Όλυμπος
«Πολύπτυχος», «ακτινοβόλος», «χιονάτος», είναι μερικά από τα επίθετα, που αποδόθηκαν στον Όλυμπο κατά την αρχαιότητα. Στις κορυφές του κατοικούσαν οι Δώδεκα Θεοί, που όριζαν τις μοίρες των αρχαίων Ελλήνων. Χαρακτηρίστηκε επίσης Παρθενώνας της Ελληνικής φύσης. Είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας (2.917μ.) και το 2ο στα Βαλκάνια. Έχει έκταση 174.200στρ. Οριοθετείται Βόρεια από τα Στενά της Πέτρας και Νότια από την Κοιλάδα των Τεμπών (Νομοί Πιερίας και Λάρισας).
Το ρέμα της Ζηλιάνας στην περιοχή Καρυάς τον χωρίζει σε δύο τμήματα, τον κυρίως όγκο και τον Κάτω Όλυμπο (περισσότερο στο Ν. Λάρισας). Καθώς ορθώνεται στα όρια Θεσσαλίας-Μακεδονίας και στο μέσο περίπου της ηπειρωτικής Ελλάδας, είναι εύκολα προσπελάσιμος από το εθνικό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο και από επαρχιακούς δρόμους και είναι επίσης ορατός από τις κορυφές των περισσότερων βουνών της Ελλάδας. Ασάφεια επικρατεί γύρω από την καταγωγή και την ερμηνεία του ορεώνυμου «Όλυμπος» και οι περισσότερες προσπάθειες ετυμολογίας οδηγούν στη σύνθεση των λέξεων «όλος+λάμπω» (ολολαμπής, ολόλαμπρος= αυτός που λάμπει συνέχεια και πολύ).
Ο σχηματισμός του βουνού τοποθετείται χρονικά πριν από 200 εκατομμύρια χρόνια περίπου. Μερικά από τα πετρώματα που τον συνθέτουν είναι ο ασβεστόλιθος, ο κίτρινος ψαμμίτης, ο δολομίτης και το σχιστολιθικό μάρμαρο. Ο τύπος του κλίματος είναι τυπικά μεσογειακός με πολλές διαβαθμίσεις και διακυμάνσεις (από τις χαμηλότερες προς τις ψηλότερες περιοχές), που φαίνονται ξεκάθαρα στα οικοσυστήματα της περιοχής. Από ιστορικής άποψης, ο Όλυμπος εμφανίζει μία συνεχή «χρήση» ως τόπος ιερός και μία εμφανή εγκατοίκηση, με βάση τα μέχρι στιγμής αρχαιολογικά ευρήματα. Στις πλαγιές του φιλοξένησε αρχαία ιερά (ιερό του Δία στην κορυφή Αγ. Αντώνιος σε υψ. 2.817 μ., στο Πύθιο του Ν. Λάρισας και στο Δίον -Ν. Πιερίας) και σημαντικά μοναστήρια (Αγ. Διονυσίου, Πέτρας, Αγ. Αντωνίου, Παναγίας Ολυμπιώτισσας, Αγ. Τριάδας, Παναγίας των Κανάλων). Οι χαράδρες και τα δάση του έγιναν ορμητήριο κλεφτών. Σημαντική ένδειξη του μεγάλου ρόλου που έπαιξε στο διάβα των χρόνων και της θέσης του στην καθημερινή ζωή των κατοίκων της περιοχής, αποτελεί η αναφορά του Ολύμπου στη δημώδη ελληνική ποίηση, που υμνήθηκε και τραγουδήθηκε περισσότερο από κάθε άλλο ελληνικό βουνό. Κατά τη γερμανοϊταλική κατοχή ο ελληνικός στρατός μαζί με μονάδες Νεοζηλανδών και Αυστραλών έδωσε εδώ υποχωρώντας, σημαντικές μάχες, ενώ αμέσως μετά στον Όλυμπο φώλιασε και η Εθνική Αντίσταση.
Έκταση 44.500 στρ. του Ολύμπου χαρακτηρίστηκε Εθνικός Δρυμός το 1938 (Ν. Πιερίας και Λάρισας), ενώ η UNESCO κήρυξε το βουνό «Απόθεμα της Βιόσφαιρας». Το καθεστώς προστασίας του Δρυμού συντελεί τόσο στη διάσωση της χλωρίδας και πανίδας, όσο και στην ολοκληρωμένη και συστηματική καταγραφή τους. Ο πυρήνας του Εθνικού Δρυμού (ψηλές κορυφές, χαράδρα του Μαυρόλογγου, κοιλάδα του ποταμού Ενιπέα) και οι ορθοπλαγιές στα Μικρά και Μεγάλα Καζάνια, αποτελούν σημαντικούς βιότοπους για πολλά και σπάνια είδη φυτών και ζώων. Η εντυπωσιακή και άγρια ομορφιά του, όπως και οι μύθοι που τον συνοδεύουν, αποτελούν μόνο τις αφορμές για τις χιλιάδες των τουριστών, που τον επισκέπτονται κάθε χρόνο. Πέντε ορειβατικά καταφύγια αναλαμβάνουν την εξυπηρέτησή τους, προσφέροντας διαμονή και διατροφή.
Περιηγητές, διπλωμάτες, επιστήμονες, αξιωματικοί εντυπωσιασμένοι από το βουνό αποπειράθηκαν να το κατακτήσουν από πολύ παλιά. Από την αρχαιότητα ακόμα είναι γνωστό ότι σε πολλές κορυφές του βουνού υπήρχαν παρατηρητήρια και φρυκτωρίες. Ο Όσιος Διονύσιος φέρεται ως ο πρώτος εξερευνητής του Ολύμπου. Στις αρχές του 16ου αι. μάλιστα έχτισε εκκλησάκι του Προφ. Ηλία στην ομώνυμη κορυφή (2.803μ.), το ψηλότερο εκκλησάκι στον ελληνικό χώρο.
Η Χλωρίδα
Το 1836 ο Γάλλος βοτανολόγος Aucher-Eloy μελέτησε τα φυτά του Ολύμπου. Κατόπιν η χλωρίδα του βουνού και τα είδη των φυτών του, αποτέλεσαν πεδίο έρευνας και μελέτης για πολλούς επιστήμονες. Από τα 1.700 είδη φυτών, που έχουν καταμετρηθεί στον Όλυμπο (δηλ. το 25% περίπου της ελληνικής χλωρίδας), τα περισσότερα είναι συνηθισμένα είδη του ελλαδικού χώρου, όπως επίσης συνηθισμένα μεσογειακά και κεντροευρωπαϊκά είδη. Δε λείπουν όμως κι εκείνα που έχουν περιορισμένη εξάπλωση, καθώς και τα σπάνια και τα ενδημικά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το είδος Jankaeaheldreichii, φυτικό λείψανο από την εποχή των παγετώνων.
Στους πρόποδες του βουνού φύονται κατά κύριο λόγο χαμηλοί θάμνοι, όπως το θυμάρι. Λίγο πιο πάνω κυριαρχεί η μακία, δηλαδή ψηλότεροι θάμνοι και χαμηλά δέντρα, όπως τα πουρνάρια, οι κουμαριές, οι αριές και τα ρείκια. Εδώ απαντώνται και αγριολούλουδα (ανεμώνες, ίριδες, κρόκοι και ορχεοειδή). Η Α. και Β. πλευρά του βουνού καλύπτεται από συμπαγή δάση διαφόρων ειδών, ενώ τα Δ. και Ν. τμήματά του έχουν ελάχιστη δασώδη βλάστηση. Το χαρακτηριστικότερο είδος εδώ είναι το μαυρόπευκο (Pinusnigra) χωρίς να απουσιάζουν οι γαύροι, οι δρύες, οι σφένδαμοι, οι κρανιές και η ελάτη (Abiesborιsii-regis) με την οξιά. Σε μεγάλα υψόμετρα εμφανίζονται τα ρόμπολα (Pinusheldreichii), είδος ψυχρόβιο με μεγάλη αντοχή στις ακραίες καιρικές συνθήκες, όπως το ψύχος και η ξηρασία. Στον Όλυμπο παρατηρείται και το μεγαλύτερο δασοόριο της Ευρώπης που φτάνει τα 2.700 μ.
Η αλπική χλωρίδα (πάνω από τα 2.000 μ.) αριθμεί στον Όλυμπο περισσότερα από 100 είδη, αρκετά από τα οποία σπανίζουν και 23 ενδημούν μόνο εδώ, όπως:
- Achillea ambrosiaca
- Alyssum handelii
- Asprerula muscosa
- Aubrieta thessala
- Campanula oreadum
- Carum adamovicii
- Centaurea incompleta
- Centaurea litochorea
- Centaurea transiens
- Cerastrium theophrasti
- Erysimum olympicum
- Festuca olympica
- Genista sakellariadis
- Jankaea heldreichii
- Ligusticum olympicum
- Melampyrum ciliatum
- Poa thessala
- Potentilla deorum
- Rynchosinapis nivalis
- Silene dionysii
- Silene oligantha
- Veronica thessalica
- Viola striis-notata
Η Πανίδα
Η σημασία της πανίδας του Ολύμπου καθορίζεται από το γεγογός ότι σΆ αυτόν διαβιούν μερικά από τα απειλούμενα με εξαφάνιση είδη της Ευρώπης. Αυτό αποδεικνύει την ποιότητα των βιοτόπων του αλλά και την επιτακτική ανάγκη για την προστασία τους. Από τα 32 είδη θηλαστικών που ζουν στο βουνό, υπάρχει μεγάλος αριθμός από αλεπούδες (Vulpesvulgaris), αγριογούρουνα (Susscrofa), ασβούς (Molestacus), κουνάβια (Mustelamartes), χιονοπόντικες και νυφίτσες (Putoriusvulgaris). Σπανίζουν το αγριόγιδο (Rupicaprarupicapra), ο λύκος (Canislupus) και ο αγριόγατος (Feliscatus), ενώ δυστυχώς η αρκούδα (Ursusarctοs), ο λύγκας (Lynxlynx) και το ελάφι (Cervuselaphus) έχουν εξαφανιστεί.
Η ορνιθοπανίδα αριθμεί περισσότερα από 115 είδη. Στις ορθοπλαγιές βρίσκουν καταφύγιο αρπακτικά, όπως ο χρυσαετός (Aquilachrysaetos), ο γυπαετός (Gypaetusbarbatus), ο πετρίτης (Falcoperegrinus), ο σταυραετός (Hieraaetuspennatus), το σαΐνι (Accipiterbrevipes), ο ασπροπάρης (Neophronpercnopterus) και ο φιδαετός (Circaetusgallicus). Στα δάση φωλιάζουν 7 από τα 10 είδη δρυοκολαπτών της Ευρώπης. Ανάμεσά τους τα σπάνια μαυροτσικλιτάρα (Dryocopusmartius) και τριδακτυλοτσικλιτάρα (Picoidestridactylus). Τέλος, στις αλπικές κορυφές και στις δύσκολες καιρικές συνθήκες έχουν προσαρμοστεί ο χιονοψάλτης και η χιονάδα αλλά και δύο είδη καλιακούδας. Η χαμωτίδα, ο αγριόγαλος (Otistarda) και ο μαυρόγυπας (Aegypiusmonachus) έχουν εξαφανιστεί κυρίως από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις.
Στον Όλυμπο έχουν καταγραφεί, επίσης, περισσότερα από 18 είδη αμφίβιων και ερπετών (συνηθισμένα ερπετά του ελληνικού χώρου, όπως φίδια, χελώνες, σαύρες κ.ά.), καθώς και μία μεγάλη ποικιλία εντόμων, κυρίως πεταλούδες, για τις οποίες ο Όλυμπος φημίζεται.
η Όσσα (Κίσσαβος)
Βρίσκεται στα ΒΑ. του Νομού, διακρίνεται από τον Κάτω Όλυμπο με την κοιλάδα των Τεμπών, ενώ Βόρεια και Ανατολικά ορίζεται από το ρου του Πηνειού και το Αιγαίο Πέλαγος αντίστοιχα.
Στη μυθολογία η αναφορά του ονόματος της Όσσας γίνεται στις προσπάθειες των γιγάντων να τοποθετηθούν τα τρία μεγάλα βουνά μαζί (Όλυμπος, Όσσα, Πήλιο) για να φτάσουν τους θεούς.
Αν και από τον Όμηρο το βουνό δεν χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης, αφού οι περισσότερες περιγραφές αφορούν το θεϊκό Όλυμπο, οι ξένοι περιηγητές, που το επισκέφτηκαν κατά καιρούς, το μνημονεύουν στα διάφορα έργα τους.
Η Άννα η Κομνηνή στην «Αλεξιάδα» (12ος αι.) αναφέρει για πρώτη φορά την Όσσα με το όνομα Κίσσαβος, ονομασία που επικράτησε ως τις μέρες μας και έτσι είναι γνωστή στο ευρύτερο κοινό.
Είναι ένα βουνό κατάφυτο από δάση οξιάς, καστανιάς, κουμαριάς, ελάτης και βελανιδιάς, αλλά φύονται και κέδροι, πλατάνια, κρανιές, φλαμουριές, βατομουριές και ποώδη, όπως ρίγανη και θυμάρι.
Κατά μήκος των ρεμάτων της ΒΑ. Όσσας απαντάται η σπάνια ιπποκαστανιά (Aesculushippocastanum).
Μία έκταση 16.900 εκταρίων είναι χαρακτηρισμένη «Αισθητικό Δάσος της Όσσας» και προστατεύεται από το Πανευρωπαϊκό Δίκτυο ΦΥΣΗ 2000 (NATURA 2000).
Οι πλαγιές της φιλοξενούν γραφικά χωριά, χαρακτηρίζονται από έντονες χαραδρώσεις και ρέματα, που δημιουργούν πανέμορφους καταρράκτες και εντυπωσιακά φαράγγια και καταλήγουν σε χρυσαφένιες δαντελωτές ακτές του Αιγαίου.
Το οδικό δίκτυο του βουνού είναι εκτεταμένο και βατό σχεδόν όλες τις εποχές του χρόνου, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους ταξιδιώτες να απολαύσουν κάθε γωνιά του.
Η ψηλότερη κορυφή («Προφ. Ηλίας» 1.978μ.) είναι ορατή από όλο σχεδόν το Νομό και εύκολα αναγνωρίσιμη, λόγω του κωνικού σχήματος.
Εδώ βρίσκεται και το γραφικό εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, στο οποίο εισέρχεται κανείς από άνοιγμα στο πάνω μέρος, καθώς χωμένο είναι στο έδαφος.
Αποτελεί ιδανικό προορισμό για τους λάτρεις της φύσης και της περιπέτειας, καθώς διασχίζεται από καλοσημαδεμένα μονοπάτια (02), διαθέτει οργανωμένα αναρριχητικά πεδία, ενώ παράλληλα προσφέρεται για κατάβαση φαραγγιών, ποδηλασία βουνού (Αγώνες Πανελλήνιου Πρωταθλήματος) και διάσχιση με οχήματα 4Χ4.
Το Ορειβατικό Καταφύγιο του Ε.Ο.Σ. Λάρισας στη θέση «Κάναλος» (1.604μ. υψ.) διαθέτει κατάλληλη υποδομή για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών, κυρίως κατά τη θερινή περίοδο.
O Τίταρος
Βρίσκεται στα βόρεια του Νομού και δυτικά του Ολύμπου και είναι το τρίτο ψηλότερο βουνό του Νομού με υψόμετρο 1.838μ. (κορυφή «Σάπκα»). Είναι κατάφυτο, κυρίως στις ΒΑ. πλαγιές του από δρύες χαμηλά και αιωνόβιες οξιές ψηλότερα. Το νότιο τμήμα του είναι υποβαθμισμένο από την υπερβόσκηση. Η πανίδα του αποτελείται κυρίως από κοινά δασικά είδη (αγριογούρουνα, αλεπούδες, δρυοκολάπτες, κίσσες κ.ά.). Προσφέρει μοναδική θέα στον Όλυμπο και ιδιαίτερα στις ψηλότερες κορφές αλλά και στα Πιέρια, όπως και στον Περραϊβικό κάμπο. Πανέμορφες πεζοπορικές διαδρομές διασχίζουν το βουνό, με αφετηρία το γραφικό Λιβάδι, τον μοναδικό οικισμό, που είναι χτισμένος στις πλαγιές του βουνού.
Τα Αντιχάσια
Βρίσκονται στα δυτικά του Νομού στα όρια με το Νομό Τρικάλων. Πρόκειται για όρη χωρίς έντονες χαραδρώσεις, αλλά με πολυάριθμες πτυχώσεις και διακλαδώσεις. Ψηλότερη κορυφή είναι η «Μαμαλή» (1.424μ.) με τον χαρακτηριστικό τουρκικό οροθετικό σταθμό του 1881. Η θέα που προσφέρεται είναι απεριόριστη, καθώς διακρίνονται τα Μετέωρα, μεγάλο τμήμα της Πίνδου, τα Άγραφα, το Βελούχι, η Οίτη, ο Όλυμπος και ο Κίσσαβος. Η χλωρίδα στα χαμηλά υψόμετρα χαρακτηρίζεται από αείφυλλα πλατύφυλλα (πουρνάρια), ενώ ανεβαίνοντας επικρατούν οι δρύες, οι οποίες ψηλότερα αντικαθίστανται από οξιές. Αυτές σχηματίζουν τεράστια αμιγή δάση, που παράγουν σημαντικές ποσότητες ξυλείας. Αποτελούν όμως και καταφύγιο για πολλά είδη θηλαστικών (αγριογούρουνα, αλεπούδες, λαγούς, κουνάβια) και σπάνια αρπακτικά (ασπροπάρηδες, πετρίτες, σφηκιάρηδες, σαΐνια).
Το Μαυροβούνι
Το κατάφυτο Μαυροβούνι (1.054μ.) υψώνεται ανάμεσα στην Όσσα (Κίσσαβος) και το Πήλιο και αποτελεί σημαντικό βιότοπο για πολλά είδη αρπακτικών, όπως ο γυπαετός, ο ασπροπάρης και ο φιδαετός. Προστατεύεται από το ευρωπαϊκό δίκτυο NATURA 2000. Το Μαυροβούνι καλύπτεται κυρίως από δάση δρυός, οξιάς και καστανιάς. Τα αείφυλλα-πλατύφυλλα καταλαμβάνουν το κατώτερο μέρος του βουνού, ενώ οι αριές σχηματίζουν πυκνά δάση στις ανατολικές πλαγιές του. Στις όχθες των ρεμάτων φύονται σκλήθρα, πλατάνια, ιτιές και λεύκες.
Η Μελούνα
Τα ξερά και άνυδρα υψώματα της Μελούνας, που υψώνονται στην περιοχή Τυρνάβου-Ελασσόνας, υπήρξαν θέατρο επιχειρήσεων κατά τον πόλεμο του 1912-13.