Μυθολογία
Ένα χρόνο πριν από την Αργοναυτική εκστρατεία, οι γυναίκες στη Λήμνο από δίψα για εκδίκηση σκότωσαν με σχέδιο μια νύχτα στο κρεβάτι όλους του άντρες νησιού, γιατί τις είχαν αρνηθεί κι έσμιγαν ερωτικά με γυναίκες που είχαν φέρει από την αντικρινή Θράκη κάνοντας επιδρομές. Και δε σκότωσαν μόνο τους άντρες μαζί με τις ερωμένες τους, μα κι όλα τα αρσενικά παιδιά, γιατί φοβήθηκαν πως, σαν θα μεγάλωναν, θα εκδικούνταν για το θάνατο των πατέρων τους.
Μόνη απ’ όλες η Υψιπύλη λυπήθηκε το γέροντα πατέρα της, τον Θόαντα, που ήταν ο βασιλιάς της χώρας. Τον έβαλε σε μια κιβωτό και τον έριξε στη θάλασσα μήπως γλιτώσει. Κι αυτόν τον έσωσαν οι ψαράδες στην Οινόη, το νησί που ονομάστηκε Σίκινος από το γιο που γέννησε η ναϊάδα νύμφη Οινόη σαν έγινε γυναίκα του Θόαντα.
Το μύθο αναφέρει ο επικός ποιητής και διευθυντής της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης επί Πτολεμαίου του Ευεργέτου, Απολλώνιος ο Ρόδιος (295-215π.Χ.), στο έργο του Αργοναυτικά.
Σε μαρμάρινη επιγραφή που βρέθηκε στο νησί τυχαία, βλέπουμε ότι οι παλαιοί Σικινιώτες σέβονταν το μυθικό βασιλιά του νησιού Θόαντα και έδιναν το όνομά του στα παιδιά τους.
Είναι ωστόσο φανερό πως η γοητευτική μυθική παράδοση για τον Σίκινο του Θόαντα πλάστηκε μεταγενέστερα και προσαρμόστηκε στο αρχαίο όνομα του νησιού.
Σύμφωνα με ανεξάρτητο μύθο που ενσωματώθηκε αργότερα στη γενεαλογία του Διόνυσου για διάφορες σκοπιμότητες, ο Θόας (= ταχύς), μυθικός βασιλιάς των επιδρομέων της Λήμνου και γενάρχης των Σικινιωτών, ήταν γιός του Διόνυσου και της κόρης του Μίνωα Αριάδνης. Τον εγκατέστησε στη Λήμνο ο Ραδάμανθυς, ως υπερασπιστή των μινωικών συμφερόντων στην περιοχή του βορειανατολικού Αιγαίου. Παντρεύτηκε τη Μύρινα, που έδωσε το όνομά της στην πρωτεύουσα του νησιού, και απέκτησε ως κόρη την Υψιπύλη. Έτσι ο Σίκινος είναι θείος του Εύηνου, γιου της ετεροθαλούς αδελφής του Υψιπύλης και του Ιάσονα, που εμφανίζεται στην Ιλιάδα ως βασιλιάς της Λήμνου.
Σύμφωνα με άλλους μυθογράφους, ο Θόας δεν γλίτωσε τη σφαγή στη Λήμνο ενώ, σύμφωνα με άλλους, διέφυγε είτε στη Χίο είτε στην Ταυρίδα.
Ο Απολλώνιος, ως διευθυντής της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης, είχε υπόψη του όλους τους διαθέσιμους μύθους για την τύχη του Θόαντα. Ότι επέλεξε την εκδοχή της Σικίνου, ίσως δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι, τον καιρό που συνέγραφε, το νησί βίωνε περίοδο ευημερίας υπό την βασιλεία των Πτολεμαίων της Αιγύπτου (είχαν αποσπάσει τις Κυκλάδες το 308π.Χ. απ’ τον Αντίγονο), οι οποίοι προέβαλλαν με κάθε τρόπο απ’ ευθείας σχέση τους με το Διόνυσο.
Στον πυρήνα του μύθου διακρίνεται το αρχαιότατο χαρακτηριστικό του νησιού, η οινοπαραγωγή, όπως τη θυμούνται οι μεγαλύτεροι όταν, στο μικρό μόλο της Αλοπρόνιας, οι “μουλαριές” συνέχιζαν να φορτώνουν στα καΐκια των γειτονικών νησιών τα σταφύλια της Πόστας.
Το όνομα
Αντίθετα με τους παλαιούς που ήθελαν το νησί να ονομάζεται πριν Οινόη, το όνομα της Σικίνου δεν ανιχνεύεται στο ρεπερτόριο των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και οφείλεται στους προϊστορικούς οικιστές της.
Πιθανότατα είναι ταυτόσημη λέξη (=οινοφόρος) της προϊστορικής Κρήτης, ένα απ’ τα πολλά τοπωνύμια που διασώθηκαν στην αρχαϊκή Ελληνική την 3η χιλιετία π.Χ. Ότι παραμένει αναλλοίωτο απ’ τα αρχαία χρόνια βεβαιώνεται και από επιγραφές που έχουν βρεθεί τυχαία στο Νησί. Σίκινος, Κρητικός κατά την παράδοση, λεγόταν ο ευρετής του σατυρικού χορού προς τιμήν του Σαβαζίου Θεού που ταυτίστηκε αργότερα με το Διόνυσο και του οποίου η λατρεία στη Σίκινο τεκμηριώνεται από αρχαία επιγραφή. Ο χορός λεγόταν Σίκιν(ν)ις και Σικιν(ν)ιστές οι χορευτές Σάτυροι. Σε επιγραφές και μάλιστα πάνω σε αγγεία, αναφέρονται ονόματα Σατύρων όπως Σίκινος, Ευφραίος Σικίνου Ζηνεύς κ.λ.π. Το γεγονός αυτό επικυρώνει την υπόθεση ότι το όνομα του μικρού νησιού μας σχετίζεται με τη λατρεία του Διονύσου (Σαβαζίου) η οποία μαζί με την αμπελουργία εισήχθη σ’ αυτό από την Κρήτη, όπως και σε άλλα νησιά του Αιγαίου.
Σίκινος επίσης λεγόταν ο παιδαγωγός των παιδιών του Θεμιστοκλή που, με κίνδυνο της ζωής του, την παραμονή της ναυμαχίας της Σαλαμίνας παραπλάνησε τους Πέρσες για τις προθέσεις των Αθηναίων. Το όνομα του νησιού δεινοπάθησε το 1420 όταν ο Φλωρεντίνος C. Bondelmonti που περιηγήθηκε τις Κυκλάδες, χωρίς να αποβιβαστεί στη Σίκινο, το ξαναβάπτισε Sicandros (προφανής η σύγχιση με το όνομα της γειτονικής Φολεγάνδρου). Η πλάνη του παρέσυρε χαρτογράφους και περιηγητές της εποχής, μέχρι που το 1700, ο γάλλος συλλέκτης φυτών και αρχαιοτήτων J.P.Tournefort που αναζήτησε μάταια τη Sicandros σε ολόκληρο το Αιγαίο, την κήρυξε επί τέλους νησί ανύπαρκτο και φανταστικό.
Ο κάτοικος της Σικίνου λεγόταν παλαιά Σικινήτης. Ο σημερινός τύπος του εθνικού είναι Σικινιώτης, Σικινιώτισσα και Σικινιώτικος.
Ιστορία – αρχαίες αναφορές στη Σίκινο.
Η παλαιότερη γνωστή αναφορά για τη Σίκινο γίνεται το 604π.Χ. σε ελεγεία του Αθηναίου φιλόσοφου και νομοθέτη Σόλωνα:
Ο Σόλων εύχεται να ήταν Φολεγάνδριος ή Σικινήτης αντί Αθηναίος, αφού οι συμπολίτες του υποχώρησαν μπροστά στους Μεγαρείς στη μάχη για τον έλεγχο της Σαλαμίνας. Η ελεγεία φανερώνει την ταπεινότητα των δύο νησιών και πιστοποιεί την ταυτότητά τους για τουλάχιστον 2600 χρόνια.
Αναφορές στο Νησί κάνουν αργότερα και οι:
Σκύλαξ Καρυανδεύς (5ος αι. π.Χ.): Ναυτικός εξερευνητής και γεωγράφος. Στο έργο του Περίπλους συναριθμεί τη Σίκινο στις Κυκλάδες.
Κλέων Κουριεύς (3ος αι. π.Χ.): Μυθογράφος απ’ την Κύπρο. Συνέγραψε Αργοναυτικά. Το έργο του, στο οποίο ανέφερε μύθο για τη Σίκινο, δεν σώζεται.
Θεόλυτος (3ος αι. π.Χ.): Μυθογράφος, συνέγραψε Αργοναυτικά. Το έργο του δεν σώζεται. Απολλώνιος ο Ρόδιος (3ος αι. π.Χ.): Ποιητής απ’ την Αλεξάνδρεια. Στο έργο του Αργοναυτικά αναφέρει το μύθο σύμφωνα με τον οποίο η Σίκινος ονομαζόταν προηγουμένως Οινόη. Στα παλαιά σχόλια για το σχετικό χωρίο του Απολλώνιου διαβάζουμε πως πήρε την ιστορία απ’ τον Θεόλυτο.
Ασκληπιάδης Μυρλεανός (1ος αι. π.Χ.): Αλεξανδρινός γραμματικός, υπομνηματογράφος. Στο έργο του δείχνει σαν πηγή του Απολλώνιου για το μύθο της μετονομασίας της Σικίνου, τον Κλέωνα.
Στράβων (1ος αι. π.Χ.): Ιστορικός και γεωγράφος απ’ τον Πόντο. Συνέγραψε Γεωγραφικά. Συναριθμεί τη Σίκινο στις Κυκλάδες και αναφέρει ότι βρίσκεται μεταξύ Ίου και Φολεγάνδρου.
Ξεναγόρας (1ος αι. μ.Χ.): Ιστοριογράφος, γεωγράφος. Συνέγραψε Περί Νήσων. Μνημονεύει τη μετονομασία του Νησιού και αναφέρει ότι ήταν αμπελόφυτο.
Πλίνιος (1ος αι. μ.Χ.): Ρωμαίος φυσικός φιλόσοφος και ιστοριογράφος. Στο έργο του Φυσική Ιστορία αναφέρει: Sicinus quae antea Oenoe.
Κλαύδιος Πτολεμαίος (2ος αι. μ.Χ.): Φυσικός φιλόσοφος μαθηματικός, αστρονόμος και γεωγράφος από την Αλεξάνδρεια. Συνέγραψε Γεωγραφία στην οποία συναριθμεί τη Σίκινο στις Κυκλάδες.
Στέφανος Βυζάντιος (6ος αι. μ.Χ.): Ιστορικός, γεωγράφος, μαθηματικός, συνέγραψε Εθνικά ή Περί Πόλεων και Δήμων. Αναφέρει πως η Σίκινος είναι νησί κοντά στην Κρήτη που την αναφέρει δέκατη ο Στράβων και μνημονεύει τη μετονομασία της.
Η Σίκινος πριν απ’ τους Σικινιώτες
Η ιστορία του Νησιού ξεκινά στο βυθό της θάλασσας Τηθύος, 250 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα. Στην εποχή αυτή χρονολογούνται τα παλαιότερα πετρώματα των Κυκλάδων που είναι όλα θαλάσσια ιζήματα. Με μέτρα γεωλογικού χρόνου (ηλικία της Γης 4,6 δισεκατομμύρια χρόνια) αποτελούν μια από τις νεώτερες περιοχές του πλανήτη.
Πριν από 15 εκατομμύρια χρόνια στη θέση του σημερινού Αιγαίου Πελάγους, της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Κρήτης και της Μικρασίας, είχε αναδυθεί μια ενιαία στεριά, η Αιγηίς. Η ιστορία της Αιγηίδας είναι γεμάτη από βίαια γεωλογικά γεγονότα που άλλαζαν πολλές φορές τη μορφή της. Κύρια αιτία ήταν και παραμένει η καταβύθιση από κάτω της αφρικανικής λιθοσφαιρικής πλάκας. Τις αλλαγές συμπλήρωναν κάθε φορά οι εκρήξεις των ηφαιστείων (ιδίως στην περιοχή των Κυκλάδων), οι σεισμοί, η διάβρωση των εδαφών και η αύξηση ή ελάττωση των νερών της Μεσογείου.
21500 χρόνια πριν από σήμερα, στην περιοχή των Κυκλάδων υπήρχε μια μεγάλη στεριά που στο βορρά επικοινωνούσε με τον ελλαδικό κορμό. Ήταν η Εποχή των Παγετώνων και το επίπεδο του Αιγαίου βρισκόταν 150 μέτρα χαμηλότερα από το σημερινό, καθώς οι πάγοι δέσμευαν τεράστιες ποσότητες νερού των θαλασσών.
Για κάποιες πρώτες μορφές των σύγχρονων νησιών μπορεί να γίνει αναφορά στο 16000π.Χ. Τα δημιουργεί η βαθμιαία άνοδος της στάθμης του Αιγαίου που οφείλεται στο λιώσιμο των παγετώνων. Τότε η Σίκινος είναι κορυφή ενός Μεγάλου Νησιού, του οποίου κορυφές είναι επίσης η Φολέγανδρος, η Ίος, η Ηρακλειά, η Σχοινούσα, τα Κουφονήσια, η Δονούσα, η Νάξος, η Πάρος, η Αντίπαρος, το Δεσποτικό, η Μύκονος, η Δήλος, η Σύρος, η Τήνος, ακόμα και η Άνδρος. Σε μικρή απόσταση, βρίσκονται μορφές των υπόλοιπων νησιών των Κυκλάδων, της Σίφνου, της Σερίφου, της Κέας της Κύθνου, της Σαντορίνης, της Ανάφης και της Αμοργού, καθώς και ένα νησί που το αποτελούσε η σημερινή Μήλος, η Κίμωλος και η Πολύαιγος.
Η άνοδος της στάθμης του Αιγαίου τις επόμενες χιλιετίες συρρικνώνει ολοένα την επιφάνεια των νησιών. Γύρω στο 10500π.Χ. η θάλασσα πλημμυρίζει το χαμηλότερο σημείο του ισθμού Ίου – Σικίνου, ανοίγοντας το μπουγάζι. Μέχρι το 8000π.Χ. πλημμυρίζουν σταδιακά και οι ισθμοί της αλυσίδας Σίκινος – Καλόερος – Κάραβος – Καρυώτισσα – Αδέρφια – Φολέγανδρος. Είναι το τέλος της Παλαιολιθικής Εποχής στο Αιγαίο. Το κλίμα μοιάζει πια με το σημερινό και η Σίκινος έχει πάρει τη σύγχρονη περίπου μορφή της (αν και ήταν μεγαλύτερη, ιδίως στα νότια παράλια, λόγω της μεγάλης ρήχης που υπήρχε ακόμη).
Εποχή του λίθου στο Αιγαίο – Παλαιολιθική Εποχή
Στο αχανές αυτό οικονομικό και πολιτισμικό στάδιο, δύο σχεδόν εκατομμυρίων ετών, διάφορα είδη ανθρώπων εμφανίστηκαν και εξαφανίστηκαν. Με την εντυπωσιακή πρόσφατη ανακάλυψη στην Κρήτη πλήθους λίθινων εργαλείων ηλικίας 130000-700000 χρόνων που παραπέμπουν σε κοινωνίες του Homo Erectus (=“Όρθιος Άνθρωπος”, ανθρώπινο είδος πολύ παλαιότερο του “Σύγχρονου Ανθρώπου” αλλά και του “Νεάντερνταλ”), εκτοξεύεται στο παρελθόν η χρονολόγηση της ναυσιπλοΐας (αφού η Κρήτη είναι νησί εδώ και τρία τουλάχιστον εκατομμύρια χρόνια) και αναθεωρούνται οι υποθέσεις σχετικά με τους πρώτους ανθρώπους, τις μεταναστεύσεις τους, τις γνωστικές και τεχνικές ικανότητές τους και βέβαια τους πρώτους κατοίκους των νησιών.
Στα τέλη πάντως της παλαιολιθικής εποχής που στο Αιγαίο τοποθετείται συμβατικά στο 8000π.Χ., το τελευταίο εν ζωή από τα ανθρώπινα είδη, ο “Σύγχρονος Άνθρωπος”, απ’ τον οποίο κατάγονται άμεσα όλες οι σύγχρονες “φυλές”, συνεχίζει να τρέφεται απ’ την άγρια φύση και να ζει περιπλανώμενος ή σε σπηλιές. Είναι καλός ναυτικός και χρησιμοποιεί τα νησιά των Κυκλάδων με πολλούς τρόπους. Η άνοδος της στάθμης του Αιγαίου είναι πια ανεπαίσθητη, έχει όμως καλύψει για πάντα τις πριν παράλιες και πεδινές εκτάσεις, μαζί με τα μυστικά τους.
Μεσολιθική Εποχή
Στην περίοδο αυτή που στο Αιγαίο καλύπτει χονδρικά την 7η χιλιετία π.Χ., χρονολογούνται οι αρχαιότεροι οικισμοί που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα στις Κυκλάδες (Κύθνο), την Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα. Οι άνθρωποι εγκαινιάζουν με τη σειρά τους στην περιοχή τη νέα καθοριστική στρατηγική επιβίωσης του είδους: την παραγωγική οικονομία. Γίνονται σιγά – σιγά οι ίδιοι παραγωγοί του μεγαλύτερου μέρους της τροφής τους, εξημερώνοντας και καλλιεργώντας ζώα και φυτά που υπάρχουν σε άγρια κατάσταση στο περιβάλλον.
Νεολιθική Εποχή (6400 – 3200π.Χ.):
Είναι η εποχή που οι πληθυσμοί των ανθρώπων στην περιοχή του Αιγαίου κατασταλάζουν και διαφοροποιούνται τοπικά. Η παραγωγική οικονομία είναι πια γενικευμένη και οι συνέπειές της καθολικές. Η νέα σχέση με τα ζώα και τα φυτά μεταμορφώνει τον άνθρωπο από παράσιτο σε παραγωγό που ελέγχει ολοένα και αποτελεσματικότερα την ύπαρξή του. Η μόνιμη κατοίκηση και η γέννηση της εργασίας δημιουργεί δεσμούς με τη γη και τον τόπο που τώρα γίνεται πατρίδα. Από την αρχή της 6ης χιλιετίας π.Χ. εμφανίζεται η τέχνη της κεραμικής και από τα μέσα της περιόδου η τέχνη της μεταλλουργίας (χαλκός, μόλυβδος, άργυρος, χρυσός). Δημιουργούνται επαγγέλματα και κοινωνικές διαφοροποιήσεις.
Η ναυσιπλοΐα προοδεύει σημαντικά και στο Αιγαίο υπάρχουν δραστήρια ναυτικά δίκτυα. Σταδιακά από το 5000π.Χ. χτίζονται χωριά σε Αντίπαρο-Πάρο, Μήλο, Μύκονο, Κέα, Νάξο. Μέχρι το τέλος της περιόδου, και σε Άνδρο, Σίφνο, Σαντορίνη και Αμοργό. Οικισμοί στα μικρότερα νησιά φαίνεται ως τώρα ότι ιδρύθηκαν τελευταία, στις αρχές της Εποχής του Χαλκού.
Οι πρώτες χιλιετίες
Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο (3200 – 1200π.Χ.):
Είναι η εποχή του πρώτου λεγόμενου «υψηλού» πολιτισμού σε ευρωπαϊκό πεδίο, του Αιγαίου ή Κρητομυκηναϊκού Πολιτισμού. Φορείς του είναι οι ίδιες κοινωνίες που ρίζωσαν και εξελίχθηκαν στην περιοχή από τη Μεσολιθική, τουλάχιστον, Εποχή. Βλασταίνει την 3η χιλιετία π.Χ. στις Κυκλάδες και την Κρήτη, όπου ωριμάζει μετά το 2000π.Χ. με τη δημιουργία ανακτορικού κράτους. Από το 1600π.Χ. στην πρωτοπορία περνούν τα ανακτορικά κράτη της κεντρικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου.
Από το τέλος της Νεολιθικής αυξάνεται σημαντικά ο πληθυσμός στο Αιγαίο, καρπός της νέας οικονομίας. Η επικοινωνία μεταξύ των νησιών και η ροή πληροφοριών και αγαθών είναι πρωτόγνωρη. Πολλαπλασιάζονται οι οικισμοί στα κατοικημένα νησιά και επεκτείνονται και στα μικρότερα, όπως η Σίκινος. Ο τρόπος ζωής παραμένει κατά βάση νεολιθικός, ωστόσο μεταλλουργία και νέες τεχνολογίες προσθέτουν τεράστιες δυνατότητες στο οπλοστάσιο του ανθρώπου για πρόοδο αλλά και επιβολή. Η ναυπηγική έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο με σκάφη μέχρι και των 20 πάγκων (40 κουπιά) και δυνατότητα μεταφοράς δύσκολων φορτίων. Υπάρχουν σαφείς κοινωνικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, δουλεία και πρόσωπα αρχηγικά. Τα θαλασσινά επαγγέλματα του εμπόρου και του πειρατή, που συνήθως τα ασκεί το ίδιο πρόσωπο, είναι δημοφιλή και χαρίζουν πλούτο και οπωσδήποτε φήμη -αν όχι δόξα με ρόλο σε κάποιο μεταγενέστερο μύθο. Σταδιακά οι οικισμοί συγκεντρώνονται σε απόσταση απ’ τη θάλασσα, σε καλά οχυρωμένες θέσεις.
Οι Σικινιώτες, κάτοικοι ενός νησιού χωρίς φυσικό λιμάνι και μεγάλο σκάφος, καλλιεργούν τα φυτά της εποχής: αμπέλι, ελιά, κριθάρι, σιτάρι, βίκο, φακή, λαχανικά, συκιά, φιστικιά, δαμασκηνιά. Εκτρέφουν κατσίκια, πρόβατα, βόδια, χοίρους και πουλερικά. Έχουν γαϊδούρια, γνωρίζουν τη μελισσουργία, το σύνεργο και το ζευγάρι. Τυροκομούν και γνέθουν μάλλινα. Έχουν τα πανηγύρια και τη μουσική τους. Μέχρι το 2500π.Χ. έχουν καλλιεργήσει ολόκληρο το νησί φτιάχνοντας τις πέτρες τοίχους και το χώμα χωράφια, αλλάζοντας ριζικά το τοπίο. Το έργο τους που έθρεψε εκατοντάδες γενεές απογόνων, είναι καθημερινά μπρος στα μάτια μας και μας προκαλεί δέος.
Απ’ το 2000π.Χ., η Κρήτη ηγεμονεύει στο Αιγαίο με ισχυρό εμπορικό και πολεμικό στόλο που φθάνει μέχρι την Αίγυπτο. Περιορίζει την πειρατεία προς όφελός της, ίσως και προς όφελος άλλων νησιωτών. Στην πραγματικότητα η πειρατεία στο Αιγαίο ουδέποτε σταμάτησε πριν από τη σύσταση του Νέου Ελληνικού Κράτους, απλώς ξανάρχιζε μόλις οι διώκτες της απομακρύνονταν.
Οι αιώνες περνούν και την ηγεμονία των Κρητών στο Αιγαίο διαδέχεται το 1600π.Χ. εκείνη των Μυκηναϊκών ανακτορικών κρατών της Πελοποννήσου και της Κεντρικής Ελλάδας. Τότε η ναυσιπλοΐα και το εμπόριο απλώνονται σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο. Η Σίκινος μαζί με τη Μήλο, τη Θήρα και τα μεταξύ τους νησιά, αποτελεί πιθανώς ένα κράτος. Είναι η “εποχή” της Αργοναυτικής Εκστρατείας και του Τρωικού Πολέμου, τελευταίου “επεισοδίου” της Εποχής του Χαλκού. Δραματικό γεγονός στην περιοχή αποτελεί η ανατίναξη κυριολεκτικά του νησιού της Θήρας από ηφαιστειακή έκρηξη, το 1500π.Χ. περίπου.