Οι Πειρατές

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΣΤOΝ ΑΡΧΑΙO ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟ ΚΟΣΜΟ

Γενικά

Η πειρατεία στον αρχαίο Μεσογειακό κόσμο αποτελεί την αρχαιότερη καταγεγραμμένη εμφάνιση του φαινομένου της πειρατείας, δηλαδή της καταλήστευσης πλοίων και πόλεων από ένοπλες ναυτικές ομάδες. Ξεκινώντας από Αλασγικές, Αιγυπτιακές και Ουγκαριτικές πηγές της 2ης π.Χ. χιλιετίας, περνώντας απ’ τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη και φτάνοντας ως το Λίβιο και τον Πλούταρχο, οι περισσότεροι συγγραφείς της αρχαιότητας ασχολήθηκαν με τα έργα και τις ημέρες των πειρατών.

Δεν είναι όμως μόνο οι καταγραφές. Θεωρείται βέβαιο ότι η Μεσόγειος Θάλασσα υπήρξε ο πρώτος ευρύς γεωγραφικός χώρος που η πειρατεία απέκτησε μαζικά χαρακτηριστικά. Ως μέθοδος προσπορισμού υλικού πλούτου και δούλων, αξιοποιήθηκε από σχεδόν όλους τους λαούς που κατοίκησαν τις ακτές της κατά την αρχαιότητα: από τους προϊστορικούς Λαούς της Θάλασσας και τους Ετρούσκους μέχρι τους Ιλλυριούς και τους Κίλικες των τελευταίων προχριστιανικών αιώνων, ακόμα και τους Έλληνες που μαζί με τον κλασικό πολιτισμό γέννησαν κάποιους από τους φοβερότερους πειρατές του τότε γνωστού κόσμου.

Ενίοτε η ηγεμονία κάποιων δυνάμεων σε ευρύτερα τμήματα της θάλασσας (Αιγύπτιοι, Μινωίτες, Αθηναίοι) περιόριζε προσωρινά τη δράση των πειρατών, αλλά αυτό επ’ ουδενί σήμαινε την εξάλειψή τους. Η πλήρης καταστολή της πειρατείας επιτεύχθηκε μόλις τον 1ο αι. π.Χ. από τους Ρωμαίους με το Γαβίνειο Νόμο, ήταν δε αποτέλεσμα διπλής ωρίμανσης: στρατιωτικής, αφού μόνο τότε κάποιο κράτος κατέκτησε τέτοια ισχύ ώστε να μπορεί να επιβάλει το νόμο του σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, και πολιτικής με τη μετατροπή της Μεσογείου σε Ρωμαϊκή θάλασσα.

 

Αίτια του Φαινομένου

Δεν είναι υπερβολή εάν ειπωθεί, πως η ιστορία της πειρατείας ξεκινά σχεδόν ταυτόχρονα με την ιστορία της ναυτιλίας και του εμπορίου. Το πού ακριβώς ο άνθρωπος ξεκίνησε να χρησιμοποιεί συστηματικά θαλάσσια μέσα, το γνωρίζουμε: στη Μεσόγειο. Το πότε, δεν μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια.

Σίγουρα πάντως ήταν πολύ πριν απ’ το 3000 π.Χ., όταν δημιουργήθηκαν οι πρώτες σωζόμενες αναπαραστάσεις πλοίων. Τέχνεργα από οψιανό (ορυκτό γυαλί της Μήλου) που βρέθηκαν σε νεολιθικούς οικισμούς της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου, πιστοποιούν ότι η ναυσιπλοΐα δεν ήταν άγνωστη για τον κάτοικο της νεολιθικής Ελλάδας. Στο ίδιο συμπέρασμα συνηγορεί η εμφάνιση ενός ώριμου πολιτισμού άγνωστης προέλευσης στην Κρήτη γύρω στο 6000 π.Χ.

Τι παρακινούσε όμως τον ψαρά ή τον έμπορο της Μεσογείου να γίνει «ληστής της θάλασσας»;

Η απάντηση δίνεται από τον ακόλουθο συνδυασμό παραγόντων:

– Επειδή μπορούσε. Καταγόταν από κοινωνίες με ναυτική πείρα, άρα διέθετε τις απαραίτητες δεξιότητες για να καταλάβει ένα πλοίο στη θάλασσα, ή να μεταφέρει άνδρες σε μια γειτονική στεριά, να την ληστέψει και μετά να εξαφανιστεί.

– Επειδή σε κάποιο βαθμό τού ήταν απαραίτητο. Συνήθως η πατρώα γη του ήταν πετρώδης και απέφερε χαμηλή ή μηδενική αγροτική παραγωγή, η δε αλιεία δεν αρκούσε από μόνη της για να εξασφαλίσει ευημερία σε μεγάλη κλίμακα. Επομένως όσο ο πληθυσμός αυξανόταν, έπρεπε να βρει εναλλακτικές πηγές εισοδήματος γι’ αυτόν και την κοινότητά του.

– Το κυριότερο, επειδή υπήρχε πρόσφορο έδαφος. Ο κύριος όγκος του εμπορίου διεκπεραιωνόταν μέσω θαλάσσης, αφού οι τρεις μεγάλες χερσόνησοι του τότε γνωστού κόσμου (Μικρά Ασία, Βαλκανική, Ιταλική), με τις απότομες οροσειρές και την έλλειψη πλωτών ποταμών, καθιστούσαν πολύ αργές και ακριβές τις χερσαίες μεταφορές ακόμα και μεταξύ γειτονικών περιοχών.

Όμως η ναυτοσύνη δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι εφικτή η ναυσιπλοΐα στην ανοιχτή θάλασσα. Συνήθως τα πλοία έπλεαν κοντά στην ξηρά για να είναι εύκολος ο προσανατολισμός, για να βρουν γρήγορα αγκυροβόλιο εάν χαλάσει ο καιρός ή γιατί χρειάζονταν συχνό ανεφοδιασμό. Έτσι λοιπόν εντοπίζονταν εύκολα από κακόβουλα βλέμματα και ήταν ευάλωτα σε πειρατικές ενέδρες.

Εξ’ αιτίας των παραπάνω, η πειρατεία είχε ενδημικό χαρακτήρα στα περισσότερα ύδατα της Μεσογείου. Για να κατανοηθεί όμως καλύτερα, είναι απαραίτητο να έχουμε κατά νου και δύο παραμέτρους που όριζαν το ιδεολογικό πλαίσιο, εντός του οποίου μεμονωμένοι άνθρωποι ή ολόκληρες κοινότητες επιδίδονταν στη συγκεκριμένη δραστηριότητα:

– Πρώτον, στην αρχαιότητα δεν υφίστατο διάκριση μεταξύ πειρατείας και κούρσας, συνεπώς δύσκολα διακρινόταν ηθικά και πολιτικά η καθαρή πειρατεία (με τα σημερινά κριτήρια) από τη λεηλασία ξένων πλοίων σε καιρό πολέμου ή τα αντίποινα.

– Δεύτερον, ο βιοπορισμός μέσω της ληστείας (τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα) θεωρείτο φυσιολογικός ακόμα και στις πλέον εξελιγμένες κοινωνίες – χαρακτηριστικά στα Πολιτικά του Αριστοτέλη, ο «ληστρικός βίος» συμπεριλαμβάνεται στις πέντε κατά φύσιν δραστηριότητες με τις οποίες εξασφαλίζεται η αυτάρκεια, δίπλα στην κτηνοτροφία, την αλιεία, το κυνήγι και τη γεωργία.

 

Λαοί της Θάλασσας

Για τους Λαούς της Θάλασσας που δέσποσαν στην Ανατολική Μεσόγειο κατά την ύστερη Εποχή του Χαλκού, η πειρατεία και το εμπόριο αποτελούσαν αλληλοσυμπληρούμενες δραστηριότητες. Πολύ συχνά τα αγαθά ή οι σκλάβοι που εμπορεύονταν ήταν προϊόν λεηλασίας πλοίων και παραλιακών πόλεων.

Σε μία από τις Επιστολές της Αμάρνα, ο Αλασγός βασιλιάς δικαιολογεί τη μικρή αξία των δώρων που στέλνει προς τον Αιγύπτιο ομόλογό του (πιθανά τον Ακενατόν – 14ος αι. π.Χ.) με το επιχείρημα ότι Λύκιοι ληστές επιδράμουν κάθε χρόνο εναντίον της χώρας του. Στα τέλη του 13ου και τις αρχές του 12ου αιώνα, κυρίως επί βασιλείας των Ραμσή Β’ και Ραμσή Γ’, φαίνεται πως οι Αιγύπτιοι πέτυχαν καίρια πλήγματα στους Λαούς της Θάλασσας. Στον τάφο του δευτέρου έχει βρεθεί μια επιγραφή σε ιερογλυφικά που περιγράφει την τελική νικηφόρα ναυμαχία (1186 π.Χ.) στο Δέλτα του Νείλου, μετά την οποία οι ηττημένοι δεν ξαναεμφανίσθηκαν στην Αίγυπτο.

Για λίγες δεκαετίες ακόμα συνέχισαν να απειλούν τις πιο αδύναμες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου – στην αλληλογραφία των βασιλιάδων της Ουγκαρίτ και της Αλασγίας που διασώζεται στα Ουγκαριτικά κείμενα, ο πρώτος γράφει ότι οι πειρατές λυμαίνονται την απροστάτευτη επικράτειά του. Μετά χάνονται απότομα από την ιστορία, πιθανότατα επειδή εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε περιοχές της Εγγύς Ανατολής. Παραδείγματος χάριν, πολλοί εκτιμούν πως οι Φιλισταίοι της Παλαιάς Διαθήκης είναι οι ίδιοι με τους Πελεσέτ των Αιγυπτιακών επιγραφών.

Για το Αιγαίο της ίδιας περιόδου, δηλαδή πριν τον Τρωικό πόλεμο, ο Θουκυδίδης υποστηρίζει πως η πειρατεία αποτελούσε συνήθεια τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους ξένους (Φοίνικες και Κάρες) από πολύ παλιά, και ότι αυτό το έργο χάριζε δόξα. Περιγράφει μάλιστα το φόβο των πειρατών ως την αιτία που οι πρώτοι Έλληνες κυκλοφορούσαν πάντα ένοπλοι, ακόμα και στις καθημερινές ασχολίες τους, και έκτιζαν τις πόλεις (των νησιωτικών συμπεριλαμβανομένων) «ἐπὶ πολὺ ἀντίσχουσαν ἀπὸ θαλάσσης», δηλ. μακριά από τη θάλασσα. Αναφέρει τέλος το Μίνωα ως τον πρώτο που κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής θάλασσας και έδιωξε τους ληστές απ’ τα νερά της.

 

Αρχαία Ελλάδα

Στη Μυκηναϊκή και Γεωμετρική Ελλάδα, η πειρατεία θεωρείτο κοινωνικά αποδεκτή δραστηριότητα που έχρηζε καταστολής μόνο όταν στρεφόταν εναντίον συμπολιτών, ο δε πειρατής συχνά λάμβανε την ενθάρρυνση των τοπικών ηγεμόνων στο έργο του. Αυτό αντικατοπτρίζεται εύγλωττα στον τρόπο που ο μεταμφιεσμένος Οδυσσέας συστήνεται στον Εύμαιο ως δήθεν βετεράνος του Τρωικού Πολέμου που εν συνεχεία έγινε πειρατής στην Αίγυπτο, με λόγια που δείχνουν ότι ο πειρατής ήταν αξιοσέβαστη προσωπικότητα.

Γενικά, ο Όμηρος περιγράφει συχνά με θαυμασμό σχετικές πράξεις από Έλληνες. Αναφέρει μάλιστα πόλεις-κράτη που ζούσαν σχεδόν αποκλειστικά από την καταλήστευση ξένων εμπορικών πλοίων, όπως για παράδειγμα η Τάφος (σύμπλεγμα μικρών νησιών ανατολικά της Λευκάδας) που οι πολίτες της αγαπούσαν το κουπί και εμπορεύονταν σκλάβους. Οι Τάφιοι πειρατές ήταν τόσο ξακουστοί, που μια κεντητή απεικόνισή τους «επί το έργον» ήταν το κεντρικό θέμα στη διακόσμηση του μαγικού χιτώνα, τον οποίο χάρισε η Αθηνά στον Ιάσονα σύμφωνα με τη φαντασία του Απολλώνιου του Ρόδιου.

Συναφής δραστηριότητα ήταν και η ληστεία πλοίων από τους ναυαγιστές. Αυτοί άναβαν παραπλανητικές φωτιές στην ξηρά τα βράδια, ώστε να μπερδέψουν τους καπετάνιους των διερχόμενων πλοίων (που νόμιζαν ότι πλησίαζαν σε λιμάνι) και να τους οδηγήσουν σε ξέρες. Τότε επέδραμαν στα ακινητοποιημένα ή βυθιζόμενα πλοία και τα λεηλατούσαν – πρόκειται για μια πρακτική που εγκαταλείφθηκε μόλις το 19ο αιώνα μ.Χ.

Διάσημος ναυαγιστής της μυθολογίας ήταν ο αργοναύτης Ναύπλιος, πατέρας του Παλαμήδη που θανατώθηκε άδικα με λιθοβολισμό στον Τρωικό Πόλεμο. Για να εκδικηθεί την εκτέλεση του γιου του, ο Ναύπλιος οδήγησε με το παραπάνω τέχνασμα πολλά ελληνικά καράβια στα βράχια του Καφηρέα ενώ επέστρεφαν απ’ την Τροία.

 

Αρχαία Ελλάδα και Πειρατεία

Αν σήμερα η άσκηση πειρατείας – θαλάσσιας η εναέριας – με σκοπό τον προσπορισμό υλικών ωφελημάτων προκαλεί τη γενική κατακραυγή, δεν συνέβαινε το ίδιο και κατά την αρχαιότητα. σε ποίο παρωχημένες εποχές, οι Φοίνικες και οι Κάρες καταγίνονταν τόσο με το εμπόριο όσο και με την πειρατεία, λεηλατώντας τα εμπορικά πλοία, πραγματοποιώντας επιδρομές στη στεριά, αρπάζοντας άντρες, γυναίκες, παιδιά, τούς οποίους είτε απελευθέρωναν μετά από την καταβολή λύτρων είτε πουλούσαν για δούλους στις αγορές της Μικρός Ασίας. σε διαφορετικές στιγμές της Ιστορίας τους, οι περισσότεροι ναυτικοί λαοί της Μεσογείου άσκησαν πειρατικές δραστηριότητες.

Αφ’ ότου τα πρώτα πλοία διέσχισαν τη Μεσόγειο, η πειρατεία και η αρπαγή συνιστούν έναν από τούς πόρους ζωής πού προσφέρει η θάλασσα. Ακόμα και στους χρόνους τού Αριστοτέλη, η πειρατεία εξακολουθεί να είναι ένας τρόπος διαβίωσης, όπως το ψάρεμα ή το κυνήγι, αν όχι ένα «μέσο παραγωγής» δούλων τούς όποίους «καταναλώνουν» οι πολίτες και χάρη στους όποίους λειτουργεί η παραγωγή μέσα στο έμθβυακό οικονομικό σύστημα της Αρχαιότητας.

 

Εννοιολογικό Πλαίσιο 

Για τούς Έλληνες των Ομηρικών έπών και των αρχαϊκών χρόνων, η πειρατεία δεν είναι αξιόποινη παρά μόνο όταν στρέφεται εναντίον συμπολιτών ενώ θεωρείται απόλυτα θεμιτή και αποδεκτή όταν θύματά της είναι ξένοι.

Γεγονός όμως είναι ότι, σε όλη τη διάρκεια της ναυτικής ιστορίας της αρχαιότητας, η διάκριση ανάμεσα στις διάφορες μορφές άσκησης βίας εναντίον πλοίων και ταξιδιωτών ή κατοίκων παράκτιων περιοχών δεν είναι πάντοτε εύκολοι. τα όρια είναι δυσδιάκριτα ανάμεσα σε πράξη πειρατείας, η οποία αντιβαίνει στο δίκαιο, και ενέργειες όπως τα αντίποινα («σύλον», «ρύσιον») οι όποίες απαγορεύονται μόνο όταν το ενδιαφερόμενα μέρη (πόλεις) συνδέονται με συμφωνία για ασυλία – και ακόμα οι εχθροπραξίες μεταξύ εμπόλεμων η ή «κούρσα» (course, κουρσάρος).

Μόνο μετά από μακρόχρονη εξελικτική πορεία οι δίδυμες έννοιες «ξένος» ­ εχθρός -, «πειρατεία -κούρσα», «εμπόριο – άνδροληψία» ανεξαρτοποιούνται, εντασσόμενες σε διαφορετικές σφαίρες. Όσο δεν πραγματοποιείται η εννοιολογική αυτονομία, οι όροι πού χρησιμοποιούνται για καθεμιά από τις πράξεις βίας με θύματα τούς ταξιδιώτες και τούς κάτοικους των παραθαλάσσιων περιοχών παραμένουν διφορούμενοι και κάθε κρίση πάνω στις δραστηριότητες αυτές δεν μπορεί να είναι παρά σχετική.

Ή έλλειψη ακρίβειας – ακόμα και κατά τούς Ελληνιστικούς χρόνους -στη χρήση των όρων πειρατεία, αντίποινα και αρπαγή μεταξύ εμπόλεμων είναι κατάλοιπο μίας εποχής κατά την οποία η διάκριση ανάμεσα στους διάφορους τρόπους κτήσης αγαθών δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον. Ένα πλοίο της εποχής έπρεπε να είναι ευκίνητο και ελαφρό ώστε να είναι σε θέση να επιτίθεται και να διαφεύγει, ταυτόχρονα όμως ευρύχωρο ώστε να μεταφέρει τα πολεμικά ή πειρατικά λάφυρα πού συσσώρευσαν οι κυβερνήτες του, όπως ήταν η περίπτωση της «Σάμαινας» (ή «Σαμία ναυς»).

Στα ομηρικά έπη, η λέξη «ληίζομαι», όπως και ο όρος «συλάν» των μεταγενέστερων αιώνων, σημαίνει τόσο τη διεκδίκηση ιδίων αγαθών, όσο και τις λείες πολέμου ή ακόμα τις πράξεις λεηλασίας των πειρατών. στους κλασικούς χρόνους, η πειρατεία – μέσο παραγωγής αγαθών για τούς θεωρητικούς της εποχής – καταπολεμάτε από ορισμένες πόλεις, ενώ για άλλες αποτελεί δραστηριότητα καθόλα νόμιμη πού από τη φύση της τοποθετείται στο χώρο ανάμεσα στις πολεμικές επιχειρήσεις και στο εμπόριο. Εννοιολογική σύγχυση υφίσταται σχετικό με την πειρατεία και την κούρσα.

Η διαφορά ανάμεσά τους είναι ότι η πρώτη ασκείται τόσο σε καιρό πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης, ενώ η δεύτερη εμφανίζεται μόνο σε περίοδο πολέμου, ασκείται όμως από πλοία ιδιωτικά. Εξ άλλου, η σχετικότητα της αρχής της ουδετερότητας σε συνδυασμό προς την πρακτική δυσχέρεια διάκρισης ανάμεσα σε εμπόλεμους ή όχι, συνεπάγονται την αύξηση κρουσμάτων βιαιοπραγίας και λεηλασίας πλοίων και ταξιδιωτών, πράξεις πού είναι δυνατό να ενταχθούν τόσο στις εχθροπραξίες μεταξύ εμπόλεμων όσο και σε πειρατικές δραστηριότητες.

Η κούρσα πού ασκείται από τον αντίπαλο ισοδυναμεί για την άλλη πλευρά τού στρατοπέδου με πράξη πειρατείας, χωρίς όμως αυτό να εμποδίζει το θύματα να προβαίνουν σε αντίστοιχες ενέργειες. Έτσι, λ.χ., στους κλασικούς χρόνους, όταν οι Αθηναίοι ασκούσαν ακόμα τον έλεγχο τού Αιγαίου, μία Αθηναϊκή τριήρης συνέλαβε, σε ανοιχτή θάλασσα, ένα πλοίο πού μετέφερε έμπορους από τη Ναύκρατι: το πλοίο οδηγήθηκε στο λιμάνι όπου οι Αθηναίοι πούλησαν το φορτίο των Ναυκρατιτών εμπόρων για λογαριασμό της Αθήνας (Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους (XXIV), 11-12).

Ο Ηρόδοτος διηγείται τις περιπέτειες του Διονύσιου, ενός κυβερνήτη από τη Φωκαία, ο οποίος μετά την ήττα του ελληνικού στόλου Στη Λάδη έβαλε πλώρη για τη Φοινίκη, όπου βάλθηκε να λεηλατεί τα εμπορικά πλοία. Στη συνέχεια, αφού συγκέντρωσε πολλά πλούτη, εγκαταστάθηκε στη Σικελία που τη χρησιμοποίησε για ορμητήριο στις επιδρομές του εναντίον των εμπορικών πλοίων. Από τις πειρατικές ενέργειες του Διονύσιου γλίτωναν μόνο το πλοία που ανήκαν σε Έλληνες.

Τόσο όμως στην περίπτωση της αιχμαλωσίας του ναυκρατικού πλοίου από τους Αθηναίους όσο και στη σταδιοδρομία του Διονύσιου, δεν απουσιάζει ένα στοιχείο νομιμότητας: οι άγραφοι νόμοι του πολέμου (Σούδα, λέξη Κίμων: μη πλειν νόμω πολέμου) και η εννοιολογική ισοδυναμία μεταξύ ξένου και εχθρού όσον αφορά στις επιχειρήσεις του Διονύσιου εναντίον των ετρουσκικών και φοινικικών πλοίων.

Ακόμα και σε πολύ μεταγενέστερους χρόνους, ο χαρακτηρισμός μίας πράξης ως πειρατικής δεν είναι αυτονόητος. Στις αρχές του αιώνα μας, το Αγγλικό βασιλικό δικαστήριο χρειάστηκε να κρίνει αν ή σύλληψη ενός Ελληνικού καϊκιού από ένα ληστή της Μαύρης Θάλασσας, με την ανοχή των Κεμαλικών, αποτελεί πράξη πολέμου ή πειρατεία. ‘Έχει υποστηριχτεί, από σύγχρονους συγγραφείς, ότι, από νομική άποψη, πειρατής είναι ο χωρίς διάκριση εχθρός του ανθρώπινου γένους και όχι το άτομο που  επιτίθεται σε ανθρώπους μίας ορισμένης καταγωγής ή τάξης.

Παρόμοιο διαχωρισμό έκανε, αιώνες πριν, ο Ηρόδοτος (111, 39) όταν, κατηγορώντας τις πειρατικές δραστηριότητες του τυράννου της Σάμου Πολυκράτη, τονίζει ότι «έφερε και ήγε πεντάς διακρίνων ουδένα», οι Ρωμαίοι ξεχώριζαν ανάμεσα σε «δίκαιο εχθρό» (iustes hostes) και σε κοινό εχθρό τού ανθρώπινου γένους -(humani generis communes hostes), κατηγόρια στην οποία συμπεριλαμβανόταν και ο πειρατής.

Γεωγραφικό Πλαίσιο

Σε ορισμένες περιοχές της Μεσογείου η πειρατεία είχε χαρακτήρα ενδημικό: η Κιλικία, η Λιγουρία, οι Ιλλυρικές ακτές, η Κρήτη, η Αιτωλία υπήρξαν από τα σημαντικότερα ορμητήρια πειρατών. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ως πειρατικούς λαούς τούς Λοκρούς, τούς Αιτωλούς, τούς Άκαρνάνες, ενώ ο Ηρόδοτος περιγράφει τις πειρατικές δραστηριότητες των Σαμίων, των Ιώνων ή των κατοίκων της Καρίας πού έπέδραμαν στην Αίγυπτο κατά τούς χρόνους της βασιλείας τού Ψαμμήτιχου.

Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ακόμα τούς Φωκείς, τούς Λυκίους ή ακόμα τούς Δόλωπες της Σκύρου κατά τη διάρκεια των μηδικών πολέμων, από τούς τρομερότερους πειρατές της αρχαιότητας, τούς όποίους συναντάμε από τούς χρόνους των ομηρικών έπών ως τη ρωμαιοκρατία, είναι οι Κρήτες: “Πάντοτε ληστές και πειρατές, ποτέ δίκαιοι οι Κρήτες. Πoιος αλήθεια. Kρητικός γνωρίζει τη δικαιοσύνη; Έτσι και μένα το δύστυχο Τιμόλυτο, πού ταξίδευα με φτωχικό φορτίο, οι Κρήτες με βύθισαν στα βάθη της θάλασσας. Πάνω μου θρήνησαν τα θαλασσινά πουλιά’ κάτω άπ’ τον τύμβο όμως δεν βρίσκεται ο Τιμόλυτος» (επιτύμβιο επίγραμμα τού Λεωνίδα Ταραντίνου, Παλατινή Ανθολογία, νll, 654).

Αφού αιχμαλώτιζαν τούς ταξιδιώτες, οι πειρατές της Μαύρης Θάλασσας συνήθιζαν να στέλνουν στις οικογένειες και τούς φίλους των αιχμάλωτων επιστολές γραμμένες από τα θύματα, με τις όποίες ζητούσαν την καταβολή λύτρων. Οι κάτοικοι τού Βοσπόρου όχι μόνο παρείχαν καταφύγιο στα πειρατικά πλοία άλλά και φρόντιζαν για τη διάθεση στις αγορές των λαφύρων. Είναι ακόμα γνωστό ότι η αγορά δούλων της Δήλου δεχόταν εμπόρευμα από τούς κατοίκους της Κιλικίας, με τούς όποίους συνεργάζονταν οι Παμφυλοί και οι Φασηλίτες.

Κίνδυνος πειρατών υπήρχε όχι μόνο Στη θάλασσα άλλά και στη στεριά είναι ο λόγος για τον όποίο οι παλαιότεροι οικισμοί χτίστηκαν σε κάποια απόσταση οπό τις ακτές. Μόνο με την ανάπτυξη τού ναυτικού των ελληνικών πόλεων και την άνθηση τού εμπορίου επεκτείνεται η παραθαλάσσια οικιστική δραστηριότητα και οι πόλεις περιβάλλονται με τείχη. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα των αρχαιότερων οικοδομημάτων στο λόφο της Κνωσού, τέσσερα μιλιά από τη θάλασσα, της Αθήνας των προκλασικών ή ακόμα της Ακροκορίνθου όπου εγκαταστάθηκαν πάλι οι Κορίνθιοι τον 17ο αι. μ.χ, όταν η διαβίωση κοντά

Στη θάλασσα είχε αποβεί ιδιαίτερα επικίνδυνη. Ως τα μέσα τού 19ου αι. τα σπουδαιότερα χωριά χτίζονται κατά κανόνα, σε απόσταση από την ακτή, όπως συμβαίνει, λ.χ., Στη Λέρο, Στη Νίσυρο ή στην Τήλο, όπου η «χώρα» απέχει γύρω στο μισό μίλι από τη θάλασσα. Ένα μέσο προστασίας των νησιωτών από τις πειρατικές επιδρομές στάθηκε, από την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, η κατασκευή «πύργων», σαν αυτούς πού συναντάμε στα περισσότερα ΑΙγαιοπελαγίτικα νησιά και αναφέρονται συχνά από τούς ταξιδιώτες (Νάξος, Αστυπάλαια, ‘Άνδρος, Κως, Κύθνος, Σέριφος, Σίφνος, Σκιάθος, Σκόπελος, Αμορ­γός, Λέρος, Κίμωλος).

Έκτός από τις επιδρομές των πειρατών, άλλος κίνδυνος πού απειλούσε τούς ταξιδιώτες ήταν οι ναυαγιστές (wreckers, naufrageurs), τούς οποίους συναντάμε από τούς πρώιμους χρόνους της ναυσιπλοΐας και δεν εξαφανίζονται παρά στον 19ο αιώνα. Ο ναυαγιστής διαλέγει μίαν απόκρημνη βραχώδη ακτή όπου, τη νύχτα, ανάβει φωτιές. τα πλοία πού περνούν νομίζουν ότι πρόκειται για τα φώτα λιμανιού, πλησιάζουν να βρουν καταφύγιο, άλλ’ αντί γι’ αυτό εξοκέλλουν στους βράχους προσφέροντας εύκολη λεία στους ναυαγιστές.

Μία από τις πιο γραφικές μορφές της ελληνικής μυθολογίας είναι ο Ναύπλιος, ιδρυτής τού Ναυπλίου. Ναυαγιστής, άνδραποδιστής και πειρατής ο Ναύπλιος πρέπει να ήταν τυπική περίπτωση τυχοδιώκτη των πρώιμων χρόνων της ναυσιπλοΐας: Στη στεριά ναυαγιστής ή ληστής ταξιδιωτών, στο πέλαγος πειρατής και άνδραποδιστής θαλασσοπόρων.

Γίνεται λόγος γι’ αυτόν στα Ομηρικά έπη (αμφισβητείται όμως αν τα σχετικά αποσπάσματα ανήκουν πράγματι στον Ομηρικό κύκλο) και στην Αργοναυτική εκστρατεία. για να εκδικηθεί τούς Αχαιούς για το θάνατο τού γιου του Παλαμήδη, ο Ναύπλιος βύθισε στα ανατολικά της Ευβοίας, στο ακρωτήριο Καφηρεύς, τα Ελληνικά πλοία πού επέστρεφαν σώα από την Τροία.

Ακόμα, ο Ναύπλιος ο Καταποντιστής, θέλοντας αυτήν τη φορά να εκδικηθεί τον Οδυσσέα, επιχείρησε να πνίξει την Πηνελόπη. Σε μίαν άλλη περίπτωση τού αποδίδουν την κατηγορία ότι διέφθειρε γυναίκες των Αχαιών κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού. Σύμφωνα με το μύθο, ο Ναύπλιος είχε το ίδιο τέλος με τα θύματά του. Ταξιδεύοντας με το πλοίο του είδε μακριά αναμμένα φώτα και πιστεύοντας ότι βρίσκεται σε λιμάνι ήρθε και έπεσε πάνω στους βράχους όπου περίμενε ένας ναυαγιστής.

 

Ιστορικό Πλαίσιο 

Τα ερωτήματα πού προκύπτουν από τη μελέτη της πειρατείας δεν συνδέονται τόσο με την εμφάνισή της ως Ιστορικού φαινόμενου όσο με τη στιγμή κατά την όποία πρωτομαρτυρείται οργανωμένη καταστολή της όχι από ιδιώτες αλλά από το ίδιο το «κράτος». Παρόμοιο εγχείρημα προϋποθέτει εξελιγμένες πολιτειακές δομές, αναπτυγμένη οικονομία και ισχυρό πολεμικό ναυτικό.

Οι πρώτοι, απ’ όσο τουλάχιστο γνωρίζουμε ως σήμερα, πού ξεκίνησαν οργανωμένη εκστρατεία κατά των πειρατών ήταν ο Μίνως με τούς Κρήτες του, οι οποίοι, μερικούς αιώνες αργότερα, μεταβλήθηκαν σε αδίστακτους πειρατές. για πολλούς αιώνες μετά τον Μίνωα καμιά Ελληνική πόλη δεν είναι σε θέση να αναλάβει μόνη της την πάταξη της πειρατείας. τον 7ο αι. π.Χ. σημαντικό ρόλο στην κυριαρχία τού Αιγαίου διαδραματίζουν οι Σάμιοι. με τα πλοία τους διασχίζουν τις θάλασσες τόσο σαν έμποροι όσο και σαν πολεμιστές και πειρατές.

Υπήρξαν πάντοτε στιγμές, όχι μόνο κατά τούς Αρχαϊκούς χρόνους αλλά και Στη μετέπειτα ιστορία των ναυτικών θεσμών, κατά τις οποίες η πειρατεία συνιστούσε ένα μέσο διαπραγμάτευσης με ένα ξένο κράτος η με ένα συνασπισμό κρατών. με την υποστήριξη ισχυρών συμμάχων οι Σάμιοι δεν είχαν να φοβηθούν άμεσες ποινές εφόσον οι πειρατικές τους δραστηριότητες στρέφονταν εναντίον πλοίων τού αντίπαλου στρατοπέδου.

Είναι πολύ πιθανό ο Πολυκράτης, τον όποίο ο Ηρόδοτος (111, 39) κατηγορεί ότι λεηλατούσε τα πλοία χωρίς διάκριση ανάμεσα σε φίλο και εχθρό, να ακολουθούσε την ίδια πολιτική με τον πασά της Ρόδου στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ο πασάς πολέμησε τούς πειρατές, στο όνομα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με πλοία κρατικά και παράλληλα κατασκεύασε και μία φρεγάτα για λογα­ριασμό του με την όποία λεηλατούσε τα εμπορικά πλοία και τούς ταξιδιώτες. τον 5ο αιώνα π.χ., μετά τούς περσικούς πολέμους και την ίδρυση της Συμμαχίας της Δήλου, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν μία ανελέητη δίωξη των πειρατών.

Εκστράτευσαν στα δύο σημαντικότερα πειρατικά κέντρα της εποχής, τη Σκύρο (Πλούταρχος, Κίμων, 8: ληιζόμενοι την θάλασσαν έκ παλαιου) και τη Θρακική Χερσόνησο (Πλούταρχος, Περικλής, 19: ληστήρίων γέμουσα). Ο Περικλής προσκάλεσε αντιπροσώπους των ελληνικών πόλεων για να συζητήσουν, ανάμεσα στ’ άλλα, την ασφάλεια των θαλασσών, πρόταση πού προσέκρουσε στην αρνητική στάση της Σπάρτης.

Αν και πολλές φορές οι Αθηναίοι καταχράστηκαν την κυριαρχία της θάλασσας, η προστασία πού η Αθήνα μπόρεσε να εξασφαλίσει στους ταξιδιώτες και στους ασθενέστερους κατοίκους των παραλίων τού Αιγαίου μπορεί να συγκριθεί μόνο με την ασφάλεια πού, κατά τούς αρχαίους συγγραφείς, επικρατούσε στα χρόνια τού Μίνωα. Ανάμεσα στις καταστροφικές συνέπειες τού Πελοποννησιακού πολέμου και της ήττας των Αθηναίων συγκαταλέγεται και η επανεμφάνιση της πειρατείας είτε ως αυτόνομης δραστηριότητας είτε μέσα στα πλαίσια των εχθροπραξιών. τον 4ο αιώνα.

Οι Αθηναίοι, πού στο μεταξύ εχoυν επανακτήσει την κυριαρχία στο Αιγαίο, μαζί με τούς συμμάχους τους, επιβάλλουν στους Μηλίους ποινή δέκα ταλάντων γιατί έδωσαν ορμητήριο σε πειρατικά πλοία, παραβαίνοντας το «ψήφισμα τού Μοιροκλή» πού απαγόρευε στα μέλη της Συμμαχίας να δέχονται στα λιμάνια τους πειρατές (Δημοσθένης, Κατά Θεοκρινου (LVIII), 53 και 56). το 362 και 361, οι Αθηναίοι στάθηκαν και οι ίδιοι θύματα πειρατικών επιδρομών από τούς άντρες τού Αλέξανδρου τού Φάριου, οι όποίοι, αφού λεηλάτησαν τις Κυκλάδες και κατέλαβαν τη Σκόπελο, έπέδραμαν στον Πειραιά όπου καταλήστεψαν τούς χρηματιστές.

Κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια της Κλασικής περιόδου η Αθήνα όλο ένα εξασθενεί στην προσπάθειά της να καταστείλει την πειρατεία στο Αιγαίο, έργο στο όποίο θα την διαδεχτεί η Ρόδος. ‘Ήδη από την εποχή τού πολέμου ανάμεσα στους Αθηναίους και τον Φίλιππο της Μακεδονίας, οι πειρατές και οι κουρσάροι προσλαμβάνουν ρυθμιστικό ρόλο στην ισορροπία των δυνάμεων της Ανατολικής Μεσογείου. Οι Ελληνικοί στρατοί κατακλύζονται από άντρες πού ο μόνος πόρος ζωής τους είναι είτε η μισθοφορία είτε η λεηλασία.

Μερικοί από τούς σπουδαιότερους condottieri της εποχής προαναγγέλλουν τούς «άρχιπειρατές» τού 3ου αιώνα π.Χ., έτοιμους στον πόλεμο να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε οποίον προσφέρει τα περισσότερα, ενώ σε περίοδο ειρήνης ή ανεργίας λεηλατούν τα πλοία και κάνουν επιδρομές στη στεριά για δικό τους λογαριασμό. Κρήτες και ΑΙτωλούς ­ και οι δύο γνωστοί ως ανελέητοι πειρατές -προσέλαβαν για μισθοφόρους πολλοί μονάρχες των Ελληνιστικών χρόνων.

Ο μεγάλος Ιστορικός Elias Bickerman παραλλήλισε την παρουσία Κρητών και ΑΙτωλών μισθοφόρων σε πολλούς στρατούς από τον 4ο ως τον 1ο αιώνα π.Χ. με τη συμμετοχή Ελβετών πολεμιστών στους περισσότερους ευρωπαϊκούς στρατούς από τον 14ο έως τον 18ο αιώνα. το κοινό στοιχείο πού συνδέει τούς αρχαίους Κρήτες και ΑΙτωλούς με τούς Ελβετούς μισθοφόρους της νεότερης ιστορίας πρέπει να αναζητηθεί Στη μη παραγωγικότητα των τόπων καταγωγής τους.

Κατά κανόνα, όποτε η ενασχόληση των κατοίκων μίας περιοχής με την πειρατεία ή με τη μισθοφορία παρουσιάζει χαρακτήρα ενδημικό, τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές συνθήκες τού τόπου στον οποίο αναπτύσσεται το φαινόμενο.

Η γεωγραφική απομόνωση της Κρήτης από τον υπόλοιπο Ελληνικό χώρο και η άγονη γη της Αιτωλίας, σε συναρτήσει με την αδυναμία των περιοχών αυτών να αναπλάθουν έναν ουσιαστικό ρόλο στο πολιτικό προσκήνιο της εποχής, πού θα τούς επέτρεπε ίσως να αποβούν κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου, χαρακτηριστικά πού ισχύουν και για την προ καπιταλιστική Ελβετία καθιστούσαν την πειρατεία και τη μισθοφορία πρωταρχική – αν όχι μοναδική – πηγή «ξένου συναλλάγματος» για τις ασθενέστερες οικονομικά χώρες.

 

Η Πειρατεία στα Ομηρικά Έπη

Η πρώτη πηγή άντλησης δούλων ήταν η αιχμαλωσία. Οι νικητές εισβολείς πολεμιστές σκότωναν τους ηττημένους άνδρες και έσερναν στην αιχμαλωσία τις γυναίκες και τα παιδιά, που μπορούσαν να χειραγωγήσουν εύκολα. Η ενέργεια εθεωρείτο πολεμική αρετή και ευκαιρία για καύχημα. Το εθνικό δίκαιο των Ελλήνων άλλωστε όριζε ότι όλοι οι βάρβαροι αιχμάλωτοι γίνονταν δούλο. Άλλες πηγές δούλων ήσαν η αρπαγή, η αγορά αιχμαλώτων από πλανόδιους δουλεμπόρους – απαγωγείς, η φυσική αναπαραγωγή, μετά την άδεια του αφέντη-άρχοντα.

Δούλοι ακόμα αποτελούσαν μέρος της προίκας της νύφης. Ο άρχοντας μπορούσε επίσης να τους προσφέρει και ως δώρο. Όσο η οικονομία εξελισσόταν και οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις εμβάθυναν, οι ευκαιρίες για αύξηση του δουλικού προσωπικού πολλαπλασιάζονταν. Φτωχοί Έλληνες από ανέχεια υποχρεώνονταν ή να πουλάνε τα παιδιά τους ως δούλους ή οι ίδιοι να ανταλλάσσουν την ελευθερία τους με τη δουλεία, για να επιβιώσουν, μετά από αδυναμία εκπλήρωσης των οικονομικών τους υποχρεώσεων. Στη δουλεία ακόμη κατέληγαν ελεύθεροι μετά από εμπλοκή τους σε βιαιοπραγίες ή εγκλήματα.

Θα σταθούμε λίγο περισσότερο στην πειρατεία, φαινόμενο που έλαβε τεράστιες διαστάσεις με το χρόνο και απέβη πηγή χρυσοφόρα, που τροφοδοτούσε τους οίκους με δούλους και τους δουλεμπόρους με χρήμα. Αποτελούσε κατ’ εξοχήν ασχολία των ηρώων, γιατί η επιτυχία στις πειρατικές επιχειρήσεις ήταν έκφραση των σωματικών και πνευματικών προτερημάτων του ομηρικού ήρωα. Η πειρατεία συνδεόταν άμεσα με το εμπόριο, γιατί προμήθευε τα δουλοπάζαρα με σκλάβους και οι ρίζες της φτάνουν ως τη βαθιά αρχαιότητα.

Οι πειρατές άρπαζαν και ελεύθερους και δούλους με σκοπό να τους εμπορευτούν. Μια επιτυχημένη πειρατική επιδρομή αποτελούσε ευκαιρία για καύχημα των πρωταγωνιστών της. Η ανδραγαθία αυτή δεν άφησε ανεπηρέαστη ούτε την ποίηση. Ένα πολύ παλιό τραγούδι, που η αρχαία παράδοση αποδίδει στον Υβρία τον Κρητικό, διασώζεται για να υμνήσει εκείνους που ζούσαν από την πειρατεία, που έκαναν επιδρομές, κυρίευαν τις πολιτείες, σκότωναν τους άντρες και έσερναν στα σκλαβοπάζαρα τις γυναίκες και τα παιδιά. Διασώζει ακόμη σαφέστατα την αντίληψη ότι αυτός που ηττάται στις μάχες είναι δειλός ή ανίκανος να χειρίζεται τα όπλα και γι αυτό του αξίζει η σκλαβιά .

”Πλούτη έχω κοντάρι και σπαθί τρανό

Και για φύλαξή μου ασπίδα γερή.

Μ’ αυτό οργώνω, μ’ αυτό θερίζω και με τ’ άλλο

Μεσ’ τ’ αμπέλι το γλυκό κρασί πατώ.

Κι είμαι αφέντης της σκλαβολογιάς ατός μου

Κι όσοι γι άρματα δεν έχουν καρδιά, μυαλό,

Πέφτουν άψυχα κουφάρια ομπρός μου

Βασιλιά με κράζουν και με προσκυνούν.”

Το φαινόμενο της πειρατείας έχει τα ίχνη της στο πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, όπως πληροφορούμεθα από τα έπη του Ομήρου, στα οποία εμφανίζεται ως άθλημα. Το γεγονός βεβαιώνει και ο Θουκυδίδης, που είχε υπόψη του την αρχαία παράδοση. Γρήγορα η πειρατεία συνδέθηκε με το εμπόριο και διαδόθηκε σε πολλές πόλεις της Μεσογείου. Οι Μυκηναίοι άνακτες και βασιλείς κέρδιζαν τους θησαυρούς τους κυρίως με τον πόλεμο και την αρπαγή και λιγότερο με την παραγωγή και το εμπόριο .

Δεν είναι εύκολο να γνωρίζουμε την κοινωνική προέλευση των πειρατών. Θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκονται και εύποροι ανάμεσα στους πειρατές, όπως για παράδειγμα ο Οδυσσέας, ο οποίος δεν διστάζει να καυχηθεί στις παραπλανητικές ιστορίες του προς τον Εύμαιο για τη δράση του ως πειρατής, καμαρώνει που άσκησε το έργο του πειρατή εννέα φορές και εμφανίζει την πειρατεία ως νόμιμο μέσο πλουτισμού, σύμφωνα με τα ηθικά κριτήρια της εποχής. Όμως το πιθανότερο είναι η στροφή προς την πειρατεία αρχικά να συνδέεται με την ανάγκη εξεύρεσης πόρων για επιβίωση και στη συνέχεια με την ανάγκη της ικανοποίησης της απληστίας των ανθρώπων, που δεν έχει φραγμό.

Οι πειρατές άρπαζαν και ελεύθερους και δούλους. Αλλά ο δούλος άξιζε λιγότερο από έναν ελεύθερο. Η πώληση ή απελευθέρωση ενός ελεύθερου άφηνε μεγαλύτερα κέρδη. Ο λόγος για πώληση δούλων μας οδηγεί στην διατύπωση της άποψης ότι από την εποχή του Ομήρου ακόμη ανθούσε το δουλεμπόριο. Το δουλεμπόριο είναι άλλη μια πηγή πλουτισμού για τους «χρυσοθήρες» της εποχής. Οι πειρατές θα πρέπει να έπαιζαν επίσης το ρόλο του δουλέμπορα με μεγάλη επιτυχία και το επιτήδευμα θα πρέπει να απέδιδε σοβαρά κέρδη.

Δεν γνωρίζουμε μόνο αν στην εποχή του Ομήρου υπήρχε τόπος, στον οποίο θα μπορούσε κανείς να πουλήσει ή να αγοράσει δούλους για τις ανάγκες του, όπως συνέβαινε στους κλασικούς χρόνους. Οι μαρτυρίες από τα έπη μιλάνε για γυρολόγους δουλεμπόρους, που πήγαιναν οι ίδιοι στα παλάτια των πλουσίων και παζάρευαν το εμπόρευμά τους. Στον ελληνικό χώρο, όπως παραδίδεται, το δουλεμπόριο ξεκίνησε από τη Χίο. Γρήγορα όμως εξαπλώθηκε και στην άλλη Ελλάδα. Χώρες όπως η Συρία, η Μικρά Ασία, η Φρυγία, η Λυκία, η Καρία, ο Πόντος, η Θράκη, η Δήλος, η Σάμος, το Βυζάντιο, η Αθήνα. επιδίδονταν σε σκληρό δουλεμπόριο.

Η κατώτερη τιμή δούλου στην Κλασική Αρχαιότητα ήταν μισή μνα και η ανώτερη έφτανε στις δέκα μνες. Η τιμή τριπλασιαζόταν αν υπήρχε προτίμηση για ορισμένες κατηγορίες δούλων, όπως στις ωραίες γυναίκες, τις αυλητρίδες, τους κιθαρωδούς, τους ειδικευμένους τεχνίτες και τους μορφωμένους, τους οποίους χρησιμοποιούσαν για γραμματείς και δασκάλους των παιδιών τους. Στα ομηρικά χρόνια όμως η αξία των δούλων μετρούσε με τον αριθμό των βοών. Ξεκινούσε για παράδειγμα από τέσσερα βόδια και έφτανε τα είκοσι, αν επρόκειτο για δούλο εκλεκτής γενιάς, από τον οποίο προσδοκούσαν πολλά οφέλη.

 

Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος

Καθώς ο Ελληνικός κόσμος όδευε προς την κλασική εποχή, οι περισσότερες πόλεις προσπαθούσαν να θωρακισθούν εναντίον όσων ληστών απειλούσαν τις ακτές ή τα πλοία τους κατά μόνας, αλλά συνέχιζαν να αδιαφορούν για την εξάλειψη της πειρατείας εκτός των ορίων τους. Αρκετές εξακολούθησαν να είναι ηθικοί ή φυσικοί αυτουργοί: o Ηρόδοτος περιγράφει σχετικές δραστηριότητες των Σαμίων και των Ιώνων της Μικράς Ασίας, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει τους Λοκρούς, Αιτωλούς και Ακαρνάνες ως λαούς που επιδίδονταν στη θαλάσσια ληστεία.

Εξίσου επικίνδυνα ήταν τα Κύθηρα, για τα οποία ο Σπαρτιάτης σοφός Χίλων είχε πει ότι καλύτερα να καταποντίζονταν στο βυθό της θάλασσας, παρά να γίνονταν σπαρτιατική κτήση – τις τακτικές των Κυθηρίων θα πρότεινε αργότερα ο Δημάρατος στον Ξέρξη για να καταλάβει τη Λακεδαίμονα.

Χαρακτηριστικότερη όλων ήταν η περίπτωση του Σαμίου τυράννου Πολυκράτη, ο οποίος συγκρότησε ένα στόλο από 100 «πεντηκοντέρους» (πολεμικά πλοία με 50 κουπιά) και 1.000 τοξότες και λυμαινόταν το Αιγαίο Πέλαγος. Για τον Ηρόδοτο ο Πολυκράτης δεν ήταν κατακριτέος για αυτές καθ’ αυτές τις ενέργειες, αλλά διότι ἔφερε καὶ ἦγε πάντας διακρίνων οὐδένα, δηλ. λήστευε τους πάντες χωρίς να κάνει διάκριση σε φίλους και εχθρούς.

Η πρώτη προσπάθεια συστηματικής καταστολής και συνάμα ηθικής απονομιμοποίησης της πειρατείας στους ιστορικούς χρόνους, ήλθε από την Αθήνα τον 5ο αιώνα π.Χ. Έχοντας εξασφαλίσει τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο σχεδόν ολόκληρου του Αιγαίου Πελάγους μέσω της Δηλιακής Συμμαχίας, οι Αθηναίοι εξαπέλυσαν άγριο κυνηγητό εναντίον οποιουδήποτε απειλούσε την απρόσκοπτη διακίνηση των πλοίων και των εμπορευμάτων.

Από εκείνη την περίοδο διασώζονται τουλάχιστον δύο εκστρατείες με αποκλειστικό αντικειμενικό σκοπό την καταστολή της πειρατείας: του Κίμωνα εναντίον των Δολόπων της Σκύρου[19] και του Περικλή στη Θράκη, τη γεμάτη πειρατικά λημέρια. Πιστεύεται ότι η προστασία που προσέφερε η αθηναϊκή θαλασσοκρατία στο μέσο ταξιδιώτη ή κάτοικο του Αιγαίου, μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα χρόνια του Μίνωα που αναπολούσαν οι αρχαίοι συγγραφείς.

Με εξαίρεση τα πρώτα χρόνια μετά την ήττα τους στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι Αθηναίοι κράτησαν έως και τον 4ο αιώνα π.Χ. τα σκήπτρα στο Αιγαίο, καταδιώκοντας την πειρατεία. Ο Δημοσθένης διασώζει πως στην εποχή του ίσχυε το ψήφισμα του συγχρόνου του Μοιροκλή «κατὰ τῶν τοὺς ἐμπόρους ἀδικούντων», βάσει του οποίου τιμώρησαν τους Μηλίους με πρόστιμο δέκα ταλάντων, επειδή υποδέχθηκαν πειρατές στο νησί τους. Όμως οι πειρατές δε σταμάτησαν να αποτελούν κίνδυνο, ιδιαίτερα όσοι εξορμούσαν από μακρινές περιοχές, δεδομένου μάλιστα ότι η Αθήνα έμπαινε σε φάση παρακμής.

Στο επιτύμβιο επίγραμμα κάποιου Λεωνίδα απ’ τον Τάραντα που διασώζεται στην Παλατινή Ανθολογία, αναπαράγεται η στερεότυπη αντίληψη για τους Κρήτες ως πάντοτε ληστές και πειρατές, ποτέ δίκαιοι. Πράγματι, από τις αρχές της 1ης χιλιετίας που το νησί κατακτήθηκε απ’ τους Δωριείς μέχρι και τα ελληνιστικά χρόνια, οι Κρήτες αποτελούσαν φόβο και τρόμο για τους ναυτικούς. Πόλεις όπως η Κυδωνία ή η Ελεύθερνα εξελίχθηκαν σε σπουδαία εμπορικά κέντρα χάρη στη διάθεση σκλάβων (κυρίως γυναικόπαιδων) και αγαθών που προέρχονταν από την πειρατεία.

Παρόμοιο παράδειγμα ήταν οι πειρατές της Μαύρης Θάλασσας, οι οποίοι συνεργάζονταν με πόλεις του Βοσπόρου και ειδικεύονταν στις απαγωγές ταξιδιωτών – κατόπιν έβαζαν τα θύματά τους να γράψουν δακρύβρεχτες επιστολές προς τους συγγενείς τους για να τους εξαγοράσουν. Φοβεροί πειρατές προς τα τέλη της κλασικής περιόδου θεωρούνταν επίσης οι Ιλλυριοί και οι Ετρούσκοι, οι οποίοι λυμαίνονταν τα δρομολόγια μεταξύ της ηπειρωτικής και της Μεγάλης Ελλάδας.

O Μέγας Αλέξανδρος κατάφερε προσωρινά να περιορίσει τους πρώτους, όταν εξανάγκασε ολόκληρη την Ιλλυρία σε υποταγή και πήρε κάποιους στο στρατό του. Οι δεύτεροι, των οποίων χώρος δράσης ήταν αρχικά η Δυτική Μεσόγειος, βγήκαν στην βόρεια Αδριατική τον 5ο αι. π.Χ. και σύντομα εξελίχθηκαν σε μείζονα απειλή για το Αθηναϊκό εμπόριο.

Διασώζεται ότι οι Αθηναίοι είχαν απευθύνει έκκληση προς τον Αλέξανδρο να λάβει μέτρα – αυτός εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του (για να τον καταλαγιάσουν οι Ετρούσκοι απέστειλαν πρεσβεία που τον βρήκε στη Βαβυλώνα), αλλά ήταν υπερβολικά απασχολημένος στην Ανατολή για να ασχοληθεί με κάτι που είχε τις ρίζες του στην ιταλική χερσόνησο. Ταυτόχρονα πρεσβεία έστειλαν κι οι Ρωμαίοι, είτε επειδή και αυτοί είχαν κατηγορηθεί από τον Αλέξανδρο για πειρατεία, ή από ανταγωνισμό προς τους Ετρούσκους για το ποιος θα έχει καλύτερες σχέσεις με τον Έλληνα ηγεμόνα.

 

Ελληνιστική Περίοδος

Η διάσπαση της αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου σε μικρότερα βασίλεια, τα οποία αναλώνονταν σε μεταξύ τους διενέξεις, οδήγησε την πειρατεία σε νέα άνθιση. Δεν ήταν μόνο η αδυναμία των διαδόχων να ελέγξουν τις θάλασσες, αλλά και το ότι συχνά τα Ελληνιστικά βασίλεια επιζήτησαν τη συνεργασία των πειρατών στους μεταξύ τους πολέμους, εργαλειοποιώντας την πειρατεία σε μέθοδο ρύθμισης των ναυτικών ισορροπιών της Ανατολικής Μεσογείου. Πολλοί μονάρχες στρατολογούσαν Κρήτες και Αιτωλούς. Ο «αρχιπειρατής» του 3ου αιώνα π.Χ. υπηρετούσε όποιον του προσέφερε περισσότερα σε καιρό πολέμου, ενώ λεηλατούσε πλοία και πόλεις για λογαριασμό του σε καιρό ειρήνης.

Επίσης οι Ιλλυριοί επανεμφανίσθηκαν στο Ιόνιο Πέλαγος, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία των Αντιγονιδών και των Ηπειρωτών, και από εκεί επέδραμαν εναντίον των ακτών της Δυτικής Ελλάδας (χαρακτηριστικά: Ήπειρος και Μοθώνη, Αιτωλία) ή λεηλατούσαν Ελληνικά και Ρωμαϊκά πλοία. Η Ρώμη δοκίμασε το 230 π.Χ. να έλθει σε συνεννόηση μαζί τους, ώστε να εξασφαλίσει ελεύθερο διάπλου για τα καράβια της, αλλά οι Ιλλυριοί δολοφόνησαν ένα μέλος της αντιπροσωπείας (άγνωστο εάν έγινε με βασιλική εντολή). Μετά από αυτό, Ρωμαϊκές λεγεώνες εξεστράτευσαν για πρώτη φορά στα Βαλκάνια (Α’ Ιλλυρικός Πόλεμος).

Στο Αιγαίο, βασικός διώκτης των πειρατών σε αυτήν την περίοδο υπήρξε η Ρόδος, η οποία γύρω στο 300 π.Χ. δημιούργησε ένα νέο σκάφος, την τριημιολία, για την καταδίωξη των πειρατικών ημιολιών. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. π.Χ. οι Ρόδιοι δοκίμασαν να περιορίσουν την κρητική πειρατεία στα πλαίσια δύο πολέμων, του Α’ και του Β’ Κρητικού, χωρίς απόλυτη επιτυχία.

 

Ύστερη Ελληνιστική Περίοδος : οι Κίλικες

Καθώς η Ελληνιστική εποχή πλησίαζε προς το τέλος της, τα πιο διαβόητα πειρατικά λημέρια του ελληνικού κόσμου μεταφέρονταν στην Τραχεία Κιλικία, δηλ. τα μικρασιατικά παράλια ΒΑ της Κύπρου.

Για μεγάλο διάστημα στον 3ο π.Χ. αιώνα, όσο η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών περιπολούσε τις ρότες μεταξύ Συρίας και ελλαδικού χώρου, η πειρατεία στην Κιλικία βρισκόταν σε ύφεση, τουλάχιστον σε σύγκριση με το Αιγαίο. Όμως μετά το 190 π.Χ. και τις ήττες του Αντιόχου Γ’ σε Μαγνησία και Μυόνησο, οι Σελευκίδες απέσυραν το ναυτικό τους, αφήνοντας ένα «κενό αστυνόμευσης» που δεν μπόρεσαν να αναπληρώσουν οι νέοι κύριοι της ευρύτερης περιοχής (οι σύμμαχοι των Ρωμαίων).

Αυτό επέτρεψε την εγκατάσταση πειρατών από τον ελλαδικό χώρο (κυρίως Ακαρνάνων), φυγάδων κατά την περίοδο των Μακεδονικών Πολέμων. Έτσι πολύ σύντομα εγκαθιδρύθηκε στην Κιλικία μια απρόσβλητη πειρατική επικράτεια, ενισχυόμενη και από κάποιους τελευταίους αντιρωμαίους ηγεμόνες της Μικράς Ασίας, από όπου για παραπάνω από έναν αιώνα εξορμούσαν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.

Ο Πλούταρχος, ο οποίος έζησε λίγες δεκαετίες μετά την καταστολή των Κιλίκων από τους Ρωμαίους, μας άφησε μία περιγραφή που ταιριάζει περισσότερο σε οργανωμένη κοινότητα παρά σε άθροισμα ληστρικών ομάδων. Αναφέρει ότι είχαν δικό τους θεό (το Μίθρα) και διέθεταν ένα οργανωμένο δίκτυο αμυντικών οχυρώσεων και λιμανιών, υπολογίζει δε ότι στο απόγειό τους διέθεταν πάνω από 1000 πλοία, είχαν καταλάβει 400 πόλεις και οργάνωναν επιδρομές μέχρι τη Σαμοθράκη, τη Λευκάδα και το Λακίνιο (περιοχή της Καλαβρίας).

 

Δυτική Μεσόγειος

Τα νερά στα δυτικά της Ιταλικής χερσονήσου δεν ήταν λιγότερο επικίνδυνα. Βασικός χώρος άσκησης της πειρατείας ήταν το Τυρρηνικό πέλαγος, απ’ όπου διερχόταν το μεγαλύτερο κομμάτι του εμπορίου της Δυτικής Μεσογείου.

Σε Αιγυπτιακές επιγραφές (με την πρώτη να χρονολογείται την εποχή του Αμένοφι Γ’, αρχές 14ου αι. π.Χ.) εμφανίζεται επανειλημμένα ένας Λαός της Θάλασσας με την ονομασία Σερντέν ή Σαρντάνα υπό διάφορες ιδιότητες: μισθοφόροι των Φαραώ, εισβολείς, ναυτικοί, πειρατές. Πολλοί ιστορικοί τοποθετούν την έδρα τους στη Σαρδηνία και την Κορσική. Επίσης κάποιοι ταυτίζουν τους Σεκλές (ή Σακλάσα) των ίδιων πηγών με προϊστορικούς αποικιστές της Σικελίας. Εάν αυτές οι ταυτίσεις είναι σωστές, οι Σερντέν και οι Σεκλές συγκαταλέγονται στους πρώτους καταγεγραμμένους πειρατές της Δυτικής Μεσογείου.

Ετρούσκοι

Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι ένας από τους Λαούς της Θάλασσας, αυτός που στις αιγυπτιακές γραφές περιγράφεται με το όνομα «Trš.w», είναι οι Τυρρηνοί (δηλ. οι Ετρούσκοι). Είτε αυτή η ερμηνεία στέκει είτε όχι, κατά τους αρχαϊκούς και πρώτους Κλασικούς Αιώνες η πειρατεία του Τυρρηνικού Πελάγους και οι Ετρούσκοι εξελίχθηκαν σε σχεδόν συνώνυμες έννοιες. Η συγκεκριμένη ενασχόληση, ως μία μορφή «πολύ ενεργητικού εμπορίου» κατά τα τότε ήθη, αποτέλεσε έναν από τους τρεις βασικούς παράγοντες για την άνθιση του πολιτισμού τους (οι άλλοι δύο ήταν η γεωργία και τα πλούσια μεταλλεία σιδήρου).

Ο μύθος της απαγωγής του Διονύσου καταδεικνύει πως δεν περιορίζονταν απλά στις κοντινές τους θάλασσες, αλλά μπορούσαν να φθάσουν μέχρι την Κύπρο, την Αίγυπτο και τη Μαύρη Θάλασσα. Θύματά τους ήταν κυρίως οι Ρωμαίοι, οι Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας ή άλλοι μικρότεροι λαοί της περιοχής, και αραιότερα οι Καρχηδόνιοι.

Κατά τα κλασικά χρόνια βγήκαν και στις ανατολικές τους θάλασσες (συμμετείχαν μάλιστα στη Σικελική Εκστρατεία), αλλά πλέον η δύναμή τους έβαινε φθίνουσα από το 474 π.Χ. (Μάχη της Κύμης) και ύστερα. Το κράτος τους κατέρρευσε οριστικά στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. αδυνατώντας να ανταπεξέλθει στην πίεση των Ρωμαίων και των Γαλατών.

 

Έλληνες

Με την εγκατάσταση Ελλήνων στη Νότια Ιταλία -κι ακόμα παραπέρα- κατά την Αρχαϊκή εποχή (β’ αποικισμός), οι Ετρούσκοι απέκτησαν ισχυρούς ανταγωνιστές. Πολλές φορές η τοποθεσία μιας αποικίας επιλεγόταν (μεταξύ άλλων κριτηρίων) από το πόσο θα ευνοεί τους νέους κατοίκους της στον πειρατικό ανταγωνισμό. Παραδείγματος χάριν, αυτός είναι ο βασικός λόγος που η Κύμη επέλεξε το συγκεκριμένο σημείο στο ΒΔ άκρο της Σικελίας για να ιδρύσει τη Ζάγκλη.

Επίσης οι Φωκαείς που εξαπλώθηκαν μέχρι τη Μασσαλία και την Αλαλία της Κορσικής (περ. 600 και 565 π.Χ. αντίστοιχα) αρέσκονταν στην πειρατεία. To 535 οι Ετρούσκοι και οι Καρχηδόνιοι συνασπίσθηκαν για να τους ανακόψουν, αλλά οι Φωκαείς τους καταναυμάχησαν ανοιχτά της Σαρδηνίας – έστω κι αν αυτή η νίκη ήταν καδμεία, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο.

Οι Έλληνες πειρατές στη Δυτική Μεσόγειο πολλαπλασιάσθηκαν στη συνέχεια, συνεπεία της κατάρρευσης των Ετρούσκων, της ίδρυσης νέων αποικιών στο νότιο Τυρρηνικό και των αναστατώσεων στον κυρίως Ελληνικό χώρο κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. – χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Ηροδότου για ένα στρατηγό της Ιωνικής

Επανάστασης, το Διονύσιο το Φωκαέα: όταν οριστικοποιήθηκε η ήττα του ιωνικού στόλου από τους Πέρσες στη Λάδη (494 π.Χ.), ο Διονύσιος εκτίμησε ότι σύντομα η πόλη του θα έμπαινε ξανά υπό περσικό ζυγό. Αντί λοιπόν να επιστρέψει στη Φώκαια, διέφυγε στη Σικελία και έζησε ως πειρατής, χωρίς να πειράζει τα Ελληνικά καράβια αλλά μόνο τα Καρχηδονιακά και τα Τυρρηνικά.

Οι Αιολίδες Νήσοι (ΒΔ της Ζάγκλης) έγιναν πειρατικός παράδεισος. Ο Λίβιος αναφέρει ένα περιστατικό που βρίσκουμε και σε άλλους συγγραφείς: Όταν οι Ρωμαίοι υπέταξαν τους Βηίους (396 π.Χ.), αποφάσισαν να στείλουν στο Μαντείο των Δελφών ένα αναθηματικό χρυσό κύπελλο, αξίας ίσης με το 1/10 της λείας. Οι Αιολιανοί όμως κατέλαβαν εν πλω το καράβι που μετέφερε την πρεσβεία και το πήγαν στο Λίπαρι, για να κάνει τη μοιρασιά ο ανώτατος άρχοντάς τους.

Εκείνη τη χρονιά την ηγεσία είχε ο Τιμασίθεος, ο οποίος όταν έμαθε την εθνικότητα και τον ιερό σκοπό των ταξιδευτών, τους επέστρεψε το καράβι και το πολύτιμο φορτίο του και διέταξε τους άνδρες του να το συνοδεύσουν σε όλο το ταξίδι για να το προστατεύσουν από άλλους πειρατές.

Ρωμαίοι και Καρχηδόνιοι

Σε αντίθεση με τους Ετρούσκους και τους Έλληνες, φαίνεται πως οι Ρωμαίοι δεν άσκησαν πειρατεία σε κανένα στάδιο της εξέλιξής τους. Η αιτία είναι περισσότερο πρακτική παρά ηθική. Για να γίνει κάποιος πειρατής, πρέπει να προέρχεται από μια κοινωνία που διαθέτει συσσωρευμένες ναυτικές εμπειρίες, κάτι στο οποίο οι Ρωμαίοι υπολείπονταν, σε βαθμό που κάποιος μπορεί βάσιμα να ισχυρισθεί ότι είχαν την αντιπάθεια για τη θάλασσα στο αίμα τους.

Η επιθυμία για επέκταση, δούλους και υλικό πλούτο, η οποία έσπρωχνε τους υπολοίπους λαούς στη θάλασσα, στη Ρώμη υλοποιήθηκε μέσω των λεγεώνων και της επικράτησης στην ξηρά. Έστω κι έτσι όμως, πρέπει να αναγνωρισθεί πως το Ρωμαϊκό Δίκαιο ήταν το πρώτο που κατέταξε την πειρατεία, απ’ όπου κι αν προερχόταν, στις απεχθείς δραστηριότητες: Στο διαχωρισμό ανάμεσα σε «δίκαιο εχθρό» (iustes hostes) και «κοινό εχθρό του ανθρωπίνου γένους» (humani generis communes hostes), ο πειρατής ανήκε στη δεύτερη κατηγορία.

Μια δύναμη που επίσης δεν επιδόθηκε στην πειρατεία, τουλάχιστον κατά την κλασική εποχή, ήταν η Καρχηδόνα. Μολονότι κατάγονταν από Φοίνικες, οι οποίοι φημίζονταν ως ικανότατοι πειρατές, οι Καρχηδόνιοι ενδιαφέρονταν για θάλασσες ανοικτές και ασφαλείς, ώστε να διεξάγουν απερίσπαστα το εμπόριό τους.

Η απειλή της «εισαγόμενης» πειρατείας είναι ένας απ’ τους βασικούς λόγους που τους οδήγησαν στην ετερόκλητη συμμαχία με τους Ετρούσκους που αναφέρθηκε παραπάνω: ο οικονομικός χώρος τους οριζόταν από το τρίγωνο Βόρεια Αφρική – Δυτική Σικελία – ΝΑ Ιβηρική, επομένως είχαν κάθε λόγο να βλέπουν εχθρικά κάθε Ελληνική επέκταση στη Δύση, φοβούμενοι ότι θα έθετε τις ρότες του παραπάνω τριγώνου εντός της ακτίνας δράσης των πειρατικών πεντηκοντόρων.

 

Η Ρώμη Πατάσσει την Πειρατεία

Η οριστική εκκαθάριση ολόκληρης της Μεσογείου από την πειρατεία έμελλε τελικά να επιτευχθεί από τη δύναμη που διέθετε τη μικρότερη ναυτική παράδοση: τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία.

Τον πρώτο καιρό αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα συγκεκριμένης αντιπειρατικής δράσης (με εξαίρεση ίσως τον Α’ Ιλλυρικό), αλλά παράπλευρη συνέπεια της εγκαθίδρυσης του Ρωμαϊκού imperium. Δηλαδή οι Ρωμαίοι κατακτούσαν νέες περιοχές και μια από τις συνέπειες της κατάκτησης ήταν οι πειρατές να χάνουν τα λημέρια τους. Η υποταγή της Ετρουρίας σήμανε το τέλος της ετρουσκικής πειρατείας στη Δυτική Μεσόγειο κατά τον 5ο αιώνα και στην Αδριατική λίγο αργότερα.

Η ενσωμάτωση των ελληνικών πόλεων της Νότιας Ιταλίας στο ρωμαϊκό κράτος κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα, απέκοψε τους Έλληνες πειρατές της Τυρρηνικής από τις βάσεις τους. Κατά παρόμοιο τρόπο οι Ιλλυρικοί, Μακεδονικοί και ο Αιτωλικός πόλεμος επέφεραν βαρύτατα πλήγματα στην πειρατεία του Ιονίου Πελάγους.

Σε τέσσερις λοιπόν αιώνες οι Ρωμαίοι κατέκτησαν δύο μεγάλες χερσονήσους, την Ιταλική και τη Βαλκανική, και περιόρισαν την πειρατεία που προερχόταν από αυτές, αλλά αυτό δε σημαίνει πως το φαινόμενο είχε εξαλειφθεί. Βασικό εμπόδιο αποτελούσε η έλλειψη ισχυρού πολεμικού ναυτικού, ικανού να καταστείλει όσους θύλακες βρίσκονταν σε απομακρυσμένα ή καλά οχυρωμένα σημεία.

Παραδείγματος χάριν, μπορεί η Ιλλυρία να έγινε προτεκτοράτο το 228 και να ενσωματώθηκε πλήρως ως επαρχία το 168 π.Χ., όμως πολλά Ιλλυρικά πειρατικά λημέρια στη Δαλματία έμειναν άθικτα, αφού οι Ρωμαίοι αδυνατούσαν να εισέλθουν στις δαιδαλώδεις ακτές της.

Ένας ακόμα λόγος που η πειρατεία παρέμενε διαχρονικά ισχυρή, είναι πως σε κάποιο βαθμό ήταν οικονομικά χρήσιμη! Αφ’ ενός έδινε διέξοδο σε ανθρώπους από φτωχές περιοχές, άγονες ή κατεστραμμένες από πολέμους, ώστε να πλουτίσουν οι ίδιοι και να βοηθήσουν τους συμπολίτες τους, αυτό που ο Θουκυδίδης παλαιότερα αποκαλούσε «να θρέψουν τους ασθενέστερους».

Αφ’ ετέρου τροφοδοτούσε τις πλουσιότερες οικονομίες με ένα «εμπόρευμα» που αποτελούσε τη βασική παραγωγική δύναμη του αρχαίου κόσμου: με δούλους. Η Δήλος, το μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο όλης της 1ης χιλιετίας π.Χ., μας δίνει ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ούτε η αθηναϊκή θαλασσοκρατία των κλασικών χρόνων ούτε η ρωμαϊκή επέκταση προς ανατολάς περιόρισαν την κίνηση στην αγορά του νησιού – αντίθετα την οδήγησαν σε νέες εκρήξεις.

Με τη Ρώμη να επιζητεί συνέχεια νέους σκλάβους, περισσότερους από όσους αποσπούσαν οι λεγεώνες της, οι πειρατές που τροφοδοτούσαν τα σκλαβοπάζαρα είχαν επιπλέον κίνητρο να εντείνουν τις δραστηριότητές τους, είτε απάγοντας ανθρώπους από βαρβαρικούς τόπους για να τους πουλήσουν, ή κλέβοντας ήδη δούλους από αδύναμες περιοχές και πουλώντας τους εκ νέου σε πιο πλούσιους αγοραστές.

 

Πρώτες Στοχευμένες Προσπάθειες

Έπρεπε να διογκωθεί το πρόβλημα σε τέτοιο βαθμό που δεν είχε μείνει μέρος ελεύθερο για ναυσιπλοΐα ή για εμπόριο, ώστε η Ρώμη να λάβει συγκεκριμένα μέτρα. Με την (ακόμα ελεύθερη) Κιλικία να λειτουργεί ως μαγνήτης για τους κυνηγημένους όλης της Μεσογείου και πάμπλουτη από τις επιδρομές και το δουλεμπόριο, τo 101 π.Χ. η Σύγκλητος ψήφισε τον πρώτο αντιπειρατικό νόμο, με τον οποίο απαγορευόταν στους συμμάχους/υποτελείς των Ρωμαίων να εμπορεύονται με πειρατές, αυτό όμως μικρή ζημιά έκανε στους τελευταίους.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών Πολέμων, όταν τα κιλικικά πειρατικά λειτούργησαν ως τακτικός στόλος στο πλευρό του Μιθριδάτη του Ευπάτορος. Το 89 π.Χ. πολιόρκησαν τη Ρόδο, ενώ τρία χρόνια αργότερα νίκησαν το ρωμαϊκό στόλο στο Βρινδήσιο, προξενώντας βαρύ πλήγμα στις επικοινωνίες μεταξύ Ρώμης – Ελλάδας.

Το 74 π.Χ. η Σύγκλητος ανέθεσε στον πραίτορα (και εν συνεχεία ανθύπατο) Μάρκο Αντώνιο, πατέρα του πιο διάσημου Μάρκου Αντωνίου της β’ τριανδρίας, να χτυπήσει την πειρατεία. Η διαφορά με το παρελθόν δεν ήταν πως κάποιος ανώτατος αξιωματούχος αναλάμβανε ένα τέτοιο δύσκολο έργο, αλλά ότι για πρώτη φορά η πάταξη των πειρατών έμπαινε στην κορυφή των προτεραιοτήτων της Ρώμης και ο πραίτορας οπλιζόταν επίσημα με imperium infinitum (απεριόριστη εξουσία), κάτι πρωτόγνωρο για τις πολιτικές παραδόσεις της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας.

Τελικά ο Μάρκος Αντώνιος αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων. Απ’ όπου περνούσε προκαλούσε οργή, αφού απαιτούσε από τις υποτελείς πόλεις εξοντωτικές συνεισφορές στην εκστρατεία του. Ακόμα χειρότερα, μετά από κάποιες πρώτες επιτυχίες στην Ισπανία, η έλλειψη σαφούς στρατηγικής τον οδήγησε σε μια απροετοίμαστη ναυμαχία στην Κρήτη (73 π.Χ.) που όχι μόνο έχασε, αλλά πιάστηκε και αιχμάλωτος.

Ακολούθησαν μακρές διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωσή του, οι οποίες απέβησαν άκαρπες και τελικά πέθανε αιχμάλωτος των πειρατών μετά από δύο χρόνια – εξ’ ου και το ειρωνικό προσωνύμιο Κρητικός. Την ίδια εποχή συνέβησαν δύο γεγονότα που κατέδειξαν ότι η απειλή δεν περιοριζόταν στις μακρινές επαρχίες, αλλά βρισκόταν προ των πυλών της Αιώνιας Πόλης.

Πρώτον, κατά την Εξέγερση των Μονομάχων (73 έως 71 π.Χ.) ο Σπάρτακος βοηθήθηκε σημαντικά από τους Κίλικες.

Δεύτερον, σε μία επίδειξη δύναμης τo 68 π.Χ. οι πειρατές έφτασαν μέχρι τις εκβολές του Τίβερη. Απήγαγαν τους πραίτορες Σεξτίλιο και Μπελλίνο, λεηλάτησαν την Όστια (το επίνειο της Ρώμης) και βύθισαν τα πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι της.

 

Lex Gabinia – Εκστρατεία του Πομπήιου

Η απάντηση των Ρωμαίων στα παραπάνω δόθηκε το 67 π.Χ. με ένα ad hoc νομοθέτημα που όπλιζε τον Πομπήιο με υπερεξουσίες για να καταστείλει την πειρατεία εντός τριών ετών, το Γαβίνειο Νόμο (λατινικά: Lex Gabinia). Κατά τη συζήτησή του στα αρμόδια όργανα, οι συγκλητικοί τρόμαξαν μπροστά στη στρατιωτική δύναμη και τα χρήματα που θα διαχειριζόταν ένας μόνο άνδρας, γι’ αυτό ήταν αντίθετοι.

Ένας απ’ τους λίγους που τον στήριξαν ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας, θύμα κι αυτός των πειρατών σε νεαρή ηλικία. Τελικά ο νόμος πέρασε από το κοινοβούλιο των κατώτερων τάξεων με τέτοια πλειοψηφία, που η Σύγκλητος δεν τόλμησε να ασκήσει βέτο. Ο Πομπήιος αποδείχθηκε ικανότερος απ’ το Μάρκο Αντώνιο. Σε πρώτη φάση χώρισε τη Μεσόγειο σε δεκατρείς τομείς, ή ορθότερα σε δώδεκα και την Κιλικία, και διόρισε σε κάθε τομέα δύο συγκλητικούς ως επικεφαλής (λεγάτους).

Όταν έκρινε ότι οι προετοιμασίες είχαν ολοκληρωθεί, διέταξε τους επικεφαλής να επιτεθούν ταυτόχρονα και στους δώδεκα, ώστε να μη μπορούν οι πειρατές ενός τομέα να προστρέξουν σε βοήθεια των άλλων. Στη συνέχεια μια δύναμη ξεκίνησε με ταχύ ρυθμό σα σκούπα από το Γιβραλτάρ και απωθούσε όσους πειρατές είχαν γλιτώσει προς τα ανατολικά, μέχρι να πέσουν σε κάποιον τομέα και να καταστραφούν από τις εκεί δυνάμεις.

Όταν όλο αυτό το σχέδιο υλοποιήθηκε, μπήκε σε εφαρμογή η τελική φάση της εκστρατείας: η κατάληψη της Κιλικίας. Δημιουργώντας αλλεπάλληλους κλοιούς γύρω από τις κιλικικές ακτές και αποβιβάζοντας πεζικό σε συγκεκριμένα σημεία της ξηράς, εξανάγκασε κάποιους πειρατές σε παράδοση και τους υπολοίπους να συγκεντρωθούν στο Κορακήσιον, όπου κατανικήθηκαν εύκολα από τις λεγεώνες.

 

Αποτελέσματα

Με αυτήν την αστραπιαία επιχείρηση που διήρκεσε λίγο περισσότερο από τρεις μήνες, ο Πομπήιος πέτυχε το καίριο πλήγμα στην πειρατεία των τότε γνωστών θαλασσών και εκθειάσθηκε ως ο ανθύπατος που προετοιμάσθηκε στα τέλη του χειμώνα, ανέλαβε δράση την άνοιξη και ολοκλήρωσε το καλοκαίρι. Χρησιμοποιήθηκαν 500 πλοία, 120.000 στρατιώτες και 6.000 τάλαντα – ένα ποσό μεγαλύτερο του μισού ετήσιου προϋπολογισμού των ΗΠΑ σε σημερινές συνθήκες.

Καταστράφηκαν 120 πειρατικές βάσεις, 500 πλοία και θανατώθηκαν (στη μάχη ή στην αιχμαλωσία) περίπου 10.000 πειρατές. Χιλιάδες άλλοι εξαναγκάσθηκαν να κάψουν τα πλοία τους και να φύγουν στην ξηρά, ή αφέθηκαν ελεύθεροι με αντάλλαγμα λύτρα και πληροφορίες.

Ο Πλούταρχος αποδίδει την επιτυχία του όχι μόνο στη στρατιωτική ισχύ, αλλά και στο ότι μπόρεσε να αναλύσει τις αιτίες του πειρατικού φαινομένου. Γράφει σχετικά πως (για τον Πομπήιο) ο άνθρωπος δεν είναι εκ φύσεως ούτε γεννιέται άγριος ή αντικοινωνικός, αλλά γίνεται έτσι από τις κακές συνθήκες (…) και γίνεται πολιτισμένος και ευγενής εάν αλλάξει τόπο, απασχόληση και τρόπο ζωής. Σε αυτή τη βάση έπεισε πολλούς πειρατές να εγκαταλείψουν τους αρχηγούς τους, παραχωρώντας ως επιβράβευση χωράφια στη Μικρά Ασία και την επαρχία της Αχαΐας για να ζήσουν ειρηνικά.

Η στρατιωτική επιτυχία όμως θα έμενε στη μέση, εάν δε συνέπιπτε με μια βαθιά πολιτική μετάλλαξη του ρωμαϊκού κράτους κατά το δεύτερο μισό του 1ου π.Χ. αιώνα: το πέρασμα από τη δημοκρατία στη μοναρχία. Η εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (31 π.Χ.) και ο ρόλος που επιφύλλασσε για τον εαυτό της ως εγγυήτριας της «ρωμαϊκής ειρήνης» (τμήμα της οποίας ήταν ο έλεγχος του mare nostrum), ήταν ο κρίσιμος παράγοντας που τα αποτελέσματα μιας τρίμηνης εκστρατείας διήρκεσαν επί αιώνες.

 

Ύστερη Αρχαιότητα

Για τους επόμενους αιώνες η ναυσιπλοΐα στη Μεσόγειο θα διεξαγόταν αδιατάρακτα, χωρίς το φόβο της πειρατείας, και οι λίγες προσπάθειες αναβίωσής της θα καταστέλλονταν εύκολα από τους Ρωμαίους (π.χ. Δυτικό Τυρρηνικό, 6 μ.Χ). Η επανεμφάνισή της έγινε πια κατά την κρίση του 3ου αιώνα και αργότερα κατά το πέρασμα από την Αρχαία Εποχή στο Μεσαίωνα, όταν γερμανικά φύλα επέδραμαν κατά εδαφών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Στα μέσα του 3ου αιώνα οι επιδρομές Γότθων και Ερούλων, ορμώμενων από τα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου και την Αζοφική Θάλασσα, έπλητταν όχι μόνο τις παραθαλάσσιες πόλεις και τα νησιά του Αιγαίου, αλλά εισχωρούσαν βαθιά στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία. Το 267 Έρουλοι πειρατές πέρασαν το Βόσπορο και αφού καταλήστευσαν όσα νησιά βρήκαν στη ρότα τους, αποβιβάσθηκαν στην Αθήνα. Ακολούθησε γενικευμένη λεηλασία, από την οποία γλίτωσε μόνο η Ακρόπολη χάρη στην ισχυρή οχύρωσή της.

Δύο τουλάχιστον συνοικίες του κλεινού άστεως (Δίπυλον – Αγορά) ισοπεδώθηκαν εκ βάθρων και κάποια από τα λαμπρότερα οικοδομήματα καταστράφηκαν, όπως το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού και η Στοά του Αττάλου. Με τους Ρωμαίους ανήμπορους να σώσουν την πόλη, ο Ελευσίνιος Δέξιππος συγκρότησε μια πολιτοφυλακή 2.000 εθελοντών και ξεκίνησε να τους χτυπά από τα προάστια.

Έτσι οι πειρατές εξαναγκάσθηκαν σε αποχώρηση, αφού όμως είχαν ήδη μετατρέψει την Αθήνα σε περιορισμένο σε έκταση, μικρό και ολιγάνθρωπο οικισμό, που αγωνιζόταν να επιβιώσει μέσα σ’ ένα απέραντο και θλιβερό χώρο ερειπίων.

Το 439, η κατάληψη της Καρχηδόνας από τους Βανδάλους σηματοδότησε την απώλεια των βορειοαφρικανικών επαρχιών και την έναρξη έντονης πειρατικής δραστηριότητας αυτού του γερμανικού φύλου, η οποία ταλαιπώρησε την ιταλική χερσόνησο και έφθανε έως τις ακτές του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Σε μια από τις επιδρομές τους, κατέλαβαν και λεηλάτησαν την ίδια τη Ρώμη (455).

Μια πολυέξοδη συνδυασμένη επιχείρηση της Ανατολικής και της Δυτικής Αυτοκρατορίας εναντίον της ίδιας της βάσης των Βανδάλων στην Αφρική (468) κατέληξε σε πανωλεθρία, με τους Βανδάλους να καταλαμβάνουν και τη Σικελία. Το βασίλειό τους θα καταλυθεί μόλις το 534, όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έστειλε εναντίον τους το στρατηγό Βελισσάριο.

Γενικά – και με αραιές εξαιρέσεις – το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας (που μετεξελίχθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία) διατήρησε την ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο έως την εμφάνιση των Αράβων πειρατών, σε αντίθεση με το δυτικό που κατέρρευσε και μαζί του η ειρήνη στις θάλασσες που εξουσίαζε.