ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α’
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α’
Στις 28 Οκτωβρίου, τα Ελληνικά στρατεύματα εισέρχονται θριαμβευτικά στην πόλη της Θεσσαλονίκης και την επομένη ακολούθησε ο 68χρονος, τότε, Βασιλέας Γεώργιος Α’. Λόγω της εύθραυστης κατάστασης που επικρατούσε στην Θεσσαλονίκη, ο Βασιλεύς Γεώργιος αποφάσισε να εγκατασταθεί στην πόλη, ώστε να επισημοποιήσει, αλλά κυρίως να εδραιώσει την ελληνική παρουσία. Στο διάστημα της παραμονής του, συνήθιζε, όπως και στην Αθήνα, να πραγματοποιεί καθημερινούς περιπάτους, χωρίς συνοδεία ή με ελάχιστη προστασία.
Τρεις μόλις μέρες μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον Τουρκικό ζυγό τον Οκτώβριο του 1912 ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ μαζί με τη σύζυγό του βασίλισσα Όλγα εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, προκειμένου να κατοχυρώσει με την παρουσία του στην πόλη την Ελληνική κατοχή και να στεριώσει με το κύρος του την ένωση της Βορείου Ελλάδος με την υπόλοιπη Ελλάδα. Ο Βασιλιάς φιλοξενήθηκε στην πολυτελή έπαυλη του Κλέωνα Χατζηλαζάρου, αρχοντικό του 1890 στην πανέμορφη, μακριά από το κέντρο οδό Εξοχής, στο δρόμο που φέρει σήμερα το όνομά του…
Λίγους μήνες μετά, την Τρίτη 5 Μαρτίου 1913 ο Γεώργιος, προγευματίζοντας με το φίλο και βιογράφο του Βάλτερ Κρίστμας, εξέφρασε την επιθυμία του να παραιτηθεί από το Θρόνο υπέρ του Διαδόχου Κωνσταντίνου. Πίστευε ότι είχε έρθει ο καιρός να αναλάβει τη Βασιλεία ο γιος του, που μετά από τις ένδοξες νίκες του Ελληνικού Στρατού στους Βαλκανικούς πολέμους είχε πλέον καταξιωθεί στη συνείδηση του έθνους.
Άλλωστε, τον ερχόμενο Οκτώβριο ο Γεώργιος θα έκλεινε πενήντα χρόνια στον Ελληνικό Θρόνο από το 1863 που ανέλαβε, μετά την έξωση του Όθωνα, τον Ελληνικό Θρόνο, ο μακροβιότερος Βασιλιάς που πέρασε από τη νεότερη Ελληνική ιστορία. Τότε, στις 26 Οκτωβρίου, μετά τον εορτασμό των πενήντα χρόνων Βασιλείας του, σχεδίαζε να παραιτηθεί υπέρ του γιου του Διαδόχου Κωνσταντίνου.
Το απόγευμα της 5ης Μαρτίου, είτε θέλοντας να επισκεφτεί για λόγους εθιμοτυπικούς το Γερμανό ναύαρχο Γκόπφεν, είτε ακολουθώντας τη συνήθεια του καθιερωμένου απογευματινού περιπάτου του στην παραλία της πόλης, κατέβηκε στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου. Μαζί του ήταν και ο υπασπιστής του ταγματάρχης Φραγκούδης και δύο Κρητικοί χωροφύλακες που ακολουθούσαν λίγο πιο πίσω. Βαδίζοντας επί της οδού Εξοχής, με κατεύθυνση προς τον Λευκό Πύργο, λίγο πριν την οδό Αγίας Τριάδας, η συζήτηση των δύο ανδρών ήταν γύρω από την βιογραφία του που ετοίμαζε ο Κρίστμας.
Περνώντας έξω από ένα μικρό κατάστημα, συζητώντας και με απλούς πολίτες που συναντούσε στο δρόμο, γύρω στα διακόσια πενήντα βήματα από το γενικό προξενείο της Αυστροουγγαρίας, ένα άτομο, που στεκόταν στην άκρη του δρόμου, έτρεξε πίσω του και πυροβόλησε με ένα μικρό μαύρο περίστροφο το Βασιλιά στο μέρος της καρδιάς. Ο Γεώργιος έκανε μερικά βήματα τρικλίζοντας κι έπεσε πάνω στην πόρτα του καταστήματος που άνοιξε από το βάρος του, ενώ οι θαμώνες βιάστηκαν να τον βοηθήσουν.
Ο δολοφόνος προσπάθησε να διαφύγει προς τη θάλασσα, αλλά τον πρόφτασε ο Φραγκούδης κι ας προσπάθησε να πυροβολήσει κι εκείνον και αφού τον αφόπλισε, τον παράδωσε στους χωροφύλακες. Μαζεύτηκε κόσμος πολύς, σαστισμένος από το αναπάντεχο κακό. Μερικοί στρατιώτες και κάποιοι χωροφύλακες σήκωσαν το Βασιλιά στα χέρια και πήραν το δρόμο για το νοσοκομείο, ενώ σε λίγο τους πρόλαβε ένα αυτοκίνητο. Ο Γεώργιος όμως, βαριά χτυπημένος, ξεψύχησε πολύ πριν φτάσουν στο νοσοκομείο.
Η σφαίρα, σύμφωνα με την έκθεση του ιατροδικαστή, μπήκε από την κάτω δεξιά γωνία της ωμοπλάτης και βγήκε δια μέσου του στέρνου, τέσσερα εκατοστά πάνω από την ξιφοειδή απόφυση, διαπερνώντας την καρδιά. Αμέσως η πόλη τέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής, τα καταστήματα έκλεισαν και οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν πένθιμα.
Η είδηση της δολοφονίας του Βασιλιά, ενός από τους πιο αγαπητούς Βασιλείς του Ελληνικού έθνους, προκάλεσε ξάφνιασμα, παγωμάρα και οργή σε όλο το λαό. Στρατιώτες και χωροφύλακες πίστεψαν αρχικά ότι ήταν έργο Βουλγαρικό. Αν απλωνόταν και στο λαό αυτή η υποψία, τότε με την παραμικρή αφορμή όλοι θα στρεφόταν κατά των Βουλγάρων στρατιωτών, που από τη μέρα της απελευθέρωσης της πόλης είχαν στρατοπεδεύσει στη Θεσσαλονίκη, εποφθαλμιώντας πάντα την πόλη και ελπίζοντας σε μία νέα Βουλγαρική κατάκτησή της.
Την κατάσταση έσωσε ο πρίγκηπας Νικόλαος, στρατιωτικός διοικητής της Θεσσαλονίκης, που έδωσε εντολή να ανακοινωθεί στο λαό ότι ο δολοφόνος ήταν Έλληνας, κάποιος αναρχικός παράφρων, όπως έγραψε και στο ημερολόγιό του για το θάνατο του πατέρα του. Και η ενέργεια του αυτή πρόλαβε τραγικές και μοιραίες εξελίξεις.
Η είδηση της δολοφονίας του Γεωργίου έφτασε στην Αθήνα αργά το ίδιο βράδυ, με τηλεγράφημα του πρίγκιπα Νικολάου, προς τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Η πρωτεύουσα αναστατώθηκε, μόλις μαθεύτηκε η θλιβερή είδηση της δολοφονίας του αγαπημένου Βασιλιά από έναν «αλήτη, φθισικό και ανισόρροπο», όπως έλεγαν οι πρώτες πληροφορίες. Ο Βενιζέλος αμέσως, κάλεσε τους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και τους ανακοίνωσε επίσημα το γεγονός.
Με έκτακτο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως έγινε η αναγγελία του θανάτου του Βασιλιά προς τον Ελληνικό λαό. Σε ολόκληρη τη χώρα για πολλές μέρες επικράτησε θλίψη, συγκίνηση και αναστάτωση. Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος από τα Ιωάννινα όπου βρισκόταν και ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για το Αργυρόκαστρο, πληροφορήθηκε το θάνατο του πατέρα του από τον αρχηγό του επιτελείου Βίκτωρα Δούσμανη. «Συνεκινήθη πολύ, έκλαυσε και έμεινε σιωπηλός», γράφει ο Δούσμανης.
Αμέσως αναχώρησε για την Αθήνα, αφού παρέδωσε τη διοίκηση του στρατού της Ηπείρου στον υποστράτηγο Δαγκλή, «συγκινημένος και ωχρός», ενώ οι πάντες τον συλλυπούνταν, αλλά και τον συνέχαιραν. Ο Κωνσταντίνος ορκίστηκε Βασιλιάς της Ελλάδος σε έκτακτη συνεδρίαση της Βουλής το πρωινό της 8ης Μαρτίου και αμέσως αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη, με την ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ, τη Βασιλική θαλαμηγό για να παραλάβει τη σορό του πατέρα του.
Η σορός του Γεωργίου ταριχεύθηκε και για πολλές μέρες εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Θεσσαλονίκη. Μεταφέρθηκε στον Πειραιά συνοδευόμενη από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο και τη Βασιλική Οικογένεια και στις 20 Μαρτίου κηδεύτηκε στο Βασιλικό Ανάκτορο του Τατοΐου Την εκφορά της σορού, που έγινε με όλες τις τιμές, παρακολούθησε πλήθος κόσμου. Ήταν η πρώτη φορά που η Αθήνα σαν πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους γνώριζε τέτοια κοσμοσυρροή.
Όλη η πρωτεύουσα είχε πλημμυρίσει από ανθρώπους οι οποίοι, παρά τη γενικότερη διάθεση χαράς μετά την πρόσφατη νίκη στους Βαλκανικούς πολέμους και την εμπιστοσύνη που τους ενέπνεε ο νέος Βασιλιάς, ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσαν να κρύψουν τη θλίψη τους για την απώλεια ενός συνετού και σώφρονος Εστεμμένου, ο οποίος γνώριζε άριστα τους Έλληνες και πάσχισε για το καλό της χώρας, αν και συχνά παρεξέκλινε από το αυστηρό πνεύμα της Κοινοβουλευτικής Βασιλείας.
Αρχικά όλοι πίστεψαν ότι πίσω από το δολοφόνο του Βασιλιά Αλέξανδρο Σχινά κρυβόταν η Βουλγαρία. Λιγότεροι έβλεπαν Γερμανικό δάκτυλο, ενώ υπήρχαν και άλλοι που πίστευαν ότι ο Σχινάς ήταν απλά παράφρων. Το μυστήριο που σκέπαζε τη δολοφονία του Γεωργίου, δεν έμελε να ξεδιαλύνει στα χρόνια που ακολούθησαν. Στην αρχή ο Σχινάς, το μόνο που δήλωσε, ήταν ότι ήταν σοσιαλιστής. Μετά άρχισε να κάνει διάφορους υπαινιγμούς. Ενοχοποιούσε Γερμανούς πράκτορες και τον ίδιο το Γερμανό πρεσβευτή.
Αλλά δεν προχωρούσε σε αποκαλύψεις κι ας έλεγε πως υπήρχαν άλλα πιο σπουδαία, πιο τρανά και πιο υψηλά πρόσωπα πίσω από τη δολοφονία. Δέχτηκε να αποκαλύψει τα πρόσωπα αυτά μόνο στη Βασίλισσα Όλγα, η οποία ήρθε στο Διοικητήριο κι έμεινε ώρες μαζί του. Τον επισκέφτηκε δύο ή τρεις φορές και την τελευταία φορά που έβγαινε από το δωμάτιο που ο Σχινάς κρατούνταν, λένε όσοι τη συνάντησαν, πως ήταν ιδιαίτερα ταραγμένη. Ακόμα κι αν ο Σχινάς της είχε αποκαλύψει ποιοι ήταν οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας του συζύγου της, εκείνη με τη σειρά της δεν το αποκάλυψε ποτέ και σε κανέναν.
Οι Ελληνικές αρχές είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο δολοφόνος δεν ήταν παράφρων, αντίθετα ήταν πολύ καλά στα μυαλά του, το αντίθετο δηλαδή απ’ ό,τι υποστήριζε ο Αυστριακός πρόξενος που είχε χαρακτηρίσει το Σχινά σαν ψυχονευρωτικό, ανισόρροπο και ηθικά διεφθαρμένο. Λίγη ώρα μετά την αναχώρηση της Βασίλισσας, σ’ εκείνη την τελευταία συνάντησή τους, ο Σχινάς πήδησε από ένα παράθυρο του Διοικητηρίου και σκοτώθηκε. Δόθηκε η επίσημη εξήγηση ότι αυτοκτόνησε.
H MAXH TOY ΚΙΛΚΙΣ
Μετά την εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης από τα εκεί Βουλγαρικά τμήματα, ο Ελληνικός Στρατός ανέλαβε αμέσως ευρείας έκτασης αντεπίθεση προς δύο κατευθύνσεις: προς το Κιλκίς με τέσσερις μεραρχίες, τις 2η, 3η 4η και 5η, και προς το Λαχανά με δύο μεραρχίες, την 1η και την 6η.
Οι τέσσερις Ελληνικές μεραρχίες που προήλαυναν προς το Κιλκίς είχαν να αντιμετωπίσουν συνολικά 19 Βουλγαρικά τάγματα, που βρίσκονταν παραταγμένα στα υψώματα μπροστά από το Κιλκίς. Οι Βούλγαροι, από τις 26 Οκτωβρίου 1912 που κατέλαβαν το Κιλκίς και με την προοπτική πολέμου κατά των Ελλήνων, άρχισαν να οχυρώνουν την τοποθεσία με χαρακώματα, πυροβολεία, πολυβολεία και άλλα αμυντικά έργα που κάλυπταν πλήρως το Κιλκίς από οποιαδήποτε επίθεση από τα νότια.
H προέλαση των τεσσάρων μεραρχιών προς το Κιλκίς άρχισε από το πρωί της 19ης Ιουνίου. Κατά την πρώτη ημέρα της επίθεσης, η 2η Μεραρχία προχώρησε από το χωριό Λητή μέχρι το χωριό Μάνδρες, όπου συνάντησε σοβαρή Βουλγαρική αντίσταση και αναπτύχθηκε σε μάχη. Μετά από πεισματώδη αγώνα, κατόρθωσε να ανατρέψει τις Βουλγαρικές δυνάμεις και να τις απωθήσει σε αρκετό βάθος. H 4η Μεραρχία προελαύνοντας έλαβε επαφή με τις Βουλγαρικές δυνάμεις κοντά στο Γαλλικό ποταμό, τον οποίο πέρασε μετά από σκληρό αγώνα.
Στη συνέχεια προχώρησε και μέχρι το βράδυ έφθασε στα νότια υψώματα του Κιλκίς. H 5η Μεραρχία κινήθηκε μεταξύ του χωριού Πικρολίμνη και του Γαλλικού ποταμού, αλλά δέχθηκε τα πυρά του Βουλγαρικού πυροβολικού και είχε μεγάλες απώλειες, που έφθαναν τους 1.275 περίπου νεκρούς και τραυματίες.
Παρόλα αυτά, συνέχισε την προέλασή της και μέχρι το βράδυ κατόρθωσε να απωθήσει τους Βούλγαρους πέρα από το χωριό Μαυρονέρι, προς την κατεύθυνση του Κιλκίς. Τέλος, η 3η Μεραρχία προελαύνοντας συνάντησε μικρές μόνο Βουλγαρικές αντιστάσεις, τις οποίες ανέτρεψε χωρίς μεγάλη προσπάθεια και το βράδυ έφθασε στο χωριό Παλαιό Γυναικόκαστρο, όπου και σταμάτησε την παραπέρα κίνησή της.
Την επομένη, 20 Ιουνίου, οι Μεραρχίες 2η, 3η 4η και 5η, που ενεργούσαν προς το Κιλκίς, συνέχισαν την επιθετική ενέργειά τους και παρόλο που ενέπλεξαν στον αγώνα όλες τις δυνάμεις τους, δεν μπόρεσαν να κάμψουν τη Βουλγαρική αντίσταση. Πέτυχαν, όμως, να πλησιάσουν τις Βουλγαρικές θέσεις σε απόσταση εφόδου και το βράδυ της 20ής Ιουνίου κατείχαν σταθερά τη γενική γραμμή Μεγάλη Βρύση με την 3η Μεραρχία, τη νότια παρυφή του χωριού Κρηστώνη με τις 4η και 5η Μεραρχίες και τα χωριά Ποταμιά και Ακροποταμιά με τη 2η Μεραρχία.
Τη νύχτα της 20ής προς την 21η Ιουνίου, δύο συντάγματα της 2ης Μεραρχίας πέρασαν το Γαλλικό ποταμό και στις 03:30 τα ξημερώματα βρίσκονταν κοντά στα πρώτα εχθρικά χαρακώματα. Οι κινήσεις της 2ης Μεραρχίας έγιναν αντιληπτές από τους Βούλγαρους, που νόμισαν ότι πρόκειται για γενική νυχτερινή επίθεση.
Ακολούθησε ανταλλαγή πυρών πυροβολικού, που κράτησε περίπου μισή ώρα. Στο μεταξύ, στις 04:00 περίπου της 21ης Ιουνίου, τα δύο συντάγματα κατέλαβαν την πρώτη εχθρική αμυντική γραμμή, στις 05:00 τη δεύτερη και έφθασαν στην τρίτη, πολύ πιο οχυρή και ενισχυμένη, με δύο περιβόλους. H μάχη σώμα με σώμα διήρκεσε μέχρι τις 10:00, οπότε και ολοκληρώθηκε η κατάληψή της.
Μόλις ανέτειλε η 21η Ιουνίου, επιτέθηκαν και οι υπόλοιπες μεραρχίες, με σειρά ορμητικών εφόδων με τη λόγχη κατά των Βουλγαρικών θέσεων. H 4η Μεραρχία, ύστερα από σκληρότατο αγώνα, πέτυχε να καταλάβει ένα-ένα τα εχθρικά χαρακώματα και να φθάσει στη νότια παρυφή της πόλης του Κιλκίς, αλλά είχε πολύ μεγάλες απώλειες, κυρίως σε αξιωματικούς. H 5η Μεραρχία κατέλαβε σημαντικές θέσεις στα νοτιοδυτικά του Κιλκίς, ενώ η 3η κατέλαβε το χωριό Μεταλλικό, αποτελώντας σοβαρή απειλή για το δυτικό πλευρό και τα νώτα των Βουλγάρων.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, οι Βούλγαροι άρχισαν να υποχωρούν προς τα βόρεια. O όγκος των Βουλγαρικών δυνάμεων υποχώρησε προς το όρος Δύσωρο (Κρούσια) και μόνο μικρές μονάδες κατευθύνθηκαν προς το χωριό Καλίνδρια. Οι Ελληνικές δυνάμεις, στις 09:30 της 21ης Ιουνίου, απελευθέρωσαν το Κιλκίς και καταδίωξαν τις συμπτυσσόμενες εχθρικές δυνάμεις, σε μικρό όμως βάθος, λόγω της εξαντλήσεως των τμημάτων από τον τριήμερο αγώνα.
Οι συνολικές απώλειες των τεσσάρων μεραρχιών στην τριήμερη μάχη του Κιλκίς ανήλθαν σε 5.662 νεκρούς και τραυματίες. Αιχμαλωτίστηκαν 500 περίπου Βούλγαροι και περιήλθαν στον Ελληνικό στρατό τρία εχθρικά πυροβόλα και μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού.
Ιστορικό Μάχης
Μετά την σύναψη της συνθήκης ειρήνης στο Λονδίνο των Βαλκανικών κρατών με την Τουρκία (17 Μαΐου 1913), ήλθε η ώρα να ξεκαθαρίσουν αυτά τις μεταξύ τους διαφορές για την διανομή των εδαφών που κατείχε στην Βαλκανική η Τουρκία.
Οι απαιτήσεις της Βουλγαρίας την εποχή εκείνη απέβλεπαν στην επέκτασή της σ’ ολόκληρη την Μακεδονία. Η Σερβία και η Βουλγαρία, είχαν συνάψει συμφωνία διανομής των εδαφών, αλλά η Σερβία δεν αναγνώριζε πλέον την συμφωνία αυτή, διότι, ενώ υπολόγιζε ότι στο μερίδιό της θα περιλαμβάνεται και η Αλβανία και έτσι θα αποκτούσε διέξοδο στην Αδριατική, τώρα με την ίδρυση του Αλβανικού κράτους περιορίζονταν τα κέρδη της προς Δυσμάς.
Η Βουλγαρία όμως επέμενε να πάρει όλα τα συμφωνηθέντα εδάφη. Οι Σέρβοι ανεγνώριζαν τα δικαιώματα της Ελλάδας για τα εδάφη τα οποία είχε απελευθερώσει ο Ελληνικός Στρατός, η Βουλγαρία όμως επεδίωκε να εκδιώξει την Ελλάδα από τα εδάφη αυτά και να ιδρύσει την μεγάλη Βουλγαρία της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου του 1878.
Η Ελλάδα και η Σερβία την 19η Μαϊου 1913 συνδέονται με αμυντική συμμαχία. Ήδη η Βουλγαρία είχε πάρει απόφαση για αιφνιδιαστική επίθεση κατά του Ελληνικού και Σερβικού Στρατού. Την νύκτα 16 με 17 Ιουνίου 1913 οι Βούλγαροι χωρίς να κηρύξουν τον πόλεμο, επιτίθενται αιφνιδιαστικά κατά των Ελλήνων και των Σέρβων. Με την αιφνιδιαστική τους επίθεση κατορθώνουν ν’ αρπάξουν τη Γευγελή και να διακόψουν κάθε επικοινωνία μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων.
Προσωρινά όμως αναστέλλουν την πορεία τους προς την Θεσσαλονίκη, γιατί δεν πετυχαίνουν να εκτοπίσουν τους Σέρβους πέρα από τον Αξιό. ./. -2- Εγκαθίστανται υποχρεωτικά στα γύρω υψώματα, στη γραμμή ΚΙΛΚΙΣ – ΛΑΧΑΝΑ. Η τοποθεσία έχει πολλά αμυντικά πλεονεκτήματα.
Το έδαφος είναι τελείως ακάλυπτο και παρέχει άριστη παρατήρηση και πεδία βολής. Κρατώντας αυτήν τη γραμμή οι Βούλγαροι προφυλάσσουν τις ΣΕΡΡΕΣ, το ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ, τη ΔΟΙΡΑΝΗ και τη ΓΕΥΓΕΛΗ , διατηρούν τις γέφυρες του Στρυμόνα, που έχουν σημασία για τον εφοδιασμό τους και εξασφαλίζουν την υπόχωρησή τους δια της ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑΣ σε περίπτωση ανάγκης.
Οι Βούλγαροι παρέταξαν 32 Τάγματα Πεζικού, 1 Σύνταγμα Ιππικού και 62 πυροβόλα. Η συνολική δύναμη του Ελληνικού Στρατού, ανερχόταν σε 73 Τάγματα Πεζικού, 33 Πεδινές Πυροβολαρχίες, 9 Ορειβατικές, 8 Ίλες και 8 Ημιλαρχίες.
Την νύκτα της 19ης Ιουνίου 1913 τέσσερις (4) Ελληνικές Μεραρχίες ( 2η – 3η – 4η – 5η ) και η Ταξιαρχία Ιππικού κινούνται με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του Κιλκίς. Συναντούν τις Βουλγαρικές προφυλακές, οι οποίες αμύνονται με πείσμα. Διεξάγεται αγώνας σκληρός και πεισματώδης, τα στρατεύματα μας κερδίζουν σπιθαμή προς σπιθαμή το έδαφος. Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού μάχεται στα υψώματα του χωριού ΜΑΝΔΡΕΣ. Ανατολικά της ΠΙΚΡΟΛΙΜΝΗΣ μάχεται το 16ο Σύνταγμα Πεζικού.
Όσο προχωρεί η ημέρα, η επίθεση γενικεύεται. Οι Μεραρχίες υφίστανται τρομερές απώλειες, μα στο τέλος οι Βούλγαροι υποχωρούν στη γραμμή Λειψυδρίου-Λόφου Μαυρονερίου-Γυναικοκάστρου. Πέφτει το σκοτάδι. Οι Βούλγαροι την ημέρα αυτή υποχώρησαν, αλλά ο αγώνας δεν κρίθηκε.
Ξημερώματα της 20ης Ιουνίου 1913, τα ηρωικά Συντάγματα της 5ης Μεραρχίας, (16ο , 22ο και 23ο), ύστερα από σκληρό και φονικό αγώνα καταλαμβάνουν το σιδηροδρομικό σταθμό ΚΡΗΣΤΩΝΗΣ, το νότιο τμήμα του χωριού ΚΡΗΣΤΩΝΗ και τα βοηθητικά του υψώματα. Όμως παρά την ηρωική τους προσπάθεια δεν κατορθώνουν να προχωρήσουν προς Κιλκίς, γιατί το έδαφος θερίζεται από τα βουλγαρικά πυρά.
Η 4η Μεραρχία μαχόμενη γενναία, καταλαμβάνει το μεσημέρι τα ανατολικά του χωριού ΚΡΗΣΤΩΝΗ υψώματα και φθάνει μπροστά από την κύρια γραμμή αμύνης του εχθρού. Οι απώλειές της είναι τρομερές. Η 2η Μεραρχία προελαύνει κάτω από τα πυρά των Βουλγάρων, ανατρέπει τον εχθρό και καταλαμβάνει τα ανατολικά του χωριού ΠΟΤΑΜΙΑ υψώματα. Η 3η Μεραρχία, μετά από σφοδρό αγώνα, ανατρέπει επίσης τους Βουλγάρους και καταλαμβάνει τα χωριά ΛΕΒΕΝΤΟΧΩΡΙ, ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ και ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΥΣΗ.
Η Ταξιαρχία Ιππικού προελαύνει προς τα χωριά ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΥΣΗ και ΚΑΣΤΑΝΙΕΣ, αλλά λόγω της αφίξεως εχθρικών ενισχύσεων, αναγκάζεται να αποσυρθεί.
Παρ΄όλες τις νίκες του Ελληνικού στρατού , το Κιλκίς βρίσκεται ακόμη στα χέρια των Βουλγάρων. Πρέπει όμως οπωσδήποτε να καταληφθεί. Γεμάτος αγωνία ο Αρχιστράτηγος, στέλνει προς όλες τις Μεραρχίες την ιστορική διαταγή, που δείχνει και το βάθος της ανησυχίας, αλλά μαζί και την αλύγιστη θέληση για τη νίκη: “ΑΥΡΙΟ ΑΞΙΩ ΤΗΝ ΠΤΩΣΙΝ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ”.
Tα χαράματα της 21ης Ιουνίου 1913, ώρα 03:30, η επίθεση προς το Κιλκίς αρχίζει. Τα ηρωικά Συντάγματα της 2ης Μεραρχίας ( 1ο και 7ο ) ακάθεκτα ορμούν κατά των Βουλγάρων. Εντός 15 λεπτών πλησιάζουν την πρώτη γραμμή αμύνης του εχθρού. Οι Βούλγαροι βάλλουν με πυκνά πυρά κατά των Ελλήνων.
Μετά σκληρό αγώνα στις 04:10 το πρωί κυριεύεται η πρώτη γραμμή αμύνης. Πίσω όμως από την πρώτη υπάρχει η 2η γραμμή. Εναντίον αυτής ορμούν τώρα ακάθεκτα με τη λόγχη οι Έλληνες. Στις 05:00 το πρωί καταλαμβάνουν και αυτή τη γραμμή αμύνης και προχωρούν με αλαλαγμούς, εναντίον της 3ης και σπουδαιότερης γραμμής των Βουλγάρων. Εδώ διεξάγεται αγών άνισος. Οι Έλληνες προχωρούν απτόητοι κάτω από τα Βουλγαρικά πυρά . Οι Βούλγαροι αμύνονται με πείσμα.
Στον αγώνα εμπλέκεται και το 3ο Σύνταγμα. Οι Βούλγαροι ενεργούν σφοδρές αντεπιθέσεις. Χάρις όμως στη δραστηριότητα των εναπομεινάντων αξιωματικών του 1ου και 7ου Συντάγματος και στον απαράμιλλο ηρωισμό των στρατιωτών μας, αποκρούονται οι αντεπιθέσεις. Ακολουθούν νέες επιθέσεις των Ελλήνων. Τα Συντάγματα κερδίζουν διαρκώς έδαφος, καταλαμβάνουν τα χαρακώματα της τελευταίας γραμμής και διώχνουν από αυτά τους Βουλγάρους.
Οι άλλες προ του Κιλκίς Μεραρχίες ( 4η, 5η και 3η ) συνεχίζουν από τις πρωϊνές ώρες, τον εναντίον των Βουλγάρων αγώνα. Οι Βούλγαροι προβάλλουν ισχυρή αντίσταση και με τα κανόνια κτυπούν μανιασμένα τους Έλληνες. Ο αγώνας όμως συνεχίζεται. Στις 11:00 η ώρα το πρωί, το Κιλκίς καταλαμβάνεται και 11:15 η Ελληνική σημαία κυματίζει περήφανα στο ύψωμα του Αγίου Γεωργίου. Παντού οι Βούλγαροι τρέπονται σε άτακτη φυγή.
Η τριήμερη Μάχη του Κιλκίς έληξε. Η νίκη υπήρξε σημαντική και προδίκασε την έκβαση του 2ου Βαλκανικού Πολέμου. Από το Κιλκίς τα Ελληνικά στρατεύματα προχώρησαν στην ΔΟΪΡΑΝΗ, στην ΚΕΡΚΙΝΗ, στην ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑ, στο ΔΕΛΗ ΡΙΣΑΡ, στα στενά της ΚΡΕΣΝΑΣ. Μεγάλο το μέγεθος της νίκης του Κιλκίς, μεγάλο και το τίμημα της εξαγοράς της. 5652 άνδρες εκτός μάχης.
Με τέτοιες θυσίες η Ελλάδα, απέκρουσε αποφασιστικά την προσπάθεια ανατροπής των συνόρων της και τις βλέψεις της γείτονος χώρας στα εδάφη της. Συνέβαλε αποφασιστικά στην παγίωση του σχηματιζόμενου τότε χάρτη της Βαλκανικής και έδειξε ότι ο σεβασμός αυτών των συνόρων και η ειρηνική συνύπαρξη, είναι ο μόνος εφικτός δρόμος για τις χώρες της περιοχής.
Η ΜΑΧΗ TOY ΛΑΧΑΝΑ
H 1η και η 6η Μεραρχία, που αποτελούσαν το δεξιό της Ελληνικής παράταξης, ξεκίνησαν στις 05:00 της 19ης Ιουνίου την προέλασή τους προς τα βόρεια, με κατεύθυνση το Λαχανά. H 1η Μεραρχία κινήθηκε επιθετικά από την περιοχή του χωριού Λοφίσκος και μετά από σκληρό αγώνα κατέλαβε, μέχρι αργά το απόγευμα, τα χωριά Όσσα και Βερτίσκος.
H 6η Μεραρχία κινήθηκε και έφθασε στις 10:00 στην περιοχή του χωριού Άσσηρος (παλ. Γιουβέζνα) και στη συνέχεια επιτέθηκε εναντίον των απέναντί της Βουλγαρικών τμημάτων, τα οποία ανέτρεψε και κατέλαβε τη γραμμή ύψωμα Γερμανικό-χωριό Καρτερές, λαμβάνοντας επαφή με την τοποθεσία Λαχανά. Οι απώλειες της μεραρχίας κατά την ημέρα αυτή ήταν πολύ μεγάλες και ξεπέρασαν τους 530 νεκρούς και τραυματίες.
Στις 20 Ιουνίου, η 1η Μεραρχία συνέχισε την πορεία της πέρα από το χωριό Όσσα προς το χωριό Λαχανάς και ενώ βρισκόταν στο μέσο περίπου της απόστασης Βερτίσκος-Λαχανά ενεπλάκη τις απογευματινές ώρες σε σκληρή μάχη, που κράτησε μέχρι τις πρώτες νυχτερινές ώρες, χωρίς τελικά να μπορέσει να σπάσει τη Βουλγαρική αμυντική τοποθεσία. H 6η Μεραρχία προελαύνοντας από το πρωί προς το Λαχανά, κατέλαβε γύρω στο μεσημέρι την Ξυλόπολη (παλ. Λιγκοβάνη), όπου και αιχμαλώτισε έναν Βουλγαρικό λόχο.
Τις πρώτες απογευματινές ώρες έφθασε στο πεδίο της μάχης και μία μοίρα πεδινού πυροβολικού και έτσι οι δύο μεραρχίες απέκτησαν την απαραίτητη κάλυψη για να επιχειρήσουν επίθεση. Μονάδες της 1ης και της 6ης Μεραρχίας επιτέθηκαν κατά των εχθρικών θέσεων και στις 18:00 έφθασαν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από την κύρια Βουλγαρική αμυντική τοποθεσία, όπου εγκατέστησαν προφυλακές.
Τη νύχτα της 20ής προς την 21η Ιουνίου, οι δύο μεραρχίες έλαβαν διαταγή του Γενικού Στρατηγείου να συγκροτήσουν απόσπασμα από δύο συντάγματα και να το αποστείλουν για ενίσχυση στο Κιλκίς. Το πρωί της 21ης Ιουνίου αναλώθηκε με τη συγκρότηση και συγκέντρωση του αποσπάσματος και δεν επιχειρήθηκε επίθεση εναντίον του εχθρού. Οι Βούλγαροι εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία και επιχείρησαν αντεπίθεση, που εξανάγκασε την 6η Μεραρχία να υποχωρήσει.
Το μεσημέρι, όμως, αναγγέλθηκε η νίκη στο Κιλκίς και ανακλήθηκε η διαταγή αποστολής του αποσπάσματος. Στις 15:00, οι δύο μεραρχίες αποφάσισαν να επιτεθούν ταυτόχρονα κατά του Λαχανά. Πράγματι, ύστερα από σύντομη αλλά σφοδρή προπαρασκευή πυροβολικού, τα Ελληνικά τμήματα των δύο μεραρχιών εξόρμησαν με “εφ’ όπλου λόγχη” εναντίον των εχθρικών θέσεων.
Μετά από αντίσταση περίπου μίας ώρας, οι Βούλγαροι που είχαν και αυτοί πληροφορηθεί την έκβαση της μάχης του Κιλκίς, υποχώρησαν άτακτα προς τα βόρεια, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 16 από τα 24 πυροβόλα τους και περίπου 1.300 τουφέκια, καθώς και οχήματα, κτήνη και κάθε είδους άλλο υλικό. Τα Ελληνικά τμήματα κατέλαβαν γύρω στις 16:00 το χωριό Λαχανάς και συνέχισαν την καταδίωξη των Βουλγάρων μέχρι το 63ο χλμ. της οδού Θεσσαλονίκης-Σερρών, όπου ανέκοψαν την παραπέρα κίνησή τους, λόγω της νύχτας.
Κατά τον τριήμερο αγώνα για την κατάληψη του Λαχανά, οι απώλειες της 1ης και της 6ης Μεραρχίας ήταν σοβαρές και ανήλθαν σε 2.701 νεκρούς και τραυματίες. Στο Λαχανά, τα 18 Ελληνικά τάγματα είχαν αντιμετωπίσει 20 Βουλγαρικά τάγματα.
Ιστορικό της Μάχης
Κατά την έκρηξη του πολέμου κατά των Βουλγάρων, το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, άλλως 38ο Σύνταγμα Πεζικού, εξού και το 1/38, με σύνθεση διοικήσεως, Σχης Παπαδόπουλος Διονύσιος, Διοικητής, Τχης Ιατρίδης, Διοικητής 8ου Τάγματος Ευζώνων, Τχης Βελισσαρίου, Διοικητής 9ου Τάγματος Ευζώνων και Τχης Κολοκοτρώνης, Διοικητής του Τάγματος Κρητών, στάθμευε στο Ασβεστοχώρι έξω από την Θεσσαλονίκη. Γράφει στα Απομνημονεύματά του ο Στρατηγός Πάγκαλος :
“… Ενθυμούμαι την στιγμήν εκείνην συγκινητική σκηνήν εξ εκείνων που δεν λησμονούνται ποτέ κατά την ζωήν του ανθρώπου. Ευρισκόμεθα εις το Ασβεστοχώρι και διήρχετο εκ της κωμοπόλεως βαδίζων προς Γκιουβέζναν το ηρωϊκόν 1/38 Σύνταγμα του Παπαδοπούλου. Η σύζυγος του αειμνήστου Ταγματάρχου Βελισσαρίου (στενού φίλου μου) ευρίσκετο παραπλεύρως μου, εφόσον είχε έλθη να επισκευθή διά τινας ημέρας τον σύζυγόν της, επωφεληθείσα της ειρηνικής περιόδου.
‘Οταν ο διοικητής του 9ου Τάγματος έφθασεν έφιππος μέχρις ημών, η σύζυγός του εζήτησε να σταματήση προς στιγμήν όπως τον αποχαιρετήση και ο Εθνικός εκείνος ήρως, σταματήσας προς στιγμήν, της είπε εκτός εαυτού εξ οργής και δεικνύων δια της χειρός του την πυρκαϊάν της καιομένης Μπέροβας :” Δεν έχομε καιρό για ασπασμούς, έχομε να εκδικηθούμε τ’ αδέλφια μας που σφάζει ο Βούλγαρος. Καλήν αντάμωσιν”. Και στρεφόμενος προς εμέ ο ήρως πρόσθεσε :”Σε παρακαλώ Θόδωρε, φρόντισε άμα καθαρίση η Θεσσαλονίκη να διευκολύνης την αναχώρησίν της δι’ Αθήνας”.
Η ατυχής κυρία είχε κακήν προαίσθησιν την στιγμήν εκείνην διότι μου είπε : “Προαισθάνομαι πως δεν θα τον ξαναϊδώ τον Γιάννη”. Και όντως δεν τον επανείδε, διότι ο ηρωϊκός σύζυγός της έπεσε και ετάφη, εις τα παλαιά Βουλγαρικά σύνορα, κατά την τελευταίαν αιματηράν μάχην του πολέμου εις το ύψωμα 1378.”
Το Πυροβολικό
20 Ιουνίου 1913. Ήδη από την προηγουμένη η κατάσταση των Ελληνικών Μεραρχιών (Ιη και VIη) είναι δυσχερέστατη. Καθ’ όλη την ημέρα το Πεζικό επιτίθεται κατά των Βουλγαρικών θέσεων χωρίς υποστήριξη Πυροβολικού. Μόνο το Ορειβατικό Πυροβολικό της Ιης Μεραρχίας μετέχει στη μάχη. Οι απώλειες είναι τεράστιες. Το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων έχει αποδεκατιστεί. Το 5ο ΣΠ υποχωρεί μετά από Βουλγαρική αντεπίθεση, και η κατάσταση συγκρατήθηκε την τελευταία στιγμή μετά από προσωπική επέμβαση της Διοικήσεως.
Οι αξιωματικοί του Πεζικού και των Ευζώνων είναι έξαλλοι για την εγκατάλειψη τους στο έλεος του Βουλγαρικού Πυροβολικού. Εγνώριζαν ότι πίσω από τη λοφοσειρά ευρίσκονται συγκεντρωμένες τρείς πεδινές Μοίρες με 23 πυροβόλα και αδυνατούν να εξηγήσουντην απουσία τους απο τη μάχη. Οι πυροβολητές διστάζουν να διέλθουν ακάλυπτοι την βαλλόμενη δραστικά απο τον εχθρό αμαξιτή οδό. Οι αξιωματικοί του πεζικού είναι απόλυτοι :
“Οφείλουν να περάσουν και ας μείνουν τα μισά κανόνια”. ‘Αδικα προσπαθούν να τους εξηγήσουν οτι δεν πρόκειται περί δειλίας, αλλά περί της αντίληψεως των πλείστων πυροβολητών, ότι ήταν μείωση και προσβολή να βληθούν ακάλυπτοι, εν κινήσει και να χάσουν τα πυροβόλα τους. Οι Διοικητές του Πυροβολικού δηλώνουν στον Μέραρχο οτι δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη να διατάξουν “να διέλθουν εζευγμένες πυροβολαρχίες επί οδού επισημασμένης και βαλλομένης δραστικώς υπό του εχθρικού Πυροβολικού.”
21 Ιουνίου 1913. Η κατάσταση είναι πλέον δραματική. Η προέλαση της VI Μεραρχίας έχει σταματήσει. Ο Μέραρχος Συνταγματάρχης Δελαγραμμάτικας μετά από εισήγηση του Επιτελάρχου Ταγματάρχου Χατζηανέστη εξέδωσε γραπτή διαταγή προς τους Διοικητάς των Μοιρών να προωθήσουν τρείς πυροβολαρχίες διά της αμαξιτής οδού και προφορική εντολή όσοι αρνηθούν να αντικατασταθούν. “Κανείς δεν αρνείται” εβροντοφώνησε ο Διοικητής της επικεφαλής πυροβολαρχίας Λοχαγός Αμβράσογλου. Πράγματι κανείς πυροβολάρχης δεν αρνείται.
Ίσως αυτό να περίμεναν. Εκείνη τη στιγμή μια Πυροβολαρχία προσβάλλεται τυχαίως από εχθρικά βλήματα και εξουδετερώνεται. “… Μετ’ ολίγα λεπτά άρχισε η ιστορική εκείνη κίνηση. ‘Εκαστον όχημα έφθανε βάδην μέχρι της κορυφογραμμής και εκείθεν εξώρμα εν φρενήρει καλπασμώ με απόσταση 60 μέτρων από το προηγούμενο επί της επικλινούς αμαξιτής προς την Λιγκοβάνην (Ξυλούπολις). Το Βουλγαρικό Πυροβολικό έβαλε μαινόμενον διά σφοδρού πυρός εναντίον εκάστου αναφαινομένου οχήματος.
Ευτυχώς όλαι σχεδόν αι οβίδες του εξερηγνύοντο επί του εδάφους, πυκνός δε κονιορτός και καπνός εκάλυπτον μετ’ ολίγον την βαλομένην ζώνην. Το θέαμα ήτο φοβερόν άμα και μεγαλειώδες. ‘Απαντες οι αξιωματικοί του Στρατηγείου, Διοικηταί του Πυροβολικού κλπ εν αγωνία προσέβλεπον τας επί της οδού εκρήξεις, αλλά δεν ηδύναντο να διακρίνωσι τα αποτελέσματα ως εκ του κονιορτού και του καπνού. Ευτυχώς συνέβαινε το αυτό και δια τους Βουλγάρους πυροβολητάς των ανατολικώς του λόφου εχθρικών πυροβολείων.
Κατά τα θεωρητικά δεδομένα, αι απώλειαι έπρεπε να είναι μεγάλαι και κατά την γνώμη μας θα είμεθα ευτυχείς, εάν διήρχοντο σώα τα ημίση τουλάχιστον των πυροβόλων. Το αποτέλεσμα υπήρξε ανέλπιστον. Εκ των διελθόντων υπερτριάκοντα οχημάτων τρία μόνο επλήγησαν υπό των εχθρικών οβίδων και εξ αυτών το ένα μόνο καιρίως ώστε να παραμείνη επί της οδού (βλητοφόρο) …
Εντός μιάς ώρας, 16 πυροβόλα ευρίσκοντο τεταγμένα εις θαυμασίας θέσεις και καλάς αποστάσεις (2000 – 2500 μέτρα) από των χαρακωμάτων και των πυροβολείων του Λαχανά. Εις εν εκ των βληθέντων βλητοφόρων παρετηρήθη το εξής περίεργο γεγονός, το οποίο απεδόθη εις Θείαν παρέκβασιν υπό των πυροβολητών και των φαντάρων μας. Ολόσωμος εχθρική οβίς έπληξε το εφόλκαιον του βλητοφόρου, διέτρησε τους κάλυκας των εν αυτώ οβίδων χωρίς να εκραγώσιν αύται, εφ’ όσον δεν ήγγισεν τα εμπυρεύματα αυτών.”
Η επίθεσις εκανονίσθη να γίνη αιφνιδιαστικώς την 3 και 30′ μμ μετά σύντομον προπαρασκευή πυροβολικού. Ο δρόμος για τους Εύζωνους του Παπαδόπουλου και του Βελισσαρίου είχε ανοίξει.
Το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων. Την επίθεση κατά του λόφου Λαχανά την 3 και 30′ μμ ανέλαβε να ενεργήσει το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων (Συνταγματάρχης Παπαδόπουλος Διονύσιος), το οποίο την ανέθεσε στο 9ο Τάγμα Ευζώνων (Ταγματάρχης Βελισσαρίου Ι.) με δύναμη έξη Λόχων Ευζώνων (4 Λόχοι του 9ου Τ.Ε. και 2 Λόχοι του 8ου Τ.Ε.)
Μετά δεκάλεπτη προπαρασκευή πυροβολικού κατά τη διάρκεια της οποίας οι 6 Λόχοι του Βελισσαρίου, προχωρούντες ταχέως, έφθασαν σε απόσταση εφόδου από την πρώτη γραμμή των Βουλγαρικών ορυγμάτων, το πυρ των αμυνομένων είχε εξασθενίσει σημαντικά. Ο Βελισσαρίου άρπαξε από τον γιακά τον περίφημο Βλάχο, τον σαλπιγκτή του, και τον κράτησε ορθό και μπροστά στους Βούλγαρους να σαλπίζει επί 5 λεπτά το σάλπισμα “Εμπρός δια της Λόγχης”.
Σύμφωνα με τις οδηγίες του οι Εύζωνοι έβαλαν αιφνιδίως ταχύτατο ολιγόλεπτο πυρ εναντίον του εχθρού, μετά το οποίο όρμησαν ακάθεκτοι και με βροντώδεις αλαλαγμούς εναντίον των επί της πρώτης οφρύος του λόφου Βουλγαρικών χαρακωμάτων.
“… Η γραμμή των εφορμώντων λόχων, με τις απαστράπτουσας υπό τον ήλιο υπερχίλιες λόγχες, ομοίαζε με χαλύβδινη ταινία, η οποία απειλητική επήρχετο εναντίον των εχθρικών ορυγμάτων. Πρίν αύτη φθάσει σε απόσταση 150 μέτρων περίπου και καθ’ ήν στιγμήν το πυροβολικόν αναγκαζόταν να επιμηκύνει τη βολή του, οι αμυνόμενοι εγκατέλειψαν τα χαρακώματα φεύγοντες, ολίγοι κατ’ αρχήν και στη συνέχεια πολύ περισσότεροι, μόλις οι αλαλάζοντες εύζωνοι πλησίασαν τις θέσεις τους.
Ο αγών υπήρξε σύντομος αλλά μεγαλειώδης. Το Βουλγαρικό πυροβολικό ημύνθη λυσσωδώς μέχρι τελευταίας στιγμής, βάλλον διά βολιδοφόρων με ρυθμιστή μηδέν. Η παρά τας νοτίας κλιτείς του λόφου πυροβολαρχία καταλήφθηκε ολόκληρη, του Πυροβολάρχου και των πλείστων πυροβολητών φονευθέντων επί τόπου.
Οι Βούλγαροι πανικόβλητοι εγκατέλειψαν 438 αιχμαλώτους και έξη πυροβόλα με τα κλείστρα ανέπαφα, τα δυο δε εξ αυτών εγκατελήφθησαν γεμάτα, των πυροβολητών λογχισθέντων επί των πυροβόλων των. Το 1/38 Σ.Ευζώνων κατά την τριήμερη μάχη είχε συνολικά 252 νεκρούς και 443 τραυματίες μεταξύ των οποίων τον Δκτή του 8ου Τάγματος Ευζώνων Ταγματάρχη Ιατρίδη Γ., και όλους πλην ενός, τους Διοικητάς Λόχων του Τάγματος Κρητών.
H MAXH ΤΗΣ ΔΟΪΡΑΝΗΣ
Οι Βουλγαρικές δυνάμεις που υποχώρησαν από το Κιλκίς κατευθύνθηκαν προς τη Δοϊράνη και αποτελούνταν από 11 τάγματα και ανάλογο πυροβολικό. Οι δυνάμεις αυτές που ενισχύθηκαν και με 8 ακόμα τάγματα της 1ης Ταξιαρχίας της 6ης Μεραρχίας, που έδρευε στη Στρώμνιτσα, οργάνωσαν αμυντική τοποθεσία στα υψώματα νότια από τη Δοϊράνη.
Στο αριστερό του Ελληνικού στρατού βάδιζαν η 3η και η 10η Μεραρχία, με κατεύθυνση τη Δοϊράνη. Στις 22 Ιουνίου, η 10η Μεραρχία, αφού απελευθέρωσε το χωριό Ηλιόφωτο, συνέχισε την πορεία της προς την Καλίνδρια.
H 3η Μεραρχία κατέλαβε τα υψώματα βόρεια της Καλίνδριας, όπου δέχθηκε εχθρικά πυρά από την κατεύθυνση της Δοϊράνης και ανέκοψε την παραπέρα κίνησή της. Την επομένη, 23 Ιουνίου, η 10η και η 3η Μεραρχία αποφάσισαν να επιτεθούν ταυτόχρονα στις 08:30 κατά των Βουλγαρικών θέσεων στα υψώματα της Δοϊράνης.
Πράγματι, η 10η Μεραρχία επιτέθηκε την καθορισμένη ώρα κατά των υψωμάτων της Διάβασης, Περάσματα, στα νοτιοδυτικά της Δοϊράνης, αλλά αμέσως μετά την εξόρμησή τους τα τμήματα της μεραρχίας δέχθηκαν σφοδρά πυρά πεζικού και πυροβολικού, με αποτέλεσμα να υποστούν σοβαρές απώλειες και να καθηλωθούν.
H 3η Μεραρχία καθυστέρησε και μόλις στις 10:00 άρχισε την επίθεσή της. Τα τμήματά της δέχθηκαν το σύνολο των πυρών του Βουλγαρικού πυροβολικού. Παρόλα αυτά, η 3η Μεραρχία συνέχισε την επίθεσή της και μετά από σφοδρή μάχη κατέλαβε τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες το σιδηροδρομικό σταθμό και την πόλη της Δοϊράνης. Οι Βούλγαροι υποχώρησαν άτακτα προς τα βόρεια, αφού πήραν ως ομήρους το Μητροπολίτη και 30 προκρίτους της Δοϊράνης.
H 3η Μεραρχία συνέχισε την καταδίωξη του εχθρού και μέχρι το βράδυ κατέλαβε τα πρώτα υψώματα, βόρεια της πόλης της Δοϊράνης. Οι απώλειες της 10ης Μεραρχίας κατά τη μάχη της Δοϊράνης ήταν πολύ μεγάλες και ανήλθαν σε 5 αξιωματικούς και 101 οπλίτες νεκρούς και 22 αξιωματικούς και 733 οπλίτες τραυματίες. Οι απώλειες της 3ης Μεραρχίας ήταν μικρότερες και ανήλθαν συνολικά σε 146 αξιωματικούς και οπλίτες, νεκρούς και τραυματίες.
Ιστορικό της Μάχης
Κατά τις πρώτες ημέρες του Β” Βαλκανικού Πολέμου, η αποτυχημένη Βουλγαρική επίθεση μετατράπηκε σύντομα σε υποχώρηση που κορυφώθηκε με την νικηφόρα για τις Ελληνικές δυνάμεις Μάχη Κιλκίς-Λαχανά στις 19-21 Ιουνίου 1913. Αμέσως μετά η Ελληνική στρατιά συνέχισε την προέλασή της βορειότερα.
Επίθεση
Οι Ελληνικές Μεραρχίες (3η και 10η) σύμφωνα με διαταγή του Γενικού Επιτελείου επιτέθηκαν το πρωί της 23ης Ιουνίου στα υψώματα της (Παλαιάς) Δοϊράνης (σήμερα ΠΓΔΜ) που ευρίσκονταν οχυρωμένες Βουλγαρικές δυνάμεις. Η 10η Μεραρχία επιτέθηκε κατά των υψωμάτων της διάβασης Περάσματα, στα νοτιοδυτικά της Δοϊράνης. Τα Ελληνικά τμήματα σφοδρά δέχθηκαν πυρά πεζικού και πυροβολικού με αποτέλεσμα να καθηλωθούν. Σε αυτό συνέβαλλε και η καθυστέρηση της 3ης Μεραρχίας, που έδωσε την ευκαιρία στο σύνολο των Βουλγαρικών δυνάμεων να συγκεντρώσουν το σύνολο των πυρών κατά της 10ης Μεραρχίας.
Στις 10.00 π.μ. ξεκίνησε να επιτίθεται και η 3η Μεραρχία. Ύστερα από σύντομο, αλλά και σφοδρό αγώνα, τα Ελληνικά τμήματα κατάφεραν να απελευθερώσουν την πόλη της Δοϊράνης. Τα Βουλγαρικά τμήματα συμπτήχθηκαν άτακτα προς βορρά, αφού απήγαγαν ως ομήρους τον Μητροπολίτη Πολυανής Φώτιο και 30 προκρίτους της πόλης. Αποτεφρώνουν επίσης, τη μητρόπολη Πολυανής μαζί με τα αρχεία του Κώδικα, που αποτελούσαν τη σημαντικότερη καταγραφή της ιστορίας της περιοχής.
Στο πέρασμά τους κατά την οπισθοχώρηση, οι Βούλγαροι δεν άφησαν τίποτα όρθιο, ούτε έμψυχο ούτε άψυχο υλικό. Επρόκειτο για μια ολοκληρωτική καταστροφή. Η 3η Μεραρχία συνέχισε την καταδίωξη και το ίδιο βράδυ κατέλαβε τα υψώματα βόρεια της πόλης. Μετά τη χάραξη των συνόρων όμως, το βορειοδυτικό τμήμα του λεκανοπεδίου Δοϊράνης μαζί με την ομώνυμη πόλη, (Παλαιά) Δοϊράνη ή Πολυανή, πέρασε στη Βουλγαρική πλευρά και οι κάτοικοί της προσέφυγαν στη Δοϊράνη Κιλκίς και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.
Απολογισμός
Μεγάλος υπήρξε ο αριθμός των Βουλγάρων αιχμαλώτων καθώς και αυτών που στην προσπάθειά τους να διαφύγουν τη σύλληψη πνίγηκαν στην ομώνυμη λίμνη. Οι συνολικές απώλειες της Ελληνικής πλευράς ανήλθαν για την 3η Μεραρχία σε 146 νεκρούς και τραυματίες και για την 10η Μεραρχία σε 106 νεκρούς και 755 τραυματίες.
H ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑΣ
Σύμφωνα με τις διαταγές του Γενικού Στρατηγείου, οι Ελληνικές μεραρχίες του κέντρου (2η, 5η και 4η και η Ταξιαρχία Ιππικού) και του αριστερού (10η και 3η) συνέχισαν από το πρωί της 24ης Ιουνίου την προέλασή τους προς τα βορειοανατολικά, με κατεύθυνση την κοιλάδα της Στρώμνιτσας, που τη χώριζε από την περιοχή της Δοϊράνης το όρος Μπέλες (Κερκίνη), καταδιώκοντας τις Βουλγαρικές δυνάμεις που εξακολουθούσαν να συμπτύσσονται προς τα βόρεια.
Ετσι, η 2η Μεραρχία ξεκίνησε από το χωριό Κεντρικό (παλ. Σνέφτσε) και διαμέσου των χωριών Μυριόφυτο και Μπουρνιές έφθασε το βράδυ στο χωριό Μπαϊράμ Ομπασι, στις νότιες προσβάσεις του Μπέλες, όπου και διανυκτέρευσε. H 4η Μεραρχία, ακολουθώντας την κατεύθυνση Διάβαση Καστανούσας-Αγία Παρασκευή, κατέλαβε τις πρώτες απογευματινές ώρες το ύψωμα Παλαιό Τριεθνές στο όρος Κερκίνη, όπου και διανυκτέρευσε.
H 5η Μεραρχία έφθασε με τον όγκο των δυνάμεών της στο χωριό Ταταρχή, όπου εγκατέστησε τμήματα ασφαλείας. H 10η Μεραρχία, ύστερα από σύντομη πορεία, έφθασε στο χωριό Τσανίτσανε, όπου και διανυκτέρευσε. H 3η Μεραρχία, κινούμενη στην αμαξιτή οδό Δοϊράνη-Στρώμνιτσα, έφθασε το μεσημέρι στο ύψος του χωριού Ζυκάδι (παλ. Ντεντελή), όπου δέχθηκε πυκνά πυρά πυροβολικού από τα υψώματα του Κωστουρίνο και ανέκοψε την κίνησή της.
Αφού έταξε το πυροβολικό της, άρχισε να βάλει κατά των εχθρικών θέσεων πυροβολικού. H μονομαχία πυροβολικού συνεχίσθηκε μέχρι το βράδυ. Τέλος, η ταξιαρχία ιππικού κινήθηκε προς τα ανατολικά, αλλά όταν η εμπροσθοφυλακή της έφθασε κοντά στο χωριό Βυρώνεια, δέχθηκε πυρά από τα βουλγαρικά τμήματα που ήταν μέσα στο χωριό και ανέκοψε την παραπέρα κίνησή της.
Την επομένη, 25 Ιουνίου, η 2η Μεραρχία επιτέθηκε κατά των βουλγαρικών θέσεων στα υψώματα του χωριού Ντόρλοπος και στην ορεινή διάβαση του χωριού Ορμανλή, τις οποίες κατέλαβε ύστερα από σκληρή μάχη μέχρι τις βραδινές ώρες. Οι απώλειες της μεραρχίας κατά την ημέρα αυτή ανήλθαν σε 20 οπλίτες νεκρούς και 3 αξιωματικούς και 122 οπλίτες τραυματίες.
H 3η Μεραρχία συνέχισε την προέλασή της προ τη διάβαση του Κωστουρίνο και αφού πέρασε το ποτάμι Άνσκα Ρέκα κάτω από τα σφοδρά πυρά του εχθρικού πυροβολικού και κατέλαβε με σκληρή μάχη το χωριό Ράμπροβο, προχώρησε μέχρι το βράδυ στα νότια υψώματα της διάβασης. Οι απώλειες της μεραρχίας κατά την ημέρα αυτή ήταν σοβαρές και ανήλθαν σε 1 αξιωματικό και 20 οπλίτες νεκρούς και 3 αξιωματικούς και 211 οπλίτες τραυματίες.
H 5η Μεραρχία συνέχισε την πορεία της προς τη διάβαση του Κωστουρίνο, αλλά όταν γύρω στις 14:00 έφθασε στα χωριά Καγιαλή και Μεμεσλί δέχθηκε πυρά εχθρικού πυροβολικού από τα υψώματα που βρίσκονταν βόρεια από τα δύο χωριά και αναπτύχθηκε σε μάχη. Μετά από σκληρό αγώνα, που κράτησε μέχρι το βράδυ, κατόρθωσε να καταλάβει πολλά δεσπόζοντα σημεία στην κορυφογραμμή του όρους Μπέλες.
H 10η Μεραρχία, στο άκρο αριστερό της Ελληνικής στρατιάς, συνέχισε την πορεία της μέσω των χωριών Φούρκα-Μπράβιντσε-Μπαλίντσε και έφθασε στο ποτάμι Ανσκα Ρέκα, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση.
H 4η Μεραρχία προώθησε τον όγκο των δυνάμεών της στην κορυφογραμμή του όρους Κερκίνη, στο παλιό Τριεθνές, όπου και σταθεροποιήθηκε. H Ταξιαρχία Ιππικού απέστειλε αναγνωρίσεις προς τις διαβάσεις του όρους Κερκίνη στα βόρεια του χωριού Ανω Πορόϊα και προς το χωριό Ανω Πετρίτσι και ανέφερε στο Γενικό Στρατηγείο ότι οι Βούλγαροι κατείχαν τα υψώματα δυτικά του Νέου Πετριτσίου, με δύναμη 10-12.000 ανδρών και 15 περίπου πυροβόλα.
Στο μεταξύ, οι Βούλγαροι, διαπιστώνοντας τη δύσκολη θέση τους στη διάβαση του Κωστουρίνο, υποχώρησαν άτακτα στη διάρκεια της νύχτας προς τη Στρώμνιτσα. Το πρωί της επομένης, 26 Ιουνίου, η 3η και η 5η Μεραρχία κινήθηκαν γρήγορα και κατέλαβαν τη διάβαση του Κωστουρίνο.
Τη νύχτα της 25ης προς την 26η Ιουνίου, οι Βούλγαροι υποχώρησαν απ’ όλες τις θέσεις που κατείχαν στο όρος Μπέλες. Μόλις η υποχώρησή τους έγινε αντιληπτή, το Γενικό Στρατηγείο διέταξε την 4η Μεραρχία να προελάσει αμέσως προς τα χωριά Γκάμπροβο και Κολέσινο και τις άλλες μεραρχίες να προωθήσουν ισχυρές εμπροσθοφυλακές προς την κοιλάδα της Στρώμνιτσας.
Ετσι, η 4η Μεραρχία κατέλαβε με την εμπροσθοφυλακή της το χωριό Σούσιτσα στην κοιλάδα της Στρώμνιτσας και έφραξε την οδό Στρώμνιτσα-Πετρίτσι, ενώ την επομένη, 27 Ιουνίου, προσέβαλε Βουλγαρικές φάλαγγες που υποχωρούσαν από το Σερβικό μέτωπο, τις οποίες και διέλυσε. Κυρίευσε 12 πυροβόλα και συνέλαβε 52 αιχμαλώτους. Οι απώλειες της μεραρχίας ήταν 34 νεκροί και 99 τραυματίες.
H 2η Μεραρχία προωθήθηκε και αυτή στην κοιλάδα της Στρώμνιτσας και κατέλαβε τη γραμμή των χωριών Κούκλις-Μπάνσκο και ήλθε σε επαφή με την 4η Μεραρχία, ενώ η 5η προέλασε και γύρω στις 11:00 έφθασε στην πόλη της Στρώμνιτσας, την οποία κατέλαβε χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Την επομένη, 27 Ιουνίου, η μεραρχία απέκρουσε με επιτυχία βουλγαρική αντεπίθεση και προσέβαλε φάλαγγα του εχθρού, που υποχωρούσε προς τα ανατολικά από το σερβικό μέτωπο. Συνέλαβε 8 αξιωματικούς αιχμαλώτους και 586 οπλίτες.
Μάχες στα στενά της Στρώμνιτσας
Ο Στρατηλάτης Βασιλιάς Κωνσταντίνος όταν έφθασε στη Δοϊράνη πληροφορήθηκε για την απαγωγή του Έλληνα Επισκόπου και των προκρίτων της πόλης. Ανακοινώθηκε, έτσι, επίσημα πως οι απαχθέντες από τους Βουλγάρους, ως όμηροι, ήταν :
Ο επίσκοπος Πολυανής Φώτιος, ο ανεψιός του Δημ. Τσικμάκης, Γεώργιος Τσουμάκης, Χρήστος Ψωμάς, Δημ. Χατζηιωάννου, Γ. Μοναστήρης, Γ. Αναστασίου, Σπύρος Γρηγορίου, Βασίλειος Μπούρτσος, Κ. Μάρκου, Α. Μάρκου, Γ. Τερζιτάνης, Χρ. Τερζιτάνης, Δ. Μάρκου, Κ. Λιόλης, Κ. Σαλαμάνης, Λ. Δεμπόλας, Α. Νάτσικας, Ι, Ζανής και ο νυκτοφύλακας Γρηγόριος.
Εκτός από τους παραπάνω πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών οι Βούλγαροι συνέλαβαν και έστειλαν στις Σέρρες που βρισκόταν τότε υπό την κατοχή τους : τον ιερέα Παπαπέτρου, το Δημ. Αθανασιάδη, διευθυντή της Ελληνικής Σχολής Δοϊράνης, Δημήτριο Καραουλάνη, Ν. Ζήνωνα, Ν. Πάϊκο. Λ. Παπαγιαννάκη, Κ. Βογιατζή, Π. Χατζηνάκο και Γ. Χατζηγρηγορίου.
Η Ελληνική Κυβέρνηση ζήτησε την απελευθέρωση των ομήρων και ενημέρωσε με τηλεγραφήματα τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Το πρώτο μέρος του Ελληνοβουλγαρικού πολέμου έκλεισε με την κατάληψη της Δοϊράνης. Ο Βουλγαρικός στρατός κατέφυγε προς την Στρώμνιτσα, όπου δημιούργησε αμυντικές γραμμές σε όλο το μήκος των Στενών που οδηγούν στη Στρώμνιτσα. Ενισχύθηκε μάλιστα από δυνάμεις που διατηρούσε στο Ιστίπ, το οποίο με την είδηση της κατάληψης της Δοϊράνης εγκαταλείφθηκε.
Στο μεταξύ από την περιοχή της Στρώμνιτσας, οι Βούλγαροι, είχαν αρχίσει από μέρες να μεταφέρουν πολεμικά υλικά σε ασφαλή τοποθεσία που ήταν η δεύτερη αμυντική γραμμή βόρεια του όρους Κερκίνης, μεταξύ Μελενίκου και Πετριτσίου. Η προέλαση του Ελληνικού Κέντρου από τη Δοϊράνη άρχισε αμέσως μετά τη μάχη της Δοϊράνης, από το πρωί της Τετάρτης 24ης Ιουνίου.
Η αμυνόμενη βουλγαρική μεραρχία του στρατηγού Τένεφ καθώς και τα τρία συντάγματα της 3ης Μεραρχίας υπό του Σαράφωφ προσπαθούσαν να κρατήσουν την πρώτη αμυντική γραμμή στα στενά του Ντεντελή.
Μέσα στις Βουλγαρικές ομοβροντίες οι στρατιώτες του πεζικού του Κέντρου εφορμούν με τη λόγχη. Το Ελληνικό πυροβολικό αδυνατεί να εξελιχθεί λόγω της ανωμαλίας του εδάφους και παραμένει στην αμαξιτή οδό των Στενών. Οι Βούλγαροι αντιλήφθηκαν πως ήταν αδύνατο να κρατήσουν τα στενά του Ντεντελί όταν είδαν δύο ελληνικές μεραρχίες που προσπαθούσαν να τους υπερφαλαγγίσουν. Δίνουν το σύνθημα της οπισθοχώρησης για να βρουν το χρόνο να οργανωθούν στη δεύτερη αμυντική γραμμή.
Την γραμμή αυτή αποτελούσαν οι δυτικοί πρόποδες της Κερκίνης, δια μέσω των οποίων συνεχίζει η φυσική στενωπός για τη Στρώμνιτσα. Η Βουλγαρική άμυνα είχε απλωθεί σε ένα μήκος 14 χιλιομέτρων με κατεύθυνση από την ανατολή προς τη δύση. Άρχιζε από τα υψώματα 1063, 1135, πάνω από τις λοφοσειρές του χωριού Ορμανλί, έπιανε το ύψωμα Ταλ Οτμπούκ Tεπέ (ύψωμα 850) που δεσπόζει του στενωπού και συνεχίζει με το Γάβροβο (ύψωμα 140) και πάνω από τις βουνοσειρές του Βαλάντοβο.
Η μάχη η οποία θα άρχιζε ήταν πολύ κρίσιμη. Στο κέντρο δεν υπήρχε Ελληνικό πυροβολικό και η θέση των Ελλήνων ήταν δύσκολη. Το Ελληνικό πεζικό ήταν υποχρεωμένο να καταλάβει δασώδη και απότομα μέρη μέσα στα αναρίθμητα καταιγιστικά πυρά του Βουλγαρικού πυροβολικού. Η ψυχολογία όμως είναι το μεγαλύτερο όπλο. Έτσι, στην κατάλληλη ψυχολογική στιγμή μεταδίδεται σε όλες τις Ελληνικές γραμμές ότι κατά την εκπόρθηση των πρώτων αμυντικών γραμμών του εχθρού, σώματα Ελληνικού πεζικού εφόρμησαν με τη λόγχη και κατέλαβαν τρεις λόφους και τα εννέα τηλεβόλα που υπήρχαν σε αυτούς, τύπου Κρεζώ.
Συγχρόνως όμως στις 3 η ώρα το απόγευμα της 26 Ιουνίου, τρεις Ελληνικές πυροβολαρχίες εξελίσσονται σε ομαλό έδαφος κοντά στο Γάβροβο και ανταπεξέρχονται κατά των Βουλγαρικών πυροβολείων στα υψώματα του Κουστούρινου. Το Ελληνικό μηχανικό τελείωνε σε απίστευτο χρόνο απαραίτητα τεχνικά έργα για να επιτευχθεί η πρόσβαση της πυροβολικής μοίρας. Κατάφερε, έτσι, να ανέβει στα υψώματα του Γάβροβου και από εκεί να κατακεραυνώσει το Βουλγαρικό πεζικό που βρισκόταν στο ύψωμα του Ορμανλί.
Ο εχθρός όμως είχε ήδη πτοηθεί. Κυρίως όταν οι Ελληνικές δυνάμεις με το ορειβατικό πυροβολικό είχαν καταλάβει τα ανατολικά υψώματα της Βουλγαρικής άμυνας. Στο Κέντρο μία Ελληνική Μεραρχία κατέλαβε την περιοχή από του Ορμανλί μέχρι το ύψωμα 1063 ενώ το υπόλοιπο μέρος του στρατού εξακολούθησε την αναρρίχηση στις κορυφές μέσα από χαράδρες και δάση. Ήταν μια δύσκολη επιχείρηση αφού δέχονταν συνέχεια καταιγισμό από το Βουλγαρικό πυροβολικό.
Η σφοδρότητα της μάχης κόπασε όταν έπεσε το σκοτάδι. Μέχρι της ένδεκα το βράδυ ακούγονταν ασθενείς τουφεκιοβολισμοί και κάπου – κάπου κανονιοβολισμοί. Το Ελληνικό πυροβολικό είχε προχωρήσει αρκετά και εκτόπισε με τη λόγχη τα εχθρικά κλιμάκια προς την κύρια γραμμή της άμυνας των. Η αυριανή ημέρα ήταν καθοριστική για την έκβαση της μάχης των Στενών.
Όταν ο Βουλγαρικός στρατός υποχώρησε μετά τη μάχη του Καστορίνου ή Κουστουρίνου όπως αναφέραμε σε σημείωμά μας πέρασε από την Στρώμνιτσα.
Εκεί διασπάστηκε. Δημιουργήθηκαν τότε ληστρικά μπουλούκια που λεηλάτησαν τα Ελληνικά και Οθωμανικά καταστήματα της αγοράς της πόλης. Μπήκαν σε Ελληνικά σπίτια τα κατέστρεψαν και άρπαξαν ότι έβρισκαν: χρήματα, τιμαλφή και άλλα πολύτιμα ευμετακόμιστα αντικείμενα. Σύμφωνα με τηλεγράφημα που εστάλη από τη Δοϊράνη προς το Υπουργείο Στρατιωτικών «ο Έλληνας ιερέας Παπακωνσταντίνος σκοτώθηκε με άγριο τρόπο από τους Βουλγάρους, τραυματίστηκε η σύζυγός του, η κόρη του διέφυγε την ατίμωση πηδώντας από το παράθυρο του σπιτιού τους.»
Το πολυπληθές Ελληνικό στοιχείο της πόλης είχε τρομοκρατηθεί από τις βιαοπραγίες των Βουλγάρων. Κλείστηκε στα σπίτια του σε αναμονή του Ελληνικού στρατού. Οι Βούλγαροι παρόλα αυτά διέρρηξαν το σπίτι του Έλληνα Αβδέλου, σκότωσαν έναν οικογενειακό φίλο από τη Γευγελή που τον φιλοξενούσαν αφού δεν κατόρθωσε να διαφύγει. Ο ιδιοκτήτης σώθηκε αφού διέφυγε από τη στέγη του σπιτιού του. Το Ελληνικό στοιχείο δεινοπάθησε αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Οι Βούλγαροι φόνευσαν μέσα στο κέντρο της Στρώμνιτσας 16 Οθωμανούς, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και παιδιά.
Συνέλαβαν αρκετούς επιφανείς Έλληνες της πόλης για να τους απαγάγουν ως ομήρους για να εξασφαλίσουν την οπισθοχώρησή τους. Αναφέρονται μάλιστα και τα ονόματά τους: Κ. Σταμπουλής, Γ. Καραμανώλης, Ι. Βελλίνος, Ν.Βελλίνο, Αθ. Βελλίνο, Β. Τζίνετζη, Τράϊκο, Ν.Στάνη, Ν. Δημητρίου, Ι. Δοϊμενίδη, Κ. Μπομποβίκη, Σωτ. Σταύρου, Ν. Κούλουσχο, Κ. Λαπαπέσκα, Ν. Χρυσίκη, Σ.Παπαγιδάρη, Κ. Μπογδαντάρη, Π. Διαμπουλή, Κ. Παπανικολάου, Β. Νίου, Γ. Μάγειρου, και Ν. Πάρτη.
Ο Έλληνας Μητροπολίτης της Στρώμνιτσας Αρσένιος, μάταια ζήτησε την απελευθέρωσή τους. Δήλωσε, μάλιστα, πως απεκδύεται της ευθύνης για τις αντεκδικήσεις στις οποίες θα παρασυρθούν οι Έλληνες όταν θα κυριεύσουν την πόλη κατά των Βούλγαρων κατοίκων της πόλης και των χωριών, αν οι συλληφθέντες πρόκριτοι απάγονταν ή κακοποιούνταν. Οι Βούλγαροι άκουσαν τον Μητροπολίτη που μίλησε ενώπιον των κατοίκων της Στρώμνιτσας και τους άφησαν ελεύθερους εκτός από δύο του Γ. Καραμανώλη και Ι. Βελλίνου, τους οποίους έσφαξαν.
Για να εκδικηθούν μάλιστα τον Αρσένιο, προσπάθησαν να τον κλείσουν στο χολεροκομείο της πόλης, ως δήθεν χολεριασμένος. Για να μη χαρακτηριστεί ως ύποπτο το φρικιαστικό αυτό κακούργημα πίεζαν τον γιατρό ανεψιό του Μητροπολίτη να συντάξει γνωμάτευση που να πιστοποιεί το νόσημα. Ευτυχώς ο Αρσένιος κατάφερε να διαφύγει τη νύκτα σε γειτονικό χωριό. Εκεί Χριστιανοί κάτοικοι τον κρύψανε μέχρι τη φυγή των Βουλγάρων από τη Στρώμνιτσα.
Η πόλη καταλήφθηκε από το Ελληνικό ιππικό στις επτά το απόγευμα της Τετάρτης 26 Ιουνίου 1913.
Μία ώρα μετά, Βουλγαρικές ομάδες στρατιωτών που οπισθοχωρούσαν έκαναν προσπάθεια να μπουν στην πόλη. Ειδοποιήθηκαν όμως από ανιχνευτές τους πως στην πόλη βρισκότανε ήδη Ελληνικός στρατός. Τράπηκαν σε φυγή και έτσι σώθηκε η Στρώμνιτσα από νέες λεηλασίες και σφαγές.
Χαρακτηριστικά μάλιστα αναφέρεται πως η εμφάνιση των Βούλγαρων ανιχνευτών προκάλεσε πανικό και σχεδόν όλοι οι κάτοικοι για το φόβο των σφαγών βγήκαν μισόγυμνοι με παιδιά και γυναίκες και διανυκτέρευσαν στα γύρω υψώματα.
Νωρίς το πρωί αποκαταστάθηκε η τάξη. Ενθουσιώδης εκδηλώσεις ακολούθησαν από τους χιλιάδες Έλληνες και εκατοντάδες Οθωμανούς. Και όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά: «ενθουσιωδέστερον των Ελλήνων πανηγυρίζουν οι Τούρκοι την απολύτρωσιν εκ της Βουλγαρικής τυραννίας.»
Η Στρώμνιτσα με την κατάληψη από τον Ελληνικό στρατό σώθηκε και δεν έπαθε το παραμικρό. Είναι ψευδές ότι το Ελληνικό πυροβολικό κατέστρεψε την πόλη. Όταν εισήλθε το Ελληνικό ιππικό η πόλη φυσιογνωμικά ήταν απείραχτη. Εκτός των Ελληνικών οικιών οι οποίες καταστράφηκαν και κάηκαν από τους Βουλγαρο – κομιτατζήδες. Η υποδοχή μάλιστα που τους επιφυλάχτηκε ήταν αυτή των ελευθερωτών.
Ένα μήνα όμως αργότερα, ο ενθουσιασμός των Ελλήνων κατοίκων που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της πόλης, μετατράπηκε σε γοερό κλάμα. Έμελλε να ξεριζωθούν μετά από χιλιάδες χρόνια και να κάψουν με τα ίδια τα χέρια τους τα σπίτια που εγκατέλειπαν για να έρθουν εντός των ορίων της νέας Ελλάδας.
H ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ
Στις 25 Ιουνίου, ο αρχηγός του Ελληνικού στόλου, αντιναύαρχος Κουντουριώτης, διαπίστωσε ότι οι Βούλγαροι είχαν εγκαταλείψει την Καβάλα και τα περίχωρά της και αποφάσισε να σπεύσει να καταλάβει την πόλη. Όταν το αίτημά του προς το Γενικό Στρατηγείο να του διαθέσει τμήμα στρατού για να διεξάγει την επιχείρηση δεν ικανοποιήθηκε, έδωσε διαταγή στον κυβερνήτη του αντιτορπιλικού “Δόξα” να καταλάβει αυτός την Καβάλα.
Πράγματι, στις 26 Ιουνίου, το αντιτορπιλικό “Δόξα”, συνοδευόμενο από τα ανιχνευτικά “Πάνθηρ” και “Ιέραξ”, κατέπλευσε στο λιμάνι της Καβάλας και με άγημά του κατέλαβε στις 16:00 την πόλη.
Ιστορικό
Ήταν η ανάσταση του λαού της Μακεδονίας ο Ιούνιος του 1913. Η Καβάλα ένιωθε τον αέρα της λευτεριάς. Αιώνες σκλαβιάς έμεναν στο παρελθόν και μια νέα σελίδα άνοιγε για την πολύπαθη αυτή γωνιά της Ελλάδας. Ήταν χρόνια δύσκολα αυτά τα πρώτα του αιώνα. Οι Σούρκοι καταλάβαιναν ότι έρχεται το τέλος της κυριαρχίας τους στην περιοχή και γίνονταν ολοένα πιο σκληροί, αν και προσπαθούσαν κάποιοι από αυτούς «Νεότουρκοι» να δείξουν ένα νέο «συνταγματικό» πρόσωπο.
Η έλευση των Βουλγάρων, το φθινόπωρο του 1912 άλλαξε προς το χειρότερο τα δεδομένα. Οι πρώην «σύμμαχοι» των Ελλήνων στους Βαλκανικούς πολέμους έγιναν σκληροί κατακτητές και διώκτες του Ελληνικού στοιχείου. Ο στόχος τους γνωστός, αλλοίωση των δημογραφικών δεδομένων στην περιοχή.
Οι Βούλγαροι το καλοκαίρι 1913 περίμεναν την Ελληνική επίθεση, δια θαλάσσης αφού το Ναυτικό κυριαρχούσε στα νερά του Αιγαίου. Τα Βουλγαρικά πυροβόλα, από τα βουνά του Συμβόλου όρους προσπαθούν, ματαίως, να πλήξουν τα Ελληνικά πλοία. Αντίθετα υπέστησαν σημαντικές ζημιές από τα κανόνια του Ελληνικού στόλου. Την ίδια στιγμή ο Ελληνικός στρατός αναγκάζει του Βουλγάρους που είχαν στρατηγικές θέσεις στα περάσματα του Στρυμόνα και του Παγγαίου να συμπτυχθούν.
Ο Ελληνικός στόλος αγκυροβολεί στη Θάσο και στην πόλη της Καβάλας οι σκόπιμες διαδόσεις του Ελληνικού στοιχείου μιλούν για απόβαση στην Καβάλα μεγάλων τμημάτων του Στρατού που «μεταφέρουν» τα Ελληνικά πλοία. Οι Βούλγαροι διακατέχονται από πανικό. Φροντίζουν όμως να συλλάβουν τους επιφανείς πολίτες της Καβάλας αλλά και να τοποθετήσουν εκρηκτικά σε κτίρια της πόλης.
Ο Στόλαρχος Παύλος Κουντουριώτης γνωρίζει ότι οποιαδήποτε απόβαση θα ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα σε μια περιοχή που οι Βούλγαροι είχαν φροντίσει να τοποθετήσουν νάρκες. Τότε βάζει σε εφαρμογή ένα σχέδιο όπου άδεια μεταγωγικά πλοία εμφανίζονται στον κόλπο της Καβάλας, την νύχτα δε, τα πλοία αυτά να ανταλλάσσουν σκόπιμα σήματα φωτός με τα πλοία του στόλου.
Το θωρηκτό «Ύδρα» δίνει την εντύπωση ότι καλύπτει απόβαση ανατολικά της πόλης , οι Βούλγαροι με προβολείς προσπαθούν να δουν τι συμβαίνει. Νιώθουν ότι θα «εγκλωβιστούν» από τους Έλληνες έτσι αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την πόλη παίρνοντας ως «ασπίδα» ομήρους τις αρχές της Καβάλας.
Μια ομάδα νέων της Καβάλας αποφασίζει να ενημερώσει τον Στόλαρχο Κουντουριώτη για την απρόβλεπτη αυτή εξέλιξη. Είναι οι Δημήτριος Ανδρής, Πέτρος Βλάχος, Σταμάτης Γαλανός, Παράσχος, Γεώργιος Χατζηαποστόλου, Δημήτριος Χαρισιάδης. Ο Κουντουριώτης μόλις μαθαίνει τα νέα δίνει εντολή στον Πλωτάρχη, κυβερνήτη του αντιτορπιλικού «ΔΟΞΑ» να ερευνήσει αν υπάρχει «ελεύθερη» δίοδος να πλεύσουν προς την Καβάλα.
Οι Καβαλιώτες νέοι αναλαμβάνουν να τους βοηθήσουν με την συνδρομή ψαράδων που γνώριζαν τα «νερά» και τα σημεία όπου οι Βούλγαροι είχαν τοποθετήσει νάρκες. Το «ΔΟΞΑ» από τα νερά πλησίον Νέστου φθάνει ανατολικά της πόλης. Οι βάρκες έβγαλαν στην στεριά τους ναύτες. Οι Καβαλιώτες ξεσπούν σε ζήτω κραυγές. Η Ελληνική σημαία κυματίζει. Κάποιοι τις έχουν κρυμμένες στα μπαούλα και τις αναρτούν στα σπίτια τους με καμάρι.
Ο άνεμος της λευτεριάς πνέει στην Καβάλα. Στο άγημα των ναυτών αποτελείται από 35 άτομα με επικεφαλής τον Σημαιοφόρο Αγγελή. Ο Κριεζής γίνεται πρόσωπο λατρείας στα χέρια τον σηκώνουν οι Καβαλιώτες και τον οδηγούν στο Διοικητήριο (το σημερινό δικαστικό μέγαρο) εκεί υψώνει την Ελληνική σημαία στο μπαλκόνι του κτιρίου, εκεί τον συναντούν οι εναπομείναντες αρχές της πόλης. Σον ανακοινώνουν και το κακό μαντάτο της ομηρίας των επιφανών πολιτών αλλά και του Επισκόπου Μυρέων Αθανασίου.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ NEOY ΠΕΤΡΙΤΣΙΟΥ (ΒΕΤΡΙΝΑΣ) KAI ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟΥ
Στις 25 Ιουνίου, το δεξιό τμήμα της στρατιάς, ακολουθώντας τη δυτική όχθη του ποταμού Στρυμόνα, έφθασε με την 6η Μεραρχία στο χωριό Λιβαδιά και με την 1η στο χωριό Θρακικό. H 7η Μεραρχία παρέμεινε στις θέσεις της, επιτηρώντας τη δυτική όχθη του Στρυμόνα από το χωριό Κουμαριά, μέχρι το χωριό Χείμαρρος.
Στις 26 Ιουνίου, η 1η Μεραρχία ξεκίνησε στις 04:00 τα ξημερώματα από το χωριό Θρακικό προς το Νέο Πετρίτσι. Οταν τα τμήματά της έφθασαν στις 09:00 στη Βυρώνεια, βλήθηκαν δραστικά από το Βουλγαρικό πυροβολικό και από εκείνη τη στιγμή μέχρι το απόγευμα η βολή του εχθρικού πυροβολικού ήταν αδιάκοπη και κάλυπτε όλο το έδαφος από το οποίο θα προχωρούσαν.
Στις 16:00, το Βουλγαρικό πυροβολικό ελάττωσε τη δραστικότητα των πυρών και μετά από λίγη ώρα διέκοψε τη βολή του. Τότε, οι δυνάμεις της μεραρχίας άρχισαν να προχωρούν και να καταλαμβάνουν διαδοχικά, μετά από πείσμονα αγώνα, τα αντερείσματα του όρους Μπέλες προ του χωριού Νέο Πετρίτσι, εκδιώκοντας από εκεί του Βούλγαρους.
Από το πρωί της 27ης Ιουνίου ξανάρχισε ο αγώνας προ του χωριού Νέο Πετρίτσι, με γενική κατά μέτωπο επίθεση των ελληνικών τμημάτων κατά των Βουλγάρων. Παρόλο που τα επιτιθέμενα τμήματα δοκιμάζονταν σοβαρά από τα πυρά των Βουλγάρων, κατόρθωσαν γύρω στις 08:00 να καταλάβουν το χωριό Νέο Πετρίτσι. Οι Βούλγαροι, κατά την υποχώρησή τους, ανατίναξαν τη σιδηροδρομική και μια ξύλινη γέφυρα που υπήρχαν στο Στρυμόνα. Στις 14:00, ολόκληρη η 1η Μεραρχία συγκεντρώθηκε και στάθμευσε γύρω από το Νέο Πετρίτσι.
Στις 26 Ιουνίου, στις 04:45 τα ξημερώματα, κινήθηκε και η 6η μεραρχία από το χωριό Λιβαδιά ακολουθώντας την 1η Μεραρχία. Οταν έφθασε δυτικά του χωριού Βυρώνεια, έστειλε ένα τάγμα ευζώνων προς την ορεινή διάβαση της Σιδηρόπορτας, στην κορυφογραμμή του όρους Μπέλες. Το τάγμα έφθασε στις 07:00 στο χωριό Ανω Πορόια και στις 10:30 πλησίασε τις Βουλγαρικές θέσεις σε απόσταση 3 χιλιομέτρων.
Επακολούθησε σφοδρή επίθεση και στις 13:30 το τάγμα κατόρθωσε να καταλάβει τη διάβαση και τα γύρω υψώματα, όπου εγκαταστάθηκε. H 6η Μεραρχία, μόλις άρχισε η μάχη της 1ης Μεραρχίας με τις Βουλγαρικές δυνάμεις στη Βυρώνεια, σταμάτησε την προέλασή της στα δυτικά της Βυρώνειας, όπου διανυκτέρευσε.
Στις 27 Ιουνίου, μετά από διαταγή του Γενικού Στρατηγείου, η 6η Μεραρχία πέρασε το Στρυμόνα και στις 19:00 έφθασε στο σιδηροδρομικό σταθμό του Σιδηροκάστρου και με προωθημένα τμήματά της κατέλαβε το Σιδηρόκαστρο, το οποίο, στο μεταξύ, είχαν εγκαταλείψει οι Βούλγαροι, αφού προηγουμένως το λεηλάτησαν και κατέσφαξαν το μητροπολίτη και περισσότερους από 100 προκρίτους.
Οι απώλειες κατά τη διήμερη αυτή μάχη ανήλθαν, για μεν την 1η Μεραρχία σε 3 αξιωματικούς και 4 οπλίτες νεκρούς, 75 οπλίτες τραυματίες και 36 αγνοούμενους, ενώ για την 6η Μεραρχία, σε 1 αξιωματικό και 35 οπλίτες νεκρούς και 1 αξιωματικό και 132 οπλίτες τραυματίες.
«Κατέλαβα τη Βέτρινα, εκτοπίζοντας τον εχθρό από τις θέσεις που κατείχε σε υψώματα βορείως του χωριού, μέχρι τώρα επτά διαδοχικά. Ο εχθρός υποχωρεί προς το βορρά».
Με τη σύντομη αυτή αναφορά, του αντισυνταγματάρχη Διονύσιου Παπαδόπουλου, προς τον διοικητή του τμήματος στρατιάς Μανουσογιαννάκη, επισφραγίστηκε η απελευθέρωση του Νέου Πετριτσίου και της γύρω περιοχής, το πρωινό της 27ης Ιουνίου 1913. Ήταν η μεγάλη ώρα της λευτεριάς, μετά από 529 χρόνια Τουρκικής κατοχής και 1 χρόνο στυγνής Βουλγαροκρατίας.
Το τριήμερο 25, 26 και 27 Ιουνίου 1913, οι νοτιοανατολικές πρόποδες της οροσειράς της Κερκίνης, απ’ το Ακριτοχώρι μέχρι τα στενά του Στρυμόνα, υπήρξαν πεδίο σκληρών εχθροπραξιών μεταξύ τμημάτων του ελληνικού και βουλγαρικού στρατού, με επίκεντρο το Νέο Πετρίτσι. Η μάχη της Βέτρινας ή του Δεμίρ Ισσάρ, όπως έμεινε στην ιστορία, σήμανε την οριστική απελευθέρωση της περιοχής των Σερρών και την ενσωμάτωση της στον εθνικό κορμό.
Παραμονές της μάχης
Μετά την ήττα τους στο Κιλκίς, το Λαχανά και τη Δοϊράνη, τα Βουλγαρικά στρατεύματα στράφηκαν προς την περιοχή του Σιδηροκάστρου, με μοναδικό στόχο να ανασυνταχθούν και να αποτρέψουν την Ελληνική προέλαση προς το βορρά, τα στενά του Ρούπελ και τη Βουλγαρική ενδοχώρα στη συνέχεια. Στη προσπάθεια γενικής ανασύνταξης των Βουλγαρικών στρατιωτικών δυνάμεων, το πρωινό της 13ης Ιουνίου. ο διοικητής της 11ης Βουλγαρικής μεραχίας Ιβάνωφ διέταξε τα παρακάτω στον Αθανασώφ, στρατιωτικό διοικητή Σερρών :
Ο στρατιωτικός διοικητής Σερρών, αναλαμβάνει τη δίοικηση όλων των ένοπλων τμημάτων με εντολή να συναθροίσει τα λείψανα της ταξιαρχίας της Δράμας και να οργανώσει κρατερά άμυνα επί της αριστερής όχθης του Στρυμόνα. Εφόσον ο εχθρός δεν σας πιέζει να μην υπάρξει υποχώρηση Ο ποταμός όσο και αν είναι προσπελάσιμος σε πολλά σημεία, παρουσιάζει στον εχθρό μεγάλες δυσκολίες, αν έχει να αντιμετωπίσει το πυροβολικό μας.
Να επανέλθουν τα στρατεύματά σας επί των διαβάσεων αυτών και να οργανωθεί ισχυρή αντίσταση. Κρατήστε διαθέσιμα τμήματα για αντεπιθέσεις την κατάλληλη στιγμή». Μετά τη διαταγή αυτή, τα στρατεύματα του Αθανασώφ ξεκίνησαν για τις διαβάσεις του Στρυμόνα και για την οργάνωση της γραμμής Χαροπού – Κοίμησης, – Ρούπελ.
25 Ιουνίου 1913. Με προορισμό τη Βέτρινα
Την ώρα που οι Βούλγαροι επιχειρούσαν την ύστατη ανασύνταξη των δυνάμεών τους, Ελληνικά στρατιωτικά τμήματα προσέγγιζαν τους Ν.Δ πρόποδες της οροσειράς της Κερκίνης. Μέχρι το πρωινό της 25ης Ιουνίου, τα Ελληνικά τμήματα είχαν προωθηθεί μέχρι το χωριό Μανδράκι, εκδιώκοντας τον εχθρό από σημαντικές θέσεις, κυρίως πάνω από τα Άνω Πορόια και το στρατηγικής σημασίας πέρασμα «Σιδερά Πύλη» στο Μπέλες. Εξαιτίας της Ελληνικής προέλασης, ο στρατηγός Σαράφωφ εγκατέλειψε εσπευσμένα τα Άνω Πορόϊα και έφτασε στο Νέο Πετρίτσι, όπου και όρισε την έδρα του.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, το τμήμα στρατιάς Μανουσογιαννάκη, εξέδωσε την παρακάτω διαταγή προς την 1η και 6 μεραρχία : Ο εχθρός κατέχει το χωριό Βέτρινα. Τριγύρω απ τη σιδηροδρομική γέφυρα έχουν τοποθετηθεί 12 με 15 περίπου πυροβόλα, ενώ κατασκευάστηκε ξύλινη γέφυρα 500 μέτρα βόρεια της σιδηροδρομικής γέφυρας. Εχθρικές δυνάμεις υπάρχουν στο Πούλιοβο (Θερμοπηγή) και Ράδοβο (Χαροπό).
Το χωριό Χατζή Μπεϊλίκ (Βυρώνεια) κατέχεται από Βούλγαρους αντάρτες».. Στη συνέχεια ο μέραρχος Μανουσογιαννάκης, διατάσσει για τις κινήσεις των Ελληνικών δυνάμεων το πρωινό της επόμενης μέρας, 26ης Ιουνίου : «Αύριο το τμήμα στρατιάς θα συνεχίσει την πορεία του προς τη Βέτρινα, προκειμένου να εκδιώξει τον εχθρό πέρα από το ποτάμι. Η 1η μεραρχία βαδίσει χωριζόμενη σε 2 μέρη.
Το αριστερό μέρος θα κατευθυνθεί από το Δερβέντι (Ακριτοχώρι) και το Χατζή Μπεϊλίκ (Βυρώνεια). Το δεξιό τμήμα θα ακολουθήσει την κανονική αμαξιτή οδό. Η 6η μεραρχία θα ακολουθήσει την αμαξιτή οδό, βάζοντας το πυροβολικό της επικεφαλή της δεξιάς φάλαγγας».
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΣΕΡΡΩΝ
Το απόγευμα της 27ης Ιουνίου, το Γενικό Στρατηγείο διέταξε την 7η Μεραρχία να προελάσει από τις 28 Ιουνίου προς τα ανατολικά, να απελευθερώσει τις Σέρρες και τη Δράμα και να εξασφαλίσει το ανατολικό πλευρό της στρατιάς.
Αμέσως, η μεραρχία διέταξε τα τμήματά της, που ήταν στο χωριό Χείμαρρος και αυτά που ήταν στο Δασοχώρι, να συγκεντρωθούν στο Στρυμονικό, ώστε ολόκληρη η μεραρχία να περάσει από τις γέφυρες Στρυμονικού και Κουμαριάς και να προελάσει προς τα βόρεια. Παράλληλα, διατάχθηκαν το τάγμα γεφυροποιών και ο λόχος μηχανικού να αποκαταστήσουν το ταχύτερο τις γέφυρες Στρυμονικού και Κουμαριάς, για να περάσουν από αυτές οι μονάδες της μεραρχίας.
Μόλις περατώθηκε η αποκατάσταση των γεφυρών, η μεραρχία άρχισε από το μεσημέρι της 28ης Ιουνίου να διαβαίνει τον ποταμό Στρυμόνα και να κινείται εσπευσμένα προς τις Σέρρες, όπου από τις 08:00 φάνηκαν να κατεβαίνουν από τη Βροντού Βουλγαρικά τμήματα με κομιτατζήδες. Τα τμήματα αυτά επιτέθηκαν εναντίον των υπερασπιστών της πόλης (προσκόπων- πολιτοφυλάκων), που βρίσκονταν στα βόρεια των Σερρών.
Μετά από τρίωρη μάχη, τα Ελληνικά τμήματα κάμφθηκαν και υποχώρησαν προς τα νότια. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν τις Σέρρες, τη λεηλάτησαν, την πυρπόλησαν και έσφαξαν ή πήραν μαζί τους ως ομήρους πολλούς από τους κατοίκους. Στις 13:00, έφθασαν στις Σέρρες σώματα προσκόπων, που κινήθηκαν εσπευσμένα από το πρωί από τη Νιγρίτα, τα οποία εξανάγκασαν τους Βούλγαρους να αποσυρθούν προς τα υψώματα βορειότερα.
Οι Βούλγαροι εκδιώχθηκαν και από τα υψώματα αυτά περίπου στις 20:00 από την εμπροσθοφυλακή της 7ης μεραρχίας, η οποία κατέλαβε την πόλη και εγκατέστησε τμήμα κάλυψης προς τα βόρεια και τα ανατολικά. Στις 30 Ιουνίου, η 7η μεραρχία έστειλε το 21ο Σύνταγμα πεζικού και μία μοίρα πυροβολικού προς τη Δράμα και με την υπόλοιπη δύναμή της προέλασε από το πρωί της 1ης Ιουλίου προς το Νευροκόπι.
Το απόσπασμα του 21ου Συντάγματος έφθασε το βράδυ της 30ής Ιουνίου ανεμπόδιστα μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό Αγγίστας, όπου διανυκτέρευσε. Την επομένη, 1η Ιουλίου, συνέχισε την πορεία του προς τα βορειοανατολικά. Ενα χιλιόμετρο περίπου μετά το χωριό Αλιστράτη, η εμπροσθοφυλακή του εξουδετέρωσε εύκολα ενέδρα κομιτατζήδων και συνέχισε την πορεία της.
Στη συνέχεια, το σύνταγμα, αφού έδωσε μάχη με βουλγαρική φάλαγγα στο δρόμο Δράμας-Προσοτσάνης, έφθασε το βράδυ στη Δράμα, την οποία κατέλαβε και πρόλαβε να σώσει από βέβαιο εμπρησμό. Οι κάτοικοι της πόλης επιφύλαξαν θερμή υποδοχή στα ελληνικά τμήματα. H Βουλγαρική φρουρά της περιοχής είχε υποχωρήσει σιδηροδρομικώς προς την Ξάνθη, αφού πρώτα πυρπόλησε το Δοξάτο και έσφαξε τους περισσότερους από τους 3.000 κατοίκους του.
Ιστορικό
Η μεγάλη ιδέα της Βουλγαρίας, όπου με αυτήν διαπαιδαγωγήθηκαν δύο γενιές, κατέρρευσε μπροστά στην αποφασιστικότητα και τον ηρωϊσμό των Ελλήνων στρατιωτών Οι νικηφόρες μάχες του Κιλκίς –Λαχανά, της Δοϊράνης και της Στρώμνιτσας ήταν καθοριστικές στην τελική έκβαση του συνόλου του Μακεδονικού μετώπου.
Οι Βούλγαροι εγκατέλειπαν εσπευσμένα πόλεις και χωριά που είχαν καταλάβει από τον πρώτο Βαλκανικό. Ο Στρατηλάτης Βασιλιάς Κωνσταντίνος και το στρατιωτικό επιτελείο του βρίσκονταν στρατοπεδευμένοι -ήδη από τις 23 Ιουνίου- στη Δοϊράνη. Στις 28 Ιουνίου 1913, πληροφορήθηκαν τηλεγραφικώς την αποχώρηση του Βουλγαρικού στρατού από την πόλη των
Σερρών.
Έτσι το Στρατιωτικό Επιτελείο έσπευσε να ενημερώσει το Υπουργείο των Στρατιωτικών με το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Ο φρούραρχος Σερρών τηλεγραφεί ότι η πόλις κατελήφθη υπό αποσπάσματος προσκόπων. Εκηρύχθη ο στρατιωτικός νόμος. Εσχηματίσθη πολιτοφυλακή προς τήρησιν της τάξεως. Αποσπάσματα προσκόπων και πολιτοφυλάκων εξήλθον εις την ύπαιθρον χώραν, ίνα φρουρήσουν αυτήν από ενδεχόμενη επίθεση κομιτατζήδων.»
Αλλά ας δούμε πως περιγράφει ο αυστριακός υποπρόξενος Σερρών την αποχώρηση των Βουλγάρων από την πόλη σε σχετικό τηλεγράφημα που έστειλε στον πρόξενο της Αυστρίας στη Θεσσαλονίκη:
«Ένα βουλγαρικό απόσπασμα με τμήματα ιππικού και πεζικού κανονιοβόλησε την πόλη των Σερρών το πρωί της Παρασκευής (28 Ιουνίου 1913). Αφού έπεσαν μερικές βόμβες σε διάφορα σημεία της πόλης το πεζικό μπήκε στην πόλη. Σφάξανε πολλούς κατοίκους και πυρπόλησαν όλα τα σπίτια και τα καταστήματα της πόλης, η οποία καταστράφηκε εντελώς.
Τα θύματα της σφαγής και της πυρκαγιάς είναι πολυάριθμα. Δύο χιλιάδες περίπου ψυχές μένουν χωρίς στέγη, τροφή, ρουχισμό και καταλύματα. Όλα τα αποθέματα καταστράφηκαν. Η πόλη στερείται εντελώς ζωοτροφών. Για τη φοβερή αυτή κατάσταση σας παρακαλώ να λάβετε μέρος στην..
αποστολή βοήθειας.
Το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής οι στρατιώτες του τακτικού στρατού χτύπησαν την οικία μου μας έβγαλαν με τη βία στο δρόμο, εμένα και την οικογένειά μου, τότε ένας μεγάλος αριθμός προσώπων που προσπαθούσαν να αποφύγουν τη σφαγή και τη φωτιά ήρθαν προς εμένα. Όλα τα παιδιά και οι γυναίκες που με συνόδευαν απειλήθηκαν με θάνατο και μόνον με αντίτιμο μεγάλου ποσού λύτρων απελευθερώθηκαν. Είμαι υγιής, το σπίτι μου ήταν στο έλεος της φωτιάς και βρέθηκα με την οικογένειά μου άστεγος και άνευ ρουχισμού.»
Ενώ ένα άλλο τηλεγράφημα που στάλθηκε προς τον πρόεδρο της Βουλής την 1η Ιουλίου 1913, αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Πριν βάλουνε φωτιά οι Βούλγαροι λεηλάτησαν όλα τα σπίτια και τα καταστήματα, σπάζοντας τις πόρτες με τσεκούρια. Δεν υπολόγιζαν ούτε τους ξένους υπηκόους που έλπιζαν ότι θα σωθούν υψώνοντας τις εθνικές σημαίες τους. Έτσι παραβιάστηκαν οικίες του Θεμιστοκλέους Μιγάτσκου διευθυντού της Τραπέζης Αθηνών, Αυστριακού υπηκόου που κατοκούσε στο σπίτι του αυστριακού Δούρου, τα σπίτια των Αμερικανών καπνεμπόρων Χαίκτων και Μουρ.
Αν και είχαν ανυψώσει την αμερικάνικη σημαία, η οικία του αντιπροσώπου του καπνεμπορικού καταστήματος ”Κομέρσιαλ”-οίκου Αγγλικού, το κατάστημα Τίριγγ που ανήκε σε Αυστριακό, οι καπναποθήκες ”Αμέρικαν-Ταμπάκο και ” Έρζοκ”, Αυστριακού, η Μακεδονική Εταιρεία Καπνών, η Αγγλική του Μονοπωλίου Καπνών των αδελφών Εσκενάζη Αμερικανών, Κιαζημμεμίν, Ιταλού, Χασίζ Σαούρτα, Ισπανού. Επίσης κάηκαν η Τράπεζα Αθηνών και Ανατολής, τα σπίτια Κ. Μαρούλη, Γερμανού υπηκόου.»
Ο εμπρησμός και η λεηλασία-κατακάηκαν τα δύο τρίτα της πόλης– διήρκησε μέχρι το απόγευμα της Παρασκευής, οπότε έφθασε το σώμα των προσκόπων υπό τον Μαζαράκη. Επιτέθηκε κατά των Βουλγάρων που αυτοί δεν άργησαν να τραπούν σε φυγή. Από τους προσκόπους σκοτώθηκαν επτά και τραυματίστηκαν δέκα. Δυστυχώς, όμως, η εκδικητική μανία των Βουλγάρων δεν άφησε τίποτε όρθιο. Ευτυχώς γλύτωσαν τα γυναικόπαιδα.
Την ίδια μέρα το απόγευμα μπήκε στις Σέρρες η 7η Μεραρχία υπό του Μεράρχου Σωτήλη. Η εικόνα που αντίκρυσε ήταν τρομερή. Οι Βούλγαροι, όπως και στο Κιλκίς, πριν την αναχώρησή τους έκαψαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Κυρίως τη μεγάλη Ελληνική συνοικία και την Ελληνική αγορά.
Ο Μέραρχος έστειλε τηλεγράφημα στο στρατιωτικό επιτελείο στη Δοϊράνη ζητώντας επειγόντως βοήθεια.
«Η πόλη Σερρών εκάη ολόκληρος εξαιρέσει Τουρκικής και Εβραϊκής συνοικίας. Αγορά εκάη επίσης. Πλήθος γυναικοπαίδων ευρέθησαν φονευμένα ή απηνθρακωμένα εντός των οικιών. Πόλις στερείται εντελώς άρτου. Απόλυτος ανάγκη ληθώσι μέτρα συντόμως προς διατροφήν πληθυσμού. Άστεγοι υπερβαίνουσι 20 χιλιάδας.»
Οι Βούλγαροι πριν εγκαταλείψουν τις Σέρρες έσφαξαν εκτός από τον ιατρό Αναστάσιο Χρυσάφη, το γυμνασιάρχη Παπαπαύλου και τον διευθύνοντα του υποκαταστήματος της Τραπέζης Ανατολής, Σταμούλη. Για να δούν ”Ιδίοις ‘Ομμασι” την καταστροφή των Σερρών, πήγαν οι πρόξενοι της Αυστρίας και της Ιταλίας. Με ανακοινώσεις τους οι δύο πρόξενοι εξέφρασαν τη φρίκη τους για ”τα πρωτάκουστα ανοσιουργήματα”.
Στις 6 Ιουλίου 1913 κατόπιν εντολής του φρουράρχου Μαζαράκη άρχισε η εκκαθάριση των ερειπίων από το κέντρο της πόλης. Όπως αναφέρεται σε εφημερίδα της εποχής πιστοποιήθηκαν ότι κάηκαν αρκετοί κάτοικοι αφού πρώτα είχαν δολοφονηθεί με ξιφολόγχη. Στη συνοικία Κατινίκια είχαν σφαγεί 28 μεταξύ αυτών ήταν και ο Αυστριακός μηχανικός Αλβέρτος Πιρώ.
Σημειώνεται μάλιστα πως οι συνοικίες που κάηκαν ολοσχερώς ήταν : Αγίων Παντελήμονος, Ελεούσης, Βλασίου, Ταξιαρχών, Αποστόλων, Αθανασίου, Νικολάου, Παρασκευής, Βλαχερνών, Γεωργίου, Βαρβάρας, Άντωνίου, Αναργύρων, Ευαγγελιστρίας και Φωτεινής.
Από τους 23 ναούς διασώθηκαν μόνον τρεις και όλα τα χωριά κάηκαν. Όλη η αγορά κάηκε εκτός ενός μικρού τμήματος που κατασβήστηκε. Αλλά και στην Εβραϊκή συνοικία καήκαν 115 περίπου οικίες. Η Εβραϊκή σχολή και η συναγωγή ανατινάχτηκαν με δυναμίτη. Από τις Τουρκικές οικίες μόνον δύο κάηκαν. Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο είναι καταχωρημένο στην εφημερίδα ”Εμπρός” της 5ης Ιουλίου 1913. Στο δημοσίευμα σημειώνεται πως έγινε εκδήλωση στο τζαμί Εσκή, όπου είχε μετατραπεί από τους Βουλγάρους σε εκκλησία.
Με την απελευθέρωση της πόλης αποδόθηκε πάλι στους Μουσουλμάνους, όπου έγινε ειδική εκδήλωση για το σκοπό αυτόν. Στην εκδήλωση παρεβρίσκονταν οι πρόξενοι της Αυστρίας και της Ιταλίας, οι πολεμικοί ανταποκριτές Μαγκρίνι και Φέρμαν ο δήμαρχος των Σερρών Αδήλ Βέης, Έλληνες πρόκριτοι και πολλοί άλλοι. Εκεί ο φρούραρχος της πόλης των Σερρών Μαζαράκης κήρυξε την απελευθέρωση της. Είπε συγκεκριμένα ο Φρούρχος:
«Εν ονόματι της Α. Μεγαλειότητος του Βασιλέως Κωνσταντίνου και του νικηφόρου στρατού κηρύσσω την απελευθέρωσιν της αγαπητής πόλεως των Σερρών τόσον σκληρώς δοκιμασθείσης υπό βαρβάρου εχθρού. Η Ελληνική Κυβέρνησις θα απονείμει τοις πάσι δικαιοσύνην, ουδεμίαν διάκρισιν ποιούσα μεταξύ φυλής, θρησκεύματος, εθνικότητος.»
Τις πρώτες μέρες η κατάσταση ήταν δραματική.
Ο μητροπολίτης Σερρών με το Φρούραρχο Μαζαράκη έστειλαν τηλεγράφημα σε σύλλογο της Αθήνα με την επωνυμία ”Επιτροπή Κυριών” και ζήτησαν ρουχισμό για τις χιλιάδες των αστέγων.
Το τηλεγράφημα έλεγε τα εξής: «Ανάγκη έλθη Σέρρας, επιτροπή κυριών μετά ενδυμάτων, τροφίμων και δια νοσοκομεία». Όπως πληροφορούμαστε η αποστολή ρουχισμού και τροφίμων από τον πιο πάνω σύλλογο ήταν άμεση.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ
Στις 28 Ιουνίου εισήλθε στον πόλεμο και η Ρουμανία. Και το απόγευμα της 29ης Ιουνίου το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε Διαταγές για την επίσπευση της προέλασης στο εσωτερικό της Βουλγαρίας.
Η «Ομάδα Κέντρου», υπαγόμενη απ’ ευθείας στον Αρχιστράτηγο και αποτελούμενη από την 1η, 2η, 4η, 5η και 6η Μεραρχία και την Ταξιαρχία Ιππικού, θα προέλαυνε προς τη Τζουμαγιά κατά μήκος του Στρυμόνα. Το «Τμήμα Στρατιάς Αριστερού» υπό τον Υπτγο Δαμιανό, με την 3η και 10η Μεραρχία, διατάχθηκε να προελάσει προς το Πέτσοβο στην κοιλάδα του ποταμού Μπρεγκαλνίτσα, καλύπτοντας το αριστερό, με εντολή να συνδράμει τον αγώνα του κέντρου αν χρειαζόταν.
Και δεξιά, η 7η Μεραρχία διατάχθηκε να προελάσει προς το Νευροκόπι, στέλνοντας και ένα απόσπασμα Συντάγματος στη Δράμα. Η 7η ΜΠ, με Διοικητή τον Σχη (ΜΧ) Ναπολέοντα Σωτίλη και Επιτελάρχη τον Τχη (ΜΧ) Ιάκωβο Νεγρεπόντη, είχε κατά την έναρξη των μαχών συνολική δύναμη 261 Αξιωματικών, 13.804 Υπαξιωματικών και Οπλιτών, με 16 πεδινά και 12 ορειβατικά πυροβόλα, 16 πολυβόλα και 2.901 κτήνη.
Διέθετε 3 Συντάγματα Πεζικού (19ο υπό τον Ανχη ΠΖ Βίκτορα Βούρλη, 20ο υπό τον Ανχη ΠΖ Δημήτριο Γιαννόπουλο και 21ο υπό τον Ανχη ΠΖ Νικόλαο Μιχαλόπουλο – Αρκαδινό) καθώς και 3 Μοίρες Πυροβολικού (1η ΜΠΠ υπό τον Τχη ΠΒ Τόλια Ρεγκλή, 2η ΜΠΠ υπό τον Τχη ΠΒ Αριστείδη Κανάρη και ΙΙΙ ΜΟΠ υπό τον Λγό ΠΒ Παναγιώτη Κουγιτέα), καθώς και την 7η Ημιλαρχία Ιππικού, τον 7ο Λόχο Μηχανικού (Τχης ΜΧ Π. Βλάσσης) και Διμοιρία Τηλεγραφητών.
Στις 30 Ιουνίου 1913, το 21ο Σύνταγμα της 7ης Μεραρχίας υπό τον Σχη Νικόλαο Μιχαλόπουλο – Αρκαδινό, έλαβε Διαταγή να κατευθυνθεί προς τη Δράμα και το ίδιο βράδυ έφθασε στον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Άγγιστας. Την επομένη συνέχισε την πορεία του. Κοντά στην Αλιστράτη χρειάστηκε να δώσει μάχη με κομιτατζήδες, τους οποίους διέλυσε. Και στη συνέχεια, εισήλθε στη Δράμα, απελευθερώνοντάς την μετά από 500 χρόνια κατοχής και δουλείας. Ιδού πώς περιέγραψε την είσοδο του Στρατού ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος:
«Χαράς Ευαγγέλια! Ελευθερία και Ελευθέρια εορτάζομεν από της 4ης μ.μ. εν τη Δράμα. Αναπνέομεν! Ζώμεν! Κινούμεθα! Ο Ελληνικός μας Στρατός νικητής και τροπαιούχος εισήλθεν εις την Δράμαν. Χαρά! Αγαλλίασις, άσματα! Ελευθερία!»
Αλλά την ίδια μέρα, στο Δοξάτο, Βούλγαροι Στρατιώτες και κομιτατζήδες, κατά την αποχώρησή τους, την πυρπόλησαν και έσφαξαν τους περισσότερους κατοίκους, μεταξύ των οποίων Ιερείς, γυναίκες, παιδιά και βρέφη. Από τους 3.000 κατοίκους, μόνο 120 κάτοικοι επέζησαν της σφαγής, την οποία καταδίκασε ακόμη και ο Βούλγαρος Αρχιμανδρίτης της Δράμας
Σχετικά με τις σφαγές Δοξάτου, ο Ιταλός δημοσιογράφος Μαγκρίνι, έγραψε:
«Μετά από συστηματική έρευνά μου αποδείχθηκε ότι, τη νύχτα του Σαββάτου (29 Ιουνίου) οι Βούλγαροι τοποθέτησαν στην πεδιάδα τηλεβόλα και την αυγή της Κυριακής άρχισαν να βομβαρδίζουν το Δοξάτο. Οι κάτοικοι έντρομοι, άλλοι έφυγαν προς την Καβάλα, άλλοι προς τα βουνά και πολλοί κλείστηκαν στα σπίτια τους. 120 Βούλγαροι Ιππείς εμφανίστηκαν ξαφνικά, διαιρέθηκαν σε 2 ομάδες υπό τους Τχες Μπέρνεφ και Συμεώνωφ, και άρχισαν να διώκουν και να σπαθίζουν τους φυγάδες.
Ακολούθησαν 400 Βούλγαροι Στρατιώτες, που γύμνωναν τα θύματα και λόγχιζαν τους τραυματίες. Στη συνέχεια το Πεζικό εισήλθε στην πόλη, ακολουθούμενο από 2 άμαξες φορτωμένες με πετρέλαιο. Αξιωματικοί και Στρατιώτες βίασαν και στη συνέχεια εκτέλεσαν τα κορίτσια και τις γυναίκες που είχαν μείνει στην πόλη, ενώ σκότωναν βρέφη, πετώντας τα στον αέρα και λογχίζοντάς τα καθώς έπεφταν. Στη σφαγή συμμετείχαν και Μουσουλμάνοι, που χωρισμένοι σε ομάδες των 5 υπό Βουλγαρική διοίκηση, σκότωναν τραυματίες και έδειχναν τα μέρη όπου κρύβονταν Έλληνες, ενώ έλαβαν μέρος και πολλοί Αξιωματικοί, ο δε Τχης Βέρνεφ σκότωσε με το ξίφος του 4 και τραυμάτισε άλλους 3, όπως με διαβεβαίωσαν αυτόπτες μάρτυρες.
Η σφαγή συνεχίστηκε ως τις 5 μμ. Μετά οι Βούλγαροι αποχώρησαν φορτωμένοι λάφυρα, ενώ της φάλαγγάς τους προηγείτο ένας Στρατιώτης που παρίστανε το σημαιοφόρο, έχοντας στη λόγχη του καρφωμένο ένα μωρό 6 μηνών.» Μετά την απελευθέρωση της Δράμας, το απόσπασμα προέλασε ΒΔ προς την στενωπό του Κερτζιράρ Τεπί. Από εκεί κατέβηκε προς το Τσέρνοβο, όπου ο εχθρός είχε οργανωθεί αμυντικά.
Στις 4 Ιουλίου, το απόσπασμα κατέλαβε το Κ. Νευροκόπι και στη συνέχεια, στις 5 Ιουλίου επιτέθηκε μετωπικά προς τον εχθρό που κατείχε οργανωμένες και φυσικά οχυρές θέσεις στα υψώματα του Παπά Τσαΐρ και Κοπρίβλιανης, με 12-16 Τάγματα και 12 πυροβόλα, ενώ από τα δυτικά επιτέθηκε η κύρια δύναμη της 7ης Μεραρχίας, που στο μεταξύ είχε εκδιώξει τους απέναντί της εχθρούς, μετά από σκληρές μάχες στη Μπαμπίνα (σημερινή Μεγάλη Κορυφή, ύψος 1299 μ.) και στη Βροντού.
Η συνδυασμένη επίθεση από τα νότια και δυτικά, ανάγκασε τους Βουλγάρους να υποχωρήσουν. Κατά τη διάρκεια της μάχης κυριεύθηκαν 6 πυροβόλα, ενώ και άλλα 18 πυροβόλα και 2 πολυβόλα εγκατέλειψε ο εχθρός υποχωρώντας. Η καταδίωξη συνεχίστηκε υπό βροχή ως αργά το βράδυ και σταμάτησε λόγω του σκότους αλλά και της καταστροφής μιας γέφυρας πριν το Νευροκόπι. Οι απώλειες της Μεραρχίας ανήλθαν σε 22 Οπλίτες νεκρούς και 5 Αξιωματικούς και 165 Οπλίτες τραυματίες.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι οι Βούλγαροι, αν και συνήθως υποχωρούσαν άτακτα, πάντοτε σχεδόν φρόντιζαν να καταστρέφουν πίσω τους γέφυρες και δρόμους. Το Βουλγαρικό Μηχανικό έκανε καλή δουλειά στις καταστροφές. Αλλά το Ελληνικό Μηχανικό έκανε ακόμη καλύτερη σουλειά στις επισκευές:
Η σιδηροδρομική γέφυρα του Στρυμόνα, της οποίας ένα τόξο μήκους 30 μέτρων είχε ριφθεί στον ποταμό, επισκευάστηκε σε 4 μόνο ημέρες υπό την επίβλεψη του μηχανικού Κ. Χάβγερ και αποκαταστάθηκε η κίνηση των τραίνων, ενώ δίπλα, σε δύο μόνο μέρες, φτιάχτηκε και ξύλινη γέφυρα μήκους 180 μέτρων και πιο βόρεια, στον Νάρρον, φτιάχτηκε άλλη γέφυρα με λέμβους, σε λίγες μόνον ώρες. Επίσης επισκευάστηκαν και όλες οι γέφυρες που είχαν καταστραφεί κατά μήκος της αμαξιτής οδού.
Είναι αλήθεια, ότι στις πρώτες ημέρες του πολέμου είχαν γίνει πολλά παράπονα για την βραδεία προέλαση της 7ης Μεραρχίας. Αλλά με Μέραρχο και Επιτελάρχη που προέρχονταν από το Μηχανικό και Τχη (ΜΧ) ως Διοικητή του Λόχου Μηχανικού, οι εργασίες Μηχανικού της Μεραρχίας υπήρξαν υποδειγματικές.
Στις 6 Ιουλίου κατελήφθη και το Άνω Νευροκόπι, μετά από μάχη, κατά την οποία 3 Λόχοι του Ι/19 Τάγματος υπό τον Τχη Δημήτριο Παυλόπουλο, εκτόπισαν με τη λόγχη το Τάγμα του Τχη Παυλώφ, προξενώντας μεγάλες απώλειες στον εχθρό. Με τις νίκες αυτές, ο Ελληνικός Στρατός έγινε κύριος στα δεξιά όλης της κοιλάδας του Νέστου. Συνεχίζοντας την προελασή της, η 7η Μεραρχία εισήλθε βαθιά στο Βουλγαρικό έδαφος και στις 9 Ιουλίου κατέλαβε την Μαχομία.
MAXH ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΟΡΥΦΗΣ (ΜΠΑΜΠΙΝΑΣ) KAI ΒΡΟΝΤΟΥΣ
H υπόλοιπη δύναμη της 7ης Μεραρχίας, που από το πρωί της 1ης Ιουλίου κινήθηκε από τις Σέρρες με κατεύθυνση το Νευροκόπι, έφθασε το βράδυ στο ύψωμα Σκέπασμα (Μπάνιτσα), όπου διανυκτέρευσε.
Την επομένη, 2 Ιουλίου, ενώ βάδιζε προς το χωριό Κάτω Βροντού, δέχθηκε πυρά από Βουλγαρικό πυροβολικό από το ύψωμα Μεγάλη Κορυφή (Μπαμπίνα), το οποίο κατείχαν ισχυρά Βουλγαρικά τμήματα. Υστερα από πείσμονα αγώνα, οι Ελληνικές δυνάμεις, μόλις τις μεσημβρινές ώρες, κατόρθωσαν να υποχρεώσουν τους Βούλγαρους σε υποχώρηση και να καταλάβουν το ύψωμα Μεγάλη Κορυφή (Μπαμπίνα).
Στις 3 Ιουλίου, από τις 01:00 τα ξημερώματα, συνεχίστηκε η προέλαση των τμημάτων της μεραρχίας που ήταν στην Μπαμπίνα και νωρίς το απόγευμα έφθασαν στην Κάτω Βροντού και κατέλαβαν τα υψώματα νότια του χωριού. Άλλα τμήματα της μεραρχίας κινήθηκαν από τις 04:00 από το χωριό Καρυδοχώρι και μετά από σύντομο, αλλά αποφασιστικό αγώνα, εξανάγκασαν τους Βούλγαρους να υποχωρήσουν προς το χωριό Κατάφυτο.
Νωρίς το απόγευμα, τα τμήματα έφθασαν στην περιοχή του χωριού Ανω Βροντού, όπου διανυκτέρευσαν, αφού εγκατέστησαν τμήματα κάλυψης βόρεια του χωριού. Οι απώλειες της 7ης Μεραρχίας κατά το διήμερο, 2 και 3 Ιουλίου, αγώνα ανήλθαν σε περίπου 65 άνδρες νεκρούς και τραυματίες.
MAXH ΚΟΠΡΙΒΛΙΑΝΗΣ – ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΝΕΥΡΟΚΟΠΙΟΥ, ΜΠΑΝΣΚΟ, ΜΑΧΟΜΙΑΣ
Στις 4 Ιουλίου, η 7η Μεραρχία έφθασε στο Κάτω Νευροκόπι και στις 5 συνέχισε την προέλασή της προς τα βόρεια, αλλά όταν τις πρώτες απογευματινές ώρες η εμπροσθοφυλακή της έφθασε 3 χιλιόμετρα νότια του χωριού Κοπρίβλιανη, δέχθηκε σφοδρά πυρά από Βουλγαρικά τμήματα. Αμέσως αναπτύχθηκε για μάχη, η οποία κράτησε μέχρι το βράδυ και είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση των Βουλγάρων πέρα από το Νευροκόπι.
Τις βραδινές ώρες, η μεραρχία λόγω του σκότους και των κακών καιρικών συνθηκών ανέκοψε την καταδίωξη και διανυκτέρευσε γύρω από την Κοπρίβλιανη. Οι απώλειες της μεραρχίας στη μάχη της Κοπρίβλιανης ήταν σημαντικές και ανήλθαν σε 22 οπλίτες νεκρούς και 6 αξιωματικούς και 165 οπλίτες τραυματίες. Το πρωί της 6ης Ιουλίου, η 7η Μεραρχία προχώρησε προς το Νευροκόπι, το οποίο βρήκε κενό από Βούλγαρους και το κατέλαβε. Οι κάτοικοι της επιφύλαξαν θερμή υποδοχή.
Την επομένη, 7 Ιουλίου, κατέλαβε το χωριό Κρέμεν και τα γύρω υψώματα και στις 10 Ιουλίου το χωριό Μπάνσκο, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση. Στις 11 Ιουλίου, προώθησε αναγνωρίσεις προς τη Μαχομία και το Πρεντέλ Χαν και άρχισε να συγκεντρώνεται στην περιοχή Μπάνσκο- Μαχομία-Μπάνια για να ενεργήσει την επομένη επίθεση προς το Σιμιτλή.
MAXH TOY ΠΕΤΣΟΒΟΥ
Το τμήμα στρατιάς διέταξε την 3η και τη 10η Μεραρχία να προελάσουν από το πρωί της 6ης Ιουλίου προς τα χωριά Ούμπλιανο και Πέτσοβο αντίστοιχα. Σε εκτέλεση της διαταγής αυτής, η 3η Μεραρχία ξεκίνησε από το πρωί της 6ης Ιουλίου από το χωριό Βλαδιμήροβο προς το χωριό Ούμπλιανο με εμπροσθοφυλακή το 12ο Σύνταγμα Πεζικού. Πριν από το μεσημέρι, όλες οι μονάδες της μεραρχίας πέρασαν τον ποταμό Μπρεγκαλνίτσα και τις μεσημβρινές ώρες τα τμήματα βλήθηκαν με δραστικά πυρά πυροβολικού και πεζικού και καθηλώθηκαν.
Στις 14:00, οι Βούλγαροι αντεπιτέθηκαν κατά του 12ου Συντάγματος, αλλά αποκρούστηκαν. Το 12ο Σύνταγμα, συνεχίζοντας την προέλασή του προς το Ούμπλιανο και το ύψωμα βόρεια του χωριού, υποχρέωσε τις βουλγαρικές δυνάμεις να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους. Τη νύχτα, η μεραρχία στάθμευσε στο Ούμπλιανο. Τις βραδινές ώρες της επόμενης, 7 Ιουλίου, το 12ο Σύνταγμα κατείχε το ανατολικό τμήμα της λοφοσειράς, βόρεια του Ούμπλιανο.
Τις πρωινές ώρες της 8ης Ιουλίου, η μεραρχία κινήθηκε προς το ύψωμα Μπεγιάζ Τεπέ και στις 16:00, μετά από σκληρό αγώνα εναντίον των Βουλγαρικών δυνάμεων, κατέλαβε το ύψωμα και εγκατέστησε τμήματα καλύψεως στα νότια του χωριού Κουρακόβτσι. H 10η Μεραρχία ξεκίνησε το πρωί της 6ης Ιουλίου από το χωριό Ρουσίνοβο προς το Πέτσοβο.
Τις πρωινές ώρες απώθησε Βουλγαρικά τμήματα που κατείχαν θέσεις στην περιοχή του χωριού Μπέροβο, ενώ το απόγευμα της ίδιας ημέρας, το 4ο Σύνταγμα ευζώνων, που αποτελούσε τη δεξιά πλαγιοφυλακή της μεραρχίας, επιτέθηκε και κατέλαβε τα υψώματα νότια του χωριού Σπίκοβο, και το 5ο Σύνταγμα, που αποτελούσε τη δεξιά πλαγιοφυλακή της μεραρχίας, κατόρθωσε, μετά από ορμητική επίθεση, να ανατρέψει τους Βούλγαρους και με τη συνεργασία τμημάτων της 3ης Μεραρχίας να τους καταδιώξει προς το Ούμπλιανο.
Στις 15:30, οι δύο λόχοι του 2ου Τάγματος Ευζώνων, που ήταν σε εφεδρεία, διατάχθηκαν και κατέλαβαν το Πέτσοβο και το ύψωμα βόρεια απ’ αυτό. Οι απώλειες της μεραρχίας την ημέρα αυτή ανήλθαν σε περίπου 40 άνδρες εκτός μάχης. Νωρίς το πρωί της 7ης Ιουλίου, τα τμήματα της 10ης Μεραρχίας επιτέθηκαν με αποφασιστικότητα κατά των βουλγαρικών θέσεων και μέχρι αργά το απόγευμα, μετά από σφοδρές μάχες, κατέλαβαν το ύψωμα Μπούκοβικ και εξανάγκασαν τους Βούλγαρους σε υποχώρηση.
Οι απώλειες της 10ης Μεραρχίας κατά τη διήμερη μάχη του Πετσόβου (6 και 7 Ιουλίου) ήταν σημαντικές και ανήλθαν σε περίπου 400 άνδρες εκτός μάχης, από τους οποίους 10 αξιωματικοί.
H ΔΙΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΣΤΕΝΩΝ ΤΗΣ ΚΡΕΣΝΑΣ
Τα Στενά της Κρέσνας σχηματίζονται μεταξύ των ορεινών όγκων του δυτικού Ορβήλου και του όρους Πιρίν, διαμέσου των οποίων διέρχεται ο ποταμός Στρυμόνας. Οι Βούλγαροι θα μπορούσαν να οχυρώσουν τα στενά αυτά και να τα καταστήσουν απόρθητα, αλλά προτίμησαν να υποχωρήσουν πέρα από τη βόρεια έξοδό τους, αφού πρώτα κατέστρεψαν τις περισσότερες γέφυρες του Στρυμόνα, που βρίσκονταν μέσα στα Στενά. Σκοπός τους ήταν να καταπονήσουν τα Ελληνικά τμήματα και να τα αντιμετωπίσουν μετά τη διάβαση, κερδίζοντας έτσι χρόνο και συγκεντρώνοντας μεγαλύτερες δυνάμεις.
H μετωπική διάβαση των Στενών δεν ήταν εύκολο εγχείρημα, γι’ αυτό ο Ελληνας Αρχιστράτηγος αποφάσισε η διάβαση να γίνει από τις 1η, 2η και 5η Μεραρχίες και να υποβοηθηθούν αυτές πλευρικά από την 6η Μεραρχία ανατολικά και την 4η δυτικά.
Ετσι, η 6η Μεραρχία ξεκίνησε το πρωί της 8ης Ιουλίου από το χωριό Γκραδέσνιτσα προς το χωριό Πολιάνα. Αφού έφθασε ανενόχλητη στην Πολιάνα, εξακολούθησε την πορεία και μέχρι το βράδυ έφθασε στο χωριό Χουστάβα, χωρίς να συναντήσει εχθρό, όπου διανυκτέρευσε. Εκεί έμεινε τις επόμενες δύο ημέρες, περιμένοντας να φθάσουν στο ύψος της οι τρεις μεραρχίες, 1η, 2η και 5η, που περνούσαν τα Στενά της Κρέσνας.
Το πρωί της 11ης Ιουλίου ξεκίνησε και πάλι και το βράδυ έφθασε στους λόφους, στα βόρεια του χωριού Χάνια Σουρμπίν, όπου δέχθηκε πυρά εχθρικού πυροβολικού. Εκεί εγκατέστησε προφυλακές και διανυκτέρευσε. Εξάλλου, η 4η μεραρχία κινήθηκε το πρωί της 8ης Ιουλίου από τις θέσεις της βόρεια του χωριού Μίκροβο και μέχρι το βράδυ έφθασε στα υψώματα Τζαμί Τεπέ. Την επομένη, 9 Ιουλίου, σύμφωνα με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου, βοήθησε τον αγώνα της 10ης Μεραρχίας στα υψώματα του Ρούγκεν και στις 11 Ιουλίου ενήργησε αποφασιστική επίθεση και με τη λόγχη εκτόπισε τους Βούλγαρους από το ύψωμα Ρούγκεν.
Τις ίδιες ημέρες, οι κινήσεις των τριών άλλων μεραρχιών στα Στενά της Κρέσνας εξελίχθηκαν ως εξής: η 1η Μεραρχία κινήθηκε το πρωί της 8ης Ιουλίου από το Χάνι Γκραδέσνιτσα διά της αμαξιτής οδού προς τα βόρεια, αλλά στην πορεία βρήκε μεγάλες δυσκολίες, γιατί όταν έφθασε στη γέφυρα Γενίκιοϊ, που συνέδεε την οδό προς Πέτσοβο με την οδό Κρέσνας, τη βρήκε κατεστραμμένη. Ωστόσο, ανέφερε ότι το γεγονός αυτό δεν θα δυσκόλευε καθόλου την προέλασή της.
Μόλις, όμως, προχώρησε πέρα από τη γέφυρα, άρχισε να βάλλεται συνεχώς από το Βουλγαρικό πυροβολικό, αλλά δεν σταμάτησε την προέλασή της και μετά από σκληρό αγώνα ανέτρεψε ισχυρές βουλγαρικές αντιστάσεις οπισθοφυλακής, στην περιοχή του χωριού Γενίκιοϊ, και τις βραδινές ώρες κατέλαβε σημαντικά ερείσματα, στη νότια έξοδο των Στενών της Κρέσνας. Την άλλη ημέρα, ένα τάγμα της πέρασε τα στενά της Κρέσνας και στις 10 Ιουλίου απώθησε Βουλγαρικό τάγμα στο χωριό Κρούπνικ.
Την ίδια ημέρα πέρασε τα Στενά και το 5ο Σύνταγμα και την επομένη, 11 Ιουλίου, και η υπόλοιπη μεραρχία. Κατά το μεσημέρι, η μεραρχία συγκεντρώθηκε στη γέφυρα της Κρέσνας, περιμένοντας την άφιξη της 5ης Μεραρχίας, που με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου, τέθηκε υπό τις διαταγές της 1ης Μεραρχίας και από το πρωί της 8ης Ιουλίου ξεκίνησε από την περιοχή του χωριού Πλόσκα και μέχρι το βράδυ έφθασε στο Χάνι Γκραδέσνιτσας, όπου και διανυκτέρευσε. Εκεί έμεινε δύο ημέρες περιμένοντας να περάσει η 1η Μεραρχία τα Στενά και στις 11 Ιουλίου την ακολούθησε με κατεύθυνση τη γέφυρα της Κρέσνας.
Τέλος, η 2η Μεραρχία, ακολουθώντας παράλληλη πορεία με την 1η, έφθασε τις βραδινές ώρες της 8ης Ιουλίου στο χωριό Μοράσκα, στις 9 Ιουλίου κινήθηκε από τη Μοράσκα και κατέλαβε το χωριό Μπρέζνιτσα, όπου έμεινε ολόκληρη την επόμενη ημέρα. Στις 11 Ιουλίου, ύστερα από διαταγή του Γενικού Στρατηγείου, προέλασε και έφθασε τις βραδινές ώρες στο χωριό Σούσιτσα, στο ύψος των υπόλοιπων μεραρχιών, όπου και διανυκτέρευσε. Με τη διάβαση των Στενών της Κρέσνας, τα Ελληνικά στρατεύματα εισέρχονταν στην Παλιά Βουλγαρία.
ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΚΡΕΣΝΑΣ ΣΙΜΙΤΛΗ ΤΖΟΥΜΑΓΙΑΣ
Τις μεσημβρινές ώρες της 11ης Ιουλίου, η 1η Μεραρχία έλαβε διαταγή του Γενικού Στρατηγείου, που καθόριζε ως αποστολή της 1ης και της 5ης Μεραρχίας, την επίθεση κατά του χωριού Σιμιτλή.
Σε εκτέλεση της διαταγής αυτής, η 1η Μεραρχία, αφού συγκέντρωσε τον όγκο των δυνάμεών της κατά τη διάρκεια της νύχτας της 11ης προς τη 12η Ιουλίου, κοντά στο χωριό Κρούνικ, το πρωί της 12ης Ιουλίου επιτέθηκε κατά των εκεί προωθημένων Βουλγαρικών θέσεων. O αγώνας όλη την ημέρα υπήρξε σκληρός και η μεραρχία πέτυχε μέχρι το βράδυ να απωθήσει τους Βούλγαρους προς την οργανωμένη τοποθεσία του Σιμιτλή.
Την επομένη, 13 Ιουλίου, η 1η Μεραρχία στην οποία υπήχθη με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου και η 5η, ενήργησε νυχτερινή επίθεση με δύο συντάγματα κατά των Βουλγαρικών θέσεων προ του Σιμιτλή και πέτυχε να διεισδύσει σε ικανό βάθος μέσα στη Βουλγαρική τοποθεσία. Εκεί, όμως, τα δύο συντάγματα δέχθηκαν σφοδρές αντεπιθέσεις από ισχυρά Βουλγαρικά τμήματα και αναχαιτίστηκαν προσωρινά.
Το πρωί της 13ης Ιουλίου, η μεραρχία ενίσχυσε τις δυνάμεις που ήταν στην πρώτη γραμμή με ένα ακόμη σύνταγμα και εξαπέλυσε νέα σφοδρή επίθεση κατά του Σιμιτλή. Παρά την πείσμονα αντίσταση των Βουλγάρων, οι Ελληνικές δυνάμεις κέρδιζαν συνεχώς έδαφος και μέχρι το μεσημέρι πέτυχαν να καταλάβουν τα υψώματα νοτιοδυτικά του Σιμιτλή. Οι Βούλγαροι, βλέποντας να κινδυνεύει η τοποθεσία τους, άρχισαν να αποσύρονται από τις θέσεις τους και να συμπτύσσονται προς τα βόρεια.
O διοικητής της μεραρχίας έκρινε κατάλληλη τη στιγμή και έβαλε στη μάχη ένα ακόμη σύνταγμα και διέταξε γενική κατά μέτωπο επίθεση κατά του Σιμιτλή. Ταυτόχρονα, το 4ο Σύνταγμα της μεραρχίας, που ενεργούσε ανατολικά του Στρυμόνα, αφού κατέλαβε το χωριό Ορέχοβο, στράφηκε προς τα δυτικά και προσέβαλε το πλευρό των Βουλγαρικών τμημάτων που αμύνονταν εκεί, με αποτέλεσμα να προκληθεί σ’ αυτά σοβαρή σύγχυση. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, οι Βούλγαροι άρχισαν να υποχωρούν πανικόβλητοι προς τα βόρεια.
Τα τμήματα της 1ης και της 5ης Μεραρχίας καταδίωξαν τους Βούλγαρους και στις 15:30 κατέλαβαν το Σιμιτλή και στη συνέχεια προωθήθηκαν και κατέλαβαν τα βόρεια υψώματά του. Οι απώλειες της 1ης Μεραρχίας κατά τη μάχη του Σιμιτλή ανήλθαν σε 1 αξιωματικό και 40 οπλίτες νεκρούς και 7 αξιωματικούς και 336 οπλίτες τραυματίες. H 5η μεραρχία είχε πολύ μικρές απώλειες.
Ιστορικό
Αποτέλεσαν την τελευταία φάση της Ελληνικής προέλασης στο Βουλγαρικό έδαφος κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Οι εξουθενωμένοι και διαρκώς υποχωρούντες μέσα στο έδαφός τους Βούλγαροι ζήτησαν ανακωχή. Ήδη σε όλα τα μέτωπα είχαν ήττες και μόνο ήττες. Οι Σέρβοι προέλαυναν, το ίδιο συνέβαινε και με τους Τούρκους που είχαν καταλάβει την Αδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησιές, ενώ οι Ρουμάνοι διά περιπάτου έφθαναν μέχρι και τη Σόφια.
Έτσι η προς βορρά και κατά μήκος του ποταμού Στρυμόνα πορεία των Ελληνικών δυνάμεων τερματίστηκε με την ανακωχή που υπογράφηκε. Ύστερα λοιπόν από τη νικηφόρα για το στρατό μας Μάχη της Δοϊράνης, οι Ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν την προέλασή τους βόρεια και αναπτύχθηκαν βόρεια των Στενών της Κρέσνας. Ο Ελληνικός Στρατός διέθετε για τις επιχειρήσεις συνολικά επτά (3η, 4η, 10η στα αριστερά, 2η, 5η, 6η στο κέντρο και 7η στα δεξιά) μεραρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού.
Οι βούλγαροι, επωφελούμενοι όμως της αναστολής της σερβικής επίθεσης, απέσυραν σημαντικές δυνάμεις από το Τσάρεβο Σέλο και τις διέθεσαν προς ενίσχυση της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς κατά των Ελλήνων. Στις 11 Ιουλίου η Βουλγαρική γραμμή εκτεινόταν στην αμυντική τοποθεσία Χασάν Πασά – Βίντρεν -Σιμιτλή – Ουράνοβο – ύψωμα 1378, που κάλυπτε την περιοχή της Άνω Τζουμαγιάς .
Προέλαση του Στρατού
Στις 12 Ιουλίου τα Ελληνικά τμήματα εξαπέλυσαν επίθεση στο δεξιό και κεντρικό τομέα του μετώπου, χωρίς όμως να επέλθουν τα επιθυμητά αποτελέσματα κυρίως λόγω της σθεναρής αντίστασης των Βουλγάρων, του ανώμαλου εδάφους και των δυσμενών καιρικών συνθηκών. Στις 13 η επίθεση εντάθηκε και τελικά επιτεύχθηκε η διάρρηξη των Βουλγαρικών γραμμών στον τομέα Βίντρεν, με αποτέλεσμα τα εχθρικά στρατεύματα να αναγκαστούν να υποχωρήσουν για να αποφύγουν τον κίνδυνο κύκλωσής τους.
Ταυτόχρονα δύο μεραρχίες ενεργούσαν κατά του τομέα Σιμιτλή και κατάφεραν να καταλάβουν τα νοτιοδυτικά υψώματα του χωριού. Τα Βουλγαρικά τμήματα άρχισαν να συμπτύσσονται βόρεια εγκαταλείποντας άφθονο πολεμικό υλικό. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας τα πρώτα Ελληνικά τμήματα εισήλθαν στο Σιμιτλή και εν συνεχεία προωθήθηκαν καταλαμβάνοντας τα βόρεια υψώματα του χωριού. Η 7η Μεραρχία στην δεξιά πλευρά του μετώπου προέλασε από το Πρεντέλ Χαν προς το Γράντεβο.
Στις 14 Ιουλίου οι Ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν τον επιθετικό αγώνα σε ολόκληρο το μέτωπο με αμείωτη ένταση. Δεν κατάφεραν όμως αρχικά να διασπάσουν την κύρια Βουλγαρική αμυντική τοποθεσία. Τελικά τη νύχτα της 14ης προς 15η Ιουλίου οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και συμπτύχτηκαν προς Άνω Τζουμαγιά.
Απολογισμός των Νικών
Η επιτυχής προέλαση του Ελληνικού Στρατού από τα Στενά της Κρέσνας προς το Σιμιτλή και τελικά προς την Άνω Τζουμαγιά ήταν από τις τελευταίες επιχειρήσεις πριν από τη σύναψη ανακωχής με τη Βουλγαρία στις 18 Ιουλίου 1913.
Η συντριβή του μέχρι τότε πανίσχυρου Βουλγαρικού στρατού από τα πλήγματα των Ελληνικών και των Σερβικών στρατευμάτων, σε συνδυασμό με την πολεμική ανάμειξη της Ρουμανίας και της Τουρκίας, ήταν επόμενο να προκαλέσει τη διπλωματική παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων με συνέπεια στις 17 Ιουλίου 1913 να αρχίσουν οι εργασίες της συνδιασκέψεως του Βουκουρεστίου, με τη Βουλγαρία να έχει την κάλυψη της Ρωσίας και της Αυστρίας, στην απαίτησή της για έξοδο προς το Αιγαίο με το λιμάνι της Καβάλας.
Τελικά όμως, χάρις στη στήριξη της Γαλλίας και του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β’, η Καβάλα παραχωρήθηκε στην Ελλάδα. Η συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε στις 28 Ιουλίου 1913 στο Βουκουρέστι ανάμεσα στη Βουλγαρία και τις Ελλάδα, Ρουμανία, Μαυροβούνιο και Σερβία από την άλλη. Το άρθρο 4 προέβλεπε τη χάραξη της οροθετικής γραμμής μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας «από των νέων Βουλγαροσερβικών συνόρων επί της κορυφογραμμής του όρους Μπέλες,εις τας το Αιγαίον πέλαγος εκβολάς του ποταμού Νέστου».
Η Προέλαση στην Τζουμαγιά
«Ο Βουλγαρικός στρατός, φεύγων μετά τας μάχας των στενών της Κρέσνας, συνεκεντρώθη προς την Τζουμαγιάν, όπου η αντίστασις δεν προεμηνύετο ισχυρά»,αναφέρεται στο ημερολόγιο όπου συνεχίζει αναφέροντας τα εξής:«Αίφνης όμως ανέλπιστοι ενισχύσεις έφθασαν εις τον εχθρικόν στρατόν. Τέσσερα συντάγματα της πρώτης και της έκτης Βουλγαρικής μεραρχίας, αίτινες ευρίσκοντο προ των Σέρβων του Περότ και του Τσάρεβο –Σέλο, και το 1ο σύνταγμα του Φερδινάνδου και το 6ο σύνταγμα, ως και πολυάριθμα άτακτα σώματα αποσπασθέντα από την έναντι των Σέρβων παράταξιν, ευρέθησαν απέναντι της Ελληνικής παρατάξεως.
Αι ενισχύσεις αύται έπεισαν τον εχθρόν να αντισταθή και μάλιστα ν’ αποπειραθή επίθεσιν προς ανάκτησιν των θέσεών του. Πράγματι από της πρωίας της 14ης Ιουλίου ήρχισε καθ’ όλην την γραμμήν πολύνεκρος μάχη, κατά την οποίαν εκατέρωθεν ανεπτύχθη πολύ πείσμα και γενναιότης μεγάλη. Ιδίως εις τα οχυρώμτα των υψωμάτων 1378 και 1078 ΝΑ της Τζουμαγιάς ο αγών υπήρξε τρομακτικός.
Ελληνικόν σύνταγμα της δεξιάς πτέρυγος τρεις φοράς ήλωσε διά της λόγχης το ύψωμα 1378 και τρις εξετοπίσθη απ’ αυτού, μέχρις ότου τέλος την πρωίαν της επομένης το κατέλαβεν οριστικώς. Η πρώτη έφοδος έγινε άμα τη ενάρξει της μάχης και απέβη υπέρ του Ελληνικού στρατού. Αλλά μετά τινά ώραν ο εχθρός, ενισχυθείς διά μεγάλων δυνάμεων, αντεπετέθη σφοδρώς και εξηνάγκασε τους ημετέρους να εγκαταλείψουν την θέσιν.
Ανασυνταχθέντες οι στρατιώται μας επεχείρησαν δευτέραν λυσσώδη έφοδον κατορθώσαντες και πάλιν να εκδιώξουν τον εχθρόν μετά μεγάλων απωλειών. Αλλά και νέαι ενισχύσεις ήλθον εις τους Βουλγάρους και το ύψωμα ανεκτήθη εκ δευτέρου υπ’ αυτών˙ αλλά και τρίτην φοράν εξετοπίσθησαν υπό των ημετέρων αναγκασθέντων εις υποχώρησιν πάλιν προ νέου εχθρικού χειμάρρου.
Τέλος τετάρτη έφοδος λυσσωδεστέρα πασών εξησφάλισεν οριστικώς την κατοχήν του αιματοβαφούς τούτου υψώματος. Μετά τούτο η στρατιά του κέντρου εξηκολούθησε την προέλασιν προς την Τζουμαγιάν άνευ αντιστάσεως, ενώ εξ άλλου το αριστερόν εμάχετο κατά πολυαρίθμου εχθρού διεκδικούντος βήμα προς βήμα τον άγριον εκείνο έδαφος το στερούμενον και ημιονικών έτι οδών.
Τοιουτοτρόπως ο Ελληνικός στρατός προελαύνων εσταμάτησεν εις τεσσάρων χιλιομέτρων απόστασιν από της Τζουμαγιάς, την οποία όμως είδε καιομένην. Οι Βούλγαροι φεύγοντες έθεσαν πυρ εις την Ελληνική και την Τουρκικήν συνοικίαν, από τας οποίας δεν ευρήκε παρά ερείπια ο εισελθών της επομένην Ελληνικός στρατός»
Στα «τρομερά» στενά της Κρέσνας
Οι μάχες που διεξήχθησαν στα στενά της Κρέσνας και Τζουμαγιάς αλλά και όσες συνέβησαν ως τη συνθηκολόγηση περιγράφονται γλαφυρότατα στο «Εθνικόν Ημερολόγιον» που εκδόθηκε από τον Κωνστανίνο Σκόκο το 1914. Συγκεκριμένα αναφέρεται:
«Εν των κυριωτέρων σημείων της όλης Ελληνοβουλγαρικής εκστρατείας ήσαν τα περίφημα στενά της Κρέσνας, τρομερά φαραγγώδης δίοδος εκτάσεως εξήντα χιλιομέτρων, απέναντι της οποίας τα στενά Σαρανταπόρου έχαναν την σημασίαν των.
Τα στενά της Κρέσνας οι Βούλγαροι ήσαν αποφασισμένοι να υπερασπίσουν λυσσωδώς, πρώτον διότι εστηρίζοντο επί του φύσει οχυρού αλλά και της τεχνητής ενισχύσεως της θέσεως διά χαρακωμάτων και, δεύτερον, διότι τα στενά ταύτα ήσαν η πλησιεστέρα οχυρά γραμμή προς τα παλαιά σύνορά των, άλλως θα έμενεν ελευθέρα η διάβασις προς την Τζουμαγιάν και την Δούβνιτσαν.
Ο Ελληνικός στρατός, προχωρών διαρκώς και καταδιώκων τον εχθρόν πολλαχόθεν, ευρέθη προ της Κρέσνας την 7 Ιουλίου, το πρωί, αμέσως δε ήρχισε την επίθεσιν μεθ’ όλας τας δυσχερείας, τα οποίας παρουσίαζεν η μεγάλη αυτή πολεμική επιχείρησις.
Ο εχθρός από της πρώτης ορμητικωτάτης επιθέσεως ενόησεν ότι θα ήτο σύσκολον να κρατήση τα στενά κατά την είσοδόν των, και ήρχισε συμπτυσσόμενος να καταστρέφη πάντα τα δημόσια έργα: οδούς, γέφυρας, ακόμη και τας ατραπούς, διά των οποίων θα προήλανεν ο Ελληνικός στρατός. Υποχωρών πέραν της Μαχομίας άφηνεν οπίσω του ερείπια κι χωριά κενά κατοίκων και καιόμενα. Αλλ΄ η Ελληνική προέλασις εξηκολούθει ακράτητος.
Ούτε η δεξιά πτέρυξ της Ελληνικής παρατάξεως, διαρκώς μαχομένη και ακολουθούσα ταχυτάτην πορείαν, επροχώρησε διά της οδού Νευροκοπίου, το οποίον και κατέλαβε, προς την Μπάνισκαν, και απώθησε τον εχθρόν πέραν της Μαχομίας, διά της οποίας η οδός φέρει εξ ανατολών προς την Τζουμαγιάν υπέρ τα στενά της Κρέσνας.
Ταυτοχρόνως η αριστερά πτέρυξ εκ δυο μεραραρχιών, απωθήσασα τον ενθρόν δι’ αλληλοδιαδόχων επιθέσεων, από το Λείτιμι, το Πέτσοβον, το Σέρνοβο κι το Παντζάριβο, επροχώρησε εις το αυτό σχεδόν ύψος με τη δεξιά επί άλλης πλαγιάς μικράς οδού, της προς δυσμάς του Στρυμόνος προς την Τζουμαγιάν.
Οι Βούλγαροι, ευρεθέντες προ διπλού υπερφαλαγγισμού εκ δυο ταυτοχρόνως σημείων, αποκαμόντες δε από τας αλλεπαλλήλους επιθέσεις, επείσθησαν ότι θα ήτο αδύνατον να κρατήσουν επί πλέον τα περίφημα στενά της Κρέσνας, εις τα οποία είχον στηρίξη τα ελπίδας των. Μικρά επιμονή των εκεί, ακόμη, θα εσήμαινε τελείαν εξόντωσίν των, ή αιχμαλώτισιν όλου του εκεί στρατιωτικού σώματος.
Και απεφάσισαν να τα εγκαταλείψουν. Αντέταξαν όμως αγριωτάτην άμυναν εις την έξοδον αυτών, ήτις εστοίχισεν και εις αυτούς αλλά και εις ημάς πραγματικώς μεγίστας απωλείας. Η αναπτυχθείσα κατά τας μάχας αυτάς ανδρεία των Ελλήνων εθαυμάσθη υπό ξένων στρατιωτικών δημοσιογράφων, οι οποίοι δεν επίστευαν ότι θα ήτο δυνατή η διάβασις μέρους τόσον φυσικώς και τεχνητώς οχυρού, υποστηριζομένου υπό τοιαύτης δυνάμεως.
Εν τούτοις των δυσχερειών αυτών το αποτέλεσμα ήτο απλώς να επιβραδυνθή ολίγον η Ελληνική προέλασις. Η γενναιότης του στρατού και η θαυμασία στρατηγική έφερον το αποτέλεσμά των.
Αι απώλειαι του εχθρού κατά την σειράν των μαχών εις τα στενά της Κρέσνας και καθ’ όλην την ανάπτυξιν του μετώπου της παρατάξεώς του, καθ’ ην ηριθμήθησαν ένδεκα εν συνόλω μάχαι και συμπλοκαί, υπήρξαν μέγισται.
Κυρίως όμως καταστρεπτική υπήρξεν η αποθάρρυνσις η παρατηρηθείσα μόλις ο Ελληνικός στρατός ευρέθη εις την έξοδον των στενών, διευθυνόμενος προς την Τζουμαγιάν. Τάγματα ολόκληρα ετράπησαν προς ανατολάς, αρνούμεναν πάσαν υπηρεσίαν, ενώ οι στρατιώται, απορρίπτοντες όπλα και στολάς και αρπάζοντες τα ενδύματα χωρικών, εισήρχοντο εις το παλαιόν Βουλγαρικόν έδαφος διευθυνόμενοι εις τα χωρία των.
Διά της αλώσεως των στενών της Κρέσνας, ο ελληνικός στρατός ήτο ελεύθερος πλέον να βαδίση προς την Τζουμαγιάν, απέχουσαν μόλις σαράντα χιλιόμετρα. Μεθ’ όλην δε τη εξάντλησιν των ανδρών, η πορεία εξηκολούθησε ταχεία με το σύνθημα:
”Στη Σόφια! Στη Σόφια!”
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ, ΞΑΝΘΗΣ KAI ΚΟΜΟΤΗΝΗΣ
Στις 24 Ιουνίου είχε αποφασισθεί να μεταφερθεί η 8η Μεραρχία από την Ηπειρο στη Μακεδονία για τη φρούρηση της Ανατολικής Μακεδονίας και την επέκταση της Ελληνικής ζώνης κατοχής προς τα ανατολικά. Μέχρι τις 8 Ιουλίου είχε ολοκληρωθεί η αποβίβαση των τμημάτων δύο συνταγμάτων της στην Καβάλα, ενώ το τρίτο σύνταγμά της είχε φθάσει στη Δράμα οδικώς, ακολουθώντας την πορεία Κορυτσά-Φλώρινα-Θεσσαλονίκη-Σέρρες-Δράμα.
Στις 11 Ιουλίου το πρωί, η 8η Μεραρχία κινήθηκε από την Καβάλα για να καταλάβει την Ξάνθη, της οποίας οι κάτοικοι διέτρεχαν σοβαρό κίνδυνο από τους Βούλγαρους. Στις 14:00 περίπου έφθασε στη Χρυσούπολη, χωρίς να συναντήσει εχθρική αντίσταση, όπου διανυκτέρευσε. Την επομένη, 12 Ιουλίου, προέλασε από νωρίς το πρωί από τη Χρυσούπολη προς την Ξάνθη και μέχρι τις 13:00 είχε διαβεί τον ποταμό Νέστο και άρχισε να κινείται προς την Ξάνθη.
Στο μεταξύ, η εμπροσθοφυλακή της μεραρχίας είχε προχωρήσει και εγκαταστάθηκε στα υψώματα νοτιοδυτικά της Ξάνθης, όπου πληροφορήθηκε από τους κατοίκους ότι οι Βούλγαροι από τη νύχτα είχαν υποχωρήσει προς τα βόρεια. H μεραρχία συνέχισε την πορεία της και εισήλθε στην Ξάνθη, όπου έγινε δεκτή από τους κατοίκους με θερμές εκδηλώσεις.
Στις 11 Ιουλίου, ο αρχηγός του στόλου πληροφορήθηκε ότι οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν την Αλεξανδρούπολη και αμέσως κατέπλευσε στο λιμάνι της και διέταξε άγημα να καταλάβει την επομένη την πόλη και το Πόρτο Λάγο, το οποίο επίσης είχε εκκενωθεί από τους Βούλγαρους. Την άλλη ημέρα, μικρά αγήματα του στόλου αποβιβάστηκαν, χωρίς αντίσταση, στην Αλεξανδρούπολη, τη Μάκρη, τη Μαρώνεια και στο Πόρτο Λάγο, όπου έγιναν δεκτά με μεγάλο ενθουσιασμό.
Στις 13 Ιουλίου, η 8η Μεραρχία και τα αγήματα του στόλου συμπλήρωσαν την απελευθέρωση των περιοχών Ξάνθης, Αλεξανδρούπολης και Πόρτο Λάγο. Στις 14 Ιουλίου, η 8η μεραρχία κινήθηκε προς την Κομοτηνή, στην οποία έφθασε στις 11:00 και την απελευθέρωσε, χωρίς να συναντήσει αντίσταση, κάτω από τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις των κατοίκων της.
Η Απελευθέρωση της Αλεξανδρούπολης (DEDEAGATCH)
Η ιστορία της πόλης μας έχει την ιδιαιτερότητα που την θέλει να απελευθερώνεται δυο φορές από τον Ελληνικό Στρατό. Η δεύτερη είναι η γνωστή 14η Μαΐου 1920 ενώ η πρώτη συνέβη στις 12 Ιουλίου του 1913 κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, η έναρξη του οποίου βρήκε το Δεδέαγατς να κατέχεται από του Βουλγάρους.
Ο Ελληνικός στόλος που κυριαρχούσε στο Αιγαίο πέλαγος μετά τις νίκες του στη Ναυμαχία της Έλλης και της Λήμνου κατέλαβε την πόλη που τη βρήκε εγκαταλελειμμένη από τους Βουλγάρους. Ας δούμε πως περιγράφει την όλη επιχείρηση ο ιδιαίτερος ανταποκριτής της εφημερίδος «ΣΚΡΙΠ» στο φύλλο της 20-7-1913 την οποία αναδημοσιεύουμε για πρώτη φορά από τότε διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτοτύπου πλην του πολυτονικού.
«Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ ΤΟΥ ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ – ΠΩΣ ΕΝΕΦΑΝΙΣΘΗ Ο ΙΕΡΑΞ – άγνωστα Βουλγαρικά όργια.ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ. 13 Ιουλίου (ιδιαιτέρου ανταποκριτού μας Πεντήκοντα ώραι παρήλθον από της φυγής των απαισίων Βουλγάρων και εν τούτοις δεν δυνάμεθα έτι να συνελθωμεν εκ του τρόμου και της συντριβής.
Τοιαύτη ήτο η δημιουργηθείσα εκ της Βουλγαρικής κατοχής ψυχολογική των κατοίκων Δεδεαγατς κατάστασις, ώστε και μετά την φυγήν των Βουλγάρων και την εμφάνισιν του πρώτου πλοίου του στόλου μας του παραβιάσαντος την ζώνην των τορπιλλών και εμφανισθέντος πρό του λιμένος μας, του «Ιέρακος» ουδέ μία φωνή έσχε την δύναμιν να ζητωκραυγάση εκδηλούσα τον ενδόμυχον ενθουσιασμόν του Ελληνικού Δεδέαγατς.
Την 3ην πρωινήν της 11ης Ιουλίου οι 1200 στρατιώται Βούλγαροι, ως επί τον πλείστον γέροντες και ωπλισμένοι με όπλα παλαιότατα εκείνα δι΄ών οι Ρώσσοι είχον οπλίσει τους Βουλγαρικούς πληθυσμούς κατά τον Ρωσσοτουρκικόν πόλεμον του 1878, μετά των αξιωματικών και αποσκευών συναποκομίζοντες τα τοπομαχικά πυροβόλα των, ηλεκτρικόν προβολέα και πυρομαχικά ως και τα αναρίθμητα οικιακά σκεύη άτινα αξιωματικοί και στρατιώται έκλεψαν ερημώσαντες τας οικίας και τα καταστήματα, επιβάντες αμαξοστοιχίας έφυγαν διά Γιουμουλτζίναν προτιθέμενοι εκείθεν δια των ατραπών της Ροδόπης να εισελθωσιν εις το Βουλγαρικόν έδαφος.
Μόνον εκ του σταθμού τούτου ηδύναντο να φύγωσιν διότι είτε προς Δυσμάς είτε προς Ανατολάς έβαινον, θα συλαμβάνοντο υπό του Ελληνικού ή του Τουρκικού στρατού. Προτού εγκαταλείψουν το πολυπαθές Δεδεαγατς έθεσαν πύρ εις τας αποθήκας της παραλίας, απάσας ιδιωτικάς ως και εις σωρούς εμπορευμάτων και τροφών άτινα επίσης ανήκον είς ιδιώτας. Εκ της πυρκαιάς ταύτης ήτις λόγω του πνέοντος ανέμου έλαβε μεγίστας διαστάσεις, ηπειλήθη ολόκληρος η πόλις.
Επτά μέγισται αποθήκαι εκάησαν πλήρεις εμπορευμάτων και τροφών και νύν έτι καίονται. Το θέαμα είναι απελπιστικόν. Θεριστικαί μηχαναί, άροτρα, άλευρα έπιπλα αναμίξ καίονται, οδέ εκ της πυρκαιάς καπνός καλύπτει ολόκληρον την πόλιν. Τα βλέμματα ημών την παραμονήν της εκκενώσεως εστρέφοντο μετ’ ελπίδων προς το Ελληνικόν ανιχνευτικόν του στόλου όπερ επί πολλάς ημέρας περιεπόλει είς απόστασιν 5 μιλλίων από Δεδεαγατς, είς Μάκρην καραδοκούν, την στιγμήν όπως σπεύση είς βοήθειαν ημών.
Αποκεκλεισμένοι παντελώς πρό μηνός, εγκεκλεισμένοι διαταγή των Βουλγάρων είς τας οικίας μας, εστερημένοι του Μητροπολίτου μας όν είχον φυλακίσει, εξηρχόμεθα μόνον οσάκις οδηγούμενοι παρα των στρατιωτών Βουλγάρων είς τον περίβολον της Μητροπόλεως, ως πρόβατα επί σφαγήν, ενεκλειόμεθα εκεί όπως υποστώμεν τας ληστρικάς αυτών επιθέσεις. Όσοι επλήρωναν αφίνοντο προσωρινώς ελεύθεροι, οι άλλο εφυλακίζοντο.
Ούτως ολίγας ημέρας πρό της εκκενώσεως συνέλεξαν παρά των πτωχών κατοίκων περί τας 1000 λίρας. Αλλά το χείριστον πάντων είναι, ότι, οι μέχρι της χθές εκθειαζόμενοι και θαυμαζόμενοι υπό της Ευρώπης επί πολιτισμώ Βούλγαροι στρατιώται λαμβάνοντες το παράδειγμα από τους αξιωματικούς των προέβησαν εις βιασμούς κατά κορασίδων, ιδίως Μουσουλμανίδων, από ηλικίας επτά ετών και άνω.
Ταύτα πάντα γνωρίζουσι καταλεπτώς οι Πρόξενοι οίτινες, ως πληροφορούμεθα, τα εξέθηκαν εις τους αξιωματικούς του στόλου. Εκ Δεδεαγατς παρέλαβεν 240προκρίτους Ελληνας και 90 εκ Μάκρης όπου και μεταξύ άλλων έσφαξαν τον Θ. Παναγιώτου καιΑποστ. Αντωνίου εβδομηκοντούτην γέροντα, αφού προυγουμένως είδε φρικώδη όργια εις βάρος των μελών της οικογενείας του. Πάντα τα πλοιάρια πρό πολλού είχον εγκλείσει εν τω λιμενίσκω φράξαντες το στόμιον αυτού, τα δε επί της ακτής άλλα επυρπόλησαν και άλλα ετρύπησαν.
Διό και αποφασιστικοί τινές λεμβούχοι ηναγκάσθησαν διά των χειρών να μεταφέρωσι ύπερθεν των εν τω λιμενίσκω βυθισμένων πλοίων λέμβον τινά και να σπεύσωσι προς συνάντησιν του Ελληνικού ανιχνευτικού όπερ ειδοποιηθέν περί των διατρεχόντων έσπευσεν αψηφήσαν τον εκ των τορπιλών κίνδυνον να καταπλεύση πρό της πόλεως.
Τούτο ήτο ο «Ιέραξ» ούτινος ο κυβερνήτης του αντιπλοίαρχος Αλέξανδρος Κριεζής απεβιβάσθη αμέσως όπως συνεννοηθή μετά των Προξένων και του Μητροπολίτου διά την σύστασιν πολιτοφυλακής, την κατάσβεσιν της πυρκαιάς και των ληπτέων μέτρων διά την ασφάλειαν της πόλεως. Ο αγαπητός μας Μητροπολίτης και οι πρόξενοι Γαλλίας, Αγγλίας, Αυστρίας και Ιταλίας είναι άξιοι της ευγνωμοσύνης των κατοίκων αδιακρίιτως φυλής και θρησκεύματος διά την προστασίαν ήν παρέσχον είς άπαντας κατά το διάστημα της βαρβαρικής αλήστου μνήμης επιδρομής.
Ιδίως ο πρόξενος της Γαλλίας και Ελλάδος κ. Τακέλαπαρήξε μεγίστας υπηρεσίας είς τε τους Μουσουλμάνους και Έλληνας. Την 3ην μ. μ. εξήλθε του «Ιέρακος» ο ύπαρχος αυτού υποπλοίαρχος κ. Π. Αργυρόπουλος όστις συνεννοήθη μετά του Μητροπολίτου και των Προξένων διά την λήψιν συμπληρωματικών ασφαλείας μέτρων μέχρι τής αφίξεως τού επιλοίπου στόλου. Την 6ην μ. μ. κατέπλευσαν τα θωρηκτά«Σπέτσαι» και «Ύδρα» τα αντιτορπιλλικά «Ασπίς» και «Θύελλα»μετα μίαν δε ώραν κατέπλευσεν ο«Αβέρωφ».
Πάντα τα πλοία ηκολούθησαν την ακτήν του Αίνου συμφώνως προς τας υποδείξεις του κυβερνήτου του «Ιέρακος». Την επομένην 12ην Ιουλίου λίαν πρωί κατελήφθη η πόλις δι’ αγημάτων του στόλου, αφού κατά την προηγουμένην νύκτα το αντιτορπιλλικόν «Νέα Γενεά» εκανονιοβόλησε επιτυχώς μικρόν σώμα Βουλγαρικού ιππικού όπερ αποσπασθέν της βάσεώς του ελεηλάτει τα επί της παραλίας χωριά.
Πλειότερον πάντων υπέφεραν οι Τούρκοι οίτινες δεν δύνανται να λησμονήσωσι τους400 αθώους Μουσουλμάνους ούς οι υπό τον Τσερνοπεεφ κομιτατζήδες ελόγχισαν είς τας οδούς κατά την παρ΄αυτών κατά Νοέμβριον κατάληψιν του Δεδέαγατς. Το φρικώδες όνειρον της βαρβαρικής επιδρομής ήρχισε να διαλύεται. Η κυανόλευκος κυματίζουσα υπερηφάνως επί των ιστών των πλοίων βαλσαμώνει τας πληγάς ημών.» (ΣΚΡΙΠ 20-7-1913).
Η Απελευθέρωση της Ξάνθης
Η Ξάνθη είχε ήδη απαλλαχθεί από τον Τουρκικό ζυγό, ύστερα από 500 και πλέον χρόνια κατοχής και με καθυστέρηση σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1912 στο πλαίσιο του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, όταν απελευθερώθηκε από Βουλγαρικά στρατεύματα (τότε συμμαχικά). Αυτά στη συνέχεια μετεβλήθησαν σε στρατεύματα κατοχής, υλοποιώντας τη λεγόμενη «πρώτη Βουλγαρική κατοχή» της Ξάνθης που διήρκεσε 8 μήνες.
Οι Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις κατέλαβαν για πρώτη φορά την Ξάνθη τον Ιούλιο του 1913, κατά το Β‘ Βαλκανικό Πόλεμο, όμως η ελεύθερη περίοδός αποδείχτηκε ιδιαίτερα μικρή καθώς κράτησε μόνο 15 μέρες αφού η Συνθήκη του Βουκουρεστίου παραχώρησε την περιοχή στη Βουλγαρία. Η δεύτερη αυτή κατοχή υπήρξε ιδιαίτερα επώδυνη και οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι οι διωγμοί και οι αρπαγές περιουσιών του Ελληνικού πληθυσμού.
Μεγάλο μέρος του πληθυσμού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ξάνθη και να περάσει στην Ανατολική Μακεδονία- υπήρξαν οι σκληρότερες στην ιστορία της Ξάνθης. Μετά τη νίκη των Ελλήνων τον Οκτώβριο του 1918 σε βάρος των γειτόνων, δημιουργήθηκε το διασυμμαχικό κράτος, γνωστό ως «Χώρα της Θράκης» υπό γαλλική διοίκηση και με την παρουσία της Ελληνικής μεραρχίας που εγγυόταν την ασφάλεια του πληθυσμού.
Με εντολή του ο αρχηγός των Συμμαχικών Δυνάμεων της Ανατολής, Στρατηγός Ντ’ Εσπεραί έδωσε σχετικές οδηγίες στα Ελληνικά στρατεύματα ενώ στο σχετικό σημείωμα ανέφερε ότι «η παραχώρησις της Θράκης εις την Ελλάδα θα είναι δικαία αμοιβή δια την λαμπράν συμμετοχήν του Ελληνικού στρατού εις τας εν Ανατολή επιχειρήσεις …». Τελικώς στις 4 Οκτωβρίου του 1919 ο Ελληνικός στρατός υπό το Στρατηγό Γεώργιο Λεοναρδόπουλο εισήλθε στο «τρίγωνο της Ξάνθης» (την Ξάνθη και περιοχές της σημερινής Ροδόπης μέχρι τον ποταμό Κομψάτο, κοντά στον Ίασμο).
Οι επιχειρήσεις είχαν ξεκινήσει από το βράδυ αλλά το πρωί της 4ης Οκτωβρίου τα Ελληνικά στρατεύματα έμπαιναν στην Ξάνθη. Αξιοσημείωτο είναι ότι σε αυτή την ιστορική στιγμή και με διαταγή του Στρατηγού Λεοναρδόπουλου, επικεφαλής των στρατιωτικών τμημάτων κατά την είσοδο στην Ξάνθη, ήταν ο Ξανθιώτης Ανθυπολοχαγός (ΜΧ) Γαβριήλ Λαδάς, Δήμαρχος της πόλης μερικές δεκαετίες αργότερα. Ταυτόχρονα επέστρεψαν στην Ξάνθη όσοι είχαν εγκαταλείψει την περιοχή και αφοπλίστηκε ο Βουλγαρικός στρατός.
Πρώτος Δήμαρχος ορίστηκε ο Χριστόδουλος Μπρωκούμης που παρέλαβε το Δήμο Ξάνθης από Βούλγαρο υπάλληλο που είχε παραμείνει. Στις 14 Μαΐου του 1920 ο Ελληνικός στρατός ξεκινώντας από την Ξάνθη και το λιμάνι των Ελευθερών θα καταλάβει την Κομοτηνή και την Αλεξανδρούπολη και οι συμμαχικές δυνάμεις θα παραχωρήσουν τότε πλήρη αυτονομία και διοίκηση, γεγονός που σηματοδοτεί τον εορτασμό της απελευθέρωσης στους άλλους δύο Νομούς της Θράκης.
Οι στρατιωτικές κατακτήσεις επικυρώθηκαν με τη Συνθήκη των Σεβρών λίγες μέρες αργότερα και τα όρια αυτά δεν διαταράχθηκαν έκτοτε ποτέ, ούτε με τη Συνθήκη της Λωζάνης που διατήρησε τα υφιστάμενα σύνορα της χώρας μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. H απελευθέρωση της περιοχής υπήρξε περισσότερο αποτέλεσμα διπλωματικών παρά στρατιωτικών επιτευγμάτων.
Η Απελευθέρωση της Κομοτηνής
Την 5η Οκτωβρίου του 1912 ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος ήταν πλέον γεγονός και οι πρωταγωνιστές του ήταν τα συμμαχικά κράτη της Ελλάδος, Βουλγαρίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στο πλαίσιο των λεγόμενων συμμαχικών πολεμικών επιχειρήσεων οι Βούλγαροι κατά τον Νοέμβριο του 1912 εισέρχονται και εγκαθίστανται στη Δ. Θράκη όχι ως απελευθερωτές και σύμμαχοι, αλλά στην πραγματικότητα ως κατακτητές, προκειμένου να εκβουλγαρίσουν τον Ελληνισμό της Θράκης. Έτσι, επί οκτώ μήνες, από τον Νοέμβριο του 1912 έως και τον Ιούλιο του 1913, διεξήγετο ένας ανελέητος ανθελληνικός αγώνας, ο οποίος είχε έναν και μόνο στόχο που δεν ήταν άλλος από την ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας.
Με την έναρξη του Β’ Βαλκανικού πολέμου, την 16η Ιουνίου του 1913, ανάμεσα στους πρώην συμμάχους, δηλαδή την Βουλγαρία αφενός και τη Σερβία μαζί με την Ελλάδα αφετέρου, εκδηλώνεται το ακραίο εθνικιστικό ανθελληνικό πάθος των Βουλγάρων, οι οποίοι απέβλεπαν, παντί σθένει, να αφανίσουν κάθε τι το Ελληνικό στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Θράκης και φυσικά στην έκταση του τότε Καζά Γκιουμουλτζίνας (Κομοτηνής).
Οι Βούλγαροι αρχικώς λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τις Ελληνορθόδοξες εκκλησίες. Συγκεκριμένα απεγύμνωσαν τις εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου και του Μητροπολιτικού ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Κομοτηνής, καθώς και των χωριών Κοσμίου, Γρατινής, Σωστού, Ασωμάτων, Μαρωνείας, Χίρκα (Κίρκη), Ιάσμου κ.ά. Παράλληλα λεηλάτησαν και απεγύμνωσαν και τα διάφορα καταστήματα της Κομοτηνής αδιακρίτως αν ήταν Χριστιανών ή Μουσουλμάνων.
Οι εκ Σόφιας υποδείξεις ήταν σαφείς και όριζαν τον απόλυτο εκκαθαρισμό της περιφερείας Γκιουμουλτζίνας από τον Τουρκικό και Ελληνικό πληθυσμό ώστε το έδαφος να μείνει ελεύθερο προς εγκατάσταση αποίκων εκ Βουλγαρίας. Γι’ αυτό στην περιφέρεια Γκιουμουλτζίνας δεν υπήρξε Μουσουλμανικό χωριό του οποίου οι Βούλγαροι να μην είχαν εξολοθρεύσει τους άρρενες προκρίτους.
Κατά τον Ιούλιο του 1913, λίγο πριν την απελευθέρωση της Κομοτηνής, από τον Ελληνικό στρατό, έκαυσαν βορείως της πόλεως δέκα οκτώ Μουσουλμανικά χωριά των οποίων οι κάτοικοι πεινασμένοι και “γυμνητεύοντες” κατέφυγαν για να σωθούν εντός των χαράδρων της Ροδόπης απ’ όπου εξήλθαν μόνον εβεβαιώθησαν πέρι της προελάσεως του Ελληνικού στρατού τον οποίο υπεδέχθησαν εγκαρδίως ως σωτήρα και ελευθερωτή.
Οι Βούλγαροι, αφού απεγύμνωσαν τα καταστήματα και τις οικίες της πόλεως καταληστεύοντας συνάμα και τις περιουσίες των χωρικών, ο Βούλγαρος διοικητής έκλεψε 10.000 φράγκα εκ του δημαρχικού ταμείου Κομοτηνής. Ο δε αρχικομιτατζής Τάνεφ ηγούμενος Βουλγαρικής συμμορίας ελυμαίνετο μέχρι και της ημέρας της φυγής του Βουλγαρικού στρατού, πάντα τα περίχωρα ληστεύοντας και φονεύοντας Μουσουλμάνους και Έλληνες.
Το πρωί της 12ης Ιουλίου οι Βούλγαροι προέβησαν σε εμπρησμό των πυρομαχικών τους, τα οποία σε αφθονία είχαν συγκεντρώσει έμπροσθεν του σιδηροδρομικού σταθμού. Η έκρηξη υπήρξε σφοδρότατη και ενέσπειρε τον πανικό σε ολόκληρη την πόλη της Κομοτηνής, ενώ εφονεύθη ένας Οθωμανός και κάποιος άλλος πληγώθηκε σοβαρά.
Οι Βούλγαροι δεν έμεινα όμως μόνον σε αυτά. Προετοιμάστηκαν να πυρπολήσουν και τον στρατώνα, ο οποίος ευρίσκετο εντός της πόλεως της Κομοτηνής όπου είχαν συγκεντρώσει μεγάλες ποσότητες όπλων, πυρομαχικών, οβίδων και βομβών, που είχαν περιβρέξει με πετρέλαιο.
Με την αποτυχία της πυρπολήσεως αυτής απεφεύχθη η φοβερή καταστροφή της πόλεως, την οποία είχαν προδικάσει, όπως αποδεικνύεται και εκ του γεγονότος ότι ο εν Κομοτηνή Βούλγαρος Αρχιμανδρίτης, άνδρας μάλλον αγαθός, κατά τις παραμονές της αναχωρήσεως των Βουλγάρων, προέτρεπε εμπιστευτικώς τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την Κομοτηνή της οποίας είχε αποφασισθεί η πυρπόληση και η σφαγή των κατοίκων.
Πριν από την φυγή του ο Βουλγαρικός στρατός αφόπλισε καθ’ ολοκληρίαν τους Έλληνες κατοίκους, ενώ αντιθέτως όπλιζε επιδεικτικά τους Βούλγαρους και τους Αρμένιους. Επιπλέον επεζήτησαν να οπλίσουν και τους Μουσουλμάνους για να τους εξεγείρουν εναντίον των Ελλήνων βεβαιώνοντας τους ότι δήθεν η πόλη επρόκειτο να καταληφθεί υπό του Οθωμανικού στρατού. Οι Μουσουλμάνοι όμως της Κομοτηνής αρνήθηκαν να συμπράξουν μαζί με τους Βουλγάρους εναντίον των Ελλήνων της πόλεως.
Και ενώ αυτά συνέβαιναν στην Κομοτηνή και τα πέριξ αυτής χωριά προ της εισόδου του ελευθερωτού Ελληνικού στρατού, στην Πολίχνη της Μαρωνείας οι Βούλγαροι απήγαγαν βιαίως κατά την 29η Ιουνίου 1913 11 Έλληνες κατοίκους μεταξύ των οποίων ένας ιερέας και δύο ιατροί, τους οποίους απέστειλαν στην Κομοτηνή και απ’ εκεί στην Αδριανούπολη.
Κατά την 8η Ιουλίου 1913, ολίγες ημέρες πριν από την απελευθέρωση της Κομοτηνής και όλης της περιφέρείας της, οι Βούλγαροι απήγαγαν και μετέφεραν ως ομήρους στην Κομοτηνή και άλλους 13 κατοίκους της Μαρωνείας, αλλά την 12η Ιουλίου τους απελευθέρωσαν στην Κομοτηνή λόγω της ταχείας προελάσεως του ελευθερωτού Ελληνικού στρατού.
Οι Βούλγαροι κατά τις παραμονές της φυγής τους ελήστευαν τους κατοίκους της Μαρωνείας και απειλούσαν ότι θα πυρπολούσαν όλες τις οικίες. Έτσι οι κάτοικοι, έντρομοι και πανικόβλητοι, ετράπησαν προς τα όρη και μαζί τους νήπια και γέροντες. Την 11η Ιουλίου η Μαρώνεια ήταν έρημη, καθώς όλος ο πληθυσμός είχε κατασκηνώσει εντός σπηλαίων.
Οι φυγάδες κάτοικοι της Μαρώνειας με διάφορα σημεία (σινιάλα) προκάλεσαν την προσοχή του Ελληνικού στόλου, ο οποίος αφού προηγουμένως απεβίβασε την πρωία της 13 Ιουλίου αγήματα, επανήλθαν έπειτα και οι Μαρωνείτες στην πολίχνη τους. Καθώς έφευγαν οι Βούλγαροι στρατιώτες απήγαγαν ως ομήρους 11 κατοίκους και τον ιερέα του χωριού Εγρατζάν, 4 από τον Ίασμο και 4 μαζί με τον διδάσκαλο του χωριού Κίρκη. Από δε τα παραπάνω χωριά δεν έμεινε οικία ή κατάστημα που δεν λεηλατήθηκε από τον φεύγοντα Βουλγαρικό στρατό.
Ειδικώς στο χωριό Κίρκη οι Βούλγαροι κατέκαυσαν οκτακόσιες χιλιάδες οκάδων ξυλάνθρακα του εκ Μαρωνείας προκρίτου Μίρκου. Όλα πλέον έδειχναν ότι η ραγδαία προέλαση του Ελληνικού στρατού για την απελευθέρωση της Θράκης ήταν ζήτημα ημερών. Έτσι, το πρωί της 12ης Ιουλίου με το παλαιό ημερολόγιο, απελευθερώθηκε η Αλεξανδρούπολη και το απόγευμα της ίδιας ημέρας η Ξάνθη.
Το 1ο Τάγμα του συντάγματος Κρητών, υπό τον λοχαγό Ρήγα, και μια πυροβολαρχία, υπό τον ίλαρχο Γ. Κατεχάκη νωρίς το πρωί της 14ης Ιουλίου κατέλαβε τον Ίασμο και κατευθύνθηκε προς την Κομοτηνή όπου έφθασε κατά τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες και εισήλθε στην πόλη. Οι κάτοικοι της πόλεως “Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι υπεδέχθησαν μετ’ απερίγραπτον ενθουσιασμόν τον απελευθερωτή Ελληνικόν Στρατόν. Οι άνδρες, συν γυναιξί και τέκνοις, ανεξαρτήτως θρησκεύματος εξήλθον μετά Ελληνικών σημαιών όπως υποδεχθώσι τον προελαύνοντα στρατόν.
Την επομένην της καταλήψεως, ετελέσθη πάνδημος δοξολογία εν τω μητροπολιτικώ ναώ επί τη απελευθερώσει της πόλεως, παρισταμένων όλων των κατοίκων, αδιακρίτως φυλής και θρησκεύματος, πάντων των θρησκευτικών αρχηγών, μουφτή, αρχιραβίνου, επισκόπου των Αρμενίων, των στρατιωτικών αρχών και χοροστατούντος του αντιπροσώπου (παπά Κυπριανού) του αρχιερατικού επιτρόπου, άτε του ιδίου απαχθέντος ως ομήρου υπό των Βουλγάρων.
Επί πενθήμερον, χαρά και αγαλλίασις εβασίλευεν εις την μαγευτικωτάτην Γκιουμουλτζίναν, ότε συναφθείσης της ανακωχής διετάχθη την 19ην Ιουλίου, το καταβαλόν την πόλιν ανεξάρτητον σύνταγμα Κρητών να αναχωρήση εσπευσμένως εις Μακεδονίαν, αντικατασταθέν υπό του 4ου λόχου του 10ου ευζωνικού τάγματος, ως λόχου του κατοχής παραμείναντος εν τη πόλει…”.
Το ιππικό υπό τον Κατεχάκη προπορεύθηκε και ακολούθησαν τα τμήματα του πεζικού. Η συγκλονιστική περιγραφή των μεγάλων και ιστορικών στιγμών έχει ως εξής: “Το πρωί της Κυριακής 14ης Ιουλίου του 1913, εμφανίζεται προ της Γκιουμουλτζίνας μια ημιλαρχία ιππικού υπό τον ίλαρχο Γιαννόπουλο και τον λοχαγό του επιτελείου της μεραρχίας Γ. Κατεχάκη. Η ημιλαρχία εισήλθε απροσδοκήτως εις την πόλιν. Οι Έλληνες κάτοικοι καταλαμβάνονται αμέσως από φρενίτιδα.
Ο κάθε ιππεύς αποθεώνεται. Ραίνεται με άνθη και με μύρα. Τον αγκαλιάζουν και τον φιλούν. Οι αξιωματικοί φορτώνονται με ανθοδέσμες και από στεφάνια. Η ημιλαρχία διευθύνεται εις το Διοικητήριον. Ο Κατεχάκης εμφανίζεται εις τον εξώστην και με μίαν ανέκφραστον συγκίνησιν λέγει: “Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου ΙΒ’ καταλαμβάνω την πόλιν της Γκιουμουλτζίνης.
Κατ’ εντολήν του Μεράρχου μου κ. Ματθαιοπούλου βεβαιώ ότι ο πληθυσμός οιασδήποτε φυλής και οιουδήποτε θρησκεύματος, θ’ απολαύση τα αγαθά του πολιτισμού , αφού η Ελληνική κατοχή φέρει ως έμβλημα την αληθή ελευθερίαν, την ισοπολιτείαν και την δικαιοσύνην. Απαιτώ όμως ομόνοιαν και αγάπην και αγαθήν συμβίωσιν απάντων των κατοίκων. Ζήτω ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος. Ζήτω το Ελληνικόν Έθνος. Ζήτω η Ελληνική Γκιουμουλτζίνα…”
Ολίγον μετά ταύτα επαρουσιάσθη εις τον Κατεχάκην επιτροπή εικοσαμελής προυχόντων και ιερωμένων Μουσουλμάνων με επικεφαλής τον Μουφτήν. Ο Μουφτής είπεν: “Γνωρίζοντες την δισχιλιετή, εξαιρετικού πολιτισμού ιστορίαν του Ελληνικού έθνους, έχομεν την ελπίδα, ότι θα απολαύσωμεν των αγαθών του υπό την Ελληνικήν σημαίαν. Βεβαιούμεν, ότι θα είμεθα πάντοτε ευπειθείς εις τους Ελληνικούς νόμους και ότι η επιθυμία μας είναι να ζήσωμεν εν ομονοία μετά των λοιπών λαών… Ολίγον βραδύτερον εισήρχοντο εις την πόλιν οι Κρήτες…”.
Αξίζει να αναφερθεί στο σημείο τούτο ότι αμέσως μετά την απελευθέρωση της Κομοτηνής υπό του Ελληνικού στρατού, η Ελληνική διοίκηση απέδωσε στις 18 Ιουλίου και σε επίσημη δημόσια ιεροτελεστία τα δύο ιστορικά τεμάνη στην λατρεία των Μουσουλμάνων.
Σύμφωνα με τις διηγήσεις των παραστάντων μελών της Ελληνικής κοινοβουλευτικής επιτροπής, κατά την διάρκεια της δημόσιας εκείνης τελετής, ο Μουφτής Κομοτηνής Μεχμέτ Αρίφ ανέπεμψε επ’ ακροατηρίου την ακόλουθη ευχαριστήρια ευχή προς τον Θεό: “Θεέ και Κύριε του ελέους και των οικτιρμών, ο διδάξας ημάς δια του θείου σου λόγου, αλλά και διά του ιερού παραδείγματος του αγαπητού σου προφήτου Μωάμεθ, όπως συναθροιζόμενοι πάντες, προσευχώμεθα και Σοι αναπέμπωμεν ευχάς.
Ιδιαίτερα συγκινητική υπήρξε και το εξ ονόματος της Μουσουλμανικής μειονότητας τηλεγράφημα το οποίο απέστειλαν στις 19 Ιουλίου 1913 ο Μουφτής Κομοτηνής Μεχμέτ Αρίφ και οι λοιποί πρόκριτοι των μουσουλμάνων προς τον Βασιλέα και Στρατηλάτη των Ελλήνων Κωνσταντίνο, όπου κατά πιστή μετάφραση εκ του Τουρκικού ανέφεραν τα κάτωθι:
“Προς σε, Μεγαλειότατε, τον φιλοδίκαιον και κραταιόν Βασιλέα, και προς τον ένδοξον στρατόν σου, όστις τη θεία αρωγή και συναντιλήψει εφώτισε την πολύπαθη χώραν μας με το φως της πατρικής προστασίας και δικαιοσύνης, αφού πρώτον εκαθάρισε τον ορίζοντα της ωραίας μας πατρίδος από της ερεβώδους ομίχλης, ήτις επεκάθητο επ’ αυτής, απομακρύνας εκ των χωρών τούτων την Βουλγαρικήν κατάκτησιν και τη επί οκτώ μήνας διαρκέσασαν τυραννίαν και απανθρωπιάν αυτής, υποβάλλομεν μετά πολλής της ευλάβειας τον άπειρον σεβασμόν μας.
Προσέτι δ’ εν πλήρει ειλικρίνεια και από καρδίας εκφράζομεν προς τη Υμετέραν Μεγαλειότητα την βαθείαν ημών ευγνωμοσύνην διά τας επιδαψιλευθείσας εις ημάς Βασιλικάς Χάριτας και υψηλάς ευεργεσίας, τας εις την ιστορίαν των Μουσουλμάνων χρυσοίς γράμμασιν αναγραφησομένας.
Ταύτας αποτελούσιν η προς ημάς απόδοσις των ιερών τεμένων, σχολείων και βακουφίων, άτινα είχεν αρπάσει η τυραννική Βουλγαρική κυβέρνησις, η ελευθέρα εξάσκησις της Μουσουλμανικής των θρησκείας παρά χιλιάδων Μουσουλμάνων, οίτινες υπό της Βουλγαρικής τυραννίας εθεωρούντο ως εξαρχικοί Βούλγαροι, και η παγίωσις διοικήσεως εγγυωμένης εις πάντας άνευ διακρίσεως φυλής και θρησκεύματος αληθή ελευθερίαν. Λογιζόμεθα ευτυχείς επαναλαμβάνοντες την ευχήν υπέρ αδιαλείπτων επιτυχιών της Υμετέρας Μεγαλειότητος και υποβάλλοντες.
Αυτή τας ανωτέρω ευχαριστίας εκ μέρους όλων των Μουσουλμάνων Γκιουμουλτζίνης.
Υποκείμεθα εις τας Βασιλικάς Διαταγάς Σας.
Ο Μουφτής Γκιουμουλτζίνης
Μεχμέτ Αρίφ”.