Η Αρχή του τέλους της μεγάλης Αυτοκρατορίας
Η Διεξαγωγή της Μάχης
Η Διεξαγωγή της Μάχης
Η όλη διεξαγωγή της μάχης μπορεί να διαχωρισθεί χρονικά σε τρεις φάσεις – περιόδους θα λέγαμε με τη σημερινή ορολογία, όχι αναγκαία όμως και με την απόλυτη σημασία των όρων αυτών. Ειδικότερα: ως πρώτη περίοδο μπορούμε να θεωρήσουμε τις ενέργειες των αντιπάλων από την έναρξη της εισβολής των Βυζαντινών δυνάμεων στην Αρμενία, δηλαδή τις αρχές Ιουνίου του 1071, μέχρι της αφίξεώς τους στην περιοχή του Μαντζικέρτ, κατά το χρονικό διάστημα 15 – 19 Αυγούστου του ιδίου έτους. Η δεύτερη περίοδος αρχίζει από της καταλήψεως του Μαντζικέρτ την 20η Αυγούστου, μέχρι την 23η Αυγούστου, ίσως και μέχρι την παραμονή της μάχης την 25η Αυγούστου.
Κατά την περίοδο αυτή συμβαίνουν σοβαρά γεγονότα, τα οποία είχαν σημαντικές επιπτώσεις στην εξέλιξη των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα στις 20 Αυγούστου, η δυνάμεως 3000 Σελτζούκων φρουρά του Μαντζικέρτ, ύστερα από σύντομη πολιορκία, παραδίδεται στο Ρωμανό, με τον όρο να διαφύγει κρατώντας τον οπλισμό και τα υπάρχοντά της. Την ίδια ημέρα οι δύο στρατηγοί του Βυζαντινού στρατού, ο Ίβηρας Ιωσήφ Τραχανιώτης και ο Νορμανδός Ουρσέλιος, στους οποίους ο Ρωμανός είχε, αναθέσει την πολιορκία του Χλίατ, μόλις αντελήφθησαν την άφιξη στην περιοχή ισχυρών Σελτζουκικών δυνάμεων, αιφνιδιάσθηκαν και πιθανόν δείλιασαν.
Έτσι αντί να ενημερώσουν τον Αυτοκράτορα και να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις αυτές, υποχωρώντας προς την περιοχή του Μαντζικέρτ, που βρισκόταν ο όγκος της Βυζαντινής Στρατιάς, προέβησαν σε ενέργεια που δεν απείχε από την εσχάτη προδοσία. Υποχώρησαν δηλαδή προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς Μελιτηνή, που απείχε πλέον των 150 χιλιομέτρων από το Μαντζικέρτ, χωρίς, τουλάχιστον να ενημερώσουν τον Αυτοκράτορα. Οι λόγοι της ενεργείας αυτής είναι συγκεχυμένοι.
Ορισμένοι ιστορικοί αποδίδουν την ενέργεια στο πνεύμα ηττοπάθειας που έφθανε στα όρια της δειλίας που ενυπήρχε – κυριαρχούσε στα στρατεύματα και ιδίως στα στελέχη, αλλά και στην επιθυμία του Τραχανειώτη να επανέλθει η Αυτοκρατορία στην προ του Ρωμανού κατάσταση, όπου το χάος και οι διαρκείς ίντριγκες των διαφόρων φατριών υπερίσχυαν της νόμιμης κυβέρνησης. Άλλοι θεωρούν ότι η δύναμη των Σελτζούκων που είχαν να αντιμετωπίσουν οι δύο στρατηγοί ήταν κατά πολύ υπέρτερη της δικής τους, επομένως αυτοί αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν μέσω Μεσοποταμίας προς το εσωτερικό της Αυτοκρατορίας και δεν έλαβαν το μήνυμα του Αυτοκράτορα να επιστρέψουν.
Η άποψη αυτή είναι πολύ επιεικής για τους δύο στρατηγούς, διότι η δύναμη του Σελτζουκικών δυνάμεων δεν απείχε πολύ από τη δική τους. Υπενθυμίζουμε ότι οι δύο στρατηγοί είχαν στη διάθεσή τους το 1/4 της Βυζαντινής στρατιάς, δηλαδή 27.000 έμπειρους άνδρες ενώ, όπως προαναφέρθηκε, το σύνολο του στρατού του Αλπ Αρσλάν δεν υπερέβαινε τους 30.000 άνδρες. Σε κάθε όμως περίπτωση η ενέργειά τους αυτή, από το σύνολο σχεδόν των ιστορικών, χαρακτηρίζεται ως προδοσία, ή λίαν επιεικώς ως περίεργη και συνέβαλε αποφασιστικά στην μετέπειτα εξέλιξη των επιχειρήσεων και μεγέθυνε τις συνέπειες του αρχικού σφάλματος του Ρωμανού να διαιρέσει τη στρατιά του.
Την νύκτα 20 προς 21 Αυγούστου ο Αλπ Αρσλάν κατόρθωσε διέλθει εγγύτατα του στρατοπέδου των Βυζαντινών και να εγκαταστήσει το δικό του στρατόπεδο πολύ κοντά στο Βυζαντινό σε πλεονεκτικότερη τακτικά θέση. Την επομένη ημέρα, 21 Αυγούστου μονάδα Βυζαντινού ιππικού που προέβαινε σε συλλογή χορτονομής εδέχθη επίθεση από υπέρτερες δυνάμεις των Σελτζούκων. Ο Ρωμανός συμπέρανε ότι είχε αφιχθεί η εμπροσθοφυλακή του Σελτζούκου Σουλτάνου. Ακόμη δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι ήταν δυνατό να είχε αφιχθεί το σύνολο της Σελτζουκικής στρατιάς.
Μετά από την λανθασμένη αυτή εκτίμηση λογικό ήταν να ακολουθήσει και λανθασμένη απόφαση. Απέστειλε λοιπόν, για να αντιμετωπίσει την απειλή, τον Μάγιστρο στρατηγό Νικηφόρο Βρυένιο, ο οποίος ήταν επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας της στρατιάς, να καταδιώξει τις Σελτζουκικές δυνάμεις. Για την αποστολή αυτή διετέθησαν μόνο 8000 άνδρες (3000 ιππείς και 5000 πεζοί).
Ο Βρυένιος αντιμετωπίζοντας το σύνολο των Σελτζουκικών δυνάμεων, με τη γνωστή τακτική τους να επιχειρούν επιθέσεις με τοξεύματα συνήθως, χωρίς στενή εμπλοκή, και στη συνέχεια να προσποιούνται ότι υποχωρούν, με σκοπό να παρασύρουν το ιππικό των Βυζαντινών σε καταδίωξη, διαχωρίζοντάς το από το πεζικό, επανήρχοντο αναστρεφόμενες κατά του μεμονωμένου και έτσι ασθενέστερου ιππικού. Βλέποντας ο Βρυένιος, ο οποίος περιγράφεται ως ανδρείος και ικανός αξιωματικός, ότι το ιππικό του ελαττώνεται σημαντικά από τις πολλές απώλειες, ζήτησε επειγόντως ενισχύσεις από τον Αυτοκράτορα.
Ο Ρωμανός εμμένων ακόμη στη λανθασμένη εκτίμηση ως προς τη δύναμη των αντιπάλων, αρνήθηκε κάθε ενίσχυση, τουναντίον ειρωνεύτηκε το στρατηγό του ενώπιον άλλων αξιωματικών. Τελικά αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων να αποστείλει ενισχύσεις από 3000 ιππείς της δεξιάς πτέρυγας υπό τον ικανό, αλλά παράτολμο, Αρμένιο στρατηγό Νικηφόρο Βασιλάκη ή Βασιλάκιο. Οι δύο στρατηγοί αφού ένωσαν τις δυνάμεις τους αρχικά με επιτυχή τακτική, κατόρθωσαν να αντιμετωπίζουν επιτυχώς τους Σελτζούκους.
Συγκεκριμένα, σχημάτισαν με το ιππικό τους σφήνα και επέλασαν κατά των αντιπάλων τους, οι οποίοι βλέποντας την ορμή του Βυζαντινού ιππικού υποχώρησαν μάλλον σε αταξία. Αυτό διότι η ραγδαία επέλαση του Βυζαντινού ιππικού τους εμπόδιζε να πραγματοποιούν την αναστροφή των ίππων τους και να αποκρούσουν τους Βυζαντινούς. Για να αποφύγουν τη συντριβή οδήγησαν τους Βυζαντινούς στο στρατόπεδό τους. Ο συνεχιζόμενος με μεγάλη ταχύτητα και ορμή καλπασμός των Βυζαντινών, διέσπασε ως ήταν φυσικό τη συνοχή των Βυζαντινών ιππέων.
Ο Βρυένιος, διαπιστώσας την υπερβολική απομάκρυνση από τη βάση και το πεζικό του, χωρίς να ειδοποιήσει τον Βασιλάκιο, αντεστράφη και επέστρεψε, εγκαταλείποντας τον Βασιλάκιο να συνεχίσει την καταδίωξη μόνο με τις δυνάμεις του. Η ενέργεια αυτή επιβεβαιώνει το χαμηλό επίπεδο πειθαρχίας και συνοχής της Βυζαντινής στρατιάς και δη των υψηλόβαθμων στελεχών της. Είχε δε ως συνέπεια την εξόντωση των ιππέων του και τη σύλληψη του Βασιλάκιου αιχμαλώτου. Ακολούθησε επίθεση των Σελτζούκων στους εκτός στρατοπέδου βρισκόμενους διάφορους γυρολόγους, μεταπωλητές και λοιπό πλήθος.
Η επίθεση προκάλεσε πανικό, που μετεδόθη και στο εσωτερικό του στρατοπέδου και σε συνδυασμό με την αποτυχία του Βασιλάκιου, συνέβαλε στην πτώση του ηθικού της Βυζαντινής στρατιάς. Ακολούθησε την 22 Αυγούστου αποκλεισμός των σημείων υδροδοτήσεως της Βυζαντινής στρατιάς από τους Σελτζούκους από ποταμό της περιοχής. Όλα αυτά φαίνεται ότι έπεισαν επί τέλους τον Αυτοκράτορα ότι είχε απέναντί του το σύνολο της Σελτζουκικής στρατιάς.
Κατά το πολεμικό συμβούλιο, που συνεκλήθη, για να καθορισθεί η τηρητέα στάση, αποφασίσθηκε η αποστολή αγγελιαφόρων προς τα θεωρούμενα ότι βρίσκονται στο Χλίατ τμήματα των Τραχανειώτη και Ουρσέλιου με εντολή να επιστρέψουν άμεσα και η ανάληψη ενεργείας κατά των Σελτζούκων, για να τους απομακρύνουν από το στρατόπεδο, αλλά και ν’ αποκαταστήσουν την υδροληψία. Η ενέργεια αυτή ενώ άρχισε με τις χειρότερες των προϋποθέσεων, λόγω της αυτομολίας προς τους Σελτζούκους 2000 Ούζων ιππέων με το διοικητή τους Ταμίς, κατέληξε σε περιφανή νίκη του Βυζαντινού πεζικού.
Το οποίο με τη σωστή τακτική του προκάλεσε σημαντικές απώλειες και ανάγκασε τους Σελτζούκους να απομακρυνθούν από την περίμετρο του στρατοπέδου. Η Τρίτη περίοδος αρχίζει και τελειώνει την ονομαζόμενη «τρομερή ημέρα», δηλαδή την ημέρα “D”, την ημέρα διεξαγωγής της μάχης, την 26η Αυγούστου 1071. Προηγήθηκε μία περίοδος ανάπαυλας, από 23 έως 25 Αυγούστου, κατά την οποία οι δύο αντίπαλοι, ο καθένας για τους δικούς του λόγους απέφυγαν να προκαλέσουν σύγκρουση. Ο μεν Ρωμανός ανέμενε τα τμήματα του Χλίατ, μη γνωρίζοντας τι είχε συμβεί, ο δε Αλπ Αρσλάν επειδή φοβόταν την εκ παρατάξεως μάχη, αλλά αναμένων πιθανώς τις ενισχύσεις από τον Βεζύρη του.
Προς το απόγευμα όμως της 25ης Αυγούστου ο Ρωμανός διαβλέπων ότι κάθε όριο αναμονής για τους δύο στρατηγούς του είχε παρέλθει, υποθέσας ότι κάτι έκτακτο συνέβαινε, απεφάσισε ότι ήταν άσκοπη, αλλά και επικίνδυνη για τη συνοχή και το ηθικό της στρατιάς, η περαιτέρω αναμονή. Έτσι διέταξε την παράταξη της στρατιάς προς μάχη ενωρίς το πρωί της επομένης 26ης Αυγούστου. Ακολούθησε η παράταξη για μάχη του Αλπ Αρσλάν και η ψυχολογική προπαρασκευή των στρατευμάτων από τους δύο ηγέτες.
Ο Αλπ Αρσλάν όμως πιθανόν επειδή φοβήθηκε, ή κατ’ άλλους αναμένων τις ενισχύσεις που θα συγκέντρωνε και απέστελε ο Βεζύρης του Νιζάμ Ελ Μουλκ, ή και τα δύο μαζί, περί την δεκάτη πρωινή απέστειλε κήρυκες με προτάσεις ειρήνης. Στο Βυζαντινό στρατόπεδο αιφνιδιάσθηκαν, αλλά δέχθηκαν τους κήρυκες και άρχισαν να μελετούν τις προτάσεις. Οι προτάσεις του Σουλτάνου προέβλεπαν τη διατήρηση από κάθε πλευρά των εδαφικών κεκτημένων (διατήρηση του ισχύοντος εδαφικού Status), διακοπή της προελάσεως των Βυζαντινών στην Αρμενία και αποφυγή στο μέλλον κάθε επιδρομής εκ μέρους των Σελτζούκων.
Ο Ρωμανός ερμήνευσε την ενέργεια αυτή ως αδυναμία και φέρθηκε στους κήρυκες με αλαζονεία. Παρόλα αυτά, αποδέχθηκε κατ´αρχήν τις προτάσεις ειρήνης, αλλά απαίτησε να απομακρυνθεί το ιππικό των Σελτζούκων από τη θέση που βρισκόταν, για να εγκαταστήσει εκεί το Βυζαντινό στρατόπεδο και την Αυτοκρατορική σημαία του, ως ένδειξη ταπεινώσεως του Αλπ Αρσλάν και έτσι θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επιτυχής η μεγάλη αυτής εκστρατεία εκ της ταπεινώσεως αυτής. Οι κήρυκες απήλθαν για διαβίβαση στο Σουλτάνο των αντιπροτάσεων και όρων του Ρωμανού.
Στο στρατόπεδο όμως των Βυζαντινών υπήρχε μεγάλος προβληματισμός, για το εάν και κατά πόσο έπρεπε να αποδεχθούν οριστικά ή όχι την ειρήνη. Όπως κάθε φορά οι γνώμες διίσταντο. Οι μεν υποστήριζαν αποδοχή, με αρκετά εύλογα επιχειρήματα, οι δε το αντίθετο, με κύριο επιχείρημα τη διατήρηση της Αρμενίας από το Σουλτάνο έναντι της αμφιβόλου υποσχέσεως περί μη πραγματοποιήσεως επιδρομών και συμβολικής ταπεινώσεως. Ο Ρωμανός προσχώρησε στη δεύτερη άποψη.
Διότι θεώρησε ισχυρά τα επιχειρήματα της απόψεως αυτής, αλλά και για τους δικούς του λόγους, διότι η αποδοχή των προτάσεων ειρήνης δεν σήμαινε απόλυτη επιτυχία της μεγάλης και πολυέξοδης αυτής εκστρατείας, άρα δεν ήταν βέβαιο ότι δια της σημειολογικής επιτυχίας αυτής θα επιβαλλόταν στην πολιτική αριστοκρατία, τουναντίον υπήρχε κίνδυνος να κατηγορηθεί για αποτυχία και να ανατραπεί. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο Ρωμανός στις δύο μέχρι τώρα εκστρατείες του μάταια επιζητούσε την εκ παρατάξεως μάχη με τους Σελτζούκους· πως ήταν δυνατό να απεμπολήσει τώρα την ευκαιρία, όταν μάλιστα είχε αντιμέτωπο τον ίδιο τον Σουλτάνο.
Με την επίθεση και την εκτιμώμενη νίκη θεωρούσε βέβαιη την εξάλειψη της απειλής, αλλά και τη διατήρηση από αυτόν του θρόνου υπό τις ευνοϊκότερες των προϋποθέσεων. Κατόπιν αυτού απεφάσισε να επιτεθεί πριν ληφθούν οι απαντήσεις του Αλπ Αρσλάν. Η επίθεση άρχισε γύρω στις 14:00 μ.μ. Ο Αλπ Αρσλάν αιφνιδιάσθηκε, αλλά αντέδρασε άμεσα. Έδωσε εντολή στον Ταράγκ να εκτελέσει την αποστολή του, απασχολώντας, με τη γνωστή τακτική, τους Βυζαντινούς μέχρις επελεύσεως του σκότους.
Από την πλευρά του ο Ρωμανός επιζητούσε την στενή εμπλοκή του ιππικού των Σελτζούκων και την καταστροφή του από τους ισχυρότερα και βαρύτερα εξοπλισμένους ιππείς και πεζούς του. Επί ένα πεντάωρο φαίνεται ότι η μάχη ήταν αμφίρροπος. Και οι δύο αντίπαλοι κατόρθωναν να επιτυγχάνουν τους στόχους τους. Γύρω στις 7 μ.μ όμως παρουσιάσθηκαν ενδείξεις χαλαρώσεως της αντιδράσεως των Σελτζουκικών δυνάμεων, αφού παρουσιάσθηκε αθρόα διαρροή στις τάξεις τους, σύμφωνα με τους Ατταλειάτη και τον χρονικογράφο Ματθαίο της Εδέσσης.
Το μείζον όμως των Σελτζούκων μαχητών φαίνεται ότι είχε ήδη διαρρεύσει πίσω από το όρος Σουφάν. Ενώ τα πρώτα σημεία κάμψεως της αμυντικής ισχύος των Τούρκων είναι ορατά και η μάχη βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή, με τη νίκη να αρχίζει να κλίνει προς την πλευρά του Ρωμανού Διογένη και των Βυζαντινών, συμβαίνουν γεγονότα μη αναμενόμενα, τα οποία ανέτρεψαν τη ροή της μάχης. Την ώρα αυτή ο Ρωμανός διατάσσει τη διακοπή της επιθέσεως και την αναστροφή της στρατιάς προς το στρατόπεδο. Στο σημείο αυτό, για τους λόγους που οδήγησαν το Ρωμανό στην απόφαση αυτή, οι γνώμες των ιστορικών και αναλυτών διίστανται.
Άλλοι θεωρούν την ενέργεια αυτή άστοχο και αδικαιολόγητη, ενώ άλλοι, οι περισσότεροι, την θεωρούν, απόρροια της απομακρύνσεως της επιτιθεμένης στρατιάς από τη βάση της, γεγονός που ενείχε τον κίνδυνο αποκοπής της από ενδεχόμενη αντεπίθεση των δυνάμεων του Αλπ Αρσλάν. Ανεξάρτητα όμως για τους λόγους που ώθησαν τον αυτοκράτορα να λάβει την απόφαση αυτή, οι εξ’ αυτής συνέπειες υπήρξαν σημαντικές για την έκβαση της μάχης αλλά και δραματικές και καταστροφικές για τη Αυτοκρατορία και τον ίδιο το Ρωμανό.
Συγκεκριμένα ενώ η εμπροσθοφυλακή εξετέλεσε την ενέργεια αναστροφής κατά τρόπο άψογο και επιτυχή, δεν συνέβη το ίδιο και με την οπισθοφυλακή. Εκεί, επειδή δεν υπήρχε άμεση και οπτική επαφή με το πεδίο της μάχης, εξέλαβαν την μετακίνηση της βασιλικής σημαίας – λαβάρου και την οπισθοχώρηση και αναστροφή της στρατιάς, ως αποτέλεσμα δυσμενούς εξελίξεως της μάχης από ξαφνική εχθρική αντεπίθεση. Υπενθυμίζεται ότι η σηματοδοσία, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και η θέση των λαβάρων, αποτελούσε την εποχή εκείνη βασικό μέσο επικοινωνιών για τη διαβίβαση διαταγών.
Την εσφαλμένη αυτή εντύπωση εκμεταλλεύθηκε, ή κατά τους περισσότερους εκ των ιστορικών διαμόρφωσε και διέδωσε ο ίδιος ο διοικητής της οπισθοφυλακής Ανδρόνικος Δούκας. Αυτός σύμφωνα με τον Ατταλειάτη περιέτρεχε έφιππος τις τάξεις της οπισθοφυλακής και διέδιδε τη ψευδή φήμη περί της ήττας της εμπροσθοφυλακής και του θανάτου του Αυτοκράτορα. Ακολούθως, αυτός ο ίδιος ο διοικητής και οι λοιποί πολιτικοί του φίλοι που είχαν τοποθετηθεί ως αξιωματικοί στην οπισθοφυλακή, στράφηκαν προς τα οπίσω με καλπασμό, παρασύροντας το σύνολο της οπισθοφυλακής σε άτακτη φυγή, διασπείροντας τον πανικό σε όλα τα τμήματα.
Ο Ρωμανός όταν διαπίστωσε την άνευ λόγου και αιτίας φυγή και στην ουσία διάλυση της οπισθοφυλακής, διέταξε, μάλλον εσφαλμένα όπως αποδείχθηκε, την εμπροσθοφυλακή να ανακόψει την υποχωρητική κίνησή της για να αντιμετωπίσει τυχόν και πολύ πιθανή αντεπίθεση του εχθρού. Συγχρόνως διέταξε, χωρίς η διαταγή του αυτή να εκτελεσθεί ποτέ, την οπισθοφυλακή να πράξει το ίδιο.
Ο Αλπ Αρσλάν αφού διαπίστωσε την αυτοδιάσπαση της Βυζαντινής στρατιάς, διέταξε την εφεδρεία του αρχικά και τις λοιπές δυνάμεις του μετά την ανασυγκρότησή τους από την υποχώρηση λόγω της αρχικής Βυζαντινής επίθεσης και επιτυχούς προώθησης, να επιτεθούν κατά των Βυζαντινών με επιδίωξη να αποκόψουν το υπό τον Αυτοκράτορα κέντρο της παρατάξεώς του από τις πτέρυγες. Με την έναρξη της αντεπιθέσεως η τύχη της Βυζαντινής στρατιάς ήταν προδιαγεγραμμένη. Εφόσον δεν υπήρχε οπισθοφυλακή για να την καλύπτει από τα νώτα, η κύκλωση και καταστροφή της ήταν δεδομένη και αναπότρεπτη.
Αρχής γενομένης από τη δεξιά πτέρυγα των Αρμενίων και Ιβήρων. Αυτοί ήταν οι πρώτοι που ανετράπησαν και στην ουσία ετράπησαν σε φυγή. Ακολούθησε η αριστερή πτέρυγα, η οποία στην προσπάθειά της να διασπάσει τον κλοιό των Σελτζούκων που είχαν επιτύχει στο κέντρο της παρατάξεως, δέχθηκε επίθεση από τα νώτα. Αφού με τέτοια ευκολία οι επιτιθέμενοι απαλλάχθηκαν από τις πτέρυγες, ήταν πλέον θέμα χρόνου οι 30000 περίπου Σελτζούκοι να υπερισχύσουν των 15000 περικυκλωμένων από παντού Βυζαντινών του υπό τον Αυτοκράτορα κέντρου.
Ήταν και το μοναδικό τμήμα του Βυζαντινού Στρατού που με απόλυτη τάξη και πειθαρχία, εφάρμοσε την ενδεδειγμένη τακτική, δηλαδή τη συγκρότηση τετραγώνου, και απέκρουε επιτυχώς τις αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις. Ο ίδιος ο Ρωμανός μάχεται, σύμφωνα με τις περιγραφές των συγχρόνων του χρονικογράφων και ιστορικών, όπως οι Ατταλειάτης, Βρυένιος, Ματθαίος κ.α. σαν λιοντάρι, στην πρώτη γραμμή. Ο αγώνας όμως ήταν άνισος και το τέλος προδιαγεγραμμένο, εφόσον δεν ενισχύοντο οι μαχόμενες δυνάμεις. Με την πάροδο του χρόνου το θάρρος εγκαταλείπει τους Καππαδόκες και τους άλλους μαχητές του Βυζαντινού κέντρου.
Οι περιγραφές των ιστορικών συμφωνούν στο ότι ο Ρωμανός πολέμησε αδιάκοπα μέχρι που πληγώθηκε ο ίππος του και κατά τον ιστορικό Βρυένιο και ο ίδιος στο χέρι. Τότε η ηρωική φρουρά του των Βαράγγων τον περιέβαλε και τον προστάτεψε, μέχρις ότου πλέον τα πάντα χάθηκαν. Μετά από την συντριβή της Βυζαντινής στρατιάς οι Σελτζούκοι επέδραμαν στο στρατόπεδο των Βυζαντινών, το οποίο λεηλάτησαν. Την επομένη ημέρα οι Σελτζούκοι στρατιώτες που μετέβησαν στο σημείο που διεξήχθη η κυρία μάχη βρήκαν, συνέλαβαν και οδήγησαν το Ρωμανό Διογένη αλυσοδεμένο μπροστά στο νικητή Σουλτάνο Αλπ Αρσλάν.
Αυτός δυσπιστούσε εάν πράγματι είχε συλλάβει τον μεγάλο, ένδοξο και εν πολλοίς «μυθικό» Βυζαντινό Αυτοκράτορα, διότι ο Ρωμανός κατά τη μάχη δεν φορούσε την ειδική λαμπρή στολή του, αλλά ένα απλό αμπέχονο. Βεβαιώθηκε όταν τον διαβεβαίωσαν περί τούτου οι πρεσβευτές του ειρήνης της προηγουμένης ημέρας, αλλά και από την αντίδραση του αιχμαλώτου στρατηγού Βασιλάκιου, ο οποίος όταν είδε τον Αυτοκράτορά του έπεσε στα πόδια του και τον προσκύνησε, με σεβασμό. Αμέσως ο Αλπ Αρσλάν έρριψε το Ρωμανό στο έδαφος και έθεσε το δεξί πόδι του στον τράχηλο του Ρωμανού, σημείο υποταγής και κυριαρχίας, σύμφωνα με τα ισχύοντα την εποχή έθιμα.
Στη συνέχεια όμως φέρθηκε γενναιόψυχα και με ευγένεια στον Ρωμανό με τρόπο που άρμοζε σε Αυτοκράτορα. Συγκεκριμένα πλησίασε τον Αυτοκράτορα τον ανασήκωσε, τον αγκάλιασε και τον διαβεβαίωσε για την ασφάλεια και την τύχη του. Είναι γεγονός ότι η παραπέρα συμπεριφορά του Αλπ Αρσλάν επιβεβαίωσε τις προθέσεις του αυτές. Πράγματι ο Ρωμανός έτυχε ιδιαίτερης φροντίδας και τιμών ανάλογων προς την ιδιότητα και τη θέση του. Είναι προφανές ότι ο Σουλτάνος με την ευφυΐα, ευθυκρισία και τις λοιπές ικανότητες που διέθετε εντυπωσιάσθηκε ή και αιφνιδιάσθηκε από τις δυνατότητες της Αυτοκρατορίας να κινητοποιεί και συγκεντρώνει ισχυρές δυνάμεις και να διεξαγάγει μεγάλης εκτάσεως εκστρατευτικές επιχειρήσεις επιτυχώς.
Επίσης ότι η νίκη του, όπως άλλωστε τόνισε στο Ρωμανό στις μεταξύ τους συζητήσεις, οφειλόταν περισσότερο στα σφάλματα του Ρωμανού και σε συγκυρίες και όχι αποκλειστικά στην ολοκληρωτική και απόλυτη υπεροχή των στρατευμάτων του. Με βάση λοιπόν τις εκτιμήσεις του αυτές και με δεδομένο ότι αγνοούσε, σε όλη τους την έκταση, τα μεγάλα εσωτερικά προβλήματα της Αυτοκρατορίας, ήχθη στο συμπέρασμα ότι ήταν προς το συμφέρον του να αναπτύξει καλές σχέσεις, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, με τον Αυτοκράτορα, αλλά και την ίδια την Αυτοκρατορία.
Έτσι μετά από αιχμαλωσία οκτώ ημερών ο Ρωμανός απελευθερώθηκε αφού είχε υπογράψει μία αρκετά ικανοποιητική για τα δεδομένα μετά τη συντριπτική ήττα που υπέστη, συνθήκη ειρήνης. Σύμφωνα με αυτή οι δύο αντίπαλοι διατηρούσαν τα προ της μάχης κεκτημένα, (το προ της μάχης εδαφικό STATUS θα παρέμενε αμετάβλητο), θα απελευθερώνονταν αμοιβαίως όλοι οι αιχμάλωτοι, οι Σελτζούκοι δεν θα επαναλάμβαναν στο μέλλον τις επιδρομές κατά εδαφών της Αυτοκρατορίας, θα παντρεύονταν παιδιά των δύο ηγεμόνων, η δε Αυτοκρατορία θα πλήρωνε κάποιο ετήσιο φόρο υποτελείας στο Σουλτάνο και ένα εφ’ άπαξ ποσό ως λύτρα για την προσωπική ελευθερία του Αυτοκράτορα.
Μετά την απελευθέρωσή του, ο Ρωμανός Διογένης κινήθηκε με λίγους από τους συντρόφους του πρώην αιχμαλώτους του Αλπ Αρσλάν, στο φρούριο του Μαντζικέρτ. Εκεί συνάντησε πολλούς από τους φυγάδες της μάχης, οι οποίοι μόλις αντελήφθησαν τα σχέδια του Αυτοκράτορα περί αναδιοργανώσεως – ανασυγκροτήσεως της στρατιάς, διέφυγαν για να αποφύγουν τη στράτευση. Ένα ακόμη δείγμα του επιπέδου που βρισκόταν το ηθικό των ανδρών. Στη συνέχεια ο Ρωμανός κινήθηκε προς Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ), όπου άρχισε, με βάση τον πυρήνα των πιστών σε αυτόν συμπατριωτών του από την Καππαδοκία, να συγκροτεί εκ νέου τη στρατιά με φυγάδες και νεοσύλλεκτους.
Πολλοί από τους πολιτικούς του φίλους, προτίμησαν να διαπεραιωθούν μέσω Τραπεζούντας στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό διότι θεώρησαν τις πληροφορίες ότι απελευθερώθηκε ο Αυτοκράτορας, ως εσφαλμένες, χωρίς να επιδιώξουν την επιβεβαίωση της πληροφορίας, πιθανόν επειδή αυτό τους εξυπηρετούσε πολιτικά για λόγους σκοπιμοτήτων και προσωπικής τους ασφάλειας διαβλέποντας τις επερχόμενες εξελίξεις, πολιτικές και καθεστωτικές. Οι πληροφορίες περί της ήττας στο Μαντζικέρτ είχαν ήδη γίνει γνωστές στην αυλή της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ αντίθετα ήταν ασαφείς οι αντίστοιχες για την τύχη του Αυτοκράτορα.
Η Αυτοκράτειρα Ευδοκία, αντί να αναλάβει η ίδια τη διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας, προτίμησε να απευθυνθεί στη Σύγκλητο. Όπως ήταν φυσικό υπερίσχυσε η άποψη του μεγάλου φιλοσόφου μεν, αλλά συγχρόνως και μεγάλου δολοπλόκου Μιχαήλ Ψελλού. Αυτός πρότεινε να συγκυβερνήσουν η Ευδοκία και ο πρωτότοκος γιος της Μιχαήλ. Συγχρόνως ανακλήθηκε το διάταγμα περί εξορίας του Καίσαρα Ιωάννη Δούκα. Τότε έφθασε στην αυλή επιστολή του Ρωμανού, ο οποίος επεξηγούσε στη Σύγκλητο τα περί της μάχης και της υπογραφείσης συνθήκης.
Η επιστολή αυτή δημιούργησε αίσθηση και σάλο στη Σύγκλητο, διότι θεωρήθηκε και δικαίως ότι η συνθήκη αυτή ήταν μεγάλη επιτυχία, μετά από μία συντριπτική στρατιωτική ήττα. Πολλοί συγκλητικοί άρχισαν να πιστεύουν ότι έπρεπε να παραμείνει Αυτοκράτορας ο Ρωμανός, διότι με την παραμονή του στην εξουσία εξασφαλιζόταν η εφαρμογή της συνθήκης από μέρους του Αλπ Αρσλάν. Η μερίδα των γραφειοκρατών πολιτικών με επικεφαλής τους Ιωάννη Δούκα και Μιχαήλ Ψελλό, αναλαμβάνει δράση.
Προσεταιρίζεται τους Βαράγγους πραιτοριανούς, διοργανώνει καθεστωτικό πραξικόπημα ανατρέπει την Ευδοκία και ανακηρύσσει ως Αυτοκράτορα τον Μιχαήλ Δούκα γιο του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δούκα (1059 – 1067) και της Ευδοκίας, την οποία εξανάγκασαν να καταφύγει σε μοναστήρι. Συγχρόνως απέστειλαν στις επαρχίες της Αυτοκρατορίας διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο ο Ρωμανός δεν είναι πλέον Αυτοκράτορας και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως στασιαστής. Τα νέα αυτά έφθασαν στο Ρωμανό όταν αυτός βρισκόταν στο Μελισσοπέτριο του θέματος της Κολωνείας.
Ήδη οι ασκοί του Αιόλου για την Αυτοκρατορία είχαν ανοίξει. Η Αυτοκρατορία είχε εισέλθει σε περίοδο εμφυλίου συρράξεως. Διότι οι πολιτικοί στην πρωτεύουσα συγκρότησαν ισχυρή στρατιωτική δύναμη, υπό τον Κωνσταντίνο Δούκα, γιο του Καίσαρα Ιωάννη Δούκα, την οποία απέστειλαν εναντίον του Ρωμανού, ο οποίος από την πλευρά του με ότι δυνάμεις είχε συγκεντρώσει κατευθύνθηκε στο φρούριο της Δοκείας, που βρισκόταν κοντά στην Καισάρεια.
Συγχρόνως απευθύνθηκε στους συμπατριώτες του της Καππαδοκίας ζητώντας επειγόντως ενισχύσεις κατά των σφετεριστών της εξουσίας. Στο κάλεσμά του ανταποκρίθηκε ο Καππαδόκης στρατηγός Θεόδωρος Αλυάτης, ο διοικητής της δεξιάς πτέρυγας στη μάχη του Μαντζικέρτ. Σε μάχη που διεξήχθη μεταξύ των κυβερνητικών (εκ Κωνσταντινουπόλεως) στρατευμάτων και μοίρας των στρατευμάτων του Ρωμανού υπό τον Αλυάτη, οι δυνάμεις του Αλυάτη ηττήθηκαν από τους κυβερνητικούς. Ο Αλυάτης τυφλώθηκε με τρόπο βάρβαρο.
Ο Ρωμανός για να σωθεί καταφεύγει στο ισχυρό φρούριο Τυραίου, που βρισκόταν μάλλον κάπου κοντά στην Καισάρεια. Ο Αρμένιος στρατηγός Χατατούριος Δούκας της Αντιόχειας, δεν υπάκουσε στην εντολή του παλατιού να συνενωθεί με τον Κωνσταντίνο και πιστός στο Ρωμανό ενώνεται μαζί του και συμπτύσσονται ασφαλώς προς την Κιλικία. Μετά τις εξελίξεις αυτές, τα κυβερνητικά στρατεύματα, επειδή είχε ήδη φθάσει ο Δεκέμβριος του 1071 και ο βαρύς χειμώνας, επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να έχουν επιτύχει αποφασιστικό αποτέλεσμα κατά του Ρωμανού.
Μερικοί ιστορικοί καταλογίζουν ως στρατηγικό σφάλμα του Ρωμανού, και μάλλον έχουν δίκαιο, το ότι δεν εκμεταλλεύθηκε την αποχώρηση του Αυτοκρατορικού στρατού για να προχωρήσει προς τα Δυτικά και να επεκτείνει τον έλεγχο στα Μικρασιατικά εδάφη, αλλά απεσύρθη στην Κιλικία. Κατά το διάστημα μέχρι την Άνοιξη τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα προετοιμάζονταν πυρετωδώς για την τελική σύγκρουση. Οι κυβερνητικοί ουδόλως ενδιαφέρονταν για την τύχη της Αυτοκρατορίας και ειδικά των ανατολικών επαρχιών της, διότι είχαν ως μοναδικό σκοπό την ανατροπή του Ρωμανού.
Δεν τους απασχολούσε το γεγονός ότι ήταν ο μόνος που μπορούσε να εγγυηθεί την εφαρμογή της συνθήκης ειρήνης με τον Αλπ Αρσλάν, αλλά και ο μόνος που θα μπορούσε ίσως να ανασυγκροτήσει τη χώρα. Από την πλευρά του ο Ρωμανός στην προσπάθειά του να ανακτήσει το θρόνο δεν δίστασε σαν άλλος Ανταλκίδας να συμμαχήσει με τον μέχρι πρότινος αντίπαλό του, αλλά και θανάσιμο αντίπαλο της Αυτοκρατορίας από τον οποίο ζήτησε ενισχύσεις για να αντιμετωπίσει τους εσωτερικούς του αντιπάλους. Το Μάρτιο του 1072 ισχυρά κυβερνητικά στρατεύματα με επικεφαλής τον Ανδρόνικο Δούκα, αυτή τη φορά, κινούνται προς την Κιλικία με σκοπό να αντιμετωπίσουν το Ρωμανό.
Με επιτυχή παράκαμψη της φυλασσόμενης ισχυρής διαβάσεως της Κλεισούρας της Ποδανδού, εισήλθε στην μεγάλη πεδιάδα από την αφύλακτη ορεινή διάβαση της Σελεύκειας (Ισαυρίας). Ο Ρωμανός αιφνιδιάσθηκε. Ανέθεσε στον Χατατούριο την αντιμετώπιση του Ανδρόνικου Δούκα και ο ίδιος κλείσθηκε στο φρούριο των Αδάνων αναμένων τις ενισχύσεις που είχε ζητήσει από τον Αλπ Αρσλάν. Είναι γεγονός ότι ο Ρωμανός έχων επίγνωση των αδυναμιών του υπ´ αυτόν στρατεύματος απέφευγε να εκτεθεί σε κίνδυνο, προ της αφίξεως των Σελτζουκικών ενισχύσεων.
Κατά την επακολουθήσασα μάχη ο Χατατούριος ηττήθηκε, συνελήφθη αιχμάλωτος και τυφλώθηκε. Στη συνέχεια οι κυβερνητικοί άρχισαν την πολιορκία του φρουρίου των Αδάνων. Η πολιορκία, που διήρκεσε επί δίμηνο κατέληξε σε παράδοση του Ρωμανού, δεδομένου ότι οι Σελτζουκικές ενισχύσεις δεν έφθασαν ποτέ. Οι όροι των κυβερνητικών προς το Ρωμανό ήταν: να παραιτηθεί από τον τίτλο του Αυτοκράτορα και να δεχθεί να περάσει το υπόλοιπο του βίου του σε μοναστήρι. Ο Ρωμανός αποδέχθηκε τους όρους, αλλά επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη στους κυβερνητικούς, ζήτησε να εγγυηθούν τη συμφωνία τρεις αρχιερείς.
Ο Ανδρόνικος δέχθηκε τον όρο αυτό του Ρωμανού και κλήθηκαν οι αρχιερείς Χαλκηδόνας, Ηρακλείας και Κολωνείας, οι οποίοι διαβεβαίωσαν το Ρωμανό ότι ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ τους υποσχέθηκε ότι δεν θα διατρέξει κίνδυνο. Ο Ρωμανός δέχθηκε τις διαβεβαιώσεις των αρχιερέων και τους όρους του Ανδρόνικου και παρεδόθη. Για να τον εξευτελίσουν τον επιβίβασαν επί όνου και τον οδήγησαν στο Κοτυάνειον (σημερινή Κιουτάχεια). Κατά τη διαδρομή φαίνεται ότι προσπάθησαν να τον δηλητηριάσουν, γι´ αυτό και υπέφερε από σφοδρούς πόνους στην κοιλιακή χώρα.
Στο Κοτυάνειο ο Ανδρόνικος Δούκας υπαναχώρησε, αθέτησε τις υποσχέσεις του, μη σεβασθείς ούτε τον όρκο διαβεβαιώσεως των τριών αρχιερέων και διέταξε την τύφλωση του Ρωμανού. Σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ’ δεν ήταν εν γνώσει της διαταγής τυφλώσεως. Κατ’ άλλους αυτός τη διέταξε. Σε κάθε περίπτωση η ποινή εκτελέσθηκε και μάλιστα από ανίδεο περί αυτά πρόσωπο και είχε μοιραίες συνέπειες για την ζωή του Ρωμανού, ο οποίος οδηγήθηκε στον τόπο εξορίας του τη νήσο Πρώτη της Προποντίδας, όπου απεβίωσε από μόλυνση στα μάτια τον Αύγουστο του ιδίου έτους 1072.
Για την ιστορία αναφέρουμε ότι δεν διέφερε πολύ η τύχη και του άλλου πρωταγωνιστή, αυτής της ιστορικής περιόδου και νικητή της μάχης του Μαντζικέρτ, του Αλπ Αρσλάν. Στην προσπάθειά του να κυριαρχήσει στη μακρινή Χωρασμία (Τουρκμενία), για να στερεώσει και εξασφαλίσει την κυριαρχία του σε όλες τις Τουρκικές φυλές της περιοχής, κατέλαβε μετά από πολιορκία το ισχυρό φρούριο Βεσσέμ που υπεράσπιζε ο γενναίος και υπερήφανος Χωράσμιος Γιουσούφ.
Μετά την κατάληψη του φρουρίου και σε επακολουθήσασα επινίκιο συγκέντρωση, ο υπερασπιστής του φρουρίου, διέλαθε της προσοχής των φρουρών του Αλπ Αρσλάν και τον έπληξε με το ξίφος του και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Ήταν Νοέμβριος του 1072. Προ του θανάτου του πληροφορηθείς την ανατροπή και το θάνατο του Ρωμανού, είχε μονομερώς κηρύξει άκυρη τη συνθήκη και έδωσε εντολή στους υποτελείς του να επαναλάβουν με μεγαλύτερη σφοδρότητα και ένταση τις επιδρομές κατά της Αυτοκρατορίας.
ΤΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΣΤΟ ΜΑΝΤΖΙΚΕΡΤ
Λίγες φορές στην ιστορία της Αυτοκρατορίας μια στρατιωτική αναμέτρηση κρινόταν τόσο επιβεβλημένη και λίγες φορές οι επιπτώσεις μιας ήττας απέβησαν τόσο καθοριστικές για την εδαφική ακεραιότητα και την ισχύ ενός κράτους. Οι Σελτζούκοι ένα Τουρκικό φύλο που κυριαρχούσε από την δεκαετία του 1040 σε περιοχές του σημερινού Ιράν , αντιλαμβανόμενοι την στρατιωτική ανεπάρκεια του κράτους, ξεκινούν σειρά επιδρομών που θα γενικευτούν την δεκαετία του 1060 αποδιοργανώνοντας την κοινωνική ζωή και θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ρωμαϊκή κυριαρχία σε μεγάλο μέρος της Μικρασιατικής ενδοχώρας.
Την ίδια εποχή τη χώρα μαστίζει μια καταστροφική διαμάχη ανάμεσα σε κρατικούς αξιωματούχους και γαιοκτήμονες , άμεση συνέπεια της οποίας ήταν η πολιτική και η στρατιωτική αποδυνάμωση του κράτους. Η κατάσταση χειροτέρευσε την περίοδο του Κωνσταντίνου Δούκα όταν μειώθηκαν οι στρατιωτικές δαπάνες με αποτέλεσμα την αποδιοργάνωση του στρατεύματος . Η ελπίδα να αντιστραφούν τα πράγματα φάνηκε με τον φυσικό θάνατο του Κωνσταντίνου Δούκα την άνοιξη του 1067.
Οι κρατικοί αξιωματούχοι ήταν πλέον υποχρεωμένοι να βρουν ένα Αυτοκράτορα αρκετά ισχυρό για να αντιμετωπίσει τις εχθρικές επιδρομές αλλά όχι τόσο ισχυρό ώστε να θέσει υπό αμφισβήτηση τα προνόμια τους. Η τελική επιλογή ήταν ο Ρωμανός Διογένης ένας στρατιωτικός με τον τίτλο του Βεστάρχη που καταγόταν από την Καππαδοκία και που εξαιτίας συμμετοχής του σε κίνημα, ερχόταν τότε στην πρωτεύουσα ως κατηγορούμενος. Η περίπτωση του φαινόταν ιδανική αφού και ικανός ήταν αλλά και θεωρήθηκε ότι θα γινόταν πειθήνιο όργανο τους αφού θα τους χρώσταγε την αθώωση του. Έτσι με την συναίνεση και της Ευδοκίας θα στεφθεί αυτοκράτορας την πρωτοχρονιά του 1068.
Στο Μαντζικέρτ ο Διογένης σε μια προσπάθεια ψυχολογικής διερεύνησης του αντιπάλου ζήτησε ως προκαταρκτική συμφωνία για την έναρξη διαπραγματεύσεων να φύγει ο Αλπ Αρσλάν από το σημείο που βρισκόταν ώστε να στήσει εκεί το δικό του στρατόπεδο. Ο Αλπ Αρσλάν χωρίς να αρνηθεί συσκεπτόταν με τους επιτελείς του, όταν πληροφορείται ότι δέχεται επίθεση, που οφειλόταν στις εισηγήσεις συμβούλων του Αυτοκράτορα που τον έπεισαν τελικά ότι οι Σελτζούκοι απλώς κωλυσιεργούνε μέχρι να μαζέψουνε και άλλες δυνάμεις.
Ο Ρωμαϊκός στρατός αποτελείτο από περίπου 35.000 στρατιώτες με ένα τμήμα να είναι πίσω σε εφεδρεία υπό τον αντίπαλο του Διογένη, Ανδρόνικο Δούκα (υιό του Καίσαρα Ιωάννη Δούκα που είχε εξοριστεί) με εντολή να μην αφήνει μεγάλη απόσταση από τον υπόλοιπο στρατό ώστε να μην παρεισφρήσουν οι εχθροί. Ο Αυτοκράτορας είχε τεθεί επικεφαλής του κέντρου που αποτελείτο από τους δικούς του Καππαδόκες, την Αυτοκρατορική φρουρά και το κατάφρακτο ιππικό.
Το αριστερό μέρος που αποτελείτο πρώτιστα από τα Βαλκανικά τμήματα το ανέθεσε στον Νικηφόρο Βρυέννιο, ενώ το δεξιό που αποτελείτο από τα Μικρασιατικά θέματα και τους Αρμένιους το ανέθεσε στον Θεόδωρο Αλυάτη, με το ελαφρύ ιππικό (μισθοφόροι κυρίως ) να καλύπτει τα πλευρά της στρατιάς. Το αντίστοιχο σχέδιο του Αλπ Αρσλάν προέβλεπε ότι ο έμπιστος του Ταράγκ με 23.000 ιππείς θα εξαπέλυε πλευρικές επιθέσεις, προσπαθώντας να αποφύγει μάχη σώμα με σώμα, ενώ ο ίδιος με 7.000 άντρες θα παρακολουθούσε από ψηλά την εξέλιξη πράττοντας ανάλογα .
Χλιάτ Τετάρτη 24 Αυγούστου 1071 (Το Χαμένο Απόσπασμα)
50 χλμ νοτιότερα του Μαντζικέρτ το απόσπασμα του Ταρχανειώτη είχε φθάσει στο Χλιάτ, αλλά το τι ακριβώς συνέβη εκεί παραμένει άγνωστο. Είναι αμφίβολο ακόμα και αν δόθηκε κάποια μάχη, μεγάλη ή μικρή. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Μάγιστρος, μαζί με τον Ουρσέλ και όλους τους άνδρες τους, εγκατέλειψαν το Χλιάτ, χωρίς ποτέ να ειδοποιήσουν τον Ρωμανό για τις κινήσεις τους και χωρίς ποτέ να επανενωθούν με το κύριο σώμα του στρατού. Αντʼ αυτού, απομακρύνθηκαν το γρηγορότερο δυνατόν από το πεδίο της μάχης, για να εμφανισθούν πολύ αργότερα στην Μελιτηνή, 150 χιλιόμετρα στα νοτιοδυτικά.
Οι πιθανότητες να αιφνιδιάστηκαν και να κατανικήθηκαν από τουρκικές δυνάμεις, είναι μηδαμινές, αν όχι μηδενικές. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση όμως, θα μπορούσαν να αποστείλουν έναν αγγελιαφόρο στο Μαντζικέρτ για να ενημερώσει τον Ρωμανό για την κατάσταση. Ο Ταρχανειώτης ήταν ένας έμπειρος, γενναίος στρατηγός, επικεφαλής ενός ισχυρού αποσπάσματος τουλάχιστον 20.000 βετεράνων, δύναμης ίσης με ολόκληρο τον στρατό του Αλπ Αρσλάν. Η εξαφάνισή του χωρίς κανένα ίχνος ενισχύει τις φήμες περί εσκεμμένης προδοσίας εκ μέρους του.
Η θεωρία αυτή επιβεβαιώνεται ακλόνητα από την εξέλιξη των γεγονότων που θα επακολουθούσαν. Το γεγονός πάντως, ήταν ότι σχεδόν το 50% της στρατιάς του Ρωμανού τον είχε εγκαταλείψει δύο ημέρες πριν τη μάχη.
Πέμπτη 25 Αυγούστου 1071 (Οι Πρώτες Συμπλοκές)
Η πρώτη φορά κατά την οποία ο Ρωμανός πληροφορήθηκε την παρουσία Τουρκικών στρατευμάτων στην περιοχή, ήταν η επόμενη ημέρα, όταν ένα αναγνωριστικό απόσπασμα δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση στα ανατολικά της λίμνης Βαν. Θεωρώντας ότι επρόκειτο απλώς για κάποιο μικρό σώμα επιδρομέων, απέστειλε μία μικρή δύναμη υπό την διοίκηση του Βρυέννιου να το εξουδετερώσει. Ήταν αδύνατον ο Σουλτάνος να είχε καλύψει απόσταση 600 χλμ μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Δύο ώρες αργότερα όμως, έλαβε έκκληση του Βρυέννιου για αποστολή ενισχύσεων, ο οποίος επέμενε ότι δεχόταν πίεση από υπεράριθμους αντιπάλους.
Οι ενισχύσεις κατέφθασαν λίγο αργότερα με ένα ισχυρότερο απόσπασμα, κάτω από την διοίκηση του έμπιστου Αρμένιου σύντροφου τού Ρωμανού, Νικηφόρου Βασιλάκιου. Ο Αρμένιος στρατηγός βρέθηκε πράγματι, αντιμέτωπος με κάτι που δεν είχε υπολογίσει κανείς: μπροστά του πρέπει να βρισκόταν η εμπροσθοφυλακή της τούρκικης στρατιάς! Για την ακρίβεια, οι Τούρκοι απείχαν λιγότερο από μίας ημέρας δρόμο από το Μαντζικέρτ, με τον Απλ Αρσλάν και τον ακόλουθό του, Νιζάμ Αλ Μουλκ, να έχουν συγκεντρώσει καθʼ οδόν από το Χαλέπι όσους περισσότερους στρατιώτες μπορούσαν να βρουν.
Μετά από μία συντονισμένη έφοδο των Ελληνικών δυνάμεων και μία άγρια μάχη, οι δύο στρατηγοί κατάφεραν να απωθήσουν το Σελτζουκικό ιππικό. Ο σκληροτράχηλος Βασιλάκιος όμως, δεν θα επέτρεπε στον εχθρό να του ξεφύγει μέσα από τα χέρια, τώρα που τρεπόταν σε φυγή. Επικεφαλής των λωρικάτων του, καταδιώκει ανελέητα τους Τούρκους ελαφρούς ιππείς οι οποίοι κατευθύνονται προς το στρατόπεδό τους. Η καταιγιστική καταδίωξη τον αποκόπτει από το σώμα του Βρυέννιου και ξαφνικά βλέπει τους Τούρκους να αναστρέφουν τα άλογά τους και να κατευθύνονται εναντίον του, εξαπολύοντας βροχή αλλεπάλληλων τοξεύματων.
Πριν καν οι δυνάμεις του Βρυέννιου προλάβουν να επέμβουν, οι άνδρες του κυκλώνονται και πέφτουν μαχόμενοι μέχρις ενός, ενώ ο ίδιος ο συλλαμβάνεται αιχμάλωτος. Ο Βρυέννιος οδήγησε μία αποφασιστική αντεπίθεση για να διασπάσει τον κλοιό, αλλά μετά βίας διέφυγε τον θάνατο και ο ίδιος, επιστρέφοντας στο Αυτοκρατορικό στρατόπεδο τραυματισμένος στο στήθος από ξίφος και με δύο βέλη καρφωμένα στην πλάτη της πανοπλίας του. Μόνον τότε συνειδητοποίησε ο Ρωμανός ότι αντιμετώπιζε ολόκληρο το Τουρκικό στράτευμα.
Η έλλειψη πληροφόρησης περί των κινήσεων του εχθρού -ένα στρατηγικό σφάλμα το οποίο μπορεί να αποδοθεί στον Ρωμανό- είχε οδηγήσει σε μία ήττα -έστω και μεμονωμένη- και την απώλεια ενός εξαίρετου διοικητή, πλήττοντας ακόμα περισσότερο το ήδη κλονισμένο φρόνημα των ανδρών. Ακόμα χειρότερα, το ζοφερό, ασέληνο βράδυ εκείνης της επεισοδιακής ημέρας, οι στρατιώτες μέσα στο στρατόπεδο δεν θα έκλειναν μάτι. Οι Σελτζούκοι, πιστοί στις παρενοχλητικές τακτικές τους, διενέργησαν μια αιφνιδιαστική επιδρομή εναντίον του στρατοπέδου, αλαλάζοντας και εκτοξεύοντας ένα ακατάπαυστο χαλάζι βελών κατά των αντιπάλων τους.
Η αναταραχή που προκάλεσαν ήταν τέτοια ώστε πολύ πίστεψαν ότι οι πάσσαλοι του στρατοπέδου δεν θα άντεχαν τις επιθέσεις τους. Ο Ρωμανός αποφάσισε να διατάξει έξοδο του βαρέως πεζικού του, υποστηριζόμενο από μία ίλη Κουμάνων ελαφρών ιππέων. Μετά από μία σύντομη αψιμαχία, οι Τούρκοι εκδιώχθηκαν, αλλά η χαρά της μικρής εκείνης νίκης εξανεμίστηκε με την είδηση της αποσκίρτησης των Κουμάνων προς τους ομοφύλους τους.
Πριν ακόμη την ημέρα της μεγάλης μάχης, ο Ρωμανός είχε χάσει τρεις από τους καλύτερους στρατηγούς του και πάνω από το ήμισυ του στρατεύματός του. Μετά από τις λιποταξίες, τις αποσκιρτήσεις και τις απώλειες, η δύναμή του είχε μειωθεί στους 25.000 άνδρες. Και όμως, η αποφασιστικότητά του να συγκρουσθεί με τον Σουλτάνο παρέμενε αλύγιστη και αξιοθαύμαστη, αν κάποιος αναλογισθεί την ιστορική ευθύνη που επωμιζόταν με τέτοιο σθένος. Η επόμενη ημέρα θα έκρινε τη μοίρα του ίδιου του Ρωμανού και δυστυχώς, ολόκληρου του Μεσαιωνικού Ελληνισμού.
Παρασκευή 26 Αυγούστου 1071 (Η Εφιαλτική Ημέρα)
Από νωρίς το πρωί της Παρασκευής 26ης Αυγούστου είχαν αρχίσει οι προετοιμασίες στον Αυτοκρατορικό χάρακα για τη μεγάλη μάχη. Η όποια υπεροπλία διέθετε το Ελληνικό στράτευμα δεν ήταν αρκετή για να αναστρέψει το βαρύ κλίμα των όσων είχαν προηγηθεί. Ο Ρωμανός παρέτεινε την έναρξη της μάχης περιμένοντας εναγωνίως την άφιξη των δυνάμεων του Ταρχανιώτη από το Χλιάτ. Εκείνη η δύναμη θα του χάριζε τη σαφή αριθμητική υπεροχή έναντι του Σουλτάνου. Ο ήλιος είχε ήδη μεσουρανήσει και το άϋλο, παγωμένο χέρι της προδοσίας άρχισε πάλι να σφίγγει την καρδιά του.
Ούτε ένα σημείο ζωής, ούτε ένας αγγελιαφόρος. Άνοιξε η γη και τους κατάπιε; Η αναμονή ήταν μάταιη και ίσως, επικίνδυνη: κάθε ώρα που περνούσε μπορούσε να σημαίνει την άφιξη Τουρκικών ενισχύσεων. Όταν ο ήλιος άρχισε να καίει, ο Ρωμανός κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πλέον να παρατείνει την αναμονή η οποία σκότωνε τα νεύρα των ανδρών. Δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δώσει τη μάχη με τη μισή στρατιά. Τότε, ξαφνικά όλα κόντεψαν να ανατραπούν.
Μία πρεσβεία Τούρκων αξιωματούχων εμφανίστηκαν απροσδόκητα μπροστά στο στρατόπεδο, ζητώντας από τον Αυτοκράτορα να θέσει τους όρους του για μία συνθήκη ειρήνης. Όλοι έμειναν έκπληκτοι και η απάντηση απαιτούσε ώριμη σκέψη. Ο Ρωμανός κάλεσε αμέσως έκτακτο συμβούλιο των αξιωματικών του. Η κίνηση των Τούρκων φανέρωνε σαφώς την μειονεκτική θέση τους και αυτός ήταν ένας πολύ καλός λόγος για να δοθεί η μάχη εκείνη τη στιγμή. Αλλά αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος: γνώριζε καλά ότι οι Τουρκικές συνθήκες ειρήνης είχαν εξαιρετικά αμφισβητήσιμη αξία.
Αργά ή γρήγορα θα ξανάρχιζαν τις επιδρομές και τότε ίσως να μην είχε την ευκαιρία να συγκεντρώσει πάλι ένα παρόμοιο στράτευμα. Πότε θα ξανάβρισκε τους Τούρκους σε τόσο μειονεκτική θέση; Εξάλλου, εάν δεχόταν την πρόταση ειρήνης του αντιπάλου του θα χάριζε στον Δούκα και τον Ψελλό την αφορμή που ζητούσαν για να τον κατηγορήσουν σαν ανίκανο και δειλό. Τα πάντα συνηγορούσαν στην απόρριψη της πρότασης και την άμεση διεξαγωγή της μάχης. Η απάντησή του προς την Τουρκική πρεσβεία ήταν δικαιολογημένα αλαζονική:
«Τους όρους μου θα τους θέσω όταν στήσω τα λάβαρά μου στη σκηνή του Σουλτάνου».
Η Αυτοκρατορική στρατιά παρατάχθηκε με την συνήθη τακτική, των δύο παράλληλων γραμμών, έκαστη με βάθος 3 – 4 ιππέων για το ιππικό και 8 – 10 ανδρών για το πεζικό. Στην πρώτη βρισκόταν παρατεταγμένη η κύρια δύναμη κρούσης, 20.000 ανδρών. Επικεφαλής της αριστερής πτέρυγας ήταν ο Νικηφόρος Βρυέννιος, ήδη τραυματισμένος από την συμπλοκή της προηγούμενης μέρας, με τα τάγματα των Σχολών της Δύσης: 6.000 Θράκες, Μακεδόνες και Θεσσαλοί λωρικάτοι (ιππείς). Στην δεξιά, ο πιστός συμπατριώτης του Ρωμανού, ο Καππαδόκης Θεόδωρος Αλυάτης, με άλλους 6.000 λωρικάτους από τα τάγματα της Μικράς Ασίας.
Το κέντρο κρατούσε ο ίδιος ο Ρωμανός, πλαισιωμένος από 1.000 κατάφρακτους κλιβανοφόρους, 2.500 λωρικάτους του Αλάγιου (βασιλική φρουρά) και 500 Βαράγγους της σωματοφυλακής του. Στα άκρα των δύο πτερύγων της εμπροσθοφυλακής βρισκόταν ανεπτυγμένο το ελαφρύ ιππικό των Κουμάνων και Πετσενέγων μισθοφόρων, δύναμης 2.000 ιππέων ανά πτέρυγα. Πεντακόσια μέτρα πίσω από την πρώτη γραμμή βρισκόταν η οπισθοφυλακή του Ανδρόνικου Δούκα, μία μίξη μισθοφορικού ιππικού και πεζικού, συνολικής δύναμης 5.000 ανδρών.
Ρόλος της ήταν να υποστηρίξει την εμπροσθοφυλακή σε περίπτωση υποχώρησης, να κλείσει τυχόν κενά που θα δημιουργούνταν από εχθρική διάσπαση ή να αποκόψει εχθρικά τμήματα τα οποία θα επιχειρούσαν να την κυκλώσουν. Ο Ρωμανός γνώριζε τα εχθρικά του αισθήματα Δούκα και για αυτό δεν σκόπευε να εμπλέξει την εφεδρεία του στη μάχη, παρά μόνο αν τα πράγματα όδευαν προς το χειρότερο. Πίστευε ότι από εκείνη τη θέση τον εξανάγκαζε να συνεισφέρει στην νίκη, αφού η ζωή ή ο θάνατός του θα εξαρτώντο άμεσα από την έκβαση της μάχης. Όπως και να έχει πάντως, ήταν μία ολέθρια επιλογή για την οποία θα μετάνιωνε πικρά.
Παρόλα αυτά, στα μάτια ενός εξωτερικού παρατηρητή, επρόκειτο για μία άψογη παράταξη 25.000 ανδρών, η οποία είχε αποδείξει την αποτελεσματικότητά της πολλές φορές στα πεδία των μαχών. Περί την 15.00, μία ώρα αρκετά προχωρημένη για σύναψη γενικευμένης μάχης, ο Ρωμανός διέταξε τον τουβάτορα να ηχήσει την έναρξη της επίθεσης, καθώς ο πιστός στρατοπεδάρχης του και αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων, Μιχαήλ Ατταλειάτης, παρακολουθούσε μέσα από το στρατόπεδο το επιβλητικό θέαμα του αυτοκρατορικού φουσάτου να αρχίζει τον καλπασμό. Τα φλάμουλα ανέμιζαν και οι οπλές των αλόγων σήκωναν σύννεφα σκόνης.
Σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από την εχθρική παράταξη οι τούβες σάλπισαν την έφοδο. Οι τουρμάρχες, οι δρουγγάριοι και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας, κραύγασαν την παραδοσιακή ιαχή της μάχης:
«Ο στρατός νικά!»
Λωρικάτοι και κλιβανάριοι προέταξαν ταυτόχρονα τα δόρατά τους, σχηματίζοντας ένα αδιαπέσραστο αιχμηρό τείχος. Ο θυελλώδης καλπασμός των αρματωμένων αλόγων αντήχησε κατά μήκος του αμμώδους κάμπου. Το Σελτζουκικό ιππικό δεν βιαζόταν να έλθει σε μετωπική σύγκρουση με το Αυτοκρατορικό βαρύ ιππικό. Άρχισε να εξαπολύει βέλη από μεγάλη απόσταση, καθώς οι δύο πτέρυγες άνοιγαν γρήγορα τις γραμμές τους σε ημικύκλιο, επιχειρώντας να πλαγιοκοπήσουν τα Ελληνικά άκρα. Συριγμοί από ακόντια και βέλη τέντωσαν τα νεύρα.
Ο Βρυέννιος και ο Αλυάτης ανταπάντησαν με την ίδια κίνηση, στέλνοντας το δικό τους ελαφρό ιππικό να τους αναχαιτίσει. Ταυτόχρονα, τα αντίπαλα κέντρα συγκρούονταν με έναν φοβερό πάταγο. Άλογα έπεσαν πάνω σε άλογα, θώρακες πάνω σε θώρακες και αίμα πάνω σε ξίφη και ασπίδες. Καβαλάρηδες και άλογα σκορπίζονταν δεξιά – αριστερά, παρασύροντας στην πτώση τους φίλους και εχθρούς. Οι αλαλαγμοί των στρατιωτών μπλέχτηκαν με την κλαγγή των όπλων και τις κραυγές οργής και πόνου. Το αποτέλεσμα της πρώτης σύγκρουσης δεν εξέπληξε κανέναν.
Οι βολές των Τούρκων διήρκεσαν ελάχιστα για να έχουν κάποιο σοβαρό αντίκτυπο. Το κέντρο τους σχεδόν καταπλακώθηκε από την συμπαγή μάζα των κλιβανοφόρων και λωρικάτων του Ρωμανού, οι οποίοι σάρωναν τα πάντα στο πέρασμά τους. Οι Τούρκοι υποχώρησαν γρήγορα για να αποφύγουν τη σφαγή. Οι πτέρυγές τους άντεξαν την πρώτη κρούση, κρατώντας σε απόσταση τους αντιπάλους τους με καταιγισμό βελών, αποφεύγοντας την άμεση εμπλοκή. Σύντομα, ολόκληρη η τουρκική παράταξη άρχισε να υποχωρεί προς τους πρόποδες του Σουφάν, συνεχίζοντας να εξαπολύει βέλη κατά τον καλπασμό.
Ήταν η πρώτη φορά όπου τα δύο στρατεύματα θα εμπλέκονταν σε μάχη μεγάλης κλίμακος, σε ένα πεδίο ιδανικό για την ανάπτυξη ιππικού. Η τακτική του Αυτοκρατορικού στρατεύματος δεν διέφερε από εκείνη που χρησιμοποιούσε πάντοτε μέχρι τότε. Βασιζόμενοι στον βαρύτερο οπλισμό τους, οι Έλληνες κρατούσαν την συνοχή της παράταξης, επιδιώκοντας να εμπλακούν γρήγορα σε μάχη εκ του συστάδην με τους ελαφρά οπλισμένους Σελτζούκους. Αυτή η τακτική λειτουργούσε αιώνες τώρα, εναντίον των αραβικών στρατευμάτων, αλλά δεν μπορούσε να βρει εφαρμογή και εναντίον των νέων αντιπάλων τους.
Οι Σελτζούκοι ιππείς αδιαφορούσαν για τη συνοχή του σχηματισμού τους. Συνηθισμένοι στις αιφνιδιαστικές επιδρομές, τις ενέδρες και τις τακτικές παρενόχλησης, υστερούσαν στην μάχη σώματος με σώμα. Η τακτική τους βασιζόταν στις πυκνές, φευγαλέες βολές βελών και την ταχύτητα ελιγμών: έβαλαν από ασφαλή απόσταση, απομακρύνονταν γρήγορα και επέστρεφαν για την επόμενη βολή. Η παρατεταμένη αυτή τακτική μπορούσε εύκολα να οδηγήσει στην απόγνωση έναν αντίπαλο ο οποίος είχε μάθει να μάχεται εκ του συστάδην, αλλά τώρα αντιμετώπιζε έναν εχθρό που δεν μπορούσε καν να αγγίξει.
Οι βραδύτεροι Βυζαντινοί ιππείς κατεδίωκαν τους ταχυκίνητους αντιπάλους τους, αδιαφορώντας για τις απώλειες. Κατά την καταδίωξη η συνοχή τους διεσπάτο και τότε οι Σελτζούκοι ανέστρεφαν γρήγορα τα άλογά τους, κύκλωναν την πλησιέστερη μονάδα και την εξολόθρευαν τμηματικά. Τα κορμιά άρχισαν να ιδρώνουν και να βαραίνουν κάτω από τα αλυσοπουκάμισα και τις αρματωσιές, καθώς τις πύρωνε ο ήλιος. Τα άλογα βαριανάσαιναν και η παράταξη άρχισε να χάνει τη συνοχή της. Είχε φτάσει απόγευμα, χωρίς οι Έλληνες να επιτυγχάνουν την αποφασιστική συμπλοκή που επεδίωκαν.
Οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να αλωνίζουν αδιάκοπα το ανοικτό πεδίο, αποδυναμώνοντας τα πλευρά τους με καταιγισμούς βελών. Οι αντίπαλοί τους υφίσταντο απώλειες, χωρίς να μπορούν να ανταποδώσουν τα πλήγματα. Η αρχική αισιοδοξία του Ρωμανού παρεχώρησε σταδιακά τη θέση της στην απελπισία. Ήλπιζε πως όταν οι Τούρκοι θα άγγιζαν τους πρόποδες του βουνού δεν θα είχαν άλλη επιλογή παρά να γυρίσουν και να τους αντιμετωπίσουν σε μάχη. Αλλά τότε αντίκρισε μπροστά του τις υπώρειες του Σουφάν: απόκρημνα μονοπάτια και αποξηραμένες ρεματιές, όπου κατέφευγαν οι Τούρκοι – έδαφος ιδανικό για ενέδρα.
Γύρισε πίσω και κοίταξε τον Αυτοκρατορικό χάρακα να απέχει χιλιόμετρα. Ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να γέρνει και οι άνδρες είχαν εξαντληθεί. Σε μιάμιση – δύο ώρες θα νύχτωνε. Ήταν μάταιο να συνεχίσει. Διέταξε τον τουβάτορα να σαλπίσει υποχώρηση, με τους στρατηγούς να διαδίδουν το σύνθημα για την αναστροφή του μετώπου:
«Μετάλλαξον, Μετάλλαξον!»
Ο Βρυέννιος και ο Αλυάτης, με τους άνδρες τους διασκορπισμένους να μάχονται μεμονωμένα, είδαν ξαφνικά το αυτοκρατορικό λάβαρο να στρέφει προς τα πίσω. Μέσα στη σύγχυση της κατακερματισμένης μάχης, με τις δρούγγες και τις τούρμες να έχουν χάσει την επαφή μεταξύ τους, κάποιοι εξέλαβαν τη διαταγή σαν ένδειξη ήττας και υποχώρησης. Χωρίς δεύτερη σκέψη έστρεψαν τα άλογά τους, καλπάζοντας στην αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν η στιγμή που περίμεναν τρεις από τους εμπλεκόμενους στρατηγούς, κάθε ένας για τους δικούς του λόγους.
Ο Αλπ Αρσλάν, παρακολουθώντας την εξέλιξη της μάχης από τους πρόποδες του λόφου, διέταξε αμέσως την εφεδρεία των 5.000 ιππέων του να σπεύσει προς ενίσχυση των συντρόφων τους, καθώς εκείνοι ανασυγκροτούσαν γρήγορα τις τάξεις τους και ρίχνονταν στην αντεπίθεση, τοξεύοντας τα νώτα των αντιπάλων τους. Ο Ρωμανός σάστισε από την Τούρκικη αντίδραση. Πίστευε ότι ο Σουλτάνος είχε προτιμήσει να αποχωρήσει, παρά να διακινδυνεύσει μία ακόμη συμπλοκή. Τώρα δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δώσει την αντίθετη ακριβώς διαταγή: παύση της υποχώρησης και άμεση εμπλοκή σε μάχη. Ίσως ήταν η στιγμή που περίμενε.
Η διαδοχή των δύο διαταγών που η μία αναιρούσε την άλλη ήταν η τέλεια συνταγή για την απόλυτη σύγχυση. Ότι είχε απομείνει από εκείνο που οι διοικητές ονόμαζαν «διάταξη μάχης», εξανεμίστηκε σε ένα χάος αμφιβολιών. Άλλοι έστεκαν δίβουλοι προσπαθώντας να κατανοήσουν τι είχε συμβεί και άλλοι τρέπονταν σε φυγή, χωρίς πραγματικά να κινδυνεύουν. Ήταν η στιγμή που η επέμβαση της οπισθοφυλακής του Ανδρόνικου Δούκα θα μπορούσε να είχε σώσει τη μάχη. Αν η διοίκησή του έσπευδε μπροστά, θα έκλεινε τα κενά και θα εγκλώβιζε τον εχθρό ανάμεσα στις δύο γραμμές, παρεμποδίζοντας την οπισθοχώρηση.
Και πράγματι, εκείνη ήταν η στιγμή που περίμενε και εκείνος – όχι για να καλπάσει μπροστά, αλλά για να συμβάλλει στην καταστροφή. Διέταξε υποχώρηση, διαδίδοντας σε όλους ότι ο Αυτοκράτορας ήταν νεκρός και η μάχη είχε χαθεί. Τα Τούρκικα βέλη άρχισαν να σκοτώνουν τους στρατιώτες πισώπλατα. Κάποιος φώναξε «Οι Τούρκοι μας σφάζουν!» και τα πάντα διαλύθηκαν σε μία πανικόβλητη φυγή. Η δεξιά πτέρυγα του Αλυάτη έσπασε πρώτη. Όταν οι άνδρες του είδαν την οπισθοφυλακή να εγκαταλείπει τη μάχη, έτρεξαν όλοι να γλυτώσουν από μία σφαγή που στην πραγματικότητα δεν υφίστατο.
Ο Βρυέννιος στα αριστερά, βλέποντας το κέντρο του Ρωμανού να αποκόπτεται από τις πτέρυγες, διέταξε αντεπίθεση, αλλά βρέθηκε γρήγορα κυκλωμένος ολόγυρα. Μαχόμενος ανελέητα, κατάφερε να διασπάσει τον εχθρικό κλοιό και να διαφύγει με ελάχιστους από τους άνδρες του. Το κέντρο του Ρωμανού απέμεινε να μάχεται ολομόναχο, κυκλωμένο από παντού, εναντίον υπεράριθμων αντιπάλων. Οι κατάφρακτοι Καππαδόκες και οι Γερμανοί Βαράγγοι της Αυτοκρατορικής φρουράς πούλησαν ακριβά τη ζωή τους, θερίζοντας τους Μαμελούκους ιππείς. Ο ήλιος είχε πλέον δύσει όταν τα τουρκικά βέλη έριξαν νεκρό το άλογο του Ρωμανού.
Εκείνος σηκώθηκε όρθιος, συνεχίζοντας τον λυσσώδη, απελπισμένο αγώνα. Οι Βαράγγοι δημιούργησαν γρήγορα έναν προστατευτικό κλοιό με τις τεράστιες ασπίδες τους, σκορπώντας γύρω τους ένα ανόσιο λουτρό αίματος, στοιβάζοντας γύρω τους έναν σωρό από ακρωτηριασμένους και ημιθανείς Τούρκους. Κανείς δεν εγκατέλειψε τη θέση του. Έμειναν όλοι πιστοί μέχρι το αναπόφευκτο τέλος, το οποίο ήλθε μαζί με το σκοτάδι. Ο ίδιος ο Ρωμανός ήταν από τους τελευταίους που έπεσαν. Όχι νεκρός, αλλά αναίσθητος από αιμορραγία, όταν κάποιο ξίφος τον τραυμάτισε βαριά στο χέρι.
Ακόμη και τότε, οι πιστοί Βαράγγοι του τον κάλυψαν με τα πτώματά τους, χωρίς να μπορούν να φαντασθούν πόσο πιο ευεργετικό θα ήταν αν τον είχαν αφήσει να πεθάνει στο πεδίο της μάχης. Το ξημέρωμα της επομένης οι Τούρκοι ανέσυραν το σώμα ενός αναίσθητου πολεμιστή, θαμμένου κάτω από σωρούς πτωμάτων στο επίκεντρο της σφαγής. Υπέθεσαν ότι έπρεπε να είναι ο Αυτοκράτορας και τον οδήγησαν ενώπιον του Σουλτάνου. Κρίνοντας από την κοινή, καταματωμένη πανοπλία του, ο Αλπ Αρσλάν αμφέβαλλε ότι αντίκριζε μπροστά του τον Αυτοκράτορα της Ρωμιοσύνης και ζήτησε αποδείξεις για την ταυτότητά του.
Οι Έλληνες αιχμάλωτοι εκλήθησαν να αναγνωρίσουν τον ηγέτη τους και τον προσκύνησαν σύσσωμοι. Ανάμεσα στο καταρρακωμένο πλήθος και ο στρατηγός Νικηφόρος Βασιλάκιος, ο πιστός συμπολεμιστής του Ρωμανού από τις εκστρατείες κάποιου ενδοξότερου, οριστικά χαμένου παρελθόντος, ο οποίος έπεσε με λυγμούς στα γόνατά του. Ο Αλπ Αρσλάν αγκάλιασε τον Αυτοκράτορα και του είπε:
«Μη φοβάσαι, βασιλιά. Θα τιμηθείς όπως ταιριάζει στο υψηλό αξίωμά σου». Συνειδητοποιώντας αμέσως ότι είχε κερδίσει μία μάχη την οποία δεν άξιζε, ο Σουλτάνος συμπλήρωσε: «διότι είναι απερίσκεπτος όποιος δεν ανησυχεί μήπως μεταβληθεί η καλή του τύχη». Λόγια θα αποδεικνύονταν προφητικά, όταν μερικούς μήνες αργότερα, θα υφίστατο κι εκείνος τις συνέπειες μίας απερισκεψίας του. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του, ο Ρωμανός ρωτήθηκε από τον Σουλτάνο πως θα του φερόταν εάν η έκβαση της μάχης ήταν η αντίθετη. Ο Ρωμανός δεν δίστασε να του απαντήσει με ωμή ειλικρίνεια.
«Θα σε υπέβαλλα σε βασανιστήρια. Εγώ όμως δεν θα μιμηθώ την σκληρότητά σου», του ανταπάντησε ο Αλπ Αρσλάν. «Ακούω πως ο Χριστός σας, διδάσκει την συγχώρεση προς τους κακούς, αντιτάσσεται στους υπερήφανους και δίνει χάρη στους ταπεινούς». «Την ειρήνη πρεσβεύει ο Θεός μου, και όχι τον σπαραγμό», παραδέχθηκε ο Ρωμανός. «Αν όμως ήσουν εσύ Χριστιανός θα άφηνες τον λαό σου να υποφέρει ανυπεράσπιστος; Ποιός ποιμένας αφήνει τους λύκους να κατασπαράξουν το ποίμνιό του;». Για τον Σουλτάνο ήταν εύκολο να επιδεικνύει επιείκεια και ανωτερότητα, μιλώντας από την θέση του αδιαμφισβήτητου νικητή.
Ο Ρωμανός όμως, ήταν ένας δυναμικός φιλόπατρις ηγέτης, ο οποίος είχε καθήκον να διασώσει έναν λαό που αργοπέθαινε διοικούμενος από ανθέλληνες πολιτικούς και μία πατρίδα που συρρικνωνόταν. Μπροστά σε έναν τέτοιο διπλό κίνδυνο, η επιείκεια και η συγχώρεση αποτελούν τον μόνο βέβαιο δρόμο προς τον ολοκληρωτικό αφανισμό. Από την άλλη πλευρά, ο ευφυής Απλ Αρσλάν, κατανοώντας πολύ καλά ότι η νίκη του οφειλόταν σε μία εξωφρενική διαστροφή της τύχης, η οποία σπανιότατα εμφανίζεται στα πεδία μαχών της ιστορίας, δεν ήθελε να εξωθήσει τα πράγματα. Ήταν απόλυτα ικανοποιημένος με αυτά που τόσο ανέλπιστα είχε κερδίσει.
Για το μέγεθος της ήττας που είχε υποστεί το Αυτοκρατορικό στράτευμα, οι όροι της συνθήκης που υπέγραψε ο Ρωμανός μπορούν κάλλιστα να χαρακτηρισθούν ευσπλαχνικοί: η άμεση καταβολή 1,5 εκατομμυρίων χρυσών νομισμάτων και η καταβολή άλλων 360.000 ως ετήσιου φόρου. Επίσης, η παράδοση των πόλεων Μαντζικέρτ, Αντιόχειας, Ιεράπολης και Έδεσσας στους νικητές, η επιστροφή ολόκληρης της Αρμενίας στους ηττημένους, η παύση των Τουρκικών επιδρομών στα Αυτοκρατορικά εδάφη και η σύναψη γάμου μεταξύ του γιου του Αλπ Αρσλάν και της κόρης του Ρωμανού.
Στην ουσία της, η συνθήκη εξασφάλιζε απόλυτα την εδαφική ακεραιότητα της Μικράς Ασίας.
Οκτώ ημέρες αργότερα ο Ρωμανός αφέθηκε ελεύθερος μαζί με τους στρατιώτες του για να πορευθεί προς την Βασιλεύουσα και να αναλάβει πάλι την διακυβέρνηση του κράτους. Είχε φύγει από εκεί πριν έξι μήνες ως Αυτοκράτορας και εννοούσε να επιστρέψει ως Αυτοκράτορας.
ΚΑΝΕΝΑΣ ΟΙΚΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ
Η πραγματική τραγωδία όμως, βρισκόταν στην τελευταία πράξη του δράματος. Τα νέα της καταστροφής στο Μαντζικέρτ είχαν φθάσει γρήγορα στην Κωνσταντινούπολη, τρομοκρατώντας την Αυγούστα Ευδοκία η οποία ανησυχούσε για την προσωπική της ασφάλεια και εκείνη των παιδιών της. Στην πλευρά της αντιπολίτευσης όμως, η αρχική ανακούφιση της ήττας αντικαταστάθηκε γρήγορα από την είδηση απελευθέρωσης του Ρωμανού. Οι αρχηγοί της πολιτικής φατρίας πανικοβλήθηκαν: όλα όσα είχαν σχεδιάσει τόσο προσεκτικά μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, είχαν γίνει για το τίποτα.
Υπήρχαν δύο κίνδυνοι που έπρεπε να αντιμετωπισθούν. Το πρώτο ήταν η Ευδοκία, η οποία τώρα έβλεπε την επιστροφή του Ρωμανού σαν την μοναδική σανίδα σωτηρίας από την εκθρόνιση. Το άλλο βέβαια, ήταν η επιστροφή του Ρωμανού. O Ψελλός ανέλαβε το πρώτο και ο Ιωάννης Δούκας το δεύτερο. Ο Υπέρτιμος των Φιλισόφων ανέλαβε «υπό την προστασία του» τον μεγαλύτερο γιο της Ευδοκίας, Μιχαήλ Δούκα και τον έστεψε Αυτοκράτορα, κηρύσσοντας έκπτωτο τον Ρωμανό. Στις 26 Σεπτεμβρίου η Ευδοκία εκάρη μοναχή δια της βίας και εξορίστηκε σε μονή του Βοσπόρου.
Μετά την απομάκρυνση της μητέρας του, ο 20χρονος άβουλος βασιλιάς θα γινόταν πειθήνιο όργανό του. Ο Καίσαρας Δούκας επέστρεψε αμέσως από την εξορία του στην Βυθινία, αποστέλλοντας στην Μικρά Ασία στρατιωτικό σώμα για να συλλάβει τον έκπτωτο Αυτοκράτορα. Ο Ρωμανός, χωρίς να τρέφει την παραμικρή αμφιβολία για τις προθέσεις των αντιπάλων του, συγκέντρωνε όσους στρατιώτες έβρισκε στην πορεία του, συνεχίζοντας την προέλασή του προς την Βασιλεύουσα. Τα αντίπαλα στρατεύματα συναντήθηκαν στην Μικρά Ασία και δόθηκαν δύο μάχες, στην Δόκεια και τα Άδανα.
Ο Ρωμανός ηττήθηκε σε αμφότερες. Όσοι αξιωματικοί τόλμησαν να τον υπερασπιστούν στη μάχη υπέστησαν τις οδυνηρές συνέπειες της πίστης τους. Ο Αλυάτης, στρατηγός γενναίος, ευγενικής καταγωγής, συνελήφθη και τυφλώθηκε με τρόπο επώδυνο, με ένα σιδερένιο υποστήριγμα σκηνής. Μετά την δεύτερη ήττα του, όταν ο Ρωμανός συνειδητοποίησε ότι δεν ελέγχει πλέον τα γεγονότα, αλλά ελέγχεται από αυτά, παραιτήθηκε από κάθε προσπάθεια σωτηρίας της ζωής του και παραδόθηκε οικειοθελώς στον αντίπαλο διοικητή, ο οποίος, κατά τραγικά ειρωνικό τρόπο, ήταν ο Ανδρόνικος Δούκας, ο ίδιος άνθρωπος που τον είχε προδώσει στο Μαντζικέρτ.
Ο προδομένος και οριστικά ηττημένος Ρωμανός συμφώνησε να παραιτηθεί από τον θρόνο και να αποσυρθεί ήσυχα σε κάποιο μοναστήρι. Εις ανταπόδοση, του δόθηκε γραπτή εγγύηση για την σωματική του ακεραιότητα, υπογεγραμμένη από τον θετό γιο του και νυν Αυτοκράτορα, Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα. Ο Ιωάννης Δούκας όμως, έτρεφε ασίγαστο μίσος κατά του Ρωμανού και επέμενε να του δείξει ότι τώρα εκείνος είχε την εξουσία. Αμέσως μετά την επιστροφή του Ρωμανού στη Βασιλεύουσα, οι γραπτές εγγυήσεις έπαψαν να εγγυώνται οτιδήποτε.
Ο Καίσαρας έπεισε τον Ψελλό να τον δηλητηριάσουν. Το δηλητήριο αποδείχθηκε ασθενές για να επιφέρει τον θάνατο, αλλά αρκετά ισχυρό για να προκαλεί αφόρητους πόνους. Κατόπιν αποφάσισαν ότι η τύφλωσή του θα ήταν μία πιο πρέπουσα ποινή, όπως εξ άλλου άρμοζε σε έναν «παράνομο διεκδικητή του θρόνου». Όταν ο δήμιος του παλατιού αρνήθηκε να εκτελέσει την ποινή, ορίσθηκε μία αμοιβή 10 χρυσών υπέρπυρων για όποιον δεχόταν να πάρει την θέση του. Δεν παρουσιάσθηκε κανείς. Η αμοιβή αυξήθηκε στα 20 και κατόπιν στα 30 χρυσά υπέρπυρα.
Μόνο τότε προθυμοποιήθηκε κάποιος. Ήταν ένας Εβραίος. Είχε πλήρη άγνοια της διαδικασίας της τύφλωσης και για αυτό το μαρτύριο του Ρωμανού παρατάθηκε κατά τον πλέον κτηνώδη τρόπο. Έξι φορές βύθισε την πυρωμένη βέργα στα μάτια του Ρωμανού, καθώς εκείνος ούρλιαζε από τους πόνους. Ο δήμιος δεν είχε απλώς καυτηριάσει τις ίριδες – είχε εξορύξει ολόκληρους τους οφθαλμούς.
Ακόμη και τότε δεν ησύχασαν οι βασανιστές του. Όταν είδαν ότι το δράμα του προδομένου Αυτοκράτορα είχε ξεσηκώσει την κατακραυγή λαού και στρατού, αποφάσισαν να τον φυλακίσουν σε ένα μοναστήρι για να μην μετατραπεί σε εθνικό ήρωα.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Ήταν 1031, πριν 40 ακριβώς χρόνια, επί βασιλείας Ρωμανού Γ΄ Αργυρού… Ο δούκας Κωνσταντίνος Διογένης, είχε διαβλέψει τον επερχόμενο κίνδυνο, είχε αντιληφθεί την αρχή της πολιτικής σήψης. Το σπίτι του ήταν ακόμα γεμάτο από τα τρόπαια των Βουλγαρικών πολέμων. Τα κοίταζε με υπερηφάνεια, νοσταλγία, αλλά και πίκρα. Ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Βασιλείος Β΄ τον είχε συγχαρεί για τις ανδραγαθείες του και τον είχε φιλήσει μπροστά στα μάτια των παρατεταγμένων ανδρών της τούρμας του. Μόλις πριν τρία χρόνια ακόμα, το 1028, εκείνος είχε κατανικήσει τους Πετσενέγους οι οποίοι είχαν διαβεί τα Παρίστρια Θέματα, λεηλατώντας τα βόρεια εδάφη της Αυτοκρατορίας.
Στη Βασιλεύουσα οι δύο Αυτοκράτορες που είχαν διαδεχθεί τον Βασίλειο, γλεντοκοπούσαν, μεθούσαν και αντάλλασαν συζύγους. Κανείς δεν ενδιαφερόταν για την επαρχία που σφάδαζε από την αβάσταχτη φορολογία. Η εξουσία είχε περιέλθει στα χέρια των ευνούχων. Ένας από αυτούς, ο Ορέστης, αρχιθαλαμηπόλος και κόλακας του βασιλιά, κατηγόρησε τον Διογένη ότι σχεδίαζε κίνημα εναντίον του θρόνου, στο οποίο, σύμφωνα με τα λόγια του, ήταν αναμεμιγμένοι και άλλοι τέσσερις συμπολεμιστές του Βασίλειου Β΄.
Οι συνωμότες συνελήφθησαν και μαστιγώθηκαν. Διαπομπεύθηκαν, συρόμενοι σαν άθλια υποκείμενα, κατά μήκος της Μέσης λεωφόρου στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν φυλακίσθηκαν. Ο Κωνσταντίνος Διογένης υποχρεώθηκε να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα. Η τιμωρία όμως, και ο εξευτελισμός του βασανισμένου στρατηγού, δεν φάνηκε να ικανοποιεί την κακία του πολιτικού κόσμου της Βασιλεύουσας, ο οποίος ήθελε να απομακρύνει για πάντα τους στρατιωτικούς από την εξουσία. Ακόμα και φυλακισμένος στην Μονή Στουδίου, ο Διογένης κατηγορήθηκε σαν συνωμότης για δεύτερη φορά.
Όταν οι φήμες έφθασαν στα αυτιά του, συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε λυτρωμός. Αυτοκτόνησε πηδώντας από τα βράχια του μοναστηριού. Ο μικρός του γιος, ο Ρωμανός Διογένης, ήταν τότε πέντε ετών. Έκτοτε το μέλλον του ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο. Σαράντα χρόνια αργότερα το κουρελιασμένο, εξαθλιωμένο και τυφλό ανθρώπινο ράκος, το οποίο πριν ένα χρόνο ήταν ένας εύρωστος, γοητευτικός άνδρας, σύρθηκε μέχρι την Προποντίδα όπου ξεψύχησε στις 4 Αυγούστου 1072.
Είχε βασιλεύσει για 1030 τραγικές ημέρες και στους τελευταίους μαρτυρικούς μήνες της ζωής του είχε υποστεί όλα τα βασανιστήρια καρτερικά και αδιαμαρτύρητα, χωρίς ποτέ να κατηγορήσει οποιονδήποτε από τους ορκισμένους εχθρούς του. Η Ευδοκία πήρε το πτώμα του και το έθαψε στη νήσο Πρώτη. Μέσα στην ατμόσφαιρα της γενικότερης εθνικής τραγωδίας, αλλά και του προσωπικού της δράματος, η έκπτωτη πλέον Αυγούστα θρήνησε ειλικρινά τον θάνατό του, μετανιώνοντας πικρά για όλη εκείνη την υποστήριξη που θα μπορούσε να του είχε προσφέρει, αλλά δεν το είχε κάνει.
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΜΙΑΣ ΧΙΛΙΟΧΡΟΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Η καταστροφή του Ματζικέρτ ήταν η μεγαλύτερη που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η Αυτοκρατορία στα 750 χρόνια ζωής της.Αν και οι επιπτώσεις της ήττας θα ήταν μακροχρόνιες, δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι μέσα στο διάστημα λίγων εφιαλτικών ωρών η Αυτοκρατορία είχε απωλέσει το 1/3 της Μικράς Ασίας. Η τραγωδία γίνεται κυριολεκτικά δυσβάσταχτη αν αναλογισθούμε ότι προκλήθηκε από μία επαίσχυντη προδοσία. Ωστόσο, απέμενε μία μικρή, τελευταία πράξη για την ολοκλήρωσή της: μετά την ανατροπή του Ρωμανού, ο Μιχαήλ Δούκας θεώρησε την συνθήκη άκυρη και οι Τουρκικές επιδρομές ξανάρχισαν.
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1081, οι Σελτζούκοι είχαν κατακτήσει ολόκληρο το πλάτωμα της Ανατολίας, από την Αρμενία μέχρι την Βυθινία, ονομάζοντας πρωτεύουσά τους την Νίκαια, σε απόσταση αναπνοής από την Κωνσταντινούπολη. Παρά τα ανθρώπινα ελαττώματα ή τα όποια σφάλματά του, κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τον Ρωμανό για την αιτία της καταστροφής. Η σύντομη, τετραετής βασιλεία του ήταν ένας διαρκής αγώνας απόγνωσης και πικρίας, κατά την διάρκεια του οποίου κυνηγούσε ένα όνειρο το οποίο γλιστρούσε διαρκώς μέσα από τα χέρια του.
Υπήρξε μία από τις τραγικότερες μορφές του Ελληνισμού, στον οποίον η μοίρα έταξε να πρωταγωνιστήσει σε μία από τις μελανότερες σελίδες του: ένας αγνός πατριώτης ο οποίος όδευε με μαθηματική ακρίβεια προς την συνωμοτική παγίδα που του είχαν στήσει ο Ψελλός και ο Δούκας, χωρίς βέβαια να απουσιάζουν και κάποια άλλα πρόσωπα τα οποία είχαν βοηθήσει στην επίλυση των «τεχνικών λεπτομερειών» – ο Ιωσήφ Ταρχανειώτης, για παράδειγμα, ανταμείφθηκε πλουσιοπάροχα μετά την επιστροφή του στη Βασιλεύουσα…
Το μεγαλύτερο και πλέον ασυγχώρητο σφάλμα του Ρωμανού ήταν ο ανθρωπισμός του. Η Ελληνική ιστορία θα ήταν εντελώς διαφορετική αν την στιγμή του ενθρονισμού του, είχε διασφαλίσει την εξουσία του στην Κωνσταντινούπολη, εξοντώνοντας τους πολιτικούς υπονομευτές του, χωρίς αυτό να τον χαρακτηρίσει απαραίτητα ως «αιμοσταγή δολοφόνο» ή κάτι τέτοιο. Η «επίσημη» ιστορία, κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Το κριτήριο μίας ιστορικής επιτυχίας δεν ήταν ποτέ η διάπραξη βίας, αλλά αν ο λόγος για τον οποίον διαπράχθηκε δικαίωσε το τελικό αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με αυτή την λογική, οι Έλληνες αρνούμεθα να συγχωρέσουμε την επιείκειά του προς εκείνους των οποίων οι οφθαλμοί θα έπρεπε, σύμφωνα με κάθε ηθικό και γραπτό νόμο, να βρίσκονται κάτω από την πυρωμένη βέργα του Εβραίου. Ο Ρωμανός στο Μαντζικέρτ, πολεμούσε λανθασμένο εχθρό σε λανθασμένο τόπο.
ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Ο Μύθος της Μεγάλης Μάχης
Παρά τα όσα έχουν γραφεί, το Μαντζικέρτ μπορεί να ονομασθεί μεγάλη εκστρατεία, αλλά και μεγάλη μάχη: οι Τούρκοι απέφευγαν διαρκώς την συμπλοκή, παρασύροντας τον Ρωμανό σε μία άκαρπη καταδίωξη. Η φυγή προεκλήθη εξαιτίας της λανθασμένης κατανόησης της μοιραίας διαταγής του Ρωμανού και την προδοσία του Δούκα. Κατόπιν αυτών ελάχιστοι παρέμειναν στο πεδίο της μάχης για να πολεμήσουν. Ακόμα όμως κι αν ο Αυτοκράτορας δεν είχε προδοθεί από τους στρατηγούς του, ήταν αμφίβολο αν θα επετύγχανε την ολοκληρωτική νίκη που επεδίωκε.
Οι Τούρκοι θα κατέφευγαν στην ασφάλεια των δύσβατων περιοχών τους, όπως ακριβώς είχαν πράξει και κατά την πρώτη φάση της μάχης. Έτσι η περίφημη μάχη του Ματζικέρτ θα είχε καταλήξει σαν μία μεθοριακή αψιμαχία. Ακόμη και οι απώλειες των δύο αντιπάλων ήταν μικρές. Αν και δεν υπάρχουν αναφορές επί τούτου, μπορεί ωστόσο, να γίνει μία πρόχειρη εκτίμηση βάσει των γεγονότων.
Οι απώλειες έπληξαν το κέντρο του Ρωμανού και το μεγαλύτερο μέρος της αριστερής πτέρυγας, άρα ένας αριθμός 10.000 νεκρών και αιχμαλώτων θα ήταν λογικός. Εάν σε αυτόν τον αριθμό προστεθούν και οι απώλειες των σωμάτων του Βασιλάκιου και του Βρυέννιου, κατά τις συμπλοκές της 25ης Αυγούστου, καταλήγουμε σε ένα σύνολο 11.000 ανδρών από μία αρχική δύναμη 50.000. Οι Τουρκικές απώλειες δεν πρέπει να υπερέβαιναν τις 3 – 4.000. Παρά την υποβάθμιση που είχε υποστεί ο Αυτοκρατορικός στρατός, εξακολουθούσε να αποτελεί μία αξιόμαχη δύναμη, ποιοτικά ανώτερη των Τούρκων.
Οι Σελτζούκοι δεν είχαν ισχυρή πολιτική δομή, ήταν απείθαρχοι, διαιρεμένοι σε νομαδικές φυλές και συχνά δεν αναγνώριζαν εξουσία. Αν μετά τον θάνατο του Βασίλειου Β΄ οι Αυτοκράτορες είχαν φροντίσει να διατηρήσουν το επίπεδο του στρατού, τότε ο καινοφανής Τουρκικός κίνδυνος θα είχε εξαλειφθεί πριν την γέννησή του. Στα χρόνια που επακολούθησαν την ήττα του Μαντζικέρτ, ο Βυζαντινός στρατός απέδειξε επανειλημμένα την ικανότητά του να κατανικά τον Σελτζουκικό στρατό, ο οποίος εξάλλου, υπολειπόταν έναντι του αραβικού, τον οποίο η Αυτοκρατορία είχε συντρίψει στην Μικρά Ασία.
Ο Μύθος των Στρατηγικών Σφαλμάτων
Αν και πολλοί ιστορικοί ασχολήθηκαν με την μεγαλύτερη τραγωδία του Μεσαιωνικού Ελληνισμού, οι περισσότεροι απέτυχαν να αγγίξουν την αλήθεια. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν πολλοί ξένοι και Έλληνες ιστορικοί αναλυτές, οι οποίοι επιρρίπτουν την ευθύνη της ήττας στον Ρωμανό, αποσιωπώντας ή αφήνοντας ασχολίαστη την σωρεία των εθνοπροδοσιών της πολιτικής εξουσίας. Οι πρώτοι το πράττουν εσκεμμένα, πρόθυμοι να μειώσουν το κλέος της Ελληνικής Μεσαιωνικής Αυτοκρατορίας. Οι δεύτεροι, επειδή δεν θέλουν να αναταράσσουν τα νερά του ανθελληνικού κατεστημένου που διέπει την σύγχρονη ιστορία.
Και κάποιοι τρίτοι, επειδή απλά αντιγράφουν τους προηγούμενους δύο. Αν και το κυριότερο στρατηγικό σφάλμα του Ρωμανού στο πεδίο της μάχης ήταν η σχεδόν ανύπαρκτη πληροφόρηση περί των κινήσεων του Σουλτάνου, εκείνο που του αποδίδουν οι επικριτές του είναι συνήθως, η διαίρεση του στρατεύματος σε δύο σώματα, μεταξύ του Χλιάτ και Μαντζικέρτ. Η ενέργεια αυτή όμως, ήταν ορθότατη: κατ’ αυτόν τον τρόπο κτυπούσε αμφότερες τις εχθρικές θέσεις, ενώ ταυτόχρονα αφαιρούσε από τον αντίπαλο τη δυνατότητα αποστολής ενισχύσεων από το Χλιάτ στο Μαντζικέρτ και αντίστροφα.
Τέλος, ακόμα και αν η κατηγορία αυτή ευσταθεί κατά τον οποιονδήποτε τρόπο, ο παρών συγγραφέας δεν γνωρίζει κανέναν στρατηγό της παγκόσμιας ιστορίας ο οποίος να οδεύει προς το πεδίο της μάχης προδομένος από το σύνολο της πολιτικής εξουσίας και τους τρεις από τους πέντε διοικητές του, και παρόλα αυτά να διατηρεί την παραμικρή πιθανότητα επιτυχίας στη μάχη.
ΑΥΛΑΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΙΑΣΟ
Ο πιο αγαπητός μαθητής του Μιχαήλ Ψελλού, ο Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας, ήταν ο τελευταίος της σειράς των ανίκανων Αυτοκρατόρων οι οποίοι βασίλευσαν από το 1025 έως το 1079. Σύμφωνα με τις κολακευτικές προτροπές και επιταγές του πρώτου, ασχολήθηκε περισσότερο με την ποίηση και την φιλοσοφία, παρά με τις κρατικές υποθέσεις. Παρόλα αυτά, κάποια μέρα, αποφάσισε να τον απομακρύνει από το παλάτι προς χάριν κάποιου άλλου λόγιου.
Ο Ψελλός απομονώθηκε σε κάποιο μοναστήρι και πέθανε το 1078, αγνοημένος από όλους και εκδιωγμένος για πάντα από το περιβάλλον της εξουσίας το οποίο αποτελούσε το οξυγόνο που τον διατηρούσε ζωντανό – ίσως η πιο αρμόζουσα τιμωρία για έναν άνθρωπο σαν αυτόν. Διακατεχόμενος από ένα κρυφό σύμπλεγμα ανωτερότητας, περιφρονώντας κατά βάθος, κάθε μορφή εξουσίας, ο μηχανορράφος φιλόσοφος, κατηγόρησε όλους τους Αυτοκράτορες της εποχής του ως υπεύθυνους για την καταστροφή της Αυτοκρατορίας.
Ο ίδιος φυσικά, δεν συμπεριέλαβε ποτέ τον εαυτό του ανάμεσα στους υπεύθυνους, παρότι όλοι υπήρξαν εκούσια ή ακούσια όργανα της δαιμόνιας χειραγωγίας του. Η προδοσία του Ρωμανού υπήρξε το μεγαλύτερο «επίτευγμα» της ζωής του, αν και μερικοί θεωρούν την χρονογραφία του. Η Ευδοκία έζησε άλλα 25 χρόνια, αφοσιωμένη μόνο στα γράμματα και την ποίηση. Ο Ιωάννης Δούκας άσκησε την εξουσία πίσω από τον θρόνο του ανεψιού του, και γιου της Ευδοκίας, Μιχαήλ Ζ΄. Κάποια στιγμή όμως, ελλείψει άλλων στρατηγών, στάλθηκε να πολεμήσει τους Τούρκους. Ηττήθηκε στη μάχη, αιχμαλωτίστηκε και απελευθερώθηκε.
Μόλις επέστρεψε εκάρη μοναχός και διατήρησε την παρασκηνιακή εξουσία ακόμη και με την νέα του ιδιότητα, μέχρι το τέλος της βασιλείας του ανεψιού του. Το 1078 ο στρατηγός Νικηφόρος Βοτανειάτης, επαναστάτησε εναντίον του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα και ανακηρύχθηκε Αυτοκράτωρ, αλλά θα βασίλευε ελάχιστα. Ο αχώριστος σύντροφος και συμπολεμιστής του Ρωμανού, Νικηφόρος Βασιλάκιος, παρέμεινε πάντοτε αμετανόητος και πιστός στο όραμά του. Το ίδιο έτος επαναστάτησε κατά του Βοτανειάτη, αλλά νικήθηκε από τον Αλέξιο Κομνηνό και είχε το ίδιο τέλος με τον Ρωμανό: τυφλώθηκε και πέθανε αφανής.
Ο Αλπ Αρσλάν πέθανε το 1072, λίγους μήνες μετά τον Ρωμανό. Κατά ειρωνική σύμπτωση, αιτία του θανάτου του ήταν η υπεροψία και η βαναυσότητά του, ελαττώματα για τα οποία είχε κατακρίνει τον Ρωμανό. Με απώτερο σκοπό την συνένωση ολόκληρου του Μουσουλμανικού κόσμου, επέκτεινε τα σύνορα της νεοσύστατης Αυτοκρατορίας του προς το Τουρκεστάν, την κοιτίδα των προγόνων του. Στην πορεία του καθυπέταξε πόλεις και πολιόρκησε οχυρά. Το φρούριο του Μπαρζάμ, υπερασπιζόμενο από τον ακατάβλητο Χωράσμιο Ιρανό Γιουσούφ Κοτουάλ, προέβαλε σθεναρή αντίσταση.
Όταν τελικά κατελήφθη, ο Κοτουάλ οδηγήθηκε αιχμάλωτος μπροστά στον Σουλτάνο. Ο ένας χρόνος που είχε περάσει από την νίκη του στο Μαντζικέρτ είχε σβήσει εύκολα από το μυαλό του τα λόγια του περί «συγχώρεσης προς τους κακούς». Μόλις αντίκρισε τον αιχμάλωτο αντίπαλό του, διέταξε να βασανιστεί μέχρι θανάτου. Οργισμένος ο Κοτουάλ, χωρίς να έχει πλέον τίποτα να χάσει, πέρα από έναν αργό, μαρτυρικό θάνατο, προσέβαλε κατάμουτρα τον Σουλτάνο, αποκαλώντας τον δειλό. Ο πάντοτε γενναίος Αλπ Αρσλάν, διέταξε τους φρουρούς να τον απελευθερώσουν για να αναμετρηθούν μόνοι τους.
Ο Κοτουάλ τράβηξε ένα μαχαίρι και όρμησε μανιασμένος κατά του Σουλτάνου. Ο Αλπ Αρσλάν όμως, ήταν ένας από τους δεινότερους τοξότες της εποχής του. Με αξιοθαύμαστη ταχύτητα έβαλε ένα βέλος στη χορδή του τόξου του. Την στιγμή που το χέρι του απελευθέρωνε την χορδή, το πόδι του γλίστρησε. Το βέλος αστόχησε για ελάχιστα εκατοστά και την επόμενη στιγμή ο Κοτουάλ κάρφωνε το μαχαίρι του στο στήθος του. Τέσσερις ημέρες αργότερα ο νικητής του Μαντζικέρτ θα υπέκυπτε στο μοιραίο τραύμα του.
Ήταν 42 χρονών και είχε βασιλεύσει επί 10 χρόνια. Συνειδητοποιώντας ότι είχε τιμωρηθεί για την υπεροψία του, διέταξε να γραφή στον τάφο του η ακόλουθη επιγραφή:
«Όλοι εσείς που είδατε το μεγαλείο του Αλπ Αρσλάν να αγγίζει τα ουράνια, δείτε το τώρα να μετατρέπεται σε σκόνη»
ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ
Η Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας Επιστημών της Σοβιετικής Ένωσης αναφέρει σχετικά με τα αίτια της ήττας των Βυζαντινών:
«Στα μέσα του 11ου αιώνα γίνονταν στο Βυζάντιο άγριοι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι που χαρακτηρίζονται από την ένταση του φεουδαρχικού κομματιάσματος. Η πάλη για το θρόνο ανάμεσα στις διάφορες μερίδες της κυρίαρχης τάξης έφτασε σε οξύτατο σημείο. Από το 1057 ως το 1081 άλλαξαν πέντε Αυτοκράτορες. Οι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι έγιναν αιτία να εξασθενίσει το Βυζαντινό κράτος και να χειροτερεύσει η εξωτερική πολιτική του θέση του. Στην κατάρρευση της στρατιωτικής δύναμης του Βυζαντίου βοήθησε και η μετατροπή των ελεύθερων αγροτών σε δουλοπάροικους, καθώς και η καταστροφή των στρατιωτών».
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ – ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
Τα αποτελέσματα της μάχης ήταν δραματικά για την τύχη τόσο του Pωμανού όσο και της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο οι απώλειες ήταν σχετικά μικρές. Aπό τις 45.000 που είχε μαζί του ο Pωμανός, λιγότεροι από 8.000 έπεσαν στη μάχη ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Συγκεκριμένα, το σώμα του Ταρχανειώτη (περί τις 15.000 – 20.000) δεν συμμετείχε καν στη μάχη, όπως και το σώμα των Λατίνων (500 άνδρες). H οπισθοφυλακή του Δούκα (τουλάχιστον 8.000 άνδρες) επίσης διέφυγε δίχως απώλειες. Tο αριστερό πλευρό του Bρυέννιου υπέστη κάποιες απώλειες αλλά όχι συντριπτικές, αντίθετα με το δεξί που διαλύθηκε.
Σοβαρότατες ήταν οι απώλειες και του κέντρου. Aν προσμετρήσουμε τους Ούζους και τους Αρμένιους που αποστάτησαν πριν από την μάχη, διαπιστώνουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης του Αυτοκρατορικού στρατού έμεινε άθικτο. Στην ουσία, δηλαδή, οι Βυζαντινοί εξακολούθησαν να έχουν συντριπτική αριθμητική υπεροχή σε σχέση με τους Τούρκους. Όμως μετά την ήττα του Μαντζικέρτ και ειδικότερα λόγω του τρόπου με τον οποίο ήλθε, δεν ήταν δυνατό να ανακάμψει η Αυτοκρατορία σε σύντομο διάστημα, ούτε να διασώσει τις Μικρασιατικές κτήσεις της.
O νέος εμφύλιος που ξέσπασε αμέσως μετά, χειροτέρεψε τραγικά την κατάσταση. Aν και η δύναμη της Αυτοκρατορίας αποκαταστάθηκε εν μέρει με την ενθρόνιση του Αλέξιου Κομνηνού, το Βυζάντιο ουδέποτε συνήλθε από τις άμεσες συνέπειες της ήττας του Μαντζικέρτ, δηλαδή την απώλεια των υψιπέδων της M. Aσίας και το κλείσιμο της διόδου προς τη M. Aνατολή και την Aρμενία. H σημασία της κεντρικής Ανατολίας και της Αρμενίας ήταν μεγάλη λόγω του ότι οι περιοχές αυτές παρείχαν τη δεξαμενή από την οποία ο Βυζαντινός στρατός αντλούσε μαχητές.
Bεβαίως η αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού είχε ξεκινήσει πριν το Mαντζικέρτ, αλλά η καταστροφή του Bυζαντινού στρατού απέκοψε ολόκληρη την Aνατολική M. Aσία από τον αυτοκρατορικό διοικητικό μηχανισμό και έδωσε στους Tούρκους τη δυνατότητα να στρατολογούν τους σκληροτράχηλους ορεσίβιους για τα δικά τους συμφέροντα. Aν οι Bυζαντινοί είχαν κερδίσει τη μάχη, κατά πάσα πιθανότητα η Aνατολία θα παρέμενε υπό τον έλεγχό τους και οι εξελίξεις στο θέμα του εκτουρκισμού της M. Aσίας θα ήταν διαφορετικές.
Aν και οι πιέσεις που ασκούσαν τα διάφορα Τουρκικά φύλα με τη μετακίνησή τους από την στέπα προς τα πλούσια Αυτοκρατορικά εδάφη, ήταν πολύ έντονες στην εποχή που εξετάζουμε, πιθανή ήττα του Aρπ Ασλάν θα είχε σταματήσει την προώθηση των Τουρκομάνων προς τα Δυτικά και ενδεχομένως θα τους είχε στρέψει προς τα εδάφη των ομόδοξών τους Αράβων και προς τη M. Aνατολή γενικότερα. Aντίθετα, την επομένη του Mαντζικέρτ οι Σελτζούκοι άρχισαν να εγκαθιστούν αποίκους στη M. Aσία και στη συνέχεια να εξισλαμίζουν Χριστιανικούς πληθυσμούς. O εξισλαμισμός την περίοδο αυτή, πάντως, ήταν σχετικά ήπιος.
Mεγάλες διαστάσεις πήρε μόνο επί Oθωμανών. H Αυτοκρατορική διοίκηση, παραλυμένη από τις αντιπαραθέσεις στην αυλή της Κωνσταντινούπολης και με το νέο Αυτοκράτορα δέσμιο των συμφερόντων που είχαν καταστρέψει το Ρωμανό, δεν ήταν δυνατό να αντιδράσει αποτελεσματικά. Oι Σελτζούκοι άρχισαν να εκτουρκίζουν τη M. Aσία με γοργό ρυθμό. Από την άλλη, η απώλεια των συγκεκριμένων εδαφών σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη συγκέντρωση των καλλιεργήσιμων γαιών σε λίγους γαιοκτήμονες, έκαναν αδύνατη τη στρατολόγηση ντόπιων πληθυσμών, και από το σημείο αυτό και πέρα ο κορμός του Βυζαντινού στρατού θα ήταν μισθοφορικός.
O Ρωμανός προσπάθησε να περιορίσει τη δύναμη των φεουδαρχών και να αντιμετωπίσει τους εξωτερικούς κινδύνους, αλλά προδόθηκε. Την παράλυση του στρατού θα διέκοπτε ο Αλέξιος, που χρησιμοποίησε για το λόγο αυτό και τους Χριστιανούς της Δύσης, μέσω των σταυροφοριών. Όμως ο Αλέξιος δεν μπόρεσε να σταματήσει την κοινωνικοοικονομική αποσύνθεση καθώς και τον αφελληνισμό της M. Ασίας. Oι Τούρκοι συνέχιζαν να εγκαθίστανται σε Χριστιανικά εδάφη και να προσηλυτίζουν τους Χριστιανούς, χρησιμοποιώντας ως κύριο εργαλείο γι’ αυτή τη διείσδυση τους “Γαζήδες”.
O Αλέξιος, θεωρώντας, όπως κάθε Αυτοκράτορας μίας πολυεθνικής Αυτοκρατορίας, ότι η εθνικότητα των υπηκόων του δεν έχει σημασία, αρκεί να είναι πιστοί στο κράτος, δεν έλαβε μέτρα για να αναστρέψει αυτήν την τάση και φυσικά ούτε οι διάδοχοί του έπραξαν κάτι τέτοιο. Eπίσης, η οικονομία του Βυζαντίου κλονίστηκε εξαιτίας της νομισματικής αστάθειας από τη μαζική χρήση των Βυζαντινών νομισμάτων από τους Σελτζούκους (και τους Λατίνους της M. Aνατολής στη συνέχεια).
Tο αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν δυο αιώνες αργότερα να έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για να υποταχθεί η M. Aσία στους Οθωμανούς, που ως η νέα δύναμη του Τουρκικού κόσμου, θεμελίωσαν τη δική τους ηγεμονία. Για να χτίσουν την κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία, απορρόφησαν σταδιακά τόσο τα εδάφη των Σελτζούκων όσο και τα υπολείμματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η ήττα στη μάχη του Μαντζικέρτ υπήρξε από τις σημαντικότερες της ιστορίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο ένα από τα σπουδαιότερα και δραματικότερα γεγονότα της Ευρωπαϊκής ιστορίας.
Και τούτο διότι άνοιξε πλέον τις θύρες για την κατάληψη της Βυζαντινής ανατολής. Η ήττα αυτή θεωρείται από πολλούς ιστορικούς ως η αρχή του τέλους της Βυζαντινής κυριαρχίας στην Μικρά Ασία και μακροπρόθεσμα του τέλους της Αυτοκρατορίας. O ιστορικός A. Gfrorer στο έργο του «Βyzantinische Geschichten» αναφέρει ότι μετά από αυτή τη μάχη το κράτος του Βυζαντίου περιήλθε στα χέρια των Τούρκων, ενώ άλλος, ο Gelzer, ονομάζει τη μάχη «θανάσιμη στιγμή για τη μεγάλη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αν και οι συνέπειές της, με όλες τις τρομερές τους πλευρές, δεν έγιναν αισθητές αμέσως.
Το Ανατολικό τμήμα της Μικράς Ασίας, η Αρμενία και η Καππαδοκία -οι επαρχίες, από τις οποίες προήλθαν τόσοι περίφημοι Αυτοκράτορες και πολεμιστές και που αποτελούσαν την κύρια δύναμη της Αυτοκρατορίας- χάθηκαν για πάντα, ενώ οι Τούρκοι άπλωσαν τις νομαδικές τους σκηνές επάνω στα ερείπια της αρχαίας Ρωμαϊκής δόξας. Το λίκνο του πολιτισμού έγινε βορά του Ισλαμικού Βαρβαρισμού και της τελείας κτηνωδίας. Το περίεργο είναι ότι αυτές καθ’ εαυτές οι στρατιωτικές συνέπειες δεν ήταν δραματικές και ανυπέρβλητες, ούτε έδιναν την εντύπωση της εθνικής καταστροφής.
Αυτό διότι δεν είχε επέλθει η ολοκληρωτική καταστροφή ή αιχμαλωσία του συνόλου ή του μεγαλύτερου μέρους των Ενόπλων Δυνάμεων της Αυτοκρατορίας, καθόσον οι δυνάμεις του Ταρχανειώτη (27.000 άνδρες), ήταν άθικτες, ενώ πολλοί από τους λοιπούς διασώθηκαν ως φυγάδες, και ως εκ τούτου εύκολα μπορούσαν να συγκεντρωθούν, να ανασυνταχθούν και ανασυγκροτηθεί έτσι η Βυζαντινή στρατιά. Οι κύριες και δραματικές, όπως απεδείχθη ιστορικά συνέπειες, επήλθαν από την αιχμαλωσία αρχικά και στην ανατροπή, στη συνέχεια, του Αυτοκράτορα Ρωμανού Διογένη.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι για πρώτη φορά σε όλη την μακραίωνα ιστορική διαδρομή της Αυτοκρατορίας συλλαμβάνεται αιχμάλωτος ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας. Γίνονται νομίζουμε κατανοητές ότι οι ηθικές και πολιτικές συνέπειες του γεγονότος αυτού είναι συντριπτικά τεράστιες. Η εθνική καταστροφή ακολούθησε όχι γιατί χάθηκε μια μάχη στις εσχατιές του κράτους -και στο παρελθόν είχαν χαθεί μάχες μέσα στην καρδιά της Αυτοκρατορίας- αλλά γιατί άρχισε εμφύλιος πόλεμος και συνεχίσθηκε η εσωτερική διαμάχη, που τις τελευταίες δεκαετίες δυναμίτιζε την ομαλότητα και μεθόδευε απερίσκεπτα την στρατιωτική αποδυνάμωση του Βυζαντίου».
Με την άποψη αυτή συμφωνεί το σύνολο σχεδόν των ιστορικών, πολλοί από τους οποίους θεωρούν την ανατροπή του Αυτοκράτορα Ρωμανού Διογένη ως έσχατη προδοσία, χαρακτηρισμός που δεν απέχει της πραγματικότητας και με τον οποίο συμφωνούμε απόλυτα. Αυτό διότι «Η πτώση και λίγο αργότερα θάνατος του Ρωμανού σήμαιναν την αποτυχία της τελευταίας προσπάθειας για αναδιοργάνωση και σωτηρία του κράτους».
Η επάνοδος στην εξουσία της πολιτικής γραφειοκρατίας, της οποίας οι απόψεις και τα έργα σχετικά με την παραμέληση του στρατού και των στελεχών ήταν ήδη γνωστά από την πολιτική τους προ της αναρρήσεως στο θρόνο του Ρωμανού Διογένη, αλλά και το ποιόν του νέου Αυτοκράτορα οδήγησαν την Αυτοκρατορία στην παραμέληση της ασφαλείας της Ανατολής, αλλά και της Δύσης. Στη νοοτροπία αυτή πρέπει να προσθέσουμε και το κλίμα αντεκδικήσεως (ρεβανσισμού) προς τη στρατιωτική αντιπολίτευση, που επικράτησε μετά την ήττα του Ρωμανού.
Έτσι, αντί να ασχοληθούν με τη σωτηρία της Αυτοκρατορίας, άρχισαν την εμφύλια σύρραξη, με απώτερο σκοπό την απομάκρυνση του Ρωμανού, του μόνου που είχε δώσει δείγματα ικανού και συνετού Αυτοκράτορα, απαραίτητες προϋποθέσεις για να μπορέσει η Αυτοκρατορία να αντεπεξέλθει τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπιζε στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Αντ’ αυτού ο νέος Αυτοκράτορας, αλλά ιδίως η γραφειοκρατική παρασκηνιακή κλίκα με επικεφαλής τον Καίσαρα Ιωάννη Δούκα και τον Μιχαήλ Ψελλό, έταξαν ως μοναδικό σκοπό τους την ανατροπή και εξόντωση του Ρωμανού.
Και όταν το πέτυχαν, αντί να ανασυγκροτήσουν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις για να αντιμετωπίσουν τις απειλές, ασχολήθηκαν με την αύξηση των προνομίων τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που επιβεβαιώνει τα ανωτέρω αποτελεί η προϊστορία της αποδόσεως του προσωνυμίου του νέου Αυτοκράτορα: «Παραπινάκης». Η προσωνυμία λοιπόν αυτή απεδόθη από το λαό, διότι ο διορισθείς από αυτόν μέγας λογοθέτης, πρώην γραμματέας του πατέρα του, ευνούχος Νικηφόρος ή Νικηφορίτσης, όπως όλοι οι φαύλοι εκπρόσωποι τέτοιων καθεστώτων, φρόντισε για την εκμετάλλευση της εξουσίας για προσωπικό του όφελος.
Σφετερίσθηκε λοιπόν το μονοπώλιο των σιτηρών της Θράκης και όχι μόνο πωλούσε τα σιτηρά σε υπερβολικές τιμές, αλλά κρατούσε υπέρ του Αυτοκράτορα το ένα τέταρτο του μοδίου (κιλό περίπου), που λεγόταν πινάκιο. Οι γνώμες των χρονικογράφων και ιστορικών της εποχής συγκλίνουν ότι ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ υπήρξε ένα ανδρείκελο στα χέρια των παρασκηνίων και δη του διδασκάλου του Μιχαήλ Ψελλού. Ο Αυτοκράτορας, αντί να ασχολείται με τις υποθέσεις της Αυτοκρατορίας ησχολείτο με τη λογοτεχνία, την ποίηση και τη φιλοσοφία, νομίζοντας ότι έτσι θα βοηθούσε στη λύση των προβλημάτων.
Οι συνέπειες της εμφυλίου συρράξεως και ιδίως της ανατροπής του Ρωμανού δεν άργησαν να εμφανισθούν, στην ανατολή και δύση. Έτσι οι Σελτζούκοι θεωρήσαντες με την ανατροπή του Ρωμανού ότι δεν δεσμεύονται από την υπογραφείσα συνθήκη, την παραβίασαν και επανάρχισαν τις επιδρομές κατά των ανατολικών επαρχιών της Αυτοκρατορίας. Οι επιδρομές αυτές σταδιακά προωθούσαν και μονιμοποιούσαν την κυριαρχία τους στις επαρχίες αυτές αποστερώντας παράλληλα από την Αυτοκρατορία από τους ανθρώπινους και υλικούς πόρους που αυτές προσέδιδαν σε αυτή.
Από άλλη πλευρά της Αυτοκρατορίας οι Νορμανδοί εκμεταλλεύθηκαν την ήττα στο Μαντζικέρτ και ολοκλήρωσαν την κατάληψη της Ιταλίας το 1071, καταλαμβάνοντας τη Βάρη (σημερινό Μπάρι) και ετοιμάζονταν να μεταφέρουν τον πόλεμο στις απέναντι ακτές της Βαλκανικής, κάτι που έκαναν μετά από μια δεκαετία. Συγχρόνως, οι υποτελείς λαοί της Βαλκανικής έδραξαν της ευκαιρίας και επαναστάτησαν. Όπως οι Βούλγαροι υπό τον Κωνσταντίνο Βοδινό (Borin) και οι Πετσενέγκοι και Ούζοι, που επανέλαβαν τις επιδρομές και τις λεηλασίες στις παραδουνάβιες επαρχίες της Αυτοκρατορίας.
Άλλη συνέπεια της ήττας του Μάντζικερτ, αλλά και της εμφυλίου συρράξεως που επακολούθησε ήταν οι στάσεις των διαφόρων αρχηγών και αρχηγίσκων, είτε ήταν μισθοφόροι, είτε διάφοροι Πρίγκιπες των λαών που αποτελούσαν την Βυζαντινοί Αυτοκρατορία (Αρμένιοι, κ.α.), βρήκαν ευκαιρία να εκφράσουν τις όποιες αποσχιστικές τάσεις και διαθέσεις τους. Αυτό είχε ως συνέπεια να ανατραπεί η πολιτική ισορροπία που επί αιώνες επικρατούσε στην Ανατολή και να υποκατασταθεί από κατάσταση ανισορροπίας.
Συγκεκριμένα ιδρύθηκαν ή καταβλήθηκε ένοπλη προσπάθεια για να ιδρυθούν κράτη ή κρατίδια ή ηγεμονίες στην περιοχή. Τα κρατίδια και οι ηγεμονίες με τις συνεχείς διαμάχες, προσωρινές συμμαχίες, προσωπικές φιλοδοξίες και αντιπαλότητες δημιούργησαν μια κατάσταση που καθιστούσε πολύ δυσχερή εάν όχι αδύνατη την επανένωση της περιοχής υπό μία κεντρική διοίκηση, εάν αυτή δεν ήταν ισχυρή και ικανή να επιβάλλει τη θέλησή της όπως δυστυχώς γι’ αυτήν δεν ήταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία της εποχής εκείνης.
Με άλλα λόγια, «η διοικητική εξουσία του Βυζαντίου κατέρρευσε στη Μικρά Ασία αμέσως μετά το Μαντζικέρτ, και στο χάσμα που δημιουργήθηκε Τούρκοι, Αρμένιοι και Νορμανδοί προσπαθούσαν να ιδρύσουν τα δικά τους κράτη». Εάν θελήσουμε να αναζητήσουμε – σχολιάσουμε τώρα τα αίτια της ήττας, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα ακόλουθα: Η χαλαρή στάση του Αυτοκράτορα Ρωμανού Διογένη απέναντι των πολιτικών του αντιπάλων, τους οποίους στην ουσία άφησε, τουλάχιστον στις δύο πρώτες εκστρατείες του, να διοικούν την Αυτοκρατορία και να καιροφυλακτούν ώστε στην πρώτη ευκαιρία να κινηθούν εναντίον του. Πολιτικό αίτιο.
Η άκαιρη και βιαστική σύγκρουση του Αυτοκράτορα με τον αντίπαλο. Θα έπρεπε πρώτα να προσπαθήσει να κερδίσει χρόνο με διπλωματικά μέσα, ώστε να μπορέσει και το θρόνο του να σταθεροποιήσει πολιτικά και να ολοκληρώσει τον εξοπλισμό, εκπαίδευση και αναδιοργάνωση του στρατού. Η μη προσαρμογή της στρατηγικής και τακτικής που εφαρμόσθηκε από το Ρωμανό Διογένη εναντίον των Σελτζούκων και των επιδρομών τους, στις ιδιομορφίες της στρατηγικής και τακτικής του νέου αντιπάλου.
Συγκεκριμένα, αντί της συγκροτήσεως της στρατιάς από συνδυασμό ευκινήτων και ταχυκινήτων τμημάτων με τα κλασικά τμήματα του Βυζαντινού στρατού, χρησιμοποιήθηκε η παραδοσιακή συγκρότηση του βαρέως πεζικού και ιππικού. Από την άλλη πλευρά θα έπρεπε να αποφευχθεί, στις δύο πρώτες εκστρατείες, η διαρκή κίνηση των Βυζαντινών στρατευμάτων σε όλη την περίμετρο της Αυτοκρατορίας, αλλά να εφαρμοσθεί η τακτική που εφαρμόσθηκε περιστασιακά από το Ρωμανό (στην πρώτη εκστρατεία) και πολύ επιτυχώς από τον Μανουήλ Κομνηνό.
Δηλαδή της τηρήσεως της στρατιάς σε κεντρική θέση με λήψη μέτρων μεμακρυσμένης και εγγύς ασφαλείας και άμεσης επέμβασης όπου και όταν απαιτείτο. Η έλλειψη συνοχής, οι ατέλειες στην εκπαίδευση και οι ελλείψεις σε οπλισμό του Βυζαντινού στρατού ως συνέπεια της πλήρους παραμελήσεώς του από τους προγενέστερους Αυτοκράτορες. Δεδομένα που δεν μπορούν να διορθωθούν – βελτιωθούν εύκολα.
Η κατάτμηση των Δυνάμεων με το διαχωρισμό της στρατιάς σε δύο τμήματα με την αποστολή σε άλλη κατεύθυνση, εκτός κυρίας προσπαθείας, των δύο στρατηγών Τραχανειώτη και Ουρσέλιου και η μη επιστροφή τους, αποστέρησαν από το Ρωμανό σημαντικές δυνάμεις στην κυρία προσπάθεια της εκστρατείας. Παραβίαση – μη εφαρμογή των αρχών του πολέμου Συγκέντρωση και Οικονομία Δυνάμεων. Η έλλειψη πληροφοριών και η εμπιστοσύνη σε μη εξακριβωμένες πληροφορίες ή η αγνόηση άλλων, σε συνδυασμό με την κακή εκτίμηση των δυνατοτήτων του αντιπάλου, ή το χειρότερο, η ταύτιση των δυνατοτήτων του αντιπάλου με τις δικές του επιθυμίες.
Όλα αυτά συνέτειναν στον αιφνιδιασμό του Ρωμανού Διογένη. Παραβίαση – μη εφαρμογή της αρχής του πολέμου για την Ασφάλεια. Η μη εφαρμογή της αρχής αυτής εμφανίζεται και στη μη λήψη μέτρων ασφαλούς προελάσεως. Συγκεκριμένα δεν διαπιστώθηκε εκπομπή αναγνωριστικών τμημάτων ή εμπροσθοφυλακών, ή καλυπτικών τμημάτων προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις κινήσεως του εχθρού, εκτός μόνο κατά την έναρξη της προελάσεως με την είσοδο της στρατιάς στην Αρμενία. Η αυτομολία των μισθοφόρων Ούζων και Πατζινάκων, είχε καθοριστική σημασία.
Πέραν τούτου όμως, κατέδειξε τις καταστροφικές συνέπειες που είχε για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η κατάργηση του θεσμού της υποχρεωτικής θητείας και η υποκατάστασή της με το σύστημα της εξαγοράς. Η χαμηλή επαγγελματική αξία, αλλά και η αναξιοπιστία των ηγετών και διοικήσεων μεγάλων κλιμακίων, αποστέρησαν από την ανωτάτη διοίκηση της δυνατότητας αποκεντρώσεως ευθυνών και αποστολών και όπου αυτό έγινε κατέληξε σε προδοσία, όπως αναλύεται στις επόμενες παραγράφους. Η στάση του διοικητού της εφεδρείας Ανδρόνικου Δούκα, η οποία είχε ως συνέπεια να μην κινηθεί και να μην εκτελέσει η εφεδρεία τις εντολές του Αυτοκράτορα.
Αντί αυτών επεδόθη σε διασπορά ψευδών ειδήσεων από μέρους του, ενέργειες που αποτελούν πράξεις εσχάτης προδοσίας. Αποδεικνύουν όμως συγχρόνως και το μέγεθος της διαφθοράς στα ανώτερα κλιμάκια της διοικητικής και στρατιωτικής μηχανής της Αυτοκρατορίας, αλλά και της επισημανθείσης ανωτέρω χαλαρής αντιμετωπίσεως των πολιτικών του αντιπάλων από τον ηγέτη – Αυτοκράτορα, στον οποίο πρέπει να καταλογίσουμε ευθύνη κακής επιλογής των βασικών διοικήσεων σχετικά τουλάχιστον με την επιλογή του διοικητού της εφεδρείας.
Η εξίσου προδοτική και ανεξήγητη στάση των στρατηγών Ιωσήφ Τραχανειώτη και Ουρσέλιου, που αντί να επιστρέψουν στη βάση της στρατιάς ενημερώνοντας συγχρόνως και τον Αυτοκράτορα περί της αφίξεως της Σελτζουκικής στρατιάς, αυτοί προτίμησαν να υποχωρήσουν προς το ασφαλές εσωτερικό της Αυτοκρατορίας. Επίσης η διακοπή της υποχωρήσεως της εμπρός γραμμής από το Ρωμανό, μόλις διαπίστωσε τη διάλυση της οπισθοφυλακής, και η απόφασή του να δώσει μάχη.
ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Μια σειρά γεγονότων στάθηκε αφορμή για την ήττα των Βυζαντινών. Μετά την οικτρή τιμωρία και τον θάνατο του Ρωμανού του Δ’ οι Σελτζούκοι εγκαθίδρυσαν την πρωτεύουσα του στην Νίκαια.. Μετά τη μάχη, η Αυτοκρατορία περιήλθε, δίνη του εμφυλίου πολέμου, που έληξε όταν ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός ανέβηκε στο θρόνο. Οι Βυζαντινοί με την ήττα στο Μαντζικέρτ έχασαν και τις οδούς που οδηγούσαν στις ανατολικές τους επαρχίες και ειδικά στην Αρμενία, με αποτέλεσμα να χάσουν και τον έλεγχο των κατοίκων τις περιοχής.
Ακόμα, ο δρόμος για τον εκτουρκισμό των πληθυσμών της περιοχής είχε ανοίξει δυσχεραίνοντας ακόμα πιο πολύ την ανακατάληψη αυτών των περιοχών από τους μετέπειτα Αυτοκράτορες. Χάθηκαν πολλές γαίες τις οποίες έδιναν για επιβράβευση στα στρατεύματα οι Αυτοκράτορες, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να τους παρέχουν άλλα ανταλλάγματα, μετατρέποντας το στρατό από εθνικό σε μισθοφορικό.
ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΧΗ
Οι επιπτώσεις από τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, που ήταν κυρίως μια σύμπτωση και όχι ένα αναμφισβήτητα στρατιωτικό γεγονός ήταν κυρίως πολιτικές. Ο Μ. Αngold, θεωρεί πως η μάχη στο Μαντζικέρτ ήταν περιττή και την ήττα την εκλαμβάνει ως αποτυχία σε μια παρακινδυνευμένη ενέργεια (ρίσκο) που αποκάλυψε όλες τις διασπαστικές τάσεις που υπήρχαν στο Βυζαντινό κράτος και τις οποίες οι προηγούμενοι αυτοκράτορες είχαν κατορθώσει λίγο ή πολύ να αναχαιτίσουν.
Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της ήττας, όπως η προδοσία του Ανδρόνικου Δούκα, η λιποταξία των Ούζων μισθοφόρων, αλλά και αυτά που ακολούθησαν,αποδεικνύουν πως η μακρά διαμάχη μεταξύ της Πολιτικής Διοικήσεως και των Στρατιωτικών είχε ολέθρια αποτελέσματα, τα οποία φάνηκαν όχι μόνο στο Μαντζικέρτ -που δεν αποτέλεσε εξάλλου και την τελευταία πράξη του δράματος για την αυτοκρατορία- αλλά στην επόμενη δεκαετία.
Παρά το γεγονός ότι η ήττα των Βυζαντινών δυνάμεων στο Μαντζικέρτ δε σήμανε τη στρατιωτική καταστροφή του Βυζαντίου, εντούτοις οι πολιτικές κυρίως εξελίξεις που είχε ήταν καταλυτικές όχι μόνο για το εσωτερικό του, αλλά και για τη σχέση του με τους γείτονες του και τη θέση του ως πολιτικού μορφώματος στο διεθνή χώρο. Αν και ουσιαστικά δεν υπήρξε απώλεια εδαφών τα γεγονότα που την ακολούθησαν, επιτάχυναν τη συρρίκνωση και τελικά την πτώση του Βυζαντίου.
Αναμφισβήτητα, δημιουργήθηκε μια νέα και αδιόρθωτη κατάσταση στην ανατολική Μικρά Ασία από τις ελεύθερες από κει και πέρα εισβολές των Σελτζούκων καβαλλάρηδων και τις εγκαταστάσεις των Τουρκομάνων νομάδων.Η μάχη του Μαντζικέρτ είχε επιπτώσεις και στην Βυζαντινή οικονομία, καθώς αποκλείστηκε από τις μεγάλες ποσότητες μαλλιού που προμηθεύονταν από τα ανατολικά υψίπεδα της Μ.Ασίας. Η προώθηση και η εγκατάσταση των Τούρκων στη Μικρά Ασία είχε και άλλες προεκτάσεις.
Η μάχη στο Μαντζικέρτ το 1071 θεωρείται σημαντικό ορόσημο της ιστορίας, επειδή οδήγησε σε δύο μεγάλης σημασίας διαδικασίες: τη βαθμιαία εγκατάσταση των Τούρκων στη Μικρά Ασία και, κατά συνέπεια, στον εξισλαμισμό των περιοχών αυτών, ενώ παράλληλα σηματοδότησε την αρχή της Βυζαντινής επιθυμίας και προθυμίας να «ανοιχτούν» τα εδάφη της Αυτοκρατορίας στις δυτικές Ευρωπαικές δυνάμεις προκειμένου να απελευθερωθούν από τους απίστους, διανοίγοντας είκοσι πέντε χρόνια αργότερα το δρόμο για τους Σταυροφόρους.
Συνοψίζοντας τις πολιτικές συνέπειες της μάχης επισημαίνεται πως, το Μαντζικέρτ έφερε τη διάλυση στην υπάρχουσα ισόρροπη ενότητα στη Βυζαντινή Ανατολή και την αντικατέστησε με μικρότερα αντιμαχόμενα μεταξύ τους κρατικά μορφώματα που κρατούσαν τη Μικρά Ασία σε μια διαρκή πολιτική και πολεμική αναταραχή μέχρι τη στιγμή της επανενοποίησής της και οριστικής κατάκτησής της από τους Οθωμανούς. Η ήττα αυτή δε σήμανε την εθνική καταστροφή για το Βυζάντιο.
Οι τραγικές της επιπτώσεις μεγεθύνθηκαν και επιταχύνθηκαν λόγω του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε αμέσως μετά και όχι μόνο δυναμίτισε την ομαλότητα, αλλά και μεθόδευσε απερίσκεπτα την στρατιωτική αποδυνάμωση του Βυζαντίου. Μπορεί η Τουρκική παρουσία στην Ανατολή να συνιστούσε ένα διαρκή κίνδυνο για το κράτος, αλλά το χειρότερο ήταν, η εκμετάλλευση της Τουρκικής παρουσίας στην Ανατολή από τις αντιμαχόμενες πλευρές των στρατηγών και των γραφειοκρατών στον αγώνα τους για την κατάληψη της εξουσίας.
Αυτοί οι διχασμοί που κλυδώνισαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μεγένθυναν ακόμα περισσότερο την έκταση και το εύρος της καταστροφής από την ήττα και στην ουσία εδώ πρέπει να αναζητήσουμε τις πραγματικές ιστορικές συνέπειες της μάχης, η ημερομηνία της κατάρρευσης της Βυζαντινής δύναμης μπροστά στους Τούρκους δεν είναι αυτή της μάχης του Μαντζικέρτ, αλλά αυτή της έναρξης του εμφυλίου πολέμου μεταξύ των Δουκών και του Ρωμανού Δ’ Διογένη.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μετά την μάχη του Μαντζικέρτ και μέσα στα επόμενα 10 χρόνια τα Τουρκικά φύλα θα κατακτήσουν το 90% της Μικράς Ασίας ενώ η αντεπίθεση της Αυτοκρατορίας τα επόμενα χρόνια θα επανακτήσει τα μισά μόνο από αυτά τα εδάφη. Έτσι η παρουσία τους είναι πλέον μόνιμη και σταδιακά αυξανόμενη. Παρόλα αυτά η κατάρρευση του κράτους δεν ήταν τόσο αποτέλεσμα της ήττας στο Μαντζικέρτ, όσο μιας σειράς αιτιών της προηγούμενης πεντηκονταετίας, τελικό αποτέλεσμα των οποίων ήταν να εμφανισθεί πολιτικά και στρατιωτικά αποδυναμωμένο την κρίσιμη στιγμή.
Ο βασικότερος λόγος ήταν η διαμάχη ανάμεσα στους κρατικούς αξιωματούχους και μέρους της αριστοκρατίας με τους στρατιωτικούς γαιοκτήμονες. Οι στρατιωτικοί γαιοκτήμονες εμφανίζονται ιδιαίτερα ενισχυμένοι τον 10ου αιώνα απειλώντας τόσο την κεντρική εξουσία όσο και τους ελεύθερους γεωργούς τους οποίους επιδιώκουν να απορροφήσουν. Το γεγονός αυτό αναγκάζει τον Βασίλειο Β’ (976 – 1025) να προχωρήσει σε σειρά μέτρων και ενεργειών με τα οποία θα καταφέρει τελικά να τους αποδυναμώσει.
Όμως ο Βασίλειος Β’ δεν απέκτησε απογόνους (δεν παντρεύτηκε ποτέ ) ούτε φρόντισε να αναδείξει και να επιβάλλει ένα άτομο που θα συνέχιζε την πολιτική του. Έτσι με τον θάνατο του, η εξουσία περιήλθε αρχικά στον αδερφό του και στη συνέχεια (1028) στις κόρες του αδερφού του που μόνο όρεξη για πολιτική δεν είχαν. Το γεγονός αυτό αξιοποιούν στο έπακρο οι κρατικοί αξιωματούχοι που κατορθώνουν να ελέγξουν την εξουσία, ανεβάζοντας στον θρόνο συζύγους περιορισμένων ικανοτήτων που αρέσκονταν απλώς να απολαμβάνουν τα προνόμια της θέσης τους.
Οι στρατιωτικοί θα αντιδράσουν χρησιμοποιώντας το μεγάλο τους όπλο τον στρατό, με αποτέλεσμα αλλεπάλληλες στάσεις και συνεχείς εμφύλιες συγκρούσεις. Οι κρατικοί αξιωματούχοι με την σειρά τους σε μια προσπάθεια μείωσης της δύναμης των στρατιωτικών θα προβούν σε συνειδητή αποδυνάμωση του στρατού με διάφορα μέτρα, όπως την δυνατότητα εξαγοράς της θητείας, απόλυση στρατηγών, αλλά κυρίως με την διακοπή της οικονομικής υποστήριξης στα θεματικά στρατεύματα, που σταδιακά αντικαθίστανται από μισθοφόρους.
Το γεγονός αυτό οδηγεί σε αποδυνάμωση του στρατεύματος αφού όχι μόνο μειώνεται ο αριθμός και η αξία του αλλά και αυτός που απομένει ως επί το πλείστον χρησιμοποιείται για την εξουδετέρωση των εσωτερικών αντιπάλων. Όπως είναι φυσικό όλη αυτή η κατάσταση ευτελίζει τον θεσμό του Αυτοκράτορα αφήνοντας το λαό στο έλεος των αντίπαλων παρατάξεων και των φιλοδοξιών τους. Έτσι αρχίζει η παρακμή του θεσμού των θεμάτων με ταυτόχρονη αποδυνάμωση της ελεύθερης αγροτικής κοινότητας, αυξάνονται τα φορολογικά βάρη, καταργείται το αλληλέγγυο, εμφανίζεται ο θεσμός της πρόνοιας, επεκτείνεται το δικαίωμα φοροσυλλογής από ιδιώτες, κιβδηλώνεται το νόμισμα κλπ.
Όμως σημαντικά προβλήματα θα προκαλέσει και η βίαιη επιβολή του Ορθόδοξου δόγματος, με αποτέλεσμα την εχθρότητα μεγάλης μερίδας του πληθυσμού ειδικά στις ανατολικότερες περιοχές, ακριβώς την στιγμή που εξαιτίας της εμφάνισης των τουρκικών φύλων, έπρεπε να είναι αρραγής η ενότητα. Επιπλέον η πολιτική ελίτ δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα και την ουσιώδη διαφορά των επιθέσεων αυτών από προηγούμενες, θεωρώντας και αυτές παροδικές.
Αλλά ακόμη και όταν διαπιστώθηκε ότι σκοπός των επιθέσεων ήταν η μόνιμη εγκατάσταση, δεν κατέστη δυνατό να ξεπεραστεί το μίσος με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην συγκροτηθεί αξιόμαχος στρατός, αλλά να καλούνται Σελτζουκικά στρατεύματα και ως μισθοφόροι εναντίον της μίας ή της άλλης πλευράς. Η απώλεια μεγάλου μέρους της Μικράς Ασίας ήταν καταστροφική γιατί η περιοχή αυτή ήταν η πλουσιότερη από όλες τις απόψεις .
Η πλειοψηφία του στρατού απαρτιζόταν από άντρες των περιοχών αυτών, οι μεγαλύτερες και πλουσιότερες πόλεις βρίσκονταν εδώ, κατ’ επέκταση και τα περισσότερα έσοδα στα κρατικά ταμεία έρχονταν από τις Μικρασιατικές περιοχές. Η σημασία της Μικράς Ασίας επιβεβαιώνεται και από την εκκλησία που ίδρυε επισκοπές και μητροπόλεις σε περιοχές που είχαν τον ανάλογο πληθυσμό και πλούτο να τις συντηρήσουν. Από τον κατάλογο των Μητροπόλεων, βλέπουμε ότι το 1050 υπήρχαν 47 στην Μικρά Ασία έναντι 35 που υπήρχαν στις αντίστοιχες Ευρωπαϊκές και Ιταλικές περιοχές.
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο ήταν ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε ταυτόχρονες επιθέσεις σε περισσότερα του ενός μέτωπα. Το γεγονός αυτό μετρίασε την δυναμική της Αυτοκρατορικής αντεπίθεσης που και λιγότερα έσοδα είχε πλέον και ήταν αναγκασμένη να διασπά τις δυνάμεις της. Παράλληλα έδωσε την δυνατότητα στους Τούρκους αρχικά να εδραιωθούν, ώστε στη συνέχεια ενισχυμένοι με νέα φύλα και μεταναστεύσεις να περάσουν ξανά από αμυντική σε επιθετική στάση, αρχίζοντας σταδιακά να επιβάλλουν και τους θεσμούς τους στους κατακτημένους υπηκόους.
Το γεγονός αυτό έχει γενικότερο αρνητικό αποτέλεσμα αφού οι κατακτητές καταλάμβαναν ακμάζουσες περιοχές με αποτέλεσμα μια γενικότερη οπισθοδρόμηση. Όμως όλα αυτά τα γεγονότα σηματοδοτούν και την οριστική μετατόπιση ισχύος από την ανατολική στη δυτική Ευρώπη. Τον καιρό του Βασίλειου Β’ η Αυτοκρατορία μπορούσε να καυχιέται ότι ήταν το ισχυρότερο από κάθε άποψη Χριστιανικό και Ευρωπαϊκό κράτος. Μετά το Μαντζικέρτ και τα όσα επακολούθησαν ο Γερμανός Αυτοκράτορας διεκδικούσε χωρίς ενδοιασμούς το δικαίωμα να ονομάζεται Αυτοκράτορας των Ρωμαίων.
Οι Νορμανδοί δήλωναν άφοβα ότι θέλουν να βασιλεύσουν στην Κωνσταντινούπολη και οι Ενετοί απαιτούσαν πλέον να θεωρούνται ισότιμοι εταίροι. Παράλληλα ο Πάπας της Ρώμης όταν αναφερόταν σε ένωση των εκκλησιών εννοούσε την υποταγή της ανατολικής εκκλησίας και της αναγνώρισης των πρωτείων του, ενδεικτικό της αλλαγής ισορροπίας, όταν στις αρχές του 11ου αιώνα οι Πάπες αν και ανταγωνίζονταν την Αυτοκρατορία, φοβούμενοι ή σεβόμενοι την ισχύ της ήθελαν την φιλία του Αυτοκράτορα. Η παρακμή για την Αυτοκρατορία άρχιζε.
ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Ο Αλπ Αρσλάν θα συμπεριφερθεί με ευγένεια στον αιχμάλωτο Αυτοκράτορα διαθέτοντας του και σκηνή. Αυτό δεν έγινε μόνο λόγω του ευγενή χαρακτήρα του αλλά και γιατί διαπίστωσε ότι οι Ρωμαίοι είχαν ακόμη πολλές δυνάμεις, οπότε ακόμη και αν επικρατούσε, οι απώλειες του θα του δημιουργούσαν δυσχέρειες σε ότι αφορά τον έλεγχο των αχανών περιοχών που εξουσίαζε. Έτσι πρότεινε λήξη του πολέμου ζητώντας να κρατήσουν οι Σελτζούκοι την Αρμενία υποσχόμενος όμως παράλληλα παύση των επιδρομών .
Επιπλέον θα υπήρχαν ανταλλαγές αιχμαλώτων , σύσφιξη σχέσεων ίσως και με γάμους και μόνο οι Ρωμαίοι θα έδιναν ένα ετήσιο φόρο στους Σελτζούκους. Από την στιγμή που οι όροι του έγιναν αποδεκτοί, ο ίδιος έφυγε για το Ιράν ώστε να ασχοληθεί με την ενίσχυση του κράτους του με νέα τουρκικά φύλα κάτι που θα έπρεπε να γίνει με προσοχή και τμηματικά αφού υπήρχε ο κίνδυνος τα απείθαρχα αυτά σώματα να δημιουργήσουν μεγάλα προβλήματα.
Έτσι αν πετύχαινε αυτή η ενσωμάτωση θα μπορούσε ως εκπρόσωπος του Σουνιτικού Ισλάμ να επιτεθεί σε Συρία, Παλαιστίνη και την Σιιτική (τότε) Αίγυπτο έχοντας καλυμμένα τα νώτα του από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Να σημειωθεί ότι για τους Μουσουλμάνους χρονικογράφους η νίκη των Σελτζούκων οφειλόταν στην ανώτερη στρατηγική και ευφυΐα. Ενώ ο Γάλλος μελετητής της Τουρκικής ιστορίας Jean Paul Roux γράφει ότι οι Σελτζούκοι ήταν λιγότεροι αλλά ποιο συμπαγείς και ικανοί ενώ οι Ρωμαίοι είχαν χαμηλό ηθικό αποτελούμενοι από ετερόκλητες δυνάμεις.
Επίσης θεωρεί την μετριοπαθή στάση του Αλπ Αρσλάν προϊόν της μεγαλοψυχίας του αλλά και φόβου για το μύθο της Ρώμης που ήταν ακόμη ισχυρός. Στην Κωνσταντινούπολη όταν μαθεύτηκε η ήττα στο Μαντζικέρτ δημιουργήθηκε μεγάλη αναστάτωση περισσότερο όμως για την τύχη του Διογένη, με τις διάφορες πληροφορίες για την τύχη του να είναι συγκεχυμένες. Ενδεικτικό του μίσους είναι η επικράτηση της άποψης να ανέλθει άμεσα στο θρόνο ο Μιχαήλ Ζ’ Δούκας. Η απόφαση αυτή δεν θα αλλάξει ακόμη και μετά την γνωστοποίηση των ευμενών όρων της συμφωνίας .
Μάλιστα οι υποστηρικτές της εκθρόνισης του Ρωμανού Διογένη ενέτειναν τις προσπάθειες τους για την ευόδωση των προσπαθειών τους, γεγονός που επιβεβαιώνει τόσο τον προδοτικό ρόλο ορισμένων εξ αυτών, όσο και το αβυσσαλέο μίσος που υπήρχε μεταξύ των αντίπαλων φατριών. Διαφωνίες βέβαια υπήρξαν, όμως η τελική απόφαση ήταν να ανέβει στο θρόνο ο Μιχαήλ Ζ’ Δούκας, να κλειστεί η Ευδοκία σε μοναστήρι και να δοθεί εντολή στις φρουρές των ασιατικών πόλεων να θεωρήσουν τον Διογένη σφετεριστή επιδιώκοντας την σύλληψη του.
Ο Διογένης έχοντας πληροφορηθεί τα καθέκαστα αποφασίζει να επιστρέψει στο Μαντζικέρτ, όμως οι δυσκολίες ανασυγκρότησης του στρατού θα είναι πολλές. Μάλιστα πολλοί προκειμένου να μην τον ακολουθήσουν λιποτακτούν, αναγκάζοντας τον να πάει στην Καππαδοκία ελπίζοντας ότι εκεί τα πράγματα θα είναι καλύτερα. Το δυσάρεστο για αυτόν είναι ότι πολλοί υποστηρικτές του είχαν ήδη φύγει, μη πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να υπάρξει τόσο ευνοϊκή συμφωνία. Οι συνέπειες του μίσους άνοιγαν τους ασκούς του Αιόλου, αφού η απόφαση για εμφύλια σύγκρουση αυτονόητα θα ακύρωνε την συμφωνία ειρήνης, με την Μικρά Ασία να βρίσκεται όμως στο έλεος των Σελτζούκων αφού ο στρατός είχε διαλυθεί.
Έτσι στην Πρωτεύουσα άρχιζαν οι ετοιμασίες για την δημιουργία στρατιωτικού σώματος, επικεφαλής του οποίου ορίστηκε ο Ανδρόνικος Δούκας που είχε συμβάλλει τα μέγιστα στην ήττα του Μαντζικέρτ. Την ίδια στιγμή ο Διογένης παρέμενε στα σύνορα, χάνοντας έτσι πολύτιμο χρόνο αλλά και μαζεύοντας στρατό μόνο από αυτές τις περιοχές. Πάντως και οι δύο πλευρές επιδίωκαν την ενίσχυση του, ενώ όμως ο Διογένης που είχε μεταβεί στην Καππαδοκία δεν κατάφερε σπουδαία πράγματα, οι αντίπαλοι του κατάφεραν να προσεταιρισθούν τον Νορμανδό Κρίσπιν με τους άντρες του.
Έτσι αποφασίζουν άμεση επίθεση που κατέληξε σε μεγάλη νίκη, ενώ ο Διογένης κλείστηκε σε ένα φρούριο μεταξύ Καισάρειας και Κιλικίας. Η αποχώρηση του Ανδρόνικου λόγω του χειμώνα, έδωσε την δυνατότητα στον Διογένη να κάνει νέες προσπάθειες συγκέντρωσης στρατού με πενιχρά όμως αποτελέσματα, αναγκάζοντας τον να απευθυνθεί ως έσχατη λύση στον Αλπ Αρσλάν. Την άνοιξη του 1072 ο Ανδρόνικος εισβάλει εκ νέου στην Κιλικία, καταφέρνοντας να συντρίψει τις εναπομείνασες δυνάμεις του Διογένη.
Το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει ο Διογένης αλλά και η έλλειψη νέων από τον Αλπ Αρσλάν θα τον αναγκάσουν να δεχτεί την πρόταση παράδοσης που του έγινε. Σε αυτή οι αντίπαλοι του εγγυόντουσαν (με την ένορκη βεβαίωση τριών επισκόπων) την σωματική του ακεραιότητα αρκεί να παραδινόταν. Λίγο μετά όμως ήρθε διαταγή ακύρωσης της συμφωνίας με εντολή για τύφλωση. Ο Ψελλός στην χρονογραφία του χωρίς αιδώ θα δικαιολογήσει την απόφαση αναφέροντας ότι ήταν επιβεβλημένη για να αποσοβηθεί ένας νέος εμφύλιος . Για αυτό παρά τις ικεσίες του Διογένη θα του βγάλουν τα μάτια με πυρωμένο σίδερο.
Όμως ο άτσαλος τρόπος με τον οποίο θα γίνει η αποτρόπαια πράξη θα έχει ως συνέπεια την μόλυνση των πληγών και τον θάνατο του τον Αύγουστο του 1072 από φρικτούς πόνους στη νήσο Πρώτη που είχε εξορισθεί. Αυτό ήταν το τραγικό τέλος του Ρωμανού Διογένη που παρά τα λάθη του προσπάθησε να εμποδίσει την καταστροφή της χώρας του, και αυτά ήταν τα αποτελέσματα του εμφυλίου που έβαζαν έτσι τα θεμέλια για την μετατροπή της Μικρασιατικής χώρας από Ρωμαϊκή σε Κεντροασιατική.
Δεν ξέρουμε αν ο Αλπ Αρσλάν θα βοηθούσε τον Διογένη, άλλωστε αντιμετώπιζε δυσκολίες αναγκαζόμενος να εμπλακεί σε δύσκολες πολεμικές αναμετρήσεις στην Τουρκμενία, κατά την διάρκεια των οποίων (Νοέμβριος του 1072) θα χάσει μάλιστα την ίδια του τη ζωή από τραύμα που του προκάλεσε ένας αιχμάλωτος του. Πάντως όταν πληροφορήθηκε τα καθέκαστα, είπε ότι με ευθύνη των αντιπάλων του η συμφωνία ακυρώνεται, δίνοντας εντολή να αρχίσουν εκ νέου οι επιδρομές .
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΕΛΤΖΟΥΚΟΥΣ
Διάδοχος του Αλπ Αρσλάν έγινε ο υιός του Μαλήκ Σαχ (1072 – 1092) που υιοθέτησε την πολιτική του πατέρα του. Ενώ όμως αναμένονταν νέες επιθέσεις, ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ’ δεν έπραττε ουσιαστικά τίποτα για την αντιμετώπιση αυτών. Ο Ζωναράς αιτιολογεί την απραξία αναφέροντας ότι ο Μιχαήλ Ζ’ ήταν άτομο μειωμένης διάνοιας, ενώ ο Ψελλός που γινόταν δέκτης αρκετών δηκτικών σχολίων ως δάσκαλος του Μιχαήλ Ζ’, απαντούσε ότι δεν ευθυνόταν, αφού ο Αυτοκράτορας τον είχε παραμερίσει επιλέγοντας άλλους για κύριους συμβούλους.
Αλλά και ο Ατταλειάτης τον θεωρούσε άνθρωπο με αγαθό και ήπιο χαρακτήρα με έμφυτη την επιείκεια μέσα του αλλά και σαν ένα γέρο με νεανικό κορμί λόγω της μαλθακότητας του κρίνοντας τον τελείως ακατάλληλο για Αυτοκράτορα. Παράλληλα κατηγορούσε τον Νικηφορίτζη (ήταν ο άνθρωπος που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Αυτοκράτορα) ως μια βασική αιτία που ο λαός λιμοκτονούσε. Ο Νικηφορίτζης θα κατηγορηθεί για προσπάθεια πλουτισμού μέσω της πώλησης αξιωμάτων κυρίως όμως γιατί προσπάθησε να ελέγξει την πώληση του σιταριού.
Μέχρι τότε το σιτάρι πουλιόταν κατευθείαν από τους γεωργούς στους αγοραστές, ο Νικηφορίτζης όμως θα ιδρύσει μια κρατική σιταποθήκη στη Ραιδεστό υποχρεώνοντας τους παραγωγούς να πουλάνε το σιτάρι τους στο κράτος. Η άρνηση πολλών παραγωγών να υποκύψουν σε αυτή τη διαδικασία θα έχει ως αποτέλεσμα η προσφορά να μην καλύπτει την ζήτηση και η τιμή του ψωμιού να ανέβει κατακόρυφα με ορατό τον κίνδυνο λοιμού. Οι επικριτές του Νικηφορίτζη αποδίδουν την ενέργεια αυτή στη φιλαργυρία του, κατηγορώντας τον ότι το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν πως θα μαζέψει χρήματα.
Άλλοι όμως μελετητές θεωρούν ότι ίσως να επέβαλε τον κρατικό έλεγχο ως μια προσπάθεια τιθάσευσης του πληθωρισμού. Πάντως όποια και να ήταν η πρόθεση το μέτρο απέτυχε, αφού η τιμή ανέβηκε η ποιότητα έπεσε ενώ λόγω των ελλείψεων θα σταματήσουν και οι διανομές σίτου (αλλά και χρημάτων) σε πολλούς άπορους στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μιχαήλ Ζ’ σε μια προσπάθεια να εξοικονομήσει χρήματα θα σταματήσει και την χρηματοδότηση συνοριακών πόλεων στη βόρεια Βαλκανική. Τα χρήματα δίνονταν στα πλαίσια αντιμετώπισης των εχθρικών εισβολών, όμως η περικοπή τους θα οδηγήσει στο αδυνάτισμα της άμυνας και την έναρξη επιδρομών.
Αυτή την κρίσιμη στιγμή αυτός ο άνθρωπος είχε επιλεγεί για Αυτοκράτορας που δεν διέθετε τα όποια χρήματα υπήρχαν για την συγκρότηση αξιόμαχης στρατιάς είτε λόγω του φόβου ανατροπής του είτε γιατί δεν είχε αντιληφθεί το μέγεθος του κινδύνου για το κράτος του. Πάντως θα εγκρίνει την εισήγηση του Νικηφορίτζη για την επανίδρυση του σώματος των Αθανάτων που θα αποτελείτο από Μικρασιάτες πρόσφυγες, όμως σε κάθε περίπτωση το σώμα αυτό δεν θα μπορούσε να πετύχει πολλά.
Ο Μιχαήλ Ζ΄ σε μια απέλπιδα προσπάθεια διασφάλισης των δυτικών συνόρων, αλλά και εξεύρεσης συμμάχων, θα εγκαινιάσει τις επαφές με τον Πάπα, αλλά και θα δώσει την μεν κόρη του Θεοδώρα ως σύζυγο του Ενετού Δόγη Σίλβιο, τον δε νεογέννητο υιό του Κωνσταντίνο θα τον αρραβωνιάσει με την κόρη του Νορμανδού Ροβέρτου Γυισκάρδου, Ελένη. Ο Πάπας Γρηγόριος Ζ’ (1073 – 1085) υποσχόταν την συγκρότηση ισχυρής στρατιάς και το διώξιμο των αλλόθρησκων, με την προϋπόθεση όμως ότι στην συνέχεια θα επικυρωνόταν η ένωση των εκκλησιών και η κυριαρχία του ίδιου.
Οι αντιδράσεις όμως στον συγκεκριμένο όρο είχαν ως αποτέλεσμα την ατελέσφορη χρονική παράταση των διαπραγματεύσεων. Όταν μάλιστα ο νέος Αυτοκράτορας Βοτανειάτης θα προχωρήσει στην διακοπή των διαπραγματεύσεων και στην ακύρωση των αρραβώνων, τόσο ο Πάπας όσο και ο Γυισκάρδος θα τον κατηγορήσουν για σφετερισμό του θρόνου, με τον δεύτερο μάλιστα να ετοιμάζει και απόβαση στην Βαλκανική. Για τον Γυισκάρδο η αθέτηση των συμφωνηθέντων ήταν μιας πρώτης τάξεως αφορμή να υλοποιήσει τα φιλόδοξα σχέδια του, αφού εμφάνιζε τον εαυτό του ως εκφραστή της νομιμότητας και των δικαιωμάτων της κόρης του.
Με αυτή τη δικαιολογία θα εισβάλλει στα Βαλκανικά εδάφη, αντιμετωπίζοντας και τον νέο Αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό επίσης ως σφετεριστή. Όπως γίνεται αντιληπτό όλες αυτές οι ενέργειες του Μιχαήλ Ζ’ δεν απέφεραν κανένα όφελος. Έτσι οι Σελτζούκοι συνέχισαν να ξεσχίζουν σαν γύπες τις σάρκες της χώρας αρχίζοντας να εγκαθίστανται μόνιμα στα μέρη που καταλάμβαναν. Η κάθε περιοχή αφηνόταν στην τύχη της και η μόνη ενέργεια της κεντρικής εξουσίας ήταν η συγκρότηση ενός σώματος στρατού με αρχηγό τον Ισαάκιο Κομνηνό που όμως συντρίφτηκε στην Καισάρεια το 1073.
Ήδη οι Αρμένιοι ( που μετά την κατάληψη της χώρας τους από τους Σελτζούκους είχαν μεταναστεύσει) είχαν ιδρύσει ανεξάρτητη ηγεμονία στην περιοχή της Κιλικίας. Ο λαός τους θα προτιμήσει τελικά τον διμέτωπο αγώνα, γεγονός που όμως θα διευκολύνει τόσο την δική τους υποταγή, όσο και την εγκατάσταση των Τούρκων που ακόμα ήταν λίγοι. Το χάος που επικρατεί εκμεταλλεύεται και ο Νορμανδός Ρουσσέλιος που αποστατεί, αρχίζοντας παράλληλα εκτεταμένες λεηλασίες στην Μικρασιατική ενδοχώρα .
Για την αντιμετώπιση του αποφασίζεται να συγκροτηθεί ένα δεύτερο εκστρατευτικό σώμα επικεφαλής του οποίου ορίστηκε ο Καίσαρας Ιωάννης Δούκας που σύμφωνα με τον Ψελλό γνώριζε καλά την πολεμική τέχνη από στρατιωτικά εγχειρίδια.
”Όσο για την στρατηγικήν του γνώση, συγκαταλέγεται στην ένδοξη χορεία των αρχαίων εκείνων και πολυύμνητων Καισάρων, γνωρίζοντας πολύ καλά τα παράτολμα επιχειρήματα και τα ένδοξα κατορθώματα των Αδριανών των Τραιανών και των ισοστάσιων τους. Δεν έφθασε μάλιστα σε τέτοια άριστη κατοχή αυτής της τέχνης αυτοσχεδιάζοντας ή παιχνιδίζοντας, αλλά με την συστηματική σπουδή όλων των βιβλίων τακτικής, στρατηγικής και πολιορκητικής τέχνης καθώς και όλων των συγγραμάτων του Αιλιανού και του Απολλοδώρου”.
Όμως τελικά όλες αυτές οι γνώσεις, θα αποδειχθούν ανεπαρκείς αφού τα σημαντικά σφάλματα τακτικής που θα κάνει, θα οδηγήσουν τόσο στην ήττα του στρατού του, όσο και στην αιχμαλωσία του ίδιου από τον Ρουσσέλιο. Η ηγετική ομάδα της Κωνσταντινούπολης αντί να στρέψει τον φιλόδοξο αυτό άντρα (που όμως σε κάθε περίπτωση η παρουσία του ήταν προσωρινή και τυχοδιωκτική) ενάντια στους Σελτζούκους, στράφηκε στους τελευταίους ζητώντας την βοήθεια τους για να πατάξει το σώμα των 3.000 αντρών του.
Οι Σελτζούκοι ανταποκρίθηκαν φυσικά πρόθυμα και του επιτέθηκαν, ενώ στο μεταξύ ο Ρουσσέλιος για να αποκτήσει ερείσματα είχε ανακηρύξει τον αιχμάλωτο Δούκα Αυτοκράτορα περιφέροντας τον από πόλη σε πόλη. Οι φιλοδοξίες του θα τερματιστούν άδοξα με την σύλληψη του ίδιου και την συντριβή του στρατού του από τους Σελτζούκους, που στη συνέχεια παίρνοντας ως αντάλλαγμα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό θα τον παραδώσουν στους Ρωμαίους. Όμως το 1075 θα έχουμε επιδρομές των Πατσινάκων αλλά και εξεγέρσεις Σέρβων στα Βαλκανικά εδάφη, που όμως θα αποκρουσθούν με επιτυχία από τον Νικηφόρο Βρυέννιο και θα είναι και η μόνη επιτυχία επί των ημερών του Μιχαήλ Ζ’.
Όλη αυτή η αναταραχή έφερε μεγάλα πλήθη στην Κωνσταντινούπολη με αποτέλεσμα να προκληθεί πείνα αλλά και λιμός που αφάνισε πολλούς ανθρώπους. Ο Ατταλειάτης αναφέρει ότι δεν είχαν που να θάψουν τους ανθρώπους, ενώ ο Ζωναράς αναφέρει ότι οι άνθρωποι λιμοκτονούσαν και αρρώστιες όπως ο λοιμός είχαν την τιμητική τους. Το 1076 το συμβούλιο των Σελτζούκων στο Ισπαχάν αποφάσισε να στείλει αρκετούς πρίγκιπες που ανυπομονούσαν για δράση, στη Μικρά Ασία. Ο κίνδυνος να χαθεί η Μικρά Ασία ήταν πλέον άμεσος αφού οι πρίγκιπες θα έβαζαν τις βάσεις για την δημιουργία μόνιμων κρατικών οντοτήτων.
Η πλήρης ανεπάρκεια του Μιχαήλ Ζ’ θα οδηγήσει σε πραξικόπημα τον Ιούλιο του 1077 από τον Νικηφόρο Βοτανειάτη ένα ηλικιωμένο στρατηγό που θα καταφέρει τελικά με την βοήθεια και των Σελτζούκων να αναρριχηθεί στον θρόνο τον Απρίλιο του 1078, ενώ ο Μιχαήλ Ζ’ θα καρεί μοναχός και θα αποχωρήσει. Γρήγορα όμως θα γίνει αντιληπτό ότι και ο νέος Αυτοκράτορας ήταν ανεπαρκής . Αρχικά για να σταθεροποιηθεί στο θρόνο του άρχιζε να μοιράζει χρήματα και αξιώματα με αποτέλεσμα να αδειάσουν εντελώς τα θησαυροφυλάκια.
Η Άννα Κομνηνή θα αναφέρει χαρακτηριστικά ότι επί των ημερών του τα θησαυροφυλάκια ήταν τόσο άδεια που άφηναν τις πόρτες τους ανοιχτές. Αλλά και στη συνέχεια ενώ γύρω του χαλούσε ο κόσμος, εκείνος αρεσκόταν στο να απολαμβάνει τις απολαύσεις που του πρόσφερε το αξίωμα του. Ο Ζωναράς την μόνη στρατιωτική ενέργεια που αναφέρει, είναι η δημιουργία ενός σώματος στρατού με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Δούκα, που στάλθηκε να αντιμετωπίσει τους Σελτζούκους, αλλά μόλις αυτός πέρασε στις Ασιατικές ακτές στασίασε και αναγορεύτηκε Αυτοκράτορας.
Ο Βοτανειάτης θα καταφέρει να τον εξουδετερώσει με δωροδοκίες, όπως με την βοήθεια του Αλέξιου Κομνηνού αλλά και των Σελτζούκων θα καταφέρει να εξουδετερώσει άλλα δύο κινήματα που είχαν ήδη εκδηλωθεί στην Ευρώπη από τους Νικηφόρο Βρυέννιο και Νικηφόρο Βασιλάκιο. Όμως λίγο αργότερα θα εμφανιστεί νέος επίδοξος Αυτοκράτορας ο Νικηφόρος Μελισσηνός που μάλιστα θα ζητήσει και την βοήθεια του Σελτζούκου Σουλεϊμάν. Ο Σουλεϊμάν ανταποκρίθηκε ευμενώς στο αίτημα του και υπό το πρόσχημα υποστήριξης του Μελισσηνού, πέτυχε με αναίμακτο τρόπο να γίνει κύριος πόλεων, όπως η Κύζικος, η Νικομήδεια αλλά και η Νίκαια.
Ένα εκστρατευτικό σώμα που στάλθηκε από την Κωνσταντινούπολη για να εμποδίσει τις απώλειες θα διαλυθεί εύκολα από τους Σελτζούκους. Έχοντας πλέον και σημαντικές πόλεις στην κατοχή του, ο Σουλεϊμάν ανακήρυξε το Σουλτανάτο του Ρουμ, με πρωτεύουσα την Νίκαια της Βιθυνίας το 1081. Ήδη λίγο προγενέστερα είχε ανακηρυχθεί και το κράτος των Δανισμενιδών με πρωτεύουσα την Σεβάστεια. Απέναντι σε αυτό το χάος ο Βοτανειάτης το μόνο που θα κάνει είναι να προσπαθήσει να συλλάβει τους Αλέξιο και Ισαάκιο Κομνηνό φοβούμενος μήπως εκμεταλλευτούν την δυσαρέσκεια του κόσμου και τον ανατρέψουν.
Όμως τα δύο αδέρφια όχι μόνο γλίτωσαν καταφεύγοντας στην Αδριανούπολη, αλλά με επιδέξιες διπλωματικές κινήσεις θα απομονώσουν τον Βοτανειάτη καταφέρνοντας να γίνουν κύριοι της Κωνσταντινούπολης την άνοιξη του 1081. Ο Ισαάκιος αν και μεγαλύτερος θα παραιτηθεί χάριν του αδερφού του και ο Αλέξιος Κομνηνός θα στεφθεί Αυτοκράτορας ξεκινώντας μια τιτάνια προσπάθεια μερικής έστω ανόρθωσης του κράτους.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μαντζικέρτ, η Χαμένη Μάχη
Ο Ρωμανός πολέμησε γενναία μέχρι το τέλος. Ο Αυτοκράτορας, εντελώς απομονωμένoς, με το ξίφος του γυμνό, σκοτώνει περισσότερους από έναν Τούρκο και αναγκάζει πολλούς άλλους να φύγουν. Ο εχθρός τον κυκλώνει – πληγώνεται στο χέρι. Ο εχθρός τον αναγνωρίζει και τον αιχμαλωτίζει. Νωρίτερα, ένα βέλος τραυμάτισε το άλογό του, γλίστρησε και έχασε το κράτημά του, αναφέρουν οι μεταγενέστερες πηγές -των Μουσουλμάνων- γεννώντας το θρύλο της καθόδου των Σελτζούκων από τις στέπες της Κεντρικής Ασίας στα παράλια της Μεσογείου.
Ο Αυτοκράτορας περνά τις επόμενες μέρες παρέα με τον Αρσλάν, με τον οποίο συζητά και συμφωνεί μια συνθήκη ειρήνης. Ένα τέλιο σενάριο κινηματογραφικής ταινίας – γραμμένο από Άραβες και Πέρσες σκηνοθέτες του 15ου αιώνα. Μια φαινομενικά ασήμαντη στρατιωτική αντιπαράθεση καταλήγει να είναι ένα σημείο καμπής στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εάν πιστέψουμε τον θρύλο του Ματζικέρτ. Η μάχη του Ματζικέρτ ήταν μια τέτοια συγκλονιστική ήττα, με τους Βυζαντινούς να μην είναι αργότερα ποτέ σε θέση να μιλάνε για αυτό το γεγονός, παρά ως «εκείνη την τρομερή ημέρα».
Ήταν εκείνη την φοβερή ημέρα το 1071 που «η Ανατολία, η καρδιά του Βυζαντίου χάθηκε για πάντα για τη Χριστιανοσύνη». Σε μία καταστροφική ημέρα, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε χάσει σημαντικές περιοχές, με σημαντική καλλιέργεια σιτηρών, και ένα ζωτικής σημασίας εμπορικό δρόμο ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τον πλούτο της Ανατολής. Μια χιλιετία αργότερα, το μυστήριο γύρω από το Ματζικέρτ εξακολουθεί να υφίσταται.
Οδηγήθηκε ο Ρωμανός από την Αυτοκρατορική Αυλή σε μια Τουρκική ενέδρα, για να τον ξεφορτωθούν στην Κωνσταντινούπολη ή αφέθηκε να πιαστεί αιχμάλωτος για να διαπραγματευτεί με τον Ασλάν μια συνθήκη μαζί του, με την οποία κατοχυρώνει το στέμμα του έναντι των Αυτοκρατορικών επιγόνων στην Αυλή; Ήταν η μάχη του Μαντζικέρτ εντέλει μια στρατιωτική καταστροφή; Ασφαλώς επρόκειτο για στρατιωτική ήττα των Αυτοκρατορικών στρατευμάτων και το σπουδαιότερο, η σύλληψη του ίδιου του Αυτοκράτορα επέδρασε αρνητικά στην ψυχολογία, αλλά ήταν μια καταστροφή, μια ολοκληρωτική μάλιστα;
Η Άννα Κομνηνή αναφέρεται στην μάχη -μια λεπτομέρεια. H συνθήκη στην οποία συμφώνησε ο ηττημένος Ρωμανός Διογένης από κοινού με τον σουλτάνο Αλπ Αρσλάν άφηνε σχεδόν ολόκληρη τη Μικρά Ασία ανέπαφη- το Ματζικέρτ, η Αντιόχεια, η Έδεσσα και η Ιεράπολη περνούσαν στον Σουλτάνο. Ρητή μνεία γινόταν στη διατήρηση του υφιστάμενου εδαφικού καθεστώτος, στην ελεύθερη επικοινωνία μεταξύ των δύο κρατών και στην αποχή των Σελτζούκων από τις λεηλασίες στα Αυτοκρατορικά εδάφη.
Επίσης, συμφωνήθηκε η ανταλλαγή των αιχμαλώτων και τέλος, η σύναψη επιγαμίας μεταξύ των τέκνων των δύο ηγετών – μία από τις κόρες του Ρωμανού ως γυναίκα για έναν από τους γιους του Αρσλάν. Σπουδαιότερη ήταν η σημασία της μάχης του Μαντζικέρτ σε πολιτικό επίπεδο, αναφέρουν ορισμένοι ιστορικοί. Εγκαινίασε μία περίοδο άγριας εμφύλιας διαμάχης στην αυτοκρατορία, έναν εμφύλιο πόλεμο, τον οποίο η κατάσταση στην Αυτοκρατορική Αυλή είχε κάνει εδώ και καιρό αναπόφευκτο – ανεξαρτήτως του Ματζικέρτ. Αναφέρεται ότι o παπούς του συζύγου της Άννας Κομηνηνής έλαβε μέρος στην μάχη.
Σύμφωνα με αυτόν, οι Σελτζούκοι δεν ήταν πρόθυμοι να δώσουν μια μάχη. Αντ ‘αυτού, η Τουρκική αντιπροσωπεία ήρθε με μια προσφορά για ειρήνη. Ο Ρωμανός απέρριψε την ιδέα της διαίρεσης του εδάφους της Αρμενίας που του προτάθηκε. Ένα ανεξήγητο λάθος από την πλευρά του, η αδυναμία να εκμεταλλευτεί την αυξανόμενη ρήξη μεταξύ των δύο κλάδων του Ισλάμ, τους Σιίτες και τους Σουνίτες; Ο Αλπ Αρσλάν είχε νωρίτερα την πρόθεση να εκστρατεύσει κατά της δυναστείας των Φατιμιδών στην Αίγυπτο, διέκοψε την πορεία του και στράφηκε απρόθυμα προς τα βόρεια, με μερικές χιλιάδες στρατιωτών, για να ασχοληθεί με τη Βυζαντινή απειλή.
Ο Ρωμανός θα μπορούσε να αξιοποιήσει τη Μουσουλμανική διαμάχη προς όφελός του. Προτίμησε να δώσει μια μάχη, γιατί ήταν αναγκασμένος να φέρει πίσω στο σπίτι του στην Κωνστανινούπολη μια νίκη – για να κρατήσει το στέμμα του, και το κεφάλι του; Έτσι, στις 13 Μαρτίου 1071 ο Ρωμανός αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη με κατεύθυνση τις Αρμενικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας, όπως έκανε και δύο χρόνια νωρίτερα. Ο Αυτοκράτορας είχε θέσει ως στόχο την εξασφάλιση του ελέγχου του Μαντζικέρτ στη λίμνη Βαν.
Οι Αυτοκρατορικές δυνάμεις βάδισαν μέσω της Βιθυνίας και της Φρυγίας, διέσχισαν τον ποταμό Άλυ και στρατοπέδευσαν στην περιοχή Κρύα Πηγή της Καππαδοκίας. Κατόπιν προχώρησε στη Σεβάστεια. Δεν σχεδίαζε να προσεγγίσει τις αρμενικές επαρχίες από την πλευρά της Μελιτηνής, αλλά από τη Θεοδοσιούπολη, καθώς η οδός αυτή ήταν συντομότερη. Παρόλο που ο Αυτοκράτορας κατέλαβε αμαχητί το Μαντζικέρτ, επεδίωξε μια μάχη.
Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, ο Αυτοκράτορας είχε συμβουλευθεί ότι εάν τα Βυζαντινά στρατεύματα καταλάμβαναν τις οχυρώσεις της περιοχής Μαντζικέρτ, θα έλεγχαν τα στρατηγικά περάσματα στην περιοχή και θα μπορούσαν να αμυνθούν καλύτερα κατά των επιδρομών των Σελτζούκων. Οι Σελτζούκοι όμως είχαν διέλθει εδώ και πολύ καιρό των ανατολικών επαρχιών της Αυτοκρατορίας, και βρίσκονταν ήδη πάνω από 1000 χιλιόμετρα νοτιότερα – σε πορεία σύγκρουσης με την Αίγυπτο των Φατμιδών. Η δύναμη των Αυτοκρατορικών στρατευμάτων που έλαβε μέρος στη μάχη του Μαντζικέρτ, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπολογιστεί.
Η εκστρατευτική δύναμη που συγκεντρώθηκε στην Κωνστανινούπολη – η πλέον εκπληκτική δύναμη που συγκεντρώθηκε εδώ και μισό αιώνα. Μια κοστοβόρα υπόθεση. Ποιά ήταν όμως αυτή η δύναμη; Οι δεκάδες χιλιάδες ιππείς των μονάδων περιπολίας στα σύνορα της Συρίας, δεν υπήρχαν άλλο διαθέσιμες. Η Αυτοκρατορική φρουρά, από χέρι διαλεγμένοι και άριστα εκπαιδευμένοι Μικρασιάτες, ήταν τώρα σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με το παρελθόν.
Ο κύριος όγκος του στρατού του Ρωμανού αποτελείται τώρα από ξένους μισθοφόρους: Νόρμαν της Φρουράς των Βαράγγων, Νορμανδοί και Φράγκοι από τη Δυτική Ευρώπη, Σλάβοι από τον Βορρά και Τούρκοι από τις στέπες της νότιας Ρωσίας – Πετσενέγοι, Κουμάνοι και Ούζοι. Στο Ρωμανό υπηρετούσε και μια μονάδα Αρμενίων. Περίπου 100 χιλιάδες στρατιώτες στο σύνολο, εκ των οποίων οι μισοί γεννημένοι υπήκοοι της Αυτοκρατορίας, ένα μεγάλο μέρος αποτελούνταν από ιδιωτικό στρατό – των μεγαλογαιοκτημόνων της Αυτοκρατορίας.
Μεταγενέστερες Μουσουλμανικές πηγές ανεβάζουν τον αριθμό του Βυζαντινού στρατού σε απρόσιτες 600 χιλιάδες άνδρες έναντι 12.000 Σελτζούκων. Οι Τούρκοι στην αναζήτηση ενός δημιουργικού θρύλου μιας πολιτισμικής γέννησης. Ένα σύμβολο: Από τις στέπες της Κεντρικής Ασίας στα παράλια της Μεσογείου, αν και ο πραγματικός λόγος που εγκαταστάθηκαν στην Μικρά Ασία ήταν η αφόρητη πίεση των Μογγόλων, για πολλούς αιώνες – όσο διήρκησε και η εγκατάσταση αυτών των φύλων στην Μικρά Ασία.
Ο Ρωμανός έστειλε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του προς τη λίμνη Βαν, για να διασφαλίσει κάποιο πέρασμα, υπό την ηγεσία του Ιωσήφ Ταρχανειώτη, ενώ ο ίδιος και ο στρατηγός Νικηφόρος Βρυέννιος συνέχισε με το υπόλοιπο του στρατού προς τη μικρή πόλη – φρούριο του Μαντζικέρτ. Η τύχη της δύναμης του Ταρχανειώτη παραμένει έως σήμερα ένα μυστήριο. Μεταγενέστεροι Μουσουλμάνοι ιστορικοί υποστήριξαν ότι είχε να αντιμετωπίσει σε μια μεγάλη μάχη τους Σελτζούκους, την οποία έχασε και ο ίδιος σκοτώθηκε, αλλά λείπουν παντελώς οι σύγχρονες αποδείξεις της εποχής για κάτι τέτοιο.
Επίσης, ανακύπτει το ερώτημα γιατί ο Ρωμανός δεν έλαβε γνώση για το αποτέλεσμα της πιθανής μάχης που έδωσε ο Ταρχανειώτης με τους Σελτζούκους. Ο Ταρχανειώτης ίσως είχε εγκαταλείψει σκόπιμα τον Αυτοκράτορα και ήταν στην πραγματικότητα ένα εργαλείο της οικογένειας Δούκα; Σύμφωνα με πηγές, ο Ταρχανιώτης ήταν Τουρκικής καταγωγής, και ηγούνταν των Κουμάνων. Την προηγούμενη της μάχης, ενώθηκε με τον Σουλτάνο Ασλάν, ίσως και μετά από εντολή της οικογένειας Δούκα. Ο Ταρχανιώτης εμφανίζεται να βρίσκεται τελικά κάπου 150 χιλιόμετρα νοτιοδυτικότερα του Μαντζικέρτ, στην Μελετήνη.
Ότι και να συνέβη με τον Ταρχανειώτη – ένα από τα μεγάλα μυστήρια της μάχης, ο Ρωμανός είχε μείνει τώρα να πολεμήσει τους Τούρκους με λιγότερο από το μισό στρατό του, κάπου 40.000 άνδρες. Η ελίτ δύναμη των Νόρμαν και το βαρύ ιππικό των Φράγκων που είχε μαζί του, αποφάσισε να μη λάβει μέρος στη μάχη. Στασίασε νωρίτερα καθώς στρατοπέδευε στην Κρύα Πηγή της Καππαδοκίας, και ο Ρωμανός αναγκάστηκε να καταστείλει την ανταρσία. Είναι πολύ πιθανόν ο Ρωμανός να ενεπλάκη σε μια αψιμαχία περισσότερο, με λίγους χιλιάδες άνδρες, ίσως και μόνο με μια μικρή ομάδα στρατιωτών.
Δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα για την πραγματική ημερομηνία και τον τόπο της μάχης. Η ημερομηνία διαφέρει από την 5η Αυγούστου έως και την 26η Αυγούστου. Μουσουλμάνοι ιστορικοί συμφωνούν ότι έλαβε χώρα μια Παρασκευή τον Αύγουστο. Ο Μιχαήλ Ατταλιάτης, ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας που έλαβε μέρος στη μάχη και έγραψε για αυτή, λέει ότι ήταν μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, και σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, θα πρέπει να ήταν η 26η Αυγούστου.
Η πιο πιθανή τοποθεσία είναι ένα επίπεδο κοντά σε μια λοφώδης περιοχή, πέρα από την οποία τέμνονταν χαράδρες και ρεματιές στους πρόποδες του όρους Σουφάν -ιδανικό έδαφος ενέδρας- περίπου ένα μίλι ή δύο από το φρούριο του Μαντζικέρτ. Σύμφωνα με ορισμένες άλλες εκδοχές, η περιοχή ήταν βραχώδης. Αναφέρεται ως πιθανό ο Ρωμανός να οργάνωσε τους άντρες του στο πεδίο της μάχης βάσει των παραδοσιακών εγχειριδίων του Βυζαντινού στρατού – μακρές σειρές με βάθος αρκετών τάξεων, με το ιππικό στα άκρα.
Ο Ρωμανός ο ίδιος κατεύθυνε το κέντρο, κοντά του η ισχυρότερη μονάδα του βαρύ ιππικού του – οι κατάφρακτοι, με τον Νικηφόρο Βρυέννιο στα αριστερά του και τον Αλυάττη στα δεξιά του. Η οπισθοφυλακή αποτελείτο από τους ιδιωτικούς στρατούς των μεγάλων γαιοκτημόνων, κάτω από την εντολή του Ανδρόνικου Δούκα, ο ανιψιός του τελευταίου Αυτοκράτορα. Ο Ανδρόνικος δεν πρέπει ποτέ να έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στη μάχη, παρά να ηγηθεί της οπισθοφυλακής. Αλλά και αυτός δεν έκρυβε την περιφρόνηση και την απέχθεια του για το Ρωμανό.
Ωστόσο, ο Ρωμανός πιθανόν να σκέφθηκε ότι καλύτερα είναι να έχει τον Ανδρόνικο υπό το άγρυπνο βλέμμα του, και όχι στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν πιθανό να του δημιουργήσει πολλά περισσότερα προβλήματα. Ο Ρωμανός πήρε τον Ανδρόνικο Δούκα μαζί του, ως προσωπική εγγύηση. Ο Αυτοκρατορικός στρατός βάδισε στην ανοιχτή πεδιάδα προς τους Σελτζούκους, οι οποίοι οπισθοχώρησαν σταθερά σε διάταξη ημισέληνου – μια γνωστή τακτική στους Βυζαντινούς, επιτρέποντας τους τοξότες να πλημμυρίσουν τα πλευρά του Βυζαντινού στρατεύματος με βέλη.
Το συμμαχικό ιππικό του Ρωμανού, πιθανότατα εξοργισμένο από τους Σελτζούκους τοξότες ιππείς, τους κυνήγησε προς τους πρόποδες και έπεσε κατευθείαν πάνω στις έτοιμες ενέδρες. Η άλλη εκδοχή είναι το ιππικό του Ρωμανού, αποτελούμενο από Τουρκικά φύλα των στεπών της Ασίας, κυνήγησε τους ιππείς τοξότες του Ασλάν, και λίγο αργότερα ενώθηκε με αυτούς. Ο Αυτοκράτορας παρέμεινε στο πεδίο της μάχης, απογοητευμένος εκείνη τη στιγμή από την απουσία του εχθρού.
Συνειδητοποιώντας ότι δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κερδίσει από την μέχρι στιγμής εξέλιξη, ειδικά καθώς ο ήλιος έδυε και είχε αφήσει το στρατόπεδό του σχεδόν ανυπεράσπιστο, διέταξε τα Αυτοκρατορικά στρατεύματα να αποχωρήσουν, και όχι να υποχωρήσουν, από το πεδίο της μάχης, πίσω στο στρατόπεδο. Ο Αλπ Αρσλάν περίμενε αυτό το σήμα, και διέταξε τους άνδρες του να επιτεθούν στους αποχωρούντες. Καθώς οι άνδρες του Αρσλάν χύθηκαν στην στέπα, ξέσπασε σύγχυση στους Βυζαντινούς, και η αποχώρηση μετατράπηκε σύντομα σε υποχώρηση.
Η επικοινωνία μεταξύ των Βυζαντινών μονάδων έλαμπε δια της απουσίας, με αποτέλεσμα πολλές μονάδες να υποχωρούν άτακτα, υποθέτοντας ότι ο Αυτοκράτορας είχε σκοτωθεί ή συλληφθεί, και αυτό επέτρεψε στους Σελτζούκους να διεισδύσουν στην πρώτη γραμμή. Αυτή η κίνηση των Σελτζούκων θα είχε αποβεί για τους ίδιους μοιραία, γιατί με την ταχύτητά τους κατάφεραν να ξεπεράσουν τους υποχωρούντες Βυζαντινούς, και να βρεθούν ανάμεσα σε αυτούς και την οπισθοφυλακή του Ανδρόνικου Δούκα.
Αν η οπισθοφυλακή κινούνταν προς τα εμπρός, θα απέτρεπε την διαφυγή των περικυκλωμένων Σελτζούκων. Αντ’ αυτού, ο Ανδρόνικος διέδιδε ότι ο Αυτοκράτορας είχε σκοτωθεί και η μάχη χάθηκε – στη συνέχεια τράπηκε και ο ίδιος σε φυγή, την οποία πολύ πιθανόν να είχε προετοιμάσει. Αυτή η πράξη προκάλεσε περισσότερη σύγχυση μεταξύ των υπόλοιπων στρατευμάτων και όλο και περισσότεροι από αυτούς εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης. Μόνο ο Αυτοκράτορας παρέμεινε με την προσωπική φρουρά του γύρω του.
Ο Ρωμανός αναφέρεται να είναι ένας γενναίος ηγέτης στο πεδίο της μάχης, αλλά ήταν αφέλεια του να εμπιστευθεί στον Ανδρόνικο την ηγεσία της οπισθοφυλακής του και η έλλειψη ενημέρωσης των κινήσεων του εχθρού προκάλεσε την χειρότερη ήττα του Ανατολικού Ρωμαϊκού στρατού, στην ιστορία του. Τουλάχιστον το έτος 1071 είναι ένα ορόσημο για την περαιτέρω πορεία του Βυζαντίου και για έναν άλλο, πολύ σοβαρότερο λόγο. Η Κωνσταντινούπολη απώλεσε το ίδιο έτος την Βυζαντινή Ιταλία στους Νορμανδούς, των οποίων ηγείτο ο Ρομπέρτος Γυισκάρδος.
Ενάμισυ αιώνα αργότερα, οι Φράγκοι και οι Νόρμαν – και όχι οι Σελτζούκοι, είναι αυτοί που θα κυριεύσουν την Κωνστανινούπολη, χωρίς να χρειαστεί να καταλάβουν τα τείχη της. Η Αυτοκρατορική Αυλή στην Κωνσταντινούπολη δεν φαίνεται να ανησύχησε πραγματικά για την ήττα στο Μαντζικέρτ και στην Ιταλία, μια και συνέχισε ακριβώς εκεί που είχε σταματήσει λίγο νωρίτερα: Στην μοιρασιά των επαρχιών και στην ατελείωτη διαμάχη για τον Αυτοκρατορικό θρόνο. Oι σαμποτέρ στην Κωνστανινούπολη, βρήκαν την ευκαιρία να ανεβάσουν στον θρόνο τον Μιχαήλ Δούκα.
Ο Ρωμανός συγκέντρωσε αργότερα ότι είχε απομείνει από το στρατό του, και δεν ήταν και λίγοι αυτοί που του απέμειναν – περίπου τα 9/10 της εκστρατευτικής δύναμης, και βάδισε προς την Κωνστανινούπολη. Έδωσε συνολικά δύο μάχες, στην στην Δόκεια και τα Άδανα με τα στρατεύματα του Ιωάννη Δούκα, στις οποίες ηττήθηκε και τις δύο φορές. Και στις δύο μάχες διεπράχθησαν άγριες βιαιοπραγίες εκατέρωθεν. Μετά την δεύτερη μάχη, ο Ανδρόνικος τον έβαλε πάνω σε ένα μουλάρι, σε μια πορεία εκατοντάδων χιλιομέτρων προς την Κωνστανινούπολη, για να γίνει ο περίγυλος των κατοίκων της.
Ο Ρωμανός πέθανε το καλοκαίρι του 1072, πιθανόν εξόριστος σε κάποιο μοναστήρι, ίσως και να θανατώθηκε. Το Μαντζικέρτ δεν ήταν τελικά, η πρώτη ήττα των Αυτοκρατορικών δυνάμεων στην ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το στράτευμα που έλαβε μέρος στην μάχη με τους Σελτζούκους – λιγοστό. Οι Αυτοκρατορικές απώλειες των όποιων μαχών εκείνες τις μέρες του Αυγούστου – μετρημένες. Το Μαντζικέρτ είναι περισσότερο ένα βαρύτατο πολιτικό πλήγμα κατά της εσωτερικής δομής και συνοχής της Αυτοκρατορίας, λόγω μιας αχαλίνωτης απληστίας και μιας χωρίς τέλος πολιτικής ίντριγκας των πρωταγωνιστών.
Κατά ειρωνικό τρόπο βέβαια, αργότερα στην Ανατολία και στις γύρω ορεινές περιοχές δημιουργήθηκε ένα μικρό βασίλειο, που τελικά εξελίχθηκε στην ισχυρή Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έκπληξη για τους περισσότερους ιστορικούς αποτελεί το γεγονός της αλλαγής της ιδιοκτησίας μετά την ημερομηνία της μάχης του Μαντζικέρτ, που σημειώνεται ως γενικά μια ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας, όπως και προηγουμένως υπάρχει μεγάλη έκπληξη για το πως οι Σελτζούκοι, εντελώς άπειροι στην τεχνική της πολιορκίας, κατάφεραν να κυριεύσουν τις ισχυρές οχυρώσεις του Μαντζικέρτ.
Για τους περισσότερους ιστορικούς, η μάχη του Μαντζικέρτ, δεν θεωρείται ως ένα θανάσιμο στρατιωτικό πλήγμα στην Αυτοκρατορία, αλλά περισσότερο ως μια αναγνώριση του χρονολογικού γεγονότος ότι η Αυτοκρατορία είχε πεθάνει από τα μέσα, πολλά χρόνια πριν – μια πολιτική αποτυχία. Η είσοδος σε μια εποχή πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας μετά το θάνατο του Βασιλείου Β’ το 1025 αποδυνάμωσε τη δομή της Αυτοκρατορίας. Μέσα σε τέσσερις δεκαετίες, συνολικά εννέα Αυτοκράτορες ανέβηκαν στον θρόνο.
Η ήττα θα μπορούσε τελικά να μετατραπεί ως εθνοτική και θρησκευτική μεταμόρφωση των γύρω περιοχών του Ματζικέρτ, της Αρμενίας και της Ανατολίας, και να βοθήσει στη δημιουργία του Σουλτανάτου των Σελτζούκων στο Ρουμ (Ρωμαίων) και στην Κόνια (Ικόνιο), και βέβαια αργότερα στην δημιουργία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με την οριστική πτώση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου 1453 – η ημέρα που έληξε και επίσημα η παρακμάζουσα Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αλλά δεν ήταν.
Μεταξύ του 1071 και 1453 βρίσκονται σχεδόν τέσσερις αιώνες (400 χρόνια), ενώ δύο δεκαετίες αργότερα του 1071, μπροστά από τα τείχη της Κωνστανινούπολης κάνουν την εμφάνισή τους οι ορδές των Φράγκων. Η θανασιμότερη απειλή της Αυτοκρατορίας, σε μια εποχή που οι κρατικοί θεσμοί του Βυζαντίου έχουν καταρρεύσει. Το Μαντζικέρτ και ο εμφύλιος πόλεμος που σηματοδοτεί, είχαν ένα τελείως διαφορετικό αποτέλεσμα από αυτό που οι περισσότεροι πρωταγωνιστές της οικονομικής διαμάχης στη αυτοκρατορία ήλπιζαν.
Μια πολιτική πανωλεθρία των γαιοκτημόνων που απαιτούσαν περισσότερη γη και περισσότερη δύναμη μέσα στην αυτοκρατορία, με την έλλειψη της δυνατότητας πληρωμής σε μετρητά προς τους πολίτες να έχει αντικατασταθεί με την καταβολή της γης. Το σύστημα του αγρότης – στρατιώτης κατέρρευσε και αυτό έδωσε ακόμη περισσότερη δύναμη στους πεινασμένους για περισσότερη γη αριστοκράτες, αυξάνοντας την σύγκρουση με την Κωνσταντινούπολη. Οι Μουσουλμάνοι συγγραφείς μεταγενέστερων αιώνων, χρησιμοποιούν το Ματζικέρτ ως όχημα για την προώθηση της εγγενής ανωτερότητας του Ισλάμ επί του Χριστιανισμού, ειδικά την εποχή των Σταυροφοριών.
Οι γεωπολιτικές μετοχές των Σελτζούκων αυξήθηκαν κατακόρυφα, έχοντας να επιδείξουν μια ανέλπιστη νίκη εναντίον του Ρωμαίου Αυτοκράτορα. Είναι πολύ πιθανό ο Αρσλάν όταν αντιλήφθηκε ότι τα Αυτοκρατορικά στρατεύματα είναι να του κλείσουν τον δρόμο της οπισθοχώρησης στην Κεντρική Ασία, να άλλαξε γνώμη για την εκστρατεία στην Αίγυπτο, και με ένα φρενήρη ρυθμό καλπάζει με τους άντρες του προς τα περάσματα του Μαντζικέρτ, για να αποφύγει τον θανάσιμο ελιγμό του Ρωμανού.
Αμέσως μετά το χρονολογικό Ματζικέρτ, οι Σελτζούκοι αποχώρησαν από την περιοχή, ο Αρσλάν σκοτώνεται λίγο αργότερα στις στέπες της Κεντρικής Ασίας. Για τις πιθανολογούμενες κατακτήσεις στην Μικρά Ασία, δεν ενδιαφέρθκε ούτε ο γιός και διάδοχός του. Το Ματζικέρτ έχει χρησιμοποιηθεί με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικούς χρόνους, για τελευταία φορά από τον Ατατούρκ για την γέννηση μιας σύγχρονης Τουρκίας.
Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ Δ’ ΔΙΟΓΕΝΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΛΠ ΑΡΣΛΑΝ
Το καλοκαίρι του 1071 ο Αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ ο Διογένης φτάνει στη Θωσπίτιδα λίμνη, στα βάθη της Ανατολίας, και ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τους Σελτζούκους. Ο στρατός του είναι ένα μωσαϊκό από μισθοφόρους Βάραγκες, Νορμανδούς, Φράγκους, Σλάβους, ακόμη και Ούζους (που ήταν τουρκικό φύλο). Ίσως όμως το πιο αναξιόπιστο τμήμα του στρατού του ήταν ο ιδιωτικός στρατός του Ανδρόνικου Δούκα, από την περιβόητη οικογένεια που εποφθαλμιούσε φυσικά το θρόνο του Ρωμανού. Ο Αυτοκράτορας διέπραξε το ένα λάθος μετά το άλλο, σαν να επεδίωκε τη συντριβή του περισσότερο απ’ ότι οι αντίπαλοί του.
Κατ’ αρχάς διώχνει το Φράγκικο ιππικό του Ρουσέλιου και το στράτευμα υπό τον Ιωσήφ Ταρχανειώτη σε κατασκοπευτική αποστολή, μειώνοντας έτσι το στρατό του στο μισό. Κατόπιν, καταλαμβάνει ο ίδιος το Μαντζικέρτ και όταν μαθαίνει ότι πλησιάζουν οι Σελτζούκοι στέλνει κατ’ αρχάς το Νικηφόρο Βρυέννιο και μετά το Νικηφόρο Βασιλάκιο για να τους αντιμετωπίσουν. Οι Τούρκοι καταφέρνουν να πιάσουν αιχμάλωτο το Βασιλάκιο και επιτίθενται με τους φοβερούς τους τοξότες εναντίον του βυζαντινού στρατοπέδου τη νύχτα, σκορπώντας τον πανικό.
Τότε ο Αυτοκράτορας αντιλαμβάνεται ότι ο αντίπαλός του ετοιμάζει γενική επίθεση και στέλνει αγγελιαφόρους να ειδοποιήσουν το Ρουσέλιο και τον Ταρχανειώτη να επιστρέψουν στη βάση τους και να ενωθούν με τον υπόλοιπο Βυζαντινό στρατό. Αυτοί όμως δεν υπακούουν και συνεχίζουν την πορεία τους προς ανατολάς. Τότε συμβαίνει κάτι που πολύ παραξένεψε τον Αυτοκράτορα. Ο Αλπ Αρσλάν ζητά συνθήκη ειρήνης με τους Βυζαντινούς, πιθανόν επειδή το κυριότερο ενδιαφέρον του ήταν η συντριβή των Φατιμιδών της Αιγύπτου και όχι οι Βυζαντινοί.
Ο Ρωμανός, όμως, εκλαμβάνει την πρόταση του Τούρκου Σουλτάνου ως λιποψυχία και διατάζει γενική επίθεση την 26η Αυγούστου του 1071. Οι Σελτζούκοι δεν περίμεναν τέτοια κίνηση και οπισθοχωρούν συντεταγμένα σχηματίζοντας διάταξη ημισελήνου και πλευροκοπώντας τους Βυζαντινούς με τόξα. Ο Ρωμανός διαπράττει τότε νέο σφάλμα και διατάζει οπισθοχώρηση, φοβούμενος ότι έχουν απομακρυνθεί πολύ από το στρατόπεδό τους, ή πως μπορεί να περικυκλωθούν από τον εχθρό. Σημειώνεται τότε δεύτερη προδοσία.
Ο Ανδρόνικος Δούκας διαδίδει ότι σκοτώθηκε ήδη ο Αυτοκράτορας και τρέπεται σε άτακτη φυγή, συμπαρασύροντας ολόκληρο το στράτευμα. Ο Αλπ Αρσλάν δε χάνει τη χρυσή αυτή ευκαιρία και διατάζει γενική αντεπίθεση. Ο Ρωμανός μένει μονάχος του αφού τον εγκαταλείπουν πανικόβλητοι ακόμη και οι βασιλικοί ιπποκόμοι. Πολεμά γενναία, παρότι δέχεται τραύμα στο χέρι από σπαθί και τελικά συλλαμβάνεται αιχμάλωτος μόνον αφού του σκοτώνουν το άλογο και αναγκαστεί να πολεμήσει πεζός.
Τον σέρνουν αιμόφυρτο στο Σουλτάνο, οποίος πείθεται πως πρόκειται για τον Αυτοκράτορα μόνον όταν ο ήδη συλληφθείς Βασιλάκιος γονατίζει και τον προσκυνά. Ο Αλπ Αρσλάν τον ρώτησε τότε τι θα έκανε ο Ρωμανός αν ο ίδιος βρισκόταν στη θέση του αιχμάλωτος. Ο Αυτοκράτορας του απάντησε ειλικρινά πως θα τον τιμωρούσε σκληρά. Ο Σουλτάνος όμως έπραξε τελείως διαφορετικά. Του φέρθηκε με τις καλύτερες τιμές, σαν να ήταν προσκεκλημένος του, και τελικά του επέτρεψε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, μετά από συμφωνία να του πληρώσει λύτρα.
Το οικτρό τέλος του Ρωμανού Διογένη δεν επρόκειτο να έρθει από τους Σελτζούκους αλλά από τους ίδιους τους συνωμότες στην Πόλη. Εγκαταλελειμμένος ακόμη και από τη σύζυγό του Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, προσπάθησε να αντιμετωπίσει στρατιωτικά τους εχθρούς του, αλλά ηττήθηκε από τον Ανδρόνικο και παραδόθηκε, με τη συμφωνία να γίνει μοναχός. Παρότι τη συνθήκη την επεκύρωσαν τρεις επίσκοποι οι Δούκες αθέτησαν το λόγο τους, και ενώ ο Ρωμανός επέστρεφε ταλαιπωρημένος από δηλητηρίαση, ο Καίσαρ Ιωάννης διέταξε να τυφλωθεί, βασανίζοντάς τον με το χειρότερο τρόπο.
Τελικά ο Ρωμανός σύρθηκε στην Προποντίδα, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή στις 4 Αυγούστου του 1072, λίγες μέρες αφότου ο Μιχαήλ Ψελλός του έστειλε συγχαρητήρια επιστολή για την απώλεια της όρασής του. Ακόμη πιο αναπάντεχο ήταν το τέλος του Αλπ Αρσλάν την ίδια χρονιά. H Σελτζούκικη Αυτοκρατορία του έφτανε από το Αιγαίο Πέλαγος μέχρι την Κεντρική Ασία και από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τον Περσικό Κόλπο, αλλά ο Αλπ Αρσλάν ήθελε να επεκταθεί ακόμη παραπέρα στο Τουρκεστάν.
Έφτασε πράγματι μέχρι τις όχθες του ποταμού Ώξου νικώντας τον ηγεμόνα της περιοχής Γιουσούφ ελ Χαρέζμι, τον οποίο συνέλαβε μάλιστα αιχμάλωτο. Ο Γιουσούφ οδηγήθηκε στο Σουλτάνο και καταδικάστηκε σε θάνατο. Τότε, όρμησε εναντίον του Αλπ Αρσλάν βγάζοντας ένα κρυμμένο μαχαίρι. Ο Σουλτάνος έκανε νεύμα στους φρουρούς του να μην κινηθούν, σίγουρος για την επιδεξιότητά του στο τόξο, αλλά ενώ σημάδευε τον Γιουσούφ, γλίστρησε, το βέλος του αστόχησε, και ο Γιουσούφ κατάφερε να τον χτυπήσει στο στήθος.
Ο Σουλτάνος πέθανε από το τραύμα μετά από λίγες ημέρες, στις 25 Νοεμβρίου του 1072, 42 χρονών, δηλαδή το ίδιο έτος και σε ίδια ηλικία με το Βυζαντινό του αντίπαλο. Ο Αλπ Αρσλάν κηδεύτηκε δίπλα στον τάφο του πατέρα του, Τσαγκρί Μπεγκ, στην πόλη Μερβ (Αντιόχεια της Μαργιανής), τη ”Μητέρα του Κόσμου”, την πολυπληθέστερη της εποχής εκείνης, που βρίσκεται πάνω στο δρόμο του μεταξιού. Η επιγραφή στον τύμβο του γράφει:
”Όσοι γνωρίσατε την ουρανομήκη δόξα του Αλπ Αρσλάν, κοιτάξτε. Τώρα βρίσκεται στο μαύρο χώμα”.