Β’ Βαλκανικός Πόλεμος – α΄

Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ/ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ/ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

H ήττα του 1897 είχε συντρίψει ηθικά τον Ελληνισμό και η απόγνωση της κοινής γνώμης ήταν συντριπτική. Σε όλους ήταν φανερό ότι αν ο στρατός είχε επαρκή σε ποσότητα και ποιότητα εξοπλισμό και καλύτερη οργάνωση και εκπαίδευση, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Τούρκους κατά τρόπο περισσότερο αποφασιστικό και να αποφύγει ή να περιορίσει την ταπεινωτική ήττα του. O Ελληνικός λαός απέδιδε την ανεπαρκή πολεμική προπαρασκευή της χώρας στις άσκοπες διαμάχες των πολιτικών κομμάτων, η δε δυσφορία στο στρατό στρεφόταν και κατά των πολιτικών κομμάτων και κατά της γενικής διοίκησης του στρατού.

Γενική ήταν η απαίτηση για αναδιοργάνωση του στρατού και όλοι αντιλαμβάνονταν ότι ο Ελληνικός στρατός ήταν αδύνατο να επιτελέσει την εθνική αποστολή του και να χρησιμεύσει ως όργανο εθνικής πολιτικής, εάν δεν βελτιωνόταν αισθητά η κατάστασή του. Μεταξύ των παραγόντων που διαιώνιζαν την κακή κατάσταση ήταν η έλλειψη ενιαίας διοίκησης του στρατού, η επέμβαση της πολιτικής στα εσωτερικά του, η ανάμειξη των αξιωματικών στην πολιτική, η απόσπαση μεγάλου μέρους του στρατού σε ξένα καθήκοντα και η κατάτμησή του σε μικρές μονάδες, διασκορπισμένες σε πόλεις και κωμοπόλεις.

O Γεώργιος Θεοτόκης, κληρονόμος της εκσυγχρονιστικής πολιτικής του Τρικουπικού κόμματος, μόλις η κυβέρνησή του, που προήλθε από τις εκλογές του 1899, ανέλαβε την εξουσία, υιοθέτησε σειρά μέτρων για την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό του στρατού και την απαλλαγή του από την υλική και ηθική φθορά που του προκάλεσε ο πόλεμος του 1897. Με το νόμο ΒΨ’ της 1ης Απριλίου 1900, καθιερώθηκε ο θεσμός της Γενικής Διοικήσεως του Στρατού.

Ολόκληρη η επικράτεια, από στρατιωτικής απόψεως, αποτελούσε μία περιφέρεια, η οποία τελούσε υπό την ενιαία διοίκηση του γενικού διοικητή στρατού, που ήταν ταυτόχρονα γενικός επιθεωρητής στρατού. O γενικός διοικητής είχε ως προϊσταμένη αρχή τον υπουργό των Στρατιωτικών, ο οποίος έπαψε πλέον να ασκεί άμεση διοίκηση στο στράτευμα και η εξουσία του γινόταν σκιώδης.

O γενικός διοικητής είχε πλήρη και απόλυτη πρωτοβουλία σε θέματα οργάνωσης, εκπαίδευσης και προπαρασκευής αξιόμαχου στρατού και στην αρμοδιότητά του υπάγονταν οι τοποθετήσεις, οι προαγωγές και άλλα θέματα που αφορούσαν στους αξιωματικούς. Έτσι, περιοριζόταν η επίδραση της πολιτικής στο στρατό και επιδιωκόταν η ενότητα διοίκησης και εκπαίδευσής του. Γενικός διοικητής του στρατού διορίστηκε ο διάδοχος Κωνσταντίνος, που ήταν ταυτόχρονα και γενικός επιθεωρητής στρατού.

Το 1904, με το Θεοτόκη πάλι στην εξουσία, εγκρίθηκε με το νόμο ΓΛΑ’ της 28ης Ιουνίου, ο νέος οργανισμός του στρατού. Σύμφωνα με τον οργανισμό αυτό, ο Ελληνικός στρατός σε περίπτωση επιστράτευσης θα αποτελούνταν από τρεις μεραρχίες “Βουλγαρικού Τύπου”, καθεμία από τις οποίες θα περιλάμβανε τέσσερα συντάγματα πεζικού, δύο τάγματα ευζώνων, ένα σύνταγμα πυροβολικού και ένα σύνταγμα ιππικού, με αθροιστική παρατακτική δύναμη τριών μεραρχιών 60.000 ανδρών.

Στο διάστημα της τελευταίας πρωθυπουργίας του Θεοτόκη (1906-1909), απαγορεύτηκε με το νόμο ΓΡΞΕ’ της 3ης Απριλίου 1906, η απόσπαση αξιωματικών και οπλιτών στη χωροφυλακή, τη δασική και την τελωνειακή υπηρεσία, για να απαλλαγεί ο στρατός από ξένες προς την αποστολή του υπηρεσίες. Με το νόμο ΓΡΞΖ’ της 11ης Ιουλίου/6ης Σεπτεμβρίου 1906 ρυθμίστηκε η κατ’ εκλογή προαγωγή των αξιωματικών στις επιτελικές θέσεις και με το νόμο ΓΡΟΒ’ της 11ης Ιουλίου/16ης Οκτωβρίου 1906 απαγορεύτηκε η κατάταξη στο στρατό των αποφοίτων ξένων στρατιωτικών σχολών που δεν είχαν πτυχίο της Σχολής Ευελπίδων.

Τέλος, με το νόμο ΓΣΚΖ’ της 5ης/21ης Ιουλίου 1907 ιδρύθηκε Γενικό Επιτελείο Ναυτικού και με το Βασιλικό Διάταγμα του 1908 προσαρμόσθηκε στις νέες συνθήκες πολέμου η εξωτερική εμφάνιση του στρατού, με την καθιέρωση, για πρώτη φορά, στολών εκστρατείας χρώματος χακί.

 

Οι Στολές Αξιωματικών και Οπλιτών

Βασικό γνώρισμα των τακτικών στρατών υπήρξε πάντοτε η ενιαία ενδυμασία. Από το 1870, καθιερώθηκε για τους αξιωματικούς η γαλλικού τύπου στολή, η οποία περιλάμβανε πηλήκιο, χιτώνιο, περισκελίδα και χλαίνη από μάλλινο βαθύ μπλε ύφασμα. Εξαίρεση αποτελούσαν το ιππικό, που η στολή του παρέμεινε πράσινη, και το πεζικό, που η περισκελίδα του ήταν χρώματος γκρι.

Το 1877, καθιερώθηκε ως μικρή στολή των αξιωματικών το αυστριακού τύπου χιτώνιο, που κούμπωνε μπροστά με αφανή κουμπιά και σε κάθε άκρο του το περιλαίμιο έφερε τρίγωνο τεμάχιο υφάσματος με το διακριτικό χρώμα του όπλου ή της υπηρεσίας, καθώς και τα διακριτικά του βαθμού. Το 1885, καθιερώθηκε το πηλήκιο με κυρτό γείσο, Γαλλικού τύπου.

H θερινή στολή όλων των αξιωματικών ήταν όμοια με τη χειμερινή, αλλά κατασκευασμένη από λινό λευκό ύφασμα. Από το 1890, επιτράπηκε στους αξιωματικούς να φορούν με τη θερινή στολή λευκό πηλήκιο από λινό ύφασμα, όμοιο στο σχήμα με το χειμερινό. Το 1892, καθορίστηκε η μικρή θερινή στολή των αξιωματικών και ανθυπασπιστών, που περιλάμβανε μάλλινο πηλήκιο και χιτώνιο χρώματος φαιού, καθώς και λινό παντελόνι ή μάλλινο, όταν φοριόνταν με μπότες, επίσης χρώματος φαιού.

H μικρή στολή εκτός υπηρεσίας περιλάμβανε λευκό λινό πηλήκιο και χιτώνιο, καθώς και λευκό λινό παντελόνι ή μάλλινο, όταν φοριόταν με μπότες. Για τους αξιωματικούς του υγειονομικού, κτηνιατρικού και φαρμακευτικού καθορίστηκε, από τον Δεκέμβριο του 1895, να φέρουν στο περιλαίμιο της μεγάλης στολής, ως διακριτικό, το έμβλημα που παρουσιάζει ένα φίδι να ελίσσεται γύρω από τρεις ράβδους, πλαισιωμένο από δύο κλαδιά δάφνης.

H στολή των οπλιτών ήταν παρόμοια με αυτή των αξιωματικών. Εντελώς διαφορετική ήταν η στολή των ευζώνων, η οποία περιλάμβανε: γιλέκο και ιματίδιο (μεϊντάνι) από λευκό μάλλινο ύφασμα με μάλλινα γαϊτάνια χρώματος μοβ και δύο σειρές από δώδεκα κουμπιά δεξιά και αριστερά του στήθους, κόκκινο φέσι με μαύρη μεταξωτή φούντα, στέμμα και εθνόσημο, λευκές περικνημίδες και μοβ μάλλινες καλτσοδέτες, φουστανέλα από λευκό ύφασμα, ζώνη βαμβακερή, τσαρούχια και φαιά κάπα.

Το 1900, προστέθηκε στη στολή των αξιωματικών η μπέρτα από μάλλινο ύφασμα. Το 1903, ορίστηκε στη θερινή στολή τα διακριτικά του βαθμού και το διακριτικό έμβλημα του όπλου ή της υπηρεσίας να φέρονται στις επωμίδες και όχι στο περιλαίμιο. Το 1904, ορίστηκε το θερινό χιτώνιο των αξιωματικών να κουμπώνει μπροστά με μεταλλικά κουμπιά και όχι με τις μέχρι τότε εσωτερικές ταινίες που το έσφιγγαν γύρω από τη μέση.

Το 1908, καθιερώθηκε η χακί στολή ως μοναδική στολή για τους οπλίτες και ως στολή ασκήσεων και εκστρατείας για τους αξιωματικούς. Το χιτώνιο της στολής αυτής ήταν ίδιο με το λευκό θερινό χιτώνιο, αλλά έφερε παραρράμματα γύρω από το περιλαίμιο. Τα κουμπιά ήταν χρυσά ή επάργυρα. Οι επωμίδες κατασκευάζονταν από μάλλινο ύφασμα και έφεραν ως διακριτικά μία χρυσή ή ασημένια ταινία για τους κατώτερους και δύο για τους ανώτερους αξιωματικούς, μαζί με τα διακριτικά για το βαθμό τους άστρα.

Το παντελόνι της στολής εκστρατείας ήταν κοντό, έφερε παραρράμματα και φοριόταν με κνημίδες από χακί μάλλινο ύφασμα. Το πηλήκιο ήταν όμοιο με αυτό της στολής, από σκούρο μπλε χρώμα, με τη διαφορά ότι το γείσο και το υποσιάγωνο ήταν δερμάτινα. H χλαίνη ήταν και αυτή χρώματος χακί και έφερε επωμίδες όμοιες με αυτές του χιτωνίου. Χρώματος χακί ήταν επίσης το αδιάβροχο.

Ως διακριτικό χρώμα για κάθε όπλο ή υπηρεσία ορίστηκε το κόκκινο για το πεζικό και τους νοσοκόμους, το βυσσινί για το ιππικό, το ανοικτό κόκκινο για το πυροβολικό, το μπλε για το μηχανικό, το βυσσινί βελούδο για την υγειονομική και κτηνιατρική υπηρεσία και το πράσινο για τη φαρμακευτική υπηρεσία.

 

Αναδιοργάνωση

H προσπάθεια αναδιοργάνωσης και εκσυγχρονισμού του στρατού, ώστε να καταστεί το ταχύτερο περισσότερο ετοιμοπόλεμος και ικανός να ανταποκριθεί στις εθνικές απαιτήσεις εκείνης της περιόδου, συνεχίστηκε από τη στρατιωτική επανάσταση του 1909. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής, με το νόμο ΓΥΕ’ της 7ης/12ης Νοεμβρίου 1909, καταργήθηκε η Γενική Διοίκηση Στρατού και ορίστηκε η διοίκηση των στρατιωτικών να ασκείται από τους διοικητές των μεραρχιών, οι οποίες στο εξής υπάγονταν απευθείας στο Υπουργείο Στρατιωτικών.

Σε αυτό υπάγονταν επίσης οι μη μεραρχιακές μονάδες, τα στρατιωτικά καταστήματα και οι υπηρεσίες που μέχρι τότε υπάγονταν στη Γενική Διοίκηση. Το Γενικό Επιτελείο της Γενικής Διοίκησης συγχωνεύτηκε στην Επιτελική Υπηρεσία του Υπουργείου Στρατιωτικών, η οποία επανδρώθηκε με κατάλληλους μάχιμους αξιωματικούς. Επιπλέον, συστήθηκε Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελούνταν από τον αρχηγό της

Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού και τους διοικητές των μεραρχιών. Αρμοδιότητα του Συμβουλίου ήταν οι κατ’ έτος προαγωγές και τοποθετήσεις των αξιωματικών. Με το νόμο ΓΤΟΒ’ της 8ης/9ης Οκτωβρίου 1909, καταργήθηκε το Σώμα Γενικών Επιτελών, επειδή είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι αποτελούσε προνομιούχα τάξη αξιωματικών. H Επιτελική Υπηρεσία Στρατού αναδιοργανώθηκε και ως αποστολή της καθορίσθηκε η οργάνωση, η εκπαίδευση, ο εξοπλισμός, οι μεταφορές και γενικά η προετοιμασία του στρατού για την εξασφάλιση της άμυνας της χώρας.

Καθορίστηκε η γενική στρατολογία, ενώ τα σχέδια επιστράτευσης πήραν οριστική μορφή, που μπορούσε να υλοποιηθεί. Με το νόμο ΓΦΝΣΤ’ της 11ης/12ης Φεβρουαρίου 1910, ρυθμίστηκε ο νέος οργανισμός του στρατού. Σύμφωνα με αυτόν, η χώρα διαιρέθηκε σε τρεις στρατιωτικές περιοχές, η καθεμία από τις οποίες ήταν έδρα μεραρχίας. Το επιτελείο της μεραρχίας διαιρούνταν σε δύο τμήματα, το Ενεργό και το Έμπεδο. Σε περίπτωση επιστράτευσης, το Ενεργό ακολουθούσε τη μεραρχία, ενώ το Έμπεδο παρέμενε στη θέση του, όπου προβλεπόταν η συγκρότηση μίας νέας μεραρχίας.

Τον Απρίλιο του 1910, συστήθηκε με νόμο Ανώτατο Μικτό Επιτελείο Στρατού Ξηράς και Θάλασσας, σκοπός του οποίου ήταν η κατάρτιση από κοινού σχεδίου επιχειρήσεων για το στρατό και το στόλο, η μέριμνα οργάνωσης και προπαρασκευής για την εφαρμογή του σχεδίου, η μελέτη μεθοδικής ανάπτυξης των χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων με βάση το σχέδιο αυτό και τέλος η αμυντική οργάνωση της χώρας και η περιοδική αντικατάσταση, επισκευή και εκποίηση των άχρηστων πλοίων και υλικών γενικά.

H κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, που προήλθε από τις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910, ενέτεινε την προσπάθεια για αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου. O ίδιος ο Βενιζέλος ανέλαβε το Υπουργείο των Στρατιωτικών και πρόταξε την αναβάθμιση των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων ως έναν από τους κυριότερους στόχους του, διότι έβλεπε ότι η στρατιωτική σύγκρουση στα Βαλκάνια ήταν απλώς ζήτημα κατάλληλων συγκυριών και χρόνου. H επάνοδος των αξιωματικών στα αυστηρά υπηρεσιακά καθήκοντα αποτελούσε για το Βενιζέλο βασική προϋπόθεση για την επαναφορά της χώρας στην ομαλότητα.

Για να εξομαλύνει τις αντιθέσεις που είχαν προκληθεί στους κόλπους των ενόπλων δυνάμεων, μετά την επαναστατική πρωτοβουλία του Στρατιωτικού Συνδέσμου και να αποκαταστήσει την πειθαρχία στο στράτευμα, αποφάσισε να αποκόψει κάθε προνομιακό δεσμό με τα μέλη της επαναστατικής ομάδας και να αξιοποιήσει τα ικανότερα από τα στοιχεία του στρατεύματος, θεσπίζοντας αξιολογικά κριτήρια για την επιλογή και προαγωγή των στελεχών του.

Με το νόμο ΓΩΙΔ’ της 27ης Ιανουαρίου/4 Ιουλίου 1911, συστήθηκε θέση Γενικού Επιθεωρητή Στρατού, ο οποίος σε περίπτωση πολέμου προβλεπόταν να αναλαμβάνει την αρχιστρατηγία, ενώ με το νόμο ΓΜΣΤΕ’ της 17ης Ιανουαρίου 1912, θεσπίσθηκε νέος οργανισμός του στρατού.

Με το νέο οργανισμό, ο Ελληνικός στρατός υπαγόταν απευθείας στο Υπουργείο των Στρατιωτικών και αποτελούνταν από τέσσερις μεραρχίες των τριών συνταγμάτων πεζικού και ένα σύνταγμα πεδινού πυροβολικού η καθεμία, έξι ανεξάρτητα τάγματα ευζώνων, δύο συντάγματα ορειβατικού πυροβολικού, ένα τάγμα βαρέος πυροβολικού και δύο συντάγματα μηχανικού, το πρώτο από τα οποία διέθετε ένα τάγμα σκαπανέων και ένα γεφυροποιών και το δεύτερο δύο τάγματα σκαπανέων.

Υπήρχαν, επίσης, από πλευράς των Ειδικών Υπηρεσιών, τρεις λόχοι μεταγωγικού, τρεις λόχοι νοσοκόμων, ένας λόχος τεχνικών πυροβολικού, ένας λόχος γραφέων επιτελικής και στρατολογικής υπηρεσίας και ένας λόχος γραφέων και εργατών οικονομικής υπηρεσίας. Με το νέο οργανισμό, οι μεραρχίες γίνονταν ελαφρότερες και προσαρμόζονταν καλύτερα στο ορεινό Ελληνικό έδαφος.

H δύναμη του Ελληνικού στρατού στην ειρηνική περίοδο εξακολουθούσε να παραμένει σταθερή και ανερχόταν στα ίδια επίπεδα με αυτά του 1903, δηλαδή, περίπου 22.000 άνδρες. Τέλος, τον Μάρτιο του 1912, τα καθήκοντα του γενικού επιθεωρητή στρατού ανατέθηκαν στο διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος σύμφωνα με το σχετικό νόμο, σε περίπτωση επιστρατεύσεως ή πολέμου, αναλάμβανε αρχιστράτηγος.

 

Εκπαίδευση

Μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας για τη βελτίωση της στρατιωτικής κατάστασης της χώρας, ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στην εκπαίδευση του Ελληνικού στρατού, των στελεχών και των οπλιτών του. Στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων επαναλήφθηκαν τα μαθήματα, η εκπαίδευση έγινε εντατικότερη και το πρόγραμμα σπουδών βελτιώθηκε.

Οι ευέλπιδες στα τρία πρώτα χρόνια διδάσκονταν Θετικές Επιστήμες (Ανώτερη Άλγεβρα, Αναλυτική Γεωμετρία, Παραστατική, Μηχανική και Θερμοδυναμική, Χημεία και Φυσική), ενώ στα υπόλοιπα δύο, στρατιωτικά μαθήματα. Στο τέλος του έτους, οι Ευέλπιδες έκαναν τοπογραφικές εφαρμογές και πορεία με ασκήσεις λόχου, βάσει τακτικού θέματος.

Από το 1903, άρχισε να εφαρμόζεται το σύστημα της διαδοχικής πρόσκλησης υπό τα όπλα των εφέδρων για εκπαίδευση. Το 1904, με το νόμο ΓΓ’ της 17ης Μαρτίου, κλήθηκαν έφεδροι για γενικές ασκήσεις και καθιερώθηκαν οι “Εαρινές Ασκήσεις” του στρατού, που εκτελούνταν κάθε χρόνο. Με τις ασκήσεις αυτές υποβοηθήθηκε σημαντικά η ενημέρωση του σώματος των αξιωματικών για τις νέες αντιλήψεις της τακτικής του πολέμου και αυξήθηκε ικανοποιητικά η μαχητική ικανότητα του στρατού.

Το 1905, ιδρύθηκε σχολείο ιππευτικής, στο οποίο θα εκπαιδεύονταν όλοι οι ανθυπίλαρχοι, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, καθώς και από ένας ανθυπασπιστής και μικρός αριθμός υπαξιωματικών από τα συντάγματα ιππικού και πυροβολικού. Το 1906, ιδρύθηκε σχολείο γυμναστικής, στο οποίο θα εκπαιδεύονταν υπαξιωματικοί του στρατού και του ναυτικού, προκειμένου να γίνουν ικανοί προγυμναστές της ατομικής εκπαίδευσης των οπλιτών.

Το 1907, ιδρύθηκε στην Αθήνα σχολείο βολής πεζικού, για την άρτια εκπαίδευση των υπολοχαγών, ανθυπολοχαγών, επιλοχιών και λοχίων του πεζικού, ιππικού και μηχανικού στη βολή των φορητών όπλων. Από τον Νοέμβριο του 1909, καθορίστηκε η εκτέλεση μεγάλων στρατιωτικών ασκήσεων το μήνα Μάιο κάθε χρόνου και επιτράπηκε η πρόσκληση αγύμναστων εφέδρων και εθνοφρουρών για εκγύμναση, που διαρκούσε μέχρι τρεις μήνες. Το 1910, ιδρύθηκε προπαρασκευαστική σχολή επιτελών που άρχισε να λειτουργεί από τον Μάιο του 1911.

Στη σχολή φοιτούσαν, μετά από διαγωνισμό, μέχρι είκοσι λοχαγοί ή υπολοχαγοί. Όσοι αποφοιτούσαν με επιτυχία, μπορούσαν να συμμετάσχουν σε διαγωνισμό για αποστολή προς εκπαίδευση στο εξωτερικό. Τέλος, τον Ιανουάριο του 1912, καταργήθηκε το προπαρασκευαστικό σχολείο εφέδρων αξιωματικών και συγκροτήθηκαν ουλαμοί υποψηφίων εφέδρων αξιωματικών από ένας σε κάθε μεραρχία για το πεζικό και από ένας για καθένα από τα λοιπά σώματα.

Πέρα, όμως, από τη φοίτηση στα διάφορα σχολεία του εσωτερικού, αξιωματικοί αποστέλλονταν και στο εξωτερικό, για να ολοκληρώσουν την εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτισή τους. Ετσι, με νόμο της 1ης Νοεμβρίου 1909, προβλεπόταν η αποστολή κάθε χρόνο για εκπαίδευση σε ανώτερη σχολή του εξωτερικού τριετούς διάρκειας, όσων λοχαγών και υπολοχαγών πετύχαιναν σε σχετικό διαγωνισμό. Επίσης, με το νόμο ΓΦΠΖ’ της 24ης Φεβρουαρίου/2ας Μαρτίου 1910, θεσπίσθηκε η αποστολή 16 αξιωματικών σε χώρες του εξωτερικού για εκπαίδευση σε αντικείμενο του όπλου ή της υπηρεσίας τους.

Τέλος, με το νόμο ΓΠΩΕ’ της 4ης/9ης Αυγούστου του 1911, αποφασίστηκε η αποστολή, μετά από εξετάσεις, φοιτητών της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών στη στρατιωτική ιατρική σχολή της Λυών. Οσοι αποφοιτούσαν με επιτυχία, ονομάζονταν ανθυπίατροι και κατατάσσονταν οριστικά ως μόνιμοι στον Ελληνικό στρατό, με δωδεκαετή υποχρέωση. Ακόμη, με το νόμο ΓΩΠΔ’ της 4ης/9ης Αυγούστου, προβλεπόταν η αποστολή κάθε χρόνο υπιάτρων ή ανθυπιάτρων για μετεκπαίδευση στη στρατιωτική σχολή του Βαλ ντε Γκρας των Παρισίων.

Όμως, ιδιαίτερα μεγάλη ώθηση στην οργάνωση και συστηματοποίηση της εκπαίδευσης του ελληνικού στρατού έδωσε η γαλλική αποστολή υπό το στρατηγό Εϋντώ, η οποία αποτελούνταν από 15 αξιωματικούς και έφθασε στην Αθήνα στα τέλη Ιανουαρίου του 1911. Στις 11 Απριλίου 1911, έφθασε στην Ελλάδα και αποστολή από Άγγλους αξιωματικούς του ναυτικού υπό το ναύαρχο Τάφνελ, η οποία ανέλαβε την εκπαίδευση του Ελληνικού ναυτικού και αναμόρφωσε το σύστημα εκπαίδευσης των Ναυτικών Δοκίμων.

 

Εξοπλισμός – Εφόδια

Μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο εξοπλισμός των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων με σύγχρονο οπλισμό ήταν ανάγκη επιτακτική, αφού ο οπλισμός που διέθετε, ήταν παλιός και ξεπερασμένος και μεγάλο μέρος αυτού είχε φθαρεί, διασκορπισθεί ή χαθεί εξαιτίας του πολέμου.

Επιπλέον, ο πρωθυπουργός, Γ. Θεοτόκης, είχε πεισθεί ότι η διαιρεμένη σε δύο στρατόπεδα Ευρώπη είχε εγκαταλείψει οριστικά το δόγμα της διατήρησης της ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και προέβλεπε ότι η διαδικασία διαμελισμού της Τουρκίας, τουλάχιστον στο Ευρωπαϊκό τμήμα της, θα εκτελούνταν από τους Ρώσους και τους Αυστριακούς με την ανοχή αντίστοιχα των Αγγλογάλλων και των Γερμανών και ότι ως όργανα αυτής της διαδικασίας θα χρησιμοποιούσαν τα Βαλκανικά κράτη.

O “Ατυχής Πόλεμος” του 1897 και η Βουλγαρική επεκτατικότητα, που είχε εκδηλωθεί κυρίως με το Μακεδονικό ζήτημα, έδειχναν ότι η Ελλάδα δεν διέθετε αξιόμαχο στρατό και ότι, όταν θα έφθανε η στιγμή της παραπάνω διαδικασίας, θα έπαιρνε “ψιχία” από την κληρονομιά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι σκέψεις αυτές τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η πολεμική προετοιμασία της χώρας είχε άμεση προτεραιότητα, ακόμη και με θυσία της δημοσιονομικής ισορροπίας και της οικονομικής ανάπτυξης.

Γι’ αυτό, πήρε σημαντικά μέτρα που απέβλεπαν στην ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων και τον εξοπλισμό τους με σύγχρονο οπλισμό. Έτσι, με το νόμο ΒΨΟΔ’ του 1900, ιδρύθηκε το Ταμείο Εθνικού Στόλου, με σκοπό τη συμπλήρωση των ναυτικών δυνάμεων της χώρας. Στο ταμείο αυτό μεταβιβάστηκε η διαχείριση όλων των κληροδοτημάτων υπέρ του στόλου, μεταξύ των οποίων το κληροδότημα του Γεωργίου Αβέρωφ, και όλοι οι κρατικοί πόροι που προέρχονταν από τα τέλη αγκυροβολίας, φαρικών, δεξαμενισμού κ.λπ.

Με χρήματα αυτού του ταμείου αγοράσθηκαν, το 1906-1907, οκτώ αντιτορπιλικά τύπου “Θυέλλης”, τα “Σφενδόνη”, “Νίκη”, “Δόξα”, “Θύελλα”, “Ναυκρατούσα”, “Βέλος”, “Ασπίς” και “Λόγχη”. Το 1904, με το νόμο ΓΚΖ’ της 22ας Ιουνίου, ιδρύθηκε το Ταμείο Εθνικής Αμυνας, σκοπός του οποίου ήταν η συμπλήρωση των αναγκών του στρατού ξηράς από τους πόρους του, που διετίθεντο αποκλειστικά για τη συμπλήρωση των μέσων της κατά ξηράν άμυνας της χώρας, την προμήθεια του παντοειδούς υλικού πολέμου και την κατασκευή ή ανακαίνιση των στρατιωτικών κτηρίων.

Οι πρόσοδοι του ταμείου, που υπολογίζονταν σε 5.000.000 το χρόνο, ήταν το 1/10 των τελωνειακών δασμών, το αντίτιμο της απαλλαγής από τη στρατιωτική θητεία και οι φόροι οινοπνεύματος και ζύθου.

Το 1905, η κυβέρνηση Ράλλη είχε παραγγείλει 60.000 τουφέκια Μάνλιχερ, αλλά τον επόμενο χρόνο η κατασκευή τους δεν είχε ακόμη αρχίσει, γιατί δεν είχε καταβληθεί η απαιτούμενη προκαταβολή. Για οικονομικούς επίσης λόγους δεν είχαν παραγγελθεί τα φυσίγγια που αντιστοιχούσαν στα 60.000 Μάνλιχερ. Τον Δεκέμβριο του 1905, όταν ο Θεοτόκης ανέλαβε πάλι την πρωθυπουργία και κράτησε ο ίδιος και το Υπουργείο Στρατιωτικών, η εικόνα που παρουσίαζε ο στρατός, δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική.

O ενεργός στρατός δεν ξεπερνούσε τους 18.000 άνδρες, από τους οποίους οι 5.170 ήταν αποσπασμένοι σε μεταβατικά αποσπάσματα ή σε καθήκοντα δασοφυλακής, τελωνοφυλακής, αστυνόμευσης και δεσμοφυλάκων. Οι ελλείψεις του πεζικού και του πυροβολικού σε πυρομαχικά ήταν πολύ μεγάλες και οι αποθήκες υλικού στρατοπαιδείας, ιματισμού κ.λπ. ή δεν υπήρχαν ή ήταν άδειες. Το πεζικό, περιμένοντας τα Μάνλιχερ, ήταν εξοπλισμένο με Γκρας και το πυροβολικό με πεπαλαιωμένα βραδυβόλα Κρουπ (Krupp).

Σύμφωνα με έκθεση του επιτελείου, εκτός από τα έξοδα του τακτικού προϋπολογισμού και τους πόρους του Ταμείου Εθνικής Αμυνας, χρειαζόταν άλλα περίπου 20.000.000 δραχμές για να μπορέσει ο στρατός, που προβλέπονταν από τον οργανισμό του 1904, να γίνει πραγματικότητα. Ενόψει της κατάστασης αυτής, η κυβέρνηση Θεοτόκη προχώρησε σε νομοθετική διαδικασία χρηματοδότησης της πολεμικής προπαρασκευής.

Με το νόμο ΓΡΞΑ’ της 27ης Ιουλίου 1906, ενίσχυσε το Ταμείο της Εθνικής Αμυνας με 4.500.000 δραχμές το χρόνο από τον ειδικό προϋπολογισμό του Υπουργείου των Στρατιωτικών για την εξυπηρέτηση αποκλειστικά των δαπανών των στρατιωτικών προμηθειών. Ακολούθησε ο νόμος ΓΡΕ’ της 23ης Δεκεμβρίου 1906, με τον οποίο εγκρίθηκε η χορήγηση προς το Ταμείο Εθνικής Αμυνας δανείου 20.000.000 χρυσών φράγκων από την Εθνική Τράπεζα.

Αλλά και μετά τη σύναψη του σημαντικού αυτού δανείου, η κυβέρνηση συνέχιζε να χρηματοδοτεί το στρατό και το ναυτικό με ενίσχυση των σχετικών κονδυλίων στον τακτικό προϋπολογισμό κάθε έτους και με αλλεπάλληλες έκτακτες πιστώσεις. Χαρακτηριστικό της αποτελεσματικότητας της προσπάθειας που είχε γίνει,

 

Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ Α’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 

Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1912 και κατόπιν σύμπραξης συμμαχίας των Βαλκανικών κρατών, (Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα, και Βουλγαρία), τα κράτη αυτά απέστειλαν τελεσίγραφο στην Τουρκία με το οποίο ζητούσαν την διασφάλιση της αυτονομίας των εθνικών μειονοτήτων τους που ζούσαν στο έδαφός της, την διασφάλιση κάποιων πολιτικών προνομίων τους, καθώς και την αναγνώριση των χριστιανικών σχολείων. Η Τουρκία απέρριψε το τελεσίγραφο και οι εξελίξεις που ακολούθησαν υπήρξαν ραγδαίες. Η απαρχή των Βαλκανικών πολέμων ήταν πλέον γεγονός.

Αξίζει να αναφερθεί ότι μέχρι και την τελευταία στιγμή η Οθωμανική αυτοκρατορία πρότεινε στην Ελλάδα να μη συμμετάσχει στον πόλεμο, με αντάλλαγμα την οριστική εκχώρηση της Κρήτης. Στις 4 Οκτωβρίου 1912 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Με την Ελλάδα απέφυγε να κηρύξει τον πόλεμο ελπίζοντας ακόμα σε ειρηνικό διακανονισμό.

Την αμέσως όμως επόμενη ημέρα, η Ελληνική κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο ως μέλος του Βαλκανικού Συνασπισμού. Σύμφωνα με το σχέδιο επίθεσης, ο στρατός Θεσσαλίας με διοικητή τον διάδοχο Κωνσταντίνο θα αναλάμβανε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων. Ο στρατός Ηπείρου με διοικητή τον στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη θα αναλάμβανε δευτερεύοντα ρόλο, μέχρι την ολοκλήρωση του έργου του στρατού Θεσσαλίας.

Στις 6 Οκτωβρίου οι Ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλή τον διάδοχο Κωνσταντίνο, μάχονται στην Ελασσόνα, η οποία και καταλαμβάνεται. Οι Τουρκικές δυνάμεις υποχωρούν στα στενά του Σαρανταπόρου. Η Ελληνική επίθεση με επικεφαλή τον διάδοχο Κωνσταντίνο άρχισε το απόγευμα στις 9 Οκτωβρίου. Ο Τουρκικός στρατός αναγκάζεται να οπισθοχωρήσει στα Σέρβια όπου περίμενε μία Ελληνική Μεραρχία η οποία κατόπιν αιφνιδιασμού, το έτρεψε σε φυγή. Ο Ελληνικός στρατός εισήλθε στα Σέρβια και αμέσως μετά προωθήθηκε ως τον ποταμό Αλιάκμονα. Στις 11 Οκτωβρίου εισήλθε στην Κοζάνη.

Η επόμενη μεγάλη μάχη δόθηκε στις 19-20 Οκτωβρίου στη λίμνη των Γιαννιτσών, όπου οι Τούρκοι είχαν παρατάξει ισχυρές δυνάμεις, ώστε να ανακόψουν την πορεία του Ελληνικού στρατού προς την Θεσσαλονίκη. Η Ελληνική επίθεση ήταν επιτυχής και στις 20 Οκτωβρίου το πρωί ο Ελληνικός στρατός εισήλθε στην πόλη των Γιαννιτσών. Στη συνέχεια, και αφού επισκεύασε τις γέφυρες που είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι, πέρασε την ανατολική όχθη του Αξιού ποταμού και άρχισε να προετοιμάζει την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.

Βλέποντας την νικηφόρα προέλαση του Ελληνικού Στρατού, ο οποίος πλέον έχει περικυκλώσει τις Τουρκικές δυνάμεις έξω από την Θεσσαλονίκη, οι Ευρωπαίοι πρόξενοι της Θεσσαλονίκης και ο Τούρκος στρατηγός Σαδίλκ παρουσιάστηκαν στις εμπροσθοφυλακές του Ελληνικού στρατού στην περιοχή Τοψίου (νυν Γέφυρα) και ζήτησαν να παραδώσουν υπό όρους τη Θεσσαλονίκη στον Ελληνικό Στρατό.

Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος απέρριψε δύο φορές τους όρους του Τούρκου αρχιστράτηγου Χασάν Ταξίν, ο οποίος εν τέλει αποδέχθηκε τους όρους που έθεσε ο Βασιλέας Κωνσταντίνος. Την νύχτα της 26 Οκτωβρίου-27 Οκτωβρίου 1912 οι αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης υπέγραψαν το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης στον Ελληνικό Στρατό.

Την επόμενη ημέρα (28 Οκτωβρίου) ο διάδοχος Κωνσταντίνος εισέρχεται με τον Ελληνικό Στρατό στη Θεσσαλονίκη υπό τις επευφημίες των Ελλήνων κατοίκων ενώ στις 29 Οκτωβρίου ο Βασιλεύς Γεώργιος Α’. Στις 28 Οκτωβρίου η Βουλγαρική μεραρχία, υπό το στρατηγό Θεοδώροφ έφτασε έξω από την πόλη της Θεσσαλονίκης και αξίωσε να επιτραπεί η είσοδος της Μεραρχίας στην πόλη κάνοντας φανερό ότι οι Βούλγαροι ήθελαν να προβάλλουν δικαίωμα συγκυριαρχίας.

Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος επέτρεψε την είσοδο μόνο 2 ταγμάτων των οποίων ηγούνταν οι πρίγκιπες Βόρις και Κύριλλος, ως ένδειξη σεβασμού, αλλά διαμήνυσε ότι εφόσον η Βουλγαρία ήθελε την Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να την διεκδικήσει μόνο δια των όπλων. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, στις 5 Νοεμβρίου 1912, μικρή δύναμη με επικεφαλή τον Ταγματάρχη Σπύρο Σπυρομήλιο αποβιβάστηκε στην Χειμάρα ενώ στις 7 Δεκεμβρίου ο στρατός Μακεδονίας εισήλθε στην Κορυτσά.

Στο μέτωπο νότια των Ιωαννίνων, στο Μπιζάνι, οι Τούρκοι είχαν οργανώσει βάσει Γερμανικών σχεδίων οχυρωματικά έργα: ισχυρά πυροβολεία, πυροβόλα και τσιμεντένια χαρακώματα, καθιστώντας αδύνατη την προέλαση του Ελληνικού στρατού με τις περιορισμένες δυνάμεις που διέθετε στην περιοχή. Παρόλα αυτά, με την συμβολή του στρατού της Μακεδονίας απελευθερώθηκαν τα Ιωάννινα στις 22 Φεβρουαρίου 1913, αφού οι Τουρκικές δυνάμεις του Μπιζανίου οδηγήθηκαν σε συνθηκολόγηση.

Από τα Ιωάννινα ο στρατός κινήθηκε βόρεια: στις 27 Φεβρουαρίου εισήλθε στο Αργυρόκαστρο και στις 3 Μαρτίου στους Αγίους Σαράντα, ολοκληρώνοντας την απελευθέρωση της Ηπείρου. Παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην στεριά, πραγματοποιούνται νικηφόρες μάχες στην θάλασσα. Ειδικότερα: Από τις 6 Οκτωβρίου έως τις 20 Δεκεμβρίου του 1912 μικτά αγήματα του στόλου απελευθέρωσαν, όλα σχεδόν τα νησιά του ανατολικού και βόρειου Αιγαίου:

  • 17/10/1912: Ίμβρος, Θάσος και Άγιος Ευστράτιος.
  • 18/10/1912: Σαμοθράκη.
  • 21/10/1912: Ψαρά.
  • 24/10/1912: Τένεδος.
  • 02/11/1912: Χερσόνησος Αγίου Όρους.
  • 11/11/1912: Λέσβος.
  • 13/11/1912: Χίος.
  • 14/11/1912: Οινούσσες.
  • 27/11/1912: Ικαρία.
  • 02/03/1913: Σάμος.

 

Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου (1913) η οποία συνομολογήθηκε μεταξύ των νικητών συμμάχων, (Ελλάδας, Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Σερβίας) αφενός και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου.

 

ΗΜΕΡΕΣ ΔΟΞΑΣ

O μικρός Ελληνικός στρατός του 1912-1913 επιτέλεσε έργο γιγάντων. Αφού, τον Οκτώβριο του 1912 προήλασε μέχρι τη Θεσσαλονίκη, έσπευσε αμέσως, τον Νοέμβριο, να διώξει από τη Βορειοδυτική Μακεδονία τον Τουρκικό στρατό, που υποχωρούσε από το σερβικό θέατρο πολέμου, κατόπιν, κατά τον Δεκέμβριο, να απελευθερώσει την Κορυτσά και να διώξει από αυτή την περιοχή τους Τούρκους, έπειτα να σπεύσει στην Ήπειρο και, αμέσως μετά την άλωση των Ιωαννίνων, να αφιχθεί εσπευσμένα στη Μακεδονία, για να αντιμετωπίσει το Βουλγαρικό κίνδυνο.

Τέλος, έφερε σε πέρας μόνος του, κατά τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1913, τον πόλεμο κατά των Βουλγάρων, απωθώντας τους μέχρι τα σύνορα της παλιάς Βουλγαρίας. Οι αγώνες του Ελληνικού στρατού κατά τους Βαλκανικούς πολέμους ήταν τραχείς και πεισματώδεις και οι θυσίες σε αίμα πολύ μεγάλες. Στα πεδία των μαχών σκοτώθηκαν 307 αξιωματικοί και 7.918 οπλίτες, ενώ 555 αξιωματικοί και 32.587 οπλίτες τραυματίστηκαν.

H Ελλάδα εξήλθε από τους Βαλκανικούς πολέμους με εξαιρετικά ενισχυμένο πολιτικό και στρατιωτικό γόητρο. Τα σύνορα της χώρας μεταφέρθηκαν σταθερά και εμπράγματα, από τον Άραχθο, τη Μελούνα και τον Κάτω Όλυμπο στην οροσειρά του Γράμμου, στη λίμνη Πρέσπα, στην οροσειρά Μπέλες και στον ποταμό Νέστο.

H έκταση της χώρας αυξήθηκε κατά 90% και ο πληθυσμός της κατά 80%. H επιφάνεια του Ελληνικού κράτους από 63.210 έφθασε στα 120.308 τετραγωνικά χιλιόμετρα και οι κάτοικοί της από 2.631.952 αυξήθηκαν σε 4.718.221. Οι Ελληνικές περιοχές της Μακεδονίας και της Ηπείρου προστέθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στον εθνικό κορμό, ενώ τα νησιά του Αιγαίου, εκτός των Δωδεκανήσων, έγιναν ξανά τα προπύργια του Ελληνισμού.

Οι νικηφόροι πόλεμοι του Ελληνικού στρατού κατά των Τούρκων και των Βουλγάρων αποτελούν σταθμό στην Ελληνική ιστορία και μία από τις μεγαλύτερες εθνικές εξάρσεις του Ελληνισμού, μετά την επανάσταση του 1821. H ομόνοια και η ομοψυχία στο επίπεδο τόσο της ηγεσίας – όπως εκφράστηκε με τη συνύπαρξη και συνεργασία του Βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού, Ελευθέριου Βενιζέλου – όσο και του λαού αποτελούσαν την καλύτερη και ασφαλέστερη εγγύηση για την ολοκλήρωση της εσωτερικής ανόρθωσης και της πληρέστερης δικαίωσης των εθνικών επιδιώξεων.

 

Ο ΑΛΒΑΝΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ,

Η ΣΕΡΒΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΔΙΕΝΕΞΗ,

Ο ΑΚΗΡΥΧΤΟΣ ΕΛΛΗΝΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,

Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΣΕΡΒΙΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ

Λόγω της επικείμενης ίδρυσης Αλβανικού κράτους και της αναμενόμενης αποχώρησης του Σερβικού στρατού από την Αδριατική, η Σερβία αρνήθηκε να εφαρμόσει τη Σερβοβουλγαρική συνθήκη του 1912 για τη διανομή της Μακεδονίας και απαίτησε μια νέα ρύθμιση, πράγμα που δυσαρέστησε την κυβέρνηση Γκέσωφ-Ντάνεφ. Για να εξευμενίσει τη Βουλγαρία προς υποχώρηση στο Μακεδονικό, η κυβέρνηση Πάσιτς έστειλε Σερβικό στρατό για να βοηθήσει το Βουλγαρικό στρατό που συνέχιζε την πολιορκία της Αδριανουπόλεως.

Με τη συνδρομή των Σέρβων, η Αδριανούπολη έπεσε στις 13 Μαρτίου 1913. Επικαλούμενοι την αποκοπή τους από την Αδριατική, την κύρια συμβολή τους στην απελευθέρωση του Κουμάνοβου, των Σκοπίων, του Στιπ, του Βέλες, του Μοναστηρίου, όπως και τη συμμετοχή τους με 40.000 στρατό και βαρύ πυροβολικό στην πτώση της Αδριανούπολης υπέρ των Βουλγάρων, οι Σέρβοι (πολιτική ηγεσία και στρατός) θεώρησαν άκυρη τη συνθήκη του 1912. Σύντομα άρχισε και η Ελληνοβουλγαρική διένεξη για τη Θεσσαλονίκη, την οποία διεκδίκησε η Βουλγαρία.

Ο διπλωματικός μαραθώνιος του Βενιζέλου για να διατηρηθεί η συμμαχία δεν απέδωσε καρπούς. Κατά τις συνομιλίες του τόσο με τον Ντάνεφ στο Λονδίνο (Δεκέμβριος 1912) όσο και με τους Γκέσωφ και Φερδινάνδο στη Σόφια στις 24 Ιανουαρίου/6 Φεβρουαρίου 1913 ο Βενιζέλος δεν διέκρινε καμιά υποχώρηση των Βουλγάρων στο ζήτημα της Θεσσαλονίκης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Βουλγαρική κυβέρνηση και ο Φερδινάνδος τελούσαν υπό την πίεση των Βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων που σε καμιά περίπτωση δεν δέχτηκαν τμήματα της Μακεδονίας να περιέλθουν υπό Σερβική ή Ελληνική κυριαρχία.

Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες είχαν συντρέξει την έβδομη μεραρχία της Ρίλας στις πολεμικές της επιχειρήσεις. Η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε ελευθερία διπλωματικών ελιγμών, διότι δεν είχε υπογράψει συμφωνία με τη Βουλγαρία για το εδαφικό. Στο ζήτημα της Θεσσαλονίκης, η Ρωσόφιλη κυβέρνηση Γκέσωφ Ντάνεφ είχε να αντιμετωπίσει την αντίδραση τόσο της ΕΜΕΟ (Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης) όσο και της Γερμανόφιλης αντιπολίτευσης των Φιλελευθέρων του Βασίλ Ραντοσλάβωφ.

Στην όξυνση των Ελληνοβουλγαρικών σχέσεων συντέλεσε και η ανεξιχνίαστη δολοφονία του βασιλέως Γεωργίου Α΄ στη Θεσσαλονίκη, τον Μάρτιο του 1913, από τον αναρχοσοσιαλιστή Αλέξανδρο Σχινά. Εκφράστηκε η άποψη ότι ηθικοί αυτουργοί ήταν ή Αυστριακοί ή Βούλγαροι πράκτορες. Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι επρόκειτο για Αυστρογερμανική συνωμοσία ώστε τον Αγγλόφιλο Γεώργιο να διαδεχτεί ο «Γερμανόφιλος» Κωνσταντίνος.

Σε κάθε περίπτωση, ο Σχινάς δεν ενήργησε αυτοβούλως, για προσωπικούς λόγους εκδίκησης (απόρριψη του αιτήματός του στο παρελθόν από τον Φραγκούδη, υπασπιστή του Βασιλιά, για οικονομική βοήθεια). Στη Θεσσαλονίκη δρούσαν ομάδες κομιτατζήδων και τον Δεκέμβριο του 1912 ο Φερδινάνδος επισκέφθηκε μυστικά την πόλη, επιδεικνύοντας μια υπεροπτική συμπεριφορά και δίνοντας την εντύπωση ότι βρίσκεται σε Βουλγαρική πόλη.

Αμέσως μετά την έναρξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου η Ρουμανία διεκδίκησε τη Νότιο Δοβρουτσά στη γραμμή Τουτρακάν-Μπαλτσίκ. Για να διασπάσει τη Βαλκανική Συμμαχία, η Βιέννη υποστήριξε τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ρουμανίας με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Θεσσαλονίκης στη Βουλγαρία.

Με την ενεργό ανάμιξη της Ρωσικής διπλωματίας υπογράφτηκε τελικά το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης στις 26 Απριλίου/9 Μαΐου 1913, που προέβλεπε την εκχώρηση μόνο της Σιλίστριας και της ενδοχώρας της στη Ρουμανία και την υποχρέωση της Βουλγαρίας να παραχωρήσει πολιτιστική αυτονομία στους Κουτσόβλαχους. Ωστόσο, η Βιέννη συνέχιζε να υποδαυλίζει τους Βούλγαρους στο ζήτημα της Θεσσαλονίκης. Μετά την πτώση των Ιωαννίνων (Φεβρουάριος 1912), της Αδριανούπολης (Μάρτιος 1913) και της Σκόδρας (Απρίλιος 1913), οι Νεότουρκοι δεν είχαν περιθώρια αντίστασης.

Οι Μαυροβούνιοι εισήλθαν στη Σκόδρα, αλλά έπειτα από έντονες πιέσεις των Αυστριακών εγκατέλειψαν την πόλη. Στις 17/30 Μαΐου υπογράφτηκε η συνθήκη ειρήνης στο Λονδίνο.

  1. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εκχώρησε όλες τις ευρωπαϊκές κτήσεις στους Συμμάχους, δυτικά της γραμμής Αίνου-Μηδείας.
  2. Η Κρήτη εκχωρήθηκε στην Ελλάδα.
  3. Η Αλβανία αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος, αλλά για τα οριστικά της σύνορα θα αποφάσιζαν οι Μεγάλες Δυνάμεις. – Ωστόσο, η Αυστροουγγαρία και η Ρωσία είχαν ήδη συμφωνήσει σχετικά με την αποχώρηση των Σέρβων από την Αδριατική και σχετικά με την εκχώρηση του βιλαετίου της Σκόδρας στους Αλβανούς με αντάλλαγμα την παραχώρηση του Κοσόβου (και των περιοχών Γκόστιβαρ, Τέτοβο) στους Σέρβους. Ηταν στην ουσία η αποδοχή του Ρωσικού σχεδίου. Το Αυστριακό σχέδιο προέβλεπε διχοτόμηση του Κοσόβου με την επιδίκαση στην Αλβανία των πόλεων Πετς, Τζιάκοβο και Πριζρένης.
  4. Το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου θα διευθετούνταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις

 

Υπό την πίεση της Ρωσίας, ο Βενιζέλος δέχτηκε η Αθωνική Χερσόνησος να παραμείνει στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου με ειδικό αυτόνομο καθεστώς. Η υπογραφή της συνθήκης ειρήνης δεν προδίκαζε, ωστόσο, και την ειρήνευση στα Βαλκάνια. Η άρνηση της Βουλγαρίας να αποδεχτεί τη νέα πραγματικότητα προοιωνιζόταν διάσπαση της συμμαχίας και ενδοβαλκανικό πόλεμο.

Ενώ τα άλλα Βαλκανικά κράτη είχαν ως βάση της πολιτικής τους την αρχή της ισορροπίας στη Βαλκανική, η Βουλγαρία διακατεχόταν από το ηγεμονικό σύμπλεγμα. Η Βουλγαρία είχε αποζημιωθεί με ολόκληρη σχεδόν τη Θράκη για όσα είχε απολέσει στη Μακεδονία και τη Δοβρουτσά. Το ζήτημα της Θεσσαλονίκης επέδρασε καταλυτικά στις Ελληνοβουλγαρικές σχέσεις.

Η συνεχής εισροή Βουλγάρων στρατιωτών στην πόλη και πρώην κομιτατζήδων που είχαν συμπαραταχθεί με την Εβδομη Μεραρχία της Ρίλας του στρατηγού Τοντόρωφ και μετέφεραν σημαντικό πολεμικό υλικό προκαλούσαν ανησυχία στην Ελληνική πλευρά. Πνεύμα καχυποψίας επικρατούσε στις σχέσεις Ελλήνων και Βουλγάρων στην πόλη. Η βίαιη επιστράτευση Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης από τις Βουλγαρικές αρχές προκαλούσε επιπλέον ένα κλίμα δυσαρέσκειας.

Η Ελλάδα είχε επιδοθεί σ’ έναν αγώνα διάσωσης της Θεσσαλονίκης. Για την εξασφάλιση της ενδοχώρας της Θεσσαλονίκης, Ελληνικά στρατεύματα κατείχαν το Παγγαίο. Με την κατοχή του Παγγαίου από τον Ελληνικό Στρατό ελεγχόταν το σιδηροδρομικό δίκτυο μεταξύ Δράμας, Σερρών και Κιλκίς και οι επικοινωνίες μεταξύ των Βουλγάρων καθίσταντο δυσχερείς. Σε μια οριστική Ελληνοβουλγαρική οροθέτηση η Ελλάδα διεκδικούσε τις Σέρρες, ώστε η Θεσσαλονίκη να έχει ενδοχώρα.

Με την κατοχή του Παγγαίου μπορούσε να επιβάλει ευκολότερα τη διεκδίκηση των Σερρών. Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, γεγονός που προκάλεσε εκνευρισμό στη Σόφια, μετακινήθηκαν Ελληνικά στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη για την αποτροπή κάθε δυσάρεστης εξέλιξης. Την πολεμική διάθεση των Βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων ενίσχυαν η αθέτηση από τη Σερβία της Βουλγαροσερβικής συνθήκης του 1912 και η πεποίθηση των Βουλγάρων ότι η Μακεδονία είναι Βουλγαρική περιοχή.

Υπό την επίδραση πολεμοχαρών κύκλων, ο υπουργός Πολέμου, Μιχαήλ Σάβωφ, μετέδιδε στον Φερδινάνδο ψευδείς ειδήσεις για το «υψηλό ηθικό» του Βουλγαρικού στρατού και για την ικανότητά του να αναμετρηθεί με τους πρώην Συμμάχους. Στην πραγματικότητα, το ηθικό του Βουλγαρικού στρατού ήταν χαμηλό και είχε ενσκήψει επιδημία χολέρας στις τάξεις του.

Η έκκληση του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Σαζόνωφ, προς τη Βουλγαρία να μην εγείρει επί του παρόντος ζήτημα Θεσσαλονίκης, να μην υπονομεύσει τη νοτιοσλαβική αλληλεγγύη με έναν στενόκαρδο οπορτουνισμό «για ένα κομμάτι γης», να αναλογισθεί το μελλοντι κό σημαντικό της ρόλο στα Βαλκάνια, αλλά και τον κίνδυνο περικύκλωσης από τη Ρουμανία και την Τουρκία, αν επιδιδόταν σε εχθροπραξίες, δεν έτυχε της δέουσας προσοχής στη Σόφια.

Οι εργασίες μιας μικτής Ελληνοβουλγαρικής επιτροπής για την οροθέτηση, που είχαν αρχίσει στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 1912, απέβησαν άκαρπες. Η Ελληνική πλευρά επισήμανε ότι η ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης είχε απελευθερωθεί από τους Έλληνες προσκόπους, η Βουλγαρική πλευρά θεωρούσε αρκετό απλά το γεγονός ότι είχε διέλθει ο Βουλγαρικός στρατός από τις Σέρρες μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Ο Γκέσωφ επέδειξε μια συμβιβαστική διάθεση, επισημαίνοντας πως, αν ο πόλεμος για τη Θεσσαλονίκη ήταν τελικά αναπόφευκτος, αυτός έπρεπε να διεξαχθεί από τις μελλοντικές γενεές.

Ο Ντάνεφ επισήμανε πάντα την υψηλή προσφορά του Βουλγαρικού στρατού στο συμμαχικό αγώνα στο μέτωπο της Θράκης και τη «Βουλγαρική πλειοψηφία» στη Μακεδονία. Η Ελληνική πλευρά αντέτεινε ότι άφηνε Ελληνικούς πληθυσμούς υπό Βουλγαρική διοίκηση στη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία, ενώ ο κάθε Σλαβόφωνος δεν ταυτιζόταν με τον Βούλγαρο. Σχετικά με τη συμβολή κάθε χώρας στο συμμαχικό αγώνα, η Ελληνική πλευρά επισήμανε την προσφορά του Ελληνικού στόλου.

Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες των Ελληνικών στρατιωτικών αρχών, οι θυσίες του Βουλγαρικού στρατού ανέρχονταν σε 35.000 άνδρες, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν αποδεκατιστεί στην Τυρολόη από χολέρα και όχι από τις εχθρικές Οθωμανικές δυνάμεις. Κατά συνέπεια, οι Βουλγαρικές θυσίες δεν ήταν υπέρτερες των θυσιών του Ελληνικού στρατού. Ο μετριοπαθής Γκέσωφ, μη βρίσκοντας απήχηση στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, παραιτήθηκε στις 17/30 Μαΐου 1913, την ημέρα της υπογραφής της συνθήκης ειρήνης του Λονδίνου.

Ήταν ακριβώς η επιτακτική ανάγκη της Ελλάδας για κατοχύρωση της Θεσσαλονίκης που επιτάχυνε την υπογραφή της Ελληνοσερβικής συνθήκης συμμαχίας. Ήδη από τον Αύγουστο του 1912 η Σερβική κυβέρνηση του Μίλοβαν Μιλοβάνοβιτς είχε βολιδοσκοπήσει την Ελληνική πλευρά για την υπογραφή μιας αμυντικής συνθήκης συμμαχίας. Η Ελληνική απάντηση προέβλεπε τη σύναψη μιας τριμερούς Ελληνοσερβοβουλγαρικής αμυντικής συνθήκης συμμαχίας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Λόγω Βουλγαρικών εντάσεων, η υπόθεση δεν προχώρησε.

Τον Σεπτέμβριο του 1912 ο Πάσιτς, ως νέος πρωθυπουργός, απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στη συμμαχία με την Ελλάδα. Οι όροι της σερβικής κυβέρνησης ήταν γενικά η δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης:

  • Να διαμεσολαβήσει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για την αναγνώριση μιας σερβικής Εξαρχίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (Ρασκία, Πριζρένη, Βελεσσά, Δίβρα) και
  • Να συντρέξει στρατιωτικά τη Σερβία σε περίπτωση που η τελευταία δεχόταν επίθεση από μια Μεγάλη Δύναμη, εννοώντας προφανώς την Αυστροουγγαρία.

 

Η Ελληνική κυβέρνηση σε καμιά περίπτωση δεν δέχτηκε να συζητήσει το ενδεχόμενο Ελληνοσερβικής συμμαχίας κατά της Αυστροουγγαρίας. Ο Βενιζέλος ενέμενε στο πνεύμα μιας τριμερούς Ελληνοσερβοβουλγαρικής συμμαχίας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την έναρξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου για τη Σερβία προείχε το ζήτημα της εξόδου στην Αδριατική.

Στις αρχές Νοεμβρίου 1912 η Σερβία πρότεινε στην Ελλάδα τη διανομή των Αλβανικών χωρών κατά μια γραμμή που θα άρχιζε από τη λίμνη της Αχρίδας, θα διερχόταν τον ποταμό Semeni και θα κατέληγε στο Δυρράχιο, και ζήτησε να πληροφορηθεί τις Ελληνικές διεκδικήσεις στη Μακεδονία. Η κυβέρνηση Βενιζέλου φάνηκε πρόθυμη να βοηθήσει τη Σερβία να αποκτήσει διέξοδο στην Αδριατική, αλλά υπό τον όρο ο Πάσιτς να διαμεσολαβήσει στη Σόφια για την Ελληνοβουλγαρική οριοθέτηση στη Μακεδονία. Ο Βενιζέλος κινείτο στο πλαίσιο της τριμερούς Βαλκανικής Συμμαχίας.

Μετά την τυπική ίδρυση Αλβανικού κράτους, στις 28 Νοεμβρίου 1912, το ζήτημα της διανομής των αλβανικών χωρών δεν κατέστη επίκαιρο. Όταν διαφάνηκε η Σερβοβουλγαρική διένεξη εντονότερα, τότε και για τη Σερβία η συγκρότηση μιας Ελληνοσερβικής συμμαχίας και η εξασφάλιση κοινών συνόρων με την Ελλάδα ήταν ζητήματα άμεσης προτεραιότητας. Το θέμα είχε συζητηθεί ακαδημαϊκά μεταξύ του διαδόχου Κωνσταντίνου και του Σέρβου πρίγκιπα Αλέξανδρου Καραγιώργη στο Μοναστήρι, τον Νοέμβριο του 1912, και μεταξύ του Βενιζέλου και του Στόγιαν Νοβάκοβιτς στο Λονδίνο, τον Δεκέμβριο του 1912.

Τον Ιανουάριο του 1913 ο Βενιζέλος επισκέφθηκε το Βελιγράδι και συμφώνησε με τον Πάσιτς ότι μια Ελληνοσερβική συμμαχία θα ήταν πρόωρη πριν από την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης. Μετά την κηδεία του Γεωργίου Α΄, στην οποία παρέστη Σερβική αντιπροσωπία και ο Διάδοχος Αλέξανδρος Καραγιώργης, οι Ελληνοσερβικές συνομιλίες προσέλαβαν επίσημο χαρακτήρα τον Απρίλιο του 1913.

Το ζήτημα για την Ελληνική πλευρά δεν ήταν απλά η σωτηρία της Ηπείρου και της Θεσσαλονίκης, αλλά και η αναγνώριση από τη Σερβία της επέκτασης των ελληνικών συνόρων ανατολικά του Αξιού μέχρι την Καβάλα, στην Ανατολική Μακεδονία. Αν η Σερβία αποδεχόταν την οροθετική αυτή γραμμή, η Ελλάδα θα προέβαινε σε μικρές παραχωρήσεις δυτικά του Αξιού που ήταν το νέο όριο Ελλάδας-Σερβίας. Η κατοχύρωση της Θεσσαλονίκης δεν ήταν εφικτή μόνο με την εκδίωξη των Βουλγάρων από την πόλη, αλλά και με την εξασφάλιση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ενδοχώρας.

Παρά την ίδρυση Αλβανικού κράτους, η Ελλάδα και η Σερβία θα καθόριζαν τις σφαίρες επιρροής τους στην Αλβανία. Ο Βενιζέλος δεν αποδέχτηκε τη θέση του Γενικού Επιτελείου για έναν προληπτικό πόλεμο κατά της Βουλγαρίας. Ήταν, ωστόσο, γνωστό στον Βενιζέλο ότι το υψηλό τίμημα που η Ελλάδα θα κατέβαλλε στη Σερβία για να εξασφαλίσει τη συμμαχία της κατά της Βουλγαρίας ήταν η δέσμευση της Αθήνας να στηρίξει το Βελιγράδι σε περίπτωση που η Σερβία δεχόταν επίθεση από την Αυστροουγγαρία.

Τον Απρίλιο του 1913 Ελλάδα και Σερβία είχαν γενικά συμφωνήσει στο ακόλουθο προσχέδιο:

  • Αμοιβαία βοήθεια για την εξασφάλιση κοινών συνόρων δυτικά του Αξιού και οριστική διανομή της Μακεδονίας με βάση το σημερινό εδαφικό καθεστώς.
  • Αμοιβαία βοήθεια στις διαπραγματεύσεις με τη Βουλγαρία για τη διανομή της Μακεδονίας.
  • Αν οι διαπραγματεύσεις με τη Βουλγαρία αποτύγχαναν, οι δύο πλευρές από κοινού θα υπέβαλλαν πρόταση στη Βουλγαρία για παραπομπή του θέματος σε διαιτησία.
  • Αν η Βουλγαρία δεν δεχόταν τη διαιτησία ή κατέφευγε στη βία για να επιβάλει τις διεκδικήσεις της, η Ελλάδα και η Σερβία θα παρείχαν αμοιβαία βοήθεια.
  • Χωρίς καθυστέρηση έπρεπε να υπογραφεί μια στρατιωτική σύμβαση για αμοιβαία βοήθεια κατά Τρίτης Δύναμης.
  • Η Ελλάδα και η Σερβία θα υποστήριζαν τα κοινά τους συμφέροντα στην Αλβανία, σε περίπτωση στρατιωτικής επέμβασης Τρίτης Δύναμης.
  • Η Ελλάδα θα εξασφάλιζε τα εμπορικά συμφέροντα της Σερβίας στη Θεσσαλονίκη.

 

Όταν στις 19 Απριλίου/2 Μαΐου 1914 συνήλθε το Υπουργικό Συμβούλιο, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ εξέφρασε τις επιφυλάξεις του. Η Ελλάδα βρισκόταν σε ακήρυκτο πόλεμο με τη Βουλγαρία, η συμμαχία με τη Σερβία ήταν επιθυμητή, αλλά η εμπλοκή της Ελλάδας σε έναν πόλεμο με την Αυστροουγγαρία ενείχε μεγάλους κινδύνους, εκτιμούσε ο Κωνσταντίνος Α΄. Για τον Βενιζέλο προείχε η σωτηρία της Θεσσαλονίκης. Επίθεση της Αυστροουγγαρίας εναντίον της Σερβίας, καθώς είχαν ήδη συγκροτηθεί οι συνασπισμοί της Αντάντ και των Κεντρικών Δυνάμεων, φαινόταν απίθανη, διότι θα προκαλείτο παγκόσμια ανάφλεξη.

Υπακούοντας στο πολιτικό του ένστικτο, ο Βενιζέλος εκφράστηκε ως εξής: «Μεμονωμένη αυστροσερβική σύγκρουσις είναι απίθανη. Θα επροκαλείτο ευρωπαϊκός πόλεμος, διότι η Ρωσία δεν εγκαταλείπει την Σερβία. Οπισθεν δε της Ρωσίας ευρίσκεται η Γαλλία. Η Ελλάς θα είνε τότε σύμμαχος με ολόκληρον την Τριπλήν Συνεννόησιν, Γαλλίαν, Αγγλίαν, Ρωσίαν, με την οποίαν συμπίπτουν τα ευρύτερα αυτής συμφέροντα».

Ο Βασιλιάς φάνηκε να πείθεται, αλλά, κατά βάθος, ήταν απρόθυμος να βοηθήσει τη Σερβία σε ενδεχόμενη αυστριακή επίθεση. Στις 22 Απριλίου/5 Μαΐου 1913 υπογράφτηκε από τον Ματία Μπόσκοβιτς, τον Σέρβο πρέσβη στην Αθήνα, και τον υπουργό Εξωτερικών Λάμπρο Κορομηλά η προκαταρκτική συνθήκη συμμαχίας.

Οι Ελληνοβουλγαρικές συγκρούσεις στο Παγγαίο, στα τέλη Απριλίου, επέσπευσαν την υπογραφή της Ελληνοσερβικής στρατιωτικής σύμβασης την 1η/14η Μαΐου στη Θεσσαλονίκη από τον Ιωάννη Μεταξά και τους Πέταρ Πέσιτς και Δούσαν Τούφετζιτς. Οταν στο Βελιγράδι οι Σέρβοι εξέτασαν την προκαταρκτική συνθήκη συμμαχίας και τη στρατιωτική σύμβαση, εξέφρασαν τις επιφυλάξεις τους. Οι Σέρβοι απαίτησαν μια σαφή οροθετική γραμμή (κατά βάση με το υπάρχον καθεστώς), η οποία θα άφηνε στη Σερβία τη Γευγελή, την κοινότητα και τη λίμνη της Δοϊράνης, όπως και το όρος Μπέλες.

Η κύρια, όμως, απαίτησή τους ήταν οι εγγυήσεις της Ελλάδας σε περίπτωση επίθεσης μιας Τρίτης Δύναμης εναντίον της Σερβίας. Η Ελλάδα δεν είχε πολλά περιθώρια ελιγμών. Με την επανάληψη των αιματηρών συγκρούσεων στο Παγγαίο και τη Νιγρίτα (8-10/21-23 Μαΐου 1913) και την άτακτη υποχώρηση του Ελληνικού στρατού νοτιοδυτικά, το βορειοανατολικό τμήμα του Παγγαίου αφέθηκε στους Βούλγαρους. Παράλληλα, τα βουλγαρικά πυροβολεία της Καβάλας βομβάρδισαν το περιπολούν θωρηκτό «Ψαρά» και αργότερα το «Αβέρωφ».

Έτσι, μια αιφνιδιαστική επίθεση κατά της Θεσσαλονίκης δεν μπορούσε να αποκλειστεί. Τα γεγονότα του Παγγαίου συγκλόνισαν την Ελληνική κοινή γνώμη. Στα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας «Σκριπ» δημοσιεύθηκε μια σειρά αντιβουλγαρικών άρθρων με τον τίτλο «Ποιοι είναι οι σύμμαχοί μας-Ιστορία 15 αιώνων Ελληνισμός και Βουλγαρισμός. Οι κατά του Ελληνικού έθνους αγώνες του και αι παρασπονδίαι του».

Στις 10/23 Μαΐου 1913 ο καθηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου Αντώνιος Μομφεράτος, αντί για πανεπιστημιακή παράδοση, προτίμησε να αναφερθεί στα τεκταινόμενα στο Παγγαίο και τη Νιγρίτα και να καταδικάσει την αφύσικη Ελληνοβουλγαρική συμμαχία, χαρακτηρίζοντας τους Βούλγαρους ως Τατάρους.

«Εν τούτοις δεν πρέπει να φανή παράδοξος η εκ παρασπονδίας επίθεσις του Βουλγαρικού στρατού εις τα κατεχόμενα υπό των Ελλήνων χώρας. Η Ιστορία διδάσκει ότι οσάκις ο Ελληνισμός ήλθεν εις επαφήν μετά των τατάρων της Βουλγαρίας πάντοτε διεξήγαγε κατ’ αυτών αιματηροτάτους πολέμους. 

Διά τούτο έργον της Ιστορίας είναι να εξετάση ποίοι οι λόγοι και τίνα έσονται τα αποτελέσματα της συμμαχίας του Ελληνισμού προς τους Βουλγάρους, διότι, εφ’ όσον εγώ τουλάχιστον γνωρίζω, πρώτην ήδη φοράν τοιαύτη συμμαχία εν τη Ιστορία αναγράφεται. Τα αποτελέσματα ίσως διαφαίνονται εκ των τελευταίων γεγονότων…». 

Λόγω της κρισιμότητας των στιγμών, ο Κωνσταντίνος Α΄ και το Γενικό Επιτελείο αναχώρησαν για τη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα ο Βενιζέλος εξέταζε δύο ενδεχόμενα:

  • Παραπομπή των Ελληνοβουλγαρικών διαφορών σε διαιτησία.
  • Επίλυση των διαφορών με πόλεμο.

 

Στις 10/23Μαΐου ο Βενιζέλος φάνηκε πρόθυμος να παραπέμψει τις Ελληνοβουλγαρικές διαφορές στη διαιτησία των Μεγάλων Δυνάμεων, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή στον Πρόεδρο της Αμερικής. Στις 11/24 Μαΐου ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Σαζόνωφ, κάλεσε τους πρωθυπουργούς των Βαλκανικών κρατών να μεταβούν στην Αγία Πετρούπολη για διαιτησία, αλλά αφού πρώτα κήρυσσαν αποστράτευση. Στις 13/26 Μαΐου ο Βενιζέλος αποδέχτηκε τον επιδιαιτητικό ρόλο της Ρωσίας, με ταυτόχρονη εξέταση των Ελληνοβουλγαρικών και Ελληνοσερβικών διαφορών, αλλά απέρριψε τον όρο της Ρωσίας για πρωθύστερη αποστράτευση.

Η Βουλγαρία δεν απάντησε στη Ρωσική πρόταση. Αφού ο Βενιζέλος έδωσε εντολή στον Έλληνα πρέσβη στο Λονδίνο να υπογράψει τη συνθήκη ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αναχώρησε και ο ίδιος για τη Θεσσαλονίκη. Στις 16/29 Μαΐου 1913 συναντήθηκε στη Θεσσαλονίκη με τον απεσταλμένο της Βουλγαρικής κυβέρνησης, Μιχαήλ Σαράφωφ, στον οποίο ο Βενιζέλος επανέλαβε την πρότασή του για παραπομπή των Ελληνοβουλγαρικών διαφορών σε διαιτησία.

Καθώς η συμμαχία με τη Σερβία ήταν επείγον ζήτημα, για να αντιμετωπισθεί ενδεχόμενη Βουλγαρική επίθεση κατά της Θεσσαλονίκης ο Βενιζέλος υποχώρησε στις ανώδυνες Σερβικές αξιώσεις και εξουσιοδότησε τον Έλληνα στο Βελιγράδι, Ιωάννη Αλεξανδρόπουλο, και τον επιτελή, Ξενοφώντα Στρατηγό, να μεταβούν στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον Μπόσκοβιτς για την υπογραφή της οριστικής Ελληνοσερβικής συνθήκης συμμαχίας και μιας αναθεωρημένης στρατιωτικής σύμβασης.

Στις 19 Μαΐου/1 Ιουνίου 1913, στην έπαυλη του πρίγκιπα Νικολάου της Ελλάδος υπογράφτηκε η Ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας από τον Ιωάννη Αλεξανδρόπουλο και τον Ματία Μπόσκοβιτς, όπως και η νέα στρατιωτική σύμβαση από τον Ξενοφώντα Στρατηγό και τους Πέταρ Πέσιτς και Δούσαν Τούφετζιτς.

Σύμφωνα με το άρθρο 4 της Ελληνοσερβικής συνθήκης συμμαχίας, «η προς την Βουλγαρίαν Ελληνική συνοριακή γραμμή θ’ αφήσει εις την Ελλάδα επί της αριστεράς όχθης του Αξιού (Βαρδάρ) τα υπό των Ελληνικών και Σερβικών στρατευμάτων κατεχόμενα εδάφη απέναντι της Γευγελής και του Δαβιδόβου μέχρι του όρους Μπέλες και της λίμνης Δοϊράνης, ακολούθως διερχομένη προς Νότον του Κιλκίς θα κατευθύνηται διά της λίμνης του Αχινού (Ταχινού) και των ποταμών Αγγίτου (Αγγίστα) εις την θάλασσαν, ολίγον τι προς Ανατολάς του κόλπου των Ελευθερών».

Τα νέα σύνορα της Ελλάδας με τη Σερβία, ανατολικά του Αξιού, τέθηκαν βόρεια από το Σέχοβο (Ειδομένη), νότια από την πόλη της Δοϊράνης, κατά μήκος της κορυφογραμμής του Μπέλες. Το άρθρο 1 της στρατιωτικής σύμβασης προέβλεπε και πολεμικές επιχειρήσεις κατά Τρίτης Δύναμης. Σε μια εμπιστευτική δήλωση, προσαρτημένη στη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας, οριοθετήθηκε και η Ελληνοσερβική σφαίρα επιρροής εντός του αυτόνομου Αλβανικού κράτους. Η Ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας και η στρατιωτική σύμβαση κρατήθηκαν μυστικές.

Η Ελληνική κοινή γνώμη, λόγω της απέχθειας προς τους Βούλγαρους, θα αποδεχόταν ευμενώς μια Ελληνοσερβική συμμαχία. Μια Ελληνοσερβική συμμαχία δεν θα ήταν συγκυριακή, όπως η Ελληνοβουλγαρική του 1912, αλλά θα θεμελιωνόταν σε ισχυρές ιστορικές, πολιτισμικές και γεωπολιτικές βάσεις, σ’ έναν αντιβουλγαρικό άξονα. Ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα η Ελλάδα είχε καλύτερη βάση επικοινωνίας με τη Σερβία σε σύγκριση με τη Βουλγαρία. Οι δύο χώρες συμφωνούσαν στη βασική αρχή της διανομής της Μακεδονίας.

Στο Βελιγράδι υπήρχε παροικία Ελλήνων και Βλάχων που εντάχθηκαν στη νέα Σερβική ελίτ και είχαν φιλικά αισθήματα προς την Ελλάδα. Στους κύκλους των διανοουμένων υπήρχε σύλλογος Ελληνιστών υπό τον καθηγητή Σφέτομιρ Νικολάγιεβιτς και στον κύκλο των πολιτικών ανδρών κίνημα για μια «Βαλκανική Συνομοσπονδία» υπό τον Πρόεδρο της Βουλής Δημήτριγε Κάτιτς. Όπως η Κωνσταντινούπολη ήταν το σημείο αναφοράς των Ελλήνων, το Κόσοβο ήταν κάτι αντίστοιχο για τους Σέρβους.

Λόγω της αλληλεγγύης αυτής Ελλήνων και Σέρβων για την ιστορική τους αποστολή, τα 500 χρόνια από τη μάχη του Κοσόβου γιορτάστηκαν πανηγυρικά το 1899 και στην Αθήνα (η Ελληνική σημαία κυμάτιζε στην Ακρόπολη, το Δημαρχείο Αθηνών είχε φωταγωγηθεί). Ο Σέρβος πολιτικός Τσέντομιρ Μιγιάτοβιτς, ζώντας ως πολιτικός εξόριστος στην Αγγλία την περίοδο 1899-1894, δημοσίευσε το 1892 στα Αγγλικά την ιστορική πραγματεία «Constantine or the Conquest of Constantinople by the Turks».

Σκοπός της μελέτης του ήταν να υποστηρίξει τα ιστορικά δίκαια των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη και να διαφωτίσει στρατιωτικούς και πολιτικούς κύκλους, διότι «υπάρχει στον κόσμο μια αίσθηση ότι η Κωνσταντινούπολη μπορεί σύντομα να αλλάξει και πάλι χέρια». Η Ελληνική κυβέρνηση απέφευγε, ωστόσο, να καλλιεργεί δημόσια αντιβουλγαρικό κλίμα. Στις 18/31 Μαΐου 1913 ο Βενιζέλος παρέστη σε δοξολογία που ψάλθηκε στο Ναό της Αγίας Σοφίας για την ονομαστική γιορτή του Βασιλιά της Βουλγαρίας Φερδινάνδου.

Στις 21 Μαΐου/3 Ιουνίου 1913 Βούλγαροι αξιωματικοί παρέστησαν στις εκδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη για την ονομαστική γιορτή του Κωνσταντίνου Α΄ (δοξολογία στον Άγιο Μηνά, παρέλαση, δεξιώσεις). Ο Δούσμανης και ο Βούλγαρος αρχιστράτηγος Ιβανώφ υπέγραψαν συμφωνία για τον καθορισμό μιας ουδέτερης ζώνης μεταξύ των αντιμαχομένων Ελληνοβουλγαρικών δυνάμεων. Ωστόσο, επρόκειτο για προσχηματικές κινήσεις.

Κατά τη διάρκεια του Ιουνίου, η Βουλγαρία άρχισε να μετακινεί στρατεύματα από την Τσατάλτζα της Ανατολικής Θράκης προς τη Μακεδονία για την επερχόμενη αναμέτρηση, ενώ, μετά τα γεγονότα του Παγγαίου και της Νιγρίτας, Έλληνες στρατιώτες κρατούνταν αιχμάλωτοι από τους Βούλγαρους. Δημόσια ο Βενιζέλος αποδεχόταν ακόμα τη λύση της διαιτησίας των Ελληνοβουλγαρικών διαφορών, αλλά στην ουσία η Ελληνική κυβέρνηση προετοιμαζόταν για τη σύγκρουση, χωρίς ωστόσο να δώσει αφορμή να θεωρηθεί η Ελλάδα υπεύθυνη για ενδοσυμμαχικό πόλεμο.

Η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε επίσης συζητήσει τον Μάιο του 1913 με τη Ρουμανική κυβέρνηση του Τίτου Μαγιορέσκου το ενδεχόμενο μιας συμμαχίας κατά της Βουλγαρίας με την υπόσχεση της παραχώρησης εκπαιδευτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων στους Κουτσόβλαχους. Ο Μαγιορέσκου απάντησε ότι η Ρουμανία θα καθορίσει τη θέση της μετά την επικύρωση της Συνθήκης της Πετρούπολης.

Την 1η/14η Ιουνίου 1913 σχηματίσθηκε νέα κυβέρνηση συνασπισμού των Προοδευτικών Φιλελευθέρων και του Λαϊκού Κόμματος με πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών τον Στογιάν Ντάνεφ, ηγέτη των Προοδευτικών-Φιλελευθέρων. Αν και δεδηλωμένος Ρωσόφιλος, στις νέες συγκυρίες ο Ντάνεφ, υπό την επίδραση των στρατιωτικών κύκλων και των Βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων, εγκατέλειψε τη διαλλακτικότητα του Γκέσωφ.

Στις 2/15 Ιουνίου ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Σαζόνωφ, κάλεσε πάλι τους πρωθυπουργούς της Ελλάδας, της Σερβίας, της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου σε διάσκεψη στην Πετρούπολη υπό τη διαιτησία του τσάρου για την εξομάλυνση των διαφορών, αλλά αφού πρώτα οι βαλκανικές κυβερνήσεις πραγματοποιούσαν την αποστράτευση. Η κυβέρνηση Ντάνεφ ακολούθησε τη μοιραία πολιτική των υψηλών τόνων και έθεσε όρους για την προσφυγή της στη διαιτησία:

  • Η Σερβία να δεχτεί το πλαίσιο της συνθήκης του 1912.
  • Χωριστές διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα.
  • Αποστράτευση, αλλά αφού πρώτα αποκατασταθεί η Σερβοβουλγαρική συγκυριαρχία στη Μακεδονία κατά το πνεύμα της συνθήκης.

Στις 5/18 Ιουνίου ο Ρουμάνος πρέσβης στη Σόφια, Δ. Γκίκα, ενημέρωσε τον Ντάνεφ για τη στάση της ρουμανικής κυβέρνησης: «Σε περίπτωση πολέμου μεταξύ των Συμμάχων η Ρουμανία θα κηρύξει επιστράτευση και θα εισέλθει στον πόλεμο για να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της». Ήταν μια σαφής προειδοποίηση προς τη Σόφια ότι για τη Ρουμανία ετίθετο ζήτημα της ευφόρου Νοτίου Δοβρουτσάς. Ωστόσο, η Βουλγαρική εξωτερική πολιτική δεν καθοριζόταν από τον πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών, αλλά από το υπουργείο Πολέμου και τα Βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα.

Στις 8/21 Ιουνίου ο Σάβωφ, επικαλούμενος την εξάντληση της υπομονής του Βουλγαρικού στρατού, επέδωσε τελεσίγραφο στον Ντάνεφ να αποσαφηνίσει τη θέση του εντός 10 ημερών – πόλεμος ή αποστράτευση. Στις 14/27 Ιουνίου ο Ντάνεφ προσκλήθηκε από τον Σαζόνωφ για τελευταία φορά να μεταβεί στην Πετρούπολη με την επισήμανση ότι οι Σύμμαχοι αποδέχτηκαν τη διαιτησία. Ήταν η τελευταία διαμεσολαβητική προσπάθεια της Ρωσίας να διαφυλάξει την ειρήνη.

Ο Ντάνεφ είχε ήδη έτοιμο το υπόμνημα που θα υπέβαλλε στον τσάρο. Στο υπόμνημα αναφερόταν ότι ο Βουλγαρικός στρατός επωμίσθηκε το μεγαλύτερο βάρος του πολέμου στη Θράκη, ότι η Βουλγαρία απώλεσε τη Σιλίστρια, ότι δεν υπάρχει λόγος να αναθεωρηθεί η συνθήκη για την αποκατάσταση της ενδοβαλκανικής ισορροπίας και ότι η διαιτησία του τσάρου περιορίζεται απλά στη διανομή της αμφισβητούμενης ζώνης, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος πρέπει να επιδικασθεί στη Βουλγαρία.

Ενώ ο Ντάνεφ είχε ήδη αναχωρήσει για την Πετρούπολη, τη νύκτα της 16ης/29ης Ιουνίου οι Βουλγαρικές δυνάμεις εξαπέλυσαν συντονισμένη επίθεση τόσο κατά των Ελληνικών προωθημένων αποσπασμάτων στις περιοχές της Νιγρίτας και του Παγγαίου τόσο και κατά των Σερβικών στην περιοχή Μπρεγκαλνίτσα (παραπόταμος του Αξιού) στη γραμμή Στιπ-ΚοτσάνιΤσάρεβο Σέλο, καθώς και στη Γευγελή την οποία κατέλαβαν.

Τη μοιραία απόφαση να προσβληθούν οι Ελληνικές και οι σερβικές δυνάμεις έλαβε ο Σάβωφ με την έγκριση του Φερδινάνδου, χωρίς να ενημερωθεί ο Ντάνεφ. Η επίθεση αυτή δεν χαρακτηρίστηκε επίσημα στη Βουλγαρία ως κήρυξη πολέμου, ο Φερδινάνδος δεν εξέδωσε μανιφέστο. Για το μη διορατικό Σάβωφ και τον ακριβοθώρητο Φερδινάνδο η πολεμική ενέργεια της 16ης/29ης Ιουνίου είχε στρατιωτικούς-διπλωματικούς στόχους:

  • Να εξυψώσει το ηθικό του στρατού.
  • Να εκφοβίσει τους Έλληνες και τους Σέρβους ώστε να ενδώσουν στα αιτήματα της Βουλγαρικής κυβέρνησης.
  • Να εξαναγκάσει τη Ρωσία να επισπεύσει τη διαδικασία ειρήνης, σύμφωνα με τους Βουλγαρικούς όρους.

Η στρατιωτική ηγεσία εκτιμούσε ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα επέτρεπαν ένα νέο πόλεμο. Αν για τον Φερδινάνδο και τον Σάβωφ η πολεμική ενέργεια της 16ης/29ης Ιουνίου ήταν μια επίδειξη δυνάμεως της Βουλγαρίας, για την Αθήνα και το Βελιγράδι ήταν αιτία πολέμου, διότι επρόκειτο για συντονισμένο στρατιωτικό σχέδιο.

Ήταν μια «εγκληματική ενέργεια», η οποία έδωσε στην Ελλάδα και τη Σερβία τον αποχρώντα λόγο να απαντήσουν στην πρόκληση. Η πολιτική ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, οι δύο πλευρές ήταν καχύποπτες και μια μικρή αφορμή ήταν ικανή να επιφέρει πολεμική σύρραξη. Η Βουλγαρία έχασε τον πόλεμο της προπαγάνδας. Ελλάδα και Σερβία κήρυξαν τον πόλεμο στη Βουλγαρία.

 

B’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Από την έναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ των συμμάχων για την κατανομή των εδαφών που είχαν αποσπαστεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία διαφαινόταν η πρόθεση της Βουλγαρίας να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα προτάσσοντας περαιτέρω αξιώσεις. Εν όψει του Βουλγαρικού κινδύνου, η Ελλάδα υπογράφει Πρωτόκολλο Συνεργασίας με την Σερβία με στόχο την διασφάλιση των συμφωνιών που είχαν συναφθεί μεταξύ των συμμάχων για την διανομή των κατεκτημένων εδαφών.

Παρά τις προθέσεις της Ελλάδος για ειρηνική επίλυση των διαφορών ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος ξεκίνησε στις 16 Ιουνίου 1913 όταν Βουλγαρικά Στρατεύματα επιτέθηκαν στα Ελληνικά και Σερβικά στρατεύματα στην Γευγελή. Όπως αναφέρεται ο συγκεκριμένος πόλεμος ήταν πολύ μικρός αλλά ιδιαίτερα βίαιος. Την αρχιστρατηγία του Ελληνικού Στρατού είχε αναλάβει και σε αυτό τον πόλεμο ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος Α’.

Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος από τή Θεσσαλονίκη όπου βρισκόταν εξέδωσε γενική διαταγή, στίς 18 Ιουνίου στίς 11 τό πρωί, πρός όλες τίς μεραρχίες καί τήν ταξιαρχία ιππικού ζητώντας να εγκαταλείψουν τήν αμυντική τους στάση καί να αντεπιτεθούν. Ακολουθεί το διάγγελμα πρός τόν Ελληνικό λαό (20 Ιουνίου 1913):

“Πρός τόν Λαό μου

Συμμαχήσαντες μετά των άλλων χριστιανικών κρατών πρός απελευθέρωσιν πασχόντων αδελφών, ηυτυχήσαμεν νά ίδωμεν τόν κοινόν αγώνα στεφανούμενον υπό της νίκης καί καταλύσαντα τήν τυραννίαν, τά ελληνικά δέ όπλα θριαμβεύοντα κατά ξηράν καί κατά θάλασσαν.

Η ηττηθείσα αυτοκρατορία παρεχώρησεν αδιαιρέτως εις τούς Συμμάχους τό απελευθερωθέν έδαφος. Αλλά ενώ η Ελλάς δικαία, καθώς πάντοτε, συμφώνους έχουσα καί τούς δύο άλλους των συμμάχων ηθέλησεν φιλικήν τήν διανομήν του απελευθερωθέντος εδάφους, άπληστος σύμμαχος, η Βουλγαρία αρνηθείσα πάσαν συνεννόησιν καί διαιτησίαν, επεζήτησε νά σφετερισθή κατά τό πλείστον μόνη αυτή τούς καρπούς της κοινής νίκης…

Ο Ελληνικός λαός, εν στενή μετά της Σερβίας καί του Μαυροβουνίου αλληλεγγύη, πεποιθώς επί τήν ιερότητα του σκοπού αναλαμβάνει τά όπλα εις νέον αγώνα υπέρ βωμών καί εστιών. Ο στρατός μου της ξηράς καί της θαλάσσης, ο αναδείξας τήν Ελλάδα μεγαλειτέραν, καλείται νά συνεχίση τούς τετιμημένους αγώνας του καί σώση απελευθερωθέντας εκ της τουρκικής τυραννίας αδελφούς από της απειλουμένης νέας καί δεινοτάτης δουλείας…

Ζήτω η μεγαλυνθείσα Ελλάς! Ζήτω τό Ελληνικόν Έθνος!”.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΒ’

Μετά από αλλεπάλληλες νικηφόρες μάχες ο Ελληνικός Στρατός, λόγω εφοδιαστικών προβλημάτων αλλά και λόγω εξάντλησης από την επίμονη επέλαση, αναγκάστηκε να ανακόψει την πορεία του. Σε αυτό το σημείο και οι δύο πλευρές θεώρησαν ότι περαιτέρω παράταση των συγκρούσεων δεν οδηγούσε πουθενά και συμφώνησαν σε ανακωχή.

Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με τη συνθήκη Βουκουρεστίου δημιουργώντας μια νέα κατάσταση στα Βαλκάνια. Η Ελλάδα προσάρτησε την νότια Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα μέχρι τις εκβολές του Νέστου ποταμού, τη Νότια Ήπειρο και την Κρήτη. Ο Κάιζερ, αδελφός της Βασίλισσας Σοφίας παρενέβη για την προσάρτηση της Καβάλας στην Ελλάδα ως ένδειξη καλής θέλησης.

Η συμφιλίωση της Ελληνικής με την Γερμανική Βασιλική Οικογένεια μέσω του γάμου του Βασιλέως Κωνσταντίνου Α’ με την αδελφή του Κάιζερ εξαργυρώθηκε με την προσάρτηση της Καβάλας, όταν στην συνθήκη του Βουκουρεστίου, παρενέβη ο ίδιος ο Κάιζερ υπέρ της Ελλάδος.

Μετά το πέρας των Βαλκανικών πολέμων η Ελλάδα διπλασίασε το εδάφη της (από 63.221 klm2 σε 120.308 klm2)καθώς και τον πληθυσμό της (από 2.000.000 σε 4.718.221). Αυτό το γεγονός συντέλεσε στην απαρχή της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδος η οποία πλέον ήταν απαλλαγμένη από την εδαφική της καχεξία.

 

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ Β’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

  • 19-21/6 : Μάχη Κιλκίς – Λαχανά
  • 19-20/6 : Μάχες Νιγρίτας
  • 23/6 : Μάχη Δοϊράνης
  • 25/6 : Διάβαση οροσειράς Μπέλες
  • 26/6 : Κατάληψη Στρώμνιτσας
  • 26/6 : Απελευθέρωση Καβάλας με απόβαση
  • 27/6 : Μάχη Πετριτσίου – Απελευθέρωση Σιδηρόκαστρου
  • 28/6 : Απελευθέρωση Σερρών
  • 30/6 : Σφαγή Δοξάτου
  • 1/7 : Απελευθέρωση Δοξάτου – Δράμας
  • 2/7 : Κατάληψη Μελένικου – πρώτο αίτημα ανακωχής
  • 3/7 : Μάχη Λιβούνοβου
  • 5/7 : Κατάληψη Νευροκοπίου
  • 6-7/7 : Μάχη Πέτσοβου
  • 8-9/7 : Εκπόρθηση στενών Κρέσνας – Διάβαση Στρυμόνα
  • 12/7 : Απελευθέρωση Αλεξανδρούπολης (απόβαση)
  • 13/7 : Απελευθέρωση Ξάνθης
  • 14/7 : Απελευθέρωση Κομοτηνής
  • 13/7 : Μάχη Σιμιτλή – Προέλαση προς Τζουμαγιά
  • 15/7: Μάχες Μαχομίας
  • 15 + 17 /7 :Μάχες Τζουμαγιάς
  • 17/7 : Μάχη Πρέντελ –Χάν ( τελευταία)
  • 18/7: Ανακωχή – 25/7 Υπογραφή πρωτοκόλου – οριοθέτηση
  • 28/7: Συνθήκη Βουκουρεστίου – Ειρήνη

Η ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ

Από τον A’ Βαλκανικό πόλεμο κατά της Τουρκίας εκ μέρους των τεσσάρων χριστιανικών κρατών της βαλκανικής προέκυψαν και οι αιτίες που προκάλεσαν το B’ Βαλκανικό πόλεμο. Στη δεύτερη κατά σειρά Βαλκανική πολεμική αναμέτρηση τέθηκαν αντιμέτωπες από τη μία η Βουλγαρία και από την άλλη η Ελλάδα και η Σερβία. Οι αιτίες του πολέμου αυτού προήλθαν από την έντονη διαφωνία των συμμάχων κρατών στο ζήτημα της διανομής των απελευθερωθέντων εδαφών, δεδομένου ότι οι αρχικές συμφωνίες συμμαχίας άφηναν πολλές εκκρεμότητες σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.

H Σερβοβουλγαρική συνθήκη συμμαχίας της 29ης Φεβρουαρίου 1912 προέβλεπε το δικαίωμα της Βουλγαρίας να προσαρτήσει σε περίπτωση νικηφόρας έκβασης του πολέμου τα εδάφη ανατολικά του ποταμού Στρυμόνα και της οροσειράς της Ροδόπης και ανάλογο δικαίωμα της Σερβίας να προσαρτήσει τα εδάφη βόρεια και δυτικά του όρους Σκάρδος. Παρέμενε αδιανέμητο μεγάλο μέρος της Μακεδονίας, χωρίς να καθορίζεται με σαφήνεια η μελλοντική τύχη του.

Οι δύο σύμμαχοι απλώς προέβλεπαν την υποχρεωτική προσφυγή στη διαιτησία του Ρώσου αυτοκράτορα. Αντίθετα, η Ελληνοβουλγαρική συνθήκη συμμαχίας της 16ης Μαΐου 1912 δεν προέβλεπε τίποτα σχετικά με τον τρόπο διανομής των εδαφών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας σε περίπτωση νικηφόρας έκβασης των πολεμικών επιχειρήσεων, λόγω των αμετακίνητων εδαφικών διεκδικήσεων της Βουλγαρίας στα ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης.

Εξάλλου, η ραγδαία προέλαση των συμμαχικών στρατευμάτων στη Μακεδονία είχε προκαλέσει μεταξύ των συμμάχων προστριβές και διενέξεις εξαιτίας της έντονης τάσης που αναπτύχθηκε για την κατάληψη όσο το δυνατόν περισσότερων εδαφών, κυρίως εκ μέρους της Βουλγαρίας. H πρώτη χαρακτηριστική εκδήλωση αυτής της τάσης σημειώθηκε μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, στις 28 Οκτωβρίου 1912, όταν η 7η Βουλγαρική Μεραρχία,

Αν και γνώριζε ότι η Θεσσαλονίκη είχε ήδη από τις 26 Οκτωβρίου παραδοθεί από τις Τουρκικές αρχές στους Έλληνες, κινήθηκε εσπευσμένα για να εισέλθει στην πόλη, με σκοπό να δημιουργήσει την εντύπωση της από κοινού με τους Έλληνες απελευθέρωσης και συγκυριαρχίας της Μακεδονικής πρωτεύουσας. O αρχιστράτηγος του Ελληνικού στρατού, όπως ήταν φυσικό, απαγόρευσε την είσοδο στη Θεσσαλονίκη των Βουλγαρικών τμημάτων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εντάσεις και προστριβές.

Τελικά, μετά από αίτημα του διοικητή της 7ης Βουλγαρικής Μεραρχίας, που συνοδευόταν και από τη διαβεβαίωση ότι οι άνδρες του θα συμμορφώνονταν πλήρως προς τις οδηγίες και τις διαταγές του Έλληνα φρούραρχου, επιτράπηκε στις 29 Οκτωβρίου η είσοδος μόνο δύο Βουλγαρικών ταγμάτων, προκειμένου να στεγασθούν και να αναπαυθούν οι δύο Βούλγαροι πρίγκιπες, ο Διάδοχος Βόρις και ο αδερφός του, πρίγκιπας Κύριλλος, που υπηρετούσαν στα τάγματα αυτά.

Από τον Φεβρουάριο του 1913 και ενώ ο πόλεμος με την Τουρκία ήταν ακόμα σε εξέλιξη, η ενδοσυμμαχική διένεξη είχε περιέλθει σε φάση μεγάλης οξύτητας, με συχνές ένοπλες συγκρούσεις και αιματηρά επεισόδια που προκαλούσαν σε βάρος των Ελλήνων και των Σέρβων προωθημένα βουλγαρικά τμήματα. H Ελλάδα και η Σερβία κατέβαλλαν μεγάλες προσπάθειες για τη φιλική διευθέτηση των διαφορών με τη Βουλγαρία, αλλά πάντοτε αντιμετώπιζαν την αδιαλλαξία της.

H κατάσταση επιδεινωνόταν συνεχώς και η σύγκρουση ανάμεσα στους συμμάχους φαινόταν αναπόφευκτη. Μπροστά στον κίνδυνο αυτό και ενώ από τα τέλη Μαρτίου 1913, ήταν φανερό ότι η Βουλγαρία συγκέντρωνε μεγάλες δυνάμεις στο Μακεδονικό μέτωπο, η Σερβία και η Ελλάδα άρχισαν συνομιλίες, με σκοπό να υπογράψουν συνθήκη συμμαχίας και στρατιωτικής συνεργασίας. Έτσι, στις 22 Απριλίου 1913, υπογράφτηκε στην Αθήνα από τον Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών και τον πρεσβευτή της Σερβίας στην Αθήνα, προκαταρκτικό πρωτόκολλο συμμαχίας, το οποίο την 1η Μαΐου, συμπληρώθηκε και με στρατιωτική σύμβαση.

Το προκαταρκτικό αυτό πρωτόκολλο, ύστερα από νέες συνεννοήσεις, κατέληξε στην οριστική συνθήκη συμμαχίας μεταξύ των δύο κρατών, που υπογράφτηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 19 Μαΐου 1913. Την ίδια ημέρα, υπογράφτηκε και νέα στρατιωτική σύμβαση, γιατί η πρώτη δεν εγκρίθηκε από τη σερβική κυβέρνηση. Με τη συνθήκη συμμαχίας προβλεπόταν, μεταξύ των άλλων, αμοιβαία εγγύηση των εδαφικών κτήσεων των δύο χωρών και αμοιβαία παροχή στρατιωτικής βοήθειας σε περίπτωση απρόκλητης επίθεσης εναντίον του ενός. Επίσης, καθορίζονταν τα Σερβοβουλγαρικά και τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα.

H σύναψη της Ελληνοσερβικής συνθήκης συμμαχίας ήρθε να επιβεβαιώσει την ουσιαστική διάσπαση του ενιαίου Βαλκανικού συμμαχικού μετώπου. O Ρώσος πρωθυπουργός, Σαζόνωφ, σε μια ύστατη προσπάθεια να διασώσει τη Βαλκανική συμμαχία, κάλεσε τους πρωθυπουργούς των τεσσάρων συμμαχικών κρατών σε κοινή σύσκεψη, υπό την προεδρία του, στην Αγία Πετρούπολη, προκειμένου να διευθετηθούν οι διαφωνίες τους.

Και ενώ προετοιμαζόταν η συνάντηση αυτή, ο Βούλγαρος στρατηγός, Σαβώφ, στις 16 προς 17 Ιουνίου, χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου, διέταξε ταυτόχρονη αιφνιδιαστική επίθεση κατά των σερβικών θέσεων στη Γευγελή και των ελληνικών στις Ελευθερές, στη Νιγρίτα και στο Πολύκαστρο. H επίθεση αυτή έδωσε την κυριότερη και τελευταία αφορμή για την έκρηξη του B’ Βαλκανικού πολέμου. Από την αρχή ακόμα οι πολεμικές επιχειρήσεις εξελίχθηκαν αρνητικά για τη Βουλγαρία.

Τα δύο Βουλγαρικά τάγματα μέσα στη Θεσσαλονίκη αιχμαλωτίσθηκαν αμέσως από τις δυνάμεις του στρατηγού Καλλάρη. Στις 19 Ιουνίου ο Ελληνικός στρατός, έπειτα από σκληρό αγώνα, απελευθέρωσε τη Νιγρίτα. Το θέαμα που αντίκρισαν τα Ελληνικά τμήματα ήταν αποτρόπαιο, η πόλη είχε πυρποληθεί και στους δρόμους κείτονταν νεκροί, θύματα της μανίας των Βουλγάρων. Ο Βουλγαρικός στρατός κράτησε τις αμυντικές θέσεις στο μέτωπο με τη Σερβία (Στιπ, Κοτσάνη), αλλά υποχώρησε μπροστά στην επέλαση του Ελληνικού στρατού.

Η μάχη του Κιλκίς-Λαχανά (19-21 Ιουνίου 1913) υπήρξε η πρώτη αποφασιστική μάχη μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων. Η μάχη υπήρξε σφοδρή, το Ελληνικό Πυροβολικό έπαιξε σημαντικό ρόλο και τα Ελληνικά τμήματα όρμησαν με εφ’ όπλου λόγχη. Ο Βουλγαρικός στρατός, για να μην εγκλωβιστεί, τράπηκε σε φυγή. Οι απώλειες του Ελληνικού στρατού ανήλθαν στους 8.828 νεκρούς και τραυματίες. Στις 22 Ιουνίου απελευθερώθηκε η Δοϊράνη και τέσσερις μέρες αργότερα η Στρώμνιτσα.

Στις 27 Ιουνίου ο Ελληνικός στόλος κατέπλευσε στην Καβάλα, στις 28 Ιουνίου απελευθερώθηκε το Σιδηρόκαστρο. Στις 29 Ιουνίου απελευθερώθηκαν οι Σέρρες. Οι Βούλγαροι είχαν εγκαταλείψει τις Σέρρες μερικές μέρες νωρίτερα και εντός της πόλης είχε σχηματισθεί Πολιτοφυλακή από Έλληνες και Μουσουλμάνους για να παρεμποδιστεί η εκ νέου είσοδος του Βουλγαρικού στρατού. Οι Βούλγαροι πυρπόλησαν τις Σέρρες.

Στις 30 Ιουνίου το Δοξάτο πυρπολήθηκε και μέρος του άμαχου πληθυσμού σφαγιάσθηκε κατά την αποχώρηση του Βουλγαρικού στρατού. Την 1η Ιουλίου ο Ελληνικός στρατός εισήλθε στη Δράμα. Στη συνέχεια, απελευθερώθηκε το Νευροκόπι. Στις 12 Ιουλίου απελευθερώθηκε η Αλεξανδρούπολη και στις 13 Ιουλίου η Ξάνθη.

Στόχος του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ ήταν η ταπείνωση της Βουλγαρίας και η υπαγόρευση των όρων ανακωχής και των προκαταρτικών όρων ειρήνης με τη Βουλγαρία επί Βουλγαρικού εδάφους. Στις 10 Ιουλίου ο Ελληνικός στρατός κατέλαβε τα Στενά της Κρέσνας. Ο Ρουμανικός στρατός διέβη τον Δούναβη και κατέλαβε τη Δοβρουτσά φθάνοντας στη Βάρνα, ενώ το Ρουμανικό Ιππικό προήλασε μέχρι τη Σόφια στις 8 Ιουλίου, χωρίς να συναντήσει ισχυρή αντίσταση.

Στις 29 Ιουνίου τα Τουρκικά στρατεύματα διείσδυσαν στην Ανατολική Θράκη και ανακατέλαβαν την Αδριανούπολη. Λόγω του κινδύνου κατάληψης της Βουλγαρίας, η κυβέρνηση Ντάνεφ παραιτήθηκε, αναζητώντας απεγνωσμένα βοήθεια από την Ευρώπη. Στις 4 Ιουλίου ο ηγέτης των Φιλελευθέρων Βασίλ Ραντοσλάβωφ σχημάτισε νέα κυβέρνηση, με υπουργό Εξωτερικών τον έμπειρο διπλωμάτη Νικόλα Γεννάδιεφ.

Λόγω της ταχείας προέλασης των Ρουμάνων εντός Βουλγαρικού εδάφους, Ρωσία και Αυστροουγγαρία κάλεσαν τον Μαγιορέσκου να σταματήσει τις εχθροπραξίες και να μην εξουδετερώσει τη Βουλγαρία. Η Ρουμανία, όντας σύμμαχος των Κεντρικών Δυνάμεων και έχοντας το 1913 αποκαταστήσει φιλικές σχέσεις και με τη Ρωσία, κλήθηκε να αναλάβει διαμεσολαβητική αποστολή για την επίτευξη της ειρήνης. Η Ρωσία πρότεινε επίσης στην Ελλάδα και τη Σερβία να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για ανακωχή στη Νύσσα και κατόπιν διαπραγματεύσεις για προκαταρκτική ειρήνη.

Ο Γεννάδιεφ απέστειλε τηλεγράφημα στον Μαγιορέσκου για τη σύναψη ανακωχής, παρόμοια πρωτοβουλία ανέλαβε και ο Φερδινάνδος με τηλεγράφημά του στο Βασιλιά της Ρουμανίας Καρολο Α΄. Η ρουμανική κυβέρνηση απάντησε ότι τερματίζει την περαιτέρω προέλαση υπό τους εξής όρους:

 

  • Την παραχώρηση στη Ρουμανία της Δοβρουτσάς στη γραμμή Μπαλτσίκ-Τουτρακάν.
  • Την παραμονή του Ρουμανικού στρατού στη Βουλγαρία μέχρι τη σύναψη της ειρήνης.

Η κυβέρνηση Ραντοσλάβωφ δέχτηκε αμέσως τους όρους. Στις 9 Ιουλίου τα Ρουμανικά στρατεύματα σταμάτησαν σε απόσταση 40 χιλ. από τη Σόφια και η Ρουμανία άρχισε να παρεμβαίνει στην Ελλάδα και τη Σερβία για τη σύναψη ανακωχής. Στις 10 Ιουλίου ο Μαγιορέσκου κάλεσε τους Πάσιτς και Βενιζέλο να αποστείλουν πληρεξούσιους στο Βουκουρέστι για τους προκαταρκτικούς όρους της ειρήνης, ενώ η ανακωχή θα μπορούσε να υπογραφεί στη Νύσσα.

Φοβούμενος την υπογραφή χωριστής ειρήνης μεταξύ Ρουμανίας και Βουλγαρίας, ο Πάσιτς δέχθηκε αμέσως, ενώ ο Βενιζέλος απάντησε ότι θα δεχόταν την πρόσκληση, αλλά υπό τον όρο ότι και η ανακωχή θα συναπτόταν στο Βουκουρέστι και οι προκαταρκτικοί όροι της ειρήνης θα συνομολογούνταν στη Ρουμανική πρωτεύουσα.

Σκεπτόμενος πολιτικά και μην αποκλείοντας την υπογραφή χωριστής ειρήνης της Σερβίας και Ρουμανίας με τη Βουλγαρία, εφόσον και οι δύο χώρες αποδέχτηκαν τη Ρωσική συμβουλή για κατάπαυση του πυρός, ο Βενιζέλος ήθελε να αποτρέψει την απομόνωση της Ελλάδας. Με την άποψη του Βενιζέλου δεν συμφώνησε ο Κωνσταντίνος Α΄, ο οποίος επιδίωκε την ταπείνωση της Βουλγαρίας και την υπαγόρευση των προκαταρκτικών όρων ειρήνης με τη Βουλγαρία επί Βουλγαρικού εδάφους.

Αλλά η προέλαση του Ελληνικού στρατού επί Βουλγαρικού εδάφους συνάντησε πολλές δυσκολίες. Στη μάχη της Άνω Τζουμαγιάς ο Ελληνικός στρατός έφθασε στα όρια της αντοχής του. Ο Κωνσταντίνος Α΄ τελικά υποχώρησε και δέχτηκε τη λύση του Βουκουρεστίου. Ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με τη σύναψη ανακωχής πέντε ημερών στο Βουκουρέστι (17 Ιουλίου). Οι διαπραγματεύσεις για την ειρήνη άρχισαν αμέσως μετά την ανακωχή.

Η συνθήκη ειρήνης υπογράφτηκε στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913. Ως ηττημένη χώρα, η Βουλγαρία δεν είχε τη δυνατότητα να προβάλει διεκδικήσεις. Ο Βενιζέλος δέχτηκε τελικά να παραιτηθεί από τη Δυτική Θράκη, αλλά σε καμιά περίπτωση από την Καβάλα. Για το ζήτημα της Καβάλας διεξήχθη ένας διπλωματικός αγώνας. Η Αυστροουγγαρία και η Ρωσία υποστήριζαν την εκχώρηση της Καβάλας στη Βουλγαρία.

Ο Βενιζέλος, με επιδέξιους διπλωματικούς ελιγμούς, εξασφάλισε την υποστήριξη της Γερμανίας, της Ρουμανίας και της Γαλλίας. Η Ρουμανία στήριξε την Ελλάδα στο ζήτημα της Καβάλας μετά τις προφορικές διαβεβαιώσεις του Βενιζέλου για την παραχώρηση εκπαιδευτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων στους Κουτσόβλαχους. Η Γερμανία, μετά τη διάσπαση της Σερβοβουλγαρικής συμμαχίας, επιδίωκε τη συγκρότηση μιας αντισλαβικής «Ελληνο-Ρουμανο-Τουρκικής συμμαχίας» και στήριξε την Ελλάδα στο ζήτημα της Καβάλας.

Ωστόσο, η Βουλγαρία δεν ταπεινώθηκε. Η Δυτική Θράκη παρέμεινε στη Βουλγαρική επικράτεια και από τη Μακεδονία η γραμμή Στρώμνιτσα-Πετρίτσι στον Νότο, Ανω Τζουμαγιά Ράζλογκ στον Βορρά. Η νότιος Δοβρουτσά στη γραμμή Μπαλτσίκ-Τουτρακάν εκχωρήθηκε στη Ρουμανία. To Mαυροβούνιο, κατόπιν συμφωνιών με τη Σερβία, διπλασίασε την έκτασή του και προσάρτησε τμήμα του Νόβι Πάζαρ, του Κοσόβου (Τζιακοβίτσα, Πετς, Ντετσάνι) και τις πόλεις Πλαβ και Γκούσινγιε.

Έπειτα από διμερείς Βουλγαροτουρκικές διαπραγματεύσεις, υπογράφτηκε στις 16/29 Σεπτεμβρίου 1913 η συνθήκη ειρήνης της Κωνσταντινούπολης που προέβλεπε την εκχώρηση της Ανατολικής Θράκης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με εξαίρεση των πόλεων Σβίλενγκρατ, Ιβαήλωφγκρατ και Μάλκο Τύρνοβο. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι οδήγησαν στην κατάλυση της Οθωμανικής κυριαρχίας και στην εδαφική επέκταση των Βαλκανικών κρατών.

Ελλάδα, Σερβία και Ρουμανία είχαν ως άξονα της πολιτικής τους είτε τα ιστορικά δίκαια είτε την αποκατάσταση μιας ενδοβαλκανικής ισορροπίας. Αντίθετα, η Βουλγαρία είχε ως άξονα την αρχή των εθνοτήτων και την επιβολή του ηγεμονισμού της στη Βαλκανική. Αλλά στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι πληθυσμοί ήταν αναμεμιγμένοι, η συνείδηση των Σλαβοφώνων ήταν ρευστή ή ακαθόριστη και τα απόλυτα εθνολογικά κριτήρια επισφαλή.

Η Βουλγαρία δεν είχε ούτε ιστορικά δίκαια ούτε εθνολογική βάση στη Θεσσαλονίκη, αλλά πίστευε ότι η ενδοχώρα ήταν Βουλγαρική. Η Σερβία διεκδικούσε το Κόσοβο, όπου το Αλβανικό στοιχείο δεν ήταν ακόμα εθνικά αφυπνισμένο, αλλά ήταν αριθμητικά ισχυρό. Στη συνείδηση των Σέρβων λειτουργούσαν η ιστορική συνείδηση και η σημασία των νέων χωρών για το εθνικό κράτος. Η Ρουμανία διεκδικούσε τη νότια Δοβρουτσά, όπου το Ρουμανικό στοιχείο ήταν ανύπαρκτο. Αυτό οφειλόταν κυρίως σε λόγους αποκατάστασης της ενδοβαλκανικής ισορροπίας μετά την εδαφική επέκταση της Βουλγαρίας.

Το Αλβανικό εθνικό κίνημα δεν έτυχε της ιδιαίτερης προσοχής των Συμμάχων. Οι Αλβανοί πολέμησαν με τους Οθωμανούς. Λόγω των διαφορών τους και της ιδιάζουσας κοινωνικής δομής θεωρήθηκαν από τους Έλληνες και τους Σέρβους ανίκανοι για τη δημιουργία κράτους και έπρεπε να αρκεστούν σε μια πολιτιστική αυτονομία. Υπήρχε, βέβαια, το δράμα των Μουσουλμάνων προσφύγων, που στη δίνη του πολέμου μετέβαιναν στην Κωνσταντινούπολη.

Αλλά ύστερα από πέντε αιώνες Οθωμανικής δουλείας, οι Μουσουλμάνοι θεωρούνταν «παρίες, παρείσακτοι». Εξευρωπαϊσμός και «Αποβαλκανιοποίηση» σήμαιναν και απαλλαγή από το σύνδρομο του «Οριενταλισμού» και ενίσχυση του χριστιανικού στοιχείου. Μια ακραία εκδήλωση αυτού του φαινομένου ήταν, για παράδειγμα, ο βίαιος εκχριστιανισμός των Πομάκων στη Δυτική Θράκη από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες, ο εκχριστιανισμός των Μουσουλμάνων Αλβανών στο Κόσοβο από τους Σέρβους.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι αποτύπωσαν στη Δύση την εικόνα των Βαλκανικών λαών «ως βαρβάρων». Δεν υπάρχει λόγος να αποκρύπτονται οι αγριότητες του πολέμου: το κάψιμο των Σερρών και της Νιγρίτας από το Βουλγαρικό στρατό, οι Βουλγαρικές ωμότητες στο Δοξάτο της Δράμας, η εξολόθρευση Τουρκογενών Μουσουλμάνων στη Θράκη από τους Βούλγαρους, η καταστροφή του Κιλκίς από το Ελληνικό Πυροβολικό κατά τη διάρκεια μάχης. Δεν ήταν φρικαλεότητες Βαλκανικής αποκλειστικότητας.

Αν, σύμφωνα με την επιτροπή Carnegie, οι αγριότητες των Βαλκανικών Πολέμων οφείλονταν στο αιώνιο μίσος των Βαλκανικών λαών κατά των Τούρκων και την ανωριμότητά τους, τότε και οι ενήλικες Ευρωπαίοι δεν παρείχαν καλύτερα μαθήματα συμπεριφοράς στο παρελθόν, αλλά και στο άμεσο μέλλον. Ο βομβαρδισμός αμάχων, των Σέρβων προσφύγων στην Αδριατική, από την Αυστριακή Αεροπορία το 1915, η γενοκτονία Σέρβων πολιτών από τις Αυστριακές δυνάμεις στην κατεχόμενη Σερβία κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν ήταν μαθήματα μιας διαφορετικής κεντροευρωπαϊκής συμπεριφοράς.

Τις ωμότητες διέπραξαν μερικώς τα τακτικά Βαλκανικά στρατεύματα. Ήταν κυρίως τα Βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα που επιδίδονταν σε πράξεις βίας στη Μακεδονία και τη Θράκη, οι παραστρατιωτικές Σερβικές οργανώσεις στο Κόσοβο, αλλά και απλοί πολίτες που συμμετείχαν στο «πλιάτσικο». Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι επέσπευσαν την έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι Σερβικές νίκες εξύψωσαν το κύρος της Σερβίας στο νοτιοσλαβικό κόσμο προς ανησυχία των Αυστριακών. Η Σερβία ήταν για τη Βιέννη μια επικίνδυνη χώρα που θα έπρεπε να εξουδετερωθεί. Η αφορμή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου δόθηκε στο Σαράγιεβο, αλλά τα αίτια ανάγονται στις ιμπεριαλιστικές βλέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων.

 

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ Β’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Κάποια στιγμή τόσο οι Έλληνες όσο και οι Σέρβοι γρήγορα κατάλαβαν πως έπρεπε να έρθουν σε συνεννόηση για να αντιμετωπίσουν μαζί τη βουλγαρική απειλή. Έτσι ύστερα από μυστικές διαπραγματεύσεις κατέληξαν στην υπογραφή της Ελληνο-Σερβικής συνθήκης αμυντικής συμμαχίας της Θεσσαλονίκης (19 Μαΐου 1913).

Αίτια του πολέμου ήταν οι διαφορές που προέκυψαν ανάμεσα στους νικητές του Α’ Βαλκανικού πολέμου για τη διανομή των εδαφών που κατακτήθηκαν, η αποτυχία της διαιτησίας του Τσάρου Νικολάου Β΄ και οι δολοπλοκίες της Αυστρίας, που ωθούσε τους Βουλγάρους κατά των Σέρβων. Ειδικότερα για την Ελλάδα αιτία του πολέμου στάθηκε η υπογραφή συνθήκης συμμαχίας, χωρίς κανέναν όρο, με αποτέλεσμα οι Βούλγαροι να αρνούνται τα κυριαρχικά της δικαιώματα πάνω στα κατακτημένα εδάφη.

Τόσο οι Έλληνες όσο και οι Σέρβοι γρήγορα κατάλαβαν πως έπρεπε να έρθουν σε συνεννόηση για να αντιμετωπίσουν μαζί τη Βουλγαρική απειλή. Έτσι ύστερα από μυστικές διαπραγματεύσεις κατέληξαν στην υπογραφή της Ελληνο-Σερβικής συνθήκης αμυντικής συμμαχίας της Θεσσαλονίκης (19 Μαΐου 1913).

Αρχηγός των Ελληνικών δυνάμεων ήταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, με επιτελάρχη το συνταγματάρχη Δούσμανη, ενώ αρχηγός των Σερβικών δυνάμεων ήταν ο Βασιλιάς Πέτρος και του Βουλγαρικού ο Βασιλιάς Φερδινάνδος. Οι σύμμαχοι διέθεταν 360.000 άντρες πεζικό, 680 πυροβόλα και 4.000 άντρες ιππικό, ενώ οι Βούλγαροι διέθεταν 350.000 άντρες πεζικό, 720 πυροβόλα και 5.000 άντρες ιππικό.

Κύριο αίτιο του πολέμου: η διανομή των νεοαποκτηθέντων από τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο Οθωμανικών εδαφών. Μεταξύ των μελών του Βαλκανικού συνασπισμού-ιδιαίτερα μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας και Ελλάδας-, είχαν ενσκήψει σοβαρές διαφορές. Αν και Σερβία και Βουλγαρία είχαν συνάψει συμφωνία διανομής, η Σερβία έπαψε να την αναγνωρίζει λόγω του ότι τμήμα του προβλεπόμενου μεριδίου της γινόταν ανεξάρτητη Ηγεμονία (Αλβανία), μη αποκτώντας διέξοδο στην Αδριατική, περιοριζόμενη από Δυτικά.

Η Βουλγαρία όμως επέμενε στα συμφωνηθέντα εδάφη. Αντίθετα με την Ελλάδα δεν υπήρξε καμία συμφωνία διανομής, η μεν Σερβία αναγνώριζε τα δικαιώματα κατοχής του Ελληνικού στρατού (Πρωτόκολλο Αθηνών (1913)), γνωστό και ως Πρωτόκολλο Κορομηλά-Boschkovitch, ενώ η Βουλγαρία επεδίωκε την έξωση των Ελλήνων από τα εδάφη αυτά, για να ιδρύσει την προβλεπόμενη Μεγάλη Βουλγαρία της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1877-8).

Τα Βουλγαρικά στρατεύματα κατά τον χρόνο που είχαν καταλάβει την Α Μακεδονία διέπραξαν εγκλήματα κατά των(αλλοθρήσκων) Τούρκων κατοίκων. Τους (ομόθρησκους) Έλληνες και Σέρβους κατοίκους ανάγκαζαν να υπαχθούν εκκλησιαστικά στη Βουλγαρική Εξαρχία, να χρησιμοποιούν τη Βουλγαρική γλώσσα και να εκβουλγαρίζουν τα ονοματεπώνυμά τους. Στις Σέρρες προχώρησαν και σε αλλαγή των καταλήξεων των ονομάτων στους τάφους στο νεκροταφείο της πόλης. Στη γραμμή επαφής των στρατευμάτων οι Βούλγαροι συνεχώς χρησιμοποιούσαν μεθόδους συνεχούς διείσδυσης με συνέπεια ν’ ακολουθούν συγκρούσεις.

Βλέποντας τότε η Σερβία και η Ελλάδα τη Βουλγαρία ως κοινό κίνδυνο συνδέθηκαν (19/05-01/06/1913) με αμυντική συμφωνία γνωστή ως Συνθήκη συμμαχίας Θεσσαλονίκης. Έτσι η Βουλγαρία υπό την πεποίθηση της πολιτικής και στρατιωτικής της ηγεσίας στην υπεροχή του Βουλγαρικού στρατού και στις στρατηγικές ικανότητές του πήρε την απόφαση της αιφνιδιαστικής ομόχρονης επίθεσης κατά των τότε θέσεων του Σερβικού και Ελληνικού στρατού.

Ορισμένοι ιστορικοί καταλογίζουν ένα μέρος της ευθύνης αυτής στην«υπερβολικά διαλλακτική» στάση της Ελληνικής κυβέρνησης έναντι της Βουλγαρίας στη διάρκεια των προστριβών που προηγήθηκαν του πολέμου, που ενδεχομένως δημιούργησε την εντύπωση στο Βουλγαρικό στρατηγείο πως μια βίαιη ενέργεια θα δημιουργούσε τετελεσμένα γεγονότα τα οποία οι Μεγάλες Δυνάμεις επεμβαίνοντας κατευναστικά θα αποδέχονταν.

Η Αυστρία υποστήριζε τις διεκδικήσεις της Ρουμανίας στη Βουλγαρική Δοβρουτσά με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Θεσσαλονίκης στη Βουλγαρία. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η ανάληψη της εξουσίας από τους Νεότουρκους υπό την ηγεσία των Εμβέρ Πασά και Ταλαάτ Πασά μετά την παραίτηση των φιλελευθέρων, προοιώνιζαν δυσάρεστες εκπλήξεις για το μέλλον.

 

ΥΨΗΛΟΙ ΤΟΝΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ

Στην Βουλγαρία σχηματίστηκε(14/06) νέα κυβέρνηση υπό τον Stoyan Danev. Αν και Ρωσόφιλος, στις νέες συγκυρίες της εποχής εκείνης υποχώρησε στις πιέσεις φιλοπόλεμων στρατιωτικών κύκλων. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας κάλεσε (15/06) τους πρωθυπουργούς των χριστιανικών Βαλκανικών κρατών σε διάσκεψη στην Πετρούπολη, υπό την διαιτησία του Τσάρου για την εξομάλυνση των διαφορών.

Η Βουλγαρική πλευρά έθεσε υπερβολικούς όρους στις συνομιλίες, η Ρουμανική πλευρά δήλωνε ότι σε περίπτωση που διασπαστεί οριστικά η Βαλκανική συμμαχία θα εισέλθει στον πόλεμο για να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της στα διαφιλονικούμενα εδάφη με την Βουλγαρία. Η Βουλγαρική πολιτική καθοριζόταν περισσότερο από το υπουργείο πολέμου και τους στρατιωτικούς κύκλους και όχι από τον πρωθυπουργό.

Έτσι, ο στρατηγός Mihail Savov επικαλούμενος την εξάντληση του στρατού του, επέδωσε τελεσίγραφο (21/06) στον Βούλγαρο πρωθυπουργό να αποσαφηνίσει άμεσα τη θέση του: πόλεμος ή αποστράτευση. Ο Βασιλιάς της Βουλγαρίας Φερδινάνδος, τασσόμενος με τις πληροφορίες του Savov συνηγόρησε υπέρ της στρατιωτικής λύσης. Έτσι ήταν όλα έτοιμα για την επικείμενη σύγκρουση.

 

OI ΔΥΝΑΜΕΙΣ KAI TA ΣΧΕΔΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ

Οι σύμμαχοι Έλληνες και Σέρβοι δεν είχαν σχεδιάσει κάποιο κοινό στρατηγικό σχέδιο επιχειρήσεων και ο πόλεμος επρόκειτο να διεξαχθεί από κάθε κράτος χωριστά. Το σχέδιο επιχειρήσεων του Σερβικού στρατού απέβλεπε στην εξασφάλιση των κατεχόμενων εδαφών, στην απόκρουση ενδεχόμενης Βουλγαρικής επίθεσης και στην ανάληψη άμεσης γενικής αντεπίθεσης από κοινού με τις Ελληνικές δυνάμεις. O Σερβικός στρατός διέθετε 10 μεραρχίες πεζικού και μία μεραρχία ιππικού, που ήταν οργανωμένες σε τρεις στρατιές, συνολικής δύναμης 260.000 πεζών και 3.000 ιππέων, με 500 πυροβόλα.

Εξάλλου, το σχέδιο επιχειρήσεων του Ελληνικού στρατού απέβλεπε στην κατατρόπωση και εξουδετέρωση του Βουλγαρικού στρατού και άφηνε την πρωτοβουλία της επίθεσης στους Βούλγαρους, μετά την οποία θα αναλαμβανόταν γενική επίθεση εναντίον τους. O Ελληνικός στρατός διέθετε στη Μακεδονία 8 Μεραρχίες πεζικού και μία ταξιαρχία ιππικού, συνολικής δύναμης 100.000 πεζών και 1.000 ιππέων, με 180 πυροβόλα.

Τέλος, το Βουλγαρικό γενικό στρατηγείο δεν είχε εκπονήσει σχέδιο επιχειρήσεων, αλλά είχε καταλήξει στην απόφαση να ενεργήσει αιφνιδιαστική επίθεση και ταχεία κατάληψη όσο το δυνατόν περισσότερων από τα αμφισβητούμενα εδάφη, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό τη 2η Στρατιά κατά των Ελλήνων και την 4η Στρατιά κατά των Σέρβων. O Βουλγαρικός στρατός διέθετε εναντίον της Σερβίας και της Ελλάδας 12 μεραρχίες πεζικού, μία μεραρχία και μία ταξιαρχία ιππικού, που ήταν οργανωμένες σε 5 στρατιές. H συνολική δύναμη του Βουλγαρικού στρατού ανερχόταν σε 350.000 πεζούς και 5.000 ιππείς, με 720 πυροβόλα.

Ελλάδα Στον Β’ Βαλκανικό πόλεμο ο Ελληνικός στρατός είχε αυξηθεί κατά πολύ με εκγυμνάσεις και νεότερων κλάσεων και της παρένταξης αυτών σε παλαιότερες μονάδες. Το Γενικό Επιτελείο είχε οργανώσει ακόμη μια μεραρχία τη 10η, από 8 αρχικά σε 9 περί το τέλος του πολέμου. Έτσι ο Ελληνικός στρατός που είχε ταχθεί υπό την αρχιστρατηγία του Βασιλέως Κωνσταντίνου του Α’ με επιτελάρχη τον συνταγματάρχη Β. Δούσμανη: Η συνολική δύναμη του Ελληνικού στρατού ανέρχονταν σε πεζικό: 118.000, ιππικό: 1000 και 176 Πυροβόλα όπλα.

Σερβία Ο Σερβικός στρατός όπως και ο Ελληνικός είχε ενισχυθεί ιδιαίτερα με την είσοδο νεότερων κλάσεων με παρένταξη αυτών σε υπάρχουσες μονάδες, αποφεύγοντας όμως να δημιουργήσει νέες. Ενισχύθηκε και από μια μεραρχία (12.000 άνδρες) από το Βασίλειο του Μαυροβουνίου. Έτσι ο Σερβικός στρατός που είχε ταχθεί υπό την αρχιστρατηγία του Βασιλιά Πέτρου Α’ με επιτελάρχη τον Βοεβόδα Radomir Putnik συγκροτούνταν από τις εξής 11 μεραρχίες και μια ταξιαρχία. Η συνολική δύναμη του Σερβικού στρατού ήταν πεζικό: 260.000, ιππικό: 3000 και 500 πυροβόλα όπλα.

Βουλγαρία Και η δύναμη του Βουλγαρικού στρατού είχε αυξηθεί σημαντικά. Εκτός της εκγύμνασης πολλών νεότερων κλάσεων κλήθηκαν και πολλές κλάσεις εθνοφρουράς από τις οποίες και δημιουργήθηκαν 4 νέες μεραρχίες: 12η, 13η, 14η και 15η. Ο Βουλγαρικός στρατός είχε ταχθεί υπό την αρχιστρατηγία του Βασιλέως Φερδινάνδου με βοηθό τον στρατηγό Mihail Savov (ως 21/06), όταν ανέλαβε ο στρατηγός Radko Dimitriev. Αυτοί ήταν και οι πραγματικοί αρχιστράτηγοι με γενικό επιτελάρχη τον στρατηγό Vitsev.

Η συνολική δύναμη του Βουλγαρικού στρατού ξεπερνούσε τις 576,878 με 1,116 πυροβόλα. Ο Βουλγαρικός στρατός υπερείχε συντριπτικά της αντίπαλης συμμαχίας Ελλήνων και Σέρβων σε άνδρες και σε πυροβολικό. Αυτή σε συνδυασμό με το Βουλγαρικό μεγαλοϊδεατισμό που είχε δημιουργήσει η παλαιότερη, κατά 35 χρόνια, συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ήταν αυτές που οδήγησαν τη Βουλγαρία στη τυχοδιωκτική απόφαση να στρέψει τα όπλα της κατά των συμμάχων της, σ’ έναν ακήρυχτο αλλά αιφνίδιο πόλεμο.

 

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Στην αιφνιδιαστική επίθεση των Βουλγάρων της 16ης Ιουνίου, η αντίδραση της Ελλάδας υπήρξε άμεση και αποφασιστική. Το μεσημέρι της 17ης Ιουνίου, ο Αρχιστράτηγος Βασιλιάς Κωνσταντίνος διέταξε το διοικητή της 2ης Μεραρχίας να επιδώσει τελεσίγραφο προς το Βούλγαρο φρούραρχο της Θεσσαλονίκης να αποχωρήσει την ίδια ημέρα από την πόλη με ολόκληρη τη φρουρά του αφοπλισμένη, διαφορετικά να θεωρηθεί το Βουλγαρικό απόσπασμα Θεσσαλονίκης ως εχθρική δύναμη και να εξουδετερωθεί με τη βία.

Το τελεσίγραφο επιδόθηκε στις 16:00, αλλά επειδή μέχρι τις 19:00 δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση από μέρους των Βουλγάρων, μονάδες της 2ης Μεραρχίας επιτέθηκαν στους στρατώνες των Βουλγαρικών μονάδων. Οι οδομαχίες κράτησαν όλη τη νύχτα και γύρω στις 07:00 της 18ης Οκτωβρίου είχε αιχμαλωτισθεί ολόκληρο το Βουλγαρικό απόσπασμα. H επιχείρηση εκκαθάρισης της Θεσσαλονίκης στοίχισε στις Ελληνικές δυνάμεις 18 νεκρούς και 4 αξιωματικούς και 42 οπλίτες τραυματίες, ενώ οι απώλειες των Βουλγάρων ήταν 60 νεκροί, 17 τραυματίες και 1.360 αιχμάλωτοι.

 

Προμήνυμα Ελευθερίας για τη Βόρεια Ελλάδα

Η πρώτη φάση των Βαλκανικών πολέμων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα σημαντικό τμήμα του Μακεδονικού αγώνα. Άλλωστε η μη υπογραφή συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας ως προς τη διανομή των εδαφών της παραπαίουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας άφηνε ανοικτό κάθε ενδεχόμενο. Όποιος λοιπόν θα έφτανε πρώτος στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, αυτός θα ήταν και ο επόμενος κάτοχος και κυρίαρχός της.

Για τους συμμάχους μας Βούλγαρους οι λοιπές παράμετροι, όπως η μακραίωνη ιστορία και ο πολιτισμός της περιοχής, ήταν απλώς λεπτομέρειες. Άλλωστε η ιδιότυπη πολιτισμική γενοκτονία στην οποία επιδόθηκαν οι ίδιοι χύνοντας τόσο ελληνικό αθώο αίμα κατά την περίοδο του Μακεδονικού αγώνα (1904-1908) αφορούσε στην ουσία την ιστορία, τον πολιτισμό και την παράδοση της περιοχής.

Αλλιώς δεν εξηγείται γιατί η Βουλγαρική τρομοκρατία είχε πρωταρχικό στόχο τους Ρωμιούς πατριαρχικούς παπάδες και τους Ελληνοδιδάσκαλους, δηλαδή τους ζωντανούς πολιτισμικούς φορείς και “καθοδηγητές” των κατοίκων της περιοχής. Έτσι την κυριότητα στα εδάφη του “Μεγάλου Ασθενούς” και δη της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης θα την έδινε η πολεμική δύναμη και βεβαίως η ταχύτητα. Όπως φάνηκε όμως στην πράξη, ούτε και αυτές οι προϋποθέσεις ήταν αρκούντως ικανές, για να κατοχυρώσουν τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες.

Κι αυτό γιατί, όταν η Ελλάδα στα τελικά αποτελέσματα του πρώτου Βαλκανικού… αγώνα πολεμικής δύναμης και ταχύτητας πρώτευσε κατακτώντας το ολόχρυσο μετάλλιο, δηλαδή τη Θεσσαλονίκη, οι Βούλγαροι, οι οποίοι έφτασαν δεύτεροι, “κατεπονημένοι και βεβρεγμένοι”, ζήτησαν να λάβουν αντίστοιχο έπαθλο, δηλαδή την ίδια πόλη. Γι’ αυτό αιτήθηκαν από τον πασά Χασάν Ταχσίν να υπογράψει και μαζί τους πρωτόκολλο παραδόσεως της πόλης.

Ο Οθωμανός Αρχιστράτηγος όμως τους είπε: “Μία Θεσσαλονίκη είχα και αυτήν την παρέδωσα στον ελληνικό στρατό”. Κάτι άλλο που φέρεται να έχει πει στους Βουλγάρους είναι πως ”Από τους Έλληνες πήραμε τη Θεσσαλονίκη, σε αυτούς θα την παραδώσουμε”. Έτσι πλέον, για να… πατήσουν την πόλη, έπρεπε να πάρουν την άδεια από τους Έλληνες.

Και εδώ τα πράγματα ήταν κάπως πιο εύκολα, αφού ο δικός μας Αρχιστράτηγος, Διάδοχος Κωνσταντίνος, ως μεγαλόψυχος νικητής και πιο ψυχοπονιάρης τούς λυπήθηκε και τους έδωσε άδεια να μπουν στη Θεσσαλονίκη δύο Βουλγαρικά τάγματα, για να ξεκουραστούν. Δυστυχώς όμως τη νύκτα εισέβαλε στην πόλη “άπειρος στρατός”, που αμέσως άρχισε να διαδίδει στο πολυεθνικό κοινό της πόλης το δικό του “εκπολιτιστικό πρόγραμμα”, δηλαδή την τέλεση εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου…

Όμως η Κερκόπορτα είχε ανοίξει και χρειάστηκε να περάσουν αρκετοί μήνες, για να “πειστούν” οι μουσαφιραίοι σύμμαχοι να… εγκαταλείψουν την πόλη. Βεβαίως εκεί όπου δεν λειτούργησαν ο λόγος και η πειθώ χρειάστηκε να πέσει η ράβδος και να ακουστεί ο ήχος και η κλαγγή των όπλων. Και τότε απ’ άκρου εις άκρον της Θεσσαλονίκης όλες οι εθνότητες της πόλης πανηγύρισαν με ξεχωριστή ανακούφιση τη νίκη των Ελληνικών όπλων και την απομάκρυνση των Βουλγάρων.

Και τότε άρχιζαν για όλους τους κατοίκους της πόλης μέρες πραγματικής ελεύθερης και δημοκρατικής ζωής. Και αυτό ήταν συνάμα προμήνυμα ελευθερίας και για άλλες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας.

 

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Έκθεση του Ίωνα Δραγούμη προς τον πρωθυπουργό και υπουργό Άμυνας Ελευθέριο Βενιζέλο, στην οποία περιγράφει την παράδοση της Θεσσαλονίκης στον Ελληνικό στρατό, την είσοδο του διαδόχου Κωνσταντίνου στην πόλη αλλά και τη δόλια είσοδο του Βουλγαρικού στρατού Ο Ίων Δραγούμης υπηρετούσε ως δεκανέας στο επιτελείο του Διαδόχου- Αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου και μαζί με τους στρατιωτικούς Βίκτορα Δούσμανη, Ιωάννη Μεταξά και Ηλία Εξαδάκτυλο είχε διαπραγματευτεί με τον Χασάν Ταχσίν την παράδοση της Θεσσαλονίκης.

”Εν Θεσσαλονίκη τη 16η Νοεμβρίου 1912

Κύριε Υπουργέ,

Την 25η Οκτωβρίου ήλθαν στο Τοπτσή οι Πρόξενοι Γαλλίας, Αγγλίας και Αυστρίας (του Ρώσσου αρνηθέντος να μετάσχη της μεσολαβήσεως περί παραδόσεως της Θεσσαλονίκης άτε όντος εν γνώσει των ανειλικρινών σκοπών του Χασάν Ταχσίν). Εδόθη τότε εις τους Τούρκους προθεσμία μέχρι της επομένης πρωίας εις τας 9 όπως δεχθή ο Χασά Ταχσίν τους όρους της παραδόσεως της πόλεως και του Καραμπουρνού.

Την 26η μη εμφανισθέντων των Τούρκων πληρεξουσίων μέχρι τις 10 1/2 π.μ. η Α.Υ., ο Διάδοχος μετά του Επιτελείου του εξεκίνησε πορευόμενος προς το πεδίον ένθα είχον αναπτυχθή τα Ελληνικά στρατεύματα. Αλλά περί την 11 π.μ. αφικνείτο η αμαξοστοιχία η φέρουσα τους 8 πληρεξουσίους (εν οις και ο Έλλην διευθυντής των πολιτικών υποθέσεων Καραμπιμπέρης).

Ο Διάδοχος δεν εσταμάτησεν αλλ’ εξηκολούθησεν τον δρόμο του ειπών εις τους πληρεξουσίους ότι αυτός μεταβαίνει εις την μάχην αλλ’ ότι οι πληρεξούσιοι δύνανται να συναντηθώσι προς τον συνταγματάρχην Δούσμανην υπαρχηγόν του Γεν. Επιτελείου παραμείναντα εις Τοπτσή. Οι πληρεξούσιοι ήρχοντο φέροντες αρνητική απάντησιν.

Την αυτήν ημέραν περί τας 4 μ.μ. ενεμφανίσθη προ των Ελληνικών στρατευμάτων επί της οδού Γιαννιτσών Θεσσαλονίκης εις τον Γαλλικόν ποταμόν απόστολος του Χασάν Ταχσίν δηλών ότι ο Αρχιστράτηγος δέχεται όλους τους όρους του Έλληνος Αρχιστρατήγου. Η είδησις αύτη περί την 5 μ.μ. μετεδόθη τω Διαδόχω ευρισκομένω εις τον σταθμόν Τεκελή.

Την εσπέραν ο αντισυνταγματάρχης Δούσμανης μετά του λοχαγού κ. Μεταξά μετέβησαν σιδηροδρομικώς εις Θεσσαλονίκην και περί το μεσονύκτιον υπέγραψαν τους όρους της παραδόσεως. Την 7 π.μ. της 27ης Οκτωβρίου ο συνταγματάρχης Δούσμανης, οι λοχαγοί Μεταξάς και Εξαδάκτυλος και ο υποφαινόμενος περί την 8 παρά 1/4 εισηρχόμεθα εις την Θεσσαλονίκην όπου ανέμενε πολύς κόσμος. 

Περί την 9ην μεταβάς εις το Ρωσικόν Προξενείον ανεκοίνωσα τω Γεν. Προξένω την παράδοσιν της Θεσσαλονίκης εις Ελληνικόν στρατόν παραλαβών δε μετ’ εμαυτού τον κ. Βελάιεφ μετέβην εις του Άγγλου Γεν. Προξένου ως Πρυτάνεως του Προξενικού Σώματος και προέβην εις την αυτήν ανακοίνωσιν. Προέβην αυτοβούλως εις το διάβημα τούτο, διότι είχον μάθει ότι οι Πρόξενοι εσκέπτοντο να αποβιβάσωσι διεθνή αγήματα προς κατάληψιν και φρούρησιν της πόλεως, ιδίως κατόπιν επιμονής του Αυστριακού Γεν.Προξένου κ. Κραλ.


Περί την 10 1/2 μ’ εκάλεσεν ο συνταγματάρχης Δούσμανης εις το Διοικητήριον όπου συνεζητήσαμεν μετά του Χασάν Ταχσίν διάφορα θέματα ιδίως αναφερόμενα εις τα τελωνεία, μονοπώλιον καπνών, δημόσιον χρέος, την χωροφυλακήν και τον τρόπον της παραδόσεως των όπλων. Τέλος περί την μεσηβρίαν υπεγράφη πρόσθετον πρωτόκολλον περιέχον λεπτομερείας τινάς. 

Ο Χασάν Ταχσίν περί τας 11 1/2 μοί υπέδειξε τηλεγράφημα όπερ είχε λάβη και καθ’ ο, ας μοι έλεγε, ο Βουλγαρικός στρατός προχωρών προς το Δερβένι του Λαγκαδά ευρίσκεται εις μικράν απόστασιν από των Τουρκικών στρατευμάτων, μας ειδοποίησε δε ότι αυτός θα τους κτυπήση εάν επιτεθώσιν. Τον απετρέψαμεν ειπόντες ότι αφού παρεδόθη η πόλις δεν δύναται άλλος στρατός να επιτεθή κατά του παραδοθέντος, και ότι αρκεί να ειδοποιηθώσιν οι Βούλγαροι περί της γενομένης από της προηγουμένης ήδη ημέρας παραδόσεως.

Περί την 10 μ.μ. ώραν ευρισκόμενος εις την Μητρόπολιν μετά του Νομάρχου κ. Αργυροπούλου είδον εισερχόμενον τον ανθυπίλαρχον κ. Παπαδιαμαντόπουλον μετά του δεκανέως Βορέ οίτινες ανεκοίνωσαν ημίν ότι οι Βούλγαροι ευρίσκονται παρά το Γαϊλανζίκ εις απόστασιν 4-5 χιλιομέτρων από της πόλεως ότι παρά την είδησιν ην έδωκεν τοις Αρχηγοίς αυτών Τόντορωφ, Πέτρωφ, τοις δυσί Πρίγκιψι και τω κ. Σπάντσωφ, περί παραδόσεως του στρατού της Θεσσαλονίκης εις τον Διάδοχον της Ελλάδος, αυτοί επέμενον λέγοντες ότι την επομένην πρωί θα επιτίθεντο κατά της πόλεως.

Εξηκριβώθη ότι ο μέραρχος της μεραρχίας την 27ην Οκτωβρίου 10 π.μ. είχεν αποστείλει διά Βουλγάρου αξιωματικού σημείωμα εις τον Βούλγαρον στρατηγόν δι’ ου ειδοποίει αυτόν περί της συνθηκολογίας και παραδόσεως της πόλεως εις τον Ελληνικόν στρατόν και περί αναστολής των εχθροπραξιών, ότι επίσης ο Διάδοχος την 26η Οκτωβρίου είχεν αποστείλει εις τους Βουλγάρους Πρίγκηπας επιστολήν ανακοινούσαν τα αυτά. 

Οι Βούλγαροι όμως αρχηγοί επροφασίζοντο ότι ουδετέραν των ανακοινώσεων τούτων είχον λάβει. Οι Βούλγαροι πρίγκηπες άμα τω ακούσματι της παραδόσεως της Θεσσαλονίκης εις τον Έλληνα Αρχιστράτηγον παρεδέχθησαν να μη προχωρήσωσι κατά της πόλεως. Οι στρατηγοί όμως επέμενον λέγοντες ότι την επομένην 28 Οκτωβρίου θα επιτίθεντο κατ’ αυτής. 


Πάραυτα απεστείλαμεν μετά του κ. Αργυροπούλου, δι’ αυτοκινήτου, τους ανθυπίλαρχον Παπαδιαμαντόπουλον μετά του δεκανέως Βορέ και του διερμηνέως του Γεν. Στρατηγείου κ. Λιάτη προς το Βουλγαρικόν Αρχηγείον μετά δευτέρας επιστολής του Διαδόχου προς τους Βουλγάρους Πρίγκιπας ην είχε κομίσει μεθ’ εαυτού ο κ. Αργυρόπουλος ερχόμενος το απόγευμα της 27 Οκτωβρίου εκ του Τοπσή, Γεν. Αρχηγείου εις Θεσσαλονίκην.

Μετά τούτο ειδοποιήσαμεν αμέσως εις τον σταθμόν Σκοπίων να ετοιμασθή αμαξοστοιχία δι’ ης εστείλαμεν γράμμα υπογεγραμμένον υπό του κ. Αργυροπούλου και εμού προς τον Διάδοχον εις Τοπσή, υποδεικνύοντες αυτώ επιτακτικώς σχεδόν την ανάγκην της αμέσου εισόδου αυτού εις Θεσσαλονίκην, όπως προληφθή προηγουμένη είσοδος των Βουλγάρων πριγκήπων μετά του Βουλγαρικού στρατού.

Ελέγομεν δε αυτώ να επιβή της σταλείσης αμαξοστοιχίας και να έλθη πάραυτα. Συγχρόνως ειδοποιήσαμεν τον φρούραρχον της πόλεως αντισυνταγμ. Κωνσταντινόπουλον όστις μετά δύο ταγμάτων το απόγευμα είχεν εισέλθη εις την Θεσσαλονίκην να ετοιμάση τα υπ’ αυτόν σώματα και να οδηγήση και παρατάξη αυτά προ των εισόδων της Θεσσαλονίκης ίνα εμποδίση την είσοδον των Βουλγαρικών στρατευμάτων.

Η αμαξοστοιχία ανεχώρησε εκ Θεσσαλονίκης την 2 π.μ. Περί τας 3 π.μ. της 28 επανήλθον οι απεσταλμένοι ημών εκ του Βουλγαρικού Στρατηγείου ανακοινώσαντες την εκτέλεσιν της εντολής ην είχομεν αναθέσει αυτοίς και τας δικαιολογίας και ψευδολογίας των Βουλγάρων ιδίως δε του Στάντσωφ περί δήθεν μη λήψεως του πρώτου γράμματος του ημετέρου Διαδόχου και περί λήψεως του σημειώματος του Μεράρχου της Β’ας Μεραρχίας, όπερ κατ’ αυτόν δεν είχε τύπον επισήμου εγγράφου, ως προερχομένου δήθεν εκ μέρους των Τούρκων προς εξαπάτησιν αυτών. 

Ουδεμίαν θετικήν υπόσχεσιν έδωκαν περί μη εκτελέσεως του εγχειρήματος της βίαιας εισελάσεως του Βουλγαρικού στρατού την πρωίαν εις Θεσσαλονίκην. Περί την 5ην πρωινήν της 28ης εισήλθεν ο Διάδοχος εις την πόλιν μετά του Επιτελείου εγκαταστάς δε πάραυτα εις το Διοικητήριον εκάλεσε ημάς εκείσε, αγρυπνούντες εν τη Μητροπόλει. Ο Διάδοχος αμέσως διώρισε τον κ. Αργυρόπουλον Νομάρχην Θεσσαλονίκης. 

Την νύκτα είχον ετοιμάσει τα έγγραφα άτινα υπόγραψα ως πολιτικός Σύμβουλος του Διαδόχου και δι’ ων ανεκοινού εις τους Προξένους των Μ. Δυνάμεων και των Ηνωμένων Πολιτειών την διά πρωτοκόλλου υπό ημερομηνίαν 26 Οκτωβρίου παράδοσιν της πόλεως και των φρουρίων. (la reddition de la ville de Salonigue de son secteur et des forts des Karabournou) εις τον Αρχιστράτηγον του Ελληνικού Στρατού. Τα έγγραφα απέστειλα περί την 7 1/2 της πρωίας της 28ης προς τους ειρημένους Προξένους.

Μετά τούτο εγένετο δοξολογία ην μετά του Μητροπολίτου και του κ. Αργυροπούλου ητοιμάσαμεν την νύκτα αποστείλαντες και τας προσκλήσεις.

Την εσπέραν της 27 Οκτωβρίου ο κ. Στάντσωφ εισελθών μόνος εις Θεσσαλονίκην μετέβην εις το Διοικητήριον και προσεπάθησε να πείση τον Χασάν Ταχσίν να υπογράψη πρωτόκολλον παραδόσεως της πόλεως και εις τους Βουλγάρους. Αλλ’ ο Τούρκος Αρχιστράτηγος ανακοινώσας την γενομένην ήδη είσοδον δύο ταγμάτων Ελληνικού στρατού εις Θεσσαλονίκην και επιδείξας το πρωτόκολλον παραδόσεως της πόλεως εις τον Διάδοχον της Ελλάδος ηρνήθη να έλθη εις συμφωνίαν προς τους Βουλγάρους.

Την επομένην καθ’ ην ώρα (1 περίπου μ.μ.) εδέχετο ο Διάδοχος εν τω Διοικητηρίω μετά την δοξολογίαν τας αρχάς της πόλεως, τους θρησκευτικούς αρχηγούς και Προξένους (ους το πρωί επειγόντως ειδοποίησεν ο Νομάρχης συν τη ανακοινώσει του διορισμού του) προσήλθεν ο Στάντσωφ μετά των Βουλγάρων πριγκήπων και γενόμενος δεκτός υπό του Διαδόχου παρεκάλεσαν αυτόν να επιτρέψη την είσοδον και την εν τη Βουλγαρική συνοικία (ίνα μη επιβαρυνθή ο Ελληνικός Στρατός) τον στρατωνισμόν διαδοχικώς δύο ταγμάτων βουλγαρικού Στρατού, επί τη προφάσει ότι ο στρατός ούτος ήτο καταπεπονημένος και βεβρεγμένος.

Ο Διάδοχος ηρνήθη κατ’ αρχάς, έπειτα όμως εκ πνεύματος συναδελφικού προς τον σύμμαχον Βουλγαρικόν στρατόν εχορήγησε την άδειαν ταύτην υπό την αίρεσιν της εγκρίσεως ως του μέτρου τούτου και υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως εις μη εγκρινούσης τυχόν τούτο θα ειδοποιούντο οι Βούλγαροι δέκα ώρας πριν και εντός δέκα ωρών θα απήρχοντο της Θεσσαλονίκης. Δυστυχώς παρά τας συστάσεις τινών αξιωματικών του Επιτελείου εμού και του Νομάρχου η συμφωνία αυτή δεν εγένετο έγγραφος, ως αρμόζει εν πάση μετά των Βουλγάρων συμφωνία.

Την εσπέραν εισήλθον τα δύο τάγματα του Βουλγαρικού Στρατού, την δε νύκτα άπειρος Βουλγαρικός στρατός εισήλθεν εις την πόλιν. Ερωτήσαντες διά τίνα λόγον εισήλθαν παρά τα συμπεφωνημένα πλέον των δύο ταγμάτων ηκούσαμεν παρά των Βουλγάρων Στρατηγών ότι εν αγνοία αυτών εγένετο το πράγμα!

Τα κατόπιν είναι γνωστά τη Β. Κυβερνήσει εξ εκθέσεων και τηλεγραφημάτων των στρατιωτικών και πολιτικών αρχών της Θεσσαλονίκης. Επισυνάπτω έκθεση του υπιλάρχου κ. Στάικου ως και του ανθυπιλάρχου κ. Παπαδιαμαντοπούλου των ελθόντων κατά την 26 και 27 εις επαφήν προς το Βουλγαρικό στρατό και μεταδοσάντων αυτώ την είδησιν της παραδόσεως της Θεσσαλονίκης εις τον Ελληνικόν Στρατόν. ”

Ευπειθέστατος
Ι. Δραγούμης

Η Εκπόρθηση των Βουλγαρικών Στρατωνισμών

Τα ξημερώματα της 18ης Ιουνίου 1913 έληξαν οι εχθροπραξίες ανάμεσα στον Ελληνικό και το Βουλγαρικό στρατό και όλη η εν Θεσσαλονίκη δύναμη των Βουλγάρων βρισκόταν πλέον υπό αιχμαλωσία.

Ετσι η “Μακεδονία” της 19ης Ιουνίου σε μία ανακεφαλαίωση των γεγονότων ενημερώνει τους αναγνώστες της πώς εξελίχθηκαν οι συγκρούσεις. Στην τρίτη λοιπόν σελίδα υπό τον υπέρτιτλο “Η προχθεσινή ιστορική νυξ” και υπό τους τίτλους “Όλαι αι συμπληρωματικαί πληροφορίαι”, “Η ευαρέσκεια του Βασιλέως προς τους Κρήτας χωροφύλακας”, “Η έκπληξις και ευγνωμοσύνη των αιχμαλώτων”, “Η χθεσινή ημέρα” δημοσιεύεται το ακόλουθο πολεμικό ρεπορτάζ:

Ως εγράψαμεν εις το προηγούμενον φύλλον συνεπεία της αρνήσεως προς παράδοσιν των εν τη πόλει μας Βουλγάρων στρατιωτών τμήματα του ημετέρου στρατού προέβησαν εις ενόπλους ενεργείας κατά των διαφόρων στρατωνισμών των Βουλγάρων στρατιωτών, οίτινες ήρξαντο κυρίως από της 4 μεταμεσημβρινής ώρας της Δευτέρας και έληξαν την 7ην της Τρίτης.

Στις δε 2.30 μ.μ. της Δευτέρας η αντίσασις δύο Βουλγάρων στρατιωτών παρά τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Θεσ/νίκης-Κων/πόλεως, οίτινες όχι μόνον δεν υπήκουσαν εις την διαταγήν του σκοπού να σταθούν, αλλά και επυροβόλησαν τραυματίσαντες τον επιλοχίαν Ηλίαν Κουζίγιαννην απετέλεσε την απαρχήν τρόπον τινά των κατά του ενταύθα Βουλγαρικού στρατού ενεργειών του στρατού μας. Οι αντιστάντες δύο ειρημένοι Βούλγαροι εφονεύθησαν παραχρήμα υπό των στρατιωτών μας.

Μετά το επεισόδιον του σιδηροδρομικού σταθμού περί την 5ην μ.μ. της Δευτέρας οι εντός του κατά την οδόν Βαρδαρίου Μεγάλου Ξενοδοχείου μετατραπέντος, ως γνωστόν, εις Βουλγαρικόν τηλεγραφείον, ευρισκόμενοι πέντε Βούλγαροι στρατιώται και τηλεγραφικοί υπάλληλοι προσκληθέντες να παραδοθούν επυροβόλησαν κατά των ημετέρων χωροφυλάκων, οι οποίοι ενισχυθέντες υπό των πεζών και ευζώνων επυροβόλουν ακάλυπτοι εκ της οδού κατά των εντός του ξενοδοχείου ωχυρομένων Βουλγάρων.

Η συμπλοκή διήρκησε περίπου μίαν ώραν φονευθέντων κατά την συμπλοκήν δύο Βουλγάρων στρατιωτών, οπότε οι ημέτεροι κατώρθωσαν να πλησιάσουν την θύραν του ξενοδοχείου και παραβιάσαντες αυτήν εισήλθον με εφ’ όπλου λόγχην εις το ξενοδοχείον συλλαβόντες τους λοιπούς Βουλγάρους, ως και τινάς υπόπτους. Κατά την συμπλοκήν ταύτην ετραυματίσθη ο υπομοίραρχος κ. Χατζηιωάννου. Πολλοί περίεργοι αφόβως εκ διαφόρων παρόδων και γωνιών των οδών παρηκολούθουν την συμπλοκήν ταύτην.

Δευτέρα συμπλοκή και σχεδόν σύγχρονος με την του Γκραντ Οτέλ εγένετο εις την Βουλγαρικήν Τράπεζαν διαρκέσασα υπέρ την ημίσειαν ώραν αναγκασθέντων των εν αυτή Βουλγάρων στρατιωτών και τινών τραπεζικών υπαλλήλων, οίτινες υπό το πρόσχημα υπαλλήλων ήσαν αξιωματικοί του Βουλγαρικού στρατού, μετά τον φόνον μερικών εξ αυτών να παραδοθούν υπό τας ζητωκραυγάς του παρακολουθούντος κόσμου υπέρ του Ελληνικού στρατού.

Παρά την μεσολάβησιν του Γάλλου Προξένου κατά τις 7.30 μ.μ. Περί παραδόσεως οι μεγάλοι Βουλγαρικοί στρατωνισμοί είχον λάβη πανταχού όλα τα κατάλληλα μέτρα ερρωμένης αντιστάσεως δηλώσαντες ότι κατά διαταγάς των αξιωματικών των, οι οποίοι το είχαν κόψη λάσπη, κρυβέντες εις διάφορα μέρη, ώφειλον να αποθάνουν εκεί μέχρις ενός.

Ως γνωστόν εις την λεωφόρον Χαμηδιέ εντός τεσσάρων μεγάλων οικημάτων της αριστεράς πλευράς όταν ανερχόμεθα την οδόν ταύτην, ήσαν εστρατωνισμένοι πλείστοι Βούλγαροι στρατιώται. Η αντίστασις αυτών υπήρξε πολύ πείσμων, αλλά κατόπιν της ορμητικής επιθέσεως των εν τοις απέναντι οικήμασιν ημετέρων στρατιωτών και της χρήσεως τηλεβόλων και μυδραλιοβόλων περίν την 10ην νυκτερινήν ώραν ηναγκάσθησαν να παραδοθώσιν.

Εγκαίρως είχον περικυκλωθή τα Τουρκικά σχολεία Ιδαδιέ, όπου εστρατωνίζοντο 50 Βούλγαροι στρατιώται, το Πολυτεχνείον (Ισαχανέ) όπου εστρατωνίζοντο 100 Βούλγαροι στρατιώται. Και εδώ οι Βούλγαροι στρατιώται ανέστησαν ερρωμένως παραδοθέντες οι μεν του Ιδαδιέ μετά δύο περίπου ώρας μετά την έναρξιν της επιθέσεως, οι δε του Ισλαχανέ περί τα ξημερώματα.

Το αποσταλέν προν τον διοικητήν των Βουλγαρικικών Στρατωνισμών της πόλεώς μας την 2αν μ.μ. έγγραφον προς παράδοσιν έχει ως εξής:

”Επειδή ο Βουλγαρικός στρατός ήρχισε τας εχθροπραξίας έχω την τιμή να σας παρακαλέσω όπως εγκαταλήψητε την πόλιν της Θεσσαλονίκης εντός μίας ώρας από της λήψεως της παρούσης επιστολής μου. Τα όπλα των στρατιωτών σας θα παραδοθούν εις επί τούτου ορισθησομένους αξιωματικούς. Οι αξιωματικοί δύνανται να διατηρήσωσι τα ξίφη των.

Ειδική αμαξοστοιχία θα μεταφέρει τα στρατεύματά σας μέχρι των ημετέρων προφυλακών, θα ληφθούν δε μέτρα διά την ασφάλειάν των. Μετά την λήξιν της ως ανωτέρω οριζομένης προθεσμίας θα ευρεθώ εις την ανάγκην, προς μεγίστην λύπην μου, όπως διατάξω ίνα τα στρατεύματά σας θεωρηθούν ως εχθρικά στρατεύματα. Δεχθήτε παρακαλώ την διαβεβαίωσιν της εξαιρέτου υπολήψεως, μεθ’ ης διατελώ.”

Κ. Καλλάρης, Στρατηγός

Επίσης εις το Βουλγαρικόν παρθεναγωγείον και τα δύο Βουλγαρικά οικοτροφεία είχον οχυρωθή στρατιώται τινες Βούλγαροι και πλείστοι κομιτατζήδες και μαθηταί οι οποίοι αντέστησαν καθ’ όλην σχεδόν την νύκτα και μόλις την πρωίαν παρεδόθησαν.

Εντός του ναού της Αγίας Σοφίας ήσαν ωχυρομένοι 26 Βούλγαροι στρατιώται οι οποίοι ημύνοντο από τας οπάς του υψηλού μιναρέ του ναού τούτου και των παραθύρων, αλλ’ ότε κατώρθωσαν εκ του ανατολικού μέρους του ναού να εισέλθουν εντός του περιβόλου Κρήτες χωροφύλακες, οι Βούλγαροι εκλείσθησαν εντός του ναού, οπότε κατά την 10ην περίπου φονευθέντων υπό των ημετέρων εκ των παραθύρων τινών εξ αυτών ήρχισαν να παραδίδωνται.

Μεγάλην όμως αντίστασιν επρόβαλαν οι εντός της οικίας Ρεκανάτη, ολίγον ανωτέρω και απέναντι της Αγίας Σοφίας, ήτις εχρησίμευε ως Βουλγαρικόν φρουραρχείον, 40 Βούλγαροι στρατιώται και αρκετοί κομιτατζήδες πυροβολούντες συνεχώς και ρίπτοντες από καιρού εις καιρόν χειροβομβίδας. Αλλά μετά τα ρήγματα τα οποία ήνοιξαν οι οβίδες του κατά την ανατολικήν πλευράν της Αγίας Σοφίας τηλεβόλου εις το Φρουραρχείον ήρχισε πυρ πυκνόν, όπερ επήνεγκε πολλάς ζημίας εις τους Βουλγάρους, αναγκασθέντες επί τέλους ολίγον προ του μεσονυκτίου να παραδοθούν.

Όλοι οι Ισραηλίται της συνοικίας εκείνης παρακολουθούντες τας συμπλοκάς ταύτας μετά την παράδοσιν εζητωκραύγασαν υπέρ του Ελλ. Στρατού.

Μετά την εκπόρθησιν της Αγίας Σογίας στις 5.30 πρωινήν ώραν (δυσανάγνωστα) ανήλθεν εις το τέμενος του ναού τούτου, όπου ανύψωσεν την κυανόλευκον, γενόμενος αντικείμενον θερμών συγχαρητηρίων εκ μέρους των αξιωματικών και του στρατού.

Η αντίστασις των 580 Βουλγάρων των εστρατωνισμένων εις το ανατολικώς του Διοικητηρίου και όπισθεν του τζαμίου του Αγίου Δημητρίου κείμενον Τουρκικόν Παρθεναγωγείον και το παρ’ αυτό τζαμίον υπήρξε πολύ πείσμων διαρκέσασα 13 σχεδόν ολοκλήρους ώρας. Δισχίλιοι περίπου ημέτεροι στρατιώται μετά των οικείων αξιωματικών και υπαξιωματικών περιεκύκλωσαν πανταχόθεν τον σημαντικόν τούτον Βουλγαρικόν στρατωνισμόν συγκεντρώσαντες μεγάλες προσπαθείες προς εκπόρθησιν αυτού.

Ανά πάσαν στιγμήν χιλιάδες ομοβροντίαι των μάνλιχερ και πλείσται οβίδες τηλεβόλων και βλήματα πολυβόλων και επί τέλους την 6ην πρωινήν της χθες εξηνάγκασαν τους ανθισταμένους Βουλγάρους προς παράδοσιν μετά την κατερείπωσιν σχεδόν του στρατώνος τούτου συνεπεία των ραγδαίων και συνεχών βλημάτων.

Οι Αιχμάλωτοι

Οι συλληφθέντες αιχμάλωτοι Βούλγαροι στρατιώται ανερχόμενοι εις 1.208 και περί τους δέκα αξιωματικοί μετεφέρθησαν εις το ατμόπλοιον “Μαρέτα Ράλλη” εν συνοδεία στρατιωτών με εφ’ όπλου λόγχη.

Μετά την εκπόρθησιν πάντων των Βουλγαρικών στρατωνισμών, χθες από πρωίας πλήθος πολύ καθ’ ομίλους πάσης τάξεως, φυλής και ηλικίας περιήρχετο τα διάφορα μέρη των συμπλοκών και περιειργάζετο αυτά μετά θαυμασμού και μεγάλης χαράς διά την απαλλαγήν από τα αιμοβόρα θηρία της Σόφιας.

Επίσης από της 9ης πρωινής μέχρι της 4ης απογευματινής άνδρες, γυναίκες και παιδιά όλων των εθνικοτήτων, στρατιώται, χωροφύλακες, επεσκέπτοντο το Βουλγαρικόν νεκροταφείον, όπου μετά βδελυγμίας εθεώντο τα πτώματα των κατά τας συμπλοκάς φονευθέντων Βουλγάρων στρατιωτών, καταρώμενοι τους θηριώδεις επιδρομείς.

Οι αιχμάλωτοί μας Βούλγαροι αξιωματικοί εξέφρασαν εις τους Έλληνας αξιωματικούς την έκπληξίν των και την ευγνωμοσύνην των διά τας περιποιήσεις τας οποίας τους παρέχουν εν τη αιχμαλωσία. Και η μεν έκπληξις των Βουλγάρων αξιωματικών είνε ευνόητος. Οι άνθρωποι αυτοί εξ ιδίων κρίνοντες τα αλλότρια επερίμεναν τουλάχιστον να τους σφάξουν, ουδέποτε δε εφαντάζοντο ότι θα απήλαυον περιποιήσεων και παρηγοριών. Την ευγνωμοσύνην όμως των Βουλγάρων αξιωματικών δεν την θέλουμεν, απλούστατα διότι είνε ψευδής. Βούλγαροι και ευγνωμοσύνη είνε δύο πράγματα που αλληλογρονθοκοπούνται αγρίως.

Ο Βούλγαρος λιμενάρχης συνελήφθη εν τη οικία του γενειοφόρου ιατρού Βουλγάρου Ιβάνωφ. Μόλις εισήλθον εις την οικίαν οι χωροφύλακες, η κυρία του Ιβάνωφ επρόταξε τα στήθη της ειπούσα “συλλάβετε εμέ αντί του αθώου τούτου ανθρώπου”.

Ο λιμενάρχης εζήτησε να παραδοθή εις αξιωματικόν, μετέβη δε πράγματι ο υπομοίραρχος της χωροφυλακής κ. Βούρρος εις την οικίαν του Ιβάνωφ, όπου τρέμων και περιδεής ο λιμενάρχης παραδιδόμενος είπε: “Εγώ δεν έκαμον κανέν κακόν εις την Θεσσαλονίκην, αλλά μόνον εστάλην να διευθύνω τον λιμένα Θεσσαλονίκης”. Σημειωτέον ότι ο λιμενάρχης άμα τη εμφανίση των χωροφυλάκων εκρύβη όπισθεν της κυρίας Ιβάνωφ και απεπειράθη να αυτοκτόνηση διά του ξιφιδίου του!

Όταν δε μετεφέρθη εις τον λιμένα και επεβιβάζετο εις το ατμόπλοιον είπε: “Επιτέλους είδα και θάλασσα”.

Η Α.Μ. ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος διεβίβασε προς τον αρχηγόν της Δημοσίας Ασφαλείας την επομένην διαταγήν με την εντολήν όπως κοινοποιηθή προς τα διάφορα σώματα της εν Θεσ/νίκη χωροφυλακής”. Η κοινοποιηθείσα διαταγή έχει ως εξής:

”Προς τον συνταγματάρχην κ. Ανδρέαν Μπαΐραν, αρχηγόν της Δημοσίας Ασφαλείας, εκφράσατε την ζωηράν ευαρέσκειαν και τα θερμότατα συγχαρητήριά Μου εις την Κρητικήν Χωροφυλακήν και τους διοικούντας αυτήν αξιωματικούς και υπαξιωματικούς διά την θαυμασίαν και επιτυχή δράσιν αυτής εν των κατά των Βουλγάρων αγώνι της παρελθούσης νυκτός.”

Κωνσταντίνος Β.

«Εκκαθάρισις εκ του Βουλγαρικού Άγους»

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του στρατιωτικού Βίκτωρα Δούσμανη “Απομνημονεύματα, Ιστορικαί σελίδες τας οποίας έζησα”, στο οποίο περιγράφει τα γεγονότα της εκδίωξης του βουλγαρικού στρατού. Ο στρατιωτικός Βίκτωρ Δούσμανης τον Ιούνιο του 1913 υπηρετούσε στη Θεσσαλονίκη ως αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού με βαθμό συνταγματάρχη και είχε πρωταρχικό ρόλο στις επιχειρήσεις της 17ης και 18ης Ιουνίου.

”Την πρωίαν της 17 Ιουνίου 1913, ενώ ευρισκόμην εις το γραφείον μου, λαμβάνω τηλεφώνημα του αξιωματικού, ον είχον τάξει εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Κων/πόλεως (Θεσσαλονίκης – Κωνσταντινουπόλεως), δι’ ου μοι ανήγγειλε ότι ο στρατηγός Χεσατζίεφ μετά τινών Βουλγάρων αξιωματικών του επιτελείου του είχε φθάσει εις τον σταθμόν και εζήτησε να σχηματισθή συρμός προς αναχώρησιν.

Το τηλεφώνημα προσέθετε ακόμη ότι τον Βούλγαρον στρατηγόν παρηκολούθουν και αι αποσκευαί του. Αμέσως αντελήφθην την κατάστασιν. Αφ’ ενός ετηλεφώνησα εις τον αξιωματικόν του σταθμού Κωνσταντινουπόλεως ν’ αφίση ελευθέραν την αναχώρησιν μόνον του στρατηγού Χεσατζίεφ, ως έχοντος διπλωματικήν ιδιότητα, να απαγορεύση δε απολύτως την αναχώρησιν των άλλων αξιωματικών, αφ’ ετέρου δε και εις τον Βασιλέα Αρχιστράτηγον, ότι είναι απόλυτος ανάγκη να εκδιωχθή η Βουλγαρική φρουρά Θεσσαλονίκης, αμέσως και βιαίως ακόμη, διότι η πιθανότης ήτο ότι οι Βούλγαροι εσκέπτοντο περί αιφνιδιαστικής κατά των συμμάχων επιθέσεως.

Ειδοποίησα ταυτοχρόνως και τον παρά τω Γ. Επιτελείω του Στρατού Σέρβον σύνδεσμον και τον ημέτερον παρά τω Σερβικώ αρχιστρατηγείω στρατιωτικόν σύνδεσμον. Ειδοποίησα αμέσως τον προ καιρού διωρισμένον ν’ αναλάβη την εκκαθάρισιν της Θεσσαλονίκης από της Βουλγαρικής φρουράς, υποστράτηγον κ. Κ. Καλλάρην να είναι έτοιμος, διότι ανέφερα εις τους προϊσταμένους μου και ανέμενον διαταγάς. Κατόπιν ανυπομόνως ανέμενον την έγκρισιν της προτάσεώς μου.

Από της στιγμής εκείνης δεν έπαυσα ενοχλών τους εν Αθήναις και προκαλών την σωτηρίαν διαταγήν. Εις μάτην. Η άρνησις, ο δισταγμός, η αμφιβολία, το αναποφάσιστον, εχαρακτήριζον τας τηλεγραφικάς απαντήσεις τους Πρωθυπουργού κατά τας συνομιλίας μας της στιγμής εκείνης.

Επέμεινα όμως πολύ και μόνον την 12.30′ της μεσημβρίας κατώρθωσα ν’ αποσπάσω την διαταγήν της Κυβερνήσεως, αλλά μόνον να προσκαλέσω τον Βούλγαρον φρούραρχον ν’ αναχωρήση με την φρουράν του εκ Θεσσαλονίκης. Κατόπιν έμαθον ότι οι δισταγμοί και αι αμφιβολίαι του Πρωθυπουργού κατενικήθησαν τη επεμβάσει του Βασιλέως, όστις επέμεινε παρ’ αυτώ να δεχθή τας εισηγήσεις μου, διότι μόνον εγώ ήμην αρμόδιος να κρίνω την κατάστασιν.

Άμα έφθασε η έγκρισις της εκδιώξεως της Βουλγαρικής φρουράς, παρεκάλεσα τον υποστράτηγον κ. Κ. Καλλάρην να έλθη εις το στρατηγείον του Βασιλέως-Αρχηγού όπως συνεννοηθώμεν και εκείθεν ενεργήσωμεν. Ήμην απλώς αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του Στρατού με βαθμόν συνταγματάρχου, χωρίς να έχω υπό τας διαταγάς μου τα διάφορα σώματα και υπηρεσίας της Στρατού Μακεδονίας και επομένως η θέσις μου ήτο λεπτή και δύσκολος απέναντι των ανωτέρων διοικητών Μεραρχιών και υπηρεσιών.

Απεφάσισα λοιπόν να συντάξω έγγραφον προς τον Βούλγαρον φρούραρχον, δι’ ου επιτάσσω αυτώ ν’ αναχωρήση αμέσως μετά της φρουράς του και να εκκενώση την Θεσσαλονίκην. Του έτασσον δε μικρόν χρονικόν διάστημα, μιας ώρας, νομίζω, διά την εκτέλεσιν της επιταγής αυτής. Έως ότου γίνωσιν αι συνεννοήσεις, γραφή η επιταγή μου, μεταφρασθή Γαλλιστί, καθαρογραφή, παρήλθεν χρόνος τις.

Την επιταγήν μου απέστειλα διά λοχίου γραφέως του Στρατηγείου προς επίδοσιν εις τον Βούλγαρον φρούραρχον, όστις ανευρέθη και παρέλαβε το έγγραφον την 4 μ.μ., εις την απόδειξιν όμως της παραλαβής αυτού επέμεινε να γράψη ως ώραν παραλαβής την 4.20′ μ.μ. Κάτι έπρεπε να κάμη δια να δείξη την κακοπιστίαν του και μετεχειρίσθη συνένοχον το ωρολόγιόν του, κακόπιστον φαίνεται και αυτό και εκείνος. Ειδοποίησα τον υποστράτηγον κ. Καλλάρην περί της ώρας της παραλαβής και ότι της δοθείσης προθεσμίας παρερχομένης ακάρπου ώφειλε ν’ αρχίση την σχεδιασθείσαν και εις όλας τας λεπτομερείας της μελετηθείσαν επιχείρησιν.

Ενώ ευρισκόμην εν τω γραφείω, αναμένων τ’ αποτελέσματα της επιταγής, προσέρχεται αυτόκλητος ο Γάλλος Πρόξενος Θεσσαλονίκης, όστις με την συνήθη αυτώ σκαιότητα μοι λέγει ότι έμαθε, χωρίς να μοι είπη πόθεν, την δοθείσαν επιταγήν εις τον Βούλγαρον φρούραρχον και ότι, επειδή προέβλεπε σύρραξιν εντός της πόλεως της Θεσσαλονίκης, εζήτει προς ασφάλειαν της ζωής των Γάλλων υπηκόων ν’ ανακαλέσω την επιταγήν.

Τω απήντησα ότι η επιταγή είναι ανέκκλητος και δεν θα την ανακαλέσω. Τότε μετά περίεργον και αδικαιολόγητον επιμονήν ν’ αναμιχθή εις τας μεταξύ ημών και των Βουλγάρων διαφοράς μοι λέγει ότι η μη άρσις της επιταγής θέλει ενδεχομένως βλάψει τα συμφέροντα των Γάλλων υπηκόων και επέμεινεν εις την άρσιν των διαταγών ημών προς επίθεσιν.

Τότε και εγώ μετά ίσης προς αυτόν σκαιότητος και αυστηρότητος ύφους εσταμάτησα την περαιτέρω συζήτησιν και είπον αυτώ: “Κύριε πρόξενε, εάν πράγματι ενδιαφέρεσθε διά τα υλικά συμφέροντα των Γάλλων υπηκόων, υπάγετε παρά τω Βουλγάρω φρουράρχω, διαμένοντι εδώ πλησίον, και αξιώσατε αυτώ να εκτελέση την επιταγήν μου και εντός της ορισθείσης ώρας να δηλώση ότι αναχωρεί”!

Ηγέρθην και τω έδωσα να εννοήση ότι είχον άλλας ασχολίας σπουδαιοτέρας της συνομιλίας του. Πράγματι απεχώρησε δηλώσας μοι ότι μεταβαίνει παρά τω Βουλγάρω φρουράρχω. Τότε, επειδή η δοθείσα προθεσμία επλησίαζε να εκπνεύση, ειδοποίησα τον υποστράτηγον κ. Καλλάρην περί της μεταβάσεως του Γάλλου προξένου παρά τω Βουλγαρικώ φρουραρχείω, ίνα έχων τούτο υπ’ όψιν του βεβαιωθή, προ της κατά του καταστήματος επιθέσεως, ότι ο Γάλλος πρόξενος δεν ευρίσκετο εντός αυτού.

Η ταχθείσα προθεσμία είχεν ήδη εκπνεύσει και ουδέν έβλεπον ή ήκουον υποδηλούν την εκ μέρους ημών έναρξιν της επιθέσεως. Ανησυχήσας και ερωτήσας τηλεφωνικώς μετά τινα ώραν τον υποστράτηγον κ. Καλλάρην περί του αιτίου της μη ενάρξεως της εκτελέσεως της επιθέσεως, έλαβον την απάντησιν ότι ανέμενε να τον ειδοποιήσω περί της εκ του Φρουραρχείου αναχωρήσεως του Γάλλου προξένου. Είχε γίνει προφανώς, παρεξήγησις.

Η παρεξήγησις ήρθη μόλις την 7 μ.μ. κατωρθώθη να γίνη έναρξις της διαταγής της εκ του βουλγαρικού άγους εκκαθαρίσεως της μακεδονικής πρωτευούσης.

 

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

Η κύρια βουλγαρική επίθεση κατά τον Σέρβων πραγματοποιήθηκε με τις 1η, 3η, 4η και 5η μεραρχίες. Η 2η κατευθύνθηκε κατά ελληνικών θέσεων στην Θεσσαλονίκη. Οι Βούλγαροι ήταν λιγότεροι σε αριθμό όσον αφορά τις επιχειρήσεις κατά του ελληνικού στρατού. Η ασθενής επίθεσή στη Νιγρίτα απωθήθηκε αλλά μετατράπηκε σε αμυντικό αγώνα σε ολόκληρο το μέτωπο(από 19/06). Οι βουλγαρικές δυνάμεις γρήγορα υποχώρησαν Β και οχυρώθηκαν μεταξύ Κιλκίς και Στρυμώνα.

Ο βουλγαρικός στρατός ταυτόχρονα επιτέθηκε και στους Σέρβους, στη Γευγελή. Οι σερβικές δυνάμεις αρχικά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στη βουλγαρική επίθεση, η οποία αποσκοπούσε να καταλάβει το Krivolak για να αποκόψει την επαφή Ελλήνων και Σέρβων. Γρήγορα κατόρθωσαν να σταματήσουν τη βουλγαρική προέλαση και να εισέλθουν σε βουλγαρικό έδαφος.

Η σερβική αντεπίθεση ήταν ορμητική και σύντομα ο σερβικός στρατός κατάφερε να καταλάβει βασικούς αντικειμενικούς του στόχους. Ταυτόχρονα, στην Θεσσαλονίκη, με την βοήθεια της κρητικής χωροφυλακής και των κατοίκων της πόλης, αιχμαλωτίστηκαν οι βουλγαρικές μονάδες που είχαν στρατοπεδεύσει πριν την έναρξη των επιχειρήσεων.