Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ 1919 ΣΤΗ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ ΡΩΣΙΑ ”ΚΡΙΜΑΙΑ” – ΜΕΡΟΣ B’
Η Συμμετοχή της Ελλάδος στην Εκστρατεία της Ουκρανίας
Η Συμμετοχή της Ελλάδος στην Εκστρατεία της Ουκρανίας
Περί τα τέλη του 1918, μετά το τέλος του Α ΄Π Π, οι Αγγλογάλλοι αποφάσισαν την εκτέλεση εκστρατείας στην Ουκρανία, προκειμένου να υποστηρίξουν τους εκεί μαχομένους εναντίον των Μπολσεβίκων αντιπάλους τους, τους επονομαζόμενους “Λευκούς”. Οι “Λευκοί” ήταν ένα συνοθύλευμα από Ουκρανούς εθνικιστές, οπαδούς του Τσάρου, τοπικοί οπλαρχηγοί, στρατηγοί και πρίγκιπες με προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες, ένοπλες οργανώσεις, ενώ ένας από τους σημαντικότερους ηγέτες των “Λευκών ήταν ο στρατηγός Ντενίκιν.
Παράλληλα η εκστρατεία αυτή αποσκοπούσε, αφενός, στην τιμωρία, τρόπον τινά, των Μπολσεβίκων, που μετά την επικράτησή τους είχαν αποσκιρτήσει από την Αντάντ και είχαν διακόψει τις επιχειρήσεις στο Ανατολικό Μέτωπο, και, αφετέρου, στην εξασφάλιση της αποπληρωμής των δανείων που είχε συνάψει η Τσαρική Ρωσία με τους Γάλλους και τα οποία δεν αναγνώριζαν πλέον οι Μπολσεβίκοι…
Η όλη επιχείρηση είχε σχεδιασθεί με ασύγγνωστη επιπολαιότητα, ως να επρόκειτο περί «στρατιωτικού περιπάτου», και είχε βασισθεί κυρίως σε αναξιόπιστες πληροφορίες ονειροπόλων Ρώσων «εμιγκρέδων. Για τις χερσαίες επιχειρήσεις, ενδεικτικά, οι ίδιοι οι Γάλλοι διέθεσαν κατά βάση αποικιακές δυνάμεις, εμφανώς ταλαιπωρημένες από τις πολεμικές κακουχίες, μειωμένης συνθέσεως και αρκετά χαμηλού ηθικού.
Το 34ο Σύνταγμα Πεζικού ήταν αυτό που υπηρετούσαν οι Πειραιώτες που ανήκαν στον στρατό ξηράς. Έγινε γνωστό κυρίως για την δράση του στην εκστρατεία της Ουκρανίας (Κριμαία). Ονοματοδότησε την γνωστή οδό που υπάρχει μέχρι σήμερα στο κέντρο του Πειραιά.
Στο πλαίσιο αυτής της εκστρατείας, η τότε κυβέρνηση (Ελευθέριος Βενιζέλος), οιστρηλατούμενη, όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες, απ’ το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, προκειμένου αργότερα να επιτύχει την παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης και να αποσπάσει την εντολή για την αποβίβαση στρατού στην Μικρά Ασία (Σμύρνη), έσπευσε έναντι αορίστων και προφορικών υποσχέσεων των συμμάχων να συμμετάσχει ( Α΄Σ Στρατού με τις ΙΙ και ΧΙΙΙ Μεραρχίες) με σύνολο 23,351 ανδρών.
Συγκεκριμένα ο τότε Γάλλος πρωθυπουργός Κλεμανσώ ζήτησε από τον ομόλογό του Ελευθέριο Βενιζέλο τη συμμετοχή ελληνικών δυνάμεων στις επιχειρήσεις, με αντάλλαγμα την ευμενή στάση της χώρας του υπέρ των εθνικών διεκδικήσεων σε Ανατολική Θράκη και Μικρά Ασία στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων. Ο Βενιζέλος ζύγισε την κατάσταση, καθώς στις περιοχές αυτές υπήρχε ισχυρή ελληνική παρουσία και προβλέψιμος ο κίνδυνος αντεκδικήσεων από τους Μπολσεβίκους, και απάντησε θετικά στο αίτημα του Κλεμανσώ.
Οι σχηματισμοί των Ελλήνων μεταφέρθηκαν εντός διμήνου σταδιακά και σε αραιά χρονικά διαστήματα κατά Μονάδες – και το πρωτάκουστο χωρίς το οργανικό Πεδινό Πυροβολικό και τα απαραίτητα μέσα Διοικητικής Μερίμνης. Και ως εκ τούτου δεν έδρασαν ως αμιγώς Μεγάλες Μονάδες, αλλά κατά ανεξάρτητα κλιμάκια, κυρίως Συνταγμάτων, και ενίοτε υπό τις διαταγές νεοτέρων κατά βαθμό Γάλλων Αξιωματικών.
Ανάμεσα στους διοικητές των μονάδων γνωστοί στρατιωτικοί με σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας αργότερα, όπως ο συνταγματάρχης Αλέξανδρος Οθωναίος (επιτελάρχης του Α’ Σώματος Στρατού) και οι αντισυνταγματάρχες Γεώργιος Κονδύλης (διοικητής του 3ου Συντάγματος Πεζικού) και Νικόλαος Πλαστήρας (διοικητής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων).
Ας σημειωθεί ακόμα, ότι αρκετές μονάδες είχαν μεταφερθεί χωρίς να παραλάβουν τα μεταφορικά τους μέσα (ημίονοι), τα πολυβόλα τους, ή και τα απαραίτητα παρελκόμενά τους (τρίποδες κ.α.), και επί πλέον δίχως τους ίππους των στελεχών, οι οποίοι τότε θεωρούνταν αναγκαίο μέσον ενασκήσεως της διοικήσεως στο πεδίον της μάχης (Βλ .Π Δέλτα, Νικόλαος Πλαστήρας, Αθήνα 1979).
Οι ελληνικές δυνάμεις τέθηκαν αμέσως υπό τη διοίκηση της Α’ Συμμαχικής ομάδας μεραρχιών, δυνάμεως 70.000 ανδρών, την οποία διοικούσε ο Γάλλος στρατηγός Ντ’ Ανσέλμ. Οι Έλληνες ήταν το πιο αξιόμαχο τμήμα της συμμαχικής δύναμης, καθώς οι Γάλλοι στρατιώτες ήταν εμφανώς καταπονημένοι από την περιπέτεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και πολλοί από αυτούς έβλεπαν με συμπάθεια το κομμουνιστικό καθεστώς του Λένιν. Κλήθηκαν, όμως, να συμμετάσχουν σ’ έναν πόλεμο σκοπιμότητας, «αδικαιολόγητο και πρόχειρα προετοιμασμένο», σύμφωνα με μεγάλη μερίδα ιστορικών.
Εναντίον του συμμαχικού εκστρατευτικού σώματος, οι Σοβιετικοί διέθεσαν τρεις στρατιές, με δύναμη 217.000 ανδρών. Ο στρατός αυτός, αφού συνέτριψε το ουκρανικό αυτονομιστικό κίνημα τον Ιανουάριο του 1919, στράφηκε στη συνέχεια κατά των Συμμάχων στην Οδησσό και την Κριμαία. Με τη συντριπτική του υπεροχή τους ανάγκασε σε μάχες οπισθοφυλακών, στις οποίες οι ελληνικές δυνάμεις διακρίθηκαν για την αυταπάρνηση και την πειθαρχία τους.
Η πρώτη μάχη με την εμπλοκή ελληνικών δυνάμεων δόθηκε στις 25 Φεβρουαρίου, όταν το 1ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τον αντισυνταγματάρχη Νικόλαο Ρόκα, απελευθέρωσε τη φρουρά της Χερσώνας, την οποία πολιορκούσε ο Κόκκινος Στρατός. Στη συνέχεια, οι Έλληνες στρατιώτες έλαβαν μέρος σε πολλές μάχες, έως τις 20 Μαρτίου 1919, όταν έπειτα από απόφαση των συμμάχων δόθηκε εντολή για το τέλος της εκστρατείας και την εκκένωση της Οδησσού.
Οι ελληνικές μονάδες υποχώρησαν με υποδειγματική τάξη και παρατάχθηκαν στη δυτική όχθη του ποταμού Δνείστερου για να υπερασπίσουν την περιοχή της Βεσσαραβίας (σημερινή Μολδαβία) από τις επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού. Στην περιοχή της Κριμαίας παρέμεινε έως τις 14 Απριλίου 1919 το 2ο Σύνταγμα Πεζικού, όπου αντιμετώπισε αλλεπάλληλες επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού και κατέστειλε την εξέγερση των εργατών της Σεβαστούπολης, ενισχυμένους με Γάλλους ναύτες, οι οποίοι είχαν στασιάσει.
Σε δύο μήνες εχθροπραξιών οι Έλληνες είχαν 398 νεκρούς και 657 τραυματίες, ήτοι σε αναλογία περίπου 1:1,7 αντί της κατά κανόνα 1:3 ή 1:4. Tούτο δε οφείλετο στο γεγονός, ότι, τόσο οι αιχμάλωτοι, όσο και οι τραυματίες, που έπεφταν στα χέρια των Μπολσεβίκων κατακρεουργούνταν. (Πλαστήρας, Μανέτας κ.α.). Πάντως, παρά τις εξαιρετικά αντίξοες από πάσης πλευράς συνθήκες και την σύμφωνα με τον Κ. Μανέτα, «ασυνειδησία και βρωμιά της γαλλικής διοικήσεως», οι ελληνικές μονάδες κατέβαλαν υπεράνθρωπες ηρωικές προσπάθειες και τελικά απέσπασαν τον θαυμασμό φίλων και εχθρών .
Η εκστρατεία στην Ουκρανία απέτυχε, τόσο λόγω της κακής σχεδίασης της, όσο και γιατί η επέμβαση των Δυτικών έμοιαζε (και ήταν) μια ωμή επέμβαση σε ξένη Χώρα για την εξυπηρέτηση τραπεζικών οικονομικών συμφερόντων. Η Ελληνική συμμετοχή έβλαψε την Ελλάδα σε πολλά επίπεδα, χωρίς να της προσφέρει κανένα από τα προσδοκόμενα από τον Βενιζέλο, διπλωματικά κέρδη.
Μετά την πλήρη επικράτηση τους οι Μπολσεβίκοι εξόντωσαν όλες τις πολυπληθείς κοινότητες Ελλήνων στην Κριμαία, στην Γεωργία και στην Οδησσό, ενώ βοήθησαν αποφασιστικά τον Κεμάλ στον πόλεμο του κατά των Ελλήνων, τόσο διπλωματικά όσο και οικονομικά, ενώ του παρείχαν άφθονο πολύτιμο στρατιωτικό υλικό και προπαντός πυροβολικό.
Από την άλλη, η συμμετοχή της Ελλάδας στην εκστρατεία της Ουκρανίας δεν εξασφάλισε την ουσιαστική Γαλλική βοήθεια και αρωγή για τις Ελληνικές επιδιώξεις στην Μικρά Ασία. Εκτός από σποραδικές φιλικές δηλώσεις Γάλλων υπευθύνων, η στάση της Γαλλίας ήταν πρόδηλα φιλοτουρκική και φιλοκεμαλική ήδη από το 1919, καθώς οι Γάλλοι θεωρούσαν την αναδυόμενη Τουρκία του Κεμάλ ως ανάχωμα στις πολλές Αγγλικές οικονομικές επιδιώξεις στην περιοχή, που εξυπηρετούνταν και από την Ελληνική παρουσία.
Ο Ελληνικός Στρατός στην Μεσημβρινή Ρωσία Ουκρανία (Κριμαία)
Οι επιχειρήσεις στη Μεσημβρινή Ρωσία, στις οποίες συμμετείχε το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα, διεξήχθησαν στο νοτιοδυτικό τμήμα της Ουκρανίας και στη χερσόνησο της Κριμαίας. Το 1918, οι δυνάμεις της Αντάντ αποφάσισαν να επέμβουν στη Ρωσία με σκοπό την ανατροπή του μπολσεβικισμού.
[Τα στοιχεία ελήφθησαν από την έκδοση: Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Το ελληνικόν εκστρατευτικόν σώμα εις Μεσημβρινήν Ρωσίαν (1919), Αθήναι 1955, σελίδα 261].
Η συμμετοχή της Ελλάδας στο πλευρό των συμμάχων κρίθηκε επιβεβλημένη λόγω των πλεονεκτημάτων που θα εξασφαλίζονταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την προώθηση των εθνικών διεκδικήσεων. Έτσι, αποφασίστηκε να σταλεί στην Ουκρανία το Α΄ Σώμα Στρατού, κατάλληλα συμπληρωμένο και οργανωμένο. Η αποστολή στρατευμάτων, που έγινε την 1/14 Ιανουαρίου του 1919, αποτέλεσε την πρώτη υπερπόντια εκστρατεία της Ελλάδας.
Διοικητής του Σώματος τοποθετήθηκε ο στρατηγός Κωνσταντίνος Νίδερ, ο οποίος παρέμεινε στη διοίκηση μέχρι την 21 Μαΐου 1919, οπότε και αντικαταστάθηκε από τον υποστράτηγο Ιάκωβο Νεγρεπόντη. Το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα δεν έδρασε ως σύνολο, αλλά κατά τμήματα, τα οποία υπάγονταν, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, στη διοίκηση Γάλλων αξιωματικών.
Το Α΄ Σώμα Στρατού υπαγόταν στην Ιη Γαλλική Ομάδα Μεραρχιών και συμμετείχε μεταξύ άλλων:
Η συνολική δύναμη των ελληνικών στρατευμάτων ανερχόταν σε 23.351 άνδρες εκ των οποίων 842 αξιωματικοί και 22.509 οπλίτες, ενώ οι συνολικές απώλειες ήταν 1.055 άνδρες.
Η συμμετοχή του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος, παρά τις απώλειες, ενίσχυσε το κύρος του ελληνικού κράτους και εξύψωσε το γόητρό του. Παράλληλα ενίσχυσε τους δεσμούς της Ελλάδας με τη Γαλλία και εξασφάλισε την υποστήριξη της δεύτερης στις εθνικές μας διεκδικήσεις.
[Τα στοιχεία ελήφθησαν από την έκδοση: Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Το ελληνικόν εκστρατευτικόν σώμα εις Μεσημβρινήν Ρωσίαν (1919), Αθήναι 1955, σελίδα 261].
Η ηρωική δράση του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος αναγνωρίσθηκε από όλους τους συμμάχους και ιδιαίτερα από τους Γάλλους. Βέβαια και οι Ρώσοι σημείωσαν αυτή τη συμμετοχή και φρόντισαν να μας “ξεπληρώσουν” αργότερο διαθέτοντας αρκετά εκατομμύρια χρυσές λίρες για να εξοπλίσει και συντηρήσει τον νέο τουρκικό στρατό.
Η Εκστρατεία στην Ουκρανία (Κριμαία) Α΄ Εξάμηνο 1919
Περί τα τέλη του 1918, μετά το πέρας του Α ΄Π Π, οι Αγγλογάλλοι αποφάσισαν την εκτέλεση εκστρατείας στην Ουκρανία, προκειμένου να υποστηρίξουν τους εκεί μαχομένους εναντίον των Μπολσεβίκων αντιπάλους τους (Ντένικιν κ.α.) .
Παράλληλα η εκστρατεία αυτή αποσκοπούσε, αφενός, στην τιμωρία, τρόπον τινά, των Μπολσεβίκων, που μετά την επικράτησή τους είχαν αποσκιρτήσει από την Αντάντ και είχαν διακόψει τις επιχειρήσεις στο Ανατολικό Μέτωπο, και, αφετέρου, στην εξασφάλιση της αποπληρωμής των δανείων που είχε συνάψει η Τσαρική Ρωσία με τους Γάλλους και τα οποία δεν αναγνώριζαν πλέον οι Μπολσεβίκοι .
Η όλη επιχείρηση είχε σχεδιασθεί με ασύγγνωστη επιπολαιότητα , ως να επρόκειτο περί «στρατιωτικού περιπάτου», και είχε βασισθεί κυρίως σε αναξιόπιστες πληροφορίες ονειροπόλων Ρώσων «εμιγκρέδων. Για τις χερσαίες επιχειρήσεις, ενδεικτικά, οι ίδιοι οι Γάλλοι διέθεσαν κατά βάση αποικιακές δυνάμεις, εμφανώς ταλαιπωρημένες από τις πολεμικές κακουχίες, μειωμένης συνθέσεως και αρκετά χαμηλού ηθικού.
Στο πλαίσιο αυτής της εκστρατείας, η τότε κυβέρνηση (Ελευθέριος Βενιζέλος), οιστρηλατούμενη, όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες, απ’ το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, προκειμένου αργότερα να επιτύχει την παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης και να αποσπάσει την εντολή για την αποβίβαση στρατού στην Μικρά Ασία (Σμύρνη), έσπευσε έναντι αορίστων και προφορικών υποσχέσεων των συμμάχων να συμμετάσχει ( Α΄Σ Στρατού με τις ΙΙ και ΧΙΙΙ Μεραρχίες) με σύνολο 23.351 ανδρών.
Ο Ελληνικός Στρατός στην Κριμαία.
Οι Σχηματισμοί μας μεταφέρθηκαν εντός διμήνου σταδιακά και σε αραιά χρονικά διαστήματα κατά Μονάδες – και το πρωτάκουστο χωρίς το οργανικό Πεδινό Πυροβολικό και τα απαραίτητα μέσα Διοικητικής Μερίμνης. Και ως εκ τούτου δεν έδρασαν ως αμιγώς Μεγάλες Μονάδες, αλλά κατά ανεξάρτητα κλιμάκια, κυρίως Συνταγμάτων, και ενίοτε υπό τις διαταγές νεοτέρων κατά βαθμό Γάλλων Αξιωματικών
Ας σημειωθεί ακόμα, ότι αρκετές μονάδες είχαν μεταφερθεί χωρίς να παραλάβουν τα μεταφορικά τους μέσα (ημίονοι), τα πολυβόλα τους, ή και τα απαραίτητα παρελκόμενά τους (τρίποδες κ.α.), και επί πλέον δίχως τους ίππους των στελεχών, οι οποίοι τότε θεωρούνταν αναγκαίο μέσον ενασκήσεως της διοικήσεως στο πεδίον της μάχης (Βλ .Π Δέλτα, Νικόλαος Πλαστήρας, Αθήνα 1979).
Σε δύο μήνες εχθροπραξιών είχαμε 398 νεκρούς και 657 τραυματίες, ήτοι σε αναλογία περίπου 1:1,7 αντί της κατά κανόνα 1:3 ή 1:4 . Tούτο δε οφείλετο στο γεγονός, ότι, τόσο οι αιχμάλωτοι, όσο και οι τραυματίες, που έπεφταν στα χέρια των Μπολσεβίκων κατακρεουργούνταν ! (Πλαστήρας, Μανέτας κ.α.) .
Πάντως, παρά τις εξαιρετικά αντίξοες από πάσης πλευράς συνθήκες και την σύμφωνα με τον Κ. Μανέτα, «ασυνειδησία και βρωμιά της γαλλικής διοικήσεως», οι ελληνικές μονάδες κατέβαλαν υπεράνθρωπες ηρωικές προσπάθειες και τελικά απέσπασαν τον θαυμασμό φίλων και εχθρών .
Ωστόσο, καταλήγοντας, ειλικρινά θλίβομαι βαθύτατα όταν διαβάζω απομνημονεύματα λαμπρών πολεμιστών και γενικώς μεγάλων ανδρών (Ν. Πλαστήρα. Κ Μανέτας κ.α.) εκείνης της εποχής και βλέπω ότι στα κείμενά τους, γραμμένα «εν ψυχρώ » μετά από 15ετία, αναλίσκονται μόνο στη στεγνή περιγραφή των πολεμικών γεγονότων και δεν στηλιτεύουν την απίστευτη προχειρότητα της τότε συμμετοχής μας.
Ενώ παραλείπουν, προφανώς όχι ανεπιγνώστως, να σημειώσουν, ότι, ως απόρροια της ασύνετης εμπλοκής μας, οι Μπολσεβίκοι εκδικούμενοι, αφενός, ξεκλήρισαν τον πανάρχαιο Ελληνισμό της Κριμαίας, και αφετέρου, άρχισαν έκτοτε να ενισχύουν παντοιοτρόπως και αφειδώς τον Κεμάλ Ατατούρκ.
Η επίκληση της εθνικής σκοπιμότητας δεν θα πρέπει να δικαιολογεί την πολιτικοστρατιωτική προχειρότητα, για την οποία ποτέ δεν ζητήθηκαν ευθύνες.