Με την Έναρξη του Πολέμου

ΟΙ ΙΤΑΛΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ – Ο ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΔΡΟΜΟΥ ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΚΟΥ “ΕΛΛΗ”

Η Έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Το Σεπτέμβριο του 1939, η Αγγλία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, αντιδρώντας στην παρά τις προειδοποιήσεις τους επίθεση του Χίτλερ στην Πολωνία. Πρόκειται για την υλοποίηση της καθυστερημένης αλλά δυναμικής τους πλέον απόφασης να εναντιωθούν στην επεκτατική πολιτική τόσο της Γερμανίας όσο και του άλλου φασιστικού κράτους της Ευρώπης, της Ιταλίας, πολιτική που πραγματωνόταν με κατάληψη ξένων εδαφών από τα μέσα της δεκαετίας του 1930.

Οι αιτίες του νέου πολέμου ανάγονται, όπως και στην περίπτωση του προηγούμενου, του Α’ Παγκοσμίου, στη διαπάλη των μεγάλων Ευρωπαϊκών κρατών να διανείμουν, το καθένα προς όφελός του, τον πλούτο της εγγύς τους περιφέρειας και των αποικιών. Η ταπείνωση, άλλωστε, και οι δυσβάσταχτες “επανορθώσεις” που επιβλήθηκαν στη Γερμανία με τη λήξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου εξέθρεψαν τη φασιστική ιδεολογία και επιτάχυναν τις εξελίξεις προς το Β’ Παγκόσμιο.

Ο “Πόλεμος Αστραπή” -όπως χαρακτηρίστηκαν οι συνεχόμενες Χιτλερικές νίκες που ακολούθησαν- κατέληξε στην κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης από τους Γερμανούς, ενώ η επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης επισφράγισε τα σχέδια του Χίτλερ για μια ενιαία Ναζιστική Ευρώπη. Όπου επικράτησαν οι Γερμανοί, οι χώρες της Ευρώπης γνώρισαν τη “Νέα Τάξη”, που σήμαινε την πολιτική υποταγή των κατακτημένων κρατών στη Γερμανία, τη στέρηση κάθε ελευθερίας, την οικονομική λεηλασία, την καταδίωξη και εξόντωση των απανταχού στην Ευρώπη Εβραίων και άλλων “ανεπιθύμητων” πληθυσμιακών ομάδων, όπως των Τσιγγάνων.

Από το 1941, με την επίθεση της Ιαπωνίας, του τρίτου συμμάχου του Άξονα, εναντίον του αμερικανικού στόλου στο Περλ Χάρμπορ, η οποία της άνοιξε το δρόμο για την κατάληψη όλης της νοτιοανατολικής Ασίας, η σύρραξη έλαβε παγκόσμιες διαστάσεις. Από το 1942 άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τις δυνάμεις του Άξονα. Οι Σοβιετικοί, με τη νίκη στο Στάλιγκραντ, καθήλωσαν τα γερμανικά στρατεύματα, και προέβησαν σε δυναμική αντεπίθεση, ενώ οι Γερμανοί συντρίφθηκαν και στην Αφρική από τους Συμμάχους.

H συμμαχική απόβαση στην Ιταλία (Ιούλιος 1943) προκάλεσε την πτώση του Μουσολίνι ενώ η απόβαση στη Νορμανδία (Ιούνιος 1944) οδήγησε στην απελευθέρωση της Γαλλίας. Τελικά, στις 8 Μαΐου 1945 η Γερμανία, ισοπεδωμένη και κατακτημένη από τους Συμμάχους, παραδόθηκε. Τον Αύγουστο του 1945 αναγκάστηκε σε παράδοση και η Ιαπωνία, μετά τη ρίψη των ατομικών βομβών από τους Αμερικάνους στις πόλεις της Χιροσίμα και Ναγκασάκι. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, σφραγίζοντας οριστικά μια εποχή και εισάγοντας ολόκληρο τον κόσμο σε μια νέα, βαθιά σημαδεμένη από την εμπειρία του.

 

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ Β’.Π.Π.

 

Το ερώτημα για την αρχή του Πολέμου παρουσιάζει δυσεπίλυτο πρόβλημα, εφόσον δεν προσεγγίζεται εθνοκεντρικά ή έστω Ευρωκεντρικά. Μάθαμε ότι ήταν η 1η Σεπτεμβρίου 1939 – εντούτοις σχεδόν κάθε χώρα, κάθε εθνική μνήμη παραπέμπει σε άλλη ημερομηνία. Στην Κίνα ο συγκεκριμένος πόλεμος ονομάζεται Δεκαπενταετής, επειδή ουσιαστικά άρχισε το 1931 με την Ιαπωνική επίθεση στη Μαντζουρία, που προηγήθηκε της γενικής ανάφλεξης του 1937.

Στο συνέδριο που διοργάνωσε -τον Απρίλιο του 2008 στο Βουχάν -η Εθνική Επιτροπή της Κίνας από κοινού με τη Διεθνή Επιτροπή για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοδολόγηση κάλυψε δύο δεκαετίες: 1931 – 1949, συμπεριλαμβάνοντας δηλαδή και τον Εμφύλιο. Για τη Μαύρη Ήπειρο ο Πόλεμος άρχισε με την ιταλική κατάκτηση της Αιθιοπίας, το 1935 / 36, με την οποία ο Μουσολίνι ήλπιζε να επιταχύνει την Αναγέννηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αφήνουμε απ΄ έξω τη διεθνή εμπλοκή στον Ισπανικό Εμφύλιο (1936 – 1939) και τις προσαρτήσεις της Αυστρίας (1938) και της Αλβανίας (1939) από Γερμανούς και Ιταλούς αντίστοιχα, που σχετίζονταν όλες με τον Μεγάλο Πόλεμο.

Για τους Τσέχους ο Πόλεμος είχε ήδη αρχίσει με την απώλεια της παραμεθόριας Σουδητίας, με τη συνθήκη του Μονάχου το φθινόπωρο του 1938, το αργότερο όμως με τη Γερμανική εισβολή στην Πράγα και την εκβιαστική κατάληψη όλης της χώρας, στις 15 Μαρτίου 1939. Ακριβώς στο άλλο άκρο βρίσκεται η περίπτωση της συγγενικής Σλοβακίας. Εκεί οι μνήμες του 1938 / 39 δεν έχουν τραυματικό χαρακτήρα, αφού σηματοδοτούσαν, πρώτα, την αυτονομία και έπειτα τη δοτή ανεξαρτησία της χώρας «υπό την αιγίδα του Ράιχ».

Έτσι, οι Σλοβάκοι δεν ήταν ποτέ «εμπόλεμοι», και ο νυν αρχιεπίσκοπος της Μπρατισλάβας μνημονεύει δημοσίως τη γενική ευημερία και πρόοδο κατά την «πρώτη ανεξαρτησία της Σλοβακίας» (1939 – 45). Για να είμαστε ακριβείς, η επίσημη ημερομηνία 1η Σεπτεμβρίου 1939 ισχύει μόνο για τη Γερμανία και την Πολωνία, ενδεχομένως και για τους Ελβετούς, οι οποίοι σπανίως παραλείπουν να υπενθυμίσουν ότι από την πρώτη μέρα είχαν διατάξει την επιστράτευση, προφανώς για να τρομάξουν επίδοξους εισβολείς από τον Βορρά.

Για τους Βρετανούς και τους Γάλλους ο Πόλεμος άρχισε -στα χαρτιά- δύο μέρες αργότερα, στις 3 Σεπτεμβρίου, αφού ο Χίτλερ είχε αγνοήσει το τελεσίγραφό τους (να αποσυρθεί η Βέρμαχτ από την Πολωνία). Τους πρώτους μήνες, όσο η Βέρμαχτ ήταν απασχολημένη ανατολικά, ο «κραταιός» Γαλλικός στρατός και το ισχυρό Βρετανικό εκστρατευτικό σώμα άφηναν ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία να δώσουν τέλος στα επεκτατικά σχέδια του Χίτλερ. Αντ΄ αυτού αδρανοποιήθηκαν μοιρολατρικά ώσπου να εκδηλωθεί η Γερμανική επίθεση.

Μόνο τότε, στις 10 Μαΐου 1940, αληθινός πόλεμος άρχισε σε όλο το δυτικό μέτωπο, αφού η Γερμανική εισβολή παραβίασε ταυτόχρονα και την ουδετερότητα της Ολλανδίας, του Λουξεμβούργου και του Βελγίου. Στη Δανία και στη Νορβηγία η Βέρμαχτ είχε εισβάλει ένα μήνα νωρίτερα, στις 9 Απριλίου, μια ημερομηνία που για την πρώτη αποτέλεσε τραυματική εμπειρία, όπως έγινε ευρύτατα αντιληπτό με καθυστέρηση 65 χρόνων. Ενώ η Νορβηγία αντιστάθηκε, η Δανία (με ομολογουμένως χειρότερες γεωστρατηγικές συνθήκες για άμυνα) υπέκυψε στο Γερμανικό τελεσίγραφο.

Κατά συνέπεια, η Δανία παρέμενε «ουδέτερη» και επίσημα δεν τελούσε υπό κατοχή. (Υπενθυμίζεται όμως η στάση του πρεσβευτή της «ουδέτερης» Δανίας στην Αθήνα τα χρόνια του Πολέμου, ο οποίος δεν έκρυβε προς τα πού έκλιναν οι συμπάθειές του. Σε αναφορά του για την Ιταλική εισβολή επισήμανε πικρόχολα ότι ο Μουσολίνι βαυκαλιζόταν και πως οι Έλληνες θα υπέκυπταν αμαχητί, όπως λίγους μήνες πριν η Κοπεγχάγη…). Στην Ελλάδα έχουμε την Εθνική Εορτή στις 28 Οκτωβρίου για να θυμίζει και στη νεολαία ποια μέρα η χώρα μπήκε, με το ”ΟΧΙ” στον Πόλεμο.

Όλες σχεδόν οι άλλες (πράγματι) ουδέτερες χώρες ακολουθούσαν όταν στρατηγικές και πολιτικές σκοπιμότητες συνιστούσαν ή επέβαλλαν την προσχώρηση στο στρατόπεδο των πιθανών νικητών. Ακόμη και η λιλιπούτεια Δημοκρατία του Αγίου Μαρίνου κήρυξε τον πόλεμο στο Ράιχ (στις 21 / 8 / 1944) όταν τα προελαύνοντα συμμαχικά στρατεύματα απέκλειαν πλέον σχεδόν κάθε κίνδυνο. Θα περάσει άλλο ένα εξάμηνο έως ότου η Τουρκία πάρει, την 1 / 3 / 1945, τη μεγάλη απόφαση ενδίδοντας στις απειλές των Συμμάχων πως διαφορετικά δεν θα της επιτρεπόταν η είσοδος στον εκκολαπτόμενο Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.

Νωρίτερα ήδη είχαν ενδώσει τα φιλογερμανικά κράτη της Λατινικής Αμερικής· ως τελευταία ακολούθησε η Αργεντινή (27 / 3 / 1945). Οι δύο κατοπινές υπερδυνάμεις δεν μπήκαν στον Πόλεμο με δική τους πρωτοβουλία, αλλά μόνο όταν δέχτηκαν αιφνιδιαστικές επιθέσεις. Πρώτα ήρθε η σειρά της ΕΣΣΔ και η Γερμανική εισβολή μετέτρεψε -σύμφωνα με την Κομμουνιστική ιστοριογραφία- τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του Πολέμου αυτοστιγμεί σε δίκαιο, αντιφασιστικό, απελευθερωτικό.

Σε αυτή την ωραιοποιημένη εικόνα, ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος άρχισε στις 22 / 6 / 1941 και δεν συμπεριλαμβάνει τις Σοβιετικές εκστρατείες που προηγήθηκαν και που καλύπτονταν από το αμαρτωλό σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ: Μετά το πισώπλατο χτύπημα κατά των Πολωνών (17 / 9 / 1939) που αμύνονταν απεγνωσμένα κατά της Βέρμαχτ, ακολούθησαν, στις 30 / 11 / 1939, η επίθεση κατά της Φινλανδίας που είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξη της ΕΣΣΔ από την έτσι κι αλλιώς ψυχορραγούσα Κοινωνία των Εθνών, και τελικά, το καλοκαίρι του 1940, η εκβιαστική κατάληψη των τριών ουδέτερων Βαλτικών κρατών, της Λιθουανίας, της Λετονίας και της Εσθονίας.

Όσο για τις ΗΠΑ, σύρθηκαν στον Πόλεμο εξαιτίας του Ιαπωνικού αιφνιδιασμού στο Περλ Χάρμπορ (7 / 12 / 1941), ενώ τέσσερις μέρες αργότερα ο Άξονας κήρυξε τον πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες, και όχι αντίστροφα όπως πολλοί νομίζουν, σύμφωνα με τον μύθο που καλλιεργείται από τους κυβερνώντες των ΗΠΑ με σκοπιμότητες που αφορούν σύγχρονη στρατηγική.

ΤΑ ΔΙΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΣΑΝ ΤΗΝ ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ Β’.Π.Π.

Τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, η Ευρώπη βυθιζόταν σ’ έναν φρικτό πόλεμο μετά από την προκλητική απόφαση του Χίτλερ να εισβάλλει στην Πολωνία, σε μια επίδειξη στρατιωτικής ισχύος. Η πολιτική κατευνασμού που ακολουθούσε πιστά τον προηγούμενο ενάμιση χρόνο οι Βρετανία και η Γαλλία απέτυχε κι έτσι οι χώρες αυτές αναγκάστηκαν να κηρύξουν με τη σειρά τους τον πόλεμο στη Γερμανία, ώστε να ανακόψουν την ορμή του Χίτλερ.

Όπως κάθε πόλεμος, έτσι και τότε, η κήρυξη του πολέμου συνοδεύτηκε από διαγγέλματα των ηγετών των εμπλεκομένων κρατών. Στις 1 Σεπτεμβρίου 1939, ο Χίτλερ εμφανίστηκε στο Γερμανικό κοινοβούλιο, που ουσιαστικά είχε καταλυθεί και είχε καταστεί μονοκομματικό, προκαλώντας όχι μόνο τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και τους Γερμανούς πολίτες, που διαφωνούσαν με τα σχέδιά του:

Διάγγελμα Αδόλφου Χίτλερ

“Εδώ και μήνες υποφέρουμε όλοι το μαρτύριο, το οποίο επιβλήθηκε από το πρόβλημα που είναι δώρο της συνθήκης των Βερσαλλιών. Το πρόβλημα αυτό είναι, εν τούτοις, αφόρητο, για εμάς. Το Δάντσιγκ, ο Διάδρομος ήταν και είναι Γερμανικά. Οφείλουν τον πολιτισμό τους στο Γερμανικό λαό, χωρίς τον οποίο θα βρίσκονταν σε βάρβαρη κατάσταση. Το Δάντσιγκ και ο Διάδρομος χωρίστηκαν, εν τούτοις, από το Ράιχ μαζί με άλλες περιφέρειες και οι Γερμανικές μειονότητες υποβλήθηκαν σε διώξεις και ταπεινώσεις. Πάνω από ένα εκατομμύριο Γερμανοί αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους το 1920.

Όπως πάντοτε, έτσι και στην περίπτωση του Δάντσιγκ, προσπάθησα να μεταβάλλω την κατάσταση μέσω της ειρηνικής οδού. Είναι ψέμα ότι εκείνοι που υπαγόρευσαν τη συνθήκη των Βερσαλλιών είχαν τη διάθεση να την αναθεωρήσουν. Επί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, πριν την εγκατάσταση του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, είχαν όλο το διαθέσιμο χρόνο για να το κάνουν. Από τότε που ανέλαβα την εξουσία, υπέβαλα πλήθος προτάσεων και σχεδίων για την αναθεώρηση της αφόρητης κατάστασης.


Όλα απέβησαν μάταια. Όλες οι προτάσεις μου απορρίφθηκαν. Είναι αδύνατον, κατόπιν τούτου, να μας επιρρίψουν σήμερα τη μομφή ότι παραβιάζουμε ένα νόμο, επειδή ενεργούμε εναντίον της συνθήκης των Βερσαλλιών. Η συνθήκη αυτή ουδέποτε υπήρξε για εμάς τους Γερμανούς νόμος. Υπαγορεύτηκε με το περίστροφο στο χέρι σ’ ένα λαό πεινασμένο. Έτσι συντάχθηκε το έγγραφο αυτό, το οποίο μοναδικό σκοπό είχε να καταπιέσει εκατομμύρια ανθρώπους και σήμερα διακηρύσσεται ως επίσημος νόμος.


Ότι το ζήτημα του Δάντσιγκ και του Διαδρόμου έπρεπε να λυθεί, δεν έχω καμία αμφιβολία. Υπέβαλα νόμιμα προτάσεις για το σκοπό αυτό και το διακηρύσσω ενώπιον ολόκληρου του κόσμου ότι μόνο εγώ ήμουν σε θέση να υποβάλω αυτού του είδους τις προτάσεις. Πολλά εκατομμύρια Γερμανών ξεσηκώθηκαν εναντίον των προτάσεων μου αυτών. Κι όμως, οι προτάσεις μου απορρίφτηκαν. Σε απάντησή τους ήρθαν η επιστράτευση, τρομοκρατία, καταπιέσεις, στραγγαλισμοί. Οι Πολωνοί ανέλαβαν αγώνα εναντίον της Ελεύθερης Πόλης. Επί τέσσερις μήνες παρακολουθούσα ήρεμα την κατάσταση. Όμως προειδοποίησα.


Ακόμη, πριν από τρεις εβδομάδες, δήλωσα στον πρεσβευτή της Πολωνίας ότι αν εξακολουθούσαν τα τελεσίγραφα και οι καταπιέσεις και αν συνεχιστεί η προσπάθεια οικονομικού μαρασμού του Δάντσιγκ, δεν θα μπορέσω να παραμείνω θεατής, χωρίς να δράσω. Δεν του άφησα την παραμικρή αμφιβολία ότι η σημερινή Γερμανία δεν πρέπει να θεωρείται ως η Γερμανία των Βερσαλλιών. Απάντησαν ότι τα μέτρα εναντίον της Γερμανικής μειονότητας ελήφθησαν ως συνέπεια της προκλητικής της στάσης. Προκάλεσαν τα παιδιά και οι γυναίκες; Με σαδιστική μανία κακοποιήθηκαν και σκοτώθηκαν. Δεν είναι δυνατόν να συνεχισθεί αυτή η κατάσταση”.

Στη συνέχεια, ο Χίτλερ αναφέρθηκε στις μεσολαβητικές προσπάθειες της Μεγάλης Βρετανίας το προηγούμενο διάστημα τονίζοντας σε κάποιο σημείο ότι:

“Αν η απόφασή μου αυτή θίγει κατά την άποψη των δυτικών δυνάμεων τα συμφέροντά τους, λυπάμαι πολύ γι’ αυτό, αλλά δεν θα με κάνει να διστάσω ούτε ένα δευτερόλεπτο”. 

Ευχαρίστησε την Ιταλία, επειδή υποστήριξε τη γερμανική εισβολή και αποκάλυψε την υπογραφή προ συμφώνου μη επίθεσης, που είχε υπογραφεί με τη Σοβιετική Ένωση προ λίγων ημερών. Και συνέχισε:

“Ιδού οι αποφάσεις μου: 

1) Το Δάντσιγκ θα γίνει Γερμανικό, 


2) Ο Διάδρομος θα γίνει Γερμανικός, 


3) Μεταξύ της Γερμανίας και της Πολωνίας θα γίνουν διαπραγματεύσεις, που θα εξασφαλίσουν τη μελλοντική ειρήνη και συμβίωση. 


Θα αγωνιστώ, μέχρι ότου η Πολωνική κυβέρνηση αποφασίσει να λογικευτεί ή έως ότου το πράξει άλλη Πολωνική κυβέρνηση. Θέλω να εξαλείψω τα στοιχεία εκείνα, τα οποία δημιουργούν τις συνεχείς προστριβές και βρίσκομαι ακριβώς επί το έργον για την εφαρμογή των σχετικών ενεργειών. Έδωσα εντολή στην αεροπορία να περιορίσει τις επιθέσεις της εναντίον μόνο στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Εάν όμως ο αντίπαλος προβεί σ’ άλλες μεθόδους, τότε θα λάβει μια απάντηση, η οποία θα τον αφήσει άναυδο. 


Σήμερα τη νύχτα, τα Γερμανικά σύνορα παραβιάστηκαν από τακτικό πλέον Πολωνικό στρατό. Από τις 5.45΄το πρωί, τα Γερμανικά τηλεβόλα απαντούν στα Πολωνικά. Βόμβα αντί βόμβας. Θα συνεχίσω τον αγώνα έως ότου εξασφαλιστούν το Ράιχ και τα σύνορά του. Επί έξι συνεχή έτη εργάστηκα για την ανόρθωση του Γερμανικού στρατού. Δαπανήσαμε συνολικά ενενήντα δισεκατομμύρια μάρκα. Ο στρατός μας είναι ο καλύτερα εξοπλισμένος του κόσμου. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη σ’ αυτόν. Έχω το δικαίωμα να ζητήσω από το Γερμανικό λαό κάθε θυσία. Ζητώ από κάθε Γερμανό να πράξει εκείνο, το οποίο θα πράξω κι εγώ. Να θυσιάσει τα πάντα για το Ράιχ. 


Φόρεσα και πάλι την ιερή στολή του στρατιώτη, όπως και πριν από είκοσι πέντε χρόνια. Θα εγκαταλείψω τη στολή αυτό μόνο μετά τη νίκη, αλλιώς δεν θα ζήσω να δω το τέλος. Αν συμβεί τίποτε σ’ εμένα, διάδοχός μου θα είναι ο Χέρμαν Γκέριγκ και αν συμβεί σ’ αυτόν τίποτε, διάδοχός του θα είναι ο Ρούντολφ Ες. Ολόκληρη η ζωή μου υπήρξε ένας συνεχής αγώνας για την ανάσταση της Γερμανίας. Δεν γνωρίζω τη λέξη “υποχώρηση”. Η Γερμανία δεν θα γνωρίσει για δεύτερη φορά Νοέμβριο του 1918. Εάν υπάρχουν Γερμανοί, που σκέπτονται διαφορετικά, δεν έχουν δικαίωμα να ζουν. 


Περιμένω από εσάς, κύριοι βουλευτές, να γίνετε οι φορείς του υψηλού εθνικού φρονήματος στις περιφέρειές σας και όπου αν βρίσκεστε. Σας καθιστώ υπεύθυνους για το φρόνημα αυτό. Δεν πρέπει να σημειωθεί καμία λιποψυχία. Το καθήκον μας είναι προδιαγεγραμμένο. Θυσίες. Οι Γερμανίδες θα εκτελέσουν το καθήκον τους επίσης με πειθαρχία. Η θέλησή μας είναι τόσο ισχυρή, ώστε καμία στέρηση δεν θα την κάμψει. Ζήτω η Γερμανία”.

 

Η απάντηση ήρθε από τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις δυο μέρες μετά. Στις 11:15΄ το πρωί (ώρα Αγγλίας) της 3ης Σεπτεμβρίου, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσάμπερλαιν απηύθυνε το ακόλουθο, σύντομο ραδιοφωνικό διάγγελμα, κηρύσσοντας τον πόλεμο κατά της Γερμανίας:

Διάγγελμα του Βρετανού Πρωθυπουργού Τσάμπερλαιν

“Σας μιλώ από το γραφείο μου. Σήμερα το πρωί, ο πρεσβευτής της Μ. Βρετανίας επέδωσε στη Γερμανική κυβέρνηση τελειωτική διακοίνωση δηλώνοντας ότι εάν μέχρι της 11 το πρωί δεν λάμβανε διαβεβαιώσεις περί του ότι τα Γερμανικά στρατεύματα θα αποσύρονταν από την Πολωνία, η Αγγλία θα θεωρούσε εαυτήν ευρισκόμενη σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Γερμανία. Μέχρι αυτή τη στιγμή, δεν έλαβα καμία Γερμανική δήλωση. Επομένως, η χώρα βρίσκεται τη στιγμή αυτή σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Γερμανία.

Εύκολα μπορείτε να καταλάβετε πόσο τρομερό πλήγμα αποτελεί για εμένα το να βλέπω ότι όλοι οι μακροί αγώνες, τους οποίους διεξήγαγα για να κερδίσουμε την υπόθεση της ειρήνης, αποτυγχάνουν. Νομίζω εν τούτοις ότι δεν ήταν δυνατόν να κάνω τίποτε περισσότερο και τίποτε διαφορετικό απ’ ό,τι έκανα έως τώρα. Μέχρι την τελευταία στιγμή θα ήταν δυνατόν να επέλθει ειρηνικός διακανονισμός της διαφοράς μεταξύ Γερμανίας και Πολωνίας, αλλά ο Χίτλερ δεν το θέλησε. 


Προφανώς, ο σκοπός του, η έμμονη ιδέα του ήταν να επιτεθεί κατά της Πολωνίας αδιαφορώντας για ό,τι θα συνέβαινε. έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη. Κάναμε ό,τι ήταν δυνατόν να κάνει μία χώρα για να εξασφαλίσει την ειρήνη, αλλά βρισκόμαστε σε τέτοια κατάσταση, ώστε να μην μπορεί πλέον να έχει κανείς εμπιστοσύνη σε κανέναν από τους λόγους που δόθηκαν από τον άνθρωπο που κυβερνά τη Γερμανία. Είναι μια κατάσταση, κατά την οποία κανείς λαός και καμιά χώρα δεν μπορούν πλέον να αισθάνονται τον εαυτό τους ασφαλή. Η κατάσταση αυτή απέβη αφόρητος. 


Η Μ. Βρετανία και η Γαλλία αναλαμβάνουν σήμερα εξ ολοκλήρου την εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεών τους με καθαρή συνείδηση. Γνωρίζω ότι ο καθένας από εσάς θα εκτελέσει το καθήκον του με θάρρος και ηρεμία. Από όλα τα σημεία της Αυτοκρατορίας λαμβάνουμε διαβεβαιώσεις, οι οποίες αποτελούν για εμάς μεγάλη ενθάρρυνση. Η κυβέρνηση καθόρισε ήδη τα μέτρα, που εξασφαλίζουν την ύπαρξη του έθνους κατά τη διάρκεια του πολέμου και την κατά το δυνατόν κανονική ζωή. Είναι ζήτημα πρωταρχικής σημασίας το ν’ ασχολείται ο καθένας με το έργο, στο οποίο τάχθηκε. 

 Ο Θεός ας ευλογεί όλους και ας προασπίζει το δίκαιο”.

 

Το ίδιο βράδυ, ραδιοφωνικό διάγγελμα προς το βρετανικό λαό απηύθυνε και ο βασιλιάς Γεώργιος Στ’:

Διάγγελμα του Βασιλιά του Ηνωμένου Βασιλείου Γεωργίου ΣΤ΄

“Κατά τη βαρυσήμαντη αυτή ώρα, την πλέον μοιραία ίσως της ιστορίας μας, απευθύνω προς κάθε Αγγλικό σπίτι εντός των ορίων της Αγγλίας και έξω από αυτά, στις υπερπόντιες κτήσεις, το διάγγελμά μου αυτό για να μιλήσω προς τον καθένα σας, συμμεριζόμενος τα αισθήματά σας, ως αν ήταν δυνατόν να περνούσα το κατώφλι της οικίας σας και να σας μιλούσα αυτοπροσώπως.
Για δεύτερη φορά, πολλοί από εμάς βλέπουμε πάλι πόλεμο. Πολλές φορές προσπαθήσαμε να βρούμε τρόπο να κανονίσουμε ειρηνικά τις διαφορές μεταξύ ημών και εκείνων, οι οποίοι είναι σήμερα εχθροί μας. 

Αλλά μάταια. Βρεθήκαμε στην ανάγκη να εμπλακούμε σε πόλεμο. Και τώρα, με τους συμμάχους μας καλούμαστε ν’ αντιμετωπίσουμε μία πρόκληση για την επικράτηση μιας αρχής, η οποία, αν όντως επικρατούσε, θα έπληττε τον πολιτισμό ολόκληρου του κόσμου. Πρόκειται περί της αρχής, η οποία επιτρέπει σ’ ένα κράτος, μέσα στην εγωιστική του επιδίωξη να επιβληθεί διά της βίας, να παραβεί τις συνθήκες τις οποίες έχει συνάψει και τις επίσημες υποσχέσεις, τις οποίες έχει δώσει, οι οποίες απαγορεύουν τη χρήση βίας εναντίον της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας άλλων κρατών. 


Μια τέτοια αρχή, εξεταζόμενη σε βάθος, δεν είναι παρά το πρωτόγονο δόγμα του δικαίου του ισχυροτέρου. Και εάν η αρχή αυτή επικρατούσε σ’ όλον τον κόσμο, τότε η ελευθερία της χώρας μας και όλων των εθνών της Βρετανικής συμπολιτείας θα κινδύνευε. Πέραν αυτού ακόμη, οι λαοί του κόσμου θα διατελούσαν διαρκώς υπό το κράτος του φόβου και θα εξέλειπαν όλες οι ελπίδες ότι μπορεί να υπάρξει μόνιμη ειρήνη, ασφάλεια, δικαιοσύνη και ελευθερία μεταξύ των εθνών. Αυτή είναι η τελειωτική άποψη, στην οποία προσβλέπουμε. 


Χάρη στα ιδεώδη εκείνα, τα οποία τρέφει ο Αγγλικός λαός, χάριν της τάξεως του κόσμου και της ειρήνης, ήταν επιβεβλημένο σ’ εμάς να δεχθούμε την πρόκληση. Χάρη στον υψηλό αυτό σκοπό απευθύνομαι σήμερα προς το λαό μου εντός της Αγγλίας και προς του λαούς των υπερπόντιων κτήσεων και ζητώ απ’ αυτούς να ενστερνιστούν τον αγώνα σαν αγώνα δικό τους. Ζητώ από αυτούς να παραμείνουν σταθεροί και ενωμένοι κατά την ώρα αυτή της δοκιμασίας. Το έργο θα είναι βαρύ και ίσως παραστεί ανάγκη να ζήσουμε “μαύρες ημέρες”, καθόσον ο πόλεμος δεν θα περιορισθεί μόνο στα πεδία των μαχών. 


Πρέπει όμως να έχουμε πάντοτε υπ’ όψιν μας το δίκαιο, να πράττουμε κάθε τι που είναι δίκαιο και να εμπιστευτούμε τον αγώνα μας ταπεινά στο Θεό. Εάν ο καθένας από εμάς και όλοι μαζί διατηρήσουμε την πίστη μας στον αγώνα αυτό, έτοιμοι να προσφέρουμε κάθε υπηρεσία και να υποβληθούμε σε κάθε θυσία, η οποία ήθελε μας ζητηθεί, τότε με τη βοήθεια του Θεού θα νικήσουμε. Ο Θεός ας ευλογεί και ας μας φυλάει πάντοτε”.

 

Ραδιοφωνικό διάγγελμα, που ανακοίνωνε την κήρυξη του πολέμου κατά της Γερμανίας εκ μέρους της Γαλλίας, εκφώνησε και ο Γάλλος πρωθυπουργός Νταλαντιέ:

Διάγγελμα του Γάλλου Πρωθυπουργού Νταλαντιέ

“Γάλλοι, Γαλλίδες,

Από την αυγή της 1ης Σεπτεμβρίου η Πολωνία είναι θύμα της πλέον κτηνώδους, της πλέον κυνικής επιθέσεως. Τα σύνορά της παραβιάστηκαν. Οι πόλεις της βομβαρδίζονται. Ο στρατός της αντιστέκεται ηρωικά εναντίον του εισβολέα. Η ευθύνη για το αίμα που χύνεται βαρύνει αποκλειστικά τη χιτλερική κυβέρνηση. Η τύχη της ειρήνης ήταν στα χέρια του Χίτλερ, αλλά εκείνος θέλησε τον πόλεμον. Η Γαλλία και η Αγγλία πολλαπλασίασαν τις προσπάθειες τους για να σώσουν την ειρήνη. 


Σήμερα το πρωί ακόμη, επενέβησαν επειγόντως στο Βερολίνο για ν’ απευθύνουν στη Γερμανική κυβέρνηση την τελευταία έκκληση στο όνομα της λογικής και να της ζητήσουν αναστολή των εχθροπραξιών και έναρξη διαπραγματεύσεων ειρήνης. Η Γερμανία αντέταξε άρνηση, όπως είχε ήδη αντιτάξει άρνηση σ’ όλους τους ανθρώπους “με τις μεγάλες καρδιές”, σ’ όλες τις προσωπικότητες, των οποίων η φωνή υψώθηκε τις τελευταίες αυτές εβδομάδες. Λέει ότι θέλει την καταστροφή της Πολωνίας, για να μπορέσει να εξασφαλίσει την ειρήνη του κόσμου. 


Η αλήθεια, όμως, είναι ότι επιδιώκει την καταστροφή της Πολωνίας, για να μπορέσει να εξασφαλίσει κατόπιν με μεγάλη ταχύτητα την κυριαρχία της επί της Ευρώπης και να υποδουλώσει τη Γαλλία. Σηκώνοντας το παράστημά μας εναντίον της πλέον τρομακτικής εξ όλων των τυραννιών, τηρώντας το λόγο μας ως τίμιοι άνθρωποι, αγωνιζόμαστε για να υπερασπίσουμε τα εδάφη μας, τις εστίες μας και τις ελευθερίες μας. Η συνείδησή μου μου λέει ότι εργάστηκα ακατάπαυστα, χωρίς στιγμή ανάπαυλας, εναντίον του πολέμου μέχρι την τελευταία στιγμή. 


Χαιρετίζω με συγκίνηση και στοργή τους νέους μας στρατιώτες, οι οποίοι μεταβαίνουν να εκπληρώσουν το ιερό καθήκον, που εκπληρώσαμε κι εμείς. Μπορούν να έχουν πίστη στους αρχηγούς τους, καθ’ όλα αντάξιους διαδόχους εκείνων, οι οποίοι οδήγησαν τη Γαλλία στη νίκη. Ο αγώνας της Γαλλίας είναι αγώνας του Δικαίου, είναι αγώνας όλων των ειρηνικών και φιλήσυχων εθνών. Ο αγώνας αυτός θα επικρατήσει. Θα νικήσουμε.


Γάλλοι και Γαλλίδες,


Κάνουμε τον πόλεμο διότι μας εξανάγκασαν. Ο καθένας από μας βρίσκεται στη θέση του επί του ιερού εδάφους της Γαλλίας, της γης αυτής της ελευθερίας, όπου ο σεβασμός προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια βρίσκει ένα από τα τελευταία του καταφύγια. Συγκεντρώστε όλες τις προσπάθειές σας με το βαθύ αίσθημα της ενότητας και της συνδάλεφωσης για τη σωτηρία της πατρίδας.


Ζήτω η Γαλλία!”

 

Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΟΝ Β’.Π.Π.

Η εμπλοκή της Ελλάδας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σημειώθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1940, με την εναντίον της κήρυξη πολέμου από την Ιταλία, στην οποία προχώρησε ο Μουσολίνι, αφενός εντάσσοντας την Ελλάδα στα επεκτατικά του σχέδια στην ανατολική Μεσόγειο και, αφετέρου προσπαθώντας να επιδείξει τις ικανότητές του προς νίκες στο σύμμαχό του Χίτλερ.

Από αυτή την ημερομηνία άρχισε ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος στα αλβανικά βουνά, που αναδείχθηκε σε μια κορυφαία στιγμή εθνικής ομοψυχίας, αποφασιστικότητας, αντιφασιστικού πνεύματος και κατέληξε σε μια σειρά από εντυπωσιακές και αναπάντεχες επιτυχίες, που αποτέλεσαν ταυτόχρονα και την πρώτη συμμαχική νίκη κατά του Άξονα. Η Γερμανική επίθεση, τον Απρίλη του 1941, προς συνδρομή των Ιταλών, κατέληξε στην κατάληψη της Ελλάδας και στο πέρασμα της χώρας στην περίοδο της Κατοχής, μιας περιόδου που σημαδεύτηκε από πολλά δεινά για τον ελληνικό λαό, που δοκίμασε και αυτός με τη σειρά του τη Ναζιστική “Νέα Τάξη”.

Στην ξενική φασιστική κατοχή ο Ελληνικός λαός απάντησε από την πρώτη στιγμή με δυναμική αντίσταση, που πήρε γρήγορα τη μορφή μιας τεράστιας λαϊκής εξέγερσης και συνένωσε στον κοινό αγώνα την πλειοψηφία των Ελλήνων. Αντιστασιακές οργανώσεις έδρασαν στα βουνά και στις πόλεις της Ελλάδας και επέφεραν πλήγματα στις δυνάμεις κατοχής, συμμετέχοντας στις γενικότερες συμμαχικές επιχειρήσεις, ενώ και στο εξωτερικό, στην Αφρική και αργότερα την Ευρώπη, Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις υποστήριξαν και εκεί το συμμαχικό αγώνα.

Η Ελλάδα απελευθερώθηκε τον Οκτώβρη του 1944, αλλά την ευφορία της Απελευθέρωσης, άμεσα διαδέχθηκε το αδιέξοδο των εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων. Ο Ελληνικός αντιστασιακός αγώνας στόχευε εκτός από την απελευθέρωση από τους κατακτητές και σε κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις που θα ίσχυαν μετά την αποχώρηση των τελευταίων από τη χώρα, εκφράζοντας το αίτημα του Ελληνικού λαού για ένα καλύτερο μέλλον και την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας, μετά μάλιστα την εμπειρία του Μεταξικού καθεστώτος.

Οι σχετικές στοχεύσεις που εξέφρασαν από τη μια η κύρια αντιστασιακή οργάνωση, το Ε.Α.Μ. / Ε.Λ.Α.Σ., και από την άλλη οι άλλες αντιστασιακές οργανώσεις και η εξόριστη Βασιλική κυβέρνηση αποδείχτηκαν ασύμβατες και είχαν ήδη αρχίσει από τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής να προκαλούν μια ιδιαζόντως πολωμένη κατάσταση, που εκφράστηκε από τότε ακόμα και με εμφύλιες συμπλοκές.

Η διαφορετικότητα λοιπόν αυτών των πολιτικών στόχων, η κληρονομιά των μεσοπολεμικών συγκρούσεων και της αστάθειας των θεσμών, ο συνολικότερος φόβος του παλαιού πολιτικού κόσμου μπροστά στις αλλαγές που προαλείφονταν, τα διεθνή συμφέροντα στο Βαλκανικό χώρο και οι εντυπωσιακά άμεσες και βίαιες επεμβάσεις της Μεγάλης Βρετανίας, που εννοούσε να κρατήσει πάση θυσία την Ελλάδα στην επιρροή της, κλιμακώθηκαν σε ένα σκληρό εμφύλιο πόλεμο, που διάρκεσε ως το 1949.

Τα αποτελέσματά του υπήρξαν, άμεσα και μακροπρόθεσμα, ολέθρια για την Ελλάδα ενώ η οξύτατη πόλωση που κληροδοτήθηκε στο μεταπολεμικό βίο δυσχέρανε εξαιρετικά τις προσωπικές ζωές πολλών Ελλήνων όπως και την κοινωνική και πολιτισμική πορεία της χώρας. Στη συγκυρία του B’ Παγκόσμιου Πολέμου, η Ελλάδα έθεσε και το ζήτημα της ενσωμάτωσης στην επικράτειά της των εδαφών της Βορείου Ηπείρου, της Κύπρου και της Δωδεκανήσου.

Οι Ελληνικές προσδοκίες εκπληρώθηκαν μόνο για την περίπτωση των Δωδεκανήσων, που ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα το 1947, με τη Συνθήκη των Παρισίων. Το Ελληνικό κράτος απέκτησε τα οριστικά του σύνορα.

 

Ο ΕΛΛΗΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1940

Εισαγωγή

Το Ελληνικό Έθνος αισθάνεται ιδιαίτερη υπερηφάνεια, για το μεγάλο ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου του 1940, το οποίο αντέταξε ο Ελληνικός λαός κατά τον βαθύ όρθρο της ιστορικής εκείνης ημέρας. Ήταν η αρχή μιας εκστρατείας που όλοι τη λένε “Έπος” που κάλυψε ένα ένδοξο μέρος της μακραίωνης Ελληνικής ιστορίας μας, που περιέχει εν αφθονία τα δύο στοιχεία που συνθέτουν γενικά την ιστορία, τα γεγονότα και το άρωμα της εποχής.

Τα μεν γεγονότα έχουν καταγραφεί από ιστορικούς, ώστε να δύνανται οι ενδιαφερόμενοι να ανατρέξουν σε συγγράμματα προς γνώση και εξαγωγή συμπερασμάτων και ακόμη μεταγενέστεροι ιστορικοί να μπορούν να τα αποκαταστήσουν έστω και αν έχουν παρέλθει αιώνες. Το άρωμα όμως, όπως και όσο το αισθάνθηκαν οι πρωταγωνιστές και στη συγκεκριμένη περίπτωση ολόκληρος ο Ελληνικός λαός, την εποχή των γεγονότων, χάνεται από τον άνεμο του χρόνου, ακόμη και για αυτούς που τα έζησαν.

Το “Έπος του 40”, φαινόμενο ψυχολογικό και ιστορικά απροσδόκητο για όλο το κόσμο, αδικήθηκε κατάφωρα από τα μετέπειτα γεγονότα, την κατοχή, την αντίσταση, τις εκτελέσεις, το κίνημα του Δεκέμβρη, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξύπνημα της πυρηνικής εποχής, γεγονότα τα οποία τα σκέπασαν και έτσι αυτό το κεφάλαιο σφραγίστηκε βιαστικά και κλείστηκε στο αρχείο προτού μνημειωθεί, για να ανοίξει μετά την απελευθέρωση της χώρας από τη Γερμανική μπότα.

Η Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ), στην οποία τα Έθνη στήριζαν τις ελπίδες τους για διαρκή ειρήνη, έχασε κάθε ουσιαστικό κύρος με την αποχώρηση των ΗΠΑ, που επέλεξαν πολιτική απομονωτικών τάσεων, της Γερμανίας το 1939, της Ιταλίας το 1935, αλλά και του συναγωνισμού επιδείξεως “αρχών ειρηνοφιλίας” από τα λοιπά Δημοκρατικά κράτη της Δύσεως και κυρίως την Αγγλία και Γαλλία, που δεν μπόρεσαν έγκαιρα να προβλέψουν τον επερχόμενο κίνδυνο.

Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 – 41 (αναφέρεται και ως Πόλεμος του ’40 ή Έπος του ’40) ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και συνασπισμού Ιταλίας και Αλβανίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 31 Μαΐου 1941, όταν και ολοκληρώθηκε η κατάληψη της χώρας. Επίσημη έναρξη του Πολέμου θεωρείται η «επίδοση του τελεσιγράφου», ενώ μετά τις 6 Απριλίου1941, με την Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, όπου η Ελλάδα κλήθηκε να αντιμετωπίσει τέσσερις εισβολείς, συνεχίστηκε ως Ελληνο-Ιταλο-Γερμανικός πόλεμος, ή ορθότερα επί της ουσίας Ελληνο-Ιταλο-Αλβανο-Γερμανο-Βουλγαρικός πόλεμος.

Ο πόλεμος αυτός ήταν προϊόν της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία και που άρχισε να εκδηλώνεται με την έναρξη του Β’ Π.Π. και ειδικότερα μετά τη συνομολόγηση του Χαλύβδινου Συμφώνου. Στα μέσα του 1940, ο Μπενίτο Μουσολίνι, έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του Άξονα ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες.

 

Η Ιταλία είχε ήδη κατακτήσει την Αλβανία από την άνοιξη του 1939, καθώς και πολλές Βρετανικές βάσεις στην Αφρική, όπως τη Σομαλιλάνδη, το καλοκαίρι του 1940, αλλά αυτές δεν ήταν επιτυχίες ανάλογες αυτών της ναζιστικής Γερμανίας. Ταυτόχρονα ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένοιωθε ότι απειλούνταν από τη Γερμανική πολιτική από την στιγμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί την Γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνο-Αλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κ.λπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.

Μετά την άρνηση του Μεταξά (το γνωστό ”ΟΧΙ”), Ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα. Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον Ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας.

Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, με την έναρξη της Γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα αντεπίθεση. Από τις 12 Απριλίου, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου και με τους Ιταλούς, τρεις μέρες αργότερα, οι οποίες περαίωσαν τυπικά τον Ελληνο-Ιταλικο-Γερμανικό πόλεμο.

Η απόκρουση της Ιταλικής εισβολής αποτέλεσε την πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και ανύψωσε το ηθικό των λαών στη σκλαβωμένη Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα.

Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941, ενέπλεξε τις Γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του Ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη διάρκεια της Μάχης της Μόσχας. Η γενιά του ’40 απέδειξε για μια ακόμη φορά, ότι το ιερό πάθος για την ελευθερία της Πατρίδας είναι υπέρτατο καθήκον όλων των Ελλήνων, που επανειλημμένα το έχουν αποδείξει κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ύπαρξής τους και δεν θα σταματήσουν να το αποδεικνύουν, όσο υπάρχουν, σε αυτή την όμορφη χώρα.

 

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ο Ελ­λ­η­νο-Ι­τα­λ­ι­κός Πόλ­ε­μος 1940 – 1941 ε­ντάσσε­τα­ι­ στα­ πλ­α­ί­σι­α­ του Β΄ Πα­γκοσμί­ου Πολέμου κα­ι­ α­ποτε­λ­ε­ί­ μι­α­ πολ­ε­μι­κή σύρ­ρ­α­ξη­ στον ε­υρ­ύτε­ρ­ο στρ­α­τη­γι­κό σχε­δι­α­σμό του Μουσολ­ί­νι­ στον χώ­ρ­ο τη­ς Με­σογε­ί­ου. Τόσο όμως η­ Αγγλ­ί­α­, όσο κα­ι­ η­ Γε­ρ­μα­νί­α­, υποχρ­ε­ώ­θη­κα­ν να­ ε­μπλ­α­κούν σ’ α­υτόν τον πόλ­ε­μο, με­ α­ποτέ­λ­ε­σμα­ η­ σύρ­ρ­α­ξη­ να­ πάρ­ε­ι­ ε­υρ­ύτε­ρ­η­ δι­άστα­ση­ κα­ι­ να­ ε­πη­ρ­ε­άσε­ι­ τη­ν κα­τάστα­ση­ στη­ Με­σόγε­ι­ο κα­ι­ κυρ­ί­ως τη­ Γε­ρ­μα­νι­κή ε­κστρ­α­τε­ί­α­ στη­ Σοβι­ε­τι­κή Έ­νωση­ το 1941.

Στη­ν Ευρ­ώ­πη­ ο Χί­τλ­ε­ρ­, με­τά α­πό γρ­ήγορ­ε­ς κα­ι­ θε­α­μα­τι­κέ­ς νί­κε­ς, με­τα­ξύ Σε­πτε­μβρ­ί­ου 1939 κα­ι­ Ιουνί­ου 1940, ε­ί­χε­ κα­τα­κτήσε­ι­ τη­ν Πολ­ωνί­α­, τη­ Δα­νί­α­, τη­ Νορ­βη­γί­α­, τη­ν Ολ­λ­α­νδί­α­, το Βέ­λ­γι­ο, το Λουξε­μβούρ­γο κα­ι­ τη­ Γα­λ­λ­ί­α­. Μόνος ι­σχυρ­ός α­ντί­πα­λ­ός του ήτα­ν η­ Με­γάλ­η­ Βρ­ε­τα­νί­α­, που μόλ­ι­ς είχε­ κε­ρ­δί­σε­ι­ τη­ ”Μάχη­ τη­ς Αγγλ­ί­α­ς” κα­ι­ α­γωνι­ζότα­ν να­ α­ποτρ­έ­ψε­ι­ τον κί­νδυνο ε­ι­σβολ­ής στα­ νη­σι­ά της.

Πα­ρ­άλ­λ­η­λ­α­, τον Απρ­ί­λ­ι­ο του 1939, ο σύμμα­χος του Χί­τλ­ε­ρ­, Μουσολ­ί­νι­, κα­τέ­λ­α­βε­ χωρ­ί­ς σοβα­ρ­ή αντί­στα­ση­ τη­ν Αλ­βα­νί­α­, ε­νώ­ στι­ς 10 Ιουνί­ου 1940 ε­ι­σήλ­θε­ στον πόλ­ε­μο κα­ι­ πρ­όσβα­λ­ε­ τη­ Γα­λ­λ­ί­α­ που κα­τέ­ρ­ρ­ε­ε­ α­πό τα­ νώ­τα­. Λί­γους μήνε­ς α­ρ­γότε­ρ­α­, τον Οκτώ­βρ­ι­ο του 1940, οι­ Ιτα­λ­ι­κέ­ς δυνάμε­ι­ς στη­ν Αφρ­ι­κή υποχρ­έ­ωνα­ν τους Βρ­ε­τα­νούς να­ συμπτυχθούν στη­ Μάρ­σα­ Μα­τρ­ούχ τη­ς Αι­γύπτου. Το ί­δι­ο χρ­ονι­κό δι­άστη­μα­ οι­ συγκοι­νωνί­ε­ς στη­ Με­σόγε­ι­ο, ε­ξα­ι­τί­α­ς τη­ς συνθη­κολ­όγη­ση­ς τη­ς Γα­λ­λ­ί­α­ς κα­ι­ τη­ς ι­τα­λ­ι­κής δρ­άση­ς, ε­ί­χα­ν κα­τα­στε­ί­ δυσχε­ρ­ε­ί­ς κα­ι­ ε­πι­κί­νδυνε­ς.

Η Σοβι­ε­τι­κή Έ­νωση­, με­τά το Σύμφωνο τη­ς 23η­ς Αυγούστου 1939 με­ τη­ Γε­ρ­μα­νί­α­ (Σύμφωνο Ρίμπεντρ­οπ – Μολ­ότωφ), ε­ί­χε­ κα­τα­κτήσε­ι­ τι­ς Βα­λ­τι­κέ­ς χώ­ρ­ε­ς, ε­δάφη­ τη­ς α­να­τολ­ι­κής Πολ­ωνί­α­ς κα­ι­ τι­ς πε­ρ­ι­οχέ­ς Βε­σσα­ρ­α­βί­α­ κα­ι­ Βουκοβί­να­ τη­ς Ρουμα­νί­α­ς, χωρ­ί­ς να­ α­να­μι­χθε­ί­ α­κόμη­ στη­ σύρ­ρ­α­ξη­. Οι­ Ηνωμέ­νε­ς Πολ­ι­τε­ί­ε­ς, πα­ρ­ά τη­ν ε­υμε­νή στάση­ τους πρ­ος τη­ν Αγγλ­ί­α­, πα­ρ­έ­με­να­ν α­κόμη­ ουδέ­τε­ρ­ε­ς, έ­χοντα­ς το βλ­έ­μμα­ στρ­α­μμέ­νο πε­ρ­ι­σσότε­ρ­ο πρ­ος τον Ει­ρ­η­νι­κό κα­ι­ λ­ι­γότε­ρ­ο πρ­ος τη­ν Ευρ­ώ­πη­, εξαιτία­ς τη­ς με­γάλ­η­ς α­πε­ι­λ­ής γι­’ α­υτέ­ς α­πό τη­ν Ια­πωνί­α­, του τρ­ί­του ε­τα­ί­ρ­ου του Ά­ξονα­.

Στα­ Βα­λ­κάνι­α­, η­ Γι­ουγκοσλ­α­βί­α­ με­τά τη­ν υπογρ­α­φή μυστι­κού συμφώ­νου φι­λ­ί­α­ς με­ τη­ Βουλ­γα­ρ­ί­α­, τον Ια­νουάρ­ι­ο του 1937, ε­μφα­νι­ζότα­ν άλ­λ­οτε­ φι­λ­οβρ­ε­τα­νι­κή κα­ι­ άλ­λ­οτε­ φι­λ­οα­ξονι­κή, ε­νώ­ η­ Βουλ­γα­ρ­ί­α­ α­σκούσε­ ε­φε­κτι­κή κα­ι­ κα­ι­ρ­οσκοπι­κή πολ­ι­τι­κή. Η Ρουμα­νί­α­ α­πό το Σε­πτέ­μβρ­ι­ο του 1940 ε­ί­χε­ προσχωρ­ήσε­ι­ στον Ά­ξονα­ κα­ι­ τα­ Γε­ρ­μα­νι­κά στρ­α­τε­ύμα­τα­ ε­ί­χα­ν ε­ι­σέ­λ­θε­ι­ στο έ­δα­φός τη­ς. Η Τουρ­κί­α­ ήτα­ν ουδέ­τε­ρ­η­ κα­ι­ η­ στάση­ τη­ς, σε­ πε­ρ­ί­πτωση­ πα­ρ­α­βί­α­ση­ς των Ελ­λ­η­νι­κώ­ν συνόρ­ων, ήτα­ν
α­πρ­οσδι­όρ­ι­στη­.

Ο Μουσολ­ί­νι­, α­πόλ­υτος δι­κτάτορ­α­ς στη­ν Ιτα­λ­ί­α­ α­πό το 1922, φι­λ­οδοξούσε­ να­ κυρ­ι­α­ρ­χήσε­ι­ στη­ Με­σόγε­ι­ο. Γι­’ α­υτό, με­τά τη­ν α­ι­φνι­δι­α­στι­κή κα­τάλ­η­ψη­ τη­ς Αλ­βα­νί­α­ς, άρ­χι­σε­ να­ πρ­οκα­λ­ε­ί­ συνε­χώ­ς τη­ν Ελ­λ­άδα­ με­ συχνέ­ς πα­ρ­α­βι­άσε­ι­ς του Ελ­λ­η­νι­κού ε­να­έ­ρ­ι­ου χώ­ρ­ου κα­ι­ α­ε­ρ­οπορ­ι­κέ­ς ε­πι­θέ­σε­ι­ς ε­να­ντί­ον Ε­λ­λ­η­νι­κώ­ν πλ­οί­ων, α­βάσι­με­ς κα­τη­γορ­ί­ε­ς γι­α­ πα­ρ­οχή δι­ε­υκολ­ύνσε­ων σε­ βάσε­ι­ς στι­ς να­υτι­κέ­ς κα­ι­ α­ε­ρ­οπορ­ι­κέ­ς δυνάμε­ι­ς των Βρ­ε­τα­νώ­ν κα­ι­ μι­κρ­οε­πε­ι­σόδι­α­ στα­ σύνορ­α­ με­ τη­ Βόρ­ε­ι­α­ Ή­πε­ι­ρ­ο. Αποκορ­ύφωμα­ ήτα­ν ο τορ­πι­λ­ι­σμός του Ελ­λ­η­νι­κού πολ­ε­μι­κού πλ­οί­ου ”Έλ­λ­η” στο λ­ι­μάνι­ τη­ς νήσου Τήνου του Αι­γα­ί­ου Πε­λ­άγους, στι­ς 15 Αυγούστου 1940.

Ό­λ­α­ α­υτά α­ποσκοπούσα­ν στο να­ πρ­οκα­λ­έ­σουν τη­ βί­α­ι­η­ α­ντί­δρ­α­ση­ τη­ς Ελ­λ­άδα­ς, γε­γονός που θα­ πα­ρ­ε­ί­χε­ στη­ν Ιτα­λ­ί­α­ τη­ν α­φορ­μή να­ ε­πι­τε­θε­ί­ ε­να­ντί­ον τη­ς. Η Ελ­λ­η­νι­κή Κυβέ­ρ­νη­ση­, δι­α­τη­ρ­ώ­ντα­ς τη­ν ψυχρ­α­ι­μί­α­ τη­ς κα­ι­ μη­ ε­πι­θυμώ­ντα­ς να­ ε­μπλ­α­κε­ί­ η­ χώ­ρ­α­ σε­ πόλ­ε­μο α­πέ­φε­υγε­ γε­νι­κά κάθε­ πρ­όκλ­η­ση­. Έ­τσι­, έ­φτα­σε­ α­κόμη­ να­ μη­ν α­ποκα­λ­ύψε­ι­ τη­ν ε­θνι­κότη­τα­ του υποβρ­υχί­ου που τορ­πί­λ­ι­σε­ το ”Έλ­λ­η”, πα­ρ­ά μόνο στι­ς 30 Οκτωβρ­ί­ου 1940, ότα­ν ε­ί­χε­ πλ­έ­ον κη­ρ­υχθε­ί­ ο πόλ­ε­μος.

 

Η ΠΟΛΙΤΙΚΟΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Ο άξονας Ρώμης – Βερολίνου υφίστατο από τις 25 Οκτωβρίου 1936, μετά την υπογραφή Γερμανο-Ιταλικού Συμφώνου ενώ στις 25 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου υπογράφεται το αντικομμουνιστικό Σύμφωνο Γερμανίας – Ιαπωνίας. Έτσι οι τρεις χώρες συνασπίσθηκαν στο λεγόμενο Σύμφωνο Αντικομιντέρν, κατά της Κομιντέρν (Κομμουνιστικής Διεθνούς). Ο Χίτλερ σε ομιλία του (5 Νοεμβρίου 1937) στους ηγέτες του Στρατού, δήλωνε: «Μία οδός του Γερμανικού προβλήματος υπάρχει. Η βία».
Η Γερμανία καταλαμβάνει την Αυστρία στις 13 Μαρτίου 1938 και με τη Συμφωνία του Μονάχου (23 Σεπτεμβρίου) της παραχωρείται η Σουδητία. Αρχές του 1939 συνεχίζει την υλοποίηση του επεκτατικού της σχεδίου καταλαμβάνοντας την Τσεχοσλοβακία (10 – 16 Μαρτίου) και αναγκάζει τη Γαλλία και την Αγγλία να εγγυηθούν (31 Μαρτίου) τα σύνορα της Πολωνίας, που πίστευαν ότι θα είναι το επόμενο θύμα. Στις 7 Απριλίου η Ιταλία καταλαμβάνει την Αλβανία και παράλληλα παρέχει εκ νέου φιλικές διαβεβαιώσεις στην Ελλάδα. Παρά τις διαβεβαιώσεις οι Άγγλοι και οι Γάλλοι θα εγγυηθούν την ανεξαρτησία της Ελλάδος.
Η εισβολή και η ραγδαία προέλαση των Γερμανών στην Πολωνία (1η Σεπτεμβρίου) έδωσαν την πρώτη γεύση στους Ευρωπαίους του «Αστραπιαίου Πολέμου» (Blitzkrieg) που εφήρμοζε η Γερμανία. Επικεφαλής των δυνάμεων εισβολής ήταν ο στρατάρχης Βάλτερ φον Μπράουχιτς (von Brauchitsch), πατήρ του δόγματος αυτού του πολέμου και δημιουργός της αμυντικής γραμμής Ζίγκφριντ. Τα λόγια του Φύρερ στο Ράιχσταγκ την ημέρα της εισβολής, δείχνουν τις προθέσεις του: «Υπάρχει μία λέξη που πάντοτε αγνόησα. Είναι η λέξη ”συνθηκολόγηση”… Δεν θα βγάλω τη στρατιωτική στολή, παρά μόνο μετά τη νίκη».

Η Αγγλία και η Γαλλία δεν έχουν, πλέον, καμία αμφιβολία για τους σκοπούς της Γερμανίας και στις 3 Σεπτεμβρίου, της κηρύσσουν τον πόλεμο. Λίγες ημέρες αργότερα (17 Σεπτεμβρίου) η Σοβιετική Ένωση θα επιτεθεί στην Πολωνία, βάσει του μυστικού Γερμανο-Σοβιετικού Συμφώνου μη επιθέσεως (Ρίμπεντροπ – Μολότοφ) που είχε υπογραφεί στις 23 Αυγούστου 1939 για το μοίρασμα της Πολωνίας σε ζώνες κατοχής και της Ανατολικής Ευρώπης σε ζώνες επιρροής. Μοναδικό, ίσως, στην Παγκόσμια Ιστορία για τον αμοραλισμό του. Η Πολωνία διαμελίζεται μεταξύ Γερμανών και Σοβιετικών.
Ο Στάλιν θα στραφεί κατά της Φινλανδίας στις 30 Νοεμβρίου 1939. Οι Φινλανδοί θα αντισταθούν σθεναρά και θα δώσουν σκληρό αγώνα που κράτησε 100 ημέρες, προκαλώντας τον παγκόσμιο θαυμασμό. Τελικά στις 12 Μαρτίου 1940 θα υπογράψουν Συνθήκη με τη Μόσχα. Το 1940 ο Χίτλερ πιστεύοντας στο αήττητο του στρατού του και με την αλαζονεία που τον διέκρινε, στρέφεται κατά της βόρειας και δυτικής Ευρώπης καταλαμβάνοντας τη μία χώρα μετά την άλλη.
Στις 9 Απριλίου η Δανία υποτάσσεται άνευ αντιστάσεως και στις 12 Απριλίου οι Γερμανοί εισβάλλουν στη Νορβηγία αναγκάζοντας τον Βασιλέα και την Κυβέρνησή του να εγκαταλείψουν τη χώρα στα τέλη του μηνός. Στις 10 Μαΐου, όταν ο Τσώρτσιλ ανελάμβανε την πρωθυπουργία στην Αγγλία, οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Ολλανδία (12 Μαΐου) και το Βέλγιο (20 Μαΐου) οι οποίες συνθηκολογούν μετά τριήμερο η πρώτη και μετά οκταήμερο η δεύτερη. Στις 5 Ιουνίου θα αρχίσει η Μάχη της Γαλλίας που θα αναγκασθεί να συνθηκολογήσει στις 22 του μηνός.
Η ταχεία κατάρρευσή της εξέπληξε και τους ίδιους τους Γερμανούς. Η Σοβιετική Ένωση μετά το διαμελισμό της Πολωνίας, στις 14 Ιουνίου θα ενσωματώσει τις τρεις Βαλτικές χώρες (Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία) βάσει των μυστικών όρων της Συμφωνίας Ρίμπετροπ – Μολότοφ. Η Μάχη της Αγγλίας θα αρχίσει στις 11 Αυγούστου με ολοκληρωτική αεροπορική επίθεση των Γερμανών, θα κορυφωθεί μεταξύ 11 – 18 Αυγούστου και θα λήξει ουσιαστικά τέλη Σεπτεμβρίου.
Στις 27 Σεπτεμβρίου στον Άξονα Γερμανίας – Ιταλίας θα προσχωρήσει η Ιαπωνία. Στις 15 Οκτωβρίου 1940 θα λάβει χώρα Πολεμικό Συμβούλιο στη Ρώμη για την επίθεση κατά της Ελλάδος και στις 28 Οκτωβρίου θα της επιδώσει το τελεσίγραφο.

 

ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΟ-ΣΟΒΙΕΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΜΗ ΕΠΙΘΕΣΗΣ

Ο όρος Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης ή Σύμφωνο Μολότωφ – Ρίμπεντροπ χαρακτηρίζει το σύμφωνο μη επίθεσης που υπέγραψαν στις 23 Αυγούστου 1939 στη Μόσχα ο Υπουργός Εξωτερικών της Ναζιστικής Γερμανίας Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ και ο Υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ενώσεως, Βιατσεσλάβ Μιχάηλοβιτς Μόλοτοφ. Την συνθήκη αυτή επικύρωσε το Ανώτατο Σοβιέτ, οκτώ ημέρες μετά, στις 31 Αυγούστου. Η ΕΣΣΔ είχε κάνει πρόταση συμμαχίας αλληλοβοήθειας με την Φινλανδία σε περίπτωση προσβολής από την ναζιστική Γερμανία, η οποία απορρίφθηκε.

Οι δε Αγγλο-Γάλλοι είχαν ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις με τον Χίτλερ για εισβολή στη Σοβιετική Ένωση και την κατάπνιξη των Μπολσεβίκων και αυτό ήταν προσδοκία και των ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό πως μετά την υπογραφή του συμφώνου ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, πρωθυπουργός της Βρετανίας, δήλωσε πως οι ναζί «πρόδωσαν το αντι-Κομιντέρν σύμφωνο και τις αντι-Μπολσεβίκικες συμφωνίες», ενώ η αμερικανική εφημερίδα Νew York Herald Tribune έγραφε πως ο Χίτλερ «δεν κράτησε την υπόσχεσή του να είναι λιοντάρι προς ανατολάς και αρνάκι προς δυσμάς».

Από την πλευρά της Ναζιστικής Γερμανίας, ο Χίτλερ, ενώ σχεδίαζε επίθεση κατά της Πολωνίας, ήθελε να αποφύγει με κάθε τρόπο τον πόλεμο των δυο μετώπων, όπως υπήρξε για την Γερμανία ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος του 1914. Υπό αυτές τι συνθήκες, υπεγράφη στις 23 Αυγούστου 1939 το Σύμφωνο μη Επίθεσης μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Ναζιστικής Γερμανίας. Κατόπιν αυτού, οι Ναζί μπορούσαν να ασχοληθούν με την Πολωνία δίχως τον κίνδυνο να τους εμποδίσει η Σοβιετική Ένωση, ενώ η ΕΣΣΔ, η οποία γνώριζε καλά την επιθυμία του Χίτλερ να αποκτήσει «ζωτικό χώρο» για τους Γερμανούς στην ανατολική Ευρώπη για επίθεση στη Σοβιετική Ένωση.

Κέρδισε χρόνο για να προετοιμάσει τον Κόκκινο Στρατό, την οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης καθώς επίσης να κάνει τις απαραίτητες μετεγκαταστάσεις πληθυσμού προς τα ενδότερα της χώρας και για την προστασία τους και για την προστασία των συνόρων από κοινότητες με επικινδυνότητα σύναψης συμμαχίας με τον εχθρό, ώστε να μπορεί να αντισταθεί σε πιθανή επίθεση των Ναζιστικών δυνάμεων. Σύμφωνα με τον Ρεϊμόν Καρτιέ, ο μεν Στάλιν υπέγραψε το Σύμφωνο με στόχο να κερδίσει χρόνο και ο Χίτλερ με την εκ των προτέρων απόφαση “να το ξεσχίσει”
Εκ του αποτελέσματος φαίνεται πως αν το Σύμφωνο δεν είχε υπογραφεί, η ΕΣΣΔ θα είχε υποκύψει στα Χιτλερικά στρατεύματα. Με τη συμφωνία αυτή οι δύο χώρες υποχρεώνονται να μην επιτεθεί η μία στην άλλη. Επίσης καθεμία πρέπει να μείνει ουδέτερη, αν η άλλη αναμιχθεί σε πόλεμο. Λέγεται ότι υπήρξαν μυστικά προσαρτήματα στη συνθήκη αυτή, τα οποία προέβλεπαν ότι:

  • H Πολωνία θα χωριστεί μεταξύ των δύο χωρών με σύνορα τους ποταμούς Νάρεφ, Βιστούλα και Σαν.
  • Με εξαίρεση τη Λιθουανία οι Βαλτικές χώρες και η Φινλανδία θα ανήκουν στη Σοβιετική σφαίρα επιρροής.
  • Οι Γερμανικές μειονότητες της Σοβιετικής σφαίρας (υπάρχουν στις Βαλτικές χώρες, στη Βεσσαραβία και στην Μπουκοβίνα) θα πρέπει να την εγκαταλείψουν.

Ωστόσο αυτή η άποψη δεν είναι καθολικά αποδεκτή, αφού κάτι τέτοιο δεν τεκμηριώνεται από τα πρακτικά της συνάντησης και από τα αποχαρακτηρισμένα πλέον μυστικά έγγραφα της Ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Η έλλειψη στοιχείων καθιστούν μη αποδείξιμη την υποτιθέμενη συμφωνία, ενώ η υποτιθέμενη μυστικότητα που της προσδίδεται, θεωρείται ότι έχει σκοπό να «ισορροπήσει» τα πράγματα κατά των Σοβιετικών, κάνοντάς την και μη διαψεύσιμη.

Ο Χίτλερ, με την υπόσχεση ουδετερότητας εκ μέρους της ΕΣΣΔ, εξασφάλιζε ελευθερία κινήσεων όσον αφορά τον πόλεμο που προετοίμαζε κατά της Πολωνίας. Παράλληλα, όμως, προσέφερε στους Σοβιετικούς την δυνατότητα να εξοπλιστούν, αφού μέχρι τον Ιούνιο του 1941 είχαν καταφέρει, με ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα στρατιωτικοποίησης, να ανανεώσουν ένα τμήμα του διαλυμένου από τις εκκαθαρίσεις στρατού τους. Έτσι αποδεικνύεται πως το Γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης τελικώς βοήθησε τους Σοβιετικούς να αποκρούσουν την Γερμανική επίθεση, αφού τους αντιμετώπισαν μετά τις εκστρατείες τους στην Γαλλία και τα Βαλκάνια.

Με το άνοιγμα του ως σήμερα απόρρητου φακέλου των εγγράφων της Συμφωνίας του Μονάχου γίνεται, επίσης, σαφέστερη η αιτία για την οποία η ΕΣΣΔ υπέγραψε το Σύμφωνο μη Επίθεσης με την Ναζιστική Γερμανία. Λίγες μέρες μετά την έναρξη του Πολέμου (αρχές Σεπτεμβρίου 1939) η Πολωνία είχε νικηθεί, αφού της ήταν αδύνατο να αποκρούσει, με τα στρατεύματα και τον εξοπλισμό που διέθετε, τις ναζιστικές δυνάμεις.

Μετά την κατάρρευση του Πολωνικού στρατού, εισέβαλαν από τα ανατολικά οι Σοβιετικοί, αντιμετωπίζοντας μηδαμινή αντίσταση. Έτσι η Πολωνία χωρίστηκε σε ένα κομμάτι κατεχόμενο από τη Ναζιστική Γερμανία και ένα προστατευόμενο από τον Κόκκινο Στρατό. Βάσει, όμως, μιας -επίσης μη καθολικά αποδεκτής ότι έγινε- συμφωνίας της 28ης Σεπτεμβρίου, με την οποία τροποποιήθηκε το Σύμφωνο μη Επίθεσης, η Λιθουανία πέρασε στην Σοβιετική σφαίρα επιρροής, ενώ η Γερμανία έλαβε ως αντάλλαγμα μεγαλύτερο μέρος της κατακτημένης Πολωνίας (μέχρι τον ποταμό Μπουγκ).

Το 1940 η Σοβιετική Ένωση κατέκτησε τμήματα της Ρουμανίας (Βεσσαραβία και βόρεια Βουκοβίνα, η οποία σήμερα ανήκει στην Ουκρανία). Επίσης εισέβαλε και στις Βαλτικές χώρες Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία, που ενσωματώθηκαν στην Σοβιετική Ένωση. Στις 22 Ιουνίου του 1941 ο Χίτλερ παραβίασε το Σύμφωνο αυτό και επετέθη στην Σοβιετική Ένωση (Επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα).

 

ΤΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΤΟΞΟ
Η προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία, το περίφημο Άνσλους όπως ονομάστηκε (11 Μαρτίου του 1938), ήταν το πρώτο δείγμα της απειλής που χτυπούσε την πόρτα των Βαλκανίων. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1938 υπογράφηκε η επονείδιστη συνθήκη του Μονάχου. Οι Αγγλογάλλοι χάριζαν στη Γερμανία ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία, με αντάλλαγμα την ησυχία τους. Ως τις 15 Μαρτίου του 1939, ο Χίτλερ την κατάπιε. Ο άλλος εταίρος του άξονα, ο Μουσολίνι, έστελνε τις δικές του φάλαγγες να καταλάβουν την Αλβανία (7 Απριλίου 1939).

Στο επιθετικό τόξο, το βέλος που στρεφόταν προς τα Βαλκάνια τεντωνόταν ήδη στη χορδή της καμπύλης που σχημάτιζαν η Ιταλία με την κατακτημένη Αλβανία, η Αυστρία και η Τσεχοσλοβακία που αποτελούσαν πια Γερμανικά εδάφη και η φασιστική Ουγγαρία. Θα συμπληρωνόταν με τη Ρουμανία. Τον Απρίλιο του 1939, μετά την Ιταλική απόβαση στην Αλβανία, Γαλλία και Αγγλία έσπευσαν να εγγυηθούν τα ελληνικά εδάφη. Όταν εκδηλώθηκε η Ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας, η Γαλλία δεν υπήρχε για να τιμήσει την υπόσχεση, ενώ η Βρετανία έβλεπε τα γεγονότα από κάποια διαφορετική σκοπιά.
Στην Τουρκία, το μονοκομματικό κράτος του Κεμάλ επιζητούσε να εκσυγχρονίσει τη χώρα με το ζόρι. Οι νεωτερισμοί συναντούσαν την αντίδραση του συντηρητικού λαού. Παρ’ όλα αυτά, ήταν η πρώτη φορά που ο εκσυγχρονισμός προχωρούσε στην απέραντη χώρα, έστω και βίαια. Η οικονομική κρίση που ξέσπασε, απείλησε το οικοδόμημα αλλά δεν το γκρέμισε. Ο Ισμέτ Ινονού, που διαδέχτηκε τον Κεμάλ (1938), παραχώρησε κάποιες ελευθερίες στην έκφραση γνώμης, ενώ το 1939 δεχόταν πρεσβευτή της χιτλερικής Γερμανίας στην Άγκυρα τον φον Πάπεν.
Στις 12 Μαΐου 1939, Τουρκία και Βρετανία υπέγραφαν κοινή δήλωση αμοιβαίας βοήθειας, αν κάποια από τις δύο χώρες δεχόταν επίθεση στη Μεσόγειο. Τον Μάιο του 1934, η φασιστική οργάνωση Σβένα κατέλαβε την εξουσία στη Βουλγαρία, έχοντας επικεφαλής τον συνταγματάρχη Γεοργίεφ. Κόμματα και Βουλή διαλύθηκαν, η ελευθερία του Τύπου καταργήθηκε, οι δημόσιες συναθροίσεις απαγορεύτηκαν κι οι φυλακές γέμισαν αντιφρονούντες. Ο βασιλιάς Βόρις βρήκε βολικό το νέο καθεστώς και προσπάθησε να το διαιωνίσει. Στα 1937, υπογράφτηκε συνθήκη «διαρκούς φιλίας» με τη Γιουγκοσλαβία.
Την άνοιξη του 1938, έγιναν εκλογές κάτω από ασφυκτική αστυνομική τρομοκρατία, ενώ μια «Βουλή» επιλεγμένων προσώπων σχηματίστηκε, με κύριο προσόν ότι ήταν πειθήνια στον βασιλιά. Έχοντας αποδείξει την προσήλωσή της στον ολοκληρωτισμό, η Βουλγαρία δε δυσκολεύτηκε να βρει στηρίγματα στα υπόλοιπα επίσης ολοκληρωτικά εκείνη την εποχή Βαλκανικά κράτη. Μια συνθήκη (21 Ιουλίου 1938) έφερε τους γείτονες να την απαλλάσσουν από τις βαριές υποχρεώσεις της συνθήκης του Νεϊγί (του 1919).
Τον ίδιο καιρό, η Γιουγκοσλαβία σπαρασσόταν από τον ανταγωνισμό Σέρβων και Κροατών. Στις 6 Φεβρουαρίου 1939, πρωθυπουργός έγινε ο ριζοσπάστης Τσβέτκοβιτς. Τον Απρίλιο του 1939, οι Ιταλοί έκαναν απόβαση στην Αλβανία. Τα Γιουγκοσλαβικά σύνορα έδειχναν να απειλούνται, ενώ ο ίδιος ο Χίτλερ παράγγελνε στον Μουσολίνι (12 Αυγούστου 1939) να βρει αφορμή να επέμβει και να διαμελίσει τη χώρα. Ο εξωτερικός κίνδυνος ανάγκασε τους Σέρβους να βάλουν νερό στο κρασί τους. Στις 24 Αυγούστου 1939, δημιουργήθηκε το «Βανάτο της Κροατίας» που περιλάμβανε τις περιοχές Κροατίας, Δαλματίας και Σλοβενίας, με 4.500.000 κατοίκους.
Η εκτελεστική εξουσία ενεργούσε «στο όνομα του βασιλιά», ενώ τα μέλη της εθνοσυνέλευσης εκλέγονταν με καθολική μυστική ψηφοφορία. Αμυντική, εξωτερική και οικονομική πολιτική εξακολουθούσαν να καθορίζονται από το Βελιγράδι. Όμως, το πρώτο μεγάλο βήμα για την απόσχιση είχε πραγματοποιηθεί. Η φασιστική «Σιδερένια Φρουρά» δρούσε απροκάλυπτα με σύμμαχο τον αντισημιτικό «Χριστιανικό Σύνδεσμο» στη Ρουμανία. Ο κίνδυνος για γενικό πογκρόμ κατά της Εβραϊκής κοινότητας ήταν άμεσος. Ο βασιλιάς Κάρολος έκανε πρωθυπουργό τον δημοφιλή ορθόδοξο πατριάρχη Μύρωνα Κρίστεα (Φεβρουάριος του 1938).
Η Βουλή διαλύθηκε και στη θέση της συγκροτήθηκε μια συντεχνιακή με «εκπροσώπους των παραγωγικών τάξεων». Διαλύθηκαν και τα κόμματα. Το μόνο που επιτράπηκε ήταν το Μέτωπο Εθνικής Αναγέννησης (δημιουργήθηκε τον Δεκέμβριο του 1938). Τον Μάρτιο του 1939 ο Κρίστεα πέθανε. Ο Κάρολος διόρισε πρωθυπουργό τον Καλινέσκο και προχώρησε στην ολοκλήρωση της βασιλικής δικτατορίας. Ταυτόχρονα, γνωστοποίησε ότι προσανατολίζει την εξωτερική του πολιτική στη μεριά του άξονα. Η Γερμανία πρότεινε κι ο Κάρολος αποδέχτηκε (23 Μαρτίου 1939) να αναλάβουν μικτές ρουμανογερμανικές επιχειρήσεις τη διαχείριση των κοιτασμάτων πετρελαίου.
Είκοσι μέρες αργότερα (13 Απριλίου), η Γαλλία και η Βρετανία δημοσίευαν κοινή εγγύηση για τη Ρουμανία, που προχώρησε σε νέες εκλογές (Ιούνιος του 1939) αλλά με υποψήφιους αποκλειστικά από το «Μέτωπο». Το ότι η Ελλάδα ήταν προγραμματισμένος στόχος της Ιταλίας, οι Έλληνες το γνώριζαν από τον Απρίλιο του 1939, όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν την Αλβανία. Κι από τις 10 Ιουνίου του 1940, η Ελλάδα περίμενε τη σειρά της. Την ημέρα εκείνη, η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλία και στην Αγγλία, ελπίζοντας σε κάποια εδαφικά κέρδη στις Άλπεις.

Δεν τα πήρε ποτέ, αλλά ο Μουσολίνι, στον πανηγυρικό της ημέρας, μιλώντας στους Ιταλούς για τον πόλεμο με τη Γαλλία, αφιέρωσε και μια παράγραφο στους άλλους υποψήφιους. Είχε πει: «Ήδη, αφότου ο κύβος ερρίφθη και η θέλησή μας έκαψε τις γέφυρες πίσω μας, δηλώνω κατηγορηματικά ότι η Ιταλία δεν σκοπεύει να παρασύρει στη σύρραξη άλλους λαούς που συνορεύουν με αυτήν από ξηρά ή θάλασσα. Η Ελβετία, η Γιουγκοσλαβία, η Τουρκία, η Ελλάδα και η Αίγυπτος, ας σημειώσουν αυτά τα λόγια. Εξαρτάται από αυτές και μόνον αυτές το αν θα πραγματοποιηθούν ή όχι».
Όποιος ξέρει να διαβάζει μέσα από τις γραμμές τι εννοείται και όχι τι λέγεται, εύκολα καταλάβαινε το νόημα. Ο Μουσολίνι έδινε στον εαυτό του το δικαίωμα να κρίνει, αν τα όμορα κράτη τηρούν ή όχι την πρέπουσα στάση. Από τις 15 Μαΐου, ο Έλληνας πρεσβευτής στη Ρώμη, Ιωάννης Πολίτης, ειδοποίησε την Αθήνα να περιμένει αιφνιδιασμό. Στις 18 Ιουνίου, όταν πια ο Μουσολίνι ήξερε πως δεν του λάχαινε ούτε τετραγωνικό μέτρο από τα κατακτημένα από τους Γερμανούς Γαλλικά εδάφη, οι Ιταλοί πέρασαν στα έργα: Μια μονάδα του Ελληνικού στόλου δέχτηκε απροειδοποίητα αεροπορική επίθεση.
Νέα αεροπορική επίθεση κατά του αντιτορπιλικού «Ύδρα». Κι άλλη σ’ Ελληνικά πλοία στον Κορινθιακό. Ακόμα μία στη Ναύπακτο. Κι άλλη στο θαλάσσιο χώρο ανάμεσα στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα. Καμιά δε βρήκε το στόχο της. Στις 10 Αυγούστου του 1940, ήρθε η ανακοίνωση για τη δολοφονία του Νταούτ Χότζα. Στις 11 Αυγούστου, σύσσωμος ο Ιταλικός Τύπος έγραφε: «Ο μεγάλος Αλβανός πατριώτης Νταούτ Χότζα δολοφονήθηκε από Έλληνες πράκτορες στην Ελληνο-Αλβανική μεθόριο».
Ο Νταούτ Χότζα ήταν επικηρυγμένος ληστής, καταζητούμενος είκοσι χρόνια για φόνους και ένοπλες ληστείες στην Ελλάδα και στην Αλβανία. Τον είχαν σκοτώσει δυο Αλβανοί πάνω σε καβγά. Οι δολοφόνοι είχαν ήδη συλληφθεί από τις Ελληνικές αρχές και η Ιταλία το ήξερε έχοντας επίσημα ειδοποιηθεί. Κι όλ’ αυτά είχαν γίνει πριν από δυο μήνες. Στις 14 Αυγούστου, το Αθηναϊκό Πρακτορείο μετέδιδε το μακροσκελές ποινικό μητρώο του Αλβανού «πατριώτη».
Την ίδια μέρα, ο Ιωάννης Πολίτης ειδοποιούσε από τη Ρώμη πως το φερέφωνο των φασιστών, ο δημοσιογράφος Γκάιντα, με άρθρο του, ξεκινούσε γενική επίθεση κατά της Ελλάδας. Τα πράγματα είχαν αγριέψει.

 

ΤΟ ΧΑΛΥΒΔΙΝΟ ΣΥΜΦΩΝΟ

Το λεγόμενο Χαλύβδινο Σύμφωνο ή «Γερμανο-Ιταλικό Σύμφωνο Φιλίας και Συμμαχίας» ήταν ένα διμερές σύμφωνο που συνομολογήθηκε στο Βερολίνο, μεταξύ της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας και της Φασιστικής Ιταλίας στις 22 Μαΐου του 1939. Το Σύμφωνο αυτό υπέγραψαν οι τότε υπουργοί εξωτερικών των παραπάνω χωρών φον Ρίμπεντροπ και Τσιάνο, πληρεξούσιοι του Χίτλερ και Μουσολίνι αντίστοιχα, παρουσία του Χίτλερ. Το Σύμφωνο περιελάμβανε στην αρχή μία κοινή δήλωση περί φιλίας, συμμαχίας και στρατιωτικής και οικονομικής συνεργασίας με διάρκεια ισχύος μιας δεκαετίας (μέχρι το 1949).

Βασική πολιτική φιλοσοφία αυτού ήταν μέσα από τις πολιτικές επιδιώξεις των χωρών αυτών η «εγγύηση των βάσεων της Ευρωπαϊκής παιδείας». Στην πραγματικότητα όμως ήταν μια γενική προετοιμασία αλληλοϋποστήριξης σε επικείμενο πόλεμο με σύσφιξη των σχέσεων σε κοινή πολεμική δράση. Της δήλωσης αυτής ακολουθούσαν τα επιλεγόμενα εκ του αριθμού τους «επτά άρθρα του Χαλύβδινου Συμφώνου». Τα επτά άρθρα του Χαλύβδινου Συμφώνου όπως αυτά δόθηκαν στη δημοσιότητα προέβλεπαν τα ακόλουθα σε γενικές γραμμές:

  • Άρθρο 1ο Τα συμβαλλόμενα μέρη Γερμανία και Ιταλία συμφωνούν να τηρούν συνεχή επικοινωνία επί των κοινών συμφερόντων τους επί των πολιτικών εξελίξεων στην Ευρώπη.
  • Άρθρο 2ο Τα συμβαλλόμενα μέρη υπόσχονται σε ότι έχουν συμφωνήσει να ακολουθήσουν κοινή εξωτερική πολιτική και αμοιβαία συνεννόηση επί οποιονδήποτε γεγονότων.
  • Άρθρο 3ο Τα συμβαλλόμενα μέρη υπόσχονται την πλήρη στρατιωτική υποστήριξη μεταξύ τους σε περίπτωση που εμπλακεί κάποιος εκ των δύο σε πόλεμο.
  • Άρθρο 4ο Τα συμβαλλόμενα μέρη, ενισχύοντας τις προθέσεις του προηγουμένου άρθρου υπόσχονται μεγαλύτερη μεταξύ τους συνεργασία “στον στρατιωτικό τομέα και τον τομέα της οικονομίας επί επικειμένου πολέμου».
  • Άρθρο 5ο Ιταλία και Γερμανία συμφωνούν για μελλοντικούς εξοπλισμούς με περαιτέρω αύξηση των στρατιωτικών σχεδιασμών μεταξύ τους.
  • Άρθρο 6ο Επισημαίνεται η σημασία της διατήρησης των σχέσεων με τις χώρες φιλικά προσκείμενες προς τη Γερμανία και την Ιταλία.
  • Άρθρο 7ο Το παρόν Σύμφωνο Φιλίας και Συμμαχίας μεταξύ της Γερμανίας και της Ιταλίας τίθεται σε ισχύ από της υπογραφής του με διάρκεια δέκα ετών, μέχρι το 1949.

Όταν συνομολογήθηκε το παραπάνω Χαλύβδινο Σύμφωνο η μεν Γερμανία που είχε ξεκινήσει τον επανεξοπλισμό της από το 1933 είχε ήδη ανακαταλάβει την αποστρατικοποιημένη ζώνη της αριστερής όχθης του Ρήνου (Σάαρλαντ, 1936), είχε εισβάλει στην Αυστρία (τον Μάρτιο του 1938), είχε καταλάβει τα Σουδητικά εδάφη της Τσεχοσλοβακίας (Σεπτέμβριος του 1938) και τελευταία τον Μάρτιο του 1939 (δύο μήνες πριν τη συνομολόγηση του παρόντος) είχε εισέλθει στη Πράγα.

Η δε Ιταλία του Μουσολίνι που από το 1935 μαχόταν στην Αιθιοπία, τον επόμενο χρόνο την είχε καταλάβει, ενώ τον Απρίλιο του 1939, ένα μήνα πριν της συνομολόγησης του συμφώνου, είχε καταλάβει την Αλβανία. Παράλληλα και οι δύο χώρες από το 1936 μέχρι και το 1939 είχαν επέμβει απροκάλυπτα στον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας προς ενίσχυση του Φράνκο, ο οποίος ενάμιση μήνα πριν, στις 7 Απριλίου, του 1939 προσχώρησε στο Σύμφωνο Αντικομιντέρν.

Την επομένη της υπογραφής του συμφώνου ο Χίτλερ ανακοίνωσε στην στρατιωτική ηγεσία του Γ’ Ράιχ την πρόθεσή να εισβάλει στην Πολωνία. Τρεις μήνες μετά, στις 23 Αυγούστου συνομολογείται το Σοβιετο-Ναζιστικό Σύμφωνο ή Σοβιετο-Γερμανική Συνθήκη του 1939, που κατέπληξε τους πάντες και που περιελάμβανε επίσης επτά άρθρα κατ΄ ακολουθία του Χαλύβδινου Συμφώνου. Ένα χρόνο μετά, το Χαλύβδινο Σύμφωνο προσυπέγραψε και η Ρουμανία, ενώ παράλληλα συνομολογήθηκε το Τριμερές Σύμφωνο του Άξονα, ή “Τριμερές Σύμφωνο Βερολίνου” (Tripartite Pact) με τη συμμετοχή και της Ιαπωνίας.
Μελετώντας όμως τις εξελίξεις που ακολούθησαν μετά τη συνομολόγηση του συμφώνου αυτού και της συμβολής του σ΄ αυτές, με την άνεση βέβαια που μας παρέχει σήμερα η ιστορία, διαπιστώνονται τα ακόλουθα. Αναμφίβολα στόχος του Χίτλερ δια του συμφώνου αυτού ήταν να εξαναγκάσει την Ιταλία τουλάχιστον να ενστερνιστεί τις πολεμικές φιλοδοξίες του και να τον ακολουθήσει στην εισβολή που επιχείρησε στην Πολωνία (Οκτώβριος 1939) που σήμανε την έναρξη του Β’ Π.Π.

Στην πραγματικότητα όμως την ίδια εποχή η Ιταλία δεν ήταν ούτε οικονομικά αλλά ούτε και στρατιωτικά σε θέση να εμπλακεί σε Ευρωπαϊκό πόλεμο, υστερούσε κατά πολύ τόσο σε εξοπλισμούς όσο και σε αξιόμαχο στρατό που ίσως ο Μουσολίνι τυφλωμένος από ματαιοδοξία δεν το αντιλαμβανόταν, αλλά και ποιος θα τολμούσε να του το επισημάνει με την αδιαλλαξία που τον χαρακτήριζε. Προσπάθησε βέβαια με ταχύτατους ρυθμούς να μπορέσει να ανταποκριθεί στο αξιόμαχο πλην όμως δεν το κατάφερε.
Η Ιταλία του Μουσολίνι εισήλθε στον πόλεμο οκτώ μήνες μετά, στις 10 Ιουνίου του 1940 εισβάλλοντας στη Γαλλία πιστεύοντας σε μια μεγαλειώδη νίκη. Πολύ γρήγορα όμως άρχισαν οι στρατιωτικές αποτυχίες όπως σημειώθηκαν ιδιαίτερα στα μέτωπα της Λιβύης και της Ελλάδας που ανέτρεψαν όλες τις προσδοκίες. Δεν είναι υπερβολή να σημειωθεί ότι με την υπογραφή του Χαλύβδινου Συμφώνου η μεγάλη άνοδος του Χίτλερ ταυτίστηκε με την πτώση του φασισμού του Μουσολίνι.

Βέβαια το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να γίνει τότε αντιληπτό από τις λαϊκές μάζες και των δύο χωρών όπου τα καθεστώτα τους εμφανίζονταν «ενωμένα – δυνατά». Ειδικότερα ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος του 1940 η εξέλιξη του οποίου επέφερε με την εμπλοκή Γερμανικών δυνάμεων σ΄ αυτόν τεράστια ζημία στο χρονοδιάγραμμα της στρατηγικής του Χίτλερ, εξαπολύοντας επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης με μεγάλη καθυστέρηση υπήρξε καταστροφική.

Η αποτυχία των Γερμανικών δυνάμεων μόλις μπροστά στη Μόσχα, που συνέπεσε με την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο, απογοήτευσε την ιταλική κοινή γνώμη και ταπείνωσε τους επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων. Καταφανής ήταν και η αντίδραση του Βασιλέως Βίκτορα Εμμανουήλ της Ιταλίας, των πολιτικών αλλά και του Φασιστικού Συμβουλίου όταν στις 24 Ιουλίου του 1943 εξηγέρθη κατά του Μουσολίνι, για να ακολουθήσει δύο μήνες μετά, (9 Σεπτεμβρίου 1943), η άνευ όρων συνθηκολόγηση της Ιταλίας.

 

ΟΙ ΕΛΛΗΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η Ιταλία υπήρξε μία από τις Μεγάλες Δυνάμεις παλαιότερα, που προσπαθούσε να αποκτήσει ηγεμονικό ρόλο στη Μεσόγειο. Το δε φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι είχε συχνά διακηρύξει ή υπονοήσει την πρόθεσή του να δημιουργήσει μια νέα «Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», στο δόγμα “Mare Nostrum” που θα περιελάμβανε και την Ελλάδα. Ήδη από τη δεκαετία του 1910, τα Ελληνικά και Ιταλικά συμφέροντα συγκρούονταν, τόσο στην Αλβανία, με το θέμα της Βορείου Ηπείρου, όσο και στα Δωδεκάνησα, τα οποία αποτελούσαν μέρος της Ιταλικής επικράτειας.
Η Αλβανία ήταν από τη δημιουργία της ένα προτεκτοράτο της Ιταλίας, έναντι του οποίου η Ελλάδα προέβαλε το θέμα των εδαφών της Βορείου Ηπείρου (Νότιας Αλβανίας), τα οποία δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει στα πλαίσια της Μεγάλης Ιδέας, παρά την ύπαρξη εκεί συμπαγούς Ελληνικής μειονότητας. Περαιτέρω, η Ιταλία κατείχε τα Δωδεκάνησα από το τέλος του Ιταλο-Τουρκικού πολέμου, το 1912, και παρότι το 1919 είχε υποσχεθεί την παραχώρησή τους στην Ελλάδα (συμφωνία Βενιζέλου – Τιττόνι), εντούτοις αργότερα υπαναχώρησε από την υπόσχεση αυτή.
Μικροεπεισόδια μεταξύ των στρατευμάτων των δύο κρατών είχαν σημειωθεί και μετά τη Συνθήκη των Σεβρών, όταν μέρος της Μικράς Ασίας περί την πόλη της Σμύρνης είχε αποδοθεί στην Ελλάδα, ενώ Ιταλικές δυνάμεις βοηθούσαν τους Τούρκους εθνικιστές στον αγώνα τους κατά της Ελληνικής κατοχής των εδαφών αυτών. Πέραν αυτών, η φασιστική Κυβέρνηση Μουσολίνι χρησιμοποίησε το συμβάν της δολοφονίας του Ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελίνι στα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα για να βομβαρδίσει και να καταλάβει την Κέρκυρα, το μεγαλύτερο από τα Ιόνια νησιά.

Τα Ιόνια νησιά αποτελούσαν άλλοτε (ως το 1797) Βενετική κτήση και παρέμεναν ακόμη στόχος του Ιταλικού ιμπεριαλισμού. Ακολούθησε μια περίοδος ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο χωρών, ιδίως κατά τη διακυβέρνηση Βενιζέλου (1928 – 1932), κατά τη διάρκεια της οποίας υπογράφτηκε και το Σύμφωνο Φιλίας Ρώμης (1928), (γνωστό και ως Συμφωνία Βενιζέλου – Μουσολίνι), μεταξύ των δύο κρατών στις (23 Σεπτεμβρίου 1928).
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έκανε σημαντικές προσπάθειες για την ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων της Ελλάδας με όλους τους γείτονές της. Μετά την υπογραφή του Συμφώνου Ελληνο-Τουρκικής Φιλίας (1930) και του Βαλκανικού Συμφώνου του 1934, η απειλή της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας θεωρείτο ότι είχε εξαλειφθεί. Η Αλβανία ήταν εξαιρετικά αδύναμη για να αποτελεί απειλή, ενώ το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας δεν προέβαλε σοβαρές αξιώσεις επί της Μακεδονίας.
Για τους λόγους αυτούς, μόνη πραγματική απειλή για την Ελληνική εθνική ασφάλεια κατά τη δεκαετία του 1930 θεωρούνταν η Βουλγαρία και οι αξιώσεις που έτρεφε, ήδη από την εποχή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου έναντι της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Έτσι, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς ανήλθε στην εξουσία το 1936, τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο αναδιοργάνωσης των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και της δημιουργίας ισχυρής αμυντικής γραμμής κατά μήκος των Ελληνο-Βουλγαρικών συνόρων.
Η αμυντική γραμμή κατασκευάστηκε και ονομάστηκε «Γραμμή Μεταξά». Τα χρόνια που ακολούθησαν, η Κυβέρνηση Μεταξά έκανε μεγάλες επενδύσεις για την αναδιοργάνωση του στρατού. Αγοράστηκαν νέα όπλα και για τα τρία σώματα, ο στρατός αναβαθμίστηκε τεχνολογικά και οργανωτικά και τις παραμονές του πολέμου δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα διάλυσης που παρουσίαζε στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Τέλος, έγιναν σημαντικές προετοιμασίες για το ενδεχόμενο πολέμου, όπως η αποθήκευση πολεμοφοδίων σε διάφορα σημεία της χώρας.
Την περίοδο 1935 – 1939 παραγγέλθηκαν σημαντικές ποσότητες όπλων, τα οποία όμως παραδόθηκαν μόνο εν μέρει ή δεν πρόλαβαν να παραδοθούν ποτέ. Παρόλα αυτά, το 1940 ο Ελληνικός Στρατός είχε σοβαρές ελλείψεις σε όλμους, μεταφορικά μέσα, αντιαεροπορικό και αντιαρματικό πυροβολικό. Στο Ναυτικό και στην Αεροπορία, εκτός του πεπαλαιωμένου υλικού, η έλλειψη εξοπλισμού ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Επίσης, το στελεχιακό δυναμικό του στρατεύματος είχε αποδυναμωθεί από την απόταξη των αξιωματικών που υποστήριζαν τον Βενιζέλο.
Αυτοί οι αξιωματικοί θα μπορούσαν να προσφέρουν στον αγώνα κατά της Ιταλικής εισβολής, όπως αποδείχθηκε από την μετέπειτα δράση τους στην Κατοχή. Όμως οι ελλείψεις αυτές δεν επηρέασαν το αποτέλεσμα της αναμέτρησης στο βαθμό που θα περίμενε η Ιταλική ηγεσία, καθώς οι συνεχείς κλήσεις και ασκήσεις εφέδρων μετά το 1937 για τη στελέχωση στρατιωτικών μονάδων, η Βρετανική συνδρομή σε αεροπορικά μέσα (έστω και μικρή) και η επίταξη 150.000 κτηνών, όπως και αυτοθυσία των χωρικών της Ηπείρου, για την μεταφορά στρατιωτικού υλικού, έλυσαν πολλά από τα προβλήματα.

 

ΤΟ ΕΛΛΗΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΦΙΛΙΑΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ – ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ
Μια από τις βασικότερες προτεραιότητες της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1928 ήταν η συνεννόηση με την Φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι. Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε Πρωθυπουργός, ο Βενιζέλος ενθάρρυνε τον υπουργό εξωτερικών και στενό του συνεργάτη Ανδρέα Μιχαλακόπουλο να λύσει τις όποιες διαφορές υπήρχαν με την Ιταλία και να υπογραφεί σύμφωνο με ειρηνικό περιεχόμενο. Η πολιτική αυτή δεν άρχισε να τελεσφορήσει και τον Σεπτέμβριο του 1928 ο ίδιος ο Βενιζέλος μετέβη στην Ρώμη και συναντήθηκε με τον Μουσολίνι στις 23 Σεπτεμβρίου.
Το σύμφωνο φιλίας που υπογράφτηκε προέβλεπε αμοιβαία διατήρηση των συνόρων που είχαν επιβληθεί από τις Διεθνείς Συνθήκες, το δεύτερο άρθρο προέβλεπε ουδετερότητα των συμβαλλόμενων αν επιτεθεί τρίτο κράτος και το τρίτο άρθρο προέβλεπε αμοιβαία βοήθεια σε περίπτωση απειλής της ασφάλειας και των υψηλών συμφερόντων των δύο συμβαλλόμενων. Τέλος προβλεπόταν ότι σε περίπτωση αμοιβαίας διένεξης οι δύο Χώρες θα κατέφευγαν σε διεθνή διαιτησία.

Ο Μουσολίνι στις επαφές του με τον Βενιζέλο τόνισε ότι σκόπευε να βοηθήσει στην εξομάλυνση των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων, ενώ υπογράμμισε πως θα βοηθούσε την Ελλάδα έναντι οποιασδήποτε επιβουλής που θα προερχόταν από την Γιουγκοσλαβία. Μάλιστα πρότεινε να δώσει οικειοθελώς και χωρίς αντιστάθμισμα έγγραφη εγγύηση για την ακεραιότητα της Θεσσαλονίκης έναντι της Γιουγκοσλαβίας. Οι Ιταλοί και ο Μουσολίνι προσωπικά επεδίωκαν μια συνεννόηση με την Ελλάδα στην βάση της κύκλωσης της Γιουγκοσλαβίας και αυτό γιατί είχαν συνοριακές προστριβές.

Η Ελλάδα επίσης είχε προβλήματα με την Γιουγκοσλαβία που απόρρεαν από τις συμφωνίες που είχαν γίνει επί της δικτατορίας του Παγκάλου και προέβλεπαν ελεύθερη χρήση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Το μεγάλο αγκάθι όμως των Ελληνο-Ιταλικών σχέσεων ήταν το θέμα των Δωδεκανήσων και της Ιταλικής Κατοχής τους. Υπενθυμίζουμε ότι κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου οι Ιταλοί Φασίστες έκαναν συστηματικές προσπάθειες να Εκλατινίσουν τον πληθυσμό των Δωδεκανήσων, επιμένοντας σε θέματα εκπαίδευσης, γλώσσας και θρησκείας, με πολύ πενιχρά αποτελέσματα.

Οι Ιταλοί λοιπόν, φοβούνταν πως έστω και την τελευταία στιγμή ο Βενιζέλος θα έθετε θέμα για τα Δωδεκάνησα και την κακή μεταχείριση των γηγενών και την εργώδη προσπάθεια Ιταλοποίησης τους που κατέβαλλε το Ιταλικό Φασιστικό Καθεστώς. Ο Βενιζέλος στις μέρες που βρέθηκε στην Ιταλία επιβεβαίωσε σε όλους τους τόνους ότι δεν θα έθετε το παραμικρό ζήτημα στους Ιταλούς σχετικά με τα Ελληνικά νησιά. Και δεν στάθηκε μόνο στις ανεπίσημες διαβεβαιώσεις σε διπλωματικό επίπεδο προς τους Ιταλούς.
Η αντιπολίτευση με τον Παναγή Τσαλδάρη επέκρινε με δριμύτητα τις θέσεις αυτές, ενώ το ζήτημα έλαβε τέτοιες διαστάσεις ώστε συγκλήθηκε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο με τους υπουργού με κοινή τους ανακοίνωση να ζητούν από τον Βενιζέλο που βρισκόταν στην Ιταλία διευκρινιστική δήλωση επί του θέματος. Ο Βενιζέλος απάντησε με τηλεγράφημα το οποίο όμως επιβεβαίωνε την αρχική ανταπόκριση του αντιβενιζελικού δημοσιογράφου.
”Θέμα μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας δεν υφίσταται, παρά μόνο υφίσταται μεταξύ Ιταλών και Δωδεκανησίων. Υπογράμμισε δε ότι η Ελληνική γραμμή στο θέμα είναι η ίδια με αυτή που ακολουθείτε και στο Κυπριακό, θέμα που ποτέ δεν επηρέασε αρνητικά τις άριστες Ελληνο-Βρετανικές σχέσεις”.

Το διευκρινιστικό αυτό τηλεγράφημα όξυνε περαιτέρω την κατάσταση, ειδικά στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου τότε βρισκόταν το κέντρο του Δωδεκανησιακού Αγώνα για Αυτοδιάθεση και Ένωση με την Ελλάδα. Μάλιστα μεταξύ των εκεί Δωδεκανησίων σημειώθηκαν έντονοι διαπλικτισμοί ακόμη και συμπλοκές με χειροδικίες. Η θέση αυτή ήταν αρκετά σκληρή καθώς το θέμα της Ένωσης της Δωδεκανήσου αλλά και της Κύπρου με την Ελλάδα απασχολούσαν έντονα τότε τον Ελληνισμό.

Αλλά εκτός αυτού ο Βενιζέλος δήλωσε πως το ίδιο ίσχυε και για την Κύπρο που βρισκόταν υπό Αγγλική κατοχή, πως οι θέσεις αυτές ήταν βασικές για την εξωτερική του πολιτική και πως θα τις ανακοίνωνε αυτούσιες και στην Βουλή. Πάντως η Βενιζελική πολιτική στο θέμα δεν είχε μακρόπνοα αποτελέσματα: οι Ιταλοί αρνήθηκαν να ανανεώσουν το Σύμφωνο Φιλίας και κατέλαβαν την Αλβανία το 1939 ενώ επιτέθηκαν στην Ελλάδα το 1940. Τα Δωδεκάνησα ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα μεταπολεμικά και αφού προηγήθηκε ισχυρό πολιτικό παρασκήνιο με την Τουρκία που προσπάθησε να εμπλακεί.

 

ΟΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΑ ΕΤΗ 1939 – 1940

Στις 7 Απριλίου 1939 Ιταλικές δυνάμεις κατέλαβαν την Αλβανία. Έτσι η Ιταλία απέκτησε ουσιαστικά κοινά χερσαία σύνορα με την Ελλάδα. Η πράξη αυτή οδήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία να εγγυηθούν για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Ο Μεταξάς προσπάθησε να κρατήσει την ουδετερότητα της Ελλάδας παρά την ιδεολογική του συγγένεια με το φασισμό και το Ναζισμό και τις οικονομικές σχέσεις που είχαν οικοδομηθεί με τη Ναζιστική Γερμανία.
Ήδη από τον Μάρτιο του 1939 η Ελληνική διπλωματία συγκέντρωνε πληροφορίες για τις προθέσεις των δύο δικτατόρων στα Βαλκάνια και τον Αύγουστο του 1939 γίνεται γνωστό ότι οι προθέσεις για την Ελλάδα του ”Χαλύβδινου Συμφώνου” Ιταλίας – Γερμανίας ήταν η κατάληψη και ο διαχωρισμός: το ανατολικό τμήμα η Γερμανία το προόριζε ως δώρο στην Βουλγαρία εάν της επέτρεπε την ελεύθερη διάβαση στο Αιγαίο και το Δυτικό στην Αλβανία η οποία θα χρησιμοποιόταν από τους Ιταλούς σαν κατοχική αστυνομική δύναμη. Τα γεγονότα επαληθεύτηκαν απολύτως μετακατοχικά.
Έτσι ο Μεταξάς αποφάσισε να στραφεί ολοκληρωτικά προς το Αγγλικό στρατόπεδο το οποίο εννοούσε εξάλλου και ο Αγγλόφιλος Βασιλιάς Γεώργιος Β΄, ο οποίος παρείχε μεν στήριξη στο «Καθεστώς της 4ης Αυγούστου» αλλά οι σχέσεις του με τον Μεταξά είχαν ψυχρανθεί σημαντικά όταν προσπαθούσε να βρει τρόπο να εξασφαλίσει μια ουδετερότητα την οποία για ένα διάστημα όντως διαπραγματεύτηκε με τους Γερμανούς μέσω της Ελληνικής πρεσβείας στη Μαδρίτη και τον αρχηγό της Γερμανικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών Βίλχελμ φον Κανάρις, σημαντικού φίλου του Φρανκικού καθεστώτος που σύχναζε στην Ισπανία.
Ο φον Κανάρις, πάντως, παρέθετε πολύ αόριστες εγγυήσεις που δεν έπεισαν τελικά τον Μεταξά, παρόλο που μερίδα των Ελλήνων διπλωματών του πρότειναν να τις αποδεχτεί. Ο ποιητής και τότε διπλωμάτης Γιώργος Σεφέρης αναφέρει ότι μερικοί από αυτούς τους διπλωμάτες ήταν έτοιμοι να πιστέψουν οτιδήποτε προκειμένου να αποφύγουν την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο και ότι οι γερμανικές εκείνες “εγγυήσεις” δεν μιλούσαν καν για ουδετερότητα της Ελλάδας.
Ο Χίτλερ με προσωπικές του διπλωματικές κινήσεις μεταξύ Μάη και Ιουλίου 1939, στις οποίες δεν συμμετείχε καν η Ιταλία, εξασφάλισε την συμμαχία Ουγγαρίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Ο Μουσολίνι είχε θεωρήσει αρχικά τα Ρουμανικά πετρέλαια σαν δικό του μελλοντικό λάφυρο στα Βαλκάνια και εξοργίστηκε από τις εξελίξεις. Ετοιμάζοντας λοιπόν τις δικές του κινήσεις πήρε απόφαση να επέμβει στα Βαλκάνια ήδη απ τις 11 Αυγούστου και η απόφαση για πόλεμο είχε παρθεί: «Ο Μουσολίνι συνεχίζει να μιλά για επίθεση – αστραπή κατά της Ελλάδας στα τέλη Σεπτεμβρίου».

Στο μεταξύ, το αρχικό πλάνο για επίθεση στη Γιουγκοσλαβία μπήκε στο αρχείο, λόγω της Γερμανικής αντίθεσης και της έλλειψης των αναγκαίων μεταφορικών μέσων. Όταν ο Χίτλερ την 1η Σεπτεμβρίου 1939 επιτίθεται στην Πολωνία, σε μια σαφή κίνηση για τις επιδιώξεις του στα ανατολικά, ο Μουσολίνι έμαθε τα γεγονότα εκ των υστέρων και όχι σαν συνεργαζόμενος – σύμμαχος με την Γερμανία, κάτι τον οποίο τον εξόργισε έντονα. Στις 12 Οκτωβρίου 1940 οι Γερμανοί κατέλαβαν τις πετρελαιοπηγές της Πράχοβα της Ρουμανίας.
Το γεγονός αυτό, το οποίο και πάλι δεν είχε πληροφορηθεί από πριν, εξόργισε τον Μουσολίνι, ο οποίος το θεώρησε ως «επέμβαση» των συμμάχων του Γερμανών στη νοτιοανατολική Ευρώπη, μια περιοχή που η Ιταλία ήταν, μαζί με την Γερμανία, συνεγγυητής της εδαφικής ακεραιότητας. Τρεις μέρες αργότερα συνεκάλεσε σύσκεψη στη Ρώμη για να συζητηθεί, όχι μόνο η κατάληψη της Ηπείρου, της Κέρκυρας, της Κεφαλλονιάς και της Ζακύνθου (σε πρώτη φάση), όπως προέβλεπε το σχέδιο πολέμου Emergenza G, αλλά η κατάκτηση ολόκληρης της Ελλάδας (σε δεύτερη φάση ή ταυτόχρονα).
Μόνον ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Πιέτρο Μπαντόλιο, προέβαλλε αντιρρήσεις, σημειώνοντας την ανάγκη να συγκεντρωθεί δύναμη τουλάχιστον 20 μεραρχιών πριν την εισβολή, καθώς εκείνη την περίοδο μόνο εννέα μεραρχίες βρίσκονταν στην Αλβανία. Όμως, ο Διοικητής των δυνάμεων στην Αλβανία, Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα (άτομο πάντως που χρωστούσε την θέση του στην υποταγή του στο κόμμα ), υποστήριξε ότι μόνο 3 μεραρχίες αρκούσαν, και αυτές μάλιστα αφού θα έχει ήδη ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του σχεδίου, δηλαδή η κατάληψη της Ηπείρου.
Ο Μουσολίνι καθόρισε ως ημερομηνία έναρξης της εισβολής την 26η Οκτωβρίου και ήλπιζε πως η εκκαθάριση της Ηπείρου θα γινόταν ως τις 10 με 15 Νοεμβρίου. Ο Υπουργός Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, ο οποίος υποστήριξε ότι θα μπορέσουν να βασιστούν και στην υποστήριξη προσωπικοτήτων της Ελλάδας, οι οποίοι θα εξαγοράζονταν εύκολα, ανέλαβε να βρει ένα «casus belli» (αιτία πολέμου). Την επόμενη εβδομάδα, ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Βόρις Γ’ προσεκλήθη να λάβει μέρος στην επιχείρηση ενάντια στην Ελλάδα, αλλά εκείνος αρνήθηκε, επειδή η Γερμανία εκείνη την στιγμή δεν ευνοούσε καθόλου ένα Βαλκανικό μέτωπο.
Στην Ιταλία είχε ήδη ξεκινήσει από νωρίς μια επιχείρηση προπαγάνδας κατά της Ελλάδας, ενώ παράλληλα είχε μπει σε εφαρμογή σχέδιο προκλητικών ενεργειών εις βάρος της Ελλάδας, όπως η πτήση Ιταλικών αεροσκαφών εντός του Ελληνικού εναέριου χώρου, επιθέσεις αεροσκαφών σε Ελληνικά πλοία, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό και βύθιση του καταδρομικού “Έλλη” στο λιμάνι της Τήνου, κατά τη διάρκεια του εορτασμού του Δεκαπενταύγουστου από Ιταλικό υποβρύχιο.
Παρά την αδιαμφισβήτητη ενοχή των Ιταλών, η Ελληνική Κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το πλοίο βυθίστηκε από πλοίο «αγνώστου εθνικότητας». Παρά το ότι με αυτό τον τρόπο διατηρήθηκε τύποις η ουδετερότητα, εντούτοις ο Ελληνικός λαός είχε αρχίσει ήδη να υποψιάζεται τους πραγματικούς ενόχους. Συνεπώς ο πόλεμος αυτός δεν ήταν ολότελα αιφνίδιος.
Η επίδοση του τελεσιγράφου αναμενόταν ήδη από ημέρα σε ημέρα, η δε ημερομηνία αυτή της επίδοσης θεωρούνταν η πλέον πιθανή δεδομένου ότι αποτελούσε εθνική επέτειο του φασισμού στην Ιταλία από το 1925. Αλλά και από ένα δίκτυο πληροφοριών που είχε αναπτυχθεί τότε, σε συνδυασμό με διάφορα γεγονότα προμήνυαν με βεβαιότητα σχεδόν την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση, κι έτσι η Ελλάδα βρέθηκε έτοιμη τουλάχιστον να προβάλει αξιόλογη αντίσταση.

 

Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟΤΗΤΑ

Από την αρχή του αιώνα μας είχαν φανεί οι εχθρικές προθέσεις της Ιταλίας εναντίον της χώρας μας και μόνο αξιοθρήνητη θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει την προσπάθεια υποκρισίας της, με αποκορύφωση τον ύπουλο τορπιλισμό του καταδρομικού ”ΕΛΛΗ” στο λιμάνι της Τήνου στις 15 Αυγούστου 1940, παρά το σύμφωνο φιλίας που είχε υπογραφεί μεταξύ των δύο χωρών από τον Σεπτέμβρη του 1928. Ο Μουσολίνι είχε προφανώς πιστέψει πως η θρασύτητα μπορεί να αφοπλίσει την αξιοπρέπεια, η υποκρισία τη δίψα για την ελευθερία και η στρατιωτική υπεροχή το, από υπάρξεώς του, ιερό καθήκον του Έλληνα στρατιώτη.
Είχε πιστέψει σε ένα παλαιότερο όνειρο, την ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ή τουλάχιστον της Ενετικής θαλασσοκρατίας. ώστε να δύνανται οι ενδιαφερόμενοι να ανατρέξουν σε συγγράμματα προς γνώση και εξαγωγή συμπερασμάτων και ακόμη μεταγενέστεροι ιστορικοί να μπορούν να τα αποκαταστήσουν έστω και αν έχουν παρέλθει αιώνες. Η χώρα μας από το 1923 βαριά τραυματισμένη από τα αποτελέσματα της Μικρασιατικής καταστροφής, κατέβαλλε προσπάθειες για να απορροφήσει ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες και να ανασυντάξει την οικονομία και την πολιτική της.
Από τον Απρίλιο του 1939 η φασιστική Ιταλία είχε καταλάβει την Αλβανία, και με περιστροφές, δολιχοδρομίες, διπλωματικούς ελιγμούς, παλινωδίες και αυτοδιαψεύσεις προσπαθούσε να συγκαλύψει τις επεκτατικές της προθέσεις προς την Ελλάδα. Η κατάληψη της Αλβανίας, ήταν φυσικό, να ανησυχήσει ιδιαίτερα τις δύο συνορεύουσες χώρες, Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία, και μάλιστα από απειλή που δεν προερχόταν από την Ιταλία μόνη, αλλά από τον Άξονα του οποίου την ίδρυση είχε εξαγγείλει ο Μουσολίνι από τον Νοέμβριο του 1936.

Απó τη πλευρά της Αγγλίας δια των πρωθυπουργών Τσάμπερλαιν και Νταλαντιαί, του υπουργού εξωτερικών Λóρδου Χάλιφαξ, του πρώτου Λóρδου του Αγγλικού Ναυαρχείου Ουίνστον Τσώρτσιλ, δίδονταν άφθονες και συναισθηματικά παρήγορες εγγυήσεις για την ανεξαρτησία και ακεραιóτητα της Ελλάδας, που δυστυχώς για διάφορους λóγους δεν υλοποιήθηκαν. Όλα αυτά σήμαιναν για την Ελλάδα, óτι μóνη έπρεπε να προετοιμαστεί, για μια πιθανή αναμέτρηση, προς διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της. Όμως το Ελληνικó Γενικó Επιτελείο είχε λóγους να μην αδρανεί.
Ενώ ζητούσε συνεργασία με τα Γενικά Επιτελεία Αγγλίας και Γαλλίας αυτά περιορίζοντο στη συγκέντρωση πληροφοριών χωρίς πρακτική συνέχεια, για να αφήσουν, τελικά, την Ελλάδα και πάλι μóνη, στο δραματικó της Ακρωτήρι, να ετοιμαστεί να αντιμετωπίσει για πολλοστή φορά τον Δεσποτισμó. Τον Αύγουστο του 1939 υπó το πρóσχημα γυμνασίων οι Ιταλικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στα Ελληνικά σύνορα για να ανησυχήσει το Ελληνικó Γενικó Επιτελείο και να εισηγηθεί στη Κυβέρνηση την επιστράτευση των απέναντι της Αλβανίας μονάδων, VΙΙΙ και ΙΧ μεραρχιών καθώς και της ΙV ταξιαρχίας.
Η διαταγή επιστρατεύσεως εκδóθηκε την νύχτα της 23ης Αυγούστου. Τη προηγούμενη ημέρα είχε υπογραφεί στη Μóσχα Γερμανο-Σοβιετικó σύμφωνο περί μη επιθέσεως, που σήμαινε, óτι απερίσπαστος και ανενóχλητος ο Άξονας θα μπορούσε να δράσει στη Δύση και το Νóτο. Στις 29 Αυγούστου 1939 ο Ιταλóς στρατιωτικóς ακóλουθος ζητάει απó τον Αρχηγó του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου, Αλέξανδρο Παπάγο, πληροφορίες για την συγκέντρωση των ελληνικών στρατευμάτων, ενώ δίνει την διαβεβαίωση, óτι ισχύει πάντοτε η εγγύηση εκ μέρους της Ιταλίας, για το απαραβίαστο του ελληνικού εδάφους.

Η Ιταλία του Μουσολίνι αφού καιροσκοπούσε επ’ αρκετόν τελικά κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βρετανίας και της Γαλλίας στις 10 Ιουνίου 1940, όταν η Γαλλία βρισκόταν, πλέον, στα πρόθυρα της ήττας από τους Γερμανούς και η Βρετανία πολεμούσε μόνη έχοντας υποστεί μεγάλη φθορά και βομβαρδιζόταν ανηλεώς από τη Λουφτβάφε. Ο δε Βρετανικός στρατός είχε, ήδη, αποχωρήσει από τη Δουγκέρκη (24 Μαΐου – 4 Ιουνίου 1940), με βαριές απώλειες. Ο Μουσολίνι κομπάζων ότι διαθέτει έναν αήττητο στρατό των «οκτώ εκατομμυρίων λογχών» άρχισε αναφανδόν, πλέον, τις απειλές κατά της Ελλάδος.
Καιροφυλακτούσε όλο το προηγούμενο διάστημα να εξουδετερώσουν οι Γερμανοί όσους πιθανώς θα υποστήριζαν την Ελλάδα, για να επιτεθεί. Οι προκλήσεις των Ιταλών διαδέχονταν η μία την άλλη. Στις 12 Ιουλίου 1940, τρία Ιταλικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν ανεπιτυχώς το βοηθητικό του Στόλου ”Ωρίων” που ανεφοδίαζε το φάρο στη Γραμβούσα και στη συνέχεια το αντιτορπιλικό ”Ύδρα” που έσπευσε για βοήθεια. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 30 Ιουλίου, Ιταλικό αεροπλάνο βομβαρδίζει ανεπιτυχώς στη Ναύπακτο τα αντιτορπιλικά ”Βασιλεύς Γεώργιος” και ”Βασίλισσα Όλγα”, καθώς και δύο υποβρύχιά μας.
Από τις αρχές Αυγούστου η Ιταλική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα γίνεται απροκάλυπτα εχθρική. Η Ιταλία διαμαρτύρεται ότι Βρετανικά πλοία ανεφοδιάζονται εντός των Ελληνικών χωρικών υδάτων, γεγονός αναληθές. Στις 2 Αυγούστου Ιταλικό αεροπλάνο βομβαρδίζει στο Σαρωνικό την τελωνειακή ακτοφυλακίδα Α6. Και οι έξι βόμβες πέφτουν στη θάλασσα μακριά από το πλοίο. Σε όλες τις διαμαρτυρίες μας η μόνιμη ιταλική επωδός ήταν ότι τα πλοία είχαν εκληφθεί ως Βρετανικά, ενώ Βρετανικά πλοία ουδέποτε είχαν παραβιάσει την ουδετερότητα της Ελλάδος.
Στις 11 Αυγούστου μέσω του Ιταλικού Τύπου και Ραδιοφώνου εξαπολύεται δεινή δυσφημιστική εκστρατεία κατά της Ελλάδος για την υπόθεση «Νταούτ Χότζα». Το αποκορύφωμα, όμως, των Ιταλικών προκλήσεων ήταν ο δολοφονικός τορπιλισμός τη 15η Αυγούστου, ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, του ευδρόμου ”Έλλη” στην Τήνο από το Ιταλικό υποβρύχιο ”Delfino” με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Guizeppe Aicardi.
O Ιταλός Ναυτικός Ακόλουθος αμέσως μετά δήλωσε ανερυθρίαστα ότι το υποβρύχιο ασφαλώς δεν ήταν Ιταλικό. Παράλληλα με αυτά τα γεγονότα οι Ιταλοί συγκέντρωναν συνεχώς ισχυρές δυνάμεις στα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα. Δεν υπήρχε, πλέον, καμία αμφιβολία για την επικείμενη επίθεση κατά της χώρας μας.

 

Η ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΙΣ 18 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1940

«Αφού κάμαμε υπομονή για μεγάλο χρονικό διάστημα αφαιρέσαμε το προσωπείο από μια Χώρα, που έφερε την εγγύηση της Μεγάλης Βρετανίας, από ένα ύπουλο εχθρό: την Ελλάδα. Ήταν ένας λογαριασμός που περίμενε την εξόφλησή του. Πρέπει να πω ένα πράγμα που ίσως θα ξενίσει μερικούς Ιταλούς φίλους της Κλασσικής Εποχής, αλλά καθυστερημένους για τη δική μας: Οι Έλληνες μισούν την Ιταλία όπως κανένας άλλος λαός. Το μίσος αυτό εκ πρώτης όψεως φαίνεται ανεξήγητο, είναι όμως γενικό, βαθύ, άσβεστο σε όλες τις τάξεις, σε όλες τις πόλεις, στα χωριά, στα πάνω, στα κάτω, παντού!

Το γιατί είναι μυστήριο. Ίσως γιατί ο Σανταρόζα ξεκίνησε από τη Χώρα του το Πεδεμόντιο για να μεταβεί και να πεθάνει ηρωικά στη Σφακτηρία για την Ελλάδα. Ίσως γιατί ένας Γαριβαλδινός από το Φορλί, ο Αντώνιο Φράττι, επανέλαβε την ίδια χειρονομία υπέροχης απλοϊκότητας μετά από εβδομήντα χρόνια πέφτοντας στο Δομοκό. Μυστήριο, αλλά το γεγονός υπάρχει. Στο μίσος αυτό, που μπορεί να χαρακτηριστεί γελοίο, βασίστηκε η Ελληνική πολιτική των τελευταίων ετών. Η πολιτική της πλήρους συνενοχής με την Αγγλία. 

Δεν ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά, αφού ο Έλληνας Βασιλιάς είναι Άγγλος, η πολιτική τάξη Αγγλική. Η καταφανής και πολύμορφη αυτή συνενοχή ήταν πράξη συνεχούς εχθρότητας κατά της Ιταλίας. Από έγγραφα ανακαλυφθέντα από το Γερμανικό Επιτελείο φανερώνεται πως από τον Μάιο η Ελλάδα είχε προσφέρει στους Αγγλογάλλους όλες τις ναυτικές της βάσεις κι έπρεπε να τεθεί ένα τέρμα σ’ αυτή την κατάσταση. Κι αυτό έγινε την 28η Οκτωβρίου, όταν τα στρατεύματά μας διάβηκαν τα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα.
Οι τραχιές οροσειρές της Πίνδου και οι λασπωμένες χαράδρες της δεν είναι κατάλληλες για τον αστραπιαίο πόλεμο, που αξίωναν οι αδιόρθωτοι πιστοί της στρατηγικής (εννοεί τους στρατηγούς του) με τις καρφιτσωμένες στους χάρτες τους μικρές σημαίες. Καμιά πράξη, κανένας λόγος δικός μου ή της κυβέρνησής μου δεν είχε εξαγγείλει τέτοιο αστραπιαίο πόλεμο. Δεν νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να διαψεύσω όλες τις πληροφορίες της Ελληνικής προπαγάνδας και των Αγγλικών μεγαφώνων της.
Είχα πει ότι θα τσακίζαμε τα πλευρά του Νεγκούς (πρόκειται για το βασιλιά της Αβησσυνίας). Τώρα με την ίδια απόλυτη βεβαιότητα σας λέγω ότι θα τσακίσουμε τα πλευρά της Ελλάδας . Σε δυο, σε τρεις, σε δώδεκα μήνες, αδιάφορο. Ο πόλεμος μόλις άρχισε. Έχουμε τα μέσα και τους άνδρες για να εξουθενώσουμε κάθε Ελληνική αντίσταση . Η Αγγλική βοήθεια δεν θα μπορέσει να εμποδίσει την πραγμάτωση της σταθερής αυτής απόφασης, ούτε να σώσει τους Έλληνες από την καταστροφή πού θέλησαν και που αποδείχτηκαν άξιοι να υποστούν.
Το να σκεφτεί κανείς διαφορετικά ή να αμφιβάλλει θα σήμαινε ότι δεν με γνωρίζει. Άπαξ και ξεκινήσω δεν σταματώ πια μέχρι τέλους. Τους 372 νεκρούς, τους 1082 τραυματίες, τους 650 εξαφανισθέντες κατά τη διάρκεια των δέκα πρώτων ημερών του αγώνα στο Ηπειρωτικό μέτωπο, θα τους εκδικηθούμε.

 Μπενίτο Μουσολίνι».

 

Ο ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ ΣΠΕΥΔΕΙ

Η έκρηξη του Δευτέρου Πα­γκοσμίου Πολέμου με την επίθε­ση της Γερμανίας κατά της Πο­λωνίας την 1η Σεπτεμβρίου 1939. η ραγδαία εξέλιξη της κα­τάληψης των κρατών της Ευρώ­πης από τη Ναζιστική Γερμανία, η οποία, ως το τέλος Μαΐου του 1940, έχει καταλάβει την Πολω­νία, τη Νορβηγία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η είσοδος του γερμανικού στρα­τού στη Γαλλία και ο εξαναγκα­σμός των Άγγλων να τραπούν προς την Δουνκέρκη, δίνουν την εικόνα της επερχόμενης συμφο­ράς της Ευρώπης.
Έκπληκτος ο Μουσολίνι από την απρόοπτη αυτή ταχύτητα της εξέλιξης της κατάστασης υ­πέρ της Γερμανίας, σπεύδει στις 10 Ιουνίου 1940 να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας, η οποία έχει σχεδόν κα­ταρρεύσει, γιατί φοβάται ότι ο πόλεμος θα τελειώσει χωρίς αυ­τός να βρίσκεται στο τραπέζι της μοιρασιάς του κόσμου μας. Με την κατάρρευση της Γαλ­λίας και την υπογραφή της ανα­κωχής στις 22 Ιουνίου 1940 μετα­ξύ Γαλλίας και Γερμανίας και στις 24 Ιουνίου μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας, η Ιταλία βγάζει τη μά­σκα της προσποιητής ειρηνοφιλίας με την Ελλάδα και γίνεται απειλητική.
Ο Ιταλικός Τύπος κατηγορεί την Ελλάδα ότι δήθεν συνεργά­ζεται με την Αγγλία και την απει­λεί με δράση. Από 12 Ιουλίου μέ­χρι 6 Αυγούστου Ιταλικά βομ­βαρδιστικά αεροπλάνα προ­σβάλλουν χωρίς επιτυχία το βοη­θητικό πλοίο του Στόλου ”Ωρίων” και το αντιτορπιλικό ”Ύδρα” στον Κόλπο Κισσάμου της Κρήτης. Βομβαρδίζουν, πάλι χωρίς επιτυ­χία, τα αντιτορπιλικά ”Βασιλεύς Γεώργιος” και ”Βασίλισσα Όλγα” στο λιμάνι της Ναυπάκτου. Τέ­λος, ο τορπιλισμός της ”Έλλης” (2.115 τόνων), στις 15 Αυγού­στου 1940 στο λιμάνι της Τήνου, ήταν πια η κατηγορηματική δια­πίστωση της επικείμενης επίθε­σης κατά της Ελλάδας.
Τον τορπιλισμό της Έλλης από Ιταλικό αντιτορπιλικό αποκαλύ­πτει στο Ημερολόγιό του ο Κό­μης Τσιάνο, ο οποίος επιρρίπτει τις ευθύνες στον «ανισόρροπο (έτσι τον αποκαλεί) Ιταλό διοικη­τή της Δωδεκανήσου Ντε Βέκκι». Η εγκληματική αυτή Ιταλική ε­νέργεια βύθισε σε βαθιά θλίψη ο­λόκληρο τον Ελληνικό λαό, ταυ­τόχρονα όμως ξεσήκωσε το μί­σος κατά των Ιταλών. Η διαίσθη­σή του δεν του άφηνε αμφιβο­λίες ότι οι εγκληματίες ήταν οι Ιταλοί, αν και η κυβέρνηση, για λόγους εθνικής σκοπιμότητας, δεν αποκάλυψε τις αποδείξεις του εξεταστικού πορίσματος.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟ 1940

Η κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, το 1939, και η αποκάλυψη των Ιταλικών προθέσεων στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, αποτέλεσε το προοίμιο της επέκτασης του πολέμου και στο Βαλκανικό χώρο. Μια Ιταλική επίθεση στην Ελλάδα έμοιαζε προφανής, παρά τη δηλωμένη αντίρρηση του Χίτλερ και τις προσπάθειες του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος, ακροβατώντας ανάμεσα στην παραδοσιακή πρόσδεση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας στην Αγγλία και το φιλογερμανικό πνεύμα (με όλες τις διαφορές που έχουν επισημανθεί ότι τον διακρίνουν από τα αντίστοιχα Ευρωπαϊκά καθεστώτα), επεδίωκε να κρατήσει τη χώρα σε ουδετερότητα.
Πράγματι, μετά από μια σειρά προειδοποιητικών ενεργειών -με αποκορύφωση τον τορπιλισμό από τους Ιταλούς του ευδρόμου “Έλλη” στις 15 Aυγούστου 1940 στο λιμάνι της Τήνου- που όλες έπεσαν στο κενό μπροστά στην άρνηση της Ελληνικής κυβέρνησης να απαντήσει στις προκλήσεις, απεστάλη το Ιταλικό τελεσίγραφο της 28ης Oκτωβρίου 1940, που απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των Ιταλικών στρατευμάτων από το Ελληνικό έδαφος και τον έλεγχο πλήθους στρατηγικών σημείων της χώρας.
H απόρριψη από τον Ιωάννη Μεταξά του ταπεινωτικού τελεσιγράφου, γεγονός που συνέπιπτε με την κοινή Ελληνική βούληση, οδήγησε στην αυτόματη κήρυξη από τους Ιταλούς του πολέμου στην Ελλάδα, ο οποίος διεξήχθη στα βουνά της Hπείρου. Ο ενθουσιασμός του Ελληνικού στρατού, η αυθόρμητη παλλαϊκή υποστήριξη του πολεμικού αγώνα και οι ορεινοί όγκοι της Ηπείρου κατέστησαν εφικτή όχι μόνο την αποτελεσματική απόκρουση των Ιταλικών στρατευμάτων αλλά και μια θεαματική αντεπίθεση των Ελλήνων μέσα στο Αλβανικό έδαφος.
Η Μάχη της Ελλάδας, που κάλυψε συνολικά ένα διάστημα 216 ημερών και μπορεί να διακριθεί σε τρεις περιόδους, εξελίχθηκε από την αρχική άμυνα του πάτριου εδάφους (28 / 10 / 1940 μέχρι 13 / 11 / 1940), στην ορμητική αντεπίθεση, που απέδωσε την κατάληψη σημαντικών πόλεων και άλλων σημείων της Βορείου Ηπείρου (14 / 11 / 1940 μέχρι 28 / 12 / 1949), έως μία ακόμη βαθύτερη προέλαση στο Αλβανικό έδαφος, με τη συντριβή της περιβόητης “Εαρινής Επίθεσης” των Ιταλών (29 / 12 / 1940 μέχρι 5 / 4 / 1941).
Tο συνολικό αποτέλεσμα ήταν η καθήλωση είκοσι επτά Ιταλικών μεραρχιών στην Αλβανία από δεκαέξι Ελληνικές και η επέκταση των Ελληνικών συνόρων 60 χιλιόμετρα μέσα στο Αλβανικό έδαφος, γεγονός που προσελήφθη και ως απελευθέρωση Ελληνικών εδαφών, της Βορείου Hπείρου.
Παράλληλα προς το στρατό ξηράς, σφοδρούς αγώνες στη θάλασσα έδινε κι ο Ελληνικός στόλος, προστατεύοντας τις Ελληνικές μεταφορές και παρεμποδίζοντας τις Ιταλικές, όπως και προφυλάσσοντας τις ακτές από εχθρικές αποβάσεις και βομβαρδισμούς.
Ο Ελληνικός στόλος πέτυχε εξαιρετικές νίκες επί των Ιταλών, συμβολική υπόμνηση των οποίων παρέμεινε η δράση του υποβρυχίου “Παπανικολής” και του πλωτάρχη του, Μίλτωνα Ιατρίδη. Επίσης, η Ελληνική αεροπορία, αν και στοιχειωδώς εξοπλισμένη, έδωσε το δικό της αγώνα στην αναχαίτιση των εντυπωσιακά υπέρτερων Ιταλικών αεροπορικών δυνάμεων. H αναπάντεχη για όλους Ελληνική νίκη κατά των Ιταλών αποτέλεσε την πρώτη συμμαχική νίκη κατά των δυνάμεων του Άξονα και χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό απ’ ολόκληρο τον αμυνόμενο κόσμο.
Αξιοσημείωτος υπήρξε ακόμα και ο Γερμανικός θαυμασμός για το Ελληνικό κατόρθωμα. H σημασία της εξάλλου ήταν τεράστια. Διέλυσε το μύθο της παντοδυναμίας του Άξονα, ενθάρρυνε αποφασισμένους και διστακτικούς λαούς προς αντίσταση, κατέστρεψε το γόητρο του Μουσολίνι, ενώ καθυστέρησε την προγραμματισμένη επίθεση του Χίτλερ στη Ρωσία.

 

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ
Η Προετοιμασία του Πολέμου ήταν Στρατιωτική, Διπλωματική, Κοινωνική και Ηθική που αποσκοπούσε στην ομοψυχία. Οι προσωπικές σημειώσεις του Μεταξά στο Ημερολόγιο του είναι μόνο ενδεικτικές για τις συναντήσεις, τα σύμφωνα, τις συμμαχίες, τις διαπραγματεύσεις και τις ισορροπίες που επέτυχε. Διατυπωμένες τηλεγραφικά, στο Ημερολόγιο του, όπως και οι αντίστοιχες κρίσεις του σε κάθε γεγονός, έχουν ανάγκη εκτεταμένης επεξήγησης.
Επίσης εκτεταμένη είναι η αλληλογραφία του με τις Ελληνικές Πρεσβείες Ρώμης, Βερολίνου, Λονδίνου, Παρισίων, Αγκυρας, Σόφιας, Βελιγραδίου και Τιράνων. Η Εξωτερική πολιτική οργανώθηκε με συντονισμένη διπλωματική δραστηριότητα προς κάθε κατεύθυνση, με αλλεπάλληλα ταξίδια του Μεταξά, που ως υπεύθυνος Υπουργός Εξωτερικών, κινήθηκε προς τέσσερεις βασικούς άξονες, προκειμένου να συγκρατήσει συμμαχίες που κατέρρεαν και συμφωνίες που δεν ετηρούντο, από συμμάχους και μη. Οι στόχοι που έθεσε ήταν:

  • Την ένταξη της Ελλάδος στο πλευρό των Συμμάχων.
  • Την διατήρηση της ουδετερότητας και αποφυγή κάθε πρόκλησης.
  • Την δημιουργία και ενίσχυση συμφώνων με τα Βαλκανικά κράτη και την Τουρκία.
  • Την παρακολούθηση λεπτό προς λεπτό της στάσεως της Ιταλίας από τον ίδιο, όταν άρχισαν οι προκλήσεις, που τις αντιμετώπισε με άμεση αντίδραση, ώστε να μην γεννηθεί η παραμικρή παρεξήγηση και αφορμή πολέμου, όπως στον τορπιλισμό της “ΕΛΛΗΣ”.

Η δημιουργία και σωστή λειτουργία δικτύου κατασκοπείας και αντικατασκοπείας για συλλογή πληροφοριών τον κρατούσε προσωπικά ενήμερο για τα διαδραματιζόμενα. Συγκεκριμένα ενώ αγωνίστηκε με κάθε τρόπο για την στήριξη συμμαχιών στο Βαλκανικό Σύμφωνο, το αποτέλεσμα ήταν απόλυτα αρνητικό, αφού ένας ένας οι σύμμαχοι Βαλκάνιοι τραβούσαν το δικό τους δρόμο συμφέροντος ή καιροσκοπισμού και παραδίδονταν στις δυνάμεις του άξονα χωρίς να υπολογίζουν τις συμφωνίες.

 

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟ 1940

  • 3/3/1939 Κήρυξη Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου.
  • 15/8/1940 Τορπιλισµός της ”Έλλης” στην Τήνο.
  • 28/10/1940 Κήρυξη Ελληνο-Ιταλικού πολέµου.
  • 14/11/1940 Γενική αντεπίθεση Ελληνικού στρατού στην Ήπειρο: Μάχη της Πίνδου.
  • 20/11/1940 Μάχη του Μοράβα.
  • 22/11/1940 Κατάληψη του όρους Ιβάν.
  • 24/11/1940 Απελευθέρωση Κορυτσάς.
  • 6/12/1940 Απελευθέρωση Αργυροκάστρου.
  • 23/12/1940 Κατάληψη Χειµάρρας.
  • 24/12/1940 Το υποβρύχιο ”Παπανικολής” επιτίθεται σε Ιταλική νηοποµπή και τη διαλύει
  • 9/3/1941 Ανασύνταξη Ιταλικών δυνάµεων: Επιχείρηση «Πριµαβέρα» υπό την καθοδήγηση του ίδιου του Μουσολίνι. Πανωλεθρία των Ιταλών
  • 6/4/1941 Επίθεση της Γερµανικής Βέρµαχτ – Οι Έλληνες λένε το δεύτερο ”ΟΧΙ”
  • 27/4/1941 Οι Γερµανοί µπαίνουν στην Αθήνα
  • 12/10/1944 Απελευθέρωση

 

Ο ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΔΡΟΜΟΥ ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΚΟΥ ”ΕΛΛΗ” 

Γενικά περί του τορπιλισμού της «ΕΛΛΗΣ»’

Πριν το τορπιλισμό του Έλλη, είχαν υπάρξει και άλλες περιπτώσεις σοβαρών επεισοδίων όπως επιθέσεις Ιταλικών αεροσκαφών εναντίων:

α) Των αντιτορπιλικών ”Βασιλεύς Γεώργιος” και ”Βασίλισσα Όλγα”,

β) Ελληνικών υποβρυχίων στη Ναύπακτο,

γ) Του βοηθητικού ”Ωρίονος” και

δ) Του αντιτορπιλικού ”Ύδρα”, όλες χωρίς επιτυχία.

Προφανώς η Ιταλική ηγεσία προσπαθούσε να κάμψει το Ελληνικό φρόνημα έχοντας ήδη προαποφασίσει τη σύγκρουση. Έτσι φτάνουμε στις 8.25 το πρωί της 15ης Αυγούστου 1940, ανήμερα στη γιορτή της Μεγαλόχαρης, που τορπιλίστηκε και βυθίστηκε το εύδρομο ”Έλλη”, έξω από το λιμάνι της Τήνου, όπου είχε σταλεί για να λάβει μέρος στις γιορταστικές εκδηλώσεις της ημέρας εκείνης. Μετά από έρευνες που έκαναν δύτες του Ναυτικού, διαπιστώθηκε ότι οι τορπίλες ήταν Ιταλικές και επομένως η επίθεση έγινε από Ιταλικό υποβρύχιο.
Η διαπίστωση όμως αυτή, κρατήθηκε μυστική, μέχρι την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940. Από τη βύθιση του ”Έλλη”, έχασαν τη ζωή τους 1 υπαξιωματικός και 8 ναύτες, από το πλήρωμα του πλοίου και επίσης μια γυναίκα από το πλήθος των προσκυνητών, η οποία έπαθε συγκοπή με την έκρηξη της δεύτερης τορπίλης. Μετά τη λήξη του πολέμου, αποκαλύφθηκε ότι το υποβρύχιο ήταν το Ιταλικό Delphino, το οποίο είχε ξεκινήσει για το σκοπό αυτό από τη ναυτική βάση Παρθένι της Λέρου, το βράδυ της 14ης Αυγούστου. Κυβερνήτης ήταν ο υποπλοίαρχος Guizeppe Αicardi.
Το ιστορικό της εγκληματικής αυτής αποστολής αποκαλύφθηκε αρκετά αργότερα, όταν το Ιταλικό περιοδικό Τempo, στις αρχές του 1960, άρχισε να δημοσιεύει τα απομνημονεύματα του Ιταλού διοικητή των Δωδεκανήσων κόμητα De Vecchi με τίτλο «Ο αληθινός Μουσολίνι» (Μussolini Vero). Στα απομνημονεύματα αυτά, αναφέρεται στον τορπιλισμό του ”Έλλη” ότι «η βύθιση, πράγματι ατυχής, του ”Έλλη”, προκάλεσε αναταραχή σε διεθνές επίπεδο». Ο χαρακτηρισμός «ατυχής» που έδωσε ο De Vecchi στη βύθιση του πλοίου, ενόχλησε τον
Guizeppe Αicardi, ο οποίος είχε πια παραιτηθεί από το Ιταλικό ναυτικό και ήταν τότε πλοίαρχος σε ποντοπόρα εμπορικά πλοία. Έστειλε λοιπόν μια επιστολή στην εφημερίδα Νazione της Φλωρεντίας, η οποία δημοσιεύθηκε στις 19 Απριλίου 1960. Τα κύρια σημεία αυτής της επιστολής, η οποία είναι άγνωστη στο ευρύ κοινό, παρουσιάζονται κάτωθι, γιατί είναι πολύ ενδιαφέρουσα και φωτίζει από μια άλλη σκοπιά τα κίνητρα και τον τρόπο εκτέλεσης της επιχείρησης αυτής.

Οι Εντολές
Στις δεκατέσσερις Αυγούστου, ο κόμης De Vecchi, διοικητής του Αιγαίου, έφθασε στη Λέρο από τη Ρόδο, συνοδευόμενος από τον ναύαρχο Βiancheri. Κάλεσε τον υποπλοίαρχο Αicardi, του έδειξε μια επιστολή γραμμένη με το χέρι από τον αρχηγό του Ναυτικού Επιτελείου και του είπε: «Αυτή είναι η επιστολή του ναυάρχου σου, διάβασέ την». Ύστερα, ενώ ο διοικητής διάβαζε, του έδωσε προφορικά τις οδηγίες του. «Θα εφοδιαστείς με τορπίλες όσο περισσότερες μπορείς, πέραν της κανονικής ποσότητας και πρέπει να τορπιλίσεις, ό,τι συναντήσεις, «ουδέτερα και μη ουδέτερα».
«Δεν είχαμε καμία διάκριση -λέει ο Αicardi- μεταξύ πλοίων και εμπορικών, αυτό το βεβαιώνω κατά τρόπο απόλυτο. Και δεν είχα καμία αμφιβολία στο πώς εννοούσε την αποστολή που μου είχε αναθέσει. Άλλωστε υπήρξε συντομότατος και μου άφησε μοναδικό έγγραφο, που ακόμη κατέχω, ένα φύλλο ατζέντας ριγωτό με τετράγωνα, όπου με το χέρι του έγραψε με λεπτομέρεια τις τελευταίες πληροφορίες της αεροπορικής αναγνώρισης: Τήνος – ένα μεγάλο εμπορικό και επιβατηγό πλοίο. Σύρος – δύο πλοία.
Κατόπιν ετοίμασα, σε γενικές γραμμές, το πρόγραμμα: Να καταλάβω εξαπίνης εκείνα τα πλοία στα λιμάνια που μου υποδείχθησαν, κατόπιν να κατευθυνθώ προς την Αίγινα, για να παρεμποδίσω τη ναυσιπλοΐα στον ισθμό της Κορίνθου. Να μη βρεθώ στα νότια του παραλλήλου των 36ο 507 που είναι σε Νιο, Μήλο και Αμοργό, γιατί είναι δυνατό να παρέμβουν άλλα υποβρύχιά μας στις ζώνες της ενέδρας μας. Οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να γίνουν έτσι ώστε η ταυτότητα και η εθνικότητα του υποβρυχίου να μην αναγνωριστούν.
Το ”Delphino” έφθασε πολύ νωρίς στις 15 Αυγούστου μπροστά στην Τήνο και αντιληφθήκαμε να φεύγει προς βορρά ένα μεγάλο πλοίο (το ”Αρντένα” που είχε αποβιβάσει προσωπικότητες). Άλλα δύο ήσαν ακόμη στο λιμάνι (το ”Έσπερος” και το ”Ελένη”).» Ενώ ο υποπλοίαρχος Αicardi στο περισκόπιο κοίταζε γύρω και μελετούσε τον τρόπο να τα πλήξει, είδε να φθάνει σιωπηλό στα νώτα του από τα δυτικά το ”Έλλη”.
«Δεν είχα ούτε δισταγμό ούτε ταλάντευση. Είχα συνείδηση ότι εκτελώ μια στρατιωτική διαταγή, η οποία δεν έδινε περιθώρια για αμφιβολίες. Σήμερα τρέφω για την Ελλάδα αισθήματα συμπάθειας και θαυμασμού και χαίρω για την ειλικρινή φιλία που υπάρχει ανάμεσα στους Έλληνες και εμάς. Αλλά τότε, πέρα από κάθε αμφιβολία, βρισκόμασταν σε αντίθετα στρατόπεδα. Απ’ ό,τι ήξερα, η διαταγή που είχα πάρει μπορούσε να αποτελεί το προοίμιο για μια άμεση, κανονική είσοδο στον πόλεμο.
Τα δύο πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Τήνου, δεν είχαν την Ελληνική σημαία ζωγραφισμένη στο πλευρό. Η πλέον φανερή προβολή των εθνικών χρωμάτων, ήταν το πρώτο μέτρο προφυλάξεως που έπρεπε να λάβουν για την ασφάλεια των νομίμων πλοίων. Εκείνα τα δύο πλοία έπρεπε να τα πλήξω. Και τότε δεν μπορούσα να σκεφθώ ότι ήταν δυνατό να αφήσω να χαθεί η ευκαιρία του ”Έλλη”».

 

Επιπόλαια και Αυθαίρετα
Διαβάζοντας την επιστολή Αicardi δεν μπορούμε να αποφύγουμε μερικές βασικές παρατηρήσεις, τις οποίες θα αναφέρουμε κατωτέρω για την καλύτερη παρουσίαση της επιχείρησης του τορπιλισμού του ”Έλλη”. Κατ’ αρχάς, έκπληξη προκαλεί ο τρόπος που λειτουργούσε η ανώτερη Ιταλική ηγεσία του ιταλικού ναυτικού, στη λήψη τόσο σοβαρών αποφάσεων, καθώς και η μέθοδος που ακολουθήθηκε για τη μεταβίβαση των διαταγών υλοποιήσεώς τους. Η συγκεκριμένη διαταγή ήταν μια διαταγή επιπόλαιη και αυθαίρετη, χωρίς καμία μελέτη για τις συνέπειές της.
Γι’ αυτό και γρήγορα ανακλήθηκε. Χαρακτηριστικό είναι ότι την επιχείρηση αυτή δεν την γνώριζε ούτε ο υπουργός των Εξωτερικών Τσιάνο, όπως φαίνεται από το ημερολόγιό του, που δημοσιεύθηκε μετά τον πόλεμο. Γράφει στις 15 Αυγούστου 1940: «Βυθίστηκε ένα Ελληνικό σκάφος από υποβρύχιο που ακόμη δεν ξέρουμε ποιο είναι. Για μένα υπάρχει στη μέση η προπέτεια του De Vecchi. Συνομίλησα με τον Ντούτσε, ο οποίος επιθυμεί να λυθεί ειρηνικά το επεισόδιο, αυτό το οποίο μπορούσε να έλειπε» (το οποίο ο ίδιος είχε διατάξει).
Σημειώνεται η ανυπαρξία οργανωμένου και σωστού δικτύου πληροφοριών από την πλευρά του Ιταλικού ναυτικού. Είναι πρωτοφανές, για μια τεράστια ναυτική δύναμη όπως η Ιταλική, με τόσα θωρηκτά, καταδρομικά και υποβρύχια, η οποία ετοιμάζεται για πόλεμο, να μη γνωρίζει τις κινήσεις του Ελληνικού στόλου και ότι στις 15 Αυγούστου είναι στην Τήνο μία από τις μεγαλύτερες γιορτές της Ορθοδοξίας και υπάρχει προς το νησί αυτό παραδοσιακή μεταφορά προσκυνητών.
Αντίθετα έβλεπαν συνεχώς μυστική υποστήριξη της Αγγλίας και Βρετανικές νηοπομπές στο Αιγαίο, χωρίς να μπουν στον κόπο να αναλύσουν τι σκοπό θα εξυπηρετούσαν οι νηοπομπές αυτές. Ο πρέσβης όμως της Ιταλίας στην Αθήνα, Gratsi, βεβαιώνει ότι ουδεμία Βρετανική βάση υπήρχε στην Ελλάδα, πριν από τις 28 Οκτωβρίου 1940. Από την επιστολή Αicardi προκύπτει ότι ο κύριος στόχος του ”Delphino”, δεν ήταν το ”Έλλη”, αλλά τα «οπλιταγωγά», δηλαδή τα επιβατηγά τα οποία μετέφεραν τους προσκυνητές στην Τήνο και είναι ευτύχημα, που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει τους στόχους του αυτούς.

Έτσι ο ”Έσπερος”, η ”Αρντένα” και τα άλλα πλοία που ήταν στο λιμάνι της Τήνου, γλίτωσαν τον τορπιλισμό και δεν θρηνήσαμε εκατοντάδες αθώα θύματα. Είναι ευτύχημα επίσης, που ο Αicardi δεν βρήκε πλοία στο λιμάνι της Σύρου και ότι στη συνέχεια δεν τον άφησαν να ολοκληρώσει την περιπολία του στο Σαρωνικό, όπως είχε αρχικά διαταχθεί. Τέλος, θα πρέπει να υπογραμμισθεί η κυνικότητα του υποπλοιάρχου Αicardi, ο οποίος χωρίς κανένα ηθικό ενδοιασμό και χωρίς τύψεις προχώρησε στην πραγματοποίηση μιας εγκληματικής επιχείρησης σε ειρηνική περίοδο χωρίς προειδοποίηση.
Μια επιχείρηση που θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει αργότερα εγκληματία πολέμου. Χαρακτηριστικά, τονίζει ότι, ίσως θα ήταν «ευτυχής» ο τορπιλισμός ενός ή περισσοτέρων πλοίων, έστω και φορτωμένων με προσκυνητές και ότι η επιχείρηση άφησε σ’ αυτόν «μια πικρή ανάμνηση που κάθε τόσο ξανάρχεται». Όμως, όχι σαν μετάνοια λόγω τύψεων συνειδήσεως.

 

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟ

Την 15η Αυγούστου του 1940, στις 8.25 το πρωί, και ενώ η λειτουργία είχε αρχίσει στον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, την «Παναγία της Τήνου», έγινε ο ανόσιος και ύπουλος τορπιλισμός του «εύδρομου» καταδρομικού ”ΕΛΛΗ”, που αγκυροβολημένο έξω από το λιμάνι της Τήνου, συμμετείχε στον εορτασμό. Η τορπίλη που εκτοξεύθηκε όπως έγινε γνωστό αργότερα, από το Ιταλικό υποβρύχιο, βύθισε το πλοίο και μία δεύτερη αστόχησε γκρεμίζοντας μέρος του μώλου του λιμανιού. Την ίδια μέρα αργότερα αεροπλάνα βομβάρδισαν στα ανοικτά της Κρήτης το ατμόπλοιο ”ΦΡΙΝΤΩΝ”.
Στη διπλή πρόκληση ο Μεταξάς αντέδρασε με ψυχραιμία. Ανέθεσε την πιστοποίηση των ενόχων στον Αρχηγό του στόλου Υποναύαρχο Ε. Καββαδία, με την απόρρητο διαταγή 407 / 16.8.1939. Το αποτέλεσμα της έρευνας ήταν έτοιμο την 21η Αυγούστου, όμως δεν το κοινοποίησε. Λόγοι στρατιωτικής και πολιτικής σκοπιμότητας υπαγόρευαν αυτή τη στάση του. Ήθελε να κερδίσει χρόνο, περιμένοντας τις απτές αποδείξεις της εχθρικής επιβουλής και το επόμενο κτύπημα, με έκδηλη προς το ευρύ κοινό την ταυτότητα του δράστου.
Το πρωτόκολλο της έρευνας για την ”ΕΛΛΗ” το ανακοίνωσε την 30 Οκτωβρίου, όταν ο εχθρός είχε εκδηλωθεί χωρίς μάσκα και είχε ξεσπάσει ο πόλεμος. Το δημοσίευσε επίσης στην Λευκή βίβλο Αριθ.129, με φωτογραφίες των τεμαχίων των τορπίλων, που είχαν συλλεχθεί αμέσως την επομένη, από τον πυθμένα της θάλασσας πάνω στις οποίες ήταν χαραγμένη η Ιταλική ταυτότητά τους και η προέλευσή τους. Ανήκαν στο Ιταλικό υποβρύχιο ”DELFINO”, και είχαν εκτοξευθεί με διαταγή του Ντε Βέκκι, του Ιταλού Διοικητού της Δωδεκανήσου.
Ο Υφυπουργός Τύπου Θεολόγος Νικολούδης, προώθησε τη διαταγή του Μεταξά προς τους Γενικούς Διοικητάς και Νομάρχας του Βασιλείου, να μην δημοσιευθεί καμία απολύτως σχετική πληροφορία. Είχαν ήδη προηγηθεί και άλλες μικρότερες προκλήσεις εκ μέρους των Ιταλών, όπως οι ψευδείς κατηγορίες, ότι Έλληνες σκότωσαν τον Νταούτ Χότζα, στις οποίες η ψύχραιμη απάντηση του Μεταξά, με πολλά και αδιάσειστα στοιχεία ήταν αποστομωτική. Ακολούθησαν και άλλες που αποσκοπούσαν στο να οδηγήσουν την Ελληνική Κυβέρνηση να κάνει κάποιο λάθος βήμα.
Προφανώς να επιστρατεύσει ή να ζητήσει την άφιξη του Αγγλικού στόλου και τότε οι Ιταλοί θα αποκτούσαν την απαραίτητη αφορμή γι επίθεση. Ο Μεταξάς όμως δεν έπεσε στην παγίδα, ούτε κινήθηκε προς τους Άγγλους. Ούτε πάλι έκανε γενική επιστράτευση, όπως ανέμεναν ότι θα γινόταν. Γνώριζε ότι έτσι θα έδινε ένα μέτρο στον εχθρό για τις στρατιωτικές δυνάμεις της Ελλάδος και την ετοιμότητα τους. Ο Μεταξάς ως στρατηγός αγαπούσε τον αιφνιδιασμό.
Όπως παλιά, στους Βαλκανικούς Πολέμους, στο Μπιζάνι, και αργότερα στην εισήγησή του (1914) ως Υπαρχηγού του Επιτελείου, προς τον Βενιζέλο, για αιφνιδιαστική επίθεση της Ελλάδας στα Δαρδανέλια, έτσι και τώρα τήρησε την ίδια τακτική. Θα αιφνιδίαζε τον εχθρό. Δεν θα του έδινε το πλεονέκτημα να γνωρίζει την έκταση και το βαθμό της ετοιμότητας και το αμυντικό του σχέδιο. Ως προς την επιστράτευση, τον απασχολούσε επίσης η οικονομία Καθυστέρησε παρόλο που το Επιτελείο του ζητούσε γιατί γνώριζε πόσο κοστίζει.
«Και μία μέρα να σώσουμε είναι κέρδος» σημειώνει. Προέβλεπε τον πόλεμο μακρόχρονο και προνοούσε για εξοικονόμηση των υλικού, ηθικού και δυνάμεων του λαού. Με την στρατηγική που εφήρμοσε πέτυχε τον αιφνιδιασμό. Τα ιταλικά στρατεύματα έπαθαν πανωλεθρία όταν η στρατηγική του, ως υπευθύνου Υπουργού των Στρατιωτικών, ολοκληρώθηκε μετά από 15 μέρες, όπως ήταν τα σχέδια. Ο Γκράτσι έπεσε σε δυσμένεια, όταν γύρισε στην Ιταλία ακριβώς γι αυτό, για τις ανακριβείς πληροφορίες που είχε συλλέξει, ως προς τις δυνάμεις και την ετοιμότητα του Ελληνικού στρατού, το ετοιμοπόλεμον της Ελλάδας.

Κατηγορήθηκε ως κύριος υπαίτιος της ήττας των Ιταλών στην Αλβανία. Από την στιγμή του τορπιλισμού της ”Έλλης” και έπειτα η αγωνία του Μεταξά κορυφώνεται. Ξέρει ότι πλησιάζει η ώρα. Η φράση «ησυχία και σήμερα», που επαναλαμβάνεται τακτικά στο Ημερολόγιο φανερώνει όλη αυτή την τραγική αναμονή.

  • 19 Αυγούστου. Ύφεσις. Αλλά κινήσεις Ιταλών προς σύνορά μας Αλβανίας; Δεν ησυχάζω. Φοβούμαι αιφνιδιασμόν, αλλά πως να επιστρατεύσω.
  • Αυγούστου. Οι Γερμανοί ζητούν από εμάς αποκηρύξωμεν Αγγλίαν. Απαντώμεν νύκτα. Θεέ μου τι θα απογίνομεν. Εν τούτοις είμαι αποφασιμένος δι ένα ένδοξο τέλος.
  • 2 Οκτωβρίου. Ημείς επιστρατεύσαμε και την 9η μεραρχίαν. Είμαι αποφασισμένος για κάθε θυσία για υπέρ της τιμής της Ελλάδος.
  • 16 Οκτωβρίου. Απογραφή.- εξακολουθεί η περίεργος ησυχία. Φαίνεται ότι η επιχείρησις θα εξακολουθήση κατά της Αγγλίας κυρίως. Μόνο; Αίγυπτος;
  • 17 Οκτωβρίου. Παράδοξος ησυχία. Άραγε πραγματική;
  • 22 Οκτωβρίου. Ησυχία.
  • 24 Οκτωβρίου. Φήμαι ότι αύριο πρωί αρχίζει Ιταλία επίθεσιν εναντίον μας. Από Αμερική, Πάλαιρετ. Από Ρώμην. Από Ιωάννινα (Υποπρόξενος Αγ. Σαράντα, Τριανταφυλλάκος).
    25 Οκτωβρίου. Σήμερα δεν έγινε Ιταλική επίθεσις.- Εσπερινή είδησις ότι προ της αριστεράς πτέρυγος προωθήθη εν σύνταγμα. Φανερή επιθετική παράταξις. Αφ’ ετέρου πανταχόθεν διαβεβαιώσεις ησυχίας.- Αρχίζω να υποθέτω ότι εν Ιταλία αναμένουν προσεχώς πρόσκλησίν εκ μέρους μας Άγγλων και υπ’ αυτών κατάληψιν νήσων και βάσεων, και τότε αναγκαίως θα επιτεθούν. Το βράδυ δόθηκε όπως είχε από καιρό προγραμματισθεί στο Βασιλικό Θέατρο η παράσταση της Μαντάμ Μπάτερφλαυ του Πουτσίνι με Ιταλικό θίασο και την επομένη ακολούθησε η δεξίωση στην Ιταλική Πρεσβεία. Ο Μεταξάς πήγε στο θέατρο, για να μην κινήσει υποψίες. Έδωσε εντολή μόνο στον Υπουργό Νικολούδη και τον Μαυρουδή, να παραστούν στην Πρεσβεία. Αυτή είναι η βραδιά κατά την διάρκεια της οποίας έφθανε σταδιακά στην Πρεσβεία το ιταμό τελεσίγραφο της επιθέσεως.
  • 27 Οκτωβρίου. Τί νύκτα! Κατά τις 02:00 το πρωί Νικολούδης τηλεφωνεί καταγγελίαν εναντίον μας Στέφανι (πρακτορείο ειδήσεων) ότι Ελληνική συμμορία εισήλθεν εις Αλβανικόν έδαφος, συνεπλάκη κ.λ.π  Συνδυάζων πληροφορίας και φήμας και ημερομηνίας (25 – 28) απέκτησα πεποίθησιν ότι πρόκειται περί σκηνοθεσίας δι’ επικειμένην αύριον ίσως επίθεσιν. Νικολούδης σπίτι μου. Συνεννόησις κ.λ.π με Παπάγον σύνορα. Τέλος έως τας 4 π.μ.δημοσίευσις ανακοινωθέντων Αθηναικού Πρακτορείου διαψεύσεων. Εννοείται ότι ελαγοκοιμήθηκα (5 – 7) δύο ώρες διακοπτόμενος από το τηλέφωνο.

Η αντίστροφη μέτρηση είχε φτάσει στο σημείο μηδέν. Και οι ειρηνικές ημέρες της αναγεννημένης Ελλάδας είχαν τελειώσει. Από αυτή την στιγμή αρχίζει η μεγάλη δοκιμασία. Το όνειρο του Μεταξά για να προσφέρει στο λαό της μια καλύτερη ζωή, με σεβασμό στον κόπο του εργαζομένου και εξασφάλιση του μέλλοντος του, είχε πλέον εκλείψει. Ο πόλεμος θα άφηνε ερείπια. Ευτυχώς ένα σημαντικό έργο είχε επιτελεσθεί. Η ομοψυχία και η σωστή προπαρασκευή για αυτή την ώρα.
Τώρα δεν έμενε άλλο παρά να οδηγήσει την Ελλάδα με πίστη στα ιδανικά της φυλής, υπερήφανα στον τραχύ δρόμο της τιμής που είχε ο ίδιος χαράξει. Αξίζει όμως να παρακολουθήσει κανείς συνοπτικά το τι προηγήθηκε του τορπιλισμού; το τι συνέβη την άνοιξη του 1939, από την στιγμή που στο προσκήνιο παρουσιάστηκε ο Εμμανουέλε Γκράτσι, ως νέος Πρέσβυς χωρίς ιδιαίτερες αποσκευές πληροφοριών για το τι θα τον περίμενε εδώ. Είχε διαδεχθεί τον Ραφαέλλε Μποσκαρέλλι σε μία από τις πιό περιζήτητες Πρεσβείες της Ευρώπης εκείνης της εποχής, την Αθήνα.

 

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ”ΕΛΛΗΣ”

Τον Αύγουστο του 1940, η Γερμανία είχε θέσει ήδη υπό τον έλεγχό της το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και η Luftwaffe βομβάρδιζε ανηλεώς (αλλά χωρίς αποτέλεσμα) την τελευταία εστία αντίστασης που είχε απομείνει στις Βρετανικές Νήσους. Παράλληλα, ο Χίτλερ κατέστρωνε το πλέον μεγαλεπήβολο από τα σχέδιά του – την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας όμως δεν είχε ανάλογες επιτυχίες να επιδείξει. Ο Μουσολίνι χρειαζόταν επειγόντως μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη, ώστε να ενισχύσει το κύρος του.
Η Ελλάδα φάνταζε ιδανικός στόχος, καθώς θα εξυπηρετούσε και τα Ιταλικά σχέδια για απόλυτη κυριαρχία στη Μεσόγειο. Εξάλλου, ουδέποτε σχεδόν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα οι Ελληνο-Ιταλικές σχέσεις υπήρξαν αρμονικές: από την κατάληψη των Δωδεκανήσων έως την αμφιλεγόμενη πολιτική της Ιταλίας έναντι της Ελληνικής απόβασης στη Σμύρνη και από τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας έως τη σταθερή υποστήριξη των Αλβανικών θέσεων για την Ήπειρο, η Ρώμη δεν άφηνε καμία αμφιβολία ότι θεωρούσε την Αθήνα περιφερειακό της αντίπαλο.
Για να ξεκινήσει όμως ο πόλεμος, που τόσο επιζητούσε ο Μουσολίνι, χρειαζόταν μία αφορμή. Έτσι, ήδη από το 1939, άρχισαν οι αλλεπάλληλες ιταλικές προκλήσεις, με την ελπίδα ότι η Ελλάδα θα αντιδράσει σπασμωδικά. Εντούτοις, ο Ιωάννης Μεταξάς δεν σήκωνε το γάντι, φροντίζοντας να θωρακίσει πρώτα την άμυνα της χώρας απέναντι σε έναν αντίπαλο με αριθμητικά πολλαπλάσιες δυνάμεις.
Στις 15 Αυγούστου του 1940, οι προκλήσεις ξεπέρασαν κάθε όριο, με τον απρόκλητο τορπιλλισμό του καταδρομικού ”Έλλη”. Το γέρικο σκαρί υπέκυψε και όλα συνέτειναν πλέον στο συμπέρασμα ότι ο πόλεμος δεν θα αργούσε. Η «εκδρομή στην Ελλάδα», που προσδοκούσε όμως ο Μουσολίνι, θα κατέληγε σύντομα σε ναυάγιο.

Σειρά Προκλήσεων

Στο ξεκίνημα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ναυτική σημασία του γεωγραφικού χώρου και στόλου της Ελλάδας δεν είχε την αντίστοιχη βαρύτητα που εμφάνιζε το καλοκαίρι του 1914. Το γεγονός αυτό που, εν πολλοίς, απέρρεε από την προτεραιότητα που απέδιδε η Μεγάλη Βρετανία στην προάσπιση των Αυτοκρατορικών της συμφερόντων στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, τη ναυτική ρώμη του Γαλλικού Ναυτικού στη Μεσόγειο και την αρχική ουδετερότητα της Ιταλίας, γέννησε ίσως σε κάποιους την ελπίδα ότι η χώρα μας δεν θα χρειαζόταν να αναμειχθεί στον νέο αυτόν Αρμαγεδδώνα.
Τα πράγματα όμως άλλαξαν με την πτώση της Γαλλίας στον Άξονα και την έξοδο της Ιταλίας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας τον Μάιο του 1940. Τους μήνες που ακολούθησαν, η καχυποψία του Μουσολίνι αναφορικά με τις Γερμανο-Σοβιετικές επιδιώξεις στα Βαλκάνια, η πιθανότητα ότι ο Αγγλικός στόλος θα κατέφευγε στα Ελληνικά ύδατα στην περίπτωση που η Αγγλοκρατούμενη Αίγυπτος κυριευόταν από τους Ιταλούς.
Και ο προσανατολισμός της κυβέρνησης Μεταξά στην Αγγλική πολιτική -κυριότερα δείγματα του οποίου υπήρξαν η αποδοχή της Αγγλο-Γαλλικής εγγύησης της Ελλάδας έναντι πιθανής απειλής από τον Άξονα (Απρίλιος 1939) και η άρνησή της να ανανεωθεί το Ελληνο-Ιταλικό Σύμφωνο Φιλίας και Συνεργασίας, τον Σεπτέμβριο του 1939- οδήγησαν στην ωρίμαση των επεκτατικών επιδιώξεων που έτρεφε, από παλιά, το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας εναντίον της χώρας μας.
Η προετοιμασία του εδάφους για την εφαρμογή της επεκτατικής αυτής πολιτικής επιχειρήθηκε με μια σειρά από προκλήσεις ο χαρακτήρας των οποίων ήταν συχνά ναυτικός λόγω της θαλάσσιας γειτνίασης των δύο δυνάμεων. Η πρώτη από αυτές έλαβε χώρα τη 12η Ιουλίου 1940 όταν βομβαρδίστηκαν διαδοχικά από αέρος το βοηθητικό πλοίο ”Ωρίων” και το αντιτορπιλικό ”Ύδρα” ανοιχτά της Γραμβούσας στην Κρήτη. Τέσσερις μέρες μετά, τέσσερα Ελληνικά υποβρύχια βομβαρδίστηκαν από Ιταλικά αεροπλάνα, ενώ ήταν μεθορμισμένα στον κόλπο της Ιτέας.
Στο τέλος του ίδιου μήνα τα Ελληνικά αντιτορπιλικά, ”Βασιλεύς Γεώργιος” και ”Βασίλισσα Όλγα”, ό,τι καλύτερο είχε τότε το Ελληνικό Ναυτικό, καθώς και δύο Ελληνικά υποβρύχια δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση της Ιταλικής αεροπορίας. Οι Ιταλικές προκλήσεις κορυφώθηκαν στις 2 Αυγούστου 1940 όταν βομβαρδίστηκε η τελωνειακή ακτοφυλακίδα Α6 την ώρα που έπλεε μεταξύ Σαλαμίνας και Αίγινας.

 

Η Ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού
Τα συνεχή και ολοένα πιο προκλητικά αυτά επεισόδια δημιούργησαν εύλογη ανησυχία στην ηγεσία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, στον βαθμό που εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις όταν αποφασίστηκε από την Ελληνική κυβέρνηση η συμμετοχή του εύδρομου καταδρομικού ”Έλλη” στον εορτασμό της Κοίμησης της Θεοτόκου στο νησί της Τήνου. Η μονάδα αυτή, αν και σχετικά παλιά, αφού ναυπηγήθηκε τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είχε ριζικά ανακαινιστεί στη Γαλλία μεταξύ του 1925 και του 1927 και αποτελούσε την κυριότερη ναρκοθέτιδα του Ελληνικού στόλου.
Διέθετε επίσης δυνατότητες αποτελεσματικής συμμετοχής σε συνοδείες νηοπομπών και ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις. Oι επιφυλάξεις λοιπόν του Αρχηγού Στόλου, ναύαρχου Καββαδία και άλλων στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού υπήρξαν εύλογες δεν οδήγησαν όμως στην αναίρεση της ληφθείσας απόφασης ίσως γιατί θεωρήθηκε ότι η εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου, που τιμάται πολύ και από τους καθολικούς Ιταλούς, δεν θα επέτρεπε την πραγματοποίηση μιας ακόμη προκλητικής ενέργειας εναντίον της χώρας μας.

 

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ – Ο ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ”ΕΛΛΗΣ”

Στις αρχές Αυγούστου 1940 η διοικούσα επιτροπή του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου ζητούσε με επιστολή της προς το Υπουργείο Ναυτικών, την αποστολή πολεμικού πλοίου στο νησί ώστε να λαμπρύνει με την παρουσία του τις εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμή της Παναγίας. Το υπουργείο ανταποκρίθηκε θετικά και έστειλε το καταδρομικό ”ΕΛΛΗ”, παρά τις τεκμηριωμένες αντιρρήσεις του Αρχηγού Στόλου Επ. Καββαδία.
Ο έμπειρος αξιωματικός ζητούσε τη συγκέντρωση όλων των πλοίων στον ναύσταθμο Σαλαμίνας προκειμένου να προστατευτούν από την ολοένα αυξανόμενη Ιταλική επιθετικότητα. Ανήμερα της 15ης Αυγούστου το Ελληνικό καταδρομικό αγκυροβόλησε 550 μέτρα από τον μεσημβρινό λιμενοβραχίονα της Τήνου. Η ατμόσφαιρα στο σημαιοστολισμένο πλοίο ήταν πανηγυρική. Μόνο ο κυβερνήτης Αγ. Χατζόπουλος, εμφανώς ανήσυχος, διέταξε τη λήψη όλων των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας: τήρηση στεγανών εν πλω, ο λέβητας σε πλήρη πίεση και τα αντιαεροπορικά πυροβόλα σε ετοιμότητα.

Ήδη 2 νέα επιβατηγά ατμόπλοια γεμάτα με κόσμο, βρίσκονταν αρόδου και περίμεναν τις βάρκες να ξεκινήσουν τη μεταφορά των επιβατών. Ένα πολεμικό αεροπλάνο έσκισε γρήγορα τον ουρανό πάνω από το λιμάνι, διέγραψε μερικούς χαμηλούς κύκλους και χάθηκε προς το νησί της Μυκόνου. Το πλήθος άρχισε να χαιρετά και να επευφημεί. Ήταν ένα συναρπαστικό θέαμα. Στην μπούκα του λιμανιού το ελαφρύ καταδρομικό ”ΕΛΛΗ”, υπερήφανο, με τον «μέγα» σημαιοστολισμό του, τραβούσε τα βλέμματα του κόσμου από την προκυμαία.

Στο κατάστρωμα, ναύτες και αξιωματικοί ντυμένοι με στολές «εξόδου» ατένιζαν το νησί της Μεγαλόχαρης και περίμεναν πότε θα πατήσουν στεριά σαν τιμητικό άγημα στην εικόνα Της. 15 Αυγούστου 1940 ώρα 08.23. Η Μεγαλόχαρη από άκρη σε άκρη, γιόρταζε τη χάρη Της σε όλη την Ελλάδα. Το κλίμα κανονικά θα έπρεπε να είναι χαρούμενο. Πίσω όμως από τα χαμόγελα ο περισσότερος κόσμος είχε ένα βάρος στη ψυχή. Ένα κακό προαίσθημα. Τα μηνύματα δεν είναι ενθαρρυντικά. Η κατάσταση στην Ευρώπη είναι έτοιμη να ξεφύγει από κάθε έλεγχο.
Οι Γερμανοί έχουν εισβάλει στην Πολωνία. Ο Χίτλερ ξεναγήθηκε σαν κατακτητής στο Παρίσι, η κεντρική Ευρώπη στενάζει κάτω από την μπότα της Βέρμαχτ, ο αητός της Λουφτβάφε, βομβαρδίζει την Αγγλία και η τεράστια γερμανική μηχανή έπαιρνε μπροστά για να κατευθυνθεί Ανατολικά και να κατατροπώσει τους Σοβιετικούς. Την ώρα εκείνη ο Ντε Βέκκι δίνει εντολή στον διοικητή του ναυλοχούντος στην Λέρο Ιταλικού Στόλου να κτυπήσει.
Ο Ιταλός ναύαρχος μεταβιβάζει την διαταγή στον πλοίαρχο του υποβρυχίου Delfino που περιπολούσε ανοικτά της Τήνου και εκείνος επιτίθεται εν καιρώ ειρήνης απροειδοποίητα και χωρίς καμία πρόκληση κατά της Έλλης. Ο ρόλος της Ιταλίας ήταν άθλιος από τον Μικρασιατικό πόλεμο κιόλας. Τότε που η χώρα μας έθαβε τους νεκρούς της στην Αλμυρά έρημο και ήξερε ότι πολεμά τον εχθρό που έχει απέναντι της. Ο ρόλος της «συμμάχου» τότε Ιταλίας ήταν πιο βρώμικος και από αυτόν του εχθρού. Σύμμαχος μπροστά μας, έκανε ότι μπορούσε για να μας διαλύσει σαν ύπαρξη, κάτω από το τραπέζι.
Από το ’22 ονειρευόταν την Μεσόγειο σαν μια δική της λίμνη. Στα τέλη του ’30 είχε αποθρασυνθεί. Στις αρχές του ’40 ο ηγέτης της, ο Μουσολίνι είχε δώσει σαφέστατες εντολές στους επιτελείς του: «Προκαλέστε με κάθε τρόπο αυτούς τους άθλιους Έλληνες. Κάντε τους με κάθε κόστος να απαντήσουν και μετά τσακίστε τους. Καμία δύναμη δεν μπορεί να αντισταθεί στη Νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μας».

Και πραγματικά οι Ιταλοί, που αν και ιδεολογικά, βρίσκονταν σχεδόν αδελφικά κοντά, με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, δεν σταμάτησαν να παίζουνε με τα νεύρα μας και να προκαλούν όποτε έβρισκαν ευκαιρία. Οι Μεγάλες δυνάμεις τους είχαν παραχωρήσει τα Δωδεκάνησα για κάποιο χρονικό διάστημα και εκείνοι δεν τα επέστρεψαν ως όφειλαν μετά το τέλος της συμφωνίας. Ουδείς τους είπε τίποτε, και αυτό τους έκανε να αποθρασυνθούν στο Ανατολικό Αιγαίο. Ο Ιταλός δικτάτορας ονειρευόταν μια Mare Nostrum. Ο Μεταξάς καθ’ όλη τη διάρκεια των Ιταλικών προκλήσεων δεν απαντούσε. Απλά προετοίμαζε την άμυνα της χώρας.
Μια άμυνα που έπρεπε να είναι σκληρή, και έξυπνη, απέναντι σε έναν υπερπολαπλάσιο εχθρό. Δεν απάντησε όταν οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Κέρκυρα. Δεν απάντησε όταν οι Ιταλοί βομβάρδισαν ανεπιτυχώς, έξω από τη Γραμβούσα το πλοίο ”ΩΡΙΟΝ” και το Αντιτορπιλικό ”ΥΔΡΑ” τον Ιούλιο του 1940. Δεν απάντησε όταν λίγες μέρες μετά, τέσσερα Eλληνικά υποβρύχια βομβαρδίστηκαν από Ιταλικά αεροπλάνα στον κόλπο της Ιτέας. Δεν απάντησε όταν απροκάλυπτα, Ιταλικά αεροπλάνα στα τέλη του Ιούλη έριξαν βόμβες κατά των ”Α/Τ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ” και ”ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ”. Δεν απάντησε ακόμη και όταν στις αρχές του Αυγούστου.
Λίγες ημέρες πριν τον εορτασμό της Παναγίας, οι Ιταλοί δεν δίστασαν να βομβαρδίσουν την τελωνειακή ακτοφυλακίδα Α6 έξω από την Αίγινα. Ωστόσο η επίθεση δεν θα ερχόταν από τον αέρα, αλλά από τον βυθό. Κατά τις 07:00 εμφανίστηκε ένα ιταλικό αναγνωριστικό αεροπλάνο το οποίο, αφού διέγραψε δύο κύκλους πάνω από το λιμάνι, αποχώρησε. Κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός. Oι Ιταλοί συνήθιζαν αυτού του είδους τις «επιδείξεις». Επρόκειτο όμως για αναγνώριση εν όψει επικείμενης υποβρυχιακής επίθεσης.

 

ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ DELFINO (εν καταδύσει έξω από το λιμάνι της Τήνου. ΩΡΑ 08.24)
Ο κυβερνήτης, Αντιπλοίαρχος Aicardi, δεν ξεκολλούσε το πρόσωπο του από το περισκόπιο. Είχε φορέσει το καπέλο του ανάποδα, με το γείσο προς τα πίσω, και το μάτι του παρακολουθούσε συνέχεια την επιφάνεια της θάλασσας. Βρισκόταν στα όρια του βάθους περισκοπικής κατάδυσης. Μέσα στο κύτος δεν ακουγόταν ούτε ανάσα. Κανένας από το πλήρωμα δεν μιλούσε. Είχαν ιδρώσει. Ο σηματωρός σκούπισε τον ιδρώτα του με την ανάστροφη της παλάμης του και συνέχισε να ακούει το σόναρ του. Ένας λύκος που παραμόνευε το θύμα του.
Ένα ψυχρό πράσινο φως, φώτιζε την γέφυρα του υποβρυχίου, στο κέντρο πληροφοριών μάχης. Τα νεύρα ήταν τεντωμένα. Ο Aicardi περίμενε. Στον σταυρό του περισκοπίου του ένα ελαφρύ καταδρομικό στην επιφάνεια της θάλασσας, ήταν συνέχεια «κλειδωμένο». Στην αρχή της πλώρης του, δίπλα από την άγκυρα, με μικρά γράμματα, έγραφε ”ΕΛΛΗ”. Την νεκρική σιωπή έσπασε μια φωνή από τον ασύρματο. Ήταν στα Ιταλικά και ο βόμβος έδειχνε πως ήταν από κάποιο αναγνωριστικό αεροπλάνο που πετούσε κάπου κοντά κάνοντας κύκλους.
«Όλα είναι εντάξει μπορείτε να πυροδοτήσετε Σενιόρε. Τι άνθρωποι είναι αυτοί στην προκυμαία. Πετούσα από πάνω τους και με χαιρετούσαν, Σενιόρε επιστρέφω στη Λέρο. Το πλοίο είναι πλέον δικό σας. Τέλος». Ο κυβερνήτης του Ιταλικού υποβρυχίου ”DELFINO”, είχε πάρει σαφέστατες διαταγές κατευθείαν από τον Διοικητή των Δωδεκανήσων De Vecci, ανώτατο στέλεχος του Ιταλικού φασιστικού κόμματος. Ξανακοίταξε μέσα από το περισκόπιο του και έδωσε τη διαταγή: ”Fuoco”.

ΕΥΔΡΟΜΟ ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΚΟ ΕΛΛΗ (Λιμάνι Τήνου 08.25)
Στη Γέφυρα του 98 μέτρων παλαιού σκαριού ο κυβερνήτης, Πλοίαρχος Χατζόπουλος, ενημερωνόταν για τις τελευταίες λεπτομέρειες της απόβασης του τιμητικού αγήματος που θα συνόδευε τη λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας στο νησί. Με το χέρι του ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ, κοίταξε μπροστά την προκυμαία που ήταν γεμάτη κόσμο και χαμογέλασε. Έστρεψε το κεφάλι του στα 2 ατμόπλοια που ξεφόρτωναν κόσμο από τις βάρκες και ρώτησε τον Ύπαρχο του, ποια πλοία είναι αρόδου . «Το ”ΕΣΠΕΡΟΣ”  και το ”ΕΛΕΝΗ” κύριε κυβερνήτα».
Τα λόγια πάγωσαν στον αέρα. Τα αυτιά των ναυτών, των αξιωματικών και του κυβερνήτη στη γέφυρα έκαναν κάποια ώρα να επεξεργαστούν τη φωνή που άκουσαν από τον οπτήρα: «ΤΟΡΠΙΛΗ ακριβώς στη μέση Τορπίλη!!!». Η φωνή έσβησε. Στη γέφυρα κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους και έτρεξαν έξω. Πρόλαβαν να διακρίνουν το λευκό ίχνος του θανάτου καθώς έσκιζε με ταχύτητα τα νερά λίγο κάτω από την επιφάνεια της σκούρας γαλάζιας θάλασσας. Σιγή επικράτησε για ελάχιστα δευτερόλεπτα.
Ακουγόταν μόνο το σκίσιμο των υδάτων από το θανατηφόρο φορτίο της 053 whitehead Fiume τορπίλης που πλησίαζε. Στις 08.25 οι φωνές του αρχικελευστή Κατσαϊτη έσκισαν τον αέρα: «Τορπίλη δεξιά, τορπίλη δεξιά». Η φωνή του διακόπηκε από τον πάταγο μιας τρομακτικής έκρηξης η οποία ανασήκωσε το πλοίο από την επιφάνεια σαν παιδικό παιχνίδι. Στην προκυμαία οι μικροπωλητές συνέχιζαν να διαλαλούν την πραμάτεια τους. Οι πιστοί συνέχιζαν να συσσωρεύονται στο λιμάνι και να ανεβαίνουν την ανηφόρα προς την εκκλησία.
Η πρώτη έκρηξη έκανε τους πάντες να γυρίσουν. Κοίταζαν αποσβολωμένοι την ”ΕΛΛΗ” να βγάζει καπνούς από το πλάι. Όλοι προσπαθούσαν να δουν καλύτερα τι έχει συμβεί και ανασήκωναν τους λαιμούς τους. Οι άνδρες έβγαζαν τα καπέλα τους και με τις παλάμες τεντωμένες σαν σκιάστρο μπροστά στα μάτια τους, προσπαθούσαν να διακρίνουν .Τα παιδάκια στις μύτες των ποδιών έδιναν τη δική τους μάχη. Ένας ψίθυρος από άκρη σε άκρη σε όλο το νησί. Η δεύτερη έκρηξη ήταν ισχυρότερη.
Έσκασε το καζάνι, ο λέβητας, κάτω από την ίσαλο γραμμή του πλοίου και μια τρύπα διαμέτρου δύο μέτρων ανάμεσα στα δύο φουγάρα, έγινε ορατή ακόμη και από την ακτή. Καπνός μαύρος πυκνός καπνός κάλυψε τον ουρανό πάνω από το πλοίο. Οι ναύτες πηδούσαν από το κατάστρωμα να σωθούν. Οι φλόγες έβγαιναν απειλητικές από τα σωθικά του καραβιού. Στην προκυμαία ο κόσμος δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Οι βάρκες που πλησίαζαν τα δύο επιβατηγά ατμόπλοια για να παραλάβουν τους επιβάτες, έμειναν με τα κουπιά όρθια. Η απόλυτη καταστροφή.
Μετά τις εκρήξεις μια σιωπή έπεσε στο λιμάνι ακουγόταν μόνο ο αέρας και από μακριά τα ουρλιαχτά των τραυματισμένων ναυτών. Πολλοί άνδρες έπεσαν στη θάλασσα. Για λίγα λεπτά κανείς δεν γνώριζε τι είχε συμβεί. Κομμάτια σάρκας, φωτιά, καπνοί και βογγητά πληγωμένων συνέθεταν ένα σκηνικό κόλασης. Ο κυβερνήτης ανέκτησε γρήγορα την ψυχραιμία του και έδωσε διαταγές περίθαλψης των τραυματιών, διάσωσης των ανδρών που βρίσκονταν στη θάλασσα και ρυμούλκησης του πλοίου.

Εν τω μεταξύ άλλες δύο τορπίλες εξερράγησαν πάνω στον λιμενοβραχίονα, έχοντας προφανώς ως στόχο τα επιβατηγά που βρίσκονταν μέσα στο λιμάνι, κατάφορτα με προσκυνητές. Το επιβατηγό ατμόπλοιο ”ΕΣΠΕΡΟΣ” με κυβερνήτη τον ηρωικό Γεράσιμο Φωκά έσπευσε σε βοήθεια του πληγωμένου καταδρομικού. Ωστόσο, μετά από δύο ώρες εναγώνιων προσπαθειών το ”ΕΛΛΗ” άρχιζε να βυθίζεται, παρασύροντας στον υγρό του τάφο και εννέα μέλη του πληρώματος.
Ο κυβερνήτης Χατζόπουλος θέλησε να μοιραστεί την τύχη του πλοίου του, ωστόσο οι αξιωματικοί του τον πήραν «σηκωτό» και επιβιβάστηκαν σε μια σωστική λέμβο. Μόλις ο Μεταξάς πληροφορήθηκε το συμβάν, αναζήτησε τους αξιωματικούς του πλοίου. Αφού πληροφορήθηκε τα τεκταινόμενα διέταξε να γίνει η δοξολογία και η περιφορά της εικόνας σα να μη συνέβη τίποτα. Επίσης απαγόρευσε την έκφραση της παραμικρής υπόνοιας σχετικά με την εθνικότητα του επιτιθέμενου υποβρυχίου.

Ξαφνικά ουρλιαχτά και εκκλήσεις στην Παναγιά έσκισαν τον αέρα. Από τα δυο ατμόπλοια τα γεμάτα προσκυνητές ο κόσμος άρχισε να φωνάζει, να κλαίει και να παρακαλάει. Έβλεπαν τον θάνατο να πλησιάζει. Το Ιταλικό υποβρύχιο είχε εξαπολύσει δύο άλλες τορπίλες με στόχο τα καράβια. Ο κόσμος από το κατάστρωμα τις διέκρινε καθαρά να πλησιάζουν. Πανικός. Οι ματιές τους μέσα στην αλλοφροσύνη πότε κοίταζαν τις τορπίλες και πότε την ”ΕΛΛΗ” απέναντι τους που είχε πάρει κλίση και καιγόταν…
Ίσως απλά από τύχη οι τορπίλες δεν βρήκαν στόχο. Η μία πέρασε δίπλα από την πλώρη του ”ΕΣΠΕΡΟΥ”  και η άλλη κάτω από τα ύφαλα της ”ΕΛΕΝΗΣ”. Οι τορπίλες διέγραψαν την πορεία τους και καρφώθηκαν εκκωφαντικά στον λιμενοβραχίονα. Το νερό, και οι πέτρες σηκωθήκαν σε ύψος 40 μέτρων. Το τσιμέντο στην γεμάτη κόσμο προκυμαία, έτρεμε σαν να γινόταν σεισμός. Οι άνθρωποι έτρεξαν κάνοντας τον σταυρό τους προς την Παναγιά. Στο “Έλλη”, ο κυβερνήτης του σκάφους πλοίαρχος Β.Ν. Άγγελος Χατζόπουλος, διέταξε συναγερμό και έτρεξε να δει ο ίδιος τί ακριβώς συμβαίνει.

Έκπληκτος βλέπει το πλοίο κτυπημένο και να γέρνει και στον λιμενοβραχίονα να ακούγονται οι εκρήξεις από δύο άλλες τορπίλες. Προλαβαίνει και τηλεγραφεί αμέσως στην Αθήνα και αναφέρει το συμβάν. Η ”ΕΛΛΗ” το τριπλέλικο σκαρί που είχε πάρει μέρος και στην Μικρασιατική Εκστρατεία, πήρε κλίση 15 μοιρών και φλεγόμενο άρχισε να βυθίζεται μία ώρα και ένα τέταρτο μετά το πρώτο χτύπημα. Η ψυχραιμία του κυβερνήτη που καθοδήγησε με μαεστρία το πλήρωμα και κατάφερε όχι μόνο να τους σώσει αλλά και να απεγκλωβίσει τους τραυματίες μηχανικούς και θερμαστές από τα αμπάρια, ήταν ουσιαστική.
Εβδομήντα λεπτά μετά διέταξε την εγκατάλειψη του πλοίου. Ένας αρχικελευστής, δύο κελευστές, ένας υποκελευστής και έξη ναύτες όλοι τους θερμαστές και βρίσκονταν στο σημείο που χτύπησε η τορπίλη ήταν νεκροί. Για καλή τύχη των τραυματισμένων ναυαγών, στην περιοχή βρίσκονταν τα αλιευτικά σκάφη ”ΠΡΟΠΟΝΤΙΣ” και ”ΕΛΕΝΗ”, ιδιοκτησίας Μιχάλη Σπυρ. Πετυχάκη. Αψηφώντας τον κίνδυνο της αναμενόμενης εκρήξεως της ”Έλλης”, ο Καπετάν Μιχάλης Πετυχάκης έδωσε σήμα στα σκάφη του να προσεγγίσουν και να περισυλλέξουν 24 τραυματίες ναυαγούς προτού υπάρξουν περισσότερα θύματα.

Για την ηρωική του πράξη τιμήθηκε μαζί με το πλήρωμα του από τον Βασιλιά Γεώργιο και την Ελληνική κυβέρνηση με Τιμητική Ευαρέσκεια. Στη συνέχεια το υποβρύχιο απομακρύνθηκε χωρίς να καταστεί γνωστή η ταυτότητά του. Από την έρευνα που διενεργήθηκε στη συνέχεια από πραγματογνώμονες αξιωματικούς του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, επί των θραυσμάτων των τορπιλών που είχαν εκραγεί στη προκυμαία, διεπιστώθη αμέσως ότι επρόκειτο για Ιταλικές τορπίλες.
Η τότε Ελληνική κυβέρνηση τήρησε απόλυτα μυστική την πραγματογνωμοσύνη εκείνη, (η οποία τελικά δημοσιεύτηκε με φωτογραφίες δύο ημέρες μετά την έναρξη του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου, δηλαδή στις 30 Οκτωβρίου του 1940), αλλά και με ταυτόχρονη απαγόρευση στον τύπο για οποιοδήποτε υπαινιγμό εθνικότητας του υποβρυχίου. Παρά ταύτα όμως από την πρώτη στιγμή η Ελληνική κοινή γνώμη ουδεμία αμφιβολία έτρεφε περί της εθνικότητας των υπευθύνων. Ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση των Ιταλών. Η κυβέρνηση πιστή στη γραμμή που είχε χαράξει, δεν απάντησε.
Μάλιστα τονίστηκε με κάθε τρόπο στους εμπειρογνώμονες που βρήκαν τα θραύσματα και αναγνώρισαν τις Ιταλικές τορπίλες, να μην μιλήσουν. Επίσημα γινόταν λόγος για υποβρύχιο άγνωστης εθνικότητας. Ανεπίσημα ο κόσμος έβραζε κατά των Ιταλών. Τρεις μήνες αργότερα στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου οι φασίστες του Ντούτσε θα συναντούσαν τη Νέμεση τους. Σκληρή και αδυσώπητη. Στην Αθήνα ο πρωθυπουργός Μεταξάς καλεί τον υφυπουργό Ναυτικών Ιπποκράτη Παπαβασιλείου και του λέει για το συμβάν:

«Γνωρίζουμε Ιπποκράτη για τον δράστη, αλλά δεν πρέπει να οξύνουμε την κατάσταση. Ας κάνουμε πώς δεν καταλάβαμε τίποτα και ας μην δείξουμε πανικό». Ταυτόχρονα ο υφυπουργός Τύπου Θ. Νικολούδης εκδίδει ανακοίνωση στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει ότι: «H τορπίλη έπληξε το ”Έλλη” στο λεβητοστάσιο το οποίο εξερράγη και η πυρκαϊά που εκδηλώθηκε μεταδόθηκε στο εσωτερικό του πλοίου και το πλήρωμα αναγκάσθηκε να το εγκαταλείψει». Λίγο μετά το πλοίο βυθίσθηκε στις 9.45΄. Στην ίδια ανακοίνωση αναφέρθηκε ότι υπήρξε ένας νεκρός ο κελευστής μηχανικός Παπανικολάου και 29 τραυματίες.
Μεταξύ του αστικού πληθυσμού, μία γυναίκα αρμενικής καταγωγής εμωλωπίσθη επι της προκυμαίας και ένας άνδρας απέθανε συνεπεία καρδιακής προσβολής..Η κυβερνητική ανακοίνωση σκοπίμως απέκρυπτε την εθνικότητα του υποβρυχίου που έπληξε το Έλλη αν και γνώριζε τον δράστη. Μία Επιτροπή από ανωτάτους αξιωματικούς (Καββαδίας, Χατζόπουλος και Δούσης) έβαλε δύτες και ανέσυραν από τον βυθό τεμάχια των τορπιλών. Στο πόρισμά τους κατέληγαν ότι “ το ”Έλλη” εβυθίσθη παρά Ιταλικών τορπιλών βληθεισών υπο Ιταλικού υποβρυχίου”.
Το θράσος των Ιταλών ήταν απύθμενο. Παρά τις διαβεβαιώσεις που έδινε η κυβέρνηση για την άγνωστη εθνικότητα του υποβρυχίου για να μην οξύνει την κατάσταση, οι Ιταλοί εγίνοντο περισσότερο επιθετικοί. Σύμφωνα με το υπ. Αριθ. 121 / 16-8-1940 τηλεγράφημα του πρεσβευτή μας στη Ρώμη Ιωάννη Πολίτη, η Ιταλία επιδιώκει να αναγάγη την Ελλάδα δια τρομοκρατήσεως από τούδε εις την διαδικασίαν των εδαφικών συζητήσεων και παραχωρήσεων εν Ηπείρω ή να επιτύχη ορισμένα στρατηγικά πλεονεκτήματα εν τω θαλασσίω αγώνι ή και αμφότερα.
Ταυτόχρονα στη Ρώμη ο εκπρόσωπος Τύπου της Ιταλικής κυβερνήσεως σε δηλώσεις του προς τους ξένους ανταποκριτές τόνιζε ανερυθρίαστα ότι η βύθιση του ”Έλλη” είναι τέχνασμα των Άγγλων για να αναστατώσουν τα Βαλκάνια και να δηλητηριάσουν τις Ελληνο-Ιταλικές σχέσεις. Και έφερε σαν απόδειξη το ότι αμέσως μετά το συμβάν έσπευσαν πρώτοι οι Άγγλοι, πριν παρέλθει ο αναγκαίος χρόνος για την εξακρίβωση, και δια του ραδιοφώνου ανακοίνωσαν ότι στην περιοχή της Τήνου δεν βρισκόταν την ημέρα εκείνη δικό τους υποβρύχιο.
Και υπογράμμιζε επίσης ότι ”Η Ιταλία πιστή εις τας γνωστάς ιταλικάς παραδόσεις τιμιότητος εχρειάσθη τρείς ημέρας δια να εξακριβώση και να βεβαιώση σήμερον οτι το Επιτελείον ουδεμίαν ενέργειαν τορπιλισμού αναφέρει και ότι ουδέν Ιταλικόν υποβρύχιον ευρίσκετο εκεί”. Οι Έλληνες εμπειρογνώμονες διαπίστωσαν εύκολα την ιταλική ταυτότητα του υποβρυχίου από τους σειριακούς αριθμούς στα κομμάτια των τορπιλών . Μετά τον πόλεμο διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για το ”Delfino” με κυβερνήτη τον Τζιουζέπε Αϊκάρντι.

Η κυβέρνηση όμως απέφυγε να ανακοινώσει οτιδήποτε για την εθνικότητά του και προσπάθησε ως την τελευταία στιγμή να αποφύγει κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως πρόκληση. Παράλληλα όμως, διέταξε όλους τους στρατιωτικούς σχηματισμούς να προετοιμαστούν με την ύψιστη διακριτικότητα για την επερχόμενη σύγκρουση, καθώς ήταν φανερό ότι η φασιστική Ιταλία είχε δώσει τον λόγο στα όπλα. Η νέμεσις πάντως για την άνανδρη ιταλική ενέργεια ήλθε σχεδόν τρία χρόνια αργότερα.
Στις 23 Μαρτίου 1943 και ενώ το υποβρύχιο ”Delfino” επιχειρούσε στον Τάραντα στη Νότια Ιταλία, βυθίστηκε παρασύροντας μαζί του και τα 28 μέλη του πληρώματος, που είχαν συμμετάσχει στον τορπιλισμό της ”ΕΛΛΗΣ”. Ο μόνος επιζών ήταν ο πρώην κυβερνήτης Αικάρντι, ο οποίος, αμέσως μετά τον τορπιλισμό του Ελληνικού πλοίου, είχε παραδώσει τη διοίκηση στον Μάριο Βιολάντε. Πάντως ο Αικάρντι, ακόμη και μετά τον πόλεμο δήλωνε αμετανόητος για την ενέργειά του, η οποία ήταν έξω από το δίκαιο του πολέμου, εφόσον τορπίλισε πλοίο ουδέτερης χώρας. Το 1960 δήλωσε στο περιοδικό Tempo:
«Δεν είχα ούτε δισταγμό ούτε ταλάντευση. Είχα συνείδηση ότι εκτελώ μια στρατιωτική διαταγή, η οποία δεν έδινε περιθώρια για αμφιβολίες (η διαταγή είχε δοθεί από τον υπερφίαλο Ιταλό διοικητή της Δωδεκανήσου Ντε Βέκι). Σήμερα τρέφω για την Ελλάδα αισθήματα συμπάθειας και θαυμασμού. Αλλά, τότε, πέρα από κάθε αμφιβολία βρισκόμασταν σε αντίθετα στρατόπεδα (η Ελλάδα όμως τότε ήταν ακόμη ουδέτερη χώρα). Από ότι ήξερα η διαταγή που είχα πάρει μπορούσε να αποτελεί το προοίμιο για μια άμεση, κανονική είσοδο στον πόλεμο».

 

ΧΤΥΠΗΜΑ ΜΕ ΑΣΑΦΗ ΑΙΤΙΑ
Τα άμεσα αίτια του τορπιλισμού της ”Ελλης” δεν είναι ακόμα σαφή. Ορισμένες πηγές κατατείνουν στο συμπέρασμα ότι ο Μουσολίνι είχε αποφασίσει να εισβάλει στην Ελλάδα ακριβώς τότε και θεώρησε πως ο τορπιλισμός του Ελληνικού πολεμικού θα διευκόλυνε τα σχέδιά του. Άλλοι, όπως ο τότε Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, εικάζουν ότι η κίνηση αυτή υπήρξε προϊόν της οργής του Μουσολίνι, όταν πληροφορήθηκε την άποψη που εξέφρασε ο Μεταξάς στον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα, Πρίγκιπα Ερμπαχ, ότι δηλαδή η Ελλάδα δεν μπορούσε να αγνοήσει τη Βρετανική ναυτική ισχύ στη Μεσόγειο.
Ο υφυπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Μουσολίνι, Τσιάνο, αποδίδει τον τορπιλισμό της ”Έλλης” στην προπέτεια του Ντε Βέκι, του Ιταλού διοικητή των Δωδεκανήσων και κορυφαίου στελέχους του φασιστικού καθεστώτος. Τέλος, οι επιχειρήσεις που ανέλαβε ο Αϊκάρντι, o κυβερνήτης του Ιταλικού υποβρυχίου Delfino που τορπίλισε την ”Έλλη”, πιθανώς να εντάσσονταν στο ευρύτερο πλαίσιο της παρεμπόδισης των Αγγλικών συγκοινωνιών με τη Μαύρη Θάλασσα, από το ιταλικό ναυτικό, τουλάχιστον αν ληφθεί υπόψη η ασάφεια και η προχειρότητα των οδηγιών που αυτός έλαβε.
Όποια πάντως κι αν είναι η ακριβής άμεση αιτία για την προσβολή του ευδρόμου καταδρομικού ”Έλλη”, γεγονός είναι ότι στις 8.25 π.μ. της 15ης Αυγούστου 1940 αυτό επλήγη από τορπίλη του ”Delfino” ακριβώς κάτω από τον μόνο εν ενεργεία λέβητά του. Το αποτέλεσμα ήταν αυτός να εκραγεί και η έκρηξη να δημιουργήσει κάθετη ρωγμή στη δεξιά πλευρά του πλοίου, η οποία στην ίσαλο γραμμή είχε διάμετρο 10 εκατοστών. Συνάμα δημιουργήθηκε οπή δύο περίπου μέτρων μεταξύ των δύο καπνοδόχων του πλοίου ακριβώς πάνω από το σημείο της έκρηξης. Οκτώ μέλη του πληρώματος έχασαν τη ζωή τους, ενώ δεκάδες υπήρξαν και οι τραυματίες.
Οι άλλες δύο τορπίλες που έβαλε το Ιταλικό υποβρύχιο εναντίον των επιβατηγών πλοίων που βρίσκονταν στο λιμάνι της Τήνου ευτυχώς αστόχησαν. Το αιφνίδιο πλήγμα που υπέστη το Ελληνικό καταδρομικό δεν βρήκε ούτε το πλήρωμά του ούτε τη ναυτική ηγεσία της χώρας απαράσκευη. Σύντονες προσπάθειες ανελήφθησαν από τον κυβερνήτη του πλοίου, Χατζόπουλο, ώστε τουλάχιστον να σωθεί το πλοίο προσαράζοντας στα αβαθή του λιμανιού, κάτι όμως που δεν κατέστη δυνατό γιατί τα συστήματα του πλοίου είχαν νεκρώσει μετά τη διάρρηξη των ατμοσωλήνων και την παρεπόμενη διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
Επιπροσθέτως, το επιβατηγό ”Εσπερος” που ανέλαβε τη ρυμούλκηση δεν είχε τη δυνατότητα ούτε και τα εφόλκια που θα μπορούσαν να ρυμουλκήσουν το καταδρομικό, τη στιγμή μάλιστα που η αποκρίκωση της άγκυράς του δεν υπήρξε εφικτή για μια σειρά από λόγους. Σε κάθε περίπτωση, η εξέταση που ακολούθησε από ανώτατα στελέχη του ναυτικού επιβεβαίωσε ότι όλα τα προσήκοντα μέτρα είχαν ληφθεί και για την άμυνα του πλοίου από εχθρική προσβολή, αλλά και για τη διάσωσή του μετά τον τορπιλισμό του.
Αποδείχτηκε, επίσης, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ο τορπιλισμός της ”Έλλης” ήταν έργο Ιταλών, κάτι όμως που αποσιωπήθηκε για λόγους υψηλής πολιτικής μέχρι την έναρξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1940. Τότε ήταν που επίσημα και τεκμηριωμένα δόθηκαν στη δημοσιότητα τα στοιχεία που είχαν συλλεγεί από την αλίευση και την ποικιλότροπη εξέταση των υπολειμμάτων της 2ης και 3ης τορπίλης που αστόχησαν.

 

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΠΟΛΕΜΟ 
Την επαύριο του τορπιλισμού της ”Έλλης”, δεν εξερράγη Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος πάρα την περαιτέρω κλιμάκωση των Ιταλικών προκλήσεων. Η χώρα ολοκλήρωσε απλώς τις τελευταίες της προετοιμασίες για τον μεγάλο αγώνα που επέκειτο. Η ηθική όμως προετοιμασία είχε, εν πολλοίς, ολοκληρωθεί λόγω του τορπιλισμού της ”Έλλης”. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Γκράτσι:

«Η Ιταλική κυβέρνηση μπορούσε να υπερηφανεύεται γιατί είχε κατορθώσει να συσπειρώσει σε μια αρραγή ψυχική ενότητα έναν λαό βαθιά διαιρεμένο από αγεφύρωτες πολιτικές διαφορές και από βαθιά και παλιά πολιτικά μίση, γιατί είχε εμπνεύσει τη γενναία και ακλόνητη απόφαση να πεθάνει εν ανάγκη για την πατρίδα του». Αυτή είναι και η κληρονομιά της ”Έλλης” στο έπος του 1940 και κατ’ επέκταση στην εθνική μας επιβίωση.

 

Ο ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΔΡΟΜΟΥ ”ΕΛΛΗ” ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΤΟΥ Υ/Β ”DELFINO”

Όπως όλοι γνωρίζουμε, στις 8:25 το πρωί της 15 Αυγούστου 1940, ανήμερα στη γιορτή της Μεγαλόχαρης, τορπιλίσθηκε και βυθίσθηκε το εύδρομο ”Έλλη” έξω από το λιμάνι της Τήνου, όπου είχε σταλεί για να λάβει μέρος στις γιορταστικές εκδηλώσεις της ημέρας αυτής. Μετά τις γενόμενες έρευνες από δύτες του Ναυτικού διαπιστώθηκε ότι οι τορπίλες ήταν Ιταλικές και επομένως η επίθεση έγινε από Ιταλικό υποβρύχιο. Η διαπίστωση όμως αυτή κρατήθηκε μυστική μέχρι την Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940.
Από τη βύθιση του ”Έλλη” έχασαν τη ζωή τους 1 υπαξιωματικός και 8 ναύτες από το πλήρωμα του πλοίου και επίσης μια γυναίκα από το πλήθος των προσκυνητών, η οποία έπαθε συγκοπή με την έκρηξη της δεύτερης τορπίλης. Μετά τη λήξη του πολέμου, αποκαλύφθηκε ότι το υποβρύχιο ήταν το Ιταλικό ”Delphino”, το οποίο είχε ξεκινήσει για το σκοπό αυτό από τη ναυτική βάση Παρθένι της Λέρου, το βράδυ της 14 Αυγούστου. Κυβερνήτης ήταν ο Υποπλοίαρχος Guiseppe Aicardi.
Το ιστορικό της εγκληματικής αυτής αποστολής αποκαλύφθηκε αρκετά αργότερα, όταν το Ιταλικό περιοδικό ”TEMPO”, στις αρχές του 1960, άρχισε να δημοσιεύει τα απομνημονεύματα του Ιταλού Διοικητού των Δωδεκανήσων, κόμητα De Vecchi με τίτλο «Ο αληθινός Μουσολίνι» (Mussolini Vero). Στα απομνημονεύματα αυτά, αναφερόμενος στον τορπιλισμό της ”Έλλης” λέει ότι «η βύθιση, πράγματι ατυχής του ”Έλλη” προκάλεσε αναταραχή σε διεθνές επίπεδο».
Ο χαρακτηρισμός «ατυχής» που έδωσε ο De Vecchi στη βύθιση του πλοίου ενόχλησε τον Guiseppe Aicardi, ο οποίος είχε πια παραιτηθεί από το Ιταλικό Ναυτικό και ήταν τότε πλοίαρχος σε ποντοπόρα εμπορικά πλοία. Έστειλε λοιπόν μια επιστολή στην εφημερίδα ”NAZIONE” της Φλωρεντίας, η οποία δημοσιεύθηκε στις 19 Απριλίου 1960. Τα κύρια σημεία αυτής της επιστολής, η οποία είναι άγνωστη στο ευρύ κοινό, είναι πολύ ενδιαφέροντα και φωτίζει από μια άλλη σκοπιά τα κίνητρα και τον τρόπο εκτέλεσης της επιχείρησης αυτής.

 

Γράφει ο Aicardi
«Επειδή τώρα πλέον δεν υπάρχει τίποτα το μυστηριώδες θέλω και εγώ να πω κάτι σχετικά και για να διαφωτίσω μερικά σημεία της ιστορίας, που με αφορά προσωπικά και για να γίνει περισσότερο αντιληπτό και να δικαιολογηθεί εκείνη η ενέργεια, που πήρα εντολή να εκτελέσω». Ανάμεσα στους κυβερνήτες των υποβρυχίων στη Λέρο, ήσαν, με τον Aicardi άνδρες αναγνωρισμένης αξίας: ο Spigal, o Migeca, o Lucchesini, o Politi. Η εκλογή έπεσε στον Aicardi που είχε στο ενεργητικό του μια πρόσφατη πετυχημένη επιχείρηση.
Στις 14 Αυγούστου, ο κόμης De Vecchi, κυβερνήτης του Αιγαίου, έφθασε στη Λέρο από τη Ρόδο, συνοδευόμενος από το ναύαρχο Biancheri, κάλεσε τον κυβερνήτη Aicardi, του έδειξε μια επιστολή, γραμμένη με το χέρι από τον αρχηγό του Ναυτικού Επιτελείου και του είπε: «Αυτή είναι η επιστολή του ναυάρχου σου, διάβασέ την» ύστερα, ενώ ο κυβερνήτης διάβαζε, του έδωσε προφορικά τις οδηγίες του: «Θα εφοδιασθείς με τορπίλες όσο περισσότερες μπορείς, πέραν της κανονικής ποσότητας και πρέπει να τορπιλήσεις, ότι συναντήσεις «ουδέτερα και μη ουδέτερα».
«Δεν έκαμε καμία διάκριση –λέει οAicardi– μεταξύ πολεμικών πλοίων και εμπορικών, αυτό το βεβαιώνω κατά τρόπο απόλυτο. Και δεν είχα καμία αμφιβολία στο πώς εννοούσε την αποστολή, που μου είχε αναθέσει. Άλλωστε υπήρξε συντομότατος και μου άφησε μοναδικό έγγραφο, που ακόμα κατέχω, ένα φύλλο αντζέντας ριγωτό με τετράγωνα, όπου με το χέρι του έγραψε με λεπτομέρεια τις τελευταίες πληροφορίες της αεροπορικής αναγνώρισης: «Τήνος» ένα μεγάλο επιβατηγό και εμπορικό πλοίο. «Σύρος» δύο πλοία.
Κατόπιν ετοίμασα, σε γενικές γραμμές, το πρόγραμμα: να καταλάβω «εξαπίνης» εκείνα τα πλοία στα λιμάνια που μου υποδείχθησαν, κατόπιν να κατευθυνθώ προς την Αίγινα, για να παρεμποδίσω τη ναυσιπλοΐα στον ισθμό της Κορίνθου. Να μη βρεθώ στα νότια του παραλλήλου των 36° 50’, που είναι στη Νιό, Μήλο και Αμοργό γιατί ήταν δυνατόν να παρέμβουν άλλα υποβρύχιά μας στις ζώνες της ενέδρας μας. Οι επιχειρήσεις θα έπρεπε να γίνουν έτσι, ώστε η ταυτότητα και η εθνικότητα του υποβρυχίου να μην αναγνωρισθούν».
Το ”Delphino” έφθασε πολύ πρωί στις δεκαπέντε Αυγούστου μπροστά στην Τήνο και αντιληφθήκαμε να φεύγει προς βορρά ένα μεγάλο πλοίο. Άλλα δύο ήσαν ακόμα στο λιμάνι. Ενώ ο κυβερνήτης Aicardi στο περισκόπιο κοίταζε γύρω και μελετούσε τον τρόπο να τα πλήξει, (τα ρηχά νερά δεν επιτρέπουν σε ένα υποβρύχιο να πλησιάσει σε κατάδυση στην είσοδο του λιμανιού) είδε να φθάνει σιωπηλό στα νώτα του από τα δυτικά το ”Έλλη”.

«Δεν είχα ούτε δισταγμό ούτε ταλάντευση. Είχα συνείδηση ότι εκτελώ μια στρατιωτική διαταγή, η οποία δεν έδινε περιθώρια για αμφιβολίες. Σήμερα τρέφω για την Ελλάδα αισθήματα συμπάθειας και θαυμασμού, και χαίρω για την ειλικρινή φιλία που υπάρχει ανάμεσα στους Έλληνες και εμάς. Αλλά, τότε, πέρα από κάθε αμφιβολία, βρισκόμασταν σε αντίθετα στρατόπεδα. Από ό,τι ήξερα η διαταγή που είχα πάρει μπορούσε να αποτελεί το προοίμιο για μία άμεση, κανονική είσοδο στον πόλεμο».
«Τα δύο πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Τήνου, δεν είχαν την Ελληνική σημαία ζωγραφισμένη στα πλευρά. Η πλέον φανερή προβολή των εθνικών χρωμάτων, ήταν το πρώτο μέρος προφυλάξεως, που έπρεπε να λάβουν για την ασφάλεια των νομίμων πλοίων. Εκείνα τα δύο πλοία έπρεπε να τα πλήξω. Και τότε δεν μπορούσα να σκεφθώ ότι ήταν δυνατό να αφήσω να χαθεί η ευκαιρία του ”Έλλη”. Αλλιώς ύστερα θα το είχα από πάνω μου και δεν θα μου την χάριζε».

 

Πώς Περιγράφεται ο Τορπιλισμός
Εκτόξευση από την πλώρη μιας τορπίλης εναντίον του “Έλλη”, ύστερα, ενώ αυτή προχωρεί προς το στόχο της, στρέφω όλο αριστερά, και αφού άλλαξα εντελώς πορεία, έριξα από την πρύμνα δύο τορπίλες στο εσωτερικό του λιμανιού. Το ”Έλλη” χτυπήθηκε ακριβώς στη μέση, ανάμεσα στις δύο καπνοδόχους. Το πλοίο τραντάχθηκε δυνατά από τη σφοδρή έκρηξη και θα μείνει για λίγο στην επιφάνεια, δείχνοντας ένα τεράστιο ρήγμα στην ίσαλο γραμμή, στρογγυλή, όπως ο ήλιος όταν ανατέλλει. Οι δύο τορπίλες που ρίχθησαν μέσα στο λιμάνι, είχαν διαφορετικό αποτέλεσμα.
Το άνοιγμα είναι στενό και επί πλέον η ορατότητα είναι πολύ μικρή. Η μία έπληξε το άκρο του βορεινού μώλου και ξεσήκωσε νερό και πέτρες, η άλλη βρήκε το στόχο. Είδα μια μεγάλη στήλη νερού στα πλευρά του πλοίου, αφήνω το περισκόπιο για να ρίξω μια ματιά στα όργανα του συστήματος ρίψεως, διότι το απότομο ξαλάφρωμα της πρύμνης προκαλεί βύθιση της πλώρης, ύστερα στρέφω για να κοιτάξω και η τεράστια στήλη νερού είναι ακόμα στον αέρα.
Πλεούμενα κάθε είδους, αλιευτικά, ατμόπλοια, φθάνουν στο λιμάνι, στην πλώρη του ”Έλλη”, βλέπω ένα κανόνι που βάλλει τρελά, χωρίς να ξέρει πού, χωρίς να ξέρει εναντίον ποιου. Λόγω του χαρακτήρα της αποστολής κρίνω σκόπιμο να απομακρυνθώ αμέσως. Το ”Έλλη” επιπλέει ακόμη. Θα βυθιστεί ύστερα από μερικά λεπτά. Το ”Delphino” απομακρύνεται. Σύμφωνα με τις διαταγές, κατευθύνεται στη Σύρα, πάντοτε σε κατάδυση. Φθάνει εκεί πριν από το μεσημέρι, πλέει προς την είσοδο του λιμανιού, αποφεύγοντας τα αβαθή νερά, με τη βοήθεια του υπερηχητικού βυθομετρητή. Δεν υπάρχει η σκιά ενός πλοίου.
Το λιμάνι είναι άδειο, ακόμη και από μικρά πλεούμενα και από μικρές βάρκες. «Ποτέ δεν είδα λιμάνι τόσο άδειο» λέει ο Aicardi. Η αποστολή του υποβρυχίου είχε συνεχισθεί στα Ελληνικά νερά, έως ότου έφθασε στον Aicardi η διαταγή να επιστρέψει στη βάση. Ύστερα από τον τορπιλισμό του ”Έλλη”, η Ελλάδα εξαπόλυσε εναγώνια, με τη διπλωματική οδό, την είδηση ότι έπλεε μια νηοπομπή γεμάτη από προσκυνητές. Και ο Aicardi νόμισε ότι η ξαφνική ανάκλησή του από την αποστολή, είχε γίνει από το Αρχηγείο Ναυτικού, προ παντός για το «φόβο» ότι εκείνος, εκτελώντας τις διαταγές που είχε πάρει, να βυθίζει «τα πάντα», θα κτυπούσε και εκείνα τα πλοία της νηοπομπής.
Και το ”Delphino”, πράγματι, τα συνάντησε: ήσαν πέντε, συνοδευόμενα από ένα βαρύ Αγγλικό καταδρομικό, τύπου «Exeter» και τα καταδίωξε και στη διάρκεια της νύκτας, ενώ ήσαν αγκυροβολημένα στον όρμο των Αθηνών, έκανε τους χειρισμούς για να τα έχει ανάμεσά του και του φεγγαριού, ώστε να τα αιφνιδιάσει όταν θα έβγαιναν. Τη στιγμή εκείνη, ένα ραδιοτηλεγράφημα από τη Ρώμη, του ανέκοψε τη δράση. «Γιατί -διερωτάται ο υποπλοίαρχος Aicardi- ακριβώς εκείνος πρέπει να πει ατυχές»; Τότε δεν είχε αυτή τη γνώμη.
Ίσως θα ήταν «ευτυχής» ο τορπιλισμός ενός πλοίου,περισσότερων πλοίων, έστω και φορτωμένων με προσκυνητές και ύστερα γιατί «ατυχές» από τη στιγμή που οι Έλληνες είχαν κάνει την εκλογή τους, μεταξύ των δύο εμπόλεμων στρατοπέδων και η απόφαση τους δεν άλλαξε ούτε από το γεγονός ότι για πολύ καιρό είχε γίνει πιστευτό ότι η βύθιση του ”Έλλη” είχε επινοηθεί από τους Άγγλους, για να σπρώξουν την Ελλάδα να εισέλθει ανοικτά στη σύρραξη; Από την άλλη μεριά, ο τορπιλισμός του καταδρομικού, προκάλεσε για λίγο καιρό, μια ανάσχεση στην Ελληνική ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο, πράγμα που αναμφίβολα μας ωφέλησε».
«Ο De Vecchi, διηγείται ο Aicardi, ήταν ένας αρχηγός θαρραλέος, εμπνεόμενος από απέραντη φιλοπατρία, ένας άνθρωπος αγνός και έντιμος. Αλλά η τόλμη του, θα μπορούσε να λεχθεί, ότι ήταν Γαριβαλντική, αδιάφορη για τα αξιώματα της μεγάλης λεπτομερειακής τεχνικής του πολέμου. Παραδείγματος χάριν, εξηγεί ο κυβερνήτης του ”Delphino” – συνήθιζε να βγαίνει με τα ”MAS” (ανθυποβρυχιακά σκάφη) και έτρεχε να συναντήσει τα υποβρύχια που επέστρεφαν, πλέοντας στην επιφάνεια, στις υποχρεωτικές γραμμές πορείας ασφαλείας.
Τα σταματούσε, επιβιβαζόταν σ’ αυτά, ενώ τα πληρώματα των υποβρυχίων καθόντουσαν σε αναμμένα κάρβουνα, γιατί ήξεραν ότι αυτός ήταν ο ιδεώδης τρόπος να δεχθούν μια τορπίλη από έναν Άγγλο συνάδελφο. Ένας συνάδελφός μου διηγόταν ότι βλέποντας από μακριά να τρέχει καταπάνω τους ένα ”MAS”, χωρίς προειδοποίηση, παραλίγο να το σταματούσε με το κανόνι».

«Αυτή η πολυτάραχη περιπέτεια -καταλήγει ο Υποπλοίαρχος Aicardi- άφησε και σε μένα μια πικρή ανάμνηση, που κάθε τόσο ξανάρχεται. Όχι, όμως σαν μετάνοια ή λόγω τύψεων συνειδήσεως. Ενώ διάφοροι έως τώρα μίλησαν στα κρυφά και σε μυστηριακή ατμόσφαιρα, όσον αφορά εμένα, παρά το ότι δεν καυχήθηκα ποτέ, δεν είχα ποτέ φοβηθεί να πω ότι ο εκτελεστής ήμουνα εγώ. Το γεγονός εντασσόταν στα συνηθισμένα καθήκοντα αρμοδιότητος και χρέους. Οι διαταγές δεν είναι αστεία, ή προτάσεις που επιδέχονται συζήτηση, εκτελούνται χωρίς αντίρρηση.
Η πικρή ανάμνηση, που μου ξανάρχεται και σήμερα, είναι ότι η τορπίλη που έπληξε το μικρό κυματοθραύστη, στα βορεινά του λιμανιού της Τήνου προκάλεσε το θάνατο μιας φτωχής γυναίκας. Θα πρέπει να έπασχε από την καρδιά της: η έκρηξη την κεραυνοβόλησε, χωρίς το παραμικρό τραύμα. Αυτή η λεπτομέρεια, την πληροφορήθηκα στη Λέρο, αμέσως ύστερα από την επιστροφή μου και με εγέμισε θλίψη».
Διαβάζοντας την επιστολή του Aicardi δεν μπορούμε να αποφύγουμε μερικές βασικές παρατηρήσεις, τις οποίες θα αναφέρουμε κατωτέρω για την καλύτερη παρουσίαση της επιχείρησης του τορπιλισμού του ”Έλλη”. Κατ’ αρχήν, έκπληξη προκαλεί ο τρόπος που λειτουργούσε η ανώτερη Ιταλική ηγεσία και η ηγεσία του Ιταλικού Ναυτικού στη λήψη τόσο σοβαρών αποφάσεων, καθώς και η μέθοδος που ακολουθήθηκε για τη μεταβίβαση των διαταγών υλοποίησής τους. Η συγκεκριμένη διαταγή ήταν μια διαταγή επιπόλαιη και αυθαίρετη, χωρίς καμία μελέτη για τις συνέπειές της.
Γι’ αυτό και γρήγορα ανακλήθηκε. Χαρακτηριστικό είναι ότι την επιχείρηση αυτή δεν την εγνώριζε ούτε και ο Υπουργός των Εξωτερικών Τσιάνο, όπως φαίνεται από το ημερολόγιο του που δημοσιεύθηκε μετά τον πόλεμο. Γράφει στις 15 Αυγούστου 1940: «Βυθίστηκε ένα Ελληνικό Σκάφος από υποβρύχιο που ακόμη δεν ξέρουμε ποιο είναι. Για μένα υπάρχει στη μέση η προπέτεια του De Vecchi. Συνομίλησα με τον Ντούτσε ο οποίος επιθυμεί να λυθεί ειρηνικά το επεισόδιο αυτό, το οποίο θα μπορούσε να έλειπε» (το οποίο ο ίδιος είχε διατάξει).
Σημειούται η ανυπαρξία οργανωμένου και σωστού δικτύου πληροφοριών από την πλευρά του Ιταλικού Ναυτικού. Είναι πρωτοφανές για μια τεράστια ναυτική δύναμη όπως η Ιταλική, με τόσα θωρηκτά, καταδρομικά και υποβρύχια η οποία ετοιμάζεται για πόλεμο να μη γνωρίζει τις κινήσεις του Ελληνικού Στόλου και ότι στις 15 Αυγούστου είναι στην Τήνο μία από τις μεγαλύτερες γιορτές της Ορθοδοξίας και υπάρχει προς το νησί αυτό παραδοσιακή μεταφορά προσκυνητών. Αντίθετα έβλεπαν συνεχώς μυστική υποστήριξη της Αγγλίας και Βρετανικές νηοπομπές στο Αιγαίο, χωρίς να μπουν στον κόπο να αναλύσουν τι σκοπό θα εξυπηρετούσαν οι νηοπομπές αυτές.
Ο πρέσβης όμως της Ιταλίας στην Αθήνα Gratsi στο βιβλίο «Αρχή του Τέλους» που εκδόθηκε μετά τον πόλεμο, βεβαιώνει ότι ουδεμία Βρετανική Βάση υπήρχε στην Ελλάδα πριν από τις 28 Οκτωβρίου 1940. Από την επιστολή Aicardi προκύπτει ότι ο κύριος στόχος του ”Delphino” δεν ήταν το ”Έλλη” αλλά τα «οπλιταγωγά» κατά τον Aicardi, δηλαδή τα επιβατηγά τα οποία μετέφεραν τους προσκυνητές στην Τήνο και είναι ευτύχημα που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει τους στόχους του αυτούς.
Έτσι ο ”Έσπερος”, η ”Ελένη”, η ”Αρντένα” και τα άλλα πλοία που ήταν στο λιμάνι της Τήνου, γλύτωσαν τον τορπιλισμό και έτσι δεν θρηνήσαμε εκατοντάδες αθώα θύματα. Είναι ευτύχημα επίσης που ο Aicardi δεν βρήκε πλοία στο λιμάνι της Σύρου και ότι στη συνέχεια δεν τον άφησαν να ολοκληρώσει την περιπολία του στον Σαρωνικό, όπως είχε αρχικά διαταχθεί. Τέλος θα πρέπει να υπογραμμισθεί η κυνικότητα του υποπλοιάρχου Aicardi ο οποίος χωρίς κανένα ηθικό ενδοιασμό και χωρίς τύψεις προχώρησε στην πραγματοποίηση μιας εγκληματικής επιχείρησης σε ειρηνική περίοδο χωρίς προειδοποίηση.
Μια επιχείρηση που θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει αργότερα εγκληματία πολέμου. Χαρακτηριστικά τονίζει ότι η επιχείρηση αυτή άφησε σ’ αυτόν «μια πικρή ανάμνηση που κάθε τόσο ξανάρχεται. Όμως, όχι σαν μετάνοια ή λόγω τύψεων συνειδήσεως. Το γεγονός εντάσσεται στα συνηθισμένα καθήκοντα αρμοδιότητος και χρέους. Οι διαταγές δεν είναι αστεία ή προτάσεις που επιδέχονται συζήτηση, εκτελούνται χωρίς αντίρρηση». Ίσως το αποκορύφωμα της υποκρισίας του Aicardi είναι όταν αναφέρεται στο μεμονωμένο θάνατο μιας γυναίκας στην προβλήτα της Τήνου.

 

ΤΟ ΕΥΔΡΟΜΟ ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΚΟ ”ΕΛΛΗ”

Το καταδρομικό Έλλη (ΒΠ Κ/Δ ΕΛΛΗ) ήταν Ελληνικό πολεμικό πλοίο «εύδρομο» κατά την ορολογία του μεσοπολέμου ή «ελαφρύ καταδρομικό» κατά την ορολογία του Β” Παγκοσμίου πολέμου που έφερε το όνομα εκ της ναυμαχίας της Έλλης που είχε λάβει χώρα στην διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, στην οποία η Ελλάδα ήταν νικήτρια.

Ναυπήγηση και Αγορά
Το Έλλη ήταν 2.600 τόνων.Ναυπηγήθηκε το 1912 – 1913 στις ΗΠΑ για λογαριασμό της Κινεζικής κυβέρνησης με το όνομα ”Fei – Hung”, όμως η παραγγελία ακυρώθηκε λόγω Εθνικιστικής Επανάστασης που ξέσπασε στην Κίνα την περίοδο εκείνη. Αγοράστηκε τελικά από την Ελληνική κυβέρνηση το 1914. Το 1917 κατασχέθηκε από τους Γάλλους μαζί με τα υπόλοιπα πλοία του Ελληνικού στόλου. Μετασκευάστηκε σχεδόν ριζικά, δέκα χρόνια αργότερα, στη Γαλλία, μεταξύ των ετών 1925 – 1927.

 

Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Έλαβε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπό Γαλλική σημαία και στη συνέχεια υπό Ελληνική στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Βυθίστηκε στις 15 Αυγούστου 1940 σε ειρηνική περίοδο από το Ιταλικό υποβρύχιο ”Delfino” και ενώ ήταν αγκυροβολημένο έξω από τον λιμένα της Τήνου όπου και συμμετείχε στις εκδηλώσεις του εορτασμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το ίδιο υποβρύχιο αποπειράθηκε στη συνέχεια να τορπιλίσει τα επιβατηγά ”Ελένη” και ”Έσπερος” που βρίσκονταν μέσα στο λιμάνι της Τήνου. Ευτυχώς η απόπειρα απέτυχε και οι τορπίλες κατέστρεψαν μόνο ένα τμήμα του κρηπιδώματος του λιμένα.

Η Αιτία Τορπιλισμού του Έλλη

Ο τότε πρέσβης της Ιταλίας στην Αθήνα κόμης Εμμανουέλε Γκράτσι στα απομνημονεύματά του αλλά και σε ενυπόγραφο άρθρο του που δημοσίευσε η Ιταλική εφημερίδα «Τζιορνάλε ντελ Ματτίνο» (19-8-1945) αποκαλύπτει ότι αν και η Ιταλία ουδέποτε ομολόγησε επίσημα την άνανδρη και «πειρατική» εκείνη πράξη υποβρυχίου της, εν τούτοις το υποβρύχιο ήταν ιταλικό που διατάχθηκε να κινηθεί επί τούτου από την Ιταλική βάση υποβρυχίων Λέρου κατά διαταγή του Γενικού Διοικητή Δωδεκανήσου Ντε Βέκι, που ήταν μέλος της φασιστικής τριανδρίας, που γνώριζε ότι εθιμικά στην Τήνο την ημέρα αυτή θα υφίστατο Ελληνικό πολεμικό πλοίο.
Έτσι απέπλευσε το υποβρύχιο στο οποίο μετά και από μια αεροπορική αναγνώριση δόθηκε η εντολή του τορπιλισμού. Βέβαια ο Ντε Βέκι ενήργησε κατ” εντολή του ίδιου του Μπενίτο Μουσολίνι. Στο σημείο αυτό ο κόμης Γκράτσι δίνει ακόμη μια εξήγηση της αψυχολόγητης εκείνης ενέργειας του Μουσολίνι που πολύ πιθανόν να οφειλόταν σε δική του τηλεγραφική του αναφορά που είχε υποβάλει από την Αθήνα, στο Ιταλικό υπουργείο εξωτερικών, δύο ημέρες πριν, στις 13 Αυγούστου, κατά την οποία ο Γκράτσι βεβαίωνε ότι η Ελληνική κυβέρνηση (σύμφωνα με άποψη του Ι. Μεταξά) δεν μπορεί να λάβει θέση ενάντια της Αγγλίας που ήδη κυριαρχεί στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το τηλεγράφημα αυτό, πάντα κατά τον Γκράτσι, πιθανόν να το διάβασε ο Μουσολίνι στο Παλάτσο Βενέτσια την ίδια ημέρα το βράδυ ή το πολύ την επομένη το πρωί και του προκάλεσε έκρηξη παραφοράς δίνοντας αμέσως εντολή στον Ντε Βέκι να αποδείξει αμέσως στον Μεταξά «ποιος είχε πράγματι την κυριαρχία της Ανατολικής Μεσογείου».

 

Η Κατάληξη του Αντιτορπιλικού ”Έλλη”
Κείνοι που επράξαν το κακό τους πήρε μαύρο σύγνεφο (κατά τον Ελύτη) και φαίνεται ότι κάπως έτσι έγινε. Στις 23 Μαρτίου 1943, και ενώ το υποβρύχιο Delfino βρισκόταν έξω από τον Τάραντα, στη Ν. Ιταλία, βυθίστηκε και πήρε μαζί του τα 28 μέλη του πληρώματος, που είχαν συμμετάσχει στον τορπιλισμό της Έλλης, εκτός από τον κυβερνήτη Aicardi, ο οποίος, αμέσως μετά τον τορπιλισμό της Έλλης, είχε παραδώσει στον Mario Violante. Μετά τον πόλεμο η Ιταλική Κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποζημιώσει το πολεμικό ναυτικό μας.
Οι Ιταλοί, το 1950, έδωσαν το καταδρομικό Eugenio di Savoia (το οποίο μετονομάσαμε σε ”ΕΛΛΗ”), ως μέρος των Ιταλικών επανορθώσεων. Το Eugenio di Savoia κατασκευάστηκε μεταξύ 1932 – 35, στα ναυπηγεία Ansaldo της Γένοβας. Από τον Ιούνιο του 1951, έγινε η έδρα του Αρχηγού του Στόλου. Το θράσος των Ιταλών συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, αφού (ανεπίσημα) σε διάφορους ηλεκτρονικούς τόπους διαμαρτύρονται ότι τους αδικήσαμε. Μας δώσανε, λένε, ένα καινούριο, μεγάλο καταδρομικό προς αντικατάσταση ενός σαράβαλου (εννοούν την Έλλη), που μας βύθισαν.
Αφήνουν και ειρωνικά σχόλια για το γεγονός ότι το πλοίο που μας «χάρισαν» ήταν η ναυαρχίδα μας για πολλά χρόνια. Και εκτός από το θράσος των Ιταλών, ας δούμε και το δικό μας θράσος. Κάθε χρόνο τιμάμε τον τορπιλισμό με ένα στεφάνι στα νερά, που βυθίστηκε η ”Έλλη”. Όμως, στο βυθό (47 μέτρα από την επιφάνεια) δε υπάρχουν παρά ελάχιστες λαμαρίνες από το ηρωικό καταδρομικό, την ”Έλλη”.
Να τι απέμεινε από το χιλιοσυζητημένο σύμβολο της Νεότερης Ιστορίας μας. Και αυτό γιατί, στη δεκαετία του 1950, κάποιος ιδιώτης, με την ανοχή των τοπικών και άλλων Αρχών, μίσθωσε σκαφανδοφόρους δύτες, που επί δύο χρόνια δούλευαν συστηματικά για το κόψιμο του σκάφους και την ανέλκυση των τμημάτων του, τα οποία στη συνέχεια πουλήθηκαν για σκραπ.
Παραμένει ακόμα αδιευκρίνιστο από πού πήραν, αν πήραν, κάποια άδεια δύο «επιχειρηματίες» της εποχής, οι οποίοι μίσθωσαν τους σκαφανδροφόροους δύτες που επί δύο χρόνια δούλευαν συστηματικά για το κόψιμο του σκάφους και την ανέλκυση των τμημάτων του τα οποία στη συνέχεια πουλήθηκαν. Είναι τόσο απίστευτο όσο και συγκλονιστικό το ναυάγιο του ”ΕΛΛΗ” κόπηκε από Ελληνικά ιερόσυλα χέρια και πουλήθηκε για παλιοσίδερα.

 

Επέτειος Μνήμης
Από το 1945, ανήμερα της βύθισής του, τελείται σχετική δέηση μνήμης, με ρίψεις στεφάνων πάνω από τον υγρό τάφο του. Σήμερα διατηρείται ως μοναδικό κειμήλιο του πλοίου μικρό πυροβόλο επιφανείας δίπλα από το μνημείο ηρώων του Έλλη στον εσωτερικό λιμενοβραχίονα της Τήνου και στο σημείο που εξερράγη η πρώτη τορπίλη του Ιταλικού υποβρυχίου, καθώς επίσης και τμήματα της τορπίλης σε ειδικό υπόγειο εκθεσιακό χώρο του Ναού της Παναγίας της Τήνου.
Το 1950 στα πλαίσια των πολεμικών επανορθώσεων και σε αντικατάσταση αυτού η Ιταλία παραχώρησε στην Ελλάδα το Καταδρομικό Eugenio Di Savoia το οποίο μετονομάστηκε σε ”Έλλη” τον Ιούνιο του 1951 όπου και ύψωσε την Ελληνική σημαία. Tην περίοδο 1955 – 1956 το ναυάγιο του ”Έλλη” ανελκύσθηκε τμηματικά. Σήμερα στον βυθό δεν υπάρχει ούτε ίχνος του. Το έτος 1985 Έλληνες δύτες ανακάλυψαν στο βυθό της Τήνου τα απομεινάρια της Ιταλικής τορπίλης που βύθισε την ”Έλλη”. Το εύρημα εκτίθεται στο Ναυτικό Μουσείο Πειραιώς.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

1940

  • 15 Αυγούστου: Τορπιλισμός του ”Έλλη”.Θεωρείται δεδομένο ότι τέτοιου είδους ενέργειες είχαν την έγκριση της Ρώμης. Αυτό που δεν έχει διευκρινιστεί ως και σήμερα είναι αν ο Μουσολίνι είχε δώσει εντολή για τη συγκεκριμένη επίθεση ή αν οφειλόταν σε πρωτοβουλία του διοικητή Αιγαίου κόμη Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκι.
  • 16 Αυγούστου: Η Ελληνική κυβέρνηση και ο ελεγχόμενος Τύπος της εποχής μιλούν για επίθεση από άγνωστο υποβρύχιο.
  • 18 Αυγούστου: o Ιταλός ναυτικός ακόλουθος υποβάλλει τα συλλυπητήριά του στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, διαβεβαιώνοντας παράλληλα ότι δεν πρόκειται για Ιταλική ενέργεια.
  • 30 Οκτωβρίου: Δύο ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου η κυβέρνηση Μεταξά ανακοινώνει την προέλευση των τορπιλών που βύθισαν το ”Έλλη”.

 

1950
Η Ιταλία παραχωρεί στην Ελλάδα το ελαφρύ καταδρομικό ”Ευγένιος της Σαβοΐας” σε αντικατάσταση του ”Έλλη”.

 

Ο ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΜΕΖΕΒΙΡΗΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΟΝ ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ”ΕΛΛΗΣ”
«Την 15η Αυγούστου 1940, ενώ βρισκόμουνα στην Αθήνα, ο Διευθυντής της Δ.Ρ.Υ.Ν. με πληροφορούσε τον τορπιλισμό και τη καταβύθιση της ”ΕΛΛΗΣ” από άγνωστο υποβρύχιο. Κατέβηκα αμέσως στον Ναύσταθμο και έσπευσα να συναντήσω τον Αρχηγό του Στόλου, που είχε μόλις πληροφορηθεί το γεγονός. Ήταν έξαλλος και φοβερά αγανακτισμένος κατά του Υφυπουργού.
Παρά τους αιφνιδιαστικούς βομβαρδισμούς πολεμικών μας σκαφών που είχαν προηγηθεί, ένα από τα μεγαλύτερα πλοία του Στόλου είχε διαταχθεί να παραμείνει επί ώρες αγκυροβολημένο σε όρμο τελείως ανοικτό, για να μην διακοπεί η παράδοση των καλών ειρηνικών καιρών της συμμετοχής του Ναυτικού στη θρησκευτική τελετή της Τήνου. Φαίνεται, μάλιστα, ότι το Γ.Ε.Ν., για να μην διακινδυνεύσει την ”ΕΛΛΗ”, είχε εισηγηθεί την αποστολή του Α/Τ ”ΑΕΤΟΣ”. Ο Υφυπουργός όμως, επέμενε να αποσταλεί το εύδρομο για την μεγαλοπρεπέστερη συμμετοχή του Ναυτικού στην τελετή.
Τη στιγμή που η δολοφόνος τορπίλη έπληττε την ”ΕΛΛΗ”, το πλοίο έφερε μεγάλο σημαιοστολισμό, το επιτελείο του φορούσε τη μεγάλη στολή για να συμμετάσχει στη τελετή και το άγημα ετοιμάζονταν να αποβιβαστεί στη στεριά για να αποδώσει τις τιμές. Σύμφωνα με παλιό έθιμο, στη Τήνο είχαν συρρεύσει χιλιάδες προσκυνητές που δεν φαντάζονταν ότι την εποχή εκείνη η θάλασσα έκρυβε πολλούς κινδύνους. Ήδη, δικαιολογημένα, οι προσκυνητές αυτοί βρίσκονταν σε μεγάλη αγωνία για την ασφαλή επιστροφή τους.
Αποφασίστηκε λοιπόν, να επιστρέψουν με νηοπομπή που θα συνόδευαν τα Α/Τ ”ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ” και ”ΒΑΣ. ΟΛΓΑ”. Τα αντιτορπιλικά απέπλευσαν από τον Ναύσταθμο το επόμενο πρωί, προκειμένου να ειδοποιηθούν οι εμπόλεμοι για την κίνηση αυτή και να αποφευχθεί νέα….παρεξήγηση. Ο Αρχηγός του Στόλου επέβαινε στο Α/Τ ”ΒΑΣ. ΟΛΓΑ” και εγώ στο Α/Τ ”ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ”. Κατά τον πλου είχαν ληφθεί τα συνήθη σε καιρό πολέμου μέτρα. Ενώ παραπλέαμε τη Σύρο φάνηκε, σε ύψος 2.000 μέτρων περίπου αεροσκάφος στο οποίο δεν διακρίνονταν χαρακτηριστικά εθνικότητας με κατεύθυνση προς το Α/Τ ”ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟ”».
Διέταξα τον αξιωματικό πυροβολικού του πλοίου οι σκοπευτές των Α/Α να παρακολουθούν το αεροσκάφος και τα πυροβόλα να ετοιμαστούν για έναρξη πυρός. Σε λίγο, δέσμη οκτώ μικρών βομβών έπεφτε σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων από το Α/Τ ”ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ”, αμέσως το πλοίο άρχισε να βάλλει κατά του αεροσκάφους και διαταζόταν «πλους ελίγδην» με πάση ταχύτητα, προκειμένου να διαταραχθεί η σκόπευση του αεροσκάφους. Ακολούθησε η πτώση άλλων δυο δεσμών των οκτώ βομβών και η τελευταία έπεσε μερικές δεκάδες μέτρα από το πλοίο.
Δυστυχώς η ισχυρή θαλασσοταραχή δυσκόλευε πολύ τη σκόπευση των πολυβόλων μας και παρά το εντατικό πυρ το αεροσκάφος δεν κτυπήθηκε, αλλά ανέβηκε σε μεγάλο ύψος και εξαφανίστηκε στον ορίζοντα. Κατά τον κατάπλου στην Τήνο, το Α/Τ ”ΒΑΣ. ΟΛΓΑ” αγκυροβόλησε, ενώ για προστασία, το Α/Τ ”ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ” κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα γύρω από το αγκυροβόλιο. Κανένα από τα πλοία μας δεν διέθετε την εποχή εκείνη συσκευή εντοπισμού υποβρυχίων. Όπως εξακριβώθηκε, εκτός από την μοιραία τορπίλη που είχε βυθίσει την ”ΕΛΛΗ”, είχαν βληθεί άλλες δυο τορπίλες που είχαν προσκρούσει στον κυματοθραύστη.
Διαπιστώθηκε, από θραύσματα των τορπιλών που βρέθηκαν, ότι ήταν Ιταλικής προέλευσης. Όσον αφορά το μικρό μας εύδρομο, το μόνο ίχνος του που βρήκαμε ήταν η άκρη του καταρτιού του που προεξείχε από τη θάλασσα. Αποπλεύσαμε από την Τήνο τις πρώτες απογευματινές ώρες συνοδεύοντας τα πλοία των προσκυνητών και χωρίς άλλο επεισόδιο καταπλεύσαμε στον Πειραιά. Πλήθη κόσμου και μέλη της Κυβερνήσεως περίμεναν με αγωνία τον κατάπλου της νηοπομπής.
Μετά τη τελευταία αυτή εχθρική ενέργεια έγινε επί τέλους αντιληπτό ότι η επιθυμία μας να διατηρήσουμε την ουδετερότητα δεν ήταν από μόνη της αρκετή για να μας προφυλάξει από αιφνιδιασμούς και τραγικές εκπλήξεις. Επιβάλλονταν η λήψη προληπτικών μέτρων ασφάλειας. Διατάχθηκε η μεθόρμιση των πλοίων από τον Ναύσταθμο στον όρμο της Ελευσίνας, το μέγεθος του οποίου επέτρεπε τη διασπορά τους στο αγκυροβόλιο, για την αποφυγή ομαδικών καταστροφών σε περίπτωση αεροπορικής προσβολής.

Αποφασίστηκε η τοποθέτηση ανθυποβρυχιακών φραγμάτων για την προστασία των λιμένων του Πειραιά και του Ναυστάθμου και ορισμένων εσωτερικών θαλασσίων οδών. Συμπληρώθηκαν τα μέτρα Α/Α άμυνας. Ανακλήθηκαν τα αντιτορπιλικά από την Μήλο και την Ναύπακτο και έγινε κινητοποίηση των πλοίων σε εφεδρεία. Με την ιδιότητα του Ανωτέρου Διοικητή των «εν όρμω» πλοίων ρύθμισα την υπηρεσία τους, ως σε περίοδο πολέμου, ιδιαίτερα όσα αφορούσαν την Α/Α άμυνά τους.
Μου ανατέθηκε επίσης από τον Αρχηγό σου Στόλου να μελετήσω με το Γ.Ε.Ν. τον τρόπο ενέργειας για την ταχύτερη δυνατή εκτέλεση της πόντισης των προβλεπομένων πεδίων ναρκών, μόλις ληφθεί η σχετική διαταγή. Επειδή για την επιχείρηση αυτή θα χρησιμοποιούνταν και όλα τα αντιτορπιλικά που διέθεταν σχετικές εγκαταστάσεις, ζήτησα με επιμονή να γίνει άμεσα εκπαίδευση των πλοίων στο έργο αυτό καθώς δεν είχε γίνει κατά την εκπαιδευτική περίοδο. Όταν μετά από δυο περίπου μήνες διατάχθηκα να προβώ στην άμεση πόντιση των πεδίων, καμιά σχετική άσκηση δεν είχε προηγηθεί.
Αρχές Σεπτεμβρίου 1940 ανέλαβα μια ενδιαφέρουσα αποστολή που είχε μορφή πολεμικής επιχειρήσεως σε ακήρυχτο πόλεμο, τη μεταφορά στην Αλεξανδρούπολη στρατιωτικών τμημάτων της Μεραρχίας Αρχιπελάγους. Για τον σκοπό αυτό τέθηκαν υπό τις διαταγές μου 4 αντιτορπιλικά, το ”ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ” και 3 τύπου ”ΥΔΡΑ”, 5 μεταγωγικά, 1 πετρελαιοφόρο για τον ανεφοδιασμό σε καύσιμα και η Μοίρα των 12 σύγχρονων υδροπλάνων ναυτικής συνεργασίας ”DORNIER”.
Επέλεξα για βάση της δυνάμεως τον πολύ ευρύχωρο όρμο Γέρας της Μυτιλήνης που παρείχε άριστη προστασία από τα υποβρύχια και προσφερόταν για την εγκατάσταση βάσεως υδροπλάνων. Παρέμεινα στη βάση αυτή λίγες ημέρες, σε αναμονή συγκέντρωσης των εφέδρων στα λιμάνια επιβιβάσεως, οργανώνοντας τις δυνάμεις μου είχαν διατεθεί. Στο έργο αυτό με βοήθησε ο δραστήριος έφεδρος Πλοίαρχος του Β.Ν. Κ.Παναγιώτου, που ορίστηκε Μοίραρχος των μεταγωγικών. Η έλλειψη προγενέστερης συνεργασίας της Αεροπορίας με το Ναυτικό ήταν εμφανής.
Οι περισσότεροι από τους αεροπόρους δεν προέρχονταν από τις τάξεις του Ναυτικού και, αν και έδειχναν κάθε καλή θέληση, με μεγάλη δυσκολία συντονίζονταν στις αντιλήψεις του Ναυτικού, ως προς τον τρόπο εκτελέσεως των αποστολών. Επειδή δεν υπήρχε Αεροπορική Σχολή Πολέμου, οι αρχές της χρησιμοποιήσεως της αεροπορίας ναυτικής συνεργασίας που διδάσκονταν στην Ναυτική Σχολή Πολέμου δεν είχαν φθάσει σε εκείνους που επρόκειτο να τις εφαρμόσουν. Ακόμα και τη χρήση του κρυπτογραφικού κώδικα του Ναυτικού, εκείνη τη στιγμή μόνο μάθαιναν.
Σε λίγο χρόνο όμως οι περισσότερες δυσκολίες είχαν ξεπεραστεί, είχε επικρατήσει πνεύμα ειλικρινούς συνεργασίας και βρέθηκα στην ευχάριστη θέση, στην έκθεση που υπέβαλλα στο τέλος της αποστολής, να εκφράσω την ικανοποίησή μου για την προσπάθεια που κατέβαλλαν οι αεροπόροι. Η όλη επιχείρηση ήταν πολύ ιδιόρρυθμη. Τυπικά βρισκόμαστε σε ειρηνική περίοδο, αλλά υπήρχε ο εχθρός που παραμόνευε και που είχε ήδη δώσει αρκετά δείγματα των δολίων προθέσεών του. Ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να βρεθούν στην πορεία μας υποβρύχια και νάρκες ή άγνωστα αεροσκάφη να μας αιφνιδιάσουν.
Φυσικά οι κίνδυνοι αυτοί αντιμετωπίστηκαν όπως σε περίοδο πραγματικού πολέμου, με τη σημαντική διαφορά ότι και αν ακόμα εντοπίζαμε τον πιθανό εχθρό έπρεπε να περιμένουμε να μας επιτεθεί πρώτα, πριν αντεπιτεθούμε. Μια άλλη ιδιαιτερότητα που δυσκόλευε ακόμα την κατάσταση ήταν ότι στερούμασταν της μυστικότητας των κινήσεών μας, ενός από τα κυριότερα μέτρα άμυνας των νηοπομπών. Και αυτό διότι, για να αποφύγουμε κάθε πραγματική ή δήθεν παρεξήγηση σχετικά με την εθνικότητα των πλοίων, οι εμπόλεμοι ειδοποιούνταν για τις κινήσεις μας εγκαίρως και με κάθε λεπτομέρεια.
Δύο ημέρες πριν αποπλεύσει κάθε νηοπομπή, έπρεπε να γνωστοποιούνται η ημέρα και ώρα απόπλου, η σύνθεση της νηοπομπής, η οδός που θα ακολουθούσε, η ταχύτητα και η ώρα άφιξης στο λιμάνι του προορισμού. Μετά την κοινοποίηση αυτών, καμιά αλλαγή δεν δικαιούμουν να κάνω. Αυτό σήμαινε ότι οι έφεδροι έπρεπε να έχουν συγκεντρωθεί στα λιμάνια επιβίβασης ακριβώς τη χρονική στιγμή που είχε προγραμματιστεί και να μην υπάρξει καμιά καθυστέρηση στη επιβίβαση, αποβίβαση ή κατά τον πλου.
Αν για λόγους πολεμικούς, όπως σε περίπτωση εμφάνισης υποβρυχίου, επιθυμούσα να αλλάξω την προβλεπόμενη πορεία, αυτό δεν μπορούσα να το κάνω. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι προβλέπονταν συγκρότηση τμηματικών νηοπομπών από τρία νησιά, που στη συνέχεια συγκεντρώνονταν σε σημείο συνάντησης για να κατευθυνθούν από εκεί στην Αλεξανδρούπολη ως ενιαία νηοπομπή, γίνεται αντιληπτό με πόση μαθηματική ακρίβεια έπρεπε να υπολογιστούν τα πάντα για να μην έχουμε ανωμαλίες.
Χάρις όμως στη λαμπρή συνεργασία των τοπικών στρατιωτικών και ναυτικών αρχών και την εξαιρετική οργάνωση των μεταγωγικών, τα πάντα εξελίχτηκαν όπως ακριβώς είχαν προγραμματιστεί. Οι μεταφορές πραγματοποιήθηκαν σε τρεις σειρές και η όλη αποστολή κράτησε συνολικά τρεις βδομάδες περίπου. Κατά τις επιχειρήσεις αυτές δεν εκδηλώθηκε καμιά εχθρική ενέργεια, δόθηκε όμως μια εξαιρετική ευκαιρία στα αντιτορπιλικά, στα μεταγωγικά και στη ναυτική αεροπορία να συνεργαστούν και να προετοιμαστούν για το πολεμικό τους έργο που σύντομα θα ανελάμβαναν.

Μετά την συγκέντρωση των πλοίων στην Ελευσίνα καθιερώθηκαν τακτικές έξοδοί τους στον Σαρωνικό για εκτέλεση ασκήσεων υπό τον Αρχηγό του Στόλου. Παρά τις αντιρρήσεις μου, οι ασκήσεις δεν περιελάμβαναν εντατική εκπαίδευση στη χρήση των όπλων αλλά περιορίζονταν στην εκτέλεση πυρών γυμνασίων και σε ημερήσιους και νυχτερινούς ελιγμούς. Τα μικρά αντιτορπιλικά τύπου ”ΘΥΕΛΛΑ” και τα τορπιλοβόλα είχαν ολοκληρώσει την κινητοποίησή τους και είχαν διατεθεί για τις ανάγκες της τοπικής άμυνας.
Παρέμεναν υπό τις διαταγές μου τα δέκα μεγάλα αντιτορπιλικά που είχαν οργανωθεί σε τρεις μοίρες. Η πρώτη αποτελείτο από τα δύο αντιτορπιλικά τύπου ”ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ”, η δεύτερη από τα τέσσερα τύπου ”ΥΔΡΑ” και η τρίτη από τα τέσσερα τύπου ”ΛΕΩΝ”. Οι μοίρες αυτές αποτελούσαν και την κύρια μαχητική δύναμη του Στόλου, διότι η μεν ”ΕΛΛΗ” δεν υπήρχε πια η δε ναυαρχίδα ”ΑΒΕΡΩΦ” προορίζονταν να μείνει στην Ελευσίνα ως πλωτό πυροβολείο».

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ