Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟ 1941 ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΝ (ΜΕΡΟΣ Α’)
Επίθεση στην Ελλάδα το 1941
Επίθεση στην Ελλάδα το 1941
Η Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα ήταν η πολεμική επιχείρηση του Άξονα, και κατά κύριο λόγο της Ναζιστικής Γερμανίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά της Ελλάδας. Οι πολεμικές επιχειρήσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα [Επιχείρηση Μαρίτα (Unternehmen Marita) για τους Γερμανούς και Μάχη της Ελλαδας (Battle of Greece) για τους Βρετανούς] είναι το πρώτο μέρος της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα, της οποίας δεύτερο και τελευταίο μέρος ήταν η Μάχη της Κρήτης. Η Γερμανική εισβολή θεωρείται τμήμα των ευρύτερων πολεμικών επιχειρήσεων στη Μεσόγειο και ειδικότερα της Βαλκανικής Εκστρατείας.
Η Γερμανική εισβολή αποτελεί για την Ελλάδα συνέχεια και παραλληλία του Ελληνοϊταλικού πολέμου που είχε ξεκινήσει με την επίθεση Ιταλικών στρατευμάτων στις 28 Οκτωβρίου 1940. Μέσα σε μερικές μόλις εβδομάδες οι Ιταλοί είχαν εκδιωχθεί από την Ελλάδα και οι Ελληνικές δυνάμεις προωθούμενες είχαν καταλάβει μεγάλο τμήμα της Βορείου Ηπείρου, της νότιας Αλβανίας.
Τον Μάρτιο του 1941 η μεγάλη Ιταλική Εαρινή Αντεπίθεση απέτυχε και η Γερμανία αναγκάστηκε τότε να προστρέξει σε βοήθεια της συμμάχου της, κατά το λεγόμενο Χαλύβδινο Σύμφωνο. Η Γερμανική επίθεση έγινε επιτακτικότερη από την παρουσία Βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, διότι αυτά θα μπορούσαν να απειλήσουν τα μετόπισθεν της επικείμενης επίθεσης της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ, γνωστής ως Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα.
Η Γερμανική εισβολή ξεκίνησε στις 6 Απριλίου του 1941, με την επίθεση γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα μέσω της Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας. Δύο Γερμανικά σώματα στρατού θα επιτεθούν στις Ελληνικές θέσεις στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Παρά την ηρωική αντίσταση των αμυνομένων η μάχη διήρκεσε μόλις τέσσερις μέρες, καθώς η Γερμανική επίθεση μέσω Γιουγκοσλαβίας υπερκέρασε τις θέσεις άμυνας και απειλούσε τα μετόπισθεν των Ελληνικών στρατευμάτων. Στις 9 Απριλίου παραδόθηκαν τα ελληνικά στρατεύματα στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη με τους Γερμανούς να εκφράζουν τον θαυμασμό τους για την ανδρεία και μαχητικότητα των Ελλήνων.
Στις 9 Απριλίου ξεκίνησε η Γερμανική προέλαση προς νότια, με ταυτόχρονη κίνηση δυνάμεων από την Έδεσσα και από την περιοχή της Φλώρινας. Στην γραμμή άμυνας στην Δυτική Μακεδονία, οι συνδυασμένες δυνάμεις της Ελλάδας και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις καλύτερα εξοπλισμένες και αριθμητικά υπέρτερες Γερμανικές δυνάμεις.
Το ρήγμα στην άμυνα που δημιουργήθηκε στην περιοχή της Κλεισούρας υποχρέωσε σε σύμπτυξη τις Ελληνοβρετανικές δυνάμεις, αλλά στις 16 Απριλίου οι Γερμανοί κατάφεραν να παρεμβληθούν μεταξύ των Ελληνικών και Κοινοπολιτειακών δυνάμεων.
Η γρήγορη κίνηση των Γερμανικών δυνάμεων στην Ελληνική ενδοχώρα έθετε σε κίνδυνο και τους Έλληνες που μάχονταν κατά των Ιταλών στην Αλβανία. Η πεντάμηνη χειμερινή εκστρατεία είχε καταπονήσει τους Έλληνες μαχητές και μπροστά στον κίνδυνο πλήρους διάλυσης του Στρατού ένας ανώτατος αξιωματικός, ο Αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, στις 20 Απριλίου συνθηκολογεί με τους Γερμανούς παρά τις αντίθετες διαταγές της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.
Η Γερμανική εκστρατεία στην ηπειρωτική Ελλάδα τελείωσε με μία γρήγορη και καθολική Γερμανική νίκη με την κατάληψη της Καλαμάτας στην Πελοπόννησο, μέσα σε ακριβώς είκοσι τέσσερις μέρες. Τόσο Γερμανοί όσο και Σύμμαχοι αξιωματούχοι εξέφρασαν το θαυμασμό τους για την ισχυρή αντίσταση που προέβαλαν οι Έλληνες στρατιώτες.
Στις 20 Μαΐου 1941 ξεκινά η Μάχη της Κρήτης. Επίλεκτα Γερμανικά στρατεύματα επιτίθενται με αεραποβατική ενέργεια στο νησί το οποίο υπερασπίζονταν δυνάμεις της Ελλάδας και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας . Οι σκληρές μάχες που διεξάγονται τις επόμενες δώδεκα μέρες αναδεικνύουν νικητές τους Γερμανούς. Όμως το τίμημα της νίκης τους είναι σοβαρό και έτσι μέχρι το τέλος του πολέμου δεν θα επαναλάβουν παρόμοια επιχείρηση.
Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν την Γερμανική εκστρατεία στην Ελλάδα αποφασιστική για την έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, θεωρώντας ότι αποτέλεσε σοβαρή καθυστέρηση της εισβολής του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση. Άλλοι θεωρούν ότι η εκστρατεία δεν είχε καμία επιρροή στην Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα και χαρακτηρίζουν τη Βρετανική επέμβαση στην Ελλάδα ως μάταιο εγχείρημα, μία «πολιτική και συναισθηματική απόφαση» ή ακόμα και ένα «σαφές στρατηγικό σφάλμα».
Τον χειμώνα λοιπόν του 1940 και ενώ σχεδόν ολόκληρη η Ευρώπη έχει υποταχθεί στις δυνάμεις του ναζισμού, η Ελλάδα καταφέρνει να αποκρούσει με επιτυχία την εισβολή της Ιταλίας στην επικράτειά της, αναπτερώνοντας το ηθικό όσων κρατών απέμεναν ακόμη να αντιστέκονται. Θορυβημένος από την ήττα του Μουσολίνι στην Ήπειρο, ο Χίτλερ αποφασίζει να παρέμβει.
Ο ήδη εξαντλημένος από τις πολύμηνες μάχες στην Πίνδο Ελληνικός στρατός δεν ήταν σε θέση να αντιπαρατεθεί με τις αριθμητικά πολλαπλάσιες δυνάμεις της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Βουλγαρίας, μολονότι 60.000 Βρετανοί, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Κύπριοι και Παλαιστίνιοι στρατιώτες προσέφεραν πολύτιμη βοήθεια. Πάντως, ο απελπισμένος αγώνας που δόθηκε μέχρι να σβήσει και η τελευταία εστία αντίστασης, στην Κρήτη, αποτέλεσε μια από τις συγκλονιστικότερες στιγμές του 20ού αιώνα.
Από τους Έλληνες υπερασπιστές των οχυρών της γραμμής Μεταξά, που συνέχισαν να πολεμούν ακόμη και όταν όλα είχαν τελειώσει, μέχρι τους απαράμιλλης ανδρείας Νεοζηλανδούς, από τους οποίους ζητήθηκε να δώσουν και την τελευταία ρανίδα του αίματός τους, στον Πλαταμώνα, η μάχη της Ελλάδας ανέδειξε τα όρια του ανθρώπινου θάρρους.
Παρά τα λάθη, η Γερμανία χρειάστηκε περισσότερες ημέρες για να θέσει υπό τον έλεγχό της ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια, απ’ ό,τι χρειάστηκε για να καταλάβει τη Γαλλία. Εντούτοις, απέδειξε – σε όσους ακόμη αμφέβαλλαν – ότι διαθέτει την αρτιότερη πολεμική μηχανή που είχε εμφανιστεί έως τότε στην ιστορία και θα χρειαζόταν χρόνια για να νικηθεί.
Η Νέα Ευρώπη και τα Βαλκάνια
Το καλοκαίρι του 1940 η νοτιο-ανατολική γωνιά της Ευρώπης, τα Βαλκάνια, παρακολουθούσαν ακόμα τον πόλεμο από μακριά. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για εξαιρετικά τυχερή περίσταση, καθώς την άνοιξη του 1939 η ζώνη αυτή κινδύνευσε να γίνει το πρώτο παρανάλωμα του νέου Ευρωπαϊκού πολέμου. Η εισβολή της Ιταλίας στην Αλβανία, στις 9 Απριλίου του 1939, είχε οδηγήσει σε πολεμική ετοιμότητα ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο, καθώς πολλοί εκτίμησαν ότι η Ιταλική κατάκτηση δεν ήταν παρά το πρώτο βήμα για ένα γενικευμένο πόλεμο.
Η Γιουγκοσλαβία και η Ελλάδα έσπευσαν να κινητοποιήσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις και να προετοιμαστούν για το χειρότερο. Το φάντασμα του 1914, όταν σε αυτή τη γωνιά της «Γηραιάς Ηπείρου» ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, καταδίωκε ακόμα τις σκέψεις των επιτελών και των πολλών ανθρώπων. Τα Βαλκάνια ήταν για πολλές δεκαετίες η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης και στα 1939 η μακρόχρονη φήμη τους δεν είχε ξεχαστεί. Παραδόξως η Βαλκανική πολεμική κινητοποίηση του Απριλίου του 1939 δεν είχε συνέχεια.
Η Ιταλία, οικονομικά και στρατιωτικά πληγωμένη από τις πολύχρονες πολεμικές εμπλοκές της στην Αιθιοπία και την Ισπανία, φάνηκε ικανοποιημένη από τη φτωχή Αλβανική της κατάκτηση και αρκετά εξαντλημένη ώστε να δώσει συνέχεια σε αυτή. Προοδευτικά η ένταση καταλάγιασε και οι επιστρατευμένες στα σύνορα δυνάμεις επέστρεψαν, σχεδόν όλες, στα ειρηνικά τους καθήκοντα, ρίχνοντας συνεχώς ανήσυχα βλέμματα στις απέναντι Ιταλικές γραμμές.
Τα γεγονότα εξάλλου τράβηξαν προς άλλες κατευθύνσεις την προσοχή. Τον Σεπτέμβριο ξεκίνησε ο πόλεμος χωρίς η Ιταλία να πάρει μέρος σε αυτόν. Μετά την Πολωνία ήταν η σειρά της Δανίας και της Νορβηγίας. Έπειτα από αυτές ήταν η σειρά της Ολλανδίας, του Βελγίου, του Λουξεμβούργου, της Γαλλίας. Το καλοκαίρι του 1940 ολόκληρη η Δυτική Ευρώπη βρισκόταν κάτω από την εξουσία του Ράιχ.
Η Κεντρική και η Ανατολική είχε από καιρό υποταχθεί οικονομικά και πολιτικά, χωρίς -με την εξαίρεση της Πολωνίας να χρειαστεί να καταληφθεί στρατιωτικά. Η Νέα Ευρώπη του Άξονα ήταν γεγονός και ο ταραξίας της νοτιο-ανατολικής ζώνης, η φασιστική Ιταλία, μετείχε πλέον του πολέμου. Και πάλι όμως, το καλοκαίρι του 1940, ο πόλεμος απέφυγε τα Βαλκάνια.
Το ενδιαφέρον στράφηκε προς τη θάλασσα της Μάγχης και τους ουρανούς της Αγγλίας, όπου η Λουφτβάφε, η Γερμανική Πολεμική Αεροπορία, επιχειρούσε, από τον Αύγουστο του 1940, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για εισβολή των ακαταμάχητων Γερμανικών στρατευμάτων στη Βρετανία και τον τερματισμό του πολέμου -στη δυτική του εκδοχή- με την εξάλειψη του τελευταίου αυτού κινδύνου.
Η Ρώμη ακολούθησε τις Γερμανικές προτεραιότητες και έστειλε αεροπλάνα και υποβρύχια να συνδράμουν τις Γερμανικές επιχειρήσεις. Η κατάσταση μεταβλήθηκε στα τέλη του Σεπτεμβρίου, όταν έγινε πλέον προφανές ότι η Μάχη της Αγγλίας δεν θα είχε θετική για τις Γερμανικές δυνάμεις έκβαση. Αυτόματα σχεδόν το ενδιαφέρον των εμπολέμων μεταφέρθηκε στα ανατολικά. Οι Βρετανοί διαπίστωσαν ότι δεν κινδυνεύουν άμεσα και ότι μπορούν να μεταφέρουν τον πόλεμο σε άλλα μέτωπα, μακριά από την Αγγλία.
Η Αίγυπτος -και η περίπου Βρετανική Μέση Ανατολή- ήταν ένα καλό εφαλτήριο για τη μεταφορά του πολέμου στη Βόρεια Αφρική -στην Ιταλική τότε Λιβύη- ή πίσω στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, με πόρτα εισόδου τα Βαλκάνια και τη στενά ελεγχόμενη από το Λονδίνο Ελλάδα. Οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν αμέσως τον κίνδυνο και έσπευσαν να στείλουν στρατιωτικές δυνάμεις στη Ρουμανία για να προστατεύσουν τις εκεί πολύτιμες πετρελαιοπηγές.
Οι Ιταλοί ακολούθησαν, πρώτα με τη δειλή κίνησή τους στα Αιγυπτιακά σύνορα, έτσι ώστε να δημιουργήσουν ένα είδος απειλής στη Βρετανική Αίγυπτο και, στη συνέχεια, με την επίθεσή τους στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940. Οι Γερμανοί παρακολούθησαν με κατανόηση, αλλά και με έκπληξη τις Ιταλικές κινήσεις. Δεν ήταν αρνητικοί σε αυτές, καθότι εντάσσονταν στα γενικότερα σχέδια του Άξονα.
Στην εξουδετέρωση του Βρετανικού κινδύνου στο όποιο κατώφλι της Ευρώπης, σε τρόπο ώστε να μπορεί απερίσπαστα ο Γερμανικός στρατός να αφοσιωθεί στο δεύτερο σκέλος της κατακτητικής του στρατηγικής: στην κατάληψη και «αποικιοποίηση» της Σοβιετικής Ένωσης. Η έκπληξη συνόδευε τη διαπίστωση ότι η Ιταλία πρόθυμα άνοιγε νέα μέτωπα μόλις διαπίστωνε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα στα προηγούμενα αντίστοιχα. Η στασιμότητα της Ιταλικής εισβολής στην Αίγυπτο έφερε, δηλαδή, την τυχοδιωκτική -από πλευράς δυνατοτήτων και διαθέσιμων δυνάμεων- εισβολή στην Ελλάδα.
Στη συνέχεια, το Βερολίνο κατέγραφε με αυξανόμενη ανησυχία τις περιπέτειες και τις κακοτυχίες του Ιταλικού στρατού στο Ελληνικό μέτωπο. Πολύ γρήγορα τέθηκε το ζήτημα της ενεργού συνδρομής των Ιταλικών προσπαθειών από τη Γερμανία. Καθώς η χώρα βρισκόταν σε ειρηνικές σχέσεις με την Ελλάδα και δεν ήθελε να συρθεί σε έναν πρόωρο πόλεμο -που θα έφερνε στο Βαλκανικό προσκήνιο τους Βρετανούς- επέλεξε τις πλέον ήπιες μορφές παρέμβασης ώστε να ενισχύσει ουσιαστικά τις Ιταλικές δυνάμεις στην Αλβανία χωρίς να εκτεθεί υπερβολικά.
Ο Άξονας εξάλλου δεν ήταν μια συμπαγής συμμαχία και το κάθε μέλος του θεωρητικά είχε μεγάλο περιθώριο ανεξαρτησίας και δικών του επιλογών. Πολύ ειδικά συμφέροντα απαγόρευαν την ανάπτυξη ενός τύπου συνεργασίας που θα μετέτρεπε τους συνεταίρους του Συμφώνου Αντικομιντέρν σε πραγματικούς συμμάχους. Οι Γερμανικές εταιρίες, λόγου χάρη, απέκρουαν την ιδέα κοινοποίησης τεχνικών καινοτομιών -ευρεσιτεχνιών και δικαιωμάτων- σε πλήθος τομέων, με αποτελέσματα εξαιρετικά αφύσικα στο πλαίσιο ενός ολοκληρωτικού πολέμου.
Ενώ, για παράδειγμα, η Γερμανία κατείχε τα μυστικά του ραντάρ ή των εξελιγμένων ανθυποβρυχιακών υδρόφωνων και σόναρ, οι εταιρίες που κατείχαν τις «πατέντες» παραγωγής αντιτίθεντο στην κοινοποίηση των μυστικών τους στην Ιταλία – ή και στην Ιαπωνία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το Ιταλικό ή το Ιαπωνικό Ναυτικό -όπως και η Αεροπορία- έπλεαν στα τυφλά την ώρα που ο Άξονας διέθετε το ίδιο επίπεδο τεχνογνωσίας με τους απέναντι συμμάχους.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Γερμανία αναμίχθηκε άμεσα στον Ελληνο-ιταλικό Πόλεμο, χωρίς όμως αυτό να γίνει ιδιαίτερα εμφανές. Από τις αρχές Δεκεμβρίου του 1940 μια ισχυρή μονάδα της Γερμανικής Αεροπορίας -η ΙΙΙη Μοίρα της 1ης Πτέρυγας Βομβαρδισμού Ειδικών Καθηκόντων (III/KG z.b.V. 1)- ανέλαβε την εναέρια μεταφορά στρατιωτικού προσωπικού και εφοδίων από την Ιταλία στο Αλβανικό μέτωπο.
Η συμβολή αυτής της μονάδας ήταν εξαιρετικά πολύτιμη, καθώς ο Ιταλικός στρατός απέφευγε τις σοβαρές απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό που θα προκαλούσε η θαλάσσια μετακίνηση, καθώς τα Βρετανικά ή και τα Ελληνικά υποβρύχια προκαλούσαν βαριές απώλειες στα Ιταλικά πλοία στην Αδριατική. Συνολικά, η Γερμανική αυτή μονάδα πραγματοποίησε 3.330 περίπου πτήσεις και μετέφερε στην Αλβανία 29.000 στρατιώτες και 5.700 τόνους υλικών, ενώ επαναπάτρισε 11.700 άνδρες, από τους οποίους οι 8.000 ήταν τραυματίες.
Φαίνεται, επίσης, ότι η Λουφτβάφε πραγματοποίησε για λογαριασμό των Ιταλών αρκετές αναγνωριστικές πτήσεις στρατηγικού χαρακτήρα με αεροπλάνα μεγάλου ύψους και μεγάλης ακτίνας δράσης. Για μερικούς μήνες η Γερμανική παρουσία στη Βαλκανική διαμάχη περιορίστηκε σε αυτά τα ολίγα. Για τη Γερμανία η Βαλκανική χερσόνησος θεωρείτο μια μπερδεμένη και δύσκολη υπόθεση, την οποία ήταν προτιμότερο να «ουδετεροποιήσει» παρά να αναλάβει τη διαχείρηση των ποικίλων προβλημάτων της μέσα από την κατάκτηση.
Σχεδόν αμέσως, λοιπόν, με την έναρξη της «Ιταλικής περιπλοκής» στα Βαλκάνια, η Γερμανική διπλωματία άρχισε μεθοδικές προσπάθειες για να δημιουργήσει ένα πλέγμα στηριγμάτων και συμμαχιών εκεί. Στις 18 Νοεμβρίου 1940 ο βασιλιάς Μπόρις της Βουλγαρίας κλήθηκε από τον ίδιο τον Χίτλερ στο Μπέργκχοφ. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν πολύ γρήγορα σε διαβεβαιώσεις για τη στήριξη από την πλευρά της Σόφιας της όποιας Γερμανικής στρατιωτικής πρωτοβουλίας ενάντια στην Ελλάδα.
Την 1η Μαρτίου 1941 η Βουλγαρία έγινε πλήρης εταίρος στο Τριμερές Σύμφωνο. Παράλληλα, η Ρουμανία, με Γερμανικό στρατό ήδη στο έδαφός της, έγινε μέρος του Άξονα στις 23 Νοεμβρίου 1940. Ακολούθησαν πιέσεις στην Ουγγαρία για να μετάσχει ενεργά σε Βαλκανικές δράσεις της Γερμανίας. Μία συνθήκη «φιλίας» και συνεργασίας υπογράφηκε ανάμεσα στη Βουδαπέστη και το Βερολίνο στις 12 Δεκεμβρίου 1940. Απέμενε η Γιουγκοσλαβία, η οποία δεχόταν πιέσεις τόσο από τη Γερμανική όσο και από τη Βρετανική πλευρά.
Η πρώτη θα έβλεπε με ικανοποίηση την ένταξη της πολύπλοκης αυτής χώρας στον Αξονα, ενώ η δεύτερη στόχευε στη χρησιμοποίηση του Βελιγραδίου ως «Πολιορκητικού Κριού» σε ένα φιλόδοξο σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο Γιουγκοσλάβοι, Έλληνες, Τούρκοι, από κοινού με λίγους Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς, θα δημιουργούσαν ένα Ευρωπαϊκό μέτωπο για λογαριασμό της Αγγλίας. Στις 25 Μαρτίου 1941 οι Γερμανικές πιέσεις στο Βελιγράδι έδειχναν πως θα πετύχουν το στόχο τους.
Στις 4 Μαρτίου ο ίδιος ο Χίτλερ δεξιώθηκε τον Αντιβασιλέα της Γιουγκοσλαβίας Παύλο. Στις 17 του ίδιου μήνα το Συμβούλιο του Στέμματος στο Βελιγράδι πήρε την απόφαση συμμετοχής της χώρας στο Τριμερές Σύμφωνο, με αντάλλαγμα Γερμανικές εγγυήσεις για την ακεραιότητα της χώρας. Στις 25 η απόφαση αυτή οδήγησε σε υπογραφή στη Βιέννη της συμφωνίας για προσχώρηση της Γιουγκοσλαβίας στον Άξονα, γεγονός που σχεδόν αμέσως προκάλεσε πλήθος ανεξέλεγκτων αντιδράσεων.
Μέσα σε 24 ώρες, ο Παύλος, το συμβούλιό του και η κυβέρνηση ανατράπηκαν από πραξικόπημα και στο θρόνο ανέβηκε ο 17χρονος Πέτρος ο Β’, με πρωθυπουργό το στρατηγό Σίμοβιτς, πρώην επικεφαλής της Πολεμικής Αεροπορίας της χώρας. Οι όποιες συμφωνίες με τον Αξονα καταγγέλθηκαν και η Γιουγκοσλαβία στράφηκε υπέρ του Βρετανικού σχεδίου. Η Γερμανία αντέδρασε αστραπιαία. Στις 27 Μαρτίου ο Χίτλερ συγκάλεσε τα ανώτατα στρατιωτικά στελέχη του Ράιχ και τροποποίησε την Οδηγία αρ. 20 (13 Δεκεμβρίου 1940 – επιχείρηση «Μαρίτα»).
Η σχεδιαζόμενη επίθεση ενάντια στην Ελλάδα διευρυνόταν για να συμπεριλάβει τη Γιουγκοσλαβία. Η σημασία που το Βερολίνο έδωσε στην εκδικητική πλέον Βαλκανική του εκστρατεία αποτυπώθηκε στην έκδοση τριών «Οδηγιών» από τον Χίτλερ σε διάστημα λίγων ημερών, πράγμα που δεν είχε γίνει ούτε στις παραμονές της επίθεσης στη Δύση.
Οι «Οδηγίες» 25 (27 Μαρτίου 1941), 26 (3 Απριλίου 1941), 27 (4 Απριλίου 1941) πρόβλεπαν όλες τις λεπτομέρειες μιας καταιγιστικής επίθεσης που θα τρόμαζε τους λαούς της Ευρώπης στις παραμονές της αποφασιστικής εκστρατείας στην Ανατολή. Στις 6 Απριλίου άρχισε η εφαρμογή των σχεδίων της επιχείρησης «Μαρίτα».
Το Βαλκανικό Μέτωπο
Η παράταση του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου στα βουνά της Αλβανίας έδινε το χρόνο στο Λονδίνο να επεξεργαστεί φιλόδοξα σχέδια. Πέρα από τις σημαντικές Ελληνικές στρατιωτικές επιτυχίες και την ταπεινωτική οπισθοχώρηση του Ιταλικού στρατού, πολλά άλλα γεγονότα συνηγορούσαν στην επιθετική άποψη του Τσώρτσιλ ότι ήταν δυνατή η επιθετική επιστροφή των Βρετανών στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, ακόμα και στη φτωχή Βαλκανική εκδοχή της τελευταίας.
Σε τελευταία ανάλυση, οι θέσεις της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολική Μεσόγειο είχαν βελτιωθεί θεαματικά τον ίδιο καιρό που συνεχιζόταν στην Αλβανία ο Ελληνο-Ιταλικός Πόλεμος. Στη θάλασσα πρώτα, όπου μετά τον αιφνιδιασμό του Ιταλικού στόλου στον Τάραντα και τις βαριές απώλειες που είχε σε όλες του τις συναντήσεις με τους Βρετανούς, είχε πιστοποιηθεί η απόλυτη κυριαρχία των τελευταίων.
Στη στεριά μετά, καθώς τον Δεκέμβριο του 1940 η Βρετανική αντεπίθεση εξελίχθηκε σε πραγματική συμφορά για τον Ιταλικό στρατό της Βόρειας Αφρικής. Με την Ιταλία ουσιαστικά εκτός μάχης άνοιγαν για το Βρετανικό επιτελείο πολλές προοπτικές στην περιοχή. Μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου 1941, η Ελληνική κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά έδειχνε έντονη απροθυμία να εμπλακεί στην ευρύτερη διαμάχη και προσπαθούσε να διαχειριστεί τον πόλεμο ως μια «διμερή» υπόθεση ανάμεσα στην Ιταλία και την Ελλάδα. Αυτό δεν ήταν απόλυτα δυνατό.
Για την ακρίβεια, ούτε οι «ίσες αποστάσεις» αποδείχθηκαν δυνατές. Η μαχόμενη Ελλάδα είχε απόλυτη ανάγκη από τα λίγα Βρετανικά αεροπλάνα που εγκαταστάθηκαν στη χώρα από τον Δεκέμβριο του 1940 για να συνδράμουν το μέτωπο στην Αλβανία, ενώ στη θάλασσα ήταν προφανής η κάλυψη που παρείχε ο Βρετανικός στόλος στις Ελληνικές θαλάσσιες μεταφορές – τη μεταφορά του στρατού και τον εφοδιασμό της χώρας. Η φύλαξη και η αμυντική οργάνωση της Κρήτης είχαν ήδη ανατεθεί σε ολιγάριθμη Βρετανική φρουρά.
Η άφιξη, όμως, Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος (ΒΕΣ) ήταν προφανώς μια άλλη ιστορία. Ο θάνατος του Ιωάννη Μεταξά στα τέλη Ιανουαρίου άφησε τον Γεώργιο Β’ μοναδικό ηγέτη στην Αθήνα. Ο νέος πρωθυπουργός, Κορυζής, ήταν σχεδόν υπηρεσιακός και η εξουσία πέρασε στο παλάτι, όπου οι προτιμήσεις για τη Βρετανική υπόθεση ήταν έκδηλες. Οι Βρετανοί βρήκαν σε αυτήν την περίσταση νέες ευκαιρίες για τη μεγαλεπήβολη πολιτική τους.
Τα σχέδια του Λονδίνου περί πανβαλκανικής συμμαχίας ενάντια στον Αξονα φαίνονταν οπωσδήποτε χιμαιρικά, ο Τσώρτσιλ όμως είχε δώσει πολλά δείγματα ριψοκίνδυνης πολιτικής στο παρελθόν. Το Μακεδονικό μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αποτελούσε το προηγούμενο. Οι τελευταίες αντιρρήσεις της Αθήνας για την αποβίβαση Βρετανικών χερσαίων δυνάμεων στο Ελληνικό έδαφος κάμφθηκαν τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου, όταν έγινε γνωστή η είσοδος Γερμανικών στρατιωτικών μονάδων στο Βουλγαρικό έδαφος.
Ο μοναδικός πιθανός τελικός προορισμός τους ήταν εμφανώς η Ελλάδα. Στις 7 Μαρτίου αποβιβάστηκαν οι πρώτες Βρετανικές στρατιωτικές μονάδες, προκαλώντας ανάμικτα αισθήματα. Δεν επρόκειτο για τίποτα το εντυπωσιακό. Η μόνη καθαρά Βρετανική μεγάλη μονάδα ήταν η 1η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία με ένα μείγμα μέσων και ελαφρών αρμάτων και μικρών οχημάτων αναγνώρισης (carriers).
Τίποτε το επιβλητικό δηλαδή. Βρετανικές ήταν, επίσης, μερικές μονάδες Πυροβολικού, αντιαεροπορικού και αντιαρματικού κυρίως. Στο σύνολο, μέχρι την 6η Απριλίου, είχαν αποβιβαστεί 24.000 Βρετανοί. Εκτός από αυτούς μεταφέρθηκε στην Ελλάδα το Α’ Αυστραλιανό Σώμα Στρατού, που είχε ελάχιστα προετοιμαστεί για ένα σύγχρονο Ευρωπαϊκό πόλεμο. Το αποτελούσαν η 6η Αυστραλιανή Μεραρχία με δύο Ταξιαρχίες και η 2η Νεοζηλανδική με τρεις. Συνολικά αποβιβάστηκαν 17.100 Αυστραλοί και 16.700 Νεοζηλανδοί.
Στο σύνολο οι δυνάμεις του ΒΕΣ ήταν 58.000 περίπου άνδρες. Τη διοίκησή του είχε ο Βρετανός στρατηγός Ουίλσων. Την αποστολή συμπλήρωναν 9 Μοίρες της RAF, περίπου 80 μάχιμα αεροπλάνα. Δεν ήταν ακριβώς οι δυνάμεις αυτές που θα μπορούσαν να αλλάξουν τη ροή του πολέμου. Στο Λονδίνο, πάντως, ήταν συγκρατημένα αισιόδοξοι. Το πραξικόπημα του Σίμοβιτς στο Βελιγράδι έβαλε φωτιά στα Βρετανικά επιτελεία και ο Τσώρτσιλ περιέπεσε στην κατάσταση ξέφρενης δραστηριότητας που τον χαρακτήριζε κάθε φορά που ήθελε να υλοποιήσει ένα παράτολμο σχέδιο..
Στα χαρτιά το «Βαλκανικό μέτωπο» φαινόταν αξιόπιστο. Στις 400.000 στρατιωτών της Eλλάδος μπορούσαν να προστεθούν άμεσα 700.000 Γιουγκοσλάβοι ή και 1.200.000 μετά την ολοκλήρωση της εκεί επιστράτευσης. Σε αυτούς θα αθροίζονταν 100.000 Βρετανοί (τους επόμενους μήνες) και ίσως, αργότερα, να παρασύρονταν και οι Τούρκοι.
Στα δύσβατα Βαλκάνια, όπως υπολόγιζαν στο Λονδίνο, η Γερμανική τεχνική ανωτερότητα θα εκμηδενιζόταν -όπως ακυρώθηκε στα βουνά της Iσπανίας η τακτική υπεροχή του Ναπολέοντα- και ο Άξονας θα παγιδευόταν σε έναν αιματηρό και αδιέξοδο αγώνα – όπως ίσως οι Ιταλοί στην Αλβανία. Στο κάτω κάτω, η πολύ μικρότερη Σερβία είχε με επιτυχία αντιμετωπίσει μόνη της στα 1914 τη δύναμη της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας.
Η Ιταλική Αλβανία φαινόταν πλέον περικυκλωμένη από παντού και αμέσως άρχισε η κατάρτιση επιτελικών σχεδίων για μία σαρωτική επίθεση που θα οδηγούσε σε συνθηκολόγηση τους 500.000 Ιταλούς στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί. Από την άλλη πλευρά, περισσότεροι από μισό εκατομμύριο στρατιώτες του Ράιχ κατευθύνθηκαν προς τα Βαλκάνια. Πριν από τη Γιουγκοσλαβική μεταστροφή στο Βουλγαρικό έδαφος είχαν αναπτυχθεί η 12η Στρατιά και η 1η Τεθωρακισμένη Ομάδα Μεραρχιών.
Την πρώτη την αποτελούσαν τρία Σώματα Στρατού -το XVIII Ορεινό, το XXX και το XL Τεθωρακισμένων-, που συνολικά περιλάμβαναν δύο τεθωρακισμένες μεραρχίες (2η και 9η), δύο ορεινές μεραρχίες (5η και 6η) και τέσσερις μεραρχίες Πεζικού (72η, 73η, 50ή, 164η). Περίπου 600 αεροπλάνα συμπλήρωναν τη Γερμανική ισχύ, η οποία, με τα μέτρα του 1941, ήταν κάτι παραπάνω από αρκετή για να δώσει λύση στη Βαλκανική περιπλοκή.
Στις 27 Μαρτίου, όπως είδαμε, αποφασίστηκε η τροποποίηση του σχεδίου «Μαρίτα» -που είχε εκπονηθεί για την εισβολή στην Ελλάδα-, έτσι ώστε να περιλάβει και τη Γιουγκοσλαβία. Ένα τμήμα των δυνάμεων που προορίζονταν για την εισβολή στην Ελλάδα στράφηκε προς τις νότιες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας. Η ποιοτική δυσαναλογία δυνάμεων ήταν τέτοια ώστε η κίνηση αυτή ελάχιστα επηρέασε το γενικό συσχετισμό. Η τροποποίηση των σχεδίων επηρέασε, για λίγες ημέρες, τις ημερομηνίες εφαρμογής τους και στις 5 Απριλίου όλα ήταν έτοιμα για τη γερμανική επίθεση στα Βαλκάνια.
Τα ξημερώματα της επομένης ο πόλεμος απλώθηκε σε όλη τη χερσόνησο με εντυπωσιακό τρόπο. το Βελιγράδι βομβαρδίστηκε ανηλεώς από τη Γερμανική αεροπορία παραλύοντας την κυβέρνηση της χώρας. ταυτόχρονα, φάλαγγες εισβολής διέσχισαν τα βόρεια σύνορα της Γιουγκοσλαβίας καθιστώντας ανεφάρμοστο κάθε σχέδιο άμυνας. στο εσωτερικό μέτωπο.
Εξάλλου, η χώρα διαλύθηκε σχεδόν αμέσως. στις 9 Απριλίου αποσχίστηκε η Κροατία και η νέα κυβέρνηση στο Ζάγκρεμπ έσπευσε να ταχθεί με την πλευρά του Άξονα. η Γιουγκοσλαβία έπαψε να υφίσταται και η Ελλάδα έμεινε και πάλι μόνη. Δηλαδή με τους Βρετανούς, συντροφιά που ελάχιστα επηρέαζε τους συσχετισμούς του 1941.
Η Βρετανική Βοήθεια στην Ελλάδα
Η Βρετανία δεσμευόταν να βοηθήσει την Ελλάδα από τη διακήρυξη του 1939, η οποία ανέφερε ότι σε περίπτωση απειλής της Ελληνικής ή Ρουμανικής ανεξαρτησίας,
«…η Βρετανική κυβέρνηση δεσμεύεται να παράσχει άμεσα στην Ελληνική ή Ρουμανική κυβέρνηση κάθε δυνατή βοήθεια».
H διακήρυξη αυτή δεν ήταν δεσμευμένη από καμιά συμμαχία μεταξύ των δύο χωρών για την εγγύηση της Ελληνικής εδαφικής ακεραιότητας, παρά ήταν περισσότερο μια ηθική υποχρέωση για ενίσχυση της Ελλάδας σε περίπτωση επίθεσης από τρίτη δύναμη. Η πρώτη Βρετανική προσπάθεια ήταν η ανάπτυξη μοιρών της RAF, υπό τη διοίκηση του Τζον ντ’ Άλμπιακ (John d’ Albiac), οι οποίες εστάλησαν τον Νοέμβριο του 1940.
Στις 17 Νοεμβρίου 1940 ο Μεταξάς πρότεινε στην Βρετανική κυβέρνηση την ανάληψη κοινής επιθετικής δράσης στα Βαλκάνια έχοντας τα Ελληνικά προπύργια της Νότια Αλβανίας ως βάση των επιχειρήσεων ώστε να λήξη νικηφόρα ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος και να αποτραπεί η Γερμανική επέμβαση. Αυτό όμως απαιτούσε την παρουσία στην Ελλάδα ισχυρής Βρετανικής στρατιωτικής δύναμης.
Η Βρετανία όμως ήταν επιφυλακτική απέναντι στην πρόταση του Μεταξά, καθώς η ανάπτυξη των απαιτούμενων στρατιωτικών δυνάμεων για την υποστήριξη του Ελληνικού σχεδίου θα έθετε σε κίνδυνο τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Κοινοπολιτείας στη Μέση Ανατολή.. Ο Μεταξάς σταθερά απέρριπτε τις Βρετανικές προτάσεις για αποστολή ανεπαρκών δυνάμεων από τον φόβο ότι αυτές θα προκαλούσαν τους Γερμανούς. Εκείνη την εποχή οι Βρετανοί ήταν ευχαριστημένοι με την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα.
Ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος δέσμευε ένα μεγάλο μέρος των ιταλικών δυνάμεων που ήταν χρήσιμες στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής, ενώ η πιθανή εμπλοκή των Γερμανών στα Βαλκάνια θα κατακερμάτιζε τα Γερμανικά στρατεύματα και θα ελάττωνε τον κίνδυνο απόβασης τους στην Αγγλία.
Κατά τη διάρκεια συσκέψεων των Βρετανικών και Ελληνικών στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών στην Αθήνα, από τις 13 ως 16 Ιανουαρίου 1941, ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, επικεφαλής του Ελληνικού Στρατού, ζήτησε από τους Βρετανούς εννέα πλήρως εξοπλισμένες μεραρχίες και την αντίστοιχη αεροπορική υποστήριξη. Οι Βρετανοί απάντησαν ότι λόγω των υποχρεώσεών τους στο μέτωπο της Βορείου Αφρικής μπορούσαν να διαθέσουν άμεσα μία μικρή, συμβολική, δύναμη μικρότερη της μεραρχίας.
Ο Βρετανός Αρχιστράτηγος Μέσης Ανατολής, Στρατηγός Άρτσιμπαλντ Ουέιβελ, ανέφερε στον Παπάγο ότι είχε εντολή από το Λονδίνο να προσπαθήσει να πείσει τους Έλληνες να δεχθούν την βοήθεια που τους δίνονταν. Η προσφορά αυτή απορρίφθηκε από τους Έλληνες οι οποίοι φοβήθηκαν πως η άφιξη μίας τέτοιας μικρής στρατιωτικής δύναμης θα επίσπευδε τη Γερμανική επίθεση χωρίς να παράσχει σημαντική βοήθεια.
Ο Oυέιβελ ένιωθε ανακουφισμένος που απορρίφθηκε η βοήθεια γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν υποχρεωμένος να σταματήσει την προέλασή του στο Τομπρούκ. Βρετανική βοήθεια θα ζητούνταν αν και εφόσον τα Γερμανικά στρατεύματα διέσχιζαν το Δούναβη από τη Ρουμανία προς τη Βουλγαρία.
Ο Τσόρτσιλ επέμεινε στη φιλοδοξία του για τη δημιουργία Βαλκανικού Μετώπου με τη συμμετοχή της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας και διέταξε τον Άντονι Ήντεν (Anthony Eden) και τον Σερ Τζον Ντιλ (Sir John Dill) να αρχίσουν εκ νέου οι διαπραγματεύσεις με την Ελληνική κυβέρνηση. Στις 22 Φεβρουαρίου 1941 πραγματοποιήθηκε συνάντηση στην Αθήνα μεταξύ του Ήντεν και της Ελληνικής ηγεσίας, παρόντων του Βασιλιά Γεωργίου, του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή, που διαδέχθηκε τον Μεταξά ο οποίος είχε πεθάνει στις 29 Ιανουαρίου.
Στη τοποθέτησή του ο Κορυζής ρώτησε τον αριθμό και την σύνθεση των στρατευμάτων που θα μπορούσαν να στείλουν οι Βρετανοί για να ενισχύσουν τους Έλληνες εναντίον της Γερμανικής εισβολής και επισήμανε ότι ακόμη και μόνη της η Ελλάδα θα πολεμούσε για την Μακεδονία. Έπειτα μίλησε ο Ήντεν και υποστήριξε ότι το σύνολο των στρατιωτών που προορίζονταν για την Ελλάδα έφτανε τους 100.000 άνδρες. Αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν η απόφαση για την αποστολή της εκστρατευτικής δύναμης της Βρετανικής Κοινοπολιτείας.
Στις 3 Απριλίου, στη διάρκεια μίας συνάντησης μεταξύ των Βρετανών, των Γιουγκοσλάβων και των Ελλήνων, οι Γιουγκοσλάβοι υποσχέθηκαν να αποκλείσουν την κοιλάδα του Στρυμόνα σε περίπτωση Γερμανικής επίθεσης στο έδαφός τους. Στη διάρκεια της συνάντησης ο Παπάγος επεσήμανε τη σημασία μίας κοινής Ελληνο-Γιουγκοσλαβικής επίθεσης εναντίον των Ιταλών όταν οι Γερμανοί θα επετίθεντο στις δύο χώρες.
Μέχρι τις 24 Απριλίου περισσότεροι από 62.000 στρατιώτες από την Κοινοπολιτεία (Βρετανοί, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Παλαιστίνιοι και Κύπριοι) στάλθηκαν στην Ελλάδα, σχηματίζοντας το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΒΕΣ) ή «Δύναμη W», από τον διοικητή τους Αντιστράτηγο Σερ Χένρι Μέτλαντ Ουίλσον.(Sir Henry Maitland Wilson). Από αυτούς τους στρατιώτες, όμως, μόνο οι μισοί ήταν σε μάχιμες μονάδες.
Η Απόφαση του Χίτλερ να Επιτεθεί στην Ελλάδα
Είναι γεγονός πως μέχρι το καλοκαίρι του 1940 τα Βαλκάνια δεν συμπεριλαμβάνονταν στους στρατιωτικούς σχεδιασμούς του Χίτλερ με δεδομένο ότι ήδη αποτελούσαν για την Γερμανία μια πλούσια πηγή πρώτων υλών που δεν συνηγορούσε κανένας λόγος διαφοροποίησης της υφιστάμενης κατάστασης.
Ο Χίτλερ παρενέβη στις 4 Νοεμβρίου του 1940, μετά από πληροφορίες που είχε για αποβίβαση Βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Ο Φύρερ διέταξε το επιτελείο του να προετοιμαστεί για μία εισβολή στη Βόρεια Ελλάδα μέσω της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας.
Τα σχέδιά του για την εκστρατεία κατάληψης της Βόρειας Ελλάδας εντάχθηκαν σε ένα ευρύτερο σχέδιο που είχε σκοπό την αποστέρηση των Βρετανών από τις Μεσογειακές τους βάσεις ώστε να εξαλειφθεί η απειλή για τις Ρουμανικές πετρελαιοπηγές αλλά και να δώσει έμμεση βοήθεια στους Ιταλούς, με την δημιουργία ενός αντιπερισπασμού στις Ελληνικές δυνάμεις που μάχονταν στην Ήπειρο.
Εκτός από αυτά μια Βρετανική βάση στην Ελλάδα θα αποτελούσε διαρκή απειλή για το δεξιό άκρο της επικείμενης επιχείρησης στην Σοβιετική Ένωση, ενώ ξυπνούσαν μνήμες φθοράς και ήττας που οι Γερμανικές δυνάμεις είχαν υποστεί στην συγκεκριμένη περιοχή στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις 12 Νοεμβρίου η Γερμανική Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση εξέδωσε την Οδηγία Νο. 18, στην οποία προγραμματίστηκαν ταυτόχρονες επιχειρήσεις εναντίον του Γιβραλτάρ και της Ελλάδας τον Ιανουάριο του 1941.
Λίγες μέρες αργότερα ο Χίτλερ συνάντησε τον βασιλιά της Βουλγαρίας και προσπάθησε να τον πείσει να συμμετάσχουν Βουλγαρικές δυνάμεις στην επίθεση κατά της Ελλάδας. Αν και ο Χίτλερ απέτυχε στον σκοπό του, τελικά κατάφερε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση των Γερμανικών στρατευμάτων από την Βουλγαρία. Έτσι διέταξε, την 19η Νοεμβρίου, την Ανωτάτη Διοίκηση Στρατού να ετοιμάσει σχέδιο για ευρείας εκτάσεως επιχείρηση κατά της Ελλάδας μόνο με Γερμανικές δυνάμεις. Η επιχείρηση αυτή έλαβε την κωδική ονομασία Μαρίτα.
Στις 5 Δεκεμβρίου, σε σύσκεψη που συγκάλεσε ο Χίτλερ με την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία, συζητήθηκαν οι επιχειρήσεις Μαρίτα και Μπαρμπαρόσα. Ο Ανώτατος Διοικητής του Στρατού, φον Μπράουχιτς, εξέθεσε τα σχέδια της επιχείρησης Μαρίτα και υπολόγισε ότι η έναρξη της δεν θα ήταν πριν τις αρχές Μαρτίου, ενώ η διάρκειά της θα ήταν τρεις ως τέσσερις εβδομάδες.
Αμέσως μετά μίλησε ο Χίτλερ και υποστήριξε ότι η επιχείρηση δεν μπορούσε να ξεκινήσει πριν από τις αρχές Μαρτίου και θα διαρκούσε ίσως μέχρι τέλος Απριλίου. Επομένως η Γερμανική διοίκηση υπολόγιζε την διάρκεια της επιχείρησης Μαρίτα το λιγότερο τέσσερις και το περισσότερο οκτώ εβδομάδες.
Όμως, τον Δεκέμβριο του 1940, τα Γερμανικά σχέδια για τη Μεσόγειο ανατράπηκαν από την απόφαση του Ισπανού στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο να απορρίψει τα σχέδια για την επίθεση στο Γιβραλτάρ. Ως επακόλουθο, η Γερμανική επίθεση στην Νότια Ευρώπη περιορίστηκε στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας. Η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση εξέδωσε την Οδηγία Νο.20 στις 13 Δεκεμβρίου 1940.
Το έγγραφο περιέγραφε την Ελληνική εκστρατεία με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Μαρίτα» και αφορούσε σχέδια για την Γερμανική κατοχή των βόρειων ακτών του Αιγαίου μέχρι τον Μάρτιο του 1941. Παράλληλα, περιείχε σχέδια για την κατάληψη ολόκληρης της ηπειρωτικής Ελλάδας, εφόσον αυτό κρίνονταν αναγκαίο. Η 12η Στρατιά έπρεπε να αναλάβει την διεξαγωγή της επιχείρησης. Η Στρατιά αυτή αποτελούνταν από πέντε Γενικές Διοικήσεις και 18 Μεραρχίες.
Στις 25 Μαρτίου η Γιουγκοσλαβία προσχώρησε στο Τριμερές Σύμφωνο του Άξονα, εξασφαλίζοντας την κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητά της, αλλά και αποτρέποντας την διέλευση των Γερμανικών στρατευμάτων από το έδαφός της. Επιπλέον οι Γερμανοί υποσχέθηκαν την παραχώρηση της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο της Νέας Τάξης στα Βαλκάνια.
Κατά τη διάρκεια μίας έκτακτης σύσκεψης του επιτελείου του Χίτλερ μετά το αναπάντεχο πραξικόπημα ενάντια στην κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας στις 27 Μαρτίου 1941, εξεδόθησαν διαταγές για μελλοντική επίθεση στην Γιουγκοσλαβία, μαζί με αλλαγές στα σχέδια της επίθεσης εναντίον της Ελλάδας. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Γιουγκοσλαβία επρόκειτο να δεχθούν επίθεση στις 6 Απριλίου.
Παράλληλα με τις στρατιωτικές προετοιμασίες, ξεκίνησαν κάποιες Γερμανικές μεσολαβητικές προτάσεις για την λήξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Αυτές οι επαφές γίνονταν ανεπίσημα, κυρίως μέσω διαφόρων μεσολαβητών, διπλωματών τρίτων δυνάμεων και μυστικών υπηρεσιών και όχι μέσω των διπλωματών Ελλάδας και Γερμανίας. Οι επαφές που έγιναν με Γερμανική πρωτοβουλία είχαν ως στόχο την συγκράτηση της προέλασης του Ελληνικού Στρατού στην Ήπειρο και το κέρδος πολύτιμου χρόνου για την προπαρασκευή της επιχείρησης Μαρίτα.
Τo Διπλωματικό Παρασκήνιο της Γερμανικής Εκστρατείας στα Βαλκάνια (Οκτώβριος 1940 – Απρίλιος / Μάιος 1941)
Οι διπλωματικές διεργασίες εν όψει της Γερμανικής εκστρατείας στα Βαλκάνια. Οι εδαφικές αξιώσεις της Ιταλίας απέναντι σε Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία. Το Ελληνικό «Oχι» από τον Ιωάννη Μεταξά και η ανάμιξη του Ράιχ στην εκστρατεία κατά της Ελλάδας. Η προσχώρηση Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας στο Τριμερές Σύμφωνο. Οι επιχειρήσεις «Μαρίτα» και «Ερμής» και η ηρωική αντίσταση στα οχυρά της «Γραμμής Μεταξά».
Όταν τις πρωινές ώρες της 1ης Σεπτεμβρίου 1939 οι στρατιώτες του Χίτλερ εισέβαλαν στην Πολωνία, εγκαινιάζοντας ουσιαστικά την επεκτατική πολιτική του Γ΄ Ράιχ στην Ανατολική Ευρώπη, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τότε, ούτε ο ίδιος ο Γερμανός δικτάτορας, πως η ημέρα εκείνη θα αποτελούσε την έναρξη του φονικότερου πολέμου που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.
Έπειτα από την στρατιωτική κατάκτηση και τον εδαφικό διαμελισμό της Πολωνίας από την Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση, η πολεμική μηχανή της Βέρμαχτ (Wehrmacht) κατευθύνθηκε προς τα βόρεια και τα δυτικά, συντρίβοντας κάθε αντίσταση και κυριεύοντας διαδοχικά τη Δανία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και, εν τέλει, τον «προαιώνιο εχθρό», τη Γαλλία.
Ο «Φύρερ» του Γερμανικού Ράιχ όριζε τώρα μία περιοχή που ξεκινούσε από τα «Γερμανο-Σοβιετικά» σύνορα και εκτεινόταν έως τις Γαλλικές ακτές στον Ατλαντικό. Η Ναζιστική «νέα τάξη» που αναδυόταν στην Ευρώπη έβαλε τέλος στο δημοκρατικό «διάλειμμα» του Μεσοπολέμου και απειλούσε με εξαφάνιση ορισμένα από τα κατεχόμενα εθνικά κράτη, προπάντων την Πολωνία.
Το καλοκαίρι του 1940 φαινόταν πως η Γερμανία είχε κερδίσει τον πόλεμο οι στρατιωτικές επιτυχίες της Βέρμαχτ είχαν απογοητεύσει οικτρά τους απανταχού οπαδούς των δημοκρατικών ιδεών. Το Βερολίνο ήταν όχι μόνο η πρωτεύουσα του Ράιχ, αλλά το κέντρο της Γερμανοκρατούμενης Ευρώπης.
Εκεί, η ανώτατη ηγεσία του Εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος κατέστρωνε τα μυστικά της σχέδια για την πολιτική, κοινωνική, οικονομική αλλά και εδαφική αναδιοργάνωση της Ευρωπαϊκής ηπείρου στο εγγύς μέλλον, με βάση τα ακραία φυλετικά οράματα και τα γεωστρατηγικά συμφέροντα του «Χιλιετούς Ράιχ».
Μπορεί η Βρετανία, ο ιδανικός σύμμαχος του Ράιχ κατά τη γεωστρατηγική αντίληψη, στον Χίτλερ να μην είχε υποταχθεί, ωστόσο ο Γερμανός δικτάτορας ήταν αισιόδοξος πως η Γηραιά Αλβιών σύντομα θα προσαρμοζόταν στα «τετελεσμένα» που είχαν δημιουργήσει οι νίκες των Γερμανικών όπλων και θα αναζητούσε ένα modus vivendi με τη νέα δύναμη της Ευρωπαϊκής ηπείρου, τη «Μεγαλογερμανική Αυτοκρατορία» (Großdeutsches Reich).
Σε αυτό θα «βοηθούσε», έτσι ήλπιζε τουλάχιστον, ο αεροπορικός πόλεμος κατά του άμαχου πληθυσμού των Βρετανικών πόλεων το φθινόπωρο του 1940. Άμεση προτεραιότητα για τον ίδιο είχε η εκστρατεία εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, το αντικείμενο πόθου για τον Χίτλερ, με στόχο την εξάλειψη του «Εβραιο-Μπολσεβικισμού» από προσώπου Γης, τη μετατροπή των Σλάβων «υπανθρώπων» σε είλωτες της «Αρίας Φυλής» και τη διανομή των απέραντων εύφορων εκτάσεων γης στην Ανατολή σε «έντιμους και ικανούς» Γερμανούς καλλιεργητές.
Επρόκειτο κατ’ αρχάς για έναν ιδεολογικό πόλεμο («Weltanschauungskrieg»), πτυχές του οποίου είχε αποκαλύψει πριν από αρκετά χρόνια ο άλλοτε αρχηγός ενός ασήμαντου εκλογικά Εθνικιστικού και αντισημιτικού κινήματος στη Βαυαρική πρωτεύουσα στο ιδεολογικό και πολιτικό του μανιφέστο «Ο Αγών μου» (Mein Kampf).
Το περίφημο Σύμφωνο Μολότωφ – Ρίμπεντροπ (23 Αυγούστου 1939) δεν απέτρεψε τον Χίτλερ από μία στρατιωτική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, όπως ίσως ήλπιζε ο Σοβιετικός δικτάτορας που με την υπογραφή του συμφώνου ήθελε να προλάβει ενδεχόμενη συνεργασία των καπιταλιστικών χωρών της Δύσης με την αντικαπιταλιστική (θεωρητικά) Γερμανία. Αντιθέτως, του έστρωσε το δρόμο για τις κατακτήσεις του στην Ανατολική Ευρώπη.
Η εξαφάνιση της Πολωνίας από τον Ευρωπαϊκό χάρτη, στην οποία συνέβαλε και ο Στάλιν, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το προοίμιο της καταστροφής που θα ακολουθούσε στη Σοβιετική Ένωση. Πριν εξαπολύσει την επίθεσή του, ο Χίτλερ θέλησε να εξασφαλίσει τα νώτα του, αποφεύγοντας εκτός των άλλων την εξάπλωση του πολέμου στη νοτιοανατολική γωνιά της Ευρώπης, στα Βαλκάνια.
Στη Γερμανία ήταν ζωντανές ακόμη οι μνήμες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ιδιαίτερα στους κύκλους των παλαιών αξιωματικών του Κάιζερ, και ο Χίτλερ δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση την αναβίωση του εφιαλτικού για τα Γερμανικά Αυτοκρατορικά στρατεύματα Μακεδονικού μετώπου.
Με εξαίρεση τη Βουλγαρία, που δεν είχε αποδεχθεί ειλικρινά το εδαφικό καθεστώς που είχε προκύψει από τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι υπόλοιπες Βαλκανικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας, αντιμετώπιζαν αρνητικά κάθε σκέψη συμμετοχής τους σε μία νέα Ευρωπαϊκή πολεμική αναμέτρηση.
Μετά την άνοδο, όμως, του Χίτλερ στην εξουσία, τον Ιανουάριο του 1933, τα θεμέλια του οικοδομήματος των Βερσαλλιών, του συστήματος δηλαδή της συλλογικής ασφάλειας των νικητών του Μεγάλου Πολέμου, άρχισαν να κλονίζονται. Η εξωτερική πολιτική του Χίτλερ ενίσχυσε το μέτωπο των «αναθεωρητικών» δυνάμεων στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, ενώ καμία από τις Βαλκανικές χώρες δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τη δυναμική επανεμφάνιση της Γερμανίας στο διεθνή χώρο και φρόντισε να διαμορφώσει φιλικές σχέσεις με την ηγεσία της.
Παράλληλα επιδιώχθηκε η εμβάθυνση της διαβαλκανικής συνεννόησης με κύριο στόχο την εδραίωση θεσμών συλλογικής ασφάλειας (σε περιφερειακό επίπεδο). Η μη συμμετοχή της Βουλγαρίας, ωστόσο, καθιστούσε προβληματική τη βιωσιμότητα μίας ειλικρινούς συνεργασίας. Η Γερμανία από την πλευρά της επιχείρησε να εκμεταλλευτεί την ήδη ισχυρή οικονομική επιρροή που ασκούσε στα Βαλκάνια και να τη μετατρέψει σε πολιτική,
Ευνοημένη και από το γεγονός ότι σε όλες τις Βαλκανικές χώρες είχαν εγκαθιδρυθεί αυταρχικά καθεστώτα και πως ένα τμήμα της αστικής ελίτ τους δεν έκρυβε το θαυμασμό του για τα επιτεύγματα του Εθνικοσοσιαλισμού τόσο στο οικονομικό πεδίο όσο και στη διασφάλιση της «έννομης» τάξης, με την επιτυχή καταπολέμηση του «εσωτερικού εχθρού» (σοσιαλιστές, κομμουνιστές).
Ειδικότερα, στην περίπτωση της Ελλάδας, το Βερολίνο επεδίωξε τη σύσφιγξη των εμπορικών και οικονομικών της σχέσεων με την Αθήνα. Οι περισσότερες παραγγελίες για την εισαγωγή πολεμικού υλικού από Ελληνικής πλευράς γίνονταν σε Γερμανικά εργοστάσια (85% του συνολικά εισαγόμενου οπλισμού), ασχέτως αν ένα σημαντικό μέρος του κατέληξε στον Ισπανικό εμφύλιο μέσω Ελληνικών πλοίων.
Γενικά, η μέση ετήσια αξία των Ελληνικών εισαγωγών από τη Γερμανία τριπλασιάστηκε τη χρονική περίοδο 1936-1939. Η μέση αξία των Ελληνικών εξαγωγών προς τη Γερμανία (κυρίως καπνός και σταφίδες), πάλι, αυξήθηκε θεαματικά. Το 1937 η Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία απορροφούσε το 40% των εξαγωγών των Ελληνικών καπνών και της σταφίδας και προμήθευε το 63% του μηχανολογικού εξοπλισμού καθώς και το 50% των γαιανθράκων που εισήγαγε η Ελλάδα.
Μάλιστα, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Χιάλμαρ Σαχτ ενέταξε την Ελλάδα στα σχέδιά του για τη δημιουργία μιας «οικονομικής ζώνης μείζονος χώρου» (Großraumwirtschaft) στην Ευρώπη, ως χώρας εξαγωγής χρωμίου και καταναλώτριας Γερμανικών προϊόντων μεταλλουργίας. Η ραγδαία αύξηση της Γερμανικής οικονομικής επιρροής στην Ελλάδα αντικατόπτριζε και τις τρέχουσες εξελίξεις στο πολιτικό και το πολιτιστικό πεδίο.
Η Γερμανία παρακολουθούσε με διακριτικό τρόπο την εγκαθίδρυση του αυταρχικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, χωρίς να ενδιαφερθεί όμως για την εξαγωγή του δικού της Εθνικοσοσιαλιστικού μοντέλου. Υπάρχουν, μάλιστα, πληροφορίες για συνεργασία μεταξύ των μυστικών αστυνομιών των δύο χωρών (της Γκεστάπο και της Ειδικής Ασφάλειας) για την από κοινού καταπολέμηση του κομμουνισμού και Έλληνες αστυνομικοί στάλθηκαν για εκπαίδευση στο Βερολίνο.
Παράλληλα εντάθηκαν οι δραστηριότητες Γερμανικών πολιτιστικών και αρχαιολογικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα. Ας σημειωθεί, τέλος, πως την Ελληνική πρωτεύουσα επισκέφθηκαν κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης του Ράιχ, όπως ο αρχηγός της Γκεστάπο, Χέρμαν Γκαίρινγκ, και ο υπουργός Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκαίμπελς. Εν όψει των Γερμανικών στρατιωτικών επιτυχιών στην Πολωνία και, κυρίως, στη Δυτική Ευρώπη, η εξωτερική πολιτική των Βαλκανικών κρατών προσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα και άρχισε να αποκτά φιλογερμανικό προσανατολισμό.
Εξαίρεση αποτέλεσε η Ελλάδα του στρατηγού Ιωάννη Μεταξά. Αν και ιδεολογικά οπαδός του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού και του Ιταλικού Φασισμού, ο Μεταξάς ακολούθησε, προσεκτικά, φιλοβρετανική πολιτική.
Παρά το γεγονός ότι στον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ταχθεί υπέρ των Κεντρικών Δυνάμεων διατηρώντας μυστικές επαφές με τους αντιπροσώπους τους στην Ελλάδα, τώρα έκλινε προς την πλευρά της Βρετανικής αυτοκρατορίας, αφού πίστευε ότι δύο γειτονικές χώρες που καλλιεργούσαν ιδιαίτερες σχέσεις με τη Γερμανία, η Ιταλία και η Βουλγαρία, επιβουλεύονταν την εδαφική ακεραιότητα και την εθνική ανεξαρτησία της χώρας του.
Ο φόβος ενός πιθανού εδαφικού ακρωτηριασμού καθοδηγούσε τη σκέψη του Έλληνα κυβερνήτη.
«Θα έπρεπε διά να αποφύγωμεν τον πόλεμον», εξήγησε ο Μεταξάς μετά την απόρριψη του Ιταλικού τελεσίγραφου,
«Να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού από την Βουλγαρίαν. Φυσικά, δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μια τοιαύτην περίπτωσιν οι Αγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των. Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπαν, υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των έπειτα από μια τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος εις τους εχθρούς των, να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας τουλάχιστον».
Πράγματι, η Ιταλία είχε εδαφικές αξιώσεις τόσο απέναντι στη Γιουγκοσλαβία όσο και έναντι της Ελλάδας.
Ο βομβαρδισμός και η βραχύβια κατάληψη της Κέρκυρας το 1923 από Ιταλικά στρατεύματα ήταν ένα πρώιμο δείγμα του Ιταλικού μεγαλοϊδεατισμού. Η κατάληψη της Αλβανίας τον Απρίλιο του 1939 και η μετατροπή της μικρής αυτής χώρας σε Ιταλικό προτεκτοράτο είχαν ενισχύσει, αν μη τι άλλο, τις αυτοκρατορικές της βλέψεις στα Βαλκάνια. Η εδαφική επέκταση της Ιταλίας δεν ήταν, όμως, η μοναδική αιτία για την απόφαση του Μουσολίνι να εμπλακεί σε πολεμικές περιπέτειες.
Ο Ιταλός δικτάτορας, έξαλλος από θυμό και φθόνο για τις επιτυχίες των Γερμανών αλλά και ανήσυχος για το μελλοντικό ρόλο της Ιταλίας στη Μεσόγειο, την οποία θεωρούσε αποκλειστικά ιταλική σφαίρα επιρροής (mare nostrum), θεώρησε πως με την κατάληψη της ανίσχυρης στρατιωτικά, όπως τουλάχιστον πίστευε, Ελλάδας θα βελτίωνε τη θέση του απέναντι στον Γερμανό σύμμαχό του.
Αν η Αλβανία ήταν για την Ιταλία η πύλη της εισόδου της στα Βαλκάνια, τότε η Ελλάδα ήταν η χώρα-κλειδί για την εδραίωση της θαλάσσιας κυριαρχίας της στο Αιγαίο. «Ο Χίτλερ με φέρνει συνεχώς μπροστά σε τετελεσμένα», δήλωσε ο Ιταλός δικτάτορας όταν πληροφορήθηκε την αποστολή συμβούλων και στρατευμάτων του Ράιχ στη Ρουμανία, μία χώρα που θεωρούσε ότι ανήκε στην Ιταλική σφαίρα επιρροής, από το διεθνή Τύπο (και όχι από το σύμμαχό του). «Αυτή τη φορά θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Θα μάθει από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Ελλάδα.
Έτσι, θ’ αποκατασταθεί η ισορροπία». Επιπλέον ο άλλοτε «δάσκαλος» του Χίτλερ, που είχε υποβαθμιστεί τώρα σε ρόλο «μαθητή», ανησυχούσε για την πρόσδεση της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο Βρετανικό άρμα και την πιθανή χρησιμοποίηση εκ μέρους του Λονδίνου των Ελληνικών λιμένων και αεροδρομίων. Πάντως, οι επιτυχίες των Γερμανικών όπλων στη Δυτική Ευρώπη είχαν σαφώς ενισχύσει την πεποίθησή του πως η Ιταλία δεν θα έπρεπε να παραμείνει αμέτοχη στον νέο αυτό Ευρωπαϊκό πόλεμο.
Η Γερμανική κατοχή της Γαλλίας και η απομόνωση της Βρετανίας συνιστούσαν, κατά την αντίληψή του, λαμπρές προϋποθέσεις για την ανάδειξη της Ιταλίας σε μοναδική θαλασσοκράτειρα δύναμη της Μεσογείου. Από την άλλη, ο Μουσολίνι φοβόταν έναν ενδεχόμενο Γερμανο-Βρετανικό συμβιβασμό –πριν προλάβει η Ιταλία να εισέλθει στον πόλεμο– ο οποίος δεν θα λάμβανε υπ’ όψιν του τα Ιταλικά συμφέροντα.
Επίσης, οι ελπίδες του να «βάλει χέρι» στις Γαλλικές αποικίες της Βόρειας Αφρικής και στο Γαλλικό στόλο διαψεύστηκαν, καθώς ο Χίτλερ ήθελε να κρατήσει τη Γαλλία του Βισύ σε φιλοαξονική τροχιά και να μην την εξωθήσει στο πλευρό της Βρετανίας. Τέλος, οι ηγεμονικές φιλοδοξίες του Φράνκο, τον οποίο ο Χίτλερ επίσης δεν ήθελε να δυσαρεστήσει (ευελπιστώντας στην έξοδο της Ισπανίας στον πόλεμο), έθεσαν ακόμη ένα εμπόδιο στα μεγαλεπήβολα σχέδια του Μουσολίνι να κυριαρχήσει στη Μεσόγειο.
Εφόσον η Ιταλική κυριαρχία στη δυτική λεκάνη της Μεσογείου, με βάση τους υπάρχοντες συσχετισμούς ισχύος, ήταν αδύνατη τότε, δεν εκπλήσσουν το ενδιαφέρον και η επιμονή του για την επέκταση της «Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» στην ανατολική. Ο Χίτλερ γνώριζε βέβαια τις επεκτατικές διαθέσεις που έτρεφε ο Μουσολίνι απέναντι στην Ελλάδα, δεν επιθυμούσε όμως την επέκταση του πολέμου στα Βαλκάνια τη δεδομένη χρονική στιγμή.
Ωστόσο, οι Ελληνο-Βρετανικές εμπορικές συμφωνίες του Οκτωβρίου 1939 και Ιανουαρίου 1940, με τις οποίες η Ελλάδα συνδέθηκε με τον οικονομικό πόλεμο της Βρετανίας κατά του Ράιχ, προκάλεσαν τα πρώτα σύννεφα στις Ελληνο-Γερμανικές σχέσεις.
Οι καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του Μεταξά προς το Βερολίνο ότι η Ελληνική κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη, λόγω του Βρετανικού τελωνειακού ελέγχου στη Μεσόγειο και της εξάρτησης της χώρας από το Βρετανικό γαιάνθρακα, να υπογράψει τις σχετικές συμφωνίες δεν έπεισαν τη Γερμανική πλευρά, η οποία σωστά ερμήνευσε την Ελληνο-Βρετανική εμπορική προσέγγιση ως μη φιλική ενέργεια.
Στις 26 Αυγούστου 1940, κι ενώ ο όγκος των Ελληνικών εξαγωγών προς τη Γερμανία είχε μειωθεί σημαντικά, ο Ρίμπεντροπ προειδοποίησε τον Έλληνα πρέσβη στη Γερμανία, Αλέξανδρο Ραγκαβή, σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις που θα είχε μια τυχόν Αγγλόφιλη στάση της χώρας του στον πόλεμο:
«Εμείς διαχωρίζουμε τις χώρες σε δύο κατηγορίες: αυτές που είναι φιλικές προς τον Αξονα και αυτές που έχουν πάρει θέση υπέρ της Αγγλίας. Εφόσον οι Έλληνες αποδέχτηκαν την Αγγλική εγγύηση, προμηθεύουν στους Άγγλους πολεμικό υλικό και κινούνται με τα πλοία τους εντός της Αγγλικής ζώνης αποκλεισμού, θεωρούμε ότι η χώρα σας ετάχθη υπέρ της Αγγλίας… Η τύχη της Ευρώπης τους επόμενους αιώνες θα καθορίζεται από τις Δυνάμεις του Άξονα και η στάση του Άξονα έναντι των Ευρωπαϊκών κρατών θα κριθεί από τη στάση τους έναντι της Αγγλίας κατά τη διάρκεια του αγώνα υπάρξεως της Γερμανίας και της Ιταλίας».
Το Βερολίνο, επομένως, κατέστησε σαφές πως δεν θα ανεχόταν σε καμία περίπτωση την, έμμεση έστω, υποστήριξη της Ελλάδας προς τη Βρετανία. Το άμεσο αποτέλεσμα των Γερμανικών «απειλών» ήταν η υπογραφή εκ μέρους της Ελληνικής κυβέρνησης μίας εμπορικής συμφωνίας με τη Γερμανία (20 Σεπτεμβρίου 1940), κατά παράβαση της Ελληνο-Βρετανικής εμπορικής συμφωνίας.
Παράλληλα ο Μεταξάς ενημέρωσε εμπιστευτικά το Λονδίνο ότι οι συμπεφωνημένες ποσότητες προϊόντων (κυρίως χρωμίου) δεν θα αποστέλλονταν ποτέ, με διάφορα προσχήματα, στη Γερμανία. Στις 7 Ιουλίου 1940 ο Χίτλερ άφησε να εννοηθεί σε κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχε με τον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών και γαμπρό του Μουσολίνι, κόμη Γκαλεάτσο Τσιάνο, πως κατ’ αρχάς δεν είχε αντίρρηση για μία περιορισμένη επιθετική ενέργεια της Ιταλίας κατά της Ελλάδας με στόχο την κατάληψη των Ιονίων Νήσων – και όχι ολόκληρης της χώρας.
Την ίδια στιγμή, όμως, απέρριψε οποιαδήποτε Ιταλική στρατιωτική επιχείρηση κατά της Γιουγκοσλαβίας, η οποία θα προκαλούσε πιθανόν γενική ανάφλεξη στα Βαλκάνια, χωρίς να αποκλείεται η εμπλοκή και της Σοβιετικής Ένωσης. Άλλωστε, η Γιουγκοσλαβία εθεωρείτο ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη απ’ ό,τι η Ελλάδα. Δύο εβδομάδες αργότερα ο Χίτλερ, σε μία άλλη προσωπική συνομιλία που είχε με τον Ιταλό υπουργό του, εξέφρασε την επιθυμία του να επικρατήσει ησυχία στα Βαλκάνια.
Την ίδια επιθυμία επανέλαβε ο Γερμανός δικτάτορας στις συνομιλίες που είχε με τον Τσιάνο στις 28 Αυγούστου. Ο Μουσολίνι και ο υπουργός του διαβεβαίωσαν τον Χίτλερ ότι μόνο μέσω της διπλωματικής οδού θα ασκούσαν πιέσεις στην Ελλάδα και δεν θα προέβαιναν σε στρατιωτικές ενέργειες χωρίς να έχουν ενημερώσει πρώτα το Βερολίνο.
Στη συνάντηση που είχε ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Γιοαχίμ φον Ρίμπεντροπ με τον Μουσολίνι στη Ρώμη, στις 19 Σεπτεμβρίου, ο Ντούτσε τον διαβεβαίωσε εκ νέου ότι δεν είχε την πρόθεση να επιτεθεί στρατιωτικά κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας, στα λιμάνια της οποίας θα κατέφευγε ο Βρετανικός στόλος μετά την κατάληψη της Αιγύπτου από τα Ιταλικά στρατεύματα.
Ο Ρίμπεντροπ από την πλευρά του υπογράμμισε ότι και οι δύο χώρες ανήκαν στην Ιταλική ζώνη επιρροής, αλλά θα έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν πιθανές Σοβιετικές αντιδράσεις. Στην κατ’ ιδίαν συνάντηση των δύο δικτατόρων, στις 4 Οκτωβρίου, το «Ελληνικό Ζήτημα» δεν τέθηκε στη συζήτηση: ο Χίτλερ επιδόθηκε στους συνήθεις μονολόγους του, ενώ ο Μουσολίνι έκανε όνειρα για μελλοντικές Ιταλικές επιτυχίες κατά των Βρετανικών δυνάμεων στη Βόρεια Αφρική.
Η αλλαγή στάσης του Μουσολίνι απέναντι στην Ελλάδα, στο άκουσμα της είδησης ότι Γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Ρουμανία, δεν έγινε αμέσως αντιληπτή στο Βερολίνο, όπου μάλλον δεν δόθηκε η απαραίτητη προσοχή στην επικίνδυνη όξυνση των Ελληνο-Ιταλικών σχέσεων. Μόλις στις 18 Οκτωβρίου ο Γερμανός πρέσβης στη Ρώμη, Χανς Γκέοργκ φον Μακένσεν, έδωσε μία θολή, ακόμη, εικόνα για τη σχεδιαζόμενη Ιταλική επιχείρηση κατά της Ελλάδας. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του, οι Ιταλικές πρωτοβουλίες θα σημειώνονταν έπειτα από τη Βρετανική ήττα.
Την επόμενη ημέρα έγινε πιο συγκεκριμένος, αναφέροντας ότι η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη θα ήταν οι στόχοι της Ιταλικής επίθεσης. Ο Ρίμπεντροπ, όμως, απασχολημένος με τις προετοιμασίες για τη συνάντηση του Χίτλερ με τον Πιερ Λαβάλ, τον στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν και τον Φρανσίσκο Φράνκο, δεν έδωσε την απαραίτητη σημασία στις πληροφορίες του πρέσβη και συνέστησε στους διπλωματικούς αντιπροσώπους του Ράιχ να απευθύνουν ένα ευγενικό ερώτημα προς τον Τσιάνο, ο οποίος είχε ήδη ενημερώσει τον Μακένσεν πως η Ιταλία διέθετε ελευθερία κινήσεων έναντι της Ελλάδας.
Ακόμη και ο Χίτλερ, που είχε πληροφορηθεί εν τω μεταξύ τα Ιταλικά σχέδια, δεν αντέδρασε καθώς δεν υπήρχε ενημέρωση για συγκεκριμένη ημερομηνία έναρξης των εχθροπραξιών. Ο Γερμανός δικτάτορας δεν πίστευε πως ο Ιταλός ομόλογός του θα ξεκινούσε μία στρατιωτική επιχείρηση αυτή την εποχή.
Μόνο στις 25 Οκτωβρίου, όταν έφτασε στα χέρια του η επιστολή του Μουσολίνι, με την οποία τον ενημέρωσε για την επικείμενη επίθεση κατά της φιλοβρετανικής Ελλάδας, ανέθεσε στον Ρίμπεντροπ να κανονίσει μια συνάντηση με τον Ντούτσε στη Φλωρεντία για τις 28 Οκτωβρίου. Ο Χίτλερ είχε τη γνώμη ότι θα έπειθε τον Μουσολίνι να παραιτηθεί, τουλάχιστον προσωρινά, από τα επεκτατικά του σχέδια. Δεν γνώριζε ακόμη ότι η Ιταλική επίθεση ήταν πια θέμα λίγων ημερών.
Όταν το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου πληροφορήθηκε πως η Ιταλική επίθεση θα σημειωνόταν τις πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας, ξέσπασε κατά του Ντούτσε. Κατά τη διάρκεια της προσωπικής τους συνάντησης στη Φλωρεντία, όμως, επέδειξε αυτοσυγκράτηση αποφεύγοντας να δημιουργήσει προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Ο Χίτλερ σε καμία περίπτωση δεν είχε την πρόθεση να διακινδυνεύσει την ενότητα του Άξονα για χάρη της Ελλάδας.
Ήταν ευγνώμων για την κατανόηση που είχε δείξει η Ιταλία στην προσάρτηση της Αυστρίας στο Ράιχ και έτρεφε, πράγματι, βαθύτατη εκτίμηση για το θεμελιωτή του πρώτου φασιστικού κράτους στην Ιστορία. Ο βασικός στόχος της Εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας στον πόλεμο δεν ήταν βέβαια η κατάκτηση της Βρετανίας, αλλά η βίαιη απόκτηση «ζωτικού χώρου» (Lebensraum) σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης.
Αναφορικά με τις Γερμανικές επιδιώξεις στη Μεσόγειο, ο Χίτλερ, ύστερα από τη σιωπηρή εγκατάλειψη των σχεδίων για στρατιωτική απόβαση στη Βρετανία, θέλησε να συγκροτήσει ένα κοινό αντιβρετανικό μέτωπο από την Ισπανία, τη Γαλλία του Βισύ και την Ιταλία, ώστε να εξουδετερώσει τις Βρετανικές βάσεις στο Γιβραλτάρ, στη Μάλτα και την Αίγυπτο, οι οποίες εξασφάλιζαν το πολύτιμο κλειδί της θαλάσσιας οδού προς την Ινδία.
Η συμμαχία αυτή δεν επιτεύχθηκε διότι και οι τρεις χώρες είχαν διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με τη μελλοντική ανακατανομή των σφαιρών επιρροής (η Ισπανία διατηρούσε μάλιστα πολλές αμφιβολίες ως προς την τελική έκβαση του πολέμου), όμως, η Ιταλική επίθεση που ακολούθησε κατά της Ελλάδας έθεσε το φλέγον ζήτημα της κυριαρχίας του Άξονα στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και στα Βαλκάνια. Δύο ημέρες πριν από την Ιταλική επίθεση, ο Γερμανός πρέσβης δήλωσε στον Έλληνα ομόλογό του στο Βελιγράδι:
«Εν τω σημερινώ αγώνι περί υπάρξεως μεταξύ Άξονος και Αγγλίας, υφιστάμενα μικρά κράτη δεν δύνανται ληφθώσιν υπ’ όψιν, εφόσον ταύτα παρεμβαίνουσιν ως εμπόδια».
Το Ιταλικό τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940, το οποίο θα άλλαζε τις Γερμανικές προτεραιότητες, δεν βρήκε όμως την Ελληνική πλευρά απροετοίμαστη. Η ηρωική αντίσταση του Ελληνικού στρατού στα βουνά της Ηπείρου απέναντι στον Ιταλό εισβολέα και η προέλαση των Ελλήνων στην Αλβανία -η πρώτη στρατιωτική νίκη επί του Άξονα- ανέτρεψαν τα σχέδια του Ιταλού δικτάτορα αλλά και τις εκτιμήσεις του Χίτλερ.
Ο ενθουσιασμός που προκάλεσαν οι νίκες του στρατού στον Ελληνικό λαό ήταν πρωτοφανής. Η ήττα -στρατιωτική αλλά και ηθική- του Μουσολίνι ανάγκασε τον Χίτλερ να ασχοληθεί με το Ελληνικό ζήτημα που προέκυψε, επειδή διέβλεπε σωστά ότι η αποτυχία των Ιταλών -όχι μόνο στην Αλβανία, αλλά και στη Βόρεια Αφρική και, προπάντων, στην Αιθιοπία- εξέθετε την εικόνα του Άξονα στις ουδέτερες χώρες και εδραίωνε τη Βρετανική θέση στα Βαλκάνια.
Πράγματι, η Ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας οδηγούσε εκ των πραγμάτων σε μια πιο στενή Ελληνο-Βρετανική συνεργασία (σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο) που με τη σειρά της προμήνυε την αναβίωση του πάλαι ποτέ Μακεδονικού μετώπου. Ο Χίτλερ, ωστόσο, δεν υποψιάστηκε τις διχογνωμίες που επικρατούσαν στους κόλπους της Βρετανικής ηγεσίας αναφορικά με το αν θα έπρεπε τελικά να υποστηριχθεί η πολεμική προσπάθεια της Ελλάδας.
Η Βρετανική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία δεν είχε πιστέψει στις δυνατότητες της Ελληνικής αντίστασης. Οι Βρετανοί αρχηγοί των Επιτελείων εξέφρασαν την άποψη ότι η Ελληνική αντίσταση, ύστερα από τους βομβαρδισμούς μερικών πόλεων, θα κατέρρεε σύντομα. Ο υπουργός Πολέμου, Αντονι Ηντεν, εκτιμούσε ότι «άλλο ένα έθνος θα πέσει στα χέρια του Άξονα». Το υπουργικό συμβούλιο δεν είχε κανένα λόγο να διαφωνήσει.
Σε μία σύσκεψη του Τσώρτσιλ με τους αρχηγούς των Επιτελείων προεξοφλήθηκε η κατάληψη της Ελλάδας. Η υπεράσπισή της ήταν γι’ αυτούς λίγο-πολύ χαμένη υπόθεση. Αυτό που προείχε για τους Βρετανούς ήταν να μην πέσει η Κρήτη σε Ιταλικά χέρια, καθώς το νησί θεωρήθηκε ζωτικής σημασίας ναυτική βάση. Ο αρχιστράτηγος Μέσης Ανατολής, στρατηγός Αρτσιμπαλντ Ουέιβελ, διατάχθηκε τότε να στείλει αμέσως στην Κρήτη ένα Τάγμα Πεζικού, με Πυροβολικό και αντιαεροπορική κάλυψη.
Ο Ουέιβελ ήταν υπεύθυνος για τη στρατιωτική άμυνα της Αιγύπτου, του Σουδάν, της Παλαιστίνης, της Υπεριορδανίας, της Κύπρου, της Βρετανικής Σομαλίας, του Άντεν, του Ιράκ και της περιοχής του Περσικού Κόλπου. Την εποχή της Ιταλικής επίθεσης εναντίον της Ελλάδας διοικούσε μια εντυπωσιακή δύναμη από 500.000 άνδρες, κατανεμημένης όμως σε διάφορα σημεία.
Τη στρατηγική σημασία της Κρήτης δεν είχε αντιληφθεί σωστά μόνο ο Βρετανός πρωθυπουργός. Ο άσπονδος εχθρός του, ο Χίτλερ, είχε διαγνώσει αρκετά νωρίς τις δυνατότητες που πρόσφερε η στρατιωτική αξιοποίηση της νήσου. Ο Φύρερ είχε διαφωνήσει με την επιλογή του Μουσολίνι να επιτεθεί κατά της Ελλάδας διότι δεν επιθυμούσε –το συγκεκριμένο χρονικό σημείο– την επέκταση του πολέμου στα Βαλκάνια.
Στις 25 Οκτωβρίου 1940 ο επικεφαλής του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Φραντς Χάλντερ, έγραψε στο πολεμικό του ημερολόγιο ότι η κατάληψη της Αλεξάνδρειας βασιζόταν εν πολλοίς στην κυριαρχία επί της Κρήτης. Ο έλεγχος της Κρήτης θα έκλεινε στους Βρετανούς το δρόμο προς το Αιγαίο. Εάν το νησί περνούσε σε Γερμανικά χέρια, τότε θα χειροτέρευε γενικά η Βρετανική θέση στην Ανατολική Μεσόγειο. Μια ημέρα αργότερα ο Χάλντερ σημείωσε στο ημερολόγιο ότι οι Γερμανοί θα έπρεπε να κινηθούν ταυτόχρονα εναντίον της Κρήτης και της Αιγύπτου.
Οι στρατιωτικές εκτιμήσεις του Βερολίνου για τη μελλοντική εξέλιξη της Γερμανο-Βρετανικής αναμέτρησης, ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο, επηρέασαν όπως ήταν φυσικό την εξωτερική πολιτική του Ράιχ. Στις 4 Νοεμβρίου 1940 ο Χίτλερ, που είχε εν τω μεταξύ πληροφορηθεί την απόβαση Βρετανικών δυνάμεων στην Κρήτη, ανάθεσε στο επιτελείο του να προετοιμάσει μια εισβολή στη Βόρεια Ελλάδα μέσω της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας.
Η εντολή του καθόριζε «να αρχίσουν οι προετοιμασίες, ώστε, όταν καταστεί τούτο αναγκαίο, από κοινού με τη Βουλγαρία και σε εναρμόνιση με τις Ιταλικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, να καταληφθεί η Μακεδονία και Θράκη, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη χρησιμοποίηση Γερμανικών αεροπορικών μονάδων εναντίον των Αγγλικών αεροπορικών βάσεων, που θα μπορούσαν να απειλήσουν τις Ρουμανικές πετρελαιοπηγές».
Στο χρονικό αυτό διάστημα το ενδιαφέρον του Χίτλερ στράφηκε στην προστασία των πολύτιμων, για τη συνέχιση του πολέμου εκ μέρους της Βέρμαχτ, πετρελαιοπηγών στο Πλοέστι. Στην Ιταλία είχε συνειδητοποιηθεί πλέον η αποτυχία της εκστρατείας. «Η πρωτοβουλία περιήλθε στον εχθρό», ομολογούσε ο κόμης Τσιάνο στο ημερολόγιό του (6 Νοεμβρίου 1940), «δεν πιστεύω ότι έχουμε ηττηθεί, αλλά πολλοί έτσι διαισθάνονται».
Την ίδια σκέψη φαίνεται πως έκανε και ο Χίτλερ, στον οποίο έφταναν διαρκώς ειδήσεις για την εγκατάσταση ναυτικών και αεροπορικών βάσεων στην Κρήτη από τους Βρετανούς. Με την υπ’ αριθμόν 18 εντολή του, στις 12 Νοεμβρίου, διατάχθηκε η έναρξη προετοιμασιών για πιθανή κατάληψη της Βόρειας Ελλάδας, από την οποία θα πραγματοποιούνταν επιθέσεις κατά των Βρετανικών αεροπορικών βάσεων στην Κρήτη.
Στις 18 Νοεμβρίου ο Χίτλερ συναντήθηκε με τον κόμη Τσιάνο στο Βερολίνο, με αφορμή την προσχώρηση της Ουγγαρίας στο Τριμερές Σύμφωνο, και τον κατηγόρησε για την επικίνδυνη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στα Βαλκάνια: οι Βρετανοί είχαν αποβιβαστεί στην Κρήτη και σε άλλα νησιά δημιουργώντας εκεί αεροπορικές βάσεις. Επίσης, ήταν έτοιμοι να κατασκευάσουν δύο αεροδρόμια στη Θεσσαλονίκη και τρία στη Θράκη.
Οι Βρετανοί θα είχαν, επομένως, τη δυνατότητα να βομβαρδίσουν από τα Ελληνικά αεροδρόμια τη Νότια Ιταλία, τα λιμάνια τις Αλβανίας και, κυρίως, τις Ρουμανικές πετρελαιοπηγές στο Πλοέστι. Στις 19 Νοεμβρίου διέταξε την ενίσχυση της Γερμανικής στρατιωτικής αποστολής στη Ρουμανία, η δύναμη της οποίας ανήλθε σε δώδεκα μεραρχίες, και έδωσε στη σχεδιαζόμενη επιχείρηση το κωδικό όνομα «Μαρίτα».
Στην επιστολή του προς τον Μουσολίνι, την οποία ενεχείρισε στον Τσιάνο στις 20 Νοεμβρίου, άσκησε δριμεία κριτική στα Ιταλικά στρατιωτικά σχέδια υπογραμμίζοντας το στρατηγικό ρόλο που απέδιδε στην Κρήτη:
«Σε κάθε περίπτωση ήθελα να σας παρακαλέσω, Ντούτσε, να μην αναλάβετε αυτή την επιχείρηση [εναντίον της Ελλάδας], χωρίς μια αστραπιαία κατάληψη της Κρήτης, και γι’ αυτόν το σκοπό είχα και πρακτικές προτάσεις να σας κάνω, όπως τη διάθεση μιας μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών και μιας ακόμη αερομεταφερόμενης μεραρχίας».
Στην απάντησή του, δύο ημέρες αργότερα, ο Μουσολίνι δήλωσε πως αν γνώριζε νωρίτερα τις απόψεις του Χίτλερ θα είχε προσαρμόσει ανάλογα την πολιτική του. Δεν παρέλειψε να τον διαβεβαιώσει πως τα χειρότερα είχαν περάσει. Από δω και πέρα η κατάσταση θα βελτιωνόταν.
Από την πρώτη στιγμή, λοιπόν, με την έναρξη του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου, είχε διαφανεί η στρατηγική προοπτική της Κρήτης, τόσο για το στρατόπεδο των δυνάμεων του Άξονα όσο και για τη Βρετανία. Σε αντίθεση με τον Χίτλερ, που εκτιμούσε την Κρήτη περισσότερο από άποψη αεροπορικής στρατηγικής, ο Τσώρτσιλ, ως πρώην υπουργός Ναυτικών μιας θαλασσοκράτειρας δύναμης, διέβλεπε κυρίως τη ναυτική της σημασία.
Η στρατηγική προοπτική της νήσου θα μεγάλωνε (ή θα ελαττωνόταν) τους επόμενους μήνες, σε πλήρη αντιστοιχία με τους γενικότερους πολεμικούς σχεδιασμούς του Άξονα και των Βρετανών στην Ανατολική Μεσόγειο. Προς το παρόν ο Χίτλερ επιθυμούσε την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τον χειμώνα του 1940/41 έστειλε μια στρατιωτική αποστολή στη Βουλγαρία ώστε να προετοιμάσει το έδαφος για τα στρατεύματα που θα πραγματοποιούσαν την εισβολή στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Παράλληλα επιχείρησε να προσεταιριστεί το Βελιγράδι και τη Σόφια, με κύριο δόλωμα την παραχώρηση σε αυτές των δύο παραπάνω επαρχιών, προκειμένου να πετύχει τη διπλωματική απομόνωση της Αθήνας και να εμποδίσει τη δημιουργία ενός αντιαξονικού μετώπου στα Βαλκάνια υπό τη Βρετανία. Ρόλο-κλειδί στο στρατηγικό σχεδιασμό του Χίτλερ είχε η Γιουγκοσλαβία.
Αν το Βελιγράδι αποδεχόταν τις Γερμανικές προτάσεις και προσχωρούσε στο Τριμερές Σύμφωνο, τότε οι Βρετανικές ελπίδες για επανάληψη του Μακεδονικού μετώπου θα εξανεμίζονταν.
Ο Ελληνο-Ιταλικός Πόλεμος διεξήχθη, μέχρι την απόφαση της Γερμανίας να επέμβει στρατιωτικά, στο περιθώριο των επιδιώξεων των δύο μεγάλων πρωταγωνιστών του -Ευρωπαϊκού ακόμη- πολέμου (Βρετανία, Γερμανία), όπως ο αντίστοιχος τοπικός πόλεμος ανάμεσα στη Φινλανδία και τη Σοβιετική Ένωση τον χειμώνα του 1939/40.
Η Ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας δεν ήταν μία επιχείρηση που είχε προαποφασιστεί και σχεδιαστεί από κοινού με τη Γερμανία ούτε αποτελούσε μέρος της στρατηγικής του Άξονα. Το Βερολίνο, μάλιστα, δεν διέκοψε τις διπλωματικές του σχέσεις με την Αθήνα ως σημάδι αλληλεγγύης προς τη Ρώμη. Στο μεταξύ η εξέλιξη του πολέμου δημιούργησε μια απελπιστική κατάσταση για την Ιταλία.
Στις αρχές Δεκεμβρίου ο Μουσολίνι δήλωσε στον Τσιάνο πως το παιχνίδι είχε πλέον χαθεί. Όσο παράξενο και αν φαινόταν, έπρεπε να ζητήσουν τη μεσολάβηση του Χίτλερ για την επίτευξη ανακωχής. Κατόπιν διατάχθηκε ο Ιταλός πρέσβης στο Βερολίνο, Αλφιέρι, να επιστρέψει από το Κάπρι (όπου βρισκόταν για θεραπεία) για οδηγίες στη Ρώμη.
Ο Τσιάνο πρότεινε να σταλεί ο Αλφιέρι το συντομότερο δυνατό στη Γερμανική πρωτεύουσα προκειμένου να ζητήσει βοήθεια από τον Χίτλερ. Μέσω προπαγάνδας και μετακινήσεων στρατευμάτων, το Βερολίνο θα μπορούσε να δημιουργήσει στους Έλληνες την εντύπωση ότι επέκειτο επίθεση από τη Βουλγαρία στη Θράκη. Μόνο έτσι θα μπορούσε να διατηρηθεί το Ιταλικό μέτωπο στην Αλβανία.
Τα τελευταία λόγια του Μουσολίνι προς τον πρέσβη ήταν να εξασφαλίσει κάθε είδους Γερμανική βοήθεια το γρηγορότερο δυνατό. Στο Βερολίνο, στις 5 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκε συνεδρίαση της ανώτατης διοίκησης της Βέρμαχτ υπό τον Χίτλερ. Εκεί επιβεβαιώθηκε η απόφαση για τη στρατιωτική κατάληψη της Ελλάδας. Ωστόσο, ο Χίτλερ δεν απέκλεισε μία ειρηνική λύση.
Αν η Ελλάδα, με δική της πρωτοβουλία, σταματούσε τον πόλεμο στην Αλβανία και στη συνέχεια επέστρεφε σε καθεστώς ουδετερότητας, τότε δεν θα ήταν αναγκαία η Γερμανική στρατιωτική επέμβαση. Επίσης, ο Χίτλερ απέρριψε κάθε σκέψη για στρατιωτική υποστήριξη της Ιταλίας στο Αλβανικό μέτωπο. Τέλος, διέταξε να αρχίσουν οι προετοιμασίες για τις επιχειρήσεις «Μαρίτα» και «Μπαρμπαρόσα».
Στις 6 Δεκεμβρίου έφτασε ο Αλφιέρι στο Βερολίνο. Την ίδια κιόλας ημέρα συναντήθηκε με τον Ρίμπεντροπ. Στο όνομα του Μουσολίνι ο Ιταλός πρέσβης παρακάλεσε τον Ρίμπεντροπ, λόγω της άσχημης τροπής που είχε πάρει η Ιταλική εκστρατεία, να αναλάβουν τα Γερμανικά στρατεύματα στη Ρουμανία ορισμένες επιχειρήσεις, έστω για τα μάτια του κόσμου, ώστε να αποσπάσουν την Ελληνική προσοχή από την Αλβανία ή να θέσουν σε κυκλοφορία σχετικές φήμες.
Ο Ρίμπεντροπ θεώρησε αναίτια την Ιταλική αξίωση, επειδή κανένας δεν θα έπαιρνε στα σοβαρά μία τέτοια απειλή – στη διάρκεια του χειμώνα και πριν από τη συγκέντρωση των Γερμανικών στρατευμάτων στη Ρουμανία. Στη συνάντηση που είχε έπειτα με τον Χίτλερ ο Αλφιέρι, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ ενημερωθεί από τον Τσιάνο για δήθεν θετικές εξελίξεις στο Αλβανικό μέτωπο, δεν επέμεινε στην παραπάνω αξίωση.
Ο Χίτλερ τον ενημέρωσε για τις προετοιμασίες της Γερμανικής εκστρατείας και του συνέστησε πως για τη βελτίωση της κατάστασης στην Αλβανία έπρεπε να ληφθούν σκληρά πειθαρχικά μέτρα. Πρότεινε ακόμη μία νέα προσωπική συνάντηση με τον Ιταλό δικτάτορα. Ωστόσο, η δυσμενής για τον Άξονα πορεία του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου, σε συνδυασμό με την άφιξη βρετανικών στρατευμάτων στην Κρήτη, περιόριζε τα χρονικά περιθώρια για την αντίδραση της Γερμανίας.
Στην περίφημη «υπ’ αριθμόν 20 Εντολή του Φύρερ για την Επιχείρηση “Μαρίτα” »(«Unternehmen Marita») της 13ης Δεκεμβρίου 1940 αναφέρεται συγκεκριμένα ότι «λόγω της απειλητικής κατάστασης στην Αλβανία έχει διπλή σημασία η ματαίωση των Αγγλικών προσπαθειών να δημιουργήσουν -υπό την προστασία ενός Βαλκανικού μετώπου- μια αεροπορική βάση επικίνδυνη ιδιαίτερα για τους Ιταλούς αλλά και για τις Ρουμανικές πετρελαιοπηγές. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει
α) Στους επόμενους μήνες να συγκεντρωθούν στη Νότια Ρουμανία δυνάμεις που βαθμιαία να ενισχύονται,
β) Μόλις το επιτρέψουν οι καιρικές συνθήκες -πιθανώς τον Μάρτιο- (…) να χρησιμοποιηθούν, μέσω Βουλγαρίας, για την κατάληψη της βόρειας ακτής του Αιγαίου και -στην ανάγκη- ολόκληρης της ηπειρωτικής Ελλάδας».
Στη συνέχεια γινόταν λόγος για τις στρατιωτικές δυνάμεις που θα έπαιρναν μέρος στην επιχείρηση. Η Λούφτβαφε (Luftwaffe), δηλαδή η Γερμανική Πολεμική Αεροπορία, θα αναλάμβανε εκτός των άλλων την εκδίωξη των Βρετανών από τις βάσεις τους στο Αιγαίο. Την κάλυψη των Γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων έναντι της Τουρκίας θα αναλάμβανε ο Βουλγαρικός στρατός, υποστηριζόμενος βέβαια από Γερμανικά τμήματα.
Αμέσως μετά το τέλος των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, τα Γερμανικά στρατεύματα θα αποσύρονταν για να χρησιμοποιηθούν σε άλλα μέτωπα. Όπως προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία, η βοήθεια προς τους Ιταλούς είχε δευτερεύουσα σημασία – επιβαλλόταν ύστερα από την αποτυχία τους στην Αλβανία. Ύστερα από λίγες ημέρες, στις 18 Δεκεμβρίου, ο Χίτλερ υπέγραψε την «υπ’ αριθμό 21 Εντολή για την επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
Η επιχείρηση «Μαρίτα» θα διασφάλιζε, επομένως, τα νώτα της Γερμανίας κατά την επικείμενη εκστρατεία στη Ρωσία. Η προτεραιότητα του Χίτλερ, όμως, ήταν να εκδιώξει τους Βρετανούς από το τελευταίο τους προπύργιο στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και να προστατεύσει τις πολύτιμες Ρουμανικές πετρελαιοπηγές. Ακόμα δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να επιτρέψει τη δημιουργία ενός Βαλκανικού μετώπου, όπως είχε συμβεί στον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μολαταύτα η εφαρμογή και εκτέλεση της επιχείρησης «Μαρίτα» δεν πρέπει να εκτιμηθεί ως η μοναδική επιλογή του Γερμανού δικτάτορα. Σε αντίθεση με την επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» δεν αποσκοπούσε στην εξασφάλιση «ζωτικού χώρου», η Ελλάδα δεν αποτελούσε αντικείμενο των κατακτητικών του βλέψεων. Πριν από την έναρξη της Γερμανικής εκστρατείας στα Βαλκάνια έγιναν κάποιες χλιαρές απόπειρες συνεννόησης με την Ελληνική κυβέρνηση, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Ήδη από τις αρχές Νοεμβρίου η Ελληνική πλευρά είχε την εντύπωση –που ενισχύθηκε ύστερα από σχετικές διακριτικές ερωτήσεις Γερμανών αξιωματούχων– ότι η Γερμανία θα μεσολαβούσε για τον τερματισμό του πολέμου. Με αντάλλαγμα ορισμένες εδαφικές παραχωρήσεις στην Ιταλία (Θεσπρωτία, Κέρκυρα, Κεφαλλονιά) η Ελλάδα θα πετύχαινε την επάνοδό της σε καθεστώς ουδετερότητας – υπό την προϋπόθεση ότι η Ιταλία δεν θα είχε υποστεί ταπεινωτική ήττα.
Η πρώτη επαφή σημειώθηκε τον Δεκέμβριο του 1940, όταν ανακόπηκε η προέλαση του Ελληνικού στρατού στην Αλβανία κάτω από την πίεση των καιρικών συνθηκών. Οι Γερμανοί πρόσφεραν τότε τη βοήθειά τους για τον τερματισμό των εχθροπραξιών μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας. Αν ήταν εφικτό να τερματιστεί ο πόλεμος με όσο το δυνατόν μικρότερο πλήγμα στο γόητρο της Ιταλίας, η Βρετανία πιθανότατα θα αναγκαζόταν να αποσύρει τις δυνάμεις της από την Ελληνική επικράτεια, τη στιγμή που η παρουσία τους στην Ελλάδα συνδέονταν αποκλειστικά με την Ιταλική απειλή ενάντια στην ασφάλεια αυτής της χώρας.
Η Γερμανία θα έβλεπε σίγουρα με ικανοποίηση το τέλος της Ελληνο-Ιταλικής σύρραξης, που μάλλον ήταν κάτι άσχετο με τα μεγάλα θέατρα του πολέμου. Την πρωτοβουλία φαίνεται ότι είχε η Γερμανική πλευρά, η οποία ίσως είχε ενθαρρυνθεί από φιλογερμανικούς κύκλους προσκείμενους στην Ελληνική κυβέρνηση.
Σύμφωνα με μία εκδοχή, η σχετική προσπάθεια έγινε πρώτα στη Μαδρίτη από τον Γερμανό πρέσβη, μέσω του Ούγγρου ομολόγου του στην Ισπανική πρωτεύουσα, ο οποίος πλησίασε τον εκεί Έλληνα πρέσβη Περικλή Αργυρόπουλο και του ανακοίνωσε πως η Αθήνα μπορούσε να απευθυνθεί στο Βερολίνο ζητώντας τη μεσολάβηση του Ράιχ για τον τερματισμό του πολέμου με ευνοϊκούς για την Ελλάδα όρους.
Σύμφωνα με τις Γερμανικές προτάσεις, η Ελλάδα θα παρέμενε στα εδάφη που είχε κερδίσει με τη δύναμη των όπλων, ενώ μία «νεκρή ζώνη», στην οποία θα έδρευαν Γερμανικές μονάδες, θα χώριζε τα Ελληνικά από τα Ιταλικά στρατεύματα εμποδίζοντας μελλοντικές εχθροπραξίες. Στο ερώτημα του Αργυρόπουλου, για το τι αξιώσεις θα προέβαλε η Γερμανία ύστερα από την υπογραφή της ανακωχής, ο Ούγγρος πρέσβης έσπευσε να καθησυχάσει τον Έλληνα πρέσβη δηλώνοντάς του ότι η Γερμανία δεν είχε σκοπό να θέσει αξιώσεις για τον εαυτό της, αφού ο Χίτλερ είχε ταχθεί εξαρχής κατά του πολέμου.
Ο Αργυρόπουλος τηλεγράφησε τα παραπάνω στην Αθήνα, συνιστώντας την αποδοχή της Γερμανικής μεσολάβησης. Η Ελληνική πλευρά φαίνεται πως δεν έδειξε ενδιαφέρον για τη Γερμανική πρωτοβουλία. Μία άλλη μεσολαβητική προσπάθεια είχε αποδέκτη τον Έλληνα πρέσβη στη Γερμανική πρωτεύουσα. Αν η Αθήνα ζητούσε από το Βερολίνο τη μεσολάβησή του, όπως άφησε η Γερμανική πλευρά να εννοηθεί, η σύναψη ειρήνης θα είχε ασφαλώς ευνοϊκό περιεχόμενο για την Ελλάδα.
Επίσης, φαίνεται πως το ζήτημα απασχόλησε την ίδια εποχή και τον Γερμανό πρέσβη στην Άγκυρα. Πρέπει να υποθέσουμε ότι οι Γερμανικές προτάσεις είχαν εγκριθεί από τον Χίτλερ και κατοχύρωναν φαινομενικά την Ελληνική στρατιωτική παρουσία σε εδάφη της Βορείου Ηπείρου.
Είναι δύσκολο, όμως, αν όχι αδύνατο, να είχε αποδεχτεί ο Μουσολίνι αυτή τη λύση, που όχι μόνο έθιγε καίρια Ιταλικά συμφέροντα στην περιοχή και έβαζε τέλος στα επεκτατικά του όνειρα, αλλά και αποτελούσε βαρύτατο πλήγμα για το γόητρο της Ιταλίας που θα έπρεπε να αποδεχθεί τον εδαφικό ακρωτηριασμό του Αλβανικού προτεκτοράτου της.
Εξάλλου η ανακοίνωση των γερμανικών προτάσεων στην Ιταλική πλευρά θα είχε σίγουρα προκαλέσει κρίση στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Ας σημειωθεί πως ο Χίτλερ δεν είχε κανένα λόγο να επιθυμεί τη μείωση, και μάλιστα με τόσο ταπεινωτικό τρόπο, του Ιταλικού γοήτρου διεθνώς. Η αντίδραση της Ιταλικής πλευράς στη Γερμανική πρωτοβουλία, δίχως προηγούμενη ενημέρωσή της, θα ήταν ασφαλώς οργισμένη με αρνητικές συνέπειες για τον Άξονα.
Επομένως, υποθέσεις μόνο μπορούν να γίνουν για τα Γερμανικά κίνητρα. Το πιθανότερο είναι πως ήταν παραπλανητικές και απέβλεπαν στην αποτροπή μίας Ιταλικής ήττας, προκειμένου να κερδηθεί χρόνος και να σταλούν Ιταλικές ενισχύσεις στην Αλβανία. Άλλωστε, στα τέλη Δεκεμβρίου, όταν είχε σταθεροποιηθεί το μέτωπο, δεν επαναλήφθηκαν οι Γερμανικές προτάσεις και άρχισε η μετακίνηση Γερμανικών στρατευμάτων στη Ρουμανία.
Την ανεπίσημη Γερμανική μεσολάβηση δεν υποστήριξε, όμως, ο Μεταξάς, ο οποίος διαβεβαίωσε ταυτόχρονα τους Βρετανούς ότι οι Έλληνες θα πολεμούσαν στο πλευρό τους μέχρι την τελική νίκη κατά του Αξονα και εναντίον της Γερμανίας, αν η τελευταία επέλεγε να επιτεθεί κατά της Ελλάδας.
Μπορεί η γερμανική πρόταση να φαινόταν δελεαστική, επειδή θα τερμάτιζε τις εχθροπραξίες στο μέτωπο χωρίς απώλεια εδαφών και με τον Ελληνικό στρατό θριαμβευτή, κρίθηκε, ωστόσο, πως η συνθηκολόγηση της χώρας θα διακινδύνευε ύψιστα εθνικά συμφέροντα, ενώ από την άλλη τα πιθανά εδαφικά κέρδη που θα προέκυπταν από ένα διακανονισμό με την Ιταλία θα ήταν πρόσκαιρα.
Σε περίπτωση που νικούσε η Βρετανία, εθεωρείτο σίγουρο ότι δεν θα ικανοποιούσε τις εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας και ίσως να ευνοούνταν οι βλέψεις της Τουρκίας που τηρούσε ουδέτερη στάση, αλλά αναμενόταν να ταχθεί υπέρ της πλευράς που θα είχε τις περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσει (όπως και έγινε), σε περίπτωση νίκης του Άξονα εθεωρείτο εξίσου βέβαιο ότι τόσο η Ιταλία όσο και η Βουλγαρία (που «ερωτροπούσε» κατά διαστήματα με τη Γερμανία) θα επέβαλλαν ούτως ή άλλως τις διεκδικήσεις τους σε βάρος της Ελλάδας.
Με τη Γερμανική εκστρατεία, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία Βρετανικού προγεφυρώματος στα Βαλκάνια, το οποίο θα έθετε σε κίνδυνο τη σχεδιαζόμενη Γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, η πολεμική προσπάθεια της Ελλάδας εντάχθηκε στη μεγάλη Ευρωπαϊκή σύγκρουση. Νέες μεσολαβητικές ενέργειες σημειώθηκαν ύστερα από το θάνατο του Μεταξά στις 29 Ιανουαρίου 1941.
Στις 17 Φεβρουαρίου η Γερμανική πλευρά προέβη στη βολιδοσκόπηση του Έλληνα πρέσβη στο Βερολίνο, προτείνοντας τη μεσολάβηση της για τον τερματισμό του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου. Σύμφωνα με τις νέες Γερμανικές προτάσεις, το Ράιχ θα εγγυόταν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και ο Ελληνικός στρατός θα διατηρούσε τις θέσεις του στην Αλβανία.
Σε αντάλλαγμα η Ελληνική κυβέρνηση θα παραχωρούσε στη Γερμανία μερικές βάσεις στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, ώστε να έχει τη δυνατότητα να εκδιώξει τους Βρετανούς από το Ελληνικό έδαφος δίχως την ανάμιξη της Αθήνας. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια πολιτική που θύμιζε τις αντίστοιχες ενέργειες της Γερμανικής διπλωματίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προκειμένου να εξασφαλιστεί η Ελληνική ουδετερότητα.
Όπως τότε, έτσι και τώρα η προσήλωση της Ελλάδας σε πολιτική αυστηρής ουδετερότητας θεωρήθηκε από το Βερολίνο ότι εξυπηρετούσε καλύτερα τα Γερμανικά συμφέροντα. Εν προκειμένω η Γερμανία υπολόγιζε ότι η εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο θα διευκόλυνε την εγκατάσταση Βρετανικών αεροπορικών βάσεων στο εσωτερικό της, από τις οποίες ήταν δυνατόν να βομβαρδιστούν οι Ρουμανικές πετρελαιοπηγές που ήλεγχε η Γερμανία και ήταν απαραίτητες για την εφαρμογή των πολεμικών της σχεδίων.
Η εμπλοκή της Ελλάδας, άλλωστε, αναμενόταν να προκαλέσει γενικότερη ανάφλεξη στα Βαλκάνια εμποδίζοντας έτσι τη διακίνηση πρώτων υλών από τη συγκεκριμένη περιοχή προς το Ράιχ. Επίσης, οι Γερμανοί δεν ήθελαν να διασπείρουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις σε πολλά μικρά μέτωπα και επιθυμούσαν να κρατήσουν μακριά από την περιοχή την Ιταλία, αποτρέποντας μία σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ Ρώμης και Μόσχας (η τελευταία ήταν ακόμη σύμμαχος του Χίτλερ).
Η κυβέρνηση Κορυζή, ωστόσο, συνεχίζοντας τη στρατηγική που είχε διαμορφώσει ο Μεταξάς από κοινού με τον βασιλιά Γεώργιο Β΄, χαρακτήρισε τους Γερμανικούς όρους απαράδεκτους και έδωσε εντολή στον πρέσβη της, Αλέξανδρο Ραγκαβή, να μην τους συζητήσει. Παρόμοιες Γερμανικές ενέργειες φαίνεται πως σημειώθηκαν και σε διάφορες πρωτεύουσες ουδέτερων Ευρωπαϊκών χωρών.
Το ίδιο χρονικό διάστημα ο Χίτλερ εντατικοποίησε τις προσπάθειές του για να προσεγγίσει διπλωματικά τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, με κύριο δέλεαρ, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, την Μακεδονία και Θράκη. Το Βερολίνο ήταν άριστα ενημερωμένο γύρω από τις εδαφικές διεκδικήσεις των δύο Σλαβικών χωρών έναντι της Ελλάδας και προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το διακαή τους «πόθο» για διέξοδο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και στο Αιγαίο (μέσω της Θράκης).
Ήδη τον Δεκέμβριο του 1940 ο Ρίμπεντροπ είχε προτείνει στη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία την προσχώρησή τους στο Τριμερές Σύμφωνο. Και οι δύο χώρες απέφυγαν να δώσουν μία οριστική απάντηση, η Βουλγαρία μάλιστα έκανε λόγο για αρνητικές επιπτώσεις στις σχέσεις της με τη Σοβιετική Ένωση. Παράλληλα η Γερμανία έκανε σκέψεις να δελεάσει την Τουρκία με την «προσφορά» της Δυτικής Θράκης.
Στη συνέχεια οι δύο Σλαβικές χώρες αποσαφήνισαν τις εδαφικές τους διεκδικήσεις, οι οποίες έγιναν αποδεκτές από το Βερολίνο: η Γιουγκοσλαβία ζήτησε τη Θεσσαλονίκη και την ενδοχώρα της, η δε Βουλγαρία τη Θράκη (μεταξύ Έβρου και Στρυμόνα)24. Στις 19 και 20 Ιανουαρίου 1941 έλαβε χώρα στο Σάλτσμπουργκ Ιταλο-Γερμανική σύσκεψη, στην οποία μετείχαν ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι, ο Τσιάνο, ο Ρίμπεντροπ, Ιταλοί και Γερμανοί στρατηγοί και ο Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος στη Ρώμη Φον Ρίντελεν.
Κατά τον Χίτλερ η Γιουγκοσλαβία έπρεπε να παραμείνει εκτός σύρραξης. Για να το καταφέρει αυτό είχε υποσχεθεί στους Γιουγκοσλάβους τη Θεσσαλονίκη. Η Γερμανική πλευρά, επίσης, πρότεινε την αποστολή στρατού στην Αλβανία, αλλά οι Ιταλοί αρνήθηκαν. Ο Μουσολίνι, ο οποίος είχε πλέον χάσει την εκτίμηση του Χίτλερ, στήριζε πολλά στην εαρινή του επίθεση, από την οποία ανέμενε την ανατροπή των Ελληνικών θέσεων.
Στη διάρκεια του δεύτερου δεκαημέρου του Μαρτίου 1941, υπό τα όμματα του ίδιου του Μουσολίνι, οι Ιταλικές δυνάμεις, αποφασιστικά ενισχυμένες σε αριθμό ανδρών και σε πολεμικό υλικό, απέτυχαν να κάμψουν την αντίσταση των Ελληνικών προφυλακών και να αντιστρέψουν την πορεία του πολέμου. Για την ιταλική ηγεσία ήταν πια φανερό ότι ο πόλεμος δεν μπορούσε να κερδηθεί. Ο στρατιωτικός περίπατος του Μουσολίνι είχε μετατραπεί σε μια άνευ προηγουμένου πανωλεθρία.
Ο ίδιος ο δικτάτορας εγκατέλειψε τα Τίρανα και επέστρεψε στις 20 Μαρτίου ταπεινωμένος στη Ρώμη. Στις 13/14 Φεβρουαρίου ο Χίτλερ είχε συνομιλίες στη Γερμανία με τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, Τσβέτκοβιτς και Μάρκοβιτς, αντίστοιχα, κατά τις οποίες όμως διαφάνηκε η πρόθεση των Γιουγκοσλάβων να μην εμπλακούν στρατιωτικά στη σύγκρουση.
Την 1η Μαρτίου ακολούθησε η προσχώρηση της Βουλγαρίας στο Τριμερές Σύμφωνο, η οποία συνοδεύτηκε την επομένη από την είσοδο των Γερμανικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία. Στις 4 Μαρτίου ο Χίτλερ διαβεβαίωσε τον πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας, Ισμέτ Ινονού, με προσωπική του επιστολή, ότι δεν είχε εδαφικές βλέψεις στα Βαλκάνια και πως η μοναδική του επιδίωξη ήταν να εμποδίσει τους Βρετανούς να δημιουργήσουν ένα προγεφύρωμα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο.
Όταν τα Γερμανικά στρατεύματα πετύχαιναν το στόχο τους, θα αποσύρονταν από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Τα Γερμανο-Τουρκικά συμφέροντα, υπογράμμισε στην επιστολή του ο Χίτλερ, επέβαλαν μια στενή οικονομική συνεργασία, ενώ δεν υπήρχαν εδαφικές διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες. Η Γερμανία δεν είχε σκοπό να επιχειρήσει κάτι εναντίον της Τουρκίας, εάν η Τουρκία δεν έθιγε τα Γερμανικά συμφέροντα.
Οι διαβεβαιώσεις του Χίτλερ έκαναν εντύπωση στην Τουρκική ηγεσία, η οποία είχε ήδη ταχθεί υπέρ της ουδετερότητας και είχε διαμηνύσει στους Βρετανούς ότι θα εισέρχονταν στον πόλεμο μόνο εάν δέχονταν επίθεση. Οι Τούρκοι αξιωματούχοι φοβούνταν, επίσης, ότι στην περίπτωση ενός πολέμου με τη Γερμανία, η Σοβιετική Ένωση, σύμμαχος έως τότε του Χίτλερ, θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία να εισβάλει στη χώρα τους – όπως είχε πράξει άλλωστε στην Πολωνία.
Απέναντι στις διπλωματικές πρωτοβουλίες του Βερολίνου στα Βαλκάνια, το Λονδίνο αντέδρασε μάλλον παθητικά ή, καλύτερα, σπασμωδικά. Η Ρουμανία του στρατηγού Ιον Αντονέσκου είχε περιέλθει ήδη στη Γερμανική σφαίρα επιρροής. Στις 4 Μαρτίου ο αντιβασιλιάς της Γιουγκοσλαβίας, πρίγκιπας Παύλος, συναντήθηκε μυστικά με τον Χίτλερ στη Γερμανία.
Παρά τη διαβεβαίωση του δεύτερου για την παραχώρηση της Θεσσαλονίκης στη Γιουγκοσλαβία με αντάλλαγμα την προσχώρησή της στο Τριμερές Σύμφωνο, ο Παύλος φάνηκε εκ νέου διστακτικός να απαντήσει θετικά, καθώς έπρεπε να λάβει υπ’ όψιν του το ισχυρό φιλοβρετανικό κλίμα στη χώρα του. Δεν μπορούσε, ωστόσο, να αγνοήσει τις Γερμανικές πιέσεις επ’ αόριστον.
Στις 6 Μαρτίου το Συμβούλιο του Στέμματος αποφάσισε την προσχώρηση της Γιουγκοσλαβίας στο Τριμερές Σύμφωνο, εφόσον η Γερμανία και η Ιταλία θα σέβονταν την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, δεν θα της ζητούσαν να πάρει μέρος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στα Βαλκάνια και θα αναγνώριζαν τη Γιουγκοσλαβική αξίωση για τη Θεσσαλονίκη. Και οι τρεις όροι έγιναν δεκτοί από το Βερολίνο, που δεν ενδιαφερόταν άλλωστε για την ενεργό συμμετοχή της Γιουγκοσλαβίας στον πόλεμο.
Αρκούσε η παθητική συμπεριφορά της (η οποία θα αποζημιωνόταν με εδαφικά κέρδη) εν όψει της Γερμανικής εκστρατείας κατά της Ελλάδας. Στις 25 Μαρτίου υπογράφηκε στην Βιέννη η συμφωνία για την ένταξη της Γιουγκοσλαβίας στο Τριμερές Σύμφωνο. Με διπλωματική νότα ο Ρίμπεντροπ κατέστησε σαφές στη Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση πως στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης του καθεστώτος των Βαλκανίων η Γιουγκοσλαβία θα αποκτούσε τη Θεσσαλονίκη (και προφανώς μία ευρεία ζώνη γύρω από αυτή).
Η Γερμανία, επομένως, μέσω της συνεννόησης με τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία (και, εμμέσως, με την Τουρκία) επεδίωξε να διευθετήσει το «Ελληνικό Ζήτημα» δίχως να προκαλέσει ευρεία αναταραχή στα Βαλκάνια – όπως επιθυμούσε η Βρετανία. Οι ελπίδες που έτρεφε η Βρετανία για τη συγκρότηση ενός αντιαξονικού μετώπου από την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Γιουγκοσλαβία δέχθηκαν έτσι ένα αποφασιστικό πλήγμα, αν και βέβαια ο χαρακτήρας του «Βαλκανικού Μετώπου» θα ήταν κυρίως πολιτικός.
Η Βρετανία μάλλον γνώριζε ότι ήταν αδύνατη η συγκράτηση της Γερμανίας στα Βαλκάνια. Βασική της επιδίωξη ήταν η, έστω εφήμερη, απασχόληση των Γερμανικών στρατευμάτων σε ένα νέο μέτωπο. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στο Βελιγράδι του στρατηγού Ντούσαν Σίμοβιτς (27 Μαρτίου 1941) που υποστηρίχθηκε από Βρετανούς πράκτορες και χάρη στο οποίο ανατράπηκαν ο αντιβασιλιάς Παύλος και η φιλογερμανική του κυβέρνηση, αναζωπυρώθηκαν, αν και για λίγο, οι Ελληνικές και οι Βρετανικές ελπίδες.
Άμεση συνέπεια του πραξικοπήματος ήταν η απόφαση του Χίτλερ, την ίδια κιόλας ημέρα, να τιμωρήσει παραδειγματικά την «προδοσία» της Γιουγκοσλαβίας εξαφανίζοντάς την από το χάρτη (όπως είχε πράξει ήδη με την Πολωνία) και δίνοντας ένα μάθημα στην «κλίκα» των Αγγλόφιλων Σέρβων αξιωματικών, οι οποίοι μετά την ένταξη της χώρας στο Τριμερές Σύμφωνο φοβούνταν την αύξηση της Κροατικής επιρροής στη Γιουγκοσλαβία και ήταν παραδοσιακά εχθρικοί απέναντι στη Γερμανία (από την εποχή του Μεγάλου Πολέμου), με συνέπεια την αναβολή του ιδεολογικού τους πολέμου, της επίθεσης δηλαδή εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, για μερικές εβδομάδες.
Στην επιχείρηση «Μαρίτα» συμπεριλήφθηκε έτσι και η Γιουγκοσλαβία. Στις 5 Απριλίου 1941 ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα, Ερμπαχ, κοινοποίησε στον Έλληνα πρωθυπουργό, Αλέξανδρο Κορυζή, την κήρυξη του πολέμου. Η Γερμανική εισβολή στα Βαλκάνια ξεκίνησε την επομένη και οδήγησε τρεις μέρες μετά στη συνθηκολόγηση του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ), που είχε υπερασπίσει με αυτοθυσία την οχυρωματική «Γραμμή Μεταξά» στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Τη Βαλκανική εκστρατεία είχε αναλάβει η 12η Γερμανική Στρατιά με επικεφαλής τον στρατάρχη Βίλχελμ φον Λιστ. Οι μονάδες της Βέρμαχτ είχαν εισβάλει από τα αφύλακτα ουσιαστικά Ελληνο-Γιουγκοσλαβικά σύνορα προσπερνώντας τη «Γραμμή Μεταξά». Στις 13 Απριλίου εισέβαλαν στο Βελιγράδι και τέσσερις μέρες αργότερα ακολούθησε η άνευ όρων συνθηκολόγηση του Γιουγκοσλαβικού στρατού.
Στις 13 Απριλίου ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής, άνθρωπος της τιμής και του καθήκοντος, ύστερα από σχετική συνεννόηση με το βασιλιά Γεώργιο Β´, τηλεγράφησε στη Βρετανική κυβέρνηση πως η Ελληνική ηγεσία ήταν υποχρεωμένη να καταφύγει στην Κρήτη και να συνεχίσει από εκεί τον πόλεμο. Αρχικά υπήρχε η σκέψη να κατευθυνθούν ο βασιλιάς και η κυβέρνησή του στην Κύπρο. Με καθηλωμένο τον Ελληνικό στρατό στην Αλβανία, οι Γερμανικές μονάδες ξεχύθηκαν στη Θεσσαλική πεδιάδα, ενώ οι άνδρες του Βρετανικού εκστρατευτικού σώματος υποχωρούσαν διαρκώς.
Ήδη στις 13 Απριλίου με την «υπ’ αριθμόν εντολή 27» διαμορφώθηκαν οι βασικές αρχές της κατοχικής πολιτικής: μετά το πέρας των εχθροπραξιών τα Γερμανικά στρατεύματα θα αποσύρονταν από την Ελλάδα (με εξαίρεση τρεις μεραρχίες). Στις 16 Απριλίου ο Χίτλερ όρισε ότι η περιοχή μεταξύ του Στρυμόνα και των περιοχών Έδεσσας – Βέροιας – Κατερίνης (με τη Θεσσαλονίκη) θα παρέμενε υπό Γερμανικό έλεγχο.
Η ευθύνη για τα υπόλοιπα τμήματα της χώρας ανατέθηκε στην Ιταλία. Παράλληλα ο Χίτλερ ενέκρινε τη Βουλγαρική εισβολή στην Ανατολική Μακεδονία όπως και στη Γιουγκοσλαβική. Η περιοχή του Έβρου θα παρέμενε υπό Γερμανικό έλεγχο προκειμένου να αποφευχθούν Τουρκικές αντιδράσεις.
Στις 20 Απριλίου ο Τσιάνο ανακοίνωσε στον Ρίμπεντροπ σε μία κατ’ ιδίαν συνάντηση πως η Ιταλία είχε την πρόθεση να αποσπάσει ένα τμήμα της βορειοδυτικής Ελλάδας και να το ενώσει με την Αλβανία – παρά την παραδοχή του γεγονότος ότι δεν ζούσαν εκεί Αλβανικοί πληθυσμοί. Η απόφαση της Ιταλίας είχε πολιτικά και όχι εθνολογικά κίνητρα. Επίσης διακήρυξε την επιθυμία για άμεση προσάρτηση των Ιονίων Νήσων στην Ιταλία. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, το Βερολίνο αντέδρασε αρνητικά. Μεταβολές του εδαφικού καθεστώτος θα ακολουθούσαν μετά το τέλος του πολέμου.
Στις 16 Απριλίου ο επικεφαλής του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου, Αλέξανδρος Παπάγος, πρότεινε στον Βρετανό στρατηγό Ουίλσον να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της εκκένωσης της χώρας από τα Βρετανικά στρατεύματα για να μην προκληθούν και άλλες αναίτιες καταστροφές. Η ήττα είχε γίνει πλέον φανερή. Ο Ουέιβελ ενημέρωσε τον Τσώρτσιλ για την πρόταση του Έλληνα αρχιστράτηγου, και ο Βρετανός πρωθυπουργός τού τηλεγράφησε στις 17 Απριλίου:
«Δεν δυνάμεθα να παραμείνωμεν στην Ελλάδα παρά την θέλησιν του Ελληνος Αρχιστρατήγου και να εκθέσωμεν ούτω την χώραν εις την ερήμωσιν και την καταστροφήν. (…) Η Κρήτη πρέπει να κρατηθεί με ισχυράς δυνάμεις, και δέον να προνοήσετε διά τούτο κατά την ανακατανομήν των δυνάμεών σας. Και είναι απαραίτητον όπως ισχυραί μονάδες του Ελληνικού Στρατού εγκατασταθούν εις Κρήτην μετά του Βασιλέως και της Κυβερνήσεως. Θα βοηθήσωμεν και θα υπερασπίσωμεν την Κρήτην με όλας μας τας δυνάμεις μέχρις εσχάτων».
Η Μεγαλόνησος ήταν το έσχατο σημείο άμυνας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη.
Το ίδιο χρονικό διάστημα οι Βρετανοί είχαν να αντιμετωπίσουν την πίεση του Γερμανού στρατηγού Ερβιν Ρόμμελ, ο οποίος είχε ξεκινήσει στις 31 Μαρτίου την επίθεσή του στη Βόρεια Αφρική και προωθείτο ταχύτατα στα σύνορα της Αιγύπτου. Στη Συρία, πάλι, υπήρχαν τα εχθρικά Γαλλικά στρατεύματα της κυβέρνησης του Βισύ, ενώ στο Ιράκ ο φιλογερμανός πρωθυπουργός Ρασίντ Αλη είχε στραφεί κατά των Βρετανικών στρατευμάτων, ζητώντας τη βοήθεια του Χίτλερ.
Στην Ελλάδα, ο διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου ΤΣΗ), αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου υπέγραψε στις 23 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη, χωρίς την έγκριση του Βασιλιά και του Γενικού Επιτελείου αλλά με τη σύμφωνη γνώμη αρκετών συναδέλφων του, το οριστικό πρωτόκολλο της συνθηκολόγησης. Την ίδια ημέρα ο Γεώργιος Β´ με το νέο του πρωθυπουργό, τον τραπεζίτη Εμμανουήλ Τσουδερό, αναχώρησαν για την Κρήτη.
Στις 27 Απριλίου οι Γερμανοί κατέλαβαν αμαχητί την Αθήνα και μετά από δύο μέρες ορκίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Τσολάκογλου. Με την κατάληψη της Πελοποννήσου ολοκληρώθηκε ο στρατηγικός σχεδιασμός της επιχείρησης «Μαρίτα». Η εκκένωση των Βρετανικών στρατευμάτων ξεκίνησε τη νύχτα της 24ης προς την 25η Απριλίου και διήρκεσε έξι μέρες. Οι περισσότεροι από τους 50.000 περίπου Βρετανούς αξιωματικούς και στρατιώτες μεταφέρθηκαν στην Κρήτη χωρίς όμως το βαρύ οπλισμό τους.
Η Μεγαλόνησος αποτελούσε τώρα το μοναδικό ελεύθερο τμήμα του Ελληνικού εδάφους. Στην Κρήτη θα έπεφτε η αυλαία του Ελληνικού ή καλύτερα του Ελληνο-Βρετανικού δράματος. Οι Γερμανοί επεδίωξαν την κατάληψη της Κρήτης, όχι μόνο για να ολοκληρώσουν την κατάληψη της Ελλάδας και των Βαλκανίων, αλλά και για να αποκτήσουν μια σημαντική βάση στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία θα τους παρείχε τη δυνατότητα στο μέλλον να διεξαγάγουν στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
Στις 25 Απριλίου εκδόθηκε η «υπ’ αριθμόν 28 Εντολή του Φύρερ για την επιχείρηση «Ερμής» («Unternehmen Merkur»). Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα σχέδιο που είχε υποβάλει στις 15 Απριλίου ο αντιστράτηγος Αλεξάντερ Λερ στον αρχηγό της Λούφτβαφε, Χέρμαν Γκαίρινγκ, το οποίο έγινε αποδεκτό από τον Χίτλερ.
Η επιχείρηση «Ερμής» προέβλεπε την αποστολή επίλεκτων μονάδων αλεξιπτωτιστών και αερομεταφερόμενων μονάδων για τη γρήγορη κατάληψη των τριών αεροδρομίων στη βόρεια ακτή του νησιού (Μάλεμε Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου), καθώς και των σπουδαιότερων πόλεων. Έπειτα η Κρήτη θα αποτελούσε ορμητήριο για νέες εξορμήσεις των Γερμανικών στρατευμάτων στην Κύπρο, στην Αίγυπτο και στη Διώρυγα του Σουέζ, με απώτερο σκοπό την εκμηδένιση της στρατιωτικής και της Ναυτικής δύναμης των Βρετανών στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η μάχη της Κρήτης ξεκίνησε στις 20 Μαΐου 1941. Το νησί υπεράσπιζαν περίπου 32.000 Βρετανοί στρατιώτες και 10.000 Έλληνες. Γερμανικές μονάδες αλεξιπτωτιστών κυρίεψαν το νησί έπειτα από δέκα ημέρες και ύστερα από σοβαρές απώλειες. Στις 23 Μαΐου ο βασιλιάς και η κυβέρνηση εγκατέλειψαν την Κρήτη, ενώ η εκκένωση της νήσου από τα Βρετανικά στρατεύματα άρχισε στις 28 Μαΐου.
Το δυτικό της τμήμα της Κρήτης θα τελούσε υπό Γερμανική κατοχή, ενώ ένα μέρος του ανατολικού της τμήματος θα περιερχόταν στην Ιταλική ζώνη κατοχής. Αν και οι Γερμανοί είχαν σχεδιάσει τη μετατροπή της σε αεροπορική βάση για τη διεξαγωγή του αεροπορικού πολέμου εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας στην Ανατολική Μεσόγειο, το σχέδιο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε.
Ήδη στις 23 Μαΐου ο Χίτλερ είχε εκδώσει την «υπ’ αρ. 30 Εντολή», όπου διευκρινιζόταν ότι η απόφαση για την επίθεση (ή τη μη επίθεση) κατά των Βρετανικών θέσεων μεταξύ της Ανατολικής Μεσογείου και του Περσικού Κόλπου ή στη Διώρυγα του Σουέζ θα ακολουθούσε μετά το τέλος της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα».
Παρά τη στρατηγική θέση που είχε η Κρήτη και το ενδιαφέρον ορισμένων Γερμανικών κύκλων να τη χρησιμοποιήσουν μεταπολεμικά ως προκεχωρημένο φυλάκιο της Γερμανικής αυτοκρατορίας στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν διαδραμάτισε κανένα σπουδαίο -εν συγκρίσει με τη σημασία που της αποδιδόταν προπολεμικά- γεωστρατηγικό ρόλο στην περίοδο της Κατοχής. Η Γερμανική εκστρατεία στα Βαλκάνια ολοκληρώθηκε με την κατάληψη της Κρήτης.
Οι αντικειμενικοί της στόχοι, δηλαδή η εκδίωξη των Βρετανών από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η προστασία των Ρουμανικών πετρελαιοπηγών και η εξασφάλιση της απρόσκοπτης διεξαγωγής της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα» εκπληρώθηκαν στο ακέραιο. Ωστόσο, η δημιουργία ισχυρών αντιστασιακών κινημάτων στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία που ενισχύθηκαν στρατιωτικά και οικονομικά από τους Βρετανούς κατέδειξε πως ο πόλεμος δεν είχε οριστικά τελειώσει αλλά συνεχιζόταν με τη μορφή του ένοπλου αντάρτικου αγώνα. Η εμπλοκή της Γερμανίας σε ένα νέο «Βαλκανικό Μέτωπο» ήταν πλέον ορατή πραγματικότητα.
Στρατιωτικές Προετοιμασίες
Τοπογραφία
Προκειμένου να εισέλθει στη Βόρεια Ελλάδα ο Γερμανικός Στρατός ήταν υποχρεωμένος να διασχίσει την οροσειρά της Ροδόπης, η οποία διαθέτει λίγες κοιλάδες και περάσματα ικανά να επιτρέψουν την κίνηση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων.
Δύο περάσματα εντοπίστηκαν δυτικά του Κιουστεντίλ (Kyustendil) και ένα κατά μήκος των συνόρων Γιουγκοσλαβίας – Βουλγαρίας, μέσω της κοιλάδας του Στρυμόνα προς τα νότια. Ελληνικές συνοριακές οχυρώσεις προσαρμοσμένες στο ανάγλυφο και ισχυρά αμυντικά συστήματα κάλυπταν τους λίγους διαθέσιμους δρόμους. Οι ποταμοί Στρυμόνας και Νέστος διέσχιζαν την οροσειρά κατά μήκος των Ελληνο-Βουλγαρικών συνόρων και αμφότερες οι κοιλάδες προστατεύονταν από ισχυρά οχυρά, τμήματα της ευρύτερης Γραμμής Μεταξά.
Αυτό το σύστημα από τσιμεντένια πολυβολεία και οχυρώσεις κατασκευάστηκε κατά μήκος των Βουλγαρικών συνόρων στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και βασιζόταν σε παρόμοιες αρχές με αυτές που εφαρμόστηκαν στη Γραμμή Μαζινό. Η ισχύς της γραμμής επαφίονταν στη δύσκολη πρόσβαση που προσέφερε το ανάγλυφο προς τις οχυρωματικές θέσεις.
Στρατηγικοί παράγοντες
Το ορεινό έδαφος της Ελλάδας βοηθούσε στη χάραξη μίας αμυντικής στρατηγικής και οι μεγάλοι ορεινοί όγκοι της Ροδόπης, της Ηπείρου, της Πίνδου και του Ολύμπου προσέφεραν πολλές πιθανότητες να σταματήσουν έναν εισβολέα. Όμως απαιτούνταν επαρκής αεροπορική κάλυψη ώστε να αποτρέψει τις αμυνόμενες επίγειες δυνάμεις από το να παγιδευτούν στα πολλά στενώματα.
Αν και μία επιτιθέμενη δύναμη από την Αλβανία μπορούσε εύκολα να αναχαιτιστεί από σχετικά μικρό αριθμό στρατευμάτων τοποθετημένων ψηλά στην οροσειρά της Πίνδου, το νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας ήταν δύσκολο να προστατευθεί από μία επίθεση από τον Βορρά.
Οι Βρετανικές ενισχύσεις μαζί με τις Ελληνικές δυνάμεις ήταν ανεπαρκείς για την άμυνα της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης. Στην πρώτη τοποθεσία το ασθενές σημείο ήταν το τμήμα του Μπέλες όπου η οχύρωση δεν είχε ολοκληρωθεί. Μια εχθρική ενέργεια από την κοιλάδα Στρούμνιτσα προς την Θεσσαλονίκη, δηλαδή στο τμήμα Μπέλες, θα υπερκέραζε ολόκληρη την οχυρωμένη τοποθεσία και θα απέκοβε από την υπόλοιπη Ελλάδα όλες τις δυνάμεις που μάχονταν στην Α. Μακεδονία και την Δ. Θράκη.
Επομένως η εκκένωση της Γραμμής Μεταξά και η μεταφορά της άμυνας στην τοποθεσία Καϊμακτσαλάν – Βέρμιο – Αλιάκμονα (τοποθεσία Βερμίου) ήταν από στρατιωτική άποψη η πλέον ενδεδειγμένη. Όμως η εγκατάλειψη μεγάλου μέρους της Μακεδονίας- συμπεριλαμβανόμενης και της Θεσσαλονίκης- εκτός του ότι θα είχε σοβαρό ηθικό και ψυχολογικό αντίκτυπο στον Ελληνικό πληθυσμό της περιοχής, συνδέονταν άμεσα με την στάση της Γιουγκοσλαβίας.
Στις 22 Φεβρουάριου ο Παπάγος δέχτηκε την εκκένωση των Ελληνικών στρατευμάτων από την περιοχή ανατολικά του Αξιού ποταμού και την μεταφορά τους στην τοποθεσία Βερμίου, στην οποία θα τάσσονταν και οι Βρετανικές δυνάμεις, εφόσον όμως χανόταν κάθε ελπίδα συμμαχίας με την Γιουγκοσλαβία για την αντιμετώπιση της Γερμανικής επίθεσης.
Τα Γερμανικά στρατεύματα συγκεντρώνονταν στη Ρουμανία και στις 2 Μαρτίου άρχισαν να κινούνται εντός της Βουλγαρίας. Καθώς η στάση της Γιουγκοσλαβίας δεν είχε αποσαφηνιστεί και οι Γερμανοί βρίσκονταν στην Βουλγαρία, ο Έλληνας Αρχιστράτηγος έκρινε ότι η εκκένωση ανατολικά του Αξιού ήταν άκαιρη και ασύμφορη. Οι Βρετανοί ηγέτες περιέγραψαν την συμπεριφορά του Παπάγου ως «αφιλόξενη και ηττοπαθή» και για να τον παρακάμψουν έπρεπε να στρατολογήσουν την βοήθεια του βασιλιά Γεωργίου Β΄, ο οποίος ήταν «ήρεμος αποφασιστικός και ήσυχος».
Ο Ντίλ υποστήριζε ότι το σχέδιο του Παπάγου παρέβλεπε το γεγονός ότι τα Ελληνικά στρατεύματα και το πυροβολικό ήταν ικανά να προσφέρουν μικρή μόνο αντίσταση. Οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι η Ελληνική αντιπαλότητα με τη Βουλγαρία, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία της Γραμμής Μεταξά, καθώς και η παραδοσιακές καλές σχέσεις με τους Γιουγκοσλάβους, άφηναν τα βορειοδυτικά σύνορα αφύλακτα σε μεγάλο βαθμό.
Ο Γεώργιος Β΄ και ο πρωθυπουργός Κορυζής φοβούμενοι μία αρνητική αντίδραση των Βρετανών στην περίπτωση ασυμφωνίας, πίεσαν τον Παπάγο να βρεθεί μία λύση. Ο Παπάγος συμφώνησε αναγκαστικά να διχοτομηθούν οι διαθέσιμες δυνάμεις του με τρεις μεραρχίες και μία ταξιαρχία στην Γραμμή Μεταξά και τρεις μεραρχίες στην τοποθεσία Βερμίου.
Στις 4 Μαρτίου ο Ντιλ και ο Παπάγος συμφώνησαν στο σχέδιο άμυνας και στις 7 Μαρτίου το σχέδιο επικυρώθηκε από τη Βρετανική κυβέρνηση. Την διοίκηση θα αναλάμβανε ο Παπάγος και οι Ελληνικές και Βρετανικές διοικήσεις θα αναλάμβαναν παρενοχλητικές ενέργειες στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας. Έτσι οι Βρετανοί μετακίνησαν τα στρατεύματά τους και κατέλαβαν μία θέση περίπου σαράντα χιλιόμετρα δυτικά του Αξιού, κατά μήκος της τοποθεσίας Βερμίου.
Ο κύριος σκοπός κατάληψης αυτής της θέσης ήταν να αποτρέψουν την πρόσβαση στους Γερμανούς προς την Κεντρική Ελλάδα. Όμως η πιθανή διέλευση Γερμανικών στρατευμάτων από το έδαφος της Γιουγκοσλαβίας έκανε την παραπάνω τοποθεσία ακατάλληλη για άμυνα καθώς μια Γερμανική ενέργεια στον άξονα Μοναστήρι – Φλώρινα θα απειλούσε όχι μόνο τα νώτα της τοποθεσίας Βερμίου αλλά και τα νώτα των Ελλήνων στρατιωτών που μάχονταν στην Αλβανία.
Η Γερμανική στρατηγική βασιζόταν στην τακτική του αστραπιαίου πολέμου (blitzkrieg) η οποία είχε αποδειχθεί επιτυχημένη κατά τη διάρκεια των εισβολών στη δυτική Ευρώπη και επιβεβαίωσε την αποτελεσματικότητά της κατά την εισβολή στη Γιουγκοσλαβία. Η Γερμανική διοίκηση σχεδίαζε να συνδυάσει την επίθεση των πεζοπόρων στρατευμάτων και των τεθωρακισμένων με υποστήριξη από αέρος και να πραγματοποιήσει μία γρήγορη προέλαση στο εσωτερικό.
Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης η Αθήνα και το λιμάνι του Πειραιά θα αποτελούσαν τους επόμενους κύριους στόχους. Με την πτώση του Πειραιά και του ισθμού της Κορίνθου σε Γερμανικά χέρια, η υποχώρηση και εκκένωση των Βρετανικών και Ελληνικών δυνάμεων θα θέτονταν σε κίνδυνο.
Αμυντικές και Επιθετικές Δυνάμεις
Ο Αντιστράτηγος Σερ Τόμας Μπλάμεϊ, διοικητής του 1ου Αυστραλιανού Σώματος, ο Αντιστράτηγος Σερ Χένρι Μάιτλαντ Ουίλσον, γενικός διοικητής του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος (Δύναμη W) και ο Υποστράτηγος Μπέρναρντ Φρέιμπεργκ, διοικητής της 2ης Νεοζηλανδικής Μεραρχίας το 1941 στην Ελλάδα
Η Πέμπτη Γιουγκοσλαβική Στρατιά έφερε την ευθύνη άμυνας του νοτιοανατολικού συνόρου μεταξύ της Κρίβα Παλάνκα (Kriva Palanka) και της Ελληνικής μεθορίου, στην κοιλάδα του Αξιού έως το Κιλκίς.
Κατά το χρόνο της Γερμανικής επίθεσης τα Γιουγκοσλαβικά στρατεύματα δεν ήταν πλήρως κινητοποιημένα και υστερούσαν σε σύγχρονο εξοπλισμό και οπλισμό προκειμένου να είναι αποτελεσματικά. Μετά την είσοδο των γερμανικών δυνάμεων στη Βουλγαρία η πλειοψηφία των Ελληνικών στρατευμάτων αποσύρθηκε από την Δυτική Θράκη.
Οι Ελληνικές και Βρετανικές δυνάμεις που θα αντιμετώπιζαν την γερμανική επίθεση ήταν οι εξής:
1. Στην Ανατολική Μακεδονία ήταν το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, αποτελούμενο από τις XVIII, XIV, VII Μεραρχίες Πεζικού, την XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία, την Ταξιαρχία Νέστου, το Απόσπασμα Κρουσίων και ένα ενισχυμένο τάγμα Πεζικού.
2. Στην Δυτική Θράκη ήταν αναπτυγμένη η Ταξιαρχία Έβρου, η οποία υπάγονταν στο ΤΣΑΜ.
3. Στην τοποθεσία Βερμίου βρισκόταν το Ελληνοβρετανικό Συγκρότημα W υπό τον Αντιστράτηγο Ουίλσον, αποτελούμενο από :
– Το Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ) υπό τον Αντιστράτηγο Ιωάννη Κωτούλα (αντικαταστάθηκε στις 8/4/41 από το Υποστράτηγο Χρήστο Καράσσο) με τις 20ή, ΧΙΙ Μεραρχίες Πεζικού και το X Συνοριακό Συγκρότημα (τρεις λόχοι).
– Το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΒΕΣ) υπό τον Αντιστράτηγο Ουίλσον το οποίο διέθετε το 1ο Αυστραλιανό Σώμα Στρατούθ (6η Αυστραλιανή και 2η Νεοζηλανδική Μεραρχίες) και την 1η Βρετανική Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία.
Η Βρετανική Βασιλική Αεροπορία (RAF) είχε πέντε σμήνη βομβαρδισμού και τρία σμήνη μονοκινητήριων καταδιωκτικών, συνολικά 99 αεροσκάφη, όμως μόνο τα 80 ήταν αξιόμαχα. H Ελληνική Βασιλική Αεροπορία (EBA) διέθετε 44 καταδιωκτικά, 46 βομβαρδιστικά και μερικά αναγνωριστικά.
Οι Ελληνικές μονάδες στην Α. Μακεδονία και την Δ. Θράκη αριθμούσαν 65.110 άνδρες, εκ των οποίων μόνο οι μισοί ήταν σε μάχιμες μονάδες. Επιπλέον ο διαθέσιμος οπλισμός ήταν ανεπαρκής και απαρχαιωμένος. Τα αντιαεροπορικά και αντιαρματικά πυροβόλα, όπως και τα διαθέσιμα βλήματα, ήταν λιγότερα από τα προβλεπόμενα, καθώς είχαν σταλθεί στο Αλβανικό μέτωπο. Επίσης τα πυρομαχικά για τα ελαφρά όπλα ήταν στο ένα τρίτο από τα προβλεπόμενα.
Οι αξιωματικοί ήταν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό έφεδροι, ενώ υπήρχε έλλειψη σε επιτελικούς αξιωματικούς. Η δύναμη του κάθε τάγματος δεν ξεπερνούσε τους 500 άνδρες και πολλοί λόχοι διοικούνταν από ανθυπολοχαγούς που μόλις είχαν αποφοιτήσει από τις Σχολές τους ή ήταν έφεδροι.
Τα μεταφορικά μέσα είχαν περιορισθεί στο ελάχιστο ενώ τα υλικά διαβιβάσεων ήταν ανεπαρκέστατα. Εξαίρεση ήταν η επαρκής επάνδρωση των οχυρών της Γραμμής Μεταξά σε έμψυχο δυναμικό, όπως και το εσωτερικό και εξωτερικό δίκτυο διαβιβάσεων αυτών των οχυρών. Σε πολύ χαμηλό επίπεδο μαχητικής ικανότητας ήταν και οι Ελληνικές δυνάμεις στο Βέρμιο που δεν πρέπει να ξεπερνούσαν τους 15.000 μαχητές.
Όμως, παρά αυτές τις αδυναμίες το ηθικό των ανδρών, και ιδιαίτερα αυτών που ήταν στα οχυρά και στις μονάδες προκαλύψεως, ήταν σε υψηλό επίπεδο. Οι υπόλοιπες Ελληνικές δυνάμεις που αποτελούνταν από δεκατέσσερις μεραρχίες πεζικού, την Μεραρχία Ιππικού και την 21η Ταξιαρχία βρισκόταν στην Αλβανία.
Στις 28 Μαρτίου οι Ελληνικές δυνάμεις στην Κεντρική Μακεδονία, οι XII και 20ή Μεραρχίες Πεζικού, τοποθετήθηκαν υπό τη διοίκηση του Στρατηγού Oυίλσον, ο οποίος κατέστησε το αρχηγείο του βορειοδυτικά της Λάρισας. Η Νεοζηλανδική μεραρχία έλαβε θέση βόρεια του όρους Όλυμπος ενώ η Αυστραλιανή μεραρχία απέκλεισε την κοιλάδα του Αλιάκμονα μέχρι την οροσειρά του Βέρμιου.
Η Βρετανική Βασιλική Αεροπορία συνέχισε να επιχειρεί από αεροδρόμια στην κεντρική και νότια Ελλάδα, όμως λίγα αεροσκάφη μπορούσαν να αποσταλούν στο θέατρο των επιχειρήσεων. Οι Βρετανικές δυνάμεις βρίσκονταν σχεδόν σε πλήρη κινητοποίηση όμως ο εξοπλισμός τους ήταν περισσότερο κατάλληλος για πολεμικές επιχειρήσεις στην έρημο παρά στους απότομους ορεινούς δρόμους της Ελλάδας.
Υπήρχε έλλειψη σε άρματα μάχης και αντιαεροπορικά όπλα και η γραμμές επικοινωνίας κατά μήκος της Μεσογείου ήταν ευάλωτες, καθώς κάθε νηοπομπή έπρεπε να πλεύσει κοντά από νησιά που τελούσαν υπό εχθρική κατοχή, παρά το γεγονός ότι το Βρετανικό Ναυτικό κυριαρχούσε στο Αιγαίο, Τα εφοδιαστικά αυτά προβλήματα επιτείνονταν από την περιορισμένη διαθεσιμότητα πλοίων και την περιορισμένη χωρητικότητα των Ελληνικών λιμανιών.
Η Γερμανική 12η Στρατιά, υπό τη διοίκηση του Στρατάρχη Βίλχελμ Λιστ (Wilhelm List), ήταν επιφορτισμένη με την εκτέλεση της Επιχείρησης Μαρίτα. Οι δυνάμεις που διέθεσε αυτή η Στρατιά για την εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας ήταν :
1. Το XVIII (18o) Ορεινό Σώμα Στρατού (XVIII Gebirgskorps) υπό τον Αντιστράτηγο Φραντς Μπέμε (Franz Böhme), αποτελούμενο από τη 2η Μεραρχία Πάντσερ (Τεθωρακισμένη Μεραρχία), τις 5η και 6η Ορεινές Μεραρχίες, το 125ο Ανεξάρτητο Ενισχυμένο Σύνταγμα Πεζικού, και την 72η Μεραρχία Πεζικού.
2. Το XXX (30ό) Σώμα Στρατού, υπό τον Αντιστράτηγο Ότο Χάρτμαν (Otto Hartmann) αποτελούμενο από τις 164η και 50ή Μεραρχίες Πεζικού.
5. Το VIII Αεροπορικό Σώμα υπό τον Βόλφραμ φον Ρίχτχοφεν με περίπου 490 αεροσκάφη.
Οι Γερμανικές μονάδες, που αποτελούνταν από περίπου 180.000 άνδρες, ήταν άριστα εξοπλισμένες και οργανωμένες. Μετά τις νίκες της Βέρμαχτ στην Πολωνία και στην Γαλλία το ηθικό τους ήταν υψηλό. Το σύνολο του Μηχανικού, Πυροβολικού, Αντιαεροπορικών και άλλων μέσων της Στρατιάς διατέθηκαν για την εκστρατεία κατά της Ελλάδας.
Οι τεθωρακισμένες μονάδες, παρά την πρόσφατη μείωση των διατιθέμενων αρμάτων από 258 κατά μέσο όρο σε 150 ή και λιγότερα ανά μεραρχία, είχαν καλύτερης ποιότητας άρματα αλλά και καλύτερο επίπεδο διοίκησης έναντι των αντιπάλων τους. Συνολικά ο αριθμός των αρμάτων μάχης που διέθεσε η 12η Στρατιά ήταν 501.
Στις αεροπορικές δυνάμεις μπορούσαν να συνδράμουν, μετά την μεταπολίτευση στην Γιουγκοσλαβίας, ο 4ος Αεροπορικός Στόλος ανεβάζοντας τον αριθμό των διατιθέμενων αεροσκαφών εναντίον της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας σε 1.000, κάνοντας απόλυτη την Γερμανική αεροπορική υπεροχή.
Το Γερμανικό Σχέδιο Επίθεσης και η Συγκέντρωση
Το Γερμανικό σχέδιο επίθεσης διαμορφώθηκε βάσει της εμπειρίας που απέκτησε ο Γερμανικός στρατός στη Μάχη της Γαλλίας. Η στρατηγική του βασιζόταν στη δημιουργία ενός αντιπερισπασμού στο Αλβανικό μέτωπο, αποδυναμώνοντας τις δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού από την άμυνα των Γιουγκοσλαβικών και Βουλγαρικών συνόρων.
Χρησιμοποιώντας την τακτική της προώθησης τεθωρακισμένων σχηματισμών προς τα περισσότερο αδύναμα τμήματα της αμυντικής γραμμής, η διείσδυση προς την εχθρική περιοχή θα ήταν ευκολότερη και δεν θα απαιτούσε τη χρήση των Γερμανικών τεθωρακισμένων μονάδων πίσω από τις δυνάμεις του πεζικού.
Μόλις το αδύναμο αμυντικό σύστημα της Νότιας Γιουγκοσλαβίας κατέρρεε από την επέλαση των Γερμανικών τεθωρακισμένων μονάδων, η Γραμμή Μεταξά θα υπερκεράζονταν από τις ταχύτερα κινούμενες δυνάμεις που θα προήλαυναν προς το νότο από τη Γιουγκοσλαβία. Η κατοχή του Μοναστηριού και της κοιλάδας του Αξιού, που οδηγούσε προς τη Θεσσαλονίκη, κρίνονταν απαραίτητη για μία τέτοια στρατηγική.
Το πραξικόπημα στη Γιουγκοσλαβία οδήγησε σε ξαφνική αλλαγή του σχεδίου επίθεσης και έφερε τη Δωδέκατη Στρατιά αντιμέτωπη με μία σειρά δύσκολων προβλημάτων. Σύμφωνα με την Οδηγία Νο. 25 της 28ης Μαρτίου, η 12η Στρατιά έπρεπε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της με τέτοιο τρόπο ώστε μία ταχυκίνητη δύναμη να μπορεί να επιτεθεί προς το Βελιγράδι μέσω του Νις.
Με μόνο εννέα μέρες από την ημέρα της επίθεσης κάθε ώρα ήταν σημαντική και κάθε νέα συγκέντρωση των στρατευμάτων χρειαζόταν χρόνο για να οργανωθεί. Το βράδυ της 5ης Απριλίου όλες οι επιθετικές δυνάμεις που προορίζονταν να επιτεθούν στην Νότια Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα είχαν συγκεντρωθεί.
Το Ελληνικό Σχέδιο Άμυνας
Στην Ανατολική Μακεδονία το ΤΣΑΜ είχε ως αποστολή να αμυνθεί στην οχυρωμένη τοποθεσία Μπέλες-Νέστος ποταμός. Όταν εξαντλούνταν κάθε προσπάθεια άμυνας στην παραπάνω τοποθεσία οι ελληνικές δυνάμεις έπρεπε να συμπτυχθούν, ανάλογα με τις συνθήκες, αρχικά προς τη Θεσσαλονίκη και στην συνέχεια προς τα δυτικά του Αξιού ή προς την Καβάλα και την Αμφίπολη με σκοπό να μεταφερθούν δια θαλάσσης σε άλλα μέρη για την συνέχιση του αγώνα.
Η αποστολή του Συγκροτήματος Κρουσίων ήταν να καταλάβει την τοποθεσία Κρουσίων και να απαγορεύσει την εχθρική προέλαση προς την Θεσσαλονίκη σε περίπτωση διάρρηξης της τοποθεσία Μπέλες. Στην Δυτική Θράκη η Ταξιαρχία Έβρου έπρεπε να αμυνθεί κατά μήκος των Βουλγαρικών συνόρων, ανατολικά της λίμνης Βιστωνίδας, και να επιδιώξει την εξασφάλιση του προγεφυρώματος Πυθίου. Αν δεν μπορούσε να διατηρήσει το προγεφύρωμα θα έπρεπε να συμπτυχθεί προς το τουρκικό έδαφος.
Η αποστολή του Ελληνοβρετανικού Συγκροτήματος W ήταν να απαγορεύσει την εχθρική προσπάθεια προέλασης δυτικά και νότια της τοποθεσίας Καιμακτσαλάν-Βέρμιο-ποταμός Αλιάκμων.
Στρατός Ξηράς – Αρχιστράτηγος, Αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος
Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας Αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου
IX Μεραρχία Πεζικού (Υποστράτηγος Χρήστος Ζυγούρης)
ΙΧ Σύνταγμα Ορειβατικού Πυροβολικού (Συν/ρχης Κων/νος Δελαγραμμάτικας)
X Μεραρχία Πεζικού (Υποστράτηγος Παναγιώτης Γαζής)
XIII Μεραρχία Πεζικού (Υποστράτηγος Σωτήριος Μουτούσης)
ΧΙΙΙ Σύνταγμα Ορειβατικού Πυροβολικού (Αντ/ρχης Ιωάννης Τούτουτζας)
XVI Μεραρχία Πεζικού (Υποστράτηγος Αγαμέμνων Μεταξάς)
XII Μεραρχία Πεζικού (Συν/ρχης Γεώργιος Καραμπάτος)
ΧΧ Μεραρχία Πεζικού (Υποστρ. Χρήστος Καράσσος μέχρι 8/4/1941, Συν/ρχης Μιλτιάδης Παπακωνσταντίνου)
Χ Συνοριακός Τομέας (Έφ. Συν/ρχης Αριστοτέλης Σέργος)
Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου Αντιστράτηγος Ιωάννης Πιτσίκας μέχρι 20/4/1941, Αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου
A΄ Σώμα Στρατού (Αντιστρ. Παναγιώτης Δεμέστιχας)
ΙΙ Μεραρχία Πεζικού (Υποστρ. Γεώργιος Λάβδας)
ΙΙI Μεραρχία Πεζικού (Συν/ρχης Κων/νος Γεωργαντάς)
VIII Μεραρχία Πεζικού (Υποστρ. Χαράλαμπος Κατσιμήτρος)
VΙΙΙ Σύν. Ορειβατικού Πυροβολικού (Αντ/ρχης Αθαν. Σταμόπουλος)
Β΄ Σώμα Στρατού (Υποστράτηγος Γεώργιος Μπάκος)
Γερμανική Εισβολή
Η Κεραυνοβόλος Επιχείρηση «Μαρίτα» στα Βαλκάνια
Ενώ ο Ελληνικός στρατός αγωνιζόταν σκληρά ενάντια στους Ιταλούς επιδρομείς, στην άλλη άκρη των συνόρων εμφανίστηκε νέος ισχυρότερος εχθρός. Τον Σεπτέμβρη του 1940 μετά την αναβολή της επιχείρησης «Θαλασσινός Λέων» (απόβαση στην Αγγλία) και την κατάληψη της Κεντρικής Ευρώπης, ο Χίτλερ άρχιζε να ετοιμάζει την επίθεση κατά της ΕΣΣΔ. Θα έπρεπε όμως να «καθαρίσει» την κατάσταση στα Βαλκάνια, ώστε να μην έχει προβλήματα στα μετόπισθεν του…
Η εισβολή στην Ελλάδα με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Μαρίτα» είχε ήδη παρθεί με την υπ’ αριθμ. 20 διαταγή στις 13 Δεκέμβρη με πιθανή έναρξη στα τέλη Μαρτίου 1941. Ενώ ο Ελληνικός στρατός αγωνιζόταν σκληρά ενάντια στους Ιταλούς επιδρομείς, στην άλλη άκρη των συνόρων εμφανίστηκε νέος ισχυρότερος εχθρός.
Τον Σεπτέμβρη του 1940 μετά την αναβολή της επιχείρησης «Θαλασσινός Λέων» (απόβαση στην Αγγλία) και την κατάληψη της Κεντρικής Ευρώπης, ο Χίτλερ άρχιζε να ετοιμάζει την επίθεση κατά της ΕΣΣΔ. Θα έπρεπε όμως να «καθαρίσει» την κατάσταση στα Βαλκάνια, ώστε να μην έχει προβλήματα στα μετόπισθεν του.
Η εισβολή στην Ελλάδα με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Μαρίτσα» είχε ήδη παρθεί με την υπ’ αριθμ. 20 διαταγή στις 13 Δεκέμβρη με πιθανή έναρξη στα τέλη Μαρτίου 1941. Στη διαταγή του αυτή ο Χίτλερ έγραφε:
1) Τα αποτελέσματα του πολέμου εις την Αλβανίαν δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν ακόμη. Εν όψει της απειλητικής καταστάσεως εις την Αλβανίαν, είναι δύο φοράς σημαντικόν να ματαιωθούν όλαι αι Αγγλικαί προσπάθειαι εις το να δημιουργήσουν υπό την κάλυψιν ενός Βαλκανικού μετώπου, μίαν αεροπορικής βάσιν η οποία θα είναι επικίνδυνος κατά πρώον λόγον δια την Ιταλίαν και επίσης διά την περιοχήν των ρουμανικών πετρελαιοπηγών.
2) Αι προθέσεις μου είναι συνεπώς:
α) Κατά τους αμέσως προσεχείς μήνες να οργανωθεί εις την Νότιαν Ρουμανίαν μία δύναμις η οποία θα αυξξάνηται βαθμιαίως.
β) Με ευνοϊκάς καιρικάς συνθήκας να είμεθα εις θέσιν-πιθανώς τον Μάρτιον-να χρησιμοποιήσωμεν την δύναμιν αυτήν δια της Βουλγαρίας διά την κατάληψιν της Βορείου ακτής του Αιγαίου και-εάν παρίσταται ανάγκη-ολόκληρον την ηπειρωτικήν Ελλάδα». Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η επίθεση κατά της Ελλάδας εξαπολύθηκε ταυτόχρονα με αυτήν εναντίον της Γιουγκοσλαβίας στην οποία είχε γίνει λαϊκή εξέγερση στις 27 Μάρτη που είχε ανατρέψει την φιλογερμανική κυβέρνηση και το Βασιλιά που είχαν υπογράψει συνθήκη συμμαχίας με τον «Άξονα».
(Να σημειώσουμε ακόμη ότι η απόφαση τις επίθεσης ενάντια στην ΕΣΣΔ «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα» είχε αριθμό 21 και πάρθηκε στις 18 Δεκέμβρη 1940, δείγμα της συνάφειας που είχαν οι δύο επιχειρήσεις!).
Συνοπτικά θα λέγαμε πως η επίθεση εναντίον της Ελλάδας εξυπηρετούσε ευρύτερους στόχους για την Γερμανική στρατηγική όπως: Ανύψωση του «γοήτρου» του Άξονα, σύντμηση της γραμμής εφοδιασμού στις δυνάμεις του Ρόμελ στην Β. Αφρική, εξασφάλιση των «νώτων» για την επίθεση στην ΕΣΣΔ, πίεση για ένταξη της Τουρκίας στον Άξονα κ.α
Για την προετοιμασία της επίθεσης προηγήθηκαν διπλωματικές αλλά και στρατιωτικές προετοιμασίες. Σ’αυτές του «διπλωματικού χαρακτήρα» εντάσσονται η προσχώρησης της Ρουμανίας στον Άξονα (23/11/1940) και της Βουλγαρίας(1/3/1941) με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Δ. Θράκης και της Α. Μακεδονίας. (Η μυστική συμφωνία που υπογράφτηκε προέβλεπε πως αυτή θα ανακοινωθεί αμέσως μετά την είσοδο των Γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα).
Η Γιουγκοσλαβία υπογράφει σχετική συμφωνία στις 27/3/1941 όμως στις 27/3 ξεσπά λαϊκή εξέγερση, ανατρέπει το «φιλογερμανικό μπλοκ» σχηματίζεται νέα κυβέρνηση και στις 29/3 κηρύσσεται γενική επιστράτευση. Όσον αφορά τη στρατιωτική προετοιμασία. Για την επίθεση ετοιμάστηκε η 12η στρατιά, με δύναμη 500.000 ανδρών (32 μεραρχίες) με επικεφαλής τον στρατάρχη Φον Λιστ. Στη δύναμη περιλαμβάνονται και 650 αεροπλάνα, ενώ 7 Βουλγαρικές μεραρχίες ήταν έτοιμες να εισβάλουν σε Δ. Θράκη και Α. Μακεδονία. Πιο συγκεκριμένα οι δυνάμεις είχαν την εξής σύνθεση:
Από την άλλη πλευρά η χώρα μας, στο μέτωπο της Μακεδονίας-Θράκης είχε παραταγμένες 6 μεραρχίες. Μία ταξιαρχία στη Δ. Θράκη. Τρις μεραρχίες (7η, 14η, 18η) και μία ταξιαρχία στην Α. Μακεδονία. Δύο μεραρχίες (12η, 20η) στην Κ. Μακεδονία.Μια μηχανοκίνητη (19η) με 30 ελαφρά άρματα στην Κ. Μακεδονία. Δηλαδή στην γραμμή που δέχτηκε η Ελλάδα την επίθεση διέθετε μόλις 3 μεραρχίες και 2 ταξιαρχίες!
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως η Βρετανική στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα, άρχισε να αποβιβάζεται στις αρχές του Μαρτίου και αποτελούνταν από την 6η Αυστραλιανή μεραρχία, την 2η Νεοζηλανδική και την 1η Βρετανική ταξιαρχία αρμάτων μάχης, με συνολική δύναμη 59.000 (από τους οποίους μόνο οι 31.000 ήταν μάχιμοι). Οι δυνάμεις αυτές μαζί με 2 ελληνικές μεραρχίες (12η και 20η) αναπτύχθηκαν στα μετόπισθεν ανατολικά του Αλιάκμονα ως τα Τέμπη.
Η επίθεση εξαπολύεται με σφοδρότητα στις 5.15’ της 6ης Απριλίου. Την ώρα στην Αθήνα ο Γερμανός πρέσβης Έρμπαχ ξυπνούσε τον Έλληνα Πρωθυπουργό Αλ. Κορυζή και έδινε διακοίνωση στην οποία τονιζόταν πως «…Πάσα αντίστασις προς τον Γερμανικόν στρατόν θα συντριβεί αμειλίκτως…», ενώ ως «αιτίες» παρουσιαζόταν η έλλειψη πολιτικής «ουδετερότητας» («ενεπλέκετο εις τα έκτοτε υφιστάμενα αγγλικά σχέδια κυκλώσεως της Γερμανίας») και την παραχώρηση στρατιωτικών ευκολύνσεων προς τους «Συμμάχους».
Η Οχύρωση των Βορείων Ελληνικών Συνόρων
Οι λόγοι που υπαγόρευσαν την κατασκευή οχυρωματικών έργων κατά μήκος της Ελληνο-Βουλγαρικής μεθορίου την περίοδο 1936-1940. Οι εδαφικές διαφορές Ελλάδας-Βουλγαρίας και η απόφαση για την κατασκευή της «Γραμμής Μεταξά», η οποία θα λειτουργούσε ως ανάχωμα σε ενδεχόμενη Βουλγαρική εισβολή.
Ο σημερινός αναγνώστης για να κατανοήσει τους λόγους της κατασκευής των οχυρωματικών έργων κατά μήκος των βορείων συνόρων μας, την περίοδο 1936-1940, θα πρέπει πρώτα να πληροφορηθεί τις αιτίες που οδήγησαν στην κατασκευή αυτού του έργου, που ήταν τεράστιο, όχι μόνο για τα δεδομένα της τότε εποχής αλλά και για τα σημερινά.
Πρώτα όμως θα πρέπει να ξεπεράσει στερεότυπες απόψεις που γίνονται αποδεκτές από μια μερίδα της κοινής γνώμης ως ιστορικές αλήθειες. Για παράδειγμα, ότι τα οχυρά κατασκευάστηκαν για λόγους προπαγάνδας από τη δικτατορία του Μεταξά και για τον πλουτισμό κάποιων παραγόντων του καθεστώτος. Τη σύγχυση βέβαια πάνω στο θέμα των οχυρών βοήθησε και η αμέλεια του κράτους να ασχοληθεί με αυτό το κομμάτι της Ιστορίας μας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η μάχη των οχυρών και ο αγώνας των Ελλήνων εκεί αναφέρονται σχεδόν επιγραμματικά στα βιβλία Ιστορίας της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, η Ελλάδα είχε προσπαθήσει να επιλύσει με διπλωματικά μέσα τις διαφορές της με τις γειτονικές χώρες που είχαν προκύψει από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τα αποτελέσματα των Βαλκανικών Πολέμων και της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Το 1929, η Ελλάδα υπέγραψε σύμφωνο φιλίας με τη Γιουγκοσλαβία και σύμφωνο αμοιβαίας εγγύησης με την Τουρκία το 1933. Η μόνη Βαλκανική χώρα που είχε σαφείς εδαφικές αξιώσεις από την Ελλάδα ήταν η Βουλγαρία. Για την ευόδωση των σκοπών της η συγκεκριμένη χώρα δεν δίσταζε να εξυπηρετήσει όποια «μεγάλη» δύναμη θεωρούσε ότι θα τη βοηθούσε στην επίτευξη των στόχων της.
Η συμμαχία της Βουλγαρίας με τη Γερμανία, στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν τη βοήθησε να πετύχει τους στόχους της. Μάλιστα, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα για τη Βουλγαρία αφού μετά την ήττα της, με βάση τη Συνθήκη του Νεϊγύ (1919), υποχρεώθηκε να αποχωρήσει από τη Δυτική Θράκη και να μειώσει τις στρατιωτικές της δυνάμεις. Διάφορα συνοριακά επεισόδια επιβάρυναν ακόμη περισσότερο το αρνητικό κλίμα στις σχέσεις Ελλάδας και Βουλγαρίας.
Το 1925, λόγω της δολοφονίας ενός λοχαγού και δύο στρατιωτών, ο Έλληνας δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος ήταν έτοιμος να διατάξει έναρξη επιχειρήσεων στο Βουλγαρικό έδαφος. Μία δεκαετία αργότερα, λόγω του κινήματος του 1935, οι Βούλγαροι ήταν και εκείνοι έτοιμοι να επιτεθούν στη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία.
Τότε τους συγκράτησε η στάση των Τούρκων που τους απείλησαν με κήρυξη πολέμου αν εισέβαλλαν στην Ελλάδα. ‘Έτσι, η Βουλγαρία κατέληξε να είναι η μόνιμη απειλή για την Ελλάδα. Η άνοδος του Ναζισμού στη Γερμανία και η αναθεωρητική στάση του Χίτλερ απέναντι στη Συνθήκη των Βερσαλλιών χαιρετίστηκε από τη Βουλγαρία, που κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε και αυτή να απαλλαγεί από τους περιορισμούς της Συνθήκης του Νεϊγύ.
Η ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών προχώρησαν γρήγορα, ειδικά στο οικονομικό επίπεδο, αφού το μεγαλύτερο μέρος της γεωργικής παραγωγής των Βουλγάρων κατέληγε στη Γερμανική αγορά. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, και η Ιταλία του Μουσολίνι άρχιζε να εμφανίζεται ως απειλή για την ακεραιότητα της Ελλάδας.
Έτσι, καθώς η ανθρωπότητα οδηγείτο στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το πρόβλημα ασφαλείας της Ελλάδος ήταν η Ιταλία και η Βουλγαρία, με χειρότερο σενάριο απ’ όλα την προσέγγιση των δύο αυτών χώρων και την ταυτόχρονη επίθεσή τους στην Ελλάδα. Σε απόρρητη έκθεσή του προς την κυβέρνηση, στις 29 Ιανουαρίου 1935, ο αρχηγός ΓΕΣ αντιστράτηγος Καθενιώτης επισήμανε ότι σε περίπτωση πολέμου με τη Βουλγαρία, αυτή θα μπορούσε άμεσα να επιτεθεί στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη με πολλαπλάσιες δυνάμεις απ’ ό,τι θα μπορούσε να παρατάξει εκεί η Ελλάδα.
Η Ελληνική άμυνα μοιραία θα κατέρρεε μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η πρόταση του στρατηγού για την αποτροπή μιας Βουλγαρικής επίθεσης, αλλά και της εξασφάλισης αρκετού χρόνου ώστε να ολοκληρωθεί η επιστράτευση για την αποστολή δυνάμεων εκεί, ήταν η κατασκευή μεγάλων οχυρών κατά μήκος της Ελληνο-Βουλγαρικής μεθορίου και η επάνδρωσή τους με ισχυρή δύναμη.
Τα έργα αυτά θα λειτουργούσαν σαν κυματοθραύστες σε τυχόν εισβολή από τα βόρεια Ελληνικά σύνορα. Η πρόταση του Καθενιώτη υιοθετήθηκε αμέσως από την κυβέρνηση του Τσαλδάρη, αλλά υλοποιήθηκε λίγα χρόνια αργότερα από τον Μεταξά.
Το χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων ήταν περίοδος δημιουργίας νέων κρατών, αλλά και αντιπαλότητας μεταξύ τους λόγω εδαφικών διεκδικήσεων. Επιπλέον, οι εκατόμβες των νεκρών και η στατική αντιπαράθεση στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησαν στη λύση των μεγάλων οχυρωματικών έργων, με πιο σημαντικά τη «Γραμμή Μαζινώ» της Γαλλίας, της «Ζίγκφριδ» της Γερμανίας και του «Στάλιν» της Σοβιετικής Ενωσης.
Όμως, όλα σχεδόν τα Ευρωπαϊκά κράτη έκτισαν μεγάλα ή μικρά οχυρωματικά έργα. Όπως φάνηκε και στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι «οχυρωματικές γραμμές» κατελήφθησαν, καταστράφηκαν ή παρακάμφθηκαν από τους αντιπάλους. Έτσι, ο σύγχρονος αναγνώστης ίσως θεωρήσει ότι οι μεγάλες αυτές κατασκευές ήταν χάσιμο χρόνου και χρήματος. Θα πρέπει όμως να λάβει υπόψη του ότι οι σχεδιαστές των αμυντικών αυτών έργων του Μεσοπολέμου δεν γνώριζαν τότε ούτε πότε θα άρχιζε ο νέος πόλεμος ούτε πώς θα εξελισσόταν.
Η ανάγνωση ενός γεωφυσικού χάρτη της Μακεδονίας-Θράκης θα φανερώσει το αμυντικό πρόβλημα της περιοχής, που είναι το μεγάλο μήκος συνόρων και το μικρό βάθος από τη θάλασσα έως τα σύνορα. Επιπλέον, ο χώρος είναι διάσπαρτος από ορεινούς όγκους μεγάλου υψομέτρου που φράζουν τα βόρεια σύνορα αλλά έχουν και ανοίγματα μεταξύ τους που η τυχόν διάσπασή τους επιτρέπει την προέλαση του εισβολέα στην ενδοχώρα.
Η περιοχή μέχρι το 1920 υπήρξε ζώνη στρατιωτικών επιχειρήσεων, και αμέσως μετά έφθασαν εκεί χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Καθώς αποτελούσε μέχρι πρόσφατα τμήμα της οπισθοδρομικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχε μόνο στοιχειώδεις οδικές και λιμενικές υποδομές που δεν ήταν κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν από ένα σύγχρονο στρατό.
Τα προβλήματα αυτά ήταν σε γνώση του Γενικού Επιτελείου όταν τον Ιούλιο του 1935 συγκρότησε την ΕΜΟ (Επιτροπή Μελετών Οχύρωσης) που σκοπό είχε τη μελέτη της άμυνας των βορείων συνόρων και θα πρότεινε τη μορφή των οχυρώσεων, το κόστος και την οργάνωση της κατασκευής τους. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, η ΕΜΟ υπέβαλε τις προτάσεις της και το Γενικό Επιτελείο προχώρησε στη σύσταση της ΔΦΘ (Διοίκηση Φρουρίου Θεσσαλονίκης), που ήταν υπεύθυνη για την ολοκλήρωση του έργου.
Όπως είδαμε, το μοντέλο οχύρωσης της εποχής ήταν η γραμμή «Μαζινώ», καθώς στη διάρκεια του Μεσοπολέμου ο Γαλλικός στρατός εθεωρείτο ο πιο σύγχρονος της εποχής. Τη Γαλλική αμυντική γραμμή επισκέφτηκαν επιτροπές Ελλήνων αξιωματικών, οι οποίοι υιοθέτησαν κάποιες από τις παραμέτρους του έργου αυτού.
Όμως, η υπό κατασκευή Ελληνική αμυντική γραμμή είχε και πολλά χαρακτηριστικά που ήταν μοναδικά. Συγχρόνως με το έργο αυτό, κατασκευάστηκαν δρόμοι που συνέδεαν διάφορα οχυρά με τις πόλεις της Μακεδονίας, καθώς και μεταξύ τους. Επίσης έγιναν λιμενικές εγκαταστάσεις που θα βοηθούσαν στη μεταφορά υλικών και προσωπικού προς τις οχυρές θέσεις.
Τα έργα αυτά δεν βελτίωσαν μόνο την πολεμική προετοιμασία, αλλά πρόσφεραν και δυνατότητες ανάπτυξης των ευρύτερων περιοχών τις επόμενες δεκαετίες. Όσον αφορά στον προγραμματισμό των εργασιών της κατασκευής των οχυρωματικών έργων, λόγω των τοπικών καιρικών συνθηκών, το έτος είχε χωριστεί σε δύο περιόδους: η πρώτη ήταν Μάιος-Οκτώβριος και η δεύτερη Νοέμβριος-Απρίλιος.
Όπως ήταν φυσικό, η πρώτη ήταν η πιο εντατική περίοδος εργασιών, κάτι που φαίνεται και από τον αριθμό απασχολούμενων εργατών που έφτανε τότε τα 3.600 άτομα. Αντίθετα, στη δεύτερη περίοδο -τους χειμερινούς μήνες- μόλις μετά βίας εργάζονταν 500 εργάτες στην κατασκευή των οχυρών. Τη διάθεση των κονδυλίων για την ανέγερση των οχυρών ανέλαβε το Ταμείο Εθνικής Άμυνας και τα ποσά που διατέθηκαν τελικά ήταν πολύ περισσότερα απ’ ό,τι προέβλεπε η αρχική μελέτη.
Ο κύριος λόγος γι’ αυτό ήταν η αύξηση του αριθμού των οχυρών. Αν και το σχέδιο του Καθενιώτη το 1935 πρότεινε 15 οχυρά, το 1941 είχαν ανεγερθεί 21 οχυρά. Επιπλέον, από την έναρξη κατασκευής μέχρι την έκρηξη του πολέμου οι τιμές διάφορων υλικών απαραιτήτων για την κατασκευή των οχυρών (τσιμέντα, σίδερο κ.ά.) διπλασιάστηκαν.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η διεθνής κατάσταση δεν έκανε ακριβή μόνο την αγορά των οικοδομικών υλικών, αλλά και δύσκολη έως και απαγορευτική την προμήθεια στρατιωτικού υλικού, που ήταν απαραίτητο για τη σωστή επάνδρωση των οχυρών. Τα προβλήματα που έπρεπε να επιλυθούν στη διάρκεια των εργασιών για την ανέγερση των οχυρών ήταν καθημερινά και οι λύσεις θα έπρεπε να δοθούν τις περισσότερες φορές από το εγχώριο δυναμικό, είτε ανθρώπινο (στρατιωτικό ή πολιτικό) είτε τεχνικό (βιομηχανία- βιοτεχνία).
Μεγάλες δυσκολίες υπήρξαν επίσης στη διάνοιξη των στοών και το κόστος δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί, καθώς το σκληρό βραχώδες έδαφος απαιτούσε εκρηκτικά και ειδικευμένο προσωπικό για την εκτέλεση αυτών των εργασιών, που θα έπρεπε να μεταφερθούν από άλλες περιοχές της χώρας όπου υπήρχαν ορυχεία και μεταλλεία.
Η κατασκευή ενός οχυρού προσομοιάζει αυτή ενός μικρού οικισμού, με χώρους για τη διαβίωση του προσωπικού, φωτισμό, ύδρευση, μαγειρεία, υγειονομική υποστήριξη κ.ά. Επιπλέον, για την επάνδρωση του οχυρού υπάρχει ειδικός εξοπλισμός. Λόγω όμως της δυσκολίας αγοράς του, έγινε προσαρμογή του υπάρχοντος οπλισμού και υλικού εκστρατείας στις συγκεκριμένες Ελληνικές συνθήκες.
Στο πλαίσιο αυτό, υπήρξαν αρκετές Ελληνικές πατέντες και πολλές φορές το υλικό όχι μόνο δεν ήταν υποδεέστερο του αρχικού αλλά καλύτερο και λειτουργικά αρτιότερο. Έτσι, για παράδειγμα, έχουμε ανταλλακτικά οπλικών συστημάτων στα οχυρά που κατασκευάστηκαν ειδικά γι’ αυτά. Λόγω της έλλειψης αντιαρματικών ναρκών, χρησιμοποιήθηκαν βλήματα του πυροβολικού που είχαν μετατραπεί σε νάρκες.
Επίσης, σε πολλά σημεία προσέγγισης των οχυρών είχαν κατασκευαστεί γέφυρες που μπορούσαν να διαλυθούν με ευκολία, ακόμη και από ένα στρατιώτη, στην περίπτωση που υπήρχε απειλή από εχθρό. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι όλα τα παραπάνω παραδείγματα αποδείχτηκαν άκρως αποτελεσματικά εναντίον του Γερμανού εισβολέα τον Απρίλιο του 1941.
Στην κατασκευή των οχυρών δεν έλαβαν μέρος μόνο στρατιωτικές υπηρεσίες αλλά και Ελληνικές βιομηχανίες και βιοτεχνίες. Μάλιστα, στη μελέτη αντοχής υλικού και την επίλυση άλλων στατικών προβλημάτων σημαντικός ήταν ο ρόλος του Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Η Σιβιτανίδειος Τεχνική Σχολή επίσης είχε άμεση συμμετοχή καθώς στα εργαστήριά της το 1940 πραγματοποιούντο η μετατροπή και η επισκευή οπλισμού από τα Ιταλικά λάφυρα της Βορείου Αφρικής που οι Άγγλοι έστελναν στην Ελλάδα. Μεγάλο τμήμα αυτού του οπλισμού χρησιμοποιήθηκε από τους μαχητές των οχυρών εναντίον των Γερμανών το 1941.
Ο οργασμός έργων στη Μακεδονία σίγουρα θα κινούσε την περιέργεια των υπηρεσιών πληροφοριών των γειτόνων και για να περιοριστεί η συλλογή πληροφοριών, το Γενικό Επιτελείο εισηγήθηκε την έκδοση νόμου που δημιουργούσε ζώνες στις οποίες θα απαγορευόταν η κυκλοφορία ιδιωτών και στρατιωτικών χωρίς ειδική άδεια και μάλιστα η παραβίαση των ζωνών αυτών προέβλεπε ποινές αυστηρότατες που εξετάζονταν ως περιπτώσεις κατασκοπείας.
Συγχρόνως οργανώθηκε τμήμα αντικατασκοπείας στη Διοίκηση Φρουρίου Θεσσαλονίκης και για την από αέρος προστασία συλλογής πληροφοριών η ΕΒΑ (Ελληνική Βασιλική Αεροπορία) εκτελούσε πτήσεις υπεράνω των έργων για τον έλεγχο της παραλλαγής των τοποθεσιών. Η κατασκευή των οχυρών ήταν ένας άθλος συγκριτικά με τις τεχνικές και τις οικονομικές δυνατότητες της εποχής.
Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι οι κατασκευαστές των σημερινών πολυδιαφημισμένων έργων διάνοιξης σηράγγων για το μετρό με τα αυτόματα εισαγόμενα μηχανήματα μάλλον θα ζηλεύουν την τελειότητα κατασκευής των οχυρών.
Τα οχυρά απέσπασαν τα ευμενέστερα σχόλια και το θαυμασμό τόσο των Γάλλων και των Άγγλων στρατιωτικών, οι οποίοι ξεναγήθηκαν σε αυτά κατά τη διάρκεια της κατασκευής τους, όσο και των Γερμανών μετά την κατάληψη της Ελλάδος. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση Γερμανών ειδικών ότι ο Βουλγαρικός στρατός θα ήταν αδύνατον να τα προσβάλει μόνος του.
Είναι πιθανό λοιπόν ότι η ύπαρξη των οχυρών της «Γραμμής Μεταξά» απέτρεψε τους Βούλγαρους από το να μπουν στον πόλεμο στο πλευρό των Ιταλών την 28η Οκτωβρίου 1940. Ακόμη και αν αυτό ισχύει μερικώς, μπορούμε να πούμε ότι ο ρόλος των οχυρών υπήρξε ουσιαστικός και ότι πέτυχαν το σκοπό τους.
Χρονολόγιο της Γερμανικής Εισβολής
Η Επίθεση στην Ανατολική Μακεδονία και την Δυτική Θράκη
Στις 05:30 το πρωί της 6ης Απριλίου ο Γερμανός πρεσβευτής στην Ελλάδα, πρίγκιπας Έρμπαχ, επέδωσε στον πρωθυπουργό Α. Κορυζή διακοίνωση, στην οποία αναφέρονταν οι λόγοι της Γερμανικής επίθεσης. Η διακοίνωση έλεγε πως η κυβέρνηση του Ράιχ έδωσε διαταγή στα στρατεύματά της να εκδιώξουν τις Βρετανικές Ένοπλες Δυνάμεις από το Ελληνικό έδαφος.
Κάθε αντίσταση στις Γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις θα συντρίβεται αδιακρίτως. Ο Κορυζής απάντησε στον Γερμανό πρεσβευτή ότι η Ελλάδα θα αντισταθεί στην Γερμανική επίθεση και δεν υποταχθεί αμαχητί. Νωρίτερα, στις 05:15, τα Γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο Ελληνικό και Γιουγκοσλαβικό έδαφος ταυτόχρονα.
Η κύρια Γερμανική προσπάθεια με το XVIII Ορεινό Σώμα Στρατού εκδηλώθηκε στο αριστερό της γραμμής Μεταξά και ειδικά κατά του Μπέλες και του Οχυρού Ρούπελ, ενώ ανατολικότερα στο υψίπεδο Νευροκοπίου και στη Δ. Θράκη η επίθεση του XXX Σώματος Στρατού ήταν μικρότερης έντασης. Η Ελληνική οχύρωση, το υψηλότατο ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών και την υποτίμηση των παραγόντων αυτών από την Γερμανική ηγεσία «αντιστάθμιζαν» την υλική υπεροχή των Γερμανών.
Η Γραμμή Μεταξά, μήκους περίπου 215 χλμ, υπερασπιζόταν από τo Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ). Η γραμμή εκτείνεται κατά μήκος του ποταμού Νέστου προς τα ανατολικά και των Βουλγαρικών συνόρων ως το όρος Μπέλες κοντά στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία. Για την υπεράσπισή της έπρεπε να υπάρχουν άνω των 200.000 ανδρών, όμως η έλλειψη προσωπικού είχε ως αποτέλεσμα την αραιή διάταξη των αμυντικών γραμμών.
6 Απριλίου: Η Επίθεση
Η Γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε με σφοδρότητα στο Μπέλες όπου η 6η Ορεινή Μεραρχία κινήθηκε μέσα από τους ορεινούς όγκους στο δυτικό τμήμα του όρους, στο οποίο τμήμα δεν υπήρχαν μόνιμες οχυρώσεις παρά μόνο ολιγάριθμες Ελληνικές δυνάμεις κατανεμημένες σε διάσπαρτα πολυβολεία. Παρά την σθεναρή αντίσταση οι Γερμανικές δυνάμεις διέσπασαν δύο αμυντικές τοποθεσίες και υπερέβησαν το όρος Μπέλες, με αποτέλεσμα στο τέλος της μέρας να έχουν φθάσει στη Ροδόπολη και να καταλάβουν τον σιδηροδρομικό σταθμό.
Η επιτυχία αυτή των Γερμανών δημιούργησε κίνδυνο για την τοποθεσία Μπέλες- Νέστος και ανάγκασε τον διοικητή του ΤΣΑΜ να διατάξει τη σύμπτυξη της XVIII Μεραρχίας (Υποστράτηγος Λ. Στεργιόπουλος) στην τοποθεσία Στρυμόνα- λίμνη Κερκίνη και την XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία (Υποστράτηγος Ν. Λιούμπας) να αμυνθεί έναντι της 6ης Ορεινής Μεραρχίας στα δυτικά του Μπέλες, από τη λίμνη Δοϊράνη έως την λίμνη Κερκίνη.
Με την υποστήριξη 165 πυροβόλων διαφόρων διαμετρημάτων και από μεγάλο αριθμό αεροπλάνων, η Γερμανική 5η Ορεινή Μεραρχία επιτέθηκε στο ανατολικό Μπέλες, από το Ρουπέσκο εώς το Οχυρό Καρατάς. Στον τομέα αυτό, που υπεράσπιζε η XVIII Μεραρχία, οι Γερμανοί κατάφεραν, έπειτα από σκληρούς αγώνες και σφοδρό βομβαρδισμό, να επικαθήσουν στη επιφάνεια των οχυρών Ιστίμπεη και Κελκαγιά.
Οι επιτιθέμενοι εκτόξευσαν χειροβομβίδες και καπνογόνα αέρια στο εσωτερικό των οχυρών και προσπάθησαν να φράσσουν τα φατνώματα ώστε να αναγκάσουν τους υπερασπιστές τους να παραδοθούν. Παρά την εκτέλεση πυρών του Ελληνικού πυροβολικού πάνω στα οχυρά εναντίον των ευρισκομένων στην επιφάνεια τους Γερμανών και τις ηρωικές αντεπιθέσεις εφεδρικών τμημάτων των οχυρών η κατάσταση δεν βελτιώθηκε για τους αμυνόμενους.
Ανατολικότερα, στη στενωπό του Ρούπελ, που υπεράσπιζε το Συγκρότημα Σιδηροκάστρου της XIV Μεραρχίας (Υποστράτηγος Κων/νος Παπακωνσταντίνου), επιτέθηκε το 125ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί στις επιχειρήσεις στη Γραμμή Μαζινό στη Γαλλία.
Το Σύνταγμα αυτό, ενισχυμένο με ένα τάγμα της 5ης Ορεινής και με την υποστήριξη πυροβολικού, αεροπλάνων Στούκας (τα οποία είχαν σειρήνες, που χρησιμοποιούσαν κατά τις καταδύσεις τους για να κλονίζουν το ηθικό των αντιπάλων) και άλλων μονάδων επιτέθηκε με σφοδρότητα στο οχυρό Ρούπελ, αλλά αποκρούστηκε αποτελεσματικά από τα εύστοχα αμυντικά πυρά.
Το ηθικό των Ελληνικών δυνάμεων συνέχισε να είναι ακμαίο παρά τους συνεχείς βομβαρδισμούς, οι οποίοι προκάλεσαν ελάχιστες ζημιές στα οχυρά. Ενώ όμως οι μετωπικές επιθέσεις των Γερμανικών δυνάμεων αποκρούστηκαν, ένας λόχος κατόρθωσε να διεισδύσει στα νώτα της τοποθεσίας και κατάφερε να οργανωθεί στο ύψωμα Γκολιάμα και να καταλάβει χωριό Κλειδί.
Στο οροπέδιο του Κάτω Νευροκοπίου η 72η Γερμανική Μεραρχία σχημάτισε δύο αιχμές με σκοπό να κατευθυνθούν προς Δράμα και Σέρρες. Την άριστα προετοιμασμένη για άμυνα περιοχή υπεράσπιζαν οι δυνάμεις του Συγκροτήματος Καραντάγ της XIV Μεραρχίας και η VII Μεραρχία (Υποστράτηγος Χρήστος Ζωιόπουλος).
Οι Γερμανικές δυνάμεις πεζικού υποστηρίζονταν από πυροβόλα εφόδου και πυροβολικό, αλλά δεν είχαν αεροπορική κάλυψη. Την επίθεση στον τομέα του Συγκροτήματος Καραντάγ δέχτηκαν τα οχυρά Περιθώρι, Μαλιάγκα και Μπαμπαζώρα, οπού και οι Γερμανικές δυνάμεις καθηλώθηκαν.
Στην ζώνη ευθύνης της VII Μεραρχίας οι Γερμανοί προσπάθησαν να κινηθούν μεταξύ των οχυρών Πυραμιδοειδές και Λίσσε, χωρίς όμως επιτυχία, καθώς τα πυρά των Ελλήνων ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικά. Στην συνέχεια, όλες οι κατά μέτωπον επιθέσεις και οι προσπάθειες διείσδυσης αποκρούστηκαν από τα πυρά των οχυρών και του Ελληνικού πυροβολικού, επιφέροντας σοβαρές απώλειες στους Γερμανούς.
Στη Θράκη οι δυνάμεις της Ταξιαρχίας Νέστου δέχτηκαν την επίθεση της 164ης Μεραρχίας. Αφού ανέτρεψαν τα συνοριακά φυλάκια, οι Γερμανικές δυνάμεις περικύκλωσαν το οχυρό Εχίνος, όπου και καθηλώθηκαν από τα πυρά του οχυρού. Στη ζώνη της Ταξιαρχίας Έβρου η Γερμανική 50ή Μεραρχία υποχρέωσε τα συνοριακά φυλάκια να συμπτυχθούν. Αμέσως μετά περικύκλωσαν το οχυρό Νυμφαία, σφυροκοπώντας το με αεροπορικές δυνάμεις και το μεγαλύτερο μέρος του πυροβολικού του XXX Σώματος Στρατού.
7 Απριλίου: Σκληροί Αγώνες
Την επόμενη ημέρα, στον τομέα της XIX Μηχανοκίνητης Μεραρχίας δεν σημειώθηκαν ιδιαίτερα επεισόδια, αλλά η προέλαση της 2ης Μεραρχίας Πάντσερ στο Γιουγκοσλαβικό έδαφος ήταν ραγδαία.
Το απόγευμα της 7ης Απριλίου οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Στρώμνιτσα αναγκάζοντας τους Γιουγκοσλάβους να συμπτυχθούν δυτικά του Αξιού και έτσι έδωσαν τη δυνατότητα στους Γερμανούς να χρησιμοποιήσουν την κοιλάδα του ποταμού για να εισβάλουν στην Ελλάδα και να υπερκεράσουν την οχυρωμένη τοποθεσία Μπέλες- Νέστος, με αποτέλεσμα η Γραμμή Μεταξά να κινδυνεύει με αποκοπή από τον κορμό της χώρας.
Για την αντιμετώπιση του κινδύνου διατάχθηκε η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία να επεκταθεί προς αριστερά και να καλύψει τον διάδρομο του Αξιού. Οι ανεπαρκείς Ελληνικές δυνάμεις δεν μπόρεσαν να φτάσουν έγκαιρα για να αποκρούσουν την Γερμανική προέλαση και έτσι η κοιλάδα του Αξιού αποτελούσε πλέον την Αχίλλειο πτέρνα την όλης αμυντικής τοποθεσίας.
Στο Μπέλες, τα οχυρά Ιστίμπεη και Κελκαγιά, μετά από την χρήση αποπνικτικών αερίων και φλεγόμενης βενζίνης από τους Γερμανούς, παραδόθηκαν. Το οχυρό Αρπαλούκι εκκενώθηκε από την φρουρά του. Ανερχόμενη σε 200 άνδρες, η φρουρά έφτασε στον ποταμό Στρυμόνα και επιχείρησε να τον διαβεί, όμως δέχτηκε την επίθεση Γερμανικού τμήματος και αναγκάστηκε να παραδοθεί. Μόνο το οχυρό Ποποτλίβιτσα συνέχιζε την αντίσταση του ολόκληρη την ημέρα.
Στη στενωπό του Ρούπελ, οι Γερμανοί επιτέθηκαν και πάλι στο ομώνυμο οχυρό, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η παρουσία όμως του Γερμανικού τμήματος στα νώτα του, στο ύψ. Γκολιάμα, ήταν επιτυχής, καθώς, εκτός από την παρενόχληση και την διακοπή των επικοινωνιών του οχυρού, υποδείκνυε στόχους στα Γερμανικά αεροπλάνα. Μια προσπάθεια της XIV Μεραρχίας για την εξουδετέρωσή του απέτυχε.
Στον τομέα του Συγκροτήματος Καραντάγ, οι Γερμανοί επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και κατέλαβαν το υψ. Σταυρός, εκδιώχθηκαν όμως μετά από αντεπίθεση Ελληνικού τμήματος. Άλλες Γερμανικές δυνάμεις κατόρθωσαν να εισέλθουν στο οχυρό Περιθώρι. Μετά από δίωρο αγώνα, που έλαβε δραματική μορφή, όσοι Γερμανοί είχαν εισδύσει στο οχυρό εξοντώθηκαν.Το απόγευμα, νέα ισχυρή επίθεση δύναμης ενός συντάγματος και με την υποστήριξη 8 αρμάτων, απέτυχε με τους Γερμανούς να έχουν σοβαρές απώλειες.
Τα οχυρά Μαλιάγκα και Παρταλούσκα δέχτηκαν ασθενής επίθεση που αποκρούστηκε εύκολα, ενώ τα υπόλοιπα οχυρά, Μπαμπαζώρα και Περσέκ δεν ενοχλήθηκαν καθόλου. Στην ζώνη ευθύνης της VII Μεραρχίας στο Κάτω Νευροκόπι, οι Γερμανικές επιθέσεις εναντίον των οχυρών Λίσσε, Πυραμιδοειδές και Ντάσαβλη αποκρούσθηκαν εκ νέου. Παρόλα αυτά οι Γερμανοί κατέλαβαν το ύψωμα Ουσόγια, βόρεια του Λίσσε και του Πυραμιδοειδούς. Την διάρκεια της νύχτας 7/8 οι Έλληνες διενήργησαν επίθεση για την ανακατάληψη του υψώματος, που ήταν όμως αποτυχημένη.
Ένα ισχυρό Γερμανικό τμήμα εισέδυσε στα νώτα των οχυρών Ντάσαβλη και Περιθώρι και κατέλαβε το ύψ. Κρέστη, δημιουργώντας προϋποθέσεις για την εκβίαση της διάβασης Καλαποτίου και την περαιτέρω διείσδυση στα νώτα της τοποθεσίας. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης συγκροτήθηκε το απόσπασμα Καλαποτίου με σκοπό να καταλάβει το ύψωμα την επόμενη μέρα.
Στην Θράκη, το οχυρό Εχίνος, παρότι δέχτηκε ισχυρή επίθεση και διαδοχικούς βομβαρδισμούς, συνέχισε επιτυχημένα την αντίσταση του όλη την ημέρα. Το οχυρό Νυμφαία, έπειτα από αλλεπάλληλες επιθέσεις πεζικού, σφοδρούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς και σφυροκόπημα από πυροβολικό, αναγκάστηκε να παραδοθεί στις 23.30.
Η Ταξιαρχία Έβρου, αποτελούμενη από 2.000 οπλίτες και 100 περίπου αξιωματικούς, εισήλθε, όπως όριζε το σχέδιο ενέργειας, στην Τουρκία όπου αφοπλίστηκε. Ο διοικητής της Ταξιαρχίας, υποστράτηγος Ιωάννης Ζήσης, αυτοκτόνησε στις 9 Απριλίου, καθώς θεώρησε ιδιαίτερα ταπεινωτική την τροπή των γεγονότων, ενώ το σύνολο των αξιωματικών και 1300 οπλίτες μεταφέρθηκαν στην Μέση Ανατολή. Οι υπόλοιποι επαναπατρίστηκαν τον Φεβρουάριο του 1942.
8 Απριλίου: Ο Κλονισμός του ΤΣΑΜ
Την τρίτη μέρα των μαχών η 2η Μεραρχία Πάντσερ πέρασε τη μεθόριο κοντά στη Δοϊράνη και, διαλύοντας ή παρακάμπτοντας τις αντιστάσεις που συναντούσε, κατευθύνθηκε νότια προς Θεσσαλονίκη. Την ίδια στιγμή, πέντε τάγματα της 6ης Ορεινής Μεραρχίας επιτέθηκαν κατά της τοποθεσίας Κρουσίων, πετυχαίνοντας ένα ρήγμα δυτικά του υψώματος Δοβά
Το βράδυ μια Γερμανική φάλαγγα κατέλαβε το Μεταλλικό και κατευθύνθηκε προς το Κιλκίς. Η ταχύτητα της Γερμανικής προέλασης αιφνιδίασε το στρατηγείο της ΧΙΧ Μεραρχίας, που μετακινήθηκε στο χωριό Κεντρικό.
Αυτή η σε βάθος διείσδυση των Γερμανών και η αναμενόμενη κατάληψη της Θεσσαλονίκης, αποτελούσε άμεσο κίνδυνο αιχμαλωσίας για το ΤΣΑΜ. Καθώς δυνατότητα σύμπτυξης δεν υπήρχε, ενώ εκτιμώντας πως ήταν μάταιη η συνεχιζόμενη αντίσταση και για την αποφυγή ανώφελων θυσιών, το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο εξουσιοδότησε τον διοικητή του ΤΣΑΜ Μπακόπουλο για σύναψη συνθηκολόγησης και κατάπαυσης των εχθροπραξιών.
Το βράδυ ο Μπακόπουλος απέστειλε επιστολή στον διοικητή της 2ης Μεραραχίας Πάντσερ, Αντιστράτηγο Ρούντολφ Φάιελ (Rudolf Veiel), προτείνοντας την κατάπαυση του πυρός, υπό τον όρο να κρατήσουν οι Έλληνες πολεμιστές τα όπλα τους, εάν όμως αυτό αποκλείονταν να επιστέφονταν αυτά μετά το τέλος του πολέμου. Ταυτόχρονα ειδοποίησε τους υφιστάμενους διοικητές του πως έπρεπε να κρατήσουν τις θέσεις τους μέχρι την υπογραφή της συνθηκολόγησης.
Εν τω μεταξύ στο Μπέλες ύστερα από σκληρό αγώνα παραδόθηκε το οχυρό Ποποτλίβιτσα, ενώ στη στενωπό του Ρούπελ οι μάχες συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση. Οι προσπάθειες των Γερμανών με άρματα πυροβολικό και αεροπορία να καταλάβουν την τοποθεσία ανάμεσα στο Ρούπελ και στο Καρατάς απέτυχαν με σοβαρές απώλειες για τους επιτιθέμενους.
Όμως, η κάθοδος δυνάμεων της 5ης Ορεινής Μεραρχίας στη κοιλάδα Ροδοπόλεως και η παρουσία του τμήματος του 125ου Γερμανικού Συντάγματος στο ύψωμα Γκολιάμα δημιουργούσαν σοβαρότατη απειλή στο αριστερό της XIV Μεραρχίας, η οποία ενισχύθηκε με δύο τάγμα πεζικού, μία ίλη ελαφρών αρμάτων και πυροβόλα.
Στο Κάτω Νευροκόπι οι Γερμανοί, μετά από νυχτερινή επίθεση, απέτυχαν και πάλι να καταλάβουν τα οχυρά Μαλιάγκα και Περιθώρι. Στην αντεπίθεση των Ελλήνων στο Περιθώρι ακολούθησε σώμα με σώμα αγώνας, που έληξε με άτακτη υποχώρηση των Γερμανών. Το μεσημέρι νέα επίθεση από δύο Γερμανικά συντάγματα πεζικού καθηλώθηκε έπειτα από τρίωρο αγώνα. Αποτυχημένες ήταν και οι επιθέσεις στα οχυρά Πυραμιδοειδές, Λίσσε και Ντάσαβλη, ενώ οι προσπάθειες ανακατάληψης του υψώματος Κρέστη από το Ελληνικό απόσπασμα Καλαποτίου δεν είχαν αποτέλεσμα.
Στον τομέα της Ταξιαρχίας Νέστου τα τμήματα προκαλύψεως συμτύχθηκαν χωρίς να παρενοχληθούν και αφού κατέστρεψαν οδικούς άξονες ανατίναξαν την γέφυρα των Τοξοτών. Στο οχυρό Εχίνος ένα ενισχυμένο Γερμανικό τάγμα επιτέθηκε από δύο κατευθύνσεις φθάνοντας κοντά στις Ελληνικές θέσεις. Η επίθεση αυτή καθηλώθηκε με σοβαρές απώλειες για τους Γερμανούς.
9 και 10 Απριλίου: Η Συνθηκολόγηση και το Τέλος της Μάχης των Οχυρών
Όταν στις 02:00 της 9ης Απριλίου ο Αντιστράτηγος Φάιελ έλαβε την επιστολή του Μπακόπουλου απάντησε πως αυτός δεν μπορούσε να λάβει απόφαση λόγω της σοβαρότητας των προτεινόμενων όρων. Ο Φάιελ έθεσε υπ΄ όψιν του διοικητή της 12ης Γερμανικής Στρατιάς την επιστολή και έλαβε θετική απάντηση σχετικά με τους όρους, εκτός του όρου για διατήρηση του οπλισμού, με την κατάπαυση του πυρούς να ορίζετε στις 10:00.
Εν τω μεταξύ, με τις πρώτες Γερμανικές δυνάμεις να φτάνουν 20 χιλιόμετρα βόρεια από την Θεσσαλονίκη, ο Στρατιωτικός Διοικητής της πόλης, Αντιστράτηγος Ραγκαβής, ενημέρωσε τον Μπακόπουλο ότι η παράδοση της προγραμματίστηκε στις 08:00, όπως και έγινε. Το μεσημέρι υπογράφηκε στο Γερμανικό Προξενείο Θεσσαλονίκης, μεταξύ του Μπακόπουλου και του Φάιελ, η συνθηκολόγηση με εξαιρετικά έντιμους όρους για τους Έλληνες.
Έπειτα ο διοικητής του ΤΣΑΜ διέταξε την παύση των εχθροπραξιών, κάτι που προκάλεσε την δυσαρέσκεια στις μονάδες που διεξήγαγαν τον αγώνα τους με επιτυχία. Κατά τα άλλα, οι μάχες συνεχίστηκαν και την 9η Απριλίου. Η ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία, σε κατάσταση ημιδιάλυσης από την προηγούμενη μέρα, συμπτύχθηκε κοντά στο Λαχανά ενώ ένα σύνταγμά της αιχμαλωτίστηκε. Το οχυρό Παληουριώνες δέχτηκε σφοδρότατο βομβαρδισμό από τις πρώτες πρωινές ώρες μέχρι το απόγευμα.
Στις 17:30 παρουσιάστηκαν στον διοικητή του οχυρού Γερμανοί κήρυκες πληροφορώντας τον για την συνθηκολόγηση. Η παράδοση του οχυρού έγινε στις 09:00 της 10ης Απριλίου, με ένα Γερμανικό τάγμα να παρίσταται για την απόδοση τιμών, ενώ ένας Γερμανός Συνταγματάρχης έδωσε συγχαρητήρια στους άντρες της φρουράς για την ηρωική τους αντίσταση.
Στο Ρούπελ οι συνεχείς βομβαρδισμοί δεν έκαμψαν την αντίσταση της φρουράς, αλλά ούτε και δέχτηκε να συνθηκολογήσει σε σχετική πρόταση των Γερμανών, με τον διοικητή του οχυρού να απαντά ότι τα οχυρά δεν παραδίδονται πάρα μόνο όταν κυριευτούν από τον αντίπαλο.
Ανατολικότερα, οι απόπειρες των Γερμανών να διεισδύσουν στα νώτα των οχυρών Μαλιάγκα και Περιθώρι αποκρούστηκαν αποτελεσματικά, ενώ ένα Γερμανικό τάγμα που κατόρθωσε να βρεθεί στα νώτα των Περιθώρι και Παρταλούσκα, καταδιώχτηκε μετά από αντεπίθεση Ελληνικού τμήματος, το οποίο συνέλαβε και 102 αιχμαλώτους. Άλλο ένα Γερμανικό τμήμα που βρέθηκε πίσω από το Συγκρότημα Καραντάγ δέχτηκε την άμεση Ελληνική αντεπίθεση που είχε σαν αποτέλεσμα την σύλληψη 250 Γερμανών αιχμάλωτων.
Το Πυραμιδοειδές συνέχισε να αντιστέκεται, ενώ το απόσπασμα Καλοποτίου κατόρθωσε να εκδιώξει τους Γερμανούς από το ύψ. Κρέστη. Στο Νέστο ο διοικητής της VII Μεραρχίας όταν ενημερώθηκε για την έναρξη διαπραγματεύσεων για συνθηκολόγηση, θεώρησε ότι η παρουσία του ήταν περιττή και για να αποφύγει την αιχμαλωσία αναχώρισε, χωρίς διαταγή, για την Καβάλα όπου επιβιβάσθηκε σε ατμόπλοιο και μετέβη στην Αθήνα.
Στις 10 Απριλίου κάθε αντίσταση στην Ανατολική Μακεδονία και την Δυτική Θράκη είχε σταματήσει, με τους Έλληνες να έχουν 1.000 νεκρούς και τραυματίες και τους Γερμανούς 555 νεκρούς, 2.134 τραυματίες και 170 αγνοούμενους, αριθμός που αντιστοιχεί στο μισό των συνολικών απωλειών τους στη διάρκεια της επιχείρησης Μαρίτα, γεγονός που καταδεικνύει το μέγεθος της Ελληνικής αντίστασης.
Μετά το τέλος των εχθροπραξιών έγιναν εκδηλώσεις προς τιμή των διοικητών των οχυρών Ρούπελ, Λίσσε, Πυραμιδοειδές, Περιθώρι, Εχίνος, Νυμφαία, Ιστίμπεη και Κελκαγιά και όλοι οι Έλληνες αιχμάλωτοι αφέθηκαν ελεύθεροι.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ