Περσικοί Πόλεμοι Γ’

Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΚΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ «ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΙΑΣ»

 

Η Στρατηγική των Ελλήνων μετά τη Σαλαμίνα

Η νίκη της Σαλαμίνας δεν είχε την ίδια σημασία για όλες τις Ελληνικές πόλεις. οι Πελοποννήσιοι, με επικεφαλής τη Σπάρτη, απαλλάχτηκαν από κάθε φόβο. Το τείχος του Ισθμού είχε πλέον ολοκληρωθεί και, χωρίς την ύπαρξη ενός εχθρικού στόλου, δεν υπήρχε πλέον κίνδυνος κάποιας αποβατικής ενέργειας στα μετόπισθεν των οχυρώσεών τους. οι Έλληνες όμως που κατοικούσαν βορείως του Ισθμού παρέμειναν εκτεθειμένοι στη μόνιμη Περσική απειλή.

Μπορεί ο Περσικός στόλος να είχε αποσυρθεί μαζί με τον Ξέρξη, αλλά ο Μαρδόνιος, με σημαντικές χερσαίες στρατιωτικές δυνάμεις, παρέμενε στη Θεσσαλία. οι Πελοποννήσιοι, λοιπόν, δεν έδειχναν ιδιαίτερη ζέση να εκστρατεύσουν πέραν του ισθμού, αντίθετα με τους υπόλοιπους Έλληνες, με επικεφαλής τους Αθηναίους, που φλέγονταν για νέες μάχες στην ξηρά και τη θάλασσα, επιθυμώντας να απελευθερώσουν αμέσως ολόκληρη την Ελλάδα…

Οι Έλληνες διηρημένοι, λοιπόν, δεν επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν τη νίκη τους στη Σαλαμίνα. Στο μέτωπο της στεριάς, ο Κλεόμβροτος, ο Σπαρτιάτης αρχιστράτηγος στον Ισθμό, ισχυρίστηκε ότι οι οιωνοί ήταν κακοί και ανέβαλε κάθε επιθετική ενέργεια. Μάλιστα, με πρόφαση την έκλειψη ηλίου που έλαβε χώρα στις 2 Οκτωβρίου του 480 π.Χ. επέτρεψε σε ένα τμήμα των Πελοποννησιακών στρατευμάτων να επιστρέψει στις πατρίδες του.

Ως προς τις ναυτικές επιχειρήσεις, επικρατεί η ίδια στασιμότητα. Οι Έλληνες δεν προχωρούν σε εκμετάλλευση της επιτυχίας τους στη Σαλαμίνα. Ο στόλος τους δεν προχώρησε πέρα από την Άνδρο. Μόνο ο Θεμιστοκλής είχε ένα επιθετικό σχέδιο σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Ήθελε να πλεύσει ο Ελληνικός στόλος στον Ελλήσποντο για να καταστρέψει τις γέφυρες του Ξέρξη. Υπάρχει η άποψη ότι το σχέδιο του Θεμιστοκλή ήταν ευρύτερο.

Ο Ελληνικός στόλος θα προχωρούσε στις μικρασιατικές ακτές για να προκαλέσει μια καινούργια Ιωνική επανάσταση. με τον τρόπο αυτό θα απειλούσε τις γραμμές ανεφοδιασμού των Περσών και θα τους ανάγκαζε να αποχωρήσουν άμεσα από την Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες, όμως, έχοντας ως αρχή να μην προβαίνουν σε υπερπόντιες εκστρατείες και ανησυχώντας ίσως για την ασφάλεια του Ισθμού αν απομακρυνόταν ο Ελληνικός στόλος, ματαίωσαν το σχέδιο αυτό.

Έγιναν με τον τρόπο αυτό υπαίτιοι στο να συνεχιστεί ο πόλεμος σε Ελληνικό έδαφος και τον επόμενο χρόνο. Από την άλλη, όμως, το συγκεκριμένο σχέδιο θα ήταν δύσκολο να εφαρμοστεί, καθώς βρισκόμαστε στο χειμώνα του 480 π.Χ./479 π.Χ. οπότε θα έπρεπε λόγω καιρικών συνθηκών να τερματιστούν οι ναυτικές επιχειρήσεις. αυτό είναι κάτι που το γνωρίζει κι ο ίδιος ο Θεμιστοκλής, όπως μας αναφέρει ο Ηρόδοτος, όταν αυτός απευθύνεται στους Αθηναίους.

Κύριο μέλημα των Αθηναίων και του Θεμιστοκλή μετά τη Σαλαμίνα είναι η απελευθέρωση της Κεντρικής Ελλάδος, κάτι που προϋπέθετε ανάληψη χερσαίων επιχειρήσεων. Το σχέδιο για επίθεση στον Ελλήσποντο δεν ταιριάζει με τις συγκεκριμένες στρατηγικές επιδιώξεις. Βέβαια, το τελευταίο αυτό επιχείρημα δεν φαίνεται ιδιαίτερα ισχυρό.

Αν όντως ο Θεμιστοκλής θεωρούσε ότι μια τέτοια υπερπόντια εκστρατεία θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα με μια νίκη στην ξηρά, δεν θα δίσταζε να το εφαρμόσει. Ταιριάζει, άλλωστε, η σύλληψη ενός τέτοιου σχεδίου με τη διορατικότητα του μεγάλου Αθηναίου στρατηγού και πολιτικού. Η ματαίωσή του, επίσης, από τους Σπαρτιάτες ταιριάζει με τη σταθερά επιφυλακτική πολιτική σύνεσης που πάντα ακολουθούσαν. Το μόνο πραγματικά σοβαρό επιχείρημα εναντίον του σχεδίου του Θεμιστοκλή είναι η δυσκολία των επιχειρήσεων το χειμώνα.

Όπως πάντως και να έχουν τα πράγματα, το Ελληνικό ναυτικό υιοθέτησε μια τακτική αναμονής έως το τέλος της άνοιξης του 479 π.Χ. Έμεινε στη Δήλο προσπαθώντας να παρεμποδίσει τον ανεφοδιασμό του εχθρού. Μόνο αργότερα, όπως θα δούμε, όταν οι Πελοποννήσιοι θα προχωρήσουν στη Βοιωτία, θα μετακινηθούν τα πλοία προς τις ακτές της Ιωνίας.

Στο μεταξύ, ο στόλος θα επιδιώξει την τιμωρία των Ελλήνων των Κυκλάδων που είχαν Μηδίσει. Η Άνδρος αμύνθηκε με επιτυχία και απέφυγε την τιμωρία. Η Κάρυστος, που παραδόθηκε, τιμωρήθηκε σκληρά με πρόστιμο. Μετά την τιμωρία των νησιών που είχαν Μηδίσει, ο Ελληνικός στόλος κατευθύνθηκε στον Ισθμό. Εκεί έγινε το μοίρασμα των λαφύρων. Οι Αιγινήτες πήραν για την ανδρεία που επέδειξαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας τα αριστεία, δηλαδή το πρώτο βραβείο και το μεγαλύτερο μέρος της πολεμικής λείας.

Αφιέρωσαν μάλιστα στον Απόλλωνα των Δελφών ένα ορειχάλκινο κατάρτι με τρία χρυσά άστρα. Το δεύτερο βραβείο ανδρείας δόθηκε στους Αθηναίους. Όλοι μαζί οι Έλληνες αφιέρωσαν στους Δελφούς ένα ορειχάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα, ύψους 12 πήχεων, που κρατούσε στο χέρι του ένα έμβολο πλοίου. Αφιέρωσαν επίσης τρεις Φοινικικές τριήρεις που είχαν αιχμαλωτίσει, τη μία στον ισθμό, τη δεύτερη στο Σούνιο και την τρίτη στη Σαλαμίνα.

Η ναυμαχία της Σαλαμίνας είχε ως αποτέλεσμα την ανεξαρτητοποίηση σε μεγάλο βαθμό των επιχειρήσεων στην ξηρά από τις πολεμικές ενέργειες στη θάλασσα. Το Περσικό ναυτικό παύει να έχει την οποιαδήποτε συμμετοχή στις επιχειρήσεις της κυρίως Ελλάδας. Δεν προσφέρει πλέον υποστήριξη στον Μαρδόνιο και τις χερσαίες δυνάμεις του που διαχειμάζουν στη Θεσσαλία και δεν χρησιμοποιείται για τον ανεφοδιασμό του στρατού.

Άλλωστε, μετά την αποχώρηση των φοινικικών πλοίων ο αριθμός του έχει περιοριστεί σε 300 πλοία, και των Ιωνικών συμπεριλαμβανομένων. Ο Περσικός στόλος, αφού διαχείμασε στην Κύμη, την άνοιξη του 479 π.Χ. αγκυροβόλησε στη Σάμο με σκοπό να έχει υπό επιτήρηση την προβληματική Ιωνία, η οποία μετά τις Ελληνικές επιτυχίες είναι δυνητικά ύποπτη για μια νέα εξέγερση. Η συνέχεια του πολέμου και η τελική έκβασή του λοιπόν έμελλαν να κριθούν στην ξηρά.

Ο Μαρδόνιος, γαμπρός και ξάδελφος του μεγάλου Βασιλιά Ξέρξη, ο καλύτερος στρατηγός των Περσών και ο πιο ένθερμος εισηγητής της επίθεσης στην Ελλάδα, είχε παραμείνει με πολύ ισχυρές δυνάμεις στη Θεσσαλία. αυτός θα επιχειρήσει να υποτάξει τους Έλληνες τόσο με τη διπλωματία όσο και με τα όπλα.

Πράγματι, πριν προβεί σε στρατιωτική δράση, ο Μαρδόνιος προσπάθησε να διχάσει τους Έλληνες. Έστειλε, λοιπόν, στους Αθηναίους το σύμμαχο και υποτελή των Περσών Αλέξανδρο Α’, βασιλιά της Μακεδονίας, για να μεταφέρει δελεαστικές προτάσεις προκειμένου αυτοί να συνθηκολογήσουν. Παρά τις ανησυχίες των Σπαρτιατών, οι Αθηναίοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά κάθε διαπραγμάτευση, ως άξιοι νικητές στη Σαλαμίνα.

Την ίδια περίοδο, γίνονται αλλαγές στην Ελληνική στρατιωτική ηγεσία. Μετά το θάνατο του Κλεόμβροτου, ο οποίος είχε αναλάβει μετά το θάνατο του αδελφού του βασιλιά Λεωνίδα την κηδεμονία του ανήλικου ανιψιού του Πλείσταρχου, αρχιστράτηγος αναλαμβάνει ο γιος του Κλεόμβροτου Παυσανίας. Τον Ευρυβιάδη στην ηγεσία του στόλου διαδέχεται ο δεύτερος βασιλιάς της Σπάρτης Λεωτυχίδης. Οι Αθηναίοι πάλι επιλέγουν ως επικεφαλής του στόλου τον Ξάνθιππο, τον πατέρα του Περικλή, και τον Αριστείδη ως επικεφαλής του στρατού.

 

Προς την Αποφασιστική Σύγκρουση

Μετά τη διπλωματική αποτυχία του, ο Μαρδόνιος αποφάσισε πλέον την απευθείας στρατιωτική αναμέτρηση. Από τις βάσεις του στη Θεσσαλία προωθεί τη δυνάμεις του στη φιλικά διακείμενη προς αυτόν, παρά τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα, Βοιωτία στο τέλος της άνοιξης του 479 π.Χ.

Εκεί συμπλήρωσε τις προετοιμασίες του ανεφοδιασμού και της στρατοπέδευσης πιθανώς οργανώνοντας μια γραμμή υποχώρησης, ενώ οι προφυλακές του καταλαμβάνουν την Αττική χωρίς μάχη. Για δεύτερη φορά η επικράτεια των Αθηναίων βρίσκεται υπό Περσική κατοχή. Η ενέργεια αυτή του Μαρδόνιου απέβλεπε πιθανόν σε δύο σκοπούς.

Αφενός να πιέσει τους Αθηναίους να δεχτούν τις διπλωματικές του προτάσεις και αφετέρου, σε περίπτωση Αθηναϊκής άρνησης, να εξαναγκάσει το στρατό των Πελοποννησίων να εκστρατεύσει στην Κεντρική Ελλάδα και να παραχωρήσει έτσι μάχη έξω από τον οχυρωμένο Ισθμό.

Οι Αθηναίοι ασφαλώς δεν ήταν σε θέση από μόνοι τους να υπερασπίσουν αποτελεσματικά τις διαβάσεις του Κιθαιρώνα ή να δώσουν μάχη εκ παρατάξεως. Αναγκάστηκαν επομένως για δεύτερη φορά να εκκενώσουν την πόλη τους και να καταφύγουν και πάλι στη Σαλαμίνα. Η επιχείρηση, πιθανότατα, ήταν σχετικά εύκολη, γιατί λίγοι σε αριθμό Αθηναίοι θα είχαν προλάβει να επιστρέψουν στην αττική μετά την αποχώρηση του Ξέρξη.

Η πόλη ήταν καταστραμμένη και η πλειοψηφία των κατοίκων δεν θα είχε καταλύματα. Άλλωστε, πάντα υπήρχε η προοπτική της Περσικής εισβολής μέσω Βοιωτίας, κάτι που δημιουργούσε συνθήκες ανασφάλειας. Τα γυναικόπαιδα θα είχαν μείνει ακόμη στην Τροιζήνα, στην Αίγινα και την Ελευσίνα. Στην ουσία, εφόσον ο Πελοποννησιακός στρατός έμενε πίσω από τον Ισθμό, η Αττική κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 479 π.Χ. παρέμενε ένα είδος νεκρής ζώνης ανάμεσα στους Πέρσες και στους Έλληνες. Ο Μαρδόνιος κατέλαβε την έρημη Αθήνα στις αρχές Ιουνίου.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη κατάληψη της Αθήνας είχαν μεσολαβήσει δέκα μήνες. Δεν επέτρεψε όμως αυτή τη φορά ο Πέρσης στρατηγός στους στρατιώτες του να προβούν στην καταστροφή των ελάχιστων κτισμάτων που στέκονταν ακόμα, αλλά επανέλαβε τις προτάσεις του προς τους Αθηναίους. Ο Έλληνας από τον Ελλήσποντο Μουριχίδης εμφανίστηκε ως απεσταλμένος του Μαρδόνιου μπροστά στην Αθηναϊκή Βουλή που βρισκόταν στη Σαλαμίνα.

Η Βουλή όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά να παρουσιάσει τις Περσικές προτάσεις στην Εκκλησία του Δήμου. Όπως μάλιστα μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ένας από τους βουλευτές, ο Λυκίδης, εξέφρασε αντίθετη γνώμη με αποτέλεσμα να λιθοβοληθεί μέχρι θανάτου μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του.

Εν όψει της κρισιμότητας της κατάστασης, οι Αθηναίοι ήταν εύλογο να επιθυμούν άμεση πολεμική δράση. Αντίθετα, οι Πελοποννήσιοι, με επικεφαλής τη Σπάρτη, συνέχιζαν να είναι επιφυλακτικοί. Από την άλλη, η Σπάρτη αντιλαμβανόταν ότι χωρίς την Αθήνα η πανελλήνια συμμαχία ήταν ανίσχυρη μπροστά στους Πέρσες στη θάλασσα. Επίσης, και η Αθήνα αντιλαμβανόταν ότι χωρίς τη Σπάρτη ήταν το ίδιο ανίσχυρη στην ξηρά.

Οι σύμμαχοι εκτός Πελοποννήσου άρχισαν να γίνονται ιδιαίτερα πιεστικοί. Απεσταλμένοι από την Αθήνα, τα Μέγαρα και τις Πλαταιές έφτασαν στη Σπάρτη απαιτώντας άμεση εκστρατεία για την απελευθέρωση της αττικής. Διαφορετικά θα αποδέχονταν τις περσικές προτάσεις. οι Σπαρτιάτες, με πρόφαση τη γιορτή των Υακινθίων, ανέβαλαν την απάντησή τους για δέκα μέρες. ο Ηρόδοτος θεωρεί ότι στη Σπάρτη υπήρχε μια αίσθηση ότι με την οχύρωση του Ισθμού η Πελοπόννησος ήταν ασφαλής και δεν χρειαζόταν τους Αθηναίους.

Ωστόσο, τους επανέφερε στην πραγματικότητα ο Χίλεος από την Τεγέα, τονίζοντάς τους ακριβώς τους κινδύνους που θα διέτρεχαν η Σπάρτη και η Πελοπόννησος αν η Αθήνα δεχόταν τις Περσικές προτάσεις. ο κύβος είχε ριφθεί. ο αρχιστράτηγος Παυσανίας έλαβε εντολή να περάσει τον Ισθμό και να διώξει τους Πέρσες από την Κεντρική Ελλάδα.

Τη δέκατη μέρα, όταν οι πρεσβευτές των πόλεων της Κεντρικής Ελλάδας επανήλθαν δριμύτεροι επαναλαμβάνοντας τις επικρίσεις και τις προειδοποιήσεις για τις συνέπειες της Σπαρτιατικής αδράνειας, άκουσαν έκπληκτοι από τους αρμόδιους αξιωματούχους, τους εφόρους, ότι τα στρατεύματα της Σπάρτης πρέπει ήδη να είχαν φτάσει στο Ορέστειο της Αρκαδίας, έτοιμα να προωθηθούν στη Στερεά Ελλάδα.

Η συγκεκριμένη στρατιωτική ενέργεια διέλυσε ασφαλώς κάθε φόβο των Αθηναίων ότι οι Πελοποννήσιοι τους είχαν εγκαταλείψει και απομάκρυνε οριστικά έστω και το ελάχιστο ενδεχόμενο οι Πέρσες να προσεταιριστούν την Αθήνα. Ο Μαρδόνιος, όταν πληροφορήθηκε τη μετακίνηση του Ελληνικού στρατού, συμπτύχθηκε από την Αττική στη Θήβα. Πριν υποχωρήσει όμως, συμπλήρωσε την καταστροφή της Αθήνας πυρπολώντας, γκρεμίζοντας και σκεπάζοντας με χώμα ό,τι είχε απομείνει όρθιο.

Έπειτα έστειλε το ιππικό του με ένα τμήμα του πεζικού του να επιτεθεί εναντίον των 1.000 Σπαρτιατών που βρίσκονταν στα μέγαρα ως προφυλακή του Ελληνικού εκστρατευτικού σώματος. Η επιχείρηση αυτή εγκαταλείφθηκε όταν έγινε γνωστό ότι ολόκληρος ο στρατός της Σπάρτης ήταν ήδη συγκεντρωμένος στον Ισθμό. πιθανώς η συγκεκριμένη ενέργεια να είχε σκοπό την αναγνώριση των θέσεων των Ελλήνων ή να ήταν κάλυψη της Περσικής υποχώρησης προς τη Βοιωτία. Ο λόγος που οι Πέρσες εγκατέλειψαν την αττική είναι ότι το έδαφός της δεν ήταν κατάλληλο για την εκμετάλλευση του όπλου στο οποίο υπερείχαν, δηλαδή το ιππικό.

Επιπλέον, σε περίπτωση ήττας, ο στρατός τους κινδύνευε να αποκοπεί. αντίθετα, η Θήβα ήταν φιλική προς αυτούς και η βοιωτική πεδιάδα ήταν κατάλληλη για την ανάπτυξη του ιππικού. Ο Μαρδόνιος για την υποχώρησή του από την Αττική επέλεξε την ανατολικότερη από τις τρεις διαδρομές, εκείνη που περνάει από τη Δεκέλεια (το σημερινό Τατόι), διασχίζει μια διάβαση της Πάρνηθας και κατευθύνεται προς την Τανάγρα. Αλλά ο πιο κατάλληλος δρόμος για την υποχώρηση ήταν αυτός του Κιθαιρώνος μέσω της διάβασης των Δρυός Κεφαλών (πιθανώς το σημερινό πέρασμα του Γυφτόκαστρου).

Η επιλογή του δρομολογίου Δεκέλειας –Τανάγρας από τον Μαρδόνιο έχει ίσως να κάνει με λόγους ασφάλειας. Υπήρχε η πιθανότητα ο στρατός του να αιφνιδιαστεί από τις Ελληνικές δυνάμεις που σχεδόν ταυτόχρονα προωθούνταν προς τη Βοιωτία. Μια άλλη πιθανότητα είναι να άφησε επίτηδες ο Μαρδόνιος ελεύθερη τη διάβαση του Κιθαιρώνα γιατί ακριβώς σκόπευε να επιτρέψει στον Ελληνικό στρατό να περάσει από εκεί στην πεδιάδα του Ασωπού.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο Μαρδόνιος δεν επιχείρησε να υπερασπιστεί τις διαβάσεις του Κιθαιρώνα. Θα μπορούσε να περιμένει από την άλλη πλευρά του βουνού, τη βόρεια, για να επιτεθεί εναντίον του Ελληνικού στρατού όταν έβγαινε από τις διαβάσεις. Σκοπός του όμως δεν ήταν να εμποδίσει τον επερχόμενο Ελληνικό στρατό να κατέλθει στη Βοιωτική πεδιάδα.

Αντίθετα, επεδίωκε να τους προσελκύσει εκεί, προκειμένου να προκαλέσει μια όσο το δυνατόν πιο αποφασιστική νίκη εκμεταλλευόμενος το ιππικό του. Σε αυτή τη φάση της εκστρατείας ο Μαρδόνιος πέτυχε να παρασύρει τους Έλληνες στο πεδίο όπου αυτός είχε διαλέξει. Τελικά, όμως, όπως θα φανεί στη συνέχεια, ο Ελληνικός στρατηγικός σχεδιασμός δεν θα του επιτρέψει να εκμεταλλευτεί πλήρως αυτό το αρχικό στρατηγικό πλεονέκτημα που δημιούργησε.

Την ίδια στιγμή, ο Πελοποννησιακός στρατός του Παυσανία περνούσε από τη Μεγαρίδα, όπου ενισχύθηκε με 3.000 Μεγαρείς οπλίτες και φτάνοντας στην Ελευσίνα ενώθηκε με τον Αθηναϊκό στρατό, που είχε διαπεραιωθεί από τη Σαλαμίνα. Τους 8.000 Αθηναίους οπλίτες συνόδευαν και 600 οπλίτες από τις Πλαταιές. Το Ελληνικό στράτευμα δεν διέθετε ιππικό, κάτι που αποτελούσε ένα μειονέκτημα γι’ αυτόν σε σχέση με τις δυνάμεις του Μαρδόνιου. Οι Έλληνες έφτασαν στη Βοιωτία λίγο μετά τον περσικό στρατό. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για το ακριβές δρομολόγιό τους.

Ο Ηρόδοτος μας αναφέρει ότι κατέληξαν στις Ερυθρές. Η θέση της συγκεκριμένης πόλης δεν είναι γνωστή με ακρίβεια. Πιθανώς βρισκόταν στη βόρεια έξοδο του Γυφτόκαστρου κοντά στο σημερινό Κριεκούκι. από το στενό του Γυφτόκαστρου (Δρύος Κεφαλαί) πιθανώς πέρασε ο Παυσανίας στη Βοιωτία, αναπτύσσοντας το στρατό του κατά μήκος των υπωρειών του Κιθαιρώνα, απέναντι από τις θέσεις των Περσών. Δεν προχώρησε όμως στην πεδιάδα, αντιλαμβανόμενος το πλεονέκτημα που θα έδινε στον αντίπαλο να χρησιμοποιήσει το ιππικό του.

 

Οι Αρχικές Θέσεις των Αντιπάλων και οι Πρώτες Συμπλοκές

Ο Ασωπός ποταμός διασχίζει τη Βοιωτική πεδιάδα από τα δυτικά προς τα ανατολικά, σχεδόν παράλληλα με τον Κιθαιρώνα. Τη χωρίζει σε δύο τμήματα, το νότιο που περιλαμβάνει τη ζώνη ως τον Κιθαιρώνα, η οποία διακόπτεται από λόφους και χαράδρες, κάτι που την καθιστά ακατάλληλη για την αποτελεσματική ανάπτυξη ιππικού, και το βόρειο, το οποίο εκτείνεται μέχρι τη Θήβα και αποτελεί εκτεταμένη πεδιάδα, στην οποία το ιππικό είναι σε θέση να δράσει αποτελεσματικά.

Αντικειμενικός σκοπός του Μαρδόνιου, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ήταν να δοθεί η μάχη σε αυτή την πεδιάδα. Όταν οι Έλληνες κατέλαβαν τις αρχικές θέσεις τους, ο Περσικός στρατός βρισκόταν βόρεια του Ασωπού. Το σύνολο των ελιγμών ασφαλώς θα είχε τον αντίθετο από τους Πέρσες αντικειμενικό σκοπό. Να αναγκάσει, δηλαδή, τον Μαρδόνιο να επιτεθεί στο χώρο νότια του Ασωπού και ιδιαίτερα στο ορεινό έδαφος των υπωρειών του Κιθαιρώνα, έδαφος ακατάλληλο δηλαδή για το Περσικό ιππικό. Και, όπως έδειξε η εξέλιξη της μάχης, ο Παυσανίας πέτυχε αυτό τον αντικειμενικό σκοπό, κερδίζοντας επάξια την κατοπινή του φήμη ως ικανού στρατηγού.

Όταν οι Έλληνες πέρασαν τον Κιθαιρώνα, οι Πέρσες είχαν ήδη οργανώσει τις θέσεις τους. Ο Μαρδόνιος είχε τοποθετήσει προφυλακές σε μια γραμμή που εκτεινόταν βόρεια από τις Ερυθρές και τις Πλαταιές. Το κύριο σώμα του στρατού του ήταν στρατοπεδευμένο στη βόρεια όχθη του Ασωπού, σε απόσταση οκτώ χιλιομέτρων από τη Θήβα. Στην παράταξη αυτή οι Πέρσες κατείχαν την αριστερή πτέρυγα, οι Έλληνες που είχαν Μηδίσει τη δεξιά, ενώ στο κέντρο βρίσκονταν τα υπόλοιπα Ασιατικά έθνη.

Πίσω από αυτό το μέτωπο ο Μαρδόνιος κατασκεύασε ένα περιχαρακωμένο στρατόπεδο μήκους δέκα σταδίων (2 χιλιόμετρα περίπου), πιθανόν σε σχήμα τετραγώνου, με ξύλινα τείχη και πύργους. το στρατόπεδο βρισκόταν στον Σκώλο, τοποθεσία που δεν έχει ταυτιστεί με ακρίβεια, αλλά σίγουρα ανήκε στην εδαφική επικράτεια της Θήβας. Ένα πιθανό κίνητρο για την κατασκευή του στρατοπέδου ήταν για καταφύγει εκεί ο Περσικός στρατός σε περίπτωση ήττας, κάτι που όντως έγινε μετά το τέλος της μάχης.

Όμως, όπως και ο ίδιος ο Μαρδόνιος θα γνώριζε, ελάχιστη ασφάλεια θα παρείχε ένα τέτοιο στρατόπεδο, εφόσον σε περίπτωση πολιορκίας θα έπρεπε να παραδοθεί λόγω έλλειψης τροφίμων και νερού. Φαίνεται μάλλον ότι προορισμός του ήταν να χρησιμεύσει ως προστατευτικό οχύρωμα, από το οποίο οι τοξότες του περσικού στρατού θα έριχναν τα βέλη τους στην πεδιάδα χωρίς να κινδυνεύουν από την επίθεση των Ελλήνων οπλιτών.

Αφού έκανε αυτές τις ρυθμίσεις ο Μαρδόνιος, άφησε για λίγο ανενόχλητους τους Έλληνες, με την ελπίδα ίσως ότι θα περνούσαν τον Ασωπό για του επιτεθούν στην ανοιχτή πεδιάδα, που του πρόσφερε το πλεονέκτημα χάρη στο ιππικό του. Οι Έλληνες στρατοπέδευσαν νότια του Ασωπού, καταλαμβάνοντας τις κατώτερες υπώρειες του Κιθαιρώνος.

Στη δεξιά πτέρυγα τοποθετήθηκαν οι Σπαρτιάτες, στο κέντρο, το οποίο βρισκόταν στις Ερυθρές, οι υπόλοιποι Έλληνες, ενώ στην αριστερή πτέρυγα, η οποία βρισκόταν στις Υσιές, τοποθετήθηκαν οι Αθηναίοι. μπροστά στο Ελληνικό μέτωπο εκτεινόταν μια πεδιάδα με λοφίσκους και χαράδρες μέχρι τον Κιθαιρώνα. πίσω από τις θέσεις του Ελληνικού στρατού βρισκόταν το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών, από το οποίο και ανεφοδιαζόταν.

Επειδή οι Έλληνες δεν κινήθηκαν προς την πεδιάδα, ο Μαρδόνιος έστειλε εναντίον τους όλο το ιππικό του υπό την αρχηγία του Μασιστίου. Το Περσικό ιππικό δεν εφάρμοσε τη συνηθισμένη του τακτική παρενόχλησης, αλλά εξαπέλυσε επίθεση κατά μέτωπον εναντίον των Ελλήνων οπλιτών. Παραμένει άγνωστο σε τι αποσκοπούσε ο Μαρδόνιος με την επίθεση αυτή. Όπως μας την περιγράφει ο Ηρόδοτος, ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή αψιμαχία ακροβολισμού ή ανίχνευσης.

Αυτό είναι και ένα γενικότερο πρόβλημα για την ακριβή αποτύπωση της μάχης. μοναδική ουσιαστικά πηγή μας για τις ακριβείς λεπτομέρειες της μάχης των Πλαταιών είναι ακριβώς ο Ηρόδοτος, ο οποίος δεν είναι πάντοτε σαφής, παρουσιάζει κενά και σε ορισμένα σημεία εμφανίζεται κατάφωρα μεροληπτικός. οι άλλες πηγές, ο Πλούταρχος, ο Διόδωρος και ο Έφορος, είναι κατά πολύ μεταγενέστερες, έχουν εμφανή εξάρτηση από τον Ηρόδοτο και όταν μας δίνουν μια πληροφορία που φαίνεται ενδιαφέρουσα δεν είναι γνωστή η πηγή τους,

Οπότε αυτόματα γίνεται αμφίβολη και η αξιοπιστία της πληροφορίας αυτής. επομένως, μια κοινώς αποδεκτή αποκατάσταση των λεπτομερειών της μάχης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πιθανώς, λοιπόν, να ήταν η πρώτη αυτή επίθεση του ιππικού μια απόπειρα εξακρίβωσης των δυνατοτήτων του εναντίον της οπλιτικής φάλαγγας στο συγκεκριμένο έδαφος. Ίσως πάλι ο Μαρδόνιος σκόπευε να παρασύρει τους Έλληνες σε έδαφος πιο κατάλληλο για τον Περσικό στρατό. Στο Ελληνικό κέντρο οι Μεγαρείς ήταν τοποθετημένοι σε έδαφος ακατάλληλο για άμυνα. για το λόγο αυτό αναγκάστηκαν να ζητήσουν ενισχύσεις από τον Παυσανία. ο αρχιστράτηγος κάλεσε εθελοντές από τους άλλους Έλληνες,

Αλλά παρουσιάστηκαν μόνο τριακόσιοι επίλεκτοι Αθηναίοι, οπλίτες και τοξότες. Στη συμπλοκή που ακολούθησε, οι αθηναίοι πέτυχαν να φονεύσουν τον αρχηγό του Περσικού ιππικού Μασίστιο. Η συμπλοκή, πάντως γενικεύτηκε, και μόνο όταν ενεπλάκη το κύριο σώμα του Ελληνικού στρατεύματος αποσύρθηκαν οι πέρσες ιππείς. Η συμπλοκή θα πρέπει, λοιπόν, να θεωρηθεί Ελληνική νίκη. Σύμφωνα πάντα με τον Ηρόδοτο, μόνο οι Αθηναίοι τόλμησαν να βοηθήσουν τους Μεγαρείς εθελοντικά στη συμπλοκή, όταν οι υπόλοιποι Έλληνες αρνήθηκαν.

Όμως ήταν φυσικό να σπεύσουν οι Αθηναίοι, αφού ήταν πιο κοντά στους Μεγαρείς και διέθεταν τοξότες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η μάχη κρίθηκε από την υπεροχή των οπλιτών σε ορεινό έδαφος. Ο Μαρδόνιος αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να επιτεθεί με ιππικό στο σημείο αυτό, οπότε το απέσυρε βόρεια του Ασωπού και άφησε την πρωτοβουλία των κινήσεων στον Παυσανία, ευελπιστώντας ότι οι Έλληνες θα προήλαυναν στην πεδιάδα πέρα από τον Ασωπό.

 

Η Πρώτη Μετακίνηση της Ελληνικής Γραμμής και η Περσική Αντίδραση

Μετά την πρώτη αυτή επιτυχία, ο Παυσανίας αποφάσισε να προχωρήσει και να φέρει την παράταξη του στρατού του πιο κοντά στις Πλαταιές. Και πάλι υπάρχει μια σειρά πιθανών λόγων που τον οδήγησαν σε αυτή την ενέργεια. Ασφαλώς η πρώτη επιτυχία εναντίον του Περσικού ιππικού ήταν ενθαρρυντική και τον έκανε να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση το ενδεχόμενο μάχης σε πεδινό έδαφος. παράλληλα, αν μετακινείτο σε λιγότερο ορεινό έδαφος, θα παρέσυρε τους Πέρσες σε μάχη. τέλος, υπάρχει η πιθανότητα η έλλειψη νερού να τον ανάγκασε να μετακινηθεί σε άλλη θέση.

Ο Ελληνικός στρατός προχώρησε προς τα δυτικά κατά μήκος των υπωρειών του Κιθαιρώνα, μετά στις Υσιές, και τέλος στρατοπέδευσε κατά έθνη στην πηγή Γαργαφία και στο ιερό του ήρωα Ανδροκράτη που απείχαν έξι στάδια (περίπου ένα χιλιόμετρο) από τις Πλαταιές, σε έδαφος ανώμαλο με χαμηλούς λόφους.

Οι Σπαρτιάτες παρατάχθηκαν στο δεξιό μέρος, κοντά στη Γαργαφία, σε ένα λόφο απρόσβλητο από το ιππικό, οι Αθηναίοι στο αριστερό μέρος πάλι σε λόφο, τον Πύργο, ενώ το Ελληνικό κέντρο έμεινε τελείως απροφύλακτο στην πεδιάδα ανάμεσα στους δύο λόφους. Το Ελληνικό μέτωπο λοιπόν σχηματίστηκε ως εξής:

Από τα δεξιά προς τα αριστερά, Σπαρτιάτες, Τεγεάτες, Κορίνθιοι, Ποτειδεάτες, Ορχομένιοι από την Αρκαδία, Σικυώνιοι, Επιδαύριοι, Τροιζήνιοι, Λεπρεάτες, Μυκηναίοι και Τιρύνθιοι, Φλειάσιοι Ερμιονείς, Ερετριείς και Στυρείς, Χαλκιδείς, Αμπρακιώτες, Λευκάδιοι και Ανακτόριοι, Παλείς από την Κεφαλληνία, Αιγινήτες, Μεγαρείς, Πλαταιείς και Αθηναίοι, σύνολο 110.000 άντρες.

Η πλάγια κίνηση, που πιθανότατα πραγματοποιήθηκε τη νύχτα, για την κατάληψη των νέων θέσεων είναι σύμφωνα με τη σημερινή στρατηγική αντίληψη αρκετά ανορθόδοξη. επιπλέον, άφηνε ένα κενό μπροστά από την Περσική παράταξη, με αποτέλεσμα να μείνει εκτεθειμένη η διάβαση των Δρυός Κεφαλών, ο δρόμος δηλαδή απ΄ όπου περνούσε ο ανεφοδιασμός του Ελληνικού στρατού.

Η νέα θέση είχε, επίσης, το μειονέκτημα ότι το Ελληνικό κέντρο έμενε εκτεθειμένο. Ίσως με τον τρόπο αυτό ο Παυσανίας απέβλεπε στο να προκαλέσει Περσική επίθεση στο σημείο εκείνο ώστε τα δύο άκρα της Ελληνικής παράταξης, Λακεδαιμόνιοι δηλαδή και Αθηναίοι, να επιχειρήσουν κυκλωτική κίνηση, όπως στον Μαραθώνα. Το γεγονός, πάντως, ότι ο Παυσανίας αναγκάστηκε αργότερα να αλλάξει και πάλι θέση, όπως θα δούμε πιο κάτω, αποδεικνύει την αστοχία της μετακίνησης αυτής. Οι Πέρσες, όταν διαπίστωσαν την Ελληνική μετατόπιση, μετακινήθηκαν με τη σειρά τους προς τα δυτικά, στη βόρεια όχθη του Ασωπού, παράλληλα προς τους Έλληνες.

Ο Μαρδόνιος παρέταξε με τον εξής τρόπο το στρατό του: από τα αριστερά προς τα δεξιά, τους Πέρσες απέναντι από τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες• τους Μήδους απέναντι από τους Κορινθίους, τους Ποτειδεάτες, τους Ορχομένιους και τους Σικυώνιους• τους Βακτρίους απέναντι στους Επιδαυρίους, Τροιζηνίους, Λεπρεάτες, Τιρυνθίους, Μυκηναίους και Φλειασίους• τους ινδούς απέναντι στους ερμιονείς, ερετριείς, Στυρείς και Χαλκιδείς• τους Σάκες απέναντι στους Αμπρακιώτες, Ανακτορίους, Λευκαδίους, Παλείς και Αιγινήτες• τους Μηδίσαντες Έλληνες, Βοιωτούς, Λοκρούς, Μαλιείς, Θεσσαλούς και Μακεδόνες απέναντι στους μεγαρείς, στους πλαταιείς και τους Αθηναίους.

Επίσης, υπήρχαν στην Περσική παράταξη μαζί με τους παραπάνω και πολεμιστές και από άλλα έθνη, Φρύγες, Μυσοί, Θράκες, Παίονες, Αιθίοπες και Αιγύπτιοι Μαχαιροφόροι.

Οι δύο στρατοί έμειναν αδρανείς στις νέες θέσεις τους για οκτώ μέρες. Κι αυτό γιατί οι μάντεις, ο Τισαμενός από την πλευρά των Ελλήνων και ο Ηγησίστρατος ο Ηλείος, που βρισκόταν στο στρατόπεδο των Περσών, δήλωσαν στα δύο στρατεύματα ότι οι οιωνοί ήταν καλοί για την άμυνα, όχι όμως και για επίθεση μετά τη διάβαση του ποταμού. πίσω από την πρόφαση αυτή, γίνεται αντιληπτό ότι τόσο ο Παυσανίας όσο και ο Μαρδόνιος έκριναν ότι οι νέες θέσεις ήταν κατάλληλες για άμυνα και όχι για επίθεση.

Ο Ηρόδοτος, πάντως, παρουσιάζει την αναβολή αυτή αντίθετη με τις επιθυμίες του Μαρδόνιου. την όγδοη μέρα ο Θηβαίος Τιμηγενίδης συμβούλευσε τον Μαρδόνιο να αποκλείσει τη διάβαση του Κιθαιρώνα, από την οποία οι Έλληνες έπαιρναν ενισχύσεις και τρόφιμα. πράγματι, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, το Περσικό ιππικό κατέλαβε τη διάβαση, πιθανότατα αυτή των Δρυός Κεφαλών.

Στην επιτυχημένη αυτή επιχείρηση οι πέρσες ιππείς κύκλωσαν και εξόντωσαν μια Ελληνική εφοδιοπομπή αποτελούμενη από 500 ζώα. Τις επόμενες δύο μέρες το ιππικό του Μαρδόνιου διενεργούσε συνεχείς επιθέσεις εναντίον των Ελληνικών θέσεων. εμπόδιζε με τον τρόπο αυτόν τους Έλληνες να προμηθεύονται νερό από τον Ασωπό.

Την ενδέκατη μέρα συγκλήθηκε στο στρατόπεδο των Περσών πολεμικό συμβούλιο. Σε αυτό αντέταξαν τα επιχειρήματά τους ο Μαρδόνιος και ο Αρτάβαζος, παρουσιάζοντας δύο διαφορετικές στρατηγικές αντιλήψεις, όπως πάντοτε συμβαίνει στα συμβούλια αυτού του είδους, τα οποία μας περιγράφει ο Ηρόδοτος. Ο Αρτάβαζος πρότεινε την υποχώρηση του Περσικού στρατού στη Θήβα, όπου υπήρχαν συγκεντρωμένα εφόδια και όπου θα μπορούσαν οι Πέρσες να αμυνθούν πιο εύκολα.

Η παράταση της εμπόλεμης κατάστασης θα έδινε χρόνο για να μπορέσουν με επιτυχία να εξαγοράσουν τους ιθύνοντες σε κάποιες Ελληνικές πόλεις. αντίθετα, ο Μαρδόνιος υποστήριξε την άμεση επίθεση, πιστεύοντας στην υπεροχή του στρατού του. οπωσδήποτε, ο Μαρδόνιος ανυπομονούσε περισσότερο από τους Έλληνες να δοθεί η μάχη, γιατί πιεζόταν από την έλλειψη τροφίμων και εφοδίων.

Άλλος λόγος που τον ωθούσε πιθανώς στο να πολεμήσει ήταν ότι, αν και δεν εξαρτούσε άμεσα τον ανεφοδιασμό του από τον περσικό στόλο, αντιλαμβανόταν τις επιπτώσεις που θα είχε για το περσικό εκστρατευτικό σώμα μια ενδεχόμενη Ελληνική ναυτική νίκη στην Ιωνία και ακολούθως μια επανάσταση των εκεί Ελληνικών πόλεων. Ο κίνδυνος αποκοπής των Περσών από τις βάσεις τους ήταν ένα ορατό ενδεχόμενο, το οποίο θα έπρεπε να αποκλειστεί με μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη.

Ασφαλώς ο Μαρδόνιος περίμενε για ένα διάστημα δώδεκα ημερών (ίσως και περισσότερο σύμφωνα με την ιστορική έρευνα) με την ελπίδα ότι ο Παυσανίας θα έκανε το λάθος να επιτεθεί στην πεδιάδα βόρεια του Ασωπού, όπου το ιππικό των Περσών θα εξασφάλιζε την υπεροχή. Ένα ακόμα ενδεχόμενο είναι η αναβολή της επίθεσης, επειδή ο Μαρδόνιος περίμενε να εκδηλωθεί φιλοπερσική συνωμοσία στις τάξεις του Αθηναϊκού στρατού.

 

Η Δεύτερη Μετακίνηση της Ελληνικής Γραμμής

Τη δωδέκατη μέρα το Περσικό ιππικό επιχείρησε γενική έφοδο στις Ελληνικές γραμμές. Ήδη από την ένατη μέρα σφυροκοπούσε τους Έλληνες σε διάφορα σημεία, αλλά αυτή τη φορά η επίθεση ήταν γενική και κατέληξε σε επιτυχία των Περσών. Οι Πέρσες ιππείς έφτασαν μέχρι την Κρήνη Γαργαφία, η οποία βρισκόταν στη δεξιά πτέρυγα των Ελλήνων, κοντά στις θέσεις των Σπαρτιατών.

Από αυτή έπαιρνε νερό το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων, καθώς το Περσικό ιππικό τούς εμπόδιζε να παίρνουν νερό από τον Ασωπό. Με το διαδοχικό αποκλεισμό τους από τον Ασωπό και τη Γαργαφία και την καταστροφή της εφοδιοπομπής στις Δρυός Κεφαλές, οι Έλληνες κινδύνευαν να μείνουν χωρίς νερό και τρόφιμα. Είχαν,λοιπόν, δύο επιλογές: να επιτεθούν άμεσα, κάτι που θα σήμαινε την επιτυχία των σχεδίων του Μαρδόνιου, καθώς η πεδιάδα προσφερόταν για την αποτελεσματική δράση του Περσικού ιππικού, ή να υποχωρήσουν σε νέες θέσεις πιο προφυλαγμένες και κοντά σε πηγές νερού.

Παράλληλα, θα έπρεπε να επιχειρήσουν την ανάκτηση των διαβάσεων του Κιθαιρώνα προκειμένου να διασφαλίσουν εκ νέου τον ανεφοδιασμό τους. Σε ένα πολεμικό συμβούλιο που έγινε στο Ελληνικό στρατόπεδο αμέσως μετά την απώλεια της Γαργαφίας, αποφασίστηκε η υποχώρηση προς την κατεύθυνση των Πλαταιών μέσα στην επόμενη νύχτα, με την προϋπόθεση ότι οι Πέρσες δεν συνέχιζαν τη γενική επίθεση του ιππικού τους και δεν προχωρούσαν έως το βράδυ σε επίθεση με πεζικό.

Η θέση στην οποία οι Έλληνες επέλεξαν να υποχωρήσουν ονομαζόταν Ωρερόη ή νήσος, γιατί βρισκόταν ανάμεσα σε δύο διακλαδώσεις του Ασωπού. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, απείχε 10 στάδια (περίπου 2 χιλιόμετρα) από τον Ασωπό και τη Γαργαφία. Η τοποθεσία έχει σήμερα ταυτιστεί με πολύ μεγάλη πιθανότητα. Η ταύτισή της όμως έχει το μειονέκτημα ότι δύσκολα θα μπορούσε να στρατοπεδεύσει ολόκληρος ο Ελληνικός στρατός. Δεν αποκλείεται όμως να βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε μια ασάφεια του Ηρόδοτου.

Το σχέδιο προέβλεπε πιθανόν μια επέκταση του μετώπου έξω από τη νήσο, η οποία, όπως ο ίδιος Ηρόδοτος μας πληροφορεί, θα χρησίμευε ως αφετηρία για την επιχείρηση ανάκτησης του ελέγχου των διαβάσεων του Κιθαιρώνα. Πάντως, δεν έχει κάποια πρακτική σημασία το ποιο ήταν το αρχικό σχέδιο, καθώς αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Ο στρατιωτικός ελιγμός που είχε συλλάβει ο Παυσανίας ήταν περίπλοκος και το σκοτάδι δεν βοηθούσε την κατάσταση.

Παρά τις ασάφειες του Ηροδότου, η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι η αναδίπλωση εκτελέστηκε με έλλειψη συνοχής και συγχρονισμού από τα Ελληνικά στρατιωτικά τμήματα. Λόγω παρεξηγήσεων, κακής συνεννόησης και ίσως αμοιβαίας καχυποψίας, τα τμήματα του στρατού κινήθηκαν τελείως αυτόνομα, χωρίς να εκτελέσουν πιστά τις οδηγίες του αρχιστράτηγου.

Αποτέλεσμα της σύγχυσης ήταν το κάθε τμήμα να καταλάβει μια νέα θέση που δεν ήταν εκείνη που είχε ορίσει ο Παυσανίας, λόγω έλλειψης συντονισμού. Έτσι το Ελληνικό μέτωπο έχασε τη συνοχή του. τα στρατεύματα του κέντρου της παράταξης, τα οποία ήταν και τα περισσότερο καταπονημένα από τις επιθέσεις του Περσικού ιππικού κατά τις προηγούμενες μέρες, αντί να καταλάβουν τις προκαθορισμένες θέσεις στη νήσο, βρέθηκαν κινούμενα στο σκοτάδι στα τείχη της πόλης των Πλαταιών, κοντά στο ναό της Ήρας, όπου και εγκαταστάθηκαν. προβληματική, όπως μας την παρουσιάζει ο Ηρόδοτος, φαίνεται η υποχώρηση των Αθηναίων.

Αυτοί άρχισαν να υποχωρούν μόνο όταν βεβαιώθηκαν ότι και οι Σπαρτιάτες είχαν αφήσει τις θέσεις τους, Καθώς δυσπιστούσαν απέναντί τους. οι Σπαρτιάτες, όμως, κινήθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση, για λόγους που θα εξετάσουμε παρακάτω, με αποτέλεσμα να κινηθούν οι Αθηναίοι με ακόμη μεγαλύτερη καθυστέρηση, μην προλαβαίνοντας να καταλάβουν την προκαθορισμένη θέση τους στη νήσο.

Ο Ηρόδοτος μας παραθέτει την εξής ιστορία για να δικαιολογήσει την καθυστέρηση των Σπαρτιατών: Ένας ανώτερος Σπαρτιάτης αξιωματικός, διοικητής του Πιτανάτη λόχου, ο Αμομφάρετος, αρνήθηκε να υποχωρήσει με το τμήμα του, γιατί θεώρησε μια τέτοια υποχώρηση αντίθετη με τη Σπαρτιατική τιμή. Ο Παυσανίας και ο υπαρχηγός του Ευρυάναξ δεν κατόρθωσαν να τον πείσουν να ξεκινήσει. τελικά, αποφάσισαν να τον αφήσουν πίσω, με την ελπίδα ότι μένοντας μόνος του θα ακολουθούσε, κάτι που πράγματι έγινε.

Αλλά καθυστέρησαν πολλές ώρες. μια τέτοια ανυπακοή, όμως, είναι αδιανόητη για ένα Σπαρτιάτη βαθμοφόρο, ειδικά έπειτα από ευθεία εντολή του αρμόδιου αρχιστράτηγου και μάλιστα σε τόσο κρίσιμες για τη Σπάρτη ώρες. Εκτός αυτού, αν όντως πίστευε ο Αμομφάρετος ότι η υποχώρηση ήταν αδιανόητη, δεν θα υποχωρούσε, αλλά, όπως ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες, θα παρέμενε στη θέση του για να πεθάνει πολεμώντας. Επομένως, θα πρέπει να υπάρχει μια εναλλακτική (οπωσδήποτε πιθανή, αλλά όχι σίγουρη) εξήγηση αυτού του περιστατικού.

Δεν αποκλείεται η καθυστέρηση των Σπαρτιατών και των Αθηναίων να οφείλεται σε άλλη αιτία. Πιθανώς λόγω της μη συντονισμένης υποχώρησης των Ελληνικών τμημάτων, το Ελληνικό κέντρο δεν κατέλαβε τις προβλεπόμενες θέσεις. Όταν διαπιστώθηκε αυτό, έγινε διαβούλευση ανάμεσα σε Σπαρτιάτες και Αθηναίους για νέες αποφάσεις.

Αποφασίστηκε τότε να παραταχθούν οι Αθηναίοι στα αριστερά των Σπαρτιατών, μη λαμβάνοντας υπόψη τα στρατεύματα που προηγουμένως αποτελούσαν το κέντρο της παράταξης, ώστε να υπάρξει μια παράταξη με καλύτερη συνοχή. Αν ισχύει η πιθανότητα αυτή, η κατοπινή Περσική επίθεση εκδηλώθηκε πριν από τη συνένωση Σπαρτιατών και Αθηναίων. υπάρχει πάντως μια εξήγηση που φαίνεται πολύ περισσότερο πιθανή.

Η υποχώρηση των Σπαρτιατών δεν καθυστέρησε, αλλά η βραδύτητά της ήταν προσχεδιασμένη. Γι’ αυτό και ο λόχος του Αμομφάρετου δεν είχε συμπληρώσει τη σύμπτυξή του τις πρώτες πρωινές ώρες. Σκοπός του σχεδίου ήταν να επανέλθουν σε ορεινές θέσεις οι Σπαρτιάτες για να εξουδετερώσουν το επικίνδυνο Περσικό ιππικό, παρασύροντάς το ταυτόχρονα σε επίθεση με δέλεαρ το σώμα του Αμομφάρετου που λειτουργούσε ως προκάλυψη του υποχωρούντος στρατεύματος.

Αν αυτός ήταν ο σκοπός του Παυσανία, η επιτυχία του σχεδίου ήταν μεγάλη, γιατί οι Πέρσες έπεσαν στην παγίδα και άρχισαν την επίθεση. Σε κάθε περίπτωση, το Σπαρτιατικό σώμα κατέλαβε και πάλι τις υπώρειες του Κιθαιρώνος κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ελαφρά τμήματα ανέκτησαν τον έλεγχο των δρόμων ανεφοδιασμού, πετυχαίνοντας έναν από τους αντικειμενικούς σκοπούς του Ελληνικού σχεδίου. Αλλά το Ελληνικό μέτωπο δεν φαίνεται να παρουσίαζε συνοχή. Όπως και να έχουν τα πράγματα, είχε φτάσει η ώρα που θα κρινόταν η τύχη της Ελλάδας. Η μάχη των Πλαταιών επρόκειτο να ξεκινήσει.

 

Η Μάχη των Πλαταιών και η Τελική Συντριβή των Περσών (479 π.X.)

Η μάχη των Πλαταιών έλαβε χώρα στις 4 Βοηδρομιώνος (27 Αυγούστου) του 479 π.Χ. δεκατρείς μέρες μετά την πρώτη μετακίνηση του Ελληνικού μετώπου. Με την ανατολή του ηλίου οι Πέρσες ιππείς διέσχισαν τον Ασωπό για επαναλάβουν τις επιθέσεις εναντίον της Ελληνικής γραμμής. Διαπίστωσαν όμως ότι οι Έλληνες είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους. μόνο ο λόχος του Αμομφάρετου διακρινόταν να υποχωρεί αργά προς τις πλαγιές του Κιθαιρώνος. μαθαίνοντας ο Μαρδόνιος την υποχώρηση, έσπευσε να δώσει το σήμα της γενικής επίθεσης.

Εκ πρώτης όψεως, η απόφασή του φαίνεται σωστή. Η Ελληνική παράταξη είχε διαιρεθεί σε τρία τμήματα. Οι Σπαρτιάτες υποχωρούσαν ακόμα, οπότε θα ήταν δύσκολο γι’ αυτούς να σχηματίσουν είτε αμυντικές είτε επιθετικές γραμμές. Οι Αθηναίοι καλυμμένοι από τα υψώματα της ράχης του Ασωπού υποχωρούσαν προς την πεδιάδα ανάμεσα στο λόφο του πύργου και στη νήσο, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες είχαν στρατοπεδεύσει μπροστά στις Πλαταιές.

Το ενδεχόμενο παγίδας με σκοπό την εξουδετέρωση του ιππικού δεν φαίνεται να πέρασε από το μυαλό του Πέρση αρχιστράτηγου. Παρασύρθηκε λοιπόν σε έδαφος μη κατάλληλο για τη δράση του όπλου, στο οποίο σαφώς πλεονεκτούσε. οι πέρσες και οι Μηδίζοντες Έλληνες επιτέθηκαν στα τρία τμήματα χωριστά.

Οι τρεις αυτές συμπλοκές, η μία αρκετά μακριά από την άλλη, αλλά με ένα βαθμό αλληλεξάρτησης, συνιστούν τη μάχη των Πλαταιών. Στην κύρια συμπλοκή, ανάμεσα στους Πέρσες και στους Σπαρτιάτες, κρίθηκε οριστικά η τύχη όχι μόνο της μάχης, αλλά και ολόκληρου του πολέμου. Ο λόχος του Αμομφάρετου δέχτηκε την επίθεση του Περσικού ιππικού, πιθανώς λειτουργώντας ως τμήμα προκάλυψης του κυρίως Σπαρτιατικού σώματος. Η γενική επίθεση πάντως του ιππικού κορυφώθηκε όταν ο Αμομφάρετος ενώθηκε με το κύριο σώμα.

Το τελευταίο βρισκόταν τώρα δέκα στάδια (περίπου 2 χιλιόμετρα) μακρύτερα από την αφετηρία του, στον παραπόταμο του Ασωπού Μαλόεντα, στην τοποθεσία Αγριόπιο, όπου υπήρχε ιερό της ελευσίνιας Δήμητρας. Ο Παυσανίας βρέθηκε σε δύσκολη θέση, πιθανώς μην έχοντας προλάβει να καταλάβει τις ορεινές θέσεις που προέβλεπε το σχέδιό του. Ζήτησε τότε βοήθεια από τους Αθηναίους, οι οποίοι όμως, ενώ κατευθύνονταν προς εκείνον, δέχτηκαν την επίθεση των Θηβαίων.

Στο σημείο αυτό ίσως βρίσκεται ένα μικρό αλλά κρίσιμο κενό στη διήγηση του Ηροδότου. Παρά την πίεση, οι Σπαρτιάτες πέτυχαν να υποχωρήσουν σε έδαφος προφυλαγμένο από τις επιθέσεις του ιππικού. Ο Μαρδόνιος τώρα δεν είχε άλλη επιλογή. Η κρισιμότητα της μάχης δεν του επέτρεπε να υποχωρήσει, οπότε αποφάσισε να εμπλέξει το πεζικό του. Όφειλε να εξαναγκάσει τους Σπαρτιάτες να δώσουν μάχη πριν παγιώσουν την οχύρωσή τους στις υπώρειες του Κιθαιρώνος και γίνουν απρόσβλητοι ακόμα και στις επιθέσεις του πεζικού. Το ιππικό του προφανώς δεν είχε αντιληφθεί τους Αθηναίους πίσω από τα υψώματα της ράχης του Ασωπού, γι’ αυτό και δεν τους επιτέθηκε.

Αφού ο Μαρδόνιος μπήκε επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας του πεζικού, αυτής που ήταν απέναντι από τους Σπαρτιάτες, έδωσε το σήμα της γενικής επίθεσης. Όλη η υπόλοιπη παράταξη, βλέποντας την αριστερή πτέρυγα, την οποία αποτελούσαν Πέρσες, να εφορμά εναντίον των ακόμα εν κινήσει Σπαρτιατών, θεώρησε ότι την καταδίωκαν και μέσα σε απερίγραπτη αταξία όρμησε φωνάζοντας, νομίζοντας ότι θα καταβάλει οριστικά τους Έλληνες.

Οι Πέρσες τοξότες πλησίασαν τους Σπαρτιάτες στην κοιλάδα του Μαλόεντα, κοντά στο ναό της Δήμητρας, σταμάτησαν, στερέωσαν στο έδαφος τις μεγάλες από ξύλο λυγαριάς ασπίδες τους, το μόνο αμυντικό τους όπλο, και κάλυψαν τους οπλίτες με ένα σύννεφο από βέλη. Οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες που είχαν παραταχθεί μαζί τους υπέμειναν με καρτερία τον καταιγισμό καλυμμένοι πίσω από τις ασπίδες τους.

Ο Ηρόδοτος αποδίδει την αδράνεια της Ελληνικής παράταξης στους κακούς οιωνούς των θυσιών πριν από τη μάχη. Είναι όμως πιθανό ο Παυσανίας να προφασίστηκε τους κακούς οιωνούς προκειμένου να καθυστερήσει την επίθεση με σκοπό να αφήσει χρόνο στους Πέρσες να ρίξουν στη μάχη όλο το πεζικό τους ώστε να δυσκολευτούν στην υποχώρηση και η Σπαρτιατική νίκη να είναι ολοκληρωτική. Όταν οι οιωνοί έγιναν ευνοϊκοί, δόθηκε το σήμα της εφόδου. πρώτοι οι Τεγεάτες από τα αριστερά των Σπαρτιατών όρμησαν στον εχθρό παρασύροντας και την υπόλοιπη φάλαγγα.

Τα δόρατα και οι ασπίδες των Ελλήνων γρήγορα διέσπασαν τις γραμμές των Περσών παρά τη γενναιότητα που έδειξαν οι τελευταίοι. Η σύγκρουση μεταβλήθηκε γρήγορα σε σφαγή. Ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος κατάφερε να σκοτώσει τον ίδιο τον Μαρδόνιο, ο οποίος μαχόταν εν μέσω χιλίων επίλεκτων πολεμιστών του. Αυτή ήταν και η αρχή της κατάρρευσης της Περσικής γραμμής. οι Πέρσες και οι Μήδοι άρχισαν να υποχωρούν άτακτα και το μεγαλύτερο μέρος τους, υπό την καταδίωξη των Ελλήνων, κατέφυγε στο στρατόπεδο του Σκώλου.

Ο Μαρδόνιος θεώρησε ότι θα κέρδιζε τη μάχη αν τα καλύτερα στρατεύματά του νικούσαν τα καλύτερα στρατεύματα των Ελλήνων. Αν, δηλαδή, οι Πέρσες νικούσαν τους Σπαρτιάτες. Συνέβη όμως το ακριβώς αντίθετο. Η μάχη χάθηκε γιατί οι Πέρσες ηττήθηκαν κατά κράτος από τους Σπαρτιάτες οπλίτες. Ήταν ακριβώς η υπεροχή του οπλίτη που έκρινε τη μάχη. Δεν έλειπε το θάρρος από τους Πέρσες. Στη λυσσώδη μάχη σώμα με σώμα που ξέσπασε, έπιαναν τα δόρατα των ελλήνων και τα έσπαγαν. Μερικές φορές ανά ένας, μερικές φορές ανά δέκα ή συμπυκνωμένοι σε ομάδες περισσότερο ή λιγότερο πολυάριθμες, ορμούσαν άτακτα στις γραμμές των Σπαρτιατών και έβρισκαν το θάνατο.

Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ηρόδοτος όμως, απέναντι στους Έλληνες οπλίτες οι Πέρσες στρατιώτες ήταν γυμνήτες. Μην έχοντας προστασία και μη εξοικειωμένοι με τη μάχη σώμα με σώμα, η μοίρα τους ήταν λίγο πολύ προδιαγεγραμμένη. Η οπλιτική υπεροχή και ο επιτυχημένος, όπως φαίνεται, ελιγμός του Παυσανία να αγκιστρωθεί σε ορεινό έδαφος για να εξουδετερώσει το Περσικό ιππικό έκριναν την τύχη της Ελλάδας στη μεγάλη μάχη των Πλαταιών.

Στο μεταξύ, όπως είδαμε, οι Αθηναίοι έπειτα από αίτημα του Παυσανία έσπευσαν να υποστηρίξουν τη Σπαρτιατική παράταξη. Με τον τρόπο αυτό, όμως, άλλαξαν πορεία και έχασαν την κάλυψη που τους προσέφεραν τα υψώματα της ράχης του Ασωπού. Τους επιτέθηκαν οι Μηδίσαντες Έλληνες. ενώ όμως οι άλλοι Μηδίσαντες έδειξαν θεληματικά δειλία, οι Θηβαίοι επιτέθηκαν εναντίον των Αθηναίων και πολέμησαν γενναία.

Στη συμπλοκή που ακολούθησε οι Αθηναίοι έτρεψαν τους Θηβαίους σε φυγή. Έχοντας 300 νεκρούς, οι Θηβαίοι άρχισαν να αποσύρονται προς την πόλη τους, όπου οι Αθηναίοι μαζί με τους Πλαταιείς τούς καταδίωξαν και νικώντας τους για δεύτερη φορά τούς έκλεισαν στα τείχη τους. το κέντρο της Ελληνικής παράταξης δεν ενεπλάκη αμέσως στη μάχη. Όταν κατάλαβε τη νίκη των Σπαρτιατών, αποπειράθηκε να εμπλακεί στην καταδίωξη των υποχωρούντων εχθρικών τμημάτων.

Οι Περσικές δυνάμεις που είχε απέναντί του με επικεφαλής τον Αρτάβαζο δεν τόλμησαν να τους επιτεθούν, καθώς οι θέσεις τους ήταν ιδιαίτερα οχυρές, αλλά μετά το θάνατο του Μαρδόνιου άρχισαν να υποχωρούν γρήγορα προς τη Φωκίδα. Αφήνοντάς τους να υποχωρήσουν, το Ελληνικό κέντρο, τότε χωρισμένο σε δύο τμήματα, θέλησε να συνδράμει τους Σπαρτιάτες στην καταδίωξη των εχθρικών τμημάτων που είχαν απέναντί τους.

Ένα τμήμα τους, όμως, αποκόπηκε και δέχτηκε επίθεση από φιλοπερσικό Βοιωτικό ιππικό, το οποίο δεν είχε μέχρι τότε εμπλακεί στη σύγκρουση. με απώλειες 600 νεκρούς, το τμήμα αυτό απωθήθηκε προς τις πλαγιές του Κιθαιρώνα. Η ενέργεια αυτή του Βοιωτικού ιππικού ήταν και η μόνη αντίδραση στη γενικότερη υποχώρηση της Περσικής γραμμής. το μεγαλύτερο τμήμα των Περσών κατέφυγε στη Φωκίδα με επικεφαλής τον Αρτάβαζο.

Από εκεί, λίγο αργότερα, κατόρθωσε να επιστρέψει στην Ασία μετά από πολλές κακουχίες και απώλειες. Ένα άλλο μεγάλο τμήμα του Περσικού στρατού κατέφυγε στο στρατόπεδο του Σκώλου καταδιωκόμενο από τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες. Στη σύντομη πολιορκία που ακολούθησε, οι Πέρσες αντέταξαν αρχικά επιτυχημένη αντίσταση από τα τείχη και τους πύργους. Όμως κλήθηκαν οι Αθηναίοι, που είχαν τη φήμη ειδικών στις τειχομαχίες, οι οποίοι κατάφεραν να ανέβουν στο τείχος και να γκρεμίσουν ένα τμήμα του. Ακολούθησε γενική σφαγή των Περσών, που δεν προέβαλαν πλέον αντίσταση.

Μετά τη μεγάλη μάχη, η οριστική σωτηρία της Ελλάδας από την Περσική απειλή ήταν πλέον γεγονός. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες είχαν 91 νεκρούς, οι Αθηναίοι 52 και οι Τεγεάτες 16, ενώ ο Πλούταρχος ανεβάζει τον αριθμό των Ελληνικών απωλειών σε 1.360 άνδρες. για τις απώλειες των Περσών, ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι μόνο 43.000 άνδρες σώθηκαν από το στρατό των 300.000 ανδρών του Μαρδόνιου.

Οι Σπαρτιάτες, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, έθαψαν τους νεκρούς τους σε τρεις τάφους, σε έναν τους Σπαρτιάτες, σε άλλον τους Περιοίκους και σε έναν τρίτο τους Είλωτες· οι άλλες πόλεις έθαψαν σε έναν τάφο η καθεμία τους νεκρούς της. Δέκα ημέρες μετά τη μάχη οι Έλληνες προχώρησαν κατά της Θήβας και απαίτησαν τους αρχηγούς της μερίδας που είχε Μηδίσει, εκτελώντας έτσι τον όρκο που είχαν δώσει στον Ισθμό.

Όταν αρνήθηκαν, ο Παυσανίας πολιόρκησε την πόλη και έπειτα από είκοσι μέρες οι αρχηγοί παραδόθηκαν και θανατώθηκαν στον Ισθμό. ταυτόχρονα διέλυσαν τη Βοιωτική Συμπολιτεία, στην ηγεσία της οποίας βρισκόταν η Θήβα. Από τα λάφυρα της μάχης των Πλαταιών οι Έλληνες αφιέρωσαν στον Απόλλωνα στους Δελφούς ένα χρυσό τρίποδα τοποθετημένο πάνω σε ένα χάλκινο κίονα που παρίστανε τρία φίδια που αλληλοσυμπλέκονται.

Στη βάση του κίονα λέγεται ότι ο Παυσανίας χάραξε το ακόλουθο δίστιχο: «Ο αρχηγός των Ελλήνων, όταν κατέστρεψε τον στρατό των Μήδων, ο Παυσανίας, ανέθεσε αυτό το μνημείο στον Απόλλωνα». Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι Έλληνες δεν συγχώρησαν ποτέ την αλαζονεία του Παυσανία και έσβησαν το επίγραμμα και το αντικατέστησαν με τα ονόματα λαών. Στον Δία της Ολυμπίας και τον Ποσειδώνα του Ισθμού αφιέρωσαν κολοσσιαία ορειχάλκινα αγάλματα. Η Σπάρτη και ο Παυσανίας πήραν τα βραβεία της ανδρείας.

Οι Πλαταιείς επιφορτίστηκαν με τον εορτασμό των ελευθερίων κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν των νεκρών της μάχης, ενώ η πόλη τους ανακηρύχθηκε ιερή, απαραβίαστη και ουδέτερη.

 

Συμπεράσματα από την Μάχη

Συμπερασματικά, φαίνεται πως ο Μαρδόνιος προσπάθησε να κερδίσει τη νίκη με τη συντριβή του εκλεκτότερου σώματος του Ελληνικού στρατού των Σπαρτιατών. Αλλά έχασε τη μάχη επειδή συνέβη το αντίθετο: το επίλεκτο σώμα του στρατού του, οι Πέρσες και οι Μήδοι, συνετρίβη από το επίλεκτο τμήμα των Ελλήνων. Η ολοκληρωτική νίκη των Λακεδαιμονίων και των Τεγεατών οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην μεγάλη στρατηγική ικανότητα του Παυσανία.

Ο Σπαρτιάτης στρατηγός έχει κατακριθεί από νεότερους ιστορικούς ότι διέπραξε σφάλματα πριν από την τελική σύρραξη, κυρίως για την επιλογή της δεύτερης θέσης των Ελληνικών μονάδων. Όμως, δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο Παυσανίας δεν διέθετε ιππικό που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Ασιάτες ιππείς και ήταν φυσικό αυτό το δισεπίλυτο πρόβλημα να τον ωθήσει σε κάποιες όχι ιδιαίτερα επιτυχημένες επιλογές.

Το σημαντικό είναι ότι στην φάση της κρίσιμης σύγκρουσης, κατάφερε να παγιδεύσει τον Μαρδόνιο με τους ελιγμούς του και να παρασύρει τον Περσικό στρατό σε έδαφος ευνοϊκό για το δικό του στράτευμα. Η εξουδετέρωση του εχθρικού ιππικού από τις τακτικές κινήσεις του Παυσανία, αρκούν για να αποδείξουν τη στρατηγική ευφυΐα του.

Η μεγάλη Ελληνική νίκη στις Πλαταιές ανήκε κυρίως στον Σπαρτιατικό στρατό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αθηναίος Αισχύλος, στην σχετική τραγωδία του, βάζει το φάντασμα του Δαρείου να μιλάει για την «αιματηρή σπονδή στην χώρα των Πλαταιών από την Δωρική λόγχη». Η τραγωδία του «διδάχθηκε» επανειλημμένα μπροστά στο Αθηναϊκό κοινό, στοιχείο που δείχνει την αναγνώριση από τους Αθηναίους ότι η νίκη στις Πλαταιές οφειλόταν κατά κύριο λόγο στους Σπαρτιάτες. Εξάλλου η Αθήνα είχε ήδη «απολαύσει» τη δική της «μερίδα του λέοντος» σε βάρος των Περσών εισβολέων, στις μεγάλες νίκες του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας.

 

Η Ναυμαχία – Μάχη της Μυκάλης (479 π.Χ) και η Άλωση της Σηστού

Ταυτόχρονα (27 Αυγούστου 479 π.Χ) με την ήττα στις Πλαταιές οι Πέρσες υπέστησαν άλλη μια ήττα στη Μυκάλη της Ιωνίας. Ενώ ο ελληνικός στόλος υπό τις διαταγές του Σπαρτιάτη Λεωτυχίδη, βρισκόταν στη Δήλο, έφτασαν από τη Σάμο τρεις άνδρες με ένα μήνυμα• οι άνδρες αυτοί ήταν ο Λάμπωνας, υιός του Θρασυκλή, ο Αθηναγόρας, υιός του Αρχεστρατίδη, και ο Ηγησίστρατος, υιός του Αρισταγόρα, οι οποίοι είχαν σταλεί από τους Σαμίους κρυφά από τους Πέρσες και το Θεομήστορα υιό του Ανδροδάμαντα, τον οποίο είχαν ορίσει οι Πέρσες ως τύραννο.

Αυτοί λοιπόν παρουσιάστηκαν στους διοικητές του στόλου κι ο Ηγησίστρατος έκανε έκκληση με κάθε είδους επιχειρήματα, δηλώνοντας ότι η θέα και μόνο του ελληνικού ναυτικού θα ήταν αρκετή ενθάρρυνση, για να εξεγερθούν οι Ίωνες και οι Πέρσες δε θα τολμούσαν να αντισταθούν, ή αν το έκαναν, θα έδιναν στους Έλληνες ένα έπαθλο πιο πολύτιμο απ’ οποιοδήποτε είχαν ελπίδα να κερδίσουν ποτέ.

Κατόπιν στο όνομα όλων των κοινών θεών, τους παρότρυνε να σώσουν τους Ίωνες, που είχαν ίδιο αίμα μ’ αυτούς, από τη σκλαβιά και να διώξουν τον ξένο. Και πρόσθεσε: «Θα είναι αρκετά εύκολο, διότι τα περσικά πλοία είναι αδέξια και πολύ κατώτερα από τα δικά σας. Επιπλέον, αν μας υποψιάζεστε για προδότες, είμαστε πρόθυμοι να σας παραδοθούμε ως όμηροι και να πλεύσουμε μαζί σας».

Καθώς ο ξένος από τη Σάμο εξακολουθούσε να τους πιέζει με την έκκλησή του, ο Λεωτυχίδης, είτε από θεϊκή συντυχία, είτε επειδή πραγματικά περίμενε ότι η απάντηση μπορεί να ήταν κάποιος οιωνός, τον ρώτησε το όνομά του. Κι εκείνος απάντησε «Ηγησίστρατος». Οπότε ο ναύαρχος δεν τον άφησε να συνεχίσει και φώναξε: «Σάμιε φίλε μου, δέχομαι τον οιωνό. Και τώρα, πριν φύγεις εσύ και οι δύο σύντροφοί σου, δώστε μας μια εγγύηση ότι θα έχουμε την αμέριστη υποστήριξη του λαού της Σάμου».

Αμέσως με τα λόγια προχώρησε στις πράξεις. Έτσι υπαγορεύτηκε ο όρκος. Οι Σάμιοι τον έδωσαν αμέσως κι έγινε μια προφορική συμφωνία αμοιβαίας υποστήριξης. Οι δύο ξένοι έφυγαν και μετά ο Ηγησίστρατος, διατάχθηκε να πλεύσει με τον Ελληνικό στόλο, αφού ο Λεωτυχίδης πίστευε ότι το όνομά του ήταν καλός οιωνός.

Μόλις οι οιωνοί από τις θυσίες φάνηκαν ευνοϊκοί, ο Ελληνικός στόλος ξεκίνησε από τη Δήλο κι έπλευσε για τη Σάμο. Εδώ τα πλοία άραξαν κοντά στους Καλάμους— όπου υπάρχει το Ηραίο— κι άρχισαν να προετοιμάζονται για τη ναυμαχία. Οι Πέρσες, μόλις πληροφορήθηκαν την προσέγγισή τους, έδιωξαν τους Φοίνικες κι οι ίδιοι τράπηκαν με τα πλοία σε φυγή προς την ασιατική ακτή, διότι είχαν αποφασίσει μετά από συζήτηση, ότι αφού δεν ήταν αντάξιος αντίπαλος του ελληνικού στόλου, το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν ν’ αποφύγουν την αναμέτρηση.

Έτσι έπλευσαν στη Μυκάλη, όπου θα είχαν την υποστήριξη των στρατευμάτων που σύμφωνα με διαταγές του Ξέρξη, είχαν αποσπαστεί από το κύριο σώμα του στρατού για να φρουρούν την Ιωνία. Αυτή η δύναμη είχε εξήντα χιλιάδες άνδρες και είχε στρατηγό τον Τιγράνη, τον πιο ευπαρουσίαστο άνδρα στον περσικό στρατό. Το σχέδιό τους ήταν να σύρουν τα πλοία στην ακτή, υπό την προστασία αυτού του στρατεύματος, και να χτίσουν ένα αμυντικό οχυρό γύρω τους, μέσα στο οποίο θα κατέφευγαν κι οι ίδιοι εφόσον υποχρεώνονταν από τον εχθρό. Έχοντας υπ’ όψιν αυτό το σχέδιο απέπλευσαν.

Αφού πέρασαν τον ναό των Ποτνίων, έφτασαν στη Γαίσωνα και στον Σκολοπόεντα της Μυκάλης όπου υπάρχει ναός αφιερωμένος στην Ελευσίνια Δήμητρα. Ο ναός είχε χτισθεί από τον Φίλιστο, υιό του Πασικλή, όταν συνόδευσε τον Νειλέα, υιό του Κόδρου, στην επιχείρηση για την ίδρυση της Μιλήτου. Εκεί έσυραν τα πλοία τους στην ξηρά κι ύψωσαν τείχος από πέτρες και ξύλα γύρω τους, κόβοντας τα οπωροφόρα δέντρα της περιοχής προσθέτοντας γύρω και πασσάλους και ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την πολιορκία.

Οι Έλληνες θύμωσαν, όταν ανακάλυψαν ότι οι Πέρσες είχαν φύγει για τα ηπειρωτικά, και δίστασαν για λίγο ν’ αποφασίσουν αν έπρεπε να γυρίσουν στην πατρίδα τους ή να πλεύσουν προς τον Ελλήσποντο. Τελικά κατέληξαν να ξεκινήσουν για την ήπειρο. Όλα τα απαραίτητα για ναυμαχία και οι αποβάθρες ήταν σε ετοιμότητα και ο Ελληνικός στόλος κατευθύνθηκε προς τη Μυκάλη. Κανένα εχθρικό πλοίο βγήκε να τους αντιμετωπίσει καθώς πλησίαζαν το στρατόπεδο.

Λίγο μετά είδαν ότι όλα τα πλοία ήταν αραγμένα στην παραλία, προστατευμένα μέσα σε τείχος, και ότι ισχυρή δύναμη στρατού περίμενε συγκεντρωμένη στην ξηρά. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ο Λευτυχίδης πλησίασε όσο μπορούσε με το πλοίο του στην παραλία και καθώς περνούσε, έβαλε έναν κήρυκα να φωνάξει την ακόλουθη έκκληση στους Ίωνες: «Άνδρες της Ιωνίας, αν μ’ ακούτε, προσέξτε τι έχω να σας πω. Οι Πέρσες έτσι κι αλλιώς δεν θα καταλάβουν τίποτα.

Όταν αρχίσει η μάχη θυμηθείτε όλοι σας την ελευθερία και το σύνθημά μας……….“Ήρα”. Όσοι μ’ ακούσατε πρέπει να μεταφέρετε το μήνυμά μου σ’ αυτούς που δεν άκουγαν». Αυτή η ενέργεια είχε ως σκοπό, είτε οι Πέρσες να μην μάθαιναν τι τους είπε και οι Ίωνες να τολμούσαν να ακολουθήσουν τη συμβουλή του, ή τα λόγια του να μεταφράζονταν στους Πέρσες, που μοιραία θα γίνονταν καχύποπτοι απέναντι στους Ίωνες.

 

Η Μάχη

Αμέσως μετά από την έκκληση του Λεωτυχίδη, οι Έλληνες προσάραξαν τα πλοία τους στην ακτή κι οι άνδρες παρατάχθηκαν στην παραλία. Η πρώτη ενέργεια των Περσών, όταν είδαν τους Έλληνες να ετοιμάζονται για τη μάχη με παραινέσεις μάλιστα προς τους Ίωνες, ήταν να αφοπλίσουν τους Σαμίους, τους οποίους υποπτεύονταν για συμπάθεια προς το Ελληνικό ζήτημα• πράγματι, όταν μερικοί Αθηναίοι, πιάστηκαν από τους άνδρες του Ξέρξη, και μεταφέρθηκαν στα Περσικά πλοία αιχμάλωτοι, οι Σάμιοι τους ελευθέρωσαν και τους έστειλαν πίσω στην Αθήνα με προμήθειες για το ταξίδι τους.

Το γεγονός ότι είχαν σώσει πεντακόσιους εχθρούς του Ξέρξη ήταν ο κυριότερος λόγος της καχυποψίας των Περσών. Μετά ο Πέρσης διοικητής διέταξε τους Μιλησίους να φρουρούν τα περάσματα που οδηγούν στα βουνά της Μυκάλης — φαινομενικά επειδή οι Μιλήσιοι γνώριζαν την περιοχή της χώρας τους αλλά στην πραγματικότητα για να τους απομακρύνει όσο γινόταν από το πεδίο της μάχης.

Κατόπιν αφού έλαβαν αυτές τις προφυλάξεις έναντι στους Ίωνες που υποψιάζονταν, άρχισαν να παίρνουν θέσεις μάχης —σε αμυντική παράταξη προστατευόμενοι πίσω από φράγμα από ασπίδων. Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, κινήθηκαν ενάντια στον εχθρό αμέσως μόλις ολοκλήρωσαν τις προετοιμασίες τους. Στη διάρκεια της προέλασής τους, βρήκαν στην παραλία το σκήπτρο ενός κήρυκα και ταυτόχρονα, κυκλοφόρησε στις γραμμές η φήμη ότι οι Έλληνες είχαν νικήσει τον Μαρδόνιο στη Βοιωτία.

Είναι πολλά τα γεγονότα που με ωθούν να πιστέψω ότι θεϊκό χέρι επεμβαίνει συχνά στις ανθρώπινες υποθέσεις, διότι πώς αλλιώς εξηγείται ότι η ήττα των Περσών στη Μυκάλη συνέβη την ίδια ακριβώς μέρα με την πανωλεθρία τους στις Πλαταιές, ή ότι μια τέτοια φήμη κυκλοφόρησε στους Έλληνες, δίνοντας σε όλους τους άνδρες διπλάσιο θάρρος και αποφασιστικότητα να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους για την πατρίδα τους.

Άλλη μια παράξενη σύμπτωση συνέβη… Και οι δύο μάχες δόθηκαν κοντά σε ναούς της Ελευσίνιας Δήμητρας — αφού, όπως ανέφερα, ήδη και η μάχη των Πλαταιών έγινε πολύ κοντά στο Δημήτριο και το ίδιο ακριβώς συνέβη και στη Μυκάλη. Επιπλέον, η φήμη ότι οι άνδρες του Παυσανία είχαν νικήσει στις Πλαταιές ήταν απόλυτα ορθή, διότι η μάχη των Πλαταιών έγινε νωρίς το πρωί, ενώ η συμπλοκή στη Μυκάλη δεν έλαβε χώρα παρά το απόγευμα.

Η σύμπτωση της ημερομηνίας και του μήνα αποδείχθηκε, όταν υπολόγισαν τις ημέρες προς τα πίσω λίγο αργότερα. Προτού πάρουν την αναφορά από τις Πλαταιές, οι άνδρες ανησυχούσαν πολύ, όχι τόσο για τους εαυτούς τους όσο για την τύχη των συμπατριωτών τους που θα αντιμετώπιζαν το Μαρδόνιο. Μόλις, όμως έμαθαν τα ευχάριστα νέα, άρχισαν την επίθεση με πολύ υψηλότερο ηθικό και ζωηρό βηματισμό. Έτσι και οι δύο αντίπαλοι ανυπομονούσαν να συγκρουσθούν, γνωρίζοντας ότι αντικειμενικός σκοπός της αναμέτρησης ήταν ο έλεγχος του Ελλησπόντου και των νησιών του Αιγαίου.

Οι Αθηναίοι μαζί με αυτούς που ήταν παραταγμένοι δίπλα τους, σχεδόν μέχρι το κέντρο, βάδιζαν κατά μήκος της παραλίας, σε επίπεδο έδαφος, ενώ ο δρόμος των Λακεδαιμονίων κι αυτών δίπλα τους ανέβαινε κι έκλεινε από ψηλά βουνά. Κατά συνέπεια, οι Αθηναίοι είχαν εμπλακεί ήδη στη μάχη, όσο οι Λακεδαιμόνιοι έκαναν ακόμα τον κύκλο.

Οι Πέρσες, όσο έμεναν ανέπαφα τα άκρα, απωθούσαν με επιτυχία όλες τις επιθέσεις και δεν ήταν σε τόσο δύσκολη θέση• από τη στιγμή, όμως, που οι Αθηναίοι και οι μονάδες που πολεμούσαν μαζί τους, προτιμώντας να αποσπάσουν οι ίδιοι τη δόξα της μάχης παρά να την παραχωρήσουν στους Σπαρτιάτες, έδωσαν το σύνθημα κι έγιναν πιο τολμηροί, όλα άλλαξαν. Έσπασαν την αμυντική γραμμή των ασπίδων και ξεχύθηκαν πάνω στον εχθρό με μια γενική επίθεση. Η αλήθεια είναι ότι προς στιγμή οι Πέρσες κατάφεραν να συγκρατήσουν την επίθεση, αλλά στο τέλος αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν πίσω από την ασφάλεια του οχυρού τους.

Οι Αθηναίοι και με τη σειρά που ήταν παρατεταγμένοι οι άνδρες της Κορίνθου, της Σικυώνας και της Τροιζήνας, κατόρθωσαν να εισβάλουν πίσω ακριβώς από τον εχθρό. Αυτό ήταν το τέλος – διότι μόλις έπεσε το τείχος, ο εχθρός δεν προέβαλε άλλη αξιόλογη αντίσταση – αντίθετα όλοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή, εκτός από τους ίδιους τους Πέρσες, οι οποίοι σε άτακτες ομάδες, συνέχισαν να πολεμούν ενάντια στους Έλληνες που ακόμα εισέρρεαν στο οχυρό από την παραλία.

Από τους Πέρσες ναυάρχους σώθηκαν μόνο δύο, ο Αρταΰντης, και ο Ιθαμίτρης, ενώ ο Μαρδόντης κι ο διοικητής του στρατού, Τιγράνης, σκοτώθηκαν στη μάχη. Οι Λακεδαιμόνιοι έφτασαν με το υπόλοιπο στράτευμα που τους συνόδευε, ενώ οι Περσικές μονάδες αντιστέκονταν ακόμα, δίνοντάς τους έτσι την ευκαιρία να συμμετάσχουν κι αυτοί στην υπόλοιπη μάχη. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν επίσης σημαντικές, κυρίως ανάμεσα στους Σικυωνίους, των οποίων ο στρατηγός Περίλεως σκοτώθηκε.

Οι Σάμιοι, που υπηρετούσαν υπό τις διαταγές των Μήδων και είχαν αφοπλιστεί νωρίτερα, βλέποντας από την αρχή ότι η έκβαση της μάχης ήταν αμφίβολη έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να βοηθήσουν τους Έλληνες – οι υπόλοιποι Ίωνες, ακολουθώντας το παράδειγμα τους στράφηκαν εναντίον των Περσών διοικητών τους. Οι Μιλήσιοι, όπως ανέφερα είχαν διαταχθεί να φρουρούν τα ορεινά περάσματα, ως μέτρο προφύλαξης των Περσών, οι οποίοι ήθελαν να έχουν οδηγούς που θα τους πήγαιναν σε ασφαλέστερα εδάφη, στην περίπτωση που θα είχαν μια κακοτυχία όπως αυτή που τους συνέβη.

Παράλληλα, τους είχε ανατεθεί αυτός ο ρόλος και για έναν άλλο λόγο, δηλαδή να τους εμποδίσει να προκαλέσουν προβλήματα στον περσικό στρατό• αυτό που έκαναν στην πράξη ήταν ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι τους είχαν διατάξει• διότι όταν οι Πέρσες προσπαθούσαν να διαφύγουν, τους οδήγησαν σε λάθος δρόμο, από μονοπάτια που τους έφερναν ξανά αντιμέτωπους με τον εχθρό και τελικά πήραν μέρος στη σφαγή και αποδείχτηκαν οι χειρότεροι εχθροί τους. Έτσι αυτή η μέρα έφερε τη δεύτερη στάση των Ιώνων ενάντια στην Περσική κυριαρχία.

Η νίκη των Ελλήνων στη Μυκάλη είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση της Ιωνίας από τον Περσικό ζυγό και την προστασία των έναντι της Ιωνίας νήσων των Αιγαίου.

 

Άλωση της Σηστού

Μετά τη Μυκάλη, οι Έλληνες αποφάσισαν να καταστρέψουν τις γέφυρες στη Σηστό για να εμποδίσουν ενδεχόμενη επιστροφή των Περσών στην Ελλάδα. Όταν όμως έφτασαν, τις βρήκαν κατεστραμμένες από τρικυμία. Καθώς πλησίαζε το Φθινόπωρο, τα πλοία των περισσότερων πόλεων επέστρεψαν στις πατρίδες τους· μόνο οι Αθηναίοι αποφάσισαν να επιχειρήσουν να ανακτήσουν τη χερσόνησο που ήλεγχε το δρόμο μεταφοράς σιτηρών από τον Εύξεινο Πόντο. Κατευθύνθηκαν, λοιπόν, στη Σηστό και την πολιόρκησαν.

Έπειτα από πολύμηνη πολιορκία κατάφεραν την άνοιξη του 478 π.Χ. να την καταλάβουν και να εξοντώσουν την Περσική φρουρά, εξασφαλίζοντας έτσι τον έλεγχο των Στενών.

Ωστόσο, ήταν ουσιαστικά εκείνη που άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Ήταν, τέλος, εκείνη που κατέδειξε τη διαφοροποίηση που είχε επέλθει στην εξωτερική πολιτική της Αθήνας και της Σπάρτης: Οι Σπαρτιάτες θα αφοσιωθούν στο εξής στην εδραίωση της ηγεμονίας τους στην Πελοπόννησο και την Κεντρική Ελλάδα, ενώ οι Αθηναίοι θα επιδιώξουν μια ευρύτερη επεκτατική πολιτική και θα αναλάβουν την ηγεσία ενός επιθετικού πολέμου εναντίον της Περσικής αυτοκρατορίας.

 

Η Αρχή της ‘’Πεντηκονταετίας’’ και η Αλλαγή των Συσχετισμών στην Ελλάδα

Η εποχή των πενήντα χρόνων, 479 π.Χ. – 431 π.Χ. που μεσολάβησε από τη νικηφόρα έκβαση των Μηδικών πολέμων έως τον Πελοποννησιακό πόλεμο ονομάζεται «Λαμπρή Πεντηκονταετία» ή «ο Χρυσός Αιώνας του Περικλέους». αποτελεί το υψηλότερο σημείο ακμής της αρχαίας Ελλάδας και σφραγίζεται από ένα κύριο γεγονός: την αύξηση της δύναμης της Αθήνας.

Η πανελλήνια Συμμαχία, που ιδρύθηκε το 481 π.Χ. απομάκρυνε τον Περσικό κίνδυνο από την κυρίως Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα εγκαινίασε έναν επιθετικό πόλεμο που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι Πέρσες, αφού νικήθηκαν από τους Έλληνες και στη στεριά και στη θάλασσα, αποχώρησαν από την Ευρώπη.

Όσοι από αυτούς κατέφυγαν με τα πλοία τους στη Μυκάλη καταστράφηκαν και ο βασιλιάς των Λακεδαιμονίων Λεωτυχίδης γύρισε με τους Πελοποννησίους συμμάχους στην πατρίδα του. Αντίθετα, οι Αθηναίοι αποφάσισαν με τους Ίωνες συμμάχους να ανακτήσουν τη χερσόνησο που ήλεγχε μία από τις σημαντικότερες περιοχές στο δρόμο μεταφοράς σιτηρών από τον Εύξεινο Πόντο. Έτσι, σύμφωνα με τον Διόδωρο, η δύναμη των Ελλήνων διασπάστηκε.

Το επεισόδιο, όμως, που σηματοδοτεί την αρχή της Αθηναϊκής ανεξαρτησίας από τη Σπάρτη είναι η ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων από την Περσική επιδρομή Αθηναϊκών τειχών, σε μεγαλύτερη μάλιστα από πριν έκταση, και η συνέχιση της τείχισης του Πειραιά, που είχε ξεκινήσει ήδη από το 493/2 π.Χ. από τον Θεμιστοκλή.

Ο Αθηναϊκός λαός, μόλις οι Πέρσες έφυγαν από τον τόπο του, άρχισε να φέρνει πίσω τα παιδιά, τις γυναίκες και όσα πράγματα είχαν σωθεί και άρχισε να ξαναχτίζει την πόλη και τα τείχη. Από τον περίβολο του τείχους είχαν σωθεί μικρά μόνο τμήματα και από τα σπίτια τα περισσότερα ήταν ερείπια και λίγα μόνο είχαν διατηρηθεί, εκείνα στα οποία είχαν εγκατασταθεί οι Πέρσες αξιωματούχοι. Η ανοικοδόμηση των τειχών της Αθήνας προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Σπαρτιατών, οι οποίοι έστειλαν μία πρεσβεία στην Αθήνα για να εκφράσει τα παράπονά της για την έμπρακτη αυτή δήλωση της ανεξαρτησίας και να προκαλέσει τη ματαίωση της τείχισης.

Οι Σπαρτιάτες πρέσβεις αξίωσαν να μη χτίσουν οι Αθηναίοι το τείχος, αλλά, αντίθετα, να συνεργαστούν μαζί τους, ώστε να γκρεμίσουν και τα τείχη, όσα υπήρχαν, των άλλων πόλεων, έξω από την Πελοπόννησο. Υποστήριζαν, μάλιστα, ότι σε περίπτωση μιας νέας Περσικής επιδρομής, η Πελοπόννησος επαρκούσε για όλους τους Έλληνες και ως καταφύγιο και ως ορμητήριο. Οι Αθηναίοι καθυστέρησαν τη Σπαρτιατική πρεσβεία στην Αθήνα, στέλνοντας αντιπροσώπους με επικεφαλής τον Θεμιστοκλή στη Σπάρτη, προκειμένου να συζητήσουν το θέμα.

Εκεί ο Θεμιστοκλής καθησύχασε τις Σπαρτιατικές αρχές, ενώ στο μεταξύ τα τείχη στην Αθήνα ανοικοδομούνταν με ταχύτατους ρυθμούς. Για να ολοκληρωθεί το έργο σε σύντομο χρονικό διάστημα, εργάστηκε όλος ο πληθυσμός χρησιμοποιώντας αδιακρίτως οποιαδήποτε υλικά, ακόμα και επιτύμβιες στήλες, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης.

Όταν τα έργα της ανοικοδόμησης ολοκληρώθηκαν, ο Θεμιστοκλής, που παρέμενε ακόμα στη Σπάρτη, παρουσιάστηκε στην Απέλλα, τη Σπαρτιατική εκκλησία του Δήμου, και δήλωσε στις Σπαρτιατικές αρχές ότι η Αθήνα έχει πια τειχιστεί, έτσι ώστε να μπορεί να προστατεύσει τους κατοίκους της, και ότι στο εξής οι Σπαρτιάτες ή οι άλλοι σύμμαχοι θα πρέπει να μεταχειρίζονται την Αθήνα σαν ένα κράτος που γνωρίζει πολύ καλά το δικό του συμφέρον και το γενικό καλό. Οι Λακεδαιμόνιοι δεν φανέρωσαν την αγανάκτησή τους εναντίον των Αθηναίων κυρίως διότι «οι Αθηναίοι τότε ήταν πολύ αγαπητοί στους Σπαρτιάτες εξαιτίας της προθυμίας τους στον πόλεμο εναντίον των Περσών».

Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι, όταν ο Θεμιστοκλής επέστρεψε από τη Σπάρτη στην Αθήνα, είχε επικεντρώσει την προσοχή του στην οχύρωση του Πειραιά, επειδή γνώριζε ότι ήταν ευκολότερο για τους Πέρσες να έρθουν και να επιτεθούν από τη θάλασσα παρά από τη στεριά. Προέτρεψε, λοιπόν, τους Αθηναίους να ολοκληρώσουν την οχύρωση του Πειραιά. Στον ίδιο πολιτικό αποδίδονται και η πρόταση για ναυπήγηση 120 πλοίων και η απαλλαγή από το Μετοίκιο (φόρος που επιβάρυνε τους ξένους που κατοικούσαν μόνιμα στην Αθήνα), μέτρα που εξυπηρετούσαν τη διασφάλιση της άμυνας της πόλης αλλά και την ενίσχυση της οικονομίας.

Αμέσως μετά την περιγραφή της ανοικοδόμησης των τειχών, ο Θουκυδίδης περιγράφει μία κοινή επιχείρηση των Αθηναίων, των Πελοποννησίων και των συμμάχων τους, με επικεφαλής τον Σπαρτιάτη Παυσανία, το νικητή της μάχης των Πλαταιών. Στόχος της επιχείρησης που πραγματοποιήθηκε το 478 π.Χ. ήταν η απελευθέρωση της Κύπρου, που αποτελούσε ακόμα ορμητήριο των Περσών, και του Βυζαντίου.

Ωστόσο, η αυταρχική συμπεριφορά του Παυσανία, που «η αρχηγία του έμοιαζε πιο πολύ με τυραννίδα παρά με στρατηγία», οδήγησε τους συμμάχους που επιθυμούσαν τη συνέχιση του πολέμου εναντίον των Περσών στην αναγνώριση της ηγετικής θέσης των Αθηναίων. Την ίδια βέβαια στιγμή ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι η συμπεριφορά του Παυσανία έδωσε στους Σπαρτιάτες την ευκαιρία να απαλλαχθούν από το βάρος του πολέμου εναντίον των Περσών, γιατί πίστευαν ότι οι Αθηναίοι, που ήταν φίλοι τους εκείνη την εποχή, ήταν ικανοί να αναλάβουν την αρχηγία.

Η άποψη αυτή ενισχύεται από το ότι οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν σε αντικατάσταση του Παυσανία τον Δόρκη με μικρή εκστρατευτική δύναμη, που όμως δεν έγινε δεκτή από τους Ίωνες. Από την άλλη πλευρά, ο Ηρόδοτος διατυπώνει μία διαφορετική άποψη, ότι δηλαδή «οι Αθηναίοι αφαίρεσαν την ηγεμονία από τους Λακεδαιμόνιους με την πρόφαση που τους έδωσε η υπεροψία του Παυσανία». την άποψη του Ηρόδοτου ενισχύει και ο Αριστοτέλης, ο οποίος αναφέρει ότι οι Αθηναίοι ανέλαβαν την ηγεσία χωρίς τη θέληση των Σπαρτιατών.

Η νεότερη έρευνα αποδίδει τις διαφορετικές παραδόσεις που διασώθηκαν στη διχογνωμία που πιθανώς επικράτησε στη Σπάρτη. Στο εσωτερικό της Σπάρτης υπήρχαν δύο διαφορετικές απόψεις: μία μερίδα νεαρών Σπαρτιατών, με επικεφαλής τον Παυσανία, προσέβλεπε στο χρήμα που θα μπορούσε να αποφέρει η ανάληψη της κατά θάλασσα ηγεμονίας από τη Σπάρτη.

Αλλά τελικά η γερουσία και ο Δήμος μεταπείστηκαν από ένα Σπαρτιάτη ονόματι Ετοιμαρίδα, μέλος της γερουσίας, ο οποίος τους προειδοποίησε ότι η επιδίωξη του ελέγχου της θάλασσας ήταν αντίθετη με τα συμφέροντα της Σπάρτης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανάληψη της ηγεσίας του στόλου από τους Σπαρτιάτες θα οδηγούσε τη Σπάρτη υποχρεωτικά σε μία σειρά από αλλαγές πολιτειακού χαρακτήρα.

Για παράδειγμα, η ανεύρεση χιλιάδων κωπηλατών που απαιτούσε η συγκρότηση του στόλου θα οδηγούσε υποχρεωτικά τη Σπάρτη στη χρησιμοποίηση του υπόδουλου πληθυσμού της Σπάρτης, δηλαδή των Ειλώτων, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, «διαρκώς καραδοκούν τα ατυχήματα των δυναστών τους». Μάλιστα, θύμα αυτής της πολιτικής σύγκρουσης στα ανώτατα κλιμάκια της Σπαρτιατικής ηγεσίας υπήρξε ο νικητής των Πλαταιών Παυσανίας.

Κατηγορούμενος για συνεννόηση με τους Πέρσες, τελικά εκτελέστηκε ως προδότης. πιθανότατα, όμως, ήταν οι απόψεις του για την εξωτερική πολιτική και οι συνεννοήσεις με τους Περιοίκους και τους Είλωτες για πολιτειακή μεταβολή που οδήγησαν στον παραμερισμό και το θάνατό του.

Η απομάκρυνση των Σπαρτιατών από την ηγεσία του πολέμου εναντίον των Περσών πιθανώς να οφείλεται και στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Σπάρτη εκείνη την περίοδο με γειτονικές της δυνάμεις: Αρκάδες και Αργείοι ήταν πάντα σε ετοιμότητα να εκφράσουν τα αντισπαρτιατικά τους αισθήματα με την πρώτη ευκαιρία που θα τους δινόταν. Σε ένα σύντομο χωρίο ο Ηρόδοτος απαριθμεί τις πέντε νικηφόρες μάχες της Σπάρτης κατά την περίοδο 479 π.Χ. – 458 π.Χ.:

Στον κατάλογο των αντιπάλων τους σε αυτές τις μάχες συμπεριλαμβάνονται διάφοροι Αρκάδες, φυσικά όχι ενωμένοι ως ένας λαός, αφού ακόμα κατά τον 5ο αι. δεν είχαν προχωρήσει στο σχηματισμό του Αρκαδικού Κοινού. Επιπλέον, την ανησυχία της Σπάρτης για τις εναντίον της κινήσεις από το Άργος ενίσχυσε ο Θεμιστοκλής, ο οποίος μετά τον οστρακισμό του από την Αθήνα (τέλη της δεκαετίας του 470 π.Χ.) εγκαταστάθηκε αρχικά στο Άργος, πραγματοποιώντας πολλές επισκέψεις σε διάφορα μέρη της Πελοποννήσου, προσπαθώντας πιθανώς να προκαλέσει αντιδράσεις εναντίον της Σπάρτης εντός της Πελοποννήσου. Η άποψη αυτή όμως, αν και ελκυστική, δεν μπορεί να αποδειχθεί.

 

Η Δημιουργία της Δηλιακής Συμμαχίας

Μετά την οριστική αποχώρηση των Σπαρτιατών από τον πόλεμο εναντίον των Περσών, οι Αθηναίοι στα τέλη του καλοκαιριού του 478 π.Χ., ύστερα από παρότρυνση των Ιώνων, αναλαμβάνουν την ηγεσία των επιχειρήσεων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο μικρασιατικός Ελληνισμός επιθυμούσε να αναλάβουν οι Αθηναίοι την αρχηγία του στόλου επειδή ήταν φυλετικά συγγενείς. Η ιδέα της φυλετικής συγγένειας, και μάλιστα η προβολή της Αθήνας ως μητρόπολη των Ιώνων, θα χρησιμοποιηθεί από τους Αθηναίους πολλές φορές τις επόμενες δεκαετίες.

Οι Αθηναίοι τότε θα προχωρήσουν στην ίδρυση της Δηλιακής Συμμαχίας, στο πλαίσιο της πανελλήνιας Συμμαχίας που είχε ιδρυθεί το 481 και που συνεχίζει να υφίσταται. αρχικά η Συμμαχία περιλάμβανε τις χερσαίες και τις νησιωτικές πόλεις της Ιωνίας και της Αιολίδας, διάφορες πόλεις της Προποντίδας και της Χαλκιδικής, τις περισσότερες πόλεις των Κυκλάδων και ακόμη πόλεις της Εύβοιας, εκτός της Καρύστου. ο Αριστείδης πρωτοστατεί στην οργάνωση της νέας συμμαχίας, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και ο Κίμων, γιος του Μιλτιάδη, του νικητή του Μαραθώνα.

Ο Αριστείδης, μάλιστα, εκπροσωπεί τους Αθηναίους στην πρώτη συνέλευση της Συμμαχίας, που πραγματοποιήθηκε στη Δήλο. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι ο Αριστείδης ζήτησε από τους Ίωνες να ορκιστούν «να έχουν τους ίδιους φίλους και εχθρούς», έκφραση που συνήθιζαν να τη χρησιμοποιούν κατά τον 5ο αι., συνήθως όμως σε διμερείς συμφωνίες. για το λόγο αυτό οι νεότεροι ερευνητές είναι επιφυλακτικοί στην αποδοχή του όρου αυτού.

Ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί ότι οι σύμμαχοι ορκίστηκαν επίσης να μην αρνούνται τη συμμετοχή τους στις εκστρατείες της Συμμαχίας και να μη διεξάγουν «ιδιωτικούς» πολέμους εναντίον άλλων μελών της Συμμαχίας. επίσης, ορίστηκε κάθε πόλη της Συμμαχίας να είναι ελεύθερη και αυτόνομη. αρχικά, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, η ετήσια δαπάνη για τους πολεμικούς σκοπούς υπολογίστηκε ότι ανέρχεται σε 460 τάλαντα και στη συνέχεια αποφασίστηκε ποιες πόλεις θα έδιναν πλοία και ποιες χρήματα.

Ο Αριθμός των πλοίων και ο φόρος που αναλογούσε σε κάθε πόλη καθορίζονταν από διμερή συμφωνία μεταξύ της Αθήνας και του μέλους της Συμμαχίας, που ανανεωνόταν κάθε τέσσερα χρόνια στην Αθήνα, κατά την εορτή των μεγάλων Παναθηναίων. αρχικά η εισφορά που αναλογούσε στον καθένα καθορίστηκε από τον Αριστείδη, ο οποίος ήταν δημοφιλής, και εξακολούθησε να είναι αφού ολοκλήρωσε το έργο του, γεγονός που αποδεικνύει το δίκαιο τρόπο φορολόγησης. τα πλοία θα συγκεντρώνονταν στον Πειραιά και την είσπραξη του φόρου ανέλαβαν οι Ελληνοταμίες, που ήταν Αθηναίοι πολίτες και εκλέγονταν από την εκκλησία του Δήμου.

Το ταμείο της Συμμαχίας αρχικά βρισκόταν στη Δήλο, στην οποία πραγματοποιούνταν και οι σύνοδοι της Συμμαχίας. Η σύνοδος αποτελούσε το μοναδικό όργανο της Συμμαχίας και σε αυτήν όλοι οι σύμμαχοι ήταν «ισόψηφοι». Αυτό σημαίνει ότι κάθε πόλη, ανεξάρτητα από το μέγεθός της, είχε μία ψήφο. είναι δύσκολο όμως να μην υποθέσει κανείς ότι οι μικρές πόλεις-κράτη δεν ακολουθούσαν τις επιλογές της ισχυρότερης δύναμης.

Σκοπός της Δηλιακής Συμμαχίας ήταν η συνέχιση του πολέμου εναντίον των Περσών και η διασφάλιση της ανεξαρτησίας του μικρασιατικού Ελληνισμού. Είχε, δηλαδή, αμυντικό και επιθετικό χαρακτήρα και κινητήριο δύναμη το στόλο. Ο Θουκυδίδης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «πρόσχημα ήταν να αποζημιωθούν για όσα είχαν υποφέρει, καταστρέφοντας τη χώρα του βασιλιά». Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ο Θουκυδίδης εννοεί είτε ότι το πραγματικό κίνητρο των Αθηναίων ήταν να επιβληθούν στους συμμάχους τους είτε ότι ως πραγματικό εχθρό θεωρούσαν τη Σπάρτη και όχι την Περσία.

Πιο πιθανή θεωρείται η πρώτη εξήγηση, αφού στα επόμενα κεφάλαια ο Θουκυδίδης παρουσιάζει διεξοδικά την επέκταση της Αθηναϊκής ηγεμονίας. Η λέξη «πρόσχημα», όμως, είναι παραπλανητική και οφείλεται στη γνώση του αρχαίου ιστορικού για τις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν. Το βέβαιο είναι ότι η τελετή της ίδρυσης της Συμμαχίας με τη ρίψη μύδρων (πυρακτωμένων κομματιών σιδήρου) στη θάλασσα από τους συμμάχους διασφάλιζε την παντοτινή διάρκεια της Συμμαχίας.

 

Η Δηλιακή Συμμαχία σε Δράση

Ο συμμαχικός στόλος, που αποτελεί το βασικό πολεμικό όργανο της νέας Συμμαχίας, θα επιτύχει σημαντικές νίκες εναντίον των Περσών. Η πρώτη πολεμική επιχείρηση της Συμμαχίας αποβλέπει στην απελευθέρωση των παραλίων της Θράκης από Περσικές φρουρές. απελευθερώνει, με στρατήγημα του Κίμωνα, την Ηιόνα, στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα (475 π.Χ.), περιοχή πλούσια σε μεταλλεία χρυσού και αργυρού.

Επιπλέον, η περιοχή διέθετε άφθονη ξυλεία για τη ναυπήγηση στόλου. Οι επόμενες επιχειρήσεις της Συμμαχίας ως το 468 π.Χ. έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι δεν στρέφονται εναντίον των Περσών, αλλά εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της Συμμαχίας, όπως αυτά καθορίζονταν από τους ηγέτες της.

Με την πρώτη από αυτές τις επιχειρήσεις εκδιώκονται οι Δόλοπες από τη Σκύρο, απαλλάσσοντας το Αιγαίο από την πειρατεία, και διασφαλίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η διεξαγωγή του εμπορίου. Ο Κίμωνας εκδίωξε τους Δόλοπες από το νησί κι εγκατέστησε στη Σκύρο Αθηναίους κληρούχους. Στη συνέχεια, ο Αθηναίος στρατηγός, υπακούοντας σε Δελφικό χρησμό, μετέφερε στην πόλη των Αθηνών τα οστά του Θησέα, του Αθηναίου μυθικού ήρωα που είχε ταφεί στη Σκύρο. Έτσι, με θεϊκή παρέμβαση, οι ηγέτες της συμμαχίας εξασφαλίζουν τη μόνιμη συμπαράσταση του ήρωα.

Μετά την επιτυχία της Σκύρου, φαίνεται πιθανό ότι ο Κίμωνας πρόσφερε κάποιο ανάθημα στους Δελφούς, γεγονός που δηλώνει και το γενικότερο ενδιαφέρον των Αθηναίων για την κεντρική Ελλάδα ή δηλώνει τουλάχιστον το ενδιαφέρον τους να μην αφήσουν το μαντείο των Δελφών να περιέλθει στον έλεγχο της Σπάρτης. Στη συνέχεια, ο συμμαχικός στόλος αναγκάζει την Κάρυστο να γίνει μέλος της Συμμαχίας (472/1 π.Χ.).

Με την υποταγή της πόλης δημιουργείται μία τρίτη κατηγορία συμμάχων, οι φόρου υποτελείς, η οποία συνυπάρχει με εκείνους που έδιναν το φόρο που τους αναλογούσε σε χρήματα ή σε πλοία. Στην κατηγορία αυτή θα προστεθεί στις αρχές της δεκαετίας του 460 π.Χ. και η Νάξος, η οποία επιχείρησε να αποστατήσει από τη Συμμαχία.

Τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους δεν είχε σταματήσει να τους απασχολεί ο Περσικός πόλεμος. Έτσι, το 467 π.Χ, ο συμμαχικός στόλος με 300 πλοία συντρίβει στον Ευρυμέδοντα τις ναυτικές και τις χερσαίες δυνάμεις των Περσών, οι οποίοι είχαν επιδοθεί σε μεγάλες πολεμικές προετοιμασίες. τη ναυτική νίκη επακολούθησε αποβίβαση των οπλιτών και πεζομαχία στην οποία υπερίσχυσαν οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους.

Η διπλή αυτή νίκη είχε ως αποτέλεσμα την προσχώρηση των πόλεων της Λυκίας και της Καρίας στη Συμμαχία, ενώ ο συμμαχικός στόλος κυριαρχεί και στην ανατολική μεσόγειο.

 

Η Αντίδραση της Σπάρτης

Στη νέα τάξη πραγμάτων μετά την αποτυχία της Σπάρτης να ματαιώσει την τείχιση των Αθηνών και την ανάληψη της ηγεσίας στη θάλασσα από τους Αθηναίους, οι Σπαρτιάτες επιδιώκουν την ισχυροποίηση της θέσης τους στην Κεντρική Ελλάδα. Το 478 π.Χ. προσπάθησαν να εκδιώξουν από τη Δελφική αμφικτιονία όσους είχαν μηδίσει, είχαν ταχθεί δηλαδή με το μέρος του εχθρού, κατά την Περσική εισβολή.

Σε αυτήν την ενέργεια της Σπάρτης εναντιώθηκε ο Θεμιστοκλής, υποστηρίζοντας ότι με την εκδίωξή τους η αμφικτιονία θα έπαυε να αντιπροσωπεύει όλους τους Έλληνες, με αποτέλεσμα οι Σπαρτιάτες να αποκτήσουν τον έλεγχο των Δελφών. Οι Σπαρτιάτες δεν παραιτούνται από την προσπάθεια να αποκτήσουν τον έλεγχο της Κεντρικής Ελλάδας και το 476 π.Χ. πραγματοποιούν μία επιχείρηση στη Θεσσαλία. με επικεφαλής τον βασιλιά Λεωτυχίδη εκστρατεύουν εναντίον των Αλευαδών της Θεσσαλίας που είχαν Μηδίσει.

Και αυτή η προσπάθεια των Σπαρτιατών αποτυγχάνει, ενώ η αποτυχία αποδίδεται στη δωροδοκία του Λεωτυχίδη. γι’ αυτό και κατέφυγε στην Τεγέα, όπου του δόθηκε άσυλο. Μεγαλύτερη επιτυχία είχε η Σπάρτη στην αντιμετώπιση μίας αντιλακωνικής κίνησης που σημειώθηκε μετά τον οστρακισμό του Θεμιστοκλή, ο οποίος κατέφυγε στο Άργος, και στην εδραίωση της ηγεμονίας της στο εσωτερικό της Πελοποννήσου.

Ο Θεμιστοκλής «επισκέφθηκε» διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου ενισχύοντας τις δημοκρατικές τάσεις των πολιτών και συνέβαλε σημαντικά στο «συνοικισμό» των Μαντινέων, των Ηλείων και των Τεγεατών, καθώς και στη σύναψη συμμαχίας μεταξύ Άργους και Τεγέας. Η Σπάρτη κατόρθωσε να απαλλαχθεί από τον Θεμιστοκλή, έχοντας και τη βοήθεια της Αθήνας.

Προφανώς κάποιας μερίδας Αθηναίων που είχαν αντίθετες πολιτικές απόψεις από τον Θεμιστοκλή και που υποστήριζαν ότι στην εξωτερική πολιτική της Αθήνας πρέπει να επικρατήσει η αρμονική συνύπαρξη με τη Σπάρτη. Το αποτέλεσμα ήταν ο Θεμιστοκλής να καταφύγει στην αυλή του πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Α’, ο οποίος του παραχώρησε τρεις πόλεις για να ζει από τα εισοδήματά τους. Στη συνέχεια, εύκολα η Σπάρτη κατέβαλε τις δυνάμεις των Τεγεατών και των Αργείων και αργότερα και των υπόλοιπων Αρκάδων.

Η επόμενη κινητοποίηση της Σπάρτης σχετίζεται με την εξέγερση της Θάσου από τη Δηλιακή Συμμαχία. Μετά την επιτυχημένη επιχείρηση στον Ευρυμέδοντα, οι Αθηναίοι το 465 π.Χ. υποχρεώθηκαν να ασχοληθούν με την καταστολή της αποστασίας των Θασίων, οι οποίοι είχαν υπό τον έλεγχό τους τα μεταλλεία στην απέναντι ακτή (Περαία). Οι Θάσιοι αντέδρασαν με αποστασία στην εγκατάσταση 10.000 Αθηναίων κληρούχων στη θέση Εννέα Οδοί, κοντά στην Ηιόνα, καθώς απειλούνταν τα οικονομικά τους οφέλη.

Στο διάστημα που οι Αθηναίοι πολιορκούσαν το νησί, οι Θάσιοι ζήτησαν τη βοήθεια των Σπαρτιατών τη στιγμή που οι τελευταίοι είχαν καταστείλει την αντιλακωνική κίνηση στην Πελοπόννησο. Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο οι Θάσιοι να αποτόλμησαν να αποστατήσουν, αφού είχαν εξασφαλίσει τη στήριξη της Σπάρτης. οι αρχές της πόλης τούς υποσχέθηκαν να τους βοηθήσουν «κρυφά» επιχειρώντας εισβολές στην Αττική.

Αν και ο Θουκυδίδης αποδέχεται την ειλικρινή πρόθεση των Σπαρτιατών να βοηθήσουν τους Θασίους, εντούτοις οι τελευταίοι ύστερα από πολιορκία δύο χρόνων αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν (463/2 π.Χ.). οι όροι που τους επιβλήθηκαν ήταν ιδιαίτερα επαχθείς: υποχρεώθηκαν να παραδώσουν το στόλο τους, να γκρεμίσουν τα τείχη τους, να αποχωρήσουν από τη Θρακική παραλία και να πληρώσουν τα έξοδα της εκστρατείας. Έτσι, η Θάσος περιήλθε στο ίδιο καθεστώς με την Κάρυστο και τη Νάξο, έγινε δηλαδή φόρου υποτελής.

Η έμμεση αντιπαράθεση με την Αθήνα που επιχείρησαν οι Σπαρτιάτες, με την υπόσχεση για αποστολή βοήθειας στη Θάσο, θα μετατραπεί πολύ σύντομα σε έκκληση βοήθειας της Σπάρτης προς τους Αθηναίους. το 465 π.Χ. ένας ισχυρός σεισμός προκάλεσε μεγάλες ζημιές και αναστάτωση στη Σπάρτη. Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύτηκαν οι Είλωτες. Έχοντας την υποστήριξη και των κατοίκων ορισμένων Περιοικίδων πόλεων, επιχείρησαν να καταλάβουν την πόλη. οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να εκδιώξουν τους εξεγερμένους Είλωτες, οι οποίοι κατέφυγαν στο φρούριο της Ιθώμης στη Μεσσηνία, όπου και πολιορκήθηκαν.

Προκειμένου μάλιστα να καταστείλουν γρήγορα την επανάσταση των Ειλώτων, οι Σπαρτιάτες ζήτησαν τη συνδρομή των Αθηναίων, οι οποίοι με επικεφαλής τον Κίμωνα απέστειλαν 4.000 οπλίτες να βοηθήσουν τους Σπαρτιάτες. οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, επειδή φοβήθηκαν τις νεωτερικές τάσεις των Αθηναίων (νεωτεροποιία), έστειλαν πίσω τους 4.000 Αθηναίους οπλίτες που είχαν σταλεί να τους βοηθήσουν.

Η πολιορκία στην Ιθώμη έληξε το 460/59 π.Χ. οι Είλωτες συνθηκολόγησαν με τον όρο να φύγουν από την Πελοπόννησο και να μην επιστρέψουν ποτέ σε αυτήν. Οι Αθηναίοι τότε, από εχθρότητα προς τους Σπαρτιάτες για τον εξευτελισμό που είχε υποστεί από τους τελευταίους το εκστρατευτικό σώμα που έστειλαν για βοήθεια, δέχτηκαν τους Μεσσήνιους είλωτες και τους εγκατέστησαν στη Ναύπακτο.

Ποιες όμως είναι οι νεωτερικές τάσεις των Αθηναίων και τι πραγματικά φοβήθηκαν οι Σπαρτιάτες και δεν δέχτηκαν τους Αθηναίους οπλίτες; Κατά τη διάρκεια της απουσίας του Κίμωνα και των 4.000 οπλιτών από την Αθήνα, υπό την ηγεσία των εφιάλτη και Περικλή, αφαιρέθηκαν από τον Άρειο Πάγο το αριστοκρατικό συμβούλιο πρώην αξιωματούχων, το οποίο σύμφωνα με το έθιμο είχε λόγο στη διακυβέρνηση της πόλης, και οι τελευταίες δικαιοδοσίες που είχε. οι αξιωματούχοι απολογούνταν τώρα για τις πράξεις τους μπροστά στο λαό (ευθύναι).

Επίσης, οι εννέα άρχοντες έχασαν τη δικαιοδοσία να εκδικάζουν υποθέσεις σε πρώτο βαθμό, δικαιοδοσία που μεταβιβάστηκε στα λαϊκά δικαστήρια. επιπλέον, ο Δήμος μόλις τώρα άρχισε να κάνει πλήρη χρήση των θεσμών και των δικαιωμάτων που είχε από τον καιρό του Κλεισθένη και του Θεμιστοκλή, οπωσδήποτε υπό διευρυμένη μορφή. τότε μόνο εμφανίζονται σε αξιόλογη ποσότητα τα ψηφίσματα του Αθηναϊκού λαού, τα οποία σώζονται χαραγμένα σε λίθο. Αντικείμενο των ψηφισμάτων αυτών ήταν συνήθως αποφάσεις σχετικές με τη ναυτική Συμμαχία.

Όταν ο Κίμωνας επέστρεψε από την Ιθώμη, επιδίωξε να ανατρέψει τις παραπάνω μεταρρυθμίσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα. οι Αθηναίοι μάλιστα δυσφορούσαν με το φιλολακωνισμό του, με απο-τέλεσμα ο Κίμωνας να οστρακιστεί το 461 π.Χ. Ο Αθηναίος στρατηγός εγκαταλείφθηκε, μεταξύ άλλων, και από το ίδιο το στράτευμα, του οποίου ηγήθηκε λίγους μήνες νωρίτερα στην εκστρατεία στην Ιθώμη.

Την ίδια χρονιά με τον οστρακισμό του Κίμωνα δολοφονήθηκε και ο Εφιάλτης, οι μεταρρυθμίσεις όμως στο πολιτειακό σκηνικό της Αθήνας δεν ανεστάλησαν και νέος ηγέτης του Δήμου αναδεικνύεται πλέον ο Περικλής.

Οι νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν στις σχέσεις Αθήνας-Σπάρτης συνέβαλαν στην αναδιαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής των Αθηναίων. Οι τελευταίοι συνήψαν συμμαχία με το Άργος και τους Θεσσαλούς το 462/1 π.Χ. τότε διαλύεται και τυπικά πλέον η πανελλήνια Συμμαχία του 481 π.Χ.

Η τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα έκανε πλέον τη σύμπνοια που οδήγησε στο επίτευγμα της αποτροπής του περσικού κινδύνου να ξεθωριάζει όλο και περισσότερο. Οι δύο μεγάλοι συνασπισμοί που είχαν προκύψει, η παλιά Συμμαχία της Σπάρτης, η οποία πριν από τους περσικούς πολέμους στην ουσία ηγεμόνευε στην Ελλάδα, και η νέα Δηλιακή Συμμαχία με επικεφαλής την Αθήνα έρχονταν προοδευτικά όχι σε απλή αντιπαράθεση, αλλά σε ευθεία σύγκρουση. Η σύγκρουση αυτή θα κορυφωθεί τριάντα περίπου χρόνια αργότερα με την έκρηξη του μακροχρόνιου Πελοποννησιακού πολέμου.

 

Η Σπάρτη και το Εσωτερικό της Πρόβλημα

Το νικηφόρο τέλος των Περσικών πολέμων έδινε λαμπρή και μοναδική ευκαιρία. Οι δύο ηγέτηδες πόλεις του ελληνισμού Σπάρτη – Αθήνα όπως ήταν ανάγκη να διατηρήσουν εσαεί – αιωνίως ην “ομαιχμία – συμμαχία” οι συνθήκες που είχαν δημιουργήσει την “πόλη = κράτος”, με τους ατελείωτους ανταγωνισμούς – πολέμους μεταξύ των, είχαν μεταβληθεί.

Και παραμερίζοντας τις μεταξύ τους διαφορές, τους μικροεγωισμούς και ανταγωνισμούς και οδηγούμενοι από το υψηλό φρόνημα που τους εδημιούργησαν οι πρωτοφανείς νίκες εναντίον των Περσών, ενωμένοι να πορευθούν και να ζήσουν την ειρηνική περίοδο που άρχιζε. Φαίνεται όμως ότι τους μεγάλους Αθηναίους πολιτικούς της εποχής εκείνης επίσημα δεν τους απησχόλησε ως πρόβλημα, η ένωση των Ελλήνων.

Κατά τη διάρκεια των αγώνων αυτών οι Αθηναίοι μετείχαν υπό την υγεσία των Σπαρτιατών και κατά ξηράν και κατά θάλασσαν και στη συνέχεια μόνοι των, με την ανοχή των Σπαρτιατών, ανέλαβαν τη συνέχιση του αγώνα προς απελευθέρωση και εκδίωξη των Περσών από τον Εύξεινο Πόντο, Ελλήσποντο, παράλια Μ. Ασίας και Θράκης από το Αιγαίο και είχαν υψωθεί σε μεγάλη δύναμη.

Ως τότε αδιαφιλονίκητη Ηγέτις του Ελληνισμού Σπάρτη, όπως φάνηκε από τα πράγματα, δεν είχε διάθεση να εκχωρήσει εις τους Αθηναίους την ηγεσία του Ελληνισμού. Κατά το διάστημα της πεντηκονταετίας 481 π.Χ. – 431 π.Χ. δεν αντέδρασε στη δημιουργούμενη πραγματικότητα, δηλαδή στην εξέλιξη της Αθήνας σε μεγάλη δύναμη με ισχύ και μεγάλη ακτινοβολία από όση διέθετε αυτή.

Η Σπάρτη στο διάστημα 481 π.Χ. – 461 π.Χ. αντιμετώπιζε κρίσιμα προβλήματα εις τη λύση των οποίων αφιερώθηκε και μετά τη ρύθμιση αυτών διεκδίκησε από την Αθήνα βήμα προς βήμα την ηγεσία στην κεντρική Ελλάδα με μια σειρά μικρών εκστρατειών. Γεγονός είναι ότι εις το θέμα της Ηγεσίας του ελληνισμού και οι δύο πόλεις φάνηκαν ανυποχώρητες. Και ως το 462 π.Χ, επειδή στην Αθήνα ίσχυε το φιλολακωνικό αριστοκρατικό κόμμα με αρχηγό τον Κίμωνα η Σπάρτη ήσυχη από εχθρική Αθηναϊκή ενέργεια αγωνιζότανε να τακτοποιήσει τα εσωτερικά και τα Πελοποννησιακά προβλήματα.

Το χρόνο αυτό, από έλλειψη πολιτικότητος της Σπαρτιατικής ηγεσίας που εκδηλώθηκε με την αποπομπή του Κίμωνος και των Αθηναίων πολεμιστών από την Ιθώμη το 462 π.Χ. δεν έγινε μόνο αιτία να διαταραχθή η απαραίτητη ισορροπία μεταξύ των δύο δυνάμεων στην Ελλάδα, αλλά είχε ως αποτέλεσμα και την τυπική διάλυση της ελληνικής συμμαχίας του 481 π.Χ. Έντονα δυσαρεστημένοι οι Αθηναίοι επροχώρησαν στη σύμπραξη συμμαχίας με το Άργος, το μεγαλύτερο εχθρό της Σπάρτης στην Πελοπόννησο και με τη Θεσσαλία που η Ηγεσία της ακολουθούσε αντιλακωνική πολιτική.

Μετά τους Περσικούς πολέμους η Σπάρτη αντιμετώπισε τεράστια προβλήματα όχι μόνον στη Λακωνική αλλά γενικότερα στην Πελοπόννησο. Ως το τέλος αυτών των πολέμων όλα εξελίχθησαν ευνοϊκά. Οι πολίτες της περίοικοι και είλωτες αγωνίσθησαν εξαιρετικά και εζητούσαν βελτίωση της θέσεώς τους και ηγέτης αυτής Λεωνίδας, Ευρυβιάδης, Λεωτυχίδης και Παυσανίας είχαν κατορθώσει με την αυτοθυσία την αποφασιστικότητα και τη λαμπρή στρατιωτική τακτική τους να οδηγήσουν σε σπουδαίες νίκες τους Έλληνες.

Μετά τη λήξη τους όμως άρχισαν να εκδηλώνονται μειονεκτήματα των θεσμών που η συντηρητική μερίδα των Σπαρτιατών με αφάνταστη επιμονή επιθυμούσε τη διατήρησή τους. Η επαφή τους κατά τους πολέμους με τους άλλους Έλληνες που ζούσαν υπό διαφορετικούς θεσμούς πιο φιλελεύθερους ήταν φυσικόν να τους επηρεάσουν και να τους παρασύρουν, όπως φαίνεται, από τις κατηγορίες που έγιναν εις βάρος ορισμένων στρατηγών και βασιλέων για δωροδοκία ή Μηδισμό ή για εγκατάλειψη των πανάρχαιων σπαρτιατικών αρετών και εξωρίστηκαν ή καταδικάσθηκαν σε θάνατο.

Η αυστηρότης του πολιτεύματος που απαιτούσε την απαλλοτρίωση του ατόμου και την υποταγή του στην κοινότητα στο συλλογικό ιδεώδες και αφοσίωση στο κράτος εφάνηκε για πρώτη φορά στην Σπάρτη πως έπρεπε να περιορισθεί και ευρύτερη πολιτική να επιδιωχθεί με αντικειμενικό σκοπό την Ηγεσία του ελληνισμού. Αυτή η τάση κτυπήθηκε εγκαίρως από τους εφόρους οι οποίοι και επεκράτησαν εκμηδενίσθησαν τα προοδευτικά στοιχεία και ο Σπαρτιάτης πολίτης κύριο σκοπό της ζωής εθεωρούσε και πάλιν την αφοσίωση στην κοινότητα και στις πατροπαράδοτες αρχές.

Με αυτό τον τρόπο τακτοποίησε το εσωτερικό της πρόβλημα όχι όμως και την εξωτερική της πολιτική. Με τους Μηδικούς πολέμους σε ολόκληρη την Πελοπόννησο φαίνεται να κυριαρχεί μια διάθεση για δημοκρατικοποίηση, που ήταν φυσικό όχι μόνο να τη βλέπει η Σπάρτη με δυσφορία αλλά και να αντιδράσει καθώς το επικίνδυνο αυτό ρεύμα γι’ αυτήν είχε φθάσει ως τα σύνορα της και η Πελοποννησιακή συμμαχία φάνηκε να κλονίζεται.

Αξίζει να αναφερθεί μια πληροφορία του Διοδώρου (Ιστορικός). Το 475 π.Χ. οι Σπαρτιάτες επειδή έφερον βαρέως την απώλεια της ηγεμονίας στη θάλασσα εσκέφθησαν να κάμουν πόλεμο εναντίον των Αθηναίων και πολλοί από τους νεωτέρους Σπαρτιάτες αλλά και άλλοι έδειχναν μεγάλο ζήλο να ξαναπάρουν την ηγεμονία γιατί πίστευαν πως αν την έπαιρναν θα ευπορούσε η Σπάρτη και θα εγίνετο μεγαλύτερη και δυνατότερη.

Στην “Απέλλα” εκκλησία του λαού, δεν ηκούσθη αντίθετη φωνή μόνον ενός γερουσιαστού Ετοιμαρίδα τον οποίον ιδιαίτερα εκτιμούσαν οι συμπολίτες του δια την αρετήν του, επεχείρησε να τους συμβουλεύσει να αφήσουν την ηγεμονία εις τους Αθηναίους, γιατί δε συμφέρει εις τους Λακεδαιμονίους “της θαλάττης αμφισβητείν” και εμίλησε τόσο πειστικά ώστε έπεισε τη γερουσία και το Δήμο και έτσι φοβήθηκε κάθε ιδέα πολέμου κατά των Αθηναίων.

 

Αντιλακωνικά Κινήματα στην Πελοπόννησο

Στις Πελοποννησιακές πόλεις παρατηρείται φιλελεύθερη κίνηση με επικεφαλής το Άργος τον προαιώνιο εχθρό της Σπάρτης. Γύρω στο 472 π.X. το Άργος αποκτά δημοκρατικό πολίτευμα, εις την οργάνωση και τελειοποίηση του οποίου βοήθησε η εκεί παρουσία του Aθηναίου Θεμιστοκλή ο οποίος απέβλεπε σε μια γενικότερη αλλαγή στην Πελοπόννησο με την υποστήριξη των Aργείων.

Tην εποχή αυτή παρατηρείται έντονο αντιλακωνικό ρεύμα στην Aργολίδα και Aρκαδία που εκμεταλλεύεται το Άργος και συνάπτει συμμαχία με την Tεγέα, συμμαχία που δεν διατηρεί επί πολύ ύστερα από την ήττα τους το 471 π.X. στην Tεγέα.

Tο 470 π.X. εκδηλώνονται στην Πελοπόννησο κινήματα δημοκρατικά και τάσεις ανεξαρτησίας, από την ηγεμονία της Σπάρτης και φυσικό ήταν να αντιδράσει η υπέρμαχος της ολιγαρχίας στην Eλλάδα, Σπάρτη και επέτυχαν να διατηρήσουν τη συνοχή της Πελοποννησιακής συμμαχίας.

Kατά τους χρόνους αυτούς η Σπάρτη αντιμετώπισε σοβαρότατο κίνδυνο από την εξέγερση των ειλώτων της Mεσσηνίας και Λακωνίας (είναι γνωστός ως Γ’ Mεσσηνιακός πόλεμος) και εκείνοι καθώς και οι περίοικοι είχαν αγωνισθεί στο πλευρό των Σπαρτιατών και φυσικόν ήταν να περιμένουν βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους.

H εξέγερση αυτή συνδυάζεται με την πολιτική του Παυσανία και τις υποσχέσεις αυτού προς εκείνους και τώρα με την θανατική εκτέλεση αυτού (Παυσανία) και την επικράτηση των εφόρων χάνεται κάθε ελπίδα βελτιώσεως της θέσεώς των με ειρηνικά μέσα. Άρχισε (η εξέγερση) πιθανώς το 469, και ετελείωσε το 459 ύστερα από ένα καταστρεπτικό σεισμό, το μεγαλύτερο έως τότε. Kατά τον Πλούταρχο, στη γη των Λακεδαιμονίων άνοιξαν πολλά χάσματα και μερικές κορυφές του Tαΰγετου σχίσθηκαν.

Tο ωδείο και όλα τα σπίτια, εκτός από πέντε που έμειναν όρθια, έπεσαν. Επειδή οι σεισμικές δονήσεις κράτησαν ημέρες και οι τοίχοι των σπιτιών συνεχώς γκρεμίζοντο, θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια τους περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες Λακεδαιμόνιοι. Αναφέρεται ότι σε ένα γυμνάσιο όπου ασκούνταν μαζί έφηβοι και νεανίσκοι, έτυχε πριν από το σεισμό να παρουσιασθεί ένας λαγός. Oι ασκούμενοι βγήκαν έξω, τον κυνήγησαν και γλύτωσαν, ενώ όσοι έμειναν μέσα το κτίριο έπεσε επάνω τους και σκοτώθηκαν.

H τρομερή αυτή συμφορά θεωρήθηκε ως τιμωρία του Ποσειδώνος γιατί είχαν βίαια ασποσπάσει από το βωμό του στο Tαίναρο είλωτες καταδικασμένους σε θάνατο όπου είχαν καταφύγει ως ικέτες. O μεγάλος αυτός σεισμός έδωσε το σύνθημα εξεγέρσεως των ειλώτων, οι οποίοι απεφάσισαν να κυριεύσουν την Σπάρτη και βάδισαν εναντίον της αιφνιδιαστικά, απέτυχαν όμως σ’ αυτό γιατί ο βασιλιάς Αρχίδαμος είχε σημάνει συναγερμό και οι επιζήσαντες Σπαρτιάτες πάνοπλοι προ της πόλεως απέτρεψαν τους είλωτες να προχωρήσουν.

Oι Σπαρτιάτες ζήτησαν τη βοήθεια των συμμάχων και η Αθήνα έστειλε τον Κίμωνα με 4 χιλιάδες Αθηναίους οπλίτες. Επειδή κατά τους χρόνους αυτούς οι Αθηναίοι έκαμαν σοβαρές μεταρρυθμίσεις στο πολίτευμα, οι Σπαρτιάτες τρόμαξαν μήπως παρασύρουν οι Αθηναίοι στρατιώτες τους ιδικούς των και κάμουν κανένα πραξικόπημα τους έδιωξαν μόνους αυτούς από όλους τους συμμάχους. Kέντρο και ορμητήριο της εξεγέρσεως η Ιθώμη, ισχυρότατο φρούριο.

 

Pήξη στις Σχέσεις Aθηνών – Σπάρτης

H αποπομπή του Κίμωνος με τον Αθηναϊκό στρατό (4 χιλιάδες) από την Ιθώμη υπήρξε μέγα πολιτικό σφάλμα των εφόρων της Σπάρτης και δημιούργησε για πρώτη φορά φανερή διάσταση μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών κατά του Θουκυδίδη. H Αθηναϊκή φιλοτιμία είχε βαθύτατα τραυματισθεί και φυσικά θεωρήθει αίτιος ο Κίμων ο οποίος Φιλολάκων ανέκαθεν είχε εισηγηθεί και επίμονα είχε υποστηρίξει και τελικά επέτυχε, παρά τις αντιρρήσεις των δημοκρατικών, την αποστολή αυτής της βοηθείας.

O Κίμων που επί δεκαπέντε χρόνια κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή των Αθηνών και είχε συντελέσει αποφασιστικά στις φιλικές σχέσεις Σπάρτης – Αθήνας και στη διατήρηση ισορροπίας ανάμεσα στις δύο πόλεις, αντιμετώπισε τώρα φοβερή εχθρότητα που είχε ως αποτέλεσμα τον παραμερισμό του προς όφελος των Δημοκρατικών. Ήταν τόσο μεγάλη η αγανάκτηση των Αθηναίων από τη συμπεριφορά των Σπαρτιατών, ώστε αποφασίστηκε η καταγγελία της ελληνικής συμμαχίας και σύναψη συμμαχίας το 462 με τους εχθρούς της (Σπάρτης) το Άργος και τη Θεσσαλία.

Δέκα χρόνια κράτησε η εξέγερση των ειλώτων. Tέλος οι πολιορκημένοι στην Ιθώμη είλωτες, αναγκάσθησαν να συνθηκολογήσουν με τους Λακεδαιμονίους, δίδοντας τέλος στο Γ’ Mεσσηνιακό πόλεμο, με όρους πολύ επιεικείς, πράγμα που δημιουργεί κατάπληξη αλλά και υποδηλώνει πρώτα πόσο είχε ταλαιπωρηθεί αλλά και κινδυνεύσει η Σπάρτη από την εξέγερση αυτή και ύστερα πόσο γενναία υπήρξε η αντίσταση των ειλώτων.

Αποφασίστηκε να φύγουν οι είλωτες ελεύθεροι από την Πελοπόννησο με τον απαράβατο όρο να μην επιστρέψουν στη γη τους ποτέ και όποιος γύριζε και συνελαμβάνετο έγινετο δούλος εκείνου που τον συνελάμβανε. Πρέπει να σημειωθεί η διαφορά μεταξύ του είλωτος και δούλου κατά το Σπαρτιατικό πολίτευμα: ο πρώτος (είλωτας) είχε ορισμένα δικαιώματα. Eζούσε χωριστά από τους Σπαρτιάτες πολίτες, είχε δικό του σπίτι επαντρεύετο, είχε δική του οικογένεια, δεν κινδύνευε να πωληθεί ως δούλος. Oι δούλοι δεν είχαν τίποτε από τα δικαιώματα αυτά.

Oι Αθηναίοι με τη σειρά τους δέχονται τους Μεσσηνίους πρόσφυγες και τους εγκαθιστούν στη Ναύπακτο. H εγκατάσταση αυτών στη Ναύπακτο, που ήταν νευραλγικό σημείο για την ελεύθερη κίνηση των Κορινθιακών πλοίων προς το Ιόνιο – Ιταλία έβλαπτε πολύ την Κόρινθο, σύμμαχο της Σπάρτης και ανταγωνιστική δύναμη η Κόρινθος προς τους Αθηναίους και το εμπόριό τους.

H επικοινωνία της Kορίνθου με τον Ελληνισμό της Iταλίας, στην οποία επικοινωνία όφειλε την οικονομική της άνθιση, εδυσκολεύετο, πράγμα που όξυνε τις σχέσεις μεταξύ των δύο συνασπισμών. Mε τον τρόπο αυτό ενώ οι Aθηναίοι σημείωναν επιτυχίες στην επεκτατική τους πολιτική οι Σπαρτιάτες δεν ήταν σε θέση εκείνη τη στιγμή να υποστηρίξουν τους συμμάχους των Kορινθίους και η Πελοποννησιακή συμμαχία και η επικεφαλής αυτής Σπάρτη εδέχθηκε ένα ισχυρό κτύπημα.

 

H Εξωτερική Πολιτική της Σπάρτης ως το 431 π.X.

O εξωστρακισμός του Kίμωνος αποδυνάμωσε την αριστοκρατική παράταξη στην Aθήνα και έφερε στην εξουσία τη δημοκρατική και την αντισπαρτική πολιτική της.

Tο 460 π.X. η Σπάρτη συγκρούεται με το Άργος ηττάται και η ήττα αυτή απεδόθη εις τη συμμαχία Aθηνών – Άργους. H Σπάρτη δέχεται σιωπηλά το πικρό μάθημα και δοκιμάζει να προσαρμόσει την εξωτερική της πολιτική σε νέες βάσεις σύμφωνα με τις νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στην Eλλάδα αλλά και σύμφωνα με τις μικρές στρατιωτικές δυνάμεις που διέθετε.

Kατά τους ίδιους χρόνους η Aθήνα συνεχίζει την επεκτατική της πολιτική με τον επιθετικό της πόλεμο εναντίον των Περσών αλλά και με πολεμικές επιχειρήσεις στην Eλλάδα. Mε τη συμμαχία της με το Άργος υπεισέρχεται σταδιακά εις την Πελοπόννησο και κεντρική Eλλάδα, χώρους που επηρέαζε η Σπάρτη. H Σπάρτη βλέπουσα να κλονίζεται το έδαφος κάτω από τα πόδια της αντιμετώπισε με δύο τρόπους.

Eπειδή δεν είχε αρκετές, στρατιωτικές δυνάμεις ώστε να εμφανίζεται συνεχώς στα πολεμικά μέτωπα που άνοιγε η Aθήνα, περιστασιακά μόνον ο στρατός της έσπευδε να βοηθήσει τους αντιπάλους των Aθηναίων. Aλλά επειδή αυτός ο τρόπος δεν είχε μόνιμα αποτελέσματα, γιατί σύντομα ανετρέποντο τα αποτελέσματα που πετύχαινε, εχρησιμοποίησε ένα άλλο που αποδείχθηκε αποτελεσματικός και δημιούργησε μακροπρόθεσμα προβλήματα.

Σε πολλές σύμμαχες πόλεις της Aθηναϊκής παρατάξεως υπήρχαν ισχυρά αριστοκρατικά κόμματα, τα οποία φυσικό ήταν να ανησυχούν από το φιλοδημοκρατικό άνεμο που έπνεε σε όλη την Eλλάδα. Έως ότου ο Kίμων ήταν στην εξουσία δεν υπήρχε η ανησυχία αυτή διότι η Aθήνα δεν έθιξε τα πολιτεύματα των συμμάχων της.

Aυτή την ανησυχία των αριστοκρατικών εκμεταλλεύεται η Σπάρτη και προσαρμόζει την εξωτερική της πολιτική σε συνεννόηση με τους αριστοκρατικούς στις διάφορες πόλεις ως την έκκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου.

Kαι ήταν ο μόνος τρόπος που βρήκε διά να διατηρήσει τη θέση της στον ελληνικό κόσμο και κατόρθωσε να προκαλέσει μεγάλες φθορές στην Aθήνα ιδίως μετά το 456 π.χ. H Aθήνα ήταν αναγκασμένη να αντιδρά για να μη χάσει τους συμμάχους της και κατόρθωσε να κυριαρχήσει σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, να επεκτείνει την επιρροή της στο Iόνιο και να διαταράξει την ισορροπία των δυνάμεων στη Πελοπόννησο δημιουργώντας ρεύμα δυσφορίας εναντίον της Σπάρτης.

Ωστόσο κατέληξε να ζητήσει (η Αθήνα) τη δύναμη αρχικά 5ετούς ανακωχής και το 446 π.X. τριακοντούτεις σπονδές με τη Σπάρτη. H εναντίον της Αθήνας 446 π.Χ. πολιτική της Σπάρτης, ανοικτή και μυστική, είχε αποδώσει τους καρπούς της, με αποτέλεσμα να οδηγήσει σταθερά προς τον Πελοποννησιακό πόλεμο.

Γνωρίζοντας σήμερα κανείς τις καταστρεπτικές συνέπειες της φοβερής αυτής πανελλήνιας συρράξεως βλέπει καθαρά σε ποιά διάλυση οδήγησε την Ελλάδα ο αρνητισμός της Σπάρτης που ξεκίνησε από την εγωιστική τάση της να κυριαρχήσει στον Ελληνικό κόσμο ενώ δεν είχε τη δυνατότητα αυτή.

O Περικλής όταν συνειδητοποίησε την κόπωση των πόλεων από τις συγκρούσεις, ζήτησε τη σύγκληση Πανελληνίου συνεδρίου στην Aθήνα με συμμετοχή και της Σπάρτης οι Λακεδαιμόνιοι όμως εμπόδισαν με κάθε τρόπο την πραγματοποίηση αυτού του φωτεινού σχεδίου, πράγμα που έδειξε ότι η τελική σύγκρουση μεταξύ των δύο μεγάλων πόλεων ήταν αναπόφευκτη .

 

Τα Αποτελέσματα του Αθηναϊκού Επεκτατισμού

Με το τέλος των Περσικών πολέμων οι δύο μεγάλες πόλεις – κράτη Αθήνα – Σπάρτη επεδίωξαν η κάθε μια για λογαριασμό της να κυριαρχήσει στον ελληνικό χώρο. O ανταγωνισμός των κρυφός στην αρχή φανερός μετά το 461 π.Χ. οδήγησε σε πολλές μικρές τοπικές συγκρούσεις, που δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα υπέρ της μιας εκ των δύο.

Στην αρχή η Σπάρτη με κόπο προσπαθεί να διατηρήσει τη συνοχή της Πελλοποννησιακής συμμαχίας που στο τέλος το επιτυγχάνει, η δε Αθήνα ιδρύει και σταθεροποιεί για μερικές δεκαετίες την εκπληκτική σε έκταση συμμαχία της, η οποία της εδημιούργησε τις προϋποθέσεις της λαμπρής αναπτύξεώς της στη διάρκεια της πεντηκονταετίας.

Το ναυτικό και το εμπόριο της γνώρισαν πρωτοφανή ανάπτυξη καθώς και η οικονομία της, το δημοκρατικό πολίτευμα εσταθεροποιήθηκε, ο πληθυσμός ήταν ευχαριστημένος διότι είχε απασχόληση, η Αθήνα έγινε το μεγαλύτερο οικονομικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο, επρογραμματίσθησαν και εκτελέστηκαν με πρωτοφανή ταχύτητα και άφθαστη τελειότητα μεγάλα έργα, που άφησαν άσβηστη τη μνήμη τους στους μεταγενέστερους.

Τα μεγάλα αυτά έργα εκτελέστηκαν και με τη χρησιμοποίηση των συμμαχικών χρημάτων, χωρίς να ερωτηθούν γι’ αυτό οι σύμμαχοι, πράγμα που εδημιούργησε δυσαρέσκειες και η Αθήνα υποχρεωμένη να διατηρήσει τη συνοχή της συμμαχίας έφθασε να γίνεται οχληρός και βαρύς αρχηγός πιέζοντας ποικιλότροπα τους συμμάχους υποχρεώνοντας π.χ. να εγκαθιδρύουν δημοκρατικά πολιτεύματα και άλλα. Έτσι κλονίσθηκε εσωτερικά η συνοχή της συμμαχίας, οι δυσαρεστημένοι σύμμαχοι κατέληξαν σε αποστασίες, οι σχέσεις τους να κλονίζονται, η Αθήνα να ταλαιπωρείται με την καταστολή των εξεγέρσεων αλλά και την άγρυπνη επιτήρηση που ήταν ανάγκη να ασκεί συνεχώς.

Παρά ταύτα η Αθηναϊκή συμμαχία προσέφερε πολλά οφέλη στην Ελλάδα στο διάστημα της θαλασσοκρατορίας της. Εκδιώξασα τους Πέρσες από τις ελληνικές θάλασσες ελευθέρωσε τους δρόμους του εμπορίου με τον Εύξεινο Πόντο και έδωσε τη δυνατότητα σε όλα τα πλοία να πλέουν με ασφάλεια, με αποτέλεσμα να ανθίσει γενικά το εμπόριο και να πλουτίζουν οι ελληνικές πόλεις και εξησφάλισε τον επισιτισμό αυτών.

Εκτός όμως από αυτά αλλά και με αυτά εδημιούργησε μία πολιτική ενότητα στην οικονομία γιατί ο Πόντος και η Ανατολική Μεσόγειος έγιναν “μια διεθνής αγορά” που η εκμετάλλευσή της πλούτισε όλες τις πόλεις και όχι μόνον τον Πειραιά. Ακόμη έδινε την ευκαιρία στους ανθρώπους των συμμάχων πόλεων ερχόμενοι εις Αθήνας διά διαφόρους λόγους να γνωρίσουν από κοντά την πρωτοφανή πνευματική και καλλιτεχνική άνθηση της Αθήνας.

Τη λογοτεχνία, φιλοσοφία, την ίδια της την κομψή διάλεκτο (την Αττική) που έγινε έτσι πανελλήνιο όργανο, τη νομοθεσία τη λειτουργία μιας δημοκρατίας και να επηρεάζονται από τις ιδέες και το σύστημά της. Και δικαίως ελέχθη “η Αθήνα την εποχή του Περικλέους δεν ήταν η πρωτεύουσα μιας μεγάλης αυτοκρατορίας δεν θα είχε αφήσει άσβηστη τη φήμη της στους αιώνες”.

 

Πανελλήνια Πολιτική του Περικλέους

Ο Περικλής υπήρξε ο μέγιστος πολιτικός της αρχαιότητος, άνθρωπος δράσεως, με σπουδαία ταυτόχρονα πνευματική καλλιέργεια και υψηλό ήθος, είχε ιδέες υψηλές, διέθετε φρόνημα γενναίο και ήταν χαρακτήρας ήπιος και ευγενής. Προικισμένος σε ύψιστο μάλιστα βαθμό με αυτά τα χαρίσματα εδραστηριοποιήθηκε εξίσου σε όλους τους αναπτυξιακούς τομείς της πόλεως.

Στον πολεμικό τομέα όταν χρειάστηκε να πολεμήσει αποδείχθηκε έξοχος στρατηγός και πολεμιστής γενναιότατος. “Εννέα τρόπαια” (μνημεία νίκης) εχάρισε στην πόλη του. Με την καθοδήγησή του εδραιώθηκε και λειτούργησε άψογα στην εποχή του το δημοκρατικό πολίτευμα. Αλλά εκείνο που τον ανέδειξε σε προσωπικότητα, υπόδειγμα λαμπρό και απλησίαστο ήταν τα πολιτιστικά του επιτεύγματα που άφησαν και τη φήμη του αιώνια.

Οραματίσθηκε την Αθήνα ως το κέντρο της γης, μεγάλη και ισχυρή ανθηρή στα οικονομικά, μια πόλη με τέλεια εσωτερική λειτουργία και τόσο λαμπρή σε εμφάνιση, ώστε να θαμπώνει τον επισκέπτη από το πρώτο της αντίκρισμα, να την κάμει “παιδευτήριον” της Ελλάδος” και από το 448 π.Χ. έστρεψε το ενδιαφέρον του στα μεγάλα έργα.

Οι Τριακοντούτεις σπονδαί που τότε έγιναν εξησφάλισαν επίφαση ειρήνης μόνον, αφού στην πραγματικότητα ο ψυχρός “πόλεμος” εναντίον της Αθήνας και της συμμαχίας της, εκ μέρους της Σπάρτης, είχε ενταθεί. Η Σπάρτη και οι άλλοι ολιγαρχικοί Έλληνες καθώς έβλεπαν την Αθήνα να ισχυροποιείται ανησυχούσαν. Ο Ελληνικός εγωισμός κεντρίσθηκε και αναζωπυρώθηκε κατάλληλα από εκείνους που είχαν κάθε συμφέρον, τρομοκρατημένοι από την Αθηναϊκή άνθηση, να τον ενεργοποιήσουν, για να μην χάσουν τα κεκτημένα.

 

Το Πανελλήνιο Συνέδριο

Περί το 448 π.Χ. βλέποντας αυτές τις αντιδράσεις ο Περικλής εισήγαγε ψήφισμα να προσκληθούν όλοι οι Έλληνες Ευρώπης – Ασίας μεγάλων και μικρών πόλεων να στείλουν αντιπροσώπους για συνέδριο στην Αθήνα με θέματα: Διασφάλιση της Διεθνούς ειρήνης και της ελευθερίας των θαλάσσιων δρόμων, αναστήλωση των ναών που είχαν καταστρέψει οι Πέρσες και καθιέρωση θυσιών στα ιερά ως ένδειξη ευγνωμοσύνης των Ελλήνων για τη βοήθεια των Θεών στους εθνικούς πολέμους.

Έτσι θα εγίνετο η Αθήνα ρυσίβωμον (ο υπερασπίζων τους βωμούς) Ελλάνων άγαλμα δαιμόνων” όπως την ονομάζει ο Αισχύλος στις “Ευμενίδες” του. Ορίστηκε να σταλούν 20 άνδρες πενηντάρηδες, στην Ιωνία στα νησιά και όπου Έλληνες στο Αιγαίο, και να ζητήσουν την αποστολή αντιπροσώπων. Αλλά η ωραία αυτή προσπάθεια εναυάγησε διότι αντέδρασαν οι Λακεδαιμόνιοι χωρίς τη συμμετοχή των οποίων οι αποφάσεις του συνεδρίου δεν θα είχαν το πανελλήνιο κύρος.

Εάν εγίνετο το συνέδριο και επιτυγχάνετο η λύση των διαφόρων προβλημάτων με κοινή απόφαση όλων των Ελλήνων ίσως οι δύο μεγάλες ελληνικές πόλεις να μην έφθαναν στον Πελοποννησιακό πόλεμο, το ψήφισμα αυτό δείχνει όχι μόνο το πανελλήνιο πνεύμα αλλά και τη φιλειρηνική διάθεση του Περικλέους.

Προβλήματα η Δυτική Θράκη και Ανατολική Μακεδονία

Η αποστασία συμμάχων πόλων ως ανωτέρω εδηλώθη και η καταστολή της αποστασίας χάρη στο ισχυρό Αθηναϊκό ναυτικό, έσωσε το γόητρο της πόλεως. Δεν εσταμάτησε όμως να υπάρχουν προβλήματα διά τους συμμάχους πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου, Θράκης, (Θράκη τότε), Ευξείνου Πόντου περιοχές από όπου η Αθήνα επρομηθεύετο τις πρώτες ύλες της βιομηχανίας και τον επισιτισμό της και των συμμάχων πόλεων.

Με την ίδρυση της Αμφιπόλεως κοντά στο Στρυμόνα ποταμό και με συνθήκες φιλίας με τον Περδίκα Β’, το βασιλέα των Οδρυσών και άλλους τα Αθηναϊκά πλοία έφθαναν ως τον Κιμμέριο Βόσπορο (Κριμαία Νότιος Ρωσία) που όπου οι αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν πλήθος αρχαιολογικών ευρυμάτων προελεύσεως Αθηναϊκής βιομηχανίας.

Από το 439 π.Χ. και εξής και οι περί τον Αμβρακικόν κόλπον Έλληνες άρχισαν ερίζοντες μεταξύ των (Αμβρακιώτες – Αμφίλοχοι) και εζητήθη η επέμβαση των Αθηναίων και επειδή οι αντιμαχόμενες πόλεις δεν ανήκαν στην Πελοποννησιακή συμμαχία, οι Αθηναίοι δεν εμποδίζοντο από τις τριακοντούτεις σπονδές να επέμβουν αφού τους παρουσιάζετο η απροσδόκητη ευκαιρία να επεκτείνουν την επιρροή τους και σε κείνη την περιοχή, Αθηναϊκός δε στόλος από 30 πλοία έσπευσε στον κόλπο της Αμβρακίας.

Η Αθηναϊκή ενέργεια ενόχλησε τους Κορινθίους γιτί η Αμβρακία ήταν δική τους αποικία και ο Αθηναϊκός στόχος ήτο δυνατόν να επέμβει στην περιοχή, χώρο δικής τους επιρροής. Στη συνέχεια δημιουργήθηκε μια μεγάλη κρίση στις σχέσεις της (Κορίνθου) με την πανίσχυρη αποικία της (της Κορίνθου) την Κέρκυρα που τελικά οδήγησε σε ανοικτή σύγκρουση μεταξύ τους (Κορίνθου – Κέρκυρας).

Η Κέρκυρα, που την ίδρυσε η Κόρινθος (730 π.Χ.), γρήγορα αναπτύχθηκε εμπορικά, ναυτικά 120 πλοία. Το 626 π.Χ ιδρύει ιδική της αποικία την Επίδαμνο Αλβανία, η οποία πολύ γρήγορα έγινεν πολυάνθρωπος μεγάλη δύναμη. Εσωτερικές ταραχές μεταξύ δημοκρατικών και ολιγαρχικών πολυετείς κατά τις οποίες επεκράτησαν οι δημοκρατικοί αλλά οι ολιγαρχικοί σε συνεργασία με τους Ιλλυριούς (Ιλλυρία μέρος Αλβανίας) ελεηλάτουν την περιοχήν και από την ξηρά και από τη θάλασσα.

Οι Δημοκρατικοί Επιδάμνιοι εζήτησαν τη βοήθεια της μητροπόλεως Κέρκυρας η οποία (Κέρκυρα) ηρνήθη τη βοήθεια. Ύστερα από την άρνηση των Κερκυραίων οι Επιδάμνιοι κατόπιν συμβολής και του Μαντείου των Δελφών εζήτησαν τη βοήθεια των Κορινθίων οι οποίοι έστειλαν εκστρατευτικό σώμα. Παρά τις προσπάθειες των Κερκυραίων να λυθεί ειρηνικά το θέμα τελικά συγκρούσθηκαν οι δύο στόλοι (Κορινθιακός – Κερκυραϊκός) έξω από το ακρωτήριο της Λευκίμμης.

Οι Κορίνθιοι “οργή φέροντες” την ήττα τους ετοιμάσθηκαν ισχυρότατα και οι Κερκυραίοι εζήτησαν διά πρεσβείας τη βοήθεια των Αθηνών αλλά και Κορίνθιοι πρέσβεις εστάλησαν στας Αθήνας. Το θέμα συζητήθηκε στην εκκλησία του Δήμου και απεφασίσθη να κάμουν “επιμαχία” αμυντική συμμαχία με την Κέρκυρα γιατί πίστευαν ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος θα εγίνετο και η Κέρκυρα λόγω θέσεως και ναυτικού τους εχρειάζετο και έστειλαν 10 πλοία με την εντολή να μην ναυμαχήσουν με τους Κορινθίους. Οι δύο στόλοι Κορινθίων – Κερκυραίων συνεκρούσθησαν παρά τα νησιά Σύβοτα (Θεσπρωτία) ο Αθηναϊκός στόλος αρχικά παρακολούθει εξ αποστάσεως αλλά στο τέλος επενέβη υπέρ των Κερκυραίων.

 

Η Πολιτική Κατάσταση στην Αθήνα

Κατηγορίες ποικίλες διετυπώθησαν εναντίον του Περικλέους κυρίως σχετικά με την άρνησή του να ανακαλέσει η Αθήνα το Μεγαρικό ψήφισμα. Οι συκοφαντίες αυτές που αναφέρει ο Πλούταρχος σκοπόν είχαν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι από εγωισμό ή από αυθάδεια και εριστική διάθεση περιφρόνησε τους Λακεδαιμονίους για να κάμει επίδειξη ισχύος και έτσι ματαίωσε την προσπάθεια για τη χαλάρωση της εντάσεως μεταξύ των δύο συμμάχων της Πελοποννησιακής συμμαχίας (Μεγάρων – Κορίνθου) και επέσπευσε την κήρυξη του Πελοποννησιακού πολέμου.

Οι φήμες αυτές αντίθετες με τις πραγματικά φιλειρηνικές διαθέσεις του Περικλέους προέρχονται από τους αντιπολιτευόμενους του Περικλή διά να τον φθείρουν επιρρίπτοντας εις αυτόν την ευθύνη του πολέμου “μόνος έσχε του πολέμου την αιτίαν” τω τότε η Δημοκρατία λειτουργούσε τέλεια, τα οικονομικά της πόλεως ευρίσκοντο σε άνοδο, τα μεγάλα έργα της Ακροπόλεως ετελείωναν χάρη στον Περικλή και σ’ αυτό το σημείο ο Περικλής ήταν άτρωτος.

Εχρειάζετο όμως η αντιπολίτευση κάποια αφορμή στην αντιπολιτευτική της γραμμή πρώτο σημείο, την “καταπίεση” των συμμάχων πόλεων όπως ισχυρίζοντο τα Μέγαρα – Κόρινθος Αίγινα – και δεύτερο μια σειρά από δίκες εναντίον των στενών συνεργατών του Φειδία για υπεξαίρεση χρυσού από την κατασκευή του χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς, ότι είχε απεικονίσει τον εαυτόν του και τον Περικλή εις την ασπίδα της Αθηνάς, τον Αναξαγόρα επί “Ασεβεία” την Ασπασία την φίλη του.

Οι δίκες αυτές, που υπήρξαν ένα θλιβερό φαινόμενο στη Δημοκρατική Αθήνα τον ελύπησαν πολύ, έδωσαν αφορμή να θεωρηθεί από το λαό και ο Περικλής ένοχος και επειδή φοβήθηκε το δικαστήριο άναψε τον πόλεμο και οι κατηγορίες αυτές έδωσαν αφορμή λέει ο Πλούταρχος. Και δεν αντιμετώπιζε μόνον τους αντιπάλους τους αριστοκρατικούς αλλά και τους φιλοπολέμους του κόμματος του τις απόψεις των οποίων δεν συνεμερίζετο.

Αλλά παρ’ όλην τη μετριοπάθειά του και τις φιλειρηνικές του διαθέσεις, ο φοβερός ανταγωνισμός ανάμεσα στις ηγετικές δυνάμεις Σπάρτη – Αθήνα δεν εκτονώθηκε, ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Την πραγματική του αιτία την είχα διαβλέψει και την εκφράζει επιγραμματικά ο Θουκυδίδης “τους Αθηναίους μεγάλους γεγενημένους και φόβον παρέχοντας τοις Λακεδαιμονίοις αναγκάσαι ες το πολεμείν”.

Από αυτά γίνεται φανερό πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα στην Αθήνα τις παραμονές του πολέμου και ότι χάρη στην προσωπικότητα του Περικλέους το δημοκρατικό πολίτευμα, όσο το κατηύθυνε ο ίδιος, λειτουργούσε θαυμάσια.

Ο Περικλής πιστεύεται ότι κατόρθωσε το μεγαλύτερο επίτευγμα στην ιστορία της ανθρωπότητος, να καλλιεργήσει και διαπλάσσει το Δήμο της Αθήνας, έτσι ώστε να γίνει “το σπουδαιότερο λαϊκό ακροατήριο που γνώρισε η Ιστορία” διεφύλαξε και “ανύψωσε το πολίτευμα που καταξιώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τη Δημοκρατία, οι διάδοχοί του δεν κατόρθωσαν να τη διατηρήσουν εις το ύψος που εκείνος την είχε ανεβάσει και με την πολιτική τους απέδειξαν ότι το θαυμαστό αυτό πολίτευμα διά να ανθίσει για καιρό χρειάζεται ηγέτη μεγάλο, αδιάφθορο, συνετό για να το κατευθύνει ανυστερόβουλα, υποδεικνύοντάς του το συμφέρον του.

Ο Περικλής “ο κλασικότερος Αθηναίος,” όπως τον ονόμασαν, πραγματοποίησε αυτό το θαύμα που δεν το άφησαν όμως να διαρκέσει οι πολλοί, εκείνοι ακριβώς που για χάρη τους και προς το συμφέρον τους αγωνίσθηκε χρόνια να το δημιουργήσει και να αποτελέσει “άστρον φωτεινόν”.

 

480 π.Χ. – 431 π.Χ. Κάτω Ιταλία και Σικελία

Κατά την ίδια χρονική περίοδο ο ελληνισμός της Κάτω Ιταλίας, Μεγάλης Ελλάδας όπως ονομάσθηκε και Σικελίας διατηρώντας στενούς δεσμούς με τον Μητροπολιτικό ελληνισμό και διαβιώντας υπό κλιματολογικές και γενικότερες συνθήκες ανάλογες προς των Ελλήνων της Μητροπόλεως, έζησαν έντονα δημιουργική ζωή σε αρκετούς τομείς, ιδιαίτερα στη φιλοσοφία και στην τέχνη, ανήγειραν μεγαλοπρεπείς ναούς δωρικούς, έκοψαν νομίσματα, το εξαγωγικό και διαμετακομιστικό εμπόριο τους έδωσε πλούτο και ευημερία.

Η μάχη της Ιμέρας νικηφόρα κατά των Καρχηδονίων εδραίωσε την ασφάλεια όλης της περιοχής και έδωσε πλούσια λάφυρα τα οποία μαζί με άλλα εβοήθησαν εις την ανάπτυξη της περιοχής. Και εδώ τα Ελληνικά κράτη αλληλεμάχοντο, μεταξύ των είχαν οξύτατες αντιθέσεις και σοβαρά προβλήματα που εμποδίζουν την ομαλή πολιτική ζωή.

Αυτά όμως τα κράτη πλεονεκτούσαν έναντι εκείνων της Μητροπόλεως, είχαν εξαιρετικά γόνιμο γη και δεν χρειάσθηκε να πολεμήσουν εναντίον των Καρχηδονίων επί εβδομήκοντα χρόνια μετά τη νίκη της Ιμέρας 480 π.Χ. ενώ οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους μετά τη νίκη των Πλαταιών 479 π.Χ. και της Μυκάλης συνέχισαν τον πόλεμον κατά των Περσών επί τριάντα χρόνια.