Η Άλωση της Κων/πόλεως – Β’

”Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ”

O Κλοιός σφίγγει

Αφού τιμώρησε (δεν τον αποκεφάλισε, μετά τα παρακάλια των αξιωματούχων του, αλλά τον καθαίρεσε και τον μαστίγωσε) τον Βούλγαρο ναύαρχο Μπάρτογλου για την αποτυχία του ενάντια στα τέσσερα Χριστιανικά πλοία, ο Μωάμεθ αποφάσισε να αλλάξει πορεία. Κατανοούσε ότι για να εξασφαλίσει τον πλήρη αποκλεισμό της Πόλης, έπρεπε να ελέγξει τον Χρυσόκερο, τον Κεράτιο κόλπο. H αλυσίδα που έφραζε την είσοδο, σε συνδυασμό με τα ισχυρά πλοία που τη φρουρούσαν, έμοιαζε αδύνατο να παραβιαστεί. Oπότε, παίρνοντας παράδειγμα από παρόμοιες ενέργειες που είχαν γίνει παλιότερα από Ιταλούς και Άραβες, αποφάσισε να προχωρήσει στην υπερνεώλκηση (ρυμούλκηση διά ξηράς) τμήματος του στόλου του διαμέσου της “κοιλάδας των Πηγών”.

Επρόκειτο για ένα τεράστιο έργο, αλλά οι δυνατότητες των Οθωμανών σε ανθρώπινο δυναμικό ήταν σχεδόν ανεξάντλητες. Tα πληρώματα των πλοίων και χιλιάδες από τους εργάτες που συνόδευαν το στράτευμα, ξεκίνησαν το κολοσσιαίο έργο της υπερνεώλκησης 72 από τα μικρότερα πλοία των Oθωμανών στον Kεράτιο. Tο πρωί της 23ης Απριλίου το σύνολο των πλοίων βρισκόταν πλέον στον κόλπο. Oι Βυζαντινοί είχαν χάσει τον έλεγχο του Κεράτιου και ο Οθωμανικό κλοιός είχε σφίξει γύρω από την Πόλη σαν μέγκενη που απειλούσε να συνθλίψει τους υπερασπιστές της. Tο σχέδιο του Ενετού Τζιάκομο Κόκο να πυρποληθούν τα πλοία των Οθωμανών που είχαν περάσει στον Κεράτιο τέθηκε σε εφαρμογή.

Αλλά το αποτέλεσμα ήταν η απώλεια δύο Χριστιανικών πλοίων – το ένα μάλιστα, όπου επέβαινε ο Κόκο, βυθίστηκε αύτανδρο. Σύμφωνα με τις πηγές, ένας Γενουάτης εξωμότης, έμπορος από το Πέραν, ήταν εκείνος που ενημέρωσε τον Μωάμεθ για το σχέδιο και γι’ αυτό οι τολμηροί μπουρλοτιέρηδες απέτυχαν. Για μερικές ημέρες τα πράγματα ηρέμησαν, καθώς εκτός από τους συνεχείς κανονιοβολισμούς και κάποιες σποραδικές απόπειρες των Τουρκικών πλοίων να προσεγγίσουν τα θαλάσσια τείχη από την πλευρά του Κεράτιου, δεν υπήρξε άλλη αξιοσημείωτη δραστηριότητα.

Καθώς η βοήθεια που περίμεναν οι πολιορκημένοι από τη Βενετία δεν ερχόταν, ο Αυτοκράτορας έστειλε ένα πλοίο υπό Τουρκική σημαία, με πλήρωμα δώδεκα εθελοντές ντυμένους με Τουρκικές στολές, για να αναζητήσει νέα για το στόλο που είχαν ζητήσει ο Αυτοκράτορας και οι Βενετοί της Πόλης από το Συμβούλιο της Γαληνότατης. H αγωνιώδης αναμονή επέφερε τη διάλυση στις Χριστιανικές τάξεις, καθώς η διαρκής έχθρα μεταξύ Γενουατών και Ενετών είχε εξελιχθεί σε ανοιχτή διαμάχη και η ενδοχριστιανική έριδα έμοιαζε αγριότερη από εκείνη έξω από τα τείχη.

H παρέμβαση του Αυτοκράτορα έθεσε τέρμα στις ανοιχτές κατηγορίες και στους τσακωμούς, ωστόσο τα προβλήματα συνεννόησης μεταξύ των Ιταλών παρέμεναν.

 

OΙ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΞΑΝΑΡΧΙΖΟΥΝ

Για μερικές ημέρες το μεγάλο (“Βασιλικό”) κανόνι του Ουρβανού είχε σιγήσει, εξαιτίας τεχνικών προβλημάτων (παρουσίασε ρωγμές λόγω υπερθέρμανσης από τη συνεχή χρήση). Όμως την 6η Μαΐου άρχισε ξανά να εκσφενδονίζει τεράστιους ογκόλιθους στο τείχος. Oι υπερασπιστές παρατήρησαν μία αυξανόμενη κινητικότητα στις Τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν έξω από το τείχος, ενώ ταυτόχρονα τα πλοία στον Κεράτιο έδειχναν σημάδια κινητοποίησης.

Φαινόταν ότι προετοιμαζόταν επίθεση των Οθωμανών και πραγματικά, την αυγή της επομένης, 7 Μαΐου, ο Σουλτάνος έστειλε ένα μεγάλο τμήμα του στρατού να επιτεθεί στα τείχη. Περνώντας μέσα από την, παραγεμισμένη, με τα υλικά από το τείχος που κατέρρεε, τάφρο, οι Τούρκοι έβαλαν ξανά στόχο το Μεσοτείχιο. H επίθεση ήταν σύντομη, αφού κράτησε μόλις τρεις ώρες, αλλά εξαιρετικά σφοδρή. Tο τείχος στο σημείο αυτό ήταν ερείπιο και οι υπερασπιστές χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τους επιτιθέμενους επί ίσοις όρους.

Στην τρομερή μάχη διακρίθηκε ένας Έλληνας υπό το όνομα Ρανγάβος, που φέρεται να έκοψε στα δύο με μία σπαθιά το σημαιοφόρο του Σουλτάνου, Αμίρ Mπέη, πριν περικυκλωθεί και ο ίδιος από τα στίφη των Τούρκων και φονευθεί. Oι Χριστιανοί κατάφεραν να κρατήσουν για άλλη μία φορά, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερες απώλειες στους Τούρκους. O Μωάμεθ άρχιζε να γίνεται ανυπόμονος και προβληματιζόταν με την αντοχή των υπερασπιστών.

Ξημερώνοντας η 12η Μαΐου, ο Μωάμεθ έριξε σχεδόν το μισό στράτευμά του σε άλλη μία σφοδρή επίθεση, αυτή τη φορά στο τμήμα του τείχους των Βλαχερνών, κοντά στην ένωση με το Θεοδοσιανό τείχος. Στην τρομερή μάχη που ακολούθησε, οι Χριστιανοί κατόρθωσαν για μία ακόμη φορά να αποκρούσουν την έφοδο, χάρη στην έγκαιρη άφιξη των ενισχύσεων υπό τον Θεόδωρο Καρυστινό. H απελπισία άρχισε να γίνεται εμφανής στα πρόσωπα των πολιορκημένων και κάποιοι πρότειναν ακόμη και μαζική έξοδο, με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα, κάτι που απορρίφθηκε από εκείνους που προσέβλεπαν ακόμη σε έξωθεν βοήθεια.

Oι Τούρκοι, βλέποντας ότι τα τείχη, παρά τον σφοδρότατο βομβαρδισμό, πρόσφεραν ακόμη κάλυψη στους υπερασπιστές της πόλης, είχαν ξεκινήσει ήδη από εβδομάδες να σκάβουν σήραγγες για να τα υπονομεύσουν. Σέρβοι και Βόσνιοι μεταλλωρύχοι είχαν αναλάβει απρόθυμα το τρομερό καθήκον και έσκαβαν σήραγγες κάτω από τα θεμέλια των τειχών. Στην αντιμετώπιση αυτής της απειλής εξέχοντα ρόλο έπαιξε ο Ιωάννης Γκραντ, μηχανικός που είχε έλθει στην Πόλη από τη Γερμανία, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ήταν Σκωτσέζικης καταγωγής.

Υπό την καθοδήγησή του οι Βυζαντινοί, αφού ανακάλυπταν τις στοές των Οθωμανών, έσκαβαν δικές τους και απέκρουαν τους εισβολείς, βάζοντας φωτιά στα υποστηρίγματα των “λαγουμιών” των Τούρκων. Tο σκηνικό αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές. O Μωάμεθ είχε πια ουσιαστικά σταματήσει τις εφόδους και προσπαθούσε με διάφορα τεχνάσματα να πετύχει την εκπόρθηση της πόλης. Πέρα από τις στοές, που συνέχιζαν να σκάβονται σχεδόν καθημερινά, οι Τούρκοι ξεκίνησαν να κατασκευάζουν στις 19 Μαΐου μία πρόχειρη γέφυρα στον Κεράτιο, από το Γαλατά στα τείχη της πόλης, θέλοντας προφανώς να συνδυάσουν την επίθεση στο θαλάσσιο τμήμα του τείχους με τις χερσαίες επιχειρήσεις.

Ωστόσο, δεν φαίνεται αυτή η γέφυρα να ολοκληρώθηκε ή να χρησιμοποιήθηκε ποτέ στις συγκρούσεις. Επίσης, ένας τεράστιος πολιορκητικός πύργος που κατασκεύασαν οι Οθωμανοί για να επιτεθούν κατά των τειχών, ανατινάχθηκε από μία ομάδα αποφασισμένων Βυζαντινών κατά τη διάρκεια της νύχτας. Στις τελευταίες φάσεις της πολιορκίας υπερφυσικά σημάδια, όπως τουλάχιστον τα ερμήνευσαν οι πολιορκημένοι, ξύπνησαν δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις: Mία απόκοσμη ομίχλη, εντελώς εκτός εποχής, έπεσε στην πόλη και στα περίχωρα.

Mία περίεργη λάμψη φώτισε την εκκλησία της Αγιάς Σοφιάς και, το χειρότερο απ’ όλα, τη νύχτα της 24ης Μαΐου, μια έκλειψη της Σελήνης σκοτείνιασε τον ουρανό και τρόμαξε τους χριστιανούς, θυμίζοντας στους γηραιότερους μια προφητεία ότι “η πόλη δεν θα πέσει όσο το φεγγάρι βρίσκεται στον ουρανό”. Μια τρομερή καταιγίδα διέκοψε τη λιτανεία και την περιφορά της εικόνας της Θεοτόκου την επομένη. Και σαν να μην έφθανε αυτό, στην ίδια λιτανεία η εικόνα της Παναγίας γλίστρησε από τη θήκη της και έπεσε.

Tα σημάδια ήταν πλέον εμφανή, οι περισσότεροι άρχισαν να πιστεύουν ότι η πόλη θα πέσει και ο Τούρκος θα πατήσει την Αγία Σοφία. Aκόμη όμως δεν είχαν δει τα χειρότερα, ένα σημάδι ούτε θεόσταλτο ούτε υπερφυσικό. Oι Βυζαντινοί και οι Ιταλοί παρατήρησαν ένα μικρό πλοίο να προσεγγίζει τον Κεράτιο. Tα μεγαλύτερα τουρκικά πλοία προσπάθησαν να το αναχαιτίσουν, αλλά οι ικανοί ναυτικοί που το οδηγούσαν τα απέφευγαν με μαεστρία.

Oταν άνοιξαν την αλυσίδα για να περάσει το πλοίο, είδαν ότι επρόκειτο για το μπρίκι που είχαν στείλει λίγες ημέρες πριν να εντοπίσει τον Ενετικό στόλο που θα ερχόταν για να λύσει την πολιορκία. Tα νέα που έφερναν οι γενναίοι ναυτικοί ήταν τρομερά. Aν και είχαν χτενίσει το Βόρειο Αιγαίο απ’ άκρη σε άκρη και είχαν ρωτήσει παντού, κανένα νέο για ενετικό στόλο δεν υπήρχε, ούτε φυσικά σημάδι του ίδιου του στόλου – ο οποίος είχε σταθμεύσει στη Στερεά Ελλάδα. Ωστόσο, η κατάσταση στο μουσουλμανικό στρατόπεδο δεν ήταν ιδανική.

O Μωάμεθ άρχιζε να έχει αμφιβολίες για το πόσο εύκολο ήταν, τελικά, να πάρει την Πόλη, ενώ πράκτορές του που είχαν μόλις αφιχθεί από τη Δύση, ανέφεραν ότι ένας μεγάλος Ενετικός στόλος βρισκόταν καθ’ οδόν για το Βόσπορο. Μαζί με τις γκρίνιες των στρατιωτών του αλλά και ορισμένων συμβούλων του – με πρώτο το μεγάλο βεζίρη – ο Μωάμεθ πείστηκε να δώσει ακόμη μία ευκαιρία στους πολιορκημένους να του παραδώσουν την πόλη. Mία αντιπροσωπία στάλθηκε και έφερε μαζί της έναν πρέσβη.

Στον τελευταίο ο Μωάμεθ έκανε για μία ακόμη φορά μια πρόταση που, προφανώς, στον ίδιο φαινόταν γενναιόδωρη, με δεδομένο ότι ήδη πολιορκούσε την Πόλη για πάνω από ενάμιση μήνα. Αν οι υπερασπιστές δέχονταν ακόμη και τώρα να παραδώσουν την Κωνσταντινούπολη, θα τους επιτρεπόταν να φύγουν μαζί με τις οικογένειες και τα υπάρχοντά τους και όσους κατοίκους το επιθυμούσαν.

O Κωνσταντίνος θα μπορούσε να εγκατασταθεί στο Μοριά και να ζήσει εν ειρήνη το υπόλοιπο του βίου του. O γενναίος αυτοκράτορας έδωσε τη μόνη απάντηση που θα μπορούσε: ότι αρνείται να παραδώσει την Πόλη και ότι εκείνος και όλοι οι υπερασπιστές προτιμούν να πεθάνουν παρά να αφεθούν στα χέρια του – άλλωστε, η φήμη του Μωάμεθ δεν ήταν τέτοια που μπορούσε να πείσει τους υπερασπιστές ότι θα τηρούσε το λόγο του. Την επομένη, Σάββατο 25 Μαΐου, ο Μωάμεθ συγκάλεσε τους υπουργούς του και τους στρατιωτικούς διοικητές του.

H αμφιβολία είχε αρχίσει να κατατρώει το σουλτάνο και ήθελε να μοιραστεί το βάρος της ευθύνης. O Χαλίλ, ο γηραιός βεζίρης, θέλησε να πετύχει έστω και αυτήν τη στιγμή τη λύση της πολιορκίας, όμως ο Zαγανός Πασάς μίλησε ένθερμα για τη μοίρα του Μωάμεθ και τον συνέκρινε με το Μέγα Αλέξανδρο, διαβεβαιώνοντας ότι οι άνδρες θέλουν να επιτεθούν άμεσα στην Πόλη. O Μωάμεθ δεν χρειάστηκε και πολλή ώρα για να αποφασίσει. Ανακοίνωσε ότι η επίθεση στα τείχη θα γίνει μόλις ολοκληρωθούν οι προετοιμασίες. Η τύχη της Πόλης είχε σφραγιστεί.

 

ΟΙ ΔΗΜΗΓΟΡΙΕΣ ΜΩΑΜΕΘ Β’ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ

”Εάν την Πόλιν Νικήσω, σκεφτόταν ο Μωάμεθ κατά το χρονογράφο Σφραντζή, υπέρ πάντας τους προ εμού ήδη εποίησα, διότι αυτοί μεν κατά τήσδε της πόλεως πολλάκις πειραθέντες ουδέν εκατόρθωσαν”. Με αυτή την ελπίδα ξεκίνησε την πολιορκία της Βασιλεύουσας, που εδούλωσε σχεδόν πάσαν την υφήλιον, ώστε να ξεπεράσει σε δόξα τον πατέρα του Μουράτ και τους άλλους προγόνους του.

Ο πολυήμερος αποκλεισμός της πόλης και οι προσπάθειες για την εκπόρθηση των τειχών δεν είχαν ακόμη δώσει σάρκα και οστά στο όνειρό του, όταν τη νύχτα της 28ης Μαΐου, που βρήκε τους λιγοστούς υποστηρικτές εξαντλημένους, μα απελπισμένα επίμονους, και τους πολιορκητές αποθαρρυμένους ύστερα από συνεχείς ανεπιτυχείς εφόδους, τα σημάδια του ουρανού έδειξαν πως η μέρα που θα ξημέρωνε έμελλε να είναι καθοριστική. Κατά την παλιά συνήθεια να απευθύνονται οι αρχηγοί στο στρατό τους πριν από μία μεγάλη μάχη.

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και ο Μωάμεθ φαίνεται πως μίλησαν στους πολεμιστές τους, αποτυπώνοντας στους λόγους τους το ήθος και τα ιδανικά, τις δοξασίες και τις ελπίδες δύο κόσμων, που η τύχη το ’φερε να άρχονται από δύο μεγάλους ηγέτες. Η ιστορικότητα των δημηγοριών αμφισβητείται, καθώς βασικές πηγές της εποχής αποσιωπούν το γεγονός και σημαντικοί ιστορικοί της Άλωσης δεν αναφέρουν τίποτα σχετικά. Έχουν εκφραστεί αμφιβολίες για το αν εκφωνήθηκαν οι λόγοι και, στην περίπτωση που η απάντηση στο ερώτημα είναι καταφατική, αν το περιεχόμενο είναι αυτό που παρέδωσε εκτενώς ο Κριτόβουλος για τον Μωάμεθ και ο Σφραντζής για τον Κωνσταντίνο.

Έχει υποστηριχθεί ότι η φιλοτουρκική στάση του Κριτόβουλου οδήγησε τον Ίμβριο ιστορικό να αποδώσει στο Σουλτάνο λόγια με τα οποία εξέφραζε προσωπική άποψη, ενώ ο μοναχός στα τελευταία χρόνια της ζωής του Σφραντζής, στην ουσία, επανέλαβε όσα ανέφερε ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος ο Χίος, διασώζοντας περισσότερο μία ομιλία καλογερική, παρά το λόγο ενός βασιλιά και στρατιωτικού αρχηγού, που θεωρήθηκε και ως «επικήδειος λόγος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».

 

ΜΩΑΜΕΘ : Δόξα Φήμη και Πλιάτσικο

Σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, ο Μωάμεθ συγκάλεσε την προπαραμονή της μεγάλης επίθεσης, πάντας τους εν τέλει τε και περί αυτόν, … το δε άγημα του στρατού και την περί αυτόν πάσαν ύλην, και τους μίλησε συνετά, με λόγια που έδειχναν πως, παρά το νεαρό της ηλικίας του, μπορούσε να ξεπεράσει τις προσωπικές φιλοδοξίες, να είναι λιτός και συγκρατημένος. Αναφέρθηκε στην τόλμη και στην ανδρεία τους, θυμίζοντας πως όσα ως τότε είχαν κατακτήσει δεν τους χαρίστηκαν, αλλά ήταν άθλα της αρετής τους.

Απαρίθμησε τα οφέλη, αν κατόρθωναν να κυριεύσουν την Πόλη: πλούτη κάθε είδους από παλάτια και αρχοντόσπιτα, χρυσά και αργυρά αναθήματα, κειμήλια, πολύτιμα πετράδια και μαργαριτάρια, γενναίοι άρχοντες που θα γίνονταν δούλοι, γυναίκες και παιδιά που οι κατακτητές θα απολάμβαναν μετά τη μεγάλη νίκη. Υποσχέθηκε τριήμερη λεηλασία της Βασιλεύουσας, απόλαυση υλικών αγαθών σε ένα καταπονημένο στράτευμα, που έπρεπε την επομένη με κάθε τρόπο να νικήσει. Δεν υπήρχε καλύτερη κινητήρια δύναμη για ένα μεγάλο αγώνα από το ξύπνημα των επιθυμιών.

Θεωρώντας όμως υποτιμητικό οι στρατιώτες του να πολεμούν μόνο γι’ αυτά, φρόντισε να ξυπνήσει και τη φιλοδοξία τους, τονίζοντας το μέγιστο αγαθό: πόλιν τοιαύτην αιρήσετε ης το κλέος πάσαν επήλθε την οικουμένην. Δόξα, λοιπόν, και φήμη θα αποκτούσαν αν κατόρθωναν αυτό που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε φανεί ακατόρθωτο. Για να τους τονώσει περισσότερο, περιέγραψε με ζοφερό τρόπο την κατάσταση των τειχών και των πολιορκημένων.

Προσπάθησε να δείξει πόσο εύκολη λεία θα ήταν οι λιγοστοί άντρες που έστεκαν πίσω από τα μισογκρεμισμένα τείχη. και πριν απευθυνθεί σε κάθε έναν χωριστά στους ανώτατους αρχηγούς του στρατού και του στόλου, θύμισε πως του καλώς πολεμείν τρία είναι τα αίτια, το τε εθέλειν και το αισχύνεσθαι και το τοις άρχουσι πείθεσθαι. Έδωσε τις τελευταίες οδηγίες και τους προέτρεψε να διαλυθούν, να δειπνήσουν και να αναπαυθούν.

ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ : Πίστη Τιμή και Πατρίδα

Από την άλλη μεριά των τειχών, το βράδυ της Δευτέρας 28 Μαΐου, όπως διηγείται ο Σφραντζής, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν ο πρωταγωνιστής συγκινητικών και κρίσιμων σκηνών. Οι φωνές των απίστων, όμοιες με βουητό τρικυμισμένης θάλασσας, έδωσαν στους πολιορκημένους να καταλάβουν ότι η γενική επίθεση θα γινόταν την επόμενη μέρα. Με προτροπή του Αυτοκράτορα, ιερωμένοι κρατώντας εικόνες και λάβαρα οδήγησαν τα γυναικόπαιδα σε μία λιτανεία ολόγυρα στα τείχη, παρακαλώντας το Θεό να μην τους παραδώσει στα εχθρικά χέρια.

Ο Παλαιολόγος συνάξας πάντας τους εν τέλει άρχοντας και αρχομένους δημάρχους και εκατοντάρχους και ετέρους προκρίτους στρατιώτας τέλεσε – θα λέγαμε – ένα μυστήριο. Με λόγια σεμνά, γεμάτα ταπεινοσύνη, απευθύνθηκε στους συστρατιώτες του:

«Γνωρίζετε πολύ καλά αδελφοί μου ότι είμαστε υποχρεωμένοι για τέσσερα πράγματα να πολεμήσουμε μέχρι θανάτου: πρώτο, για την πίστη και τη θρησκεία μας, δεύτερο για την πατρίδα μας, τρίτο για το βασιλέα μας, τον αντιπρόσωπο του Κυρίου, και τέταρτο για τους συγγενείς και φίλους μας. Λοιπόν, αδελφοί μου, εάν οφείλουμε να αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου για ένα από αυτά τα τέσσερα ιδανικά, πρέπει να είμαστε πολύ περισσότερο πρόθυμοι να δώσουμε τη ζωή μας και για τα τέσσερα μαζί».

 

Οι Βυζαντινοί έπρεπε να πολεμήσουν και να νικήσουν για τα μεγάλα ιδανικά και όχι για απολαύσεις και πρόσκαιρη επίγεια δόξα. Αν ηττούνταν θα έχαναν την πίστη, την ένδοξη πατρίδα και την ελευθερία, το άλλοτε πανίσχυρο κράτος τους και θα στερούνταν τους αγαπημένους τους. Ο Κωνσταντίνος συνέχισε επισημαίνοντας πως ο αλιτήριος Αμηράς θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κυριεύσει τη Βασιλεύουσα βασιζόμενος στα άρματα και στο ιππικό, στη δύναμη και στο μεγάλο πλήθος, ενώ οι υπερασπιστές της Πόλης είχαν εμπιστοσύνη στο όνομα του Θεού, στα ίδια τους τα χέρια και στην ανδρεία που τους δώρισε η θεία δύναμη.

Η ΥΛΗ ΜΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ

Την αντιπαράθεση λοιπόν της ύλης με το πνεύμα προέβαλε ο ιστορικός διά στόματος Παλαιολόγου ως αιχμή για τη μάχη στα τείχη της Βασιλεύουσας. Οι Μωαμεθανοί, ακόμη και αν έδιναν τη ζωή τους, θα κέρδιζαν ευδαιμονία και καλοπέραση πλάι στον Αλλάχ και όχι στέφανο αδαμάντινο εν ουρανοίς και μνήμη αιώνια και άξια εν τω κόσμω, όπως τόνισε ο Κωνσταντίνος στους πολεμιστές του.

Έπρεπε γι’ αυτό ο Αυτοκράτορας να προβάλει το απύθμενο χάσμα που χώριζε τους δύο κόσμους. Να αναδείξει την ανωτερότητα των υπερασπιστών του κράτους του, αλλά και να τους παρηγορήσει για ενδεχόμενη ήττα, που όσο κι αν προσπάθησε να δείξει πως ήταν απίθανη, γνώριζε ωστόσο καλά πως ήταν αναπόφευκτη ως δίκαιη τιμωρία του Θεού για τις δικές του αμαρτίες. Ως έμπειρος και υπεύθυνος αρχιστράτηγος προέβλεψε τα μέσα που οι εχθροί θα χρησιμοποιούσαν, και φρόντισε να προετοιμάσει τους στρατιώτες του.

Δεν παρέλειψε να εκφράσει την απόλυτη εμπιστοσύνη του στην ανδρεία τους και να αμαυρώσει την εικόνα του εχθρού, επισημαίνοντας τη δολιότητα και την αφερεγγυότητά του. Απευθύνθηκε στη συνέχεια προς τα μικρά σώματα των Δυτικών, που ήταν μαζί του για την υπεράσπιση της Πόλης, και κατέληξε: Oυκ έχω καιρόν ειπείν υμίν πλείονα. μόνον το τεταπεινωμένον ημέτερον σκήπτρον εις τας υμών χείρας ανατίθημι, ίνα αυτό μετ’ ευνοίας φυλάξητε… ελπίζω εις θεόν ως λυτρωθείημεν ημείς της ενεστώσης αυτού δικαίας απειλής.

Η τύχη της Αυτοκρατορίας ανατέθηκε από τον Κωνσταντίνο σε χέρια άξια να πολεμήσουν και έτοιμα να θυσιαστούν όχι για πλούτη και δόξα, αλλά για την προάσπιση των ιερών και των οσίων, που για περισσότερο από 1.000 χρόνια διαφυλάχθηκαν αλλά και εξαπλώθηκαν. Τα λόγια του Αυτοκράτορα μίλησαν στις καρδιές των στρατιωτών, που δεν σκέφτονταν πια ούτε οικογένειες ούτε περιουσίες, ειμη μόνον του αποθανείν ίνα την πατρίδα φυλάξωσι. Πήγαν ο καθένας στο σημείο του τείχους που ήταν ορισμένος να υπερασπισθεί και περίμεναν τη μεγάλη στιγμή.

Δύο μεγάλοι άνδρες είχαν προετοιμάσει τους στρατούς τους για μία κρίσιμη μάχη.

Οι επιτιθέμενοι με ορμή και πάθος θα επιδίωκαν δόξα και υλικά αγαθά. Οι αμυνόμενοι είχαν πεισθεί πως η ζωή τους ήταν το τίμημα για να διαφυλαχθεί η πίστη και η πατρίδα. Αν και δεν είναι βέβαιο, είναι πάντως πιθανό ότι και οι δύο στρατηγοί μίλησαν στους πολεμιστές τους. Οι δύο δημηγορίες, αν ειπώθηκαν, δεν διασώθηκαν όπως διατυπώθηκαν από τους ομιλητές και είτε αποτελούν εφεύρεση των μεταγενεστέρων είτε διατυπώθηκαν εκ των υστέρων σύμφωνα με τις προσωπικές δοξασίες του Λεονάρδου του Χίου και του Κριτόβουλου.

Ακόμη και σε αυτή την τελευταία περίπτωση όμως οι συγγραφείς τους, φίλα προσκείμενος ο καθένας προς το ρήτορα του οποίου απέδωσε το λόγο, εξέφρασαν και διέσωσαν την αντίληψή τους για δύο κόσμους καταφανώς διαφορετικούς, που ήρθαν σε σύγκρουση την ώρα της ανατολής του ενός και της δύσης του άλλου. Όπως είναι φυσικό, ο νέος, ορμητικός κατέκτησε τον παλαιό με τα όπλα, τη δύναμη και τη φιλοδοξία. Ο παλαιός αντιστάθηκε σθεναρά για να μην αλλοιώσει πίστη και ιδεώδη για τα οποία θυσιάστηκε.

 

ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ ΣΤΗΝ ΞΗΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ

Η πύλη του Αγίου Ρωμανού απέναντι από την οποία στρατοπέδευσε ο Μωάμεθ, ήταν το πιο ευάλωτο τμήμα των χερσαίων τειχών της Κωνσταντινούπολης. Γι΄ αυτό το λόγο άλλωστε, ο Σουλτάνος εγκατέστησε εκεί το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού, μαζί με άλλα μικρότερα. Άλλωστε και ο ίδιος ο Μωάμεθ, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κριτόβουλου, πίστευε, ότι έπρεπε το τείχος να βάλεται ταυτόχρονα σε πολλά σημεία, ώστε να είναι πιο αποτελεσματική μια Τουρκική επίθεση σε πολλά μέτωπα, η οποία θα ξάφνιαζε τους αμυνόμενους και δεν θα τους έδινε την ευκαιρία να ανασυνταχθούν και να την αποκρούσουν επιτυχώς.

Σύμφωνα με τους περισσότερους χρονογράφους υπήρχαν 14 θέσεις πυροβολείων, όπου οι Τούρκοι είχαν τοποθετήσει κανόνια και έβαλαν κατά των τειχών. Εξαιτίας των τεράστιων λίθων, που εκσφενδόνιζαν, καταστράφηκαν πολλά αξιόλογα κτίρια κοντά στα τείχη και μαζί με αυτά και το παλάτι των Βλαχερνών. Τα κανόνια και οι κάθε είδους βλητικές μηχανές του Σουλτάνου προκαλούσαν τρόμο και πολλές ζημιές στα τείχη και τους πύργους και δεν έπαυαν να τα πλήττουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Σχετικά με το χρόνο έναρξης των βομβαρδισμών θα πρέπει να αναφερθεί, ότι τοποθετείται στις 12 Απριλίου.

Η πρώτη απογοήτευση για το Σουλτάνο δεν άργησε να έρθει. Το τεράστιο κανόνι του Ούγγρου μηχανικού κατά τη διάρκεια μίας εκπυρσοκρότησης διαλύθηκε και έγινε κομμάτια, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί Τούρκοι. Όταν το έμαθε ο Μωάμεθ στενοχώρηθηκε πολύ και διέταξε να κατασκευάσουν ένα καινούργιο, μεγαλύτερο και πιο ισχυρό. Ο Σουλτάνος άλλωστε, ήθελε με κάθε τρόπο να κυριεύσει την Πόλη και δεν φειδόταν χρημάτων, γι΄ αυτό και σύμφωνα με τον ιστορικό Κριτόβουλο, κάλεσε τους μηχανικούς και τους χορήγησε τα απαιτούμενα υλικά, διατάζοντας τους να κατασκευάσουν μία τέτοιου είδους πολεμική μηχανή, ικανή να κατακρημνίσει το τείχος, όπως και τελικά έγινε.

Για να πετύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα οι Τούρκοι αρχικά χρησιμοποιούσαν τα μικρότερα κανόνια, στοχεύοντας προς συγκεκριμένα σημεία, τα οποία βρίσκονταν σε σχετικά μικρή απόσταση μεταξύ τους και έπειτα χτυπούσε το μεγάλο κανόνι σε ένα ενδιάμεσο σημείο, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται μεγάλο μέρους του τείχους. Τέτοια κανόνια, καθώς χρησιμοποιούνταν πρώτη φορά στην ιστορία των πολέμων, απαιτούσαν μεγάλη ώρα προετοιμασίας και επομένως ήταν συγκεκριμένος και σχετικά μικρός ο αριθμός των βολών που μπορούσαν να ρίξουν στη διάρκεια της ημέρας.

Οι πολιορκημένοι, από την άλλη μεριά, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προστατεύσουν τα τείχη από τις επικίνδυνες βολές των κανονιών. Ο Κριτόβουλος αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι οι αμυνόμενοι αρχικά τοποθέτησαν μεγάλα προεξέχοντα δοκάρια και κρέμασαν στο εξωτερικό μέρος των τειχών σάκους γεμάτους μαλλί και άλλα υλικά, για να απορροφούν τη δύναμη των λίθων. Επειδή όμως αυτό το τέχνασμα δεν είχε θετικά αποτελέσματα, επινόησαν κάτι άλλο. Έπαιρναν ξύλινα δοκάρια, τα κάρφωναν σταυρωτά και έφραζαν τα γκρεμισμένα τμήματα του εξωτερικού τείχους.

Έπειτα έριχναν ενδιάμεσα διάφορα υλικά, πέτρες, ξύλα, χόρτα, καλάμια, κλαδιά και δέρματα ζώων ανακατεμένα με πηλό. Με αυτό τον τρόπο γέμιζε το κενό και δημιουργούνταν υψηλό τείχος στη θέση του εκείνου του σημείου του τείχους, που είχε γκρεμιστεί. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί η μία και μοναδική έξοδος των πολιορκημένων, η οποία πραγματοποιήθηκε, πριν ακόμη συγκεντρωθεί το πολυάριθμο πλήθος του τουρκικού στρατού και πριν λάβουν πολιορκητές και αμυνόμενοι τις τελικές τους θέσεις.

Αυτή η έξοδος στέφθηκε με επιτυχία, καθώς οι υπερασπιστές της Πόλης επιτέθηκαν σε ένα άτακτο τμήμα του Τουρκικού στρατού, σκότωσαν αρκετούς και τραυμάτισαν ακόμη περισσότερους. Σχεδόν αμέσως όμως εμφανίστηκε ένα άλλο πολυπληθές τμήμα του εχθρικού στρατού, το οποίο καταδίωξε τους Έλληνες και τους ανάγκασε να μπουν μέσα στην πόλη. Έπειτα από αυτό το περιστατικό οι αμυνόμενοι κλείστηκαν στα τείχη και δεν έγινε καμία άλλη απόπειρα τέτοιου είδους, αλλά αρκέστηκαν στην άμυνα και την προστασία της πόλης μέσα από τα τείχη.

Η αλήθειά είναι όμως ότι οι αδιάκοποι Τουρκικοί βομβαρδισμοί προξενούσαν σημαντικές βλάβες στα τείχη, ανοίγοντας τρύπες και δίνοντας την ευκαιρία στους πολιορκητές, να προσπαθούν, να εισβάλουν στο εσωτερικό της πόλης κάνοντας εφόδους και γεμίζοντας τις τάφρους. Τα Μεσαιωνικά τείχη, τα οποία είχαν προσφέρει προστασία στην Κωνσταντινούπολη για πολλούς αιώνες, ήταν πλέον ανεπαρκή. Ο Σφραντζής αναφέρει, ότι ήταν φοβερό να βλέπει κανείς τη ζωώδη μανία των εχθρών κατά τη διάρκεια αυτών των εφόδων.

Λόγω του συνωστισμού, πολλοί από τους Τούρκους έπεφταν μέσα στην τάφρο, βρίσκοντας φρικτό θάνατο, καθώς οι συμπολεμιστές τους, οι οποίοι έρχονταν μετέπειτα, δεν τους έβλεπαν και τους έθαβαν ζωντανούς, γεμίζοντας την τάφρο με ξύλα, χώματα και κάθε είδους άλλα υλικά. Αλλά συνέβαινε και το εξής ανήκουστο. Οι πιο δυνατοί να ρίχνουν ηθελημένα μέσα στις τάφρους τους πιο αδύναμους, με στόχο βέβαια να τις γεμίσουν όσο το δυνατόν πιο σύντομα, για να καταφέρουν να εισέλθουν στην πόλη. Οι αμυνόμενοι από την άλλη μεριά έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να υπερασπίσουν τη ζωή και την πόλη τους.

Ενώ οι εχθροί καθ΄όλη τη διάρκεια της ημέρας γέμιζαν τις τάφρους, οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης τις άδειαζαν τη νύχτα. Επιπλέον, όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, επισκεύαζαν άμεσα τις ζημιές, που προκαλούσαν στα τείχη τα κανόνια των Τούρκων. Αποτελεί πραγματικότητα το γεγονός, ότι σε διάστημα λίγων ημερών από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί και παρ΄όλες τις προσπάθειες των αμυνόμενων να προστατεύσουν και να συντηρήσουν τα τείχη, είχαν προκληθεί σημαντικές ζημιές και κατάρρευση σημαντικού τμήματος των εξωτερικών τειχών, αλλά και του εσωτερικού τείχους καθώς και δύο πύργων.

Χρησιμοποιώντας τα συντρίμμια οι Τούρκοι κατάφεραν να μπαζώσουν μεγάλο μέρος της τάφρου, γεγονός που ενθάρρυνε το Μωάμεθ να αποτολμήσει έφοδο, ώστε να καταλάβει τα τείχη και να αλώσει την Πόλη. Η έφοδος αυτή πραγματοποιήθηκε στις 18 Απριλίου. Από τις 12 Απριλίου άλλωστε μέχρι και τις 18 του ίδιου μήνα δεν υπήρχε μεγάλη κινητικότητα ούτε στην ξηρά, αλλά ούτε και στη θάλασσα, εκτός βέβαια από τους αδιάκοπους βομβαρδισμούς που συνεχίζονταν μέρα και νύχτα και κάποιες μικροσυμπλοκές μεταξύ πολιορκητών και πολιορκημένων στα τείχη, όπως σημειώνει ο ιστορικός Barbaro.

Στις 18 Απριλίου όμως, όπως έχει προαναφερθεί, πραγματοποιήθηκε η πρώτη αξιόλογη απόπειρα κατάληψης της Πόλης από τους Τούρκους. Κατά τη διάρκεια εκείνης της νύχτας, ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί, μεγάλο πλήθος Τούρκων πλησίασε στα τείχη. Ακολούθησε πανδαιμόνιο από τις κραυγές των επιτιθέμενων με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι είναι πολύ περισσότεροι από ότι ήταν στην πραγματικότητα. Πραγματοποιήθηκαν συμπλοκές και η μάχη διήρκεσε τέσσερις ώρες. Οι επιτιθέμενοι προσπαθούσαν να ανέβουν στα τείχη χρησιμοποιώντας κλίμακες, αλλά απωθούνταν από τους υπερασπιστές.

Συγχρόνως ρίχνονταν βολές από τα κανόνια, οι οποίες προξενούσαν μεγάλες ζημιές στα τείχη. Ο Αυτοκράτορας όπως και όλοι οι υπόλοιποι μέσα στην Κωνσταντινούπολη είχαν φοβηθεί για το χειρότερο. Υπήρχε η πεποίθηση, ότι η επίθεση αυτή ήταν γενικευμένη και οι αμυνόμενοι δεν ήταν προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν αυτό το ενδεχόμενο. Η σύρραξη όμως σταμάτησε τα ξημερώματα το ίδιο απότομα, όπως ακριβώς ξεκίνησε, με ανθρώπινες απώλειες από την πλευρά των Τούρκων και με μια δόση αισιοδοξίας για τους υπερασπιστές, καθώς είχαν καταφέρει να απωθήσουν τον εχθρό και μάλιστα χωρίς να σκοτωθεί ή να τραυματιστεί κανένας από την μεριά τους.

Η έφοδος αυτή και η προσπάθεια του Μωάμεθ να αιφνιδιάσει τους αμυνομένους δεν πέτυχε, αλλά ήταν μόνο η αρχή. Η Πόλη δεν ησύχασε. Καθημερινά οι Τούρκοι επιχειρούσαν ανάλογες εφόδους σε διαφορετικά σημεία του τείχους, ιδιαίτερα σε εκείνα που είχαν υποστεί ζημιές ή στα οποία είχαν δημιουργηθεί ρήγματα από τις συνεχιζόμενες βολές των κανονιών. Οι υπερασπιστές της πόλης από την άλλη μεριά μάχονταν με σθένος και κατάφερναν κάθε φορά να απωθούν τον εχθρό.

Από τις καθημερινές αυτές επιθέσεις ξεχωρίζουν κάποιες, εξαιτίας του άμεσου κινδύνου στον οποίο περιήλθε η Πόλη, στην ένταση που προκάλεσαν και στον τρόπο με τον οποίο κατάφεραν οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, αλλά και οι λιγοστοί μαχητές της να τις αποκρούσουν. Τέτοιου είδους έφοδος ήταν αυτή που πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαΐου. Η επίθεση ξεκίνησε στις 4 η ώρα τη νύχτα, όπως αναφέρει ο Ενετός Barbaro, οπότε και εμφανίστηκαν 30.000 Τούρκοι μπροστά στα χερσαία τείχη, παρατεταγμένοι κατά το στρατιωτικό τρόπο, έχοντας μαζί τους μερικές πολεμικές μηχανές και στόχο να αιφνιδιάσουν τους υπερασπιστές και να εισέλθουν στην Πόλη.

Οι εχθροί πλησίασαν τα τείχη με εκκωφαντικούς αλαλαγμούς, οι οποίοι σε συνδυασμό με τον ήχο των τυμπάνων και των σαλπίγγων προκάλεσαν πανδαιμόνιο. Ο τρομακτικός αυτός θόρυβος ακούγονταν καθαρά ως τον Κεράτιο κόλπο, όπως μας πληροφορεί ο Barbaro. Οι πολιορκημένοι πίστεψαν για άλλη μια φορά ότι πρόκειται για γενική επίθεση του εχθρού από ξηράς και από θαλάσσης, για αυτό και τα πληρώματα των Χριστιανικών πλοίων τέθηκαν σε επιφυλακή.

Ο Τουρκικός στόλος όμως δεν κινήθηκε και η έφοδος στην ξηρά αποκρούστηκε επιτυχώς προκαλώντας παράλληλα μεγάλες απώλειες στον Τουρκικό στρατό. Η μάχη διήρκεσε λιγότερο από τρεις ώρες και καθώς οι εχθροί απομακρύνονταν άπρακτοι, αποφάσισαν να βάλουν φωτιά στην πύλη του παλατιού, την οποία και έκαψαν, χωρίς ωστόσο να πετύχουν κάτι περισσότερο, μιας και οι αμυνόμενοι κατάφεραν να τους απομακρύνουν και από εκείνο το σημείο και να τους αναγκάσουν σε οπισθοχώρηση.

Την ίδια τύχη είχε και μία ακόμη ισχυρή επίθεση των Τούρκων ενάντια στα τείχη, η οποία έλαβε χώρα λίγες μέρες αργότερα, στις 12 Μαΐου. Η επίθεση αυτή πραγματοποιήθηκε και πάλι εν μέσω νυκτός, με 50.000 άνδρες αυτή τη φορά. Επιλέχθηκε ως καταλληλότερο σημείο η περιοχή, στην οποία βρισκόταν το παλάτι του Πορφυρογέννητου, τα τείχη του οποίου και περικυκλώθηκαν. Και πάλι η επίθεση αυτή προκάλεσε τρόμο στους πολιορκημένους κατοίκους, που πίστεψαν, ότι η Πόλη θα χανόταν εκείνη τη νύχτα. Για ακόμη μια φορά όμως οι φόβοι τους διαψεύστηκαν και ο άμεσος κίνδυνος αποσοβήθηκε, έστω και αν η ανακούφιση και η χαρά που προκάλεσε και αυτή η επιτυχία, έμελε να είναι πρόσκαιρη.

Ο Σουλτάνος στην προσπάθεια του να κυριεύσει την Πόλη και βλέποντας, ότι οι μέρες περνούσαν και οι προσπάθειες των ανδρών του δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, μηχανευόταν διάφορους τρόπους για να πετύχει το σκοπό του. Ένας από αυτούς ήταν η κατασκευή υπόγειων στοών, οι οποίες ξεκινούσαν από το στρατόπεδο του και προχωρούσαν κάθετα προς τα τείχη της Βασιλεύσας, με στόχο να περάσουν κάτω από τα θεμέλια τους και να καταφέρουν οι άνδρες του, να εισέλθουν στην πόλη απαρατήρητοι και να αιφνιδιάσουν τους πολιορκημένους. Οι υπερασπιστές της πόλης όμως, αντιλήφθηκαν έγκαιρα το σχέδιο του Σουλτάνου και έσπευσαν να εμποδίσουν τον εχθρό.

Ο Ιωάννης Γκραντ, τον οποίο ο Σφραντζής αναφέρει απλά Ιωάννης ο Γερμανός, έμπειρος μηχανικός, ανέλαβε το δύσκολο έργο της απώθησης του εχθρού. Με την καθοδήγηση του οι πολιορκημένοι έσκαψαν μέσα από τα τείχη μία σήραγγα, με τέτοιο τρόπο, ώστε να διασταυρωθεί με αυτή των Τούρκων. Οι Χριστιανοί διοχέτευσαν μέσα στη σήραγγα ″ὑγρόν πῦρ″, με αποτέλεσμα να πάρουν φωτιά και να καούν τα ξύλινα στηρίγματα της οροφής και των τοιχωμάτων της στοάς, τα οποία υποχωρώντας καταπλάκωσαν και παρέσυραν στο θάνατο τους πάνοπλους στρατιώτες του Μωάμεθ, που ήταν έτοιμοι να εισέλθουν στο εσωτερικό της πόλης.

Και αυτό το τέχνασμα του Σουλτάνου είχε αποτύχει και η Πόλη είχε σωθεί για ακόμη μία φορά. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ο Μωάμεθ παρά την αποτυχία αυτή δεν εγκατέλειψε το σχέδιο αυτό των υπόγειων στοών. Όπως σημειώνει και ο χρονογράφος Tetaldi 14 φορές προσπάθησαν οι Τούρκοι να εισέλθουν στην πόλη με αυτό τον τρόπο, αλλά απέτυχαν και τις δεκατέσσερις. Οι αμυνόμενοι κάθε φορά αντιλαμβάνονταν έγκαιρα τις προσπάθειες αυτές, ακούγοντας τους κρότους από τα χτυπήματα των Τούρκων και τις εξουδετέρωναν διοχετεύοντας μέσα στις σήραγγες καπνό, δηλητηριώδη αέρια, νερό ή πυρπολώντας αυτές.

Κάποιες φορές μάλιστα, όταν έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον εχθρό, διεξάγονταν σφοδρές μάχες σώμα με σώμα κάτω από τη γη. Και ενώ οι μέρες κυλούσαν με αγωνία για τους πολιορκημένους, μία ακόμη επίθεση του εχθρού θα πραγματοποιηθεί στις 18 Μαΐου, με τη συνοδεία αυτή τη φορά μίας περίεργης πολιορκητικής μηχανής. Επρόκειτο σύμφωνα με τις περιγραφές των χρονογράφων για έναν πανύψηλο πύργο, ψηλότερο από το εξωτερικό περιτείχισμα, τον οποίο έστησαν οι Τούρκοι πολύ κοντά στα τείχη, αφού προηγουμένως τον έσυραν επάνω σε τροχούς, κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού κατά τη διάρκεια της προηγούμενης νύχτας.

Ο πύργος αυτός ήταν κατασκευασμένος από γερά ξύλα και επενδυμένος από την εξωτερική πλευρά του με δέρματα από καμήλες, βουβάλια και άλλα βοοειδή. Μέσα ήταν ο μισός γεμάτος με πέτρες, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βληθεί ούτε από κανόνια και τόξα, ούτε από κανενός άλλου είδους όπλο. Είχε παράλληλα στο εσωτερικό του κλίμακες, που οδηγούσαν στα διάφορα τμήματα του πύργου, αλλά και εξωτερικές κλίμακες, τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι εχθροί, για να ανέβουν στα τείχη. Επιπλέον οι Τούρκοι είχαν κατασκευάσει ένα δρόμο, που ξεκινούσε από το οχυρό τους και κατέληγε μέσα στο στρατόπεδο.

Πάνω από εκείνο το δρόμο είχαν τοποθετήσει κλαδιά από λυγαριές και φρύγανα και πάνω από αυτά δέρματα από καμήλες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός είδους προστατευτικού στεγάστρου, που τους έδινε τη δυνατότητα, να πηγαινοέρχονται ανενόχλητοι και χωρίς κανένα κίνδυνο από το οχυρό στο στρατόπεδο και το αντίστροφο. Αυτή η κατασκευή έδινε τη δυνατότητα στον εχθρό από τη μία μεριά να σκάβει ανενόχλητος και να προσπαθεί να γεμίσει την προστατευτική τάφρο και από την άλλη να προκαλεί ζημιές στα τείχη και τους πύργους εξαιτίας της ρίψης σφαιρών από τον πύργο.

Αρχικά οι αμυνόμενοι έμειναν έκπληκτοι αντικρύζοντας με μεγάλη περιέργεια τον τεράστιο πύργο, να στέκει απειλητικός απέναντι από τα τείχη. Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι είναι άξιο απορίας το πώς κατασκευάστηκε μέσα σε λίγες μόνο ώρες μία τέτοιου είδους πολιορκητική μηχανή. Την έκπληξη των υπερασπιστών ακολούθησε ο φόβος, για το τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Όλοι οι κάτοικοι και μαζί ο Αυτοκράτορας και οι ευγενείς φοβόταν, ότι η πόλη θα κυριευόταν. Και πραγματικά η μάχη που ακολούθησε υπήρξε σφοδρή.

Διήρκεσε όλη την ημέρα και κατά τη διάρκεια της προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές στο τείχος της πύλης του Αγίου Ρωμανού. Κάποιοι Τούρκοι κατάφεραν να γεμίσουν την τάφρο με χώματα, κλαδιά και άλλα υλικά, ενώ άλλοι προσπαθούσαν, να ανέβουν στα τείχη. Οι αμυνόμενοι αντιστέκονταν σθεναρά και απέκρουαν τις επιθέσεις. Έριχναν τις κλίμακες από τα τείχη και εμπόδιζαν τους εχθρούς να ανέβουν σε αυτά. Όταν νύχτωσε, επειδή πολιορκητές και πολιορκημένοι ήταν εξαντλημένοι από τις αδιάκοπες εχθροπραξίες της ημέρας η μάχη σταμάτησε.

Οι εχθροί αποσύρθηκαν, με σκοπό να ολοκληρώσουν το έργο τους με το πρώτο φως της επόμενης ημέρας. Πίστευαν ότι θα ήταν εύκολο, να καταλάβουν την πόλη, αλλά οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Όλη τη νύχτα οι αμυνόμενοι, άνθρωποι κάθε ηλικίας, με την παρότρυνση του Αυτοκράτορα και του Ιουστινιάνη, εργάστηκαν με ζήλο επισκευάζοντας τα τμήματα του τείχους, που είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές, καθαρίζοντας την τάφρο αλλά κυρίως πυρπολώντας και καταστρέφοντας το τεράστιο κατασκεύασμα του Σουλτάνου.

Έτσι, όταν το ξημέρωμα εμφανίστηκαν και πάλι μπροστά στα τείχη οι Τούρκοι, δεν πίστευαν αυτό που είχε συμβεί. Οι ελπίδες τους για εύκολη επικράτηση εξανεμίστηκαν, ενώ ο Σουλτάνος ένοιωσε βαθιά απογοήτευση και ντροπή. Ακόμη μία φορά οι αμυνόμενοι κατάφεραν να ξεπεράσουν τον ίδιο τον εαυτό τους και να κερδίσουν τις εντυπώσεις και το θαυμασμό του ίδιου του Σουλτάνου.

 

ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΜΗΝΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ

Παράλληλα με τα επεισόδια, τα οποία συνέβησαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας στην ξηρά, υπήρξαν στιγμές έντασης και αγωνίας για τους πολιορκημένους και στη θάλασσα. Σύμφωνα με τα όσα έχουν αναφερθεί προηγουμένως, είναι γνωστό, ότι τα Χριστιανικά πλοία βρίσκονταν παρατεταγμένα πίσω από την αλυσίδα, στον Κεράτιο κόλπο, ώστε να εμποδίζουν τον Τουρκικό στόλο, να εισέλθει στην πόλη από το λιμάνι. Αρχηγός του Τουρκικού στόλου ήταν ο ναύαρχος Μπαλτόγλου.

Περίπου στα μέσα Απριλίου ξεκινά πιο έντονα και η επιθετική δραστηριότητα του Τουρκικού στόλου. Σύμφωνα με τον ιστορικό Κριτόβουλο, ο Μπαλτόγλου, αφού άφησε τα περισσότερα πλοία του να χτυπάνε την αλυσίδα και την είσοδο του λιμανιού, πήρε τα υπόλοιπα πλοία και με εντολή του Μωάμεθ, επιτέθηκε στην Πριγκηπόνησο, καθώς εκεί υπήρχε πολύ ισχυρό φρούριο με τριάντα κατάφρακτους πολεμιστές, που το υπερασπίζονταν γενναία.

Αφού το περικύκλωσε και τοποθέτησε γύρω του κανόνια, άρχισε να το χτυπά, με αποτέλεσμα να γκρεμιστεί ένα τμήμα του. Έπειτα οι στρατιώτες του έκαναν έφοδο, αλλά δεν κατάφεραν, να το κυριεύσουν. Τελικά ο ναύαρχος αποφάσισε να βάλει φωτιά, για να το κάψει. Καθώς ο άνεμος ήταν ευνοϊκός, η φωτιά εξαπλώθηκε γρήγορα και έκαψε το φρούριο και πολλούς από τους κατοίκους. Όσοι κατάφεραν να σωθούν συνελήφθησαν από τους Τούρκους και οι μεν κάτοικοι αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ οι φρουροί διατάχθηκε να θανατωθούν.

Μετά από αυτή την επιτυχία της κυρίευσης του φρουρίου της Πριγκηποννήσου ο Μπαλτόγλου επέστρεψε στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, εκεί όπου τα πολεμικά του πλοία ενεργούσαν επιθέσεις εναντίον της αλυσίδας και των Βυζαντινών πλοίων. Ο Μωάμεθ τις επόμενες ημέρες διέταξε το ναύαρχό του, να κυριεύσει με κάθε τρόπο τον Κεράτιο κόλπο, ώστε η έφοδος που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί εναντίον της Πόλης να είναι συντονισμένη και ταυτόχρονη, από την ξηρά και από τη θάλασσα.

Ο Μπαλτόγλου λοιπόν, αφού συγκέντρωσε όλα τα πλοία και τοποθέτησε επάνω σε αυτά πολύ καλά οπλισμένους στρατιώτες πραγματοποίησε έφοδο εναντίον των Χριστιανικών πλοίων και της αλυσίδας. Οι στρατιώτες του προχώρησαν με αλαλαγμούς και κραυγές και αφού κύκλωσαν τα πλοία του αντιπάλου, άρχισαν να τα χτυπούν με πέτρες, τόξα και βέλη. Έπειτα, όταν πλησίασαν περισσότερο προσπάθησαν να τα πυρπολήσουν ή επιχειρούσαν να ανέβουν σε αυτά. Η μάχη ήταν σφοδρή, το πάθος, η ένταση και η ορμητικότητα των Τούρκων μαχητών τεράστια.

Οι υπερασπιστές της Πόλης όμως ήταν πολύ καλά προετοιμασμένοι για μια τέτοια επίθεση και έχοντας διοικητή τους σύμφωνα με τον ιστορικό Κριτόβουλο το Μέγα Δούκα, Λουκά Νοταρά, κατάφεραν πολεμώντας από ψηλότερη θέση να τραυματίσουν και να σκοτώσουν πολλούς από τους επιτιθέμενους, ρίχνοντας εναντίον τους τόξα, ακόντια και βέλη. Ταυτόχρονα είχαν επινοήσει έναν ακόμη τρόπο με τον οποίο προξενούσαν σοβαρές ζημιές στους πολιορκητές. Είχαν δεμένες ψηλά στα τείχη πήλινες στάμνες γεμάτες με πέτρες και νερό, τις οποίες εξαπέλυαν με τεράστια ορμή επάνω στον εχθρό, με αποτέλεσμα να αναγκάζουν τους Τούρκους σε οπισθοχώρηση.

Η μάχη ήταν αμφίρροπη, καθώς και οι δύο αντίπαλοι επιθυμούσαν την νίκη, οι μεν Τούρκοι για να καταφέρουν, να μπουν στο λιμάνι, οι δε Βυζαντινοί για να προστατέψουν το λιμάνι και τα πλοία και να απωθήσουν τον εχθρό. Τελικός νικητής και σε αυτή την περίπτωση αναδείχτηκε το πείσμα και η αγωνιστικότητα των πολιορκημένων, οι οποίοι κατόρθωσαν με τη γενναία τους αντίσταση και μαχητικότητα, να αποκρούσουν την τουρκική επίθεση και να απομακρύνουν τον κίνδυνο για ακόμη μία φορά.

Ένα περιστατικό, το οποίο σαφέστατα αξίζει να σημειωθεί, συνέβη στις 20 Απριλίου. Τρία Γενουατικά πλοία με όπλα και εφόδια, τα οποία είχε στείλει ο Πάπας και έμειναν αποκλεισμένα στη Χίο, λόγω των αντίθετων ανέμων και μαζί με αυτά και ένα Αυτοκρατορικό, φορτωμένο με σιτάρι και έχοντας κυβερνήτη τον έμπειρο ναυτικό Φλαντανελλά, κατευθύνονταν προς τα Δαρδανέλλια και είχαν προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Όταν οι Τούρκοι σκοποί αντιλήφθηκαν, ότι τα πλοία έφταναν στην Πόλη, ειδοποίησαν το Σουλτάνο, ο οποίος έσπευσε να δώσει διαταγές στον Μπαλτόγλου, το ναυάρχό του. Οι εντολές ήταν σαφείς.

Τα Χριστιανικά πλοία έπρεπε, είτε να αιχμαλωτιστούν, είτε να βυθιστούν. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να φτάσουν στην Πόλη. Διαφορετικά οι στρατιώτες του δεν θα έπρεπε να γυρίσουν ζωντανοί. Έπειτα ο Τουρκικός στόλος εξοπλίστηκε πλήρως με κάθε είδους οπλισμό και πλήθος μάχημων στρατιωτών και έσπευσε, να πραγματοποιήσει τις εντολές του Σουλτάνου. Ο Μπαλτόγλου, αφού συγκέντρωσε όλο το στόλο, όρμησε εναντίον των Χριστιανικών πλοίων.

Αυτό, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, ήταν και το μεγάλο του λάθος, καθώς τα πλοία δυσκολεύονταν σε κάθε τους προσπάθεια να ελιχθούν σε τόσο στενό χώρο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Δούκας, οι κωπηλάτες δεν έβρισκαν χώρο να βυθίσουν στο νερό τα κουπιά τους. Τα Τουρκικά πλοία αναφέρει ο ίδιος συγγραφέας, αφού βγήκαν από τα αγκυροβόλια τους, περίμεναν τις Χριστιανικές ολκάδες έξω από το λιμάνι της Χρυσής πύλης, στο εσωτερικό της Προποντίδας.

Η θάλασσα ήταν γαλήνια, καθώς επικρατούσε νηνεμία και το θέαμα ήταν πραγματικά παράξενο˙ όλη η επιφάνεια της του νερού είχε καλυφθεί από τα τριακόσια πλοία των Τούρκων και τις πέντε ολκάδες του Αυτοκράτορα και έμοιαζε με στεριά. Η μάχη που έλαβε χώρα υπήρξε σφοδρότατη. Ο Τούρκος ναύαρχος με το πλοίο του επιτέθη πρώτος εναντίον της πρύμνης του Βυζαντινού πλοίου. Καθ΄όλη τη διάρκεια της ναυμαχίας, η Τουρκική ναυαρχίδα είχε το έμβολο της βυθισμένο στην πρύμνη του Αυτοκρατορικού πλοίου, ενώ όλος ο Τουρκικός στόλος αγωνιζόταν με τρομερό σθένος, ζήλο και ορμή.

Κάθε Χριστιανικό πλοίο βρισκόταν κυκλωμένο από πολλαπλάσια Τουρκικά. Το ένα είχε πέντε γαλέρες γύρω του, το άλλο τριάντα φούστες, το τρίτο μαχόταν με σαράντα παρανταρίες. Η μάχη σώμα με σώμα στα καταστρώματα υπήρξε λυσσώδης. Ενώ οι Τούρκοι επετίθεντο με τόξα, πετροβόλα κανόνια και αναμμένους δαυλούς, οι αμυνόνενοι αντεπετίθεντο, έχοντας το πλεονέκτημα να μάχονται από ψηλότερη θέση, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να ελέγχουν καλύτερα την κάθε κίνηση του αντιπάλου.

Γενναιότερα από όλους αγωνιζόταν ο Φλαντανελάς, ο κυβερνήτης του Βυζαντινού πλοίου, ο οποίος έτρεχε από την πρύμνη στην πλώρη πολεμώντας σαν λιοντάρι και παρώτρυνε με τις φωνές του τους συντρόφους του δίνοντας τους θάρρος. Κάποια στιγμή ο Τούρκος ναύαρχος διέταξε να επιτεθούν όλοι οι πολεμιστές του στο μέσον των Χριστιανικών πλοίων, οπότε η μάχη έγινε εκ του συστάδην. Πολλοί Τούρκοι προσπαθούσαν να πυρπολήσουν τα χαμηλά τμήματα των Χριστιανικών σκαφών, ενώ άλλοι προσπαθούσαν με σκοινιά και άγκιστρα να ανέβουν πάνω στα Βυζαντινά πλεούμενα.

Η μάχη διήρκεσε μόνο δύο με τρεις ώρες, σύμφωνα με το Barbaro και δεν είχε νικητή. Ο ήλιος πλησίαζε στη δύση του και τα Χριστιανικά πλοία, που βρίσκονταν ακινητοποιημένα λόγω της νηνεμίας, εξακολουθούσαν να δέχονται τις επιθέσεις των Τούρκων και να αντιστέκονται σθεναρά. Οι αμυνόμενοι, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο ιστορικός Κριτόβουλος, ήταν θωρακισμένοι και χρησιμοποιούσαν μεγάλους αμφορείς γεμάτους νερό, για να σβήνουν τις φωτιές, που έβαζαν οι επιτιθέμενοι ή εξακόντιζαν μεγάλους λίθους στα κεφάλια των εχθρών, με αποτέλεσμα είτε να καταποντίσουν, είτε να σκοτώσουν πολλούς.

Και ενώ τα πράγματα είχαν φτάσει σε κρίσιμο σημείο, καθώς υπήρχε φόβος ότι οι Τούρκοι θα συνέχιζαν τις επιθέσεις και κατά τη διάρκεια της νύχτας, φύσηξε ξαφνικά δυνατός νότιος άνεμος, ευνοϊκός για τα Χριστιανικά πλοία και καθώς ήταν ταχύτερα από τα Τουρκικά, κατόρθωσαν να φτάσουν στην είσοδο του Κεράτιου κόλπου. Η βαριά αλυσίδα σηκώθηκε για λίγο και τα Χριστιανικά πλοία πέρασαν πίσω από αυτή με ασφάλεια. Από την παραλία και τα τείχη, πολιορκητές και πολιορκημένοι παρακολουθούσαν με αγωνία την έκβαση της ναυμαχίας.

Όταν και οι μεν και οι δε αντιλήφθηκαν τι είχε συμβεί ξέσπασαν οι μεν Βυζαντινοί σε ζητωκραυγές, οι δε Τούρκοι σε βρισιές και κατάρες. Εντυπωσιακή ήταν η αντίδραση του Μωάμεθ, όπως περιγράφεται από τον ιστορικό Σφραντζή. « Όταν ο Σουλτάνος είδε, ότι ο στόλος του, παρόλο που ήταν πολύ μεγαλύτερος και πιο καλά εξοπλισμένος από τα Χριστιανικά πλοία, δεν πέτυχε τίποτε, αλλά αποδείχτηκε κατώτερος από αυτά, τα οποία κατόρθωσαν να μπουν με ασφάλεια στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, εξεμάνη, κατελήφθη από οργή και θυμό, μούγκριζε και έτριζε τα δόντια. Εκτόξευε ύβρεις κατά των ανδρών του, αποκαλώντας τους δειλούς, γυναίκες και άχρηστους.

Έπειτα ανέβηκε στο άλογο του και όρμησε έφιππος μέσα στο νερό, με αποτέλεσμα τα περισσότερα ρούχα του να βραχούν. Τον ακολούθησαν και αρκετοί στρατιώτες του και έφθασαν στα πλοία.» Τελικά η οργή του Σουλτάνου ξέσπασε στο πρόσωπο του ναυάρχου του, Μπαλτόγλου. Αρχική πρόθεση του Μωάμεθ ήταν να σκοτώσει το ναύαρχό του με ανασκολοπισμό. Έπειτα όμως από τις παρακλήσεις των Πασάδων του, αποφάσισε να του χαρίσει τη ζωή, αλλά φρόντισε πρώτα να τον καθαιρέσει από το αξίωμα του, να δημεύσει την περιουσία του, την οποία και μοίρασε στους γενιτσάρους και να τον εξευτελίσει με ραβδισμούς.

Σε κάποιες μαρτυρίες, όπως αυτή του Δούκα, φαίνεται ότι ο Μπαλτόγλου έγινε στόχος και της οργής των γενιτσάρων, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του από πέτρα στο μάτι, γεγονός που του στοίχισε την όραση του. Από την άλλη μεριά τον τραυματισμό του ναυάρχου από πέτρα, αναφέρει και ο Κριτόβουλος με τη διαφορά όμως, ότι ο τραυματισμός αυτός προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας και έγινε αφορμή να αποφύγει ο Μπαλτόγλου τη θανατική καταδίκη εκ μέρους του Μωάμεθ.

Η αδικαιολόγητη αυτή αποτυχία του Τουρκικού στόλου εξόργισε όσο τίποτε το Σουλτάνο, ο οποίος δεν μπορούσε να πιστέψει, ότι τέσσερα Χριστιανικά πλοία (ή όπως έχουμε δει προηγουμένως πέντε, σύμφωνα με μαρτυρίες άλλων χρονογράφων) κατάφεραν όχι μόνο να παρακάμψουν τα πολυάριθμα Τουρκικά σκάφη, αλλά και να προκαλέσουν το θάνατο πολλών μελών του πληρώματος. Η ψυχή του Μωάμεθ ξεχείλιζε από θλίψη και αγανάκτηση. Μόνη του σκέψη ήταν τί θα μπορούσε να κάνει για να αποκλείσει όσο το δυνατόν καλύτερα την Πόλη από την ξηρά και από τη θάλασσα και πώς θα αποκτούσε τον έλεγχο του Κεράτιου κόλπου.

Ο Σουλτάνος πέρασε την υπόλοιπη μέρα, αλλά και την επόμενη στην περιοχή του Διπλοκιόνιου, σκεπτόμενος με ποιο τρόπο θα μπορούσε να περάσει το στόλο του μέσα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, καθώς μέχρι εκείνη τη στιγμή τα πλοία του δεν είχαν καταφέρει να σπάσουν τον αποκλεισμό και να παραβιάσουν την είσοδο του λιμανιού και την αλυσίδα. Μηχανεύεται λοιπόν ένα τέχνασμα, δηλαδή την κατασκευή δίολκου, μέσω της οποίας θα μετέφερε κάποια από τα πλοία του από την ξηρά μέσα στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης.

Διατάζει λοιπόν να διαμορφωθεί μία ομαλή οδός πίσω από τα τείχη του Γαλατά και να τοποθετηθούν κάποια από τα σκάφη πάνω σε τροχοφόρες εξέδρες, τις οποίες τραβούσαν με σκοινιά Τούρκοι στρατιώτες. Έτσι άρχισε ταχύτατα η ανέλκυση των πλοίων και ταχύτατα ολοκληρώθηκε και η μεταφορά τους μέσα σε διάστημα μίας μόνο νύχτας. Για να γίνει πιο εύκολη η κίνηση των πλοιαρίων στον τραχύ στεριανό δρόμο, τοποθετήθηκαν σανίδες αλειμμένες με λίπος βοδιών ή κριαριών, επάνω στις οποίες γλιστρούσαν ευκολότερα τα πλεούμενα.

Η επιχείρηση έλαβε χώρα τη νύχτα της 21 προς 22 Απριλίου και μεταφέρθηκαν 70 με 80 πλεούμενα από τη ναυτική βάση των Τούρκων στην περιοχή του Διπλοκιόνιου, στο Βόσπορο, μέσα στον Κεράτιο κόλπο, στα νώτα των Χριστιανικών πλοίων, που ήταν τοποθετημένα πίσω από τη βαριά αλυσίδα, που έφραζε την είσοδο του λιμανιού. Αυτή η ενέργεια του Σουλτάνου μείωσε την αμυντική ικανότητα των πολιορκουμένων, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι τώρα να προστατεύουν και τα θαλάσσια τείχη από την πλευρά του Κερατίου κόλπου και σκόρπισε τον τρόμο μέσα στην Πόλη.

Σύγχυση και θλίψη κατέλαβε τους πάντες. Η χαρά των προηγούμενων επιτυχιών στην ξηρά (απόκρουση της Τουρκικής εφόδου στις 18 Απριλίου) και στη θάλασσα (επιτυχής είσοδος των Χριστιανικών πλοίων στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης στις 20 Απριλίου) σβήστηκε μπροστά στην αγωνία και το φόβο για τους κινδύνους που ενέκλειε η νέα πραγματικότητα. Έπρεπε σύντομα να ληφθούν μέτρα ώστε, να αντιμετωπιστεί η κατάσταση.

Αποφασίστηκε η σύγκληση του συμβουλίου των δώδεκα, ενός συμβουλίου των πλοιάρχων των μεγαλύτερων πλοίων, ενετικών και Βυζαντινών, που βρίσκονταν μέσα στον Κεράτιο, σε συνεννόηση βέβαια με τον Αυτοκράτορα και τον Ιουστινιάνη. Στη διάρκεια του συμβουλίου ακούστηκαν πολλές προτάσεις. Μία πρόταση ήταν να έρθουν σε συνεννόηση με τους Γενουάτες του Πέραν και να πραγματοποιήσουν από κοινού μία γενική επίθεση κατά του Τουρκικού στόλου μέσα στο λιμάνι.

Η πρόταση αυτή απερρίφθη, καθώς υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να μη γίνει αποδεκτή από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, για να μη χάσουν τα προνόμια που είχαν αποκτήσει από την τήρηση ουδετερότητας. Μία δεύτερη πρόταση ήταν, να αποβιβαστούν άνδρες από την Κωνσταντινούπολη στην απέναντι ακτή, εκεί όπου βρίσκονταν τα Τουρκικά πυροβολεία και να τα καταστρέψουν. Αν συνέβαινε αυτό θα ήταν πιο εύκολο έπειτα, να πυρπολήσουν τα εχθρικά πλοία που βρίσκονταν μέσα στον Κεράτιο.

Και η πρόταση αυτή όμως, είχε την ίδια τύχη με την προηγούμενη, καθώς ο αριθμός των στρατιωτών στην Πόλη ήταν πολύ μικρός και θα ήταν μεγάλο ρίσκο, να διακινδυνεύσουν για μία τόσο αβέβαιη επιχείρηση. Τελικά αποφασίστηκε η άμεση πυρπόληση των Τουρκικών πλοίων μέσα στο λιμάνι του Κεράτιου κόλπου. Η επιχείρηση αυτή απαιτούσε λιγοστούς ριψοκίνδυνους άνδρες και την ανέλαβε ένας έμπειρος ναυτικός, ο Ιάκωβος Κόκος, πλοίαρχος μίας γαλέρας από την Τραπεζούντα.

Το δύσκολο αυτό εγχείρημα, είχε αποφασιστεί να πραγματοποιηθεί στις 24 Απριλίου, λίγες μόνο ώρες έπειτα από τη μεταφορά του Τουρκικού στόλου μέσα στον Κεράτιο. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ο Σουλτάνος είχε διατάξει να φτιάξουν μία πρόχειρη πλωτή γέφυρα μέσα στο λιμάνι από την οποία μπορούσαν να διέρχονται ελεύθερα οι στρατιώτες του περνώντας από τη μία παραλία του κόλπου στην απέναντι και πάνω στην οποία έστησε κανόνι, το οποίο έβαλε διαρκώς τα τείχη σε εκείνο το σημείο και δυσκόλευε τρομερά την άμυνα των πολιορκημένων.

Σύμφωνα λοιπόν με την περιγραφή του Barbaro, στις 24 Απριλίου ο ναύαρχος Ιάκωβος Κόκος, ετοίμασε δύο πλοία καλά επενδυμένα γύρω γύρω με σάκους γεμάτους βαμβάκι και μαλλί, ώστε να μην μπορεί να τους προκαλέσει ζημιά κανένας κανονιοβολισμός και παράλληλα ετοιμάστηκαν δύο γαλέρες και δύο φούστες, για να συνεισφέρουν στην επιχείρηση. Αφού λοιπόν είχε προηγηθεί η κατάλληλη προετοιμασία συγκεντρώθηκαν όλοι στη γαλέρα του Diedo, για να πάρουν την τελική απόφαση για την πραγματοποίηση του παράτολμου εγχειρήματος.

Και ενώ οι περισσότεροι συμφωνούσαν να τεθεί σε εφαρμογή το σχέδιο, το ίδιο εκείνο βράδυ, οι Γενουάτες του Γαλατά, οι οποίοι αντιλήφθηκαν το σχέδιο, έσπευσαν να στείλουν αντιπροσώπους στον Τούρκο Σουλτάνο και να του το αποκαλύψουν, ενώ ταυτόχρονα ζήτησαν από τον ναύαρχο, να αναβάλει την επιχείρηση, με την υπόσχεση, ότι θα συνεισέφεραν και οι ίδιοι στην πυρπόληση του εχθρικού στόλου. Ο ναύαρχος πείσθηκε για την ειλικρίνεια των προθέσεων των Γενουατών και αποφασίστηκε να αναβληθεί το εγχείρημα για τις επόμενες ημέρες.

Η αναβολή, την οποία κέρδισαν οι Γενουάτες, όπως αποδείχτηκε αργότερα υπήρξε πολύτιμη για τους Τούρκους, καθώς τους έδωσε την ευκαιρία να προετοιμαστούν κατάλληλα και να οργανώσουν αποτελεσματικό σχέδιο αντιμετώπισης των Βυζαντινών και των συμμάχων τους. Το ξημέρωμα της 28ης Απριλίου ορίστηκε να πραγματοποιηθεί τελικά η προσπάθεια πυρπόλησης του Τουρκικού στόλου. Έτσι την καθορισμένη στιγμή δύο ώρες πριν από το ξημέρωμα, όπως αναφέρει ο Barbaro, τα δύο χριστιανικά πλοία του Ιάκωβου Κόκου ξεκίνησαν από το λιμάνι της Κωνσταντινούπολης, συνοδευόμενα από τις γαλέρες του Γαβριήλ Τριβιζάνου και του Ζαχαρία Γκριόνι και ακόμα από τρεις φούστες με πλοιάρχους τον Τριβιζάνο, τον Μορεζίνη και τον Κόκο.

Σύμφωνα με τη διαταγή που είχε δοθεί επικεφαλής βρίσκονταν τα δύο μεγάλα πλοία, τα οποία ήταν επενδυμένα με σάκους από μαλλί και βαμβάκι, καθώς σε περίπτωση επίθεσης, θα μπορούσαν να προστατευθούν και παράλληλα να ανταποδώσουν τους κανονιοβολισμούς. Όταν τα πλοία έφτασαν κοντά στον Τουρκικό στόλο, ο Κόκος προέβη σε μία απερίσκεπτη πράξη. Επιθυμώντας να είναι ο πρώτος , που θα χτυπούσε την Τουρκική αρμάδα, έβγαλε τη φούστα του από την κάλυψη των μεγάλων πλοίων και ακριβώς εκείνη τη στιγμή το πλοίο του δέχτηκε την πρώτη κανονιά.

Αν και αυτή η κανονιά δεν ήταν επιτυχημένη, η επόμενη πέτυχε τη φούστα στη μέση και τη διαπέρασε από τη μία πλευρά στην άλλη. Μέσα σε λίγα μόνο λεπτά το πλοίο βυθίστηκε μαζί με όλο το πλήρωμα αλλά και τον κυβερνήτη του, τον Κόκο, συνολικά εβδομήντα δύο άνδρες. Σύμφωνα με το Σφραντζή όμως, από τους άνδρες του πληρώματος εκείνου του μοιραίου πλοιαρίου, κάποιοι, σαράντα περίπου τον αριθμό, κατάφεραν να σωθούν και να κολυμπήσουν ως την παραλία. Εκεί όμως τους συνέλαβαν οι Τούρκοι και τους θανάτωσαν με τη μέθοδο του ανασκολοπισμού, με τέτοιο τρόπο, ώστε η αποτρόπαιη πράξη να είναι ορατή στους φρουρούς των τειχών.

Και ενώ συνέβησαν αυτά στο πλοίο του Κόκο, επειδή γινόταν χαλασμός και επικρατούσε αναστάτωση, ακούγονταν κραυγές και υπήρχε πολύς θόρυβος, οι επιβαίνοντες στα άλλα πλεούμενα φαίνεται, σύμφωνα με το Barbaro, ότι δεν είχαν αντιληφθεί τι ακριβώς είχε συμβεί. Και ενώ προχωρούσε η γαλέρα του Τριβιζάνο, χτυπήθηκε από τα κανόνια των Τούρκων και το χτύπημα ήταν τόσο καίριο, ώστε η βολή τη διαπέρασε από τη μία άκρη ως την άλλη. Το πλοίο άρχισε να βυθίζεται, αλλά το πλήρωμα του κατάφερε να το οδηγήσει στο αγκυροβόλιο του.

Τα μικρότερα σκάφη, δηλαδή οι φούστες, βλέποντας τι είχε συμβεί με τις άλλες δύο, αποφασίζουν να γυρίσουν πίσω, καθώς η επιχείρηση δεν μπορούσε πλέον, υπό αυτές τις συνθήκες, να πραγματοποιηθεί. Τα δύο μεγάλα πλοία, που είχαν λάβει μέρος στην επιχείρηση, είχαν αγκυροβολήσει και περίμεναν βοήθεια. Αλλά ήταν αδύνατο να λάβουν οποιουδήποτε είδους βοήθεια, καθώς οι Τούρκοι με όλο το στόλο τους, εβδομήντα δύο φούστες, όπως αναφέρει ο Barbaro, επιτέθηκαν με σφοδρότητα στα δύο πλοία.

Επί μιάμιση περίπου ώρα κανονιοβολούσαν ασταμάτητα τα δύο πλεούμενα και η μάχη ήταν λυσσαλέα, αλλά καμία από τις δύο πλευρές δεν κατόρθωσε να νικήσει. Τελικά τα δύο πλοία επέστρεψαν στη θέση τους και τα πλοία του Τουρκικού στόλου στη βάση τους. Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας μπορεί βεβαίως να ήταν ατυχές για τους Χριστιανούς, καθώς είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες, αν κρίνει κανείς όμως το γεγονός, ότι δύο πλοία κατόρθωσαν να επιστρέψουν σώα στη βάση τους, ενώ δέχτηκαν κανονιοβολισμούς και πυρά από πολύ περισσότερα, καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι οι χριστιανοί ήταν σαφώς ανώτεροι των Τούρκων, όσον αφορά τη ναυτικά ικανότητα και παράλληλα υπερείχαν στην ποιότητα των πλοίων.

Τέλος θα πρέπει να αναλογιστεί κανείς, ότι πέρα από την προδοσία των Γενουατών, η οποία έδωσε στους εχθρούς τη δυνατότητα να προετοιμαστούν κατάλληλα, σημαντικό ρόλο στην ήττα των χριστιανών έπαιξε και η απερίσκεπτη κίνηση του Ιάκωβου Κόκου. Αν δεν ήταν τόσο παρορμητικός και είχε ακολουθήσει πιστά το σχέδιο, που είχε αποφασιστεί να τεθεί σε εφαρμογή, η εξέλιξη της ναυμαχίας θα ήταν πιθανότατα πολύ διαφορετική. Αλλά αυτά είναι μόνο υποθέσεις και για το λόγο αυτό θα σταθούμε απλά στα γεγονότα.

Η θλίψη και η απόγνωση στην Κωνσταντινούπολη ήταν μεγάλη και για την ήττα, αλλά και για τις απώλειες τόσων ανθρώπων. Για να μετριαστεί η απώλεια και ο θυμός για την ήττα οι αμυνόμενοι ανταπάντησαν στους Τούρκους με τη θανάτωση των Τούρκων αιχμαλώτων, οι οποίοι βρίσκονταν στην πόλη από την αρχή της πολιορκίας, τους οποίους και κρέμασαν στα τείχη. Οι Τούρκοι είχαν όμως, εγκατασταθεί πλέον στον Κεράτιο κόλπο και το λιμάνι δεν ήταν ασφαλές, παρόλο που ο χριστιανικός στόλος εξακολουθούσε να βρίσκεται εκεί.

Ο Μωάμεθ, αν και δεν είχε αποκτήσει πλήρη κυριαρχία, μπορούσε πλέον να απειλεί τα τείχη, που βρίσκονταν απέναντι από το λιμάνι και είχε αρκετά πλοία έξω από την αλυσίδα, ώστε να κρατά την Πόλη αποκλεισμένη. Η προδοσία των Γενουατών του Πέραν είχε καταφέρει να διασπάσει τη άμυνα των Χριστιανών με συχνές διενέξεις και καχυποψία μεταξύ Ενετών, Γενουατών, αλλά και Βυζαντινών και να δώσει στο Σουλτάνο μία μεγάλη νίκη.

 

ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΓΩΝΙΑΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ

Αρχές Μαΐου και η Πόλη βρισκόταν ένα βήμα πριν την καταστροφή. Ήταν κυκλωμένη από παντού. Ο Μωάμεθ την πολιορκούσε με πολλαπλάσιες δυνάμεις από αυτές που εκείνη διέθετε. Μέρα με τη μέρα γκρεμίζονταν τα τείχη της και φαινόταν, ότι η άμυνα της δεν θα άντεχε για πολύ, αν και οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης εργάζονταν με ζήλο, επισκευάζοντας τα σημεία των τειχών, που είχαν υποστεί ζημιές, με κάθε τρόπο. Η τακτική του Μωάμεθ ήταν φθοροποιός και αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη ψυχολογική διάσταση.

Τώρα οι αμυνόμενοι έπρεπε να απλωθούν περισσότερο, για να καλύψουν και τα τείχη, που βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα και για αυτό το λόγο ο Σουλτάνος αποφάσισε να τους εξαντλήσει με συνεχή πυρά. Οι Βυζαντινοί ακόμη προσδοκούσαν, ότι η Δύση, έστω και τελευταία στιγμή θα έκανε το χρέος της στέλνοντας βοήθεια. Φήμες κυκλοφορούσαν διαρκώς ανάμεσα στους πολιορκημένους για στρατό και στόλο, που βρισκόταν καθ’ οδόν, αλλά διαψεύδονταν οικτρά. Αλλά και η θάλασσα γύρω από την πόλη ήταν γεμάτη τουρκικά πλοία. Αν κατέφθανε βοήθεια θα διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο.

Έπρεπε με κάποιο τρόπο να ειδοποιηθούν τα πλοία, που τυχόν έπλεαν στο Αιγαίο. Στις 3 Μαΐου αποφασίστηκε από τον Αυτοκράτορα και τους Ενετούς πλοιάρχους να σπάσει τον αποκλεισμό ένα μικρό πλοιάριο με λίγους εθελοντές και να βγει στο Αιγαίο προς αναζήτηση βοήθειας. Το ίδιο εκείνο βράδυ το πλοιάριο με το λιγοστό πλήρωμα κατάφερε να περάσει απαρατήρητο από τις Τουρκικές γραμμές, καθώς οι δώδεκα ναύτες, που επέβαιναν σε αυτό, φορούσαν Τουρκικές φορεσιές και είχαν υψώσει σημαία με το έμβλημα του Σουλτάνου και να ανοιχτεί στο πέλαγος, χωρίς να προκληθεί η παραμικρή αναστάτωση.

Και ενώ το πλοιάριο είχε ξεκινήσει το άκαρπο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων ταξίδι του, η κατάσταση μέσα στην Πόλη ήταν δραματική. Ο κλοιός γινόταν ολοένα και πιο ασφυκτικός. Ο Μωάμεθ, αν και δεν προέβη τις πρώτες ημέρες του Μαΐου σε κάποια επιθετική δραστηριότητα κατά της πόλης, φρόντιζε να καταπονεί την άμυνα της με συνεχείς βομβαρδισμούς στα χερσαία τείχη, με αποτέλεσμα αρκετές απώλειες σε έμψυχο δυναμικό.

Ακόμη αξίζει να αναφέρει κανείς τις συμπλοκές μεταξύ των Χριστιανικών και των Τουρκικών πλοίων, που συνέβαιναν πλέον σε καθημερινή βάση και είχαν ως αποτέλεσμα τη βύθιση ενός πολεμικού πλοίου, από τα τρία, που διέθετε ο Ιουστινιάνης. Επιπλέον, καθώς τα τρόφιμα και τα εφόδια ήταν λιγοστά, πολλοί άνδρες εγκατέλειπαν τις θέσεις τους, αφήνοντας τες αφύλακτες και κατευθύνονταν στην Πόλη, με σκοπό να βρουν τρόφιμα για τους ίδιους και τις οικογένειες τους.

Ο Αυτοκράτορας, βλέποντας τα όσα συνέβαιναν, όρισε να μοιραστούν δίκαια τα λιγοστά τρόφιμα και τα μέλη της κάθε οικογένειας να πάρουν τις μερίδες, που τους αναλογούσαν, ώστε να μην υπάρχουν διενέξεις και να μην μένουν αφύλακτες καίριες θέσεις στα τείχη. Ο Μωάμεθ, από την άλλη μεριά, εξακολουθούσε να βομβαρδίζει τα τείχη με τα μεγάλα κανόνια. Στις 6 Μαΐου τα κανόνια χτυπούσαν την Πόλη ασταμάτητα καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν και την επόμενη ημέρα, όποτε και διατάχθηκε από το σουλτάνο μία τεράστια επίθεση με στόχο να εισέλθουν στην πόλη.

Οι αλαλαγμοί, ο θόρυβος της μάχης και οι κραυγές ήταν εκκωφαντικές και ακούγονταν μέχρι την ανατολική πλευρά του λιμανιού, εκατοντάδες μέτρα απόσταση. Καθώς επικρατούσε πανδαιμόνιο, οι ναύτες και τα πληρώματα των πλοίων βρίσκονταν σε ετοιμότητα, περιμένοντας αντίστοιχη επίθεση του Οθωμανικού στόλου, καθώς πίστεψαν, ότι πρόκειται για γενικευμένη επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Η μάχη μαινόταν για τρεις ώρες, αλλά οι υπερασπιστές της πόλης αντιστέκονταν με επιτυχία.

Και ενώ η σύγκρουση άρχισε να καταλαγιάζει και καθώς οι πολιορκητές οπισθοχωρούσαν, επιχείρησαν μία κίνηση αντιπερισπασμού, προσπαθώντας να βάλουν φωτιά στην πύλη κοντά στο παλάτι. Και αυτή η επιδρομή όμως αποκρούστηκε. Φαίνεται πιθανό, ότι εκείνες τις ημέρες ο Κωνσταντίνος βλέποντας τις υλικές και πρωτίστως τις ανθρώπινες απώλειες, και φοβούμενος ότι η Πόλη δεν θα άντεχε για πολύ, έστειλε πρεσβεία στο Σουλτάνο με σκοπό τη διαπραγμάτευση της λύσης της πολιορκίας και της καταβολής φόρου, την οποία θα όριζε ο Μωάμεθ. Ο Σουλτάνος βεβαίως δε δέχτηκε μία τέτοια συμφωνία.

Η Πόλη έπρεπε να του παραδοθεί χωρίς όρους. Φυσικά αυτό δεν έγινε δεκτό και οι διαπραγματεύσεις απέβησαν άκαρπες. Η κατάσταση για τους αμυνομένους εξακολουθούσε όμως, να είναι απελπιστική. Καθημερινά μετρούσαν απώλειες και στα δύο στρατόπεδα. Και αν για το Σουλτάνο κάτι τέτοιο δε σήμαινε τίποτα, εφόσον είχε αμέτρητο στρατό και αναπλήρωνε ταχύτατα τις απώλειες, για τον Αυτοκράτορα, ήταν πληγή και αναζητούσε αγωνιωδώς τρόπους να αναπληρώσει τα κενά. Η μόνη ανεκμετάλλευτη πηγή ανθρώπινου δυναμικού και όπλων βρισκόταν στις γαλέρες.

Έτσι στις 8 Μαΐου σνεκλήθη το συμβούλιο των δώδεκα και αποφάσισε να εκφορτωθούν τα όπλα και όλα τα αντικείμενα που υπήρχαν στις τρεις Βενετικές γαλέρες, οι άνδρες, που αποτελούσαν τα πληρώματα των πλοίων να μετακινηθούν στα τείχη, για να συνδράμουν στη φύλαξη της πόλης και οι γαλέρες να βυθιστούν. Φυσικά αυτή η απόφαση, που καθόριζε τη μοίρα των ναυτών και τη συνύφαινε με αυτή της Πόλης, προκάλεσε οργισμένες αντιδράσεις.

Οι επιβαίνοντες στις γαλέρες αντιλαμβάνονταν ξεκάθαρα, ότι, αν απομακρύνονταν από τις γαλέρες, δεν θα ήταν πλέον ελεύθεροι να αποπλεύσουν, όταν κάτι τέτοιο θα ήταν αναγκαίο για τη σωτηρία τους και πίστευαν, ότι μία τέτοια απόφαση σήμαινε την παρακράτηση τους με τη βία. Επειδή λοιπόν, οι καπετάνιοι φοβήθηκαν την καταστροφή ενός μέσου, που παρείχε ασφάλεια, σφράγισαν τα πλοία τους και παρέμειναν αμετακίνητοι. Οι βομβαρδισμοί από την άλλη μεριά, συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση. Η κατάσταση απαιτούσε τη λήψη μέτρων.

Έτσι αναγκάστηκαν να συγκαλέσουν το συμβούλιο και τις επόμενες δύο ημέρες. Αποφασίστηκε, ότι όλα τα πλοία, εκτός από αυτά που χρειάζονταν για τη φρούρηση του φράγματος, θα μετακινούνταν για να βοηθήσουν στην άμυνα της πόλης. Ο Γαβριήλ Τριβιζάνος, με τετρακόσιους άνδρες συμφώνησε να αφοπλίσει τα πλοία του και συνδράμει στην προστασία της πύλης του Αγίου Ρωμανού.

Η πραγματοποίηση αυτής της απόφασης έγινε τελικά στις 13 Μαΐου. Οι Βενετικές γαλέρες αφοπλίστηκαν τελικά και ο Τριβιζάνος με τους τετρακόσιους ναύτες του, γνωρίζοντας πολύ καλά, ότι βάδιζαν προς το θάνατο κατευθύνθηκαν στα χερσαία τείχη, κοντά στα ανάκτορα των Βλαχερνών, όπου και παρέμειναν μέχρι τέλους. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί μία ακόμη εκτεταμένη επίθεση των Τούρκων την προηγούμενη νύχτα, δηλαδή στις 12 Μαΐου.

Στο μέσον της νύχτας λοιπόν πενήντα χιλιάδες Τούρκοι, σε στρατιωτική παράταξη, όρμησαν στα τείχη με εκκωφαντικό θόρυβο από αλαλαγμούς, τύμπανα και ταμπούρλα, στην περιοχή του παλατιού του Πορφυρογέννητου, όπου το τείχος ήταν κατεστραμμένο, γεγονός που έκανε πιο εύκολη την πρόσβαση. Ακόμη μία φορά όμως, η επίθεση αυτή απέβη άκαρπη και η έφοδος των Τούρκων, παρότι υπήρξε λυσσώδης και η θέση των πολιορκημένων εξαιρετικά επισφαλής, απέτυχε τελείως.

Στις 14 Μαΐου, ο Σουλτάνος ανακουφισμένος από την αποχώρηση των γαλερών από τον Κεράτιο κόλπο, καθώς απομακρύνθηκε ο κίνδυνος επίθεσης στα δικά του πλοία, μετέφερε τα κανόνια του από το λόφο του Γαλατά και τα εγκατέστησε στην απέναντι πλευρά, με σκοπό να βομβαρδίζουν το τείχος στο σημείο, όπου βρισκόταν το παλάτι των Βλαχερνών. Επειδή όμως δεν κατάφεραν να προξενήσουν κάποια σημαντική ζημιά, τα απομάκρυναν από εκεί και τα τοποθέτησαν απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, που ήταν το πιο ασθενές σημείο κατά μήκος των χερσαίων τειχών.

Τα κανόνια δεν έπαυαν στιγμή να χτυπούν τα τείχη, αλλά οι υπερασπιστές τους σε εκείνο το σημείο, επισκεύαζαν τα ρήγματα, με τέτοιο τρόπο, ώστε δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος απώλειας των τειχών και ξαφνικής εφόδου των Τούρκων. Τριακόσιοι Ιταλοί, εξαιρετικής στρατιωτικής αξίας φρουρούσαν το συγκεκριμένο σημείο μέχρι τη στιγμή της άλωσης. Στις 16 του ίδιου μήνα κάποια Τουρκικά πλοία, αποσπάσθηκαν από το αγκυροβόλιο τους, στο Διπλοκιόνιο και επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και με μεγάλη ταχύτητα στην αλυσίδα του λιμανιού.

Οι Τούρκοι άρχισαν να χτυπούν με τα κανόνια τους τα Βυζαντινά πλοία, που βρίσκονταν εκεί αγκυροβολημένα, αλλά βρήκαν αντίσταση από τα Ελληνικά πλοιάρια, τα οποία ακολούθησαν τα Τουρκικά με σκοπό να τα χτυπήσουν και να τα αναχαιτίσουν. Το αποτέλεσμα ήταν, να τραπούν σε φυγή τα Τουρκικά πλοία και να επιστρέψουν στο Διπλοκιόνιο. Την ίδια μέρα, παράλληλα με την επιτυχημένη απώθηση των Τουρκικών πλοίων στη θάλασσα, οι Βυζαντινοί έκαναν και μία σημαντική ανακάλυψη. Οι Οθωμανοί του Μωάμεθ είχαν αποπειραθεί να ανοίξουν υπόνομο κάτω από τα τείχη και ετοιμάζονταν να εισβάλουν υπογείως στην Πόλη.

Οι Βυζαντινοί όμως αντελήφθησαν τι συνέβαινε, εξαιτίας του θορύβου κάτω από τα τείχη και μετά από διαταγή του Αυτοκράτορα, οι ειδικοί που ασχολούνταν με τη διάνοιξη υπόγειων στοών, έσκαψαν τούνελ, με τέτοιο τρόπο, ώστε να συναντήσει αυτό των Τούρκων. Έτσι οι Βυζαντινοί εισχώρησαν απαρατήρητοι μέσα στην στοά του εχθρού, έβαλαν φωτιά στα ξύλινα στηρίγματα, με αποτέλεσμα να πέσει η οροφή και να καταπλακωθούν αρκετοί Τούρκοι, οι οποίοι βρήκαν φριχτό θάνατο.

Φυσικά τη χρήση των υπόγειων στοών είχε αρχίσει ο Σουλτάνος από την αρχή της πολιορκίας, αλλά φαίνεται πως δεν είχε βρει αρκετά έμπειρους τεχνίτες. Το σημείο, το οποίο επιλέχθηκε από τους Οθωμανούς για τη διάνοιξη της τάφρου ήταν κοντά στην Καλιγαρία πύλη, καθώς εκεί δεν υπήρχε τάφρος, ούτε εξωτερικό τείχος. Παρόλα αυτά η ανακάλυψη της σήραγγας προξένησε πανικό και φόβο στους πολιορκημένους, μήπως κάποια στιγμή ο εχθρός αποπειραθεί να εισβάλει στην πόλη με αυτό τον τρόπο.

Την επόμενη ημέρα πέντε Τουρκικά πλοιάρια πλησίασαν και πάλι την αλυσίδα, με σκοπό να κατασκοπεύσουν τις κινήσεις του εχθρικού στόλου και να κάνουν επίδειξη δύναμης. Οι κωπηλάτες και τα Τουρκικά πληρώματα δέχτηκαν όμως σφοδρή επίθεση από τα Βυζαντινά πλοία και αναγκάστηκαν και πάλι να οπισθοχωρήσουν φοβισμένοι. Το δαιμόνιο μυαλό του Σουλτάνου όμως βρισκόταν διαρκώς σε εγρήγορση και συνεχώς αναζητούσε καινούργιες μεθόδους και τεχνάσματα, με τα οποία θα πραγματοποιούσε το διακαή πόθο του, δηλαδή την πτώση της Πόλης.

Ένα από αυτά τα σατανικά πράγματι τεχνάσματα ήταν η κατασκευή ενός πύργου, όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, η οποία προκάλεσε τρόμο και πανικό στους πολιορκημένους το πρωί της 18ης Μαΐου. Το ξύλινο κατασκεύασμα ήταν τόσο ψηλό, ώστε ξεπερνούσε το ύψος των τειχών και είχε τεράστιες διαστάσεις. Είχε ξύλινους τροχούς για να κινήται και ήταν απρόσβλητο στα κάθε είδους χτυπήματα. Οι Τούρκοι τον έστησαν τόσο γρήγορα κοντά στα τείχη στη Χαρίσια πύλη, ώστε ούτε οι σκοποί από τα τείχη δεν πρόλαβαν να το αντιληφθούν.

Όπως ήταν φυσικό οι Τούρκοι επιθυμούσαν τη νίκη όσο τίποτε άλλο, για αυτό και η μάχη που ακολούθησε ήταν σκληρή. Η αντίσταση των πολιορκημένων ήταν ηρωική και η προσπάθειά τους να απωθήσουν τον εχθρό αγωνιώδης. Τελικά κατάφεραν να πυρπολήσουν τον πύργο και να προκαλέσουν την έκπληξη και την οργή του Σουλτάνου. Δυστυχώς όμως, όπως θα απεδείκνυε η ιστορία, η χαρά των πολιορκημένων για τις επιτυχίες στην απόκρουση του εχθρού δεν θα κρατούσε για πολύ.

 

ΟΙ ΔΕΚΑ ΠΙΟ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ

Από τις 19 Μαΐου έως και την πτώση της Πόλης στις 29 του ίδιου μήνα οι ανηλεείς βομβαρδισμοί των τειχών ήταν συνεχείς και ασταμάτητοι, καθώς ο σουλτάνος, απογοητευμένος από τις αποτυχίες των προηγούμενων ημερών, είχε οργιστεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε το μόνο που επιθυμούσε, ήταν να ολοκληρώσει το σχέδιο του όσο το δυνατόν συντομότερα.

Ακόμη και η εξιστόρηση των γεγονότων από το χρονογράφο Barbaro γίνεται μονότονη, καθώς επαναλαμβάνεται συνεχώς και σε καθημερινή βάση το θέμα των βομβαρδισμών και οι προσπάθειες των αμυνομένων να επισκευάσουν τις ζημιές και να αναστηλώσουν τα πεσμένα τμήματα των τειχών. Οι στιγμές ήταν τόσο κρίσιμες, ώστε όλοι μικροί και μεγάλοι, νέοι και γέροι, κληρικοί και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να συμβάλουν στην άμυνα.

Επιπλέον οι Τούρκοι είχαν εντατικοποιήσει τις προσπάθειες δημιουργίας υπόγειων στοών με σκοπό να εισβάλουν στην Κωνσταντινούπολη υπογείως και μάλιστα έσκαβαν όχι σε ένα μόνο σημείο πλέον, αλλά σε περισσότερα, κυρίως κοντά στην πύλη της Καλιγαρίας. Ο συνήθης τρόπος κατασκευής μίας στοάς ήταν να σκάβουν το έδαφος και μετά να στηρίζουν το χώμα, που βρισκόταν από πάνω με στηρίγματα από γερά ξύλα. Οι αμυνόμενοι συνήθως έβαζαν φωτιά στα ξύλινα υποστηλώματα, τα οποία στήριζαν το έδαφος, με αποτέλεσμα να πέφτουν και να καταπλακώνουν, όσους βρίσκονταν μέσα, είτε απλά τους έκαιγαν.

Σε κάποιες περιπτώσεις οι πολιορκημένοι στάθηκαν ιδιαίτερα τυχεροί σε αυτό το θέμα, γιατί οι σήραγγες πολλές φορές λόγω κακής κατασκευής ή λόγω λανθασμένης επιλογής τοποθεσίας γκρεμίζονταν μόνες τους, με αποτέλεσμα το θάνατο πολλών ανδρών. Στις 23 Μαΐου μάλιστα, ενώ και πάλι οι Τούρκοι προσπαθούσαν να υπονομεύσουν το τείχος κοντά στην περιοχή των Βλαχερνών, με τη δημιουργία στοάς, έγιναν αντιληπτοί από Βυζαντινούς, οι οποίοι εξουδετέρωσαν την προσπάθεια τους και παράλληλα κατάφεραν να συλλάβουν ζωντανούς κάποιους από τους Τούρκους υπονομοποιούς και μάλιστα τους επικεφαλείς.

Αφού τους βασάνισαν και κατάφεραν να μάθουν όλες τις θέσεις, όπου βρίσκονταν οι υπόλοιπες σήραγγες, τους αποκεφάλισαν και πέταξαν τα πτώματα τους πάνω από τα τείχη, στο σημείο που βρισκόταν το Τουρκικό στρατόπεδο. Δύο τελευταίες σήραγγες ανακαλύφθηκαν την επόμενη και τη μεθεπόμενη ημέρα και όπως αναφέρει και ο Barbaro, ήταν οι τελευταίες, αλλά οι πιο επικίνδυνες. Έπειτα από αυτό, οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τις υπονομευτικές τους δραστηριότητες.

Στις 23 Μαΐου επίσης, οι πολιορκημένοι δέχτηκαν μία τρομερή απογοήτευση, η οποία και διέλυσε και τις τελευταίες ελπίδες που είχαν για βοήθεια από τη Δύση. Το πλοιάριο, το οποίο είχε αποπλεύσει από την Κωνσταντινούπολη στις 3 Μαΐου, με σκοπό να αναζητήσει σημάδια του δυτικού στόλου στο Αιγαίο γύρισε άπρακτο. Όταν φάνηκε να ανεβαίνει από την Προποντίδα, ενώ το καταδίωκαν μερικά Τουρκικά πλοία, οι αμυνόμενοι πίστεψαν προς στιγμήν, ότι την έλευση του θα ακολουθούσε μεγαλύτερος στόλος. Αλλά όταν ξέφυγε από τα πλοία του εχθρού και πέρασε πίσω από την αλυσίδα, όλες οι προσδοκίες εξανεμίστηκαν.

Το πλοιάριο με τους γενναίους άνδρες είχε γυρίσει όλα τα νησιά του Αιγαίου και δυστυχώς δε συνάντησε πουθενά ίχνος Ενετικού πλοίου. Ανέφεραν στον Αυτοκράτορα, ότι υπήρξε μία σκέψη να μην επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ότι ήταν στιγμιαία, γιατί έπρεπε να εκπληρώσουν το καθήκον τους απέναντι του και να του αναφέρουν, όσα είχαν μάθει. Καμία άλλη Χριστιανική δύναμη δεν θα ερχόταν να συνδράμει τη δύστυχη Πόλη. Η Κωνσταντινούπολη μπορούσε να ελπίζει πλέον μονάχα στο έλεος του Θεού.

Επιπλέον την ίδια ημέρα σύμφωνα με τον ιστορικό Mijatovich εμφανίστηκε μπροστά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού ένας απεσταλμένος του Σουλτάνου, ονόματι Ισμαήλ Χαμζά, ο οποίος μετέφερε ένα μήνυμα του Σουλτάνου προς τον Αυτοκράτορα και τους πολιορκημένους. Σύμφωνα με τον ιστορικό το μήνυμα ανέφερε ότι ο Σουλτάνος, καθώς γνώριζε την δεινή θέση της Πόλης, ήταν σύμφωνος, αν του την παρέδιδε ο Αυτοκράτορας, να τον αφήσει ελεύθερο και να του δώσει την κυριαρχία της Πελοποννήσου.

Επιπλέον υπέσχετο, να αφήσει ελεύθερο όποιον κάτοικο της Κωνσταντινούπολης επιθυμούσε να φύγει μαζί με τα υπάρχοντα του. Αυτές οι προτάσεις για παράδοση της πόλης ήταν και οι τελευταίες τις οποίες έκανε ο Σουλτάνος. Η απάντηση του Κωνσταντίνου στο Σουλτάνου, την οποία διασώζει ο ιστορικός Δούκας, είναι αντάξια του μεγαλείου και της προσωπικότητας του τελευταίου Αυτοκράτορα. Σύμφωνα με αυτά που αναφέρει ο Δούκας λοιπόν ο Κωνσταντίνος είπε στον απεσταλμένο του Σουλτάνου να του μεταφέρει τα εξής:

«Θα δόξαζα το Θεό, αν ήθελες να ζήσεις ειρηνικά μαζί μας, όπως έκαναν και οι πρόγονοι σου στο παρελθόν. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν τους πατέρες μου γονείς τους και τους τιμούσαν˙ το ίδιο και αυτήν εδώ την πόλη σαν πατρίδα. Σε περίπτωση κινδύνου, όλοι κατέφευγαν σε αυτή για να σωθούν. Κανένας αντίπαλος της δεν έζησε πολλά χρόνια. 

Κράτησε όλα τα κάστρα που άρπαξες τόσο άδικα από εμάς, κράτησε τη γη, απόλαυσε όλους τους φόρους που σου καταβάλλουμε κάθε χρόνο, σύμφωνα με τις δυνατότητες μας και φύγε ειρηνικά. Έχεις σκεφτεί μήπως αντί να κερδίσεις βρεθείς τελικά να χάνεις; Δεν έχω το δικαίωμα ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος από τους κατοίκους της να σου παραδώσουμε αυτήν εδώ την πόλη γιατί όλοι μαζί με μία από κοινού απόφαση, διαλέγουμε να μη λυπηθούμε τη ζωή μας, αλλά να πεθάνουμε προασπίζοντας την.»

Το ηθικό των Χριστιανών βεβαίως είχε καταπέσει. Αλλά και στο Τουρκικό στρατόπεδο υπήρχε μεγάλη απογοήτευση. Συμπληρώνονταν σχεδόν δύο μήνες από την έναρξη της πολιορκίας και ο πολυπληθής Τουρκικός στρατός με τα εξαιρετικά κανόνια, τις πολιορκητικές μηχανές, τον κατάλληλο εξοπλισμό και το πλήθος των όπλων δεν είχε καταφέρει τίποτε ουσιαστικό. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, που είχε υποστεί ο τουρκικός στρατός ήταν τρομερές. Οι καπνοί από τις νεκρικές πυρές πλανιόνταν για μέρες επάνω στην πεδιάδα του Λύκου.

Η άμυνα της πόλης από την άλλη μεριά, είχε φυσικά καταβληθεί, υπήρχε έλλειψη πολεμοφοδίων και τροφίμων και οι υπερασπιστές ήταν λιγοστοί. Τα τείχη είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές. Οι πολιορκημένοι ήταν τρομερά καταπονημένοι, αλλά παρόλα αυτά είχαν καταφέρει να αποκρούσουν όλες τις επιθέσεις του σουλτάνου και δεν επέτρεψαν σε κανένα άπιστο να εισβάλει μέσα στην Πόλη. Ο Αυτοκρατορικός αετός κυμάτιζε ακόμη επάνω στις επάλξεις.

Επιπλέον είχε φτάσει στο στρατόπεδο του Σουλτάνου η πληροφορία, ότι στη Χίο ήταν αγκυροβολημένα πλοία σταλμένα από τη Δύση, τα οποία επρόκειτο να κατευθυνθούν στην Κωνσταντινούπολη, για να τη βοηθήσουν. Ο Μωάμεθ έκρινε, ότι δεν έπρεπε να υπάρξει περαιτέρω χρονοτριβή, αλλά να προετοιμάσει μία συντονισμένη επιχείρηση από την ξηρά και τη θάλασσα και να χτυπήσει την Κωνσταντινούπολη. Ήταν φανερό ότι η τελική έκβαση δεν μπορούσε να καθυστερήσει άλλο, καθώς η απογοήτευση και η απαισιοδοξία κυριαρχούσε και στα δύο στρατόπεδα.

Το στρατόπεδο του Σουλτάνου ήταν χωρισμένο σε δύο παρατάξεις. Από τη μία μεριά ο ηλικιωμένος Βεζύρης Χαλήλ, ο οποίος από την αρχή είχε αντίθετη γνώμη σχετικά με την πολιορκία και η μέχρι τώρα έκβαση της τον δικαίωνε και οι υποστηρικτές του και από την άλλη μεριά ο Ζαγανός Πασάς, ο οποίος αντιπαθούσε το Χαλήλ και επέμενε στην συνέχιση της πολιορκίας, καθώς ήταν πεπεισμένος, ότι η στιγμή, κατά την οποία η Πόλη θα έπεφτε στα χέρια του Σουλτάνου, ήταν πολύ κοντά.

Τελικά υπερίσχυσε η παράταξη του Ζαγανού Πασά και οι περισσότεροι συντάχθηκαν με την άποψη του να συνεχιστεί η πολιορκία μέχρι τέλους. Σύμφωνα με τον ιστορικό Σφραντζή, ο αντίπαλος του Ζαγανού, Χαλήλ Πασάς ήταν αυτός που έσπευσε να πληροφορήσει τον Αυτοκράτορα για τις διαθέσεις του Σουλτάνου και την επικείμενη επίθεση. Ο Σουλτάνος ανακουφισμένος, εφόσον αποφασίστηκε να προχωρήσουν μέχρι τέλους για την κατάκτηση της πόλης, ενέτεινε ακόμη περισσότερο τους βομβαρδισμούς των τειχών και οργάνωνε μία γενικευμένη επίθεση.

Η απόφαση του συμβουλίου έγινε γρήγορα γνωστή σε όλο το στρατόπεδο και για να εμψυχώσει τους πολεμιστές του, ο Μωάμεθ τη νύχτα της 26ης Μαΐου διέταξε να ανάψουν φωτιές σε όλο το στρατόπεδο. Μαζί με τις φωτιές ακούγονταν τυμπανοκρουσίες, αλαλαγμοί και κραυγές, που έκαναν τους πολιορκημένους να παγώσουν από την τρομάρα τους, καθώς πλησίαζε η ώρα της τελικής επίθεσης.

Οι οιωνοί και τα σημάδια των προηγούμενων ημερών, οι πανάρχαιες προφητείες, που προδίκαζαν την πτώση της Βασιλεύουσας, σε συνδυασμό με τις πυρετώδεις προετοιμασίες του Σουλτάνου, προκάλεσαν πανικό στους αμυνόμενους. Έσπευσαν στις εκκλησίες και επαναλάμβαναν συνεχώς προσευχές, ζητώντας την προστασία της Υπεραγίας Θεοτόκου. Οι φωτιές στο εχθρικό στρατόπεδο, έξω από τα τείχη συνέχιζαν να καίνε και την επόμενη ημέρα, στις 27 Μαΐου. Και ήταν τόσο εκτυφλωτικό το φως, ώστε αρχικά οι πολιορκημένοι νόμισαν, ότι είχε πιάσει φωτιά το Τουρκικό στρατόπεδο και αναθάρρησαν.

Όταν διαπίστωσαν όμως, τι πραγματικά συνέβαινε, τρομοκρατήθηκαν και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο, από το να προσευχηθούν για τη σωτηρία τους. Πιθανόν ο Σουλτάνος αυτές τις τελευταίες μέρες του Μαΐου, βρισκόταν συνεχώς ανάμεσα στους άνδρες του, για να δίνει τις τελευταίες οδηγίες πριν από τη μεγάλη επίθεση, την οποία αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν στις 29 Μαΐου και την οποία γνώριζαν οι αμυνόμενοι, να τους εμψυχώνει ή κάποιες φορές να απειλεί με θανατική ποινή, όσους απειθαρχούσαν ή οπισθοχωρούσαν δείχνοντας δειλία και να επιβλέπει τις προετοιμασίες.

Η ένδοξη νίκη ή η συντριπτική ήττα κρέμονταν από μία κλωστή. Αν αποτύγχανε ο Μωάμεθ θα έπρεπε να λύσει την πολιορκία και να γυρίσει πίσω. Αυτό το ενδεχόμενο δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται, γι’ αυτό και φρόντιζε για όλα προσωπικά. Στις 27 Μαΐου επίσης διέταξε πιθανότατα το βαρύτερο βομβαρδισμό, μέχρι εκείνη τη στιγμή, της Κωνσταντινούπολης. Προσδοκούσε πιθανότατα στην κατάρρευση μεγάλου τμήματος των τειχών, που θα ευνοούσε την μαζική είσοδο των στρατιωτών του την ώρα της γενικής εφόδου.

Επιπλέον ήταν σίγουρος, ότι με αυτή την τακτική δεν θα άφηνε στους πολιορκημένους κανένα περιθώριο ανάπαυσης. Στο συμβούλιο που ακολούθησε την ίδια ή πιθανότατα την επόμενη ημέρα, ο Μωάμεθ, για να δώσει ώθηση στους πολεμιστές του, ανέφερε τους μυθικούς θησαυρούς της πόλης, οι οποίοι θα γίνονταν δικοί τους. Αμέτρητα λάφυρα και σκλάβοι, γυναίκες και νεαρά αγόρια, μεγαλοπρεπή οικήματα, βασιλικά ανάκτορα, σπίτια ευγενών, πολύτιμα εκκλησιαστικά κειμήλια, φτιαγμένα από χρυσάφι και ασήμι.

Δεν παρέλειψε να επαναλάβει την τριήμερη λεηλασία, την οποία τους είχε υποσχεθεί εξ αρχής. Πάνω από όλα όμως τόνισε την υποχρέωση που είχαν να καταλάβουν αυτή την ένδοξη πόλη, καθώς αποτελούσε εμπόδιο για μελλοντικές διεκδικήσεις και ήταν απειλή για τα μεγαλεπήβολα σχέδια επέκτασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως την είχε φανταστεί ο Σουλτάνος. Εξακολούθησε αναφέροντας τη δόξα και την υστεροφημία, που θα τους ακολουθούσε παντοτινά, όταν κατάφερναν να την κυριεύσουν.

Τόνισε όμως, ότι αυτή η προσπάθεια θα είναι δύσκολη, αλλά δεν παρέλειψε να αναφέρει τα μισογκρεμισμένα τείχη, την παραγεμισμένη τάφρο και τους λιγοστούς υπερασπιστές που είχαν απομείνει στην πόλη σε σχέση με τους πολυάριθμους δικούς του μαχητές. Έκανε λόγο και για τους Ιταλούς, οι οποίοι βρίσκονταν στα τείχη, αλλά καθώς δεν μπορούσε να μειώσει τη γενναιότητα και την αποφασιστικότητα τους, επέμεινε κυρίως στο χαρακτήρα τους και στο γεγονός, ότι δεν ήταν άτομα άξια εμπιστοσύνης και ότι πολύ γρήγορα θα παρατούσαν τη μάχη και θα προτιμούσαν να φύγουν από την πόλη και να σώσουν τη ζωή τους

Στη συνέχεια ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο θα μάχονταν. Ήξερε ότι οι αμυνόμενοι ήταν εξαντλημένοι λόγω των συνεχών βομβαρδισμών και της υπερπροσπάθειας που κατέβαλαν να επιδιορθώνουν τα κατεστραμμένα τμήματα των τειχών. Ήξερε επίσης, ότι ήταν καταπονημένοι από την πείνα, την αγρύπνια και την σωματική κόπωση. Πίστευε λοιπόν, ότι είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να χρησιμοποιήσει την αριθμητική υπεροχή του στρατού του. Δεν θα έκαναν πλέον άτακτες επιθέσεις, αλλά καλά οργανωμένες και συνεχείς.

Ξεκούραστοι μαχητές θα έκαναν εφόδους στα τείχη, αντικαθιστώντας τους προηγούμενους, ώστε να εξαντλήσουν τους αμυνόμενους. Με αυτή την τακτική ο Σουλτάνος έλπιζε, ότι πολύ γρήγορα οι λιγοστοί υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης θα λύγιζαν και θα υπέκυπταν. Στη συνέχεια ο Μωάμεθ έδωσε σαφείς οδηγίες για τις θέσεις των στρατηγών του και για το τι έπρεπε να πράξει καθένας από αυτούς. Ο στόλος με ναύαρχο το Χαμουζά θα περικύκλωνε την πόλη, ενώ θα ανάγκαζε τους υπερασπιστές των θαλάσσιων τειχών να μείνουν σε αυτά, ώστε να τα προστατεύουν.

Έπειτα ο Ζαγανός Πασάς με τα στρατεύματα του θα χτυπούσαν το τείχος στον Κεράτιο κόλπο, ενώ ο Καρατζά Πασάς με το στρατό του θα επετίθετο στο μισογκρεμισμένο τείχος κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών. Η συντονισμένη αυτή επίθεση θα ολοκληρωνόταν με την ταυτόχρονη έφοδο στο κέντρο των τειχών, του ίδιου του Σουλτάνου μαζί με το Χαλήλ και το Σαρατζά Πασά. Τέλος δεν παρέλειψε να αναφέρει, πόσο σημαντική ήταν η τήρηση του σχεδίου, ο σεβασμός, και η πειθαρχία στους ανωτέρους.

Έπειτα από αυτά και αφού είχε ολοκληρώσει το λόγο του άφησε τους αξιωματικούς ελεύθερους να επιστρέψουν στις θέσεις τους και ο ίδιος αποσύρθηκε στη σκηνή του για να ξεκουραστεί, ενώ άγρια ουρλιαχτά χαράς ακούγονταν στο στρατόπεδο του, εξαιτίας των όσων είχε υποσχεθεί. Και ενώ αυτά συνέβαιναν στο Τουρκικό στρατόπεδο, μέσα στα τείχη επικρατούσε απαισιοδοξία και θλίψη. Συχνές ήταν οι φιλονικίες μεταξύ Βυζαντινών και Λατίνων ή μεταξύ Ενετών και Γενουατών.

Ο Αυτοκράτορας έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει τις ισορροπίες και να εμφυσήσει στους αμυνόμενους την ομόνοια, που τόσο ήταν απαραίτητη εκείνες τις κρίσιμες ώρες. Ιδιαίτερα μνημονεύονται από τον ιστορικό Σφραντζή οι έριδες μεταξύ του Ιουστινιάνη και του Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά. Παρ’ όλες τις αντιδικίες όμως, όλοι εργάζονταν με τον ίδιο ζήλο, προσπαθώντας να προετοιμάσουν την πόλη, όσο το δυνατόν καλύτερα, να αντιμετωπίσει την τελική επίθεση.

Ο Ιουστινιάνης εργαζόταν ακαταπόνητα μέρα και νύχτα και ιδιαίτερα εκείνες τις τελευταίες ημέρες, με σκοπό είτε να επισκευάσει, είτε να προστατεύσει όσο αυτό ήταν εφικτό τα τμήματα των τειχών που είχαν καταπέσει. Την επόμενη ημέρα Δευτέρα 28 Μαΐου, ο Σουλτάνος την πέρασε ολοκληρώνοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες σχετικά με την επίθεση. Τα κανόνια και οι πυροβολητές βρίσκονταν στις θέσεις τους, ενώ όλο το στράτευμα βρισκόταν επί ποδός, περιμένοντας να λάβει τις σχετικές οδηγίες. Ο βομβαρδισμός των τειχών εξακολουθούσε με αμείωτη ένταση.

Οι προετοιμασίες ήταν πυρετώδεις. Ο Σουλτάνος επιθεώρησε όλα τα στρατιωτικά σώματα, δίνοντας θάρρος και τις τελευταίες οδηγίες στους διοικητές των σωμάτων. Πιθανότατα ο Μωάμεθ είχε φροντίσει να εμφυσήσει στους άνδρες του την έννοια του ιερού πολέμου και για αυτό το λόγο υπήρχαν στο στρατόπεδο ιερείς, όπως δερβίσηδες και μουλάδες, που έψελναν, απήγγειλαν στίχους από το Κοράνιο και προσπαθούσαν να εμψυχώσουν τους πολεμιστές απαριθμώντας τα οφέλη, που θα αποκόμιζαν με την πτώση της πόλης.

Την ίδια ημέρα ο Σουλτάνος μετέβη έφιππος στο Διπλοκιόνιο, για να επιθεωρήσει το στόλο του και να δώσει διαταγές στο ναύαρχο του για το τι θα έπρεπε να πράξει την επόμενη ημέρα. Σκάλες θα δίνονταν στα πληρώματα των πλοίων, ώστε, αφού αποβιβάζονταν στην ξηρά, να επιχειρήσουν να ανέβουν στα τείχη. Κατά την επιστροφή του πιθανότατα, περνώντας από τη συνοικία του Γαλατά, προειδοποίησε τους άρχοντες της περιοχής να μην εμπλακούν στη μάχη της επόμενης ημέρας και σε καμία περίπτωση να μην παράσχουν βοήθεια στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης.

Το ίδιο απόγευμα διέτρεξε και πάλι έφιππος όλο το στρατόπεδο από άκρη σε άκρη, κεντρίζοντας το φιλότιμο όλων των αξιωματούχων του και παράλληλα απειλώντας με θάνατο, όποιον δείλιαζε ή παράκουε εντολές ανωτέρου. Ακούγοντας τις διαταγές του, όλοι έσπευσαν να μεταβούν στις προκαθορισμένες θέσεις τους. Αφού διαπίστωσε ότι όλα ήταν έτοιμα και όπως επιθυμούσε, επέστρεψε στη σκηνή του για να ξεκουραστεί, ενώ έστειλε αγγελιαφόρους σε όλο το στρατόπεδο, για να αναγγείλουν ότι η επίθεση θα ξεκινούσε το ξημέρωμα.

Φωτιές ανάφτηκαν ακόμη μία φορά στο Τουρκικό στρατόπεδο, αλαλαγμοί, ουρλιαχτά και κραυγές έφθαναν στα αυτιά των πολιορκημένων, ενώ ο εχθρός βομβράδιζε τα τείχη. Αυτή η αναστάτωση διήρκεσε μέχρι τα μεσάνυχτα, οπότε και οι φωτιές σβήστηκαν και υπήρξε μία παράξενη ησυχία. Στο στρατόπεδο των Βυζαντινών από την άλλη μεριά, επικρατούσε αναστάτωση. Παρ’ όλη όμως την ένταση και την αγωνία των πολιορκημένων, δεν έλειπαν οι προετοιμασίες και μέσα στα τείχη. Όλοι βρίσκονταν στις θέσεις τους.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Δούκα, ο Αυτοκράτορας μαζί με τον Ιουστινιάνη και 3000 στρατιώτες βρίσκονταν κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί όπου τα τείχη είχαν υποστεί σοβαρότατες ζημιές και μεγάλα τμήματά τους είχαν καταπέσει. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς υπεράσπιζε μαζί με 500 στρατιώτες στη Βασιλική πύλη, ενώ κατά μήκος των χερσαίων τειχών, σε όλα τα καίρια σημεία, είχαν τοποθετηθεί τοξότες και πετροβολιστές. Όλοι πλέον γνώριζαν καλά τι θα επακολουθούσε.

Σύμφωνα με τον χρονογράφο Barbaro κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας οι καμπάνες χτυπούσαν καλώντας τους αμυνόμενους να μεταβούν στις θέσεις τους. Γυναίκες και παιδιά ανέβαιναν στα τείχη μεταφέροντας λίθους, για να τους χρησιμοποιήσουν ως όπλα οι πολιορκημένοι κατά την έφοδο των Τούρκων. Θρήνοι και κλάματα ακούγονταν σε όλη την πόλη εξαιτίας του τρόμου που είχε κυριεύσει τους αξιοθρήνητους κατοίκους.

Ο Αυτοκράτορας διέταξε να γίνει λιτανεία μέσα στην πόλη των ιερών εικόνων στην οποία συμμετείχε μεγάλο πλήθος γυναικών , παιδιών, γερόντων μαζί με ιερείς και μοναχούς και όλοι μαζί προσεύχονταν και με δάκρυα στα μάτια παρακαλούσαν το Θεό να τους λυπηθεί και να σώσει την πόλη τους από τον απαίσιο εχθρό. Ο ένας έδινε κουράγιο στον άλλο να αντισταθούν όλοι μαζί με γενναιότητα απέναντι στον κοινό κίνδυνο και προσδοκούσαν ακόμη και την έσχατη αυτή στιγμή τη σωτηρία.

Την ίδια ημέρα, νωρίτερα πιθανότατα από τη λιτανεία, όπως αναφέρει ο χρονογράφος Barbaro κάποιοι Ενετοί κατασκεύαζαν στα εργαστήρια τους προστατευτικές άμαξες για τους αμυνόμενους στρατιώτες στις επάλξεις. Ο Βάιλος διέταξε Έλληνες να τις μεταφέρουν στα τείχη, εκείνοι όμως αρνήθηκαν, γεγονός που ο χρονογράφος το αποδίδει στη φιλαργυρία τους, καθώς δήθεν ήθελαν να πληρωθούν.

Πιθανότατα, όπως υποστηρίζει ο σύγχρονος ιστορικός S. Runciman «αρνήθηκαν, όχι από απληστία, αλλά γιατί ένοιωθαν αγανάκτηση για αυτές τις αυθαίρετες διαταγές από έναν Ιταλό και επειδή πραγματικά έπρεπε να έχουν χρήματα ή διαθέσιμο χρόνο για να βρουν τρόφιμα για τις πεινασμένες οικογένειές τους» Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι οι Βυζαντινοί εξαιτίας του ύποπτου παιχνιδιού της τήρησης ουδετερότητας με τους Τούρκους από τη μεριά των Γενουατών δεν είχαν πλέον καμία εμπιστοσύνη στους ξένους και δεν δέχονταν υποδείξεις και διαταγές από αυτούς.

Τη λιτανεία, στην οποία παρευρέθησαν Βυζαντινοί και Λατίνοι, ακολούθησε και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Αργά το απόγευμα, μετά το τέλος της, ο Αυτοκράτορας συγκέντρωσε τους αξιωματούχους και τους άρχοντες της Πόλης και τους μίλησε. Το θέμα της ομιλίας του, όπως ήταν φυσικό αφορούσε την επικείμενη επίθεση. Ζήτησε από όλους να δείξουν θάρρος και να αντισταθούν με γενναιότητα στον άπιστο εχθρό, που είχε ως στόχο να καταλύσει την ορθή πίστη και να αντικαταστήσει το Χριστό με έναν ψεύτικο προφήτη.

Τόνισε, ότι αξίζει να πεθάνει κανείς όταν αγωνίζεται για μεγάλα ιδανικά όπως η πίστη, η πατρίδα, η οικογένεια και ο Αυτοκράτορας, που ήταν η αρχή της πόλης και ο εκπρόσωπος του Θεού στη γη και ανέφερε, ότι είχε έρθει αυτή η στιγμή για το λαό του, να πολεμήσει και να θυσιαστεί. Έπειτα αναφέρθηκε στη διάρκεια της πολιορκίας και στα κάθε είδους όπλα, τα οποία χρησιμοποίησε ο Σουλτάνος και απέδωσε την μέχρι εκείνη τη στιγμή σωτηρία τους στο Χριστό, που θα αποτελούσε πάντοτε την ελπίδα και το καταφύγιο τους.

Υπολείπονταν οι αμυνόμενοι σε πολεμικό εξοπλισμό και αριθμητική υπεροχή έναντι του εχθρού, είχαν όμως την πίστη στο Θεό, σύμμαχο για τη σωτηρία τους. Επιπλέον ο Αυτοκράτορας πίστευε πολύ στις ικανότητες και το θάρρος των στρατιωτών του παρόλο που ήταν ελάχιστοι αριθμητικά σε σχέση με τον εχθρό και τους ενθάρρυνε να μη φοβηθούν κατά τη διάρκεια της εφόδου των απίστων από τις κραυγές και τους αλαλαγμούς τους. Τέλος έδωσε οδηγίες σχετικά με τον τρόπο μάχης και προστασίας από την επίθεση του εχθρού. Έπειτα στράφηκε προς τους Ιταλούς και τους ευχαρίστησε για όσα είχαν προσφέρει στην πόλη όλο αυτό το διάστημα της πολιορκίας.

Αφού ολοκλήρωσε την ομιλία του ο Αυτοκράτορας και ευχαρίστησε το Θεό με δάκρυα στα μάτια, όλοι οι παριστάμενοι έσπευσαν να τον διαβεβαιώσουν, ότι ήταν πρόθυμοι να θυσιαστούν για την πίστη και την πατρίδα τους. Έπειτα από αυτά ο Αυτοκράτορας και πλήθος λαού μετέβη στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, που για αρκετό διάστημα παρέμεινε σκοτεινή, επειδή θεωρούνταν μολυσμένη μετά από την κοινή λειτουργία ορθοδόξων και καθολικών την 12η Δεκεμβρίου 1452, για να εξομολογηθούν και μεταλάβουν τα άχραντα μυστήρια.

Η μέρα είχε φτάσει στο τέλος της. Μετά τη λειτουργία καθένας γύρισε στη θέση του, ενώ ο Αυτοκράτορας επέστρεψε στο παλάτι των Βλαχερνών και αφού συγκέντρωσε το προσωπικό του, ζήτησε τη συγχώρεση τους. Έπειτα έφιππος μαζί με το Σφραντζή διέτρεξε τα χερσαία τείχη, για να επιθεωρήσει αν όλα ήταν εντάξει. Οι σκοποί βρίσκονταν άγρυπνοι φρουροί στις θέσεις τους και οι πύλες ήταν καλά ασφαλισμένες.

Έπειτα ο Κωνσταντίνος με τον πιστό του γραμματέα έκαναν στάση κοντά στην Καλιγαρία πύλη και ανέβηκαν σε έναν από τους πύργους. Από εκεί μπορούσαν να ακούσουν καθαρά ομιλίες και θόρυβοι προερχόμενοι από τον εχθρό, ο οποίος προετοίμαζε την επίθεση από την πλευρά της θάλασσας και κοντά στα τείχη. Η τελευταία ώρα της δύσμοιρης Πόλης είχε ήδη σημάνει.

 

”ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ”

Η Τελική Επίθεση

Αυτή τη φορά οι Οθωμανοί δεν προσπάθησαν να καλύψουν τις προετοιμασίες τους. Για τρεις ημέρες οι στρατιές του Μωάμεθ αναδιατάσσονταν σε όλο το μήκος των τειχών και συγκεντρώνονταν στα πλέον στρατηγικά σημεία, εκεί όπου είχε γίνει η μεγαλύτερη ζημιά από το βομβαρδισμό των έξι εβδομάδων. O στόλος έδειχνε παρόμοια κινητικότητα και όλοι πλέον ήταν βέβαιοι: η μεγάλη έφοδος ετοιμάζεται. Την 28η Μαΐου, η Κωνσταντινούπολη αντηχούσε από προσευχές, ικεσίες, κλάματα και κραυγές απελπισίας.

Την ίδια ημέρα έλαβε χώρα η τελευταία μετάληψη του αυτοκράτορα στην Αγία Σοφία, μαζί με την τελευταία χριστιανική λειτουργία στη μεγαλύτερη εκκλησία της Ορθοδοξίας. Στη συνέχεια, ο Κωνσταντίνος μετέβη στο παλάτι των Βλαχερνών και ζήτησε συγχώρεση απ’ όλα τα μέλη του προσωπικού του. Tόση ήταν η θλίψη που ήταν αποτυπωμένη στα τραχιά χαρακτηριστικά του, τέτοια η βεβαιότητα του επερχόμενου θανάτου και τόση η συγκίνηση που, όπως περιγράφει ο Σφραντζής, ακόμη και αν κάποιος ήταν από πέτρα ή ξύλο, δεν μπορούσε παρά να δακρύσει.

Oι Τούρκοι, καθώς ξημέρωνε η 29η Μαΐου, είχαν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες τους και είχαν ετοιμαστεί για την έφοδο. O Κωνσταντίνος διέτρεχε το τείχος σε όλο το μήκος, δίνοντας κουράγιο στους πολεμιστές που επάνδρωναν το μισογκρεμισμένο τείχισμα, το οποίο μόλις πριν από δύο μήνες ήταν ακόμη το μεγαλύτερο και επιβλητικότερο τείχος που είχε δει ο κόσμος και το μοναδικό στήριγμά τους, το μόνο που έστεκε πλέον μεταξύ αυτών και του βέβαιου θανάτου. Μιάμιση ώρα πριν χαράξει, δόθηκε το σύνθημα.

Η προετοιμασία για την τελική επίθεση άρχισε, όπως έχει ήδη αναφερθεί από το απόγευμα της 28ης Μαΐου, οπότε και ο Σουλτάνος συγκέντρωσε χιλιάδες μαχητών του, για να γεμίσουν την τάφρο, ενώ άλλοι μετέφεραν κοντά στα τείχη πυροβόλα και κάθε είδους πολεμικό εξοπλισμό. Ο  Σουλτάνος σύμφωνα με τον ιστορικό Barbaro, είχε χωρίσει το στράτευμα του σε τρία στρατιωτικά σώματα, το καθένα από τα οποία αποτελούνταν από 50.000 άνδρες.

Το πρώτο σώμα αποτελούσαν οι Βασιβουζούκοι ή Μπαζιβουζούκοι, άτακτος στρατός, απειροπόλεμος μαζί με τυχοδιώκτες, στων οποίων τις τάξεις υπήρχαν και πολλοί Χριστιανοί. Αυτούς σκόπευε ο Μωάμεθ να ρίξει πρώτους στη μάχη με σκοπό να κουράσει τους αμυνόμενους. Το δεύτερο στρατιωτικό σώμα, σύμφωνα πάλι με το Barbaro, αποτελούνταν από ανθρώπους των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αγρότες, που ήταν ο τακτικός στρατός του Σουλτάνου, ενώ το τρίτο σώμα ήταν οι καλά εκπαιδευμένοι και οπλισμένοι γενίτσαροι.

Στην επόμενη φάση του αγώνα ο Σουλτάνος θα έριχνε στη μάχη τον τακτικό στρατό του και αν δεν κατάφερνε να πετύχει το στόχο του και αυτό το στρατιωτικό σώμα, θα ακολουθούσαν οι άριστα εκπαιδευμένοι γενίτσαροι. Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, με τη δύση του ήλιου, ο Σουλτάνος έδωσε εντολή να ηχήσουν οι σάλπιγγες, οι αυλοί και οι πίπιζες δίνοντας το πολεμικό σάλπισμα, που ήταν και το σύνθημα, ότι όλα είναι έτοιμα και η έφοδος ξεκινάει. Το πρώτο επιθετικό σώμα, οι Βασιβουζούκοι, μπήκε στη μάχη.

Προχώρησαν προς το τείχος και πήραν θέση μάχης. Αρχικά έριχναν βολές από μακριά. Είχαν στην κατοχή τους τόξα, βέλη και σφεντόνες. Έπειτα πλησίασαν περισσότερο και καθώς η μάχη γινόταν σώμα με σώμα χρησιμοποιούσαν κοντάρια και δόρατα. Ακούγονταν κραυγές, αλαλαγμοί κατάρες και βλαστήμιες. Οι επιτιθέμενοι προσπαθούσαν να ανέβουν στα τείχη χρησιμοποιώντας κλίμακες, αλλά οι αμυνόμενοι κατάφεραν να τους απωθήσουν, σκοτώνοντας πάρα πολλούς. Ο Ιουστινιάνης πολεμούσε γενναία στο σημείο, όπου εκδηλώθηκε η κυρίως επίθεση των Τούρκων, μαζί με τον Αυτοκράτορα.

Oι Βαζιβουζούκοι, εκτοξεύοντας βέλη και κραδαίνοντας γιαταγάνια, επιτέθηκαν με πρωτοφανή ορμή, αλλά απωθήθηκαν από τους αποφασισμένους υπερασπιστές μετά από σκληρή μάχη. Tα πτώματά τους στοιβάζονταν στα χαλάσματα και το αίμα τους έβαφε τις θρυμματισμένες πέτρες. Aκόμη και την ώρα που οι άτακτοι επιτίθεντο, τα κανόνια συνέχιζαν το αποτρόπαιο έργο τους, θάβοντας φίλους και εχθρούς κάτω από τις πέτρες. Oι άτακτοι άρχισαν να υποχωρούν.

Επειδή οι Βασιβουζούκοι ήταν άτακτο πολεμικό σώμα, ένα συνονθύλευμα ανθρώπων από διαφορετικές χώρες, χωρίς πολεμική εμπειρία, όσο πρόθυμα ρίχνονταν στη μάχη, τόσο εύκολα αποχωρούσαν, όταν έβρισκαν απέναντι τους ισχυρή αντίσταση. Για αυτό το λόγο, όταν κάποιοι από αυτούς οπισθοχωρούσαν, σκοτώνονταν από τους δικούς τους. Η πρώτη αυτή φάση της Τουρκικής επίθεσης διήρκεσε δύο με τρεις ώρες και αποκρούστηκε με επιτυχία από τους αμυνόμενους. Ο Σουλτάνος όμως, είχε πετύχει το σκοπό του.

Οι πολιορκημένοι είχαν εξαντληθεί. Μερικοί από τους αμυνόμενους είχαν πιστέψει, ότι αυτή η επίθεση ήταν μεμονωμένη και θα έβρισκαν την ευκαιρία να ξεκουραστούν. Έσφαλαν δυστυχώς. Ο Σουλτάνος, αφού απέσυρε τους Βασιβουζούκους, έριξε στη μάχη τον τακτικό στρατό. Οι καμπάνες των εκκλησιών μέσα στην πόλη αντηχούσαν δυνατά. Όλοι οι πολιορκημένοι έτρεξαν στις θέσεις τους. Ο κίνδυνος δεν είχε περάσει. Σε αντίθεση με τους Βασιβουζούκους, το δεύτερο στρατιωτικό σώμα αποτελούνταν από εμπειροπόλεμους άνδρες και ταυτόχρονα καλά οπλισμένους.

Πλησίασαν προς το μισογκρεμισμένο τείχος με κραυγές και αλαλαγμούς και προσπάθησαν να ανέβουν, είτε με τις φορητές κλίμακες, είτε ανεβαίνοντας ο ένας στους ώμους του άλλου. Η μάχη που ακολούθησε ήταν σφοδρότατη. Έλληνες και Λατίνοι αγωνίζονταν με απαράμιλλο θάρρος και γενναιότητα αποκρούοντας και αυτή την επίθεση. Παράλληλα με τη μάχη σώμα με σώμα, τα πυροβόλα του Σουλτάνου δεν έπαυαν, να πλήττουν τα τείχη προκαλώντας ζημιές και το θάνατο πολλών ανδρών.

Οι αμυνόμενοι κατάφεραν και πάλι να σκοτώσουν πολλούς από τους επιτιθέμενους ρίχνοντάς τους από τις κλίμακες. Σύμφωνα με τον ιστορικό Κριτόβουλο, η μάχη των πολιορκημένων με τον τακτικό στρατό διήρκεσε αρκετές ώρες μέσα στη νύχτα και τελικά υπερίσχυσαν οι Βυζαντινοί. Εκτός όμως από την αποτυχία των Τούρκων στο κεντρικό σημείο των τειχών, κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωνανού, ούτε στα άλλα μέρη του τείχους κατόρθωσαν οι επιτιθέμενοι να πετύχουν κάτι αξιόλογο. Όλοι οι αρχηγοί του Τουρκικού στρατού και στόλου έκαναν έφοδο σε όλα τα σημεία των τειχών προσπαθώντας με κάθε τρόπο να εισβάλλουν στην Πόλη.

Oι Χριστιανοί, με αυταπάρνηση, ρίχνονταν στη μάχη ενάντια στους πάνοπλους Οθωμανούς, κατορθώνοντας να αντέξουν και αυτό το δεύτερο κύμα της επίθεσης σε όλο το μήκος των τειχών. Oι τακτικοί στρατιώτες του Μωάμεθ δεν ήταν Βαζιβουζούκοι, αλλά ικανοί επαγγελματίες πολεμιστές, αρματωμένοι με τις καλύτερες πανοπλίες που παρήγαγε η Τουρκική μεταλλουργική και οπλισμένοι με θανατηφόρα όπλα. Aποχωρούσαν με τάξη από το τείχος, αφήνοντας τα κανόνια να εξαπολύσουν ακόμη ένα τρομακτικό κύμα βλημάτων και πριν ακόμη κατακαθίσει ο κουρνιαχτός, ξεχύνονταν ξανά μπροστά.

Όλες οι προσπάθειές τους όμως απέβησαν άκαρπες. Οι Τούρκοι μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχαν νικηθεί κατά κράτος από τους αμυνόμενους, που μάχονταν σαν λιοντάρια. Παρόλο που οι Τούρκοι μαχητές ήταν κατά πολύ περισσότεροι από τους αμυνόμενους και επετίθεντο κατά κύματα, μέχρι το ξημέρωμα της 29ης Μαΐου, δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν την πόλη με τους λιγοστούς μαχητές και τα μισογκρεμισμένα τείχη. Ο Σουλτάνος, αν και ήταν φανερά οργισμένος με το αποτέλεσμα, διέθετε όμως ένα τελευταίο χαρτί, που δεν ήταν άλλο από τους περίπου 12.000 εξαιρετικά εκπαιδευμένους και πειθαρχημένους γενίτσαρους.

Αυτό το επίλεκτο σώμα έριξε στη μάχη τις πρώτες πρωϊνές ώρες, με σκοπό να πετύχει ό,τι δεν κατόρθωσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή τα άλλα δύο στρατιωτικά του σώματα. Εκτός από την αριθμητική διαφορά τους σε σχέση με τους αμυνόμενους, οι γενίτσαροι διέθεταν ένα ακόμη πλεονέκτημα. Ήταν ξεκούραστοι σε αντίθεση με τους καταπονημένους και άυπνους αμυνόμενους, οι οποίοι μάχονταν ήδη αρκετές ώρες χωρίς να έχουν ούτε μία στιγμή ξεκούρασης. Mε απόλυτη τάξη και δίχως τη συνοδεία μουσικής, οι Γενίτσαροι ξεκίνησαν για τις θέσεις που είχαν επιλεγεί.

Οι γενίτσαροι προχωρούσαν γρήγορα, αλλά σε στρατιωτική παράταξη αλαλάζοντας και κραυγάζοντας σαν άγρια θηρία και υπό τους ήχους τυμπάνων και σαλπίγγων, ώστε όλος αυτός ο θόρυβος ακουγόταν μέχρι την απέναντι ακτή του Βοσπόρου, σε απόσταση δώδεκα μιλίων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο χρονογράφος Barbaro, προκαλώντας τρόμο στους κατοίκους της Βασιλεύουσας. Oι αποκαμωμένοι λόγω της έλλειψης τροφίμων Χριστιανοί, είχαν ξενυχτήσει περιμένοντας την επίθεση και είχαν αποκρούσει δύο σφοδρότατα κύματα εχθρών.

Τώρα είχαν να αντιμετωπίσουν τη φρέσκια εφεδρεία των Οθωμανών, η οποία μάλιστα αποτελούνταν από τους τρομερότερους πολεμιστές της Ανατολικής Μεσογείου. Οι καμπάνες μέσα στα τείχη ήχησαν για ακόμη μία φορά. Οι πολιορκημένοι αντιλαμβάνονταν, ότι η κρίσιμη ώρα πριν το τέλος είχε φτάσει και παντού ακούγονταν απελπισμένες εκκλήσεις στο Θεό για βοήθεια. Οι κατάκοποι υπερασπιστές όμως ήταν ήδη στις θέσεις τους, καθώς δεν είχαν άλλη επιλογή. Δεν υπήρχαν εφεδρείες, ούτε ξεκούραστοι στρατιώτες. Οι ίδιοι ήταν αποφασισμένοι να αντισταθούν και να πολεμήσουν μέχρι θανάτου.

Η επίθεση των γενιτσάρων, όπως και οι δύο προηγούμενες, επικεντρώθηκε κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Αμέτρητοι λίθοι, τουφεκιές, σαΐτες και κανονιοβολισμοί σφυροκοπούσαν τα τείχη. Ο ίδιος ο Σουλτάνος ηγείτο των πολεμιστών του και ενθάρρυνε αυτούς. Κάποιοι από τους γενίτσαρους διατάχθηκαν από το Σουλτάνο να προχωρήσουν στο ανάχωμα και να προσπαθήσουν να μπουν μέσα στην πόλη. Τα κατάφεραν και η μάχη γινόταν τώρα σώμα με σώμα. H αντίσταση που προέβαλλαν οι υπερασπιστές της Πόλης ήταν μνημειώδης, αλλά όχι αρκετή.

Βυζαντινοί και Λατίνοι αντιστέκονταν με σθένος και γενναιότητα παρ’ όλη την κόπωση και την εξάντληση από την αδιάκοπη και πολύωρη μάχη με τα προηγούμενα Οθωμανικά στρατεύματα. Ο Ιουστινιάνης με τους δικούς του βρίσκονταν επικεφαλής και κατόρθωνε να αποκρούει τις επιθέσεις των γενιτσάρων. Βλαστήμιες, κραυγές, κατάρες, εκκωφαντικοί θόρυβοι και απίστευτη βία, με χτυπήματα τρομερά, πάλη μέχρι θανάτου και από τις δύο μεριές συμπλήρωναν το φρικιαστικό σκηνικό, το οποίο αδυνατεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους.

Αξίζει κανείς να αναφέρει στο σημείο αυτό, αυτό που περιγράφει ο ιστορικός Κριτόβουλος σχετικά με τη μάχη. «Και οι δύο μάχονταν για πολύ σπουδαία έπαθλα, αλλά τόσο διαφορετικά. Οι Οθωμανοί ήθελαν να εισβάλουν στην πόλη για να αποκτήσουν σκλάβους, γυναίκες και παιδιά και να συλλήσουν τα όσια και τα ιερά, ενώ οι πολιορκημένοι αγωνίζονταν, για να διαφυλάξουν τις οικογένειες τους και να προφυλάξουν ό, τι πολύτιμο είχαν.»

Και ενώ προς στιγμήν φάνηκε ότι η ζυγαριά της νίκης έγερνε προς το μέρος των αμυνομένων, δύο τυχαία γεγονότα έκριναν την έκβαση της μάχης. Το πρώτο έχει σχέση με τον Ιουστινιάνη, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά και ζήτησε από τους στρατιώτες του να τον απομακρύνουν από το σημείο, όπου διεξαγόταν η μάχη και να τον μεταφέρουν σε άλλο σημείο ασφαλές. Ο Αυτοκράτορας, μόλις έμαθε τι είχε συμβεί, τον παρακάλεσε να μείνει, αλλά δεν κατόρθωσε να τον πείσει. Μετά τη φυγή του Ιουστινιάνη και των συμπατριωτών του προκλήθηκε πανικός, καθώς ο Γενοβέζος πολέμαρχος μαζί με τον Αυτοκράτορα αποτελούσαν την ψυχή της άμυνας.

Ο Κωνσταντίνος συνέχισε να υπερασπίζεται τα τείχη στην πύλη του Αγίου Ρωμανού με τους ελάχιστους στρατιώτες που είχαν απομείνει μετά τη φυγή του Ιουστινιάνη, ενώ σε κάποιο άλλο σημείο των τειχών, κοντά στα ανάκτορα του Πορφυρογέννητου, από μία σατανική σύμπτωση, συνέβη το δεύτερο περιστατικό, το οποίο έκρινε την έκβαση του αγώνα. Σε εκείνο το σημείο το τείχος ήταν μονό και υπήρχε μία μικρή πύλη, την οποία ονόμαζαν Κερκόπορτα ή πύλη του Ξυλοκέρκου.

Η πύλη αυτή, η οποία ήταν φραγμένη για πολλά χρόνια, στην τελευταία αυτή πολιορκία ανοίχθηκε ξανά, όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός Δούκας, για να μπορούν οι πολιορκημένοι να πηγαινοέρχονται από την πόλη στην ύπαιθρο και αντίστροφα, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί από τον εχθρό. Κάποιοι Τούρκοι που μάχονταν σε εκείνο το σημείο αντελήφθησαν, ότι η μικρή αυτή πύλη ήταν ανοιχτή.

Διστακτικά προχώρησαν στο εσωτερικό των τειχών, περίπου πενήντα άνδρες, φοβούμενοι αρχικά, ότι επρόκειτο για ενέδρα, ενώ κάποιοι από τους αμυνόμενους, που αντελήφθησαν την παρουσία τους, έσπευσαν να τους απωθήσουν. Οι αμυνόμενοι στο σημείο εκείνο ήταν λιγοστοί και δεν μπόρεσαν έγκαιρα να εκδιώξουν τους εισβολείς, παρόλο που θεωρητικά και αν δεν είχε προηγηθεί η απομάκρυνση του Ιουστινιάνη και τον στρατιωτών του, κάτι τέτοιο θα ήταν εύκολο, αν αναλογιστεί κανείς τον μικρό αριθμό των Τούρκων εισβολέων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιστορικός Π. Ι. Σπυρόπουλος,

«Ο μικρός χρόνος, που μεσολάβησε μεταξύ των δύο αυτών ατυχών συμβάντων, δεν επέτρεψε την πλήρη αποκατάσταση του ελέγχου στην Κερκόπορτα πριν χρειασθεί να αντιμετωπισθεί πάση δυνάμει το κενό, που δημιουργήθηκε στην πύλη Ρωμανού από τον τραυματισμό του στρατηγού Ιουστινιάνη και την αποχώρηση αυτού και των πανικόβλητων Ιταλών ανδρών του.

Εάν το επεισόδιον της Κερκόπορτας συνέβαινε τουλάχιστον μισή ώρα νωρίτερα ή ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη μισή ώρα αργότερα, η έκβαση του όλου αγώνος στα τείχη της Πόλης πιθανώς θα ήταν διαφορετική. Τα δύο γεγονότα δεν θα είχαν αλληλοεπηρεασθή και η αυτοθυσία των Ελλήνων αμυνομένων και του ηρωϊκού ηγέτη τους θα είχαν πιθανώτατα εξουδετερώσει κάθε ένα χωριστά από τα δύο κτυπήματα. Διαφορετικά όμως θέλησε η μοίρα.»

Η Κερκόπορτα, έδωσε την ευκαιρία σε μια ομάδα Γενίτσαρων να περάσει μέσα στο τείχος και να υψώσει την πρώτη Τουρκική σημαία. Αυτή η επιτυχία και το λάβαρο των Γενίτσαρων να κυματίζει στο τείχος, έδωσε θάρρος σε όλους τους υπόλοιπους Οθωμανούς, που με ανανεωμένο ηθικό όρμησαν στους υπερασπιστές. Oι Γενίτσαροι της Κερκόπορτας απωθήθηκαν και εξοντώθηκαν, αλλά η αντίσταση είχε αρχίσει να κάμπτεται στα περισσότερα σημεία. Χιλιάδες Τούρκοι συνέρρεαν από κάθε άνοιγμα των τειχών, πέφτοντας με τρομακτική αγριότητα στους υπερασπιστές.

 

Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ 

Μετά την αποχώρηση του πολύτιμου εκείνου συμμάχου και πολεμιστή, του Ιουστινιάνη, ο Αυτοκράτορας προσπάθησε να ανασυντάξει τους ελάχιστους στρατιώτες του και να αντιμετωπίσει τη λυσσαλέα επίθεση των γενιτσάρων. Τότε πληροφορήθηκε πιθανότατα την είσοδο των Τούρκων από την Κερκόπορτα και έσπευσε να διαπιστώσει τι συνέβαινε, αλλά ήταν ήδη αργά. Οι υπερασπιστές της Κερκόπορτας, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ήταν λιγοστοί και δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τους Τούρκους.

Αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν προς την πύλη της Αδριανουπόλεως και πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας σύμφωνα με το Σφραντζή «κατά την πρώτη συμπλοκή του με τους Τούρκους, άρπαξε πολλούς από αυτούς και τους γκρέμισε κάτω από τα τείχη. Κρατώντας το σπαθί στο δεξί του χέρι, έσφαζε πολλούς εχθρούς, ενώ το αίμα έτρεχε ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του.» Οι Τούρκοι όμως, κατάφεραν να ανέβουν στα τείχη και τους πύργους και να βρεθούν στα νώτα των υπερασπιστών. Προφανώς δημιουργήθηκε σύγχυση στις τάξεις των αμυνομένων, καθώς πίστεψαν, ότι ο εχθρός κατέλαβε την πόλη.

Ο Σουλτάνος από την άλλη μεριά αντιλήφθηκε αυτή τη σύγχυση και διέταξε να εντείνουν την προσπάθεια τους οι στρατιώτες του. Σύμφωνα με τον ιστορικό Σφραντζή, στις τάξεις των γενιτσάρων υπήρχε ένας γιγαντόσωμος μαχητής, ονόματι Χασάν. Αυτός ο Χασάν προχώρησε μέχρι το τείχος μαζί με τριάντα περίπου συμπολεμιστές του και κατόρθωσε να φτάσει στην κορυφή. Οι αμυνόμενοι αντιστάθηκαν με γενναιότητα και κατάφεραν να θανατώσουν το Χασάν.

Δεν μπόρεσαν όμως να απωθήσουν τους υπόλοιπους εχθρούς, οι οποίοι θεώρησαν σπουδαίο το κατόρθωμα του αρχηγού τους, έσπευσαν να τον μιμηθούν και ανέβαιναν πλέον κατά κύματα επάνω στα τείχη. Οι αμυνόμενοι αναγκαστικά οπισθοχώρησαν και τράπηκαν σε φυγή μέσα στην πόλη. Οι γενίτσαροι φτάνοντας στα τείχη και τους πύργους, αντικατέστησαν τα Χριστιανικά λάβαρα με Τουρκικές σημαίες. Οι σημαίες έγιναν ορατές από τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης και η κραυγή «εάλω η πόλις» αντήχησε και από στόμα σε στόμα ακουγόταν πλέον σε όλους τα σημεία της πρωτεύουσας.

Ο πανικός που προκλήθηκε από τις φωνές των αμυνομένων ενθάρρυνε τους Τούρκους ακόμη περισσότερο και ανενόχλητοι πλέον έμπαιναν στην πόλη χωρίς να συναντούν καμία αντίσταση. Ο Αυτοκράτορας μαζί με τον Φραγκίσκο του Τολέδο, τον Θεόφιλο Παλαιολόγο και τον Ιωάννη Δαλμάτη αντιστάθηκαν γενναία μέχρι τέλους στην πύλη του Αγίου Ρωμανού και προκάλεσαν το θάνατο πολλών από τους εχθρούς. Ο ιστορικός Κριτόβουλος αναφέρει, ότι ο ίδιος ο Μωάμεθ με τις ορδές των γενιτσάρων του όρμησε στα μισογκρεμισμένα τείχη και πήρε μέρος στη συμπλοκή που ακολούθησε.

O ίδιος ο Κωνσταντίνος, με τη γυαλιστερή πανοπλία του γεμάτη αίματα και το σπαθί στο χέρι, πολεμούσε ασταμάτητα, έχοντας ξεφορτωθεί την πορφύρα και τα Αυτοκρατορικά διακριτικά, ανάμεσα στους άνδρες του, μέχρι που κυκλώθηκε από τα Οθωμανικά στίφη. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, κάτω από τα αλλεπάλληλα κτυπήματα των Γενίτσαρων, ακούστηκε να κραυγάζει πάνω από τη βοή της μάχης: “Mα δεν υπάρχει χέρι χριστιανού να μου πάρει τη ζωή;”.

Έτσι άφησε την τελευταία του πνοή ο ύστατος Έλληνας Αυτοκράτορας, με το σπαθί στο χέρι, πιστός στις παραδόσεις ηρωισμού και αυταπάρνησης, έσχατος υπερασπιστής της χιλιόχρονης Αυτοκρατορίας. Η μάχη ήταν σκληρή και οι λιγοστοί αμυνόμενοι σφαγιάστηκαν ανηλεώς. Ο Αυτοκράτορας έπεσε στη μάχη, αν και οι συνθήκες θανάτου του παραμένουν αδιευκρίνιστες. Ακόμη και ο πιστός του φίλος Σφραντζής δεν βρισκόταν μαζί του τις τελευταίες εκείνες στιγμές, καθώς έπειτα από εντολή του τελευταίου Αυτοκράτορα, είχε πάει να επιθεωρήσει την κατάσταση σε άλλο μέρος της δυστυχούς πόλης.

Ο ιστορικός Δούκας μας πληροφορεί επίσης, ότι οι Τούρκοι δεν γνώριζαν, ότι αυτός που είχαν θανατώσει ήταν ο Κωνσταντίνος. Η μάχη συνεχίστηκε για λίγο ακόμη διάστημα και αφού θανατώθηκαν και οι τελευταίοι υπερασπιστές, οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη. Και την κυρίευσαν όληεκτός από τρεις πύργους, του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου. Εκεί μάχονταν γενναία και με πείσμα οι ναυτικοί από την Κρήτη, που είχαν έρθει οικειοθελώς να συνδράμουν στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης και δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να παραδώσουν τα όπλα.

Επρόκειτο για τους Κρήτες τοξότες, που είχαν στρατολογηθεί από τον Αυτοκράτορα στη Μεγαλόνησο, μετά από ειδική άδεια που παραχώρησαν οι Ενετοί. Oι Κρήτες, τέκνα της προαιώνιας πολεμικής παράδοσης του νησιού, δεινοί τοξότες όπως οι πρόγονοί τους για πάνω από 2.000 χρόνια, τρομεροί πολεμιστές, με αδάμαστο σθένος, είχαν οχυρωθεί στους τρεις πύργους που βρίσκονταν στην είσοδο του Κερατίου. Παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειές τους, οι Οθωμανοί δεν κατόρθωσαν να εκπορθήσουν τους πύργους ή να κάμψουν την αποφασισμένη αντίσταση των Kρητών.

Oι ανώτεροι αξιωματικοί του Σουλτάνου, εντυπωσιασμένοι από την παλικαριά των τελευταίων ζωντανών υπερασπιστών της Πόλης, τους πρότειναν παράδοση υπό τους δικούς τους όρους. Oι ηγέτες των Οθωμανών, που όπως όλοι οι Μουσουλμάνοι εκτιμούσαν τη γενναιότητα και που, βεβαίως, δεν ήθελαν να υποστούν δυσανάλογα μεγάλες απώλειες για να ολοκληρώσουν την κατάκτηση της πόλης που ήταν ήδη δική τους, ενώ πιθανόν έκριναν ότι αν χρονοτριβούσαν ακόμη περισσότερο στο σημείο αυτό, δεν θα είχαν το ανάλογο μερίδιο από τη λεηλασία.

Δέχτηκαν και έτσι οι Κρήτες, συντεταγμένοι και με την υπερηφάνεια εκείνου που δεν ηττήθηκε από υπέρτερους εχθρούς, μπήκαν στα δύο πλοία τους που ήταν αγκυροβολημένα κοντά στα κάστρα και αναχώρησαν για τη Μεγαλόνησο. Μετά την παράδοση των Kρητών, δεν είχαν μείνει πλέον υπερασπιστές ζωντανοί και ελεύθεροι στην Πόλη. Tο αιώνιο φως είχε σβήσει και μια νέα εποχή ξεκινούσε για την Kωνσταντινούπολη.

Τέλος όσον αφορά τον Τουρκικό στόλο, αρχικά προσπάθησε παρατασσόμενος μπροστά στην αλυσίδα και περικυκλώνοντας τα τείχη να εισβάλλει στην πόλη, αλλά δεν τα κατάφερε και αποχώρησε. Έπειτα όμως ο Τούρκος ναύαρχος έδωσε διαταγή να αποβιβαστούν τα πληρώματα στη στεριά και να πολεμήσουν εκεί. Τα 70 πλοία που βρίσκονταν στον Κεράτιο κόλπο προσπάθησαν να εισβάλλουν ανεπιτυχώς στην περιοχή του Φαναρίου, αλλά η αντίσταση που δέχτηκαν από τους Χριστιανούς που μάχονταν εκεί, τους ανάγκασε να γυρίσουν πίσω.

Όταν όμως οι γενίτσαροι κατάφεραν να εισβάλλουν στην Πόλη, τα πληρώματα και των δύο στόλων εγκατέλειψαν τα πλοία και όρμησαν στο εσωτερικό της με μοναδικό σκοπό να συμμετάσχουν στη λαφυραγώγηση, επιτρέποντας σε 8 Γενουατικά και 7 Βενετικά πλοία να αποχωρήσουν ανενόχλητα από το λιμάνι. Ωστόσο 15 Γενουατικά πλοία, 5 Αυτοκρατορικά, αλλά και το πλοίο του Ορχάν δεν είχαν την ίδια τύχη και αιχμαλωτίστηκαν.

Oι Τούρκοι πλέον είχαν πάρει το πάνω χέρι σε όλες τις επιμέρους εστίες αντίστασης και οι υπερασπιστές που είχαν επιβιώσει, κυκλώνονταν και παραδίνονταν ή σφάζονταν. Ακολουθώντας τους Γενίτσαρους, οι υπόλοιποι Τούρκοι είχαν μπει στην πόλη και άρχισαν τις λεηλασίες. Καθώς προωθούνταν στην πόλη, τα τακτικά σώματα του Οθωμανικού στρατού, που είχαν ακόμη κάποιου είδους πειθαρχία και δεν είχαν υποκύψει στις σειρήνες του πλιάτσικου, εκκαθάρισαν τις τελευταίες εστίες αντίστασης και εξασφάλισαν όλες τις σημαντικές θέσεις στρατηγικής σημασίας.

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΟ ΜΠΑΡΜΠΑΡΟ 

Στις 27 Μαΐου, πάλι αυτοί οι λυσσασμένοι ειδω­λολάτρες άναψαν όλη τη νύχτα τόσο μεγάλες φωτιές όσο και την προηγούμενη και τις κράτησαν αναμμένες μέχρι τα μεσάνυχτα. Οι τρομερές φωνές και οι άγριες ιαχές τους ακούγονταν μέχρι την πλευρά της Ανατολίας, που βρίσκεται δώδεκα μί­λια μακριά από το στρατόπεδο. Και όλος αυτός ο χαλασμός, για να τρομοκρατήσουν εμάς τους Χρι­στιανούς. Αυτή η αλλοφροσύνη κράτησε μέχρι το πρωί. Αλλά όλη τη μέρα δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να σφυροκοπούν με τα κανόνια τους τα άμοιρα τείχη, ενώ σήμερα γκρέμισαν αρκετά κομμάτια και μας έβαλαν σε πολλή δουλειά.

Στη θάλασσα δεν είχαμε κανένα επεισόδιο. Τίποτε άλλο δε συνέβη αυτή τη μέρα, ούτε και τη νύχτα. Στις 28 Μαΐου, ο Τούρκος Αμηράς έβγαλε διαταγή με σάλπισμα σ’ όλο το στρατόπεδό του, ότι όλοι οι Πασάδες και όλοι οι άλλοι αξιωματούχοι των στρατευμάτων του έπρεπε να κατέβουν και να μείνουν όλη μέρα στις θέσεις τους, επειδή την επαύριο ο Τούρκος αυθέντης ήθελε να εξαπολύσει γενική επίθεση σ’ αυτήν την αξιοθρήνητη πόλη, αλλιώς θα τιμωρούνταν με την ποινή του αποκεφαλισμού.

Μόλις δόθηκε η διαταγή σ’ όλο το στρατόπεδο, έτρεξαν όλοι και με μεγάλη μάλιστα σπουδή να καταλάβουν τις θέσεις τους. Αλλά, όλη τη μέρα, από την ώρα που ξημέρωσε μέχρι που έπεσε η νύχτα, οι Τούρκοι άλλο δεν έκαναν παρά να φέρνουν πανύψηλες κλίμακες κοντά στα τείχη για να αναρριχηθούν σ’ αυτές την επομένη, που θα ήταν η κρίσιμη μέρα της μάχης. Αυτές οι σκάλες ήταν περίπου δύο χιλιάδες. Έπειτα έφεραν μεγάλες ποσότητες πλεγμάτων από φρύγανα και λυγαριές για να καλύψουν αυτούς που θα σκαρφάλωναν με τις σκάλες απάνω στα τείχη.

Όταν το έκαναν κι αυτό οι Τούρκοι, άρχισαν να ηχούν σάλπιγγες σ’ όλο το στρατόπεδο και ταμπούρλα και τύμπανα για να εμψυχώσουν τους στρατιώτες τους, κραυγάζοντας:

«Γιοι του Μωάμεθ, ας ξεχειλίσει η καρδιά σας από χαρά γιατί αύριο θα έχουμε στα χέρια μας τόσους Χριστιανούς, τους οποίους θα τους πουλήσουμε για δούλους ένα δουκάτο τους δύο και θα αποκτήσουμε τόσα πλούτη που όλοι θα γεμίσουμε χρυσάφι. Από τα γένια των Γραικών θα κάνουμε λουριά για να δένουμε τα σκυλιά μας, και οι γυναίκες τους και οι θυγατέρες τους θα γίνουν σκλάβες μας. Ναι, γιοι του Μωάμεθ, ας ξεχειλίσει από χαρά η καρδιά σας κι ετοιμαστείτε με χαρά να πεθάνετε για την αγάπη του Μωάμεθ μας».

Μ’ αυτόν τον τρόπο οι ειδωλολάτρες εμψύχωναν τα στρατεύματά τους. Όταν έγινε κι αυτό, έβαλαν φωνή σ’ όλο το στρατόπεδο ότι κάθε Τούρκος επί ποινή αποκεφαλισμού έπρεπε να σταθεί στη θέση του και να υπάγει πράξει ό,τι θα τον διέτασσαν οι αρχηγοί του. Το βράδυ, όλοι οι Τούρκοι σε στρατιωτική παράταξη κατέβηκαν στις θέσεις τους με όλα τους τα όπλα και πολύ μεγάλα φορτία από σαΐτες.

Όταν νύχτωσε, όλοι έστεκαν στις θέσεις τους χαρούμενοι με την απόφαση να δώσουν τη μάχη και όλοι παρακαλούσαν τον Μωά­μεθ τους να τους δώσει νίκη και βοήθεια. Αυτή όμως την ημέρα οι Τούρκοι τόσο πολύ βομβάρδι­σαν τα αξιολύπητα τείχη, που ήταν κάτι από άλλο κόσμο, κι αυτό το έκαναν επειδή ήταν η μέρα που έβαζαν τέλος στους κανονιοβολισμούς. Σήμερα, εμείς οι χριστιανοί φτιάξαμε εφτά σκεπαστά άρματα με πορτόνια, για να τα στήσουμε πίσω από τις επάλξεις από την πλευρά της στεριάς.

Όταν κατασκευάσαμε αυτά τα άρματα, τα κατεβάσαμε στην πλατεία και ο άρχοντας Βάιλος έδωσε διαταγή στους Γραικούς να τα μεταφέρουν γρήγορα στα τείχη. Οι Έλληνες όμως δεν ήθελαν να τα μεταφέρουν, αν δεν πληρώνονταν πρώτα, κι έτσι στήθηκε μια διαμάχη που κράτησε σχεδόν όλο το βράδυ, επειδή εμείς οι Ενετοί έπρεπε να πληρώσουμε αγώΐ σε όποιους τα μετέφεραν, αλλά οι Έλληνες δεν ήθελαν να πληρώσουν τίποτα.

Όταν πια τ’ άρματα έφτασαν στα τείχη, είχε ήδη νυχτώσει και δε βλέπαμε να τα τοποθετήσουμε καλά στις επάλξεις. Κι όλα αυτά, εξαιτίας της φιλαργυρίας των Ελλήνων. Επίσης, σήμερα, την ώρα της μεσημβρίας, ο άρχοντας Βάιλος έδωσε διαταγή σε όλους τους Βενε­τσιάνους να πάνε να σταθούν στα χερσαία τείχη, πρώτα για την αγάπη του Κυρίου κι έπειτα για το καλό της Πόλης και για την τιμή όλης της Χριστια­νοσύνης, κι όλοι ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους και να μείνουν στις θέσεις τους.

Υπα­κούοντας λοιπόν όλοι φιλότιμα στον άρχοντα Βάιλο, αρματωθήκαμε όσο πιο καλά μπορούσαμε και ταυτόχρονα εξοπλίσαμε το στόλο και κυρίως τις ολκάδες και τις γαλέρες που βρίσκονταν στην άλυσο του λιμανιού. Σήμερα, ο Τούρκος αυθέντης έφτασε έφιππος με δέκα χιλιάδες άλογα στο στόλο του, που είναι στις Κολόνες, για να δει αν ο στόλος του ήταν έτοιμος για μάχη και να δώσει διαταγές για την αυριανή επίθεση. Πολλή ώρα ο Τούρκος Αμηράς έδινε διαταγές στο ναύαρχό του, λέγοντάς του με ποιο τρόπο δηλαδή έπρεπε να επιτεθεί στο στόλο μας.

Όταν τέλειωσε, ο αυ­θέντης έστησε γλέντι με το ναύαρχό του και άλλους αξιωματούχους κι όλοι μαζί μέθυσαν, σύμφωνα με το έθιμο τους. Έπειτα ο αυθέντης γύρισε στο στρατόπεδο και συνέχισε εκεί το γλέντι. Όλη αυτήν την ημέρα στην Πόλη χτυπούσαν οι καμπάνες, για να κατέβουν όλοι στις θέσεις τους. Γυναίκες και παιδιά μετέφεραν λίθους στα τείχη για να εξοπλίσουν τις επάλξεις κι εκείνοι που ήταν επάνω να τις πετούν στους Τούρκους. Όλοι στην Πόλη θρηνούσαν από το μεγάλο φόβο τους.

Όταν έφτασε η πρώτη ώρα της νύχτας, οι Τούρκοι άναψαν πάλι σ’ όλο το στρατόπεδο τους τρομερές φωτιές, πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που είχαν ανάψει τις δυο προηγούμενες νύχτες. Κι ήταν τόσο δυνατά τα ουρλιαχτά τους, που εμείς οι Χρι­στιανοί δεν μπορούσαμε να τα υποφέρουμε, ενώ συγχρόνως εξαπέλυαν πολλούς λίθους με τις βομ­βάρδες τους και μολύβδινες σφαίρες με τα τούφεκα. Σχεδόν νομίζαμε ότι βρισκόμασταν στην ίδια την Κόλαση. Αυτή η αλλοφροσύνη κράτησε μέχρι τα μεσάνυχτα κι έπειτα οι φωτιές σβήστηκαν.

Αλλά αυτοί οι ειδωλολάτρες ολημερίς κι ολονυχτίς δεν έκαναν άλλο παρά να παρακαλούν τον Μωάμεθ να τους δώσει νίκη να κυριεύσουν την Κων­σταντινούπολη. Εμείς οι χριστιανοί μέρα και νύχτα ικετεύαμε το Θεό μαζί με τη μητέρα Του Πα­ναγία Μαρία και όλους τους αγίους και τις αγίες που βρίσκονται στον ουρανό. Με μεγάλους θρή­νους τους παρακαλούσαμε ευλαβικά να μας δώ­σουν τη νίκη για να γλιτώσουμε από τη μανία αυτού του λυσσαλέου ειδωλολάτρη. Έχοντας πα­ρακαλέσει η μια πλευρά και η άλλη το Θεό της να δώσει νίκη -εκείνοι το δικό τους κι εμείς τον εδικό μας- ο Κύριος και Θεός ημών όρισε στον ουρανό μαζί με τη μητέρα

Του ποιοι θα έβγαιναν νικητές από αυτήν τη σκληρή μάχη, της οποίας αύριο θα δούμε την κατάληξη. Η 29η Μαΐου είναι η τελευταία μέρα της πο­λιορκίας, κατά την οποία ο Κύριος και Θεός η­μών έδωσε την καταδικαστική απόφαση εναντίον των Γραικών, και με θέλημά του σήμερα η Πόλη έπεσε στα χέρια του Μωάμεθ, διάδοχου του Τούρ­κου Μουράτ, όπως θα πληροφορηθείτε στη συνέ­χεια. Κι ακόμα, ο αιώνιος Θεός ήθελε να δοθεί αυτή η σκληρή απόφαση για να επαληθευθούν όλες οι παλιές προφητείες και κυρίως η πρώτη, εκείνη που έκανε ο Αγιος Κωνσταντίνος, που στέ­κει στο άλογό του πάνω σε μια στήλη κοντά στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας και προφητεύει με το χέρι και λέει:

Από εδώ θα έρθει εκείνος που θα με αφανίσει, δείχνοντας την Ανατολία, δηλαδή την Τουρκία. Η άλλη προφητεία λέει πως όταν σ’ αυ­τήν την αυτοκρατορία βρεθεί ένας αυτοκράτορας που θα έχει το όνομα Κωνσταντίνος γιος της Ελέ­νης, η Κωνσταντινούπολη θα χαθεί. Και η άλλη λέει πως όταν η σελήνη δώσει σημείο στον ουρανό, μέσα σε λίγες μέρες οι Τούρκοι θα πάρουν την Κωνσταντινούπολη.

Και οι τρεις αυτές λοιπόν προφητείες έχουν εκπληρωθεί, δηλαδή οι Τούρκοι πέρασαν στην Ελλάδα, βρέθηκε ο αυτοκράτορας που ακούει στο όνομα Κωνσταντίνος και είναι γιος της Ελένης και το φεγγάρι έδωσε σημάδι στον ου­ρανό. Όλες λοιπόν οι προφητείες επαληθεύτηκαν και ο Θεός αποφάσισε να δώσει τη μοιραία απόφα­ση κατά των χριστιανών και της αυτοκρατορίας του Κωνσταντίνου, όπως θα δείτε στη συνέχεια.

Σήμε­ρα, την 29η Μαΐου του έτους 1453, την τρίτη ώρα πριν την ημέρα, ο Μωάμεθ, γιος και διάδοχος του Τούρκου Μουράτ, έρχεται αυτοπροσώπως στα τεί­χη για να κάνει τη γενική επίθεση, με την οποία καθαίρεσε την Πόλη. Ο Τούρκος αυθέντης είχε ορ­γανώσει τους άντρες του σε τρία ασκέρια , και κάθε ασκέρι διέθετε πενήντα χιλιάδες άντρες. Το ένα ασκέρι απαρτιζόταν από χριστιανούς, εκείνοι που εκρατούντο με τη βία στο στρατόπεδο. Το δεύ­τερο ασκέρι αποτελείτο από ανθρώπους των κατώτερων στρωμάτων, απολίτιστους αγρότες και όλα τα κατακάθια , και το τρίτο ασκέρι ήταν όλοι γενί­τσαροι που φορούσαν τα λευκό φέσια.

Οι γενίτσα­ροι ήταν όλοι στρατιώτες του αυθέντη, που τους πλήρωνε μέρα με την ημέρα, όλοι δε άντρες διαλεγ­μένοι και ανδρείοι στη μάχη. Πίσω από αυτούς ή­ταν όλοι οι αξιωματούχοι και πίσω από τους αξιω­ματούχους ήταν ο Τούρκος αυθέντης. Το πρώτο ασκέρι, οι χριστιανοί, ήταν εκείνοι που μετέφεραν τις σκάλες, κι αυτές τις σκάλες ήθελαν να σηκώσουν και να τις στήσουν πάνω στα τείχη. Οι δικοί μας όμως τις γκρέμιζαν αμέσως μαζί με όλους αυτούς που προσπαθούσαν να αναρριχηθούν στα τείχη κι εκείνοι αμέσως τσακίζονταν.

Kι ακόμα, οι δικοί μας που βρίσκονταν ψηλά στις επάλξεις έριχναν κατά πάνω τους μεγάλες πέτρες, και λίγοι κατόρθωναν να σώσουν τη ζωή τους. Όλοι όσοι έφταναν κάτω από τα τείχη, εφονεύοντο. Όταν αυτοί που ανέβαι­ναν πάνω στις σκάλες έβλεπαν στη γη τόσους νε­κρούς, ήθελαν να γυρίσουν πίσω στο στρατόπεδο για να μη σκοτωθούν κι εκείνοι από τις πέτρες. Αλ­λά καθώς οι άλλοι Τούρκοι που ήταν από πίσω τους έβλεπαν να τρέπονται σε φυγή, αμέσως με τους ακίνάκες τους έκοβαν κομμάτια κι έτσι ήταν αναγκασμένοι να γυρίσουν στα τείχη, αφού έτσι ή αλλιώς θα πέθαιναν.

Kι όταν απ’ αυτό το πρώτο ασκέρι οι περισσότεροι σκοτώθηκαν και τσακίστη­καν, άρχισε με μεγάλη ορμή να έρχεται το δεύτερο ασκέρι. Αλλά το πρώτο είχε σταλεί για δύο λόγους: ο πρώτος ήταν επειδή οι Τούρκοι προτιμούσαν να πεθάνουν πρώτοι αυτοί που ήταν χριστιανοί παρά οι ίδιοι, και ο άλλος λόγος που τους είχαν στείλει εκεί ήταν για να καταπονήσουν εμάς που ήμασταν στην Πόλη. Όταν, όπως σας είπα, εφονεύθηκαν και τσακίστηκαν οι στρατιώτες της πρώτης γραμμής, ρίχνονται οι δεύτεροι σαν μανιασμένα λιοντάρια προς τα τείχη, από την πλευρά του Αγίου Ρωμα­νού.

Εμείς, μόλις είδαμε το φοβερό εκείνο θέαμα, αρχίσαμε αμέσως να χτυπούμε δυνατά τις καμπά­νες σ’ όλη την Πόλη και σ’ όλες τις θέσεις των τει­χών. Κι όλοι ζητούσαμε να μας δώσει ο αιώνιος Κύριος μας έλεος και βοήθεια εναντίον του Τούρ­κου σκύλου. Όλοι οι άντρες έτρεξαν στις θέσεις τους και πολεμούσαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι είχαν αρχίσει πάλι να εμφανίζονται έξω από τα σταυρώματα.

Σ’ αυτήν τη δεύτερη στρατιωτική γραμμή βρίσκονταν όλοι οι εμπειροπόλεμοι άντρες, οι οποίοι, όπως σας είπα, ήρθαν στα τείχη και καταπόνησαν πολύ εκείνους που υπερασπίζο­νταν την Πόλη, με τη σφοδρότητα τους. Κι αυτό το δεύτερο ασκέρι δοκίμασε με κάθε προσπάθεια να σκαρφαλώσει με τις σκάλες στα τείχη, αλλά εκείνοι που ήταν πάνω στα τείχη κρατερά κατέστρεφαν τις κλίμακες γκρεμίζοντάς τες στη γη και πολλοί Τούρ­κοι έβρισκαν το θάνατο.

Ταυτόχρονα οι βομβάρδες και οι βαλλίστρες μας έβαλλαν εναντίον τους και σκότωναν τόσους Τούρκους, που ήταν ένα θέαμα απίστευτο. Μόλις έφτασε το δεύτερο ασκέρι κι έκα­νε τη δική του προσπάθεια να εισέλθει στην Πόλη, χωρίς επιτυχία, μπαίνει το τρίτο, που ήταν οι γενί­τσαροι, οι μισθοφόροι του αυθέντη. Μαζί τους ήταν οι αξιωματούχοι και οι άλλοι μεγάλοι αρχηγοί, ό­λοι άντρες γενναίοι, και πίσω απ’ όλους αυτούς ο Τούρκος Αμηράς.

Το τρίτο ασκέρι ξεχύθηκε στα τείχη της δύσμοιρης πόλης όχι σαν Τούρκοι, αλλά σαν λέοντες, με τόσο αλλόφρονες αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες, που νόμιζε κανείς ότι βρισκόταν στον άλλο κόσμο. Οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι την Ανατολία, που είναι δώδεκα μίλια μακριά από το στρατόπεδο. Οι πιο γενναίοι λοιπόν άντρες του Τούρκου βρίσκουν τους δικούς μας πάνω στα τείχη πολύ καταπονημένους, από τη μάχη με το πρώτο και το δεύτερο ασκέρι. Αλλά, αυτοί οι ειδωλολά­τρες ήταν θαρραλέοι και ξεκούραστοι στη μάχη, και οι δυνατές ιαχές των Τούρκων σ’ όλο το στρα­τόπεδο τρομοκρατούσαν το λαό της Πόλης, ενώ οι τυμπανοκρουσίες τους μας έπαιρναν την ψυχή.

Οι άμοιροι κάτοικοι της Πόλης, βλέποντας πως ήταν πλέον χαμένοι, άρχισαν να χτυπούν δυνατά τις κα­μπάνες και τα σήμαντρα σ’ όλη την Πόλη και σ’ όλες τις θέσεις των τειχών κι όλοι φώναζαν δυνατά: «Έλεος, έλεος. Κύριε από τους Ουρανούς, στείλε βοήθεια σ’ αυτήν την αυτοκρατορία του Κωνστα­ντίνου, για να μην την κυβερνήσουν οι ειδωλολάτρες». Σ’ όλη την Πόλη οι γυναίκες αλλά και οι άντρες γονατιστοί θρηνούσαν πικρά και ικέτευαν ευλαβικά τον Παντοδύναμο Θεό και τη μητέρα Του Παναγία Μαρία, και όλους τους αγίους και τις αγίες της Ουράνιας Αυλής να νικήσουμε τους ειδωλολάτρες Τούρκους, λυσσασμένους εχθρούς της χριστιανικής πίστης.

Κι ενώ εκείνοι παρακα­λούσαν το Θεό, οι Τούρκοι συνέχιζαν να πολεμούν άγρια από την πλευρά της ξηράς, γύρω από τον Άγιο Ρωμανό, όπου βρισκόταν και η σκηνή του Γα­ληνότατου Αυτοκράτορα με όλους τους ευγενείς και τους καλύτερους ιππότες του κι όλους τους αξιωμα­τούχους του που του συμπαραστέκονταν πολεμώ­ντας γενναία. Αποφασισμένοι να μπουν στην Πόλη οι Τούρκοι, όπως είπα, πολεμούσαν έξω από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, από την πλευρά της ξη­ράς δηλαδή, κι έριχναν οι ειδωλολάτρες πολλούς λίθους με τα κανόνια τους, αμέτρητες τουφεκιές και μυριάδες σαΐτες.

Οι ιαχές τους ήταν τόσο τρο­μαχτικές που νόμιζε κανείς ότι θα σκίζονταν οι ου­ρανοί. Μ’ εκείνη τη μεγάλη βομβάρδα, που η πέτρα της ζύγιζε χίλιες διακόσιες λίβρες, και με τόξα σε όλο το μήκος των τειχών που ήταν έξι μίλια, χτυ­πούσαν μέσα από τα σταυρώματα, και θα μπορού­σαν να φορτωθούν τουλάχιστον ογδόντα καμήλες με τις σαΐτες που έριχναν μέσα, ενώ από εκείνες που έπεφταν μέσα στην τάφρο τουλάχιστον άλλες είκο­σι. Αυτή η τόσο σκληρή μάχη κράτησε μέχρι την αυγή της μέρας. Οι δικοί μας έκαναν θαύματα για την άμυνα, και όταν λέμε δικοί μας εννοούμε εμάς τους Ενε­τούς. Στο σημείο που ήταν ο τούρκικος πύργος, εκεί οι Τούρκοι πολεμούσαν άγρια.

Η άμυνά μας όμως δεν είχε κανένα νόημα, γιατί ο αιώνιος Θεός είχε ήδη πάρει την απόφαση του ότι αυτή η πόλη θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων κι επειδή ήταν θέλημά Του, τίποτα πια δεν μπορούσαμε να κά­νουμε. Όλοι εμείς οι χριστιανοί που εκείνες τις στιγμές βρισκόμασταν σ’ αυτήν την περιθρηνούμενη πόλη, παρακαλούσαμε τον ελεήμονα Ιησού Χριστό μας και τη μητέρα Του Παρθένο Μαρία να ευσπλαγχνιστούν τις ψυχές μας, γιατί σήμερα, σ’ αυτήν τη σκληρή μάχη, θα πεθαίναμε.

Και για να μάθετε, μία ώρα πριν ξημερώσει ο Τούρκος αυθέντης έδωσε διαταγή να πυροδοτήσουν τη με­γάλη βομβάρδα του, κι αυτός ο λίθος πέφτει μέσα από τα οχυρώματα που είχαμε κατασκευάσει τα οποία ρήμαξε. Από το μεγάλο καπνό που σήκωσε αυτή η βομβάρδα, δε βλέπαμε σχεδόν τίποτα, αλ­λά οι Τούρκοι άρχισαν να διαβαίνουν διαμέσου του καπνού και ήταν σχεδόν τριακόσιοι εκείνοι που πέρασαν μέσα από τα τείχη. Γραικοί κι Ενε­τοί τους πετάξαμε έξω από το σταύρωμα και με­γάλο μέρος αυτών βρήκαν το θάνατο.

Όλοι σχεδόν σκοτώθηκαν πριν μπορέσουν να περάσουν το σταύρωμα. Εκείνη τη στιγμή, οι Γραικοί, έχοντας πετύχει αυτό το κατόρθωμα, πίστεψαν πραγματι­κά ότι νικούσαν τους ειδωλολάτρες κι όλοι εμείς οι χριστιανοί πήραμε μεγάλη ανακούφιση. Όταν τους διώξαμε από το σταύρωμα, αμέσως οι Τούρ­κοι πυροδότησαν για άλλη μια φορά τη μεγάλη τους βομβάρδα και πάλι αυτοί οι ειδωλολάτρες αρχίζουν σαν σκυλιά να έρχονται μέσα από τον καπνό της βομβάρδας γρήγορα, σπρώχνοντας και πατώντας ο ένας τον άλλο σαν άγρια θηρία.

Μέσα σ’ ένα τέταρτο της ώρας είχαν περάσει πά­νω από τριάντα χιλιάδες Τούρκοι μέσα από το σταύρωμα με τόσους αλαλαγμούς, που νόμιζε κα­νείς πως βρισκόταν στην ίδια την Κόλαση, οι δε αλαλαγμοί τους αντιλαλούσαν μέχρι την Ανατο­λία. Μόλις ήρθαν μέσα, αμέσως κατέλαβαν την πρώτη μπάρα του σταυρώματος. Πριν όμως την καταλάβουν, αρκετοί απ’ αυτούς εφονεύθηκαν από εκείνους που υπερασπίζονταν τα τείχη με τις πέτρες. Και ήταν τόσοι πολλοί οι Τούρκοι, που ο καθένας εφόνευε όσους ήθελε.

Έχοντας καταλάβει τώρα την πρώτη μπάρα, οι Τούρκοι μαζί με τους γενίτσαρους οχυρώθηκαν πίσω απ’ αυτή. Μετά απ’ αυτό πέρασαν μέσα από το σταύρωμα σχεδόν εβδομήντα χιλιάδες, μέσα σε τέτοια αλλοφροσύνη, που νόμιζε κανείς πως βρισκόταν στην Κόλαση. Αμέσως τα σταυρώματα γέμισαν με Τούρκους από τη μια μέχρι την άλλη του άκρη, που ήταν έξι μίλια. Αλλά, όπως σας είπα, εκείνοι που βρίσκονταν επάνω στα τείχη σκότωναν πολ­λούς απ’ αυτούς με πέτρες, αφήνοντας τους να έρθουν από κάτω και πετώντας τις ασταμάτητα πάνω τους.

Τόσοι ήταν οι νεκροί που τουλάχι­στον σαράντα άμαξες δε θα μπορούσαν να μετα­φέρουν τα πτώματα των Τούρκων αυτών, που σκο­τώθηκαν πριν μπουν στην Πόλη. Τώρα, οι δικοί μας, οι χριστιανοί, εφοβούντο τα μέγιστα και ο Γαληνότατος Αυτοκράτορας έδωσε διαταγή να χτυπήσουν τις καμπάνες σ’ όλη την Πόλη και το ίδιο να κάνουν από όλες τις θέσεις των τειχών. Έτσι όλοι άρχισαν να φωνάζουν. «Κύριε ελέησον». Έτσι φώναζαν άντρες και γυναίκες και πε­ρισσότερο οι μοναχές και οι κοπέλες. Τόσος ήταν ο θρήνος, που θα αισθανόταν οίκτο κάθε σκληρός Ιουδαίος.

Βλέποντας αυτό, ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, Γενουάτης από τη Γένουα, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη θέση του και τρέχει στο πλοίο του που ήταν αραγμένο κοντά στην άλυσο. Αυτόν τον Ιωάννη Ιουστινιάνη ο Αυτοκράτορας τον είχε ορίσει γενικό διοικητή ξηράς. Και τρεπόμενος σε φυγή ο στρατηγός, περνώντας μέσα από την Πόλη, φώναζε: «Οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη». Και εψεύδετο ασύστολα, γιατί ακόμα δεν είχαν μπει. Ακούγοντας ο λαός τα λόγια αυτά από εκείνον ειδικά το στρατηγό, ότι δηλαδή οι Τούρκοι είχαν μπει στην Πόλη.

Όλοι άρχισαν να τρέπονται σε φυγή κι αμέσως όλοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και όρμησαν τρέχοντας προς την ακτή για να μπο­ρέσουν να διαφύγουν με τα πλοία και τις γαλέρες. Μέσα στο χρόνο που ήθελε ο ήλιος ν’ ανατείλει, ο παντοδύναμος Θεός είχε δώσει την καταδικαστική του απόφαση κι ήταν θέλημά Του να επαληθευ­θούν όλες οι προφητείες. Με το πρώτο φως της αυγής, οι Τούρκοι μπήκαν μέσα στην Κωνσταντι­νούπολη από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί όπου είχαν γκρεμιστεί τα τείχη από τις βομβάρδες τους.

Πριν όμως μπουν μέσα στην Πόλη, τσακί­στηκαν πολλοί Τούρκοι και Χριστιανοί που έτρε­ξαν να τους εμποδίσουν. Τόσοι πολλοί σκοτώθη­καν, που θα φορτώνονταν το λιγότερο είκοσι άμαξες με τα πτώματα τους. Τότε, το δεύτερο ασκέρι άρχισε να έρχεται ξοπίσω από τους πρώτους, που σκορπίζονταν μέσα στην Πόλη. Όσους έβρισκαν στους δρόμους τους περνούσαν από τη λεπίδα της χαντζάρας τους, γυναίκες και άντρες και γέρους και παιδιά, αδιακρίτως. Αυτή η σφαγή κράτησε από την ανατολή του ηλίου μέχρι την ώρα της μεσημβρίας, κι όσοι βρέθηκαν μπροστά τους πήγαν από χαντζά­ρα.

Όσοι από τους δικούς μας εμπόρους διέφυγαν, κρύφτηκαν μέσα στις υπόγειες σπηλιές. Όταν πέρα­σε η μανία τους, οι Τούρκοι τους ευρήκαν, κι όλοι πιάστηκαν και πουλήθηκαν σκλάβοι. Όταν έφτα­σαν οι λυσσασμένοι Τούρκοι στην πλατεία που είναι πέντε μίλια μακριά από το σημείο που έκαναν την έφοδο, δηλαδή τον Άγιο Ρωμανό, ανέβηκαν σ’ έναν πύργο, όπου ήταν υψωμένη η σημαία του Α­γίου Μάρκου και η σημαία του Γαληνότατου Αυτοκράτορα.

Τότε, οι ειδωλολάτρες έσχισαν αμέσως τη σημαία του Αγίου Μάρκου και έπειτα έσχισαν τη σημαία του Γαληνότατου Αυτοκράτορα και πάνω σ’ εκείνο τον ίδιο πύργο ύψωσαν τη σημαία του Τούρκου αυθέντη. Όταν αφαιρέθηκαν εκείνες οι δυο σημαίες, δηλαδή του Αγίου Μάρκου και του Αυτοκράτορα και υψώθηκε η σημαία του Τούρκου σκύλου, εκείνη τη στιγμή όλοι εμείς οι Χριστιανοί που βρισκόμασταν στην Πόλη χύσαμε πικρά δά­κρυα. Βλέποντας τη σημαία του να ανεμίζει πάνω στον πύργο, καταλάβαμε ότι η Πόλη είχε πέσει στα χέρια του Τούρκου και δεν υπήρχε ελπίδα να την επανακτήσουμε.

 

Η ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΑΠΟΨΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ

Από ορισμένους μελετητές εγείρεται το ερώτημα για πιθανή συνθηκολόγηση των δύο πλευρών πριν από την είσοδο των Τούρκων στην Πόλη. Ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα, η άποψη περί συνθηκολόγησης και μερικής παράδοσης διατυπώθηκε από κάποιους ιστορικούς. Ωστόσο, στον 20ό αιώνα η επιρροή της νέας Βυζαντινολογίας ήταν τόσο ισχυρή που περιόρισε την εν λόγω άποψη Σήμερα, πολιτικά και ιστορικά ορθή θεωρείται η αφήγηση που περιορίζει τις επιπτώσεις στην άμυνα από τη σύγκρουση ενωτικών και ανθενωτικών και περιγράφει την αδιαπραγμάτευτη στάση των αμυνομένων απέναντι στον πολιορκητή.

Για την πληρότητα της συνοπτικής επετειακής αναφοράς μας, θεωρούμε χρήσιμο να αντιπαραθέσουμε και τα επιχειρήματα της «άλλης πλευράς», που προτάσσει τη διαπραγμάτευση και τη συνθηκολόγηση ως κύρια συστατικά της ιστορικής αλήθειας. Η άποψη αυτή κωδικοποιήθηκε και από τον Γιάννη Κορδάτο, από έργα του οποίου αντλήσαμε στοιχεία. Η αιρετική, λοιπόν, άποψη για την πτώση της Κωνσταντινούπολης αντλεί, κατά κύριο λόγο, στοιχεία από Τουρκικές και Πατριαρχικές πηγές, καθώς όλοι οι Βυζαντινοί και οι Λατίνοι χρονικογράφοι συμφωνούν πως οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη έπειτα από γενική επίθεση στις 29 Μαΐου.

Ωστόσο, υπάρχουν πηγές που υποστηρίζουν πως η Πόλη παραδόθηκε ύστερα από συμφωνία. Ο Εβλιά Τσελεμπή γράφει πως ύστερα από πολλές επιθέσεις η άμυνα της Πόλης παρέλυσε, καθώς η σύγκρουση μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών διέρρηξε τον αμυντικό ιστό. Έτσι, υποστηρίζει ο Τσελεμπή, πολλοί ύψωσαν σημαίες στα τείχη και ζητούσαν συνθηκολόγηση. Τους χορηγήθηκε προθεσμία μίας ημέρας για να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και στις 29 Μαΐου ο Σουλτάνος μπήκε στην πόλη και κατάσφαξε τους ενωτικούς που αντιστάθηκαν.

Ο Εβλιά δεν θεωρείται αυθεντική πηγή, αλλά αντλεί στοιχεία από Τουρκικά αρχεία και παραδόσεις. Ο Ρώσος ιστορικός Ντιμίτρι Καντεμίρ (1673-1723) έζησε πολλά χρόνια στην Τουρκία και μελέτησε τα Αυτοκρατορικά αρχεία. Αυτός υποστηρίζει πως στις 27 Μαΐου ο Παλαιολόγος αποφάσισε να στείλει διαπραγματευτές στον Σουλτάνο, προκειμένου να παραδώσει την Πόλη. Οι πρέσβεις έγιναν δεκτοί με θέρμη από τον Σουλτάνο και επιτεύχθηκε η συμφωνία.

Ο Καντεμίρ δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο της συμφωνίας, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα πρόκειται για τη διαπραγμάτευση που ο Φραντζής περιγράφει πως έγινε μέσα στην Κωνσταντινούπολη από πρέσβεις του Σουλτάνου: ο Παλαιολόγος θα έφευγε, θα τον ακολουθούσαν όσοι ήθελαν και θα επέστρεφε στον Μοριά, τον οποίο του παραχωρούσε ο Μεχμέτ. Ο Καντεμίρ συνεχίζει την αφήγησή του και σημειώνει πως ο σουλτάνος ήθελε να προσθέσει ορισμένους όρους στη συμφωνία και για το λόγο αυτό έστειλε πρεσβευτές στην Κωνσταντινούπολη. Αυτοί δέχτηκαν την επίθεση των φρουρών, οι οποίοι δεν γνώριζαν την ιδιότητα τους.

Τότε ο Μωάμεθ διέταξε γενική επίθεση. Ο Καντεμίρ γράφει πως κατά την έφοδο σκοτώθηκαν αρκετοί, μαζί τους και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Όταν οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη μισή πόλη, οι αμυνόμενοι σήκωσαν λευκές σημαίες και επικαλέστηκαν τη συμφωνία μεταξύ του Αυτοκράτορα και του Σουλτάνου. Την επομένη, πάντα κατά τον Καντεμίρ, ο Σουλτάνος μπήκε στην Πόλη και απευθύνθηκε προς τους χριστιανούς: «Στη συνθήκη που συνομολογήσαμε σας υποσχέθηκα ότι οι εκκλησίες και τα μοναστήρια θα μείνουν άθικτα και καμία προσβολή δεν θα γίνει στη θρησκεία σας.

Επειδή εγώ κατέλαβα την Πόλη κατά το ήμισυ με τα όπλα και κατά το ήμισυ δια παραδόσεως, θεωρώ δίκαιο οι θρησκευτικοί χώροι που υπάρχουν στο τμήμα που κατέλαβα να μεταβληθούν σε τζαμιά. Τα υπόλοιπα θα αφεθούν στην κατοχή των Χριστιανών». Ο Κορδάτος υποστηρίζει πως όταν πρότειναν στον Παλαιολόγο να φύγει, οι σύμβουλοί του γνώριζαν το περιεχόμενο της συμφωνίας. Αν έφευγε χωρίς συμφωνία θα τον σκότωναν οι ανθενωτικοί. Άλλωστε, γράφει ο Κορδάτος, ο Κωνσταντίνος δεν ήταν ούτε υποκριτής ούτε άνανδρος.

Κατά τον Κορδάτο, όταν μαθεύτηκε η συμφωνία στην Πόλη, οι ενωτικοί συγκεντρώθηκαν στην Αγία Σοφία και στην Πύλη του Ρωμανού, προκειμένου να φύγουν. Οι ανθενωτικοί κοιμήθηκαν ήσυχοι και έβαλαν συμφωνημένα σημάδια στις πόρτες τους για να δηλώσουν στους Τούρκους την αποδοχή τους. (Κατά την αντίθετη άποψη, σημάδια έβαλαν οι Τούρκοι στρατιώτες, για να δείξουν στους συναδέλφους τους ότι ήδη είχαν λεηλατήσει το σπίτι.)

Όταν το πρωί της 29ης Μαΐου διαδόθηκε ότι ο Παλαιολόγος δεν αποδέχεται τη συμφωνία, ξέσπασαν οι ταραχές. Οι ανθενωτικοί άνοιξαν την Κερκόπορτα, οι ενωτικοί έσπευσαν να αντισταθούν και ακολούθησε η έφοδος των Τούρκων. Η τοποθέτηση Τουρκικής φρουράς στο σπίτι του Λουκά Νοταρά, του επικεφαλής των ανθενωτικών, θεωρείται επιβεβαίωση της σχετικής συμφωνίας. Σύμφωνα με τον Κορδάτο, η συνθηκολόγηση και η συμφωνία παράδοσης επιβεβαιώνεται από Πατριαρχικές πηγές.

Ο εκκλησιαστικός χρονογράφος Μαλαξός, που έζησε τον 16ο αιώνα, αφηγείται πως ο Πατριάρχης Ιερεμίας Α΄ επικαλέστηκε τη συμφωνία για να αποτρέψει τον Σουλτάνο από την καταστροφή ναών. Ο Μαλαξός γράφει πως ο Πατριάρχης βρήκε τρεις μάρτυρες, γενίτσαρους που είχαν πολεμήσει στην πολιορκία και επιβεβαίωσαν τη συμφωνία. Το ίδιο περιγράφει και ο ιστορικός της Πατριαρχικής ιστορίας Αθανάσιος Υψηλάντης, αλλά τοποθετεί το περιστατικό στα χρόνια του Πατριάρχη Θεόληπτου (1514-1520).

 

ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ

O Μωάμεθ είχε πλέον κερδίσει τον τίτλο του Πορθητή. H Πόλη ήταν δική του και η αντίσταση είχε παύσει. Κατόρθωσε να εκπληρώσει το πρώτο μέρος του ονείρου του, που ήταν η ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε όλο της το μεγαλείο: η “Νέα Ρώμη” ήταν δική του. H μελλοντική απόπειρά του να καταλάβει την ίδια τη Ρώμη απέτυχε παταγωδώς, αλλά για την ώρα ήταν θριαμβευτής, κατακτητής και μπορούσε πλέον να σφετεριστεί τον τίτλο “Καϊζέρ ι ρουμ”, Καίσαρας των Ρωμαίων.

H μοίρα της Πόλης και των κατοίκων της αμέσως μετά την άλωση δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από αυτή που αναμενόταν: κάτω από την Ισλαμική παράδοση του πολέμου – την οποία ο Μωάμεθ συνήθως τηρούσε, όπως και τους υπόλοιπους κανόνες που συνιστούσαν το πλαίσιο γύρω από το οποίο διεξάγονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις τον ύστερο Μεσαίωνα – εάν μια πόλη “απίστων” που πολιορκούνταν, καλούνταν να παραδοθεί και δεχόταν, οι κάτοικοί της διατηρούσαν πλήρη θρησκευτική ελευθερία, ενώ και οι περιουσίες τους παρέμεναν στα χέρια τους.

H πόλη δεν ήταν υποκείμενη λεηλασίας και τα θρησκευτικά κέντρα των κατακτημένων παρέμεναν στη θέση τους και λειτουργούσαν κανονικά – αν και με κάποιους περιορισμούς που έθετε ο κατακτητής. H μόνη “ποινή” των παραδοθέντων ήταν η πληρωμή κάποιας προσόδου στον κατακτητή, πέρα φυσικά από το ότι θα ήταν πλέον υποτακτικοί του τελευταίου. Βεβαίως, η Πόλη δεν παραδόθηκε. Oι υπερασπιστές της πολέμησαν γενναία, αψηφώντας τους πολυάριθμους εχθρούς και οι Οθωμανοί χρειάστηκε να πληρώσουν βαρύτατο φόρο αίματος για να καταβάλουν την αντίσταση των τελευταίων Βυζαντινών.

Υπό αυτό το πρίσμα και κάτω από τους κανόνες εμπλοκής των Μουσουλμάνων, οι στρατιώτες του κατακτητή είχαν πλέον δικαίωμα σε τρεις μέρες λεηλασίας, ενώ όταν αυτή έληγε, όλα τα λατρευτικά κτήρια των υποδούλων μετατρέπονταν σε τζαμιά ή κατεδαφίζονταν. Kατά τα ειωθότα, ο Μωάμεθ, ακόμη κι αν το επιθυμούσε, δεν μπορούσε να απαγορεύσει στους άνδρες του να απολαύσουν τους καρπούς των κόπων τους.

Όταν οι τελευταίοι υπερασπιστές είτε έπεσαν υπό το βάρος των Οθωμανών που εισέρρεαν στην Πόλη από κάθε πιθανό και απίθανο άνοιγμα είτε οχυρώθηκαν στα τελευταία σημεία αντίστασης, οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε ένα απίστευτο όργιο λεηλασιών, φόνων και βιασμών. Oι χιλιάδες τακτικών και ιδιαίτερα οι ημιάγριοι Βαζιβουζούκοι άτακτοι έσφαζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους – άνδρα, γυναίκα, παιδί. Ουδείς μπορούσε να ξεφύγει από τη μανία των κατακτητών.

Έκοβαν αδιακρίτως κεφάλια, χέρια, πόδια, σε μια τρομερή μανία που προερχόταν από τις ταλαιπωρίες της πολιορκίας και το βαρύ φόρο αίματος που χρειάστηκε να πληρώσουν, αλλά και από το πολύχρονο αίσθημα κατωτερότητας που διακατείχε τους νεόκοπους κατακτητές σε σχέση με τους Βυζαντινούς, οι οποίοι είχαν πίσω τους 3.000 χρόνια Ελληνικού πολιτισμού.Αυτά τα συναισθήματα μετουσιώθηκαν σε σφαγή. Όπως παραδίδεται στο “Aπόδειξις ιστοριών” του Λαόνικου Xαλκοκονδύλη:

“… Oι Έλληνες, μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πάνω τους βιαστικά και με ακαταστασία, χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Kαι έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Mε θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη, έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση… Ένα μεγάλο πλήθος άνδρες και γυναίκες, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, που ονομάζεται Αγία Σοφία.

Μαζεύτηκαν εδώ άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σε λίγο όμως πιάστηκαν από τους Τούρκους, χωρίς αντίσταση. Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μέσα στο ναό από τους Τούρκους. Άλλοι πάλι σ’ άλλα μέρη της Πόλης πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρουν για πού. Σε λίγο σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν και πολλοί όμως φάνηκαν γενναίοι, αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν, για να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους σκλάβους. Σε όλη την Πόλη τίποτε άλλο δεν έβλεπες παρά αυτούς που σκότωναν και αυτούς που σκοτώνονταν, αυτούς που κυνηγούσαν και κείνους που έφευγαν.”

Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό κλαγγών όπλων και ουρλιαχτών, μέσα στα ποτάμια αίματος που πλημμύριζαν τα σπίτια, τις πλατείες και τους δρόμους, μέσα σε αυτό το όργιο της καταστροφής και του πλιάτσικου, ο Μωάμεθ άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι αν άφηνε τους βάρβαρους στρατιώτες του να συνεχίσουν, δεν θα του έμενε τίποτε να κυβερνήσει από την κάποτε υπερήφανη πόλη. Έτσι, σε λιγότερο από 24 ώρες από την πτώση της πόλης, ο Σουλτάνος διέταξε την άμεση παύση του πλιάτσικου και έδωσε εντολή στους Γενίτσαρους να σύρουν έξω από την Πόλη όποιον αρνηθεί να υπακούσει τη διαταγή.

Μέσα σε ελάχιστες ώρες η καταστροφή είχε σταματήσει. Tα τελευταία σώματα άτακτων είχαν συρθεί έξω από τα τείχη και όσοι – ελάχιστοι – Έλληνες είχαν επιβιώσει, έβγαιναν σιγά-σιγά από τις εκκλησίες και τις κρυψώνες τους. H συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων είχε είτε σφαγιασθεί είτε σκλαβωθεί – οι περισσότεροι Τούρκοι, μετά την εκτόνωση της αρχικής μανίας τους, άρχισαν να σκέφτονται περισσότερο το κέρδος και λιγότερο τη σφαγή, οπότε τα θύματά τους αιχμαλωτίζονταν για να πωληθούν στη συνέχεια ως σκλάβοι.

Φυσικά, ο ήδη συρρικνωμένος πληθυσμός της πόλης δεν συνιστούσε πλέον ούτε κωμόπολη. Γι’ αυτό μία από τις πρώτες κινήσεις του Μωάμεθ αμέσως μετά την ανακήρυξη της Κωνσταντινούπολης ως νέας πρωτεύουσας του Οθωμανικού κράτους ήταν να φέρει πολυάριθμους αποίκους – κυρίως Τούρκους ή εξισλαμισμένους Ανατολίτες, Έλληνες, αλλά και Αρμένιους και Εβραίους – να κατοικήσουν στην αχανή πόλη. Αμέσως μετά την παύση της σφαγής και την εδραίωση της τάξης στην κατακτημένη πόλη.

Ο Μωάμεθ εισήλθε επικεφαλής εντυπωσιακής πομπής και προσευχήθηκε στην Αγία Σοφία, τον κύριο Χριστιανικό ναό της πόλης, που είχε χτιστεί από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό το έτος 532. H Αγία Σοφία θα μετατρεπόταν πλέον σε Μουσουλμανικό τέμενος. O κατακτητής δεν φάνηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρος με την παλιά αριστοκρατία και τη διοικητική ελίτ του Βυζαντίου. Μέσα σε λίγες μέρες είχε εκτελέσει το σύνολο των επιφανών Βυζαντινών που κατείχαν κάποιο αξίωμα και δεν είχαν φροντίσει να αποχωρήσουν.

Aκόμη και ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, ένας από τους ηγέτες της ανθενωτικής παράταξης και εκείνος που είχε εκφράσει την άποψη ότι ήταν προτιμότεροι οι Τούρκοι παρά η Ένωση, αποκεφαλίσθηκε – σύμφωνα με κάποιες πηγές εξαιτίας των αντιρρήσεων που εξέφρασε όταν ο Μωάμεθ του ανακοίνωσε την απόφασή του να πάρει το γιο του ως “προστατευόμενό” του. Μάλιστα ζήτησε από τον Μωάμεθ να σκοτώσει τα παιδιά του και μετά ν’ αποκεφαλίσει τον ίδιο, έτσι ώστε να πεθάνει βέβαιος πως τα παιδιά του είναι νεκρά.

Η ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΛΟΥΚΑΣ ΝΟΤΑΡΑΣ 

«Η Κερκόπορτα, ένας κόκκος άμμου, έκρινε την ιστορία του κόσμου»

Στ. Τσβάιχ

Το πόσοι ακριβώς ήταν εκείνοι που έχασαν τη ζωή τους στην Άλωση δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια από τις βασικές μας πηγές για τα γεγονότα. Οι ιστοριογράφοι αναφέρουν αριθμούς μεταξύ δύο και τεσσάρων χιλιάδων, παράλληλα όμως συμφωνούν ότι ήταν δεκάδες χιλιάδες εκείνοι που πουλήθηκαν ως δούλοι. Τα πτώματα των νεκρών υπερασπιστών πετάχτηκαν στη θάλασσα, ο αριθμός τους δεν επέτρεπε κανονικές κηδείες. Όσοι κατόρθωσαν να διαφύγουν (κυρίως δυτικοί) φόρτωσαν σε κάρα και καράβια και πήραν μαζί τους έναν τεράστιο αριθμό βιβλίων, που έφτασαν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.

Έργα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, θεολογικά έργα, έργα των τραγικών, έφυγαν σε φορτία για τη Δυτική Ευρώπη, ενώ, πολλά τα πούλησαν οι ίδιοι οι κάτοικοι της Πόλης αντί εξευτελιστικού αντιτίμου. Πάντως, ο μεγαλύτερος αριθμός των πολύτιμων βιβλίων (60.000 κατά τον θρήνο Lamento di Constantinopoli και 120.000 κατά τον Αρμένιο Αβραάμ) κάηκαν σε μεγάλη φωτιά που άναψαν οι Τούρκοι για να καταστρέψουν «τα βιβλία των απίστων».

Πολλά από τα βιβλία που σώθηκαν έφτασαν στα χέρια των Βυζαντινών λογίων που ζούσαν και δίδασκαν στην Ιταλία, ήδη από την εποχή της Φλωρεντίας. Κατά το έθιμο των Μουσουλμάνων, οι στρατιώτες του Μωάμεθ Β΄ επί τρεις μέρες και τρεις νύχτες λεηλατούσαν την κατακτημένη πόλη. Κατά το ίδιο έθιμο, όλοι οι κάτοικοι μιας πόλης που δεν έσκυψε το κεφάλι γίνονταν δούλοι, μπορούσαν να πουληθούν στα παζάρια, αν δεν είχαν αρκετά χρήματα για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους.

Το παλάτι, σπίτια, εκκλησιές, μοναστήρια λεηλατήθηκαν. Πολλές νεαρές καλόγριες αυτοκτόνησαν για να αποφύγουν τον εξευτελισμό του βιασμού, αν και οι γεροντότεροι συμβούλευαν την αποδοχή της «τιμωρίας από τον Θεό», που είχε πάρει το πρόσωπο του Μεχμέτ Φατίχ, του Μωάμεθ του Κατακτητή. Πολλοί κατέφυγαν στην Αγία Σοφία, ζητώντας την προστασία του Θεού. Ο ναός μετατράπηκε για μια ακόμα φορά, μετά το 1204, σε τόπο σφαγής και φρίκης. Η λαϊκή παράδοση καταγράφει τη μεγάλη σφαγή: «Σε μια κολόνα της Αγια-Σοφιάς, ψηλά, πολύ ψηλά, φαίνεται ως τα τώρα το αίμα.

Είναι σημάδι που έβαλε ο Αμιράς ο Μουχαμέτης με την απαλάμη του βουτηγμένη στο αίμα, όταν μπήκε στην Αγια-Σοφιά και την έκαμε τζαμί. Κι έφτασε τόσο ψηλά γιατί πατούσε απάνου σε σωρούς κορμιά των Χριστιανών που σκότωσαν μες στην εκκλησιά οι Τούρκοι» (Ν. Πολίτης, Παραδόσεις). Με την παρουσία του Σουλτάνου, που έφτασε το απόγευμα της αποφράδας μέρας στην Αγιά-Σοφιά, οι Μουσουλμάνοι κατακτητές προσευχήθηκαν μέσα στην κατακτημένη εκκλησία στον δικό τους θεό, με το πρόσωπο στραμμένο στη Μέκκα, ο ίδιος ο Σουλτάνος είχε καλέσει τον Ιμάμη.

Ο Μωάμεθ κατέλυσε στις Βλαχέρνες από το πρώτο κιόλας βράδυ. Εκεί συνάντησε τον Μέγα Δούκα της Αυτοκρατορίας, τον Λουκά Νοταρά, ανθενωτικό και σοφό άντρα, τον οποίο προόριζε για βοηθό του στη διοίκηση της Πόλης, καθώς γνώριζε την περίφημη φράση του Δούκα, που επιβιώνει ακόμα στη λαϊκή παράδοση, ως «καλύτερα σαρίκι Τούρκικο παρά τιάρα Παπική». Αμέσως μετά, υποχρέωσε το Δούκα και την οικογένειά του να μείνουν σε κατ΄ οίκον περιορισμό, περισσότερο για να τον γλιτώσει από το μένος των στρατιωτών παρά γιατί κινδύνευε από τον Νοταρά.

Στο γλέντι που ακολούθησε την κατάκτηση, στις Βλαχέρνες, οι φίλοι του Μωάμεθ τού περιέγραψαν την ωραιότητα του 14χρονου γιου τού Νοταρά, και ο μεθυσμένος παιδόφιλος Σουλτάνος έστειλε μήνυμα στο Δούκα: «Στείλε μου τον γιο σου». Ο Δούκας αρνήθηκε και ο Σουλτάνος έστειλε στρατό να του φέρει σιδηροδέσμιους το Δούκα, τον γιο του και τον γαμπρό του, τους τρεις τελευταίους άντρες της γενιάς των Νοταράδων, οι άλλοι γιοι του Δούκα είχαν πέσει μαζί με τον Αυτοκράτορα μαχόμενοι στα τείχη.

Ο 14χρονος γιος του Δούκα ήταν ένα πανέμορφο αγόρι, αμούστακο ακόμα, το οποίο γοήτευσε τον Μωάμεθ ερωτικά. Ο Σουλτάνος ζήτησε από τον Δούκα να του παραδώσει τον γιο του για το χαρέμι, γιατί διαφορετικά θα τους σκότωνε και τους τρεις. Ο Δούκας, φοβούμενος ότι ο μικρός του γιος θα υπέκυπτε αν έβλεπε να αποκεφαλίζουν τον πατέρα του μπροστά του, ζήτησε μια χάρη από τον σουλτάνο: να σκοτώσουν πρώτα τον γιο του, κατόπιν τον γαμπρό του και τέλος τον ίδιο.

Έτσι πέθαναν, όπως ζήτησε ο Λουκάς Νοταράς. Από τους Νοταράδες επιβίωσε μόνο η κόρη του Δούκα Νοταρά, η Άννα, που ήταν εγκαταστημένη στη Βενετία και δεχόταν, φιλοξενούσε και φρόντιζε όποιον έφτανε πρόσφυγας στην πόλη των Δόγηδων. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η στάση του Νοταρά απέναντι στο θάνατο αποτελεί την επιβεβαίωση της γνησιότητας των ανθενωτικών συναισθημάτων του και της άποψής του ότι η επιβίωση του γένους ήταν αλληλένδετη με την επιβίωση της ορθοδοξίας.

Κατά τον Σ. Ράνσιμαν, «η Ιστορία επιδικάζει ότι η υπό τέφραν επιβίωση του Ελληνισμού και η αναγέννησή του οφείλονται στην μετά την αποτυχία της Ένωσης επίσπευση της πτώσης της Κωνσταντινουπόλεως. Η θέση και η στάση του Νοταρά δικαιώνονται. Πολιτική οξύνοια ή άκρατος θρησκευτικός φανατισμός που ταυτίστηκε με μια σωστή τοποθέτηση; Ο Νοταράς παίρνοντας θέση κατά της ένωσης των Εκκλησιών υπάκουε στο βαθύ ένστικτο της διαιώνισης της φυλής, που ήταν ανέκκλητα δεμένη με την ορθοδοξία.

Η θυσία του, το τραγικό τέλος του, που αποκαλύπτουν τη γνησιότητα των αισθημάτων του, συνηγορούν ως απάντηση. Πέρα όμως από την ιστορική του δικαίωση, το ψυχικό του σθένος είναι παράδειγμα πολύ ισχυρότερο π.χ. από το «ή ταν ή επί τας» και άλλα παραδείγματα της Ιστορίας. Η θυσία των ηττημένων έχει μεγαλύτερη αξία από κείνη των ελευθέρων».