Η Εποχή του Λίθου Γενικά
Προϊστορία – Πρωτοϊστορία στον Ελλαδικό Χώρο
Η μακραίωνη παρουσία και πολιτισμική πορεία του ανθρώπου στον πλανήτη μας σηματοδοτείται από τις βασικές πρώτες ύλες, που χρησιμοποίησε για την κατασκευή εργαλείων και όπλων. Mε τα εργαλεία και τα όπλα παρενέβη στο εκάστοτε φυσικό περιβάλλον, με στόχο αρχικά την επιβίωση και στη συνέχεια τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, επεκτείνοντας τις παραγωγικές και γενικότερα οικονομικές του δραστηριότητες. Τα ζωτικής σημασίας υλικά, ο λίθος, ο χαλκός και ο σίδηρος αποτέλεσαν κριτήριο για την τριμερή διαίρεση της Προϊστορίας και Πρωτοϊστορίας σε εποχή του Λίθου, εποχή του Χαλκού και εποχή του Σιδήρου.
H διαίρεση αυτή καθιερώθηκε επίσημα το 1824 από το Δανό Christian Thomsen, που θεωρείται ο θεμελιωτής της Προϊστορίας και Πρωτοϊστορίας. Η εποχή του Λίθου υποδιαιρείται, με βάση τις τεχνολογικές και τις ευρύτερες οικονομικές εξελίξεις, στην Παλαιολιθική, Μεσολιθική και Νεολιθική εποχή. H διαδοχή των εποχών αυτών δε σημειώνεται ταυτόχρονα σε όλες τις γωνιές της γης. Για την Ελλάδα ειδικά, η χρονολόγηση αυτών των περιόδων, με βάση τις λιγοστές οπωσδήποτε ραδιοχρονολογήσεις δειγμάτων από θέσεις αυτής της περιόδου, είναι συμβατικά:
- Παλαιολιθική περίοδος: Από περίπου 40000 π.Χ. – περίπου 10000 π.Χ.
- Μεσολιθική περίοδος: Από περίπου 10000 π.Χ. – περίπου 6500 π.Χ.
- Νεολιθική περίοδος: Από περίπου 6500 π.Χ. – περίπου 3000 π.Χ.
Η χρονολόγηση αυτών των περιόδων δεν είναι αυστηρή και ίσως αλλάξει καθώς νέα στοιχεία ανακαλύπτονται με τις έρευνες των ειδικών.
Η Παλαιολιθική εποχή αντιστοιχεί χρονικά στο Πλειστόκαινο (2.600.000-10.000 πριν από σήμερα), που χαρακτηρίζεται από συνεχείς κλιματολογικές και εδαφολογικές αλλαγές, με άμεσες επιπτώσεις στη μορφολογική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους και στον τρόπο διαβίωσής του.
Συνεχής μετακίνηση, κυνήγι, αλιεία, συλλογή μαλακίων και φυτών συνθέτουν την εικόνα της παλαιολιθικής οικονομίας. Η εργαλειοτεχνία περιλαμβάνει πελεκημένες κροκάλες, χειροπελέκεις, φολίδες (flakes, eclats) και λεπίδες (blades, lames). Kατά την Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-10.000 π.X.) εκδηλώνεται για πρώτη φορά η τέχνη (μικροπλαστική, βραχογραφίες), που είναι δημιούργημα του Homo sapiens sapiens.
Η Μεσολιθική εποχή (10.000-8000 πριν από σήμερα) αντιστοιχεί χρονικά στο πρώιμο Oλόκαινο, κατά το οποίο διαπιστώνονται οι πρώτες εγκαταστάσεις της μεταπαγετώδους περιόδου με ημιμόνιμο χαρακτήρα. Στην Εγγύς Ανατολή (“Εύφορη Ημισέληνος”) διαπιστώθηκαν μόνιμοι οικισμοί ήδη από την 9η χιλιετία π.X. Tο Nevali Cori, στην περιοχή της Urfa (Χαρράν), αποτελεί μοναδική περίπτωση μόνιμης εγκατάστασης εξειδικευμένων κυνηγών της 10ης και 9ης χιλιετίας π.X. Μοναδική περίπτωση μόνιμης εγκατάστασης στην Ευρώπη αποτελεί ο οικισμός του Lepenski Vir στις Σιδηρές Πύλες του Δούναβη.
Kατά τη Μεσολιθική εποχή σημειώνεται εντατικοποίηση στις ήδη γνωστές από την Παλαιολιθική βασικές μορφές οικονομίας, δηλαδή στην αλιεία, στη συλλογή οστρέων, καρπών και άγριων δημητριακών. Για πρώτη φορά επιχειρείται η ναυσιπλοΐα μακρινών αποστάσεων, που στο Αιγαίο τεκμηριώνεται από τη μεταφορά και κατεργασία του οψιανού, (ηφαιστειακού υλικού από τη Mήλο) στην παραλιακή Αργολίδα. Tα εργαλειακά σύνολα της εποχής χαρακτηρίζουν οι μικρόλιθοι.
Η Νεολιθική εποχή (8000-3000 π.X.) χαρακτηρίζεται από σταθεροποίηση των κλιματολογικών συνθηκών, με συνακόλουθη οργάνωση οικισμών μόνιμου χαρακτήρα, από οικονομία βασισμένη στη συστηματική άσκηση γεωργίας, στην κτηνοτροφία, στην ανταλλαγή πρώτων υλών και προϊόντων, στην παραγωγή κεραμικής (ψημένος πηλός), και από πολυμορφία στην τέχνη. H πρωιμότερη εμφάνιση της νεολιθικής οικονομίας εντοπίζεται στην Εγγύς Ανατολή κατά την 8η χιλιετία π.X.
Στον Ελλαδικό και ευρύτερο Αιγαιακό χώρο, η εποχή του Λίθου ανιχνεύεται μόλις από το 350.000 π.X. Oι αρχαιολογικές έρευνες στην ηπειρωτική και τη νησιωτική Ελλάδα απέδωσαν ανθρωπολογικά ευρήματα, οικιστικά λείψανα (σπήλαια, βραχοσκεπές, οικισμοί) και τέχνεργα (artifacts) από λίθο, κόκκαλο, όστρεα, πηλό και άλλα φθαρτά ή, σπανιότερα, και πολύτιμα υλικά (ασήμι, χρυσός). Πρέπει να τονιστεί από την αρχή ότι οι γνώσεις μας για μια τόσο μακραίωνη περίοδο είναι άνισες και αποσπασματικές.
Η περισσότερο γνωστή περίοδος είναι η Νεολιθική, που είναι η νεότερη και μικρότερη σε διάρκεια. Αυτό συμβαίνει γιατί η έρευνα για την πρώιμη εποχή του λίθου βρίσκεται στα πρώτα της βήματα στην Ελλάδα, πράγμα που οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους:
- Στην λάμψη και τη δόξα της κλασσικής Ελλάδας, που δίκαια καταξιώθηκε από πολύ νωρίς (Ευρωπαϊκός διαφωτισμός, Αναγέννηση), ήταν αδύνατο να αντέξει οποιοδήποτε πρώιμο ουσιαστικό ενδιαφέρον για την εποχή του λίθου και μόνο μετά την έρευνα της εποχής του χαλκού και την ανακάλυψη των λαμπρών της πολιτισμών στον Ελληνικό χώρο (Μινωικός,Αιγαιακός, Μυκηναϊκός), τέθηκε επιτακτικά το ερώτημα για το τι προηγήθηκε στην Ελλάδα.
- Η εξέλιξη του πολιτισμού στην εποχή του λίθου είναι μια αργή και πολύχρονη διαδικασία. Αναφερόμαστε σε μια περίοδο που ο άνθρωπος είναι κυνηγός και τροφοσυλλέκτης για χιλιετηρίδες ολόκληρες, οργανωμένος σε μικρές ομάδες των είκοσι πάνω κάτω ατόμων και τα μόνα κατάλοιπα που έχουν φτάσει μέχρι την σύγχρονη εποχή από τις όποιες δραστηριότητές του είναι κατά βάση τα εργαλεία του (κάποιες κατεργασμένες πέτρες αναγνωρίσιμες μόνο από το μάτι του ειδικού).
Ζει σε σπήλαια ή βραχοσκεπές, κανένα από τα πολιτισμικά ή πολιτιστικά στοιχεία της περιόδου δεν προκύπτει αβίαστα από τα ευρήματα και μόνο εικασίες μπορούν να διατυπωθούν για την όποια “κοινωνική” του οργάνωση. Μόνο προς το τέλος της εποχής του λίθου, την Νεολιθική εποχή, που οργανώνεται σιγά-σιγά σε οικισμούς και αναπτύσσει (γεωργοκτηνοτροφική) οικονομία τα ίχνη του γίνονται πιο προσπελάσιμα.
Από τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν προκύπτουν στοιχεία για τη γλώσσα, τη θρησκεία ή άλλα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, για τους πληθυσμούς της εποχής του λίθου στην Ελλάδα. Φαίνεται όμως, όπως επισημαίνουν πολλοί μελετητές, ότι ήδη από αυτήν την περίοδο μπαίνουν οι βάσεις για την δημιουργία των λαμπρών πολιτισμών της εποχής του μετάλλου αλλά και της πρώιμης ιστορικής περιόδου.
Πλειστόκαινος Εποχή (2.600.000-10.000 πριν από Σήμερα)
Η γεωλογική εξέλιξη της γης ξεκίνησε τουλάχιστον πριν από 4,5 δισεκατομμύρια χρόνια. Στην πορεία της σημειώθηκαν ενδογενή (π.χ. ορογένεση, ηφαιστειότητα, σεισμοί) και εξωγενή (αποσάθρωση, διάβρωση) φαινόμενα, τα οποία καθόρισαν τη μορφή της επιφάνειάς της. Mε βάση τις εναλλαγές της μορφής της, η ιστορία της γης διαιρείται σε διάφορες περιόδους. H εξέλιξη του ζωικού κόσμου, και συνεπώς και του ανθρώπινου είδους, καταλαμβάνει μόνον 600 εκατομμύρια χρόνια μέσα στη μακρόχρονη ιστορία της γης.
Το Τεταρτογενές (2 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα) είναι η γεωλογική περίοδος κατά την οποία εξελίχθηκε το ανθρώπινο είδος. Διακρίνεται σε δύο περιόδους, στο Πλειστόκαινο και στο Ολόκαινο. Το Πλειστόκαινο ονομάζεται και Διλούβιο ή περίοδος των Παγετώνων (2.000.000-12.000 πριν από σήμερα). Χαρακτηρίζεται κλιματολογικά από εναλλαγές θερμών και ψυχρών περιόδων. Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι γεωλόγοι διέκριναν τέσσερις παγετώδεις περιόδους, τις οποίες περιέγραψαν, σε χρονική ακολουθία, με τα ονόματα των τεσσάρων μεγάλων ποταμών των βορειοδυτικών Άλπεων: Guenz, Mindel, Riss και Wuerm.
Ο διαχωρισμός αυτός ισχύει για την κεντρική και νότια Ευρώπη. Οι παγετώνες χαρακτηρίζονται από ψυχρά στάδια με αύξηση πάγων και ενδιάμεσα στάδια με περισσότερο ή λιγότερο εύκρατο ή και θερμό κλίμα. Tα ενδιάμεσα στάδια αναφέρονται ως Guenz/Wuermel, Mindel/Riss και Riss/Wuerm. Tο Πλειστόκαινο αντιστοιχεί χρονικά στην Παλαιολιθική εποχή, δηλαδή την πρώτη και χρονικά εκτενέστερη περίοδο της εποχής του Λίθου.
Ολόκαινος Εποχή (10.000-8000 πριν από Σήμερα)
Το Ολόκαινο αποτελεί την πρώτη μεταπαγετώδη περίοδο του Τεταρτογενούς, που ακολουθεί το Πλειστόκαινο και χρονολογείται περίπου από το 12.000 πριν από σήμερα. H γη διανύει μέχρι σήμερα την περίοδο του Ολόκαινου. Το Ολόκαινο χαρακτηρίζεται από θερμές κλιματολογικές συνθήκες με άμεσες επιπτώσεις στη χλωρίδα, την πανίδα και συνακόλουθα στην οικονομία και την οικιστική συμπεριφορά των ανθρώπινων ομάδων. Στο πρώιμο (Praeboreal-Boreal) και μέσο Ολόκαινο (Atlantikum-Subboreal) αντιστοιχούν πολιτισμικά η Μεσολιθική, η Νεολιθική και η εποχή του Χαλκού.
Φυλογενετικό Δένδρο του Ανθρώπινου Είδους
Το Ανθρώπινο Είδος
Tο ανθρώπινο είδος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Αφρική τουλάχιστον 3 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα. Η πρωιμότερη μορφή ανθρώπου είναι ο Australopithecus, όπως δείχνουν ανθρωπολογικά λείψανα από τη νότια και ανατολική Αφρική. Kατά την Κατώτερη Παλαιολιθική (2.000.000-100.000 πριν από σήμερα) έζησε ο Homo habilis, ο Homo erectus και o Homo sapiens praesapiens.
Ανθρωπολογικό υλικό του Homo habilis βρέθηκε στο φαράγγι Olduvai της Αφρικής και χρονολογείται 2 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα. Ίχνη του Homo erectusεντοπίστηκαν στην Αφρική, στην Ευρώπη (Homo heidelbergensis, περίπου 600.000 πριν από σήμερα), στην Aσία (Chou-Kou-Tien) και στην Αυστραλία (Java). Kατά τις τελευταίες φάσεις της Κατώτερης Παλαιολιθικής (μετά το 400.000 πριν από σήμερα) έζησε στην Ευρώπη o Homo sapiens praesapiens, όπως δείχνουν ευρήματα από το Swanscombe της Βρετανίας, το Steinheim της Γερμανίας, τα Πετράλωνα και το Απήδημα της Ελλάδας.
Κατά τη Μέση Παλαιολιθική (100.000-35.000 πριν από σήμερα) επικράτησε στην Αφρική, στην Ευρώπη και στην Εγγύς Ανατολή η εξελιγμένη μορφή του Homo sapiens praesapiens, o Homo sapiens neanderthalensis. O κλασικός τύπος του Νεάντερταλ έζησε ανάμεσα στο 80.000-30.000 πριν από σήμερα και φαίνεται ότι συνυπήρξε στην Αφρική με την πρώιμη μορφή του Homo sapiens (μέχρι 130.000 πριν από σήμερα) και στην Aσία με το Homo erectus (μέχρι 50.000 πριν από σήμερα).
Κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-10.000 πριν από σήμερα) εμφανίστηκε ο σύγχρονος άνθρωπος, ο Homo sapiens sapiens, του οποίου διακρίθηκαν δύο τύποι: ο τύπος Cro-Magnon (δυτική Ευρώπη) με πλατύ πρόσωπο και χαμηλό κρανίο και ο τύπος Bruenn (Κεντρική Ευρώπη) με στενό και μακρύ κρανίο. Ίχνη του Homo sapiens sapiens εντοπίστηκαν εκτός από την Αφρική, την Ευρώπη και την Aσία, που γνώρισαν και τους παλαιότερους ανθρωπολογικούς τύπους, και στην Aμερική και την Ωκεανία, που κατοικήθηκαν με βεβαιότητα για πρώτη φορά μόλις από το 35.000 πριν από σήμερα.
Μέχρι πρόσφατα πιστευόταν ότι ο σύγχρονος άνθρωπος (Homo sapiens sapiens) αποτελεί άμεσο απόγονο του Homo sapiens neanderthalensis. Όμως, συγκριτικές μελέτες Γερμανών και Αμερικανών επιστημόνων, που εξέτασαν τα DNA οστών Νεαντερτάλιων και σύγχρονων ανθρώπων και προχώρησαν στην κλωνοποίηση του DNA των οστών από την κοιλάδα του Νεάντερ, απέκλεισαν τη γενετική συγγένεια των δύο ειδών. Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, ένα ανθρώπινο κύμα Homo sapiens μετανάστευσε πριν από 100.000 χρόνια από την Αφρική και συνυπήρξε για κάποιο διάστημα με τους Νεαντερτάλιους, οι οποίοι σταδιακά εξαφανίστηκαν.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι οι άνθρωποι τύπου Νεάντερταλ μπορούσαν να επιβιώσουν μόνον σε ψυχρά κλίματα. Αντίθετα ο πρωιμότερος Homo sapiens sapiens, ο άνθρωπος Cro-Magnon, μπορούσε να ζήσει μόνο σε θερμότερες κλιματολογικές συνθήκες. Σύμφωνα λοιπόν με τις κλιματολογικές αλλαγές που συντελέστηκαν κατά το τέλος του Πλειστόκαινου και τα ανθρωπολογικά τεκμήρια, όλοι οι σύγχρονοι άνθρωποι προήλθαν από μια σχετικά πρόσφατη ομάδα ανθρώπων.
ΑΥΣΤΡΑΛΟΠΙΘΗΚΟΣ (4 εκ. χρόνια πριν)
Σωματικά Χαρακτηριστικά:
Βάρος: 35 – 70 κιλά
Ύψος: 1 – 1,5 μέτρο
Χωρητικότητα εγκεφάλου: 450 κ.ε.
Επικοινωνία:
Περιορισμένη φωνητική επικοινωνία μέσω κραυγών, χρησιμοποιεί χέρια και πρόσωπο
Γενικά Χαρακτηριστικά:
Περπατά όρθιος, μοιάζει με χιμπατζή
Σκαρφαλώνει στα δένδρα για να αποφεύγει τους εχθρούς
Ταξιδεύει κατά ομάδες, ζει στην Αφρική
HOMO HABILIS (2,6 εκ. χρόνια πριν)
Σωματικά Χαρακτηριστικά:
Βάρος: > 45 κιλά
Ύψος : 1 – 1,5 μέτρο
Χωρητικότητα εγκεφάλου : 700 κ.ε.
Επικοινωνία:
Φωνητική επικοινωνία, ο πρώτος που μίλησε
Γενικά Χαρακτηριστικά:
Περπατά όρθιος, δραστήριος, κοινωνικός, πολυτεχνίτης (habilis)
Κατασκευάζει πρώτος εργαλεία, αποκτώντας πρόσβαση στο νωτιαίο μυελό των οστών
Εφευρέτης της φωτιάς, σαρκοφάγος
O πρώτος homo
HOMO ERECTUS ή ERGASTER (πριν 1,5 εκ. χρόνια)
Σωματικά Χαρακτηριστικά:
Βάρος: 55 – 65 κιλά
Ύψος: 1,6 – 1,8 μέτρα
Χωρητικότητα εγκεφάλου: 1000 κ.ε.
Επικοινωνία:
Η πιο προηγμένη μέχρι τότε, επικοινωνεί με φωνή και με το βλέμμα (ασπράδι ματιού), αναπτύσσει φιλίες
Γενικά Χαρακτηριστικά:
Ο μεγάλος του εγκέφαλος τον βοηθά να κατανοήσει τον κόσμο
Κυνηγά χωρίς ακόντιο, ακολουθεί το θύμα του μέχρι εξαντλήσεως
Ψηλός, μυώδης, χωρίς τρίχωμα
Πρώτος φτιάχνει ρούχα και μεταναστεύει από την Αφρική
HOMO HEIDELBERGENSIS (800 χιλ. χρόνια πριν)
Σωματικά Χαρακτηριστικά:
Βάρος: 50 – 80 κιλά
Ύψος: 1,5 – 1,6 μέτρο
Χωρητικότητα εγκεφάλου: 1300 κ.ε.
Επικοινωνία:
Ικανότητα ομιλίας, βασική επικοινωνία με λέξεις
Γενικά Χαρακτηριστικά:
Πιο στιβαρός από τους προηγούμενους homo, αποικίζει την Ευρώπη
Δεινός κυνηγός, χρησιμοποιεί ακόντια και ενέδρες
Δε ζει πάνω από 30 χρόνια
Θεωρείται ο πρόγονος του homo sapiens
HOMO NEADERTALENSIS (130 – 25 χιλ. χρόνια πριν)
Σωματικά Χαρακτηριστικά :
Έχει μεγάλα σαγόνια, μεγάλες κόγχες οφθαλμών, ισχυρές αρθρώσεις και πιο κοντά οστά
Κοντός αλλά πιο δυνατός από το homo sapiens, έντονα τριχωτός αφού ζει σε ψυχρά κλίματα
Χωρητικότητα εγκεφάλου: 1600 κ.ε.
Επικοινωνία:
Ανεπτυγμένη προφορική ομιλία
Γενικά Χαρακτηριστικά:
Ζει στην Ευρώπη την περίοδο των παγετώνων
Κατασκεύαζε πιο προηγμένα εργαλεία, έθαβε τους νεκρούς του, είχε θρησκευτική συνείδηση
Ζωγραφίζει, φροντίζει τους ηλικιωμένους του είδους του
Εξαφανίστηκε απότομα. Διατυπώνονται διάφορες θεωρίες (ξαφνική αρρώστια, ανταγωνισμός με homo sapiens κ.α.).
Γονίδιά του πιστεύεται ότι υπάρχουν και σε μας σήμερα.
ΗΟΜΟ SAPIENS (200 χιλ. χρόνια πριν ως σήμερα)
Ξεκίνησε σαν τροφοσυλλέκτης – κυνηγός, όμως περισσότερο εγκεφαλικός από τις προηγούμενες μορφές. Κυριάρχησε στη γη αφού επικράτησε του άμεσου ανταγωνιστή του, τον Άνθρωπο του Νεάντερταλ, στο θέμα της τροφής και του χώρου. Στο ίδιο οικοσύστημα δεν μπορούν να συνυπάρξουν δύο συγγενικά είδη, που πιάνουν την ίδια οικολογική φωλιά. Αναγκαστικά το ένα είδος, το πιο προσαρμοστικό, θα εξαφανίσει το άλλο χάρη στο μηχανισμό της φυσικής επιλογής.
Αυτονομάστηκε Homo sapiens sapiens, γιατί επικράτησε του άλλου Homo sapiens, του neanderthalensis. Τίποτα δεν τον σταμάτησε στην προσπάθεια να κυριαρχήσει πάνω στη γη. Επινόησε τα πάντα προκειμένου να τιθασεύσει όλες τις δυνάμεις της Φύσης. Στην αρχή για να βρει τροφή και ζωτικό χώρο. Και μετά για να μάθει τι κρύβεται πίσω από τα φυσικά φαινόμενα, να τα ερμηνεύσει και να επεκτείνει την κυριαρχία του. Αγώνας που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Μια ποικιλία του Homo sapiens sapiens είναι ο άνθρωπος του Κρο-Μανιόν (βρέθηκε στην περιοχή Cro-Magnon της Γαλλίας). Κοιτίδα του Ανθρώπου του Κρο-Μανιόν είναι η Αφρική και από εκεί μετανάστευσε στην Ευρώπη. Είχε μεγάλη χωρητικότητα εγκεφάλου (1600 cm3), αρκετά υψηλός (1,80 – 1,94 μ). Σύμφωνα με ορισμένους ανθρωπολόγους δεν εξόντωσε αμέσως τον Άνθρωπο του Νεάντερταλ, αλλά ήρθε πρώτα σε επιμειξία μαζί του και ορισμένοι χαρακτήρες του Νεάντερταλ διαιωνίστηκαν, κάτι που φαίνεται και στην ομοιότητα των απολιθωμάτων.
Ήταν δραστήριος κυνηγός, είχε βελτιωμένη τεχνική και τα εργαλεία του ήταν πιο προηγμένα – αποτέλεσμα της εγκεφαλικής του κατάστασης. Στη ζωή του συνάντησε πολύ άσχημες κλιματολογικές συνθήκες – παγετωνικές περίοδοι. Ο Homo sapiens αρχίζει να διαμορφώνεται στην Αφρική πριν από 200 χιλ. χρόνια. Απολιθώματα Homo sapiens sapiens, ηλικίας περίπου 100.000 χρόνων, δείχνουν το ίδιο μέγεθος εγκεφάλου με του σημερινού (1.350-1.400 κυβικά εκατοστά) και πιθανόν εκείνοι οι άνθρωποι να σκέφτονταν περίπου όπως εμείς· π.χ., χρησιμοποιούσαν την ώχρα για να βάψουν (μακιγιάρουν) το σώμα τους, αν και δεν είχε αναπτυχθεί η συμβολική αντίληψη, η τέχνη, η μουσική.
Ο σύγχρονος άνθρωπος εξελίχθηκε στην Αφρική και από εκεί άρχισε να μεταναστεύει σε άλλες ηπείρους πριν από περίπου 52.000 χρόνια, σύμφωνα με τους ειδικούς, που ανέλυσαν το γενετικό υλικό των μιτοχονδρίων 53 ατόμων διαφορετικών εθνικοτήτων. Αυτή η θεωρία λέγεται ”Πέρα από την Αφρική” και σύμφωνα με αυτήν ο σύγχρονος άνθρωπος εξαπλώθηκε σε όλο τον πλανήτη με αφετηρία τις Αφρικανικές περιοχές νότια της Σαχάρα. Όλοι οι σύγχρονοι άνθρωποι προέρχονται από ένα αρχικό πληθυσμό που υπήρχε στην Αφρική πριν από 120.000 – 220.000 χρόνια και άρχισε να μεταναστεύει προς άλλες ηπείρους πριν 52.000 έτη.
Χαρακτηριστικά Ανθρώπου
Διποδισμός
Μεγάλο μέγεθος εγκεφάλου (σε σύγκριση με το υπόλοιπο σώμα)
Ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, ικανότητα προγραμματισμού
Ομιλία
Τέχνη
Εξάρτηση από τεχνολογία για επιβίωση
Ποικιλία διατροφής (φυτικές, ζωικές)
Κοινωνική πολυπλοκότητα
Παρατεταμένη παιδική ηλικία σε σχέση με τα άλλα ζώα που περνάνε γρήγορα από το βρεφικό στο ενήλικο στάδιο. Η αφομοίωση των κανόνων του πολιτισμού είναι χρονοβόρα, ενώ η διαφορά στο μέγεθος του σώματος εδραιώνει καλύτερα τη σχέση δασκάλου – μαθητή.
Παλαιολιθική Τέχνη
Τα πρωιμότερα προϊόντα καλλιτεχνικής δημιουργίας στην ιστορία της ανθρωπότητας ανάγονται στην Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο (35.000-10.000 π.Χ.) και αποτελούν πνευματικά προϊόντα του Homo sapiens sapiens, δηλαδή του σημερινού ανθρωπολογικού τύπου. Μεμονωμένα ευρήματα όμως, όπως γραμμικά σχέδια χαραγμένα σε οστά ελέφαντα, από το Bilzingsleben της Γερμανίας, όπου έζησε άνθρωπος του τύπου Homo erectus, ανάγουν τις πρώτες εκφράσεις τέχνης πιθανά στην Κατώτερη Παλαιολιθική (600.000-100.000 π.Χ.).
Βασικές μορφές της παλαιολιθικής τέχνης αποτελούν οι βραχογραφίες και η μικροτεχνία. Σ’ αυτές αποτυπώνονται με μοναδική φυσιοκρατία ή και σχηματοποιημένη εκφραστικότητα το φυσικό περιβάλλον και τα ζώα της εποχής, οι ζωτικές δραστηριότητες του παλαιολιθικού κυνηγού, οι συνοδοιπόροι του -άντρες και γυναίκες- στη σκληρή καθημερινότητα, αλλά και όσα τον φόβιζαν και έπρεπε να εξευμενίσει, όσα κατάφερνε να υπερνικήσει και ήθελε να θυμάται.
Στην Ευρώπη διατηρήθηκαν βραχογραφίες στα πολυάριθμα σπήλαια των Πυρηναίων, τόσο στη Γαλλία (Lascaux, Niaux, Perle Meche, Chauvet, Cosquer, Les Trois Freres) όσο και στην Ισπανία (Altamira, Tito Bustillo, Covalanas). Οι παλαιότερες από τις μέχρι στιγμής γνωστές βραχογραφίες εντοπίστηκαν στο σπήλαιο Chauvet και χρονολογούνται 32.500 χρόνια πριν από σήμερα. Μαμούθ, βίσονες, ταύροι, άγρια άλογα, ελάφια, αλλά, σπανιότερα, και μεγάλα ψάρια, φώκιες και πιγκουίνοι συνθέτουν μαζί με ανθρώπινες φιγούρες σκηνές κυνηγιού με μοναδική ζωντάνια.
Οι μορφές είναι χαραγμένες, ανάγλυφες και ζωγραφισμένες στα τοιχώματα των σπηλαίων. Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται είναι γαιώδη: κόκκινη ώχρα από αιματίτη, μαύρο από καμμένα ξύλα ή κόκαλα ζώων, και τέλος κίτρινο και καφέ από λιμονίτη ή από μείγμα αιματίτη και οξειδίου του μαγγανίου. Η θέση των βραχογραφιών, κατά κανόνα στους σκοτεινούς θαλάμους των σπηλαίων, καθώς και η θεματογραφία τους, οδηγούν στη σύνδεση της τέχνης αυτής με τη διεξαγωγή κάποιων τελετών.
Η μικροτεχνία είναι διαδεδομένη στην Ευρώπη, από τις ακτές του Ατλαντικού μέχρι τα Ουράλια όρη. Ανάγεται στην Ωρινάκια πολιτισμική φάση (περίπου 30.000-20.000 πριν από σήμερα), γνωρίζει όμως ιδιαίτερη ακμή κατά τη Μαγδαλένια φάση (περίπου 15.000-11.500 πριν από σήμερα). Μορφές ανθρώπων και ζώων, αλλά και τοπία βρέθηκαν χαραγμένα ή ανάγλυφα σε διάφορα είδη λίθων, οστών ζώων και σε ελαφοκέρατα. Όμως, η σημαντικότερη μορφή μικροτεχνίας είναι η μικρογλυπτική.
Γυναικείες και ανδρικές μορφές, ζώα και τέρατα μορφοποιούνται σε λίθο, οστό, ελεφαντόδοντο, ελαφοκέρατο και πηλό. Μερικά χαρακτηριστικά δείγματα της παλαιολιθικής μικροπλαστικής είναι η “Αφροδίτη” από το Willendorf της Αυστρίας, ο Λεοντάνθρωπος και η κεφαλή λιονταριού από το Vogelherd της Γερμανίας, ανάγλυφη ανθρώπινη μορφή και μαμούθ από το Geissenkloesterle Γερμανίας, καθώς και σχηματοποιημένες μορφές και αντικείμενα καλλωπισμού από την Dolni Vestonice της Τσεχίας.
Εύφορη Ημισέληνος
Ο όρος “Εύφορη Ημισέληνος” χρησιμοποιήθηκε από τον James Henry Breasted για να ορίσει τη γεωγραφική ζώνη, στην οποία πραγματοποιήθηκε η πρωιμότερη μετάβαση από την παλαιολιθική και μεσολιθική οικονομία (κυνήγι, τροφοσυλλογή) στο Νεολιθικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή στην παραγωγή της τροφής με την άσκηση γεωργίας και κτηνοτροφίας. Αυτή η γεωγραφική περιοχή περιλαμβάνει τις κατώτερες ζώνες των οροσειρών της Εγγύς Ανατολής, από τη Μικρά Aσία (οροσειρά Ταύρου) και την Παλαιστίνη μέχρι το δυτικό Ιράν (οροσειρά Ζάγρου).
Οι ιδανικές γεωμορφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν εδώ κατά το πρώιμο Ολόκαινο προσέφεραν ένα περιβάλλον ιδανικό για μόνιμη εγκατάσταση. Παλαιότερα, το προβάδισμα στη διαμόρφωση του Νεολιθικού τρόπου ζωής δινόταν στην περιοχή του νότιου Λιβάνου, και ευρύτερα της Παλαιστίνης, καθώς ο οικισμός στον οποίο τεκμηριώθηκαν για πρώτη φορά οι παραπάνω αλλαγές ήταν η Ιεριχώ. Στην Παλαιστίνη και στη βόρεια Συρία μαρτυρείται για πρώτη φορά γύρω στο 9000 π.Χ. η συστηματική καλλιέργεια φυτών.
Πρόσφατες όμως έρευνες στην Άνω Μεσοποταμία, στην περιοχή δηλαδή που εκτείνεται ανάμεσα στον Τίγρη και στον Ευφράτη (νοτιοανατολική Τουρκία), στα βόρεια της ιστορικής Μεσοποταμίας (Ασσυρία, Βαβυλωνία), αναδεικνύουν την πρωτοπορία των κατοίκων της περιοχής αυτής, στη διαμόρφωση νέων μορφών εκμετάλλευσης του φυσικού περιβάλλοντος και στην παγίωση νέων οικονομικών συνθηκών. Αυτές ανιχνεύονται, από τα τέλη της 9ης χιλιετίας περίπου, στη γεωργία και την κτηνοτροφία, με τις οποίες εξασφαλιζόταν αντίστοιχα η παραγωγή σιτηρών και κρέατος σε μόνιμη βάση.
Tα βήματα αυτά επέτρεψαν τη μόνιμη πια εγκατάσταση μικρών κοινοτήτων (Cayonu, Gorucutepe) και έθεσαν τέλος στη μακραίωνη μετακίνηση των ανθρώπινων πληθυσμών. Tο Nevali Cori , στην περιοχή της Urfa (Χαρράν), αποτελεί μοναδική περίπτωση μόνιμης εγκατάστασης εξειδικευμένων κυνηγών της 10ης και 9ης χιλιετίας π.X. Στο Cayonu, στο Nevali Cori και στο Gοbekli Tepe της βιβλικής Χαρράν ανακαλύφθηκαν τα αρχαιότερα μέχρι στιγμής ιερά στην ανθρώπινη ιστορία, που χρονολογούνται από την 9η χιλιετία π.X. Τα ιερά κτίσματα διακοσμούνταν με ανάγλυφα και γλυπτά καλλιτεχνήματα θρησκευτικού χαρακτήρα.
Nevali Cori
Το Nevali Cori είναι οικισμός της Προκεραμικής Νεολιθικής Α-Β (10η – 8η χιλιετία π.X.), δηλαδή της πρώιμης Νεολιθικής εποχής, και βρίσκεται στην περιοχή του Ευφράτη (νότια Τουρκία). Πρόκειται για την πρωιμότερη μέχρι στιγμής γνωστή εγκατάσταση, που η οικονομία της δε βασίστηκε πρωταρχικά στη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά στο κυνήγι συγκεκριμένων ζώων (γκαζέλα, ελάφι, αγριογούρουνο, λαγός). Oι εξειδικευμένες τεχνικές κυνηγιού οδήγησαν σε τεράστιο περίσσευμα ζωικού προϊόντος, για τη διατήρηση και αποθήκευση του οποίου, κτίστηκαν ιδιαίτερα κτίρια, τα λεγόμενα “Kanalhaeuser”.
Κάτω από το λίθινο δάπεδο των κτιρίων αυτών υπήρχαν κανάλια, σε απόσταση ενός μέτρου το ένα από το άλλο. Αυτά εξασφάλιζαν τον εξαερισμό, την ψύξη και τη μόνωση από την υγρασία. Πέρα από το κυνήγι διαπιστώθηκε και η καλλιέργεια σιτηρών και οσπρίων. H παλαιοανθρωπολογική εξέταση των οστών, από 50 ταφές που ερευνήθηκαν στην περιοχή του οικισμού, πιστοποιεί τη μεγάλη ποσότητα και ποικιλία βιταμινών, που λάμβαναν οι κάτοικοι του οικισμού κατά την 9η χιλιετία π.X.
Στην περιοχή του οικισμού ανασκάφηκε ένα κτίριο, το λεγόμενο “Terazzogebaeude” (14×14 μέτρα), που διακρίνεται για την ισχυρή τοιχοδομία του και την εσωτερική του διαρρύθμιση. Είναι πετρόκτιστο και το δάπεδό του αποτελείται από λείο και ανθεκτικότατο ασβεστοκονίαμα. Ερευνήθηκαν τρεις οικοδομικές φάσεις, που χρονολογούνται από τη Προκεραμική Αεολιθική Ι και ΙΙ. Στο κέντρο του κτιρίου υπήρχαν δύο πεσσοί με αποτυπωμένα ανάγλυφα ανθρώπινα χαρακτηριστικά.
Στον ανατολικό τοίχο του κτιρίου βρέθηκαν θραύσματα από ολόγλυφες τερατόσχημες μορφές και ένα ανθρώπινο κεφάλι σε φυσικό σχεδόν μέγεθος. Αυτά αποτελούν τα πρωιμότερα δείγματα μεγάλης πλαστικής, σε παγκόσμιο επίπεδο. Tο ανθρώπινο κεφάλι έφερε ένα βόστρυχο σε μορφή φιδιού και βρέθηκε σε μια κόγχη του κτιρίου. Πρόκειται ίσως για ένα από τα πρώτα λατρευτικά αγάλματα στον κόσμο.
Στη νεότερη φάση του κτιρίου βρέθηκαν ο κορμός μιας ανδρικής μορφής και ένα ανθρωπόμορφο πουλί. Tο τελευταίο, καθώς και άλλα τερατόμορφα γλυπτά από τη μεσαία φάση του κτιρίου, συνανήκαν σ’ έναν εικονιστικό κίονα ύψους 13 μέτρων. H μορφή του κτιρίου, το είδος και ο τρόπος απόθεσης των γλυπτών (λατρευτικό άγαλμα, ενταφιασμός;), καθώς και η πολυμορφία των ξενόφερτων αιχμών βελών (από Δαμασκό και αλλού) από πυριτόλιθο δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης του χαρακτήρα του “Terazzogebaeude”: πρόκειται για τον αρχαιότερο ναό της ανθρωπότητας!
Κτίριο όμοιο με το “Terazzogebaeude”, νεότερο όμως από αυτό, βρέθηκε στο Cayonu, κοντά στις πηγές του ποταμού Τίγρη, και χρονολογείται στη μεταβατική φάση από την Προκεραμική Νεολιθική Ι στη ΙΙ. Στο Gobekli Tepe, που βρίσκεται νοτιοανατολικά από το Nevali Cori, ήρθαν στο φως κτίρια και πολυάριθμα γλυπτά της Προκεραμικής Νεολιθικής ΙΙ. Η πρόοδος των ερευνών θα δείξει τη σημαντικότητα της θέσης αυτής στην περιοχή της Χαρράν.
Γεωργία
Γεωργία σημαίνει συστηματική καλλιέργεια φυτών, με στόχο την αύξηση και τον έλεγχο της παραγωγής. Tα πρώτα είδη που καλλιεργήθηκαν συστηματικά ήταν εκείνα τα άγρια φυτά, που συλλέγονταν και αποθηκεύονταν σκόπιμα, λόγω της υψηλής θρεπτικής τους αξίας. H γεωργία και η κτηνοτροφία χαρακτηρίζουν την οικονομία της Νεολιθικής εποχής. H μετάβαση από τη συλλογή φυτών στην παραγωγή καρπών δεν πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα σε όλες τις περιοχές της γης.
Οι πρωιμότερες ενδείξεις για συστηματική καλλιέργεια φυτών προέρχονται από την “Εύφορη Ημισέληνο”, την περιοχή της Εγγύς Ανατολής με τον υψηλότερο δείκτη βροχοπτώσεων. Στην Παλαιστίνη (Sultanien) και στη βόρεια Συρία (Mureybetien) καλλιεργήθηκαν, γύρω στο 9000 π.X., το μονόκοκκο και το δίκοκκο σιτάρι, το κριθάρι, το μπιζέλι και η φακή. Από την 7η χιλιετία κατασκευάζονται στην περιοχή τα πρώτα αρδευτικά κανάλια, που τροφοδοτούνται από ποτάμια και πηγές και συντελούν στην αύξηση της γεωργικής παραγωγής.
Από το δεύτερο μισό της 6ης χιλιετίας π.X., εξαπλώνεται η γεωργία και στις ξηρές αλλά εδαφικά εύφορες ζώνες της Μεσοποταμίας, με την κατασκευή εκτεταμένων αρδευτικών συστημάτων. Στη Μικρά Ασία, το Αιγαίο και τα Βαλκάνια η ανάπτυξη της γεωργίας των παραπάνω ειδών σημειώνεται από την 7η χιλιετία π.X., ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη από την 6η χιλιετία π.X. Kατά τη Νεολιθική εποχή καλλιεργούνται στο Αιγαίο και άλλα είδη δημητριακών (κεχρί, βρώμη, σίκαλη) και ψυχανθών (κουκιά, ρεβίθια). Στη βορειοδυτική Ευρώπη τα όσπρια εισήχθησαν αργότερα από τα δημητριακά.
Σημαντική παράμετρο στη βελτίωση της γεωργίας, και στη συνακόλουθη αύξηση της παραγωγής, αποτέλεσε το άροτρο. Tο άροτρο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη νότια Μεσοποταμία (Σουμερία) και στο Χουριστάν (Ελάμ) κατά το πρώτο μισό της 4ης χιλιετίας π.Χ. Kατά την τρίτη χιλιετία μαρτυρείται στην Αίγυπτο και στο Αφγανιστάν. Η χρήση του στο Αιγαίο δεν τεκμηριώνεται αρχαιολογικά πριν από την 3η χιλιετία π.Χ.
Κτηνοτροφία
Κτηνοτροφία σημαίνει εξημέρωση και συστηματική εκτροφή ζώων, με στόχο τον έλεγχο και την αύξηση της παραγωγής. Mε τον τρόπο αυτό, είδη άγριων ζώων γίνονται οικόσιτα, ώστε να προσφέρουν σε μόνιμη βάση τα προϊόντα τους, που αποτελούν βασικά είδη διατροφής του ανθρώπου. H κτηνοτροφία μαζί με τη γεωργία χαρακτηρίζουν την οικονομία της Νεολιθικής εποχής. Λύκοι και σκύλοι ήταν τα πρώτα είδη άγριων ζώων, που συνόδευαν τους κυνηγούς της κεντρικής Ευρώπης κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική (γύρω στο 13.000 π.Χ.).
O σκύλος εξημερώθηκε και έγινε κατοικίδιο ζώο-συνοδός του ανθρώπου στην Εγγύς Ανατολή, γύρω στο 10.000 π.X. Η εξημέρωση και συστηματική εκτροφή ζώων δεν πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα σε όλα τα μέρη της γης. Για πρώτη φορά σημειώνεται στην περιοχή της “Εύφορης Ημισελήνου” στο δεύτερο μισό της 8ης χιλιετίας π.X. Tα πρώτα είδη που εξημερώθηκαν ήταν το πρόβατο (από το πρόβατοMufflon) και η αίγα (από την αίγα Berzoar) γύρω στο 7500 π.X. Ακολούθησαν ο χοίρος (περίπου 7000 π.X.) και τα βοοειδή (περίπου 6500 π.X.).
Κρέας, γάλα, δέρμα, μαλλί και οστά (πρώτη ύλη για την κατασκευή εργαλείων) ήταν τα προϊόντα που παρείχαν τα πρώτα οικόσιτα ζώα. Τα βοοειδή, λόγω της φυσικής δύναμης και αντοχής τους, χρησιμοποιήθηκαν επιπλέον και σε διάφορες εργασίες, αλλά και ως μεταφορικά μέσα. Από την 4η χιλιετία π.X., που αρχίζει στη νότια Μεσοποταμία η καλλιέργεια της γης με άροτρο, τα βοοειδή είναι βασικοί αρωγοί στην γεωργία. Από την 5η χιλιετία π.Χ. συναντάται είδος γρήγορου σκύλου, ειδικά εκπαιδευμένου για το κυνήγι, ανάλογο με αυτό που συντροφεύει σήμερα τους Βεδουίνους.
Στο Μικρασιατικό χώρο και στο Αιγαίο ανιχνεύονται πέντε είδη εξημερωμένων ζώων (πρόβατο, αίγα, χοίρος, βοοειδή, σκύλος), περίπου από τα μέσα της 7ης χιλιετίας π.X. Στα Βαλκάνια και την υπόλοιπη Ευρώπη δε μαρτυρούνται πριν από τα μέσα της 6ης χιλιετίας. Στην Ευρώπη, και συγκεκριμένα στην Ουκρανία, πραγματοποιήθηκε τέλος η εξημέρωση του αλόγου, κατά την 3η χιλιετία π.X.
Ναυσιπλοΐα
Το Αιγαίο υπήρξε από τα Προϊστορικά χρόνια θάλασσα πολιτισμού, μια θάλασσα που περισσότερο ένωνε, παρά χώριζε τις μεγαλύτερες ή μικρότερες μάζες στεριάς που περιέβρεχε από τη γεωλογική περίοδο του Πλειστόκαινου μέχρι σήμερα. Ενδείξεις για πλοήγηση στο Αιγαίο σε περιορισμένη κλίμακα, παρέχουν πρόσφατα αρχαιολογικά δεδομένα από τα νησιά των βόρειων Σποράδων, τα οποία γύρω στο 18.000 πριν από σήμερα, αποτελούσαν την ανατολική απόληξη της Μαγνησίας.
Ανάμεσά τους υπήρχαν στενά θαλάσσια περάσματα και ρηχοί κόλποι, που ήταν προσπελάσιμα με τη χρήση κάποιων πλωτών μέσων. Τις ασφαλέστερες ενδείξεις για ναυσιπλοΐα μεγαλύτερης κλίμακας στο Αιγαίο, ήδη από την 9η χιλιετία π.Χ., παρέχουν τα εργαλεία από οψιανό της Μήλου, που βρέθηκαν σε στρώματα κατοίκησης της Μεσολιθικής στο σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας. Ας σημειωθεί ότι η απόσταση της ανατολικής ακτής της Πελοποννήσου από τη Μήλο είναι 80 ναυτικά μίλια (περίπου 150 χιλιόμετρα)!
Η ανεύρεση εργαλείων μηλιακού οψιανού σε αρχαιολογικές θέσεις της βόρειας (Νέα Νικομήδεια), αλλά κυρίως της κεντρικής (Άργισσα, Εύβοια, σπήλαιο Κίτσου) και νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας (Φράγχθι), της Κρήτης (Κνωσός) και της Κύπρου, συντελεί στην αποκατάσταση των θαλάσσιων διαδρομών στο Αιγαίο από την Αρχαιότερη μέχρι και την Τελική Νεολιθική (περίπου 6800-3200 π.Χ.).
Λαμβάνοντας υπόψη τις αρχαιότερες γνωστές απεικονίσεις πλοίων από την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο, τις περιγραφές των πηγών για τους τρόπους ναυπήγησης των πρώτων πλωτών μέσων, καθώς και τις συνθήκες που επικρατούσαν στον εξεταζόμενο γεωγραφικό χώρο, τα πρωιμότερα πλοία που διέσχισαν το Αιγαίο θα πρέπει να ήταν κατασκευασμένα από πάπυρο και να ταξίδευαν με κουπιά. Αποκλειστικά κωπήλατα πλοία χρησιμοποιήθηκαν στο Αιγαίο μέχρι τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ., οπότε εφαρμόστηκε για πρώτη φορά η χρήση πανιών.
Έχοντας ως πρότυπο την αμφίπρωρη Κερκυραϊκή παπυρέλλα, με την οποία στα νεότερα χρόνια ταξίδευαν, χωρίς πανιά, από την Κέρκυρα στην Ιταλία, το Ελληνικό Ινστιτούτο Προστασίας Ναυτικής Παράδοσης πραγματοποίησε τον Οκτώβρη του 1988 ένα πειραματικό ταξίδι από το Λαύριο ως τη Μήλο. Για το σκοπό αυτό κατασκευάστηκε ένα αμφίπρωρο καλαμένιο σκάφος (πλωτή σχεδία ή πιρόγα), η παπυρέλλα, στην οποία επέβαιναν έξι κωπηλάτες. Είχε μήκος περίπου 5 μέτρα, πλάτος 1,5 μέτρο και ύψος 60 εκατοστά. Το πειραματικό αυτό ταξίδι έδειξε ότι επτά μέρες αρκούσαν στους πρώτους θαλασσοπόρους του Αιγαίου για να διανύσουν την απόσταση από το Λαύριο στη Μήλο.
Lepenski Vir
Η θέση Lepenski Vir βρίσκεται στις λεγόμενες “Σιδηρές Πύλες” του Δούναβη, περίπου 150 χιλιόμετρα ανατολικά από το Βελιγράδι. Οι ανασκαφές του D. Srejovic (1965-69) σε μια παρόχθια αμμώδη βαθμίδα, με έκταση 170×50 μέτρα αποκάλυψαν έναν οικισμό με διάρκεια ζωής από το 6600 – 4500 π.X. Οι τρεις κύριες οικοδομικές φάσεις του οικισμού (Lepenski Vir I-III) καλύπτουν μέρος της Μεσολιθικής εποχής (Lepenski Vir I-II) και τη μετάβαση από τη Μεσολιθική στη Νεολιθική εποχή (Lepenski Vir III). H πρώτη οικιστική περίοδος (Lepenski Vir Ia) περιλάμβανε καλύβες από ξύλο ή καλάμια.
Η οικονομία του οικισμού στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην αλιεία. Μετά από ζωή πολλών γενεών, ο οικισμός εγκαταλείφθηκε ανεξήγητα. O πολιτισμός που αναπτύχθηκε στην περιοχή αυτή κατά την πρώιμη Μεσολιθική περίοδο είναι γνωστός ως “πολιτισμός Πρωτο-Lepenski Vir” (6600 – 6000 π.X.). Μετά την ξαφνική εγκατάλειψη, η θέση κατοικήθηκε από νέο πληθυσμό, μέχρι το τέλος της Μεσολιθικής εποχής. Οι αρχιτεκτονικές φάσεις Lepenski Vir Ib-e και Lepenski Vir II καλύπτουν το διάστημα 6000-5500 π.X. και συνθέτουν το λεγόμενο “πολιτισμό Lepenski Vir”.
Tραπεζιόσχημα σπίτια με λιθόχτιστα θεμέλια και δίριχτη στέγη, διαφορετικά μεταξύ τους ως προς το μέγεθος (6-30 τετραγωνικά μέτρα), πανομοιότυπα όμως ως προς τις αναλογίες, συνθέτουν στις φάσεις αυτές την εικόνα του οικισμού. Το μήκος των πλευρών ήταν ακριβώς τα 3/4 του μήκους της μακριάς πλευράς του τραπεζίου. H αυστηρή τήρηση των αναλογιών και η διάταξη των κτιρίων υποδηλώνουν την τήρηση ενός συστήματος τριγωνισμού, γεγονός μοναδικό στην ιστορία της αρχιτεκτονικής. Η είσοδος των κτιρίων βρισκόταν κατά κανόνα στην ανατολική μακριά πλευρά.
Στο εσωτερικό τους υπήρχε εστία, η οποία ξεχώριζε από τον υπόλοιπο χώρο με πέτρες κάθετα τοποθετημένες γύρω της. Στο κέντρο κάθε εστίας υπήρχε μια πέτρα με ημισφαιρική βάθυνση, ένα είδος βωμού. Τα δάπεδα ήταν επιστρωμένα με ψημένο, εξαιρετικά σκληρό ασβεστοκονίαμα και επιζωγραφισμένα με κόκκινο ή λευκό χρώμα. Στο εσωτερικό των κτιρίων, και μάλιστα στη διακεκριμένη περιοχή γύρω από την εστία, βρέθηκαν από τη φάση Lepenski Vir Ib, και για πέντε συνεχείς φάσεις, λίθινα γλυπτά από χοντρόκοκκο αμμόλιθο.
Έχουν μέγεθος 16-60 εκατοστά και παριστάνουν ανθρώπινα κεφάλια με υπερτονισμένα μάτια και χείλη ή ολόσωμες μορφές με σώμα ψαριού. Το είδος των γλυπτών και η τοποθέτησή τους κοντά στην εστία υποδηλώνουν ότι πρόκειται για λατρευτικές μορφές, που πιθανώς συμβολίζουν θεότητες του ποταμού. Εκτός από τις γλυπτές μορφές, βρέθηκαν και ποταμίσιες πέτρες με εγχάρακτα και ανάγλυφα γεωμετρικά διακοσμητικά θέματα. H συνύπαρξη περισσότερων του ενός γλυπτών, σε συνδυασμό με τον ενταφιασμό ενηλίκων ανδρών ή την απόθεση τμημάτων από σκελετούς γύρω από την εστία, υποδηλώνουν ότι στο Lepenski Vir η ζώνη γύρω από την εστία αποτελούσε ένα είδος οικιακού ιερού.
Αντικείμενα της λατρείας ήταν πιθανότατα η εστία, ο ήλιος, οι ποτάμιες θεότητες και οι νεκροί πρόγονοι. Στα ευρήματα του Lepenski Vir έχουμε την πρωιμότερη εμφάνιση σε Ευρωπαϊκό έδαφος μεγάλης γλυπτικής και την άσκηση οργανωμένης λατρείας, που ασκούνταν σε κάθε οικοδομική μονάδα χωριστά. Tα αρχαιότερα δείγματα μεγάλης πλαστικής που συνδέονται με οργανωμένη λατρεία και ύπαρξη ιερών, σε επίπεδο όμως οικισμού, βρέθηκαν στην Εγγύς Ανατολή (Nevali Cori) και χρονολογούνται από τη 10η χιλιετία π.X.
Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα του Lepenski Vir Ib-II συνθέτουν μια μοναδική -για τη Μεσολιθική εποχή των Βαλκανίων και της Ευρώπης γενικότερα- κοινωνία κυνηγών, ψαράδων και τροφοσυλλεκτών, που οργάνωσε έναν οικισμό σε μια γεωμορφολογικά εντυπωσιακή όχι όμως και εύφορη θέση. O οικισμός διακρίνεται για την αυστηρή αρχιτεκτονική του οργάνωση και λειτούργησε για πολλές εκατονταετίες κάτω από σύνθετες αρχές κοινωνικής και θρησκευτικής οργάνωσης.
Tον ανθηρό Μεσολιθικό “Πολιτισμό του Lepenki Vir” διαδέχθηκαν κατά την πρώιμη Νεολιθική οι απλές και λιγότερο εντυπωσιακές κατασκευές της φάσης Lepenski Vir III.
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Παλαιολιθική Περίοδος
Ως Παλαιολιθική περίοδος ορίζεται το πρωιμότερο τμήμα της Λίθινης Εποχής ή Εποχής του Λίθου, κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος χρησιμοποίησε λίθινα τεχνουργήματατα και εκτείνεται σε μια μεγάλη περίοδο που ξεκινησε πριν από 2,5 εκατομμύρια χρόνια περίπου έως το 10.000 π.Χ., το τέλος δηλαδή της τελευταίας Εποχής των Παγετώνων ή Παγετώδους.
Διαιρείται στην Κατώτερη Παλαιολιθική, με τις πρώιμες μορφές ανθρωπιδών και την παρουσία λίθινων χειροπελέκεων, η οποία τελειώνει περίπου το 80.000 π.Χ. στην Μέση Παλαιολιθική ή Μουστέρια, την εποχή του ανθρώπου του Νεάντερταλ που τελειώνει περίπου το 33.000 π.Χ. και την Ανώτερη Παλαιολιθική, περίοδο κατά την οποία έγινε και η ανάπτυξη του homo Sapiens, έως το 10.000 π.Χ., οπότε και ξεκινά η μεταβατική Μεσολιθική περίοδος. Τα αρχαιότερα αναγνωρίσιμα εργαλεία, κατασκευασμένα από ανθρωπίδες είναι απλά λίθινα τσεκούρια, σαν κι αυτά που ανακαλύφθηκαν στο Ολντουβάι (Olduvai) της Τανζανίας.
Τα συγκεκριμένα λίθινα εργαλεία «κατασκευάστηκαν» περίπου πριν από 1 εκατομμύριο χρόνια από τον Αυστραλοπίθηκο (Αustralopithecus africanus), πρόγονο των σύγχρονων ανθρώπων. Θρυμματισμένοι λίθοι (ηώλιθοι) θεωρούνται τα αρχαιότερα εργαλεία, αλλά είναι αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς τους εσκεμμένα θρυμματισμένους λίθους από εκείνους που προκύπτουν από τη φυσιολογική διαδικασία της διάβρωσης. Ανάμεσα στα σημεία που βρέθηκαν συγκεντρωμένα πολλά λίθινα εργαλεία και θεωρούνται τόποι παραγωγής του Homo erectus περιλαμβάνουν το Κουκουτιενιάν της Κίνας και αρκετές περιοχές της Ευρώπης, της Αφρικής και της Ασίας από το 500.000 έως το 100.000 π.Χ.
Τα λίθινα εργαλεία αυτής της περιόδου είναι δύο τύπων. Ο ένας αποκαλείται τύπος πυρήνα και προκύπτει από τη σταδιακή αφαίρεση υλικού, έως ότου διαμορφωθεί η κατάλληλη κόψη, ο άλλος τύπος θραυσμάτων και προκύπτει από τις θραύσματα λίθου που δημιουργούνται κατά τη θραύση ή την κατεργασία του λίθου. Οι χειροπελέκεις ήταν το τυπικό εργαλείο αυτών των πρώιμων κυνηγών και τροφοσυλλεκτών. Η Μέση Παλαιολιθική περιλαμβάνει τον Μουστέριο πολιτισμό, ο οποίος συνδέεται συχνά με τον άνθρωπο του Νεάντερταλ (homo neandertalensis), ο οποίος έζησε στο μεσοδιάστημα της περιόδου 100.000 – 40.000 π.Χ.
Υπολείμματα αυτής της φάσης του ανθρώπινου πολιτισμού έχουν βρεθεί σε σπήλαια, όπως και ενδείξεις χρήσης της φωτιάς. Οι Νεάντερταλ ήταν κυνηγοί προϊστορικών θηλαστικών και ενδείξεις της παρουσίας τους έχουν βρεθεί στην Ευρώπη, τη Β. Αφρική, την Παλαιστίνη και τη Σιβηρία. Τα εργαλεία αυτής της περιόδου, που περιλαμβάνουν λίθινες φολίδες, επεξεργασμένα οστά, οστέινες βελόνες κ.λπ., υποδεικνύουν ότι χρησιμοποιούσαν δέρματα για την κάλυψη του σώματος. Είναι πιθανό, επίσης, να ασκούσαν πρωτόγονες θρησκευτικές πρακτικές -ταφικές στη φύση τους- κατά τις οποίες τα σώματα των νεκρών βάφονταν με ώχρα.
Στην Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο ο άνθρωπος του Νεάντερταλ εξαφανίζεται και αντικαθίσταται από ένα είδος Homo sapiens τον άνθρωπο Cro-Magnon και τον άνθρωπο Grimaldi. Στο κλείσιμο της παλαιολιθικής αναπτύχθηκαν αρκετοί πολιτισμοί όπως ο Ωρινάκιος, ο Περιγόρδιος, ο Σολουτραίος και ο Μαγδαληναίος. Το κυνήγι γίνεται πλέον ομαδική ενασχόληση και εντατικοποιείται η αλιεία, ενώ έχουμε και τις πρώτες αποφασιστικές ενδείξεις για την ύπαρξη συστημάτων πίστης επικεντρωμένων στην μαγεία και το υπερφυσικό.
Κατασκευάζονται καλύβες, αντί για σπήλαια, ραμμένα ρούχα, αναπτύσσεται η πρωτόγονη γλυπτική και ζωγραφική, χρησιμοποιούνται λεπίδες οψιανού. Αυτά βέβαια είναι ορισμένα από τα ευρήματα που στοιχειοθετούν τις ενδείξεις πολιτισμού. Επίσης, είναι πιθανό οι άνθρωποι του Ωρινάκιου πολιτισμού να μετανάστευσαν στην Ευρώπη έχοντας ήδη καλλιεργήσει τον πολιτισμό τους στην Ασία. Τα λίθινα εργαλεία τους είναι λεπτοδουλεμένα και χρησιμοποιούσαν οστά και ελεφαντοστούν για τη δημιουργία περιδεραίων.
Σε αυτή την περίοδο ανήκουν οι αποκαλούμενες Αφροδίτες (ειδώλια θηλυκών θεoτήτων με υπερτονισμένα τα γεννητικά όργανα) και τα περιγραφικά σχέδια σε τοίχους σπηλαίων. Οι κυνηγοί της Σολουτραίας φάσης του πολιτισμού εισήλθαν στην Ευρώπη πιθανώς από την Ανατολή εκδιώκοντας ή υποτάσσοντας του Ωρινάκιους προκατόχους. Οι Σολουτραίοι κατασκεύαζαν εξαιρετικές αιχμές δοράτων στο σχήμα του φύλλου δάφνης και απασχολούνταν με την εξημέρωση αλόγων. Οι Σολουτραίοι όπως και οι Ωρινάκιοι αντικαταστάθηκαν από τους Μαγδαληναίους.
Η Μαγδαληναία είναι η τελευταία και η πλέον εντυπωσιακή φάση της Παλαιολιθικής περιόδου. Τα τεχνουργήματά τους υποδεικνύουν ανεπτυγμένες κοινωνίες αλιέων και κυνηγών. Ανάμεσα στα εργαλεία τους συγκαταλέγονται οι μικρόλιθοι, λεπτοδουλεμένοι λίθοι που υποδεικνύουν υψηλή τεχνική επεξεργασίας, καμάκια και βάρκες. Ωστόσο, η κορωνίδα της Μαγδαληναίας φάσης του ανθρώπινου πολιτισμού θεωρείται ανάψυξη της τέχνης και ιδιαίτερα η ζωγραφική των σπηλαίων.
Η Γεωμορφολογική Εξέλιξη του Ελλαδικού Χώρου
Η σχέση ξηράς και θάλασσας στην περιοχή του σημερινού Ελλαδικού – Αιγαιακού χώρου δεν είχε πάντοτε τη μορφή με την οποία τη γνωρίζουμε σήμερα. Η γεωμορφολογία του χώρου μεταβαλλόταν διαρκώς, παρακολουθώντας τις γενικότερες γεωλογικές ανακατατάξεις, που σημειώθηκαν στον πλανήτη μας εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα. Άρρηκτα συνδεδεμένες με τις γεωμορφολογικές, ήταν και οι κλιματολογικές αλλαγές, που καθόρισαν περαιτέρω το είδος και τη συμπεριφορά κάθε μορφής ζωής: πανίδας, χλωρίδας και ανθρώπου.
Κατά τη γεωλογική περίοδο του Μειόκαινου, και συγκεκριμένα 30 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα, ανυψώθηκε, από τα βάθη αυτής που σήμερα ονομάζουμε Μεσόγειο θάλασσα, η Αιγαιίς. Ήταν μια ενιαία στεριά, η οποία περιλάμβανε τη σημερινή νότια Βαλκανική χερσόνησο, το Αιγαίο και τη Μικρά Ασία και εκτεινόταν από την Αδριατική θάλασσα μέχρι και την Κρήτη. Κατά τα τέλη του Μειόκαινου, περίπου 5 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα, σημειώθηκαν καταβυθίσεις και ανυψώσεις με αποτέλεσμα να εισχωρήσουν στην τεράστια αυτή ξηρά υδάτινοι όγκοι, σχηματίζοντας τμήμα του Αιγαίου και μεγάλες εσωτερικές λίμνες.
Στη διάρκεια του Πλειστόκαινου (περίοδος Παγετώνων), και συγκεκριμένα 400.000 χρόνια πριν από σήμερα, πολλά από τα σημερινά νησιά αποτελούσαν τμήματα της ίδιας στεριάς (π.χ. οι Κυκλάδες) ή συνανήκαν στη σημερινή ηπειρωτική χώρα (π.χ. Σποράδες, νησιά βόρειου και ανατολικού Αιγαίου), αφού η στάθμη της θάλασσας βρισκόταν περίπου 200 μέτρα βαθύτερα από τη σημερινή. Την εποχή αυτή, η οποία αντιστοιχεί στην Παλαιολιθική, ο κορμός της ηπειρωτικής Ελλάδας καλύπτεται από πυκνά δάση.
Στον Ελλαδικό χώρο ζουν ο άνθρωπος του τύπου Νεάντερταλ, αλλά και τα παρακάτω είδη ζώων: μαμούθ, άρκτος των σπηλαίων, ελέφαντας και νάνος ελέφαντας, ιπποπόταμος ο αρχαίος, ελαφοειδή, ιππίδες και βοοειδή. Κατά το Ολόκαινο (Μεταπαγετώδης περίοδος), και συγκεκριμένα από 9000 χρόνια πριν από σήμερα, η θαλάσσια στάθμη ανυψώνεται κατά 30 μέτρα. Το Αιγαίο αποκτά σχεδόν τη σημερινή του μορφή και χαρακτηρίζεται από θερμές κλιματολογικές συνθήκες, ευνοϊκές για μόνιμη εγκατάσταση.
Διαφορές παρατηρούνται μόνο στην πορεία των ακτογραμμών, ως συνέπεια των αυξομειώσεων της στάθμης της θάλασσας και σεισμικών φαινομένων, που σημειώθηκαν κατά τις τελευταίες χιλιετίες. Το πρώιμο και μέσο Ολόκαινο αντιστοιχούν πολιτισμικά στη Μεσολιθική, τη Νεολιθική και την εποχή του Χαλκού.
Η Παλαιολιθική Κατοίκιση στον Ελλαδικό Χώρο
Η Παλαιολιθική εποχή αντιστοιχεί στη γεωλογική περίοδο του Πλειστόκαινου ή εποχή των Παγετώνων και καλύπτει το χρονικό διάστημα από 2 εκατομμύρια μέχρι 12.000 χρόνια περίπου πριν από σήμερα. Στη διάρκεια της μακράς αυτής περιόδου σημειώθηκαν στην περιοχή του σημερινού Ελλαδικού – Αιγαιακού χώρου σημαντικές γεωμορφολογικές και κλιματολογικές αλλαγές, οι οποίες ήταν καθοριστικές για την πανίδα, τη χλωρίδα και για την επιβίωση του παλαιολιθικού ανθρώπου στην περιοχή.
Η πρωιμότερη ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας στην Ελλάδα είναι το ανθρώπινο κρανίο που βρέθηκε στα Πετράλωνα Χαλκιδικής και ανήκει στον ανθρωπολογικό τύπο του Homo sapiens praesapiens. Τα μέχρι στιγμής γνωστά ανθρωπολογικά και αρχαιολογικά ευρήματα επιτρέπουν τη διαίρεση της Παλαιολιθικής στην περιοχή του Αιγαίου σε Κατώτερη (350.000-100.000), Μέση (100.000-35.000) και Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-11.000 πριν από σήμερα).
Η κατοίκηση εντοπίζεται σε σπήλαια, βραχοσκεπές και σε υπαίθριες θέσεις. Ελάχιστες είναι μέχρι στιγμής οι θέσεις της Κατώτερης Παλαιολιθικής, ενώ περισσότερα είναι τα στοιχεία για τη Μέση και την Ανώτερη Παλαιολιθική. Το γεγονός θα πρέπει να αποδοθεί εν μέρει στην έντονη τεκτονική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο και στις αυξομειώσεις της θαλάσσιας στάθμης του Αιγαίου, που εξαφάνισαν κάθε ίχνος κατοίκησης από κάποιες γεωγραφικές περιοχές.
Παλαιολιθικά ευρήματα από τον Ελλαδικό χώρο αναφέρονται για πρώτη φορά το 1867, ενώ οι πρώτες οργανωμένες έρευνες σε παλαιολιθικές θέσεις έγιναν στο διάστημα 1927-31 από τον Αυστριακό Markovits. Η πρώτη ανασκαφή παλαιολιθικής θέσης πραγματοποιήθηκε το 1942, στο σπήλαιο Σεϊντί Βοιωτίας από το Γερμανό Stampfuss. Η συστηματική όμως έρευνα της Παλαιολιθικής στην Ελλάδα έγινε στη δεκαετία 1960-1970 από Αγγλικές, Αμερικανικές και Γερμανικές αποστολές στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο.
Οι αποστολές αυτές συνέταξαν το χάρτη με τις παλαιολιθικές θέσεις στον Ελλαδικό χώρο. Ο χάρτης αυτός εμπλουτίζεται από τη δεκαετία του 1980 και εξής διαρκώς με νέες θέσεις, που εντοπίζονται σε συστηματικές επιφανειακές έρευνες και ανασκαφές, οι οποίες πραγματοποιούνται από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας του Ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν το σπήλαιο Θεόπετρα στη Θεσσαλία και το σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας, τα οποία κατοικήθηκαν σχεδόν χωρίς διακοπή σε όλες τις φάσεις της Παλαιολιθικής, καθώς επίσης και κατά τη Μεσολιθική περίοδο.
Η Κατώτερη Παλαιολιθική στον Ελλαδικό Χώρο (350.000-100.000)
Η πρωιμότερη κατοίκηση του Ελλαδικού χώρου ανάγεται στην Κατώτερη Παλαιολιθική περίοδο (400 / 350.000 – 100.000 πριν από σήμερα). Τα αρχαιολογικά και ανθρωπολογικά ευρήματα της περιόδου αυτής είναι εξαιρετικά αποσπασματικά, γεγονός που οφείλεται αφενός στην ελλιπή έρευνα και δημοσίευση του υλικού και αφετέρου στις γεωμορφολογικές ανακατατάξεις του Ελλαδικού χώρου, που είχαν ως συνέπεια την εξαφάνιση πολλών θέσεων.
Την παλαιότερη βεβαιωμένη ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας στην Ελλάδα παρέχει το κρανίο που βρέθηκε στο σπήλαιο Πετραλώνων Χαλκιδικής, το οποίο χρονολογείται μεταξύ 350 και 200 χιλιάδων χρόνων πριν από σήμερα. Το κρανίο των Πετραλώνων, καθώς και δύο, μορφολογικά συγγενή προς αυτό, κρανία από το σπήλαιο Απήδημα της Μάνης, δείχνουν ότι οι πρώτοι κάτοικοι του Ελλαδικού χώρου ανήκαν στον ανθρωπολογικό τύπο του Homo sapiens praesapiens.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα της Κατώτερης Παλαιολιθικής είναι κυρίως λίθινα εργαλεία, πελεκημένες κροκάλες και χειροπελέκεις, που βρέθηκαν μεμονωμένα σε υπαίθριες θέσεις, γι’ αυτό και είναι δύσκολο να χρονολογηθούν με ακρίβεια. Ενδεικτικά αναφέρονται τα λίθινα εργαλεία της Αχελαίας πολιτισμικής φάσης από την Κορισσαία λίμνη της Κοζάνης και τη Ροδιά της Θεσσαλίας, που μπορούν να χρονολογηθούν μεταξύ 400 και 300 χιλιάδων χρόνων πριν από σήμερα.
Τέλος, αξίζει να σημειωθούν τα εργαλεία του τέλους της Κατώτερης Παλαιολιθικής από τον Κοκκινόπηλο Ηπείρου, τη Λακωνία (125.000 πριν από σήμερα) και το Μεγάλο Μοναστήρι Θεσσαλίας. Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δημοσιευμένα στοιχεία, η κατοίκηση της Κατώτερης Παλαιολιθικής εντοπίζεται σε σπήλαια, όπου βρέθηκαν και ίχνη φωτιάς (Πετράλωνα), σε βραχοσκεπές και σε υπαίθριες θέσεις. Πρόκειται για καταφύγια και πρόχειρα καταλύματα κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, που επιβίωναν με το κυνήγι αρκτιδών, ελαφοειδών και άλλων άγριων ζώων και με τη συλλογή άγριων φυτών και καρπών.
Η Μέση Παλαιολιθική στον Ελλαδικό Χώρο (100.000-35.000)
Η Μέση Παλαιολιθική περίοδος στην Ελλάδα είναι γνωστή από πολλές υπαίθριες θέσεις, αρκετά ανασκαμμένα σπήλαια και βραχοσκεπές και καλύπτει το διάστημα 100.000-35.000 πριν από σήμερα. Η Ελλάδα αποτέλεσε πιθανότατα το σταυροδρόμι της Μέσης Παλαιολιθικής, στο οποίο συνυπήρξαν για κάποιο χρονικό διάστημα δύο ανθρωπολογικοί τύποι: ο Homo sapiens praesapiensκαι ο Homo sapiens Neanderthalensis. Σκελετικά κατάλοιπα του ανθρωπολογικού τύπου του Νεάντερταλ βρέθηκαν στο σπήλαιο Καλαμάκια Μάνης και χρονολογούνται 80.000- 40.000 χρόνια πριν από σήμερα.
Επιπλέον, στο σπήλαιο Θεόπετρας Καλαμπάκας βρέθηκαν ίχνη από ανθρώπινα βήματα, χρονολογημένα περίπου στα 46.000 πριν από σήμερα. Τα πλέον αξιόπιστα αρχαιολογικά δεδομένα για την εξεταζόμενη περίοδο προέρχονται από τα σπήλαια Αγγίτη Δράμας και Θεόπετρα Καλαμπάκας, τις βραχοσκεπές Ασπροχάλικο και Κοκκινόπηλο Ηπείρου, και τα σπήλαια Καλαμάκια και Λακωνίς Μάνης. Εξαιρετική σημασία έχουν, τέλος, τα πρόσφατα ευρήματα από την Αλόννησο βόρειων Σποράδων, τα οποία επιβεβαιώνουν την επέκταση της κατοίκησης, πέραν της ηπειρωτικής Ελλάδας και στο νησιωτικό Αιγαίο.
Στα σπήλαια και τις βραχοσκεπές που κατέλυσαν οι κυνηγοί – τροφοσυλλέκτες της Μέσης Παλαιολιθικής βρέθηκαν απλές (Λακωνίς, Θεόπετρα) ή και λιθόκτιστες (Καλαμάκια) εστίες, που εξασφάλιζαν θέρμανση και δυνατότητα προετοιμασίας της τροφής, αλλά και πρόχειρα λιθόστρωτα (Καλαμάκια). Το πλούσιο οστεολογικό υλικό από τον Αγγίτη, τη Θεόπετρα, τα Καλαμάκια και τη Λακωνίδα, παρέχουν στοιχεία για την αποκατάσταση της πανίδας στα διαφορετικά παλαιοπεριβάλλοντα του Ελλαδικού χώρου.
Κατά τη Μέση Παλαιολιθική. Ρινόκεροι, νάνοι ελέφαντες, ελαφοειδή, αγριοκάτσικα, αγριόχοιροι, βοοειδή, τρωκτικά, ερπετά και χερσαία σαλιγκάρια απαντώνται στη Μάνη. Άρκτοι, ρινόκεροι, μαμούθ, ελαφοειδή και ιππίδες αποτελούν τέλος τους στόχους των κυνηγών της Μακεδονίας. Εκτός από τα πυκνόφυτα δάση, η χλωρίδα της εποχής περιλάμβανε, σύμφωνα με ευρήματα από τη Θεόπετρα, κολλιτσίδα, λιθόσπερμο, βοϊδόγλωσσα, κουφοξυλιά, αγριοαμυγδαλιά, αγριομπίζελο, αγριοτρίφυλλο κλπ., που αποτελούσαν αντικείμενα τροφοσυλλογής στις ημιορεινές και πεδινές εκτάσεις.
Το κυνήγι και την περαιτέρω επεξεργασία των θηραμάτων (εκδορά, τεμαχισμός) πραγματοποιούσαν κυρίως με λίθινα εργαλεία, για την κατασκευή των οποίων εφαρμόζονταν η τεχνική Λεβαλλουά και η τυπική για τη Μέση Παλαιολιθική Μουστέρια τεχνική. Η εργαλειοτεχνία της περιόδου περιλαμβάνει χειροπελέκεις και κεντροφερείς φολίδες, τυπικές μουστέριες αιχμές, μονά ή διπλά ξέστρα, εγκοπές, οδοντωτά και λεπίδες με φυσικη ράχη.
Η μετάβαση από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική, καθώς και η άφιξη και επικράτηση του σημερινού ανθρωπολογικού τύπου (Homo sapiens sapiens) στον ελλαδικό χώρο, παραμένει λόγω της αποσπασματικότητας του υλικού προβληματική.
Η Ανώτερη Παλαιολιθική στον Ελλαδικό Χώρο (35.000-11.000 πριν από Σήμερα)
Η Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδος στην Ελλάδα καλύπτει το διάστημα από το 35.000 μέχρι το 11.000 πριν από σήμερα, δηλαδή μέχρι το τέλος του Πλειστόκαινου. Ελάχιστα είναι μέχρι στιγμής τα στοιχεία για τη μετάβαση από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική, την περίοδο δηλαδή κατά την οποία εκλείπει σταδιακά ο ανθρωπολογικός τύπος του Νεάντερταλ και επικρατεί ο ανατομικά σύγχρονος άνθρωπος (Homo sapiens sapiens). Έτσι, παραμένουν ακόμη ανοιχτά τα ερωτήματα σχετικά με το ρόλο της Ελλάδας ως διαδρόμου πληθυσμιακών μετακινήσεων και εν γένει πολιτιστικών ανταλλαγών μεταξύ Ευρώπης και Εγγύς Ανατολής.
Η έλλειψη αρχαιολογικών και ανθρωπολογικών δεδομένων αφορά στην περίοδο 35.000-25.000 πριν από σήμερα. Αντίθετα, για την προχωρημένη και την Τελική Ανώτερη Παλαιολιθική (25.000-11.000 πριν από σήμερα) παρέχονται ασφαλέστερα στοιχεία από ανασκαμμένες και στρωματογραφημένες θέσεις, όπως τα σπήλαια Θεόπετρα Θεσσαλίας και Φράγχθι Ερμιονίδας, οι βραχοσκεπές Μποΐλα, Κλειδί και Καστρίτσα Ηπείρου και η υπαίθρια θέση Λεπτός Γιαλός Αλοννήσου. Ανθρωπολογικά ευρήματα του Homo sapiens sapiens βρέθηκαν σε ταφές, στο σπήλαιο Απήδημα Μάνης (30.000 πριν από σήμερα) και στη Θεόπετρα (14.500 π.Χ.).
Τα ευρήματα αυτά αποτελούν τις πρώτες από τον Ελλαδικό χώρο βεβαιωμένες ενδείξεις σεβασμού και φροντίδας προς τους νεκρούς. Τα αρχαιολογικά ευρήματα από τις παραπάνω θέσεις τεκμηριώνουν για πρώτη φορά την κατασκευή σκευών από ξύλο και πηλό (Θεόπετρα). Κυρίως όμως πιστοποιούν μεγαλύτερη ποικιλία στη λιθοτεχνία, που διαφαίνεται τόσο στη μορφή των εργαλείων, όσο και στην επιλογή της πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τους.
Στις λιθοτεχνίες του Κλειδιού και της Μποΐλας, χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, ένα είδος σκληρού πυριτόλιθου, η πηγή του οποίου εντοπίζεται πέρα από την κοιλάδα του ποταμού Βοϊδομάτη. Τα αντιπροσωπευτικότερα εργαλεία ήταν αιχμές βελών και δοράτων, φολίδες, ξέστρα, οπείς, λεπίδες και μικρολεπίδες. Η εργαλειοτεχνία επεκτείνεται την περίοδο αυτή με τη χρήση οργανικών υλικών, όπως οστού και ελαφοκέρατου. Αιχμές βελών, βελόνες, οπείς και σπάτουλες προστίθενται στον εργαλειακό εξοπλισμό των κυνηγών της περιόδου.
Τέλος, σφήνες από ελαφοκέρατο χρησιμοποιούνται για την εξόρυξη κόκκινης ώχρας από κοιτάσματα αιματίτη στη Θάσο, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως χρωστική ύλη, ή για να εναποτεθεί σε ανθρώπινες ταφές! Από την προχωρημένη Ανώτερη Παλαιολιθική πληθαίνουν τα στοιχεία στολισμού και κατ΄ επέκταση κοινωνικού συμβολισμού. Στη Θεόπετρα, στο Κλειδί και την Μποΐλα βρέθηκαν διάτρητα δόντια αρκούδας και ελαφιού, όστρεα (σαλιγκάρια), καθώς και οστό ζώου με εννέα εγχάρακτες, παράλληλες γραμμές. Πρόκειται για τα πρωιμότερα δείγματα παλαιολιθικής τέχνης στην Ελλάδα.
Την πανίδα της εποχής αποτελούν λιοντάρι των σπηλαίων, λυγξ, λύκος, ελαφοειδή, αιγαγροειδή, άγριοι ταύροι, χοίροι και όνοι, αλλά και μικρά θηλαστικά, όπως νυφίτσα, ασβός, κάστορας, τρωκτικά, καθώς και πτηνά, θαλάσσια και χερσαία γαστερόποδα. Η κοιλάδα του ποταμού Βοϊδομάτη αποτελεί μοναδικό παλαιοπεριβάλλον για τη μελέτη της εμβέλειας των παλαιολιθικών κυνηγών στις παράκτιες πεδινές εκτάσεις. Η τροφοσυλλογή περιλάμβανε την περίοδο αυτή μεταξύ άλλων φακή, βελανιδιά, σμέουρο, παπαρούνα, λαθούρι και λιθόσπερμο.
Η μετάβαση από την Τελική Ανώτερη Παλαιολιθική στη Μεσολιθική εποχή θέτει ακόμη πολλά απροσπέλαστα προβλήματα.
Παλαιολιθική Οικονομία
H ανασύνθεση της παλαιολιθικής οικονομίας στην Ελλάδα βασίζεται κατά κύριο λόγο στη μελέτη της γεωμορφολογίας του χώρου κατά το Πλειστόκαινο, καθώς και στα αρχαιολογικά δεδομένα, τα οποία περιλαμβάνουν λίθινα εργαλεία, οστά ζώων και κατάλοιπα φυτών και καρπών. Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι οικονομικές δραστηριότητες του παλαιολιθικού ανθρώπου (400 / 350.000 – 11.000 πριν από σήμερα) αποσκοπούσαν στην εξεύρεση τροφής και περιορίζονταν στο κυνήγι ζώων, πτηνών και στη συλλογή γαστερόποδων (σαλιγκαριών), χόρτων και καρπών. Oι δραστηριότητες αυτές γίνονταν ατομικά ή ομαδικά.
Tο κυνήγι είχε στόχο ένα ή περισσότερα ζώα (αγέλες) και διεξαγόταν στα πυκνά δάση (Ήπειρος, Λακωνία), στις στενές κοιλάδες (κοιλάδα Βοϊδομάτη), σε περάσματα που οδηγούσαν από τα βουνά στις πεδιάδες (Πηγές του Αγγίτη), αλλά και σε παράκτιες πεδιάδες (Ήπειρος, Αργολίδα). Tα υπολείμματα οστών ζώων από τις βραχοσκεπές Κλειδί και Μποΐλα της Hπείρου δείχνουν ότι οι κυνηγοί γνώριζαν τις εποχιακές μεταναστευτικές συνήθειες των ζώων (π.χ. ελαφιών), και ότι η εμβέλειά τους επεκτεινόταν και στις παράκτιες περιοχές πέρα από την κοιλάδα του ποταμού Βοϊδομάτη.
Παράλληλα, τα υπολείμματα ψαριών και θαλάσσιων γαστερόποδων τεκμηριώνουν τις μεταναστευτικές κινήσεις των κυνηγών-ενοίκων των βραχοσκεπών αυτών κατά το τέλος της Ανώτερης Παλαιολιθικής (15.000-11.000 πριν από σήμερα). Άρκτοι, λιοντάρια των σπηλαίων, ρινόκεροι, μαμούθ, άλογα, λύκοι, κυρίως ελαφοειδή και αιγαγροειδή, αλλά και άγριοι ταύροι, χοίροι και όνοι, μικρά θηλαστικά (νυφίτσα, ασβός, κάστορας), τρωκτικά, πτηνά, ψάρια, θαλάσσια και χερσαία γαστερόποδα αναγνωρίστηκαν από τους παλαιοζωολόγους ανάμεσα στα υπολείμματα ζώων, που βρέθηκαν σε σπήλαια και βραχοσκεπές του ελλαδικού χώρου.
Εκτός από τα πυκνόφυτα, κωνοφόρα δάση, η χλωρίδα της εποχής περιλάμβανε, σύμφωνα με τις μελέτες παλαιοβοτανολόγων σε φυτικά κατάλοιπα από τη Θεόπετρα Θεσσαλίας και το Φράγχθι Ερμιονίδας, βελανιδιά, κολλιτσίδα, λιθόσπερμο, βοϊδόγλωσσα, κουφοξυλιά, αγριοαμυγδαλιά, αγριομπίζελο, αγριοτρίφυλλο, φακή, σμέουρο, παπαρούνα, λαθούρι κλπ. Για το κυνήγι και την επεξεργασία της τροφής (εκδορά και τεμαχισμός) χρησιμοποιούνταν κατά κανόνα λίθινα, αλλά και οστέινα ή κεράτινα εργαλεία.
Υλικά κατάλληλα για την κατασκευή των λίθινων εργαλείων ήταν ο πυριτόλιθος και ο χαλαζίας, που προέρχονταν συνήθως από τη ζώνη δράσης των παλαιολιθικών κυνηγών (π.χ. κροκεάτης λίθος στη Λακωνία). Ενδείξεις για διακίνηση πρώτων υλών σε μεγάλες αποστάσεις έχουμε από την κοιλάδα του Βοϊδομάτη. Η πηγή του σκληρού πυριτόλιθου, που προτιμήθηκε από τον εύθραυστο πυριτόλιθο της περιοχής, εντοπίστηκε πέρα από την κοιλάδα. H λατόμηση αυτής της πρώτης ύλης, θα πρέπει να συνδυαζόταν με τις μεγάλης εμβέλειας κυνηγετικές δραστηριότητες των παλαιολιθικών κυνηγών, που σημειώνονται κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική.
Tέλος, κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική, τεκμηριώνονται για πρώτη φορά στον Ελλαδικό χώρο οι παρακάτω παραγωγικές δραστηριότητες: η κατασκευή σκευών από ξύλο και πηλό (Θεόπετρα) και η εξόρυξη κόκκινης ώχρας από κοιτάσματα αιματίτη (Θάσος), προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως χρωστική ύλη ή για να εναποτεθεί σε ανθρώπινες ταφές!
Εργαλειοτεχνίες της Παλαιολιθικής Εποχής
Υλικά κατάλληλα για την κατασκευή των λίθινων εργαλείων ήταν ο πυριτόλιθος και ο χαλαζίας, που προέρχονταν συνήθως από τη ζώνη δράσης των παλαιολιθικών κυνηγών. Τυπικά εργαλεία της Κατώτερης Παλαιολιθικής (400/350.000-100.000 πριν από σήμερα) είναι οι πελεκημένες κροκάλες και οι χειροπελέκεις, που κατασκευαστικά ακολουθούν την Αχελαία πολιτισμική παράδοση. Kατά τη Μέση Παλαιολιθική (100.000-35.000 πριν από σήμερα) εφαρμόζονται η τεχνική Λεβαλλουά και η τυπική για την περίοδο Μουστέρια τεχνική.
Η εργαλειοτεχνία της περιόδου περιλαμβάνει χειροπελέκεις και κεντροφερείς φολίδες, τυπικές μουστέριες αιχμές, μονά ή διπλά ξέστρα, εγκοπές, οδοντωτά και λεπίδες με φυσική ράχη. Οι λιθοτεχνίες της Ανώτερης Παλαιολιθικής (35.000-11.000 πριν από σήμερα) περιλαμβάνουν αιχμές βελών και δοράτων, φολίδες, ξέστρα, οπείς, λεπίδες και μικρολεπίδες. Tην περίοδο αυτή κατασκευάζονται εργαλεία και από οστό και ελαφοκέρατο: αιχμές βελών, βελόνες, οπείς και σπάτουλες.
Παλαιολιθική Κοινωνία
Tα στοιχεία που αφορούν στην κοινωνική οργάνωση κατά την Παλαιολιθική εποχή είναι περιορισμένα, όχι μόνο στον Ελλαδικό χώρο (400 / 350.000-11.000 πριν από σήμερα), αλλά σε όλο τον κόσμο. Θεωρείται ότι οι παλαιολιθικοί άνθρωποι συνδέονταν με δεσμούς συγγένειας και ζούσαν σε ολιγομελείς ομάδες 10 έως 30 ατόμων περίπου. H διαδικασία κατασκευής λίθινων εργαλείων (εξεύρεση πρώτης ύλης και περαιτέρω επεξεργασία), το ομαδικό κυνήγι άγριων ζώων και η μετέπειτα διαδικασία τεμαχισμού και διατήρησής τους αποτελούν τις πρωιμότερες εκδηλώσεις κοινωνικής συμπεριφοράς και οργάνωσης.
Από τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο, περίπου από το 120.000 πριν από σήμερα, αυξάνουν οι ενδείξεις συγγένειας και κοινωνικής συμπεριφοράς, όπως διαφαίνεται από ταφές παιδιών, νεαρών γυναικών και ανδρών, που βρέθηκαν σε σπήλαια της Ευρώπης (Γαλλία) και της Ασίας (Παλαιστίνη). Πρόκειται για τις πρώτες ενδείξεις σεβασμού προς τον άνθρωπο και πίστης στη μεταθανάτια ζωή, και αποτελούν πνευματικές εκφράσεις του ανθρώπου του τύπου Νεάντερταλ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ενταφιασμός γίνεται στα σπήλαια και τις βραχοσκεπές, τα βασικά καταφύγια του παλαιολιθικού ανθρώπου, σε λάκκους που ανοίγονται για να δεχθούν αδιακρίτως άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Οι ταφές συνοδεύονται από ταφικές προσφορές (κτερίσματα) της κοινωνικής ομάδας, όπως εργαλεία, κέρατα ζώων ή άνθη. Σε πολλές περιπτώσεις, το πρόσωπο ή το σώμα του νεκρού στολίζεται με ώχρα, το λεγόμενο “Χρυσό” της Παλαιολιθικής.
Αντίστοιχα έθιμα διαπιστώνονται και στις πολυάριθμες ταφές ανθρώπων του Homo sapiens sapiens (σύγχρονου ανθρώπου), που χρονολογούνται στην Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-11.000 πριν από σήμερα). Ταφές της περιόδου αυτής προέρχονται από το σπήλαιο της Θεόπετρας Θεσσαλίας(14.500 π.Χ.) και πιθανόν και από το Απήδημα Μάνης (30.000 πριν από σήμερα). Τα ευρήματα αυτά αποτελούν τις πρώτες βεβαιωμένες ενδείξεις σεβασμού και φροντίδας προς τους νεκρούς στον Ελλαδικό χώρο.
Μοναδική για την Ελλάδα είναι η ύπαρξη ορυχείου αιματίτη στη Θάσο, όπου, από την Ανώτερη Παλαιολιθική, πραγματοποιούνταν εξόρυξη κόκκινης ώχρας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως χρωστική ύλη ή για να εναποτεθεί σε ανθρώπινες ταφές! Tο έργο αυτό απαιτούσε ασφαλώς κοινό προγραμματισμό και συνεργασία της ανθρώπινης ομάδας. Από την προχωρημένη Ανώτερη Παλαιολιθική πληθαίνουν τα στοιχεία στολισμού και κατ΄ επέκταση κοινωνικού συμβολισμού: διάτρητα δόντια αρκούδας και ελαφιού, όστρεα με οπή ανάρτησης.
Τέλος, από την Τελική Παλαιολιθική, διαπιστώνεται, με βάση τη διασπορά των ευρημάτων, μια αυστηρότερη κατανομή δραστηριοτήτων σε σπήλαια και βραχοσκεπές (Κλειδί Hπείρου). Η διάκριση χώρου συγκέντρωσης της ομάδας και παρασκευής τροφής γύρω από την εστία, ζώνης ανάπαυλας και ύπνου και ζώνης κατασκευής εργαλείων φανερώνει μικρά και ευέλικτα κοινωνικά σχήματα, ικανά να οργανώσουν τη σκληρή τους καθημερινότητα.
Πτυχές Πολιτισμού
Πολιτισμός είναι το σύνολο των πνευματικών επιτευγμάτων του ανθρώπου, τα οποία είτε εκφράζονται με τον προφορικό και τον γραπτό λόγο είτε αποτυπώνονται στην ύλη με διάφορες μορφές.
Οι πνευματικές κατακτήσεις του παλαιολιθικού ανθρώπου ανιχνεύονται αποκλειστικά στα αρχαιολογικά ευρήματα, ακίνητα και κινητά, δηλαδή στους χώρους που κατοίκησε και τάφηκε, και στα αντικείμενα που χρησιμοποίησε (π.χ. εργαλεία). Στα υλικά αυτά κατάλοιπα καταγράφεται συγχρόνως η μελέτη της φύσης, του κλίματος και της συμπεριφοράς των ζώων, αλλά και οι τρόποι με τους οποίους ο παλαιολιθικός άνθρωπος κατόρθωσε να επιβιώσει στις αντίξοες συνθήκες της εποχής των Παγετώνων.
Η επιλογή προσωρινού καταφύγιου (π.χ. σπήλαιο, κατάλυμα από οστά μαμούθ), η ανακάλυψη της φωτιάς (περίπου 700.000 χρόνια πριν από σήμερα), η επιλογή κατάλληλων πετρωμάτων για την κατασκευή ανθεκτικών όπλων και εργαλείων, η συνεχής βελτίωση των τεχνικών κατασκευής εργαλείων και των κυνηγετικών μεθόδων, ο ενταφιασμός των νεκρών και η τέχνη αποτελούν τα πρωιμότερα επιτεύγματα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Το έναυσμα για τη δημιουργία της παλαιολιθικής τέχνης έδωσε η ανάγκη του ανθρώπου για επιβίωση.
Έτσι, την πρωιμότερη μορφή τέχνης στον πλανήτη μας, αποτελούν τα εργαλεία και όπλα. Από τον Ελλαδικό χώρο προέρχονται πολυάριθμα εργαλεία από λίθο, οστό και κέρατο (χειροπελέκεις, αιχμές βελών, ξέστρα, λεπίδες, βελόνες, σπάτουλες κλπ.). Από την Τελική Ανώτερη Παλαιολιθική (25.000-11.000 πριν από σήμερα) πληθαίνουν οι ενδείξεις σεβασμού προς το άτομο και ενταφιασμού του (Θεόπετρα), ενώ η εξόρυξη κόκκινης ώχρας στο λατομείο της Θάσου υποδηλώνει τη χρήση της για την κόσμηση του νεκρού.
Πολύ πιθανή είναι και η κόσμηση του σώματος εν ζωή, μια και αυτή η πολύτιμη χρωστική ύλη -ο “Χρυσός” της Παλαιολιθικής- φυλασσόταν αμέσως μετά την εξόρυξη σε θήκες από ελαφοκέρατα. Από την ίδια περίοδο χρονολογούνται και τα πρώτα κοσμήματα από δόντια αρκούδας, ελαφιού καθώς και σαλιγκάρια με οπή ανάρτησης, τα οποία αποτελούν στοιχεία κοινωνικού συμβολισμού. Στα δείγματα παλαιολιθικής τέχνης από την Ελλάδα συγκαταλέγεται και οστό ζώου με εννέα εγχάρακτες, παράλληλες γραμμές, το οποίο προέρχεται από το σπήλαιο της Θεόπετρας.
Από το σπήλαιο Σαρακινό του Πηλίου, προέρχονται δύο πλακίδια από σχιστόλιθο με εγχάρακτες παραστάσεις ανθρώπινων μορφών, καλυβών, ζώων (αιγαγροειδούς και ερπετού) και καμακιού. Από την περιοχή του Πηλίου προέρχεται επίσης και στιλπνό αντικείμενο με εγχάρακτη παράσταση άγριου αλόγου. Μνημεία παλαιολιθικής τέχνης, όπως βραχογραφίες και μικροπλαστική, όμοια με εκείνα της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης δεν έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής στην Ελλάδα.
Μεσολιθική Περίοδος
Ως Μεσολιθική περίοδος ορίζεται εκείνη η μεταβατική περίοδος ανάμεσα στην Παλαιολιθική και τη Νεολιθική. Οι άνθρωποι της Μεσολιθικής είναι είναι οργανωμένες ομάδες κυνηγών τροφοσυλλεκτών, οι οποίες εμφανίστηκαν περίπου το 10.000 π.Χ., όταν το κλίμα έγινε θερμότερο κατά την εκπνοή της τελευταίας Παγετώδους. Στη δυτική Ευρώπη οι Μεσολιθικές κυνηγετικές κοινωνίες συνυπήρξαν χρονικά με τις καλλιεργητικές Νεολιθικές κοινωνίες της Ασίας.
Η συγκεκριμένη αλλαγή είχε ως αποτέλεσμα την βαθμιαία εξημέρωση φυτών και ζώων και το σχηματισμό κοινοτήτων σε μόνιμες εγκαταστάσεις, σε διάφορες εποχές και τόπους. Και τούτο γιατί ενώ οι Μεσολιθικοί πολιτισμοί στην Ευρώπη διήρκεσαν σχεδόν μέχρι το 3.000 π.Χ. οι Νεολιθικές κοινότητες αναπτύχθηκαν στη Μέση Ανατολή μεταξύ του 9.000-6.000 π.Χ. Στη μεσολιθική φάση ανάπτυξης του ανθρώπινου πολιτισμού, εντοπίζουμε το ενδιαφέρον μας στην ποικιλία των τεχνικών κυνηγίου, αλιείας και τροφοσυλλογής που αναπτύχθηκαν.
Η ποικιλία πιθανολογείται ότι είναι το αποτέλεσμα της προσαρμογής των ανθρώπων στις βαθμιαίες κλιματικές αλλαγές που επέφερε η υποχώρηση των παγετώνων,η ανάπτυξη των δασών στην Ευρώπη και των ερήμων στη Β. Αφρική. Χαρακτηριστικά αυτής της περιόδουν συνιστούν οι εκτεταμένες αλιευτικές -στη βάση τους- παραποτάμιες και παραλίμνιες εγκαταστάσεις, εκεί όπου αφθονούσαν δηλαδή τα ψάρια ως πηγή τροφής. Επίσης, οι μικρόλιθοι της Μεσολιθικής περιόδου είναι ακόμα μικρότεροι και περισσότερο επεξεργασμένοι απ’ ό,τι στην ύστερη Παλαιολιθική περίοδο.
Σε αυτή την περίοδο αναπτύσσεται η χρήση του τόξου και η χρήση της κεραμεικής, αν και ενίοτε η παρουσία τέτοιων ευρημάτων σε Μεσολιθικούς οικισμούς ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα επαφής με Νεολιθικές κοινότητες. Ο Αζιλαίος πολιτισμός -ο πλέον πρώιμος αντιπρόσωπος του Μεσολιθικού πολιτισμού στην Ευρώπη- με επίκεντρο την περιοχή των Πυρηναίων εξαπλώθηκε στις περιοχές της σημερινής Ελβετίας, του Βελγίου και της Σκωτίας. Διάδοχός του θεωρείται ο Ταρδενισιανός πολιτισμός, που απλώθηκε στις περισσότερες περιοχές της Ευρώπης.
Στη συνέχεια αναπτύχθηκε ο Μαγκλεμοσιανός (Maglemosian) πολιτισμός στις περιοχές της Βαλτικής, που πήρε το όνομά του από περιοχή της Δανίας και έχει να επιδείξει προωθημένες τεχνικές στην κατασκευή χειροπελέκεων και οστέινα εργαλεία. Επίσης από περιοχή της Δανίας πήρε το όνομά του ο πολιτισμός Ertebolle που εκτείνεται χρονικά στο μεγαλύτερο τμήμα της ύστερης Μεσολιθικής. Ύστεροι πολιτισμοί της Μεσολιθικής, όπως ο Καμπινιανός (Campignian) και ο Αστούριος (Asturian), είναι πολύ πιθανό να είχαν επαφές με τις πρώιμες φάσεις ανάπτυξης της Νεολιθικής.
Η Μεσολιθική περίοδος σε άλλες περιοχές εκπροσωπείται από τον Νατούφιο (Natufian) πολιτισμό στη Μ. Ανατολή, τον Βαντάριο (Badarian) και τον Γέρζειο (Gerzean) στην Αίγυπτο και τον Κάψιο (Capsian) στη Β. Αφρική. Ειδικότερα ο Νατούφιος πολιτισμός παρέχει τις πιο πρώιμες αποδείξεις της μετάβασης από τη Μεσολιθική στον νεολιθικό τρόπο ζωής.
Η Μεσολιθική Κατοίκιση στον Ελλαδικό Χώρο
Η Μεσολιθική εποχή αντιστοιχεί στη γεωλογική περίοδο του Ολόκαινου, η οποία χαρακτηρίζεται από σταθεροποίηση των γεωλογικών και κλιματολογικών συνθηκών, με άμεσα αποτελέσματα στην κατοίκηση και την οικονομία. Στον Ελλαδικό χώρο η Μεσολιθική καλύπτει το χρονικό διάστημα από 11.000 χρόνια πριν από σήμερα μέχρι 6800 π.Χ. Οι λιγοστές, μέχρι στιγμής, γνωστές Μεσολιθικές θέσεις από τον Ελληνικό χώρο είναι παράλια σπήλαια και υπαίθριες θέσεις. Η μελέτη και δημοσίευση ορισμένων από τις παλαιότερα γνωστές (Φράγχθι, Σιδάρι, σπήλαιο Ulbrich, σπήλαιο Ζαΐμη) δεν επαρκούσαν για μια συνολική θεώρηση της Μεσολιθικής κατοίκησης στην Ελλάδα.
Όμως, οι επιφανειακές (φαράγγι Κλεισούρας, νομός Πρέβεζας) και ανασκαφικές (Θεόπετρα, Γιούρα, Αλόννησος, Μαρουλάς) έρευνες των τελευταίων δεκαπέντε ετών διεύρυναν σημαντικά τις γνώσεις μας για την κατοίκηση και την οικονομία της εποχής. Έτσι, τίθεται σε νέα βάση η συζήτηση σχετικά με την ομαλή μετάβαση από την οικονομία των κυνηγών-ψαράδων-τροφοσυλλεκτών της Μεσολιθικής στο νεολιθικό τρόπο παραγωγής (συστηματική άσκηση γεωργίας και κτηνοτροφίας) και αμφισβητείται η εισαγωγή του από τη Μικρά Ασία με τη μεσολάβηση των νησιών.
Το πέρασμα από την Ανώτερη Παλαιολιθική στη Μεσολιθική δε σημειώνεται ταυτόχρονα στον Ελλαδικό χώρο. Στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και στα νησιά του Αιγαίου εντοπίστηκαν αρχαιότερες Μεσολιθικές θέσεις από εκείνες της δυτικής. Το γεγονός θα πρέπει να αποδοθεί σε κλιματολογικές διαφορές μεταξύ ανατολικής και δυτικής Ελλάδας. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι θέσεις της Μέσης ή της Ανώτερης Παλαιολιθικής κατοικήθηκαν και πάλι, μετά από διακοπή εκατοντάδων ετών, κατά τη Μεσολιθική (Αλόννησος, Θεόπετρα, Φράγχθι).
Οι αρχαιολογικές ενδείξεις κάνουν σαφή την προτίμηση των Μεσολιθικών στις παράλιες ανοιχτές θέσεις (Σιδάρι, Μαρουλάς) και τα παράκτια σπήλαια (Φράγχθι), πράγμα που έχει εμφανή αποτελέσματα στις οικονομικές τους δραστηριότητες: συστηματική αλιεία, ναυσιπλοΐα στην ανοιχτή θάλασσα με στόχο την αλιεία τόνου και την εξόρυξη οψιανού της Μήλου για την κατασκευή ανθεκτικών εργαλείων, και μεταφορά ανδεσίτη από τα νησιά του Σαρωνικού στο Φράγχθι για την κατασκευή μυλόλιθων, κατάλληλων για το άλεσμα καρπών.
Τέλος, η ανεύρεση λιθόκτιστων θεμελίων καταλυμάτων (Σιδάρι, Μαρουλάς) και η ύπαρξη νεκροταφείων ή και κάποιων μεμονωμένων ταφών έξω από σπήλαια (Φράγχθι) ή σε άμεση γειτνίαση με ανοιχτές θέσεις (Μαρουλάς Κύθνου) αποτελούν τις πρώτες ενδείξεις για εγκατάσταση των μεσολιθικών κυνηγών-ψαράδων σε μόνιμη βάση.
Μεσολιθική Οικονομία
Κατά τη Μεσολιθική εποχή συνεχίζεται το κυνήγι και η συλλογή άγριων φυτών, καρπών και όστρεων, τα οποία αποτέλεσαν τις βασικές μορφές οικονομίας του παλαιολιθικού ανθρώπου. Αγριοκάτσικα, βοοειδή, χοίροι, ελάφια, αλεπούδες, σκαντζόχοιροι, πουλιά, ποντίκια και άλλα τρωκτικά αποτελούν την πανίδα την εποχής. Η ανεύρεση στα Γιούρα είδους εξημερωμένου χοίρου αποτελεί πιθανόν μια πρώτη ένδειξη εξημέρωσης ζώων λίγο μετά το 8000 π.Χ.
Μεγάλες ποσότητες μικρών και μεγάλων ψαριών από το σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα, το Φράγχθι και το σπήλαιο Ulbrich τεκμηριώνουν για πρώτη φορά τη συστηματική άσκηση αλιείας με προηγμένο εργαλειακό εξοπλισμό (αγκίστρια), όχι μόνο σε ρηχά νερά, αλλά και στην ανοιχτή θάλασσα. Η ναυσιπλοΐα στην ανοιχτή θάλασσα δεν είχε όμως μοναδικό στόχο την αλιεία, αλλά και την εξεύρεση πρώτων υλών, κατάλληλων για την κατασκευή ανθεκτικών εργαλείων.
Στο σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας βρέθηκαν εργαλεία από οψιανό της Μήλου, καθώς και μυλόλιθοι από ανδεσίτη (ηφαιστειακό πέτρωμα) από τα νησιά του Σαρωνικού, που χρησίμευαν στο άλεσμα φυτών και καρπών καθώς και στην επεξεργασία κοσμημάτων από λίθο και όστρεα. Οι μυλόλιθοι, σε συνδυασμό με την εύρεση στο Φράγχθι και στη Θεόπετρα ποσοτήτων απανθρακωμένου αγριοκρίθαρου, βρώμης και άγριας φακής, υποδηλώνουν τη συστηματικότερη καλλιέργεια των παραπάνω φυτών. Η συλλογή καρπών περιλάμβανε μεταξύ άλλων λιθόσπερμο, αμύγδαλα και φυστίκια.
Η λιθοτεχνία της εποχής περιλαμβάνει φολίδες, οδοντωτά, εγκοπές, ξέστρα και γεωμετρικούς μικρόλιθους από πυριτόλιθο και οψιανό. Επιπλέον κατασκευάζονται οστέινα και κεράτινα εργαλεία, κυρίως αγκίστρια, βελόνες και σπάτουλες, καθώς και κουταλάκια από πεταλίδες. Εξαιρετική σημασία για την οικονομία της Μεσολιθικής και τη μετάβαση στο νεολιθικό τρόπο ζωής (μόνιμη εγκατάσταση, συστηματική άσκηση γεωργίας και κτηνοτροφίας) έχουν η εγκατάσταση σε μόνιμη βάση και οι ενδείξεις για εξημέρωση κάποιων ζώων και φυτών.
Μεσολιθική Κοινωνία
Τα στοιχεία που αφορούν στην κοινωνική οργάνωση κατά τη Μεσολιθική εποχή είναι λιγοστά και αντλούνται αποκλειστικά από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Οι άνθρωποι της Μεσολιθικής εποχής θεωρείται ότι συνδέονταν μεταξύ τους, όπως και οι πρόγονοί τους κατά την Παλαιολιθική εποχή, με δεσμούς συγγένειας και ζούσαν σε ομάδες 10 έως 30 ατόμων. Η κατοίκηση σε μονιμότερη βάση στη διάρκεια της Μεσολιθικής τόνωσε το αίσθημα της συμβίωσης και συνεργασίας.
Δείγματα συνεργασίας και κοινωνικής συνοχής της Μεσολιθικής κοινωνίας είναι η οργάνωση ταξιδιών σε ανοιχτή θάλασσα με στόχο την εξεύρεση κατάλληλων πρώτων υλών (οψιανού, ανδεσίτη) για την κατασκευή λίθινων εργαλείων, αλλά και την αλιεία μεγάλων ψαριών (τονοειδών). Οι πολυάριθμες ταφές, που βρέθηκαν πάντα σε σχέση με τον τόπο μόνιμης εγκατάστασης (Μαρουλάς, Θεόπετρα) αποτελούν στοιχεία έμπρακτου σεβασμού προς τους νεκρούς και πίστη στη μεταθανάτια ζωή. Την εποχή αυτή ωστόσο σημειώνονται, σύμφωνα με τα ευρήματα από το Φράγχθι, κάποιες διαφοροποιήσεις στα ταφικά έθιμα, συγκριτικά με εκείνα της Παλαιολιθικής.
Κοντά στην είσοδο του σπηλαίου ορίζεται 9500-9000 χρόνια πριν από σήμερα μόνιμος χώρος ενταφιασμού (νεκροταφείο), στον οποίο αποτίθενται βρέφη, παιδιά και ενήλικες, γυναίκες και άντρες. Ανάμεσα στα 12 περίπου άτομα που βρέθηκαν διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο, εκτός από τις απλές ταφές σε λάκκους, το έθιμο της καύσης. Η διαφοροποίηση αυτή αντανακλά πιθανότατα κάποιες κοινωνικές παραμέτρους. Ο αυξημένος αριθμός, τέλος, των κοσμημάτων υποδηλώνει την αύξηση στοιχείων προσωπικού στολισμού και κατ΄ επέκταση κοινωνικού συμβολισμού.
Πτυχές Μεσολιθικού Πολιτισμού
Τα πνευματικά επιτεύγματα του Μεσολιθικού ανθρώπου αποτυπώνονται έμμεσα ή άμεσα στα αρχαιολογικά ευρήματα (π.χ. αρχιτεκτονική, εργαλεία). Η εγκατάσταση σε μακροχρόνια βάση, αντίθετα από τον Παλαιολιθικό του πρόγονο, η κατασκευή καταλυμάτων με λίθινα θεμέλια, τα μακρινά θαλάσσια ταξίδια, η συστηματοποίηση της αλιείας με προηγμένο εξοπλισμό, η εξέλιξη στην τεχνική κατασκευής μικρολεπίδων και κοσμημάτων, η ιδέα εξημέρωσης ειδών άγριων ζώων και δημητριακών, ο ενταφιασμός και η καύση των νεκρών σε νεκροταφεία, συνθέτουν την πολιτιστική φυσιογνωμία του Μεσολιθικού ανθρώπου.
Οι λεπίδες και μικρολεπίδες από πυριτόλιθο και οψιανό από το Φράγχθι, τα λεπτότατης επεξεργασίας οστέινα και κεράτινα αγγίστρια από τα Γιούρα και τα κοσμήματα -κυρίως περίαπτα και εξαρτήματα ενδυμασίας- από λίθο, οστό και όστρεο αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα τεχνικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας των ανθρώπων που κατοίκησαν τον ελλαδικό χώρο κατά τη Μεσολιθική εποχή.
Νεολιθική Περίοδος
Ως Νεολιθική περίοδος ορίζεται εκείνη η περίοδος της ανθρώπινης πολιτισμικής ανάπτυξης που ακολουθεί την Παλαιολιθική και τη Μεσολιθική περίοδο και είναι τμήμα της Ολόκαινου Εποχής. Η Νεολιθική περίοδος ξεκίνησε περίπου το 10.000 Π.Κ.Ε./Π.Χ. στη Δ. Ασία και το 5.500 Π.Κ.Ε./Π.Χ. στην κεντρική Ευρώπη, ενώ οι πρωιμότεροι οικισμοί στην Ελλάδα χρονολογούνται λίγο πριν από το 6.500 Π.Κ.Ε./Π.Χ.
Πρόκειται για μια περίοδο της ιστορίας κατά την οποία θεσμοθετείται σε μεγάλο εύρος η μόνιμη εγκατάσταση, η εξημέρωση των ζώων και των φυτών αλλά και η χρήση της κεραμικής μετά την Ακεραμική Νεολιθική. Κατά την περίοδο αυτή συνεχίζεται η χρήση των απολεπισμένων λίθινων εργαλείων, ενώ γενικεύεται η χρήση των τριπτών ή λειασμένων λίθινων εργαλείων, τα οποία εμφανίζονται κατά τη Μεσολιθική. Η περίοδος ονομάστηκε Νεολιθική κατά τη συνήθη πρακτική του χωρισμού της ιστορίας σε τρεις περιόδους (Σύστημα τριών εποχών).
Αρχικά χωριζόταν μεθοδολογικά από την ύπαρξη τριπτών ή λειασμένων λίθινων εργαλείων (μυλόπετρες, πελέκεις), καθώς τα εργαλεία αυτά δεν υπήρχαν στις προηγούμενες περιόδους Παλαιολιθική και Μεσολιθική. Αργότερα η περίοδος ταυτίστηκε με την αρχή του τροφοπαραγωγικού “σταδίου”, καθώς και με τη μόνιμη εγκατάσταση και τη χρήση της κεραμικής. Τα τελευταία χρόνια θεωρείται ότι η εξημέρωση των ζώων και των φυτών, η μόνιμη εγκατάσταση και η κεραμική είναι πρακτικές πιο περίπλοκες και οι άνθρωποι δεν τις υιοθετούν συλλήβδην αλλά ανάλογα με τοπικές κοινωνικές διεργασίες.
Είναι για παράδειγμα γνωστό ότι στις Σιδηρές πύλες του Δούναβη και στην κεντρική Ευρώπη συνυπήρχαν χρονικά κοινότητες τροφοσυλλεκτών-κυνηγών και καλλιεργητών. Ο όρος Νεολιθική χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια περισσότερο ως χρονολογικό στοιχείο, ως εργαλείο των αρχαιολόγων για την καλύτερη συνεννόηση. Πάντως με τις αυξανόμενες δυνατότητες της ραδιοχρονολόγησης και της δενδροχρονολόγησης, όλο και περισσότεροι αρχαιολόγοι τείνουν να χρησιμοποιούν τελευταία απόλυτες χρονολογίες.
Η χρήση του όρου “Νεολιθική” ως χρονολογικού εργαλείου προκύπτει κυρίως από την συνειδητοποίηση ότι η Νεολιθική δεν είναι ένα ενιαίο φαινόμενο, ένα στάδιο στην εξέλιξη του ανθρώπου. Τα στοιχεία που συνήθως συνδέονται με τη Νεολιθική (η εξημέρωση των φυτών και των ζώων, η μόνιμη εγκατάσταση και οι νέες τεχνολογίες με κυρίαρχη την κεραμική), δεν αποτελούν ένα πακέτο, αλλά πρακτικές τις οποίες οι άνθρωποι υιοθετούσαν κατά περίπτωση και ανάλογα με τις παραδόσεις στις οποίες ζούσαν μέχρι τότε.
Στην Ιαπωνία για παράδειγμα η κεραμική ήταν γνωστή πριν από την εξημέρωση των ζώων και των φυτών και τη μόνιμη εγκατάσταση, ενώ στη Νοτιοδυτική Ασία (ή αλλιώς Εγγύς Ανατολή) η καλλιέργεια και η μόνιμη εγκατάσταση προηγήθηκαν της χρήσης της κεραμικής (εξού και οι όροι Ακεραμική και Προκεραμική Νεολιθική). Γενικά ως βασικό στοιχείο θεωρείται η εξημέρωση των ζώων και των φυτών, αλλά το πιο εύκολο και πρακτικό στοιχείο αναγνώρισης είναι η κεραμική, λόγω της μεγάλης ποσότητας που ανευρίσκεται στις ανασκαφές (κυρίως στην Ευρώπη, όπου δεν έχει διαπιστωθεί ακεραμική ή προκεραμική φάση της Νεολιθικής).
Οι διεργασίες αλλαγής προς την υιοθέτηση αυτών των πρακτικών άρχισαν στην Εγγύς Ανατολή γύρω στο 10.000 Π.Κ.Ε./Π.Χ. Το βασικό επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης κατά τη Νεολιθική φαίνεται πως ήταν η κοινότητα. Οι περισσότεροι οικισμοί είχαν αρκετά σαφή όρια, για να θεωρούνται αυτόνομες μονάδες στο χώρο (και ίσως, αν και όχι απαραίτητα, αυτόνομες κοινωνικές μονάδες). Οι οικισμοί αυτοί ήταν αρκετά μεγάλοι ώστε να μπορούν να επιβιώσουν οικονομικά (θεωρείται δηλαδή ότι υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι, για να αντεπεξέρχονται στις περιόδους ανάγκης, όπως ο θερισμός, και για να μπορούν να συντηρούν βιώσιμα κοπάδια).
Για την οργάνωση των σχέσεων εντός των οικισμών υπάρχουν πολλά διαφορετικά στοιχεία ανά περιοχή. Στο Τσατάλχουγιούκ (Çatalhöyük ή Çatalhüyük) για παράδειγμα τα σπίτια ήταν κολλημένα το ένα με το άλλο σε ομάδες και φαίνεται ότι μεγάλο ρόλο έπαιζαν οι “γειτονιές”. Στην κεντρική Ευρώπη υπήρχαν μεγάλα κτίσματα (τα λεγόμενα “longhouses”) λίγο απομονωμένα το ένα από το άλλο. Εξημέρωση των ζώων και των φυτών Κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής παρουσιάζεται μια σημαντική αλλαγή στη σχέση των ανθρώπων με τα ζώα και τα φυτά.
Η διατροφή βασίζεται όλο και περισσότερο σε ζώα και φυτά των οποίων την ανάπτυξη ελέγχουν οι άνθρωποι (μέσω σταβλισμού των κοπαδιών και καλλιέργειας της γης). Ο έλεγχος αυτός είχε επίπτωση και στη φυσιολογία των ζώων και των φυτών, κάτι στο οποίο βασίζονται οι αρχαιολόγοι για να αναγνωρίσουν ποια είδη ήταν άγρια και ποια εξημερωμένα. Ο Αυστραλός αρχαιολόγος Βερ Γκόρντον Τσάιλντ χρησιμοποίησε τον όρο Νεολιθική επανάσταση για να περιγράψει αυτή τη διαδικασία, τα τελευταία χρόνια όμως υπερισχύει η άποψη ότι η εξημέρωση των ζώων και των φυτών ήταν σταδιακή και υπόκειτο σε τοπικές διεργασίες.
Πολύ συχνά με την εξημέρωση των ζώων και των φυτών συνδέεται η μόνιμη εγκατάσταση, αλλά φαίνεται πως δεν υπάρχει αποκλειστική σχέση μεταξύ των δύο φαινομένων, όπως φαίνεται από τα στοιχεία των οικισμών που ανασκάφηκαν στις Σιδηρές Πύλες του Δούναβη. Εκεί, αν και φαίνεται πως οι οικισμοί ήταν μόνιμες εγκαταστάσεις, οι κάτοικοι ήταν τροφοσυλλέκτες, ενώ χρησιμοποιούσαν και κεραμική. Η τεχνολογία που διαχώριζε τη Νεολιθική ως εποχή, η κατασκευή τριπτών και λειασμένων εργαλείων, δεν ήταν απολύτως καινούρια, καθώς χρησιμοποιόταν ήδη στην κατασκευή οστέινων εργαλείων.
Κατά τη Νεολιθική όμως η τεχνική αυτή επεκτείνεται στα λίθινα εργαλεία και γίνεται βασικό στοιχείο της ζωής των κατοίκων, εφόσον τα εργαλεία αυτά χρησιμοποιούνται σε πολλές εργασίες (κόψιμο, ξύσιμο, άλεσμα). Η ίδια τεχνική χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό και την κατασκευή “κοσμημάτων” από λίθο ή από όστρεο (κυρίως από το όστρεο Spondylus Gaederopus). Το ίδιο σημαντικά ήταν τα εργαλεία από απολεπισμένο λίθο (κυρίως λεπίδες και φολίδες) που χρησιμοποιούνταν σε ποικίλες επίσης εργασίες (κόψιμο, ξύσιμο, κυνήγι).
Πάντως η τεχνική που έχει σχεδόν ταυτιστεί με τη Νεολιθική είναι η κατεργασία του πηλού σε ποικίλες εκφάνσεις: κεραμική, ειδώλια, αλλά και κτίσματα και κατασκευές από πηλό (π.χ. φούρνοι). Παρά την εντύπωση που δημιουργείται από την ονομασία των περιόδων, και στη Νεολιθική γινόταν μικρή χρήση του χαλκού, κυρίως όμως λαξευτού και όχι χυτού.
Μετάβαση από τη Μεσολιθική στη Νεολιθική Περίοδο στον Ελλαδικό Χώρο
Η μετάβαση από το κυνηγετικό-τροφοσυλλεκτικό στάδιο της Παλαιολιθικής και Μεσολιθικής στο παραγωγικό στάδιο της Νεολιθικής εποχής σημαδεύεται από την οργάνωση οικισμών μόνιμου χαρακτήρα και τη συστηματική άσκηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Η διαδικασία μετάβασης στο λεγόμενο νεολιθικό τρόπο παραγωγής (neolithization) σημειώνεται στο Αιγαίο στο πρώτο μισό της 7ης χιλιετίας π.Χ., νωρίτερα από τα Βαλκάνια και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Τα αρχαιολογικά δεδομένα, κυρίως κατάλοιπα φυτών και ζώων καθώς και λίθινα εργαλεία, από τους λιγοστούς οικισμούς της Προκεραμικής Νεολιθικής προβληματίζουν τους αρχαιολόγους στην κατανόηση της προέλευσης του παραγωγικού τρόπου ζωής στον ελλαδικό χώρο. Οι βασικότερες απόψεις συνοψίζονται στα παρακάτω:
1. Η μετάβαση πραγματοποιείται στον Ελλαδικό χώρο, είναι δηλαδή γηγενής, και τεκμηριώνεται από εγκαταστάσεις μόνιμου χαρακτήρα που βρίσκονται στα Γιούρα βόρειων Σποράδων, στο Μαρουλά Κύθνου και στο Φράγχθι Ερμιονίδας, όπου πέρα από οικιστικά κατάλοιπα, σημειώνονται και ταφές μελών των πρώτων μικρών κοινοτήτων. Οι εγκαταστάσεις αυτές χρονολογούνται στη Μεσολιθική εποχή και συνδέονται με εξειδίκευση στην αλιεία, με στοιχειώδη καλλιέργεια και άλεσμα άγριων ειδών δημητριακών (Φράγχθι, Θεόπετρα) και εξημέρωση άγριων ζώων (αγριόχοιρου στα Γιούρα).
2. Η Νεολιθική οικονομία εισάγεται στο Αιγαίο από τη Μικρά Ασία, όπου υιοθετείται λίγο νωρίτερα. Βασικά επιχειρήματα της θεωρίας αυτής αποτελούν ο μικρός αριθμός θέσεων της Προκεραμικής περιόδου, που εντοπίζονται μάλιστα στο ανατολικό τμήμα της ηπειρωτικής χώρας (Άργισσα, Σέσκλο, Φράγχθι, Κνωσός), τα λίθινα εργαλεία που είναι αντίστοιχα με των Μικρασιατικών οικισμών και η παρουσία οικόσιτων αιγοπροβάτων, των οποίων άγριες μορφές δεν προϋπήρξαν στην Ελλάδα. Στη θεωρία αυτή σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα νησιά του Αιγαίου.
3. Ο Ελλαδικός χώρος συμμετέχει -στα όρια που επιτρέπει η γεωμορφολογία, το κλίμα η άγρια πανίδα και χλωρίδα της περιοχής- στη διαδικασία της μετάβασης στο Νεολιθικό τρόπο ζωής που ξεκινά γύρω στο 9000 π.Χ. στην Εγγύς Ανατολή. Οι πρόσφατες έρευνες στην Εγγύς Ανατολή, τη Μικρά Ασία και το Αιγαίο προσθέτουν νέα δεδομένα που ανατρέπουν την παλαιότερη άποψη περί πυρηνικής ζώνης στην Εγγύς Ανατολή (“Εύφορη Ημισέληνος”), όπου καθιερώνεται το παραγωγικό στάδιο οικονομίας για να διαδοθεί προς τα δυτικά.
Τα ευρήματα της Μεσολιθικής εποχής από τον Ελλαδικό χώρο που αναφέρονται παραπάνω αποτελούν κρίκους στη μακρά αλυσίδα αναζήτησης των απαρχών της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Οι κατακτήσεις της Μεσολιθικής ενισχύονται και διευρύνονται με τις επαφές που πραγματοποιούνται είτε μέσω των νησιών του Αιγαίου είτε μέσω της Θράκης.
Γεωργία
Σύμφωνα με τα φυτικά κατάλοιπα που βρέθηκαν απανθρακωμένα σε νεολιθικούς οικισμούς και μελετήθηκαν από παλαιοβοτανολόγους, η ανάπτυξη της γεωργίας στον Ελλαδικό-Αιγαιακό χώρο σημειώνεται κατά την 7η χιλιετία π.Χ. και εγκαινιάζει, μαζί με την κτηνοτροφία, το παραγωγικό στάδιο οικονομίας. Τρία είναι τα είδη που καλλιεργούνται συστηματικά από την Προκεραμική Νεολιθική: το μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι και το κριθάρι.
Η μελέτη απανθρακωμένων σπόρων από οικισμούς της Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Αργολίδας και Κρήτης δείχνει ότι κατά τις πρώτες περιόδους της Νεολιθικής απαντά συχνότερα το δίκοκκο σιτάρι, ενώ παράλληλα καλλιεργούνται και όσπρια (φακή, μπιζέλια). Από την Αρχαιότερη Νεολιθική καλλιεργείται και το λινάρι, που μαζί με το μαλλί των αιγοπροβάτων, αποτελεί σημαντικότατη πρώτη ύλη για την υφαντουργία. Από τη Νεότερη Νεολιθική η γεωργία επεκτείνεται με την καλλιέργεια σιταριού αρτοποιίας (Σιταγροί, Σέσκλο), κεχριού (Άργισσα, Xαιρώνεια), σίκαλης (Θαρρούνια Eυβοίας) και βρώμης (Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου, Θαρρούνια).
Στα όσπρια προστίθενται τα κουκιά (Σέσκλο, Διμήνι, Θαρρούνια), η φάβα και τα ρεβίθια (Διμήνι), εμπλουτίζοντας έτσι τη διατροφή σε φυσικές πρωτεΐνες. Tέλος, είναι αμφίβολο αν η μηδική, το ρόβι και το λαθούρι, που απαντούν σε νεολιθικούς οικισμούς και σήμερα κατατάσσονται στις ζωοτροφές, συγκαταλέγονται στο διαιτολόγιο του νεολιθικού γεωργοκτηνοτρόφου. Kατά τη Νεότερη και την Τελική Νεολιθική εντατικοποιείται η καλλιέργεια του κριθαριού, πιθανότατα λόγω της προσαρμοστικότητάς του σε διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες.
Στις πρώτες φάσεις της Νεολιθικής καλλιεργείται ευρύτατα το δίστοιχο κριθάρι (Γεντίκι, Σουφλί, Νέα Νικομήδεια, Φράγχθι, Κέα, Κνωσός), ενώ από τη Νεότερη Νεολιθική στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία προτιμάται το εξάστοιχο κριθάρι. Για τη γεωργία απαιτούνταν εκτάσεις γύρω ή σε μικρή σχετικά απόσταση από τους οικισμούς. Για την εξασφάλισή τους συχνή ήταν η εκχέρσωση θαμνωδών εκτάσεων ή η αποψίλωση περιοχών, που καταχωρούνται στις πρώτες οικολογικές παρεμβάσεις! Από τη μελέτη των φυτικών καταλοίπων συνάγεται ότι τα δημητριακά και τα όσπρια καλλιεργούνται είτε στους ίδιους είτε σε διαφορετικούς αγρούς.
Μικτές καλλιέργειες σημειώνονται για παράδειγμα στο Γεντίκι και στην Άργισσα, ενώ στον Πρόδρομο και το Σέσκλο οι καλλιέργειες γίνονται χωριστά. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα είδη σιτηρών και οσπρίων που αναφέρονται δεν καλλιεργούνται το ίδιο σε όλους τους οικισμούς του Ελλαδικού χώρου. Στη Νέα Νικομήδεια και τη Μαγούλα Μπαλωμένου προτιμάται για παράδειγμα ένα μόνο είδος σιταριού. Oι αγροί σκάβονται με λίθινες αξίνες, ενώ η χρήση του αρότρου δεν τεκμηριώνεται αρχαιολογικά στο Αιγαίο πριν από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.).
H συγκομιδή των σιτηρών γίνεται με ξύλινα δρεπάνια, στο στέλεχος των οποίων προσαρμόζονται λεπίδες πυριτόλιθου η μια δίπλα στην άλλη. Tη διατροφή των Νεολιθικών ανθρώπων συμπληρώνουν καρποί και φρούτα που συλλέγονται από φυτά που βρίσκονται στο άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον των οικισμών: βελανίδια, φιστίκια, αμύγδαλα, κορόμηλα, κεράσια, δαμάσκηνα, μήλα, αχλάδια, ελιές, σταφύλια και μούρα. H συστηματική καλλιέργεια της ελιάς και του αμπελιού αρχίζει κατά την εποχή του Χαλκού.
Κτηνοτροφία
Η μελέτη οστών ζώων, που βρίσκονται σε μεγάλες ποσότητες κατά την ανασκαφή Νεολιθικών οικισμών και μελετώνται από τους αρχαιοζωολόγους, δείχνει ότι η κτηνοτροφία στον Ελλαδικό-Αιγαιακό χώρο βασίζεται από τις αρχές της 7ης χιλιετίας σε πέντε εξημερωμένα είδη: πρόβατα, αίγες, βοοειδή, χοίρους και σκύλους. Τα πρόβατα και οι αίγες δεν εξημερώνονται στην Ελλάδα, αφού στο γεωγραφικό αυτό χώρο δεν προϋπάρχουν οι άγριες μορφές τους κατά την Παλαιολιθική και τη Μεσολιθική.
Εξημερώνονται στα μέσα της 8ης χιλιετίας στην Εγγύς Ανατολή και η παρουσία τους στο Aιγαίο συνδέεται με το πολυσυζητημένο πρόβλημα της εισαγωγής ή μη του νεολιθικού τρόπου παραγωγής(neolithization) από την Ανατολή. Αντίθετα, η εξημέρωση χοίρων, βοοειδών και σκύλων πραγματοποιείται στον ελλαδικό χώρο, μια και αγριόχοιροι, άγριοι ταύροι και λύκοι ζουν εδώ από την Παλαιολιθική εποχή. Τεκμήριο της επιτόπιας εξημέρωσης των ζώων αυτών αποτελεί η παράλληλη εύρεση σε Νεολιθικούς οικισμούς της ηπειρωτικής χώρας (Σιταγροί, Λέρνα) οστών άγριων, μεταβατικών και ήμερων μορφών αγριόχοιρων και βοοειδών.
Τα είδη αυτά προωθούνται στη νησιωτική χώρα στα τέλη της 7ης και τις αρχές της 6ης χιλιετίας, όπως δείχνει το οστεολογικό υλικό που βρέθηκε στην Κνωσό και χρονολογείται στην Ακεραμική Νεολιθική. Η προτίμηση στα οικόσιτα είδη ζώων διαφέρει κατά περιοχές και εποχές. Kατά τις πρώτες φάσεις της Νεολιθικής προτιμώνται τα αιγοπρόβατα, που συνιστούν το 65-90% του συνόλου των αναλωθέντων ζώων. Κατά τη Νεότερη Νεολιθική το ποσοστό σε οικισμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας μειώνεται σε 40-70%, ενώ στα νησιά ξεπερνά το 80% μέχρι και την Τελική Νεολιθική.
H αύξηση της κατανάλωσης χοίρων και βοοειδών από τη Νεότερη Νεολιθική, ιδιαίτερα σε πεδινές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, συνδέεται εν μέρει με την επέκταση της καλλιέργειας ειδών οσπρίων, πλούσιων σε φυτικές πρωτεΐνες. Τέλος, ίχνη λίθινων εργαλείων καθώς και σπασίματα που παρατηρούνται σε οστά σκύλων, υποδηλώνουν ότι το ζώο συγκαταλέγεται στο διαιτολόγιο του νεολιθικού γεωργοκτηνοτρόφου.
H μικρή ηλικία σφαγής των ζώων και η εκτροφή τους σε μικτά κοπάδια δείχνει ότι εκτρέφονταν βασικά για το κρέας τους, ενώ το γάλα και το μαλλί βοοειδών και αιγοπροβάτων ήταν τουλάχιστον στις πρώτες φάσεις της Νεολιθικής δευτερεύοντα. H μείωση κατανάλωσης των αιγοπροβάτων και η σφαγή τους κατά τη Νεότερη και την Τελική Νεολιθική σε μεγαλύτερη ηλικία δεν αποκλείεται να σχετίζεται με την ανάπτυξη της υφαντουργίας μαλλιού. H ανάπτυξη της κτηνοτροφίας δεν κατάργησε το κυνήγι, ούτε και περιόρισε την αλιεία, που κατά τη Νεολιθική αποτελούν συμπληρωματικές διατροφικές πηγές.
Κυνήγι και Αλιεία
H ανάπτυξη της κτηνοτροφίας καλύπτει κατά τη Νεολιθική εποχή το μεγαλύτερο μέρος των διατροφικών αναγκών. Tο κυνήγι και η αλιεία, που αποτελούσαν τις βασικές πηγές τροφής κατά την Παλαιολιθική και τη Μεσολιθική, παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στην οικονομία των νεολιθικών γεωργοκτηνοτρόφων.
H ένταση με την οποία ασκούνται εξαρτάται από τη γεωγραφική θέση του οικισμού, δηλαδή από το αν βρίσκεται σε ηπειρωτικό ή σε νησιωτικό περιβάλλον. Στα άγρια θηράματα περιλαμβάνονται το κόκκινο ελάφι, ο άγριος ταύρος, ο αγριόχοιρος, το αγριοκάτσικο, το ζαρκάδι, ο λαγός καθώς επίσης πτηνά (χήνες, πάπιες) και χερσαίες χελώνες. Αξίζει να σημειωθεί ότι στους Μεσόγειους οικισμούς υπερτερούν τα θηλαστικά, ενώ στους νησιωτικούς τα πτηνά. Kατά τη Τελική Νεολιθική παρατηρείται αύξηση της κυνηγετικής δραστηριότητας.
Στο αρχαιοοζωολογικό υλικό της εποχής καταγράφονται τέλος και ασβός, άγρια γάτα, αρκούδα, λύκος, αλεπού, κάστορας, σκαντζόχοιρος, σκίουρος, εντομοφάγα και τρωκτικά. Σε παράκτιες και νησιωτικές περιοχές σημειώνεται εντατική άσκηση της αλιείας, που αναπτύχθηκε ήδη από τη Μεσολιθική εποχή, τα προϊόντα της οποίας όμως έχουν μικρή θρεπτική αξία. Tόνος, ροφός, μαγιάτικο, κολιός, τσιπούρα, μπακαλιάρος υπερτερούν ανάμεσα στα ευπαθή οστά ψαριών που προέρχονται από νεολιθικούς οικισμούς (Πευκάκια Bόλου, Γιούρα, Σάλιαγκος, Φράγχθι Eρμιονίδας, Θαρρούνια Eυβοίας).
Σε παραποτάμιους οικισμούς αλιεύονται κυρίως οι κυπρίνοι. H συλλογή των οστών ψαριών γίνεται από τους αρχαιολόγους σε νεροκόσκινο με τη μέθοδο της επίπλευσης: από το χώμα της ανασκαφής που πλένεται με νερό επιπλέουν τα ελαφρά οστά και οι καμένοι σπόροι φυτών που συλλέγονται σε λεπτά κόσκινα. Από τη διατροφή των Νεολιθικών δεν έλειπαν επίσης τα μαλάκια (χερσαία ή θαλάσσια) και τα γαστερόποδα (πεταλίδες, σαλιγκάρια, τροχίδες κ.λπ.). Tο κυνήγι και το ψάρεμα γινόταν με τη βοήθεια λίθινων (βέλη) και οστέινων (αγκίστρια, καμάκια) εργαλείων.
Εργαλειοτεχνία
Εργαλεία από λίθο, οστό και ελαφοκέρατο χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε όλες τις φάσεις της Νεολιθικής, εξυπηρετώντας οικονομικές δραστηριότητες, οι οποίες πραγματοποιούνται τόσο μέσα στον οικισμό (π.χ. προετοιμασία τροφής, υφαντική) όσο και έξω από τα όριά του (π.χ. γεωργία, κυνήγι).
Τα λίθινα εργαλεία αποτελούν μετά την κεραμική την πολυπληθέστερη κατηγορία ευρημάτων στις ανασκαφές Νεολιθικών οικισμών. Τα εργαλεία (λεπίδες) από πυριτόλιθο και οψιανό, εξυπηρετούν το Νεολιθικό γεωργοκτηνοτρόφο στον τεμαχισμό της τροφής, στο θέρισμα των σιτηρών, στο κόψιμο δερμάτων κ.λπ. Τα μεγαλύτερα εργαλεία από λειασμένο λίθο δίνουν αξίνες για το σκάψιμο της γης, τσεκούρια για την υλοτόμηση των δέντρων, σμίλες για την κατεργασία του ξύλου, του οστού αλλά και του λίθου (π.χ. λίθινα σκεύη, σφραγίδες, ειδώλια).
Τα οστέινα και κεράτινα εργαλεία συνιστούν, παρά το φθαρτό της ύλης τους, μια από τις αριθμητικά και μορφολογικά σημαντικότερες κατηγορίες ευρημάτων. Αγκίστρια, αιχμές βελών, οπείς, σπάτουλες, βελόνες είναι εργαλεία απαραίτητα στο ψάρεμα, το κυνήγι, την κατεργασία του δέρματος, την καλαθοπλεκτική, την υφαντική και την κεραμική. Τα εργαλεία κάθε είδους κατασκευάζονται κατά τη Νεολιθική είτε από τους ίδιους τους χρήστες τους είτε από μέλη της κοινότητας με ιδιαίτερη επιδεξιότητα στην κατεργασία του ενός ή του άλλου υλικού, χωρίς αυτό να σημαίνει εξειδίκευση ατόμων στην εργασία αυτή.
Λίθινα Εργαλεία
Τα λίθινα εργαλεία αποτελούν από την Παλαιολιθική εποχή μέσα απαραίτητα για την τέλεση ποικίλων οικονομικών δραστηριοτήτων. Το πέρασμα του ανθρώπου κατά τη Νεολιθική εποχή στο παραγωγικό στάδιο επιβάλλει από την 7η χιλιετία π.Χ. την αναζήτηση και κατασκευή νέων τύπων εργαλείων, σε ασυνήθιστα μέχρι τότε υλικά, επεκτείνοντας την τεχνογνωσία και εξυπηρετώντας πλήρως τις νέες ανάγκες. Με κριτήρια το είδος των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται και τις τεχνικές που απαιτούνται για την επεξεργασία τους διακρίνονται δυο κατηγορίες εργαλείων, τα εργαλεία από αποκρουσμένο και από λειασμένο λίθο.
Η μέθοδος της απόκρουσης εφαρμόζεται σε υλικά με οστρεοειδή θραύση, όπως ο πυριτόλιθος και ο οψιανός. Κατά τη Νεολιθική παράγονται λεπίδες από ποικιλίες ανθεκτικού πυριτόλιθου (ίασπις, ανοιχτόχρωμοι πυριτόλιθοι) και από οψιανό της Μήλου. Η διακίνηση οψιανού της Μήλου σε όλες τις γεωγραφικές ενότητες της Ελλάδας εντάσσεται σε ένα ευρύ πλέγμα ανταλλαγών, ενώ οι πηγές του πυριτόλιθου παραμένουν σε πολλές περιπτώσεις άγνωστες, αφήνοντας έτσι ασαφές το πλαίσιο διακίνησής του.
Οι λεπίδες χρησιμοποιούνται στις πρώτες φάσεις της Νεολιθικής ως μαχαίρια ανεξάρτητα ή με οστέινη/κεράτινη λαβή. Ιδιαίτερα οι λεπίδες πυριτόλιθου προσαρμόζονται η μια δίπλα στην άλλη σε ξύλινο στέλεχος, σχηματίζοντας έτσι στοιχεία δρεπανιού, που αντικαθίστανται μετά από πολλές χρήσεις. Οι στομωμένες λεπίδες όμως δεν αχρηστεύονται, αλλά ξαναχρησιμοποιούνται ως ξέστρα. Αξιοσημείωτη είναι κατά τη Νεότερη Νεολιθική η αύξηση χρήσης του οψιανού για την κατασκευή τρυπανιών και ξέστρων, αιχμών για βέλη (νότια Ελλάδα, Κυκλάδες) αλλά και δόρατα.
Οι τριγωνικές ή φυλλόσχημες αιχμές δοράτων από οψιανό αποτελούν μια ιδιαίτερα μικρή κατηγορία ευρημάτων που διακινούνται, πιθανότατα ως “σύμβολα γοήτρου”, από την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου μέχρι τη Μακεδονία. Η εμφάνιση εργαλείων από λειασμένα κρυσταλλικά ή σχιστώδη πετρώματα συμβαδίζει με την έναρξη του γεωργοκτηνοτροφικού σταδίου στον ελλαδικό χώρο (7η χιλιετία π.Χ.) και η χρήση τους είναι εντατική τόσο κατά τη Νεολιθική όσο και κατά την εποχή του Χαλκού.
Σε μεταμορφικά πετρώματα (π.χ. σερπεντίνες) κατασκευάζονται, με σφυροκόπημα, λείανση, τριβή και πριόνισμα εργαλεία που χρησιμοποιούνται ως πελέκεις, αξίνες και σμίλες. Ο καθορισμός της χρήσης τους εξαρτάται από την κατεύθυνση της κόψης του εργαλείου ως προς τη λαβή του στειλεού. Ο στειλεός, το τμήμα δηλαδή, στο οποίο προσαρμόζεται το εργαλείο για την καλύτερη δυνατή χρήση του, ήταν κυρίως τμήμα από ελαφοκέρατο. Από κρυσταλλικά πετρώματα κατασκευάζονται επίσης μυλόλιθοι και τριπτήρες, απαραίτητοι για το άλεσμα του σταριού.
Οι μυλόλιθοι χρησιμοποιούνται επίσης ως επιφάνειες εργασίας κατά την κατασκευή κοσμημάτων. Τέλος, στα λειασμένα εργαλεία της Νεότερης Νεολιθικής ανήκουν και τα “ρόπαλα” (κρανιοθραύστες), λίθινες δηλαδή σφαίρες με διαμπερή οπή, από την οποία δένεται σχοινί, με τη βοήθεια του οποίου η σφαίρα τίθεται σε περιστροφική κίνηση προκειμένου να εκτοξευτεί αποτελεσματικά.
Η παλαιότερη αυτή ερμηνευτική προσέγγιση των “ροπάλων” πρέπει μάλλον να αναθεωρηθεί, μια και το υλικό κατασκευής τους είναι συνήθως ξεχωριστό και σπάνιο. Ίσως και στην περίπτωση αυτή να πρόκειται για ένα από τα στοιχεία “κοινωνικού γοήτρου”, που εντοπίζονται στις τελευταίες φάσεις της Νεολιθικής.
Οστέινα Εργαλεία
Στα υλικά κατάλοιπα των νεολιθικών οικισμών συγκαταλέγεται πληθώρα τέχνεργων από οστό και ελαφοκέρατο με μεγάλη μορφολογική ποικιλία. Τα οστέινα εργαλεία διαμορφώνονται σε οστά από τα κάτω άκρα εξημερωμένων ζώων, κυρίως αιγοπροβάτων, λιγότερο βοοειδών, ενώ σπανιότερα χρησιμοποιούνται και οστά άγριων ζώων (π.χ. ελαφιών) και πτηνών. Οι τεχνικές παρέμβασης στη φυσική μορφή των οστών, εφαρμοσμένες ήδη από την Προκεραμική Νεολιθική, περιλαμβάνουν θραύση, θλάση, απόξεση, αυλάκωση, τριβή, λείανση και διάτρηση.
Τα ενεργά τμήματα των οστών, δηλαδή το ένα ή και τα δυο τους άκρα, είναι αιχμηρά, ευθύγραμμα ή στρογγυλεμένα. Τη μεγαλύτερη ομάδα οστέινων εργαλείων συνιστούν τα αιχμηρά, τα οποία χρησιμοποιούνται ως οπείς (σουβλιά) και βελόνες για την κατεργασία του δέρματος, την υφαντική, την καλαθοπλεκτική και τη διακόσμηση της κεραμικής. Τα αιχμηρά και στα δυο άκρα εργαλεία χρησιμοποιούνταν πιθανότατα ως αγκίστρια, γνωστά ήδη από τη Μεσολιθική εποχή (σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα), ενώ δεν απουσιάζουν τα αγκίστρια στην κλασική τους μορφή.
Σπάτουλες για το στίλβωμα (γυάλισμα) της κεραμικής και τον καθαρισμό δερμάτων, καθώς επίσης σφοντύλια (βαρίδια για τη ρόκα) και χτένια για την υφαντική συγκαταλέγονται τέλος στους βασικούς τύπους εργαλείων της Νεολιθικής. Τα κεράτινα εργαλεία κατασκευάζονται κυρίως από κέρατα ελαφιών, τα οποία αποκτώνται με το κυνήγι ή την περισυλλογή των κεράτων που πέφτουν από τα ζώα, σε περιοχές δράσης τους. Η ανεύρεση κεράτινων εργαλείων σε οικισμούς απομακρυσμένους από βιότοπους ελαφιών καθιστούν τα ελαφοκέρατα υλικό ανταλλαγής μεταξύ κοινοτήτων.
Η εξαιρετική ελαστικότητα και ανθεκτικότητα του ελαφοκέρατου εκτιμάται ιδιαίτερα από το νεολιθικό άνθρωπο, ώστε κατασκευάζει αξίνες και λαβές ή στειλεούς για λίθινα μαχαίρια, τρυπάνια, οπείς, σμίλες, αξίνες και σφυριά. Η στειλέωση εργαλείων προϋποθέτει τη μερική ή ολική αφαίρεση της σπογγώδους ύλης που αποτελεί τον πυρήνα του ελαφοκέρατου.
Λίθινα Σκεύη
Η λιθοτεχνία της Νεολιθικής εποχής περιλαμβάνει, εκτός από τα λίθινα λειασμένα εργαλεία, και σκεύη. Τα πρωιμότερα δείγματα χρονολογούνται, με βάση τα ευρήματα από το Σέσκλο και το Αχίλλειο Θεσσαλίας, στην Αρχαιότερη Νεολιθική. Ιδιαίτερα αυξημένη φαίνεται η παραγωγή λίθινων αγγείων κατά την προχωρημένη Αρχαιότερη Νεολιθική στη Θεσσαλία και στη νότια Ελλάδα, ενώ κατά τη Μέση Νεολιθική είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Δείγματα λίθινων σκευών από τη Μακεδονία και τα νησιά ανάγονται στη Νεότερη Νεολιθική.
Σχιστόλιθος, οφίτης, μάρμαρο είναι μερικά από τα υλικά στα οποία λαξεύονται τα λίθινα αγγεία. Το μέγεθός τους είναι κατά κανόνα μικρό: διάμετρος ή μήκος 4-15, ύψος 2,5-17 εκατοστά περίπου. Χαρακτηριστική είναι η ποικιλία των σχημάτων, τα οποία σε μεγάλο ποσοστό μιμούνται κεραμικά πρότυπα, όπως ημισφαιρικές φιάλες με δακτυλιόσχημη βάση, φιάλες με πεπλατυσμένη βάση και φιάλες με πόδι. Παράλληλα υπάρχουν και ρηχά σκεύη, όπως ελλειψοειδή ή τετράπλευρα πινάκια.
Κατά τη Νεότερη Νεολιθική ξεχωρίζουν οι μαρμάρινες φιάλες με ευθύγραμμα τοιχώματα και δακτυλιόσχημη βάση από το Σάλιαγκο Κυκλάδων, καθώς και το κωνικό ποτήρι, οξυπύθμενο ή με επίπεδη βάση, σύμφωνα με ευρήματα από την Κέα, τη Νάξο και τη Σάμο. Το μικρό μέγεθος των λίθινων αγγείων αφενός καθιστά αινιγματική τη χρήση τους σε καθημερινή βάση. Αφετέρου η επιδέξια και χρονοβόρα κατασκευή τους υποδηλώνει κάποια ιδιαιτερότητα στη χρήση τους, η οποία παραμένει ανεξιχνίαστη.
Ίχνη χρώματος στον πυθμένα κάποιων λίθινων φιαλών δίνουν μια διάσταση της χρήσης τους ως γουδιά για το θρυμματισμό και την περαιτέρω φύλαξη γαιωδών χρωμάτων (αιματίτη, μαλαχίτη ή αζουρίτη), που χρησιμοποιούνταν για την κόσμηση του σώματος.
Μεταλλουργία
Με τον όρο μεταλλουργία νοείται η διαδικασία εξόρυξης των μετάλλων και όλα τα στάδια επεξεργασίας τους (σφυροκόπημα, τήξη), μέχρι τη μορφοποίησή τους (μεταλλοτεχνία) σε χρηστικά αντικείμενα, όπως κοσμήματα, εργαλεία και όπλα.
Η ανάγκη εξεύρεσης λίθων κατάλληλων για την κατασκευή ανθεκτικών εργαλείων και πολύχρωμων κοσμημάτων οδήγησε τυχαία τον άνθρωπο σε περιοχές που διέθεταν και μέταλλα. Ο χαλκός, ο μόλυβδος, ο άργυρος και ο χρυσός είναι τα μέταλλα που μαγνήτισαν το ενδιαφέρον του Νεολιθικού παραγωγού με το λαμπερό τους χρώμα και τη μεταβαλλόμενη μορφή τους με ένα απλό σφυροκόπημα. Όπως στην Εγγύς Ανατολή και τη Μικρά Ασία έτσι και στον Ελλαδικό χώρο τα μέταλλα χρησιμοποιήθηκαν αρχικά για την κατασκευή κοσμημάτων.
Μάζες ακατέργαστου μεταλλεύματος απαντούν στα Λιμενάρια Θάσου ήδη από τη Μέση Νεολιθική. Η επεξεργασία του χρυσού, του αργύρου και του χαλκού με σφυρηλάτηση, κοπή και λείανση μαρτυρούνται από κοσμήματα χρονολογημένα στη Νεότερη και στην Τελική Νεολιθική. Η τήξη των μετάλλων σε πήλινες χοάνες (ανοιχτά και ρηχά σκεύη), με ελεγχόμενη ενίσχυση της φωτιάς χρησιμοποιώντας πήλινα ακροφύσια (φυσητήρες), και η μορφοποίησή τους σε λίθινες και πήλινες μήτρες (καλούπια) είναι επίσης γνωστή κατά τις τελευταίες φάσεις της Νεολιθικής.
Μεταλλουργικές δραστηριότητες του είδους αυτού τεκμηριώνονται από χοάνες με υπολείμματα σκωρίων (άμορφες μάζες καμένου μετάλλου) από τους Σιταγρούς, την Κεφάλα Κέας και το Γυαλί Δωδεκανήσων (Τελική Νεολιθική). Χημικές αναλύσεις χάλκινων αντικειμένων και σκωρίων υποδηλώνουν τέλος την ηθελημένη ανάμιξη χαλκού και αρσένιου (μετάλλου που απαντά σε μεταλλεία χαλκού) ήδη από τη Νεότερη Νεολιθική. Η παρασκευή ορείχαλκου (μπρούντζου) από χαλκό και κασσίτερο συντελείται κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού.
Στον Άγιο Σώστη της Σίφνου ερευνήθηκε μεταλλείο χαλκού, που ήταν σε χρήση από την Τελική Νεολιθική, ενώ ο άργυρος μερικών κοσμημάτων της ίδιας περιόδου προερχόταν, σύμφωνα με χημικές αναλύσεις, από τα μεταλλεία του Λαυρίου. Η εξόρυξη εγχώριων μεταλλοφόρων πηγών, καθώς και τα εργαλεία χύτευσης (χοάνες, ακροφύσια) σε νεολιθικούς οικισμούς αποδεικνύουν την επιτόπια ανάπτυξη της αιγαιακής μεταλλουργίας, αντικρούοντας παλαιότερες απόψεις περί εισαγωγής πρώτων υλών και αντικειμένων από την Ανατολή και/ή τα Βαλκάνια.
Ο Αιγαιακός χώρος είναι λοιπόν μια από τις περιοχές που δέχθηκαν, στο πλαίσιο σχέσεων και ανταλλαγών με τον υπόλοιπο νεολιθικό κόσμο, τη μεταλλουργική τεχνογνωσία και την ανέπτυξαν επιτόπου. Χάντρες από χαλκό και ασήμι (Σιταγροί, Ντικιλί Τας, Δήμητρα), χρυσά ταινιόσχημα ελάσματα και σχηματοποιημένα ειδώλια, ασημένια σκουλαρίκια (Αλεπότρυπα Διρού) και χάλκινες περόνες (Σιταγροί, σπήλαια Ζα Νάξου και Κίτσου Αττικής) συγκαταλέγονται στα μετάλλινα κοσμήματα.
Στα εργαλεία περιλαμβάνονται βελόνες (Καστρί Θάσου, Κεφάλα Κέας, Ντικιλί Τας), σμίλες (Πευκάκια Βόλου, Κεφάλα Κέας), οπείς (σπήλαιο Ζα, Κεφάλα Κέας, Παράδεισος Καβάλας), σπάτουλες (σπήλαιο Ζα), επίπεδοι πελέκεις (Σέσκλο, Διμήνι, Πευκάκια, Κνωσός) και σφυροπελέκεις (Αθήνα, Λιβαδειά, Μεσολόγγι). Στην κατηγορία των όπλων ανήκουν τέλος τριγωνικά εγχειρίδια (Αγία Μαρίνα Φωκίδας, Αλεπότρυπα, Άγιος Δημήτριος Τριφυλίας).
Πολιτιστικές Ανταλλαγές
Οι πολιτιστικές επαφές των Νεολιθικών κοινοτήτων, οι οποίες είχαν γεωργοκτηνοτροφικό χαρακτήρα, μπορούν να αποκατασταθούν μόνον κατά ένα μικρό ποσοστό. Με βάση τα υλικά κατάλοιπα που έρχονται στο φως κατά τις ανασκαφές, οι σχέσεις εντοπίζονται σε επίπεδο οικονομικό και κοινωνικό και έχουν περιορισμένη ή εκτεταμένη εμβέλεια. Οι ανταλλαγές σε οικονομικό επίπεδο αφορούν σε τρόφιμα, υφάσματα, λίθινα ή ξύλινα σκεύη, κεραμική, αλάτι, πρώτες ύλες (οψιανός, πυριτόλιθος, μέταλλα) κ.ά.
Η διακίνηση τροφίμων για παράδειγμα πραγματοποιείται σε τοπικό επίπεδο, δηλαδή είτε μέσα στον ίδιο τον οικισμό είτε ανάμεσα σε γειτονικούς οικισμούς, προκειμένου να αντιμετωπιστούν ελλείψεις ζωτικών προϊόντων (σιτάρι, κρέας), οφειλόμενες σε πλημμύρες, παγετούς, ξηρασίες, πυρκαγιές και άλλες θεομηνίες που έπλητταν απρόσμενα την παραγωγή. Η ανεύρεση όμως λίθινων εργαλείων από οψιανό της Μήλου σε ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα υποδηλώνει ένα εκτεταμένο δίκτυο ανταλλαγών, οι απαρχές του οποίου ανάγονται στη Μεσολιθική εποχή.
Η πληθώρα εργαλείων οψιανού, χαρακτηριστική σε οικισμούς της Νεότερης Νεολιθικής, προβάλλει το βαθμό εξάρτησης της Νεολιθικής οικονομίας από τις ανταλλαγές. Στο εκτεταμένο δίκτυο διακίνησης οψιανού θα πρέπει να εμπλέκεται και η διακίνηση μετάλλων (χαλκού, αργύρου, μολύβδου) από τα μεταλλεία του Λαυρίου και της Σίφνου κατά την Τελική Νεολιθική. Αξιοσημείωτη από την Αρχαιότερη Νεολιθική είναι η ανταλλαγή αντικειμένων με κοινωνικό περιεχόμενο, όπως οι σφραγίδες και τα κοσμήματα.
Κατά τη Νεότερη και την Τελική Νεολιθική παρατηρείται σε όλο το Αιγαίο αύξηση αντικειμένων “κοινωνικού γοήτρου”, όπως δακτυλίδια και βραχιόλια από όστρεο σπονδύλου (Spondylus gaederopus), και δακτυλιόσχημων ειδωλίων. Τα αρχαιολογικά δεδομένα συνηγορούν στην εξειδίκευση οικισμών στην κατασκευή κοσμημάτων σπονδύλου (π.χ. Διμήνι) και στην προώθησή τους μέσω περιορισμένων και εκτεταμένων δικτύων ανταλλαγών. Η ανεύρεση κοσμημάτων ή και ανεπεξέργαστων σπονδύλων, οστρέων που ζουν μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο, σε νεολιθικούς οικισμούς της Βαλκανικής και της κεντρικής Ευρώπης τεκμηριώνει την ύπαρξη ευρύτατων δικτύων πολιτιστικών επαφών.
Στα δίκτυα αυτά εντάσσονται και οι ανταλλαγές ιδεολογίας και τεχνογνωσίας (μεταλλουργίας), ορατών στα γνωστά από τα Βαλκάνια (π.χ. νεκροταφείο Βάρνας Βουλγαρίας) δακτυλιόσχημα ειδώλια από λίθο, πηλό, χρυσό και ασήμι, που βρίσκονται κατά τη Νεότερη και την Τελική Νεολιθική σε παραποτάμιες θέσεις και παραθαλάσσια σπήλαια του Αιγαίου (π.χ. Αλεπότρυπα Διρού, σπήλαιο Ευριπίδη στη Σαλαμίνα). Η επέκταση των ανταλλαγών αντικατοπτρίζει τις χωροταξικές (αύξηση οικισμών, εντατικότερη κατοίκηση παράκτιων περιοχών) και κοινωνικές ανακατατάξεις των τελευταίων φάσεων της Νεολιθικής.
Ενδεικτική για τις σχέσεις των νεολιθικών κοινοτήτων είναι τέλος η αύξηση της γραπτής κεραμικής κατά τη Μέση και τη Νεότερη Νεολιθική. Η παραγωγή ορισμένων κατηγοριών, όπως της κεραμικής με “ξεστή” διακόσμηση (Μέση-Νεότερη Νεολιθική) ή της”τεφρής” κεραμικής (Νεότερη Νεολιθική) σε συγκεκριμένα μόνο εργαστήρια της Θεσσαλίας και η διάδοσή τους σε ολόκληρη τη Θεσσαλική πεδιάδα ή και στη νότια Ελλάδα, δείχνει την τάση διεύρυνσης των πολιτιστικών χαρακτηριστικών από τη μια γεωγραφική ενότητα σε άλλες γειτονικές.
Το φάσμα των πολιτιστικών χαρακτηριστικών μιας περιοχής περιγράφεται από την παραδοσιακή προϊστορική έρευνα με τον όρο “πολιτισμός”. Έτσι η Μέση Νεολιθική στη Θεσσαλία είναι γνωστή ως “πολιτισμός Σέσκλου”, ενώ η Νεότερη Νεολιθική ΙΙ ορίζεται ως “πολιτισμός Διμηνίου”, μια και στους οικισμούς αυτούς τεκμηριώνονται πλήρως τα διακριτικά στοιχεία των αντίστοιχων περιόδων. Η νεότερη έρευνα όμως αποδεικνύει με τη μελέτη των σχέσεων και ανταλλαγών τη ρευστότητα των ορίων των παραπάνω “πολιτισμών”.
Νεολιθική Εποχή στον Ελλαδικό Χώρο
Η Νεολιθική εποχή στον Ελλαδικό-Αιγαιακό χώρο καλύπτει σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα το χρονικό διάστημα 6800-3200 π.Χ. Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από σταθεροποίηση των κλιματολογικών συνθηκών, με συνακόλουθη οργάνωση οικισμών μόνιμου χαρακτήρα, από οικονομία βασισμένη στη συστηματική άσκηση γεωργίας, στην κτηνοτροφία, στην ανταλλαγή πρώτων υλών και προϊόντων, στην παραγωγή κεραμικής (ψημένος πηλός), και από πολυμορφία στην τέχνη.
Κατά την εποχή αυτή συντελείται λοιπόν το πέρασμα από το στάδιο κυνηγιού-τροφοσυλλογής-αλιείας που χαρακτήριζε την Παλαιολιθική και Μεσολιθική, στο παραγωγικό στάδιο της Νεολιθικής. Η μελέτη της Νεολιθικής στην Ελλάδα εγκαινιάζεται με τις αρχαιολογικές έρευνες του Χρ. Τσούντα (1899-1906) στη Θεσσαλία. Οι έρευνες αυτές περιλάμβαναν τον εντοπισμό 63 νεολιθικών θέσεων και την ανασκαφή μερικών οικισμών, όπως του Σέσκλου, του Διμηνίου, της Άργισσας κ.ά. Τα αποτελέσματα των πρώτων αυτών ερευνών δημοσιεύθηκαν από τον Τσούντα το 1908..
Τις έρευνες του Τσούντα στη Θεσσαλία συνέχισε ο Α. Αρβανιτόπουλος (1906-1926) και οι A. Wace και M. Thompson (1907-1910). Οι τελευταίοι, πέρα από την ανασκαφή οικισμών στο Ραχμάνι, το Τσαγγλί κ.α., διεύρυναν τον ερευνητικό ορίζοντα προς νότο, με τις ανασκαφές στο Λιανοκλάδι Φθιώτιδας, στην Ελάτεια Φωκίδας και στη Χαιρώνεια Βοιωτίας, αλλά και προς βορρά με τον εντοπισμό Νεολιθικών οικισμών στη Μακεδονία. Τα πορίσματα της δεύτερης αυτής ερευνητικής φάσης της Νεολιθικής στην Ελλάδα καταγράφηκαν από τους Wace και Thompson το 1912 στο έργο τους Prehistoric Thessaly.
Η Μακεδονία είναι το γεωγραφικό διαμέρισμα που, μετά τη Θεσσαλία, τράβηξε το ενδιαφέρον της προϊστορικής έρευνας, με τον εντοπισμό οικισμών από τον W. Heurtley (1924-1932) και τις ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στο Ντικιλί Τας Φιλίππων Καβάλας και του Γ. Μυλωνά στην Όλυνθο Χαλκιδικής. Αντίθετα με τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, οι γνώσεις για τη Νεολιθική περίοδο στη νότια Ελλάδα, στα νησιά Ιονίου και Αιγαίου, καθώς και στην Κρήτη παρέμειναν περιορισμένες, μια και το επίκεντρο του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στις περιοχές αυτές ήταν η διερεύνηση θέσεων της Κλασικής εποχής και των κέντρων του μινωικού και του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Τα πορίσματα των ερευνών του Α’ μισού του 20ού αιώνα επέτρεψαν στον S. Weinberg (1947, 1954) τη διαίρεση της Νεολιθικής -όρου που καθιερώθηκε το 1865 από τον J. Lubbock- σε Αρχαιότερη, Μέση και Νεότερη, ακολουθώντας την τριμερή διαίρεση της Μινωικής εποχής από τον Α. Evans. Οι εντατικές ανασκαφικές έρευνες των Δ. Θεοχάρη και V. Milojcic σε οικισμούς της Θεσσαλίας κατά τις δεκαετίες ’50, ’60 και ’70 αποτελούν την τρίτη σημαντική ερευνητική περίοδο της Νεολιθικής.
Οι ανασκαφές στις θέσεις Σέσκλο, Γεντίκι, Σουφλί Μαγούλα, Αχίλλειο, Άργισσα, Οτζάκι, Αράπη Μαγούλα, Αγία Σοφία και Πευκάκια συνέβαλαν αποφασιστικά στη μελέτη της πολιτισμικής πορείας του Νεολιθικού ανθρώπου και επέτρεψαν στους δυο παραπάνω ερευνητές την υποδιαίρεση των περιόδων της Νεολιθικής σε περισσότερες φάσεις. Παράλληλα με τη Θεσσαλία ανασκαφές έγιναν και στη Μακεδονία (Νέα Νικομήδεια, Σιταγροί), τη Θράκη (Παραδημή), τις Κυκλάδες (Σάλιαγκος), την Πελοπόννησο (Φράγχθι, Διρός), την Κρήτη (Κνωσός) κ.α.
Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, και ενώ ο αριθμός των καταγεγραμμένων νεολιθικών θέσεων φτάνει περίπου τις χίλιες, Έλληνες και ξένοι μελετητές, επιλύοντας τα προβλήματα χρονικής διαδοχής των διαφόρων φάσεων της Νεολιθικής και των χρονολογικών συσχετισμών των δεδομένων από τις διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, επιδίδονται στην εμβάθυνση τομέων δραστηριότητας του νεολιθικού ανθρώπου, όπως οι τρόποι παρέμβασης στο φυσικό περιβάλλον, η οργάνωση των οικισμών, η οικονομία, η τεχνολογία κ.λπ.
Χρονολόγηση
Η χρονολόγηση της Νεολιθικής εποχής αποτελεί από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τις μέρες μας ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της Αιγαιακής Προϊστορίας. Το ασφαλέστερο διαγνωστικό στοιχείο της εποχής ήταν μέχρι τα μέσα του αιώνα η κεραμική, η οποία χρονολογούνταν σε συσχετισμό με την κεραμική των πρώτων φάσεων της εποχής του Χαλκού (σχετική χρονολόγηση).
Η ανακάλυψη της μεθόδου ραδιοχρονολόγησης, από τον W. Libby το 1952, έδωσε τη δυνατότητα καθορισμού της ηλικίας οργανικών υλών, όπως το ξύλο ή τα οστά, σε έτη πριν από σήμερα (απόλυτη χρονολόγηση).
Έτσι, η Αρχαιότερη Νεολιθική στην Ελλάδα τοποθετήθηκε, βάσει ραδιοχρονολογήσεων από τη Νέα Νικομήδεια της Μακεδονίας, πριν από τις αρχές της 6ης χιλιετίας π.Χ. Από τη δεκαετία του ’70 και εξής τα αποτελέσματα της ραδιοχρονολόγησης διασταυρώνονται με τη δενδροχρονολόγηση (μέθοδο βασισμένη στον αριθμό των ετήσιων δακτυλίων των δέντρων) και διορθώνονται σε έτη προ Χριστού (π.Χ.). Σύμφωνα με τις διορθωμένες ραδιοχρονολογήσεις, η αρχή της Αρχαιότερης Νεολιθικής ανάγεται χίλια χρόνια νωρίτερα απ’ όσο πιστευόταν, δηλαδή πριν από το τέλος της 7ης χιλιετίας π.Χ.
Η Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα καλύπτει, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα από την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου, το χρονικό διάστημα 6800-3200 π.Χ. Η μακρά αυτή εποχή υποδιαιρείται στις παρακάτω περιόδους: Προκεραμική ή Ακεραμική (6800-6500 π.Χ.), Αρχαιότερη (6500-5800 π.Χ.), Μέση (5800-5300 π.Χ.), Νεότερη (5300-4500 π.Χ.) και Τελική Νεολιθική ή Χαλκολιθική (4500-3200 π.Χ.).
Η πλέον μακρόχρονη περίοδος, η Νεότερη Νεολιθική, διακρίθηκε ήδη από τους σημαντικότερους ερευνητές της Νεολιθικής στην Ελλάδα, Δ. Θεοχάρη και V. Milojcic, σε υποπεριόδους, που σήμερα ονομάζονται Νεότερη Νεολιθική Ι (5300-4800 π.Χ.) και Νεότερη Νεολιθική ΙΙ (4800-4500 π.Χ.). Οι περίοδοι και υποπερίοδοι αυτές διαιρέθηκαν κατά γεωγραφικές περιοχές σε μικρότερες φάσεις, οι οποίες αντιστοιχούν σε κεραμικούς ρυθμούς, που φέρουν το όνομα του οικισμού στον οποίο εντοπίστηκαν για πρώτη φορά.
Για παράδειγμα, η Νεότερη Νεολιθική ΙΙ στη Θεσσαλία υποδιαιρείται στις φάσεις Αγία Σοφία, Οτζάκι και Κλασικό Διμήνι, που υποδηλώνουν τις χαρακτηριστικότερες κατηγορίες κεραμικής της περιόδου σε χρονική διαδοχή. Οι μικρότερες αυτές υποδιαιρέσεις δεν ισχύουν όμως για όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας, μια και στα νησιά και τη νότια Ελλάδα δεν έχουν ερευνηθεί επιχώσεις σημαντικού πάχους, ανάλογες με επιχώσεις νεολιθικών οικισμών της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, στις οποίες και οφείλουμε κατά κύριο λόγο τις γνώσεις μας για τους τομείς δραστηριότητας του νεολιθικού ανθρώπου στην Ελλάδα.
Προκεραμική Νεολιθική Περίοδος στον Ελλαδικό Χώρο 6800 π.Χ. και 6500 π.Χ.
Το προοίμιο της Νεολιθικής εποχής αποτελεί η Προκεραμική ή Ακεραμική Νεολιθική, που στον Ελλαδικό χώρο τοποθετείται μεταξύ 6800 και 6500 π.Χ. Κατά την περίοδο αυτή ο άνθρωπος περνά από το στάδιο του κυνηγιού, της τροφοσυλλογής και της αλιείας στο στάδιο παραγωγής της τροφής του, την οποία εξασφαλίζει με την άσκηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Ο όρος Ακεραμική οφείλεται στην έλλειψη ψημένων κεραμικών από τις λιγοστές στον ελλαδικό χώρο γνωστές θέσεις της περιόδου.
Ο εύπλαστος πηλός απασχόλησε όμως τον άνθρωπο τουλάχιστον από την Ανώτερη Παλαιολιθική και έδωσε εξαιρετικά δείγματα ψημένων αγγείων κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική. Έτσι δεν μπορούμε παρά να τοποθετήσουμε στα ενδιάμεσα στάδια μακρόχρονους πειραματισμούς στον τομέα της πυροτεχνολογίας, με λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένα αποτελέσματα, και να προτιμήσουμε για την πρώτη φάση της Νεολιθικής τον όρο Προκεραμική. Ενδείξεις κατοίκησης από την Προκεραμική Νεολιθική έχουμε από τη Θεσσαλία (Άργισσα), τη νότια Ελλάδα (Δενδρά, Φράγχθι) και την Κρήτη (Κνωσός) όχι όμως και από τα άλλα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους.
Οι οικισμοί αποτελούνται από ημιυπόγειες καλύβες, δηλαδή σκαμμένες εν μέρει στο έδαφος, όπως αυτές που σώζονται στην Άργισσα Θεσσαλίας, τα Δενδρά Αργολίδας και την Κνωσό. Ο αριθμός των κατοίκων των πρώτων αυτών κοινοτήτων κυμαινόταν από 50-100 άτομα. Η οικονομία βασίζεται στην καλλιέργεια μονόκοκκου και δίκοκκου σιταριού, κριθαριού, φακής και μπιζελιού. Η κτηνοτροφία περιλαμβάνει την εκτροφή προβάτων, αιγών, βοοειδών χοίρων και σκύλων. Τη διατροφή συμπληρώνει η συλλογή άγριων καρπών, το κυνήγι άγριων ζώων και η αλιεία.
Λεπίδες και μικρολεπίδες από πυριτόλιθο και οψιανό (ηφαιστειακό γυαλί) και αιχμηρά εργαλεία από οστά ζώων συγκαταλέγονται στην εργαλειοτεχνία της περιόδου. Αξιοσημείωτα μεταξύ των οστέινων είναι τα αγκιστροειδή αντικείμενα με οπές, που εικάζεται ότι ήταν εξαρτήματα ζώνης. Δείγματα καλλιτεχνικής δημιουργίας αποτελούν πήλινα ειδώλια από άψητο και μέτρια ψημένο πηλό καθώς και κοσμήματα από πηλό, λίθο, οστό και όστρεα.
Αρχαιότερη Νεολιθική Περίοδος στον Ελλαδικό Χώρο 6500 π.Χ. – 5800 π.Χ.
Η Αρχαιότερη Νεολιθική στην Ελλάδα καλύπτει το χρονικό διάστημα 6500-5800 π.Χ. Με βάση την κεραμική που βρέθηκε στη Θεσσαλία (Σέσκλο, Οτζάκι) ο αρχαιολόγος V. Milojcic διέκρινε τρεις διαδοχικές φάσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής: την Πρώιμη Κεραμική (Fruekeramikum), το Πρωτοσέσκλο (Protosesklo) και το Προσέσκλο (Prosesklo). Θέσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής απαντούν στα παράλια και στο εσωτερικό της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών Ιονίου και Αιγαίου, σε πεδινές και λοφώδεις περιοχές, κυρίως σε ποτάμια, ρέματα και πηγές.
Αξιοσημείωτη είναι η έλλειψη αρχαιολογικών καταλοίπων της Αρχαιότερης Νεολιθικής από τις Κυκλάδες, παρά τη διαπιστωμένη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο και την εξόρυξη οψιανού ήδη από τη Μεσολιθική εποχή. Κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική οι οικισμοί αποτελούνται από πασσαλόπηκτες, μονόχωρες καλύβες, που κτίζονται ανεξάρτητες η μια από την άλλη (Νέα Νικομήδεια Μακεδονίας). Τα κτίσματα που γειτνιάζουν χρησιμοποιούν, κατά τις πρώτες φάσεις της Νεολιθικής, από κοινού τις εστίες και τους φούρνους που βρίσκονται στους κοινόχρηστους ελεύθερους χώρους, ανάμεσα στα σπίτια τους (Αχίλλειο Θεσσαλίας).
Κατά την Προκεραμική και την Αρχαιότερη Νεολιθική οργανώνονται κοινότητες τουλάχιστον 50-100 ατόμων, βασική μονάδα των οποίων αποτελεί το γένος ή η διευρυμένη οικογένεια. Η μικτή γεωργοκτηνοτροφική οικονομία ασκείται συλλογικά και δε δικαιολογεί κάποια οικονομική διαφοροποίηση μεταξύ των μελών της κοινότητας και κατ’ επέκταση και κοινωνική ιεράρχηση. Η οικονομία βασίζεται, όπως και κατά την Προκεραμική περίοδο, στην καλλιέργεια μονόκοκκου και δίκοκκου σιταριού, κριθαριού, φακής και μπιζελιού.
Η κτηνοτροφία περιλαμβάνει την εκτροφή προβάτων, αιγών, βοοειδών, χοίρων και σκύλων. Τη διατροφή συμπληρώνουν η συλλογή άγριων καρπών, το κυνήγι άγριων ζώων και η αλιεία. Τα ταφικά έθιμα της περιόδου περιλαμβάνουν: ταφές σε απλούς λάκκους σε συνεσταλμένη στάση (εμβρυακή), καύσεις νεκρών και τον ενταφιασμό τους σε νεκροταφείο (Σουφλί Μαγούλα Λάρισας) και, τέλος, ανακομιδή οστών (Πρόδρομος Καρδίτσας). Το έθιμο της καύσης σημειώνεται την εποχή αυτή για πρώτη φορά στον Ελλαδικό χώρο και απαντά μέχρι το τέλος της Νεολιθικής.
Την περίοδο αυτή ευοδώνονται με επιτυχία οι μακραίωνες προσπάθειες για επιτυχή όπτηση των αγγείων και παράγονται τα πρώτα εξαιρετικής ποιότητας προϊόντα της κεραμικής τεχνολογίας. Κατά την Πρώιμη Κεραμική φάση επικρατούν τα μονόχρωμα αγγεία, με σκουρόχρωμη, συνήθως στιλβωμένη επιφάνεια. Στη φάση Πρωτοσέσκλο εμφανίζονται για πρώτη φορά αγγεία με γραπτή διακόσμηση (λευκό χρώμα σε κόκκινη στιλβωμένη επιφάνεια αλλά και το αντίθετο).
Παράλληλα απαντούν και αγγεία με ποικιλόχρωμη επιφάνεια (κηλιδωτή, variegated) αλλά και μαύρα στο επάνω τμήμα τους (μελανοστεφή, blacktopped) και ανοιχτόχρωμα στη βάση. Η φάση Προσέσκλο χαρακτηρίζεται από αγγεία με εγχάρακτη διακόσμηση (nail impressions, barbotin και cardium). Δείγματα της τέχνης της Αρχαιότερης Νεολιθικής με έντονο κοινωνικό συμβολισμό είναι τα φυσιοκρατικά ειδώλια, τα κοσμήματα από πηλό, λίθο ή όστρεο, και οι πήλινες και λίθινες σφραγίδες, που πιθανότατα χρησιμοποιούνται για την κόσμηση του σώματος.
Μέση Νεολιθική Περίοδος στον Ελλαδικό Χώρο 5800 π.Χ. – 5300 π.Χ.
Η Μέση Νεολιθική στον Ελλαδικό χώρο χρονολογείται μεταξύ 5800-5300 π.Χ. Η περίοδος αυτή ονομάζεται και πολιτισμός Σέσκλου, αφού στον οικισμό του Σέσκλου Μαγνησίας καταγράφηκε για πρώτη φορά όλο το φάσμα των πολιτιστικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη Θεσσαλία κατά τη χρονική αυτή περίοδο. Θέσεις πεδινές και λοφώδεις, γνωστές ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική, εξακολουθούν να κατοικούνται και κατά τη Μέση Νεολιθική, τόσο στα παράλια όσο και στο εσωτερικό της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών, εκτός από τις Κυκλάδες.
Στην αρχιτεκτονική συνεχίζεται η κατασκευή πασσαλόπηκτων οικιών (Νέα Μάκρη), ενώ κτίζονται για πρώτη φορά (Σέσκλο) σπίτια με λίθινα θεμέλια και τοίχους από ωμές πλίνθους (άψητα τούβλα από μείγμα πηλού και άχυρου). Το νέο αυτό τεχνολογικό και κοινωνικό γεγονός προβάλλεται με την κατασκευή πήλινων ομοιωμάτων σπιτιών, στα οποία αποδίδονται με γραπτή διακόσμηση οι κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Τα σπίτια είναι ορθογώνια, μονόχωρα ή διαθέτουν και ανοιχτό ή κλειστό προθάλαμο (τύπος μεγάρου). Είναι κτισμένα ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, ισόγεια κατά κανόνα, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για χρήση και διώροφων οικημάτων (Σέσκλο).
Η οικία “τύπου Τσαγγλί” (τρία δείγματα στον οικισμό Τσαγγλί) με δυο εσωτερικές αντηρίδες, δηλαδή τοιχάρια που προεξέχουν, σε κάθε πλευρά, και με μια σειρά πασσάλων στο μέσον του τετράγωνου χώρου, ξεχωρίζει στην αρχιτεκτονική της Μέσης Νεολιθικής. Οι αντηρίδες εξυπηρετούν τόσο τη στέγαση του χώρου όσο και τη διάκριση διαφόρων λειτουργιών, όπως τροφοπαρασκευή, αποθήκευση, ύπνο κ.λπ. Στο τέλος της περιόδου σημειώνονται καταστροφές κάποιων οικισμών από φωτιά, αρκετοί από τους οποίους εγκαταλείπονται (Σέσκλο) για μεγάλο διάστημα, ενώ άλλοι ξανακατοικούνται αμέσως (Τσαγγλί Λάρισας).
Δε σημειώνονται αλλαγές στην οικονομία, αλλά ούτε και στην κοινωνική σύνθεση των γεωργοκτηνοτροφικών κοινοτήτων. Η παρουσία γραπτής κεραμικής στην “Ακρόπολη” του Σέσκλου (Σέσκλο Α) και η απουσία της από την “πόλη” του Σέσκλου (Σέσκλο Β) είναι το μοναδικό μέχρι στιγμής στοιχείο που διαφοροποιεί σε οικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο την κοινωνία της Μέσης Νεολιθικής. Τα έθιμα ταφής εφαρμόζονται κατά την παράδοση της Αρχαιότερης Νεολιθικής.
Η κεραμική εξελίσσεται ομαλά από την Αρχαιότερη Νεολιθική και δίνει θαυμάσια δείγματα γραπτής κεραμικής με κόκκινο χρώμα σε ανοιχτόχρωμη επιφάνεια. Πυκνός ρυθμός (solid style), φλογόσχημη (flame pattern) και ξεστή διακόσμηση (scraped ware) είναι οι σημαντικότερες παραλλαγές της γραπτής κεραμικής της Θεσσαλίας και της κεντρικής Ελλάδας, ενώ στη νότια Ελλάδα επικρατούν τα πρωτοβερνικωτά αγγεία (Urfirnis).
Η ειδωλοπλαστική δίνει θαυμάσια φυσιοκρατικά ειδώλια, μερικά με κόκκινη γραπτή διακόσμηση. Κοσμήματα και σφραγίδες με βασικότερο θέμα το μαιανδρολαβύρινθο απαντούν σε μικρότερο ποσοστό από την Αρχαιότερη Νεολιθική.
Νεότερη Νεολιθική Περίοδος Ι στον Ελλαδικό Χώρο 5300 π.Χ. – 4800 π.Χ.
Η Νεότερη Νεολιθική Ι αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα 5300-4800 π.χ. Περιλαμβάνει τις λεγόμενες προδιμηνιακές φάσεις και χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία κεραμικών ρυθμών. Στη Θεσσαλία οι ρυθμοί αυτοί κατανέμονται από τους αρχαιολόγους στις φάσεις Τσαγγλί – Λάρισα και Αράπη, που όμως καταγράφονται και σε άλλες γεωγραφικές ενότητες του Ελλαδικού χώρου.
Από την αρχική φάση της Νεότερης Νεολιθικής Ι (Τσαγγλί – Λάρισα) παρατηρείται σημαντική αύξηση του αριθμού των οικισμών στις πεδιάδες, που συνεπάγεται πληθυσμιακή αύξηση και εντατικοποίηση της καλλιέργειας. Η αρχιτεκτονική μορφή των οικισμών διαφέρει από τις προηγούμενες περιόδους. Οι οικισμοί περιλαμβάνουν μεγάλων διαστάσεων ορθογώνια και μεγαρόσχημα κτήρια (Βισβίκη), πασσαλόπηκτα (Σιταγροί, Ντικιλί Τας Μακεδονίας) ή με λίθινα θεμέλια. Οι τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές (εστίες, φούρνοι) βρίσκονται πλέον κατά κανόνα στο εσωτερικό των σπιτιών.
Πολλοί οικισμοί περιβάλλονται από τάφρους με πλάτος 4-6 και βάθος 1,5-3,5 μέτρα (π.χ. Οτζάκι, Γαλήνη, Μακρύγιαλος). Οι τάφροι αυτές εικάζεται ότι αποσκοπούν είτε στην προστασία από τα άγρια ζώα είτε στη δήλωση των ορίων του οικισμού και την προστασία των αγαθών. Ξεχωριστή μορφή παρουσιάζει ο λιμναίος οικισμός στο Δισπηλιό Καστοριάς, ο πρώτος λιμναίος οικισμός που ερευνάται στην Ελλάδα και ένας από τους σημαντικότερους στην Ευρώπη: τα σπίτια είναι κτισμένα μέσα στη λίμνη, πάνω σε πασσαλόπηκτες ξύλινες εξέδρες.
Ο αριθμός των μελών των κοινοτήτων φθάνει τα 100-300 άτομα. Κύτταρο της νεολιθικής κοινότητας αποτελεί από την περίοδο αυτή μέχρι και την Τελική Νεολιθική η πυρηνική οικογένεια. Τα ταφικά έθιμα περιλαμβάνουν ενταφιασμούς των νεκρών σε απλούς λάκκους, και οργανωμένα νεκροταφεία με μεμονωμένες ή ομαδικές καύσεις νεκρών (Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου, Σουφλί Μαγούλα Θεσσαλίας). Η αγροτική οικονομία εντατικοποιείται και επεκτείνεται με την αποψίλωση δασικών και θαμνωδών εκτάσεων προκειμένου να εξασφαλιστούν καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκοτόπια.
Η γεωργία βασίζεται στην καλλιέργεια των γνωστών από την Προκεραμική Νεολιθική δημητριακών (μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι, κριθάρι), ενώ από τη περίοδο αυτή καλλιεργείται και σιτάρι αρτοποιίας, κεχρί, σίκαλη και βρώμη. Στα ήδη γνωστά όσπρια, φακή, μπιζέλια, προστίθενται τώρα κουκιά, φάβα και ρεβίθια. Τα βοοειδή και οι χοίροι αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για τη διατροφή, ενώ τα αιγοπρόβατα εκτρέφονται για το μαλλί τους που χρησιμοποιείται στην υφαντουργία. Στη Θεσσαλία σημειώνεται εξειδίκευση στην παραγωγή γκρίζας και μαύρης στιλπνής κεραμικής (φάση Τσαγγλί-Λάρισα) που προωθείται και σε άλλες περιοχές μέσω δικτύων ανταλλαγών.
Χαρακτηριστικοί κεραμικοί ρυθμοί της πρώιμης Νεότερης Νεολιθικής είναι η γκρίζα, μονόχρωμη ή διακοσμημένη (Τσαγγλί) και η μαύρη στιλπνή κεραμική (Λάρισα). Η ανεύρεση των δύο αυτών κεραμικών ρυθμών στον ίδιο στρωματογραφικό ορίζοντα σε πρόσφατες ανασκαφές στην Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου και το Μακρυχώρι 2 τοποθετεί τη φάση Λάρισα στην αρχή της Νεότερης Νεολιθικής και όχι στο τέλος της, όπως πιστευόταν παλαιότερα.
Στις αρχές της Νεότερης Νεολιθικής απαντά επίσης η μαύρη γραπτή διακόσμηση πάνω στην ερυθρή επιφάνεια του αγγείου, η πολύχρωμη και η αμαυρόχρωμη κεραμική (matt painted), που είναι ευρύτατα διαδεδομένη σε ολόκληρο τον Αιγαιακό χώρο. Στην επόμενη φάση Αράπη χαρακτηριστική είναι η γραπτή διακόσμηση με μαύρο ή λευκό χρώμα σε ερυθρό βάθος, καθώς και η εμφάνιση για πρώτη φορά της σπείρας ως διακοσμητικό θέμα, που μέλλει να κυριαρχήσει κατά τη Νεότερη Νεολιθική ΙΙ. Τέλος, στην ειδωλοπλαστική είναι αισθητή η σχηματική απόδοση των μορφών.
Νεότερη Νεολιθική Περίοδος ΙΙ στον Ελλαδικό Χώρο 4800 π.Χ. – 4500 π.Χ
Η Νεότερη Νεολιθική ΙΙ χρονολογείται μεταξύ 4800-4500 π.Χ. και είναι γνωστή και ως πολιτισμός Διμηνίου, αφού στα αρχαιολογικά κατάλοιπα του Διμηνίου Βόλου καταγράφηκαν πλήρως όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πολιτιστική φυσιογνωμία της Θεσσαλίας κατά τη χρονική αυτή περίοδο. Οι πυκνά δομημένοι οικισμοί της Νεότερης Νεολιθικής Ι, που βρίσκονται κυρίως σε πεδιάδες, κατοικούνται χωρίς διακοπή. Περιλαμβάνουν μεγάλων διαστάσεων ορθογώνια και μεγαρόσχημα λιθόκτιστα (Διμήνι), αλλά και πασσαλόπηκτα κτήρια (Μάνδαλο).
Σε μεμονωμένες περιπτώσεις τα μεγαρόσχημα κτήρια δεσπόζουν στον οικισμό (Σέσκλο). Πολλοί οικισμοί περιβάλλονται, όμοια με την προηγούμενη φάση, από τάφρους πλάτους 4-6 και βάθους 1,5-3,5 μέτρων (Οτζάκι, Μακρύγιαλος) ή λιθόκτιστους περιβόλους ύψους 1,5-1,7 μέτρων (Σέσκλο, Διμήνι). Τα έργα αυτά αποσκοπούν είτε στην προστασία από τα άγρια ζώα είτε στη δήλωση ορίων του οικισμού και την προστασία των αγαθών, και αποτελούν συλλογικά έργα, τα οποία μόνο με το συντονισμό και την επίβλεψη των ικανών της κοινότητας θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν. Ο αριθμός των μελών των κοινοτήτων φθάνει τα 100-300 άτομα.
Στη μικτή γεωργοκτηνοτροφική οικονομία προστίθεται η εξειδικευμένη παραγωγή κεραμικής (εργαστήριο εγχάρακτης κεραμικής στο Διμήνι),κοσμημάτων από όστρεο σπονδύλου (Διμήνι), καθώς και φυλλόσχημων αιχμών από οψιανό της Μήλου (νότιο Αιγαίο). Η διάδοση αντικειμένων, όπως είναι οι αιχμές σε οικισμούς της Μακεδονίας, τα κοσμήματα σπονδύλου στα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη, καθώς και τα δακτυλιόσχημα περίαπτα, κάνουν εμφανή την ανάπτυξη πολλών τοπικών και εκτεταμένωνδικτύων ανταλλαγών και την εντατικοποίηση της ναυσιπλοΐας.
Στα πλαίσια των επαφών αυτών εντάσσεται και η απόκτηση μετάλλων για την κατασκευή κοσμημάτων, όπως χάντρες από ασήμι και χαλκό (Σιταγροί, Ντικιλί Τας, Δήμητρα). Τα ανταλλάξιμα προϊόντα που προαναφέρονται φαίνεται ότι βρίσκονται στην κατοχή λίγων και χαρακτηρίζονται ως αντικείμενα κοινωνικού γοήτρου. Τα ταφικά έθιμα περιλαμβάνουν, όπως και κατά τις προηγούμενες φάσεις, ενταφιασμό των νεκρών σε απλούς λάκκους, σε στάση συνεσταλμένη (εμβρυακή) ή οκλαδόν. Παράλληλα μαρτυρούνται και ταφές παιδιών σε πιθάρια, ενώ συνεχίζεται η καύση νεκρών και η ανακομιδή των οστών.
Η κεραμική παραγωγή των κυρίως Διμηνιακών φάσεων στη Θεσσαλία, γνωστών ως Αγία Σοφία, Οτζάκι και Κλασικό Διμήνι, πιστοποιεί τη συνέχεια από τις προηγούμενες φάσεις. Η γραπτή (μαύρο σε υπόλευκο) και εγχάρακτη κεραμική του Κλασικού Διμηνίου αποτελεί το αποκορύφωμα της Νεολιθικής κεραμικής τέχνης. Στα διακοσμητικά θέματα κυριαρχούν η σπείρα και το αβακωτό, ενώ η εγχάρακτη κεραμική αντλεί διακοσμητικά θέματα και από την υφαντική και την ψαθοπλεκτική. Η ανθρώπινη μορφή αποδίδεται τέλος εξαιρετικά σχηματοποιημένη, όπως φαίνεται από τα σανιδόμορφα και τα σταυρόσχημα ειδώλια.
Τελική Νεολιθική ή Χαλκολιθική Περίοδος στον Ελλαδικό Χώρο 4500 π.Χ. – 3200 π.Χ.
Η Τελική Νεολιθική είναι η περίοδος (4500-3200 π.Χ) κατά την οποία προετοιμάζεται η μετάβαση από τη Νεολιθική γεωργοκτηνοτροφική οικονομία, στην οικονομία της Πρώιμης εποχής του Χαλκού, και όπου οι παραγωγικές δραστηριότητες βελτιώνονται και επεκτείνονται με τη διάδοση της χρήσης των μετάλλων. Οι απαρχές της χρήσης των μετάλλων (χρυσού, αργύρου, χαλκού) για την κατασκευή κοσμημάτων και εργαλείων ανάγονται στην Τελική Νεολιθική, που για το λόγο αυτό ονομάζεται και Χαλκολιθική. Στη Θεσσαλία είναι γνωστή με το όνομα Ραχμάνι, ενώ στις Κυκλάδες και τη νότια Ελλάδα αναφέρεται ως πολιτισμός Αττικής – Κεφάλας.
Κατά την Τελική Νεολιθική κατοικούνται εντατικότερα οι παράκτιες ζώνες, και μάλιστα τα σπήλαια, καθώς επίσης και τα νησιά, ενώ στις πεδινές περιοχές κάποιοι οικισμοί φαίνεται να αποκτούν ιδιαίτερη οικονομική σημασία. Οι οικισμοί περιβάλλονται συχνά από τάφρους (Διμήνι), ενώ στην αρχιτεκτονική χρησιμοποιούνται ορθογώνια λιθόκτιστα και, για πρώτη φορά, αψιδωτά κτίσματα (Ραχμάνι). Η εντονότερη χρήση των σπηλαίων κατά την Τελική Νεολιθική σχετίζεται με την ιδιαίτερη ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και με την εντατικοποίηση των θαλάσσιων επαφών και εμπορικών ανταλλαγών.
Η άσκηση της γεωργίας εξασφαλίζει αποθέματα που υποδηλώνονται από την παρουσία αποθηκευτικών πιθαριών. Στις Κυκλάδες σημειώνεται, πιθανότατα για πρώτη φορά, η εκμετάλλευση μεταλλευμάτων μολύβδου πλούσιων σε άργυρο, ενώ η παρουσία χρυσών και ασημένιων κοσμημάτων (π.χ. δακτυλιόσχημων περίαπτων) αλλά και εργαλείων (εγχειρίδια, οπείς, σμίλες, σπάτουλες, πελέκεις), τόσο σε σπήλαια όσο και σε οικισμούς, κάνει σαφή την προώθηση της μεταλλοτεχνίας σε πολλές περιοχές του Αιγαίου.
Χρυσά ταινιόσχημα ελάσματα και σχηματοποιημένα ειδώλια, ασημένια σκουλαρίκια (Αλεπότρυπα Διρού) και χάλκινες περόνες (Σιταγροί, σπήλαια Ζα Νάξου και Κίτσου Αττικής), καθώς και τριγωνικές ή φυλλόσχημες αιχμές δοράτων από οψιανό διακινούνται ως σύμβολα κοινωνικού γοήτρου από την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου μέχρι τη Μακεδονία. Αποκτώνται μόνον από λίγους, κάνοντας έτσι σαφή τη μεταλλαγή των κοινωνικών δομών. Τα 53 χρυσά κοσμήματα από το θησαυρό που κατείχαν αρχαιοκάπηλοι και είναι όμοια με του νεκροταφείου της Βάρνας στη Βουλγαρία (φάση Karanovo VI) έρχονται να επιβεβαιώσουν τις παραπάνω οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές.
Στα ταφικά έθιμα περιλαμβάνονται απλές ταφές, ανακομιδή οστών και ταφές σε σπήλαια (Αλεπότρυπα Διρού), ενώ αξιοσημείωτη είναι η οργάνωση νεκροταφείων που εντοπίζονται στην Κεφάλα Κέας, τα Θαρρούνια Ευβοίας και το Γυαλί Δωδεκανήσου. Κατακόρυφη τόσο στη Θεσσαλία όσο και στη νότια Ελλάδα και τα νησιά Ιονίου και Αιγαίου είναι η αύξηση της μονόχρωμης κεραμικής, από χονδροειδή κακοψημένο πηλό, με επιχρισμένη ή στιλβωμένη επιφάνεια σε αποχρώσεις ερυθρού, καστανού και γκριζόμαυρου χρώματος.
Χαρακτηριστική στη Θεσσαλία είναι η γραπτή κεραμική με επίθετη ερυθρωπή ή λευκή βαφή που γράφεται στην επιφάνεια του αγγείου μετά το ψήσιμο (crusted ware). Τέλος, στην ειδωλοπλαστική και την παραγωγή κοσμημάτων επικρατεί τέλεια σχηματοποίηση και αφαίρεση.
Η Νεολιθική Κατοίκιση στον Ελλαδικό Χώρο
Η κατοίκηση του Ελλαδικού – Αιγαιακού χώρου κατά τη Νεολιθική εποχή τεκμηριώνεται από τις 1000 περίπου θέσεις που έχουν καταγραφεί ή και ανασκαφεί μέχρι σήμερα στη σημερινή Ελληνική επικράτεια. Η κατανομή των θέσεων στο χώρο δείχνει ότι οι πρώτοι γεωργοκτηνοτροφικοί οικισμοί βρίσκονταν σε παράκτιες ή μεσόγειες περιοχές, πεδινές ή λοφώδεις, κοντά στις οποίες υπήρχαν υδάτινες πηγές (λίμνες, ποτάμια, ρέματα, πηγές). Πρόκειται στην πλειοψηφία τους για υπαίθριους οικισμούς, ενώ αξιοσημείωτη, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες φάσεις της Νεολιθικής, είναι και η κατοίκηση των σπηλαίων.
Η πυκνότητα των οικισμών διαφέρει κατά περιοχές. Για παράδειγμα οι μεγάλες και εύφορες πεδιάδες της Θεσσαλίας και Μακεδονίας είναι περισσότερο πυκνοκατοικημένες από τις ημιορεινές περιοχές της νότιας Ελλάδας και από τα νησιά. Επίσης η πυκνότητα των οικισμών δεν παραμένει αμετάβλητη σε όλες τις περιόδους της Νεολιθικής. Τοπικές γεωμορφολογικές μεταβολές, όπως άνοδος της θαλάσσιας στάθμης, καθώς και φυσικές καταστροφές, όπως πλημμύρα ποταμών, έχουν άμεσες επιπτώσεις στην οικονομία και καθορίζουν την περαιτέρω οικιστική συμπεριφορά του Νεολιθικού ανθρώπου.
Οι υπαίθριοι οικισμοί έχουν συνήθως τη μορφή χαμηλού λόφου, ύψους 2-4 μέτρων και διαμέτρου 100-200 μέτρων. Στη Θεσσαλική πεδιάδα είναι γνωστοί με το όνομα “Μαγούλα”, ενώ στη Μακεδονία χαρακτηρίζονται με τον όρο “Τούμπα”, που αποτελεί παραφθορά της λέξης “Τύμβος” (ταφικό μνημείο). Οι λόφοι αυτοί δεν αποτελούν φυσικά εξάρματα του εδάφους, αλλά δημιουργήθηκαν από τα αλλεπάλληλα στρώματα κατοίκησης στο ίδιο σημείο για πολλές εκατονταετίες ή και χιλιετίες.
Η έκταση των Νεολιθικών οικισμών δεν είναι γνωστή, μια και κανένας από τους μέχρι τώρα γνωστούς δεν έχει ανασκαφεί πλήρως. Από τους πληρέστερα ερευνημένους οικισμούς (π.χ. Σέσκλο, Διμήνι, Μακρύγιαλος) προκύπτει ότι η έκτασή τους κυμαινόταν από μισό έως έξι στρέμματα. Οι πρώτες γεωργοκτηνοτροφικές κοινότητες εκτιμάται ότι αριθμούσαν 100 έως 300 άτομα. Η οργάνωση και αρχιτεκτονική μορφή των οικισμών διαφέρει κατά περιοχές και κατά περιόδους.
Kατά την Αρχαιότερη Νεολιθική οι οικισμοί αποτελούνται από πασσαλόπηκτες καλύβες, ενώ από τη Μέση Νεολιθική κτίζονται σπίτια με λίθινα θεμέλια και τοίχους από ωμές πλίνθους (άψητα τούβλα από μίγμα πηλού και άχυρου). Τα σπίτια είναι μονόχωρα ή διαθέτουν και ανοιχτό ή κλειστό προθάλαμο (“Τύπος Μεγάρου”). Είναι κτισμένα ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, ισόγεια κατά κανόνα, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για χρήση και διώροφων οικημάτων. Αρκετοί οικισμοί περιβάλλονται από τάφρους ή λίθινους περιβόλους (π.χ. Άργισσα, Διμήνι), η λειτουργία των οποίων παραμένει ασαφής: προστατευτική ή δήλωση ορίων του οικισμού;
Γεωμορφολογία και Κλίμα
Γεωαρχαιολογικές έρευνες, που έγιναν κυρίως από τη δεκαετία του ’70 και εξής σε διαφορετικές περιοχές του Ελλαδικού χώρου, δείχνουν ότι η μορφολογία του τοπίου κατά τη Νεολιθική εποχή διέφερε αρκετά από τη σημερινή. Η άνοδος της θαλάσσιας στάθμης που σημειώθηκε με το τέλος της εποχής των Παγετώνων (περίπου 11.000 χρόνια πριν από σήμερα) συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής. Το αποτέλεσμα ήταν μικρές χερσόνησοι που ενώνονταν με την ξηρά, όπως π.χ. οι βόρειες Σποράδες με τη Θεσσαλία, να μετατραπούν σε μεγαλύτερα ή μικρότερα νησιά.
Σε άλλες περιοχές η στάθμη της θάλασσας ήταν χαμηλότερη από τη σημερινή και άφηνε περιθώρια ανάπτυξης σε παράλιους οικισμούς, οι οποίοι σήμερα λόγω της συνεχούς ανόδου της θάλασσας καλύπτονται απ’ αυτήν (π.χ. Φράγχθι Ερμιονίδας). Στις εκβολές ποταμών πάλι οι συνεχείς προσχώσεις είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή την επέκταση της ακτογραμμής. Έτσι, παράκτιοι νεολιθικοί οικισμοί, όπως π.χ. το Διμήνι του Βόλου, απέχουν σήμερα αρκετά χιλιόμετρα από την ακτογραμμή.
Τέλος, οι διαρκείς προσχώσεις πεδινών περιοχών, όπως της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, επέφεραν την ανύψωση του εδάφους κατά μερικά ή και πολλά μέτρα, με αποτέλεσμα τον αφανισμό νεολιθικών οικισμών κάτω από τα υλικά διάβρωσης και τις αλουβιακές αποθέσεις. Οι παλυνολογικές αναλύσεις (ανάλυση γύρης) και οι παλαιοβοτανολογικές έρευνες (μελέτη φυτικών καταλοίπων) δείχνουν ότι το κλίμα κατά τη Νεολιθική εποχή δε διέφερε κατά πολύ από το σημερινό. Ήταν μεσογειακό, με βροχερούς και λίγο πιο ψυχρούς χειμώνες και ξηρά, θερμά καλοκαίρια.
Η γεωμορφολογία και το κλίμα επηρέασαν άμεσα τη βλάστηση, και συνεπώς την επιλογή του τόπου κατοίκησης. Θεωρείται ότι περιοχές με θαμνώδη βλάστηση προτιμήθηκαν από τις δασώδεις, καθώς ήταν ευκολότερο να εκχερσωθούν και να γίνουν προσοδοφόρες, καλλιεργήσιμες και ζωτικής σημασίας για τους πρώτους γεωργούς.
Αρχιτεκτονική
Η οργάνωση των οικισμών και η αρχιτεκτονική μορφή των σπιτιών διαφέρει κατά περιοχές και περιόδους και αντανακλά τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που σημειώνονται κατά τη μακραίωνη Νεολιθική εποχή (6800-3200 π.Χ.). Τα υλικά δόμησης είναι χοντροί ξύλινοι πάσσαλοι, καλάμια, πηλός (αχυροπηλός ή πλιθιά) και πέτρα για τα θεμέλια και την ανωδομή (τοίχοι), ενώ για τη στέγαση χρησιμοποιούνται κορμοί δένδρων, καλάμια, πηλός και άχυρο.
Θέσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής απαντούν στα παράλια και το εσωτερικό της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών Ιονίου και Αιγαίου, σε πεδινές και λοφώδεις περιοχές, κυρίως σε ποτάμια, ρέματα και πηγές. Αξιοσημείωτη είναι η έλλειψη αρχαιολογικών καταλοίπων της Προκεραμικής, της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής από τις Κυκλάδες, παρά τη διαπιστωμένη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο και την εξόρυξη οψιανού ήδη από τη Μεσολιθική εποχή.
Οι οικισμοί της Προκεραμικής Νεολιθικής αποτελούνται από ημιυπόγειες καλύβες (σκαμμένες εν μέρει στο έδαφος), όπως εκείνες που σώζονται στην Άργισσα, τα Δενδρά και την Κνωσό. Κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική οι οικισμοί αποτελούνται από πασσαλόπηκτες, μονόχωρες καλύβες, που κτίζονται ανεξάρτητες η μια από την άλλη (Νέα Νικομήδεια). Τα γειτονικά κτίσματα χρησιμοποιούν, κατά τις πρώτες φάσεις της Νεολιθικής, εστίες και φούρνους που βρίσκονται στους κοινόχρηστους ελεύθερους χώρους, ανάμεσα στα σπίτια (Αχίλλειο).
Κατά τη Μέση Νεολιθική συνεχίζεται η κατασκευή πασσαλόπηκτων οικιών (Νέα Μάκρη), ενώ κτίζονται για πρώτη φορά σπίτια με λίθινα θεμέλια και τοίχους από ωμές πλίνθους (άψητα τούβλα από μίγμα πηλού και άχυρου). Μια ηθελημένη αναφορά στο νέο αυτό τεχνολογικό και κοινωνικό γεγονός αποτελεί η μαζική εμφάνιση των πήλινων ομοιωμάτων σπιτιών. Τα σπίτια είναι ορθογώνια, μονόχωρα ή διαθέτουν και ανοιχτό ή κλειστό προθάλαμο (τύπος μεγάρου). Είναι κτισμένα ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, ισόγεια κατά κανόνα, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για χρήση και διώροφων οικημάτων (Σέσκλο).
Η οικία “τύπου Τσαγγλί” (τρία δείγματα στον οικισμό Τσαγγλί) με δυο εσωτερικές αντηρίδες, δηλαδή τοιχάρια που προεξέχουν, σε κάθε πλευρά, και με μια σειρά πασσάλων στο μέσον του τετράγωνου χώρου, ξεχωρίζει στην αρχιτεκτονική της Μέσης Νεολιθικής. Οι αντηρίδες εξυπηρετούν τόσο τη στέγαση του χώρου όσο και τη διάκριση διαφόρων λειτουργιών, όπως τροφοπαρασκευή, αποθήκευση, ύπνο κ.λπ.
Κατά τη Νεότερη Νεολιθική παρατηρείται σημαντική αύξηση του αριθμού των οικισμών στις πεδιάδες, που συνεπάγεται πληθυσμιακή αύξηση και εντατικοποίηση της καλλιέργειας. Χρησιμοποιούνται μεγάλων διαστάσεων ορθογώνια και μεγαρόσχημα κτήρια (Σέσκλο, Μαγούλα Βισβίκη), ενώ οι τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές βρίσκονται πλέον κατά κανόνα στο εσωτερικό των σπιτιών. Πολλοί οικισμοί περιβάλλονται από τάφρους πλάτους 4-6 και βάθους 1,5-3,5 μέτρων (π.χ. Οτζάκι, Γαλήνη, Μακρύγιαλος) ή λιθόκτιστους περιβόλους ύψους 1,5-1,7 μέτρων (Σέσκλο, Διμήνι).
Η λειτουργία των περιβόλων παραμένει ασαφής: προστασία από τα άγρια ζώα ή δήλωση των ορίων του οικισμού και προστασία των αγαθών του. Κατά την Τελική Νεολιθική κατοικούνται εντατικότερα οι παράκτιες ζώνες, και μάλιστα τα παράκτια σπήλαια, καθώς επίσης και τα νησιά, ενώ στις πεδινές περιοχές κάποιοι οικισμοί φαίνεται να αποκτούν ιδιαίτερη οικονομική σημασία. Οι οικισμοί περιβάλλονται συχνά από τάφρους (Διμήνι), ενώ στην αρχιτεκτονική χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά αψιδωτά κτίσματα (Ραχμάνι).
Πολιτική Οργάνωση κατά τη Νεολιθική Περίοδο
Ο χαρακτήρας της αρχιτεκτονικής, της οικονομίας και της κοινωνίας της Νεολιθικής εποχής δεν παρέχουν ασφαλή στοιχεία, με βάση τα οποία είναι δυνατή η διάγνωση κάποιας μορφής πολιτικής οργάνωσης τουλάχιστον πριν από τη Νεότερη Νεολιθική. Κατά τις πρώτες φάσεις της Νεολιθικής οργανώνονται κοινότητες τουλάχιστον 50-100 ατόμων, βασική μονάδα των οποίων αποτελεί το γένος ή η διευρυμένη οικογένεια. Η μικτή γεωργοκτηνοτροφική οικονομία ασκείται συλλογικά και δε δικαιολογεί κάποια οικονομική διαφοροποίηση μεταξύ των μελών της κοινότητας και κατ’ επέκταση και κοινωνική ιεράρχηση.
Οι σφραγίδες της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής, οι οποίες παλαιότερα ερμηνεύονταν αναλογικά με τις σφραγίδες της εποχής του Χαλκού ως σύμβολα κατοχής και εξουσίας, δε λειτουργούν ανάλογα στο πλαίσιο μιας αγροτικής Νεολιθικής κοινότητας, και σχετίζονται πιθανότατα με την κόσμηση του σώματος (τατουάζ). Από τη Νεότερη Νεολιθική και εξής σημειώνεται αύξηση των οικισμών και διαφοροποίηση στην αρχιτεκτονική τους δομή και μορφή. Ο αριθμός των μελών των κοινοτήτων φθάνει τα 100-300 άτομα. Κύτταρο της Νεολιθικής κοινότητας αποτελεί η πυρηνική οικογένεια.
Η αγροτική οικονομία της Νεότερης και της Τελικής Νεολιθικής ενισχύεται με την επέκταση των δικτύων ανταλλαγών στο Αιγαίο και τα Βαλκάνια και την εξειδίκευση στην παραγωγή (κεραμική, κοσμήματα από όστρεο σπονδύλου). Τα παραπάνω επιφέρουν αλλαγές στη συλλογική παραγωγή και επιτρέπουν την ανάπτυξη νέων κοινωνικών αξιών. Δείγματα αυτών είναι τα αντικείμενα κοινωνικού γοήτρου, που κατέχουν μερικά μόνο μέλη του οικισμού: φυλλόσχημες αιχμές βελών από οψιανό της Μήλου, δακτυλιόσχημα περίαπτα, κοσμήματα από χρυσό και ασήμι, κοσμήματα από όστρεο σπονδύλου, χάλκινα εργαλεία.
Η τάση συγκέντρωσης πλούτου οδηγεί πιθανότατα από τη Νεότερη Νεολιθική ΙΙ, ιδιαίτερα όμως κατά την Τελική Νεολιθική, στη συγκέντρωση δύναμης σε κάποιες κοινότητες που ίσως διαδραματίζουν σημαντικό οικονομικό ρόλο σε κάποια ευρύτερη περιοχή. Τα δίκτυα ανταλλαγών προϊόντων (κεραμική, οψιανός, μέταλλα), ακόμη και αν δεν είναι ιδιαίτερα εκτεταμένα, προϋποθέτουν την οργανωμένη συμμετοχή περισσότερων κοινοτήτων.
Για τη διακοινοτική αυτή συνεννόηση απαραίτητη είναι κάποια μορφή εξουσίας σε κάθε οικισμό (ενδοκοινοτική οργάνωση), την οποία ασκούν τα γηραιότερα ή ικανότερα μέλη των κοινοτήτων και είναι δυνατόν να κληροδοτείται από τη μια γενιά στην επόμενη. Οι τάφροι και οι λίθινοι περίβολοι που προστατεύουν τους οικισμούς των τελευταίων νεολιθικών φάσεων αποτελούν έργα συλλογικά, τα οποία μόνο με το συντονισμό και την επίβλεψη των ικανών της κοινότητας θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν.
Νεολιθική Οικονομία
Η οικονομία της Νεολιθικής εποχής βασίζεται στη γεωργία και την κτηνοτροφία, με στόχο την αύξηση και τον έλεγχο της παραγωγής. Η μετάβαση από τη συλλογή άγριων καρπών και το κυνήγι άγριων ζώων στην εξημέρωση συγκεκριμένων φυτών και ζώων, δηλαδή το πέρασμα από τη συλλογή της τροφής στην προγραμματισμένη παραγωγή της πραγματοποιείται στον Αιγαιακό χώρο κατά το πρώτο μισό της 7ης χιλιετίας π.Χ. Η γεωργία βασίζεται στην καλλιέργεια δημητριακών (μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι, κριθάρι, σιτάρι αρτοποιίας, κεχρί, σίκαλη, βρώμη) και οσπρίων (φακή, μπιζέλια, κουκιά, φάβα, ρεβίθια).
Παράλληλα καλλιεργείται και το λινάρι, που μαζί με το μαλλί αποτελούν βασικές πρώτες ύλες για την υφαντουργία. Οι απαραίτητες καλλιεργήσιμες εκτάσεις εξασφαλίζονται σε μερικές περιπτώσεις με εκχέρσωση και αποψίλωση περιοχών. Η κτηνοτροφία στηρίζεται στην εκτροφή αιγοπροβάτων, βοοειδών, χοίρων και σκύλων. Το κυνήγι και η αλιεία δεν εγκαταλείπονται, αλλά παίζουν δευτερεύοντα ρόλο στην οικονομία της εποχής.
Για την καλλιέργεια, τη συγκομιδή και την προετοιμασία της τροφής (άλεσμα σιτηρών, τεμαχισμός κρέατος) αλλά και για παραγωγικές δραστηριότητες όπως η κατεργασία ξύλου και δερμάτων, η υφαντουργία, η ψαθοπλεκτική, η κεραμική κ.λπ. χρησιμοποιούνται λίθινα και οστέινα εργαλεία. Αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας του νεολιθικού γεωργοκτηνοτρόφου αποτελεί η κεραμική, απαραίτητη για την προετοιμασία, την κατανάλωση και την αποθήκευση της τροφής.
Παράγεται από τους χρήστες της, ενώ η επιφάνεια των αγγείων αποτελεί πεδίο καλλιτεχνικής έκφρασης, που εκπλήσσει με την ποικιλία χρωμάτων και διακοσμητικών ρυθμών και θεμάτων και διαφέρει από τη μια περίοδο στην άλλη. Η κεραμική είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία, στην οποία συμμετέχουν τα περισσότερα μέλη ενός νοικοκυριού. Σε επίπεδο νοικοκυριού ασκείται και η υφαντική και καλαθοπλεκτική. Από τη Μέση Νεολιθική φαίνεται πως η κεραμική αποτελεί συχνά μια εξειδικευμένη παραγωγική δραστηριότητα στα πλαίσια ενός οικισμού (κεραμικά εργαστήρια στο Σέσκλο και το Διμήνι).
Η εξειδίκευση όμως αφορά και στην παραγωγή συγκεκριμένων κατηγοριών κεραμικής και την προώθησή τους σε ευρύτερες περιοχές (π.χ. γκρίζα κεραμική Τσαγγλίου, εγχάρακτη κεραμική Κλασικού Διμηνίου) στα πλαίσια ανταλλαγών. Κατά τις τελευταίες φάσεις της νεολιθικής σημειώνεται εξειδίκευση και σε άλλους τομείς, ενώ παράλληλα διευρύνονται τα δίκτυα πολιτιστικών επαφών και οικονομικών ανταλλαγών. Από τη Νεότερη Νεολιθική ΙΙ σημειώνεται εξειδίκευση στην παραγωγή κοσμημάτων από όστρεο σπονδύλου (Διμήνι), τα οποία διακινούνται μέχρι τα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη.
Από τις Κυκλάδες διακινείται οψιανός για την κατασκευή κοφτερών εργαλείων, ενώ αξιοσημείωτη είναι η ανεύρεση ειδικού τύπου αιχμών βελών από οψιανό της Μήλου σε οικισμούς της Μακεδονίας, που αποτελούν αντικείμενα κοινωνικού γοήτρου. Τέλος, από τα τέλη της Νεολιθικής και ιδιαίτερα κατά την Τελική Νεολιθική, σημειώνεται στο Αιγαίο η άσκηση μεταλλουργίας για την κατασκευή χρυσών και ασημένιων κοσμημάτων (π.χ. δακτυλιόσχημων περιάπτων) αλλά και εργαλείων (εγχειρίδια, οπείς, σμίλες, σπάτουλες, πελέκεις).
Η απόκτηση των μετάλλων αλλά και της τεχνογνωσίας εντάσσεται στο πλαίσιο πολιτιστικών ανταλλαγών των γεωργοκτηνοτροφικών κοινωνιών του νεολιθικού Αιγαίου, το οικονομικό υπόβαθρο και συνακόλουθα η κοινωνική δομή των οποίων αρχίζει προς το τέλος της εποχής να μεταλλάσσεται.
Νεολιθική Κοινωνία
Η σύνθεση και η λειτουργία της Νεολιθικής κοινωνίας είναι δύσκολο να αποκατασταθεί με βεβαιότητα. Στην προσέγγιση του προβλήματος συμβάλλουν σημαντικά η αρχιτεκτονική, τα ταφικά έθιμα, οι οικονομικές δραστηριότητες, η ειδωλοπλαστική και άλλες κατηγορίες κινητών ευρημάτων από Αιγαιακές θέσεις της Nεολιθικής.
Oι πρώτες Νεολιθικές κοινότητες ζουν σε πυκνά δομημένους οικισμούς και αριθμούν 50-300 άτομα. Κατά την Προκεραμική, την Αρχαιότερη και τη Μέση NΝολιθική, βασική μονάδα της κοινωνίας είναι το γένος ή η διευρυμένη οικογένεια που περιλαμβάνει τους γονείς, τα παιδιά, τους παππούδες και τους άλλους κοντινούς συγγενείς. Tα μέλη της ζουν σε ένα ή σε περισσότερα γειτονικά σπίτια, τα οποία αποτελούν νοικοκυριά που μοιράζονται εστίες και φούρνους που βρίσκονται σε κοινόχρηστους χώρους, ανάμεσα στα σπίτια τους. Τα νοικοκυριά αυτά ασκούν τη μικτή γεωργοκτηνοτροφική οικονομία.
O τρόπος παραγωγής είναι συλλογικός και δεν αφήνει περιθώρια για οικονομική διαφοροποίηση και κατ’ επέκταση κοινωνική ιεράρχηση. Οι κοινωνικοί ρόλοι σε κάθε κοινότητα καθορίζονται με βάση το φύλο, την ηλικία, τη συγγένεια και τη συμμετοχή στις συλλογικές παραγωγικές διαδικασίες. Μέσα από τη γεωργοκτηνοτροφική οικονομία αναδεικνύονται και οι ρόλοι των δύο φύλων. Κρίνοντας από τα πολυάριθμα γυναικεία ειδώλια, ο ρόλος της γυναίκας στη Νεολιθική κοινωνία φαίνεται να υπερτονίζεται, τουλάχιστον σε επίπεδο συμβολισμού.
Τα υπάρχοντα στοιχεία δεν επιτρέπουν όμως ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με το κατά πόσον η νεολιθική κοινωνία ήταν μητριαρχική ή πατριαρχική. Από τις αρχές της Νεότερης Νεολιθικής σημειώνεται αύξηση του πληθυσμού, με συνακόλουθες αλλαγές στον αριθμό και την εσωτερική οργάνωση των οικισμών, καθώς και στην οικονομία. Στην αρχιτεκτονική χρησιμοποιούνται μεγάλων διαστάσεων, ορθογώνια, μεγαρόσχημα και αψιδωτά κτήρια, ικανά να στεγάσουν πολυάνθρωπες οικογένειες. Οι εστίες και οι φούρνοι παύουν να είναι κοινόχρηστοι και κατασκευάζονται στο εσωτερικό των σπιτιών.
Στην οικονομία σημειώνεται εξειδίκευση στην παραγωγή π.χ. κεραμικής και κοσμημάτων σπονδύλου (Διμήνι), ενώ παράλληλα διευρύνονται οι πολιτιστικές και εμπορικές ανταλλαγές. Tα παραπάνω σηματοδοτούν αλλαγές στη συγκρότηση της κοινότητας, κύτταρο της οποίας είναι πλέον η πυρηνική οικογένεια. Tα πρώτα δείγματα εξειδίκευσης στην παραγωγή, η ανάπτυξη του εμπορίου και οι ανταλλαγές έχουν σαφείς επιπτώσεις στη συλλογικότητα της εργασίας και την αμοιβαιότητα των κοινωνικών σχέσεων που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες περιόδους.
Οι νέες συνθήκες και αξίες που αναπτύσσονται στον κοινωνικό χάρτη της Νεολιθικής αντανακλώνται σε αντικείμενα ξεχωριστά, που έχουν στην κατοχή τους λίγα μόνο μέλη της κοινότητας κατά τη Νεότερη Νεολιθική II και την Τελική Νεολιθική. Τα αντικείμενα αυτά αποτελούν σύμβολα κοινωνικού γοήτρου και είναι: φυλλόσχημες αιχμές από οψιανό της Mήλου, κοσμήματα από χρυσό ή ασήμι (δακτυλιόσχημα περίαπτα, χρυσά ταινιόσχημα ελάσματα), κοσμήματα από όστρεο σπονδύλου και χάλκινα εργαλεία.
Ενδεικτική για το χαρακτήρα της νεολιθικής κοινωνίας είναι, τέλος, η συμπεριφορά προς τα νεκρά μέλη της κοινότητας, που αντανακλώνται στα ταφικά έθιμα της κάθε περιόδου.
Ταφικά Έθιμα στη Νεολιθική Περίοδο
Ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και τη μεταθανάτια τύχη της εκδηλώνεται ήδη από την Παλαιολιθική εποχή και τεκμηριώνεται στον Ελλαδικό χώρο με μεμονωμένες ταφές σε σπήλαια, καθώς και με ομαδικές ταφές, γνωστές από τη Μεσολιθική εποχή.
Κατά τη Νεολιθική εποχή οι νεκροί ενταφιάζονται μέσα στα σπίτια τους -κάτω από το δάπεδο- ή πολύ κοντά σ’ αυτά, στα όρια των οικισμών που έζησαν. Οι ταφές είναι κατά κανόνα μεμονωμένες, ενώ σπανιότερα απαντούν νεκροταφεία, τα οποία χρονολογούνται στην Αρχαιότερη (Σουφλί Μαγούλα), τη Νεότερη(Σουφλί Μαγούλα, Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου) και την Τελική Νεολιθική (Κεφάλα Κέας, Θαρρούνια Ευβοίας, Γυαλί Δωδεκανήσου).
Τρία είναι τα έθιμα ταφής που τεκμηριώνονται ανασκαφικά στην Ελλάδα:
1. Απόθεση νεκρών μέσα σε απλό λάκκο, σε στάση συνήθως συνεσταλμένη (εμβρυακή) αλλά και οκλαδόν,
2. Καύσεις νεκρών, μερικές (Αρχαιότερη Νεολιθική) ή ολικές (Νεότερη Νεολιθική), που συνοδεύονταν από αγγεία ή είχαν τοποθετηθεί μέσα σ’ αυτά -οι πρώτες γνωστές στον Ελλαδικό χώρο και από τις αρχαιότερες στην Ευρώπη, και
3. Ανακομιδή οστών (κρανίου, μηριαίων οστών, πλευρών θώρακα) και ενταφιασμός κάτω από το δάπεδο οικιών (Πρόδρομος Καρδίτσας) ή σε συγκεκριμένο χώρο σπηλαίου (είδος οστεοφυλακίου στην Αλεπότρυπα Διρού).
Εξαίρεση στα ταφικά έθιμα της Νεολιθικής αποτελεί ο θαλαμοειδής τάφος με δρόμο, που βρέθηκε στο χώρο της Αρχαίας Αγοράς των Αθηνών και είναι το αρχαιότερο δείγμα του είδους στον Ελλαδικό χώρο. Οι νεκροί συνοδεύονται από κτερίσματα (ταφικά δώρα), όπως κεραμική, λίθινα εργαλεία, προσφορές ζώων, ενώ από την Τελική Νεολιθική προσφέρονται ειδώλια και κοσμήματα.
Οι ταφικές πρακτικές αντανακλούν τις πεποιθήσεις της νεολιθικής κοινωνίας για το θάνατο, ο οποίος δε θεωρούνταν απλά και μόνον ύπνος που συνεχιζόταν μέσα στο σπίτι του θανόντος, κάτω από το δάπεδο που κινούνταν οι συγγενείς του. Οι ταφικές προσφορές αγγείων και άλλων αντικειμένων στις καμένες σωρούς νεκρών υποδηλώνει την πίστη για τη μεταθανάτια ζωή της άυλης και επομένως άφθαρτης ψυχής τους!
Ταφικά Έθιμα Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής
Κατά την Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική οι νεκροί ενταφιάζονται μέσα στα σπίτια τους ή πολύ κοντά σ’ αυτά, στα όρια των οικισμών που έζησαν. Σύμφωνα με ευρήματα από τη Νέα Νικομήδεια, την Άργισσα, τη Σουφλί Μαγούλα, το Φράγχθι οι νεκροί τοποθετούνται σε απλούς λάκκους (0,7×1,0 μέτρο), σε συνεσταλμένη (εμβρυακή) στάση. Πρόκειται συνήθως για μεμονωμένες ταφές παιδιών ή νεαρών ατόμων που τάφηκαν κάτω από το δάπεδο του σπιτιού τους.
Ομαδικές ταφές τεκμηριώνονται μέχρι τώρα μόνο στη Νέα Νικομήδεια, όπου ανακαλύφθηκε ταφή γυναίκας και δυο παιδιών. Οι νεκροί συνοδεύονται από κτερίσματα (ταφικά δώρα), όπως κεραμική, λίθινα εργαλεία (λεπίδες πυριτόλιθου) ίσως και μικρά ζώα. Εκτός από τις πρωτογενείς ταφές, γνωστό είναι και το έθιμο της ανακομιδής οστών και της ταφής τους κάτω από το δάπεδο: στον Πρόδρομο Καρδίτσας βρέθηκαν οστά από ένδεκα κρανία, θραυσμένα μηριαία οστά και οστά θώρακα, όχι σε ανατομική θέση, αλλά σκορπισμένα κάτω από το δάπεδο οικίας, και μάλιστα σε τρία διαδοχικά στρώματα.
Κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική (φάση Πρωτοσέσκλο) σημειώνεται για πρώτη φορά στον Ελλαδικό χώρο το έθιμο της καύσης των νεκρών, έθιμο που παγιώνεται στο Αιγαίο κατά την Πρωτογεωμετρική και Γεωμετρική εποχή (1000-700 π.Χ.). Μοναδικό δείγμα του εθίμου αυτού αποτελεί το νεκροταφείο με καύσεις νεκρών στη Σουφλί Μαγούλα Θεσσαλίας. Μέσα σε ελλειψοειδείς λάκκους, με διάμετρο 60-80 και βάθος 10-30 εκατοστά, βρέθηκαν καμένα οστά και μονόχρωμα αγγεία, σπασμένα σκόπιμα.
Τις ταφές συνοδεύουν προσφορές από μικρά, πρόχειρα πλασμένα αγγεία, που ψήθηκαν πιθανότατα από την ταφική πυρά, λίθινα αγγεία και το καμένο κρανίο ενός αιγοειδούς. Σε μια έκταση 10×5 μέτρα βρέθηκαν συνολικά 14 ταφές καύσεων, αλλά και δυο μεγαλύτεροι λάκκοι, με έντονα ίχνη φωτιάς και μικρά κομμάτια καμένων οστών από διαφορετικά άτομα, οι οποίοι αποτελούν αποτεφρωτήριο. Από τη Μέση Νεολιθική μαρτυρούνται επίσης έξι καύσεις νεκρών σε μικρό σπήλαιο στην Πρόσυμνα. Το έθιμο καύσης των νεκρών συνεχίζεται και κατά τη Νεότερη Ι και την Τελική Νεολιθική.
Ταφικά Έθιμα της Νεότερης Νεολιθικής
Κατά τη Νεότερη Νεολιθική Ι και ΙΙ συνηθέστερος είναι, όπως και κατά την Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική, ο ενταφιασμός των νεκρών σε απλούς λάκκους, σε στάση συνεσταλμένη (εμβρυακή) ή οκλαδόν. Παράλληλα μαρτυρούνται και ταφές παιδιών σε πιθάρια, ενώ συνεχίζεται η ανακομιδή οστών.
Κατά τη Νεότερη Νεολιθική Ι συνεχίζεται το έθιμο καύσης των νεκρών, όπως φαίνεται από τα νεκροταφεία ταφών καύσεων στη Σουφλί Μαγούλα και στην Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου, τα οποία βρίσκονται σε απόσταση από τους οικισμούς και χρονολογούνται στην προδιμηνιακή φάση Τσαγγλί-Λάρισα. Η αναζήτηση χώρων απομακρυσμένων από τους οικισμούς για την οργάνωση νεκροταφείων θα πρέπει ίσως να συνδεθεί με την αύξηση του πληθυσμού την εποχή αυτή και την έλλειψη χώρου μέσα στα όρια του οικισμού.
Στη Σουφλί Μαγούλα, όπου το έθιμο ταφών καύσεων ανάγεται στην Αρχαιότερη Νεολιθική, τα οστά είναι περισσότερο αλλοιωμένα από την καύση, από όσο παλαιότερα. Τα καμένα οστά, συνήθως το κρανίο και μέρος από τα μακρά οστά του σκελετού, αποτίθενται σε αγγεία καθημερινής χρήσης. Τα αγγεία αυτά τοποθετούνται σε ρηχούς λάκκους ή πάνω σε στρώμα χαλικιών είτε όρθια και καλυμμένα από άλλα αγγεία είτε ανεστραμμένα. Για τα τελευταία εικάζεται ότι σκεπάζονταν με φθαρτή ύλη (ύφασμα ή δέρμα), η οποία δε διατηρήθηκε στο πέρασμα των αιώνων.
Από τις ταφές αυτές δε λείπουν και οι προσφορές άλλων, μικρών αγγείων, καθώς και δύο ειδωλίων. Οι ταφές καύσεων είναι μεμονωμένες ή και ομαδικές, δηλαδή σε ένα λάκκο μπορεί να τοποθετούνται δυο ή τρία αγγεία. Χαρακτηριστική περίπτωση από το νεκροταφείο αυτό είναι η ταφή παιδιού κάτω των επτά ετών μέσα σε ζωόμορφο αιγοειδές αγγείο. Στην Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου το νεκροταφείο απέχει περίπου 300 μέτρα βόρεια από τον οικισμό και ο αριθμός των ταφών ξεπερνά τις 50.
Χρησιμοποιήθηκε μόνο κατά τη χρονική περίοδο Τσαγγλί – Λάρισα και περιλαμβάνει αποκλειστικά ταφές καύσεων, ακόμη και στις περιπτώσεις μικρών παιδιών. Το έθιμο της καύσης νεκρών συνεχίζεται και κατά την Τελική Νεολιθική. Κατά τη Νεότερη Νεολιθική ΙΙ, στα γνωστά ταφικά έθιμα έρχεται να προστεθεί ένα μοναδικό στοιχείο από τον οικισμό Αγία Σοφία Λάρισας. Πρόκειται για ένα τεχνητό, χαμηλό ύψωμα (τύμβος), η επιφάνεια του οποίου καλύπτεται με επίχρισμα (λεπτό στρώμα) πηλού, ψημένου σε φωτιά.
Στην επιφάνεια του “πήλινου” αυτού τύμβου υπάρχει τεχνητή κοιλότητα γεμάτη από στάχτες. Κάτω από την κατασκευή αυτή βρέθηκαν τμήματα δυο επάλληλων πλινθόκτιστων κτισμάτων και οι ταφές ενός ενήλικου ατόμου και ενός παιδιού. Ο ενταφιασμός ατόμων δίπλα από το σπίτι τους, σε κοινόχρηστο όμως χώρο του οικισμού, και η ηθελημένη επισήμανση του τάφου αυτού με την ανύψωση μικρού τύμβου, πάνω στον οποίο τελούνται κάποιου είδους μεταθανάτιες τελετές, αποτελεί σημαντικό στοιχείο σεβασμού και λατρείας προς στους νεκρούς.
Ταφικά Έθιμα Τελικής Νεολιθικής
Κατά την Τελική Νεολιθική συνεχίζονται τα γνωστά από τις προηγούμενες φάσεις της Νεολιθικής ταφικά έθιμα: ο ενταφιασμός των νεκρών σε απλούς λάκκους, σε στάση συνεσταλμένη (εμβρυακή) ή οκλαδόν, οι καύσεις και η ανακομιδή των οστών. Επίσης, στο Αλεποχώρι Λακωνίας βρέθηκαν οστά νηπίου μέσα σε αγγείο, το οποίο ήταν τοποθετημένο μέσα σε μεγαλύτερο πιθοειδές αγγείο.
Στο σπήλαιο Αλεπότρυπα Διρού σημειώνεται επανειλημμένα το έθιμο της ομαδικής ανακομιδής κρανίων, χωρίς την κάτω σιαγόνα, σε διαφορετικά σημεία του σπηλαίου (“οστεοφυλάκιο” 19 κρανίων) τόσο κατά τη Νεότερη, όσο και κατά την Τελική Νεολιθική. Επίσης σε κόγχες του σπηλαίου σημειώνεται το έθιμο καύσης παιδιών, στα οποία προσφέρεται πλήθος αγγείων με γραπτή διακόσμηση, που σπάζονταν στη διάρκεια της καύσης. Η ξεχωριστή ποιότητα και πληθώρα των γραπτών αυτών αγγείων θα πρέπει να συσχετιστεί είτε με τη νεαρότατη ηλικία αποβίωσης είτε με την κοινωνική προέλευση των παιδιών.
Την κοινωνική διαφοροποίηση που σημειώνεται κατά τις τελευταίες φάσεις της Νεολιθικής, αντανακλούν τα νεκροταφεία που ανασκάφθηκαν στην Κεφάλα Κέας, τα Θαρρούνια Ευβοίας και το Γυαλί Δωδεκανήσου. Περιλαμβάνουν ταφές απλές ή πολλαπλές, στην καθιερωμένη συνεσταλμένη (εμβρυακή) στάση, μέσα σε λάκκους ορθογώνιους ή ελλειψοειδείς. Τα τοιχώματα των λάκκων επενδύονται με πέτρες (Κεφάλα, Θαρρούνια) και καλύπτονται με πλάκες. Στους νεκρούς προσφέρονται αγγεία και, σπανιότερα, ειδώλια (Κεφάλα Κέας).
Τέλος, μοναδικό δείγμα για τα ταφικά έθιμα της Νεολιθικής αποτελεί ο θαλαμοειδής τάφος που βρέθηκε στο χώρο της Αρχαίας Αγοράς των Αθηνών. Ο τάφος αποτελούνταν από όρυγμα μήκους 3 μέτρων και πλάτους 79-90 εκατοστών και οδηγούσε σε λαξευμένο θάλαμο με ταφή άνδρα σε συνεσταλμένη στάση, στον οποίο είχαν προσφερθεί δυο αγγεία. Ο τάφος αυτός αποτελεί ξεχωριστή κατασκευή για τη Νεολιθική, απηχεί πιθανότατα την κοινωνική θέση του νεκρού και είναι το αρχαιότερο δείγμα θαλαμοειδούς τάφου στον Ελλαδικό χώρο.
Πτυχές Νεολιθικού Πολιτισμού
Τα πολιτιστικά επιτεύγματα της Νεολιθικής γεωργοκτηνοτροφικής κοινωνίας αποτυπώνονται στα υλικά κατάλοιπα που μας κληροδότησε και αποκαλύπτονται από τις αρχαιολογικές ανασκαφές.
Αρχιτεκτονική, ταφές, εργαλεία, κεραμική, ειδωλοπλαστική, κοσμήματα μιλούν, μετά από σιωπή χιλιάδων ετών, με μοναδική ευγλωττία και ζωντάνια για το φυσικό περιβάλλον, την ένταξη σ’ αυτό και την οικονομική του αξιοποίηση, για τον τρόπο διάθεσης των αγροτικών προϊόντων, για τη σύνθεση της κοινωνίας και τους κώδικες συμπεριφοράς, για τις διεξόδους της καλλιτεχνικής έκφρασης και, τέλος, για τις επαφές και ανταλλαγές, που αποκαλύπτουν νέους κόσμους, πέρα από τα όρια των μικρών οικισμών.
Τα παραπάνω στοιχεία μορφοποιούνται στην ύλη, μια και δε διατυπώνονται με γραπτό λόγο. Η ξύλινη πινακίδα, βέβαια, με τα εγχάρακτα γραμμικά στοιχεία, από το λιμναίο οικισμό στο Δισπηλιό Καστοριάς (5260 π.Χ.), δεν αποκλείεται να αποτελεί μια πρώιμη μορφή γραπτού λόγου, όπως εικάζεται και για παρόμοια σύμβολα χαραγμένα σε πηλό, που βρίσκονται σε οικισμούς της νότιας Βαλκανικής (πολιτισμός Vinca). Η κεραμική, αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητας του νεολιθικού ανθρώπου, γίνεται πεδίο καλλιτεχνικής έκφρασης, που εκπλήσσει με την ποικιλία χρωμάτων και διακοσμητικών ρυθμών και θεμάτων.
Η εξαιρετική ποιότητα των Νεολιθικών αγγείων οφείλεται στην ανάπτυξη της κεραμικής τεχνογνωσίας και της πυροτεχνολογίας (σύσταση πηλών και γαιωδών χρωμάτων, ψήσιμο). Η υφαντική και η καλαθοπλεκτική ευνοούν επίσης την καλλιτεχνική δημιουργία. Η ειδωλοπλαστική αποτελεί με την ποικιλομορφία της μια μοναδική τέχνη, τα δημιουργήματα της οποίας (άνθρωποι, ζώα, σπίτια) έχουν ευρύ κοινωνικό-ιδεολογικό περιεχόμενο. Συντροφεύει τον άνθρωπο στη γέννηση, την καθημερινότητα, το θάνατο, αλλά και σε συμβολικές πράξεις (π.χ. προσφορά για τη θεμελίωση σπιτιού).
Τα κοσμήματα από πηλό, λίθο, χρυσό ή ασήμι και πιθανότατα και οι σφραγίδες για την κόσμηση του σώματος εκφράζουν τη διάθεση για καλλωπισμό τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και σε εξαιρετικές περιπτώσεις (π.χ. τελετές θρησκευτικού χαρακτήρα, γιορτές για την πλούσια σοδειά). Κατά τις τελευταίες φάσεις της Νεολιθικής η χρήση κοσμημάτων από όστρεο σπονδύλου, καθώς και ασημένιων και χρυσών κοσμημάτων (δακτυλιόσχημα περίαπτα, σκουλαρίκια) από λίγα μόνο μέλη της Νεολιθικής κοινότητας, υποδηλώνει τις νέες κοινωνικές συνθήκες και τη διάθεση για προβολή του ατόμου.
Τα κοσμήματα από πολύτιμα υλικά αποτελούν, όπως και οι αιχμές βελών από οψιανό και τα χάλκινα εργαλεία, αντικείμενα κοινωνικού γοήτρου. Η αναγκαιότητα ανταλλαγής προϊόντων διατροφής και πρώτων υλών οδηγεί το νεολιθικό αγρότη στην εξερεύνηση πέρα από τα όρια των οικισμών. Έτσι, έρχεται σε επαφή με τα μέταλλα, το χαλκό, τον άργυρο και το χρυσό και αναπτύσσει περαιτέρω την τεχνογνωσία του στους τομείς της πυροτεχνολογίας και της ναυπηγικής. Τέλος, οι ταφικές πρακτικές αντανακλούν το σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και την πίστη στη μεταθανάτια ζωή, που εκφράζεται με την προσφορά ταφικών δώρων (κτερισμάτων).
Η Κεραμική στη Νεολιθική Περίοδο
Με τον όρο κεραμική χαρακτηρίζουμε αποκλειστικά τα πήλινα ψημένα αγγεία. Ο εύπλαστος πηλός (υγρό αργιλώδες χώμα) απασχόλησε τον άνθρωπο τουλάχιστον από την Ανώτερη Παλαιολιθική (μάζες άψητου πηλού στο σπήλαιο της Θεόπετρας Θεσσαλίας). Οι προσπάθειές του να σταθεροποιήσει τη μορφή των σκευών που κατασκεύαζε από πηλό συνδέονται με την πυροτεχνολογία (ψήσιμο στη φωτιά), είναι μακροχρόνιες και ευοδώνονται στη διάρκεια της Νεολιθικής εποχής, αρχικά στην Εγγύς Ανατολή (αρχές 7ης χιλιετίας π.Χ.) και στη συνέχεια στην περιοχή του Αιγαίου (τέλη 7ης χιλιετίας π.Χ.).
Κατά τις πρώτες φάσεις της Νεολιθικής χρησιμοποιούνται σκεύη από δέρμα, ξύλο, λίθο, ψάθα αλλά και από άψητο πηλό, γι’ αυτό και οι φάσεις αυτές χαρακτηρίζονται με τον όρο Ακεραμική ή Προκεραμική Νεολιθική. Τα ίχνη των άψητων αυτών αγγείων είναι πενιχρά. Από την Αρχαιότερη Νεολιθική εμφανίζονται τα πρώτα θαυμαστά δείγματα κεραμικών χειροποίητων αγγείων, μονόχρωμων ή στιλβωμένων, με εγχάρακτη, εμπίεστη αλλά και γραπτή διακόσμηση. Τα καλύτερα δείγματα γραπτής διακόσμησης προέρχονται όμως από τη Μέση Νεολιθική περίοδο.
Μεγάλη ποικιλία κεραμικών ρυθμών, μονόχρωμων (γκρίζων, μαύρων) και γραπτών (π.χ. μαύρο χρώμα σε κόκκινη στιλβωμένη επιφάνεια) παρατηρείται ιδιαίτερα στη Θεσσαλία κατά τη Νεότερη Νεολιθική. Οι ρυθμοί αυτοί χαρακτηρίζουν διαφορετικές χρονικές στιγμές της μακράς αυτής περιόδου και επιβάλλουν, για σωστότερη μελέτη, τη διαίρεσή της σε μεγαλύτερες (Νεότερη Νεολιθική Ι και Νεότερη Νεολιθική ΙΙ) και μικρότερες φάσεις (π.χ. Τσαγγλί-Λάρισα, Κλασικό Διμήνι). Η κεραμική παραγωγή της Τελικής Νεολιθικής αποπνέει την τεχνογνωσία που κληροδοτήθηκε από τις προηγούμενες περιόδους.
Η κεραμική τέχνη είναι πολύπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία που προϋποθέτει γνώσεις σε όλα της τα στάδια: επιλογή κατάλληλου πηλού, καθαρισμός (με το χέρι ή με κόσκινο) και ζύμωμα του πηλού με ή χωρίς προσμίξεις, πλάσιμο του αγγείου, στέγνωμα, επεξεργασία – διακόσμηση της επιφάνειας και ψήσιμο σε θερμοκρασία μέχρι 850 – 900o C. Παράγεται σε τοπικό επίπεδο, όπως δείχνει το εργαστήριο κεραμικής στο Σέσκλο και ο κεραμικός κλίβανος στο Διμήνι του Βόλου. Χρησιμοποιείται για την προετοιμασία (μαγειρικά σκεύη), την κατανάλωση (πιάτα – φιάλες, κουτάλια, κύπελλα) και την αποθήκευση (πιθάρια) της τροφής.
Από τη Μέση Νεολιθική μερικά είδη γραπτής κεραμικής απαντούν σε μερικά μόνο νοικοκυριά (π.χ. Σέσκλο) ή αποτελούν ανταλλάξιμα προϊόντα. Η κεραμική αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινής ζωής του νεολιθικού ανθρώπου. Είναι εύθραυστη, γι’ αυτό και η διάρκεια χρήσης της είναι περιορισμένη. Σπάει σε μικρά κομμάτια (όστρακα) που δεν ξαναχρησιμοποιούνται, για τούτο και αντιπροσωπεύει αποκλειστικά και μόνο τη χρονική περίοδο που κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε.
Αποτελεί σε κάθε ανασκαφή την πολυπληθέστερη κατηγορία ευρημάτων και είναι ο πλέον αξιόπιστος εκπρόσωπος της εποχής του στα χέρια των αρχαιολόγων. Είναι το πολιτιστικό στοιχείο στο οποίο αντανακλώνται οι οικονομικές, κοινωνικές και πνευματικές παράμετροι των κοινωνιών που το δημιούργησαν.
Κεραμική Αρχαιότερης Νεολιθικής
Κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική εμφανίζονται στον Ελλαδικό χώρο τα πρώτα θαυμαστά δείγματα κεραμικής τέχνης. Αγγεία από καλά ψημένο πηλό, με λεπτά τοιχώματα, σε σχήματα σφαιρικά, με βάσεις καμπύλες, επίπεδες ή δακτυλιόσχημες, ανοιχτά και ρηχά (φιάλες) ή βαθιά (σκύφοι), αλλά και κλειστά με στενό ή ευρύτερο λαιμό (πιθοειδή) συνιστούν τους σημαντικότερους τύπους αγγείων της περιόδου. Τα πρωιμότερα αγγεία δεν έχουν λαβές, όπως ακριβώς και τα σύγχρονά τους από ξύλο και δέρμα.
Με την πάροδο του χρόνου οι λαβές υποδηλώνονται με πλαστικές αποφύσεις που προστίθενται στα εξωτερικά τοιχώματα των αγγείων και είναι πολύ συχνά διάτρητες ώστε τα αγγεία να μπορούν με τη βοήθεια σχοινιού να αναρτηθούν. Με βάση την κεραμική που βρέθηκε στη Θεσσαλία (Σέσκλο, Οτζάκι), ο αρχαιολόγος V. Milojcic διέκρινε τρεις διαδοχικές φάσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής: την Πρώιμη Κεραμική (Fruekeramikum), το Πρωτοσέσκλο (Protosesklo) και το Προσέσκλο (Prosesklo). Κατά την Πρώιμη Κεραμική φάση επικρατούν τα μονόχρωμα, σκουρόχρωμα κυρίως αγγεία, με καφέ και γκρίζα επιφάνεια, συνήθως στιλβωμένη.
Η στίλβωση της εξωτερικής και εσωτερικής επιφάνειας των αγγείων γίνεται με δέρμα, βότσαλο ή οστό και αποσκοπεί στην στεγανοποίησή τους. Όμοια τεχνολογία εφαρμόζεται την περίοδο αυτή πέρα από το σημερινό Ελλαδικό χώρο και σε γειτονικούς πολιτισμούς της Βαλκανικής (π.χ. Protostarcevo). Στη φάση Πρωτοσέσκλο, παράλληλα με τα μονόχρωμα εμφανίζονται για πρώτη φορά και αγγεία με γραπτή διακόσμηση (λευκό χρώμα σε κόκκινη στιλβωμένη επιφάνεια αλλά και το αντίθετο). Κύρια διακοσμητικά θέματα είναι τρίγωνα και φύλλα που σχεδιάζονται σαν να κρέμονται από το χείλος των αγγείων.
Παράλληλα απαντούν και αγγεία που ψήνονται ανομοιόμορφα, ώστε η επιφάνειά τους να είναι ποικιλόχρωμη (κηλιδωτή, variegated) ή να είναι μαύρα στο επάνω τμήμα τους (μελανοστεφή, blacktopped) και ανοιχτόχρωμα στη βάση. Συχνή στη φάση αυτή είναι και η πλαστική διακόσμηση με μορφή μικρών αποφύσεων, ενώ σύμφωνα με νεότερες έρευνες απαντά για πρώτη φορά και η εγχάρακτη διακόσμηση. Η φάση Προσέσκλο χαρακτηρίζεται από την παραγωγή αγγείων με εγχάρακτη διακόσμηση, κυρίως σκύφων με παχιά τοιχώματα.
Η διακόσμηση αυτή επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους: με τα νύχια (nail impressions), με τσιμπήματα δυο δακτύλων και βαθύτερες νυχιές (barbotin), με φτερά ή κοκαλάκια πτηνών (κυκλικά αποτυπώματα), με λεπτό καλάμι ή οστέινο αιχμηρό εργαλείο (τελείες, κοιλότητες, τριγωνικά αποτυπώματα) ή με το θαλάσσιο όστρεοcardium (διακόσμηση cardium). Η κεραμική impresso και cardium απαντά την περίοδο αυτή και σε άλλες περιοχές της νότιας Βαλκανικής (Αλβανία, βόρεια Θράκη).
Τα χονδροειδή εγχάρακτα αγγεία συνυπάρχουν, κατά τη φάση Προσέσκλο, με λεπτότεχνα αγγεία από πεντακάθαρο πηλό αλλά και με γραπτά αγγεία. Η εγχάρακτη διακόσμηση συνεχίζεται και κατά τη Μέση Νεολιθική και πολλές φορές μάλιστα συνδυάζεται πάνω στο ίδιο αγγείο και με τη γραπτή διακόσμηση. Η γραπτή διακόσμηση εξελίσσεται τεχνικά και παρουσιάζεται με εξαιρετικές παραλλαγές κατά τη Μέση Νεολιθική.
Κεραμική Μέσης Νεολιθικής
Η Μέση Νεολιθική περίοδος, γνωστή και ως πολιτισμός Σέσκλου, χαρακτηρίζεται από εξαιρετική πολυμορφία στη γραπτή διακόσμηση, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η παραγωγή καλής ποιότητας μονόχρωμων (καστανών, ερυθρών και μελανότεφρων) απλών και στιλβωμένων αλλά και εγχάρακτων αγγείων. Πολλές φορές η εγχάρακτη διακόσμηση συνδυάζεται πάνω στο ίδιο αγγείο με τη γραπτή διακόσμηση. Αξιοσημείωτες είναι την περίοδο αυτή οι τοπικές κεραμικές παραλλαγές, εμφανείς τόσο στα σχήματα όσο και στη διακόσμηση των αγγείων.
Σφαιρικά πιθοειδή αγγεία με κυλινδρικό ή χωνοειδή λαιμό, λεκάνες με επίπεδη βάση, ημισφαιρικοί σκύφοι με ή χωρίς πόδι, φιάλες, πρόχοι (κανάτες) και κύπελλα με σιγμοειδές περίγραμμα (ς) και ταινιωτές λαβές είναι τα συνηθέστερα σχήματα αγγείων σε όλες τις περιοχές του Ελλαδικού χώρου. Στη Θεσσαλία διακρίνονται τρεις ρυθμοί γραπτής διακόσμησης (Σέσκλο Ι, ΙΙ και ΙΙΙ) που απαντούν παράλληλα σε όλη τη Μέση Νεολιθική.
Στο ρυθμό Σέσκλο Ι γράφονται με σκούρο ερυθρό χρώμα βαθμιδωτά ή αβακωτά κοσμήματα, αλλά και ζιγκ ζαγκ γραμμές πάνω στο υπόλευκο επίχρισμα (αραιό γαιώδες χρώμα), με το οποίο καλύπτεται εκ των προτέρων η επιφάνεια του στεγνού, αλλά άψητου ακόμη αγγείου. Η διακόσμηση αυτή, διαδεδομένη περισσότερο στη δυτική Θεσσαλία, θυμίζει σχέδια γνωστά από την υφαντική τέχνη, απαντά σε ειδώλια και ομοιώματα σπιτιών της Μέσης Νεολιθικής, είναι δε γνωστή με τον όρο πυκνός ρυθμός (solid style).
Ο ρυθμός Σέσκλο ΙΙ χαρακτηρίζεται από φλογόσχημη διακόσμηση (flame pattern) και απαντά κυρίως σε ανοιχτές λεκανίδες. Τέλος, στο ρυθμό Σέσκλο ΙΙΙ επικρατεί η γραμμική διακόσμηση (linear style) με παράλληλες και τεθλασμένες γραμμές ή ενάλληλες γωνίες που γράφονται, αντίθετα από τους ρυθμούς Σέσκλο Ι και ΙΙ, με λευκό χρώμα πάνω στο κόκκινο επίχρισμα του αγγείου ή απευθείας στη στιλβωμένη επιφάνειά του. Παραλλαγή της γραπτής διακόσμησης είναι η λεγόμενη ξεστή (scraped ware), που απαντά στη Θεσσαλία και την κεντρική Ελλάδα και είναι γνωστή και ως ρυθμός Χαιρώνειας.
Στην περίπτωση αυτή η υπόλευκη επιφάνεια του αγγείου αλείφεται πλήρως με ερυθρό χρώμα, από το οποίο στη συνέχεια αφαιρούνται με απόξεση παράλληλες ταινίες. Στο τέλος της Μέσης Νεολιθικής εμφανίζεται η γκρίζα κεραμική (protogrey), που χαρακτηρίζει τις πρώτες φάσεις της Νεότερης Νεολιθικής Ι. Στη νότια Ελλάδα, και κυρίως στην Πελοπόννησο, επικρατεί μια νέα, ιδιόμορφη κεραμική κατηγορία, η λεγόμενη πρωτοβερνικωτή (Urfirnis). Τα αγγεία της κατηγορίας αυτής καλύπτονται γενικά ή μερικά με μια ιδιαίτερη βαφή, η οποία μετά το ψήσιμο του αγγείου γίνεται καστανέρυθρη έως μελανή και αποκτά μια ξεχωριστή λάμψη.
Με τη βαφή αυτή γράφονται επίσης και γραμμικά – γεωμετρικά σχέδια στην επιφάνεια των αγγείων (γραπτά Urfirnis). Παραλλαγή των γραπτών πρωτοβερνικωτών αγγείων είναι η μελανή γραπτή διακόσμηση στην ερυθρωπή επιφάνεια του αγγείου, που εντοπίζεται στη Φωκίδα και τη Βοιωτία. Στην κεραμική της δυτικής Μακεδονίας κυριαρχεί η γραπτή διακόσμηση ερυθρού σε υπόλευκο βάθος, και ο συνδυασμός γραπτής διακόσμησης και εγχάρακτης cardium.
Γραπτή διακόσμηση ερυθρού σε λευκό απαντά και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου (Άγιο Γάλας Χίου), και είναι ανάλογη με την κεραμική του Hacilar της Μικράς Ασίας. Τέλος, η λεγόμενη ομάδα Παραδημής, που καλύπτει την ανατολική Μακεδονία και Θράκη καθώς και τη νοτιοανατολική Βουλγαρία (Karanovo III-Veselinovo), διακρίνεται για τα φιαλόσχημα αγγεία με τέσσερα πόδια, τις μικρογραφικές τριποδικές τράπεζες με εγχάρακτη διακόσμηση, την τεφρόχρωμη κεραμική με στιλβωμένη επιφάνεια και διακόσμηση με γραφίτη (ραβδώσεις, αυλακώσεις).
Κεραμική Νεότερης Νεολιθικής Ι
Η Νεότερη Νεολιθική Ι περιλαμβάνει τις λεγόμενες προδιμηνιακές φάσεις και χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία κεραμικών ρυθμών. Στη Θεσσαλία οι ρυθμοί αυτοί κατανέμονται από τους αρχαιολόγους στις φάσεις Τσαγγλί-Λάρισα και Αράπη, καταγράφονται όμως και σε άλλες γεωγραφικές ενότητες του Ελλαδικού χώρου.
Χαρακτηριστική για τη μετάβαση από τη Μέση στη Νεότερη Νεολιθική της Θεσσαλίας είναι η γκρίζα κεραμική, μονόχρωμη ή διακοσμημένη (γκρίζο χρώμα σε γκρίζα επιφάνεια), που αποτελεί εξέλιξη της ξεστής κεραμικής της Μέσης Νεολιθικής και ανήκει στη φάση Τσαγγλί. Απαντά σε λεπτότεχνα αγγεία, κυρίως φιάλες, κωδωνόσχημα κύπελλα και αμφορείς. Είναι συχνότερη στη δυτική Θεσσαλία, και σύμφωνα με πρόσφατες αρχαιομετρικές έρευνες φαίνεται πως προέρχεται από εξειδικευμένο κεραμικό εργαστήριο στην περιοχή του Γριζάνου.
Σύγχρονη με τη γκρίζα είναι η χαρακτηριστική για τη φάση Λάρισα μαύρη, στιλπνή κεραμική, διαδεδομένη κυρίως στην ανατολική Θεσσαλία. Χαρακτηριστικά σχήματα της κεραμικής αυτής είναι οι φιάλες με αμφικωνικό σώμα, σκύφοι και αμφορείς, που συχνά φέρουν λευκή γραπτή, ανάγλυφη ή εγχάρακτη διακόσμηση. Οι αναλύσεις του πηλού δείχνουν ότι η κεραμική αυτή δεν κατασκευάστηκε στη Θεσσαλία, αλλά έφτασε εκεί μέσω κάποιων δικτύων ανταλλαγών. Ας σημειωθεί ότι η κεραμική αυτή είναι ευρύτατα διαδεδομένη στα Βαλκάνια, τα νησιά του Αιγαίου και τα Μικρασιατικά παράλια, και επομένως σημαντική για τη χρονολόγηση.
Η εύρεση στον ίδιο στρωματογραφικό ορίζοντα των δυο αυτών κεραμικών ρυθμών σε πρόσφατες ανασκαφές, στην Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου και το Μακρυχώρι 2, τοποθετεί τη φάση Λάρισα στην αρχή της Νεότερης Νεολιθικής και όχι στο τέλος της, όπως πιστευόταν παλαιότερα. Στις αρχές της Νεότερης Νεολιθικής απαντά επίσης η μαύρη γραπτή διακόσμηση πάνω στην ερυθρή επιφάνεια του αγγείου, η πολύχρωμη και η αμαυρόχρωμη κεραμική (matt painted), που είναι ευρύτατα διαδεδομένη σε ολόκληρο τον Αιγαιακό χώρο.
Στη φάση Αράπη δεν παράγεται πλέον γκρίζα κεραμική, αφθονεί όμως η μαύρη στιλπνή κεραμική τύπου Λάρισας, με τη διαφορά ότι το εσωτερικό των αγγείων (αμφικωνικές φιάλες, αμφορείς) είναι τώρα ερυθρό. Στην γραπτή διακόσμηση σημειώνονται οι παρακάτω ποικιλίες: σκούρα καστανή διακόσμηση σε ανοιχτόχρωμη επιφάνεια, μαύρη σε κόκκινο βάθος και πολύχρωμη. Χαρακτηριστική στη φάση αυτή είναι η διακόσμηση με μαύρο ή λευκό χρώμα σε ερυθρό βάθος, καθώς και η εμφάνιση για πρώτη φορά της σπείρας ως διακοσμητικού θέματος, που μέλλει να κυριαρχήσει κατά τη Νεότερη Νεολιθική ΙΙ.
Κεραμική Νεότερης Νεολιθικής ΙΙ
Η Νεότερη Νεολιθική ΙΙ είναι γνωστή και ως πολιτισμός Διμηνίου και χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά δείγματα κεραμικής παραγωγής, όπου κυριαρχούν η γραπτή (μαύρο σε υπόλευκο) και η εγχάρακτη διακόσμηση, με βασικά διακοσμητικά θέματα τη σπείρα και το αβακωτό. Συνηθέστερα σχήματα αγγείων είναι η φιάλη με κωνικό σώμα και επίπεδη βάση, η καρποδόχη (φρουτιέρα) και ο αμφορέας με σώμα πεπιεσμένο σφαιρικό, κάθετες ταινιωτές λαβές και χαμηλό κυλινδρικό λαιμό που στενεύει προς το χείλος.
Η κεραμική παραγωγή των κυρίως Διμηνιακών φάσεων στη Θεσσαλία, γνωστών ως Αγία Σοφία, Οτζάκι και Κλασικό Διμήνι, πιστοποιεί την κεραμική συνέχεια από την Αρχαιότερη, στη Μέση και τη Νεότερη Νεολιθική Ι (φάση Αράπη). Στη γραπτή κεραμική επικρατεί αρχικά η διακόσμηση ερυθρόχρωμων στιλπνών αγγείων με λευκό (φάση Αγία Σοφία) ή μαύρο χρώμα (φάση Οτζάκι). Γραμμικά θέματα όπως παράλληλες και ζιγκ ζαγκ γραμμές, συμπαγείς ή διαγραμμισμένες, ενάλληλες γωνίες, κύκλοι, ρόμβοι, αβακωτό κόσμημα και σπείρα κοσμούν σε ευρηματικούς συνδυασμούς την επιφάνεια των αγγείων.
Όμοια σχέδια γράφονται με σκούρο καστανό ή μαύρο χρώμα στο υπόλευκο επίχρισμα (αραιή βαφή) αγγείων, συνιστώντας την αντιπροσωπευτικότερη κεραμική κατηγορία του Κλασικού Διμηνίου. Παραλλαγή αυτού αποτελεί η μαύρη γραπτή διακόσμηση σε ερυθρωπή επιφάνεια αγγείων. Τέλος, τυπική για το Κλασικό Διμήνι είναι η πολύπλοκη εγχάρακτη κεραμική με σχέδια όμοια με της γραπτής, αλλά και εμπνευσμένα από την υφαντική και την ψαθοπλεκτική. Στον οικισμό του Διμηνίου βρέθηκε κεραμικό εργαστήριο, εξειδικευμένο στην παραγωγή τέτοιων αγγείων.
Στο βόρειο ελλαδικό χώρο είναι σαφείς οι επιδράσεις της θεσσαλικής κεραμικής στη δυτική Μακεδονία. Στην ανατολική Μακεδονία (πολιτισμός Δήμητρας – Ντικιλί Τας) και τη Θράκη ξεχωρίζουν τοπικές κεραμικές παραλλαγές, όπως γραπτή διακόσμηση με γραφίτη, μαύρη γραπτή διακόσμηση σε ερυθρό βάθος καθώς και εγχάρακτη κεραμική. Οι κατηγορίες αυτές απαντούν και σε περιοχές της νότιας Βαλκανικής (Vinca C, Karanovo V-Marica). Η κεραμική παράδοση της Νεότερης Νεολιθικής ΙΙ συνεχίζεται και κατά την Τελική Νεολιθική.
Κεραμική Τελικής Νεολιθικής
Η κεραμική της Τελικής Νεολιθικής ή Χαλκολιθικής, γραπτή και εγχάρακτη, ακολουθεί σε γενικές γραμμές την παράδοση της Νεότερης Νεολιθικής ΙΙ, ενώ παρατηρείται έντονη τάση για σχηματοποίηση, αφαίρεση ή και εκφυλισμό στην απόδοση των διακοσμητικών σχεδίων και την ποιότητα του πηλού. Ημισφαιρικές φιάλες με ή χωρίς λαβές, λεκάνες με κωνική βάση, καρποδόχες, κύπελλα, πρόχοι (κανάτες) με στενό και ψηλό ή χαμηλό λαιμό, και πιθόσχημα αγγεία είναι τα βασικότερα σχήματα αγγείων που απαντούν την περίοδο αυτή.
Η Τελική Νεολιθική στη Θεσσαλία, γνωστή με το όνομα Ραχμάνι, χαρακτηρίζεται από τις παρακάτω κεραμικές κατηγορίες: μονόχρωμη κεραμική με ερυθρό επίχρισμα και γραπτή κεραμική με επίθετη ερυθρωπή ή λευκή βαφή που γράφεται στην επιφάνεια του αγγείου μετά το ψήσιμο, γι’ αυτό και απολεπίζεται εύκολα (crusted ware). Στα αγγεία με καστανή στιλβωμένη επιφάνεια παρατηρείται ποικιλία στις λαβές. Στη βόρεια Ελλάδα συνεχίζεται η διακόσμηση αγγείων με γραφίτη, καθώς και με ερυθρό χρώμα σε μαύρη επιφάνεια (κεραμική Γαληψού).
Κατακόρυφη τόσο στη Θεσσαλία όσο και στη νότια Ελλάδα και τα νησιά Ιονίου και Αιγαίου είναι η αύξηση της μονόχρωμης κεραμικής από χονδροειδή κακοψημένο πηλό, με επιχρισμένη ή στιλβωμένη επιφάνεια σε αποχρώσεις ερυθρού, καστανού και γκριζόμαυρου χρώματος. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ιδιόμορφα αγγεία σε σχήμα σέσουλας με εγχάρακτη διακόσμηση (Σέσκλο), ρηχές λεκάνες με διάτρητα χείλη (cheese pots) και πιθάρια με οριζόντιες, κατακόρυφες ή λοξές πλαστικές ταινίες και εγχαράξεις ή δαχτυλιές (Σφακοβούνι Αρκαδίας).
Οι σέσουλες θυμίζουν αντίστοιχα σκεύη από τη Δαλματία, βρίσκονται σε νεκροταφεία (π.χ. Κεφάλα Κέας) και δεν αποκλείεται να σχετίζονται με ταφικές τελετουργίες. Στη νότια Ελλάδα και τις Κυκλάδες παράγεται κατά την Τελική Νεολιθική, γνωστή και ως πολιτισμός Αττικής-Κεφάλας, λεπτότεχνη κεραμική με μαύρη στιλβωμένη επιφάνεια, που διακοσμείται με γραμμικά σχέδια σε λευκό, υπόλευκο και ερυθρό χρώμα. Παράλληλα παράγονται και ερυθρόχρωμα στιλβωμένα αγγεία, τα οποία κοσμούνται με επίσης στιλβωμένες γραμμές (pattern burnished), αλλά και αγγεία με εγχάρακτη γραμμική και πλαστική διακόσμηση.
Μαύρη και κόκκινη στιλβωμένη κεραμική (burnished ware) απαντά και στα νησιά του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου, καθώς και στην παράκτια Μικρά Ασία, υπογραμμίζοντας την πολιτιστική ενότητα της θάλασσας του Αιγαίου. Κατά τη μεταβατική φάση από την Τελική Νεολιθική στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού είναι χαρακτηριστική τόσο η παραγωγή μονόχρωμων στιλβωμένων, όσο και μονόχρωμων χονδροειδών αγγείων.
Υφαντική και Καλαθοπλεκτική στη Νεολιθική Εποχή
Η υφαντική και η καλαθοπλεκτική είναι τέχνες που δεν τεκμηριώνονται άμεσα στα αρχαιολογικά κατάλοιπα, αφού τα προϊόντα τους, υφάσματα και ψάθες, είναι οργανικά και συνεπώς φθαρτά υλικά, που δεν αντέχουν στο χρόνο. H άσκηση των τεχνών αυτών επιβεβαιώνεται όμως έμμεσα: από τις γνώσεις μας για τη χλωρίδα (καλάμια, λινάρι) και πανίδα (αιγοπρόβατα) της εποχής, από αποτυπώματα που άφησαν στις βάσεις αγγείων, αλλά και από πήλινα και οστέινα εργαλεία σχετιζόμενα άμεσα με τη διαδικασία προετοιμασίας της πρώτης ύλης (σφοντύλια), την ύφανση και το ράψιμο (οστέινες βελόνες).
Υφαντά, υφάσματα και ψάθες έχουν κυρίαρχη θέση στην καθημερινότητα των Νεολιθικών γεωργοκτηνοτρόφων. Ρούχα, υφαντά στρωσίδια, ψάθες, καλάθια, δίχτυα, σχοινιά κ.λπ. προϋποθέτουν τη συμμετοχή περισσότερων μελών της οικογένειας, καθώς η εξεύρεση της πρώτης ύλης (κουρά αιγοπροβάτων), το γνέσιμο του μαλλιού στη ρόκα για την παραγωγή της κλωστής, το πλύσιμο, το βάψιμο και η ύφανση ήταν στάδια ιδιαίτερα χρονοβόρα. Βασικές υφαντικές ίνες ήταν το λινάρι και το μαλλί. H χρήση του λιναριού είναι πρωιμότερη από του μαλλιού και επικρατέστερη κατά τη Νεολιθική περίοδο.
Tα χοντρά υφάσματα χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή χοντρών αγγείων, στη βάση και τα τοιχώματα των οποίων άφησαν τα αποτυπώματα τους. Από αυτά διαπιστώνεται ότι δύο ήταν οι τρόποι ύφανσης κατά τη Νεολιθική, η απλή και η διαγώνια διαπλοκή. Για τα διακοσμητικά σχέδια των υφαντών αντλούνται πληροφορίες κυρίως από τα γραμμικά και “πλεκτογενή” διακοσμητικά θέματα των γραπτών κεραμικών αγγείων της Μέσης Νεολιθικής, καθώς επίσης και από τα ανθρωπόμορφα ειδώλια, τα ενδύματα των οποίων αποδίδονται με χρώμα ή με εγχαράξεις.
Η καλαθοπλεκτική είναι τέχνη συναφής αλλά λιγότερο χρονοβόρα από την υφαντική, απαιτεί δεξιοτεχνία, λιγότερα όμως βοηθητικά εργαλεία για την πραγμάτωσή της. Καλάθια αποθήκευσης προϊόντων, ψάθινα στρωσίδια για ανάπαυση, χοντρές ψάθες για διαχωριστικά μονόχωρων σπιτιών, λεπτά δίχτυα για το ψάρεμα, το κυνήγι και την κτηνοτροφία (τυροκομία) είναι τα σημαντικότερα προϊόντα της καλαθοπλεκτικής. Αποτυπώματα από ψάθες σώζονται στις βάσεις χοντρών αγγείων, τα οποία εικάζεται ότι τοποθετούνταν πάνω σε ψάθες ή χοντρά υφάσματα για να στεγνώσουν.
Ειδωλοπλαστική στη Νεολιθική Περίοδο
Η ειδωλοπλαστική αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης του Νεολιθικού ανθρώπου. Η απόδοση ανθρώπων, ζώων και αντικειμένων σε πηλό, λίθο, οστό, όστρεο, και σπανιότερα σε ασήμι και χρυσό, δεν αποσκοπούσε στην απλή απεικόνιση πρωταγωνιστικών στοιχείων της Νεολιθικής καθημερινότητας. Η ποικιλία των ειδωλίων, ο μεγάλος τους αριθμός, η διαφορετική ποιότητα κατασκευής (προσεκτική ή πρόχειρη) καθώς και η ανεύρεσή τους σε οικισμούς αλλά και σε τάφους υποδηλώνουν ότι πρόκειται για δημιουργήματα με ευρύ κοινωνικό – ιδεολογικό περιεχόμενο και με συμβολικές προεκτάσεις.
Τα ανθρωπόμορφα και τα ζωόμορφα ειδώλια συντροφεύουν τον άνθρωπο στη γέννηση, στην καθημερινότητα (παιδικά παιχνίδια), στο θάνατο. Στα ειδώλια οπτικοποιείται η γονιμότητα (ειδώλια εγκύων γυναικών, φαλλοί), η ζωή (γυναίκες σε φάση τοκετού), η μητρότητα, τα ζώα που εκτρέφουν. Τα πήλινα ομοιώματα σπιτιών συμβολίζουν το ζωτικό πυρήνα του οικισμού και χρησιμοποιούνται, μαζί με τα ανθρωπόμορφα ειδώλια και σε συμβολικές πράξεις, όπως προσφορά θεμελίωσης, τεκμηριωμένη στην Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου της Θεσσαλίας.
Τα ειδώλια αποτελούν έργα είτε έμπειρων και επώνυμων στους νεολιθικούς οικισμούς τεχνιτών (π.χ. αγγειοπλαστών) είτε είναι προϊόντα αυθόρμητης έκφρασης του ανώνυμου νεολιθικού ανθρώπου. Στις πρώιμες φάσεις της Νεολιθικής είναι φυσιοκρατικά, ενώ από τη Νεότερη Νεολιθική επικρατεί σχηματοποίηση με αφαιρετική απόδοση των χαρακτηριστικών ανθρώπων και ζώων.
Ανθρωπόμορφα Ειδώλια
Τα ανθρωπόμορφα ειδώλια αποτελούν την αριθμητικά μεγαλύτερη και τυπολογικά πλουσιότερη κατηγορία της Νεολιθικής πλαστικής. Απαντούν από την αρχή της Νεολιθικής σε πηλό, λίθο και σπανιότερα σε οστό, όστρεο, ασήμι και χρυσό και αποδίδουν γυναικείες και ανδρικές μορφές. Tο ύψος τους κυμαίνεται κατά κανόνα από 4 έως 20 εκατοστά.
Τα ειδώλια της Αρχαιότερης και της Μέσης Νεολιθικής είναι φυσιοκρατικά, με τονισμένα τα διακριτικά του φύλου. Tα γυναικεία ειδώλια εικάζεται ότι συμβολίζουν τη θεά της γονιμότητας (μητέρα-θεά). Εικονίζονται όρθια, καθιστά, οκλαδόν, πλαγιασμένα, σε φάσεις εγκυμοσύνης, τοκετού ή μητρικής στοργής. Σε ορισμένα αποδίδονται πλαστικά, με χαράξεις ή χρώμα ατομικά χαρακτηριστικά (γηραιές γυναίκες ή με καμπούρα), γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι πρόκειται για πορτρέτα ή χαρακτηριστικές μορφές της Νεολιθικής κοινωνίας.
Το γεγονός επιβεβαιώνεται και από ανδρικά ειδώλια της Μέσης Νεολιθικής με Μογγολικά χαρακτηριστικά (Πρόδρομος) αλλά και από την καθιστή ανδρική μορφή του “στοχαστή” (Καρδίτσα). Tο ειδώλιο αυτό της Νεότερης Νεολιθικής έχει ύψος 47,7 εκατοστά και αποτελεί, μιμούμενο αντίστοιχους τύπους από τα Βαλκάνια, μοναδικό δείγμα μεγαλόσχημης ειδωλοπλαστικής στον Ελλαδικό χώρο. Κατά τη Νεότερη και την Τελική Νεολιθική επικρατεί σχηματοποίηση, με αφαιρετική απόδοση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών.
Τα ειδώλια είναι σχεδόν “σανιδόμορφα”, με πεπλατυσμένο κορμό, ενώ τα χέρια δηλώνονται με δυο οριζόντιες αποφύσεις στο ανώτερο τμήμα του σώματος. Χαρακτηριστικά για τη Νεότερη Νεολιθική είναι τα “σταυρόσχημα” ειδώλια από μάρμαρο, στα οποία οι ανατομικές λεπτομέρειες διαγραμμίζονται με κόκκινο χρώμα. Στη φάση Ραχμάνι (Τελική Νεολιθική στη Θεσσαλία) χρονολογείται τέλος μια ιδιαίτερη κατηγορία, τα “ακρόλιθα”: το σώμα τους αποτελεί ένας κύλινδρος από πηλό, μέσα στον οποίο τοποθετείται μαρμάρινο τριγωνικό κεφάλι που τα χαρακτηριστικά του ζωγραφίζονται με κόκκινο και μαύρο χρώμα.
Η σχηματοποίηση και η πρόχειρη κατασκευή, αλλά και η συχνότητα με την οποία απαντούν, προσδίδουν συμβολικό περιεχόμενο στη χρήση τους. Απόλυτη σχηματοποίηση της ανθρώπινης μορφής εκφράζουν τα δακτυλιόσχημα ειδώλια ή περίαπτα (φυλαχτά) από πηλό, λίθο, ασήμι και χρυσό, που εμφανίζονται μεμονωμένα στη Νεότερη Νεολιθική και γνωρίζουν μεγαλύτερη διάδοση -ιδίως τα ασημένια και χρυσά- κατά την Τελική Νεολιθική.
Τα γνωστά παραδείγματα, μεγέθους 2-10 εκατοστών, από την Αραβησσό της Μακεδονίας, τη Θεόπετρα Θεσσαλίας, τη Σαλαμίνα, το Διρό Μάνης, την Αμνισό Κρήτης και εκείνα από το θησαυρό που βρέθηκε στα χέρια αρχαιοκάπηλων το 1997, δείχνουν ότι ράβονταν πάνω στα ενδύματα -τεκμηριωμένο στο περίφημο νεκροταφείο της Βάρνας στη Βουλγαρία- ή κρέμονταν από το λαιμό σαν φυλαχτά, όπως σήμερα ο χρυσός σταυρός, που εκτός από τη συμβολική του αξία, αποτελεί έσχατη σχηματοποίηση της ανθρώπινης μορφής.
Η ανθρώπινη μορφή δηλώνεται επίσης στη Νεολιθική τέχνη χαραγμένη με λιτές επιδέξιες γραμμές σε μικρά βότσαλα, γνωστά από το Σέσκλο και τη Μαγούλα Καραμουρλάρ Θεσσαλίας. Τέλος, αποδίδεται πλαστικά σε πήλινα αγγεία, όπως στο παράδειγμα από τη Νέα Νικομήδεια Μακεδονίας (Αρχαιότερη Νεολιθική).
Ζωόμορφα Ειδώλια
Τα ζωόμορφα ειδώλια αποτελούν μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές κατηγορίες της Νεολιθικής ειδωλοπλαστικής. Σ’ αυτά αντανακλάται ο γεωργοκτηνοτροφικός χαρακτήρας της Νεολιθικής οικονομίας, αφού στην πλειονότητά τους απεικονίζουν εξημερωμένα είδη ζώων, όπως αιγοπρόβατα, βοοειδή, χοίρους και σκύλους. Σπανιότερα αποδίδουν άγρια ζώα -κυρίως ελάφι, αρκούδα και κάπρο – υδρόβια πτηνά, βατράχους, χελώνες και φίδια. Τα περισσότερα γνωστά δείγματα προέρχονται από την ανατολική Μακεδονία και τη Θεσσαλία και χρονολογούνται σε όλες τις περιόδους της Νεολιθικής.
Στη νότια Ελλάδα και στην Πελοπόννησο εμφανίζονται μόλις κατά τη Νεότερη Νεολιθική. Τα ζωόμορφα ειδώλια είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία πήλινα, ενώ σπανιότατα είναι τα δείγματα σε λίθο, οστό και όστρεο. Σε όλες τις περιπτώσεις αποδίδονται σχηματοποιημένα, γι’ αυτό και δύσκολα ταυτίζονται με συγκεκριμένο είδος ζώου. Τα πήλινα κατασκευάζονται από συμπαγείς μάζες πηλού, και μόνο κατ’ εξαίρεση με την τεχνική του εσωτερικού κενού.
Απαντούν άβαφα και στιλβωμένα, ενώ συχνά οι κατασκευαστές τους αποδίδουν τις ανατομικές λεπτομέρειες του ζώου με γραπτές ταινίες ή εγχαράξεις, κατά τα πρότυπα διακόσμησης των αγγείων. Τα μικρότερα ειδώλια έχουν μέγεθος 2,5-4 εκατοστά και τα μεγαλύτερα ξεπερνούν τα 20 εκατοστά. Ανάμεσά τους διακρίνονται αυτοτελή ειδώλια ζώων, δικέφαλα, προσαρμοσμένα σε αγγεία ή σε ομοιώματα οικιών, αλλά και ολόκληρα ζωόμορφα αγγεία. Σε δυο περιπτώσεις αναγνωρίζονται έγκυα ζώα, ενώ ένα πήλινο κεφάλι χοίρου προοριζόταν να κοσμήσει την πρόσοψη ομοιώματος οικίας.
Τα αυτοτελή ειδώλια μπορούσαν με βάση την κατασκευή τους είτε να σταθούν αυτόνομα στα πόδια τους είτε να αναρτηθούν με σχοινί από οπή που τα διαπερνούσε κατακόρυφα ή οριζόντια. Τέλος, τα ζωόμορφα αγγεία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στην Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου Θεσσαλίας, όπου το αιγοειδές αγγείο δέχθηκε τα καμένα οστά ενός νηπίου (Νεότερη Νεολιθική).
Ομοιώματα Σπιτιών
Η ειδωλοπλαστική της Νεολιθικής εποχής έδωσε, πέρα από τα ανθρωπόμορφα και τα ζωόμορφα ειδώλια, πήλινα ομοιώματα σπιτιών, τα οποία παρέχουν ενδεικτικά στοιχεία για την αρχιτεκτονική της εποχής. Δεν πρόκειται για πιστά αντίγραφα σπιτιών, αλλά για αφαιρετικές αποδόσεις του ζωτικού πυρήνα κάθε Νεολιθικού οικισμού. Η μαζική εμφάνιση των ομοιωμάτων σπιτιών κατά τη Μέση Νεολιθική, εποχή κατά την οποία παγιώνεται στη Θεσσαλία ο τύπος σπιτιού με λίθινα θεμέλια και πλινθόκτιστους τοίχους (από άψητα πήλινα τούβλα), υποδηλώνει ηθελημένη αναφορά στο νέο τεχνολογικό και συνάμα κοινωνικό γεγονός.
Το ύψος τους κυμαίνεται από 5 έως 20 εκατοστά και διακρίνονται σε ομοιώματα με στέγη και ομοιώματα χωρίς στέγη. Και οι δύο κατηγορίες περιλαμβάνουν τετράγωνα ή ορθογώνια μονόχωρα και μονώροφα σπίτια, ενώ σπανιότερα παριστάνονται και διώροφα, γνωστά ως σπίτια “τύπου Τσαγγλί”. Τα ομοιώματα με στέγη είναι κενά στο εσωτερικό τους και φέρουν στενά ορθογώνια ανοίγματα στις τέσσερις πλευρές τους, που υποδηλώνουν πόρτες και παράθυρα. Οι στέγες των ομοιωμάτων είναι ελαφρά δίριχτες με ένα κυκλικό άνοιγμα στο μέσον, το οποίο υπαινίσσεται την ύπαρξη εστίας στο εσωτερικό των σπιτιών.
Η πρόσοψη μερικών κοσμείται με ανάγλυφη ή ολόγλυφη μορφή ζώου. Μεμονωμένα δείγματα με συμπαγείς πλευρές και ένα άνοιγμα στη στέγη παριστάνουν πιθανότατα σιτοβολώνες (σιρούς). Περαιτέρω αρχιτεκτονικά μέρη και κατασκευαστικές λεπτομέρειες, όπως δοκάρια στέγης, αποδίδονται με γραπτή, πλαστική ή εγχάρακτη διακόσμηση. Τα ομοιώματα με στέγη προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τη Θεσσαλία και χρονολογούνται στη Μέση Νεολιθική περίοδο.
Τα ομοιώματα χωρίς στέγη στοχεύουν στην προβολή του εσωτερικού του σπιτιού. Χρονολογούνται στη Νεότερη Νεολιθική περίοδο και προέρχονται από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα προέρχονται από τους Σιταγρούς Μακεδονίας και από την Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου Θεσσαλίας. Στο εσωτερικό των σπιτιών αποδίδεται η εστία και το “θρανίο” (κρεβάτι), ενώ στο δείγμα από την Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου εμπεριέχονται και τα οκτώ μέλη της οικογένειας: παπούδες, γονείς και τέσσερα παιδιά!
Από οικισμούς της Νεότερης και Τελικής Νεολιθικής δεν απουσιάζουν και πήλινες μικρογραφίες απαραίτητων στοιχείων του Νεολιθικού νοικοκυριού, όπως φούρνοι και τραπέζια. Η εύρεση των ομοιωμάτων κοντά στην εστία ή στο κεντρικό υποστήριγμα της στέγης, καθώς και κάτω από τα δάπεδα (Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου) θεωρείται συμβολική και συνδέεται από τους ερευνητές με προσφορές θεμελίωσης και δεήσεις προστασίας του νοικοκυριού.
Σφραγίδες
Η έμπνευση κατασκευής και χρήσης σφραγίδων σημειώνεται στον Ελλαδικό χώρο ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική. Τα πρώτα μεμονωμένα παραδείγματα χρονολογούνται στη φάση Πρωτοσέσκλο, ενώ τα περισσότερα ανάγονται στη Μέση Νεολιθική και λίγα μόνο στις τελευταίες φάσεις της Νεολιθικής. Οι σφραγίδες κατασκευάζονται από πηλό ή μαλακό λίθο. Το σχήμα τους είναι κατά κανόνα κωνικό και συχνά έχουν οπή ανάρτησης στην κορυφή τους.
Η σφραγιστική βάση τους είναι κυκλική, ελλειψοειδής, τετράγωνη ή ορθογώνια και φέρει εγχάρακτα διακοσμητικά θέματα, κυρίως γεωμετρικά: ζιγκ ζαγκ, ενάλληλες γωνίες, τρίγωνα, σπείρες, βαθμιδωτά, μαιάνδρους. Χαρακτηριστικό θέμα κατά τη Μέση Νεολιθική είναι ο “μαιανδρολαβύρινθος”, ενώ κατά τη Νεότερη Νεολιθική προτιμώνται σχέδια ακτινωτά, σπειροειδή, ομόκεντροι κύκλοι και σταυροειδή με παραπληρωματικές ενάλληλες γωνίες στα τεταρτημόρια. Τα τελευταία, προαναγγέλλουν τις σφραγίδες της εποχής του Χαλκού.
Οι νεολιθικές σφραγίδες διαφοροποιούνται από τις μεταγενέστερες ως προς το μέγεθος και το βαθύ ανάγλυφο της σφραγιστικής βάσης. Το μέγεθός τους είναι: μήκος 4-12, πλάτος 3-6 και ύψος 1,4-5 εκατοστά. Το βάθος και η πολυπλοκότητα των διακοσμητικών θεμάτων ευνοείται ιδιαίτερα από τη χρήση του εύπλαστου πηλού. Η χρήση των σφραγίδων στις γεωργοκτηνοτροφικές κοινωνίες της Νεολιθικής προβληματίζει ακόμη τους αρχαιολόγους, μια και μέχρι στιγμής δεν έχουν βρεθεί αποτυπώματα (σφραγίσματα) αυτών των σφραγίδων πάνω σε άφθαρτη ύλη (π.χ πηλός), που να αποδεικνύει την ανάγκη δήλωσης της ιδιοκτησίας.
Το γεγονός θα πρέπει να συσχετισθεί με την οικονομία και τη δομή της Νεολιθικής κοινωνίας, η οποία αρχίζει να διαφοροποιείται μόλις κατά τις τελευταίες φάσεις της Νεολιθικής. Η χρονολόγηση των περισσότερων σφραγίδων στην Αρχαιότερη και στη Μέση Νεολιθική αντικρούει την πιθανή κατοχή τους από ελάχιστα μόνο μέλη της νεολιθικής κοινωνίας με στόχο τη δήλωση γοήτρου. Αντίθετα, υπογραμμίζει την ξεχωριστή και πιθανόν συχνή χρήση τους, ως pintaderas, δηλαδή ως σφραγίδες για την κόσμηση του σώματος (τατουάζ).
Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται τόσο από τη θεματολογία της διακόσμησης, όσο και από την εθνογραφική παράδοση λαών της Αφρικής, της Αμερικής, των νησιών του Ειρηνικού κ.λπ.
Κοσμήματα
Η διάθεση για καλλωπισμό του σώματος ώθησε τον άνθρωπο, ήδη από την Ανώτερη Παλαιολιθική, στην κατασκευή κοσμημάτων από οστά, δόντια ζώων και όστρεα. Κατά τη Νεολιθική εποχή σημειώνεται ευρεία χρήση ποικιλόμορφων κοσμημάτων, τα οποία δεν αποτελούν απλά στοιχεία προσωπικού καλλωπισμού αλλά εμπεριέχουν στοιχεία κοινωνικού συμβολισμού.
Κατασκευάζονται από την Προκεραμική Μεολιθική, από λίθο, όστρεα, οστά ζώων και σπανιότερα από πηλό, ενώ κατά τη Νεότερη Νεολιθική II και την Τελική Νεολιθική απαντούν, σε πολύ μικρό όμως ποσοστό, σε ασήμι και χρυσό. H προτίμηση σε υλικά ανθεκτικά στο χρόνο, κυρίως λίθο, δείχνει τη σημασία που προσέδιδε ο Νεολιθικός άνθρωπος στα προσωπικά του σύμβολα, που τον συνόδευαν στην καθημερινή αλλά και μετά θάνατον ζωή.
Στις πρώτες φάσεις της Νεολιθικής, τα κοσμήματα κατασκευάζονται από άτομα με ιδιαίτερη επιδεξιότητα στην κατεργασία των προαναφερθέντων υλικών, σε χρόνο κενό από άλλες παραγωγικές δραστηριότητες. Από τη Νεότερη Νεολιθική, οπότε αρχίζουν να αναπαράγονται συγκεκριμένοι τύποι (χάντρες, κουμπιά, βραχιόλια, δακτυλιόσχημα περίαπτα), φαίνεται ότι η κοσμηματοτεχνία είναι προγραμματισμένη. Tο Διμήνι Θεσσαλίας αποτελεί την εποχή αυτή κέντρο κατασκευής κοσμημάτων από όστρεο σπονδύλου.
Τα όστρεα που χρησιμοποιούνται ως κοσμήματα στη φυσική τους μορφή και χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία είναι η απλή αχιβάδα, η πεταλίδα, ο κώνος και όστρεα τύπου Dentalium και Cypraea. O σπόνδυλος (Spondylus gaederopus Linne) αποτελεί κατά τη Νεότερη Νεολιθική πολύτιμο όστρεο, από το οποίο κατασκευάζονται βραχιόλια, περίαπτα (ζωόμορφο από σπήλαιο του Κίτσου), κουμπιά κ.λπ., που όμοιά τους διακινούνται στα Βαλκάνια και στην κεντρική Ευρώπη.
Από οστό αιγοπροβάτων και δόντια σκύλων και άγριων ζώων κατασκευάζονται περίαπτα, χάντρες, βελόνες κ.ά. Ανάμεσα στα οστέινα περίαπτα ξεχωρίζουν τα ανθρωπόμορφα από το σπήλαιο του Κίτσου Αττικής και το Σάλιαγκο Κυκλάδων (Νεότερη Νεολιθική I). Σχιστόλιθος, μάρμαρο, ίασπις, στεατίτης και βασάλτης είναι τα υλικά που προτιμώνται για τη μορφοποίηση ανθρωπόμορφων και ζωόμορφων περιάπτων, φαλλόσχημων ή κομβιόσχημων (“ενώτια”) αντικειμένων.
Ιδιαίτερη θέση στην κοσμηματοτεχνία της Νεότερης και ιδιαίτερα της Τελικής Νεολιθικής κατέχουν τα ενώτια (σκουλαρίκια), περιδέραια, δακτυλιόσχημα ειδώλια – περίαπτα από ασήμι και χρυσό (Αλεπότρυπα Διρού) και τα χρυσά ταινιόσχημα ελάσματα (Αραβησσός Πέλλας, σπήλαιο Zα Νάξου).
Επίλογος
Με τη λήξη της περιόδου αυτής αρχίζει η εποχή του χαλκού, τα ευρήματα της οποίας αποκαλύπτουν την ύπαρξη ζωής σε ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο με κέντρο πολιτισμού τις Κυκλάδες. Οι λαοί που έζησαν κατά τις περιόδους αυτές στον ελλαδικό χώρο ονομάζονται με το κοινό όνομα Αιγαίοι, γιατί αναπτύχθηκαν γύρω από την περιοχή του Αιγαίου πελάγους. Λέγονται και Προέλληνες, γιατί έζησαν εδώ πριν από την άφιξη των Ελλήνων. Ανάλογα με τις περιοχές όπου αναπτύχθηκε ο πολιτισμός τους ονομάστηκε κρητικός ή μινωικός, κυκλαδικός, μυκηναϊκός κ.λ.π.
Η κάθοδος των ελληνικών φύλων στο χώρο της Ελλάδας αρχίζει από την προϊστορική εποχή. Πρώτοι έρχονται στις αρχές της 2ης χιλιετίας οι Ίωνες και ακολουθούν το 14ο και 13ο αι. π.Χ οι Αιολείς, οι Αχαιοί και τέλος οι Δωριείς τον 11ο αι. Παλαιότερα οι ιστορικοί δέχονταν ότι η κάθοδος των ελληνικών φύλων έγινε από το Βορρά. Νεότερες όμως έρευνες καταρρίπτουν την άποψη αυτή και υποστηρίζουν ότι αυτή έγινε από την Ανατολή και ότι ακολούθησε το θαλάσσιο δρόμο ανάμεσα από το νησιωτικό σύμπλεγμα του Αιγαίου.
Η εισβολή των Δωριέων αναστάτωσε κυριολεκτικά τον ελληνικό χώρο. Λαός ποιμενικός, οπλισμένος με σιδερένια όπλα, οι Δωριείς κατέκλυσαν τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο και από εκεί κατευθύνθηκαν στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη. Τη δωρική εισβολή απέφυγε μόνο η Αττική, η Αρκαδία και για λίγο η Μεσσηνία. Ένα τμήμα Δωριέων εγκαταστάθηκε στη Λακωνία, όπου με το όνομα Σπαρτιάτες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ελληνική ιστορία.