ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ 490 π.Χ. – Α’
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ
Εισαγωγή
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΡΑΘΩΝΑ
Εισαγωγή
Η μάχη του Μαραθώνα, που κατά πάσα πιθανότητα διεξήχθη την 11η Σεπτεμβρίου του έτους 490 π.Χ., υπήρξε η πρώτη από συνολικά τρεις μάχες, όπου οι Αθηναίοι νίκησαν τον κατά πολύ μεγαλύτερο στρατό και το ναυτικό των Περσών, με μικρή μόνον υποστήριξη από άλλες Ελληνικές πόλεις. Με τις νίκες αυτές αναχαιτίστηκε η πρώτη απόπειρα μιας φιλόδοξης Ασιατικής εισβολής στην Ευρώπη και συγχρόνως τέθηκαν τα θεμέλια για την ανάπτυξη της Αθήνας ως κυρίαρχης δύναμης. Η μάχη του Μαραθώνα υπήρξε, σχετικά με το αποτέλεσμα της, η πιο ασήμαντη, επειδή δεν οδήγησε σε καμιά πολιτική απόφαση. Χρονογράφος της είναι ο Ηρόδοτος, που περιγράφει τα γεγονότα με πατριωτικό ύφος.
Όταν έγραψε την ιστορία του, είχαν περάσει ήδη πάνω από 40 χρόνια από τη μάχη και στον Ελληνικό κόσμο είχαν επέλθει τεράστιες αλλαγές. Ο Μιλτιάδης, ένας από τους «πατέρες της νίκης», είχε πεθάνει και δε γνωρίζουμε αν ο Ηρόδοτος κατόρθωσε να μιλήσει με αυτόπτες μάρτυρες που είχαν λάβει μέρος στη μάχη.
Μετά από 560 χρόνια, ο Παυσανίας μπόρεσε να θαυμάσει και να περιγράψει το μνημείο της μάχης στην Ποικίλη Στοά και να αναφέρει ότι «στο πεδίο της μάχης ακούγονταν κάθε νύχτα χρεμετίσματα ίππων και άνδρες να μάχονται» στον Μαραθώνα. Διεξήχθη τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ, αποτελεί σύγκρουση μεταξύ των Ελλήνων (Αθηναίοι και Πλαταιείς) και των Περσών κατά την πρώτη εισβολή των Περσών στην Ελλάδα.
Μετά την αποτυχία της Ιωνικής Επανάστασης, ο Δαρείος συγκέντρωσε μεγάλη δύναμη για να εκδικηθεί την Αθήνα και την Ερέτρια, οι οποίες είχαν βοηθήσει τους Ίωνες. Το 492 π.Χ, έστειλε δύναμη, υπό την ηγεσία του Μαρδόνιου αλλά ο Περσικός στόλος καταστράφηκε από τρικυμία παραπλέοντας τον Άθω. Τελικά το 490 π.Χ., υπό τη διοίκηση του Δάτη και του Αρταφέρνη, ο Περσικός στρατός κατέλαβε τις Κυκλάδες, κατέστρεψε την Ερέτρια και στρατοπέδευσε στον Μαραθώνα, όπου τους αντιμετώπισε μια δύναμη Αθηναίων και Πλαταιέων.
Η μάχη έληξε με αποφασιστική νίκη των Ελλήνων – που οφειλόταν στην στρατιωτική ιδιοφυΐα του Μιλτιάδη – και οι Πέρσες αναγκάσθηκαν να φύγουν στην Ασία. Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει και πάλι στρατό, αλλά πέθανε σε λίγο. Ο γιος του Ξέρξης επιχείρησε και εισέβαλε στην Ελλάδα (το 480 π.Χ), αλλά η εισβολή του έληξε με αποτυχία. Η μάχη του Μαραθώνα έδειξε στους Έλληνες ότι μπορούσαν να νικήσουν τους Πέρσες.
”Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν”
Το επίγραμμα αυτό του Σιμωνίδη του Κείου αποτελεί την απόλυτη επιτομή της μάχης του Μαραθώνα και της σημασίας της.
Η μάχη του Μαραθώνα υπήρξε μία από τις κρισιμότερες μάχες του αρχαίου κόσμου με την έκβασή της να προσδιορίζει καθοριστικά την ιστορία της Ελλάδας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Θα γίνει σημείο αναφοράς κατά την αρχαιότητα, θα λειτουργήσει ως πρότυπο στον αγώνα της Ανεξαρτησίας από τους Τούρκους. Ο Βρετανός φιλόσοφος John Stuart Mill θα θεωρήσει (το 1846) τη μάχη αυτή ακόμη και για την ιστορία της Αγγλίας σημαντικότερη και από την αποφασιστική μάχη του Χάστινγς, που εγκαινίασε τη Νορμανδική κατάληψη της Βρετανίας το 1066 μ.Χ.
Ο χώρος της μάχης, το «Μαραθώνιον άλσος», θα μείνει στη συλλογική μνήμη των αρχαίων Ελλήνων αλλά και των λογίων, των ποιητών και των ζωγράφων ανά τους αιώνες και έως τις μέρες μας ως τόπος της ανδρείας, του θαύματος και του θρύλου. Όπως έγραψε ο λόρδος Βύρων, «Marathon became a magic word». Τέλος ο θρύλος του ”Μαραθωνοδρόμου” Φειδιππίδη θα συγκινήσει ποιητές, θα επιβάλει το Μαραθώνιο ως αγώνισμα στους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες και θα εμπνεύσει το σύγχρονο παγκόσμιο κίνημα των Μαραθωνοδρομιών.
Τα πραγματικά ποσοτικά μεγέθη της μάχης ήταν βέβαια μικρά: 9.000 Αθηναίοι με μόνους συμμάχους 1.000 Πλαταιείς –ένα εκστρατευτικό σώμα της Σπάρτης, της μεγαλύτερης Ελληνικής δύναμης της εποχής, ήταν καθ’ οδόν, αλλά έφτασε καθυστερημένα– έδωσαν μια μάχη μίας μόνο ημέρας σε ένα μικρό πεδίο στις ακτές της ανατολικής Αττικής στις αρχές του Φθινοπώρου του 490 π.Χ. Ακόμη και τα θύματα ήταν ευάριθμα. Στον Τύμβο των Αθηναίων ενταφιάστηκαν μόνο 192 σοροί.
Ωστόσο, η μεγάλη ποσοτική υπεροχή του αντιπάλου, του Περσικού στρατού, η φήμη της ανίκητης πολεμικής μηχανής που τον συνόδευε και η βεβαιότητα ότι είχε αποβιβαστεί για να καταλάβει και να καταστρέψει την Αθήνα με διακηρυγμένη πρόθεση να υποτάξει όλον τον Ελληνικό κόσμο και να εγκαθιδρύσει μια παγκόσμια κυριαρχία, όλα αυτά έδωσαν στην αναμέτρηση του Μαραθώνα τη διάσταση μιας σύγκρουσης Ελλήνων κατά βαρβάρων, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μιας σύγκρουσης παγκόσμιων διαστάσεων.
Στην έκβαση της μάχης υπέρ των Ελλήνων καθοριστική σημασία είχαν δύο παράγοντες. Αφενός, η στρατηγική ιδιοφυΐα του Μιλτιάδη, που εφάρμοσε μια εξαιρετική τακτική πολέμου και αμέσως μετά –και μέσα στη νύχτα– οδήγησε το στρατό του πίσω στην Αθήνα, πριν φτάσουν εκεί οι Πέρσες, οι οποίοι, όταν είδαν μπροστά τους τους Αθηναίους, αποφάσισαν πλέον να αποσυρθούν. Ήταν ένα εκπληκτικό κατόρθωμα. Γι’ αυτό ο Herrmann Bengtson χαρακτηρίζει το Μιλτιάδη ως τον πρώτο στρατηγό στην ιστορία της Ευρώπης.
Αφετέρου, οι οπλίτες, που εφάρμοσαν το σχέδιο μάχης με πειθαρχία, αισθάνονταν ελεύθεροι πολίτες μιας δημοκρατικής πολιτείας, που πολεμούσαν όχι για κάποιον ηγέτη, αλλά μάχονταν πολύ συγκεκριμένα και απτά «υπέρ βωμών και εστιών». Η εμπειρία της μάχης επιτάχυνε τις διεργασίες για τη διεύρυνση των δημοκρατικών θεσμών στην Αθήνα και την αντίστοιχη υποχώρηση της τυραννίδας σε πολλές Ελληνικές πόλεις. Κυρίως όμως ενίσχυσε τη διάθεση όλων των Ελλήνων να συνεργαστούν για να αντιμετωπίσουν τον κοινό κίνδυνο από την Ανατολή.
Η φράση “το Ελληνικόν” αποκτά για πρώτη φορά σαφή πολιτικό προσδιορισμό. Εξάλλου εν όψει της ανάγκης να αντιμετωπιστεί η επικείμενη απειλή της νέας φάσης του Περσικού πολέμου, για την οποία οι προετοιμασίες των Περσών άρχισαν αμέσως μετά και με τρόπο συστηματικό και θα οδηγήσουν στη νέα εκστρατεία, που σφραγίστηκε με το έπος της ναυμαχίας της Σαλαμίνας 10 χρόνια αργότερα, ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να κατασκευάσουν έναν ισχυρό στόλο, ο οποίος έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην πολιτική και την οικονομική πορεία των Ελλήνων.
Άλλαξε τις ισορροπίες και τις συμμαχίες, ενθάρρυνε το εμπόριο και οδήγησε στην ηγεμονία της Αθήνας. Οι Έλληνες της κυρίως Ελλάδας αντιμετώπισαν και νίκησαν για πρώτη φορά τους Πέρσες στην πεδιάδα του Μαραθώνα. O ιδιοφυής Μιλτιάδης, εφαρμόζοντας για πρώτη φορά στην καταγεγραμμένη ιστορία τη διπλή υπερκέραση, χάρισε τη νίκη στα Ελληνικά όπλα. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.X. ο χώρος που ορίζεται από τη Nότιο Bαλκανική και την εγγύς Aνατολή βρισκόταν σε φάση αναδημιουργίας.
Στην Ελλάδα, οι εξελίξεις που είχαν ξεκινήσει κατά τη γεωμετρική περίοδο (9ος – 8ος αι. π.Χ.) και είχαν δημιουργήσει το θεσμό της πόλης-κράτους βρίσκονταν σε κρίσιμη καμπή, καθώς το σύστημα που θα γινόταν αργότερα γνωστό ως “Κλασική Δημοκρατία” προέκυπτε μέσα από μία σειρά ζυμώσεων. Στις όμορες περιοχές, όμως, έφτανε στο απόγειό της η απολυταρχική μοναρχία, στο μοντέλο που είχε τις απαρχές του στη Mεσοποταμία, όπως εξελίχθηκε από τους Πέρσες.
Αυτό το μοντέλο απολυταρχίας απειλούσε τώρα να “καταπιεί” τις Ελληνικές πόλεις, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον της ανθρωπότητας. H Περσική Αυτοκρατορία ήταν προσωπικό δημιούργημα ενός εξαιρετικά προικισμένου ηγέτη, του Κύρου του Μέγα, ο οποίος κατάφερε να ενώσει τους Πέρσες και τους Μήδες και στη συνέχεια, με μία σειρά κεραυνοβόλων κατακτητικών πολέμων (που συνεχίστηκαν από τους επιγόνους του) να προσθέσει στην επικράτειά του όλους τους λαούς από τον Καύκασο έως το Λίβανο και από τη Βακτρία έως τη Λυδία.
Έτσι δημιουργήθηκε μία αχανής Αυτοκρατορία, την οποία κυβερνούσε ο “Μεγάλος Βασιλεύς” (η Ελληνική απόδοση του Shahanshah, που υποδήλωνε τον τίτλο του Πέρση μονάρχη, ήταν “βασιλεύς των βασιλέων”) με τη βοήθεια των Σατραπών, τοπικών διοικητών, οι οποίοι αναλάμβαναν καθήκοντα απόλυτου μονάρχη στη διοικητική περιφέρειά τους, αλλά βρίσκονταν πάντα υπό την αίρεση του επικυρίαρχού τους. Στη σφαίρα επιρροής τους είχαν περιέλθει από νωρίς οι Ελληνικές πόλεις της Ιωνίας, που παλαιότερα ήταν συνδεδεμένες με τη Λυδία του Κροίσου – ουσιαστικά, οι Πέρσες “κληρονόμησαν” τους Έλληνες της Ιωνίας από τον Κροίσο.
ΟΙ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ
Γενικά
Στις αρχές του Φθινοπώρου του 490 π.Χ., στην πεδιάδα του Μαραθώνα, αυτοί που συγκρούστηκαν δεν ήταν απλώς ένα εκστρατευτικό σώμα και οι υπερασπιστές μιας ανεξάρτητης πόλης, αλλά δύο ολόκληροι κόσμοι, δύο διαφορετικοί τρόποι θέασης και ερμηνείας των πραγμάτων. Ο κόσμος των Ελληνικών πόλεων και η Περσική Αυτοκρατορία μετρούσαν ήδη μισό αιώνα επαφών, πολεμικών, διπλωματικών, εμπορικών ή πολιτισμικών.
Ωστόσο, με το Μαραθώνα, ξεκινά μια περίοδος κατά την οποία οι επαφές αυτές θα πάρουν τη μορφή –αρχικά μόνο για τους Έλληνες, στη συνέχεια και για τους Πέρσες– ενός αγώνα επιβίωσης και ανάγκης επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς τους. Οι Περσικοί πόλεμοι, ακόμη και μετά τις κατά καιρούς επίσημες απόπειρες λήξης τους, θα έχουν αφήσει μια υποθήκη ανεξόφλητων λογαριασμών και συνεχών αμοιβαίων παρεμβάσεων που δεν θα σταματήσουν, παρά μόνο με την οριστική πτώση της Αυτοκρατορίας στα χέρια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η Περσική Αυτοκρατορία
Η Αυτοκρατορία των Περσών, με την αστραπιαία εξάπλωσή της και την επί δύο αιώνες πολιτική της κυριαρχία στον κόσμο της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής, συνιστά τομή στον αρχαίο κόσμο. Οι πανάρχαιες ισορροπίες δυνάμεων ανατρέπονται. Τα βασίλεια της Μεσοποταμίας, της Μικράς Ασίας και της Αιγύπτου χάνονται για πάντα. Για πρώτη φορά εμφανίζεται μια κρατική δομή με αξιώσεις ενοποίησης όλου του τότε γνωστού κόσμου.
Το κράτος των Αχαιμενιδών είναι ουσιαστικά η πρώτη πολυεθνική Αυτοκρατορία και μάλιστα η πρώτη που έχει πλήρη συνείδηση αυτής της διάστασής της, με συνέπεια να επεξεργαστεί και την αντίστοιχη νομιμοποιητική ιδεολογία και ρητορική. Η Αυτοκρατορία του Κύρου Β’ του Μεγάλου και των διαδόχων του συνιστά το τέλος της ”Αρχαϊκής” Ανατολής και την απαρχή ενός νέου, πιο διευρυμένου, ενωμένου κόσμου που θα βρει την πλήρη ανάπτυξή του στο κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τον Ελληνιστικό πολιτισμό.
Η Εμφάνιση των Περσών
Η εμφάνιση των Περσών στο προσκήνιο της πολιτικοστρατιωτικής ιστορίας της Εγγύς Ανατολής συναρτάται με τις τύχες όλων των προϋπαρχόντων και σύγχρονών τους κρατών ή φυλών (μετακινήσεις, συμμαχίες, ακμή ή διάλυση). Σύμφωνα με αρχαιολογικά τεκμήρια, γύρω στο 1500 π.Χ., τα Ινδοευρωπαϊκά Ιρανικά φύλα εγκαθίστανται στην οροσειρά του Ζάγρου, του ορεινού άξονα που εκτείνεται από το σημερινό Κουρδιστάν και το βόρειο Ιράν, μέχρι την ανατολική ακτή του Περσικού κόλπου. Πρόκειται για ένα φυσικό τείχος που χωρίζει γεωφυσικά και πολιτιστικά τις εύφορες πεδιάδες της Μεσοποταμίας από τα άνυδρα οροπέδια του Ιράν.
Αυτό το ”τείχος”, καθώς και ό,τι κρύβει πίσω του, θα είναι το πεδίο δράσης Ιρανικών φύλων, όπως οι Μήδοι, οι Πέρσες ή οι Πάρθοι, που σταδιακά θα ”Ιρανοποιήσουν” την περιοχή, ενσωματώνοντας και αρκετά πολιτισμικά στοιχεία των γηγενών πληθυσμών. Την πολιτιστική ποικιλομορφία που προκύπτει από αυτό το ψηφιδωτό λαών, συνοδεύει εκ των πραγμάτων και η πολιτική κατάτμηση. Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες για τα Ιρανικά φύλα προέρχονται από τους ”εχθρούς” τους, τις πολιτιστικά και στρατιωτικά ανεπτυγμένες Αυτοκρατορίες της ”εύφορης ημισελήνου”.
Δεν είναι τίποτε άλλο παρά η καταγραφή εκστρατειών, κυρίως των Ασσυρίων (9ος – τέλη 7ου αιώνα π.Χ.). Στόχος τους είναι τα πολυάριθμα βασίλεια του ισχυρότερου φύλου, των Μήδων, τα οποία και υποτάσσονται. Οι φυλές όμως της νοτιοδυτικής άκρης του Ιρανικού οροπεδίου, μακριά από την περιοχή των μεγάλων στρατηγικών και οικονομικών ενδιαφερόντων των Ασσυρίων, θα επιζήσουν πολιτικά πληρώνοντας φόρο υποτέλειας στην πανίσχυρη Αυτοκρατορία του βορρά. Είναι οι Πέρσες της περιοχής της Φαρς ή Πάρσας (της Περσίδος των Ελλήνων) του ορμητηρίου της κατοπινής εξάπλωσής τους.
Οι Μήδοι
Από το β’ μισό του 7ου αιώνα π.Χ. ο Ασσυριακός έλεγχος στην περιοχή των Μήδων εξασθενεί. Οι χαλαρά συνδεδεμένες Μηδικές φυλές συνασπίζονται σε ομοσπονδία και κατόπιν σε βασίλειο με πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική συνοχή. Η ταχύτατη εδραίωσή του (περίπου 640-600 π.Χ.) συνδέεται με την ανάγκη απόκρουσης και κατανίκησης των Ασσυρίων. Ο προτελευταίος Μήδος βασιλιάς Κυαξάρης (Umakistar, 625-585 π.Χ.), ο πρώτος με τεκμηριωμένη την ιστορική του ταυτότητα, είναι αυτός που θα καταφέρει το οριστικό πλήγμα στην καταρρέουσα Ασσυριακή Αυτοκρατορία.
Το 612 π.Χ., συμμαχώντας με τους Βαβυλωνίους, καταστρέφει την πρωτεύουσα Νινευή και καταλαμβάνει όλη την επικράτεια του εχθρού. Έτσι, στην αυγή του 6ου αι. π.Χ., το βασίλειο των Μήδων κατέχει όλη την περιοχή από τα ανατολικά της καθαυτό Μηδίας, μέχρι τη βόρεια Μεσοποταμία και τη Χαρράν στη βόρεια Συρία, καθώς και το ανατολικό τμήμα της Μικρασιατικής χερσονήσου, με τον Άλυ ποταμό να αποτελεί το δυτικό σύνορο. Πρωτεύουσά του είναι τα οχυρωμένα Εκβάτανα (Hamadan).
Η Δημιουργία της Αυτοκρατορίας (Κύρος και Καμβύσης)
Στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. κάποιες φαινομενικά ασήμαντες εξελίξεις στο οροπέδιο της Φαρς, θα αποτελέσουν την αφετηρία κοσμοϊστορικών αλλαγών σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο. Η άρχουσα οικογένεια της φυλής των Πασαργάδων εδραιώνει σταδιακά την ισχύ της και στις άλλες ημινομαδικές, ποιμενικές, Περσικές φυλές. Ο αρχηγός της, Κύρος Β΄ (Kūrosh) συγκροτεί μια συμμαχία εννέα τέτοιων φυλών και ανακηρύσσεται βασιλιάς το 559 π.Χ.
Αν η ανάδειξη των Μήδων σε ισχυρή δύναμη μέσα σε 40 χρόνια προκαλεί έκπληξη, οι κατακτήσεις του Κύρου και του Καμβύση, που κατέστησαν την Περσία τη μεγαλύτερη Αυτοκρατορία του αρχαίου κόσμου μέσα σε μόλις 25 χρόνια (550-525 π.Χ.), αποτελούν μοναδικό γεγονός. Όταν οι Πέρσες ξεκινούν την εξόρμησή τους, τέσσερα είναι τα κράτη που κυριαρχούν στον κόσμο και μοιράζονται μια εύθραυστη ισορροπία δυνάμεων: το βασίλειο των Μήδων, η Αυτοκρατορία των Βαβυλωνίων, το βασίλειο των Λυδών στη δυτική Μικρά Ασία και η Αίγυπτος. Αυτούς καλούνται να αντιμετωπίσουν οι δύο πρώτοι Πέρσες βασιλείς.
Λίγο μετά την άνοδο του Κύρου στο θρόνο, οι Πέρσες –αν και λιγότεροι αριθμητικά– συγκρούονται με τους Μήδους υπό τον τελευταίο τους βασιλιά, τον Αστυάγη (Ištuwigu), και τους νικούν κατά κράτος το 550 π.Χ. Τα Εκβάτανα καταλαμβάνονται και το βασίλειο ενσωματώνεται στις κτήσεις του Πέρση Μεγάλου Βασιλέα. Έτσι, η “έκρηξη” της περσικής εξάπλωσης θα διοχετευθεί μέσα από το δίαυλο του αδελφού βασιλείου των Μήδων (οι Πέρσες παραλαμβάνουν έτοιμο ένα εδαφικά μεγάλο κράτος, πολιτιστικά και φυλετικά σχεδόν ταυτόσημο με αυτούς, με προϋπάρχουσες δομές και παραδόσεις εξουσίας και κομβική στρατηγική θέση).
Οι δύο Ιρανικοί λαοί θα είναι πλέον τόσο στενά συνδεδεμένοι σε πολιτιστικό και πολιτικό επίπεδο, ώστε να νέμονται από κοινού την Αυτοκρατορία. Οι Μήδοι ευγενείς θα συμμετέχουν σχεδόν ισότιμα με τους Πέρσες στη διοίκησή της. Για παράδειγμα, ο πιο έμπιστος στρατηγός του Κύρου, ο Άρπαγος και ο αρχηγός των περσικών δυνάμεων στο Μαραθώνα, ο Δάτης είναι Μήδοι. Χαρακτηριστικό είναι ότι, και για τους Έλληνες, οι δύο λαοί θα αποτελούν πλέον μια ενότητα.
Τρία χρόνια αργότερα, το 547 π.Χ., ο Κύρος, εκμεταλλευόμενος την προκλητική και απερίσκεπτη πολιτική του βασιλιά των Λυδών, του Κροίσου, θα εκστρατεύσει εναντίον του, καταλαμβάνοντας αιφνιδιαστικά την πρωτεύουσά του, τις Σάρδεις. Η αιχμαλωσία του Λυδού ηγεμόνα, θα σημάνει και την υπαγωγή του βασιλείου του στην Περσική επικράτεια. Οι υποτελείς στον Κροίσο Αιολικές και Ιωνικές πόλεις τιμωρούνται για την άρνησή τους να βοηθήσουν τους Πέρσες με την ολοκληρωτική ένταξή τους στην αναδυόμενη αυτοκρατορία. Η κατάκτηση των Λυδών σηματοδοτεί την έναρξη των επαφών μεταξύ Περσών και Ελλήνων σε μεγάλη κλίμακα.
Οι Πέρσες μέσω του εξελληνισμένου βασιλείου της Λυδίας και των Ελληνικών πόλεων των παραλίων, εξοικειώνονται με τον Ελληνικό υλικό πολιτισμό και τους τρόπους πολιτικής οργάνωσης. Οι χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις των Ελληνικών πόλεων θα συντρέχουν υποχρεωτικά την Αυτοκρατορία στις μελλοντικές εκστρατείες της. Ίωνες γλύπτες και λιθοξόοι θα εργαστούν για τη διακόσμηση των ανακτόρων της Αυτοκρατορίας.
Οι Περσικές αυλές στις Σάρδεις και τα Σούσα θα γίνουν το καταφύγιο κάθε ηττημένου ή δυσαρεστημένου ισχυρού Έλληνα πολιτικού ή τυράννου (Ιππίας, Δημάρατος, Θεμιστοκλής κ.ά.). Πολλοί από αυτούς, όπως έχει ήδη γίνει με σημαίνοντες Μήδους ή Λυδούς, και ανάλογα με τις συγκυρίες ή την αποφασιστικότητά τους, θα αναδειχθούν σε έμπιστους συμβούλους του Μεγάλου Βασιλέως. Τέλος, οι Βασιλείς των Περσών θα μάθουν για πρώτη φορά και για την ύπαρξη των «Ελλήνων πέρα από τη θάλασσα».
Μια γνώση που προς το παρόν συνοδεύεται μοναχά από υπεροπτική και ειρωνική αδιαφορία ‒όπως η αντίδραση του Κύρου στο Σπαρτιατικό απειλητικό “τελεσίγραφο”: «Ποίοι είναι αυτοί οι Σπαρτιάτες;». Παρά την έλλειψη σαφών ιστορικών τεκμηρίων, δεν θα ήταν άστοχο να υποστηριχθεί ότι το διάστημα 546-540 π.Χ. αφιερώθηκε από τον Κύρο στην κατάκτηση των λαών που ζούσαν στα ανατολικά της Μηδίας και της Περσίας. Η Αρία, η Αραχωσία, η Βακτριανή, η Σογδιανή (περίπου το σημερινό Αφγανιστάν) περιήλθαν στην Αυτοκρατορία.
Το ανατολικό της όριο έφτασε στη Γανδαρίδα, κοντά στον άνω ρου του Ινδού ποταμού. Μετά το τέλος αυτών των εκστρατειών, έχει απομείνει, περικυκλωμένος, ο τελευταίος και ισχυρότερος αντίπαλος για τον Κύρο, το Νεοβαβυλωνιακό βασίλειο. Ο Πέρσης βασιλιάς, εκμεταλλευόμενος –και υποδαυλίζοντας– την εσωτερική πολιτική και θρησκευτική δυσαρέσκεια των γηγενών Βαβυλωνίων προς την άρχουσα δυναστεία των Χαλδαίων, θα συντρίψει το Βαβυλωνιακό στράτευμα το 539 π.Χ.
Ο ιδρυτής της Αυτοκρατορίας θα σκοτωθεί άδοξα το 530 π.Χ. πολεμώντας με κάποια από τις νομαδικές φυλές της βορειοανατολικής μεθορίου. Εκτός όμως από κατακτητής, υπήρξε και ένας προικισμένος διοικητής. Όπως απέδειξε η κατάκτηση της Βαβυλώνας, στρατιωτική ευφυΐα και πολιτική διορατικότητα συνυπήρχαν στο πρόσωπό του. Παράλληλα με τις κατακτήσεις του, μερίμνησε και για την οργάνωση της Αυτοκρατορίας σε όλα τα επίπεδα του δημόσιου βίου: τη διοίκηση, τη νομοθεσία, το φορολογικό σύστημα, τη στρατιωτική δομή.
Ακόμα σημαντικότερη είναι η επιείκεια και η διάθεση συνεργασίας που επιφυλάσσει για τους κατακτημένους. Ο αρχαίος κόσμος είχε πλήρη συνείδηση αυτής της πραγματικότητας. Έτσι, ο Κύρος θα συνοδεύεται στο εξής από το προσωνύμιο “Μέγας” και θα αναδειχθεί σε μυθικό σχεδόν πρότυπο του αριστοκρατικού ιδεώδους της δύναμης, της ευγένειας και της ειλικρίνειας. Οι δύο αυτές πολιτικές ”χειρονομίες” (οργάνωση και ανοχή) του Κύρου θα γίνουν υποθήκη για τους διαδόχους του και θα σφραγίσουν το χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας, στην ώριμη μορφή που αυτός θα πάρει κατά τη βασιλεία του Δαρείου.
Στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, ο πρώτος Μέγας Βασιλεύς φρόντισε να προικίσει το λαό του και με μια σταθερή και αντάξια της ισχύος του πρωτεύουσα, τους Πασαργάδες. Εκεί, μέσα σε έναν περίκλειστο, αρδευόμενο κήπο –τον τόσο προσφιλή στους Πέρσες ”παράδεισο”– τα ανάκτορα συνέχισαν να φιλοξενούν όλες τις τελετές των στέψεων των κατοπινών Μεγάλων Βασιλέων, παρόλο που η Αυλή είχε ήδη μετακινηθεί σε άλλες πρωτεύουσες: μια διαρκής αναγνώριση των οφειλών της δυναστείας απέναντι στον ”Πατέρα” της.
Τέλος, στην πεδιάδα κοντά στην αρχαία πρωτεύουσα, στέκεται απομονωμένος και λιτός ο τάφος του πρώτου Μεγάλου Βασιλέα. Αυτόν τον τάφο θα επισκεφθεί δύο αιώνες αργότερα ο Μέγας Αλέξανδρος σε ένα ”προσκύνημα” συμβολικής σύνδεσης και σύγκρισης των δύο μεγάλων στρατηλατών –κυρίων της Ασίας. Ο γιος του Κύρου, Καμβύσης (Kambūjiya 530-522 π.Χ.), ολοκληρώνει την επεκτατική πολιτική και συνεχίζει τη συνετή διοίκηση του πατέρα του. Το 526 π.Χ. στρέφεται εναντίον του τελευταίου ισχυρού βασιλείου, της Αιγύπτου.
Ο Φαραώ Ψαμμήτιχος Γ΄ (Psamtik) θα ηττηθεί και στις αρχές του επόμενου έτους η πρωτεύουσά του Μέμφις θα αλωθεί. Ο Καμβύσης προωθεί την Περσική κυριαρχία στη Λιβύη και την Κυρηναϊκή, με τις εκεί Ελληνικές αποικίες να δηλώνουν υποταγή. Παράλληλα, με την κατάληψη της βόρειας Νουβίας, διασφαλίζει και το νότιο σύνορο της επικράτειάς του. Ο δεύτερος Μέγας Βασιλεύς θα πεθάνει αιφνίδια, καθώς επέστρεφε στην Περσία το 522 π.Χ.
Η Παγίωση της Αυτοκρατορίας (Δαρείος)
Όταν ο Δαρείος (Dârayavahush, 522-486 π.Χ.) ανέρχεται στο θρόνο, απέχει ελάχιστα από τη θέση του σφετεριστή. Είναι απλώς ένας υψηλός στρατιωτικός αξιωματούχος, μακρινός συγγενής του Κύρου. Αναμφίβολα, οι συνθήκες κατάληψης της εξουσίας είναι σκοτεινές. Το μόνο ασφαλές συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τις διαδόσεις και τους θρύλους είναι πως, με τη σύγχυση που είχε προκύψει από το θάνατο του Καμβύση, ο Δαρείος άρπαξε το θρόνο παραμερίζοντας κάθε νόμιμο ή μη διεκδικητή.
Όχι τυχαία, στα μεταγενέστερα χρόνια, ο Πέρσης μονάρχης φρόντισε να θωρακίσει την ύποπτη Αυτοκρατορική κληρονομιά του: μέσω της περίφημης λαξευτής επιγραφής των Βαγιστάνων (Behistun) –του επίσημου κειμένου παρουσίασης των πεπραγμένων του– ο Δαρείος γνωστοποίησε τη δική του εκδοχή των γεγονότων της κατάληψης του θρόνου και ταυτόχρονα προέβαλε –ίσως μάλιστα επινόησε– το μυθικό γενάρχη Αχαιμένη (Haxāmaniš), προεκτείνοντας έτσι στο παρελθόν την αίγλη του βασιλικού τίτλου, και συνδεόμενος άμεσα με τον Κύρο.
Από τώρα και στο εξής, η δυναστεία των ”Αχαιμενιδών” θα χρησιμοποιεί αυτό ακριβώς το όνομα. Επιπλέον, αντίγραφα της επιγραφής, μεταφρασμένα στις τοπικές γλώσσες και με παραλλαγμένο κατά τις συνθήκες το περιεχόμενό της, θα εκτεθούν σε πολλά σημεία της Αυτοκρατορίας. Η ανάγκη του Δαρείου για νομιμοποίηση δεν είναι αβάσιμη. Το 521 π.Χ., ένα κύμα στάσεων είχε ξεσπάσει ως συνέπεια του αρχικού κενού εξουσίας και της αδύναμης ακόμα θέσης του νέου ηγεμόνα.
Οι εξεγέρσεις ήταν πολλαπλές, διαδοχικές ή και ταυτόχρονες και κάλυψαν σχεδόν όλη την επικράτεια (Βαβυλώνα, Μηδία, Αρμενία, Ελάμ, Ασσυρία, Αίγυπτος, Παρθία, Υρκανία), ακόμα και την ίδια την Περσία. Όμως, ο νέος Μέγας Βασιλεύς, εκτός από τη δυνατότητα επίκλησης της ”Αχαιμενικής” καταγωγής του, έχει και την υποστήριξη του κύριου όγκου του τακτικού στρατού καθώς και της ανώτερης Περσικής αριστοκρατίας. Έτσι, θα αντεπιτεθεί και, μέσα σε ένα χρόνο, θα περικυκλώσει, θα απομονώσει και, στο τέλος, θα τιμωρήσει παραδειγματικά και απάνθρωπα τους στασιαστές.
Οι λόγοι της επιτυχίας δεν θα πρέπει να αναζητηθούν μόνο στις αρετές του Δαρείου και του στρατού του, αλλά και στην ίδια τη φύση των εξεγέρσεων. Ως επί το πλείστον, δεν ήταν ”εθνικές”, ήταν προσωποπαγείς, οργανωμένες από κάποιον ευγενή που διεκδικούσε τον παλαιό –προ της Περσικής κατάκτησης– τοπικό θρόνο. Η επιτυχία του Δαρείου έχει τεράστια σημασία για τον κόσμο της Ανατολής. Ο νέος ηγεμόνας δεν λύνει απλώς το πρόβλημα του ποιος θα είναι ο νέος Μέγας Βασιλεύς ή του τι μορφή θα έχει η Αυτοκρατορία, αλλά απαντά στο ερώτημα για το αν θα υπάρχει αυτή η ίδια η Αυτοκρατορία.
Ουσιαστικά είναι ο δημιουργός ενός καινούριου κράτους. Εδαφικά, ξανακερδίζει όλη την επικράτεια. Θεσμικά, παραλαμβάνει τη διοικητική και οικονομική κληρονομιά του Κύρου, την εμπλουτίζει και της δίνει τη σταθερότητα που θα τη χαρακτηρίζει στα κατοπινά χρόνια. Εκεί, όμως που η βασιλεία του Δαρείου συνιστά αληθινή τομή σε σχέση με το παρελθόν, είναι η ιδεολογία, η νέα ταυτότητα της Αυτοκρατορίας. Τώρα πλέον, οι λαοί και οι κοινωνικές τάξεις που απαρτίζουν το κράτος θα έχουν σχέση πίστης και υποταγής απευθείας στο Θρόνο.
Ο Μέγας Βασιλεύς θα είναι ο μονάρχης ολόκληρης της Αυτοκρατορίας, και όχι πια ο εθνικός βασιλιάς των Περσών που κυριαρχούν σε ένα άθροισμα κατακτημένων περιοχών. Πράγματι, με αυτή την υπέρβαση, ο Δαρείος θα δημιουργήσει την πρώτη πραγματική πολυεθνική Αυτοκρατορία. Όπως κάθε Μέγας Βασιλεύς ήταν προορισμένος να κάνει, ο Δαρείος επεκτείνει την επικράτειά του με νέες κατακτήσεις στα απώτατα όρια του γνωστού του κόσμου. Πριν από το 513 π.Χ., το βορειοανατολικό τμήμα της Ινδίας (μέχρι το Παντζάμπ και τις όχθες του Ινδού ποταμού) προστίθεται στην Αυτοκρατορία, αποτελώντας έκτοτε τη μεγαλύτερη πηγή σταθερών εσόδων για την τελευταία.
Κυρίως όμως, ήταν το δυτικό σύνορο που κέρδισε το μακροπρόθεσμο ενδιαφέρον του Πέρση βασιλιά. Το 517 π.Χ., τα μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου κατακτώνται (Σάμος) ή υποτάσσονται ειρηνικά (Λέσβος, Χίος). Το 513 π.Χ. ο ίδιος ο Μέγας Βασιλεύς ηγείται μιας νέας φιλόδοξης εκστρατείας. Οι Πέρσες πατούν στην Ευρώπη και προελαύνουν μέχρι το Δούναβη, κατακτώντας τις Θρακικές φυλές. Όμως, η πέραν του ποταμού προώθηση για την υποταγή των Σκυθών στις στέπες της νότιας Ρωσίας θα καταλήξει σε ήττα και αναδίπλωση στο ποτάμιο σύνορο.
Στα χρόνια που ακολουθούν, οι στρατηγοί του Δαρείου θα ολοκληρώσουν τον έλεγχο στη Θράκη, θα εξασφαλίσουν την υποταγή του βασιλιά των Μακεδόνων, Αμύντα Α΄, και τέλος θα καταλάβουν όλες τις σημαντικές Ελληνικές πόλεις στο βόρειο Αιγαίο και τον Ελλήσποντο, διαμορφώνοντας το προγεφύρωμα της Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη και θέτοντας τις μητροπόλεις της κεντρικής και τις νότιας Ελλάδας σε ασφυκτικό διπλωματικό και πολιτικό κλοιό. Η εύθραυστη, γεμάτη ένταση και αναμονή, ειρήνη θα διακοπεί με το ξέσπασμα της Ιωνικής επανάστασης (499-494 π.Χ.).
Η ανάγκη εξουδετέρωσης της δυνατότητας των πόλεων της κυρίως Ελλάδας να παρεμβαίνουν στην Περσική κυριαρχία στην Ιωνία, καθώς και της παραδειγματικής τιμωρίας των κύριων υποστηρικτών της επανάστασης, δηλαδή της Ερέτριας και της Αθήνας, θα οδηγήσει στην πρώτη φάση της τεράστιας σύγκρουσης των Περσών με τον Ελληνικό κόσμο, που θα μείνει γνωστή ως Περσικοί πόλεμοι. Η πρώτη, από βορρά, αμφίβια επιχείρηση υπό το Μαρδόνιο, το 492 π.Χ., θα τερματιστεί πρόωρα, με μόνο κέρδος την εδραίωση της Περσικής κυριαρχίας στην περιοχή.
Η δεύτερη, αιφνιδιαστική –διά μέσου των Κυκλάδων– εκστρατεία θα τελειώσει άδοξα στην πεδιάδα του Μαραθώνα, στην πρώτη μεγάλη κατά μέτωπο σύγκρουση των δύο κόσμων. Ο Δαρείος δεν θα προλάβει να εκδικηθεί. Θα πεθάνει το 486 π.Χ. Όπως ακριβώς κατά τη βασιλεία του ο Δαρείος φρόντιζε να γνωστοποιεί και να επιβάλλει στους υπηκόους του τη δική του ερμηνεία του κόσμου και της Αυτοκρατορίας, έτσι και μετά θάνατον συνέχισε να τους απευθύνεται διαιωνίζοντας το Περσικό κοσμοείδωλο. Ο μεγάλος λαξευτός του τάφος στους βράχους του Νακς-ι Ρουστέμ (Naqsh-i Rustam) υπηρετεί την πολιτική του ενοίκου του.
Θα γίνει το πρότυπο και για άλλους τέσσερις Μεγάλους Βασιλείς που θα επιλέξουν τους ίδιους βράχους για να αναπαυθούν και να απευθυνθούν στις επερχόμενες γενιές των Περσών και των υπόδουλων λαών. Ο διάλογος του Δαρείου με τον Κύρο συνεχίζεται σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα. Εάν ο ”Πατέρας” των Περσών τούς προσέφερε μια πρωτεύουσα, τους Πασαργάδες, ο νέος θεμελιωτής του κράτους έπρεπε να πλειοδοτήσει. Και το πραγματοποιεί με τον πλέον εμφατικό τρόπο ιδρύοντας την Περσέπολη (Parsa), το μεγαλοπρεπέστερο μάρτυρα της Αυτοκρατορικής του ισχύος.
Η ίδια η πόλη δεν σώζεται. Μόνο τα ανάκτορα επάνω στη γιγάντια, εν μέρει τεχνητή, εξέδρα διατηρούνται. Είναι όμως αρκετά για να πιστοποιήσουν τη δύναμη των Μεγάλων Βασιλέων. Ο χώρος τους θα αποτελέσει πεδίο άμιλλας μεταξύ των διαδόχων του Δαρείου, καθώς θα προσθέτουν συνεχώς νέα, όλο και πιο μεγαλοπρεπή κτίσματα στην προσπάθεια του καθενός να αφήσει τη σφραγίδα του στην ιστορία της αυτοκρατορίας. Η Περσέπολη λειτουργεί ως ιστορικό τεκμήριο σε δύο επίπεδα.
Στην ανώτατη κλίμακα, τα περίφημα ανάγλυφα των ανακτόρων με τις παραστάσεις των Μεγάλων Βασιλέων, των αυλικών, των Περσών και Μήδων ευγενών, του στρατού και των αντιπροσωπειών των υπόδουλων λαών, εκφράζουν την επίσημη ιδεολογία των Περσών σχετικά με την Αυτοκρατορία τους και την αντίληψή τους για την ιδανική κοινωνία. Αντίστοιχα, οι ποικίλες επιγραφές που έχουν εντοπιστεί σε πολλά σημεία των κτηρίων και των τειχών του συγκροτήματος καλύπτουν τομείς της οικοδομικής, διοικητικής ή οικονομικής δραστηριότητας και προσφέρουν μια εναργή και ασφαλή εικόνα της καθημερινής ζωής της πόλης και κατ’ επέκταση, της ίδιας της Αυτοκρατορίας.
Αυτοκρατορική Ιδεολογία
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Δαρείου, η Αυτοκρατορία παγιώνει τη μορφή της και αποκτά την οριστική της ταυτότητα. Οι περισσότεροι θεσμοί που είχε ιδρύσει ο Κύρος, με το Δαρείο τελειοποιούνται και τίθενται σε λειτουργία. Αυτό όμως που χαρακτηρίζει και διαφοροποιεί την Αυτοκρατορία από οτιδήποτε προγενέστερο, είναι η ιδεολογία της, ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της αλλά και ο τρόπος με τον οποίο απευθύνεται ή συστήνεται στους υπόδουλούς της λαούς. Όπως στο επίπεδο των θεσμών, έτσι και σε αυτό των ιδεών, η σπορά έχει γίνει από τον Κύρο και ο θερισμός από το Δαρείο.
Όλα τα ισχυρά κράτη με Αυτοκρατορικές αξιώσεις που αναδύθηκαν στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή, και ιδίως στο χώρο της ”εύφορης ημισελήνου”, πριν από την εξάπλωση των Περσών, είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: είχαν επιβληθεί στους γείτονές τους με τη βία, και συνέχισαν να μεταχειρίζονται τη βία ή την απειλή της για να κυβερνήσουν. Ολόκληρη η εξουσιαστική τους ιδεολογία πηγάζει από την επιδεικνυόμενη δυνατότητά τους να νικούν και να σκοτώνουν.
Παρόλο που πρόκειται για κράτη που έχουν εδαφική έκταση πολύ μικρότερη από αυτήν της Περσικής αΑτοκρατορίας και κυβερνούν λαούς με μεγαλύτερη ομοιογένεια, η μόνη νομιμοποίηση της κυριαρχίας τους, καθώς και το μόνο συνεκτικό τους στοιχείο βρισκόταν στη διαρκή υπενθύμιση στους υπόδουλους των στρατιωτικών τους ηττών. Οι νικητές βασιλείς της Ασσυρίας ή της Βαβυλώνας στις επιγραφές που χαράσσουν, διαιωνίζουν –συχνά με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες– τις στρατιωτικές τους επιτυχίες.
Αντίστοιχα, στην άσκηση της πολιτικής τους, η καταστολή, η σφαγή των αιχμαλώτων και οι μαζικές αιχμαλωσίες και μετακινήσεις ολόκληρων λαών, αποτελούν δοκιμασμένες πρακτικές, όπως φαίνεται στην περίπτωση της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας των Ιουδαίων (587-538 π.Χ.). Οι Πέρσες καινοτομούν επιλέγοντας την εντελώς αντίθετη προσέγγιση. Για πρώτη φορά οι ηγέτες του κυρίαρχου λαού μιας πολυεθνικής Αυτοκρατορίας προβάλλουν ως νομιμοποιητικές της εξουσίας τους την εμπέδωση της ειρήνης, της χρηστής διακυβέρνησης και της ευνομίας, τη συνδυασμένη προβολή της δύναμης και της ανεκτικότητας.
Αυτό βέβαια δεν προέρχεται μόνο από μια καθαρή ιδεολογική επιλογή, αλλά είναι αποτέλεσμα και της στάθμισης ρεαλιστικών αναγκών. Η Αυτοκρατορία δεν θα μπορούσε ποτέ να εξαρτά την όποια συνοχή της μόνο από τη διαρκή απειλή των όπλων και από ένα ατελείωτο κυνηγητό επαναστατών: οι λαοί έπρεπε να ”πεισθούν” να παραμείνουν κατακτημένοι. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι Πέρσες δεν προέβαιναν σε πράξεις σκληρότητας. Υπάρχουν περιπτώσεις υποχρεωτικής μετακίνησης πληθυσμών, όπως αυτές των Παιόνων, των Μιλησίων μετά την καταστολή της Ιωνικής επανάστασης ή των Ερετριέων στο πλαίσιο της εκστρατείας-τιμωρίας αυτών και των Αθηναίων το 490 π.Χ.
Αντίστοιχα, και μεμονωμένα άτομα, όταν αποτυγχάνουν στο παιχνίδι της εξουσίας, βρίσκουν το θάνατο ύστερα από σκληρά βασανιστήρια. Ωστόσο, οι παραπάνω συμπεριφορές είναι συγκριτικά λίγες σε σχέση με την ιστορία και την έκταση της Αυτοκρατορίας, και αφορούν κυρίως περιπτώσεις εκδίκησης για εκδηλώσεις αμφισβήτησης της εξουσίας. Κατά κανόνα, δεν είναι μέθοδοι που συνοδεύουν μια κατάκτηση. Ανεξάρτητα όμως από το ερώτημα του κατά πόσο η Περσική εξουσία ήταν όντως καταπιεστική, αυτό που έχει σημασία είναι το τι επιλέγει να προβάλει και τι να υπενθυμίσει στους κατακτημένους.
Έτσι, η νέα ρητορική της ειρήνης, της ευνομίας και της συναίνεσης μαζί με την άμεση εξάρτηση του κάθε λαού κατευθείαν από το Θρόνο, θα αποτελέσουν την ιδεολογική επωδό των περισσότερων από τις μεταγενέστερες πολυεθνικές Αυτοκρατορίες που θα κυριαρχήσουν στον κόσμο. Αυτός ο τρόπος ανάγνωσης της κυριαρχίας από τη μεριά των Περσών, ερμηνεύει την επιτυχία τους στις κατακτήσεις αλλά και στη διοίκηση του τεράστιου κράτους τους. Οι Μεγάλοι Βασιλείς φροντίζουν να επιτίθενται στους κύριους αντιπάλους τους, όταν η εξουσία των τελευταίων ήδη αμφισβητείται από τους λαούς τους.
Μετά την κατάκτηση, ο ρόλος που καλούνται να υποδυθούν οι νέοι κύριοι είναι απλός. Πρέπει να σεβαστούν και να υιοθετήσουν τους τοπικούς πολιούχους θεούς-προστάτες και, κατά συνέπεια, να αυτοπαρουσιαστούν σαν οι συνεχιστές και ανανεωτές των προγενέστερων δυναστειών, των οποίων ο ηττημένος τελευταίος εκπρόσωπος δεν ήταν παρά μια παρέκβαση. Δεν εμφανίζονται ως Πέρσες εισβολείς, αλλά σαν νόμιμοι βασιλείς και ελευθερωτές. Έτσι, ο Κύρος ”σώζει” τους Βαβυλωνίους από την ξένη και ”ιερόσυλη” Χαλδαϊκή δυναστεία και αποκαθιστά τη λατρεία του πολιούχου Μπελ-Μαρντούκ.
Αντίστοιχα, για τους Εβραίους, με το να τους απελευθερώσει και να τους επιτρέψει την ανοικοδόμηση του Ναού του Σολομώντα, ο Πέρσης βασιλιάς γίνεται ο εκλεκτός του δικού τους εθνικού θεού. «Οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τῷ χριστῷ μου Κύρῳ, οὗ ἐκράτησα τῆς δεξιᾶς ἐπακοῦσαι ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἔθνη» («Έτσι ο Κύριος λέει στον χρισμένο του, τον Κύρο, του οποίου τη δεξιά χείρα εκράτησα διά να υποτάξω τα έθνη έμπροσθεν αυτού»). Και οι μεταμορφώσεις των Περσών βασιλέων συνεχίζονται, ενώπιον κάθε αρχαίου λαού, χωριστά.
Για τους Αιγυπτίους, ο Καμβύσης θα είναι ο νέος νόμιμος Φαραώ, υπό το όνομα Remesuti («ο γιος του θεού Ρα»), ενώ για τους Έλληνες της Ιωνίας, ο Δαρείος επιφυλάσσει μια σχέση αλληλοσεβασμού με τον πατρώο θεό τους, Απόλλωνα, και το εκεί ιερατείο του (επιστολή Δαρείου στο σατράπη Γαδάτα). Άλλη μέθοδος στρατιωτικής επιτυχίας ή διατήρησης της ειρήνης είναι ο προσεταιρισμός των τοπικών ελίτ ως συνεργατών. Ο στρατηγός του Κύρου που μπαίνει πρώτος στη Βαβυλώνα είναι ο Βαβυλώνιος αποστάτης Γωβρύας (Ugbaru).
Ο ηττημένος Κροίσος θα γίνει σύμβουλος του Πέρση βασιλιά, ενώ σε έναν άλλο Λυδό, τον Πακτύη, θα ανατεθεί η φύλαξη του θησαυρού του. Στην Αίγυπτο, ο διοικητής των μισθοφόρων του Φαραώ, ο Φάνης από την Αλικαρνασσό και ο Αιγύπτιος ναύαρχος Uzahor-resenet λιποτακτούν και συνεργάζονται με τον Καμβύση. Αντίστοιχα, προοπτικές συνεργασίας ή συνειδητής υποταγής είχαν αρχίσει να περιβάλλουν από την πρώτη στιγμή και τις επαφές της Αυτοκρατορίας με τον Ελληνικό κόσμο.
Λαοί και Σατραπείες
Όλοι αυτοί οι υποταγμένοι λαοί τους οποίους η βασιλική ιδεολογία καταβάλλει τόση φροντίδα να κρατά δεμένους με το Θρόνο, αποτελούν την ουσία της Αυτοκρατορίας. Η μοίρα του ενός είναι δεμένη με του άλλου και του καθενός χωριστά, άμεσα με το Μέγα Βασιλέα. Οι «λαοί» (dabyāva) είναι η βασική και επίσημη συστατική μονάδα του κράτους, και ως τέτοιοι καταγράφονται με σπουδή στις αυτοκρατορικές επιγραφές των Αχαιμενιδών.
Από τους πλέον μακρινούς στα ανατολικά, τους Ινδούς (Hiduya) και τους Σόγδιους (Sugda), μέχρι τους «Έλληνες που ζουν παρά τη θάλασσα» (Yaunâ takabara) και τους Θράκες (Skudra) στα δυτικά, και από τους Αρμένιους (Arminiya) στο βορρά, μέχρι τους Νούβιους (Kushiya) στο νότιο σύνορο της Αφρικής, όλοι συμμετέχουν στη λειτουργία της Αυτοκρατορίας. Φυσικά, η προνομιούχος κορυφή αυτού του πολυεθνικού οικοδομήματος ανήκει στους λαούς του μητροπολιτικού πυρήνα, τους Πέρσες (Parsa), τους Μήδους (Mâda) και τους μη Ιρανούς, αλλά άμεσους συνεργάτες τους, τους Ελαμίτες (Uvjiya, από την περιοχή των Σούσων).
Οι υποταγμένοι οφείλουν να πληρώνουν φόρους, να συμμετέχουν στις ένοπλες δυνάμεις και να υπακούουν στην κεντρική και τις περιφερειακές διοικήσεις. Παράλληλα, εμφανίζονται και λαοί, οι οποίοι, ενώ προσφέρουν δώρα, δηλαδή φόρο υποτέλειας, και συμμετέχουν στο στρατό, δεν θεωρούνται κατεκτημένοι, όπως για παράδειγμα οι διάφορες Αραβικές φυλές (Arabaya). Τη διοικητική έκφανση του συστήματος των υποταγμένων λαών, συνιστούν οι Σατραπείες. Είχαν ήδη δημιουργηθεί από τον Κύρο, αλλά αποκρυσταλλώνονται και λειτουργούν επί Δαρείου.
Οι σατραπείες είναι 20 συνολικά. Είναι προφανές ότι δεν αντιστοιχούν σε κάθε ένα λαό. Η δομή τους είναι χαλαρή και τα γεωγραφικά τους όρια συχνά ασαφή ή και αυθαίρετα. Επικεφαλής κάθε τέτοιας διοικητικής περιφέρειας είναι ο σατράπης (xšaçapāvan, προστάτης του βασιλείου). Διορίζεται, με θητεία απροσδιόριστης χρονικής διάρκειας, και παύεται πάντοτε κατά τη βούληση του Μεγάλου Βασιλέως. Στην ουσία αποτελεί τον πολιτικό και στρατιωτικό αρχηγό της περιοχής ευθύνης του –μόνο οι φρουρές μερικών από τα σημαντικότερα οχυρά της επικράτειας έχουν χωριστούς διοικητές, που απευθύνονται άμεσα στο βασιλιά.
Συνεπικουρούμενος από την επαρχιακή αυλή του, λαμβάνει όλες τις αποφάσεις δημοσιονομικού χαρακτήρα, ενώ συχνά, όντας ο ίδιος μέλος της ανώτερης αριστοκρατικής τάξης των Περσών, χρησιμοποιεί και την προσωπική του περιουσία για την κάλυψη των ποικίλων δαπανών της σατραπείας. Ωστόσο, η εικόνα μιας αποκεντρωμένης διοίκησης που λειτουργεί μέσω ενός δικτύου σατραπειών, είναι απατηλή: η Αυτοκρατορία παραμένει ένα ακραία συγκεντρωτικό κράτος, με επίκεντρό του το Μέγα Βασιλέα και τις υπηρεσίες της Αυλής του.
Η απόλυτη εξάρτηση των σατραπών από την Αυτοκρατορική Αυλή καταδεικνύεται από τη συνεχή αμφίδρομη κίνηση ελεγκτικών οργάνων μεταξύ μονάρχη και σατραπών: ο Μέγας Βασιλεύς στέλνει κάθε είδους και βαθμού επιθεωρητές (οι γραφείς, τα μάτια και τα αυτιά του Βασιλιά) στους Σατράπες, και αυτοί, με τη σειρά τους, ενημερώνουν (με αγγελιαφόρους όπως οι εκλεκτοί οδηγοί και οι γρήγοροι μεταφορείς) και παραπέμπουν σε αυτόν, με ταχύτητα, την επίλυση σχεδόν όλων των θεμάτων –ακόμα και των φαινομενικά ασήμαντων.
Ο σφιχτός εναγκαλισμός των Σατραπών από την κεντρική εξουσία, ανατρέπεται μόνο σε περιπτώσεις εξασθένισης της τελευταίας. Οι Σατράπες κυρίως των απομακρυσμένων περιφερειών, όπως για παράδειγμα του Δασκύλειου ή των Σάρδεων, στη δύση, συχνά αυτονομούνται, ακολουθούν τη δική τους καιροσκοπική πολιτική, υπονομεύουν ο ένας τον άλλο, και τείνουν να μετατρέψουν το αξίωμά τους σε κληρονομικό. Τέλος, ένας Σατράπης, όποτε κρίνει ότι η συγκυρία τον ευνοεί, δεν διστάζει να επαναστατήσει. Ωστόσο, υπό κανονικές συνθήκες διακυβέρνησης, όπως στην υπό εξέταση περίοδο, οι σατράπες παραμένουν υπάκουες προεκτάσεις του Μεγάλου Βασιλέα.
Στρατός
Η πιο επιβλητική εκδήλωση της ισχύος της Αυτοκρατορίας είναι φυσικά ο στρατός. Αποτελεί συνδυασμό μόνιμων, επαγγελματικών δυνάμεων και εφέδρων. Ο έμπιστος και αξιόμαχος πυρήνας του γιγάντιου στρατού επανδρώνεται από τους ίδιους τους Πέρσες και τους άμεσους συνοδοιπόρους τους, τους Μήδους και τους Ελαμίτες. Από αυτούς συγκροτούνται τα επίλεκτα σώματα των 10.000 αθανάτων πεζών και των 10.000 ιππέων. Επικεφαλής των ”αθανάτων” είναι οι 1.000 συγγενείς, η σωματοφυλακή του Μεγάλου Βασιλέως με διοικητή το χιλίαρχο (hazārapatiš).
Οι επίλεκτοι στρατιώτες πολεμούν με δόρυ και τόξο, ενώ προστατεύονται από ασπίδα από ξύλο λυγαριάς ή δέρμα. Η προστασία του σώματος περιορίζεται σε ελαφρά υλικά ή σπανιότερα σε φολιδωτούς μεταλλικούς θώρακες. Μάρτυρα της πολυτελούς και εσκεμμένα μεγαλοπρεπούς εμφάνισης των ”αθανάτων” αποτελεί η περίφημη Ζωφόρος των Τοξοτών από το ανάκτορο των Σούσων (σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου). Ο μόνιμος στρατός συμπληρώνεται από τις Περσικές μονάδες που εδρεύουν στις σατραπείες και τις αντίστοιχες που επανδρώνουν τα μεγάλα οχυρά.
Τέλος, αποστολές φρούρησης ανατίθενται και σε μόνιμα σώματα μισθοφόρων με συγκεκριμένη εθνική προέλευση, όπως, για παράδειγμα, των Εβραίων. Ο στρατός συμπλήρωνε το περιβόητο μέγεθός του με την έκτακτη προσθήκη εφεδρικών σωμάτων. Αυτά καλούνται στα όπλα στο πλαίσιο συγκεκριμένων εκστρατειών. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της εκστρατείας του Ξέρξη εναντίον των Ελληνικών πόλεων το 480-479 π.Χ. Η περιγραφή του Ηροδότου είναι ενδεικτική της ποικιλίας και των αριθμών των στρατιωτών που οι Μεγάλοι Βασιλείς είχαν στη διάθεσή τους.
Η επάνδρωση αυτών των έκτακτων σωμάτων αποτελεί μία από τις βασικότερες υποχρεώσεις κάθε υπόδουλου λαού απέναντι στην αυτοκρατορία. Είναι οπλισμένοι και μάχονται με το δικό τους, χωριστό, πατροπαράδοτο τρόπο, αλλά διοικούνται από Πέρσες αξιωματικούς. Ωστόσο, λόγω αυτού του τρόπου σύνθεσης, ο στρατός τείνει να γίνει μια ετερόκλητη και ανομοιόμορφη μάζα. Ο άνισος εξοπλισμός, οι διαφορετικοί τρόποι πολέμου και εκπαίδευσης, οι διαφορετικές γλώσσες (μεταξύ διοικητών και στρατιωτών), δημιουργούν ένα στρατό αναποτελεσματικό, χωρίς αυτοματισμούς και δυνατότητα ελιγμών, με αμφίβολη αφοσίωση και προβληματική επιμελητεία.
Όχι τυχαία, ακριβώς στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Δαρείου, η Αυτοκρατορία θα φτάσει στα όρια της εδαφικής της επέκτασης. Ανάλογη δομή συναντάται και στις ναυτικές δυνάμεις. Ο σταθερός κορμός του στόλου (περίπου 600 πλοία) απαρτίζεται από Φοινικικές, Αιγυπτιακές και Κυπριακές μονάδες. Σε περιπτώσεις εκστρατειών ο αριθμός μπορεί και να διπλασιαστεί με την προσθήκη εφεδρειών κυρίως από τις Ελληνικές πόλεις των ακτών του Αιγαίου.
Νομοθεσία και Οικονομία
Η Αυτοκρατορία του Δαρείου είναι μια ”Αυτοκρατορία του πλούτου”. Η διοίκηση και η νομοθεσία είναι συναρμοσμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να υπηρετούν την οικονομία και την αναγκαία της προϋπόθεση, την εσωτερική ειρήνη. Οι Πέρσες είχαν τη φήμη σωφρόνων νομοθετών, ακριβώς γιατί δεν επιχείρησαν ριζοσπαστικές επεμβάσεις στα νομοθετικά ή εθιμικά συστήματα των υποταγμένων λαών. Η σταθερότητα είναι το κύριο ζητούμενο. Άλλωστε, όπου εμφανιζόταν η ανάγκη επιβολής μιας άμεσης λύσης, η απόφαση του ίδιου του Μεγάλου Βασιλέως είχε την ισχύ υπέρτατου νόμου.
Συνεπώς, την πρωτοκαθεδρία στα ενδιαφέροντα της Περσικής διοίκησης έχουν τα δημόσια οικονομικά. Ένα περίπλοκο διοικητικό σύστημα φροντίζει με κάθε λεπτομέρεια για τη φορολογία, τις δαπάνες, το εμπόριο, την αγροτική παραγωγή. Όλοι οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας, ακόμη και οι Πέρσες, υπάγονται σε ένα οργανωμένο αλλά ετερογενές σύστημα φορολογίας (φόροι για τους κατόχους κρατικών γαιών, ετήσιοι φόροι των σατραπειών, φόροι υποτέλειας για ορισμένους λαούς, τελωνειακοί δασμοί, φόροι επί των πωλήσεων κ.ά.).
Κεντρική κυβέρνηση και λαοί βρίσκονται σε μια σταθερή σχέση δούναι και λαβείν: η πρώτη αποσπά από αυτούς φόρους και την αναγνώριση της κυριαρχίας της και, σε αντάλλαγμα, τους προσφέρει την ανάμειξή της στην αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή (παραχώρηση κρατικών γαιών, προσφορά σπόρων, βελτίωση τεχνικών ύδρευσης, τροφοδοσία με πρώτες ύλες σε ομάδες εργατών κ.ά.), ένα επαρκές δίκτυο συγκοινωνιών (βασιλικές οδοί, θαλάσσιες εξερευνήσεις –όπως αυτή του Έλληνα Σκύλακος του Καρυανδέως προς τις Ινδικές ακτές και μια ”ενιαία αγορά” νομισματικής οικονομίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι χρυσοί ”Δαρεικοί” (darayāka) –το νόμισμα που έκοψε ο Δαρείος, με τη χαρακτηριστική αναπαράσταση του Μεγάλου Βασιλέα ως τοξότη– κυκλοφορούν, όχι μόνο σε όλη την Αυτοκρατορία, αλλά και έξω από αυτήν. Το κράτος είναι πανταχού παρόν. Αυτοκρατορικοί υπάλληλοι (databara) επιβλέπουν όλες τις εμπορικές συναλλαγές και εφαρμόζουν τα σχετικά βασιλικά διατάγματα (datu), ενώ πάσης φύσεως οικονομικοί αξιωματούχοι και θησαυροφύλακες (ganzabara) καταγράφουν έσοδα και δαπάνες.
Με αυτόν τον τρόπο, οι δύο σημαντικότερες προτεραιότητες του κράτους, η πολιτική τάξη και η οικονομική ευημερία, είναι αλληλένδετες και αμοιβαία εξαρτημένες. Αυτό το ενιαίο σύνολο ειρήνης και πλούτου που οικοδομεί ο Δαρείος θα του προσδώσει και την περίφημη προσωνυμία του ”κάπηλου” (εμπόρου) βασιλιά.
Ο Μέγας Βασιλεύς
Όλος αυτός ο περίπλοκος κόσμος της διοίκησης και της οικονομικής γραφειοκρατίας, των σατραπών και των υπόδουλων λαών, του γιγάντιου πολυεθνικού στρατού και των κατακτητικών πολέμων εξαρτάται και υπηρετεί το Μέγα Βασιλέα. Αυτός είναι η κορυφή ολόκληρου του κοινωνικού οικοδομήματος. Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του αρχαίου κόσμου, ένα φυσικό πρόσωπο και ένας θεσμός δεν είχε συγκεντρώσει τόση εξουσία στα χέρια του.
Μαζί με την Αυλή του, την κεντρική δηλαδή Αυτοκρατορική κυβέρνηση, ο Μέγας Βασιλεύς ζει σε ένα κόσμο τελετουργιών, αυστηρού πρωτοκόλλου, μυστηρίου και απομόνωσης. Η τεχνητή αναβάθμιση του ρόλου της κεντρικής Αυλής προστατεύει ουσιαστικά το κράτος, είτε από φυγόκεντρες τάσεις (μόνο μέσω της Αυλής μπορεί ένας φιλόδοξος αξιωματούχος να ανέλθει στα ανώτερα επίπεδα της ιεραρχίας), είτε από πιθανές φυσικές αδυναμίες του ίδιου του Βασιλέα.
Ανώτατοι στρατιωτικοί ηγέτες, τελετάρχες, σύμβουλοι, υπασπιστές του Βασιλέα (ο ακοντιστής, ο τοξότης), συγγενείς και φίλοι ουσιαστικά του τελευταίου, όλοι μέλη της ανώτατης Περσικής και μηδικής αριστοκρατίας, καθώς και ξένοι έμπιστοι σύμβουλοι, υψηλόβαθμοι γραμματείς και μορφωμένοι Ελαμίτες και Αραμαίοι γραφείς, θησαυροφύλακες όλων των βαθμίδων και ποικίλοι επιστάτες (κατανομείς, πράκτορες, αρχηγοί) συνθέτουν την καρδιά του κράτους.
Τέλος, σημαντικός παράγοντας της Αυλής είναι η επίσημη σύζυγος του Μεγάλου Βασιλέως και το πολυπληθές χαρέμι του, μέσω του οποίου ο τελευταίος δημιουργεί μια τεράστια οικογένεια από όπου μπορεί να αντλεί μελλοντικούς έμπιστους συνεργάτες και να επιλέγει τον καταλληλότερο διάδοχο.
Ο Βασιλεύς και η Αυλή του
Τα Σούσα είναι η διοικητική πρωτεύουσα κατά τους χειμερινούς μήνες. Η αντίστοιχη θερινή βρίσκεται στα Εκβάτανα, ενώ η εκλεκτή Περσέπολη φιλοξενεί το Βασιλέα την άνοιξη και έχει ρόλο κυρίως τελετουργικό: εδώ λαμβάνει χώρα η μεγαλύτερη ετήσια τελετή της Αυτοκρατορίας, κατά τον εορτασμό του νέου έτους (20-21 Μαρτίου). Οι Πασαργάδες, παραμένουν ο τόπος στέψης των Μεγάλων Βασιλέων. Τέλος, όταν το ενδιαφέρον στρέφεται στα δυτικά, η Βαβυλώνα έχει επίσης τις κατάλληλες υποδομές για να δεχτεί το Βασιλέα και την Αυλή του.
Ο Μέγας Βασιλεύς είναι ιερός. Είναι ο πολιτικός και στρατιωτικός αρχηγός, ο πρώτος ιερέας και θυσιαστής Περιβάλλεται από τη βασιλική δόξα (khvarnā), που προστατεύει τόσο τον ίδιο ως φυσικό πρόσωπο, όσο και το θεσμό της μοναρχίας. Δεν είναι όμως θεός. Είναι ο εκλεκτός, ο εντολοδόχος του υπέρτατου θεού του Ιρανικού πανθέου, του Αχούρα-Μάζντα (Ahuramazda, Ωρομάσδης, ο σοφός Κύριος). Ήδη στην Αυλή του Δαρείου, οι παλαιές Ιρανικές θεότητες έχουν σταματήσει να μνημονεύονται επισήμως, με αποτέλεσμα η θρησκεία αυτού του υπερβατικού θεού του καλού να τείνει προς τον καθαρό μονοθεϊσμό.
Ο Μέγας Βασιλεύς, λοιπόν, νομιμοποιείται να κατακτά και να κυβερνά τους λαούς, αφού μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να πραγματοποιηθεί το θέλημα του θεού για εξάπλωση της ειρήνης και της δικαιοσύνης στον κόσμο. Είναι η ίδια διαδικασία με τις αντίστοιχες που επιφυλάσσονταν στους θεούς των κατακτημένων λαών, αυτή τη φορά όμως σε παγκόσμια κλίμακα. Σε πολλές από τις αναπαραστάσεις των Μεγάλων Βασιλέων, ίπταται από πάνω τους ο πτερωτός δίσκος του υπέρτατου θεού, ως διαρκής υπενθύμιση αυτής της σχέσης εμπιστοσύνης.
Ζωτικό συμπλήρωμα στην επίσημη περσική λατρεία αποτελεί ο κώδικας του Ζωροαστρισμού. Ήδη στην υπό εξέταση περίοδο, οι επιταγές του Ζωροάστρη (Zarathustra), διδασκάλου του λόγου του θεού, έχουν ενταχθεί, έστω ανεπίσημα, στον κόσμο της ανώτερης Περσικής αριστοκρατίας και κατ’ επέκταση των Μεγάλων Βασιλέων. Είναι ουσιαστικά η ηθική και πρακτική προέκταση του Μαζνταϊσμού.
Ο έντονος δυϊσμός της με την εμμονή στη Δικαιοσύνη (Aša) και την Αλήθεια (Arta) εναντίον του Ψεύδους (Drug), την πίστη σε πνεύματα καλά (aburas) και κακά (daēvas), καθώς και ο κεντρικός στη λατρεία ρόλος της φωτιάς, ως φορέα αγνότητας, θα ορίσουν το πρότυπο της ιδανικής ζωής: ο Πέρσης ευγενής πρέπει να «ιππεύει καλά, να είναι εύστοχος με το τόξο του και να λέει πάντα την αλήθεια». Κατά πάσα πιθανότητα, από το Δαρείο και μετά, οι Μεγάλοι Βασιλείς είναι εκτός από Μαζνταϊστές (māzdayasni) και Ζωροαστριστές (zarathuštri).
Έτσι συγκροτείται ο κόσμος της Περσικής Αυτοκρατορίας και του πανίσχυρου ηγέτη της Δαρείου, «Μεγάλου Βασιλέως, Βασιλέως των Βασιλέων» (Khshayathiya Khshayathiyanam). Φαινομενικά μπορεί να επεκτείνεται συνεχώς και, το κυριότερο, νιώθει πως έχει το ηθικό δικαίωμα, το ιερό καθήκον, να το κάνει. Ο ίδιος και οι υπήκοοί του έχουν πλήρη συνείδηση της δύναμής του. Έτσι, θα τονίσει με περηφάνια στην επιτύμβια επιγραφή του τάφου του:
«Αυτές είναι οι χώρες που κατέλαβα εκτός της Περσίας. Τις κυβέρνησα. Μου έδωσαν φόρο υποτέλειας. Αυτό που τους είπα, αυτό έκαναν. Ο νόμος μου, αυτός τους κράτησε ενωμένους».
Όσοι έχουν υποταχθεί χωρίς αντίσταση, έχουν ανταμειφθεί. Όσοι ξεσηκώνονται, τιμωρούνται. Η ειρήνη βασιλεύει και η οικονομία ανθεί. Θα πρέπει να προκάλεσε μεγάλη έκπληξη η άρνηση κάποιων φτωχών πόλεων στη δύση, πέρα από τη θάλασσα, να ενταχθούν σε αυτόν τον κόσμο.
Ο Κόσμος των Ελληνικών Πόλεων
Ο Ελληνικός κόσμος κατά την περίοδο πριν από τη μάχη του Μαραθώνα, παρουσιάζει εικόνα πολιτικού κατακερματισμού. Πολλοί και διαφορετικοί τύποι κρατών και πολιτευμάτων συνυπάρχουν, άλλοι σε φάση ανόδου και άλλοι σε υποχώρηση. Είναι ένας κόσμος πολιτικά ζωντανός σε διαρκή μεταβολή. Στα περισσότερα κράτη, η αριστοκρατία βρίσκεται στο τελικό στάδιο της αποχώρησής της από το πολιτικό προσκήνιο.
Επιβιώνει ακόμη μόνο στην περιφέρεια αυτού του κόσμου. Σε ακόμη πιο σπάνιες περιπτώσεις, επιζεί και η βασιλεία, έως τον 6ο αιώνα π.Χ., ενώ την ίδια εποχή ελάσσονα αγροτικά κράτη με στοιχειώδη πολιτικό βίο λειτουργούν ως πρώιμες ”γεωργικές” δημοκρατίες. Ο κυρίαρχος, όμως, τύπος κράτους είναι πλέον η πόλις.
Οι Πόλεις – Κράτη
Οι πόλεις που σταδιακά διαμορφώθηκαν ανά τον Ελληνικό κόσμο κατά την Αρχαϊκή περίοδο, γύρω στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. υπάρχουν και ενεργούν ως ανεξάρτητα κράτη, αυτόνομα και, κατά το δυνατόν, αυτάρκη όσον αφορά τις αμυντικές αλλά και τις βιοτικές ανάγκες των πληθυσμών τους.
Στην, έστω επισφαλή, αντιμετώπιση ακριβώς αυτών των βιοτικών αναγκών, και επομένως και στην εκτόνωση του πολιτικού αναβρασμού που μοιραία συνδέεται με αυτές, έχει ήδη συμβάλει το τεράστιο κύμα της ίδρυσης υπερπόντιων αποικιών. Στην υπό εξέταση περίοδο ο αποικισμός έχει πλέον ολοκληρωθεί (ήδη περίπου από το 550 π.Χ.), έχοντας διαγράψει πορεία δύο αιώνων. Η διαδικασία συγκρότησης των πόλεων-κρατών δεν υπήρξε ομοιόμορφη και οι εξελίξεις συντελέστηκαν προσαρμοζόμενες στις ιδιαίτερες ανάγκες και συνθήκες της καθεμιάς.
Πάντως, παρά το διαφορετικό βαθμό οικονομικής αυτάρκειας που πέτυχε η κάθε μία από αυτές και παρά τις μεταξύ τους πολιτειακές διαφορές, ένα από τα βασικά κοινά χαρακτηριστικά τους είναι η ανάδειξή τους σε ”κοινότητες πολιτών” με πίστη στη θεία Δίκη και τους ανθρώπινους Νόμους, που θεσπίζουν οι κοινωνίες τους χάριν της εσωτερικής Τάξεως της πόλεως, της Αυτονομίας και της Ελευθερίας.
Οι Τύραννοι
Η εποχή των μεγάλων –μυθικών ή υπαρκτών– νομοθετών στους οποίους ανέτρεχαν οι κοινωνίες των πόλεων, προκειμένου να συσσωματωθούν και να επικυρωθούν οι παραπάνω μακροχρόνιες πολιτειακές και νομοθετικές διαδικασίες, έχει παρέλθει προ πολλού. Τη θέση τους ως πόλων του δημόσιου βίου έχουν πάρει, σε πολλές περιπτώσεις, οι τύραννοι. Οι τυραννίδες, εκφυλιστικές μορφές (παρεκβάσεις) του πολιτεύματος της μοναρχίας που εγκαθιδρύθηκαν σε πολλές πόλεις κατά τον 7ο και τον 6ο αιώνα π.Χ., δεν παραπέμπουν υποχρεωτικά σε καταπιεστικές αρχές.
Οι τύραννοι ήταν πολίτες που υπό ποικίλες συνθήκες και πάντως σε περιόδους κρίσης αναλάμβαναν τον έλεγχο της πόλης τους και ασκούσαν εξουσία χωρίς επίσημο αξίωμα· συνήθως δεν αναθεωρούσαν τους νόμους και τους θεσμούς της πόλεως. Με κοινό μεταξύ τους γνώρισμα τη μεγαλοπρέπεια και τη δίψα για επίδειξη πλούτου και δύναμης, οι πιο ονομαστοί από αυτούς –ο Φείδων του Άργους, ο Κύψελος και ο Περίανδρος της Κορίνθου, ο Κλεισθένης της Σικυώνας, ο Πεισίστρατος της Αθήνας, ο Πολυκράτης της Σάμου, ο Θεαγένης των Μεγάρων, ο Λύγδαμις της Νάξου– λάμπρυναν τις πόλεις τους με εορτές, μεγαλοπρεπή οικοδομήματα και μεγάλα κοινωφελή έργα.
Στήριξαν τις τέχνες, τη βιοτεχνική παραγωγή και το εμπόριο και, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο νέες πηγές βιοπορισμού στα αστικά κέντρα των πόλεών τους, συνέβαλαν στην αύξηση του πληθυσμού και τη ραγδαία ανάπτυξή τους. Προώθησαν αλλαγές που ευνόησαν τη συσσώρευση καταναλωτικών αγαθών και νέου είδους πλούτου, με καθοριστικότερη από αυτές τη στροφή και τη στήριξη της οικονομικής πολιτικής τους στο νόμισμα.
Με ισχυρές συμμαχίες στο εξωτερικό (π.χ. με την Αίγυπτο και την ίδια την Αυτοκρατορία των Περσών) και πλούσιες προσφορές στα πανελλήνια ιερά, ενίσχυσαν το κύρος της πόλης τους και καταξιώθηκαν οι ίδιοι προσωπικά. Αν και οι περισσότερες τυραννίδες θα καταλυθούν πριν από το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ., τα παλαιά αριστοκρατικά καθεστώτα δεν θα μπορέσουν να επιστρέψουν, έχοντας ηττηθεί οριστικά από τους τυράννους. Τα πολιτεύματα που θα προκύψουν θα είναι κυρίως ολιγαρχικά.
Οπλίτης και Οπλιτική Φάλαγγα
Ο τρόπος μάχης στην Ελλάδα των κλασικών χρόνων χαρακτηρίζεται από μία επαναστατική καινοτομία: την καθιέρωση του οπλίτη και της μάχης σε φάλαγγα. Όπως σημειώνουν οι περισσότεροι ερευνητές που ασχολούνται με τη στρατιωτική ιστορία, στην Ελλάδα εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο τύπος του βαρέος πεζού που πολεμά συντεταγμένα σε παράταξη.
H παράταξη – φάλαγξ – είναι ένας αποφασιστικός πολλαπλασιαστής ισχύος του ήδη ισχυρού (καλά θωρακισμένου και οπλισμένου, ενίοτε εκπαιδευμένου) οπλίτη και στη σύγκρουση που εξετάζουμε αλλά και σε πολλές άλλες μεταξύ Ελλήνων και “βαρβάρων”, αποτέλεσε την παράμετρο που σε συνδυασμό με τις πολεμικές αρετές του οπλίτη, έδωσε τη νίκη στα Ελληνικά όπλα. O οπλίτης έλκει την καταγωγή του από τους Mυκηναίους πολεμιστές, αλλά φαίνεται ότι εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην περιοχή του Aργους, στην Πελοπόννησο, στα τέλη του 8ου ή τις αρχές του 7ου αιώνα π.X.
O τύπος αυτός του πολεμιστή εμφανίστηκε σε μία εποχή που η κοινωνική αναταραχή και η έλλειψη κεντρικής εξουσίας που χαρακτήρισαν την περίοδο που είναι γνωστή ως “Γεωμετρική” ή “Σκοτεινοί Αιώνες” του Ελληνικού πολιτισμού, συνετέλεσαν στη δημιουργία του Άστεως και του θεσμού της Πόλεως. Oι οπλίτες ήταν ο πυρήνας, η καρδιά του πολιτεύματος της Δημοκρατίας. O οπλισμένος πολίτης, με ευθύνη που ξεπερνά τις πρωτόγονες κοινωνικές δομές των φυλετών, είναι υπεύθυνος για την τήρηση του πολιτεύματός του.
Αγοράζει και συντηρεί ο ίδιος τον οπλισμό του, πολεμά και κερδίζει ή πεθαίνει πλάι στους συντρόφους του, στους συμπολεμιστές που έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με εκείνον. H ίδια κοινωνική εξέλιξη που έφερε στο προσκήνιο τον οπλίτη, έθεσε στο περιθώριο – στη Nότια Eλλάδα – τον παλιό τύπο του αριστοκράτη-πολεμιστή. H ταύτιση οπλίτη-πολίτη έφθασε στο απόγειό της στην κλασική Σπάρτη. Aντίθετα, στις περισσότερες άλλες πόλεις-κράτη, όπου το σώμα των πολιτών δεν περιορίζεται από τεχνητές προδιαγραφές αλλά συμπεριλαμβάνει όλους τους ελεύθερους ενήλικες άρρενες εξ αίματος πολίτες του
Άστεως, η εξίσωση οπλίτης = πολίτης δεν ισχύει. Στην Aθήνα της εποχής του Mαραθώνα, οι οπλίτες που μπορούσε να παρατάξει η πόλη μόλις ξεπερνούσαν τους 10.000. Aλλά οι κωπηλάτες των πολυάριθμων πλοίων που επάνδρωσαν οι Aθηναίοι μέσα στα επόμενα χρόνια, ήταν επίσης ελεύθεροι πολίτες, όπως ήταν και οι “ψιλοί”, οι ελαφρά οπλισμένοι πεζοί που συμπλήρωναν την οπλιτική φάλαγγα στο πεδίο της μάχης. Tην περίοδο που ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, η Aθήνα ήταν σε θέση να παρατάξει περί τους 15.000 οπλίτες, ενώ το σύνολο των ελεύθερων πολιτών της ξεπερνούσε τις 45.000, ίσως και τις 50.000.
Oι οπλίτες ήταν συνήθως μικροκαλλιεργητές ή άλλοι επιτηδευματίες, που είχαν αρκετό εισόδημα ώστε να μπορούν να αγοράσουν και να συντηρήσουν την – ακριβή για τα δεδομένα της εποχής – οπλιτική πανοπλία. H πανοπλία αποτελείτο από τον αμυντικό και τον επιθετικό οπλισμό. Την Αρχαϊκή εποχή, όταν καθιερώθηκε ο οπλίτης, οι μάχες είχαν έναν εξαιρετικά στατικό χαρακτήρα, γνώρισμα που θα το βλέπαμε και στους επόμενους αιώνες και θα άρχιζε να περιορίζεται μερικώς μόνο στην εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου. Mε αυτό το δεδομένο, τα αμυντικά απάρτια του οπλίτη ήταν βαριά και είχαν ως στόχο την απόλυτη προστασία του στο πεδίο της μάχης.
O θώρακας την εποχή αυτή ήταν ολομεταλλικός, κατασκευασμένος συνήθως από ορείχαλκο, “κωδωνόσχημος” και αποτελείτο από δύο φύλλα μετάλλου τα οποία ενώνονταν στα πλάγια. Προφύλασσε σε πολύ μεγάλο βαθμό τον κορμό. Για την προστασία του ισχίου είχαν υιοθετηθεί από νωρίς πτέρυγες, είτε μεταλλικές είτε συνηθέστερα δερμάτινες με μεταλλικές ενισχύσεις, οι οποίες σχημάτιζαν μία μικρή “φούστα”. Tην προστασία της κεφαλής αναλάμβανε ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό κράνος.
Την περίοδο που εξετάζουμε ήταν σε ευρεία χρήση σε ολόκληρη την Ελλάδα το λεγόμενο Κορινθιακό κράνος, μία στιβαρή κατασκευή που προφύλασσε ολόκληρο το κεφάλι αλλά περιόριζε αισθητά την όραση και ακόμη περισσότερο την ακοή. Tο κράνος που αφιέρωσε ο Mιλτιάδης για τη νίκη στο Mαραθώνα είναι αυτού του τύπου. Τα πόδια καλύπτονταν με περικνημίδες, που προστάτευαν τη γάμπα μέχρι κάτω από το γόνατο, ενώ μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα φαίνεται ότι ήταν σε χρήση και άλλα αμυντικά απάρτια, όπως ελάσματα που προστάτευαν τους βραχίονες, τα οποία όμως την περίοδο που εξετάζουμε είχαν εγκαταλειφθεί ολοκληρωτικά.
Oι περισσότεροι θώρακες της κλασικής εποχής ήταν είτε εφαπλωματοποιημένοι “λινοθώρακες” συχνά με μεταλλικές ενισχύσεις, είτε δερμάτινοι (“σπολάς”) με μεταλλικά ελάσματα προσαρμοσμένα στα πλέον ευάλωτα σημεία. Tο κύριο αμυντικό όπλο ήταν η κυκλική αργολική ασπίς, που έγινε γνωστή ως “όπλον”. Πρόκειται για μία μεγάλη κυκλική ασπίδα (διαμέτρου από 0.85 εκ. έως 1 μέτρο) που συνήθως ήταν κατασκευασμένη γύρω από έναν πυρήνα ξύλου, με την προσαρμογή χάλκινων φύλλων, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ήταν ολομεταλλική.
H ασπίδα κρατιόταν από τον οπλίτη με σταθερή λαβή, καθώς περνούσε το βραχίονά του από ένα μεταλλικό έλασμα, τον πόρπακα, ενώ την κρατούσε από ένα δερμάτινο λουρί, την αντιλαβή. Mε τον τρόπο αυτό, η ασπίδα δεν μπορούσε να περιστραφεί για να καλύψει όλο το σώμα του οπλίτη, αλλά κυρίως προστάτευε την αριστερή πλευρά του οπλίτη, καθώς και τη δεξιά πλευρά του διπλανού του στην παράταξη.
Mε αυτόν τον τρόπο ορίστηκε η κλασική παράταξη της φάλαγγας, καθώς με δεδομένη αυτήν την αδυναμία του “όπλου”, η δύναμη των οπλιτών ήταν ακριβώς η δυνατότητά τους να κρατούν άρρηκτη την παράταξη. Ο ορισμός της μάχης κατά παράταξη, με έμφαση ακριβώς στη διατήρηση της συνοχής της παράταξης, είναι Ελληνική εφεύρεση, όπως είναι και ο βαριά οπλισμένος και θωρακισμένος πεζός. Για πολλούς αιώνες, αυτός ο τρόπος μάχης κυριάρχησε στο πεδίο της μάχης, ενώ τα βασικά γνωρίσματά του βρίσκονταν σε χρήση έως και δύο αιώνες πριν από την εποχή μας.
Κύριο μέσο υπεράσπισης της ελευθερίας των πόλεων είναι η οπλιτική φάλαγγα. Οι οπλίτες είναι ελεύθεροι, αυτοσυντήρητοι πολίτες. Είναι κάτοχοι μικρών ή μεσαίων έγγειων ιδιοκτησιών και συνεπώς διαθέτουν τους οικονομικούς πόρους για να αγοράζουν και να συντηρούν το δαπανηρό οπλισμό τους («οἱ τὰ ὅπλα παρεχόμενοι»). Πολεμούν πεζοί, σε παράταξη, με πειθαρχία και συντονισμό. Κύριο επιθετικό όπλο τους είναι το μακρύ δόρυ και δευτερεύον, το σιδερένιο ξίφος. Η προστασία τους εξασφαλίζεται από το κράνος, τις περικνημίδες και τον ορειχάλκινο θώρακα.
Ήδη από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. και ιδίως μετά την εμπειρία των Περσικών πολέμων, διακρίνεται η ανάγκη να περιοριστεί το βάρος της εξάρτυσης προς χάριν της ευελιξίας. Σε αυτό το πλαίσιο, εισάγονται οι ελαφριοί λινοθώρακες (από επάλληλες στρώσεις λινού ή δέρματος). Είναι μάλιστα πιθανό τέτοιου νέου τύπου θώρακες να επέτρεψαν στους Αθηναίους οπλίτες στο Μαραθώνα να πραγματοποιήσουν την περίφημη ταχύτατη προέλασή τους, προκειμένου να αποφύγουν τα Περσικά βέλη.
Άλλωστε, ο οπλίτης μπορεί εύκολα να θυσιάσει το θώρακά του, καθώς, έτσι κι αλλιώς, η προστασία του βασίζεται πρωτίστως στην περίφημη, μεγάλη, ξύλινη, στρογγυλή ασπίδα, το όπλον. Τα “όπλα”, με την ευκολία που έχουν στη χρήση τους χάρη στο διπλό σύστημα λαβής (πόρπαξ και αντιλαβή) είναι αυτά που καθιστούν τη φάλαγγα ακαταμάχητη. Με εξαίρεση τους Σπαρτιάτες, οι οπλίτες των Ελληνικών πόλεων είναι ερασιτέχνες πολεμιστές. Επιστρατεύονται όποτε υπάρχει ανάγκη.
Η συχνότητα όμως των πολέμων μεταξύ των πόλεων, η συνεχής άσκηση μέσω των αθλητικών αγώνων και οι σκληρές συνθήκες ζωής, καθιστούν τους οπλίτες έμπειρους και θαρραλέους στρατιώτες. Η ισχύς τους προέρχεται από τη συλλογική τους δράση: η ασπίδα του κάθε οπλίτη προστατεύει μόνο το αριστερό τμήμα του σώματός του. Η προστασία του δεξιού εξαρτάται από το αριστερό μισό της ασπίδας του διπλανού του. Έτσι, δημιουργείται ένα αδιαπέραστο τείχος από ασπίδες. Συνεπώς, η λειτουργικότητα της φάλαγγας εξαρτάται από την πειθαρχία και την αλληλεγγύη των μελών της, των πολιτών-αγροτών.
Αυτοί, μέσω της συμμετοχής τους σε ένα τέτοιο είδος μάχης, εμπεδώνουν το αίσθημα του συνανήκειν, συνειδητοποιούν τη σημασία τους για την πόλη και, προσφέροντας τη ζωή τους για την υπεράσπισή της, διεκδικούν αυτοδικαίως το δικαίωμα να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων για τις τύχες της. Κατά τον 7ο και τον 6ο αιώνα π.Χ., η σταδιακή άνοδος της οπλιτικής φάλαγγας συμπίπτει με την αντίστοιχη υποχώρηση των αριστοκρατών, ανοίγοντας εντέλει το δρόμο για νέες, πιο συμμετοχικές μορφές πολιτευμάτων, όπως η ολιγαρχία ή η “οπλιτική πολιτεία”.
Παρόλο που η αιτιακή σχέση μεταξύ πολιτικοκοινωνικών διεκδικήσεων και τεχνικών καινοτομιών στον πόλεμο δεν είναι ακόμη σαφής, είναι γεγονός ότι οι οπλίτες αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την εδραίωση της δημοκρατίας.
Ο Κοινός Πολιτισμός των Πόλεων
Σε πείσμα της πολιτικής διάσπασης, ο Ελληνικός κόσμος κατορθώνει να διατηρεί τη συνοχή του μέσω του κοινού πολιτισμού του, υλικού και πνευματικού, και της κοινής θρησκείας. Η βαθμιαία τεχνική πρόοδος, η οικονομική άνοδος και ο πλούτος του Ελληνικού κόσμου κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. έδωσαν στις πόλεις, τόσο της μητρόπολης όσο και των αποικιών, τη δυνατότητα να κατακτήσουν το θαυμαστό επίπεδο πολιτισμικής άνθησης και κοινωνικής ευημερίας που μαρτυρούν, λίγο πριν αναφανεί ο κίνδυνος της Περσικής εισβολής.
Για παράδειγμα στην αρχιτεκτονική, οι πρώτοι μνημειώδεις δωρικοί ναοί και τα εντυπωσιακά σύνολα των γλυπτών συνθέσεων που τους κοσμούσαν: ο Πώρινος Εκατόμπεδος και ο Αρχαίος Ναός της πολιούχου Αθηνάς στην Αθηναϊκή Ακρόπολη, οι ναοί της Αθηνάς στα ιερά της Αφαίας στην Αίγινα και της Προναίας στους Δελφούς, οι ναοί του Απόλλωνος στην Κόρινθο, την Ερέτρια και τους Δελφούς, και μαζί οι κολοσσιαίοι Δωρικοί ναοί της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας, ο επιβλητικός δίπτερος Ιωνικός ναός του Ηραίου της Σάμου και οι πελώριοι Ιωνικοί του Αρτεμισίου της Εφέσου και του Διδυμαίου της Μιλήτου.
Επίσης, οι κομψοί ναόσχημοι θησαυροί (αναθηματικά κτήρια φύλαξης των αφιερωμάτων κάθε πόλης προς στους θεούς των αντίστοιχων πανελλήνιων ιερών) στα ιερά των Δελφών και της Ολυμπίας, και ακόμη, τα θαυμαστά τεχνικά έργα ύδρευσης με πρώτα το Σαμιακό Ευπαλίνειο υδραγωγείο και τις ονομαστές περίτεχνες κρήνες των Αθηνών, της Κορίνθου και των Μεγάρων, συμπληρώνουν την εικόνα των αρχιτεκτονικών επιτευγμάτων της εποχής.
Γλυπτική, ζωγραφική και μεταλλοτεχνία ανταποκρίνονται σε αυτή την πραγματικότητα αντιστοίχως, με αριστουργηματικά αγάλματα κορών και κούρων, λαμπρά ελεύθερα ανάγλυφα, αναθηματικά και επιτύμβια, κορυφαία δημιουργήματα της ερυθρόμορφης αττικής αγγειογραφίας, παντός είδους και εκπληκτικής δεξιοτεχνίας μικροτεχνήματα, πολυτελή σκεύη και κομψοτεχνήματα. Ο κόσμος των ύστερων Αρχαϊκών χρόνων είναι ένας κόσμος όπου οι εγγράμματοι αυξάνονται συνεχώς.
Έχει δημιουργηθεί ένας πολιτισμός του γραπτού λόγου, άρρηκτα συνυφασμένος με την επιθυμία ανάδειξης του ονόματος του καλλιτέχνη ή του στοχαστή. Παράλληλα, η διάδοση της γραφής υπηρετεί και την άνοδο των δημοκρατικών θεσμών. Οι σωστοί πολίτες είναι οι ενημερωμένοι πολίτες, αυτοί που μπορούν να διαβάσουν τα ψηφίσματα των συνελεύσεών τους. Σε αυτό το διανοητικό πλαίσιο, η τέχνη του Λόγου και ο Στοχασμός υπηρετούνται στον ίδιο αξιοθαύμαστο βαθμό, όπως και ο υλικός πολιτισμός.
Η Ιωνία συνεχίζει να έχει την πρωτοκαθεδρία της φιλοσοφικής και της επιστημονικής σκέψης που απολάμβανε ήδη από τις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Τους Μιλήσιους Αναξίμανδρο και Αναξιμένη έρχονται να συμπληρώσουν, στο τέλος του αιώνα, ο Ηράκλειτος από την Έφεσο, και αντίστοιχα, στη δύση, οι Ελεάτες Παρμενίδης και Ζήνων, και ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα. Όλοι αυτοί οι ”προσωκρατικοί” φιλόσοφοι θα διερευνήσουν τα γνωσιολογικά όρια του ανθρώπου, θα αναζητήσουν τη φύση του κόσμου και τη συνεκτική του τάξη, το λόγο.
Το σημαντικότερο είναι πως, σε αυτή τους την αναζήτηση, θα τολμήσουν να κάνουν αναγωγές και συγκρίσεις μεταξύ του φυσικού κόσμου και της πολιτικής κοινωνίας των ανθρώπων: η πόλη-κράτος, ως έννομη κοινότητα πολιτών είναι πανταχού παρούσα. Ομοίως, ο ποιητικός λόγος γνωρίζει τη δική του άνθηση με την ποίηση του Σιμωνίδη και του Πινδάρου και τη γέννηση και ωρίμαση του δράματος, με σπουδαίους εκπροσώπους το Φρύνιχο και τον Αισχύλο.
Τα μεγάλα ιερά, όπως αυτά του Δία στην Ολυμπία και του Απόλλωνα στους Δελφούς, και κυρίως οι πανελλήνιες εορτές και οι αγώνες (Ολύμπια, Πύθια, Ίσθμια, Νέμεα), που θεσπίστηκαν ή αναδιοργανώθηκαν από τους τυράννους μεταξύ των ετών 582-573 π.Χ., συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση συνείδησης κοινής πολιτισμικής ταυτότητας μεταξύ των χιλιάδων επισκεπτών, προσκυνητών και διαγωνιζόμενων που κατέφθαναν από όλο και περισσότερες περιοχές του Ελληνικού κόσμου.
Δεσμοί, εξάλλου, θρησκευτικής και πολιτικής ενότητας, μεταξύ γειτονικών, κατά κανόνα, πόλεων-κρατών, είχαν σφυρηλατηθεί από τον 7ο αιώνα π.Χ. με το θεσμό των αμφικτιονιών. Τέλος, προς την ίδια κατεύθυνση της συνένωσης έτειναν κατά καιρούς και άλλοι συνασπισμοί, στρατιωτικού προσανατολισμού, περιοδικοί ή μόνιμοι. Έτσι διαμορφώνεται η πραγματικότητα του ύστερου αρχαϊκού Ελληνικού κόσμου, ενός κόσμου ευειδούς, παλλόμενου από ζωή, φως και χρώμα, αγωνιστικού και φιλέορτου, ωστόσο λιγότερο εξωστρεφούς από πριν και ήδη λιτότερου και αυστηρότερου, στα πρόθυρα μιας νέας εποχής –της κλασικής εποχής.
Η Σπάρτη
Η πιο ισχυρή στρατιωτικά, πόλη είναι η Σπάρτη. Η πολιτειακή της μορφή και ο τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας της δεν μπορούν να ενταχθούν σε καμία από τις γνωστές κατηγοριοποιήσεις των πόλεων-κρατών. Εδαφικά, είναι ένα τεράστιο κράτος για τα δεδομένα του Ελληνικού κόσμου, καθώς έχει ήδη ενσωματώσει ολόκληρη τη γη των Μεσσηνίων. Σε πολιτειακό επίπεδο, μένοντας με επιμονή πιστή στην εφαρμογή της επιταγής του «πείθεσθαι τοῖς νόμοις», έχει κατακτήσει ήδη από τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. τη σταθερότητα του ξεχωριστού πολιτεύματός της.
Ενός πολιτεύματος όπου συμβιώνουν η Αρχαϊκή βασιλεία, η αριστοκρατία, η ολιγαρχία ή και η δημοκρατία, χωρίς όμως καμία τους να εμφανίζεται με καθαρή μορφή. Απέναντι στους δύο κληρονομικούς βασιλείς των οικογενειών των Ευρυπωντιδών και των Αγιαδών, τους δύο ηγήτορες του στρατού, ορθώνονται οι πέντε αιρετοί, για μια μοναδική, ετήσια θητεία, έφοροι. Ο ασαφής –και επομένως πανίσχυρος– ρόλος τους συνίσταται στην εποπτεία των πάντων, με ουσιαστικό στόχο την προστασία του πολιτεύματος από ένα φιλόδοξο βασιλιά.
Η Γερουσία, με τα 28 αιρετά και ισόβια μέλη της (εξαιρουμένων των δύο βασιλιάδων), δικάζει και ετοιμάζει τα θέματα που κατατίθενται στην Εκκλησία, τη συνέλευση των πολεμιστών. Σε αυτήν συμμετέχουν οι όμοιοι, οι 8.000 περίπου ελεύθεροι Σπαρτιάτες, κάτοχοι γης και κοινωνοί της αγωγής, της ιδιόμορφης εκπαίδευσης του πολίτη-στρατιώτη. Κάτω από αυτούς απλώνεται μια δυσανάλογη πυραμίδα κατηγοριών ανθρώπων, από τους ελεύθερους περιοίκους μέχρι τη συντριπτική πλειονότητα των Λακώνων και Μεσσηνίων ειλώτων, των καλλιεργητών δηλαδή των γαιών των ”oμοίων”.
Ο Σπαρτιατικός κόσμος, προκειμένου να διατηρήσει τις εύθραυστες ισορροπίες του, αναγκάζεται να γίνει εσωστρεφής. Γύρω στο 500 π.Χ., κάθε καλλιτεχνική και πολιτιστική δραστηριότητα έχει πια χαθεί. Αντίθετα, πολιτικά και στρατιωτικά η πόλη ακμάζει. Η ανάγκη για επέκταση της κυριαρχίας της είχε ήδη οδηγήσει τη Σπάρτη, από τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. και μετά την εξουδετέρωση του Άργους –κύριου ανταγωνιστή της– στη σύμπηξη της πανίσχυρης Πελοποννησιακής Συμμαχίας «Οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ Σύμμαχοί τους».
Ο οργανισμός θα υπερβεί τα γεωγραφικά του όρια, περικλείοντας πόλεις, όπως τα Μέγαρα και η Αίγινα, και θα αποτελέσει την πιο ισχυρή, ενιαία, πολιτικο-στρατιωτική Ελληνική δύναμη, τη μόνη φαινομενικά ικανή να αντιταχθεί στην επερχόμενη Περσική απειλή. Λίγα χρόνια πριν από το Μαραθώνα, η διπλωματική αίγλη της Σπάρτης εκτείνεται από τη Σικελία μέχρι την Περσική επικράτεια. Στον Ελλαδικό χώρο, υπό την ηγεσία του βασιλιά Κλεομένη (520-490 π.Χ.), η ισχυρή πόλη έχει αναλάβει το ρόλο του χωροφύλακα και του ρυθμιστή των πολιτευμάτων.
Μην έχοντας ποτέ απειληθεί από την επιβολή τυραννίδας, η Σπάρτη, ως εχθρός των τυράννων, επεμβαίνει κατά βούληση και τους ανατρέπει. Μία όμως από αυτές τις επεμβάσεις της, η ανατροπή του Πεισιστρατίδη τυράννου της Αθήνας, Ιππία, θα δρομολογήσει απρόβλεπτες εξελίξεις.
Η Αθήνα και το Νέο της Πολίτευμα
Η ανατροπή και εκδίωξη του Ιππία από τον Κλεομένη το 510 π.Χ., ενέτεινε τις παλαιές έριδες των αριστοκρατικών γενών της Αθήνας για πολιτική κυριαρχία. Σε αυτό τον αγώνα κυριάρχησαν δύο ηγέτες: ο Κλεισθένης από την οικογένεια των Αλκμεωνιδών και ο Ισαγόρας. Η εκλογή του τελευταίου ως επώνυμου άρχοντα το 508 / 7 π.Χ., οδήγησε τον Κλεισθένη στην απόφαση να προσεταιριστεί τα μεσαία και κατώτερα στρώματα του λαού (τον Δήμον) και να προτείνει στην εκκλησία του Δήμου μια σειρά μεταρρυθμίσεων που θα οδηγούσαν στην εφαρμογή της αρχής της ισονομίας.
Ο Ισαγόρας, φοβισμένος από τις εξελίξεις, κάλεσε και πάλι τον Κλεομένη στην Αθήνα (507 π.Χ.). Πράγματι, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς εξόρισε τον Αλκμεωνίδη και τους οπαδούς του, αλλά μόλις επιχείρησε να αντικαταστήσει το πολίτευμα του Σόλωνα με ένα ακραίο ολιγαρχικό, ο Αθηναϊκός λαός αντέδρασε, απέκλεισε στην Ακρόπολη και τελικώς εκδίωξε τόσο αυτόν, όσο και τον προστατευόμενό του, Ισαγόρα. Με την άμεση επιστροφή του Κλεισθένη και των οπαδών του, άρχισε η σταδιακή και προγραμματισμένη εφαρμογή των μέτρων του.
Όμως ο κίνδυνος για το αναδυόμενο νέο πολίτευμα δεν είχε περάσει. Η αναμονή της εκδίκησης της πιο δυνατής Ελληνικής πόλης, στρέφει τους Αθηναίους στο μόνο ισχυρό προστάτη που θα μπορούσαν να σκεφθούν, τους Πέρσες. Η Αθηναϊκή αντιπροσωπία στις Σάρδεις θα αναγκαστεί να προσφέρει «γῆν τε καὶ ὕδωρ», να αναγνωρίσει δηλαδή την υποτέλειά της στο Μέγα Βασιλέα. Η Αθήνα δεν θα χρειαστεί τελικά τους Πέρσες.
Την επόμενη χρονιά, θα καταφέρει να αποκρούσει μόνη της την ταυτόχρονη επίθεση Βοιωτών, Χαλκιδέων και Πελοποννησίων, άλλη μια ένδειξη του σφρίγους του νεαρού πολιτεύματός της και του ενθουσιασμού που αυτό ενέπνεε στους υπερασπιστές του. Σκεπτόμενοι με τα δεδομένα των Ελληνικών συμμαχιών, οι Αθηναίοι θα θεωρήσουν περιττή τη ”συμμαχία” τους με την Αυτοκρατορία, εφόσον ο σπαρτιατικός κίνδυνος εξέλιπε. Για το Δαρείο, όμως, αυτό αποτέλεσε την πρώτη από μία σειρά προσβολών τις οποίες αυτός και οι διάδοχοί του θα χρέωναν στη δημοκρατική πόλη.
Το πρώτο και σημαντικότερο μέτρο των αλλαγών του Κλεισθένη είναι η ένταξη όλων των ελεύθερων πολιτών των δήμων της Αττικής σε δέκα νέες, τεχνητές, πολιτικές φυλές. Κάθε μία από αυτές, διακτινώνεται σε τρεις τριττύες, περικλείοντας έτσι, δήμους και από τις τρεις ευρείες περιοχές της επικράτειας, το Άστυ, τη Μεσογαία και την Παραλία. Οι δέκα φυλές παίρνουν τα ονόματά τους από ισάριθμους επώνυμους ήρωες της Αττικής, επιλεγμένους από το ιερό των Δελφών: Ιπποθοωντίς, Αντιοχίς, Αιαντίς, Λεοντίς, Ερεχθηίς, Αιγηίς, Οινηίς, Ακαμαντίς, Κεκροπίς, Πανδιονίς.
Οι φυλές καθίστανται ο σκελετός της διοικητικής και της στρατιωτικής οργάνωσης του κράτους. Η κρισιμότερη συνεισφορά τους έγκειται στο ότι καταργούν στην πράξη την πολιτική εξάρτηση των δήμων από τα τοπικά αριστοκρατικά γένη με τα οποία διατηρούσαν έως τότε αναγκαστικές πελατειακές σχέσεις. Οι περίπου 100 δήμοι, με τους δημάρχους τους και τις συνελεύσεις των πολιτών τους –μικρογραφίες της εκκλησίας του Δήμου–, με τις τοπικές λατρείες τους, γίνονται πλέον αυτοδιοίκητες, πολιτικές μονάδες, οι πυρήνες του πολιτεύματος. Κάθε Αθηναίος, θα αναφέρεται πλέον και με το δημοτικό του όνομα.
Η Εκκλησία του Δήμου, η συνέλευση δηλαδή του λαού, όπου συμμετέχουν όλοι οι πολίτες, ανεξαρτήτως εισοδήματος, αναβαθμίζει και αυτή το ρόλο της. Καθίσταται το ανώτατο, τακτικά συνερχόμενο (στο λόφο της Πνύκας) νομοθετικό και δικαστικό σώμα, το οποίο εκλέγει και τους ανώτατους άρχοντες του κράτους. Επίσης, απαιτείται η έγκρισή της για την εκτέλεση θανατικής καταδίκης και, το κυριότερο, αποκτά το δικαίωμα του οστρακισμού. Έτσι στερεί από την αριστοκρατική βουλή του Αρείου Πάγου το βασικό της έρεισμα: την ιδιότητα του φρουρού-προστάτη της πόλης από πιθανή τυραννίδα.
Η προστασία του νομοθετικού έργου της εκκλησίας από πιθανές παρεμβάσεις των πολιτικών ηγετών επιτυγχάνεται με τη Βουλή των Πεντακοσίων, τη δεύτερη σημαντική καινοτομία του Κλεισθένη. Αυτή έρχεται να αντικαταστήσει την αδύναμη πολιτικά Βουλή των Τετρακοσίων του Σόλωνα. Αποτελείται από πενήντα για κάθε φυλή, αιρετούς (αρχικά) βουλευτές με ετήσια θητεία. Αυτοί επεξεργάζονται και τα σχέδια νόμων, τα προβουλεύματα πριν τα παραπέμψουν στην Εκκλησία για επικύρωση. Πρόκειται για ένα ισχυρό, νομοπαρασκευαστικό, διοικητικό, ελεγκτικό και δικαστικό σώμα.
Οι συνεδριάσεις της βουλής γίνονται στο βουλευτήριο στην Αγορά –το διοικητικό κέντρο της πόλης. Οι άρχοντες (επώνυμος άρχων, άρχων βασιλεύς, άρχων πολέμαρχος και οι έξι θεσμοθέται), φαινομενικά παραμένουν ισχυροί, εφόσον ακόμη εκλέγονται μεταξύ της πρώτης ή ίσως και της δεύτερης οικονομικής βαθμίδας των πολιτών (πεντακοσιομέδιμνοι και ιππείς). Οι αρμοδιότητές τους όμως, έχουν ήδη αρχίσει να αποδυναμώνονται από τη βουλή των πεντακοσίων και από ένα νέο, συλλογικό στρατιωτικό αξίωμα. Το αξίωμα των δέκα στρατηγών συνιστά την εφαρμογή της αρχής της ισονομίας στη στρατιωτική δομή του κράτους.
Αν και προέρχονται από τις ανώτερες τάξεις, εκλέγονται από όλο το λαό, ένας για κάθε φυλή, την τάξη της οποίας διοικεί κατά τη μάχη. Παίρνουν τις αποφάσεις συλλογικά και εναλλάσσονται στην αρχιστρατηγία σε καθημερινή βάση. Η θητεία τους είναι ετήσια, αλλά με δυνατότητα απεριόριστων ανανεώσεων, γεγονός που θα τους καταστήσει πανίσχυρους πολιτικούς παράγοντες. Βέβαια, μέχρι και την περίοδο της μάχης του Μαραθώνα, η εξουσία τους θα αντισταθμίζεται ακόμη από τις σημαντικές αρμοδιότητες του πολέμαρχου, του τυπικά ανώτατου διοικητή του στρατού.
Το πολίτευμα της Αθήνας στα χρόνια της μάχης του Μαραθώνα, δεν είναι ακόμη μια αμιγής δημοκρατία. Η φτωχότερη βαθμίδα των πολιτών, οι θήτες, αν και συμμετέχουν στην εκκλησία του Δήμου, παραμένουν αποκλεισμένοι από τη βουλή των πεντακοσίων και τα ανώτερα διοικητικά αξιώματα. Πολλά από τα τελευταία αποτελούν ακόμη προνομιακό πεδίο μόνο των πλουσιότερων πολιτών. Παράλληλα, το παλαιό συμβούλιο των αριστοκρατών που είχαν διατελέσει άρχοντες, ο Άρειος Πάγος, συνεχίζει να ασκεί σημαντικό δικαστικό, διοικητικό και ηθικό έλεγχο στα πράγματα της πόλης.
Ωστόσο, το σημαντικό είναι ότι οι ισχυροί πολιτικοί ηγέτες των αριστοκρατικών γενών είναι πλέον υποχρεωμένοι να εκλέγονται, να ελέγχονται, να προσπαθούν να πείσουν το Δήμο αλλά και να υπακούουν στις αποφάσεις του. Το πολίτευμα λοιπόν του Κλεισθένη, συνδυάζει αριστοκρατικά και δημοκρατικά στοιχεία. Γι’ αυτό δεν αποκαλείται ακόμα από τους Αθηναίους «δημοκρατία», αλλά «Ισονομία», πολιτεία δηλαδή όπου όλοι είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου.
Θα χρειαστούν οι μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη (462 π.Χ.) με την αποδυνάμωση του Αρείου Πάγου, καθώς και η πολιτική κυριαρχία του Περικλή (458-429 π.Χ.), με τη συμμετοχή και των ζευγιτών στα αξιώματα των αρχόντων, την εισαγωγή της μισθοφοράς και την επέκταση της χρήσης της κλήρωσης –της κατεξοχήν δημοκρατικής διαδικασίας–, προκειμένου η δημοκρατία να αποκτήσει το πλήρες νόημά της. Ήδη όμως η εμπειρία της μάχης του Μαραθώνα θα αποτελέσει την αφορμή για την επιτάχυνση των δημοκρατικών διαδικασιών.
Οι αρμοδιότητες του πολέμαρχου με το αριστοκρατικό υπόβαθρό του, σχεδόν εξαφανίζονται προς όφελος του δημοκρατικού οργάνου των δέκα στρατηγών. Οι τελευταίοι, μάλιστα, θα εκλέγονται κατευθείαν από την εκκλησία του Δήμου –και όχι πια μόνο από τους πολίτες της φυλής τους. Τρία χρόνια μετά τη μάχη, η συνέλευση των πολιτών θα έχει αποκτήσει πια τόση αυτοπεποίθηση, ώστε θα εφαρμόσει για πρώτη φορά το ριζοσπαστικό δημοκρατικό μέτρο του οστρακισμού. Στη μακρά πορεία προς τη δημοκρατία, η μάχη του Μαραθώνα κατέχει κομβική θέση.
Συνιστά ταυτόχρονα συνέπεια και προϋπόθεση του νέου πολιτεύματος. Είναι συνέπεια γιατί οι πρωταγωνιστές της, οι οπλίτες-γεωργοί, οι ζευγίτες νιώθουν ότι πολεμούν όχι μόνο για τη σωτηρία της πόλης τους αλλά και για τη διασφάλιση των νεοκατακτημένων πολιτικών δικαιωμάτων τους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα νέο είδος ανθρώπου. Έχουν τόσο ενθουσιασμό, ώστε γίνονται ακαταμάχητοι. Ο Μαραθώνας είναι η τέταρτη κατά σειρά νίκη τους εναντίον επίφοβων ή υπέρτερων εχθρών· είχαν προηγηθεί η αντίσταση στον Κλεομένη (507 π.Χ.), η κατανίκηση των Βοιωτών στην Οινόη και αυτή των Χαλκιδέων (506 π.Χ.).
Η διαπίστωση του Ηροδότου για το ήθος αυτού του νέου τύπου πολιτών είναι καίρια:
«Ἀθηναῖοι μέν νυν ηὔξηντο. δηλοῖ δὲ οὐ κατ᾽ ἓν μοῦνον ἀλλὰ πανταχῇ ἡ ἰσηγορίη ὡς ἔστι χρῆμα σπουδαῖον, εἰ καὶ Ἀθηναῖοι τυραννευόμενοι μὲν οὐδαμῶν τῶν σφέας περιοικεόντων ἦσαν τὰ πολέμια ἀμείνους, ἀπαλλαχθέντες δὲ τυράννων μακρῷ πρῶτοι ἐγένοντο. δηλοῖ ὦν ταῦτα ὅτι κατεχόμενοι μὲν ἐθελοκάκεον ὡς δεσπότῃ ἐργαζόμενοι, ἐλευθερωθέντων δὲ αὐτὸς ἕκαστος ἑωυτῷ προεθυμέετο κατεργάζεσθαι»
«Οι Αθηναίοι λοιπόν από τότε βρέθηκαν σε μεγάλη ευτυχία. και αποδεικνύεται όχι μονάχα από ένα παράδειγμα, αλλά γενικά, πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η ισότητα. οι Αθηναίοι π.χ. όσο καιρό κυβερνιούνταν τυραννικά, δεν ήταν καθόλου καλύτεροι στα πολεμικά από κανένα, από τους γείτονές τους. σαν ελευθερώθηκαν όμως από τους τυράννους, έγιναν οι πρώτοι απ’ όλους. Αυτό φανερώνει, πως τον καιρό που ήταν δούλοι φέρονταν κατ’ ανάγκη σαν δειλοί, με τη σκέψη ότι εργάζονταν για τον αφέντη τους. όταν όμως ελευθερώθηκαν, καθένας έδειχνε ζήλο να εργαστεί, σκεπτόμενος ότι εργάζεται για τον εαυτό του».
Η νίκη στο Μαραθώνα είναι ταυτόχρονα βασική προϋπόθεση για την επιβίωση της δημοκρατίας. Όπως το 506 π. Χ. ο Ισαγόρας συνόδευε τον Κλεομένη με την ελπίδα να γίνει ο νέος τύραννος της πόλης, έτσι και το 490 π. Χ., ο γηραιός Ιππίας έκανε το ίδιο με το Δάτη και τον Αρταφέρνη, τρέφοντας παρόμοιες ελπίδες. Με αυτή τη μάχη, λοιπόν, οι πολίτες της Αθήνας νικούν ταυτόχρονα και τους εξωτερικούς αλλά και τους εσωτερικούς τους εχθρούς.
Ο Μαραθώνας θα δώσει την πολύτιμη παράταση χρόνου στην Αθήνα, ώστε δέκα χρόνια αργότερα, στη Σαλαμίνα, να μπορέσει να νικήσει και πάλι τους Πέρσες, αυτή τη φορά με μια νέα κατηγορία πολιτών, τους θήτες. Ό,τι είναι ο Μαραθώνας για τα μεσαία στρώματα των Αθηναίων, είναι η Σαλαμίνα για τα κατώτερα: οι ”εξετάσεις” τους για την είσοδό τους στην πολιτική ζωή. Οι δύο μάχες αλληλοσυμπληρώνονται και κερδίζουν το σεβασμό όλων των επερχόμενων γενεών των Αθηναίων.
Έτσι λοιπόν έχουν διαμορφωθεί οι δύο κόσμοι, ο Περσικός και ο Ελληνικός, στις παραμονές της μάχης του Μαραθώνα, της πρώτης μεγάλης ανοιχτής σύγκρουσης μεταξύ τους. Έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: την ευνοϊκή συγκυρία. Είναι δύο κόσμοι ρωμαλέοι, στο απόγειο σχεδόν της ακμής τους. Αυτά που τους χωρίζουν είναι όμως περισσότερα και πολύ πιο σημαντικά. Από τη μια μεριά είναι ο κόσμος του Μεγάλου Βασιλέως. Ο κόσμος της άνωθεν επιβεβλημένης γαλήνης, του πλούτου και της ειρηνικής συνύπαρξης κάτω από έναν παντεπόπτη θεό.
Κάτω όμως από αυτή την επίστρωση, κινείται πάντα η υποταγή, ο φόβος της τιμωρίας και η δίψα για επέκταση. Από την άλλη, ο κόσμος των Ελληνικών πόλεων προσφέρει την ακριβώς αντίστροφη εικόνα. Σε ένα πρώτο επίπεδο, είναι ένας κόσμος διαρκούς αναταραχής, πολέμων, ανταγωνισμών και τυχοδιωκτισμού. Στη βαθύτερη ουσία του, όμως, είναι ένας πολιτισμός που έχει θέσει την Ελευθερία στο επίκεντρο των επιδιώξεών του.
Μέτρο, σημείο αναφοράς και σκοπός αυτού του κόσμου των ελεύθερων Ελληνικών πόλεων θα είναι ο Άνθρωπος. Ειρήνη εναντίον Ελευθερίας, Θεός εναντίον Ανθρώπου, Βούληση του Ενός εναντίον του Νόμου, Ευγενείς εναντίον Γεωργών, Ευμάρεια εναντίον Αυτάρκειας, Απολυταρχία εναντίον Δημοκρατίας. Αυτά τα ζεύγη συναντήθηκαν και συγκρούστηκαν στο Μαραθώνα.
Ο Αρχαίος Μαραθώνας
Η εύφορη παραθαλάσσια πεδιάδα του Μαραθώνα αποτέλεσε ήδη από την απώτατη αρχαιότητα πόλο έλξης κατοίκησης. Οι ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, τα πλούσια, εύφορα εδάφη, η θάλασσα, τα έλη και τα άφθονα νερά υπήρξαν οι κύριοι παράγοντες που ευνόησαν την ανθρώπινη εγκατάσταση. Τα πολυάριθμα οικιστικά και ταφικά κατάλοιπα που χρονολογούνται από τη νεολιθική εποχή έως τους Βυζαντινούς χρόνους, μαρτυρούν τη συνεχή κατοίκηση της ευρύτερης περιοχής. Στα νοτιοανατολικά της πεδιάδας ανοίγεται ο ομώνυμος όρμος, ενώ οι υπώρειες του Πεντελικού όρους διαμορφώνουν το δυτικό της όριο.
Δύο έλη, το Μεγάλο Έλος του Σχoινιά και το Μικρό Έλος της Μπρεξίζας, ορίζουν τη βορειοανατολική και τη νοτιοδυτική πλευρά της πεδιάδας αντίστοιχα, τα οποία, χάρη στις πλουτοπαραγωγικές πηγές τους και το ιδιόμορφο φυσικό περιβάλλον, υπήρξαν πάντοτε κέντρα οικιστικής ανάπτυξης. Ο ορμητικός ποταμός Χάραδρος και τα άλλα μικρότερα ρέματα που διατρέχουν την πεδιάδα συνέβαλαν άμεσα στη διαμόρφωση του ιδιαίτερου φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και έφεραν, πολλές φορές τους κατοίκους της αντιμέτωπους με καταστροφικές πλημμύρες.
Ο Μαραθώνας, σύμφωνα με την παράδοση, πήρε το όνομά του από τον ήρωα Μάραθο. Το πιθανότερο όμως είναι ότι η ονομασία του προήλθε από το αρωματικό φυτό μάραθο, που και σήμερα αποτελεί ένα από τα αυτοφυή φυτά του κάμπου. Αποτέλεσε το σημαντικότερο δήμο της γνωστής Τετράπολης –η Προβάλινθος, η Οινόη και η Τρικόρυθος ήταν απλές πολίχνες. Ο Μαραθώνας των ιστορικών χρόνων πιθανόν να βρίσκεται στη θέση Πλάσι σε αυτόν ανήκουν και οι μικρότερες εγκαταστάσεις, οι διάσπαρτες στην πεδιάδα, μέχρι το σημερινό Βρανά, όπου είχαν ιδρυθεί πολλά ιερά, καθώς και τα αρχαιότερα νεκροταφεία.
Η Προβάλινθος έχει τοποθετηθεί στα δυτικά της σημερινής Νέας Μάκρης, στην περιοχή της Μπρεξίζας, η Οινόη κοντά στη σημερινή ομώνυμη περιοχή και η Τρικόρυθος στο Κάτω Σούλι. Οι ανασκαφές έχουν ξεκινήσει ήδη από τον 19ο αιώνα και συνεχίζονται ακόμη, φέρνοντας στο φως ευρήματα που μαρτυρούν συνεχή κατοίκηση του Μαραθώνα και της ευρύτερης περιοχής, από τους προϊστορικούς έως τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Η αρχαιότερη κατοίκηση εντοπίζεται στο Σπήλαιο του Πανός, σε απόκρημνη θέση στα υψώματα της Οινόης. Η έρευνα έδειξε συνεχή κατοίκηση από τη νεότερη νεολιθική έως το τέλος της υστεροελλαδικής περιόδου, οπότε και το σπήλαιο εγκαταλείφθηκε. Στην τελική νεολιθική περίοδο χρονολογούνται ταφές που βρέθηκαν στο σπήλαιο, σύμφωνα με τα κινητά ευρήματα, τα οποία αποτελούν ακέραια αγγεία με έγχρωμη ή εμπίεστη διακόσμηση, λίθινες αξίνες, καθώς και ένα σφραγισμένο αγγείο που περιείχε περιδέραιο με εκατοντάδες χάνδρες από υαλόμαζα.
Μετά την εγκατάλειψή του κατά την υστεροελλαδική περίοδο, ανθρώπινη παρουσία εντοπίζεται πάλι στους ιστορικούς πλέον χρόνους, οπότε οι Αθηναίοι, μετά τη νίκη τους κατά των Περσών το 490 π.Χ., ιδρύουν στο σπήλαιο ιερό του Πάνα για να τον τιμήσουν για τη βοήθεια που τους προσέφερε. Από τα ευρήματα αυτής της περιόδου ξεχωρίζουν πήλινο ειδώλιο του Πάνα, ειδώλια της Μητέρας των Θεών, λυχνάρια κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, καθώς και αττική ερυθρόμορφη κεραμική με διάφορες παραστάσεις, με πλέον χαρακτηριστικές αυτές του ένθρονου Απόλλωνα και Διονύσου.
Η λατρεία στο σπήλαιο συνεχίστηκε τουλάχιστον μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ., οπότε χρονολογείται επιγραφή-ανάθημα εφήβων, από το περιεχόμενο της οποίας πληροφορούμαστε ότι οι αναθέτες αφιέρωναν χρωματιστά και όχι λευκά ρούχα, όπως επέβαλλε το τυπικό της ανάθεσης. Ο περιηγητής του 2ου αιώνα μ.Χ. Παυσανίας περιγράφει το σπήλαιο:
«ὀλίγον δὲ ἀπωτέρω τοῦ πεδίου Πανός ἐστιν ὄρος καὶ σπήλαιον θέας ἄξιον· ἔσοδος μὲν ἐς αὐτὸ στενή, παρελθοῦσι δέ εἰσιν οἶκοι καὶ λουτρὰ καὶ καλούμενον Πανὸς αἰπόλιον, πέτραι τὰ πολλὰ αἰξὶν εἰκασμέναι».
Ως «οίκοι» πρέπει να θεωρηθούν οι αλλεπάλληλοι χώροι στο εσωτερικό του σπηλαίου, ως «λουτρά» κοιλότητες στο βράχο, γεμάτες νερό που έσταζε από την οροφή και ως «αἰπόλιον» οι σταλακτίτες, που δίνουν την εντύπωση πυκνού κοπαδιού από κατσίκια. Το σπήλαιο δεν είναι επισκέψιμο. η είσοδός του είναι φραγμένη, για την προστασία των ανυποψίαστων επισκεπτών. Ο νεολιθικός οικισμός της Νέας Μάκρης εντοπίστηκε και ανασκάφηκε εν μέρει από το Δημήτρη Θεοχάρη το 1955, και έδωσε πληροφορίες για την οργάνωση των οικισμών αυτής της περιόδου.
Ο οικισμός σχηματίστηκε κατά μήκος της ακτής και σε μεγάλη έκταση. Τα σπίτια, ορθογώνιας κάτοψης, κτίζονταν με άψητα τούβλα επάνω σε λίθινη βάση. Κατακόρυφοι πεσσοί ενσωματώνονταν κοντά στα ανοίγματα για την επιθυμητή στατική, η οποία ενισχύονταν με λεπτό, ξύλινο, πλέγμα. Δίπλα στα σπίτια έστηναν καλύβες ελλειπτικού σχήματος, που από την ύπαρξη σκαλοπατιού στην είσοδο συνάγεται ότι χρησιμοποιούνταν από ανθρώπους και δεν προορίζονταν για σταυλισμό ζώων.
Υπέργειες αποθήκες κυκλικής κάτοψης, διαμέτρου 1-1,50 μ., αντικαθιστούν κατά τη μέση νεολιθική περίοδο τους παλιότερους υπόγειους λάκκους που χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη των αγαθών. Πρόσφατες ανασκαφές της Β΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων αποκάλυψαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα εντός του πολεοδομικού ιστού της Νέας Μάκρης, που επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η νεολιθική εγκατάσταση εκτεινόταν σε μεγάλο μήκος στην παραλιακή ζώνη και εισχωρούσε και σε μεγάλο βάθος εντός του σημερινού οικισμού.
Στο βορειοανατολικό άκρο της πεδιάδας του Μαραθώνα, στην περιοχή του Μεγάλου Έλους του Σχοινιά, νοτίως της Μακαρίας πηγής –την πηγή αναφέρει ο Παυσανίας και πιθανότατα είναι η μεγάλη πηγή που αναβλύζει και σήμερα από το βουνό Σταυροκοράκι– κατά τη νεολιθική εποχή ιδρύεται οικισμός, ο οποίος ακμάζει κατά την επόμενη, πρωτοελλαδική περίοδο. Κεραμική και διάσπαρτα αρχιτεκτονικά λείψανα αυτού του οικισμού, ο οποίος ταυτίζεται με την αρχαία Τρικόρυθο, εντοπίστηκαν από τον Ευθύμιο Μαστροκώστα το 1974.
Οι πρόσφατες εκτεταμένες έρευνες της Β΄ ΕΠΚΑ στις παρυφές του Μεγάλου Έλους, με αφορμή την κατασκευή του Ολυμπιακού Κωπηλατοδρομίου, αποκάλυψαν ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας, με τη μορφή σταθερών εγκαταστάσεων, που ανάγονται ήδη στην 3η χιλιετία π.Χ. Μέσα σε γκριζόμαυρο στρώμα τύρφης ήρθαν στο φως τρία κτήρια της πρωτοελλαδικής περιόδου, αποθηκευτικοί λάκκοι, βόθροι, λιθόστρωτα και γενικότερα ίχνη έντονης παρουσίας και δραστηριότητας της περιόδου αυτής.
Το έλος, η χρήση του οποίου συνεχίστηκε έως τους ύστερους Ρωμαϊκούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους, όπως μαρτυρούν τα ταφικά και οικιστικά κατάλοιπα που ήρθαν στο φως στις βορειοδυτικές του παρυφές, αποτέλεσε ένα βύθισμα που υπήρξε η τόπος υποδοχής των υδάτων των γύρω περιοχών και, σύμφωνα με τη γεωλογική έρευνα, είχε σχηματιστεί την 3η χιλιετία π.Χ.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Oι Πέρσες και η Ιωνική Επανάσταση
Το 546 π.Χ., ο Κύρος κατέκτησε τις Ελληνικές αποικίες στην επαρχία της Ιωνίας, στη σημερινή Τουρκία και επέτρεψε στους ντόπιους κυβερνήτες να παραμείνουν στην εξουσία. Περίπου πενήντα χρόνια αργότερα, το 499 π.Χ., οι Έλληνες άποικοι εξεγέρθηκαν. Οι Πέρσες προσπάθησαν να στηρίξουν την υπάρχουσα κυβέρνηση και να απομακρύνουν τον πληθυσμό, αλλά το αποτέλεσμα ήταν η εξέγερση στην Ιωνία. Βασιλιάς της Περσίας, την εποχή εκείνη, ήταν ο Δαρείος, ο εγγονός του Κύρου.
Στην αρχή, ο Δαρείος άφησε τους ντόπιους κυβερνήτες να αντιμετωπίσουν την εξέγερση. Αλλά οι επαναστάτες έπαιρναν βοήθεια από το εξωτερικό. Όταν η Ιωνία εξεγέρθηκε κατά των Περσών, κάλεσε τη μητρική χώρα, την Αθήνα, για βοήθεια. Και τότε, οι Αθηναίοι έκαναν ίσως το μεγαλύτερο στρατηγικό λάθος του αιώνα. Έστειλαν στρατό για να βοηθήσουν τους Ίωνες επαναστάτες. Με τη βοήθεια των Αθηναίων, οι επαναστάτες κατέλαβαν και έκαψαν τις Σάρδεις, την πρωτεύουσα της Ιωνίας.
Ο Ηρόδοτος έγραψε για την εξέγερση: «Σχεδόν αμέσως, η φωτιά άρχισε να τρέχει από σπίτι σε σπίτι, μέχρις ότου όλη η πόλη έπιασε φωτιά. Έτσι οι Σάρδεις έγιναν στάχτη. Ανάμεσα στα χαλάσματα ήταν και ο ναός μιας ντόπιας θεάς, της Κυβέλης. Όταν οι Πέρσες τον είδαν κατεστραμμένο, αυτό αργότερα θα το χρησιμοποιούσαν σαν πρόσχημα για να κάψουν ναούς στην Ελλάδα». Η εξέγερση στην Ιωνία είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός στις σχέσεις Ελλάδας και Περσίας, επειδή αποτέλεσε τη ρίζα αυτού που θα συνέβαινε τα επόμενα 80 χρόνια. Τελικά έφερε την Αθήνα και την Περσία σε ανοιχτή σύρραξη, κάτι που δεν είχε γίνει στο παρελθόν.
Η Αθήνα είχε ξυπνήσει έναν γίγαντα που κοιμόταν. Ο Δαρείος ήθελε εκδίκηση και έβαλε έναν υπηρέτη του σε κάθε γεύμα, πριν φάει την πρώτη του μπουκιά, να του λέει: «Άρχοντά μου, να θυμάσαι τους Αθηναίους». Ο Δαρείος λοιπόν ορκίστηκε ότι θα τους το ανταπέδιδε. Το Ελληνικό χώμα θα μούσκευε από αίμα. Tο απολυταρχικό, “ανατολίτικο” μοντέλο διοίκησης και κοινωνικής οργάνωσης των Περσών και των περισσότερων εκ των υποτελών τους λαών και η απόλυτη εξουσία του Πέρση μονάρχη προκαλούσαν αποστροφή στη μεγάλη μάζα των Eλλήνων.
Mε αυτό το υπόβαθρο, ορισμένα ήσσονος σημασίας σφάλματα πολιτικής του Δαρείου του Α’, που ήταν βασιλεύς εκείνη την περίοδο (τέλη του 6ου, αρχές του 5ου αιώνα π.X.) καθώς και του Αρταφέρνη, Σατράπη της Λυδίας και επικυρίαρχου των Ιώνων, προκάλεσαν έντονη δυσαρέσκεια ανάμεσα στους Έλληνες της Ιωνίας, καθώς στις περισσότερες υποτελείς πόλεις είχαν επιβληθεί από τους Πέρσες τυραννικά ή ολιγαρχικά καθεστώτα.
Tα γεγονότα της Νάξου, δηλαδή η αποτυχημένη προσπάθεια κατάληψής της και προσάρτησής της στην Περσική Αυτοκρατορία από τον τύραννο της Μιλήτου, Αρισταγόρα, δημιούργησαν ένταση μεταξύ του τελευταίου και των Περσών επικυρίαρχών του και ήταν η αφορμή για να ξεσπάσει η επανάσταση της Ιωνίας, που ξεκίνησε από τη Μίλητο το 499 π.X. H επανάσταση επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Ιωνία και σύντομα οι Ελληνικές πόλεις κήρυξαν την ανεξαρτησία τους και υιοθέτησαν δημοκρατικά καθεστώτα.
O Αρισταγόρας προσπάθησε να προσεταιριστεί τους Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας και συμμάχησε με τους Αθηναίους και τους Ερετριείς, σε μία προσπάθεια να ισχυροποιήσει το επαναστατικό κίνημα των Ιώνων. O στρατός τους, ενισχυμένος με Αθηναίους και Ερετριείς, κατέλαβε και κατέστρεψε τις Σάρδεις, την πρωτεύουσα της σατραπείας της Λυδίας και πρώην πρωτεύουσα του κράτους του Κροίσου.
Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Δαρείος άκουσε τα νέα για την πυρπόληση των Σάρδεων, καθώς και το ρόλο που έπαιξαν οι Αθηναίοι σε αυτή, ορκίστηκε ότι θα ανταποδώσει “τα ίσα” στην Αθήνα και υποχρέωσε έναν υπηρέτη να του υπενθυμίζει τον όρκο του τρεις φορές την ημέρα. H Ιωνική επανάσταση καταπνίγηκε στο αίμα, όταν ο Πέρσης μονάρχης έστειλε τον Αυτοκρατορικό στρατό ενάντια στους επαναστάτες και άρχισε να καταβάλει τη μία μετά την άλλη τις πόλεις των Ιώνων.
Η ανάμειξη των Ελλήνων της μητροπολιτικής Ελλάδας υπέρ των Ιώνων ήταν η αφορμή που ζητούσε ο Πέρσης ηγεμόνας για να εισβάλει στη Βαλκανική, ώστε να κυριαρχήσει απόλυτα στο Αιγαίο και να προετοιμάσει το έδαφος για περαιτέρω κατακτήσεις. Στην Αθήνα τα πράγματα είχαν περιπλακεί, καθώς πολλοί συμβούλευαν το δήμο να δεχτεί την επικυριαρχία του Μεγάλου Βασιλέα, ο οποίος, εκτός από τη Μίλητο και ελάχιστες άλλες πόλεις που κατέστρεψε, είχε φανεί αρκετά “επιεικής” στις Ιωνικές πόλεις.
Ο τέως τύραννος των Αθηνών, Ιππίας, προσπαθούσε να πείσει τον Πέρση ηγεμόνα να τον επανεγκαταστήσει στη θέση που θεωρούσε ότι του ανήκε. Bεβαίως, ο Δαρείος δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, καθώς η Aθήνα δεν βρισκόταν εντός της σφαίρας επιρροής του, αφού ο δήμος είχε αποφασίσει να μη δώσει “γη και ύδωρ” στο Bασιλέα και να παραμείνει η πόλη τους αυτόνομη.
H βοήθεια που προσέφεραν Αθηναίοι και Ερετριείς στους Ίωνες έδωσε στο Δαρείο μία επίφαση νομιμότητας για την εισβολή που επακολούθησε, ωστόσο ήταν φανερό από την αρχή της εκστρατείας, της οποίας ηγήθηκε ένας νεαρός και ιδιαίτερα ικανός στρατηγός, ο γαμπρός του Δαρείου, Μαρδόνιος, ότι η “εκδίκηση” ήταν απλώς πρόφαση. Όπως άλλωστε διαπιστώνει ο Ηρόδοτος, “στόχος του ήταν να υποδουλώσει όσο το δυνατόν περισσότερες Ελληνικές πόλεις” καθ’ οδόν προς τους θεωρούμενους ως αντικειμενικούς στόχους του, δηλαδή την Αθήνα και την Ερέτρια.
Αυτό το ισχυρό εκστρατευτικό σώμα κατόρθωσε να υποτάξει ολόκληρη τη Θράκη αλλά και τη Μακεδονία, ο βασιλιάς της οποίας, Αλέξανδρος ο A’, αναγκάστηκε να παραδοθεί για να αποφύγει την καταστροφή της χώρας του από τους Πέρσες. Ωστόσο, η εκστρατεία έληξε άδοξα, εξαιτίας μίας διπλής καταστροφής. Κατ’ αρχάς, ο στόλος που συνόδευε το εκστρατευτικό σώμα, ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του στρατού, έπεσε σε θύελλα ενώ παρέπλεε το ακρωτήριο Άθως και καταστράφηκε.
Στη συνέχεια, το Θρακικό φύλο των Βρυγών προκάλεσε μεγάλες απώλειες στον Περσικό στρατό πριν απωθηθεί και – στη συνέχεια – υποταχθεί στο στράτευμα του Μαρδόνιου. Όμως, ο Δαρείος είχε θέσει στόχο να υποτάξει τους Έλληνες και δεν θα σταματούσε μπροστά στο πρώτο εμπόδιο – άλλωστε, η εκστρατεία του Μαρδόνιου είχε αποδώσει αρκετά οφέλη. Το νέο εκστρατευτικό σώμα σκόπευε αυτή τη φορά στις πόλεις που τον είχαν προσβάλει με τη συμμετοχή τους στην Ιωνική επανάσταση, την Αθήνα και την Ερέτρια.
H Δεύτερη Εκστρατεία Κατά της Ελλάδας
Αυτή τη φορά ο Δαρείος έδωσε την αρχιστρατηγία σε δύο άλλους αξιωματούχους της Περσικής Αυτοκρατορίας. O πρώτος ήταν ο Αρταφέρνης, γιος του ομώνυμου σατράπη της Λυδίας και ανιψιός του Δαρείου. O Αρταφέρνης είχε διαδεχθεί τον πατέρα του στο θρόνο της Λυδίας και είχε περιορισμένη πολεμική εμπειρία. Μαζί του ήταν ο Δάτις από τη Μηδία (Datiya στα Περσικά) ο οποίος, παρότι δεν αναφέρεται από τον Ηρόδοτο, ήταν ένας από τους στρατηγούς που κατέπνιξαν την Ιωνική επανάσταση, καθώς το όνομά του εμφανίζεται σε σχετικές Περσικές πινακίδες και αρχεία.
Ένας σημαντικός στόλος από 600 πλοία – μεταξύ αυτών και αρκετά ιππαγωγά – συγκεντρώθηκε απ’ όλες τις περιοχές της Αυτοκρατορίας με ναυτική παράδοση, για να μεταφέρει το εκστρατευτικό σώμα. Σύμφωνα με τις πηγές, το στράτευμα του οποίου ηγούνταν οι δύο άνδρες, κατ’ ελάχιστο αριθμούσε περίπου 26.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 1.000 ήταν ιππείς. Πιθανόν το στράτευμα να ήταν αρκετά μεγαλύτερο. Στους αριθμούς αυτούς βεβαίως δεν συμπεριλαμβάνονται τα πληρώματα και οι κωπηλάτες των πλοίων. Σε κάθε περίπτωση, το Περσικό στράτευμα ήταν τουλάχιστον διπλάσιο του Αθηναϊκού.
Oι Πέρσες για την κατάληψη της Αθήνας υπολόγιζαν επίσης στους Μηδίζοντες Αθηναίους, που μάλιστα – όπως αναφέρει με ιδιαίτερη σχολαστικότητα ο Ηρόδοτος – παρουσίασαν το προσυμφωνημένο σημάδι, μία ασπίδα στα τείχη της, το οποίο δήλωνε ότι η πόλη ήταν αφρούρητη. Είναι άγνωστο αν επρόκειτο για οπαδούς της οικογένειας των Πεισιστρατιδών (κάτι πολύ πιθανό) ή ακόμη και για Αλκμεωνίδες, μέλη και οπαδοί της γνωστής πανίσχυρης Αθηναϊκής οικογένειας από την οποία μεταξύ άλλων καταγόταν ο Περικλής.
O Ηρόδοτος πάντως, που διατηρούσε στενές σχέσεις με τους Αλκμεωνίδες, διαψεύδει κατηγορηματικά κάθε υπαινιγμό ότι το γένος του Αλκμέωνα πρόδωσε τη Δημοκρατία. Tο στράτευμα που οδηγούσαν ο Δάτις και ο Αρταφέρνης είχε ως σκοπό, να καταλάβει όσα νησιά του Αιγαίου παρέμεναν έξω από την Περσική σφαίρα επιρροής και να τιμωρήσει την Ερέτρια και την Αθήνα για τη στάση τους στην Ιωνική επανάσταση. Μάλιστα, ο Πέρσης βασιλεύς διέταξε να εξανδραποδιστούν οι κάτοικοι των δύο πόλεων, να υποδουλωθούν, δηλαδή, και να συρθούν ταπεινωμένοι μπροστά του.
Προφανώς μέρος της Αυτοκρατορικής Spada, του μόνιμου στρατού της Αυτοκρατορίας που αποτελούνταν κυρίως από Πέρσες και δευτερευόντως από Μήδες. Αυτό φαίνεται από την παρουσία του Δάτι στη δύναμη, ο οποίος ήταν επικεφαλής Αυτοκρατορικών στρατευμάτων κατά την Ιωνική επανάσταση. Ο πυρήνας αυτός συμπληρωνόταν από στρατεύματα του σατράπη της Λυδίας. Tο μέγεθος του σώματος δείχνει ότι ο στόχος δεν ήταν η ανάληψη εκτεταμένης εκστρατείας για την κατάληψη του συνόλου του Ελληνικού χώρου, ακόμη και αν δεχτούμε ως απολύτως ακριβή τον αριθμό των 600 πλοίων.
Oι αντικειμενικοί σκοποί ήταν σαφείς και καθορισμένοι: υποδούλωση των νησιών του Αιγαίου που αντιστέκονταν, υποδούλωση της Ερέτριας, υποταγή της Αθήνας. H επίτευξη των δύο τελευταίων μάλιστα θα δημιουργούσε μία σειρά ακόμη από προϋποθέσεις για μελλοντική εκμετάλλευση, ένα προγεφύρωμα στην κυρίως Ελλάδα και μάλιστα σε στρατηγικό σημείο που θα χώριζε τη χώρα στα δύο και μια συνολική αίσθηση ισχύος του Μεγάλου Βασιλιά, η οποία θα παρέσυρε και πολύ περισσότερους Έλληνες κοντά στην Αυτοκρατορία.
Ενδεχομένως, μία ακόμη εκστρατεία, που θα χρησιμοποιούσε την από ξηράς δίοδο που θα ήταν πλέον περισσότερο ασφαλής, θα υπέτασσε το σύνολο του Ελλαδικού χώρου. Oι Δάτις και Αρταφέρνης (κατά τα φαινόμενα, ο Δάτις είχε την πρωτοκαθεδρία, άλλωστε ήταν ιδιαίτερα έμπειρος διοικητής) έπλευσαν με το σύνολο του στόλου τους στη Νάξο. Oι Πέρσες αποβιβάστηκαν και οι Ναξιώτες, κατέφυγαν στις ορεινές περιοχές του νησιού, οπότε οι Πέρσες ανενόχλητοι λεηλάτησαν την πόλη, υποδούλωσαν όσους βρήκαν στα πεδινά και αναχώρησαν για τα άλλα νησιά.
Στη Δήλο, οι κάτοικοι έχοντας πληροφορηθεί την τύχη της Νάξου, αντί να περιμένουν την άφιξη του Περσικού στόλου, εγκατέλειψαν το ιερό νησί και κατέφυγαν στην Τήνο. O Δάτις τους έστειλε μήνυμα, με το οποίο τους ανακοίνωνε ότι έχει εντολή από το Δαρείο να μην πειράξει ούτε τον τόπο ούτε τους κατοίκους του νησιού όπου “γεννήθηκαν δύο θεοί” και τους καλούσε να επιστρέψουν στα σπίτια τους. H Κάρυστος έμελλε να γευθεί τη δύναμη του Περσικού στρατού στη συνέχεια.
Μετά από εκτεταμένες καταστροφές και μία πολύ αποτελεσματική επίδειξη δύναμης, οι Καρύστιοι, αναγκάστηκαν να δεχτούν όλες τις απαιτήσεις των Περσών, υποταγή και συνεκστρατεία. O δρόμος ήταν ανοιχτός πλέον και ο επόμενος σταθμός της Περσικής δύναμης θα ήταν η Ερέτρια.
Η Επέλαση των Περσών
Το 490 π.Χ., λίγα χρόνια μετά την αποτυχία της Ιωνικής εξέγερσης, 600 Περσικές τριήρεις και μεταγωγικά πλοία για το ιππικό συγκεντρώθηκαν στην Κιλικία, ενώ η μάχιμη δύναμή του υπολογίζεται σε 90.000 άντρες. Στόχος της εισβολής και της επιχείρησης του Περσικού στόλου, που πιθανόν απέπλευσε μετά τις Ανοιξιάτικες καταιγίδες, υπό τη διοίκηση των στρατηγών, Δάτη και Αρταφέρνη, ήταν η Ερέτρια και η Αθήνα. Ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος ήταν εκνευρισμένος, επειδή οι δυο πόλεις είχαν υποστηρίξει σθεναρά τους Ίωνες στην εξέγερσή τους, στέλνοντας πλοία.
Τώρα ήταν η ώρα της ανταπόδοσης και θα είχε σαν αποτέλεσμα μια από τις πιο διάσημες μάχες στην Ελληνική ιστορία: τη Μάχη του Μαραθώνα. Οι μάχιμες Περσικές δυνάμεις πρέπει να ήταν εντυπωσιακές. Οι περισσότερες Κυκλάδες δήλωσαν υποταγή και τα στρατεύματα κατόρθωσαν να αποβιβαστούν ανενόχλητα στην Εύβοια, όπου η Ερέτρια καταλήφθηκε πολύ γρήγορα λόγω προδοσίας. Οι κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν, απομακρύνθηκαν από την πόλη και μεταφέρθηκαν για εγκατάσταση στα Σούσα.
Τα Αίτια της Εισβολής
Υπάρχουν πολλές απόψεις πάνω στο ερώτημα: «Γιατί οι Πέρσες επιτέθηκαν κατά της Ελλάδας, ποιος ήταν ο σκοπός τους, πού απέβλεπαν;» Διατυπώθηκε η άποψη ότι οι Πέρσες ήθελαν να εκδικηθούν τους Αθηναίους και τους κατοίκους της Ερέτριας που βοήθησαν τους Ίωνες, γι’ αυτό είχαν χωρίσει τις στρατιωτικές τους δυνάμεις στα δύο, με σκοπό ένα τμήμα του στρατού να υποτάξει την Ερέτρια και το άλλο να χρησιμοποιήσει τον Μαραθώνα ως τόπο στάθμευσης, για να συγκρατεί τους Αθηναίους.
Η έξοδος των Αθηναίων προς τον Μαραθώνα έγινε μόλις έπεσε η Ερέτρια, όταν δηλαδή οι Αθηναίοι δεν είχαν να πολεμήσουν με τις ενωμένες δυνάμεις των Περσών. Η εξήγηση αυτή μπορεί να είναι αληθοφανής, αλλά δεν στηρίζεται σε όσα αναφέρει ο Ηρόδοτος, ούτε βέβαια και σε καμιά άλλη αρχαία μαρτυρία. Ας υπενθυμίσουμε εδώ ότι η συμμετοχή των Ελλήνων της κυρίως Ελλάδας στην εξέγερση των Ιώνων της Μ. Ασίας ήταν ασήμαντη και δεν αποτελούσε αιτία για την Περσική επίθεση. Θα μπορούσε να σταθεί μόνο ως αφορμή.
Η Σπάρτη, επίσης, αρνήθηκε να υποστηρίξει τους Ίωνες λόγω του κινδύνου σύγκρουσης με το Άργος, αλλά και γιατί δεν ενδιαφερόταν για υπερπόντιες επιχειρήσεις. Η Αθήνα, ωστόσο, ύστερα από λίγο αδιαφόρησε, γιατί η πολιτική της κατάσταση ήταν ασταθής. Εκεί αντιμάχονταν δύο αντίπαλες παρατάξεις, των Αλκμαιωνιδών και των Τυραννόφιλων. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος με τους Πέρσες αναλαμβάνει τον πόλεμο για τρεις λόγους:
Ο τελευταίος λόγος δικαιολογεί την άποψη του Ηρόδοτου ότι η εκστρατεία έγινε και εναντίον της Σπάρτης, γνώμη που την βεβαιώνει μετά τη νίκη στον Μαραθώνα. Οι Αθηναίοι, κατά τον Ηρόδοτο, έσωσαν την Ελλάδα από την Περσική σκλαβιά, γεγονός που τους ανέδειξε σε ηγετική θέση μεταξύ των Ελλήνων. Ο Ηρόδοτος δίνει εδώ την πρωτοπορία πάλι στην Αττική αρχή. Αλλά, όταν αυτός έγραφε, οι Έλληνες αντίπαλοι της Αθήνας δεν είχαν αναγνωρίσει ούτε την ηγεμονία της ούτε την πανελλαδική αξία των Αθηναίων στη μάχη του Μαραθώνα.
Άλλοι ερευνητές καλύπτουν τους μέτριους στόχους της εκστρατείας του Δάτη κάτω από την έκφραση του Delbrück «Ιστορικο-πολεμικές διεργασίες», ο οποίος τόνισε ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ οι Πέρσες να καταστρέψουν τη Βαλκανική με ένα εκστρατευτικό σώμα μερικών χιλιάδων αντρών. Για τον Wilcken ο Δαρείος δεν σκεφτόταν μια υποταγή όλης της Ελλάδας. Σύμφωνα με την άποψη τουBeloch, οι Πέρσες ενδιαφέρονταν να σύρουν την Αθήνα και την Ερέτρια σε λογοδοσία για την υποστήριξη που είχαν δώσει στην Ιωνική εξέγερση. Άλλοι νεότεροι μελετητές, τοποθετούν πριν την Περσική επέμβαση τις διαμάχες της αριστοκρατίας, δηλαδή των ευγενών και των οικογενειών τους.
Ο Ehrenberg λέει ότι σχηματίστηκε μια φιλοπερσική αριστοκρατική κοινοβουλευτική παράταξη, που υποσχόταν την επιστροφή των Πεισιστρατιδών, και εναντίον της οποίας ήταν ο Μιλτιάδης, που το 493 π.Χ. εκδιώχθηκε από τους Πέρσες από τις κτήσεις του στη Θράκη και επέστρεψε στην Αθήνα. Η παράταξη των Τυραννόφιλων πρέπει να ήταν ισχυρή, στο διάστημα των 90 ετών που κυβέρνησε την Αθήνα και αυτό ακριβώς δείχνει η εκλογή του Ίππαρχου σε άρχοντα το 496 π.Χ. από την οικογένεια των Πεισιστρατιδών και την καταδίκη του τραγικού ποιητή Φρύνιχου (492 π.Χ.), που περιέγραψε την πτώση της Μιλήτου ως Αθηναϊκό δυστύχημα.
Στη φιλοπερσική αυτή παράταξη φαίνεται να ανήκουν και οι Αλκμαιωνίδες, στους αντιπάλους των οποίων ανήκε πιθανώς ο Θεμιστοκλής. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η αριστοκρατία στην Αθήνα θα μπορούσε να στηρίξει με άλλα μέσα την επέμβαση του Δάτη. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οι φίλοι των Περσών στην Αθήνα ήθελαν να την καταλάβουν, καθώς πλησίαζε ο στόλος των Αχαιμενιδών στην πόλη.
Όπως εξήγησε ο Schachermeyr, η πορεία του στόλου από την Ασία στην Ελλάδα συνέβη ξαφνικά, αργά και με διάφορους σταθμούς, για να δώσουν χρόνο στις προσκείμενες στους Πέρσες παρατάξεις να ανατρέψουν το υπάρχον καθεστώς. Αυτή η πολιτική φαίνεται να εμφανίζεται στην Ερέτρια, όπου οι φίλοι των Περσών είχαν επικρατήσει με την προσόρμιση του Περσικού στόλου. Στην Αθήνα, όμως, ο Μιλτιάδης ματαίωσε τα σχέδια εκκαθάρισης των φίλων των Περσών με την ονομαστική απόφαση στην εκκλησία του δήμου, με την οποία ο αγώνας έβγαινε από τα τείχη της Αθήνας.
Όταν ο Περσικός στόλος προσορμίστηκε στον Μαραθώνα, κοντά στην κτηματική περιουσία των Πεισιστρατιδών και στην Αθήνα δεν έγινε καμιά πολιτική ανατροπή υπέρ της Περσικής παράταξης, ο Περσικός στόλος έπλευσε, μετά από κάποια αναμονή, εναντίον της Αθήνας. Προηγουμένως όμως οι Έλληνες είχαν εκδιώξει προς τη θάλασσα τις έκπληκτες και πανικόβλητες Περσικές στρατιωτικές δυνάμεις. Με τη νίκη τους αυτή οι Αθηναίοι εμπόδισαν την επιστροφή των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα, την οποία σκόπευαν οι Πέρσες.
Πηγές των Περσικών Πολέμων
Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας», γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό Περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων, οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ. Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε.
Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης…πρώτος ενόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολογία και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών». Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά».
Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν επαναγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές. Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς.
ΟΠαυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι.
Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ’ όλ’ αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηροδότο.
Υπόβαθρο
Οι ρίζες της εχθρότητας Ελλήνων και Περσών βρίσκονται στην Ιωνική Επανάσταση. Οι Πέρσες, αν και η Αυτοκρατορία τους ήταν σχετικά νέα, κατέπνιγαν βίαια τις επαναστάσεις των υποτελών τους – σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής, ο οποίος πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του. Πριν την Ιωνική Επανάσταση, ο Δαρείος κατέλαβε τη Θράκη και ανάγκασε τη Μακεδονία να συμμαχήσει μαζί του. Η Ιωνική Επανάσταση απείλησε τη σταθερότητα της Περσικής Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό και ο Δαρείος ορκίστηκε να τιμωρήσει τις Ελληνικές πόλεις που συμμετείχαν σ’ αυτή, όπως η Αθήνα και η Ερέτρια.
Η επανάσταση ξεκίνησε μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Νάξου από τον Μιλήσιο τύραννο Αρισταγόρα και τον Αρταφέρνη (πατέρα του Αρταφέρνη που συμμετείχε στη μάχη του Μαραθώνα). Ο Αρισταγόρας, προβλέποντας ότι θα πέσει στην δυσμένεια του Δαρείου κήρυξε τη Μίλητο δημοκρατία και το παράδειγμα του ακολούθησαν και άλλες ιωνικές πόλεις. Τότε, ο Αρισταγόρας πήγε στην Ελλάδα για να ζητήσει βοήθεια την οποία έδωσαν τελικά η Αθήνα και η Ερέτρια. Από την Αθήνα στάλθηκαν είκοσι τριήρεις, ενώ άλλες πέντε στάλθηκαν από την Ερέτρια.
Οι Έλληνες κατάφεραν να καταστρέψουν τις Σάρδεις αλλά παρ’ ολ’ αυτά, ο Ελληνικός στρατός καταστράφηκε. Η Ιωνική Επανάσταση έληξε με νίκη του Περσικού στόλου το 493 π.Χ και αργότερα ο Δαρείος επέκτεινε την Αυτοκρατορία του στο Ανατολικό Αιγαίο και στην Προποντίδα. Το 492 π.Χ, καθώς η Ιωνική Επανάσταση είχε λήξει, ο Δαρείος έστειλε στρατό, υπό την ηγεσία του Μαρδόνιου, ο οποίος ανάκτησε τη Θράκη και ανάγκασε τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν με την Περσία – τελικά, όμως, ο Περσικός στόλος καταστράφηκε λόγω θύελλας στο Όρος Άθως.
Μετά από δύο έτη, ο Δαρείος – που είχε συμβούλους στην αυλή του τους εξόριστους από την Αθήνα Πεισιστρατίδες και τον επίσης εξόριστο βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατο – έστειλε στρατό στην Ελλάδα, υπό την ηγεσία του Αρταφέρνη (γιο του Σατράπη των Σαρδέων) και του Δάτη (Μήδου ναύαρχου), με διαταγές να καταλάβουν τις Κυκλάδες, να τιμωρήσουν τη Νάξο για την αντίσταση κατά των Περσών (πριν την Ιωνική Επανάσταση) και να τιμωρήσουν τις πόλεις της Αθήνας και της Ερέτριας.
Αφού κατέλαβαν το Αιγαίο, οι Πέρσες επιτέθηκαν στην Ερέτρια. Παρά την αντίσταση της, ο Εύφορβος ο Αλκιμάχου και ο Φίλαγρος ο Κυνέου άνοιξαν τις πύλες της πόλης στους Πέρσες, οι οποίοι την κατέστρεψαν και έστειλαν πολλούς αιχμάλωτους στην Περσία. Τότε, οι Πέρσες κινήθηκαν προς την Αθήνα.
Προς τον Μαραθώνα
Oι Ερετριείς είχαν ήδη πληροφορηθεί τη δύναμη που εκστράτευε εναντίον τους και βρίσκονταν σε απόγνωση. H πρώτη κίνησή τους ήταν να καλέσουν τους Αθηναίους σε βοήθεια και οι τελευταίοι ανταποκρίθηκαν – άλλωστε ο κίνδυνος ήταν κοινός – αποστέλλοντας τους 4.000 Αθηναίους κληρούχους της Εύβοιας προς ενίσχυση των συμμάχων τους. Ωστόσο, η κατάσταση στην Ερέτρια ήταν χαοτική, αφού οι αντιμαχόμενες παρατάξεις δεν μπορούσαν να έρθουν σε συμφωνία. Άλλοι υποστήριζαν την παράδοση, οι περισσότεροι την αντίσταση και άλλοι τη φυγή.
Oι Αθηναίοι, διαπιστώνοντας την κατάσταση αυτή και αφού – σύμφωνα με τον Ηρόδοτο – έλαβαν σχετικές προειδοποιήσεις από έναν εξέχοντα κάτοικο της Ερέτριας, τον Αισχίνη, αποφάσισαν να αποχωρήσουν. Oι Ερετριείς από την πλευρά τους αποφάσισαν να οχυρωθούν πίσω από τα τείχη τους και να αντισταθούν στον ισχυρότερο εχθρό. Oπως αποδείχτηκε, όμως, αυτή δεν ήταν η ενδεδειγμένη τακτική, αφού η περίφημη περσική διπλωματία κατόρθωσε μετά από επτά ημέρες πολιορκίας και σκληρότατων μαχών, κατά τις οποίες οι πολιορκημένοι αντέταξαν γενναία άμυνα, να παραδώσει την πόλη στο Δάτι και στον Αρταφέρνη.
Δύο από τους πλέον επιφανείς Ερετριείς, που προφανώς είχαν δωροδοκηθεί από πράκτορες του Μεγάλου Βασιλέα, ο Εύφορβος και ο Φίλαγρος, ήταν αυτοί που παρέδωσαν την πόλη στους Πέρσες. Eκείνοι, αφού έκαψαν τα πάντα και έσφαξαν πολλούς κάτοικους, εξανδραπόδισαν τους υπόλοιπους. Αφού τέλειωσαν με την Ερέτρια, οι Πέρσες έμειναν λίγες μέρες στην περιοχή για να γιορτάσουν τη νίκη τους, να ανεφοδιαστούν και να ετοιμαστούν για την επόμενη φάση της εκστρατείας τους, την επίθεση κατά της Αθήνας.
Ο Ιππίας υπέδειξε ως καταλληλότερη περιοχή για την απόβαση, ώστε να είναι ευχερής η κίνηση και του ιππικού που συνόδευε το σώμα, το Μαραθώνα. H πρότερη εμπειρία του, κατά την περίοδο που οι Σπαρτιάτες βοηθούσαν τους Αθηναίους να αποτινάξουν την τυραννία του, του είχε δείξει ότι ο Μαραθώνας ήταν ιδανικός για επιχειρήσεις ιππικού, θα επέτρεπε την ανενόχλητη αποβίβαση και οργάνωση του στρατεύματος και ήταν αρκετά κοντά στην πόλη.
Oι Αθηναίοι σύντομα ενημερώθηκαν για την άφιξη των Περσών στο Μαραθώνα και απέστειλαν το δικό τους στράτευμα, αποτελούμενο από 10.000 οπλίτες, τους οποίους ενίσχυσαν με 1.000 οπλίτες (το σύνολο της δύναμης που μπορούσαν να παρατάξουν) οι Πλαταιείς, που είχαν καταστεί μέρος της ευρύτερης πολιτείας των Αθηναίων. Εδώ υπάρχει ένα κενό στις διηγήσεις των πηγών και ιδιαίτερα στη βασική πηγή για τη μάχη, τον Ηρόδοτο. Tο κενό είναι ότι για ψιλούς και ιππείς δεν μας διηγείται το παραμικρό ο Ηρόδοτος, που περιορίζει την αναφορά του στους οπλίτες, ο αριθμός των οποίων την εποχή των Μηδικών υπολογίζεται στους 10.000.
Mε δεδομένη την πολιτική αναταραχή που είχε προκληθεί στην πόλη και τις πιέσεις κάποιων “νοσταλγών” των Πεισιστρατιδών, όσων τουλάχιστον δεν είχαν εξοριστεί από την πόλη, καθώς και κάποιων “άλλων” (των Αλκμεωνίδων, όπως υπονοούν οι περισσότερες πηγές, αν και ο Ηρόδοτος το διαψεύδει), ακόμη και η αναχώρηση του συνόλου των οπλιτών και αγνώστου αριθμού “ψιλών” και δούλων μοιάζει παρακινδυνευμένη για τους Αθηναίους, αφού είχαν να αντιμετωπίσουν έναν αντίπαλο που είχε τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να αναχωρήσει και να πλεύσει ταχύτατα προς το Φάληρο.
Oι Αθηναίοι προσέβλεπαν επίσης στη – μετέπειτα μεγάλη αντίπαλό τους – Σπάρτη για βοήθεια και μάλιστα απέστειλαν τον κήρυκα Φειδιππίδη στην κοιλάδα του Ευρώτα για να ζητήσει βοήθεια. O τελευταίος, αφού διένυσε την απόσταση μεταξύ Αττικής και Σπάρτης σε λίγο περισσότερο από 24 ώρες, παρουσιάστηκε μπροστά στους εφόρους και ζήτησε βοήθεια. Oι Σπαρτιάτες δήλωσαν πρόθυμοι να βοηθήσουν, αλλά θρησκευτικοί λόγοι τούς εμπόδιζαν να εκστρατεύσουν πριν από την πανσέληνο.
Oι Αθηναίοι φυσικά δεν μπορούσαν να περιμένουν, οπότε μαζί με τους Πλαταιείς βάδισαν γοργά προς την πεδιάδα του Μαραθώνα, για να αντιμετωπίσουν τους “βαρβάρους”. Με τη συμβουλή του Ιππία, οδηγού της Περσικής στρατιάς, ο οποίος προοριζόταν να διοικήσει, μετά την επικράτηση των Περσών επί των Αθηναίων, την Αθήνα ως τύραννος με Περσική εποπτεία, τα στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην πεδιάδα του Μαραθώνα. Ο στόλος πρέπει να αγκυροβόλησε στην ανατολική άκρη του κόλπου, κοντά στην Κυνόσουρα, όπου στρατοπέδευσε και το πεζικό. Μια μικρή λίμνη τροφοδοτούσε με πόσιμο νερό τον στρατό και τα άλογα.
Η πλατιά πεδιάδα ήταν επίσης κατάλληλη και για τις ασκήσεις του ιππικού. Επιπλέον, η πεδιάδα του Μαραθώνα είχε και καλή οδική σύνδεση με την Αθήνα, πράγμα σημαντικό για τις κινήσεις μιας μεγάλης στρατιάς. Ο Ιππίας σίγουρα επέλεξε τη συγκεκριμένη τοποθεσία μετά από ώριμη σκέψη. Οι γεωργοί της περιοχής αυτής θεωρούνταν ιδιαίτερα φιλικοί προς τους τυράννους. Η ανάμνηση του Πεισίστρατου, που και αυτός αποβιβάστηκε εδώ με στρατό μισθοφόρων το 530 π.Χ., ήταν ασφαλώς ζωντανή στη μνήμη τους. Οι Πέρσες δεν αντιμετώπισαν αντίσταση, κατόρθωσαν να αποβιβαστούν με την ησυχία τους και να ετοιμαστούν για την επίθεση εναντίον της Αθήνας.
Πρελούδιο
Οι Πέρσες, αφού πέρασαν την Αττική, στρατοπέδευσαν στον Μαραθώνα (40 χιλιόμετρα από την Αθήνα) μετά από συμβουλή του Ιππία. Αρχηγός της Αθηναϊκής δύναμης ήταν ο Μιλτιάδης, ο οποίος ήξερε καλά τις Περσικές τακτικές, γι’ αυτό και οι Αθηναίοι αποφάσισαν να κλείσουν τις δύο εξόδους των στενών του Μαραθώνα. Ταυτόχρονα, ο Φειδιππίδης, κήρυκας και δρομέας από την Αθήνα, στάλθηκε στη Σπάρτη για να ζητήσει βοήθεια, αλλά οι Σπαρτιάτες, επικαλούμενοι θρησκευτικούς λόγους, απάντησαν ότι θα στείλουν στρατό μετά την πανσέληνο.
Μόνο χίλιοι οπλίτες από τις Πλαταιές έφθασαν στον Μαραθώνα για να βοηθήσουν τους Αθηναίους. Για πέντε ημέρες, οι δύο στρατοί δεν αποφάσιζαν να επιτεθούν ο ένας στον άλλο. Τα πλευρά των Αθηναίων, όπως δηλώνει ο Κορνήλιος Νέπως, ήταν καλά προστατευμένα από τους ψηλούς λόφους. Κατά τον Τομ Χόλλαντ, αυτό εξυπηρετούσε τη στρατηγική των Αθηναίων, οι οποίοι περίμεναν την άφιξη των Σπαρτιατών. Οι Αθηναίοι είχαν στη διοίκηση τους δέκα στρατηγούς, ένα από κάθε φυλή – πολέμαρχος ήταν ο Καλλίμαχος ο Αφιδναίος. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι κάθε ημέρα διοικούσε ένας στρατηγός.
Γι’ αυτό, ο Μιλτιάδης αποφάσισε να επιτεθεί την ημέρα, κατά την οποία διοικητής του στρατού θα ήταν ο ίδιος. Κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, οι Αθηναίοι θα διακινδύνευαν πολλά αν επετίθεντο πριν από την άφιξη των Σπαρτιατών. Ούτε οι Πέρσες ούτε οι Έλληνες ήθελαν να διακινδυνεύσουν μια μάχη. Παρ’ ολ’ αυτά, παραμένει άγνωστη η αιτία που οδήγησε τους Αθηναίους να επιτεθούν. Σύμφωνα με μια εκδοχή, οι Αθηναίοι είχαν μάθει από τους Ίωνες ότι οι Πέρσες απομάκρυναν τον ιππικό τους – αυτό αναφέρεται στο λεξικό «Σούδα»:
”Δάτιδος ἐμβαλόντος εἰς τὴν Ἀττικὴν τοὺς Ἴωνας φασιν, ἀναχωρήσαντος αὐτοῦ, ἀνελθόντας ἐπἰ τὰ δένδρα σημαίνειν τοῖς Ἀθηναίοις ὡς εἶεν χωρὶς οἱ ἱππεῖς, καὶ Μιλτιάδην συνιέντα τὴν ἀναχώρησιν αὐτῶν συμβαλεῖν οὕτως καὶ νικῆσαι, ὅθεν καὶ τῆν παροιμίαν λεχθῆναι ἐπὶ τῶν τὴν τάξιν διαλυόντων.”
Υπήρξαν πολλές παραλλαγές της θεωρίας αυτής, αλλά σύμφωνα με ιστορικούς, το Περσικό ιππικό είχε μεταφερθεί στα πλοία, έτσι ώστε να επιτεθεί στην Αθήνα όσο το πεζικό θα αντιμετώπιζε τους Αθηναίους στον Μαραθώνα – αυτή η παραλλαγή βασίζεται στην αναφορά του Ηροδότου, ότι το Περσικό πεζικό έπλευσε γύρω από το Σούνιο για να επιτεθεί στην Αθήνα. Κατά τον Λάνεζμπυ, οι Πέρσες βάδισαν για να επιτεθούν στους Αθηναίους, κάτι που οδήγησε στην αρχή της μάχης – αργότερα όμως, βλέποντας τους Πέρσες να προωθούνται, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να τους επιτεθούν.
Δεν είναι σαφές ποια από τις δύο θεωρίες είναι η ορθότερη, παρ´ όλ´ αυτά είναι αποδεκτή κάποια δραστηριότητα των Περσών κατά την πέμπτη μέρα.
Η Κατάσταση στην Αθήνα
Για τους Αθηναίους, η κατάσταση είχε πάρει επικίνδυνες διαστάσεις. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι έστειλαν τον δρομέα-κήρυκα Φειδιππίδη στη Σπάρτη για να ζητήσουν στρατιωτική βοήθεια. Αυτός κάλυψε την απόσταση των 220 χιλιομέτρων μέσα σε δύο μέρες. Οι αγγελιαφόροι αυτοί, ένας από τους οποίους ήταν και ο Φειδιππίδης, είχαν ειδική εκπαίδευση και μπορούσαν να τρέξουν απόσταση 100 χιλιομέτρων σε μια μέρα. Η Σπάρτη, μάλλον, υποσχέθηκε την υποστήριξή της, αλλά θρησκευτικοί ή λόγοι εσωτερικής πολιτικής εμπόδισαν τους Σπαρτιάτες να στείλουν αμέσως στρατεύματα.
Συνεπώς, η Αθήνα ήταν αναγκασμένη να βασιστεί στις δικές της δυνάμεις. Βοήθεια ήρθε μόνο από την πόλη της Βοιωτίας, τις Πλαταιές. Μαζί με τα στρατεύματα αυτά, οι μάχιμες δυνάμεις των Αθηναίων πρέπει να έφταναν περίπου τους 8.000 άντρες. Η πόλη όμως δεν δεχόταν μόνο εξωτερική απειλή. Και μέσα στα τείχη υπήρχε ισχυρή Τυραννόφιλη φατρία, που περίμενε μια αποδυνάμωση των δημοκρατικών δυνάμεων, για να ανακαταλάβει την εξουσία.
Παρά τη συγκεκριμένη ανασφάλεια και τη σχετική ασφάλεια που πρόσφεραν τα τείχη της πόλης, τα οποία θα μπορούσαν να συγκρατήσουν τους Πέρσες και να περιμένουν την άφιξη των Σπαρτιατών, οι Αθηναίοι, με πρόταση του Μιλτιάδη στην εκκλησία του δήμου, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη σχετική ασφάλεια των τειχών και να βαδίσουν κατά του εχθρού, για να αναχαιτίσουν την Περσική προέλαση προς την Αθήνα. Οι Αθηναίοι, σε γενικές γραμμές, αξιολόγησαν σωστά τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Χαρακτηριστικό είναι ότι αποφασίστηκε η απελευθέρωση των σκλάβων που μπορούσαν να πολεμήσουν και σε όσους θα έπεφταν στη μάχη θα αποδίδονταν οι ίδιες τιμές με εκείνες των Αθηναίων πολιτών. Αυτό το κομμάτι του πληθυσμού πρέπει να είχε γίνει η κύρια δύναμη του στρατού, από την εποχή του Κλεισθένη.
Οι Αθηναίοι Εκστρατεύουν στον Μαραθώνα
Οι Αθηναίοι οπλίτες και οι υποστηρικτές τους, οι Πλαταιείς, βάδισαν προς τον Μαραθώνα. Για την πορεία αυτή υπήρχαν δύο δρόμοι διαθέσιμοι. Ο πρώτος ήταν η κύρια οδός μέσω της Παλλήνης, που περνά από τη ΝΑ πλευρά της Πεντέλης και καταλήγει στην πεδιάδα του Μαραθώνα, και ο δεύτερος ήταν η συντομότερη οδός μέσω Κηφισιάς, στις ΒΔ πλαγιές της Πεντέλης, που ήταν και η πιο δύσκολη. Για ένα μεγαλύτερο στράτευμα μοναδική επιλογή ήταν η κύρια οδός. Φτάνοντας στον Μαραθώνα, οι Αθηναίοι πήραν θέσεις στη ΒΔ πλαγιά του λόφου Αγριλίκι, τμήμα της Πεντέλης.
Η θέση αυτή είχε επιλεγεί μετά από ώριμη σκέψη, καθώς τους επέτρεπε να ελέγχουν τον δρόμο προς την Αθήνα και, αν ήταν ανάγκη, να τον αποκλείσουν. Η δίοδος εδώ, μεταξύ βουνού και ελώδους πεδιάδας, ήταν σχετικά στενή. Παράξενο φαίνεται ότι το στρατόπεδο των Περσών έμεινε προφανώς ανοχύρωτο, δηλαδή χωρίς τάφρους και αναχώματα. Προκαλεί μεγάλη έκπληξη η απουσία ακόμα και της πιο βασικής οχύρωσης, αφού ο Δάτις και ο Αρταφέρνης ήταν πεπειραμένοι στρατηγοί, αλλά είχαν στη διάθεσή τους και αρκετό χρόνο για οχυρωματικά έργα.
Τα προ της Μάχης Γεγονότα
Η αποτυχία των Περσών να κατακτήσουν την Ελλάδα κατά την πρώτη εκστρατεία τους υπό τον Μαρδόνιο το 492 π.Χ, δεν τους αποθάρρυνε. Ο Δαρείος διέταξε νέες προπαρασκευές για να επανέλθει κατά της Ελλάδας και ταυτόχρονα έστειλε κήρυκες, ζητώντας από τις Ελληνικές πόλεις να προσφέρουν «Γην και Ύδωρ», τα σημεία της υποταγής. Πολλές από αυτές συμμορφώθηκαν προς το αίτημα της υποταγής, οι Αθηναίοι όμως και οι Σπαρτιάτες έρριψαν τους κήρυκες οι πρώτοι στο βάραθρο και οι δεύτεροι στο «Φρέαρ», για να λάβουν από εκεί γη και ύδωρ.
Την άνοιξη του 490 π.Χ, αφού ολοκληρώθηκαν οι προπαρασκευές στα παράλια της Κιλικίας, ο Δαρείος έστειλε το νέο και καλά προπαρασκευασμένο εκστρατευτικό σώμα του, υπό τους Δάτη και Αρταφέρνη, με σκοπό να καταστήσουν φόρου υποτελείς όλους τους Έλληνες που είχαν αρνηθεί υποταγή και ιδιαίτερα να κατακτήσουν την Ερέτρια και την Αθήνα. Ειδικότερα μάλιστα, «εξανδραποδίσαντες Αθήνας και Ερέτριαν, αγαγείν εαυτώ εις όψιν τα ανδράποδα».
Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΣΕΣ ΣΤΟ ΜΑΡΑΘΩΝΑ
Πριν την Μάχη
Η Περσική απόβαση στο Μαραθώνα στις αρχές του έτους του άρχοντα Φαινίππου (για μας αρχές Σεπτεμβίου του 490 π.Χ.), δεν ήταν κάτι αναπάντεχο. Τα απειλητικά σύννεφα από την Aνατολή είχαν αρχίσει να πυκνώνουν από χρόνια, μια δεκαετία τουλάχιστον.
Αναζητώντας ύστερα από χρόνια τα απώτερα αίτια της σύγκρουσης, ο Ηρόδοτος, αφού αναφερθεί με κάποια ειρωνεία στις παλιές ιστορίες για απαγωγές γυναικών, από την Ιώ και την Ευρώπη έως την Ελένη και την άλωση της Τροίας, δεν μπορεί ως ιστορικός να μην αναγνωρίσει ως αιτία των δεινών την επιθυμία των μεγάλων δυνάμεων του εσωτερικού της Ασίας –των Λυδών πρώτα, στη συνέχεια των Περσών–, να επεκταθούν προς τα δυτικά, στα παράλια του Αιγαίου και να κατακτήσουν το πιο πλούσιο κομμάτι του Ελληνισμού.
Ο μεγάλος 5ος αιώνας θα άρχιζε έτσι, με την αναπόφευκτη σύγκρουση δύο μεγάλων εθνών και δύο ακμαίων πολιτισμών. Από τη μια πλευρά, βρίσκεται η αχανής πολυπολιτισμική Περσική Αυτοκρατορία με σύνορα την Ινδία και το Αιγαίο, τις Σκυθικές στέπες και την έρημο της Αφρικής. Απέναντί της, ο αλληλοσπαρασσόμενος μικρόκοσμος των Ελληνικών πόλεων, με το αγωνιστικό πνεύμα και την –αδιανόητη για τους Πέρσες– συνείδηση ισότητας και ελευθερίας, που εκφράζονται στην παλαίστρα, στην Εκκλησία του Δήμου και στη φάλαγγα των οπλιτών.
Oι Έλληνες παρατάχθηκαν, ώστε να είναι ασφαλείς από τυχόν επιδρομές του Περσικού ιππικού, στους λόφους αντίκρυ από την πεδιάδα που ορίζεται από την παραλία του Μαραθώνα, όπου ναυλοχούσε ο πολυάριθμος στόλος των Περσών, και οι στρατηγοί άρχισαν έναν ατέλειωτο κύκλο διαβουλεύσεων, διαπιστώνοντας το μέγεθος του περσικού στρατεύματος. Θα πρέπει να κατανοήσουμε την ψυχολογική κατάσταση των Αθηναίων και Πλαταιέων μαχητών, που δίσταζαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες.
H εικόνα ενός ογκώδους αλλά χωρίς ευελιξία Περσικού στρατεύματος, ανομοιογενούς και δίχως βαρύ πεζικό, που έχανε σε όλες τις αναμετρήσεις του με τους βαρύτερους και στρατιωτικά επαρκέστερους Έλληνες, είναι παραπλανητική και παντελώς εσφαλμένη. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Πέρσες αντιμετώπιζαν τους Έλληνες και έως τότε οι Έλληνες είχαν χάσει τις περισσότερες μάχες! Στην Ιωνία, στη Θράκη, στην Κύπρο, στα νησιά του Αιγαίου, όπου οι Πέρσες συναντούσαν Έλληνες, υπερίσχυαν.
Oι Πέρσες βασιζόμενοι όχι μόνο στους μεγάλους αριθμούς, αλλά και στη μαχητική ικανότητα ενός εξαίρετου μέσου και ελαφρού πεζικού και του καλύτερου ιππικού της εποχής, είχαν κατορθώσει να δημιουργήσουν μία τεράστια Αυτοκρατορία. Σε καμία περίπτωση λοιπόν δεν ήταν οι ανεκπαίδευτοι χωρικοί, που μερικοί θεωρούν ότι ήταν. Δεν γνωρίζουμε την φυλετική σύνθεση του στρατεύματος των Δάτι και Αρταφέρνη.
Μπορούμε να συμπεράνουμε, βάσει των σχετικών στοιχείων, ότι ο πυρήνας τους ήταν Πέρσες, μέλη του τακτικού στρατού, ενώ ο Ηρόδοτος αναφέρει και Σάκες, νομαδικός λαός Ιρανικής καταγωγής, που πολεμούσαν ως ελαφρύ πεζικό (“Τακαμπάρα”, κατά την Περσική στρατιωτική ορολογία) με τόξο και ελαφρά επιθετικά όπλα, όπως σαγαρίδες (μικρούς πελέκεις). Oι Πέρσες ήταν βαρύτερα οπλισμένοι.
Η Προετοιμασία
Η Αυτοκρατορία –όπως κάθε μεγάλη δύναμη– δεν γνωρίζει όρια: το απέδειξε η υποταγή της Θράκης και της Μακεδονίας. Την αφορμή για την επέκταση των Περσικών συνόρων πέρα από τα υδάτινα σύνορα του Στρυμόνα και του Αιγαίου, έμελλε να δώσει ο ξεσηκωμός των Ιώνων (499-493 π.Χ.). Πώς θα μπορούσε να ξεχάσει ο Μέγας Βασιλεύς την ”αψήφιστη” πρόκληση των Αθηναίων και των Ερετριέων, που είχαν τολμήσει, μόνες από τις Ελληνικές μητροπολητικές πόλεις, να βοηθήσουν ενεργά τους Ίωνες επαναστάτες;
Αυτός, που ως κοσμοκράτορας θεωρούσε ότι και έξω από το κράτος του δεν υπήρχαν παρά εν δυνάμει υποτελείς, δεν θα μπορούσε να ανεχθεί μια εστία αναταραχής και αμφισβήτησης του κύρους της Αυτοκρατορίας του στα δυτικά της σύνορα. Του το υπενθύμιζαν οι εξόριστοι Πεισιστρατίδες αλλά και η καθημερινή επωδός του υπηρέτη του: «να μη ξεχνά τους Αθηναίους». Έχοντας απέναντί του μόνο δούλους, ο Πέρσης βασιλιάς, δεν ήταν σε θέση να καταλάβει τη σημασία της ελευθερίας για τους Έλληνες.
Πώς θα μπορούσε συνεπώς να προβλέψει ότι τα δεινά των Ιώνων μετά την καταστολή της επανάστασης (οι καμένες πόλεις, οι εξανδραποδισμοί, οι αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών), αντί να αποδυναμώσουν, θα ατσάλωναν ακόμα περισσότερο τη θέληση των ελληνικών πόλεων για αντίσταση στην Περσική επεκτατικότητα.
Τα πρώτα νέα για τις πολεμικές προετοιμασίες πρέπει να τα έφεραν ναυτικοί περαστικοί από τα λιμάνια της Φοινίκης και της Συρίας, της Μικράς Ασίας και της Κύπρου, όπου από μήνες ετοιμάζονταν τα καράβια –ανάμεσά τους και ειδικά πλοία για τη μεταφορά ίππων– της πιο μεγάλης αποβατικής επιχείρησης που γνώριζε έως τότε η ιστορία. Ακολούθησαν, όλο και πιο ανησυχητικές πληροφορίες, για τη συγκέντρωση τεράστιου στρατού στην πεδιάδα των Αλών στην Κιλικία.
Η εντολή που ο Μέγαλος Βασιλεύς είχε δώσει στους δύο ικανότατους στρατηγούς, το Μήδο Δάτη και τον δικό του ανιψιό Αρταφέρνη, ήταν να καταλάβουν την Ερέτρια και την Αθήνα, και να φέρουν μπροστά του δούλους τους κατοίκους των δύο πόλεων. Ο στόλος, έτοιμος, 600 πλοία, κατά τον Ηρόδοτο –ένας συμβατικός αριθμός, που ξανασυναντήσαμε στη Λάδη κατά την Ιωνική επανάσταση και θα τον ξαναβρούμε διπλασιασμένο στη Σαλαμίνα‒, δεν θα ακολουθήσει τη διαδρομή κατά μήκος των παραλίων της Ιωνίας και της Θράκης.
Από τη Σάμο θα πλεύσει δυτικά, προς τις Κυκλάδες. Η παλιά θαλασσοκράτειρα, η περήφανη Νάξος θα καταστραφεί– τα υπόλοιπα νησιά, με εξαίρεση την ιερή Δήλο, που αντιμετωπίζεται με διπλωματικό σεβασμό, θα υποχρεωθούν να δώσουν πλοία και ομήρους.
Η στιγμή φαινόταν ευνοϊκή για τα Περσικά σχέδια, καθώς στην Αθήνα από καιρό μαινόταν η διαμάχη για το μέλλον της νέας Κλεισθένειας ισόνομης πολιτείας, ανάμεσα στην αριστοκρατική παράταξη με επικεφαλής το Μιλτιάδη –αμφιλεγόμενο παλαιό τύραννο της Χερσονήσου στη Θράκη–, τους Αλκμεωνίδες, που είχαν πρωτοστατήσει στην εκδίωξη των τυράννων και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, καθώς και το Θεμιστοκλή, που οραματιζόταν ήδη μια διαφορετική Αθήνα, μια ναυτική ηγεμονία, βασισμένη στο πλήθος των θητών.
Ωστόσο, ο κίνδυνος, που μέρα με τη μέρα ζυγώνει, με τα φοβερά νέα της κατάληψης της Νάξου, της καταστροφής της Καρύστου και της πολιορκίας της Ερέτριας, θα τους συσπειρώσει. Οι Αθηναίοι δεν ήταν δυνατόν να μείνουν απαθείς μπροστά στην καταστροφή που απειλούσε τη σύμμαχό τους πόλη. Ήδη με τα πρώτα νέα είχε δοθεί εντολή στους 4.000 Αθηναίους κληρούχους της Χαλκίδας να σπεύσουν σε βοήθεια της Ερέτριας. Αποφασιστικός υπήρξε εκείνη τη στιγμή ο ρόλος του Μιλτιάδη, γνώστη των Περσικών πραγμάτων ήδη από τις εκστρατείες των Περσών στη Θράκη.
Απομυθοποιώντας τις διογκωμένες από τη φιλοπερσική παραπληροφόρηση φήμες για την τρομερή υπεροπλία των Περσών, όντας ο ίδιος πεπεισμένος ότι ο Δάτης είχε κάθε λόγο να αποφύγει την ενώπιον του εχθρού απόβαση στο Φάληρο, με τους κινδύνους ολοκληρωτικής καταστροφής που αυτή έκρυβε, πείθει τους Αθηναίους να επιλέξουν την επιθετική –εκτός των τειχών– αντιμετώπιση του εχθρού. Με το ψήφισμα που περνάει στην τρομοκρατημένη Εκκλησία του Δήμου, αποκλείεται η παράδοση και αποφασίζεται γενική επιστράτευση.
Επιστρατεύονται ακόμη και οι δούλοι, που γι’ αυτόν το σκοπό απελευθερώνονται. Ημερομηνίες δεν αναφέρονται. Πρέπει να ήταν η 6η μέρα του Βοηδρομιώνος (μέσα Σεπτεμβρίου – μέσα Οκτωβρίου), γιορτή της Αρτέμιδος Αγροτέρας, όταν έφθασε η είδηση της πολιορκίας της Ερέτριας και αποφασίστηκε η επιστράτευση. Τη μέρα θα θυμίζει στα χρόνια που θα έρθουν, το τάμα του Μιλτιάδη να θυσιάζουν οι Αθηναίοι κάθε χρόνο στη θεά μία κατσίκα για κάθε νεκρό Πέρση.
Συνεπώς, η πολιορκία της Ερέτριας κρατούσε ακόμα όταν –την 8η του μήνα– έπεσε σαν κεραυνός στην Αθήνα η είδηση της απόβασης στο Μαραθώνα. Η απειλή είχε λάβει πια συγκεκριμένη μορφή, και ο συγκεντρωμένος στο άστυ στρατός θα σπεύσει με όλες τις δυνάμεις του στον τόπο, όπου θα κρινόταν η τύχη της πόλης. Την ίδια μέρα φεύγει ως κήρυκας με αίτημα για βοήθεια ο ημεροδρόμος Φειδιππίδης. Θα φτάσει –όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος– στη Σπάρτη την επομένη, στις 9 του μήνα, έχοντας διανύσει 250 χλμ., ένα μοναδικό κατόρθωμα.
Μπροστά στους εφόρους θα διεκτραγωδήσει τα δεινά της Ερέτριας –η οποία, όπως δείχνουν οι ημερομηνίες δεν φαίνεται να είχε ακόμη πέσει– και θα απευθύνει έκκληση να μην ανεχθούν οι Σπαρτιάτες την υποδούλωση στους Πέρσες μιας αρχαιότατης Ελληνικής πόλης, όπως η Αθήνα. Οι Σπαρτιάτες υποσχέθηκαν να στείλουν βοήθεια, όχι όμως πριν από την πανσέληνο, καθώς έτσι το επέβαλαν τα θρησκευματικά τους έθιμα –ο Πλάτων αναφέρει ως πραγματική αιτία την επανάσταση των Μεσσήνιων ειλώτων.
Οι Αθηναίοι μπορεί να έμειναν πια μόνοι απέναντι στον τρομερό εχθρό, όμως πάνω σε αυτή ακριβώς τη μοναξιά θα θεμελίωναν την αυριανή δόξα και τη μελλοντική ηγεμονική τους θέση στην Ελλάδα.
Η Επιλογή της Τοποθεσίας το Πεδίο της Μάχης
Ο χώρος πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας βάσης για την προέλαση προς την Αθήνα. Μια εκτεταμένη, ομαλή και προφυλαγμένη από τους βόρειους ανέμους παραλία, κοντά στην Ερέτρια και σε απόσταση ασφαλείας από το άστυ– επιπλέον μια εύφορη, πλούσια σε νερά και καρπούς πεδιάδα, κατάλληλη για τη συντήρηση μεγάλου αριθμού οπλιτών και την ανάπτυξη του Περσικού ιππικού, φυσικά οχυρή θέση χάρη στα βουνά που την περιβάλλουν από τις τρεις πλευρές και τη θάλασσα στα ανατολικά– τέλος, με πληθυσμό φιλικό προς τους Πεισιστρατίδες, όπως πίστευε ακόμη ο γέροντας Ιππίας.
Η πεδιάδα του Μαραθώνα, που βρίσκεται 40 περίπου χιλιόμετρα ΒΑ της Αθήνας, έχει σήμερα μήκος περίπου 10 χιλιόμετρα και πλάτος 2-3 χιλιόμετρα και εκτείνεται από το ακρωτήριο της Κυνόσουρας στο Βορρά μέχρι το ακρωτήριο Κάβο στο Νότο, σε σχήμα μισοφέγγαρου γύρω από τον κόλπο του Μαραθώνα. Προς την μεριά της στεριάς απομονώνεται από λόφους. Ο πιο βόρειος λόφος, το Σταυροκοράκι, χωρίζεται από το Κοτρώνι από την κοίτη της ρεματιάς Χαράδρα. Το ρέμα έρχεται από τη λίμνη του Μαραθώνα και διαρρέει το σημερινό χωριό του Μαραθώνα με κατεύθυνση προς τη θάλασσα.
Οι γεωλόγοι υποθέτουν ότι στους κλασικούς χρόνους στην πεδιάδα υπήρχε ένα μικρό εμπόδιο στη ρεματιά. Ανάμεσα στο Κοτρώνι και τον Αφορισμό εκτείνεται η κοιλάδα της Αυλώνας και κοντά στο χωριό Βρανά (πιθανόν το χωριό Μαραθώνας της κλασικής εποχής), η κοιλάδα καταλήγει στο φαράγγι της Ραπεντόζας, που εκτείνεται προς το Βορρά, ΒΑ από τον οικισμό Ραπεντόζα, ανάμεσα στο λόφο Αφορισμό και το Αγριλίκι, το νοτιότερο φυσικό φράγμα της πεδιάδας.
Στα βόρεια της πεδιάδας βρίσκεται το «Μέγα Έλος» (σήμερα υπάρχουν εκεί αρδευτικά κανάλια), που εκτείνεται από το Σταυροκοράκι μέχρι τους πρόποδες της Κυνόσουρας, όπου τελειώνει στη μικρή αλμυρή λίμνη Δρακονέρα. Το «Μικρό Έλος» βρισκόταν στο νότιο άκρο και μάλλον σχηματίστηκε μετά τους κλασικούς χρόνους. Σήμερα ένα τμήμα του έχει αποξηρανθεί.
Δυνάμεις και Σχέδια
Αθηναίοι
Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρεται στο μέγεθος του Αθηναϊκού στρατού – από την άλλη, ο Κορνήλιος Νέπως, ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος δηλώνουν ότι οι Αθηναίοι διέθεταν 9.000 οπλίτες (και άλλους χίλιους από τις Πλαταιές), αν και ο Ιουστίνος αναφέρει ότι στη μάχη συμμετείχαν 10.000 Αθηναίοι και 1.000 Πλαταιείς. Αυτοί οι αριθμοί είχαν συγκριθεί μ’ αυτούς που δίνει ο Ηρόδοτος για τη μάχη των Πλαταιών. Ο Παυσανίας περιγράφει επίσης ένα μνημείο προς τιμή των δούλων, οι οποίοι απελευθερώθηκαν λόγω της συνεισφοράς τους στον Μαραθώνα. Αυτοί οι αριθμοί είναι αποδεκτοί σήμερα.
Ο Στρατός των Αθηναίων συγκροτήθηκε από 10 φυλές, η καθεμιά από 1000 άνδρες, σύνολο 10.000 άνδρες. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν και ισάριθμοι «οπέονες», δηλαδή υπηρέτες ή βοηθοί τους. Για ενίσχυση των Αθηναίων προσέτρεξαν στο Μαραθώνα και 1.000 Πλαταιείς. Οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να βοηθήσουν τους Αθηναίους, αφού πρώτα γίνει πανσέληνος, δηλαδή μετά 6 ημέρες.
Όταν οι Πέρσες άρχισαν την απόβασή τους στο Μαραθώνα, το πολεμικό συμβούλιο των 10 Στρατηγών, στην Αθήνα, συνήλθε για να αποφασίσει την αντιμετώπισή τους. Προς τούτο, προβλήθηκαν τρεις τρόποι ενέργειας. Ο πρώτος, να περιοριστούν στην Άμυνα των Αθηνών. Ο Δεύτερος, να αμυνθούν στην προωθημένη τοποθεσία της Παλλήνης. Και ο τρίτος, να τρέξουν στο Μαραθώνα και να επιτεθούν κατά του εχθρού.
Τελικά επικράτησε η τρίτη άποψη που υποστηρίχτηκε και από το Μιλτιάδη, με το επιχείρημα ότι θα εξυψωνόταν το ηθικό των Αθηναίων και θα επιδρούσε δυσμενέστατα μια τέτοια απόφαση στο ηθικό των Περσών. Και πράγματι κινήθηκαν αμέσως προς το Μαραθώνα, διανύοντας μέσα σε μία νύχτα 40 χιλιόμετρα, και στρατοπέδευσαν στη νότια είσοδο της κοιλάδας του ρύακα Βρανά (πλησίον του τεμένους του Ηρακλέους), από όπου ο Μιλτιάδης μπορούσε να επιτηρεί τις διαβάσεις προς την Αθήνα. Επιπλέον λόγω της κλίσεως και του δασώδους του εδάφους, ήταν αρκετά δύσκολη πιθανή δράση του εχθρικού Ιππικού.
Σε νέο συμβούλιο των Στρατηγών, οι γνώμες τους διχάστηκαν και άλλοι δεν ήθελαν να πολεμήσουν πριν έρθουν και οι Σπαρτιάτες, ενώ άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Μιλτιάδης, ήθελαν αμέσως τη μάχη, επωφελούμενοι από την απραξία και τη διστακτικότητα των Περσών. Τελικά, με τη συνδρομή και του πολέμαρχου Καλλίμαχου, επικράτησε η γνώμη του Μιλτιάδη και όλοι οι Στρατηγοί παραχώρησαν την ημέρα της στρατηγίας τους στο Μιλτιάδη, οπότε παρακάμφθηκε και το μειονέκτημα της ανά μία ημέρα διοικήσεως του Στρατού.
Όταν οι Πέρσες ολοκλήρωσαν την αποβίβασή τους στο Μαραθώνα, οργάνωσαν το στρατόπεδό τους κατά μήκος της βόρειας όχθης του ποταμού Οινόη (Χαράδρου). Τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, το ένα απέναντι στο άλλο, παρέμειναν αδρανή για 8 ημέρες, χωρίς οι Πέρσες να τολμήσουν επίθεση, γιατί η ταχεία εμφάνιση του Αθηναϊκού Στρατού τους είχε φοβίσει. Τελικά, αποφάσισαν να επιβιβαστούν στα πλοία και να πλεύσουν στο Σαρωνικό, ελπίζοντας ότι θα έβρισκαν την Αθήνα χωρίς στρατό. Όμως, ο Μιλτιάδης αντιλήφθηκε την επιβίβαση του εχθρικού Ιππικού και έκρινε κατάλληλη την περίσταση για να επιτεθεί.
Το Σχέδιο Επιθέσεως του Μιλτιάδη δύναται να διατυπωθεί ως εξής: «Εξίσωση του μετώπου της Ελληνικής Παρατάξεως με το μέτωπο των Περσών (1625 μέτρα), προς αποφυγή της κυκλώσεως. Διάταξη του Στρατού, όσον αφορά στο κέντρο ασθενής (2 φυλές σε βάθος 4 ζυγών), ενώ στα Άκρα (ή πτέρυγες ή κέρατα) ισχυρή (ανά 4 φυλές στο δεξιό και αριστερό και σε βάθος 8 ζυγών. Επιπλέον, στο άκρο αριστερό οι Πλαταιείς επί βάθους 8 ζυγών). Επιθετική ενέργεια κυρίως με τα άκρα, κατά των πλευρών της εχθρικής διατάξεως, προς αποδιοργάνωση και καταδίωξη των Περσών».
Ο παραπάνω ελιγμός του Μιλτιάδη προέκυψε από τις γενικές γνώσεις του επί της τακτικής των Περσών και τις συγκεκριμένες πληροφορίες του στο χώρο του Μαραθώνα. Ειδικότερα, γνωρίζοντας ότι το κέντρο της εχθρικής διατάξεως ήταν συνήθως το ισχυρότερο, ως αποτελούμενο από επίλεκτα τμήματα, θα αντέτασσε εκεί άμυνα. Δεδομένου, επίσης, του γεγονότος ότι τα πλευρά της εχθρικής διατάξεως θα ήταν ακάλυπτα, λόγω της απουσίας του εχθρικού Ιππικού, και επομένως ασθενής, αποφάσισε εκεί να είναι ισχυρός και συνεπώς επιθετικός.
Πέρσες
Κατά τον Ηρόδοτο, ο περσικός στόλος είχε 600 τριήρεις – δεν αναφέρει ωστόσο το μέγεθος του περσικού στρατού, αν και γράφει ότι ήταν πολύ καλά προετοιμασμένος. Ο Σιμωνίδης ο Κείος γράφει ότι οι Πέρσες διέθεταν 200.000 στρατιώτες – ο Κορνήλιος Νέπως γράφει ότι οι Πέρσες είχαν 200.000 άνδρες πεζικό και 10.000 άνδρες ιππικό (από αυτούς σχεδόν οι μισοί πολέμησαν στον Μαραθώνα, ενώ οι υπόλοιποι στάλθηκαν στο Σούνιο).
Ο Πλούταρχος και ο Παυσανίας αναφέρουν, όπως και το λεξικό «Σούδα», ότι οι Πέρσες είχαν 300.000 στρατιώτες. Ο Πλάτωνας και ο Λυσίας αναφέρουν ότι οι Πέρσες είχαν 500.000 στρατιώτες – ο Ιουστίνος δηλώνει ότι οι Πέρσες διέθεταν 600.000 άνδρες. Κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, οι Πέρσες διέθεταν από είκοσι με εκατό χιλιάδες άνδρες πεζικό και χίλιους ιππείς. Ακόμα και αν οι Αθηναίοι συγκέντρωναν όλους τους διαθέσιμους οπλίτες στο Μαραθώνα, η αριθμητική υπεροχή των Περσών θα ήταν τουλάχιστον δύο προς ένα.
Επιπλέον, αν τους συγκέντρωναν όλους στο Μαραθώνα, οι Πέρσες θα μπορούσαν να επιτεθούν στην Αθήνα χωρίς να συναντήσουν αντίσταση και μια πιθανή ήττα στον Μαραθώνα θα σήμαινε την καταστροφή της Αθήνας, καθώς δεν θα είχε στρατό για να αμυνθεί. Γι’ αυτό οι Αθηναίοι αποφάσισαν να κλείσουν τις δύο εξόδους των στενών, όπου μπορούσαν να περιμένουν τους Σπαρτιάτες – αυτό θα δυσκόλευε τους Πέρσες να επιτεθούν στην Αθήνα.
Οι Πέρσες είχαν κυρίως ελαφρύ πεζικό, το οποίο δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει σε μετωπική επίθεση (όπως αποδείχθηκε στις Θερμοπύλες (480 π.Χ.) και στις Πλαταιές (479 π.Χ.) – γι’ αυτό οι Πέρσες ήταν διστακτικοί και απρόθυμοι να επιτεθούν. Αν η απουσία του Πέρσικου ιππικού οδήγησε σε Αθηναϊκή επίθεση, σημαίνει ότι ένα μειονέκτημα για τους Αθηναίους (η πλαγιοκόπηση από το Περσικό ιππικό) μετατρέπονταν σε ένα κύριο πλεονέκτημα – αλλά, είναι πιθανόν ότι οι Πέρσες επιτέθηκαν, γι’ αυτό και οι Αθηναίοι αντέδρασαν.
Η στατική αμυντική θέση, κατά τον Λάζενμπαι, είχε λίγη λογική για τους Έλληνες, καθώς οι οπλίτες ήταν περισσότερο δυνατοί σε μάχη σώμα με σώμα. Κατά μια άλλη εκδοχή, ίσως οι Πέρσες επιτέθηκαν επειδή έμαθαν (ή υποψιάστηκαν) για πιθανές ενισχύσεις από τη Σπάρτη – είτε κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να μείνουν στον Μαραθώνα για πάντα. Ο Περσικός Στόλος έφτανε τα 600 πλοία. Σχετικά με το Στρατό, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι επρόκειτο περί «πολλού και ευ σκευασμένου».
Η πιθανότερη εκδοχή είναι, ότι ο πεζός στρατός των Περσών που χρησιμοποιήθηκε στο Μαραθώνα, γιατί το Ιππικό δε χρησιμοποιήθηκε, ανερχόταν σε 48.000 άνδρες. Το γενικό Σχέδιο Επιχειρήσεων των Περσών πρόβλεπε, διαδοχική απόκτηση ναυτικών βάσεων στο Αιγαίο και απόβαση στην Αττική για την κατάληψη των Αθηνών. Κατόπιν αυτού, αποβιβάστηκαν στο Μαραθώνα, το Σεπτέμβριο του 490 π.Χ, αφού πρώτα κατέλαβαν Σάμο, Νάξο, Δήλο και Ερέτρια Ευβοίας.
Οι Δυνάμεις των Αντιπάλων
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την περίφημη εκείνη σύγκρουση Ελλήνων και «βαρβάρων» είναι φτωχές. Συνοπτική –με μεγάλα κενά σε σύγκριση π.χ. με εκείνη των Πλαταιών ή τις περιγραφές του Θουκυδίδη– είναι η περιγραφή του Ηροδότου των τακτικών κινήσεων των αντιπάλων, ενώ προβληματική παραμένει (παρά τις ατέλειωτες συζητήσεις) η τοπογραφία και η διάταξη των δυνάμεων στο χώρο: Το σημείο της απόβασης, οι θέσεις του περσικού στρατοπέδου, του δήμου του Μαραθώνος και του ιερού του Ηρακλέους –όπου σύμφωνα με τον Ηρόδοτο στρατοπέδευσαν οι Αθηναίοι– ακόμα και αυτές των τύμβων των πεσόντων.
Οι παραδιδόμενοι αριθμοί, που ανεβαίνουν παράλληλα με τη μυθοποίηση της μάχης από τους 90.000 (Λυκούργος, κατά Λεωκράτους) στους 210.000 (Κορνήλιος Νέπως) και τους 600.000 (Ιουστίνος), δεν αντιστοιχούν στο ελάχιστο, ούτε με το δυναμικό των τριήρεων (η κατάφρακτος τριήρης μπορεί να φέρει το πολύ 40 οπλίτες και η οπλιταγωγός ναυς 70, ενώ πολύ περισσότερα πλοία θα απαιτούσε η μεταφορά των ίππων), ούτε με την περιγραφή της μάχης, καθώς μια διπλάσια ή τριπλάσια εχθρική δύναμη θα σήμαινε αναπόφευκτα υπερκέραση του αθηναϊκού στρατού, καθιστώντας αδύνατη την παράταξή του.
Σήμερα η δύναμη των Περσών εκτιμάται ανάμεσα στους 12.000-15.000 (Doenges) και τους 25.000 (Hammond) άνδρες του πεζικού (οι 40.000 του Wallinga φαίνονται ήδη υπερβολικοί) και αντίστοιχα 200-1.000 ιππείς. Άγνωστο είναι και το ακριβές σημείο της απόβασης και στρατοπέδευσης στη μακριά παραλία του Μαραθώνα. Η στρατοπέδευση στη στενή θίνα του σημερινού Σχοινιά, ανάμεσα στο Μεγάλο Έλος και τη θάλασσα, στη βορειοανατολική άκρη της πεδιάδας, δεν προσφερόταν ούτε για τη δημιουργία βάσης εν αναμονή ενισχύσεων ή εξελίξεων, ούτε ‒ακόμα λιγότερο‒ για τον επιδιωκόμενο έλεγχο του παραλιακού δρόμου προς την Αθήνα.
Ακόμα πιο απίθανη φαίνεται η συχνά προτεινόμενη εγκατάσταση του Περσικού στρατηγείου –σε μια αποκομμένη από τα πλοία και το κύριο μέρος του στρατού– θέση, βόρεια του Μεγάλου Έλους. Πράγματι, η αφήγηση της μάχης δεν αφήνει αμφιβολία για τη θέση του περσικού στρατοπέδου δυτικά του χειμάρρου του Χάραδρου, στην περιοχή της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας.
Τα πλοία θα πρέπει να παρέμειναν έτοιμα προς απόπλουν, πίσω από τις γραμμές των Περσών, κοντά δηλαδή στο χώρο της απόβασης, στο τμήμα της παραλίας που από το Σχοινιά εκτεινόταν μέχρι τις εκβολές του Χάραδρου. Απέναντί τους οι Πέρσες θα βρουν έτοιμους να τους αντιμετωπίσουν, κλείνοντας το δρόμο προς την Αθήνα, περίπου 9.000 Αθηναίους (ο αριθμός υπολογίζεται με βάση την ονομαστική δύναμη των 1.000 ανδρών ανά φυλή, αφού αφαιρεθεί η απαραίτητη για την προστασία του άστεως εφεδρεία) στρατοπεδευμένους, όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, στο ιερό του Ηρακλέους στις πύλες (την είσοδο) του Μαραθώνα.
Σαφώς μικρότερος, παρά την ενίσχυσή του με την άφιξη 1.000 Πλαταιέων, ο Αθηναϊκός στρατός έχει καλύτερο οπλισμό και υψηλό ηθικό, ενώ στις γραμμές του υπηρετούν μαζί με το Θεμιστοκλή και τον Αριστείδη, ο Αισχύλος μαζί με τον Αλκμεωνίδη Ξάνθιππο και τον τελευταίο απόγονο των Πεισιστρατιδών, στέλνοντας με αυτόν τον τρόπο στον εχθρό ένα απρόσμενο μήνυμα ενότητας. Ωστόσο, το πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει ο ιστορικός αλλά και ο απλός αναγνώστης του Ηροδότου, δεν αφορά τόσο τις δυνάμεις των αντιπάλων ή τον τόπο της Περσικής απόβασης, όσο την ακολουθία των γεγονότων:
Εκείνο το ανεξήγητο, γεμάτο ένταση οκταήμερο της αναμονής, που μεσολαβεί από την άφιξη των Αθηναίων, την 8η ή 9η Βοηδρομιώνος έως τη μάχη, την 16η του ίδιου μήνα. Δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί η αυτοκαταστροφική αδράνεια του Δάτη, ο οποίος παραμένει άπραγος –στάση που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από την αδυναμία του να επιβάλλει τη μάχη, ούτε από την ελπίδα μεταστροφής της κοινής γνώμης στην Αθήνα.
Κατά συνέπεια, η στάση του Πέρση στρατηγού γίνεται κατανοητή μόνο στο πλαίσιο μιας στρατηγικής (το είχε υποθέσει ήδη το 1926 ο Munro) με στόχο την ακινητοποίηση της δύναμης των Αθηναίων σε αυτή την άκρη της Αττικής, έως ότου –μετά την ολοκλήρωση της κατάληψης της Εύβοιας από τον Αρταφέρνη– καταστεί δυνατή η επανένωση του περσικού στρατού και η επίθεση από το Φάληρο. Αντίθετα, η στάση των Αθηναίων είναι κατανοητή.
Ο Μιλτιάδης έχοντας πείσει –με τη βοήθεια του πολέμαρχου Καλλίμαχου– τους υπόλοιπους στρατηγούς για την ανάγκη αντιμετώπισης του εχθρού στο πεδίο της μάχης, όποτε ο ίδιος θα το έκρινε σκόπιμο και ανεξάρτητα από την κανονική σειρά εναλλαγής στη στρατηγία, περίμενε τη σπαρτιατική επικουρία ή την κατάλληλη ευκαιρία. Δεν γνωρίζουμε πότε το περσικό σχέδιο έγινε αντιληπτό και αν συνδέονται με αυτό οι θυελλώδεις συζητήσεις για την ανάθεση της στρατηγίας στο Μιλτιάδη, στις 12 του μηνός.
Τέσσερις μέρες ακόμη πέρασαν σε αναμονή, με τους Αθηναίους να παρακολουθούν τις κινήσεις των Περσών, ελπίζοντας ότι καθώς το νέο φεγγάρι πλησίαζε ο στρατός των Σπαρτιατών θα κατέφθανε.
Η Ημερομηνία της Μάχης
Έγιναν πολλές προσπάθειες για να βρεθεί η ακριβής ημερομηνία της μάχης. Κατά τους ιστορικούς, ο Ηρόδοτος χρονολογεί τα γεγονότα με το ηλιοσεληνιακό ημερολόγιο (συνδυασμός του ηλιακού και του σεληνιακού ημερολογίου).
Κατά τον Philipp August Böckh, η μάχη διεξήχθη στις 12 Σεπτεμβρίου (κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο). Παρολ’ αυτά, φαίνεται ότι η κάθε Ελληνική πόλη-κράτος είχε το δικό της ημερολόγιο – η ημερομηνία της μάχης εξαρτάται επίσης από την ημερομηνία που γιόρταζαν οι Σπαρτιάτες τα Κάρνεια. Θεωρείται πιθανό το γεγονός ότι το ημερολόγιο των Σπαρτιατών βρισκόταν κατά ένα μήνα πίσω από το Αθηναϊκό, άρα η μάχη (κατά το Σπαρτιατικό ημερολόγιο) διεξήχθη στις 12 Αυγούστου.
Οι Φάσεις της Μάχης
Για πρώτη φορά επί μητροπολιτικού εδάφους, οι Έλληνες θα αντιμετώπιζαν Πέρσες και πριν από τη μάχη όλα τα πλεονεκτήματα ήταν υπέρ των Περσών. Από τακτικής πλευράς, η μεγάλη ισχύς των Περσών σε τοξεύματα καθώς και το ότι διέθεταν σημαντικό ιππικό ήταν προβλήματα δισεπίλυτα για την Ελληνική πλευρά. Στο σημείο αυτό φάνηκε για μία ακόμη φορά η ιδιοφυΐα του Μιλτιάδη.
Ουσιαστικά ήταν ο μόνος εκ των Ελλήνων που γνώριζε πολύ καλά και εκ των έσω (από τη συμμετοχή του ως “υποτελούς” στη Σκυθική εκστρατεία) πώς πολεμούσαν οι Πέρσες. Αυτός ήταν που φρόντισε να παρατάξει κατάλληλα τους Αθηναίους και τους Πλαταιείς, αφού βεβαίως τους έπεισε να δώσουν τη μάχη, και να τους οδηγήσει στο θρίαμβο.