Επιχειρήσεις στη Δυτική Μακεδονία και Βόρεια Ήπειρο
Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος – γ΄
Με βάση την κατάσταση που επικρατούσε στη δυτική Μακεδονία, το Γενικό Στρατηγείο έθεσε ως προτεραιότητα τη συνέχιση των επιχειρήσεων προς το Μοναστήρι με αντικειμενικό σκοπό τη συντριβή των Τουρκικών δυνάμεων που υποχωρούσαν προς τα νότια κάτω από την πίεση των Σέρβων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, οι δυνάμεις αυτές θα ενσωματώνονταν στη δύναμη του Τουρκικού στρατού που είχε αναπτυχθεί στην Ήπειρο.
Οι Ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονταν στη Μακεδονία συγκροτήθηκαν σε τρεις ομάδες, την Αριστερή, Τμήμα Στρατιάς Κοζάνης (V Μεραρχία, Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη και διάφορα άλλες μονάδες) με αποστολή την ανασύνταξη και αναδιοργάνωσή της V Μεραρχίας στην Κοζάνη, την Ομάδα του Κέντρου, με τις I, III, IV και VI Μεραρχίες και την Ταξιαρχία Ιππικού (-), με αποστολή τη συντριβή των Τουρκικών δυνάμεων που βρίσκονταν στο υψίπεδο της Φλώρινας και στην περιοχή του Μοναστηρίου, και τη Δεξιά (ΙΙ και VII Μεραρχίες, το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου και το 3ο Σύνταγμα Ιππικού) με αποστολή την απελευθέρωση της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης…
Μέχρι τις 2 Νοεμβρίου οι μεραρχίες της Ομάδας του Κέντρου ολοκλήρωσαν τη συγκέντρωσή τους στην περιοχή της Έδεσσας, από όπου θα κατευθύνονταν προς το υψίπεδο της Φλώρινας. Στο μεταξύ, το Υπουργείο Στρατιωτικών πληροφόρησε το Γενικό Στρατηγείο ότι η Τουρκία ζήτησε από τη Βουλγαρία ανακωχή και παράλληλα συνιστούσε την επίσπευση της προέλασης του στρατού προς το Μοναστήρι.
Από τις 3 Νοέμβριου και τις επόμενες ημέρες η V Μεραρχία κινήθηκε από την Κοζάνη προς τα βόρεια, ανατρέποντας ισχυρή αντίσταση των Τουρκικών τμημάτων στα χ. Μαυροπηγή και Κόμανος, η IV Μεραρχία κινήθηκε από το χ. Γραμματικό και προώθησε τμήματά της μέχρι τα υψώματα νοτιοανατολικά της Άρνισσας, η VI Μεραρχία προέλασε προς την Άρνισσα, όπου η εμπροσθοφυλακή της προσβλήθηκε αιφνιδιαστικά από τα αμυνόμενα εκεί Τουρκικά τμήματα, η III Μεραρχία κινήθηκε βόρεια της VI Μεραρχίας και προωθήθηκε στο χ. Πάτημα χωρίς σοβαρές δυσκολίες, ενώ η Ι Μεραρχία κινήθηκε προς το χ. Άγρας.
Μετά από διαδοχικές μάχες στο χ. Κόμανος, στην Άρνισσα και στη Στενωπό του Κλειδίου, η προέλαση των μονάδων της Στρατιάς συνεχίστηκε προς το υψίπεδο της Φλώρινας από το πρωί της 7ης Νοεμβρίου. Κατά τις μεσημβρινές ώρες, το 1ο Σύνταγμα Ιππικού εισήλθε στην πόλη της Φλώρινας και ενημέρωσε 15 το Γενικό Στρατηγείο για τη σύμπτυξη μέσω της Φλώρινας προς το Πισοδέρι μεγάλης Τουρκικής φάλαγγας που προερχόταν από το Μοναστήρι.
Η καταδίωξη των υποχωρούντων Τουρκικών τμημάτων συνεχίστηκε από το 1ο Σύνταγμα Ιππικό, ενώ στάλθηκε μια ίλη Ιππικού προς την Καστοριά, η οποία ήδη είχε εγκαταλειφθεί από τους Τούρκους, με αποτέλεσμα στις 12 Νοεμβρίου η πόλη να απελευθερωθεί. Παράλληλα, στάλθηκε το Απόσπασμα Δυτικής Μακεδονίας, που βρισκόταν στη Νεάπολη-Γρεβενά, ως ενίσχυση της Φρουράς του Μετσόβου που απειλούνταν από επίθεση μεγάλης Τουρκικής δύναμης.
Στο χρονικό διάστημα 13-18 Νοεμβρίου δεν έλαβαν χώρα σοβαρές πολεμικές επιχειρήσεις και οι δραστηριότητες των μονάδων της Στρατιάς περιορίστηκαν κυρίως σε θέματα αναδιάταξης και ανασυγκρότησής τους. Στις 19 Νοεμβρίου συγκροτήθηκε τμήμα στρατιάς από τις III, V, VI Μεραρχίες και το 1ο Σύνταγμα Ιππικού, με αποστολή να εξασφαλίσει τις περιοχές Καστοριάς και Φλώρινας από την κατεύθυνση της Κορυτσάς.
Οι I και IV Μεραρχίες μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς στη Θεσσαλονίκη σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Οι πληροφορίες για τη δύναμη του Τουρκικού στρατού στην περιοχή της Κορυτσάς, από τη διάβαση της Ντάρδας μέχρι το χ. Γκολομπόρντα, ανερχόταν σε περίπου 13 τάγματα Πεζικού. Οι επιθετικές επιχειρήσεις του Τμήματος Στρατιάς για τη διάνοιξη της διάβασης Μπίγλιστας άρχισαν στις 5 Δεκεμβρίου, ενώ τις προηγούμενες ημέρες είχαν λάβει χώρα Τουρκικές επιθέσεις κατά των προωθημένων Ελληνικών τμημάτων.
Από την πρώτη ημέρα της επίθεσης οι Ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να καταλάβουν τους ανατιθέμενους αντικειμενικούς σκοπούς παρά τη σθεναρή αντίσταση των αμυνομένων Τουρκικών τμημάτων. Η ευόδωση των επιχειρήσεων και η κατάληψη της Μπίγλιστας επέτρεψε στις Ελληνικές μεραρχίες να συνεχίσουν την επιθετική τους ενέργεια την επομένη προς τη Στενωπό Τσαγκόνι.
Η επιθετική ορμή των Ελληνικών δυνάμεων ήταν τέτοια ώστε, παρά τις δυσμενείς καιρικές και εδαφικές συνθήκες, κάθε αντίσταση των Τούρκων ανετράπη και στις 7 Δεκεμβρίου η Ημιλαρχία της ΙΙΙ Μεραρχίας εισήλθε στην ερημωμένη από Τούρκους πόλη της Κορυτσάς. Με διαταγή, το Απόσπασμα της V Μεραρχίας, σε συνεργασία με το 1ο Σύνταγμα Ιππικού, ανέλαβε την καταδίωξη των Τούρκων μέχρι την κατάληψη της Στενωπού Κιάρι, την οποία κατείχαν ισχυρές Τουρκικές δυνάμεις.
Ωστόσο, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους επειδή απειλούνταν να κυκλωθούν και συμπτύχθηκαν προς τα νότια. Στις αρχές Δεκεμβρίου το Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε τη διάλυση του Τμήματος Στρατιάς και έτσι η VI Μεραρχία και το 1ο Σύνταγμα Ιππικού μεταστάθμευσαν στη Φλώρινα και από εκεί μεταφέρθηκαν αργότερα στη Θεσσαλονίκη, το Απόσπασμα της V Μεραρχίας κινήθηκε προς την Κοζάνη προκειμένου να επανενταχθεί στον οργανικό σχηματισμό του και η ΙΙΙ Μεραρχία παρέμεινε στην Κορυτσά με αποστολή να εξασφαλίσει το υψίπεδο της Κορυτσάς από τα νότια και τα δυτικά.
Ο Ελληνικός στρατός έγινε κύριος ολόκληρης της δυτικής Μακεδονίας και του υψιπέδου της Κορυτσάς, υποχρεώνοντας τις εκεί Τουρκικές δυνάμεις να συμπτυχθούν είτε προς το εσωτερικό της Αλβανίας είτε προς τα Ιωάννινα.
Η Απελευθέρωση της Δεσκάτης και των Γρεβενών
Ο διοικητής του Στρατού Θεσσαλίας Αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος, έχοντας την εξουσιοδότηση του πρωθυπουργού και υπουργού Στρατιωτικών Ελευθερίου Βενιζέλου, εξέδωσε στις 4 Οκτωβρίου 1912 γενική διαταγή επιχειρήσεων, η οποία καθόριζε ότι από το πρωί της 5ης Οκτωβρίου θα άρχιζε η προέλαση των στρατιωτικών τμημάτων από την περιοχή Ελασσόνας – Δεσκάτης.
Έτσι, οι μεραρχίες και τα ανεξάρτητα αποσπάσματα άρχισαν από το πρώτο φως της 5ης Οκτωβρίου να προελαύνουν πέρα από τα σύνορα. Εξουδετέρωσαν αρχικά τα Τουρκικά φυλάκια της Ελληνο-Τουρκικής μεθορίου και απώθησαν τις προφυλακές του εχθρού. Μέχρι τις 6 Οκτωβρίου είχαν απελευθερωθεί η Ελασσόνα και η Δεσκάτη.
Ο επόμενος σοβαρός αντικειμενικός σκοπός του Γενικού Στρατηγείου ήταν η εκπόρθηση των στενών του Σαρανταπόρου με κατά μέτωπο επίθεση και ταυτόχρονη υπερκερωτική ενέργεια, από τα δύο πλευρά. Τη «φύσει» οχυρή τοποθεσία του Σαρανταπόρου οι Τούρκοι την είχαν ενισχύσει με σειρά ορυγμάτων μάχης και είχαν αποφασίσει να αντιτάξουν εκεί σθεναρή άμυνα.
Η επίθεση του Ελληνικού στρατού άρχισε το πρωί της 9ης Οκτωβρίου, με την ισχυρή υποστήριξη του πυροβολικού. Ακολούθησε σκληρός και αιματηρός αγώνας που διήρκεσε όλη την ημέρα. Οι Τούρκοι, απειλούμενοι να κυκλωθούν, υποχρεώθηκαν τη νύχτα 9/10 Οκτωβρίου να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να συμπτυχθούν προς Σέρβια – Κοζάνη. Ο Ελληνικός στρατός συνέχισε την καταδίωξη και την επομένη απελευθέρωσε τα Σέρβια.
Η νίκη από τη μάχη του Σαρανταπόρου υπήρξε μεγάλης σπουδαιότητας για την αναπτέρωση του ηθικού του Ελληνικού στρατού μετά την ηττοπάθεια που είχε επικρατήσει εξαιτίας του πολέμου του 1897. Απέδειξε ότι ο εχθρός δεν ήταν σε θέση να αμυνθεί αποτελεσματικά και να αντισταθεί στην ορμητικότητα των Ελλήνων. Το επιθετικό πνεύμα και η πίστη για τη νίκη κυριάρχησαν από την αρχή μέχρι το τέλος της μάχης. Για την εκπόρθηση των στενών του Σαρανταπόρου χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια και αρκετές θυσίες, όπως απέδειξαν οι απώλειες σε αξιωματικούς και οπλίτες.
Απελευθέρωση Δεσκάτης (6 Οκτωβρίου 1912)
Τη Δεσκάτη και τα Γρεβενά απελευθέρωσε το ανεξάρτητο Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη (1ο και 4ο Τάγματα Ευζώνων), το οποίο είχε αποστολή να δράσει στο άκρο αριστερό της διάταξης της Στρατιάς Θεσσαλίας.
Η σύνθεση του Αποσπάσματος ήταν η ακόλουθη:
- Διοίκηση-Επιτελείο
- Διοικητής: Συνταγματάρχης μηχανικού Στέφανος Γεννάδης
- Επιτελείο: Δύο αξιωματικοί του μηχανικού, ο αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Γεωργιάδης και ο υπολοχαγός Γεώργιος Αφθονίδης.
Μονάδες:
- 1ο Τάγμα Ευζώνων (4 λόχοι). Διοικητής αντισυνταγματάρχης πεζικού Ιωάννης Καμπούρης.
- 4ο Τάγμα Ευζώνων (4 λόχοι). Διοικητής ταγματάρχης πεζικού Βασίλειος Βέλλος.
- Διμοιρία Πολυβόλων
- Ομάδα ιππικού (10 ιππείς) με επικεφαλής υπαξιωματικό.
Η δράση του εξελίχθηκε ως εξής:
Στις 5 Οκτωβρίου προήλασε από το χωριό Κονισκός προς το χωριό Τσούκα (Φωτεινό) Καλαμπάκας και μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών εξεδίωξε τις απογευματινές ώρες την Τουρκική φρουρά από τον μεθοριακό σταθμό και κατέλαβε τον αυχένα στα βόρεια του χωριού, διατηρώντας ανοιχτό το δρομολόγιο από Τσούκα προς Δεσκάτη.
Το Γενικό Στρατηγείο το μεσημέρι της 5ης Οκτωβρίου έδωσε διαταγή στο Απόσπασμα να κινηθεί από Τσούκα προς Δεσκάτη και να καταλάβει μεταξύ του χωριού Παρασκευής και Δεσκάτης αυχένα, διευκολύνοντας την κίνηση της Ταξιαρχίας Ιππικού.
Επίσης έδωσε διαταγή στην Ταξιαρχία Ιππικού να ξεκινήσει την 0700 ώρα από το Πραιτώρι και να κατευθυνθεί δια μέσου Συκιάς – Κεφαλόβρυσου – υψώματος 853 προς Δεσκάτη υποστηρίζοντας την ενέργεια του Αποσπάσματος. Η Ταξιαρχία όμως, βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες (στενό δρομολόγιο επί μήκους πέντε χιλιομέτρων κλπ.), δεν έφθασε στον προορισμό της την καθορισθείσα ώρα, οπότε την ευθύνη για την απελευθέρωση της Δεσκάτης την επωμίσθηκε εξ ολοκλήρου το Απόσπασμα Γεννάδη.
Στις 6 Οκτωβρίου και ώρα 0700 το Απόσπασμα Γεννάδη άρχισε να κινείται από το χωριό Τσούκα (Φωτεινό) προς τη Δεσκάτη. Η ορατότητα ήταν πολύ περιορισμένη, γιατί τα υψώματα κοντά στη Δεσκάτη καλύπτονταν από πυκνή ομίχλη.
Ο εχθρός κατείχε με ένα τάγμα πεζικού των 700 ανδρών το ευρισκόμενο νότια της κωμόπολης ύψωμα Τρέτιμος (Τρετίμ Τεπέ), το οποίο είχε οργανώσει με ενισχυμένα ορύγματα μάχης. Όταν τα Ελληνικά τμήματα πλησίασαν σε απόσταση χιλίων περίπου μέτρων αντιλήφθηκαν την εχθρική αμυντική διάταξη και αμέσως αναπτύχθηκαν για επίθεση ως εξής:
- Το 4ο Τάγμα Ευζώνων στη δεξιά κατεύθυνση, με τη μια διλοχία προς το ύψωμα Τρέτιμος και την άλλη προς τον αυχένα ανατολικά του υψώματος.
- Το 1ο Τάγμα Ευζώνων στην αριστερή κατεύθυνση, με μια διλοχία προς τον αυχένα δυτικά του υψώματος Τρέτιμος και το χωριό Παρασκευή, ενώ διέθεσε ένα λόχο στο αριστερό της διλοχίας με αποστολή να υπερκεράσει τον εχθρό από αριστερά. Ένας λόχος κρατήθηκε πίσω από τα μαχόμενα τμήματα ως εφεδρεία του Αποσπάσματος.
Τα κινούμενα κατά μέτωπο τμήματα στις 0900 δέχτηκαν πυρά από μεγάλη απόσταση, αλλά δεν ανέκοψαν την κίνησή τους και συνέχισαν με κανονικό ρυθμό την επιθετική τους ενέργεια. Τα Τουρκικά τμήματα, δεχόμενα ισχυρή πίεση κατά μέτωπο και από τα πλευρά αναγκάστηκαν μετά από μάχη τεσσάρων ωρών να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να συμπτυχθούν προς Λαζαράδες και Σέρβια. Επί του πεδίου της μάχης έπεσαν νεκροί ο λοχαγός Δημοσθένης Μανουσάκης και ο στρατιώτης Κωνσταντίνος Βεργίνης.
Το Απόσπασμα Γεννάδη, αφού κατέλαβε το ύψωμα Τρέτιμος και το χωριό Παρασκευή, κινήθηκε ταχύτατα προς Δεσκάτη, όπου έγινε με ενθουσιασμό δεκτό από τους κατοίκους. Τις δύο επόμενες ημέρες (7 και 8 Οκτωβρίου) παρέμεινε στον ίδιο χώρο (Δεσκάτη – Παρασκευή), αναμένοντας διαταγές για την περαιτέρω δράση του. Στις 9 Οκτωβρίου διέσχισε το βουνό Βουνάσα και κινήθηκε προς Λουζιανή (Ελάτη) και πόρο Ζάβορδας με σκοπό να εξασφαλίσει το πέρασμα από εκεί της V Μεραρχίας, η οποία ενεργούσε κυκλωτική ενέργεια στο αριστερό της διάταξης της Στρατιάς Θεσσαλίας.
Η V Μεραρχία κινούμενη στις 9 Οκτωβρίου από το χωριό Λουτρός προς τον Αλιάκμονα συνάντησε σοβαρή εχθρική αντίσταση στο χωριό Λαζαράδες και συνεπλάκη με τον εχθρό. Το Απόσπασμα, όταν άκουσε τους πυροβολισμούς κινήθηκε προς Λαζαράδες, για να ενισχύσει τη Μεραρχία. Ο αγώνας διεξήχθη με σκληρότητα και πείσμα και από τις δύο πλευρές. Οι Τούρκοι κατά τη διάρκεια της νύχτας επωφελούμενοι του σκότους και της ραγδαίας βροχής εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και υποχώρησαν ανενόχλητοι προς Κοζάνη.
Οι απώλειες του Αποσπάσματος ήταν νεκροί αξιωματικοί 3, οπλίτες 22. Μεταξύ των νεκρών αξιωματικών ήταν και ο λοχαγός του 1ου Τάγματος Ευζώνων Ευστάθιος Κατσιώτης.
Απελευθέρωση Γρεβενών (15 Οκτωβρίου 1912)
Στις 10 Οκτωβρίου ο διοικητής του Αποσπάσματος κινήθηκε από Λαζαράδες προς τη Μονή Ζιδανίου (ΒΔ του χωριού Μικρόβαλτου), όπου παρέμεινε επί διήμερο (11 και 12 Οκτωβρίου), αναμένοντας διαταγές. Το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου έλαβε από τα Σέρβια τη διαταγή του διαδόχου Κωνσταντίνου για κατάληψη της πόλης των Γρεβενών. Η διαταγή αυτή περιείχε τα παρακάτω πληροφοριακά στοιχεία:
Μετά την ήττα στα Στενά του Σαρανταπόρου ο εχθρός υποχώρησε προς διάφορες κατευθύνσεις.
- Η Ταξιαρχία Ιππικού κατέλαβε στις 11 Οκτωβρίου χωρίς αντίσταση την Κοζάνη.
- Η Στρατιά θα διερχόταν στις 13 Οκτωβρίου τον Αλιάκμονα και θα προήλαυνε προς Βορρά.
- Το Απόσπασμα (Γεννάδη) με τμήμα της τηλεγραφικής υπηρεσίας να προελάσει προς Γρεβενά και αρχικά μέχρι τη Σιάτιστα, για να καθαρίσει την περιοχή από τα υπάρχοντα εγκατεσπαρμένα μικρά εχθρικά τμήματα και να εξασφαλίσει τις συγκοινωνίες και τα νώτα της Στρατιάς.
Για την υλοποίηση της αποστολής αυτής ο συνταγματάρχης Γεννάδης έπρεπε να έχει υπόψη του τα εξής:
- Να συνδεθεί τηλεγραφικά με το Στρατηγείο, για να υπάρχει συνεχής επαφή.
- Οι μονάδες του να τρέφονται από τους επιτόπιους πόρους επιτάσσοντας τα αναγκαία εφόδια και μεταγωγικά μέσα.
- Ο ανεφοδιασμός σε πυρομαχικά και υγειονομικό υλικό θα γινόταν από Καλαμπάκα – Βελεμίστι (Αγιόφυλλο).
- Στις καταλαμβανόμενες από το Απόσπασμα πόλεις θα εγκαθιστούσε την ανάλογη φρουρά ασφάλειας. Για το σκοπό αυτό υπήρχαν στη διάθεσή του τα ευρισκόμενα στο Βελεμίστι τμήματα στρατού του εσωτερικού, τα οποία μπορούσε από τη στιγμή εκείνη να τα δίνει απευθείας διαταγές.
- Ως διοικητής του Αποσπάσματος ήταν εξουσιοδοτημένος να διορίζει τις πολιτικές αρχές των απελευθερωμένων εδαφών, οι οποίες θα διοικούσαν την περιοχή ευθύνης τους σύμφωνα με τα ισχύοντα μέχρι τώρα.
Προώθηση Ίλης Ιππικού για συλλογή πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη των Γρεβενών
Στο μεταξύ η Ταξιαρχία Ιππικού είχε διατάξει στις 9 Οκτωβρίου μία ίλη της, δυνάμεως 137 ανδρών, να ενεργήσει αναγνώριση προς τα Γρεβενά. Η ίλη αυτή αφού ανέτρεψε τις μικροαντιστάσεις που συνάντησε από μεμονωμένες ομάδες Τούρκων στο Καρπερό και στο Φελί έφθασε στις νότιες παρυφές της πόλης (υψώματα Αγίας Παρασκευής) τις πρώτες βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας.
Ένας διοικητής ουλαμού με τέσσερις ιππείς διατάχθηκε να πλησιάσει την πόλη και να αναφέρει για την επικρατούσα κατάσταση. Η πόλη ήταν θεοσκότεινη. Τα μόνα κτίρια που είχαν φως ήταν το Στρατιωτικό Νοσοκομείο (στη θέση που είναι σήμερα η Σχολή Αστυφυλάκων), ο στρατώνας και ένα μόνο «λουξ» έφεγγε στην πλατεία.
Η ίλη διανυκτέρευσε στο Καλαμίτσι κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες (χιονόνερο και δριμύ ψύχος). Το ίδιο βράδυ ο διοικητής της ίλης έστειλε επιστολή με τον ιερέα του χωριού στις Τουρκικές αρχές Γρεβενών και ζητούσε να του παραδώσουν την πόλη. Οι Τούρκοι όχι μόνο αρνήθηκαν αλλά το πρωί της επομένης (10 Οκτωβρίου) με επικεφαλής τον Μπεκήρ αγά και 600 περίπου οπλισμένους Οθωμανούς, επιτέθηκαν στην ίλη και την ανάγκασαν να συμπτυχθεί προς τον Αλιάκμονα.
Ο διοικητής της ίλης, επιστρέφοντας στην έδρα της Ταξιαρχίας Ιππικού (περιοχή Σερβίων), πέρασε από τη Μονή Ζιδανίου και ενημέρωσε το συνταγματάρχη Γεννάδη για την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη.
Το ξημέρωμα της 13ης Οκτωβρίου το Απόσπασμα Γεννάδη ξεκίνησε από τη Μονή Ζιδανίου και το βράδυ έφθασε στο Ζημνιάτσι (Παλιουριά) Γρεβενών, όπου διανυκτέρευσε. Το επόμενο βράδυ διανυκτέρευσε στο Φελί. Εκεί έφθασαν τη νύχτα απεσταλμένοι του μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού Δάγγουλα και διαφόρων προυχόντων της πόλης, οι οποίοι ανέφεραν στο διοικητή του Αποσπάσματος ότι Τουρκικός στρατός εγκατέλειψε την πόλη και ότι αυτή ήταν έτοιμη να παραδοθεί στον Ελληνικό στρατό.
Περίπου 15 εθελοντικά σώματα (προσκόπων) Κρητών, με δύναμη από 20-50 άνδρες το καθένα, έφθασαν από την έναρξη του πολέμου και μέχρι 15 Οκτωβρίου στο Αγιόφυλλο Καλαμπάκας (ελληνοτουρκικά σύνορα), για να συμμετάσχουν στις επιχειρήσεις της Δυτικής Μακεδονίας. Αρχηγός όλων αυτών ήταν ο λοχαγός Γεώργιος Κατεχάκης.
Από το Αγιόφυλλο τα σώματα προήλασαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Μερικά από αυτά έφθασαν στις 12 Οκτωβρίου στη Σιάτιστα, την οποία είχαν εγκαταλείψει οι Τούρκοι και την απελευθέρωσαν.
Τρία σώματα, με αρχηγούς τους Μιχαήλ Τσόντο, Μανώλη Νικολούδη και Ιωάννη Μαυρογένη, κατευθύνθηκαν προς το Κηπουριό, για να επιτεθούν εναντίον του ευρισκόμενου εκεί Τουρκικού σταθμού. Τον βρήκαν όμως άδειο, καθώς οι Τούρκοι είχαν πληροφορηθεί για την επικείμενη επίθεση και τον εγκατέλειψαν έγκαιρα.. Από εκεί κατευθύνθηκαν προς το Τουρκοχώρι Πηγαδίτσα και αφόπλισαν τους κατοίκους.
Στις 14 Οκτωβρίου ο μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός Δάγγουλας ενημέρωσε εγγράφως τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές Τρικάλων ότι οι Τούρκοι στρατιώτες εγκατέλειψαν τα Γρεβενά και ζητούσε την επέμβαση του Ελληνικού στρατού για κατάληψη της πόλης.
Η Απελευθέρωση της Φλώρινας
Όπως αφηγείται ο Τέγος Σαπουντζής, η Φλώρινα και τα περίχωρά της ήταν τότε ανάστατα. Ο Χριστιανικός πληθυσμός διέτρεχε κινδύνους να υποστεί βιαιοπραγίες όχι μόνο από τις ορδές των Γκέγκηδων Τουρκαλβανών, που είχαν κάνει την επικίνδυνη εμφάνισή τους, αλλά και από τους υποχωρούντας Τούρκους στρατιώτες.
Ακόμη κινδύνευαν κι από τους αλλόφρονες Τούρκους των Καϊλαρίων, οι οποίοι μόλις άρχισε η νέα επίθεση και προέλαση της 6ης Μεραρχίας, εγκατέλειψαν τα Καϊλάρια και τα γύρω χωριά και σε θλιβερές μεν αλλά ανά πάσα στιγμή επικίνδυνες φάλαγγες, με τις βοϊδάμαξες και τα κοπάδια τους κατέκλυζαν την Φλώρινα, σαν πρώτο σταθμό, με κατεύθυνση την Κορυτσά.
Ευτυχώς, όμως, δεν σημειώθηκαν αξιόλογα επεισόδια, χάρις στους νουνεχείς Τούρκους άρχοντες της Φλώρινας.Εν όψει όλων αυτών των γεγονότων είχε γίνει πια σε όλους αντιληπτό ότι το τέλος της τουρκικής κυριαρχίας είχε φθάσει. Φυσικά αυτό δεν διέφυγε από την προσοχή των Τούρκων αρχόντων της Φλώρινας. Οι οποίοι για να προλάβουν δυσάρεστα ενδεχόμενα σε βάρος τους και των πολυπληθών Τούρκων της πόλης – υπολογίζονταν τότε σε 6.500, έναντι 3.000 Ελλήνων – αλλά και γιατί ήθελαν να παραδοθεί η Φλώρινα στους προελαύνοντες Έλληνες, από τους οποίους, όπως έλεγαν, την είχαν πάρει.
Έτσι στις 6 Νοεμβρίου 1912 το πρωί, οι Μωαμεθανοί προεστοί της πόλης, συνήλθαν σε κοινή σύσκεψη στον Τεκέ, που βρίσκονταν, όπου είναι σήμερα το κτίριο της Τραπέζης της Ελλάδος, για να συζητήσουν και αποφασίσουν τι θα πράξουν, εν όψει των επερχόμενων ραγδαίων πολεμικών γεγονότων. Τα γεγονότα τους επίεζαν. Έτσι δεν άργησαν να συμφωνήσουν ότι πρέπει να καλέσουν στην σύσκεψη τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο και μερικούς Έλληνες προκρίτους. Έστειλαν, λοιπόν, αντιπροσωπεία από τους Χατζή Τζοφέρ Χαφίζ και Κιουτσούφ Αμέτ Αγά στον Μητροπολίτη.
Οι απεσταλμένοι ανεχώρησαν αμέσως για την Μητρόπολη. Συνάντησαν τον Μητροπολίτη κι ύστερα από εδαφιαίους τεμενάδες, του εζήτησαν να πάει στον Τεκέ, όπου ήσαν μαζεμένοι ο Μουφτής, οι Μπέηδες και οι Αγάδες, ογδόντα τον αριθμό και τον περίμεναν. Ο Πολύκαρπος αρχικά φάνηκε διστακτικός. Μα ύστερα από την επιμονή των δύο απεσταλμένων δέχθηκε. Πήρε μαζί του τον Τέγο Σαπουντζή και τον γιατρό Μενέλαο Βαλάση και πήγαν στον Τεκέ.
Μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα ο Μουφτής Μεχμέτ Χουλουσή εφέντης, ενημέρωσε αμέσως τον Μητροπολίτη γιατί τον ήθελαν. Του είπε ξεκάθαρα ότι ήθελαν να παραδώσουν την Φλώρινα στους Έλληνες και να γίνουν για τον σκοπό αυτό οι σχετικές ενέργειες.
Χωρίς καμμιά χρονοτριβή αποφασίστηκε η αποστολή επιτροπής στον στρατηγό Γεννάδη, που βρίσκονταν στο Αμύνταιο. Την επιτροπή απετέλεσαν ο Έλληνας αρχιμανδρίτης Παπαθανάσης, ο σχισματικός παπάς Παπαναστάσης, ο γιατρός Μενέλαος Βαλάσης και ο Τούρκος εμπορευόμενος Μεχμέτ Ζαϊνέλ. Η συμμετοχή του σχισματικού παπά στην επιτροπή είχε την έννοια, κατά τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο, της αποδοχής και εκ μέρους των σχισματικών, της καταλήψεως της Φλώρινας από τον Ελληνικό Στρατό.
Η Επιτροπή εφοδιάστηκε, κατ’ αίτηση των Τούρκων, για το εγκυρότερο της αποστολής της και με την κατωτέρω σύντομη επιστολή του Μητροπολίτη Πολύκαρπου: «Κύριε Διοικητά των Ελληνικών στρατευμάτων, σας γνωστοποιώ ότι οι φίλοι και σύμμαχοι Σέρβοι κατέλαβαν το Μοναστήρι και προχωρούν προς την Φλώριναν. Οι Τούρκοι της Φλωρίνης παρακαλούν να σπεύση ο Ελληνικός στρατός να καταλάβη την πόλιν μετά των συμμάχων Σέρβων και δεν θα φέρουν ουδεμίαν αντίστασιν, ούτε τον υποχωρούντα Τουρκικόν στρατόν θα αφήσουν να αντισταθή».
Η επιτροπή, με οδηγό τον Νικόλαο Έξαρχο, ανεχώρησε αμέσως για το Αμύνταιο. Το μήνυμα του Μητροπολίτη παραδόθηκε στον στρατηγό Γεννάδη, ο οποίος το μεταβίβασε με οπτικό τηλέγραφο στον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, που βρίσκονταν στην Άρνισσα, απ’όπου διατάχθηκε, όπως γράφει ο Τέγος Σαπουντζής, η επίσπευση της απελευθερώσεως της Φλώρινας.
Χωρίς να εξετάσουμε εδώ ποιος έχει δίκαιο και ποιος όχι, γεγονός είναι, που δεν αμφισβητήθηκε από κανένα, ότι στις 7 Νοεμβρίου 1912, γύρω στο μεσημέρι, ο επίλαρχος Ιωάννης Άρτης με τους ιππείς του, έφθασε προ των πυλών της πόλης. Από εκεί έστειλε τρεις ιππείς, οι οποίοι με γυμνά τα ξίφη τους και εν μέσω Τούρκων στρατιωτών και όχλου, πήγαν στην Μητρόπολη και μετέδωσαν στον Μητροπολίτη Πολύκαρπο το μήνυμα του διοικητού τους, να προσέλθουν οι αρχές στην είσοδο της πόλης για να την παραδώσουν.
Ο Πολύκαρπος ήταν διστακτικός, για τον λόγο ότι η Φλώρινα ήταν ακόμη γεμάτη από Τουρκικό στρατό και όχλο. Κατά τον Άρτη ο Μητροπολίτης, επηρεασμένος από τον παραπάνω λόγο, του εμήνυσε η παράδοση της πόλης να γίνει την επομένη. Τότε ο Άρτης έστειλε δύο νέους ιππείς, τον επιλοχία Δήμου Δήμον και τον λοχία Γεώργιο Ριζόπουλο, με την εντολή να παρακαλέσουν τον Μητροπολίτη να παραδώσει την πόλη, γιατί, όπως γράφει ο Άρτης, «εάν δεν σπεύση να εξέλθη, θα τον αναγκάση να απέλθη με τον στρατό του και εις ο,τι συμβεί ο υπαίτιος θα είναι αυτός». Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν ακριβώς έτσι συνέβησαν τα γεγονότα, όπως τα εξιστορεί ο Άρτης.
Είναι, όμως, γεγονός ότι, λόγω λιποθυμίας του Μουφτή, μόλις άκουσε την άφιξη Ελλήνων στρατιωτών, ο Μητροπολίτης, ο Μουφτής και ο Ραββίνος, ως και άλλοι Έλληνες και Τούρκοι πρόκριτοι, κρατούντες λευκό παραπέτασμα, μετέβησαν στην είσοδο της πόλεως, όπου συνάντησαν τον Άρτη και σε σύντομη τελετή προσφωνήσεων και αντιφωνήσεων, παρέδωσαν την πόλη.
Ο Ιωάννης Άρτης, απευθυνόμενος προς τους άρχοντες, είπε τα εξής: «Εν ονόματι του Βασιλέως Γεωργίου του Α’ καταλαμβάνω την πόλιν της Φλωρίνης και τα υπό την δικαιοδοσίαν αυτής χωρία, κηρύσσων άμα τον στρατιωτικόν νόμον. Άπαντες οι κάτοικοι των μερών αυτών, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, έσονται ίσοι απέναντι του νόμου, τιθέμενοι υπό το σκήπτρον του Βασιλέως Γεωργίου του Α’ και επανερχόμενοι εις τας αγκάλας της Μητρός Ελλάδος».
Σε αυτόν απάντησε πρώτος ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος, ο οποίος είπε: «Η πόλις της Φλωρίνης και τα υπ’ αυτήν χωρία ευχαριστούμεν τον Κύριον, όστις μας ηξίωσεν να απολαύσωμεν την χαράν της επαναφοράς μας εις την Μητέρα Ελλάδα. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου. Δηλούμεν πίστιν και αφοσίωσιν εις τους νόμους και τα ψηφίσματα του Κράτους, τιθέμενοι υπό το σκήπτρον του Βασιλέως Γεωργίου του Α’». Κατόπιν τον λόγο έλαβε ο Μουφτής Χουλουσή, ο οποίος είπε: «Ημείς οι Τούρκοι ηυνοήθημεν υπό του Κυρίου και εδεσπόσαμεν επί του κόσμου όλου.
Αλλά θελήσαμε να γίνωμεν κατακτηταί και τύραννοι και ο Θεός ωργίσθη καθ’ημών. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου ότι πολύ επιεικώς μας έκρινε και μας δίδει σε καλά χέρια. Δι’ο δηλούμεν ότι θα είμεθα οι πιστότεροι υπηρέται του Βασιλέως Γεωργίου». Στο ίδιο πνεύμα μίλησε και ο Ραββίνος, εκ μέρους των ολίγων Εβραίων, που υπήρχαν στην Φλώρινα.
Ο σχισματικός παπάς δεν παραβρέθηκε στην παράδοση της πόλεως, γιατί, πιθανότατα, να μην είχε επιστρέψει ακόμα η παραπάνω επιτροπή, στην οποία συμμετείχε, που πήγε το μήνυμα του Μητροπολίτη στον στρατηγό Γεννάδη στο Αμύνταιο. Μετά τις προσφωνήσεις όλοι μαζί διέσχισαν την πόλη και κατέληξαν στην Μητρόπολη, όπου και υψώθηκε η Ελληνική σημαία.
Λίγη ώρα αργότερα από την πλευρά της Σκοπιάς εισήρχετο στην Φλώρινα άλλο τμήμα ιππέων υπό τον υπίλαρχο Πανουσόπουλο, γνωστό ήδη στην Φλώρινα, από την συμμετοχή του στον Μακεδονικό Αγώνα και στις 2.30 μ.μ., όπως προελέχθη, εισήλθε στην πόλη το 1ο Σύνταγμα Ιππικού, υπό τον αντισυνταγματάρχη Ζαχαρακόπουλο και ολοκλήρωσε την απελευθέρωση της Φλώρινας. Την επομένη το πρωί, 8 Νοεμβρίου, εορτή των Ταξιαρχών Γαβριήλ και Μιχαήλ, εισήλθε θριαμβευτικά στην Φλώρινα ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ο και Στρατηλάτης αποκληθείς, επικεφαλής του επιτελείου του και δύο συνταγμάτων, της σιδηράς, όπως απεκαλείτο, 4ης Μεραρχίας.
Η υποδοχή του Διαδόχου έγινε υπό καταρρακτώδη βροχή στην είσοδο της πόλεως, όπου είχαν συρρεύσει οι κάτοικοι της Φλώρινας, μ’ επικεφαλής τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο και τους λοιπούς προκρίτους της πόλεως. Οι σκηνές ενθουσιασμού, που εκτυλίχθηκαν κατά την υποδοχή του Διαδόχου και του νικηφόρου Ελληνικού στρατού δύσκολα πέννα ανθρώπινη μπορεί να τις περιγράψει.
Ήταν για τον λαό της Φλώρινας η κορυφαία στιγμή μιας λυτρωτικής πορείας πέντε αιώνων. Ήταν το ξεχείλισμα της αλύγιστης ψυχής του Φλωρινιώτη, που καρτερικά και αδούλωτος ψυχικά περίμενε την εθνική ανάστασή του. Ήταν η θεία στιγμή του γκρεμίσματος μιας μισητής αυτοκρατορίας και του τέλους ενός βασανιστικού εφιάλτη αιώνων. Αυτά τα πηγαία αισθήματα του Λαού της Φλώρινας, εξέφρασε με στόμφο και πατριωτική έξαρση ο Μητροπολίτης Πολύκαρπος στις προσφωνήσεις του προς τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, τόσο στη είσοδο της πόλεως όσο και κατά την δοξολογία, που ευθύς αμέσως επακολούθησε στον ιστορικό Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου.
Ο Διάδοχος και το επιτελείο του παρέμειναν επί τρείς εβδομάδες στην Φλώρινα. Στην Φλώρινα, όμως, παρέμειναν κι οι Σέρβοι, με επικεφαλής τον πρίγκηπα Αρσένιο και δεν έλεγαν να την εγκαταλείψουν. Ισχυρίζονταν, μάλιστα, ότι αυτοί πρώτοι κατέλαβαν την Φλώρινα. Τελικά ο Διάδοχος Κωνσταντίνος έπεισε τον πρίγκηπα Αρσένιο ότι η Φλώρινα απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό στρατό.
Έτσι μετά από μια εβδομάδα παραμονής η Σερβική Μεραρχία αναχώρησε για το Μοναστήρι. Διατήρησε, όμως, υπό την κατοχή της την γραμμή Πρώτης – Ιτέας – Μελίτης. Με συνέπεια όλα τα χωριά, που βρίσκονται προς βορρά της παραπάνω γραμμής, περιέρχονταν στην κυριαρχία των Σέρβων.
Ευτυχώς, όμως, που μερικοί Μακεδονομάχοι, που είχαν προσκληθεί από την Ελληνική κυβέρνηση να δράσουν στα μετώπισθεν του εχθρού, ο καπετάν Ζώης, ο γνωστός στους παλαιότερους Φλωρινιώτες παιδονόμος, μαζί με τους Μπραγιάννη και Τσίτσο, που έζησαν κατόπιν στην Μελίτη, ύψωσαν Ελληνικές σημαίες στο γνωστό από τον Μακεδονικό Αγώνα Μορίχοβο και το κατέλαβαν. Η κατάληψη κι απελευθέρωση επισφραγίσθηκε αργότερα από τάγμα του Ελληνικού στρατού, που είχε εισχωρήσει στην περιοχή από την Αριδαία.
Έτσι, όταν το 1913 έγινε η οριστική οριοθέτηση των συνόρων Ελλάδος και Σερβίας, στην Ελλάδα περιήλθαν όλα τα χωριά, που βρίσκονται προς βορρά της Φλώρινας μέχρι τα σημερινά σύνορα, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχαν καταλάβει οι Σέρβοι και το άτυχο Ελληνικότατο Μορίχοβο, που είχε απελευθερωθεί από τους καπετάνιους του Μακεδονικού Αγώνα, περιήλθε στην Σερβία. Μαζί, όμως, με το Μορίχοβο, έμεινε οριστικά στα σύνορα του Σερβικού βασιλείου και το προπύργιο του Ελληνισμού, το ξακουστό και αλησμόνητο Μοναστήρι, μαζί με όλη την πάλλουσα από Ελληνισμό ευρύτερη περιοχή του.
Η Απελευθέρωση της Καστοριάς
H Καστοριά απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό την 11η Νοεμβρίου 1912. Η ημερομηνία αυτή έμελλε να θέσει τέλος στα 527 χρόνια του τουρκικού ζυγού (1385-1912) και να την κατατάξει οριστικά ανάμεσα στις πόλεις του Νεοελληνικού Κράτους. Ήταν ημέρα εορτής του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Μηνά, ενός όχι και τόσο δημοφιλούς Αγίου στην λατρευτική ζωή των Καστοριανών ως τότε. Χαρακτηριστική είναι η ανυπαρξία περιώνυμου ναού μεταξύ των δεκάδων εκκλησιών της πόλης.
Από την ημέρα εκείνη βέβαια ο Άγιος Μηνάς είναι ο πολιούχος της πόλης, αν και μέχρι σήμερα δεν έχει κτιστεί ναός στο όνομά του. Η Καστοριά λοιπόν, είναι η τελευταία χρονολογικά πόλη της Μακεδονίας που απελευθερώθηκε κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο μεταξύ των συνασπισμένων Βαλκανικών κρατών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σήμερα συμπληρώνονται ακριβώς 100 χρόνια από την ημέρα εκείνη και είναι η κατάλληλη στιγμή για μια επετειακή αναφορά στο χρονικό της απελευθέρωσης.
Σε κανένα βιβλίο δεν γίνεται αρκετά διεξοδική περιγραφή της απελευθέρωσης της πόλης από τους Οθωμανούς. Μοναδικά λεπτομερή κείμενα αυτά που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς στις παλιές εφημερίδες Καστοριά, Δυτική Μακεδονία, Φωνή της Καστοριάς, Ορεστιάς και Νέα Καστοριά. Η πληρέστερη εξιστόρηση είναι αυτή του Ι. Μπακάλη που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Δυτική Μακεδονία το 1930.
Ο Ι. Μπακάλης ως ιστοριοδίφης ασχολήθηκε εκτενέστατα με τα γεγονότα εκείνα, χρησιμοποιώντας το ημερολόγιο του πατέρα του αλλά και τις δικές του μνήμες καθώς ζούσε τότε. Ακόμη, ο Ι. Άρτης, ο επικεφαλής του τμήματος που απελευθέρωσε την πόλη, συνέγραψε μια σύντομη εξιστόρηση στην εφημερίδα Ορεστιάς. Πηγές μας όλα αυτά τα άρθρα του τύπου και μικρά κείμενα στο περιοδικό Μακεδονική Ζωή.
Στις 19 Οκτωβρίου 1912, μετά τη μάχη στη Νεάπολη Βοΐου με τους Κρήτες αντάρτες εθελοντές, ο ηττημένος Μπεκήρ Αγάς οπισθοχωρεί στην Καστοριά και καταφεύγει στην Κορυτσά ώστε να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και να στρατολογήσει Τουρκαλβανούς ατάκτους.
Το διάστημα 20-21 Οκτωβρίου η Καστοριά μένει χωρίς μεγάλη Τουρκική δύναμη και ορισμένοι ενθουσιώδεις Καστοριανοί δημιουργούν επιτροπή υπο τον πρώην Δήμαρχο Λ. Μαυροβίτη και τη στέλνουν στον αρχηγό των εθελοντών Κατεχάκη που βρισκόταν στο Βογατσικό, με σκοπό να ζητήσουν την άμεση απελευθέρωση της πόλης. Προηγήθηκε η άρνηση του Μητροπολίτη Ιωακείμ να συνδράμει την επιτροπή, καθώς θεωρούσε φρονιμότερο να περιμένει τον Τακτικό στρατό.
Η στάση του αυτή επικρίθηκε αλλά αποδείχτηκε σωστή, καθώς στις 22 Οκτωβρίου επιστρέφει ο Μπεκήρ Αγάς με εκατοντάδες Τουρκαλβανούς οπλίτες και στρατοπεδεύει στο ύψωμα του Δισπηλιού. Μαζί με το τακτικό στράτευμα του Μεχμέτ Πασά και ντόπιους οπλισμένους Τούρκους χωρικούς δημιουργούν μια δύναμη 3000 ανδρών περίπου και εξαπολύουν επίθεση.
Αναγκάζουν με αλλεπάλληλες μάχες τους Κρήτες εθελοντές που είχαν προωθηθεί μέχρι το Μαυροχώρι να οπισθοχωρήσουν άτακτα και να φτάσουν στη Σιάτιστα. Εκεί, έγινε σημαντική μάχη (4 Νοεμβρίου) που ανέστρεψε την κατάσταση και επαναπροώθησε τους Έλληνες.
Στις 10 Νοεμβρίου το 1ο Σύνταγμα Ιππικού υπο τον Αντισυνταγματάρχη Κ. Ζαχαρακόπουλο εγκαταστάθηκε στο Βατοχώρι, καταδιώκοντας τα υποχωρούντα Τούρκικα στρατεύματα από το Μοναστήρι προς την Κορυτσά. Στέλνεται η 1η ίλη υπό τον Επίλαρχο Ι. Άρτη ως αναγνώριση προς την Καστοριά. Υπήρχε η λανθασμένη πληροφορία ότι οι Τούρκοι εγκατέλειψαν την πόλη και ο διάδοχος απέστειλε διαταγή από τη Φλώρινα που βρισκόταν πως σοβαροί πολιτικοί λόγοι επιτάσσουν την κατάληψη της Καστοριάς.
Η ίλη διέθετε 30-35 ιππείς μεταξύ των οποίων ο Υπίλαρχος Π. Νικολαΐδης, ο Ανθυπίλαρχος Φ. Πηχεών. Διέρχονται απο τον Γάβρο, τον Κρανιώνα, το Διάσελλο Σταυρός και φθάνουν έξω από τον Απόσκεπο, όπου σταθμεύουν. Τότε διατάσσεται ο Υπίλαρχος Νικολαΐδης να μπει κρυφά στην πόλη μαζί με δύο ακόμη ιππείς, τον δεκανέα Μουστακλή και τον στρατιώτη Γούσια.
Στην πόλη βρισκόταν εκείνη την ημέρα 3 τάγματα πεζικού με 3000 περίπου άνδρες και 3 ορειβατικά πυροβόλα υπό τον Μεχμέτ Πασά και το εφεδρικό τάγμα της Στάροβας με 800 άνδρες και 2 πυροβόλα υπό τον Εστρέφ Μπέη, που κατέλυαν στον στρατώνα της Ντόπλιτσας και Τούρκικες οικίες. Ακόμη, υπήρχαν 150 άτακτοι Τουρκαλβανοί υπο τον Μπεκήρ Αγά και τους ληστές Σαλή Μπούτκα και Μερσίν Αράπη, στους οποίους δεν επιτράπηκε η είσοδος στην πόλη για την αποφυγή λεηλασιών.
Αυτοί στάθμευαν έξω απο την πόλη προς νότο μετά τον στρατώνα. Καϊμακάμης της πόλης ήταν ο Τζαφέρ Μπέης, διοικητής της Χωροφυλακής ο Κασίμ Πασάς που κατέφθασε από την Κορυτσά και διοικητής της Αστυνομίας ο Εμίν Εφέντη. Σύνολο χωροφυλακή και αστυνομία διέθεταν 70 άνδρες. Οι πλούσιοι Μπέηδες της πόλης αντιλαμβανόμενοι την εξέλιξη του πολέμου άρχισαν να εγκαταλείπουν την Καστοριά ήδη από τις 7 Νοεμβρίου.
Είχανε παραδώσει τις οικίες τους και περιουσιακά τους αντικείμενα για φύλαξη σε Έλληνες συμπολίτες τους, με σκοπό να τα πάρουνε πίσω όταν τελείωνε ο πόλεμος. Μόνο ο Ζουλφεκιάρ Μπέης παρέμεινε και είχε δημιουργήσει ένα μικτό σώμα πολιτοφυλακής με Τούρκους, Έλληνες και Εβραίους κατοίκους της πόλης για τον περιορισμό των καταστροφών.
Ο Υπίλαρχος Νικολαΐδης ακολουθώντας την διαταγή κινήθηκε προσεκτικά προς την πόλη για την συλλογή πληροφοριών. Είχε ήδη νυχτώσει όταν διήλθαν από ένα πηγάδι (ή βρύση) κάτω από έναν πλάτανο στην σημερινή Χλόη και έφτασαν στην όχθη της λίμνης κοντά στο σημερινό γήπεδο. Από εκεί εισήλθαν προσεκτικά στην πόλη και βρέθηκαν μπροστά στον τεκέ του Κασίμ Μπαμπά, που βρισκόταν στην βόρεια είσοδο της πόλης (στα σημερινά Ψαράδικα) όπου υπήρχε και μια κρήνη.
Τα πρώτα άτομα που συνάντησαν ήταν δύο Τούρκοι χωροφύλακες (ζαπτιέδες) οι οποίοι φυλούσαν το σημείο εκείνο και τους αφόπλισαν αμέσως. Ο Νικολαΐδης ζήτησε να ειδοποιηθεί ο στρατωτικός διοικητής της πόλης και έτσι ένας από τους χωροφύλακες πορεύτηκε προς την οικία του. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι καθώς πλησίαζαν μεσάνυκτα και η κυκλοφορία απαγορευόταν. Ο Τούρκος χωροφύλακας συνάντησε στον δρόμο τον Έλληνα δήμαρχο της πόλης Κ. Γούση, που βρισκόταν στο ζαχαροπλαστείο του Α. Κάλλιαρη, και του ανέφερε το περιστατικό.
Ο Δήμαρχος ευθύς πηγαίνει συναντήσει τον Νικολαΐδη μαζί με τον ζαχαροπλάστη Α. Κάλλιαρη και τον υπάλληλό του. Παρουσιάζεται μπροστά του και του αναφέρει την Τουρκική δύναμη της πόλης, ενώ συμφωνεί να μεταβεί στον διοικητή Μεχμέτ Πασά. Σ’ αυτό το σημείο διαφωνούν οι διαφορετικές αφηγήσεις των πρωταγωνιστών καθώς ο στρατιώτης Γούσιας αναφέρει ότι μετέβη μαζί με τον Τούρκο χωροφύλακα και έναν Τούρκο αξιωματικό της Αστυνομίας στην οικία του Μεχμέτ Πασά, ενώ ο δήμαρχος αναφέρει ότι αυτός πήγε στο σπίτι του πασά, αφού νωρίτερα είχε δεχθεί την άρνηση του Μητροπολίτη να τον συνοδεύσει.
Το ποιο από τα δύο συνέβη ή αν και τα δύο συνέβησαν με διαφορά κάποιων λεπτών έχει μικρή σημασία, πάντως βέβαιο είναι ότι πρώτα συνάντησαν τυχαία στον δρόμο τον Τουρκαλβανό δικαστή Γεωργάκη Εφέντη, αργότερα πέρασαν από την Αστυνομία που βρισκόταν στην σημερινή οδό Μητροπόλεως (λίγο πάνω από την πλατεία Δαβάκη) και τέλος έφτασαν στο σπίτι όπου διέμενε ο Μεχμέτ Πασάς (οικία Σμούντα).
Ο δήμαρχος Γούσης ανέφερε το ερώτημα του Νικολαΐδη στον Μεχμέτ Πασά αν θα πολεμήσει ή αν θα παραδώσει την πόλη, μαζί με την ψευδή πληροφορία ότι 25000 άνδρες του Ελληνικού στρατού είχαν περικυκλώσει την πόλη. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στα πρόθυρα της Καστοριάς (Απόσκεπος) μόνο η ολιγομελής ομάδα του Άρτη. Μετά από δύο ημέρες κατάφθασε εδώ όλο το 1οΣύνταγμα Ιππικού από το Βατοχώρι και η ΙΙΙ Μεραρχία από το Σκλήθρο.
Ο πιεσμένος Μεχμέτ Πασάς δήλωσε ότι δεν πρόκειται να προβάλλει αντίσταση και είπε στον Δήμαρχο να μεταβούν στον στρατώνα της Ντόπλιτσας, όπου θα συναντούσε και τον Νικολαΐδη. Κατέβηκαν μαζί την σημερινή οδό Μητροπόλεως και οι δρόμοι τους χώρισαν , ο μεν να πορευθεί πρώτος στον στρατώνα, ο δε να αναφέρει το γεγονός στον Νικολαΐδη. Ο υπίλαρχος είχε μεταβεί στον Απόσκεπο για να αναφέρει τις σχετικές πληροφορίες στον Άρτη και ειδοποιήθηκε αμέσως μέσω ενός απεσταλμένου βοσκού από τον δήμαρχο.
Στο μεταξύ είχε συγκληθεί στρατιωτικό συμβούλιο στον στρατώνα μεταξύ των Τούρκων αξιωματικών και είχε αποφασισθεί η άμεση αποχώρηση όλων των στρατευμάτων προς την Βίγλιστα και την Κορυτσά. Μ’ αυτό τον τρόπο δεν δέχτηκε ο Μεχμέτ Πασάς την ταπείνωση να παραδώσει αυτοπροσώπως την πόλη, αλλά να την εγκαταλείψει. Βέβαια, ο αιμοσταγής Μπεκήρ Αγά και οι Τουρκαλβανοί ληστές Σαλή Μπούτκα και Μερσίν Αράπη επέμεναν να πυρπολήσουν την πόλη πριν αναχωρήσουν.
Εδώ φάνηκε η μεγάλη προσωπικότητα του Μεχμέτ Πασά και των μπέηδων της πόλης που τους εμπόδισαν, καθώς γνώριζαν ότι αυτό θα είχε δραματικό αντίκτυπο στους παραμένοντες Τούρκους πολίτες. Όταν ο Υπίλαρχος Νικολαΐδης μαζί με τον δήμαρχο Γούση κατεύθαναν, συναντούσαν σε όλο το δρόμο εκατοντάδες ανάστατους Τούρκους στρατιώτες που τρέχαν εδώ και εκεί. Κανείς βέβαια δεν τόλμησε να τους πειράξει, παρ΄όλο που έβλεπαν πρόσωπο με πρόσωπο έναν Έλληνα αξιωματικό.
Όταν έφθασαν στον στρατώνα δεν βρήκαν κανέναν, καθώς ήδη είχε αναχωρήσει το Τούρκικο επιτελείο μαζί με τους μπέηδες της πόλης. Παράλληλα, είχε ειδοποιηθεί και η δύναμη 1000 ανδρών μαζί με τα πυροβόλα της να εγκαταλείψει το Άργος Ορεστικό και να συμπτυχθεί προς την Βίγλιστα. Έτσι, από το βράδυ εκείνο μεταξύ 10 και 11 Νοεμβρίου η Καστοριά ήταν ελεύθερη πόλη. Οι τρεις Έλληνες ιππείς αναχώρησαν για τον Απόσκεπο και διεμύνησαν στον δήμαρχο να ετοιμάσουν οι κάτοικοι ψωμί και φαγητό για 25000 στρατιώτες, καθώς την άλλη ημέρα θα έμπαιναν θριαμβευτές στην πόλη.
Οι Καστοριανοί εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκαν. Ετοίμαζαν Ελληνικές σημαίες και φαγητά για να υποδεχτούν τον Ελληνικό στρατό και έκαναν δεήσεις στον Άγιο Μηνά, καθώς ξημέρωνε η εορτή του.
Τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 11ης Νοεμβρίου ο Ανθυπίλαρχος Πηχεών εισήλθε πρώτος με λίγους ιππείς και κατευθύνθηκε στον Μητροπολίτη, όπου προανήγγειλε την απελευθέρωση της πόλης. Στις 10:00 π.μ ο Επίλαρχος Άρτης με τους άνδρες του εισήλθε επίσημα στην πόλη και οι χιλιάδες πολίτες ξεχύθηκαν στους δρόμους να τον προϋπαντήσουν.
Οι καμπάνες σήμαναν χαρμόσυνα και εκατοντάδες σημαίες κρεμάστηκαν στα μπαλκόνια. Ο γιατρός Δ. Φερραίος προσπάθησε να εκφωνήσει λογύδριο υποδοχής και δεν τα κατάφερε από τη συγκίνηση. Η πομπή κατέληξε στην Μητρόπολη, όπου έγινε η πρώτη πανυγηρική δοξολογία στην ελεύθερη πόλη, χωροστατούντος του Μητροπολίτη Ιωακείμ. Την πανηγυρική ομιλία του Μητροπολίτη Ιωακείμ στον ναό ακολούθησε δεξίωση στο Μητροπολιτικό μέγαρο.
Εκεί, μετείχαν όλες οι θρησκευτικές κοινότητες της πόλης ώστε να δείξουν καλό πρόσωπο και την υποταγή τους στον Ελληνικό στρατό, ανεξάρτητα βέβαια με τι έκαναν το προηγούμενο διάστημα. Πήραν τον λόγο ο μητροπολίτης, ο διευθυντής του Εβραϊκού σχολείου Γκέρσον, εκ μέρους της Τουρκικής κοινότητας ο έμπορος Σουλεϊμάν Εφέντη και ο Επίλαρχος Άρτης. Ο Καστοριανός Ανθυπίλαρχος Πηχεών τοιχοκόλλησε στους τοίχους της πόλης την προκήρυξη:
Εν ονόματι του Βασιλέως της Ελλάδος Γεωργίου του Α’
Καταλαμβάνω την πόλιν Καστορίαν, διακηρύττω καθ’ Υψηλήν εντολήν της Βασιλικής Αυτού Υψηλότητος του Διαδόχου και Γενικού Αρχηγού των εν Μακεδονία στρατευμάτων, ότι οι νόμοι του Ελληνικού Κράτους θέλουσι ισχύει απο σήμερον και δια την Επαρχίαν Καστοριάς ανεξαρτήτως θρησκεύματος.
Απο σήμερον μέχρι νεωτέρας διαταγής θέλει ισχύει ο Στρατιωτικός Νόμος, καθ’ όλην την Επαρχίαν.
Εγένετο εν Καστορία τη 11η Νοεμβρίου 1912
Ο Διοικητής Ιππικού
Ιωάννης Άρτης
Το απόγευμα της ίδια ημέρας (19:00) στάλθηκε στο Άργος Ορεστικό μικρό απόσπασμα 5 ιππέων. Οι τούρκικες δυνάμεις το είχαν εγκαταλείψει και πορευόταν προς τη Βίγλιστα, μαζί με τους μπέηδες, τους υπαλλήλους και εκατοντάδες Τούρκους πρόσφυγες από την κωμόπολη και το χωριό Καλονέρι Βοΐου. Οι Αργίτες δεν είχαν γνώση των γεγονότων που εκτυλίχθηκαν το προηγούμενο βράδυ στην Καστοριά και με έκπληξη είδαν την πόλη τους άδεια από στρατό το πρωί της 11ης Νοεμβρίου.
Παρόμοια σκηνικά χαράς εκτυλίχθηκαν και εδώ το απόγευμα με υποδοχή του αποσπάσματος από τους κατοίκους. Επίσης, την ίδια ημέρα απελευθερώθηκαν οι οικισμοί του ανατολικού και νοτιοανατολικού τμήματος της επαρχίας. Τα εθελοντικά σώματα Μακρή και Μαυρογένη εισήλθαν στο κατεστραμμένο Βογατσικό και την επομένη στο Άργος Ορεστικό, όπου προέβησαν σε αντίποινα πυρπολώντας τούρκικα κονάκια. Η ΙΙΙ Μεραρχία υπό τον Υποστράτηγο Κ. Δαμιανό πορεύθηκε από το Σκλήθρο στο Διάσελλο της Κλεισούρας και στάθμευσε στην κωμόπολη Βασιλειάδα.
Τις πρωινές ώρες της 12ης Νοεμβρίου εισήλθε στην Καστοριά το 1ο Σύνταγμα Ιππικού και λίγο αργότερα ολόκληρη η ΙΙΙ Μεραρχία. Υπήρχε πρόβλημα στέγασης των χιλιάδων αυτών στρατιωτών και έτσι συγκροτήθηκε μια επιτροπή εύρεσης καταλυμμάτων στην πόλη. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στον στρατώνα και Τούρκικα αρχοντικά κονάκια πολλά από τα οποία πυρπόλησαν οι στρατιώτες κατά τη διαμονή τους ”από εμπρόσεκτη απροσεξία”.
Την κατάληψη της Καστοριάς ακολούθησαν διθυραμβικά άρθρα στον Τύπο της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, ενώ το επόμενο διάστημα το Ελληνικό στράτευμα σταμάτησε την καταδίωξη των Τούρκων και ανασυντάχθηκε. Σταδιακά συγκεντρώθηκαν οι Μεραρχίες ΙΙΙ, ΙV και V στο δυτικό τμήμα της επαρχίας και μαζί με το 1ο Σύνταγμα Ιππικού συγκρότησαν Τμήμα Στρατιάς, το Στρατηγείο της οποίας εγκαταστάθηκε στο χωριό Λεύκη (25 Νοεμβρίου). Από εκεί συνέχισαν την καταδίωξη προς τα εδάφη της Κορυτσάς.
Η Απελευθέρωση της Κορυτσάς
Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912) η Στρατιά Μακεδονίας στράφηκε προς τη Δυτική Μακεδονία. Το Υπουργείο Στρατιωτικών συνέστησε στον Αρχηγό της Στρατιάς Διάδοχο Κωνσταντίνο να συνδυάσει τις επιθετικές του ενέργειες εναντίον των Τούρκων στην περιοχή του Μοναστηρίου με τις αντίστοιχες Σερβικές, με σκοπό τη γρήγορη εκκαθάριση της καταστάσεως και την αιχμαλωσία των Τουρκικών δυνάμεων που συμπτύσσονταν προς νότια.
Σύμφωνα με τις απόψεις της Κυβερνήσεως, που τις έκανε γνωστές στη Στρατιά, υπήρχε κίνδυνος οι Τουρκικές δυνάμεις σε περίπτωση διαφυγής τους να τραπούν προς την Ήπειρο και να ενισχύσουν την Τουρκική φρουρά των Ιωαννίνων.
Μετά την κατάληψη του Μοναστηρίου από τους Σέρβους, αφού ο Ελληνικός Στρατός δεν πρόλαβε λόγω των κακών καιρικών συνθηκών και των μεγάλων αποστάσεων, το Υπουργείο Στρατιωτικών θεώρησε σκόπιμο να διατεθούν δύο μεραρχίες για την απελευθέρωση της Κορυτσάς κατά πρώτο λόγο και μετά των άλλων πόλεων της Δυτικής Μακεδονίας.
Μετά την ανακωχή που υπογράφτηκε μεταξύ Σερβίας, Μαυροβουνίου, Βουλγαρίας από τη μία πλευρά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την άλλη, η Στρατιά ανέφερε προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών ότι δεν έκρινε σκόπιμη τη συνέχιση των επιχειρήσεων προς την Κορυτσά, εφόσον διαπιστωνόταν μέχρι τις 18 Νοεμβρίου 1912 ότι ο κύριος όγκος του Τουρκικού στρατού αποχώρησε προς τα Ιωάννινα.
Η Κυβέρνηση εμπρός στη νέα κατάσταση συμφώνησε, καθόσο ήταν αναγκαία η συγκέντρωση σημαντικού μέρους του στρατού στη Θεσσαλονίκη, ενόψει της αποβάσεως στη χερσόνησο Καλλιπόλεως για τη διάνοιξη των στενών του Ελλησπόντου. Στις 19 Νοεμβρίου συγκροτήθηκε Τμήμα Στρατιάς με αποστολή την εξασφάλιση των περιοχών Καστοριάς και Φλώρινας σε περίπτωση που οι Τούρκοι επιχειρούσαν να επιτεθούν εναντίον τους. Διοικητής του ορίσθηκε ο Υποστράτηγος Κωνσταντίνος Δαμιανός.
Οι δυνάμεις του Τουρκικού στρατού που είχαν παραμείνει στην περιοχή της Κορυτσάς υπολογίζονταν σύμφωνα με πληροφορίες σε 13 τάγματα πεζικού (10.000 – 12.000 άνδρες). Εξαιτίας της διακοπής των επιχειρήσεων των Σέρβων, το μεγαλύτερο μέρος τους κατείχε θέσεις απέναντι στα Ελληνικά τμήματα τα οποία και παρενοχλούσαν με συνεχείς προσβολές.
Στις 11:00 της 29ης Νοεμβρίου, ισχυρές Τουρκικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον των προφυλακών του Τμήματος Στρατιάς (Συγκρότημα 1ου Συντάγματος Ιππικού) και μετά από σκληρό αγώνα τις εξανάγκασαν να συμπτυχθούν προς τα δυτικά της Μπίγλιστας, στα υψώματα της Καπεστίτσας, όπου είχαν προωθηθεί μονάδες του πεζικού των Μεραρχιών. Η Στρατιά Μακεδονίας μετά από σχετική πρόταση του Τμήματος Στρατιάς, επέτρεψε την ανάληψη αντεπιθέσεως εναντίον των Τουρκικών δυνάμεων. Η ενέργεια από την 3η και την 6η Μεραρχία, Απόσπασμα της 5ης Μεραρχίας και το 1ο Σύνταγμα Ιππικού υπήρξε κεραυνοβόλος.
Μετά από ορμητική επίθεση στις 5 Δεκεμβρίου, οι Τουρκικές δυνάμεις στην περιοχή της Μπίγλιστας ανατράπηκαν και καταδιώχθηκαν προς την στενωπό Τσαγκόνι και τις ορεινές διαβάσεις του όρους Μοράβα. Στις 6 Δεκεμβρίου συνεχίσθηκε η προώθηση των Ελληνικών Δυνάμεων προς τα δυτικά και παρά την τραχύτητα του εδάφους και την εχθρική αντίσταση στις πλαγιές του χιονοσκέπαστου Μοράβα, τις βραδινές ώρες έφτασαν και εγκαταστάθηκαν αμέσως ανατολικά της Κορυτσάς.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1912 ώρα 06:00 ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στην Κορυτσά και μέσα σε συγκινητικές εκδηλώσεις των κατοίκων υψώθηκε στο Διοικητήριο της πόλεως η Ελληνική Σημαία. Μία εβδομάδα αργότερα, στις 14 Δεκεμβρίου, η 3η Μεραρχία προώθησε Τάγμα του 12ου Συντάγματος Πεζικού προς τη Μοσχόπολη την οποία και απελυθέρωσε χωρίς να συναντήσει εχθρική αντίσταση.
Επιχειρήσεις στην Ήπειρο
Δυνάμεις Αντιπάλων
Την ημέρα της κήρυξης του πολέμου ο Στρατός Ηπείρου διέθετε 8 τάγματα, 3 ανεξάρτητες μοίρες Πυροβολικού, 1 ίλη Ιππικού και 1 λόχο Μηχανικού, συνολικής δύναμης περίπου 10.500 ανδρών. Συγκεντρώθηκε στην περιοχή της Άρτας, κατά μήκος της ανατολικής όχθης του Αράχθου ποταμού, στις 4 Οκτωβρίου, με αποστολή την εξασφάλιση της μεθορίου από τον Αμβρακικό κόλπο μέχρι το Μέτσοβο, μέχρι να κριθούν οι επιχειρήσεις στη Μακεδονία.
Στην Ήπειρο, οι Τούρκοι διέθεταν το Σώμα Στρατού Ιωαννίνων, υπό τον Εσσάτ πασά, που περιλάμβανε την 23η Μεραρχία Κληρωτών και την 23η Μεραρχία Εφέδρων, συνολική δύναμης περίπου 20.000 ανδρών, με έδρα τα Ιωάννινα. Παράλληλα, προβλεπόταν να συγκροτηθούν και διάφορα σώματα ατάκτων Τουρκαλβανών.
Επιχειρήσεις Μέχρι την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων
Παρά το γεγονός ότι ο Στρατός Ηπείρου είχε αμυντική αποστολή, ο διοικητής του αποφάσισε να επιτεθεί στις 6 Οκτωβρίου, προκειμένου να καταλάβει την οικονομικότερη και φύσει ισχυρότερη τοποθεσία των υψωμάτων του Γριμπόβου, δυτικά του Αράχθου ποταμού. Έτσι, το 7ο Τάγμα Ευζώνων, υποστηριζόμενο από το πυροβολικό, διήλθε τη γέφυρα της Άρτας και, αφού ανέτρεψε τις δυνάμεις των Τουρκικών φυλακίων, κινήθηκε προς τα υψώματα του Γριμπόβου, ενώ ακολούθησαν και τα υπόλοιπα τμήματα που συμμετείχαν στην επίθεση.
Η εξέλιξη αυτή επέτρεψε τη διαπεραίωση του όγκου του Στρατού Ηπείρου δυτικά του Αράχθου την επόμενη ημέρα, ενώ η αίτηση του αρχηγού του Στρατού Ηπείρου προς το Υπουργείο Στρατιωτικών για αποστολή ενισχύσεων και συνέχιση των επιθετικών επιχειρήσεων προς τα βόρεια απορρίφθηκε. Στο διάστημα 9-11 Οκτωβρίου σημειώθηκαν συγκρούσεις στην περιοχή των χ. Αμμότοπου, Γριμπόβου και Ανωγείου, όπου δοκιμάστηκαν σκληρά τα Ελληνικά τμήματα, όμως πέτυχαν όχι μόνο να αποκρούσουν τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των Τούρκων αλλά και να σταθεροποιήσουν τις θέσεις τους.
Παράλληλα, το βράδυ 11/12 Οκτωβρίου ο Εσσάτ πασά διέταξε τη σύμπτυξη των δυνάμεων του προς τη γραμμή Χάνι Εμίν Αγά-χ. Πεστά, φοβούμενος πιθανή αποκοπή των δυνάμεων του. Η σύμπτυξη των Τούρκων επέτρεψε στον Ελληνικό στρατό να απελευθερώσει τη Φιλιππιάδα στις 12 Οκτωβρίου. Η ευνοϊκή εξέλιξη των επιχειρήσεων στην Ήπειρο έπεισε το Υπουργείο Στρατιωτικών να τερματίσει την αμυντική στάση που μέχρι τότε τηρούσε ο Στρατός Ηπείρου και να του αναθέσει την απελευθέρωση όλης της Ηπείρου.
Παράλληλα, το Απόσπασμα του Ταγματάρχη Σπηλιάδη άρχισε να κινείται από τις 20 Οκτωβρίου προς την Πρέβεζα με σκοπό την απελευθέρωση της πόλης, με την υποστήριξη της ναυτικής Μοίρας που βρισκόταν στον Αμβρακικό κόλπο. Η κατάληψη της Νικόπολης από το Απόσπασμα και η πίεση που άσκησαν οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων ανάγκασαν τον Τούρκο διοικητή της Πρέβεζας να παραδώσει την πόλη στις 21 Οκτωβρίου.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Πρέβεζας, το Απόσπασμα του Υπολοχαγού Μηχανικού Δημητρίου Μπότσαρη εγκαταστάθηκε αμυντικά στον Αχέροντα ποταμό, για να εξασφαλίσει το αριστερό πλευρό και τα νώτα του Στρατού Ηπείρου από τη θάλασσα. Στο μεταξύ, για την προστασία των χριστιανικών χωριών από τις επιδρομές των άτακτων Τουρκαλβανών, συγκροτήθηκε το Απόσπασμα του Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Σταματίου Μήτσα, το οποίο μαζί με εθελοντικά σώματα Κρητών και Ηπειρωτών Προσκόπων κινήθηκαν προς το Μέτσοβο και το απελευθέρωσαν στις 31 Οκτωβρίου.
Ταυτόχρονα, η Φρουρά Μετσόβου, κατόπιν αίτησης του Φρουράρχου, λόγω έντονης επιθετικής δραστηριότητας των Τούρκων, ενισχύθηκε από το Απόσπασμα Δυτικής Μακεδονίας, το Σώμα των Γαριβαλδινών και άλλα τμήματα. Με τις επιχειρήσεις που διεξήγαγε από την έκρηξη του πολέμου, ο Στρατός Ηπείρου κατόρθωσε να καταλάβει την περιοχή των Πέντε Πηγαδιών, να απελευθερώσει την Πρέβεζα, το Μέτσοβο και τη Χειμάρρα (5 Νοεμβρίου) και να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων και της περιοχής βόρειας αυτής, που ήταν και ο τελικός αντικειμενικός σκοπός.
Η απελευθέρωση της Πρέβεζας
Η επιτυχία της κατάληψης της Φιλιππιάδας δεν άφησε ασυγκίνητο το Υπουργείο Στρατιωτικών, που έστειλε για ενίσχυση του Στρατού Ηπείρου το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών, δύναμης 2.000 ανδρών. Τώρα ο Σαπουντζάκης μπορούσε και επίσημα να διεξάγει επιθετικές επιχειρήσεις. Η αλλαγή αυτή επικυρώθηκε με Διαταγή της 19ης Οκτωβρίου. Στην κίνησή του προς τα Ιωάννινα, ο «Στρατός της Ηπείρου» δεν μπορούσε να αφήσει την Πρέβεζα στα χέρια των Τούρκων, απειλώντας τα νώτα του.
Ακόμη περισσότερο, η Πρέβεζα ήταν απαραίτητη σαν κέντρο εφοδιασμού, λόγω του λιμανιού της. Στις 14 Οκτωβρίου, το Αρχηγείο του Στρατού Ηπείρου συγκρότησε δύο «Τομείς»: Τον Αριστερό, για να καταλάβει τα υψώματα βόρεια του χωριού Άγιος Γεώργιος και να ελέγξει την οδό Φιλιππιάδας Ιωαννίνων, και τον Δεξιό, με αποστολή να καταλάβει τη γραμμή των υψωμάτων Καστρί – Γοργόμυλος – ύψωμα 1429.
Παράλληλα, συγκροτήθηκαν δύο Αποσπάσματα, του Υπολοχαγού (ΜΧ) Δημητρίου Μπότσαρη με αποστολή την κάλυψη του αριστερού, και του Συνταγματάρχη Παναγιώτη Σπηλιάδη, με αποστολή την απελευθέρωση της Πρέβεζας. Και τις επόμενες μέρες έφτασαν και τα νέα σώματα εθελοντών, και το Υπουργείο Στρατιωτικών διόρισε Διοικητή όλων των εθελοντικών σωμάτων Ηπείρου τον Συνταγματάρχη (ΜΧ) Αριστοτέλη Κόρακα.
Στις 18 Οκτωβρίου, στο δεξιό πλευρό του Δεξιού Τομέα, το 3ο Ανεξάρτητο Τάγμα Ευζώνων, προωθούμενο προς το εγκαταλειμμένο Ανώγειο, ήρθε σε επαφή με Τουρκικές δυνάμεις, που προσπάθησαν να το κυκλώσουν από τα νώτα. Το Τάγμα αναγκάστηκε να συμπτυχθεί. Ενώ ο Αριστερός Τομέας, προωθήθηκε στα δυτικά του Αγίου Γεωργίου, εκτελώντας «επιθετική αναγνώριση» μεταξύ Φιλιππιάδας και Θεσπρωτικού.
Η επιχείρηση κατάληψης της Πρέβεζας ξεκίνησε το Σάββατο 20 Οκτωβρίου. Ο καιρός … Πρεβεζάνικος. «Υπό καιρόν ακατάστατον και συνεχή βροχήν εξεκίνησεν ο Ελληνικός στρατός κατά της Πρεβέζης το παρελθόν Σάββατον περί ώραν 3ην πρωινήν», έγραφε ο απεσταλμένος της εφημερίδας «ΕΣΠΕΡΙΝΗ».
Η Τουρκική φρουρά της πόλης, μαζί με άτακτους Αλβανούς, συνολικά σχεδόν 1.200 άνδρες, είχε οχυρωθεί στην Ακρόπολη της αρχαίας Νικόπολης και σε χαρακώματα στους δίπλα ελαιώνες, με προφυλακές στο ύψωμα Φλάμπουρα, δίπλα στον δρόμο Άρτας Πρέβεζας. Τα Τουρκικά πυροβόλα είχαν ταχθεί στην Ανάληψη και στη Βρύση Πασά.
Το Απόσπασμα Σπηλιάδη, αποτελούμενο από μονάδες Τακτικού Στρατού, Κρήτες εθελοντές και 200 περίπου Ηπειρώτες υπό τον Κώστα Τζώρτζη, πήρε θέσεις στις απέναντι βουνοπλαγιές, στα υψώματα που ήταν γνωστά ως «Κονίσματα» και ύστερα από σύντομη μάχη, κατάφερε να απωθήσει τις Τουρκικές προφυλακές από τα Φλάμπουρα και στη συνέχεια έλαβε επαφή με την κύρια γραμμή άμυνας στη Νικόπολη.
Από τα δεξιά κινήθηκαν κυκλωτικά οι Κρητικοί έχοντας επί κεφαλής τον Μάνο και τους αρχηγούς του Δ. Μαλιντρέτο, Ε. Κλάδο και Π. Παρασχάκη. Διασχίζοντας σχεδόν 800 μέτρα ακάλυπτου εδάφους, κατάφεραν να διώξουν τους Τούρκους που φύλαγαν το άκρο των ερειπίων, με μοναδικές απώλειες 14 τραυματίες, ανάμεσά τους ο αρχηγός Παρασχάκης που χτυπήθηκε σοβαρά στο δεξί χέρι, αλλά και ο ίδιος ο Μάνος που τραυματίστηκε τρεις φορές, ευτυχώς ελαφρά. Η πρώτη σφαίρα τον βρήκε στο δάχτυλο, η δεύτερη ξυστά στο πόδι και η τρίτη στο υπογάστριο.
Αυτή τρύπησε το παντελόνι και τη σκελέα, αλλά ίσα που άγγιξε το δέρμα, προκαλώντας αργότερα τα κουζούρια των Κρητικών. Για να μη μείνει με τρύπια ρούχα, τα άλλαξε μετά τη μάχη με ένα καινούργιο Τούρκικο παντελόνι και μια Τούρκικη βαριά κάπα. Σαν χάθηκε το άκρο της εχθρικής άμυνας, οι θέσεις τους παίρνονταν μία μετά την άλλη. Τα Ελληνικά τμήματα βάλλονταν από τρεις πλευρές:
Από το εχθρικό Πεζικό, από τα πυροβολεία της Νικόπολης και από μία εξοπλισμένη με πολυβόλα Maxim Τουρκική βενζινάκατο. Αλλά χάρη στην τόλμη της 6ης Πυροβολαρχίας του Υπολοχαγού Χαβίκη, η άκατος βυθίστηκε και σύντομα σίγησαν και τα Τουρκικά πυροβόλα. Με επί κεφαλής τον έφιππο Σπηλιάδη και το Διοικητή του Πεζικού Δούλη, τρεις Λόχοι του 3/15 Τάγματος επιτέθηκαν ορμητικά και διέσπασαν την εχθρική άμυνα, ενώ οι Ηπειρώτες εθελοντές «Πρόσκοποι» του Τζώρτζη πήραν το πυροβολείο που ήταν στον Κόλπο του Μύτικα.
Η μάχη αυτή βάστηξε ως τις 3 περίπου, και μία ώρα μετά, ο Μάνος έστησε τις σημαίες του σώματός του στα πυροβολεία της Ανάληψης και της Βρύσης Πασά. Οι Ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε 15 περίπου σοβαρά τραυματισμένους, ενώ οι Τούρκοι είχαν σχεδόν 150 νεκρούς και τραυματίες, και συνελήφθη και ένας αιχμάλωτος. Οι Τούρκοι άφησαν τις θέσεις τους, υποχώρησαν στην Πρέβεζα και κλείστηκαν στο Φρούριο.
Την επιχείρηση υποστήριξαν από θαλάσσης και οι Κανονιοφόροι «Α» και «Δ» της Μοίρας Ιονίου, με Διοικητή τον Πλοίαρχο Δαμιανό, που είχαν διεισδύσει παράτολμα στον Αμβρακικό κόλπο τις πρώτες ώρες της 4ης Οκτωβρίου 1912. Οι δύο Κανονιοφόροι, η «Α» με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Μακά και η «Δ» με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Μπούμπουλη, συμμετείχαν ενεργά στη μάχη, βάλλοντας κατά του φρουρίου της Νικόπολης, εξουδετερώνοντας το παράκτιο Πυροβολείο, βυθίζοντας το Τορπιλοβόλο «Τοκάτ» και βάλλοντας κατά του Τορπιλοβόλου «Αττάλια» που αυτοβυθίστηκε για να μην παραδοθεί.
Η Πρέβεζα αποκλείστηκε από στεριά και θάλασσα. Ελληνικά πυροβόλα που στήθηκαν στο πυροβολείο της Ανάληψης έριξαν 4 βολιδοφόρες οβίδες, από τις οποίες μία χτύπησε το Φρούριο, σπέρνοντας πανικό. Τα Αρχεία του ΓΕΣ λένε ότι ο Τούρκος Διοικητής, Ταγματάρχης Mehmet Asaf ήθελε να αμυνθεί μέχρις ενός, και ότι «… μόνον κατόπιν επιμόνων πιέσεων που εδέχθη εις την σύσκεψιν που εγένετο εις το παραλιακόν Τουρκικόν Λιμεναρχείον, αλλάζει γνώμην και αποφασίζει την ειρηνικήν παράδοσιν της πόλεως …»
Άλλοι λένε ότι αυτός κάλεσε τους Προξένους για μεσολαβητές. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, στη σύσκεψη συμμετείχαν οι Πρόξενοι της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Αυστρίας, ο Δήμαρχος Χαλήλ Εφένδης και πολλοί Προύχοντες. Και το Πρωτόκολλο Παράδοσης της πόλης υπογράφηκε στις 3 τη νύχτα της 20ής προς 21η Οκτωβρίου στη Νικόπολη, μεταξύ του Π. Σπηλιάδη, του εκπροσώπου του Mehmet Asaf διερμηνέα Σελιαλεντίν και των Προξένων Καλ. Κονεμένου, Δ. Σκέφερη και J. Meischner.
Το μεσημέρι της 21ης Οκτωβρίου, ο Σπηλιάδης εισήλθε έφιππος στη σημαιοστολισμένη Πρέβεζα, κάτω από τις ζητωκραυγές των Ελλήνων κατοίκων της πόλης. 810 Τούρκοι, με επί κεφαλής 2 ανώτερους και 56 κατώτερους Αξιωματικούς, είχαν παραταχθεί στην παραλία με τα όπλα στο έδαφος. Ανάμεσά τους ήταν και 150 περίπου Αρβανίτες αντάρτες, με επί κεφαλής δέκα φυλάρχους τους, φανατικούς μισέλληνες, που αν και ήταν γνωστοί, ωστόσο δεν πειράχτηκαν. Από τους αιχμαλώτους έγινε γνωστό ότι όχι μόνο αγνοούσαν τις ήττες του Στρατού τους σε όλα τα μέτωπα, αλλά από τις εφημερίδες τους μάθαιναν ότι είχαν φτάσει μέχρι τη Θήβα και ότι σε ναυμαχία είχαν καταλάβει τον «Αβέρωφ».
Η μάχη της Νικόπολης στοίχησε στο στρατό μας 10 νεκρούς και 56 τραυματίες μόνο. Οι Τουρκικές απώλειες ξεπέρασαν του 150 νεκρούς και τραυματίες. Η αξία των λαφύρων ξεπέρασε τα 8.000.000 δραχμές. Μεταξύ τους 20 πυροβόλα, κυρίως τοπομαχικά, 2 μυδραλιοβόλα, 15.000 όπλα Mauser και Martini, μία αποθήκη άκαπνης πυρίτιδας, χιλιάδες βλήματα πυροβόλων, αυτοκίνητα, ιματισμός, φάρμακα, εργαλεία και 8.000 σάκκοι αλεύρι που προοριζόταν για το Στρατό στα Ιωάννινα.
Οι Επιθετικές Επιχειρήσεις κατά της Οχυρωμένης Τοποθεσίας των Ιωαννίνων
Στις 20 Νοεμβρίου η Ελληνική κυβέρνηση γνωστοποίησε στον αρχηγό του Στρατού Ηπείρου ότι επιβαλλόταν η απελευθέρωση των Ιωαννίνων πριν την κατάπαυση των εχθροπραξιών λόγω της έναρξης των διαπραγματεύσεων ειρήνης. Έτσι, μέχρι στις 27 Νοεμβρίου ολοκληρώθηκε η συγκέντρωση των δυνάμεων, οι οποίες συγκροτούνταν ως εξής: στα ανατολικά, το Α΄ Μικτό Απόσπασμα, στο κέντρο το Β΄ Μικτό Απόσπασμα και στα δυτικά, η ΙΙ Μεραρχία, που είχε μεταφερθεί από τη Θεσσαλονίκη.
Την κυρία προσπάθεια είχε η ΙΙ Μεραρχία, ενεργώντας κατά του δεξιού των Τούρκων, οι οποίοι αμύνονταν στην ευρύτερη περιοχή των Πεστών, που αποτελούσε το προπύργιο της τοποθεσίας των Ιωαννίνων. Στο διήμερο αγώνα (29-30 Νοεμβρίου) που ακολούθησε οι Ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να καταλάβουν τα Πεστά και να λάβουν στενή επαφή με την οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και υποχρεώθηκαν να ανακόψουν την προέλασή τους.
Η φύσει αμυντική ισχύς του υψιπέδου Ιωαννίνων είχε επαυξηθεί από την Τουρκική διοίκηση με τεχνητή οχύρωση, δηλαδή με πολλά μόνιμα και ημιμόνιμα έργα που είχαν κατασκευαστεί από τον καιρό της ειρήνης. Την ευθύνη της κατασκευής των έργων είχε ο Διοικητής Πυροβολικού της Φρουράς Ιωαννίνων Αντισυνταγματάρχης Vechip Bey, υπό την επίβλεψη του Γερμανού Στρατηγού Von der Goltz από το 1909.
Το μεγαλύτερο βάρος της οχύρωσης είχε ριφθεί στο νότιο τομέα και κυρίως στα υψώματα της Μανολιάσας, του Αυγού και του Μπιζανίου, με σκοπό την απαγόρευση του άξονα Άρτα-Ιωαννίνων και την εξασφάλιση του συγκοινωνιακού και ανεφοδιαστικού κόμβου των Ιωαννίνων. Η πρώτη επίθεση κατά της Μανολιάσας και του Μπιζανίου έγινε την 1η Δεκεμβρίου από το Α΄ Μικτό Απόσπασμα και τη ΙΙ Μεραρχία, στα δύο άκρα, ενώ στο κέντρο το Β΄ Μικτό Απόσπασμα παρέμεινε στις θέσεις του, απασχολώντας τον εχθρό.
Στον τομέα της ΙΙ Μεραρχίας, παρά τις αρχικές επιτυχίες της, η μεραρχία αναγκάστηκε να εγκατασταθεί αμυντικά στα νότια υψώματα της Μανολιάσας λόγω σφοδρής αντεπίθεσης που εξαπέλυσε η 21η Μεραρχία που είχε έλθει από το Μοναστήρι ως ενίσχυση. Το Α΄ Μικτό Απόσπασμα εξουδετέρωσε τις Τουρκικές αντιστάσεις στην περιοχή της Αετοράχης, αλλά καθηλώθηκε στις 3 Δεκεμβρίου από τα πυρά του Οχυρού Μπιζανίου και παράλληλα δέχθηκε αντεπίθεση κατά των δύο πλευρών του, με αποτέλεσμα να επανέλθει στις αρχικές του θέσεις.
Οι Τούρκοι, αφού πέτυχαν να αναχαιτίσουν την Ελληνική επίθεση, ανέλαβαν την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων και στο διάστημα 4-10 Δεκεμβρίου εξαπέλυσαν επιθέσεις σε ολόκληρο το μέτωπο. Τα Ελληνικά τμήματα αντέταξαν πείσμονα αντίσταση, αλλά υπέστησαν σοβαρές απώλειες, κυρίως στον τομέα του Α΄ Μικτού Αποσπάσματος, όπου τα πυκνά και εύστοχα πυρά πυροβολικού του Οχυρού Μπιζανίου προκάλεσαν και κλονισμό του ηθικού των αντρών. Ωστόσο, οι ενισχύσεις που κατέφθασαν συνέβαλαν στη σταθεροποίηση του μετώπου και στην ύφεση της Τουρκικής επιθετικότητας.
Η διαμορφωθείσα κατάσταση στην Ήπειρο και η εξέλιξη των διαπραγματεύσεων στο Λονδίνο οδήγησαν την Ελληνική κυβέρνηση στην απόφαση για ταχύτερο τερματισμό των πολεμικών επιχειρήσεων στην περιοχή. Η ενίσχυση των εκεί Τουρκικών δυνάμεων από την περιοχή του Μοναστηρίου και η πεποίθηση ότι ο Βουλγαρικός κίνδυνος στη Μακεδονία δεν ήταν άμεσος καθόρισαν ως πρωταρχικό στόχο την ανάγκη αποστολής ενισχύσεων στην Ήπειρο.
Έτσι, από τις 12 Δεκεμβρίου άρχισε η θαλάσσια μεταφορά των IV και VI Μεραρχιών από τη Θεσσαλονίκη στην Πρέβεζα για την άμεση ενίσχυση του μετώπου της Ηπείρου. Εκτός από τις δύο μεραρχίες, έφτασε στην Πρέβεζα, στις 29 Δεκεμβρίου, από τη Χίο, το 7ο Σύνταγμα Πεζικού της ΙΙ Μεραρχίας (Απόσπασμα Χίου).
Μετά την ενίσχυση του Στρατού Ηπείρου και την ολοκλήρωση των προπαρασκευαστικών ενεργειών για την επανάληψη των επιθετικών ενεργειών στις 5 Ιανουαρίου 1913, ο Αντιστράτηγος Σαπουντζάκης αντικαταστάθηκε από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος με απόφαση της κυβέρνησης διοριζόταν αρχιστράτηγος όλων των Ελληνικών δυνάμεων στη Μακεδονία και την Ήπειρο.
Στις 10 Ιανουαρίου ο Διάδοχος Κωνσταντίνος έφτασε στην Ήπειρο και εγκατέστησε το Στρατηγείο του στη Φιλιππιάδα και, αφού ενημερώθηκε για τη γενική κατάσταση και την πρόοδο των επιχειρήσεων, αποφάσισε να επιτεθεί κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας Μπιζανίου, μετά από κατάλληλη ανασυγκρότηση των μονάδων του Στρατού Ηπείρου. Παράλληλα, λήφθηκαν μέτρα για την ανάπαυση των τμημάτων της πρώτης γραμμής, τα οποία είχαν καταπονηθεί υπερβολικά από τον παρατεταμένο αγώνα.
Στις 17 Ιανουαρίου ο αρχιστράτηγος, με επιστολή του προς το διοικητή του Στρατού Ιωαννίνων, Εσσάτ πασά, πρότεινε την παράδοση της πόλης των Ιωαννίνων, προκειμένου να αποφευχθεί η αιματοχυσία και η καταστροφή της πόλης, αλλά ο Τούρκος διοικητής αρνήθηκε να παραδοθεί. Μετά την απόρριψη των Ελληνικών προτάσεων και μέχρι την εκτόξευση της επίθεσης, οι μονάδες του Στρατού Ηπείρου επιδόθηκαν στην οργάνωση και βελτίωση των θέσεων τους, στην εκτέλεση αναγνωρίσεων, στην εξασφάλιση των γραμμών ανεφοδιασμού και επικοινωνιών και στην αναδιάταξη των τμημάτων τους, ενώ δεν έλειπαν οι αναγνωριστικές επιθέσεις και οι ανταλλαγές πυρών.
Στο πλαίσιο των επιτελικών προετοιμασιών, το Ελληνικό σχέδιο ενεργείας, παρά το γεγονός ότι αρχικά προέβλεπε την εκδήλωση της επίθεσης με κυρία προσπάθεια κατά του Μπιζανίου, μεταβλήθηκε ριζικά. Έτσι, κατόπιν επανεκτίμησης της κατάστασης, αποφασίστηκε να εκδηλωθεί η επίθεση κατά του δυτικού τμήματος της οχυρωμένης τοποθεσίας.
Για τον καλύτερο συντονισμό των προσπαθειών, στις 19 Φεβρουαρίου 1913 οι Ελληνικές δυνάμεις συγκροτήθηκαν σε διοικήσεις με την εξής διάταξη: – Δεξιά, το Α΄ Τμήμα Στρατιάς (Ταξιαρχία Μετσόβου, VI και VIII Μεραρχίες) αναπτύχθηκε από το χ. Αετοράχη και βορειοανατολικότερα μέχρι το Δρίσκο. – Κέντρο, η ΙΙ Μεραρχία αναπτύχθηκε στα υψώματα του χ. Θεριακήσι και το ύψωμα Αυγό. – Αριστερά, το Β΄ Τμήμα Στρατιάς συγκροτήθηκε σε τρεις φάλαγγες, στην περιοχή του Ολίτσικα και της Μανολιάσας και θα ενεργούσε την κυρία προσπάθεια.
Από τα 51 τάγματα συνολικά, τα 23 διατέθηκαν κατά του μετώπου της Μανολιάσας Τσούκας. Ο Ελληνικός ελιγμός απέβλεπε σε αιφνιδιαστική υπερκέραση του Οχυρού Μπιζανίου από τα δυτικά με ταυτόχρονη εκδήλωση μετωπικής επίθεσης στον κεντρικό και ανατολικό τομέα και σε παραπλανητικές ενέργειες στην ευρύτερη περιοχή για την αγκίστρωση των εκεί Τουρκικών δυνάμεων. Από πλευράς των Τούρκων, την τοποθεσία υπερασπίζονταν η 23η Μεραρχία Ενεργού Στρατού, η 2η και 3η Έκτακτη Μεραρχία και η Μεραρχία Εφέδρων Ιωαννίνων.
Το Τουρκικό σχέδιο ενεργείας προέβλεπε σταθερή άμυνα στην οχυρωμένη τοποθεσία, με βάρος στα υψώματα του Μπιζανίου και της Καστρίτσας για την απαγόρευση των κατευθύνσεων προς τα Ιωάννινα. Από τις 16 μέχρι τις 19 Φεβρουαρίου έγιναν όλες οι απαραίτητες προκαταρκτικές ενέργειες και η συγκέντρωση των μονάδων του Β΄ Τμήματος Στρατιάς που θα ενεργούσαν την κυρία επίθεση. Παράλληλα, η Μοίρα Ιονίου του Ελληνικού στόλου εκτελούσε βολές κατά Τουρκικών θέσεων στους Αγίους Σαράντα και εικονικές αποβάσεις με σκοπό την αγκίστρωση των Τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή.
Στις 19 Φεβρουάριου το Ελληνικό πυροβολικό άρχισε βολές προπαρασκευής εναντίον προκαθορισμένων στόχων στα Οχυρά Μπιζάνι και Καστρίτσα, ενέργεια που συνεχίστηκε και την επομένη, ημέρα της γενικής επίθεσης, προκειμένου να δοθεί η εντύπωση στον εχθρό ότι η κύρια επίθεση θα εκδηλωνόταν κατά του Μπιζανίου.
Η Μάχη του Μπιζανίου
Με την έναρξη του Ελληνο-Τουρκικού πολέμου 1912-13, η Στρατιά Θεσσαλίας υπό τον Διάδοχο-Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, που αποτελούσε τον κύριο όγκο του Ελληνικού Στρατού, προέλασε προς Βορρά, ενώ η Στρατιά Ηπείρου υπό τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη Κων/νο, συνολικής δυνάμεως περίπου Μεραρχίας, είχε αρχική αποστολή « την παρακώληση πάσης παραβιάσεως της μεθορίου μεταξύ Μετσόβου, Άρτας και Αμβρακικού κόλπου». Την 6η Οκτωβρίου 1912 η Στρατιά Ηπείρου διέβη αιφνιδιαστικά τον Άραχθο ποταμό και ήχθη στη περιοχή Ξηροβουνίου.
Στη συνέχεια κατέλαβε τη Φιλιππιάδα και τις επί του Λούρου ποταμού γέφυρες, και εν συνεχεία την Πρέβεζα, που αποτέλεσε στη συνέχεια την βάση ανεφοδιασμού των επιχειρήσεων. Μετά τις επιτυχίες αυτές και λόγω της ευμενούς εξελίξεως των επιχειρήσεων στην Μακεδονία, το Υπουργείο Στρατιωτικών ενίσχυσε την Στρατιά Ηπείρου την 17η Οκτωβρίου με ένα Σύνταγμα Κρητών και μετέβαλε την αποστολή της Στρατιάς Ηπείρου από αμυντική σε επιθετική.
Το τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου η Στρατιά ενισχύεται με την ΙΙ Μεραρχία από το μέτωπο της Μακεδονίας, και ενεργεί από 1 έως 3 Δεκεμβρίου την πρώτη επίθεση κατά των υψ. Μπιζανίου και Μανωλιάσας, άνευ όμως αποτελέσματος. Την 14η Δεκεμβρίου αποβιβάζεται στη Πρέβεζα η ΙV Μεραρχία και την 28η του ιδίου η VIη Μεραρχία.
Μετά τις ενισχύσεις αυτές από 7ης μέχρι 10ης Ιανουαρίου 1913 ενεργείται και πάλι ανεπιτυχής επίθεση κατά του Μπιζανίου , και το μέτωπο σταθεροποιείται προ της οχυρωμένης τοποθεσίας Μπιζανίου. Στις 10 Ιανουαρίου 1913 φθάνει στην Ήπειρο από τη Θεσσαλονίκη ο Αρχιστράτηγος-Διάδοχος Κωνσταντίνος με το Γενικό Στρατηγείο και αναλαμβάνει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων.
Το Πεδίο της Μάχης
Η οχυρά τοποθεσία του Μπιζανίου παρουσίαζε μια εκτεταμένη περιφερειακή οργάνωση σε απόσταση 8-10 χλμ από τη πόλη των Ιωαννίνων. Περιελάμβανε μόνιμα και ημιμόνιμα οχυρωματικά έργα, μόνιμα πυροβολεία, πυροβολεία εκ σκυροδέματος και χαρακώματα, που σχεδιάστηκαν και εκτελέστηκαν υπό την επίβλεψη της Γερμανικής Στρατιωτικής Αποστολής. Προς Βορρά στα υψ. Γαρδίκι – Παλαιόκαστρο υπήρχαν 5 ημιμόνιμα πυροβολεία και οργανώσεις πεζικού, προς ΒΑ ανά ένα ημιμόνιμο πυροβολείο υπήρχε στο Πέραμα και στη νησίδα Ιωαννίνων.
Προς Ν 4 ημιμόνιμα πυροβολεία και οχυρώσεις πεζικού υπήρχαν στον ορεινό όγκο Μπιζανίου, και Δυτικά στα υψώματα Σαδοβίτσας-Δουρούτι-Μεγ. Τσούκας- Αγ. Σάββα- Αγ. Νικολάου- Μανωλιάσας υπήρχαν συνολικά 7 ημιμόνιμα πυροβολεία και οργανώσεις πεζικού. Η κύρια γραμμή αντιστάσεως Ννοτίως και Δυτικώς του Μπιζανίου εκτείνετο προς Βορρά δια της Πεδινής στο οροπέδιο Δουρούτη μέχρι Σαδοβίτσα, ενώ τα υψώματα Μανωλιάσης, Αγίου Νικολάου, Τσούκας και Μοσπίνας αποτελούσαν προκεχωρημένη γραμμή αντιστάσεως.
Η Διάταξη των Αντιπάλων
Α. Ελλήνων
Από Μονάδες που αρχικά αποτέλεσαν την Στρατιά Ηπείρου συγκροτήθηκε η Μεραρχία Ηπείρου (την 12η Δεκεμβρίου 1912 ονομάσθηκε VIIIη Μεραρχία). Επίσης συγκροτήθηκαν η Μικτή Ταξιαρχία Μετσόβου, το Σύνταγμα Ιππικού Ηπείρου και τα αποσπάσματα Αχέροντα, Πρεβέζης και Χειμάρας. Οι δυνάμεις αυτές ενισχύθηκαν, όπως προαναφέρθηκε με τα Σύνταγμα Κρητών και τις ΙΙα, IVη και VIη Μεραρχίες.
Το σύνολο των δυνάμεων ανήρχετο σε 51 Τάγματα, 33 διμοιρίες πολυβόλων, 14 πεδινές πυροβολαρχίες, 10 ορειβατικές, 2 βαρείες, 3 ίλες και 3 ημιλαρχίες. Αξιοσημείωτη ήταν η χρησιμοποίηση στολίσκου 4 πολεμικών αεροσκαφών στο πεδίο της μάχης.Οι δυνάμεις αυτές για το συντονισμό τους συγκροτήθηκαν σε Διοικήσεις υπό τη Στρατιά και πήραν την εξής δάταξη :
1) Α΄ τμήμα Στρατιάς, με
(α) Τη Μικτή Ταξιαρχία Μετσόβου ( 4ο Σύνταγμα , 24ο Σύνταγμα (1 Τάγμα ), 2 ανεξάρτητα Τάγματα και 2 Ορ. Πυροβολαρχίες ), από το Μέτσοβο μέχρι τις Αν. υπώρειες του Δρίσκου.
(β) Την VIη Μεραρχία ( 1ο Σύνταγμα, 2 πεδινές πυροβολαρχίες, λόχο μηχανικού και μία ημιλαρχία ) από τη γέφυρα Παπαδάκη μέχρι την οδό Αετοράχη- Κουτσελιό.
(γ) Την VIIIη Μεραρχία ( 2ο Σύνταγμα Ευζώνων, το Σύνταγμα Κρητών, 3 πεδινές πυροβολαρχίες και λόχο μηχανικού στην Αετοράχη.
Στο Α΄ Τμήμα Στρατιάς διατέθηκαν επίσης ταγμένα στο Ελληνικό 2 πυροβόλα 105 χιλ και απόσπασμα μηχανικού των 100 ανδρών για την εκκαθάριση των εχθρικών συρματοπλεγμάτων.
2) ΙΙα Μεραρχία
Με το 9ο Σύνταγμα ( 2 Τάγματα, λόχος Ευζώνων, λόχος Πεζικού, λόχο μηχανικού, 3 πεδινές πυροβολαρχίες και μία ημιλαρχία ) στο λόφο Αυγό μέχρι τα υψώματα Θεριακίσι, Ιππαστί της οδού Πρέβεζα-Ιωάννινα.
3) Β΄ Τμήμα Στρατιάς, με τρείς Φάλαγγες.
(α) 1η Φάλαγγα ( 8ο Σύνταγμα , ΙΙΙο Τάγμα του 9ου Συντάγματος , δύο Τάγματα του 11ου Συντάγματος , 4 πολυβόλα, δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες και λόχο μηχανικού ) στα υψώματα της Μανωλιάσας.
(β) 2η Φάλαγγα ( 15ο Σύνταγμα , 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, δύο Τάγματα του 3ου Συντάγματος , 1 Τάγμα του 17 Συντάγματος, 2 ορειβατικές πυροβολαρχίες και ουλαμό μηχανικού ) στη στενωπό Μανωλιάσας.
(γ) 3η Φάλαγγα ( 7ο Σύνταγμα, 1ο Σύνταγμα, 2 πολυβόλα, δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες, ουλαμό μηχανικού, μία ημιλαρχία και το Απόσπασμα Ολύτσικα δυνάμεως 2 Ταγμάτων και τμήματα εθελοντών ) στο χωριό Μπαουσιοί.
4) Λοιπές Δυνάμεις
Απόσπασμα Αχέροντα ( 4 Τάγματα, 4 πολυβόλα, 5 πυροβόλα )στη περιοχή Παραμυθιάς, Απoσπάσματα Πρέβεζας-Λούρου – Φιλιπιάδας( ανά 2 Τάγματα ) στις αντίστοιχες περιοχές, Απόσπασμα Χειμάρας ( 1 Τάγμα, 2 Πυροβόλα ) στη Χειμάρα, Σύνταγμα Ιππικού Ηπείρου (3 ίλες, δύο πολυβόλα) στη περιοχή Χάνι Εμίν Αγά, Πυροβολικό ( 6 πεδινές πυροβολαρχίες και 2 βαρειές ( 24 πεδινά πυροβόλα, 4 των 105 και 6 των 150 χιλιοστών) για Γενική Υποστήριξη, Αεροπορία ( Στολίσκος 4 πολεμικών αεροσκαφών) προς Γενική Υποστήριξη Στρατιάς.
Β. Τούρκων
Ο τουρκικός Στρατός είχε αρχιστράτηγο τον Εσάτ Πασά και η δύναμη του ανήρχετο σε 27500 άνδρες. Η δύναμη αυτή υποστηρίζονταν με 83 πυροβόλα στη περιοχή Μπιζανίου-Καστρίτσης- Κουτσελιού, 19 στο μέτωπο Μανωλιάσης-Αγίου Νικολάου – Καστρίτσας και 10 στη περιοχή Δουρούτη-Σαδοβίτσας.
Τα Σχέδια Ενεργείας – Οι Αποστολές Αντιπάλων
Α. Ελλήνων
Το σχέδιο ενεργείας των Ελλήνων προέβλεπε την αιφνιδιαστική επίθεση στο δεξιό της εχθρικής διατάξεως για την υπερκέραση της οχυρωμένης τοποθεσίας των Ιωαννίνων και συγχρόνως καθήλωση του υπολοίπου εχθρικού μετώπου με παραπλανητικές κινήσεις και βολές πυροβολικού και πεζικού. Η απόφαση για την υπερκέραση του δεξιού του εχθρού ελήφθη την 15η του μηνός Φεβρουαρίου, ενώ μέχρι τότε προεβλέπετο υπερκέραση του εχθρού από τα αριστερά του.
Η κυρία προσπάθεια θα ενεργείτο κατά του Δυτικού μετώπου της οχυρωμένης τοποθεσίας την πρωία της 20ης Φεβρουαρίου από το Β΄ Τμήμα Στρατιάς, που θα επετίθετο κατά του μετώπου Αγίου Νικολάου-Τσούκας . Εντεύθεν προεβλέπετο συνέχιση της προελάσεως προς Δουρούτη και Σαδοβίτσα είτε υπό μόνης της 3ης Φάλαγγος είτε υπό της 2ας και 3ης, ενώ τα υπόλοιπα τμήματα του Τμήματος Στρατιάς θα εκινούντο στη πεδιάδα, στα νώτα του Μπιζανίου.
Το σύνολο του πυροβολικού της Στρατιάς και των IIας, VIης και VIIIης Μεραρχίας θα εκτελούσε από το πρωί της 19ης Φεβρουαρίου δραστική βολή κατά του λοιπού μετώπου, από πρωίας δε της 20ης θα ενισχύετο η βολή αυτή και από πυρά πεζικού για την συγκράτηση των προ του μετώπου εχθρικών τμημάτων.
Β. Τούρκων
Το σχέδιο των Τούρκων συνίστατο σε σθεναρά αντίσταση πάνω στη φύσει και θέσει οχυρά τοποθεσία των Ιωαννίνων για τη παρεμπόδιση της κατάληψης της πόλεως των Ιωαννίνων από τον Ελληνικό Στρατό.
Η Διεξαγωγή της Μάχης
α) Από την 16η μέχρι την 19η έλαβαν χώρα οι εξής ενέργειες:
Η Μοίρα του Ιονίου την 18η και 19η Φεβρουαρίου έκανε παραπλανητική απόβαση στους Αγ. Σαράντα. Η Ταξιαρχία Μετσόβου έλαβε επαφή με την τοποθεσία Δρίσκος-Κοντοβράκι. Το πυροβολικό, από της10ης Φεβρουαρίου και εντονώτερα από την πρωία 19ης Φεβρουαρίου άρχισε σφοδρά πυρά προπαρασκευής, σύμφωνα με το καταρτισθέν σχέδιο.
β) Την 20η Φεβρουαρίου έλαβαν χώρα τα εξής:
(1) 3η Φάλαγξ
(α) Το απόσπασμα Ολύτσικα, επιτεθέν από της πρωίας, κατέλαβε τον αυχένα Μουσπίνας-Αγίου Βλασίου.
(β) Διλοχία από τους λόχους 5/1και 3/11 κατέλαβε τον αυχένα Τσαβίδα, και πληροφορηθείσα ότι τα οχυρά Τσούκας και Αγ. Νικολάου είχαν καταληφθεί, αποσύρθηκε και εγκαταστάθηκε στην Κοσμηρά.
(γ) Το I/11 Τάγμα και διλοχία 7oυ Συντάγματος κατόπιν σκληρού αγώνος κατέλαβαν υψ. Αγ. Νικολάου, Νοτίως Κοσμηρά. Οι Τούρκοι ετράπησαν εις φυγή και κυριεύθηκαν 10 πυροβόλα και αρκετό υλικό.
(2) 1η Φάλαγξ
Κατόπιν σκληρού αγώνα, μέχρι την μεσημβρία επετεύχθη η κατάληψη όλων των περί την Μανωλιάσα τουρκικών θέσεων. Οι Τούρκοι ετράπησαν εις φυγή προς Πεδινή-Αγ. Ιωάννη, αφήσαντες στο πεδίο της μάχης 6 πυροβόλα και αρκετό υλικό. Ο Διοικητής της Φάλαγγας εγκαταστάθηκε στη Μανωλιάσα.
(3) 2α Φάλαγξ
(α) Επιτέθηκε από το πρωί, κατέλαβε με την εμπροσθοφυλακή ( 1ο Σύνταγμα Ευζώνων και Ι/17 Τάγμα ) τον αυχένα ανατολικά του χωρίου Μελιγγιοί, και συγκεντρώθηκε στη Δωδώνη. Ο διοικητής της εμπροσθοφυλακής Ανχης Παπδόπουλος Διονύσιος, πληροφορηθείς ότι το υψ. Αγ. Νικολάου είχε καταληφθεί, συνέχισε την προέλαση του προς Ιωάννινα. Οι Τούρκοι, μετά την απόρριψη τους από όλο το μέτωπο Μανωλιάσας-Τσούκας ήταν υπό διάλυση και κινούνταν από την πεδινή προς Ιωάννινα. Στις 1700 ω καταλαμβάνεται η Πεδινή, και τα 8ο και 9ο Τάγματα Ευζώνων συνεχίζουν την καταδίωξη του εχθρού προς Ιωάννινα.
(β) Ο διοικητής της Φάλαγγος, που θεωρούσε την αποστολή του περαιωθείσα, απέστειλε διαταγή στο 1ο Σύνταγμα Ευζώνων να ανακόψει την προέλαση του και να εγκατασταθεί στη Πεδινή. Ο Διοικητής της εμπροσθοφυλακης δεν έλαβε τη διαταγή αυτή, συνέχισε την προέλαση του και μέχρι την 1800 ώρα το 9ο Τάγμα Ευζώνων υπό τον Ταγματάρχη Βελισσαρίου Ιωάννη κατέλαβε το χωρίο Αγ. Ιωάννης, όπου κυρίευσε πληθώρα πολεμικού υλικού και συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους. Με νεώτερη διαταγή του ο διοικητής της Φάλαγγος επετίμησε τον διοικητή εμπροσθοφυλακής για την προέλαση.
(γ) Η πρωτοβουλία του 1ου Συντάγματος Ευζώνων να αχθεί στα νώτα της εχθρικής διατάξεως, ενώ αντιστεκόταν ακόμα τα οχυρά Μπιζανίου, Καστρίτσας και Σαδοβίτσας, ανάγκασε τους Τούρκους να παραδοθούν. Στις 2300 της 20ης Φεβρουαρίου έφθασε στις προφυλακές του 9ου Τάγματος Ευζώνων αντιπροσωπία από τούρκους αξιωματικούς και τον επίσκοπο Δωδώνης, που οδηγήθηκε στο Γενικό Στρατηγείο για τη συζήτηση των όρων παράδοσης.
(4) ΙΙα Μεραρχία και Α΄ Τμήμα Στρατιάς
Η ΙΙα Μεραρχία έλαβε στενή επαφή με τα πρώτα χαρακώματα του Μπιζανίου. Οι VIη και VIIIη Μεραρχίες προώθησαν τη διάταξη τους στα 600μ από τα τουρκικά χαρακώματα. Τμήματα της VIης Μεραρχίας κατέλαβαν το χωριό Μουζακαίοι.
(5) Ταξιαρχία Μετσόβου
Επετέθη από πρωίας της 20ης και κατέλαβα τα υψ. Δρίσκου και Κοντοβράκι. Οι Τούρκοι υποχώρησαν προς Καστρίτσα.Εν τω μεταξύ ο διοικητής του 9ου Τάγματος Ευζώνων, οδηγών τους απεσταλμένους του Εσάτ Πασά αφίχθη την 0430 ω στο Γενικό Στρατηγείο. Την επομένη 22 Φεβρουαρίου εισήλθε στην πόλη των Ιωαννίνων σαν ελευθερωτής ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος. Την 23η Φεβρουαρίου δια της ημερησίας διαταγής εξήρε το κατόρθωμα της άλωσης του Φρουρίου των Ιωαννίνων:
«H Άλωση του Φρουρίου των Ιωαννίνων προσέθεσε μία ακόμα περίλαμπρον νίκη στα κατορθώματα σας. Αφού διασχίσατε την Μακεδονία και συντρίψατε δύο εχθρικάς Στρατιάς, ηλώσατε και Φρούριο το οποίο εθεωρείτο απόρθητον. Αι μεγάλαι στερήσεις και αι κακουχίαι, τας οποίας μετά τοιαύτης καρτερίας υπέστητε, αμιλλώνται προς την ανδρείαν σας».
Συμπεράσματα
α) Ο αιφνιδιασμός του εχθρού ως προς την περιοχή που θα εφηρμόζετο η Κυρία Προσπάθεια, επέτυχε πλήρως του σκοπού του. Η προσεκτική μελέτη από τον Αρχιστράτηγο όλων των παραγόντων, ήγαγε τούτον στην απόφαση να εφαρμόσει την Κυρία Προσπάθεια στο δεξιό, ενώ ανεμένετο στο αριστερό της εχθρικής διατάξεως.
β) Η πρωτοβουλία του διοικητού του 1ου Συντάγματος Ευζώνων και κυρίως των διοικητών των 8ου και 9ου Ταγμάτων να προωθηθούν στα νώτα της εχθρικής διατάξεως επιτάχυνε την παράδοση των Τούρκων, και αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για ηγήτορες στο πεδίο της μάχης.
γ) Οι πρωτοπόροι Έλληνες αεροπόροι ( Υπολοχαγός Μουτούσης-Υπολοχαγός Καμπέρος κ.ά ), με αποστολές αναγνωρίσεως και βομβαρδισμού των εχθρικών θέσων, πέτυχαν αξιόλογα αποτελέσματα, κυρίως στο ηθικό του εχθρού.
δ) Τέλος το επιθετικό πνεύμα του Έλληνος στρατιώτου και η αδάμαστος θέληση του για τη νίκη, είχαν σαν αποτέλεσμα την άλωση της φύσει και θέσει οχυράς τοποθεσίας των Ιωαννίνων.
Η Απελευθέρωση των Ιωαννίνων και η Εκκαθάριση της Δυτικής και Βόρειας Ηπείρου
Στην Ήπειρο διατέθηκε αρχικά δύναμη μιας μεραρχίας περίπου, υπό τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη Κωνσταντίνο, με αμυντική κυρίως αποστολή που απέβλεπε στην εξασφάλιση της μεθορίου, η οποία άρχιζε από το Άκτιο (στον Αμβρακικό κόλπο), περνούσε από την Άρτα και κατέληγε στα Τζουμέρκα, συνολικού αναπτύγματος 150 χιλιομέτρων περίπου.
Παρόλα αυτά, με την έναρξη του πολέμου, οι Ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο (Στρατός Ηπείρου) πέρασαν τον Άραχθο και αφού κατέλαβαν, μετά από σύντομο αγώνα, διάφορα δεσπόζοντα υψώματα στα βορειοδυτικά της Άρτας, προέλασαν προς την Πρέβεζα την οποία απελευθέρωσαν στις 21 Οκτωβρίου και την οργάνωσαν ως βάση εφοδιασμού τους.
Μετά τις παραπάνω επιτυχίες, αλλά και την ευμενή εξέλιξη των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, το Υπουργείο Στρατιωτικών ενίσχυσε το Στρατό Ηπείρου με διάφορες μονάδες από το Μακεδονικό μέτωπο και το εσωτερικό και μετέβαλε την αποστολή του από αμυντική σε επιθετική.
Επακολούθησαν σκληροί αγώνες, στη διάρκεια των οποίων τα Ελληνικά τμήματα κατέλαβαν στις 28 Οκτωβρίου την ισχυρή τοποθεσία Πέντε Πηγάδια και συνέχισαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των Τουρκικών δυνάμεων. Παράλληλα, άλλα Ελληνικά τμήματα, που εξόρμησαν από την περιοχή της Καλαμπάκας, απελευθέρωσαν στις 31 Οκτωβρίου το Μέτσοβο.
Στο μεταξύ όμως οι συνθήκες του αγώνα είχαν μεταβληθεί σημαντικά, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και της σοβαρής ενισχύσεως των Τούρκων με νέες δυνάμεις από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι η προέλαση του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκε και οι αντίπαλοι περιορίστηκαν σε ανταλλαγή πυρών και αγώνα προφυλακών.
Tο τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, ύστερα από απόφαση της Κυβερνήσεως να επιδιώξει την απελευθέρωση της Ηπείρου πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων, ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε με τη IΙ Μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε νέα επιθετική προσπάθεια.
Μετά όμως από αλλεπάλληλες ενέργειες, από 1 μέχρι 3 Δεκεμβρίου, οι Ελληνικές δυνάμεις προσέκρουσαν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και αναχαιτίστηκαν. Επακολούθησε περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο, μέχρι της ενισχύσεως του Στρατού Ηπείρου και με τις IV και VI Μεραρχίες από το Θέατρο Επιχειρήσεων Μακεδονίας, αφού στο μεταξύ είχε ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Δυτικής Μακεδονίας και ήταν δυνατή η αποδέσμευση δυνάμεων για την επίσπευση της απελευθερώσεως της Ηπείρου.
Νέα επίθεση που έγινε από τις 7 μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1913, με κύρια προσπάθεια κατά του Οχυρού Μπιζάνι, αναχαιτίστηκε και πάλι από τους Τούρκους, με πολλές μάλιστα απώλειες για τις Ελληνικές δυνάμεις.
Τελικά σφοδρή επίθεση, που εκτοξεύτηκε στις 20 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, είχε ως αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό των Τούρκων, ιδίως από τη βαθειά Ελληνική εισχώρηση στο δεξιό πλευρό τους και την «άνευ όρων» παράδοση στον Ελληνικό Στρατό της πόλεως των Ιωαννίνων, μετά δύο ημέρες (21 Φεβρουαρίου 1913) από τον Τούρκο Διοικητή Εσσάτ Πασά.
Η νίκη είχε βραβεύσει τις ακαταπόνητες προσπάθειες, τον απαράμιλλο ενθουσιασμό, τη φιλοπατρία και την ακλόνητη πίστη του Έλληνα μαχητή. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής Τουρκικής αντιστάσεως στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε πρώτιστα σοβαρή επίδραση στο Ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά και από την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς. Ο ενθουσιασμός, με τον οποίο ο λαός των Ιωαννίνων δέχτηκε την είσοδο στην πόλη των Ελληνικών στρατευμάτων, κατόπτριζε και τον πανελλήνιο ενθουσιασμό, που ήταν πράγματι πρωτοφανής.
Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, οι IV και VI Μεραρχίες της Στρατιάς Ηπείρου μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Οι υπόλοιπες κινήθηκαν βορειότερα και μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 απελευθέρωσαν τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα, Αγίους Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή και Κλεισούρα, ενώ η Κορυτσά είχε ήδη απελευθερωθεί από τις 7 Δεκεμβρίου 1912.
Ο ακραιφνής Ελληνικός πληθυσμός των περιοχών αυτών υποδέχτηκε με απερίγραπτο ενθουσιασμό τα ελληνικά στρατεύματα. Οι απελευθερωτικοί όμως αυτοί αγώνες και οι θυσίες του Ελληνικού Στρατού δεν είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Οι προαιώνιοι πόθοι και τα όνειρα των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου έμειναν τελικά ανεκπλήρωτα, αφού η Βόρεια Ήπειρος περιλήφθηκε με απόφαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων στο νεοσύστατο Αλβανικό Κράτος, αλλάζοντας απλώς κυρίαρχο.
Το πρωί της 20ής Φεβρουαρίου άρχισε η γενική επίθεση του Ελληνικού στρατού κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας. Στον τομέα του Β΄ Τμήματος Στρατιάς, τα 8ο και 9ο Τάγματα του 1ου Συντάγματος Ευζώνων κατόρθωσαν να πετύχουν βαθιά διείσδυση και εισχώρηση ταυτόχρονα με την 3η Φάλαγγα, αναγκάζοντας τους Τούρκους που αμύνονταν στο μέτωπο Μεγάλης Τσούκας-Μανολιάσας να υποχωρήσουν προς τα Ιωάννινα.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας τα δύο τάγματα Ευζώνων εγκατέστησαν τμήματα ασφαλείας σε μικρή απόσταση από τα Ιωάννινα και διέκοψαν την επικοινωνία με το Μπιζάνι. Στο κέντρο, η ΙΙ Μεραρχία, αφού κατέλαβε το ύψωμα Αυγό, αναγκάστηκε να αναστείλει την επιθετική της δραστηριότητα λόγω δραστικών πυρών από το Οχυρό Μπιζάνι. Παράλληλα, το Α΄ Τμήμα Στρατιάς ενήργησε μετωπική επίθεση, ενώ η Ταξιαρχία Μετσόβου κατέλαβε τα χ. Δαφνούλα και Δρίσκο, λαμβάνοντας επαφή με τμήματα της VI Μεραρχίας και αναγκάζοντας τους Τούρκους να συμπτυχθούν προς την Καστρίτσα.
Η επιτυχής ενέργεια του 1ου Συντάγματος Ευζώνων, ενώ τα Οχυρά Χιντζηρέλου, Μπιζανίου και Καστρίτσας έμεναν ανέπαφα, ανάγκασε τους Τούρκους να λάβουν την απόφαση να παραδοθούν. Πράγματι, με διαμεσολάβηση των ξένων προξένων της Γαλλίας, Ρωσίας, Αυστροουγγαρίας και Ρουμανίας, Τουρκική αντιπροσωπεία συναντήθηκε με τον Διάδοχο Κωνσταντίνο τα ξημερώματα της 21ης Φεβρουαρίου στο Χάνι Εμίν Αγά, όπου παρέδωσε επιστολή των ξένων προξένων.
Κατόπιν σύντομης συζήτησης, επήλθε συμφωνία για την παράδοση Ιωαννίνων και των εκεί Τουρκικών δυνάμεων. Το πρωί το Σύνταγμα Ιππικού Ηπείρου εισήλθε στην πόλη και την ίδια ημέρα υπογράφηκε και το σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων έθεσε τέλος στις επιχειρήσεις, εξυψώνοντας παράλληλα ακόμα περισσότερο το γόητρο του Ελληνικού στρατού έναντι των Βαλκανικών συμμάχων και των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης.
Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ο Στρατός Ηπείρου προέβη σε ανασυγκρότηση με σκοπό την εκκαθάριση και εξασφάλιση της υπόλοιπης περιοχής της Ηπείρου. Έτσι, οι IV και VI Μεραρχίες μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη, οι II και VIII Μεραρχίες διατάχθηκαν να προελάσουν προς το Αργυρόκαστρο, ενώ στην III Μεραρχία ανατέθηκε η καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων προς την κατεύθυνση της Πρεμετής.
Στις 3 Μαρτίου τμήματα της VIII Μεραρχίας, αφού ανέτρεψαν τουρκική αντίσταση στην Κακαβιά την προηγουμένη, εισήλθαν στο Αργυρόκαστρο και στις 5 Μαρτίου τμήματα του Συντάγματος Ιππικού, που αποτελούσε εμπροσθοφυλακή της μεραρχίας, εισήλθαν στο εγκαταλειμμένο από Τούρκους Τεπελένι. Παράλληλα, τμήματα της II Μεραρχίας, που ακολουθούσε την VIII, προωθήθηκαν στο Δελβίνο και στο Αργυρόκαστρο, όπου ανέλαβαν τη φρούρησή τους. Στο μεταξύ, η ΙΙΙ Μεραρχία προέλασε προς την Πρεμετή, όπου έφτασε στις 2 Μαρτίου, με ετοιμότητα συνέχισης προς Κλεισούρα.
Στην ισχυρή τοποθεσία της στενωπού της Κλεισούρας, οι Τουρκικές δυνάμεις αντέταξαν σθεναρή άμυνα, αναγκάζοντας την ΙΙΙ Μεραρχία να εμπλέξει το σύνολο των δυνάμεών της. Ωστόσο, τις απογευματινές ώρες της 3ης Μαρτίου η στενωπός της Κλεισούρας κατελήφθη από τις Ελληνικές δυνάμεις, αναγκάζοντας τους Τούρκους να συμπτυχθούν προς το Βεράτι.
Παρά το γεγονός ότι η Βόρεια Ήπειρος απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό στρατό, οι Μεγάλες Δυνάμεις, αποβλέποντας στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους, ανακήρυξαν την Αλβανία «Αυτόνομη Ηγεμονία» υπό την προστασία τους και υποχρέωσαν τον Ελληνικό στρατό να αποσυρθεί από τα Ελληνικά εδάφη της Βορείου Ηπείρου.
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ
Η Απελευθέρωση των Νησιών του Αιγαίου
Παράλληλα με τις επιχειρήσεις στον Τουρκοκρατούμενο ηπειρωτικό Ελληνικό χώρο, διεξάγονταν στη θάλασσα του Αιγαίου και ναυτικές επιχειρήσεις, που σκοπό είχαν, αφενός, να καταστεί ο Ελληνικός στόλος κυρίαρχος στη θαλάσσια περιοχή και, αφενός, να απελευθερωθούν τα Ελληνικά νησιά. Οι Τούρκοι είχαν οργανώσει σημαντικά αμυντικά έργα για την προστασία των νησιών, γεγονός που απαιτούσε, από την Ελληνική πλευρά, σοβαρή και προσεκτικά οργανωμένη προσπάθεια για την απελευθέρωσή τους.
Σε πρώτη φάση επιδιώχθηκε η απελευθέρωση των νησιών του βορείου Αιγαίου (Λήμνος, Ίμβρος, Τένεδος κ.ά.) για καθαρά επιχειρησιακούς λόγους και η οποία ξεκίνησε με την έναρξη του πολέμου. Σε δεύτερη φάση, η οποία ξεκίνησε μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, επιδιώχθηκε η απελευθέρωση και των άλλων Ελληνικών νησιών. Αρχικά απελευθερώθηκε η Λήμνος στις 8 Οκτωβρίου, –χρησιμοποιήθηκε ως ναυτική βάση του Ελληνικού στόλου– για την οποία χρησιμοποιήθηκε μια διλοχία του 20ου Συντάγματος Πεζικού.
Στις 15 Οκτωβρίου ναυτικό άγημα 600 ανδρών αποβιβάστηκε στη Λήμνο και στη συνέχεια μαζί με τη διλοχία Πεζικού απελευθέρωσαν τη Θάσο και τον Άγ. Ευστράτιο. Ανάλογα ναυτικά αγήματα έδρασαν στο σύμπλεγμα των νησιών του βορείου Αιγαίου, τα οποία και απελευθέρωσαν. Επόμενος στόχος της Ελληνικής κυβέρνησης ήταν τα νησιά της Λέσβου, Χίου και Σάμου, τα οποία όμως για την απελευθέρωσή τους απαιτούνταν περισσότερες δυνάμεις.
Για το λόγο αυτό αποφασίστηκε να διατεθεί ένα σύνταγμα Πεζικού και μια πυροβολαρχία από τη ΙΙ Μεραρχία, ενώ παράλληλα συγκροτήθηκαν νέες δυνάμεις από ναυτικά αγήματα και τα έμπεδα Αθηνών. Έτσι, μια δύναμη περίπου 1.600 ανδρών αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Μυτιλήνης στις 8 Νοεμβρίου, ενώ αργότερα η δύναμη αυτή έφτασε τους 3.175 άνδρες με διοικητή τον Συνταγματάρχη Απολλόδωρο Συρμακέζη. Η Τουρκική φρουρά του νησιού πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση και μόλις στις 8 Δεκεμβρίου οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν.
Η Χίος διέθετε την καλύτερη αμυντική οργάνωση και έδινε στον αμυνόμενο την ευκαιρία να αμυνθεί αποτελεσματικά και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Από Ελληνικής πλευράς διατέθηκε ένα σύνταγμα Πεζικού και μια πυροβολαρχία υπό τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Δελαγραμμάτικα, διοικητή του 7ου Συντάγματος Πεζικού. Στις 11 Νοεμβρίου ο διοικητής της Μοίρας Ευδρόμων Πλοίαρχος Ιωάννης Δαμιανός ζήτησε από τον Τούρκο διοικητή την παράδοση της πόλης της Χίου μέσα σε τρεις ώρες.
Όμως ο τελευταίος αρνήθηκε και τότε η Ελληνική δύναμη προέβη σε βίαιη απόβαση νότια της πόλης της Χίου, συναντώντας ισχυρή αντίσταση, μιας και οι Τούρκοι είχαν οργανώσει αμυντικά την ακτή απόβασης. Ωστόσο, με τη βοήθεια των δραστικών πυρών του στόλου, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν τις βραδινές ώρες της 11ης Νοεμβρίου να αποσυρθούν στο εσωτερικό του νησιού. Τα Ελληνικά τμήματα εισήλθαν στην πόλη της Χίου την επομένη.
Η Τουρκική φρουρά κατείχε φύσει οχυρές θέσεις και αγωνιζόταν με πείσμα, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την απελευθέρωση του νησιού με τις υπάρχουσες δυνάμεις. Έτσι, ο συνταγματάρχης αποφάσισε να προσβάλει τις τουρκικές δυνάμεις και από άλλα σημεία του νησιού και παράλληλα να αποκλείσει το νησί. Επιπλέον συγκροτήθηκαν εθελοντικά σώματα από τους ντόπιους κατοίκους, ενώ κατέφθασε και ένα σώμα 200 Κρητών εθελοντών.
Ωστόσο, οι επιθέσεις των Ελληνικών δυνάμεων αποκρούστηκαν, με αποτέλεσμα το Υπουργείο Στρατιωτικών να διατάξει στις 30 Νοεμβρίου την αναστολή κάθε επιθετικής ενέργειας. Εν τω μεταξύ, στα μέσα Δεκεμβρίου κατέφθασαν ως ενίσχυση το ΙΙ/19 Τάγμα, το έμπεδο τάγμα Πεζικού και μια πυροβολαρχία από τη Λέσβο, για την τελική επίθεση. Στις 19 Δεκεμβρίου, κατόπιν έγκρισης του Υπουργείου Στρατιωτικών, εξαπολύθηκε η τελική επίθεση, αναγκάζοντας τους Τούρκους να ζητήσουν διαπραγματεύσεις.
Οι υπερβολικές αξιώσεις τους –αποχώρηση από το νησί με τον οπλισμό τους και όλα τα εφόδια– απορρίφθηκαν και οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν την επομένη. Πλέον οι Τούρκοι βρίσκονταν σε δυσμενή θέση και αναγκάστηκαν να ζητήσουν παράδοση άνευ όρων, η οποία ολοκληρώθηκε στις 21 Δεκεμβρίου. Τελευταίο από όλα τα νησιά απελευθερώθηκε η Σάμος, στην οποία ήδη από τις 11 Νοεμβρίου 1912 είχε σχηματιστεί προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, κηρύσσοντας την ένωση με την Ελλάδα.
Στις 2 Μαρτίου 1913 αποβιβάστηκε διλοχία Πεζικού δύναμης 318 ανδρών, σφραγίζοντας έτσι την απελευθέρωση του νησιού. Πλέον η μόνη εκκρεμότητα ήταν τα Δωδεκάνησα, τα οποία από τις 4 Μαΐου 1912 βρίσκονταν υπό Ιταλική κατοχή.
Η Δράση του Ελληνικού Στόλου
Από την πρώτη ημέρα του πολέμου, ο Ελληνικός στόλος, που ήταν και η κύρια συνεισφορά της Ελλάδος στην Βαλκανική συμμαχία, ανέλαβε ουσιαστική δράση. Σε μία ενέργεια ανάλογη με αυτή του Βότση στην Θεσσαλονίκη στις 8 Νοεμβρίου το τορπιλοβόλο αρ.14 ανάγκασε Τουρκική κανονιοφόρο που προστάτευε τις Κυδωνιές να αυτοβυθιστεί.
Ο Ελληνικός στόλος, υπό τις διαταγές του Παύλου Κουντουριώτη εξασφάλισε τον απόλυτο έλεγχο του Αιγαίου: απέπλευσε αμέσως βορειοανατολικά και άρχισε περιπολίες έξω από τα Δαρδανέλια. Ο Τουρκικός στόλος, ο οποίος λόγω της παρουσίας του Ιταλικού στο Αιγαίο από τον Απρίλιο του 1912 είχε παραμείνει προφυλαγμένος μέσα στα Στενά, δεν πρόλαβε να αντιδράσει έγκαιρα.
Στις 8 Οκτωβρίου καταλήφθηκε η Λήμνος και άρχισε η μετατροπή του φυσικού λιμανιού της, του Μούδρου, σε ναυτική βάση και ορμητήριο του Ελληνικού στόλου. Από τις 6 Οκτωβρίου έως τις 20 Δεκεμβρίου του 1912 μικτά αγήματα του στόλου απελευθέρωσαν, όλα σχεδόν τα νησιά του ανατολικού και βόρειου Αιγαίου:
- 17/10/1912 Ίμβρος, Θάσος και Άγιος Ευστράτιος.
- 18/10/1912 Σαμοθράκη.
- 21/10/1912: Ψαρά.
- 24/10/1912: Τένεδος.
- 02/11/1912: χερσόνησος Αγίου Όρους.
- 11/11/1912: Λέσβος.
- 13/11/1912: Χίος.
- 14/11/1912: Οινούσσες.
- 27/11/1912: Ικαρία.
- 02/03/1913: Σάμος.
Κατά την διάρκεια των ναυτικών επιχειρήσεων σημειώθηκαν και τα εξής γεγονότα:
- 19/10/1912: Το τορπιλλοβόλο 11 βυθίζει το Θ/Κ «Φετχ-ι-Μπουλέντ»
- 12/11/1912: Το τορπιλλοβόλο 14 τορπιλλίζει την Κ/Φ Τραπεζούς.
- 09/12/1912: Τορπιλλική επίθεση του Υ/Β Δελφίν κατά του Κ/Τ Μετζητιέ και 4 Α/Τ, με την υποστήριξη 4 Ελληνικών Α/Τ. Η επίθεση απέτυχε, αλλά η καθυστέριση που προκάλεσε επέτρεψε στο Θ/Κ Αβέρωφ να καταφθάσει και να εκδιώξει τα τουρκικά πολεμικά.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1912 μπροστά στα Δαρδανέλλια ο Ελληνικός στόλος σημείωσε την πρώτη μεγάλη ναυτική επιτυχία κατά του Οθωμανικού, ο οποίος προσπάθησε να βγει από τα Στενά. Τελικά υποχώρησε με σημαντικές απώλειες και υλικές ζημιές.
Στις 5 Δεκεμβρίου ο Τουρκικός στόλος βγήκε για δεύτερη φόρα από τα Στενά, σε μια προσπάθεια να ανάκτησει το χαμένο κύρος του και τον έλεγχο του Αιγαίου. Σε μικρή απόσταση από την Λήμνο συνάντησε τον Ελληνικό στόλο με επικεφαλής το θωρηκτό «Αβέρωφ». Έπειτα από σύντομη καταδίωξη από το Ελληνικό θωρηκτό, τα Τουρκικά πλοία υποχώρησαν και πάλι προς τα Στενά.
Μετά την δεύτερη αυτή ναυτική αναμέτρηση, ο Τουρκικός στόλος δεν ανέλαβε καμία πρωτοβουλία για ανάκτηση της ναυτικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και παρέμεινε προφυλαγμένος πίσω από τα Στενά.
Η Απελευθέρωση της Λήμνου
«Ογδόη Οκτωβρίου Δευτέρα το πρωί
Ελληνικά βαπόρια ήρθανε στη Λήμνο το νησί.
Μπροστά πάγει ο «Αβέρωφ», ξοπίσω το «Ψαρά»
πάνε να βομβαρδίσουν τον Τούρκο στα Στενά
Ο Παύλος Κουντουριώτης βάζει ολοταχώς
πάει στα Δαρδανέλια που είναι ο εχθρός
Τα Ελληνικά βαπόρια στο Μούδρο αράξανε
τα είδαν οι Τουρκάλες κι αναστενάξανε»
Ένας αιώνας έχει περάσει από όταν το νησί της Λήμνου απελευθερώθηκε από τον αρχηγό του Ελληνικού στόλου, υποναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη στις 8 Οκτωβρίου του 1912. Τρεις μέρες πριν,στις 5 Οκτωβρίου είχε κηρυχτεί η έναρξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου.Αφορμή ήταν η άρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να ικανοποιήσει τα αιτήματα των κυβερνήσεων της Ελλάδας, της Σερβίας, της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου, για ισότιμη μεταχείριση των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκ μέρους των Οθωμανικών αρχών.
Την Παρασκευή 5 Οκτωβρίου του 1912, στις 10.00 το πρωί ο Υπουργός Ναυτικών Στράτος, ο Γενικός Επιθεωρητής Ναύαρχος Λ. Τώφνελ, ο Πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος και ο Βασιλεύς Γεώργιος Α’ της Ελλάδος επιβιβάζονται στο σημαιστολισμένο Θ/Κ ΑΒΕΡΩΦ, στο οποίο τελείται θεία λειτουργία κι αγιασμός για το κατευόδιο του στόλου.Είχε προηγηθεί η κήρυξη του πολέμου Ελλάδας-Τουρκίας.
Μετά τον αγιασμό, ανακοινώνεται η προαγωγή του Παύλου Κουντουριώτη σε Υποναύαρχο κι ο ορισμός του ως Αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου.Ακολούθησαν οι προσφωνήσεις των πολιτικών κι οι ευχές του Βασιλέως. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα πει απευθυνόμενος στον υποναύαρχο πλέον Παύλο Κουντουριώτη και στους 550 ναύτες του Αβέρωφ: «Η πατρίς αξιοί από υμάς όχι απλώς να αποθάνητε υπέρ αυτής. Αυτό θα ήταν το ολιγώτερον. Αξιοί να νικήσετε».
Στις 13:30 το μεσημέρι ο Ελληνικός στόλος ήταν έτοιμος να αποπλεύσει από το Φάληρο με προορισμό το Μούδρο της Λήμνου. Ο υποναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης επέλεξε το λιμάνι του Μούδρο, επισημαίνοντας την καίρια θέση του λιμένος για να τον χρησιμοποιήσει ως ναύσταθμο του Ελληνικού στόλου.
Αναχωρώντας από το Φάληρο ο Παύλος Κουντουριώτης απέστειλε προς όλα τα πλοία του στόλου το ακόλουθο σήμα (ΗΩΠ: 051330/10/1912): «Η Α.Μ. ο Βασιλεύς στέλνει θερμάς ευχάς υπέρ της επιτυχίας του ιερού αγώνος μας. Αι δάφναι των ενδόξων πολέμων του Ελληνισμού πληρούσι πολλάς σελίδας της Ιστορίας και έχει ακράδαντον πεποίθησιν ότι ο ημέτερος στόλος σήμερον θα προσθέσει μίαν ένδοξον σελίδα εις την ιστορία του Ναυτικού».
Το Σάββατο 6 Οκτωβρίου του 1912,το πρωί ο Ελληνικός στόλος πλέει έξω από τον Άγιο Ευστράτιο. Εκεί το αντιτορπιλικό «Βέλος», το οποίο ως ανιχνευτικό προπορευόταν του «Αβέρωφ» συνάντησε και συνέλαβε ένα Τούρκο χωροφύλακα (θεωρήθηκε ως ο πρώτος αιχμάλωτος των βαλκανικών πολέμων) που έπλεε μέσα σε μια βάρκα με προορισμό την Λήμνο.
Στις δυο το μεσημέρι το «Αβέρωφ» έφθασε στο Κάστρο της Λήμνου. Ο Παύλος Κουντουριώτης διέταξε και ήρθε στο πλοίο ο Τούρκος Καϊμακάμης (Διοικητής,τοποτηρητής). Όταν ο Κουντουριώτης του ζήτησε να παραδώσει το νησί της Λήμνου ο Τούρκος Καϊμακάμης του απάντησε ότι αγνοούσε την κήρυξη του πολέμου. Γενικότερα ο Καιμακάμης προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο ευελπιστώντας σε Τουρκική βοήθεια.
Οι Λημνιοί μόλις είδαν το στόλο έξω από το Κάστρο άρχισαν να φωνάζουν «Ήρταν γοι Έλλην’». Βλέποντας τα πλοία με την Ελληνική σημαία, μπήκαν σε βάρκες (μπήκαν και πολλοί έμποροι οι οποίοι έσπευσαν να πουλήσουν στους ναύτες τσιγάρα και καπνό) και έσπευσαν να υποδεχτούν το στόλο, ζητώντας να μάθουν για ποιο λόγο ο στόλος είχε έρθει στη Λήμνο. Αδυνατούσαν να αποδεχτούν ότι μετά από τόσα χρόνια σκλαβιάς είχε φτάσει η ιερή ώρα της απελευθέρωσης του νησιού.
Στις 8 Οκτωβρίου 1912, μικρό άγημα του Ελληνικού στόλου, υπό την διοίκηση του Ταγματάρχη Ιουλιανού Κονταράτου, αποβιβάζεται στο νησί. Στη θέση Μεγάλα Βράχια κοντά στα Λέρα (σημ.ἀγ.Δημήτριος), σημειώθηκε η μοναδική προσπάθεια αναχαίτισης των Ελληνικών στρατευμάτων, από Τουρκικό τμήμα 50 χωροφυλάκων και 280 οπλισμένων Λεριανών. Έπειτα από μικρή αψιμαχία διασκορπίστηκε, αφήνοντας ελεύθερο το δρόμο για την απελευθέρωση του Κάστρου της Μύρινας.
Στις 9 Οκτωβρίου, κάτω από τους χαιρετιστήριους κανονιοβολισμούς των Ελληνικών θωρηκτών, υψώνεται στο φρούριο η Ελληνική σημαία. Μέχρι το βράδυ, δύο λόχοι του 20ου συντάγματος έχουν ολοκληρώσει την κατάληψη της Λήμνου. Ο Μούδρος μετατράπηκε,ύστερα από σκληρή δουλειά των πληρωμάτων, σε πολεμική βάση και έκτοτε χρησιμοποιήθηκε ως μόνιμο ορμητήριο του Στόλου μας.
«Η νήσος Λήμνος μ’ όλων των εν αυτή πόλεων, κωμών και συνοικισμών, μετά των λιμένων και ακτών αυτής κατελήφθη υφ’ ημών και διατελεί από τούδε εις την κατοχήν μας». Με αυτά τα λόγια ο Παύλος Κουντουριώτης χαιρέτησε τους Λημνιούς. Ο Παύλος Κουντουριώτης για να ευχαριστήσει το Θεό, που τον αξίωσε να ελευθερώσει τη Λήμνο από τους Οθωμανούς, αφιέρωσε στο ναό της Ευαγγελίστριας στο Μούδρο έναν επιτάφιο, ο οποίος υπάρχει μέχρι τις μέρες μας στο ναό.
Η Απελευθέρωση της Θάσου
Οι Νεότουρκοι, μετά την προκήρυξη του Τουρκικού συντάγματος, και όταν αντιβασιλιάς της Αιγύπτου ήταν ο Αμπάς Χιλμί πασάς, αφαίρεσαν όλα τα προνόμια που είχαν δοθεί στο νησί από τον Μωχάμετ Άλι. Η Θάσος περέμεινε κάτω από την εξουσία του Αμπάς Χιλμί μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους και στη συνέχεια ελευθερώθηκε από τον Ελληνικό στρατό και στόλο (Οκτώβριος 1912).
Από τότε αποτελούσε μέρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως προέκυψε από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Όσο οι Τούρκοι κατείχαν ξανά την Ελλάδα (1902-1912), οι δάσκαλοι, οι ιερείς και οι συγγραφείς καλλιέργησαν την εθνική συνείδηση του λαού. Έτσι, ο Σεπτέμβριος του 1912 βρήκε τον Ελληνικό λαό πατριωτικά, ψυχολογικά και πνευματικά έτοιμο να πολεμήσει μαζί με τους Σέρβους και τους Βούλγαρους για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό από τα νησιά και τα εδάφη γύρω από το όρος Όλυμπος.
Τον Ιούνιο του 1912, οι Βούλγαροι επιτέθηκαν στους Σέρβους στη Γευγελή και στους Έλληνες στις απελευθερωμένες περιοχές, γεγονός που αποτέλεσε την έναρξη του 2ου Βαλκανικού Πολέμου. Την ίδια εποχή άρχισε να δραστηριοποιείται ο Ελληνικός στόλος στο Αιγαίο, κάτι που οδήγησε το ναύαρχο Κουντουριώτη να υπογράψει τον Οκτώβριο του 1912 την προκήρυξη. Στις 18 του ίδιου μήνα η «Λόγχη» και η «Καταιγίδα» του στόλου μαζί με το μεταγωγικό πλοίο «Πύλος» κατέλαβαν τη Θάσο.
Μετά την απελευθέρωση της Θάσου, ο Κωνσταντίνος Μελάς, ο αδερφός του διάσημου μακεδονομάχου Παύλου Μελά, διορίζεται ως προσωρινός κυβερνήτης. Σε ένα γράμμα του προς την Πηνελόπη Δέλτα, αναφέρει τη Θάσο ως το ομορφότερο Ελληνικό νησί, έναν αληθινό παράδεισο με γνήσιους Έλληνες, ακλόνητους πατριώτες και ευαίσθητο λαό.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θάσου, εστάλη στην περιοχή ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Σωτηριάδης, ο πρώτος έφορος των αρχαίων και Χριστιανικών μνημείων του νησιού.
Όσον αφορά την περίοδο μεταξύ 1920-1940, τα πιο σημαντικά γεγονότα του νησιού ήταν η άφιξη των προσφύγων της Μικράς Ασίας και της Θράκης μετά την καταστροφή του 1922, και η απαλλοτρίωση της ακίνητης περιουσίας των μοναστηριών του Αγίου Όρους, η οποία μοιράστηκε με τους κατοίκους του νησιού, έπειτα από πρωτοβουλία του ιδιωτικού μέλους Αυγούστου Θεολογίτη.
Η Απελευθέρωση της Λέσβου
Η κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου (5 Οκτωβρίου 1912) έγινε με αφορμή την άρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να ικανοποιήσει σειρά αιτημάτων που έθεσαν οι κυβερνήσεις της Ελλάδας, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Βουλγαρίας, τα οποία αφορούσαν την ισότιμη, εκ μέρους των Οθωμανικών αρχών, μεταχείριση των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων, υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η αιτία ασφαλώς της κήρυξης του πολέμου ήταν η απελευθέρωση των περιοχών εκείνων, στις οποίες κατοικούσαν ορθόδοξοι Χριστιανοί με Ελληνική, Σερβική και Βουλγαρική συνείδηση. Ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, στον οποίο ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος είχε αναθέσει τη διοίκηση του Ελληνικού στόλου, σχεδίασε την άμεση κατάληψη των νησιών που βρίσκονταν κοντά στην έξοδο των Δαρδανελλίων. Το πρώτο νησί που απελευθερώθηκε ήταν η Λήμνος (8 Οκτωβρίου 1912), γιατί ο Ναύαρχος αποσκοπούσε στη χρήση του κόλπου του Μούδρου ως φυσικού αγκυροβολίου του Ελληνικού στόλου.
Στόχος του ήταν η παρουσία του Ελληνικού στόλου στην περιοχή να λειτουργήσει αποτρεπτικά σε μια ενδεχόμενη έξοδο του οθωμανικού στόλου από τα στενά των Δαρδανελλίων. Έτσι ο Οθωμανικός στόλος εγκλωβίστηκε στα στενά και τις δύο φορές που επιχείρησε να εξέλθει, υπέστη ισάριθμες ήττες (ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου). Μετά τη Λήμνο ακολούθησε η κατάληψη από τον Ελληνικό στόλο των γειτονικών νησιών Ίμβρου, Τενέδου, Θάσου και Σαμοθράκης.
Η Λέσβος και η Χίος, επειδή βρισκόταν αρκετά μακριά από την έξοδο των Δαρδανελλίων, δεν εντάσσονταν άμεσα στα σχέδια του Κουντουριώτη και γι’ αυτό η απελευθέρωσή τους καθυστερούσε. Οι ειδήσεις που κατέφθαναν στη Λέσβο για την απελευθέρωση των γειτονικών της νησιών από τον ελληνικό στόλο, αύξαναν τόσο την αγωνία όσο και την επιθυμία των Χριστιανών κατοίκων της για την άμεση απελευθέρωση και του δικού τους νησιού.
Έτσι επιτροπή Πλωμαριτών που αποτελούνταν από τους Ιωάννη Πετρέλλη, Γεώργιο Λύτρα, Δ. Τσακίρη και Γεώργιο Τόμπρα ή Πολυχνιάτη επιβιβάστηκε σε πλοιάριο και κατευθύνθηκε στη Λήμνο, στον κόλπο του Μούδρου, όπου ναυλοχούσε ο Ελληνικός στόλος. Εκεί παρέδωσε στο Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη επιστολή, με την οποία δίνονταν πληροφορίες για τις δυνάμεις των Οθωμανών στη Λέσβο, ενώ παράλληλα η επιτροπή ζήτησε την επίσπευση της απελευθέρωσης του νησιού.
Πράγματι, ο Ελληνικός στόλος, με το Nαύαρχο Παύλο Κουντουριώτη επικεφαλής, ξεκίνησε από τον κόλπο του Μούδρου το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου και αγκυροβόλησε τα ξημερώματα της 8ης Νοεμβρίου 1912 έξω απ’ το λιμάνι της Μυτιλήνης.
Ανάμεσα στα Ελληνικά πλοία ξεχώριζε με την επιβλητικότητά του η ναυαρχίδα του στόλου, το θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ», για τη ναυπήγηση του οποίου είχαν συμβάλλει με μεγάλα χρηματικά ποσά ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ, αλλά και χιλιάδες Ελλήνων του εσωτερικού και του εξωτερικού, αγοράζοντας τα λεγόμενα λαχεία του στόλου, που είχε εκδώσει το Ελληνικό Δημόσιο για την ενίσχυση του στόλου.
Μετά την επίδοση του τελεσιγράφου του Κουντουριώτη προς τις Οθωμανικές αρχές του νησιού, με το οποίο ζητούνταν η άμεση παράδοση της πόλης, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ των Οθωμανικών αρχών, των Χριστιανών και Μουσουλμάνων προυχόντων της Μυτιλήνης. Στη σύσκεψη αυτή, αποφασίστηκε να αποχωρήσουν οι ολιγάριθμες Οθωμανικές ένοπλες δυνάμεις στο εσωτερικό του νησιού και να γίνει αναίμακτα η κατάληψη της Μυτιλήνης, προκειμένου να αποφευχθεί η άσκοπη αιματοχυσία του άοπλου πληθυσμού, του Χριστιανικού και του Μουσουλμανικού.
Η αποβίβαση των Ελλήνων πεζοναυτών και ναυτών άρχισε στις 12.30 το μεσημέρι, κάτω απ’ τα ξέφρενα πανηγύρια του κόσμου και έγινε στη λεγόμενη Πετρόσκαλα, που βρισκόταν στη θέση του σημερινού Τελωνείου. Μετά την παράδοση των Οθωμανικών αρχών, όλη η πόλη σημαιοστολίστηκε. Στο Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου πραγματοποιήθηκε δοξολογία, στην οποία χοροστάτησε ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Κύριλλος, ο οποίος μαζί με το σύνολο των παρευρισκομένων έψαλε το «Χριστός Ανέστη».
Αμέσως, με ανακοίνωσή τους οι Ελληνικές αρχές κήρυξαν την ένωση του νησιού με την Ελλάδα και διακήρυξαν την ισονομία και την ισοπολιτεία για όλους τους κατοίκους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Από τα πρώτα μέτρα της Ελληνικής διοίκησης ήταν η έκδοση αναμνηστικής σειράς γραμματοσήμων. Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με την επισήμανση των κατασχεθέντων στο ταχυδρομείο Οθωμανικών γραμματοσήμων με τη φράση: « Ελληνική Κατοχή Μυτιλήνης».
Η λέξη «Κατοχή» σηματοδοτούσε την προσωρινότητα της ενσωμάτωσης του νησιού στην Ελλάδα, αφού η διεθνής συνθήκη, με την οποία επικυρώθηκε οριστικά η ενσωμάτωση αυτή, υπογράφηκε 11 χρόνια αργότερα, δηλ. το 1923 (Συνθήκη της Λοζάνης). Διαφορετική ωστόσο ήταν η τύχη των δύο νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, δηλ. της Ίμβρου και της Τενέδου, τα οποία η παραπάνω συνθήκη κατακύρωσε οριστικά στην Τουρκία.
Στις 10 Νοεμβρίου το οπλιταγωγό Μακεδονία αγκυροβόλησε έξω από το Πλωμάρι και οι πεζοναύτες του αποβιβάστηκαν μέσα στους έξαλλους πανηγυρισμούς των κατοίκων. Ακολούθησε η κατάλυση των Οθωμανικών αρχών στην Αγιάσο, στον Πολιχνίτο, στη Γέρα, ενώ η Ελληνική ζώνη κατοχής επεκτάθηκε βόρεια μέχρι τη Θερμή.
Η Απελευθέρωση του Βορειοανατολικού Τμήματος της Λέσβου
Ο αριθμός των Ελληνικών δυνάμεων που αποβιβάστηκαν, δεν ξεπερνούσε τους 1.600 άνδρες. Επειδή ο Οθωμανικός στρατός αριθμούσε 1.500 – 2.000 άνδρες, αποφασίστηκε να μη γίνει η τελική σύγκρουση, πριν φτάσουν ενισχύσεις σε άνδρες στρατιωτικά μέσα και πολεμοφόδια.
Όμως, το βόρειο και δυτικό μέρος νησιού θα παραμείνουν κάτω από την τρομοκρατία των Οθωμανών, και κυρίως των ατάκτων ανταρτικών Μουσουλμανικών σωμάτων (Βασιβουζούκων) που συνέδραμαν το έργο του τακτικού στρατού. Έτσι, Βασιβουζούκοι, διάσπαρτοι στις βορειοανατολικές περιοχές του νησιού, λεηλάτησαν το Μεσότοπο, την Αγία Παρασκευή, την Ερεσό και έκαψαν σπίτια στην Πέτρα.
Όταν στις 8 Νοεμβρίου του 1912 έγινε η αποβίβαση του Ελληνικού στρατού στη Μυτιλήνη, αρκετοί Χριστιανοί πατριώτες τέθηκαν στη διάθεση του Ελληνικού στρατού, ο οποίος και τους εξόπλισε με σκοπό να τους χρησιμοποιήσει ως πολιτοφυλακή στα Λεσβιακά χωριά και ως αντίβαρο στα Μουσουλμανικά ανταρτικά σώματα.
Έτσι, πράξεις τρομοκρατίας κατά του άμαχου πληθυσμού δεν έλειψαν ούτε από τους Χριστιανούς, ούτε από τους Μουσουλμάνους αντάρτες στις περιοχές της δράσης τους, με αποτέλεσμα η Λεσβιακή ύπαιθρος να γνωρίσει στιγμές βαρβαρότητας. Για το λόγο αυτό οι Ελληνικές αρχές ζήτησαν τον αφοπλισμό των Χριστιανικών ανταρτικών σωμάτων και τιμώρησαν αρκετούς ένοπλους που πρωτοστάτησαν σε επεισόδια εναντίον του άμαχου Μουσουλμανικού πληθυσμού.
Οι Οθωμανικές τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις είχαν οχυρωθεί στο στρατόπεδό τους στον Κλαπάδο, ένα Μουσουλμανικό χωριό που δεν υπάρχει πια σήμερα και βρισκόταν στην ευρύτερη περιφέρεια της Λαφιώνας. Όμως, οι Χριστιανοί κάτοικοι του τουρκοκρατούμενου ακόμα τμήματος του νησιού δεν είχαν καμιά αμφιβολία για την τελική έκβαση της μάχης.
Έτσι στον Μόλυβο εξαφανίστηκαν εν ριπή οφθαλμού από τα μαγαζιά το γαλάζιο και λευκό πανί, με αποτέλεσμα οι Οθωμανικές αρχές να διενεργήσουν έρευνες σε σπίτια. Επίσης, πλοία του Ελληνικού στόλου βομβάρδισαν τα καΐκια στη Σκάλα του Μολύβου, προκειμένου να αποκόψουν την πιθανή επικοινωνία των Οθωμανών με τα απέναντι Μικρασιατικά παράλια.
Στο μεταξύ ο Ελληνικός στρατός είχε ενισχυθεί σημαντικά από 1.500 περίπου άνδρες και πολλούς ντόπιους εθελοντές. Το κύριο σώμα των εθελοντών αποτελούσε η περίφημη Λεσβιακή φάλαγγα, η οποία απαρτιζόταν από 210 Λέσβιους μετανάστες, που είχαν έρθει απ’ την Αμερική, για να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της πατρίδας τους. Μετά την άφιξη των πολυπόθητων ενισχύσεων στα τέλη Νοεμβρίου, ο Ελληνικός στρατός θα βαδίσει προς το οχυρωμένο στρατόπεδο των Οθωμανών στον Κλαπάδο.
Το Οθωμανικό στρατόπεδο του Κλαπάδου δεν θα μπορέσει να αντέξει για πολύ στις επιθετικές ενέργειες του Ελληνικού στρατού, που ξεκίνησαν στις 6 Δεκεμβρίου και συνοδευόταν από εύστοχες βολές πυροβολικού. Ο βομβαρδισμός του στρατοπέδου συμπληρώθηκε και από εκπληκτικής ακρίβειας βολές που ρίχνονταν από τα Ελληνικά πολεμικά πλοία που βρίσκονταν στα ανοιχτά της Πέτρας. Το πρωτόκολλο παραδόσεως του Οθωμανικού στρατού υπογράφηκε το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου 1912 στο ύψωμα Πετσοφάς, νοτιοανατολικά του Κλαπάδου.
Τις επόμενες μέρες απελευθερώθηκε σταδιακά και το υπόλοιπο τμήμα του νησιού. Στην τελική νίκη των Ελληνικών όπλων σημαντική ήταν και η συμβολή της Λεσβιακής φάλαγγας. Αλλά και πολλοί άλλοι Χριστιανοί της Λέσβου βοήθησαν τον Ελληνικό στρατό στην προσπάθειά του να καταβάλει τον οθωμανικό στρατό στον Κλαπάδο, αφού έδωσαν σημαντικές στρατιωτικές πληροφορίες ή χρησίμευσαν ως οδηγοί του.
Η Απελευθέρωση της Χίου
Με το ξέσπασμα του ο 1ου Βαλκανικού πολέμου, οι Χιώτες δημιούργησαν ευθύς αμέσως επαναστατικό κίνημα στα Καρδάμυλα με την ονομασία “Εθελοντικό Σώμα Καρδαμυλιωτών”. Εμπνευστές της εξέγερσης ήταν ο δάσκαλος Παναγιώτης Αντωνόπουλος, ο γιατρός Ηλίας Ασπιώτης και ο δικηγόρος Μιχαήλ Ζολώτας. Το Αρχηγείο της επαναστατικής οργάνωσης στήθηκε στην εκκλησία της Αγ.Μαρίνας στο Περδίκι ενώ τα γύρω κτίσματα στέγασαν ένα πρόχειρο νοσοκομείο καθώς και κέντρο επικοινωνιών.
Το Μοναστήρι της Πέρα Παναγιάς χρησιμοποιήθηκε αργότερα σαν χώρος συγκέντρωσης των Τούρκων αιχμαλώτων. Στις αρχές Νοεμβρίου 1912, δύναμη 200 ένοπλων Καρδαμυλίων υπό την διοίκηση του Μιχαήλ Σπιθογιάννη, επιτίθεται και καταλαμβάνει το αρχηγείο των Οθωμανικών δυνάμεων στα Καρδάμυλα (περιοχή Χωριό) και υψώνει την Ελληνική Σημαία.
Στις 16/11/1912, ισχυρές Τουρκικές δυνάμεις αντεπιτίθενται στην περιοχή Γριά (η λεγόμενη μάχη της Γριάς) εναντίον 120 Καρδαμυλιωτών ενόπλων που υπεράσπιζαν την περιοχή. Μετά από σκληρές, συνεχείς μάχες και παρόλο που οι Τούρκοι ήταν περισσότεροι από τους Χιώτες δεν καταφέρνουν να εκδιώξουν τους υπερασπιστές λόγω του δύσκολου εδάφους (πετρώδες και ανηφορικό από την μεριά της Τουρκικής προσπάθειας.
Στις 20/12/1912, τα Πολεμικά πλοία “Εσπερία”, “Μακεδονία”, Μυκάλη”, “Αμβρακία”, καταφθάνουν στη Χίο. Με τα πυροβόλα τους βάλλουν εναντίον των Οθωμανικών θέσεων και προετοιμάζουν αποβατική επιχείρηση από δύναμη Πεζοναυτών. Έτσι, δύναμη 200 Καρδαμυλίων υπό τον Ανθυπασπιστή Σταρίδα υποβοηθούμενη από 40 Πεζοναύτες υπό τον Δεκανέα Παυσανία Κατσώτα (τον γνωστό Κατσώτα της Ι Ορεινής Ταξιαρχίας στη Μ.Ανατολή) και 12 Κρητικούς εθελοντές υπό τον Μανωλακάκη,επιτίθενται στις Τουρκικές θέσεις.
Η επίθεση υποστηρίζεται από τα πυροβόλα της “Μυκάλης”. Οι μαχόμενοι Χιώτες, Κρήτες και Πεζοναύτες σκαρφαλώνουν το δύσκολο, τραχύ και ανηφορικό έδαφος του Καρφωτού, και ενεργούν εναντίον των Τούρκων από 4 κύριες κατευθύνσεις. Η μάχη γενικεύεται και οι αντιμαχόμενοι εμπλέκονται σε μάχη σώμα με σώμα με πολλές απώλειες.
Στις 21/12/1912, οι Ελληνικές δυνάμεις καταλαμβάνουν τις αμυντικές θέσεις των Τούρκων στην Πιτυούσσα και αιχμαλωτίζουν 11 αξιωματικούς και 295 οπλίτες. Το απόγευμα, οι Οθωμανοί παραδίδουν τη νήσο στον Διοικητή των Ελληνικών Αποβατικών Δυνάμεων Συνταγματάρχη Νικόλαο Δελαγραμμάτικα.Συνολικά παραδίδονται στις ελληνικές δυνάμεις 2044 Τούρκοι αξιωματικοί και οπλίτες.
Οι συνεννοήσεις των Βαλκανικών κρατών από το Μάιο του 1912 συντέλεσαν ώστε να σχηματιστεί η Βαλκανική Συμμαχία. Ο Ελληνικός Στρατός επιχειρεί νικηφόρε μάχες στην Ελασσόνα, Σαραντάπορο, Γιαννιτσά και εισέρχεται θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη στις 26 Οκτωβρίου. Λίγες μέρες αργότερα καταρτίζεται ιδιαίτερο απόσπασμα για την απελευθέρωση της Χίου. Αυτό κατά τις 11 του Νοέμβρη εμφανίζεται στην προκυμαία του νησιού. Ο Χιώτικος λαός όμως από την βία των όπλων των Τούρκων κλείνεται στα σπίτια του.
Ο Ελληνικός Στρατός αποβιβάζεται στη Χίο. Με χαρά, με κέφι και ενθουσιασμό επιβιβάζονται οι άνδρες στις βάρκες που γεμάτες τρέχουν στην αμμουδιά. Ο εχθρός οχυρωμένος στην ξηρά, προσπαθεί να αποκρούσει την απόβαση χωρίς αποτέλεσμα.
Οι Τούρκοι μετά την απόβαση του Ελληνικού στρατού και την αποτυχημένη προσπάθεια για να την αποκρούσουν που επιχείρησαν στην περιοχή του Κονταριού, εγκαταλείπουν τη νύχτα την πόλη και τραβούν προς το χωριό Καρυές. Οι κάτοικοι του νησιού στη συνάντησή τους με τον απελευθερωτικό στρατό ξεσπούν σε δαιμονιώδεις ζητωκραυγές. Οι γυναίκες κρατώντας σημαίες φιλούν όχι μόνο τα πρόσωπα αλλά και τους μανδύες, τα χέρια και τα πόδια των ελευθερωτών.
Μετά την απόβαση του απελευθερωτικού στρατού στη Χίο ακολουθεί σύγκρουση στο Αίπος. Η μάχη αυτή προξενεί σ’ όλους μεγάλη αίσθηση. Ο λαϊκός ποιητής γράφει σχετικά:
“Άνθρωποι μη λησμονείτε
Έως ότου κι αν ζείτε
Πως εχάθηκαν λεβέντες
Πως ετάφηκαν παιδιά
Ήρωες εκεί στο Αίπος
Έμειναν παντοτινά”
Ακολουθούν κι άλλες πολλές συγκρούσεις στα Βορειόχωρα και στα Νοτιόχωρα. Παντού ο ελευθερωτής στρατός νικά. Έτσι οι Τούρκοι χάνουν το ηθικό τους μαθαίνοντας και τη νικηφόρα προέλαση του Ελληνικού Στρατού και στα άλλα μέρη της Ελλάδας. Έτσι αρχίζει η υποχώρησή του.
Το Απρίλιο του 1913 αναχωρεί ο απελευθερωτικός στρατός από τη Χίο, για να εκπληρώσει την αποστολή του και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Έτσι τελείωσε ο σαραντάμερος απελευθερωτικός αγώνας στη Χίο που έφερε τη Λευτεριά στο νησί και την απαρχή μιας νέας περιόδου, προόδου αλλά και αγώνα συνάμα για την πραγματοποίηση ευγενικών στόχων και ιδανικών ώστε να βελτιωθεί η ζωή του Χιώτικου λαού.
Η Απελευθέρωση της Σάμου
Στις παραμονές του Βαλκανικού πολέμου του 1912, ηγεμόνας στη Σάμο ήταν ο Ανδρέας Κοπάσης, Τουρκόφιλος, αυταρχικός, είχε καταπατήσει όλα σχεδόν τα προνόμια του Σαμιώτικου λαού, φέρνοντας αρκετό τούρκικο στρατό στο νησί για την εμπέδωση δήθεν της τάξης. Για τις προδοτικές του ενέργειες, δολοφονήθηκε στις 9 του Μάρτη 1912 από τον Σταύρο Δημητρίου Μπαρέτη που κατάγονταν από το χωριό Μπαλάφτσα της Μακεδονίας, στην παραλία του Βαθιού.
Στη Σάμο διορίστηκε ο Βεγλερής. Εν τω μεταξύ, ο Τουρκικός στρατός παραβιάζοντας το καθεστώς της Ηγεμονίας, παραμένει στη Σάμο, καταλύοντας κάθε έννοια δημοκρατίας και νομιμότητας και στο μεταξύ καταφθάνουν νέες ενισχύσεις από την απέναντι μικρασιατική ακτή. Στις 7 του Σεπτέμβρη μια ομάδα ενόπλων Σαμιωτών, με αρχηγό το Θεμιστοκλή Σοφούλη, αποβιβάζονται στο Μαραθόκαμπο.
Η είδηση μεταδίδεται σαν αστραπή και την ίδια μέρα στο Καρλόβασι συγκεντρώθηκαν πολλές εκατοντάδες ενόπλων πατριωτών μας και ο λαός των Καρλοβασίων σε πάνδημο συλλαλητήριο, μετά από την ομιλία του Θεμιστοκλή Σοφούλη και του Εμμανουήλ Βλιάμου, δια βοής, ενέκριναν το ψήφισμα:
ΨΗΦΙΣΜΑ
- Να εφαρμοσθεί εν τη πλήρει και αληθή αυτού έννοια ο προνομιακός χάρτης του 1832.
- Nα αποσυρθεί ολοτελώς εκ τη νήσου ημών ο παρά τας ρητάς διατάξεις του προνομιακού χάρτου παραμένων Τουρκικός στρατός.
- Να δοθώσιν οι προσήκουσαι εγγυήσεις περί της τηρήσεως και εφαρμογής των τω μέλλοντι των προνομίων ημών, καθισταμένου νομίμου και ανεπηρεάστου πάσης επεμβάσεως του ηγεμονικού θεσμού.
- Δηλοί ότι έχει αμετάτρεπτον απόφασιν όπως εαν και νυν δεν εισακουσθώσι τα δίκαια αιτήματά του διεκδικήσει τα καταπατούμενα δίκαιά του δια παντός μέσου και πάσης θυσίας.
- Παρέχει πλήρη πληρεξουσιότητα εις τον κ. Θεμιστοκλήν Σοφούλην όπως ενεργήσει προς εκπλήρωσιν των αιτημάτων του.
- Εκλέγει επιτροπείαν τους υπογεγραμμένους εις ους αναθέτει την εντολήν να υποβάλωσι το παρόν εις την έντιμον Βουλήν των Σαμίων και προς τους κ.κ. Προξένους των εν τη Σάμω προστάτιδων δυνάμεων.
Ακολούθησε προκήρυξη του Θ. Σοφούλη προς το λαό της Σάμου με πατριωτικό περιεχόμενο και εκατοντάδες ένοπλοι πήγαν στους Μυτιληνιούς να καταταγούν, όπου ο Σοφούλης είχε το αρχηγείο του. Τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία και αρχίζουν οι συγκρούσεις των ανταρτών στην περιοχή Παλαιοκάστρου και στη θέση Μπαϊρακτάρη, που είχε οχυρωθεί και ενισχυθεί από τούς Τούρκους με πυροβολικό. Το αρχηγείο του Σοφούλη μεταφέρεται στη Βρύση του Ζερβού, για να έχει άμεση επαφή με το χώρο επιχειρήσεων.
Η μάχη Μπαϊρακτάρη κράτησε πεισματικά όλη μέρα με νεκρούς και τραυματίες. Με την επέμβαση των προξένου της Αγγλίας Λουί Μάρκ, ορίστηκε πενθήμερος ανακωχή από 13 έως 18 Σεπτέμβρη. Τα χωριά της ανατολικής Σάμου σχεδόν αδειάζουν και οι κάτοικοι καταφεύγουν στο Βαθύ για προστασία καθώς και στα χωριά της δυτικής Σάμου. Οι Τούρκοι στην περιοχή Παλαιοκάστρου καίνε τις οικίες, τις σοδειές, τα καπνά και όλα τα υπάρχοντα. Το ίδιο συμβαίνει και στο Μεσόκαμπο, όπου είχαν αποβιβασθεί. Στο Πάνω Βαθύ ειδοποιήθηκαν οι κάτοικοι να το εγκαταλείψουν και να κατέβουν στο Κάτω Βαθύ για περισσότερη ασφάλεια.
Με την πενθήμερη ανακωχή έγιναν διαπραγματεύσεις και συμφωνήθηκε να εγγυηθούν οι αρχές του νησιού με τις προστάτιδες δυνάμεις την ασφαλή μεταφορά του τουρκικού στρατού στην απέναντι ακτή. Οι Τούρκοι στρατιώτες με την επέμβαση του Σοφούλη μεταφέρθηκαν με Σαμιώτικα καΐκια με την σημαία της ηγεμονίας. Με την αποχώρηση του Τουρκικού στρατού ο λαός πανηγυρίζει. Το βράδυ της 19ης Σεπτεμβρίου 1912, ο Σοφούλης με προκήρυξή επισημαίνει, ότι η μόνη κυρίαρχος και έγκυρος εν τω τόπω εξουσία είναι η επανάστασις. Στις 5 του Οκτώβρη τα Βαλκανικά κράτη Ελλάδα, Βουλγαρία και Σερβία, κηρύττουν τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας.
Ακράτητος ενθουσιασμός επικρατεί στο νησί και στις αρχές του Νοέμβρη 500 εθελοντές Σαμιώτες, μαζί τους και ο Σοφούλης, μεταφέρονται στην Αθήνα, διαθέτοντας συγχρόνως και ένα σημαντικό χρηματικό ποσό από εράνους πατριωτών, για την ενίσχυση του Ελληνικού στρατού που στο μεταξύ είχε καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Ο Σοφούλης συνεννοήθηκε με τον Βενιζέλο για την ένωση της Σάμου και επιστρέφοντας στις 10 του Νοέμβρη στο νησί μας, κηρύττει την Ένωση της Σάμου με την Ελλάδα.
Στις 11 του Νοέμβρη ημέρα Κυριακή, προσέρχεται στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στις 2μ.μ ο Θεμιστοκλής Σοφούλης συνοδευόμενος από τις αρχές του νησιού εκτός από τον Ηγεμόνα, που είχε ειδοποιηθεί να εγκαταλείψει το ηγεμονικό μέγαρο. Εν τω μεταξύ ο κόσμος είχε κατακλύσει την εκκλησία και τους γύρω χώρους, οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και η γαλανόλευκη κυμάτιζε σε όλο το Βαθύ.
Ο Σοφούλης, μη μπορώντας να κρατήσει τα δάκρυά του, διακήρυξε την πανηγυρική ένωση της Σάμου με την Μητέρα Ελλάδα. Οι αγώνες και οι θυσίες του Σαμιώτικου λαού δικαιώνονταν. Το καθεστώς της υποτέλειας γκρεμίζονταν συθέμελα και τη θέση του έπαιρνε η ελευθερία και η δημοκρατία, ιδανικά για τα οποία αγωνίστηκε ο Σαμιώτικος λαός. Αλλά, παρ’ όλη την ανείπωτη χαρά που δοκίμασε ο Σαμιώτικος λαός, η επίσημη αναγνώριση δεν είχε ακόμη γίνει από την Ελληνική κυβέρνηση και οι υποτιθέμενοι προστάτες μας, λόγω αντικρουόμενων συμφερόντων, δεν αποδέχτηκαν το επαναστατικό καθεστώς και την ένωση.
Χρειάστηκαν να γίνουν πάνδημα συλλαλητήρια στην κυρίως Ελλάδα, για να στείλει η κυβέρνηση στις 2 του Μάρτη 1913 στη Σάμο, το θωρηκτόν Σπέτσαι να συνοδεύσει το εμπορικόν Θεσσαλία με δύο λόχους στρατού για την κατάληψη του νησιού. Στις 2 Μαρτίου ημέρα Σάββατο, παραμονή της Ορθοδοξίας, αγκυροβολούν στο λιμάνι του Βαθιού και παράλληλα περιπολούν ανοιχτά στο πέλαγος, τα αντιτορπιλικά μας Νίκη και Βέλος που είχαν φτάσει από τη Χίο.
Με εκδηλώσεις ενθουσιασμού γίνεται δεκτός ο Ελληνικός στρατός. Ώρα δοξολογίας ορίστηκε η 1μ.μ στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου. Η ενσωμάτωση πια της Σάμου με την κορμό του έθνους μας, η οποία φάνταζε ως μακρινό όνειρο, ήταν πλέον πραγματικότητα.
Η Απελευθέρωση του Αγίου Όρους
Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου 1912, από το λιμάνι του Μούδρου της Λήμνου, αποπλέει Μοίρα του Ελληνικού Στόλου με επικεφαλής το θρυλικό Θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ», υπό τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, και κατευθύνεται προς το Άγιο Όρος. Η παρουσία των πολεμικών σκαφών στα ανοικτά της χερσονήσου του Άθω, γίνεται αντιληπτή από τους μοναχούς των παραθαλασσίων μοναστηριών και κελλιών και κάτω από τις χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες εκατοντάδων καμπάνων τα πλοία πλησιάζουν τις ακτές του Αγίου Όρους.
Στις 11.30 οι Μονές φέρονται σημαιοστολισμένες ενώ οι μοναχοί αλλαλάζοντας από χαρά κανονιοβολούν και τυφεκιοβολούν. Το Θωρηκτό “Γ. Αβέρωφ” ανταποδίδει με 21 χαιρετιστήριες βολές. Στη Δάφνη αγκυροβολεί το Αντιτορπιλικό «Θύελλα» και αποβιβάζει άγημα από 40 άνδρες, οι οποίοι ανεβαίνουν και απελευθερώνουν τις Καρυές. Ο επικεφαλής αξιωματικός του αγήματος «εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων» επικυρώνει την αποβατική ενέργεια και χαρακτηρίζει τον Καϊμακάμη, τους υπαλλήλους και τη μικρή Τουρκική δύναμη «ως αιχμαλώτους πολέμου άνευ πολεμικής τινός ενεργείας». Ταυτόχρονα στη Δάφνη και στις Καρυές υψώνεται η Ελληνική Σημαία.
Το «Γ. Αβέρωφ» με τα ανιχνευτικά «Ιέραξ» και «Πάνθηρ» κατευθύνονται στον όρμο του Πρόβλακα, κοντα στα Νέα Ρόδα, όπου αποβιβάζουν 200 άνδρες, οι οποίοι καταλαμβάνουν την διώρυγα του Ξέρξη. Από τη στιγμή αυτή, στις 2 Νοεμβρίου 1912, μετά από 488 χρόνια υποδουλώσεως, ταπεινώσεων και πολλών περιπετειών, το Άγιον Όρος απελευθερώνεται. Στις 18.00 τα πλοία αποπλέουν για Λήμνο, εκτός του “Θύελλα” που σπεύδει προς Ικαρία.
Την επόμενη ημέρα, στις 3 Νοεμβρίου, συνήλθαν σε συνεδρίαση οι αντιπρόσωποι όλων των Μονών, εκτός της Ρωσικής, και υπεγράφη στον κώδικα των πρακτικών της συνεδρίας πράξη, δια της οποίας διαπιστωνόταν η κατάλυση των Τουρκικών αρχών. Η επίσημη δε πράξη έγινε στις 5 Νοεμβρίου 1912. Στις 4 Νοεμβρίου 1912 η Ιερά Κοινότητα αποστέλλει ευχαριστήριο τηλεγράφημα για την απελευθέρωση του Αγίου Όρους στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος και απάντησε ως εξής:
«Ο Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου
Εν Αθήναις τη 25η Νοεμβρίου 1912
Πανοσιολογιώτατοι,
Μετά βαθυτάτης συγκινήσεως αποδεχόμενος τον φιλόστοργον υμών ασπασμόν ευχαριστώ από μέσης καρδίας επί ταις τιμητικαίς εκφράσεσι, δι’ ων με περιβάλλουσι αι υμέτεραι Αγιότητες. Αντισυγχαίρων δε επί ταίς νίκαις, αίτινες θεία συνάρσει στέψασαι τα ελληνικά όπλα απελύτρωσαν και τους της Αθωνιάδος τόπους, επικαλούμαι τας προς τον Ύψιστον υμετέρας δεήσεις υπέρ της κατά τους κοινούς πόθους περατώσεως του Ιερού αγώνος.
Ελευθέριος Κ.Βενιζέλος».
Η πλειοψηφία των μοναχών, πλην των Ρώσων, πανηγυρίζει το τέλος της αλλόθρησκης Οθωμανικής κατοχής και κυρίως για την αυτονόητη προοπτική ενσωμάτωσης του Αγίου Όρους στον Εθνικό Κορμό. Ωστόσο η de jure αναγνώριση της Ελληνικής κυριαρχίας στον Άθω, που αρχικά επιχειρήθηκε να αποτραπεί από άλλα ορθόδοξα κράτη, έγινε το 1919 με τη Συνθήκη του Νεϊγύ και οριστικά το 1920 με τη Συνθήκη των Σερβών.
Και ενώ όλη η Ελλάδα πανηγύριζε την απελευθέρωση της Μακεδονίας και το Άγιον Όρος τη δική του, φανερά πλέον και απροσχημάτιστα στην Ιερά Μονή Ζωγράφου «βρέθηκε» εγκατεστημένος όχι ευκαταφρόνητος σε αριθμό και οπλισμό επίλεκτος για την αποστολή, Βουλγαρικός στρατός και η Μονή υπό Βουλγαρική κυριαρχία και κατοχή.
Οι Βούλγαροι επιδίωξαν μόνιμη εγκατάσταση στη Μονή Ζωγράφου και στο επίνειο αυτής. Παράλληλα άρχισαν να διεκδικούν μέρος της Αγιορείτικης γης για το βουλγαρικό κράτος. Ύψωσαν τη Βουλγαρική σημαία στη μονή και παρέμειναν και όλο το χειμώνα και την άνοιξη του 1913. Εν τω μεταξύ το απόσπασμα προχώρησε μέχρι τις Καρυές, πρωτεύουσα του Όρους, αλλά εκεί η παρουσία Ελληνικών δυνάμεων συνετέλεσε στην επιστροφή των Βουλγάρων στη μονή Ζωγράφου χωρίς να δημιουργηθούν επεισόδια.
Το Ελληνικό κράτος όμως άρχισε να ανησυχεί και να λαμβάνει μέτρα προληπτικώς καθώς οι σχέσεις Ελλήνων και Βουλγάρων οξύνθηκαν τόσο ώστε να επίκειται η κήρυξη πολέμου μεταξύ τους, που άλλωστε συνέβη. Η δύναμη του Ελληνικού στρατού και της Χωροφυλακής, που είχε εγκατασταθεί στο Άγιον Όρος ήταν μικρή. Έτσι ύστερα από συνεννόηση του Έλληνα αστυνόμου με δύο κελιώτες μοναχούς, τους Γέροντα Αβέρκιο και Ιωάννη Κομβολογά δημιουργήθηκε εθελοντικό σώμα στις Καρυές από 100 περίπου Έλληνες κελλιώτες και άλλους εργαζόμενους σε διάφορες μονές.
Μετά την έναρξη του Β’ Βαλκανικού πολέμου και την άρνηση του Βουλγαρικού στρατού να παραδοθεί σε μονάδα του Ελληνικού στόλου, ομάδα κελλιωτών και λαϊκών με επί κεφαλής τον αστυνόμο, πολιόρκησε την οχυρωμένη μονή Ζωγράφου και έριξε μερικές εκφοβιστικές βολές. Η στενή πολιορκία και η πάροδος του χρόνου ανάγκασαν το Βουλγαρικό τμήμα να παραδοθεί στις 21 Ιουνίου και να μεταφερθεί αιχμάλωτο στον Πειραιά.
Εν τω μεταξύ είχε αναγγελθεί η νικηφόρος προέλαση και καταδίωξη του Βουλγαρικού στρατού από τον Ελληνικό στις μάχες Κιλκίς- Λαχανά. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό στρατό όπου οι Βούλγαροι εξεδιώχθησαν με μάχη. Οι Έλληνες δεν προέβησαν σε καμιά ενέργεια κατά των Ζωγραφιτών μοναχών εφόσον είχαν αποχωρήσει και τα στρατεύματα από εκεί.
Ναυμαχία της Έλλης
Η ναυμαχία της Έλλης στις 3 Δεκεμβρίου 1912, ήταν η πρώτη από τις δύο κορυφαίες μάχες μεταξύ του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και του Οθωμανικού Στόλου κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και πραγματοποιήθηκε στην έξοδο των στενών των Δαρδανελλίων (ή Ελλησπόντου). Η ναυμαχία έληξε με τη νίκη του Ελληνικού στόλου και τον εγκλεισμό του Οθωμανικού εντός των στενών.
Πριν την Ναυμαχία
Τους πρώτους μήνες του πόλεμου ο Τουρκικός στόλος υπό την διοίκηση του ναύαρχου Ραμίζ Μπέη παρέμεινε προστατευμένος στα στενά των Δαρδανελίων (στο ναύσταθμο Ναγαρά), χωρίς να επιχειρήσει έξοδο στο Αιγαίο. Από την άλλη πλευρά ο Ελληνικός στόλος υπό την διοίκηση του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη κράτησε επιθετική στάση απελευθερώνοντας ένα ένα τα νησιά του Αιγαίου και αναμένοντας την έξοδο των Τουρκικών πλοίων από τα Στενά.
Αρχικά απελευθέρωσε τη Λήμνο και εγκατέστησε στον όρμο του Μούδρου το προκεχωρημένο αγκυροβόλιο του Στόλου. Ακολούθησε η απελευθέρωση του Αγίου Όρους, των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου (Θάσος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Τένεδος, Αγ. Ευστράτιος, Μυτιλήνη, Χίος). Μετά την απελευθέρωση της Τενέδου στις 24 Οκτωβρίου / 6 Νοεμβρίου ο ναύαρχος Κουντουριώτης έστειλε τηλεγράφημα στον Τούρκο αρχηγό του στόλου με το μήνυμα “Σας περιμένομεν”.
Η Ναυμαχία
Την παραμονή, το βραδυ της 4 Δεκεμβρίου 1912, σύμφωνα με τη διήγηση του παρόντος Τούρκου Πλωτάρχη Χασάν Σαμί Μπέη, οι Τούρκοι αξιωματικοί έγραψαν τις διαθήκες τους και αποσύρθηκαν νωρίς για ύπνο ώστε να είναι ακμαίοι το πρωί. Τα ξημερώματα, ο Μουεζίνης κάλεσε τα πληρώματα γονατιστά να προσευχηθούν. Αμέσως μετά, ο Τουρκικός στόλος απέπλευσε. Το πρωί της 3/16 Δεκεμβρίου στις 8 η ώρα με καλό καιρό και ήσυχη θάλασσα, άρχισε η έξοδος του Τουρκικού στόλου από τα Στενά.
Οι καπνοί του εξερχόμενου από τα Δαρδανέλια Τουρκικού στόλου φαίνονταν καθαρά. Τα Ελληνικά ελαφρά σκάφη που περιπολούσαν στην περιοχή έστειλαν μήνυμα στην ναυαρχίδα ειδοποιώντας την για την έξοδο. Η αναφορά “ΕΧ ΕΧ ΕΧ” (εχθρός εν όψει) διέτρεξε όλα τα Ελληνικά πλοία. Στον Τουρκικό στόλο προηγούνταν το καταδρομικό Μετζιτιέ και τρία αντιτορπιλλικά και ακολουθούσαν τα θωρηκτά Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα (ναυαρχίδα), Τουργούτ Ρεΐς, Μεσουντιέ και Ασάρι-ι-Τεφίκ. Στο τέλος βρίσκονταν 6-8 αντιτορπιλλικά και πλωτό νοσοκομείο σε γραμμή παραγωγής.
Ο Ελληνικός στόλος με επικεφαλής την ναυαρχίδα θωρηκτό Αβέρωφ, ακολουθούμενη από τα θωρηκτά Ύδρα, Σπέτσες, αρχηγίδα του Μοιράρχου Πλοιάρχου Πέτρου Γκίνη και Ψαρά, και από πίσω τα αντιτορπιλλικά Αετός, Ιέραξ, Λέων και Πάνθηρ (τα αποκαλούμενα Θηρία) έσπευσε να συναντήσει τον αντίπαλο στόλο.
Τα τέσσερα Τουρκικά θωρηκτά με την έξοδό τους έστριψαν δεξιά παραπλέοντας το ακρωτήριο της Έλλης (επειδή δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από τα φρούρια της ακτής), ενώ τα Ελληνικά στράφηκαν προς συνάντησή τους. Οι δύο στόλοι ήρθαν αντιμέτωποι στις 09:00 σε διάταξη μάχης και απόσταση 17 χλμ. Σε αυτό το σημείο ο ναύαρχος Κουντουριώτης σήμανε πολεμική έγερση και εξέπεμψε το παρακάτω ιστορικό σήμα προς τον στόλο:
«Με την βοήθειαν του Θεού, τας ευχάς του Βασιλέως μας και εν ονόματι του Δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθησιν της νίκης κατά του εχθρού του Γένους».
Ο Ελληνικός στόλος δεν έβαλε πρώτος για να κάνει οικονομία πυρομαχικών. Ώρα 09:05 υψώνεται στο Αβέρωφ το προειδοποιητικό σήμα “αρχίσατε πυρ συγχρόνως μετά του Ναυάρχου”. Στις 09:22 ο Τουρκικός στόλος άνοιξε πρώτος πυρ από απόσταση 12.500 μ., ενώ ο Ελληνικός περίμενε 3 λεπτά ανοίγoντας πυρ στις 09:25 από απόσταση 12.000μ. Τα Τουρκικά θωρηκτά έβαλλαν κυρίως εναντίον του Αβέρωφ με ταχύ πυρ αλλά χωρίς επιτυχία, ενώ και το Αβέρωφ δεν έκανε ακριβείς βολές.
Στις 09:35 με την απόσταση των δύο στόλων στα 9.500 μ. ο Κουντουριώτης αποδέσμευσε τον στόλο από τις κινήσεις της ναυαρχίδας του υψώνοντας την σημαία “Ζ” (κινούμαι ανεξάρτητα), και εκμεταλλευόμενος την μεγαλύτερη ταχύτητα του Αβέρωφ όρμησε ακάθεκτος με ταχύτητα 21 κόμβων, διαγράφοντας τόξο μπροστά από την γραμμή του Τουρκικού στόλου με σκοπό να υπερφαλλαγίσει τα Τουρκικά θωρηκτά και να τα βάλει μεταξύ των πυρών του Αβέρωφ και των υπολοίπων Ελληνικών θωρηκτών.
Αυτός ο ελιγμός λέγεται «Ταύ» και πραγματοποιήθηκε με επιτυχία από τα Ιαπωνικά θωρηκτά εναντίον των Ρώσων στην ναυμαχία της Τσουσίμα. Καθώς η ταχύτητα της θωρηκτής μοίρας τύπου Ύδρα ήταν μικρή (14 κόμβοι), το Αβέρωφ υπερφαλάγγισε τον εχθρό μόνο του και ανάμεσα σε πυκνά πυρά του Τουρκικού στόλου και των απέναντι φρουρίων έφτασε σε απόσταση 2.900 μ. από τον αντίπαλο.
Οι Τούρκοι, όταν κατάλαβαν ότι ο ελιγμός θα εκτελούνταν με απόλυτη επιτυχία, έκαναν διαδοχική στροφή 160ο και μπήκαν με φοβερή αταξία ξανά στα Στενά, κάτω από την κάλυψη των επάκτιων πυροβόλων των φρουρίων Σεντούλμπαχιρ και Κουμκαλέ. Πρώτο έκανε μεταβολή το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα στις 09:50 ακολουθούμενο από τα υπόλοιπα αλλά έτσι τα Τουρκικά πλοία βρέθηκαν πολύ κοντά το ένα στο άλλο, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα πυροβόλα τους και να μειωθεί η ταχύτητά τους στους 10 κόμβους.
Ο σχηματισμός βαλλόταν συνεχώς από το Αβέρωφ και τα άλλα θωρηκτά, που στο μεταξύ πλησίασαν τον Τουρκικό στόλο σε απόσταση 4100 μ. Στις 09:55 το Μπαρμπαρόσα δέχτηκε πλήγμα στο κατάστρωμα της πρύμνης και λίγο αργότερα ένα άλλο βλήμα διαπέρασε τον πυργίσκο της πρύμνης και προκάλεσε ζημιές και στους λέβητες.
Τα Τουργκούτ Ρεΐς και Μετζιτιέ είχαν μικρότερες ζημιές. Όμως η ταχύτητα πυρός του Αβέρωφ είχε ελαττωθεί και δεχόταν τα πυρά των θωρηκτών και των φρουρίων που είχε πλησιάσει κατά την εκτέλεση του ελιγμού, κι έτσι εγκατέλειψε την καταδίωξη. Η ναυμαχία έληξε στις 10:17 με τον τουρκικό στόλο να εξακολουθεί να είναι αποκλεισμένος μέσα στα Στενά στα αγκυροβόλια του Τσανάκκαλε και του Σεντούλμπαχιρ.
Σε όλη τη διάρκεια της εμπλοκής το θωρηκτό Αβέρωφ έριξε 127 βλήματα ενώ θα μπορούσε να εκτοξεύσει τετραπλάσια, γιατί κατά τη διάρκεια της ανεξάρτητης δράσης του τα πυροβόλα του έπαθαν προσωρινή εμπλοκή. Επίσης δέχτηκε τέσσερα βλήματα μεγάλου διαμετρήματος και δεκαπέντε μικρού, αλλά οι ζημιές που υπέστη ήταν ελάχιστες.
Η πρώτη Τουρκική μοίρα που, βγαίνοντας από τα Στενά έστριψε προς την Τένεδο, χωρίς να ακολουθήσει τα θωρηκτά, συνάντησε ομάδα Ελληνικών πλοίων και επέστρεψε στον Ελλήσποντο μετά από μια μικρή ανταλλαγή πυρών.
Απώλειες
Οι απώλειες των Τούρκων ήταν 7 νεκροί και αρκετοί τραυματίες από το Barbarossa το οποίο υπέστη σημαντικές ζημιές στους λέβητες και το πυροβόλο των 180 χιλ. αχρηστεύτηκε εντελώς. Επιπλέον το Torgut Reis μέτρησε 51 νεκρούς και 40 τραυματίες που μεταφέρθηκαν στο νοσοκομειακό πλοίο Ρεσίτ Πασάς. Οι απώλεις του Ελληνικού στόλου ήταν 2 άντρες του πληρώματος νεκροί και 5 τραυματίες, ενώ τραυματίστηκε και ένας ακόμη άντρας από το Σπέτσαι.
Η Επόμενη Μέρα
Την επόμενη ημέρα ο Κουντουριώτης έστειλε την αναφορά του στο Υπουργείο των Ναυτικών. Ο παράτολμος ελιγμός του θεωρήθηκε ασυλλόγιστος ηρωισμός, και ακόμη και ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ του τηλεγράφησε συστήνοντάς του σύνεση και ψυχραιμία. Το Αβέρωφ ήταν η ισχυρότερη μονάδα του στόλου και πιθανή απώλειά του θα ανέτρεπε τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των δύο στόλων.
Τον ελιγμό του Κουντουριώτη δικαιολόγησε ο αντίπαλός του Ραμίζ Μπέης στο ναυτοδικείο όταν παραπέμφθηκε για την υποχώρηση από την ναυμαχία, όπου απολογούμενος είπε ότι, αν δεν έστρεφε για να απομακρυνθεί, θα βρισκόταν μεταξύ δύο πυρών από τον Ελληνικό στόλο που θα τον εκμηδένιζαν. Ο Τούρκος ναύαρχος αθωώθηκε, καθόσον ο προϊστάμενός του υπουργός τον είχε διατάξει εγγράφως να μην εκθέσει το στόλο σε θανατηφόρα πυρά.
Ναυμαχία της Λήμνου
Στον επόμενο μήνα (από την Ναυμαχία της ¨Ελλης),ο Τουρκικός στόλος επιχείρησε αρκετές εξόδους από τα στενά, αλλά κάθε φορά πριν απομακρυνθεί έβρισκε μπροστά του την Ελληνική θωρηκτή μοίρα με τον Αβέρωφ μπροστά. Σύντομα οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι για να έχουν ελπίδες επιτυχίας, έπρεπε να απαλλαγούν από αυτό το ταχύτατο εύδρομο.
Έτσι το βράδυ της 13ης Δεκεμβρίου, μια συνεφιασμένη νύχτα το εύδρομο Χαμηδιέ μασκαρεμένο σε Ρωσικό πολεμικό και με κυβερνήτη τον Ρεούφ Μπέη, κατάφερε να διαφύγη της προσοχής των Ελληνικών περιπολιών και να πλεύση προς το νότιο Αιγαίο, με τον σκοπό να δημιουργήσει αντιπερισπασμό και να παρασύρει έτσι το μόνο Ελληνικό πλοίο που μπορούσε να το καταδιώξει, τον Αβέρωφ, μακρυά από τα Δαρδανέλια.
Πράγματι, την επόμενη ημέρα κατέπλευσε έξω από το λιμάνι της Ερμουπόλεως στην Σύρο όπου αφού βύθισε το εξοπλισμένο πλοίο Μακεδονία, βομβάρδισε εγκαταστάσεις στην στεριά. Στην συνέχεια εξαφανίσθηκε προς νότο με μεγάλη ταχύτητα. Αυτή την φορά ήταν η σειρά των Ελλήνων να πανικοβληθούν. Ο Κουντουριώτης λαμβάνει κατεπείγουσες διαταγές για “… καταδίωξη του εχθρικού σκάφους προπορευομένου του Αβέρωφ με μεγίστη ταχύτητα.”
Ο ναύαρχος όμως, με το ευρύ στρατηγικό πνεύμα και την ευφυία που διακρίνει πάντα τους μεγάλους ναυτικούς άνδρες, δεν ξεγελάσθηκε ούτε προς στιγμή από το τέχνασμα. Ορθά-κοφτά αρνείται να υπακούσει στις διαταγές αυτές και αντί να τρέχει πίσω από τον Ρεούφ Μπέη, κάνει κάτι απλούστατο και πολύ πιο αποτελεσματικό: χρησιμοποιώντας ελαφρές μονάδες του στόλου αποκλείει το λιμάνι της Σμύρνης. Έτσι το Χαμηδιέ είναι αναγκασμένο να ανεφοδιάζεται από την Αττάλεια ή την Αίγυπτο και η απειλή του μειώνεται σημαντικά. Η προσοχή του Ελληνικού στόλου στρέφεται και πάλι στην έξοδο των στενών.
Η Ναυμαχία
Oι Τούρκοι από την μεριά τους νομίζοντας ότι ο Αβέρωφ είχε όντως απομακρυνθεί βάσει των διαταγών που είχε λάβει, ετοιμαζόντουσαν να επιχειρήσουν έξοδο. Ο Ραμίζ Μπέης, προσπαθώντας να ανορθώση το πεσμένο ηθικό των ανδρών του για την νέα μάχη, έφερε από το μουσείο της Κωνσταντινουπόλεως το περίφημο λάβαρο του φοβερού κουρσάρου Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα που καταναυμάχησε τον χριστιανικό στόλο του Αντρέα Ντόρια στην Πρέβεζα το 1538, και το ύψωσε στον ιστό της ναυαρχίδας του που έφερε το ίδιο όνομα.
Και με το κατακόκκινο και χρυσοκεντημένο με ρητά από το Κοράνι λάβαρο να ανεμίζει στο προπορευόμενο πλοίο, ο Τουρκικός στόλος πέρασε το ακρωτήρι της Έλλης στις 8 και 20 το πρωί της 5ης Ιανουαρίου 1913 και ανοίχθηκε στο Αιγαίο. Δεν άργησε όμως να γίνει αντιληπτός από το ανιχνευτικό Λέων που σπεύδει να τηλεγραφήσει στον Μούδρο : “Ολόκληρος ο στόλος εξέρχεται“.
Παραδόξως όμως ο Κουντουριώτης δεν φαίνεται να συγκινείται. Δίνει εντολή να προγευματίσουν τα πληρώματα και κάθεται και ο ίδιος στο τραπέζι μαζί με τους αξιωματικούς του που απορούν. Αυτό που ήθελε στην πραγματικότητα, ήταν να δώσει χρόνο στον Τουρκικό στόλο να απομακρυνθεί από τα Δαρδανέλια και την προστασία των φρουρίων τους όσο γίνεται περισσότερο. Έτσι, δίνει εντολή για άπαρση μόλις στις 10 παρά τέταρτο.
Στην Τουρκική διάταξη, που πλησίαζε για να βομβαρδίσει τον ναύσταθμο, προηγείται το Μετζιδιέ και ακολουθούν σε κάποια απόσταση τα θωρηκτά σε γραμμή παραγωγής. Μόλις όμως το εύδρομο έφθασε κοντά στο ακρωτήρι Ειρήνη, έκανε την εμφάνισή του και ο Ελληνικός στόλος που έβγαινε από τον Μούδρο. Πρώτο πρώτο, με σύννεφα μαύρου καπνού να ξεχύνονται από τις καπνοδόχους του ήταν το εύδρομο Αβέρωφ.
Το Μετζιδιέ (Medjidiye) σταματά απότομα, κάνει στροφή 180 μοιρών και κατευθύνεται ολοταχώς προς τα Τουρκικά θωρηκτά. Είναι φανερό ότι οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν απόλυτα από την παρουσία της Ελληνικής ναυαρχίδας που την νόμιζαν ότι καταδίωκε το Χαμηδιέ. Όμως δεν έχουν την ταχύτητα ούτε και τα περιθώρια να ξεφύγουν από τον Αβέρωφ. Η μάχη που ήθελε ο Κουντουριώτης είναι πλέον αναπόφευκτη. Οι Τούρκοι τώρα στρέφουν προς νοτιοδυτικά και οι Έλληνες παίρνουν αμέσως “συγκλίνουσα πορεία”. Η απόσταση μεταξύ των στόλων μειώνεται συνεχώς.
Στις 11.30 είναι περίπου 9.000 μέτρα και οι Έλληνες διακρίνουν ήδη μια τεράστια κοκκινόχρυση σημαία που ανεμίζει στον ιστό της εχθρικής ναυαρχίδας. Δεν έχουν την ευκαιρία να προβληματισθούν πολύ καθώς στις 11.34 και από τα 8.400 μέτρα τα Οθωμανικά πλοία ανοίγουν πύρ.
Από την πρώτη στιγμή είναι φανερό ότι όλα τα πλοία τους συγκεντρώνουν τα πυρά τους στον Αβέρωφ. Οι Έλληνες αντίθετα μοιράζονται : ο Αβέρωφ και το Σπέτσες σημαδεύουν το Μπαρμπαρόσσα, ενώ το Ύδρα και το Ψαρά το Τοργκούτ Ρεϊς. Καθώς η απόσταση έπεσε στα 6.500 μέτρα τα Ελληνικά πυρά που είναι πολύ περισσότερο συντονισμένα και εύστοχα φέρνουν αποτέλεσμα :
Στις 11:55 ένα βλήμα των 10,8 ιντσών από το Ύδρα κτυπάει το κεντρικό πυροβολείο του Μεσσουδιέ. Η βαριά οβίδα τρυπάει τον θώρακα σαν χαρτί και εκρήγνυται ανάμεσα στα στοιβαγμένα πυρομαχικά για τα πυροβόλα των 15 εκατοστών. Η έκρηξη που ακολουθεί είναι φοβερή και όλοι οι υπηρέτες των πυροβόλων σκοτώνονται ή τραυματίζονται. Βαριά πληγωμένο το Μεσσουδιέ και μέσα σε πυκνούς καπνούς από πυρκαϊές, στρέφει αργά προς τα στενά.
Τέσσερα λεπτά αργότερα μία ομοβροντία του Αβέρωφ βρίσκει το Μπαρμπαρόσσα ολόσωμα. Ένα βλήμα κτυπά τον μεσαίο πύργο του των 11 ιντσών και τον καταστρέφει σκοτώνοντας το πλήρωμά του από 35 άνδρες. Ένα άλλο ξυρίζει τον ιστό του και στέλνει το ιστορικό λάβαρο στον βυθό του Αιγαίου ενώ άλλα διατρυπούν το λεβητοστάσιο και τις υπερκατασκευές του πλοίου. Είναι η σειρά του Μπαρμπαρόσσα να στραφεί προς βορράν.
Σε τρία λεπτά το ακολουθεί και το σχετικά άθικτο Τοργκούτ Ρεϊς. Kαθώς όμως το τελευταίο καλύπτει την υποχώρηση, συγκεντρώνει πάνω του όλα τα πυρά. Οι Έλληνες πυροβολητές με ακρίβεια και ψυχραιμία γυμνασίων στέλνουν την μία πίσω από την άλλη τις οβίδες τους στο πρώην Γερμανικό θωρηκτό Βάϊσσενμπουργκ.
Η μπροστινή τσιμινιέρα του πέφτει, η πρυμναία γέφυρά του καταστρέφεται και δύο από τα δευτερεύοντα πυροβόλα του ανατινάζονται. Μία οβίδα εκρήγνυται στο λεβητοστάσιό του σκοτώνοντας πολλούς ναύτες και πλημμυρίζοντάς το. Το κατάστρωμα του γεμίζει τρύπες και στραβωμένα σίδερα και το πλοίο αρχίζει να παίρνει κλίση.
Ο Ραμίζ Μπέης στέλνει σήμα προς τον στόλο του : “Επιστρέψατε ολοταχώς στα Στενά, έκαστος για τον εαυτό του”.Η μάχη είναι μόλις τριάντα πέντε λεπτών…Ο Κουντουριώτης τώρα δίνει διαταγή για καταδίωξη του εχθρού “πάση δυνάμει”. Ο Αβέρωφ αναπτύσσει πάλι ταχύτητα 23 μιλίων και ξεχύνεται πίσω από τον εχθρό που φεύγει κακήν κακώς.
Όμως τα γέρικα θωρηκτά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά δεν μπορούν να ακολουθήσουν παρά τις ηρωικές προσπάθειες των μηχανικών τους, πιάνουν μόλις 15 μίλια. Έτσι ο Αβέρωφ με τον Κουντουριώτη απομένουν μόνοι να δώσουν το τελειωτικό χτύπημα. Αποδεικνύουν ότι είναι κάτι παραπάνω από ικανοί.
H ναυαρχίδα ελίσσεται διαρκώς σε ζίγκ-ζάγκ ακολουθώντας τα εχθρικά πλοία από μικρή απόσταση και ραίνοντας τα ασταμάτητα με οβίδες. Ο ναύαρχος Ραμίζ, βλέποντας ότι το Τοργκούτ έχει πάρει μεγάλη κλίση από τα νερά που μπήκαν στα ύφαλά του, επιχειρεί να το καλύψει με το δικό του πλοίο. Είναι πραγματικά μία γενναία ενέργεια, αλλά έχει σαν αποτέλεσμα η Τουρκική ναυαρχίδα να δεχθεί ένα πραγματικό σφυροκόπημα από τα πυροβόλα του Αβέρωφ.
Ο πρυμναίος δίδυμος πύργος των 11 ιντσών αχρηστεύεται από ολόσωμο πλήγμα, οι ανελκυστήρες άνθρακος καταστρέφονται και η τραπεζαρία των αξιωματικών και το αναρρωτήριο ανατινάζονται. Ένα άλλο βλήμα περνάει στο τορπιλλοστάσιο, σκοτώνει τους χειριστές αλλά σαν από θαύμα οι τορπίλες δεν εκρήγνυνται. Σε όλο αυτό το διάστημα ο Αβέρωφ κτυπιέται από δύο βλήματα των 11 ιντσών από το Μπαρμπαρόσσα που προκαλούν 1 τραυματία και μικρές ζημιές.
Σαράντα πέντε λεπτά κρατάει το μαρτύριο των Τουρκικών πλοίων, μέχρι που στις 2 και μισή το μεσημέρι φθάνουν στο καταφύγιο των στενών. Και όπως τα Τουρκικά πλοία χανόντουσαν πίσω από το ακρωτήριο της Έλλης, σαν για αποχαιρετισμό, τα πυροβόλα των 7,5 ιντσών του Αβέρωφ στέλνουν ένα βλήμα να καταστρέψη τον μεσαίο πύργο του Τοργκούτ.
Επίλογος
O απολογισμός της μάχης ήταν συντριπτικός για τους Οθωμανούς: Το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα είχε δεχθεί 20 πλήγματα και είχε 75 νεκρούς και 130 τραυματίες, ενώ τα περισσότερα πυροβόλα του ήταν εκτός μάχης. Το Τοργκούτ Ρεϊς είχε σοβαρή εισροή υδάτων και 47 νεκρούς και τραυματίες.
Το κεντρικό πυροβολείο του Μεσσουδιέ είχε καταστραφεί ολοσχερώς ενώ είχε 68 απώλειες από το πλήρωμά του. Θα απαιτηθούν εκτεταμένες επισκευές και πάνω από έξι μήνες εργασιών από Γερμανούς τεχνικούς για να γίνει ο τουρκικός στόλος πάλι αξιόμαχος. Αντιθέτως, από τα 800 συνολικά βλήματα που εκτόξευσαν οι Τούρκοι μόλις τρία έπληξαν τον Αβέρωφ, τα οποία προξένησαν επιφανειακές ζημιές και τρείς τραυματίες από το πλήρωμα (άλλες πηγές λένε μόνο έναν).
Η Ελληνική νίκη στην ναυμαχία της Λήμνου είχε σημαντικότατες συνέπειες. Στην Τουρκία κηρύσσεται ημέρα πένθους και η κυβέρνηση Κιαμήλ αναγκάζεται να υπογράψει την συνθήκη ειρήνης με την Ελλάδα. Η παράδοση που θέλει το Ελληνικό ναυτικό να μην έχει υποστείλει την σημαία του ποτέ μέσα σε 3.000 και πλέον χρόνια, συνεχίζεται και η απόλυτη κυριαρχία των Ελλήνων στο Αιγαίο που έχει την αρχή της στην Μινωϊκή Κρήτη, αποκαθίσταται πάλι για να παραμείνει αμείωτη μέχρι των ημερών μας.
Αυτή η κυριαρχία ήταν που παγίδεψε ολόκληρη την 8η Στρατιά στην Δαμασκό της Συρίας, στρατιά που προοριζόταν να μεταφερθεί με πλοία για να προστατεύσει την Μακεδονία. Αυτή η κυριαρχία είναι που κάθεται βαρύς βραχνάς σήμερα στους γείτονές μας και προσπαθούν να την αποτινάξουν ξοδεύοντας δισεκατομμύρια δολάρια σε ναυπηγήσεις σκαφών. Αυτή την κυριαρχία, που προήλθε από την πίστη των απλών ναυτών και του αρχηγού τους στο δίκαιο του αγώνα τους και το ασίγαστο πάθος για να ξεπλύνουν το άγος του ’97.
Σαν ενδεικτικό του υψηλότατου ηθικού των Ελλήνων ναυτών θα αναφέρουμε το παρακάτω σχεδόν απίστευτο περιστατικό : Η πρώτη μετά την μάχη διαταγή του Παύλου Κουντουριώτη ήταν να γίνει αυστηρός ιατρικός έλεγχος στους ναύτες και στους αξιωματικούς, διότι αν και επί του “Αβέρωφ” έπεσαν τρία βλήματα, στο ιατρείο δεν παρουσιάστηκαν τραυματίες.
Κατά την ναυμαχία της “Ελλης” υπήρξαν ένας νεκρός και 7 τραυματίες, μερικοί όμως από τους τραυματίες τότε απέκρυψαν τα τραύματά τους για να μην απομακρυνθούν από το πλοίο. Ο Παύλος Κουντουριώτης δεν ήθελε να επαναληφθεί το ίδιο και ο ιατρικός έλεγχος του πληρώματος αποκάλυψε επί του Αβέρωφ 3 τραυματίες. Οι λέξεις “ανυπότακτος” και “αντιρρησίας” μάλλον δεν υπήρχαν στα λεξικά του 1912.
Καλό είναι να έχουμε πάντα στον νού αυτό που είπε ο φιλόσοφος Τζώρτζ Σανταγιάννα : “Εκείνοι που δεν θυμούνται το παρελθόν θα υποχρεωθούν να το ξαναζήσουν”.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ ΣΤΟΝ Α’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ
Η Εμφάνιση του Αεροπλάνου στην Ελλάδα (1911-1912)
Η εμφάνιση του αεροπλάνου στην Ελλάδα οφείλεται αρχικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Πρωτεργάτης ήταν ο θεατρικός επιχειρηματίας Λεωνίδας Αρνιώτης, ο οποίος έκανε το 1908 δύο δημόσιες ανεπιτυχείς προσπάθειες απογείωσης του αεροπλάνου του, τύπου Bleriot, με κινητήρα των 30 ίππων, με μοναδικό αποτέλεσμα τελικά, την καταστροφή του αεροσκάφους. Ο πρώτος Έλληνας αεροπόρος που πέταξε στη χώρα μας ήταν ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος.
Η πρώτη του πτήση έγινε την 8η Φεβρουαρίου 1912, στην περιοχή του Ρούφ με αεροπλάνο τύπου Nieuport IV.G. Ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος εκτέλεσε μετά την επιτυχία του αυτή, δεύτερη πτήση με επιβάτη τον τότε πρωθυπουργό, Ελευθέριο Βενιζέλο. Τον ίδιο δρόμο των εντυπωσιακών επιδείξεων επέλεξε και ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος Καραμανλάκης με αεροσκάφος Bleriot.
Στην προσπάθεια του να εντυπωσιάσει ο Καραμανλάκης, επέλεξε να εκτελέσει ναυτιλιακό ταξίδι από την Αθήνα στο Ρίο της Πάτρας, εγχείρημα ιδιαίτερα τολμηρό για τα δεδομένα της εποχής. Η έλλειψη πείρας και οι ισχυροί άνεμοι τον οδήγησαν σε αναγκαστική προσθαλάσσωση στον Κορινθιακό κόλπο, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον πνιγμό του.
Παράλληλα, με την ιδιωτική πρωτοβουλία και στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας από Γαλλική στρατιωτική αποστολή, τον Απρίλιο του 1911, ξεκίνησε η προσπάθεια συγκρότησης Αεροπορικών Υπηρεσιών. Το Δεκέμβριο του 1911 αναχώρησαν για τη Γαλλία, οι Υπολοχαγοί Δημήτριος Καμπέρος και Μιχαήλ Μουτούσης, μαζί με τον Ανθυπίλαρχο Χρήστο Αδαμίδη, προκειμένου να εκπαιδευτούν ως Αεροπόροι στη σχολή των αδελφών Farman, στην Etampes, κοντά στο Παρίσι.
Τον Απρίλιο του 1912 ακολούθησαν οι Υπολοχαγοί Λουκάς Παπαλουκάς, Μάρκος Δράκος και ο Ανθυπίλαρχος Πανούτσος Νοταράς. Ταυτόχρονα παραγγέλθηκαν τα πρώτα τέσσερα αεροσκάφη τύπου Henry Farman ΙΙΙ. Η πρώτη στρατιωτική πτήση πραγματοποιήθηκε από τον Υπολοχαγό Δημήτριο Καμπέρο στις 13 Μαΐου 1912. Στο Φάληρο, εκεί που σήμερα είναι το Μουσείο Ιστορίας της Πολεμικής Αεροπορίας. Πτήσεις πραγματοποιήθηκαν και στα μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια της περιόδου μέχρι τις 19 Μαΐου 1912.
Το αεροπλάνο γρήγορα έδειξε την αξία του στις επιχειρήσεις του Στρατού και με δεδομένη τη θαλάσσια γεωγραφική διαμόρφωση της Ελλάδας ξεκίνησαν το 1912 οι προσπάθειες δημιουργίας ναυτικής Αεροπορίας. Να σημειωθεί ότι ο Δημήτριος Καμπέρος μετέτρεψε ένα από τα πρώτα Henry Farman σε υδροπλάνο και το δοκίμασε επιτυχημένα στη διαδρομή Φάληρο – Ύδρα – Φάληρο, στις 24 & 25 Ιουνίου 1912, δείχνοντας τις δυνατότητες χρήσης του αεροπλάνου ως μέσου αεροναυτικής συνεργασίας.
Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913)
Η έναρξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου συνέπεσε με τη συγκρότηση του «Λόχου Αεροπορίας» στη Λάρισα, το Σεπτέμβριο του 1912, ο οποίος υπαγόταν κατ’ ευθείαν στον Αρχιστράτηγο μέσω του Γενικού Επιτελείου. Στη δύναμή του εντάχθηκαν άμεσα οι Αεροπόροι Δημήτριος Καμπέρος, Μιχαήλ Μουτούσης, Παναγιώτης Νοταράς και Χρήστος Αδαμίδης, μαζί με τα τέσσερα αεροσκάφη Henry Farman ΙΙΙ.
Λόγω της ανεπάρκειας των αεροσκαφών αυτών για πολεμικές επιχειρήσεις παραγγέλθηκαν τα βελτιωμένα Maurice Farman M.F.7 και Henry Farman HF.20, ενώ κατατάχθηκε με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Μηχανικού ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος, ο οποίος έφερε μαζί του το αεροσκάφος του, τύπου Nieuport IV.G.
Την 5η Οκτωβρίου 1912 πραγματοποιήθηκε η πρώτη πολεμική αποστολή στα αεροπορικά χρονικά της Ελλάδας, όταν ο Υπολοχαγός Δημήτριος Καμπέρος εκτέλεσε αναγνώριση των Οθωμανικών στρατευμάτων στην περιοχή της Ελασσόνας. Τις επόμενες ημέρες οι αποστολές επαναλήφθηκαν, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες, ενώ τα αεροσκάφη βομβάρδιζαν τις Οθωμανικές δυνάμεις με αυτοσχέδιες βόμβες, που είχαν μικρή αποτελεσματικότητα αλλά σημαντική ψυχολογική επίδραση.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου 1912 από τον Οθωμανικό ζυγό, πρόσθεσε στο δυναμικό «Λόχου Αεροπορίας» ένα αεροπλάνο τύπου Bleriot XI με κινητήρα 50hp, το οποίο πετούσε μισθωμένος Γάλλος αεροπόρος, επ’ ωφελεία του Οθωμανικού Στρατού. Όταν ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε την πόλη το αεροπλάνο κατασχέθηκε και ο Γάλλος ιδιοκτήτης του απελάθηκε.
Κατόπιν, οι επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν στο μέτωπο της Ηπείρου, όπου δέσποζαν τα οχυρά του Μπιζανίου. Ο «Λόχος Αεροπορίας» έδρασε ενισχυμένος με συνολικά 4 Maurice Farman M.F.7. Η πρώτη αποστολή στο Μπιζάνι εκτελέστηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1912 από τον Υπολοχαγό Μιχαήλ Μουτούση, ο οποίος αναγνώρισε και βομβάρδισε τις θέσεις του Οθωμανικού Στρατού. Οι αποστολές συνεχίστηκαν μέχρι την απελευθέρωση των Ιωαννίνων την 21η Φεβρουαρίου 1913.
Ανάλογη προσπάθεια χρησιμοποίησης αεροσκαφών έγινε κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και από το Ναυτικό. Την 11η Νοεμβρίου 1912 παραδόθηκε ένα υδροπλάνο τύπου Astra Hydroplane, το οποίο μεταφέρθηκε στη Λήμνο αλλά κατά τις δοκιμές αποδείχτηκε αποτυχημένο. Τότε κλήθηκε ο Υπολοχαγός Μουτούσης με αεροσκάφος Maurice Farman Hydravion, ο οποίος μαζί με τον Ανθυποπλοίαρχο Αριστοτέλη Μωραϊτίνη εκτέλεσαν την πρώτη στον κόσμο επιχείρηση προσβολής πλοίων την 24η Ιανουαρίου 1913.
Αυτή περιλάμβανε την αναγνώριση της δύναμης του Τουρκικού στόλου, στη βάση του στο Ναγαρά, στα Δαρδανέλια και τον βομβαρδισμό με χειροβομβίδες των εγκαταστάσεων. Η αποστολή είχε σημαντικό ψυχολογικό αντίκτυπο και απέδωσε σημαντικές πληροφορίες, ανοίγοντας το δρόμο για την αξιοποίηση του αεροπορικού όπλου σε αεροναυτικές επιχειρήσεις.
Το ενδιαφέρον στράφηκε εκ νέου στη Μακεδονία, όπου υπέβοσκε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Στην περιοχή ο Αργυρόπουλος πέταξε αρκετές αναγνωριστικές αποστολές με ορμητήριο, το πεδίο προσγείωσης Λεμπέτ (σημερινή Ευκαρπία) στη Θεσσαλονίκη. Ο πρωτοπόρος αεροπόρος σκοτώθηκε με το αεροπλάνο – λάφυρο τύπου Bleriot XI, μαζί με τον διανοούμενο, ποιητή και οπλαρχηγό Κωνσταντίνο Μάνο, όταν έπεσαν σε καταιγίδα στην περιοχή του Λαγκαδά, την 4η Απριλίου 1913.
Κατά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο η συμμετοχή των αεροσκαφών ήταν μικρή λόγω τις φύσης των επιχειρήσεων.
Η Δράση κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο
Η Αεροπορία μας άρχισε την πολεμική της δράση από τη Λάρισα, στις 5 Οκτωβρίου του 1912, ημέρα έναρξης των Βαλκανικών Πολέμων για την απελευθέρωση των υπόδουλων, έως τότε, περιοχών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δυστυχώς, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, διέκοψαν την ανάπτυξη της Αεροπορίας, και μπήκε στον πόλεμο όχι καλά προετοιμασμένη, χωρίς η ίδια να ευθύνεται.
Η συμβολή της αεροπορίας ήταν πολύτιμη και… τα αποτελέσματα από την δράση της, διέλυσαν κάθε αμφιβολία όσων αμφισβήτησαν το ρόλο της. Η προσπάθεια οργάνωσης των αεροπορικών δυνάμεων της χώρας που άρχισε το 1908, διακόπηκε από την είσοδο της Ελλάδας στους Βαλκανικούς Πολέμους. Λίγες μέρες πριν την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, τέσσερα Ελληνικά αεροπλάνα τύπου Henry Farman εγκαταστάθηκαν σε ένα πεδίο προσγείωσης(αγρό) κοντά στη Λάρισα.
Αποστολή των αεροπόρων ήταν η συλλογή πληροφοριών για το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο που είχε αναπτυχθεί στην ίδια περιοχή. Η μικρή αυτή αεροπορική δύναμη διέθετε τέσσερις πιλότους, ένα Γάλλο αρχιμηχανικό και μερικούς στρατιώτες-τεχνίτες οι οποίοι κάλυπταν και τις ανάγκες φρούρησης του αεροδρομίου.
Τέσσερις πιλότοι, ο υπολοχαγός πυροβολικού Δημήτριος Καμπέρος (διοικητής του τμήματος), ο υπολοχαγός μηχανικού Μιχάλης Μουτούσης και οι ανθυπίλαρχοι Πανούτσος Νοταράς, Χρήστος Αδαμίδης, όλοι διπλωματούχοι πιλότοι, ανακλήθηκαν από την Γαλλία όπου είχαν πάει για εκπαίδευση, προκειμένου να επανδρώσουν τον νεοσύστατο λόχο αεροπορίας.
Παράλληλα, υπό την εποπτεία του Καμπέρου, άρχισαν να κατασκευάζονται σε ιδιωτικό εργοστάσιο της Αθήνας, βόμβες- πυρομαχικά, για τις ανάγκες της αεροπορίας. Τα αεροπλάνα Farman, χωρίς άτρακτο και με τον κινητήρα πίσω από το κάθισμα του πιλότου, μπορούσαν να ανέλθουν σε ύψος 1500 μέτρων, γεγονός σπάνιο. Οι πιλότοι ήταν εκτεθειμένοι στις καιρικές συνθήκες και διέθεταν μόνο πυξίδα και υψόμετρο (δεμένο στον άξονα του ποδωστηρίου), χωρίς άλλα όργανα αεροναυτιλίας ή επικοινωνίας.
Τα «κενά-ελλείψεις» του αεροπλάνου, κάλυπτε ο ένας και μοναδικός χειριστής με την πείρα και την αντίληψή του. Τα αεροπλάνα δεν διέθεταν οπλισμό, πλην του περιστρόφου του χειριστή και μερικών χειροβομβίδων, τις οποίες ο ίδιος χειριστής πετούσε με το χέρι, πετώντας σε χαμηλό ύψος. Μπορεί κανείς να καταλάβει ότι η πτήση με ένα τέτοιο αεροπλάνο αποτελούσε ηρωισμό και μεγάλη δοκιμασία για το χειριστή, ο οποίος εκτός από το κρύο και τη βροχή, είχε να αντιμετωπίσει τα ατομικά ή ομαδικά πυρά από τις χερσαίες εχθρικές δυνάμεις.
Οι περιορισμένες δυνατότητες των αεροπλάνων αυτών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του πολέμου, ανάγκασαν την τότε κυβέρνηση στην παραγγελία νέων και τελειότερων αεροπλάνων (Maurice Farman) τα οποία, εκτός των άλλων, είχαν τη δυνατότητα να φέρουν και παρατηρητή. Το πρωί της 5ης Οκτωβρίου 1912, πρώτη ημέρα του πολέμου πραγματοποιήθηκε η πρώτη πολεμική αποστολή στα αεροπορικά χρονικά της Ελλάδας. Ο Υπολοχαγός Δημήτριος Καμπέρος εκτέλεσε πτήση αναγνώρισης των εχθρικών στρατευμάτων στην περιοχή της Ελασσόνας.
Η διαταγή που έλαβε ήταν να πετάξει πάνω από το μέτωπο των εχθρικών δυνάμεων και να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις και τις δυνάμεις του εχθρού κατά μήκος της οδού Ελασσόνας–Σαρανταπόρου. Απογειώθηκε από το «πρόχειρο» αεροδρόμιο της Λάρισας και αφού έκανε αναγνώριση ολόκληρης της παραμεθόριας περιοχής, προσγείωσε το αεροπλάνο στον Τύρναβο, από όπου συνέταξε την αναφορά του.
Ο ίδιος περιέγραψε την πρώτη του αυτή αποστολή, πάνω από το μέτωπο, η οποία ήταν και η πρώτη στον κόσμο πτήση κατά τη διάρκεια ενός τακτικού πολέμου ως εξής : «Το αεροπλάνο μου ήταν όλο συρματόσχοινα. Φόρεσα το καπέλο μου ανάποδα μη μου το πάρει ο αέρας, στερέωσα δίπλα μου ένα κασόνι με χειροβομβίδες, απογειώθηκα και σε λίγο έφτασα πάνω από τις εχθρικές γραμμές σε πολύ χαμηλό ύψος. Οι Τούρκοι ξαφνιασμένοι, αρχικά απλώς με κοιτούσαν!!!. Ύστερα άρχισαν να μου ρίχνουν με όλα τα όπλα.
Και οι δικές μου χειροβομβίδες όμως δεν πήγαν χαμένες (όλες έπεσαν στα εχθρικά στρατεύματα). Κατόρθωσα να συλλέξω τις πληροφορίες που ήθελε ο αρχιστράτηγος και γύρισα πίσω. Όταν κατέβηκα είδα το αεροπλάνο μου κόσκινο από τις σφαίρες…». Τις επόμενες ημέρες οι αποστολές επαναλήφθηκαν, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες, ενώ τα αεροσκάφη βομβάρδιζαν τις Τουρκικές δυνάμεις με αυτοσχέδιες βόμβες, οι οποίες είχαν μεν μικρή αποτελεσματικότητα, αλλά σημαντική ψυχολογική επίδραση στο ηθικό του εχθρού.
Οι πτήσεις των τεσσάρων Ελλήνων αεροπόρων συνεχίσθηκαν και πάνω από τη Μακεδονία χωρίς απώλειες ως την 26η Οκτωβρίου 1912, ημέρα «κατάληψης» της Θεσσαλονίκης από τα Ελληνικά στρατεύματα».
Επειδή μετά τη μάχη του Σαρανταπόρου, στα σύνορα, η προέλαση του Ελληνικού Στρατού στη Μακεδονία ήταν ραγδαία, το Ελληνικό σμήνος μεταστάθμευσε στις 15 Οκτωβρίου κοντά στην Κοζάνη, από όπου άρχισε την εκτέλεση αποστολών πάνω από το Βέρμιο και την πεδιάδα της Θεσσαλονίκης.
Κατά τα τέλη Νοεμβρίου 1912, το Ελληνικό σμήνος των Maurice Farman μεταφέρθηκε δια θαλάσσης από τη Θεσσαλονίκη στο λιμάνι της Πρέβεζας με αποστολή την εκτέλεση αποστολών αναγνώρισης στο Ηπειρωτικό μέτωπο. Λίγες μέρες μετά την τοποθέτησή του στην Πρέβεζα, (περιοχή Νικόπολης), ο Καμπέρος ζήτησε μετάθεση απο την αεροπορία στο πυροβολικό, γιατί διαφώνησε με τον λοχαγό Γάλλο αεροπόρο Barres τον οποίο διόρισε η κυβέρνηση στο σμήνος ως ειδικό.
Η διαφωνία ήταν ο χώρος εγκατάστασης της μικρής αεροπορικής βάσης. Ο Καμπέρος ήθελε να είναι πιο κοντά στο μέτωπο, στη θέση Πέντε Πηγάδια μεταξύ Ιωαννίνων και Πρέβεζας, ώστε τα αεροπλάνα να μπορούν να πετούν περισσότερο χρόνο πάνω από τα τουρκικά οχυρά του Μπιζανίου. Μετά την αποχώρηση του Καμπέρου, ο Γάλλος αεροπόρος διαπίστωσε οτι ο Καμπέρος πράγματι είχε δικαιο!! Τα καύσιμα των αεροπλάνων μόλις επαρκούσαν για πτήση μερικών λεπτών πάνω από το μέτωπο.
Για τον λόγο αυτό, δημιούργησε ένα βοηθητικό αεροδρόμιο σε ένα χωράφι κοντά στο Ελληνικό στρατηγείο, στο χάνι του Εμίν Αγά, όπου γινόταν ανεφοδιασμός των αεροπλάνων σε καύσιμα και χειροβομβίδες. Όμως το «αεροδρόμιο» αυτό περιβαλλόταν από υψώματα, είχε μπροστά του μια βαθιά χαράδρα και επηρεαζόταν λόγω υψομέτρου από τις καιρικές συνθήκες, προκαλώντας μεγάλες δυσκολίες στους Έλληνες πιλότους..
Κάτω από τις συνθήκες αυτές, άρχισαν στις 5 Δεκεμβρίου 1912 οι πτήσεις των Ελληνικών αεροπλάνων. Η πρώτη αποστολή πραγματοποιήθηκε από τον Μιχάλη Μουτούση, ο οποίος απογειώθηκε από την Πρέβεζα, πέταξε πάνω από τα οχυρά του Μπιζανίου και τα Γιάννενα, ρίχνοντας αυτοσχέδιες βόμβες, και προσγειώθηκε κοντά στο χάνι του Εμίν Αγά. Οι πτήσεις πάνω από το ηπειρωτικό μέτωπο συνεχίστηκαν χωρίς απώλειες ως την 21η Φεβρουαρίου 1913 που καταλήφθηκαν τα Γιάννενα από τον Ελληνικό στρατό.
Κατά τις πτήσεις αυτές διακρίθηκε ο υπολοχαγός-αεροπόρος Μιχ. Μουτούσης που μαζί με τους συναδέλφους του, Ανθυπίλαρχο Χρ. Αδαμίδη και τον Ελληνορώσο εθελοντή αεροπόρο Σακώφ, όχι μόνο αναγνώριζαν τις θέσεις και τις κινήσεις των Τούρκων αλλά τους έριχναν και χειροβομβίδες με σοβαρές απώλειες του εχθρού. Επίσης πετώντας πάνω από τα Γιάννενα έριχναν εφημερίδες και δέματα με τρόφιμα στους Έλληνες κατοίκους της πολιορκημένης πόλης που είχαν αρχίσει να υποφέρουν από την πείνα.
Ανάλογη προσπάθεια χρησιμοποίησης αεροσκαφών έγινε κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και από το Ναυτικό. Την 11η Νοεμβρίου 1912 παραδόθηκε ένα υδροπλάνο τύπου Astra Hydroplane, το οποίο μεταφέρθηκε στη Λήμνο αλλά κατά τις δοκιμές αποδείχτηκε αποτυχημένο. Κλήθηκε και πάλι ο Υπολοχαγός Μ. Μουτούσης με αεροσκάφος Maurice Farman Hydravion..
Την ημερομηνία αυτή (24η Ιανουαρίου 1913), γράφτηκε ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία της αεροπορίας, που τονίστηκε ιδιαίτερα από τον Ελληνικό και ξένο τύπο της εποχής εκείνης. Το Ελληνικό υδροπλάνο αποθαλασσώθηκε από τον κόλπο του Μούδρου της Λήμνου και πέταξε πάνω από τη ναυτική βάση του Τουρκικού στόλου στο Ναγαρά των Δαρδανελίων.
Πιλότος του υδροπλάνου ήταν ο υπολοχαγός Μιχαήλ Μουτούσης, ο οποίος είχε ανακληθεί από το Ηπειρωτικό Μέτωπο το Δεκέμβριο του 1912 για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Ναυτική Αεροπορία, και παρατηρητής ο Σημαιοφόρος Αριστ. Μωραΐτίνης, που σε ένα πρόχειρο σκαρίφημα σημείωσε το είδος και το όνομα των τουρκικών πολεμικών πλοίων.
Η πτήση του υδροπλάνου πάνω από τα εχθρικά πλοία προκάλεσε τα πυρά των Τούρκων, ενώ ταυτόχρονα ο Μωραΐτίνης κατά τους τέσσερις γύρους πάνω από την εχθρική βάση έριξε όλες του τις χειροβομβίδες πάνω στα Τουρκικά πλοία. Αυτή ήταν η πρώτη παγκοσμίως αποστολή ναυτικής συνεργασίας.
Μετά την αναγνώριση και το βομβαρδισμό, το υδροπλάνο στράφηκε προς τη Λήμνο προσπαθώντας να εντοπίσει το αντιτορπιλικό Βέλος που το συνόδευε. Όταν πλησίασε το πλοίο σταμάτησε ο κινητήρας του υδροπλάνου το οποίο προσθαλασσώθηκε σε μικρή απόσταση από το αντιτορπιλικό. Η απόσταση που είχε διανύσει συνολικά ξεπερνούσε τα 250 χιλιόμετρα, επίτευγμα πολύ σημαντικό για την εποχή Η αποστολή συνέλεξε σημαντικές πληροφορίες, ανοίγοντας το δρόμο για την αξιοποίηση του αεροπορικού όπλου σε αεροναυτικές επιχειρήσεις.
Διαπιστώσεις – Συμπεράσματα για τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο
Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε επίσημα με την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1913, με την οποία ουσιαστικά διαλύθηκε η άλλοτε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων σε όλα τα μέτωπα κατέδειξε το γεγονός ότι τα συμμαχικά Βαλκανικά κράτη υπερτερούσαν του αντιπάλου σε δύο τομείς: στην καλύτερη οργάνωση και στο υψηλό ηθικό των στρατευμάτων τους.
Η Τουρκία εισήλθε στον πόλεμο με ελλιπή στρατιωτική προπαρασκευή, γιατί βρισκόταν στο στάδιο αναδιοργάνωσης του στρατού της. Επιπλέον, θεωρούσε απίθανη μια συμμαχία των Βαλκανικών κρατών εναντίον της, αποτέλεσμα που την ανάγκασε να διεξάγει πόλεμο κατά τεσσάρων κρατών. Η συμμαχία αυτή οδήγησε την Τουρκία να κατανείμει τις δυνάμεις της σε τρία θέατρα επιχειρήσεων, γεγονός που μεγιστοποίησε τις οργανωτικές αδυναμίες της και επέδρασε αρνητικά στην υλοποίηση των σχεδίων επιχειρήσεων.
Στο σημείο αυτό τίθεται το γενικό ερώτημα για την καταλληλότητα του στρατηγικού σχεδίου που επέλεξε η Τουρκία να εφαρμόσει για να αντιμετωπίσει το Βαλκανικό συνασπισμό. Από την άλλη πλευρά, οι συμμαχικές χώρες εισήλθαν στον πόλεμο χωρίς κοινό σχέδιο διεξαγωγής των επιχειρήσεων, λόγω εδαφικών βλέψεων και ικανοποίησης εθνικών συμφερόντων. Παρά την έλλειψη συντονισμού οι συμμαχικοί στρατοί διεξήγαγαν με επιτυχία τις επιθετικές επιχειρήσεις.
Ειδικότερα, οι νίκες του ελληνικού στρατού, όπως αυτή στο Σαραντάπορο, επέδρασαν άμεσα τόσο τους Σέρβους όσο και τους Βουλγάρους για την ευμενή εξέλιξη των επιχειρήσεων τους. Επίσης, σε αυτό συνέβαλλε και η απόλυτη κυριαρχία του πολεμικού στόλου της Ελλάδας στο Αιγαίο, ο οποίος, αφενός, απέτρεψε τη μεταφορά τουρκικών δυνάμεων από το ασιατικό έδαφος στην Ευρώπη και, αφετέρου, απέκλεισε τα παράλια και τα λιμάνια ανεφοδιασμού του Τουρκικού στρατού.
Ωστόσο, οι υποβόσκουσες διαφορές (εδαφικές, εθνολογικές, εθνικές κ.ά.) μεταξύ των τεσσάρων συμμαχικών βαλκανικών κρατών κρατήθηκαν για λίγο στο παρασκήνιο και ήλθαν αμέσως μετά την εξάλειψη του κοινού εχθρού στο προσκήνιο, με το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο.