνταγμα υποστηρίζονταν από ένα απόσπασμα τοξοτών και ελαφρού πεζικού.

Λίγα είναι γνωστά για τα συνοριακά στρατεύματα. Το παλαιό σύστημα των κοόρτεων διατηρήθηκε εκεί και μόνο το ιππικό αναδιοργανώθηκε. Στρατολογούνταν από τις γύρω περιοχές και φαίνεται πως ήταν κακοπληρωμένοι και σχετικά παραμελημένοι. Μα βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή και προφανώς είχαν μεγάλη πολεμική εμπειρία, που εκτείνονταν όμως σε μεγάλες μάχες και πολιορκίες.

Οι Σχολές αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα και σχηματίστηκαν για να αντικαταστήσουν την πρετωριανή φρουρά που διαλύθηκε από τον Κωνσταντίνο Α΄.

Μεσοβυζαντινή Περίοδος (565-1081 μ.Χ.)

Οργάνωση και Στρατολογία

Ο όρος θέμα στη σημασία του μέρους (στρατιωτικής μεγάλης μονάδας) μαρτυρείται ήδη για το έτος 611-612. Επομένως κατά την εποχή αυτή ο όρος χρησιμοποιείται ήδη για να δηλώσει τις μεγάλες μονάδες του βυζαντινού στρατού, αν και η λέξη θέμα επειδή ήταν όρος της εσωτερικής στρατιωτικής υπηρεσίας και ορολογίας δεν μνημονεύεται παρά πολύ σπάνια στις σύγχρονες πηγές.

Όλο σχεδόν τον 7ο αι. τα θέματα του βυζαντινού στρατού βρίσκονται σε διαρκή κίνηση για να αποκρούσουν τους Πέρσες και έπειτα τους Άραβες. Τέλος κατά το τελευταίο τέταρτο του 7ου αι. το Βυζάντιο κατορθώνει να αποκρούσει το πρώτο κύμα της αραβικής εισβολής και να ρίξει τους Άραβες οριστικά πέρα από τα όρια της Μ. Ασίας. Τα θέματα τότε αναλαμβάνουν στατική πια αποστολή. Συν τω χρόνω, και εξαιτίας των δυσκόλων περιστάσεων που είχαν σαν αποτέλεσμα την έξαρση της σπουδαιότητας του στρατιωτικού παράγοντα, ο στρατιωτικός διοικητής του θέματος, συνεχίζοντας συνήθεια των πρώτων βυζαντινών αιώνων που τονίστηκε ιδιαίτερα από τον Ιουστινιανό Α΄, υποσκελίζει τους πολιτικούς αξιωματούχους της περιφέρειάς του και συγκεντρώνει σιγά σιγά όλες τις εξουσίες στα χέρια του.

Σαν αποτέλεσμα των εξελίξεων που διαγράψαμε προηγουμένως, το κράτος διαιρείται σε στρατιωτικές διοικήσεις ανεξάρτητες η μια από την άλλη. Αρχηγός όλων των διοικήσεων αυτών και αρχιστράτηγος των βυζαντινών δυνάμεων ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας, που όμως μπορούσε να μεταβιβάσει σε καιρό πολέμου την αρχηστρατηγία σε οποιονδήποτε έκρινε ικανό γι’ αυτήν. Παρόλο που οι νέες διοικήσεις ήταν ανεξάρτητες και ισότιμες η μια με την άλλη, διέφεραν μεταξύ τους στην έκταση και, φυσικά, στην αριθμητική δύναμη των στρατευμάτων τους.

Κατά το πρώτο τρίτο του 9ου αι. υπήρχαν οι εξής στρατιωτικές διοικήσεις (θέματα): των Αρμενιακών, Ανατολικών, Οψικίου, Κιβυρραιωτών, Θράκης, Μακεδονίας, Στρυμόνος, Θεσσαλονίκης και Ελλάδας. Στα επόμενα χρόνια η κατάτμηση των διοικήσεων συνεχίστηκε και τούτο είχε σαν συνέπεια τη σμίκρυνση των παλαιών και τη δημιουργία πολλών νέων, μικρών στην έκταση θεμάτων. Ορισμένα περάσματα των συνόρων (=κλεισούρες), στρατηγικά καίρια για την άμυνα των βυζαντινών συνόρων, απέκτησαν ενισχυμένη φρουρά κι αποτελούσαν ειδικές στρατιωτικές διοικήσεις, τις κλεισουραρχίες.

Εκτός από τα θεματικά στρατεύματα, τις βυζαντινές ένοπλες δυνάμεις συμπλήρωναν τα τάγματα της αυτοκρατορικής φρουράς. Κατά τον 9ο αι. τα τάγματα συγκατέλεγαν τα εξής τμήματα:

α) τις σχολές, που ήταν σώμα από έφιππους και πεζούς στρατιώτες. Επικεφαλής τους ήταν ο δομέστικος των σχολών,

β) τους εξκουβήτορες, σώμα που το ίδρυσε ο Λέων Α΄το 468. Διοικούνταν στην αρχή από έναν κόμητα, κι από τον καιρό του Λέοντα Γ΄ από ένα δομέστικο. Οι εξκουβήτορες χρησιμοποιούνταν συχνά σε εμπιστευτικές αποστολές,

γ) τον αριθμό ή βίγλα, μ’ επικεφαλής ένα δρουγγάριο. Το σώμα τούτο συγκροτήθηκε από τον Αρκάδιο και κύρια αποστολή του ήταν η φρούρηση του παλατιού ή στις περιπτώσεις εκστρατείας, της αυτοκρατορικής σκηνής,

δ) των ικανάτων, του νεότερου σώματος της φρουράς, που συγκροτήθηκε από τον Νικηφόρο Α΄ . Τα τμήματα που αναφέραμε, ήταν, αντίθετα με την παλαιότερη ανακτορική φρουρά, μάχιμα. Ήταν καταυλισμένα εν μέρει στην Κωνσταντινούπολη την ίδια και εν μέρει στα περίχωρά της.

Την κυρίως αυτοκρατορική φρουρά αποτελούσε η εταιρία, σώμα ξένων μισθοφόρων, αρχικά σλαβικής και τουρκικής καταγωγής, αργότερα όμως παντοδαπής προελεύσεως. Κατά τα τέλη του 10ου αι. η εταιρία ενισχύεται με τη συγκρότηση ενός νέου σώματος, των Βαράγγων, μισθοφόρων σκανδιναβικής και ρωσικής καταγωγής που αποτελούσαν την Ντρουζίνα. Συν τω χρόνω οι Βαράγγοι εξετόπισαν τα τάγματα που αναφέραμε προηγουμένως και απόμειναν σαν η μόνη αυτοκρατορική φρουρά. Ενώ όμως πρώτα αποτελούνταν από Σκανδιναβούς και Ρώσους, άρχισαν από τα τέλη του 11ου αι. να στρατολογούνται κατά προτίμηση από Άγγλους.

 

Θέματα 

Αποδιδόμενα συνήθως στον Ηράκλειο, τα Θέματα ήταν διοικητικές υποδιαιρέσεις της αυτοκρατορίας, όπου ένας στρατηγός εκτελούσε και στρατιωτικά και πολιτικά καθήκοντα.

Τα πρώτα πέντε Θέματα βρίσκονταν όλα στη Μικρά Ασία και σχεδιάστηκαν για να αντιμετωπίσουν την Αραβική τζιχάντ, που είχε ήδη αναλώσει τις επαρχίες της Συρίας και Αιγύπτου. Αυτά ήταν τα εξής:

• Θέμα Αρμενιακόν, που σχηματίστηκε γύρω από τη στρατιά της Αρμενίας κι εκτείνονταν από την Καππαδοκία μέχρι τον Εύξεινο Πόντο και τον Ευφράτη.
• Θέμα Ανατολικόν, που σχηματίστηκε γύρω από τη Στρατιά Ανατολής κι εκτείνονταν στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Μικρά Ασία.
• Θέμα Οψίκιον, που σχηματίστηκε γύρω από το Obsequium, μια στρατιά που παλαιότερα βρίσκονταν υπό την άμεση διοίκηση του αυτοκράτορα κι εκτείνονταν στις περιοχές της Βιθυνίας και Παφλαγονίας.
• Θέμα Θρακήσιον, γύρω από τη Στρατιά της Θράκης, που εκτείνονταν στη Βορειοδυτική Μικρά Ασία, στα παράλια της Ιωνίας.
• Θέμα Καραβησιάνων, το “Θέμα των Πλοίων” στην Παμφυλία και Ρόδο, ένα ναυτικό Θέμα υπεύθυνο για την αναχαίτιση του Αραβικού στόλου.

Ο Οπλισμός του Βυζαντινού Στρατού

Ο οπλισμός του βυζαντινού στρατού θεωρούνταν ο καλύτερος και ο πιο τέλειος της εποχής του. Ήταν ακόμη και καλύτερος του περσικού, ο οποίος και πολύ αρχαιότερος ήταν, αλλά και η τεχνική κατασκευής όπλων στην Περσία είχε εξελιχτεί σε ύψιστο βαθμό με την πάροδο των χρόνων. Τόσο τα φορητά (ελαφρά) όσο και τα βαριά όπλα του βυζαντινού στρατού υπερείχαν από όλα τα όπλα των άλλων εθνών, και την υπεροχή αυτή, το Βυζάντιο, τη διατήρησε σχεδόν καθόλη τη διάρκεια της ύπαρξής του, χάρη στα αυστηρά κρατικά νομοθετικά μέτρα, τον έλεγχο και την επίβλεψη τα οποία εφάρμοσε σε ό,τι αφορούσε τον οπλισμό.

Κατασκευή όπλων επιτρεπόταν μόνο από κρατικά ελεγχόμενα ή στρατιωτικά οπλοποιεία και εργαστήρια. Οι οπλοποιοί (δεπωτάτοι ή φαβρικίσιοι) και γενικά οι κατασκευαστές όπλων ήταν γνωστοί στο κράτος, ελέγχονταν, επιτηρούνταν και απαγορευόταν σ’ αυτούς η πώληση όπλων ή η γνωστοποίηση του τρόπου και μεθόδων κατασκευής τους σε ξένους. Οι παραβάτες τιμωρούνταν με σωματικές ή χρηματικές ποινές, ακόμη και με θάνατο. Η εμφάνιση των όπλων ήταν απλή, χωρίς κοσμήματα και παραστάσεις.

Με την πάροδο του χρόνου όμως (10ο αι.), οι κατασκευαστές όπλων άρχισαν να τα διακοσμούν με κοσμήματα χρυσού, αργύρου, καθώς και με πολύτιμες πέτρες. Παρ’ όλα αυτά, η χρήση διακοσμημένων και γενικά πολυτελών όπλων είναι περιορισμένη και μόνο επιβλητικά ήταν για να προξενούν τρόμο στον εχθρό. Τα όπλα διακρίνονταν σε φορητά (αμυντικά και επιθετικά) και σε βαριά(όπλα θέσης).

 

Α. Φορητά Όπλα

α) Αμυντικά φορητά όπλα. Αυτά ήταν:

Οι ασπίδες, οι οποίες καλούνταν «σκουτάρια» και οι στρατιώτες σκουτάριοι. Ο Λέοντας ΣΤ΄ ονομάζει τις ασπίδες των οπλιτών «θυρεούς» και εκείνες των ψιλών «ασπιδίκια», οι περικεφαλαίες γνωστές ως κασίδες και κασίδια, ανάλογα με το μέγεθός τους και ως κόρυθες (Λέοντας ΣΤ΄), και οι οποίες έφεραν στην αρχή αιχμή και αργότερα (6ο αι.) λοφίο, οι θώρακες οι οποίοι ήταν, ή αλυσιδωτοί ή κεράτινοι ή από δέρμα βουβάλου (γνωστοί ως ζάβες, ή σάλβες, ή λωρίκια ή κλιβάνια), ή από κένδουκλο, δηλ. πίλημα κν. κετσέ (γνωστοί ως νευρικά, ή καββάδια ή κένδουκλα), τα χειρομάνικα, τα οποία λέγονταν και χειρόψελλα ή μανικέλλια, οι κνημίδες, οι οποίες καλούνταν και ποδόψελλα ή χαλκότουβλα, τα προμετώπια ή προμετωπίδια, τα οποία χρησίμευαν για την προστασία των μετώπων των ίππων των κατάφρακτων ιππέων, τα περιστέρνια ή περιστήθια ή στηθάρια, για την προστασία των τραχήλων των ίππων και 8) τα κατανώτια, για την προστασία των οπισθίων των ίππων.

β) Επιθετικά φορητά όπλα. Αυτά ήταν:

Τα δόρατα, τα οποία λέγονταν κοντάρια, ή μέναυλα και είχαν μήκος 3,50-4,70μ., τα δορυδρέπανα, τα οποία ήταν δόρατα μακριά και έφεραν κοντά στην αιχμή τους κοφτερό δρεπάνι, σαν άγκιστρο, για την κατάρριψη των επιβοηθητικών αμυντικών μέσων των επάλξεων, τα ακόντια, τα οποία λέγονταν και ρικτάρια, ή ριπτάρια ή βυρίττες, ή λαγκίδια και τα οποία είχαν μήκος 2,5μ. (με αυτά εφοδιάζονταν οι πελταστές και στο ιππικό οι ψιλοί ακοντιστές), οι σπάθες ή τα σπαθιά, αναρτώμενα από τον ώμο και από τη ζώνη (παραμήρια ή μάχαιρες) και τα οποία έφεραν οι σκουτάριοι.

Οι κατάφρακτοι ιππείς έφεραν ξίφη δίστομα, μεγάλα ή μικρά, αναρτώμενα από τον ώμο και παραμήρια διαζωσμένα, τα μαρτζοβάβουλα ή τα πελεκίδια, με τα οποία οπλίζονταν οι πελταστές και όλοι οι ιππείς. Ονομάζονταν και τζικούρια ή τρικούρια ή σαλίβες, οι κορύννες ή κορύνια. Καλούνταν και δίστρια ή βαρδούκια ή ματζούκια, ή ρόπαλα ή γλάβες ή σιδηροράβδια, ή πελατίκια, τα τόξα, τα οποία καλούνταν και τοξάρια, ενώ τα βέλη τους σαγίτες και οι τοξότες και σαγιτάτορες και αρκάτοι.

Οι θήκες των βελών ονομάζονταν κούκουρα (φαρέτρες) και αναρτιόνταν από τον ώμο, τα σωληνάρια μικρά τόξα, οι τζάγρες ή τζαγγρές μεγάλα και πολύ ισχυρά τόξα, τα οποία έβαλλαν μικρά αλλά βαριά βέλη (εισήχτηκαν στο Βυζάντιο από τους σταυροφόρους της Α΄ σταυροφορίας τον 11. αι.), οι άγγωνες, μικρά δόρατα που χρησιμοποιούνταν και ως ακόντια. Είχαν σχήμα τριφυλλιού με δύο άγκιστρα και χρησίμευαν να καταξεσκίζουν τις σάρκες του εχθρού, αλλά και να βοηθούσαν στην κλίση της εχθρικής ασπίδας, ώστε να αποκαλύπτεται το στήθος και η κεφαλή του αντιπάλου και οι σφενδόνες, οι οποίες καλούνταν και σφενδοβόλα (εισήχτηκαν όπως και οι τζάγγρες από τη Δ. Ευρώπη). Επίσης τα χειροσίφωνα και οι σιφώνες για την εκσφενδόνιση «εσκευασμένου πυρός», δηλ. του υγρού πυρός.

Β. Βαριά Όπλα

Αυτά ήταν πολεμικές μηχανές ή όργανα που χρησιμοποιούνταν για την άμυνα ή την προσβολή τειχών. Καλούνταν, γενικά, μάγγανα ή μηχανές και οι κατασκευαστές τους μαγγανάριοι ή μηχανάριοι, ενώ εκείνοι που τις συντηρούσαν και τις χειρίζονταν, κουράτορες των μαγγάνων. Είδη πολεμικών μηχανών ήταν πολλά. Οι κυριότερες όμως πολεμικές μηχανές ήταν:

– οι κριοί, οι πετροβόλοι (πετροβόλα μαγγανικά και βαλλίστρες ή αλακάτια ή τετραρείς),
– οι τοξοβολίστρες ή καταπέλτες,
– οι χελώνες (χωστρρίδες, λαίσαι ή σπαλίωνες, έμβολοι, γεροχελώνες, ορεικτρίδες, αμπελοχελώνες), – οι ελεπόλεις ή μόσσινοι, τα τρύπανα.

Επίσης βαριά όπλα ήταν και τα πυροβόλα, τα οποία εμφανίστηκαν κατά τον 15ο αι. (1422) και ονομάζονταν μεγάλες σκευές και μπουμπάρδες και τηλέβολοι και αφετήρια.

 

Στολή Υπόδηση και Εξάρτηση

Oι στολές των βυζαντινών ήταν απλές, πρακτικές και χωρίς κοσμήματα ή πολύχρωμα εξαρτήματα. Τόσο οι στολές των ιππέων όσο και των πεζών ήταν όμοιες, διέφεραν μόνο στο βάρος, μέγεθος και σε μικρολεπτομέρειες. Έφεραν χιτώνα (ο οποίος λεγόταν ζωστάριο και αρμελαύσιο), μανδύα (ο οποίος λεγόταν και γουνίο ή γουνοβερονίκιο ή κένδουκλο), αναξυρίδες (οι οποίες λέγονταν και βρακία ή τουβία), περικνημίδες και σκιάδιο (το οποίο λεγόταν και πίλος ή κάλυμμα ή καλύπτρα δηλ. σκούφια).

Τα υποδήματά τους ήταν ελαφρά και στερεά. Οι στολές των κατώτερων αξιωματικών ήταν πολυτελείς, των ανωτέρων πολυτελέστερες και των στρατηγών πολυτελέστατες. Έφεραν σκιάδιο (κάλυμμα κεφαλής) «χρυσοκόκκινο κλαπωτόν άνευ αέρος» και σάγιο (χλαμύδα) από μεταξωτό ύφασμα. Ομοίως, οι χιτώνες τους ήταν μεταξωτοί χρυσοκέντητοι και έφεραν διάφορες ονομασίες (σκαραμάγγια ή καββάδια, ή σκαρανίκια ή διβητήσια ή σάκοι). Τα υποδήματα καλούνταν τζαγγία ή παραπόδια ή σάνδαλα ή παπούτζες. Οι στρατηγοί κρατούσαν επίσης και αργυρή ράβδο με χρυσούς κόμβους ή οποία καλούνταν δικανίκιο (ματζούκα).

Η εξάρτυση αποτελούνταν από:

– τα λωρία για την ανάρτηση της σπάθης,
– τα θηκάρια ή πουγγία, για την τοποθέτηση των τροφών,
– τα δερμάτινα θηκάρια, για την τοποθέτηση των μαρτζοβάβουλων και
– τα τοξοφάρετρα (δερμάτινος γύλιος), για την τοποθέτηση του τόξου και δύο κουκούρων για τα βέλη και το σωληνάριο.

 

Ξένοι και Μισθοφόροι Στρατιώτες

Κατά τα 1.123 χρόνια της ύπαρξής του, από τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Μαΐου του 330. Μέχρι την άλωση της Πόλης στις 29 Μαΐου του 1453, ο Βυζαντινός στρατός χρησιμοποίησε στρατεύματα προερχόμενα από πολλές διαφορετικές εθνικές ομάδες. Αυτά τα στρατεύματα συμπλήρωναν και υποστήριζαν τον τακτικό Βυζαντινό στρατό. Κάποιες φορές αποτέλεσαν ακόμη και τον κορμό του στρατού αυτού.

Μα για το μεγαλύτερο μέρος της μακράς του ιστορίας, αυτοί οι ξένοι μισθοφόροι αντανακλούσαν τον πλούτο και την αίγλη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αφού ο αυτοκράτορας που ήταν σε θέση να συγκεντρώνει στην υπηρεσία του στρατιές από τις τέσσερις γωνιές του γνωστού τότε κόσμου ήταν πραγματικά τρομερός. Οι ξένοι στρατιώτες κατά την ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο ήταν γνωστοί ως φοϊντεράτι δηλαδή «ομόσπονδοι-σύμμαχοι» και συνέχισαν να αποκαλούνται έτσι μέχρι και τον 9ο αιώνα περίπου, αν και ο τίτλος τους είχε Ελληνοποιηθεί σε «Φοιδεράτοι».

Έκτοτε, οι ξένοι μισθοφόροι έγιναν γνωστοί ως «Εταιρείαι» και συνήθως υπηρετούσαν στην αυτοκρατορική φρουρά. Η δύναμη αυτή διαιρούνταν στην «Μεγάλη Εταιρεία», τη «Μέση Εταιρεία» και τη «Μικρά Εταιρεία», που διοικούνταν από τους αντίστοιχους Εταιρειάρχες. Πιθανότατα, ο διαχωρισμός αυτός γίνονταν με θρησκευτικά κριτήρια.

Κατά την περίοδο των Κομνηνών οι μονάδες των μισθοφόρων διαιρούνταν απλά κατά εθνότητα και ονομάζονταν σύμφωνα με τη χώρα προέλευσής τους: Ιγγλίνοι (Άγγλοι), Φράγκοι, Σκυθικοί, Λατινικοί κτλ. Κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Θεόφιλου αναφέρονται ακόμη και Αιθίοπες μισθοφόροι. Οι μονάδες αυτές, κυρίως οι Σκυθικοί, χρησιμοποιούνταν και σαν αστυνομική δύναμη στην Κωνσταντινούπολη.

Η πιο διάσημη μισθοφορική δύναμη ήταν οι θρυλικοί Βάραγγοι. Η μονάδα αυτή ξεκίνησε από τους 6.000 Ρως που ο πρίγκιπας τουΚιέβου Βλαδίμηρος Α’ έστειλε στον Βασίλειο Β’ στα 988. Οι τρομερές μαχητικές ικανότητες αυτών των πελεκυφόρων, βάρβαρων Βορείων, τυφλά πιστών στον αυτοκράτορα (εφόσον τους αντάμειβε με αρκετό χρυσάφι), τους καθιέρωσε σαν ένα επίλεκτο σώμα, που σύντομα αναδείχθηκε στην προσωπική σωματοφυλακή του αυτοκράτορα.

Η Βαράγγια φρουρά αρχικά επανδρώνονταν από Ρως, αλλά αργότερα πολλοί Σκανδιναβοί και Αγγλοσάξονες (μετά τη νορμανδική κατάκτηση της Αγγλίας) προσελήφθησαν επίσης. Προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στην αυτοκρατορία και δεν διαλύθηκαν παρά μόνο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τις δυνάμεις της Τέταρτης Σταυροφορίας στα 1204. Μάλιστα, αποτέλεσαν τη μόνη μονάδα που υπερασπίστηκε αποτελεσματικά ένα μέρος της Πόλης ενάντια στους Σταυροφόρους.

Βυζαντινές Πολεμικές Τακτικές

Ο Βυζαντινός στρατός αποτέλεσε την εξέλιξη αυτού της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η γλώσσα του στρατού αρχικά ήταν ακόμα η Λατινική (αν κι αργότερα και κυρίως μετά τον έκτο αιώνα η Ελληνική επικράτησε, αφού αυτή έγινε η επίσημη γλώσσα ολόκληρης της αυτοκρατορίας) αλλά πιο εμπλουτισμένη σε ορολογίες σχετικές με στρατηγική, τακτικές και οργάνωση. Για παράδειγμα, ο Βυζαντινός στρατός ήταν ο πρώτος στρατός στον κόσμο που υιοθέτησε δυνάμεις συνδυασμένων όπλων ως μέρος του πολεμικού του δόγματος, ανάλογες των Γερμανικών Kampfgruppen του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Αντίθετα από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες, η δύναμή του στηρίζονταν στους Καταφράκτους του βαρέως ιππικού, που εξελίχθηκαν από τους υστερορωμαϊκούς Clibanarii. Το πεζικό συνέχισε να χρησιμοποιείται αλλά κυρίως σε ρόλο υποστήριξης και ως βοηθητικό μέσο για την εκτέλεση ελιγμών από το ιππικό. Οι πεζοί, στην πλειοψηφία τους ήταν Σκουτάτοι του βαρέως πεζικού και αργότερα Κοντάριοι, οι δε υπόλοιποι ήταν ελαφρύ πεζικό και Ψιλοί τοξότες.

Οι Δυτικοί, συχνά περιέγραφαν τους Βυζαντινούς στρατιώτες σαν θηλυπρεπείς και απρόθυμους για μάχη, μα αυτή είναι μια εσφαλμένη εντύπωση. Οι Βυζαντινοί εκτιμούσαν την στρατιωτική ευφυΐα και πειθαρχία περισσότερο από τη γενναιότητα και τη ρώμη. Οι «Ρωμαίοι» στρατιώτες ήταν μια ευπειθής δύναμη αποτελούμενη από πολίτες πρόθυμους να πολεμήσουν μέχρι τέλους για να υπερασπιστούν τα σπίτια τους και την πατρίδα τους, ενισχυμένοι από μισθοφόρους. Η στρατολογία πεζικού συνέχιζε να εφαρμόζεται όπως και στο Ρωμαϊκό στρατό, για όλους τους ικανούς να υπηρετήσουν πολίτες.

Η εκπαίδευση ήταν παρόμοια με αυτή των λεγεωνάριων, και οι στρατιώτες διδάσκονταν την τεχνική της μάχης εκ του συστάδην με τα ξίφη τους. Όμως με τον καιρό καθιερώθηκε και η συστηματική άσκηση στην τοξοβολία.

 

ΠΕΖΙΚΟ

 

Κατηγορίες και Εξοπλισμός Πεζικού

Σκουτάτοι

Ο κύριος όγκος του Βυζαντινού πεζικού ήταν οι σκουτάτοι, που έπαιρναν το όνομά τους από τη λέξη σκούτος, όπως λέγονταν η μεγάλη ελλειψοειδής ασπίδα τους. Ήταν επαγγελματίες στρατιώτες που πληρώνονταν από το κράτος. Ο οπλισμός τους περιελάμβανε:

• κρεσάματα: Μία φούστα που κρέμονταν από το θώρακά του στρατιώτη για προστασία των μηρών.
• κλιβάνιον: Ο χαρακτηριστικός Βυζαντινός θώρακας πλακιδίων, συνήθως χωρίς μανίκια. Πτέρυγες (δερμάτινες λωρίδες) φοριόταν επιπρόσθετα σαν προστασία των ώμων και των γοφών.
• ζάβα ή λωρίκιον: Αλυσιδωτό χιτώνιο, χρησιμοποιούμενο κυρίως από τους καταφράκτους.
• βαμβάκιον: Ένα παραγεμισμένο βαμβακερό υποκάμισο, που φοριόταν κάτω από το θώρακα.
• επιλωρίκιον: Μία παραγεμισμένη δερμάτινη ή βαμβακερή επένδυση, που φοριόταν πάνω από το θώρακα.
• σπαθίον: Η τυπική Ρωμαϊκή σπάθα, ένα μακρύ ξίφος (περίπου 90 cm), δίκοπο και πολύ βαρύ.
• παραμέριον: Ένα μονόκοπο κυρτό ξίφος, ζωσμένο στη μέση.
• κοντάριον: Μία μακριά λόγχη (περίπου 2 με 3 m), το κοντάριον, χρησιμοποιούνταν από τους πρώτους ζυγούς κάθε χιλιαρχίας προς απόκρουση του εχθρικού ιππικού.
• κασίδιον: Ένα κράνος που ποικίλε ανάλογα με την περιοχή και την περίοδο, αλλά συνήθως ήταν ένα απλό, κωνικό, χαλύβδινο εξάρτημα, συχνά με επιπρόσθετο επιτραχήλιο.
• σκούτος: Μία μεγάλη, ελλειπτική ασπίδα από ξύλο, καλυμμένη με δέρμα κι ενισχυμένη με χάλυβα.

Κάθε μονάδα είχε ξεχωριστή διακόσμηση ασπίδας. Αθωράκιστοι ελαφροί πεζοί , συχνά οπλισμένοι με ριπτάρια (ακόντια) ονομάζονταν όπως και στην αρχαιότητα πελτασταί.

 

Τοξόται ή Ψιλοί

Το ελαφρύ πεζικό της αυτοκρατορίας, αποτελούσε τους τελευταίους τρεις ζυγούς κάθε χιλιαρχίας. Αυτοί οι στρατιώτες, άριστα εκπαιδευμένοι στην τέχνη του δοξαρίου ήταν εξαιρετικοί τοξότες. Οι περισσότεροι αυτοκρατορικοί τοξότες προέρχονταν από τη Μικρά Ασία και κυρίως από τον Πόντο. Ο οπλισμός τους περιελάμβανε:

• σύνθετο τόξο
• βαμβάκιον
• σπαθίον ή τζικούριον (μικρός πέλεκυς) για αυτοπροστασία.

Παρότι τα στρατιωτικά εγχειρίδια προέτρεπαν στη χρήση ελαφράς θωράκισης για τους τοξότες, το κόστος και η ανάγκη για ευκινησία θα είχαν αποτρέψει την ευρεία χορηγία της.

 

Βαράγγια Φρουρά

Η Βαράγγια φρουρά ήταν μία ξένη μισθοφορική δύναμη που αποτελούσε το επίλεκτο Βυζαντινό πεζικό. Συνίστατο κυρίως από Βίκινγκς, Σλάβους και Γερμανούς. Οι Βάραγγοι υπηρετούσαν ως σωματοφυλακή και συνοδεία του αυτοκράτορα από τα χρόνια του Βασιλείου Β’. Γενικά ήταν πειθαρχικοί και αξιόπιστοι εφόσον τουλάχιστον εξακολουθούσαν να πληρώνονται καλά.

Αν και οι περισσότεροι έφεραν τα δικά τους όπλα όταν έμπαιναν στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, σταδιακά προσεταιρίζονταν το Βυζαντινό στρατιωτικό εξοπλισμό. Το πιο χαρακτηριστικό τους όπλο ήταν ένας βαρύς πέλεκυς, απ’ όπου προέρχονταν κι ο χαρακτηρισμός τους πελεκυφόρος φρουρά.

Οργάνωση και Σχηματισμοί Πεζικού

Η κύρια μονάδα του Βυζαντινού πεζικού ήταν η χιλιαρχία, αποτελούμενη από χίλιους μάχιμους άνδρες. Μια χιλιαρχία αποτελούνταν συνήθως από 650 σκουτάτους και 350 τοξότες. Οι σκουτάτοι σχημάτιζαν μία φάλαγγα με βάθος 15-20 ζυγών, σε πυκνές τάξεις, ώμο με ώμο. Οι τελευταίοι ζυγοί σχηματίζονταν από τοξότες. Τρεις ή τέσσερις χιλιαρχίες σχημάτιζαν ένα Τάγμα κατά την ύστερη περίοδο (μετά το 750), αλλά μονάδες μεγέθους χιλιαρχίας χρησιμοποιούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας.

Οι Χιλιαρχίες αναπτύσσονταν απέναντι στον αντίπαλο με το ιππικό αναπτυγμένο στα κέρατα της φάλαγγας. Το πεζικό θα παρέλαυνε για να σχηματίσει ένα αμυντικό κέντρο παράταξης, ενώ το ιππικό θα προστάτευε τα πλευρά ή θα επέλαυνε για να υπερφαλαγγίσει τον αντίπαλο. Αυτή η τακτική ακολουθούσε το πρότυπο του Αννίβα στις Κάννες. Οι Χιλιαρχίες δεν παρατάσσονταν κατά το κλασσικό Χιαστί πρότυπο της λεγεώνας αλλά συνήθως σε επιμήκη φάλαγγα με αναδιπλούμενες πτέρυγες. Ωστόσο κάθε Χιλιαρχία μπορούσε να εκτελέσει διάφορους σχηματισμούς μάχης, ανάλογα με την κατάσταση, οι πιο συνήθεις από τους οποίους ήταν:

• η γραμμική παράταξη,
• παράταξη βάθους, όπως η αρχαία Ελληνική φάλαγγα, που συνήθως χρησιμοποιούνταν ενάντια σε άλλο πεζικό ή για την αποτελεσματική αναχαίτιση επελαύνοντος ιππικού,
• σφηνοειδής, που χρησιμοποιούνταν για να διασπάσει τις εχθρικές γραμμές,
• αψιμαχίας, με τους τοξότες προωθημένους στην πρώτη γραμμή, ανάμεσα σε σκουτάτους, να παρέχουν κάλυψη με τα βέλη τους ενώ προστατεύονταν από τους σκουτάτους κατά την εκ του συστάδην μάχη.

 

Τακτική και Στρατηγική Πεζικού

Αν και οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν ιδιαίτερα περίπλοκες τακτικές πεζικού, πρωταγωνιστής της μάχης ήταν το ιππικό. Το πεζικό ωστόσο έπαιζε ένα σπουδαίο ρόλο όταν η αυτοκρατορία έπρεπε να κάνει επίδειξη δυνάμεων. Μάλιστα πολλές μάχες, καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής ιστορίας, ξεκίνησαν με μια μετωπική επίθεση των σκουτάτων, υποστηριζόμενων από μονάδες ιπποτοξοτών.

Κατά τις εφόδους αυτές, το πεζικό παρατάσσονταν στο κέντρο, που αποτελούνταν από δύο χιλιαρχίες σε σφηνοειδή σχηματισμό, για να διασπάσουν την εχθρική γραμμή, πλαισιωμένες από άλλες δύο χιλιαρχίες, σε παράταξη αμυντικών πτερύγων, που προστάτευαν τα πλευρά του κέντρου και υπερφαλάγγιζαν τον αντίπαλο. Αυτή η τακτική χρησιμοποιήθηκε από το Νικηφόρο Φωκά εναντίον των Βουλγάρων το 967. Κάθε έφοδος καλύπτονταν από τοξότες που εγκατέλειπαν την παράταξη και προηγούνταν των σκουτάτων για να προσβάλουν τον αντίπαλο. Συχνά, καθώς το πεζικό προσέγγιζε τον αντίπαλό του, οι Κλιβανοφόροι θα αναλάμβαναν να εξουδετερώσουν το εχθρικό ιππικό (αυτή η τακτική χρησιμοποιούνταν κυρίως ενάντια στους Φράγκους, τους Λομβαρδούς ή άλλα Γερμανικά φύλα που διέθεταν βαρύ ιππικό).

Το Βυζαντινό πεζικό ήταν εκπαιδευμένο να συνεργάζεται με το ιππικό και να εκμεταλλεύεται οποιοδήποτε χάσμα το ιππικό προκαλούσε στην αντίπαλη παράταξη. Μια αποτελεσματική αλλά ριψοκίνδυνη τακτική ήταν να σταλεί μια χιλιαρχία να καταλάβει και να υπερασπιστεί ένα λόφο, σαν αντιπερισπασμό, ενώ οι Κατάφρακτοι ή οι Κλιβανοφόροι, υποστηριζόμενοι από το υπόλοιπο πεζικό, υπερφαλάγγιζαν την εχθρική παράταξη. Το πεζικό συχνά αναπτύσσονταν μπροστά από το ιππικό. Την κατάλληλη στιγμή, με μια εντολή, οι πεζικάριοι θα άνοιγαν κενά στις γραμμές τους, μέσα από τα οποία το ιππικό θα επέλαυνε κατά του εχθρού.

 

ΙΠΠΙΚΟ

Κατηγορίες και Εξοπλισμός Ιππικού

Κατάφρακτοι

Ο αυτοκρατορικός Κατάφρακτος ήταν ένας βαριά θωρακισμένος έφιππος τοξότης ή λογχοφόρος, που συμβόλιζε την ισχύ της Κωνσταντινούπολης, όπως ο Λεγεωνάριος αντιπροσώπευε την ισχύ της Ρώμης. Ο Κατάφρακτος φορούσε ένα κωνικό κράνος, με ένα λοφίο από τρίχες αλόγου στην κορυφή, βαμμένο με το χρώμα της μονάδας του. Φορούσε ένα χιτώνιο από δύο στρώσεις πλεκτού ή φολιδωτού θώρακα, που εκτείνονταν ως τους μηρούς του.

Δερμάτινες μπότες ή περικνημίδες προστάτευαν τις κνήμες τους, ενώ γάντια προστάτευαν τα χέρια του. Διέθετε μία μικρή στρογγυλή ασπίδα, το θυρεό, που έφερε τα χρώματα και διακριτικά της μονάδας του, δεμένη στον αριστερό του βραχίονα, αφήνοντας και τα δυο του χέρια ελεύθερα για να χρησιμοποιεί τα όπλα του και να χαλιναγωγεί το άλογό του. Πάνω από το θώρακα, φορούσε ένα ελαφρύ, βαμβακερό κάλυμμα και μία βαριά κάπα, επίσης βαμμένα με τα χρώματα της μονάδας του.

Επίσης τα άλογα συχνά φορούσαν πλεκτό θώρακα και κάλυμμα, για να προστατεύουν τα τρωτά τους μέρη, όπως κεφάλι, λαιμό και στήθος. Τα όπλα του Καταφράκτου περιελάμβαναν:

• Σύνθετο τόξο: Σαν αυτό των Τοξοτών.
• Κοντάριον: Λίγο μικρότερο και λεπτότερο από αυτό που χρησιμοποιούσαν οι σκουτάτοι, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και σαν ακόντιο.
• Σπαθίον: Επίσης παρόμοιο με το αντίστοιχο του πεζικού.
• Εγχειρίδιο
• Πολεμικό πέλεκυ: Συνήθως δεμένο στη σέλα σαν εφεδρικό όπλο κι εργαλείο.
• Βαμβάκιον: Παρόμοιο με του πεζικού αλλά με δερμάτινη επένδυση.

Στην κορυφή της λόγχης υπήρχε μια μικρή σημαία ιδίου χρώματος με το λοφίο, την κάπα και την ασπίδα. Όταν δε χρησιμοποιούνταν, η λόγχη προσαρμόζονταν σε μια θήκη στη σέλα, περίπου όπως οι καραμπίνες του σύγχρονου ιππικού. Το τόξο κρέμονταν από τη σέλα όπως και η φαρέτρα. Οι Βυζαντινές σέλες, που περιελάμβαναν και αναβολείς (που αντέγραψαν από τους Αβάρους), αποτέλεσαν μεγάλη πρόοδο σε σχέση με το πρώιμο Ρωμαϊκό ή Ελληνικό ιππικό, που χρησιμοποιούσαν πολύ απλοϊκές σέλες χωρίς αναβολείς ή καθόλου σέλες.

Ακόμη, το Βυζαντινό κράτος ανέδειξε την ιπποτροφία ως προτεραιότητα για την ασφάλεια της χώρας. Εάν δε μπορούσαν να εκτρέψουν αρκετούς ίππους υψηλών προδιαγραφών, θα έπρεπε να τους αγοράσουν ακόμη και από βαρβάρους.

 

Ελαφρύ Ιππικό

Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν διάφορους τύπους ελαφρού ιππικού προς υποστήριξη των καταφράκτων τους, περίπου όπως οι και Ρωμαίοι υποστήριζαν τους λεγεωνάριούς τους με ελαφρύ πεζικό. Λόγω της μακράς εμπειρίας της αυτοκρατορίας, απέφευγαν να στηρίζονται υπερβολικά σε ξένους βοηθητικούς ή μισθοφόρους (με εξαίρεση τη Βαράγγια φρουρά). Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα συνήθως αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από πολίτες και έμπιστους υπηκόους. Η Βυζαντινή στρατιωτική παρακμή κατά τον 11ο αιώνα συμπίπτει με την παρακμή του χωρικού-στρατιώτη, που οδήγησε στην εκτενή χρήση αναξιόπιστων μισθοφόρων.

Εάν υπήρχε μεγάλη ανάγκη ελαφρού ιππικού, η Κωνσταντινούπολη θα στρατολογούσε επιπλέον τοξότες, θα τους προμήθευε με άλογα και θα τους εκπαίδευε ως Ιπποτοξότες. Όταν η χρήση ξένου ελαφρού ιππικού ήταν αναπόφευκτη, οι Βυζαντινοί προτιμούσαν να στρατολογούν από τις νομαδικές φυλές της Στέπας, όπως Σαρμάτες, Σκύθες, Πεσενέγους, Χαζάρους ή Κουμάνους. Περιστασιακά, στρατολογούσαν κι από τους αντιπάλους τους, όπως Βούλγαρους, Αβάρους, Μαγυάρους ή Σελτζούκους. Οι Αρμένιοι επίσης εκτιμούνταν σαν ελαφροί ιππείς.

Το ελαφρύ ιππικό χρησιμοποιούνταν κυρίως για αναγνώριση και αψιμαχίες. Ακόμη χρησίμευαν για δίωξη του αντιπάλου ελαφρού ιππικού που ήταν πιο γρήγορο από τους Καταφράκτους. Το ελαφρύ ιππικό ήταν πιο εξειδικευμένο από τους καταφράκτους, αποτελούμενο είτε από τοξότες και σφενδονίτες (ψιλοί ιππευτές) είτε λογχοφόροι και ακοντιστές (ψιλοί καταφράκτες). Οι διάφοροι τύποι ελαφρού ιππικού, ο εξοπλισμός και η προέλευσή τους ποίκιλαν ανάλογα με την εποχή και τις περιστάσεις.

Οργάνωση και Σχηματισμοί Ιππικού

Οι Βυζαντινοί ιππείς και οι ίπποι τους ήταν άψογα εκπαιδευμένοι και ικανοί να εκτελούν περίπλοκους ελιγμούς. Αν κι ένα μέρος των Καταφράκτων φαίνεται πως ήταν αποκλειστικά λογχοφόροι ή τοξότες, οι περισσότεροι είχαν και λόγχη και τόξο. Η κύρια τακτική μονάδα τους ήταν το Νούμερο (λέγονταν και Αριθμός ή Μπάντα) 300-400 ανδρών. Το αντίστοιχο της παλαιάς Ρωμαϊκής Κοόρτεος και του σύγχρονου τάγματος, τα Νούμερα συνήθως παρατάσσονταν με βάθος 8-10 ζυγών, σαν ένα είδος έφιππης Φάλαγγας. Οι Βυζαντινοί αναγνώριζαν πως αυτός ο σχηματισμός ήταν λιγότερο ευέλικτος για το ιππικό απ’ ότι για το πεζικό, αποδέχονταν όμως το αντίτιμο αυτό σε αντάλλαγμα για τα μεγάλα φυσικά και ψυχολογικά πλεονεκτήματα που προσέφερε το βάθος.

Όταν οι Βυζαντινοί έπρεπε να εκτελέσουν μετωπική έφοδο ενάντια σε μια ισχυρή παράταξη πεζικού, προτιμούσαν το σχηματισμό της σφήνας. Κάθε Νούμερο Καταφράκτων σχημάτιζε μια σφήνα 400 περίπου ανδρών σε 8-10 ζυγούς, κλιμακωτά αυξανόμενου πλάτους. Οι πρώτοι τρεις ζυγοί ήταν οπλισμένοι με λόγχη και τόξο, ενώ οι υπόλοιποι με λόγχη κι ασπίδα. Ο πρώτος ζυγός συνίστατο από 25 στοιχεία, ο δεύτερος από 30, ο τρίτος από 35 και οι υπόλοιποι από 40, 50, 60 κτλ προσθέτοντας δέκα σε κάθε ζυγό.

Κατά την έφοδο, οι πρώτοι τρεις ζυγοί έριχναν βέλη για να προκαλέσουν κενό στην εχθρική παράταξη και κατόπιν, στα 100 περίπου μέτρα από τον εχθρό, αναλάμβαναν το κοντάριον και επιτίθονταν με μέγιστη ταχύτητα, ακολουθούμενοι από το υπόλοιπο Νούμερο. Συχνά αυτές οι έφοδοι κατέληγαν με τον εχθρό να τρέπεται σε φυγή, οπότε το πεζικό προωθούνταν για να εξασφαλίσει την περιοχή και να επιτρέψει τη σύντομη ανάπαυση και αναδιοργάνωση του ιππικού.

 

Τακτική και Στρατηγική Ιππικού

Όπως και το πεζικό, οι Κατάφρακτοι επέλεγαν τακτικές και εξοπλισμό ανάλογα με τον εχθρό που αντιμετώπιζαν. Σε μια τυπική παράταξη, τέσσερα Νούμερα αναπτύσσονταν γύρω από τις γραμμές του πεζικού.

Ένα σε κάθε κέρας κι από ένα ακόμη πίσω δεξιά και πίσω αριστερά. Έτσι τα Νούμερα του ιππικού όχι μόνο προστάτευαν τα πλευρά και καιροφυλακτούσαν προς υπερκερασμό του αντιπάλου αλλά αποτελούσαν παράλληλα την οπισθοφυλακή και την εφεδρεία.

Οι Βυζαντινοί γενικά προτιμούσαν να χρησιμοποιούν το ιππικό για υπερκερασμό και περικύκλωση του εχθρού, αντί για μετωπικές επιθέσεις και σχεδόν πάντα, οι επιθέσεις τους προπαρασκευάζονταν και υποστηρίζονταν από τοξοβολία. Οι πρώτοι ζυγοί ξεκινούσαν με το τόξο και συνέχιζαν με τη λόγχη, ενώ οι επερχόμενοι ζυγοί τους κάλυπταν τοξεύοντας τον εχθρό από πάνω τους.

Αυτός ο συνδυασμός τοξοβολίας και κρούσης έφερνε τον αντίπαλο σε μειονεκτική θέση. Εάν πύκνωναν τις τάξεις τους για να αμυνθούν καλύτερα απέναντι στα Κοντάρια, εκτίθονταν περισσότερο στον καταιγισμό από βέλη κι αν αραίωναν για να αποφύγουν τα βέλη, διευκόλυναν το έργο των λογχοφόρων στο να διασπάσουν λεπτότερες γραμμές. Πολλές φορές η τοξοβολία και η έναρξη μιας επίθεσης ήταν αρκετά για να διαλύσουν τον εχθρό χωρίς να χρειαστεί εκ του συστάδην μάχη.
Μια αγαπημένη τακτική ενάντια σε ισχυρό εχθρικό ιππικό περιελάμβανε προσποιητή υποχώρηση και ενέδρα. Τα Νούμερα στις πτέρυγες θα επιτίθονταν στους αντιπάλους ιππείς, θα έκαναν αναστροφή και θα τόξευαν κατά του αντιπάλου καθώς θα υποχωρούσαν (το Πάρθιον Βέλος).

Αν το εχθρικό ιππικό δεν τους ακολουθούσε, θα συνέχιζαν να τους παρενοχλούν με βέλη μέχρι να τους καταδιώξουν. Φτάνοντας κοντά στις Βυζαντινές γραμμές, τα Νούμερα της οπισθοφυλακής θα επιτίθονταν στο εχθρικό ιππικό που θα εξαναγκάζονταν να σταματήσει την καταδίωξη και να αντιμετωπίσει αυτή τη νέα αναπάντεχη απειλή, μα τότε τα υποχωρούντα Νούμερα θα ανέστρεφαν και θα επιτίθονταν ολοταχώς κατά των πρώην διωκτών τους. Ο εξασθενημένος εχθρός, περικυκλωμένος από τους καταφράκτους που πριν καταδίωκε θα διαλύονταν. Τότε τα Νούμερα της οπισθοφυλακής που είχαν ενεδρεύσει το εχθρικό ιππικό, θα προωθούνταν για να υπερφαλαγγίσουν εκατέρωθεν τον απροστάτευτο εχθρό.

Αυτή η τακτική είναι παρόμοια με εκείνη που εφάρμοσε ο Ιούλιος Καίσαρ στα Φάρσαλα το 48 π.Χ., όταν το συμμαχικό του ιππικό χρησιμοποιήθηκε σαν δόλωμα για να παρασύρει το υπέρτερο ιππικό του Πομπήιου σε μιαν ενέδρα έξι επίλεκτων Κοόρτεων της εφεδρικής «Τετάρτης Γραμμής» του. Το Αραβικό και Μογγολικό ιππικό επίσης θα χρησιμοποιούσαν παραλλαγές της τακτικής αυτής αργότερα με μεγάλη επιτυχία ενάντια σε υπεράριθμο και βαρύτερα οπλισμένο εχθρό. Ενάντια σε αντιπάλους όπως οι Βάνδαλοι ή οι Άβαροι, με ισχυρό βαρύ ιππικό, το ιππικό αναπτύσσονταν πίσω από το βαρύ πεζικό, που αναμετρούνταν πρώτο με τον εχθρό. Θα προσπαθούσαν να ανοίξουν ένα χάσμα στην εχθρική παράταξη, στο οποίο θα επιτίθονταν κατόπιν το ιππικό.

Βυζαντινή Τέχνη του Πολέμου

Αιώνες πολέμου επέτρεψαν στους Βυζαντινούς να γράψουν πολλές πραγματείες πάνω στα πρωτόκολλα του πολέμου, που τελικά περιείχαν στρατηγικές για την αντιμετώπιση των παραδοσιακών εχθρών της αυτοκρατορίας. Μέσα από αυτά τα εγχειρίδια η σοφία των προηγούμενων γενεών έφτασε στις νέες γενεές στρατιωτικών ηγετών. Ένα τέτοιο εγχειρίδιο, τα φημισμένα Τακτικά του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού, προσφέρει οδηγίες για την αντιμετώπιση διάφορων εχθρών. Έτσι:

• Οι Φράγκοι και οι Λομβαρδοί χαρακτηρίζονταν σαν βαρύ ιππικό, που σε μια μετωπική έφοδο μπορούσαν να καταστρέψουν τον αντίπαλο. Έτσι συνίστατο να αποφεύγεται η ευθεία αντιπαράθεση μαζί τους. Το εγχειρίδιο ωστόσο σημείωνε πως πολεμούσαν χωρίς πειθαρχεία, με ελάχιστη ή καμία τάξη και γενικά δε συνήθιζαν να εκτελούν αναγνωρίσεις. Ακόμη, δεν οχύρωναν τους νυκτερινούς καταυλισμούς τους.

Ο Βυζαντινός στρατηγός ως εκ τούτου προτρέπονταν να πολεμήσει ένα τέτοιον αντίπαλο μάλλον με μια σειρά από ενέδρες και νυκτερινές εφόδους. Εάν υποχρεώνονταν σε μάχη, θα έπρεπε να προσποιηθεί υποχώρηση, παρασύροντας τους ιππότες να κυνηγήσουν το υποχωρούντα του στρατεύματα, προκειμένου να τον οδηγήσουν σε ενέδρα.

• Οι Μαγυάροι και Πατσινάκες ήταν γνωστό πως πολεμούσαν σε μικρές ομάδες ελαφρού ιππικού, οπλισμένοι με τόξο, ακόντιο καιπάλα καθώς και πως ήταν επιδέξιοι στις ενέδρες και την ανίχνευση. Στη μάχη, αναπτύσσονταν σε μικρές διασκορπισμένες ομάδες που παρενοχλούσαν την αντίπαλη παράταξη, επιτιθέμενοι μόνον εάν έβρισκαν κάποιο αδύνατο σημείο. Ο στρατηγός συμβουλεύονταν να παρατάξει τους πεζούς τοξότες του στην πρώτη γραμμή.

Τα μεγάλα τους τόξα είχαν ανώτερη εμβέλεια από αυτά των ιππέων κι έτσι μπορούσαν να τους κρατήσουν σε απόσταση. Όταν, φθαρμένοι από τα Βυζαντινά βέλη, προσπαθούσαν να πλησιάσουν στην εμβέλεια των τόξων τους, θα τους αναλάμβανε το Βυζαντινό βαρύ ιππικό. μπορούσαν εύκολα να εξουδετερωθούν από το βαρύ ιππικό.

• Οι Σαρακηνοί θεωρούνταν ως οι πιο επίφοβοι αντίπαλοι, όπως σημειώνει ο Λέων στ’: «Από όλους τους εχθρούς μας, αυτοί φάνηκαν οι πιο συνετοί στην υιοθέτηση των μεθόδων και πολεμικών τακτικών μας και συνεπώς είναι οι πλέον επικίνδυνοι». Κατά την εποχή του Λέοντα ΣΤ’ (886-912 μ.Χ.) είχαν ήδη θεσπίσει μέρος του οπλισμού και των τακτικών του Βυζαντινού στρατού.

Το πεζικό τους όμως κρίνονταν από τον Λέοντα στ’ σαν ένας κακοεξοπλισμένος όχλος που δεν μπορούσε να συγκριθεί με το αντίστοιχο Βυζαντινό. Κι ενώ το Σαρακηνό ιππικό θεωρούνταν άριστης ποιότητας, στερούνταν της πειθαρχίας κι οργάνωσης των Βυζαντινών, που μ’ ένα συνδυασμό ιπποτοξοτών και βαρέως ιππικού αποτελούσαν μια θανάσιμη απειλή για το ελαφρύ ιππικό των Σαρακηνών.

Βαριές ήττες πέρα από την οροσειρά του Ταύρου ανάγκασαν τους Σαρακηνούς να περιοριστούν σε επιδρομές λεηλασίας αντί να αναζητούν τη μόνιμη κατάκτηση. Εισβάλλοντας από κάποιο πέρασμα, οι ιππείς τους διέτρεχαν τα Βυζαντινά εδάφη με καταπληκτική ταχύτητα.

Ο Βυζαντινός στρατηγός έπρεπε να συγκεντρώσει αμέσως μια δύναμη ιππικού από τα κοντινότερα Θέματα και να καταδιώξει τον εισβολέα. Μια τέτοια δύναμη ίσως να ήταν υπερβολικά μικρή για να απειλήσει τους επιδρομείς μα θα απέτρεπε σε μικρά αποσπάσματα λεηλατητών να αποκολληθούν από τον κύριο κορμό του στρατού τους. Στο μεταξύ, ο κύριος Βυζαντινός στρατός θα συγκεντρώνονταν από όλη τη Μικρά Ασία και θα συναντούσε τον εισβολέα στο πεδίο της μάχης.
Άλλη τακτική ήταν να κλείσουν την οδό υποχώρησής τους από τα περάσματα.

Το Βυζαντινό πεζικό έπρεπε να ενισχύσει τις φρουρές των οχυρών που φύλαγαν τις στενωπούς και το ιππικό θα καταδίωκε τους εισβολείς, απωθώντας τους σε στενές κοιλάδες όπου δε θα είχαν χώρο για ελιγμούς μάχης και όπου θα ήταν εύκολη λεία για τους Βυζαντινούς τοξότες.

Μία τρίτη τακτική ήταν η αντεπίθεση σε εδάφη Σαρακηνών αφού κάτι τέτοιο συχνά θα ανάγκαζε τον εισβολέα να επιστρέψει για να υπερασπιστεί τα σύνορά του. Ο Νικηφόρος Φωκάς αργότερα θα προσέθετε στο δικό του εγχειρίδιο ότι εάν έφταναν τον εισβολέα μόνον κατά την υποχώρησή του, φορτωμένο με λάφυρα, το πεζικό του στρατεύματος θα έπρεπε να τους επιτεθεί κατά τη νύχτα από τρεις πλευρές, αφήνοντας τη μόνη οδό διαφυγής προς την κατεύθυνση της χώρας τους. Η πιθανότερη αντίδρασή τους θα ήταν να υποχωρήσουν ολοταχώς αντί να πολεμήσουν για να κρατήσουν τα λάφυρά τους.

Τακτικές Ελιγμών του Βυζαντινού Στρατού

Ένα από τα απρόσμενα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσει στρατιωτικά ένα κράτος, είναι η μετατροπή ενός συμμάχου του σε αντίπαλο. Τέτοιου είδους περιστατικά αναγκάζουν τους στρατηγικούς σχεδιασμούς να διατηρούν δυνάμεις σε πιθανά προβληματικά σημεία, δεσμεύοντας πόρους και δυνάμεις.

Από την άλλη, πολλές φορές μία κατάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί με περιορισμένα διαθέσιμα μέσα. Την ίδια στιγμή υποχρεώσεις σε άλλα μέτωπα, πιέζουν για την διάθεση έμψυχου και άψυχου υλικού. Όταν η ζυγαριά που ζυγίζει διαθέσιμους πόρους και υποχρεώσεις γέρνει από το βάρος των υποχρεώσεων, συνήθως περιορίζονται οι δεύτερες.

Αλλά στο Βυζάντιο δεν ίσχυε αυτό. Ως αυτοκρατορία με υπερχιλιετή ζωή, αντιμετώπισε πλήθος αντιπάλων σε πολυμέτωπο αγώνα. Τις περισσότερες φορές δεν είχε καν τα μέσα για να υπερασπιστεί τα εδάφη της. Ο στρατός της στις καλύτερες των περιπτώσεων δεν ξεπερνούσε τους 140.000 χιλιάδες άνδρες. Παρουσιάζει λοιπόν, ενδιαφέρον να δούμε πως ανταπεξέρχονταν οι Βυζαντινοί στις ανάγκες, με τα μέσα που είχαν στην διάθεσή τους.

Μερικά βυζαντινά στρατιωτικά εγχειρίδια (Τακτικά) έχουν φθάσει μέχρι τις μέρες μας. Σε σχεδόν κανένα από αυτά δεν μελετούνται μέθοδοι επιθετικού πολέμου. Η προσοχή και τα στρατηγήματα ήταν το σήμα κατατεθέν του βυζαντινού στρατού. Το στρατήγημα που προτιμούσαν ήταν αυτό που καλούσαν τακτική ελιγμών αποφυγής. Κάτι αντίστοιχο στα σύγχρονα στρατιωτικά δόγματα αφορά τακτικές ανταρτοπολέμου ή μη συμβατικού πολέμου. Αλλά οι Βυζαντινοί ενσωμάτωσαν αυτές τις τακτικές στον τακτικό στρατό τους καθώς και το είδος των επιχειρήσεων που στις μέρες μας εκτελούν τα κομάντο.

Ο εχθρός έπρεπε να παρενοχλείται και ν’ αποκόπτεται. Παραπλανητικές υποχωρήσεις, νυχτερινές επιθέσεις, ενέδρες και προσποιήσεις ήταν στάνταρ διαδικασία. Κάθε στρατηγός που ρίσκαρε το πιο πολύτιμο αγαθό της αυτοκρατορίας –τους άριστα εκπαιδευμένους στρατιώτες της – σε ανοικτή μάχη, σύντομα απαλλάσσονταν από τα καθήκοντά του.

Οι τακτικές ελιγμών ήταν απλές στην θεωρία αλλά δύσκολες στην εκτέλεση. Ο ιστορικός Θεοφάνης περιγράφει μια τυπική αμυντική τακτική:

«Έτος 778/9 μ.Χ. Το έτος αυτό ο Μαδί, ηγέτης των Αράβων, πολύ θυμωμένος, έστειλε τον Ασά με μεγάλη δύναμη μαυροφόρων, Σύριων και Μεσοποταμίων και έφθασαν μέχρι το Δορύλαιο. Ο βασιλιάς διέταξε τους στρατηγούς να μην κάνουν ανοικτό πόλεμο, αλλά να ασφαλίσουν τα κάστρα εγκαθιστώντας σε αυτά φρουρούς. Διόρισε και υψηλόβαθμους αξιωματικούς σε κάθε κάστρο και τους έδωσε οδηγίες να πάρουν τρεις χιλιάδες επίλεκτους άνδρες και να ακολουθήσουν τους Άραβες προκειμένου να τους εμποδίσουν να προβούν σε λεηλασίες, καίγοντας εκ των προτέρων τις βοσκές των αλόγων και όσες άλλες προμήθειες μπορούν να βρεθούν. Αφού οι Άραβες παρέμειναν 15 ημέρες στο Δορύλαιο, τους έλειψαν τα απαραίτητα και τα άλογά τους πεινούσαν και χάθηκαν πολλά από αυτά. Εκείνοι γυρνώντας πίσω πολιόρκησαν το Αμόριο για μια μέρα, αλλά βρίσκοντάς το οχυρωμένο και καλά οπλισμένο αποσύρθηκαν χωρίς να πετύχουν τίποτα».

Αυτές οι τακτικές είναι εντελώς αντίθετες με όσα η κοινή λογική απαιτεί από τις συνοριακές φρουρές – να συγκρατήσουν τον επιτιθέμενο μέχρι να φθάσει ο κύριος στρατός να ενισχύσει και ν’ αρχίσει η αντεπίθεση. Όταν χρησιμοποιούνται τακτικές ελιγμών, το κύριο εκστρατευτικό σώμα παραμένει στο στρατόπεδο ενώ ένα ισχυρό απόσπασμα παρακολουθεί τον εχθρό κατά πόδας, με σκοπό να αποτρέψει λεηλασίες και καταστροφές. Βάλει τα μετόπισθεν του εχθρού μέχρι οι εισβολείς ν’ αναγκαστούν ν’ αποχωρήσουν λόγω έλλειψης εφοδιασμού.

Η τακτική ελιγμών επέτρεψε στον εχθρό να εκστρατεύσει χωρίς αναμετρήσεις στην βυζαντινή επικράτεια, κάτι που παρουσίαζε δυσχέρειες για τους χωρικούς των υπό επίθεση περιοχών. Αλλά οι άνθρωποι αυτοί έβρισκαν καταφύγιο στα οχυρωμένα φρούρια, και ο επαγγελματικός στρατός του Βυζαντίου ήταν εκπαιδευμένος στο να παίρνει πίσω τις λείες από τους βεβαρημένους στρατιώτες του εχθρού.

Η βυζαντινή τακτική δεν προέβλεπε την αποτροπή του εχθρού στο να διασχίσει τα σύνορα, ούτε να τον καταστρέψει μετά την είσοδο. Αντίθετα, η πρόθεση των Βυζαντινών ήταν να ανεβάσουν το κόστος της εισβολής τόσο ψηλά ώστε ο εχθρός να ψάξει την λεία του αλλού την επόμενη φορά. Οι Βυζαντινοί μάχονταν τον εχθρό τους όπως ο ταυρομάχος τον ταύρο – έκαναν στην άκρη όταν επιτίθονταν, ώστε να τον καρφώσουν καθώς περνούσε.

Οι εχθροί του Βυζαντίου είχαν νιώσει στην σάρκα τους την αποτελεσματικότητα των στρατηγικών ελιγμών του. Ο ιστορικός Προκόπιος κατέγραψε πως ο Πέρσης Σάχης Χοσρόης έστειλε πρεσβευτές στον στρατηγό Βελισάριο το 542 μ.Χ., υποτίθεται για να διαπραγματευτούν ειρήνη, αλλά στην πραγματικότητα για να κατασκοπεύσουν την δύναμη του βυζαντινού στρατού. Ο Βελισάριος αντιλήφθηκε τις πραγματικές προθέσεις του Χοσρόη, και εκτέλεσε το εξής τέχνασμα.

Έβαλε τους άνδρες του ν’ ανάψουν αμέτρητο πλήθος από εστίες φωτιάς, κράτησε ενεργά όλα τα φυλάκια, και προσποιήθηκε αυτοπεποίθηση μπροστά στους Πέρσες απεσταλμένους. Κατάφερε να τους πείσει ότι είχε διακόψει τις γραμμές ανεφοδιασμού τους. Ο Χοσρόης ανήσυχος όχι διότι φοβόταν την αναμέτρηση με τον Βελισάριο αλλά την έλλειψη ανεφοδιασμού αναγκάστηκε να γυρίσει στην Περσία. Ας δούμε πως περιγράφει ο Προκόπιος την επιτυχία αυτή του Βελισάριου:

Ρωμαίοι δε Βελισάριον ἐν εὐφημίαις εἶχον, μᾶλλόν τε σφίσιν ὁ ἀνήρ ἐν τούτω εὐδοκιμῆσαι τῶ ἔργω ἐδόκει ἤ ὅτε Γελίμερα δορυάλωτον ἤ τόν Οὐίτιγγιν ες Βυζάντιον ἤνεγκεν. ἦν γάρ ὡς άληθῶς λόγου καί ἐπαίνου πολλοῦ ἄξιον, πεφοβημένων μεν κἀν τοῖς ὀχυρώμασι κρυπτομένων Ρωμαίων ἁπάντων, Χοσρόου δέ στρατῶ μεγάλω ἐν μέση γεγονότος Ρωμαίων ἀρχῆ, ἄνδρα στρατηγόν ξύν ὀλίγοις τισί δρόμω ὀξεῖ έκ Βυζαντίου ἥκοντα ἀπ’ ἐναντίας τοῦ Περσῶν βασιλέως στρατοπεδεύσασθαι, Χοσρόην δέ ἐκ τοῦ ἀπροσδοκήτου, ἤ καί τισιν ἐξαπατηθέντα σοφίσμασιν, ἐπίπροσθεν μηκέτι χωρῆσαι, ἀλλά τῶ μέν ἔργῳ φυγεῖν, λόγῳ δέ τῆς ειρήνης ἐφίεσθαι.

Τεχνάσματα, όπως αυτό που εφάρμοσε ο Βελισάριος, συνιστώνται από τα βυζαντινά πολεμικά εγχειρίδια. Ένα τέτοιο στρατήγημα προέβλεπε να ντύνονται οι στρατιώτες ως χωρικοί ή γυναίκες και να μεταφέρουν ζώα, με σκοπό να παρασύρουν τους αντιπάλους να τους ακολουθήσουν για να αρπάξουν τα ζώα. Τότε οι Βυζαντινοί προσποιούνταν φυγή και παρέσερναν τους εχθρούς τους σε μια καλοστημένη παγίδα.

Οι τακτικές ελιγμών έδιναν ένα ψυχολογικό πλεονέκτημα στους Βυζαντινούς, ανεβάζοντας το ηθικό του στρατού και ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των στρατιωτών στον διοικητή τους. Το να υποχωρούν μπροστά σε ισχυρό εχθρό και να επανακάμπτουν από πλεονεκτικότερη θέση ανέβαζε την βιωσιμότητα των στρατιωτών σε σύγκριση με συναδέλφους τους σε αντίπαλα στρατεύματα. Σίγουροι ότι οι ζωές τους δεν θα αναλωθούν σε αιματηρές και μάταιες επιθέσεις είχαν χαμηλά ποσοστά λιποταξιών και ήταν πιο πρόθυμοι να υπακούουν στους στρατηγούς. Αυτή η εμπιστοσύνη ήταν απαραίτητη ώστε οι προσποιητές υποχωρήσεις να μην μετατραπούν σε πραγματικές.

Οι περισσότεροι αντίπαλοί τους γνώριζαν ότι αυτές οι υποχωρήσεις ήταν ψεύτικες, αλλά αυτή η γνώση δεν ήταν πάντα χρήσιμη. Κατά την διάρκεια μιας εκστρατείας ενάντια σε έναν κατά πολύ μεγαλύτερο περσικό στρατό υπό την διοίκηση του Σαρβαραζά, ο Ηράκλειος διαίρεσε το στράτευμά του και επιτέθηκε με το μικρότερο τμήμα, ενώ το υπόλοιπο τμήμα είχε καταλάβει ψηλότερες θέσεις έχοντας υπερκεράσει την περσική παράταξη.

Όταν ο Ηράκλειος ενημερώθηκε για την ολοκλήρωση της κυκλωτικής κίνησης, διέταξε υποχώρηση. Οι Πέρσες κατάλαβαν ότι επρόκειτο για ψεύτικη υποχώρηση και κράτησαν τις θέσεις τους. Έτσι όμως έδωσαν την ευκαιρία στο τμήμα που προσποιήθηκε υποχώρηση, να ολοκληρώσει και αυτό ανενόχλητο την κυκλωτική κίνηση, να ενωθεί με τον υπόλοιπο στρατό και να πέσουν στα νώτα των Περσών.

Σε αυτή την περίπτωση το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν η απόκρυψη των κινήσεων της κύριας δύναμης του βυζαντινού στρατού. Ο Σαρβαραζάς πίστεψε ότι οι Βυζαντινοί προσποιούνταν υποχώρηση για να τον οδηγήσουν σε ενέδρα και πραγματικά έτσι ήταν. Για να πέσει όμως στην ενέδρα ο Σαρβαραζάς έπρεπε να παραμείνει ακίνητος, όπως και έπραξε, αποφασίζοντας να μην καταδιώξει τους αντιπάλους. Όταν ανακάλυψε το λάθος του διέταξε υποχώρηση εγκαταλείποντας το στρατόπεδο και τις προμήθειές του στα χέρια του Ηράκλειου.

Αργότερα, τον Ιανουάριο του 623 μ.Χ., ο Ηράκλειος ενημερώθηκε για μια περσική ενέδρα στον ποταμό Άλυ και εσκεμμένα οδήγησε ένα μικρό τμήμα του στρατού του εκεί. Όταν οι Πέρσες ξεχύθηκαν από τις καμουφλαρισμένες θέσεις τους για να επιτεθούν στον Ηράκλειο, το βυζαντινό ιππικό εμφανίσθηκε από τα γύρω βουνά, έπεσε πάνω στους Πέρσες και τους κατέκοψε. Τότε ο Ηράκλειος επιτέθηκε και στην κύρια περσική δύναμη, για ν’ ανακαλύψει ότι ο Σαρβαραζάς γι’ ακόμη μια φορά υποχώρησε, συγκλονισμένος από την αποτυχία του δικού του τεχνάσματος.

Οι ελιγμοί πάντα πραγματοποιούνταν είτε στα νώτα είτε στα μετόπισθεν του εχθρού, χωρίς να έχει σημασία σε τι απόσταση. Παρά την σπανιότητα των μαρτυριών, είναι γενικά αποδεκτό ότι οι Βυζαντινοί οργάνωναν συγκεκαλυμμένες επιχειρήσεις και δολιοφθορές πίσω από τις εχθρικές γραμμές. Μια τέτοιου είδους επιχείρηση έγινε στην βανδαλοκρατούμενη Β. Αφρική, όπου ο Ιουστινιανός έστειλε 120 επίλεκτους άνδρες να στήσουν επαναστατικό δίκτυο υποστήριξης στην απόβαση του Βελισάριου το 533 μ.Χ. Άλλη παρόμοια επιχείρηση πραγματοποιήθηκε από τους Βυζαντινούς στην Σικελία πριν από τον Σικελικό Εσπερινό μεταξύ 1282-1302.

Έχει αποδειχθεί ότι οι Βυζαντινοί χρηματοδότησαν και βοήθησαν στην επανάσταση στη Σικελία, καθώς και ενθάρρυναν τον βασιλιά Πέτρο Γ’ της Αραγονίας, να επέμβει στο νησί το 1282, με σκοπό να αποτρέψει τη σχεδιαζόμενη εισβολή του Καρόλου του Ανδεγαυού στην αυτοκρατορική επικράτεια. Κατά την διάρκεια του ξεσηκωμού, 70 πλοία του Καρόλου που είχαν αράξει στο λιμάνι της Μεσσήνης πυρπολήθηκαν το 1283.

Αυτό το κατόρθωμα έχει γραφεί στο ενεργητικό των Σικελών επαναστατών, αν και οι Βυζαντινοί είχαν πολύ περισσότερα να κερδίσουν από την καταστροφή του στόλου. Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι πράκτορες της Κωνσταντινούπολης είχαν παίξει το δικό τους ρόλο στο κάψιμο των πλοίων. Αλλά η επιτυχία αυτών των επιχειρήσεων ολοκληρώνεται όταν όλες αυτές οι πράξεις δολιοφθοράς δείχνουν ως μια σειρά συμπτώσεων, την στιγμή που είναι στρατηγικοί σχεδιασμοί της Κωνσταντινούπολης.

Όλοι όσοι ασχολήθηκαν με την μελέτη της βυζαντινής πολεμικής φιλοσοφίας δέχονται ότι πρόκειται για ενεργή άμυνα. Ακόμη και όταν ενεργούσαν επιθετικές εκστρατείες, εφάρμοζαν στρατηγικές άμυνας για να κερδίζουν τους πολέμους. Ο στόχος ήταν να υπερασπίσουν την επικράτεια, την περιουσία και την ζωή χωρίς όμως το κόστος ενός στρατού. Ο στρατός πολεμούσε αρκετά συχνά ώστε να παραμένει αξιόμαχος και αποτρεπτικός παράγοντας ως φόβητρο των εχθρών, και η εκπαίδευση, η πειθαρχεία και η φήμη του έκοβαν την όρεξη σε κάθε επιθυμία εισβολής.

Οι τεχνικές ελιγμών ισοσκέλιζαν ή και υποσκέλιζαν την αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων. Αν ο βυζαντινός στρατός αποδεκατίζονταν σε μια αποφασιστική μάχη τότε όλη η βυζαντινή επικράτεια θα αφήνονταν έρμαιο στις αρπακτικές διαθέσεις των αντιπάλων και αυτό δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό ως προοπτική. Οι ελιγμοί αποφυγής αρνούνταν στον εισβολέα την αποφασιστική μάχη, ενώ επέτρεπαν στους υπερασπιστές να παρακολουθούν τις κινήσεις του περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να κτυπήσουν, παραμένοντας έτσι παράγοντας που έπρεπε να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη. Έτσι ο εισβολέας έπρεπε να είναι διπλά προσεκτικός διότι είχε να υπολογίσει τον συνδυασμό παρενόχλησης και ρίσκου.

Μια στρατηγική, η οποία θα στηρίζονταν μόνο στην άμυνα δεν ήταν εφικτή ούτε αποδοτική στον επικίνδυνο βαρβαρικό περίγυρο που κύκλωνε την αυτοκρατορία. Επιθετικές ενέργειες έπρεπε να αναλαμβάνονται ώστε να στηρίζονται οι σύμμαχοι και ν’ αποσυντονίζονται οι εχθροί. Τους τελευταίους αιώνες οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν κατά κοινή ομολογία, την τέχνη της πολιτικής σε τέτοιο βαθμό, ώστε αναπλήρωναν έτσι την ανάγκη να στέλνουν στρατιωτικές δυνάμεις σε υπερόριες εκστρατείες.

Δωροδοκίες, διπλές συμφωνίες, καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις, εμπορικά προνόμια και επιρροές, όλα έπαιξαν έναν ρόλο επιθετικής πολιτικής ενάντια στους εν δυνάμει εχθρούς. Έτσι ο στρατός διατηρήθηκε αλώβητος και μαζί με αυτόν και η αυτοκρατορία μέχρι την στιγμή που και ο τελευταίος μεγάλος πολεμιστής της Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος έπεσε μαχόμενος.