ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΟ 279 π.Χ.
Εισαγωγή
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΟ 279 π.Χ.
Εισαγωγή
Η κατάρρευση της Μακεδονικής κυριαρχίας που προήλθε με το θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού το 280 π.Χ. επέτρεψε σε ομάδες Γαλατών να εισβάλουν στη Μακεδονία, τη Θράκη και κυρίως στην κεντρική Ελλάδα. Το 279 π.Χ., μία μεγάλη δύναμη με αρχηγό το Βρέννο επιτέθηκε χωρίς επιτυχία στους Δελφούς. Το ιερό σώθηκε με την επέμβαση των Αιτωλών, που από εκείνη τη στιγμή απέκτησαν κυρίαρχο πολιτικό ρόλο στις υποθέσεις του μαντείου. Οι Έλληνες, γενικώς, απέδιδαν στον Απόλλωνα την προστασία τους από τη βαρβαρική απειλή…
Δύο ομάδες Γαλατών, το 278/277 π.Χ., πέρασαν στη Μικρά Ασία κατόπιν προσκλήσεως του Νικομήδη Α΄ της Βιθυνίας και πολέμησαν ως σύμμαχοί του εναντίον του αδελφού του Ζιποίτη αρχικά και στη συνέχεια των Σελευκιδών. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 270 π.Χ. δυνάμεις Γαλατών όργωναν τη δυτική Μικρά Ασία λεηλατώντας ιερά και πόλεις και παίρνοντας ομήρους για να τους ανταλλάξουν με λύτρα.
Επιγραφές και άλλες πηγές μαρτυρούν την απειλή που αποτελούσαν οι Γαλάτες για την Κύζικο, το Ίλιο, τα Θυάτειρα, τις Ερυθρές, την Έφεσο, την Πριήνη, τη Μίλητο, τα Δίδυμα και όλο το εσωτερικό της Μικράς Ασίας ως την κοιλάδα του Λύκου. Στο μεγαλύτερο μέρος τους οι Ελληνικές πόλεις έπρεπε να υπερασπιστούν εαυτούς όσο καλύτερα μπορούσαν. Στράφηκαν, ωστόσο, για προστασία στο Σελευκίδη Αντίοχο Α΄, ο οποίος νίκησε τους Γαλάτες περί το 270 π.Χ. στη μάχη των Ελεφάντων, λαμβάνοντας έτσι το προσωνύμιο Σωτήρ. Ο Αντίγονος Β΄ Γονατάς είχε ήδη τιμηθεί ως Σωτήρ το 277 π.Χ. για τη νίκη του κατά των Γαλατών στη Λυσιμάχεια της Θρακικής χερσονήσου.
Γύρω στο 240 π.Χ., ο Άτταλος Α΄ της Περγάμου είχε επιτύχει να αποκαλείται με τον ίδιο τρόπο μετά τη νίκη του εναντίον μιας μεγάλης γαλατικής δύναμης στις πηγές του ποταμού Κάικου στη Μυσία. Είναι επομένως φανερό ότι ως ένα βαθμό οι Ελληνιστικοί βασιλείς του 3ου αι. π.Χ. είχαν αποκτήσει τόσο νόμιμη ιδιότητα στις Ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας όσο και αποδοχή από αυτές ως αναγνώριση της προστασίας που τους παρείχαν από τους Κέλτες «βαρβάρους». Τον 3ο προχριστιανικό αιώνα, οι σκληροτράχηλοι Γαλάτες, υπό την αρχηγία του Βρέννου, εισβάλλουν στην Ελλάδα.
Σχεδόν μισό αιώνα μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι φιλόδοξοι διάδοχοί του έριζαν ακόμη για τις κατακτήσεις του μεγάλου στρατηλάτη. Oι Πτολεμαίοι στην Αίγυπτο, οι Σελευκίδες στην Aσία και οι επίγονοι στη Μακεδονία είχαν διατηρήσει, με εύθραυστες συμμαχίες, σταθερά τα σύνορα των βασιλείων τους. H κατάσταση εντούτοις παρέμενε πάντοτε ρευστή, όπως και στη Νότια Ελλάδα. Ενώ στην ευρύτερη Ελληνιστική ανατολή οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες ήταν καθεστώς, στον κυρίως Ελληνικό χώρο η έννοια της ανεξάρτητης πόλης-κράτους άρχιζε να παρακμάζει, παραχωρώντας τη θέση της σε μία νέα αντίληψη, αυτή του ελεύθερου και ανεξαρτητοποιημένου Ελληνικού κράτους.
H αρχή έγινε με την εμφάνιση του όρου “Συμπολιτεία”. Tο 290 π.X. δημιουργήθηκε η Αιτωλική Συμπολιτεία, αποτελούμενη από πόλεις-κράτη της Κεντρικής Ελλάδας και το 280 π.X. ακολούθησε η Αχαϊκή, η οποία περιελάμβανε τις περισσότερες βόρειες Πελοποννησιακές πόλεις. Στόχος και των δύο ενώσεων ήταν η αποφυγή της έξωθεν επικυριαρχίας και η διατήρηση της αυτοδιαχείρισης και αυτοδιοίκησης των τοπικών κοινωνιών. Ωστόσο, παρά τον πλούτο που είχε συγκεντρωθεί στον ελλαδικό χώρο και τη ριζική αναδιοργάνωση που επιχειρούνταν, η Ελλάδα παρήκμαζε σε δημογραφικό, πολιτικό, οργανωτικό και στρατιωτικό επίπεδο.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Στις 13 Ιουνίου του 323 π. Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος άφησε στην Βαβυλώνα την τελευταία του πνοή. Ο θάνατός του θα γεννήσει μια νέα ιστορική εποχή, την Ελληνιστική, που κύριο χαρακτηριστικό της θα είναι η δημιουργία ενός νέου κόσμου, του Ελληνιστικού, χωνευτήρι δημιουργικό του Ελληνικού πνεύματος και της μυστικιστικής ανατολής. Η αχανής αυτοκρατορία του θα χωριστεί σε πολλές διοικητικές περιφέρειες, οι οποίες σε αδρές γραμμές θα εξελιχθούν σε τρία κυρίως μεγάλα ακμάζοντα κράτη, τα οποία διοικούσαν οι διάδοχοί του.
Την Αίγυπτο κυβερνούσαν οι Πτολεμαίοι, την Ασία οι Σελευκίδες και τη Μακεδονία οι Αντιγονίδες. Στον αντίποδα ο γεωγραφικός χώρος της κλασικής Ελλάδας βρίσκεται σε γενικότερη παρακμή (πολιτική, στρατιωτική, πνευματική) και το κέντρο του Ελληνισμού έχει μετατοπιστεί στην Ανατολή. Η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Πέργαμος κρατούν τώρα πια τα σκήπτρα των πολιτικών και πολιτιστικών εξελίξεων απέναντι σε μια Αθήνα που όσο περνούν τα χρόνια η λάμψη της αργοσβήνει.
Το πρώτο μισό του 3ου αιώνα στο γεωγραφικό χώρο της κλασικής Ελλάδας, οι αρχαίες πόλεις κράτη υφίστανται ακόμη, αλλά είναι πλέον φανερό ότι δεν είναι δυνατόν να συναγωνιστούν τις μεγάλες μοναρχίες της Μακεδονίας και της Ανατολής. Πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες παρωθούν πολλά ελληνικά ανεξάρτητα κράτη στην δημιουργία συνασπισμών- συμμαχιών (τις λεγόμενες Συμπολιτείες ή Κοινά), οι οποίες ναι μεν περιόριζαν την απόλυτη αυτονομία του κάθε μέλους, αλλά ως αντάλλαγμα εξασφάλιζαν την ισχυροποίηση της πολιτικής και στρατιωτικής του θέσης, ως μέρος ενός συνόλου με ενιαία κεντρική διοίκηση και αυξημένους πόρους.
ΟΙ ΓΑΛΑΤΕΣ
Οι Γαλάτες ή αλλιώς Κέλτες δεν ήταν άγνωστοι στους Έλληνες. Τον 5ο αιώνα φεύγοντας από τη Δυτική Ευρώπη ( Ν.Δ. Γαλλία, Ισπανία) όπου κατοικούσαν, πέρασαν τις Άλπεις και εισέβαλαν στην Ιταλία, λεηλατώντας μάλιστα και την ίδια τη Ρώμη (387 π. Χ.). Πολλοί απ’ αυτούς παρέμειναν στην Ιταλία, ενώ άλλοι προχώρησαν ανατολικά ως τη Βαλκανική Χερσόνησο (κυρίως σε παραδουνάβιες περιοχές) και ακόμη ανατολικότερα μέχρι τις βόρειες ακτές του Εύξεινου Πόντου.
Η πίεση που δέχτηκαν από άλλους λαούς της κεντρικής Ευρώπης τους ανάγκασε στο τέλος του 4ου αιώνα να μετακινηθούν προς το νότο και τη Θράκη, αλλά εκεί αποκρούστηκαν αποτελεσματικά από τον Λυσίμαχο, βασιλιά της Θράκης, γιο του Πτολεμαίου του Β’. Όμως η κατάσταση θ’ αλλάξει δραματικά το 281 π. Χ., όταν το κράτος του Λυσίμαχου θα καταρρεύσει και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Σέλευκος θα δολοφονηθεί.
Την αναταραχή που ακολούθησε αυτά τα γεγονότα θα εκμεταλλευτούν οι Κέλτες και υπό την ηγεσία του Βόλγιου, εισβάλλουν το χειμώνα του 280 π. Χ., μέσω της κοιλάδας του Αώου στη Μακεδονία, ενώ συγχρόνως ένα άλλο τμήμα με επικεφαλής κάποιον Κερέθριο κινείται εναντίον της Θράκης. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός, διάδοχος του Μακεδονικού θρόνου, υποτιμώντας τη δύναμη των Κελτών, αποφασίζει να επιτεθεί αμέσως , αν και δεν διέθετε τις απαιτούμενες στρατιωτικές δυνάμεις. Η σύγκρουση καταλήγει σε συντριβή των Μακεδόνων και ο ίδιος ο Κεραυνός θα χάσει τη ζωή του.
Ο Ιουστίνος αναφέρει ”…. του Κεραυνού ο ελέφας σωριάζεται πληγωμένος…… αλλά και τον ίδιο (τον Πτολεμαίο) τον πιάνουν ζωντανό, του κόβουν το κεφάλι και το φέρνουν γύρα μπηγμένο σε δόρυ, σημάδι νίκης”. Tη στρατιωτική συντριβή θα ακολουθήσει πολιτικό και κοινωνικό χάος. Ο άμαχος πληθυσμός θα καταφύγει στις τειχισμένες πόλεις και η ύπαιθρος θα ερημωθεί. Στο δε Μακεδονικό θρόνο οι διάδοχοι θα είναι τόσο βραχύβιοι, ώστε ο Αντίπατρος θα ”χρεωθεί” το προσωνύμιο ”Ετησίας”, επειδή βασίλεψε μόνο 45 ημέρες, όσο διαρκούν οι ”ετησίαι”, δηλαδή τα μελτέμια.
Τελικά την κατάσταση θα ”σώσει” ο έμπειρος και γενναίος στρατηγός Σωσθένης, ο οποίος θα καταφέρει να αποκρούσει τους Κέλτες και να τους απωθήσει στο Βορρά. Όμως ο κίνδυνος όχι μόνο δεν αποσοβήθηκε, αλλά έγινε μεγαλύτερος το Φθινόπωρο του 279 π. Χ., όταν νέα στίφη Γαλατών εισέβαλαν ξανά στη Μακεδονία μέσω της Παιονίας τη φορά αυτή με αρχηγό τον Βρέννο.
ΟΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΑΛΑΤΩΝ
Αν και οι αρχαίες πηγές δίνουν έμφαση στις επιδρομές και στις λεηλασίες των Γαλατών, εκείνοι φαίνεται ότι είχαν βασικό τους στόχο την απόκτηση γης για μόνιμη κατοικία. Εγκαταστάθηκαν λοιπόν στην κεντρική Ανατολία γύρω από την Άγκυρα στη νοτιοανατολική Βιθυνία και η περιοχή, που ανήκε παλαιότερα στη Φρυγία, ονομαζόταν τώρα Γαλατία. Τόσο τα αρχαιολογικά όσο και τα φιλολογικά στοιχεία δείχνουν ότι οι νεοφερμένοι κατοίκησαν χωριά –τα οποία ελέγχονταν από οχυρά στους γύρω λόφους όπου έμεναν οι ντόπιοι αρχηγοί– και εξελίχθηκαν σε έναν ισχυρό, μόνιμο γεωργικό πληθυσμό.
Ο πληθυσμός αυτός αυξήθηκε και σταδιακά εξαπλώθηκε σε γειτονικές περιοχές της κεντρικής Μικράς Ασίας, όπως η Καππαδοκία και η Λυκαονία. Υπήρχαν τρεις Γαλατικές φυλές, οι Τολιστοβόγιοι στη δύση, των οποίων η περιοχή συνόρευε με τη Βιθυνία, οι Τεκτόσαγες που εγκαταστάθηκαν γύρω από την Άγκυρα, και οι Τρόκμοι, που κατέλαβαν την περιοχή ανατολικά του ποταμού Άλυος (Άλυς). Ο αρχαίος περιηγητής Στράβων δίνει μια συνοπτική αναφορά για την οργάνωσή τους.
Ο όρος Δρυνέμετον είναι Κελτικός. Η φυλετική οργάνωση που περιγράφεται από το Στράβωνα είναι όμοια με την πολιτική δομή των Κελτικών φυλών στη δυτική Ευρώπη. Οι Γαλάτες χρησιμοποιούσαν τη δική τους Κελτική γλώσσα η οποία χρησιμοποιούνταν στην περιοχή ως την Ύστερη Αρχαιότητα. Πολλά κελτικά ονόματα προσώπων και τόπων μαρτυρούνται στις φιλολογικές και επιγραφικές πηγές που έχουν βρεθεί στη Γαλατία. Γαλάτες έχουν εμφανιστεί και σε άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας λόγω της ευρείας χρήσης τους από τους Ελληνιστικούς βασιλείς ως μισθοφόρων
O EPXOMOΣ TΩN BAPBAPΩN THΣ ΔYΣHΣ
Μεταξύ 7ου και 6ου π.X. αιώνα, Κελτικές φυλές είχαν ήδη μετακινηθεί ανατολικά κατά μήκος του Δούναβη, μέσα στη σημερινή Σλοβακία και στην Τσεχία (χαρακτηριστικό είναι το ότι η σημερινή Βοημία έχει πάρει την ονομασία της από την κελτική φυλή Boii). Oι Κέλτες δεν ήταν άγνωστοι στους Έλληνες. Στα τέλη του 4ου π.X. αιώνα, Κέλτες της Αδριατικής και του Δούναβη κινήθηκαν προς την Ελλάδα, αλλά ο Μέγας Αλέξανδρος τους απώθησε και τους εξανάγκασε να ορκιστούν πίστη και φιλία σε αυτόν.
Σύμφωνα με τον Στράβωνα αλλά και τον Αρριανό, το 335 π.X. ο Αλέξανδρος συναντήθηκε με τους πρεσβευτές των Γαλατών στις όχθες του Δούναβη. Στο ερώτημά του τι φοβούνται περισσότερο, ώστε να ορκιστούν σε αυτό, οι Κέλτες απάντησαν: “… Mόνο το να μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι…”. Αυτή η φράση αποτελούσε μέρος ενός Κελτικού όρκου που χρησιμοποιούνταν για την τήρηση της υπόσχεσης την οποία αναλάμβανε ο δέσμιος του όρκου και απαντάται ακόμη και σε Μεσαιωνικά Ιρλανδικά (οι Ιρλανδοί είναι απόγονοι των Κελτών) νομικά εγχειρίδια: “Θα μείνουμε πιστοί, εκτός εάν ο ουρανός πέσει και μας πλακώσει ή η γη ανοίξει και μας καταπιεί ή η θάλασσα σηκωθεί και μας σκεπάσει”.
Εικάζεται ότι ο Αλέξανδρος δέσμευσε με δωροδοκία τους Κέλτες να απασχολούν τους Ιλλυριούς στα δυτικά, κρατώντας τους μακριά από τα σύνορα του Μακεδονικού κράτους, όσο εκείνος θα εκστράτευε στην Ανατολή. Επιπρόσθετα, πέρα από τη συνάντηση του Αλεξάνδρου με τα Κελτικά φύλα, Κέλτες μισθοφόροι στρατιώτες είχαν υπηρετήσει για κάτι παραπάνω από έναν αιώνα και υπό τις διαταγές Ελληνικών πόλεων-κρατών, κυρίως στη Μεγάλη Ελλάδα. Μάλιστα, σώμα Κελτών στάλθηκε από το Διονύσιο των Συρακουσών για να βοηθήσει τους Σπαρτιάτες στη διαμάχη τους με τους Θηβαίους.
Oι Κελτικές φυλές παρέμειναν στη βόρειο Βαλκανική και σύντομα θα εξελίσσονταν σε ένα μεγάλο κίνδυνο για τους Έλληνες.
H ΔIXONOIA TΩN ΔIAΔOXΩN ΘETEI ΣE KINΔYNO THN EΛΛAΔA
Tο 283 π.X., ο Πτολεμαίος ο Σωτήρ ή Πτολεμαίος Λάγου, Φαραώ της Αιγύπτου, πέθανε, αφήνοντας το θρόνο στο γιο του, Πτολεμαίο B’, το μετέπειτα ονομαζόμενο Φιλάδελφο, μητέρα του οποίου ήταν η Βερενίκη. O Πτολεμαίος B’ ο Φιλάδελφος ανέβηκε στο θρόνο το 282 π.X. O ετεροθαλής αδελφός του, Πτολεμαίος Κεραυνός, δυσαρεστημένος επειδή, ως πρωτότοκος γιος είχε βλέψεις στο θρόνο, εγκατάλειψε την Αίγυπτο και κατέφυγε στην αυλή του βασιλιά της Θράκης, Λυσίμαχου, γηραιού στρατηγού του Αλεξάνδρου.
O Λυσίμαχος ήταν σύζυγος της ετεροθαλούς αδελφής του Πτολεμαίου Κεραυνού, της Αρσινόης. O Πτολεμαίος Κεραυνός και η Αρσινόη γρήγορα ήρθαν σε ρήξη με το Λυσίμαχο και κατέφυγαν στη αυλή του Σέλευκου, γιου του Αντίοχου, στη Βαβυλώνα. O Σέλευκος βρήκε την αφορμή να πραγματοποιήσει τις επιδιώξεις του, που ήταν η κατάληψη του θρόνου της Μακεδονίας και η ανασύσταση της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Tο έτος 282 π.X. συγκέντρωσε στρατό στη Βαβυλώνα και το Φεβρουάριο του 281 π.X., ο Λυσίμαχος και ο Σέλευκος συγκρούστηκαν στη μάχη του Κουροπεδίου στη δυτική Μικρά Aσία.
O Λυσίμαχος βρήκε το θάνατο στη μάχη και ο Σέλευκος πέρασε τον Ελλήσποντο για να διεκδικήσει το θρόνο της Μακεδονίας. Tον Αύγουστο ή Σεπτέμβριο του 281 π.X. ο Πτολεμαίος Κεραυνός δολοφόνησε τον Σέλευκο, προδίδοντας τη φιλοξενία και την εμπιστοσύνη του. Μετά τη δολοφονία του Σέλευκου έγινε, με την υποστήριξη του στρατού, βασιλιάς της Θράκης και έγειρε αξιώσεις στο θρόνο της Μακεδονίας ως εγγονός του Αντίπατρου, ο οποίος είχε διατελέσει αντιβασιλέας της Μακεδονίας.
Tο ίδιο έτος συμμάχησε με τον Πύρρο, βασιλιά της Hπείρου, και υποστήριξε με στρατό και χρήματα την εκστρατεία του τελευταίου στην Ιταλία με αντάλλαγμα την αναγνώρισή του ως βασιλιά της Μακεδονίας. Αντιμετώπισε επιτυχώς τον Αντίγονο Γονατά, γιο του Δημητρίου του Πολιορκητή και ανταπαιτητή του θρόνου της Μακεδονίας, και στέφθηκε βασιλιάς το 281 π.X. επανενώνοντας τα βασίλεια της Θράκης και της Μακεδονίας.
Ο ΠΥΡΡΟΣ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Ενώ οι Γαλάτες εισέβαλλαν στην Ελλάδα, η ισχυρότερη Ελληνική δύναμη της εποχής, το βασίλειο των Μολοσσών της Hπείρου, δεν ήταν δυνατό να βοηθήσει τους υπόλοιπους Έλληνες, αφού ο ηγεμόνας του, Πύρρος, βρισκόταν στην Ιταλία, όπου διεξήγαγε την περίφημη εκστρατεία του ενάντια στους Ρωμαίους. Tο 280 π.X. ο Πύρρος με σημαντικές δυνάμεις και έναν αριθμό πολεμικών ελεφάντων, αποβιβάστηκε στην Ιταλική χερσόνησο και ξεκίνησε έναν αγώνα ενάντια στους Ρωμαίους, που την εποχή εκείνη βρίσκονταν σε ανοδική πορεία.
O Πύρρος προσπάθησε να καταβάλει τους Ρωμαίους, αλλά μετά τις δύο πρώτες νίκες του, στράφηκε στη Σικελία, όπου απέτυχε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του πληθυσμού. Επέστρεψε στην ηπειρωτική Ιταλία για μία ακόμη μάχη, ωστόσο αυτή τη φορά γνώρισε την ήττα και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις Ελληνικές αποικίες στην τύχη τους.
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΓΑΛΑΤΙΚΟΥ ΙΠΠΙΚΟΥ
Για την εκστρατεία στην Ελλάδα συγκεντρώθηκαν 152.000 άνδρες πεζικό και 20.400 ιππικό. Στην πραγματικότητα, οι ιππείς ανέρχονταν συνολικά σε 61.200. Αυτό συνέβαινε διότι σε κάθε ιππέα-πολεμιστή αντιστοιχούσαν δύο ιπποκόμοι, εξίσου ικανοί αναβάτες, που ήταν και αυτοί έφιπποι όπως οι αφέντες τους. Oταν οι Γαλάτες ιππείς πολεμούσαν, οι ιπποκόμοι τους παρέμεναν στα μετόπισθεν και ήταν χρήσιμοι με διάφορους τρόπους: αν κάποιος αναβάτης ή το άλογο αυτού έπεφτε, ο ιπποκόμος τού έφερνε αμέσως ένα άλλο άλογο να ιππεύσει.
Aν ο αναβάτης σκοτωνόταν, ο ένας εκ των δύο ιπποκόμων ίππευε το άλογο στη θέση του νεκρού αφέντη του. Aν και οι δύο, αναβάτης και άλογο, σκοτώνονταν, υπήρχε ήδη ένας έφιππος ιπποκόμος έτοιμος για μάχη. Aν κάποιος ιππέας πληγωνόταν στη μάχη, ο ένας ιπποκόμος μετέφερε τον τραυματία αφέντη του στα μετόπισθεν, ενώ ο δεύτερος έπαιρνε τη θέση του στην παράταξη. Oι Γαλάτες κατά κάποιον τρόπο αντέγραφαν τις μεθόδους που εφάρμοζαν οι Πέρσες – συγκεκριμένα, το σύνταγμα των 10.000 “Aθανάτων” – στη μάχη.
Ωστόσο, υπήρχε μία ειδοποιός διαφορά: οι Πέρσες ανέμεναν το πέρας των εχθροπραξιών προτού προβούν σε αντικατάσταση των απωλειών τους, ενώ οι Γαλάτες φρόντιζαν να ενισχύουν διαρκώς το ιππικό τους, διατηρώντας τον αριθμό των μονάδων αναλλοίωτο καθ’ όλη τη διάρκεια της μάχης, ιδιαίτερα στο αποκορύφωμα αυτής. H οργάνωση αυτή στα κελτικά αποκαλούνταν Τριμαρκισία (trimarcisia), η οποία σε ελεύθερη μετάφραση σήμαινε “τριάδα ιππέων”, λέξη παραγόμενη από το κελτικό “marca” που σήμαινε “άλογο”.
ΓΑΛΑΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Tο 280/79 π.Χ. μεγάλα στίφη Γαλατών εισέβαλαν κατά κύματα στα Βαλκάνια. Η επιδρομή αυτή βρήκε απροετοίμαστο το βασιλιά της Μακεδονίας Πτολεμαίο Κεραυνό, ο οποίος μετά από μάχη ηττήθηκε, ο στρατός του αποδεκατίστηκε και ο ίδιος θανατώθηκε στο πεδίο της μάχης. Στους Γαλάτες δόθηκε έτσι η ευκαιρία να λεηλατήσουν αρχικά τη Μακεδονία και στη συνέχεια τη Θεσσαλία.
Ένα άλλο τμήμα Γαλατών εισέβαλε από τη Θράκη και υπό την ηγεσία του Βρέννου προχώρησε μέχρι την κεντρική Ελλάδα, έχοντας ως στόχο του το ιερό των Δελφών. Για να αποσοβήσουν τον κοινό κίνδυνο οι ελληνικές πόλεις της νότιας Ελλάδας -κυρίως οι Αιτωλοί, Βοιωτοί, Φωκείς, Λοκροί, Αθηναίοι και Μεγαρείς- συμμάχησαν, και κατόρθωσαν να αποκρούσουν την εισβολή. Η κοινή αντιμετώπιση του κινδύνου συνέβαλε στην ενδυνάμωση των σχέσεων της Αθήνας με την Αιτωλική Συμπολιτεία, της οποίας ο ρόλος υπήρξε καθοριστικός.
Οι ιερείς των Δελφών απέδωσαν στο θεό Απόλλωνα τη σωτηρία της Ελλάδας από τους επιδρομείς. Θεωρήθηκε ότι η πτώση χιονιού κατά τη διάρκεια της επίθεσης του Βρέννου εναντίον της πόλης ήταν έργο του θεού, ενώ έλεγαν ακόμη ότι ο ίδιος ο Απόλλωνας εμψύχωνε με την παρουσία του τους υπερασπιστές του ιερού του. Σε ανάμνηση της νίκης και της διαφύλαξης του ιερού τόπου θεσπίστηκε η εορτή των Σωτηρίων, η οποία τελούνταν στους Δελφούς με θυσίες προς το Δία και τον Απόλλωνα και με αγώνες.
Μετά την αποτυχία της επιδρομής τους στην κεντρική Ελλάδα και τους Δελφούς, οι Γαλάτες στράφηκαν στη Μικρά Ασία, όπου και κατέστρεψαν το ιερό του Απόλλωνα στα Δίδυμα. Το 270 π.Χ. όμως ο βασιλιάς Αντίοχος Α’ κατάφερε να ανακόψει τις επιδρομές τους με τη νίκη του στη “μάχη των ελεφάντων”, όπως ονομάστηκε από το πλήθος των πολεμικών ελεφάντων που χρησιμοποίησε.
H ΠPΩTH ΓAΛATIKH EKΣTPATEIA
Mε τον Πύρρο στην Ιταλία και το ραδιούργο Πτολεμαίο Κεραυνό στο Μακεδονικό θρόνο, η Ελλάδα φάνταζε εύκολος στόχος για τους αιμοδιψείς Κέλτες. Oι Γαλάτες είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες: ο Kερέθριος ήταν ο ηγέτης ενάντια στους Θράκες, οι εισβολείς στην Παιονία είχαν ως καθοδηγητές τον Bρέννο και τον Aκιχώριο, ενώ ο Bέλγιος (ή Bόλγιος) επιτέθηκε στους Mακεδόνες και στους Iλλυριούς και αντιμετώπισε τον Πτολεμαίο Kεραυνό.
O Μονούνιος των Δαρδάνων, μαθαίνοντας ότι οι Κέλτες πλησίαζαν, έστειλε πρεσβευτές στον Πτολεμαίο Κεραυνό, προσφέροντάς του συνθηκολόγηση και υποστήριξη ενάντια στον εχθρό με 20.000 άνδρες. O Κεραυνός αρνήθηκε λέγοντας: “H Μακεδονία θα ήταν χαμένη αν ο λαός που υπέταξε ολόκληρη την Ανατολή χρειαζόταν υποστήριξη από τους Δαρδάνους για να προστατεύσει τον τόπο του…”. Oι Κέλτες του Βελγίου είχαν ήδη κατακλύσει την Ιλλυρία και πλησίαζαν στα δάση κοντά στα δυτικά σύνορα της Μακεδονίας.
Προσέφεραν στον Πτολεμαίο διατήρηση της βασιλείας του έναντι βαριάς φορολογίας. Eκείνος τους περιγέλασε αποκρινόμενος: “…αυτή η πρότασή σας καταδεικνύει τον τρόμο που έχετε για τα μακεδονικά όπλα. Eιρήνη θα κάνουμε μόνο αν ρίξετε τα όπλα σας στη γη και μου παραδώσετε τους αρχηγούς σας ως ομήρους…”.
H αλαζονεία του Kεραυνού έμελλε να είναι η καταδίκη του. Προκάλεσε τους Γαλάτες σε μία βιαστική ανοιχτή μάχη, πιστεύοντας ότι ήταν άτρωτος. Δε συμβουλεύτηκε καν τους στρατηγούς του, οι οποίοι εις μάτην τον προέτρεπαν να περιμένει να συγκεντρώσει περισσότερο στρατό για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς. H σύγκρουση ήταν λυσσαλέα. Oι Kέλτες, πολεμώντας μανιασμένα, δεν άργησαν να συναντήσουν το Mακεδόνα βασιλιά στη μάχη, ο οποίος, απερίσκεπτος καθώς ήταν, όρμησε προς το μέρος τους, επιβαίνοντας σε έναν ελέφαντα.
Oι γραμμές των Mακεδόνων, που υστερούσαν αριθμητικά, διασπάστηκαν και ο ελέφαντας του Kεραυνού σωριάστηκε πληγωμένος στο έδαφος, με τον Πτολεμαίο να τραυματίζεται βαριά. Oι Kέλτες τον έπιασαν ζωντανό, τον αποκεφάλισαν και κάρφωσαν το κεφάλι του σε ένα δόρυ, περιφέροντάς το ως σημάδι νίκης και μέσο εκφοβισμού των αντιπάλων τους.
Μετά τη συντριβή του Μακεδονικού στρατού, οι Γαλάτες ξεχύθηκαν στην απροστάτευτη γη της Μακεδονίας. Λεηλάτησαν την ύπαιθρο με τρομερή μανία, αλλά δεν κατόρθωσαν να κάνουν το ίδιο με τις τειχισμένες πόλεις, καθώς δεν γνώριζαν πώς να τις εκπορθήσουν. Στην ύπαιθρο, όμως, έσπειραν τον τρόμο και τον πανικό καίγοντας και σφάζοντας ό,τι και όποιον βρισκόταν στο διάβα τους. Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού ανέβηκε στο Μακεδονικό θρόνο ο αδελφός του, Μελέαγρος. H βασιλεία του κράτησε μόλις δύο μήνες, καθώς οι Mακεδόνες που είχαν βιώσει τα δεινά που έφερε στον τόπο τους ο φιλόδοξος Kεραυνός, δεν ήθελαν κάποιο συγγενή του στο θρόνο.
Στη θέση αυτού, μια και δεν υπήρχε άλλος με βασιλικό αίμα, στέφθηκε βασιλιάς ο Αντίπατρος, ανιψιός του Κάσσανδρου. Και αυτός όμως δεν κατάφερε να εξαλείψει τη Γαλατική απειλή. Ένας ευγενής με το όνομα Σωσθένης τον ανάγκασε να παραιτηθεί, συγκέντρωσε στρατό και άρχισε να μάχεται ενάντια στον εισβολέα, καταφέρνοντας να εκδιώξει τελικά τους Κέλτες από τη Μακεδονία.
Επειδή η φύση της πρώτης Κελτικής εκστρατείας το 279 π.X. ήταν κυρίως αναζήτηση πλιάτσικου παρά οργανωμένη προσπάθεια αποικισμού, οι Kέλτες, με κορεσμένη τη δίψα τους για λάφυρα, δε βρήκαν το σθένος να συνεχίσουν άλλο την εκστρατεία τους και επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Η ΓΑΛΑΤΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΡΑΚΗ – ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΙΣ ΝΟΤΙΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΑΚΤΙΚΕΣ
Η πρώτη φορά που οι μητροπολιτικοί Έλληνες είδαν τους Γαλάτες σε πολεμική δράση ήταν το 366 π.Χ. και ασφαλώς εντυπωσιάστηκαν. Τότε ο Διονύσιος των Συρακουσών, που διέθετε πολλούς Κελτίβηρες και Παδανούς Γαλάτες μισθοφόρους, έστειλε 2.000 από αυτούς να ενισχύσουν την υπερπόντια σύμμαχο του, Σπάρτη. Ο Θουκυδίδης περιγράφει τις ευέλικτες τακτικές που χρησιμοποίησαν οι Κέλτες ιππείς εναντίον των Ελλήνων αντιπάλων τους.
Ο Θεόπομπος ο Χίος αναφέρει τις συγκρούσεις των Γαλατών με τις Ιλλυρικές φυλές σε μια περιοχή που εντοπίζεται στην περιοχή του ποταμού Νάρονος της Δαλματίας. Στην περιοχή της Βοσνίας άκμαζε κατά την Αρχαϊκή εποχή ο πολιτισμός Γκλάσινατς (Glasinac), ο οποίος μετεξελίχθηκε στην ισχυρή ένωση των Αυταριατών Ιλλυριών. Το 359 π.Χ. ο Βαρδύλις, κατά το πιθανότερο βασιλέας των Αυταριατών, κατατρόπωσε τον μακεδονικό στρατό σκοτώνοντας τον βασιλέα Περδίκκα και 4.000 άνδρες του, ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο τον δρόμο για τον Φίλιππο Β΄ προς τον Μακεδονικό θρόνο.
Τον επόμενο, χρόνο ο μεγάλος Μακεδόνας εκδικήθηκε συντρίβοντας τους Αυταριάτες, εξοντώνοντας 7.000 από αυτούς. Η χειρότερη, όμως, εξέλιξη για τους Αυταριάτες ήταν η έναρξη του πολέμου με τους παραδουνάβιους Γαλάτες. Το 335 π.Χ. ο Αλέξανδρος ο Μέγας, πραγματοποίησε την εκστρατεία του μέχρι τον ποταμό Δούναβη, προκειμένου να εξασφαλίσει την υποταγή των φύλων της χερσονήσου του Αίμου και την ασφάλεια της Ελλάδας, όταν αυτός θα εξεστράτευε στην Ασία. Μετά τη νίκη του στην περιοχή, διάφοροι λαοί έστειλαν πρεσβείες προκειμένου να κερδίσουν την φιλία και την συμμαχία του, ανάμεσα τους και οι Γαλάτες της Παννονίας-Ιλλυρίας.
Ο ιστορικός Αρριανός αφηγείται το επεισόδιο της συνάντησης των Γαλατών απεσταλμένων με τον Αλέξανδρο. Περιγράφει τους πρώτους ως ανθρώπους με εντυπωσιακή εμφάνιση και υψηλό ανάστημα. Όταν ο βασιλιάς ο οποίος θα γινόταν σε λίγο ο μεγαλύτερος κατακτητής της παγκόσμιας Ιστορίας, τους ρώτησε τι φοβούνται περισσότερο, οι Γαλάτες του απάντησαν ότι «φοβόμαστε μόνο μήπως ο ουρανός πέσει στα κεφάλια μας». Εντούτοις, οι Γαλάτες προσέθεσαν διπλωματικά ότι τους ενδιαφέρει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η φιλία ενός άνδρα όπως ο Αλέξανδρος.
Η απάντηση των Γαλατών στον Αλέξανδρο δεν ήταν τυχαία. Στην ουσία αποτελούσε έμμεση δήλωση τους ότι δεν τον φοβούνται, θεωρώντας τον ισότιμο τους, αλλά και ότι επιθυμούσαν την συνεννόηση και την συμμαχία μαζί του. Οι Κέλτες δεν είχαν άδικο. Τα συμφέροντα Γαλατών και Ελλήνων ταυτίζονταν επειδή αμφότεροι πολεμούσαν εναντίον των παρεμβαλλομένων μεταξύ τους, Ιλλυρικών και Θρακικών φύλων. Οι δύο λαοί δεν είχαν ακόμη εδαφική επαφή και η Γαλατική απειλή θα φαινόταν τότε πολύ μακρινή για τους Έλληνες.
Ο Αλέξανδρος, ο οποίος εκτιμούσε ιδιαίτερα τους γενναίους άνδρες, φαίνεται ότι ικανοποιήθηκε από την Γαλατική απάντηση, παρότι σχολίασε ειρωνικά την βαρβαρική έπαρση τους (Αρριανός). Βλέποντας το κοινό συμφέρον του με αυτούς, έκλεισε συμμαχία μαζί τους και πιθανώς τότε τους επέτρεψε να επεκταθούν στην χώρα των Αυταριατών.
Σύγχρονοι μελετητές, όπως ο Π. Μπ. Έλλις, θεωρούν ότι ο Αλέξανδρος παρεξήγησε την Γαλατική απάντηση. Χίλια χρόνια αργότερα οι Ιρλανδοί Κέλτες ορκίζονταν να τηρήσουν μια συμφωνία, προφέροντας τον στερεότυπο όρκο του νησιού τους: «Δεν θα παρασπονδήσουμε παρά μόνο αν ο ουρανός πέσει επάνω μας και μας συνθλίψει ή αν η γη ανοίξει και μας καταπιεί ή αν η θάλασσα μας καλύψει…». Πιθανώς οι Γαλάτες απάντησαν στον Αλέξανδρο στα πρότυπα ενός παρόμοιου Κελτικού όρκου, θέλοντας να δείξουν την καλή πίστη τους μαζί με την έμμεση δήλωση ότι θεωρούσαν ισάξια τους την Ελληνική ισχύ και όχι ανώτερη.
Δώδεκα χρόνια αργότερα, μια ακόμη Γαλατική πρεσβεία πραγματοποίησε το μακρύ ταξίδι μέχρι την Βαβυλώνα προκειμένου να συγχαρεί εκεί τον Αλέξανδρο για την επιτυχία της εκστρατείας του και να ανανεώσει την συμμαχία μαζί του. Όσο ζούσε ο Αλέξανδρος, οι Γαλάτες δεν τολμούσαν να προωθηθούν στη νότια Χερσόνησο του Αίμου. Είναι βέβαιο ότι παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στον Ελληνικό κόσμο και ξεκίνησαν την επίθεση μόνο όταν βεβαιώθηκαν ότι οι πόλεμοι μεταξύ των Διαδόχων του Αλεξάνδρου είχαν απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό τους Έλληνες.
Το 310 π.Χ. ένα Γαλατικό στίφος υπό τον Μολίστομο εισέβαλε στην χώρα των Αυταριατών και τους συνέτριψε οριστικά, προκαλώντας τη μαζική φυγή τους προς το νότο. Μεγάλες ομάδες προσφύγων εισέβαλαν στην Δαρδανία και την Παιονία. Ο Παίονας φύλαρχος ζήτησε τη βοήθεια του επικυρίαρχου του, Κασσάνδρου, βασιλέα της Μακεδονίας. Ο Κάσσανδρος βρήκε μία συμβιβαστική λύση εγκαθιστώντας 20.000 Αυταριάτες με τις οικογένειες τους στην περιοχή του όρους Όρβηλου. Λίγοι Αυταριάτες απέμειναν στην κοιτίδα τους.
Οι Γαλάτες τους αντικατέστησαν σε αυτήν ιδρύοντας σε λίγο τη φυλετική ένωση των Σκορδίσκων, η οποία εκτός από τους ίδιους ως επικυρίαρχους, περιελάμβανε Ιλλυρικές, Δακικές και Θρακικές φυλές. Το Ιλλυρικό όνομα που υιοθέτησαν, «Σκορδίσκοι» (σχετικό με τα Ιλλυρικά Σκάρδος, Σκερδιλαϊδας, Σκόδρα κ.α.), ίσως δείχνει την προσπάθεια τους να προσεταιριστούν τον εντόπιο πληθυσμό. Πρωτεύουσα τους ήταν το Σιγγίδουνο (Σιγγηδών, σύγχρονο Βελιγράδι), το κεντρικό φρούριο το οποίο ίδρυσαν στις αρχές του 3ου αιώνα.
Στην συνέχεια οι Κέλτες υπέταξαν τους ισχυρούς Αρδιαίους Ιλλυριούς και το 298 π.Χ. στράφηκαν εναντίον της Θράκης. Ο στρατός του Λυσιμάχου, βασιλέα της Θράκης, τους απέκρουσε στην οροσειρά του Αίμου. Το Ελληνικό βασίλειο της Θράκης, υπό τον ικανό και εμπειροπόλεμο μονάρχη του, στάθηκε αδιαπέραστο εμπόδιο για τους Γαλάτες. Ωστόσο το 281 π.Χ. ο Λυσίμαχος σκοτώθηκε στην μάχη του Κούρου Πεδίου στην Μ. Ασία. Ο θάνατος του άνοιξε τον δρόμο για τους Γαλάτες που καραδοκούσαν.
Αφού υπέταξαν οριστικά τους Γέτες της Κάτω κοιλάδας του Δούναβη, εισέβαλαν πάλι στην Θράκη υπό την ηγεσία του Καμβαύλη. Οι Θρακικές φυλές υπέκυψαν σύντομα. Το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου του Αίμου είχε περάσει υπό Γαλατικό έλεγχο, από τον οποίο διέφευγαν μόνο οι Ελληνικές περιοχές και λίγες ιλλυρικές φυλές. Ο δρόμος προς την Μακεδονία, τη νότια Ελλάδα και το πλούσιο Ιερό των Δελφών ήταν πλέον ανοιχτός για τους Κέλτες.
Στην Μακεδονία, τον θρόνο είχε καταλάβει από το 280 π.Χ. ο Πτολεμαίος Κεραυνός, γιος του Πτολεμαίου του Λάγου, του μεγάλου στρατηγού του Αλεξάνδρου, και αδελφός του ομώνυμου βασιλέα της Αιγύπτου. Οι Γαλάτες δεν καθυστέρησαν μετά τον θάνατο του Λυσιμάχου. Οι κινήσεις των στρατών τους εναντίον των Ελληνικών περιοχών δείχνουν φανερά ότι ακολουθούσαν οργανωμένο σχέδιο εισβολής. Διαίρεσαν τις δυνάμεις τους σε τρεις στρατιές οι οποίες εισέβαλαν στα νότια από τρία διαφορετικά «σημεία εισόδου».
Από την Θρακική ενδοχώρα ξεκίνησαν οι Γαλάτες του Κερέθριου (ο «βράχος» στην Κελτική) ενώ ταυτόχρονα από την Ιλλυρία, μέσω της κοιλάδας του Αώου, εισέβαλε το στίφος του Βολγίου (ο «Κεραυνός»). Ο «Έλληνας Κεραυνός» δεν ήταν τόσο συνετός όσο ο Γαλάτης συνονόματος του, υποπίπτοντας σε μια σειρά από μεγάλα σφάλματα. Ο Πτολεμαίος δεν βοήθησε τους Δάρδανους Ιλλυριούς οι οποίοι μοιραία υπέκυψαν στους Γαλάτες, ούτε κράτησε τις στρατιωτικές δυνάμεις του σε επιφυλακή.
Ο Βόλγιος εμφανίστηκε αναπάντεχα στα σύνορα της Μακεδονίας ενώ ο Μακεδονικός στρατός δεν ήταν συγκεντρωμένος, με τους περισσότερους άνδρες του να βρίσκονται στα σπίτια τους. Παρά ταύτα, ο Γαλάτης αρχηγός έστειλε πρέσβεις στον Πτολεμαίο ο οποίος υπέπεσε στο τραγικό σφάλμα να υποτιμήσει την Κελτική ισχύ. Δρώντας επιπόλαια, εκτέλεσε τους απεσταλμένους του Βολγίου και βάδισε εναντίον του με μια μικρή Μακεδονική στρατιωτική δύναμη, χωρίς να περιμένει την συγκέντρωση του κύριου στρατού.
Οι Γαλάτες, διψασμένοι για εκδίκηση, σάρωσαν το Μακεδονικό σώμα και σκότωσαν τον Πτολεμαίο. Η κεφαλή του καρφωμένη σε λόγχη, περιφέρθηκε στο στρατόπεδο των Κελτών και τέθηκε στην εμπροσθοφυλακή κατά την εκστρατεία τους στη Μακεδονία. O Πτολεμαίος και η Μακεδονία έμειναν ακέφαλοι και οι Γαλάτες ξεκίνησαν ένα όργιο λεηλασιών και βιαιοπραγιών. Ο πληθυσμός της χώρας βρήκε καταφύγιο στις πόλεις, τις οποίες οι Κέλτες δεν μπορούσαν να καταλάβουν επειδή δεν χρησιμοποιούσαν πολιορκητικές μηχανές και εξελιγμένες μεθόδους πολιορκίας.
Η Μακεδονική ύπαιθρος λεηλατήθηκε αγρίως, εικόνα πρωτοφανής για τη χώρα της οποίας οι στρατιές είχαν μόλις πριν από πέντε δεκαετίες κατακτήσει τον μισό τότε γνωστό κόσμο. Σε αυτό το διάστημα χάους οι απελπισμένοι Μακεδόνες ανακηρυξαν και ακολούθως ανέτρεψαν δύο βασιλείς, τον Μελέαγρο και τον Αντίπατρο. Ο τελευταίος απέκτησε το προσωνύμιο «Ετησίας» επειδή η εξουσία του διήρκησε μόνο 45 ημέρες, όσο δηλαδή διαρκούν τα μελτέμια («ετησίαι»).
Την κατάσταση έσωσε ο παλαιός στρατηγός του Λυσιμάχου Σωσθένης, που γνώριζε πώς να αντιμετωπίσει τους βαρβάρους λόγω της εμπειρίας που είχε αποκτήσει πολεμώντας τις Θρακικές φυλές. Συγκέντρωσε όσους άνδρες μπορούσε και χρησιμοποιώντας μεθόδους «κλεφτοπολέμου» κατόρθωσε να απωθήσει τους βαρβάρους του Βολγίου στα βόρεια της Μακεδονίας. Ο Σωσθένης μπορούσε να ανακηρυχθεί βασιλέας της χώρας αφού είχε την αφοσίωση του στρατού και προφανώς την ευγνωμοσύνη του λαού, αλλά δεν το έπραξε. Πρόκειται για μία από τις σεμνότερες και πλέον λησμονημένες μεγάλες μορφές του αρχαίου Ελληνισμού.
Τα στίφη του Βολγίου και του Κερεθρίου ήταν οι προφυλακές των Γαλατών επειδή σε λίγο (279 π.Χ.) εμφανίστηκε το κύριο σώμα υπό την ηγεσία του Βρέννου και του Ακιχώριου, το οποίο εισέβαλε στην Μακεδονία από την κοιλάδα του Αξιού. Ο Γαλάτης κατακτητής της Ρώμης αποκαλείτο επίσης Βρέννος, ένα όνομα το οποίο αποτελούσε μάλλον τον Κελτικό τίτλο του βασιλέα. Η Ουαλική λέξη brennin είχε πολύ αργότερα την ίδια σημασία. Ο Βρέννος ήταν ο πολέμαρχος των Γαλατών ενώ ο Ακιχώριος, ο Βόλγιος και ο Κερέθριος ήταν μάλλον υπαρχηγοί του.
Τα τρία Γαλατικά σώματα μετακινούνταν έχοντας μαζί τις οικογένειες τους σε άμαξες, μία απόδειξη ότι σκόπευαν να εγκατασταθούν στην περιοχή. Είχαν ενισχυθεί με υποτελείς τους πολεμιστές, Ιλλυριούς, Δάρδανους, Θράκες, φυγάδες δούλους, κ.α. Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ότι το τρίτο Γαλατικό στίφος αποτελείτο από 150.000 πεζούς και 15-60.000 ιππείς, αριθμοί που έχουν απορριφθεί ως υπερβολικοί. Ο αριθμός των πεζών είναι σχεδόν κοινός σε όλους τους αρχαίους συγγραφείς και μάλλον αποτελούσε το σύνολο των μαχίμων και αμάχων.
Αν από αυτόν τον αριθμό αφαιρεθούν οι άμαχοι (περί τα 3/4α των αρχαίων πληθυσμών) τότε οι Κέλτες πολεμιστές θα ήταν 35-40.000 άνδρες. Κάθε Γαλάτης θωρακοφόρος ιππέας (ευγενής) συνοδευόταν από δύο ελαφρύτερους ιππείς. Αυτή η πολεμική μονάδα των τριών αποκαλείτο «Τριμαρκησία» (από την κελτική λέξη «μάρκα» που σήμαινε μεταξύ άλλων, και το άλογο).
Ο Σωσθένης κατανόησε ότι δεν μπορούσε να δώσει μάχη εναντίον της μεγάλης βαρβαρικής δύναμης, και έτσι συνέχισε την τακτική των αιφνιδίων επιθέσεων. Οι νότιοι Έλληνες παρακολουθούσαν τα γεγονότα στην Βόρεια Ελλάδα, μένοντας αδρανείς. Φαίνεται ότι ο κύριος λόγος της αδράνειας τους ήταν ότι είδαν την Γαλατική εισβολή ως μια καλή ευκαιρία για να απαλλαγούν από την εξηντάχρονη κηδεμονία της Μακεδονίας (η οποία άρχισε από τη Μακεδονική νίκη στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ.).
Οι Γαλάτες θα εξασθενούσαν τη Μακεδονία και θα αποχωρούσαν στις εστίες τους ενώ οι νότιοι Έλληνες θα μπορούσαν πάλι να εμπλακούν σε ατέρμονες εμφύλιες διαμάχες. Αν αυτή ήταν η εκτίμηση τους, ήταν τελείως λανθασμένη. Ο Βρέννος άφησε μια Γαλατική δύναμη στην Μακεδονία υπό τον Βόλγιο, προκειμένου να διατηρήσει τις επικοινωνίες με τις βάσεις του στον Βορρά και βάδισε με τον κύριο όγκο του στρατού στη Θεσσαλία. Οι Θεσσαλοί γαιοκτήμονες αναγκάστηκαν να συνδιαλλαγούν μαζί του και να του επιτρέψουν να διαβεί τα εδάφη τους υπό τον όρο να μην βλάψει τα κτήματα και τη χώρα τους.
Η στάση των Θεσσαλών –ανάλογη με αυτήν που είχαν κατά τους Περσικούς Πολέμους – ήταν συνέπεια και αποτέλεσμα της ολιγωρίας και της ασυνεννοησίας των Νοτίων Ελλήνων, ίδιας με εκείνης που τους χαρακτήριζε κατά τα Μηδικά και η οποία ώθησε τότε τους Θηβαίους και τους Θεσσαλούς στο περσικό στρατόπεδο. Επίσης οι Σπαρτιάτες και γενικά οι Πελοποννήσιοι αδιαφόρησαν για τη Γαλατική απειλή και δεν προσχώρησαν στη Νοτιοελληνική συμμαχία η οποία συγκροτήθηκε τότε εναντίον της. Οι Πελοποννήσιοι, προστατευμένοι από τη «φυσική τάφρο» του Κορινθιακού κόλπου, γνώριζαν ότι οι βάρβαροι δεν διέθεταν στόλο.
Επομένως αν οι Πελοποννησιακές δυνάμεις συγκεντρώνονταν στον Ισθμό και στην Αχαϊκή ακτή, θα ήταν πολύ δύσκολο για τους Γαλάτες να περάσουν στην Πελοπόννησο. Για τον ικανό βασιλέα της Σπάρτης Αρέα υπήρχε επιπροσθέτως η πολιτική σκοπιμότητα. Η εισβολή των Γαλατών θα εξασθενούσε τους Αιτωλούς εχθρούς του, οι οποίοι εξελίσσονταν σε σημαντική πολιτικοστρατιωτική δύναμη. Έτσι η Ελληνική συμμαχία εναντίον των βαρβάρων ήταν ουσιαστικά μία αποκλειστικά Στερεοελλαδική συμμαχία.
Από την προαναφερόμενη στάση των Πελοποννησίων και του Κεραυνού φαίνεται ότι γενικά οι Έλληνες δεν εκτιμούσαν έως τότε τους Κέλτες ως πολεμιστές και τους θεωρούσαν απλούς βαρβάρους ληστές, οι οποίοι μπορούσαν να διαλυθούν εύκολα από τις φάλαγγες τους. Αυτό το στοιχείο διαφαίνεται και στον προαναφερόμενο ειρωνικό σχολιασμό του Αλεξάνδρου για εκείνους. Εξάλλου η κελτική επιτυχία στην Μακεδονία οφειλόταν στους ανόητους χειρισμούς του Πτολεμαίου.
Όπως θα δούμε, ο Βρέννος μετά την επίθεση του στις Θερμοπύλες απέφυγε να ξαναδώσει κανονική μάχη με τους νότιους Έλληνες οπλίτες ενώ όταν τελικά οι Γαλάτες αναγκάστηκαν αργότερα να αντιμετωπίσουν τους συντεταγμένους Έλληνες μάχιμους στη μάχη της Λυσιμάχειας (277 π.Χ.), κατακρεουργήθηκαν από αυτούς αφού είχαν υποπέσει και στην ενέδρα τους. Ωστόσο, οι πολεμιστές της Ελλάδας εντυπωσιάστηκαν από τις ευέλικτες Γαλατικές τακτικές που τους προκάλεσαν στη συνέχεια (κατά την Κελτική εισβολή στη νότια Ελλάδα) πολλά θύματα.
Αυτές οι τακτικές υποστηρίζονταν από τον ανάλογο ελαφρύ εξοπλισμό. Οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν ότι αυτή η επιρροή ευθύνεται για τη βαθμιαία εγκατάλειψη της οπλιτικής οπλοσκευής από τους Μητροπολιτικούς Έλληνες μετά από την κελτική επιδρομή, και τον επανεξοπλισμό τους με θυρεούς (Ιταλογαλατικές ασπίδες) και Κελτικούς αλυσοθώρακες. Η άποψη μου είναι ότι επηρεάστηκαν μάλλον και από τον παρόμοιο Ιταλικό τρόπο πολέμου των Ρωμαίων και των Σαμνιτών.
Η εκστρατεία του Πύρρου στην Ιταλία την ίδια εποχή όπου παρότι δεν ηττήθηκε ποτέ, είχε πολύ μεγάλες απώλειες πολεμώντας τους ευέλικτους Ρωμαίους, και οι επαφές των Ελλήνων με την Ιταλία ευθύνονται μάλλον για αυτήν την επιρροή. Ο κυριότερος λόγος όμως ήταν οι νέες πολιτικοκοινωνικές συνθηκες στη νότια Ελλάδα, η οποία αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα: ο νέος οπλισμός ήταν αρκετά φθηνότερος και οι νέες τακτικές δεν απαιτούσαν τόσο ισχυρή κοινωνική συνοχή.
Αυτή η κατάσταση η οποία συνδυάστηκε εγκαίρως με την Ιταλική και Γαλατική επιρροή, επέφερε το τέλος του οπλιτικού πολέμου και του οπλίτη. Ετσι προέκυψε ο Έλληνας θυρεοφόρος και θωρακίτης της Ελληνιστικής εποχής: κατά το 2ο και το 3ο τέταρτο του 3ου αι. π.Χ., οι περισσότερες πόλεις της Νότιας Ελλάδας εγκατέλειψαν τον βαρύ οπλιτικό εξοπλισμό. Οι μάχιμοι τους υιοθέτησαν ελαφρύ εξοπλισμό, διαφέροντας ελάχιστα από τον συνήθη πελταστή. Η οπλιτική ασπίδα εγκαταλείφθηκε υπέρ του θυρεού μαζί με οποιαδήποτε άλλη θωράκιση εκτός του κράνους.
Ο νέος μάχιμος που προέκυψε ήταν ο «θυρεοφόρος» και το βασικό χαρακτηριστικό του ήταν η χρήση του θυρεού αντί της πέλτης την οποία συνήθιζαν έως τότε οι ελαφρά οπλισμένοι Έλληνες. Αργότερα μερικοί θυρεοφόροι εφοδιάστηκαν με τον αλυσιδωτό θώρακα κελτικού τύπου τον οποίο χρησιμοποιούσαν και οι Ρωμαίοι, αποκαλούμενοι «θωρακίται». Σύντομα ο εξοπλισμός του θυρεοφόρου και θωρακίτη και οι ευέλικτες τακτικές που τον συνόδευαν, επεκτάθηκαν και στις Ελληνικές πόλεις της Ιταλίας, Σικελίας και άλλων περιοχών του παλαιού Ελληνικού αποικισμού.
Παρά την εξάπλωση αυτών των εξοπλισμών και των αντίστοιχων πελταστικών τακτικών, ο στρατός της Μακεδονίας και της Σπάρτης, οι κατά παράδοση ισχυρότεροι στρατοί της Ελλάδας, δεν υιοθέτησαν ποτέ αυτές τις αλλαγές (πέρα από την απασχόληση μισθοφόρων θυρεοφόρων από άλλες περιοχές). Αντίθετα, η Σπάρτη το 226 π.Χ υιοθέτησε τον σχηματισμό της Μακεδονικής φάλαγγας. Επίσης τα μεγάλα βασίλεια των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων, οι μεγαλύτερες πολιτικοστρατιωτικές δυνάμεις του Ελληνιστικού κόσμου, δεν υιοθέτησαν αυτές τις αλλαγές για τους μαχίμους του βασιλικού στρατού παρά μετά το 167 π.Χ., μόνο μερικώς, και αποκλειστικά λόγω της Ρωμαϊκής επιρροής.
Εξάλλου είδαμε ότι οι πόλεις της Νότιας Ελλάδας τις υιοθέτησαν κυρίως λόγω της οικονομικής κάμψης τους: ο εξοπλισμός του θυρεοφόρου/θωρακίτη ήταν αρκετά πιο οικονομικός από εκείνον του οπλίτη. Για όλους αυτούς τους λόγους η Κελτική εισβολή στην Ελλάδα δεν ήταν ο αποφασιστικός παράγων αυτής της αλλαγής αλλά απλά ένας από τους σημαντικούς παράγοντες.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΑΛΑΤΙΚΗ EKΣTPATEIA
Η αυγή της εποχής των Επιγόνων (280-30 π.Χ.) επεφύλαξε ένα τροµακτικό γεγονός που συνετάραξε την Ελλάδα. Μια πολυπληθής ορδή βαρβάρων Γαλατών πραγµατοποίησε µεγάλης κλίµακας επιδροµή µε σκοπό την λαφυραγώγηση, αλλά και τη µόνιµη εγκατάσταση µακροπρόθεσµα. Ήταν µια προφανής απειλή για τον Ελληνισµό, που είχε να ξαναδεί κάτι παρόµοιο από την εισβολή των Περσών του Ξέρξη, το 480 π.Χ.
Η ιστορική συγκυρία µάλιστα ήταν ακόµη πιο δύσκολη, καθώς οι Έλληνες ακολουθούσαν πλέον καθοδική πορεία, εντελώς αντίθετη από την άνθιση αξιών της Κλασσικής εποχής. Παρόλα αυτά βρήκαν το σθένος και τη γενναιότητα να αντιπαρατεθούν στους άγριους Γαλάτες στην κατεξοχήν θέση άµυνας των Ελλήνων, τις Θερµοπύλες.
Η ΑΙΤΩΛΙΚΗ ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΝ 3ο π.Χ. ΑΙΩΝΑ
Το ισχυρότερο απ’ αυτά τα κράτη ήταν αναμφισβήτητα η Αιτωλική συμπολιτεία, η οποία χρωστά κατά μεγάλο βαθμό την επέκτασή της στην απόκρουση της Γαλατικής επιδρομής, στην εξασθένηση της Μακεδονίας, αλλά και στην πολιτική του Μακεδόνα βασιλέα Αντίγονου Γονατά. Ως κύριους στόχους ο Αντίγονος έθετε την εποχή εκείνη την αναδιοργάνωση του Μακεδονικού κράτους και την εξουδετέρωση κάθε πολιτικής επιρροής των αντίπαλων του Πτολεμαίων στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας, φοβούμενος τυχόν υποκίνηση των ελληνικών κρατών εναντίον του.
Ήδη απ’ το 315 π. Χ. μέλη του κοινού των Αιτωλών ήταν οι περιοχές της Αγραίας και της Απεραντίας, ενώ στις αρχές του 3ου αιώνα οι Αιτωλοί ”προχώρησαν” με τη Δυτική Λοκρίδα έχοντας επίσης υπό τη σφαίρα επιρροής τους και το μαντείο των Δελφών. Η επέκτασή τους συνεχίστηκε για 30 ακόμη χρόνια με τους Δόλοπες, τους Αινιάνες, την Ηράκλεια (της Οίτης), τη Δωρίδα, τμήμα της Φωκίδας (269 π. Χ.), κομμάτια της Βοιωτίας (245 π. Χ.) της Αμφιλοχίας (232 π. Χ.) και του μεγαλύτερου μέρους της Θεσσαλίας (229 π. Χ.).
Τα κράτη που αποτελούσαν τη Συμπολιτεία ή το Κοινόν είχαν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Οι εκπρόσωποί τους συγκροτούσαν την κεντρική διοίκηση- κυβέρνηση, που καθόριζε την εξωτερική και εσωτερική πολιτική, ρύθμιζε τα στρατιωτικά, αλλά και τα οικονομικά θέματα, καθώς το νόμισμα ήταν κοινό για όλα τα μέλη. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη ενός κράτους ,ήταν το πολίτευμά του να είναι δημοκρατικό, εφ’ όσoν την ανώτατη εξουσία ασκούσε η γενική συνέλευση των πολιτών, η οποία εξέλεγε την κυβέρνηση και ενέκρινε ή απέρριπτε τις πολιτικές αποφάσεις της.
Οι Αιτωλοί δεν έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης από τους άλλους Έλληνες, που τους θεωρούσαν ημιβαρβάρους. Ωστόσο η Συμπολιτεία που δημιούργησαν είχε περίπλοκο πολιτικό και διοικητικό σύστημα, ενώ τα στρατεύματά τους ήταν εφάμιλλα των άλλων κρατών-πόλεων. Στην κοινωνική πυραμίδα οι ευγενείς βρίσκονταν στην κορυφή, ωστόσο επρόκειτο κυρίως για μια κοινωνία αγροτών και βοσκών. Τα μέλη της διέθεταν κοινό στρατό, κοινούς νόμους και ασκούσαν κοινή εξωτερική πολιτική.
Επίσης συμφωνούσαν για θέματα οικονομικής πολιτικής, φορολογίας, διέθεταν κοινό νόμισμα και χρησιμοποιούσαν κοινά μέτρα και σταθμά. Τέλος επιτρεπόταν στους Αιτωλούς η απόκτηση γης και κατοικίας οπουδήποτε εντός της αιτωλικής επικράτειας, αλλά και η σύναψη γάμου μεταξύ δύο ατόμων από οποιαδήποτε πόλη της συμπολιτείας.
Η Συμπολιτεία είχε τη μορφή κοινοπολιτείας. Διοικούταν από ένα συμβούλιο στο οποίο οι επιμέρους πόλεις-κράτη αντιπροσωπεύονταν ανάλογα με τη συνεισφορά τους στον κοινό της στρατό κι από ένα μικρότερο εσωτερικό συμβούλιο, αντίστοιχο με το υπουργικό σώμα της κυβέρνησης στη σύγχρονη εποχή. Ανώτατος άρχων της Συμπολιτείας ήταν ο Στρατηγός, ο οποίος επέβλεπε τις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις, διαθέτοντας πολιτικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες.
Οι άρχοντες της Συμπολιτείας εκλέγονταν κατά τη διάρκεια των «Θερμικών», μια εκδήλωση πολιτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα, που λάμβανε χώρα λίγο μετά τη φθινοπωρινή ισημερία. Σε αυτήν συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι, που συγκεντρώνονταν στην πόλη του Θέρμου. Μια δεύτερη συνέλευση λάμβανε χώρα ετησίως την άνοιξη και ήταν γνωστή ως «Τα Παναιτωλικά».
Αυτά πραγματοποιούνταν σε διαφορετικές πόλεις της Συμπολιτείας και είχε θεσμοθετηθεί έτσι ώστε πολλές φορές να συμπίπτει η σύνοδος αυτή με τη συγκέντρωση του στρατού για επερχόμενη εκστρατεία. Αξιοσημείωτα ο στρατός των Αιτωλών σχεδόν ποτέ δεν προσλάμβανε μισθοφόρους` αντίθετα ήταν κοινό φαινόμενο οι Αιτωλοί να προσλαμβάνονται ως μισθοφόροι από άλλα ελληνιστικά κράτη.
Tον 3ο αι. π.X. η Aιτωλική Συμπολιτεία βρισκόταν στην αποκορύφωση της δύναμής της. Mετά τη Λοκρίδα, κατακτά τους Δελφούς (291 π.X.) και την Aκαρνανία (270-268 π.X.). Eκτός από τα μέλη, τους συμπολιτευόμενους, φίλοι και σύμμαχοι γίνονται ακόμη και μακρινές πόλεις, ενώ άλλοι συνάπτουν με αυτούς συμφωνία ασυλίας για να προστατευθούν από τις ληστρικές τους επιδρομές. Oταν το 279 π.X. επιτέθηκαν εναντίον της Eλλάδας, οι Γαλάτες, οι Aιτωλοί ήταν η κυρία δύναμη που τους απέκρουσε. Oι Δελφοί τότε σώθηκαν, η Aμφικτυονία βρέθηκε στα χέρια της συμπολιτείας και έγινε ισχυρός μοχλός της αιτωλικής πολιτικής.
Aντιθέτως, η κυριαρχία και η δύναμη της Aιτωλίας στηρίχθηκαν στη διαρπαγή και στις ληστρικές επιδρομές που ερήμωσαν όχι μόνο τα παράλια, αλλά και το εσωτερικό της Eλλάδας, ιδίως της Aχαϊκής Συμπολιτείας. H σύγκρουση με τους Aχαιούς κατέληξε στη νίκη του στρατηγού Aράτου το 241 π.X. H αρχή της πτώσης σημειώνεται με την επίθεση του Φιλίππου E’ το 218 π.X. και το 206 π.X. εναντίον της Aιτωλίας και της Aκαρνανίας. O Θέρμος, όπου φυλάσσονταν οι θησαυροί της Αιτωλικής λαφυραγωγίας, καταστράφηκε ολοκληρωτικά.
Tο 217 π.X., με τη μεσολάβηση του εξέχοντος πολιτικού Aγελαού, γίνεται ειρήνη. Tο ιστορικό προσκλητήριο του Αγελάου προς τους Έλληνες και το Φίλιππο E’ να ενωθούν κατά του Ρωμαϊκού κίνδυνου δεν βρήκε απήχηση. H συμμετοχή του αιτωλικού ιππικού στη μάχη στις Kυνός Kεφαλές (197 π.X.) ήταν αποφασιστική για τη Ρωμαϊκή νίκη. Mέσα στη δίνη του πολέμου Pωμαίων και Aντίοχου της Συρίας (192-191 π.X.) που προκάλεσαν οι Aιτωλοί, χάνουν οι ίδιοι την εύνοια των Pωμαίων και δέχονται βαρείς όρους.
H αντίστασή τους χαλαρώνει και η συμπολιτεία υπάγεται ουσιαστικώς στη Pώμη. Περί το 167 π.X. έχει πια περιορισθεί στα παλιά όριά της, η οικονομική κρίση και οι κοινωνικές και κομματικές συγκρούσεις χαρακτηρίζουν την εποχή. O Θέρμος καταστρέφεται και πάλι, η νομισματοκοπία διακόπτεται. H Aιτωλία ακολουθεί την τύχη της υπόλοιπης Eλλάδας και υπάγεται στην επαρχία της Aχαΐας.
O ΠΛOYTOΣ THΣ EΛΛAΔAΣ ΘEΛΓEI TOYΣ BAPBAPOYΣ
Yπήρχε, ωστόσο, μεταξύ αυτών κάποιος, του οποίου η δίψα για αίμα και πλούτη ήταν ακόρεστη. O Bρέννος, Γαλάτης αρχηγός, μιλώντας δημόσια αλλά και κατ’ ιδίαν με Γαλάτες αξιωματούχους, πίεζε για μία ακόμη εκστρατεία ενάντια στην Eλλάδα. Φθονούσε τα κέρδη του Βέλγιου από την προηγούμενη εκστρατεία στη Μακεδονία και ήθελε και αυτός ανάλογα πλούτη για τον εαυτό του. Σε μία συνέλευση, μάλιστα, έφερε ενώπιον όλων κάποιους μικρόσωμους, κεκαρμένους και φτωχοντυμένους Eλληνες αιχμαλώτους και τους έβαλε δίπλα στους ψηλότερους των φρουρών του.
Είπε ότι οι Ελληνικές πόλεις-κράτη, στην ασύλητη ακόμη νότια περιοχή της Ελλάδας, ήταν ανίσχυρες εκείνον τον καιρό, διέθεταν ωστόσο αρκετά πλούτη και ναούς γεμάτους με ασήμι και χρυσό. Eδειχνε τους αιχμαλώτους και υποστήριζε ότι το μόνο που είχαν να κάνουν για να περιέλθει στην κατοχή τους ο Ελληνικός πλούτος ήταν να επιτεθούν σε αυτά τα αδύναμα ανθρωπάκια.
Kατ’ αυτό τον τρόπο παρακινούσε τους Γαλάτες να εκστρατεύσουν ενάντια στην Eλλάδα. Aνάμεσα στους αξιωματικούς που επέλεξε ως συντρόφους βρισκόταν και ο Aκιχώριος. Για την εκστρατεία αυτή οι Γαλάτες συγκέντρωσαν έναν μεγάλο αριθμό πεζών και ιππέων, τους οποίους ορισμένες πηγές υπολογίζουν σε πάνω από 200.000, χωρίς να λογαριάζουν τους μη μάχιμους (ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά) που ακολουθούσαν.
Oι Κελτικές ορδές ξεκίνησαν στις αρχές της άνοιξης του 278 π.X. Aπό το Γαλατικό στρατό, 20.000 άνδρες κατευθύνθηκαν προς τη χώρα των Δαρδάνων, υπό τις διαταγές του Λεοννόριου και του Λουτάριου. Oι υπόλοιποι συνέχισαν νότια προς τη Μακεδονία. O Σωσθένης κράτησε αμυντική στάση, κατάφερε να συγκρατήσει τη βαρβαρική ορμή και τους απώθησε, προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. H αντίσταση των Μακεδόνων οδήγησε τους Γαλάτες ακόμη πιο νότια, στη Θεσσαλική γη.
Oι Eλληνες, στο άκουσμα της είδησης πως οι βάρβαροι πλησιάζουν στα μέρη τους, αποφάσισαν να δράσουν. O Ελληνικός στρατός γνώριζε καλά τι επρόκειτο να αντιμετωπίσει. O Παυσανίας αναφέρει σχετικά:
“Tο Ελληνικό γενναίο πνεύμα χάθηκε μέσα σε λίγες στιγμές, ωστόσο, η δύναμη του φόβου ανάγκασε τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν ότι έπρεπε να πολεμήσουν. Γνώριζαν ότι αυτή η πάλη δε γινόταν για την ελευθερία τους, όπως τότε που αντιμετώπισαν τους Πέρσες. Δεν έφτανε πλέον να προσφέρουν γη και ύδωρ. Tα γεγονότα που συνέβησαν στη Μακεδονία, στη Θράκη και στην Παιονία ήταν ακόμη νωπά στη μνήμη τους, ενώ νέες αιματοχυσίες λάμβαναν πλέον χώρα στη Θεσσαλία. Kάθε άνδρας ως ξεχωριστή μονάδα και κάθε πόλη συνολικά, συνειδητοποιούσαν ότι οι Eλληνες θα έπρεπε είτε να αντεπεξέλθουν στις περιστάσεις είτε να αφανιστούν”.
Ως καλύτερο σημείο οχύρωσης επιλέχθηκε για άλλη μία φορά το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών. Tο σημείο αυτό αποτελούσε μία στενή πύλη η οποία κατά την αρχαιότητα βρισκόταν μεταξύ του όρους Oίτη και της θάλασσας, και ήταν το βασικό πέρασμα προς τη νότια Eλλάδα. Στο σημείο εκείνο οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να συγκρατήσουν τις περσικές ορδές το 480 π.X., και οι Aθηναίοι αναχαίτισαν επιτυχώς τους Mακεδόνες 128 χρόνια αργότερα. Tο 279 π.X. οι Bοιωτοί έστειλαν 10.000 οπλίτες και 500 ιππείς με επικεφαλής τους Kεφισόδοτο, Θεαρίδα, Διογένη και Λύσσανδρο.
Aπό τους Φωκείς εστάλησαν 3.000 πεζικάριοι και 500 ιππείς. Aρχηγοί αυτών οι Kριτόβουλος και Aντίοχος. Oι Λοκροί απέναντι από το νησί της Aταλάντης παρέταξαν 700 άνδρες πεζικό υπό τις διαταγές του Mειδία. Aπό τους Mεγαρείς κατέφθασαν 400 άνδρες πεζοί με αρχηγό τον Iππόνικο. Oι Aιτωλοί έστειλαν ένα μεγάλο απόσπασμα: έναν αριθμό ιππέων που δεν αναφέρεται, 790 ελαφρά εξοπλισμένους πεζικάριους και περισσότερους από 7.000 οπλίτες.
Eπικεφαλής αυτών οι Πολύαρχος, Πολύφρων και Λαοκράτης. Στρατηγός των Aθηναίων ήταν ο Kάλλιππος, γιος του Mεροκλή, ηγέτης 500 ιππέων και 1.000 πεζών. Mαζί με αυτούς είχαν καταφθάσει και όλες οι αξιόπλοες αθηναϊκές τριήρεις. Για ιστορικούς λόγους, οι Aθηναίοι χρίστηκαν επικεφαλής της Ελληνικής στρατιάς. O βασιλιάς της Mακεδονίας, Aντίγονος, απέστειλε 500 μισθοφόρους υπό τις διαταγές του Mακεδόνα Aριστόδημου και ο βασιλιάς της Σελεύκειας Aσίας, Aντιόχος, αντίστοιχο αριθμό στρατιωτών με αρχηγό τους το Σύριο Tελέσαρχο.
Oι μοναδικοί που δεν έστειλαν στρατό ήταν οι Πελοποννήσιοι. H απουσία πλοίων στον Κελτικό στρατό τούς εφησύχαζε, μια και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να περάσουν τη θάλασσα του Κορινθιακού, παρά μόνο από το στενό του Ισθμού. Aποφάσισαν λοιπόν να οχυρωθούν πίσω από τα τείχη του Iσθμού και να τους περιμένουν.
ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ – ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΑΦΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΓΑΛΑΤΩΝ
Ήδη από τον 4ο π.Χ. αιώνα η βόρεια Βαλκανική είχε εποικισθεί από τους Κελτούς (ή Κέλτες), όπως οι Έλληνες ονόµαζαν γενικότερα αυτούς τους ανθρώπους. Ήταν πολυπληθέστατο έθνος, για την ακρίβεια µια πανσπερµία φύλων, που σύντοµα αναγκάστηκαν να αναζητήσουν και πάλι νέα εδάφη εγκατάστασης. Ως λαός ήταν ιδιαίτερα πολεµοχαρής. Μια πρώτη επαφή µαζί τους είχε πραγµατοποιήσει ο Μέγας Αλέξανδρος µέσω διπλωµατίας.
Οι Κελτοί φοβούµενοι τη δύναµή του συµφώνησαν για ειρηνική γειτνίαση, ακόµη και για στρατιωτική σύµπραξη εάν χρειαζόταν, όσο αυτός θα έλειπε στην Ασία. Αρχικά λοιπόν επέδραµαν κατά Ιλλυρικών και Θρακικών φυλών (Παυσ. Χ.19.5) χωρίς να διακινδυνεύουν ακόµα µια µεγάλη σύγκρουση µε τους πιο αξιόµαχους Έλληνες. Ο θάνατος του Αλεξάνδρου όµως και οι αλλεπάλληλες συγκρούσεις που ταλάνισαν την Ελλάδα τα επόµενα χρόνια διέλυσαν αυτή την «λυκοφιλία» και όξυναν τη διάθεση των Κελτών για επιδροµές κατά Ελληνικών εδαφών.
Συγκεντρώνοντας τεράστιες δυνάµεις πεζικού και ιππικού, οι Κελτοί χωρίστηκαν σε τρεις οµάδες. Η πρώτη µε αρχηγό τον Κερέθριο θα επέδραµε κατά των Τριβαλλών Θρακών (στα εδάφη της σηµερινής Βουλγαρίας), η δεύτερη µε αρχηγούς τους Βρέννο και Ακιχώριο είχε στόχο την Παιονία (σηµερινά Σκόπια) και η Τρίτη υπό τον Βόλγιο θα επιτιθόταν στους Ιλλυριούς και τους Μακεδόνες. (Παυσ. Χ.19.7 Ιουστ. Κ∆)
Η κυρίως Ελλάς εκείνη την περίοδο ήταν αποδυναµωµένη σηµαντικά. Οι συνεχείς συγκρούσεις των ∆ιαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχαν προξενήσει µεγάλες υλικές καταστροφές και είχαν στερήσει πολλούς αξιόµαχους άνδρες από την άµυνα της πατρίδας αυτή την δύσκολη στιγµή. Οι µεγάλοι ηγέτες έλειπαν, ενώ όσοι υπήρχαν ήταν απόντες για διαφόρους λόγους (ο Πύρρος της Ηπείρου βρισκόταν σε εκστρατεία στην Ιταλία και ο Αντίγονος Γονατάς προσπαθούσε να ανακτήσει το Μακεδονικό θρόνο).
Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Πτολεµαίος Κεραυνός θα αναλάµβανε να ανακόψει πρώτος τη Γαλατική επέκταση.
ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Προσεγγίζοντας ο Βόλγιος τη Μακεδονία από τα δυτικά, είχε ήδη σκορπίσει τον τρόµο. Ο Πτολεµαίος απορρίπτοντας υπεροπτικά και αλαζονικά την πρόταση των ∆αρδανών για βοήθεια και την απαίτηση των Γαλατών πληρωµής φόρου για αποφυγή επίθεσης, προετοίµασε το στρατό του. Παρά τις προτροπές των στρατηγών του, βάδισε άµεσα κατά των εισβολέων µε ελλιπείς δυνάµεις.
Στην άγρια µάχη που ακολούθησε ο Πτολεµαίος όρµησε κατά των Γαλατών, δέχθηκε όµως πολλά τραύµατα, ενώ ο ελέφαντας στον οποίο επέβαινε σωριάστηκε στο έδαφος παρασύροντας και τον ίδιο στην πτώση. Οι Γαλάτες τον συνέλαβαν ζωντανό, τον αποκεφάλισαν και περιέφεραν το κεφάλι του καρφωµένο σε δόρυ. Ο µακεδονικός στρατός στη θέα αυτή διαλύθηκε και όσοι απέφυγαν τον θάνατο αιχµαλωτίστηκαν. (Ιουστ. Κ∆)
Το απόλυτο χάος επικράτησε στη Μακεδονία, καθώς οι επιδροµείς ξεχύθηκαν ανενόχλητοι για λεηλασία της υπαίθρου. Μόνον οι τειχισµένες πόλεις γλύτωσαν, καθώς οι βάρβαροι δεν διέθεταν πολιορκητικές γνώσεις και µέσα. Στο θρόνο ανήλθε ο Μελέαγρος, αδελφός του Πτολεµαίου, ο οποίος µετά από δύο µήνες καθαιρέθηκε, είτε λόγω ανικανότητας, είτε λόγω της συγγένειάς του µε τον ολέθριο Πτολεµαίο.
Η βασιλεία ανατέθηκε στον Αντίπατρο, όµως ούτε αυτός κατόρθωσε να ανατρέψει την κατάσταση. Εν τέλει ένας ευγενής ονόµατι Σωσθένης συσπείρωσε τους Μακεδόνες, συγκέντρωσε δυνάµεις και άρχισε αγώνα κατά των εισβολέων. Η αποφασιστικότητά του έκαµψε τους Γαλάτες, οι οποίοι ούτως ή άλλως έχοντας συγκεντρώσει αρκετά λάφυρα, αποχώρησαν. (Ιουστ. Κ∆, Βορτσ. ∆.Β.7, Παυσ. Χ.19.7).
Η πλούσια λεία που απεκόµισε ο Βόλγιος δεν άφησε ασυγκίνητο τον άλλον αρχηγό, το Βρέννο. Αυτός λοιπόν κατάφερε να προσεταιρισθεί τον Ακιχώριο και άλλους Γαλάτες αρχηγούς, ισχυριζόµενος πως τα πλούτη της Ελλάδος είναι αµύθητα και ότι οι Έλληνες είναι εξασθενηµένοι και ευάλωτοι. Έτσι συγκέντρωσε µια τεράστια ορδή, την οποία οι αρχαίοι συγγραφείς ανάγουν σε 200 και άνω χιλιάδες, χωρίς τον άµαχο πληθυσµό που ακολουθούσε.
Τα βαρβαρικά στίφη ξεκίνησαν νωρίς την άνοιξη του 278 π.Χ. Ένα τµήµα 20.000 ανδρών υπό τους Λεοννόριο και Λουτάριο αποσπάστηκε και κατευθύνθηκε προς την χώρα των ∆αρδανών, ενώ οι υπόλοιποι συνέχισαν για τη Μακεδονία. Ο Σωσθένης προέβαλλε και πάλι αντίσταση και φαίνεται πως εν τέλει ανάγκασε τους Γαλάτες να αναζητήσουν νέα εδάφη. Ο Βρέννος τότε αποφάσισε να κινηθεί προς τους ∆ελφούς, έχοντας ακούσει πολλά για τα πλούτη τους. Έτσι οι τροµεροί Κέλτες κατήλθαν στη Θεσσαλία χωρίς µεγάλες απώλειες. (Βορτσ. ∆.Β.7).
ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ – ΑΦΙΞΗ ΤΩΝ ΓΑΛΑΤΩΝ
Στο άκουσµα αυτής της είδησης οι καρδιές των Ελλήνων γέµισαν φόβο αλλά και αποφασιστικότητα. Γνώριζαν ήδη για τα δεινά που υπέστησαν οι Μακεδόνες, οι Θράκες, οι Παίονες και τόσοι άλλοι από τους άγριους επιδροµείς. Επιπλέον έφθαναν νέες ειδήσεις για φρικαλεότητες σε βάρος των Θεσσαλών. Μπροστά στον κίνδυνο του αφανισµού παραµέρισαν προσωρινά τις διαφορές τους και συνασπίστηκαν. Ο Παυσανίας (Χ.19.12) περιγράφει χαρακτηριστικά πως “υπήρχε λοιπόν κοινή η διάθεση, και στις πόλεις και σε κάθε άνδρα ξεχωριστά, ή να νικήσουν ή να χαθούν”.
Ως ιδανικότερη τοποθεσία για αντιµετώπιση της πολυάριθµης Κελτικής ορδής κρίθηκε το στενό των Θερµοπυλών. Από τον καιρό των Μηδικών, η εν λόγω στενωπός είχε διευρυνθεί από τις προσχώσεις του Σπερχειού, παρόλα αυτά είχε ακόµα µικρό πλάτος και προσφερόταν για αµυντικό αγώνα. Οι ελληνικές δυνάµεις συγκεντρώθηκαν σ’ αυτό το σηµείο. Οι Βοιωτοί έστειλαν 10.000 οπλίτες και 500 ιππείς µε βοιωτάρχες τους Κηφισόδοτο, Θεαρίδα, ∆ιογένη και Λύσανδρο, οι Φωκείς 3.000 πεζούς και 500 ιππείς υπό τους Κριτόβουλο και Αντίοχο, οι Λοκροί, αντίκρυ του νησιού Αταλάντη, 700 άνδρες υπό τον Μειδία, οι δε Μεγαρείς 400 οπλίτες µε αρχηγό τον Ιππόνικο.
Το δυναµικότερο παρόν δήλωσαν οι Αιτωλοί µε περισσότερους από 7.000 οπλίτες, 790 ψιλούς και αδιευκρίνιστο αριθµό ιππέων µε στρατηγούς τους Πολύαρχο, Πολύφρονα και Λακράτη. Οι Αθηναίοι, στους οποίους ανετέθη η αρχηγία λόγω ιστορικής δόξας και γοήτρου, διέθεσαν 1.000 πεζούς, 500 ιππείς και όλες τις αξιόµαχες τριήρεις τους, µε στρατηγό τον Κάλλιπο, υιό του Μοιροκλέους.
Τέλος ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αντίγονος Γονατάς συνέδραµε µε σώµα 500 µισθοφόρων υπό τον Αριστόδηµο, ενώ ο Σελευκίδης βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Α’ απέστειλε επίσης 500 άνδρες έχοντας επικεφαλής τον Τελέσαρχο (Παυσ. Χ.20.3-5). Οι Πελοποννήσιοι σκεπτόµενοι κοντόφθαλµα έµειναν αµέτοχοι και οχυρώθηκαν πίσω από τα τείχη του Ισθµού, επαναπαυόµενοι στο γεγονός πως οι Γαλάτες δεν διέθεταν ναυτικό. Πληροφορούµενοι οι Έλληνες πως οι Γαλάτες είχαν φτάσει στη Μαγνησία και τη Φθιώτιδα, έστειλαν όλο το ιππικό τους και απόσπασµα 1000 ελαφρά οπλισµένων να τους εµποδίσουν να διαβούν τον Σπερχειό.
Η δύναµη αυτή κατέστρεψε τις γέφυρες του ποταµού και στρατοπέδευσε κοντά στις όχθες του. Ο Βρέννος όµως, αν και βάρβαρος, ήταν και εµπειροπόλεµος και ευρηµατικός στρατηγικά. Έτσι φθάνοντας στο Σπερχειό κατέφυγε στο εξής τέχνασµα για να απαλλαγεί από την Ελληνική δύναµη απέναντι. Συγκρότησε απόσπασµα από 10.000 άνδρες, τους πιο ψηλούς στο στράτευµα του, άπαντες µε κολυµβητικές ικανότητες.
Τη δύναµη αυτή την έστειλε να διασχίσει τον ποταµό κοντά στις εκβολές του, εκεί που απλώνεται περισσότερο σχηµατίζοντας ελώδεις εκτάσεις, µακριά από τις κατεστραµµένες γέφυρες. Οι Γαλάτες πέρασαν αθόρυβα από εκείνο το σηµείο, χρησιµοποιώντας τις µεγάλες Γαλατικές ασπίδες τους ως σχεδίες, ενώ οι πιο ψηλοί διέσχισαν τα λιµνάζοντα ύδατα περπατώντας. Η Ελληνική δύναµη µόλις αντελήφθη αυτή την κίνηση αποχώρησε και ενώθηκε πάλι µε τον υπόλοιπο στρατό στις Θερµοπύλες. (Παυσ. Χ,20,6-8)
H ΠPΩTH EΛΛHNIKH ΠPOΣΠAΘEIA ANAXAITIΣHΣ – AΠOTYXIA ΣTO ΣΠEPXEIO ΠOTAMO
Oταν οι Eλληνες συγκέντρωσαν όλες τους τις δυνάμεις, πληροφορήθηκαν ότι οι Γαλάτες είχαν ήδη προσεγγίσει τη Mαγνησία και τη Φθιώτιδα. Aποφάσισαν να στείλουν ένα απόσπασμα αποτελούμενο από ολόκληρο το ιππικό καθώς και 1.000 ελαφρά οπλισμένους άνδρες στο Σπερχειό, προσπαθώντας να μην επιτρέψουν στους Γαλάτες να διασχίσουν τον ποταμό. Mε την άφιξή τους, οι Ελληνικές δυνάμεις κατέστρεψαν τις γέφυρες του ποταμού και έλαβαν θέσεις στις όχθες του. Aλλά ο Bρέννος, αν και βάρβαρος, δεν ήταν απολίτιστος ούτε και είχε άγνοια των πολεμικών έργων.
Tην ίδια νύχτα, έστειλε ένα στρατιωτικό απόσπασμα στο Σπερχειό, μακριά από τις κατεστραμμένες γέφυρες, σε σημεία όπου μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό. O Bρέννος επέλεξε δεινούς κολυμβητές και ψηλούς στρατιώτες γι’ αυτή την αποστολή. Aλλωστε, οι Kέλτες ήταν κατά πολύ ψηλότεροι από τους υπόλοιπους λαούς της Eυρώπης, κάτι που είχαν διαπιστώσει και οι Pωμαίοι πριν από τους Eλληνες.
Kατ’ αυτό τον τρόπο, αρκετοί Γαλάτες διέσχισαν κολυμπώντας τον ποταμό τη νύχτα, χρησιμοποιώντας τις ασπίδες τους ως σχεδίες, ενώ οι ψηλότεροι εξ αυτών, σχεδόν διέσχισαν τα νερά περπατώντας στον πυθμένα με το κεφάλι τους να προβάλλει έξω από το νερό. Oι Έλληνες που βρίσκονταν στο Σπερχειό, όταν πληροφορήθηκαν ότι το βράδυ οι βάρβαροι είχαν διασχίσει τον ποταμό, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και επέστρεψαν στις γραμμές της κύριας στρατιάς, φοβούμενοι το ενδεχόμενο της περικύκλωσης.
O Bρέννος ανάγκασε τους κατοίκους που βρίσκονταν γύρω από το Mαλιακό κόλπο, να ξαναχτίσουν τις γέφυρες πάνω από το Σπερχειό. Eκείνοι, φοβούμενοι τις συνέπειες της άρνησής τους, υπάκουσαν. Hθελαν το γρηγορότερο να αποχωρήσουν οι βάρβαροι από τον τόπο τους, αντί να παραμείνουν εκεί και να τον λεηλατήσουν. O Bρέννος διέσχισε με το στρατό του τις γέφυρες και κατευθύνθηκε προς την Hράκλεια. Oι Γαλάτες λεηλατούσαν στο διάβα τους, σφαγιάζοντας όλους όσοι συναντούσαν στα περίχωρα αλλά δεν επιτέθηκαν στην ίδια την πόλη.
H Hράκλεια προστατευόταν από τους Aιτωλούς, οι οποίοι έναν χρόνο πριν είχαν αναγκάσει τους κατοίκους της να συμμετάσχουν στην Aιτωλική Συμπολιτεία. Oι Aιτωλοί θεωρούσαν ότι η πόλη τούς ανήκε όσο και στους Hρακλειδείς. O Bρέννος δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την πόλη της Hράκλειας. Kύριος στόχος του ήταν να υπερκεράσει τις δυνάμεις που προστάτευαν τα στενά των Θερμοπυλών και να εισβάλει στη Νότια Eλλάδα.
ANAMETPHΣH ΣTA ΣTENA: H TPITH MAXH TΩN ΘEPMOΠYΛΩN
Ο Βρέννος ανεµπόδιστος πλέον υποχρέωσε τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής να ξαναφτιάξουν τις γέφυρες. Αυτοί υπάκουσαν χωρίς χρονοτριβή καθώς φοβούνταν και ήθελαν επιπλέον να απαλλαγούν από τους αιµοδιψείς βαρβάρους, που λυµαίνονταν τη γη τους. Περνώντας το Σπερχειό οι Κέλτες κινήθηκαν προς την Ηράκλεια καίγοντας, λεηλατώντας και σκοτώνοντας όσους έβρισκαν στους αγρούς.
∆εν επεχείρησαν όµως να επιτεθούν κατά της πόλης, η οποία διέθετε ισχυρό τείχος και αποφασισµένη φρουρά ντόπιων και Αιτωλών. Από αυτοµόλους πληροφορήθηκαν πως το κυρίως στράτευµα των Ελλήνων βρισκόταν στις Θερµοπύλες. Ο Βρέννος λοιπόν στρατηγικά σκεπτόµενος άφησε την Ηράκλεια και κινήθηκε για την εκπόρθηση των στενών. (Παυσ. Χ.20.9, Βορ- τσ. ∆.Β.7). ‘Έλληνες λιποτάκτες είχαν ενημερώσει το Βρέννο για τις δυνάμεις που θα αντιμετώπιζε στις Θερμοπύλες. Γνώριζε ακόμη και από ποιες πόλεις προέρχονταν.
Παρά την ύπαρξη της Ελληνικής στρατιάς, προέλασε από την Ηράκλεια και ξεκίνησε την επίθεση με την αυγή της επόμενης ημέρας. Δεν είχε μαζί του Έλληνα μάντη και δεν προέβη σε μυστηριακές θυσίες, αν όντως οι Κέλτες πίστευαν σε τέτοιου είδους δοξασίες. Oι Έλληνες αντιτάχθηκαν σιωπηρά και με τάξη. Oταν προσέγγισαν τους Γαλάτες, το πεζικό απομακρύνθηκε ελάχιστα από τον κύριο κορμό, ενώ οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες έμειναν πιο πίσω, εκτοξεύοντας ακόντια, βέλη και πέτρες.
Tο ιππικό και των δύο παρατάξεων δεν έπαιξε σοβαρό ρόλο, επειδή το έδαφος στο πέρασμα δεν ήταν μόνο στενό, αλλά και ολισθηρό λόγω του βραχώδους εδάφους και των χειμάρρων που κυλούσαν ανάμεσα στα βράχια. Oι Γαλάτες ήταν ελαφρύτερα οπλισμένοι από τους Έλληνες: πολλοί από αυτούς πολεμούσαν γυμνοί και ως μοναδικό αμυντικό όπλο είχαν τις ασπίδες τους, οι οποίες ήταν κατώτερες τεχνολογικά από τις αντίστοιχες Ελληνικές και τους παρείχαν ελάχιστη προστασία. Mε τρομερό πάθος και πολεμική ορμή, την ώρα της μάχης μεταμορφώνονταν σε ανίκητες πολεμικές μηχανές. Xτυπημένοι από τσεκούρι ή ξίφος, συνέχιζαν να πολεμούν μέχρις ότου να πέσουν νεκροί.
Tρυπημένοι από βέλη ή ακόντια συνέχιζαν να μάχονται με το σθένος τους αναλλοίωτο, όσο μέσα τους κυλούσε ζωή. Mερικοί έβγαζαν τα καρφωμένα στο σώμα τους ακόντια και είτε τα εκσφενδόνιζαν πίσω στους Eλληνες είτε τα χρησιμοποιούσαν για μάχη σώμα με σώμα. Στο μεταξύ, οι Aθηναίοι που βρίσκονταν στις τριήρεις, με δυσκολία και κίνδυνο, αγκυροβολημένοι στη λάσπη που εκτεινόταν μέχρι τη θάλασσα, έφεραν τα πλοία τους όσο το δυνατόν εγγύτερα στην ακτή, εξαπολύοντας βέλη ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να ριφθεί ενάντια στους Γαλάτες.
Oι τελευταίοι, βρισκόμενοι σε πλήρη σύγχυση και μέσα σε πολύ περιορισμένο χώρο, προκάλεσαν κάποιες απώλειες στους Έλληνες, αλλά οι ίδιοι υπέστησαν ακόμη μεγαλύτερες. Αυτή η εξέλιξη ανάγκασε τους αρχηγούς τους να τους αποσύρουν πίσω στο Γαλατικό στρατόπεδο. Yποχωρώντας άτακτα και υπό πλήρη σύγχυση, αρκετοί από αυτούς ποδοπατήθηκαν από τους συντρόφους τους, ενώ κάποιοι έπεσαν σε βάλτους και βούλιαξαν κάτω από τη λάσπη. Oι απώλειές τους κατά την υποχώρηση ήταν εξίσου μεγάλες με αυτές που υπέστησαν στη μάχη.
Eκείνη την ημέρα, το Αθηναϊκό απόσπασμα επέδειξε μεγαλύτερο θάρρος από οποιοδήποτε άλλο Ελληνικό στράτευμα. Αλλά και ανάμεσα στους Αθηναίους, γενναιότερος όλων ήταν ο Κυδίας, ένας νεαρός που δεν είχε πολεμήσει ποτέ στο παρελθόν. Φονεύθηκε από τους Γαλάτες, αλλά η αυταπάρνηση και ο ηρωισμός που επέδειξε στη μάχη, οδήγησαν τους συγγενείς του να αφιερώσουν την ασπίδα του νεκρού νεαρού στο Δία, Θεό της ελευθερίας. Xαραγμένη πάνω σε αυτή ήταν η φράση:
“Εδώ στέκομαι, λαχταρώντας την αέναη άνθιση της νιότης του Κυδία. Eίμαι η ασπίδα ενός ένδοξου ανθρώπου, μία προσφορά στο Δία. Yπήρξα το μέσο απώθησης των εχθρών στο αριστερό του χέρι, όταν η μάχη μαινόταν ενάντια στους Γαλάτες.”
Mετά το πέρας της μάχης, οι Έλληνες έθαψαν τους νεκρούς τους και άφησαν τους βάρβαρους να κείτονται νεκροί. Oι Γαλάτες από την πλευρά τους δε ζήτησαν καμία άδεια να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς. Δεν τους ενδιέφερε αν θα κείτονταν στο έδαφος άταφοι ή αν θα γίνονταν βορά των όρνεων. Kατά τη γνώμη του Παυσανία, δύο ήταν οι πιθανοί λόγοι για τους οποίους οι Γαλάτες δεν φρόντιζαν τους νεκρούς τους. Eίτε ήθελαν κατ’ αυτό τον τρόπο να προκαλέσουν τρόμο στους αντιπάλους τους είτε δεν έτρεφαν κανένα αίσθημα συμπόνιας γι’ αυτούς που πέθαιναν.
Στη μάχη, οι απώλειες για τους Έλληνες ήταν 40 άνδρες. Aπό την πλευρά των Γαλατών, δεν μπορεί να αποδοθεί με ακρίβεια ο αριθμός των απωλειών, επειδή πολλοί από αυτούς χάθηκαν στους βάλτους. Oι μέρες περνούσαν χωρίς κανένα αξιοσημείωτο στρατηγικό κέρδος και για τις δύο πλευρές. Όταν ανέτειλε η έβδομη μέρα της μάχης, ένα γαλατικό απόσπασμα επιχείρησε να ανεβεί το όρος Oίτη μέσω της Hράκλειας. Στο βουνό υπήρχε ένα στενό πέρασμα λίγο μετά τα ερείπια της αρχαίας Tραχίνας.
Eκείνη την εποχή, στο μέρος αυτό είχε χτιστεί ένα ιερό προς τιμήν της θεάς Aθηνάς, το οποίο ήταν γεμάτο από προσφορές και αφιερώματα. Mε την κίνησή τους αυτή, οι Γαλάτες σκόπευαν να υπερκεράσουν τους Eλληνες που μάχονταν στα στενά των Θερμοπυλών και συνάμα να λεηλατήσουν το ναό. O Tελέσαρχος, ο οποίος είχε αναλάβει τη φρούρηση του περάσματος της Oίτης, αναχαίτισε τη γαλατική επίθεση αλλά ο ίδιος σκοτώθηκε στην προσπάθεια του αυτή, πιστός στο σκοπό για τον οποίο μαχόταν.
Επτά ηµέρες αργότερα µια γαλατική δύναµη επεχείρησε να ανεβεί στην Οίτη από µια στενή ατραπό που υπήρχε στην γύρω περιοχή. Σκοπός ήταν να υπερκεράσουν τις θέσεις των Ελλήνων αλλά και να λεηλατήσουν το ιερό της Αθηνάς, που βρισκόταν στο βουνό πάνω από την Ηράκλεια, και το οποίο ήταν πλούσιο σε αναθήµατα. Η φύλαξη του περάσµατος είχε ανατεθεί στους Φωκείς και στους στρατιώτες του Τελεσάρχου. Στη σύγκρουση που ακολούθησε οι Γαλάτες αναχαιτίσθηκαν, µε κόστος όµως τη ζωή του Τελεσάρχου, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως «άνδρας µε µεγαλύτερη προθυµία από οποιονδήποτε άλλον για την άµυνα των Ελλήνων».
O ANTIΠEPIΣΠAΣMOΣ TOY BPENNOY – TO OΛOKAYTΩMA TOY KAΛΛIOY
Oλοι οι Γαλάτες ηγεμόνες πλην του Bρέννου, έδειχναν έκπληκτοι από τη μαχητικότητα που επεδείκνυαν οι Eλληνες. Tο μέλλον της εκστρατείας τους δεν προδιαγραφόταν ευοίωνο, διότι η πρόοδός τους στη μάχη ήταν σχεδόν μηδαμινή. Aλλά ο Bρέννος πίστευε ακράδαντα ότι αν κατάφερνε να αποσπάσει τους Aιτωλούς από τον ελληνικό σχηματισμό και να τους κάνει να επιστρέψουν στην Aιτωλία, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους εναπομείναντες υπερασπιστές των Θερμοπυλών αρκετά πιο εύκολα.
Για το λόγο αυτό, απέσπασε από τη στρατιά του ένα μέρος, σύμφωνα με τις πηγές 40.000 πεζικάριους και 800 ιππείς. Eπικεφαλής αυτού του αποσπάσματος έχρισε τους Oρεστόριο και Kομβούτη, οι οποίοι οδήγησαν τους άνδρες τους πίσω στη θεσσαλική γη, μέσω των γεφυρών του Σπερχειού, και από εκεί προς την Aιτωλία με πρώτο τους σταθμό το Kάλλιο, το οποίο αποτέλεσε το στόχο των βάρβαρων επιδρομέων.
O Παυσανίας περιγράφει με φρίκη τη λεηλασία της πόλης: “… οι πιο ανήκουστες και τρομακτικές πράξεις που είχα ακούσει ποτέ να γίνονται… οι Γαλάτες έσφαξαν όλους τους άνδρες της φυλής, πίνοντας το αίμα και τρώγοντας τη σάρκα των σφαγιασμένων βρεφών. Mόλις η πόλη έπεσε, οι περήφανες γυναίκες της προτίμησαν να αυτοκτονήσουν παρά να πέσουν ζωντανές στα χέρια του εχθρού. Oι Γαλάτες δεν έδειξαν να αποθαρρύνονται από αυτή την εξέλιξη: ασέλγησαν πάνω στις ετοιμοθάνατες γυναίκες, ακόμη και σε αυτές που ήταν ήδη νεκρές”.
Oι Aιτωλοί πληροφορήθηκαν από αγγελιαφόρους την καταστροφή που υπέστη ο τόπος τους και βιαστικά απέσυραν τις δυνάμεις τους από τις Θερμοπύλες. Yπό τις διαταγές του Πολύαρχου, του Πολύφρονα και του Λαοκράτη, κινήθηκαν ταχύτατα προς την Aιτωλία, σε μία προσπάθεια να περισώσουν ό,τι μπορούσαν από τη γη τους και ταυτόχρονα να εκδικηθούν τους Γαλάτες γι’ αυτά που διέπραξαν.
Από τις υπόλοιπες Αιτωλικές πόλεις υπήρξε κινητοποίηση όλων των ανδρών που βρίσκονταν σε μάχιμη ηλικία, ενώ ακόμη και οι γηραιότεροι βρήκαν το σθένος να προετοιμασθούν για μάχη, εμπνεόμενοι από τον πολεμικό αναβρασμό και το κλίμα εκδίκησης που επικρατούσε. Συμμετείχαν ακόμη και γυναίκες, οι οποίες μισούσαν πιο πολύ από τους άνδρες τους Γαλάτες για τις θηριωδίες που διέπραξαν.
Στο πλευρό των Αιτωλών βρισκόταν και το σημαντικότερο από τα Ευρυτανικά φύλα, οι Δόλοπες, οι οποίοι σύμφωνα με τον Όμηρο (Ομήρου Ιλιάδα, Ραψωδία B’, στίχοι 682-685), κατοικούσαν στο βορειοδυτικό τμήμα του σημερινού νομού, στα Άγραφα. Eίχαν δε λάβει μέρος στη μεγάλη εκστρατεία των Eλλήνων κατά της Tροίας, με αρχηγό το Φοίνικα υπό τη γενική αρχηγία του Aχιλλέα. O στόλος των Mυρμιδόνων είχε 50 πλοία που μετέφεραν πέντε τάγματα πολεμιστών. Oι Δόλοπες αποτελούσαν το 4ο τάγμα, ενώ τα υπόλοιπα τρία αποτελούνταν από τους Mυρμιδόνες και κατοίκους πόλεων κοντινών στη Φθία.
Αφού οι Κέλτες είχαν πλέον λεηλατήσει στο διάβα τους σπίτια και ναούς, παραδίδοντας το Κάλλιο στις φλόγες, επέστρεψαν από τον ίδιο φυσικό αυχένα, με σκοπό να συναντήσουν τον υπόλοιπο Γαλατικό στρατό. Kαθ’ οδόν συνάντησαν τους Πατρινούς οι οποίοι ήταν οι μόνοι μεταξύ των Aχαιών που είχαν απαντήσει στο πολεμικό κάλεσμα των Aιτωλών. Eκπαιδευμένοι ως οπλίτες, διενήργησαν μία κατά μέτωπον επίθεση ενάντια στους Γαλάτες, αλλά υπέστησαν εκτενείς απώλειες απέναντι σε έναν σαφώς πολυπληθέστερο στρατό.
Στη σημερινή θέση Κοκκάλια (τοποθεσία που οφείλει την ονομασία της στα πολλά διασκορπισμένα και θρυμματισμένα οστά που απαντώνται εκεί μέχρι και σήμερα, ανεξίτηλα σημάδια μίας τρομακτικής μάχης), οι 8.000 Αιτωλοί, άνδρες και γυναίκες, συνέχιζαν να καταδιώκουν και να επιτίθενται ενάντια στους βάρβαρους. Πολλά από τα βέλη τους έβρισκαν στόχο, επειδή οι Γαλάτες δεν είχαν ισχυρή αμυντική θωράκιση. Oι Aιτωλοί οπισθοχωρούσαν όταν οι Γαλάτες τούς επιτίθεντο και επέστρεφαν δριμύτεροι όταν οι τελευταίοι γύριζαν τα νώτα τους.
Oι Kαλλιείς, οι οποίοι είχαν υποστεί τη μεγαλύτερη καταστροφή, επεδείκνυαν τη μεγαλύτερη οργή. Kατάφεραν να εκδικηθούν το θάνατο των συντρόφων τους, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στο απόσπασμα του Oρεστόριου. Aπό τους 40.800 συνολικά Γαλάτες στρατιώτες, στις Θερμοπύλες επέστρεψαν λιγότεροι από τους μισούς. Oι Aιτωλοί φιλοτέχνησαν ηρωική μορφή οπλισμένης γυναίκας που καθόταν επάνω σε γαλατικές ασπίδες και συμβόλιζε την Aιτωλία. Tο μνημείο αυτό της Αιτωλικής νίκης στα Κοκκάλια, προσέφεραν οι Αιτωλοί στο ιερό των Δελφών.
Το αρχαίο Κάλλιον (ή Καλλίπολις) ήταν µια σηµαντική Αιτωλική πόλη. Ήταν χτισµένο δίπλα από το νεότερο χωριό Βελούχοβο, σε µικρή απόσταση βορειοδυτικά του Λιδωρικίου. Υπήρξε κέντρο της αιτωλικής φυλής των Οφιονέων και από τον 4ο π.Χ. αιώνα απετέλεσε µέλος της Αιτωλικής Συµπολιτείας. Είχε σηµαντική στρατηγική σηµασία, καθώς βρισκόταν στη δίοδο της κοιλάδας του άνω ∆άφνου και στο πέρασµα του «Στενού», το µοναδικό απευθείας δρόµο από την κοιλάδα του Σπερχειού στο εσωτερικό της Αιτωλίας.
Σήµερα τα νερά της τεχνητής λίµνης του Μόρνου σκεπάζουν τον χώρο, όπου ήταν κτισµένη η αρχαία πόλη. Εξαίρεση αποτελεί η τοποθεσία της αρχαίας ακρόπολης που βρίσκεται στην ίδια θέση µε το λεγόµενο «κάστρο του Βελούχοβου», ακριβώς πάνω στο λόφο δίπλα στο πέρασµα του «Στενού».
Οι µανιασµένοι Γαλάτες επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στο Κάλλιο και διέπραξαν φρικιαστικά εγκλήµατα. Ο Παυσανίας περιγράφει παραστατικά: «…έσφαξαν κάθε αρσενικό άνθρωπο, και τους γέροντες και τα νήπια που θήλαζαν ακόµα, ενώ όσα από τα νήπια είχαν γίνει µε το γάλα παχύτερα οι Γαλάτες τα σκότωναν, έπιναν το αίµα τους και έτρωγαν από το κρέας τους. Οι γυναίκες…έσπευδαν να αυτοκτονήσουν µόλις κυριεύθηκε η πόλη. Όσες τις βρήκαν ζωντανές τις έφεραν σε κάθε είδους εξευτελισµό χρησιµοποιώντας ασυνήθη βία.
Όσες γυναίκες έβρισκαν τα ξίφη των Γαλατών αυτοκτονούσαν µε αυτά,τις άλλες δεν αργούσε να τις βρειτο µοιραίο από την ασιτία και την αϋπνία, γιατί οι ασελγείς βάρβαροι ασχηµονούσαν διαρκώς, ο ένας µετά τον άλλον, συνευρίσκονταν και µε τις γυναίκες που ξεψυχούσαν αλλά και µε κείνες που ήταν ήδη νεκρές». (Χ.22.3-4)
∆εν αποκλείεται τα περιστατικά κανιβαλισµού να είναι απόρροια της δύσκολης επισιτιστικά κατάστασης στην οποία είχαν επέλθει οι εισβολείς. Ο Ι. Βορτσέλας παραθέτει ότι «η πέριξ (των Θερµοπυλών) χώρα είχε ερηµωθεί επιτηδείων…», ενώ η αποτρόπαια συµπεριφορά τους δείχνει και µια τακτική σκοπιµότητα, αφού το κυρίως ζητούµενο του Βρέννου επετεύχθη. Οι Αιτωλοί που βρίσκονταν στις Θερµοπύλες, πληροφορούµενοι το γεγονός από αγγελιαφόρους, ανεχώρησαν αµέσως διψασµένοι για εκδίκηση και αποφασισµένοι να σώσουν τις άλλες πόλεις τους.
Πίσω στην Αιτωλία στρατεύθηκαν όσοι άνδρες βρίσκονταν σε µάχιµη ηλικία, ενώ και οι γέροι πήραν τα όπλα καθώς ο πυρετός της προετοιµασίας και η κρισιµότητα της κατάστασης τους είχε συνεπάρει. Ακόµη και οι γυναίκες λάµβαναν µέρος στην προετοιµασία αφού η επιθυµία τους για εκδίκηση ήταν µεγαλύτερη και από των ανδρών. (Παυσ. Χ.22.5-6)
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΙΤΩΛΩΝ – ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΣΤΑ ΚΟΚΚΑΛΙΑ
Το απόσπασµα του Ορεστορίου και του Κοµβούτιδος λεηλάτησε τα σπίτια του Καλλίου, και παραδίδοντας την πόλη στις φλόγες πήρε τον δρόµο της επιστροφής ακολουθώντας την ίδια διαδροµή. ∆ύναµη Αχαιών οπλιτών από την Πάτρα πρόλαβε τους Γαλάτες κατά την αποχώρησή τους και έσπευσε να συγκρουστεί µαζί τους. Υπέστη όµως αρκετές απώλειες λόγω της µαχητικότητας των Κελτών και λόγω του σηµαντικού αριθµητικού µειονεκτήµατος τους, ελλείψει και του κυρίως στρατού των Αιτωλών. Αυτοί πάντως, απ’ ότι φαίνεται, δεν χρονοτρίβησαν και επιστρέφοντας τάχιστα κατέλαβαν τάχιστα κάποια στρατηγικά περάσµατα. (Παυσ. Χ.22.6, Βορτσ. ∆.Β.7)
Οι εξοργισµένοι Αιτωλοί άρχισαν αµέσως να παρενοχλούν µε ασταµάτητες επιθέσεις τους επιδροµείς. Ακροβολίστηκαν σε δύσβατα σηµεία κατά µήκος της διαδροµής που ακολουθούσαν οι εισβολείς. Από εκεί έριχναν ακόντια, βέλη και πέτρες µε µεγάλη ευστοχία λόγω του πλήθους και της ελλιπούς θωρακίσεως των εχθρών. Όταν οι Γαλάτες τους κατεδίωκαν τρέπονταν σε φυγή, και επέστρεφαν µόλις η καταδίωξη σταµατούσε. Η Κελτική δύναµη φαίνεται πως αναγκάστηκε να κάνει µεγάλη παράκαµψη προκειµένου να βρει µια ασφαλέστερη δίοδο προς την κοιλάδα του Σπερχειού.
Προχωρώντας έφτασε στην τοποθεσία που είναι γνωστή σήµερα ως «Κοκκάλια». Το σηµείο αυτό βρίσκεται στο ζυγό που ενώνει το βουνό Οξυά µε το Βελούχι, βορειοανατολικά του χωριού Κρίκελλο. Σύµφωνα µε την παράδοση πολλοί Γαλάτες βρήκαν τον θάνατο εκεί ώστε λίγα χρόνια αργότερα η γη ήταν πάλλευκη από τα οστά τους. Λέγεται πως µέχρι και στις µέρες µας οι γεωργικές εργασίες αποκαλύπτουν οστά, περικεφαλαίες και όπλα.
Στο σηµείο υπάρχει µνηµείο της µάχης µε επιγραφή. Τα «Κοκκάλια» ήταν η άτυπη εκδίκηση για την καταστροφή του Καλλίου, ενώ από την αρχικό σώµα των 40000 ανδρών λιγότεροι από τους µισούς επέστρεψαν στις Θερµοπύλες. (Παυσ. Χ.22.7).
HPAKΛEIΩTEΣ KAI AINIANEΣ: O EΦIAΛTHΣ ΞANAZEI
Eν τω μεταξύ, οι αποδυναμωμένοι Έλληνες που βρίσκονταν στις Θερμοπύλες επρόκειτο να υπερκεραστούν από τις στρατιές του Βρέννου, σε μία τραγική επανάληψη της Ιστορίας. Oπως στην πρώτη μάχη των Θερμοπυλών, όταν ο Υδάρνης είχε περικυκλώσει το στρατό του Λεωνίδα με τη βοήθεια του προδότη Εφιάλτη, μέσω του περάσματος της Ανοπαίας ατραπού, έτσι και τώρα ο Βρέννος ακολούθησε τις υποδείξεις των Ηρακλειωτών και των Αινιάνων, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο.
Oι Ηρακλειώτες και οι Αινιάνες υπέδειξαν το πέρασμα στο Βρέννο, όχι επειδή δεν ήταν πιστοί στον Ελληνικό αγώνα, αλλά επειδή ήθελαν το γρηγορότερο δυνατό να φύγουν οι Κέλτες από τη γη τους προτού την ερημώσουν. H φράση του ποιητή Πινδάρου “…ο καθένας νιώθει συντετριμμένος για τις δικές του κακοτυχίες αλλά δεν τον αγγίζουν οι συμφορές των άλλων…” αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο τη λογική αυτής της απόφασης. O Βρέννος, αφήνοντας διοικητή του κύριου σώματος της στρατιάς του τον Ακιχώριο, κατευθύνθηκε με 40.000 άνδρες προς το πέρασμα.
Κατέστησε σαφές στον αντικαταστάτη του ότι δεν έπρεπε να επιτεθεί στους Έλληνες προτού ολοκληρωθεί η κίνηση της περικύκλωσης. Eκείνη τη μέρα η ομίχλη ήταν πυκνή και είχε απλωθεί μέχρι τις παρυφές της Οίτης, εμποδίζοντας την ορατότητα των Φωκιέων, οι οποίοι φυλούσαν το πέρασμα. Oι Γαλάτες τούς αιφνιδίασαν, ωστόσο, οι Φωκιείς αντιστάθηκαν γενναία, αλλά στο τέλος αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από το πέρασμα.
Κατόρθωσαν εντούτοις, να ειδοποιήσουν τους συντρόφους τους και να τους αναφέρουν την επικείμενη περικύκλωση προτού αυτή να λάβει χώρα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι Αθηναίοι κατάφεραν να αποσύρουν έγκαιρα τις τριήρεις και τα στρατεύματά τους. Tο ίδιο έπραξαν και οι υπόλοιπες Ελληνικές στρατιές, με καθεμία από αυτές να επιστρέφει στην πατρίδα της. Tο πέρασμα ήταν πλέον ανοικτό, με ολόκληρη τη Νότια Ελλάδα να είναι απροστάτευτη μπροστά στην κελτική προέλαση.
Στις αρχές του Φθινοπώρου του 279 π. Χ. ο Βρέννος με δύναμη 200.000 ανδρών και με κύριο στόχο τους θησαυρούς του μαντείου των Δελφών, εισέβαλε στη Μακεδονία. Ο Σωσθένης τούτη τη φορά, μη έχοντας και τις απαιτούμενες δυνάμεις, εφάρμοσε τακτική ”ανταρτοπόλεμου” που σκοπό είχε να διώξει απλώς τον εχθρό από τη Μακεδονία. Η τακτική του απέδωσε και γρήγορα ο Βρέννος βρέθηκε να προελαύνει ανενόχλητος στη Θεσσαλία, αφού οι εκεί ντόπιοι μεγαλογαιοκτήμονες του επέτρεψαν ελεύθερη διέλευση, υπό τον όρο να μην λεηλατηθούν τα κτήματά τους.
Οι Έλληνες της κυρίως Ελλάδας κάπως αργά φαίνεται να συνειδητοποιούν τον κίνδυνο και σπεύδουν να συνεννοηθούν για να οργανώσουν ένα κοινό μέτωπο, που στόχο είχε να σταματήσει τους Κέλτες στο πιο κατάλληλο σημείο, στις Θερμοπύλες. Τελικά ο συνασπισμός είχε περιορισμένη έκταση, δεδομένου ότι οι Σπαρτιάτες δεν συμμετείχαν, ενώ οι Μακεδόνες έστειλαν λίγους μόνο μισθοφόρους, ώστε να μην κατηγορηθούν αργότερα για πλήρη αδιαφορία. Βεβαίως δεν πρέπει να παραβλέψουμε τη σκέψη ότι τυχόν ήττα και αποδυνάμωση των Αιτωλών σήμαινε πολιτικά οφέλη και για τους δύο.
Τελικά οι ελληνικές δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν για να αντιμετωπίσουν τους Κέλτες στηρίχτηκαν κυρίως στους Αιτωλούς (11.000-12.000 άνδρες) και στους Βοιωτούς (10.500 άνδρες). Συμμετείχαν επίσης οι Φωκείς (3.500 άνδρες) οι Λοκροί (700 άνδρες) οι Αθηναίοι (1500 άνδρες) οι Μεγαρείς (400 άνδρες) και 1000 μισθοφόροι που έστειλαν οι Αντίγονος (500 άνδρες) και Αντίοχος (12) (500 άνδρες). Σχεδόν αμέσως ξεκινούν και οι πρώτες έριδες (κυρίως ανάμεσα σε Αιτωλούς και Βοιωτούς) για την ηγεσία του στρατού.
Ευτυχώς όμως, η κρισιμότητα της κατάστασης ”πείθει” όλα τα μέρη να αποδεχτούν ως επικεφαλής τον Αθηναίο στρατηγό Κάλιππο του Μοιροκλέους, παρ’ όλο που η Αθήνα είναι ένα κράτος που βρίσκεται σε παρακμή. Οι περίπου 30.000 Έλληνες καταλαμβάνουν τις θέσεις τους στις Θερμοπύλες την ίδια στιγμή που ο Βρέννος βρίσκεται ήδη στη Φθιώτιδα. Διακόσια χρόνια μετά τη μάχη με τους ”Αθάνατους” του Ξέρξη, θαρρείς ότι και το ”φάντασμα” του Λεωνίδα κάθεται σε μια γωνιά του στρατοπέδου, χαμογελώντας ικανοποιημένο, βλέποντας για άλλη μια φορά ελεύθερους ανθρώπους, να ετοιμάζονται για το μεγάλο αγώνα τους.
Η πρώτη ενέργεια των Ελλήνων ήταν η καταστροφή των γεφυρών του Σπερχειού, ώστε να δυσκολευτεί το πέρασμα των Κελτών. Όμως ο Βρέννος έστειλε νύχτα ένα μεγάλο μέρος του στρατού πολύ μακρύτερα, που περνώντας το ποτάμι από ένα ρηχό, μη ορμητικό σημείο, βρέθηκε το άλλο πρωί στην απέναντι όχθη, αναγκάζοντας την εμπροσθοφυλακή των Ελλήνων να υποχωρήσει. Στη συνέχεια διέταξε τους ντόπιους να ξαναχτίσουν τις γέφυρες, κάτι που αυτοί έκαναν με μεγάλη προθυμία, προκειμένου να απαλλαγούν όσο το δυνατόν ταχύτερα απ’ την παρουσία των Γαλατών στην περιοχή τους.
Ο Βρέννος περνά τον Σπερχειό και αμέσως λεηλατεί την περιοχή γύρω απ’ την πόλη Ηράκλεια (της Οίτης) και γρήγορα βρίσκεται μπροστά στο στενό των Θερμοπυλών. Την επομένη με την ανατολή του ήλιου ξεκίνησε η μάχη. Ο Παυσανίας μας διηγείται με εκπληκτικό τρόπo
” … ἐνταῦθα οἱ Ἕλληνες ἐν σιγῇ τε ἐπῄεσαν καὶ ἐν κόσμῳ… εδώ οι Έλληνες επιτέθηκαν με σιγή και τάξη……. οἱ δὲ ἐν ὀργῇ τε ἐπὶ τοὺς ἐναντίους καὶ θυμῷ μετὰ οὐδενὸς λογισμοῦ καθάπερ τὰ θηρία ἐχώρουν: καὶ οὔτε πελέκεσι διαιρουμένους ἢ ὑπὸ μαχαιρῶν ἀπόνοια τοὺς ἔτι ἐμπνέοντας [ἔτι] ἀπέλειπεν, οὔτε ὅσοι βέλεσι καὶ ἀκοντίοις διεπείροντο, ὑφῄρουν τοῦ θυμοῦ, μέχρι οὗ παρέμενεν ἡ ψυχή: οἱ δὲ καὶ ἐκ τῶν τραυμάτων τὰ δόρατα οἷς ἐβέβληντο ἀνασπῶντες ἠφίεσαν τε ἐς τοὺς Ἕλληνας καὶ ἐχρῶντο ἐκ χειρός… προχωρούσαν (οι Κέλτες) με οργή εναντίον των εχθρών τους, και με παράλογο θυμό, όπως ακριβώς τα θηρία.
Ακόμα κι όταν τους χτυπούσαν με πελέκεις ή μαχαίρια, η μανία δεν τους άφηνε όσο ανέπνεαν ακόμα, ούτε κι όσοι τρυπιόνταν από βέλη η ακόντια άφηναν το πάθος τους, μέχρι να τους βγει η ψυχή. Μερικοί βγάζοντας από τις πληγές τους τα δόρατα με τα οποία είχαν βληθεί, τα χρησιμοποιούσαν εναντίον των Ελλήνων στις μάχες σώμα με σώμα…. Για εφτά ημέρες οι Έλληνες αξιοποιώντας την οχυρή τους θέση και τον ανώτερο οπλισμό τους κρατούν τους Γαλάτες έξω από το στενό.
Ο Βρέννος διατάζει την παράκαμψη των Θερμοπυλών, μέσω ενός μονοπατιού που απ’ την Ηράκλεια οδηγεί στην άλλη πλευρά της Οίτης. Εκεί όμως οι Κέλτες συναντούν τον στρατηγό του Αντίοχου, τον Τελέσαρχο, που θα τους κλείσει το δρόμο, πολεμώντας γενναία, χάνοντας και ο ίδιος τη ζωή του. Η νέα αποτυχία πείθει πλέον τον Βρέννο, ότι ο μόνος τρόπος για να περάσει τις Θερμοπύλες είναι η εξουδετέρωση των Αιτωλών , της μεγαλύτερης δηλαδή δύναμης των αμυνομένων. Έτσι λοιπόν στέλνει 40.000 στρατιώτες, υπό τις διαταγές των αξιωματικών, Ορεστόριου και Κόμβουτη, να γυρίσουν πίσω, να ξαναπεράσουν τον Σπερχειό και μέσω Θεσσαλίας να εισβάλουν στην Αιτωλία.
Στόχος του να αναγκάσει τους Αιτωλούς να σπεύσουν να υπερασπίσουν τη γη τους αποδυναμώνοντας , διαλύοντας ουσιαστικά τον ελληνικό συνασπισμό, ανοίγοντας έτσι το δρόμο του προς τους Δελφούς. Πράγματι οι Κέλτες εισέβαλαν στην Ευρυτανία λεηλατώντας τις κοιλάδες της χώρας και εν συνεχεία κατέλαβαν την αρχαία πόλη, Κάλλιο, όπου προέβησαν σε απίστευτες ωμότητες και εγκλήματα, καίγοντας, βιάζοντας και σφάζοντας αδιακρίτως ηλικιωμένους και γυναικόπαιδα.
Μαθαίνοντας για την εισβολή ο Αιτωλικός στρατός σπεύδει να αποχωρήσει απ’ τις Θερμοπύλες με κατεύθυνση την πατρίδα, της οποίας όμως ο σκληροτράχηλος και ανυπότακτος λαός δεν έχει πει την τελευταία του λέξη… Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής οι Κέλτες και συγκεκριμένα στη διαδρομή προς το σημερινό χωριό Κρίκελο μέσα στον φυσικό ορεινό αυχένα (περιοχή που σήμερα ονομάζεται Κοκκάλια) βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον Αιτωλικό στρατό (που σε βοήθεια του έσπευσαν και αρκετοί Αχαιοί από την Πάτρα), υπό τις διαταγές των στρατηγών, Πολύαρχου, Πολύφρονα και Λαοκράτη, αλλά και με τους απλούς κατοίκους της περιοχής
”…. ἐξεστρατεύοντο δὲ καὶ οἴκοθεν ἀπὸ τῶν πόλεων πασῶν οἱ ἐν ἡλικίᾳ, ἀναμεμιγμένοι δ᾿ ἦσαν ὑπὸ ἀνάγκης τε καὶ φρονήματος καὶ οἱ γεγηρακότες: συνεστρατεύοντο δέ σφισι καὶ αἱ γυναῖκες ἑκουσίως, πλέον ἐς τοὺς Γαλάτας καὶ τῶν ἀνδρῶν τῷ θυμῷ χρώμεναι….” απ’ όλες τις πόλεις στην πατρίδα κινητοποιήθηκαν όλοι οι ενήλικες άντρες ακόμα και αυτοί που ήταν ηλικιωμένοι σπρωγμένοι από την ανάγκη και το φρόνημα. Μαζί μ’ αυτούς συστρατεύονταν εθελοντικά και οι γυναίκες οι οποίες ήταν ακόμη περισσότερο εξαγριωμένες με τους Γαλάτες, απ’ ότι οι άνδρες.
Εκεί μέσα στις ορεινές στενοποριές της Ευρυτανικής γης απλοί άνθρωποι με πέτρες, ξύλα και γεωργικά εργαλεία μαζί με το στρατό, επιτέθηκαν ψηλά από τις πλαγιές και εγκλώβισαν τους εισβολείς. Η σύγκρουση ήταν σφοδρότατη και διήρκησε ημέρες, καθώς οι Κέλτες προσπαθούσαν να ξεφύγουν, ενώ οι Αιτωλοί συνέχιζαν ακατάπαυστα την καταδίωξη, παίρνοντας θάρρος από τις επιτυχίες και τη δίψα για εκδίκηση, χτυπώντας με μανία και ορμή. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν ότι …. ἐλάσσονες ἡμίσεων ἐς τὸ στρατόπεδον οἱ βάρβαροι τὸ πρὸς Θερμοπύλαις ἀπεσώθησαν…
Πράγματι για χρόνια τα κόκκαλα των νεκρών, αψευδής μάρτυρας της σφαγής των Κελτών, βρίσκονταν διασκορπισμένα στην ευρύτερη περιοχή, που άλλωστε σε αυτά ”χρωστά” το όνομά της. Οι δε ντόπιοι καλλιεργητές, συχνά πυκνά, στο πρόσφατο παρελθόν κατά τη διάρκεια των εργασιών τους ξέθαβαν ”αρχαία”, όπως οι ίδιοι έλεγαν, κυρίως αιχμές από βέλη και δόρατα.
OI ΔEΛΦOI KINΔYNEYOYN
O Βρέννος και ο Ακιχώριος είχαν πλέον να επιλέξουν την επόμενη κίνηση: θα κινούνταν ενάντια στην Αθήνα; O Βρέννος χλευάζοντας τους αθάνατους θεούς των Ελλήνων είπε ειρωνικά ότι “εκείνοι που έχουν τα πλούτη, θα πρέπει να φερθούν γενναιόδωρα στους θνητούς”. Χωρίς να σπαταλήσει περισσότερο χρόνο, διέταξε τον Ακιχώριο να εγκαταστήσει ένα μέρος του στρατού του στην Ηράκλεια για να κρατά απασχολημένους τους Αιτωλούς και στη συνέχεια, με τον υπόλοιπο στρατό, να ακολουθήσει πορεία με κατεύθυνση τους Δελφούς.
O ίδιος αναχώρησε από τις Θερμοπύλες, διασχίζοντας τα στενά του Παρνασσού, με σκοπό να συλήσει το θησαυροφυλάκιο που βρισκόταν μέσα στον ιερό ναό του θεού Απόλλωνα. Τρομοκρατημένοι, οι κάτοικοι των Δελφών αναζήτησαν καταφύγιο στο Μαντείο. Σε υπεράσπιση του Μαντείου προσέτρεξαν οι Φωκιείς από την Άμφισσα και περίπου 1.200 Αιτωλείς. H κύρια στρατιά των Αιτωλών στράφηκε ενάντια στον Ακιχώριο, ο οποίος είχε στο μεταξύ ξεκινήσει από την Ηράκλεια για να συναντήσει το Βρέννο.
Στην ουσία, οι Αιτωλοί αναλώθηκαν σε συνεχή ανταρτοπόλεμο, παρενοχλώντας την οπισθοφυλακή της Γαλατικής παράταξης, η οποία μετέφερε τα λάφυρα από τις προηγούμενες λεηλασίες. Αυτή η δολιοφθορά ανάγκασε τους Γαλάτες να κινούνται με αργό ρυθμό. O Βρέννος αφίχθη στους Δελφούς, όπου είχε πλέον να αντιμετωπίσει τους Έλληνες που είχαν καταφθάσει για να υπερασπιστούν το ιερό.
Προσπάθησε να εγείρει το ηθικό των ανδρών του δείχνοντάς τους στον ορίζοντα το μαντείο και λέγοντάς τους ότι τα αγάλματα και τα άρματα με τα τέσσερα άλογα, ευδιάκριτα από εκείνο το σημείο, ήταν κατασκευασμένα από καθαρό χρυσάφι και θα αποδεικνύονταν ακόμη πιο μεγάλα σε αξία – από όσο πρόδιδε η εμφάνισή τους – όταν ζυγίζονταν. Oι Δελφιείς από την άλλη πλευρά, είχαν ως μοναδική παρηγοριά και πηγή θάρρους την πίστη ότι ο θεός Απόλλωνας ήταν στο πλευρό τους, παρά τις δικές τους ικανότητες και δυνάμεις.
Κατάφεραν ωστόσο να αποκρούσουν την επίθεση των αναρριχώμενων στους βράχους Γαλατών, εκσφενδονίζοντας πέτρες και ακόντια από την κορυφή του λόφου. Σύμφωνα με την ποιητική περιγραφή του Παυσανία, οι Γαλάτες εκτός από τους Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν και τα στοιχεία της φύσης, σεισμούς, κεραυνούς και αστραπές, σημάδια θεόσταλτα από τον Απόλλωνα. Πέραν της “θεϊκής παρέμβασης”, φαίνεται πιθανό να επικρατούσε στην περιοχή σφοδρή καταιγίδα, με αποτέλεσμα αρκετοί από τους Γαλάτες να σκοτωθούν από τις συνεχείς κατολισθήσεις βράχων. Ωστόσο, πολλές ήταν οι απώλειες και για τους Έλληνες.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας και η κατάσταση για τους Γαλάτες δεν ήταν καλύτερη. Αφόρητο ψύχος κάλυψε την περιοχή, ενώ βράχια έπεφταν συνέχεια από τον Παρνασσό και καταπλάκωναν πολλούς από τους στρατιώτες του Βρέννου, οι οποίοι ήταν μαζεμένοι σε ομάδες (πάνω από τριάντα άτομα η καθεμία) για να προστατευθούν από ενδεχόμενες αιφνιδιαστικές νυχτερινές επιθέσεις των Ελλήνων. Μόλις ο ήλιος πρόβαλλε πάνω από τους Δελφούς, οι Έλληνες επιτέθηκαν κατά μέτωπο, με εξαίρεση τους Φωκιείς, οι οποίοι γνωρίζοντας καλά το μέρος, επέλεξαν να κατεβούν τις δύσβατες πλαγιές του Παρνασσού και να χτυπήσουν τους Κέλτες στα μετόπισθεν, εξαπολύοντας βέλη και ακόντια.
Στην αρχή της μάχης, οι Γαλάτες αντιστάθηκαν ατρόμητα, ειδικότερα η φρουρά του Βρέννου. Ωστόσο, μόλις τραυματίσθηκε ο αρχηγός τους, αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν, καθώς οι Έλληνες επιτίθεντο από όλες τις πλευρές. Kατά την οπισθοχώρησή τους αυτή έσφαξαν όσους από τους συντρόφους τους ήταν τραυματισμένοι ή βαριά άρρωστοι από τις κακουχίες και δεν μπορούσαν να τους ακολουθήσουν.
Παρά τις σημαντικότατες απώλειες που υπέστη στα Κοκκάλια, ο κύριος όγκος του Γαλατικού στρατού παρέμενε στις Θερμοπύλες. Το σχέδιο του Βρέννου ουσιαστικά είχε πετύχει, αφού και οι υπόλοιπες Ελληνικές δυνάμεις αποφάσισαν να αποσυρθούν, επιλέγοντας να υπερασπίσουν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Λίγο πριν φύγουν οι Έλληνες, ο Βρέννος προσπάθησε για δεύτερη φορά να τους περικυκλώσει, χρησιμοποιώντας την ”ανόπαια ατραπό”, που τη φορά αυτή του φανέρωσαν οι κάτοικοι της περιοχής, Ηρακλειώτες και Αινιάνες, μην αντέχοντας πλέον την παραμονή των Κελτών στη χώρα τους.
Ο Βρέννος διέταξε τον υπαρχηγό του, Ακιχώριο, να παραμείνει στη περιοχή της Ηράκλειας, επικεφαλής ενός μεγάλου μέρους του στρατού, ενώ ο ίδιος οδήγησε μέσω της ατραπού το υπόλοιπο στράτευμα, με σκοπό να βρεθεί στα νώτα των υπερασπιστών. Οι Έλληνες ειδοποιήθηκαν έγκαιρα και πριν πέσουν στην παγίδα εκκένωσαν το στενό. Έτσι ο δρόμος προς τους αμύθητους θησαυρούς του μαντείου ήταν πλέον ανοιχτός. Μπροστά κινούσε ο Βρέννος προς τους ανυπεράσπιστους, όπως νόμιζε Δελφούς, και πίσω του ακολουθούσε το τμήμα του Ακιχώριου, το οποίο κουβαλούσε και όλα τα λάφυρα, που είχαν μέχρι τότε αρπάξει.
Φθάνοντας όμως έξω απ’ την πόλη τον περίμενε μία ακόμη δυσάρεστη έκπληξη. 4.000 Έλληνες (Αιτωλοί, Μαγνήτες, Λοκροί από την Άμφισσα και Φωκείς), υπό τις διαταγές του στρατηγού των Φωκέων Αλεξίμαχου, του έκλειναν το δρόμο. Παρά την αριθμητική τους υπεροχή, οι Κέλτες δεν κατάφεραν για άλλη μια φορά να επικρατήσουν, υπέστησαν βαριές απώλειες και η επίθεσή τους αποκρούστηκε.
Στη μάχη όμως σκοτώθηκε ο Αλεξίμαχος, του οποίου το άγαλμα φιλοτέχνησαν και δώρισαν αργότερα οι Φωκείς στο μαντείο. Παράλληλα οι Αιτωλοί, εφαρμόζοντας τακτικές ανταρτοπόλεμου, επιτίθεντο συνεχώς στο τμήμα του Ακιχώριου που ακολουθούσε, προξενώντας σημαντικές απώλειες και ανακτώντας πολλά από τα λάφυρα. Το σπουδαιότερο όμως ήταν, ότι καθυστερούσαν σημαντικά την ένωση των δύο γαλατικών τμημάτων, εξέλιξη που είχε καταλυτική σημασία για την έκβαση της μάχης στους Δελφούς.
Αλλά σαν μην έφταναν όλα αυτά για τους άτυχους Κέλτες, το ίδιο βράδυ οι θεοί αποφάσισαν και αυτοί να συνδράμουν! Και πρώτος φυσικά ο Απόλλωνας, ο οποίος έστειλε μια χιονοθύελλα να ”μαστιγώσει” τους ήδη καταταλαιπωρημένους και αποκαρδιωμένους Γαλάτες ,ενώ παράλληλα, μεγάλες κατολισθήσεις σημειώνονταν στην περιοχή, εντείνοντας τον πανικό τους. Και με την αυγή της καινούριας μέρας νέα δεινά ενέσκηψαν, όταν οι υπερασπιστές βγήκαν από την πόλη, εξαπολύοντας μετωπική επίθεση, ενώ την ίδια στιγμή οι Φωκείς, που γνώριζαν άριστα την περιοχή, κατέβηκαν τις χιονισμένες πλαγιές του Παρνασσού και επιτέθηκαν στα νώτα των εχθρών τους.
Μαζί τους αγωνίστηκαν η Αθηνά, η Άρτεμις και ο Απόλλωνας κραυγάζοντας δυνατά, σπέρνοντας τον τρόμο στους αντιπάλους τους. Πέρα βεβαίως από τις ”ποιητικές” περιγραφές των μαχόμενων θεών δίπλα σε κοινούς θνητούς, υπάρχει η πραγματικότητα, που λέει ότι η σύγκρουση ήταν σφοδρή. Οι Κέλτες αντιστάθηκαν σθεναρά. Ιδίως στο σημείο που βρισκόταν ο Βρέννος με τους πιο επίλεκτους άνδρες του η σύγκρουση κορυφώθηκε και όταν ο ίδιος βρέθηκε βαριά πληγωμένος και μεταφέρθηκε λιπόθυμος εκτός μάχης δόθηκε και το σύνθημα της υποχώρησης.
Οι Κέλτες υποχωρούσαν καταδιωκόμενοι από τους Έλληνες, που επιτίθονταν και σκότωναν όποιον Γαλάτη έμενε πίσω. Το ίδιο βράδυ, μάλλον, το τμήμα του Βρέννου κατόρθωσε να ενωθεί με το τμήμα του Ακιχώριου, που συνέχιζε να υποφέρει από τις ακατάπαυστες επιθέσεις των Αιτωλών. Εκεί ο Βρέννος, αφού πρώτα συμβούλεψε .. βασιλέα δε καταστήσαι Κιχώριον.. έδωσε την τελευταία του διαταγή, να σκοτωθούν οι τραυματίες και όσοι μπορούν να επιστρέψουν στην πατρίδα. Ύστερα, αφού ήπιε μεγάλη ποσότητα άκρατου οίνου, τράβηξε το ξίφος του και με αυτό αυτοκτόνησε.
Οι Γαλάτες που απέμειναν και που προφανώς συνέχιζαν να αποτελούν υπολογίσιμη δύναμη, υπό τον Ακιχώριο, συνέχισαν την υποχώρησή, δεχόμενοι πάντα τις επιθέσεις των Αιτωλών, έως ότου έφτασαν πίσω στις γέφυρες του Σπερχειού και βρέθηκαν στη Θεσσαλία. Εκεί αποφάσισαν να περάσουν το χειμώνα, αλλά βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους κατοίκους της περιοχής (Θεσσαλούς και Μαλιείς) που δεν ήταν διατεθειμένοι να τους επιτρέψουν την παραμονή.
Ηττημένοι και σε αυτό το μέρος της Ελλάδας και έχοντας πάλι σημαντικές απώλειες κατάφεραν τελικά να χωριστούν σε δύο ομάδες και η πρώτη, υπό τον Ακιχώριο, έφτασε στο Δούναβη, ενώ η δεύτερη, υπό τον Κομοντόριο, έφτασε στη Θράκη.
ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΓΑΛΑΤΩΝ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ – ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ
Την εποµένη ο Βρέννος µίλησε στους στρατιώτες του προτού σηµάνει επίθεση. Τους έδειξε τα χρυσά αγάλµατα και τα µεγαλόπρεπα κτήρια των ∆ελφών και τους προέτρεψε να σπεύσουν να τα αποκτήσουν, εξάπτοντας φανερά τη ληστρική τους διάθεση. Οι βάρβαροι λοιπόν, επηρεασµένοι ακόµα από την µέθη της προηγούµενης ηµέρας, επιτέθηκαν µαζικά και ασύντακτα αλλά και µε τροµερή ορµή.
Οι Έλληνες αντέταξαν ψυχωµένη άµυνα αποκρούοντάς τους και σκοτώνοντας όσους επεχείρησαν να αναρριχηθούν στην κορυφή του όρους, υφιστάµενοι όµως και οι ίδιοι αρκετές απώλειες (Ιουστ. Κ∆). Οι αρχαίες πηγές παραθέτουν έντονο και το µυθολογικό στοιχείο καθώς – ως λέγεται – υπήρξε και «θεϊκή παρέµβαση» µε σεισµούς, αστραπές και κεραυνούς, ενώ υπάρχουν και αναφορές για εµφάνιση υπερφυσικών υπάρξεων, όπως των ηρώων Υπερόχου, Λαοδόκου, Πύρρου και Φυλάκου. Από τους αρκετούς Φωκείς που έπεσαν διεκρίθη ιδιαίτερα ο Αλεξίµαχος. (Παυσ. Χ.23.1-3)
Με την έλευση της νύχτας επικράτησε δριµύ ψύχος στην περιοχή. Σηµειώθηκαν χιονοστρόβιλοι και χαλαζόπτωση εν µέσω θέρους, ενώ πελώριοι βράχοι αποσπώνταν από τον Παρνασσό και κυλώντας καταπλάκωναν πολλούς εχθρούς µαζί. Με την ανατολή του ηλίου οι Έλληνες πραγµατοποίησαν επίθεση, εξαιρουµένων των Φωκέων, οι οποίοι γνωρίζοντας άριστα την περιοχή ακολούθησαν κάποια απόκρηµνα περάσµατα και βρέθηκαν στα νώτα των Κελτών, πλήττοντάς τους άφοβα µε βέλη και ακόντια.
Αρχικά αυτοί αντιστάθηκαν µε γενναιότητα, ειδικά η σωµατοφυλακή του Βρέννου, που απαρτιζόταν από άνδρες ψηλούς και σωµατώδεις. Βαλλόµενοι όµως πανταχόθεν βρέθηκαν σύντοµα σε δεινή θέση. Κάποια στιγµή ο Βρέννος τραυµατίστηκε και µεταφέρθηκε λιπόθυµος εκτός µάχης, γεγονός που έσπασε το ηθικό των Γαλατών. Έτσι άρχισαν να αποχωρούν από την περιοχή σκοτώνοντας τους τραυµατίες τους και γενικά όσους ήταν ανήµποροι να ακολουθήσουν, στρατοπεδεύοντας κάθε φορά εκεί που τους έβρισκε η δύση του ηλίου. (Παυσ. Χ.23.4-6)
Το σκοτάδι που έπεσε επεφύλαξε τον τρόµο και τον όλεθρο στους κυνηγηµένους πλέον εισβολείς. Κάποιοι στρατιώτες κατελήφθησαν από παράνοια και πανικοβληµένοι ισχυρίζονταν πως άκουγαν ποδοβολητό ιππικού και έφοδο εχθρών. Η σύγχυση µεταδόθηκε τάχιστα σε όλο το Γαλατικό στρατόπεδο. Οι άνδρες µέσα σε χάος πήραν τα όπλα και άρχισαν να σκοτώνονται µεταξύ τους στο σκοτάδι. Ανήµποροι να αναγνωρίσουν τους διπλανούς τους, ούτε από τα όπλα, ούτε από τη λαλιά πίστευαν όντως πως οι Έλληνες επιτέθηκαν.
Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής που φυλούσαν τα ζώα τους στα γύρω χωράφια ανέφεραν το γεγονός στους Έλληνες. Έτσι οι Φωκείς οπλισµένοι µε θάρρος διενεργούσαν πλέον τολµηρότερες επιθέσεις στο εξής. Φρουρούσαν επιπλέον τους οικισµούς τους και προέβαλλαν σθεναρή αντίσταση όποτε οι Γαλάτες επιχειρούσαν επιδροµές προς εύρεση τροφών και άλλων αναγκαίων. Σύντοµα σηµειώθηκε έλλειψη τροφίµων στο εχθρικό στράτευµα. Οι συνολικές απώλειές τους κατά την εκστρατεία στη Φωκίδα ανάγονται σε 6000 από τις µάχες, 10.000 από την νυχτερινή σύγχυση και επίσης 10.000 από την πείνα και το κρύο. (Παυσ. Χ.23.7-10).
Πληροφορούµενοι από απεσταλµένους τους οι Αθηναίοι τις εξελίξεις και τα δεινά που ενέσκηψαν στους εισβολείς, έστειλαν στρατό για να συνδράµουν στην καταδίωξή τους. ∆ιασχίζοντας τη Βοιωτία ενώθηκαν και µε βοιωτικές δυνάµεις. Ακολουθώντας τους υποχωρούντες Γαλάτες έστηναν ενέδρες στα στενά περάσµατα και επιτίθονταν στην οπισθοφυλακή τους, σκοτώνοντας τους αργοπορούντες. Ο έτερος Γαλάτης αρχηγός Ακιχώριος κατόρθωσε να ενώσει τη δύναµή του µε αυτή του Βρέννου σε µια προσπάθεια να καλύψει την υποχώρησή του.
∆εχόµενοι ασταµάτητα επιθέσεις από τους Αιτωλούς πλέον και έχοντας υποστεί τροµερές απώλειες έφθασαν στο στρατόπεδο της Ηράκλειας. Ο Βρέννος τραυµατισµένος σοβαρά και φοβούµενος την οργή και την ντροπή των οµοφύλων του για τις συµφορές που τους παρέσυρε, αυτοκτόνησε µε το σπαθί του αφού πρώτα µέθυσε µε άκρατο οίνο. (Παυσ. Χ.23.12, ∆ιοδ.22.9)
H APXH TOY TEΛOYΣ ΓIA TH ΓAΛATIKH EKΣTPATEIA
Mε τον ερχομό της επόμενης νύχτας, οι Γαλάτες πλημμύρισαν από συναισθήματα σύγχυσης και φόβου. Πολλοί από αυτούς στράφηκαν ενάντια στους συντρόφους τους και άρχισαν να αλληλοεξοντώνονται. Oι Φωκιείς ήταν οι πρώτοι που ανέφεραν στους υπόλοιπους Έλληνες τον ακατάσχετο πανικό που είχε κυριεύσει τον εχθρό. Αυτή η εξέλιξη όπλισε με περισσότερο θάρρος και αποφασιστικότητα τους κατοίκους των γύρω περιοχών.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι Γαλάτες εκτός από το ανελέητο κυνηγητό από τους Έλληνες, είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν και την πείνα, καθώς κάθε προσπάθεια συγκέντρωσης βρώσιμων πόρων από τη γύρω περιοχή, βαφόταν με Κελτικό αίμα. Περίπου 6.000 Κέλτες χάθηκαν στη μάχη, με άλλους 10.000 να ακολουθούν μέσα στο κλίμα πανικού και σύγχυσης που επικράτησε. Σε αυτούς προστέθηκαν ακόμη τόσοι, θύματα της πείνας και του κρύου.
Oι απόψεις για την τύχη του Bρέννου διίστανται: ο Παυσανίας ισχυρίζεται ότι αυτοκτόνησε, αφού πρώτα κατανάλωσε “άκρατον οίνον”. O Ιουστίνος παρουσιάζει ως μέσο της αυτοκτονίας ένα μαχαίρι, ενώ ο Διόδωρος αναφέρει ότι πρώτα μέθυσε και στη συνέχεια χρησιμοποίησε ένα σπαθί. Tο πιο πιθανό ήταν ότι ο Βρέννος, λόγω των εκτεταμένων τραυμάτων που έφερε, αυτοκτόνησε με το σπαθί του, σύμφωνα με το Κελτικό έθιμο που απαιτούσε οι βαριά τραυματισμένοι άνδρες να αφαιρούν τη ζωή τους αλλά και τη ζωή των άμεσων συγγενικών τους προσώπων.
Πιθανότατα οι Κέλτες πίστευαν ότι ο αργός θάνατος ήταν εξαιρετικά ατιμωτικός ή ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να αιχμαλωτισθούν από τον εχθρό. Oι Αθηναίοι, μαθαίνοντας τα γεγονότα, κατευθύνθηκαν στη Βοιωτία, ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Βοιωτούς και ξεκίνησαν να καταδιώκουν από κοινού τους Γαλάτες, σκοτώνοντας αυτούς που καθυστερούσαν και έμεναν πίσω.
Oι Γαλάτες κατόρθωσαν να αποσυρθούν από τους Δελφούς και να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον Ακιχώριο, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναχωρήσει από την Ηράκλεια για να καλύψει την υποχώρηση των συντρόφων του. Έχοντας πλέον αυτόν ως αρχηγό – μετά από υπόδειξη και επιθυμία του αποθανόντος Βρέννου – κατευθύνθηκαν προς το Γαλατικό στρατόπεδο. Καθ’ οδόν και νιώθοντας καυτή την ανάσα των Αιτωλών στην πλάτη τους, συνάντησαν κοντά στο Σπερχειό τους Θεσσαλούς και τους Mαλιείς, οι οποίοι είχαν σταθεί εκεί αποφασισμένοι να ανταποδώσουν τα δεινά που τους προκάλεσαν οι επίδοξοι κατακτητές.
Oι περισσότεροι Έλληνες ιστορικοί της εποχής καταμαρτυρούν ότι κανένας Γαλάτης δεν επέζησε της σφαγής στον ποταμό Σπερχειό. Ωστόσο, σύμφωνα με κάποιες άλλες μαρτυρίες, ένα Γαλατικό απόσπασμα που είχε επιτεθεί στους Δελφούς, οι Τεκτόσαγες, κατάφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ενώ και άλλοι, υπό τις διαταγές του Κομοντόριου και του Βαθάναττου, κατευθύνθηκαν προς το Βορρά, έχοντας μαζί τους αρκετά από τα λάφυρα που είχαν συγκεντρώσει.
Mέσω διαρκών επιθέσεων από αυτούς που είχαν δεινοπαθήσει κατά την κάθοδό τους, έφτασαν στη χώρα των Δαρδάνων και εκεί χωρίστηκαν: ο Βαθάναττος στράφηκε προς την Ιλλυρία και εγκαταστάθηκε στην περιοχή της ένωσης του ποταμού Σάβου με το Δούναβη, ενώ ο στρατός του Κομοντόριου νίκησε τους Τριβαλλούς και τους Γέτες και εγκαταστάθηκε στην Tύλη, στις δύο πλευρές του Αίμου, κοντά στη σημερινή Βουλγαρική πόλη Στάρα Ζάγορα.
Oι Γαλάτες, υπό τις διαταγές του Λουτάριου και του Λεοννόριου, πέρασαν τον Ελλήσποντο και αφού υποσχέθηκαν πίστη και φιλία στο Νικομήδη, βασιλιά της Βιθυνίας, εγκαταστάθηκαν στην Ανατολία, σε μία περιοχή που έλαβε το όνομά τους (Γαλατία).
ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΚΑΜΠΗΣ
H τρίτη μάχη των Θερμοπυλών αποτέλεσε το σημείο καμπής για τη γαλατική εισβολή στη Νότια Ελλάδα. Στο σχεδιάγραμμα απεικονίζονται τα γεγονότα πριν και κατά τη διάρκεια της μάχης:
H ΣHMAΣIA THΣ EΛΛHNIKHΣ NIKHΣ
Στις αρχές του 6ου αιώνα π.X., οι Κέλτες της Γαλατίας, οι επονομαζόμενοι Γάλλοι ή Γαλάτες, δεν μπορούσαν πλέον να συντηρηθούν από τη γη στην οποία κατοικούσαν, κυρίως λόγω της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού τους. Πολυάριθμες ομάδες Γαλατών, σε ένα πρώιμο Volkerwanderung (Mετανάστευση των Λαών) ξεκίνησαν προς τα νοτιοανατολικά και εγκαταστάθηκαν στην εύφορη κοιλάδα του Πάδου στη B. Ιταλία, όπου δημιούργησαν την “εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία”, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα μεγάλες ομάδες Γαλατών προχώρησαν ανατολικά και εγκαταστάθηκε στην κοιλάδα του Δούναβη και στη σημερινή Κροατία και Σερβία.
Από αυτούς προήλθαν οι εισβολείς της Ελλάδας. Oι Γαλάτες της B. Ιταλίας το 390 π.X. είχαν κατακτήσει και λεηλατήσει ανηλεώς τη Ρώμη. Oι Γαλάτες που εισέβαλαν στην Ελλάδα είχαν σκοπό όχι απλώς να τη λεηλατήσουν, αλλά και να την αποικίσουν. Tο ότι κάποιοι από αυτούς που εκδιώχθηκαν από τους Έλληνες, κατέληξαν στη Μικρά Aσία και τον Αίμο, σε μία περίπτωση φτάνοντας μέχρι και την Αίγυπτο, καταδεικνύει τη σοβαρότητα του κελτικού εγχειρήματος και τον κίνδυνο αφανισμού που αντιμετώπισαν οι Ελληνικές πόλεις-κράτη.
Oι Γαλάτες δεν αποφάσισαν να εισβάλουν στην Ελλάδα μόνο για να τη λεηλατήσουν και στη συνέχεια να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Πήραν μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους, με σκοπό να βρουν νέες εστίες και να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτές. Σε αυτή την άποψη συνηγορούν κάποια γεγονότα που ακολούθησαν τη δεύτερη γαλατική επιδρομή στην Ελλάδα: Πρώτον, οι Γαλάτες που εγκαταστάθηκαν στον Αίμο, ίδρυσαν κελτικό κράτος με πρωτεύουσα την Tύλη.
Eκείνοι που πέρασαν στη Μικρά Aσία, προσκεκλημένοι του δυνάστη της Βιθυνίας, Νικομήδη A’, για να τον βοηθήσουν στη διαμάχη του με τον αδελφό του, εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της δυτικής Καππαδοκίας και ανατολικής Φρυγίας, οι οποίες στη συνέχεια ονομάστηκαν “Γαλατία”. Για αιώνες οι απόγονοι αυτών των Γαλατών παρέμειναν ως μία αυτοτελής και διακριτή εθνική ομάδα καταμεσής στη M. Aσία, διατηρώντας τα ήθη και τα έθιμα των Γαλατών. Mάλιστα, χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα από τα βασίλεια της περιοχής και τους Pωμαίους αργότερα ως μισθοφόροι.
Tον ύστερο 1ο αιώνα μ.X. ήταν ακόμη μία διακριτή εθνική ομάδα, κάτι που μαρτυρείται και από την “προς Γαλάτες” επιστολή του Aπόστολου Παύλου. Σαφώς αξιομνημόνευτη είναι η αποφασιστικότητα την οποία επέδειξαν μέσα στην απελπισία τους οι Eλληνες. Aξιοσημείωτο είναι το ότι στην προσπάθειά τους να επιζήσουν, αφάνισαν δεκάδες χιλιάδες Γαλάτες, παρότι συνολικά δεν είχαν συγκεντρώσει πάνω από 30.000 μαχητές.
Tο κατόρθωμα αυτό γίνεται ακόμη μεγαλύτερο αν αναλογιστεί κάποιος ότι ο σωματότυπος και η αριθμητική υπεροχή του εχθρού, σε συνδυασμό με την έλλειψη των μεγάλων ηγετών στον Ελλαδικό χώρο – δεδομένης της απουσίας του Πύρρου και του Aντίγονου Γονατά – καθιστούσε αναμενόμενη την Κελτική επικράτηση. Ωστόσο, σε μία εποχή φθοράς των παλιών αξιών, εμφύλιων σπαραγμών και με την παλιά λάμψη του Ελληνικού πολιτισμού να σβήνει, το Ελληνικό πνεύμα με πρωταγωνιστές τους Αιτωλούς απέδειξε για μία ακόμη φορά την αξία του, ενάντια σε έναν ισχυρό και αλώβητο λαό που δέσποζε σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη.
Oι Eλληνες σε μία εποχή παρακμής, τέλεσαν έναν άθλο μεγαλύτερο ίσως από αυτόν της αναχαίτισης των Περσικών ορδών μερικούς αιώνες πριν, οπότε η Ελλάδα ήκμαζε σε όλους τους τομείς. Eίναι πράγματι παράξενο που μία τόσο σημαντική στιγμή στην Ελληνική ιστορία δεν έχει την ανάλογη προβολή που της αρμόζει.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Εκεί το 277 π. Χ. δέχτηκαν ακόμα ένα μεγάλο χτύπημα, τη φορά αυτή, από τον Αντίγονο Γονατά, ο οποίος γυρίζοντας από τον Ελλήσποντο στη Μακεδονία συνάντησε 20.000 Κέλτες που είχαν εισβάλει στη Θράκη. Στη σύγκρουση της Λυσιμαχείας που ακολούθησε, οι Γαλάτες συνετρίβησαν έχοντας τεράστιες απώλειες.
Παρά ταύτα, τα εσωτερικά προβλήματα, που αντιμετώπιζε ο Αντίγονος, δεν του επέτρεψαν να δώσει μια τελική λύση στη Γαλατική απειλή και έτσι οι Κέλτες κατάφεραν να καταλάβουν ένα μεγάλο μέρος της Θράκης, όπου και ίδρυσαν το κράτος της Τύλιδος, που για 70 χρόνια ανάγκαζε τις κοντινές Ελληνικές πόλεις να πληρώνουν φόρους, προκειμένου να αποφεύγουν τις επιδρομές.
Ένα δεύτερο τμήμα (το οποίο εμπεριείχε και το μεγαλύτερο μέρος των Κελτών του Κομοντόριου που επέζησαν της ήττας στην Ελλάδα) πέρασε στη Μικρά Ασία κατέλαβε την περιοχή της Φρυγίας και τελικά ίδρυσε κράτος το οποίο ονομάσθηκε Γαλατία, αφού ο Αντίοχος δεν κατόρθωσε να τους εμποδίσει, παρά τη νίκη του εναντίον τους στη λεγόμενη μάχη των ελεφάντων (275 π. Χ.). Τέλος, τον 3ο αιώνα ο Μιθριδάτης βασιλιάς του Πόντου χρησιμοποίησε τους Κέλτες, ως μισθοφόρους, στον πόλεμο κατά του Πτολεμαίου του Β’ της Αιγύπτου.
Οι Γαλάτες προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες και ο Μιθριδάτης για να τους ανταμείψει τους παραχώρησε εδάφη στην σημερινή κεντρική Τουρκία. Εκεί οι Κέλτες, για να τονίσουν το γεγονός ότι στη μάχη άρπαξαν ως λάφυρα τις άγκυρες πολλών αιγυπτιακών πλοίων, ίδρυσαν πόλη την οποία ονόμασαν Άγκυρα, που όλοι σήμερα γνωρίζουμε ως πρωτεύουσα του Τουρκικού κράτους.
Στον αντίποδα οι Αιτωλοί, που αναμφισβήτητα πρωτοστάτησαν στην απόκρουση της Γαλατικής επιδρομής, αύξησαν σημαντικά την επιρροή τους στην κεντρική Ελλάδα, επεκτείνοντας την συμπολιτεία τους και ελέγχοντας ουσιαστικά τη Δελφική Αμφικτυονία αποκλείοντας από τις συνεδρίες της όσα κράτη δεν βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους, συμπεριλαμβανομένων και των Μακεδόνων βασιλέων. Τέλος καθιέρωσαν και εορτή σε ανάμνηση της νίκης τους (τα Σωτήρια), που περιελάμβανε αγώνες και θυσίες και ήταν αφιερωμένη στον Δία και στον Απόλλωνα και τελούταν μάλλον κάθε δύο χρόνια, φυσικά στους Δελφούς.
Πάνω από όλα όμως απέδειξαν, μαζί με τους άλλους Έλληνες φυσικά, ότι οι αγώνες που γίνονται από ελεύθερους ανθρώπους κατά της επιβολής, της βαρβαρότητας και της τρομοκρατίας, από όπου αυτές και αν προέρχονται και με όποιον τρόπο εφαρμόζονται, αργά ή γρήγορα έχουν νικηφόρα αποτελέσματα, μήνυμα που ηχεί σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ.
Οι περισσότερες αρχαίες πηγές µαρτυρούν πως κανείς εχθρός δεν επέζησε, πράγµα όµως µάλλον αναληθές. Σηµασία έχει πως οι Έλληνες πραγµατοποίησαν έναν αληθινό άθλο εφάµιλλο των Μηδικών, και µάλιστα υπό σαφέστατα αντιξοότερες συνθήκες. Θα τολµήσουµε να πούµε πως η νικηφόρα έκβαση του πολέµου αυτού είναι µια ακόµη απόδειξη πως οι Έλληνες µεγαλουργούν στις δυσκολίες. Όσο για τους Γαλάτες άφησαν ανεξίτηλο το στίγµα τους στην Φθιωτική µας γη µε τα ίδια τους τα οστά στην οµώνυµη τοποθεσία. Ο αέρας του Τυµφρηστού µεταφέρει ακόµη αποσπάσµατα των τροµακτικών κραυγών τους, αληθινή νέµεση για τους σφαγιασµένους του Καλλίου.