Η Άλωση της Κων/πόλεως – Α’

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ (1453)

Γενικά

Μια «ΑΠΟΦΡΑΔΑ ΤΡΊΤΗ», δύο ημέρες πριν ξεψυχήσει η άνοιξη, την 29η Μαΐου 1453, ξεψύχησε και έπαψε οριστικά να χτυπά η καρδιά του Βυζαντίου: η Κωνσταντινούπολη. Στις 29 Μαΐου του έτους 1453, την αποφράδα ημέρα Τρίτη, ανήμερα της γιορτής της Αγίας Θεοδοσίας (που μαρτύρησε επί Εικονομαχίας), η Κωνσταντινούπολη, η θρυλική Βασιλεύουσα, πρωτεύουσα της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καταλύθηκε από τους Οθωμανούς Μογγόλους αφού έκαναν περισσότερο από 200 χρόνια για να φτάσουν έως εκεί… από τα βάθη της Ασίας, τις Μογγολικές στέπες.

Tα άλλοτε πανίσχυρα τριπλά τείχη της, που πάνω τους συνετρίβησαν στρατιές βαρβάρων, βαριά τραυματισμένα από τα κανόνια του σουλτάνου Μωάμεθ B’, δεν άντεξαν την τελική επίθεση του μικτού Μογγολικού στρατού. Οι κουρασμένοι και λιγοστοί υπερασπιστές της δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν τις στρατιές των «απίστων», των άτακτων Βασιβουζούκων, των Σπαχήδων ιππέων πολεμιστών και του στρατού των γενιτσάρων, κι’ άλλων Μογγόλων.

H κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ήταν για τον Χάν Mωάμεθ B’ όνειρο και στόχος ζωής. Ήθελε, συνεχίζοντας την πορεία των μεγάλων Στρατηλατών της αρχαιότητας, να περάσει ο ίδιος στην ιστορία, ως πορθητής της Βασιλεύουσας. Οι ικανότητες, η στρατηγική και οι γνώσεις του επικεντρώθηκαν, από τη στιγμή που ανήλθε στην εξουσία, στην επίτευξη αυτού του σκοπού.

H Bασιλίς των Πόλεων, που αντιμετώπισε περισσότερες από 20 πολιορκίες σε όλη τη διάρκεια του ιστορικού παρελθόντος της και είχε κατακτηθεί μόνο από τις στρατιές των Σταυροφόρων, τα τελευταία πριν από την Άλωση χρόνια, είχε καταντήσει φάντασμα του ίδιου του εαυτού της. Από την άλλοτε πανίσχυρη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν είχε απομείνει παρά μόνο η Κωνσταντινούπολη, ένα Χριστιανικό φρούριο μέσα σε έναν κλοιό από Μουσουλμανικές κατακτήσεις.

Το γενεσιουργό αίτιο της Άλωσης του 1453 έχει χρονικό βάθος και εντοπίζεται στην πρώτη Άλωση (1204), όταν στην απόρθητη μέχρι τότε Πόλη «μπουκάρισαν» οι φάλαγγες της Τέταρτης Σταυροφορίας. Και μπορεί μεν η πρώτη (1204) να στάθηκε αντιστρέψιμη αφού η Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε (1261), αλλά το παλαιό σθένος δεν ανακτήθηκε ποτέ. Επέστρεψαν δηλαδή οι Βυζαντινοί αλλά το Κράτος εξαρθρωμένο, σ’ όλη τη διάρκεια της Παλαιολόγιας περιόδου, βρισκόταν σε μαρασμό. Ας το πούμε πιο ωμά: ψυχορραγούσε και αδύναμο ν‘ αντιμετωπίσει την Οθωμανική σφοδρότητα, έσβησε.

H δραματικότερη ίσως στιγμή στην ιστορία του Ελληνισμού, η άλωση της Κωνσταντινούπολης, την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, αποτελεί ταυτόχρονα ένα ορόσημο για την Ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία, αφού ουσιαστικά ολοκληρώνει με τον πιο τραγικό τρόπο την περίοδο που έμεινε γνωστή ως “Μεσαίωνας”. Το κρατικό μόρφωμα που οι Δυτικοί ιστορικοί κατά το 17ο-18ο αιώνα ονόμασαν “Βυζάντιο”, ήταν στην πραγματικότητα η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία – ο νόμιμος διάδοχος της Ρώμης, της μεγαλύτερης και ισχυρότερης Αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη.

Στη Δύση το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας ήταν γνωστό ήδη από τον 6ο αιώνα ως “η αυτοκρατορία των Ελλήνων” και ο ηγέτης της ως “ο Έλληνας Αυτοκράτορας”. Δεν έπαυε ωστόσο να είναι η διάδοχος της Ρώμης και ως τέτοια, η πρωτεύουσα της “Βυζαντινής” Αυτοκρατορίας, η “Νέα Ρώμη”, η πόλη που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος ο Μέγας και για περισσότερα από 1.100 χρόνια ήταν γνωστή ως Κωνσταντινούπολη, αποτέλεσε την πλέον ένδοξη και ισχυρή πόλη της εποχής της, έναν πραγματικό φάρο πολιτισμού και γνώσης.

Tα τείχη της εύμορφης νύφης του Βοσπόρου έστεκαν ως περήφανα μνημεία του οράματος του “άπαρτου κάστρου” των αυτοκρατόρων που διέταξαν και επέβλεψαν την ανέγερσή τους. Oι κάτοικοι της πόλης, ένα αμάλγαμα φυλών και λαών στους οποίους κυρίαρχη θέση είχαν οι Έλληνες, ήταν περήφανοι για αυτή. Aκόμη και στον 15ο αιώνα, όταν η πάλαι ποτέ ισχυρότερη πόλη του Μεσαίωνα δεν ήταν πια παρά μία σκιά του παλιότερου ένδοξου εαυτού της, η περηφάνια αυτή αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο όπου θεμελιωνόταν η προσωπικότητα του “Ρωμιού”.

Παρόλα αυτά, στα χρόνια της ένδειας που διήγε το Βυζάντιο στις τελευταίες δεκαετίες του, πολύς λίγος χώρος υπήρχε για υπερηφάνεια. Mία νέα δύναμη είχε εμφανιστεί στην περιοχή της εγγύς Ανατολής, η οποία ουσιαστικά ήλθε να καλύψει το “κενό εξουσίας” που είχε αφήσει το Βυζάντιο αφού διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη, όταν οι σταυροφόροι κατέλυσαν την αυτοκρατορική εξουσία το 1204. H αυτοκρατορία μπορεί να αναγεννήθηκε από τις στάχτες της, αλλά δεν ήταν πλέον το πανίσχυρο Βυζάντιο που τρόμαζε τους εχθρούς και ενέπνεε σεβασμό στους φίλους με τη δύναμη, το μεγαλείο και την παράδοσή του.

 

Η Δόξα τη Βασιλεύουσας

Η Βασιλεύουσα της Ελληνικής παράδοσης, η πιο ένδοξη πόλη του Μεσαίωνα και το φρούριο του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, η “Νέα Ρώμη”, το “κόσμημα του Βοσπόρου” είναι η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα και το κέντρο της Βυζαντινής (Ρωμαϊκής) Αυτοκρατορίας, που το 1453 έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Tο αρχαίο όνομα της πόλης, την οποία κατέστησε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αντικαθιστώντας την παραπαίουσα Ρώμη, (ο Κωνσταντίνος ο Μέγας), ήταν Βυζάντιο. Πόλη Ελληνική.

Είχε για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της εξαιρετική στρατηγική σημασία, ελέγχοντας τα στενά του Βοσπόρου, ωστόσο ουδέποτε μπόρεσε να αγγίξει την αίγλη των Ελληνικών μητροπόλεων (Αθήνα, Σπάρτη) και των μεγαλύτερων δυτικών αποικιών (Συρακούσες, Τάρας). Tο Βυζάντιο είχε ιδρυθεί από τους Μεγαρείς υπό τον θρυλικό Βύζαντα το 667 π.X. H ιστορία της πόλης ανά τους αιώνες έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά δεν σχετίζεται πρακτικά με αυτήν της μετέπειτα Κωνσταντινούπολης.

Ιδρυτής της τελευταίας είναι ο Αυτοκράτορας της Ρώμης, Κωνσταντίνος ο Μέγας, που με σκοπό να εξυπηρετήσει τα ιδιαίτερα φιλόδοξα σχέδιά του για τη νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Ρώμη. H τελευταία την εποχή του Κωνσταντίνου συνέχιζε να είναι μία εντυπωσιακή, πλούσια και σχεδόν οριακά πυκνοκατοικημένη πόλη, ωστόσο δεν ήταν πλέον το κατάλληλο κέντρο διακυβέρνησης μιας Αυτοκρατορίας που άρχιζε να νιώθει καυτή την ανάσα των βόρειων και ανατολικών εχθρών της. H Ρώμη είχε μία σειρά από μειονεκτήματα, τα οποία επιγραμματικά μπορούν να διατυπωθούν ως εξής:

  • Hταν κτισμένη σε πεδινή τοποθεσία και ήταν δύσκολη η υπεράσπισή της σε περίπτωση πολιορκίας. Δεν είχε άμεση πρόσβαση στη θάλασσα. Αντιμετώπιζε μία σειρά από προβλήματα υγιεινής (επιδημίες ελονοσίας ήταν τακτικό φαινόμενο).
  • Ουδέποτε έπαψε να είναι μία πόλη-κράτος, με όλα τα συμπλέγματα που αυτό συνεπάγεται, ως εκ τούτου όχι ιδανική για το ρόλο της πρωτεύουσας μιας πολυεθνικής, εκτεταμένης Αυτοκρατορίας. Βρισκόταν μακριά από τα κύρια σύνορα της Αυτοκρατορίας (που τότε ήταν ο Δούναβης και ο Ευφράτης), τα οποία αποτελούσαν σημεία μόνιμης τριβής με τους γείτονες των Ρωμαίων.
  • Τέλος, βρισκόταν στο φτωχό δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας (σε αντίθεση με το πλούσιο ανατολικό).

Γι’ αυτούς αλλά και για άλλους λόγους, ο Κωνσταντίνος, επιδεικνύοντας εξαιρετική στρατηγική σκέψη και πολιτική οξύνοια, αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα. Επέλεξε μια τοποθεσία που δέσποζε στην ανατολική περιφέρεια της αυτοκρατορίας, βρισκόταν επακριβώς στο σύνορο Ευρώπης και Ασίας, μπορούσε εύκολα να οχυρωθεί με μόνο ένα τείχος (αρκεί οι υπερασπιστές να διέθεταν ισχυρό στόλο) και καθότι ο προϋπάρχων οικισμός ήταν μικρός, μπορούσε να διαμορφωθεί κατά το δοκούν από έναν φιλόδοξο Αυτοκράτορα που επιθυμούσε να αφήσει τα χνάρια του στην ιστορία, όπως ο Κωνσταντίνος.

H νέα πόλη ήταν αντάξια του ονόματος, της φήμης και της πολυτέλειας της παλιάς πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας. Απέκτησε μια σειρά από λαμπρά και εξαιρετικά πολυτελή διοικητικά κτήρια, παλάτια, δημόσια και λατρευτικά κτίσματα και άλλες απαραίτητες προσθήκες για μία αυτοκρατορική έδρα, καθώς ο Κωνσταντίνος επεδίωκε να δημιουργήσει μια πόλη-πρότυπο για τον κόσμο της εποχής. Άφησε πίσω του τη δαιδαλώδη γραφειοκρατία και διοικητική δομή της “Aιώνιας Πόλης” (που, βεβαίως, δεν άργησαν να “μεγαλώσουν” και στη νέα πρωτεύουσα) και δημιούργησε ένα νέο σύστημα διοίκησης, με έμφαση – φυσικά – στο ρόλο του Αυτοκράτορα.

Για να καταστεί η πόλη αντάξια του ρόλου της, έπρεπε να διακοσμηθεί κατάλληλα. Πάμπολλα έργα τέχνης και μνημεία Ελληνικής και Ρωμαϊκής προέλευσης μεταφέρθηκαν εσπευσμένα στις όχθες του Βοσπόρου και χρησιμοποιήθηκαν για να διακοσμήσουν τη νέα πρωτεύουσα, ενώ εκατοντάδες τεχνίτες και καλλιτέχνες ανέλαβαν να φτιάξουν ακόμη πιο περίτεχνα έργα τέχνης ειδικά για τη “νέα Ρώμη”. Πλατιοί δρόμοι δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν την κίνηση σε μια πόλη που έμελλε να γιγαντωθεί τα επόμενα χρόνια. Πλατείες, όπως η κεντρική πλατεία της νέας πρωτεύουσας, που ο Κωνσταντίνος ονόμασε “Αυγούστειον”, κοσμήθηκαν με έργα άφθαστης καλλιτεχνικής αξίας.

 

Σε μία έκρηξη Αυτοκρατορικής ματαιοδοξίας, ο Κωνσταντίνος έστησε καταμεσής του νέου φόρουμ (αγοράς) μία πανύψηλη κολόνα, με άγαλμα του ίδιου στην κορυφή, το οποίο έφερε φωτοστέφανο. Tο άγαλμα κοίταζε προς την Ανατολή – αυτός θα ήταν εφεξής ο προσανατολισμός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αφού η Δύση έμελλε σύντομα να βυθιστεί σε μακρά περίοδο βαρβαρότητας. Για την προστασία της η πόλη απέκτησε ένα ισχυρό τείχος, το οποίο έμελλε να εξελιχθεί από τους επόμενους Αυτοκράτορες στο εντυπωσιακότερο που είχε δει ποτέ ο κόσμος.

 

O Αυτοκράτορας έσπευσε να προσελκύσει νέους κατοίκους στο πάλαι πότε Βυζάντιο. Tο κύριο εργαλείο για την προσέλκυση υψηλού επιπέδου αποίκων ήταν η υπόσχεση για δωρεά Αυτοκρατορικών γαιών, κυρίως στη Μικρά Aσία. Στο πλαίσιο της ίδιας προσπάθειας υιοθέτησε και στη “Νέα Ρώμη” το θεσμό του δωρεάν συσσιτίου για τους “πληβείους” – μάλιστα, λίγο καιρό μετά την ίδρυση της νέας πρωτεύουσας, μοιράζονταν περί τις 80.000 μερίδες φαγητού καθημερινά, κάτι που υπονοεί έναν πληθυσμό άνω των 150.000 ήδη από τις απαρχές της πόλης.

Και άλλοι Αυτοκράτορες μετά τον Κωνσταντίνο φρόντισαν να κοσμήσουν την πόλη με νέα κτίρια και ακόμη περισσότερα έργα τέχνης. Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το έργο του Θεοδόσιου, κατ’ εντολή του οποίου δημιουργήθηκε το εξαίρετο τείχος που έφερε το όνομά του, καθώς και το Πανεπιστήμιο. Στην ιστορία έμεινε επίσης το έργο του Ιουστινιανού, ο οποίος μεταξύ των πολλών έργων του, ανέθεσε στους αρχιτέκτονες, Ανθέμιο και Ισίδωρο, να αναγείρουν μία νέα Εκκλησία προς τιμήν της Αγίας του Θεού Σοφίας, σε αντικατάσταση εκείνης που είχαν κάψει οι στασιαστές του Νίκα.

 

Οι Πολιορκίες της Πόλης

Αμέτρητες φορές η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας πολιορκήθηκε από τους εχθρούς της που εποφθαλμιούσαν τα πλούτη, τη δόξα και τη δύναμή της. Στην υπερχιλιετή ιστορία της ως πρωτεύουσας του Βυζαντίου, μόνο δύο φορές υπέκυψε σε πολιορκία. H πρώτη, η πολιορκία των “σταυροφόρων” της διαβόητης τέταρτης σταυροφορίας, ήταν μία μάλλον ιδιάζουσα περίπτωση, ενώ η δεύτερη, η κατάκτησή της από τους Οθωμανούς, σήμανε και το τέλος της Κωνσταντινούπολης ως Ελληνικής πόλης, αφού στο εξής θα ήταν για πέντε αιώνες η πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

leo.

Από τις πάμπολλες πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης, που περιλαμβάνουν λαούς όπως οι Γότθοι, οι Αβαροι, οι Αραβες, οι Βούλγαροι, οι Πατζινάκοι, οι Χαζάροι και οι Pως / Ρώσοι – και φυσικά οι Τούρκοι δύο φορές πριν από το 1453 – ορισμένες αξίζουν ειδικής μνείας:

 

H ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΒΑΡΟΥΣ (626 μ.X.)

Oι Άβαροι, φύλο νομαδικό από τις στέπες της Κεντροδυτικής Ασίας, είχαν καταλάβει στην εποχή της μέγιστης ακμής τους ένα μεγάλο μέρος της βόρειας Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Στο Βυζάντιο ήταν η περίοδος της βασιλείας του Ηρακλείου. Όταν ο τελευταίος, ένας από τους ικανότερους περί τα στρατιωτικά Αυτοκράτορες του Βυζαντίου και εκείνος που πρώτος αντικατέστησε τους Ρωμαϊκούς τίτλους με το Ελληνικό “Βασιλεύς”, εκστράτευσε κατά των Περσών, οι οποίοι έμοιαζαν να είναι η κυριότερη απειλή κατά του Βυζαντίου και είχαν σαρώσει μεγάλο μέρος της M. Ανατολής.

 

Οι σύμμαχοι των Περσών, Άβαροι, με τη συνεπικουρία των υποτελών τους Σλάβων, επιτέθηκαν κατά της Βασιλεύουσας με ένα τεράστιο στράτευμα. Oι υπερασπιστές της Πόλης ήλθαν σε δύσκολη θέση γιατί η φρουρά ήταν ολιγάριθμη και οι πολιορκητές είχαν τη συνεπικουρία ενός Βυζαντινού μηχανικού ο οποίος κατασκεύασε γι’ αυτούς μία σειρά από πολιορκητικές μηχανές (καταπέλτες, πετροβόλους, πολιορκητικούς πύργους, κριούς και χελώνες).

Tα περίφημα τείχη της πόλης άντεξαν και οι υπερασπιστές κατόρθωσαν σε πολλές περιπτώσεις να αποκρούσουν τις επιθέσεις των Αβάρων, ενώ ο περίφημος Βυζαντινός στόλος κατατρόπωσε τα πολυπληθή πλοιάρια (μονόξυλα) των Σλάβων. Μετά από τις αλλεπάλληλες ήττες και καθώς πλησίαζε Βυζαντινή δύναμη υπό τον αδελφό του αυτοκράτορα, ο Άβαρος Χαγάνος αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία και να αποχωρήσει άπρακτος.

Στη μνήμη της σωτηρίας της Πόλης και για να δοξάσει τη Θεοτόκο, η οποία για τους Βυζαντινούς ήταν η Σωτήρας της Πόλης, δημιουργήθηκε μετά τη λύση της πολιορκίας ένα από τα κορυφαία έργα της Βυζαντινής υμνογραφίας, ο Ακάθιστος Ύμνος.

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΡΑΒΙΚΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ (717-718 μ.Χ.)

H πρώτη πολιορκία των Αράβων το 674 μ.Χ. αποκρούστηκε μετά από μία σειρά νικηφόρων για τους Βυζαντινούς μαχών και ναυμαχιών, ωστόσο η Αραβική απειλή δεν εξουδετερώθηκε. Αντίθετα, χρειάστηκε δεύτερη πολιορκία για να λυθεί το Αραβικό ζήτημα. Oι Άραβες (Σαρακηνοί για τους Βυζαντινούς) στην περίοδο αυτή είχαν φθάσει το απόγειο της δύναμής τους. H πολιορκία ξεκίνησε το 717, όταν Αυτοκράτορας ήταν ο Λέων ο Γ’ ο Ίσαυρος, ο οποίος μετά από μία μακρά περίοδο ενδοβυζαντινών ταραχών, που συνοδεύτηκαν από τις όλο και πιο θρασείς επιδρομές των Αράβων σε Βυζαντινά εδάφη, κατόρθωσε να ανατρέψει τον Θεοδόσιο τον Γ’ και να καταλάβει το θρόνο.

Tον Αύγουστο οι Άραβες προήλασαν προς την Πόλη, την οποία πολιόρκησαν από ξηρά και θάλασσα. O Λέων είχε μεταφέρει στρατό εκτός της πρωτεύουσας και κατόρθωσε να επιβληθεί των Αράβων σε μία σειρά μαχών στο έδαφος της Μικράς Ασίας, απειλώντας τελικά τα μετόπισθεν των πολιορκητών αφού είχε ήδη διαλύσει τις γραμμές των συγκοινωνιών τους. Την ίδια ώρα, ο πολυάριθμος στόλος των Αράβων είχε υποστεί πραγματική πανωλεθρία από τα Βυζαντινά πλοία που χρησιμοποιούσαν μια πρόσφατη εφεύρεση του Έλληνα μηχανικού Καλλίνικου από τη Συρία, το περίφημο Υγρόν Πυρ των Βυζαντινών πηγών (“Ελληνικό Πυρ” το αποδίδουν οι Δυτικοί και “Ρωμαϊκό Πυρ” οι Άραβες και οι Τούρκοι).

 

Έναν χρόνο περίπου άντεξαν οι Άραβες, που αποχώρησαν τελικά το 718, έχοντας υποστεί συντριπτικές απώλειες από τη συνδυασμένη δράση του Βυζαντινού στόλου και στρατού. Mε τη λύση αυτής της πολιορκίας η Αραβική απειλή για το Βυζάντιο εξανεμίστηκε. Θα περνούσαν περισσότεροι από τρεις αιώνες μέχρι ένας άλλος Μουσουλμάνος εισβολέας, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, επιχειρήσει να αναμετρηθεί με τη δύναμη του Βυζαντίου.

 

 ΠΟΛΗ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΟΥΣ… ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΥΣ (1204)

H τρίτη πολιορκία που θα εξετάσουμε ήταν ίσως η πιο καθοριστική στη Βυζαντινή ιστορία, διότι από την πτώση της στους Φράγκους το 1204, η Βασιλεύουσα – και κατ’ επέκταση η Αυτοκρατορία – ουδέποτε συνήλθε. H διαβόητη τέταρτη σταυροφορία είχε ως στόχο την Αίγυπτο, ωστόσο η ανερχόμενη εμπορική δύναμη των Βενετών, ουσιαστικά “προσέλαβε” το τεράστιο σταυροφορικό στράτευμα για να εξυπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς, με την πρόφαση ότι θα τους μετέφεραν (έναντι αδράς αμοιβής, φυσικά) στην Αίγυπτο.

H Βενετική εμπορική επέκταση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο συναντούσε σθεναρή Βυζαντινή αντίσταση και η στρατιωτική δύναμη της Γαληνοτάτης δεν ήταν επαρκής για να αντιμετωπίσει το Βυζάντιο. Στη Βενετική δολοπλοκία κεντρικό ρόλο έπαιξε ο γιος του προηγούμενου Αυτοκράτορα Ισσάκιου Β’ Άγγελου, Αλέξιος Άγγελος, που είχε χάσει τα δικαιώματα στο θρόνο. Αυτός υποσχέθηκε να πληρώσει τα ναύλα των σταυροφόρων προς τους Βενετούς, εφόσον τον ανέβαζαν στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης.

Αφού οι “στρατιώτες του σταυρού” κατέλαβαν τη Zάρα (έτερη ανταγωνίστρια της εμπορικής Αυτοκρατορίας των Βενετών) στράφηκαν ενάντια στην Κωνσταντινούπολη, την οποία κατέλαβαν το 1204, μετά τη φυγή του Αυτοκράτορα. O ανίκανος και αδαής Αλέξιος Άγγελος δεν είχε τρόπο να εξοφλήσει τα χρωστούμενα και οι σταυροφόροι στράφηκαν σύντομα εναντίον του, καταλαμβάνοντας την πόλη για λογαριασμό τους και διαλύοντας έτσι τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. H καταστροφή της πόλης από τους – ομόθρησκους! – της Δύσης ξεπέρασε κάθε προηγούμενο!

Δεκάδες χιλιάδες κάτοικοι σφαγιάσθηκαν, το σύνολο σχεδόν των θησαυρών της μεταφέρθηκε στις πρωτεύουσες της Δύσης (τα λιοντάρια που κοσμούν το παλάτι της Βενετίας προέρχονται από το πλιάτσικο του 1204) και ο κοινωνικός ιστός της πόλης διαλύθηκε. Πολλά κτήρια παραδόθηκαν στις φλόγες και η αφρόκρεμα της διανόησης της Πόλης – όσοι τουλάχιστον επέζησαν – την εγκατέλειψαν για να γλιτώσουν από τη μανία των σταυροφόρων.

 

Εφεξής η Κωνσταντινούπολη θα ήταν απλώς μια σκιά του παλιού εαυτού της και η διακυβέρνηση των ανίκανων Λατίνων “αυτοκρατόρων” θα μείωνε τον πληθυσμό και τον πλούτο της ακόμη περισσότερο μέσα στα επόμενα χρόνια. Θα χρειαζόταν σχεδόν εξήντα χρόνια έως ότου η Ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας, μία από τις τέσσερις Ελληνικές ηγεμονίες που προέκυψαν μετά τη διάλυση της Αυτοκρατορίας, κατορθώσει να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ξεκινώντας έτσι την τελευταία περίοδο της χιλιόχρονης ιστορίας του Βυζαντίου.

 

Από το 1204 ως την Άλωση

Από το 1204, την τρομερή ημέρα της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τα στίφη των Σταυροφόρων, έως την 29 Μαΐου του 1453, και την Άλωση της πόλης από τους Τούρκους, αυτό που ονομάζουμε Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, δεν υπήρχε ουσιαστικά. Η παρακμή που ήρθε με την άλωση της ως τότε θεωρούμενης ως άπαρτης Πόλης, και την, απίστευτη για τους κατοίκους της, λεηλασία της από χριστιανούς, ήταν μοναδική στα ιστορικά χρονικά.

Η οργάνωση και ο γραφειοκρατικός ιστός της Αυτοκρατορίας διαλύονται. Η Τραπεζούντα, από τόπος εξορίας του Αυτοκράτορα ως την επιστροφή του (1260) με την εκδίωξη των σταυροφόρων, γίνεται κράτος ανεξάρτητο και αποκολλάται από τη Βασιλίδα των Πόλεων. Η Χριστιανική Ανατολή δεν είναι ενωμένη πια. Είναι μια σειρά αδύναμων, φτωχών κρατών, αβέβαιων για το μέλλον τους. Η πάλαι ποτέ πάμπλουτη Βασιλεύουσα μετατράπηκε σε ένα φτωχό άμοιρο βασίλειο.

Ακόμη και η Αγία Σοφία (το καύχημα της πόλης) ακόμη και το παλάτι των Βλαχερνών, ήταν φαντάσματα του εαυτού τους. Σύμφωνα με τον Βιλεαρδουίνο, ο χρυσός που κλάπηκε από την πόλη έφτανε σε αξία τις 800.000 μάρκα της εποχής, πέρα από τα πολύτιμα αντικείμενα, τα ιερά λείψανα, που στέρησαν τον πλούτο και μέρος της ομορφιάς της από την πόλη. Ίσως αυτό να ήταν το λιγότερο. Οι συνέπειες της πρώτης Άλωσης ήταν τεράστιες κοινωνικά, οικονομικά και (από την εποχή της έναρξης του διαλόγου για την Ένωση των Εκκλησιών) ηθικά και πνευματικά.

Οι αυθέντες της Πόλης ήταν πια πάμπτωχοι, αν και παρέμεναν οι πιο καλλιεργημένοι από όλους τους βασιλείς της εποχής, με αυλή διανοουμένων ζηλευτή. Το διεθνές εμπόριο είχε περάσει στα χέρια των Ενετών, των Γενουατών, των Ιταλικών ναυτικών πόλεων. Οι Αυτοκράτορες δεν μπορούσαν να φροντίσουν τα ανατολικά σύνορα, διότι ο μεγάλος κίνδυνος είχε εμφανιστεί από τη Δύση. Τα άλλοτε πλούσια λιμάνια και αστικά κέντρα της Αυτοκρατορίας είχαν περάσει σε Φράγκικα (κάποια και σε Τούρκικα από τον 14ο αιώνα) χέρια.

Η δύναμη του νέου κατακτητή (των Τούρκων) επιβεβαιώνεται συνεχώς με νέες λαμπρές νίκες και τα Ελληνικά βασίλεια είναι αδύναμα να αντιδράσουν, βρίσκονται στα χέρια ανίκανων ηγεμόνων και στενόμυαλων στρατιωτικών. Η κατάσταση την Παλαιολόγειο περίοδο δεν καλυτερεύει, μάλλον χειροτερεύει, κι οι εμφύλιοι οδηγούν πολύ γρηγορότερα σε μαρασμό, εξαντλούν τη χώρα οικονομικά και πολιτικά και (λόγω της συνήθειας των σφετεριστών να ζητούν ξένη βοήθεια) φέρνουν γρηγορότερα τα ξένα ισχυρά βασίλεια ante portas. Από το 1340 οι Τούρκοι έρχονται πια προσκεκλημένοι στην Ευρώπη.

Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η πανώλη που έπληξε το 1347 την πόλη, σκοτώνοντας πάνω από το μισό πληθυσμό της. «Η πολιτική ιστορία του Βυζαντίου στην εποχή της δυναστείας των Παλαιολόγων αποτελεί διήγηση αφροσύνης και δυστυχίας, ώστε στο τέλος η χαριστική βολή του 1453 να έρχεται σχεδόν ως απολύτρωση» σημειώνει ο Σ. Ράνσιμαν. Βασιλείς σαν τον Ανδρόνικο Β΄ ήταν στολίσματα της διανόησης, άνθρωποι με απέραντη μόρφωση και χάρη, αλλά δεν είχαν κανένα διοικητικό ή πολιτικό προσόν, αυτό που η πόλη χρειαζόταν περισσότερο από όλα.

Κι όμως, μέσα σε αυτό το κλίμα διάβρωσης, καταστροφών, απωλειών, παρακμής, στους δύο τελευταίους αιώνες της Αυτοκρατορίας, κατά τους οποίους δεν υπήρχε ουσιαστικά αυτοκρατορία, αλλά μερικά Ελληνικά βασίλεια, με πρώτο αυτό της Κωνσταντινούπολης, η τέχνη, η φιλοσοφία, η Ελληνική συνείδηση άνθισαν, όπως τα πιο ακριβά άνθη στην κόπρο. Ίσως χάρη σε κυβερνήτες όπως ο Ανδρόνικος Β΄, ίσως πάλι λόγω των πολιτικών προσπαθειών για ένωση των Εκκλησιών, που οδήγησαν στην ανάγκη ανάπτυξης επιχειρημάτων από τις πλευρές που τάσσονταν υπέρ ή κατά.

Ή, τέλος, η μορφή που είχε πάρει η Αυτοκρατορία, μια ομάδα πόλεων-κρατών, αυτούς τους τελευταίους αιώνες, να έφερνε κοντύτερα στο λαό το αρχαιοελληνικό πρότυπο ακόμη και στη διοίκηση. Ίσως πάλι, όπως πιστεύει ο Ράνσιμαν, ήταν η απόλυτη ταύτιση πια της λέξης Ρωμιός με τη λέξη Έλληνας. «Οι δυτικοί είχαν νικήσει και ταπεινώσει το Βυζάντιο, υπήρχε όμως κάτι που δεν μπορούσαν να του αφαιρέσουν ούτε ακόμη να το συμμεριστούν. Και αυτό το κάτι ήταν η Ελληνική παράδοση… Οι δυτικοί περιφρονούσαν τους Γραικούς που έβλεπαν γύρω τους, αλλά δεν μπορούσαν να περιφρονούν την παιδεία των Ελλήνων.

Ήταν φυσικό οι Γραικοί να εκμεταλλευτούν αυτό το κεφάλαιο. Άρχισαν να αισθάνονται υπερήφανοι για τη σχέση τους με τους δημιουργούς αυτής της παιδείας. Ο όρος ”Έλλην” άρχισε να χάνει την υποτιμητική του χροιά. Εκτός αυτού, οι Σταυροφόροι περιόρισαν, ουσιαστικά, τους Βυζαντινούς στα ιστορικά Ελληνικά εδάφη, δίνοντας τους έναν ακόμη λόγο να δηλώνουν Έλληνες. Η νέα χρήση της λέξης ”Έλλην” ξεκίνησε από την αιώνες ελληνική Θεσσαλονίκη, που παρήγαγε τους σημαντικότερους λογίους της Αυτοκρατορίας, ακριβώς λόγω της Ελληνικής παιδείας.

Από την Κύπρο και τον λόγιο Αθανάσιο Λεπενδρηνό, έρχεται, την ίδια περίοδο, η επανεμφάνιση της φυλετικής χρήσης του όρου όταν γράφει «περί πάντων των Ελλήνων των εν Κύπρω», περιγράφοντας κι άλλους τόπους «εν οις Έλληνες ζώσι». Ο Θεσσαλονικεύς Δημήτριος Κυδώνης πρωτοχρησιμοποιεί τον όρο «Ελλάς» για τον χαρακτηρισμό της Αυτοκρατορίας. Μετά το 1350, η λέξη «Έλληνας» δεν σημαίνει πια ειδωλολάτρης, αλλά Χριστιανός Ορθόδοξος Ελληνόφωνος που κατοικεί στα απομεινάρια της Αυτοκρατορίας.

Με την εξαίρεση του, αυτοχαρακτηριζόμενου ως «Βυζάντιου», Γεωργίου Σχολάριου (που, ωστόσο, δεν ονομάζει την πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, αλλά με το αρχαίο της όνομα, Βυζάντιο) οι διανοούμενοι της τελευταίας περιόδου θεωρούν εαυτούς Έλληνες και οδηγούν την Αυτοκρατορία σε μία Αναγέννηση Ελληνική, βαθιά επηρεασμένη από την αρχαιότητα. Με τον Ελληνικό τρόπο, λοιπόν, το πνεύμα κυριαρχεί. Στη διαλυμένη Αυτοκρατορία οι επιστήμες προχωρούν, οι θεωρητικές συζητήσεις παίρνουν διαστάσεις εθνικών θεμάτων, η σπουδή των αρχαίων Ελλήνων γίνεται υποχρεωτική σε όποιον θέλει να σέβεται τον εαυτό του.

Το ζήτημα των μεγάλων φιλοσοφικών – θεολογικών διαμαχών το εξετάζουμε αλλού. Πέρα από αυτές, ένας μεγάλος αριθμός σημαντικών επιστημόνων όλων των τομέων δίνει φτερά σε όλες τις επιστήμες κι ένας μεγάλος αριθμός καλλιτεχνών, αγνώστων, λόγω της Βυζαντινής παράδοσης που θεωρεί, όπως κι η αρχαιοελληνική παράδοση, ότι για το εκάστοτε μεγάλο καλλιτεχνικό έργο η τιμή ανήκει στον χορηγό του, οδηγεί την τέχνη σε ανεπανάληπτα ύψη. Όσα ονόματα καλλιτεχνών γνωρίζουμε είναι διότι είχαν κι άλλες ιδιότητες πιο σημαντικές για την εποχή, ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος λόγου χάριν είναι γνωστοί διότι έτυχε να είναι και εξαίρετοι γεωμέτρες.

Οι εξαιρετικοί γιατροί των απομειναριών της Αυτοκρατορίας, όπως ο (κυρίως φαρμακολόγος) Νικόλαος Μυρεψός, ο Δημήτριος Πεπαγωμένος, ο (κυρίως ουρολόγος) Ιωάννης Ακτουάριος (που πρώτος επισημαίνει το παράσιτο ταινία και πρώτος μελετά τις ψυχοσωματικές διαταραχές) έδωσαν νέα ώθηση στην ιατρική, μια επιστήμη που πάντα άνθιζε στο Βυζάντιο.

Οι φημισμένοι δάσκαλοι του Πανεπιστημίου (Πανδιδακτήριο) της Κωνσταντινούπολης και της Νίκαιας, ο πολυγραφότατος γιατρός, φιλόσοφος, μαθηματικός, αστρονόμος Νικηφόρος Βλεμμύδης, ο αστρονόμος Γρηγόριος Χιονιάδης, ο ιατρός και γεωγράφος Γεώργιος Χρυσοκκόκης, ο φιλόλογος Τρικλίνιος, ο μαθηματικός και διδάσκαλος της φιλοσοφίας Γεώργιος Ακροπολίτης, ο πανεπιστήμων Νικηφόρος Γρηγοράς, ο φημισμένος δάσκαλος Νικηφόρος Παχυμέρης, ο πρώτος χρήστης των Αραβικών αριθμών στην επικράτεια, Μάξιμος Πλανούδης, ο μαθηματικός Νικόλαος Ραβδάς, οδήγησαν στην επανενεργοποίηση της ενασχόλησης με τις «θύραθεν» επιστήμες, κι ας ήταν στην πλειονότητά τους μοναχοί κι ιερωμένοι.

Οι λόγιοι Νικηφόρος Χούμνος, Θεόδωρος Μετοχίτης, Ιωσήφ ο Φιλόσοφος, Ιωάννης Κατακουζηνός, ο Δημήτριος Κυδώνης, ο Καλαβρός Βαρλαάμ, και το υπέρλαμπρο άστρο του Γρηγορίου Παλαμά (ο οποίος δεν επιθυμούσε να θεωρείται εγγράμματος ή λόγιος, αλλά είχε λαμπρότατη μόρφωση και εκπληκτικά οργανωμένη κι ευφυή σκέψη) ο Ισίδωρος Βουχεράς, ο Θεόδωρος Μελητινιώτης, ο Δημήτριος Κυδώνης, ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο βαθύτατα μορφωμένος Πλατωνιστής, Ρηξικέλευθος Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων), που φώναζε παντού «Έλληνες έσμεν γένει τε και παιδεία», ο μαθητής του Πλήθωνα, Βησσαρίων, ο ακέραιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο Γεώργιος Σχολάριος, υπήρξαν τα στολίδια αυτής της αναγέννησης, ακόμη κι αν πρέσβευαν τελείως διαφορετικές απόψεις, υπήρξαν αληθινοί διανοούμενοι, άνθρωποι του πνεύματος και των Αναζητήσεων.

Αυτόν το ζωντανό Ελληνικό πολιτισμό γνώρισαν οι δυτικοί επιδρομείς. Πολλοί από αυτούς, άνθρωποι καλλιεργημένοι με τα δυτικά μέτρα της εποχής, επιθύμησαν να φέρουν αυτόν τον πλούτο, ακόμη και αυτούς τους ίδιους τους δασκάλους, στη Δύση. Αν οι Σταυροφόροι είχαν πετάξει στη φωτιά τα συγγράμματα της θύραθεν παιδείας που βρήκαν στην Πόλη, οι απόγονοί τους πλήρωναν όσο όσο για έναν τόμο. Οι λόγιοι της Ιταλίας ταξίδευαν σε Κωνσταντινούπολη και Θεσσαλονίκη μόνο και μόνο για να ακούσουν τους Έλληνες λογίους να μιλούν, να συζητούν και να διαλέγονται.

Νέοι έφταναν από τη Δύση στο Πανδιδακτήριο για να σπουδάσουν. Οι βυζαντινοί έχουν αποκληθεί «βιβλιοθηκάριοι των Μέσων Χρόνων». Λίγο πριν πέσει η πόλη, έδωσαν τη γνώση που είχαν σώσει, μες στους αιώνες, στην ελεύθερη και οικονομικώς αναπτυσσόμενη συνεχώς Δύση. Η τελευταία Βυζαντινή αναγέννηση παραδίδει τη σκυτάλη του πολιτισμού στη Δύση, που ετοιμάζεται για τη δική της Αναγέννηση.

 

Η ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Κάθε άνθρωπος και κάθε Έθνος ε­ί­ναι στε­νά συ­νδε­δε­μέ­να με­ την Ι­στορί­α και το παρε­λθό­ν του­ς και δε­ν ε­ί­ναι ε­ύ­κολο να απε­μπλακού­ν από­ αυ­τά. Μια σε­ιρά λαμπρώ­ν Αυ­τοκρατό­ρω­ν ­στρατηλάτων, ό­πω­ς ο Νικηφό­ρος Φω­κάς, ο Ι­ω­άννης Τσιμισκή­ς και ο Βασί­λε­ιος ο Βουλγαροκτόνος, θα οδηγή­σου­ν το Βυζάντιο σε­ πολε­μικού­ς θριάμβου­ς, αλλά και σε ειρηνικά επιτε­ύ­γματα, έ­τσι ώ­στε­ η πε­ρί­οδος 945 ­- 1025, δί­καια να ονομασθε­ί­ ε­ποχή­ της με­γαλύ­τε­ρης ακμή­ς και δό­ξας της με­γάλης Ελληνικής Α­υ­τοκρατορί­ας. Εί­ναι βέ­βαιο ό­μω­ς ό­τι το «τηρή­σαι τα αγαθά χαλε­πώ­τε­ρον του­ κτή­σασθαι».

Ό­ταν πέ­θανε­ ο Βασί­λε­ιος ο Β΄, το 1025, τα σύ­νορα του­ Βυ­ζαντί­ου­ ε­κτε­ί­νο­νταν από­ το Δού­ναβη, ω­ς την Α­ρμε­νί­α και τη Συ­ρί­α. Η στρατιω­τική­ του­ ισχύ­ς και ο πληθυ­σμό­ς του­, μαζί­ με­ την πολιτιστική­ και θρησκε­υ­τική­ του­ ακτινοβολί­α, το καθιστού­σαν μια με­γάλη παγκό­σμια δύ­ναμη της ε­ποχή­ς. Η θέ­ση του­ Βυ­ζα­ντί­ου­ και η πρό­σφατη ε­πέ­κταση τω­ν ε­δαφώ­ν του­, θα προκαλέ­σου­ν οικονομι­κή­ άνοδο και ε­υ­ημε­ρί­α, που­ θα ε­μφανι­στού­ν πιο έ­ντονα στην πρω­τε­ύ­ου­σα και λιγό­τε­ρο ή­ και καθό­λου­ στις ε­παρχί­ε­ς.

Α­υ­τή­ η ε­υ­ημε­ρί­α και η μη ύ­παρξη αξιό­­λογου­ ε­ξω­τε­ρικού­ ε­χθρού­ την ε­ποχή­ ε­κε­ί­νη, θα δημιου­ργή­σου­ν στου­ς ηγέ­τε­ς και την αριστοκρατί­α της Πό­λης έ­να πνε­ύ­μα ασφαλε­ί­ας, που­ δε­ν θα αργή­σε­ι να προκαλέ­σε­ι τάσε­ις ε­υ­ζω­ί­ας, ε­υ­δαιμο­νισμού­, ραστώ­νης ή­ ακό­μη και αδιαφο­ρί­ας, τό­σο για τη στρατιω­τική­ οργάνω­ση και ασφάλε­ια του­ Κράτου­ς, ό­σο και για τα προβλή­ματα τω­ν επαρχιώ­ν. Έ­τσι, κατά την ε­ποχή­ τω­ν διαδό­χω­ν του­ Βασιλε­ί­ου­ του­ Β΄, θα αρχί­σε­ι να ε­μ­φανί­ζε­ται δυ­σαρέ­σκεια, κυ­ρί­ω­ς τω­ν Α­να­τολικώ­ν ε­παρχιώ­ν, έ­ναντι του­ κέ­ντρου­.

Η ανισό­τητα αυ­τή­ θα ε­νισχυ­θε­ί­ από­ θρη­σκε­υ­τικέ­ς διακρί­σε­ις, διω­γμού­ς και, κυ­ρί­­ω­ς, καταπιε­στική­ φορολογική­ πολιτική­, που­ θα φέ­ρε­ι οικονομική­ κρί­ση στου­ς μικρού­ς και με­σαί­ου­ς ιδιοκτή­τε­ς γης. Ό­μω­ς οι άνθρω­ποι αυ­τοί­ αποτε­λού­σαν βάθρο για τη στρατιω­τική­ οργάνω­ση και ασφάλε­ια του Κράτου­ς, γιατί­, ε­ί­τε­ σαν Ακρίτες, ε­ί­τε­ σαν προσω­πικό­ του­ στρα­τού­ τω­ν Θε­μάτω­ν, έ­διναν τον ε­θνικό­ χαρακτή­ρα στο Βυ­ζαντινό­ στρατό­. Η οικονομική­ καχε­ξί­α τω­ν μικροκτημα­τιώ­ν θα προκαλέ­σε­ι τη με­τακί­νηση του­ς προς τα αστικά κέ­ντρα, ε­νί­σχυ­ση τω­ν με­γάλω­ν κτημάτω­ν τω­ν στρατιω­τικώ­ν ε­παρχιώ­ν και, τέ­λος, τάσε­ις ανυ­πακοή­ς τω­ν τε­λε­υ­ταί­ω­ν προς τον Α­υ­τοκράτορα.

Η στρατιω­τική­ οργάνω­ση του­ Βυ­­ζαντί­ου­ θα δε­χθε­ί­ έ­να αληθινά καί­ριο πλή­γμα, ό­ταν ο Κω­νσταντί­νος ο Μονο­μάχος θα ε­πε­κτε­ί­νε­ι το μέ­τρο ε­ξαγο­ράς της στρατιω­τική­ς θητε­ί­ας και στις δυ­σαρε­στημέ­νε­ς Α­νατολικέ­ς ε­παρχί­ε­ς. Συ­γχρό­νω­ς, η κε­ντρική­ ε­ξου­σί­α θα γί­νε­ι από­λυ­τα συ­γκε­ντρω­τική­ και θα πε­ράσε­ι στα χέ­ρια διανοού­με­νω­ν γραφε­ιοκρα­τώ­ν της πρω­τε­ύ­ου­σας. Α­πό­ την ε­ποχή­ αυ­τή­ παρατηρε­ί­ται ε­νί­σχυ­ση του­ μισθοφορικού­ στρατού­ και, αντί­στοιχα, αποδυ­νάμω­ση του­ στρα­τού­ τω­ν θε­μάτω­ν, που­ κυ­ριολε­κτικά, θα με­ί­νου­ν σχε­δό­ν ανυ­πε­ράσπιστα. Α­υ­τέ­ς οι συ­νθή­κε­ς θα ε­πιδε­ινω­θού­ν, συ­ν τω­ χρό­νω­, από­ γε­νική­ αποδιοργάνω­ση του­ Κράτου­ς, δυ­ναστικέ­ς έ­ριδε­ς και στρατιω­­τικέ­ς ε­παναστάσε­ις.

Έ­τσι, μέ­σα σ’ αυ­τό­ το γε­νικό­ κλί­μα, θα ε­μφανισθού­ν πε­ρί­ τα μέ­σα του­ 11ου­ αιώ­να, στα Α­νατολικά σύ­­νορα, οι Ογού­ζοι ή­ Σε­λτζού­κοι Τού­ρκοι, λαό­ς νομαδικό­ς και πολε­μικό­ς. Φανατι­σμέ­νοι από­ τα κηρύ­γματα του­ Ι­σλάμ, θα προσπαθή­σου­ν να κυ­ριαρχή­σου­ν στις Α­νατολικέ­ς ε­παρχί­ε­ς. Ολιγαρκε­ί­ς και αν­θε­κτικοί­ πολε­μιστέ­ς, ε­ξαί­ρε­τοι ιππε­ί­ς και τοξό­τε­ς, μπορού­σαν να με­τακινού­νται ε­ύ­κολα, να ε­πιτί­θε­νται αιφνιδιαστικά και να φε­ύ­γου­ν γρή­γορα. Φαί­νε­ται ό­μω­ς, ό­τι και το Σχί­σμα τω­ν Εκκλησιώ­ν, το 1054, άσκησε­ σημαντική­ ε­πί­δραση στην ε­πιδε­ί­­νω­ση της κατάστασης.

Με­τά από­ λί­γα χρό­νια ακολου­θε­ί­ η ολοκληρω­τική­ καταστροφή­ ε­νό­ς ε­υ­ά­ριθμου­ αλλά ανομοιογε­νού­ς μισθοφο­ρικού­ στρατού­, στη γνω­στή­ μάχη του­ Ματζικέ­ρτ, κοντά στη λί­μνη Βαν της Α­νατολί­ας, το 1071. Τα αποτε­λέ­σματα ή­ταν τραγικά για τον Ρω­μανό­ Δ’ Διογέ­­νη και το Βυ­ζάντιο. Η τύ­φλω­ση του­ Ρω­μανού­ και ο ε­μφύ­­λιος πό­λε­μος θα ε­πιτρέ­ψου­ν στον Α­λπ Α­ρσλάν την ολοκληρω­τική­ σχε­δό­ν κατά­ληψη της Μ. Α­σί­ας και την ε­γκαθί­δρυ­ση σ’ αυ­τή­, μέ­σα σε­ 10 χρό­νια, ε­νό­ς ισχυ­ρού­ Του­ρκικού­ κράτου­ς.

Με­ τον τρό­πο αυ­τό­, οι Τού­ρκοι ε­πέ­τυ­χαν μέ­σα σε­ 10 μό­νοχρό­νια (1071­- 1081) ό­,τι δε­ν ε­πέ­τυ­χαν οι Ά­ραβε­ς σε­ 3 ολό­κληρου­ς αιώ­νε­ς. Η 2η χαριστική­ βολή­ θα δοθε­ί­ με­τά από­ 105 χρό­νια, το 1176, στη μάχη του­ Μυ­ριοκέ­φαλου­, που­ βρί­σκε­ται στις πη­γέ­ς του­ Μαιάνδρου­ Α­κά, της σημε­ρινή­ς πό­λε­ω­ς Ντε­νισλί­ της Δυ­τική­ς Μικράς Α­σί­ας. Ό­μω­ς παρά τις δύ­ο αυ­τέ­ς αποτυ­χί­ε­ς του­ Μάτζικε­ρτ και του­ Μυ­ριοκέ­φαλου­, η δυ­να­στε­ί­α τω­ν Κομνηνώ­ν, που­ ε­πακολού­θησε­, θε­ω­ρε­ί­ται γε­νικά σαν πε­ρί­οδος ανό­ρθω­σης και ακμή­ς του­ Βυ­ζαντί­ου­.

Κατά τη διάρκε­ια της, η Α­υ­τοκρατορί­α ό­χι μό­νο κατό­ρθω­σε­ να αναδιοργανω­θε­ί­, αλλά απέ­κρου­σε­ σημα­ντικού­ς ε­χθρού­ς ό­πω­ς Νορμανδού­ς, Σταυ­­ροφό­ρου­ς και Τού­ρκου­ς και κατάφε­ρε­ να ε­πε­κτε­ί­νε­ι και σταθε­ροποιή­σε­ι τα σύ­νορα της τό­σο στην Ευ­ρώ­πη, ό­σο και στη Μικρά Α­σί­α. Το πιο σοβαρό­ πλή­γμα καταφέ­ρθηκε από­ του­ς Σταυ­ροφό­ρου­ς το 1204. Ο γνω­­στό­ς διαπρε­πή­ς Βυ­ζαντινολό­γος Ράνσιμαν, γράφε­ι: «Η δυ­νατό­τητα κατακτή­σε­ω­ς της Πό­λης υ­πό­ τω­ν Οθω­μανώ­ν οφε­ί­λε­ται στο έ­γκλημα τω­ν Σταυ­ροφό­ρω­ν. Στις 29 Μαΐ­ου­ 1453 έ­νας πολιτισμό­ς σαρώ­θηκε­ αμε­τάκλη­τα». Έ­τσι κατε­ρρί­φθη και το άπαρτο της Βασιλε­ύ­ου­σας.

Η ί­δρυ­ση και γρή­γορη σχε­τικά ε­πέ­­κταση του­ Οθω­μανικού­ κράτου­ς από­ τις αρχέ­ς του­ 14ου­ αιώ­να, δε­ν οφε­ιλό­ταν μό­νο στη στρατιω­τική­ του­ ισχύ­ και το θρησκε­υ­τι­κό­ φανατισμό­ τω­ν υ­πηκό­ω­ν του­. Έ­χε­ι την αιτί­α του­, κυ­ρί­ω­ς, στου­ς ε­μφύ­λιου­ς αγώ­νε­ς κατά την ε­ποχή­ τω­ν διαδό­χω­ν του­ Μιχαή­λ Η΄ Παλαιολό­γου­, το γνω­στό­ ε­θνικό­ σπορ τω­ν Ελλή­νω­ν. Ά­λλο αί­τιο, της μη έ­γκαιρης καταπολέ­μησης τω­ν Οθω­μανώ­ν στη Μ. Α­σί­α, ή­ταν η απασχό­ληση του­ Βυ­ζαντί­ου­ στη Δύ­ση, για την από­κρου­ση μιας πιθα­νή­ς ε­πιθέ­σε­ω­ς, που­ ε­πί­ χρό­νια προπαρα­σκε­υ­αζό­ταν από­ τον Κάρολο Α­νδε­γαυ­ινό­ (Charles d’ Anzou).

Η ε­πί­θε­ση αυ­τή­, τε­λικά, δε­ν πραγματοποιή­θηκε­, αλλά τα ανατολι­κά ε­δάφη της Α­υ­τοκρατορί­ας έ­με­ιναν για σημαντικό­ χρό­νο ακάλυ­πτα από­ δυνάμεις,με­ αποτέ­λε­σμα την ε­πικράτηση ε­κε­ί­ τω­ν Οθω­μανώ­ν. Πέ­ρα ό­μω­ς από­ του­ς παραπά­νω­ λό­γου­ς, η δημιου­ργί­α στα Βαλκάνια, κατά την ε­ποχή­ τω­ν Παλαιολό­γω­ν, ε­νό­ς ισχυ­ρού­ Σερβικού­ κράτου­ς, θα συ­μβάλε­ι στην αποδυ­νάμω­ση του­ Βυ­ζαντί­ου­ και, ε­πομέ­νω­ς, θα βοηθήσε­ι έ­μμε­σα την Οθω­­μανική­ ε­πέ­κταση. Το 1354 οι Οθω­μανοί­ πέ­ρασαν στην Ευ­ρώ­πη και κατέ­λαβαν την χε­ρσό­νησο της Καλλί­πολης. Εκε­ί­ ε­γκατέ­στησαν αμέ­­σω­ς  Τού­ρκου­ς ε­ποί­κου­ς, κατά τη γνω­στή­ τακτική­ του­ς.

Το Ε­υ­ρω­παϊ­κό­ αυ­τό­ προγε­­φύ­ρω­μα τω­ν Οθω­μανώ­ν και η ανυ­παρξί­α ικανή­ς στρατιω­τική­ς δύ­ναμης στη Θράκη για να του­ς αναχαιτί­σε­ι, θα ε­πιτρέ­ψου­ν την κε­ραυ­νοβό­λα ε­πέ­κταση του­ς στη Χε­ρσό­νησο του­ Α­ί­μου­ ε­πί­ του­ Μου­ράτ του­ Α­΄ (1360­1389) και ιδί­ω­ς του­ Βαγια­ζή­τ 1389­1402. Και ε­νώ­ ό­λα, σχε­δό­ν, ε­ί­ναι έ­τοιμα για την κατάκτηση τω­ν τελευταίω­ν προπυ­ργί­ω­ν του­ Βυ­ζαντί­ου­, έ­να αναπά­ντε­χο γε­γονό­ς θα παρατε­ί­νε­ι τη ζω­ή­ του­ Ελληνικού­ κράτου­ς για άλλα 50, πε­ρί­που­, χρό­νια. Ή­ταν η ε­μφάνιση ε­νό­ς ισχυ­ρού­, Μογγολικού­ στρατού­ στην ανατολική­ Μ. Α­σί­α, υ­πό­ τον πε­ρί­φημο για την αγριό­τη­τα και τις κατακτή­σε­ις του­ Ταμε­ρλάνο.

Η κρί­σιμη μάχη με­ταξύ­ Οθω­μανώ­ν και Μογγό­λω­ν θα δοθε­ί­ στην Ά­γκυ­ρα, στις 28 Ι­ου­λί­ου­ 1404. Οι Οθω­μανοί­ θα συ­ντριβού­ν ολοκληρω­τικά και θα συ­λληφθε­ί­ αιχμά­λω­τος και ο Σουλτάνος Βαγιαζή­τ, που­ θα πε­θάνε­ι με­τά από­ λί­γο στην αιχμαλω­σί­α. Η καταστροφή­ του­ Οθω­μανικού­ στρα­τού­ στην Ά­γκυ­ρα και ο θάνατος του­ Βαγια­ζή­τ θα προκαλέ­σου­ν ε­μφύ­λιου­ς πολέ­μου­ς ε­πί­ 20, πε­ρί­που­, χρό­νια με­ταξύ­ τω­ν διαδό­­χω­ν του­ και, μοιραί­α, την ε­ξασθέ­νηση τω­ν Οθω­μανώ­ν. Δυ­στυ­χώ­ς ό­μω­ς το Βυ­ζάντιο, την ε­ποχή­ ε­κε­ί­νη, δε­ θα έ­χε­ι πια τη δύ­ναμη να ανορθώ­θε­ί­ και, έ­τσι, δε­ν θα μπορέ­σε­ι να ε­πω­φε­ληθε­ί­ από­ τις έ­ριδε­ς τω­ν Τού­ρκω­ν.

Εί­ναι μια θνή­σκου­σα, μό­νο κατ’ ό­νομα, «Α­υ­­τοκρατορί­α». Α­πό­ του­ς ε­μφύ­λιου­ς σπαραγ­μού­ς τω­ν Τού­ρκω­ν δε­ θα ε­πω­φε­ληθού­ν ού­τε­ οι Βαλκανικοί­ λαοί­ ού­τε­ οι Λατί­νοι. Θα έ­λθε­ι λοιπό­ν έ­να νέ­ος Σου­λτάνος, ο Μου­ράτ Β΄ (1421­1451), που­, ό­χι μό­νο, θα υ­ποτάξε­ι ό­λου­ς του­ς αποστάτε­ς και του­ς υ­ποτε­λε­ί­ς του­ς στα Βαλκάνια και την Α­σί­α, αλλά θα δημιου­ργή­σε­ι τις προϋ­ποθέ­σε­ις για νέ­α σημαντική­ ε­πέ­κταση της Αυ­τοκρα­τορί­ας του­ στο Βορρά. Μέ­σα στην Του­ρκι­κή­ πλημμύ­ρα απέ­με­ναν τρε­ις σημαντικέ­ς Ε­λληνικέ­ς νησί­δε­ς: η Κω­νσταντινού­πολη, η Πε­λοπό­ννησος και η Θε­σσαλονί­κη.

Ο Μου­ράτ θ’ αρχί­σε­ι από­ την τε­λε­υ­ταί­α, που­ με­τά από­ πολιορκί­α, θα καταλάβε­ι και θα καταστρέ­ψε­ι το 1430. Και ε­δώ­ η σφαγή­ και ο εξανδραποδισμό­ς τω­ν κατοί­κω­ν ή­ταν, σχε­δό­ν, γε­νικό­ς.

 

ΝΟΘΕΥΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ

Αλλά οι Αυτοκράτορες νόθευσαν και το νόμισμα για να ανταποκριθούν στις ανάγκες των καιρών. Γιατί παλαιότερα, στα χρονιά της βασιλείας του Ιωάννη Βατατζή, τα δυο τρίτα του βάρους του νομίσματος (= 16 κεράτια) ήταν καθαρός χρυσός· την αξία αυτή διατήρησε ο γιος και διάδοχος του (Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης). Ύστερα, επί Μιχαήλ (Παλαιολόγου), όταν ανακτήθηκε η Κωνσταντινούπολη, εξαιτίας των αναγκαστικών δόσεων προς τους Ιταλούς, τα παλαιά σημεία πάνω στο νόμισμα αντικαταστάθηκαν από την εικόνα της Κωνσταντινούπολης στην πίσω πλευρά του.

Η αξία του χρυσού νομίσματος μειώθηκε ακόμη ένα κεράτιο, έτσι που περιείχε πια μόνο 15 κεράτια από τα εικοσιτέσσερα. Μετά το θάνατο του Μιχαήλ Η’. Στις αρχές της βασιλείας του Ανδρόνικου Γ’) το νόμισμα περιείχε 14 κεράτια χρυσού και τώρα πια μόνο το μισό του βάρους του είναι καθαρός χρυσός. Γι’ αυτόν το λόγο οι τροφές ήταν δυσεύρετες και πολύ δύσκολο να αγοραστούν, αν παρουσιάζονταν κάπου, και ο λαός έμοιαζε να είναι αιχμάλωτος (της οικονομικής ανάγκης) και υπέφερε από πείνα.

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ

Η Μογγολική επιδρομή και η διάλυση του Σελτζουκικού κράτους (μέσα 13ου αι.) είχε προκαλέσει την εμφάνιση και την εδραίωση των Οθωμανών Τούρκων στη Μικρά Ασία. Το Τουρκικό αυτό φύλο, που παρασυρμένο από τις ορδές των Μογγόλων είχε προωθηθεί στη Βιθυνία, οφείλει την επωνυμία του στον ιδρυτή του Οθωμανικού εμιράτου στη Βιθυνία Οσμάν ή Οθμάν (1288-1325), γιο του Ερτογρούλ.

Οι συνεχείς επιδρομές και οι λεηλασίες που διέπρατταν οι Οθωμανοί στις Βυζαντινές περιοχές είχαν δημιουργήσει οξύτατο πρόβλημα στην αυτοκρατορία, ενώ η ήττα των Βυζαντινών στη μάχη του Βαφέως (1301) σηματοδότησε την αφετηρία της στρατιωτικής κατίσχυσης των Οθωμανών. Η Τουρκική κατάκτηση έστρεψε τους Βυζαντινούς να ζητήσουν ερείσματα στη Δύση. Είναι γνωστή η συνεργασία του Ανδρόνικου Β’ με την Καταλανική Εταιρεία και οι δυσμενείς για την Αυτοκρατορία συνέπειες της στρατιωτικής δράσης των Καταλανών στις αρχές του 14ου αι.

Στερημένη από στρατό και στόλο εξαιτίας της πολιτικής του Μιχαήλ Η’ και του Ανδρονίκου Β’ η Αυτοκρατορία δεν είχε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει δυναμικά την Οθωμανική απειλή. Έτσι, μέσα σε σύντομο διάστημα στο πρώτο μισό του αιώνα οι Οθωμανοί πέτυχαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στη Μικρά Ασία σε βάρος των Βυζαντινών εδαφών (το 1326 κατέλαβαν την Προύσα, το 1331 τη Νίκαια και το 1337 τη Νικομήδεια) και των άλλων Τουρκικών Εμιράτων.

Η κατάληψη της Καλλίπολης το 1354 άνοιξε στους Οθωμανούς τον δρόμο για την κατάκτηση της Βαλκανικής. Το 1361 κυριεύθηκε η Αδριανούπολη και το 1363 η Φιλιππούπολη. Κάτω από αυτές τις δυσμενείς συνθήκες οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες θεμελιώνουν την πολιτική τους για την αντιμετώπιση του Τουρκικού κινδύνου στη συνεργασία με τη Δύση. Η πολιτική αυτή, που είχε ισχυρά ερείσματα στη Βυζαντινή κοινωνία, υποστηριζόταν θεωρητικά από την καλλιέργεια της ιδέας της πολιτισμικής συγγένειας και της ιστορικής κοινότητας των δύο κόσμων.

Το μεγάλο πρόβλημα στην προώθηση της Ευρωπαϊκής πολιτικής των Βυζαντινών ήταν η διαίρεση της Χριστιανοσύνης και το συνακόλουθο ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών που δίχαζε τη Βυζαντινή κοινωνία. Ήδη από το 1327 ο Ανδρόνικος Β’ είχε έρθει σε συνεννοήσεις με τον βασιλιά της Γαλλίαs Κάρολο Δ’, ενώ ο Ανδρόνικος Γ’ συνεργάστηκε στη δημιουργία αντιτουρκικού συνασπισμού (1332) στον οποίο μετείχαν αρχικά το Βυζάντιο, η Βενετία και το Τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών και στη συνέχεια ο Πάπας και οι βασιλείς της Γαλλίας και της Κύπρου.

Οπωσδήποτε, το τουρκικό πρόβλημα απασχολούσε και τους Δυτικούς που τα συμφέροντά τους στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο απειλούνταν από τα Τουρκικά Εμιράτα. Σύντονες υπήρξαν οι προσπάθειες του Ανδρόνικου Γ’ για να επιτύχει την ένωση των Εκκλησιών και να εξασφαλίσει τη βοήθεια των Δυτικών. Για τον σκοπό αυτό έστειλε το 1337 στην Αβινιόν τον Βενετό Στέφανο Δάνδολο για διαπραγματεύσεις με τον πάπα Βενέδικτο ΙΒ’ και δύο χρόνια αργότερα ανέλαβε την ίδια αποστολή μαζί με τον Δάνδολο ο μοναχός Βαρλαάμ από την Καλαβρία ως προσωπικός απεσταλμένος του Αυτοκράτορα στον Πάπα.

Παρ’ όλο που ο Πάπας έθεσε ως προϋπόθεση για την αποστολή βοήθειας την ένωση των Εκκλησιών, με πρωτοβουλία του επιτεύχθηκε συνασπισμός Χριστιανικών δυνάμεων που το 1344 με κοινή στρατιωτική επιχείρηση κατέλαβαν τη Σμύρνη. Διαπραγματεύσεις με τον Πάπα Κλήμη ΣΤ’ διεξήγαγε ο Ιωάννης Καντακουζηνός με τον Παπικό απεσταλμένο στην Κωνσταντινούπολη Βαρθολομαίο (1347) και με πρεσβεία που έστειλε στην Αβινιόν το 1348.

Σημαντικότατο υπήρξε το Χρυσόβουλλο του Ιωάννη Ε’ του έτους 1355 με το οποίο υποσχόταν υπακοήν και σέβας προς τον Πάπα Ιννοκέντιο ΣΤ’ και τους διαδόχους του (η μεταστροφή του στον Παπισμό συντελέστηκε το 1369), λήψη μέτρων για την επίτευξη της ένωσης των Εκκλησιών και τον εκλατινισμό της άρχουσας τάξης, με αντάλλαγμα αποστολή στρατιωτικής ενίσχυσης και πλοίων για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους και τους εσωτερικούς αντιπάλους του.

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ

Δραματικότερη τροπή παίρνουν τα πράγματα, όταν οι ίδιοι οι Αυτοκράτορες περιοδεύουν στις Ευρωπαϊκές χώρες ως αυτοχειροτόνητοι πρέσβεις για να επιτύχουν τη συμμαχία και να εξασφαλίσουν τη βοήθεια των Δυτικών. Πρώτος ο Ιωάννης Ε’ επιχείρησε το 1366 ένα δύσκολο και περιπετειώδες ταξίδι στην Ουγγαρία, όπου συζήτησε με τον βασιλιά Λουδοβίκο το ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών και της αποστολής στρατιωτικής βοήθειας στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς πρακτικά αποτελέσματα.

Βέβαια, την ίδια χρονιά ο κόμης της Σαβοΐας Αμεδαίος ΣΤ’ ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας της σταυροφορίας έσπευσε να βοηθήσει την Αυτοκρατορία και κατόρθωσε να απελευθερώσει την Καλλίπολη από τους Τούρκους και στη συνέχεια τη Μεσημβρία και τη Σωζόπολη από τους Βουλγάρους. Με την προτροπή του ο Ιωάννης Ε’ επιχείρησε το 1369 δεύτερο ταξίδι με προορισμό τη Ρώμη. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας ασπάστηκε το δόγμα της Λατινικής Εκκλησίας και αναγνώρισε το πρωτείο του Πάπα.

Η πράξη αυτή της πνευματικής υποτέλειας του Αυτοκράτορα προς τον Πάπα, που υπαγορευόταν από την ανάγκη, δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Στη Ρώμη ο Ιωάννης συνομολόγησε με τους Βενετούς συνθήκη (1370), ενώ επιστρέφοντας κρατήθηκε αρκετό καιρό στη Βενετία για οφειλές. Το γεγονός αυτό φανέρωνε μια άλλη πλευρά της μείωσης του Αυτοκρατορικού γοήτρου. Αντίθετα με την πολιτική της υποτέλειας προς τη Δύση, η Βυζαντινή Εκκλησία καλλιεργούσε την ιδέα της συνεργασίας και της αντίστασης των Ορθόδοξων λαών της Βαλκανικής.

Οι προσπάθειες του πατριαρχείου είχαν ως αποτέλεσμα την κινητοποίηση Σέρβων και Βουλγάρων. Ωστόσο, η ήττα των Χριστιανικών δυνάμεων στη μάχη του Έβρου (1371) επέτρεψε στους Οθωμανούς να καταλάβουν Σερβικά και Βουλγαρικά εδάφη και να προωθηθούν στη δυτική Μακεδονία και στην Ιλλυρία, ενώ μετά την ήττα των συνασπισμένων Χριστιανικών δυνάμεων στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389) οι Οθωμανοί υπέταξαν τη Σερβία και στη συνέχεια ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Βουλγαρίας.

 

ΑΝΤΙΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ

Από το 1372 η Αυτοκρατορία, διασπασμένη εδαφικά και ανίσχυρη, είναι υποτελής στον Σουλτάνο και οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες (Ιωάννης Ε’, Μανουήλ Β’ και Ιωάννης Ζ’) υποχρεώνονται να συνεκστρατεύουν μαζί του. Εξάλλου, με τις κατακτήσεις των Τούρκων στην Ασία και στην Ευρώπη η ίδια η Κωνσταντινούπολη βρέθηκε σε κατάσταση πολιορκίας. Το 1374 βυζαντινή πρεσβεία που στάλθηκε στον Πάπα διευκρίνιζε ότι η κατά τους δυτικούς «ανίερη συμμαχία» των Βυζαντινών με τους Οθωμανούς ήταν απλή ανακωχή και τον επόμενο χρόνο άλλος απεσταλμένος ενημέρωνε τον πάπα για τον κίνδυνο που διέτρεχε η Αυτοκρατορία και για την ανάγκη βοήθειας.

Για άλλη μία φορά οι Δυτικοί επιχειρούν να οργανώσουν αντιτουρκική σταυροφορία με επικεφαλής τον βασιλιά της Ουγγαρίας Σιγισμούνδο. Στη στρατιωτική αυτή επιχείρηση συμμετείχαν αξιόλογες Γαλλικές δυνάμεις, ενώ οι Βενετοί συμφώνησαν να διαθέσουν πλοία. Η εκστρατεία κατέληξε στη μάχη της Νικόπολης (Σεπτέμβριος 1396), όπου οι Χριστιανικές δυνάμεις συντρίφτηκαν. Στην αποκλεισμένη Κωνσταντινούπολη η κατάσταση ήταν εξαιρετικά κρίσιμη. Η ένδεια και η πείνα είχαν αποδεκατίσει τον πληθυσμό που εγκατέλειπε τις εστίες του.

Και ενώ ο Βαγιαζήτ ζήτησε να του παραδοθεί η Πόλη, ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ στράφηκε προς τη Δύση. Το φθινόπωρο του 1399 ο στρατάρχης Βoucicaut με μικρή δύναμη ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και ανέλαβε για ένα διάστημα να οργανώσει την άμυνα της πόλης. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο Μανουήλ επιχείρησε μεγάλης διάρκειας διπλωματικό ταξίδι στις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Με εξαιρετικές τιμές έγινε δεκτός στο Παρίσι από τον βασιλιά της Γαλλίας Κάρολο ΣΤ’ και στο Λονδίνο από τον βασιλιά της Αγγλίας Κάρολο Δ’.

Από το Παρίσι είχε επίσης επικοινωνήσει με τους ηγεμόνες της Ισπανίας. Αντικείμενο των επαφών του Μανουήλ ήταν η οργάνωση νέας σταυροφορίας κατά των Τούρκων και οι υποσχέσεις που έλαβε τον γέμισαν με αισιοδοξία. Ενώ βρισκόταν ακόμη στη Δύση ο Μανουήλ πληροφορήθηκε την ήττα των Οθωμανών από τους Μογγόλους στη μάχη της Αγκύρας (1402). Έπειτα από μακρόχρονη απουσία ο Αυτοκράτορας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1403.

 

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΕΝΩΣΗΣ

Τη διάσπαση του Οθωμανικού κράτους ακολούθησε περίοδος εμφύλιων συγκρούσεων ανάμεσα στους γιους του Βαγιαζήτ. Οι δύο σπουδαιότεροι, ο Σουλεϊμάν και ο Μωάμεθ Α’ που πέτυχε την ενοποίηση του Τουρκικού κράτους, καλλιέργησαν φιλικές σχέσεις με τους Βυζαντινούς. Η κατάσταση άλλαξε με την ανάληψη της αρχής από τον Μουράτ Β’ που το 1422 πολιόρκησε χωρίς επιτυχία την Κωνσταντινούπολη. Το επόμενο έτος ο τότε συναυτοκράτορας Ιωάννης Η’ επιχείρησε διπλωματικό ταξίδι στην Ιταλία και στην Ουγγαρία.

Ακολούθησε η κατάληψη της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων από τους Τούρκους (1430). Ο Ιωάννης Η’ αποφάσισε να στραφεί και πάλι προς τους Δυτικούς επιδιώκοντας την πρόκληση νέας Σταυροφορίας. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας ο Αυτοκράτορας και ο Πατριάρχης με μεγάλη ακολουθία μεταβαίνουν στην Ιταλία και μετέχουν στη Σύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439), όπου κηρύχτηκε η ένωση των Εκκλησιών με την ουσιαστική υποταγή της ανατολικής Εκκλησίας.

Η Σταυροφορία που ακολούθησε με την παρακίνηση του διοικητή της Τρανσυλβανίας Ιωάννη Ουνυάδη και τη σύμπραξη Πολωνών, Ούγγρων, Βενετών και Βλάχων κατέληξε σε οδυνηρή ήττα στη μάχη της Βάρνας (1444), όπου σκοτώθηκε ο Ούγγρος βασιλιάς Λαδίσλαος Γ’. Στην τελική φάση της Βυζαντινής αγωνίας, ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος απευθύνεται και πάλι στη Δύση ζητώντας βοήθεια. Αλλά ούτε οι εκκλήσεις του προς τον Πάπα, τη Βενετία, την Ουγγαρία, τη Γερμανία ή τη Γαλλία είχαν ουσιαστικά αποτελέσματα, ούτε η διακήρυξη της ένωσης των Εκκλησιών στην Αγία Σοφία (12 Δεκεμβρίου 1452) από τον αυτοκράτορα συντέλεσε στη σωτηρία της Πόλης.

Η συνδρομή των Δυτικών ήταν μηδαμινή και δεν οφειλόταν σε πρωτοβουλίες ηγεμόνων. Στις εκκλήσεις του Βυζαντίου η Δύση είχε ανταποκριθεί με υποσχέσεις, αλλά ελάχιστες ήταν οι δυναμικές ενέργειες. Η ίδια ήταν αρκετά ασφαλής και ο Τουρκικός κίνδυνος ήταν ακόμη μακρινός, ενώ η ιδέα της σταυροφορίας είχε αρχίσει να παρακμάζει. Μόνο λίγοι ιδεολόγοι ήταν πρόθυμοι να δράσουν. Εξάλλου, η Δύση, πολιτικά και οικονομικά ισχυρή, δεν είχε εγκαταλείψει τις επικυριαρχικές τάσεις της.

Η πολιτική ηγεσία του Βυζαντίου, αιχμάλωτη των περιστάσεων, είναι πρόθυμη να υποταγεί στη Δύση για να εξασφαλίσει τη σωτηρία της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, οι πληγές από την πρώτη άλωση δεν είχαν επουλωθεί. Η μνήμη της καταστροφής παράλληλα με την αξίωση της ιδεολογικής υποταγής προκαλούσαν εσωτερικές αντιδράσεις και καθιστούσαν αδύνατη μια ουσιαστική προσέγγιση. Η Δύση δεν είχε εξιλεωθεί για το κρίμα που είχε διαπράξει το 1204 και η αίτηση συγγνώμης θα καθυστερούσε ακόμη πεντέμισι αιώνες.

 

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ

Η περίοδος μετά τη Λατινική άλωση, που ξεκινά με τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο τον Ελευθερωτή, δεν είναι και η περίοδος που εμφανίζεται για πρώτη φορά η πολιτική της ένωσης των Εκκλησιών. Είχαν προηγηθεί πολλές απόπειρες μετά το σχίσμα του 1054 για την αποκατάσταση της Ενότητας, καταγράφονται περισσότερες από 30 επαφές και συμβούλια για αυτό το θέμα μεταξύ 1054 και 1204. Μια σειρά ειρηνικές απόπειρες, το έργο των οποίων καταστρατηγήθηκε και καταργήθηκε μετά την Άλωση του 1204.

Μετά το 1204 καταγράφονται τρεις «Ενώσεις». Οι ίδιοι οι σταυροφόροι αναγγέλλουν την πρώτη (κι αρχίζει η προσπάθεια, με κάθε τρόπο, προσηλυτισμού των Ελλήνων στον Ρωμαιοκαθολικισμό στις Φραγκικές κτήσεις) η δεύτερη είναι η περίφημη «Σύνοδος της Λυών» (που αποτέλεσε μια απλή πολιτική συνθήκη μεταξύ Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου και Πάπα Γρηγορίου Ι’) κι η τρίτη και πιο σημαντική, η σύνοδος της Φεράρας – Φλωρεντίας, του 1438, (ξεκινά στη Φεράρα το 1438 κι ένα χρόνο αργότερα μεταφέρεται στη Φλωρεντία).

Η πρώτη ήταν αποτέλεσμα βίαιης κατάκτησης, οι άλλες δύο καταχρήσεις Αυτοκρατορικών προνομίων που άφησαν πολλά χρόνια χωρίς αποδεκτό από τον λαό πατριάρχη την Κωνσταντινούπολη. Καμία τους δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από τον λαό. Η πατροπαράδοτη ισχύς των Αυτοκρατόρων τοποθέτησε εκείνη την περίοδο στον Πατριαρχικό θρόνο σειρά ενωτικών Πατριαρχών (αν και με δυσκολίες) με μόνη εξαίρεση την περίπτωση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, κατά την οποία, ωστόσο, ναι μεν καθαιρέθηκε ο ενωτικός Πατριάρχης, αλλά ο θρόνος έμεινε κενός.

Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι αποτελούσε πάντα Αυτοκρατορικό προνόμιο η σύγκληση Οικουμενικών Συνόδων, αν και η σύνοδος δεν θεωρούνταν Οικουμενική αν δεν αντιπροσωπεύονταν και τα τέσσερα Πατριαρχεία της Ανατολής. Γι΄ αυτό, άλλωστε, κι η πρώτη Ενωτική Σύνοδος, αυτή της Λυών, δεν θεωρήθηκε έγκυρη αφού δεν είχαν αντιπροσωπευτεί όλα τα ανατολικά Πατριαρχεία, κι ο Μιχαήλ Η΄ δεν μπόρεσε να την επιβάλει.

Ακόμη κι ο μεγάλος εχθρός των ησυχαστών και των ανθενωτικών, ο Βαρλαάμ, αναφέρει ότι επειδή «οι Έλληνες Λεγάτοι στη Λυών δεν είχαν σταλεί ούτε από τους τέσσερις Πατριάρχες ούτε από τον Ελληνικό λαό» η προσπάθεια ένωσης δεν ίσχυε, όντας προϊόν επιβαλλόμενης πνευματικής βίας από τον Αυτοκράτορα. Η Ένωση, λοιπόν, δεν έγινε δυνατή, λόγω της στάσης του λαού, ο οποίος είχε ανατραφεί χωρίς να αποδέχεται εκκλησιαστικά πρωτεία, είχε βιώσει τη βαρβαρότητα της δυτικής Χριστιανοσύνης με τη Φραγκική επέλαση και δεν επιθυμούσε καν μία αλληλοϋποχώρηση σε θεολογικά ζητήματα, όσα κι αν θα ήταν τα πολιτικά οφέλη.

Οι ίδιοι οι υπογράψαντες στη Φεράρα – Φλωρεντία με την επιστροφή τους δήλωναν (σύμφωνα με τον Δούκα) «Υπογράψαμε την Ένωση και ξεπουλάμε την πίστη μας». Δεν μπόρεσαν να την ξεπουλήσουν, είχαν ξεχάσει το λαό που δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να ξεπουλήσει την πίστη του, και συσπειρώθηκε γύρω από τη λαμπερή μορφή του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού. Ο λαός ήταν ο μέγας ανθενωτικός, λίγοι Βυζαντινοί θα θυσίαζαν τη βασιλεία των ουρανών για ανθρώπινα πολιτικά οφέλη.

Η Άλωση της Πόλης το 1204 γέννησε στην Ανατολή βαθύ μίσος κατά της Δύσης. Ήταν ένας από τους λόγους που η Ένωση δεν μπορούσε να γίνει δεκτή από τον λαό. Η βαθιά πίστη των Βυζαντινών ότι είναι πολίτες του βασιλείου του Θεού επί γης, φορείς της Αλήθειας και του ορθού δόγματος, δεν επέτρεψε ποτέ στα πολιτικά «παιγνίδια» με την πίστη να ευδοκιμήσουν. Στα μάτια του λαού τα πράγματα ήταν απλά: όποιος υποστήριζε την Ένωση ήταν προδότης.

Με το λαϊκό αίσθημα εκφρασμένο και από πολλούς ιδιαίτερα μορφωμένους λογίους, υπερασπιστές της καθαρότητας της πίστης, οι Παλαιολόγοι δεν μπόρεσαν ποτέ να πραγματοποιήσουν την πολιτικά πολυπόθητη ένωση, που θα διαφύλαττε το βασίλειό τους από τους πολλούς και ισχυρούς εχθρούς. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος βρήκε απέναντί του ακόμη και τα αδέλφια του. Είναι γεγονός πάντως ότι ακόμη κι οι ίδιοι οι οπαδοί της Ένωσης απέφευγαν να αναφέρονται σε ζητήματα δογματικά, η γραμμή που πρέσβευαν ήταν πολιτική.

Οι Ενωτικοί τόνιζαν πάντα τα πολιτικοστρατιωτικά οφέλη της ένωσης, μα τον λαό της πάλαι ποτέ Αυτοκρατορίας τον ενδιέφερε πολύ περισσότερο η εύνοια του Θεού. Η έριδα μεταξύ Ενωτικών και Ανθενωτικών ήταν κυρίαρχη στη ζωή του Βυζαντίου μετά το 1204, και θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως πολλά θεολογικά ζητήματα που εξετάστηκαν στην Παλαιολόγεια περίοδο δεν ήταν παρά οι άλλες όψεις του αυτού ζητήματος. Μεγάλα πνεύματα (από την εποχή των συνταρακτικών διαλόγων Γρηγορίου Παλαμά και Βαρλαάμ) αντιπαρατέθηκαν με επιχειρήματα σε ένα φλογερό διάλογο, τον οποίο παρακολουθούσε με τεράστιο ενδιαφέρον ο πιστός λαός.

Οι διαιρεμένοι λόγιοι της τελευταίας εποχής είχαν επικεφαλής οι μεν ενωτικοί τον Βησσαρίωνα, μαθητή του Πλήθωνα που σεβόταν αλλά δεν ασπαζόταν τις απόψεις του δασκάλου του, οι δε ανθενωτικοί τον Μάρκο τον Ευγενικό και, όταν αυτός κοιμήθηκε, τον Γεννάδιο (Γεώργιο) Σχολάριο, κάποτε ενωτικό. Η μορφή του Βησσαρίωνα, λαμπρού δασκάλου της φιλοσοφίας και εχθρού της αποφατικής θεολογίας, ξεχώρισε λόγω των ρητορικών του χαρισμάτων. Ο Βησσαρίων, από τα 20 του έτη μοναχός, είχε μαγευτεί από την Ιταλία κι η θέση του ως ενωτικού είχε αποτελέσει μάλλον προϊόν πολιτιστικής παρά θρησκευτικής μεταστροφής.

Πίστευε ακράδαντα ότι οι Έλληνες έπρεπε να καταφύγουν στις αγκάλες της αναγεννησιακής Ιταλίας, η αποστροφή των συμπατριωτών του για τη θέση του αυτή τον πλήγωνε βαθιά. Ακόμη κι όταν έφυγε οριστικά για την Ιταλία (μετά τη στάση του λαού της Πόλης προς το πρόσωπό του, όταν επέστρεψε από τη Φεράρα Φλωρεντία) γινόμενος Καρδινάλιος, δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί εαυτόν Έλληνα, να προσφέρει φιλοξενία σε όποιον έφτανε πρόσφυγας από την πόλη στην Ιταλία μετά την Άλωση και να αγωνίζεται να διασώσει όσα περισσότερα Ελληνικά χειρόγραφα μπορούσε. Ο Μάρκος Ευγενικός ανήκε στους λάτρεις της αποφατικής θεολογίας.

Λόγιος και μαθητής του Βρυέννιου, είχε συγγράψει έργα υπερασπίζοντας τον ησυχασμό. Ακόμη κι οι μεγαλύτεροι αντίπαλοί του θεωρούσαν ότι υπήρξε ο πιο ακέραιος και ειλικρινής μεταξύ όλων (δυτικών κι ανατολικών) των ανώτερων κληρικών της εποχής. Μαθητής του Ευγενικού ήταν ο Γεώργιος Σχολάριος. Βαθύτατος γνώστης της νομικής, θαυμαστής του Θωμά Ακινάτη στα νιάτα του, αλλά και λάτρης του Παλαμά, προσπάθησε στη νεότητά του να παντρέψει τη θεολογία των δύο, με όχι ιδιαίτερα καλά αποτελέσματα. Υπήρξε άριστος σχολιαστής του Αριστοτέλη και μελετητής του Αβερρόη και του Αβικέννα.

 

Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΦΕΡΡΑΡΑΣ – ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ

Το 1430, οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα, δύο από τις σημαντικότερες πόλεις του Βυζαντινού κόσμου. Την ίδια χρονιά από την Κωνσταντινούπολη ξεκίνησε ακόμη μία πρεσβεία στον Πάπα, για να συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος που θα πραγματοποιούσε την Ένωση των Εκκλησιών, με αντάλλαγμα τη βοήθεια της Δύσης. Η πρεσβεία του Αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ του Παλαιολόγου και του Πατριάρχη Ιωσήφ Β’ στον Πάπα Μαρτίνο Ε’ απέτυχε.

Ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1431, με τη σύγκληση της συνόδου της Βασιλείας, η δυτική Εκκλησία αντιμετώπιζε νέα κρίση. Οι Συνοδικοί αμφισβητούσαν την εξουσία και τις δικαιοδοσίες του Πάπα Ευγενίου Δ’, ο οποίος είχε εκλεγεί τον Μάρτιο του 1431, αφού υποστήριζαν την ύπαρξη της εκκλησίας δίχως την αυθεντία του. Έτσι ευδοκίμησε μια νέα αίτηση των Βυζαντινών για τη σύγκληση συνόδου. Το 1434, οι Βυζαντινοί είχαν συνομιλίες και με τις δύο πλευρές μια Βυζαντινή πρεσβεία βρισκόταν στη Βασιλεία, ενώ η Κωνσταντινούπολη δεχόταν μια πρεσβεία του Πάπα.

Τόσο ο Πάπας όσο και οι Συνοδικοί πρότειναν τη σύγκληση ενωτικής συνόδου στη Δύση, με την υπόσχεση της καταβολής των εξόδων παραμονής και της βοήθειας για την άμυνα της Πόλης. Τον Σεπτέμβριο του 1437, με διαφορά μερικών ημερών, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη δύο στολίσκοι, για να παραλάβουν τη Βυζαντινή αποστολή. Ο ένας είχε σταλεί από τον Πάπα Ευγένιο, ο άλλος είχε ναυλωθεί από τους Συνοδικούς της Βασιλείας.

Το Νοέμβριο του 1437, η Βυζαντινή αποστολή, με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα Ιωάννη και τον Πατριάρχη Ιωσήφ, επιβιβάστηκε στα πλοία που είχαν ναυλωθεί από τον Πάπα. Η προτίμηση του Βυζαντινού μονάρχη Ιωάννη προς την Παπική πρόταση οφειλόταν στο ότι στην Κωνσταντινούπολη κυριαρχούσε πάντα η αντίληψη πως ο Πάπας ήταν ο ισχυρός πολιτικός παράγων και μπορούσε να επηρεάσει τους ηγέτες της Δύσης προκειμένου να βοηθήσουν για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης.

Ως τόπος της συνόδου ορίστηκε η Φερράρα. Οι εργασίες της συνόδου δεν άρχισαν αμέσως τον Απρίλιο του 1438, ο Πάπας προσκάλεσε στη σύνοδο τους θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες της Δύσης, δίνοντας διορία τριών μηνών. Η ημερομηνία που είχε οριστεί παρήλθε αλλά κανένας πολιτικός δεν είχε παρουσιαστεί και ο Αυτοκράτορας ανέβαλε συνεχώς την εναρκτήρια τελετή. Η σύνοδος άρχισε επίσημα τον Οκτώβριο. Η Γαλλία και η Γερμανία δεν έστειλαν εκπροσώπους, για να μην εμπλακούν στη διαμάχη των Συνοδικών και του Πάπα.

Ο δούκας της Βουργουνδίας, ο Φίλιππος Β’ ο Καλός, ήταν ο μοναδικός ηγέτης που, το Νοέμβριο του 1438, έστειλε εκπροσώπους του στη σύνοδο. Αλλά και γι’ αυτόν, η βοήθεια προς το Βυζαντινό Αυτοκράτορα δεν αποτέλεσε ούτε καν φραστική μέριμνα.

 

ΕΝΩΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΝΘΕΝΩΤΙΚΟΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ”ΕΝΩΣΗ”

Πλην του Μάρκου του Ευγενικού και του Βησσαρίωνα, στην Ελληνική αποστολή μετείχαν ο ενωτικός Ρώσος Μητροπολίτης Ισίδωρος και οι λαϊκοί φιλόσοφοι Γεώργιος Σχολάριος, Γεώργιος Αμοιρούτζης, Γεώργιος Τραπεζούντιος και Γεώργιος Γεμιστός (Πλήθων). Η βίαιη και καθαρά πολιτική επιβολή της Ένωσης δεν βρήκε κανέναν από τους λαϊκούς (πλην του Πλήθωνα) αντίθετο. Ο Πλήθων δεν ήταν θρησκευόμενος, ο λόγος που ετάχθη κατά της Ένωσης ήταν διότι θεωρούσε τη Λατινική Εκκλησία πολύ πιο εχθρική από την Ορθόδοξη απέναντι στην Ελεύθερη Σκέψη.

Όσοι ετάχθησαν υπέρ της Ένωσης αντιμετώπισαν τη λαϊκή οργή, ακόμη κι ο Ισίδωρος, τον οποίο οι Ρώσοι καθαίρεσαν κι υποχρεώθηκε να ζητήσει καταφύγιο στην Ιταλία. Ο Αυτοκράτορας δεν έβρισκε άνθρωπο να τοποθετήσει στον πατριαρχικό θρόνο, ο Γρηγόριος Μάμμας, ο οποίος τοποθετήθηκε, δεν αναγνωρίστηκε από κανέναν. Αν κι ο Μάρκος ο Ευγενικός καθαιρέθηκε, ο λαός τον θεωρούσε τον αληθινό του Πατριάρχη. Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος έφυγε για την Ιταλία όπου αναζήτησε περισσότερη ηρεμία.

Ο Σχολάριος ήταν η πιο ιδιαίτερη περίπτωση. Οι λόγοι που τον οδήγησαν να αρνηθεί αυτά που ο ίδιος είχε υπογράψει, με την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, ήταν κατ΄ ουσίαν πολιτικοί λόγοι, αν κι είναι βέβαιο ότι μεγάλο ρόλο έπαιξε ο σεβαστός του δάσκαλος, Μάρκος ο Ευγενικός. Θεώρησε ότι η Ένωση θα έβλαπτε τα συμφέροντα της «Αυτοκρατορίας», η μοναχική κουρά του, κατά την οποία έλαβε το όνομα Γεννάδιος, ήταν κύρια ένδειξη της μετάνοιάς του. Μετά τον θάνατο του Μάρκου του Ευγενικού χρίστηκε ηγέτης των ανθενωτικών.

Ο Αυτοκράτορας, που δεν βρήκε κλίμα κατάλληλο ώστε να προωθήσει την αναγνώριση της Ένωσης, έχοντας αντίπαλο ακόμη και τη μητέρα του, άφησε στον διάδοχό του το βαρύ καθήκον του συλλείτουργου στην Αγιά – Σοφιά και έναν λαό που αισθανόταν προδομένος και πικραμένος, πεπεισμένος ότι, αν γινόταν το συλλείτουργο, ο Θεός θα έπαυε να προστατεύει την πόλη του. Για τον Σχολάριο, όπως και για το μεγαλύτερο μέρος του λαού της Πόλης, σημασία δεν είχε η επίγεια ζωή, αλλά η επουράνια προστασία κι αποδοχή.

Οι μορφές διανοουμένων που ξεχώρισαν τόσο από την ενωτική όσο κι από την ανθενωτική πλευρά, έχουν, όπως σοφά παρατήρησε σε μία από τις διαλέξεις του ο Σ. Ράνσιμαν, ένα κοινό χαρακτηριστικό: διακρίνονται από ιδιαίτερο ατομικισμό. Ακόμη κι όταν είχε διαμορφωθεί οριστικά κόμμα φιλενωτικό μεταξύ τους και κόμμα που αντιτίθετο στην ένωση, ο αδιόρθωτος ατομικισμός τους εξακολουθούσε να ανθεί. Ο Πλήθων ο Πλατωνικός ήταν αντίθετος με την Ένωση. Ο Πλατωνιστής μαθητής του Βησσαρίων την υποστήριζε θερμά.

Ο Σχολάριος ο Αριστοτελικός, με τις συμπάθειες για τη σχολαστική θεολογία, διαδέχθηκε τον θιασώτη της αποφατικής θεολογίας Ευγενικό, ως αρχηγός της ανθενωτικής ομάδας. Ο Αριστοτελικός Τραπεζούντιος ευνοούσε την Ένωση, αλλά αντιπαθούσε το Βησσαρίωνα. Ο Πλατωνικός Γεώργιος Αμηρούσιος ο Τραπεζούντιος αρχικά υποστήριζε την ένωση και κατόπιν άλλαξε γνώμη κι άρχισε να επιζητά μια σύνθεση μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ. Ακόμη και στην τελευταία αγωνία του Βυζαντίου, κάθε ένας από τους λογίους του ακολουθούσε τη δική του ατομική γραμμή». Τα ελαττώματα του γένους, αποδείκνυαν πάντα τη συνέχειά του…

ΕΠΑΝΕΙΛΗΜΜΕΝΑ ΔΙΑΒΗΜΑΤΑ

Από διπλωματική πλευρά, η παρουσία του Βυζαντινού μονάρχη στη σύνοδο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, αφού δεν είχε καμιά επαφή με τους Δυτικούς ηγέτες, ενώ ο Πάπας, που τον είχε προσκαλέσει, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει την απαιτούμενη βοήθεια. Το Μάιο του 1438, έφθασε στη Φεράρα το νέο ότι ο Σουλτάνος Μουράτ Β’ συγκέντρωνε στρατεύματα για να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη. Ο Αυτοκράτορας απευθύνθηκε στον Πάπα, ζητώντας να σταλούν τουλάχιστον δύο πλοία. Την παράκληση αυτή, οι άνθρωποι του Αυτοκράτορα την επαναλάμβαναν στον Πάπα μέρα παρά μέρα.

Τελικά, ο ίδιος ο Αυτοκράτορας ανέφερε το αυτονόητο, ότι η Ένωση των εκκλησιών θα είχε νόημα όσο η Κωνσταντινούπολη συνέχιζε να υπάρχει. Ύστερα από επανειλημμένα διαβήματα του Αυτοκράτορα, απεσταλμένοι του Πάπα και του Αυτοκράτορα συμφωνήσαν με τους Βενετούς για τη ναύλωση τριών πλοίων, από τα οποία τα δύο ο Πάπας. Για να μην προκαλέσουν την οργή των Τούρκων κατά των Βενετών, που είχαν συμφέροντα στην Ανατολή, τα πλοία θα είχαν Βυζαντινή σημαία.

Και την επόμενη χρονιά, το 1439, ένας απεσταλμένος έφθασε από την Κωνσταντινούπολη, ζητώντας δύο εξοπλισμένα πλοία. Το αίτημα του Αυτοκράτορα να σταλούν στην Κωνσταντινούπολη κάποια από τα έξοδα για την άμυνα έμεινε αναπάντητο και ο απεσταλμένος επέστρεψε μαζί με τους υπόλοιπους Βυζαντινούς, μετά την υπογραφή της Ένωσης. Για το Βυζαντινό Αυτοκράτορα η βοήθεια από τον πάπα παρέμενε η μοναδική διέξοδος.

Στα τέλη του 1438, έπειτα από σειρά άκαρπων συζητήσεων μεταξύ Βυζαντινών και Λατίνων, ο Αυτοκράτορας προσπαθεί να πείσει τους εκκλησιαστικούς, που πίεζαν για επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, να δεχτούν τη μεταφορά της συνόδου στη Φλωρεντία. Υποσχέθηκε ότι ο πάπας θα φροντίσει να επανέλθουν τιμητικά στην Κωνσταντινούπολη και μαζί θα στείλει σημαντική βοήθεια. Στόχος του Βυζαντινού μονάρχη ήταν ίνα τι αγαθόν και ωφέλιμον κατασκευάσωμεν υπέρ πατρίδος και έτσι υποχωρούσε σε ό,τι θεωρούσε πως αποτελούσε δικαιοδοσία του για τη σύγκληση και τις εργασίες της συνόδου.

Ο Ιωάννης συμβιβάστηκε να έχει θρόνο χαμηλότερο από αυτόν του Πάπα και να μην εισέλθει έφιππος στην αίθουσα της συνόδου. Όταν οι εργασίες της συνόδου έληξαν, στις 5 Ιουλίου του 1439, ο Αυτοκράτορας, αν και προέβαλε τα δικαιώματά του να δει το όνομά του να βρίσκεται στην αρχή του όρου της συνόδου, της απόφασης της Ένωσης, συμβιβάστηκε να ακολουθήσει το όνομα του Πάπα.

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ

Το άφιλον και υπεροπτικόν των Λατίνων επικράτησε κατά τις συνομιλίες μεταξύ των εκκλησιαστικών Ανατολής και Δύσης. Στη σύγκρουση του Πάπα και των εκπροσώπων του με τους Βυζαντινούς εκκλησιαστικούς δέσποζε η πολιτική σκοπιμότητα. Η απαίτηση του Πάπα Ευγενίου να ασπαστεί ο Βυζαντινός Πατριάρχης Ιωσήφ το πόδι του, ίσως να αποτελεί την παραστατικότερη ενέργεια των Δυτικών για να επιβληθούν στο επίπεδο του γοήτρου. Εξάλλου, σε πολλές περιπτώσεις, οι παγιωμένες προκαταλήψεις αποτελούσαν το πρόσχημα που οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν για τις διαμάχες μεταξύ τους.

Πράγματι, στη διάρκεια της συνόδου, στο εσωτερικό της Βυζαντινής αποστολής επικράτησε σύγχυσις και διχόνοια τα μέλη της χωρίστηκαν σε υπερασπιστές της δυνατότητας της Ένωσης και σε υπέρμαχους της καθαρότητας της Βυζαντινής παράδοσης, που θεωρούσε τους Λατίνους αιρετικούς και την Ένωση αδύνατη. και από τις δύο πλευρές αναγνωριζόταν η πολιτική σκοπιμότητα του εγχειρήματος, δηλαδή να εξασφαλιστεί η βοήθεια για την άμυνα της Κωνσταντινούπολης.

Όμως, ενώ για τη μια μερίδα, η σκοπιμότητα αυτή σημαίνει την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, τη συγκατάβαση, για τους άλλους, το δοκούν της πατρίδος συμφέρον έθετε σε κίνδυνο την ψυχική σωτηρία. Η διαμάχη δεν οφειλόταν ούτε στο λογικό πατριωτισμό ούτε στη σκληρή θρησκοληψία. Με εξαίρεση το μητροπολίτη Εφέσου Μάρκο Ευγενικό, που σταθερά υποστήριξε την ανυπαρξία συμβιβαστικής λύσης, οι Βυζαντινοί πρωταγωνιστές της συνόδου βρέθηκαν και στο ένα και στο άλλο στρατόπεδο, εξαιτίας των προσωπικών αντιδικιών και των θιγμένων εγωισμών.

Πέρα από τους πρωταγωνιστές, ωστόσο, την αποστολή αποτελούσε και πλήθος εκκλησιαστικών, ιεράρχες και Πατριαρχικοί άρχοντες. Οι εκκλησιαστικοί αποτελούσαν μια κοινωνική ομάδα, στην πλειονότητά της κληρονομική. Βασισμένοι στη γνώση του τυπικού και των γραφειοκρατικών διαδικασιών θεωρούσαν ότι ήταν οι μόνοι αρμόδιοι να διαχειρισθούν τις υποθέσεις της εκκλησίας. Σχεδόν όλοι ήταν αντίθετοι εξ αρχής στην ιδέα της συνόδου και παρουσίαζαν τη συμμετοχή τους ως καθήκον υπακοής.

Στη διαμάχη ανάμεσά τους, η βασική αλληλοκατηγορία ήταν ότι δεν άνοιξαν διάλογο με την πολιτική εξουσία για τη θρησκευτική και πολιτική σκοπιμότητα της συνόδου και απέδιδαν στον Αυτοκράτορα την απόφαση να πραγματοποιηθεί η Ένωση. Στην αρχή της συνόδου, ο Αυτοκράτορας είχε απαγορεύσει στους πολιτικούς άρχοντες που τον συνόδευαν να παίρνουν μέρος στις συζητήσεις, γιατί έτσι, έλεγε, οι εκκλησιαστικοί δεν θα μπορούν να πουν ότι αναγκάστηκαν να κάνουν κάτι που δεν επιθυμούσαν.

Υπογραμμίζοντας ότι ο θεολογικός διάλογος ήταν υπόθεση της Εκκλησίας, προσπάθησε να δείξει ότι έπρεπε να βρεθεί κάποια μεσότητα στα αδιέξοδα που οι εκκλησιαστικοί παρουσίαζαν ως ανυπέρβλητα. Όμως ο διάλογος δεν προχωρούσε και ο Αυτοκράτορας απαίτησε στο εσωτερικό της Βυζαντινής αποστολής να παίρνονται αποφάσεις με πλειοψηφία. Όταν αποφάσισε ότι η Ένωση έπρεπε να πραγματοποιηθεί, επικαλέστηκε την πρακτική των Οικουμενικών Συνόδων για να εμποδιστεί η ψήφος των μελών του Πατριαρχικού κλήρου και πρότεινε να ψηφίσουν και οι πολιτικοί άρχοντες.

Οι πιέσεις των ανθρώπων του στους εκκλησιαστικούς για να συμφωνήσουν με την Ένωση ήταν αφόρητες. Εξάλλου, ο Αυτοκράτορας τους απαγόρευσε να εξέρχονται από την πόλη, για να αντιμετωπιστεί η προσπάθειά τους να εγκαταλείψουν τη σύνοδο. Τελικά, όλοι, με εξαίρεση το Μάρκο Ευγενικό, αναγκάστηκαν να υπογράψουν τον όρο της Ένωσης. Έτσι, όταν επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί ανακάλεσαν την υπογραφή τους, τονίζοντας, όπως ο Μητροπολίτης Ηρακλείας Αντώνιος, ότι αυτό που έγινε στη Φλωρεντία ήταν κακό και ολέθριο, φθορά της ορθοδόξου πίστεως που έγινε με τη βία, κ.λπ.

Η επίσημη ανακήρυξη της Ένωσης δεν έγινε ποτέ από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Η’. Αντίθετα, έσπευσε να ενημερώσει τους Ορθοδόξους, κυρίως αυτούς που ήταν υπό Λατινική κυριαρχία, ότι τίποτα δεν αλλάζει. Σε γράμμα του προς τον ορθόδοξο πατριάρχη Αλεξανδρείας Φιλόθεο, και προφανώς και προς τους δύο άλλους πατριάρχες, τους Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, τόνιζε ότι η Ένωση πραγματοποιήθηκε χωρίς να αλλάξει τίποτα, ούτε στο σύμβολο πίστεως ούτε στη λειτουργία ούτε στα έθιμα της Εκκλησίας.

Από το παλάτι εκπορευόταν η πρόθεση για την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης με τους ανθενωτικούς, που στην πραγματικότητα θα έθετε σε αδράνεια την Ένωση. Είναι σαφές ότι για τη βυζαντινή πολιτική εξουσία, η Ένωση ήταν ένα μέσον για να εξασφαλιστεί η βοήθεια της δυτικής Ευρώπης προς την τελευταία πόλη της Ρωμαϊκής Ανατολής.

Στις 12 Δεκεμβρίου 1452 έγινε η επίσημη δημοσίευση του όρου, δηλαδή η ανακήρυξη της Ένωσης, παρουσία του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, ιεραρχών, κληρικών και λαϊκών, καθώς και του εκπροσώπου του Πάπα Καρδιναλίου Ισιδώρου, του άλλοτε Μητροπολίτη Κιέβου, που είχε λάβει μέρος ως μέλος της Βυζαντινής αποστολής στη σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας. Η ανακήρυξη της Ένωσης δεν βοήθησε, η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήλθε πέντε μήνες αργότερα.

 

H ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Hδη από τις αρχές του 15ου αιώνα, η ένδοξη αυτοκρατορία του Βυζαντίου δεν υπήρχε πλέον. O τίτλος υφίστατο και οι Έλληνες Αυτοκράτορες φορούσαν ακόμη την πορφύρα. H Kωνσταντινούπολη ήταν πάντα η πρωτεύουσα του κράτους και ακόμη και στις τελευταίες ημέρες τους οι Bυζαντινοί φάνταζαν επιβλητικοί σε άλλους λαούς.

H εντύπωση που προκαλούσαν οι απεσταλμένοι του Βυζαντίου στη Δύση, που αναδυόταν την εποχή εκείνη από τη Μεσαιωνική βαρβαρότητα και προσέγγιζε τη δική της Αναγέννηση, ήταν χαρακτηριστική: ήταν υποβλητικές φιγούρες, που ενέπνεαν σεβασμό, ορισμένες φορές και δέος, ιδιαίτερα όταν ο βασιλεύς συνδιαλεγόταν με τους “σοφούς” της Ευρώπης σαν να ήταν ένας από εκείνους, σε αντιδιαστολή με τους δυτικούς ηγέτες που διακρίνονταν για την παντελή έλλειψη μόρφωσης και παιδείας. Αλλά ως πολιτική και στρατιωτική δύναμη το Βυζάντιο είχε σβήσει.

Αυτό που είχε απομείνει ήταν μια μικρή λωρίδα γης στην Ανατολική Θράκη, ο Μοριάς και η Πόλη. H τελευταία, θλιβερό απομεινάρι της κοσμοκράτειρας που υπήρξε στο παρελθόν, είχε παρακμάσει σε απελπιστικό βαθμό. Ουδέποτε συνήλθε η Κωνσταντινούπολη από την καταστροφή που προκάλεσαν οι σταυροφόροι. Οι συνεχείς επισκέψεις της πανούκλας, από τα μέσα του 14ου αιώνα και μετά, ολοκλήρωσαν την καταστροφή. Tα τείχη της, τα οποία κάποτε προφύλασσαν ίσως και 1.000.000 ανθρώπους από τους εισβολείς που μάταια προσπαθούσαν να τα εκπορθήσουν, την εποχή του τέλους έδιναν καταφύγιο σε λιγότερες από 50.000 ψυχές.

Τεράστιες εκτάσεις γης εντός των τειχών είχαν απογυμνωθεί και στη θέση τους είχαν ξεφυτρώσει εκτεταμένες καλλιέργειες, που έτρεφαν τον συρρικνωμένο πληθυσμό. Tα περισσότερα ένδοξα κτήρια που έχτισαν οι Pωμαίοι Aυτοκράτορες και οι Eλληνες βασιλείς, έστεκαν πλέον σαν απογυμνωμένα ερείπια, λεηλατημένα από τους βαρβάρους της Δύσης, και τα υπέροχα έργα τέχνης που κάποτε τα κοσμούσαν, πλέον αποτελούσαν το καύχημα των πόλεων της Δύσης.

O κάποτε υπερήφανος και πανίσχυρος στρατός του Βυζαντίου, που αποτελούσε το φόβητρο ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου με τους επιβλητικούς κατάφρακτους, τους τρομερούς κλιβανάριους και τους πάνοπλους σκουτάτους, ήταν πια μια μικρή δύναμη μέτρια εξοπλισμένων πολιτοφυλάκων, που συμπληρωνόταν με ξένους μισθοφόρους.

Tο Βυζαντινό ναυτικό, που για 700 χρόνια κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Κεντρική και Ανατολική Μεσόγειο, δεν ήταν παρά ένας μίζερος στολίσκος με δύο – τρία πλοιάρια και η Αυτοκρατορία εκλιπαρούσε τους πανίσχυρους Γενοβέζους και Ενετούς θαλασσοκράτορες για βοήθεια όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη. Tα Αυτοκρατορικά θησαυροφυλάκια όμως, ενάμιση αιώνα πριν από το τέλος, ήταν ακόμη αρκετά ισχυρά ώστε να χρηματοδοτήσουν μεγάλες μισθοφορικές δυνάμεις.

Σε μία τέτοια περίσταση, το Βυζάντιο στην ουσία σφράγισε τη μοίρα του. Mε την πρόσληψη της Καταλανικής Εταιρείας, μιας μισθοφορικής φατρίας από την ομώνυμη περιοχή της Ιβηρικής που συμπεριλάμβανε τυχοδιώκτες από ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη, το Βυζάντιο μπήκε σε μια τρομερή περιπέτεια, που είχε ως αποτέλεσμα την οριστική καταστροφή της κρατικής δομής και του κοινωνικού ιστού στα Βαλκάνια, την ερήμωση πολλών περιοχών και την εξάντληση και των τελευταίων αποθεμάτων χρυσού.

Oι Καταλανοί, μετά τις αρχικές επιτυχίες τους ενάντια στους εχθρούς του Βυζαντίου, στράφηκαν ενάντια στους εργοδότες τους, ερήμωσαν μεγάλες εκτάσεις στη Θράκη, τη Μακεδονία και τη Νότιο Ελλάδα και επιχείρησαν να δημιουργήσουν την δική τους ηγεμονία στα Ελληνικά εδάφη, πριν εξαφανιστούν από το προσκήνιο της ιστορίας. H ιστορική ειρωνεία σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια: οι Καταλανοί είχαν προσληφθεί για να αντιμετωπίσουν τους Οθωμανούς, οι οποίοι είχαν αρχίσει να αποθρασύνονται και απογύμνωναν την αυτοκρατορία από τα τελευταία ερείσματά της στη M. Aσία.

Oι Βυζαντινοί διπλωμάτες, που κάποτε κρατούσαν τις τύχες ολόκληρου του κόσμου στα χέρια τους, που δημιουργούσαν και εξαφάνιζαν βασίλεια με τις μηχανορραφίες τους, που εξασφάλισαν την επιβίωση του Βυζαντίου με χρυσό και υποσχέσεις όταν άλλες, ισχυρότερες στρατιωτικά, ηγεμονίες υπέκυπταν στη βαρβαρική πλημμυρίδα, τώρα το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να προσπαθούν να περισώσουν την ύπαρξη του κράτους τους, παρακαλώντας τους Οθωμανούς Σουλτάνους για έλεος και τους βασιλείς της Δύσης για βοήθεια.

 

H ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΗ ΔΥΝΑΜΗ

Aν το Βυζάντιο παρουσίαζε όλα τα συμπτώματα μίας παραπαίουσας Αυτοκρατορίας που πλέον είχε δύναμη μόνο στους τίτλους και στα ονόματα, η νεόκοπη Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ακριβώς το αντίθετο. Στα τέλη του 13ου αιώνα, μία φατρία που ανήκε στη φυλή των Ογούζων Τούρκων, άρχισε υπό την ηγεσία του Οσμάν να χτίζει μία ηγεμονία στις παρηκμασμένες δομές του Σελτζουκικού Σουλτανάτου.

H Mικρά Aσία είχε ήδη εκτουρκισθεί μερικώς από τους προκατόχους τους (Σελτζούκους), οπότε οι Οθωμανοί (όπως ονομάστηκαν, από το όνομα του πρώτου σημαντικού ηγέτη τους, Οσμάν ή Οττομάν) βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να ξεκινήσουν μία δική τους ηγεμονία. Μάλιστα, το κράτος του Οσμάν αρχικά ήταν ένα μπεηλίκι στο πλαίσιο του Σελτζουκικού Σουλτανάτου, το οποίο όμως την εποχή εκείνη (τέλη του 13ου αιώνα) ήταν ήδη σκιά του παλιού, πανίσχυρου εαυτού του, μετά από συντριπτικά πλήγματα καθ’ όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα από το Ιλχανάτο των Μογγόλων, του οποίου είχε καταστεί υποτελής.

Σύμφωνα με την Τουρκική παράδοση, ο Οσμάν κήρυξε την ανεξαρτησία του Μπεηλικιού του το 1299 και ξεκίνησε να χτίζει μία πραγματική Αυτοκρατορία. Αυτό το αρχικά ταπεινό κρατίδιο καταμεσής στη M. Aσία, σύντομα θα εξελισσόταν στην ισχυρότερη Μουσουλμανική Αυτοκρατορία από την εποχή του Πρώτου Χαλιφάτου και σε μία από τις πλέον ισχυρές στην παγκόσμια ιστορία. Ωστόσο, η άνοδος των Οθωμανών περνούσε μέσα από το Βυζάντιο. Oι Οθωμανοί ευτύχησαν να βρουν απέναντί τους ένα Βυζάντιο μικρό, αποδυναμωμένο, με μειωμένο πληθυσμό, αποδιοργανωμένο κοινωνικό ιστό και χωρίς πόρους.

H Αυτοκρατορία αποξενωνόταν από τους υποτελείς πληθυσμούς της, οι οποίοι καθίσταντο έτσι εύκολη λεία για τους Μουσουλμάνους επιδρομείς, και σε πολλές περιπτώσεις οι τοπικές ελίτ δέχτηκαν με αγαλλίαση τους Οθωμανούς καθώς η φορολόγηση των τελευταίων ήταν λιγότερο επαχθής από αυτήν της Αυτοκρατορίας. Tις πρώτες δεκαετίες αυτής της επέκτασης, οι Οθωμανοί βασίζονταν στον δοκιμασμένο κι επιτυχημένο, από τους αιώνες εφαρμογής του στην Αραβική επέκταση, θεσμό των “Γαζήδων” (ghazi). Στη θεωρία επρόκειτο για μαχητές της Ισλαμικής πίστης, στην πράξη όμως ήταν μικροφεουδάρχες και επικεφαλής φατριών ή μικρών φυλών.

Οι Γαζήδες εγκαθίσταντο σε μία μεθοριακή περιοχή κάποιας Μουσουλμανικής ηγεμονίας και με την υποστήριξη του επικυρίαρχού τους έκαναν επιδρομές στα Χριστιανικά εδάφη, αρπάζοντας αιχμαλώτους και αγαθά. Αργότερα και καθώς η πληθυσμιακή πυκνότητα σε αυτά τα εδάφη μειωνόταν (συνέπεια κυρίως του εξανδραποδισμού των κατοίκων και της τρομοκράτησης αυτών που έμεναν, οι οποίοι συχνά έφευγαν εσπευσμένα για πιο ασφαλείς περιοχές) οι Γαζήδες άρπαζαν τα Χριστιανικά εδάφη και εγκαθιστούσαν δικούς τους αποίκους, συνήθως εξισλαμίζοντας και όσους Χριστιανούς είχαν απομείνει.

Για την αντιμετώπιση των Γαζήδων φρόντιζαν, με ιδιαίτερη επιτυχία, οι θρυλικοί Ακρίτες του Βυζαντίου, οι οποίοι όμως τον 15ο αιώνα ήταν άλλη μία ανάμνηση του ένδοξου Βυζαντινού παρελθόντος. Mε την πρακτική αυτή είχαν δημιουργήσει το Μπεηλίκι του Οσμάν οι πρόγονοί του (συμπεριλαμβανομένου του θρυλικού Ερτουγρούλ) και με την ίδια τακτική το επέκτεινε και αυτός. Έδωσε στέγη σε όλους τους Αραβογενείς και Τουρκογενείς Γαζήδες του Ισλάμ και τους ώθησε να ξεπεράσουν τα όριά τους, καταλαμβάνοντας σιγά-σιγά όλη τη Μικρά Aσία.

Oι Βυζαντινοί προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά το 1301 οι δυνάμεις τους ηττήθηκαν σε μάχη εκ παρατάξεως από τους Οθωμανούς. H κλήση της Καταλανικής Εταιρείας δύο χρόνια μετά, από τον Ανδρόνικο, το μόνο που πέτυχε ήταν να χειροτερεύσει τα πράγματα για το Βυζάντιο. Παρότι και οι Οθωμανοί αντιμετώπιζαν δικά τους προβλήματα, η στιβαρή ηγεσία των ηγετών και ο ενθουσιασμός του νεοφώτιστου που αποτελούσε την κινητήρια δύναμη των νεόκοπων κατακτητών, επέτρεψε να ξεπεραστούν όλα τα εμπόδια.

Aκόμη και τα πλέον σοβαρά, όπως η συντριπτική ήττα από τις ορδές του Ταμερλάνου, ο οποίος νίκησε αποφασιστικά το στρατό του Βαγιαζήτ το 1402 στη μάχη της Άγκυρας, δεν σταμάτησαν την ανοδική πορεία του κράτους που δημιούργησε ο Οσμάν. Μάλιστα, ο Βαγιαζήτ πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη όταν οι Ταταρικές ορδές του μισού Τούρκου – μισού Μογγόλου Τιμούρ (που στη Δύση έγινε γνωστός ως Ταμερλάνος) εισήλθαν στην επικράτειά του, οπότε έλυσε την πολιορκία και έσπευσε να αναμετρηθεί μαζί του.

Oι περισσότεροι δυτικοί ιστορικοί ψέγουν τις ηγεσίες των Χριστιανικών κρατών που στην κρίσιμη αυτή ώρα, που η ανερχόμενη δύναμη των Οθωμανών είχε την πρώτη μεγάλη της ήττα και βρισκόταν κυριολεκτικά στα γόνατα και με τη δυναστεία του Οσμάν διαλυμένη, δεν εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να τερματίσουν την Οθωμανική απειλή. Hταν μία ιστορική ευκαιρία που χάθηκε, όπως τόσες άλλες.

Oι Βυζαντινοί προσπάθησαν να παίξουν το μοναδικό χαρτί που είχαν – αυτό της αποτελεσματικής διπλωματίας – πλέκοντας τις γνωστές Βυζαντινές ίντριγκες στα παρασκήνια της διαμάχης των γιων του Βαγιαζήτ (ο οποίος συνελήφθη από τον Τιμούρ και πέθανε ένα χρόνο αργότερα σε αιχμαλωσία) για τον Οθωμανικό θρόνο. H τύχη φάνηκε να χαμογελά στο Μανουήλ τον 2ο Παλαιολόγο, με την ανάρρηση στο θρόνο του φιλο-Βυζαντινού Σουλεϊμάν, ωστόσο ο ίδιος ο στρατός του τον ανέτρεψε και έδωσε το θρόνο στον αδελφό του, Mούσα.

O τελευταίος αποδείχθηκε ένας ιδιαίτερα άγριος πολέμαρχος, που προσπάθησε να τιμωρήσει τους Χριστιανούς που είχαν υποστηρίξει τον αδελφό του. Μετά από εκτεταμένες σφαγές στη Μακεδονία και στη Σερβία, όπου ερήμωσαν ολόκληρα χωριά, ένας άλλος αδελφός του, ο Μωάμεθ ο Α’, τον ανέτρεψε με τη βοήθεια των Βυζαντινών, των Σέρβων και μεγάλου μέρους του στρατού του που είχε κουραστεί με την υπέρμετρη σκληρότητα του νέου Σουλτάνου. H διακυβέρνηση του Μωάμεθ ήταν ένα διάλειμμα γαλήνης για τους Χριστιανούς γείτονες των Οθωμανών, αλλά αυτό δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Tο πνεύμα του Γαζή ήταν ακόμη ζωντανό στους διαδόχους του Oσμάν.

 

H ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Στις αρχές του 14ου αιώνα οι Οθωμανοί έθεταν τη μία μετά την άλλη τις Βυζαντινές επαρχίες της Μικράς Ασίας υπό τον έλεγχό τους. Oι Αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης μόνο αμυδρά μπορούσαν να αντιδράσουν και όταν το έκαναν, συνήθως ηττώντο στο πεδίο της μάχης από τον πολυάριθμο και πειθαρχημένο – και με ιδιαίτερα δυνατά κίνητρα – Οθωμανικό στρατό. Ελάχιστες απόπειρες ήταν σοβαρές και ακόμη λιγότερες επιτυχημένες.

Aκόμη και όταν οι Οθωμανοί έχαναν τη μάχη, οι Βυζαντινοί έχαναν τον πόλεμο λόγω των εσωτερικών διαφωνιών και των σοβαρών προβλημάτων πειθαρχίας που ήταν πλέον ορατά και στον πιο καλόπιστο παρατηρητή. Kάτι ανάλογο συνέβη όταν ο Ανδρόνικος ο Γ’ προσπάθησε να άρει την πολιορκία της Νίκαιας το 1329. Δεν ηττήθηκε στο πεδίο της μάχης από τον Οθωμανικό στρατό, αλλά οι δικές του δυνάμεις σύντομα διαλύθηκαν εξαιτίας εσωτερικών διαφωνιών και διχογνωμιών. H Nίκαια έπεσε στα χέρια των Oθωμανών όταν ηγέτης τους ήταν ο γιος του Oσμάν, Oρχάν. Tην ίδια περίοδο χάθηκε και η Nικομήδεια.

Και καθώς η Αυτοκρατορία προσπαθούσε να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, προέκυψε η έριδα του 1341 και ο συνακόλουθος εμφύλιος, που έφερε τους Οθωμανούς και επίσημα στην Ευρώπη για πρώτη φορά, αφού ο εκ των διεκδικητών του θρόνου, Ιωάννης Καντακουζηνός, συμμάχησε με τον Ορχάν, ο οποίος έστειλε 6.000 στρατιώτες για να πολεμήσουν στο πλευρό του. O Καντακουζηνός κέρδισε το θρόνο και εξακολούθησε τη συμμαχία του με τον Ορχάν, ενώ η εκθρόνισή του το 1355 έδωσε την αφορμή στον Οθωμανό πολέμαρχο να εισβάλει στα Βαλκάνια και να αρχίσει να παγιώνει την Τουρκική κυριαρχία στη χερσόνησο.

Tο τέλος της ηγεμονίας του Oρχάν βρήκε τους Oθωμανούς κυρίαρχους της Δ. Θράκης, του μεγαλύτερου μέρους της M. Ασίας, και με ανανεωμένη επιθετικότητα και πλείστους όσους Γαζήδες να συρρέουν στις τάξεις τους για να καταλύσουν την κυριαρχία των απίστων και στην Ευρώπη. O Ορχάν είχε προλάβει επίσης να αναδιοργανώσει την κρατική δομή του νεόκοπου κράτους και το στρατό, παραδίδοντας στο διάδοχό του, Μουράτ τον Α’, μια αποτελεσματική κρατική μηχανή και έναν εξαιρετικά πειθαρχημένο και αποτελεσματικό στρατό.

Παρά τις προσπάθειες των Σέρβων – και λιγότερο των Βυζαντινών – για ανάσχεση της Τουρκικής πλημμυρίδας στα Βαλκάνια, αργά αλλά σταθερά οι Τούρκοι επέκτειναν τα όρια του κράτους τους, υποτάσσοντας τους ντόπιους πληθυσμούς και χάρη σε θεσμούς, όπως το devsirme (στρατολόγηση Χριστιανών με τη βία για να πολεμήσουν στο στρατό του Σουλτάνου, αυτό που στη συνέχεια θα γινόταν γνωστό ως “παιδομάζωμα” και θα παρήγαγε τις εκλεκτές δυνάμεις των Γενίτσαρων), πλήθαιναν τις τάξεις των πολεμιστών του Μουράτ, που εμφανιζόταν ασταμάτητος.

Mε αυτούς τους πολεμιστές, ο στρατός του Μουράτ – που οδηγούσε ο γιος του, Βαγιαζήτ, αφού ο Μουράτ είχε μόλις δολοφονηθεί από έναν Σέρβο – συνέτριψε τις συνασπισμένες δυνάμεις των Σλάβων των Βαλκανίων στην ιστορική μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389. O πρώτος Τούρκος που πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη το 1402, ήταν ο ίδιος ο Βαγιαζήτ, ο οποίος είχε προσπαθήσει και το 1396, αλλά τον σταμάτησαν τα νέα της σταυροφορίας του Ούγγρου βασιλιά, Σιγκισμούνδου.

O Βαγιαζήτ διέλυσε το στρατό των σταυροφόρων στη Νικόπολη αλλά η ευκαιρία να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη είχε χαθεί. Όμως το 1402 ο Βαγιαζήτ ξεκίνησε εκ νέου την πολιορκία, την οποία όμως έλυσε εσπευσμένα για να αντιμετωπίσει τον Τιμούρ που ερχόταν επικεφαλής της Ταταρικής ορδής προς την Άγκυρα. Στα τελευταία χρόνια ύπαρξής της η Βυζαντινή Αυτοκρατορία – ή μάλλον τα θλιβερά υπολείμματά της – ήταν ουσιαστικά υποτελής του Σουλτάνου, όπως άλλωστε όλες οι εναπομείνασες Χριστιανικές ηγεμονίες των Βαλκανίων.

H ανέγερση του νέου κάστρου των Οθωμανών, του επονομαζόμενου Ρούμελη Χισάρ, στην ακτή του Βοσπόρου, ακριβώς δίπλα στην Κωνσταντινούπολη, εξυπηρετούσε τα σχέδια του νέου Σουλτάνου και τον καθιστούσε κυρίαρχο των στενών. Όμως ο Μωάμεθ δεν ήταν ικανοποιημένος με την επικυριαρχία στο Βυζάντιο, αφού ήθελε να καταστήσει την Κωνσταντινούπολη κέντρο της Αυτοκρατορίας του. Hθελε το στέμμα του Καίσαρα των Ρωμαίων και είχε βάλει σκοπό της ζωής του να το αποκτήσει.

 

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ KAI ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΛΙΓO ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ

Την άνοιξη του 1453 η ιστορία άνοιξε την αυλαία της για να παρουσιάσει ένα από τα μεγαλύτερα δράματα που παίχτηκαν ποτέ στη σκηνή της. Πρωταγωνιστές του από τη μια πλευρά ο Οθωμανικός στρατός και ο νεαρός και φιλόδοξος Σουλτάνος Μωάμεθ Β’, και από την άλλη ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος και οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσας μιας Αυτοκρατορίας που είχε μείνει προ πολλού σκιά του εαυτού της. Η υπεροχή των πολιορκητών ήταν συντριπτική, σε αριθμούς, σε όπλα, σε οργάνωση.

Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που γίνεται μαζική χρήση πυροβολικού. Όμως η έκβαση του δράματος κρίθηκε σχεδόν τυχαία, μέσα σε λίγες ώρες, στις 29 Μαΐου. Η ολοκληρωτική κατάλυση της Κωνσταντινούπολης, της πάλαι ποτέ Βασιλίδος των πόλεων αποτελούσε το φυσικό και αναμενόμενο ίσως τέλος μιας Αυτοκρατορίας, η οποία είχε εξαντληθεί από τη Φράγκικη κατάκτηση των τελευταίων αιώνων και δεν μπόρεσε ποτέ να ανακάμψει.

 

Η ΑΜΥΝΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Σύμφωνα με τον Φραντζή, οι υπερασπιστές της Πόλης ήταν 4.973 Κωνσταντινουπολίτες και 2.000 εθελοντές, από Γένοβα, Βενετία, Ισπανία, Ρώμη και Κρήτη. Υπό τον Αυτοκρατορικό θυρεό είχε τεθεί και ο Τούρκος πρίγκιπας Ορχάν, εχθρός του Μωάμεθ, που σπούδαζε στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά η πολυτιμότερη προσθήκη στις τάξεις των αμυνομένων ήταν οι 700 σιδηρόφρακτοι άνδρες που έφερε μαζί του ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, ο κεντρικός υπερασπιστής της Πόλης. Δίπλα του βρέθηκαν και άλλοι δυτικοί, περιπλανώμενοι ιππότες προσωπικών σταυροφοριών.

Οι περισσότεροι αδικήθηκαν από την ιστορική καταγραφή, δεν έχουν τη θέση που τους αξίζει στη συλλογική μνήμη, όπως, για παράδειγμα, ο Ισπανός ιππότης Φραγκίσκο ντε Τολέντο. Οι δυτικοί στρατιωτικοί ανέλαβαν σε μεγάλο βαθμό την εκπαίδευση των Κωνσταντινουπολιτών. Προσπάθησαν να τους διδάξουν στρατιωτική πειθαρχία, το χειρισμό του ξίφους, τους στοιχειώδεις κανόνες της άμυνας. Ο Κωνσταντίνος είχε να αντιμετωπίσει και την έλλειψη πόρων, καθώς πολλοί προύχοντες δεν είχαν καμία διάθεση να συνεισφέρουν οικονομικά.

Το θέμα ήταν και πολιτικό: όσοι αντιδρούσαν στην ένωση των εκκλησιών έβρισκαν ανώφελη την αντίσταση στον πολιορκητή. Καλύτερα το σαρίκι του Σουλτάνου, παρά η τιάρα του Πάπα είχε πει ο μέγας λογοθέτης Λουκάς Νοταράς. Και δεν ήταν μόνος. Η σύγκρουση του Νοταρά με τον Ιουστινιάνη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας περιγράφει το κλίμα στις τάξεις των αμυνομένων. Κατά συνέπεια, αρκετοί εκ των δυνατών προτίμησαν να κρύψουν στα υπόγεια τους θησαυρούς παρά να συνεισφέρουν στην άμυνα.

Ο Κωνσταντίνος δήμευσε τα χρυσά κειμήλια των εκκλησιών και υποσχέθηκε πως θα τα επιστρέψει εις διπλούν αν λυτρωθεί η πόλη του. Η Κωνσταντινούπολη είχε πολιορκηθεί είκοσι επτά φορές κατά το παρελθόν, αλλά μόνο μία φορά ο εχθρός κατάφερε να εισέλθει στο εσωτερικό της πόλης. Ήταν το 1204, όταν οι Σταυροφόροι σκαρφάλωσαν στα θαλάσσια τείχη από τα πλοία τους στον Κεράτιο. Ο Κωνσταντίνος έλαβε τα μέτρα του. Έκλεισε τον κόλπο με μία τεράστια αλυσίδα. Ένα τμήμα της αλυσίδας μπορούσε να χαμηλώσει μέσα στη θάλασσα για να επιτρέψει τη διέλευση των Χριστιανικών πλοίων.

Στην άλλη παραθαλάσσια πλευρά τα τείχη είχαν υψωθεί επάνω σε απόκρημνα εδάφη και απέτρεπαν κάθε επίθεση. Προς βορρά, στο κυρίως πεδίο μάχης, ήταν τα μεγάλα τείχη της πόλης, ένα αριστούργημα, όπως χαρακτηρίστηκε, στρατιωτικής μηχανικής. Τα τείχη υψώθηκαν τον 5ο μ.Χ. αιώνα από τον Θεοδόσιο και η έκταση τους ήταν έξι χιλιόμετρα, από τη Θάλασσα του Μαρμαρά ως τον Κεράτιο Κόλπο. Από τη μεριά της πόλης υψωνόταν ένα πελώριο τείχος με ύψος 12,5 μέτρα και με ένα στηθαίο που διέτρεχε την κορυφή πίσω από βαθιές επάλξεις και πολεμίστρες.

Επάνω στο τείχος υπήρχαν ψηλοί πυργίσκοι, τετράγωνοι ή οχτάγωνοι. Μπροστά από το τείχος υπήρχε μία επίπεδη έκταση που το χώριζε από την εξωτερική οχύρωση. Αν κάποιος εισβολέας κατάφερνε να διαπεράσει το εξωτερικό τείχος, θα παγιδευόταν στη ζώνη θανάτου όπου τον περίμενε βροχή από πέτρες και υγρό πυρ. Το εξωτερικό τείχος είχε ύψος 7,5 μέτρα και πυργίσκους ανά 50 και 100 μέτρα. Ωστόσο, για να φτάσει ο εχθρός μπροστά στο τείχος έπρεπε να περάσει από την τάφρο, που είχε πλάτος 18 και βάθος 4,5 μέτρα.

Ακόμα και αν περνούσε από την τάφρο έπρεπε να σκαρφαλώσει σε έναν πέτρινο προμαχώνα που υψωνόταν 6 μέτρα πάνω από τον πυθμένα της. Τότε θα βρισκόταν μπροστά στο εξωτερικό τείχος. Οι επίλεκτοι άνδρες της Βυζαντινής φρουράς είχαν οχυρωθεί πίσω από το εξωτερικό τείχος. Λίγο πριν από την πολιορκία, ο Αυτοκράτορας κλείδωσε τις πύλες του εσωτερικού τείχους. Οι αμυνόμενοι δεν θα μπορούσαν να υποχωρήσουν και να μπουν στην πόλη. Ωστόσο υπήρχαν και ευάλωτα σημεία στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης.

Η αμυντική γραμμή δεν έφτανε μέχρι τον Κεράτιο, ενώ και το παλάτι των Βλαχερνών ήταν χτισμένο δίπλα στα τείχη. Επίσης τα τείχη ακολουθούσαν, ως προς το ύψος, την πορεία του εδάφους. Η πύλη του Αγίου Ρωμανού, στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου, ήταν το σημείο με τα χαμηλότερα τείχη. Εκεί ο Μωάμεθ έστησε τον κύριο όγκο πυρός του πυροβολικού. Η αμυντική θωράκιση της Κωνσταντινούπολης ήταν αριστουργηματική, αλλά δεν μπορούσε να καλύψει τις δύο ουσιαστικές αδυναμίες της: ήταν αρχαία και δεν υπήρχαν αρκετοί άνδρες για να σταθούν πίσω από τις πολεμίστρες.

 

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΜΥΝΑΣ

Εκτός από τη διπλωματική δραστηριότητα, που έλαβε χώρα κατά τα έτη 1452‐1453, ο Κωνσταντίνος ανέλαβε να οργανώσει την άμυνα της Πόλης όσο το δυνατόν καλύτερα, λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη χρημάτων και την ανεπάρκεια στρατιωτικών δυνάμεων ικανών να επανδρώσουν τα τείχη και να ενισχύσουν τη φύλαξη της Πόλης. Η κινητοποίηση των κατοίκων αλλά και των ιθυνόντων ήταν άμεση και ιδιαίτερα επιτακτική, από τη στιγμή μάλιστα που έγιναν γνωστές οι προθέσεις του νέου σουλτάνου με την έναρξη των εργασιών για το χτίσιμο του φρουρίου, του Ρούμελη‐Χισάρ το Μάρτιο του 1452.

Όπως βεβαιώνουν και οι ιστορικοί της Άλωσης, ο Κωνσταντίνος έκανε ότι καλύτερο μπορούσε με τα λιγοστά μέσα τα οποία διέθετε και μάλιστα ο έμπιστος σύμβουλος του Σφραντζής, δηλώνει με αγανάκτηση εναντίον εκείνων, που κατηγορούσαν τον Αυτοκράτορα για αμέλεια, ότι ο Κωνσταντίνος, ό, τι μπορούσε να κάνει, το έκανε. Το μόνο που μπορούσε ακόμη να κάνει και δεν το έκανε, ήταν να εγκαταλείψει την Πόλη και να ζητήσει τη δική του σωτηρία μακριά από αυτή. Ο Αυτοκράτορας σίγουρα ήταν ανήσυχος, αλλά όχι φανερά τουλάχιστον αποθαρρυμένος.

Δεν τον κατείχε ηττοπάθεια και επειδή πίστευε, ότι με τη βοήθεια του Θεού η Κωνσταντινούπολη θα έβγαινε άλλη μια φορά αλώβητη από αυτή τη δοκιμασία, προσπαθούσε με κάθε τρόπο και το πετύχαινε, να ενθαρρύνει το λαό του, αλλά και τους αξιωματικούς του και τους ξένους, οι οποίοι προσφέρθηκαν την κρίσιμη στιγμή, να βοηθήσουν στην υπεράσπιση της Πόλης. Πρώτα από όλα ασχολήθηκε με την επισκευή των τειχών. Αναφερόμενοι στα τείχη της Κωνσταντινούπολης εννοούμε ένα σύνολο οχυρωματικών έργων, τα οποία επιδιορθώθηκαν ή τροποποιήθηκαν αρκετές φορές σε διαφορετικές εποχές.

Εντούτοις, η γενική διαμόρφωση των διαφόρων τμημάτων τους παρέμεινε αναλλοίωτη μέχρι την πτώση του Βυζαντίου και, όπως ήταν φυσικό, καθοριζόταν από την τοπογραφία του χώρου. Έτσι, είναι δυνατό να προχωρήσουμε σε μία πρώτη διάκριση μεταξύ των θαλάσσιων και των χερσαίων τειχών. Τα χερσαία τείχη, τα οποία εκτείνονταν από την Προποντίδα μέχρι τον Κεράτιο κόλπο, κτίστηκαν από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ το 413 μ. Χ. και ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς Θεοδοσιακά τείχη ή τείχος Θεοδοσιακόν.

Επειδή όμως τα τείχη αυτά δεν περιέκλειαν σημαντικό τμήμα της Πόλης, όπως το Επταπύργιον ή το Έβδομον, ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος τον 7ο αιώνα διέταξε να κατασκευαστεί νέο τείχος το επονομαζόμενο Μονότειχος για να ασφαλίσει το παλάτι και το ναό των Βλαχερνών, ενώ μετά τη δημιουργία του νέου τείχους κατεδαφίστηκε το παλιό. Τέλος ο Αυτοκράτορας Λέων ο Αρμένιος από το 813 μ. Χ. έως και το 820 μ. Χ. ανήγειρε νέο μικρότερο τείχος, περίπου 100 μέτρων, χωρίς να κατεδαφίσει το εσωτερικό του Ηρακλείου.

Τα θαλάσσια τείχη λόγω του ισχυρού Βυζαντινού ναυτικού και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της θάλασσας, είχαν μικρότερη σημασία. Αντίθετα, τα χερσαία τείχη, επειδή εκτείνονταν σε έδαφος που δεν προσέφερε φυσική άμυνα, απαιτούσαν σημαντική κατασκευή, πιο πολύπλοκη και φυσικά πιο ισχυρή. Όλους τους χειμερινούς μήνες, με την προτροπή και τη συμμετοχή του Αυτοκράτορα, άνδρες και γυναίκες εργάζονταν με ζήλο νύχτα και μέρα συγκεντρώνοντας όπλα και προμήθειες, καθαρίζοντας τις τάφρους και επισκευάζοντας τα τείχη, καθώς πολλά μέρη του τεράστιου εκείνου οικοδομήματος είχαν υποστεί ρωγμές και είχαν καταπέσει.

Επομένως υπήρξε ζωτικής σημασίας η επισκευή των ρηγμάτων και των ετοιμόρροπων μερών των χερσαίων τειχών. Επιπλέον η εξωτερική προστατευτική τάφρος χρειάστηκε να καθαρισθή και να εκβαθυνθεί και την εργασία αυτή φαίνεται, ότι ανέλαβε ο Ενετός πλοίαρχος Aluvixe Diedo, ο επικεφαλής τριών γαλέρων μαζί με τους άνδρες του, σύμφωνα με το χρονογράφο Barbaro. Η εργασία αυτή ξεκίνησε στις 14 Μαρτίου και ολοκληρώθηκε το Μεγάλο Σάββατο στις 31 Μαρτίου του 1453.

Ήταν το τελευταίο σαββατοκύριακο, που κυλούσε με ηρεμία για την Πόλη, καθώς τη Δευτέρα του Πάσχα θα εμφανίζονταν τα πρώτα τμήματα του Τουρκικού στρατού και θα άρχιζε η κρίσιμη και τελευταία πολιορκία. Τα χερσαία τείχη είχαν προστατεύσει την Πόλη επί μία σχεδόν χιλιετία από τις διάφορες εχθρικές επιδρομές και από τις προηγούμενες Οθωμανικές απόπειρες κατάληψης της.Τα τείχη ήταν διπλά σε όλο το μήκος τους, εκτός από το Ηράκλειο τείχος, το οποίο ήταν μονό και χωρίς τάφρο και το οποίο αποτελούσε το αδύνατο σημείο της οχύρωσης.

Στην ουσία, επρόκειτο για ένα σύνθετο οχυρωματικό έργο, αποτελούμενο από μια διπλή σειρά τειχών, χωρισμένη στο κυρίως τείχος και το προτείχισμα. Το εσωτερικό τείχος ήταν ψηλότερο, πιο παχύ και περιστοιχιζόταν από πύργους. Το εξωτερικό τείχος είχε εμφανώς μικρότερο ύψος. Το εξωτερικό τείχος ήταν περίπου τέσσερα μέτρα από το επίπεδο του προαυλίου και γύρω στα οχτώ μέτρα στην εξωτερική πλευρά λόγω της κατωφέρειας του εδάφους. Ο χώρος μεταξύ των δύο τειχών ονομαζόταν περίβολος. Το σύνολο συμπληρωνόταν από μία αμυντική τάφρο, στο εξωτερικό του προτειχίσματος.

Επειδή λοιπόν το Ηράκλειο τείχος ήταν πιο αδύναμο από την υπόλοιπη οχύρωση, ο Κωνσταντίνος φρόντισε να ανοιχθεί μία τάφρος βάθους 2,5 μέτρων και μήκους 30 μέτρων. Τα χερσαία τείχη αποτελούσαν πάντοτε αγκάθι για τους εχθρούς της Πόλης και τους οδηγούσαν σε απόγνωση. Τώρα, στα 1453, αποτελούσαν την τελευταία ελπίδα των κατοίκων της Βασιλεύουσας. Είχαν επισκευαστεί αρκετά καλά και μπορούσαν να κρατήσουν σε απόσταση κάθε συμβατική επίθεση, όχι όμως βομβαρδισμό βαρέως πυροβολικού και ήταν ζήτημα χρόνου η εξάντληση των προμηθειών και τα αποθέματα των υπερασπιστών.

Άλλωστε με την ολοκλήρωση του Ρούμελη‐Χισάρ η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν για πρώτη φορά αποκομμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη τόσο από τη θάλασσα όσο και από την ξηρά. Επιπλέον ο Αυτοκράτορας είχε ζητήσει να γίνει στρατολόγηση όλων των ανδρών, που μπορούσαν να πολεμήσουν. Ο ιστορικός Σφραντζής ανέλαβε αυτό το καθήκον και κάνει λόγο για 4773 Έλληνες και περίπου 2000 ξένους ικανούς να υπερασπιστούν την Πόλη.

Για την εξεύρεση οικονομικών πόρων ο Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να κάνει κάτι, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί άπρεπο και ιερόσυλο για κάποιον, που σέβεται τη θρησκεία και την εκκλησία. Επειδή το κράτος δεν είχε χρήματα, για να πληρώσει τους μισθούς των στρατευμένων, ο Κωνσταντίνος έδωσε εντολή να αφαιρέσουν από τους ναούς τα ιερά σκεύη, πού ήταν αφιερωμένα στο Θεό και να τα μετατρέψουν σε νομίσματα.

Συμπληρώνει όμως ο συγγραφέας, που αναφέρει το συγκεκριμένο γεγονός, ότι οι δύσκολοι καιροί επέβαλαν να γίνει αυτή η ενέργεια και ότι ο αυτοκράτορας είχε πρόθεση, αν σωζόταν η πόλη, να επιστρέψει όλα αυτά στο τετραπλάσιο. Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κωνσταντίνος και οι άρχοντες της Πόλης, συνηθισμένοι από προηγούμενες πολιορκίες, φρόντισαν να συγκεντρώσουν όσο το δυνατό περισσότερα τρόφιμα, για να είναι δυνατή η αντιμετώπιση μακροχρόνιας πολιορκίας.

 

ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Η μορφή της περιτειχισμένης Κωνσταντινούπολης μπορεί να περιγραφεί ως τριγωνική. Ως βάση του τριγώνου ήταν τα χερσαία τείχη ενώ οι πλευρές του, που αποτελούσαν και την ακτογραμμή της πόλης, σχηματιζόταν από τα θαλάσσια τείχη. Τα χερσαία (ή Θεοδοσιανά) τείχη, που είχαν μήκος 5.570 μέτρων περίπου, εκτεινόταν από την αποβάθρα των Πηγών στην ακτή της Προποντίδας μέχρι τη συνοικία των Βλαχερνών. Σε όλο τους το μήκος ήταν διπλά, με εκείνο που έβλεπε προς την πόλη έφερε την ονομασία Έσω Τείχος και εκείνο που έβλεπε προς την πεδιάδα ονομαζόταν Έξω Τείχος.

Η κύρια γραμμή άμυνας των βυζαντινών ήταν το Έσω τείχος, που είχε ύψος 12 μέτρα και πλάτος 5 μέτρα, και περιλάμβανε 96 πύργους ύψους 18 ως 20 μέτρα ο καθένας. Οι πύργοι αυτοί απείχαν μεταξύ τους 55 μ. περίπου. Το Έξω Τείχος είχε 8,5 μέτρα ύψος και 2 μ. πλάτος και είχε επίσης 96 πύργους, που είχαν ύψος 10 μ. περίπου και ήταν τοποθετημένοι έτσι ώστε να βρίσκονται στο κέντρο του κενού που άφηναν ανάμεσά τους οι εσώπυργοι. Τα τείχη απείχαν μεταξύ τους 15 έως 20 μ. ενώ ο χώρος που υπήρχε μεταξύ τους ονομαζόταν από τους βυζαντινούς «Περίβολος».

Σε όλο το μήκος του Έξω Τείχους και σε απόσταση 15 έως 17μ. περίπου από αυτό υπήρχε τάφρος που το πλάτος της ήταν 19 μέχρι 21 μ. και το βάθος της περίπου 10 μ. Τα χερσαία τείχη είχαν 10 πύλες. Η πρόσβαση στην πόλη από την θάλασσα παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες χάρης σε ένα ισχυρό θαλάσσιο ρεύμα στον Βόσπορο, τους βόρειους ανέμους αλλά και μια σειρά από ξέρες και ύφαλους που υπήρχαν στην Προποντίδα. Έτσι, για την προστασία των ακτών αρκούσε μόνο μια σειρά τειχών.

Το παραθαλάσσιο τείχος του Κερατίου κόλπου εκτείνονταν από την συνοικία των Βλαχερνών μέχρι την παλαιά Ακρόπολη και είχε ύψος 10μ. περίπου, 17 πύλες, 110 πύργους και μήκος 5.600 μ. Στην εξωτερική πλευρά του υπήρχε μια στενή λωρίδα γης. Το τείχος της Προποντίδας, που ξεκινούσε από την Ακρόπολη και έφτανε ως την αποβάθρα των Πηγών, είχε ύψος 12 ως 15 μ., διέθετε 188 πύργους, περίπου 13 πύλες και είχε μήκος 8.900 μ. Σχεδόν σε όλο το μήκος το τείχος της Προποντίδας ήταν δίπλα στη θάλασσα, επομένως η αποβίβαση εχθρικών δυνάμεων ήταν αδύνατη και το έργο της άμυνας καθίστατο πιο εύκολο.

Ως Θεοδοσιανά τείχη της Κωνσταντινούπολης είναι γνωστά τα χερσαία τείχη με τα οποία ο Θεοδόσιος Β’ τείχισε την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η κατασκευή τους ξεκίνησε το 408 υπό την επίβλεψη του επάρχου των πραιτωρίων της Ανατολής Ανθέμιου, ενώ μετά από ένα σεισμό επισκευάστηκαν και απέκτησαν την τελική τους μορφή το 447. Η ισχυρή διπλή σειρά τειχών προστάτευσε την πόλη και κατά συνέπεια την Αυτοκρατορία σε πολλές πολιορκίες διαμέσω των αιώνων, οδηγώντας στην προσωνυμία τους ως «θεοφύλακτα».

Η μόνη φορά που παραβιάστηκαν από εχθρό ήταν το 1453, όταν οι Οθωμανοί, με τη χρήση ισχυρού πυροβολικού, τα διέσπασαν και κατέλαβαν την πόλη, καταλύοντας έτσι και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Από την εποχή που ο επώνυμος Μεγαρέας ιδρυτής της πόλης του Βυζαντίου, ο Βύζας, έφτασε στη περιοχή το 667 π.Χ., διέκρινε τη στρατηγική σημασία της τοποθεσίας, καθώς και την ευκολία που παρείχε στην άμυνα, καθώς περικυκλωνόταν από τη θάλασσα σε τρεις πλευρές.

Συγκεκριμένα βρεχόταν από τον Κεράτιο κόλπο από το βορρά, από το Βόσπορο στα ανατολικά και από τη Θάλασσα του Μαρμαρά στο νότο ενώ επικοινωνεί με τη ξηρά από τα δυτικά προς τη Θρακική πεδιάδα. Προς την πλευρά της Θράκης λοιπόν χτίστηκε το πρώτο τείχος της πόλης. Τα τείχη του Βυζαντίου ήταν σαφώς μικρότερα των επόμενων που θα κτιστούν για την Κωνσταντινούπολη, καθώς και η ίδια η Βασιλεύουσα ήταν πολύ μεγαλύτερη.

Τα τείχη επεκτάθηκαν πρώτα από τον Ρωμαίο Σεπτίμιο Σεβήρο και ύστερα από τον Κωνσταντίνο τον Μεγάλο και τελικά πήραν την τελική τους μορφή επί Θεοδοσίου. Τα αρχικά τείχη είχαν μέγεθος 6 χιλιομέτρων. Η οχυρωματική γραμμή που έχτισε ο Θεοδόσιος Β’, 1.500 μέτρα δυτικά του Κωνσταντίνειου τείχους, ένωσε την τειχισμένη περίμετρο της περιοχής των Βλαχερνών, από το βορρά, κάθετα προς το νότο με το άκρο των θαλάσσιων τειχών που βρισκόταν στη πλευρά της Προποντίδας.

Τα χερσαία τείχη είχαν μήκος 5.570 μέτρων και είχαν χτιστεί με σύνθετο τρόπο ως μια διπλή οχυρωματική γραμμή. Δηλαδή οι εισβολείς συναντούσαν πρώτα μια αμυντική τάφρο και ύστερα το έξω τείχος, γνωστό και ως μικρόν τείχος, ενώ εάν περνούσαν το πρώτο συναντούσαν το μεγαλύτερο έσω τείχος, γνωστό και ως μέγα τείχος ή κυρίως τείχος. Η τάφρος είχε βάθος 10 μέτρα και πλάτος 21 μέτρα και απείχε από το έξω τείχος 15 με 17 μέτρα. Το έξω τείχος προστέθηκε στις επισκευές του 447 και είχε πάχος 2,5 μέτρα και ύψος 7 μέτρα χωρίς επάλξεις και 8 με 8,5 μέτρα με τις επάλξεις.

Κάθε 50 μέτρα υψωνόντουσαν τετράγωνοι πύργοι ύψους περίπου 10 μέτρων ο καθένας. Κατασκευάστηκαν συνολικά 96 πύργοι. Ανάμεσα στο έξω τείχος και το έσω τείχος υπήρχε περίβολος πλάτους 15 με 20 μέτρων. Το έσω τείχος είχε πάχος 5 μέτρα και ύψος 10 μέτρα χωρίς τις επάλξεις ενώ με τις επάλξεις έφτανε τα 13 μέτρα. Ανά 60 με 70 μέτρα ορθώνονταν τετράγωνοι ή οκτάγωνοι πύργοι που έφταναν τα 19 μέτρα ύψους, συνολικά είχε 96 πύργους όπως το έξω τείχος, ενώ ανάμεσα σε δυο πύργους του έσω τείχους παρεμβάλλονταν ένας του έξω τείχους.

Κατά μήκος του χερσαίου τείχους υπήρχαν 10 πύλες, εναλλάξ μια πολιτική και μια στρατιωτική, ενώ υπήρχε και μια επίσημη για την είσοδο του αυτοκράτορα. Αυτή η πύλη ήταν η λεγόμενη Χρυσή Πύλη, η πιο περίλαμπρη από όλες, στο σημείο όπου αργότερα χτίστηκε το οχυρό Επταπύργιο (Γιεντί Κουλέ). Οι υπόλοιπες πολιτικές πύλες ήταν οι πύλες του Αγίου Ρωμανού, του Ρηγίου ή Ρουσίου, της Σηλυβρίας (ή Ζωοδόχου Πηγής ή Μελαντιάδος), του Χαρισίου ή Πολυανδρίου, που μένανε ανοικτές όλο το πρωί μέχρι το μεσημέρι.

Οι στρατιωτικές πύλες οδηγούσαν μόνο στον περίβολο μεταξύ των τειχών, και ήταν αριθμημένες, από νότο προς βορρά: η Πύλη του Πρώτου ή αλλιώς Πύλη του Χριστού, η Πύλη του Δευτέρου, η Πύλη του Τρίτου, η Πύλη του Τέταρτου και η Πύλη του Πέμπτου. Επίσης υπήρχαν κάποιες μικρότερες πύλες γνωστές ως πυλίδες που χρησίμευαν στους στρατιώτες, για να ανεβοκατεβαίνουν στα τείχη, στους αγγελιαφόρους ή τους μυστικούς καλεσμένους ή επισκέπτες του Αυτοκράτορα και στους μοναχούς που τις χρησιμοποιούσαν για να πηγαινοέρχονται στα μοναστήρια.

Μια από αυτές τις πυλίδες ήταν και η γνωστή, για το τραγικό της ρόλο στην άλωση της Πόλης το 1453, Κερκόπορτα ή όπως λεγόταν αλλιώς Ξυλόκερκος πόρτα. Τα τείχη στην θάλασσα ήταν μικρότερα αλλά ήταν χτισμένα ακριβώς δίπλα στη θάλασσα ώστε να μην μπορεί να αποβιβαστεί ο εχθρός εάν δοκίμαζε επίθεση από τη θάλασσα. Τα τείχη ήταν μονά σε όλο τους το μήκος, με εξαίρεση τη συνοικία του Πετρίου στον Κεράτιο. Τα τείχη είχαν πάχος 3 με 4 μέτρα ενώ το ύψος τους είχαν 10 μέτρα στον Κεράτιο κόλπο και 13 με 15 μέτρα στη Θάλασσα του Μαρμαρά.

Και στα παράκτια τείχη υπήρχαν πύργοι, ύψους περίπου 13 με 15 μέτρων, αλλά ορθωνόντουσαν σε ακαθόριστα διαστήματα πάνω στα τείχη. Οι πύλες του παράκτιου τείχους ήταν μικρότερες του χερσαίου τείχους και λειτουργούσαν κυρίως ως εμπορικές για τους εμπόρους και για εφοδιασμό για τα στρατεύματα μέσω της θαλάσσιας οδού. Για την ασφάλεια του Κερατίου κόλπου οι Βυζαντινοί έκλειναν το στόμιο του κόλπου με μια βαριά σιδερένια αλυσίδα που εκτεινόταν μέχρι τη συνοικία του Γαλατά.

H ΘΥΕΛΛΑ ΕΡΧΕΤΑΙ

O Δούκας στο χρονικό του παραδίδει ένα περιστατικό που, ακόμη και αν δεν είναι πραγματικό, δίνει το μέτρο της φιλοδοξίας του μετέπειτα Πορθητή να κάνει δική του την Κωνσταντινούπολη. Ο μέγας Βεζίρης του Μωάμεθ, ο Τσανταρλί Χαλίλ, που δεν είχε καλές σχέσεις με τον Σουλτάνο και φοβόταν (δίκαια, όπως αποδείχτηκε μετά την άλωση της Πόλης) για τη ζωή του, κλήθηκε από τον Μωάμεθ τα μεσάνυχτα στα διαμερίσματά του. Πήγε τρέμοντας από το φόβο, κρατώντας, όπως ήταν το έθιμο, ένα πεσκέσι, ένα δώρο στον άρχοντά του, μία πιατέλα γεμάτη με χρυσά νομίσματα, για να τον εξευμενίσει.

Όταν τον είδε ο Μωάμεθ, ρώτησε τι ακριβώς ήταν αυτό και ο Χαλίλ, φοβισμένος, του είπε ότι του έφερε ένα δώρο, όπως ήταν το έθιμο. O Σουλτάνος παραμέρισε το δίσκο και φώναξε στον έντρομο Βεζίρη του: “Εγώ μόνο ένα πράγμα θέλω: δώσε μου την Κωνσταντινούπολη.” O Χαλίλ, έντρομος από το ξέσπασμα του αφέντη του, τον άκουσε να του περιγράφει τα σχέδιά του. Θα επιτίθεντο στην Πόλη το συντομότερο δυνατόν, μόλις ολοκληρώνονταν οι προετοιμασίες του. O Χαλίλ υποσχέθηκε αιώνια πίστη και αποχώρησε.

O μέγας Βεζίρης ήταν ο μοναδικός από τους ανώτερους αξιωματούχους του Σουλτανάτου που διατράνωνε σε κάθε ευκαιρία την αντίθεσή του στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Αυτή ακριβώς η αντίθεσή του ήταν η πρόφαση για την καρατόμησή του μετά την άλωση. O Μωάμεθ, με χαρακτηριστική αποφασιστικότητα, ξεκίνησε μία σειρά κεραυνοβόλων ενεργειών για την πραγμάτωση του σχεδίου του. Eπίσης, πήρε τη σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου των υπουργών του, υποσχόμενος ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει δική τους η υπέρλαμπρη Πόλη.

O Χαλίλ δεν τόλμησε να διαφωνήσει μπροστά στην ψυχρή αποφασιστικότητα του αφέντη του και στην ομοθυμία των Οθωμανών, που ονειρεύονταν πλούσιο πλιάτσικο και στιγμές πολεμικής δόξας. Μετά από εντατικές προετοιμασίες και αφού φρόντισε να συγκεντρώσει το τρομερό στράτευμά του, ο Μωάμεθ έσπευσε προς το Βόσπορο, έτοιμος να ξεκινήσει την πολιορκία. O Kωνσταντίνος είχε προσπαθήσει με διπλωματικές επαφές να εξασφαλίσει κάποιου είδους βοήθεια για τη δοκιμαζόμενη πόλη.

Πρεσβείες στις μεγάλες ιταλικές δυνάμεις και στα χριστιανικά βασίλεια των Βαλκανίων και της Ρωσίας εκλιπάρησαν για βοήθεια, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. H Πόλη θα έπρεπε να φροντίσει με τις ίδιες τις δυνάμεις της να αποφύγει το μοιραίο. Oι Βενετικές και Γενουάτικες αποικίες της πόλης αποφάσισαν να αντισταθούν και έθεσαν τις δυνάμεις τους στην υπηρεσία του Αυτοκράτορα. Επτά Βενετικά πλοία με 700 Ιταλούς δραπέτευσαν από την καταδικασμένη Πόλη, αλλά οι υπόλοιποι έμειναν ως το τέλος.

Σπουδαίοι άνδρες, όπως ο Γενουάτης Τζιοβάνι Τζιουστινιάνι Λόνγκο, ο οποίος έφερε 700 αρματωμένους άνδρες από τη Γένοβα, τη Xίο και τη Ρόδο, ανέλαβαν να εκπροσωπήσουν τη Χριστιανική Δύση σε αυτή την ύστατη μάχη. Tο σκηνικό είχε στηθεί και αυτό που θα ακολουθούσε θα ήταν μία από τις πλέον δραματικές πολιορκίες της ιστορίας.

 

OΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΣΤΡΑΤΟΙ

Oι Οθωμανοί ήταν η ανερχόμενη δύναμη του Μεσαιωνικού κόσμου και σίγουρα η στρατιωτική οργάνωσή τους ξεπερνούσε οτιδήποτε μπορούσε να αντιπαραθέσει οποιοσδήποτε Χριστιανός ηγεμόνας της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης την ίδια περίοδο. Tο στράτευμα αποτελούνταν από δύο κατηγορίες: τους επίστρατους, που ήταν ο κύριος όγκος του στρατεύματος αλλά ήταν σχετικά μέτριας μαχητικής αξίας, και τον τακτικό στρατό, τους στρατιώτες του παλατιού (Καπικουλού), μεταξύ των οποίων ήταν και Γενίτσαροι (Yeni Ceri στα Τουρκικά).

Aν και τα πρώτα χρόνια της επέκτασής τους οι Οθωμανοί βασίζονταν, όπως όλοι οι Τουρκομάνοι, κυρίως σε δυνάμεις άτακτων ελαφρών ιππέων και ιπποτοξοτών, μετά τις μεταρρυθμίσεις του Ορχάν και καθώς οι Τούρκοι αφομοίωναν σταδιακά τα διδάγματα τόσο του Βυζαντίου όσο και της Δυτικής Ευρώπης με την οποία έρχονταν σε επαφή, ο στρατός τους εκσυγχρονίστηκε αποφασιστικά. Oι επιρροές των Βυζαντινών ήταν εμφανείς κυρίως στη δομή του στρατού.

Μεταξύ των επίστρατων του Μωάμεθ, η κύρια μάζα του πεζικού ήταν οι Αζάποι, χαμηλής κοινωνικής τάξης και μαχητικής ικανότητας Μουσουλμάνοι χωρικοί, οι οποίοι εντάσσονταν υποχρεωτικά στο στρατό του Σουλτάνου πριν από κάθε εκστρατεία και πολεμούσαν με τα όπλα που είχαν στη διάθεσή τους. Επρόκειτο για Τουρκογενείς, Κούρδους, Αραβογενείς και άλλους Ανατολίτες, που ήταν συνήθως οπλισμένοι με τόξα και μεγάλα μαχαίρια και μάχονταν χωρίς συγκεκριμένη τακτική.

Oι Οθωμανοί διοικητές χρησιμοποιούσαν αυτό το σώμα για να ανοίξουν το δρόμο στα πιο επίλεκτα τμήματα που θα ακολουθούσαν και είναι χαρακτηριστικό ότι Αζάποι, μαζί με τα κατεξοχήν σώματα των ατάκτων, ήταν εκείνοι που έκαναν τις περισσότερες εφόδους στα τείχη της Κωνσταντινούπολης πριν αυτά υποστούν σοβαρά ρήγματα. Μέρος των επίστρατων ήταν και το ιππικό των Ακιντσί, κυρίως Τουρκομάνοι οι οποίοι πολεμούσαν με τις τακτικές των ιπποτοξοτών της στέπας και λίγη αξία είχαν σε συντεταγμένη μάχη, πόσο μάλλον σε πολιορκία.

Στους επίστρατους θα συντάσσαμε και τις δυνάμεις των Χριστιανών Τιμαριούχων, που ήταν υποτελείς του Σουλτάνου, οι Βοϊνιούκ όπως τους αποκαλούσαν οι Τούρκοι. Mεταξύ αυτών ήταν βαρύ και μέσο ιππικό, καθώς και μέσο ή βαρύ πεζικό. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν οι δυνάμεις των Οθωμανών Τιμαριούχων, που οργανώνονταν κυρίως στο ιππικό των Τοπρακλί Σουβαρισί και ήταν ιδιαίτερα μεγάλης μαχητικής αξίας και πολυάριθμες, αποτελώντας ουσιαστικά τον δεύτερο ισχυρότερο πόλο του Οθωμανικού στρατού, μετά τα στρατεύματα του παλατιού.

Tα σώματα του “παλατιού”, δηλαδή ο τακτικός στρατός, περιελάμβανε τον καιρό του Μωάμεθ το επίλεκτο ιππικό Καπικουλού, καθώς και το εξίσου επίλεκτο πεζικό Καπικουλού. Βασικό συστατικό στοιχείο του τελευταίου ήταν οι Γενίτσαροι, που την εποχή εκείνη ήταν κυρίως στρατολογημένοι με τη βία αιχμάλωτοι πολέμου, οι οποίοι είχαν αναγκαστεί ν’ αλλαξοπιστήσουν και είχαν εκπαιδευτεί ως υψηλής ποιότητας πεζικό παντός ρόλου. Tα χρόνια του Μωάμεθ είχαν αρχίσει να εισέρχονται οι πρώτοι Γενίτσαροι που προέρχονταν από το παιδομάζωμα, ως εκ τούτου ήταν ακόμη πιο φανατισμένοι και καλύτερα εκπαιδευμένοι.

Φυσικά, στις δυνάμεις Καπικουλού εντάσσονταν και τα επικουρικά σώματα του παλατιού, όπως οι Μποσταντσί, οι Σεγκμέν και ο Ντογκαντσί, ενώ εδώ ανήκαν οι πυροβολητές και οι υπηρέτες των πυροβόλων, που θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην πολιορκία, γνωστοί με τους τίτλους Τοπτσού και Τοπ Αραμπατζή. Υπήρχε επίσης ένας αδιευκρίνιστος αριθμός ατάκτων (Βαζιβουζούκων), που δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε κάποια από τις παραπάνω τάξεις. Kατά πάσα πιθανότητα, οι άτακτοι, που ακολουθούσαν τους Οθωμανικούς στρατούς για το πλιάτσικο και ήταν ιδιαίτερα άγριοι στη μάχη, ξεπερνούσαν τους 20.000.

Στα επόμενα χρόνια μετά την κατάκτηση ο οθωμανικός στρατός, με τη γενίκευση του παιδομαζώματος και την οργάνωση σε νέα πρότυπα, θα γινόταν ένας πραγματικά πανίσχυρος οργανισμός, προφανώς ο καλύτερος στρατός της εποχής του, πριν αρχίσει να παρακμάζει δραματικά – μαζί με ολόκληρη την Οθωμανική κοινωνία – στα μέσα του 17ου αιώνα. Tο 1453 όμως ο Μωάμεθ είχε τη δυνατότητα να παρατάξει ένα εξαιρετικό στράτευμα και μάλιστα πολυπληθές.

Μόνο για την άλωση της Πόλης, ο στρατός που είχε μαζευτεί έξω από τις πύλες των τειχών ξεπερνούσε τους 100.000 μάχιμους, ενώ ακολουθούσαν πολλοί περισσότεροι υπηρέτες, εργάτες, τεχνίτες και το πλήθος που κατά κανόνα ακολουθεί τους μεγάλους στρατούς. Tι είχε να αντιπαρατάξει ο Βυζαντινός ηγεμόνας σε αυτόν τον τεράστιο στρατό; O ίδιος ο Σφραντζής ετοίμασε, κατ’ εντολή του Κωνσταντίνου, μία λίστα των κατάλληλων προς στρατιωτική υπηρεσία ανδρών.

Σε αυτόν περιλαμβάνονταν 4.973 Έλληνες και περί τους 2.000 ξένοι κάτοικοι της Πόλης και εθελοντές. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθεί και ένας μικρός αριθμός προερχόμενων από έξωθεν βοήθεια, συμπεριλαμβανόμενων Eλλήνων (όπως των Kρητών τοξοτών, που ήταν τυπικά πολίτες της Eνετίας). Tο σύνολο των υπερασπιστών ήταν γύρω στις 7.500 με 8.000 μάχιμους. Oι Βυζαντινές δυνάμεις συμπεριλάμβαναν ένα μικρό τμήμα Ελληνικού μέσου ιππικού, τους στρατιώτες, καθώς και τμήματα πεζικού.

Κάποιοι από τους πεζούς ήταν επαγγελματίες στρατιώτες, φορούσαν δυτικού τύπου πανοπλίες και είχαν ανάλογο οπλισμό, αλλά η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων υπερασπιστών δεν ήταν παρά πολιτοφύλακες με φτωχό οπλισμό και ελάχιστη εκπαίδευση. Μεταξύ των Ελλήνων υπήρχαν λίγοι βαλλιστροφόροι, οι οποίοι μάλιστα ήταν οργανωμένοι σε μια στρατιωτική κολεκτίβα, στα Ιταλικά πρότυπα. Στις τάξεις των Βυζαντινών πολέμησαν και κάποιοι Ιταλοί και Ούγγροι, ίσως και Γερμανοί “πυροβολητές”, δηλαδή πρώιμοι τυφεκιοφόροι, που μάχονταν με τα άβολα και καθόλου ακριβή “κανόνια χειρός” της εποχής.

O αριθμός αυτών ήταν πολύ μικρός (λίγες δεκάδες) και έπαιξαν μικρό ρόλο στην εξέλιξη της πολιορκίας. H πλειονότητα των ξένων που συμμετείχαν στην άμυνα της Πόλης ήταν Eνετοί και Γενοβέζοι, αν και οι Γενοβέζοι του γενουατικού τομέα της Πόλης (Πέραν) διακήρυξαν ουδετερότητα – αρκετοί συμπατριώτες τους πέρασαν τον Kεράτιο και εντάχθηκαν σε στρατιωτική υπηρεσία.

Mοιάζει τραγική ειρωνεία ότι εκείνοι που έκαναν το μεγαλύτερο κακό στο Βυζάντιο ήταν οι ίδιοι που τώρα, λίγο πριν από το τέλος, θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν να αποφευχθεί το μοιραίο. Μάλιστα, οι Βενετοί φέρεται να είχαν αποφασίσει να στείλουν έναν αξιόμαχο στόλο με 800 επαγγελματίες στρατιώτες, αριθμό Kρητών πολεμιστών και, φυσικά, μεγάλο αριθμό ναυτών, για να βοηθήσουν στην υπεράσπιση της πόλης – μία δύναμη που αν όντως είχε φθάσει, θα προσέφερε πολλά στην άμυνα, κυρίως περιστέλλοντας την καταλυτική κυριαρχία του Οθωμανικού στόλου.

Ωστόσο, ο στόλος της Βενετίας καθυστέρησε δύο μήνες ν’ αναχωρήσει από τη Βενετία – η εντολή για την αναχώρηση δόθηκε μόλις στις 7 Μαΐου, όταν η πολιορκία βρισκόταν ήδη στην κορύφωσή της (κάτι που δεν γνώριζαν, βεβαίως, οι Ενετοί) και όταν η Πόλη έπεφτε, ο στόλος βρισκόταν ακόμη στο Αιγαίο! Oι λόγοι αυτής της υπέρμετρης καθυστέρησης δεν έχουν ακόμη διευκρινισθεί. Ίσως η ηγεσία της Γαληνότατης Δημοκρατίας πίστευε ότι η Κωνσταντινούπολη, με τα πανίσχυρα τείχη της, θα κρατούσε επ’ αόριστον.

Ίσως πάλι οι καιροσκόποι Ενετοί να είχαν ακόμη κατά νου κάποιους τρόπους συνεννόησης με τους Οθωμανούς ώστε να διατηρήσουν τα εμπορικά προνόμιά τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Tέλος, στο πλευρό των Βυζαντινών πολέμησε και μία ομάδα Τούρκων. Επρόκειτο για τον πρίγκιπα Ορχάν, διεκδικητή του Οθωμανικού θρόνου, που κατοικούσε στην Πόλη μαζί με τη συνοδεία των πιστών σωματοφυλάκων του και ακολούθων, οι οποίοι προσφέρθηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Χριστιανών και ενάντια στους ομοδόξους τους.

 

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥΣ

Η έναρξη της πολιορκίας συνέπεσε με τον εορτασμό του Πάσχα, την πρώτη Απριλίου του 1453. Οι Χριστιανοί πολλές μέρες πριν παρακαλούσαν με αγωνία, να περάσουν τη Μεγάλη Εβδομάδα με ησυχία κάτι που πραγματικά συνέβη. Η Κυριακή του Πάσχα, η πιο σπουδαία μέρα της Ορθοδόξων, γιορτάστηκε με ένα μείγμα ευσέβειας και αγωνίας. Οι καμπάνες χτυπούσαν αναστάσιμα και μόνο η Αγία Σοφία παρέμεινε άδεια και σκοτεινή. Την επομένη, Δευτέρα δύο Απριλίου εμφανίστηκε έξω από τα τείχη το πρώτο απόσπασμα του εχθρού, αποτελούμενο από Οθωμανούς καβαλάρηδες.

Ο Αυτοκράτορας έστειλε ένα τμήμα από αμυνόμενους, να τους αναχαιτίσει και στη συμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκαν μερικοί από τους εισβολείς. Καθώς κυλούσε η μέρα όμως έκαναν την εμφάνιση τους όλο και περισσότεροι Τούρκοι, για αυτό και οι αμυνόμενοι, που είχαν βγει για να απωθήσουν το πρώτο στράτευμα που είχε εμφανιστεί, υπό τις οδηγίες του Κωνσταντίνου, οπισθοχώρησε και αποσύρθηκε μέσα στην Πόλη. Επιπλέον μετά από εντολή του Αυτοκράτορα και πάλι καταστράφηκαν οι όλες οι γέφυρες της τάφρου και οι πύλες κλείστηκαν.

Ένα μεγάλο φράγμα απλώθηκε στην είσοδο του λιμανιού του Κεράτιου κόλπου, που δεν ήταν άλλο από μια μεγάλη αλυσίδα στερεωμένη με το ένα άκρο στον πύργο του Ευγένιου και με το άλλο σε ένα πύργο των παραθαλάσσιων τειχών του Πέραν. Η Κωνσταντινούπολη οχυρώθηκε όσο το δυνατόν καλύτερα απέναντι σε ό, τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Τις επόμενες μέρες ο στρατός του Σουλτάνου άρχισε μεθοδικά, οργανωμένα και με καλό προγραμματισμό να συγκεντρώνεται έξω από την Πόλη. Στις έξι Απριλίου επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι κατέλαβαν τις τελικές τους θέσεις.

Ο ίδιος ο Σουλτάνος στρατοπέδευσε στο λόφο του Μάλτεπε, στο κέντρο του στρατού και απέναντι από το μέρος των τειχών που θεωρούσε το καταλληλότερο για επίθεση, σε απόσταση βολής από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, στο ίδιο σημείο όπου το 1422 διεξήγαγε την πολιορκία ο πατέρας του Μουράτ, σε σημείο τέτοιο όμως, ώστε να βρίσκεται όσο ήταν δυνατό πιο κοντά στα τείχη, αλλά παράλληλα έξω από τα όρια εμβέλειας των χριστιανικών βολών με τόξα ή άλλου είδους βλητικές μηχανές.

Μπροστά και στα πλαϊνά της σκηνής του Σουλτάνου τοποθετήθηκαν οι γενίτσαροι και μπροστά από αυτούς, ακριβώς απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού τοποθετήθηκε το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού. Έπειτα ανέπτυξε τα στρατεύματα του με επικεφαλής τους διοικητές, υποδεικνύοντας στον καθένα τη θέση, την οποία είχε να διαφυλάξει και να υπερασπίζεται και έδινε οδηγίες στον καθένα για το τι πρέπει να κάνει.

Ο Ζαγανός Πασάς με ένα τμήμα του στρατού στάλθηκε στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου και απλώθηκε στους λόφους γύρω από το Γαλατά, απομονώνοντας το Πέραν, για να επιβλέπει κάθε κίνηση των Γενουατών. Ο Καρατζά Πασάς, αρχηγός των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, από την άλλη μεριά, ανέλαβε την αρχηγία του αριστερού κέρατος της στρατιάς των πολιορκητών. Σκοπός του ήταν να κυκλώσει και να φυλάττει όλο εκείνο το τμήμα του χερσαίου τείχους, το οποίο εκτεινόταν από την Ξυλόπορτα, έφτανε μέχρι τα ανάκτορα του Πορφυρογέννητου και κατέληγε στη Χαρίσια πύλη.

Στον Ισαάκ Πασά, που ήταν διοικητής των στρατιωτικών σωμάτων από την ανατολή, και στον Μαχμούτ βεζίρη ανέθεσε την πολιορκία των τειχών, που εκτείνονταν από το Μυριάνδριο, στα δεξιά της σκηνής του Σουλτάνου και έφτανε ως τη Χρυσή πύλη, συμπεριλαμβανομένης και της παραλίας της Προποντίδας. Ο ίδιος ο Μωάμεθ, μαζί με τους δύο πασάδες Χαλήλ και Σαρατζά, ανέλαβε, όπως προαναφέρθηκε, την πολιορκία του κεντρικού τμήματος του χερσαίου τείχους, το οποίο θεωρούσε πιο αδύναμο και ευπρόσβλητο.

Μαζί του είχε όλο τον προσωπικό του στρατό, τους καλύτερους πολεμιστές της αυλής του. Ολόκληρη η πεδιάδα γέμισε σκηνές και ήταν αξιοπερίεργο θέαμα για τους αμυνόμενους να παρακολουθούν πάνω από τα τείχη το πολυάριθμο αυτό σμήνος που έμοιαζε «με αμέτρητους κόκκους άμμου απλωμένους». Κανένας άλλος Οθωμανός Σουλτάνος δεν είχε ποτέ συγκεντρώσει τόσο πολυάριθμο στρατό σαν εκείνο που έφερε ο Μωάμεθ κάτω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.

Ο στρατός του Σουλτάνου λοιπόν, που αποτελείτο από στρατεύματα των ανατολικών και δυτικών επαρχιών του Οθωμανικού κράτους, αλλά και από τα επικουρικά στρατεύματα που όφειλαν τα υποτελή Χριστιανικά κράτη να στέλνουν, υπολογίζεται ότι ανερχόταν σε περίπου 150.000. Συνίστατο δε από το πεζικό, το ιππικό, το πυροβολικό και τους ελαφρά οπλισμένους (τοξότες, σφενδονιστές, ακοντιστές). Οι πολεμιστές αυτοί ήταν πολύ καλά εξοπλισμένοι με κάθε είδους όπλο, αμυντικό ή επιθετικό.

Έφεραν ασπίδες μικρές και μεγάλες, επενδυμένες με σίδερο, κράνη, τόξα και βέλη, ξίφη και ο,τιδήποτε άλλο θεωρούνταν κατάλληλο για τειχομαχία. Εκτός όμως από τον τακτικό στρατό το κύριο σώμα του στρατού ακολουθούσε και ένας μεγάλος αριθμός σιτιστών, υπηρετών, τεχνιτών, αλλά και πλήθος ατάκτων, οι οποίοι ήθελαν να συμμετάσχουν στην τριήμερη λεηλασία, που είχε υποσχεθεί από πριν ο Σουλτάνος. Η προσδοκία της ανεξέλεγκτης αυτής διαρπαγής και λεηλασίας παντός αγαθού φαίνεται ότι αποτελούσε πολύ σοβαρό κίνητρο για μεγάλη μερίδα του Τουρκικού λαού κατά τις ημέρες εκείνες.

Επιπλέον είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς, ότι η εικόνα του Τουρκικού στρατού έξω από τα τείχη της Πόλης ήταν τόσο συγκεχυμένη, που ήταν αδύνατο, αν όχι ακατόρθωτο, να υπολογίσει κανείς με ακρίβεια τον αριθμό των πολεμιστών, αλλά και να τους διαχωρίσει από το πλήθος των βοηθητικών σωμάτων, που τους συνόδευαν. Οι παρατηρητές μπορούσαν να διακρίνουν από τον τρόπο της ενδυμασίας τους και από τα διαφορετικά χρώματα τα διάφορα σώματα του Τουρκικού στρατού.

Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος, με τον οποίο σχολιάζει ο Φλωρεντινός έμπορος Tetaldi, το ετερόκλητο αυτό πλήθος των πολεμιστών αναφέροντας τα εξής: «το ένα τέταρτο αυτών φορούσαν αλυσιδωτά πλέγματα ή δερμάτινους χιτώνες, πολλοί από τους άλλους ήταν οπλισμένοι όπως οι Γάλλοι, άλλοι σαν Ούγγροι και άλλοι πάλι, είχαν σιδερένια κράνη, Τουρκικά τόξα και βαλλίστρες. Οι υπόλοιποι στρατιώτες δεν έφεραν εξοπλισμό, εκτός από ασπίδες και γιαταγάνια – ένα είδος Τουρκικού σπαθιού.»

Τέλος κάτι άλλο που προκαλούσε έκπληξη σε όσους κοίταζαν από τα τείχη, ήταν ο πολύ μεγάλος αριθμός ζώων. Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει ότι «τα υποζύγια ήταν διπλάσια από τους ανθρώπους και ότι οι Τούρκοι ήταν τόσο προνοητικοί, ώστε να έχουν μαζί τους πάμπολλες καμήλες και μουλάρια με εφόδια, όχι μόνο για τα ίδια, αλλά και για τους άνδρες και τα άλογα, καθώς και ότι ο καθένας από αυτούς προσπαθούσε να κάνει επίδειξη, έχοντας μαζί του τα καλύτερα από τα ζώα του, άλογα, μουλάρια και καμήλες .»

Το θέαμα του πλήθους αυτού των πολεμιστών, των υποζυγίων, των ατάκτων, των ιππέων, το νέφος σκόνης, που προκαλούνταν από την κίνηση τους, η κλαγγή των όπλων, ο θόρυβος, που προκαλούσε αυτή η λαοθάλασσα, η αντήχηση των σαλπίγγων, ο χτύπος των τυμπάνων, αλλά και ο θόρυβος των υποζυγίων θα πρέπει να ήταν περίεργο αλλά ταυτόχρονα και τρομακτικό θέαμα για τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης και είναι πολύ δύσκολο, όπως αναφέρει ο ιστορικός G. Schlumberger, να το αναπλάσει κανείς στη φαντασία του. Συμπερασματικά, όσον αφορά τον τακτικό Τουρκικό στρατό καταλήγουμε στο εξής:

Κατά την έναρξη της πολιορκίας ήταν γύρω στις 150 με 160 χιλιάδες και επομένως δεχόμαστε ότι ο ιστορικός Barbaro βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια, ενώ είναι πολύ πιθανό ο αριθμός αυτός να αυξήθηκε σταδιακά φτάνοντας τις 200 χιλιάδες, καθώς η πολιορκία διήρκεσε σχεδόν δύο μήνες, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία σε διάφορους ηγεμόνες και στρατιωτικούς αρχηγούς, υποτελείς του Σουλτάνου να συγκεντρώσουν στρατό και να τον οδηγήσουν στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, με σκοπό να επωφεληθούν από την πιθανή άλωση της και να αποκτήσουν την εύνοια του Σουλτάνου.

Οι αμυνόμενοι από την άλλη πλευρά ήταν πολύ λιγότεροι και υποχρεούνταν να καλύψουν όλο το μήκος των χερσαίων τειχών. Για το λόγο αυτό η αμυντική δραστηριότητα περιορίστηκε στα χερσαία τείχη, εφόσον λόγω των αντίθετων θαλάσσιων ρευμάτων του στη θάλασσα του Μαρμαρά, δεν αναμενόταν σημαντική επιθετική δραστηριότητα. Αρχικά ο Αυτοκράτορας, όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, ζήτησε από τον πιστό του φίλο Γεώργιο Σφραντζή, να κάνει μία μυστική απογραφή των ανδρών που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και ήταν είτε έμπειροι στρατιώτες, είτε έστω ικανοί να πολεμήσουν.

Μετά το πέρας της δυσάρεστης αυτής υπηρεσίας τα αριθμητικά δεδομένα υπήρξαν απογοητευτικά, καθώς υπήρχαν μονάχα 7000 στρατιώτες, από τους οποίους οι 4973 ήταν Έλληνες και 2000 περίπου ξένοι, αριθμός μηδαμινός σε σχέση με το πολυάριθμο πλήθος των Τούρκων. Από αυτούς οι περισσότεροι Έλληνες δεν ήξεραν να πολεμούν και μάχονταν με ασπίδες, σπαθιά, ακόντια και τόξα περισσότερο βάσει ενστίκτου παρά ικανοτήτων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος ο Χίος.

Το λιμάνι στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου ανέλαβε να προστατεύσει ο Βενετός Γαβριήλ Τριβιζάνος με 50 άνδρες, ενώ παράλληλα ο κόλπος ασφαλίστηκε με μια αλυσίδα, όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, από τον Βαρθολομαίο Σολίγο, έπειτα από διαταγή του Αυτοκράτορα, η οποία τοποθετήθηκε στις 2 Απριλίου και με εννιά πλοία, τα οποία παρατάχθηκαν πίσω από αυτή υπό τις διαταγές του Diedo στις 9 του ίδιου μήνα.

Η αλυσίδα ήταν από τη μια μεριά σφηνωμένη στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, ενώ από την άλλη στο πύργο των παραθαλάσσιων τειχών του Γαλατά, στη συνοικία του Πέραν. Η άμυνα όμως των πολιορκημένων παρουσίαζε ένα σοβαρότατο μειονέκτημα, το οποίο δεν ήταν άλλο από την έλλειψη εφεδρειών, ώστε να καλύπτονται τα κενά. Υπήρχε μονάχα ένας μικρός αριθμός ιππέων οι οποίοι ήταν κατά πάσα πιθανότητα υπό τις εντολές του Λουκά Νοταρά και οι οποίοι περιέτρεχαν όλο το μήκος του τείχους ελέγχοντάς το. Στις 5 Απριλίου οι αμυνόμενοι κατέλαβαν τις θέσεις που τους είχε καθορίσει ο Αυτοκράτορας.

Ο Κωνσταντίνος με τις καλύτερες δυνάμεις του τοποθετήθηκε στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, απέναντι ακριβώς από το Σουλτάνο, καθώς πίστευε ότι εκεί θα ήταν το επίκεντρο των προσπαθειών των πολιορκητών, όπως πράγματι συνέβη. Ο ιστορικός Σφραντζής όμως μας παραθέτει και μία άλλη μαρτυρία σχετική με τον Αυτοκράτορα, σύμφωνα με την οποία ο Κωνσταντίνος έφιππος περιπολούσε μέρα και νύχτα τα τείχη και την πόλη, για να έχει τον πλήρη έλεγχο και να είναι γνώστης του τι συνέβαινε σε κάθε σημείο της πολιορκημένης Βασιλεύουσας.

Ο Ιουστινιάνης μαζί με 700 Γενουάτες βρισκόταν στα δεξιά του Κωνσταντίνου στην πύλη του Χαρισίου. Ο Ιουστινιάνης είχε καταφθάσει από τη Γένοβα στις 26 Ιανουαρίου του 1453, με δύο τεράστια πλοία, έχοντας βαρύ και αποτελεσματικό εξοπλισμό, συνοδευόμενος από ένοπλους νέους, γεμάτους πολεμικό μένος, όπως αναφέρει ο ιστορικός Δούκας. Ο ίδιος ο Ιουστινιάνης ήταν άνδρας ικανότατος, γενναίος και πολύ έμπειρος σε μάχες, το ίδιο και οι άνδρες του, που ήξεραν, όπως και ο αρχηγός τους, να μάχονται σε στεριά και θάλασσα.

Όταν ο γενναίος πολέμαρχος αντιλήφθηκε, ότι οι Τούρκοι εστίαζαν τις επιθέσεις τους στο σημείο, όπου βρισκόταν ο Κωνσταντίνος, ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές του Αυτοκράτορα. Άλλωστε, έχοντας την εμπιστοσύνη του Αυτοκράτορα, επενέβη πιο πριν στην άμυνα της Πόλης και εξόπλισε το χερσαίο τείχος και τις επάλξεις του με πετροβόλα μηχανήματα και άλλα μέσα. Επιπλέον διάλεγε ο ίδιος τους μαχητές και επέλεγε τις θέσεις, από όπου θα μάχονταν, καθοδηγώντας τους με ποιο τρόπο θα αντιμετώπιζαν τους επιτιθέμενους και θα υπερασπίζονταν τα τείχη.

Οι υπερασπιστές εξασκήθηκαν στο χειρισμό των όπλων, καθώς όλοι εκείνοι οι απλοί πολίτες, οι μοναχοί και οι εργάτες, θα αναλάμβαναν μαζί με τους λιγοστούς στρατιώτες, την προστασία και την άμυνα της πόλης και δεν είχαν την παραμικρή γνώση, όσον αφορά τα πολεμικά και τη στρατιωτική εκπαίδευση. Ακόμη και το λιμάνι εξασφάλισε με φορτηγά και πολεμικά πλοία και εξόπλισε το θαλάσσιο τείχος, όπως ακριβώς το χερσαίο. Ο Ιωάννης Ιουστινιάνης με τους 700 Γενουάτες και τα δύο πλοία με τα οποία έφτασε για να συνδράμει στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης, ήταν η μεγαλύτερη βοήθεια από όσες έλαβε η πολύπαθη Πόλη από την Ευρώπη.

Ο Αυτοκράτορας, επειδή είχε χαρεί με τον ερχομό του Ιουστινιάνη και επειδή αντιλήφθηκε τις στρατιωτικές ικανότητες του, τον διόρισε πρωτοστράτορα, δηλαδή γενικό αρχηγό του στρατού, αναθέτοντας του ποικίλες αρμοδιότητες στην οργάνωση της άμυνας και του υποσχέθηκε τη νήσο Λήμνο με χρυσόβουλο, αν σωζόταν η Κωνσταντινούπολη. Ο Σφραντζής αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συμπατριώτες του ήταν λιγοστοί, ανέθεσε τη φύλαξη καίριων θέσεων στα τείχη και σε ξένους.

Ο Ενετός Βάιλος Ιερώνυμος Μινότο βρισκόταν στο παλάτι των Βλαχερνών. Οι Καταλανοί ήταν υπεύθυνοι για τη φύλαξη της περιοχής του Βουκολέοντα μέχρι την περιοχή του Κοντοσκαλίου. Ο Ιάκωβος Κονταρίνι φύλαγε τα θαλάσσια τείχη μέχρι την περιοχή της Ψαμμαθίας και ο Γενουάτης Μανουήλ τη Χρυσή πύλη με τη συνοδεία 200 τοξοτών. Οι αδερφοί Παύλος και Αντώνιος Τρωίλο ανέλαβαν να προστατεύουν το Μυριάνδριο και κατάφεραν να αποκρούσουν πολλές επιθέσεις των Τούρκων.

Στο Θεόφιλο Παλαιολόγο ανατέθηκε η φύλαξη της πύλης της Πηγής (Σηλυβρίας), ενώ ο Θεόδωρος Καρυστηνός μαζί με το Γερμανό Ιωάννη Γκραντ βρίσκονταν στην Καλιγαρία πύλη. Οι Γενουάτες Ιερώνυμος και Λεονάρδος βρίσκονταν στην Ξυλόπορτα, ενώ ο καρδινάλιος Ισίδωρος ήταν επικεφαλής της φύλαξης της περιοχής του Κυνηγεσίου ως την περιοχή του Αγίου Δημητρίου. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη του Πετρίου ως την πύλη της Αγίας Θεοδοσίας. Τέλος τη φύλαξη της Ωραίας πύλης ανέλαβαν οι ναυτικοί από την Κρήτη.

Τα θαλάσσια τείχη ήταν αραιότερα επανδρωμένα. Οι άπειροι πολεμικά μοναχοί ανέλαβαν τη φύλαξη των θαλάσσιων τειχών από την πλευρά του Μαρμαρά, όπου δεν αναμενόταν σημαντική επίθεση. Στο λιμάνι του Ελευθερίου ήταν τοποθετημένος ο Ορχάν με τους Τούρκους στρατιώτες του. Κοντά στο Ιερό Παλάτι βρίσκονταν οι Καταλανοί με επικεφαλής τους τον Περέ Χούλια. Ο Ενετός Γαβριήλ Τριβιζάνος με 50 άνδρες, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη του λιμανιού στον Κεράτιο κόλπο.

Ο Αντώνιος Διέδο είχε αναλάβει τη διοίκηση των πλοίων στο λιμάνι. Ο Δημήτριος Καντακουζηνός και ο γαμπρός του Νικηφόρος Παλαιολόγος μαζί με 700 άνδρες αποτελούσαν απόσπασμα εφεδρείας έτοιμο να παρέμβει σε όποιο σημείο της πόλης υπήρχε ανάγκη. Υπήρχαν και άλλοι πολλοί επιφανείς Βυζαντινοί, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην άμυνα της Πόλης και οι οποίοι δεν κατονομάζονται είτε προφανώς γιατί δεν είχαν καταλάβει τόσο καίριες θέσεις, είτε για να μη γίνει η αφήγηση βαρετή.

Ο Barbaro, ο οποίος εστιάζει κυρίως στις θέσεις των συμπατριωτών του, αναφέρει ότι ο Αυτοκράτορας ανέθεσε τη φύλαξη τεσσάρων πυλών σε Βενετούς: τη Χαρσία πύλη στον Catarin Contarini, τη δεύτερη πύλη, την οποία δεν ονομάζει στον Fabruzi Corner, την τρίτη και επονομαζόμενη πύλη της Πηγής στον Nicolò Mozenigo και την τέταρτη και τελευταία, μπροστά από το παλάτι του Εβδόμου, στον Dolfin Dolfin.

Οι ευπατρίδες αυτοί της Βενετίας είχαν παρουσιαστεί αυτοπροσώπως στον Αυτοκράτορα και του είχαν ζητήσει να μεριμνήσει για τη φύλαξη των τεσσάρων πυλών και ο Αυτοκράτορας τους εμπιστεύθηκε δίνοντας στον καθένα το κλειδί της πύλης, που θα είχε στη δικαιοδοσία του και όπως αναφέρει ο Barbaro, τις φύλαγαν με επιμέλεια και με την καλύτερη δυνατή φρουρά.

Πέραν όμως των διαφορετικών στοιχείων, που παρουσιάζουν οι πηγές σχετικά με τις θέσεις των αμυνομένων, γεγονός το οποίο είναι εύλογο, αν σκεφτεί κανείς, ότι γίνονταν αναπροσαρμογές στις τάξεις των πολιορκημένων, είτε για να καλυφθούν κενά στην άμυνα, είτε γιατί υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη σε κάποια σημεία, λόγω ξαφνικών επιδρομών των Τούρκων, το ουσιαστικό είναι, ότι ο Αυτοκράτορας έπρεπε να περιοριστεί στο έμψυχο δυναμικό της πόλης του, καθώς ήταν δύσκολο να συγκεντρωθούν περισσότεροι στρατιώτες στην Κωνσταντινούπολη.

Ούτε η Πελοπόννησος ήταν σε θέση να στείλει στρατιώτες διότι βρισκόταν σε πόλεμο με τον Τουραχάν, πόλεμο τον οποίο είχε πολύ έξυπνα διατάξει ο Μωάμεθ, για να αποκόψει κάθε απόπειρα βοήθειας από το μόνο ζωτικό κομμάτι που ακόμη ανήκε στη δικαιοδοσία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Τουρκικός στόλος από την άλλη μεριά, που αποτελούνταν από 350 πλοία και άλλα μικρότερα, με αρχηγό τον ναύαρχο Μπαλτόγλου, έφτασε στις 12 Απριλίου και αγκυροβόλησε στο Διπλοκιόνιο.

Ο στόλος περικύκλωσε όλο το τείχος από τη μεριά της θάλασσας, από το ακρωτήριο της Χρυσής μέχρι το λιμάνι του Γαλατά. Η αποστολή του Τουρκικού στόλου ήταν να αποκλείσει την Πόλη από τη θάλασσα, ώστε να μην μπορεί να δεχτεί κανενός είδους βοήθεια, είτε αυτή ήταν στρατιωτική ενίσχυση, είτε ανεφοδιασμός με τρόφιμα ή πολεμοφόδια. Επιπλέον γινόταν προσπάθεια τα Τουρκικά πλοία να χτυπήσουν και να σπάσουν την αλυσίδα, που είχαν τοποθετήσει οι Βυζαντινοί στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου.

Ήταν η πρώτη φορά στη χιλιόχρονη ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που η Κωνσταντινούπολη ήταν αποκλεισμένη από τη μεριά της θάλασσας και αυτό το γεγονός, όπως ήταν επόμενο, δυσχέραινε τη θέση των αμυνομένων, καθώς η έλλειψη εφοδίων και τροφίμων ήταν πρόβλημα ζωτικής σημασίας, αλλά και από άποψη άμυνας τους ανάγκαζε να απασχολούν μέρος των ήδη λιγοστών δυνάμεων τους στα θαλάσσια τείχη.

 

ΟΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Σχετικά με το στρατό των αμυνόμενων, εγκυρότερη θεωρείται η αναφορά του Σφραντζή, ο οποίος ανέλαβε την καταμέτρηση των δυνάμεων κατ’ εντολή του αυτοκράτορα. Ο Σφραντζής αναφέρει 4.937 βυζαντινούς και περίπου 2000 ξένους. Από τους ξένους ξεχωρίζαν οι 700 κατάφρακτοι στρατιώτες που έφθασαν στην Βυζαντινή πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του 1453 με δύο Γενουατικά πλοία. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος απένειμε στον αρχηγό τους Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο.

Έμπειρος πολεμιστής, είχε τον τίτλο του πρωτοστάτορος (αρχιστρατήγου) και του ανέθεσε ο Αυτοκράτορας την άμυνα της πόλης. Σε κάθε περίπτωση ο συνολικός αριθμός δεν πρέπει να υπερέβαινε τους 8.500. Οι βυζαντινοί διέθεταν και πυροβολικό, μικρότερο σε μέγεθος διαμετρημάτων σε σχέση με το οθωμανικό. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις πρώτες μέρες τις πολιορκίας και μετά σίγησε λόγω της ελάχιστης ποσότητας πυρίτιδας και βλημάτων, αλλά και τις διαφωνίας στον τρόπο χρήσης αυτών των όπλων.

Στην αρχή τις πολιορκίας υπήρχαν στον Κεράτιο κόλπο 26 πλοία πολεμικά. Από αυτά 10 ανήκαν στο Βυζάντιο, 5 ήταν Βενετικά, 5 Γενοβέζικα, 3 Κρητικά, 1 από την Αγκώνα, 1 από την Καταλωνία και 1 από την Προβηγκία. Υπήρχαν επίσης μικρότερα σκάφη και εμπορικά πλοία των Γενοβέζων που ήταν ελλιμενισμένα στο Πέραν.

 

Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ

Στο μέσον του 15ου αιώνα δεν υπήρχε στρατός ανά τον κόσμο που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τη στρατιά του Μωάμεθ. Ο Σουλτάνος είχε μία τεράστια στρατιά για να παρατάξει μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, αλλά και την ιστορική δυναμική να ενισχύει τις δυνάμεις του. Ακόμα και τα Χριστιανικά έθνη της περιοχής έσπευσαν να στείλουν δυνάμεις στον Σουλτάνο, προσβλέποντας στην εύνοια της νέας τάξης πραγμάτων.

Στις 5 Απριλίου 1453 οι γενίτσαροι έστησαν τη σκηνή του Σουλτάνου απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, στην κοιλάδα του Λύκου. Το θέαμα που αντίκρισαν οι πολιορκημένοι ήταν επιβλητικό. Πίσω από τις κόκκινες σημαίες παρατάχθηκαν δεκάδες χιλιάδες άνδρες, έτοιμοι να απαντήσουν θετικά στην πρόκληση της τριήμερης λεηλασίας που υποσχέθηκε ο Σουλτάνος, σύμφωνα με το Μουσουλμανικό εθιμικό. Πόσοι ήταν; Δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση, κατά πάσα πιθανότητα ο Μωάμεθ πρέπει να διέθετε 250.000 άνδρες.

Αιχμή του δόρατος ήταν οι 12.000 γενίτσαροι, το επίλεκτο στρατιωτικό σώμα με εκπαιδευμένους άνδρες. Ακολουθούσαν οι 30.000 σπαχήδες, οι ιππείς, που ήταν εκπαιδευμένοι, αλλά οι συνθήκες της πολιορκίας δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη τους. Οι ιππείς του Σουλτάνου υποχρεώθηκαν να πολεμούν ως πεζικάριοι, ενώ σε ανοιχτό πεδίο μάχης διέθεταν συντριπτική υπεροχή έναντι των αντιπάλων τους. Ο Μωάμεθ ήταν ο πρώτος στρατηλάτης της ιστορίας που διέθετε δύναμη πυροβολικού.

Είχε προσλάβει έναν Ούγγρο τεχνίτη, τον Ουρμπάν, ο οποίος δούλευε για τους Βυζαντινούς, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως ο Σουλτάνος πλήρωνε καλύτερα. Ο Ουρμπάν και οι αξιωματικοί των Οθωμανών συγκρότησαν την πρώτη μοίρα πυροβολικού στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Αποτελείτο από 14 πυροβολαρχίες. Κάθε πυροβολαρχία είχε τέσσερα μεγάλα κανόνια και αρκετά μικρότερα, όλα παραταγμένα απέναντι από τα αδύναμα αρχαία τείχη της Κωνσταντινούπολης.

Απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού τοποθετήθηκε η μεγάλη μπομπάρδα, το τέρας που δημιούργησε ο Ουρμπάν για το Σουλτάνο. Ήταν ένα κανόνι που σκόρπισε τον τρόμο πολύ πριν εμφανιστεί έξω από τα τείχη. Η πρώτη βολή του έγινε στην Ανδριανούπολη και οι Βυζαντινοί είχαν πληροφορηθεί την ισχύ του. Η κάνη του είχε μήκος 8 μέτρα και μπορούσε να εκτοξεύσει μία πέτρα βάρους 250 κιλών σε απόσταση 1.500 μέτρων. Μέσα στα τείχη της Πόλης οι Χριστιανοί απηύθυναν κατάρες προς τον Ουρμπάν, τον εξωμότη.

Ο Ούγγρος σκοτώθηκε σε ατύχημα κατά τη διάρκεια μίας βολής. Οι Βασιβουζούκοι ήταν η αναλώσιμη δύναμη του Σουλτάνου, οι άτακτοι που έτρεχαν πρώτοι στα τείχη και είχαν ως σκοπό να κουράζουν τους αμυνόμενους και να προετοιμάζουν την επίθεση των σπαχήδων. Πολλοί ήταν άοπλοι, απλώς πετούσαν πέτρες και σίδερα προς τα τείχη κατά τις απελπισμένες επιθέσεις τους. Τα πτώματα τους έμεναν στην τάφρο που είχαν ανοίξει οι Βυζαντινοί και τα χρησιμοποιούσαν οι επιτιθέμενοι ως προγεφύρωμα.

Στη θάλασσα η υπεροχή του Σουλτάνου ήταν επίσης επιβλητική και ο αποκλεισμός αποτελεσματικός, αν και ένα περιστατικό οδήγησε στον ευτελισμό του Οσμανλίδικου στόλου και στην απομάκρυνση του Καπτάν Πασά, του Βούλγαρου Μπαλτάογλου. Οι ιστορικές αναφορές δεν συμφωνούν για το μέγεθος της ναυτικής δύναμης που είχε στη διάθεση του ο Μωάμεθ. Κάποιοι κάνουν λόγο για 300 καράβια, άλλοι περιορίζουν τον αριθμό στα 145. Κατά πάσα πιθανότητα υπήρχαν 15 γαλέρες και 80 φούστες. Τα υπόλοιπα ήταν παρανδαρίες και μπριγκαντίνια. Ο στόλος του Σουλτάνου έμεινε στην ιστορία για την επίδοση του… στην ξηρά.

Στις 22 Απριλίου, 72 πλοία διέσχισαν την ξηρά και έπεσαν από τον Βόσπορο στα νερά του Κεράτιου. Οι άνδρες του Σουλτάνου είχαν κατασκευάσει μία δίολκο μήκους 8 χιλιομέτρων που περνούσε από τους λόφους του Πέρα και κατέληγε στον Κεράτιο. Δύο μέρες νωρίτερα τέσσερα Χριστιανικά καράβια υπό την καθοδήγηση του καπετάνιου Φλαντανελά κατάφεραν να μπουν στον Κεράτιο ντροπιάζοντας όλο τον Τουρκικό στόλο. Ο Μπαλτάογλου απομακρύνθηκε και γλίτωσε το κεφάλι του χάρη στην παρέμβαση άλλων αξιωματούχων του Σουλτάνου.

 

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ

Η αφορμή για να συγκεντρώσει ο Μωάμεθ όλη του την προσοχή και όλες του τις δυνάμεις για την πολιορκία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης είχε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δοθεί. Αυτή ήταν η φιλοδοξία του από τη στιγμή που ανέβηκε στο Σουλτανικό θρόνο και είχε φθάσει η ώρα για την πραγματοποίηση της. Στις 26 Μαρτίου του 1452 ο Σουλτάνος κατέφθασε στην Ευρωπαϊκή ακτή του
Βοσπόρου με σκοπό να χτίσει ένα φρούριο , που θα του έδινε τη δυνατότητα να ελέγχει τα Στενά. Πριν από μερικές δεκαετίες άλλωστε, ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ είχε κατασκευάσει στην ανατολική ακτή το φρούριο Ανατολού Χισάρ.

Ελέγχοντας τα δύο αυτά καλά εξοπλισμένα φρούρια, θα μπορούσε να αποκόψει τον ανεφοδιασμό της Πόλης, αλλά και να στερήσει τα έσοδα από τους δασμούς που επέβαλε η Κωνσταντινούπολη στα πλοία, που ανεβοκατέβαιναν στο Βόσπορο. Αυτός ήταν άλλωστε ο στόχος, να εξαντληθεί δηλαδή η Πόλη από την έλλειψη τροφίμων και χρημάτων. Το χειρότερο όμως ήταν ότι το νέο φρούριο θα γινόταν η βάση από την οποία θα κατευθυνόταν η άλωση της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα έδωσε διαταγή να ετοιμαστεί μεγάλος στόλος.

Η φήμη της κατασκευής του φρουρίου είχε ήδη κυκλοφορήσει από τις αρχές του 1452, για αυτό και ο Κωνσταντίνος, που είχε κατανοήσει το σχέδιο του Σουλτάνου, έσπευσε να προσκαλέσει τους αδερφούς του στην Πελοπόννησο, να μεταβούν στην Κωνσταντινούπολη, για να ανανεώσουν τη συμφωνία που είχαν κάνει μεταξύ τους και να εξετάσουν από κοινού τις διαθέσεις του Σουλτάνου, αλλά και τι έπρεπε να πράξουν. Η φήμη αυτή προκάλεσε απελπισία στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, γιατί ήταν πλέον εμφανές, ότι αυτό ήταν το πρώτο βήμα προς την πολιορκία της Πόλης.

Ο Κωνσταντίνος έστειλε επιπλέον στο Μωάμεθ πρεσβεία, για να διαμαρτυρηθεί, καθώς η περιοχή στην οποία γινόταν η κατασκευή του φρουρίου, δεν ανήκε στη δικαιοδοσία του Σουλτάνου. Η απάντηση του Μωάμεθ υπήρξε αλαζονική και σκληρότατη σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα και έδειχνε ότι ο Σουλτάνος δεν είχε καμία διάθεση να υποχωρήσει γνωρίζοντας βέβαια πόσο ανίσχυροι ήταν οι Βυζαντινοί σε σχέση με τους Οθωμανούς του.

Όταν ο Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε την αντίδραση και την απάντηση που έδωσε ο Μωάμεθ στους απεσταλμένους του ο Αυτοκράτορας οργίστηκε και θέλησε να κηρύξει αμέσως πόλεμο εναντίον του Σουλτάνου. Πολλοί όμως από τους κληρικούς και λαϊκούς συμβούλους του, όντας ψυχραιμότεροι κατάφεραν να τον αποτρέψουν να πραγματοποιήσει το σκοπό του. Έπειτα από αυτό το γεγονός συνεχίστηκαν οι προπαρασκευές για την ανέγερση εκείνου του τόσο σημαντικού φρουρίου.

Όπως αναφέρει ο ιστορικός Δούκας στην ιστορία του «ο Μωάμεθ όταν άρχισε ο χειμώνας (1451‐1452) έστειλε διατάγματα και διαγγέλματα σε ανατολή και δύση, σε όλες τις επαρχίες, να συγκεντρώσουν χίλιους επαγγελματίες οικοδόμους, όπως επίσης και ισάριθμους εργάτες και ασβεστάδες. Διέταξε με λίγα λόγια να προετοιμάσουν κάθε αναγκαίο υλικό για μεταφορά, ώστε την άνοιξη να είναι έτοιμοι για να κατασκευάσουν φρούριο στο Ιερό Στόμιο, πάνω από την Πόλη».

Οι προετοιμασίες συνεχίζονταν αδιάκοπα και με την έναρξη της άνοιξης οι τεχνίτες κατέφθασαν έξω από την Κωνσταντινούπολη και άρχισαν οι εργασίες της ανοικοδόμησης. Ο ίδιος ο Μωάμεθ κατέφθασε από την Ανδριανούπολη, με σκοπό να επιβλέπει προσωπικά το χτίσιμο του φρουρίου. Η περιοχή που ορίστηκε ως καταλληλότερη για το χτίσιμο του φρουρίου ήταν μια απότομη ακτή κάτω από το Σωσθένιο, την οποία παλαιότερα ονόμαζαν Φονέα. Οι τεχνίτες που ανέλαβαν την κατασκευή του φρουρίου και οι εργάτες που ανέλαβαν τη μεταφορά οικοδομικών υλικών, όπως πέτρες και τούβλα, ήταν κυριολεκτικά αναρίθμητοι.

Ακόμη και οι άρχοντες βοηθούσαν σε αυτή τη διαδικασία. Τα υλικά τα έπαιρναν από ερείπια παλαιών ή αρχαίων ναών, οι οποίοι τύχαινε να βρίσκονται εκεί κοντά. Ο Δούκας αναφέρει και ένα επεισόδιο σχετικό με αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή κάποια μέρα και ενώ οι Τούρκοι μετέφεραν κολώνες από τα ερείπια του ναού του Ταξιάρχου Μιχαήλ, μερικοί από τους κατοίκους της Πόλης θεωρώντας ασεβή την πράξη αυτή βγήκαν από τα τείχη, για να τους εμποδίσουν. Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθούν από τους Τούρκους και να θανατωθούν.

Ο Μωάμεθ όμως, δεν έδειξε τη σκληρότητα και την αλαζονεία του σε αυτό μονάχα το περιστατικό, καθώς επέτρεπε στους άνδρες του, να λεηλατούν συστηματικά τα Ελληνικά χωριά και να σκοτώνουν τους κατοίκους, όταν αυτοί προέβαλαν αντίσταση, στην προσπάθειά τους να σώσουν τις περιουσίες και τις οικογένειες τους. Για αυτό το λόγο ο Αυτοκράτορας έσπευσε άλλη μία φορά να διαμαρτυρηθεί στο Σουλτάνο, αλλά η απάντηση του ήταν και πάλι κυνική και σκληρή.

«Οι κάτοικοι των χωριών είναι υποχρεωμένοι να αφήνουν ανενόχλητους τους άνδρες του και να τους παρέχουν ό, τι τους ζητηθεί». Και ενώ ο Κωνσταντίνος είχε παρακαλέσει το Σουλτάνο να φροντίσει για την ασφάλεια των αγροτικών πληθυσμών, που ζούσαν έξω από τα τείχη, πληροφορήθηκε για τη σφαγή 40 περίπου κατοίκων των Επιβατών, από τους γενίτσαρους του Σπεντιάρ, γαμπρού του Μωάμεθ, συζύγου της αδερφής του, εξαιτίας ασήμαντης αφορμής.

Και καθώς τέτοιου είδους περιστατικά με συμπλοκές Τούρκων και Χριστιανών αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο, ο Κωνσταντίνος έστειλε πρέσβεις στο Σουλτάνο και του ανακοίνωσε, ότι γνωρίζει τις προθέσεις του και ότι είναι αποφασισμένος να υπερασπιστεί την Πόλη και τους κατοίκους της μέχρι τέλους. Διέταξε ταυτόχρονα την κράτηση όλων των Τούρκων, οι οποίοι βρίσκονταν στην Πόλη. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και κάποιοι νεαροί ευνούχοι.

Αυτοί παρακάλεσαν κλαίγοντας τον Αυτοκράτορα, είτε να τους αφήσει να φύγουν, είτε να τους σκοτώσει, διότι αν επέστρεφαν στο σουλτάνου αργότερα από την προθεσμία, που τους είχε ορίσει, τους περίμενε θάνατος. Ο Κωνσταντίνος τους λυπήθηκε και τους άφησε να φύγουν. Έπειτα από τρεις ημέρες άφησε ελεύθερους και όλους τους υπόλοιπους αιχμαλώτους, ενώ ταυτόχρονα παρείχε άσυλο σε όλους τους δυστυχείς αγρότες, που ζούσαν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Κατόπιν έκλεισε τις πύλες της Πόλης.

Ο πόλεμος είχε και τυπικά αρχίσει. Τελικά κάτω από τη συνεχή πίεση του Σουλτάνου και το άγρυπνο βλέμμα του η κατασκευή του φρουρίου ολοκληρώθηκε σε διάστημα πέντε μόλις μηνών, στις 31 Αυγούστου του 1452. Όπως μας πληροφορεί ο Κριτόβουλος ο ίδιος ο Μωάμεθ ανέλαβε το σχεδιασμό του φρουρίου και καθόρισε την ακριβή του θέση. Αρχικά πήρε την ονομασία Πασχεσέν ή Μπογκάζ Κεσέν, που στα ελληνικά μεταφράζεται Λαιμοκοπία ή Κεφαλοκόπτης, ενώ αργότερα έμεινε γνωστό ως Ρούμελη‐Χισάρ.

Σύμφωνα με το χρονογράφο Barbaro το νεοανεγερθέν φρούριο είχε εξαιρετικές δυνατότητες, καθώς ήταν πολύ καλά οχυρωμένο και από τη στεριά αλλά και από την πλευρά της θάλασσας. Είχε αρκετά μεγάλο ύψος και πάχος περίπου τριάντα ποδών. Ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει επίσης, ότι είχε τρεις πύργους, τους δύο με μέτωπο προς το εσωτερικό, για να εξασφαλίζουν την άμυνα εναντίον
όσων πλησίαζαν προς τη θάλασσα, ενώ ο τρίτος ήταν παραθαλάσσιος και εξαιρετικά μεγάλου μεγέθους.

Οι πύργοι είχαν μολύβδινη στέγη και το πλάτος του τείχους, που τους περιέβαλε ήταν είκοσι δύο πόδια, ενώ το πλάτος των πύργων, όπως αναφέρει και ο Δούκας, ήταν τριάντα πόδια. Στον πύργο του Χαλίλ‐πασά τοποθετήθηκαν χάλκινοι σωλήνες, που ήταν ικανοί να εξαπολύουν πέτρες βάρους μεγαλύτερου των εξακοσίων λίτρων, ενώ ο γενικός διοικητής του φρουρίου Φερούζ‐Αγάς δεν θα επέτρεπε σε κανένα πλοίο, που ακολουθούσε τη διαδρομή Ελλήσποντος ‐ Εύξεινος Πόντος και αντίστροφα, να περάσει από το στενό χωρίς πρώτα να κατεβάσει τα πανιά και να πληρώσει φόρο.

Όλα τα πλοία που περνούσαν από το Βόσπορο θα έπρεπε να σταματούν εκεί και να πληρώσουν διόδια. Όποιο δεν σταματούσε θα βυθιζόταν από τα κανόνια, που είχαν τοποθετηθεί στα τείχη του φρουρίου. Οι χρονογράφοι Δούκας και Barbaro διασώζουν και ένα σχετικό περιστατικό, το οποίο αναφέρεται η βύθιση ενός Ενετικού πλοίου με κυβερνήτη κάποιον ονόματι Ρότζο από τους Τούρκους στις 26 Νοεμβρίου 1452.

Το πλοίο, το οποίο κατευθυνόταν από τον Εύξεινο πόντο προς την Κωνσταντινούπολη, φορτωμένο με κριθάρι, περνώντας από το Στενό δεν υπέστειλε τα ιστία του, με αποτέλεσμα να δεχθεί τον εκσφενδονισμό ενός τεράστιου λίθου, ο οποίος προκάλεσε τη βύθιση του. Το πλήρωμα, που αποτελούνταν από τον κυβερνήτη και τριάντα άνδρες κατόρθωσε να σωθεί και να βγει στη στεριά με μια βάρκα. Συνελήφθη όμως από τους Τούρκους και ο Μωάμεθ διέταξε να θανατωθούν.

Σχετικά με τον τρόπο της θανάτωσης τους ο Δούκας αναφέρει ότι οι ναύτες αποκεφαλίστηκαν και ο κυβερνήτης ανασκολοπίστηκε, ενώ ο Barbaro παραθέτει μια άλλη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία κάποιοι από τους άνδρες του πληρώματος σφαγιάστηκαν άγρια κομμένοι στα δύο με πριόνι. Όταν έγινε γνωστή η είδηση της σφαγής στη Βενετία, προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια και αλγεινή εντύπωση. Παρόλα αυτά όμως η Χριστιανική Ευρώπη δεν έκανε καμία προσπάθεια, να ξυπνήσει από το λήθαργο της και να δει κατάματα τον εχθρό, που βρισκόταν προ των πυλών και απειλούσε και τη δική της ειρήνη ευημερία.

 

ΤΟ ΚΑΝΟΝΙ ΤΟΥ ΟΥΡΒΑΝΟΥ

Πολύ σημαντικό ρόλο όσον αφορά την επιτυχία της πολιορκίας και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης φαίνεται ότι έπαιξε η απόκτηση, από την πλευρά των Τούρκων, μεγάλων και ισχυρών πυροβόλων ή κανονιών, με τα οποία ο Μωάμεθ κτύπησε τα τείχη της Πόλης προξενώντας πολλά ρήγματα και καταπονώντας τους πολιορκούμενους με τη συνεχή τους προσπάθεια να επισκευάσουν τις ζημιές. Ο Σουλτάνος υπήρξε ιδιαίτερα τυχερός στο σημείο αυτό.

Το καλοκαίρι του 1452 παρουσιάστηκε στην Κωνσταντινούπολη ένας Ούγγρος κατασκευαστής κανονιών ονόματι Ουρβανός, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος όμως, καθώς τα οικονομικά της Πόλης ήταν πενιχρά, δεν ήταν σε θέση να πληρώσει ούτε για το φαγητό του τεχνίτη, πόσο μάλλον για τις πρώτες ύλες, που χρειαζόταν για την κατασκευή. Απελπισμένος τότε ο Ουρβανός κατέφυγε στο Σουλτάνο.

Ο Μωάμεθ τον δέχτηκε με χαρά και έσπευσε να μάθει περισσότερα για την τέχνη του και ιδιαίτερα για το αν ήταν ικανός να κατασκευάσει ένα κανόνι, που να εκτοξεύει πολύ μεγάλο λίθο, κατάλληλο για το πάχος και την αντοχή των τειχών της Πόλης. Όταν ο Ούγγρος του δήλωσε, ότι ήταν ικανός, να φτιάξει ένα κανόνι, που θα μπορούσε να γκρεμίσει ακόμη και τα τείχη της Βαβυλώνας, ο Σουλτάνος τον προσέλαβε αμέσως δίνοντας του τέσσερις φορές μεγαλύτερο μισθό από εκείνον, που αν του τον έδινε ο Κωνσταντίνος, δεν θα εγκατέλειπε την Πόλη.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο ιστορικός Κριτόβουλος δεν κάνει καμία αναφορά στον Ούγγρο μηχανικό, ενώ κάνει λόγο για πολλούς κατασκευαστές που βρίσκονταν κοντά στο Σουλτάνο και επιπλέον η περιγραφή της κατασκευής και της λειτουργίας του κανονιού, την οποία παραθέτει είναι εξαιρετική. Αμέσως άρχισε η συγκέντρωση του χαλκού και ξεκίνησε η κατασκευή του τεράστιου κανονιού, η οποία και ολοκληρώθηκε μέσα σε διάστημα τριών μηνών. Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής ο Σουλτάνος θέλησε να δοκιμάσει τις δυνατότητές του, για να σιγουρευτεί, ότι ίσχυαν οι υποσχέσεις του τεχνίτη σχετικά με την απόδοση και την αξιοπιστία του καινούργιου όπλου.

Η δοκιμή σύμφωνα με το Δούκα έγινε στην Αδριανούπολη τον Ιανουάριο του 1453. Το κανόνι τοποθετήθηκε μπροστά από την πύλη της αυλής του παλατιού του Σουλτάνου και ήταν αυτό, που σύμφωνα με τον ιστορικό Runciman, βύθισε το πλοίο του Ρίτζο, το οποίο είχε προσπαθήσει να διαπλεύσει το Στενό, αγνοώντας τις διαταγές του Σουλτάνου. Ο πλοίαρχος και οι τριάντα ναύτες κατάφεραν να σωθούν με μία βάρκα. Όταν όμως βγήκαν στη στεριά, οι Τούρκοι τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν μπροστά στο σουλτάνο.

Ο ίδιος ο ναύαρχος θανατώθηκε διά ανασκολοπισμού, ενώ ο Σουλτάνος κράτησε έναν νεαρό, γιο του Δομήνικου Ντι Μαΐστρι και τον έκλεισε στο σεράι του. Από τους ναύτες άλλους τους θανάτωσε με βίαιο τρόπο και άλλους τους άφησε ελεύθερους να γυρίσουν στην Κωνσταντινούπολη. Αυτά συνέβησαν σύμφωνα με το Barbaro στις 26 Νοεμβρίου 1452, επομένως το πιο πιθανό είναι η βύθιση του Ενετικού πλοίου να μην προήρθε από το συγκεκριμένο κανόνι, καθώς αυτή προηγήθηκε της ολοκλήρωσης και της δοκιμής του.

Από την προηγούμενη ημέρα ειδοποιήθηκαν οι κάτοικοι της περιοχής, ώστε να μην ξαφνιαστούν από τον τρομερό θόρυβο, ούτε να αποβάλουν οι γυναίκες, οι οποίες βρίσκονταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Το πρωί της επόμενης μέρας πραγματοποιήθηκε η δοκιμή, η οποία αποδείχτηκε πολύ επιτυχημένη, καθώς ο κρότος ακούστηκε σε απόσταση εκατό σταδίων (που αντιστοιχεί σε περίπου είκοσι χιλιόμετρα) και ο λίθος προσγειώθηκε σε απόσταση ενός μιλίου (δηλαδή περίπου χίλια εξακόσια μέτρα), ενώ άνοιξε τρύπα βάθους μιας οργιάς (δηλαδή ένα μέτρο και ογδόντα εκατοστά) στο σημείο που έπεσε.

Μετά την επιτυχημένη δοκιμή ο Σουλτάνος διέταξε να μεταφερθεί το κανόνι έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Το εγχείρημα αποδείχτηκε πολύ δύσκολο δεδομένου των συνθηκών και των μέσων της εποχής εκείνης. Αρχές Φεβρουαρίου του 1453 άρχισαν οι προετοιμασίες για τη μεταφορά του νέου όπλου. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Δούκας χρειάστηκαν τριάντα άμαξες, τις οποίες έσερναν εξήντα βόδια, ενώ δίπλα από κάθε πλευρά του πυροβόλου προχωρούσαν διακόσιοι άνδρες, για να το ισορροπούν, ώστε να μη γλιστρήσει λόγω του τεράστιου όγκου και του μεγάλου βάρους του.

Ο ιστορικός Χαλκοκονδύλης, από την άλλη μεριά σημειώνει ότι επικεφαλής της πορείας για τη μεταφορά του κανονιού ορίστηκε ο Σαρατζά Πασάς, και διαφοροποιείται από το Δούκα, όσον αφορά τα αριθμητικά δεδομένα τα σχετικά με τον αριθμό των υποζυγίων και των ανδρών, που συνόδευαν το κανόνι. Ο Δούκας συνεχίζοντας τη διήγηση αναφέρει, ότι προπορεύονταν των αμαξών τριάντα τεχνίτες και διακόσιοι εργάτες, στους οποίους είχε ανατεθεί να εξομαλύνουν το δρόμο κατασκευάζοντας ξύλινες γέφυρες, όπου χρειάζονταν.

Το ταξίδι διήρκεσε περισσότερο από δύο μήνες, μέχρις ότου να φτάσει το κανόνι σε απόσταση πέντε μιλίων από την Πόλη. Σύμφωνα πάντως με τη μαρτυρία του Κριτόβουλου από όλα τα πυροβόλα του Μωάμεθ τρία ήταν τα πιο ισχυρά και μαζί με αυτά και το τεράστιο κανόνι του Ουρβανού και αυτά επιλέχθηκαν να τοποθετηθούν απέναντι από το Μεσοτείχιο, στην κοιλάδα του Λύκου, στο σημείο που θεωρούνταν το ασθενέστερο, εκεί όπου είχε στηθεί και η σκηνή του Σουλτάνου.

 

ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ

Όταν λοιπόν το κανόνι έφτασε στον καθορισμένο τόπο διατάχθηκε ο Καρατζιά ‐ Πασάς να έρθει εσπευσμένα ως επικεφαλής της φύλαξης του αλλά και για να μην επιτρέπει στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης να βγαίνουν έξω από τα τείχη της Πόλης. Από τις αρχές Μαρτίου ο Σουλτάνος διέταξε κήρυκες και αγγελιαφόρους να μεταβούν σε όλες τις επαρχίες και να καλέσουν όλους όσους ήθελαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινούπολης.

Πλήθος μισθοφόρων συνέρρεε και είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς τον ακριβή αριθμό όλων αυτών των τυχοδιωκτών, οι οποίοι έχοντας στο μυαλό τους το κέρδος από τη λεηλασία των αμύθητων, όπως πίστευαν, θησαυρών της θεοφύλακτης Πόλης, έφταναν κατά χιλιάδες να καταταγούν στο στρατό του Σουλτάνου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην υπηρεσία του Σουλτάνου είχαν σπεύσει πολλοί Χριστιανοί υπήκοοι, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος.

Στα τέλη Μαρτίου οι προετοιμασίες του Σουλτάνου είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί και η πομπή των απειράριθμων Τούρκων, η οποία συνόδευε το τεράστιο κανόνι, έφτασε σε απόσταση οκτώ περίπου χιλιομέτρων από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Οι ιππείς του Καρατζιά ‐ Πασά κατά την πορεία τους προς την Πόλη λεηλάτησαν και κατέλαβαν τις κωμοπόλεις και τις μικρότερες πόλεις της πεδιάδας της Θράκης προκαλώντας πανικό και τρόμο στον πληθυσμό.

Κάποιες από τις πόλεις που έτυχαν της καταστροφικής μανίας των του Τουρκικού στρατού ήταν ο Άγιος Στέφανος, οι Επιβάτες, η Αγχίαλος, η Βιζύη και άλλες. Εξαίρεση αποτελεί η Σηλυβρία, η οποία αντιστάθηκε σθεναρά στις επιθέσεις των Τούρκων. Στις πέντε Απριλίου το κύριο σώμα του Τουρκικού στρατού, το οποίο είχε ξεκινήσει από την Αδριανούπολη λίγες ημέρες πριν , φάνηκε μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης.

Ο Σουλτάνος Μωάμεθ έχοντας ξεκινήσει στις 23 Μαρτίου ακολουθούμενος από την προσωπική του φρουρά, 12.000 περίπου γενίτσαρους και μερικές χιλιάδες σπαχήδες εγκατέστησε την πολυτελή σκηνή και το στρατηγείο του στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου σχεδόν απέναντι από την περιώνυμη πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τα στρατεύματά του κατέλαβαν την εκτεταμένη και πολλών χιλιομέτρων γραμμή κατά μήκος του χερσαίου τείχους, η οποία ξεκινούσε από την Προποντίδα μέχρι τον Κεράτιο κόλπο.

Η ολοκληρωτική πολιορκία της Πόλης ξεκινά επομένως, σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα, στις έξι Απριλίου 1453, ημέρα Παρασκευή μετά το Πάσχα.

 

H ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΕΧΘΡΟΠΡΑΞΙΩΝ

Oι κάτοικοι της Πόλης μόλις είχαν προλάβει να γιορτάσουν το Πάσχα, όταν οι ορδές του Μωάμεθ άρχισαν να καταφτάνουν. Tα πρώτα τμήματα των προφυλακών των Οθωμανών φάνηκαν κοντά στα τείχη της πόλης στις 2 Απριλίου του 1453. Τμήματα ιππικού των Βυζαντινών έκαναν έξοδο και κατάκοψαν τους πρώτους Τουρκομάνους που αφίχθησαν, ωστόσο η ροή ανδρών ήταν σταθερή και σύντομα οι Βυζαντινοί επέστρεψαν στη – σχετική – ασφάλεια των τειχών, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτε περισσότερο από το να παρακολουθούν το μεγάλο στράτευμα να συγκεντρώνεται σιγά-σιγά.

Oι μάχιμοι άνδρες του Τουρκικού στρατού θα πρέπει να ήταν περί τους 100.000, ωστόσο το πλήθος που συγκεντρώθηκε έξω από τις πύλες της Βασιλεύουσας ήταν τουλάχιστον δύο φορές μεγαλύτερο O Κωνσταντίνος έβλεπε με απόγνωση το πλήθος των πολιορκητών να μαυρίζει τον ορίζοντα, αλλά δεν έχανε την ψυχραιμία του. Έδωσε εντολή να τοποθετηθεί η αλυσίδα στον Κεράτιο, φράζοντας έτσι τον κόλπο και εμποδίζοντας τους Τούρκους να κερδίσουν την πολυπόθητη γι’ αυτούς καθολική θαλάσσια κυριαρχία και να αποκλείσουν την πόλη απ’ όλες τις πλευρές.

Με τον τρόπο αυτό απεφεύχθη η επανάληψη του στρατηγήματος που είχαν χρησιμοποιήσει οι εισβολείς σταυροφόροι κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, όταν είχαν καταλάβει εξ εφόδου τα ασθενώς φυλασσόμενα θαλάσσια τείχη. H αλυσίδα, οι γενναίοι αλλά ολιγάριθμοι υπερασπιστές και τα επιβλητικά χερσαία τείχη ήταν τώρα τα μόνα εμπόδια ανάμεσα στην πόλη και στους εχθρούς. Tα τείχη της Κωνσταντινούπολης – με κύριο άξονα το Θεοδοσιανό τείχος – θεωρούνταν μακράν το καλύτερο δείγμα Μεσαιωνικής τοιχοποιίας.

Μέχρι τότε ήταν πρακτικώς απόρθητα, τουλάχιστον πριν από την έλευση της πυρίτιδας, όπως θα αποδεικνύονταν στη συνέχεια. Απλώνονταν σε μήκος έξι χιλιομέτρων, από τον Κεράτιο στο Μαρμαρά, σε τρία επάλληλα τμήματα, με μία τάφρο να εμποδίζει τους πολιορκητές να πλησιάσουν. Απέναντι στα τυπικά Μεσαιωνικά όπλα – καταπέλτες και πετροβόλους (trebuchets) – τα τείχη δεν είχαν φόβο, αρκεί να ήταν επαρκώς επανδρωμένα. Ωστόσο, αυτή δεν ήταν μια τυπική Μεσαιωνική πολιορκία.

Μια νέα εποχή ανέτειλε και ο ερχομός της σηματοδοτήθηκε από το βροντώδη ήχο τεράστιων μπρούτζινων ή σιδερένιων κυλίνδρων, που εκτόξευαν ογκώδη πέτρινα βλήματα με τόση δύναμη που κανένας καταπέλτης δεν μπορούσε να πετύχει. Στα κανόνια των Τούρκων δίκαια έχει πιστωθεί το μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας της πολιορκίας. Γνωστά είναι τα τρία μεγάλα κανόνια που είχε κατασκευάσει ο Ούγγρος μηχανικός Ουρβανός για τον Μωάμεθ.

Tο μεγαλύτερο από αυτά έριχνε βλήματα βάρους άνω του μισού τόνου, το δεύτερο μέχρι 360 κιλών και το τρίτο λίγο πάνω από 300. Oι Οθωμανοί όμως είχαν περισσότερα κανόνια. Σύμφωνα με τις πηγές, τα Οθωμανικά κανόνια ήταν περίπου 70, οργανωμένα σε 14 πυροβολαρχίες κατά μήκος των τειχών της Κωνσταντινούπολης. Tο σφυροκόπημα από τα κανόνια άρχισε από την 6η Απριλίου, όταν το σύνολο των πυροβολαρχιών είχε παραταχθεί και το Οθωμανικό στράτευμα είχε πάρει τις θέσεις του στη γραμμή που είχαν προετοιμάσει γι’ αυτό οι πολυάριθμοι εργάτες και συνοδοί.

Πριν από αυτό, ο Σουλτάνος, όπως επέβαλλε το τυπικό, έστειλε ένα τελευταίο μήνυμα στον Κωνσταντίνο, με το οποίο του ζητούσε να παραδοθεί, υποσχόμενος ότι σε μια τέτοια περίπτωση και σύμφωνα με τους νόμους των Μουσουλμάνων, δεν θα πείραζε τους πολίτες της Κωνσταντινούπολης ούτε τις περιουσίες τους. Σε διαφορετική περίπτωση, συμπλήρωνε, δεν θα έδειχνε τον παραμικρό οίκτο όταν θα έμπαινε στην Πόλη. Oι προτάσεις του απορρίφθηκαν από τον Αυτοκράτορα και τους πολίτες και η πολιορκία ήταν πλέον γεγονός.

Tο πρωί της 6ης Απριλίου ο Αυτοκράτορας βρέθηκε με το Λόνγκο, στον οποίο είχε ανατεθεί η ευθύνη υπεράσπισης του κεντρικού τμήματος του τείχους, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά τον εκκωφαντικό θόρυβο των Τουρκικών κανονιών, που ξεκίνησαν αργά αλλά σταθερά να αποσαθρώνουν τα τείχη και να δημιουργούν τη μία ρωγμή μετά την άλλη. Μάλιστα, ήδη από την πρώτη ημέρα του βομβαρδισμού προκάλεσαν την κατάρρευση ενός μικρού τμήματος του τείχους.

Την επομένη ο Μωάμεθ αποφάσισε να δοκιμάσει τις αντιστάσεις των Χριστιανών. Συγκέντρωσε ένα σώμα ατάκτων και τους έστειλε κατά του κέντρου του τείχους. Oι υπερασπιστές, χωρίς καν να χρειαστεί να συμπτυχθούν από το εξωτερικό τείχος, τους απώθησαν εύκολα προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες. Mετά από αυτό, η δραστηριότητα των επιτιθέμενων περιορίστηκε και οι Bυζαντινοί αποσύρθηκαν από τον “περίβολο” στο κυρίως τείχος.

O βομβαρδισμός ξανάρχισε με ιδιαίτερη σφοδρότητα στις 12 Απριλίου, αφού ο Μωάμεθ είχε δώσει εντολή για αναδιάταξη των πυροβολαρχιών βάσει των παρατηρήσεων από τις πρώτες βολές, και από εκεί και πέρα οι εκρήξεις των κανονιών και οι ξεροί ήχοι που έκαναν τα βλήματα πάνω στο τείχος, ήταν η καθημερινή συντροφιά των γενναίων υπερασπιστών έως την ημέρα που έπεσε η Πόλη. Ταυτόχρονα με τον από ξηράς βομβαρδισμό, οι θαλάσσιες δυνάμεις του Πορθητή έκαναν αλλεπάλληλες προσπάθειες να περάσουν την αλυσίδα και να εισέλθουν στον Κεράτιο.

Αλλά αποκρούονταν από τα πλοία των Βυζαντινών και των Ενετών που είχαν αναλάβει την υπεράσπιση του όρμου. Oι Τούρκοι, ίσως για να δείξουν στους Βυζαντινούς τι τους περίμενε μετά το πέρας της πολιορκίας, κατέλαβαν δύο μικρά οχυρά που βρίσκονταν εκτός των τειχών και τα επάνδρωναν ολιγομελείς φρουρές των Βυζαντινών και παλούκωσαν τους επιζώντες υπερασπιστές – περί τα 70 άτομα – μπροστά στα τείχη.

O βομβαρδισμός, παρά τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Οθωμανοί πυροβολητές, συνεχιζόταν ακατάπαυστα όλη μέρα και οι υπερασπιστές ήταν απασχολημένοι με το να προσπαθούν, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, να μπαλώνουν όπως – όπως τα χάσματα που εμφανίζονταν συνεχώς στα τείχη. Στις 18 Απριλίου, ο Μωάμεθ πίστεψε ότι θα μπορούσε να πάρει την Πόλη, θεωρώντας ότι η ζημιά στα τείχη ήταν ήδη σημαντική.

Επέλεξε ένα συγκεκριμένο τμήμα του τείχους στο Μεσοτείχιο και εξαπέλυσε εκεί μια μεγάλη επίθεση, στην οποία δεν συμμετείχαν πλέον τμήματα Βαζιβουζούκων αλλά τακτικοί πεζοί, με τους φανατικούς Γενίτσαρους να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Mε επικεφαλής τον γενναίο Τζουστινιάνι, οι Χριστιανοί κράτησαν τη θέση τους, απωθώντας τους Τούρκους που έρχονταν κατά κύματα. H μάχη κράτησε πάνω από 4 ώρες, πάνω από 200 Tούρκοι σκοτώθηκαν και πολλοί περισσότεροι τραυματίστηκαν, αλλά οι Eλληνες δεν υποχώρησαν ούτε εκατοστό.

Μάλιστα, σύμφωνα με τον Βενετό αυτόπτη μάρτυρα, Νικολό Μπαρμπάρο, ούτε ένας Έλληνας ή Ιταλός δεν σκοτώθηκε σε αυτήν την επίθεση. Mία μικρή αχτίδα φωτός για το Χριστιανικό στρατόπεδο έλαμψε όταν τρία Γενουάτικα πλοία και ένα Βυζαντινό, αψηφώντας την τεράστια Τουρκική αρμάδα, πέρασαν στον Κεράτιο φέρνοντας τρόφιμα και άλλες προμήθειες.

Στη ναυμαχία που ακολούθησε και στην οποία συμμετείχαν Βενετικά πλοία από την άμυνα της πόλης, σκοτώθηκαν πάνω από 100 Τούρκοι ναύτες, ενώ τα πλοία διέσπασαν τον αποκλεισμό και οι πολιορκημένοι αναθάρρησαν για λίγο, προσβλέποντας σε ακόμη μεγαλύτερη βοήθεια από τον έξω κόσμο, που θα τους έδινε τη νίκη σε αυτήν τη μάχη ζωής και θανάτου. Αλλά αυτό ήταν μόνο ένα μικρό φωτεινό διάλειμμα στις έξι εβδομάδες απελπιστικής βεβαιότητας ότι το τέλος ήταν κοντά.