Μικρασιατική Εκστρατεία – Α’

Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ”ΜΕΓΑΛΗΣ ΙΔΕΑΣ”

ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ – ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Η Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα

Ο 19ος αιώνας έληξε για την Ελλάδα με δύο επεισόδια που έπληξαν όλες τις εκφάνσεις της οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής ζωής της χώρας. Στις 10 Δεκεμβρίου 1893 ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης αναγνώρισε, σε αγόρευσή του στο Κοινοβούλιο, την πτώχευση του Ελληνικού κράτους, όταν είπε εκείνο το κλασικό «Κύριοι, δυστυχώς, επτωχεύσαμεν». Mε νόμο η κυβέρνησή του περιόρισε την εξυπηρέτηση των τόκων κατά 30% και ανέστειλε την πληρωμή των τοκοχρεολυσίων. Τέσσερα χρόνια αργότερα η Ελλάδα ενεπλάκη σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο οποίος είναι γνωστός στην ιστορία ως ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να ηττηθεί μέσα σε 30 ημέρες, και παρ’ ολίγον να χάσει τη Θεσσαλία, η οποία μόλις το 1881 είχε προσαρτηθεί στο Ελληνικό κράτος.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας όταν η Ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει στην Κρήτη μοίρα του Ελληνικού στόλου, και στρατιωτικό σώμα, για να εμποδίσει την απόβαση Οθωμανικών δυνάμεων στη Μεγαλόνησο, στόχος των οποίων ήταν να καταπνίξουν την εξέγερση των Κρητικών. Οι Κρητικοί είχαν εξεγερθεί γιατί η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραβίαζε τις διατάξεις της Σύμβασης της Χαλέπας, με την οποία παραχωρήθηκαν στους Χριστιανούς κατοίκους της Κρήτης δικαιώματα, τα οποία ουσιαστικά ισοδυναμούσαν με την παροχή καθεστώτος ημιαυτονομίας στη Μεγαλόνησο.

Η Συνθήκη Ειρήνης, που υπογράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη το Δεκέμβριο του 1897, υπήρξε ταπεινωτική για την Ελλάδα, αφού υποχρεώθηκε να πληρώσει πολεμική αποζημίωση τεσσάρων εκατομμυρίων Τουρκικών λιρών, ποσό τεράστιο για τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας, ιδιαίτερα μετά από τη πτώχευση του 1893. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να ζητήσει δάνειο από τις Μεγάλες Δυνάμεις, με αποτέλεσμα να δεχθεί Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, απαρτιζόμενο από αντιπροσώπους των Δυνάμεων, οι οποίοι είχαν αναλάβει τη διαχείριση της Ελληνικής οικονομίας μέχρι την εξόφληση του δανείου.

Τον Σεπτέμβριο του 1898, σφαγές Ελλήνων και Άγγλων από τους Τούρκους στο Ηράκλειο, συντέλεσαν ώστε οι Μεγάλες Δυνάμεις να επέμβουν και να ζητήσουν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία να αποσύρει τον στρατό της από την Κρήτη. Τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους ο πρίγκιπας Γεώργιος αποβιβάσθηκε στην Κρήτη ως Ύπατος Αρμοστής των Μεγάλων Δυνάμεων. Η τελική ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα έγινε την 1η Δεκεμβρίου 1913, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους.

Από τα τέλη του 19ου αιώνα η Μακεδονία βρέθηκε στο επίκεντρο εδαφικών διεκδικήσεων από τη Βουλγαρία, η οποία μετά την πραξικοπηματική κατάληψη της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885, έστρεψε την προσοχή της στη Μακεδονία, που την περίοδο εκείνη αποτελούσε περιφέρεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από το 1893 η Βουλγαρία είχε αρχίσει μια κίνηση στο χώρο της Μακεδονίας μεταξύ του Χριστιανικού πληθυσμού, με σύνθημα την αυτονομία της Μακεδονίας. Με άλλα λόγια, η Βουλγαρία παρουσιαζόταν ως υπέρμαχη των δικαιωμάτων των Χριστιανών κατοίκων της Μακεδονίας.

Αυτό για τη Βουλγαρία ήταν το πρώτο στάδιο ενός μακρόπνοου προγράμματος για την τελική προσάρτηση της Μακεδονίας, και την έξοδό της στο Αιγαίο Πέλαγος. Όταν όμως διαπίστωσε πως με την πειθώ δεν επιτύγχανε τον απώτερο σκοπό της, η Βουλγαρία άρχισε να χρησιμοποιεί βία, με την αποστολή ενόπλων ομάδων, και την άσκηση πίεσης στους Έλληνες ιερείς και δασκάλους να προσχωρήσουν στην Βουλγαρική Εξαρχία, απομακρυνόμενοι έτσι από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.

Κατά το διάστημα 1904 – 1908 ο Μακεδονικός Αγώνας μπήκε σε νέα φάση, με ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Βουλγαρικών και Ελληνικών ομάδων, χωρίς όμως την επίσημη συμμετοχή του Ελληνικού κράτους, λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπιζε, όπως αναφέραμε πιο πάνω. Παρόλα αυτά, τα Ελληνικά Προξενεία της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου είχαν γίνει κέντρα συντονισμού του αγώνα εναντίον των Βουλγάρων, ενώ ανταρτικά σώματα από Έλληνες της Μακεδονίας, αλλά και εθελοντές από την ελεύθερη Ελλάδα και την Κρήτη, στελεχωμένα από αξιωματικούς του Ελληνικού στρατού, άρχισαν την ένοπλη δράση για να εξουδετερώσουν τις Βουλγαρικές ενέργειες.

Οι επιτυχίες των Ελλήνων στον ακήρυκτο εκείνο πόλεμο εναντίον των επεκτατικών σχεδίων της Βουλγαρίας τόνωσαν την αυτοπεποίθηση του Ελληνικού έθνους, το οποίο άρχισε να διαβλέπει την πιθανότητα ανάκτησης των βόρειων Ελληνικών περιφερειών, οι οποίες είχαν πάρει μέρος στην Επανάσταση του 1821, αλλά δεν είχαν κατορθώσει να απελευθερωθούν. Ως εκ τούτου, η Μακεδονία βρισκόταν στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας. Οι προκλήσεις της Βουλγαρίας έδωσαν το έναυσμα για την προβολή του Μακεδονικού Ζητήματος στην πολιτική σκηνή και στη συνείδηση του Ελληνικού λαού.

Έτσι είχε η κατάσταση στη Μακεδονία, όταν τον Ιούνιο του 1908 έγινε το Κίνημα των Νεοτούρκων από αξιωματικούς του Γ΄ Σώματος του Οθωμανικού Στρατού, που έδρευε στη Θεσσαλονίκη. Στόχος των Νεοτούρκων ήταν η ανατροπή του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄, ο οποίος βρισκόταν στη αρχή από το 1876, και είχε επιβάλει ένα απολυταρχικό καθεστώς. Οι εθνικιστές Νεότουρκοι – μεταξύ αυτών ήταν και ο Κεμάλ Πασάς, αργότερα γνωστός ως Ατατούρκ (πατέρας των Τούρκων) -, αφού κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, επέβαλαν στον Σουλτάνο να επαναφέρει το Σύνταγμα του 1876, πράγμα που έπραξε τον Ιούλιο του 1908.

Όταν μια αντεπανάσταση εναντίον των Νεοτούρκων το 1909 απέτυχε, ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β΄ αντικαταστάθηκε από τον Μωάμεθ Ε΄, του οποίου οι δικαιοδοσίες περιορίστηκαν σημαντικά. Το σύνθημα των Νεοτούρκων για συναδελφοσύνη των εθνοτήτων, σεβασμό των θρησκευτικών τους δοξασιών, για ισονομία και για ισοπολιτεία, βρήκε μεγάλη απήχηση σε όλες τις εθνοτικές ομάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη Μακεδονία το Κίνημα των Νεοτούρκων είχε μεγαλύτερη απήχηση, δεδομένου ότι ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα να τεθεί τέρμα στον Μακεδονικό Αγώνα. Ο Θάνος Βερέμης, Καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, γράφει τα ακόλουθα:

«Η είδηση της νίκης των Νεοτούρκων έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από όλες τις εθνότητες της Μακεδονίας. Έλληνες, Βούλγαροι, Αρμένιοι και Τούρκοι αγκαλιάζονταν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, πανηγυρίζοντας την αφετηρία μιας νέας εποχής ειρηνικής συμβίωσης».

Γρήγορα όμως έγινε αντιληπτό πως οι εξαγγελίες των Νεοτούρκων για αδελφοσύνη, ισονομία και ισοπολιτεία όλων των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν «προπέτασμα καπνού», αφού κύριος στόχος τους ήταν ο βίαιος εξισλαμισμός και εκτουρκισμός των μειονοτήτων που είχαν διατηρήσει την εθνική τους συνείδηση, τη γλώσσα τους και το θρήσκευμά τους. Ως αντίδραση σε αυτούς τους στόχους των Νεοτούρκων, αλλά και για τη βελτίωση των ενόπλων δυνάμεων, της διοίκησης και της παιδείας της χώρας, καθώς και για την απομάκρυνση του διαδόχου του Θρόνου και των πριγκίπων από ηγετικές στρατιωτικές θέσεις, αξιωματικοί του ελληνικού στρατού σχημάτισαν τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο.

Ο οποίος στις 15 Αυγούστου 1909, στο στρατόπεδο Γουδί της Αττικής οργάνωσε κίνημα, γνωστό ως το ”Κίνημα στο Γουδί”. Για τη διαμεσολάβηση μεταξύ του κινήματος και του Θρόνου, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος κάλεσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος είχε πάρει μέρος στα επαναστατικά κινήματα της Κρήτης, και είχε ταχθεί υπέρ της ένωσης της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα. Έτσι αρχίζει η παρουσία του Βενιζέλου στο προσκήνιο της Ελληνικής πολιτικής, στην οποία θα διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας 1910 – 1920. Οι απαρχές του 20ου αιώνα βρίσκουν την Ελλάδα να ανασυγκροτείται και να αναπτύσσει έντονη εθνική συνείδηση.

Η ατυχής έκβαση του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, όπως και η ένταση που επακολούθησε στο χώρο της Μακεδονίας από την εκεί δράση των Βούλγαρων Κομιτατζήδων, κατέδειξαν στους ιθύνοντες, πολιτικούς και στρατιωτικούς, αλλά και σε ολόκληρο τον Ελληνικό λαό την ανάγκη να ληφθούν άμεσα μέτρα για τη στρατιωτική και διπλωματική προπαρασκευή της χώρας, τη ρεαλιστικότερη αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων και την απελευθέρωση των υπόδουλων εδαφών της Μακεδονίας και της Θράκης. Από το 1912 έως και το 1922 ο Ελληνικός Στρατός πολεμά ηρωικά για την απελευθέρωση των εδαφών του από την Τουρκική και Βουλγαρική κυριαρχία.

Επεκτείνει την επικράτεια της χώρας κατά 56.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, απελευθερώνοντας τη Μακεδονία και τη Θράκη. Οι πολύχρονες μάχες, η οικονομική και ψυχολογική εξουθένωση της χώρας, οι εσωτερικές πολιτικές προστριβές, μαζί με την έλλειψη συμμαχικής υποστήριξης, κατέληξαν στην υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη Μικρά Ασία το 1922 και την τραγωδία του εκεί Ελληνικού πληθυσμού. Οι πολεμικές επιχειρήσεις μεταξύ 1912 – 1922 διέλυσαν οικονομικά τη χώρα και έφεραν σοβαρές πολιτικές ταραχές, οι οποίες διατηρήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου.

Μετά το 1933 και την άνοδο του φασισμού σε Ιταλία – Γερμανία, η διεθνής κατάσταση είχε αρχίσει να επιδεινώνεται και οι Ινδοευρωπαϊκές αντιθέσεις έπαιρναν επικίνδυνη διάσταση. Το Φεβρουάριο του 1934 υπογράφεται το περίφημο «Βαλκανικό Σύμφωνο Συνεννοήσεως» μεταξύ Ελλάδας – Γιουγκοσλαβίας – Τουρκίας – Ρουμανίας, αμυντικού χαρακτήρα, το οποίο παγίωνε την ειρήνη και διασφάλιζε το σεβασμό του εδαφικού καθεστώτος στη Βαλκανική.

 

Α’ – Β’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ (1912 – 1913)

Βαλκανικοί Πόλεμοι είναι οι πόλεμοι που έγιναν το 1912 – 1913, αρχικά από τα σύμμαχα Χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής, Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο εναντίον της Τουρκίας για την απελευθέρωση των υπόδουλων ακόμη ομοεθνών και εδαφών τους (Α’ Βαλκανικός Πόλεμος) και στη συνέχεια από την Ελλάδα και τη Σερβία εναντίον της Βουλγαρίας, εξαιτίας των επιθετικών ενεργειών της τελευταίας, αποτέλεσμα των εδαφικών διεκδικήσεών της σε βάρος των πρώην συμμάχων της (Β’ Βαλκανικός Πόλεμος). Οι πολύπλοκοι και σύνθετοι Βαλκανικοί πόλεμοι των ετών 1912 – 1913 αντιπροσωπεύουν μία περίοδο της Ευρωπαϊκής ιστορίας στην οποία κυριαρχεί ο εθνικισμός και ο ανταγωνισμός.

 

Οι πόλεμοι αυτοί αποτελούν την πρώτη συνδυασμένη προσπάθεια των Βαλκανικών λαών να μιμηθούν το παράδειγμα των Ιταλών και των Γερμανών και να σχηματίσουν εθνικά κράτη εις βάρος μιας πολυεθνικής ξένης δύναμης, εν προκειμένω της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήταν δύο πόλεμοι που έγιναν στα Βαλκάνια το 1912 – 1913 στους οποίους αρχικά η Βαλκανική Συμμαχία (Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα και Βουλγαρία) επιτέθηκε και απέσπασε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το Κοσσυφοπέδιο, την Μακεδονία και το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης.

Ενώ στη συνέχεια, μετά τις διαφωνίες μεταξύ των νικητών για τον τελική διανομή των κατακτημένων εδαφών, ξέσπασε δεύτερος πόλεμος (αυτή τη φορά με τη συμμετοχή και της Ρουμανίας), από τον οποίο εξήλθε ηττημένη η Βουλγαρία, χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που είχε αρχικά προσαρτήσει. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι επαναπροσδιόρισαν τα σύνορα στην Βαλκανική Χερσόνησο με την Ελλάδα , τη Ρουμανία, το Μαυροβούνιο και τη Σερβία να επεκτείνονται και την Βουλγαρία να καταλαμβάνει τελικά την οροσειρά της Ροδόπης και την Δυτική Θράκη. Η Ελλάδα αποκόμισε το μεγαλύτερο κομμάτι της Ηπείρου και μοιράστηκε με την Σερβία το μεγαλύτερο κομμάτι της διαφιλονικούμενης περιοχής της Μακεδονίας.

Το Μαυροβούνιο με την Σερβία μοιράστηκαν το πρώην Σαντζάκιο (Τουρκική περιφέρεια) του Νόβι Πάζαρ, με την δεύτερη να καταλαμβάνει και την περιοχή του Κοσσυφοπεδίου. Την ίδια στιγμή δημιουργήθηκε η ανεξάρτητη Αλβανία και η πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία σχεδόν εξαφανίστηκε από την Ευρωπαϊκή ήπειρο. Εξ αιτίας, όμως, των αντιζηλιών και διεκδικήσεων κοινών εδαφών, οι εθνικές επιθυμίες των Βαλκανικών κρατών δεν είχαν όλες εκπληρωθεί, πράγμα που οδήγησε σε περαιτέρω συγκρούσεις στην περιοχή, τόσο κατά τον Α΄ όσο και κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που ακολούθησαν.

 

Α´ Βαλκανικός Πόλεμος

Ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος προκλήθηκε στο πλαίσιο μιας διεθνούς συγκυρίας που ευνοούσε την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης (statusquo) και την εκδίωξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα Ευρωπαϊκά της εδάφη. Οι μεγάλες αποικιοκρατικές Ευρωπαϊκές δυνάμεις προετοιμάζονταν για πόλεμο μεταξύ τους κι ο χώρος των Βαλκανίων και της Εγγύς Ανατολής αποκτούσε ζωτική σημασία για τα συμφέροντά τους. Έτσι, η Γερμανία σημείωνε μεγάλη διείσδυση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και το κίνημα των Νεότουρκων στρεφόταν προς τις κεντρικές δυνάμεις, δηλαδή τους Γερμανούς και την Αυστροουγγαρία. Η πραγματικότητα αυτή κινητοποιούσε τις αντίπαλες δυνάμεις.

Η Αγγλία έπαψε πλέον να αντιδρά σε ενδεχόμενες αλλαγές της υφιστάμενης κατάστασης στα Βαλκάνια, η Γαλλία τις ευνοούσε ανοιχτά και η Ρωσία μη μπορώντας να πράξει αλλιώς, αφού απέτυχε να δημιουργήσει μια συμμαχία των Οθωμανικών και των Βαλκανικών κρατών ενάντια στην Αυστροουγγαρία αρκέστηκε σε μια συμμαχία των Βαλκανικών χωρών με εχθρικό προς τις κεντρικές δυνάμεις (δηλαδή, τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία) προσανατολισμό. Ο πυρήνας και των δύο αυτών Βαλκανικών Συμμαχιών για τον ευρύ Βαλκανικό πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μπορεί να βρεθεί στο πρόγραμμα 1861 της Σερβικής κυβέρνησης και στο υπουργείο των εξωτερικών υποθέσεων κατά τα έτη 1861 – 1867.

Ο Σέρβος πολιτικός Ηλίας Γκαράσανιν (IlijaGarašanin1812 – 1874) – πρόκειται για τον συγγραφέα του Načertanije / «προσχεδίου» του έτους 1844, ενός μυστικού εγγράφου με το πρόγραμμα της πολιτικής ενοποίησης του Σερβικού λαού σε ενιαίο εθνικό κράτος) πρώτος προσπάθησε να κάνει μια πολιτικο-στρατιωτική συμφωνία με το Βασίλειο της Ελλάδας. Για να γίνουμε πιο ακριβείς, ο Γκαράσανιν υπέβαλε στις αρχές Μαρτίου 1861 ένα μυστικό υπόμνημα στον πρίγκιπα της Σερβίας Μιχαήλ Οβρένοβιτς (Mihailo Obrenović 1823 – 1868), με το οποίο προέτρεπε τον τελευταίο να κατανοήσει ότι το Σερβικό εθνικό συμφέρον τον καλεί να συνάψει συμφωνία με την Ελλάδα.

Σύμφωνα με το υπόμνημα, υπήρξαν ζωτικής σημασίας λόγοι για τη συμμαχία, κατ’ αρχάς μεταξύ της Σερβίας και της Ελλάδας και, αργότερα, μεταξύ όλων των άλλων Χριστιανικών κρατών των Βαλκανίων που ενδιαφέρονταν για την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι λόγοι αυτοί ήταν:

  • Η κοινή χριστιανική πίστη των Σέρβων και των Ελλήνων
  • Η κοινή ανάγκη και επιθυμία για ελευθερία
  • Η δημιουργία ενωμένων εθνικά ανεξάρτητων κρατών Σέρβων και Ελλήνων
  • Ως ένα καλό παράδειγμα για τα υπόλοιπα Χριστιανικά έθνη στα Βαλκάνια που επιδιώκουν τη δική τους εθνική απελευθέρωση από τον Οθωμανικό ζυγό
  • Το γεγονός ότι αν η Ελλάδα και η Σερβία δεν καταφέρουν να απελευθερώσουν τους ομοεθνείς τους που ζούσαν ακόμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τόσο η Ελλάδα όσο και η Σερβία θα εξαφανιστούν ως ανεξάρτητα κράτη
  • Άλλωστε και οι δύο χώρες θα μπορούσαν να χάσουν την ανεξαρτησία τους -πράγμα που θα απέτρεπε η μεταξύ τους συμμαχία- γιατί οι μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις θα μπορούσαν να συμπεράνουν ότι οι Έλληνες και οι Σέρβοι δεν ήταν αρκετά ώριμοι για να απολαύουν των δικών τους εθνικά ανεξάρτητων κρατών, επειδή κατά το χρόνο του σημείωματος μόνο μια μειοψηφία των Ελλήνων και των Σέρβων ζούσαν εντός των ορίων των δικών τους εθνικών κρατών
  • Η δημιουργία του ελληνοσερβικού συμφώνου θα κλονίσει την πίστη ότι η μοίρα των Σέρβων και Ελλήνων εξαρτάται κυρίως από τις αποφάσεις των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων και, τέλος
  • Το «Ανατολικό Ζήτημα» έπρεπε να επιλυθεί από τους ίδιους τους πληθυσμούς των Βαλκανίων και όχι από τις ξένες μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις.

 

Η αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιταχύνθηκε μετά το κίνημα των Νεότουρκων το 1908. Το Τουρκικό Συμβούλιο Ενότητας και Προόδου αύξαινε προοδευτικά την εχθρότητά του απέναντι στους Χριστιανικούς πληθυσμούς ενώ ταυτόχρονα αποξένωνε τον μόνο λαό που ήταν παραδοσιακά αφοσιωμένος στο καθεστώς: τους Αλβανούς. Η Αλβανική εξέγερση του 1911 προανήγγειλε ριζικές αλλαγές στην ισορροπία δυνάμεων στην Βαλκανική χερσόνησο. Οι Αλβανοί ηγέτες, προς αποφυγή του διαμελισμού της χώρας τους προς όφελος των γειτόνων τους, (μια πιθανή κατάληξη μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους Ιταλούς το ίδιο έτος), αποφάσισαν και προκάλεσαν μια μεγάλη εξέγερση προκειμένου να εξασφαλίσουν την αυτονομία τους.

Τον Φεβρουάριο του 1912 υπογράφηκε συνθήκη συμμαχίας μεταξύ της Βουλγαρίας και της Σερβίας και τον Μάιο του ίδιου έτους υπογράφηκε μια παρόμοια συνθήκη μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας· τέλος, τον Αύγουστο του 1912, έγινε άλλη μία μεταξύ Μαυροβουνίου και Βουλγαρίας. Οι προσπάθειες να συμπεριληφθεί και η Ρουμανία στην Βαλκανική συμμαχία ήταν άκαρπες. Η συμμαχία αυτή δημιουργήθηκε υπό την στενή επίβλεψη της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Entente / Αντάντ – η συμμαχία Γάλλων, Άγγλων και Ρώσων κατά των Κεντρικών Δυνάμεων), που σκόπευε να την χρησιμοποιήσει στον επερχόμενο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά τα συμφέροντα των Βαλκανικών συμμάχων οδήγησαν αλλού τα πράγματα.

Οι τέσσερις σύμμαχοι πήραν την απόφαση να ασκήσουν πίεση στην Οθωμανική κυβέρνηση για μεταρρυθμίσεις και αυτονομία στις περιοχές της Μακεδονίας και της Αλβανίας. Όταν η Πύλη απέρριψε αυτήν την πρωτοβουλία, ο πόλεμος ξεκίνησε στις αρχές Οκτωβρίου 1912, παρά τις προσπάθειες των Μεγάλων Δυνάμεων να τον αναβάλουν.

 

Β’ Βαλκανικός Πόλεμος

Η διάσκεψη ειρήνης τελικά δημιούργησε λόγους για νέες προστριβές μεταξύ των Βαλκανικών συμμάχων, η δημιουργία Αλβανικού κράτους, που θα στερούσε την έξοδο προς στην Αδριατική στη Σερβία, την ανάγκασε να γίνει πιο αδιάλλακτη στις σχέσεις της με τη Βουλγαρία και να αθετήσει τις υποσχέσεις για παραχώρηση εδαφών (ως αποζημίωση) που είχε οριστεί εξαρχής με διακρατική συμφωνία. Ένας άλλος παράγοντας προστριβών ήταν και η έλλειψη Ελληνοβουλγαρικής συμφωνίας για την διανομή των νέων εδαφών, καθώς και οι «φιλομακεδονικοί» κύκλοι στη Βουλγαρία, που απαιτούσαν άμεση Βουλγαρική προσάρτηση της Θεσσαλονίκης.

Η Ελλάδα ήταν πλέον έτοιμη να αντιμετωπίσει από κοινού με την Σερβία την απειλή του πρώην συμμάχου τους: της Βουλγαρίας. Στις 16 Ιουνίου 1913 η Βουλγαρία με αιφνίδια έναρξη επιχειρήσεων καταλαμβάνει το Ιστίπ. Η επίθεση αυτή δεν χαρακτηρίστηκε επίσημα από την Βουλγαρία ως κήρυξη πολέμου. Η πολεμική ενέργεια αυτή είχε στρατιωτικούς και διπλωματικούς στόχους. Πρώτον να εξυψώσει το ηθικό του στρατού, δεύτερον να εκφοβίσει τους Έλληνες και τους Σέρβους, ώστε να ενδώσουν στα αιτήματα της βουλγαρικής κυβέρνησης, και τρίτον να εξαναγκάσει τη Ρωσία να επισπεύσει τη διαιτησία σύμφωνα με τους Βουλγαρικούς όρους.

Κύριο αίτιο του πολέμου ήταν το θέμα της διανομής των νεοαποκτηθέντων από τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο πρώην Οθωμανικών εδαφών. Μεταξύ των μελών του Βαλκανικού συνασπισμού, και ιδιαίτερα μεταξύ της Βουλγαρίας από τη μία πλευρά και Σερβίας και Ελλάδας από την άλλη, είχαν ενσκήψει σοβαρές διαφορές. Αν και η Σερβία με τη Βουλγαρία είχαν συνάψει συμφωνία διανομής, η Σερβία έπαψε να την αναγνωρίζει λόγω του ότι τμήμα του προβλεπόμενου μεριδίου της γινόταν ανεξάρτητη Ηγεμονία, (η Αλβανία), μη αποκτώντας διέξοδο στην Αδριατική, περιοριζόμενη έτσι από τα δυτικά. Η Βουλγαρία όμως επέμενε στα συμφωνηθέντα εδάφη.

Αντίθετα με την Ελλάδα δεν υπήρξε καμία συμφωνία διανομής, η μεν Σερβία αναγνώριζε τα δικαιώματα κατοχής του Ελληνικού στρατού, Πρωτόκολλο Αθηνών (1913), γνωστό και ως Πρωτόκολλο Κορομηλά – Μπόσκοβιτς, ενώ η Βουλγαρία επεδίωκε την έξωση των Ελλήνων από τα εδάφη αυτά, προκειμένου να ιδρύσει την προβλεπόμενη Μεγάλη Βουλγαρία της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Τα Βουλγαρικά στρατεύματα κατά τον χρόνο που είχαν καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία διέπραξαν εγκλήματα κατά των (αλλοθρήσκων) Τούρκων κατοίκων.

Επίσης τους (ομόθρησκους) Έλληνες και Σέρβους κατοίκους ανάγκαζαν να υπαχθούν εκκλησιαστικά στη Βουλγαρική εξαρχία, να χρησιμοποιούν τη Βουλγαρική γλώσσα και να εκβουλγαρίζουν τα ονοματεπώνυμά τους. Μάλιστα στις Σέρρες προχώρησαν και σε αλλαγή των καταλήξεων των ονομάτων στους τάφους στο νεκροταφείο της πόλης. Ειδικότερα στη γραμμή επαφής των στρατευμάτων οι Βούλγαροι συνεχώς χρησιμοποιούσαν μεθόδους συνεχούς διείσδυσης με συνέπεια ν΄ ακολουθούν συγκρούσεις. Βλέποντας τότε η Σερβία και η Ελλάδα τη Βουλγαρία ως κοινό κίνδυνο στις 19 Μαΐου (π.ημ.), ή 1 Ιουνίου (ν.ημ.) του 1913 συνδέθηκαν με αμυντική συμφωνία γνωστή ως Συνθήκη συμμαχίας Θεσσαλονίκης.

Έτσι η Βουλγαρία υπό την πεποίθηση της πολιτικής και στρατιωτικής της ηγεσίας στην υπεροχή του Βουλγαρικού στρατού και στις στρατηγικές ικανότητές του πήρε την απόφαση της αιφνιδιαστικής ομόχρονης επίθεσης κατά των τότε θέσεων του Σερβικού και Ελληνικού στρατού. Ορισμένοι ιστορικοί καταλογίζουν ένα μέρος της ευθύνης αυτής στην “υπερβολικά διαλλακτική” στάση της Ελληνικής κυβέρνησης έναντι της Βουλγαρίας στη διάρκεια των προστριβών που προηγήθηκαν του πολέμου, που ενδεχομένως δημιούργησε την εντύπωση στο Βουλγαρικό στρατηγείο πως μια βίαιη ενέργεια θα δημιουργούσε τετελεσμένα γεγονότα τα οποία οι Μεγάλες Δυνάμεις επεμβαίνοντας κατευναστικά θα αποδέχονταν.

Η Αυστρία υποστήριζε τις διεκδικήσεις της Ρουμανίας στη Βουλγαρική Δοβρουτσά με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Θεσσαλονίκης στη Βουλγαρία. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η ανάληψη της εξουσίας από τους Νεότουρκους υπό την ηγεσία του Εμβέρ Πασά και του Ταλαάτ Πασά μετά την παραίτηση των φιλελευθέρων, προοιώνιζαν δυσάρεστες εκπλήξεις για το μέλλον. Στις 14 Ιουνίου, στην Βουλγαρία σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Στόγιαν Ντάνεφ. Αν και Ρωσόφιλος, στις νέες συγκυρίες της εποχής εκείνης υποχώρησε στις πιέσεις φιλοπόλεμων στρατιωτικών κύκλων.

Στις 15 Ιουνίου ο υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας κάλεσε τους πρωθυπουργούς των Χριστιανικών Βαλκανικών κρατών σε διάσκεψη στην Πετρούπολη, υπό την διαιτησία του Τσάρου για την εξομάλυνση των διαφορών. Η Βουλγαρική πλευρά έθεσε υπερβολικούς όρους στις συνομιλίες, ταυτόχρονα η Ρουμανική πλευρά δήλωνε ότι σε περίπτωση που διασπαστεί οριστικά η Βαλκανική συμμαχία θα εισέλθει στον πόλεμο για να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της στα διαφιλονικούμενα εδάφη με την Βουλγαρία. Η Βουλγαρική πολιτική στην ουσία καθοριζόταν περισσότερο από το υπουργείο πολέμου και τους στρατιωτικούς κύκλους και όχι τόσο από τον ίδιο τον πρωθυπουργό της.

Έτσι, στις 21 Ιουνίου, ο στρατηγός Μιχαήλ Σαβόφ, επικαλούμενος την εξάντληση του στρατού του, επέδωσε τελεσίγραφο στον Βούλγαρο πρωθυπουργό να αποσαφηνίσει άμεσα τη θέση του: πόλεμος ή αποστράτευση. Ο βασιλιάς της Βουλγαρίας Φερδινάνδος, τασσόμενος με τις πληροφορίες του Σαβόφ συνηγόρησε υπέρ της στρατιωτικής λύσης. Έτσι ήταν όλα έτοιμα για την επικείμενη σύγκρουση.

 

ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ 1914 – 1917

Όλα ξεκίνησαν στις 15 Αυγούστου 1909 μια μυστική οργάνωση στρατιωτικών που έδρασε στην Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα, υπό την ονομασία Στρατιωτικός Σύνδεσμος, προχώρησε σε κίνημα στο Γουδί με αιτήματα μεταρρυθμίσεις στο στράτευμα, τη δικαιοσύνη, την παιδεία και την πολιτική ζωή της χώρας. Από το 1897, λόγω του ατυχούς Ελληνοτουρκικού πολέμου, η Ελλάδα βίωνε μια εξευτελιστική συντριβή, την εποχή μάλιστα που η κοινωνία της βρισκόταν στο απόγειο της εθνικής και αλυτρωτικής έξαρσης. Είχε υποστεί την οικονομική και πολιτική κατάρρευση του κράτους της, δεδομένο που συνεπαγόταν τον ισχυρό κλονισμό της αξιοπιστίας της στο εξωτερικό και την εκδήλωση της περιφρόνησης από το μέτωπο των ισχυρών της Ευρώπης.

Είχε ανεχθεί τέλος, την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, κατάφωρη μείωση της εθνικής κυριαρχίας. Ένα χρόνο πριν το κίνημα στο Γουδί, το 1908 η αντίδραση της Ελληνικής κυβέρνησης στη διακήρυξη εκ μέρους των Κρητών της Ένωσης με την Ελλάδα, δηλαδή η αποδοχή της διατήρησης της Κρήτης υπό την Τουρκική επικυριαρχία, προτάσσοντας την πάση θυσία αποφυγή Ελληνοτουρκικού πολέμου και υπακούοντας στην επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, έπληξε για άλλη μια φορά το κύρος του βασιλιά και του περιβάλλοντός του, ως προς την ικανότητά τους στη διαχείριση των εθνικών θεμάτων.

Στο χώρο των Ελλήνων αξιωματικών κυριαρχούσε αίσθημα ταπείνωσης και μειονεξίας, καταγόμενο από την ήττα του ’97 και διαιωνιζόμενο από την “άψογον”, όπως ειρωνικά ονομάστηκε, στάση της Ελλάδας στις σχέσεις με την Τουρκία, ειδικά με αφορμή την διακήρυξη της Ένωσης της Κρήτης. Ταυτόχρονα, καθολική είναι η δυσαρέσκεια απέναντι στον πολιτικό κόσμο, υπεύθυνο για την ανεπάρκεια του εξοπλισμού του στρατού, την εν γένει κακή κατάστασή του. Το κλίμα αναστάτωσης συμπλήρωναν τα παράπονα για ευνοιοκρατία αλλά και κάποιες Γερμανικής εμπνεύσεως ρυθμίσεις που παρακώλυαν τις προαγωγές και απειλούσαν με στασιμότητα τη σταδιοδρομία πολλών αξιωματικών, φαινόμενα συνδεδεμένα και τα δύο με τον πρίγκηπα Κωνσταντίνο, τον επικεφαλής του στρατεύματος.

Εξάλλου, η οικονομική κρίση το 1908, αποτέλεσμα της αδυναμίας διάθεσης των γεωργικών προϊόντων στο εξωτερικό και της διεθνούς ύφεσης που μείωσε τα εμβάσματα Ελλήνων από την Αίγυπτο και την Αμερική, έπληξε και τα εισοδήματα των στρατιωτικών, οι οποίοι, όπως και άλλες επαγγελματικοκοινωνικές ομάδες, στηρίζονταν εκτός του μισθού τους σε οικογενειακούς, αγροτικούς κυρίως, πόρους. Στο κλίμα αναβρασμού που υπήρξε στις ένοπλες δυνάμεις έπαιξε ρόλο κι ένα ακόμη γεγονός. Ήταν έντονη η επίδραση που είχε στους Έλληνες αξιωματικούς η κίνηση των Νεοτούρκων, της “Ένωσης και Προόδου”, η οποία ενέτεινε το υπάρχον αίσθημα μειονεξίας, αντιπαραθέτοντας στην αναγεννητική προσπάθεια των Τούρκων το τέλμα της Ελλάδας.

Έτσι, αρκετοί κατώτεροι κυρίως αξιωματικοί ίδρυσαν μια μυστική εταιρεία, η οποία άρχισε να αριθμεί όλο και περισσότερα μέλη, τον ”Στρατιωτικό Σύνδεσμο”, που τέθηκε τελικά υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Νικόλαου Ζορμπά. Μέσα σε αυτό το κλίμα γεννήθηκε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, από τη σύμπραξη μιας ομάδας υπαξιωματικών υπό τον ταγματάρχη Γεώργιο Σ. Καραϊσκάκη, εγγονό του στρατηγού της Ρούμελης, και μιας ομάδας κατώτερων αξιωματικών υπό τους Θεόδωρο Πάγκαλο και Επαμεινώνδα (Παμμίκο) Ζυμβρακάκη. Η ομάδα των υπαξιωματικών ιδρύθηκε πρώτη (συμμετείχαν σε αυτήν μεταξύ άλλων και οι Νικόλαος Πλαστήρας και Γεώργιος Κονδύλης) και είχε ως αιχμή επαγγελματικά αιτήματα.

Η ομάδα των «λοχαγών» ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1908 με έναν πυρήνα περί τους υπολοχαγούς Θεόδωρο Πάγκαλο και Χρήστο Χατζημιχάλη. Αυτοί, υπέγραψαν το πρώτο πρωτόκολλο του «Στρατιωτικού Συνδέσμου». Η ύπαρξη του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» έγινε ευρύτερα γνωστή στις 25 Ιουνίου του 1909 όταν ο φρούραρχος Αθηνών, συνταγματάρχης Σχινάς, εισέβαλε απρόσκλητος στο σπίτι του υπολοχαγού Χατζημιχάλη, την ώρα που πραγματοποιούσαν συνωμοτική σύσκεψη 181 αξιωματικοί – μέλη της οργάνωσης, απ’ όλα τα όπλα και μέχρι του βαθμού του συνταγματάρχη. Όμως η οργάνωση αυτή είχε προϊστορία. Γράφει ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος στα απομνημονεύματα του:

«Τον Οκτώβριον του 1908 συνήλθεν εις την οικίαν μου, επί της οδού Αριστοτέλους 37, ολιγάριθμος ομάς υπολοχαγών και ανθυπολοχαγών όπως συσκεφθώμεν περί του τρόπου ενεργείας προς αντιμετώπισιν της καταστάσεως. Μετά πολύωρον συζήτησιν απεφασίσαμεν τότε κατά πλειοψηφίαν ότι έπρεπε να συγκροτηθή Στρατιωτικός Σύνδεσμος, ο οποίος να επιβάλη Κυβέρνησιν έξω των κομμάτων, ήτις, υπό την επίβλεψιν του Συνδέσμου, να έχη δικτατορικήν εξουσίαν όπως προβή τάχιστα ”εις ανασυγκρότησιν των ενόπλων δυνάμεων της χώρας κατά ξηράν και κατά θάλασσαν” ως ανεγράφετο εις το αρχικόν σχέδιον του οικείου πρωτοκόλλου. 

Ούτω τον Οκτώβριο του 1908 ιδρύετο ο Σ.Σ. (Στρατιωτικός Σύνδεσμος) και ουχί τον Αύγουστο του 1909 ως ανεγράφεται υπό πάντων ανεξαιρέτως όσοι ησχολήθησαν με την ιστορία του ”Γουδί” πλανηθέντες εκ της κατά Ιούνιον του 1909 πρώτης εμφανίσεως αυτού εν την οικία Χατζημιχάλη».

Στην πραγματικότητα βέβαια, η συνωμοτική ομάδα των στρατιωτικών για την οποία κάνει λόγο ο Πάγκαλος δεν ήταν η μόνη που δρούσε στο στράτευμα, αν και σ’ αυτή ανήκει η τιμή ότι έδωσε στην όλη στρατιωτική συνωμοτική οργάνωση το ιστορικό όνομα «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» και προηγήθηκε της συγκρότησης άλλων ομάδων, γεγονός που επιβεβαιώνεται από διάφορες ιστορικές πηγές. Για την ακρίβεια μετά την ομάδα του Πάγκαλου, ομάδα συγκρότησαν τόσο οι λοχαγοί, όσο και οι υπαξιωματικοί. «Το Καλοκαίρι του 1909 -γράφει ο Τ. Βουρνάς- εξελίσσονται στο στρατό τρεις παράλληλες συνωμοτικές κινήσεις: των υπαξιωματικών, των ανθυπολοχαγών και των λοχαγών».

Όλες αυτές οι ομάδες, παρά τις διαφορές αντιλήψεων που είχαν μεταξύ τους, μπόρεσαν να βρουν μια κοινή γραμμή πλεύσης, αρχής γενομένης από τη σύσκεψη, που προαναφέραμε, στο σπίτι του υπολοχαγού Χατζημιχάλη. Στη συνέχεια συγκρότησαν 15μελή προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή από έξι λοχαγούς κι εννέα κατώτερους, που όμως όταν απέκτησε μονιμότερα χαρακτηριστικά και ξανασχηματίστηκε την αποτελούσαν 7 λοχαγοί και 2 υπολοχαγοί γεγονός που σήμαινε μια μετατόπιση της ηγεσίας προς τις ανώτερες τάξεις των αξιωματικών. Η Διοικούσα Επιτροπή κατέληξε στο οριστικό πρωτόκολλο του Συνδέσμου, ενώ στις αρχές Αυγούστου 1909 η οργάνωση απέκτησε γενικό αρχηγό το συνταγματάρχη του Πυροβολικού Ν. Ζορμπά. Γράφει γι’ αυτόν ο Γ. Κορδάτος:

«Ήταν τίμιος, μυαλωμένος και σαν αξιωματικός και άνθρωπος είχε καλή φήμη. Δεν έκανε όμως για αρχηγός. Οι επαναστάσεις που χαράζουν καινούριους δρόμους βρίσκουν και τον κατάλληλο αρχηγό… Ανάμεσα όμως στους αξιωματικούς δεν υπήρχε τότε άλλος που να έχει κύρος και να είναι σεβαστός. Ο Ζορμπάς ήταν ο καλύτερος. Ο καλύτερος όμως ως την ώρα που η επανάσταση βρισκόταν στην οργανωτική περίοδο. Από τη στιγμή όμως που άρχισε η δράση δεν ήταν ο κατάλληλος».

Χωρίς αμφιβολία ο Κορδάτος έχει απόλυτα δίκιο όσον αφορά την αδυναμία του Ζορμπά να ηγηθεί μιας ριζοσπαστικής επανάστασης, αλλά αν ο Ζορμπάς ήταν πρόβλημα -και μάλιστα μέγιστο- αυτό αφορούσε και την περίοδο της προπαρασκευής. Για να είμαστε ακριβείς, ο Ζορμπάς ήταν ο καταλληλότερος αρχηγός για να εκφράσει τους συμβιβασμούς που είχαν συντελεστεί μεταξύ των ομάδων των στρατιωτικών που συγκρότησαν το «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» στην τελική του μορφή και πραγματοποίησαν το κίνημα. Οι συμβιβασμοί αυτοί είχαν προκαλέσει υποχώρηση των ριζοσπαστικών στοιχείων, γεγονός που φαίνεται ξεκάθαρα στο πρόγραμμα που έδωσαν οι κινηματίες στη δημοσιότητα στις 15 Αυγούστου.

Ο Σύνδεσμος ήλθε σε επαφή με την ομάδα Καραϊσκάκη, αλλά και με την ομάδα υπό τον ίλαρχο Παύλο Ζυμβρακάκη και έτσι άρχισε η ραγδαία επέκτασή της. Στις 25 Ιουνίου, 181 αξιωματικοί συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του υπολοχαγού Χατζημιχάλη για τη σύνταξη προγραμματικών αρχών. Η διαρροή της είδησης προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης Θεοτόκη, ενώ οι κατευναστικές προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία δηλώσεις (σχετικά με το Κρητικό και το Μακεδονικό) της κυβέρνησης Ράλλη προκάλεσαν την οργή του Συνδέσμου. Συγκεκριμένα, τον Ιούνιο του 1909, μπροστά στο φόβο πραξικοπήματος, η κυβέρνηση του Δ. Ράλλη επιτέθηκε στο Στρατιωτικό Σύνδεσμο με ένα κύμα μεταθέσεων, καθώς και παραπομπή 12 αξιωματικών σε ανακριτικό συμβούλιο προς απόταξη.

Όταν η εφημερίδα Χρόνος, διερμηνεύοντας τις θέσεις του Συνδέσμου, επιτέθηκε κατά «της βουλευτικής φεουδαρχίας των κομματικών συμμοριών και των Αυλών», ζητώντας μεταρρυθμίσεις και απομάκρυνση του Διαδόχου Κωνσταντίνου, καθώς και των πριγκίπων από το στράτευμα, ο Ράλλης προχώρησε σε συλλήψεις. Ο κύβος είχε ριφθεί. Στις 14 Αυγούστου, με μια παράτολμη ενέργειά του, ο Πάγκαλος απελευθερώνει τους κρατουμένους αξιωματικούς Σάρρο και Ταμπακόπουλο, προκαλώντας την οργή του Ράλλη, που διατάζει επιφυλακή και δεκάδες συλλήψεων. Τη νύχτα προς τη 15η Αυγούστου, ο Σύνδεσμος προχωρά στο Κίνημα στο Γουδί το οποίο επικρατεί άμεσα.

Στο πρόγραμμά τους οι κινηματίες ξεκαθάριζαν ότι: Δεν επιδίωκαν να καταργήσουν τη δυναστεία των Γλύξμπουργκ ή να αντικαταστήσουν το βασιλιά. Δεν επιδίωκαν επίσης ούτε την εγκαθίδρυση στρατοκρατίας ή την αλλαγή του Συνάγματος, ούτε την κατάργηση της κυβέρνησης, ούτε την αύξηση ή την απομάκρυνση στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων. Με άλλα λόγια δήλωναν πλήρη σεβασμό στις δομές του καθεστώτος. Εξέφραζαν όμως την παράκληση να απομακρυνθούν από το στράτευμα ο διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος και οι πρίγκιπες Νικόλαος, Χριστόφορος και Ανδρέας, καθώς και ο επίδοξος διάδοχος Γεώργιος.

Επίσης με το ίδιο ύφος ζητούσαν στο μέλλον οι υπουργοί των Στρατιωτικών και των Ναυτικών να προέρχονται από τους εν ενεργεία ανωτέρους αξιωματικούς ή απ’ αυτούς που βρίσκονταν σε διαθεσιμότητα. Ακόμη διατύπωναν την ευχή όπως «ο σχεδόν πενόμενος λαός ν’ ανακουφισθή εκ των επαχθών φόρων». Τέλος υπέβαλλαν ένα πρόγραμμα στρατιωτικής οργάνωσης των κατά ξηρά και θάλασσα δυνάμεων, το οποίο βεβαίως, εκτός ορισμένων καινοτομιών που περιείχε, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί και ιδιαίτερα τολμηρό. Το κίνημα στο Γουδί κάθε άλλο παρά είχε πρόγραμμα ριζοσπαστικών αλλαγών για την Ελληνική πραγματικότητα εκείνης της εποχής.

Εντούτοις οι δυνατότητες για τέτοιες αλλαγές υπήρξαν μεγάλες και οι συνθήκες ώριμες. Οι επιτυχίες του κινήματος από την πρώτη στιγμή της εκδήλωσής του το φανερώνουν, όπως άλλωστε εμφανής είναι και η σαθρότητα της καθεστηκυΐας, μέχρι τη στιγμή που εκδηλώθηκε το κίνημα, τάξης πραγμάτων. Το κίνημα, χωρίς να το επιδιώξει, συμπαρέσυρε σε πτώση την κυβέρνηση του Δ. Ράλλη, ενώ υποχρέωσε τα ανάκτορα να αποδεχτούν ένα από τα βασικά του αιτήματα, που ήταν η απομάκρυνση του διαδόχου και των πριγκίπων από το στράτευμα. Στο μεταξύ, μέρα με τη μέρα οι κινηματίες συγκέντρωναν γύρω τους ευρεία λαϊκή υποστήριξη.

Στις 14 Σεπτέμβρη 1909 ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά με συλλαλητήριο εξέφρασαν την υποστήριξή τους στο κίνημα, διατυπώνοντας αληθινά ριζοσπαστικές διεκδικήσεις για την εποχή, όπως: Επιβολή φόρου στο εισόδημα, προστασία της παραγωγής, μεταβολή των υπαλλήλων σε υπηρέτες του λαού, βελτίωση της θέσης των εργατών, καταδίκη της τοκογλυφίας. Παρ’ όλα αυτά η ηγεσία του Συνδέσμου κάθε άλλο παρά εκμεταλλεύεται την υποστήριξη και το ριζοσπαστισμό των μαζών. Συντηρητική φύσει και θέση αναζητεί το συμβιβασμό με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, επιδιώκοντας μικροαλλαγές.

Τους όρους των επαναστατών αποδέχθηκε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, που σχημάτισε κυβέρνηση μετά την παραίτηση του Ράλλη, οπότε και ο αρχηγός του Συνδέσμου, συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς, έδωσε διαταγή στις επαναστατημένες μονάδες να γυρίσουν στις θέσεις τους, χωρίς έτσι να εγκαθιδρυθεί δικτατορία, σύμφωνα με τις παροτρύνσεις μεγάλης μάζας του λαού και του φοιτητικού κόσμου. Το μεγαλειώδες συλλαλητήριο των συντεχνιών της Αθήνας και του Πειραιά, που πραγματοποιήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου, έκανε πρόδηλη πλέον την υποστήριξη του λαού στις θέσεις του Συνδέσμου, ενώ η υποστήριξη που βρήκε το Κίνημα προκάλεσε την έντονη ανησυχία των κομμάτων, του θρόνου και των ξένων δυνάμεων.

Σε γενικές γραμμές ο Σύνδεσμος δεν προχώρησε σε κάποια πιο ριζοσπαστική πολιτική κίνηση, όπως επιβολή δικτατορικής κυβέρνησης, παρά περιορίστηκε σε έμμεσες πιέσεις προς τα υπουργεία και το κοινοβούλιο με στόχο την ικανοποίηση των στόχων του, κάτι για το οποίο επικρίθηκε έντονα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, όταν ήρθε στην Ελλάδα. Χωρίς αμφιβολία το κίνημα στο Γουδί εξέφραζε την έντονη και για πολλά χρόνια συσσωρευμένη λαϊκή αγανάκτηση στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, της συμμαχίας δηλαδή των ανώτερων στρωμάτων της αστικής τάξης, όπως αυτή εμφανίστηκε στην Ελλάδα.

Σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορούσε να προχωρήσει περισσότερο, δεδομένης και της κύριας αδυναμίας του να παίξει πρωτόβουλο και ανεξάρτητο πολιτικό ρόλο στις εξελίξεις. Την κατάσταση αυτή σφραγίζει η είσοδος του Ελευθερίου Βενιζέλου στην Ελληνική πολιτική σκηνή, ο οποίος καλείται από το «Στρατιωτικό Σύνδεσμο», στα τέλη του 1909, να έρθει, στην τότε Ελλάδα, από την Κρήτη που δεν είχε ακόμη ενσωματωθεί στην Ελληνική επικράτεια. «Η άφιξή του -γράφει ο Σβορώνος- ανοίγει νέα περίοδο στην Ελληνική Ιστορία». Με την άφιξή του στην Αθήνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος άρχισε επαφές με τα μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου καθώς και με τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων.

Βασικές προτάσεις του, που έγιναν αποδεκτές από τον Σύνδεσμο αλλά και από αρκετούς πολιτικούς, ήταν η αντισυνταγματική, σύγκληση αναθεωρητικής βουλής, και όχι συντακτικής, μη θέτοντας έτσι πολιτειακό ζήτημα, η διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου μετά την σύγκληση αναθεωρητικής βουλής, η απομάκρυνση των βασιλοπαίδων από τον στρατό και ο διορισμός νέας κυβέρνησης υπό τον Στέφανο Δραγούμη. Την 1η Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση της Βουλής σχετικά με την ψήφιση της προτάσεως περί αναθεωρήσεως μη θεμελιωδών διατάξεων του συντάγματος, πρόταση που ψηφίστηκε με 150 ψήφους υπέρ και 11 κατά.

Κατά την προεκλογική περίοδο ο Βενιζέλος έλειπε στο εξωτερικό, στην Ελβετία και την Ιταλία επιστρέφοντας οκτώ ημέρες μετά την διεξαγωγή των εκλογών. Κατά τις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 η παράταξη του Βενιζέλου πέτυχε σημαντική νίκη έναντι των συνασπισμένων παλαιών κομμάτων αποκτώντας ευρεία πλειοψηφία στη Βουλή. Μετά από μια ομολογουμένως, πετυχημένη στρατιωτική και διπλωματική προετοιμασία η Ελλάδα βγαίνει νικηφόρα από τους δύο Βαλκανικούς πολέμους του 1912 – 1914.

Από το 1914 μέχρι το 1915 στην Ελλάδα όλοι ξέρουν πως υποβόσκει μια έντονη καχυποψία μεταξύ βασιλέως Κωνσταντίνου του Β’ και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου γύρω από την αρμόζουσα πολιτική που πρέπει να εφαρμόσει στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και συγκεκριμένα με ποιόν συνασπισμό θα συμμαχήσει. Από τη μια μεριά βρίσκονται οι οπαδοί της Αντάντ (με ηγέτη τον πρωθυπουργό και ηγέτη του Κόμματος των φιλελευθέρων Ε. Βενιζέλο) και από την άλλη μια ευρύτατη σύμπραξη πολιτικών δυνάμεων, που περιλαμβάνει Γερμανόφιλους και θιασώτες της ουδετερότητας (με ουσιαστικό εκφραστή το βασιλιά Κωνσταντίνο).

Η πρώτη παράταξη υποστηρίζει ότι η συμπόρευση με τους Αγγλογάλλους θα λειτουργήσει υπέρ της εκπλήρωσης των ελληνικών αλυτρωτικών πόθων (με δεδομένο ότι η Τουρκία είχε ήδη συστρατευτεί με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, ενώ η Βουλγαρία προσανατολιζόταν προς αυτή την κατεύθυνση). Η δεύτερη παράταξη απαντά ότι η χώρα, αν εμπλακεί στην πολεμική αναμέτρηση, θα μπει απλώς σε επικίνδυνες εθνικές περιπέτειες, για να υπηρετήσει τα Αγγλογαλλικά συμφέροντα. Μέχρι το 1915 η Ελλάδα παρέμεινε εκτός της σύρραξης. Της ζήτησε όμως η Αντάντ να πάρει μέρος στην εκστρατεία στα Δαρδανέλλια.

Ο Βενιζέλος, που ήθελε να μπει η χώρα στον πόλεμο με την Αντάντ, πιστεύοντας στην τελική νίκη της, διαφώνησε με το βασιλιά, υπέβαλε την παραίτησή του και πήγε για ταξίδι ξεκούρασης και αναψυχής στην Αίγυπτο. Η Βουλή διαλύθηκε κατόπιν βασιλικού διατάγματος κι έγιναν εκλογές στις 31 Μαΐου 1915, με το Βενιζέλο να τις παρακολουθεί από τη Μυτιλήνη, που έδωσαν την πλειοψηφία στο Κόμμα των Φιλελευθέρων. Ο βασιλιάς με βαριά καρδιά και πολύ απογοητευμένος, μιας και πίστευε ότι η πολεμική του δράση θα ανταμείβετο και στην κάλπη από τον Ελληνικό λαό, ο οποίος τον αποθέωνε δυο χρόνια πριν κατά την επιστροφή από το μέτωπο και εκδήλωνε ακόμα την αγάπη του, έδωσε εντολή στο Βενιζέλο να σχηματίσει κυβέρνηση, από την επόμενη κιόλας μέρα όμως ψάχνοντας αφορμές να σύρει τη χώρα σε νέες εκλογές.

Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε αποφασίσει να απαλλαγεί από τον Κρητικό πολιτικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι για δύο ακόμα μήνες μέχρι τον Αύγουστο του 1915 συνέχισε να άρχει της χώρας η ηττημένη εκλογικά πρώην κυβέρνηση του Γούναρη, καθότι ο βασιλιάς προφασιζόμενος ασθένεια καθυστερούσε να προχωρήσει στη σύγκληση της νέας βουλής. Τελικώς, όταν συγκλήθηκε η νέα βουλή, ο πρωθυπουργός Βενιζέλος, τόνισε σε κοινοβουλευτική ομιλία του ότι η Ελλάδα θα έμενε ουδέτερη εκτός αν έκτακτες περιστάσεις την υποχρέωναν ν’ αλλάξει γραμμή πλεύσης, μη θέλοντας σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα να οξύνει περισσότερο τα πράγματα, ελπίζοντας ότι ο βασιλιάς θα έβλεπε το συμφέρον της χώρας καθαρότερα στο μέλλον.

Μετά από πολυήμερες πολιτικές ζυμώσεις και διαβουλεύσεις, διαπιστώνεται το ανέφικτο συμφωνίας μεταξύ βασιλιά και πρωθυπουργού και ο τελευταίος αναγκάζεται να υποβάλει την παραίτηση του (21 Φεβρουαρίου), η οποία και γίνεται αποδεκτή. Σημειώνεται ότι τις ημέρες εκείνες διεξάγεται ένας άνευ προηγουμένου διπλωματικός «αγώνας δρόμου» από την πλευρά των Αγγλογάλλων και των Γερμανών, που και οι δύο επιδιώκουν να προσελκύσουν την Ελλάδα με το μέρος τους, με υποσχέσεις και απειλές. Οι πρώτοι μάλιστα εμφανίζονται πιο πλουσιοπάροχοι σε προσφορές, υποσχόμενοι σχεδόν την εκπλήρωση της Ελληνικής Μεγάλης Ιδέας.

Κατά τη διάρκεια αυτού του διπλωματικού παρασκηνίου, ακούγονται πολλά και διάφορα για τους δυο βασικούς πρωταγωνιστές του δράματος. Έτσι, ο Κωνσταντίνος δέχεται τις πρώτες σαφείς κατηγορίες περί Γερμανοφιλίας (συγκαλυμμένης με την επίφαση της ουδετερόφιλης στάσης του), ενώ ο Βενιζέλος κατηγορείται ότι διεξάγει απαράδεκτα διπλωματικά παζάρια, αποδεχόμενος ακόμα και την παραχώρηση μέρους της ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία, προκειμένου να συμπράξει κι αυτή με την Αντάντ (με αντάλλαγμα συμμαχικές παραχωρήσεις στη Μικρασία). Στην όλη διαμάχη φαίνεται να εμπλέκεται και η βασίλισσα Σοφία, η οποία -ως αδελφή του Γερμανού Κάιζερ Γουλιέμου- επηρεάζει σαφώς το βασιλιά Κωνσταντίνο στις ουδετερόφιλες διακηρύξεις του.

Λίγες μέρες μετά την παραίτηση του Βενιζέλου, ο Κωνσταντίνος διορίζει κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Δημήτριο Γούναρη (24 Φεβρουαρίου). Η κυβέρνηση αυτή κινείται γενικά στα ουδετερόφιλα πλαίσια της πολιτικής του Κωνσταντίνου, παράλληλα όμως κάνει σαφές στους Συμμάχους της Αντάντ ότι μια ενδεχόμενη πολεμική σύμπραξη μ’ αυτούς προϋποθέτει και τη σαφή εξασφάλιση εκ μέρους τους των βόρειων συνόρων της χώρας (που απειλούνταν από την ακόμα ουδέτερη Βουλγαρία). Την Ίδια ώρα, ο βασιλιάς και το περιβάλλον του προσπαθούν ν’ αναζητήσουν ανάλογες εγγυήσεις από την πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων.

Οι όλοι χειρισμοί της κυβέρνησης Γούναρη και του βασιλιά αποδεικνύονται τουλάχιστον ατυχείς και δεν βρίσκουν ουσιαστική ανταπόκριση ούτε από την πλευρά της Αντάντ, ούτε και από την πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων. Και οι δυο εμπόλεμοι συνασπισμοί, προσδοκώντας την προσέλκυση της Βουλγαρίας, αρνούνται εγγυήσεις για τα Ελληνικά σύνορα και αρκούνται σε γενικόλογες διατυπώσεις «γεναιοδωρίας».

Η κυβέρνηση του υπέργηρου Σκουλούδη (80 ετών), χωρίς αποτέλεσμα επίσης, διέλυσε τη Βουλή και διεξήγαγε εκλογές στις 6 Δεκεμβρίου 1915, στις οποίες δεν πήρε μέρος το Κόμμα των Φιλελευθέρων, θεωρώντας τες άκυρες, στην πραγματικότητα θέλοντας να στηλιτεύσει την πέρα κάθε ορίου βασιλική ανάμειξη στις πολιτικές υποθέσεις και επειδή φοβόταν ότι αν ηττηθεί θα υπήρχε λαϊκή νομιμοποίηση της βασιλικής άποψης περί ουδετερότητας, κάτι που δεν ήθελε να συμβεί, καθότι θα περιοριζόταν η αντιπολιτευτική δράση της Βενιζελικής παράταξης και τα ερείσματά της στο λαό, με ό,τι συνεπάγετο και για τις εθνικές υποθέσεις μια τέτοια εξέλιξη.

Από πληροφορίες δε, γνώριζαν ότι οι Κωνσταντινική μερίδα θα έκανε εκμετάλλευση της επιστράτευσης στην οποία ευρίσκετο τότε ο Ελληνικός στρατός για να φέρει το αποτέλεσμα που ήθελε και να νικήσει (π.χ. οι στρατιώτες, ένας αριθμός 300.000 αντρών, θα ψήφιζαν εντός των στρατοπέδων υποκείμενοι σε πολλές πιέσεις ή εκφοβισμούς, έχοντες και το φάσμα ενός νέου πολέμου μπροστά τους). Την ίδια ώρα ο Βενιζέλος και οι οπαδοί του εντείνουν τις πιέσεις τους για άμεση ένταξη στην Αντάντ, μια πολιτική που βρίσκει σύμφωνα και κάποια μέλη της βασιλικής οικογένειας (χαρακτηριστικότερη περίπτωση ο τότε διάδοχος Γεώργιος, μετέπειτα βασιλιάς).

Την κατάσταση σύγχυσης επιδείνωνε μια ξαφνική σοβαρή ασθένεια του βασιλιά (Απρίλιος), η οποία τον αδρανοποιεί προσωρινά από τη δημόσια ζωή – παρά λίγο να τον οδηγήσει στο Θάνατο-. Παράλληλα, η Ελλάδα ζει την έξαψη ενός άγριου προεκλογικού αγώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου οι δυο μεγάλες παρατάξεις (Βενιζελικοί και Αντιβενιζελικοί) μετέρχονται όλα τα μέσα για να προσελκύσουν ψήφους. Μεταξύ άλλων, αλληλοκατηγορούνται για εθνική μειοδοσία και εμφανίζονται οι μεν ως εκφραστές του αλυτρωτικού εθνικού οράματος και οι δε ως εγγυητές της ειρήνης και της εθνικής ασφάλειας.

Στο πλαίσιο αυτής της προεκλογικής έντασης, η Βενιζελική παράταξη αρχίζει ν’ αποκτά μια αδιαμόρφωτη αλλά σαφή αντιμοναρχική ταυτότητα (μια και το βασιλικό περιβάλλον δρα πλέον ανοιχτά υπέρ των αντιπάλων της), ενώ -στην άλλη πλευρά- γίνεται όλο και πιο εμφανής η αντιπάθεια προς την Αντάντ αλλά και η ολίσθηση σε πολιτικές αντιλήψεις που αρμόζουν μάλλον σε απόλυτες μοναρχίες και όχι σε συνταγματικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα. Εν τω μεταξύ, οι σύμμαχοι της Αντάντ, αποβίβασαν στρατό στη Θεσσαλονίκη, υπό τη γενική διοίκηση του Γάλλου στρατηγού Σαράιγ, ανοίγοντας το Βαλκανικό Μέτωπο.

Στα Αγγλογαλλικά στρατεύματα προστέθηκαν λίγο αργότερα 130.000 Σέρβοι στρατιώτες μεταφερόμενοι με πλοία από την Κέρκυρα, όπου είχαν καταφύγει μαζί με τη Σερβική βουλή και κυβέρνηση μετά τη συντριβή του Σερβικού στρατού από τη συνδυασμένη επίθεση της Βουλγαρίας, της Αυστροουγγαρίας και της Γερμανίας (την Κέρκυρα είχαν καταλάβει τότε οι Δυνάμεις της Αντάντ για να γλιτώσουν το Σερβικό στρατό από την πλήρη καταστροφή, χωρίς να ερωτηθεί καν η Ελληνική κυβέρνηση που μη μπορώντας να αντιδράσει, δέχτηκε το γεγονός).

Οι εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 καταλήγουν σε νέο και μεγαλειώδη θρίαμβο της πολιτικής του Ε. Βενιζέλου και του Κόμματος Φιλελευθέρων, που κερδίζει 189 βουλευτικές έδρες, έναντι 127 των συνασπισμένων αντιπάλων του. Σ’ αυτούς θα πρέπει να συνυπολογιστούν και οι δύο σοσιαλιστές βουλευτές της Θεσσαλονίκης, που -από σαφώς διαφορετική ιδεολογική σκοπιά από εκείνην του Κωνσταντίνου- αντιδρούν στην πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας. Η νίκη του Βενιζέλου προκαλεί πραγματικό «σοκ» στο βασιλιά που για ένα διάστημα κάνει ό,τι μπορεί για να καθυστερήσει την νέα πρωθυπουργοποίηση του Βενιζέλου. Με τους χειρισμούς του όμως επιδεινώνει το ήδη βαρύ πολιτικό κλίμα, χωρίς να ουσιαστικά να πετύχει τίποτα.

Στις 3 Αυγούστου -και ενώ πολλοί σύμβουλοι του τον παροτρύνουν να προχωρήσει σε συνταγματική εκτροπή- ο Κωνσταντίνος αναγκάζεται να ορκίσει και πάλι τον Βενιζέλο πρωθυπουργό, κάνοντας του όμως σαφές ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσει από τις απόψεις του για την μη έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο. Στις συνθήκες αυτές, οι εξελίξεις ήταν ήδη προδιαγεγραμμένες. Η νέα κυβέρνηση Βενιζέλου, θεωρώντας αυτονόητο δικαίωμα της να καθορίζει η ίδια (και όχι ο θρόνος) την εξωτερική πολιτική της χώρας, προετοιμάζει το έδαφος για την πλήρη ένταξη της χώρας στο συνασπισμό της Αντάντ. Την ίδια ώρα ο Κωνσταντίνος, συνεχίζει τις διαβουλεύσεις του με Γερμανούς ιθύνοντες, δρώντας μάλλον ως ουσιαστικός κυβερνήτης της χώρας παρά ως ανεύθυνος άρχων.

Η κατάσταση εκτραχύνεται στις 8 – 10 Σεπτεμβρίου, όταν η Βουλγαρία προχωράει αρχικά σε μερική και στη συνέχεια σε γενική επιστράτευση, κάνοντας σαφές ότι επίκειται η είσοδος της στον πόλεμο, με την πλευρά των Κεντρικών Δυνάμεων (με πρώτο στόχο της τη Σερβία). Στις νέες συνθήκες, ο πρωθυπουργός κατορθώνει μεν να πείσει το βασιλιά για την ανάγκη ανάλογης γενικής επιστράτευσης από τη μεριά της Ελλάδας, όχι όμως και για την ανάγκη άμεσης εμπλοκής στον πόλεμο. Έτσι, η χώρα βρίσκεται για ένα διάστημα σε μια σχεδόν παρανοϊκή κατάσταση «ένοπλης ουδετερότητας», που προκαλεί αντιδράσεις τόσο από την πλευρά των Αγγλογάλλων, όσο και των Γερμανών.

Κατά τις επόμενες ημέρες οι Σύμμαχοι της Αντάντ μεθοδεύουν την απόβαση δυνάμεων τους στη Θεσσαλονίκη (με τη σιωπηρή ανοχή -αν όχι προτροπή- του Βενιζέλου), ενώ ο Κωνσταντίνος προσανατολίζεται πλέον ανοιχτά στη λογική της συνταγματικής εκτροπής, για να ανατρέψει την κυβέρνηση. Η ολοκληρωτική ρήξη θα έλθει το βράδυ της 21ης προς 22α Σεπτεμβρίου 1915, όταν ο Βενιζέλος, μ’ έναν θυελλώδη λόγο του στη Βουλή, υποστηρίζει πλέον ανοιχτά την ανάγκη της εξόδου στον πόλεμο. Ακολουθεί η διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, που καταλήγει με 142 θετικές ψήφους, 102 αρνητικές και 13 αποχές.

O βασιλιάς αρνείται ν’ αποδεχτεί τη νέα κατάσταση. Μετά την ιστορική εκείνη συνεδρίαση της Βουλής, συναντιέται με τον πρωθυπουργό και του κάνει σαφές ότι ο ίδιος επιμένει στην πολιτική της ουδετερότητας. Εμπρός στη νέα βασιλική άρνηση, ο Βενιζέλος, ο νικητής των εκλογών και της πρόσφατης ψηφοφορίας στη Βουλή, αναγκάζεται να υποβάλει και πάλι την παραίτηση του. Λίγες ώρες αργότερα, σχηματίζεται βασιλική κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Α. Ζαΐμη, ενώ οι Αγγλογάλλοι αρχίζουν την αποβίβαση στρατευμάτων τους στη Θεσσαλονίκη. Ήταν η ουσιαστική απαρχή της περιόδου του Εθνικού Διχασμού.

Μέσα σ’ αυτό το χάος, η νέα κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη προσπαθεί να κρατήσει μάλλον ήπια στάση απέναντι στους Αγγλογάλλους, κάνοντας όμως σαφές σ’ αυτούς ότι επιμένει στην πολιτική της ουδετερότητας. Κατά τις αμέσως επόμενες ημέρες το πολιτικό κλίμα οξύνεται υπέρμετρα, με τον Ελευθέριο Βενιζέλο να καταγγέλλει απροκάλυπτα πλέον -και μάλιστα από το βήμα της Βουλής- τον Κωνσταντίνο για συνταγματική εκτροπή και για κατάλυση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Όσο περνούν οι μέρες, οι σχέσεις μεταξύ της Ελληνικής κυβέρνησης βασιλικών εντολών. Ακολουθεί η διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη νέων εκλογών για τις 6 Δεκεμβρίου, από τις οποίες όμως δηλώνει αποχή ο Ε. Βενιζέλος και το κόμμα του.

Η νέα κυβέρνηση προσπαθεί να πετύχει κάποιες συνεννοήσεις με την Αντάντ, με τρόπο όμως εντελώς αδέξιο. Μεταξύ άλλων απειλεί ότι, τηρώντας τους όρους της ουδετερότητας, θα αφοπλίσει τα συμμαχικά στρατεύματα της Μακεδονίας. Είναι σαφές ότι με τους τότε χειρισμούς του το βασιλικό περιβάλλον προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, αναμένοντας ίσως και θεαματικές αλλαγές στο Μακεδόνικο μέτωπο, σε βάρος των δυνάμεων της Αντάντ. Οι μονόπλευρες εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου οδηγούν φυσικά στην επικράτηση των Αντιβενιζελικών κομμάτων. Το αποτέλεσμα τους όμως καταγγέλλεται ως παράνομο από τον Βενιζέλο (που ενισχύεται πλέον εμφανώς από τον συμμαχικό παράγοντα).

Στις 16 Αυγούστου 1916 έγινε συλλαλητήριο των Βενιζελικών στην Αθήνα, όπου με την υποστήριξη του συμμαχικού στρατού, που είχε αποβιβαστεί στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, ο Βενιζέλος ανακοίνωσε στο λαό την πλήρη διαφωνία του με τους χειρισμούς του Στέμματος. Τέθηκε επικεφαλής επανάστασης (Κίνημα Εθνικής Άμυνας) με έδρα τη Θεσσαλονίκη, όπου πήγε και σχημάτισε επαναστατική “Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας” μαζί με τους ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή, χρησιμοποιώντας την ήδη ευρισκόμενη εκεί Κρητική Χωροφυλακή, αφού προηγουμένως στις 25 Σεπτεμβρίου πέρασε από την Κρήτη, η οποία προσχώρησε κι αυτή στην επανάσταση.

Ο Βενιζέλος διστάζοντας να προχωρήσει στην κατάργηση της μοναρχίας διακήρυξε: “δεν στρεφόμαστε εναντίον του Βασιλιά, αλλά εναντίον των Βουλγάρων”, επιρρίπτοντας την ευθύνη στους “κακούς συμβούλους” του Κωνσταντίνου. Προσχώρησαν επίσης στο Κίνημα και τα άλλα νησιά του Αιγαίου. Η Ελληνική ουδετερότητα καταρρέει ουσιαστικά από τις αρχές του 1916, όταν ο διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων της Μακεδονίας στρατηγός Σαράιγ εγκαταλείπει τη στάση του «φιλοξενούμενου» και αρχίζει να συμπεριφέρεται ως αρχηγός κατοχικών δυνάμεων. Δεν διστάζει μάλιστα να αφοπλίσει Ελληνικές δυνάμεις και να απελάσει διπλωμάτες των Κεντρικών Δυνάμεων.

Την ίδια ώρα η φιλοβασιλική κυβέρνηση Σκουλούδη ακολουθεί απόλυτα παθητική στάση απέναντι στις εξελίξεις και στις 10 Μαΐου, μετά από πιέσεις και απειλές της Γερμανίας, διαπράττει το ολίσθημα να παραδώσει το οχυρό Ρούπελ στους Βουλγάρους (συμμάχους των Κεντρικών Δυνάμεων). Με την πράξη της εκείνη προκαλεί θύελλα αντιδράσεων, τόσο σε εσωτερικό επίπεδο, όσο και από την πλευρά των Συμμάχων της Αντάντ, που κηρύσσουν το στρατιωτικό νόμο στις περιοχές που ελέγχουν. Ακολουθεί η παραίτηση του Σκουλούδη και η επάνοδος του Α. Ζαΐμη στην πρωθυπουργία (11 Ιουνίου), επί των ημερών του οποίου οι Βουλγαρικές δυνάμεις θα προελάσουν στο έδαφος της Μακεδονίας.

Τότε, μέσα σε κατάσταση γενικής σύγχυσης, εκδηλώνεται το φιλοβενιζελικό κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη (17 Αυγούστου) και λίγο αργότερα σχηματίζεται νέα κυβέρνηση στην Αθήνα από τον Νικόλαο Καλογερόπουλο (29 Αυγούστου). Η διάσπαση της χώρας σε δύο κράτη θα ολοκληρωθεί στις 26 Σεπτεμβρίου, με την άφιξη του Ε. Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, που θα σχηματίσει επαναστατική φιλοσυμμαχική κυβέρνηση και θα κηρύξει τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις. Την ίδια ώρα, ο Καλογερόπουλος παραιτείται και νέος βασιλικός πρωθυπουργός αναλαμβάνει στην Αθήνα ο Σπυρίδων Λάμπρος (27 Σεπτεμβρίου).

Τον Οκτώβριο και τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου οι Σύμμαχοι εντείνουν τις διπλωματικές και στρατιωτικές πιέσεις προς το καθεστώς των Αθηνών. Στις 18 Νοεμβρίου ένα Γαλλικό άγημα επιχειρεί να βαδίσει κατά της πρωτεύουσας, αποκρούεται όμως από δυνάμεις αφοσιωμένες στο βασιλιά. Κατά τις συγκρούσεις αυτές, σκοτώνονται 57 ξένοι στρατιώτες. Στις μέρες που ακολουθούν, το Κωνσταντινικό καθεστώς εξαπολύει τρομερές διώξεις στην Αθήνα εναντίον των Βενιζελικών (θύμα τους είναι και ο δήμαρχος Εμμανουήλ Μπενάκης, που ξυλοκοπείται άγρια), ενώ οι Σύμμαχοι εντείνουν το ναυτικό αποκλεισμό του κράτους των Αθηνών.

Η διαφωνία του πρωθυπουργού Βενιζέλου με το βασιλιά Κωνσταντίνο, η παραίτησή του Βενιζέλου και ο σχηματισμός στη Θεσσαλονίκη Προσωρινής Κυβέρνησης (26 Σεπτεμβρίου / 9 Οκτωβρίου 1916), η οποία τάχθηκε με το πλευρό των Συμμάχων και κήρυξε έκπτωτο τον Κωνσταντίνο, καθώς και οι συγκρούσεις των Νοεμβριανών στην Αθήνα, ήταν η αιτία για την οποία η Εκκλησία της Ελλάδας τελικά αφόρισε τον Βενιζέλο στο σημερινό Πεδίο του Άρεως (12 Δεκεμβρίου). Παρόντες είναι ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, αρκετοί επίσκοποι, δεκάδες ιερείς και πλήθος λαού.

Μετά τα Νοεμβριανά του 1916, οι Αγγλογάλλοι εντείνουν αφόρητα τις πιέσεις τους προς το αποκλεισμένο Κωνσταντινικό κράτος των Αθηνών. Μεταξύ άλλων, η κυβέρνηση Λάμπρου υποχρεώνεται να παραδώσει στους συμμάχους στρατιωτικό υλικό και πλοία, να αποσύρει τα στρατεύματα της στην Πελοπόννησο και -το χειρότερο- να δεχτεί μια εξευτελιστική τελετή στο Ζάππειο (16 Ιανουαρίου 1917), κατά τη διάρκεια της οποίας η Ελληνική σημαία «υποκλίνεται» στις συμμαχικές. Στόχος των Αγγλογάλλων είναι πλέον η ανατροπή του Κωνσταντίνου, στην οποία ωστόσο αντιδρούν ακόμα το Τσαρικό καθεστώς της Ρωσίας και η «σύμμαχος» Ιταλία.

Την ίδια ώρα, η φιλοανταντική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης επεκτείνει σταδιακά την εξουσία της σε όλο και μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Το Φεβρουάριο του 1917 ανατρέπεται το Τσαρικό καθεστώς της Ρωσίας και ο Κωνσταντίνος χάνει και το τελευταίο διεθνές στήριγμα του. Παράλληλα, ο πληθυσμός των αποκλεισμένων περιοχών ζει τραγικές ώρες, στερούμενος πλέον ακόμα και των μέσων διατροφής. Η όλη κατάσταση φανατίζει περισσότερο τους φιλοβασιλικούς, που εφευρίσκουν τότε το περίφημο σύνθημα «Ελιά-ελιά και Κώτσο Βασιλιά». Μέσα στο γενικό χάος, παραιτείται ο Λάμπρου και σχηματίζεται μια ακόμα κυβέρνηση υπό τον Α. Ζαΐμη (21 Απριλίου).

Στα τέλη Μαΐου οι Γάλλοι απαιτούν πλέον άμεσα την παραίτηση του βασιλιά, απειλώντας νέα ένοπλη επέμβαση. Αυτή τη φορά ο Κωνσταντίνος υποκύπτει και δέχεται να φύγει από την Ελλάδα, αφήνοντας το θρόνο στο δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο, τον οποίο ωστόσο δεν αναγνωρίζει ως νέο βασιλιά αλλά απλώς ως τοποτηρητή του θρόνου του. Η αποχώρηση του Κωνσταντίνου από τη χώρα θα συντελεστεί στις 2 Ιουνίου 1917, μέσα σε κλίμα γενικού πένθους. Χιλιάδες οπαδοί του τον κατευοδώνουν με θρήνους και κατάρες κατά του «προδότη» Βενιζέλου. Στις 14 Ιουνίου φτάνει στην Αθήνα η κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου και έτσι η Ελλάδα ενοποιείται και πάλι.

Λίγες ημέρες αργότερα (29 Ιουνίου), ο βασιλιάς Αλέξανδρος υπογράφει νόμο, με τον οποίο καταργείται η Βουλή που είχε προκύψει από τις μονόπλευρες εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915 και αναβιώνει η Βουλή που είχε προκύψει από τις προγενέστερες εκλογές της 31ης Μαΐου του ίδιου χρόνου. Είναι η περίφημη «Βουλή των Λαζάρων», που θα παραμείνει μέχρι το 1920. Κατά τους μήνες που ακολουθούν η κυβέρνηση Βενιζέλου στερεώνει την εξουσία της σε ολόκληρη την Ελλάδα και εξαπολύει πρωτοφανείς διώξεις εναντίον των αντιπάλων της, φυλακίζοντας ή εξορίζοντας χιλιάδες από αυτούς. Παράλληλα, οργανώνει τη στρατιωτική συμμετοχή της χώρας στον Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ.

Με την κάθοδο του Βενιζέλου στην Αθήνα και την επανενοποίηση της χώρας (Ιούνιος 1917), η Ελλάδα εντάσσεται ολοκληρωτικά στις δυνάμεις της Αντάντ και τα στρατεύματα της μετέχουν δραστήρια στις πολεμικές επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου. Η συμβολή τους ωστόσο στην τελική συμμαχική νίκη είχε αρχίσει ουσιαστικά από τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο του προηγούμενου χρόνου -με τη συγκρότηση της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης- όταν ολόκληρες μονάδες αρνήθηκαν να πειθαρχήσουν στις εντολές της Αθήνας για τήρηση ουδετερότητας και πήραν μέρος, κάτω από Γαλλική διοίκηση, στις επιχειρήσεις εναντίον των Βουλγάρων εισβολέων.

Την ίδια περίπου εποχή, πάντως, έλαβε χώρα και το δραματικό επεισόδιο της Καβάλας, όπου ο διοικητής του Δ’ Σώματος Στρατού στρατηγός Χατζόπουλος παραδόθηκε αμαχητί στους Βουλγάρους και μεταφέρθηκε μαζί με τους άνδρες του -400 αξιωματικοί και 6.000 οπλίτες- στο Γκέρλιτς της Γερμανίας. Η Ελληνική πολεμική εμπλοκή κλιμακώνεται κατά το πρώτο εξάμηνο του 1917 (χάρη στις προσπάθειες της προσωρινής κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης) και επισημοποιείται πλήρως με την επανένωση της χώρας τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Στους μήνες που ακολουθούν, ο Βενιζέλος αγωνίζεται να ανασυγκροτήσει τις σχεδόν διαλυμένες ένοπλες δυνάμεις (με τη βοήθεια κυρίως Γάλλων συμβούλων).

Ενώ παράλληλα προχωράει με γοργούς ρυθμούς στην υλοποίηση των σχεδίων γενικής επιστράτευσης (στα οποία όμως εναντιώνονται πολλοί παράγοντες του ανατραπέντος βασιλικού καθεστώτος). Ακόμα, προωθεί στη ζώνη του μετώπου όλο και μεγαλύτερες δυνάμεις, οι οποίες και θα συμβάλουν αποφασιστικά στην ανατροπή των δυσμενών για τους συμμάχους ισορροπιών. Η ουσιαστική συμβολή της Ελλάδας στη συμμαχική νίκη θα επιβεβαιωθεί το 1918, όταν τα Ελληνικά στρατεύματα θα σημειώσουν εντυπωσιακές επιτυχίες σε αλλεπάλληλες συγκρούσεις του Μακεδονικού μετώπου.

Σημαντικότερη από αυτές είναι αναμφισβήτητα η Ελληνική νίκη επί των Βουλγάρων στην ιστορική μάχη του Σκρα (17 Μαΐου 1918), κατά την οποία βρήκαν το θάνατο 600 Έλληνες μαχητές. Με την έστω και ολιγόμηνη συμμετοχή της στις επιχειρήσεις του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου η Ελλάδα «νομιμοποιήθηκε» να συμπεριληφθεί μεταξύ των νικητών. Έτσι, αφενός μεν απέτρεψε τα όποια διεθνή σχέδια για την εδαφική της συρρίκνωση (με την απώλεια, κυρίως, εδαφών της Μακεδονίας και της Θράκης) και αφετέρου άνοιξε το δρόμο για την ικανοποίηση των εθνικών αλυτρωτικών της δικαίων με τις διεθνείς συμφωνίες του 1919 – 1920, οι οποίες σαν Θεία Δίκη κατέρρευσαν το 1922.

 

Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟΝ Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Η έναρξη του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου στις 28 Ιουλίου 1914 (ν.ημ.) βρήκε την Ελλάδα να ανακάμπτει από τη δωδεκάμηνη προσπάθεια των Βαλκανικών πολέμων, να αγωνίζεται να ενσωματώσει στο εθνικό κορμό τις «νέες χώρες» που προστέθηκαν στο Ελληνικό Βασίλειο και να αναδιοργανώνει το Στρατό της προκειμένου αυτός να ανταποκριθεί στις ανάγκες ασφάλειας που προέκυψαν από την επέκτασή της χώρας στη Μακεδονία και την Ήπειρο.

Οι διαφορετικές όμως απόψεις που εμφανίστηκαν στη συνέχεια ανάμεσα στο πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και το βασιλιά Κωνσταντίνο, αναφορικά με το ζήτημα της συμμετοχής της Ελλάδας στο πόλεμο στο πλευρό των κρατών της Αντάντ που υποστήριζε ο πρώτος, ή την τήρηση ουδετερότητας που υποστήριζε ο δεύτερος, οδήγησε τελικά σε πλήρη ρήξη και σύγκρουση τους δύο ανώτατους πολιτειακούς παράγοντες, δηλαδή.

  • Στον ολέθριο Εθνικό Διχασμό
  • Στην επικράτηση καχυποψίας και εχθρότητας
  • Στις σχέσεις της Ελλάδας με τις Δυνάμεις της Αντάντ
  • Στη κατάληψη περιοχών της χώρας από όλα τα εμπόλεμα έθνη
  • Στη διάσπαση του εθνικού κράτους
  • Στο σχηματισμό από το Βενιζέλο της «Προσωρινής Κυβέρνησης» της Θεσσαλονίκης 26 Σεπτεμβρίου 1916 (π.ημ) που κήρυξε το πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και της Βουλγαρίας
  • Στη συγκρότηση του Στρατού της Εθνικής Άμυνας
  • Στη στρατιωτική επέμβαση των συμμάχων στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας
  • Στην έξωση του βασιλιά Κωνσταντίνου και τελικά
  • Στο σχηματισμό κυβέρνησης από το Βενιζέλο στις 11 Ιουνίου 1917 που ενοποίησε το κράτος και το τοποθέτησε στο πλευρό των κρατών της Αντάντ, κηρύσσοντας το πόλεμο εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων.

Όμως τα όλως εξαιρετικά τραγικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Ελλάδα τη περίοδο 1915 – 1917, δίχασαν το έθνος, όξυναν τα πολιτικά πάθη και έτσι η χώρα οδηγήθηκε στο πόλεμο ψυχικά διαιρεμένη και χωρίς τη πνοή της εθνικής ομοψυχίας των Βαλκανικών πολέμων. Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε αμέσως την αναδιοργάνωση του Στρατού με τελικό στόχο να παρατάξει δίπλα στις 3 Μεραρχίες του Στρατού Εθνικής Άμυνας (Αρχιπελάγους, Σερρών και Κρήτης) που βρίσκονταν στο Μακεδονικό Μέτωπο, έξι ακόμη, η δε συνολική δύναμη του Ελληνικού Στρατού να ανέλθει στις 300.000 άνδρες.

Λόγω όμως της αντίθεσης του λαού στο πόλεμο, η επιστράτευση ξεκίνησε τμηματικά από περιοχές φιλικές προς τη πολιτική Βενιζέλου και από τις νεώτερες κλάσεις του 1916 και 1917 και προχώρησε με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς εξ αιτίας:

  • Της καθυστερημένης άφιξης από τη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία των απαιτούμενων υλικών για τη συγκρότηση των μονάδων.
  • Των ανυποταξιών, λιποταξιών και στασιαστικών ενεργειών που παρατηρήθηκαν σε διάφορες μονάδες και περιοχές, ως αντίδραση στη συμμετοχή της Ελλάδας στο πόλεμο.

 

Μέχρι και τον Απρίλιο του 1918 είχαν επιστρατευθεί οι Ι, ΙΙ, και ΧΙΙΙ Μεραρχίες του Α’ Σ.Σ. και η ΙΧ Μεραρχία των Ιωαννίνων. Ακολούθησε η επιστράτευση των ΙΙΙ, IV και XIV Μεραρχιών του Β’ Σ.Σ. στη Πελοπόννησο, με αποτέλεσμα τον Αύγουστο του 1918 η Ελλάδα να παρατάξει στο Μακεδονικό Μέτωπο 10 Μεραρχίες. Οι εξαιρετικές όμως περιστάσεις κάτω από τις οποίες εισήλθε η Ελλάδα στο πόλεμο και οι δυσμενείς συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθη η επιστράτευση και η κινητοποίηση του Ελληνικού Στρατού, επέβαλαν σημαντικούς περιορισμούς στη χρησιμοποίηση του Ελληνικού Στρατού στις επιχειρήσεις.

Σε γενικές γραμμές την επιχειρησιακή διοίκηση των Ελληνικών δυνάμεων την ασκούσαν μέχρι και αυτό ακόμη το επίπεδο του Συντάγματος, Βρετανοί και Γάλλοι στρατάρχες – σωματάρχες – μέραρχοι, τη δε διοικητική διοίκηση την ασκούσε η Γαλλική στρατιωτική αποστολή, της οποίας ο αρχηγός είχε τα καθήκοντα του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Κατά τις τελικές επιχειρήσεις για τη διάσπαση του Μακεδονικού Μετώπου στη περιοχή Ντομπροπόλιε – Βετερνίκ του όρους Βόρας, οι Ελληνικές Μεραρχίες χρησιμοποιήθηκαν σε δευτερεύουσες κατευθύνσεις στις περιοχές της Δοϊράνης, της κοιλάδας του Στρυμόνα και της Φλώρινας.

Η συμμετοχή όμως της Ελλάδας στο Μακεδονικό Μέτωπο, προσέδωσε την αναγκαία ισχύ στη Συμμαχική Στρατιά της Μακεδονίας, που της επέτρεψε να διασπάσει τη Βουλγαρική αμυντική τοποθεσία και να εξαναγκάσει τη Βουλγαρία σε συνθηκολόγηση, η οποία και υπεγράφη στη Θεσσαλονίκη στις 16 Σεπτεμβρίου 1918 (π.ημ.). Συμπερασματικά, η κατάσταση που επικράτησε στην Ελλάδα τη περίοδο 1914 – 1917, έβλαψε πολλαπλά τα συμφέροντά της χώρας. Το έθνος διχάστηκε. Η καχυποψία και η έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους των Συμμάχων προς τις Ελληνικές βασιλικές κυβερνήσεις και τον Ελληνικό Στρατό σημάδεψαν βαθειά τη μετέπειτα πορεία του κράτους.

Οι προκαταλήψεις και οι εχθρικές διαθέσεις έναντι της Ελλάδας παρέμειναν στους πολιτικούς κύκλους και στη κοινή γνώμη πολλών εκ των συμμάχων, για να έρθουν και πάλι στην επιφάνεια στο πολύ σύντομο μέλλον. Ο Ελληνικός στρατός στερήθηκε της γνώσης και της εμπειρίας από την εξέλιξη της πολεμικής τέχνης που έφερε ο Μεγάλος πόλεμος και ως εκ τούτου δεν αποτέλεσε το στρατιωτικό πρωταγωνιστή του Μακεδονικού Μετώπου, παρ’ όλο που οι επιχειρήσεις διεξήχθησαν στο Ελληνικό έδαφος.

Ένας μεγάλος αριθμός αξιωματικών εχθρικός προς τη πολιτική Βενιζέλου αποτάχθηκε, με αποτέλεσμα όταν αργότερα θα επανέλθουν στην ενεργό υπηρεσία, να έχουν παραμείνει με τις γνώσεις και την εμπειρία που είχαν αποκομίσει κατά τους Βαλκανικούς πολέμους. Παρ’ όλα τα παραπάνω, στο τέλος του Μεγάλου η Ελλάδα βρισκόταν στο στρατόπεδο των νικητών και προσδοκούσε την εθνική της ολοκλήρωση και την ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό περιοχών που ανήκαν στη Βουλγαρία και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά κατοικούνταν από συμπαγείς Ελληνικούς πληθυσμούς.

 

Η ΔΙΑΣΚΕΨΗ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡΙΣΙΩΝ

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ουσιαστικά τελείωσε με τη σύναψη ανακωχής μεταξύ των Δυτικών Συμμάχων και της Γερμανίας στις 29 Οκτωβρίου 1918. Είχε προηγηθεί η σύναψη ανακωχής με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο Μούδρο της Λήμνου στις 18 Οκτωβρίου και με τη Αυστροουγγαρία στις 21 Οκτωβρίου. Αμέσως μετά την ανακωχή άρχισαν να συρρέουν στο Παρίσι αντιπροσωπείες των νικητών αλλά και άλλων εθνών, με τη προσδοκία να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα από τις συνθήκες ειρήνης που θα συνομολογούνταν όπως εδάφη, ζώνες επιρροής, ή την εθνική τους αποκατάσταση σε κυρίαρχα κράτη.

Βάση για το καταρτισμό των συνθηκών θα αποτελούσαν τα Δεκατέσσερα Σημεία του προέδρου των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον, ορισμένα εκ των οποίων αντανακλούσαν τα αιτήματα διαφόρων εθνών για αυτοδιάθεση. Την Ελλάδα την επηρέαζαν τα υπ’ αριθμό 11 και 12, δια των οποίων καθοριζόταν η εδαφική ακεραιότητα των Βαλκανικών κρατών και η αυτόνομη κρατική υπόσταση των λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και η κυριαρχία της Τουρκίας στις δικές της περιοχές.

Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος βρέθηκε στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (κυρίως στο Λονδίνο) από τον Οκτώβριο του 1919 και αποδύθηκε σε ένα πολύπλευρο αγώνα (διπλωματικό, προπαγάνδας, πειθούς, γοητείας, μετριοπάθειας, δημοσίων σχέσεων κλπ) προκειμένου να προωθήσει την ικανοποίηση των Ελληνικών ζητημάτων. Είναι η περίοδος των μεγάλων στιγμών του Βενιζέλου. Εκθέτει με υπόμνημα που στέλνει στο πρωθυπουργό της Βρετανίας Λόϋντ Τζωρτζ τις απόψεις του αναφορικά με το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη προσάρτηση της Δυτικής Μικράς Ασίας στην Ελλάδα.

Τη 30η Δεκεμβρίου 1918 η Ελληνική αντιπροσωπεία υποβάλει υπόμνημα στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, δια του οποίου παρουσίαζε αναλυτικά τα Ελληνικά ζητήματα και διεκδικήσεις. Αν και ο σκοπός του παρόντος κειμένου δεν είναι η αναφορά στα των διαπραγματεύσεων που αφορούσαν τα Ελληνικά ενδιαφέροντα, παρά ταύτα αξίζει να μελετηθεί η συγκεκριμένη περίοδος προκειμένου να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της προσωπικότητάς του Ελευθερίου Βενιζέλου και της αποδοχής που απολάμβανε στο εξωτερικό

«Δεν μπορώ να σου περιγράψω το κύρος που έχει εδώ ο Βενιζέλος» έγραφε ο Χάρολντ Νίκολσον στον πατέρα του. «Αυτός και ο Λένιν είναι οι μόνες πραγματικά μεγάλες φυσιογνωμίες της Ευρώπης. Η ομιλία του ήταν ένα περίεργο κράμα από γοητεία, ληστρικό πνεύμα, πολιτική διεθνούς εμβέλειας, πατριωτισμό, θάρρος, φιλολογία – μα πάνω από όλα, ήταν αυτός ο ίδιος, αυτός ο μεγαλόσωμος, γεροδεμένος, χαμογελαστός άνδρας, με μάτια που άστραφταν πίσω από τα γυαλιά του και με ένα τετράγωνο σκούφο από μαύρο μεταξωτό ύφασμα στο κεφάλι»

Στις 3 και 4 Φεβρουαρίου 1919, ο Βενιζέλος παρουσιάστηκε στο Συμβούλιο των Δέκα για να εξηγήσει τις Ελληνικές θέσεις. Είχε γράψει ο ίδιος το κείμενο της επίσημης έκθεσης με τίτλο «η Ελλάς ενώπιον του Συνεδρίου της Ειρήνης. Με επαρκή επιχειρήματα που στηρίζονταν στην ιστορία το πολιτισμό και την εθνολογική σύσταση των διεκδικούμενων περιοχών, διεκδικούσε τα νησιά του Αιγαίου που είχαν παραμείνει στη Τουρκία καθώς και τα Δωδεκάνησα που βρίσκονταν υπό Ιταλική κατοχή. Διεκδικούσε ολόκληρη σχεδόν τη Βόρειο Ήπειρο, και ολόκληρη τη Δυτική και Ανατολική Θράκη.

Δεν έθετε θέμα Κωνσταντινούπολης λόγω των ζωτικών διεθνών συμφερόντων που αντιπροσώπευε η Πόλη, αλλά ούτε και θέμα Κύπρου για να μη θίξει τους Βρετανούς. Στη Δυτική Μικρά Ασία διεκδικούσε μια περιοχή που εκτείνονταν δυτικά μιας νοητής γραμμής που άρχιζε από τη Πάνορμο και τέλειωνε απέναντι από το Καστελόριζο. Για να παρακάμψει το δυσμενές για τις Ελληνικές διεκδικήσεις αριθμητικό ζήτημα της εθνολογικής σύστασης της δυτικής Μικράς Ασίας, συμπεριέλαβε στη περιοχή της διεκδικούμενης ζώνης και τα μεγάλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου των οποίων ο πληθυσμός κατά 94% ήταν Ελληνικός.

Επιχειρηματολόγησε ακόμη, ότι η δυτική Μικρά Ασία ιστορικά και γεωγραφικά ήταν διαφορετική από το υψίπεδο της Ανατολίας και από φυσικής και κλιματολογικής άποψης αποτελούσε τμήμα της λεκάνης του Αιγαίου, της γης της ελιάς και των αμπελιών. Όμως τα συμφέροντα των συμμάχων Μεγάλων Δυνάμεων ήσαν τεράστια, συγκρούονταν μεταξύ τους, αλλά και προς τις διεκδικήσεις της Ελλάδας. Ακόμη στο διακανονισμό των Τουρκικών και Βαλκανικών ζητημάτων επεδίωκαν να εξασφαλίσουν πρωτίστως τα συμφέροντα τους και επιπλέον δεσμεύονταν από συμφωνίες και υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει κατά τη διάρκεια του πολέμου, σχετικά με το διαμελισμό των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Μπορεί η Ελλάδα να βρισκόταν με το πλευρό των νικητών, αλλά ο δρόμος προς την εθνική της ολοκλήρωση δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Η χώρα εισήλθε στο πόλεμο καθυστερημένα και ύστερα από δυσάρεστα γεγονότα που προκάλεσαν δυσχέρειες στους συμμάχους. Τα υπ’ αριθμό 11 και 12 σημεία του προέδρου Γουίλσον δεν ευνοούσαν ιδιαίτερα τις διεκδικήσεις της Ελλάδας. Οι διεκδικούμενες από την Ελλάδα περιοχές βρίσκονταν μέσα στο χώρο των αντιτιθεμένων συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων.

Η Ελλάδα ήταν ένα κράτος με μικρό ειδικό βάρος και με προβληματική οικονομία που μόλις πριν από οκτώ χρόνια είχε αποκτήσει στρατό που ικανοποιούσε τα ελάχιστα δεδομένα της εποχής για να ”λαμβάνεται σοβαρά υπόψη”, ώστε να μπορεί να στηρίξει τις εθνικές διεκδικήσεις. Βεβαίως η Ελλάδα διέθετε το Βενιζέλο, που μπορεί να ήταν ένα μεγάλο πολιτικό μέγεθος, όμως ο Βενιζέλος δεν ήταν η Ελλάδα. Ήταν μόνος και δεν υπήρχε κάποιος άλλος μετά από αυτόν. Ο Βενιζέλος δεν διστάζει να στείλει τον Ιανουάριο του 1919 δύο Μεραρχίες στην Ουκρανία για να αγωνιστούν στο πλευρό των Γάλλων εναντίον των Μπολσεβίκων, προκειμένου να πετύχει τη στήριξη του πρωθυπουργού της Γαλλίας Κλεμανσώ στις Ελληνικές διεκδικήσεις.

Στη συνέχεια αγωνίζεται με κάθε τρόπο για να ανατρέψει αντιρρήσεις, εχθρικές θέσεις, προσωπικές απόψεις, να κλείσει μέτωπα, να προσεταιριστεί τους ισχυρούς, να απαλείψει καχυποψίες και να αντιπαλέψει μεγάλα συμφέροντα, διαφορετικές απόψεις και ριζωμένες προκαταλήψεις. Γράφει σχετικά ο Llewellyn Smith, στο βιβλίο του ”Το Όραμα της Ιωνίας”: «Ο αναπληρωτής υπουργός εξωτερικών της Βρετανίας λόρδος Κώρζον, δεν έχει καμιά συμπάθεια για τους Τούρκους, τους οποίους ήθελε να διώξει από τη Κωνσταντινούπολη και την Ευρώπη. Δεν συμπαθούσε όμως και τους Έλληνες για τους οποίους πίστευε ότι ήσαν ανίκανοι σε θέματα διοικητικά και διεφθαρμένοι».

«Ο Κλεμανσώ ήταν θαυμαστής της Ελληνικής αρχαιότητας, αλλά αισθανόταν περιφρόνηση για τους Νεοέλληνες που τους θεωρούσε εκφυλισμένους και νόθους απόγονους των αρχαίων. Και με το Βενιζέλο ακόμα οι σχέσεις τους δεν ήταν ποτέ άνετες, μολονότι οι δύο πολιτικοί είχαν εδραιώσει μία καλή σχέση συνεργασίας και δεσμούς αμοιβαίων εξυπηρετήσεων, αντιμετώπιζε την Ελλάδα με καχυποψία, συγχρόνως όμως είχε αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον του για θέματα περιφερειακά (όπως ήταν οι Ελληνικές υποθέσεις)». «Οι Ιταλοί είναι εχθρικοί απέναντι των Ελλήνων και δεν το κρύβουν. Τα συμφέροντά τους βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης με τις Ελληνικές διεκδικήσεις στη Βόρειο Ήπειρο, στα Δωδεκάνησα και στη Μικρά Ασία».

Οι Ελληνικές διεκδικήσεις ύστερα από πρόταση του Λόϋντ Τζωρτζ υποβλήθηκαν σε επιτροπή εμπειρογνωμόνων που ανέλαβε να εισηγηθεί προτάσεις για ένα δίκαιο διακανονισμό. Η επιτροπή τελείωσε σύντομα το έργο της, χωρίς όμως ομοφωνία. Η Γαλλία και η Βρετανία συμφωνούσαν ότι έπρεπε να εκχωρηθεί στην Ελλάδα μία εκτεταμένη ζώνη στη Μικρά Ασία, μικρότερη όμως από αυτή που διεκδικούσε ο Βενιζέλος. Οι Αμερικανοί διαφωνούσαν και οι Ιταλοί αρνήθηκαν να συζητήσουν το θέμα. Μέχρι και την άνοιξη του 1919, η κατάσταση παρέμενε ρευστή και καμιά απόφαση δεν ήταν δυνατόν να ληφθεί πριν το Ανώτατο Συμβούλιο ασχοληθεί με τη Τουρκική συνθήκη.

Στα μέσα Απριλίου δύο εμπειρογνώμονες του Βρετανικού υπουργείου εξωτερικών, οι Χάρολντ Νίκολσον και Άρνολντ Τόυνμπη, κατέληξαν στο ακόλουθο συμπέρασμα:

1) Κανένας εντολοδόχος δεν θα μπορούσε να κρατηθεί στη Κωνσταντινούπολη αν δεν είχε υπό τον έλεγχό του μία εκτεταμένη ζώνη. Ενώ από την άλλη πλευρά μια τέτοια εκτεταμένη ζώνη θα περιελάμβανε και Ελληνικούς πληθυσμούς.

2) Επειδή η Βρετανία αποστρατεύθηκε, δεν θα είχε τη δυνατότητα να εγκαταστήσει και να διατηρήσει τους Έλληνες στη Μικρά Ασία και από την άλλη πλευρά οι Έλληνες δεν θα μπορούσαν να κρατηθούν μόνοι τους στη Μικρά Ασία χωρίς συμμαχική υποστήριξη.

Κατόπιν των ανωτέρω πρότειναν η μεν Μικρά Ασία να κρατηθεί από τους Τούρκους, οι δε Έλληνες να πάρουν την Ευρωπαϊκή Τουρκία. Μια τέτοια λύση κατέληγαν, θα είχε το πλεονέκτημα ότι θα ήταν τελειωτική. Όλες οι άλλες λύσεις θα προκαλέσουν προβλήματα στο μέλλον. Μολονότι οι προτάσεις θεωρήθηκαν λογικές και άρχισε να φαίνεται φως στο Μικρασιατικό πρόβλημα, η αντίδραση των Αμερικανών στις Ελληνικές διεκδικήσεις για τη Θράκη και η ασυμβίβαστη στάση των Ιταλών σε κάθε θέση που ευνοούσε τα Ελληνικά συμφέροντα, απομάκρυναν τη πιθανότητα συμφωνίας.

 

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ

Η απόφαση για την αποστολή του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη, λήφθηκε εντελώς ξαφνικά από τους τρεις Μεγάλους (Γουίλσον, Λόϋντ Τζωρτζ, Κλεμανσώ) στις 23 Απριλίου 1919. Οι Ιταλοί αντιπρόσωποι είχαν αποχωρήσει από το Παρίσι και το Συμβούλιο συνεδρίαζε χωρίς αυτούς. Ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Λόυντ Τζωρτζ ήταν αυτός που στις 22 Απριλίου 1919 (π.ημ), απόντων των Ιταλών, πίεσε το πρόεδρο Γουίλσον και το Κλεμανσώ για την αποστολή Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη, επειδή διακατεχόταν από την έμμονη ιδέα ότι:

«Αν οι Ιταλοί αφήνονταν ανενόχλητοι, οι σύμμαχοι θα βρίσκονταν προ τετελεσμένων γεγονότων. Οι Ιταλοί θα εμφανιστούν στη Μικρά Ασία. Ο μόνος τρόπος να τους σταματήσουμε είναι να ρυθμίσουμε αμέσως το θέμα της κατοχής της Μικράς Ασίας. Θα πρέπει να αφήσουμε τους Έλληνες να καταλάβουν τη Σμύρνη. Αρχίζουν σφαγές εκεί και δεν υπάρχει κανένας να προστατεύσει τον Ελληνικό πληθυσμό. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να καταλήξουμε σε αποφάσεις μόνοι μας προτού επιστρέψουν οι Ιταλοί. Διαφορετικά είμαι πεπεισμένος ότι θα μας τη φέρουν».

Το ζήτημα προωθήθηκε ακόμη περισσότερο στη συνάντηση των τριών μεγάλων στις 23 Απριλίου, όταν ο Λόϋντ Τζωρτζ έκανε την ακόλουθη παρέμβαση: ”Οφείλω να επιμείνω για μία ακόμη φορά ότι δεν πρέπει να αφήσουμε την Ιταλία να μας φέρει προ τετελεσμένου γεγονότος στην Ασία. Πρέπει να επιτρέψουμε στους Έλληνες να αποβιβάσουν στρατεύματα στη Σμύρνη”. Το μεσημέρι της 23ης Απριλίου ο Βενιζέλος συναντήθηκε με τον Λόϋντ Τζωρτζ: ”Απεφασίσαμεν σήμερον μετά του προέδρου Ουίλσωνος και του κυρίου Κλεμανσώ ότι δέον να καταλάβετε την Σμύρνη” και ο Βενιζέλος απαντά: ”Είμεθα έτοιμοι”.

Γράφει σχετικά ο Llewellyn Smith στο βιβλίο του ”Το Όραμα της Ιωνίας”: «Η απόφαση να στείλουν τους Έλληνες στη Μικρά Ασία λήφθηκε ξαφνικά, πρόχειρα, και με μεγάλη μυστικότητα από τους Τρεις Μεγάλους, με την ενθάρρυνση του Βενιζέλου αλλά με δική τους πρωτοβουλία, χωρίς να αναλογιστούν τις συνέπειες. Ο Λόϋντ Τζωρτζ, βασιζόμενος στα στοιχεία που του έδωσε ο Βενιζέλος, προκάλεσε την απόφαση και ο πρόεδρος Ουίλσων παρακάμπτοντας τις απόψεις των Αμερικανών εμπειρογνωμόνων έδωσε τη συγκατάθεσή του στο σχέδιο με σκοπό να εξουδετερώσει την Ιταλία. Ο Κλεμανσώ έπαιξε δευτερεύοντα ρόλο».

 

ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΤΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ

Κατά τη συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου στις 29 Απριλίου (παρόντος και του πρωθυπουργού της Ιταλίας Ορλάντο), ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Κλεμανσώ ως πρόεδρος του Συμβουλίου επανέφερε το ζήτημα της Ελληνικής υπόθεσης, για την οποία είπε, ότι θα έπρεπε να δοθούν ορισμένες εξηγήσεις. Ανέφερε ότι κατά την απουσία των Ιταλών, οι Έλληνες είχαν ζητήσει να εγκριθεί η απόβασή τους στη Σμύρνη για τη προστασία των ομογενών τους, πράγμα που έγινε δεκτό. Προσέθεσε όμως, ότι επρόκειτο περί μέτρου που δεν προδίκαζε και τη μελλοντική τύχη της Σμύρνης.

Τα ίδια περίπου επανέλαβε και ο Λόϋντ Τζωρτζ, ενώ ο Κλεμανσώ για δεύτερη φορά επανέλαβε ότι την απόφαση για απόβαση του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία τη προκάλεσε Ελληνική αίτηση. Ο πρόεδρος Wilson παρεμβαίνοντας, παρατήρησε ότι η αρχική αίτηση δεν προήλθε από τους Έλληνες, αλλά το Συμβούλιο τους υπέδειξε ότι θα έπρεπε να αποβιβάσουν στρατό για να προλάβουν τις σφαγές. Και ο Clemenceau συμφώνησε επ’ αυτού. Αλλά υποκινητής και πρόθυμος συνένοχος στην απόφαση που λήφθηκε ήταν ο Βενιζέλος. Και όπως είπε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ:

«Δικαιολογημένα ο Βενιζέλος θα μπορούσε να επικαλείται το γεγονός ότι πήγαινε στη Σμύρνη ως εντολοδόχος. Αλλά πήγαινε με τόση προθυμία όση πήγαινε η πάπια για το κολύμπι». 

Ανεξάρτητα όμως των λόγων και των συνθηκών κάτω από τις οποίες λήφθηκε η αναφερομένη απόφαση, αυτή έγινε ασμένως δεκτή από το Βενιζέλο, ο οποίος ερμηνεύοντας τις ελπίδες και τις προσδοκίες του έθνους, την είδε ως τον από μηχανής Θεό που θα οδηγούσε στη πραγμάτωση των προαιώνιων πόθων της φυλής. Και αυτό είναι απόλυτα φανερό από το διάγγελμα του μεγάλου πολιτικού προς το λαό της Σμύρνης:

«Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβη την Σμύρνην, ίνα εξασφαλίση την τάξιν. Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφασις αύτη ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριον είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος. Ελευθέριος Βενιζέλος».

Σύμφωνα δε με την απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου που λήφθηκε στις 1 Μαίου 1919 (π.ημ), η εντολή της Ελλάδας στη Μ. Ασία, περιελάμβανε μέρος του Βιλαετίου Σμύρνης (Αϊδινίου), από τη κάτω κοιλάδα του ποταμού Μαιάνδρου μέχρι και το Αϊβαλί (Κυδωνίες). Είναι όμως και απόλυτα σαφές ότι οι σύμμαχοι και ειδικά οι Άγγλοι, ουδεμία δέσμευση ανέλαβαν έναντι της Ελλάδας αναφορικά με την εντολή που της έδωσαν, αλλά ούτε και ο Βενιζέλος έθεσε όρους ή ζήτησε εξασφαλίσεις. Και πως θα μπορούσε άλλωστε να ζητήσει, όταν αυτός ήταν που πίεζε, διεκδικούσε και κινούσε τα νήματα στο προσκήνιο και το παρασκήνιο;

Από την άλλη πλευρά οι σύμμαχοι, δεν αμελούν να υπενθυμίζουν στο Βενιζέλο το προσωρινό χαρακτήρα της κατοχής και ότι δεν είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν πόλεμο κατά της Τουρκίας για να επιβάλουν τους όρους της ειρήνης. Είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική η επιστολή που απέστειλε στις 5 Νοεμβρίου 1919 στο Βενιζέλο ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Κλεμανσώ, ως πρόεδρος του Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου:

«Έχω τη τιμή να σας πληροφορήσω ότι το Συμβούλιον έκρινεν ότι αι εντυπώσεις ας εκφράζετε εν σχέσει προς την κατοχήν της Σμύρνης, κατ’ ουδέν τροποποιούσι την παρά του Ανωτάτου Συμβουλίου γενομένην δήλωσιν επί του προσωρινού χαρακτήρος της Ελληνικής στρατιωτικής κατοχής. Ειδοποιήθητε κατηγορηματικώς κατά την στιγμήν καθ’ ην ελήφθη η απόφασις παρά του Συμβουλίου των Τεσσάρων. Εις μόνην την διάσκεψιν της Ειρήνης απόκειται να αποφασίση, όταν θα μελετηθή παρ’ αυτής το σύνολον του Ανατολικού ζητήματος, οποία θα είναι η τύχη των διαφόρων χωρών της παλαιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».

Στη παραπάνω επιστολή έσπευσε να απαντήσει ο Βενιζέλος και να βάλει τα πράγματα στη πραγματική τους θέση:

«Οποιοιδήποτε και αν υπήρξαν οι λόγοι δια τους οποίους απεφασίσθη η αποστολή Ελληνικού Στρατού εις Σμύρνην, το Ανώτατον Συμβούλιον δεν ήτο δυνατόν να πλανηθεί ως προς την έννοιαν ήτις ευλόγως θα απεδίδετο υπό της ελληνικής Κυβερνήσεως και του ελληνικού λαού εις την τοιαύτην απόφασιν. Καταλαμβάνουσα η Ελλάς την Σμύρνην εγνώριζεν ότι είχε τουλάχιστον ηθικόν τίτλον να το κάμη. Δεν έστειλε τα στρατεύματά της εις χώραν ξένην (αλλά) εις μίαν κατ’ εξοχήν Ελληνικήν χώραν. Το αίσθημα αυτό συμμερίζομαι απολύτως. Διότι είμαι βέβαιος ότι τα επί της Σμύρνης δικαιώματα της χώρας μου είναι εντελώς σύμφωνα με τας επιθυμίας και τα συμφέροντα του πληθυσμού».

Επιβάλλεται να αναφερθεί, ότι όλες οι εντολές που δόθηκαν από το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο σε πρώην εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τελούσαν υπό την αίρεση της προσωρινότητας μέχρι την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης. Υφίσταται όμως μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ της εντολής που δόθηκε στην Ελλάδα και των λοιπών εντολών. Οι σύμμαχοι μέσω των εντολών που οι ίδιοι παραχώρησαν στους εαυτούς τους επεδίωξαν να εξυπηρετήσουν ζωτικά συμφέροντα τους στα ερείπια της πρώην αυτοκρατορίας και αν αποτύγχαναν ή οικιοθελώς παραιτούνταν της εντολής τους, θα έχαναν ενδεχομένως πόρους και επιρροή (ή και θα αποκτούσαν).

Αντιθέτως η Ελλάδα, δια της εντολής που έλαβε, προσδοκούσε να επιτύχει την ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό συμπαγών Ελληνικών πληθυσμών που κατοικούσαν από τριών χιλιάδων ετών στη Μικρά Ασία και οι οποίοι απειλούνταν με εξόντωση από τις πολιτικές εθνοκάθαρσης που εφάρμοζε η Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1913. Η μη επιδίκαση στην Ελλάδα δια της συνθήκης ειρήνης της Ιωνίας, ή -και το σημαντικότερο- η αποτυχία της Ελλάδας να εκτελέσει με επιτυχία την εντολή που της ανατέθηκε, έθετε σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη του Μικρασιατικού Ελληνισμού.

Ανεξάρτητα όμως των συνθηκών κάτω από τις οποίες λήφθηκε η απόφαση για την αποστολή του Ελληνικού Στρατού στην Ιωνία και της προσωρινότητας που αυτή είχε μέχρι την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης, αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την επίτευξη των εθνικών διεκδικήσεων. Και έτσι την εξέλαβε το Ελληνικό έθνος. Η Ελλάδα αναλάμβανε να φέρει σε πέρας με τις δικές της κυρίως δυνάμεις, ένα τιτάνιο εθνικό έργο, του οποίου η επιτυχής κατάληξη θα αποτελούσε την ολοκλήρωση του οράματος της Μεγάλης Ιδέας. Παρακάτω, θα φανεί αν η Ελλάδα αντιλήφθηκε το μέγεθος της ευθύνης, αν έπραξε τα αναγκαία και αν διέθετε τις αναγκαίες και ικανές ηθικές πνευματικές πληθυσμιακές υλικές και στρατιωτικές δυνατότητες για την ευτυχή κατάληξη του μεγάλου αυτού ζητήματος.

 

ΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΗΣ ΥΨΗΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1920

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΗΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ

Αν κανείς ήθελε να αναλύσει μια μάχη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ή των Βαλκανικών Πολέμων -ή και ολόκληρες τις εκστρατείες- δε θα χρειαζόταν καμία ιδιαίτερη αναφορά στο πολιτικό υπόβαθρο των αντιστοίχων συγκρούσεων, ούτε στις πολιτικές εξελίξεις που σημειώνονταν παράλληλα. Γιατί οι πολεμικές αυτές συγκρούσεις αποτέλεσαν περιπτώσεις ”αμιγούς” πολέμου. Οι πολιτικές αντιθέσεις οδηγούσαν σε πολεμικές συγκρούσεις με σαφή αρχή (κήρυξη του πολέμου), παύση των πολιτικών ζυμώσεων εν αναμονή του αποτελέσματος της πολεμικής αναμέτρησης και, τελικά, συνέχιση της πολιτικής διαδικασίας επί τη βάσει του πολεμικού αποτελέσματος της σύγκρουσης.

Η Μικρασιατική Εκστρατεία ανήκει σε μία διαφορετική κατηγορία πολεμικών συγκρούσεων, λιγότερο οριοθετημένων πολιτικά. Στις συγκρούσεις αυτές το πολιτικό παίγνιο δεν αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων αλλά εξελίσσεται παράλληλα με αυτό, επηρεάζεται από αυτό και το επηρεάζει κατά τρόπο ουσιώδη. Διαμορφώνεται έτσι μια κατάσταση στην οποία η εξέλιξη των στρατιωτικών γεγονότων δε μπορεί να απομονωθεί από τα σύγχρονα πολιτικά γεγονότα, γιατί έτσι χάνει τη συνοχή της και το νόημα της – όπως και το αντίστροφο. Η Μικρασιατική Εκστρατεία υπήρξε κατ΄ εξοχήν σύγκρουση τέτοιας κατηγορίας – τόσο που αυτή η αλληλεπίδραση πολιτικών και στρατιωτικών εξελίξεων υπήρξε, σχεδόν, η ουσία της.

Η παρουσίαση του επιπέδου της ”υψηλής στρατηγικής” δεν έχει απλώς ως σκοπό να παρουσιάσει μια γενική σύνοψη των πολιτικών γεγονότων της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ο σκοπός της είναι να επισημάνει το ρόλο των πολιτικών εξελίξεων στην εξέλιξη της εκστρατείας, και πως συγκεκριμένες πολιτικές εξελίξεις, λιγότερο στο εσωτερικό και περισσότερο στο διεθνές πεδίο, επηρέασαν και επηρεάστηκαν καταλυτικά από τη στρατιωτική πορεία της Εκστρατείας. Μία τέτοια οπτική σκοπιά είναι κρίσιμη γιατί η Μικρασιατική Εκστρατεία, σε αντίθεση με άλλους πολέμους της ελληνικής στρατιωτικής ιστορίας από τους οποίους έχουμε παραστάσεις, δεν υπήρξε ένας ”αμιγής” πόλεμος.

Αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρξε μια συγκεκριμένη στιγμή κατά την οποία ξεκίνησαν οι πολεμικές επιχειρήσεις και τερματίστηκαν οι πολιτικές διαδικασίες μέχρι τη λήξη των εχθροπραξιών. Αντίθετα, οι πολιτικές ζυμώσεις και οι πολιτικές εξελίξεις όχι απλώς εξελίσσονταν παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και τις επηρέαζαν και επηρεάζονταν σε σημαντικό βαθμό από αυτές. Έτσι, υπάρχουν πτυχές των στρατιωτικών πραγμάτων, σε όλα τα επίπεδα, ακόμη και το επιχειρησιακό, που δεν εξηγούνται αμιγώς από την εξέλιξη των επιχειρήσεων αλλά απαιτούν ευρύτερη οπτική γωνία.

 

Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ – Η ΛΗΞΗ ΤΟΥ Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ο καλύτερος τρόπος για να γίνει κατανοητό το συνολικό γεωστρατηγικό πλαίσιο της Ελληνο-Τουρκικής σύγκρουσης του 1920 – 1922 είναι αυτή να αντιμετωπιστεί ως μία τοπική συνέχιση και απόληξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Μικρασιατική Εκστρατεία υπήρξε αδιάσπαστο μέρος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στο θέατρο επιχειρήσεων της Ανατολικής Μεσογείου. Από μία άποψη, η Ελληνική αντίληψη για τη σύγκρουση, στην οποία υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ της λήξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας -επειδή στις δύο συγκρούσεις αντιμετωπίσαμε διαφορετικούς στρατιωτικούς αντιπάλους σε διαφορετικές γεωγραφικές θέσεις- είναι σχεδόν παραπειστική.

Τόσο για τους βασικούς ”εξωτερικούς” εμπλεκομένους, δηλαδή τη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση, όσο και για τους υπολοίπους ”τοπικούς” εμπλεκομένους, δηλαδή τους Τούρκους, τους Αρμενίους, τους Άραβες και τους άλλους λαούς της Μικρασίας, η Ελληνική Μικρασιατική Εκστρατεία αποτέλεσε οργανικό μέρος των εξελίξεων που είχαν ξεκινήσει το 1914 με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την είσοδο σε αυτόν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Το βασικότερο στοιχείο για να κατανοηθεί η κατάσταση και η εξέλιξή της εκστρατείας είναι ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία, με τη λήξη των εχθροπραξιών που υπεγράφη με την Ανακωχή του Μούδρου και παρά το γεγονός ότι υπήρξε ένα από τα τρία μέρη της συμμαχίας των ”Κεντρικών Δυνάμεων”, δεν αποδιοργανώθηκε πλήρως από στρατιωτικής απόψεως και, κυρίως, δεν κατέρρευσε εσωτερικά και δεν υπέστη εσωτερική κοινωνική ρήξη – σε αντίθεση με τις άλλες δύο ”Κεντρικές” δυνάμεις. Σε αντίθεση με τις έντονες παραστάσεις που έχουμε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν έγινε λόγω της στρατιωτικής συντριβής της μίας από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.

Αντίθετα, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αυτό που συνέβη είναι ότι η Γερμανία κάμφθηκε στρατιωτικά κατά την αντιπαράθεση στο Δυτικό Μέτωπο -ιδίως λόγω της εισόδου των ΗΠΑ στον πόλεμο κατά το 1917- όπως κάμφθηκε και βιομηχανικά, ιδίως λόγω του μακρού συμμαχικού ναυτικού αποκλεισμού. Η διπλή αυτή κάμψη οδήγησε τη Γερμανία στην υπογραφή ανακωχής το φθινόπωρο του 1918, με βάση την αποδοχή των ”Δεκατεσσάρων Σημείων” του Προέδρου Ουίλσον. Αμέσως μετά την υπογραφή της ανακωχής, στη Γερμανία εκδηλώθηκε μια κοινωνική έκρηξη που διέλυσε πλήρως τις ένοπλες δυνάμεις της, οδήγησε τη χώρα σε στρατιωτική κατάρρευση και επέτρεψε τον πλήρη έλεγχο της από τις χώρες της Συνεννοήσεως.

Κάτι αντίστοιχο συνέβη με την Αυστροουγγαρία. Η περίπτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε, όμως, ριζικά διαφορετική. Με τη ανακωχή του Μούδρου, σχεδόν, αλλά όχι ταυτόχρονα με τη Γερμανική ανακωχή, (και από επιχειρησιακής και στρατηγικής απόψεως τελείως ανεξάρτητα από αυτήν), η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχει χάσει μεγάλο μέρος της εκτάσεώς της, με βασική απώλεια αυτήν των Αραβικών της εκτάσεων. Ταυτόχρονα, οι τετραετείς πολεμικές επιχειρήσεις έχουν επιφέρει βαρύτατη φθορά στη στρατιωτική της ισχύ – αλλά όχι και κατάρρευσή της.

Η Αυτοκρατορία είχε οδηγηθεί σε κάμψη το φθινόπωρο του 1918, γιατί οι δυνάμεις της στην περιοχή της Παλαιστίνης και της Συρίας είχαν συντριβεί, με άμεση την απειλή της διείσδυσης μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων στο εσωτερικό της Μικρασιατικής Χερσονήσου – την παραδοσιακή ενδοχώρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η απειλή αυτή, στην οποία δεν έχει πλέον ικανό στρατιωτικό δυναμικό να αντιτάξει, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάρρευση του κράτους και την έκλειψη της Γερμανικής οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας, ασφαλώς και με την πίεση των απωλειών, οδήγησε στην ανακωχή του Μούδρου.

Σε αντίθεση, όμως, με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν επλήγη στο τέλος του πολέμου από διαλυτικές εσωτερικές αναταραχές, ή, τουλάχιστον, αυτές ήταν τελείως διαφορετικής φύσης. Ενώ η πολεμική κόπωση είχε εξαντλήσει τους αστικούς κι εργατικούς πληθυσμούς των κεντροευρωπαϊκών κοινωνιών -που μάλιστα είχαν υποστεί την κόπωση του μακροχρόνιου πολέμου των χαρακωμάτων και τη στέρηση λόγω του συμμαχικού αποκλεισμού- οι Τουρκικοί πληθυσμοί, αγροτικοί στην πλειονότητά τους, είχαν απορροφήσει αναλογικά μεγαλύτερες απώλειες (αν και χωρίς το μαρτύριο του τετραετούς πολέμου στα χαρακώματα) χωρίς να οδηγηθούν σε εσωτερική διάσπαση.

Αυτό που η κόπωση του πολέμου προκάλεσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή απλώς επέτεινε, ήταν οι φυγόκεντρες τάσεις των Μουσουλμανικών πληθυσμών που δεν ανήκαν στον εθνοτικό πυρήνα, δηλαδή που δεν είχαν Τουρκική εθνική συνείδηση, με κυριότερους τους Άραβες. Φυσικά, οι Χριστιανικοί πληθυσμοί δεν είχαν ανάγκη της κόπωσης του πολέμου. Οι άγριοι διωγμοί του Οθωμανικού κράτους ήταν επαρκές κίνητρο γι΄ αυτούς. Στο τέλος του 1918 η Αυτοκρατορία ήταν εξαντλημένη από τις τετραετείς επιχειρήσεις, ιδιαίτερα μετά τις τελευταίες πολεμικές επιχειρήσεις στα μέτωπα της Μέσης Ανατολής.

Η διάσπαση της άμυνάς της στο Θέατρο Επιχειρήσεων Σινά και Παλαιστίνης από τους Βρετανούς μετά τη Μάχη της Μεγιδδώ και η συντριπτική τους ήττα επέτρεψε την ανεμπόδιστη προέλαση των Βρετανικών δυνάμεων προς την Συρία και απειλούσε το εσωτερικό της Ανατολίας. Η συνολική εξάντληση, μαζί με την προοπτική της άμεσης εισόδου στον γεωγραφικό πυρήνα της Αυτοκρατορίας οδήγησε την Οθωμανική ηγεσία στην υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου, στις 30 Οκτωβρίου του 1918.

 

Η ΠΑΡΔΩΣΗ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ – Η ΑΝΑΚΩΧΗ ΤΟΥ ΜΟΥΔΡΟΥ

Η ανακωχή του Μούδρου ήταν η προσωρινή συμφωνία για τη λήξη των εχθροπραξιών μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Εγκάρδιας Συνεννόησης, με την οριστική συμφωνία να εκκρεμεί με τις μεταπολεμικές διαπραγματεύσεις για τις τελικές διευθετήσεις. Τα βασικά σημεία της ανακωχής που έχουν σημασία για τις μετέπειτα εξελίξεις ήταν ότι:

  • Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποχωρούσε στρατιωτικά από όλες τις περιοχές εκτός της Μικράς Ασίας, απ’ όπου στην πραγματικότητα είχε ήδη εκδιωχθεί.
  • Ο Οθωμανικός Στρατός θα επανερχόταν σε κατάσταση ειρηνικής συνθέσεως, σχετικά μειωμένης (αλλά όχι εξαιρετικά) έναντι της ειρηνικής συνθέσεως που είχε αμέσως πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
  • Οι σύμμαχοι θα είχαν το δικαίωμα να καταλάβουν άμεσα την Κωνσταντινούπολη και το Βόσπορο ώστε να ελέγξουν πλήρως τα Στενά.
  • Οι σύμμαχοι διατηρούσαν το δικαίωμα να καταλάβουν οποιοδήποτε σημείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε περίπτωση που προέκυπτε κατάσταση η οποία ήταν συνιστούσε απειλή γι΄ αυτούς.
  • Το σιδηροδρομικό δίκτυο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ετίθετο άμεσα υπό τον έλεγχο και την επιτήρηση των Συμμαχικών Δυνάμεων, οι οποίες τοποθετούσαν φυλάκια σε πολλούς σταθμούς καθ’ όλο το μήκος του δικτύου.
  • Συνολική αποστράτευση του Τουρκικού στρατού
  • Παράδοση των Τουρκικών πολεμικών πλοίων στους Συμμάχους
  • Σφράγιση όλων των Τουρκικών αποθηκών όπλων και παράδοσή τους στους Συμμάχους
  • Παράδοση των παραθαλάσσιων οχυρών των στενών της Καλλίπολης στους Συμμάχους
  • Άμεσο άνοιγμα των Στενών και ελεύθερη ναυσιπλοΐα στην περιοχή
  • Οι Τούρκοι αναλάμβαναν την υποχρέωση να παραδώσουν άμεσα όλους τους Γερμανούς και Αυστριακούς αξιωματικούς που βρίσκονταν στα εδάφη τους
  • Οι Τούρκοι αναλάμβαναν την υποχρέωση να εφοδιάσουν τις συμμαχικές αποστολές με εφόδια και καύσιμα
  • Οι Σύμμαχοι αποκτούσαν το δικαίωμα να καταλάβουν στρατιωτικά τις πετρελαιοφόρες περιοχές του Βατούμ και της Μοσούλης
  • Τέλος, οι Τούρκοι όφειλαν άμεσα να εκκενώσουν στρατιωτικά τις περιοχές της Μεσοποταμίας, Κιλικίας, Παλαιστίνης, Συρίας και Αρμενίας (εδάφη που είχαν διανεμηθεί ήδη μεταξύ Άγγλων και Γάλλων με την περιβόητη μυστική συμφωνία Σάικς – Πικώ το 1916).

Η ανακωχή του Μούδρου αποτέλεσε τον θρίαμβο της Αγγλικής πολιτικής στην Ανατολία, κάτι όμως που δυσαρέστησε τους Γάλλους και τους Ιταλούς που είχαν βλέψεις στην περιοχή. Ο ανταγωνισμός των τριών δυνάμεων φάνηκε ακόμη και στις διαπραγματεύσεις για την ανακωχή κατά τις οποίες οι εκπρόσωποι της Γαλλίας και της Ιταλίας είχαν παραμεριστεί εντελώς. Ακριβώς ο ανταγωνισμός των Συμμάχων και η αντιζηλία μεταξύ τους δεν επέτρεψαν την εφαρμογή των όρων της ανακωχής. Η Γαλλία και η Ιταλία δεν συμμετείχαν καθόλου στην εφαρμογή της ανακωχής, αλλά αντιθέτως οι εκπρόσωποι τους στην Κωνσταντινούπολη διεξήγαγαν επαφές με Τούρκους ιθύνοντες, θεωρώντας τον Τουρκικό εθνικισμό ως παράγοντα ανάσχεσης της Αγγλικής επιρροής στην περιοχή.

Η Ιταλική κατοχή στην Αλικαρνασσό όχι μόνο δεν βοήθησε την επιβολή των όρων ανακωχής, αλλά αντιθέτως προμήθευε με νέα όπλα και αποτελούσε ένα ασφαλές καταφύγιο για τις άτακτες Τουρκικές ομάδες όταν αυτές παρενοχλούσαν τις Ελληνικές δυνάμεις. Ήδη από την επομένη της υπογραφής της ανακωχής, αναπτύσσονταν Τουρκικοί εθνικιστικοί πυρήνες σε όλη την Ανατολία γύρω από ανώτατους Τούρκους αξιωματικούς, αλλά ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη και στη ίδια την κυβέρνηση του Σουλτάνου. Στελέχη του κομιτάτου “Ένωση και πρόοδος” προπαγάνδιζαν την αντίσταση στους ξένους ήδη από τις αρχές του 1919.

Ο Αλή Φουάτ, διοικητής του 20ου Σώματος στρατού στην Άγκυρα ξεκίνησε την οργάνωση Τουρκικής αντίστασης ήδη από τον Μάρτιο του 1919.  Η ουσία της ανακωχής (που εν μέρει συνόψιζε και τις αρχικές αλλά και τις γενικότερες προθέσεις των κυρίων μερών της ”Εγκάρδιας Συμμαχίας”) ήταν η διατήρηση του Οθωμανικού κράτους, αποδυναμωμένου -αλλά όχι διαλυμένου- περιορισμένου στην Μικρασία, στην οποία θεωρητικά θα μπορούσαν να επέμβουν κατά βούληση οι Σύμμαχοι για να επιβάλουν τη θέλησή τους. Και όλα αυτά, εν όψει της τελικής διευθέτησης της ειρήνης στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία θα είχε ως επίκεντρο την οριστική διαμοίραση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΠΟΣΤΡΑΤΕΥΣΗ

Για να δοθεί μία εικόνα της ισχύος που διατήρησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά την επιβολή της Ανακωχής του Μούδρου, παρατίθεται η διαδικασία και το αποτέλεσμα της επιβληθείσας αποστράτευσης. Με την υπογραφή της ανακωχής δεν απαιτήθηκε άμεση αποστράτευση των στρατευμάτων ούτε η παράδοση του οπλισμού. Αυτό θα γινόταν αργότερα, σε συνεργασία με τις Βρετανικές αρχές και αναλόγως των γενικότερων απαιτήσεων εξωτερικής και εσωτερικής ασφαλείας. Έτσι, το Νοέμβριο του 1918 το Οθωμανικό Γενικό Επιτελείο απέστειλε οδηγίες στους σχηματισμούς για το χρονοδιάγραμμα και τις ακριβείς γεωγραφικές διευθετήσεις της παράδοσης στρατηγικής σημασίας σημείων στους Συμμάχους.

Ενώ στο τέλος Νοεμβρίου το Επιτελείο είχε ολοκληρώσει το σχέδιο αποστράτευσης. Το Δεκέμβριο αποστρατεύθηκαν αρκετοί σχηματισμοί, από το επίπεδο στρατιάς μέχρι μεραρχίας. Οι Βρετανοί επέβαλαν το σχέδιο αποστράτευσης του Οθωμανικού στρατού με βάση τους υπηρετούντες στρατιώτες, υπαγορεύοντας απλώς το χρονικό σχέδιο βάσει του οποίου θα απολύονταν διαδοχικά οι κλάσεις που βρίσκονταν υπό τα όπλα, ενώ μέρος του επιπλέον υλικού παραδόθηκε σε συμμάχους επιθεωρητές, φυλασσόμενο, όμως, στην Οθωμανική επικράτεια. Το σχέδιο για την ειρηνική σύνθεση και την αναδιοργάνωση του οθωμανικού στρατού αποφασίστηκε και συντάχθηκε αποκλειστικά από το Οθωμανικό γενικό επιτελείο.

Με την ολοκλήρωση του Βρετανικού σχεδίου αποστρατεύσεως, τον Μάρτιο του 1919, παρέμεναν υπό τα όπλα 61.223 άνδρες. Το σχέδιο αναδιοργάνωσης προέβλεπε ειρηνική σύνθεση δυνάμεως 20 μεραρχιών, οργανωμένων σε εννέα σώματα στρατού (έναντι ειρηνικής συνθέσεως 36 μεραρχιών του 1914). Το Γενικό Επιτελείο επέστρεψε στο προπολεμικό σύστημα της ειρηνικής σύνθεσης χαμηλής επάνδρωσης, προβλέποντας 1.540 τυφεκιοφόρους, 36 πολυβόλα και οκτώ πυροβόλα (σε τέσσερις πυροβολαρχίες). Για κάθε μεραρχία, δηλαδή το ένα τρίτο της κανονικής (προπολεμικής) δυνάμεως σε πυροβόλα και πολυβόλα. Οι μεραρχίες διατήρησαν την τριαδική τους δομή, ενώ κάποιες μεραρχίες διατήρησαν και ένα τάγμα εφόδου.

Εντός κάθε μεραρχίας πεζικού, κάθε σύνταγμα είχε ένα τάγμα με ποσοστό επανδρώσεως 50% και δύο με ποσοστό επανδρώσεως 25%. Επιπρόσθετο πυροβολικό και πολυβόλα προβλέπονταν σε επίπεδο σώματος στρατού. Το σύνολο της παρατακτικής δυνάμεως ανερχόταν σε 41.000 άνδρες και 256 πυροβόλα, ενώ 20.000 ακόμη άνδρες συγκροτούσαν επιτελείο, σχολεία και φρουρές. Όμως, στην κατοχή του στρατού παρέμενε ένα μεγάλο απόθεμα από 791.000 τυφέκια, 2.000 ελαφρά και βαρέα πολυβόλα και 945 πυροβόλα, αν και πολλά από αυτά ήταν παλαιά, ή έχρηζαν σοβαρών επισκευών.

Η πολεμική σύνθεση των είκοσι μεραρχιών ανερχόταν σε 250.000 άνδρες, ενώ το διαθέσιμο υλικό επαρκούσε για την ενεργοποίηση δέκα ακόμη μεραρχιών πεζικού. Επιπλέον, το Οθωμανικό Γενικό Επιτελείο (σε αντίθεση, πχ, με το Γερμανικό) συνέχισε κανονικά την ύπαρξη και λειτουργία του, ενώ το σώμα των επιτελών αξιωματικών διατηρήθηκε ακέραιο, συνεχίζονταν την επάνδρωση των επιτελικών θέσεων και των θέσεων διοικήσεως στον οργανισμό του στρατού.

 

Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Οι εξελίξεις και οι διαδοχικές φάσεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας γίνονται πιο εύκολα κατανοητές αν αντιμετωπιστούν με επίκεντρο όχι την Ελλάδα αλλά την Τουρκία. Πράγματι, η όλη μεταπολεμική σύγκρουση γινόταν με επίκεντρο την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την προσπάθεια της ”Εγκάρδιας Συμμαχίας” να επιβάλει τους όρους της και τη σταδιακή και ολοένα αποφασιστικότερη αντίδραση της Τουρκικής πλευράς να αποδεχθεί τους όρους αυτούς.

Η Ελληνική προσπάθεια και η Ελληνο-Τουρκική σύγκρουση ήταν, ίσως, το σημαντικότερο (και το δραματικότερο) επεισόδιο της προσπάθειας αυτής, αλλά αποτελούσε απλώς ένα μέρος του συνολικότερου λαβυρίνθου της μεταπολεμικής Εγγύς Ανατολής. Αν θελήσει κανείς να συμπυκνώσει -απλουστευτικά- την ουσία της πολιτικής σύγκρουσης στην Εγγύς Ανατολή από το 1919 μέχρι τις αρχές του 1921 οπότε ξεκινά η διαδοχή των Ελληνικών προελάσεων προς τα ανατολικά, καταλήγει στα εξής:

1. Στο τέλος του 1918 οι Σύμμαχοι εξαναγκάζουν την εξαντλημένη και ηττημένη στρατιωτικά Οθωμανική Αυτοκρατορία σε συνθηκολόγηση. Στο εσωτερικό της, η πολιτική κυριαρχία του ”Κομιτάτου Ένωση και Πρόοδος” τυπικά τερματίζεται και επανέρχονται στην εξουσία οι παλιές φιλοσουλτανικές δυνάμεις που από το 1913 έχουν παραγκωνιστεί. Παρ’ όλα αυτά, το Κομιτάτο έχει ξεκινήσει, ήδη από τον Οκτώβριο (δηλαδή, πριν από την ανακωχή), το σχεδιασμό και την προετοιμασία του για την επόμενη ημέρα, για τη συνέχιση της αντίστασης και τη διεκδίκηση της πολιτικής κυριαρχίας. Κεντρικό ρόλο στο σχεδιασμό αυτό παίζουν οι μυστικές υπηρεσίες του καθεστώτος που τελούν υπό τον απόλυτο έλεγχο του Κομιτάτου.

2) Με την ανακωχή, οι τέσσερις βασικοί Σύμμαχοι επιβάλουν μερική αποστράτευση και μερικό αφοπλισμό του (ούτως ή άλλως καταπονημένου) Οθωμανικού Στρατού, χωρίς όμως να καταργήσουν την οργάνωσή ή να την πειράξουν καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο, καταλαμβάνουν -οι ίδιες ή οι μικρότερες δυνάμεις της Συμμαχίας- περιοχές ή σημεία στην περιφέρεια της Μικρασίας. Από πολύ νωρίς σημειώνεται ένοπλη αλλά ασθενής και ασύντακτη αντίδραση στην παρουσία των συμμαχικών δυνάμεων, υποκινούμενη και οργανούμενη από το Κομιτάτο.

3) Οι Μεγάλες Συμμαχικές Δυνάμεις προσπαθούν, σε μια καθοριστικά αργόσυρτη διαδικασία,να συμφωνήσουν μεταξύ τους (ακόμη και στο εσωτερικό τους) ως προς το καθεστώς που θα επιβάλουν στην ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η καθυστέρηση στη διαδικασία οφείλεται γενικά:

i) Στην πολυπλοκότητα και το τεράστιο εύρος των θεμάτων που αντιμετωπίζονται, με όλες τις συνακόλουθες συγκρούσεις και αντιθέσεις μεταξύ των νικητών.

ii) την αίσθηση απόλυτης ασφάλειας επικράτησης και που γεννά η νίκη επί της Γερμανίας.

Ουσιαστικά στο Παρίσι καθ’ όλη τη διάρκεια του 1919, και αλλού κατά τη διάρκεια του 1920, επιχειρείται (εκτός πραγματικότητας, όπως αποδεικνύεται σύντομα) μια τελείως καινούργια αρχιτεκτονική, τόσο για την Ευρώπη όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο.

4) Η Ελλάς, με εξαιρετικά επιδέξιους και επίμονους διπλωματικούς χειρισμούς, εξασφαλίζει το δικαίωμα της παρουσίας της στις προαιώνιες Ελληνικές εστίες της Ιωνίας – με καθεστώς, όμως, προσωρινό, όπως άλλωστε προσωρινή είναι στη φάση εκείνη όλη η κατάσταση στην Εγγύς Ανατολή, εν αναμονή της επίσημης (και οριστικής) διευθετήσεώς της. Ο Βενιζέλος θέτει εξ αρχής, επίσημα το Ελληνικό αίτημα, συνεχίζει να το καλλιεργεί επίμονα και υπόγεια κατά την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων, και όταν τον Απρίλιο του 1919 προκύπτει εσωτερική εμπλοκή μεταξύ των ”τεσσάρων μεγάλων” είναι έτοιμος να την εκμεταλλευτεί.

5) Κατά τη διάρκεια της προσπάθειας των Μεγάλων Συμμαχικών Δυνάμεων να συμφωνήσουν για το καθεστώς που επιθυμούν να επιβάλουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η πραγματική ικανότητά τους να το επιβάλουν μειώνεται ραγδαία, καθώς η λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου προκαλεί αφ’ ενός μαζική αποστράτευση των στρατιωτικών τους δυνάμεων, αφ΄ετέρου πλήρη απροθυμία των κοινωνιών τους να εμπλακούν σε νέες πολεμικές επιχειρήσεις μετά την κόπωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της Γαλλίας, που άλλωστε έχει υποστεί και τις μεγαλύτερες απώλειες.

Ήδη, η εκστρατεία στην Ουκρανία έχει καταδείξει στην Ελληνική πλευρά την χαμηλή μαχητική ικανότητα και την απροθυμία των Γαλλικών δυνάμεων να εμπλακούν σε επιχειρήσεις, καθώς οι Ελληνικές δυνάμεις συνεχώς διασώζουν τις Γαλλικές από την ήττα. Στη Μικρασία η στρατιωτική αδυναμία της Γαλλίας στο μέτωπο της Κιλικίας επιχειρείται να συγκαλυφθεί με τη μαζική χρήση Αρμενίων, αλλά οι δυνάμεις που χρησιμοποιούνται δεν αποτελούν σοβαρή μαχητική δύναμη και δεν εξοπλίζεται ως τέτοια από το Γαλλικό Κράτος. Η κατάσταση για τους Βρετανούς είναι λιγότερο κακή από πλευράς μαχητικής ικανότητας των επιχειρησιακών δυνάμεων αλλά εξ ίσου προβληματική από πλευράς πολιτικής δυνατότητας και προθυμίας εμπλοκής.

6) Σταδιακά, στο εσωτερικό της Τουρκίας οι πολιτικές δυνάμεις που προέρχονται από το Κομιτάτο αρχίζουν ανοικτά να διεκδικούν την πολιτική ηγεμονία. Ταυτόχρονα, οι παραστρατιωτικές δυνάμεις του Κομιτάτου ανασυντάσσονται, η δυνατότητά τους για αντίσταση και διεξαγωγή επιχειρήσεων αυξάνεται, γεγονός που σταδιακά οδηγεί σε ένταση των συγκρούσεων ατάκτων με τις στρατιωτικές δυνάμεις των Συμμάχων. Ταυτόχρονα, ο τακτικός στρατός, που τελεί θεωρητικά υπό τον έλεγχο της Οθωμανικής κυβερνήσεως, ελέγχεται όλο και περισσότερο από το Κομιτάτο και, ειδικότερα, από την Κεμαλική του συνιστώσα – εξ αιτίας του κύρους και της επιρροής που ο Κεμάλ ασκεί στις τάξεις του.

7) Η εμφανής δυσκολία των Συμμάχων να επιβληθούν επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με τα εξ αρχής αποκλίνοντα συμφέροντά τους στην περιοχή, οδηγούν σε σταδιακή απόκλιση των πολιτικών τους στην Εγγύς Ανατολή, με τους περισσότερους να επιθυμούν την απεμπλοκή τους έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων, και σχεδόν μόνη τη Βρετανία να επιμένει σε γεωπολιτικά ανταλλάγματα, προσβλέποντας όλο και περισσότερο στην Ελληνική παρουσία για να τα επιβάλλει.

8) Η αντίδραση του κομιτάτου, που σταδιακά γίνεται Κεμαλικό, αποκρυσταλλώνεται πολιτικά και τελικώς οδηγεί σε σύγκρουση με το Οθωμανικό καθεστώς, με πρώτο και βασικό διακύβευμα τον έλεγχο του στρατού. Η αμφίρροπη σύγκρουση κλίνει αποφασιστικά υπέρ της Κεμαλικής πλευράς μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, τον Αύγουστο του 1920, λόγω της αυστηρότητας των όρων της, οπότε η Οθωμανική πλευρά χάνει σχεδόν κάθε ηθικό έρεισμα στα ευρέα Τουρκικά στρώματα.

9) Καθώς καθίσταται σαφές σε Ελλάδα και Βρετανία ότι η επιβολή των όρων της Συνθήκης των Σεβρών (της συμφωνίας για την τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην οποία οι Σύμμαχοι έφτασαν περισσότερο από ενάμιση χρόνο μετά την υπογραφή της Ανακωχής του Μούδρου) απαιτεί ουσιαστικά τη συνέχιση των επιχειρήσεων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου για την υπογραφή της, η Κεμαλική πλευρά σταδιακά αντιμετωπίζει τα μέτωπα στην περιφέρειά της. Προτεραιότητα παίρνουν τα μέτωπα που μπορούν να κλείσουν γρήγορα, ώστε να συγκεντρωθούν αργότερα αποφασιστικά εναντίον του σημαντικότερου – του Ελληνικού.

Σε συμφωνία με τη Σοβιετική Ένωση κλείνουν το Αρμενικό μέτωπο στα βορειοανατολικά (επιτιθέμενοι σε συνεργασία, ουσιαστικά, με τον Σοβιετικό Στρατό στο Αρμενικό Κράτος του Ουίλσον και διαμελίζοντάς το κατά τρόπο που έμοιαζε χαρακτηριστικά με τον διαμελισμό της Πολωνίας 19 χρόνια αργότερα), και αντιμετωπίζοντας σθεναρά τις ασθενείς Γαλλικές δυνάμεις στην Κιλικία.

10) Οι Σύμμαχοι γρήγορα αντιμετωπίζουν το γεγονός ότι η συνθήκη των Σεβρών δε μπορεί να επιβληθεί από την Οθωμανική κυβέρνηση και θα πρέπει να επιβληθεί στρατιωτικά έξωθεν. Η προοπτική αυτή ενισχύει τις τάσεις μεταξύ των Συμμάχων να αναθεωρήσουν τη θέση τους έναντι του Ανατολικού Ζητήματος. Ιδιαίτερα οι Γάλλοι επιθυμούν να απεμπλακούν από την περιπέτεια αποσπώντας απλώς οικονομικά οφέλη, ενώ και στους Βρετανούς η τάση αυτή ενισχύεται, χωρίς όμως να κυριαρχεί.

Ταυτόχρονα, ωριμάζει η ιδέα πως μόνον η Ελληνική πλευρά, που μέχρι εκείνη τη στιγμή τηρείται υπό περιορισμό στη Γραμμή Μιλν, έχει την προθυμία και -ενδεχομένως- τη δυνατότητα να κατανικήσει τους Κεμαλικούς και να επιβάλει την ειρήνη. Μέχρι τότε η Ελλάδα είναι υπό αυστηρό περιορισμό, κυρίως για να καταστεί η ειρήνη πιο εύπεπτη την Τουρκική πλευρά καθώς και, δευτερευόντως, λόγω του ότι Γάλλοι και Ιταλοί την αντιμετωπίζουν ανταγωνιστικά.

11) Η ευθεία τακτική επίθεση των Κεμαλικών δυνάμεων κατά των Άγγλων στη Νικομήδεια την άνοιξη του 1920 θέτει επιτακτικά και στους Βρετανούς το θέμα της καταστολής των Κεμαλικών δυνάμεων και ταυτόχρονα τους ωθεί να αποδεσμεύσουν στρατιωτικά την Ελλάδα. Σε πρώτη φάση της επιτρέπεται να βγει από τη Γραμμή Μιλν και να προελάσει προς βορά και προς ανατολάς ώστε να καλύψει τους ιδίους.

12) Σχεδόν ταυτόχρονα με τις επιχειρήσεις αυτές (θέρος του 1920), τόσο στη Βρετανική όσο και στην Ελληνική πλευρά ωριμάζει η πεποίθηση ότι προκειμένου να επιβληθεί η Συνθήκη των Σεβρών θα πρέπει να υπάρξει αποφασιστική συντριβή των Κεμαλικών δυνάμεων με μείζονες Ελληνικές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις αυτές απαιτούν ενίσχυση του στρατιωτικού δυναμικού της Ελλάδας – σε άνδρες και εξοπλισμό. Η Ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αρχίζει το σχεδιασμό των μειζόνων επιχειρήσεων, με προοπτική να τις εκτελέσει την άνοιξη του 1921. Απ΄ ό,τι φαίνεται από τις αρχειακές πηγές, η Βρετανία συναινεί κι είναι διατεθειμένη να βοηθήσει με την παραχώρηση πολεμικού υλικού (και μόνον), για τη συμπλήρωση των δυνάμεων που απαιτούνται.

13) Το Νοέμβριο του 1920 γίνονται εκλογές στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση αλλάζει, μεταβάλλοντας αφ’ ενός την Ελληνική αντίληψη για τη διεξαγωγή της εκστρατείας, αφ΄ετέρου τη στάση των Συμμάχων. Από Ελληνικής πλευράς, η σχεδιαζόμενη εξόρμηση προς ανατολάς για αποφασιστική συντριβή των Τουρκικών δυνάμεων αντικαθίσταται από μια αμηχανία σχετικά με το στρατηγικό πρόβλημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Η υπόρρητη προεκλογική δέσμευση ”οίκαδε” έρχεται σε σύγκρουση με τη διάθεση για συνέχιση των ”εθνικών θριάμβων”, και συνδυάζεται με μια -εύλογη, κατ΄αρχήν- άγνοια και έλλειψη εξοικείωσης με το στρατηγικό πρόβλημα, η οποία επιτείνεται από την ανώμαλη αλλαγή της πολιτικής ηγεσίας.

Η επάνοδος του Κωνσταντίνου, προσώπου ιδιαίτερα αντιπαθούς στις συμμαχικές κυβερνήσεις και -ειδικά στη Γαλλία- και στην κοινή γνώμη, αδρανοποιεί σε κάθε χώρα τις φίλα προσκείμενες δυνάμεις και απελευθερώνει τις εχθρικά διακείμενες. Η Βρετανία καθίσταται ουδέτερη (και το ζήτημα της βοήθειας σε εξοπλισμό ατονεί), η Γαλλία συγκεκαλυμμένα εχθρική, και η Ιταλία απροκάλυπτα εχθρική. Η όποια μείζων στρατιωτική ενέργεια δε θα έχει την έμπρακτη, ούτε καν την πολιτική υποστήριξη των Βρετανών, θα αντιμετωπίζει τη σαφή αλλά συγκεκαλυμμένη εχθρότητα των Γάλλων και την φανατισμένη και απροκάλυπτη εχθρότητα των Ιταλών.

 

ΟΙ ΣΟΒΙΕΤΙΚΟΙ

Οι μεγάλες πολιτικές ταραχές που έλαβαν πρόσφατα χώρα στην Τουρκία είχαν σαν επίκεντρο ένα χώρο ιδιαίτερου συμβολικού βάρους για τη σύγχρονη Τουρκική πολιτεία. Πρόκειται για την πλατεία Ταξίμ, στο κέντρο της οποίας υπάρχει το ”Μνημείο της Πολιτείας” (Cumhuriyet Anıtı), σε ανάμνηση της ίδρυσης της Τουρκικής πολιτείας το 1923. Στο μνημείο που ανηγέρθη το 1928 με προσωπικές οδηγίες του Μουσταφά Κεμάλ, η νότια, δευτερεύουσα πλευρά φιλοξενεί ανάγλυφη σύνθεση στην οποία πρωτοστατεί ο Κεμάλ ως πολεμικός ηγέτης που οδηγεί Τούρκους στρατιώτες στη μάχη. Στη βόρεια πλευρά, που είναι η κύρια πλευρά του μνημείου, υπάρχει μεγάλη γλυπτή σύνθεση αφιερωμένη στην ίδρυση του Κεμαλικού κράτους.

Στην πρώτη σειρά της σύνθεσης υπάρχουν τρεις άντρες: στο κέντρο ο Μουσταφά Κεμάλ, πλαισιωμένος από τους δύο βασικούς στρατιωτικούς αλλά και πολιτικούς συνεργάτες του κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία: τον Ισμέτ Ινονού και τον Φεβζί Τσακμάκ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, εμφανίζει η δεύτερη σειρά, ακριβώς πίσω από τους τρεις άντρες. Σε αυτήν αναπαριστώνται δύο άντρες πίσω και αριστερά του Κεμάλ: πρόκειται για τους διάσημους Σοβιετικούς πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες Μιχαήλ Φρούντζε και Κλιμέντιο Βοροσίλοφ – τοποθετημένους εκεί καθ’ υπόδειξιν του ιδίου του Κεμάλ. Η επιλογή των προσώπων ίσως φανεί αναπάντεχη σε κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με την ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας.

 

ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΩΝ ΣΟΒΙΕΤΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Για να γίνει κατανοητή η πολιτική της Σοβιετικής Ρωσίας στη Μικρασιατική Εκστρατεία, θα πρέπει να τοποθετηθεί στο ιδεολογικό, γεωστρατηγικό και πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής.

Η Ιδεολογική Πτυχή – Ο Λενινιστικός Ιδεολογικός Ελιγμός

Με την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία και την αναταραχή που το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έφερε στο εσωτερικό των ηττημένων Κεντρικών Δυνάμεων, οι κομμουνιστές ηγέτες πίστεψαν ότι βρίσκονταν κοντά στην πραγματοποίηση της κεντρικής μαρξιστικής πρόβλεψης για την κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος και την παγκόσμια επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η αποτυχία των Σπαρτακιστών να καταλάβουν την εξουσία στη Γερμανία τον Ιανουάριο του 1919 κατά τρόπο ανάλογο με τους Μπολσεβίκους το 1917 προκάλεσε σοκ στον Λένιν και στον ηγετικό πυρήνα των μπολσεβίκων.

Κατέστησε όμως σαφές ότι στο επόμενο διάστημα η Σοβιετική Ένωση θα παρέμενε η μοναδική κομμουνιστική χώρα μέσα σε ένα διεθνές σύστημα κυριαρχούμενο από μη κομμουνιστικά κράτη. Για την ηγεσία της Σοβιετικής Ρωσίας αυτό δε σήμαινε, ασφαλώς, παραίτηση από τη συνέχιση και την τελική επικράτηση της Επανάστασης, σήμαινε όμως ότι η Σοβιετική Ρωσία θα έπρεπε ταυτόχρονα να πολιτεύεται με τους όρους του γεωπολιτικού παιγνιδιού που ακολουθούν όλα τα κυρίαρχα κράτη. Η πολιτική της Σοβιετικής Ρωσίας στο Ανατολικό Ζήτημα υπήρξε η πρώτη εκδήλωση της υποχώρησης του αυστηρού σοσιαλιστικού ιδεαλισμού έναντι του πολιτικού ρεαλισμού στα διεθνή πράγματα, σε μια πορεία που σταδιακά αλλά σταθερά θα επιτεινόταν τις επόμενες δεκαετίες.

Η περίπτωση της Ελλάδας, και κατά μείζονα λόγο της Τουρκίας, υπήρξε μια χαρακτηριστική περίπτωση πλήρους τακτικής υποχώρησης του ιδεολογικού προτάγματος έναντι της γεωπολιτικής σκοπιμότητας και της παραδοσιακής ”raison d’ etat” των διεθνών σχέσεων. Η στροφή αυτή, που για τις χώρες εκτός Ευρώπης ονομάστηκε ”Σοβιετική Ανατολική Πολιτική”, δικαιολογήθηκε ιδεολογικά ως αλλαγή τακτικής με προτεραιότητα στην υπονόμευση της ισχύος των κεντρικών αστικών ”ιμπεριαλιστικών” καθεστώτων με την απίσχναση των ερεισμάτων τους στην ”περιφέρεια” από την οποία αντλούσαν πλούτο, και άρα μέρος της εσωτερικής τους ισχύος και νομιμοποίησης.

Η ”πολιορκητική” αυτή τακτική σε αντικατάσταση της αποτυχημένης ”μετωπικής εφόδου” υπαγόρευε ή πάντως επέτρεπε και συμμαχίες με ”αστικές” εθνικές δυνάμεις των χωρών της περιφέρειας που ηγούνταν κατά τόπους της ”αντι-ιμπεριαλιστικής” δράσης. Μάλιστα, αποτελεί ενδιαφέρον στοιχείο ότι, ιδιαίτερα στην Τουρκία, ετέθη για πρώτη φορά το θέμα της διάστασης αφ’ ενός του ρόλου που οι εντόπιοι κομμουνιστές θα έπρεπε να παίζουν στο πλαίσιο του αγώνα για επαναστατική ανατροπή του κρατούντος ”αστικού” καθεστώτος στη χώρα τους, αφ’ ετέρου στην υποστήριξη που θα έπρεπε να παράσχουν στη κέντρο της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επαναστάσεως, δηλαδή την Σοβιετική Ρωσία.

Το ηγετικό στέλεχος των μπολσεβίκων Καρλ Ράντεκ απευθυνόμενο στους Τούρκους κομμουνιστές στο πλαίσιο της Κομιντέρν (της Κομμουνιστικής Διεθνούς) το 1992 έλεγε χαρακτηριστικά: ”Γι’ αυτό λέμε στους Τούρκους κομμουνιστές σήμερα, παρά τις διώξεις που υφίστανται: «Η δουλειά σας ως υπερασπιστές της ανεξαρτησίας της Τουρκίας, που τόση σημασία έχει για την Επανάσταση, δεν έχει τελειώσει ακόμη. Διαμαρτυρηθείτε κατά των διώξεων, αλλά καταλάβετε επίσης ότι έχετε μακρύ δρόμο μπροστά σας μαζί με τους αστούς επαναστάτες»”.

Η στρατηγική προτεραιότητα της ασφάλειας της Επανάστασης (δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης) ήταν τέτοια που οι σχέσεις Σοβιετικής Ρωσίας και Κεμαλικής Τουρκίας δε διαταράχθηκαν καθόλου όταν στις 28 Ιανουαρίου 1921 (ν.ημ.), ο επικεφαλής του Τουρκικού κομμουνιστικού κόμματος Μουσταφά Σουμπχί, η σύζυγός του και 14 ηγετικά στελέχη του κόμματος δολοφονήθηκαν από το Κεμαλικό καθεστώς πάνω σε πλοίο που απέπλευσε από την Τραπεζούντα με προορισμό το Μπατούμι, σε ένα περιστατικό που στην Τουρκική ιστοριογραφία είναι γνωστό ως το ”Περιστατικό της Μαύρης Θάλασσας”. Η ίδια πρακτική θα ακολουθούνταν λίγα χρόνια αργότερα στην Κίνα, με πολύ πιο τραγικές επιπτώσεις για τα στελέχη του εκεί κομμουνιστικού κόμματος.

 

Η Γεωπολιτική Πτυχή

Ποια ήταν η γεωπολιτική αντίληψη της Σοβιετικής Ρωσίας για το Ανατολικό Ζήτημα κατά τη περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας; Η συνθήκη του Μπρεστ – Λιτόφσκ τον Μάρτιο του 1918 έχει, κατ΄ ουσίαν, θέσει τη Σοβιετική Ρωσία με το μέρος των ηττημένων δυνάμεων. Κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο συνεχίζονται στο ρωσικό έδαφος οι πολεμικές επιχειρήσεις που είχαν ξεκινήσει από την Εγκάρδια Συνεννόηση στο έδαφός της κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου προκειμένου να ανατρέψουν το αποτέλεσμα της συνθήκης και να διατηρήσουν τους Γερμανούς εμπλεγμένους σε αυτό το θέατρο επιχειρήσεων.

Η εχθρική διάθεση της Βρετανίας και της Γαλλίας προφανώς επιτείνεται από την ανησυχία για αναταραχή στο εσωτερικό τους η οποία να ενισχύεται ενεργά από το Σοβιετικό καθεστώς, καθιστώντας το έτσι ακόμη πιο επικίνδυνο. Έτσι, στη φάση αυτή η Σοβιετική Ρωσία αντιμετωπίζει άμεσες και ευθείες απειλές κατά της ασφάλειάς της. Ενώ ο εμφύλιος πόλεμος μαίνεται ακόμη, σε αυτόν έχει αναμειχθεί άμεσα η Εγκάρδια Συνεννόηση ενισχύοντας ενεργά τους αντιπάλους των Μπολσεβίκων -εσωτερικούς και εξωτερικούς- και παρεμβαίνοντας στρατιωτικά υπέρ τους.

Κατά την περίοδο που εκτυλίσσεται η Μικρασιατική Εκστρατεία, και μάλιστα κατά την αρχική της φάση, στο έδαφος της Σοβιετικής Ένωσης διεξάγεται εμφύλιος πόλεμος, με τους Μπολσεβίκους να έχουν κατά τις αρχές του 1919 (οπότε ξεκινά η Μικρασιατική Εκστρατεία) εν πολλοίς αποκτήσει μια γενική υπεροχής έναντι των αντιπάλων τους Λευκών Ρώσων, χωρίς όμως ακόμη να τους έχουν καταβάλει πλήρως και χωρίς ο κίνδυνος να έχει παρέλθει. Ιδιαίτερη σημασία έχει όμως το ότι στο έδαφος της Ρωσίας βρίσκονται σε εξέλιξη έξι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Αντάντ, σε συνεργασία με Λευκούς ή με εθνικές ομάδες που επαναδιεκδικούν την ανεξαρτησία τους από τη Ρωσία.

Η γεωγραφική κατανομή των επεμβάσεων αυτών έχει ιδιαίτερη σημασία: πρόκειται για τις επιχειρήσεις στη Βόρεια Ρωσία (στη Λευκή Θάλασσα – περιοχή Αρχαγγέλου), στη Βαλτική Θάλασσα, στη Νότια Ρωσία και Ουκρανία (στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας), στη λεγόμενη ”Θαλάσσια Επαρχία” (περιοχή του Βλαδιβοστόκ), στον Καύκασο και τέλος στην Κασπία Θάλασσα. Είναι σαφές ότι με εξαίρεση την Κασπία Θάλασσα, το σύνολο των εχθρικών επεμβάσεων λαμβάνουν χώρα σε παράλιες περιοχές όπου η Αντάντ μπορεί να εκμεταλλευτεί την ναυτική της ισχύ. Από τις περιοχές αυτές η πλέον κρίσιμη είναι, μαζί με τη Βαλτική, η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας.

Η Μαύρη Θάλασσα είναι η πλέον σημαντική από τις περιοχές αυτές γιατί είναι νότια, επηρεαζόμενη πολύ λιγότερο από τις χειμερινές συνθήκες, και, σε αντίθεση με τη Βαλτική, εκθέτει μια ευρύτατη παράλια ζώνη σε εχθρικές ενέργειες. Επιπλέον, αποτελεί την άμεση πρόσβαση (και πύλη εξόδου) τόσο για τα πλούσια ορυκτά όσο και για τα πλούσια πετρέλαια του Καυκάσου. Το ευάλωτο της ευρείας αυτής περιοχής δεν καθίστατο προφανές μόνον από την -σε εξέλιξη τότε- Γαλλοβρετανική επέμβαση στη Μεσημβρινή Ρωσία, αλλά επιτείνοταν εντονότατα από τη μνήμη του Κριμαϊκού Πολέμου (που είχε χρονική απόσταση μόνον 65 ετών από την υπ’ όψιν περίοδο).

Κατά τον οποίον, Κριμαϊκό Πόλεμο οι Γαλλικές και οι Βρετανικές δυνάμεις, σε συνεργασία με τις Οθωμανικές, είχαν και πάλι διεξαγάγει μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις στην Κριμαϊκή εκμεταλλευόμενες τη ναυτική τους υπεροχή. Καθώς η Σοβιετική Ρωσία δεν διαθέτει ναυτικές δυνάμεις και γνωρίζει ότι η ικανοποιητική αντιμετώπιση της Βρετανικής ναυτικής ισχύος είναι ανέφικτη, αντιλαμβάνεται χωρίς αμφιβολίες ότι το κλειδί για την ασφάλεια της Μαύρης Θάλασσας είναι η κατοχή των Στενών από μια φιλική προς αυτή δύναμη που να αποτρέπει την ελεύθερη διέλευση από τους πολεμικούς στόλους των εχθρικών ναυτικών δυνάμεων, με πρώτη απ΄όλες τη Βρετανία.

Υπό το πρίσμα αυτό, η προσωρινή κατοχή των Στενών των Δαρδανελλίων από τη Βρετανία και όλες οι πιθανές προοπτικές εξέλιξης της κατοχής αυτής κατά το 1919 και το 1920 (είτε τύποις σε ”Ουδέτερη Ζώνη” υπό τον Βρετανικό έλεγχο, είτε μεταβίβαση της σε Ελληνικό – και άρα, εμμέσως σε Βρετανικό έλεγχο) είναι αντίθετες με ζωτικά συμφέροντα ασφαλείας της Σοβιετικής Ρωσίας. Συνεπώς, η υποστήριξη της προς τη μόνη δύναμη που επιδιώκει να αποτρέψει τον άμεσο ή έμμεσο Βρετανικό έλεγχο επί των Στενών αποτελεί σχεδόν νομοτελειακή στρατηγική επιλογή γι΄αυτήν. Η παρουσία του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία προκαλεί ανησυχία στη Σοβιετική Ρωσία για τους ίδιους, πρακτικά, λόγους.

Η Ελλάς, ο Ελληνικός Στρατός και το Βασιλικό Ναυτικό έχουν καταχωρηθεί στη Σοβιετική συνείδηση ως εξαρτήματα της Βρετανικής υψηλής στρατηγικής. Ως εκ τούτου, η είσοδός τους στη Μικρά Ασία, και μάλιστα στην εγγύς περιοχή των Δαρδανελλίων, δε μπορεί να γίνει αντιληπτή παρά μόνον ως εδραίωση του Βρετανικού ελέγχου επί των Στενών, κι ακόμη περισσότερο ως ένα πολύ επικίνδυνο και ισχυρό στρατιωτικό εργαλείο στα χέρια τους. Δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι το 1919 και το 1920 (οπότε και κατ΄ουσίας διαμορφώνεται η Σοβιετική αντίληψη για την πολιτική της), ο Ελληνικός Στρατός είναι ένας από τους λίγους (αν όχι ο μόνος) ισχυρός κι ετοιμοπόλεμος στρατός της Εγγύς Ανατολής, και ότι η Σοβιετική Ένωση ανησυχεί ακόμη και για την άμεση εδαφική της ασφάλεια.

Αν σε κάποιον φαίνονται υπερβολικές οι αποστάσεις και οι κλίμακες για να δικαιολογήσουν το φόβο αυτό, δεν έχει παρά να θυμηθεί ότι οι απόστάσεις που από την Αθήνα μπορεί να φαίνονται μεγάλες, από τη Μόσχα φαίνονται πολύ μικρές, ότι όχι μόνον η Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία αλλά και ο Κριμαϊκός Πόλεμος, 65 έτη νωρίτερα, είχε διεξαχθεί με δυνάμεις μικρότερες σε αποστάσεις πολύ μεγαλύτερες, και ότι ο Ελληνικός Στρατός είχε ήδη επιχειρήσει με δύο μεραρχίες στη Νότια Ρωσία. Πράγματι, με την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου η Πράβδα εξέφρασε στις 9 Νοεμβρίου τον φόβο ότι αυτή θα σημάνει την έναρξη μιας συμμαχικής επίθεσης εναντίον της Ρωσίας μέσω της Ανατολίας, καθοδηγούμενης από τη Βρετανία.

Στις 24 Δεκεμβρίου του 1919, πριν καν την έναρξη της Διάσκεψης των Παρισίων, ο Σοβιετικός κομισάριος των εξωτερικών υποθέσεων Τσιτσέριν δήλωνε ότι ”Οι Έλληνες θα προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ένα Μεγάλο Αρμενο-Βυζαντινό κράτος στην ανατολική και βόρεια Ανατολία, που θα αποσκοπούσε στο να διατηρήσει ένα προπύργιο με άσβεστη τη φλόγα του καπιταλισμού στα σύνορα της Σοβιετικής Ρωσίας”. Η νεοσύστατη Δημοκρατία της Αρμενίας, το ένα από τα τρία κράτη (μαζί με τη Γεωργία και το Αζερμπαϊζάν) που διαχώριζαν γεωγραφικά την Σοβιετική Ρωσία από την Κεμαλική Τουρκία, ήταν ένας επιπλέον κρίσιμος παράγοντας που καθόρισε τη διάθεση της Σοβιετικής Ρωσίας να ταχθεί με την Κεμαλική Τουρκία.

Η Δημοκρατία της Αρμενίας είχε ιδρυθεί ως ανεξάρτητο κράτος με την έναρξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, και παρ΄όλο που η κεντρική πολιτική δύναμη (οι «Ντασνάκ») ήταν σοσιαλιστικών αντιλήψεων, ήταν ταυτόχρονα εθνικιστική, ενώ οι πρόσφατες μαζικές σφαγές από τους Τούρκους έθεταν την εθνική επιβίωση σε πολύ πιο άμεση προτεραιότητα από κοσμοθεωρητικές αναζητήσεις. Η Δημοκρατία της Αρμενίας εκλαμβανόταν ως θανάσιμη και κοινή απειλή και για τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη. Καθώς ήταν ένας από τους ελάσσονες νικητές του Α’ Παγκοσμίου, ανέμενε εύνοια στην μεταπολεμική διευθέτηση και έμπρακτη βοήθεια από της μεγάλες νικήτριες δυνάμεις.

Από την πλευρά των Σοβιετικών η Αρμενία ήταν ένα εξαιρετικά επικίνδυνο δυτικό προπύργιο στον πάντα ανήσυχο Καύκασο. Ενώ από την πλευρά των Τούρκων ήταν ένας θανάσιμος αντίπαλος που έτρεφε εξαιρετικό μίσος εναντίον τους εξ αιτίας της γενοκτονίας που είχε μόλις προηγηθεί, είχε αρκετά μεγάλο πληθυσμό (εν πολλοίς προσφυγικό) ώστε να αποτελεί υπολογίσιμο αντίπαλο, είχε ιστορικές αξιώσεις και έμπρακτα ερείσματα σε μεγάλες εκτάσεις της Ανατολίας (την ιστορική ”Δυτική Αρμενία” που έφτανε μέχρι τον Πόντο και νοτιότερα, ενώ το κράτος βρισκόταν στην ιστορική ”Ανατολική Αρμενία”) και συνόρευε με μία δεύτερη, εξαιρετικά ανήσυχη κι επικίνδυνη περιοχή, τον Ελληνικό Πόντο, με πληθυσμιακό στοιχείο που είχε σχετική θρησκευτική συνάφεια.

Ο αρμενικός κίνδυνος επενεργούσε στρατηγικά ως βασικός παράγοντας στην Τουρκο-Σοβιετική προσέγγιση. Αυτό δε σημαίνει ότι οι Τουρκο-Σοβιετικές σχέσεις ήταν αυτομάτως φιλικές ή ανέφελες. Πέραν του κοινού γεωπολιτικού συμφέροντος έναντι των δυτικών χωρών, οι Σοβιετικοί είχαν τον ιστορικό και πάντοτε παρόντα ανταγωνισμό στην περιοχή του Καυκάσου, ανταγωνισμό που αφορούσε τόσο την κατοχή εδαφών όσο και τον πολιτικό έλεγχο και επιρροή επί των λιγότερο ή περισσότερο αυτόνομων πολιτικών οντοτήτων της περιοχής.

Πρέπει να επισημανθεί ότι ήδη την εποχή εκείνη ο Καύκασος είχε ιδιαίτερη οικονομική σημασία για τη Ρωσία (σημασία που διατήρησε πολύ αργότερα, και εν πολλοίς διατηρεί μέχρι σήμερα) εξ αιτίας της αφθονίας ορυκτών πρώτων υλών καθώς και του αναδυόμενου μαύρου χρυσού της εποχής, του πετρελαίου. Καθώς οι Μπολσεβίκοι είχαν απόλυτη ανάγκη από τις προσόδους από την εξαγωγή των πρώτων αυτών υλών για την άμεση επιβίωση του καθεστώτος, ο Καύκασος καθίστατο γι΄ αυτούς ζωτικός χώρος.

Κατά την περίοδο που εξετάζεται, ο Καύκασος ήταν ταυτόχρονα εξόχως προβληματική περιοχή για τη Σοβιετική Ρωσία η οποία δίνει σφοδρές μάχες με τους -επίσης άρτι απελευθερωμένους- Πολωνούς και εναντίον του Λευκού στρατηγού Βραγκέλ, μάχες οι οποίες έχουν απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτικών της δυνάμεων, ενώ στην περιοχή αυτή ο στρατός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι ο λιγότερο καταπονημένος, με το υψηλότερο φρόνημα (καθώς ήταν νικητής κατά την τελευταία φάση του πολέμου) και είναι ο λιγότερο εκτεθειμένος στον έλεγχο των νικητριών δυνάμεων.

Στον Καύκασο εκκρεμεί ο καθορισμός του ”status quo” και των περιοχών ελέγχου -με ιδιαίτερο έπαθλο το λιμάνι του Μπατούμι, λιμένα στον τερματικό σταθμό της σιδηροδρομικής γραμμής και του πετρελαιαγωγού του Μπακού και βασικής πύλης εξαγωγής του ορυκτού και πετρελαϊκού πλούτου του Καυκάσου- status quo που πρέπει να καθοριστεί προκειμένου να προχωρήσει η σύγκλιση των δύο πλευρών. Ο ακριβής καθορισμός των ζωνών κατοχής στον Καύκασο θα αποτελέσει ένα σημείο τριβής μεταξύ των δύο πλευρών που θα καθυστερήσει την πλήρη στρατηγική σύγκλιση. Δυστυχώς, η de facto λύση του προβλήματος αυτού θα σημειωθεί σχεδόν ταυτόχρονα με την Ελληνική εξόρμηση προς τα ανατολικά, στις αρχές του 1921.

 

Η Πολιτική Πτυχή

Πέραν της άμεσης γεωπολιτικής αντίληψης για την αντιμετώπιση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η προσέγγιση της Μόσχας στο ζήτημα επηρεάστηκε εξ ίσου από την κλασική πολιτική αντίληψη ισχύος κι εξισορροπήσεων στο διεθνές πολιτικό σύστημα που αποτελεί και την παράδοση αιώνων της διεθνούς πολιτικής. Η ένταξη της Σοβιετικής Ρωσίας στο στρατόπεδο των ”ατελώς ηττημένων” του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου την οδήγησε φυσιολογικά σε εκείνα τα μέρη που επεδίωξαν την άμβλυνση των αποτελεσμάτων της ήττας και την εξισορρόπησης της ισχύος και της επιρροής των νικητών.

Οι τρεις μεγάλοι ηττημένοι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξαν – με τον έναν ή άλλο τρόπο – η Γερμανική Αυτοκρατορία, η Ρωσική Αυτοκρατορία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι δύο τελευταίες δεν κατανικήθηκαν συντριπτικά, αλλά ακόμη και στη Γερμανία, μετά την αρχική συντριπτική στρατιωτική επικράτηση, δεν επιβλήθηκε το είδος του ασφυκτικού εσωτερικού πολιτικού ελέγχου που επιβλήθηκε στους ηττημένους του επομένου παγκοσμίου πολέμου. Το αποτέλεσμα ήταν να διατηρήσουν μεταπολεμικά και οι τρεις χώρες την πολιτική τους αυτονομία. Ο συνδυασμός της σκληρής πίεσης που οι νικητές άσκησαν σε καθεμία από τις τρεις χώρες, μαζί με την αυτονομία που αυτές διατήρησαν τις οδήγησαν να επιδιώξουν:

  • Να ανατρέψουν το αποτέλεσμα της πολεμικής τους ήττας στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατόν, και
  • Να επανενταχθούν στο διεθνές σύστημα ως νόμιμοι και ενισχυμένοι πόλοι του.

Η πρώτη επιδίωξη ήταν αυτή που ώθησε τις τρεις χώρες πολύ γρήγορα στην ανάπτυξη στενών σχέσεων μεταξύ τους, και μάλιστα, σε κάποιο βαθμό, μέσω κοινών διεργασιών. Πράγματι, για τη Σοβιετική Ρωσία που ήταν παρίας του διεθνούς συστήματος, οι έτεροι δύο παρίες, η Γερμανία και η Κεμαλική Τουρκία, ήταν σχεδόν αυτονόητες επιλογές για τη σύμπηξη συμμαχίας παρά το πολιτικό και ιδεολογικό χάσμα που τις χώριζε.

Η υπογραφή της Τουρκο-Σοβιετικής ”Συνθήκης Φιλίας και Αδερφοσύνης” στις 16 Μαρτίου 1921 (ν.ημ.), ταυτόχρονα με την πρώτη μεγάλη επιχείρηση του Ελληνικού Στρατού εναντίον των Κεμαλικών δυνάμεων στην Κιουτάχεια (και που στο προοίμιό της επαναβεβαίωνε τη δέσμευση των δύο μερών ”ενάντια στον ιμπεριαλισμό”), έγινε ταυτόχρονα με τις Γερμανο-Σοβιετικές ζυμώσεις μεταξύ Γερμανών (συντηρητικών) αξιωματικών, επιχειρηματιών και Σοβιετικών στελεχών που είχαν ξεκινήσει από παλαιότερα και τη στιγμή εκείνη επιτάθηκαν ιδιαίτερα λόγω της Σοβιετικής ήττας από τον κοινό αντίπαλο, τους Πολωνούς.

Οι ζυμώσεις αυτές οδήγησαν στην υπογραφή της συμφωνίας του Ραπάλλο, τον Απρίλιο του 1922, με την ίδια ακριβώς στόχευση, την αλληλοϋποστήριξη των χωρών που είχαν τεθεί στο περιθώριο του διεθνούς συστήματος. Μάλιστα, κατά παρόμοιο τρόπο, και οι δύο συνθήκες είχαν ”μυστικά” παραρτήματα τα οποία περιείχαν και τη γεωπολιτική ουσία των συμφωνιών και τα οποία όλοι οι εμπλεκόμενοι ήθελαν να αποκρύψουν προκειμένου να αποφύγουν τις πιο βίαιες κι έντονες αντιδράσεις. Στη μεν Τουρκο-Σοβιετική συμφωνία ό,τι αφορούσε την υλική και χρηματική βοήθεια που η Σοβιετική Ρωσία θα παρείχε στην Κεμαλική Τουρκία.

Στη δε Γερμανο-Σοβιετική συμφωνία ό,τι αφορούσε τη στρατιωτική (εκπαιδευτική και τεχνολογική) συνεργασία μεταξύ Ερυθρού Στρατού και της Ράιχσβερ. Ειδικά για τη Σοβιετική Ρωσία, η διάθεση να πιέσει τους δυτικούς ώστε να εξασφαλίσει τη δική της εθνική ασφάλεια ήταν μονίμως σε μια λεπτή ισορροπία με την προσπάθεια επανενταχθεί στο διεθνές σύστημα προκειμένου να εξασφαλιστεί διεθνής νομιμοποίηση (άρα μεγαλύτερη ασφάλεια) καθώς και οικονομική ανακούφιση. Η προσοχή ώστε να μην προκληθεί ρήξη με τους Δυτικούς ήταν ο λόγος που τα πιο ευαίσθητα στοιχεία των συμφωνιών έμαναν κρυφά.

Αρκεί να επισημανθεί ότι την ίδια ακριβώς στιγμή που η Σοβιετική Ένωση, συμμαχόντας με την Κεμαλική Τουρκία πίεζε άμεσα τη Βρετανία (στρεφόμενη κατ’ ουσίαν εναντίον της προστατευόμενής της στην περιοχή Ελλάδος), επεδίωκε ταυτόχρονα την υπογραφή εμπορικής συμφωνίας μαζί της, συμφωνίας που τελικά υπεγράφη ταυτόχρονα με την πρώτη, στις 16 Μαρτίου του 1921. Στις 26 Φεβρουαρίου η Κεμαλική Τουρκία είχε υπογράψει συνθήκη ”Ειρήνης και Αδερφοσύνης” με την Περσία και στις 28 Φεβρουαρίου με το Αφγανιστάν, ενισχύοντας σταδιακά -αν και όχι τελεσίδικα- τη διεθνή της νομιμοποίηση.

 

Η Βρετανία ως Κεντρικός Αντίπαλος

Στην κατανόηση της Σοβιετικής πολιτικής κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία θα πρέπει κανείς να λάβει υπ’ όψιν ότι η Σοβιετική Ρωσία θεωρούσε τη Βρετανία ως τον κυριότερο αντίπαλό της στο διεθνές σύστημα, κι αυτό για δύο βασικούς λόγους, αφ΄ενός γιατί η Βρετανία θεωρούταν το προπύργιο και ο πυρήνας του καπιταλισμού, αφ΄ετέρου γιατί ήταν ο πιο επιθετικός και επικίνδυνος αντίπαλος της Ρωσίας. Η κεντρική θέση της Βρετανίας στο οικονομικό σύστημα των αρχών του 20ου αιώνα δε χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Η αντίληψη των Σοβιετικών για την επικινδυνότητα και η επιθετικότητα της, όμως, βασιζόταν επιπλέον στους εξής παράγοντες:

Ήδη, πριν από την πτώση του Τσαρικού καθεστώτος, και κατά μείζονα λόγο μετά από αυτήν, οι Βρετανικές υπηρεσίες ήταν αυτές που είχαν τη μεγαλύτερη διείσδυση στη Ρωσία και αυτές που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη επεδίωκαν ενεργό (κι εχθρική) παρέμβαση στο εσωτερικό της χώρας. Η Βρετανία αποτελούσε για τη Ρωσία την πιο ενεργητική κι επικίνδυνη (αν και υπερτιμημένη) στρατιωτική δύναμη, ακριβώς λόγω της σύνθεσης των δυνάμεών της, μεγάλη ναυτική δύναμη η οποία είχε τη δυνατότητα να μεταφέρει το θέατρο των επιχειρήσεων σε όποιο σημείο της Ρωσικής περιμέτρου επιθυμούσε, βασιζόμενη στο ισχυρό ναυτικό, σε ένα πυρήνα σκληρών και αξιόπιστων μητροπολιτικών μονάδων καθώς και σε μια μικρότερης μαχητικής αξίας αλλά σημαντικής μάζας αποικιακών δυνάμεων

Η Βρετανία είχε, κατά την περίοδο εκείνη, άμεση πρόσβαση τόσο στο ”μαλακό υπογάστριο” της Ρωσίας, τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, όσο και σε όλο το νότιο μέρος της Ρωσίας που βρίσκεται στην Κεντρική Ασία. Σε αυτή την τελευταία περιοχή διεξαγόταν για έναν αιώνα το ”Μεγάλο Παιγνίδι”, ο στρατηγικός ανταγωνισμός (και σύγκρουση) μεταξύ Τσαρικής Ρωσίας και Μεγάλης Βρετανίας για τον έλεγχο της περιοχής. Στην περιοχή αυτή η Βρετανία διατηρούσε ισχυρά ερείσματα, ευχέρεια κίνησης, διαθέσιμες δυνάμεις και σημαντικότατη επιρροή.

Η ευχέρεια με την οποία περί το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έφτασε στην περιοχή του Καυκάσου σημαντική Βρετανική δύναμη (η ”Δύναμη Ντάνστερ” – Dunsterforce) προερχόμενη όχι από τη Μαύρη Θάλασσα αλλά από την Περσία, με σκοπό να πολεμήσει τους Τούρκους και τους Γερμανούς αλλά και να υποστηρίξει τα Βρετανικά συμφέροντα (εξ αφορμής των Αρμενικών διεκδικήσεων) είναι ενδεικτική των Βρετανικών δυνατοτήτων στην περιοχή. Η Δύναμη Ντάνστερ, που περί τα τέλη του 1918 αντιμετώπισε τόσο Τουρκικές δυνάμεις όσο και δυνάμεις Μπολσεβίκων και που παρέμεινε στην περιοχή μέχρι το τέλος του 1918 οπότε κι επαναπατρίστηκε, δεν επαρκούσε για να αποτελέσει αποφασιστική απειλή κατά της Σοβιετικής κυριαρχίας στον Καύκασο.

Υπενθύμιζε, όμως, στους Σοβιετικούς πόσο εύκολο ήταν για τους Βρετανούς να προσεγγίσουν την περιοχή του Καυκάσου. Η παρουσία από τα μέσα του 1919 των κατά πολύ ισχυρότερων και πιο αξιόμαχων ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη, δηλαδή σε απόσταση παρόμοια με αυτή που διέσχισαν τα βρετανικά στρατεύματα για να βρεθούν στην περιοχή, ασφαλώς και δεν ενέπνεε ασφάλεια στη σοβιετική ηγεσία, παρά το ρεαλιστικά ανέφικτο μιας τέτοιας απειλής.

Λαμβάνοντας υπ΄όψιν ότι ο Βενιζέλος είχε υιοθετήσει ως βασική πολιτική στρατηγική του, ήδη πριν από τον Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τη σύμπλευση με τη Μεγάλη Βρετανία και την εξυπηρέτηση των στρατηγικών της επιδιώξεων προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα Ελληνικά, είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς την αποφασιστικότητα με την οποία οι Σοβιετικοί στράφηκαν προς τους Τούρκους προκειμένου να εξουδετερώσουν μια πραγματική ή εικαζόμενη απειλή στην ασφάλειά τους.

 

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 

Οι Επαφές και η Συνεννόηση

Η αρχική διάθεση της Σοβιετικής Ένωσης για συνεργασία και υποστήριξη της αρχόμενης Τουρκικής αντίστασης το 1919 εκφράστηκε μέσα από δύο διαφορετικούς διαύλους. Ο πρώτος δίαυλος υπήρξαν οι Τούρκοι κομμουνιστές του Μουσταφά Σουμπχί που είχαν φτάσει στη Μικρασία από την Κριμαία τον Μάιο του 1919. Οι κομμουνιστές αυτοί, μόλις αφιχθέντες από τη Σοβιετική Ρωσία και απολύτως ελεγχόμενοι από τους Ρώσους Μπολσεβίκους έχουν συναντήσεις με τον Κεμάλ αμέσως μετά την αποβίβασή του στη Σαμψούντα, στις 19 Μαΐου, και την έναρξη της εθνικιστικής του εκστρατείας.

Η διάθεση της Τουρκικής κομμουνιστικής οργάνωσης για συνεργασία με τον Κεμάλ είναι υψηλή και εκφράζεται ενεργά καθ΄ όλο του 1919, εν αναμονή των ζυμώσεων στο εσωτερικό της Τουρκικής εθνικιστικής μερίδας, καθώς και της αποκρυστάλλωσης της Κεμαλικής στάσης απέναντί τους. Ο δεύτερος, λιγότερο γνωστός αλλά εξ ίσου σημαντικός δίαυλος επικοινωνίας υπήρξε ο αυτοεξόριστος Εμβέρ Πασάς. Ο πρώην ντε φάκτο ηγέτης της Οθωμανικής Τουρκίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη λήξη του είχε διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη μαζί με επτά άλλα κορυφαία στελέχη του Κομιτάτου επιβιβαζόμενος σε Γερμανικό υποβρύχιο που τον μετέφερε στην Οδησσό και πριν το τέλος του 1918 είχε φτάσει στο Βερολίνο.

Ο Εμβέρ Πασάς, που κατά την πρώτη μεταπολεμική φάση παρέμενε άνθρωπος εξαιρετικής επιρροής στο χώρο του Κομιτάτου, ξεκίνησε συνομιλίες στη Γερμανία με το φυλακισμένο Σοβιετικό Μπολσεβίκο Καρλ Ράντεκ (που λίγο μετά την συντριβή των Σπαρτακιστών είχε αναγνωριστεί από τους Γερμανούς ως ο ντε φάκτο εκπρόσωπος της Σοβιετικής Ρωσίας στη Γερμανία) καθώς και υψηλόβαθμους Γερμανούς αξιωματικούς σχετικά με τη σύμπηξη Γερμανο-Σοβιετο-Τουρκικής συμμαχίας εναντίον της νικήτριας Εγκάρδιας Συνεννόησης.

Η ανάθεση της ηγεσίας του μεταπολεμικού Γερμανικού στρατού στον φον Σέεκτ, που από το 1917 μέχρι το τέλος του πολέμου εκτελούσε χρέη επιτελάρχη του Οθωμανικού στρατού (και του Εμβέρ) και ο οποίος ήταν θιασώτης της Γερμανο-Σοβιετικής προσέγγισης, έδωσε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στην προσπάθειά του. Τον Ιούλιο του 1920 ο Εμβέρ βρεθηκε στη Μόσχα ως απεσταλμένος του Σέεκτ, όπου συνέχισε τις επαφές με την ίδια επιδίωξη. Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους επιστρέφει από τη Μόσχα εφοδιασμένος με σημαντικό χρηματικό ποσό προκειμένου να ενισχύσει την Τουρκική αντίσταση.

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι ειδικά κατά την αρχική φάση της της Τουρκικής αντίστασης, η Γερμανική βοήθεια -προερχόμενη πάντα δια μέσου Σοβιετικών διαύλων- φαίνεται ότι έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ενίσχυσή της. Τα απομνημονεύματα Τούρκων πολιτικών πρωταγωνιστών της εποχής κάνουν επίμονες, αν και ασαφείς και συχνά αντιφατικές, αναφορές σε αυτήν, τονίζοντας την κεντρική της σημασία (ακόμη και ψυχολογική) κατά την πρώτη φάση της Τουρκικής αντίστασης. Στα μέσα του Ιουλίου του 1920 φαίνεται ότι οι Γερμανοί είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν την αποστολή πολεμικού υλικού στην Τουρκία μέσω Σοβιετικής Ρωσίας, και θέτουν ως λιμένα διεκπεραίωσης του υλικού αυτόν της Τραπεζούντας.

Την ίδια περίοδο οι Βρετανοί φαίνεται να έχουν ισχυρές υποψίες αλλά καμία συγκεκριμένη πληροφορία σχετικά με τον αποκαθιστάμενο σύνδεσμο μεταξύ των τριών χωρών. Η πρώτη επίσημη επαφή μεταξύ των δύο μερών έγινε με την επιστολή που απηύθυνε ο Μουσταφά Κεμάλ στις 26 Απριλίου του 1920 με την οποία καλούσε τη Σοβιετική Ρωσία να αναγνωρίσει την κυβέρνησή του και να τον βοηθήσει να εκδιώξει τις δυτικές δυνάμεις από την Τουρκική επικράτειά. Εξειδίκευε ζητώντας εξοπλισμό, εφόδια και χρήματα, καθώς και βοήθεια προκειμένου να σπάσει το φράγμα της Αρμενίας και της Γεωργίας που η Εγκάρδια Συμμαχία είχε υψώσει μεταξύ των δύο χωρών.

Η επιστολή έφτασε στη Μόσχα την 1η Ιουνίου. Η απάντηση του Τσιτσέριν, κατόπιν υποδείξεως του Λένιν, δόθηκε δύο ημέρες αργότερα. Η Σοβιετική πλευρά καλωσόριζε θερμά το νέο Τουρκικό κράτος, καλώντας σε αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων και συμφωνώντας επί της αρχής σε συνεργασία αλλά αποφεύγοντας προσεκτικά να απαντήσει στα συγκεκριμένα θέματα που είχε θέσει ο Κεμάλ. Στην απάντησή του ο Κεμάλ έκανε πάλι νύξη για τη διευθέτηση των συνόρων και ταυτόχρονα ενημέρωνε ότι ο υπουργός εξωτερικών είχε ήδη αναχωρήσει για τη Μόσχα. Ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών Μπεκίρ Σαμί αφίχθη στη Μόσχα στις 19 Ιουλίου του 1920, συνοδευόμενος από τον υπουργό οικονομικών Γιουσούφ Κεμάλ.

Οι διαφορές για το εδαφικό καθεστώς στον Καύκασο καθιστούν αρχικά τις διαπραγματεύσεις ψυχρές, με βασική διαφωνία την τύχη της Αρμενίας, ενώ οι Σοβιετικοί, για λόγους τακτικής παγώνουν διπλωματικά τις συζητήσεις μέχρι να υπογραφεί η Συνθήκη των Σεβρών προκειμένου η Τουρκική πλευρά να αισθανθεί πιο αδύνατη. Η Τουρκική πλευρά ζήτησε αρχικά μία επιθετική – αμυντική στρατιωτική συμμαχία. Ο Τσιτσέριν το απέρριψε άμεσα και κατηγορηματικά λέγοντας ότι η Σοβιετική Ρωσία μπορεί να παράσχει περιορισμένη πολιτική, στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη αλλά δε μπορεί να δεσμευτεί σε στρατιωτική συμμαχία με ό,τι αυτό σημαίνει.

Χαρακτηριστική της αρχικής δυσπιστίας ήταν ότι ο Μπεκίρ Σαμί εξέφρασε ευθέως την υποψία ότι η Μόσχα ήταν έτοιμη να θυσιάσει την Τουρκία προκειμένου να επιτύχει την υπογραφή συνθήκης με τη Βρετανία, σημείο στο οποίο ο Τσιτσέριν ανταπάντησε διατυπώνοντας την υποψία ότι η Τουρκία είναι διατεθειμένη να θυσιάσει τη Ρωσία προκειμένου να επιτύχει την υπογραφή συνθήκης με τη Γαλλία. Οι υποψίες και των δύο πλευρών βασίζονταν στις πληροφορίες τους για τις εξελισσόμενες παράλληλες διαπραγματεύσεις τους. Τελικώς οι συνομιλίες απέδωσαν κάποιους καρπούς που στις 20 Αυγούστου οδήγησαν στη μονογραφή (αλλά όχι υπογραφή) του σχεδίου συνθήκης φιλίας μεταξύ των δύο χωρών.

Το σχέδιο προέβλεπε την αμοιβαία αναγνώριση, την ακύρωση παρωχημένων διμερών συμφωνιών, τη μη αναγνώριση τετελεσμένων που επιχειρείτο να επιβληθούν βιαίως στα δύο μέρη από τρίτους, την αποδοχή εκ μέρους των σοβιετικών των Τουρκικών συνόρων όπως τα καθόριζε το Εθνικό Σύμφωνο, τη μελλοντική διευθέτηση του καθεστώτος των Στενών με μέριμνα για τα συμφέροντα ασφαλείας των δύο πλευρών καθώς και την αμοιβαία ενημέρωση σχετικά με διαπραγματεύσεις που κάθε μέρος θα έκανε μελλοντικά με τρίτους. Η συμφωνία αυτή όμως δεν υπεγράφη γιατί τα δύο μέρη εξακολουθούσαν να διαφωνούν εντονότατα σχετικά με την Αρμενία.

Πέραν του καθεστώτος της Αρμενίας, εκ μέρους της Τουρκικής πλευράς η διαφαινόμενη συνεργασία ως ένα βαθμό καθυστέρησε εξ αιτίας της δυσπιστίας και της ανησυχίας που δημιούργησε στην Κεμαλική ηγεσία τη δραστηριότητα των Τούρκων κομμουνιστών στην Ανατολία. Για τη δράση τους χρησιμοποίησαν δύο οργανωτικά σχήματα. Το πρώτο σχήμα ήταν, προφανώς, το Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας, μέλος της Τρίτης Διεθνούς. Όμως ιδιαίτερα ανησυχητική στάθηκε η δημιουργία της ”Ένωσης του Πράσινου Στρατού” (Yeşil Ordu Cemiyeti), μιας οργάνωσης που ιδρύθηκε την άνοιξη του 1920 και κατευθυνόταν από στελέχη του Τουρκικού κομμουνιστικού κόμματος προκειμένου να επιτύχουν μεγαλύτερη διείσδυση στο συντηρητικό Μουσουλμανικό πληθυσμό της Ανατολίας.

Η ”Ένωση του Πράσινου Στρατού”, η οποία ίδρυσε πολιτική πτέρυγα με το όνομα ”Λαϊκή Ομάδα” η οποία συμμετείχε στη “Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση” της Άγκυρας, υιοθέτησε μια Ισλαμιστική και ταυτόχρονα αντι-καπιταλιστική, αντι-αποικιοκρατική και αντι-μιλιταριστική ρητορική. Οι αρχικά φιλικές σχέσεις με το Κεμαλικό καθεστώς άλλαξαν άρδην όταν το θέρος του 1920 στην Ένωση προσχώρησε ο Κιρκάσιος Ετέμ, που μέχρι τότε έφερε το κύριο βάρος των ανταρτικών επιχειρήσεων εναντίον των Ελληνικών δυνάμεων. Ο Κεμάλ, που ήταν ήδη εξαιρετικά ανήσυχος έναντι του Ετέμ εξ αιτίας της ισχύος που είχε και της φήμης που έχαιρε, ανησύχησε ακόμη περισσότερο από την ένταξη του σε έναν πολιτικό χώρο και τις πιθανές προεκτάσεις που θα μπορούσε να έχει μία τέτοια εξέλιξη.

Το πρόβλημα της Αρμενίας ουσιαστικά επιλύθηκε από τα γεγονότα του φθινοπώρου του 1920. Οι Αρμένιοι, εμπνεόμενοι από την Συνθήκη των Σεβρών εισέβαλαν στην (κατεχόμενη) δυτική Αρμενία. Οι Τούρκοι άδραξαν την ευκαιρία και εκμεταλλεύομενοι τη στρατιωτική τους ισχύ στην περιοχή αντεπετέθησαν αποφασιστικά, εκδιώκοντας τους Αρμένιους από την περιοχή και προχωρώντας απειλητικά προς τα ανατολικά. Οι Σοβιετικοί -που τη στιγμή εκείνη είχαν εξαιρετικά αδύναμες στρατιωτικές δυνάμεις στον Καύκασο- προσφέρθηκαν να διαμεσολαβήσουν, πρόταση που οι Αρμένιοι, εγκαταλελειμένοι τόσο από τη Δύση όσο και από τους Σοβιετικούς, αποδέχτηκαν.

Μετά από μια διαδοχή πολύπλοκων εξελίξεων, το αποτέλεσμα ήταν οι Τούρκοι να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος της Αρμενίας, οι Σοβιετικοί το υπόλοιπο, η άμεση εδαφική επικοινωνία των δύο μερών να αποκατασταθεί και το φθινόπωρο του 1920 το θέμα της Αρμενίας ως αιτία τριβής Τουρκο-Σοβιετικής τριβής να εκλείψει. Έχοντας εξασφαλίσει την επαφή με τη Σοβιετική Ρωσία, ο Κεμάλ απαλλάχτηκε και από τις δύο ενοχλητικές παρουσίες στο εσωτερικό της Τουρκίας.

Αφ΄ ενός προς το τέλος του 1920 συγκρούστηκε ανοικτά με τον Ετέμ που αρνήθηκε να προσχωρήσει στις τακτικές Κεμαλικές στρατιωτικές δυνάμεις, αφ’ ετέρου στις αρχές του 1921 δολοφόνησε – με ”διακριτικότητα” όλη την ηγεσία του ΤΚΚ, τερματίζοντας την απειλή που μπορεί να συνιστούσαν. Ενδιαφέρον είναι το σκεπτικό του Κεμάλ, που διατυπώθηκε σε επιστολή του προς τον Καραμπεκίρ, ότι η εξουδετέρωση του ΤΚΚ ήταν κρίσιμη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της σοβιετικής συμμαχίας, αφού οι σοβιετικοί θα υποστήριζαν τους κεμαλικούς κατ΄ αποκλειστικότητα μόνον εάν ήταν πεπεισμένοι ότι δεν υπήρχε προοπτική για το ΤΚΚ.

Με την εσωτερική κομμουνιστική δραστηριότητα κατεσταλμένη χωρίς ιδιαίτερη αντίδραση από τη Μόσχα, κυρίως όμως με το ζήτημα του Καυκάσου λυμένο, οι δύο πλευρές είχαν πλέον σχεδόν μόνον κοινά συμφέροντα. Μετά την δολοφονία του Σουμπχί και των συνεργατών του, αναχώρησε πολυμελής τουρκική αντιπροσωπεία για τη Μόσχα. Στις 20 Ιανουαρίου του 1921 αναχώρησε από την Άγκυρα για τη Μόσχα μεγάλη Τουρκική αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τέσσερεις διακριτές επιτροπές και με αποστολή να ολοκληρώσει την υπογραφή της συνθήκης που πέντε μήνες πριν είχε παραμείνει στις μονογραφές. Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 26 Φεβρουαρίου και ολοκληρώθηκαν με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης και Αδερφοσύνης στις 16 Μαρτίου.

Η συνθήκη ουσιαστικά επικύρωνε τα όσα είχαν συμφωνηθεί κατά την προηγούμενη φάση ενώ αναγνώριζε το εδαφικό καθεστώς του Καυκάσου όπως είχε, πλέον, διαμορφωθεί. Ενδιαφέρον είναι ότι ένας από τους όρους της συνθήκης αφορούσε την υποχρέωση της κάθε πλευράς να εμποδίσει τη ”διάδοση της δικής της προπαγάνδας στο έδαφος της άλλης χώρας”. Η Σοβιετική πλευρά ζήτησε τα σχετικά με την οικονομική και υλική βοήθεια προς την Κεμαλική Τουρκία που θα συνόδευε τη συνθήκη και τα οποία θα καθορίζονταν στη συνέχεια, με τη συνέχιση των συνομιλιών, να παραμείνουν απόρρητα προκειμένου να μην προκαλέσει τη Μεγάλη Βρετανία.

Πράγματι, την εποχή εκείνη η Σοβετική Ρωσία ακροβατούσε προκειμένου να αντιμετωπίσει τη βρετανική απειλή στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς όμως να έρθει σε άμεση σύγκρουση με τη Γηραιά Αλβιώνα, κι αυτό για δύο λόγους: Αφ΄ενός προκειμένου να αποφύγει την άμεση Βρετανική δυναμική αντίδραση, αφ΄ ετέρου προκειμένου να επιτύχει την υπογραφή της εμπορικής συμφωνίας μαζί της, συμφωνία που ήταν ήδη υπό διαπραγμάτευση.

Οι Σοβιετικοί απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην υπογραφή της συμφωνίας γιατί αυτή αφ΄ ενός αποτελούσε μια ντε φάκτο νομική αναγνώριση του νέου κράτους το οποίο τη στιγμή εκείνη παρέμενε παρίας της διεθνούς κοινότητας – και άρα υποκείμενος συνεχώς στον κίνδυνο επεμβάσεων προκειμένου να ”επαναφερθεί” στη νομιμότητα, αφ΄ ετέρου γιατί το οικονομικό σκέλος της συμφωνίας θα αποτελούσε μια απολύτως απαραίτητη εκείνη τη στιγμή ανακούφιση της Σοβιετικής οικονομίας.

Το ότι η Σοβιετική πλευρά ισορροπούσε ανάμεσα στους δύο αυτούς στόχους ήταν και ο λόγος που απέφυγε εξ αρχής συστηματικά το θέμα της ανοικτής συμμαχίας ή εμφανούς συνεργασίας στην αντιμετώπιση των Ελληνικών δυνάμεων στη Μικρασία. Στις 13 Δεκεμβρίου 1921 αφίχθη στην Άγκυρα ο Μιχαήλ Φρούντζε επικεφαλής ”Ουκρανικής” αντιπροσωπείας. Η επίσκεψη αυτή έδωσε ιδιαίτερη ώθηση στις ήδη στενές Τουρκο-Σοβιετικές σχέσεις. Ο Φρούντζε απηύθυνε χαιρετισμό στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, ενώ επισκέφθηκε Τουρκικά στρατεύματα και παρακολούθησε ασκήσεις.

Κυρίως, όμως, ο Κεμάλ επεδίωξε και αποκατέστησε σχέση ιδιαίτερης προσωπικής εμπιστοσύνης και φιλίας με τον Φρούντζε, όπως αποτυπώνεται στις υπηρεσιακές αναφορές του τελευταίου. Στις αναφορές του προς τον Τσιτσέριν ο Φρούντζε τονίζει τις ελλείψεις του τουρκικού στρατού και εισηγείται ένθερμα τη χορήγηση υλικής βοήθειας καθώς και την καταβολή της εκκρεμούς δόσης 3,5 εκ. ρουβλίων. Είναι αυτή η επίσκεψη που εξασφαλίζει στον Φρούντζε τη θέση στο Μνημείο της Πολιτείας. Η επίσκεψή του λήγει στις 5 Ιανουαρίου του 1922, αφού στις 3 Ιανουαρίου έχει υπογραφεί ”Τουρκο-Ουκρανική” συμφωνία ειρήνης.

Κατά την αναχώρησή του ο Φρούντζε συναντά τον προσερχόμενο νέο Ρώσο πρέσβυ στην Άγκυρα Συμεών Αραλώφ. Ο Αραλώφ δεν είναι ένας απλός διπλωμάτης ή επαναστάτης. Ο Αραλώφ ήταν αξιωματικός πληροφοριών του Τσαρικού στρατού που είχε μεταπηδήσει στους Μπολσεβίκους κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και ήταν κεντρικό πρόσωπο των νέο-ιδρυθεισών μυστικών υπηρεσιών. Ήταν από τα ιδρυτικά στελέχη της Τσέκα, ενώ τον Οκτώβριο του 1918 ορίστηκε οργανωτής και επικεφαλής της νέας στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών, της GRU.

Από τη θέση αυτή αποχώρησε το 1920 προκειμένου να αναλάβει κρίσιμες πολιτικο-στρατιωτικές αποστολές στο εξωτερικό. Μία από τις κυριότερες ήταν η τοποθέτησή του στην Άγκυρα, όπου δεν ήταν απλώς πρέσβης αλλά ταυτόχρονα και οργανωτής και επικεφαλής του ισχυρότατου δικτύου πληροφοριών της GRU στη χώρα. Στις 13 Δεκεμβρίου 1921 αφίχθη στην Άγκυρα ο Μιχαήλ Φρούντζε επικεφαλής ”Ουκρανικής” αντιπροσωπείας. Η επίσκεψη αυτή έδωσε ιδιαίτερη ώθηση στις ήδη στενές Τουρκο-Σοβιετικές σχέσεις. Ο Φρούντζε απηύθυνε χαιρετισμό στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, ενώ επισκέφθηκε Τουρκικά στρατεύματα και παρακολούθησε ασκήσεις.

Κυρίως, όμως, ο Κεμάλ επεδίωξε και αποκατέστησε σχέση ιδιαίτερης προσωπικής εμπιστοσύνης και φιλίας με τον Φρούντζε, όπως αποτυπώνεται στις υπηρεσιακές αναφορές του τελευταίου. Στις αναφορές του προς τον Τσιτσέριν ο Φρούντζε τονίζει τις ελλείψεις του Τουρκικού στρατού και εισηγείται ένθερμα τη χορήγηση υλικής βοήθειας καθώς και την καταβολή της εκκρεμούς δόσης 3,5 εκ. ρουβλίων. Είναι αυτή η επίσκεψη που εξασφαλίζει στον Φρούντζε τη θέση στο Μνημείο της Πολιτείας. Η επίσκεψή του λήγει στις 5 Ιανουαρίου του ’22, αφού στις 3 Ιανουαρίου έχει υπογραφεί ”Τουρκο-Ουκρανική” συμφωνία ειρήνης.

Το Ύψος της Σοβιετικής Βοήθειας

Σχετικά με το ακριβές ύψος και περιεχόμενο της Σοβιετικής βοήθειας υπάρχουν αρκετές διαφορετικές εκδοχές που όμως αποτελούν παραλλαγές μίας βασικής εικόνας. Καθώς δεν υπάρχει ένα μοναδικό επίσημο Σοβιετικό ή Τουρκικό έγγραφο που να συνοψίζει τη βοήθεια, η εικόνα σχετικά με αυτήν συντίθεται από τις διάφορες αναφορές σε αυτήν που συχνά είναι αποσπασματικές, χωρίς πάντως να υπάρχουν αντιφάσεις ή σημαντικές διαφοροποιήσεις. Η Σοβιετική βοήθεια παρασχέθηκε σε δύο βασικές φάσεις. Η πρώτη φάση ξεκίνησε με την αρχική μονογραφή της Τουρκο-Σοβιετικής συμφωνίας του Αυγούστου του 1920, η οποία οδήγησε στη σύσφιξη των σχέσεων αλλά όχι και στην υπογραφή συμφωνίας εξ αιτίας του θέματος της Αρμενίας.

Παρ’ όλα αυτά, οι συνομιλίες για την οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση των Κεμαλικών είχε σαν αποτέλεσμα την έναρξη της βοήθειας: τον Σεπτέμβριο του 1920 ο Σοβιετικός πρόξενος στη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) Ούπμαλ-Ανγκάρσκυ μεταβίβασε στους Κεμαλικούς 1 εκατομμύριο χρυσά ρούβλια και 200,6 κιλά χρυσού. Η πρώτη αυτή βοήθεια αναφέρεται και σε απομνημονεύματα Τούρκων πολιτικών, πιθανόν χωρίς πρωτογενή γνώση της μεταβίβασης. Η εφεκτική στάση των Σοβιετικών εξ αιτίας του θέματος της Αρμενίας κατά την αμέσως επόμενη περίοδο οδήγησε στη διακοπή της βοήθειας μέχρι τη συμφωνία του Μαρτίου του 1921.

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η συμφωνία για τη χρηματική και υλική βοήθεια που θα παραχωρούσε η Σοβιετική Ρωσία στην Τουρκία δεν συμπεριελήφθη στη βασική ”Συνθήκη Ειρήνης και Αδερφοσύνης” του Μαρτίου του 1921 αλλά συμφωνήθηκε να καθοριστεί στις συνομιλίες που ακολούθησαν τη σύναψη της συνθήκης ώστε να παραμείνουν απόρρητες. Είναι χαρακτηριστικό ότι εξ αρχής, ρητώς και από τις δύο πλευρές η παροχή της βοήθειας προς την Τουρκία είχε ως σκοπό τη συνέχιση του πολέμου κατά της Ελλάδος. Το αρχικό αίτημα της Τουρκικής αντιπροσωπείας αφορούσε την παροχή 150 εκατομμυρίων χρυσών ρουβλίων ως χρηματική ενίσχυση.

Το Υπουργείο Εξωτερικών της Σοβιετικής Ρωσίας (για την ακρίβεια, η ”Λαϊκή Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων” όπως ήταν η επίσημη ονομασία, η περίφημη ”Ναρκομιντέλ”) χαρακτήρισε σε εσωτερικό της έγγραφο το αίτημα ως ”καθαρή υπερβολή ανατολίτικης νοοτροπίας”. Το ποσόν που συμφωνήθηκε ήταν ύψους 10 εκ. χρυσών ρουβλίων. Σύμφωνα με τα τα σοβιετικά, επίσης, αρχεία, η βοήθεια αυτή φαίνεται να άρχισε να παρέχεται αμέσως. Τα 5,4 εκ. χρυσά ρούβλια μεταφέρθηκαν σε τρείς δόσεις τον Απρίλιο, το Μάιο και τον Ιούνιο του 1921, ενώ προς το τέλος του 1921 μεταφέρθηκαν ακόμη 1,1 εκ. χρυσά ρούβλια.

Στις 3 Μαΐου του 1922 φαίνεται να μεταφέρθηκαν ακόμη 3,5 εκ. χρυσά ρούβλια που, σύμφωνα με τις -μάλλον πιο αξιόπιστες- Σοβιετικές πηγές φαίνεται να ολοκλήρωναν την συμφωνημένη χρηματική βοήθεια. Ο υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ρωσίας Γεώργιος Τσιτσέριν (για την ακρίβεια: ο Επίτροπος Εξωτερικών Υποθέσεων) σε έγγραφό του προς τον Στάλιν αναφέρει ότι στις 20 Σεπτεμβρίου του 1921 οι Τούρκοι επέμειναν να τους παρασχεθεί ποσόν 50 εκ. χρυσά ρούβλια επιπλέον των 10 εκ. συμφωνημένων, αίτημα που δε φαίνεται να έγινε ποτέ δεκτό. Ο πιο συστηματικός και μάλλον αξιόπιστος Τουρκικός απολογισμός δε διαφέρει ουσιωδώς από την παραπάνω εικόνα.

Σύμφωνα με αυτήν, τον Απρίλιο του 1921, αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης, παραδόθηκαν στους Τούρκους 4 εκ. χρυσά ρούβλια. Τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1921 δόθηκαν στον Τούρκο ταγματάρχη Σαφέτ (Saffet) 1,4 εκ. χρυσά ρούβλια, ενώ τον Νοέμβριο του 1921 ο στρατηγός Φρούντζε (τότε ακόμη επικεφαλής των Σοβιετικών δυνάμεων στην Ουκρανία) έφερε κατά την επίσκεψή του στην Τραπεζούντα (την τραγωδία των Ελλήνων κατοίκων της οποίας της οποίας αποτύπωσε γλαφυρά στο ημερολόγιό του) 1,1 εκ. χρυσά ρούβλια.

Τον Μάιο του 1922 ο Σοβιετικός πρέσβης Αραλώφ έφερε μαζί του στην Άγκυρα 3,5 εκ. χρυσά ρούβλια, οπότε και του δόθηκε από τον Τούρκο υπουργό οικονομικών Χασάν Φεχμί η απόδειξη της εξόφλησης των 10 εκ. χρυσών ρουβλίων. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι η αποστολή μέρους της βοήθειας, και ειδικότερα μέρους της δεύτερης δόσης -περί το 1 εκ. χρυσά ρούβλια- στον Τούρκο ταγματάρχη Σαφφέτ προκειμένου αυτός να προμηθευτεί εξοπλισμό από τη Γερμανία επανέρχεται από όλες τις πηγές, χωρίς όμως αναφορές στο τι απέφερε η προσπάθεια αυτή. Την ίδια εικόνα Σοβιετικής βοήθειας, αν και με τα ποσά πολλαπλασιασμένα, αναφέρουν οι Βρετανικές αναφορές πληροφοριών που φαίνεται να έχουν σχετική (αλλά όχι ιδιαίτερα ακριβή) πρόσβαση σε Σοβιετικές πηγές.

Και οι Βρετανικές μυστικές αναφορές επιβεβαιώνουν την αποστολή του 1 εκ χρυσών ρουβλίων στην αρχή του θέρους του 1921 προκειμένου να αποκτηθεί Γερμανικός εξοπλισμός. Για να γίνει πιο κατανοητή η σημασία της Σοβιετικής οικονομικής βοήθειας θα πρέπει να γίνει μια αναγωγή των αναφερομένων μεγεθών σε σύγχρονες τιμές. Το γενικότερο πρόβλημα της αναγωγής της αξίας οικονομικών μεγεθών του παρελθόντος σε σύγχρονες τιμές είναι ένα εγγενώς δύσκολο τεχνικό πρόβλημα. Για το λόγο αυτό οι αναγωγές δε διεκδικούν απόλυτη ακρίβεια αλλά γίνονται για να αποδοθεί η τάξη μεγέθους της βοήθειας που παρασχέθηκε από τους Μπολσεβίκους στους Κεμαλικούς.

Η πρώτη φάση της βοήθειας, που δόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1920, συνίστατο σε 1 εκ. χρυσά ρούβλια και σε 200,6 κιλά χρυσού. Στις τρέχουσες τιμές εποχής τα δύο ποσά ισοδυναμούσαν σε 0,5 εκ. δολάρια και περίπου 140.000 δολάρια (138.000) αντίστοιχα. Σε σύγχρονες τιμές τα ποσά αυτά αντιστοιχούν σε 50 εκ. δολάρια (Η.Π.Α) και 14 εκ. δολάρια αντίστοιχα, δηλαδή ένα σύνολο 65 εκ. δολαρίων. Η δεύτερη φάση της βοήθειας, αυτή που δόθηκε τμηματικά από τον Απρίλιο του 1921 μέχρι τον Μάιο του 1922 ανερχόταν συνολικά σε 10 εκ. χρυσά ρούβλια, που αντιστοιχούσαν σε 5 εκ. δολάρια (Η.Π.Α) της εποχής και που ισοδυναμούν με περίπου 500 εκ. δολάρια Η.Π.Α σε σημερινές τιμές.

Έτσι, το σύνολο της οικονομικής βοήθειας προς τους Κεμαλικούς ανέρχεται χοντρικά σε 5,64 εκ. δολάρια της εποχής εκείνης ή σε 564 εκ. σημερινά δολάρια Η.Π.Α. Αν λάβει κανείς υπ΄όψιν το γεγονός ότι η οθωμανική οικονομία, ούτως ή άλλως αδύναμη για το μέγεθος της αυτοκρατορίας προπολεμικά, είχε σχεδόν καταστραφεί από τα πέντε έτη εντατικού πολέμου, το γεγονός ότι το σύνολο της όποιας οικονομικής παραγωγής ήταν εμπράγματο με τη ανύπαρκτη νομισματική σταθερότητα, το γεγονός ότι οι κρατικοί θεσμοί, και δη οι φοροεισπρακτικοί είχαν ουσιαστικά ατονήσει, τότε αντιλαμβάνεται κανείς την κρίσιμη σημασία της οικονομικής αυτής βοήθειας.

Σε μία διαλυμένη χώρα και σε μία διαλυμένη οικονομία, η Κεμαλική πλευρά βρέθηκε κατά τη διάρκεια της διεκδίκησης της εξουσίας να είναι η μόνη πλευρά με μεγάλες ποσότητες ρευστού, και μάλιστα στο μόνο νόμισμα που θα είχε βαρύτητα και αξιοπιστία στην Ανατολία και στο εξωτερικό: τα χρυσά νομίσματα. Η σημασία της βοήθειας, όχι μόνον στη στρατιωτική ενίσχυση της Κεμαλικής μερίδας αλλά, πολύ περισσότερο στην πολιτική της επικράτηση είναι, προφανώς, καίρια. Πέραν της χρηματικής βοήθειας, η Τουρκο-Σοβιετική συμφωνία αφορούσε και την παροχή υλικής υποστήριξης προς τους Κεμαλικούς, βοήθεια για την οποία υπάρχει λιγότερο σαφής εικόνα, τουλάχιστον ως προς συγκεκριμένους τύπους που αυτή αφορούσε.

Κατά την πρώτη φάση στις Κεμαλικές δυνάμεις παραδόθηκαν το καλοκαίρι του 1920 6.000 τυφέκια, περισσότερα από 5 εκατομμύρια σφαίρες ελαφρού οπλισμού και 17.600 βλήματα πυροβολικού. Οι παραδόσεις σταμάτησαν το Νοέμβριο του 1920 εξ αιτίας της Τουρκικής εισβολής στην Αρμενία, αλλά επανελήφθησαν τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους. Και η υλική βοήθεια δόθηκε, κατ΄ αντιστοιχία με την οικονομική, σε δύο φάσεις: με την μονογραφή της συμφωνίας του Αυγούστου του 1920 το πρώτο και λιγότερο σημαντικό μέρος, και μετά την υπογραφή της συμφωνίας του Μαρτίου του 1921 το μείζον μέρος της.

Η δεύτερη και σημαντικότερη φάση της παροχής βοήθειας ξεκίνησε μετά τη συνθήκη του Μαρτίου του 1921. Στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής εστάλησαν προς την Τουρκία από το 1921 έως το 1922 μέσω των λιμένων του Νοβοροσίσκ, της Τοπσίδας (Τουάπσε) και του Μπατούμι πολεμικός εξοπλισμός που συνίσταται σε 33.275 τυφέκια, 327 πολυβόλα, 63 εκατομμύρια φυσίγγια, 54 πυροβόλα, 130.000 βλήματα πυροβολικού, 20.000 αντιασφυξιογόνες προσωπίδες, 1500 σπάθες και μεγάλη ποσότητα λοιπού εξοπλισμού. Στις 3/10/1921 παραχωρήθηκαν από τη Σοβιετική κυβέρνηση στους Κεμαλικούς στην Τραπεζούντα τα αντιτορπιλικά ”Jivoy” (Ζιβόυ) και ”Jutkiy” (Ζούτκιυ).

Πέραν του πολεμικού εξοπλισμού, η Σοβιετική κυβέρνηση παραχώρησε τον εξοπλισμό για δύο εργοστάσια παρασκευής πυρίτιδας καθώς και τον εξοπλισμό και την τροφοδότηση με πρώτες ύλες για ένα εργοστάσιο πυρομαχικών, πιθανότατα κατά το 1922.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η πολιτική και οικονομική υποστήριξη της Σοβιετικής Ρωσίας υπήρξε για την Κεμαλική Τουρκία όχι απλώς η κρισιμότερη στρατηγική της σχέση αλλά ένας από τους κρισιμότερους παράγοντες της νίκης της. Και η αρχική ανασυγκρότηση της Τουρκικής αντίδρασης κατά το 1920, και η δυνατότητά της να επιβιώσει κατά τις μείζονες Ελληνικές επιχειρήσεις του 1921, και η δυνατότητά της να αντεπιτεθεί με αποφασιστικές επιχειρήσεις κατά το θέρος του 1922 οφειλόταν κατά κύριο λόγο στη Σοβιετική υποστήριξη και θα ήταν απολύτως αδύνατη χωρίς αυτήν.

Οι ρίζες της υποστήριξης οφείλονται στη στενότατη σύγκλιση των γεωπολιτικών συμφερόντων των δύο πλευρών, σύγκλιση που ήταν μάλλον προφανής και στα δύο μέρη και η οποία συνετέλεσε στο να ξεπεραστούν ταχύτατα οι δυσκολίες που οφείλονταν σε δευτερεύοντες ιδεολογικούς ή πολιτιστικούς λόγους. Η μοναδική στιγμή που ετέθη σε κάποιο κίνδυνο η στρατηγική αυτή σύγκλιση υπήρξε το καλοκαίρι του 1921, όταν υπό την πίεση των Ελληνικών επιθέσεων και της Ελληνικής διείσδυσης σε μεγάλο βάθος, οι Γάλλοι επιχείρησαν να προσεγγίσουν τους Κεμαλικούς προκειμένου να τους αποσπάσουν από τη Σοβιετική επιρροή.

Παρά τη γαλλική προσέγγιση, η Κεμαλική πλευρά είχε αποκαταστήσει τέτοια σχέση εμπιστοσύνης και συνεργασίας με τους μπολσεβίκους που απλώς βελτίωσε τη διαπραγματευτική της θέση έναντι των τελευταίων χωρίς ποτέ να τεθεί σοβαρά σε αμφισβήτηση η στρατηγική σχέση των δύο πλευρών. Επισημαίνεται ότι παρά το ετεροβαρές της συμμαχίας, η σχέση υπήρξε πάντοτε ισότιμη και σε καμία στιγμή το ασθενέστερο (και πλέον πιεζόμενο) μέρος, η Κεμαλική Τουρκία, δεν δέχθηκε ή δε φέρθηκε ως εξαρτώμενο ή υποδεέστερο μέρος της σχέσης.

Αντίθετα, η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε το διάστημα αδυναμίας της Σοβιετικής Ρωσίας στον Καύκασο κατά το Φθινόπωρο του 1921 προκειμένου να αποσπάσει για την ίδια την μεταξύ τους διαφιλονικούμενη περιοχή της Αρμενίας, υπολογίζοντας (ορθά) ότι η γενικότερη σύγκλιση των στρατηγικών συμφερόντων θα υπερίσχυε του εκνευρισμού που η στάση τους προκαλούσε. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι το σύνολο της (πολύ μεγάλης) βοήθειας, οικονομικής και στρατιωτικής, δε δόθηκε υπό μορφή δανείου αλλά ως δωρεά, ούτε ετέθη ποτέ τέτοιο θέμα.

Από οικονομικής απόψεως, η Σοβιετική βοήθεια υπήρξε ο βασικός λόγος για τον οποίον το Κεμαλικό κράτος διατηρούσε την ευχέρεια να λειτουργεί ως τέτοιο, εν απουσία ιδίων χρηματικών αποθεμάτων και με ελάχιστη δυνατότητα αγροτικής (και μηδαμινή δυνατότητα βιομηχανικής) παραγωγής κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ειδικότερη αναφορά στη σημασία της Σοβιετικής οικονομικής βοήθειας θα γίνει σε μελλοντικό άρθρο σχετικά με την οικονομική πτυχή του πολέμου). Από στρατιωτικής απόψεως, η σημασία της Σοβιετικής υποστήριξης υπήρξε επίσης ιδιαίτερα σημαντική.

Επιχειρησιακά, οι φιλικές σχέσεις με τους Μπολσεβίκους -σε συνδυασμό με τη στρατιωτική τους αδυναμία στην περιοχή του Καυκάσου λόγω των εμπλοκών τους αλλού- επέτρεψε τη μεταφορά στρατιωτικών δυνάμεων από το μέτωπο του Καυκάσου στο Ελληνικό μέτωπο, ιδιαίτερα μετά τη σύναψη της συμφωνίας του Μαρτίου του 1921 και την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων. Οι δυνάμεις που μεταφέρθηκαν κατά τη φάση εκείνη εκ πρώτης όψεως δεν ήταν μαζικές. Όμως υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικές για τον εξής λόγο:

Μετά την ανόητη «επιθετική αναγνώριση» του Δεκεμβρίου του 1920 και πολύ περισσότερο μετά τις ανεπιτυχείς επιχειρήσεις του Μαρτίου του 1921, η νέα Ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία συνειδητοποίησε ότι οι Κεμαλικές δυνάμεις ήταν σοβαρός αντίπαλος και απαιτούσε την κινητοποίηση όλου του δυναμικού που ήταν δυνατόν να κινητοποιηθεί προκειμένου να επιτύχουν οι επόμενες σχεδιαζόμενες επιχειρήσεις του Ιουνίου. Η αποδέσμευση Τουρκικών δυνάμεων από το προσανατολισμένο προς τον Καύκασο τουρκικό XV Σώμα Στρατού (σε συνδυασμό με τις δυνάμεις που αποδεσμεύονταν από το XIII Σώμα Στρατού, όπως επέτρεπε η Γαλλική πολιτική), εξουδετέρωνε την Ελληνική στρατηγική υπερπροσπάθεια.

Μάλιστα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι πέραν των σχηματισμών που κινήθηκαν προς τα δυτικά, το Τουρκικό δυτικό μέτωπο τροφοδοτήθηκε κατά την περίοδο αυτή με υλικό και άντρες από τους σχηματισμούς της ανατολής, γεγονός που δεν αποτυπώνεται στη διάταξη μάχης των Κεμαλικών δυνάμεων. Η οριακή έκβαση και ο επιχειρησιακά αμφίρροπος χαρακτήρας των μαχών του Ιουνίου και του Αυγούστου καθιστούσε κρίσιμη ακόμη και την κάθε μία επιπλέον μεραρχία που μπορούσε να εμπλακεί στον αγώνα. Η ίδια εύνοια παρασχέθηκε στον Κεμάλ κατά μείζονα λόγο κατά τον Αύγουστο του 1922, όταν ο Τουρκικός στρατός είχε τη δυνατότητα να επιτύχει μια πρωτοφανή στρατηγική συγκέντρωση των δυνάμεών του νότια της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ.

Από πλευράς εξοπλισμού, η Σοβιετική υποστήριξη υπήρξε κρίσιμος παράγων. Η ενίσχυση του Τουρκικού πυροβολικού με 54 πυροβόλα είναι σημαντική αλλά όχι εντυπωσιακή, καθώς συνεισέφερε περίπου το 15% της δυνάμεως πυροβολικού του Αυγούστου 1922. Χωρίς όμως πληροφορίες σχετικά με τους τύπους που αυτή αφορούσε δε μπορεί να αποτιμηθεί με ακρίβεια. Πολύ σημαντικότερη είναι βέβαιο ότι υπήρξε η προμήθεια ελαφρού οπλισμού που έλειπε δραματικά από τον Κεμαλικό στρατό, ακόμη και κατά την τελική φάση των επιχειρήσεων. Τα πολυβόλα που παραχωρήθηκαν επαρκούσαν για τον εξοπλισμό περίπου 9 μεραρχιών, ενώ τα τυφέκια επαρκούσαν για τον εξοπλισμό περισσοτέρων από 6 μεραρχίες.

Πολύ σημαντικότερη όλων φαίνεται να είναι η ροή πυρομαχικών και λοιπόν εφοδίων που επέτρεπαν στον Κεμαλικό στρατό να παραμένει επιχειρησιακός. Ο όγκος των βλημάτων πυροβολικού που παραχωρήθηκαν, καθώς και η πολύ περιορισμένη δυνατότητα ίδιας παραγωγής πυρομαχικών εκ μέρους της Τουρκική πλευράς (που μέχρι την παραχώρηση της επιπλέον υποδομής από τους Μπολσεβίκους περιοριζόταν στην υποδομή του πυριτιδοποιείου Τοπ Χανέ που οι Τουρκικές υπηρεσίες είχαν μεταφέρει μυστικά και τμηματικά προς την Άγκυρα) έκαναν την Σοβιετική υποστήριξη κρίσιμη για τη δυνατότητα διεξαγωγής μειζόνων επιχειρήσεων.

Η σημασία της σοβιετικής υποστήριξης φαίνεται και από την διαβόητη ρήση του Κεμάλ μετά την Εκστρατεία ο οποίος αναφερόμενος στον βομβαρδισμό της Ινεπόλεως από το Βασιλικό Ναυτικό τον Ιούνιο του 1921 δήλωσε ότι ”ενώ τα μάτια μου ήταν στο Σαγγάριο, τα αυτιά μου ήταν τεταμένα προς την Ινέπολη”. Η οδός: Ρωσικοί λιμένες (Νοβοροσίσκ / Τοπσίς / Μπατούμ) – Ινέπολη – Κασταμονή – Άγκυρα ήταν πιθανότατα η μία από τις δύο βασικές οδούς στρατηγικού εφοδιασμού κατά το θέρος του 1921. Ατυχής υπήρξε για την Ελληνική πλευρά η λήξη των Σοβιετο-Πολωνικών εχθροπραξιών τον Οκτώβριο του 1920, που οδήγησε στην υπογραφή ειρήνης μεταξύ των δύο πλευρών τον Μάρτιο του 1921.

Ο τερματισμός των μεγάλων πολεμικών συγκρούσεων της Σοβιετικής Ρωσίας (που απορροφούσαν πολύτιμους πόρους) σήμαινε ότι είχε πλέον τη δυνατότητα να αποδεσμεύσει ουσιώδεις πόρους προς την Τουρκία. Η στιγμή αυτή συνέπεσε με την έναρξη της Ελληνικής εξόρμησης προς την ανατολή, προκειμένου να καταβληθεί η Τουρκική αντίσταση. Η οριακή Τουρκική επιβίωση την άνοιξη και το θέρος του 1921 δείχνουν πόσο κρίσιμη υπήρξε η Σοβιετική παρέμβαση.

Τέλος, η παρέμβαση αυτή ουσιαστικά σήμαινε την αντίστροφη πορεία της ισχύος των δύο εμπολέμων πλευρών. Στις αρχές του 1921 αρχίζει από την Ελληνική πλευρά, ταυτόχρονα με την έναρξη της μεγάλης τελικής στρατιωτικής προσπάθειας, η φθίνουσα πορεία της συνολικής της ισχύος λόγω της αποκοπής της από τη συμμαχική υποστήριξη. Την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή η Κεμαλική Τουρκία αρχίζει να δέχεται συνεχείς και έντονες ενέσεις υλικής, οικονομικής και πολιτικής βοήθειας από τη Σοβιετική Ένωση.

 

ΠΡΟΣ ΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ

Η στάση του Βενιζέλου για την εκστρατεία τη Μικρά Ασία

Το ερώτημα αν η αποστολή Ελληνικού στρατεύματος στη Σμύρνη ήταν σωστή ή λαθεμένη απόφαση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ακόμη απασχολεί τους ιστορικούς, 91 χρόνια αργότερα. Αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει, γιατί η απόβαση του Ελληνικού στρατεύματος στην Σμύρνη στις 15 Μαΐου 1919 υπήρξε η πρώτη πράξη ενός δράματος που διήρκεσε κοντά τρεισήμισι χρόνια. Η τελευταία πράξη έκλεισε με την πυρπόληση της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922, και με τον ξεριζωμό ενάμισι εκατομμυρίου Ελλήνων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης από τις προαιώνιες πατρογονικές τους εστίες.

Πίσω τους δεν άφησαν μόνο την ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων, τους προγονικούς τάφους, και τις περιουσίες που απέκτησαν με το μόχθο, την ικανότητα και την εργατικότητά τους. Άφησαν και ένα εκατομμύριο δικούς τους, θύματα της εθνοκάθαρσης, που είχαν θέσει σε εφαρμογή οι Νεότουρκοι από το 1911. Εν όψει αυτών των τραγικών εξελίξεων, ο Βενιζέλος κατηγορήθηκε πως, παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό του για το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, δεν στάθμισε με την πρέπουσα προσοχή τα υπέρ και τα κατά της πρότασης των Συμμάχων για την εσπευσμένη αποστολή του Ελληνικού στρατεύματος στην Σμύρνη.

Αναμφίβολα, η θετική ανταπόκριση στην πρόταση των Συμμάχων αποτελεί την πιο επίμαχη απόφαση του Βενιζέλου καθ’ όλη τη διάρκεια του πολιτικού του βίου. Ο Βενιζέλος όμως, ή οποιοσδήποτε άλλος ήταν στη θέση του, δεν μπορούσε να γνωρίζει εκ των προτέρων την έκβαση της απόφασής του. Ιδιαίτερα δε όταν, όπως στην περίπτωση του Βενιζέλου, το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα είχε αλλάξει ριζικά μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, τις οποίες έχασε ο Βενιζέλος, και οι αποφάσεις για την επέκταση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, που οδήγησαν στην Μικρασιατική Καταστροφή, είχαν παρθεί από τους πολιτικούς του αντιπάλους, οι οποίοι επιπλέον ήταν αντιπαθείς στους Συμμάχους.

Εκεί, που κατά τη γνώμη μας, κάποιοι ιστορικοί αδικούν τον Βενιζέλο, είναι ότι κρίνουν την απόφασή του να στείλει στράτευμα στην Σμύρνη με μόνο κριτήριο τους γεωστρατηγικούς στόχους της στρατιωτικής εκστρατείας. Με αυτό εννοούμε ότι η κριτική τους επικεντρώνεται στο κατά πόσο η Ελλάδα είχε την στρατιωτική δύναμη να διεκδικήσει μέρος των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, και αν η ένταξή τους στην Ελληνική επικράτεια ήταν βιώσιμη μακροπρόθεσμα. Οπωσδήποτε τα παραπάνω είναι βασικά κριτήρια για την αξιολόγηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, γιατί πράγματι ο Βενιζέλος είχε εισηγηθεί στους Συμμάχους την προσάρτηση στο Ελληνικό κράτος της εν λόγω περιοχής.

Δεν είναι όμως τα μόνα κριτήρια. Υπάρχουν και οι συναισθηματικοί, ανθρωπιστικοί, και πατριωτικοί λόγοι, που στην περίπτωση του Βενιζέλου είχαν μεγάλη βαρύτητα. Όταν μιλάμε για τον Βενιζέλο ως Εθνάρχη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είχε γεννηθεί στην Τουρκοκρατούμενη Κρήτη το 1864. Το 1866, όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Κρήτη, η οικογένειά του υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το νησί, και να καταφύγει στη Σύρο, επειδή ο πατέρας του μικρού τότε Ελευθέριου είχε πάρει μέρος στην επανάσταση. Η οικογένειά του επέστρεψε στην Κρήτη το 1872, όταν ο Σουλτάνος έδωσε αμνηστία. Ο ίδιος ο Ελευθέριος ήταν από τους πρωτοστάτες στο κίνημα που ξεκίνησε από το Ακρωτήρι Χανίων το 1897 για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.

Το 1905 ηγήθηκε της επανάστασης του Θέρισου για τον ίδιο σκοπό. Τον Μάιο του 1910 εξελέγη πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας, θέση που κράτησε μέχρι τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, όταν μετέβηκε στην Ελλάδα για να αναλάβει την πρωθυπουργία του Ελληνικού κράτους. Η Κρήτη ενώθηκε με την Ελλάδα ως αποτέλεσμα των νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων του 1912 – 1913, παράλληλα με την απελευθέρωση της Βόρειας Ελλάδας και μεγάλων νησιών του Αιγαίου. Αναντίρρητα, αυτό υπήρξε το μεγαλύτερο επίτευγμα του Βενιζέλου. Από τα παραπάνω προκύπτουν τρία κύρια σημεία αναφορικά με τον Βενιζέλο:

  • Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
  • Δοκίμασε τη γεύση του εκτοπισμού, έστω και σε Ελληνικό νησί, στα νεανικά του χρόνια.
  • Διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο σε επαναστατικά κινήματα των Κρητικών κατά των Τούρκων, και υπήρξε ο κύριος συντελεστής για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.

Από τα παραπάνω προκύπτει πως ο Βενιζέλος είχε όλα τα βιώματα, αλλά και τα όνειρα, των Μικρασιατών, και ως εκ τούτου ήταν σε καλύτερη θέση από τους άλλους πολιτικούς της Ελλάδας να καταλάβει τους πόθους τους για λυτρωμό, αλλά και να κατανοήσει την έκταση του δράματος από τις εκτοπίσεις και τους διωγμούς που είχαν υποστεί από το 1911 μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918. Ως εκ τούτου, σημαντικός συντελεστής για την απόφαση του Βενιζέλου να στείλει Ελληνικό στράτευμα στην Σμύρνη τον Μάιο του 1919 ήταν ο διακαής πόθος του να προστατέψει τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, τη στιγμή που είχε την ενθάρρυνση, μάλλον προτροπή, των Συμμάχων να κινηθεί προς εκείνη την κατεύθυνση.

Η ανθελληνική στάση της Ιταλίας δεν του επέτρεπε περιθώρια για ενδοιασμούς. Συνοπτικά δίνουμε τους κύριους λόγους, που σύμφωνα με τον Καθηγητή Σβολόπουλο συνέτειναν στην απόφαση του Βενιζέλου να στείλει Ελληνικό στράτευμα στη Σμύρνη:

  • Οι οργανωμένοι διωγμοί των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, πρώτα από τους Νεότουρκους από το 1911, και στη συνέχεια από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914 – 1918), αποτελούσαν για τον Βενιζέλο ένδειξη πως θα συνεχίζονταν και μετά το 1919, από το νέο κράτος της Τουρκίας που θα αναδυόταν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ως εκ τούτου, η παρουσία του Ελληνικού στρατεύματος στην Μικρά Ασία κατ’ αρχήν, και στη συνέχεια η ενσωμάτωση στην Ελλάδα μέρους των δυτικών παραλίων, θα παρείχαν την απαραίτητη ασφάλεια στους Έλληνες της Μικράς Ασίας.
  • Δεδομένου ότι οι Σύμμαχοι ήταν αποφασισμένοι να προβούν στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, περιοχές της οποίας θα περιέρχονταν υπό τον έλεγχό τους, ο Βενιζέλος ήταν της γνώμης πως η Ελλάδα είχε μεγαλύτερες διεκδικήσεις στην Μικρά Ασία από τους Συμμάχους, λόγω του Ελληνικού στοιχείου που ζούσε στα μέρη εκείνα για περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια.
  • Ο Βενιζέλος δεν είχε αμφιβολίες πως, λόγω του κύρους του μεταξύ των ηγετών των Συμμάχων, θα είχε την οικονομική, και στρατιωτική συμπαράστασή τους, αν οι συνθήκες την απαιτούσαν.
  • Ο Βενιζέλος δεν περίμενε να χάσει τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, ιδίως μετά την επικύρωση της Συνθήκης των Σεβρών από τους Συμμάχους τον Αύγουστο του 1920, με την οποία γινόταν πραγματικότητα «η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».

 

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

Στόχος του Βενιζέλου ήταν η Ελλάδα να βρεθεί στο πλευρό των χωρών της Αντάντ -Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας- στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον οποίο προέβλεπε πως θα κέρδιζαν, για να πάρει μέρος στη συνδιάσκεψη της ειρήνης που θα ακολουθούσε. Βέβαιος πως οι σύμμαχοι θα προέβαιναν στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία στον πόλεμο είχε ενταχθεί στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, ο Βενιζέλος ήθελε η Ελλάδα να διεκδικήσει περιοχές που ιστορικοί και δημογραφικοί λόγοι συνηγορούσαν, κατά την άποψή του, για την ενσωμάτωσή τους στο Ελληνικό κράτος.

Η προκλητική φιλογερμανική πολιτική του Κωνσταντίνου και των φερέφωνων κυβερνήσεών του, ανάγκασε τις δυνάμεις της Αντάντ να προβούν στη λήψη δυναμικών μέτρων. Στις αρχές του Ιουνίου 1917 Γαλλικός στρατός αποβιβάστηκε στην Αθήνα, και εξανάγκασε τον Κωνσταντίνο να παραιτηθεί, και να παραχωρήσει το θρόνο στο γιο του Αλέξανδρο. Τις επόμενες ημέρες η βασιλική οικογένεια αναχώρησε για την Ιταλία, και από εκεί μετέβηκε στην Ελβετία, όπου παρέμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 1920.

Τον Ιούλιο του 1917 ο Βενιζέλος, ο οποίος από το Σεπτέμβριο του 1916 ήταν στη Θεσσαλονίκη ως πρωθυπουργός της δεύτερης κυβέρνησης που είχε σχηματίσει, επέστρεψε στην Αθήνα και σχημάτισε εθνική κυβέρνηση, επαναφέροντας τη Βουλή του 1915 που είχε διαλύσει ο βασιλιάς μετά τη διαφωνία του με τον Βενιζέλο. Πρώτη ενέργεια της νέας εθνικής κυβέρνησης ήταν η κήρυξη πολέμου κατά της Γερμανίας και της Βουλγαρίας, στρατιωτικές δυνάμεις των οποίων το 1916 είχαν καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία, με την ενθάρρυνση του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε ο Βενιζέλος, μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, για την πρόληψη στασιαστικών κινημάτων, ήταν η εξορία των κύριων συνεργατών του Κωνσταντίνου.

Μετά από γενική επιστράτευση, η κυβέρνηση του Βενιζέλου σχημάτισε στράτευμα 300.000 ανδρών, μεγάλο μέρος του οποίου πήρε μέρος στο μέτωπο της Μακεδονίας, όπου στράτευμα των Αγγλογάλλων πολεμούσε εναντίον των δυνάμεων της Γερμανίας και της Βουλγαρίας. Το Ελληνικό στρατιωτικό σώμα θριάμβευσε στη μάχη του Σκρα το Μάιο του 1918. Λίγους μήνες αργότερα (Σεπτέμβριος 1918) η Βουλγαρία αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει, αποσύροντας τα στρατεύματά της από την Ανατολική Μακεδονία. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους και η Τουρκία υπέγραψε την ανακωχή του Μούδρου με τις δυνάμεις της Αντάντ.

Το Νοέμβριο του 1918 ο Αγγλογαλλικός στρατός, και ένα άγημα του Ελληνικού στρατού, μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τα Ελληνικά θωρηκτά «Κιλκίς» και «Αβέρωφ» αγκυροβόλησαν έξω από την Κωνσταντινούπολη, με μονάδες του Γαλλικού και Βρετανικού ναυτικού. Τελικά και η Γερμανία, καταβεβλημένη, απομονωμένη και ηττημένη, υπέγραψε ανακωχή, θέτοντας τέρμα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στις 11 Νοεμβρίου 1918. Η πρόβλεψη του Βενιζέλου ως προς την τελική έκβαση του πολέμου επαληθεύθηκε, και ο αγώνας του εναντίον της φιλογερμανικής πολιτικής του βασιλιά Κωνσταντίνου δικαιώθηκε απόλυτα.

Η λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Ελλάδα, όπως είδαμε, στο πλευρό των νικητριών δυνάμεων της Αντάντ -Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας- και των Η.Π.Α. Στο Συνέδριο Ειρήνης, που άρχισε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919 και κράτησε μέχρι το Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο Ελευθέριος Βενιζέλος πρόβαλε τις Ελληνικές διεκδικήσεις, οι οποίες μεταξύ άλλων περιλάμβαναν περιοχή των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, στα αστικά κέντρα των οποίων το Ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε του Τουρκικού.

Ένα από τα επιχειρήματα του Βενιζέλου, για την ενσωμάτωση στην Ελληνική επικράτεια της περιοχής αυτής της Μικράς Ασίας, ήταν οι εκτοπισμοί από το 1911, και από το 1914 η συστηματική και μεθοδευμένη εξόντωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το εθνικιστικό κόμμα των Νεότουρκων, που ονειρεύονταν τον εκτουρκισμό όλων των εθνοτικών μειονοτήτων της Τουρκίας. Για τις απώλειες των άμαχων Ελλήνων στην Μικρά Ασία (συμπεριλαμβανομένου και του Πόντου) από τις διώξεις των Νεότουρκων κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου (1914 – 1918), ο Απόστολος Βακαλόπουλος γράφει τα ακόλουθα:

«Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου 900.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας εξοντώθηκαν με εκτελέσεις ή εκτοπισμούς, ενώ 450.000 διώχθηκαν ή έφυγαν τρομοκρατημένοι ως πρόσφυγες στην Ελλάδα».

Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου Ειρήνης στο Παρίσι ο Βενιζέλος αναδείχθηκε σε πολιτικό και διπλωμάτη πρώτου μεγέθους. Η ρητορική του δεινότητα και η πειστική επιχειρηματολογία του εντυπωσίασαν τους ηγέτες των άλλων χωρών, και ιδίως τον Λόυντ Τζορτζ της Μεγάλης Βρετανίας, τον Ζωρζ Κλεμανσώ της Γαλλίας και τον Γούντροου Ουίλσον των Η.Π.Α. Για την προσωπικότητα του Βενιζέλου ο Χάρολντ Νίκολσον, σύμβουλος του Λόυντ Τζορτζ, έγραψε τα ακόλουθα σε επιστολή του στον πατέρα του: «Δεν μπορώ να σου περιγράψω το κύρος που έχει εδώ ο Βενιζέλος. Αυτός και ο Λένιν είναι οι μόνες πραγματικά μεγάλες φυσιογνωμίες της Ευρώπης».

Σε άλλη επιστολή του γράφει τα ακόλουθα: «Η ομιλία του ήταν ένα περίεργο κράμα από γοητεία, ληστρικό πνεύμα, πολιτική διεθνούς εμβέλειας, πατριωτισμό, θάρρος και φιλολογία – μα πάνω από όλα, ήταν αυτός ο ίδιος, αυτός ο μεγαλόσωμος, γεροδεμένος, χαμογελαστός άνδρας, με μάτια που άστραφταν πίσω από τα γυαλιά του και με ένα τετράγωνο σκούφο από μαύρο μεταξωτό ύφασμα στο κεφάλι». Για τις διεκδικήσεις της Ελλάδας στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο του Michael Llewellyn Smith, από το οποίο είναι παρμένα και τα δύο παραπάνω αποσπάσματα:

Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε στα χέρια του ο Βενιζέλος, και που προέρχονταν από την απογραφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1912, η ζώνη που διεκδικούσε η Ελλάδα περιλάμβανε κάτι περισσότερο από 800.000 Έλληνες, έναντι λίγο παραπάνω από ένα εκατομμύριο Τούρκων και 100.000 Αρμενίους, Εβραίους και άλλους. Ο Βενιζέλος παρέκαμψε αυτούς τους ενοχλητικούς αριθμούς συμπεριλαμβάνοντας στη ζώνη, για στατιστικούς σκοπούς, τα γειτονικά νησιά, την Ίμβρο, την Τένεδο, τη Μυτιλήνη, τη Χίο, τη Σάμο, την Ικαρία, τη Ρόδο με το Καστελόριζο και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, όπου οι Έλληνες είχαν μεγάλη αριθμητική υπεροχή (περίπου 370.000 έναντι 25.000).

Δικαιολόγησε αυτό τον ελιγμό με το επιχείρημα ότι τα νησιά αυτά ήταν, από οικονομική και γεωγραφική άποψη, μέρος της ηπειρωτικής Τουρκίας, επιχείρημα που είχαν χρησιμοποιήσει οι ίδιοι οι Τούρκοι για να παρεμποδίσουν την παραχώρηση των νησιών του Αιγαίου στην Ελλάδα στους Βαλκανικούς Πολέμους. Σύμφωνα με τον Βενιζέλο, οι Έλληνες που θα έμεναν στις Τουρκικές περιοχές της Μικράς Ασίας ανέρχονταν γύρω στις 800.000. Ο Βενιζέλος ήταν της γνώμης πως οι Έλληνες αυτοί θα προέβαιναν σε εθελοντική ανταλλαγή με το ένα εκατομμύριο Τούρκους που υπήρχαν στην διεκδικούμενη από την Ελλάδα ζώνη της δυτικής Μικράς Ασίας, οδηγώντας έτσι σε μια ομοιογένεια πληθυσμών στο χώρο της Μικράς Ασίας.

Οι διεκδικήσεις του Βενιζέλου βρήκαν σύμφωνες τη Βρετανία και τη Γαλλία, ενώ οι Η.Π.Α. ήταν επιφυλακτικές, γιατί πίστευαν πως μια άθικτη εδαφικά Τουρκία θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα οικονομικά τους συμφέροντα. Η Ιταλία όμως πρόβαλε έντονες αντιδράσεις στις προτάσεις του Βενιζέλου. Για να καταλάβουμε τη στάση της Ιταλίας θα χρειαστεί να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για να δελεάσουν την Ιταλία να προσχωρήσει στην Αντάντ, η Βρετανία και η Γαλλία, με το Σύμφωνο του Λονδίνου τον Απρίλιο του 1915 της υποσχέθηκαν την περιοχή της Αττάλειας στην δυτική Μικρά Ασία.

Αργότερα, σε συνδιάσκεψη στον Άγιο Ιωάννη της Μωριέννης τον Απρίλιο του 1917, οι Αγγλογάλλοι διεύρυναν την περιοχή που είχαν υποσχεθεί στην Ιταλία, ώστε να περιλαμβάνει και την Ελληνικότατη Σμύρνη. Όπως θα δούμε, η αποστολή πολεμικών Ιταλικών πλοίων στην Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου Ειρήνης στο Παρίσι, έκανε τους Αγγλογάλλους, αλλά και τους Αμερικανούς που αρχικά ήταν επιφυλακτικοί, να παροτρύνουν τον Βενιζέλο να προβεί σε εσπευσμένες αποφάσεις, οι επιπτώσεις των οποίων θα αποδεικνύονταν τραγικές για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό.

 

Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ 

Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1910, στις οποίες η παράταξη του Ελευθέριου Βενιζέλου πήρε 307 από τις 362 έδρες, δεν πήραν μέρος τα παλαιά μεγάλα κόμματα, και ως εκ τούτου τις έδρες τις μοιράστηκε η παράταξη του Βενιζέλου με κάποια μικρά κόμματα, όπως ήταν η ομάδα των Κοινωνιολόγων του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, και διάφορους ανεξάρτητους πολιτικούς. Επιπλέον, ο μεγάλος αριθμός των εδρών εξηγείται από το γεγονός ότι οι εκλογές του 1910 έγιναν για αναθεώρηση του Συντάγματος.

Σύμφωνα με τις τότε επικρατούσες συνταγματικές διατάξεις, ο αριθμός των εδρών σε εκλογές για Αναθεωρητική Βουλή ήταν διπλάσιες από τις έδρες για την ανάδειξη μιας κανονικής Βουλής, οι οποίες ήταν 181. Εκτός από τις σημαντικές εκπαιδευτικές, οικονομικές, εργασιακές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις της νέας κυβέρνησης, κύριο μέλημα του Βενιζέλου ήταν η αναδιοργάνωση και η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, για να καταστεί δυνατή η επίτευξη της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή της σταδιακής απελευθέρωσης περιοχών που ακόμη βρίσκονταν κάτω από το ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Έχοντας περατώσει το έργο της η Αναθεωρητική Βουλή, τον Μάρτιο του 1912 έγιναν νέες εκλογές, στις οποίες πήραν μέρος και τα παλαιά κόμματα. Το κόμμα των Φιλελευθέρων, που δημιούργησε ο Βενιζέλος, εξασφάλισε συντριπτική πλειοψηφία, με 146 βουλευτές από τους 181 της Βουλής. Έχοντας εξασφαλίσει την λαϊκή ετυμηγορία, ο Βενιζέλος ρίχτηκε ακάθεκτος στην πραγματοποίηση των οραμάτων του για το ελληνικό έθνος. Τον Φεβρουάριο του 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία, παρά τις μεταξύ τους εδαφικές διαφορές, υπέγραψαν συμφωνία για κοινό μέτωπο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και την μελλοντική διανομή των Ευρωπαϊκών εδαφών της.

Ο Βενιζέλος, με την οξύνοια και τη διορατικότητα που τον διέκρινε, διαπίστωσε πως αν η Ελλάδα δεν συμμετείχε σε αυτό το μέτωπο, δεν θα ήταν σε θέση να διεκδικήσει τις κατεχόμενες Ελληνικές περιοχές σε περίπτωση απελευθέρωσής τους από τη σύμπραξη της Σερβίας και της Βουλγαρίας. Με την αποφασιστικότητα που τον χαρακτήριζε για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων, όταν οι περιστάσεις το καλούσαν, και με την διπλωματική δεινότητα που διέθετε, ο Βενιζέλος ενήργησε αστραπιαία, και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα πέτυχε το σχηματισμό της Βαλκανικής Συμμαχίας μεταξύ της Ελλάδας, της Σερβίας, της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου.

Οι εχθροπραξίες εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεκίνησαν από το Μαυροβούνιο στα τέλη του Σεπτεμβρίου 1912, και στη συνέχεια από τις αρχές Οκτωβρίου από την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία. Μέσα σε λίγους μήνες η Ελλάδα επανέκτησε την Ήπειρο, τις νότιες περιοχές της Μακεδονίας, και τα νησιά Θάσο, Χίο, Λήμνο, Σάμο και Μυτιλήνη. Παρόλο που τα Ελληνικά στρατεύματα είχαν καταλάβει και την Βόρεια Ήπειρο, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου που αναγνωρίστηκε η ίδρυση ανεξάρτητου Αλβανικού κράτους, και στη συνέχεια με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας τον Δεκέμβριο του 1913, στο νεοσύστατο Αλβανικό κράτος επιδικάστηκε η Βόρεια Ήπειρος, παρά την Ελληνικότητά της με τις 120.000 των Ελλήνων κατοίκων της.

Τον Ιούνιο του 1913 η Βουλγαρία στράφηκε εναντίον της Σερβίας και Ελλάδας, και θέλησε να επεκτείνει τις κατακτήσεις της εις βάρος των πρώην συμμάχων της. Η σύμπραξη Ελλάδας και Σερβίας είχε ως αποτέλεσμα την ήττα της Βουλγαρίας, και την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας. Με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους η έκταση του Ελληνικού κράτους αυξήθηκε από 64.786 τετραγωνικά χιλιόμετρα σε 108.606, και ο πληθυσμός της διπλασιάστηκε από 2.666.000 στα 4.363.000.

Με την απελευθέρωση της Βορείου Ελλάδας, η μέχρι τότε μικρή χώρα της Βαλκανικής Χερσονήσου είχε εξελιχθεί σε υπολογίσιμο παράγοντα στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, που έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στα δύο τελευταία χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου οι δυνάμεις της Αντάντ προχωρούν στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά την συνδιάσκεψη του Παρισιού αποφασίζεται η Μεγάλη Βρετανία να καταλάβει την περιοχή της Παλαιστίνης και του Ιράκ, η Γαλλία να προσαρτήσει τη Συρία και το Λίβανο, η Ιταλία να καταλάβει τα Νότια Παράλια της Μικράς Ασίας και να αποβιβαστούν τμήματα του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη ώστε να εγγυηθούν την ειρήνη στην περιοχή, η Αμερική εξ’ αρχής ήταν αντίθετη στο διαμελισμό των εδαφών με αποτέλεσμα να μην επικυρώσει τις αποφάσεις της συνδιάσκεψης.

 

Ήδη κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν ξεκινήσει βιαιοπραγίες έναντι των Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι ο Ελευθέριος Βενιζέλος πίεζε καθ όλη τη διάρκεια της συνδιάσκεψης για την απόβαση του Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη ώστε να προστατευθούν οι Χριστιανοί της περιοχής. Οι λόγοι που οδήγησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις στην απόφαση να επιτρέψουν την είσοδο του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη ήταν αφενός ότι θα έπρεπε κάποιος να αναλάβει την επιβολή της ειρήνης στην περιοχή και αφετέρου να ανακόψουν τις επεκτατικές βλέψεις της Ιταλίας η οποία είχε ήδη καταλάβει την Αττάλεια και κινούνταν προς την περιοχή της Σμύρνης.

Στις 2 Μαΐου 1919 τα Ελληνικά στρατεύματα αποβιβάζονται στη Σμύρνη υπό τις έντονες επευφημίες και τους έξαλλους πανηγυρισμούς των Ελλήνων και Αρμενίων κατοίκων. Η Ιταλία μη ικανοποιημένη από την έκβαση των γεγονότων αποχωρεί από την Αττάλεια και αποφασίζει την ενίσχυση του Κεμάλ σε οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο. Παράλληλα το Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα με ηγέτη του τον Μουσταφά Κεμάλ γιγαντώνεται εναντίων του Σουλτανικού Κράτους. Αρνείται να δεχθεί τις ύπαρξη ξένων δυνάμεων στη Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους ταπεινωτικούς όρους των Συμμαχικών Δυνάμεων.

Μεταφέρει την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Κωνσταντινούπολη στην Άγκυρα και αποφασίζει να διεξάγει πόλεμο φθοράς στον Ελληνικό στρατό της Σμύρνης καθώς και να αναπτύξει διπλωματικές επαφές με τις δυνάμεις της Αντάντ. Οι αποφάσεις των δυνάμεων της Αντάντ στη Συνδιάσκεψη της ειρήνης στο Παρίσι επικυρώθηκαν επισήμως με τη συνθήκη των Σεβρών στις 28 / 07 / 1920. Βάσει της συνθήκης η Ελλάδα προσαρτούσε την Ανατολική Θράκη ως την Κωνσταντινούπολη, τα νησιά του Βορείου Αιγαίου με την Ίμβρο και την Τένεδο καθώς και αποκτούσε τη Διοίκηση της Σμύρνης.

Σχετικά με την κατοχή της Σμύρνης, θα διεξαγόταν δημοψήφισμα έπειτα από 5 χρόνια ώστε να αποφασίσουν οι κάτοικοι της περιοχής εφόσον επιθυμούσαν την επίσημη ένωση με την Ελλάδα. Η Συνθήκη των Σεβρών δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από τον Κεμάλ, ενώ η Γαλλία διατύπωσε τις επιφυλάξεις της, δεν είναι τυχαίο ότι η συγκεκριμένη συνθήκη παρομοιάζεται με τις εύθραυστες πορσελάνες των Σεβρών. Ακόμα παρατηρείται αλλαγή στη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες ενώ επικύρωσαν τη Συνθήκη, στο παρασκήνιο αναπτύσσουν σχέσεις με το Κεμαλικό Καθεστώς.

Από τη στιγμή που ήταν προφανής η επικράτηση του Μουσταφά Κεμάλ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ξεκίνησε ένας αγώνας δρόμου μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων για το ποια θα καταφέρει να αποσπάσει οικονομικά προνόμια από το νεοσύστατο Κεμαλικό Καθεστώς. Έπειτα από την Συνθήκη των Σεβρών ο Ελευθέριος Βενιζέλος ζητάει την έγκριση των Μεγάλων Δυνάμεων ώστε να ξεκινήσει ευρείας κλίμακας επιχειρήσεις επειδή ο Κεμαλικός στρατός επιτίθονταν στο Ελληνικό έδαφος παραβιάζοντας την Συνθήκη των Σεβρών. Οι μεγάλες δυνάμεις δίνουν τη συγκατάθεσή τους και έτσι το Μικρασιατικό μέτωπο διευρύνεται.

Παράλληλα στην Ελλάδα ο Εθνικός Διχασμός κορυφώνεται δεδομένου ότι η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» του Γούναρη δεν συμφωνούσε με την εξωτερική πολιτική των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων καθώς και το αυξανόμενο σε γόητρο και ισχύ Κεμαλικό Καθεστώς ανησυχούν την αντιβενιζελική παράταξη η οποία αποδοκιμάζει ανοιχτά την κλιμάκωση των επιχειρήσεων στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.

Τα ολέθρια αποτελέσματα του Εθνικού Διχασμού κάνουν την εμφάνιση τους όταν στις 30 Ιουλίου 1920 δύο απότακτοι αξιωματικοί προσπαθούν να δολοφονήσουν τον Ελευθέριο Βενιζέλο στον σταθμό της Λυών, την στιγμή που έμπαινε στο τρένο για να επιστρέψει στην Ελλάδα έπειτα από την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών. Ακριβώς την επόμενη ημέρα οι Βενιζελικοί ως αντίποινα συλλαμβάνουν όλους τους αντιβενιζελικούς πολιτικούς, καταστρέφουν το θέατρο της Μαρίκας Κοτοπούλη και δολοφονούν στην Αθήνα τον πολιτικό, διπλωμάτη και εξέχουσα φυσιογνωμία του Μακεδονικού αγώνα ‘Ιωνα Δραγούμη.

Η δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη συγκλόνισε τον πολιτικό βίο της χώρας προκαλώντας τη φρίκη του Ελευθερίου Βενιζέλου, ενώ το χάσμα μεταξύ των δύο αντίπαλων παρατάξεων βάθαινε όλο και περισσότερο. Έπειτα από αυτά τα γεγονότα, δεδομένης της δυσφορίας που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στο λαό και μεσούσης της Μικρασιατικής εκστρατείας ο Ελευθέριος Βενιζέλος προκηρύσσει εκλογές. Ημερομηνία των εκλογών ορίζεται η 1 Νοεμβρίου 1920. Στον ήδη ταραγμένο πολιτικό βίο της Ελλάδος ήρθε να προστεθεί και ο αναπάντεχος θάνατος του Βασιλέως Αλεξάνδρου ο οποίος επήλθε έπειτα από το δάγκωμα μίας μαϊμούς στο Τατόι, στις 12 / 10 / 1920.

Την ίδια μέρα η κυβέρνηση εκδίδει και δημοσιεύει «διάγγελμα επί τω θανάτω του Βασιλέως Αλεξάνδρου». Στο ίδιο διάγγελμα γίνεται λόγος και για την ανάγκη αντικατάστασης του Βασιλέως από αντιβασιλέα. Πράγματι, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κάλεσε τη Βουλή, αν και είχε διαλυθεί εν όψει των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920, η οποία εξέλεξε ως αντιβασιλέα τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη. Αυτή ήταν μία προσωρινή λύση μέχρι τις επερχόμενες εκλογές αφού το θέμα της διαδοχής του Βασιλέως Αλεξάνδρου παρέμενε ακόμα «ανοιχτό.

Οι εκλογές διεξάγονται και η παράταξη του Βενιζέλου χάνει. Ο ίδιος ο Βενιζέλος δεν εκλέγεται ούτε καν βουλευτής και αυτοεξορίζεται στο Παρίσι. Τις εκλογές κερδίζει η «Ηνωμένη Αντιπολίτευση». Τα αίτια τη ήττας είναι πολλά κυριότερα θεωρούνται η εξάντληση του Ελληνικού λαού ο οποίος βρισκόταν σε συνεχή επιστράτευση από το 1912 καθώς και ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων (οι οποίες βοήθησαν την επιβολή του Βενιζέλου) κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού. Το Δεκέμβριο του 1920 η κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη οργάνωσε δημοψήφισμα για την επάνοδο του Βασιλέως Κωνσταντίνου ως λύση του ζητήματος της διαδοχής που είχε προκύψει από το θάνατο του Βασιλέως Αλεξάνδρου.

Στο δημοψήφισμα αποφασίζεται η επιστροφή του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Θεωρώντας ότι η Ελλάδα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Αγγλίας, η Γαλλία, η οποία είχε κυρίως οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή, αρχίζει να εκφράζει επίσημα πλέον την άποψη για αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών και προτείνει την «πολιτική» λύση για την αντιμετώπιση του Τουρκικού εθνικισμού. Παράλληλα στην Αγγλία οι εσωτερικές αντιδράσεις πλήθαιναν συνεχώς πιέζοντας για αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών.

Επιπλέον οι επαφές του Κεμάλ με τη Σοβιετική Ένωση, η οποία ήταν σταθερά αντίθετη στη στρατιωτική επέμβαση στη Μικρά Ασία, θεωρώντας την επεκτατικό πόλεμο υποκινούμενο από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αντιμετωπίστηκε καχύποπτα από τις μεγάλες δυνάμεις οι οποίες έπρεπε να σπεύσουν ώστε να κατοχυρώσουν τα δικαιώματά τους. Έτσι η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και η επαναφορά του Βασιλέως Κωνσταντίνου έδωσαν απλώς την ευκαιρία στις Δυνάμεις, και κυρίως στη Γαλλία και στην Ιταλία, να εκδηλώσουν ανοιχτά την αντίθεσή τους απέναντι στην Ελλάδα και προσεγγίζουν την Κεμαλική Τουρκία.

Τον Φεβρουάριο του 1921 συγκαλείτε στο Λονδίνο Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη στην οποία συμμετέχουν και εκπρόσωποι του Κεμαλικού καθεστώτος έπειτα από υπόδειξη της Ιταλίας, ώστε να αποφασιστεί από τους συμμάχους το μέλλον του μετώπου της Ανατολής. Η συμμετοχή των εκπροσώπων του Κεμαλικού Καθεστώτος σημαίνει πλέον ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις αναγνωρίζουν και επίσημα το καθεστώς Κεμάλ. Οι συζητήσεις κατέληξαν σε διπλωματικό αδιέξοδο λόγω των υπερβολικών και παράλογων απαιτήσεων του Κεμάλ ο οποίος είχε ενδυναμωθεί οικονομικά και διπλωματικά από την υποστήριξη των Μπολσεβίκων, των Γάλλων και των Ιταλών.

Παρόλο που η Ελληνική κυβέρνηση συμμετείχε στη συνδιάσκεψη με σκοπό να τερματίσει τον πόλεμο και να προσαρτήσει όσα εδάφη μπορεί αναίμακτα, οι παράλογες απαιτήσεις του Κεμάλ καθώς και η διαμήνυση από πλευράς Γαλλίας και Αγγλίας ότι αν ο Ελληνικός στρατός υποχωρούσε δεν θα μεσολαβούσαν για την ορθή μεταχείριση των Ελλήνων οι οποίοι θα έμεναν απροστάτευτοι στα Βάθη της Τουρκίας, αναγκάζουν την Ελληνική κυβέρνηση να κλιμακώσει τις επιχειρήσεις.

Έτσι το Μάρτιο του 1921 εξαπολύεται επίθεση προς τις θέσεις Εσκι Σεχίρ και Αφιόν Καραχισάρ, στόχος του Ελληνικού στρατού είναι να φέρει καίριο πλήγμα στις συγκοινωνιακές αρτηρίες και να δυσκολέψει την μεταφορά εφοδίων προς τον Κεμάλ. Τις νικηφόρες μάχες διαδέχονται ήττες στο μέτωπο λόγω της κούρασης και την εξάντλησης του στρατού. Τα άσχημα νέα του μετώπου οδηγούν σε πολιτική κρίση. Ο πρωθυπουργός Καλογερόπουλος ο οποίος μόλις πριν από 2 μήνες είχε διαδεχθεί τον Ράλλη παραιτείται και τη θέση του αναλαμβάνει ο ίδιος ο Δημήτριος Γούναρης.

Το Μάιο του 1921 ξεκινάει γενικευμένη επίθεση από τον Ελληνικό στρατό. Λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης επισκέπτεται την Σμύρνη ο Βασιλέας Κωνσταντίνος μαζί με τον Δημήτριο Γούναρη τους οποίους υποδέχονται με θερμές εκδηλώσεις οι Έλληνες της περιοχής. Τον Ιούλιο του 1921 ο Ελληνικός στρατός επιτυγχάνει σπουδαία νίκη έναντι του Κεμαλικού στρατού στο Εσκι-Σεχίρ και αναγκάζει τον Κεμαλικό Στρατό να οπισθοχωρήσει στην Άγκυρα. Στις 15 του ίδιου μήνα λαμβάνεται η απόφαση να κινηθεί ο Ελληνικός Στρατός προς την Άγκυρα ώστε να πλήξει την «καρδιά του Κεμαλικού καθεστώτος» και να καταστρέψει τις βάσεις ανεφοδιασμού του Τουρκικού στρατού.

Ακολουθεί η μάχη του Σαγγαρίου όπου ο Κεμαλικός στρατός κρατά αρχικά αμυντική στάση. Από τις αρχές έως και τα τέλη Αυγούστου του 1921 ο Ελληνικός στρατός προελαύνει νικηφόρα και στις 28 Αυγούστου του ίδιου έτους γυρνάει σε αμυντική γραμμή για να αντιμετωπίσει την Τούρκικη αντεπίθεση. Ο Ελληνικός στρατός λόγω της σφοδρής αντεπίθεσης αναγκάζεται να συμπτύξει τις γραμμές του για να αμυνθεί επιτυχώς. Τους μήνες που ακολούθησαν δεν πραγματοποιήθηκαν σπουδαίες πολεμικές επιχειρήσεις ούτε από τον Ελληνικό αλλά ούτε και από τον Τουρκικό στρατό. Η απραξία του μετώπου βρισκόταν σε πλήρη αντιδιαστολή με τις διπλωματικές επαφές οι οποίες από την πλευρά τις Ελληνικής κυβέρνησης βρίσκονταν στο ζενίθ.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός σε συνεχείς επαφές του με τους εκπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων ζητούσε να βρεθεί συμβιβαστική λύση για την αποχώρηση του Ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία καθώς και άρση του οικονομικού αποκλεισμού. Οι Μεγάλες Δυνάμεις παρόλα αυτά δεν ήθελαν να εμπλακούν. Μόνο η Αγγλία σε θεωρητικό επίπεδο υποστήριζε τις Ελληνικές θέσεις, περισσότερο για να εξασφαλίσει τα δικά τις προνόμια. Στην Ελλάδα η οικονομική κατάσταση είναι άθλια δεδομένου ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες όπως ισχυρίζονταν κρατούσαν ουδέτερη στάση, διέκοψαν την οικονομική ενίσχυση ενώ παράλληλα οι ανάγκες του μετώπου αυξάνονταν κατακόρυφα.

Οι αυξημένες οικονομικές ανάγκες αναγκάζουν τον τότε υπουργό οικονομικών Πρωτοπαπαδάκη να προβεί σε ένα παράδοξο αναγκαστικό εσωτερικό δάνειο στις 25 / 03 / 1922 διχοτομώντας το νόμισμα. Στις 13 / 08 / 1922 ξεκινάει σφοδρή αντεπίθεση του Κεμαλικού στρατού. Ο Ελληνικός στρατός ταλαιπωρημένος και μακριά από τα κέντρα ανεφοδιασμού του υποχωρεί και στις 26 Αυγούστου το Ελληνικό μέτωπο καταρρέει. Ο Ελληνικός στρατός φεύγει ατάκτως κατευθυνόμενος προς τα παράλια ώστε να μπορέσει να μεταβεί στην Ελλάδα. Τα νέα της κατάρρευσης του μετώπου οδηγούν στην αθρόα προσέλευση Ελλήνων στα παράλια της Μικράς Ασίας οι οποίοι φοβούμενοι τις εξελίξεις εγκαταλείπουν τις πατρογονικές τους εστίες στην ενδοχώρα.

Μέσα σε λίγες ημέρες η προκυμαία της Σμύρνης γεμίζει από πρόσφυγες Χριστιανούς οι οποίοι περίμεναν κάποιο πλοίο ώστε να μπορέσουν να φύγουν για την Ελλάδα. Στις 28 / 08 / 1922 μπαίνει στη Σμύρνη Τουρκική διοίκηση και την ίδια ημέρα βασανίζεται και θανατώνεται ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος ο οποίος αρνήθηκε παρά τις πιέσεις των Γάλλων για να του παρέχουν προστασία, να εγκαταλείψει το ποίμνιο του. Την ήδη αφόρητη κατάσταση της προκυμαίας ήρθε να επιβαρύνει η φωτιά που ξέσπασε στην Αρμένικη συνοικία και η οποία σε λίγα λεπτά εξαπλώθηκε στην Ελληνική. Το μέτωπο της φωτιάς εξαπλωνόταν σε απόσταση 2 χιλιομέτρων.

Πλέον οι άνθρωποι που συνωστίζονταν στη προκυμαία βρίσκονταν μεταξύ φωτιάς και θάλασσας. Λόγω του πανικού και του συνωστισμού πολλοί άνθρωποι πνίγηκαν πέφτοντας στη θάλασσα από την πίεση που δέχονταν από τους ανθρώπου που ήθελαν να αποφύγουν τη φωτιά. Ήδη στην προκυμαία της Σμύρνης έκαναν την εμφάνιση τους πλοία των ουδέτερων δυνάμεων τα οποία κοίταζαν παθητικά τις εξελίξεις. Μέχρι τα μέσα του Σεπτεμβρίου είχαν φύγει ή είχαν συλληφθεί όλοι οι Έλληνες τις Μικράς Ασίας. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ο στρατός, που είχε καταφύγει στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, εξεγέρθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 υπό την ηγεσία των συνταγματαρχών Πλαστήρα και Γονατά.

Στην προκήρυξη τους ζητούσαν μεταξύ άλλων: Την παραίτηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου υπέρ του Διαδόχου Γεωργίου, την παραίτηση της κυβέρνησης, την διάλυση της Βουλής και διόριζαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο εκπρόσωπο της Ελλάδας. Στις 14 Σεπτεμβρίου ο Βασιλέας Κωνσταντίνος παραιτείται και φεύγει από την Ελλάδα. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1922, ο θρόνος πέρασε στο Διάδοχο Γεώργιο, ο οποίος ονομάστηκε Βασιλεύς Γεώργιος Β’. Βλέποντας ότι ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος μπορούσε να έχει ολέθρια αποτελέσματα για τα οικονομικά τους συμφέροντα οι Μεγάλες Δυνάμεις επεμβαίνουν για να ξεκινήσουν συζητήσεις ειρήνης των δύο Χωρών.

Απαίτηση του Κεμάλ για να ξεκινήσουν οι συζητήσεις ήταν να δοθεί η Ανατολικά Θράκη πίσω στην Τουρκία. Παρά τις ελπίδες του Βενιζέλου για στήριξη της Αγγλίας, τελικά στις 23 Σεπτεμβρίου οι πρώην Σύμμαχοι της Ελλάδος ζητούν την παράδοση της Ανατολικής Θράκης. Κατόπιν αυτών στις 11 / 10 / 1922 υπογράφεται η Συνθήκη ανακωχής των Μουδανιών. Το κύριο θέμα της ανακωχής αφορούσε τα σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία στην Ανατολική Θράκη, που κανονίστηκε να είναι ο ποταμός Έβρος (Μαρίτσα). Ανάλογα με την απώλεια του εδάφους στη Θράκη καθορίστηκε η γραμμή υποχώρησης των Ελληνικών στρατευμάτων και ξεκίνησε η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από τους Έλληνες.

Η συνθήκη πρόβλεπε η υποχώρηση των Ελλήνων να πραγματοποιηθεί σε 15 μέρες και σε 30 μέρες να αναλάβει η Τουρκία την εξουσία στην περιοχή. 8.000 Τούρκοι αστυνομικοί εγκαταστάθηκαν στην Ανατολική Θράκη κατά τη διάρκεια της εκκένωσης. Η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά πέρασαν υπό Τουρκική κυριαρχία και η Τουρκία υποχρεώθηκε να επιτρέψει την ελεύθερη διέλευση των πλοίων από τα Στενά. Η επιθυμία των Τούρκων να περιληφθεί η Δυτική Θράκη στην επικράτειά τους δεν πραγματοποιήθηκε. Η περιοχή δυτικά του Έβρου παρέμεινε Ελληνική επαρχία. Η ανακωχή των Μουδανιών που υπογράφηκε από την Τουρκία και την Ελλάδα ήταν μια προετοιμασία για τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923.

Οι δύο συνθήκες αποτέλεσαν το τέλος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου 1919 – 1922 και αντικατέστησαν τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920 που ήταν θνησιγενής. Η συνθήκη της Λωζάννης αφορούσε στην Ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Η Ελληνοτουρκική Συνθήκη Ανταλλαγής αποτελεί μια πρωτοφανή ρύθμιση στην παγκόσμια ιστορία, καθώς βάσει αυτής εκπατρίστηκαν αναγκαστικά, χωρίς δυνατότητα επιστροφής και με μοναδικό κριτήριο της θρησκεία, περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι – 1,2 εκατομμύρια Ορθόδοξοι Χριστιανοί και 600.000 Μουσουλμάνοι. Από τη ρύθμιση εξαιρέθηκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.

Αυτή η συνθήκη ήταν ουσιαστικά μία επισημοποίηση της πραγματικότητας, δεδομένου ότι ήδη 1.000.000 Έλληνες είχαν μετακινηθεί στην Ελλάδα από τα παράλια της Μικράς Ασίας, ενώ περίπου 250.000 είχαν έρθει από την Ανατολική Θράκη. Πλέον η Ελλάδα μέσα σε όλα τα προβλήματα που την ταλανίζουν έχει να αντιμετωπίσει και το προσφυγικό ζήτημα το οποίο ζητάει επιτακτικά λύση. Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης θα ενσωματωθούν γρήγορα, θα συμβάλουν ενεργά σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και θα βοηθήσουν σημαντικά στην οικονομική και πολιτιστική πορεία της Ελλάδος.

Στην Ελλάδα τυπικά το ζήτημα της Μικρασιατικής καταστροφής λήγει με την δίκη που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η ”Δική των Έξι”. Η δίκη διεξήχθη από τις 31 Οκτωβρίου έως τις 15 Νοεμβρίου 1922 για να καταδικαστούν οι αίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής. Οι Μεγάλες Δυνάμεις εξ αρχής πιέζουν τον Πλαστήρα ώστε να μην προβεί σε ακρότητες η επανάσταση, όμως η επιθυμία τους δεν εισακούεται. Η επαναστατική επιτροπή προχωρεί σε εκκαθάριση των αντιβενιζελικών στο στρατό και στο κοινοβούλιο.

Στο εδώλιο κάθισαν επτά πολιτικοί και ένας στρατιωτικός : Δημήτριος Γούναρης (πρώην Πρωθυπουργός), Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (πρώην Πρωθυπουργός), Νικόλαος Στράτος (πρώην Πρωθυπουργός), Νικόλαος Θεοτόκης (Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη), Γεώργιος Μπαλτατζής (Υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη), Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος ε.α. (Υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Γούναρη), Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος ε.α. (Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη), Γεώργιος Χατζανέστης, αντιστράτηγος (Αρχιστράτηγος Μικράς Ασίας και Θράκης)

Η πεποίθηση που κυριαρχούσε ήταν ότι ο Ελληνικός στρατός δεν νικήθηκε, αλλά προδόθηκε και ως εκ τούτου οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν στους κατηγορουμένους ήταν για εσχάτη προδοσία. Στις 15 Νοεμβρίου 1922 εκδίδεται η απόφαση του δικαστηρίου η οποία ήταν η ακόλουθη :

«Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β’ το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζηανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. 

Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων».

Την ίδια ημέρα πραγματοποιήθηκαν οι εκτελέσεις. Η δίκη αυτή αποτελεί ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια του Εθνικού Διχασμού και έγινε κυρίως για να ικανοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα το οποίο ζητούσε εκδίκηση για την Μικρασιατική καταστροφή.