Η Μάχη στο Μανιάκι (20 Μαΐου 1825)
Η Γενική Κατάσταση της Εποχής
Η Γενική Κατάσταση της Εποχής
Στις αρχές του 1825 η Ελληνική Επανάσταση διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, όχι μόνο από τον Ιμπραήμ, αλλά και εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Ο Αιγύπτιος πολέμαρχος, μετά την κατάληψη του Νεόκαστρου (κάστρου της Πύλου), γρήγορα έγινε κυρίαρχος σχεδόν όλης της Μεσσηνίας και ετοιμαζόταν να βαδίσει κατά της Τριπολιτσάς, διοικητικού κέντρου της Οθωμανικής Πελοποννήσου, που κατείχαν οι Έλληνες από το 1822. Η Ελληνική Επανάσταση διήνυε ήδη το πέμπτο έτος της και η Πελοπόννησος ελεγχόταν πλέον από Ελληνικές δυνάμεις πλην των φρουρίων της Πάτρας, της Μεθώνης και της Κορώνης.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις ωστόσο επισκιάζονταν από τις εσωτερικές διχόνοιες των Ελλήνων. Ήδη από τις αρχές του 1823, στο πλαίσιο της Β’ Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος Κυνουρίας, είχαν παρατηρηθεί έντονες διαφωνίες και σκληρός ανταγωνισμός ανάμεσα στην «παράταξη» των στρατιωτικών και στη μερίδα των πολιτικών.
Κόκκινο πανί για την πολιτική παράταξη αποτελούσαν στη μεν Στερεά Ελλάδα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, στη δε Πελοπόννησο ο γέρος του Μοριά Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Μετά το πέρας της Συνέλευσης το χάσμα ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές έμοιαζε αγεφύρωτο και ο πρώτος εμφύλιος (φθινόπωρο 1823 – καλοκαίρι 1824) ήταν προ των πυλών. Στις απελευθερωμένες περιοχές κυβερνούσε το «Εκτελεστικό» υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη, ενώ οι αρκετοί οπλαρχηγοί (Κολοκοτρώνης κ.ά.) βρίσκονταν στις φυλακές, θύματα της εμφύλιας διαμάχης.
Ο Παπαφλέσσας, που ασκούσε καθήκοντα Υπουργού Στρατιωτικών, διείδε τον κίνδυνο που διέτρεχε η Επανάσταση και παρότι πολιτικός φίλος του Κουντουριώτη και αντίπαλος του Κολοκοτρώνη, εισηγήθηκε την απελευθέρωση των φυλακισμένων οπλαρχηγών. Συν τοις άλλοις, συναντούσε απροθυμία να συγκροτήσει ένα επαρκές στράτευμα για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ. Στα μέσα Μαΐου αποφάσισε να αναλάβει δράση και να αντιπαρατεθεί ο ίδιος με τον εχθρό, σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει τους Έλληνες.
Είχε όμως και πολιτικά κίνητρα το σχέδιό του. Ήλπιζε ότι με μια νίκη κατά του Ιμπραήμ θα αποκτούσε δύναμη για να ανατρέψει την κυβέρνηση Κουντουριώτη και να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Με λίγους άνδρες αναχώρησε από το Ναύπλιο και αφού διέσχισε την Πελοπόννησο κατέλαβε την ανατολική πλευρά του όρους Μάλα στο Μανιάκι της Μεσσηνία, μία ορεινή περιοχή που «βλέπει» όλη την περιοχή μέχρι το Νεόκαστρο και από όπου θα είχε καλύτερη εποπτεία των κινήσεων του εχθρού.
Ο Ιμπραήμ με τις υπηρεσίες πληροφοριών που διέθετε εντόπισε εύκολα τις θέσεις των ανδρών του Παπαφλέσσα και κινήθηκε εναντίον του με 6.000 πεζούς και ιππείς. Ο Παπαφλέσσας μόλις και μπόρεσε να παρατάξει 1.300 άνδρες, αν και σύμφωνα με τις υποσχέσεις των οπλαρχηγών η Ελληνική δύναμη θα έπρεπε να αγγίζει τους 10.000 άνδρες. Κατασκεύασε πρόχειρα προχώματα και παρέταξε τους άνδρες τους σε άμυνα τριών σειρών. Κάποιοι από τους οπλαρχηγούς του πρότειναν να δώσουν αλλού τη μάχη, επειδή η περιοχή ήταν ακατάλληλη και ότι τα ταμπούρια που είχαν κατασκευάσει θα ήταν εύκολη υπόθεση για το αιγυπτιακό ιππικό.
Ο Παπαφλέσας επέμεινε να δώσει τη μάχη στο Μανιάκι, υπολογίζοντας στις ενισχύσεις που περίμενε. Με τη θέα των ορδών του Ιμπραήμ στις 19 Μαΐου 1825, αρκετοί από τους Έλληνες καταλήφθηκαν από φόβο και αρνήθηκαν να πολεμήσουν. «Είχε μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύν στρατόν» γράφει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος (Φώτιου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου: «Βίος Παπαφλέσσα», 1868). Σχεδόν αμέσως άρχισαν οι διαρροές. Το σύνθημα της αποχώρησε έδωσε ο Μανιάτης οπλαρχηγός Σταυριανός Καπετανάκης με δέκα άνδρες και στη συνέχεια η φυγή γενικεύτηκε.
Το Ελληνικό στρατόπεδο δεν αριθμούσε πάνω από 600 άνδρες. Η μάχη άρχισε το πρωί της 20ης Μαΐου 1825 και κράτησε περίπου οκτώ ώρες. Για τους πεπειραμένους Αιγύπτιους και τους Γάλλους αξιωματικούς τους δεν ήταν δύσκολο να κάμψουν την αντίσταση των λιγοστών Ελλήνων, παρότι πολέμησαν με υπέρμετρη γενναιότητα. Εισέβαλαν στα ταμπούρια τους και τους σκότωσαν σχεδόν όλους, ανάμεσά τους και τον Παπαφλέσσα. Ήταν μια άνιση μάχη από όλες τις πλευρές και έφερε στη μνήμη πολλών τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη θυσία των 300 του Λεωνίδα.
Οι ενισχύσεις έφθασαν σχεδόν κατόπιν εορτής. Οι 1.300 άνδρες του Δημητράκη Πλαπούτα μόλις που πρόλαβαν να ρίξουν μερικές τουφεκιές, ενώ ο αδελφός του Παπαφλέσσα, Νικήτας Φλέσσας, με 700 άνδρες προτίμησε να αποσυρθεί μόλις έμαθε την καταστροφή. Μετά τη μάχη, ο Ιμπραήμ αναζήτησε τον νεκρό Παπαφλέσσα. Του έφεραν ένα ακέφαλο πτώμα. Διέταξε να βρεθεί και η κεφαλή του και αφού στερέωσαν όρθιο σε ένα κορμό δέντρου το σώμα του, του πρόσδεσαν και το κεφάλι, ώστε να παρέχει την εντύπωση ζωντανού ανθρώπου.
Τότε ο Ιμπραήμ, κατά τον Φωτάκο, τον κοίταξε άφωνος για λίγο, έκαμε μια χειρονομία σεβασμού και θαυμασμού και είπε: «Πράγματι αυτός ήτο ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν». Μετά τη νίκη του στο Μανιάκι, ο Ιμπραήμ ολοκλήρωσε την κατάληψη της Μεσσηνίας με την πυρπόληση της Καλαμάτας και στη συνέχεια στράφηκε κατά της Τριπολιτσάς, την οποία κατέλαβε στις 11 Ιουνίου 1825.
Εν τω μεταξύ, από τις 17 Μαΐου ο Κολοκοτρώνης είχε αποφυλακιστεί και διοριστεί αρχιστράτηγος των Ελληνικών δυνάμεων. Ως στρατηγική αντιμετώπισης του Ιμπραήμ επέλεξε τον κλεφτοπόλεμο, την ανύψωση του ηθικού του πληθυσμού και την καταπολέμηση του «προσκυνήματος» τύπου Νενέκου.
Συγκρούσεις Ανάμεσα στους Έλληνες
Χαρακτηριστική της διαμορφωμένης πολιτικής κρίσης υπήρξε η κίνηση του Κολοκοτρώνη και των υποστηρικτών του να αποτραβηχθούν στην Τριπολιτσά με το παλιό Εκτελεστικό κηρύσσοντας το υπάρχον Βουλευτικό παράνομο. Το Βουλευτικό με τη σειρά του κατέφυγε στο Κρανίδι, όπου, αφού κήρυξε παράνομο το παλιό Εκτελεστικό, όρισε δική του κυβέρνηση με επικεφαλής τον Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη μεταξύ άλλων τους Ζαΐμη και Κωλέττη.
Μαζί τους συμπαρατάχθηκαν οι Στερεοελλαδίτες, οι νησιώτες και όσοι εκ Πελοποννήσου πολιτικοί αντιτάσσονταν στη γραμμή του Κολοκοτρώνη. Έπειτα από σειρά αλληλοκατηγοριών και συρράξεων, συναισθανόμενος ότι η Επανάσταση βρισκόταν αντιμέτωπη με το φάσμα της αποτυχίας, ο Κολοκοτρώνης υποχώρησε προς στιγμήν αιτούμενος αμνηστία. Το αίτημά του έγινε δεκτό υπό τον όρο να απολέσει το δικαίωμα ανάληψης δημοσίων αξιωμάτων επί σειρά ετών.
Τα γεγονότα αυτά εσήμαναν το τέλος του πρώτου εμφυλίου, ενώ η συνέχεια των εχθροπραξιών δεν άργησε να έρθει με τη μορφή του δεύτερου εμφυλίου (Ιούλιος 1824 – Ιανουάριος 1825). Τα χρήματα από τη σύναψη του πρώτου δανείου (περίπου 800.000 λίρες) με εγγύηση τα εθνικά κτήματα είχαν εν τω μεταξύ χορηγηθεί από την Αγγλία. Η αμφισβητήσιμη διαχείρισή τους ενέτεινε τις προστριβές στους κόλπους της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Οι Πελοποννήσιοι που απομακρύνθηκαν συνέπραξαν με τον Κολοκοτρώνη.
Η απάντηση Κουντουριώτη ήταν η πρόταση να σταλούν στρατεύματα στην Πελοπόννησο, με τη συντήρηση των οποίων θα επιβαρύνονταν οι κάτοικοι. Η σπίθα που δυναμίτισε τις εύθραυστες σχέσεις των αντιμαχομένων πλευρών ήταν η άρνηση των κατοίκων της Τριφυλίας να καταβάλουν φόρους στην κυβέρνηση του Κουντουριώτη. Στις πρώτες συγκρούσεις που ακολούθησαν ηττημένοι βγήκαν οι κυβερνητικοί. Η κλιμάκωση της έντασης βρήκε εν συνεχεία την κυβέρνηση να παροτρύνει τους κατοίκους της Στερεάς με χρήματα του δανείου να στραφούν κατά των συμπατριωτών τους Πελοποννησίων.
Η Φυλάκιση του Κολοκοτρώνη
Στο πεδίο των συγκρούσεων τραυματίστηκε θανάσιμα ο γιος του Κολοκοτρώνη, Πάνος, γεγονός που οδήγησε τον γέρο του Μοριά να αποσυρθεί στη Στεμνίτσα. Εν μέσω λεηλασιών και αλληλοσπαραγμού ο ως τότε ουδέτερος Δημήτριος Πλαπούτας μεσολάβησε προκειμένου να επέλθει ηρεμία. Ο Κολοκοτρώνης παραδόθηκε και μαζί με τους Δεληγιανναίους, τους Νοταράδες και τον Σισίνη, τον Γρίβα και τον Φραντζή πήραν τον Φεβρουάριο του 1825 τον δρόμο για τη φυλακή.
Η Επανάσταση βρισκόταν στην κρισιμότερή της καμπή. Η χώρα είχε ερημώσει, οι στρατιωτικές δυνάμεις είχαν αποδεκατιστεί και οι κορυφαίοι πελοποννήσιοι πολιτικοί και στρατιωτικοί τελούσαν υπό κράτηση. Επιπλέον τα χρήματα του πρώτου δανείου είχαν ήδη εξανεμιστεί προκειμένου να τροφοδοτήσουν τις εσωτερικές έριδες των Ελλήνων και όχι την αντίσταση κατά των Τούρκων.
Και όσο τα τραγικά αυτά γεγονότα εκτυλίσσονταν στη δυτική πλευρά του Αιγαίου, ο Σουλτάνος, διαπιστώνοντας ήδη από το 1824 ότι οι δικές τους δυνάμεις δεν επαρκούσαν για να αντιμετωπίσουν τους επαναστατημένους Έλληνες, συνέπραξε με τον υποτελή του αλλά ισχυρό Πασά της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλή (ή Μεχμέτ Αλη, Αλβανικής καταγωγής, γεννημένο στην Καβάλα) προκειμένου με συνδυασμένες επιχειρήσεις να καταφέρουν το τελειωτικό χτύπημα στον αγώνα των Ελλήνων για εθνική απελευθέρωση.
Η Τουρκοαιγυπτιακή συμμαχία στόχευε στην καταστολή της επανάστασης στην Κρήτη, στην απόβαση Αιγυπτιακών δυνάμεων στην Πελοπόννησο, με παράλληλη εισβολή των Τουρκικών στρατευμάτων στη Στερεά και του Τουρκικού και Αιγυπτιακού στόλου στα νησιά του Αιγαίου με σκοπό να τα καταστρέψουν.
Η Αιγυπτιακή Απειλή
Με αντάλλαγμα λοιπόν την Κρήτη και την Κύπρο και τη διοίκηση της Πελοποννήσου, ο Αιγύπτιος ηγεμόνας ανέθεσε στον γιο του Ιμπραήμ να εκστρατεύσει ως διοικητής του Αιγυπτιακού στρατού και πασάς της Πελοποννήσου με ισχυρή δύναμη κατά της Πελοποννήσου. Τις επιχειρήσεις στη μεγαλόνησο ανέλαβε ο Χουσεΐν Μπέης, ο οποίος ηγείτο από το 1823 της στρατιωτικής δύναμης Τούρκων και Αιγυπτίων στο νησί.
Ενισχυμένος με εκπαιδευμένα Αιγυπτιακά στρατεύματα κατέστειλε τον αγώνα των ντόπιων οπλαρχηγών τρέποντας σε φυγή αρκετούς Κρητικούς, οι οποίοι αναζήτησαν καταφύγιο στα νησιά των Κυκλάδων και στα βουνά της Πελοποννήσου. Στους μήνες που ακολούθησαν το άρτια οργανωμένο κατά τα Γαλλικά πρότυπα εκστρατευτικό σώμα των Αιγυπτίων κύκλωσε με 35 πολεμικά πλοία και 3.000 Αρβανίτες στρατιώτες την Κάσο (Μάιος 1824). Το κύμα κανονιοβολισμών διαδέχθηκε οργανωμένη ομαδική απόβαση, για να ακολουθήσουν λεηλασίες, σφαγές και καταστροφές.
Μερικές εβδομάδες μετά στόχος των Τουρκικών ναυτικών δυνάμεων έγινε το μικρό νησί των Ψαρών (Ιούνιος 1824). Με περίπου 176 πλοία και 12.000 στρατιώτες υπό τον Χοσρέφ πασά οι Τούρκοι πέρασαν από τον Ελλήσποντο κατευθυνόμενοι στα Ψαρά των 7.000 κατοίκων, των 25.000 Χίων προσφύγων και των 1.200 Μακεδόνων πολεμιστών. Ακολούθησε σφαγή άνευ προηγουμένου, η οποία έμεινε στην Ιστορία και μέσα από τους πίνακες του Ντελακρουά και του Γύζη και τους αθάνατους στίχους του Διονυσίου Σολωμού.
Τελικός απολογισμός: οι μισοί κάτοικοι και πρόσφυγες νεκροί και ο μισός στόλος σε Τουρκικά χέρια. Όταν στη συνέχεια αποπειράθηκαν να επικρατήσουν και στη Σάμο, οι δυνάμεις του Τουρκικού ναυτικού αντικρούστηκαν από τον Ελληνικό στόλο στη ναυμαχία της Μυκάλης. Ο Χοσρέφ πασάς κατευθύνθηκε τότε στην Κω, όπου ο στόλος του συναντήθηκε με το Αιγυπτιακό ναυτικό του Ιμπραήμ. Τη στιγμή εκείνη η Τουρκοαιγυπτιακή θαλάσσια συμμαχία μετρούσε περίπου 400 πλοία, 2.500 κανόνια και 30.000 άνδρες.
Γρήγορα εμφανίστηκε απέναντί τους και ο Ελληνικός στόλος, που αριθμούσε μόλις και μετά βίας 70 πλοία, 850 κανόνια και 5.000 άνδρες. Η κορύφωση των μεταξύ τους εχθροπραξιών ήλθε λίγες ημέρες αργότερα, στις 28 Αυγούστου 1824, στον κόλπο του Γέροντα, στα Μικρασιατικά παράλια. Το τέλος της ναυμαχίας βρήκε τους Ελληνες νικητές και τον στόλο των Τούρκων και των Αιγυπτίων διασκορπισμένο και αποδεκατισμένο.
Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο
Ο Ιμπραήμ κατευθύνθηκε τότε στον Κρητικό λιμένα της Σούδας, από όπου, αρχές Φεβρουαρίου 1825, έπλευσε με τον στόλο του (50 πλοία, 4.000 πεζοί και 500 ιππείς) χωρίς δυσκολία στη Μεθώνη της Πελοποννήσου. Εν συνεχεία λέγεται ότι ενισχύθηκε με άλλους 6.000 πεζούς και 500 ιππείς. Από εκεί κινήθηκε προς Βορρά, με κατεύθυνση την Κορώνη, την Πύλο και το Νεόκαστρο, τα οποία και πολιόρκησε. Αιφνιδιασμένες οι Ελληνικές δυνάμεις από την απόβαση του Αιγύπτιου στρατηλάτη στα Πελοποννησιακά παράλια εν μέσω χειμώνα δεν κατάφεραν να αντιδράσουν έγκαιρα και αποφασιστικά.
Ο Κουντουριώτης ξεκίνησε με 3.000 εμπίστους του προκειμένου να αντιμετωπίσει τον εχθρό αλλά σύντομα εγκατέλειψε εξουθενωμένος την προσπάθεια προτού εμπλακεί σε μάχη. Αρχιστράτηγο των μελλοντικών επιχειρήσεων διόρισε τον πλοίαρχο Σκούρτη. Στην ένοπλη σύρραξη Ελλήνων και Αιγυπτίων στις 7 Απριλίου 1825 κοντά στη θέση Κρεμμύδι της Μεσσηνίας οι Ελληνικές δυνάμεις ηττήθηκαν κατά κράτος, με περισσότερους από 600 Έλληνες νεκρούς στο πεδίο της μάχης.
Ακολούθως οι 800 Έλληνες που ταμπουρώθηκαν στη Σφακτηρία, μικρό νησί έναντι της Πύλου, δέχθηκαν καταιγισμό πυρών και σφαγιάστηκαν στις 26 Απριλίου από τους στρατιώτες του Ιμπραήμ. Στην αναμέτρηση αυτή χάθηκαν σημαντικές προσωπικότητες της Επανάστασης, μεταξύ των οποίων ο Αναγνωσταράς, ο Τσαμαδός και ο γνωστός Ιταλός φιλέλληνας Σανταρόζα. Ακολούθησε η πτώση του Νεοκάστρου στις 11 Μαΐου. Η Μεσσηνία εγκαταλείφθηκε από τους πληθυσμούς και τις περισσότερες φρουρές της.
Και ενώ στα Πελοποννησιακά εδάφη οι επαναστατικές εστίες έσβηναν η μία μετά την άλλη υπό τη βάναυση προέλαση του Ιμπραήμ και των ανδρών του, ο Κολοκοτρώνης και οι φίλα προσκείμενοι σε αυτόν πολέμαρχοι παρέμεναν έγκλειστοι στην Ύδρα. Εν μέσω γενικευμένου πανικού και σύγχυσης αποφασιστικό ηγετικό ρόλο ανέλαβε να διαδραματίσει ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας.
Ο Παπαφλέσσας Οργανώνει την Αντίσταση
Ο Παπαφλέσσας ή Φλέσσας (Γρηγόριος Δικαίος ήταν το κοσμικό όνομά του) υπήρξε ένας εκ των πιο δραστήριων πρωτεργατών της Ελληνικής Επανάστασης του ”21”, φλογερός ομιλητής, από τους ακρογωνιαίους λίθους της Φιλικής Εταιρείας και δεινός πολεμιστής – διακρίθηκε σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο, όπως π.χ. στα Δερβενάκια ενάντια στη στρατιά του Δράμαλη.
Ο Παπαφλέσσας είχε διατελέσει μοναχός σε μοναστήρια του Μοριά, στη συνέχεια Αρχιμανδρίτης, έμπιστος του Υψηλάντη και γερουσιαστής στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, αντιπρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και στη συνέχεια υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας στην κυβέρνηση Κουντουριώτη. Υπό αυτή λοιπόν την ιδιότητα ανέλαβε να οργανώσει ο ίδιος την Ελληνική άμυνα στις αρχές του 1825 προκειμένου να ανακοπεί η προέλαση του Ιμπραήμ στην καρδιά της Πελοποννήσου.
Συναισθανόμενος την επικινδυνότητα της κατάστασης ο Παπαφλέσσας ζητούσε επίμονα την απελευθέρωση του «αντάρτη» Κολοκοτρώνη και των υπολοίπων εγκλείστων οπλαρχηγών και τη χορήγηση αμνηστίας προκειμένου να ενώσουν τις δυνάμεις τους για την αντιμετώπιση της αιγυπτιακής λαίλαπας. Η έκκλησή του ωστόσο δεν έγινε εγκαίρως δεκτή (όταν ο Κολοκοτρώνης τελικά αποφυλακίστηκε, ήταν πολύ αργά για τον Παπαφλέσσα).
Κατόπιν αυτών ο Παπαφλέσσας δήλωσε ενώπιον Βουλής και Εκτελεστικού ότι ήταν αποφασισμένος να αφήσει το Ναύπλιο και να κατευθυνθεί προς την Τριπολιτσά και εν συνεχεία προς τη Μεσσηνία με σκοπό να αναμετρηθεί με τη στρατιά του Ιμπραήμ, η οποία ήταν εκπαιδευμένη από Γάλλους αξιωματικούς που είχαν πλούσια στρατιωτική εμπειρία από τους ναπολεόντειους πολέμους. Χαρακτηριστικά λέγεται ότι δήλωσε πως είτε θα επέστρεφε νικητής είτε θα έπεφτε στο πεδίο της μάχης.
Στην πρόσκλησή του ανταποκρίθηκαν σχεδόν 700 πολεμιστές, με τους οποίους κατευθύνθηκε στο σημείο Λεοντάρι, όπου και ενώθηκαν με τον ανιψιό του Παπαφλέσσα Δημήτρη Φλέσσα και τα περίπου 150 «τουφέκια» του. Ακολούθησαν οι οπλαρχηγοί Αναστάσης Κουμουνδούρος, Χρήστος Πατρινέλλης, Αδαμάκης Αποστολόπουλος, Παναγιώτης Μπούρας και Αναστάσης Κουλοχέρας με τα «ασκέρια» τους.
Όταν η στρατιά προχώρησε στους Λάκκους, στο δυναμικό της προστέθηκαν ο Γιώργος Μπούτος και ο πολέμαρχος Καρακίτσος με τους άνδρες τους. Αργότερα ο Παπαφλέσσας πληροφορήθηκε ότι ο Πλαπούτας σκόπευε να προστρέξει σε βοήθειά του με περίπου 1.600 πολεμιστές του, ενώ και οι Αρκάδες οπλαρχηγοί τού διεμήνυαν ότι θα έσπευδαν προς ενίσχυση της Ελληνικής στρατιάς με τουλάχιστον 2.000 «τουφέκια».
Ο Παπαφλέσσας ανέμενε ακόμη την άφιξη του αδελφού του Νικήτα με 700 στρατιώτες καθώς και την αρωγή του Ηλία Κατσάκου με άλλους 1.000 αγωνιστές. Από αυτούς οι περισσότεροι δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Τελευταία στιγμή προστέθηκαν στην Ελληνική δύναμη ο Ηλίας Κάρμας, ο Θανασούλας Καπετανάκης, ο Βοϊδής Μαυρομιχάλης, ο Ηλίας Τσαλαφατίνος, ο Σταύρος Καπετανάκης, ο Παναγιώτης Λίβας, ο Αναγνώστης Μπιτσιάνης και ο αδελφός του Παπαφλέσσα Γεώργιος Δικαίος.
Η Τελευταία Νύχτα στο Μανιάκι
Η φωτιά έκαιε μέσα στη νύχτα, φωτίζοντας με τις αναλαμπές της τα σιωπηλά πρόσωπα των παλικαριών που κάθονταν τριγύρω της. Πιο πέρα άναβαν και άλλες φωτιές με καθισμένες φιγούρες και σκιές που πηγαινοέρχονταν. Μόλις είχαν τελειώσει το φαγητό και οι λιγοστές φλάσκες με το κρασί πήγαιναν από χέρι σε χέρι. Δεν άκουγες συνομιλίες, παρά μόνο το κριτσάνισμα της φωτιάς και μια φλογέρα που σύριζε έναν ρυθμό ποιμενικό, αρχαίο.
Αυτό το βράδυ, στις 19 προς 20 Μαΐου του 1825, στα ταμπούρια στο Μανιάκι. Μόνο ο Δικαίος θα μπορεί να δει, τη μάχη, σαν την οπτασία κάποιου που έρχεται από το μέλλον. Σαν μέσα από την έκσταση ενός οράματος στο οποίο μπορεί να βυθιστεί ένας πολεμιστής, όπου λίγες στιγμές πριν συναντήσει το βέβαιο θάνατο, βλέπει πρόσωπα, εικόνες και σκηνές από το μέλλον. Μπορεί να την αντιληφθεί ως μια παραίσθηση αγωνίας. Κάθεται μόνος στο ταμπούρι του.
Είχε αναμμένη μια μικρή φωτιά και ήταν ακουμπισμένος με την πλάτη στον κορμό ενός δέντρου. Κοίταζε κάτω στο σκοτεινό κάμπο το στρατόπεδο του Ιμπραήμ, με τις αμέτρητες, σαν φωτεινές πυγολαμπίδες, φωτιές του. Ήταν μόνος, όπως ο Ιησούς στον κήπο της Γεσθημανή, πριν το Πάθος. Ήταν, όπως τον απεικονίζουν τα βιβλία. Στα 37 του χρόνια, είχε μαύρα πυκνά γένια και μακριά μαλλιά με λίγα γκρίζα στους κροτάφους. Ήταν ωραίος άνδρας. Το βλέμμα του υγρό και σκοτεινό, με δύο λάμψεις σα μαχαίρια μέσα στις κόρες των ματιών.
Φορούσε το μαύρο ζωστικό του και από πάνω είχε ριγμένη για την ψύχρα της νυχτιάς την πολύτιμη γούνα του Τοπάλ Πασά, την οποία είχε κερδίσει ως λάφυρο στα Δερβενάκια. Σκάλισε για λίγο τη φωτιά και σκέφτηκε. «Αν κρατήσω λίγο ακόμη εδώ τον Μπραϊμη, θα προλάβουν να μου στείλουν τροφές, ντουφεκόπετρες και στρατό, μπορεί να έρθει και ο ίδιος ο Γέρος που ζήτησα να τον απελευθερώσουν από την Ύδρα. Όμως, εγώ δεν φεύγω από εδώ, θα μείνω να πολεμήσω μέχρι τέλους».
Διατηρούσε μια μικρή ελπίδα για νίκη, πως δεν θεωρούσε την αντίσταση ολοκληρωτικά χαμένη. Τουλάχιστον, όχι λίγο πριν το τέλος. Δηλαδή, έμεινε και πολέμησε στο Μανιάκι, όταν ακόμη και ο αδελφός του ο Νικήτας του έγραφε ότι ήταν λάθος η επιλογή αυτή. «Αλλ΄ ο Παπαφλέσσας, όπου δεν ήθελε να επιστρέψει ηττημένος, και διατηρών την ελπίδα ότι θα έφθαναν εντός της ημέρας προς ενίσχυσιν του ο Πλαπούτας και οι άλλοι, είχε λάβει την απόφαση να μείνη εις το πεδίον της μάχης μέχρις εσχάτων».
Εκεί οδήγησε τους συμπολεμιστάς του ο Γρηγόριος Δίκαιος υπολογίζοντας και μάλλον πιστεύοντας ανεπιφύλακτα στην πρώτη νίκη κατά του εχθρού, με την βεβαιότητα πώς θ’ ακολουθούσαν και άλλες νίκες μέχρις εξοντώσεως του πανίσχυρου Ιμπραήμ. Αυτή η βεβαιότης, νομίζω, πώς ήταν και το ασυγχώρητο λάθος του. Φυσικά, αυτή η βεβαιότητα θα πρέπει να χάθηκε, λίγες ώρες πριν από την Λεωνίδεια θυσία, καθώς η βοήθεια δε έφτασε ποτέ.
Αυτός κοίταζε την φωτιά. Άρχισε να θυμάται διάφορες λεπτομέρειες από την περιπετειώδη ζωή του, ζωή ενός φιλόδοξου άνδρα. Του Αλκιβιάδη της νεώτερης Ελλάδας, όπως τον χαρακτήρισαν κάποιοι. Δεν έκανε αυτός για μοναχός, το ράσο ήταν μόνο ένα διέξοδο για την ανήσυχη ψυχή του. Είχε μεγάλα σχέδια και όνειρα υψηλά. «Φεύγω και θα γυρίσω ή Δεσπότης ή Πασάς», είχε πει φεύγοντας από την Πελοπόννησο κυνηγημένος από τους Τούρκους.
Έπειτα, πήγε στην Ζάκυνθο και κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε Αρχιμανδρίτης από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Στην Πόλη γνωρίστηκε με τον Π. Αναγνωστόπουλο, ο οποίος τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία. Δραστήριος, οξύνους, δυναμικός και αδίστακτος, γνωρίζοντας να επωφελείται από τις περιστάσεις, ο άσημος μοναχός από την Πολιανή, κατάφερε σε τρία μόλις χρόνια να γίνει ένας από τους πιο σημαντικούς πρωταγωνιστές της Εθνικής Επανάστασης.
Συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες στιγμές του Αγώνα, σχεδόν οδήγησε τα πράγματα εκεί, καθώς τα εξεβίασε με τον ορμητικό και ενθουσιώδη χαρακτήρα του στη σύσκεψη της Βοστίτσας τον Ιανουάριο του 1821. Συγκρούστηκε τότε με τους Προεστούς, με τον Π.Π. Γερμανό και τους δύο Ανδρέηδες, τον Λόντο και τον Ζαΐμη. Ακόμη, αυτός ο πύρινος κληρικός, που σχεδόν ούτε μια φορά δεν κήρυξε από τον άμβωνα, κατάφερε να φέρει στα νερά του τον σκληροτράχηλο Πετρόμπεη και να συμμαχήσει με τον Κολοκοτρώνη.
Για πολύ καιρό έλπιζε πως θα μπορούσε αυτά τα δύο να τα συνταιριάξει. Αγάπησε την Ελλάδα και αγωνίστηκε για την απελευθέρωση της, αλλά εκείνο το φιλόδοξο και σκοτεινό μέρος της ύπαρξης του, επιθυμούσε να είναι αυτός ο ηγέτης της. Και θα έκανε τα πάντα για αυτό. Άλλαξε στρατόπεδα εξουσίας, πρόδωσε και συνωμότησε για να εξουδετερώσει τους αντιπάλους του στο δρόμο προς την αρχή.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πόλεμου υποστήριξε αυτούς που καταδίωξαν τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολεμιστές και διορίστηκε Υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας από την κυβέρνηση Κουντουριώτη, από τον Μαυροκορδάτο και τον Κωλέτη, που επίσης τους υπονόμευε. Ο φλογερός χαρακτήρας υποδαύλιζε την αντιζηλία του για τις στρατιωτικές επιτυχίες του Κολοκοτρώνη, που του έπαιρνε τη δόξα.
Φεύγοντας από την Τριπολιτσά είπε χαρακτηριστικά: «Πηγαίνω να πολεμήσω, πατριώτες και ή θα νικήσω τον Μπραϊμη ή θα σκοτωθώ. Και θα μάθετε σκατόβλαχοι πως ξέρει κι άλλος να πολεμάει τους Τούρκους, όχι ο Γέρος μοναχά». Μα δεν ήταν φτιαγμένος για στρατηγός, παρά τη γενναία ψυχή του. Συλλογίζομαι, ότι δεν ήρθα στο Μανιάκι για να φτιάξω μια αγιογραφία του Παπαφλέσσα, αλλά για να γνωρίσω τον αληθινό ήρωα. Εκείνον, που έδινε ταυτόχρονα δύο μάχες. Μια ενάντια στον Ιμπραήμ και την άλλη ενάντια στον εαυτό του.
Όταν πλέον κατάλαβε ότι οι προσωπικές του φιλοδοξίες ναυάγησαν, δεν αποσύρθηκε στην ασφάλεια. Η ζυγαριά της ψυχής του, ενώπιον του κινδύνου να χαθούν όλα, έγειρε τελεσίδικα προς τη σωτηρία της πατρίδας. Με κάθε τίμημα. Στο τελευταίο του γράμμα στις 18 Μαΐου, ενδιαφέρει η στερνή φράση που γράφει προς τη Διοίκηση:«Ας σκεπτώμεθα τώρα την εξόντωσιν του εχθρού, όστις επαπειλεί την Ελλάδα ολόκληρον». Ο έκλυτος, φιλήδονος και σκανδαλώδης βίος του, για τον οποίο, η γνώμη όλων συμπίπτει, μας φέρνει στο νου αυτή την εικόνα:
«Η κάθοδος του Παπαφλέσσα προς τη Μεσσηνία έχει κάτι το Διονυσιακό. Πίπιζες, γυναίκες, νταούλια, ντελάληδες, πλήθη παράταιρα παρακολουθούν αυτόν τον παράξενο ιερωμένο, που είναι υπουργός και πολέμαρχος. Καβάλα, στις μικρές πλατείες των χωριών, προστάζει να κερνάνε κρασί τους δειλιασμένους χωριάτες, κεραυνώνει τους απρόθυμους με τη φλογερή ματιά του, ξεσηκώνει τους άλλους με την πύρινη γλώσσα του, ξαναβρίσκει όλες τις ικανότητες του απόστολου, που ξεκίνησε στην αρχή του αγώνα. Κι άμα εξαντλεί όλα τα μέσα, οι ντελάληδες του αποτελειώνουνε το έργο με διαλαλητά για παχιούς λουφέδες στους στρατιώτες».
Η περιγραφή αυτή, είναι παρόμοια με άλλων, όπως του κόμητος Penchio, που τον είχε συναντήσει καθ΄ οδόν από Άργος προς Τριπολιτσά και ίσως έχουν κάποιαν αξία τα πικρόχολα λόγια του, ότι: «Ο υπουργός επροχωρούσε με ανατολίτικη πομπή σαν αληθινός Πασάς, ενώ προπορεύονταν οι γυναίκες του και δύο τσιμπουκτσήδες και ακόμη ότι ήτο ωραίος άνδρας και με την επίσημη και μεγαλοπρεπή φυσιογνωμία του έκανε πάντοτε εντύπωση στον λαό». Ο Αλκιβιάδης έχει μεταμορφωθεί σε Λεωνίδα.
Η εσωτερική φωτιά τον έχει εξαγνίσει και κάθε μάταια σκέψη του έχει καεί στις φλόγες της. Είναι έτοιμος σαν θύμα αγνό, να προσφερθεί στο ολοκαύτωμα της ελευθερίας. Φωτίζεται σα μάρτυρας, καθώς ήδη βρίσκεται ανάμεσα ουρανού και γης. Μακριά από τα αξιώματα και τους θνητούς ανθρώπους. «Όσοι ήταν να φύγουν, έφυγαν. Όσοι έμειναν, θα πολεμήσουν έως εσχάτων». Όταν πήγε στο Μανιάκι, είχε μαζί του 1.500 έως 2.000, τώρα του είχαν απομείνει μονάχα 300 έως 500 πολεμιστές.
«Όσοι ήθελον να συμπολεμήσωσι μ’ απόφασιν ν’ αποθάνωσι και δεν έμειναν μετ’ αύτού εί μή ώς πεντακόσιοι κι΄ ούτοι ακαταπαύστως μαχόμενοι κατέθραυσαν τόν έχθρόν». Ας θυμηθούμε ακόμη την υπερήφανη απάντηση που έδωσε στον Κεφάλα και σε όσους του πρότειναν να υποχωρήσουν στα ψηλώματα: «Εγώ δεν ήρθα εδώ να μετρήσω το στρατό του Μπραϊμη, πόσος είναι από τα ψηλώματα, ήρθα να πολεμήσω… Καθήστε εδώ να πεθάνουμε σαν αρχαίοι Έλληνες». Και η θλιβερή επωδός του φιλότιμου Πιέρου Βοϊδή, που είπε μπροστά στον ανυποχώρητο αρχηγό του: «Ας μείνουμε εδώ. Όποιος δε μείνει, ας ακούσει των γυναικών τα μοιρολόγια».
Η μνήμη ανατρέχει στην τελευταία επιστολή που έγραψε στον αδερφό του. «…Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα τη να την διαβάζεις καμμιά φορά να με θυμάσαι και να κλαίς». Η Ελλάδα ελευθερώθηκε, αυτό έχει σημασία. Ήταν ήδη περασμένη η νύχτα, όταν ο Παπαγιώργης ήρθε μαζί με τον Αμερικανό φιλέλληνα και ιατρό, Σάμιουελ Χάου, 24 χρόνων, ο οποίος είχε γλιστρήσει κρυφά στο στρατόπεδο. Ήθελε να δει ποιος ήταν ο αρχηγός, που είχε το κουράγιο να σταθεί, να πολεμήσει τον Ιμπραήμ. Με έκπληξη αναγνώρισε τον υπουργό Εσωτερικών, που τον είχε φιλοξενήσει κάποτε στο Ναύπλιο.
Τον φίλεψαν κρασί και φαγητό και δυο-τρεις από τους οπλαρχηγούς, είχαν έρθει να πιούν και αυτοί με τον ξένο.«Αύριο τέτοια ώρα, θα δειπνάμε με τον Πλούτωνα», είπε ο Παπαφλέσσας. Μα καθώς οι αρχηγοί τον κοιτάζανε στα μάτια, τους λυπήθηκε η καρδιά του και πρόσθεσε για χατίρι τους: «Ή θάμαστε νικηταί». Πλάι του, καθόταν και ένας Γάλλος φιλέλληνας, που του είχε δώσει ο στρατηγός Ρος. Ήταν ένα ξανθό παλικάρι, σφιχτοδεμένο, με ζωηρά, έξυπνα μάτια. Ήταν εύθυμος και γελαστός, σα να τον είχαν σε πανηγύρι. Βρέθηκε και αυτός νεκρός δίπλα στον Παπαφλέσσα, ανάμεσα σε σωρούς σκοτωμένων Αιγυπτίων.
Η αυγή άρχιζε να γαλαζώνει την ανατολή, στο Μανιάκι. Από όλους, μόνο ο Χάου θα έφευγε το ξημέρωμα, όλοι οι άλλοι θα έμεναν για πάντα εκεί. «Τοιουτοτρόπως ό φιλόπατρις και φιλοκίνδυνος και επιχειρηματίας Αρχιμανδρίτης, άφού κατόρθωσε τήν Έπανάστασιν είς τήν Πελοπόννησον έξεπλήρωσε τόν όρκον του και άπέθανεν ώς άλλος Λεωνίδας δια τήν πίστιν καί τήν πατρίδα θάνατον ένδοξότατον και μετέβη είς τήν άτελείωτον ζωήν μετά των άλλων μαρτύρων» .
Η Διεξαγωγή της Μάχης
Μανιάκι
Το 1824, ο Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Μαχμούτ Β’, αντιλαμβανόμενος την αδυναμία του να καταπνίξει την Ελληνική επανάσταση με τις δυνάμεις που διέθετε, ζήτησε βοήθεια από τον Πασά της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλί Ο Μωχάμετ ουσιαστικά είχε αποκτήσει ένα είδος ανεξαρτησίας και μόνο τυπικά ήταν πλέον υποτελής προς τον Σουλτάνο. Η συμφωνία είχε ως εξής, οι Αιγύπτιοι θα καταλάμβαναν την Κρήτη και την Κύπρο και ο θετός γιος του Μωχάμετ, Ιμπραήμ θα διοριζόταν Πασάς της Αιγύπτου.
Όλα τα παραπάνω θα τα παραχωρούσε στον ανταγωνιστή για την Αυτοκρατορία Μωχάμετ, αν ο Αιγυπτιακός στόλος κατέστρεφε τα νησιά Σπέτσες, Ύδρα και Ψαρά και αν οι Αιγύπτιοι εισέβαλαν στην Πελοπόννησο σε συνδυασμό με την Τουρκική επίθεση στην Ρούμελη. Αναμφίβολα, ο Ελληνισμός την στιγμή εκείνη διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο εξαιτίας της επερχόμενης Αιγυπτιακής εισβολής. Δεν ήταν τόσο η αριθμητική υπεροχή του Ιμπραήμ, ο οποίος θα ηγείτο της εκστρατείας όσο το γεγονός πως ο Αιγυπτιακός στρατός ήταν τελείως διαφορετικός από τον Τουρκικό.
Ο Οθωμανικός στρατός δεν διέθετε πειθαρχία και τις περισσότερες φορές διοικούσε σώματα ατάκτων Αλβανών κυρίως στην Βαλκανική χερσόνησο. Επίσης, πολλοί Έλληνες αρματολοί είχαν κατά καιρούς υπηρετήσει στον Οθωμανικό στρατό και ως εκ τούτου είχαν γνώση των τακτικών και του τρόπου λειτουργίας του Τουρκικού στρατού. Όμως ο Μωχάμετ Αλί είχε εκσυγχρονίσει τον Αιγυπτιακό στρατό και τον είχε οργανώσει στα Ευρωπαϊκά πρότυπα και ιδίως βάση του Γαλλικού στρατού του Ναπολέοντα.
Το αιώνιο μειονέκτημα της φυλής μας, δηλαδή οι εμφύλιες διαμάχες δημιούργησαν ιδανικές συνθήκες για την Αιγυπτιακή επίθεση. Τον Φεβρουάριο του 1825, ο Ιμπραήμ αρχίζει την αποβίβαση του στρατού του στην Πελοπόννησο. Οι Έλληνες με τον Κολοκοτρώνη φυλακισμένο και με ανίκανους και άπειρους διοικητές να ηγούνται των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ηττώνται στο Κρεμμύδι από τον καθοδηγούμενο από βετεράνους Γάλλους αξιωματικούς, Αιγυπτιακό στρατό. Τότε, ο Παπαφλέσσας αποφασίζει να οργανώσει μια εκστρατεία εναντίον του Ιμπραήμ.
Καταλαβαίνει πως ο Ιμπραήμ απειλούσε την ελευθερία του Ελληνικού έθνους και για τον λόγο αυτόν ανέτρεξε σε κάθε οπλαρχηγό για να μπορέσει να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερο στράτευμα. Πολλοί όμως οπλαρχηγοί όντας απογοητευμένοι από την προηγούμενη ανέντιμη ίσως στάση του Παπαφλέσσα ως προς του αγωνιστές, τον αγνόησαν. Στις 16 Μαΐου, ο Παπαφλέσσας αναχώρησε από την Δραήνα με 1300 άνδρες. Στρατοπέδευσε στο Μανιάκι και ανέμενε τον Πλαπούτα για να πολλαπλασιάσει το στράτευμα του.
Η καθυστέρηση όμως του Πλαπούτα, ώθησε τον Παπαφλέσσα να ξεκινήσει την οχύρωση του στρατεύματος του, προς αντιμετώπιση του Ιμπραήμ. Ήταν μια παράτολμη ενέργεια όμως ο Παπαφλέσσας είχε αποφασίσει να δώσει μια μέχρι τέλους μάχη. Στις 20 Μαΐου δόθηκε η πολυθρύλητη μάχη του Μανιακίου στην οποία έπεσε ηρωικά ο Παπαφλέσσας και όσοι από τους συντρόφους του, περίπου πεντακόσιοι είχαν μείνει πιστοί. Η μάχη αυτή μπορεί να ήταν άτυχη για τα Ελληνικά όπλα, αλλά ο ηρωισμός και η αυτοθυσία του Φλέσσα είχε σαν αποτέλεσμα την τόνωση του ηθικού του λαού και τον ξεσηκωμό του.
Συνήθως η μάχη του Μανιακίου συγκρίνονται με εκείνη των Θερμοπυλών και τη θυσία του Λεωνίδα. Ο Λεωνίδας έπεσε πειθαρχώντας στους νόμους της Σπάρτης .Υποχρεώθηκε να μείνει «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι» Ο Παπαφλέσσας δεν υποχρεώθηκε από κανένα. Πήγε μόνος να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ. Μπορούσε να φύγει χωρίς φόβο διασυρμού η τιμωρίας. Αντιμετώπισε παλικαρίσια τον εχθρό και τον θάνατο, και εδώ έγκειται το μεγαλείο της ψυχής και της αυτοθυσίας του. Κράτησε τον όρκο που έδωσε μπαίνοντας στη Φιλική Εταιρία και έδωσε το αίμα του για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Δεν γνωρίζουμε εάν υπάρχει άλλο τέτοιο παράδειγμα στην ιστορία υπουργού και μάλιστα μη πολεμικού υπουργείου να πέφτει στο πεδίο της τιμής και του καθήκοντος προς την πατρίδα. Είναι απόλυτα σωστή η άποψη του Μίμη Η. Φερέτου ότι το κράτος δεν τον τίμησε όσο έπρεπε, αφού τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του τα οστά του καθώς και των άλλων αγωνιστών έμεναν άταφα στο λόφο του Μανιακίου. Αλλά και η κυβέρνηση Κουντουριώτη δεν έκανε τα δέοντα για τιμήσει τον υπουργό της.
Αφού συγκέντρωσε δύναμη περίπου 2.000 Ελλήνων αγωνιστών (1.500 ή μόλις 1.200 κατ’ άλλους) από την Αρκαδία, τη Μεσσηνία και τη Μάνη, ο Παπαφλέσσας πορεύθηκε προς την περιοχή της Πυλίας και συγκεκριμένα κοντά στο χωριό Μανιάκι, που βρισκόταν βορειοανατολικά της Πύλου, σε υψόμετρο 580 μ. Εκεί οχυρώθηκε στις 16 Μαΐου και έστησε τρία πρόχειρα προχώματα (ταμπούρια) σε θέση που επέτρεπε την εποπτεία της γύρω περιοχής από ψηλά.
Στο ένα πρόχωμα επικεφαλής τοποθετήθηκε ο ανιψιός του, ο Δημήτριος Φλέσσας, με τους Μεσσηνίους, το άλλο ανέλαβαν να προστατεύσουν ο Βοϊδής Μαυρομιχάλης και οι Μανιάτες οπλαρχηγοί και τέλος στο τρίτο, το βόρειο, το πιο επικίνδυνο και εκτεθειμένο, έμεινε ο ίδιος με μερικά από τα παλικάρια του.
Το περιβόητο Εκτελεστικό, με πρόεδρο το Γ. Κουντουριώτη και γραμματέα τον Μαυροκορδάτο, άρχισε να συζητά πως ο μόνος τρόπος για ν’ αντιμετωπιστεί ο Ιμπραήμ ήταν να σχηματιστεί, με τα χρήματα του δεύτερου δανείου των δυο εκατομμυρίων λιρών, μισθωτός στρατός στην Αμερική που θα ερχόταν να πολεμήσει στην Ελλάδα. Νόμιζαν ότι ο Ιμπραήμ θα περίμενε να φτιαχτεί ο στρατός, να μεταφερθεί, (με Ιστιοφόρο τότε), από τα πέρατα του κόσμου στον τόπο μας κι έπειτα να μας πολεμήσει.
Το πράγμα φανερώνει μέχρι ποίου σημείου δεν αντελαμβάνοντο την φοβερά πραγματικότητα οι αποκλείοντες την λήψιν σοβαρών στρατιωτικών μέτρων εντός αυτής της Πελοποννήσου δια της χρησιμοποιήσεως των εις την φυλακην ή υπό καταδίωξιν Πελοποννησίων αρχηγών, διότι αυτοί ήσαν οι συζητούντες την μετάκλησιν ξένου στρατού, ανυπάρκτου ακόμη, προς αντιμετώπισιν του Ίμβραήμ. Aν όμως οι ανώτατοι τότε άρχοντες, το Εκτελεστικό, δεν ήθελε να καταλάβει ότι καταλάβαιναν και οι πιο απλοί άνθρωποι.
Πως, μπροστά στον τρομερό κίνδυνο έπρεπε να ξεχαστούν τα πολιτικά πάθη και οι Έλληνες, ενωμένοι, ν’ αντιβγούν στο νέο και τόσο επίφοβο εχθρό, ευτυχώς βρέθηκαν, μέσα στην ίδια την κυβέρνηση, άλλοι που συνειδητοποίησαν το χρέος τους προς την πατρίδα. Ανάμεσα σ’ αυτούς, πρώτος και πιο δυναμικός, ξεχώρισε ο Παπαφλέσσας που ήταν τότε υπουργός των Εσωτερικών, ο οποίος είχε βυθιστεί στις πολιτικές δολοπλοκίες και στους εμφύλιους σπαραγμούς ως το λαιμό. Είχε κατεβεί και το τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας του κακού.
Μα μπρος στη νέα συμφορά που χτύπαγε την επανάσταση, ξαναβρήκε τον καλύτερο εαυτό του -τον Παπαφλέσσα της συνέλευσης της Βοστίτσας. Και τότε όχι μονάχα διακήρυξε πως χρειαζόταν να δοθεί αμνηστία στους φυγάδες – Ζαΐμη, Λόντο, Νικηταρά – και στους φυλακισμένους, μα κι αποφάσισε πως τα λόγια δεν έφταναν. Χρειαζόταν ή άμεση δράση ενάντια στον Ιμπραήμ. Και την πήρε πάνω του. Παράτησε το μικρόψυχο και κολασμένο από τις ενέργειες της ανάξιας κυβέρνησης Άνάπλι κι έφυγε, στα τέλη του Απρίλη, να ξεσηκώσει το Μοριά ενάντια στον ‘Ιμπραήμ.
Εκείνες τις μέρες είχε φτάσει στ’ Aνάπλι ο Γάλλος στρατηγός Ρός, σταλμένος από το φιλελληνικό κομιτάτο του Παρισιού. Του είχε ανατεθεί ή μυστική πολιτική αποστολή να πείσει τους Έλληνες. Όταν θα αποχτούσαν την ανεξαρτησία τους, να ζητήσουν για βασιλιά το δούκα του Νεμούρ. Ό Παπαφλέσσας φεύγοντας από τ’ Aνάπλι πήρε μαζί του τον υπασπιστή του Γάλλου στρατηγού, αν και ήτανε αντίθετος στις προσπάθειες που γίνονταν ν’ αποχτήσει ή Ελλάδα ξένο βασιλιά.
Ο Παπαφλέσσας από τ’ Άνάπλι τράβηξε για την Τριπολιτσα και μέσα στις τρεις μονάχα μέρες που έμεινε σ’ αυτή σχημάτισε τον πυρήνα του εκστρατευτικού του σώματος. Στις εκκλήσεις που έκανε πρoσέτρεξαν καπεταναίοι κι αγωνιστές από την Αργολίδα, το Λεβίδι, τις Κερασιές κι από τον κάμπο της Τριπολιτσάς. Hταν περίπου εφτακόσιοι. Από την Τριπολιτσά πήγε στο Λεοντάρι, όπου έσμιξαν μαζί του ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας, μ’ εκατόν πενήντα παλικάρια, ο Α. Κουμουνδούρος, ο Παν. Μπούρας, ο Αδαμάκης Aποστολόπουλος και ο Aν. Κουλοχέρας με τους νταϊφάδες τους.
Ύστερα από δύο μέρες έφτασε στους Λάκκους. ‘Εκεί δυνάμωσαν το στράτευμά του ο Γιώργης Μπούτος από το Μελιγαλά κι ο Καρακίτσος από το Κατσαρό. Κίνησε για τη Φρουτζάλα. Σ’ αυτή συναντήθηκε με τους άοπλους αγωνιστές του Νιόκαστρου και με τον Μανιάτη Μούρτζινο. Ο τελευταίος, αν και φίλος του, αρνήθηκε να τον βοηθήσει γιατί μια ανεψιά του Παπαφλέσσα, ή κόρη του Νικήτα, είχε παντρευτεί έναν από τους θανάσιμους τοπικούς εχθρούς του, τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης βρισκόταν στο χωριό Κουτήφαρι της Μεσσηνίας, κατάκοιτος από ποδάγρα.
Σαν έμαθε πως έρχεται με στράτευμα ο Παπαφλέσσας του έγραψε θερμό γράμμα, όπου σ’ αυτό του έλεγε πως ο ‘Ιμπραήμ «Είναι άλλος Ναπολέων ή Πύρρος της Ηπείρου, και τέλος, ότι είναι ανάγκη να δυνηθεί κατά πρώτον να τον πολεμήσει, εί δε μή τετέλεσται, το έθνος χάνεται». Μαθαίνει πως ή κυβέρνηση αποφάσισε ν’ αμνηστέψει τους φυλακισμένους. Κάθεται λοιπόν, στις 14 του Μάη, και γράφει συστήνοντας νά τους βγάλουν χωρίς το παραμικρό χασομέρι, και ξέχωρα τον Κολοκοτρώνη, που έπρεπε να του δοθεί αμέσως η αρχιστρατηγία. από τη Φρουτζάλα τραβά στη Δραϊνα,περίπου εφτά ώρες δρόμο.
Εκεί παίρνει γράμμα από τον αδερφό του Νικήτα όπου σ’ αυτό του έλεγε πως δεν έπρεπε, πριν συγκεντρώσει όσες πιότερες δυνάμεις μπορούσε, να περάσει τα Κοντοβούνια, μα να κράταγε τις ορεινές θέσεις στα βουνά της Καλαμάτας για να ’χει έτσι πίσω του ανοιχτό δρόμο προς τη Μάνη. Είναι φανερό, από το γράμμα αυτό, πως ο Παπαφλέσσας είχε συνείδηση πως τράβαγε στο χαμό του. Ο στρατός του ανέβαινε τώρα σε 1500 άντρες. Δύναμη βέβαια ολότελα ασήμαντη για ν’ αντιβγεί στ’ ασκέρι του Ιμπραήμ.
Μα να, παίρνει ευχάριστες ειδήσεις: από τον Δημήτρη Πλαπούτα από τον Αετό πως έρχεται να τον συντρέξει με 1600 νοματαίους από τους καπεταναίους της Αρκαδίας, από το χωριό Μάλι, εφτά ώρες δρόμο από τη Δραϊνα, πως βρίσκονταν εκεί με 2000 αγωνιστές από τον αδερφό του Νικήτα πως έφτασε στη Φρουτζάλα κι ερχόταν με 700 νοματαίους κι από τον Ηλία Κατσάκο από την Καλαμάτα πως είχε κάτω από τις προσταγές του 1000 πολεμιστές. Oλoι μαζί γύρω στις πέντε χιλιάδες.
Oσo κι αν τους αριθμούς αυτούς τους λογαριάσουμε παραφουσκωμένους, στεκόταν σημαντική επικουρία, όπως τα στρατεύματα κι εμπειροπόλεμα ήταν και είχαν και άξιους αρχηγούς. Τι θα έπρεπε λοιπόν να κάνει ο Παπαφλέσσας; O,τι θα έκανε κι όποιος άλλος πολεμάρχης να καρτερέψει στα ορεινά τις δυνάμεις αυτές που ερχόταν σε βοήθειά του. Κι όμως έπραξε τ’ αντίθετο. Ξημέρωνε 20ή Μαΐου 1825. Ο αιγυπτιακός στρατός πλησίαζε από τον κάμπο. «Είχεν μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύν στρατόν» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος.
Στη θέα του πολυάριθμου Αιγυπτιακού πεζικού και ιππικού – περί τους 6.000 άνδρες συνολικά (άλλοι μιλούν για 2.500 – 3.000 Αιγυπτίους) – που πλησίαζε ορμώμενο από την καταληφθείσα πόλη της Πύλου πολλοί ήταν οι Έλληνες που δείλιασαν και εξέφρασαν την άποψη ότι το σημείο δεν ήταν κατάλληλο για άμυνα, πόσο μάλλον για αναμέτρηση των άνισων αριθμητικά στρατών, με συνέπεια τη γενικευμένη λιποταξία.
Περισσότεροι από 1.000 Έλληνες εγκατέλειψαν το μέτωπο. Ο Παπαφλέσσας, εμμένοντας στην άποψή του ότι η μάχη έπρεπε πάση θυσία να δοθεί στο Μανιάκι, απέμεινε να το υπερασπιστεί με μόνο 600 ή 500 ή κατ’ άλλες ιστορικές πηγές 300 πιστούς συντρόφους, κυκλωμένος από τουλάχιστον 3.000 αιγυπτίους πεζούς και ιππείς.
Με μοναδικά του όπλα ένα γιαταγάνι που του είχε χαρίσει ο βοεβόδας της Καλαμάτας Αρναούτογλου και ένα στολισμένο με φίλντισι καριοφίλι που έγραφαν το όνομά του ο Παπαφλέσσας ήταν αποφασισμένος να εμποδίσει με τη θυσία του την προέλαση της Αιγυπτιακής στρατιάς, την οποία οδηγούσε ο Γάλλος εξωμότης συνταγματάρχης Ντε Σεβ Σουλεϊμάν μπέης μαζί με τον ίδιο τον Ιμπραήμ Πασά.
Το Επαναστατικό Σχέδιο του Παπαφλέσσα
Φανατικός, παράφορος, προκλητικός. Και συνάμα παπάς. Αληθινό εκρηκτικό κοκτέιλ, ο Γρηγόριος Φλέσσας – Δικαίος ποτέ δεν έκανε πίσω. Πολύ περισσότερο εκείνη τη στιγμή που είχε αρπάξει τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο απ’ τον λαιμό και με καθόλου Χριστιανικό τρόπο του εξηγούσε πως μόνον αν του τα ξερνούσε όλα υπήρχε περίπτωση να γλιτώσει απ’ τα χέρια του. Ο Αναγνωστόπουλος κοιτούσε τον Παπαφλέσσα κατά πρόσωπο, προσπαθώντας να καταλάβει αν μπλοφάριζε ή όχι.
Όμως τα μάτια του Αρχιμανδρίτη πετούσαν σπίθες, τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει. Σίγουρα κάποιος καλός θεός τον συγκρατούσε ακόμα. Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος ανήκε στους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας. Είχε και την έγκριση των άλλων να πλησιάσει τον τρελοπαπά. Ο Παπαφλέσσας ήταν πανάξιος της φήμης που τον ακολουθούσε. Γεννημένος το 1788 στην Πολιανή της Μεσσηνίας, είχε σπουδάσει στην καλή σχολή της Δημητσάνας και είχε γίνει καλόγερος. Το ράσο δεν κατάφερε να περιορίσει την παραφορά του.
Με λυμένο διαρκώς το ζωνάρι για καβγά, δεν ήταν έκπληξη το ότι σκυλόβρισε τον Τούρκο ισχυρό της περιοχής και βρέθηκε να τρέχει κυνηγημένος από ολόκληρο στρατιωτικό απόσπασμα, ώσπου μπήκε σ’ ένα καΐκι και πέρασε στη Ζάκυνθο. Από εκεί, βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, υπηρέτησε στο Πατριαρχείο κι έγινε Αρχιμανδρίτης. Ο φλογερός πατριωτισμός του δεν κρυβόταν. Οι φιλικοί τον ήθελαν αλλά και φοβούνταν μήπως με κάποια από τις συνηθισμένες αποκοτιές του τα τίναζε όλα στον αέρα. Στα 1818, αποφάσισαν να τον ψαρέψουν. Το δύσκολο έργο ανέλαβε ο Αναγνωστόπουλος.
Για μέρες, ο Παπαφλέσσας έκανε τον χαζό. Όταν ο φιλικός κατάλαβε πως αντί να ψαρέψει τον παπά, τον ψάρευε εκείνος, ήταν πολύ αργά. Μόλις ο Αρχιμανδρίτης πείστηκε ότι υπήρχε επαναστατική οργάνωση, έπιασε τον φιλικό απ’ τον λαιμό. Τον ανάγκασε να του τα πει όλα. Κι έπειτα, τον έβαλε να τον οδηγήσει στην Ανώτατη Αρχή. Έκπληκτοι οι Εμμανουήλ Ξάνθος και Αθανάσιος Τσακάλωφ τον είδαν φάντη μπαστούνι μπροστά τους. Υπέκυψαν στις απαιτήσεις του.
Με το «έτσι θέλω», ο Παπαφλέσσας εγκαταστάθηκε στην Ανωτάτη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας, περίπου στη θέση του Νικόλαου Σκουφά που είχε πεθάνει τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς. Έτσι κι αλλιώς, τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά για την οργάνωση. Οι ηγέτες της μαζεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, κάτω από τη μύτη των Τούρκων, να δουν τι θα κάνουν. Η σύσκεψη ήταν θυελλώδης. Ο Τσακάλωφ αντιμετώπιζε ακόμα και το ενδεχόμενο της διάλυσης. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1818, πάρθηκε η μεγάλη απόφαση. Θα προχωρούσαν.
Στα 1819, στην Ανώτατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας μπήκε κι ο πάμπλουτος και ισχυρός στην περιοχή της Μολδαβίας Γεώργιος Λεβέντης. Στα 1820, η οργάνωση απέκτησε σπουδαίο αρχηγό. Τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Παπαφλέσσας και Λεβέντης κάθισαν κι έφτιαξαν το «σχέδιον γενικόν», ένα πρόγραμμα δράσης για το πώς θα γινόταν η επανάσταση. Στις 7 Οκτωβρίου του 1820, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης το ενέκρινε τροποποιημένο: «Ημέρα Χ» ορίστηκε η 25η Μαρτίου του 1821.
Όσο ακόμα πολεμούσε ο Αλή Πασάς στα Γιάννενα, ο Υψηλάντης θα επαναστατούσε τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ενώ ο Παπαφλέσσας ανέλαβε τον Μοριά. Ο Αρχιμανδρίτης έγραψε του Κολοκοτρώνη να πάει στη Μάνη, εξασφάλισε για τον εαυτό του χαρτιά που τον βάφτιζαν «Πατριαρχικό Έξαρχο», πέρασε από το Αϊβαλί, φόρτωσε ένα καράβι μπαρούτι και όπλα, το έστειλε κι αυτό στη Μάνη και διέσχισε το Αιγαίο. Μέσα Δεκεμβρίου του 1820, βρισκόταν κι αυτός στη Μάνη.
Βρήκε τους Τούρκους του Μοριά ενημερωμένους για την άφιξή του και πρόθυμους να τον διευκολύνουν στις μετακινήσεις του. Χωρίς να ξέρουν για ποιο λόγο ήρθε, οι πρόκριτοι κι ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός τον δέχτηκαν εχθρικά. Στις 6 Ιανουαρίου του 1821, έφτασε στη Μάνη κι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο «Πατριαρχικός Έξαρχος» ανέβηκε στην Αχαΐα και διαπίστωσε πως υπήρχαν σοβαρές κτηματικές διαφορές ανάμεσα στα μοναστήρια της Αγίας Λαύρας και των Ταξιαρχών.
Οργανώθηκε σύσκεψη στη Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο) με τη συμμετοχή και των προκρίτων. Οι Τούρκοι την επέτρεψαν, αφού ενημερώθηκαν σχετικά. Η διάσκεψη στη Βοστίτσα άρχισε στις 26 Ιανουαρίου 1821 και κράτησε ως τις 29 του μήνα. Εκεί, ο Παπαφλέσσας ανακοίνωσε, ποιος πραγματικά ήταν και για ποιο λόγο είχε έρθει. Η επανάσταση, τους είπε, είχε προγραμματιστεί για τις 25 Μαρτίου, γιορτή του Ευαγγελισμού. Η ανακοίνωση ακούστηκε σαν κεραυνός. Μερικοί ζήτησαν αναβολή.
Πρότειναν τις 23 Απριλίου, που είναι του Αϊ Γιώργη ή τις 21 Μαΐου, που είναι Κωνσταντίνου και Ελένης. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός υπέβαλε έντεκα ερωτήσεις. Στο τέλος, κάποιος ρώτησε: «Ποιος θα κυβερνά, μετά την επανάσταση;». Ο Παπαφλέσσας απάντησε πως αυτό θα το αναλάμβαναν, όσοι είχαν πείρα. Η απάντηση δεν τους ικανοποίησε και οι αντιρρήσεις συνεχίστηκαν. Ο αρχιμανδρίτης φούντωσε και τους απείλησε πως θα ξεκινήσει με 2.000 Μανιάτες χωρίς αυτούς. Αναγκάστηκαν να δεχτούν.
Ο Παπαφλέσσας έφυγε για τη Μάνη, αφού πρώτα έβαλε κάποιους φιλικούς να οργανώσουν επεισόδια που θα εξέθεταν τους πρόκριτους στα μάτια των Τούρκων. Έτσι, θα τους είχε δεμένους. Στις τάξεις των κοτζαμπάσηδων επικρατούσε εκνευρισμός. Κάποιοι πρότειναν να καταδώσουν τον τρελοπαπά στις Τουρκικές αρχές. Κάποιοι άλλοι προτιμούσαν να τον δολοφονήσουν, ώστε να είναι σίγουροι. Ούτε το ένα ήταν εύκολο ούτε το άλλο. Ο παπάς ποτέ δεν κυκλοφορούσε μόνος, ενώ τα στημένα επεισόδια είχαν κάνει τους Τούρκους ν’ αγριέψουν.
Το πλοίο με τα πολεμοφόδια από το Αϊβαλί έφτασε στη Μάνη μέσα Μαρτίου. Με τέχνασμα, ο Παπαφλέσσας έπεισε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να το εκτελωνίσει. Χώρισε τα πολεμοφόδια κι ανέθεσε τη μεταφορά τους σε δυο ομάδες. Την πρώτη με αρχηγό τον Νικήτα Σταματελόπουλο (αργότερα, θα τον ονόμαζαν Νικηταρά Τουρκοφάγο) και τη δεύτερη με τον Χρήστο Αναγνωσταρά. Ο διοικητής της Καλαμάτας, Σουλεϊμάν αγάς Αρναούτογλου, έμαθε πως κάποιοι ένοπλοι μεταφέρανε κάποια φορτία. Τον καθησύχασαν πως ήταν χωρικοί που κουβαλούσαν λάδι.
Τα όπλα, τα είχαν, «επειδή ακούστηκε πως κυκλοφορούσαν ληστές». Ο αγάς πείσθηκε και ζήτησε από τον Πετρόμπεη να στείλει τον γιο του, Ηλία, να ενισχύσει τη φρουρά της πόλης. Στις 17 Μαρτίου 1821, όλα ήταν έτοιμα. Οι αγωνιστές μαζεύτηκαν στο ναό των Ταξιαρχών, στην Αρεόπολη της Μάνης, όπου έγινε δοξολογία κι ευλογήθηκαν τα λάβαρα του Αγώνα. Στις 20, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης μπήκε με 150 άνδρες στην Καλαμάτα «να ενισχύσει τη φρουρά». Είπε στον Αρναούτογλου πως οι πληροφορίες μιλούσαν για πολλούς ληστές και καλά θα ήταν να έρθουν κι άλλοι για τη φρουρά.
Ο διοικητής δέχτηκε. Στις 22 Μαρτίου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τους Μούρτζινους και 2.000 άντρες έπιασε τους λόφους προς τη Σπάρτη. Ο Παπαφλέσσας με τον Αναγνωσταρά και τον Σταματελόπουλο, την άλλη πλευρά. Ο Αρναούτογλου κάτι κατάλαβε αλλά ήταν αργά να αντιδράσει. Στις 23 Μαρτίου, οι επαναστάτες μπήκαν στην πόλη. Οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Το μεσημέρι, οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και 24 ιερείς ευλογούσαν τις σημαίες κι όρκιζαν τους αγωνιστές.
Την ίδια μέρα, έπεφτε κι η Βοστίτσα. Στις 26, παραδίδονταν οι Τούρκοι στα Καλάβρυτα. Η επανάσταση είχε ξεκινήσει. Ο Παπαφλέσσας δεν έμεινε αργός. Πότε ως επικεφαλής στρατιωτικών αποσπασμάτων, πότε στο πλάι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πότε με τον Δημήτριο Υψηλάντη, πολεμούσε παράτολμα όπου υπήρχε μάχη. Τον Δεκέμβριο του 1821, βρέθηκε πληρεξούσιος στη συνέλευση της Επιδαύρου. Έμπλεξε με την πολιτική. Η δεύτερη συνέλευση (του Άστρους), το 1823, τον εξέλεξε υπουργό Εξωτερικών. Ο εμφύλιος τον βρήκε στο στοιχείο του.
Έπαιζε και στα δυο ταμπλό κι απέδειξε ότι, εκτός από φλογερός πατριώτης, μπορούσε άνετα να είναι και «φιλόδοξος, φίλαυτος, ταραχοποιός». Πολλοί του καταλογίζουν ότι προσπαθούσε να γυρίσει έτσι τα πράγματα, ώστε να γίνει αυτός ο ηγέτης της χώρας. Ήταν μέλος της κυβέρνησης Κουντουριώτη, με τον Κολοκοτρώνη, τον Ζαΐμη και τον Λόντο στη φυλακή, όταν τον Φεβρουάριο του 1825 ο Ιμπραήμ έκανε απόβαση στον Μοριά επικεφαλής των Αιγυπτιακών στρατευμάτων.
Ο Παπαφλέσσας πρότεινε να δοθεί αμνηστία, να απελευθερωθούν όλοι οι κρατούμενοι και ενωμένος ο λαός να αντιμετωπίσει τον εισβολέα. Οι καρέκλες, όμως, μετρούσαν περισσότερο από τον κίνδυνο. Η πρότασή του απορρίφθηκε. Μάνιασε. Ανέβηκε στο βήμα της Βουλής κι ανάγγειλε ότι θα μαζέψει 10.000 οπλοφόρους, θα αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ και ή θα πεθάνει ή θα νικήσει. Αν όμως, τα κατάφερνε, υποσχέθηκε να γυρίσει με τον στρατό του και να απελευθερώσει ο ίδιος τους φυλακισμένους.
Οι αριθμοί δεν του βγήκαν. Μόλις και μετά βίας μάζεψε 2.000 μαχητές. Βάδισε εναντίον του εισβολέα και έφτασε πρώτος στο Μανιάκι, κοντά στην Πύλο. Του φάνηκε καλή τοποθεσία για μάχη. Έβαλε να φτιάξουν πρόχειρες οχυρώσεις και περίμενε τον εχθρό. Ο Αιγυπτιακός στρατός φάνηκε πολυπληθής και φοβερός. Οι οχυρωμένοι τα χρειάστηκαν. Έφυγαν οι πολλοί. Έμειναν ο Παπαφλέσσας κι άλλοι τριακόσιοι. Ο παπάς είχε γίνει θηρίο. Ανέβηκε σε μια πέτρα κι έβγαλε πύρινο λόγο. Είχαν κότσια και θα νικούσαν.
Η μάχη άναψε στις 20 Μαΐου του 1825. Οι Αιγύπτιοι χιμούσαν κατά κύματα εναντίον των Ελλήνων κι αποκρούονταν. Όμως, όλο και λιγότεροι υπερασπιστές έμεναν μετά από κάθε επίθεση. Και οι Αιγύπτιοι εξακολουθούσαν να είναι χιλιάδες. Εξακόσιοι από αυτούς κείτονταν νεκροί αλλά ο Ιμπραήμ συνεχώς διέταζε νέες επιθέσεις. Το σούρουπο, όλοι οι υπερασπιστές ήταν νεκροί. Ο Ιμπραήμ έβαλε να του βρουν το κουφάρι του αρχηγού. Έστησε τον νεκρό Παπαφλέσσα όρθιο να ακουμπά σ’ ένα δέντρο. Είπαν ότι έμεινε πολλή ώρα να κοιτά τον εχθρό του.
Κι ότι, κάποια στιγμή, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και τον φίλησε στο μέτωπο. Δυο βδομάδες αργότερα, στις 13 Ιουνίου του 1825, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης θα σταματούσε τον Ιμπραήμ στους Μύλους, στο δρόμο από την Τρίπολη προς το Ναύπλιο. Θα ήταν η πρώτη και αποφασιστική νίκη κατά των Αιγυπτίων.
Η «Λεωνίδειος Μάχη»
Τη στιγμή που ο Παπαφλέσσας ετοιμαζόταν να φύγει από τη Δραίνα φτάνουν σε βοήθειά του ο Ηλίας Κορμάς με 120 Κοντοβουνίσιους, ο Θανασούλας Καπετανάκης με 80, ο Π. Κεφάλας με 20, ο Πιέρος Βοϊδής κι ο Τσαλαφατίνος με 120 Μανιάτες, ο Στ. Καπετανάκης με 20, ο Λίβας, ο Μπιτσιάνης κι ο αδερφός του Γιώργης Δικαίος με 80. Έτσι όταν έφτασε στο Μανιάκι ο Παπαφλέσσας είχε μαζί του περίπου δύο χιλιάδες άντρες.
Φθάνοντας στην Μεσσηνία από την Δραίνα ρώτησε τους ντόπιους για το ποιο βουνό η ποιο χωριό έχει ύψος με την καλύτερη θέα στο Νιόκαστρο. Όλοι του υπέδειξαν τα κοντοβούνια με τα υψώματα της Μυγδαλίτσας ,και του Κουφιέρου.Σκοπός του ήταν να μπορεί να ελέγχει τις κινήσεις των φαλαγγών του Ιμπραήμ. Τράβηξε για το Μανιάκι ,εκεί έφτασε δυο ώρες πριν βασιλέψει ο ήλιος.Στρατοπέδευσε μεταξύ του Μανιακίου και των απέναντι λόφων που έμειναν στην ιστορία σαν ταμπούρια.
Έστησε καραούλια στον Μαγκλαβά και στην Μυγδαλίτσα, διέταξε τους στρατιώτες του να συγκεντρώσουν σωρούς από ξύλα στις κορυφές της Μυγδαλίτσας και του Κουφιέρου και να ανάψουν φωτιές οι οποίες θα έκαιγαν όλη την νύχτα προκειμένου να δημιουργήσουν την εντύπωση στον Ιμπραήμ ότι πολυάριθμα Ελληνικά στρατεύματα είχαν πιάσει τα κοντοβούνια. Νύχτωσε στην Μακρυλάκα στο Μανιάκι, έψησαν κριάρια,ο Παπαφλέσσας ξόφλησε την μισθοδοσία των στρατιωτών όπως τους είχε υποσχεθεί στην Δραίνα.
Την επομένη ημέρα τα καραούλια από το Βλαχόπουλο τον ειδοποίησαν ότι τα στρατεύματα του Ιμπραήμ φάνηκαν να κινούνται προς τον κάμπο των Χιλίων Χωριών. Ο Παπαφλέσσας έστειλε αγγελιαφόρους στα χωριά του κάμπου ( Σκάρμηγκα, Βλαχόπουλο, Βλάση, Πισπίσια κλπ) τους ειδόποιούσε να προφυλαχθούν, γιατί με τις φάλαγγες του Ιμπραήμ να φτάνουν δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας γι΄αυτούς. Αφού φρόντισε για την σωτηρία των αμάχων, ο Παπαφλέσσας έστρεψε την προσοχή του κατόπιν στους συντρόφους του και στην οργάνωση της μάχης.
Πράγματι οι φωτιές που είχαν ανάψει την νύχτα κράτησαν καθηλωμένο τον Ιμπραήμ στα Χιλιοχώρια δεν αποτόλμησε νυχτερινή επίθεση σε ένα πολυάριθμο στράτευμα όπως το έδειχαν οι νυχτερινές φωτιές. Αργά την νύχτα τα καραούλια της Μυγδαλίτσας στην Βελανιδιά, άκουσαν θόρυβο μέσα στους θάμνους και διέκριναν μια σκιά να προχωρά στο σκοτάδι προς το στρατόπεδο του Παπαφλέσσα. Οι στρατιώτες που ήταν στο Καραούλι νόμισαν ότι επρόκειτο για απόπειρα ανίχνευσης εκ μέρους του εχθρού. Ευτυχώς δεν πυροβόλησαν αλλά περίμεναν να πλησιάσει η σκιά. Φθάνοντας κοντά τους τον συνέλαβαν.
Ήταν ένας τολμηρός Αμερικανός φιλέλληνας που ονομαζόταν Χάου, ο οποίος είχε την περιέργεια αλλά και το θάρρος, να βρεί ποιος ήταν ο επικεφαλής των Ελλήνων σε αυτό το απονενοημένο διάβημα αναμέτρησης με τα στρατεύματα του Ιμπραήμ . Ο Χάου γράφουν οι ιστορικοί έμεινε κατάπληκτος όταν τον έφεραν μπροστά στον Παπαφλέσσα. Τον είχε γνωρίσει σαν Υπουργό των Εσωτερικών στο Ανάπλι, με πολυτελή εμφάνιση, σε ένα άνετο σπίτι. Τώρα τον έβλεπε μπροστά του άγρυπνο, καθισμένο σε ένα βράχο, ζωσμένο με πιστόλια και γιαταγάνι, αγνώριστο, μεταμορφωμένο, έτοιμο για την μεγάλη θυσία.
Ο Παπαφλέσσας τον δέχτηκε εγκάρδια του πρόσφερε ψητό κρέας, ψωμί χωριάτικο και λίγο τυρί, τσούγκρισε μαζί του το ποτήρι με το κρασί και σε μια στιγμή του είπε ”Αύριο τέτοια ώρα θα τρώμε με τον Πλούτωνα”. Το πρωί πριν χαράξει ο Χάου φυγαδεύτηκε από το Κρυόρεμα, πέρασε στο Κοντογόνι και έφυγε. Με το ξημέρωμα ο Παπαφλέσσας έδωσε εντολή να αρχίζουν να κατασκευάζουν επειγόντως ταμπούρια στους πρόποδες των τριών λόφων. Ήθελε να δώσει την μάχη εκ του συστάδην, επέμεινε μέχρι τέλους να μην περιχαρακωθεί, ούτε στις ράχες, ούτε στις κορφές των λόφων και να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ προκλητικά.
Αλλά ο εχθρός δεν τους έδωσε τον χρόνο να ολοκληρώσουν τα πρόχειρα οχυρώματα,του ανήγγειλαν ότι οι προφυλακές του Ιμπραήμ έφθασαν στο Σκάρμιγκα και ο κύριος όγκος των δυνάμεων του άρχισε να κατακλύζει την πεδιάδα της Σέκλιζας. Ο Παπαφλέσσας έδωσε εντολή να οχυρωθούν αμέσως, σε λίγο θα άρχιζε η Λεωνίδειος μάχη. Οι Αιγύπτιοι οργάνωσαν το στρατόπεδό τους στο Σκάρμιγκα, σχημάτισαν τρεις στρατιωτικούς σχηματισμούς. Ο Πρώτος άρχιζε από το Σκέρμιγκα, Βελανιδιά και κατέληγε στην κορυφή της Μυγδαλίτσας πάνω από το χωριό Σαπρίκι, απέναντι από τα Ταμπούρια.
Ο Δεύτερος άρχιζε από το Τουλούπα Χάνι, ανατολικά της Βελανιδιάς και κατέληγε στο Μανιάκι μπροστά από τα ταμπούρια. Ο Τρίτος δια μέσω της ρεματιάς Κρυόρεμα κατέληγε στην θέση Σπαρτίλα 200 μέτρα ανατολικά των ταμπουριών. Το σχέδιο του Ιμπραήμ προέβλεπε να αφήσει αφύλακτο το Βόρειο μέρος των ταμπουριών προς το χωριό Παιδεμένου προκειμένου ο ”ασύνταχτος” στρατός του Παπαφλέσσα να λιποτακτήσει και να διασκορπιστεί προς την ρεματιά στο Αληκοντούζι και τα βόρεια Κοντοβούνια.
Το πρωί, 20 του Μάη, οι δικοί μας είχαν οργανώσει τρία ταμπούρια. το πρώτο, το πιο βορινό, το έπιασε ο Παπαφλέσσας, το δεύτερο ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας και το τρίτο, το πιο νότιο, ο Πιέρος Βοϊδής με τους Μανιάτες. «Ο τόπος όπου έγιναν τα οχυρώματα ταύτα ήσαν πλάγια, και όχι ράχες, ούτε κορυφή, δια να εμποδίσουν τον έχθρον νά μη συγκεντρούται εκ των όπισθεν». Και ήταν ακόμα πιο δυσκολο-υπεράσπιστα όπως ή απόσταση ανάμεσα στα ταμπούρια και στα μέρη που μπορούσε να προστατευτεί ο εχθρός στεκόταν μικρή κι έτσι οι δικοί μας «δεν είχον ουδέ τον άπαιτούμενον χρόνον νά γεμίζουν δις και τρις τα όπλα των».
Έπειτα από δυο ώρες που βγήκε ο ήλιος τ’ ασκέρι του Ιμπραήμ έφτασε στη Μυγδαλίτσα και κατέβαιναν για τα ταμπούρια. Μόλις πρόλαβαν να ξεφύγουν και κινήθηκε ή καβαλαρία του Ιμπραήμ. Μπήκε, από τα δεξιά, στο ρέμα και προχώρησε πέρα από το ταμπούρι πού κράταγε ο Παπαφλέσσας. Από τ’ αριστερά χωρίστηκε σε δύο κολόνες. Εκείνη πού τράβηξε πιο δυτικά είχε σκοπό να εμποδίσει τυχόν επικουρίες πού θα ‘φταναν. Οι δικοί μας βρίσκονταν πια κυκλωμένοι. Ο Παπαφλέσσας όμως «νόμισε τούτο μεγάλον ευτύχημα, δια να συνέλθουν όλοι ομού οι Έλληνες και να πολεμούν καλλίτερα και αποφασιστικότερα, και να μη λιποτακτούv».
Διατάζει να μετρήσουν πόσοι είχαν απομείνει και βρίσκονται λιγότεροι από χίλιοι. Καθώς ήταν συναγμένοι τους βγάζει φλογερό λόγο θυμίζοντάς τους τις νίκες στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στη Γράνα, στα Βέρβενα και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη.- Όπoυ να ‘ναι φτάνουν, τούς λέει, δεκαπέντε χιλιάδες πατριώτες σε βοήθειά μας ο Πλαπούτας κι όλοι οι Αρκαδινοί, ο αδερφός μου Νικήτας, ο Κατσάκος κι άλλοι Μανιάτες. Έταξε στον εαυτό του να νικήσει ή να πεθάνει.
Η Ρούμελη είχε το «νέο Λεωνίδα της», τον Αθανάσιο Διάκο, που κάτω από παρόμοιες συνθήκες δεν πισωδρόμησε στην Αλαμάνα. Τώρα, στο πρόσωπο τού Παπαφλέσσα, θ’ αποχτούσε στο Μανιάκι κι ο Μοριάς τον Λεωνίδα του. Όταν έπαψε να μιλάει ο Παπαφλέσσας, ο Μανιάτης Βοϊδής είπε τα αξιομνημόνευτα τούτα λόγια: «Πάμε στα ταμπούρια μας κι όποιος θα μείνει γιαμά, ας ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια».
Και τράβηξαν στα ταμπούρια τους ξέροντας πως το μόνο που τους απόμεινε ήταν να θυσιαστούν. Μόλις πρόλαβαν να φτάσουν σ’ αυτά κι ο Ιμπραήμ αρχίζει την επίθεσή του. Τα τάγματα τού τακτικού στρατού του προχωρούσαν χωρίς να λογαριάζουν το θάνατο που σκόρπιζαν τα καριοφίλια των Ελλήνων. Ο Παπαφλέσσας, καθώς είδαμε, κράταγε το βορινό ταμπούρι «το μάλλον αδύνατον και επικίνδυνον».
Φορώντας την περικεφαλαία του στεκόταν όρθιος πάνω σε μια πέτρα πιο ψηλή από τις άλλες, που «είχε προσέτι και μίαν μικράν αχράδα (αγκορτσιά), από εκεί διεύθυνε τον αγώνα, δίνοντας με το παράδειγμά του θάρρος στους δικούς μας. Δίπλα του στεκόταν ο νεαρός Γάλλος εθελοντής πού, είχε κατέβει πριν από λίγο καιρό στην Ελλάδα μαζί με τον στρατηγό Ρός. Καμία βέβαια ευγνωμοσύνη δεν τρέφει ή πατρίδα μας για το στρατηγό Ρός. Αντίθετα όμως με σεβασμό μνημονεύει τον ανώνυμο νεαρό Γάλλο, που πολεμώντας παλικαρίσια βρήκε το θάνατο κείνη τη μέρα δίπλα στον Παπαφλέσσα.
Το μεσημέρι κάλεσαν οι σάλπιγγες του εχθρού τον Αιγυπτιακό στρατό να πάψει την επίθεσή του και ν’ αποσυρθεί για να κολατσίσει. Γύρισαν στα ταμπούρια τους και σε λίγο εξαπολύθηκε το γενικό γιουρούσι του εχθρού. Δυο φορές έφτασαν έως τις θέσεις που κράταγαν οι Έλληνες, μ’ αναγκάστηκαν να πισωδρομήσουν. Κι ενώ ετοιμάζονταν να ξεχυθούν σε τρίτο γιουρούσι, ακούστηκε στα βορινά μια μπαταριά. Ήταν ο Πλαπούτας που έφτανε με χίλια πεντακόσια παλικάρια.
Ο Ιμπραήμ τότε, γυρεύοντας να προλάβει τη βοήθεια που ερχόταν, ρίχνει όλες του τις δυνάμεις πάνω στους δικούς μας. Οι εχθροί πάτησαν πρώτο το ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Ο ανεψιός του Δημήτρης παρατάει το πόστο του και τρέχει να βοηθήσει το θείο του, τον βλέπει ο Παπαφλέσσας και τον προστάζει να γυρίσει πίσω και να υπερασπιστεί τη δική του θέση. Μα όταν έφτασε σ’ αυτή βρήκε να την έχουν πατήσει οι εχθροί. «Εκεί κτυπών και κτυπούμενος υπό πολλών Τούρκων εχάθη και αυτός και οι στρατιώται του».
Στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα ανακατώθηκαν Τούρκοι κι Έλληνες και γίνηκαν όλοι ένα. Όπως οι εχθροί φόραγαν κόκκινες στολές, «ο τόπος όλος έκοκκίνισεν από αυτές κι από τα αίματα». Ο σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα, ο Δημήτρης από τη Χίο, για να μην πέσει ή σημαία στα χέρια του εχθρού την σκίζει, τη χώνει στο στήθος του, σπάζει και το σταυρό του κονταριού και τον βάζει στο σελάχι του, και με το σπαθί στο χέρι σαν αστραπή χιμά πάνω στο τούρκικο ασκέρι και φεύγει. «Ή παλικαριά του είναι αμίμητος», γράφει ο Φωτάκος.
Τελευταίο έπεσε το ταμπούρι του Πιέρου Βοϊδη, που κράταγαν οι Μανιάτες,ο εκατόνταρχος Πουλής από το Κοντογόνι,ο Τσαλαφατίνος,ο Αναγνώστης Μπιτσιάνης κλπ καθώς ήταν το πιο δυνατό απ’ όλα. Oσoι από τους δικούς μας απόμεναν ακόμα ζωντανοί ρίχνονται μέσα στο ρέμα και προσπαθούν να φύγουν κατά την Ανδρούσα. Τίποτ’ άλλο δεν ακουγόταν πια «από τα λιανίσματα των σπαθιών και των γιαταγανιών». Στην έξοδο της ρεματιάς ένα τάγμα του εχθρού καρτέραγε τους εκατόν πενήντα δικούς μας που ήταν ακόμα ζωντανοί. Δεν τους απόμεινε παρά ν’ ανοίξουν δρόμο με το σπαθί στο χέρι. το κατόρθωσαν μα οι περισσότεροι απόμειναν για πάντα εκεί.
Όσοι κατάφεραν να γλυτώσουν έφθασαν στην πηγή στο Αλικοντούζι. Εκεί όσοι κάτοικοι είχαν απομείνει περίμεναν τα νέα για την έκβαση της μάχης .Βλέποντας τους ματωμένους αγωνιστές τους ρώτησαν για την τύχη της.Αυτοί τους απάντησαν με την ψυχή στο στόμα ”Φορέστε μαύρα μαντήλια και φύγετε ,μας χάλασε ο Αράπης”. Σιγά σιγά σκόρπαγε ο καπνός της μάχης. Οι νικητές τότε βάλθηκαν να σκυλεύουν τους σκοτωμένους. Ύστερα άρχισαν να κόβουν τ’ αυτιά τους, να τα πάνε στον Ιμπραήμ να πάρουνε μπαξίσι. Τότε τσακώθηκαν «μεταξύ των ποίος από αυτούς να έχει περισσότερα».
Κατέβηκε τέλος κι ο Ιμπραήμ στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Αφού έκανε ντουάδες στον Αλλάχ για τη νίκη, πρόσταξε το στρατό του να ρίξει τρεις νικητήριες μπαταριές. Μετά πρόσταξε να του φέρουν το κουφάρι του Παπαφλέσσα. Βρήκαν το ακέφαλο κορμί του πλάι στην αγκορτσιά. Δίπλα του κείτονταν νεκρός ο νεαρός Γάλλος κι ολόγυρα πλήθος τα κουφάρια των εχθρών. Λίγο πιο πέρα πέτυχαν και το κεφάλι τού ήρωα. Το έφεραν στον Ιμπραήμ τους είπε να χώσουν στη γη ένα ψηλό παλούκι και να στήσουν όρθιο τον σκοτωμένο δένοντάς τον πάνω σ’ αυτό.
Ύστερα στερέωσαν στο κορμί και το κεφάλι, αφού πριν πλύναν τα αίματα από τα γένια του. Τότε «ο νεκρός έφαίνετο ως να ήτο ζωντανός». Ο Ιμπραήμ, αφού «ακίνητος κι άφωνος τον παρετήρησεν ολίγον», γυρνά και λέει στους αξιωματικούς του: ”Πραγματικά, στάθηκε ένας Ικανός και γενναίος άνθρωπος. Και καλύτερο θα ήταν, κι ας παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, να τον πιάναμε ζωντανό, γιατί πολύ θα μας χρησίμευε”. Τη μεθεπομένη το πρωί, γυναίκες μοιρολογώντας έφθασαν στο πεδίο της μάχης και έψαχναν να βρουν τους άνδρες τους.
Όσες τους βρήκαν -κατά την παράδοση βρήκαν τον χιλίαρχο Κορμά από του Κεφαλληνού, τον Γυφτάκη από το Ραυτόπουλο, τον Γκότση από τον Αετό, τον Μπουχανά από το Τριπύλα τους πήραν ζαλιά και τους πήγαν να τους θάψουν στα νεκροταφεία του χωριού τους. Τον Παπαφλέσσα, τον Μαυρομιχάλη, τον Δημήτρη Φλέσσα, τον Θανασούλη Καπετανάκη, τον Κουμουντουράκη, τα τρία παλικάρια του Παπακαλογερόπουλου από τη Λιγούδιστα, τον Κεφάλα, τον Παπαγιώργη Τσαλαφατίνα και τους υπολοίπους, ανέλαβαν να τους κηδέψουν τα αγρίμια και τα όρνια της περιοχής.
Το Μανιάκι πήρε τη θέση του, στις σελίδες της Ιστορίας μας, δίπλα στις Θερμοπύλες και στην Αλαμάνα. Τώρα, ανατολικά από το χωριό Μανιάκι, στο ξωκλήσι «Aγια Ανάσταση», βρίσκονται τα κόκαλα εκείνων που πέσανε σε τούτη τη μάχη, θυμίζοντας, σ’ εμάς τους μεταγενέστερους, πως η λευτεριά μας, καθώς λέει στον Εθνικό μας Ύμνο ο Σολωμός, είναι “Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά”.
Ένας Άλλος Λεωνίδας
Ήταν ο Γεννάρης του 1824. Ο σουλτάνος Μαχμούτ ο Β’ απεφάσισε να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση του 1821, αλλά με τις στρατιωτικές μονάδες που διέθετε έβλεπε, ότι δυσκολευόταν γι’ αυτό προσέφυγε στη βοήθεια του Μωχάμετ Αλή της Αιγύπτου, ο οποίος δραστήριος καθώς ήταν στρατό και ένα κράτος της Αιγύπτου κραταιό και πιθανό να απέβλεπε στην ανεξαρτητοποίηση του από την τουρκική αυτοκρατορία που παρουσίαζε συμπτώματα κατάπτωσης.
Ζήτησε λοιπόν ο Σουλτάνος ο θετός γιός του ο Ιμπραήμ με στόλο και στρατό να καταστρέψει την Κάσο, τα Ψαρό, την Ύδρα και τις Σπέτσες και να πνίξει την επανάσταση στην Πελοπόννησο και σ’ αντάλλαγμα θα παραχωρούσε στον μεν Μωχάμετ Αλή την Κρήτη και την Κύπρο, στο δε Ιμπραήμ θα έδινε την Πελοπόννησο στην οποία θα διορίζονταν Πασάς. Ο στρατός του Ιμπραίμ ήταν εκπαιδευμένος από Γάλλους αξιωματικούς. Ήταν πειθαρχημένος σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα.
Είχε όμως και κάποιες ελλείψεις π.χ. δε είχε αρκετή τροφοδοσία, υγειονομική φροντίδα και καλή στρατηγική όπως οι αξιωματούχοι των Ελλήνων επαναστατών. Αντίθετα οι Αιγύπτιοι υπερτερούσαν αριθμητικώς. Από την πλευρά των επαναστατημένων Ελλήνων βλέποντας την Τουρκία να εφησυχάζει μετά την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια, εφησυχάζουν και οι Έλληνες, αλλά και η επανάσταση δε φαινόταν να έχει αίσιο τέλος.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που αλληλοτρώγονταν ήταν και ο Γρηγόριος Δίκαιος, ο επονομαζόμενος Παπαφλέσσας που ήταν Αρχιμανδρίτης και υπουργός Εσωτερικών στην Κυβέρνηση που είχε οριστεί από τη Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρου της Κυνουρίας και ξέχασε τις επικλήσεις προ το Φέρο του Μωρία να σώσει την Ελλάδα από το Δράμαλη και συμφώνησε συντασσόμενος με την πλευρά του Κουντουριώτη να αφαιρεθεί η αρχιστρατηγία από το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Ο Παπαφλέσσας που ξεσήκωσε τους Πελοποννήσιους λέγοντας, ότι Ρωσικός στρατός θα κατέβει να βοηθήσει, τους σκλάβους Πελοποννήσιους ήταν αρχομανής, αλλά φλογερός πατριώτης. Όταν ο Κουντουριώτης και ο Μαυροκορδάτος σχημάτισαν κυβέρνηση στο Κρανίδι, ο Παπαφλέσσας παρέμεινε υπουργός της νόμιμης κυβέρνησης και μυστικά έδινε πληροφορίες στην αντιδραστική από την Τριπολιτσά. Όμως αποκαλύφθηκε η διπροσωπία του κατέφυγε στο Κρανίδι όπου διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας.
Οι δυο κυβερνήσεις συγκρούστηκαν. Η σύγκρουση κράτησε ένα ολόκληρο χρόνο, από το Φεβρουάριο του 1824 έως τον Ιανουάριο του 1825. Η σύγκρουση, ο εμφύλιος σπαραγμός έτρωγε τα σωθικά της Επανάστασης. Ο Σουλτάνος χαιρόταν που οι Έλληνες κατασπαράζονταν μεταξύ τους. Ο Κολοκοτρώνης ήταν φυλακισμένος στην Ύδρα μαζί με τους: Ιωάννη και Παναγιώτη Νοταρά, το Μήτρο Αναστασόπουλο, το Δημήτριο Παπατζάνη, τους Δεληγιάννηδες, το Μητροπέτροβα, το Θεόδωρο Γρίβα, το Γιαννάκη Γρίτζαλη και τον Αναστάσιο Κατσαρό.
Ο Μωχάμ Αλή της Αιγύπτου όταν τα πληροφορήθηκε έπινε τον καφέ του είπε: «Τώρα κρατάω το Μωρία όπως κρατάω το φλιτζάνι.» Ο Ιμβραήμ κατέστρεψε την Κάσο και ο Τουρκικός στόλος τα Ψαρά και οι Έλληνες δεν κατέστρεψαν τα δυο οχυρά της Μεθώνης και τις Κορώνης για να μην αποτελέσουν βάσεις για τον Ιμπραήμ. Την 11η και 12η Φεβρουαρίου του 1825 ο Ιμπράηλ αποβιβάστηκε στη Μεθώνη χωρίς καμιά αντίσταση. Αποβίβασε 4 χιλιάδες πεζούς και 400 ιππείς εξασκημένους και πολλούς βοηθητικούς.
Ο στρατός αυτός είχε αξιωματικούς Ιταλούς και Γάλλους. Θορυβημένη η κυβέρνηση Κουντουριώτη διέταξε τον Κίτσο Τζαβέλλα, τον Καραϊσκάκη, τον Κωνσταντίνο Μπότσαρη με 8 χιλιάδες άνδρες να πάνε στη Μεθώνη. Επίσης άλλες 400 που προορίζονταν για την πολιορκία της Πάτρας και κατέλαβαν το χωρίο Κρεμμύδι που απέχει από την Μεθώνη δύο ώρες και μ’ αυτό διέκοψαν την επικοινωνία Μεθώνης – Κορώνης.
Όμως ο Κουντουριώτης διόρισε αρχηγό των επαναστατημένων τον Κυριάκο Σκούρτη άπειρο περί τα πολεμικά. Άλλα και ο ίδιος ο Κουντουριώτης καθυστέρησε να δραστηριοποιηθεί και ο Ιμπραήμ αποβίβασε άλλες 7 χιλιάδες άνδρες και 400 ιππείς χωρίς καμία αντίδραση εκ μέρους των Ελλήνων. Τελικά ο Κουντουριώτης πήγε στη Τριπολιτσά 19 Μαρτίου από εκεί στη Σκάλα που απήχε 10 ώρες από το Κρεμμύδι, όπου τον περίμεναν οι οπλαρχηγοί για να επιτεθούν κατά των Αιγυπτίων.
Στις 7 Απριλίου του 1825 ο Ιμπραήμ εξεστράτευσε εναντίον του Κρεμμυδιού με 3000 άνδρες και 400 ιππείς, Οι δυνάμεις των δύο αντιπάλων ήταν ισάριθμες, μόνο που οι Έλληνες επέλεγαν μέρη απόκριμα, όπου οχυρώνονταν. Παρά ταύτα κατατροπώθηκαν από τους Αιγυπτίους. Οι Έλληνες έχασαν 600 άνδρες. Ήταν 2η φόρα που υπέστησαν τόση ζημιά. Η πρώτη ήταν στο Πέτα, διότι το ιππικό του Ιμπραήμ τους κύκλωσε και του Σκούρτη το σώμα δεν ήταν κατάλληλα οπλισμένο.
Η εγωιστική απόφαση για το Σκούρτη πληρώθηκε ακριβά. Οι κλέφτες και οι αρματολοί ήταν μαθημένοι να μάχονται σε ενέδρα και όχι με τακτικό, στρατό και ούτε πειθαρχούσαν στις δύο μονάδες που ίδρυσαν οι φιλέλληνες αξιωματικοί της Ευρώπης, γι’ αυτό μετά το Πέτα τον Ιούλιο του 1822 δεν δημιούργησαν μονάδες τακτικού στρατού. Τότε αποφασίστηκε ο κλεφτοπόλεμος, διότι οι Τούρκοι υποχωρούσαν όταν συναντούσαν δυσκολία, ενώ οι Αιγύπτιοι προχωρούσαν, συντεταγμένοι με τη ξιφολόγχη.
Όμως ο εμφύλιος συντέλεσε να διαλυθούν και να σκορπίσουν τα σώματα και ο Κολοκοτρώνης που θα μπορέσει να του συμμαζέψει ήταν φυλακισμένος στην Ύδρα. Ο Ιμπραήμ μετά τη νίκη του στο Κρεμμύδι έβαλε στόχο το Νεόκαστρο και το Παλαιόκαστρο στη Πύλο. Στις 26 Απριλίου του 1825 κατέβαλε τη Σφακτηρία και εξόντωσε τους 350 Έλληνες από τους 500 που την υπερασπίζονταν. Στις 30 Απριλίου κατέλαβε το Παλαιόκαστρο και στις 6 Μάιου το Νεόκαστρο. Η Επανάσταση των Ελλήνων άρχισε να κλονίζεται. Τα σώματα των Ρουμελιωτών που είχαν κατέβει στην Πελοπόννησο απεχώρησαν και μετέβησαν στη Ρούμελη.
Οι απαιτήσεις για την απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη αυξήθηκαν. Ο Παπαφλέσσας ενώ πριν ένα χρόνο απειλούσε τους οπαδούς του Κολοκοτρώνη, τώρα ζητούσε την απελευθέρωση του και των υπολοίπων όσο το δυνατό συντομότερα. Επειδή θα καθυστερούσε η κυβέρνηση να πάρει απόφαση, τότε προέβη στην απόφαση να γίνει αυτός αρχηγός μιας εκστρατείας. Ποια όμως ήταν τα αίτια που τον ώθησαν σε μια τέτοια απόφαση; Και το προσωπικό του γόητρο και ο πατριωτισμός του.
Η κυβέρνηση Κουντουριώτη τελικά του έδωσε την αρχηγία και ο Παπαφλέσσας πήγε στις 29 Απριλίου στην Τριπολιτσά όπου βρισκόταν ο αδελφός του Νικήτας Φλέσσας με τους άνδρες του. Οι δύο Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί, ο Καρατάσος και ο Γάτσος ζήτησαν να μπουν στην Τριπολιτσά και ο Παπαφλέσσας αρνήθηκε και τους έδωσε ενόπλως, διότι αρνήθηκαν να εκστρατεύσουν κατά του Ιμπραήμ. Ο φλογερός Αρχιμανδρίτης τελικά συγκέντρωσε 950 ενόπλους και περίμενε να έρθει ο Πλαπούτας με 1600 άνδρες.
Στη συζήτησε που είχε με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο οποίος δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει, διότι υπέφερε από ποδάγρα, είπε στον Παπαφλέσσα: «Πρόσεχε γιατί ο Ιμπραήμ είναι σαν τον Ναπολέοντα και το δικό μας Πύρρο.» Αν σε όσους είχε απευθυνθεί, συμμετείχαν, ο Αρχιμανδρίτης θα είχε συγκεντρώσει 3500 έως 4000, αλλά δυστυχώς δε φαίνονταν να έρχονται και ξεκίνησε να φράξει το δρόμο στο Ιμπραήμ. Του υπέδειξαν δύο τρείς τοποθεσίες για να ταμπουρωθεί και τελικά επέλεξε το Μανιάκι της Μεσσηνίας.
Καθώς ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν προστέθηκε ο Ηλίας Κορμός με 12 άνδρες, ο Ηλίας Τσαλαφατινός με άλλους 120, ο Θανάσης Καπετανάκης με 80 και ο Αναγνώστης Μπιτσιάνης με άλλους 80 ήτοι συνολικά ανέβηκαν στους 1300 άνδρες. Τότε δέχθηκε επιστολή από τον αδελφό του το Νικήτα Φλέσσα που είχε πείρα από στα πολεμικά να μην ξεκινήσει, αλλά να συγκεντρώσει κι’ άλλους από τα ορεινά της Καλαμάτας, αλλ’ ο ενθουσιώδης Παπαφλέσσας δεν έδωσε σημασία στην επιστολή του αδελφού του. Απάντησε, ότι ορκίστηκε να χύσει το σήμα του για την Πατρίδα και αυτό θα πράξει και ξεκίνησε.
Το πρώτο λάθος ήταν, ότι οι άντρες ήταν λίγοι εμπρός στην πληθώρα των έξι χιλιάδων του Ιμπραήμ και το δεύτερο, ότι επέλεξε να οχυρωθεί σε χαμηλό έδαφος και ότι θα μπορούσε τα Αιγυπτιακό ιππικό να τους κυκλώσει. Όπως φάνηκε έλειπε από το φλογερό ιερωμένο η στρατηγική πείρα. Το κατάλληλο έδαφος πολλαπλασιάζει την αμυντική ικανότητα. Ήταν η 16 Μαΐου του 1825. Πρόσταξε να γίνουν οχυρά, αλλά μερικά ήταν μισοτελειωμένα και το πλήθος των Αιγυπτίων προσεγγίζει. Ο Ιμπραήμ είχε 6000 άνδρες. Οι 3000 ήταν πεζοί, 800 Μαμελούκους, Αλβανούς άτακτους και ντόπιους Τούρκους. Οι Αιγύπτιοι συνεχώς πλησίασαν.
Οι Έλληνες δεν θα είχαν το χρονικό όριο να γεμίζουν τα όπλα τους με μπαρούτη και να πυροβολούν. Ο Παπαφλέσσας ειδοποίησε τα πεδινά χωριά να απομακρύνουν τα γυναικόπαιδα για να αποφύγουν τις βιαιότητες των Αιγυπτίων και περίμενε με αγωνία να έρθει ο Πλαπούτας με τους 1600, άλλα φαινόταν να έρχεται. Μόλις όμως είδαν οι άντρες του Παπαφλέσσα το συντεταγμένο πλήθος και το ιππικό των Αιγυπτίων εθεώρησαν, ότι ήταν άδικο να χαθούν, ενώ σε άλλη κατάλληλη ενέδρα θα μπορούσαν να προξενήσουν μεγάλη ζημιά στον Ιμπραήμ.
Τελικά απεχώρησαν τόσοι πολλοί που σχεδόν έμειναν περί τους τριακόσιους. Ο πάπα-Γιώργης επέμενε στον Παπαφλέσσα να φύγουν κι’ αυτοί και τότε ο αρχηγός του έπιασε τα γένια και του είπε: «Παπα-Γιώργη μου τα ντροπίασες». Οι Αιγύπτιοι πλησίασαν σ’ απόσταση βολής και ο φλογερός Παπαφλέσσας ξεφώνησε με όλα τα σωθηκά του, Πύρ. Ήταν η 20η Μαΐου του 1825. Η πρώτη ομοβροντία των Ελλήνων θέρισε την πρώτη γραμμή των Αιγυπτίων, η δεύτερη είχε την ίδια τύχη, αλλά οι Αιγύπτιοι δεν μπορούσαν να υποχωρήσουν, διότι οι Ευρωπαίοι αξιωματικοί είχαν εντολή από το Ιμρβαήμ να σκοτώνουν όποιο υποχωρεί.
Ενώ μενόταν η μάχη, μερικοί εκ των Ελλήνων δείλιασαν και μέσω μιας ρεματιάς απεχώρησαν γι’ αυτό ο Παπαφλέσσας είπε: ”Στο μέλλον οι Έλληνες θα λένε πολέμησαν στο Μανιάκι σαν τους 300 του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες”. Από το πρωί ως το μεσημέρι η μάχη συνεχιζόταν, όμως ο Ιμπραήμ διέταξε διακοπή για να φάει ο στρατός του. Εν τω μεταξύ μέχρι το μεσημέρι το ιππικό των Μαελούκων τους είχε κυκλώσει τους Έλληνες.
Οι αμυνόμενοι πίεζαν τον Παπαφλέσσα να αποχωρήσουν την ώρα που οι Αιγύπτιοι έτρωγαν και ο Παπαφλέσσας απάντησε: ”Εγώ στο Ναύπλιο δε γυρίζω ηττημένος”. Στις δύο μετά το μεσημέρι ξανάρχισε η μάχη με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Στις 4 απόγευμα μόνο το οχύρωμα του Βοϊδή κρατούσε, αλλά κι’ αυτού του οχυρού οι πυροβολισμοί σταμάτησαν. Οι λίγοι που απέμειναν ζωντανοί καλυπτόμενοι από τα βράχια διέφυγαν προς τη ρεματιά. Όμως η έξοδος της εφρουρείτο από τους ιππείς. Δόθηκε μάχη και λίγοι μόνο κατάφεραν να ξεφύγουν ζωντανοί. Το ολοκαύτωμα στο Μανιάκι συντελέστηκε.
Ο ηρωικός Παπαφλέσσας μαχόταν ηρωικά. Οι Αιγύπτιοι πλησίασαν στο ταμπούρι του αρχιμανδρίτη. Δύο Αλβανοί ήρθαν κοντά του και ο ένας απ’ αυτούς τον κτύπησε στη πλάτη θανάσιμα καθώς πολεμούσε με τις δύο πιστόλες του. Λύγισε, Ο Αναγνώστης Γκότσης σκότωσε τον Αλβανό, αλλ’ ο γενναίος Παπαφλέσσας έπεσε νεκρός. Φαίνεται το κτύπημα του Αλβανού έφθασε στην καρδία του. Το οχυρό του αρχηγού ήταν το πρώτο που σίγησε. Ένας ονόματι Δημήτρης που ήταν σημαιοφόρος για να μην περιέλθει η σημαία στα χέρια των Αιγυπτίων, έσκισε τη σημαία και τα κομμάτια της τα φύλαξε στον κόρφο του για να μην τα βρουν οι Αιγύπτιοι.
Οι Αιγύπτιοι νεκροί και τραυματίες ήταν 1500, ενώ οι Έλληνες 450 έπεσαν μαχόμενοι. Ο Ιμπραήμ ζήτησε να του βρουν το θαρραλέο Παπαφλέσσα. Τον έστησαν στον κορμό ενός δένδρου και στάθηκε εμπρός του σκεφτικός και ψιθύρισε: «Ήταν γενναίος» και τον φίλησε στο μέτωπο. Η μάχη στο Μανιάκι απέδειξε, ότι ο Ιμπραήμ δεν ήταν αήττητος. Ο Κολοκοτρώνης που απελευθερώθηκε από τις 16 Μαΐου με τον Πετρόμπεη άρχισε ένα κλεφτοπόλεμο κατά του Ιμπραήμ, τον οποίο ταλαιπώρησε σκληρά.
Η Θυσία του Παπαφλέσσα
Εκείνη τη στιγμή παρενέβησαν και μερικοί εκ των οπλαρχηγών του Παπαφλέσσα, οι οποίοι πρότειναν τη διάσπαση του κλοιού που είχε σχηματίσει το Αιγυπτιακό ιππικό και τη μετακίνησή τους σε καταλληλότερο σημείο. Ελπίζοντας στην άφιξη πολυάριθμων στρατιωτικών ενισχύσεων ο Παπαφλέσσας επέμεινε πεισματικά να παραμείνουν στο σημείο και να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων, όπως και τελικώς έγινε.
Τα μοιρασμένα σε λόχους Αιγυπτιακά τάγματα βάδιζαν σταθερά σε στήλες με κατεύθυνση τα χαρακώματα των λιγοστών Ελλήνων υπερασπιστών. Η λιποταξία από την Ελληνική πλευρά συνεχιζόταν. Οι τάξεις του στρατού φυλλορροούσαν. Μολαταύτα η μάχη μαινόταν για περισσότερες από οκτώ ώρες και η αντίσταση των λιγοστών Ελλήνων στα αναχώματα υπήρξε αξιοθαύμαστη. Μεσούσης της μάχης πλησίαζε στο σημείο η δύναμη του Πλαπούτα.
Δεν ενεπλάκη όμως στη μάχη. Περιορίστηκε σε μια διαταγή να πέσουν ομαδικές τουφεκιές για να αναθαρρήσουν οι άνδρες του Παπαφλέσσα και να «πτοηθούν» οι Αιγύπτιοι. Ύστερα από αλλεπάλληλες βολές του Αιγυπτιακού πυροβολικού και από σειρά εφόδων του ιππικού το πρώτο οχύρωμα που έπεσε ήταν αυτό του Παπαφλέσσα και στη συνέχεια αυτό του Βοϊδή. Ακολούθησε δραματική μάχη σώμα με σώμα.
Αφού προξένησαν τη μέγιστη δυνατή φθορά στα στίφη των Αιγυπτίων – περισσότεροι από 600 Αιγύπτιοι νεκροί – τα Ελληνικά τυφέκια σίγησαν μέχρις ενός. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Γιαννάκης Παπάς, γιος του Μακεδόνα αγωνιστή της Επανάστασης Εμμανουήλ Παπά. Μετά το πέρας της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε επίμονα να μεταφέρουν ενώπιόν του τον νεκρό Παπαφλέσσα.
Όταν οι στρατιώτες τού έφεραν το ακέφαλο πτώμα του Πελοποννήσιου οπλαρχηγού, διέταξε να τον στήσουν όρθιο πάνω σε ένα δέντρο. Αφού τοποθέτησαν και το κεφάλι του, ο Ιμπραήμ έμεινε να τον κοιτάζει θαυμάζοντας το επιβλητικό του παράστημα. Σύμφωνα με λαϊκές αφηγήσεις, αφού ο Αιγύπτιος στρατηγός είπε ότι ήταν κρίμα που δεν τον έπιασαν ζωντανό και ότι αν οι Έλληνες είχαν δέκα πολεμιστές σαν αυτόν θα ήταν αδύνατον να καταπνιγεί η Επανάστασή τους, πλησίασε και τον ασπάστηκε.
Αμνηστία για τους «Αντάρτες»
Εν τω μεταξύ η Ελληνική κυβέρνηση, ύστερα από λαϊκή απαίτηση, είχε χορηγήσει γενική αμνηστία στους Πελοποννήσιους «Αντάρτες» (17 Μαΐου 1825), οι οποίοι ωστόσο δεν πρόλαβαν να βοηθήσουν στο Μανιάκι. Χαρακτηριστικό της ατμόσφαιρας ήταν ότι, όταν ο Κολοκοτρώνης έφθασε στο Ναύπλιο, έγινε δεκτός με ζητωκραυγές. Στη συνέχεια η κυβέρνηση τον διόρισε αρχιστράτηγο και γενικό αρχηγό της Πελοποννήσου με διευρυμένες δικαιοδοσίες και με αποστολή να ανακόψει την καταστροφική πορεία του Ιμπραήμ στην Πελοποννησιακή ενδοχώρα.
Ακολούθησε η κατάληψη της εγκαταλελειμμένης Τριπολιτσάς από τον Αιγύπτιο Πασά και η ήττα του στους Μύλους του Άργους από τις δυνάμεις του Μακρυγιάννη, του Υψηλάντη και του Κώστα Μαυρομιχάλη. Μετά την ήττα του ο Ιμπραήμ υποχώρησε στην Τριπολιτσά και ύστερα από μήνες λεηλασιών και σφαγών στη γύρω περιοχή κατευθύνθηκε αργά προς το Μεσολόγγι, όπου θα γραφόταν άλλη μια πικρή σελίδα της Ελληνικής ιστορίας.
Εβδομάδες μετά τη μάχη στο Μανιάκι κυκλοφόρησε στο Παρίσι λιθογραφία με φανταστική σύνθεση που απεικονίζει την κορύφωση της σύγκρουσης, στην οποία αναγράφεται η φράση: «Η εν Μανιακίω της Πυλίας μάχη, καθ’ ην ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας, ηρωικώς μαχόμενος, έπεσε ως νέος Λεωνίδας».
Μια Αυθεντική Μαρτυρία
Ένα κείμενο του πολεμιστή του Μανιακίου Μ. Σταυριανόπουλου που επέζησε αν και τραυματισμένος σοβαρά (τον νόμισαν για νεκρό, γιατί ήταν σκεπασμένος με τα πτώματα των συμπολεμιστών του) και έζησε έως το 1896 χάθηκε δυστυχώς. Σε αναφορές που έγιναν αργότερα από οπλαρχηγούς, πολλοί ισχυρίζονταν ότι έλαβαν μέρος και ότι σώθηκαν από θαύμα αλλά οι ισχυρισμοί τους είναι αμφισβητήσιμοι.
Οι ισχυρισμοί φέρεται να έγιναν μόνο και μόνο, γιατί η συμμετοχή σε αυτή την μάχη ήταν τίτλοι τιμής και δόξας για όσους κονταροκτυπήθηκαν με τις ορδές του Ιμπραήμ. Από το Μανιάκι είναι ιστορικά βέβαιο ότι σώθηκαν κάποιοι που έφυγαν λίγο πριν αρχίσει η μάχη και μάλιστα αρκετοί οπλαρχηγοί. Για να μετριάσουν τις εντυπώσεις που δημιούργησε η λιποταξία τους, αργότερα διέδιδαν ότι έλαβαν μέρος, και έδιναν φανταστικές περιγραφές.
Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, υπάρχει μία αναφορά αγωνιστή από την Κυπαρισσία που υπογράφει με το ψευδώνυμο Κυπαρίσσιος την οποία υποβάλλει στον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και με την οποία ζητούσε υλική βοήθεια για να ζήσει την οικογένεια του, η οποία ήταν σε άθλια οικονομική κατάσταση. Η αναφορά είναι ολιγόλογη αλλά πολύ περιγραφική και είχε συνταχθεί από κάποιον που γνώριζε ανάγνωση και γραφή. Θεωρείται έγκυρη γιατί γράφτηκε βάσει αφηγήσεως του ακρωτηριασμένου αγωνιστή που χωρίς πόδια έφθασε στο Πόρο για να την επιδώσει.
Η αναφορά έχει ως εξής:
«Εξοχώτατε Κυβερνήτα της Ελλάδος
Ίδετε την αθλιότητα εις την οποία κατήντησα διά την πατρίδα.Αφού επολέμησα εις διάφορα μέρη της Πελοποννήσου με τα στρατεύματα τα Αρκάδια έτη πέντε, τέλος ευρέθην και εις την μάχην την γενομένην ανά μέσον Σαπρίκης και Μανιάκης ομόρων χωρίων Αρκαδίας και Νεοκάστρου, έν ή έπεσεν ο αοίδημος Γρηγόριος Δικαίος ο Φλέσσας. Έν ώ Κυβερνήτα είμεθα τρείς χιλιάδες τον αριθμόν εις την θέσιν εκείνην, Έλληνες οι περισσότεροι, ιδόντες το σμήνος των πολεμίων έφυγον, εμείναμεν επτακόσιοι περίπου στρατιώται, διήρκεσε δε η μάχη ώρας δέκα.
Έκ των επτακοσίων δε, μόλις εύρον οι πολέμιοι εξήκοντα ζωντανούς μέν, αλλά πληγωμένους απήγον εις το Νεόκαστρον, ένθα όσους έκ των εξήκοντα εγνώρισαν ότι ήσαν εκ των εν Ναυαρίνοις ηττηθέντων, τούτους ακρωτηρίασαν κατά διάφορα μέλη. Ηκρωτηρίασαν δε και εμέ κατά τους πόδας και τρόπω άσπλαχνο, ως ο μάγειρος όταν κόπτη το κρέας αλύπως όταν θέλη να κάμη λεπτόν ψητόν. Και έκτοτε άχρι του εμπρησμού του εχθρικού στόλου περιφερόμην εις Νεόκαστρον ένθα κακείτε ελεεινώς.
Αφανισθέντος δε του στόλου έγινε σύγχυσις, έλαβα καιρόν και έφυγα με αυτά τα ποδάρια. Διασωθείς δε εύρον τρία μου τέκνα αιχμαλωτισμένα, και τα άλλα εις αθλίαν κατάστασιν, ώστε οι άθλιοι παρ΄αθλιωτάτου προσδοκώσι κηδεμονίαν. Εις τοιαύτην λοιπόν κατάστασιν ευρισκόμενος προτρέχω προς Σε, τον κοινόν πατέρα, όστις ενεμπιστεύθης την ολικήν παρακαταθήκην του Έθνους, να δείξης προς την ταλαίπωρον οικογενειά μου την πατρική σου κηδεμονία, ήτις παρ΄αξίαν στερουμένη του επιούσιου άρτου επαιτεί.
Υποσημειούμαι δε με σέβας τα΄οφειλόμενον
Τη 5 Μαρτίου 1828 Ο Ευπειθής και τεθλιμμένος πολίτης
Εν Πόρω Γιώργης Αρκαδινός
( Γ.Α.Κ. Γεν.Γραμμ. φακ. 25 )»
Ο ”ΤΡΕΛΟΠΑΠΑΣ” ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ
Γρηγόριος Δικαίος ή Παπαφλέσσας
Γεώργιος Δημητρίου Φλέσσας μετέπειτα Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας). Αρχιμανδρίτης, από τους κορυφαίους αγωνιστές του 1821, ένθερμος οπαδός της επαναστατικής ιδέας. Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας, γιος του Δημητρίου Φλέσσα και της Κωνσταντίνας Ανδροναίου δεύτερης γυναίκας του Δημητρίου Φλέσσα και το 28ο και τελευταίο παιδί της οικογένειας. Φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, μετά το τέλος των σπουδών του, πιθανώς το 1816, έγινε μοναχός στη Μονή Βελανιδιάς στην Καλαμάτα.
Εκεί ήρθε σε ρήξη με την ιεραρχία και αναγκάστηκε να φύγει για να εγκατασταθεί στη Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Ρεκίτσας, μεταξύ Λεονταρίου και Μυστρά. Οι προσωπικές του διαμάχες δεν είχαν όμως τέλος. Λόγω κτηματικών διαφορών συγκρούστηκε με έναν ισχυρό Τούρκο της περιοχής και αναγκάστηκε να εκπατρισθεί. Στη νέα του προσωρινή πατρίδα, την Κωνσταντινούπολη, φιλοξενήθηκε εγκαρδίως από τους εκεί συμπατριώτες του. Επί πατριαρχίας Γρηγορίου Ε’ (1745-1821) ο Παπαφλέσσας χειροτονήθηκε Αρχιμανδρίτης με το εκκλησιαστικό Οφίκιο «Δικαίος».
Ο Παπαφλέσσας ήταν κληρικός, πολιτικός, φλογερός κι ενθουσιώδης αγωνιστής, ήρωας αλλά και πρωτεργάτης της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας το 1788 και ήταν το 28ο παιδί του Δημητρίου Φλέσσα και της Κωνσταντίνας Ανδροναίου, δευτέρας συζύγου του Δημητρίου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Φλέσσας. Όταν χειροτονήθηκε ιερομόναχος έλαβε το εκκλησιαστικό όνομα Γρηγόριος (Γρηγόριος Φλέσσας, παπάς = Γρηγόριος Παπαφλέσσας).
Εξαιτίας του χαρακτήρα του και επειδή ήρθε σε σύγκρουση με τους Τούρκους, εγκατέλειψε την Πελοπόννησο, απειλώντας (σύμφωνα με τα απομνημονεύματα Φωτάκου) «Βρε κερατάδες Τούρκοι να πάτε πίσω εις τον αφέντην σας τον κερατά, να του ειπείτε ότι εγώ φεύγω δια την Πόλιν, και δεν θα γυρίσω πίσω απλούς καλόγηρος. Ή Δεσπότης θα έλθω, ή Πασάς». Μετέβη στην Ζάκυνθο, και αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄και έλαβε το εκκλησιαστικό οφίκιο του «Δικαίου», που σημαίνει αντιπρόσωπος του Πατριάρχη.
Ο Παπαφλέσσας προσέφερε τις μεγαλύτερες υπηρεσίες στην ιερή υπόθεση πριν το ξέσπασμα της επανάστασης σαν μπουρλοτιέρης των ψυχών. Χωρίς αυτόν – λένε μερικοί– ίσως να μην άναβε η επαναστατική φλόγα. Ξετρέλαινε τους ενθουσιασμένους, έπειθε τους διστακτικούς, πολεμούσε τους αντίθετους. Διαλαλούσε ότι μια μεγάλη δύναμη κρύβεται πίσω από τους Φιλικούς, εννοώντας τη Ρωσία. Ήταν έξυπνος, ενθουσιώδης, τολμηρός. Αυτές οι αρετές καθώς και το σχήμα του τον έκαναν ανεπανάληπτο για την προεπαναστατική του δράση.
Ο Παπαφλέσσας δεν ήταν ο διακριτικός και αθόρυβος συνωμότης. Κυνηγούσε τις γυναίκες μανιωδώς, έπινε, μεθούσε και γλεντούσε αδιάκοπα. Κέντρο των ακόλαστων διασκεδάσεων ήταν το πολυτελές σπίτι που νοίκιαζε με χρήματα της Φιλικής Εταιρείας. Η Τούρκικη αστυνομία τον συνέλαβε πολλάκις για «την άτοπον και ανοίκειον διαγωγή του, δίδοντος παράδειγμα διαφθοράς εις την συνοικίαν αυτού».
Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως, πως ο ιδιωτικός βίος του Παπαφλέσσα, κάθε άλλο παρά συμβάδιζε με το σχήμα της ιεροσύνης, το οποίο τον περιέλαβε. Κατηγορούνταν -και μάλλον όχι αβάσιμα- ως «έκδοτος στις ηδονές, με μανιώδη ροπή προς τον έκλυτο βίο», άσωτος, ασύδοτος, αλαζών, μέθυσος κι ότι γλεντοκοπούσε και ξόδευε στα φανερά με τις ερωμένες του προκαλώντας την κοινή γνώμη. Αργότερα, ο αγωνιστής Κανέλλος Δεληγιάννης, θα έλεγε χαρακτηριστικά:
«Ο Παπαφλέσσας, ένεκα της ασελγείας και της θηλυμανίας του κατήντησε το κατάστημα του υπουργείου του πορνοστάσιον και εσύναξεν όλους τους ασώτους και μπιριμπάντας και έπραττεν εις τους δυστυχείς κατοίκους τα μεγαλύτερα ανοσιουργήματα».
Η Μύηση στην Φιλική Εταιρεία
Στις 21 Ιουνίου 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Παναγιώτη Αναγνώστου (Αναγνωσταρά) και ανέλαβε τη σημαντική αποστολή της κατήχησης των κατοίκων των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών με το συνθηματικό όνομα Αρμόδιος. Όταν πλέον επέστρεψε στην Πελοπόννησο κατείχε ήδη το πνεύμα του αγωνιστή. Με δεκάδες έγγραφα της Φιλικής Εταιρείας στα χέρια του ξεκίνησε μια σειρά ομιλίες Ευαγγελιζόμενος την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον ζυγό των Τούρκων.
Ο ηγετικός του χαρακτήρας και οι πρωτοβουλίες του αυτές ανησύχησαν πολλούς προύχοντες, οι οποίοι δεν ήθελαν να διαταραχθεί η τάξη και οι Τούρκοι να προβούν σε αντίποινα. Πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι σκέφθηκαν να τον συλλάβουν και να τον παραδώσουν στα χέρια του εχθρού. Ο Παπαφλέσσας όμως διαισθάνθηκε τον κίνδυνο και φρόντισε να περιορίσει τη δράση του στους απλούς χωρικούς, οι οποίοι τον προστάτευαν, γοητευμένοι από τον χαρισματικό ηγέτη τους.
Τον Ιανουάριο του 1821 στη Βοστίτσα, στο Αίγιο, ο Παπαφλέσσας κάλεσε συνέλευση, όπου και έθιξε τα μείζονα θέματα της χώρας. Μίλησε περί ελευθερίας και δικαιωμάτων, περί πνεύματος και ελληνικότητας και υποστήριξε την Επανάσταση. Μια επανάσταση την οποία αποδοκίμασαν πολλοί από τους συμμετέχοντες υποστηρίζοντας ότι το έδαφος δεν ήταν έτοιμο ακόμη. Ο Παπαφλέσσας τότε σήκωσε επιδεικτικά την επιστολή που είχε στείλει ο Υψηλάντης τονίζοντας την αναγκαιότητα της άμεσης έναρξης του αγώνα. Χωρίς όμως ανταπόκριση.
Στην Κωνσταντινούπολη, ο Παπαφλέσσας γνωρίστηκε με τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος ανήκε στους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας. Είχε και την έγκριση των άλλων να πλησιάσει τον «Τρελοπαπά». Ο Παπαφλέσσας ήταν πανάξιος της φήμης που τον ακολουθούσε. Ο φλογερός πατριωτισμός του δεν κρυβόταν. Οι Φιλικοί τον ήθελαν αλλά και φοβόντουσαν μήπως με κάποια από τις συνηθισμένες αποκοτιές του τα τίναζε όλα στον αέρα. Στα 1818, αποφάσισαν να τον ψαρέψουν. Το δύσκολο έργο ανέλαβε ο Αναγνωστόπουλος.
Για μέρες, ο Παπαφλέσσας έκανε τον χαζό. Όταν ο Φιλικός κατάλαβε πως αντί να ψαρέψει τον παπά, τον ψάρευε εκείνος, ήταν πολύ αργά. Μόλις ο αρχιμανδρίτης πείστηκε ότι υπήρχε επαναστατική οργάνωση, έπιασε τον Φιλικό απ´ τον λαιμό. Τον ανάγκασε να του τα πει όλα. Κι έπειτα, τον έβαλε να τον οδηγήσει στην Ανώτατη Αρχή. Έκπληκτοι οι Εμμανουήλ Ξάνθος και Αθανάσιος Τσακάλωφ τον είδαν μπροστά τους. Υπέκυψαν στις απαιτήσεις του.
Εκεί έδωσε το όνομα Γρηγόριος Δικαίος από Κόρινθο, για να μην αναγνωριστεί από τους Τούρκους που τον είχαν στον κατάλογο των θανατοποινιτών και στις 21 Ιανουαρίου 1818 έλαβε την κωδική ονομασία «Αρμόδιος». Με το «έτσι θέλω», ο Παπαφλέσσας εγκαταστάθηκε στην Ανώτατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας, περίπου στη θέση του Νικόλαου Σκουφά που είχε πεθάνει τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς.
Επειδή ήταν επικίνδυνο να παραμείνει στην Πόλη, στάλθηκε απ’ τους Φιλικούς στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Μολδαβία και Βλαχία), για να προπαρασκευάσει την Επανάσταση και στην συνέχεια, όταν ο Υψηλάντης αποφάσισε να ξεκινήσει ένοπλο αγώνα από τη Μολδοβλαχία, η Φιλική Εταιρία τον Ιανουάριο του 1821 έστειλε τον Παπαφλέσσα στην Πελοπόννησο για να ξεσηκώσει κι εκεί τον λαό.
Η Οργάνωση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο
Επιθυμούσε διακαώς την έναρξη της επανάστασης και χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να το επιτύχει. Στην Κωνσταντινούπολη, υποστήριξε ότι η Πελοπόννησος ήταν έτοιμη για δράση και για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του, παρουσίασε πλαστά έγγραφα. Τον διέψευσε ο Σπυρίδων Παπαδόπουλος Κορφινός, λέγοντας ότι είχε βρεθεί στην Πελοπόννησο πριν 7 μήνες και η κατάσταση που επικρατούσε δεν είχε καμία σχέση με την περιγραφή του Παπαφλέσσα.
Τον Ιανουάριο του 1821, συναντήθηκε με την ηγεσία του Μοριά στη Βοστίτσα και ακολούθησε ακριβώς την ίδια στρατηγική, για να τους πείσει να συμμετέχουν στην επανάσταση. Υποστήριξε ότι ο Υψηλάντης ήταν έτοιμος να εκστρατεύσει εναντίον της Κωνσταντινούπολης, με το ρωσικό στόλο και την «ευλογία» του Τσάρου. Κανείς δεν πίστεψε τους υπερβολικούς ισχυρισμούς του, του οποίους ο Ανδρέα Ζαΐμης χαρακτήρισε «άστατους, απελπισμένους, στασιαστικούς, ιδιοτελείς και σχεδόν μπερμπάντικους».
Διέσχισε το Μοριά περνώντας και δεν ησύχασε μέχρι την έκρηξη της επανάστασης, που τον βρίσκει στην Καλαμάτα. Η Καλαμάτα ελευθερώθηκε στις 23 Μαρτίου. Από τον Μάρτιο του 1821 ως και τη μάχη στο Μανιάκι το 1825, όπου σκοτώθηκε, πρωταγωνίστησε σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις αλλά και σε πολιτικές δραστηριότητες. Στις περιοδείες του στην Αρκαδία, στη Γορτυνία, στην Ολυμπία, στην Αργολίδα και στην Κορινθία κινήθηκε με σκοπό να στρατολογήσει τους εκεί πληθυσμούς.
Στην Αργολίδα, κατά την προσπάθειά του να εμποδίσει την προέλαση του Κεχαγιά Μπέη, εγκαταλείφθηκε από τους άοπλους και άπειρους χωρικούς που τον συνόδευαν και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο κάστρο του Άργους, όπου και αντιμετώπισε τους Τούρκους. Στον επόμενο του προορισμό, στην Καρύταινα, ο Τουρκικός στρατός ερχόμενος από την Τρίπολη ανάγκασε τον ίδιο και τον Κολοκοτρώνη να καταφύγουν στη Μεσσηνία, ενώ τον Ιούλιο του 1821 στα Μεγάλα Δερβένια της Μεγαρίδας μαζί με άλλους οπλαρχηγούς κατόρθωσε να παρεμποδίσει την είσοδο του Τουρκικού στρατού του Ομέρ Βρυώνη στην Πελοπόννησο.
Ο Παπαφλέσσας, αφού έγραψε του Κολοκοτρώνη να πάει στη Μάνη, εξασφάλισε για τον εαυτό του χαρτιά που τον βάφτιζαν «Πατριαρχικό Έξαρχο», πέρασε από το Αϊβαλί, φόρτωσε ένα καράβι μπαρούτι και όπλα, το έστειλε κι αυτό στη Μάνη και διέσχισε το Αιγαίο. Μέσα Δεκεμβρίου του 1820, βρισκόταν κι αυτός στη Μάνη. Βρήκε τους Τούρκους του Μοριά ενημερωμένους για την άφιξή του και πρόθυμους να τον διευκολύνουν στις μετακινήσεις του.
Χωρίς να ξέρουν για ποιο λόγο ήρθε, οι πρόκριτοι κι ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός τον δέχτηκαν εχθρικά (χαρακτηριστικά, το αποκαλούσε «Άνθρωπο απατεώνα και εξωλέστατο» που φρόντιζε «να ερεθίση την ταραχήν του έθνους»). Στις 6 Ιανουαρίου του 1821, έφτασε στη Μάνη κι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο «πατριαρχικός έξαρχος» ανέβηκε στην Αχαΐα και διαπίστωσε πως υπήρχαν σοβαρές κτηματικές διαφορές ανάμεσα στα μοναστήρια της Αγίας Λαύρας και των Ταξιαρχών.
Οργανώθηκε σύσκεψη στη Βοστίτσα τον Ιανουάριο του 1821, όπου ο Παπαφλέσσας γνωστοποίησε ότι είχε οριστεί κήρυξη της Επανάστασης για τις 25 Μαρτίου 1821, ενώ προσπάθησε με φλογερά λόγια να πείσει τους συντηρητικούς, που δεν πίστευαν στην Επανάσταση. Αυτό δεν άρεσε σε πολλούς συντηρητικούς πρόκριτους και στρατιωτικούς και ειδικά στον Παλαιών Πατρών Γερμανό, που τον κατηγόρησε γι’ αυτό. Αυτοί αποφάσισαν να τον περιορίσουν στη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου.
Αλλά ο φλογερός κληρικός δεν υποχώρησε. Έφυγε για τη Μάνη, αφού πρώτα έβαλε κάποιους Φιλικούς να οργανώσουν επεισόδια που θα εξέθεταν τους πρόκριτους στα μάτια των Τούρκων. Έτσι, θα τους είχε δεμένους. Στις τάξεις των κοτζαμπάσηδων επικρατούσε εκνευρισμός. Κάποιοι πρότειναν να καταδώσουν τον «Τρελόπαπα» στις τουρκικές αρχές. Κάποιοι άλλοι προτίμησαν να τον δολοφονήσουν, ώστε να είναι σίγουροι. Ούτε το ένα ήταν εύκολο ούτε το άλλο. Ο Παπαφλέσσας ποτέ δεν κυκλοφορούσε μόνος, ενώ τα στημένα επεισόδια είχαν κάνει τους Τούρκους ν´ αγριέψουν.
Η Επανάσταση Ξεκινά
Τον Δεκέμβριο του 1821 έγινε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και έλαβε μέρος στην Α’ Γενική Συνέλευση της Επιδαύρου, στη Β’ Εθνική Συνέλευση του Άστρους και την 1η Ιουλίου 1823 ανέλαβε το υπουργείο Εσωτερικών. Στον εμφύλιο πόλεμο βρέθηκε αντίπαλος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, παρ’ ότι στο παρελθόν είχε πολεμήσει μαζί του. Στο πλευρό της κυβέρνησης Γ. Κουντουριώτη κυνήγησε τους Κολοκοτρωναίους, ενώ οι ένοπλες συγκρούσεις μαζί τους καθώς και με άλλους αγωνιστές της Επανάστασης αποτελούν γκρίζες σελίδες στην ιστορία του έθνους κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο.
Παρ’ όλα αυτά, όταν ο Ιμπραήμ απείλησε σοβαρά την έκβαση της Επανάστασης, ο ίδιος ο Παπαφλέσσας πρότεινε την αποφυλάκιση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και άλλων αντικυβερνητικών. Η απελευθέρωσή τους όμως δεν έγινε εγκαίρως. Ο Παπαφλέσσας έσπευσε στο Μανιάκι, το οποίο μετά την πτώση του Νεοκάστρου (11 Μαΐου 1825) αποτελούσε στόχο των Αιγυπτίων, όπου συγκέντρωσε αρχικά 1.500 άνδρες, από τους οποίους τελικά έμειναν μόνο 500.
Κυκλωμένος από 3.000 ιππείς και πεζούς απέρριψε την πρόταση άλλων οπλαρχηγών να μετακινηθεί σε πιο ασφαλή θέση. Στην οκτάωρη αυτή μάχη ο Παπαφλέσσας έπεσε νεκρός μαζί με τους περισσότερους άνδρες του. Εν το μεταξύ, το πλοίο με τα πολεμοφόδια από το Αϊβαλί έφτασε στη Μάνη μέσα του Μάρτη. Με τέχνασμα, ο Παπαφλέσσας έπεισε τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη να το εκτελωνίσει. Χώρισε τα πολεμοφόδια κι ανέθεσε τη μεταφορά τους σε δυο ομάδες την πρώτη με αρχηγό τον Νικήτα Σταματελόπουλο (τον μετέπειτα Νικηταρά Τουρκοφάγο) και τη δεύτερη με τον Χρήστο Αναγνωσταρά.
Ο διοικητής της Καλαμάτας Σουλεϊμάν αγάς Αρναούτογλου έμαθε πως κάποιοι ένοπλοι μετέφεραν κάποια φορτία. Τον καθησύχασαν πως ήταν χωρικοί που κουβαλούσαν λάδι. Τα όπλα, τα είχαν, «επειδή ακούστηκε πως κυκλοφορούσαν ληστές». Ο αγάς πείσθηκε και ζήτησε από τον Πετρόμπεη να στείλει τον γιο του Ηλία, να ενισχύσει τη φρουρά της πόλης! Στις 17 Μαρτίου του 1821, όλα ήταν έτοιμα. Οι αγωνιστές μαζεύτηκαν στο ναό των Ταξιαρχών, στην Αρεόπολη της Μάνης, όπου έγινε δοξολογία κι ευλογήθηκαν τα λάβαρα του Αγώνα. Στις 20 Μαρτίου, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης μπήκε με 150 άνδρες στην Καλαμάτα «να ενισχύσει τη φρουρά».
Είπε στον Αρναούτογλου πως οι πληροφορίες μιλούσαν για πολλούς ληστές και καλά θα ήταν να έρθουν κι άλλοι για τη φρουρά. Ο διοικητής δέχτηκε. Στις 22 Μαρτίου, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τους Μούρτζινους και 2.000 άντρες έπιασε τους λόφους προς τη Σπάρτη. Ο Παπαφλέσσας με τον Αναγνωσταρά και τον Σταματελόπουλο έπιασαν την άλλη πλευρά. Ο Αρναούτογλου κάτι κατάλαβε, αλλά ήταν αργά να αντιδράσει. Στις 23 Μαρτίου, οι επαναστάτες μπήκαν στην πόλη. Οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Την ίδια μέρα, έπεφτε κι η Βοστίτσα. Στις 26 Μαρτίου, παραδίδονταν οι Τούρκοι στα Καλάβρυτα. Η Επανάσταση είχε ξεκινήσει.
Ο Παπαφλέσσας δεν έμεινε αργός. Πότε ως επικεφαλής στρατιωτικών αποσπασμάτων, πότε στο πλάι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, πότε με τον Δημήτριο Υψηλάντη, πολεμούσε παράτολμα όπου υπήρχε μάχη. Βρίσκεται παντού, εμψυχώνει, διεγείρει τις ψυχές, μαζεύει στρατό κι είναι ο ίδιος αρχηγός δικού του σώματος. Διακρίνεται για την ανδρεία του σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο και στην Αρκαδία, έχοντας ως ορμητήριο τη μονή της Ρεκίτσας κοντά στο Διρράχι. Κι από δω αρχίζει τη δράση του με φοβερή ταχύτητα.
Η Πολιτική Δράση του Παπαφλέσσα και η Εκστρατεία του Ιμπραήμ
Ο Παπαφλέσσας όμως, εκτός από στρατιωτικός ήταν και πολιτικός. Πήρε μέρος στη συγκέντρωση των Καλτετζών και συμφώνησε να συσταθεί η Πελοποννησιακή Γερουσία. Ήταν πληρεξούσιος στην Α’ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου και στη Β’ του Άστρους. Κατά την διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου υποστήριξε αυτούς που καταδίωξαν τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους πολεμιστές και διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών και Αστυνομίας από την κυβέρνηση Κουντουριώτη το 1823.
Όταν το 1825, ο Αλβανικής καταγωγής Αιγύπτιος πολέμαρχος Ιμπραήμ καταλάμβανε ακάθεκτος την Πελοπόννησο (ως σύμμαχος των Τούρκων, με αντάλλαγμα την διοίκηση της Κρήτης, της Κύπρου και της Πελοποννήσου) κι απειλούσε με καταστροφή τον Ελληνικό αγώνα, το περιβόητο Εκτελεστικό, με πρόεδρο το Γ. Κουντουριώτη και γραμματέα τον Μαυροκορδάτο.
Άρχισε να συζητά πως ο μόνος τρόπος για ν’ αντιμετωπιστεί ο Ιμπραήμ ήταν να σχηματιστεί, με τα χρήματα του δεύτερου δανείου των δυο εκατομμυρίων λιρών, μισθωτός στρατός στην Αμερική που θα ερχόταν να πολεμήσει στην Ελλάδα! Λες και ο Ιμπραήμ θα περίμενε να φτιαχτεί πριν ο στρατός, να μεταφερθεί, με ιστιοφόρο τότε, από τα πέρατα του κόσμου στον τόπο μας κι έπειτα να μας πολεμήσει. Η εξωφρενική αυτή πρόταση βρίσκει, σωστά, τούτη δω την κριτική του Κόκκινου:
«Το πράγμα φανερώνει μέχρι ποίου σημείου δεν αντελαμβάνοντο την φοβερά πραγματικότητα οι αποκλείοντες την ληψιν σοβαρών στρατιωτικών μέτρων εντός αυτής της Πελοποννήσου δια της χρησιμοποιήσεως των εις την φυλακην ή υπό καταδίωξιν Πελοποννησίων αρχηγών, διότι αυτοί ήσαν οι συζητουντες την μετάκλησιν ξένου στρατού, ανυπάρκτου ακόμη, προς αντιμετώπισιν του Ιμβραήμ». Ο Παπαφλέσσας, ως υπουργός Εσωτερικών, πρότεινε να δοθεί αμνηστία, να απελευθερωθούν όλοι οι κρατούμενοι οι στρατιωτικοί ηγέτες που ήταν αντίθετοι με την κυβέρνηση Κουντουριώτη και ενωμένος ο λαός να αντιμετωπίσει τον εισβολέα.
Οι καρέκλες, όμως, μετρούσαν περισσότερο από τον κίνδυνο. Η πρότασή του απορρίφθηκε. Μάνιασε. Ανέβηκε στο βήμα της Βουλής κι ανήγγειλε ότι θα μαζέψει 10.000 οπλοφόρους, θα αφήσει το Ναύπλιο και θα κατευθυνθεί προς την Τριπολιτσά και εν συνεχεία προς τη Μεσσηνία με σκοπό να αναμετρηθεί με τη στρατιά του Ιμπραήμ, η οποία ήταν εκπαιδευμένη από Γάλλους αξιωματικούς που είχαν πλούσια στρατιωτική εμπειρία από τους Ναπολεόντειους πολέμους. Κι όπως χαρακτηριστικά δήλωσε, ή θα πεθάνει ή θα νικήσει. Αν όμως, τα κατάφερνε, υποσχέθηκε να γυρίσει με τον στρατό του και να απελευθερώσει ο ίδιος τους φυλακισμένους.
Ο Παπαφλέσσας έδειξε όλο του το μεγαλείο κι εγκαταλείποντας τα αξιώματα, ανέλαβε ο ίδιος ν’ ανακόψει την προέλαση του Ιμπραήμ, μεταβαίνοντας στο Μανιάκι, στις 16 Μαΐου 1825. Η πράξη του αυτή ήρθε σαν επιστέγασμα της όλης μεγάλης προσφοράς του στον Αγώνα. Πίσω απ’ αυτή την πράξη του όμως, υπήρχε και πολιτικό κίνητρο. Ήλπιζε πως με μια ενδεχόμενη νίκη, θα αποκτούσε πολιτική δύναμη, τέτοια έτσι ώστε να ανατρέψει την κυβέρνηση Κουντουριώτη και να σχηματίσει μια κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας.
Δημοτικό Τραγούδι για τη μάχη στο Μανιάκι:
Του Φλέσσα η μάνα κάθεται στης Πολιανής την ράχη,
τα Κοντοβούνια αγνάντευε και τα πουλιά ρωτάει:
– Πουλάκια μ’ κι αηδονάκια μου, που ‘ρχεσθε στον αέρα,
μην είδατε το στρατηγό, τον Φλέσσα αρχιμανδρίτη;
– Στα Κοντοβούνια πέρασε και στα Σουλιμοχώρια,
και παλληκάρια μάζωνε όλους Κοντοβουνίσιους.
τα μάζωξε, τα σύναξε τα ‘καμε τρεις χιλιάδες.
Κάθονταν και τ’ αρμήνενε σαν μάνα σαν πατέρας:
– Εμπρός, εμπρός, μωρέ παιδιά, στο Νιόκαστρο να πάμε,
να κάμωμ’ έναν πόλεμο με τούς στραβαραπάδες
κι αν δεν σας ντύσω μάλαμα, Φλέσσα να μην με πούνε.
Και ο Κεφάλας τώλεγε, και ο Κεφάλας λέγει:
– Τού Μισιριού η Αραπιά στο Νιόκαστρο είν’ φερμένη
– Σιώπα, Κεφάλα, μην το λες, και μην το κουβεντιάζης,
να μην τ’ ακούσ’ η Διοίκησις, λουφέδες δεν μας στείλη,
να μην τ’ ακούσουν τα ορδιά, μεντάτι δεν ελθούνε
να μην τ’ ακούσουν τα παιδιά, και τα λιγοκαρδίσης.
Ακόμη λόγος έστεκε και συτυχιά κρατιέται,
κι η Αραπιά τους έζωσε μια κoσαργιά χιλιάδες.
– Άϊντε, παιδιά, να πιάσωμε στο Ερημομανιάκι.
Κι αρχίσανε τον πόλεμο απ’ την αυγή ως το βράδυ.
Μπραϊμης βάνει την φωνή, λέγει του παπά Φλέσσα.
– Εύγα, Φλέσσα, προσκύνησε με ούλο σου τ’ ασκέρι.
– Δεν σε φοβούμ’ Μπραήμ πασά, στο νουν μου δεν σε βάνω
κι εμέ μεντάτι μώρχονται οι Κολοκοτρωναίοι
Και στα ταμπούρια πέσανε αυτοί οι Αραπάδες.
Ο Φλέσσας βάνει μια φωνή και λέγει των στρατιωτών του
– Τώρα παιδιά θα σας ειδώ αν είστε παλληκάρια.
Και τα σπαθιά τραβήξανε και κάμνουν το γιουρούσι.
Μια μπαταριά του ρίξανε πικρή φαρμακωμένη.
Μοιρολόι για το Μανιάκι:
“Κει στο Μανιάκι κείτονται όλοι οι Καπεταναίοι.
Ο Παπαφλέσσας, ο Κορμάς και ο Μαυρομιχάλης.
Μπιτσάνης από την Πολιανή, μαζί με τον Κεφάλα.
Στρώμα έχουνε την μαύρη Γη, προσκέφαλο μια πέτρα,
και από πάνω σκέπασμα του φεγγαριού την λάμψη.”