Η ΒΟΥΛΓΑΡΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ
Οι Επιχειρήσεις του Βουλγαρικού Στρατού (γενικά)
Οι Επιχειρήσεις του Βουλγαρικού Στρατού (γενικά)
Οι δυνάμεις του Βουλγαρικού στρατού κατανεμήθηκαν σε τρεις στρατιές, μια Ομάδα Ιππικού και την VII Ανεξάρτητη Μεραρχία Πεζικού. Οι στρατιές και η Ομάδα Ιππικού συγκεντρώθηκαν στις άνω κοιλάδες των ποταμών Έβρου και Άρδα, και η VII Ανεξάρτητη Μεραρχία στην άνω κοιλάδα του Στρυμόνα ποταμού.
Έτσι, διεξήγαγε τις επιχειρήσεις σε τρία μέτωπα, διαθέτοντας εννέα μεραρχίες στην Ανατολική Θράκη, όπου και το κύριο μέτωπο, μία μεραρχία (ΙΙ) στη Δυτική Θράκη και μία μεραρχία (VII) στη Μακεδονία. Επικεφαλής του στρατού ήταν ο Βασιλιάς Φερδινάρδος με βοηθό τον Στρατηγό Savov, ο οποίος ήταν ο πραγματικός αρχιστράτηγος και Επιτελάρχη τον Στρατηγό Fichev. Οι Τούρκοι, με αρχιστράτηγο τον Abdullah Pasha, διέθεταν τη Στρατιά Θράκης, που συγκεντρώθηκε στο τετράγωνο Αδριανούπολη-Σαράντα Εκκλησίες-Μπαμπά Εσκί Διδυμότειχο.
Επιχειρήσεις στην Ανατολική Θράκη
Στο μέτωπο της Ανατολικής Θράκης, οι Βούλγαροι απέβλεπαν στην καθήλωση των Τουρκικών δυνάμεων κατά μήκος του μετώπου Αδριανούπολης – Σαράντα Εκκλησιών και την υπερκέρασή τους από την οροσειρά της Στράντζας, από τα ανατολικά.
Έτσι, οι αποστολές που ανατέθηκαν στις τρεις στρατιές ήταν οι εξής: η 2η Στρατιά υπό τον Στρατηγό Ivanov να προελάσει προς την Αδριανούπολη μέσω των κοιλάδων του Έβρου και Τούντζα και να καταλάβει την πόλη, η 3η Στρατιά υπό τον Στρατηγό Dimitriev να προελάσει προς τις Σαράντα Εκκλησίες μέσω της οροσειράς της Στράντζας με σκοπό να υπερκεράσει το δεξί πλευρό των Τούρκων και να απαγορεύσει τη σύμπτυξη τους προς την Κωνσταντινούπολη και η 1η Στρατιά υπό τον Στρατηγό Kutinchev, παρεμβαλλόμενη μεταξύ των δύο στρατιών, να επιτεθεί κατά του κέντρου του μετώπου Αδριανούπολης Σαράντα Εκκλησιών.
Ο Τουρκικός στρατός είχε την πρόθεση να αμυνθεί στην τοποθεσία των Σαράντα Εκκλησιών, την οποία υπεράσπιζε το 1ο Σώμα Στρατού και άλλες δυνάμεις. Ωστόσο, το βράδυ 8/9 Οκτωβρίου 1912 οι Τουρκικές δυνάμεις επιτέθηκαν με σκοπό να υπερκεράσουν το αριστερό πλευρό των Βουλγάρων και να τους απωθήσουν προς τον Τούντζα.
Η έλλειψη πληροφοριών σχετικά με τη θέση των Βουλγαρικών δυνάμεων και η εσφαλμένη εκτίμηση των Τούρκων διοικητών σχετικά με τη δυνατότητα προέλασης των Βουλγάρων μέσω της οροσειράς της Στράντζας οδήγησαν σε συντριπτική ήττα των Τούρκων στη διήμερη μάχη που ακολούθησε (9-11 Οκτωβρίου). Συνέπεια της ήττας αυτής ήταν η κατάληψη των Σαράντα Εκκλησιών από την 3η Βουλγαρική Στρατιά στις 11 Οκτωβρίου, η διακοπή της επικοινωνίας με τις Τουρκικές δυνάμεις που υπεράσπιζαν την Αδριανούπολη και η άτακτη υποχώρηση των Τούρκων προς την επόμενη γραμμή άμυνας Λουλέ Μπουργκάς-Μπουνάρ Χισάρ.
Η προέλαση των δύο Βουλγαρικών στρατιών (1η και 3η) ανακόπηκε προσωρινά για ανασυγκρότηση και ανεφοδιασμό, με αποτέλεσμα να απωλέσουν την επαφή με τις Τουρκικές δυνάμεις που συμπτύσσονταν. Παράλληλα, στην Αδριανούπολη η 2η Βουλγαρική Στρατιά επιχείρησε την επίσχεση της πόλης από τα δυτικά λόγω της σιδηροδρομικής γραμμής και από τα νοτιοδυτικά λόγω της σχετικά ασθενούς αμυντικής οργάνωσης. Η περίσχεση της πόλης θα προέκυπτε από την προέλαση της 1ης Στρατιάς από τα νότια και ανατολικά.
Ωστόσο, μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου δεν είχε καταληφθεί η πόλη, αλλά καθηλώθηκαν οι εκεί τουρκικές δυνάμεις. Οι Τούρκοι εκμεταλλεύθηκαν την αδράνεια των Βουλγαρικών δυνάμεων και οργανώθηκαν αμυντικά στη γραμμή Λουλέ Μπουργκάς-Μπουνάρ Χισάρ. Στο Λουλέ Μπουργκάς αναπτύχθηκε η στρατιά του Abdullah Pasha (1ο, 2ο και 4ο Σώματα Στρατού, μία μεραρχία Ιππικού) και η στρατιά του Mahmut Muhtar Pasha (3ο Σώμα Στρατού, μία ταξιαρχία Ιππικού και εφεδρείες από την Κωνσταντινούπολη) στο Μπουνάρ Χισάρ.
Οι Βούλγαροι, αφού ανασυντάχθηκαν, επιτέθηκαν με την 3η Στρατιά κατά μέτωπο, ενώ η 1η ενήργησε κατά του αριστερού πλευρού των Τούρκων. Στις 15 Οκτωβρίου η V Μεραρχία υπό τον Στρατηγό Christov επιτέθηκε κατά του Μπουνάρ Χισάρ, το οποίο κατέλαβε, και στη συνέχεια διάβηκε τον ποταμό Κάραγατς Ντερεζί. Τις επόμενες ημέρες γενικεύτηκε η σύγκρουση, με τους Τούρκους να προβάλλουν σθεναρή αντίσταση, ιδιαίτερα στο δεξιό πλευρό τους, όπου είχαν συγκεντρώσει τις εφεδρείες τους.
Η αντεπίθεση του 3ου Τουρκικού Σώματος Στρατού την 17η Οκτωβρίου προς το Μπουνάρ Χισάρ προσέκρουσε πάνω στη σθεναρή αντίσταση της V Βουλγαρικής Μεραρχίας. Το βράδυ της ίδιας ημέρας μία ταξιαρχία της 3ης Βουλγαρικής Στρατιάς κατέλαβε το Τούρκμπεϊ, στην αριστερή όχθη του Κάραγατς Ντερεζί, που υπεράσπιζαν οι δυνάμεις του 1ου Τουρκικού Σώματος.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ρήγματος στο κέντρο της Τουρκικής γραμμής άμυνας, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με την υπερκέραση του αριστερού πλευρού των Τούρκων, ανάγκασε τον Abdullah Pasha να υποχωρήσει προς το Τσορλού και τον Muhtar Pasha προς Τσερκέσκιοϊ.
Στη μάχη του Λουλέ Μπουργκάς, οι Τούρκοι απώλεσαν περίπου 30.000 άνδρες και πολλά πυροβόλα, ενώ και οι Βούλγαροι υπέστησαν μεγάλες απώλειες (περίπου 15.000 άνδρες), γεγονός που τους ανάγκασε να μην καταδιώξουν τις υποχωρούντες τουρκικές δυνάμεις. Για μία ακόμη φορά οι Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν την αδράνεια των Βουλγάρων και συμπτύχθηκαν ανενόχλητοι προς την Τσατάλτζα, την τελευταία γραμμή άμυνας πριν την Κωνσταντινούπολη.
Μετά τη μάχη του Λουλέ Μπουργκάς, οι Βούλγαροι, αφού απέσυραν τις ΙΙΙ και ΙΧ Μεραρχίες της 2ης Στρατιάς από την πολιορκία της Αδριανούπολης μετά την άφιξη της 2ης Σερβικής Στρατιάς, συνέχισαν την προέλασή τους από τις 25 Οκτωβρίου προς τις κατευθύνσεις Στράντζας και Τσορλού. Ωστόσο, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και της ακαταλληλότητας των οδών, οι Βουλγαρικές δυνάμεις έλαβαν επαφή με τη γραμμή της Τσατάλτζας μόλις στις 4 Νοεμβρίου.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας οι Βούλγαροι επιτέθηκαν με την 1η Στρατιά κατά του νότιου τομέα της τοποθεσίας και την 3η κατά του δεξιού πλευρού των Τούρκων. Οι επιθέσεις των Βουλγάρων δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένες, αφού δεν προηγούταν προπαρασκευή πυροβολικού ή δεν επιτυγχανόταν συντονισμός των επιτιθέμενων τμημάτων, με αποτέλεσμα να αποκρούονται από τις αμυνόμενες Τουρκικές δυνάμεις, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στους Βουλγάρους.
Σε πολλές περιπτώσεις θέσεις καταλαμβάνονταν και ανακαταλαμβάνονταν από τους δύο αντιπάλους μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα. Η δυσμενής εξέλιξη των επιχειρήσεων ανάγκασε τους Βουλγάρους να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από τις 9 Νοεμβρίου προς την περιοχή Λουλέ Μπουργκάς-Σαράντα Εκκλησίες. Οι Τούρκοι δεν καταδίωξαν τις Βουλγαρικές δυνάμεις, αλλά ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο την αμυντική τοποθεσία τους.
Στην πολιορκία της Αδριανούπολης, μετά την αποχώρηση δύο Βουλγαρικών μεραρχιών και την άφιξη των Σέρβων στα τέλη Οκτωβρίου, συμμετείχαν οι 8η και 11η Βουλγαρικές Μεραρχίες και οι Σερβικές Μεραρχίες «Τιμόκ» και «Δούναβη». Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις από τις Σερβοβουλγαρικές δυνάμεις αποκρούστηκαν από την 10η Τουρκική Μεραρχία και τις τρεις ανεξάρτητες μεραρχίες που υπεράσπιζαν την πόλη, όπως απέτυχαν και οι προσπάθειες των Τούρκων για να λύσουν την πολιορκία.
Οι επιχειρήσεις μεταξύ των εμπολέμων, πλην της Ελλάδας, ανεστάλησαν στις 20 Νοεμβρίου, ύστερα από πρόταση της Τουρκίας για 15νθήμερη ανακωχή. Εκείνη την περίοδο το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο μελετούσε την πιθανότητα εκτέλεσης αποβατικής επιχείρησης για την κατάληψη της Καλλίπολης σε συνεργασία ή όχι με άλλο συμμαχικό στρατό. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις στην Ήπειρο και οι ενδοιασμοί του ναυτικού ανάγκασαν το Γενικό Στρατηγείο να εγκαταλείψει την ιδέα.
Σε αυτό συνέβαλε και η απροθυμία των Βουλγάρων να αποδεχθούν τις προτάσεις του Διαδόχου Κωνσταντίνου, που αφορούσαν στην αποστολή Ελληνικών μεραρχιών για την ενίσχυσή του Βουλγαρικού στρατού στην Τσατάλτζα, παρά την αρχική τους αίτηση για την προετοιμασία της απόβασης στην Καλλίπολη. Η απροθυμία των Βουλγάρων να συνεργαστεί με τον Ελληνικό στρατό στοίχισε τη μη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τις συμμαχικές δυνάμεις.
Η επανάληψη των εχθροπραξιών βρήκε τους Τούρκους να εξαπολύουν από τις 28 Ιανουαρίου 1913 μεγάλης κλίμακας επίθεση από την κατεύθυνση της Καλλίπολης, αλλά αποκρούστηκε από τις Βουλγαρικές δυνάμεις. Στην Αδριανούπολη, από τα μέσα Φεβρουαρίου 1913, οι Σερβοβουλγαρικές δυνάμεις ενισχύθηκαν με νέες από το μέτωπο της Τσατάλτζας και, με την υποστήριξη μεγάλου αριθμού βαρέων πυροβόλων, κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη στις 13 Μαρτίου.
Επιχειρήσεις στη Δυτική Θράκη
Στη Δυτική Θράκη, η ΙΙ Μεραρχία υπό τον Στρατηγό Kovachev είχε ως αποστολή να εξασφαλίσει το δεξιό πλευρό του όγκου του Βουλγαρικού στρατού που ενεργούσε στην Ανατολική Θράκη και να εκκαθαρίσει την άνω κοιλάδα του Άρδα ποταμού. Απέναντι του βρισκόταν το 1ο Τουρκικό Σώμα Στρατού υπό τον Yaver Pasha. Στο διάστημα 7-15 Οκτωβρίου 1912 διεξήχθησαν σκληροί αγώνες, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η κατάληψη της κοιλάδας του Άρδα από τους Βουλγάρους.
Μέχρι στις 25 Οκτωβρίου οι Τούρκοι αντεπιτέθηκαν για να ανακαταλάβουν τα απωλεσθέντα εδάφη, αλλά απέτυχαν, γεγονός που τους ανάγκασε να επιχειρήσουν να συμπτυχθούν προς τα ανατολικά. Ωστόσο, στις 14 Νοεμβρίου η 2η Βουλγαρική Μεραρχία εξαπέλυσε ισχυρή επίθεση και ανάγκασε τα υπολείμματα των Τουρκικών δυνάμεων να παραδοθούν στο Χαρμανλί. Παράλληλα, τμήματα της Βουλγαρικής μεραρχίας κατέλαβαν Ελληνικές πόλεις όπως την Κομοτηνή και την Ξάνθη.
Επιχειρήσεις στη Μακεδονία
Στο μέτωπο της Μακεδονίας, δρούσε η VII Μεραρχία υπό τον Στρατηγό Todorov, με αποστολή την κατάληψη της Θεσσαλονίκη. Με την έναρξη των εχθροπραξιών, προέλασε από την περιοχή του Κιουστεντήλ προς τα νότια, χωρισμένη σε τρεις φάλαγγες, αλλά στο Σιμιτλί συνάντησε υπέρτερες Τουρκικές δυνάμεις και αναγκάστηκε να συμπτυχθεί. Ωστόσο, η νικηφόρα προέλαση του Ελληνικού στρατού προς τα βόρεια, και ιδιαίτερα μετά τη νίκη του στο Σαραντάπορο, ανάγκασε τους Τούρκους να αποσύρουν από τις 13 Οκτωβρίου το μεγαλύτερο μέρος της 14ης Μεραρχίας και μια ανεξάρτητη μεραρχία από την κοιλάδα του Στρυμόνα.
Το γεγονός αυτό επέτρεψε στη μεραρχία του Todorov να προελάσει προς τα νότια χωρίς πλέον να συναντήσει αξιόλογη αντίσταση από τους Τούρκους. Τις πρωινές ώρες της 26ης Οκτωβρίου η Βουλγαρική μεραρχία διάβηκε τον ποταμό Στρυμόνα στο Ορλιακό και κινήθηκε εσπευσμένα προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία στο μεταξύ είχε καταλάβει ο Ελληνικός στρατός.
Το Θέατρο Επιχειρήσεων στην Ανατολική Θράκη
Για πολλούς ιστορικούς το θέατρο επιχειρήσεων της ανατολικής Θράκης θεωρείται ως το κύριο πεδίο συγκρούσεων κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Η διαμόρφωση του εδάφους επέτρεψε τη σύγκρουση δύο ισχυρών στρατών της εποχής, της Βουλγαρίας και της Τουρκίας. Επιπλέον εκεί βρισκόταν η πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη. Το στοιχείο αυτό αναδεικνύει τη σπουδαιότητά της για τις επιχειρήσεις.
Για τους Βουλγάρους στις αρχές του 20ού αιώνα η κατάκτηση της Μακεδονίας και η έξοδος στο Αιγαίο προϋπέθετε τον πλήρη έλεγχο της Θράκης, γι’ αυτό ο όγκος του Βουλγαρικού Στρατού ήταν προσανατολισμένος σε αυτή τη γεωγραφική περιοχή. Σύμφωνα με τα σχέδια πολέμου που είχαν καταρτιστεί κατά τα έτη 1903, 1904 και 1908, προβλεπόταν η τήρηση αμυντικής στάσης προκειμένου να αναχαιτίσουν πιθανή Τουρκική επίθεση από τα εδάφη της Μακεδονίας και η υιοθέτηση επιθετικού πνεύματος στα ανατολικά, στην καρδιά της Θράκης.
Ο ορεινός όγκος της Ροδόπης, σύμφωνα με τους Βουλγάρους επιτελείς, αποτελούσε μεγάλο φυσικό εμπόδιο λόγω του δύσβατου εδάφους και της έλλειψης οδών. Τα σχέδια άλλαξαν κατά το διάστημα 1910-11 από τον στρατηγό Ιβάν Φίτσεφ, αρχηγό του Επιτελείου του Στρατού, ο οποίος υποστήριζε ότι μια μακροχρόνια πολεμική σύγκρουση με μια πληθυσμιακά τεράστια δύναμη, όπως ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα απέβαινε σε βάρος της Βουλγαρίας.
Έτσι το νέο σχέδιο βασίστηκε στην άριστη πολεμική προπαρασκευή και στην ταχεία επιστράτευση, στοιχεία που θα έδιναν στον Στρατό τη δυνατότητα να εξαπολύσει ένα ακαριαίο κτύπημα στη Μακεδονία και στην Ανατολική Θράκη, για την επίτευξη ενός αποφασιστικού αποτελέσματος. Την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων ο Βουλγαρικός Στρατός, σύμφωνα με στρατιωτικούς αναλυτές, ήταν άριστα εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος με σύγχρονο πολεμικό υλικό.
Οι αξιωματικοί του ήταν εκπαιδευμένοι σε σχολές πολέμου της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Ρωσίας, έχοντας εντρυφήσει στις σύγχρονες τακτικές και θεωρίες. Με την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου οι Βούλγαροι παρέταξαν 11 μεραρχίες συνολικής δύναμης 300.000 ανδρών περίπου και 720 πυροβόλα. Επίσης διέθεταν περί τα 23 αεροπλάνα διαφόρων τύπων, τα οποία είχαν προμηθευτεί από τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία.
Σύμφωνα με το σχέδιο του Φίτσεφ, έπρεπε να εκδηλωθεί ταχεία επίθεση κατά των Τουρκικών δυνάμεων της Ανατολικής Θράκης με σκοπό τη συντριβή τους πριν καταφθάσουν ενισχύσεις από τις Ασιατικές περιοχές. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού στην άνω κοιλάδα του ποταμού Τούντζα, στα σύνορα με την Ανατολική Θράκη, αναπτύχθηκαν τρεις στρατιές: η 1η υπό τον στρατηγό Βασίλ Κουτίντσεφ, η 2η υπό τον στρατηγό Νίκολα Ιβανώφ και η 3η υπό τον στρατηγό Ράντκο Ντιμιτρίεφ.
Πιο συγκεκριμένα, η 1η Στρατιά (Ι, ΙΙΙ, Χ Μεραρχίες) είχε ταχθεί στην περιοχή Νέα Ζαγορά – Υάμπολη, η 2η (VΙΙΙ, ΙΧ Μεραρχίες) στην περιοχή Χάσκοβο – Χαρμανλή και η 3η (ΙV, V, VΙ Μεραρχίες) μαζί με τη Μεραρχία Ιππικού μεταξύ Υάμπολης και Πύργου. Στη Ροδόπη βρισκόταν η ΙΙ Μεραρχία Πεζικού του στρατηγού Στίλιαν Κοβάτσεφ και στην Ανατολική Μακεδονία η VΙΙ Μεραρχία Πεζικού (τέσσερις Ταξιαρχίες και ένα σύνταγμα Ιππικού) του στρατηγού Γκεόργκι Τοντόροφ.
Μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων, ο Τουρκικός Στρατός εισήλθε σε μία φάση αναδιοργάνωσης. Αυτή έμεινε ημιτελής λόγω της ταχείας και απροσδόκητης, για τους Τούρκους, εξέλιξης των γεγονότων που τους έφεραν αντιμέτωπους ταυτόχρονα με τέσσερα Βαλκανικά κράτη. Επίσης ένα μεγάλο μέρος του Τουρκικού Στρατού στάθμευε διασκορπισμένο στα Ασιατικά εδάφη, ενώ ο υπόλοιπος στην Ευρώπη. Η μεταφορά μεγάλων μονάδων από την Ασία προϋπέθετε την απόλυτη κυριαρχία στο Αιγαίο, γεγονός που δεν συνέβη λόγω της επικράτησης του Ελληνικού στόλου.
Ο Τουρκικός Στρατός βασιζόταν στις ενεργές μονάδες (nizam), οι οποίες ήταν εκπαιδευμένες και πολύ καλά εξοπλισμένες, σε αντίθεση με τις μονάδες των εφέδρων (redif), οι οποίες χαρακτηρίζονταν από χαμηλό ηθικό και χωρίς διάθεση να πολεμήσουν. Η κυριαρχία του Ελληνικού στόλου στο Αιγαίο ανάγκασε τους Τούρκους να ενσωματώσουν τους εφέδρους που προορίζονταν να συγκροτήσουν ξεχωριστές μονάδες στον τακτικό στρατό, με συνέπεια να μειωθούν κατά πολύ η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα των μονάδων.
Όσον αφορά τα σχέδια επιχειρήσεων έναντι των Βουλγάρων, ο Αμπντουλάχ πασάς, διοικητής της Στρατιάς Ανατολής, υιοθέτησε το σχέδιο του 1911, που προέβλεπε συγκέντρωση των μονάδων οι οποίες στάθμευαν στην ανατολική Θράκη πίσω από τον ποταμό Εργίνη και ενεργητική άμυνα με ταυτόχρονο επιβραδυντικό αγώνα των προφυλακών μάχης έως ότου ολοκληρωθεί η επιστράτευση. Στη συνέχεια θα σημειωνόταν ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας προς συντριβή του εισχωρήσαντος εχθρού και αποκατάσταση του απολεσθέντος εδάφους.
Ωστόσο ο αρχιστράτηγος των δυνάμεων στη Θράκη και στη Μακεδονία, Ναζήμ πασάς, υπουργός των Στρατιωτικών, υπό την επιρροή του Γερμανού στρατηγού Κόλμαρ φον ντερ Γκόλτς αποφάσισε να αμυνθεί στη γραμμή Αδριανούπολη – Σαράντα εκκλησίες μέχρι να ολοκληρωθεί η συγκέντρωση των δυνάμεων. Πολλοί από τους αξιωματικούς του επιτελείου θεωρούσαν, εσφαλμένα όπως αποδείχθηκε, ότι η οροσειρά της Στράντζας αποτελούσε σχεδόν απροσπέλαστο εμπόδιο, κατά συνέπεια δεν ανέμεναν ενέργεια του Βουλγαρικού Στρατού από αυτή την κατεύθυνση.
Έτσι, την 6η Οκτωβρίου 1912 η 1η Στρατιά Θράκης (ή Στρατιά Ανατολής) είχε την ακόλουθη διάταξη (από τα αριστερά προς τα δεξιά):
Η διάταξη της Στρατιάς είχε μέτωπο προς τα βορειοδυτικά, ώστε να πλήξει το αριστερό πλευρό των Βουλγάρων, όταν αυτοί θα είχαν προελάσει αρκετά προς νότο. Στην κοιλάδα του ποταμού Άρδα, ΝΔ της Αδριανούπολης, αναπτύχθηκε η Μεραρχία Δυτικής Θράκης υπό τον Ιαβέρ πασά, ως σύνδεσμος της Στρατιάς Ανατολής με τις δυνάμεις της Μακεδονίας.
Το ισχυρό οχυρό της Αδριανούπολης υπεράσπιζαν πέντε μεραρχίες (10η, 11η και τρεις μεραρχίες redif: Αδριανούπολης, Μπαμπά Εσκή και Γκιουμουλτζίνας) υπό τον Φερίκ Μεχμέτ Σουκρή πασά. Στη Μακεδονία και στη Θράκη η Τουρκία παρέταξε επτά σώματα στρατού, δύο μεραρχίες ιππικού και 26 μεραρχίες redif, συνολικής δύναμης περίπου 340.000 πεζών, 6.000 ιππέων και 850 πυροβόλων. Επίσης διέθετε πέντε αεροπλάνα, που δεν βρίσκονταν σε πολεμική ετοιμότητα.
Η Προέλαση και η Πρώτη Νίκη του Βουλγαρικού Στρατού
Η γραμμή άμυνας Αδριανούπολη – Σαράντα Εκκλησίες στήριζε τα άκρα της στα δύο ομώνυμα φρούρια, από τα οποία μόνο εκείνο της Αδριανούπολης, στα δυτικά, ήταν σε θέση να προβάλλει ισχυρή αντίσταση. Ωστόσο σύμφωνα με τον φον ντερ Γκόλτς, σύμβουλο του Τουρκικού Στρατού, το φρούριο των Σαράντα Εκκλησιών μπορούσε να αποκρούσει τις επιθέσεις του Πρωσικού Στρατού για διάστημα τριών μηνών.
Σύμφωνα με το Βουλγαρικό σχέδιο επίθεσης, κατά την πρώτη φάση των επιχειρήσεων η 1η Στρατιά θα ενεργούσε ανατολικά του ποταμού Τούντζα, με κατεύθυνση προς νότο με σκοπό να επιτεθεί μετωπικά κατά της τοποθεσίας Αδριανούπολης – Σαράντα Εκκλησιών. Η 3η Στρατιά θα προέλαυνε μέσω της οροσειράς της Στράντζας, ώστε να υπερκεράσει από τα αριστερά την τοποθεσία, να καταλάβει τις Σαράντα Εκκλησίες και να αποκόψει τις οδούς διαφυγής του Τουρκικού Στρατού. Παράλληλα η 2η Στρατιά θα απομόνωνε το φρούριο της Αδριανούπολης, κινούμενη δυτικά του ποταμού Τούντζα, και θα κάλυπτε το δεξιό πλευρό της 1ης.
Η Μεραρχία Ιππικού θα ενεργούσε ανάμεσα στην 1η και στην 3η Στρατιά. Στις 5 Οκτωβρίου η 1η Στρατιά διέβη τα σύνορα με την ΙΙΙ Μεραρχία προς την κατεύθυνση Κιζίλ Αγάτς – Χατζί Γενιτζέ, την Ι προς την κατεύθυνση Βαϊσάλ – Τασλί Μουσελίμ και την Χ Μεραρχία ως εφεδρεία πίσω από την ΙΙΙ. Η 2η Στρατιά κατευθύνθηκε προς την Αδριανούπολη κινούμενη σε φάλαγγες.
Η 3η Στρατιά καθυστέρησε να διαβεί τα σύνορα, αφενός επειδή το ορεινό έδαφος αποτέλεσε σοβαρό εμπόδιο για την προέλαση των τμημάτων και αφετέρου διότι οι Βούλγαροι επεδίωκαν να αποκρύψουν την κίνηση της στρατιάς προκειμένου να επιτύχουν τον απόλυτο αιφνιδιασμό των Τούρκων. Έτσι στις 6 Οκτωβρίου η ΙV Μεραρχία, που αποτελούσε το δεξιό της Στρατιάς, κινήθηκε χωρισμένη σε δύο φάλαγγες προς τις κατευθύνσεις Γιαϊλατζίκ – Κερεμετλίγια και Εσκή Πόλος.
Ακολούθησε, την επομένη, η V Μεραρχία, η οποία κινήθηκε αριστερά της ΙV προς τις κατευθύνσεις Δεβλετί Αγάτς – Ερικλέρ και Αλματζίκ, ενώ ένα απόσπασμα αποτελούμενο από οκτώ τάγματα, μια ίλη και τρεις πυροβολαρχίες, η πλαγιοφυλακή της V Μεραρχίας, πέρασε τα σύνορα στις 8 Οκτωβρίου προς την κατεύθυνση Μικρό Τύρνοβο – Ντερέκιοϊ προς Σαράντα Εκκλησίες. Η VΙ Μεραρχία αποτελούσε την εφεδρεία της Στρατιάς.
Στις 6 Οκτωβρίου η Μεραρχία Ιππικού του Σαλίχ πασά, που βρισκόταν στην περιοχή του Βαϊσάλ με την αποστολή να επιβραδύνει τη Βουλγαρική προέλαση, επεσήμανε ισχυρές Βουλγαρικές δυνάμεις να προελαύνουν προς Βαϊσάλ, Ομέρ Αμπάς και Δεβλετί Αγάτς. Οι αναγνωρίσεις αυτού του σχηματισμού ενίσχυσαν την αντίληψη των Τούρκων επιτελών περί μη προέλασης των Βουλγάρων μέσω της Στράντζας.
Ωστόσο το Τουρκικό ιππικό θεώρησε ότι η φάλαγγα που εκινείτο από Δεβλετί Αγάτς προς Ερικλέρ αποτελούσε το αριστερό άκρο των Βουλγάρων, χωρίς να έχει εντοπίσει τις άλλες δύο φάλαγγες της V Μεραρχίας. Ο επιβραδυντικός αγώνας της Μεραρχίας Ιππικού δεν ανέκοψε την προέλαση των Βουλγάρων, οι οποίοι το απόγευμα της 8ης Οκτωβρίου κατείχαν ισχυρώς τη γραμμή Πραβαντίγια – Τασλί Μουσελίμ – Τσεσμέκιοϊ – Ερικλέρ – Αλματζίκ.
Στηριζόμενος στις πληροφορίες που συνέλεξε το ιππικό, ο Ναζήμ πασάς αποφάσισε να εγκαταλείψει την αμυντική στάση και να επιτεθεί, προκαλώντας την αντίδραση του Αμπντουλάχ πασά και άλλων Τούρκων επιτελών, οι οποίοι υποστήριζαν ότι οι μονάδες δεν ήταν έτοιμες να αναλάβουν επιθετική πρωτοβουλία. Παρά το αρνητικό κλίμα στους κόλπους του στρατηγείου, η επίθεση αποφασίστηκε για την 9η Οκτωβρίου.
Αντικειμενικός σκοπός της ήταν η προσβολή του αριστερού πλευρού των Βουλγάρων, ώστε να αναγκαστούν να ανακόψουν την προέλασή τους, και στη συνέχεια να τους απωθήσουν προς τον Π. Τούντζα. Το σχέδιο ενεργείας ήταν τακτικά ορθό, αλλά η σύλληψή του λανθασμένη, ως απόρροια ελλιπούς πληροφόρησης για τη θέση του εχθρού. Η κατεύθυνση της τουρκικής επίθεσης ήταν από ΝΑ προς ΒΔ, με αποτέλεσμα να αποκαλύπτει το δεξί πλευρό της στα Βουλγαρικά τμήματα που εντοπίστηκαν στο Ερικλέρ και σε εκείνα τα οποία δεν είχαν εντοπιστεί βορειοανατολικά των Σαράντα Εκκλησιών.
Στις 9 Οκτωβρίου το 3ο Σώμα Στρατού επιτέθηκε με την 9η Μεραρχία και τη Μεραρχία Αφιόν Καραχισάρ προς Τσεσμέκιοϊ, την 7η προς Ερικλέρ και την 8η ως εφεδρεία, πίσω από την 9η. Η Μεραρχία Αφιόν Καραχισάρ κινήθηκε χωρίς το πυροβολικό της και δέχθηκε επίθεση κατά μέτωπο και κατά του αριστερού πλευρού της από την ΙV Βουλγαρική Μεραρχία, νότια της Καραχάμτζας, λόγω της καθυστέρησης της 9ης Μεραρχίας να καλύψει το πλευρό της.
Αποτέλεσμα αυτού ήταν η άτακτη υποχώρηση της Αφιόν Καραχισάρ προς το Εσκή Πόλος, όπου συγκρατήθηκε από τον ίδιο τον Μουχτάρ πασά. Παράλληλα η 7η Μεραρχία αναγκάστηκε να σταματήσει προ του Ερικλέρ, έχοντας συναντήσει σθεναρή αντίσταση από τμήματα της ΙV Βουλγαρικής Μεραρχίας, και λίγο αργότερα υποχώρησε στις αρχικές θέσεις της μπροστά στον κίνδυνο να κυκλωθεί από τμήματα της V Μεραρχίας που εθεάθησαν στο Αλματζίκ. Μέχρι το απόγευμα η επίθεση του 3ου Σώματος είχε εκφυλιστεί.
Αριστερά η 2η Μεραρχία του 1ου Σώματος ενεπλάκη στο Σουλού Ογλού σε σκληρό αγώνα με την Ι Βουλγαρική Μεραρχία, η οποία ενισχύθηκε με μία ταξιαρχία της ΙV και μαζί κατόρθωσαν να κυκλώσουν τα Τουρκικά τμήματα. Την κατάσταση θα μπορούσε να σώσει το 2ο Σώμα, ωστόσο παρέμεινε θεατής της μάχης με τη δικαιολογία ότι δεν γνώριζε την εξέλιξη του αγώνα στο Εσκή Πόλος.
Αριστερά της 2ης επιτέθηκαν η 3η Μεραρχία και η Μεραρχία Νικομήδειας, στο μέτωπο Γκεσμενλί – Ντεμεραντλίγια, έναντι δύο Βουλγαρικών μεραρχιών. Στον τομέα αυτό ο αγώνας ήταν ισορροπημένος, χωρίς κάποιος από τους αντιπάλους να κερδίζει το τακτικό πλεονέκτημα. Ενδεχόμενη εμπλοκή της 12ης Μεραρχίας του 4ου Σώματος, που βρισκόταν στο Γκεμπελέρ, θα μπορούσε να γείρει την πλάστιγγα υπέρ των Τούρκων, αλλά ο διοικητής της θεώρησε ότι οι άνδρες του ήταν εξουθενωμένοι.
Αντίθετα η Μεραρχία Ιππικού, που ενεργούσε στο αριστερό του 4ου Σώματος, κινήθηκε για να ενισχύσει τη Μεραρχία Νικομήδειας. Το βράδυ της 9ης Οκτωβρίου βρήκε τους Τούρκους να κατέχουν τη γραμμή νότια Αλματζίκ – Ερικλέρ – Εσκή Πόλος – Γκερεντλί – ΒΔ Κουκιλάρ – Ντεμεραντλίγια, με τους Βουλγάρους να βρίσκονται σε πολλά σημεία σε απόσταση αναπνοής. Οι τελευταίοι, εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι και τη συνεχή βροχή, διενεργούσαν νυκτερινές επιθέσεις.
Προκαλούσαν σύγχυση και αποδιοργάνωση στα Τουρκικά τμήματα, το ηθικό των οποίων ήταν χαμηλό, ιδιαίτερα στις μονάδες των εφέδρων. Αυτή την κατάσταση εκμεταλλεύθηκε η ΙV Μεραρχία, η οποία, διαπιστώνοντας το κενό στο Σουλού Ογλού ανάμεσα στα 1ο και 3ο Σώματα (το 2ο Σώμα παρέμενε αδρανές), κτύπησε το δεξί πλευρό της 2ης Τουρκικής Μεραρχίας, προκαλώντας τον πανικό και τελικά την άτακτη υποχώρησή της.
Ο πανικός εξαπλώθηκε σαν πανούκλα στην 3η Μεραρχία και στη Μεραρχία Νικομήδειας, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει ο αριστερός τομέας της Τουρκικής διάταξης. Το στρατηγείο αγνοούσε παντελώς την κατάσταση των μονάδων, με αποτέλεσμα να έχει λανθασμένη εικόνα. Απόρροια αυτού ήταν το γεγονός ότι το στρατηγείο ετοιμαζόταν να επιτεθεί την επομένη με το 3ο Σώμα. Ωστόσο, όταν ενημερώθηκε για την κατάρρευση της αμυντικής γραμμής, διέταξε υποχώρηση, η οποία μάλλον έλαβε τη μορφή άτακτης φυγής.
Πάντως το 3ο Σώμα αποφάσισε να επιτεθεί με την 7η Μεραρχία προς Ερικλέρ και Αλματζίκ, ενώ με την 9η και την Αφιόν Καραχισάρ αμύνθηκε στη γραμμή Πέτρα – Κερεμετλίγια. Για μία ακόμη φορά η έλλειψη στιβαρής διοίκησης και η μειωμένη μαχητικότητα του Τουρκικού Στρατού καθόρισαν το αποτέλεσμα. Όταν η 7η Μεραρχία συναντούσε τα έναντι αυτής Βουλγαρικά τμήματα, οι άλλες δύο μεραρχίες εγκατέλειπαν τις θέσεις τους, παρά την προσωπική και άμεση επέμβαση του Μουχτάρ πασά. Η διάλυση του 3ου Σώματος ήταν γεγονός, αφού δεν υπήρχαν ούτε πυροβολικό, ούτε πυρομαχικά, ούτε διάθεση για αντίσταση.
Στον τομέα της 2ης Στρατιάς, για την άμυνα της Αδριανούπολης οι Τούρκοι είχαν διαθέσει συνολική δύναμη 52.000 περίπου ανδρών και 340 πυροβόλα διαφόρων τύπων, τα περισσότερα τοποθετημένα σε μόνιμες θέσεις. Η περιμετρική άμυνα του φρουρίου αποτελείτο από τάφρους βάθους 4 μέτρων και πλάτους 4-5 μέτρων, συνεχόμενες σειρές συρματοπλεγμάτων και αυτόνομα οχυρά. Ο διοικητής του, Φερίκ Μεχμέτ Σουκρή πασάς, είχε διαταχθεί να αγκιστρώσει όσο το δυνατόν περισσότερες εχθρικές δυνάμεις. Η μεγάλη ηλικία του δεν του επέτρεψε να αντιληφθεί και να φέρει σε πέρας με επιτυχία την αποστολή του.
Οι Βούλγαροι, παρόλο που από το 1909 είχαν συγκεντρώσει πληροφορίες για την αμυντική οργάνωση του φρουρίου, δεν γνώριζαν το μέγεθος των δυνάμεων οι οποίες το υπεράσπιζαν, με αποτέλεσμα να διαμορφώσουν μια υπερβολική εικόνα γι’ αυτές. Η Αδριανούπολη αποτελούσε δευτερεύοντα στόχο, επειδή μια μακροχρόνια πολιορκία της θα εμπόδιζε την εφαρμογή της νέας στρατηγικής του Βουλγαρικού επιτελείου.
Στις 5 Οκτωβρίου η 2η Στρατιά πέρασε τα σύνορα, με την VΙΙΙ Μεραρχία να κινείται εκατέρωθεν του ποταμού Εβρου και την ΙΧ Μεραρχία δυτικά του ποταμού Τούντζα, προκειμένου να προσεγγίσουν την πόλη από τα δυτικά και τα βορειοδυτικά και να καταλάβουν όσο το δυνατόν περισσότερα σημεία κοντά της. Τα στοιχεία ασφαλείας που είχε εκπέμψει η Φρουρά της Αδριανούπολης, προσπάθησαν να ανατινάξουν τη μεγάλη λίθινη γέφυρα επί του Έβρου στο Μουσταφά Πασά ώστε να καθυστερήσουν την προέλαση της VΙΙΙ Μεραρχίας, αλλά τους πρόλαβε ένα σύνταγμα ιππικού.
Στις 9 Οκτωβρίου οι Τούρκοι επιχείρησαν να επιτεθούν με τη δύναμη μιας μεραρχίας. Στη γραμμή των υψωμάτων Κουγιουνλί-Καντίκιοϊ αναχαιτίστηκαν από την εμπροσθοφυλακή της VΙΙΙ Μεραρχίας, δύναμης συντάγματος, που στο μεταξύ είχε προλάβει να οργανωθεί αμυντικά. Προσπάθησαν να υπερκεράσουν το αριστερό πλευρό του Βουλγαρικού συντάγματος, αλλά η άμεση επέμβαση του πυροβολικού της ΙΧ Μεραρχίας, που είχε φθάσει στο ύψος της VΙΙΙ, τους ανάγκασε να αποσυρθούν στο φρούριο, εγκαταλείποντας αιχμαλώτους και άφθονο πολεμικό υλικό.
Παράλληλα η προέλαση της 1ης Στρατιάς συνεχίστηκε. Το απόγευμα της 10ης Οκτωβρίου το κέντρο και το αριστερό αυτής έφθασαν στο ύψος της Αδριανούπολης και μαζί με τη 2η Στρατιά πραγματοποίησαν κύκλωση του φρουρίου, ενώ η ΙΙΙ Μεραρχία απέκρουσε αιφνιδιαστική επίθεση δύο μεραρχιών στο ύψος της Κάϊπα και του Χαντζίκιοϊ. Αν οι Τούρκοι επιτίθεντο με περισσότερες δυνάμεις και είχαν πιο στιβαρή διοίκηση, θα μπορούσαν να «σπάσουν» το δεξιό πλευρό της 1ης Στρατιάς και να φέρουν σε πολύ δύσκολη θέση τους Βουλγάρους.
Την επομένη οι Βούλγαροι εισήλθαν στις Σαράντα Εκκλησίες και μαζί με την πόλη περιήλθαν στην κατοχή τους άφθονο πολεμικό υλικό και δύο καινούργια αεροπλάνα. Έπειτα η ΙΙΙ Μεραρχία ακολούθησε την υπόλοιπη στρατιά, μαζί με την ΙΧ, η οποία αντικαταστάθηκε στην πολιορκία από τη νεοαφιχθείσα ΧΙ, αφήνοντας όμως την εφεδρική της ταξιαρχία.
Η άτακτη υποχώρηση της Τουρκικής στρατιάς συνοδευόταν από καταρρακτώδη βροχή, που μετέτρεπε τους λιγοστούς δρόμους σε βάλτους, αναγκάζοντας τους εξουθενωμένους Τούρκους στρατιώτες να εγκαταλείπουν τον οπλισμό και τα προσωπικά τους είδη. Ο Μουχτάρ πασάς επεσήμανε την έλλειψη πειθαρχίας και την κακή οργάνωση ως κύριες αιτίες της ήττας, ενώ ο Σερίφ πασάς τόνισε τη σημασία των Σαράντα Εκκλησιών, υποστηρίζοντας ότι το “κλειδί” της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παραδόθηκε στους Βουλγάρους.
Η Μάχη του Λουλέ Μπουργκάς
Οι Βούλγαροι, παρά την εντυπωσιακή νίκη τους, δεν κατεδίωξαν τη διαλυμένη Τουρκική στρατιά (όπως όφειλαν) προκειμένου να δώσουν το τελειωτικό κτύπημα που θα άνοιγε τον δρόμο για την Κωνσταντινούπολη. Η αδράνειά τους έδωσε τον απαραίτητο χρόνο στους Τούρκους να ανασυνταχθούν και να αναδιοργανωθούν στην επόμενη γραμμή άμυνας, Λουλέ Μπουργκάς (Αρκαδιούπολη) – Μπουνάρ Χισάρ. Μάλιστα η Τουρκική Μεραρχία Ιππικού περισυνέλεξε ανενόχλητη από το πεδίο της μάχης πολύτιμο πολεμικό υλικό και τραυματίες.
Η επιλογή της παραπάνω τοποθεσίας άμυνας αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ Ναζήμ πασά και Αμπντουλάχ πασά. Ο διοικητής της Στρατιάς και ο Μαχμούτ Μουχτάρ πασάς (3ο ΣΣ) υποστήριζαν ότι η Στρατιά έπρεπε να αμυνθεί πίσω από τον ποτ. Ανω Εργίνη και όχι στη γραμμή Καραγάτς Ντερεζί, η οποία μπορούσε να υπερκεραστεί από την κατεύθυνση Μπουνάρ Χισάρ – Βιζύη. Τελικά επικράτησε η γνώμη του Ναζήμ πασά και η Τουρκική Στρατιά αμύνθηκε στη γραμμή Λουλέ Μπουργκάς – Μπουνάρ Χισάρ.
Οι Τούρκοι, εκμεταλλευόμενοι την αδράνεια των Βουλγάρων, συγκρότησαν δύο ομάδες: τη δεξιά, αποτελούμενη από τα 3ο, 17ο και 18ο Σώματα Στρατού υπό τον στρατηγό Φερίτ Χαμντί πασά, και την αριστερή, αποτελούμενη από τα 1ο, 2ο και 4ο Σώματα Στρατού υπό τον Αμπντουλάχ πασά.
Αντικειμενικός σκοπός του Τουρκικού Στρατού ήταν να απορροφήσει την ορμή της Βουλγαρικής επίθεσης στη γραμμή Λουλέ Μπουργκάς – Μπουνάρ Χισάρ με τη στρατιά του Αμπντουλάχ πασά και να προσβάλει με τη δεξιά ομάδα το αριστερό πλευρό των Βουλγάρων. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η δεξιά ομάδα δεν είχε ολοκληρώσει τη συγκρότησή της και μόνο το αποδιοργανωμένο 3ο Σώμα βρισκόταν στη Βιζύη, αντιμετώπιζε δε σοβαρό πρόβλημα στην αναχορηγία πυρομαχικών.
Στις 15 Οκτωβρίου στη γραμμή άμυνας βρίσκονταν (από τα αριστερά προς τα δεξιά) η Μεραρχία Ιππικού επί της οδού Λουλέ Μπουργκάς – Μπαμπά Εσκή, το 4ο Σώμα στο Λουλέ Μπουργκάς, το 1ο Σώμα στο Τούρκμπεη και το 2ο Σώμα στο Καραγάτς. Όσον αφορά τη δεξιά ομάδα, εκτός του 3ου Σώματος, το 17ο Σώμα βρισκόταν νοτιοανατολικά της Βιζύης και το 18ο στο Σαράϊ. Η Ταξιαρχία Ιππικού ενεργούσε στο δεξιό πλευρό ως πλαγιοφυλακή της στρατιάς του Φερίτ Χαμντί πασά.
Μετά την ολοκλήρωση του ανεφοδιασμού, ο οποίος αποδείχθηκε χρονοβόρος λόγω της κακοκαιρίας και της κακής κατάστασης των οδών, και την ανάπαυση των τμημάτων, ο Βουλγαρικός Στρατός κινήθηκε νοτιοανατολικά, με την 3η Στρατιά προς Μπουνάρ Χισάρ και την 1η προς Μπαμπά Εσκή.
Η γενική ιδέα ενεργείας προέβλεπε μετωπική επίθεση της 3ης Στρατιάς με ταυτόχρονη υπερκέραση του αριστερού της Τουρκικής διάταξης από την 1η Στρατιά και τη Μεραρχία Ιππικού. Η ενέργεια της 3ης Στρατιάς θα ήταν τέτοια ώστε να προετοιμάσει την είσοδο της 1ης στον αγώνα. Η καθυστέρηση της 1ης Στρατιάς οφειλόταν στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες και κυρίως στην έλλειψη επαρκών οδών.
Στις 15 Οκτωβρίου η 3η Στρατιά επιτέθηκε με την V Μεραρχία προς το Μπουνάρ Χισάρ και το δάσος του Σουντζάκ, την ΙV κατά του Καραγάτς και την VΙ κατά του Τούρκμπεη. Την προηγουμένη η Μεραρχία Ιππικού είχε διαβεί τον ποτ. Εργίνη και είχε καταστρέψει τη σιδηροδρομική γραμμή στο Μπαμπά Εσκή. Η ΙV Μεραρχία επιτέθηκε χωρίς πυροβολικό, λόγω του λασπώδους εδάφους που ακινητοποίησε τις πυροβολαρχίες, αλλά κατόρθωσε το απόγευμα της ίδιας ημέρας να καταλάβει τη δυτική όχθη του ποτ. Καραγάτς, παρά τις αντεπιθέσεις του 2ου Σώματος.
Κατά του 1ου Σώματος επιτέθηκε η VΙ Μεραρχία, η οποία απείλησε το αριστερό πλευρό του Τουρκικού σώματος όταν η Μεραρχία Ουσάκ του 1ου Σώματος και αριστερά της η Μεραρχία Νικομήδειας του 4ου Σώματος πιέσθηκαν, με αποτέλεσμα να απειληθεί η διάσπαση της γραμμής άμυνας σε αυτόν τον τομέα. Τελικά οι Τουρκικές μεραρχίες συγκρατήθηκαν και ανέκτησαν τις θέσεις τους. Στο μεταξύ η V Μεραρχία του Χριστώφ κινήθηκε προς τη Γέννα και αφού απώθησε την τουρκική Ταξιαρχία Ιππικού από το Μπουνάρ Χισάρ, διέσχισε τον ποταμό Καραγάτς και έλαβε επαφή με τις Τουρκικές δυνάμεις.
Η δεξιά ομάδα δεν είχε ολοκληρώσει τη συγκέντρωσή της, ωστόσο ο Ναζήμ πασάς αποφάσισε να επιτεθεί την 16η Οκτωβρίου με το 3ο Σώμα κατά του αριστερού της 3ης Στρατιάς. Ο Μαχμούτ Μουχτάρ πασάς συγκρότησε τρία αποσπάσματα επιπέδου μεραρχίας. Το απόσπασμα υπό τον Τζεμάλ Μπέη κινήθηκε προς το Μπουνάρ Χισάρ, ακολουθούμενο από το απόσπασμα του Φουάτ Ζιά Μπέη, ενώ το απόσπασμα του Χασάν Ιτζέτ πασά κινήθηκε προς Τσόνγκαρα.
Παρά τα κρούσματα απειθαρχίας λόγω του χαμηλού ηθικού των εφέδρων, οι Τούρκοι επιτέθηκαν λυσσαλέα, έχοντας εμπλέξει 17 τάγματα πεζικού και 9 πυροβολαρχίες. Τα εύστοχα πυρά του Βουλγαρικού πυροβολικού προκάλεσαν αταξία στις Τουρκικές δυνάμεις και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι Τούρκοι διοικητές απείλησαν με το πιστόλι όσους τρέπονταν σε φυγή. Τελικά η V Βουλγαρική Μεραρχία δεν άντεξε και αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Η μανία των Τούρκων ήταν τέτοια ώστε κατακρεούργησαν τους τραυματίες που εγκατέλειψαν οι Βούλγαροι και έκαψαν τα χειρουργεία εκστρατείας. Η επιτυχία της Τουρκικής επίθεσης έδωσε τη δυνατότητα στη δεξιά στρατιά να προωθηθεί και έτσι τμήματα του 18ου Σώματος έφθασαν στο Τσαρίμπασικιοϊ και του 17ου στην περιοχή Τσόνγκαρα.
Στον τομέα του 4ου Σώματος επιτέθηκε η Ι Βουλγαρική Μεραρχία, η οποία, παρά την καθυστερημένη είσοδό της στον αγώνα λόγω της συνεχούς βροχής, κατέλαβε το Λουλέ Μπουργκάς. Η άμεση αντεπίθεση της 12ης Μεραρχίας, το απόγευμα της 16ης Οκτωβρίου, επέφερε την ανακατάληψη της πόλης, η οποία εγκαταλείφθηκε τελικά το βράδυ και έτσι δεν την κατείχε κανένας από τους αντιπάλους.
Την ώρα που η Ι Βουλγαρική Μεραρχία κατελάμβανε το Λουλέ Μπουργκάς, η Τουρκική Μεραρχία Ιππικού συγκρουόταν με την εμπροσθοφυλακή της Χ Μεραρχίας της 1ης Στρατιάς, που ετοιμαζόταν να πλευροκοπήσει το 4ο Σώμα. Ο Σαλίχ πασάς επιτέθηκε με τα 1ο και 3ο Συντάγματα σε πρώτο κλιμάκιο και το 4ο σε εφεδρεία.
Τα δραστικά πυρά του βουλγαρικού πυροβολικού ανάγκασαν το Τουρκικό ιππικό, 500 μέτρα από τις βουλγαρικές θέσεις, να υποχωρήσει έχοντας υποστεί σοβαρότατες απώλειες και ουσιαστικά διαλυθεί. Τα υπολείμματα του Τουρκικού ιππικού συμπαρέσυραν κατά την άτακτη φυγή τους προς τα ανατολικά οτιδήποτε συναντούσαν. Η αντεπίθεση της 12ης Μεραρχίας έσωσε, προς το παρόν, την κατάσταση για τους Τούρκους.
Οι Τούρκοι είχαν εμπλέξει μέχρι το τέλος της ημέρας το σύνολο των δυνάμεών τους. Ήδη είχαν αρχίσει να εμφανίζονται να πρώτα προβλήματα στην αναχορηγία πυρομαχικών και στον ανεφοδιασμό των μονάδων Α’ Κλιμακίου. Οι Βούλγαροι, αντίθετα, είχαν εμπλέξει μόνο την 3η Στρατιά, σε αναμονή της 1ης, η οποία εισήλθε στον αγώνα την επομένη. Η χρησιμοποίηση της 1ης Στρατιάς τους έδωσε τη δυνατότητα να επαναλάβουν τις επιθέσεις τους σε όλο το μέτωπο και παράλληλα να επιχειρήσουν την υπερκέραση του αριστερού της Τουρκικής γραμμής άμυνας.
Στις 17 Οκτωβρίου η 1η Στρατιά αναπτύχθηκε εκατέρωθεν του ποταμού Εργίνη με στόχο να πλήξει το αριστερό και τα νώτα του 4ου Σώματος. Ο Αχμέτ Αμπούκ Πασάς, εκτιμώντας την τακτική κατάσταση και την πρόθεση της Βουλγαρικής Στρατιάς, αναδιέταξε τις μονάδες του ώστε να έχουν μέτωπο προς τα δυτικά και τα νοτιοδυτικά.
Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας η δεξιά ομάδα ανάγκασε την V Μεραρχία, η οποία στο μεταξύ είχε ενισχυθεί με μία ταξιαρχία, να αποσυρθεί δυτικά του ποταμού Καραγάτς, προετοιμάζοντας το έδαφος για την επίθεση της επομένης. Ωστόσο ο Μαχμούτ Μουχτάρ πασάς αγνοούσε την εξέλιξη των επιχειρήσεων στο κέντρο και στο αριστερό της Τουρκικής διάταξης. Η δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει το 4ο Σώμα, έπειτα και από τη διάλυση της Μεραρχίας Ιππικού, ανάγκασε τον Αμπντουλάχ πασά να αποφασίσει τη σύμπτυξη προς τα ανατολικά, στη γραμμή Τοπτζήκιοϊ –Ταταρλή – Πασάκιοϊ.
Παρά τη διαταγή σύμπτυξης της αριστερής ομάδας, πολλά τμήματα είχαν αγκιστρωθεί και εμπλακεί σε σκληρό αγώνα με τους Βουλγάρους. Το 2ο Σώμα προσπάθησε να αντεπιτεθεί προς το Καραγάτς, αλλά το Τουρκικό πυροβολικό δεν υποστήριξε όσο έπρεπε τις επιθέσεις του πεζικού, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει ατάκτως. Ομοίως έπραξε και το 1ο ΣΣ προς το Τούρκμπεη, χωρίς αποτέλεσμα.
Η πλήρης έλλειψη συντονισμού μεταξύ των κλιμακίων διοίκησης ήταν παραπάνω από εμφανής και τελικά καταδικαστική. Στις 21.00 μια ταξιαρχία της VΙ Μεραρχίας κατόρθωσε, χωρίς πυροβολισμό, να καταλάβει το Τούρκμπεη και να εγκατασταθεί ανατολικά του ποταμού Καραγάτς. Το επιθυμητό ρήγμα στο κέντρο της τουρκικής στρατιάς είχε επιτευχθεί και η κατάρρευση της γραμμής άμυνας ήταν πλέον θέμα ωρών. Κατά τη διάρκεια της νύκτας πεζικό και πυροβολικό διαπεραιώθηκαν στην ανατολική όχθη, διευρύνοντας το ρήγμα και ισχυροποιώντας το προγεφύρωμα.
Οι Τούρκοι, θεωρώντας ότι η V Μεραρχία υποχωρούσε προς τις Σαράντα Εκκλησίες, αποφάσισαν να επιτεθούν την 18η Οκτωβρίου με τη δεξιά ομάδα. Ετσι το 3ο Σώμα επιτέθηκε προς την κατεύθυνση Βιζύη – Μπουνάρ Χισάρ και το 17ο Σώμα προς την κατεύθυνση Τσόνγκαρα – Ιντζεκλέρ με προϊδεασμό για καταδίωξη των Βουλγάρων προς Σαράντα Εκκλησίες. Το 18ο Σώμα διατηρήθηκε ως εφεδρεία. Όμως οι πληροφορίες για τις προθέσεις των Βουλγάρων ήταν τελείως λανθασμένες. Οι Βούλγαροι όχι μόνον υποχωρούσαν, αλλά οργανώθηκαν αμυντικά δυτικά του ποταμού Καραγάτς.
Οι Τούρκοι αρχικά αιφνιδιάστηκαν και η επιθετική προσπάθεια του 3ου Σώματος ανακόπηκε. Το 17ο ΣΣ αντίθετα, κατόρθωσε, παρά τα δραστικά και εύστοχα πυρά του Βουλγαρικού πυροβολικού, να καταλάβει τη δυτική όχθη. Όμως εκείνη την ώρα, το 2ο Σώμα είχε αρχίσει να συμπτύσσεται, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί το αριστερό πλευρό του 17ου ΣΣ. Η σύμπτυξη του 17ου Σώματος ήταν αναπόφευκτη, ως συνέπεια της παντελούς έλλειψης συντονισμού μεταξύ των δύο ομάδων.
Οι Βούλγαροι εκμεταλλεύθηκαν την κατάσταση και αντεπιτέθηκαν με σφοδρότητα. Η έγκαιρη επέμβαση δέκα πυροβολαρχιών ανέκοψε την ορμητικότητά τους και έτσι δόθηκε χρόνος στο 17ο ΣΣ να επανακάμψει. Ταυτόχρονα το κενό μεταξύ των δύο σωμάτων καλύφθηκε από την 3η Μεραρχία, ενώ η 5η ΜΠ αναπτύχθηκε δυτικά του Τοπτζήκιοϊ, αποκαθιστώντας τη διάταξη. Το Λουλέ Μπουργκάς είχε περιέλθει οριστικά στην κατοχή των Βουλγάρων, οι οποίοι διέβησαν τον ποταμό Εργίνη και κατεδίωξαν τα υπολείμματα του 4ου Σώματος που υποχωρούσαν ατάκτως προς Τυρολόη.
Ο Ναζήμ πασάς απέστειλε την Ταξιαρχία Ιππικού ως ενίσχυση της Μεραρχίας Ιππικού, η οποία αγωνιζόταν να ανακόψει την προέλαση της 1ης Στρατιάς. Η διαταγή σύμπτυξης του Αμπντουλάχ πασά οδήγησε την αριστερή ομάδα στη γραμμή Τοπτζήκιοϊ – Ταταρλή – Σινανλή – Ακτσέκιοϊ, ενώ τα υπολείμματα της Μεραρχίας Ιππικού, χωρίς τη συνδρομή της Ταξιαρχίας Ιππικού, η οποία τελικά στάθμευσε στην Τσόνγκαρα, κάλυπταν την αποχώρηση των εφοδιοπομπών.
Η δεξιά ομάδα με νέο διοικητή τον Μαχμούτ Μουχτάρ πασά διατηρούσε τις θέσεις της και μαχόταν εξαιρετικά, ωστόσο το απόγευμα της 19ης Οκτωβρίου μία ταξιαρχία της V Βουλγαρικής Μεραρχίας κατόρθωσε να υπερκεράσει το δεξιό πλευρό της και να προκαλέσει, για μία ακόμη φορά, σύγχυση και πανικό. Παρά τις προσπάθειες των Τούρκων διοικητών να αποτρέψουν την άτακτη φυγή, αυτό δεν κατέστη εφικτό, με αποτέλεσμα την υποχώρησή της.
Η κρισιμότητα της κατάστασης επέβαλλε τη σύμπτυξή της ανατολικά του ποταμού Σουντζάκ. Η πίεση που ασκούσαν οι Βούλγαροι στα συμπτυσσόμενα τμήματα ήταν ασφυκτική. Δείγμα της διάλυσης ήταν το γεγονός ότι ορισμένες Τουρκικές πυροβολαρχίες έπληξαν τμήματά τους τα οποία υποχωρούσαν, θεωρώντας ότι επρόκειτο για επιτιθέμενους Βουλγάρους. Οι δρόμοι διαφυγής είχαν γεμίσει λάσπη, εγκαταλειμμένα υλικά, τραυματίες και εξαντλημένους από την κόπωση και την ασιτία στρατιώτες που δεν είχαν τη δύναμη να περπατήσουν.
Το δραματικό σκηνικό συμπλήρωναν η χολέρα και η δυσεντερία που θέριζαν τους αντιπάλους, προκαλώντας απώλειες οι οποίες είναι αδύνατο να υπολογιστούν. Παρόμοια εικόνα παρουσίαζε και η αριστερή ομάδα που υποχωρούσε προς Τυρολόη. Πάλι οι Βούλγαροι δεν εκμεταλλεύθηκαν την άτακτη υποχώρηση των Τούρκων, χάνοντας μία ακόμη ευκαιρία για τη συντριβή του εχθρού.
Η λανθασμένη επιλογή της τοποθεσίας άμυνας, η μη ολοκλήρωση της αποκατάστασης και της ανασυγκρότησης της τουρκικής στρατιάς μετά τη μάχη των Σαράντα Εκκλησιών και η κακή εκτίμηση για την κατάσταση του Βουλγαρικού Στρατού, προκάλεσαν τη νέα ήττα των Τούρκων, μεγαλύτερη από εκείνη στις Σαράντα Εκκλησίες.
Η αναποφασιστικότητα και η ατολμία των Βουλγάρων σε συνδυασμό με τις μεγάλες απώλειές τους, έδωσαν τον απαιτούμενο χρόνο στους Τούρκους να ανασυνταχθούν στην τελευταία γραμμή άμυνας πριν από την Κωνσταντινούπολη, τη γραμμή Τσατάλτζας.
Γραμμή Τσατάλτζας η Τελευταία Ελπίδα των Τούρκων
Η τοποθεσία άμυνας της Τσατάλτζας στηρίζεται στη λίμνη Δέρκων στον Εύξεινο πόντο και στη λίμνη Μεγ. Τσεκμετζέ στον νότο. Εχει μήκος 30 χλμ., βάθος 5 χλμ. και φράσσει την κατεύθυνση προς την Κωνσταντινούπολη. Υποστηρίζεται από πυρά πολεμικών πλοίων του Ευξείνου πόντου και της Προποντίδας. Διαθέτει άριστα πεδία βολής, συνεχόμενα οχυρωματικά έργα και εξυπηρετείται από πυκνό οδικό δίκτυο και σιδηροδρομική γραμμή.
Μέχρι την 29η Οκτωβρίου τα υπολείμματα του όγκου της Στρατιάς Ανατολής είχαν αποσυρθεί πίσω από τη γραμμή της Τσατάλτζας, ενώ η Μεραρχία Ιππικού, που είχε αναλάβει τον ρόλο της οπισθοφυλακής στην υποτιθέμενη σύμπτυξη, πέρασε τη γραμμή την 31η Οκτωβρίου. Η 1η Στρατιά Θράκης βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, η γραμμή ανεφοδιασμού είχε καταρρεύσει, πολλές μονάδες είχαν διαλυθεί και άλλες δεν διέθεταν ούτε το μισό της δύναμής τους.
Έτσι το Τουρκικό γενικό επιτελείο επιδόθηκε, για μία ακόμη φορά, σε έναν αγώνα αναδιοργάνωσης του στρατού, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό τριών σωμάτων στρατού (1ο, 2ο και 3ο) και δύο εφεδρικών (4ο και 5ο). Τη διοίκηση της Στρατιάς και τη διεύθυνση του αγώνα ανέλαβε ο Ναζήμ πασάς, μετά την παραίτηση του Αμπντουλάχ πασά.
Το 3ο Σώμα αναπτύχθηκε από τον Εύξεινο πόντο μέχρι το Ουρζουνλί, διαθέτοντας ένα ισχυρό απόσπασμα για την κάλυψη του διαδρόμου μεταξύ της λίμνης Δέρκων και του Ευξείνου πόντου, το 2ο Σώμα από το Ουρζουνλί μέχρι το Μουχά Μπασαγίς και αριστερά το 1ο Σώμα μέχρι την Προποντίδα. Επίσης συγκροτήθηκε ένα ισχυρό απόσπασμα από τις Μεραρχίες Δαρδανελίων και Αδραμυτίου για την κάλυψη των στενών του Μπουλαϊρ, προς απαγόρευση της καθόδου των Βουλγάρων στη χερσόνησο της Καλλίπολης.
Οι Τούρκοι παρέταξαν 135.000 άνδρες και 235 πυροβόλα για να υπερασπίσουν την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην άλλη πλευρά, το μέγεθος των απωλειών του Βουλγαρικού Στρατού ήταν τέτοιο ώστε ανάγκασε τους Βουλγάρους να ανακαλέσουν την VΙΙ Μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη (μεταφέρθηκε με Ελληνικά πλοία στην Αλεξανδρούπολη) και να καλέσουν τις κλάσεις του 1912 και του 1913.
Στις τάξεις του Επιτελείου επικρατούσε σκεπτικισμός για το αν θα έπρεπε να επιτεθούν πριν καταληφθεί η Αδριανούπολη. Η προέλαση του Βουλγαρικού Στρατού και η άτακτη υποχώρηση των Τούρκων «άνοιξε την όρεξη» του Φερδινάνδου και των στρατηγών για την άμεση κατάληψη της Αδριανούπολης. Για τον λόγο αυτόν απευθύνθηκαν στους Σέρβους και ζήτησαν ενισχύσεις. Από την πλευρά τους οι Σέρβοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα και στα τέλη Οκτωβρίου απέστειλαν τη ΙΙ Στρατιά (Μεραρχίες Τιμόκ και Δούναβη) υπό τον στρατηγό Στέπα Στεπάνοβιτς, μαζί με 72 βαρέα πυροβόλα, ιδανικά για την πολιορκία.
Μεταξύ του Έβρου και του Τούντζα αναπτύχθηκε η Μεραρχία Τιμόκ και μεταξύ του Άρδα και του Έβρου η Μεραρχία Δούναβη, απέναντι από το οχυρό Παπάς Τεπέ. Απέναντι από το οχυρό Καρτάλ Τεπέ βρισκόταν η VΙΙΙ Βουλγαρική Μεραρχία, ανατολικά της Αδριανούπολης η ΧΙ Βουλγαρική Μεραρχία υπό τον στρατηγό Βέλτσεφ και νοτιοανατολικά η Ταξιαρχία Ιππικού του συνταγματάρχη Τάνεφ. Πριν από την άφιξη των σερβικών δυνάμεων οι Βούλγαροι κατόρθωσαν να καταλάβουν το Καρτάλ Τεπέ, μία δεσπόζουσα θέση νότια της Αδριανούπολης, που τους έδινε τη δυνατότητα να έχουν καλύτερη παρατήρηση.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας πραγματοποιήθηκε μια από τις πρώτες αεροπορικές επιδρομές στην Ιστορία. Στις 16 Οκτωβρίου δύο Βούλγαροι πιλότοι, ο Ραντούλ Μίλκοφ και ο Πρόνταν Ταρακτσίεφ, πετώντας με ένα Αlbatros F-2 στο πλαίσιο αναγνωριστικής αποστολής έπληξαν με αυτοσχέδιες βόμβες (που είχαν προσαρμοστεί στο αεροπλάνο) τουρκικές θέσεις. Παράλληλα χρησιμοποιήθηκαν αερόστατα για την καθοδήγηση των πυρών του πυροβολικού, πολλά από τα οποία καταστράφηκαν από την «αντιαεροπορική» άμυνα της Αδριανούπολης.
Παράλληλα στο μέτωπο της Τσατάλτζας, κατόπιν εκτίμησης της κατάστασης, αποφασίστηκε από τον αρχιστράτηγο Σαβώφ, που είχε τη διαβεβαίωση του Ντιμιτρίεφ για την τελική επιτυχία, οι Βούλγαροι να επιτεθούν στις 4 Νοεμβρίου. Τη διάσπαση της γραμμής ανέλαβαν η 1η και η 3η Στρατιά με γενικό διοικητή τον στρατηγό Ράντκο Ντιμιτρίεφ. Το σχέδιο ενεργείας ήταν απλό και προέβλεπε μετωπική επίθεση σε όλη τη γραμμή, με την 3η Στρατιά να ενεργεί μεταξύ Καλφάκιοϊ και Ευξείνου πόντου και την 1η στα νότια.
Τις τρεις πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου οι Βούλγαροι ανέτρεψαν τις Τουρκικές προφυλακές και αναπτύχθηκαν στους χώρους εξόρμησης, με την 3η Στρατιά να έχει σε πρώτο κλιμάκιο την ΙΙΙ Μεραρχία στα υψώματα του Καλφάκιοϊ και την ΙΧ Μεραρχία στην περιοχή Ακαλάν – Σουμπασή και σε δεύτερο κλιμάκιο την ΙV και την V Μεραρχία. Η 1η Στρατιά είχε σε πρώτο κλιμάκιο την Ι Μεραρχία στην Τσατάλτζα και το μισό της VΙ στο Γκοκαλί, ενώ σε εφεδρεία την Χ και το υπόλοιπο της VΙ. Η Μεραρχία Ιππικού αναπτύχθηκε στο δεξιό άκρο, απέναντι από τον όρμο του Μεγάλου Τσεκμετζέ.
Το ομιχλώδες πρωινό της 4ης Νοεμβρίου το Βουλγαρικό πυροβολικό εξαπέλυσε μια κόλαση πυρός πάνω στη γραμμή της Τσατάλτζας, για να ακολουθήσουν επανειλημμένες επιθέσεις του πεζικού σε όλο το μήκος του μετώπου. Οι Τούρκοι αντέταξαν σθεναρή άμυνα και παρέμειναν στο σύνολό τους ακλόνητοι. Ανάλογης μορφής επιθέσεις με παρόμοια κατάληξη θα διεξάγονταν κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στον τομέα της 1ης Στρατιάς οι επιθέσεις της VΙ και της Ι Μεραρχίας, παρά την αρχική τους επιτυχία, εκφυλίστηκαν εξαιτίας της ευστοχίας του Τουρκικού πυροβολικού και των πυρών των πολεμικών πλοίων που βρίσκονταν στον κόλπο του Τσεκμετζέ. Στον βόρειο τομέα η ΙΙΙ Μεραρχία κατέλαβε το Λαζάρκιοϊ, ωστόσο δεν προχώρησε περισσότερο λόγω της νυκτερινής αντεπίθεσης των Τούρκων. Τα ξημερώματα, τμήματα του 29ου Συντάγματος κατόρθωσαν να αιφνιδιάσουν το τουρκικό τάγμα του οχυρού Ιλερί, που δεν περίμενε εκ νέου επίθεση των Βουλγάρων.
Ο αρχικός πανικός στα Τουρκικά τμήματα, δεν έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις χάρη στην άμεση επέμβαση του Μουχτάρ πασά, ο οποίος ηγήθηκε της αντεπίθεσης του 87ου Συντάγματος και ενός τάγματος του 86ου Συντάγματος. Γύρω από το οχυρό εξελίχθηκαν σκληρές μάχες σώμα με σώμα, κατά τις οποίες τραυματίσθηκε και ο Μουχτάρ. Οι απώλειες των δύο πλευρών ήταν τέτοιες ώστε το οχυρό έλαβε τον χαρακτηρισμό «αιματοβαμμένο».
Η έγκαιρη αντίδραση του 3ου Σώματος απέτρεψε τη δημιουργία ρήγματος σε αυτόν τον τομέα. Στον τομέα της 1ης Στρατιάς, η προσπάθεια μιας ταξιαρχίας της Ι Μεραρχίας να πλευροκοπήσει το 1ο Σώμα απέτυχε. Σύντομα οι Βούλγαροι επιτελείς διεπίστωσαν ότι δεν θα μπορούσαν να διασπάσουν την καλά οργανωμένη άμυνα των Τούρκων όπως τις δύο προηγούμενες φορές. Ετσι από τις 6 Νοεμβρίου, με την κάλυψη επιθέσεων τοπικού χαρακτήρα και πυρών πυροβολικού, οι Βουλγαρικές δυνάμεις άρχισαν να συμπτύσσονται και να εγκαθίστανται αμυντικά περί το Αναστασιανό τείχος, υπό τη διακριτική παρακολούθηση του Τουρκικού ιππικού.
Στη γραμμή της Τσατάλτζας οι Βούλγαροι υπέστησαν την πρώτη τους ήττα. Η εξάντληση από τις συνεχείς μάχες και πορείες, η χολέρα και η αναποτελεσματικότητα του πυροβολικού αποτέλεσαν ορισμένες από τις αιτίες. Οι τελευταίες έδωσαν και το έναυσμα για την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη σύναψη προσωρινής ανακωχής. Στις 15 Νοεμβρίου Τούρκοι, Έλληνες και Βούλγαροι (οι οποίοι αντιπροσώπευαν και τη Σερβία και το Μαυροβούνιο) συναντήθηκαν στην Τσατάλτζα.
Η Ελλάδα απέρριψε τις προτάσεις της Τουρκίας, η Βουλγαρία όμως αναγκάστηκε να τις δεχθεί λόγω των δυσχερειών που αντιμετώπιζε. Στις 20 Νοεμβρίου υπογράφηκε 15νθήμερη ανακωχή (χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας). Στη συνέχεια οι αντιπροσωπείες ανεχώρησαν για το Λονδίνο, προκειμένου να συζητηθούν οι όροι της οριστικής ειρήνης. Η Τουρκική αδιαλλαξία οδήγησε τις διαπραγματεύσεις σε αδιέξοδο, με αποτέλεσμα να διακοπούν στις 24 Δεκεμβρίου χωρίς να έχει επιτευχθεί καμία συμφωνία. Στις 10 Ιανουαρίου 1913 νέα εξέγερση των Νεοτούρκων οδήγησε στην επανέναρξη των επιχειρήσεων.
Οι Τελευταίες Επιχειρήσεις και η Κατάληψη της Ανδριανούπολης
Κατά τη διάρκεια της ανακωχής και των διαπραγματεύσεων στο Λονδίνο ο Τουρκικός Στρατός ανασυγκροτήθηκε. Διοικητής της στρατιάς ανέλαβε ο Αχμέτ Αμπούκ πασάς. Εκτός από τις δυνάμεις που βρίσκονταν στη γραμμή της Τσατάλτζας, συγκροτήθηκαν η Στρατιά Καλλίπολης υπό τον Φακρή πασά, δύναμης 40.000 ανδρών, στη θέση Μπουλαϊρ, και το 10ο Σώμα Στρατού (30ή και 31η Μεραρχίες και δύο μεραρχίες εφέδρων) στην ασιατική ακτή της Προποντίδας.
Οι Τούρκοι σχεδίαζαν να επιτεθούν με τον κύριο όγκο των δυνάμεων της Τσατάλτζας, σε συνδυασμό με μια δευτερεύουσα προσπάθεια από τη Καλλίπολη και αποβατικές ενέργειες για αντιπερισπασμό. Οι Βούλγαροι, έχοντας συμπτυχθεί εκεί όπου βρισκόταν άλλοτε το Αναστασιανό τείχος, τηρούσαν επαφή με ισχυρές προφυλακές μάχης, χωρίς να εκδηλώνουν επιθετικές τάσεις. Παράλληλα συγκρότησαν την 4η Στρατιά (ΙΙ και VΙΙ Μεραρχίες) υπό τον Κοβάτσεφ, βόρεια του Μπουλαϊρ, με την αποστολή να εποπτεύει τη χερσόνησο της Καλλίπολης.
Στις 22 Ιανουαρίου 1913 η στρατιά του Φακρή πασά διενήργησε επιθετική αναγνώριση, κατά τη διάρκεια της οποίας ενεπλάκησαν οι προφυλακές μάχης της 4ης Στρατιάς. Τέσσερις μέρες αργότερα εκδηλώθηκε επίθεση μικρής κλίμακας, σκοπός της οποίας ήταν να αναγκάσει τους Βουλγάρους, που είχαν οργανωθεί στον ποτ. Καβάκ, να καταδιώξουν τη στρατιά ώστε το 10ο Σώμα, που θα αποβιβαζόταν στο Σάρκιοϊ (Περιστέρι), να την προσβάλει από τα νώτα. Το σχέδιο απαιτούσε απόλυτο συγχρονισμό και άριστη επικοινωνία μεταξύ των δύο.
Η επίθεση της Στρατιάς Καλλίπολης συνάντησε μεγάλες δυσκολίες λόγω των υπέρτερων Βουλγαρικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα να εκφυλιστεί. Την ίδια ώρα 40 μεταγωγικά πλοία με την υποστήριξη πολεμικών αποβίβαζαν τμήματα του 10ου Σώματος στο Σάρκιοϊ. Οι Τούρκοι κατόρθωσαν να αποβιβάσουν μόνον οκτώ τάγματα. Περίπου 15.000 άνδρες παρέμειναν στα πλοία. Τα αποβιβαζόμενα τμήματα σφυροκοπήθηκαν άγρια και έγιναν βορά για το Βουλγαρικό πυροβολικό.
Η αποβατική δύναμη κατόρθωσε πάντως να προωθηθεί ως απόσταση 3 χλμ. από το Σάρκιοϊ. Το απόγευμα της 27ης Ιανουαρίου ισχυρό απόσπασμα της VΙΙ Μεραρχίας απώθησε τους Τούρκους προς τη θάλασσα. Την ίδια κατάληξη είχε και η δεύτερη αποβατική ενέργεια των Τούρκων στο Πόδημα, ΝΑ της Μήδειας, στις ακτές του Ευξείνου πόντου.
Ταυτόχρονα οι Τούρκοι επιτέθηκαν από τη γραμμή της Τσατάλτζας, όπου εξελισσόταν και η κύρια προσπάθεια, και κατόρθωσαν να καταλάβουν στις 26 Ιανουαρίου την Τσατάλτζα και να προωθηθούν δυτικά του ποταμού Καταρτζή, χωρίς να είναι ιδιαίτερα ορμητικοί. Μέχρι στις 30 Ιανουαρίου, οπότε ο χειμώνας, οι συνεχείς βροχές (που είχαν μετατρέψει την κοιλάδα του ποταμού Καταρτζή σε βάλτο) και οι ασθένειες (οι οποίες αποδεκάτιζαν και τις δύο πλευρές) ανέστειλαν κάθε δραστηριότητα, οι Τούρκοι είχαν εγκαταστήσει προφυλακές στη γραμμή Ορμανλί – Καλφάκιοϊ – Τσατάλτζα – Επιβάτες.
Στο μέτωπο της Αδριανούπολης προσπάθησαν να βελτιώσουν την άμυνα της πόλης και να αποκαταστήσουν την επικοινωνία με την Κωνσταντινούπολη. Ο βαρύς χειμώνας και η έλλειψη τροφίμων, που σύντομα θα αντιμετώπιζαν οι πολιορκούμενοι, συνιστούσαν σοβαρές αιτίες για την εθελοντική παράδοσή τους. Αυτό το γνώριζε ο Σαβώφ, ο οποίος δεν επιθυμούσε να αναλάβει την ευθύνη των απωλειών από ενδεχόμενη ολομέτωπη επίθεση. Ο ίδιος ήλπιζε ότι ο σφοδρός βομβαρδισμός θα του εξασφάλιζε τη νίκη, χωρίς να αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει το πεζικό.
Η άφιξη, στις αρχές Φεβρουαρίου, 17 σερβικών πυροβολαρχιών, ορισμένες από τις οποίες διέθεταν πυροβόλα 120 και 150 mm, ενίσχυε τη θέση του. Πράγματι, τα Σερβικά πυροβόλα ισοπέδωσαν την πόλη, προκαλώντας τον κλονισμό του ηθικού των στρατιωτών και του άμαχου πληθυσμού. Ωστόσο το δριμύ ψύχος, οι ασθένειες και η αδράνεια των Βουλγαρο-Σερβικών δυνάμεων ελέω πυροβολικού άρχισαν να επιδρούν αρνητικά στο ηθικό τους.
Η παρατεινόμενη πολιορκία και η αξιοθαύμαστη αντοχή των πολιορκουμένων εξάντλησαν την υπομονή του Βουλγαρικού επιτελείου και του Τσάρου, όχι όμως και του Σαβώφ. Οι συνεχείς πιέσεις ανάγκασαν τον τελευταίο να αποφασίσει γενική επίθεση προκειμένου να παρουσιάσει επιτυχία ανάλογη με εκείνη του Ελληνικού Στρατού στα Ιωάννινα και να τονώσει το γόητρο του Βουλγαρικού Στρατού, που είχε πληγεί μετά την ήττα στην Τσατάλτζα.
Η κύρια επίθεση θα εκδηλωνόταν κατά του ανατολικού τομέα, με παράλληλες δευτερεύουσες επιθέσεις από τα νότια, τα δυτικά και τα βορειοδυτικά. Σκοπός του Σαβώφ ήταν η κατάληψη δύο σημαντικών προωθημένων οχυρών στον βορειοανατολικό τομέα, του Αϊγιολού και του Αϊβάς Μπαμπά.
Από την άλλη πλευρά, ο Σουκρή πασάς είχε πολλούς λόγους να πιστεύει ότι η κύρια προσπάθεια θα γινόταν από τα νότια. Το στρατηγείο του Ιβανώφ και η 1η και η 3η Ταξιαρχία της VΙΙΙ Μεραρχίας βρίσκονταν απέναντι από τον νότιο τομέα, αλλά ο Τούρκος διοικητής δεν γνώριζε ότι τέσσερις ταξιαρχίες με 52 τάγματα, 180 πυροβόλα και επτά επιλαρχίες περίμεναν να κτυπήσουν από τα ανατολικά.
Η προπαρασκευή πυροβολικού άρχισε στη 01.00 της 12ης Μαρτίου, για να ακολουθήσει η γενική επίθεση δύο ώρες αργότερα. Το Βουλγαρικό πεζικό, παρά τις μεγάλες απώλειες λόγω της απερίσκεπτης τακτικής του, κατόρθωσε να ανατρέψει την πρώτη γραμμή άμυνας των Τούρκων. Όπως έγραψε αργότερα ένας Αυστριακός πολεμικός ανταποκριτής, ολόκληρες μονάδες εφορμούσαν χωρίς να υπολογίζουν τα πυκνά και εύστοχα πυρά των αμυνομένων, επιδιώκοντας να πολεμήσουν σώμα με σώμα. Καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας το πυροβολικό σφυροκοπούσε και το πεζικό επιτίθετο.
Το βράδυ της 12/13 του μήνα το 10ο Σύνταγμα της VΙΙΙ Μεραρχίας κατόρθωσε να καταλάβει το Αϊγιολού. Μερικές ώρες αργότερα ο διοικητής του Αϊβάς Μπαμπά, αφού ενημέρωσε τον τομεάρχη του ότι δεν υπήρχαν πλέον στρατιώτες για να πολεμήσουν, κατέστρεψε τον τηλέγραφο και αυτοκτόνησε. Σε πολλές περιπτώσεις οι εξουθενωμένοι Τούρκοι στρατιώτες πολέμησαν μέχρις εσχάτων, ενώ σε άλλες απλώς καλωσόρισαν τους Βουλγάρους.
Οι Σέρβοι υπέστησαν σημαντικές απώλειες κατά την προσπάθειά τους να καταλάβουν το Παπάς Τεπέ. Κάθε μορφή αντίστασης των Τούρκων ήταν πλέον μάταιη. Ο Σουκρή πασάς παραδόθηκε το μεσημέρι της 13ης Μαρτίου στις Βουλγαρο-Σερβικές δυνάμεις. Η τελική επίθεση κατά της Αδριανούπολης στοίχισε στους Βουλγάρους, σύμφωνα με τον Ιβανώφ, 6.000-7.000 νεκρούς και τραυματίες. Κατά την πολιορκία οι Τούρκοι είχαν απώλειες 15.000 ανδρών και 60.000 αιχμαλώτους.
Άραγε ήταν αναγκαία η κατάληψη της Αδριανούπολης, ιδιαίτερα με τον τρόπο που επιτεύχθηκε; Ο Φίτσεφ είπε: «Αν περιμέναμε μερικές ημέρες ακόμα, η φρουρά θα παραδιδόταν ή οι Τούρκοι θα ζητούσαν ειρήνη». Στις οχυρώσεις της Αδριανούπολης θυσιάστηκαν ανώφελα χιλιάδες Βούλγαροι στρατιώτες.
Η επανάληψη των εχθροπραξιών στην Τσατάλτζα στις αρχές Μαρτίου και μέχρι τη γενική επίθεση κατά της Αδριανούπολης, δεν προκάλεσε σημαντικές αλλαγές στις θέσεις των εμπολέμων. Οι Βούλγαροι δεν προχώρησαν, ούτε οι Τούρκοι τους απώθησαν. Θα ανέμενε κάποιος ότι μετά την κατάληψη της Αδριανούπολης οι Βούλγαροι θα προσπαθούσαν με όλες τις δυνάμεις τους να διασπάσουν τη γραμμή άμυνας και να προχωρήσουν προς την Κωνσταντινούπολη.
Ωστόσο, εκτός από μερικές επιτυχίες τοπικής σημασίας, εκείνοι συνειδητοποίησαν ότι ήταν αδύνατη η προώθησή τους και από τις 17 Μαρτίου 1913 οι επιθέσεις ανεστάλησαν. Οι δύο πλευρές επιζητούσαν τη λήξη του πολέμου. Έτσι σημειώθηκε ανακωχή, η οποία παρατάθηκε μέχρι τη 17η Μαΐου, οπότε υπογράφηκε η συνθήκη ειρήνης στο Λονδίνο μεταξύ των συμμάχων και της Τουρκίας.