Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΚΡΑ (17 / 30 Μαΐου 1918)
Η Μάχη στο Ραβινέ και Σκρα
Η Συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Η Μάχη στο Ραβινέ και Σκρα
Η Συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Η Ελλάδα συμμετείχε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Entente ουσιαστικά από το Σεπτέμβριο του 1916 με απόφαση της επαναστατικής κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης. Προς αυτή την κατεύθυνση έπρεπε να δημιουργηθούν νέες στρατιωτικές μονάδες, αφού ο οργανωμένος στρατός είχε συνταχθεί με την κυβέρνηση της Αθήνας. Εκτός από τον περιορισμένο αριθμό στελεχών υπήρχαν και σοβαρές ελλείψεις πολεμικού υλικού. Παρόλα αυτά ο πρώτος σχηματισμός του νέου στρατού, το Α’ Τάγμα Εθνικής Αμύνης, ήταν έτοιμο στα μέσα του Σεπτέμβρη και προωθήθηκε στο Μακεδονικό μέτωπο για να ενισχύσει τους Συμμάχους που είχαν ήδη αναπτυχθεί στην περιοχή. Ακολούθησαν και άλλες μονάδες που στο μεταξύ συγκροτούνταν και έφτασαν τελικά τις έντεκα μεραρχίες. Tο 1917 βρήκε τους Συμμάχους σε δυσχερή θέση. H κατάληψη της Ρουμανίας από τις δυνάμεις των Κεντρικών Αυτοκρατοριών επέτρεπε στις τελευταίες τον ευχερή ανεφοδιασμό σε σιτηρά και πετρέλαιο και τους έδινε τη δυνατότητα να ενισχύσουν το Μακεδονικό μέτωπο…
Αντίθετα, η συμμαχική στρατιά συναντούσε προβλήματα στον ανεφοδιασμό της και στην εύκολη μεταφορά εφεδρειών. Tο μέτωπο εκτεινόταν από τον ποταμό Στρυμόνα έως την περιοχή της Βορείου Ηπείρου. Είχαν αναπτυχθεί από την πλευρά της Entente 243 τάγματα, Γαλλικά, Βρετανικά, Σερβικά, Ιταλικά, Ρωσικά και Ελληνικά, ενώ απένταντί τους είχαν αντιπαραταχθεί περίπου ισοδύναμα στρατεύματα των Κεντρικών Δυνάμεων, Γερμανικά, Βουλγαρικά, Οθωμανικά και Αυστριακά. Σε όλο το διάστημα του έτους διεξάγονταν συγκρούσεις χωρίς θεαματικά αποτελέσματα. Tον Ιούνιο του 1917 ο Βενιζέλος έγινε και πάλι πρωθυπουργός του ενιαίου πλέον Ελληνικού κράτους μετά την αποχώρηση του Κωνσταντίνου.
Επίσημα πλέον η κυβέρνηση των Αθηνών κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις. Από εκείνη τη στιγμή έγιναν πιο έντονες οι προσπάθειες για να αναδιοργανωθεί ο στρατός και να επιτευχθεί η συμμετοχή όσο το δυνατό μεγαλύτερης Ελληνικής δύναμης στις συμμαχικές επιχειρήσεις. Το έργο ήταν δύσκολο, δεδομένης της αρνητικής διάθεσης πολλών κατοίκων της Παλαιάς Ελλάδας απέναντι στη συμμετοχή στον πόλεμο με την πλευρά των Συμμάχων. H στάση αυτή είχε ενταθεί λόγω των πιέσεων και του αποκλεισμού που επέβαλε η Entente στη νότια Ελλάδα αλλά και λόγω της υπαγορευμένης ουσιαστικά από αυτήν απομάκρυνσης του Κωνσταντίνου, ως πολιτική λύση στο πρόβλημα του Εθνικού Διχασμού.
Γι’ αυτό το λόγο στην Παλαιά Ελλάδα η επιστράτευση έγινε με αργούς ρυθμούς, καλώντας σταδιακά νεοσύλλεκτους κυρίως από τις νεότερες κλάσεις και λαμβάνοντας υπόψη το πολιτικό κλίμα της κάθε περιοχής. Αντίθετα, στις “Νέες Xώρες”, όπου επικρατούσαν οι Βενιζελικοί, και κυρίως στα νησιά του Αρχιπελάγους, την Κρήτη και τη Μακεδονία η επιστράτευση έγινε ταχύτατα και οι δυνάμεις προωθήθηκαν γρήγορα στο μέτωπο. H πλήρης ανάπτυξη του Ελληνικού στρατού δεν έγινε παρά στο πρώτο εξάμηνο του 1918. Oι Ελληνικές δυνάμεις τελικά συμμετείχαν με αποφασιστικότητα στην εξέλιξη του πολέμου στη Βαλκανική χερσόνησο.
Το Μάιο του 1918 Ελληνικά στρατιωτικά τμήματα συμμετείχαν πρωταγωνιστικά στη μάχη του Σκρα ντι Λέγκεν, τη σπουδαιότερη από τις τοπικές επιθέσεις, που κατέληξε στην κατάληψη μιας ιδιαίτερα οχυρής θέσης, που έλεγχαν ως τότε οι Κεντρικές Δυνάμεις, κατά βάση τα Βουλγαρικά στρατεύματα. Η μάχη του Σκρα επιβεβαίωσε στα μάτια των συμμάχων το αξιόμαχο του Ελληνικού στρατού που ουσιαστικά μόλις είχε ανασυγκροτηθεί. Ύστερα από αυτή τέθηκαν οι προϋποθέσεις για τη συμμαχική αντεπίθεση, η οποία εξαπολύθηκε το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Αυτή σημαδεύτηκε από μια σειρά νίκες και συνεχείς προελάσεις των συμμαχικών στρατευμάτων που οδήγησαν τη Βουλγαρία σε συνθηκολόγηση στις 17/30 Σεπτεμβρίου του 1918. Ακολούθησε και η συνθηκολόγηση της Τουρκίας με την ανακωχή του Μούδρου που σήμανε τη λήξη του πολέμου στα Βαλκάνια, λίγο πριν από την οριστική του λήξη με τη συνθηκολόγηση της Γερμανία και της Αυστροουγγαρίας.
ΣΚΡΑ ΚΙΛΚΙΣ
Το Σκρα είναι ένα μικρό χωριό στα βορειοδυτικά του νομού Κιλκίς. Το Σκρα απέχει 4 χλμ. από τα σύνορα με την Π.Γ.Δ.Μ. και βρίσκεται σε υψόμετρο 520 μ. στις πλαγιές του όρους Πάικο. Η πρώτη αναφορά για το χωριό με το όνομα Λούμνιτσα, τότε, ήταν το 1452, ένα χρόνο πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Οι κάτοικοι του Σκρα αγωνίστηκαν για την ελευθερία και την ένωση με την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Σπουδαίοι Μακεδονομάχοι από το Σκρα ήταν ο Δημήτριος Παπαγεωργίου, ο Αναστάσιος Σταυρίδης και ο Αθανάσιος Τσέμπης.
Το χωριό πήρε το όνομα του από την κοντινή κορυφή Σκρα ντι Λέγκεν (που σημαίνει στα Βλαχομογλενίτικα Λίκνο εκ Βράχων), όπου διεξήχθη η Μάχη του Σκρα (Σκρα – Ραβινέ), μία από τις σημαντικότερες μάχες του Μακεδονικού Μετώπου κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο χωριό λειτουργεί από τον Μάιο του 2002, το Μουσείο Α’ Παγκοσμίου Πολέμου – Μάχης Σκρα. Η περιοχή είναι κατάλληλη για φυσιολατρικές δραστηριότητες, ενώ αξιοθέατο αποτελούν και οι καταρράκτες με τη Σμαραγδένια λίμνη. Το 2011 δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση, η πρόταση για επαναδραστηριοποίηση των μεταλλείων μολύβδου, ψευδαργύρου και αργύρου στην ευρύτερη περιοχή του Σκρα.
Απέχει επίσης 24 χλμ. από την Αξιούπολη και περίπου 100 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Στο χωριό αυτό δημιουργήθηκε το 2002 ένα μικρό ιστορικό μουσείο με σκοπό να παρουσιάσει το Μακεδονικό Μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και -κυρίως- τη σημαντική μάχη που δόθηκε στην περιοχή. Συγκεκριμένα στην γειτονική κορυφή Σκρα ντι Λεγκέν δόθηκε στις 17/30 Μαΐου 1918 μια από τις φονικότερες μάχες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την οποία Ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να καταλάβουν τις οχυρές θέσεις του Βουλγαρικού στρατού και να προκαλέσουν βαθύ ρήγμα στις γραμμές των Βουλγαρικών και Γερμανικών δυνάμεων.
Οι Έλληνες είχαν 2.800 νεκρούς και τραυματίες, αλλά συνέλαβαν 2.300 Βουλγάρους αιχμαλώτους. Στο μουσείο εκτίθενται όπλα, στολές, παράσημα, κράνη, θραύσματα οπλισμού, καθώς και κειμήλια από τον Ελληνικό, Γαλλικό, Βρετανικό, Σερβικό, Αυστριακό, Βουλγαρικό και Γερμανικό στρατό. Τέλος εκτίθεται πλούσιο φωτογραφικό υλικό με στιγμές από τις ώρες της δράσης και της ξεκούρασης στα ορύγματα του Βαλκανικού Μετώπου, καθώς και πίνακες ζωγραφικής και λιθογραφίες της εποχής.
Στην είσοδο του χωριού υπάρχουν ακόμη το Ηρώο των πεσόντων και η προτομή του ταγματάρχη Βασίλη Παπαγιάννη, του πιο υψηλόβαθμου Έλληνα αξιωματικού που έπεσε στο πεδίο της μάχης. Λίγο έξω από το χωριό, γύρω από το Σκρα ντι Λεγκέν υπάρχουν ακόμη ερειπωμένα πολυβολεία, και άλλα ενθύμια της φονικής μάχης.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Η Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912 – 1913 δεν είχε πλέον χερσαία σύνορα με την Τουρκία, είχε με την Αλβανία, Σερβία και Βουλγαρία η οποία κατείχε την Δυτική Θράκη. Τα νησιά του Αιγαίου είναι ένα ζήτημα ανοικτό το οποίο προκαλεί ναυτικό ανταγωνισμό, οι Τούρκοι αρχίζουν συστηματικό διωγμό των Ελλήνων της Θράκης και του Πόντου και της Μικρασίας, σε διαμαρτυρία της Ελλάδας οι Τούρκοι προτείνουν ανταλλαγή πληθυσμών περιοχής Σμύρνης και Μακεδονίας. Στις 4 Νοεμβρίου 1913, με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών, άρχισε η αποστράτευση. Επακολούθησε μια σύντομη περίοδος ειρήνης, κατά την οποία η χώρα επιδόθηκε στο τεράστιο έργο της ανορθώσεώς της.
Ωστόσο η περίοδος ομαλότητας και πάλι τερματίστηκε σύντομα εξαιτίας του Α’ Π. Π. και της γενικής επιστρατεύσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 1915, η οποία διήρκεσε εννέα μήνες και έληξε μετά από ισχυρή πίεση των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως. Μεσολάβησε η απόβαση των Συμμάχων (Αγγλογάλλων) στη Θεσσαλονίκη, η δημιουργία του «Μακεδονικού Μετώπου» και η διάσταση απόψεων μεταξύ του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου, σχετικά με την άμεση είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων.
Συνέπεια της διενέξεως αυτής ήταν να παραιτηθεί στις 22 Σεπτεμβρίου 1915 η Κυβέρνηση Βενιζέλου και να αρχίσει ένας βαθύς διχασμός του λαού, που τόσα δεινά επέφερε στη χώρα. Στο μεταξύ, στις 17 Αυγούστου 1916 εξερράγη στη Θεσσαλονίκη φιλοβενιζελικό στρατιωτικό κίνημα, το οποίο επικράτησε εύκολα και σχημάτισε την Επιτροπή Εθνικής Άμυνας. Λίγες ημέρες αργότερα έφτασε και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη η Προσωρινή Κυβέρνηση, η οποία ζήτησε και πέτυχε να αναγνωριστεί από τους Συμμάχους.
Η Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας, αφού ανακοίνωσε ότι βρισκόταν σε πόλεμο με τη Βουλγαρία και τη Γερμανία, προέβη στη συνέχεια στην επιστράτευση και οργάνωση του Σώματος Στρατού Εθνικής Άμυνας από τις Μεραρχίες Σερρών, Κρήτης και Αρχιπελάγους, το οποίο και ενέταξε στις συμμαχικές δυνάμεις του Μακεδονικού Μετώπου. Επακολούθησε ο ναυτικός αποκλεισμός της χώρας και η βίαιη κατάληψη του μεγαλύτερου τμήματός της από τους Συμμάχους, ο αφοπλισμός του στρατού και η μεταφορά του όγκου του στην Πελοπόννησο, η εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου και η άνοδος στο θρόνο του πρίγκιπα Αλεξάνδρου.
Η νέα Κυβέρνηση, υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο (Ιούνιος 1917), κήρυξε αμέσως και επίσημα τον πόλεμο κατά των Κεντρικών Δυνάμεων και άρχισε με γοργό ρυθμό την αναδιοργάνωση, εξοπλισμό και εκπαίδευση του στρατού, που ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1918. Στις 4 Απριλίου 1918, ο Αρχιστράτηγος Γκυγιωμά εκτέλεσε ευρείας κλίμακος επιθετικές ενέργειες, με σκοπό την απαγκίστρωση των εχθρικών δυνάμεων στο μέτωπο της Μακεδονίας. Το Ελληνικό σώμα υπό τον Αντιστράτηγο Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη, αποτελούνταν από τη Μεραρχία Αρχιπελάγους, υπό τον Υποστράτηγο Δημήτριο Ιωάννου.
Η οποία κατείχε τον υποτομέα του χωριού Λιβάδι και τη Μεραρχία Κρήτης, υπό τον Υποστράτηγο Παναγιώτη Σπηλιάδη, η οποία κατείχε τον υποτομέα Σκρα. Από τις 5 Απριλίου προωθήθηκε στην πρώτη γραμμή από την περιοχή του Πολυκάστρου όπου βρισκόταν και η Μεραρχία Σερρών, υπό τον Υποστράτηγο Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη, αποτελούμενη από τα 2ο και 3ο Συντάγματα Σερρών. Στη Μεραρχία αυτή ανατέθηκε ο υποτομέας Αρχαγγέλου, στο αριστερό της Μεραρχίας Αρχιπελάγους, στην οποία και υπήχθη από τακτικής απόψεως. Το σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε επίθεση σε δύο χρόνους.
Σε πρώτο χρόνο θα καταλαμβάνονταν το ύψωμα Σκρα και κατά το δεύτερο χρόνο η γραμμή των υψωμάτων Τουμουλούς – Σερφ Βολάν. Την κύρια επίθεση εναντίον του Σκρα θα αναλάμβανε η Μεραρχία Αρχιπελάγους. H Μεραρχία Σερρών θα κάλυπτε το δυτικό πλευρό της Μεραρχίας Αρχιπελάγους και θα καταλάμβανε τη γραμμή Λαγκαδά – Σαγράδα – Μπλόκ Ροσέ. Η Μεραρχία Κρήτης θα κάλυπτε το ανατολικό πλευρό της Μεραρχίας Αρχιπελάγους και θα ενεργούσε για την κατάληψη των υψωμάτων αμέσως βόρεια του χωριού Σκρα Η επίθεση της Μεραρχίας Αρχιπελάγους θα υποστηριζόταν με 122 συνολικά Ελληνικά και συμμαχικά πυροβόλα από τα οποία τα 46 βαριά.
ΡΑΒΙΝΕ (1η Μαΐου 1917)
Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΡΑΒΙΝΕ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΛΗΣΙΟΝ ΛΟΦΟΥΣ
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Τον Ιούλιο του 1914 η Αυστροουγγαρία κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον της Σερβίας με αφορμή την δολοφονία του διαδόχου Φραγκίσκου Φερδινάνδου από τον Βόσνιο Πρίντσιπ. Στο πλευρό της Σερβίας σπεύδει η Ρωσία η οποία δέχεται την επίθεση της Γερμανίας. Αγγλία και Γαλλία κηρύσσουν τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας που εισβάλλει παρά την ουδετερότητά του στο Βέλγιο. Έτσι ξεκινά ο Ευρωπαϊκός πόλεμος ο οποίος αργότερα με την είσοδο των Η.Π.Α – Ιαπωνίας και άλλων κρατών μετατρέπεται σε Παγκόσμιο. Είναι η αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δύο αντίπαλα στρατόπεδα δημιουργούνται.
Οι κεντρικές δυνάμεις αποτελούμενες από την Γερμανία την Αυστροουγγαρία και στις οποίες λίγο αργότερα προσχωρούν η Τουρκία και η Βουλγαρία. Το δεύτερο στρατόπεδο το αποτελούν οι Γαλλία – Αγγλία – Ρωσία – (εγκάρδια συνεννόηση Entente) στις οποίες αργότερα θα προστεθούν και άλλες χώρες (Ιταλία – Ελλάδα – Ρουμανία – Η.Π.Α κ.α.). Η χώρα μας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους κατά τους οποίους διπλασιάσθηκε εδαφικά παρέμεινε κατ’ αρχήν ουδέτερη λόγω της διαφοράς απόψεων της κυβερνήσεως Βενιζέλου και του Βασιλέως Κωνσταντίνου.
Ο μεν Βενιζέλος ήθελε έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων (Entente) γιατί πίστευε στην επικράτηση αυτών ο δε βασιλεύς ήθελε ουδετερότητα γιατί πίστευε στη νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία – Αυστροουγγαρία). Αυτή η διαφωνία ήταν και η αρχή του επάρατου διχασμού που επικράτησε στη χώρα μας κατά την διάρκεια του Α’ Π. Π. Με την επίθεση της Γερμανίας εναντίον της Ρωσίας οι σύμμαχοι (Αγγλογάλλοι) το 1915 επιχειρούν εκστρατεία εναντίον των Δαρδανελλίων με χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις προκειμένου να αποκτήσουν δίαυλο συγκοινωνίας με την Ρωσία για την ενίσχυσή της.
Αποτυγχάνουν όμως παταγωδώς και σκεφτόμενοι την δημιουργία Μακεδονικού ή Βαλκανικού Μετώπου αποβιβάζοντας στρατό στη Θεσσαλονίκη δημιουργώντας περιχαρακωμένο στρατόπεδο παρά την ουδετερότητα της Ελλάδας. Η Σερβία καταρρέει από την επίθεση της Αυστροουγγαρίας και εκατό χιλιάδες Σερβικού στρατού μέσω Δυρραχίου της Αλβανίας αποβιβάζεται στην Κέρκυρα με σκοπό να μεταφερθούν στο Μακεδονικό Μέτωπο. Τον Μάιο του 1916 οι Γερμανοί με τους Βουλγάρους επιτίθενται στο οχυρό Ρούπελ και παρά την ηρωική αντίσταση στο οχυρό Φαιά Πέτρα του Λγου Κονδύλη Γεωργίου το Δ’ Σ. Σ. κατόπιν εντολής της κυβερνήσεως παραδίδεται στους Γερμανούς.
Μεταφέρεται στην περιοχή της Σιλεσίας της Γερμανίας εκτός ορισμένων μονάδων της VI Μεραρχίας Σερρών οι οποίες με προτροπή του Λγου Κονδύλη Γεωργίου μεταφέρονται μέσω Καβάλας στην Χαλκιδική και Θεσσαλονίκη. Η Ανατολική Μακεδονία παραδίδεται και καταλαμβάνεται από τους Βουλγάρους (Σέρρες – Δράμα – Καβάλα). Ο Εθνικός διχασμός βρίσκεται στο αποκορύφωμά του. Στην Αθήνα γίνονται τραγελαφικά πράγματα με αποκορύφωμα στις 14/27 Ιουνίου 1916 την αποστράτευση του Στρατού κατόπιν πιέσεων των Συμμάχων.
Ο Βενιζέλος παραιτείται και με τους Στρατηγό Δαγκλή και Ναύαρχο Κουντουριώτη αφικνούνται στις 12/25 Σεπτεμβρίου 1916 στη Θεσσαλονίκη δημιουργούν την Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης φίλια προσκείμενη στους Συμμάχους και προβαίνουν στην δημιουργία στρατού με τίτλο Σώμα Στρατού Εθνικής Αμύνης με τρεις Μεραρχίες των Σερρών, του Αρχιπελάγους και των Κρητών. Η Ελλάδα πλέον είναι χωρισμένη στα δύο. Μία κυβέρνηση στην Αθήνα και μια στη Θεσσαλονίκη. Στις αρχές του 1917 το Μακεδονικό Μέτωπο σταθεροποιείται από την Αδριατική μέχρι τον Κόλπο του Ορφανού (εκβολές Στρυμώνα).
Η Ιταλία (η οποία εισήλθε στον πόλεμο με τους Συμμάχους) Σερβία – Γαλλία – Αγγλία και Ελλάδα έχουν δημιουργήσει ένα σταθερό μέτωπο κυρίως απέναντι στους Βουλγάρους γιατί οι Γερμανοί απέσυραν πολλά τμήματά τους στο Δυτικό Μέτωπο, για να αντιμετωπίσουν την αντεπίθεση του Γάλλου Στρατάρχη Φος. Οι Σύμμαχοι ετοιμάζονται πια για την μεγάλη επίθεση προς διάσπαση του Μακεδονικού Μετώπου. Με μικράς κλίμακος επιχειρήσεις προσπαθούν να πάρουν υψώματα τα οποία θα χρησιμοποιήσουν ως στηρίγματα.
Η Μάχη στο Ραβινέ
Αγγλογαλικά στρατεύματα αποβιβάζονται στη Θεσσαλονίκη (Σεπτέμβριος 1915) για να βοηθήσουν τη Σερβία που δέχεται επίθεση από Γερμανοβουλγάρους και Αυστριακούς. Η επιδίωξη των Αγγλογάλλων τελικά ναυαγεί, και Γερμανοί και Βούλγαροι, καταδιώκοντας προς νότον τους Σέρβους διεισδύουν σε βάθος 2 χιλιομέτρων στο Ελληνικό έδαφος και καταλαμβάνουν θέσεις νότια και δυτικά της Ειδομένης. Το Ελληνικό, παρά ταύτα, κράτος δεν αντιδρά στην παραβίαση των συνόρων μας παραμένοντας ουδέτερο προς μεγάλη αγανάκτηση των Αγγλογάλλων και του Βενιζέλου. Ένα χρόνο αργότερα, το Βενιζελικό κράτος της Θεσσαλονίκης εισέρχεται στον πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων.
Το γόητρο της χώρας μας, που είχε καταβαραθρωθεί από την προηγούμενη επιμονή μας να μη συμμετάσχουμε στον πόλεμο, αποκαθίσταται τώρα. Τούτο συμβαίνει κυρίως, όταν συγκροτείται ο Στρατός της Εθνικής Αμύνης. Μια από τις πρώτες μονάδες του στρατού αυτού ήταν και η Μεραρχία Σερρών, στο 2ο Σύνταγμα της οποίας υπηρετεί ο μόνιμος πλέον Υπολοχαγός Καρακουλάκης. Ο γεννηθείς στην Ναύπακτο το 1885 Λεωνίδας Καρακουλάκης αρχικά είχε αποφασίσει να σπουδάσει Νομικά. Εισήχθη όμως αργότερα στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Κέρκυρας, απ’ όπου αποφοίτησε ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Πεζικού.
Με το βαθμό αυτό πήρε μέρος στους δύο Βαλκανικούς πολέμους και εν συνεχεία για πέντε μήνες συμμετείχε στον βορειοηπειρωτικό Αγώνα. Η σύνθεση εκείνης της Μεραρχίας, υπό τον Συνταγματάρχη Χριστοδούλου, είχε ως εξής:
Το Δεκέμβριο του 1916 η Μεραρχία Σερρών βρίσκεται στα δυτικά του Αξιού, όπου, μαζί με την 122α Γαλλική Μεραρχία του Στρατηγού Ρενιώ, είναι αντιμέτωπη με Βουλγάρους και Γερμανούς. Μέχρι τον Απρίλιο του 1917, η ζωή στη Μεραρχία κυλά ήρεμα, χωρίς τη διεξαγωγή αξιοσημείωτων επιχειρήσεων. Η μόνη απασχόλησή της ήταν να επιδίδεται -με περιπολίες και μικρής έκτασης επιθετικές ενέργειες- σε ελαφρές αναγνωρίσεις προς το μέρος του εχθρού. Η τακτική αυτή θα ανατραπεί, όταν, μεταξύ των άλλων επιχειρήσεων, στο τάγμα τού, από τον Παλαμά Καρδίτσας καταγόμενου, Γουλιανού, θα ανατεθεί η κατάληψη του λόφου «Ραβινέ».
Οι Γάλλοι είχαν δώσει σε χαρακτηριστικά υψώματα δικές τους συμβατικές ονομασίες: στα Γαλλικά ravin = φαράγγι. Στην μάχη θα συμμετάσχει και ο Καρακουλάκης. Την 22 Απριλίου / 5 Μαΐου 1917 ο Δκτής της 8ης Γαλλικής Ταξιαρχίας στην οποία υπήγοντο τα 1οΣύνταγμα Σερρών (Ανχης Ζαφειρείου Νικ.) και 2ο Σύνταγμα Σερρών (Ανχης Τσερούλης Χαρ.) τα αναθέτει την εκτέλεση επιθέσεων για κατάληψη των υψωμάτων Ραβινέ και Σεμέν ντε Φερ. Το ύψωμα Ραβινέ ήταν κατ’ εξοχήν σπουδαίο σημείο στο οποίο οι Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει ισχυρό παρατηρητήριο από το οποίο παρακολουθούσαν όλες τις κινήσεις και οργάνωση στο εσωτερικό των Συμμαχικών θέσεων.
Το ύψωμα βρισκόταν βορειοδυτικά του χωριού Αλτσάκ (Χαμηλό) και βόρεια του χωριού Χατζή Μπαρί Μαχαλά (Πέντε Βρύσες). Ο Λόφος Σεμέν ντε Φερ κείμενος τρία περίπου χιλιόμετρα νοτίως του σιδηροδρομικού σταθμού Τζέοβο (Ειδομένη) και 1.200 μ. βορείως του χωριού Σλοπ (Δογάνη) είχε οχυρωθεί από τους Βουλγάρους και αποτελούσε σημείο στηρίξεως. Κυρία προσπάθεια και αντικειμενικός σκοπός (ΑΝΣΚ) ήταν το ύψωμα Ραβινέ και τα υψώματα που το περιέβαλαν Μπομαρντέ και Ντρομαντέρ. Την επίθεση θα πραγματοποιούσαν το 1ο Σύνταγμα Σερρών (Ανχης Ζαφειρίου Νικ.) με τα τρία τάγματά του.
Το 1ο τάγμα (Τχης Παπακώστας Βασίλειος) και το 2ο τάγμα (Τχης Γουλιανός Γρηγόριος) προς Ραβινέ και το 3ο τάγμα (Λγος Κονδύλης Γεώργιος) στο δεξιό μέρος και νότια του λόφου Σεμέν ντε Φερ. Το 2ο Σύνταγμα Σερρών (Ανχης Τσερούλης Χαράλαμπος) στο κέντρο και αριστερά της παρατάξεως με τα τρία τάγματά του. Το 1ο τάγμα (Λγος Γρηγοριάδης Νεόκοσμος), το 2ο τάγμα (Λγος Παλλίδης Πάυλος) και το 3ο τάγμα (Λγος Τσάκαλος Κων/νος), προς Μπομαρντέ – Ντρομαντέρ.
Το 3ο Σύνταγμα Σερρών (Σχης Καλομενόπουλος Νικόστρατος) στο άκρο αριστερό της τοποθεσίας (ως πλαγιοφυλακή και σύνδεσμο με την αριστερή πτέρυγα όπου θα επιτίθοντο οι Γάλλοι προς Σκρα) με τα τρία τάγματα του το 1ο τάγμα (Τχης Σταυριανόπουλος Διον.) το 2ο τάμγα (Λγος Καλονάρος Μιχαήλ) και το 3ο τάγμα (Τχης Καρασεβδάς Παντελής) προς Σκρά με τους Γάλλους (1η Μάχη του Σκρα) για κατάληψη των οχυρωματικών θέσεων. Την 22 Απριλίου / 5 Μαίου 1917 αρχίζει η επίθεση. Το 2ο Σύνταγμα Σερρών επιτίθεται κατά των θέσεων Μπομπαντέ με το 2ο τάγμα ενώ το 1ο τάγμα προωθεί ισχυρές περιπολίες για απασχόληση του εχθρού.
Εναντίον του υψώματος Σεμέν ντε Φερ επιτίθεται το 3ο τάγμα του 1ου Συντάγματος Πεζικού με επικεφαλής τον Δκτή Λγό Κονδύλη Γεώργιο με τόση ακρίβεια και ορμητικότητα επιτυχών την πλήρη κατάληψη των Αντικειμενικών Σκοπών. Αντεπιθέσεις των Βουλγάρων απεκρούσθησαν και το Σεμέν ντε Φερ ανήκε πλέον στους Συμμάχους. Πολλές οι απώλειες όμως σε Αξιωματικούς και οπλίτες μεταξύ των οποίων και ο Ανθυπολοχαγός Δογάνης Ευστάθιος προς τιμήν του οποίου το χωριό Σλοπ μετανομάσθη σε Δογάνη. Ο Λγός Κονδύλης Γεώργιος προάγεται κατόπιν προτάσεως του Αρχιστράτηγου Σαράϊγ σε Ταγματάρχη επ’ ανδραγαθία και αναλαμβάνει το 1ο Σύνταγμα Σερρών.
Το Ραβινέ όμως ο κλήρος έπεσε να το καταλάβει το 2ο τάγμα του 1ου Συντάγματος Σερρών Δκτής του οποίου ήταν ο Τχης Γουλιανός Γρηγόριος ο οποίος αν και τραυματισμένος δήλωσε «Το Ραβινέ έπεσε και θα κρατηθεί πάση θυσία». Τον Ιούνιο του 1917 λύεται επιτέλους το δράμα που βασανίζει τον Ελληνικό λαό με τον Εθνικό διχασμό. Ο βασιλεύς κατόπιν πιέσεων από τους συμμάχους παραιτείται υπέρ του υιού το Αλεξάνδρου και αναχωρεί στο εξωτερικό. Ο Βενιζέλος κατεβαίνει στην Αθήνα και σχηματίζει κυβέρνηση η οποία τάσσεται στο πλευρό των Συμμάχων και κηρύσσει επίσημα τον πόλεμο στις κεντρικές Δυνάμεις.
Παρά τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει αρχίζει η επιστράτευση και ο εξοπλισμός του Στρατού και οι Μεραρχίες που δημιουργούνται αρχίζουν να αποστέλλονται στο Μακεδονικό Μέτωπο. Τον Δεκέμβριο του 1917 τον Αρχιστράτηγο Σαράϊγ αντικαθιστά ο Αρχιστράτηγος Γκυγιωμά και αρχίζει την προετοιμασία για την μεγάλη επίθεση για την διάσπαση του Μακεδονικού Μετώπου και στην προέλαση των Συμμάχων δια των κοιλάδων Αξιού και Εριγώνος προς Βελιγράδι. Το Ραβινέ (υψ. 262 μ.), ευρισκόμενο (και τότε και τώρα) εντός του Ελληνικού εδάφους, βρίσκεται βορειοδυτικά από το χωριό Χαμηλό.
Στο ύψωμα είχαν εγκαταστήσει οι Γερμανοί μεγάλων δυνατοτήτων παρατηρητήριο και το είχαν οχυρώσει με κάθε είδους κατασκευές και καταφύγια από σιδηροπαγές σκυρόδεμα. Οι εδαφικές ακολούθως απολήξεις στα ανατολικά του Ραβινέ σχηματίζουν στη δεξιά όχθη του Αξιού το ύψωμα «Σεμέν Ντε Φερ», το οποίο ευρισκόμενο αμέσως δυτικά της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης – Γευγελής, βρίσκεται τρία χιλιόμετρα νότια του σιδηροδρομικού σταθμού της Ειδομένης και 1200 μέτρα βόρεια του χωριού Δογάνη. Στα δυτικά του Ραβινέ, διαδέχονταν η μία την άλλη οι από τους Βουλγάρους τότε ελεγχόμενες εδαφικές εξάρσεις «Ντρομαντέρ», «Μπομπαντέρ» και «Πιτόν Μπλαν».
Τέλος, τα υπόλοιπα τμήματα της Μεραρχίας Σερρών κατείχαν τις εξής θέσεις: Το τάγμα Κονδύλη ήταν παραταγμένο νότια του Σεμέν Ντε Φερ, ανάμεσα στον εν λόγω λόφο και στο σημερινό χωριό Δογάνη. Το τάγμα Παπακώστα κατείχε θέσεις νοτιοανατολικά του λόφου Ντρομαντέρ. Δυτικότερα βρισκόταν το τάγμα Τσάκαλου, που και αυτό έβλεπε προς το Ντρομαντέρ. Ακόμη πιο αριστερά, το τάγμα Παλλίδη είχε μέτωπο αφενός μεν προς το Μπομπαντέρ αφετέρου δε προς το Πιτόν Μπλαν. Και πιο δυτικά, το τάγμα Καρασεβδά ήταν αντιμέτωπο με την κατεχόμενη επίσης από τον εχθρό εξέχουσα του Σκρα (πλήρης της ονομασία, Σιρκα Ντι Λέγκεν, ύψ.1096 μ.), έχοντας στα δεξιά του το χωριό Σκρα και στα αριστερά του άλλο Γαλλικό Τάγμα.
Ως πρόδρομες επιχειρήσεις της Ελληνικής επίθεσης εναντίον του Ραβινέ χαρακτηρίζονται οι εξής: Στις 22 Απριλίου 1917 σημειώνεται επιθετική ενέργεια του Τάγματος Τσάκαλου εναντίον του Μπομπαρντέ. Οι επιτιθέμενοι μόνο με ξιφολόγχη, χειροβομβίδες και την πολεμική ιαχή «αέρα», γίνονται κύριοι του υψώματος και εγκαθιστούν σ’ αυτό συρματόπλεγμα προκειμένου να αναχαιτιστούν οι εχθρικές αντεπιθέσεις. Σκοτώνεται όμως ο Σπαρτιάτης Ανθυπολοχαγός Καργάκος, ο οποίος λίγο πριν από τη μάχη, καλλωπιζόταν τραγουδώντας υπό το φως κεριού μπροστά σε ένα κομμάτι καθρέφτη.
Κι όταν ο επιτελής Ντάνιας τον κοίταξε περίεργα, ο Καργάκος διέκοψε το τραγούδι του και είπε: «Τι με κοιτάς Ντάνια; Δεν είμαι όμορφος; Δεν σου φαίνομαι σαν Ουσσάρος του Θανάτου, που πάει να σκοτωθεί;». Έχασαν επίσης τη ζωή τους στο Μπομπαρντέ 6 Έλληνες οπλίτες, τραυματίστηκε ένας ακόμη αξιωματικός μας και 24 οπλίτες, και συνελήφθηκαν 6 αιχμάλωτοι. Στις 20:20 το βράδυ της 22ας Απριλίου του 1917, το τάγμα Κονδύλη επιτίθεται εναντίον του Σεμέν Ντε Φερ. Η επίθεση πέτυχε και είχε ως αποτέλεσμα να συλληφθούν 5 Βούλγαροι αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων και ο διοικών την εχθρική τοποθεσία επιλοχίας.
Στις 22:30 όμως αρχίζει σφοδρότατος εχθρικός βομβαρδισμός εναντίον του υψώματος και ακολουθεί Βουλγαρική αντεπίθεση για ανακατάληψη του λόφου, η οποία αποκρούστηκε. Παράλληλα, καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, και παρά το συνεχή εχθρικό βομβαρδισμό της τοποθεσίας, λάμβανε χώρα από μέρους των Ελλήνων η αμυντική της οργάνωση με ανασκαφή χαρακωμάτων και αναστροφή των πριν εχθρικών. Στις 04:30 το πρωί της 24ης Απριλίου, αρχίζει άλλη σφοδρότατη δράση του εχθρικού πυροβολικού εναντίον του Σεμέν Ντε Φερ, και ακολουθεί αντεπίθεση 250 Βουλγάρων πεζών. Το ύψωμα το υπερασπίζονται 17 μόνο άνδρες καταπονημένοι από την ολονύχτια εργασία.
Επί κεφαλής τους βρίσκεται ο εκ Καλαβρύτων Έφεδρος Ανθυπολοχαγός -δημοσιογράφος στο επάγγελμα- Ευστάθιος Δογάνης, που με το προσωπικό του παράδειγμα, παρασύρει τους άνδρες του σε μία δια της λόγχης αντεπίθεση. Θραύσμα όμως εχθρικής χειροβομβίδας στέκεται μοιραίο για τον ήρωα Ανθυπολοχαγό. Και ναι μεν αυτός κατέθεσε εκεί τη ζωή του, όμως η Βουλγαρική αντεπίθεση αποκρούστηκε. Μετά το θάνατο του Δογάνη, τον οποίο, θα τον αντικαταστήσει ο Ανθυπίατρος Ηλίας Αποσκίτης. Το επόμενο απόγευμα τέλος διενεργείται και τρίτη εχθρική αντεπίθεση, την οποία τη συντρίβει το πυροβολικό μας.
Οι απώλειες της Ελληνικής αυτής πολεμικής δραστηριότητας, εκτός από το θάνατο του Δογάνη, ανήλθαν σε 16 οπλίτες και 2 αξιωματικούς νεκρούς, και σε 50 οπλίτες τραυματίες. Στο αριστερό άκρο του μετώπου, στις 23 Απριλίου 1917 το τάγμα Καρασεβδά είχε ήδη επιτεθεί κατά του Σκρα (πρώτη μάχη Σκρα). Στην επίθεση συμμετείχε ένας λόχος Ελλήνων παλαιμάχων του Δυτικού μετώπου και των Δαρδανελίων με τους Υπολοχαγούς Παύλο Γύπαρη και Ν. Ζέρβα, και ένα Γαλλικό τάγμα αλπινιστών. Προηγήθηκε προπαρασκευαστικός βομβαρδισμός από τη μοίρα ορειβατικού πυροβολικού του Λουκά Σακελλαρόπουλου (πυροβολαρχίες Αβραμίδη και Ματάλα) καθώς και από Γαλλικές πυροβολαρχίες.
Έτσι, ο στόχος της επίθεσης εκείνης σε μεγάλο βαθμό επιτεύχθηκε. Οι Βούλγαροι εντούτοις αντεπιτίθενται, σκοτώνεται ο διοικητής του Γαλλικού τάγματος, και, από υπαιτιότητα του αντικαταστάτη του, αναγκάζονται Έλληνες και Γάλλοι να εκκενώσουν το έδαφος που είχαν καταλάβει. Τις παραπάνω προπαρασκευαστικές επιτυχείς επιθέσεις τις ακολούθησε η επίθεση εναντίον του Ραβινέ τη επιβλέψει του διοικητή του 1ου Συντάγματος της Μεραρχίας Σερρών Αντισυνταγματάρχη Ζαφειρίου (ο οποίος ως Μέραρχος της 1ης θεσσαλικής Μεραρχίας θα είναι ο πρώτος που θα αποβιβαστεί, μετά ακριβώς δυο χρόνια στη Σμύρνη).
Στον τομέα της επίθεσης, η απόσταση της πρώτης γραμμής του Συντάγματος από το Ραβινέ ήταν μεγαλύτερη από 1.200 μέτρα, γι αυτό επιβαλλόταν να προωθηθούν τα προς επίθεση τμήματα πλησιέστερα στο λόφο, και από εκεί να εξορμήσουν για την κατάληψή του. Έπρεπε λοιπόν να οργανώσουν μία «παράλληλο», ένα δηλαδή χαράκωμα παράλληλο προς την εχθρική γραμμή αντίστασης που να είναι και εγγύτερα αυτής. Τη νύχτα επομένως της 22ας προς την 23η Απριλίου ο 4ος λόχος του Συντάγματος (τάγμα Παπακώστα) κατέλαβε τη βόρεια παρυφή του Χατζή Μπαρή Μαχαλά και εγκαθίσταται εκεί η πρώτη Ελληνική παράλληλος.
Τότε τραυματίστηκε και ο Υπολοχαγός Στράγγας, τη στιγμή που ο Λοχαγός Κεχαγιάς με τους άντρες του συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους. Μετά τρεις μέρες οργανώθηκε και δεύτερη παράλληλος, ακόμη κοντύτερα προς το Ραβινέ, μη απέχουσα από τον οχυρωμένο λόφο περισσότερο από 250 μέτρα. Δεν απέμενε τώρα παρά να ακολουθήσει η κύρια επιχείρηση κατά του υψώματος, η οποία εγκριθείσα από το Γάλλο Συνταγματάρχη Βινιέ, επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 04:35 ώρα τα ξημερώματα της 1ης Μαΐου του 1917. Πριν εντούτοις φτάσει η Πρωτομαγιά εκείνη, άλλη μια πολεμική προσπάθεια λαμβάνει χώρα στην περιοχή: Στις 28 Απριλίου διατάσσεται επίθεση κατά του λόφου Ντρομαντέρ.
Τη διενεργεί τμήμα αποτελούμενο από το λόχο του Υπολοχαγού Χαιρέτη, του 1ου Συντάγματος, και το λόχο του Λοχαγού Παπασταματίου (του τάγματος Παλλίδη) του 2ου Συντάγματος, καθώς και από τον 2ο λόχο του αυτού Συντάγματος. Και ενώ τη γενικότερη διοίκηση την έχει ο Γάλλος Λοχαγός Ματιέ, το βασικό επί του προκειμένου σχέδιο ήταν το ακόλουθο: στις 05:15 ο Λόχος Χαιρέτη θα διείσδυε στην εχθρική τοποθεσία μέσω ανοίγματος στα εχθρικά συρματοπλέγματα. Θα καταλαμβάνονταν συγκεκριμένοι τομείς του Ντρομαντέρ, οι οποίοι εν συνεχεία επρόκειτο να οργανωθούν αμυντικά, ενώ ο λόχος Παπασταματίου και ο 2ος λόχος του 2ου Συντάγματος είχε καθοριστεί να επιτεθούν από τα νότια.
Σε εκτέλεση του σχεδίου αυτού, οι άνδρες του Χαιρέτη και Παπασταματίου διαιρούνται σε τέσσερα τμήματα. Σε απόσταση 20 μέτρων βαδίζουν οι εκκαθαριστές χαρακωμάτων, και ακολουθεί 50 μέτρα πιο πίσω μια διμοιρία ενίσχυσης. Τα τμήματα αυτά, μετά από προπαρασκευή πυροβολικού, προελαύνουν, και σε 1/4 της ώρας επιτυγχάνουν την κατάληψη ολόκληρου του Ντρομαντέρ. Πέφτει ωστόσο στο πεδίο της μάχης ο από την Κύμη καταγόμενος Παπασταματίου. Κατά την επίθεση εναντίον του Ντρομαντέρ έχασαν τη ζωή τους και άλλοι 20 οπλίτες, τραυματίστηκε ένας άλλος αξιωματικός μαζί με 57 οπλίτες, και συνελήφθησαν 26 αιχμάλωτοι (από τους οποίους 4 υπαξιωματικοί).
Προήχθη αφετέρου επ’ ανδραγαθία ο Παλλίδης και του απενεμήθη ο πολεμικός σταυρός μετά δάφνης. Στη Θεσσαλονίκη ο επικεφαλής των στρατευμάτων της Αντάντ, Γάλλος Στρατηγός Σαρράιγ επισκέπτεται τώρα προσωπικά τον Βενιζέλο και τον συγχαίρει. Ο ίδιος στρατηγός ακολούθως τηλεγραφεί στο Παρίσι, στο Γάλλο Αρχιστράτηγο:
«Οι επιχειρήσεις της προχθές από το Ελληνικό σύνταγμα κατά του υψώματος Σεμέν ντε Φερ και εναντίον ενός άλλου παρόμοιου, εναντίον της θέσεως Μπομπαρντέ, εκτελέσθηκαν με τόλμη και ορμή. Οι λοχαγοί Κονδύλης και Παλλίδης προετοίμασαν την επίθεσή τους με προσοχή και εμπειρία, και οδήγησαν τους άνδρες τους επιδεικνύοντας δραστηριότητα καθώς και με κάθε τάξη. Αξιωματικοί και στρατιώτες συναγωνίζονταν μεταξύ τους σε ανδρεία. Η έφοδος πραγματοποιήθηκε χωρίς τη χρήση όπλων, με χειροβομβίδες και διά της λόγχης. Οι Έλληνες δικαίωσαν την πολεμικήν τους αξία. Ζητώ την προαγωγή των Λοχαγών Κονδύλη και Παλλίδη».
Αλλά και ο Γάλλος Συνταγματάρχης Μαρτιφρόν παρατηρούσε: “Οι απώλειες των Ελλήνων ολοκληρωτικά τους τιμούν και αποδεικνύουν την ανδρεία και την ορμή τους”. Ξημερώνει η 1η Μαΐου του 1917, οπότε, προκειμένου να στεφθεί από επιτυχία η τελειωτική φάση της επιχείρησης εναντίον του Ραβινέ, παίρνονται τα εξής μέτρα: Εκτός από τα ατομικά πυρομαχικά, τα σκαπανικά και τους γεόσακκους (έκαστος στρατιώτης θα είχε μαζί του τρεις γεόσακκους), λήφθηκε πρόνοια και για ύπαρξη αποθεμάτων αμυντικού υλικού και ποσοτήτων πυρομαχικών. Όλα αυτά συγκεντρώθηκαν πίσω από την περισσότερο προκεχωρημένη β’ αμυντική παράλληλο και περιελάμβαναν:
50 συλλογές σκαπανικών εργαλείων, 500 γεόσακκους, 60 κουλούρες συρματόπλεγμα «αριμπά», 400 χειροβομβίδες, 10 κιβώτια φυσιγγίων, φωτοβολίδες φωτιστικές και σηματοδοσίας, υδροβυτία κ.α. Την επίθεση επωμίζονται οι λόχοι 6ος , 7ος και 8ος του τάγματος Γουλιανού και η διμοιρία πολυβόλων Πρώιμου, και όλοι αυτοί υποστηρίζονται από 4 οπλοπολυβόλα και 4 οπλοβομβοβόλα. Οι άνδρες θα έφεραν στολή εκστρατείας και κράνος, μανδύες και αντίσκηνα χιαστί, προσωπίδες, μιας ημέρας τροφή και πλήρες υδροδοχείο. Δε θα είχαν γυλιό, και κάθε οπλίτης θα ήταν εφοδιασμένος με 200 φυσίγγια και 2 χειροβομβίδες.
Στην επιχείρηση συμμετείχε και ο 9ος λόχος του 45ου Γαλλικού Συντάγματος, αποστολή του οποίου ήταν να εκπορθήσει το οχύρωμα που συνέδεε το Ντρομαντέρ με το Ραβινέ, το αποκαλούμενο χαράκωμα της Ελεονώρας, από το όνομα της βασίλισσας της Βουλγαρίας. Η κατά τις προηγούμενες πάντως μέρες δράση του φίλιου πυροβολικού ήταν τέτοιας έντασης, ώστε όχι μόνο τα συρματοπλέγματα αλλά και τα χαρακώματα του Ραβινέ είχαν εκσκαφεί. Έτσι, αυτά αδυνατούσαν πλέον να προσφέρουν οποιαδήποτε κάλυψη, όχι μόνο στους Βουλγάρους, αλλά και στα τμήματα της επίθεσης, όταν αυτά θα γίνονταν κύρια του λόφου. Τέλος, σύμφωνα με πληροφορίες η φρουρά του συνόλου των χαρακωμάτων του Ραβινέ δεν ξεπερνούσε τον ένα ή δύο λόχους.
Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, οι Ελληνικοί λόχοι συγκεντρώθηκαν αθόρυβα, στις 02:30 το πρωί της 1ης Μαΐου 1917, στις θέσεις εξόρμησής τους. Στις 04:30, και ενώ ο συννεφιασμένος ουρανός και η πλήρης άπνοια προμήνυαν βροχή, το Γαλλικό πυροβολικό άρχισε να βάλλει εναντίον του Ραβινέ, και πέντε λεπτά αργότερα τα τμήματά μας ανέβαιναν το λόφο. Η άφιξή τους στην κορυφή του συντελέστηκε στα επόμενα πέντε λεπτά, και, καθώς το φίλιο πυροβολικό επιμήκυνε ήδη τη βολή του, ακολούθησε πολεμικός αγώνας επί του οχυρού. Οι επιτιθέμενοι συνδυάζουν την ορμητικότητά τους με την αριθμητική τους υπεροχή, και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα γίνονται κύριοι της θέσης.
Από τη φρουρά του Ραβινέ συλλαμβάνονται 55 Βούλγαροι αιχμάλωτοι και 5 Γερμανοί. Ακολουθεί η προσπάθεια για τη διατήρηση του Ελληνικού ελέγχου επί του Ραβινέ, προσπάθεια που περιλαμβάνει πολλές και συγκλονιστικές φάσεις. Ήδη, Βουλγαρικά βαριά και πεδινά πυροβόλα, τόσο από τα ανατολικά, από την πλευρά του Αξιού, όσο και βορειοανατολικά, από την περιοχή της Γευγελής επιδίδονται σε πυκνή βολή φραγμού, η οποία αφενός μεν είχε αρκετό βάθος, αφετέρου δε λάμβανε χώρα συγχρόνως με τη βολή φραγμού και του γαλλικού επίσης πυροβολικού.
Δια του τρόπου αυτού, ολόκληρο το Ραβινέ καλύπτεται τώρα από πυκνό καπνό, που μόλις και μετά βίας, κατά τις 05:00 το πρωί, επέτρεπε στους Έλληνες να διακρίνουν το τριγωνομετρικό σημείο το ενδεικτικό της κατάληψης του υψώματος. Βουλγαρικός ωστόσο βομβαρδισμός κατά της κορυφής του οχυρού δεν θα πραγματοποιηθεί παρά στις 6 το πρωί, γιατί κατά τα φαινόμενα το εχθρικό πυροβολικό μέχρι τότε δεν είχε αντιληφθεί ότι η κατάληψη της κορυφής του λόφου είχε ήδη συντελεστεί.
Οι Ελληνικοί λόχοι επομένως είχαν στη διάθεσή τους ένα χρονικό διάστημα μιας ώρας προκειμένου να αναστρέψουν και να επισκευάσουν τα πρώην Βουλγαρικά οχυρώματα αλλά και για να διανοίξουν ατομικά ορύγματα, ώστε να προστατευτούν οι ίδιοι από την αναμενόμενη επί του οχυρού δράση του εχθρικού πυροβολικού. Και όντως, κατά την προαναφερθείσα ώρα επιδόθηκε ο εχθρός σε βολή πυροβολικού με στόχο το ίδιο τώρα το Ραβινέ, οπότε και αρχίζει ουσιαστικά ο μεγάλος εφιάλτης των Ελληνικών τμημάτων. Γιατί, στη συνέχεια το Γερμανοβουλγαρικό πυροβολικό τριών συνολικά τομέων συγκέντρωσε τα πυρά του επάνω στο συγκεκριμένο ύψωμα, με αποτέλεσμα ο επιφάνειας λίγων δεκάδων τετραγωνικών μέτρων λόφος να δεχθεί χιλιάδες οβίδες.
Παρόλα αυτά οι Έλληνες παραμένουν ακλόνητοι. Οι εχθρικές οβίδες κονιορτοποιούν, σε βάθος τριών μέτρων, το έδαφος του λόφου, ώστε είναι αδύνατο πλέον να κατασκευαστούν σ’ αυτό ή να διατηρηθούν χαρακώματα. Ο ένας μετά τον άλλον πέφτουν και οι υπερασπιστές του υψώματος, Εναντίον του εχθρικού πυροβολικού βέβαια ζητήθηκε η βοήθεια του φίλιου βαρέως πυροβολικού, το οποίο πράγματι επέβαλλε σιγή, πλην όμως πρόσκαιρη, στα εχθρικά πυροβολεία. Και ενώ ο εχθρός πραγματοποιούσε συγχρόνως και βολή φραγμού, Βούλγαροι πεζοί πλησίαζαν το Ραβινέ επιχειρώντας αντεπίθεση, την οποία ματαίωναν τα πυρά του πυροβολικού μας, των πολυβόλων και των ελαφρών όπλων πεζικού.
Εν τω μεταξύ ο εν εφεδρεία 6ος ελληνικός λόχος, με πρωτοβουλία του διοικητή του, και χωρίς διαταγή προϊστάμενης αρχής, εγκατέλειψε τη θέση του και ανέβηκε και αυτός στο Ραβινέ για ενίσχυση του εκεί αγώνα. Στις 10:30 το πρωί ο Λοχαγός Γουλιανός από το Ραβινέ ζητά αντικατάσταση του τάγματός του, μια και τα 3/4 των αξιωματικών και των οπλιτών του είχε τεθεί εκτός μάχης. Τα χαρακώματα του λόφου είναι γεμάτα νεκρούς και τραυματίες, και οι δυνάμενοι να πολεμήσουν κρατούν στα χέρια τους άχρηστα πια όπλα, ενώ τους λείπουν και χειροβομβίδες. Τηλεφωνική εξάλλου επαφή ήταν αδύνατο να υπάρξει με τον λόφο. Μόλις απλωνόταν το καλώδιο, κοβόταν αμέσως από τις εκρήξεις των οβίδων.
Οι επί του υψώματος Ελληνικές δυνάμεις μόνο με φωτοβολίδες ή άλλα ορατά σήματα ήταν δυνατό να συνεννοηθούν με τα προϊστάμενά τους κλιμάκια. Θα χρησιμοποιηθούν, για παράδειγμα, δύο επιμήκη λευκά σήματα σε σταυροειδή σχηματισμό, διαρκώς προβαλλόμενα, προκειμένου οι υπερασπιστές του Ραβινέ να ζητήσουν γενικό φραγμό πυροβολικού. Μια ώρα όμως αργότερα, οι Γάλλοι πυροβολητές ανακοινώνουν στον Αντισυνταγματάρχη Ζαφειρίου ότι τα πυρομαχικά τους σε λίγο θα εξαντλούνταν, και γι’ αυτό στο εξής θα έβαλλαν μόνο κατά διαλείμματα, τη στιγμή που το Βουλγαρικό πυροβολικό δρούσε ακατάπαυστα.
Στις 14:00 το μεσημέρι, το Βουλγαρικό πεζικό επιχειρεί σοβαρή αντεπίθεση, την οποία καλείται να αντιμετωπίσει ο επικεφαλής του 8ου Ελληνικού λόφου Καρακουλάκης με τους ελάχιστους άντρες του. Οι αντεπιτιθέμενοι εν τω μεταξύ Βούλγαροι είχαν κατορθώσει να διεισδύσουν στα βόρεια χαρακώματα του Ραβινέ, όπου μόνα τους τα πυρά του Ελληνικού πεζικού δεν ήταν σε θέση να ανακόψουν την εχθρική προέλαση, μια και η σκόνη είχε αχρηστεύσει τα περισσότερα από τα όπλα των υπερασπιστών του λόφου. Η λόγχη επομένως είχε απομείνει ως το μόνο αποτελεσματικό όπλο στα χέρια του Υπολοχαγού Καρακουλάκη, ο οποίος δι’ αυτής εξορμά με τους λίγους άνδρες του.
Δεν προφταίνει όμως να προχωρήσει λίγα βήματα, και το κορμί του κυριολεκτικά διαμελίζεται από εγγύτατα διαρραγείσα οβίδα βαρέως εχθρικού πυροβόλου. Έκτοτε, οι Γαλλικοί στρατιωτικοί χάρτες τη χαράδρα εκείνη στην οποία δεσπόζει το Ραβινέ, και την οποία πότισε με το αίμα του ο Καρακουλάκης, θα την αποκαλούν Ravin de Karakoulakis. Κατά τον ίδιο τρόπο έπεσε εκεί και ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Πρωτοψάλτης, ο οποίος συχνά έλεγε: “Δεν θέλω να γυρίσω στην Αθήνα, που ο κομματισμός την έχει μολύνει εις αφάνταστον βαθμόν”. Ο πλησίον ευρισκόμενος Ανθυπολοχαγός Φλούλης τίθεται τώρα επικεφαλής της Ελληνικής αντεπίθεσης, και οι τραυματίες και μη, με την πολεμική ιαχή “αέρα” ρίχνονται στον εχθρό.
Και όταν η ορμητικότητα και οι ιαχές τους θα επιτύχουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, και οι Βούλγαροι θα τραπούν σε φυγή, ένας άλλος αξιωματικός, ο Ανθυπολοχαγός Τσοκανάκης, προελαύνοντας, κατά τη καταδίωξη του εχθρού, υπερβολικά βορειότερα, θα βρεθεί μετά δυο μέρες νεκρός. Η εκατέρωθεν πάντως μονομαχία του πυροβολικού συνεχιζόταν αδιαλείπτως. Ο εχθρός επιχειρούσε να ματαιώσει κάθε προσπάθεια από μέρους των Ελλήνων να επεκτείνουν την επιτυχία τους, ενώ συγχρόνως πραγματοποιούσε και έναν αδιαπέραστο φραγμό πυροβολικού στις νότιες πλαγιές του Ραβινέ προκειμένου να εμποδιστεί κάθε εκείθεν προς το ύψωμα βοήθεια.
Και όλα αυτά συνέβαιναν τη στιγμή που τα επί του λόφου Ελληνικά τμήματα υπέμεναν καρτερικότατα και τη δράση του εχθρικού πυροβολικού που είχε στόχο του τον ίδιο το λόφο. Υπό τις συνθήκες αυτές, τραυματίζεται βαρύτατα και ο Λοχαγός Γρηγόρης Γουλιανός, του οποίου ως εκ θαύματος πραγματοποιείται η μετακομιδή. Είναι η στιγμή που ο Γάλλος Στρατηγός Ζενέν τηλεγραφεί δακρυσμένος στη Θεσσαλονίκη: «Είδα από ένα ολόκληρο Ελληνικό τάγμα να μένουν πενήντα άνδρες όρθιοι. Τα τρία τέταρτα των αξιωματικών είναι εκτός μάχης».
Αλλά και ο επιτελής της Μεραρχίας Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μαζαράκης, ανέφερε: «Η σημερινή μάχη προς κατάληψιν του Ραβινέ ήτο αληθώς επική, άπαντες οι στρατιώται των τριών συμμετασχόντων λόχων του 1ου Συν/τός μας, σχεδόν ετραυματίσθησαν ή φονεύθησαν, ο ηγήτωρ λοχαγός Γουλιανός Γρηγόριος ετραυματίσθη θανασίμως, δι ο και επρότεινα εις τον Μέραρχον να τον προτείνη προς προαγωγήν προ του θανάτου του ίσως, άτε επιδειξαμένου θρυλικήν γεννναιότητα και ικανότητα. Λόγω των μεγάλων απωλειών παρουσιάσθησαν πολλά κενά και προς τούτο παρακαλώ, όπως ενεργήσητε αποστολήν ενισχύσεων προς συμπλήρωσιν τωνμονάδων μας».
Ο εν Θεσσαλονίκη επίσης Γάλλος Αρχιστράτηγος Σαρράιγ στην υπ’ αριθ.31 ημερήσια διαταγή του της 5ης/18ης Μαΐου1917 τόνιζε: «Ο Λοχαγός Γ. Γουλιανός οδήγησε 3 λόχους του τάγματός του εναντίον ισχυρού εχθρικού έργου, το οποίον κατέλαβε παρά το σφοδρό πυρ, ύστερα από λυσσώδη μάχη εκ του συστάδην. Διατήρησε τη θέση του χωρίς καμιά φυσική του προφύλαξη, υπό βομβαρδισμό ανήκουστης σφοδρότητας, μολονότι έφερε 6 τραύματα, από τα οποία το ένα πολύ σοβαρό.
Και όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο εκστρατείας δεν έπαυσε να ενδιαφέρεται για την έκβαση της μάχης και εκδήλωσε ζωηρή χαρά, όταν έμαθε την οριστική επιτυχία της. Υπό τις συνθήκες αυτές επέδειξε συμπεριφορά αληθινού ήρωα. Γνωστοποιώντας σας την ηρωική στάση του λοχαγού Γουλιανού, προτρέπω όλους τους αξιωματικούς να μιμηθούν το αξιομίμητο παράδειγμά του».
Τον τραυματισμένο Γουλιανό -και αποκαλούμενο «αμίλητο παλλικάρι» λόγω της σεμνότητάς του- θα τον επισκεφθεί και ο ίδιος ο Βενιζέλος στο νοσοκομείο. Στο Ραβινέ, όμως, μετά τον τραυματισμό του Γουλιανού, αναλαμβάνει τη διοίκηση των εκεί τμημάτων μας -οι άνδρες των οποίων δεν ξεπερνούσαν τους 50- ο Υπολοχαγός Ζησιμόπουλος, ενώ από τους υπόλοιπους αξιωματικούς είχαν απομείνει οι Ανθυπολοχαγοί Φλούλης, Κασαπάκης και ο Ανθυπασπιστής Γκέκας. Εκτός από τους ήδη προαναφερθέντας νεκρούς αξιωματικούς, στο Ραβινέ πρόσφεραν για την πατρίδα τη ζωή τους ο Υπολοχαγός Κοντοπόδης Ν., διοικητής του 7ου λόχου και ο Ανθυπολοχαγός Ζούμπερης Ι.
Επίσης πλην του Γουλιανού, τραυματίστηκαν οι Ανθυπολοχαγοί Στρατάκης, Πρώιμος, Πέτας, Σακκόραφος, Ρηγόπουλος, Τριανταφυλλίδης, Φαλτσής και Σταυρίδης. Οπλίτες φονεύθηκαν 51 και τραυματίστηκαν 225. Κατά τα άλλα, η δίχως ελπίδα επιτυχίας Ελληνική άμυνα συνεχίζεται, αν και οι επιζώντες πάνω στον κονιορτοποιημένο λόφο είναι ελάχιστοι. Αυτός είναι και ο λόγος που από τα παρατηρητήρια των προϊσταμένων διοικήσεων το Ραβινέ φαίνεται τώρα έρημο, αφού κανένα ίχνος ζωής δεν διακρινόταν πάνω του. Τέλος, στις τέσσερις το απόγευμα τα ελάχιστα υπολείμματα των υπερασπιστών του υψώματος εκκενώνουν τις θέσεις τους.
Κατ’ ουσία δε συνιστούσαν σοβαρή δύναμη η οποία θα μπορούσε να αντιτάξει οποιαδήποτε αποτελεσματική αντίσταση. Έτσι αιτιολογείται και η παρακάτω αναφορά του Επιτελάρχη της Μεραρχίας Κ. Μαζαράκη: “Λόγω των μεγίστων απωλειών μας και των μη υπαρχουσών ενισχύσεων διετάχθη υπό της Γαλλικής Ταξιαρχίας η εγκατάλειψις του υψώματος τούτου, όπερ ήδη δεν κατέχουσι ούτε οι Βούλγαροι». Ήταν εξάλλου τόσο λίγοι οι αποχωρούντες από το Ραβινέ, ώστε δεν έγινε αντιληπτή ούτε από τους Βουλγάρους η απόσυρσή τους.
Για την ίδια εκείνη μάχη, πληροφορούσε ομοίως ο υπουργός Πολίτης τον πρέσβη μας Ρωμάνο: «Την 4 & 1/4 της χθες, τρεις Ελληνικοί λόχοι ενήργησαν νέαν επίθεσιν εν συνεχεία των προηγουμένων. Τα Βουλγαρικά χαρακώματα κατελήφθησαν ραγδαίως. Οι υπερασπισταί των ανετράπησαν διά της λόγχης ή συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Αλλ’ αι κατακτηθείσαι θέσεις υπέστησαν ανηκούστου βιαιότητος βομβαρδισμόν. Καθ’ όλην την ημέραν, οι επιζώντες εκ των ημετέρων υπέμειναν θύελλαν βαρέος πυροβολικού.
Ο διοικητής Γουλιανός ετραυματίσθη σοβαρώτατα. Τότε ηναγκάσθησαν να εκκενώσουν τας θέσεις, αι οποίαι κατελήφθησαν μετ’ ολίγον οριστικώς υπό ενός Γαλλικού και ενός Ελληνικού λόχου. Ο διευθύνων την επιχείρησιν συνταγματάρχης Μαρτιφρόν τονίζει ότι αι απώλειαι των Ελλήνων είναι φοβεραί. Εκ των στρατιωτών εκατόν εφονεύθησαν και όλοι σχεδόν ετραυματίσθησαν. Επί δεκαπέντε αξιωματικών, οι δέκα τέσσαρες ετέθησαν εκτός μάχης».
Όπως λοιπόν μαρτυρεί παραπάνω ο Πολίτης, όντως διατάχθηκε εν συνεχεία ο 2ος Λόχος του τάγματος Παπακώστα να προβεί στην ανακατάληψη του Ραβινέ. Επικεφαλής της προσπάθειας τέθηκε ο Υπολοχαγός Β. Δερτιλής, και για την επίτευξη του ίδιου σκοπού δραστηριοποιήθηκε τόσο ο λόχος Κ. Χαιρέτη όσο και μια διμοιρία υπό τον ανθυπασπιστή Γκέκα. Στις άμεσες διαταγές του Δερτιλή υπάχθηκε και ο 12ος Λόχος του 45ου Γαλλικού Συντάγματος, με στόχο η μικτή αυτή Ελληνογαλλική δύναμη να επιδιώξει πάση θυσία να ανακτήσει το Ραβινέ και στη συνέχεια να οργανώσει αμυντικά -και όσο το δυνατό αποτελεσματικότερα- το κονιορτοποιημένο ύψωμα.
Πράγματι, το Ραβινέ ανακαταλήφθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, την ίδια ώρα που και οι Βούλγαροι επίσης επιχειρούσαν να επαναπροσεγγίσουν το ύψωμα και να το επαναθέσουν υπό την κατοχή τους. Οι συνεχιστές εν τούτοις του ηρωισμού του Γουλιανού κρατούν σε απόσταση τον εχθρό, οργανώνουν αμυντικά το ύψωμα με γαιόσακκους και σταθεροποιούν την παρουσία τους σ’ αυτό. Και όλα αυτά, τη στιγμή που ακολουθούν τρεις βουλγαρικές επιθέσεις, τις οποίες όμως συντρίβει η γρανιτώδης άμυνα του Δερτιλή. Οι απώλειες είναι μεγάλες, αλλά οι Έλληνες στρατιώτες ανεπηρέαστοι απ’ αυτές συνέχιζαν με σθένος τη τρομερή γιγαντομαχία.
Τέσσερις μέρες διαρκεί η επική πάλη των ανδρείων του Δερτιλή, για να εισπραχθεί τελικά η αναγνώριση του Ελληνικού σθένους από την εχθρική πλευρά: Η γαλλόφωνη εφημερίδα της Σόφιας Ηχώ της Βουλγαρίας θα ομολογήσει -υπό καθεστώς πολεμικής λογοκρισίας- σχετικά με το Ραβινέ: «Υπήρξε απερίγραπτη η λύσσα με την οποίαν επολέμησαν οι Βενιζελικοί Έλληνες». Παράλληλα, και συγχρόνως με τους μαχόμενους στο Ραβινέ, ειδικά συνεργεία είχαν αποστολή να ενταφιάζουν τους νεκρούς. Αλλά τα πτώματα και πάλι τα ξέθαβε ο αδιάκοπος βομβαρδισμός των Γερμανοβουλγάρων.
Τέλος, αποφασίστηκε οι νεκροί να ψεκάζονται και να μεταφέρονται στο νεκροταφείο του σημερινού χωριού Χαμηλό. Εκεί ενταφιάστηκε και ό,τι είχε απομείνει από τον Καρακουλάκη: το ένα του χέρι με την μεταλλική του ταυτότητα. Και πάνω στο μνήμα του χαράχθηκε η αγαπημένη του φράση, που πριν από το θάνατό του, διαρκώς την επαναλάμβανε: «Είπατε εις τον Ταγματάρχην μου ότι ενηγκαλίσθην τον θάνατον μειδιών». Και στο Χαμηλό, παρά ταύτα, οι νεκροί δεν εύρισκαν ησυχία. Ο εχθρός επέκτεινε μέχρι εκεί τη βολή του πυροβολικού του, με αποτέλεσμα να ανασκαφεί σε λίγο και η περιοχή του εν λόγω χωριού.
Έτσι, υπό τον καταιγισμό αυτό του εχθρικού πυροβολικού, δυσχεραινόταν η εργασία των ενταφιασμών, η οποία έτσι κι αλλιώς αποτελούσε μακάβρια υπόθεση. Μια δωδεκάδα μάλιστα στρατιώτες αρνήθηκαν να προβούν στη μεταφορά και ταφή των εν αποσυνθέσει πτωμάτων, με συνέπεια να περάσουν στρατοδικείο και να καταδικασθούν σε θάνατο. Δεκαετίες πέρασαν από τη μέρα της Γιγαντομαχίας του Ραβινέ και των συναφών μαχών. Το Σεμέν Ντε Φερ αποκαλείται έκτοτε λόφος Δογάνη, και ένα επίσης χωριό στα νοτιοδυτικά του λόφου φέρει (όπως είδαμε) το όνομα του ήρωα Ανθυπολοχαγού.
Ο Γουλιανός με το βαθμό εν συνεχεία του Αντισυνταγματάρχη και διοικώντας, κατά την εκστρατεία της Ανατολικής Θράκης, το 28ο Σύνταγμα συνέλαβε τον αρχηγό των Τούρκων Τζαφέρ Ταγιάρ. Θα ακολουθήσει η Μικρασιατική καταστροφή και η άφιξη των προσφύγων στον Ελληνικό μητρικό κορμό. Οι νέοι κάτοικοι των χωριών νότια του Ραβινέ για πολλά χρόνια θα προσπορίζονται τα προς το ζην συλλέγοντας τόνους από τον χαλκό, το μολύβι και το σίδερο που εκατέρωθεν σπάρθηκε κατά τη μέρα της μάχης. Το πριν θανατηφόρο υλικό μετατρεπόταν τώρα σε ανέλπιστο μέσο επιβίωσης.
ΣΚΡΑ (17 / 30 Μαΐου 1918)
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΚΡΑ
Γενικά – Εισαγωγή
Η Μάχη του Σκρα έγινε στο πλαίσιο των επιχειρήσεων των Συμμαχικών Δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ή τον Ευρωπαϊκό Πόλεμο ή το Μεγάλο Πόλεμο, όπως τον αποκαλούσαν τότε, ο οποίος άρχισε στις 28 Ιουνίου 1914 και έληξε στις 11 Νοεμβρίου 1918. Ήταν η πρώτη και καθοριστική νικηφόρα μάχη του Ελληνικού Στρατού με τεράστια θετική απήχηση σ’ ολόκληρη την Ελλάδα -μετά την περίοδο του επάρατου διχασμού- γιατί εξυψώθηκε το φρόνημα και το ηθικό όχι μόνο του Στρατού, αλλά και του Ελληνικού λαού και αυξήθηκε η διεθνής εκτίμηση για τη μαχητικότητα και τη γενναιότητά του.
Την επιθετική δύναμη αποτέλεσαν οι τρεις Ελληνικές μεραρχίες του Ελληνικού Σώματος Στρατού της Εθνικής Άμυνας του Ελευθέριου Βενιζέλου: Αρχιπελάγους (Υποστράτηγος Δημήτριος Ιωάννου), Σερρών (Υποστράτηγος Επαμεινώνδας Ζυμβρακάκης) και Κρήτης (Υποστράτηγος Παναγιώτης Σπηλιάδης), δύναμης 53.740 ανδρών, με 24 Τάγματα Πεζικού, 672 αυτόματα όπλα και 44 πεδινά και ορειβατικά πυροβόλα. Επίσης, οι Σύμμαχοι διέθεσαν το 45 Γαλλικό Σύνταγμα Πεζικού και ένα λόχο φλογοβόλων για την ενίσχυση της Μεραρχίας Αρχιπελάγους και το 1ο Σύνταγμα Αφρικανών ως εφεδρεία. Οι μεραρχίες ανήκαν στην 1η Ομάδα Μεραρχιών υπό τις διαταγές του Γάλλου Στρατηγού Ζερόμ, για την κατάληψη του Σκρα Ντι Λέγκεν.
Αρχιστράτηγος της Στρατιάς Ανατολής, όπου ανήκε και η Ι Ομάδα Μεραρχιών ήταν ο Γάλλος Στρατηγός Γκυγιωμά. Πρωθυπουργός της Γαλλίας ήταν ο Κλεμανσώ. Οι Κεντρικές Δυνάμεις διέθεταν στην πρώτη γραμμή 6 Βουλγαρικά συντάγματα πεζικού και 3 σε εφεδρεία, υποστηριζόμενα από 140 πυροβόλα Επίσης, υπήρχε δυνατότητα ενίσχυσης με ένα Γερμανικό σύνταγμα πεζικού και 3 – 4 Βουλγαρικά συντάγματα πεζικού. Το ύψωμα Σκρα Ντι Λέγκεν με το Σερφ Βολάν, αποτελούσαν τα ζωτικά εδάφη της τοποθεσίας, η κατάληψη των οποίων ήταν δυσχερέστατη λόγω της αμυντικής οργάνωσης, της οχύρωσης και επάνδρωσης της περιοχής.
Την επίθεση στον τομέα αυτόν είχε η Μεραρχία Αρχιπελάγους και εκατέρωθεν ήταν η Μεραρχία Σερρών και Κρήτης. Το Ελληνικό σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε σε γενικές γραμμές επίθεση προς κατάληψη της εξέχουσας της Χούμα, όπου και η κυρία προσπάθεια με τη Μεραρχία Αρχιπελάγους και στη συνέχεια κατάληψη της γραμμής Τουμουλούς – Σερφ Βολάν με την υποστήριξη ενός συντάγματος της Μεραρχίας Κρητών. Στο σχέδιο αυτό ο Αρχιστράτηγος πρόσθεσε ότι η κατάληψη των δύο αυτών αντικειμενικών σκοπών της Μεραρχίας Αρχιπελάγους έπρεπε να υλοποιηθεί στο συντομότερο μεταξύ τους χρόνο.
Στις 04:30 της 17 / 30 Μαΐου 1918 (παλιό ημερολόγιο / νέο ημερολόγιο), άρχισε η προπαρασκευή του πυροβολικού και στις 04:55 άρχισε η επίθεση του Ελληνικού πεζικού με ορμή, με υψηλό ηθικό και πίστη για τη νίκη μέσα σ’ ένα φραγμό του εχθρικού πυροβολικού. Η εχθρική αντίσταση, μπροστά στην επιθετικότητα του Ελληνικού Στρατού κάμφθηκε μέχρι πλήρους τελικής συντριβής τόσο των αμυνομένων, όσο και των εχθρικών ανεπιτυχών άμεσων αντεπιθέσεων. Η διεξαγωγή της μάχης, η οποία ήταν όντως μεγαλειώδης, «μάχη εκ του συστάδην και δια της λόγχης», όπως αναφέρεται στους στρατιωτικούς κανονισμούς. Ωστόσο, αξίζει να επισημάνουμε τη συμβολή των καιρικών συνθηκών στη διεξαγωγή της.
Την ημέρα αυτή ο καιρός ήταν νεφελώδης και από τις 09:00 ώρα άρχισε να βρέχει. Επικρατούσε αραιή ομίχλη, η οποία ευνοούσε την προώθηση του πεζικού, χωρίς να επισημαίνονται οι κινήσεις τους, γιατί τα εγγύς παρατηρητήρια είχαν καταστραφεί και τα υψηλότερα της Τσένας ήταν καλυμμένα από πυκνά σύννεφα και δεν υπήρχε ορατότητα. Η καταστροφή των Βουλγαρικών οργανώσεων από το Ελληνικό πυροβολικό ήταν ολοκληρωτική και η προσβολή των επιφανειακών δυνάμεων εύστοχη. Η διάνοιξη των δρομολογίων από το Μηχανικό ήταν άμεση και αποτελεσματική και η συνεργασία του 45ου Γαλλικού Συντάγματος Πεζικού και των τμημάτων του 1ου Αφρικανικού Συντάγματος, που είχαν δοθεί υπό διοίκηση στη Μεραρχία, ήταν αρκετά καλή.
Όλες οι Βουλγαρικές αντεπιθέσεις απέτυχαν. Οι Ελληνικές απώλειες ήταν: Νεκροί 6055 , τραυματίες 2.227 και 164 αιχμάλωτοι. Οι απώλειες των Βουλγάρων δεν είναι γνωστές. Ωστόσο καταμετρήθηκαν πάνω από 400 νεκροί στο πεδίο της μάχης και 1835 αιχμάλωτοι, και κυριεύτηκε πολύ εχθρικό υλικό, πυροβόλα, πολυβόλα, κ. ά. και μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών. Οι παράγοντες που συνέβαλαν στη νικηφόρα αυτή έκβαση του Ελληνικού Στρατού ήταν: Η πίστη στη νίκη, το υψηλό φρόνημα, το αξιόμαχο των τμημάτων, η καλή εκπαίδευση, η απαράμιλλη ορμητικότητα, η αυταπάρνηση ο ηρωισμός και η αυτοθυσία αξιωματικών και οπλιτών.
Κατόρθωσαν οι Ελληνικές μεραρχίες αυτό που δεν μπόρεσαν να επιτύχουν οι Γαλλικές που είχαν επιτεθεί πρωτύτερα στην ίδια περιοχή. Έτσι, η ευγενής άμιλλα για νίκη των Ελλήνων κορυφώθηκε, όπως συχνά διαπιστώνουμε στην ιστορία μας σ’ ανάλογες περιπτώσεις. Η επιτυχής και έγκαιρη κατάληψη των υψωμάτων Σκρα Ντι Λέγκεν και Πιτόν Ντενυντέ αποτέλεσε «την αρχήν του παντός» και όχι «την αρχήν του ημίσεος του παντός». Ήταν, μια καθαρά Ελληνική νίκη, γιατί όλα τα τμήματα εφόδων ήταν Ελληνικά.
Συνέπειες της Μάχης
Η σημασία της Μάχης του Σκρα ήταν ιδιαίτερα καθοριστική, γιατί άνοιξε το νικηφόρο δρόμο για τη διάσπαση του Μακεδονικού Μετώπου, το Σεπτέμβριο του 1918 στην περιοχή Ντομπροπόλιε – Σοκόλ – Βέτερνικ, όπου οι Ελληνικές δυνάμεις αποτέλεσαν το 34% των συμμαχικών και επέτρεψαν στην Ελλάδα να συμμετάσχει στις Συνθήκες του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919) και των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920). Η νικηφόρα επιτυχία και η εν γένει συμβολή των τριών Ελληνικών μεραρχιών του Ελληνικού Στρατού της Εθνικής Άμυνας εγκωμιάστηκε από τον Γάλλο Αρχιστράτηγο Γκυγιωμά και χαρακτηρίστηκε εξαιρετικής και καθοριστικής σημασίας για την έκβαση των επιχειρήσεων στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Μετά τη Μάχη του Σκρα ο Γάλλος Στρατηγός Γκυγιωμά, Αρχιστράτηγος των Συμμαχικών Δυνάμεων σε διαταγή προς τον Διοικητή της 1ης Ομάδας Μεραρχιών Στρατηγό Ζοέμ έγραψε για τη δράση του Ελληνικού Στρατού: «Χάρη στην απαράμιλλη ανδρεία του και την υπέροχη ορμητικότητά του, το Ελληνικό Πεζικό, του Στρατηγού Ζυμβρακάκη σε στενό σύνδεσμο με το πυροβολικό και την αεροπορία, τα οποία παρά τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες πέτυχαν να εκτελέσουν όλες τις αποστολές τους, υπερνίκησε όλα τα εμπόδια που είχαν συσσωρευτεί σ’ ένα από τα πιο ανώμαλα εδάφη και πέτυχε με περίλαμπρη ενέργεια να καταλάβει τις Βουλγαρικές θέσεις σε μέτωπο 12 χλμ., αφού συνέλαβε περισσότερους από 1.700 αιχμαλώτους και κυρίευσε σημαντικό υλικό».
Με άλλη, επίσης, διαταγή του (2 Ιουνίου 1918) ο Γκυγιωμά εγκωμίαζε και απένεμε συγχαρητήρια στη Μεραρχία Αρχιπελάγους που είχε αναλάβει και την κυρία προσπάθεια. Στην ίδια διαταγή τόνιζε ότι ήταν υπερήφανος που διοικούσε τέτοιους αξιωματικούς και οπλίτες. Εύλογα, λοιπόν, ο Γκυγιωμά είχε χαρακτηρίσει την μάχη του Σκρα «ως ευτυχή προάγγελον για τις μέλλουσες νίκες».
Σε Επίπεδο Ηθικού
Η νικηφόρα Μάχη του Σκρα ντι Λέγκεν σε επίπεδο ηθικού είχε μεγάλη απήχηση στη διαιρεμένη στα δύο Ελλάδα. Βοήθησε στο να λησμονηθούν τα οξυμένα πολιτικά πάθη, να αναποληθούν οι πρόσφατοι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912- 1913 και να αποκατασταθεί η ενότητα των Ελλήνων. Εξύψωσε ακόμη το φρόνημα και το ηθικό των Ελληνικών δυνάμεων που πρόσφατα είχαν επιστρατευθεί και αναπτέρωσε το ηθικό τους, γιατί εντάχθηκαν σ’ ένα νικηφόρο Ελληνικό στρατό. Τέλος, έδωσε ηθικό πολύ υψηλό σ’ όλο το Στρατό της Ανατολής, ώστε να προετοιμασθεί για τη διάσπαση του Μακεδονικού Μετώπου, λίγους μήνες αργότερα.
Σε Οικονομικό Επίπεδο
Σε οικονομικό επίπεδο ώθησε τον ανακληθέντα από 9 Ιουνίου 1918 στο Παρίσι στρατηγό Γκυγιωμά (18 Ιουνίου 1918 ανέλαβε την αρχηγία των Συμμαχικών Στρατευμάτων της Ανατολής ο Φρανσέ Ντ’ Εσπερέ) να εισηγηθεί στον Πρωθυπουργό Κλεμανσώ τη σύναψη με την Ελλάδα δύο δανείων των 50 και 750 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων για την άμεση ανασυγκρότηση του Ελληνικού Στρατού. Του Ελληνικού Στρατού που αμέσως μετά αριθμούσε 63 σε σύνολο 284 Συμμαχικών ταγμάτων, δύναμης 104.500 Ελλήνων στρατιωτών στη Ζώνη των Πρόσω επί συνόλου 655.800 ανδρών σε συμμαχικό επίπεδο, που είχε αναπτυχθεί σε όλο το μήκος του Μακεδονικού Μετώπου.
Σε Στρατιωτικό Επίπεδο
Σε στρατιωτικό επίπεδο πέτυχε να εκτιμηθεί από την παγκόσμια γνώμη η γενναιότητα, η ανδρεία και η αξία του Ελληνικού Στρατού. Ο Στρατηγός Γκυγιωμά άρχισε μετά τη Μάχη του Σκρα να καταρτίζει τα επιθετικά του σχέδια, τα οποία στηρίζονταν στον Ελληνικό Στρατό. Επίσης, διορίστηκε ο Αντιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής ως Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού στη Ζώνη των Πρόσω. Ακολούθησε η διάσπαση του Μακεδονικού Μετώπου από 15 έως 30 Σεπτεμβρίου 1918 με τις μεγάλες απώλειες των Συμμάχων που ανήλθαν σε 17.295 περίπου άνδρες, αλλά ταυτόχρονα και το τελειωτικό κτύπημά τους.
Σε Διπλωματικό Επίπεδο
Σε διπλωματικό επίπεδο, έξι μόλις εβδομάδες μετά, δηλ. στις 30 Οκτωβρίου του 1918 συνθηκολόγησε η Τουρκία, η Αυστροουγγαρία την ακολούθησε στις 3 Νοεμβρίου για να λήξει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος με τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας στις 11 Νοεμβρίου του 1918, η οποία αποδέχθηκε τους όρους των Η.Π.Α. Πέντε ακριβώς μήνες μετά τη νικηφόρα μάχη στο Σκρα Ντι Λέγκεν, που κατέδειξε ότι η πρώτη καταγραφείσα διάρρηξη ενός από τα τρία ως τότε Μεγάλα Μέτωπα σε εύρος 12 χιλιομέτρων σε δύσβατο ορεινό έδαφος, οδήγησε επαγωγικά στο τέλος ενός Παγκόσμιου Πολέμου.
Σε Πολιτικό Επίπεδο
Σε πολιτικό επίπεδο η νικηφόρα έκβαση της Μάχης του Σκρα από τον Ελληνικό Στρατό ήταν ιδιαίτερα καθοριστική. Επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη Βουλγαρική Κυβέρνηση. Κατάλαβε πολύ καλά ότι ο Βουλγαρικός Στρατός δεν θα μπορούσε μέχρι το τέλος να προβάλλει αντίσταση σε μια γενική συνδυασμένη εξόρμηση του Στρατού της Ανατολής, δηλαδή του συμμαχικού στρατού όπως λεγόταν τότε, που πολεμούσε στο Μακεδονικό Μέτωπο. Η Βουλγαρία έκανε τότε μυστικές βολιδοσκοπήσεις και διαπραγματεύσεις στο Παρίσι για να προσδιορίσει τους όρους που θα ήταν διατεθειμένοι οι σύμμαχοι να συνθηκολογήσουν.
Ευτυχώς όμως συνέπεσε να βρίσκεται τότε στο Παρίσι ο Στρατηγός Γκυγιωμά, τον οποίο είχε ανακαλέσει ο Πρωθυπουργός Κλεμανσώ για να του αναθέσει τα καθήκοντα του Στρατιωτικού Διοικητή των Παρισίων και ο οποίος έτρεφε απεριόριστη εμπιστοσύνη στις στρατηγικές του ικανότητες. Ο Κλεμανσώ κάλεσε τον Γκυγιωμά στο Ανώτατο Συμβούλιο των Συμμάχων και ζήτησε να ακουσθούν οι απόψεις του πάνω στις Βουλγαρικές προτάσεις. Ο Γκυγιωμά τάχθηκε αμέσως κατά των Βουλγαρικών προτάσεων και τόνισε ότι είναι συμφέρον να συνεχίσουν τον πόλεμο στο Μακεδονικό Μέτωπο, εγκαταλείποντας κάθε συζήτηση με τη Βουλγαρία.
Υποστήριξε ότι όλα ήταν έτοιμα για μια γενική επίθεση και αν δεν είχε ανακληθεί, αυτό θα είχε γίνει και θα είχε επέλθει η κατάρρευση και η συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας άνευ όρων. Είπε, ακόμη, ο Στρατηγός Γκυγιωμά ότι αναλαμβάνει να ενεργήσει τη γενική επίθεση ή μπορούν, αν θέλουν, οι σύμμαχοι, να δώσουν αυτή την εντολή στον διάδοχό του, Στρατηγό Φρανσέ Ντ’ Εσπερέ, αφού όλα είναι έτοιμα. Εξήγησε, επιπλέον, ότι κατά τη νικηφόρα μάχη του Σκρα, αποδείχτηκε η αδυναμία των Βουλγαρικών στρατευμάτων για μελλοντικές νίκες και για το λόγο αυτό η Βουλγαρία επιδιώκει να πετύχει τους πιο ευνοϊκούς όρους για συνθηκολόγηση.
Όπως είναι γνωστό, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο ενέκρινε τις απόψεις του Στρατηγού Γκυγιωμά και ο Στρατηγός Φρανσέ Ντ’ Εσπερέ διατάχθηκε να ενεργήσει αμέσως γενική επίθεση και ο Κλεμανσώ κράτησε κοντά του ως σύμβουλο τον Στρατηγό Γκυγιωμά. Έτσι, ο Στρατηγός αυτός που αποδείχτηκε τόσο ωφέλιμος για την Ελλάδα, έμεινε στη σκιά. Έχασε το θρίαμβο και τη δόξα του νικητή Αρχιστρατήγου του Στρατού της Ανατολής, τον οποίο τόσο καλά είχε προετοιμάσει και, βέβαια, υπήρξε τυχερός ο Φρανσέ Ντ’ Εσπερέ.
Ακόμη, η νικηφόρα έκβαση της Μάχης του Σκρα Ντι Λέγκεν από τον Ελληνικό Στρατό, αναζωπύρωσε το μειονοτικό ζήτημα με αποτέλεσμα να επακολουθήσει η εξέγερση των εθνικών μειονοτήτων των Τσέχων στις 18 Οκτωβρίου 1918, των Ούγγρων στις 24 καθώς και των Κροατών και Σλοβένων στις 29 Οκτωβρίου 1918 και ενθάρρυνε και κέντρισε τη φιλοτιμία των Σέρβων. Τέλος, κλόνισε σοβαρά το ηθικό των Βουλγάρων. Ο Διευθυντής του Γραφείου Επιχειρήσεων του Βουλγαρικού Γενικού Στρατηγείου, Συνταγματάρχης Τόικοφ στο βιβλίο του, «Γιατί δεν νικήσαμε» αναφέρει : «Τα συμβάντα της Γιαραμπίτσας (Σκρα) προκάλεσαν βαθύτατη αίσθηση. Η απώλεια μιας τόσο οχυρωμένης θέσης προξένησε κατάπληξη».
Η Ελλάδα, αν και βράδυνε να εισέλθει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εντούτοις πρόσφερε στους Συμμάχους σοβαρή ενίσχυση και ο Ελληνικός Στρατός συμμετείχε με απόλυτη επιτυχία στις επιχειρήσεις στο Βαλκανικό Μέτωπο και κυρίως στο Θέατρο Επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης με αξιόλογη ικανότητα και μεγάλη αποτελεσματικότητα. Η γιγαντομαχία της μάχης του Σκρα ήταν σημαντική και καθοριστική για την τελική νικηφόρα έκβαση του πολέμου στο Μακεδονικό Μέτωπο. Και για μια ακόμη φορά τα συμμαχικά στρατεύματα είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά τις αρετές και τη στρατιωτική αξία του Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος επάξια κέρδισε τους επαίνους και την επιβεβαίωση ότι παραμένει αντάξιος των προγόνων του.
ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ
“Ξημέρωνε η 17η Μαΐου 1918. Στις 04:55 τα χαράματα,ύστερα από φοβερό βομβαρδισμό του συμμαχικού Αγγλογαλλικού πυροβολικού, οι Ελληνικές δυνάμεις όρμισαν από τα χαρακώματά τους με τη μυριόστομη ιαχή “ΑΕΡΑ”. Μέσα στην πρωινή αχλή και το λιγοστό φως, 14.546 Ελληνόπουλα έσπασαν την οχυρωμένη γραμμή του εχθρού και το όνομα Σκρα πέρασε στην ιστορία μαζί με τα ονόματα των ηρώων, που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν πάνω σ’αυτό. Η κατάληψη του Σκρα Ντι Λέγκεν ενθουσίασε τους Έλληνες σε ολόκληρη την Ελλάδα και παράλληλα προσέδωσε γόητρο στον Ελληνικό Στρατό και θαυμασμό των συμμάχων για την πολεμική του απόδοση.”
Η περιοχή του Σκρα, της ομώνυμης σήμερα περιοχής στο Ν.Κιλκίς, είχε οργανωθεί αμυντικά από τους Βουλγάρους οι οποίοι και παρενοχλούσαν τα συμμαχικά στρατεύματα ιδίως στην δυτική περιοχή του Αξιού ποταμού. Έτσι αποφασίσθηκε από τον Γάλλο επικεφαλής, αρχιστράτηγο Γκυγιωμά, η κατάληψη της περιοχής από μονάδες του Ελληνικού Σώματος Στρατού Εθνικής Αμύνης, διοικητής των οποίων ήταν ο αντιστράτηγος Εμμανουήλ Ζυμβρακάκης. Η επίθεση διεξάχθηκε από πέντε συνολικά συντάγματα πεζικού, (υπό τον υποστράτηγο Ιωάννου), πλαισιωμένα δεξιά από το 7ο και 8ο της Μεραρχίας της Κρήτης (υπό τον υποστράτηγο Σπηλιάδη).
Και αριστερά από το 1ο σύνταγμα της Μεραρχίας των Σερρών (υπό τον υποστράτηγο Επαμ. Ζυμβρακάκη), με συνολικό αριθμό 14.546 μαχητές πεζικού, υποστηριζόμενοι από 287 βαρέα και ελαφρά πυροβόλα. Οι Βούλγαροι διέθεταν επίσης πέντε συντάγματα πεζικού υποστηριζόμενα από ισχυρό βαρύ και ελαφρό πυροβολικό. Ήταν μια από τις σκληρότερες και σημαντικότερες νικηφόρες μάχες του Μακεδονικού Μετώπου όπου τη βασικότερη επιθετική δύναμη αποτέλεσαν οι τρεις Ελληνικές μεραρχίες της Εθνικής Άμυνας: Αρχιπελάγους, Σερρών και Κρήτης, χαρίζοντας μια σημαντική νίκη στους Έλληνες.
ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Την 22 Μαρτίου / 4 Απριλίου 1918 ο Γκυγιωμά σχεδιάζει να προβεί σε εκτέλεση επιθετικού εγχειρήματος για να αγκιστρώσει τις εις το Μακεδονικό Μέτωπο υπάρχουσες εχθρικές δυνάμεις και ορίζει ως Αντικειμενικό σκοπό το Σκρα Ντι Λέγκεν το οποίο αποτελούσε εξέχουσα του Βουλγαρικού Μετώπου. Εκτός του φυσικού του πλεονεκτήματος είχε οχυρωθεί και εφοδιασθεί με μεγάλο αριθμό πολυβόλων και όλμων για να αποκρούσει ενδεχόμενη Συμμαχική επίθεση στρεφόμενη εναντίον του μετώπου και των δύο πλευρών του.
Την κύρια προσπάθεια ο Γκυγιωμά την ανέθεσε στο Σώμα Στρατού Εθνικής Αμύνης διότι η επίθεση στο Σκρα θα ενίσχυε αφ’ ενός την επιθυμία του να βελτιώσει την θέση της έναντι του σημείου τούτου πρώτης γραμμής των Ελληνικών στρατευμάτων και αφ’ ετέρου η ελπίδα του ότι η επιτυχία της Ελληνικής επιθέσεως εναντίον μιας τόσο ισχυρής τοποθεσίας θα είχε ως αποτέλεσμα να αποκτήσει ολόκληρος ο Ελληνικός στρατός εμπιστοσύνη στις ιδίας αυτού δυνάμεις και να εξυψώσει το ηθικό του. Θα καθίσταντο αξιόμαχος με προοπτική για τις επικείμενες και ευρύτερες επιχειρήσεις που σχεδιάζονται για τον Σεπτέμβριο του 1918.
Την 7 / 20 Μαΐου 1918 το Σώμα Στρατού Εθνικής Αμύνης λαμβάνει την διαταγή για την κατάληψη του ορεινού όγκου Σκρα Ντι Λέγκεν μέχρι την γραμμή Τομουλούς – Σερφ Βολάν. Η κύρια προσπάθεια ανατίθεται στην Μεραρχία Αρχιπελάγους (Υπτγος Ιωάννου Δημήτριος) με τα τρία Συντάγματά της. Το 1ο Σύνταγμα Σερρών (Τχης Κονδύλης Γεώργιος) κύρια προσπάθεια, το 5οΣύνταγμα Αρχιπελάγους (Ανχης Τσιμικάλης Ευθύμιος) αριστερά και το 6ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους (Ανχης Εξαρχάκος Κων/νος) δεξιά.
Αποστολές των Συνταγμάτων
Την 28 / 29 Μαΐου 1918 τα Ελληνικά τμήματα εξόρμησαν και επιτέθηκαν με σφοδρότητα – ταχύτητα – θάρρος – ορμή και αποφασιστικότητα παρά τα καταιγιστικά πυρά των Βουλγάρων προς τους αντικειμενικούς σκοπούς των και ανέτρεψαν τους Βουλγάρους πετυχαίνοντας περίλαμπρον νίκην αναγκάζοντας τον Αρχιστράτηγο Γκυγιωμά να τονίσει ότι:
”Χάρις εις την απαράμιλλον ανδρεία και την υπέροχο αυτών ορμητικότητα το Ελληνικό Πεζικό του Στρατηγού Ζυμβρακάκη επέτυχε να εκτελέσει απάσας τας αποστολάς του υπερνίκησαντα άπαντα τα αφ’ ενός των πλέον ανωμάλων εδαφών συσσωρευμένα εμπόδια και επέτυχον δια περιλάμπρου ενεργείας κατάληψη των Βουλγαρικών θέσεων επί μετώπου 12 χιλιομέτρων συλλαβόντα πλέον των 1.700 αιχμαλώτων και κυρεύσαντα σημαντικό υλικό”.
Ο Δντής του Γραφείου επιχειρήσεων του Βουλγαρικού επιτελείου Σχης Τόϊκόφ είπε «τα συμβάντα στο Σκρα και η απώλεια μιας όχι τόσο οχυρωμένης θέσης προκάλεσε βαθύτατη έκπληξη». Η Γαλλόφωνη εφημερίδα της Σόφιας ”ΗΧΩ” υπό καθεστώς πολεμικής λογοκρισίας θα ομολογήσει «Υπήρξε απερίγραπτος η λύσσα με την οποία επολέμησαν οι Βενιζελικοί Έλληνες».
Επί του υψώματος του Σκρα ο Τχης Κονδύλης Γεώργιος Δκτής του 1ο Συντάγματος Σερρών προήχθη επ’ ανδραγαθία κατόπιν προτάσεως του Αρχιστρατήγου Γκυγιωμά σε Αντισυνταγματάρχη και παρασημοφορήθηκε από τους Γάλλους με το παράσημο της Λεγεώνας της τιμής, υπό των Άγγλων δια του παρασήμου του Λευκού Αετού μετά ξιφών και από την Ελλάδα με τον πολεμικό Σταυρό Α’ Τάξεως. Η καινοτομία του Κονδύλη όπως αφαιρούνται τα φυσίγγια από τα τμήματα εφόδου και να παραμένουν σε αυτά μόνο η λόγχη και οι χειροβομβίδες έγινε δεκτή με θαυμασμό από τους Συμμάχους και εθεσπίσθει υπ’ αυτών δια τις μετέπειτα επιθέσεις.
Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Στις 16 Μαΐου / 29 Μαΐου του 1918 (παλαιό / νέο ημερολόγιο) και από τις 5 το πρωί άρχισε η προπαρασκευή του Ελληνικού πυροβολικού για την καταστροφή των εχθρικών αμυντικών εγκαταστάσεων, ενώ τα συντάγματα που ήταν έτοιμα για την επίθεση εξόρμησαν το πρωί της επομένης (17 Μαΐου) καλυπτόμενα από κινητό φραγμό του πυροβολικού. Η Βουλγαρική αντίδραση ήταν ισχυρή, όμως η ορμή του Ελληνικού στρατού ήταν τόση, που στις 06:30 το Σκρα είχε καταληφθεί. Οι Βούλγαροι υπερασπίσθηκαν με πείσμα τις θέσεις τους και το απόγευμα της 17ης Μαΐου επεχείρησαν λυσσώδεις αντεπιθέσεις. Όλες όμως αποκρούσθηκαν.
Στις 22 Μαρτίου / 4 Απριλίου 1918, ο Αρχιστράτηγος διέταξε το Διοικητή της 1ης Ομάδας Μεραρχιών Στρατηγό Ζερόμ να εκτελέσει ευρείας κλίμακας επιθετικό εγχείρημα, με σκοπό να αγκιστρώσει τις εχθρικές δυνάμεις στο μέτωπό του. Η ζώνη ευθύνης της 1ης Ομάδας Μεραρχιών, αποτελούμενης από την 122η Γαλλική Μεραρχία υπό το Στρατηγό Τοπάρ και το Σώμα Στρατού Εθνικής Άμυνας υπό τον Αντιστράτηγο Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη, Εκτεινόταν από το χωριό Νότια μέχρι τον Αξιό ποταμό και διέθετε από τα δυτικά προς τα ανατολικά:
Από τις 5 / 18 Απριλίου προωθήθηκε στην πρώτη γραμμή από την περιοχή του Πολυκάστρου όπου βρισκόταν και η Μεραρχία Σερρών, υπό τον Υποστράτηγο Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη, αποτελούμενη από τα 2ο και 3ο Συντάγματα Σερρών. Στη Μεραρχία αυτή ανατέθηκε ο υποτομέας Αρχαγγέλου, στο αριστερό της Μεραρχίας Αρχιπελάγους, στην οποία και υπήχθη από τακτικής απόψεως. Έναντι της 1ης Ομάδας Μεραρχιών ο εχθρός διέθετε την 5η Βουλγάρική Μεραρχία της 1ης Στρατιάς με έξι συντάγματα δικά της και ένα της 3ης Βουλγαρικής Στρατιάς. Οι εχθρικές θέσεις είχαν οργανωθεί από το Δεκέμβριο του 1917 σε δεσπόζοντα εδαφικά σημεία και ήταν ενισχυμένες με ανθεκτικά καταφύγια και συρματοπλέγματα.
Από απόψεως πυροβολικού οι Βούλγαροι διέθεταν, όπως διαπιστώθηκε από αεροπορική αναγνώριση, 88 πυροβόλα στην περιοχή του χωριού Ούμα και 52 στην περιοχή της Γευγελής. Επίσης είχαν ενισχύσει τις εφεδρείες τους, που περιλάμβαναν ένα Γερμανικό και δύο έως τέσσερα Βουλγάρικα Συντάγματα. Ο Στρατηγός Γκυγιωμά έθεσε ως αντικειμενικό σκοπό της 1ης Ομάδας Μεραρχιών το ύψωμα Σκρά (ύψόμετρο 1097), γιατί αποτελούσε μια εξέχουσα της εχθρικής διατάξεως σε έδαφος που δέσποζε της περιοχής, ήταν ισχυρά οργανωμένο και είχε εξοπλιστεί με πολυβόλα και όλμους. Τα συμμαχικά παρατηρητήρια στο όρος Πάϊκο παρείχαν καλή θέα προς τις Βουλγαρικές οργανώσεις.
Επιπλέον, η διαμόρφωση του εδάφους επέτρεπε την ανάπτυξη και κάλυψη πολλών συμμαχικών πυροβολαρχιών, καθώς και την συγκέντρωση των πυρών τους στην περιορισμένης εκτάσεως εξέχουσα του Σκρα. Η απόφαση του Αρχιστρατήγου να επιτεθεί η 1η Ομάδα Μεραρχιών κατά του υψώματος Σκρα στηρίχθηκε κυρίως στην ανάγκη να βελτιωθεί η διάταξη των Ελληνικών στρατευμάτων και στην ελπίδα του για μία επιτυχία που θα εξύψωνε το ηθικό και τη μαχητική τους ικανότητα. Η διαταγή που δόθηκε στο διοικητή της 1ης Ομάδας Μεραρχιών, στις 27 Μαρτίου / 9 Απριλίου, ήταν να μελετήσει ενέργεια για την κατάληψη του υψώματος του Σκρα και των ανατολικά απ’αυτό Βουλγαρικών θέσεων.
Ταυτόχρονα, τον ενίσχυσε με τρεις μοίρες ελαφρύ πυροβολικού, πέντε πυροβολαρχίες βαριές και μία πυροβολαρχία χαρακωμάτων. Ο Στρατηγός Ζερόμ υπέβαλε τις προτάσεις του μετά δύο ημέρες, ενώ ταυτόχρονα κοινοποίησε αυτές και στη Μεραρχία Αρχιπελάγους, για να τις μελετήσει και να έχει ετοιμότητα να αναλάβει την εκτέλεση της επιθέσεως. Το σχέδιο προέβλεπε επίθεση σε δύο χρόνους. Κατά τον πρώτο θα καταλαμβάνονταν το ύψωμα Σκρά και κατά το δεύτερο χρόνο η γραμμή των υψωμάτων Τουμουλούς – Σερφ Βολάν. Κατά τον πρώτο χρόνο θα ενεργούσε ένα σύνταγμα που θα καλυπτόταν με ένα τάγμα από τα αριστερά, ενώ στο δεύτερο χρόνο θα συνέχιζε άλλο σύνταγμα.
Η ενέργεια θα υποστηριζόταν από τα ανατολικά με ένα σύνταγμα της Μεραρχίας Κρήτης που θα ενεργούσε για την κατάληψη των υψωμάτων αμέσως βόρεια του χωριού Σκρα και θα επιδίωκε να συνδεθεί με την αριστερά της Μεραρχία Αρχιπελάγους. Η επίθεση της Μεραρχίας Αρχιπελάγους θα υποστηριζόταν με 122 συνολικά ελληνικά και συμμαχικά πυροβόλα από τα οποία τα 46 βαριά. Στις 2 / 15 Απριλίου ο Αρχιστράτηγος ενέκρινε το σχέδιο επιθέσεως με την παρατήρηση ότι το διάστημα μεταξύ των δύο χρόνων έπρεπε να ελαχιστοποιηθεί. Επιπλέον, αύξησε το πυροβολικό, που αρχικά είχε διαθέσει για ενίσχυση, σε τέσσερις μοίρες ελαφρού, δώδεκα πυροβολαρχίες βαρέως και δύο πυροβολαρχίες χαρακωμάτων.
Ως χρόνο επιθέσεως καθόρισε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαΐου 1918. Με το σχέδιο αυτό διαφώνησε ο Αντισυνταγματάρχης Πυροβολικού Δημήτριος Καθενιώτης, που ήταν αντιπρόσωπος της επιτελικής Υπηρεσίας στον Αρχιστράτηγο. Στην αναφορά του υποστήριζε ότι η απόφαση ήταν ατυχής, γιατί εφάρμοζε κατά γράμμα τα πορίσματα του Δυτικού Μετώπου που είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Επειδή η κύρια Βουλγάρική γραμμή άμυνας ήταν πίσω από το ύψωμα Σκρα, η κατάληψη του δε θα ωφελούσε σε τίποτε και οι θυσίες θα ήταν άσκοπες.
Πρότεινε συνεπώς η ενέργεια αυτή να συνδυαστεί με ευρεία επίθεση στα δυτικά από το χωριό Λαγκαδιά προς το χωριό Ούμα και από τις νοτιοανατολικές αντιρίδες της, Τζένας προς το ύψωμα Μάλα Ρούπα. Το επιτελείο του Αρχιστρατήγου απάντησε ότι η άποψη είναι σωστή, αλλά δεν υπήρχαν τα μέσα, ιδιαίτερα πυροβολικό, για να υποστηρίξει την προτεινόμενη ενέργεια. Στο μεταξύ είχε αρχίσει η υλοποίηση των προκαταρκτικών ενεργειών και γινόταν η μετακίνηση του πυροβολικού. Η 16η Γαλλική Αποικιακή Μεραρχία στο μέτωπο του Εριγώνα διέθετε μία μοίρα ορειβατική και τρεις μοίρες πεδινές, η 76η Γαλλική Μεραρχία στο Μοναστήρι μία μοίρα πεδινή.
Η Γαλλική Στρατιά Ανατολής οκτώ βαριές πυροβολαρχίες, η 2η Σερβική Στρατιά δύο βαριές πυροβολαρχίες και ως γενική εφεδρεία πυροβολικού είχε τηρηθεί μία βαριά μοίρα. Ο Αρχιστράτηγος εξασφάλισε συνδρομή και από το Βρετανικό πυροβολικό, το οποίο κατά την επίθεση θα έκανε επιδεικτικές βολές μεταξύ Αξιού και Δοϊράνης και βολές αντιπυροβολικού δυτικά του Αξιού. Ταυτόχρονα, όλες οι μονάδες που θα λάμβαναν μέρος στην επίθεση στάλθηκαν σε στρατόπεδο, νότια του χωριού Σκρα, για τη συμπλήρωση της εκπαιδεύσεως και την αναπλήρωση σε άντρες και υλικά.
Από τις Ελληνικές δυνάμεις στάλθηκαν τα τρία συντάγματα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους και το 7ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Κρήτης. Στις 7 / 20 Μαΐου 1918, ο Διοικητής της 1ης Ομάδας Μεραρχιών Στρατηγός Ζερόμ εξέδωσε τη διαταγή επιθέσεως. Σύμφωνα με αυτή το Σώμα Στρατού Εθνικής Άμυνας είχε ως αποστολή να καταλάβει το ύψωμα Σκρα και προωθηθεί 1.500 μέτρα βόρεια της γραμμής Τουμουλούς – Σερφ Βολάν, καταλαμβάνοντας ταυτόχρονα και ολόκληρη την ανατολικότερα, μέσα στη ζώνη του, προωθημένη βουλγαρική γραμμή.
Η κύρια επίθεση κατά του υψώματος Σκρα ανατέθηκε στη Μεραρχία Αρχιπελάγους και θα συνδυαζόταν με δευτερεύουσα ενέργεια ενός συντάγματος της Μεραρχίας Κρήτης, προς το ύψωμα 789. Άλλη μονάδα της ίδιας Μεραρχίας θα ενεργούσε ανατολικότερα εναντίον του υψώματος 459 (Λαντιγέ). Η Μεραρχία Σερρών με ελαφρά τμήματα θα καταλάμβανε τα υψώματα ανατολικά του χωριού Λαγκαδιά, προκειμένου να καλύψει το δυτικό πλευρό της Μεραρχίας Αρχιπελάγους που θα ενεργούσε προς το ύψωμα Σκρα. Οι Σέρβικές και Βρετανικές δυνάμεις θα εκδήλωναν ανάλογες ενέργειες αντιπερισπασμού, εναντίον των εχθρικών θέσεων εκατέρωθεν της κύριας επιθέσεως.
Η Συμμαχική Αεροπορία θα βομβάρδιζε τα μετόπισθεν του εχθρού. Η προπαρασκευή του πυροβολικού θα άρχιζε από την προπαραμονή της επιθέσεως. Εφεδρεία θα ήταν το 1ο Σύνταγμα Αφρικανών στον Αρχάγγελο και δύο συντάγματα της 122ης Γαλλικής Μεραρχίας, το ένα στον Αρχάγγελο και το άλλο στην Αξιούπολη. Το 1ο Σύνταγμα Αφρικανών από την έναρξη της επιθέσεως θα υπαγόταν στην Μεραρχία Αρχιπελάγους. Τέλος, η Μεραρχία Κρήτης διατάχθηκε να έχει ετοιμότητα να αναλάβει τη συνέχιση της επιθέσεως μετά την κατάληψη των κύριων αντικειμενικών σκοπών.
Στις 13 / 26 Μαΐου, ο διοικητής της Μεραρχίας Αρχιπελάγους εξέδωσε τη διαταγή επιχειρήσεων με την οποία την κύρια προσπάθεια αναλάμβαναν το 1ο Σύνταγμα Σερρών και τα 5ο και 6ο Αρχιπελάγους, η Διλοχία Μηχανικού, δυο ουλαμοί πυροβολικού του 1ου Συντάγματος Αφρικανών και ένας Γαλλικός λόχος Φλογοβόλων. Αντικειμενικός σκοπός ήταν η κατάληψη της γραμμής των υψωμάτων Τουμουλούζ – Σερφ Βολάν σε σύνδεσμο με τη δεξιά Μεραρχία Κρήτης και τη σταθεροποίηση στις νέες αυτές θέσεις. Η ζώνη ενέργειας της Μεραρχίας χωρίστηκε σε τρεις τομείς που ανατέθηκαν από αριστερά προς τα δεξιά αντίστοιχα στα 5ο, 1ο και 6ο Συντάγματα, τα οποία και ενισχύθηκαν ως εξής:
Επίσης ορίστηκε και η διάταξη επιθέσεως των συνταγμάτων αυτών. Τα 5ο και 6ο είχαν από ένα τάγμα εμπρός, ένα ως εφεδρεία και ένα για την κάλυψη του αριστερού και του δεξιού τους πλευρού αντίστοιχα, ενώ το 1ο είχε δύο τάγματα εμπρός και ένα ως εφεδρεία. Το 1ο Σύνταγμα Αφρικανών θα αναλάμβανε την οργάνωση του εδάφους που θα καταλαμβανόταν από τις Ελληνικές δυνάμεις. Τα χαρακώματα εξορμήσεως θα εξασφάλιζε το 3ο Τάγμα του 3ου Συντάγματος Σερρών. Παρόμοιες διαταγές εξέδωσαν και οι Μεραρχίες Κρήτης και Σερρών.
Ο Αρχιστράτηγος στις 14/27 Μαΐου επισκέφθηκε το Στρατηγείο της 1ης Ομάδας Μεραρχιών στο χωριό Πηγή Βόρεια της Αξιουπόλεως, όπου με το Στρατηγό Ζερόμ αποφάσισαν η επίθεση να αρχίσει στις 17 / 30 Μαΐου, μετά από έντονη προπαρασκευή πυροβολικού. Η 122η Γαλλική Μεραρχία θα πραγματοποιούσε ταυτόχρονα επιθετικό εγχείρημα στην περιοχή της Ειδομένης. Στις 16 / 29 Μαΐου το πυροβολικό άρχισε δράση, η οποία συνεχίστηκε και στη διάρκεια της νύχτας με βολές παρενοχλήσεως και καταστροφής. Οι Βρετανοί πραγματοποίησαν το βράδυ της ημέρας αυτής επιθετικό εγχείρημα δυτικά της Δοϊράνης. Καταδρομική ενέργεια με απόσπασμα της 122ης Γαλλικής Μεραρχίας στην Ειδομένη δε σημείωσε επιτυχία.
Το πρωί της 17ης / 30ης Μαΐου είχαν ολοκληρωθεί όλες οι προετοιμασίες και τα τμήματα πεζικού είχαν προωθηθεί στη γραμμή εξορμήσεως. Από τις 04.30 το πυροβολικό άρχισε σφοδρή προπαρασκευή μικρής διάρκειας, ενώ από τις 04:55 εκτόξευσε την προβλεπόμενη, για την προστασία του πεζικού, βολή κινητού φραγμού. Την ίδια ώρα ακριβώς άρχισε και η εξόρμηση του πεζικού. Το απόκρημνο του εδάφους, η απόσταση που χώριζε τις διαδοχικές γραμμές και η ισχυρή οργάνωση των εχθρικών θέσεων με ανθεκτικά πολυβολεία και σκέπαστρα επέτειναν τις δυσχέρειες της επιχειρήσεως. Ωστόσο, αυτή εξελίχθηκε σύμφωνα με το σχέδιο.
Στο κέντρο η Μεραρχία Αρχιπελάγους, στην οποία είχε ανατεθεί η κύρια προσπάθεια, επιτέθηκε και με τα τρία συντάγματά της στην πρώτη γραμμή, ακολουθώντας τον κινητό φραγμό του πυροβολικού. Τα 5ο Σύνταγμα αριστερά υπό τον Αντισυνταγματάρχη Ευθύμιο Τσιμικάλη, επιτέθηκε προς το ύψωμα Τουμουλούς, καλύπτοντας ταυτόχρονα τη Μεραρχία από τα δυτικά. Η εξόρμηση του Συντάγματος άρχισε με τα 1ο (Ταγματάρχης Βασίλειος Παπαγιάννης) και 2ο (Λοχαγός Ιωάννης Ντόζης) Τάγματα στην πρώτη γραμμή, ενώ το 3ο Τάγμα (Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Μπάμπαλης) ακολουθούσε ως εφεδρεία.
Παρά τη σθεναρή αντίσταση του εχθρού και τη σφοδρότητα των πυρών πυροβολικού που προκαλούσαν μεγάλες απώλειες, το Σύνταγμα πέτυχε να καταλάβει διαδοχικά τα υψώματα Σκρα και Τουμουλουζ. Αμέσως επακολούθησε ανασυγκρότηση του Συντάγματος και συγχωνεύθηκαν τα 2ο και 3ο τάγματα, εξαιτίας των απωλειών. Επίσης αποκρούστηκαν πολλές εχθρικές αντεπιθέσεις με σοβαρές μάλιστα απώλειες για τον αντίπαλο. Το 1ο Σύνταγμα Σερρών στο κέντρο, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Κονδύλη, διέθετε τα 1ο (Ταγματάρχης Γεώργιος Ψαράς) και 2ο (Λοχαγός Ιωάννης Σκαλτσογιάννης) Τάγματα του στην πρώτη γραμμή και το 3ο Τάγμα (Ταγματάρχης Θεόδωρος Βαχάρογλου) ως εφεδρεία.
Η εξόρμηση άρχισε στις 05:45 κάτω από σφοδρά πυρά του εχθρού. Οι λόχοι του αριστερά 2ου Τάγματος είχαν σοβαρές απώλειες, όπως και ο λόχος του 3ου Τάγματος που ακολουθούσε. Προκλήθηκε κάποια σύγχυση, χωρίς όμως αυτό να επιδράσει αποφασιστικά στο ηθικό των αντρών και στην παραπέρα εξέλιξη της μάχης. Με δύο άλματα καταλήφθηκαν οι εχθρικές θέσεις στα υψώματα Μπαστιόν Ουέστ και στο Μπαστιόν ντι Σέγ, ενώ συνελήφθησαν πολλοί αιχμάλωτοι. Μετά την επιτυχία αυτή εισήλθαν στον αγώνα και το 3ο Τάγμα και μέχρι τις 07:00 καταλήφτηκε το ύψωμα 1034 (Πιτόν Ντενυντέ) που ήταν και ο τελικός αντικειμενικός σκοπός του Συντάγματος.
Οι απώλειες από τα εχθρικά πυρά, αλλά και από το φίλιο πυροβολικό, λόγω της εισόδου των λόχων πρώτου κλιμακίου του 1ου Τάγματος στο φραγμό του, ήταν σοβαρές. Στη διάρκεια της νύχτας το 2ο Τάγμα αποσύρθηκε από την πρώτη γραμμή και τη θέση του πήρε το εφεδρικό 3ο Τάγμα.
Το 6ο Σύνταγμα δεξιά, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνο Εξαρχάκη, επιτέθηκε με το 3ο Τάγμα (Ταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας) μπροστά και το 2ο Τάγμα (Ταγματάρχης Βασίλειος Καρκούρας) ως εφεδρεία, Το 1ο Τάγμα (Ταγματάρχης Νικόλαος Τσιτούρας) είχε αναλάβει το σύνδεσμο ανατολικά με τη Μεραρχία Κρήτης.
Τα τμήματα μέσα σε δεκαπέντε λεπτά της ώρας κατέλαβαν τους πρώτους αντικειμενικούς σκοπούς μέχρι το ύψωμα Ουβράζ Μπλαν, όπου και ανέκοψαν για λίγο την κίνηση τους. Ο εχθρός δεν πρόφτασε να αντιδράσει και εξοντώθηκε ή παραδόθηκε, ενώ ελάχιστες αντιστάσεις που παρέμειναν περικυκλώθηκαν και εξουδετερώθηκαν. Μετά την ταχεία ανασύνταξη των τμημάτων τα 1ο και 3ο Τάγματα συνέχισαν την επίθεση, ακολουθούμενα από το 2ο Τάγμα. Παρά την σφοδρότητα του εχθρικού πυροβολικού, τα Ελληνικά τμήματα πέτυχαν μέχρι τις 06:40 να κάμψουν την αντίσταση του αντιπάλου και να καταλάβουν τους τελευταίους αντικειμενικούς τους σκοπούς, που ήταν τα υψώματα Σερφ Βολάν και Τετ ντε Σιέν.
Τη νύχτα 17 / 30 προς 18 / 31 Μαΐου το 2ο Τάγμα αντικατέστησε το 3ο Τάγμα, το οποίο αποτέλεσε την εφεδρεία του Συντάγματος. Επίσης, αντικαταστάθηκε και ο αριστερά λόχος του 1ου Τάγματος από λόχο του 1ου Συντάγματος Αφρικανών. Στη συνέχεια όλα τα τμήματα ασχολήθηκαν με την οργάνωση της τοποθεσίας. Η διλοχία Μηχανικού της Μεραρχίας μέσα σε πέντε ώρες από τις 06:00 της 17ης / 30ης Μαΐου κατασκεύασε τα απαραίτητα ορύγματα συγκοινωνίας προς τα υψώματα Σκρα και Μπαστιόν Ουέστ. Στη συνέχεια μαζί με το πεζικό οργάνωσε τις θέσεις στα υψώματα 1034 και Σερφ Βολάν.
Οι Διαβιβάσεις της Μεραρχίας οργάνωσαν άριστες επικοινωνίες με την αεροπορία, το πυροβολικό και το πεζικό Κι διευκόλυναν τη διεύθυνση και το συντονισμό της επιθέσεως. Ο ανεφοδιασμός σε τρόφιμα και πυρομαχικά υπήρξε υποδειγματικός και όλα τα τμήματα έλαβαν θερμό συσσίτιο. Η Μοίρα Τραυματιοφορέων, μετέφερε περίπου 1.800 τραυματίες στην ομάδα χειρουργείων στο χωριό Κούπα κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες, χάρη στην έντονη προσπάθεια των αντρών της. Η Μεραρχία Αρχιπελάγους συνέλαβε 1.835 αιχμαλώτους και κυρίεψε άφθονο πολεμικό υλικό και 44 πυροβόλα διαφόρων τύπων.
Οι απώλειες όμως της Μεραρχίας ήταν σοβαρές και ανήλθαν σε 338 νεκρούς, μεταξύ οποίων και ο Διοικητής του 1ου Τάγματος του 5ου Συντάγματος Ταγματάρχης Βασίλειος Παπαγιάννης, 1.777 τραυματίες και 164 αγνοούμενους. Οι απώλειες του εχθρού ήταν επίσης πολύ μεγάλες. Μόνο στις θέσεις που καταλήφθηκαν είχαν εγκαταλειφτεί περισσότεροι από 400 νεκροί. Στις 04:00 της 18ης / 31ης Μαΐου το 1ο Τάγμα του 5ου Συντάγματος Σερρών αντικαταστάθηκε από Τάγμα του 1ου Συντάγματος Αφρικανών και παρέμεινε ως εφεδρεία του Συντάγματος στο ύψωμα Μπαστιόν ντι Σεγ. Επίσης διατέθηκαν δύο τάγματα του 1ου Συντάγματος Αφρικανών, αντίστοιχα ανά ένα στα υψώματα Σκρά και Σερφ Βολάν, για την οργάνωση του εδάφους.
Η Μεραρχία Κρήτης στα δεξιά, ενισχυμένη με ένα Τάγμα του 45ου Γαλλικού Συντάγματος, είχε ως αποστολή να επιτεθεί και να καταλάβει το ύψωμα 789 και στη συνέχεια, ανάλογα με την εξέλιξη της καταστάσεως, το ύψωμα 459. Η Μεραρχία ανέθεσε την κατάληψη του υψώματος 789 στο 7ο Σύνταγμα Κρητών, με κύρια προσπάθεια προς το ύψωμα Μόσιο (Καγιού Μπαν). Την κατάληψη του υψώματος 459 ανέθεσε στο 8ο Σύνταγμα Κρητών. Το 29ο Σύνταγμα Πεζικού, υπό τον Ταγματάρχη Βασίλειο Τυπάλδο, δυνάμεως ενάμισι τάγματος θα κάλυπτε το δεξιό της Μεραρχίας σε επαφή με την 122η Γαλλική Μεραρχία. Το 3ο Τάγμα που τηρήθηκε ως εφεδρεία της Μεραρχίας.
Η εξόρμηση άρχισε στις 04:55 της 17ης / 30ης Μαΐου, μετά από προπαρασκευή πυροβολικού από την προηγούμενη ημέρα. Τα επιτιθέμενα τμήματα ακολουθούσαν τον κινητό προστατευτικό φραγμό πυροβολικού. Το 7ο Σύνταγμα Κρητών αριστερά, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Παναγιώτη Γαρδίκα, επιτέθηκε με τα 1ο (Ταγματάρχης Εμμανουήλ Τζανακάκης) και 3ο (Ταγματάρχης Παναγιώτης Τσιμπουράκης) Τάγματα στην πρώτη γραμμή. Το 2ο Τάγμα, μείον τον 6ο Λόχο και τη πολυβολαρχία του που είχαν ενισχύσει το 1ο Τάγμα, τηρήθηκε ως εφεδρεία. Το 1/45 Γαλλικό Τάγμα, αμέσως μετά την εξόρμηση του 7ου Συντάγματος, κατέλαβε τις θέσεις του στη συμμαχική γραμμή.
Μέχρι τις 05:40 είχαν καταληφθεί όλοι οι αντικειμενικοί σκοποί του Συντάγματος εκτός από το υψόμετρο Μπάρα (Μποσέτ), γιατί ο 6ος Λόχος που ακολουθούσε το 1ο Τάγμα και έπρεπε να ενεργήσει κατ’ αυτού αμέσως μετά την κατάληψη του υψώματος Μπος, έχασε την επαφή και βράδυνε να προωθηθεί. Το 8ο Σύνταγμα Κρητών, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Δημήτριο Σταυριανόπουλο, διέθεσε αριστερά το 2ο Τάγμα (Ταγματάρχης Νικόλαος Ζουδιανός) με αντικειμενικό σκοπό το ύψωμα Ταμπλέτ. Δεξιά διέθεσε το 3ο Τάγμα (Ταγματάρχης Ιωσήφ Βλαστός), ενισχυμένο με τον 1ο Λόχο και την πολυβολαρχία του 29ου Συντάγματος, με αποστολή την κατάληψη των υψωμάτων 459 και Πετίτ Τρανσέ Μπρυνέ.
Το 1ο Τάγμα τηρήθηκε ως εφεδρεία. Μέχρι τις 05:40 το 2ο Τάγμα κατέλαβε το ύψωμα Ταμπλέτ, χωρίς να συναντήσει σοβαρή εχθρική αντίσταση. Στη συνέχεια, ο 5ος Λόχος του εφεδρικού 2ου Τάγματος του 7ου Συντάγματος, με διαταγή του Διοικητή της Μεραρχίας επιτέθηκε και κατέλαβε το ύψωμα Μπάρα. Το 3ο Τάγμα εκδήλωσε την επίθεση του περίπου στις 14.00 και μέσα σε ελάχιστο χρόνο κατέλαβε, σχεδόν χωρίς αντίσταση του εχθρού, το ύψωμα 459 και το Πετίτ Τρανσέ Μπρυνέ. Μετά την κατάληψη όλων των αντικειμενικών σκοπών, τα τμήματα σταθεροποιήθηκαν επ’ αυτών και άρχισε η αμυντική οργάνωση του εδάφους.
Ο ασύρματος της Μεραρχίας, εξαιτίας του εχθρικού βομβαρδισμού, και τα οπτικά μέσα, εξαιτίας της νεφώσεως, δε λειτούργησαν. Επίσης το αεροσκάφος που διατέθηκε για το σύνδεσμο καταρρίφθηκε από τον εχθρό. Ωστόσο, η διεύθυνση και ο συντονισμός του αγώνα εξασφαλίστηκαν ικανοποιητικά με τα άλλα μέσα επικοινωνίας. Όλοι οι ανεφοδιασμοί, η αναχορηγία πυρομαχικών, καθώς και οι διακομιδές λειτούργησαν αποτελεσματικά. Συνελήφθησαν 210 αιχμάλωτοι και κυριεύτηκε πολύ υλικό, μεταξύ του οποίου και τρία πολυβόλα. Οι απώλειες της Μεραρχίας Κρήτης ήταν σχετικά μικρές και ανήλθαν σε 71 νεκρούς και 314 τραυματίες.
Στη Μεραρχία Σερρών, στο αριστερό, είχε ανατεθεί η κατάληψη της γραμμής χωριό Λαγκαδιά – ύψωμα Σαγράδα (Μποά ντε Μπολγκάρ) – ύψωμα Μπλοκ Ροσέ. Ο διοικητής της Μεραρχίας ανέθεσε στο 2ο Σύνταγμα Σερρών, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Χαράλαμπο Τσερούλη, να καταλάβει τη γραμμή αυτή με τους 6ο και 7ο Λόχο του 2ου Τάγματος (Λοχαγός Παύλος Παλλίδης), ενώ με το 1ο Τάγμα (Λοχαγός Νεόκοσμος Γρηγοριάδης) θα τηρούσε το σύνδεσμο μεταξύ του χωριού Λαγκαδιά και του υψώματος Σαγράδα. Με το 3ο Σύνταγμα Σερρών υπό τον Ταγματάρχη Νικόλαο Καλομενόπουλο και το 2ο Τάγμα (Λοχαγός Μιχαήλ Καλονάρος) θα εξασφάλιζε το σύνδεσμο με την αριστερά Σέρβικη Μεραρχία Τίμοκ.
Ως εφεδρεία η Μεραρχία τήρησε μια διλοχία του 3ου Τάγματος του 2ου Συντάγματος και μία διλοχία του 1ου Τάγματος του 3ου Συντάγματος. Το 1ο σύνταγμα Σερρών και το 3ο Τάγμα του 3ου Συντάγματος είχαν διατεθεί στη Μεραρχία Αρχιπελάγους. Στις 04:55 της 17ης / 30ης Μαΐου τα τμήματα του 2ου Συντάγματος επιτέθηκαν και μέχρι τις 06:15 είχαν καταλάβει όλους τους αντικειμενικούς τους σκοπούς χωρίς σοβαρή εχθρική αντίσταση. Ο σύνδεσμος με τη Μεραρχία Αρχιπελάγους δεν επιτεύχθηκε, εξαιτίας του σκληρού αγώνα του εκεί 5ου Συντάγματος της Μεραρχίας Αρχιπελάγους που δεχόταν αλλεπάλληλες εχθρικές αντεπιθέσεις.
Για την ενίσχυση του η Μεραρχία Σερρών απέστειλε την εφεδρική διλοχία 3ου Τάγματος του 2ου Συντάγματος και ένα Λόχο Μηχανικού, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην απόκρουση του εχθρού. Οι επικοινωνίες της Μεραρχίας Σερρών, όπως και οι διακομιδές, η περίθαλψη, οι ανεφοδιασμοί και η αναχορηγία πυρομαχικών, λειτούργησαν ικανοποιητικά. Παρουσιάστηκαν όμως δυσκολίες στην αναχορηγία πυρομαχικών πεζικού, λόγω της κοινής αποθηκεύσεώς τους με την Μεραρχία Αρχιπελάγους. Οι απώλειες της Μεραρχίας ήταν 32 νεκροί και 113 τραυματίες. Την ημέρα της επιθέσεως ο καιρός ήταν νεφελώδης και βροχερός και ευνόησε την επίθεση, γιατί τύφλωσε τα εχθρικά παρατηρητήρια.
Το φίλιο πυροβολικό πέτυχε καλά αποτελέσματα στην καταστροφή των εχθρικών οργανώσεων. Διασώθηκαν μόνο ορισμένα πολυβολεία και σε μερικά σημεία δεν πραγματοποιήθηκαν τα προβλεπόμενα ρήγματα στα εχθρικά συρματοπλέγματα. Το ηθικό και η γενναιότητα των αντρών προκάλεσαν το θαυμασμό των Συμμάχων και εξασφάλισαν την εμπιστοσύνη τους. Ο Αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων Γκυγιωμά στην υπ’ αριθμόν 71 διαταγή του τόνιζε σχετικά:
”Χάρις εις την απαράμιλλον ανδρείαν του και την υπέροχον αυτού ορμητικότητα, το Ελληνικόν πεζικόν του Στρατηγού Ζυμβρακάκη εν στενώ συνδέσμω μετά του πυροβολικού και της αεροπορίας άτινα, παρά τας δυσμενείς καιρικάς συνθήκας, επέτυχον να εκτελέσωσιν απάσας τας αποστολάς αυτών, υπερενίκησεν άπαντα τα εφ’ ενός των πλέον ανωμάλων εδαφών συσσωρευόμενα εμπόδια και επέτυχε την διά περιλάμπρου ενεργείας κατάληψιν των Βουλγαρικών θέσεων, επί μετώπου 12 χιλιομέτρων, συλλαβόν πλέον των 1.700 αιχμαλώτων και κυριεύσαν σημαντικόν υλικόν”.
Επιπλέον, ο Αρχιστράτηγος εξέφρασε τα συγχαρητήρια του με ειδική διαταγή προς τη Μεραρχία Αρχιπελάγους, η οποία είχε και το βάρος της κυρίας επιθέσεως. Η απήχηση της νίκης αυτής ήταν πολύ μεγάλη σε όλη την Ελλάδα. Οι Έλληνες λησμόνησαν προσωρινά τα πολιτικά τους πάθη και γέμισαν από εθνική υπερηφάνεια. Το φρόνημα στις μονάδες εξυψώθηκε και οι άντρες με αδημονία και υπερηφάνεια ανέμεναν να αναμετρηθούν με τον εχθρό και να δοξάσουν για μία ακόμη φορά τα Ελληνικά όπλα, όπως είχαν πράξει και κατά τις ένδοξες ημέρες των νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων 1912 – 1913. Η Ελληνική νίκη αυτή εξέπληξε τις συμμαχικές δυνάμεις.
ΑΠΩΛΕΙΕΣ – ΛΑΦΥΡΑ – ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ
Απώλειες
Οι απώλειες όμως υπήρξαν βαρύτατες. Ο συνολικός αριθμός των απωλειών του Ελληνικού στρατού ήταν νεκροί: Οι απώλειες των Ελλήνων στη μάχη ανήλθαν σε 29 Αξιωματικούς νεκρούς (μεταξύ των οποίων και ο Τχης Παπαγιάννης Βασίλειος Δκτής του 1ου τάγματος, του 5ου Συντάγματος Αρχιπελάγους ανεψιός του Αρχιστρατήγου Δαγκλή (γιος της αδελφής του) ο οποίος την προτεραία της επιθέσεως ζήτησε οικειοθελώς να είναι με το τάγμα του στην πρώτη γραμμή ενώ ήταν το τάγμα του εφεδρεία. Η προτομή του βρίσκεται στο Σκρα και ο τάφος του στο ύψωμα Σκρα ντι Λέγκεν) και 412 οπλίτες. Τραυματίες 69 Αξιωματικοί και 2135 οπλίτες.
Το μεγαλύτερο αριθμό απωλειών είχε η Μεραρχία Αρχιπελάγους με Αξιωματικούς νεκρούς 24, τραυματίες 54 και οπλίτες νεκρούς 314 και τραυματίες 1.723. Η Ελλάδα είναι πλέον έτοιμη και με 10 Μεραρχίες επί συνόλω 29 Συμμαχικών λαμβάνει μέρος στην μεγάλη Συμμαχική επίθεση στις 30 Σεπτεμβρίου 1918 για την διάσπαση του Μακεδονικού Μετώπου (ξαναγράφει πάλι σελίδες δόξης στην μάχη της Δοϊράνης) που έχει ως αποτέλεσμα την συντριβή και συνθηκολόγηση των Βουλγάρων.
Λάφυρα
Οι Ελληνικές Μεραρχίες παρά τις Βουλγαρικές αντεπιθέσεις διατήρησαν το κατακτηθέν έδαφος. Αιχμαλώτισαν 2.045 Βουλγάρους και περιήλθαν σ΄ αυτές ως λάφυρα 32 πυροβόλα και 12 βομβιδοβόλα χαρακωμάτων του εχθρού.
Το Αποτέλεσμα της Νίκης
Η «νίκη του Σκρα», όπως αναφέρεται στην Ελληνική στρατιωτική ιστορία, εξέπληξε τόσο τους συμμάχους όσο και τους εχθρούς. Με δεδομένο την πολύ καλή οχύρωση των Βουλγαρικών δυνάμεων που υποστηριζόταν με πολυάριθμο πυροβολικό, η θέση τους θεωρούταν απρόσβλητη, ύστερα μάλιστα από την αποτυχία που είχε σημειώσει ένα χρόνο πριν, τον Μάρτιο του 1917, η 122α Γαλλική Μεραρχία στη προσπάθειά της να την εξουδετερώσει. Κανείς από τους συμμάχους δεν περίμενε να δει να διασπάται από την ορμή των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων μια τέτοια οχύρωση σε μέτωπο μήκους 12 χλμ και βάθους 1 – 2 χλμ.
Η Βουλγαρική διοίκηση, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες επανακατάληψης και τις σφοδρές αντεπιθέσεις που διέταξε, δεν κατάφερε να επανακτήσει τις θέσεις της. Η νίκη του Σκρα θεωρήθηκε ισχυρότατο πλήγμα για τους Βουλγάρους και μέγα κατόρθωμα του Ελληνικού στρατού. Συγκεκριμένα ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων στρατηγός Γκυγιωμά, που είχε εν τω μεταξύ αντικαταστήσει τον στρατηγό Σαράιγ από τον προηγούμενο Δεκέμβριο, χαρακτήρισε το ελληνικό πεζικό ως “πεζικό απαράμιλλης ανδρείας και έξοχης ορμητικότητας”.
Το σημαντικότερο, όμως, αποτέλεσμα της μάχης ήταν η αύξηση της εμπιστοσύνης των Συμμάχων προς τις δυνατότητες του Ελληνικού στρατού, καθώς και η αποκάλυψη της κάμψης του ηθικού του Βουλγαρικού στρατού. Αυτές οι διαπιστώσεις ενίσχυσαν την ιδέα για ανάληψη επιθετικής πρωτοβουλίας των Συμμάχων στο Μακεδονικό μέτωπο, η οποία και υλοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1918.
Η ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑΣ ΣΚΡΑ
Αμέσως μετά την κατάληψη της τοποθεσίας του Σκρα άρχισε η οργάνωση της με κατασκευές χαρακωμάτων, πολυβολείων, παρατηρητηρίων, ορυγμάτων συγκοινωνίας οδών προσπελάσεως και τηλεφωνικών γραμμών. Από αυτά άλλα έγιναν με την αναστροφή των παλαιών εχθρικών και άλλα κατασκευάστηκαν από την αρχή. Για το σκοπό αυτό, εργάστηκαν όλες οι μονάδες, το Μηχανικό και συμμαχικά τμήματα. Το μέτωπο οργανώθηκε κατά βάθος σε δύο τοποθεσίες. Η πρώτη περιλάμβανε την πρόσθια κατεχόμενη γραμμή και η δεύτερη τα έργα των υψωμάτων Σκρά και Ουβράζ Μπλαν, καθώς και την ήδη υφιστάμενη πρώην συμμαχική γραμμή.
Η αμυντική οργάνωση της Μεραρχίας Σερρών έγινε κάτω από τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού με συνέπεια να έχει πολλές απώλειες. Στις 20 Μαΐου / 2 Ιουνίου 1918, ο Αρχιστράτηγος Γκυγιωμά διέταξε το Στρατηγό Ζερόμ, Διοικητή της 1ης Ομάδας Μεραρχιών, η οργάνωση του εδάφους να γίνει από μονάδες που δεν έλαβαν μέρος στην επιχείρηση. Η Μεραρχία Αρχιπελάγους θα αποσυρόταν στην Γουμένισσα για ανάπαυση. Τη θέση της θα έπαιρναν το 45ο Γαλλικό Σύνταγμα και ένα Σύνταγμα της 16ης Γαλλικής Αποικιακής Μεραρχίας. Επίσης διέταξε όλο το πυροβολικό που είχε διατεθεί για ενίσχυση της 1ης Ομάδας Μεραρχιών να επανέλθει στις μονάδες απ’ όπου είχε αποσπασθεί.
Τέλος, επισήμαινε την ανάγκη συνεχούς παρενοχλήσεως του εχθρού για τη διατήρηση της ηθικής υπεροχής, την οποία με την τελευταία νίκη τους είχαν αποκτήσει τα συμμαχικά στρατεύματα. Ο Στρατηγός Ζερόμ ζήτησε από τον Αρχιστράτηγο ένα σύνταγμα ακόμη και το επιτελείο μιας ταξιαρχίας για να αναλάβει τη διοίκηση του τομέα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους. Επίσης, ζήτησε την καθυστέρηση αποδόσεως του πυροβολικού για λίγες ημέρες και ένα μέρος αυτού να παραμείνει στη διάθεσή του, γιατί τα Ελληνικά πυροβόλα παρουσίασαν βλάβες στη διάρκεια του αγώνα και επομένως δεν παρείχαν τις επιθυμητές ικανότητες βολής.
Ο Αρχιστράτηγος αποδέχθηκε τα αιτήματα και διέθεσε ολόκληρη την 32η Ταξιαρχία της 16ης Αποικιακής Μεραρχίας. Η αντικατάσταση της Μεραρχίας Αρχιπελάγους από την Ταξιαρχία αυτή ολοκληρώθηκε στις 3 / 16 Ιουνίου. Η Μεραρχία Αρχιπελάγους με τα 5ο και 6ο Συντάγματά της, τη Διλοχία Μηχανικού, την Ημιλαρχία και τα 1ο και 3ο Ορεινά Χειρουργεία αποσύρθηκε στο χωριό Κάρπη, βόρεια της Γουμένισσας, για ανάπαυση και ανασυγκρότηση. Το 1ο Σύνταγμα Σερρών επανήλθε στη Μεραρχία του. Η Μεραρχία Αρχιπελάγους παρέμεινε στο χωριό Κάρπη μέχρι τις 10 / 23 Ιουλίου, οπότε αντικατέστησε τη Μεραρχία Κρήτης, εκτός από το 29ο Σύνταγμα Πεζικού, προκειμένου να αποσυρθεί και αυτή ως εφεδρική για ανάπαυση και ανασυγκρότηση.
Το 29ο Σύνταγμα Πεζικού παρέμεινε υπό τις διαταγές της Μεραρχίας Αρχιπελάγους σε αντικατάσταση του 4ου Συντάγματος Αρχιπελάγους, που εξακολουθούσε να βρίσκεται στο εσωτερικό της Χώρας μαζί με το 9ο Σύνταγμα Κρητών, για την τήρηση της τάξεως. Στην μάχη του Σκρά σκοτώθηκαν περίπου 3.000 Έλληνες οι οποίοι κατάγονταν απ’ όλους σχεδόν τους νομούς των σημερινών γεωγραφικών ορίων της χώρας μας αλλά και από την Κωνσταντινούπολη, την Ραιδεστό, την Σμύρνη, την Τραπεζούντα και άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας και του Ευξείνου Πόντου. Το μεγαλύτερο φόρο αίματος πλήρωσαν οι νομοί Λέσβου και Αργολίδας (Όπως προκύπτει από τις έως τώρα αναφορές των απογόνων).
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΣΤΟ ΣΚΡΑ
Τα υψώματα του Σκρα ντι Λέγκεν, είχαν καταληφθεί την Άνοιξη του 1916 από τις Γερμανο-Βουλγαρικές δυνάμεις, οι οποίες κατασκεύασαν στην περιοχή ισχυρότατα οχυρά και οργάνωσαν συστηματικά την άμυνά τους. Απέναντι από το Σκρα, στο συμμαχικό στρατόπεδο του Αξιού, τη γενική ευθύνη είχε ο Γάλλος στρατηγός Ρενιώ, ο οποίος την Άνοιξη του 1917 αποφάσισε να επιτεθεί με τις δυνάμεις που είχε στη διάθεσή του, τρία Γαλλικά τάγματα και ένα τάγμα του 3ου Ελληνικού συντάγματος Σερρών. Το εγχείρημα απέτυχε, μοναδικό κέρδος η διαπίστωση πόσο καλά ήταν οχυρωμένη η περιοχή, αλλά και πόσο μεγάλη σημασία στη διατήρησή της έδιναν οι Βούλγαροι.
Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1918 υπήρξε πολεμική απραξία οπότε οι σύμμαχοι άρχισαν να σκέφτονται την επανάληψη των επιχειρήσεων. Ο αρχηστράτηγος του Μακεδονικού μετώπου, Γκιγιωμά, στις 4 Απριλίου 1918, έδωσε εντολή στο Ζερόμ να επαναλάβει το εγχείρημα στο Σκρα στα πλαίσια της γενικής επιθετικής δραστηριότητας των συμμαχικών δυνάμεων στο Βαλκανικό μέτωπο. Στις επιθέσεις αυτές θα έπαιρναν μέρος με αποφασιστικό ρόλο και οι Ελληνικές δυνάμεις. Στο σχέδιο των επιχειρήσεων αναλύονταν με κάθε λεπτομέρεια οι ενέργειες όλων των στρατευμάτων (συμμαχικών και Ελληνικών). Η πολεμική δραστηριότητα άρχισε το Μάιο με βομβαρδισμό των εχθρικών θέσεων στην περιοχή της Δοϊράνης.
Οι συγκρούσεις που ακολούθησαν υπήρξαν σφοδρότατες και οι δύο πλευρές αγωνίστηκαν με πείσμα και γενναιότητα. Ιδιαίτερα οι Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί πολέμησαν με υψηλό αίσθημα ευθύνης και περάτωσαν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο όσες αποστολές τούς είχαν ανατεθεί. Το 23ο Σύνταγμα Πεζικού συγκροτήθηκε με την ονομασία αυτή, στις 17 / 30 Σεπτεμβρίου 1912. Το Σεπτέμβριο του 1916 μετονομάστηκε σε 5ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους και στις 24 Δεκεμβρίου 1920, σε 23ο Σύνταγμα Πεζικού.
Η Ελλάδα παρά την επιθυμία της να παραμείνει ουδέτερη, υποχρεώθηκε τελικά να εισέλθει στον Α’ Π. Π. και να συμμετάσχει σ’ αυτό με όλες τις δυνάμεις της, οι οποίες επιστρατεύθηκαν και εκπαιδεύθηκαν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και στη συνέχεια εντάχθηκαν στις υπόλοιπες συμμαχικές δυνάμεις του Μακεδονικού Μετώπου. Το Μάιο του 1918, το 23ο Σύνταγμα Πεζικού, ως 5ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους και με διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Πεζικού Τσιμικάλη Ευθύμιο, υπαγόταν στη Μεραρχία Αρχιπελάγους. Στις 17 / 30 Μαΐου 1918 ενήργησε στην αριστερή ζώνη της Μεραρχίας ενισχυμένο με ουλαμό Μηχανικού, δύο Γαλλικά πυροβόλα των 37 χιλ. και μία Γαλλική διμοιρία φλογοβόλων.
Έχοντας αποστολή να επιτεθεί με δύο τάγματα, ένα σε πρώτη γραμμή και ένα εφεδρικό, για την κατάληψη των εχθρικών οχυρωματικών έργων μέχρι το συγκρότημα Τουμουλούς. Επίσης, έπρεπε να καλύψει την επίθεση της Μεραρχίας από ανατολικά και να συνδεθεί με τη Μεραρχία των Σερρών δυτικά του Κρουπ ντι Τουμουλούς, προς το Μποά ντε Μπυλγκάρ. Για την εκτέλεση της αποστολής, το Σύνταγμα, διέθεσε το Ι Τάγμα (Ταγματάρχης Παπαγιάννης Β.) σε πρώτη γραμμή και το ΙΙΙ Τάγμα (Ταγματάρχης Μπάμπαλης Κ.) σε εφεδρεία. Το ΙΙ Τάγμα (Λοχαγός Ντόζης Ι.) είχε αποστολή να καλύψει αρχικά από το Κρουπ ντι Τουμουλούς και στη συνέχεια να επιτεθεί πλευρικά κατά του εχθρού και να καταλάβει τα εχθρικά οχυρωματικά έργα επί του Κρουπ ντι Τουμουλούς.
Στις 04:55 της 17 / 30 Μαΐου, τα Ι και ΙΙΙ Τάγματα εξόρμησαν, υποστηριζόμενα από κινητό φραγμό πυροβολικού. Ο εχθρός αντέδρασε με βολή ανάσχεσης του πυροβολικού του, και προξένησε σημαντικές απώλειες στους επιτιθέμενους. Παρά την αντίσταση του εχθρού, ο οποίος αμυνόταν με σθένος μέσα στα χαρακώματα και τα οχυρά του, ο πρώτος αντικειμενικός σκοπός, το Σκρα ντι Λέγκεν (Σκρα), καταλήφθηκε γρήγορα. Τα τμήματα, αφού ανασυντάχθηκαν μετά από είκοσι λεπτά περίπου, πραγματοποίησαν νέα επίθεση και αφού έκαμψαν την εχθρική αντίσταση, κατέλαβαν το δεύτερο αντικειμενικό σκοπό, το Μπαστιόν ντι Σεγ.
Μετά από νέα δεκαπεντάλεπτη στάση και ανασυγκρότηση των ταγμάτων, εκδηλώθηκε η τελική εξόρμηση για κατάληψη του τελευταίου αντικειμενικού σκοπού, του οχυρού συγκροτήματος Τουμουλούς. Στις 06:30 όλα τα εχθρικά οχυρωματικά έργα του συγκροτήματος είχαν καταληφθεί, ενώ η εχθρική αντίσταση είχε πλήρως συντριβεί. Περίπου στις 16:00, ο εχθρός επιχείρησε αντεπίθεση κατά του Κρουπ ντι Τουμουλούς, η οποία αποκρούσθηκε. Ο εχθρός επιχείρησε και άλλες αντεπιθέσεις σε όλο το μέτωπο του Συντάγματος, στη 01:30 και στις 02:50 της 18/31 Μαΐου. Όλες όμως οι αντεπιθέσεις αποκρούσθηκαν από το Σύνταγμα, το οποίο υποστηρίχθηκε από το φίλιο πυροβολικό, με σοβαρές για τον αντίπαλο απώλειες.
Συνελήφθησαν από τη Μεραρχία 1.835 αιχμάλωτοι, από τους οποίους 35 αξιωματικοί, κυριεύθηκε μεγάλη ποσότητα εχθρικού υλικού και πυρομαχικών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν 32 πυροβόλα, 2 βομβοβόλα των 17,5 χιλ. και 10 βομβοβόλα των 7,5 χιλ. Η μάχη του Σκρα έληξε με τη συντριβή των εχθρών και το θρίαμβο των Ελληνικών κυρίως δυνάμεων. Το ηθικό των Βουλγάρων κλονίστηκε και γιατί έχασαν το πιο σημαντικό οχυρωμένο έρεισμά τους και γιατί δεν μπόρεσαν να το ανακτήσουν, παρά τις απεγνωσμένες αντεπιθέσεις που πραγματοποίησαν. Η νίκη όχι μόνο δόξασε τα Ελληνικά όπλα, αλλά είχε και γενικότερες ευνοϊκές επιπτώσεις στην εξέλιξη των συμμαχικών επιχειρήσεων ολόκληρου του Βαλκανικού μετώπου.
Η μεγάλη Ελληνική επιτυχία προκάλεσε ενθουσιασμό σ’ ολόκληρη την Ελλάδα και συντέλεσε κατά πολύ στην εξύψωση του φρονήματος των συγκροτούμενων τότε νέων Ελληνικών μεραρχιών. Χαρακτηριστικά για την εντύπωση που προκάλεσε στους συμμάχους η Ελληνική ανδρεία στο Σκρα είναι όσα ανάμεσα στα άλλα, αναφέρει στη διαταγή που εξέδωσε μετά τη μάχη ο αρχιστράτηγος Γκιγιωμά:
”Απευθύνω τα συγχαρητήριά μου προς την 1η ομάδα Μεραρχιών, ήτις υπό την διοίκησιν του στρατηγού Ζερόμ κατήγαγε λαμπράν επιτυχίαν, καταλαμβάνουσα. Κατόπιν σκληρού αγώνος, τας ισχυράς αμυντικάς οχυρώσεις του Σκρα ντι Λέγκεν. Χάρις εις την απαράμιλλον ανδρείαν του το ελληνικό πεζικόν του στρατηγού Ζυμβρακάκη, υπερνίκησε άπαντα τα εφ’ ενός των πλέον ανωμάλων εδαφών, εμπόδια και επέτυχε την κατάληψιν των βουλγαρικών θέσεων επί μετώπου 12 χιλιομέτρων, συλλαμβάνον πλέον των 1.700 αιχμαλώτων και κυριεύον υλικόν”.
Στα προπολεμικά μαγαζάκια και περίπτερα συναντούσε κανείς πολύ συχνά την ταμπέλα ότι ο ιδιοκτήτης ήταν τραυματίας του Σκρα-Ραβινέ. Στο Ραβινέ είχε γίνει μια άλλη εξίσου πολύνεκρη μάχη τον προηγούμενο Μάιο του 1917. Γενικότερα, η δράση των Ελληνικών στρατευμάτων κατά τη μάχη του Σκρα υπήρξε πρωταρχικής σπουδαιότητας, ιδιαίτερα όμως της Μεραρχίας Αρχιπελάγους, η οποία ανέλαβε και το κύριο βάρος της μάχης. Υπήρξε, μέχρι εκείνη την εποχή, η πρώτη σημαντική συμβολή του οργανωμένου Ελληνικού Στρατού στη συμμαχική προσπάθεια κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Μάχη του Σκρα σε Αγγλικό Στρατιωτικό Χάρτη
Το αντικείμενο αυτό είναι χάρτης, που απεικονίζει τη μάχη του Σκρά, στην περιοχή του Κιλκίς.Δημοσιεύτηκε στο βιβλίο: FALLS, Cyril Bentham. Military Operations Macedonia from the Οutbreak of War to the Spring of 1917. [From the Spring of 1917 to the End of the War.], vols Ι-ΙΙ, London, HMSO, 1933-35. Η Μάχη του Σκρα (16 Μαΐου/29 Μαΐου – 17 Μαΐου / 30 Μαΐου του 1918) θεωρείται μια από τις σημαντικότερες νικηφόρες μάχες του Ελληνικού στρατού στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αντίπαλος ήταν ο Βουλγαρικός στρατός και διεξήχθη στην ομώνυμη σήμερα περιοχή του Νομού Κιλκίς.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Μάχη του Σκρα, έγινε στο πλαίσιο των επιχειρήσεων των Συμμαχικών Δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η επίθεση για τη κατάληψη του Σκρα ντι Λένγκεν ήταν η σπουδαιότερη από τις μεγάλες τοπικές επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν στο Μακεδονικό μέτωπο εναντίον των Γερμανο-Βουλγάρων. Η επίθεση εκτελέστηκε από Ελληνικές κυρίως δυνάμεις και γι αυτό η νίκη της 17ης Μαΐου είναι κυρίως Ελληνική. Την επιθετική δύναμη αποτέλεσαν οι τρεις Ελληνικές μεραρχίες του Ελληνικού Σώματος Στρατού της Εθνικής Άμυνας :
Αρχιπελάγους (Υποστράτηγος Δημήτριος Ιωάννου), Σερρών (Υποστράτηγος Επαμεινώνδας Ζυμβρακάκης) και Κρήτης (Υποστράτηγος Παναγιώτης Σπηλιάδης), δύναμης 53.740 ανδρών, με 24 Τάγματα Πεζικού, 672 αυτόματα όπλα και 44 πεδινά και ορειβατικά πυροβόλα. Επίσης, οι Σύμμαχοι διέθεσαν το 45 Γαλλικό Σύνταγμα Πεζικού και ένα λόχο φλογοβόλων για την ενίσχυση της Μεραρχίας Αρχιπελάγους και το 1ο Σύνταγμα Αφρικανών ως εφεδρεία.
Οι παράγοντες που συνέβαλαν στη νικηφόρα αυτή έκβαση του Ελληνικού Στρατού ήταν η πίστη στη νίκη, το υψηλό φρόνημα, το αξιόμαχο των τμημάτων, η καλή εκπαίδευση, η απαράμιλλη ορμητικότητα, η αυταπάρνηση ο ηρωισμός και η αυτοθυσία αξιωματικών και οπλιτών. Κατόρθωσαν οι ελληνικές μεραρχίες αυτό που δεν μπόρεσαν να επιτύχουν οι γαλλικές που είχαν επιτεθεί πρωτύτερα στην ίδια περιοχή. Η επιτυχής και έγκαιρη κατάληψη των υψωμάτων Σκρα Ντι Λέγκεν και Πιτόν Ντενυντέ αποτέλεσε «την αρχήν του παντός» και όχι «την αρχήν του ημίσεος του παντός».
Ήταν, μια καθαρά Ελληνική νίκη, γιατί όλα τα τμήματα εφόδων ήταν Ελληνικά. Η σημασία της Μάχης του Σκρα ήταν ιδιαίτερα καθοριστική, γιατί άνοιξε το νικηφόρο δρόμο για τη διάσπαση του Μακεδονικού Μετώπου, το Σεπτέμβριο του 1918 στην περιοχή Ντομπροπόλιε Σοκόλ Βέτερνικ, όπου οι Ελληνικές δυνάμεις αποτέλεσαν το 34% των συμμαχικών και επέτρεψαν στην Ελλάδα να συμμετάσχει στις Συνθήκες του Νεϊγύ (27 Νοεμβρίου 1919) και των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920).
Η νικηφόρα επιτυχία και η εν γένει συμβολή των τριών ελληνικών μεραρχιών του Ελληνικού Στρατού της Εθνικής Άμυνας εγκωμιάστηκε από τον Γάλλο Αρχιστράτηγο Γκυγιωμά και χαρακτηρίστηκε εξαιρετικής και καθοριστικής σημασίας για την έκβαση των επιχειρήσεων στο Μακεδονικό Μέτωπο. Η επιτυχία των Ελληνικών στρατευμάτων προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό σε ολόκληρη την Ελλάδα, η έκβαση δε της επιχειρήσεως αποτελεί περίλαμπρη νίκη του Ελληνικού στρατού σε ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα στην Βαλκανική κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου.