ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ – ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΒΑΣΗΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΒΑΣΗΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ
Ο Ελληνικός παλμός δονούσε ιδιαίτερα στους Ρωμιούς της Σμύρνης και για τούτο οι Τούρκοι την αποκαλούσαν «Γκιαούρ Ισμίρ» (Gavur Izmir). Και ήταν άπιστη γκιαούρισα η Σμύρνη, διότι ήταν Ελληνική για δύο χιλιάδες χρόνια, ίσως και παραπάνω. Σε σύνολο πληθυσμού 350.000, τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ρωμιοί αριθμούσαν 200.000, οι Τούρκοι 80.000, οι Αρμένιοι 40.000, οι Εβραίοι 50.000 και οι Λεβαντίνοι (Άγγλοι, Ιταλοί και Γάλλοι) τούς 30.000. Αλλά και η βιομηχανική δραστηριότητα σημείωσε καταπληκτική πρόοδο και εντυπωσιακά αποτελέσματα στη νύμφη της Ιωνίας. Και να σκεφθεί κανείς πως η βιομηχανία στην Μικρά Aσία εξελίχθηκε μέσα σε ένα κλίμα παντελούς αδιαφορίας από την πλευρά του κράτους και απουσίας κάθε κρατικής αντίληψης σε θέματα επιχειρήσεων.
Σε σύνολο 5.308 εργοστασίων και εργαστηρίων του βιλαετίου της Σμύρνης, τα 4.008 ήταν Ελληνικά, τα 1.216 Τουρκικά, 28 Αρμενικά, 21 Εβραϊκά και τα υπόλοιπα ξένων. Δηλαδή το 76% περίπου ήταν Ελληνικά. Σύμφωνα με μια έρευνα του Εμπορικού Επιμελητηρίου Σμύρνης ανάμεσα σε 3.315 εργοστάσια και εργαστήρια της πόλης, χωρίς να υπολογιστούν τα 10 περίπου που ανήκαν σε ξένους, 73% ανήκαν σε Έλληνες, 26% σε Τούρκους και 1% σε Αρμένιους και Εβραίους. Επί της συνολικής ιπποδύναμης 13.209 ατμοΐππων των ανωτέρω 5.308 εργοστασίων, οι 8.880 ήσαν Ελληνικών εργοστασίων και επί συνολικής αξίας των εργοστασίων αυτών 3.854.980 περίπου χρυσών Τουρκικών λιρών, οι 2.135.940 χρυσές λίρες ήταν Ελληνικά κεφάλαια.
Στον τομέα λοιπόν της βιομηχανίας οι Έλληνες κυριαρχούσαν μεταξύ όλων των «συνοίκων» λαών. Hταν ασυναγώνιστοι, διέθεταν κεφάλαια μεγάλα, ήταν οι περισσότεροι και μεγαλύτεροι εισαγωγείς και δάνειζαν ακόμη και το Οθωμανικό κράτος. H ραγδαία εξέλιξη του εμπορίου βοηθούσε στην αύξηση του Ελληνικού πληθυσμού κι αυτός με τη σειρά του ενίσχυε τις εμπορικές εργασίες. H περίφημη προκυμαία της Σμύρνης, το Και (Quai) ήταν η βάση και το ορμητήριο, από το οποίο προωθείτο ο Ελληνικός πληθυσμός και το εμπόριο. H Σμύρνη ήταν η αποθήκη του εμπορίου της δυτικής Μικράς Ασίας, όπως το Χαλέπι της Συρίας.
Στις αποθήκες και τα καταστήματα των Ελλήνων της Σμύρνης έφταναν τα καραβάνια από την Τοσκάτη, Άγκυρα, Προύσα, Ικόνιο, Αττάλεια, Ερζερούμ, Ντιαρμπακίρ με βαμβάκια, νήματα, μαλλιά Αγκύρας, Περσικά χαλιά, ερυθρόδανο (ριζάρι), βαφές, φαρμακευτικά είδη, κερί, σπόγγους, σιτάρια, κριθάρια, δέματα καπνού, όπιο, λάδια, κρασιά, σύκα, σταφίδες. Όλα με προορισμό την Ευρώπη. Από το άλλο μέρος γαλλικά, αγγλικά, ολλανδικά, αυστριακά κ.ά. καράβια προσορμίζονταν στη Σμύρνη με μετάξια Βενετίας, μεταξωτά, αργυρόχρυσες στόφες της Λυών, λουλάκι από τον Άγιο Δομήνικο, ζάχαρη, καρυκεύματα από την Καρολίνα και τη Λουϊζιάνα της Aμερικής, χαρτιά, υαλικά, σίδερο, κασσίτερο, μόλυβδο, ορείχαλκο.
Αυτή ήταν η ζωή στη μητρόπολη της Ιωνίας, όταν απεστάλη υπόμνημα της Ελληνικής κοινότητας Σμύρνης, στη Συμμαχική Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων. Το υπόμνημα υπογράφονταν από τα εκλεγμένα όργανα της Ελληνικής Κοινότητος και από τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο και αναφέρονταν μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Ουδείς εκ των πεπολιτισμένων λαών της Ευρώπης καί Αμερικής αγνοεί ότι εκ της Ιωνίας ανέτειλαν τά πρώτα φώτα του Ελληνικού πολιτισμού, ότι η ιωνική υπήρξεν η πρώτη Ελληνική διάλεκτος, ότι η Ιωνία υπήρξεν η πρώτη κοιτίς της Ελληνικής φιλοσοφίας καί ότι οι φωτεινοί παντός πεπολιτισμένου κόσμου ήλιοι, ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Θαλής, ο Πυθαγόρας, ο Αναξαγόρας, ο Ηράκλειτος καί τόσοι άλλοι της Μικρασιάτιδος ταύτης γής υπάρχουσι τέκνα αθάνατα.
Ότε δέ μετά πάροδον αιώνων Ελληνικού πολιτισμού ανέλαμψεν επί του κόσμου ο Χριστιανισμός πρώται πάλιν Μικρασιατών Ελληνικαί χείρες ήγειραν περικαλλείς τούς ναούς της του Χριστού λατρείας καί Μικρασιάται Απόστολοι, φαεινοί της Εκκλησίας αστέρες, εκήρυξαν ανά τόν κόσμον εν τή Ελληνική φωνή τά θεία του Χριστού διδάγματα. Αι επτά Εκκλησίαι της Αποκαλύψεως, εν μέσω των οποίων ιδιαζόντως ηγάπησε νά περπατή ο Κύριος της δόξης άπασαι ήκμασαν εν τη Μικρά Ασία. Ως τοις πάσι γνωστόν, ο άστοργος καί άγριος κατακτητής, κατά τα ατελεύτητα της μακράς δουλείας έτη, πάσαν προσπάθειαν κατέβαλε πρός εξόντωσιν του Ελληνισμού δια καταστροφών, σφαγών, διωγμών, διώσεων καί παντοειδών καταπιέσεων.
Αλλά ο πόθος της απελευθερώσεως των επί αιώνας βασανιζομένων συνεκράτει τήν Ελληνικήν ψυχήν καί ανερρίπιζε τήν εθνικήν ιδέαν. Μέχρι της ανακηρύξεως του Συντάγματος του 1908, οι Χριστιανοί σφάζονται καί αιωνίως σφάζονται υπό των των Τούρκων, υφ’οιανδήποτε αφορμήν πολιτεύματος καί αν ευρίσκωνται καί οιοσδήποτε Τούρκος καί αν διοική τό κράτος. Μόνον εν Σμύρνη διενεργήθησαν οι εξής σφαγαί: Τω 1770 εξ αφορμής της ναυμαχίας του Τσεσμέ χιλιάδες Έλληνες Χριστιανοί εσφάγησαν εις τάς οδούς της Σμύρνης. Τω 1797 Τούρκοι ενέπρησαν ολοκλήρους συνοικίας, έσφαξαν γυναικόπεδα καί έθεσαν πύρ εις μίαν σχολήν όπου εκάησαν αθώα παιδιά.
Τω 1821 εις τάς οδούς ήρξατο κυνήγημα καί σφαγή των Ελλήνων, οίτινες εύρισκον καταφύγιον εις τά Ευρωπαϊκά πλοία. Αλλά καί διαρκούντος του Παγκοσμίου Πολέμου, έχομεν πολυσέλιδον Μαύρην Βίβλον, αδυνατούσα νά περιλάβη όλας τάς γνωστάς καί παρ’αυτών των Τούρκων μέ αποκρυπτομένας πλέον καταστροφάς Ελληνικών πόλεων, τάς προμελετημένας σφαγάς καί δαρμούς, τάς φυλακίσεις, τούς συνολικούς φόνους, τάς εκατόμβας των εργατικών ταγμάτων, τάς ατιμώσεις των παρθένων, τάς βεβηλώσεις των εκκλησιών, τούς εξισλαμισμούς των παίδων…».
Κάποιος Γερμανός περιηγητής είχε πει κάποτε ότι αποτελεί διαστροφή της Ιστορίας, το γεγονός ότι η Ιωνική γη δεν ανήκει στους απογόνους αυτών πού έδωσαν τα φώτα της φιλοσοφίας και του πολιτισμού στον πολιτισμένο κόσμο.
Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΔΙΕΚΔΙΚΕΙ
Ο Βενιζέλος με μία σειρά υπομνημάτων στις Μεγάλες Δυνάμεις, προσπαθούσε να προωθήσει όσο μπορούσε το Μικρασιατικό ζήτημα. Δεν παρέλειψε σε επιστολή του στον Άγγλο πρωθυπουργό Λόϋδ Τζώρτζ (20 Οκτωβρίου 1918) να παραπονεθεί για την αδιαφορία των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων απέναντί στα δεινά των Ρωμιών της Μικράς Ασίας. Με υπόμνημα στον Αμερικάνο Πρόεδρο Ουίλσον, στις 3 Δεκεμβρίου 1918, ο Ελευθέριος Βενιζέλος προέβαλε αξιώσεις σε εκείνες της περιοχές της δυτικής Μικράς Ασίας στις οποίες υπερείχε αριθμητικά ο Ελληνικός πληθυσμός και οι οποίες αφορούσαν το Βιλαέτι Αϊδινίου (622.810), το Βιλαέτι Προύσας (278.421), το ανεξάρτητο σαντζάκι Ισμίτ (73.134), το σατζάκι Δαρδανελλίων (38.830), την Τένεδο (3.752) και την Ίμβρο (8.125).
Για την Κωνσταντινούπολη, τον Βόσπορο και τα Δαρδανέλια, ο Βενιζέλος πρότεινε να αποτελέσουν διεθνές κράτος, ενώ για τους Ελληνικούς πληθυσμούς που ανήκαν σε περιοχές που θα παρέμεναν υπό Οθωμανική διοίκηση, ζήτησε ανταλλαγή με τους Μουσουλμανικούς πληθυσμούς πού βρίσκονταν στην Ελλάδα, ούτως ώστε να διασωθούν από τις μαζικές εκτοπίσεις και τις σφαγές των Τούρκων. Πρώτος ο Γάλλος πρωθυπουργός Κλεμανσώ συμφώνησε με τις προτάσεις του Έλληνα πρωθυπουργού. Είχε βεβαίως προηγηθεί η εκστρατεία του Ελληνικού στρατιωτικού σώματος στην Ουκρανία, κάτω από τις γνωστές πιέσεις της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Σταν διπλωματικό αγώνα του Βενιζέλου και στα ατελείωτα ταξίδια του, κυρίως στο Παρίσι, ο Έλληνας ηγέτης είχε σαν στενό του σύμβουλο τον Υπουργό Εξωτερικών Νικόλαο Πολίτη, καθηγητή του Δικαίου. Στην Αθήνα, τον αντικαθιστούσε ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως Εμμανουήλ Ρεπούλης, ενώ τον Υπουργό Εξωτερικών αντικαθιστούσε ο Αλέξανδρος Διομήδης. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στηρίχτηκε πολύ στην ιστορία και στην σταθερή παρουσία των Ελλήνων στην Μικρά Ασία επί αιώνες για να προβάλει και να υπερασπισθεί τις εθνικές διεκδικήσεις:
«Η σπονδυλική στήλη της Ελλάδος έχει κατεύθυνση πρός Ανατολάς. Γιά νά γίνει βιώσιμο τό Ελληνικό κράτος πρέπει νά στρογγυλοποιηθεί καί όχι νά αποκτήσει λωρίδες παραλιακών περιοχών στίς βόρειες ακτές του Αιγαίου, λωρίδες χωρίς βάθος. Η στρογγυλοποίησις θά γίνη μέ τήν απόκτηση της Ιωνίας (της Σμύρνης με τό εσωτερικό της). Η Ιωνία είναι Ελληνική μέ απαράγραπτα δικαιώματα του Ελληνισμού. Καί είναι μία πραγματική γή της Επαγγελίας».
Η διάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων στις διεκδικήσεις του Βενιζέλου ήταν θετική. Ανεγνώρισαν τις Ελληνικές αξιώσεις τόσο στην Δυτική όσο και στην Ανατολική Θράκη, συμφώνησαν τόσο στην παραχώρηση της Σμύρνης και των Κυδωνιών στην Ελλάδα όσο και την προσάρτηση της Δωδεκανήσου και της Βορείου Ηπείρου στην Ελληνική επικράτεια. Κύριος αντίπαλος στην Ελληνική εξωτερική πολιτική ήταν η Ιταλία, αλλά και οι διαφορές που χώριζαν τις Μεγάλες Δυνάμεις καθώς η μία διακατέχονταν με καχυποψία έναντι της άλλης. Κυρίως ο ανταγωνισμός ήταν οξύτατος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας και αυτό συνετέλεσε ώστε να μην τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Τουρκίας έναντι της Αντάντ, μετά την ανακωχή πού υπεγράφη στο Μούδρο της Λήμνου (17 Οκτωβρίου 1918).
Και αυτές οι δεσμεύσεις αφορούσαν εκτός από την παράδοση του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου στους Συμμάχους, την εγκατάλειψη της Υεμένης, της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Κιλικίας και την αποστράτευση του Τουρκικού στρατού. Ιταλοί και Γάλλοι δεν ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για τον αφοπλισμό του Τουρκικού στρατού, γεγονός που έσπευσαν να επωφεληθούν οι Τούρκοι οι οποίοι διέβλεπαν πλέον την πτώση της Οθωμανικής κυβερνήσεως και προσδοκούσαν ένα καλύτερο μέλλον για το έθνος τους, με ηγέτη τον μοναδικό άνθρωπο που μπορούσε να αντιμετωπίσει την χαώδη κατάσταση που επικρατούσε και ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον στρατηγό Μουσταφά Κεμάλ.
Ο Κεμάλ αντέδρασε στους ταπεινωτικούς όρους των Συμμάχων και οργάνωσε ένα εθνικιστικό κίνημα αντίστασης από την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Και διάλεξε την Σαμψούντα του Πόντου για να ξεκινήσει την οργάνωση του εθνικιστικού κινήματος πού θα έσωζε την Τουρκία από την καταστροφή.
Η ΕΛΛΑΣ ΕΝ ΣΜΥΡΝΗ
Όταν η Τουρκία έλαβε μέρος στόν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, ο τότε Άγγλος πρωθυπουργός Άσκουϊθ, σε λόγο του στην βουλή, είπε ότι ο Σουλτάνος με αυτό που έπραξε είχε σκάψει τον τάφο του και η Αυτοκρατορία του, που είχε σύρει το ξίφος, θα κατεστρέφετο δια του ξίφους. Και φυσικά άρχισαν οι συνεννοήσεις για την διανομή των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά την επικείμενη πτώση της. Οι Ρώσσοι πρόβαλαν αξιώσεις για την Κωνσταντινούπολη και τα στενά (αξιώσεις πού εγκαταλείφθησαν μετά την Οκτωβριανή επανάσταση), οι Ιταλοί αξίωσαν τα βιλαέτια Αϊδινίου (Σμύρνης), Ικονίου και Αδάνων, οι Γάλλοι την Συρία και την Παλαιστίνη και οι Άγγλοι την Αραβία και τη Μεσοποταμία με τα πετρέλαιά τους.
Οι Σύμμαχοι, προκειμένου να επιβάλλουν τις διεκδικήσεις τους στην καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία, δεν είχαν έτοιμο στρατό παρά μόνο τον Ελληνικό ή τον Ιταλικό και αυτό διότι, Άγγλοι και οι Γάλλοι, κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης, είχαν προβεί σε εκτεταμένες αποστρατείες. Από την άλλη δεν ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τον Ιταλικό στρατό για την επιβολή των όρων της Συνθήκης Ειρήνης, διότι θα εδραιώνονταν η Ιταλία στην Μικρά Ασία, κάτι που ήταν ανεπιθύμητο σε Λονδίνο και Παρίσι. Όταν λοιπόν, η Ιταλία αποβίβασε εντελώς απροειδοποίητα, στρατεύματα στην Αττάλεια και την Μάκρη της Μικράς Ασίας, οι Σύμμαχοι εξοργίστηκαν και ανάγκασαν την Ιταλική αντιπροσωπεία, να αποχωρήσει από τις εργασίες της Διάσκεψης.
Έτσι Αγγλογάλλοι και Αμερικάνοι, εκμεταλλευόμενοι την απουσία των Ιταλών, αποφάσισαν την άμεση αποστολή στη Σμύρνη Ελληνικού στρατού. Και βεβαίως οι αιώνιοι υποκριτές της Δύσης επισήμως δήλωσαν ότι στέλνουν Ελληνικό στρατό για να σώσει τους Χριστιανικούς πληθυσμούς από τις σφαγές των Μουσουλμάνων. Ακόμα, οι αιώνιοι ανέντιμοι της Δύσης, παρότι ήταν δεσμευμένοι να στηρίξουν τον Ελληνικό στρατό σε περίπτωση Τουρκικής απειλής, λίγα χρόνια αργότερα θα υπέγραφαν συμμαχία με τον Κεμάλ και όχι μόνο θα άφηναν αβοήθητους τους Συμμάχους τους Έλληνες, αλλά θα βοηθούσαν τον αντίπαλο Τουρκικό στρατό.
Αμέσως ο Βενιζέλος έδινε τηλεγραφικά εντολή στον αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως Ρεπούλη, για την προετοιμασία απόβασης του Ελληνικού στρατού στη Μικρασιατική ακτή, ζητώντας ταυτόχρονα πλήρη εχεμύθεια: «Ταύτην την στιγμήν το Ανώτατον Συμβούλιον με πληροφορεί ότι εν τη σημερινή συνεδριάσει απεφάσισεν όπως το εκστρατευτικό σώμα αναχωρήση διά Σμύρνην. Η απόφασις ελήφθη παμψηφεί. Ζήτω το Έθνος». Η νηοπομπή των Ελληνικών πολεμικών και μεταγωγικών σκαφών πού θα μετέφερε την Α’ Μεραρχία από τον λιμένα Ελευθερών της Μακεδονίας στη Σμύρνη είχε ήδη ετοιμασθεί, αλλά ουδείς γνώριζε ότι ο τόπος προορισμού ήταν η Μητρόπολη της Ιωνίας.
Στις 30 Απριλίου 1919, την ώρα του απόπλου ανεγνώσθη προς τους στρατιώτες και τους αξιωματικούς της Μεραρχίας η ιστορική Ημερήσια Διαταγή του Πρωθυπουργού και Υπουργού Στρατιωτικών:
«Απεφασίσθη υπό των μεγάλων Δυνάμεων η διά του Ελληνικού στρατού κατάληψις της Σμύρνης και η εξασφάλισις της τάξεως εκεί. Αποστολή, τιμητικωτέρα της οποίας σπανίως ανετέθη εις τμήμα του εθνικού στρατού, καθ’ όλην τη μακράν του ιστορίαν. Γνωρίζω εκ των προτέρων ότι θά ευρεθήτε εις τό ύψος της αποστολής σας. Γνωρίζω ότι πάντες αξιωματικοί καί οπλίται, αισθάνεσθε δικαίαν υπερηφάνειαν διά τήν αποστολήν σας ταύτην. Είναι ανάγκη, όπως έκαστος εκ των ανδρών της μεραρχίας εμπνέεται από τήν συναίσθησιν ότι ο ίδιος αντιπροσωπεύει τήν Ελλάδα.
Πρέπει ανά πάσαν στιγμήν νά ενθυμήται ότι από κάθε λόγον του από κάθε πράξιν του εξαρτάται η πρός τήν Ελλάδα εκτίμησις, ου μόνον τών ομογενών αλλά καί τών ξένων στοιχείων, άτινα ευρίσκονται πολυάριθμα εις τήν Σμύρνην. Συστάσεις δια την συμπεριφορά σας απέναντι των ομογενών δέν έχω ανάγκην νά σας κάμω. Επί αιώνας ήδη αναμέναμεν τήν ευτυχή ταύτην ημέραν, χωρίς ποτέ ν’απελπισθώμεν, ούτε εν τώ μέσω των μεγαλυτέρων συμφορών.
Εκτός τούτου όμως, είναι αναγκη νά δείξετε διά της συμπεριφοράς σας καί πρός τό τουρκικόν, τό εβραϊκόν καί τό αρμενικόν στοιχείον ότι ο ελληνικός στρατός όχι μόνο δέν υστερεί των συμμαχικών κατά τήν γενναιότητα, τήν αυταπάρνησιν καί τήν ευγένειαν της ψυχής, αλλά ότι συγχρόνως διεκδικεί ότι ευρίσκεται εις τήν πρώτην γραμμήν του πολιτισμού.
Αί ευχαί ολοκλήρου του έθνους σας συνοδεύουν».
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Την περίοδο εκείνη στη Σμύρνη βρισκόταν Τουρκική στρατιωτική δύναμη 3.000 περίπου ανδρών, η οποία στρατοπέδευε σε στρατώνες κοντά στο διοικητήριο της πόλης στο νότιο τμήμα της προκυμαίας. Το πρωί της 1ης Μαΐου ο ναύαρχος Κάλθορπ επέδωσε στον Βαλή της Σμύρvnς διακοίνωση με την οποία του γνωστοποιούσε την απόφαση του Συνεδρίου για στρατιωτική κατάληψη της πόλης και του ζήτησε την επόμενη μέρα το Τουρκικό στρατιωτικό τμήμα να παραμείνει στους στρατώνες. Λίγο πριν από το μεσημέρι της 1ης Μαΐου, ναυτικά αγήματα των Συμμάχων κατέλαβαν τα εξωτερικά φρούρια της Σμύρνης. Η νύμφη της Ιωνίας, η Σμύρνη, ζούσε την σημαντικότερη στιγμή της Ιστορίας της.
Λίγες ώρες μετά επρόκειτο να αποβιβαστούν στην προκυμαία της τα στρατεύματα της ελεύθερης Ελλάδος, τα οποία οι Ρωμιοί της πόλης θα υποδέχονταν ως απελευθερωτές. Η απελευθέρωση της Ρωμιοσύνης είχε αρχίσει το 1821 από Μωριά, Ρούμελη, συνεχίστηκε το 1881 στην Θεσσαλία, το 1912 στη Μακεδονία, την Ήπειρο, την Κρήτη και το Αιγαίο και το 1919 στην Θράκη και στην γη της Ιωνίας. Η ιστορική δικαιοσύνη απαιτούσε την εκδίωξη του κατακτητή από τα εδάφη που είχε αρπάξει και την τιμωρία του για την εξόντωση των γηγενών. Το μόνο πολιτικό κόμμα πού υποστήριζε το δίκαιο του Οθωμανού κατακτητή και εναντιώνονταν στην επάναφορά των εδαφών και των μνημείων στους νόμιμους κατόχους τους, ήταν το ΚΚΕ.
Οι διεθνιστές της Αριστεράς θα έκαναν τά πάντα για να εδραιωθεί το Κεμαλικό κράτος πάνω στα κόκαλα των γηγενών της Μικράς Ασίας. Αντίστοιχα και σήμερα, οι διεθνιστές της Παγκοσμιοποίησης υποστηρίζουν με κάθε τρόπο την Κεμαλική Τουρκία στην προσπάθειά της να εδραιωθεί στα Βαλκάνια. Οι εποχές και οι άνθρωποι αλλάζουν, οι πολιτικές μένουν οι ίδιες. Οι Ρωμιοί της Σμύρνης έβλεπαν τούς εαυτούς τους ελεύθερους έπειτα από αιώνες σκλαβιάς και έκαναν όνειρα.
Την 1η Μαΐου 1919 δημογέροντες, κοινοτικοί επίτροποι και άλλοι πρόκριτοι της Ελληνορθόδοξης κοινότητας της Σμύρνης, συγκεντρώθηκαν μετά από πρόσκληση του Μητροπολίτη Χρυσόστομου, στο Μέγα Συνοδικό της Μητρόπολης. Ο περίβολος της Αγίας Φωτεινής γέμισε ασφυκτικά από κόσμο. Μετά από λίγο κατέφθασε ο Ύπατος Αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη, ναύαρχος Ηλίας Μαυρουδής. Στην αρχή της συνεδρίασης ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος πήρε τον λόγο και απευθυνόμενος στην ηγεσία της κοινότητας είπε:
«Αδελφοί το πλήρωμα του χρόνου επέστη. Οι πόθοι των αιώνων εκπληρούνται. Οι έκτακτοι χρόνοι ήγγικαν. Αι μεγάλαι ελπίδες του γένους μας, ο ανύστακτος, ο σφοδρός, ο μύχιος, ο θερμός, ο καίων και φλογίζων ως ο πεπυρακτωμένος σίδηρος τα σπλάχνα μας πόθος προς ένωσιν μετά της μητρός μας Ελλάδος, ιδού κατά τη σήμερον ιστορικήν και αξιομνημόνευτον ημέραν της 1ης Μαΐου γίνεται πράγμα και γεγονός τετελεσμένον.
Από της σήμερον αποτελούμεν αναπόσπαστον τμήμα της ηνωμένης, της ενδόξου, της αθανάτου μεγάλης μας πατρίδος Ελλάδος, η αποβίβασις των Ελληνικών μεραρχιών εις τα Μικρασιατικά παράλια ήρξατο, το εξωτερικόν φρούριον της Σμύρνης κατελήφθη υπό των Ελληνικών στρατευμάτων. Αύριο οι ελευθερωτές μας εισέρχονται.
Η μικρά και ένδοξος Ελλάς, μεγενθυνομένη ούτω, θα βαδίση γοργώ τω βήματι προς ένδοξότατον μέλλον. Το ζήτημα ήτο να θέση άπαξ τον πόδα της επί της Μικράς Ασίας και της Θράκης και τον έθηκε πλέον βαρύν… εις τήν πλέον κρίσιμον της ιστορίας της περίοδον, ανέστησεν εν τη Ελλάδι η Θεία Πρόνοια τόν μέγιστον των πολτικών της ανδρών, τόν Ελευθέριον Βενιζέλον.
Ζήτω η Μεγάλη μας Πατρίς Ελλάς. Ζήτω η Ελληνική Σμύρνη. Ζήτω ο Βενιζέλος. Ζήτω ο ναύαρχός μας Ηλίας Μαυρουδής. Ζήτω η ένωσίς μας μετά της μητρός Ελλάδος.»
Το πρωί της 2ας Μαΐου 1919 τα πάντα ήταν έτοιμα για την απόβαση. Περίπολοι Ελλήνων ναυτών κυκλοφορούσαν κατά μήκος της προκυμαίας για την τήρηση της τάξης, ενώ οι πολίτες είχαν κατακλύσει τούς δρόμους του λιμανιού. Η πρωινή ομίχλη είχε διαλυθεί και ο ήλιος της ελευθερίας φώτιζε τη θάλασσα του Ερμαίου Κόλπου. Οι ακτίνες του αστραποβολούσαν στην κορώνα του μητροπολίτη. Φέροντας τα Αυτοκρατορικά άμφιά του ο Χρυσόστομος με τον κλήρο περίμενε να ευλογήσει τούς απελευθερωτές. Κι έσπευσε ο ίδιος να υποδεχθεί τον πλοίαρχο Μαυρουδή.
Ο ευσταλής αξιωματικός, ωχρός από την συγκίνησιν, χαιρέτησε στρατιωτικά και εν μέσω γενικής κατανύξεως ανήγγειλε: ”Η 1η Μεραρχία του Ελληνικού Στρατού καταλαμβάνει την Σμύρνη εν ονόματι του Βασιλέως Αλεξάνδρου”. Λυγμοί χαράς μόνον. Ο Χρυσόστομος ευλογεί τον πλοίαρχο και τον αγκαλιάζει κλαίγοντας. Και ο σκληροτράχηλος θαλασσόλυκος πέφτει βαρύς τσακισμένος από την συγκίνηση. Στις 7:30 άρχισε η αποβίβαση των τμημάτων στον προβλήτα της Πούντας. Το 4ο σύνταγμα κατευθύνθηκε στα όρια της Τουρκικής και της Ελληνικής συνοικίας ενώ το 1/38 σύνταγμα ευζώνων στην αποβάθρα της Λέσχης των Κυνηγών.
Η ηθοποιός Κυβέλη, που έτυχε να βρίσκεται στην Σμύρνη, έρρενε με τριαντάφυλλα τους ευζώνους. Το σύνθημα στις φρουρές, το έδωσε ο συνταγματάρχης Ζαφειρίου και ήταν: «Παλαιολόγος – Κωνσταντινούπολις». Τό 1/38 σύνταγμα θα περνούσε από το διοικητήριο και τις φυλακές. Ο επικεφαλής ταγματάρχης Τζαβέλλας, στεφανωμένος αυτός και οι άντρες του με λουλουδένια στεφάνια από τις Σμυρνιωτοπούλες, προχωρούσε αμέριμνος μέσα στο πλήθος πού παραληρούσε. Έξαφνα καταιγισμός από σφαίρες θέρισαν την προφυλακή. Ο λοχαγός Νικολάου διατάζει ακροβολισμό. Δέκα Εύζωνοι πέφτουν κτυπημένοι, οι δύο είναι ήδη νεκροί.
Μαζί τους πέφτουν νεκρά και γυναικόπαιδα από το πλήθος. Οι Έλληνες τσολιάδες όρμησαν με την ξιφολόγχη στο διοικητήριο και διέλυσαν την εστία αντίστασης συλλαμβάνοντας τρεις χιλιάδες αιχμαλώτους. Οι νεκροί όμως αμαύρωσαν τη γενική χαρά. Οι Τούρκοι σύμφωνα με τους όρους ανακωχής έπρεπε να παραδώσουν τα όπλα τους. Αλλά ήταν οι Ιταλοί και οι Γάλλοι εκείνοι που τους είχαν προμηθεύσει με όπλα και θα συνέχιζαν να το κάνουν μέχρι τέλος. Και ήταν Ιταλοί και Γάλλοι εκείνοι που κατηγόρησαν τον Ελληνικό στρατό για τη συμπλοκή πού έγινε.
Ήταν Ιταλοί και Γάλλοι εκείνοι που είχαν ανοίξει τις φυλακές και είχαν αφήσει ελεύθερους αποβράσματα που διψούσαν για αίμα. Και ήταν οι Άγγλοι αυτοί που θα έφερναν το χειρότερο πρόσωπο που μπορούσαν να φέρουν στη Σμύρνη ως Αρμοστή, τον Αριστείδη Στεργιάδη, ο οποίος φρόντισε να εκτελέσει ως υπαίτιους για τα αιματηρά επεισόδια, δύο Έλληνες ώστε να γίνει έτσι αρεστός στις Μεγάλες Δυνάμεις.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΒΑΣΗ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ
Σμύρνη στα 1919 λίγον καιρό μετά την απόβαση του Ελληνικού στρατού στην πόλη αυτή. Επειδή το Τουρκικό σχέδιο εξοντώσεως είχε τεθεί σε πλήρη εφαρμογή πριν από την άφιξη των Ελληνικών στρατευμάτων, οι Έλληνες χωρικοί είχαν διωχθεί απ’ όλη την περιφέρεια με εξαίρεση, μόνο της ίδιας της πόλεως, και πολλοί κάτοικοι είχαν εξαφανιστεί όπως είχαν καταστραφεί και τα αγροκτήματα τους και τα χωριά τους. Είχαν διασκορπιστεί μέσα στα Ελληνικά νησιά, καθώς και στην ηπειρωτική Ελλάδα και στη Θεσ/νίκη οπού η Ελληνική κυβέρνηση είχε κατασκευάσει παραπήγματα για τη στέγαση τους και είχε λάβει χώρα ένας σημαντικός εποικισμός από αυτούς.
Πολλά έχουν λεχθεί για ωμότητες και σφαγές πού διέπραξαν τα Ελληνικά στρατεύματα κατά την απόβαση τους στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919. Στην πραγματικότητα τα συμβάντα που έλαβαν χώρα την ημέρα της αποβάσεως και τις λίγες μέρες πού ακολούθησαν, έχουν μεγαλοποιηθεί ωσότου μεταφέρθηκαν στην δημόσια γνώμη σε πολύ μεγαλύτερες αναλογίες από ό,τι είχε γίνει με την προσχεδιασμένη εξόντωση ολοκλήρων εθνών από τους Τούρκους και δεν φαίνεται να έχει δοθεί καμιά προσοχή στην ταχεία εξάλειψη των ταραχών από τις Ελληνικές αρχές και στην άμεση τιμωρία των κυριοτέρων δραστών, μερικών από τους οποίους και με θάνατο.
Τα σχετικά συμβάντα όπως μεταδόθηκαν από Αμερικανούς Ιεραποστόλους, επιχειρηματίες και άλλα αναμφίβολου αξιοπιστίας άτομα, κι έχουν ως εξής:
”Το βράδυ της προτεραίας της αποβάσεως έλαβε χώρα μια συγκέντρωση των ναυτικών διοικητών και όπως ανακοίνωσε ένας από αυτούς πού έλαβαν μέρος στη συγκέντρωση, έγινε συζήτηση σχετικά με το σχέδιο, βάσει του οποίου έπρεπε να εκτελεστεί η επιχείρηση αυτή. Εκείνος πού έδωσε τις πληροφορίες μου εδήλωσε ότι ο Αμερικανός ναυτικός διοικητής ήταν της γνώμης ότι έπρεπε να συνεργασθούν με τους Έλληνες στην αστυνόμευση των διαφόρων τομέων της πόλεως δια του ναυτικού των συμμάχων, αλλά ότι ο Άγγλος υποστήριξε την γνώμη ν αφήσουν τους Έλληνες «να κάμουν μόνοι τους τη δουλειά όλη».
Η πληροφορία αυτή μου εδόθη από δεύτερο χέρι και η ακρίβεια της δεν μπορεί να εξακριβωθεί ασφαλώς, φαίνεται όμως πιθανή. Όπως κι αν έχει το πράγμα, η συμβουλή που αποδίδεται στον Αμερικανό ήταν ορθή από πρακτική άποψη, δεν μπορούσε όμως να εφαρμοστεί για προφανείς λόγους. Δεν μπορούσαμε να αποβιβασθούμε γιατί είμαστε, όπως συνήθως συνέβαινε, «παρατηρηταί» και υπήρχε μια τόσο ισχυρή αντιζηλία μεταξύ των συμμάχων σχετικά με τη Μικρά Ασία, ώστε δεν ημπορούσαν να βγουν στην ακτή είτε μαζί, είτε χωριστά. Αυτό ήταν η πρώτη ένδειξη ελλείψεως επαρκούς βοηθείας πού τελικά επέφερε την Ελληνική συμφορά και την καταστροφή της Σμύρνης.
Γι αυτό ολόκληρη η ευθύνη επιρρίφθηκε στους Έλληνες, οι οποίοι είχαν αποβιβαστεί ανάμεσα σε πληθυσμό, ιδιαίτερα όσον άφορα τους Τούρκους, πού είχε προσβληθεί από τον ερχομό τους περισσότερο από όσο θα προσβάλλονταν οι λευκοί πολίτες του Mobile, εάν είχε δοθεί η εντολή γι αυτό σε στρατεύματα Νέγρων. Για τους Τούρκους ο Έλληνας δεν είναι μόνο ένας «άπιστος σκύλος», αλλά και ο άλλοτε σκλάβος. Την ώρα πού οι Έλληνες προχωρούσαν στη διεύθυνση του Konak δηλ. του Διοικητηρίου πού ήταν στην Τουρκική συνοικία, πυροβολήθηκαν από κρυψώνες. Όπως με πληροφόρησαν πολυάριθμοι αυτόπτες μάρτυρες, όχι Σμυρναίοι, οι πυροβολισμοί είχαν εξελιχθεί σε καταιγισμό πυρός.
Ο Υγιεινολόγος του Αμερικανικού Νοσοκομείου πού βρισκόταν στην περιοχή του Διοικητηρίου μου διηγήθηκε το εξής περιστατικό: Μόλις άκουσε τους πυροβολισμούς, βγήκε τρέχοντας στην αυλή του Νοσοκομείου, γιατί φοβήθηκε, ότι, αν οι πυροβολισμοί προέρχονταν από εκεί, θα ήταν δυνατό να προκαλέσουν αντίστοιχα πυρά από τους Έλληνες. Είδε τότε έναν Τούρκο επάνω σ’ ένα δένδρο της αυλής του Νοσοκομείου πού είχε στα χέρια του ένα τουφέκι. Τον σημάδεψε με ένα περίστροφο και του είπε να κατέβει κάτω. Ο Τούρκος υπάκουσε. Αυτός πού μου έδωσε την παραπάνω πληροφορία ήταν Αμερικανός πολίτης όχι Ελληνικής ή Αρμενικής καταγωγής.
Οι Έλληνες συνέλαβαν μερικούς αιχμαλώτους, τους οποίους έβαλαν να βαδίσουν κατά μήκος της παραλίας, ώστε να φαίνονται από τα πολεμικά των Συμμάχων και των Αμερικανών, και τους ανάγκασαν να σηκώσουν προς τα επάνω τα χέρια τους. Μερικοί είπαν ότι οι Έλληνες στρατιώτες χτύπησαν με τις λόγχες τους μερικούς από τους αιχμαλώτους των πράγμα πού έβλεπαν οι άνθρωποι πού ήταν μέσα στα σπίτια και επάνω στα πλοία. Δεν έγινε σφαγή με την έννοια του γενικού σκοτωμού αιχμαλώτων, αλλά κάτι λίγοι εσκότωσαν μερικούς με τον τρόπο πού είπαμε. Η πράξη αυτή είναι βέβαια δολοφονική, αξιόμεμπτη και βλακώδης και στους Έλληνες απόκειται να την δικαιολογήσουν όπως μπορούν.
Μέσα στην πόλη έλαβε χώρα κάποια ανταρσία κάτι σαν οχλαγωγία και σκοτώθηκαν κάπως περισσότεροι Τούρκοι. Αμερικανοί πού ήταν παρόντες έκαμαν διάφορους υπολογισμούς σχετικά με τον αριθμό των σκοτωμένων πού αναβιβάζονται από 50 μέχρι 300 ψυχές. Ο δεύτερος αριθμός είναι υπερβολικός. Έγινε επίσης και σημαντική λεηλασία και μέσα στη Σμύρνη και στις γύρω περιοχές”.
Μιλώντας για το ζήτημα αυτό σ’ ένα φυλλάδιο με τον τίτλο «Οι Μεγάλες Δυνάμεις και οι Χριστιανοί της Ανατολής» ο William Pember Reeves λέγει: «Σχετικά με τα άτομα πού σκοτώθηκαν στη Σμύρνη, αυτά ήσαν Τούρκοι και ανήρχοντο, όπως μου διηγήθηκαν, σε εξήντα εξ, πού σκοτώθηκαν εν μέρει από Έλληνες στρατιώτες, εν μέρει απ” τον όχλο της πόλεως. Σκοτώθηκαν επίσης και καμμιά εκατοστή από άλλες εθνικότητες. Οι πρωτουργοί των σκοτωμών αυτών εκτελέσθηκαν από τις Ελληνικές Αρχές, πληρώθηκαν δε και αποζημιώσεις στις οικογένειες των θυμάτων».
”Από που είχε τις πληροφορίες του ο κ. Reeves μου είναι άγνωστο, αλλά αυτές συμπίπτουν με όσα μου είπαν Αμερικανοί πού ήσαν παρόντες και τους οποίους είδα λίγον καιρό μετά την απόβαση των Ελληνικών στρατευμάτων. Ήμουν όμως και εγώ παρών στη Σμύρνη όταν οι πρωτουργοί των ταραχών της 2ας Μαΐου καταδικάσθηκαν και εκτελέσθηκαν. Τότε ήταν που ο Έλλην Γενικός Διοικητής ανακοίνωσε την σχετική απόφαση του και έδειξε την ικανότητα πού χαρακτήριζε όλη του τη Διοίκηση στη Σμύρνη. Κατέστειλε εντελώς τις ταραχές σε ελάχιστο διάστημα και τιμώρησε αυστηρά τους κακοποιούς.
Τρεις από τους αρχηγούς των ταραξιών, Έλληνες, μεταφέρθηκαν σε μια πλατεία δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή πού συνδέει τη Σμύρνη με τον Μπουτζά, εκτελέσθηκαν δημοσία και θάφτηκαν σε μέρος που μπορούσαν να ιδούν τους τάφους των όλοι οι άνθρωποι πού περνούσαν μεταξύ του κέντρου παραθερισμού πού είπαμε και της κυρίας πόλεως. Οι τρεις αυτοί αρχηγοί των ταραξιών είχαν δικαστεί προηγουμένως από ένα στρατοδικείο και η απόφαση εκτελέσθηκε αμέσως. Και άλλοι πολλοί είχαν δικαστεί και καταδικάσθηκαν σε μικρότερες ποινές”.
Ο λαός πληροφορήθηκε ότι οι Έλληνες πού θα διατάρασσαν την τάξη θα τιμωρούνταν αυστηρότερα από τους Τούρκους, αυτή δε η πολιτική εφαρμόστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της Ελληνικής κατοχής και συνέβαλε πάρα πολύ στην έλλειψη δημοτικότητας του Γενικού Διοικητού μεταξύ του ντόπιου Ελληνικού πληθυσμού. Ο κ. Στεργιάδης, ο Έλλην Γενικός Διοικητής, έβγαλε διαταγή όλοι όσοι είχαν στην κατοχή τους προϊόντα λεηλασίας να τα αποδώσουν αμέσως, γιατί αλλοιώτικα θα τιμωρούνταν βαρεία και ώρισε ένα μεγάλο εμπορικό κατάστημα στην οδό Franque, οπού έπρεπε να παραδίδονται αυτά τα είδη και στην πραγματικότητα παραδόθηκαν όλα τα προϊόντα λαφυραγωγίας.
Όλοι οι Τούρκοι πού ισχυρίζονταν ότι είχαν ληστευθεί προσεκλήθησαν να υποβάλουν τα παράπονα τους στη Γενική Διοίκηση και τα παράπονα αυτά γίνονταν δεκτά με τόσο μικρή διερεύνηση, ώστε πολλοί Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν τεράστια την ευκαιρία και υπέβαλαν ψεύτικες η μεγαλοποιημένες απαιτήσεις. Επί πλέον είχαν αποβιβαστεί πολλοί Έλληνες κτηματίες και εξέχοντες κάτοικοι μικρότερων πόλεων οι οποίοι επήγαν στην επαρχία κι εκεί φοβερίζοντας τους χωρικούς και προστατεύοντας τους Τούρκους συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην αποκατάσταση της τάξεως, στις αγροτικές περιοχές.
Ανάμεσα σ’ αυτούς διακρίθηκε κάποιος Αδαμόπουλος, ιδιοκτήτης πολύ μεγάλης περιουσίας στο Ντεβελίκιοϊ, ένα χωριό πού βρίσκεται σε απόσταση 35 μιλίων από τη Σμύρνη, ο οποίος επήγε εκεί και ανάγκασε τους χωρικούς να επιστρέψουν πρόβατα και άλλα πράγματα απειλώντας με βαρεία τιμωρία κάθε Έλληνα πού θα επείραζε Τούρκους. Υπήρχε επίσης και ένας δικηγόρος λεγόμενος Αθηνογένης πού καταπράυνε τους Έλληνες χωρικούς κατοίκους του Μπουτζά πού ήταν έτοιμοι να κάμουν ανταρσία με το να τους εξηγήσει την πραγματική σημασία της Ελληνικής αποβάσεως. Ο Αθηνογένης πήγε στην Αμερική και έκαμε ενέργειες για την αυτονομία της Μικράς Ασίας και έκαμε πολύ καλή εντύπωση εκεί.
Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθεί και κάποια Μπαλτατζή, σύζυγος ενός που είχε γίνει Αμερικανός πολίτης, η οποία επισκέφθηκε ένα αγρόκτημα της κοντά στη Σμύρνη και εξασφάλισε την τάξη ανάμεσα στους χωρικούς. Πολύ γρήγορα αποκαταστάθηκε η ησυχία, αφ’ ενός χάρις στην επίδραση των Ελλήνων καλής κοινωνικής τάξεως και αφ’ ετέρου χάρις στα αυστηρά μέτρα πού έλαβε η Ελληνική πολιτική διοίκηση. Η αποκατάσταση αυτή της τάξεως αποτελούσε σχεδόν θαύμα όταν λάβει κανείς υπ’ όψη τους διωγμούς πού είχαν υποστεί οι Έλληνες πριν από τόσο λίγο καιρό. Πολλοί από τους Έλληνες χωρικούς είχαν ληστευθεί και κακοποιηθεί από τους ίδιους Τούρκους με τους οποίους τώρα έπρεπε να συμβιούν ειρηνικά και αγαπημένα.
Το εξής περιστατικό είναι αρκετό για να δείξει ποιο ήταν εκείνο πού ήταν επώδυνο στην μνήμη των Χριστιανών χωρικών: Ένας μικρός αγροκτηματίας με πολύ μεγάλη οικογένεια είχε σπείρει ένα χωράφι με φασόλια για τη διατροφή της συζύγου και των παιδιών του γιατί τα φασόλια αποτελούσαν ένα από τα κυριότερα είδη τροφής για τους ανθρώπους αυτούς. Ένας Τούρκος αξιωματικός έδεσε το άλογο του μέσα στο χωράφι αυτό και ο γεωργός τον παρακάλεσε αν ήταν δυνατόν να βάλει το άλογο του σ’ ένα λιβάδι, οπού υπήρχε εξαίρετο χορτάρι για βοσκή. Η απάντηση ήταν ένα γερό μαστίγωμα εκ μέρους του αξιωματικού πού συνοδευόταν από υβριστικά και περιφρονητικά επίθετα μπροστά στην οικογένεια του γεωργού και στους άλλους χωρικούς.
Αυτό είναι ένα από τα ποιο ήπια περιστατικά πού δείχνει τη γενική συμπεριφορά των Τούρκων απέναντι των Χριστιανών. Πολυάριθμοι Έλληνες είχαν υποστεί προσβολές και αδικίες πού ήταν πολύ δύσκολο να λησμονήσουν και πού κρυφόκαιγαν μέσα στις καρδιές τους. Από τον εξώστη του Προξενείου οπού βρισκόμουν, είδα μια μέρα έναν Τούρκο άμαξα να προσπερνά έναν Έλληνα συνάδελφο του και να τον χτυπά με το μαστίγιο του, πράγμα πού αποτελούσε άνανδρη πράξη γιατί η αντίσταση εκ μέρους του Έλληνα θα είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατο του και γιατί δεν υπήρχε κανείς στον οποίο θα μπορούσε να καταφύγει ο ίδιος για να βρει το δίκιο του.
Σε πολλές περιπτώσεις οι Έλληνες που έπαιρναν πρόβατα από τους Τούρκους προσπαθούσαν να πάρουν πίσω δικά τους πρόβατα που τους είχαν αφαιρέσει εκείνοι. Ένα απαίσιο συμβάν συνέβη σε ένα χωριό όχι μακρυά από τη Σμύρνη, κάποιος ισχυρός Τούρκος είχε βιάσει πολλά κορίτσια Χριστιανών και λίγο καιρό ύστερα από την Ελληνική απόβαση οι πατέρες και αδελφοί των κοριτσιών τον έπιασαν και τον κρέμασαν. Η αγνότητα των γυναικών αποτελεί ένα πολύ ευαίσθητο σημείο ανάμεσα στους Έλληνες.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ
(Από τις 15 Μαΐου 1919 ως τις 9 Σεπτεμβρίου 1922)
Παρά τις πολλές δυσκολίες, οι Ελληνικές πολιτικές Αρχές κατά το μέτρο πού εκτεινόταν η επιρροή τους επέτυχαν να δώσουν στη Σμύρνη και σε ένα μεγάλο τμήμα του κατεχομένου εδάφους, την ποιο ήσυχη, πολιτισμένη και προοδευτική διοίκηση πού υπήρχε εκεί σε όλη τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων. Ο κ. Στεργιάδης πού εξακολουθούσε μέχρι τέλους να εφαρμόζει την πολιτική του να τιμωρεί αυστηρά όλους τους παρανομούντες Ελληνικής καταγωγής, έχασε από αυτόν το λόγο την δημοτικότητα του στη Μικρά Ασία. Όταν έφυγε από τη Σμύρνη μετά την ήττα των Ελληνικών στρατευμάτων γιουχαΐστηκε από τον λαό της πόλεως πού δεν είχε προσφερθεί νομοταγώς να τον βοηθήσει.
Ήταν πράγματι ένας μεγάλος άνδρας ο οποίος κατέβαλε μια υπέρτατη προσπάθεια για να εκπληρώσει ένα υπεράνθρωπο καθήκον και ο οποίος υποφέρει από τη δυσφήμηση που συνοδεύει πάντοτε την αποτυχία. Ιδού μερικές από τις πολιτιστικές μεταρρυθμίσεις πού η Ελληνική Διοίκηση είχε εισαγάγει στην περιοχή της Σμύρνης:
Διαρκούντος του πολέμου, κάτω από την Τουρκική κυριαρχία, η ηθική στάθμη των Χριστιανών κατοίκων όλων των εθνοτήτων είχε χειροτερέψει σε μεγάλο βαθμό. Ο Τούρκος δεν είχε κανένα σεβασμό ή υπόληψη απέναντι των μη Μουσουλμάνων γυναικών, τις οποίες θεωρούσε σαν νόμιμη λεία του. Στη διάρκεια της εποχής εκείνης όλοι οι Αμερικανοί πού έμεναν στη Σμύρνη θα ενθυμούνται τα όργια, στα οποία εντρυφούσε ένας ανώτατος Τούρκος αξιωματούχος και οι φίλοι του και το παράδειγμα πού έδινε στην Ευρωπαϊκή παροικία μια επιφανής Αγγλολεβαντίνα κυρία πού είχε γίνει πασίγνωστη ερωμένη του και μπροστά στην κοινωνία.
Η κυρία αυτή περηφανευόταν για τη θέση της και αργότερα δικαιολόγησε τη συμπεριφορά της λέγοντας πώς είχε δεχτεί τη θέση εκείνη για να μπορεί ν’ ασκεί την επιρροή της για την πρόληψη διωγμών και πώς θα έπρεπε να στηθεί ένα μνημείο προς τιμήν της. Με μια από τις πρώτες συνομιλίες πού είχα με τον κ. Στεργιάδη μετά την άφιξη του, ο Γενικός διοικητής μου είπε ότι οι Χριστιανοί είχαν διαφθαρεί από τους Τούρκους και είχαν χάσει τον αυτοσεβασμό και την ηθικότητα τους και ότι είχαν ανάγκη από μια αφύπνιση της εθνικής τους περηφάνιας και των θρησκευτικών τους ενστίκτων.
1. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να καταργήσει τους «οίκους ανοχής» πού βρίσκονταν σε κεντρικές περιοχές της πόλεως και στο ζήτημα αυτό αντιμετώπισε την αποφασιστική αντίδραση διαφόρων ξένων προξένων, των οποίων υπήκοοι διηύθυναν τα «σπίτια» αυτά πού αποτελούσαν ιδιοκτησία των. Επειδή δεν μπορούσε να επιβάλλει την εφαρμογή μιας διαταγής του έναντι ενός Ευρωπαίου υπηκόου, έβαλε να σταθμεύουν χωροφύλακες απέναντι των καταστημάτων πού είπαμε παραπάνω και να σημειώνουν τα ονόματα και τις διευθύνσεις όλων των ατόμων πού εσύχναζαν σ’ αυτά και έτσι περιορίστηκε τόσο πολύ η πελατεία τους, ώστε αναγκάσθηκαν να κλείσουν.
Ο μπακαράς και άλλα είδη χαρτοπαιγνίου με μεγάλα ποσά είχαν καταντήσει μια πολύ μεγάλη συμφορά στη Σμύρνη, γιατί είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή πολλών ανθρώπων, ακόμα δε και αυτοκτονιών. Ο κ. Στεργιάδης απαγόρευσε το χαρτοπαίγνιο στις λέσχες και στα ιδιωτικά σπίτια μόλις λάμβανε γνώση ότι γινόταν εκεί αυτό το πράγμα.
Μόνο για την περιγραφή του έργου αυτής της υπηρεσίας πού είχε οργανωθεί σε μεγάλη κλίμακα και είχε εφοδιαστεί με άφθονα μέσα, σε χρήματα και σε υλικό, θα χρειαζόταν ένα φυλλάδιο αρκετά μεγάλο. Αποτέλεσμα των μέτρων αυτών ήταν ότι ετέθησαν υπό έλεγχο στην κατεχόμενη ζώνη η πανούκλα, ο εξανθηματικός τύφος και η ευλογιά και εξαλείφθηκαν σαν επιδημικές ασθένειες. Περιττό να πούμε ότι συστηματικός πόλεμος είχε διεξαχθεί εναντίον της ψείρας και των αρουραίων. Ένα Ινστιτούτο Παστέρ είχε ιδρυθεί στη Σμύρνη από τους Έλληνες στις 18 Αυγούστου 1919 κάτω από τη διεύθυνση ενός ειδικού, πού εργαζόταν με την συνεργασία ενός επιτελείου εμπειρογνωμόνων.
Στο Ινστιτούτο αυτό βρήκαν περίθαλψη στη διάρκεια των δύο πρώτων μηνών της λειτουργίας του επάνω από δυόμιση χιλιάδες παθόντες πού τους είχαν δαγκάσει σκύλοι, τσακάλια ή λύκοι και από αυτούς πέθαναν μόνο τέσσερις. Η περίθαλψη σ’ αυτό το ίδρυμα γινόταν δωρεάν. Προηγουμένως οι παθόντες ήταν αναγκασμένοι να ταξιδέψουν στην Κωνσταντινούπολη ή στην Αθήνα, και κείνοι πού δεν μπορούσαν να βρουν τα λεφτά πού χρειάζονταν για το ταξίδι αυτό πέθαιναν. Ένα τμήμα του Πανεπιστημίου Σμύρνης πού είχε ιδρυθεί απ” την Ελληνική Διοίκηση ήταν το Ίδρυμα Υγιεινής πού αποτελείτο από δύο τμήματα, το ένα της Υγιεινής και το άλλο της Βακτηριολογίας.
Το ίδρυμα αυτό ήταν έτοιμο να λειτουργήσει όταν οι Τούρκοι έκαψαν τη Σμύρνη και είχε στη διάθεση του εγκαταστάσεις παρόμοιες προς εκείνες των μεγάλων Πανεπιστημίων της Ευρώπης, καθώς και μια καλή βιβλιοθήκη και πλήρη εξοπλισμό σε εργαλεία. Ουδέποτε θα του έλειπαν χρήματα ή βοήθεια και θα ήταν στην υπηρεσία όλων των τάξεων, ανεξάρτητα από το δόγμα ή τη φυλή στην οποία θ’ άνηκαν.
Παρακάτω εκθέτουμε το πρόγραμμα πού είχε ετοιμαστεί για να τεθεί σε εφαρμογή:
Παραθέτουμε εδώ κατάλογο μερικών φιλανθρωπικών πράξεων απέναντι των ιδρυμάτων αυτών:
Ο Ανώτατος Αρμοστής δώρησε στην Y.M.C.A (Χριστιανική Αδελφότητα των Νέων) ένα μεγάλο οίκημα στην προκυμαία, ένα από τα μεγαλύτερα και ωραιότερα της Σμύρνης, για να χρησιμοποιηθεί σαν «Σπίτι του Στρατιώτη». Την βοήθησε επίσης στη διοργάνωση της με διαφόρους τρόπους αποσπώντας Έλληνες στρατιώτες για τις υπηρεσίες της. Ένα κατάλληλο οίκημα δωρήθηκε επίσης για να χρησιμοποιηθεί ως «Σπίτι του Στρατιώτη» στη Μαγνησία, οπού παρεσχέθησαν επίσης πολλές διευκολύνσεις.
Το τμήμα της Y.M.C.A. για πολίτες είχε ανάγκη ενός καταλλήλου οικήματος για την εγκατάσταση του. Οι Ελληνικές Αρχές έκαμαν για τον σκοπό αυτό επίταξη ενός καφενείου πού ανήκε σε έναν Έλληνα. Το τμήμα αυτό λειτουργούσε ακόμα όταν κάηκε. η πόλη. Η Y.M.C.A. οργάνωσε επίσης μέσα σ’ ένα μεγάλο κτήμα κοντά στη Σμύρνη μια εγκατάσταση για γεωργικές σπουδές για νέους. Η Ελληνική Διοίκηση βοήθησε την οργάνωση αυτή εφοδιάζοντας την με σκηνές, κουβέρτες και αλλά χρήσιμα είδη για το τμήμα διαχειρίσεως και με ένα αυτοκίνητο για τις μεταφορές. Η Y.M.C.Α. είχε οργανώσει επίσης στη Φώκαια κοντά στη Σμύρνη μια θερινή κατασκήνωση για αγόρια.
Η Ελληνική Διοίκηση βοήθησε και σ’ αυτό με το να χορηγήσει ξυλεία, μια βάρκα και άλλα υλικά και επέτρεψε την ατελή εισαγωγή ενός αυτοκινήτου. H Y.W.C.A. (Χριστιανική Αδελφότης Νεανίδων) πού διευθυνόταν από την Δίδα Nancy Me Farland, ενισχύθηκε με πολλούς τρόπους από την Ελληνική Διοίκηση δηλ. με σημαντικά χρηματικά ποσά, έπιπλα και αλλά εφόδια. Ένας κλάδος της Σχολής Νεανίδων πού ήταν γνωστός με το όνομα Intercollegiate Institute, είχε αρχίσει να λειτουργεί στο Γκιόζ Τεπέ κάτω απ” τη διεύθυνση της Miss Minnie Mills για τις Μουσουλμανίδες νεανίδες. Ο Ανώτατος Αρμοστής χορήγησε και γι αυτόν ένα μέρος του εξοπλισμού του.
Επίσης ο Ανώτατος Αρμοστής χορήγησε πεντακόσιες Τουρκικές λίρες στην οργάνωση Νέων East Relief για την ενίσχυση απόρων Μουσουλμανίδων γυναικών. Το Αμερικανικό Κολέγιο βρισκόταν κοντά στη Σμύρνη σε μια θέση συνεχόμενη με ένα έλος πού ήταν πλημμυρισμένο από στάσιμα νερά πού προκαλούσαν ελονοσία. Η Ελληνική Διοίκηση αποξήρανε το έλος και επισκεύασε το δρόμο πού περνούσε δίπλα από το κολέγιο. Όλα τα γεωργικά εργαλεία πού εισάγονταν για τις ανάγκες των Ελλήνων προσφύγων πού παλινοστούσαν ή για να ξαναπωληθούν σε τιμή κόστους ή επί πιστώσει για την αποκατάσταση των κατεστραμμένων περιοχών, αγοράζονταν από την Αρμοστεία αποκλειστικά από Αμερικανικά εργοστάσια.
Έτσι είχαν εισαχθεί χιλιάδες άροτρα για να διανεμηθούν σε Τούρκους και Χριστιανούς. Ένα αγρόκτημα 12.000 στρεμμάτων πού βρισκόταν στο Τεπέκιοϊ αγοράστηκε από την Ελληνική Διοίκηση για σπουδές μηχανικής καλλιέργειας και χρησιμοποιούσε αποκλειστικά Αμερικανικά μηχανικά άροτρα. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι σπουδαστές πού τελείωναν τις σπουδές τους να συνιστούν στους αγροκτηματίες τη χρήση Αμερικανικών μηχανικών αρότρων. Συνήθως σε κάθε χωριό υπήρχε ένα μικρό διοικητικό γραφείο κάτω από τη διεύθυνση ενός μικρού αξιωματούχου πού είχε και δυο η τρεις βοηθούς.
Η σκοτεινή πλευρά της φαινομενικά ειδυλλιακής αυτής εικόνας είναι ότι πολύ συχνά οι δυο ή τρεις Έλληνες υπάλληλοι συνήθως βρίσκονταν ένα πρωί με τους λαιμούς κομμένους, και ότι ύστερα από αυτό συνήθως στελλόταν μια διαταγή στο χωριό να φανερωθούν τα ονόματα των δολοφόνων γιατί αλλιώς το χωριό θα καιγόταν. Σε καμιά περίπτωση οι Τούρκοι δεν φανέρωναν τα ονόματα των δραστών και τουλάχιστον δυο φορές εισέβαλαν στο γραφείο οι πρόκριτοι ενός χωρίου πού παραπονούνταν ότι το χωριό τους είχε πυρποληθεί.
Σε κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές ρωτούσαν: «Δεν δολοφονήθηκαν χθες την νύχτα οι Έλληνες υπάλληλοι στο χωριό σας;». Και η απάντηση και στις δυο περιπτώσεις ήταν: «Μάλιστα, αλλά δεν μπορούσαμε να πούμε τα ονόματα των δραστών, γιατί δεν ξέραμε ποιοι ήταν». Διαπράττονταν επίσης σποραδικά και πράξεις μεγάλης θηριωδίας εις βάρος ειρηνικών Χριστιανών κατοίκων της υπαίθρου οι όποιες πάντοτε αποδίδονταν από τους Τούρκους στις ληστρικές συμμορίες των Τσέτων.
Η ΣΤΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
Στο τέλος του 1919, οι θέσεις των Ελληνικών τμημάτων δεν είχαν μεταβληθεί. Οι επιθέσεις όμως των Τούρκων ατάκτων συνεχίζονταν και έμεναν αναπάντητες, παρά τα συνεχόμενα διαβήματα του στρατηγού Νίδερ προς τον Άγγλο ομόλογό του Μίλν, ο οποίος ήταν επικεφαλής όλων των συμμαχικών στρατευμάτων της Μικράς Ασίας. Μόνο ύστερα από τις πιέσεις της Ελληνικής κυβέρνησης, αξιώθηκαν οι Άγγλοι Σύμμαχοί μας να μας δώσουν το δικαίωμα αντεπίθεσης σε βάθος 3.000 μέτρων από το στόχο της Τουρκικής επίθεσης, με την υποχρέωση της άμεσης επιστροφής των στρατευμάτων μας στο σημείο εκκίνησής τους.
Η διαχωριστική γραμμή, γνωστή ως «γραμμή Μίλν» καθόριζε τα Ελληνοτουρκικά σύνορα και είχε ως εξής: Κερέμκιοϊ – Ντουσμέ – Γενιτζέ – Παπαζλί – ανατολικά από το Αχμετλί – Σάρδεις – Μπόζ Ντάγ – ανατολικά από το Οδεμήσιον – Μπαντέμια – Ομερλού – βόρεια όχθη του Μαιάνδρου μέχρι Μουσλούκ Ντερέ – Ντεμερτζίκ – δυτικά από το Αζιζιέ – εκβολές Καΰστρου. Η αύξησις των δυνάμεων του Ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία καθιστούσε αναγκαία την διοικητική τους αναδιοργάνωση. Την 12η Δεκεμβρίου 1919 αφίχθη εις Σμύρνην ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Μηλιώτης Κομνηνός, ο οποίος ανέλαβε την διοίκηση της συγκροτειθήσης τότε «Στρατιάς Κατοχής Μικράς Ασίας».
Έδρα της Στρατιάς που περιλάμβανε το Α’ Σώμα Στρατού και το Σώμα Στρατού Σμύρνης, ήταν η Σμύρνη. Το Α’ Σώμα Στρατού, που διοικούσε ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Νίδερ, με έδρα το Σεβδίκιοϊ, αποτελούνταν από τις μεραρχίες του Αϊδινίου και Βαϊνδηρίου που κάλυπταν τις κοιλάδες του Μαιάνδρου και του Καΰστρου. Διοικητής του Σώματος Στρατού Σμύρνης, που είχε έδρα τη Μαγνησία και περιελάμβανε τη 13η μεραρχία, πού έδρευε στον Κασαμπά, και τη Μεραρχία Αρχιπελάγους στην Πέργαμο, ήταν ο αντιστράτηγος Δημήτριος Ιωάννου. Στις αρχές του 1920, η δύναμις του Ελληνικού στρατού ανήρχετο εις 2.400 αξιωματικούς και 57.038 οπλίτες.
Ενώ οι Τούρκοι ενίσχυαν το μέτωπο Αχμετλί – Φιλαδέλφεια, με σκοπό την επίθεση μέσω της κοιλάδας του Έρμου ποταμού προς Κασαμπά και Νυμφαίο, ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος έφθανε στο Γενικό Στρατηγείο της Σμύρνης και ανελάμβανε την διοίκηση προσωπικώς. Πρώτη του φροντίδα ήταν να ζητήσει από τον Βενιζέλο ελευθερία κινήσεως για την ολοκληρωτική διάλυση των Τούρκων ατάκτων. Ο Έλληνας πρωθυπουργός βρισκόταν σε έναν διαρκή διπλωματικό αγώνα για να εξασφαλίσει την άδεια περαιτέρω προέλασης προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, αλλά και την υλική βοήθεια των Συμμάχων προκειμένου να επιτύχει αυτόν τον σκοπό.
Τον Φεβρουάριο του 1920, στο Συμβούλιο των Πρωθυπουργών που συνήλθε στο Λονδίνο και τον Απρίλιο στη διάσκεψη του Σάν Ρέμο, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής δεν μπορούσαν να βρουν μία οριστική λύση στο ανατολικό ζήτημα. Τα αντικρουόμενα συμφέροντά τους, εμπόδιζαν την επίτευξη κοινής λύσης. Εν τέλει, αποφάσισαν ένα καθεστώς πενταετούς Ελληνικής κυριαρχίας εις την περιοχή της Σμύρνης υπό την ψιλή κυριαρχία του Σουλτάνου με δημιουργία τοπικής βουλής και ενδεχόμενο δημοψήφισμα.
Πρός Ζωρζ Κλεμανσώ
«Αι Ελληνικαί διεκδικήσεις επί της Σμύρνης καί της περιοχής της δέν ήσαν μόνο γνωσταί, αλλά καί είχαν επισήμως διατυπωθεί εις τήν Διάσκεψιν, υποστηριχθεί πρό του Ανωτάτου Συμβουλίου καί εγκριθεί χωρίς επιφύλαξιν υπό της αρμοδίας επιτροπής. Καταλαμβάνουσα η Ελλάς τήν Σμύρνην εγνώριζεν ότι αν δέν είχεν νομικόν, είχε τουλάχιστον ηθικόν τίτλον νά τό κάμη. Δέν έστειλε τά στρατεύματα ως εκτελεστικά όργανα, όπως τά είχε προηγουμένως στείλει εις τήν Ρωσίαν. Τά έστειλε ως όργανα ιδιαιτέρως ενδιαφερόμενα διά τήν επιτυχίαν μίας διεθνούς εντολής, της οποίας σκοπός ήτο η τήρησις της τάξεως εις μίαν χώραν κατ’ εξοχήν Ελληνικήν».
Ελευθέριος Βενιζέλος
Στην απέναντι πλευρά, ο αρχηγός του εθνικιστικού κινήματος Μουσταφά Κεμάλ, βρισκόταν ήδη σε ανοικτή ρήξη με την Σουλτανική κυβέρνηση, ρήξη η οποία εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Ο Σουλτάνος κήρυξε «ιερόν πόλεμον», δηλαδή υπέγραψε «φετφά»εξουσιοδοτώντας τον υπουργό των Στρατιωτικών να οργανώσει «Στρατόν του Χαλίφου» και υποσχέθηκε την ευλογία του σ’ όλους εκείνους, που θα πήγαιναν να καταταγούν. Τα Σουλτανικά στρατεύματα, την άνοιξη του 1920, συνεπικουρούσαν Κιρκάσιοι, Λαζοί, Πόντιοι και Αρμένιοι αντάρτες. Έλληνες ήλεγχαν τα πλούσια παράλια της Μικράς Ασίας. Ο Κεμάλ ήταν στο χείλος του γκρεμού. Η μοίρα της νεώτερης Τουρκίας κρεμόταν από μία κλωστή.
Και ήταν οι Σύμμαχοι της Ελλάδος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, Ιταλοί και Γάλλοι, οι οποίοι θα στήριζαν τον εθνικιστή ηγέτη και θα τον έσωζαν από την καταστροφή. Αλλαγή στάσης η οποία θα απέβαινε μοιραία για την ζωή των Ρωμιών της Μικράς Ασίας. Μπορεί κανείς να φανταστεί, την Ελλάδα να προδίδει τούς Συμμάχους της το 1941, και ξαφνικά να στηρίζει τις Δυνάμεις του Άξονα και τον Χίτλερ; Θα ήταν κάτι που δεν θα μας συγχωρούσαν ποτέ οι Ευρωπαίοι. Αυτοί όμως έχουν μία ιδιαίτερη άνεση να αλλάζουν στρατόπεδο. Τον Μάρτιο του 1920, μετά από συμφωνία με τον Κεμάλ, οι Ιταλοί εκκένωσαν την περιοχή του Ικονίου ενώ οι Γάλλοι υπέγραψαν ανακωχή με την προσωρινή κυβέρνηση της Άγκυρας.
Ο στρατιωτικός εξοπλισμός τους χαρίζονταν στους Τούρκους. Είχαν προηγηθεί οι σφαγές Γάλλων στρατιωτών και Αρμενίων στην Κιλικία, γεγονός που δεν επηρέασε τους σάπιους πολιτικούς της τότε Γαλλίας να συμμαχήσουν με τον τέως εχθρό τους Κεμάλ. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόυδ Τζώρτζ, εξαιτίας της Κεμαλικής αντιστάσεως που αντιμετώπιζε στα Δαρδανέλλια, ζήτησε από τον Βενιζέλο ν’ αναλάβει την άμυνα της Νικομήδειας και της παραλίας του Μαρμαρά. Ο Βενιζέλος δέχτηκε ανεπιφύλακτα αλλά έθεσε σαν όρο το διαμελισμό της Τουρκίας και τον περιορισμό της στο κεντρικό οροπέδιο.
Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΗΝ ΙΩΝΙΑ
ΜΑΙΝΕΜΕΝΗ – ΜΑΓΝΗΣΙΑ – ΑΪΒΑΛΙ
Την 6η Μαΐου το Ανώτατο Διασυμμαχικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείτο από τον Πρόεδρο Ουίλσων, τον Λόυδ Τζωρτζ, τον Κλεμανσώ και τον Σοννίνο, συνήρχετο εκτάκτως. Ο Βενιζέλος έδραξε την ευκαιρία να ζητήσει διεύρυνση του προγεφυρώματος προκειμένου να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Τούρκων ατάκτων αλλά και για να επαναπατριστούν 300.000 πρόσφυγες πού είχαν καταφύγει στα νησιά, όταν ξεκίνησαν οι σφαγές του 1914. Η έγκριση δόθηκε και ο Ελληνικός στρατός ήταν έτοιμος να πατήσει και άλλα ιερά χώματα ύστερα από πέντε αιώνες βάρβαρης και ξενικής κατοχής. Όταν ελήφθη η διαταγή επέκτασης της Κατοχής, η τάξη είχε αποκατασταθεί πλήρως στην περιοχή της Σμύρνης.
Το σχέδιο του διοικητή της 1ης Μεραρχίας συνταγματάρχη Ζαφειρίου απέβλεπε στη περικύκλωση της πόλης και της Τουρκικής συνοικίας περιλαμβανομένης. Ήλπιζε ότι με τον τρόπο αυτό οι Τούρκοι δεν θα τολμούσαν να κινηθούν – θα ησύχαζαν. Και δικαιώθηκε απόλυτα. Ο Τούρκος είναι Ασιάτης, βάρβαρος και μόνο την ισχύ σέβεται. Η κατάληψη της Μαινεμένης είχε μεγάλη στρατηγική σπουδαιότητα, γιατί ο πληθυσμός της, στο μεγαλύτερο ποσοστό Τουρκικός, υποστήριζε την κίνηση των Νεότουρκων, ήταν οπλισμένος και θα πλευροκοπούσε το Στρατό μας στη κατάλληλη ευκαιρία. Εφόσον παρέμενε ελεύθερη, το φρόνημα των Τούρκων θα ήταν υψηλό. Έπρεπε να καταληφθεί με κάθε θυσία.
Κι όμως, ο αντισυνταγματάρχης Τσάκαλος, διοικητής του 5ου συντάγματος Πεζικού, κατέλαβε τη πόλη χωρίς να χυθεί αίμα και δέχονταν την παράδοση του εκεί Τουρκικού τάγματος. Η αναίμακτη κατάληψη της Μαινεμένης οφείλεται αποκλειστικά και μόνο σ’ έναν Μικρασιάτη δημοσιογράφο, τον Κώστα Μισαηλίδη. Ήταν εκείνος, που με κίνδυνο της ζωής του έπεισε τους δημογέροντες της πόλης να μη παρασυρθούν από το Κομιτάτο και να υποταχθούν στο «Κισμέτ». Αν δεν τους έπειθε, θα τον έσφαζαν – κι όμως δεν δείλιασε. Το ηθικό τους κλονίσθηκε κι οι αρχηγοί τους αποφάσισαν να δώσουν την αποφασιστική μάχη στη Μαγνησία – την ακρόπολη του Τουρκικού μισελληνισμού.
Στην πόλη αυτή, που παρά το Ελληνικότατο όνομα της ήταν Τουρκική (μόνο 8.000 Έλληνες υπήρχαν σε πληθυσμό 80.000), είχαν εγκατασταθεί από το 1912 πολυάριθμοι Τουρκοκρήτες, άνθρωποι, που είχαν το μίσος του Ασιάτη και την παλικαριά του Κρητικού. Μισούσαν πιο πολύ κι από την Ελλάδα τους Έλληνες, πιο πολύ κι από τους Έλληνες τον Βενιζέλο. Δεν λησμονούσαν ότι από την Μαγνησία ξεκίνησε ο Μωάμεθ ο Πορθητής για να καταλάβει την Πόλη, την Αγιά Σοφιά. Και κατά την διάρκεια του μεγάλου πολέμου υπέβαλαν τους λίγους Χριστιανούς συντοπίτες τους σε φρικτά βασανιστήρια.
Όταν ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Τσάκαλος, με δύο τάγματα πεζικού, ένα ουλαμό πυροβολικού και ένα ουλαμό ιππικού, προχωρούσε προς Μαγνησία ήλπιζε ότι οι Τούρκοι θα προέβαλλαν αντίσταση. Τον γέλασαν όμως, του έκλεψαν μια σίγουρη νίκη. Έφτανε να διαδοθεί η φήμη, ότι «οι Έλληνες έρχονται» για να εξανεμισθεί το πολεμικό μένος των Τούρκων έφτανε οι σαλπιγκτές να σαλπίσουν επέλαση, για να τραπούν σε άτακτο φυγή οι Τσέτες. Αυτός ήταν ο Στρατός μας την εποχή εκείνη, κέρδιζε μάχες με μόνο τη φήμη της ανδρείας του – φήμη μεγάλη, κατώτερη, όμως, της πραγματικότητας.
Το μεσημέρι της 12ης Μαΐου ο αντισυνταγματάρχης Τσάκαλος, έφιππος, επικεφαλής των ανδρών του, έμπαινε με υψωμένη την Γαλανόλευκη στην πατρίδα του Μωάμεθ. Ασφαλώς τη στιγμή εκείνη η ψυχή του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου θ’ αγαλλίασε. Η κατάληψη της Μαινεμένης και της Μαγνησίας άνοιξε το δρόμο προς βορρά, προς τις Κυδωνιές, το θρυλικό Αϊβαλή. Πριν περιγράψει κανείς την απελευθέρωση της, πρέπει να περιγράψει την ίδια τη πόλη, την αδούλωτη πρωτεύουσα της Αιολίας. Κι ήταν πραγματικά αδούλωτη. Μετά τη Σμύρνη, το Αϊβαλί (Κυδωνιές) ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Δυτικής Μικράς Ασίας. Οι 40.000 κάτοικοι της ήταν όλοι σχεδόν Έλληνες κι ακόμη περισσότερο:
Ήταν υπέροχοι Έλληνες, που στα θαρραλέα στήθια τους έκαιγε άσβηστη η φλόγα της Μεγάλης Ιδέας. Ήταν γενναίοι, ατίθασοι και δεν έσκυψαν ποτέ τον τράχηλο στον Τούρκο. Τους έλεγαν ραγιάδες, μα δεν ήταν. Είχαν κατορθώσει ν’ απελευθερώσουν την πόλη τους, πολύ πριν αποβιβασθεί ο Στρατός μας στη Σμύρνη. Οι Αϊβαλιώτες, ατρόμητοι κοντραμπατζήδες, έφθαναν μέχρι τα βάθη της Ανατολίας κι εφοδίαζαν τους Χριστιανούς με όπλα τους θέρμαιναν την ψυχή τους μ’ ελπίδα. Είχαν, μάλιστα, επεκτείνει την ηγεμονία τους και σε αρκετό βάθος, σ’ όλα τα χωριά του Αϊβαλί. Οι Τούρκοι τους έτρεμαν αλλά και τους σέβονταν. Και μεταξύ τους υπήρχε μια σιωπηρά συμφωνία:
Οι Αϊβαλιώτες θ’ άφηναν τις Αρχές να παραμένουν στην πόλη τους και τις λίγες Τουρκικές οικογένειες να ζουν ανενόχλητα. Αρκεί να μη τους πείραζε κανείς, αρκεί να μη τολμούσε ζαπτιές να σηκώσει το χέρι του στα παλληκάρια της, άπιστος το βλέμμα του στις όμορφες Αϊβαλιώτισσες. Το βράδυ της 15ης προς 16η Μαΐου η «Υπεροχή» κι η «Εσπερία», με τρεις λόχους Κρητών, ένα λόχο πολυβόλων και μια πυροβολαρχία, καταπλέουν στο λιμάνι των Κυδωνιών. Ο διοικητής της αποβατικής δύναμης, αντισυνταγματάρχης Θωμάς, αποβιβάζει αμέσως την διλοχία Βλαστού και καταλαμβάνει τη χερσόνησο Ποντικονήσι, για υποστήριξη της κύριας απόβασης, που θα γίνει την αυγή.
Κι αυτός, όμως, δεν πρόλαβε. Λίγο πριν αρχίσει η απόβαση, η διλοχία Βλαστού συμπλέκεται με τμήμα Τούρκων άτακτων. Τους συντρίβει και τους καταδιώκει και οι τρομοκρατημένοι Τσέτες σκορπίζουν τον πανικό και στους υπόλοιπους. Πριν αρχίσει η απόβαση, ο Καϊμακάμης παίρνει τ’ ασκέρια του και σπεύδει να εγκαταλείψει το Αϊβαλή. Και η απόβαση, που το Στρατηγείο περίμενε, ότι θα ήταν πολυαίμακτη, μεταβάλλεται σε στρατιωτικό περίπατο. Οι Τούρκοι φεύγουν κι οι Αϊβαλιώτες πανηγυρίζουν. Είναι ελεύθεροι.
ΒΟΥΡΛΑ – ΚΑΣΑΜΠΑΣ – ΑΪΔΙΝΙΟΝ – ΕΦΕΣΟΣ – ΟΔΕΜΗΣΙΟΝ – ΘΕΙΡΑ – ΒΑΪΝΔΗΡΙΟΝ – ΠΥΡΓΙ – ΠΕΡΓΑΜΟΣ – ΑΞΑΡΙΟΝ
Την 4η Μαΐου εστάλη δύναμις στα Βουρλά (Βρύουλα), όπου ο πληθυσμός (40.000) ήταν αμιγώς Ελληνικός, ακολούθησε στις 9 Μαΐου το Βαϊνδήριον, το Πυργί (Μπιρτζέ) ο Κασαμπάς, η Έφεσος, στις 14 το Αϊδίνιον (Τράλλεις), στις 16 τα Θείρα, στις 30 η Πέργαμος και στις 31 Μαΐου το Δικελή. Η απελευθέρωση της κοιλάδας του Καΐστρου στοίχισε πολύ αίμα και σκληρές μάχες. Πρωταγωνιστές και άξιοι ηγήτορες υπήρξαν οι αξιωματικοί Νίδερ, Τζαβέλλας, Τσερούλης, Νικολάου, Σταυριανόπουλος, Γ. Λαμπράκης και τόσοι άλλοι. Όταν οι τσολιάδες του 11/38 τάγματος ήταν έτοιμοι να καταλάβουν την Έφεσο, είδαν πολλούς ιππείς να έρχονται καλπάζοντας προς αυτούς.
Ενώ ακροβολίστηκαν για να τους αντιμετωπίσουν αντιλήφθηκαν ότι δεν ήταν Τσέτες. Ήταν Ελληνόπουλα από το χωριό Κιρκιντζέ (Κιρκίντζα), που έσπευδαν να προϋπαντήσουν τους απελευθερωτές τους. Το Κιρκιντζέ ήταν Βυζαντινή πόλη στην Κοιλάδα του Κάυστρου και διέθετε πύργο, ο οποίος αποτελούσε μέρος συστήματος προειδοποίησης μεγάλης στρατηγικής και στρατιωτικής σημασίας. Η πόλη μεγάλωσε και αναπτύχθηκε, ενώ μια κεραμική σφραγίδα με το όνομα «Γεώργιος» πού βρήκαν οι στρατιώτες μας, καταδεικνύει την ύπαρξη οργανωμένης κοινωνικής ζωής στην περιοχή αυτή κατά τη Βυζαντινή περίοδο.
Όταν απελευθερώθηκε η Αρχαία Έφεσος ο λοχαγός Νικολάου έγραψε στο πολεμικό ημερολόγιό του: «Ανέφερα τηλεγραφικώς στό τάγμα κατάληψιν αντικειμενικού σκοπού. Θεωρώ τόν εαυτόν μου πανευτυχή, πού αξιώθηκα νά δώ μέ τά μάτια μου τήν Εφεσον, τήν Ιεράν Πόλιν του Ευαγγελίου, όπου τό πρώτον έδίδαξεν ό απόστολος τών Εθνών Παύλος». Στο Οδεμήσιον, ο καϊμακάμης της πόλης Μπενήλ Μπέης οργάνωσε αντίσταση, αφού κατάφερε νά συγκεντρώσει 2.000 αντάρτες από τα γύρω χωριά. Οι αντάρτες ανατίναξαν τη σιδηροδρομική γραμμή, ενώ ο Ταχήρ Μπέης υποσχέθηκε την άφιξη Ιταλικών ενισχύσεων.
Ο Τζαβέλας πού είχε πληροφορηθεί τις κινήσεις του εχθρού, το βράδυ της 18ης Μαΐου, μόλις έφθασε το τάγμα ασφαλείας Καρακούφα, διέταξε προέλαση προς το Οδεμήσι. Η μάχη κράτησε όλη την επόμενη μέρα και οι Τούρκοι υποχώρησαν με τη δύση του ηλίου, εγκαταλείποντας στο πεδίο της μάχης 80 νεκρούς. Την επόμενη μέρα ο λήσταρχος Τσακιντζής και διάφορες ομάδες ζεϊμπέκηδων κατέβηκαν από τα βουνά και παρέδωσαν τα όπλα τους στον Ελληνικό στρατό, με μόνο αντάλλαγμα να τους δοθεί χάρη και να αφεθούν ελεύθεροι, όπως και έγινε.
Η Σφαγή στο Αϊδίνι και στην Πέργαμο
Στις 15 Ιουνίου 1919, οργανώθηκε στην Ιταλική ζώνη κατοχής μεγάλη Τουρκική αντεπίθεση η οποία είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξη από το Αϊδίνι του Ελληνικού στρατού. Τότε βρήκαν την ευκαιρία Τούρκοι συμμορίτες, οι οποίοι μαζεύτηκαν από τα χωριά του Μαιάνδρου, να προβούν σε σφαγές του άμαχου πληθυσμού. Στις σφαγές πρωταγωνίστησε ο κατοπινός Τούρκος πρωθυπουργός Μεντερές. Σύμφωνα με υπόμνημα του Βενιζέλου στους Ευρωπαίους Συμμάχους οι σφαγέντες ξεπέρασαν τους 3.000.
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΣΤΕΡΓΙΑΔΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Μετά τα γεγονότα στο Αϊδίνι, οι Ελληνικοί στρατιωτικοί παράγοντες άρχισαν ν’ ανησυχούν σοβαρά για τις ομάδες των Τούρκων ατάκτων που δρούσαν ανενόχλητα έξω από τη ζώνη κατοχής. Το Στρατοδικείο καταδίκασε σε ισόβια δεσμά τον αντισυνταγματάρχη Αλέξανδρο Σχινά που θεωρήθηκε υπαίτιος για την πρόωρη εκκένωση του Αϊδινίου. Ο κίνδυνος επιδεινώνονταν από την ανοχή των Ιταλών στους Τούρκους αντάρτες, μια ανοχή η οποία εξελίχθηκε και σε ανοιχτή συνεργασία. Σύμφωνα με την έκθεση του Μητροπολίτη Αναίων Αλεξάνδρου Διλανά, με την έναρξη της Ιταλικής κατοχής ξεκίνησε η καταπίεση του ποιμνίου του από το Μουσουλμανικό στοιχείο.
Στις καταγγελίες για Τουρκικά εγκλήματα, οι εκκλήσεις των Ρωμιών ήταν σύμφωνα με τον Μητροπολίτη «φωνή βοώντος εν τή ερήμω». Ήταν φανερό ότι οι ένοπλες Τουρκικές ομάδες θα διαλύονταν μόνο αν πλήττονταν μέσα στο ορμητήριό τους, που ήταν η ζώνη των Ιταλών. Ήδη ο στρατηγός Νίδερ είχε τηλεγραφήσει στον Βενιζέλο, ζητώντας του επειγόντως ενισχύσεις διότι διαφορετικά κινδύνευε και η ίδια η Σμύρνη. Ο Έλλην πρωθυπουργός, διαπιστώνοντας την κρισιμότητα της κατάστασης, έστειλε στην Σμύρνη τον αρχιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, για να σχηματίσει προσωπική αντίληψη των τεκταινομένων.
Ο αρχιστράτηγος εισηγήθηκε στον πρωθυπουργό, την καταδίωξη από τον Ελληνικό στρατό των Τούρκων μέσα στη ζώνη που ήλεγχαν οι Ιταλοί:
«Ενταύθα η κατάστασις λαμβάνει συν το χρόνω δυσάρεστον δι’ ημάς τροπήν ένεκα παθητικής ημών θέσεως μεταβαλλούσης ημάς εις πολιορκουμένους υφισταμένους επιθέσεις χωρίς να δύνανται ν’ αντεπιτεθώσιν. Τουρκικαί οργανώσεις ατάκτων συμμοριών εις εγγύς κέντρα αυξάνουν, εις περιφέρεια δέ Αϊδινίου διευθύνονται υπό Ιταλών. Εκ καταθέσεων απάντων Τούρκων αιχμαλώτων τελευταίων ημερών, εβεβαιώθη ότι επιχειρήσεις Αϊδινίου ωργάνωσαν, διηύθυναν καί συνετήρησαν ιταλοί καί ότι πιθανόν αύται επαναληφθώσιν.
Νομίζω ότι επιβάλλεται ημίν ίνα επιτακτικώς διά τήν ασφάλειαν τό ταχύτερον προβώμεν εις καταστροφήν των εγγύς κέντρων οργανώσεως δι’ αμέσου καταλήψεως αφ’ ενός μέν σιδηροδρομικών γραμμών Σόμα – Αξαρίου, αφ’ ετέρου δέ Ντενιζλί – Φιλαδελφείας – Σαλιχλί. Υποβάλλω γνώμην, όπως εν η περιπτώσει επαναληφθή η κατά του Αϊδινίου επίθεσις, τά ημέτερα στρατεύματα αμυνόμενα να αντεπιτεθώσι σφοδρώς καί καταδιώξωσι τούς Τούρκους καί εντός της Ιταλικής ζώνης».
Εν Σμύρνη τή 1η Ιουλίου 1919
Λεωνίδας Παρασκευόπουλος
Εξίσου σοβαρό πρόβλημα στη Σμύρνη αναδείχθηκε και η διάσταση πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, η οποία ξεκίνησε με την άφιξη στη Μητρόπολη της Ιωνίας, ενός ιδιαιτέρως βδελυρού προσώπου, το οποίο λεγόταν Αριστείδης Στεργιάδης. Ο Στεργιάδης διορίστηκε ύπατος αρμοστής, πιθανότατα έπειτα από πίεση των Άγγλων, και εξελίχθηκε σε ένα πειθήνιο όργανο των τελευταίων. Ήταν, σύμφωνα με τον Σμυρνιό δημοσιογράφο Αγγελομάτη, αυστηρός, άδικος, σκληρός, ασεβής, ανισόρροπος. Εξελίχθηκε σ’ έναν δικτάτορα, εχθρικό προς ολόκληρο το Ελληνικό στοιχείο και ιδιαίτερα απέναντι στον κλήρο, και χρησιμοποιώντας ακόμα και σωματική βία.
Μεροληπτούσε υπέρ των Τούρκων προσπαθώντας να καθησυχάσει τους Συμμάχους για την συμπεριφορά των Ελληνικών αρχών προς το Μουσουλμανικό στοιχείο. Είχε οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα, για ασήμαντους λόγους, πολλούς Χριστιανούς ενώ κυκλοφορούσε με ένα βούρδουλα τον οποίο χρησιμοποιούσε καθημερινά ακόμα και εναντίον αξιωματικών και προκρίτων της Σμύρνης. Το ποιόν του ανθρώπου αυτού φάνηκε κατά την καταστροφή της Σμύρνης όταν αδιαφόρησε παντελώς για την στοιχειώδη άμυνά της και εγκατέλειψε την περιοχή αφού επιβιβάσθηκε σε Αγγλικό πολεμικό, την ώρα που πίσω του σφαγιάζονταν τα γυναικόπαιδα.
Τον υπασπιστή του, έναν Κρητικό χωροφύλακα, που τον συνόδευε παντού και πάντα και ο οποίος του κουβάλησε τις βαλίτσες μέχρι την προκυμαία της Σμύρνης, όχι μόνο δεν τον κάλεσε να έρθει μαζί του για να σωθεί, αλλά ούτε γύρισε να τον χαιρετήσει. Η αποστολή του είχε διεκπεραιωθεί. Είχε σώσει το τομάρι του και είχε βοηθήσει τα μέγιστα να παραδοθεί η Σμύρνη στα Κεμαλικά θηρία. Μεγάλη μάχη δίδονταν και στον διπλωματικό τομέα, όπου το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο στο Παρίσι, κατηγορούσε διαρκώς την Ελλάδα, ότι υπερέβη τα όρια εντολής που είχε λάβει, ότι ευθυνόταν για τις εντάσεις στην Μικρά Ασία και ότι ήταν υπεύθυνη για την κακομεταχείριση του Τουρκικού πληθυσμού.
Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι, Άγγλοι, Γάλλοι και Αμερικάνοι οι οποίοι, τα προηγούμενα χρόνια, είχαν κλείσει τα μάτια στις θηριωδίες των Νεότουρκων στην Αρμενία, τον Πόντο και στα παράλια της Μικράς Ασίας. Ήταν οι ίδιοι που έστειλαν τον Ελληνικό στρατό να παρεμποδίσει την Ιταλική επέκταση και τώρα ήταν οι ίδιοι που απαγόρευαν στον Ελληνικό στρατό ν’ απαντάει στις επιθέσεις των ατάκτων του Κεμάλ, ώστε να δυσχεράνουν με κάθε τρόπο το έργο του Βενιζέλου.
Ο ΚΕΜΑΛ ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΧΡΟΝΟ
O Μουσταφά Κεμάλ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, από ντονμέ (εξισλαμισμένους ή κρυπτο – Εβραίους) γονείς και πρωταγωνίστησε στο κίνημα των Νεότουρκων το 1908. Διακρίθηκε στα μέτωπα των στρατιωτικών αναμετρήσεων με τους Άγγλους, στα Δαρδανέλια, στη Συρία και αλλού. Αντιτάχθηκε στην Οθωμανική κυβέρνηση του Σουλτάνου Μεχμέτ ΣΤ’ πού είχε αποδεχθεί τούς όρους της συνθήκης του Μούδρου, με αποτέλεσμα να πέσει σε δυσμένεια. Ο Κεμάλ, όμως μαζί με τον υφυπουργό Στρατιωτικών Ισμέτ πασά τον υπουργό Ναυτικών Ρεούφ Πασά και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη άρχισε να οργανώνει κίνημα αντίστασης στην Σουλτανική κυβέρνηση.
Παρέμενε όμως στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα από εντολή του Σουλτάνου, για να βρίσκεται υπό τον έλεγχο της κυβερνήσεως, ενώ του ανατέθηκε η ηγεσία της Επιθεώρησης του Στρατού. O Κεμάλ, εν γνώσει των Άγγλων αναχώρησε κρυφά από την Κωνσταντινούπολη και στις 2 Μαΐου 1919 αποβιβάσθηκε στην Σαμψούντα, όπου οργάνωσε το εθνικιστικό του κίνημα, σε συνεργασία με στρατιωτικούς διοικητές της Ανατολής. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Νουρεντίν Πασάς, ο οποίος είχε διατελέσει διοικητής του σαντζακίου της Σμύρνης. Στις 9 Μαΐου ο Κεμάλ πήγε στην Αμάσεια όπου κατάρτισε σχέδιο αμύνης κατά των Ελλήνων, αποφάσισε μυστική επιστράτευση και διαρπαγή όπλων από αποθήκες πού φυλάσσονταν από τούς Συμμάχους.
Οι αποφάσεις αυτές επικυρώθηκαν από συνέδρια στην Θεοδοσιούπολη (Ερζε – Ρούμ) και στην Σεβάστεια, ενώ ορίστηκε η Άγκυρα ως έδρα της επαναστατικής κυβερνήσεως. Η Τουρκία είχε περιέλθει σε δεινή θέση, ήταν ουσιαστικά ανοχύρωτη και εάν το επέτρεπαν οι Σύμμαχοι, ο Ελληνικός στρατός θα είχε ξεκαθαρίσει άμεσα το τοπίο και θα είχε επιβάλλει τους όρους της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων. Η Τουρκία είχε περιορισθεί εδαφικά, με την Γαλλία να κατέχει την Συρία και την Κιλικία, την Αγγλία τη Μοσούλη, την Ιταλία την κοιλάδα του Μαιάνδρου και την Αττάλεια, την Ελλάδα να ελέγχει το σαντζάκιον της Σμύρνης και της Μαγνησίας, ενώ τα Δαρδανέλια και η Κωνσταντινούπολη βρίσκονταν υπό διεθνές καθεστώς.
Αυτή η υπό διάλυση χώρα είχε να αντιμετωπίσει Αρμένιους και Πόντιους αντάρτες, ενώ οι Κούρδοι καραδοκούσαν και αυτοί για ανεξαρτησία. Και όμως ήταν θέλημα Θεού να επιβιώσει αυτό το κράτος, πού εδώ και 1000 χρόνια έχει καταστεί ο εφιάλτης της Ρωμιοσύνης. Και ο Θεός είχε αναθέσει το έργο της σωτηρίας σε έναν άνθρωπο. Στον Κεμάλ Ατατούρκ.
ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ – ΠΡΟΥΣΑ
Στις 10 Απριλίου 1920 ο Μουσταφά Κεμάλ δήλωνε στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Αγκύρας:
«Τήν στιγμήν αυτήν ό Ελληνικός Στρατός είναι ό μεγαλύτερος εχθρός μας. Ας μήν υποτιμούμε τήν ίσχύν του. Ό Έλλην στρατιώτης είναι γενναίος καί καρτερικός, οί αξιωματικοί του έμπειροπόλεμοι καί ικανοί. Καί ή ηγεσία του εμπνευσμένη. Είναι έπιτακτικόν καθήκον νά καταστείλωμεν τήν έπανάστασιν (τών Σουλτανικών) καί νά στραφώμεν εγκαίρως κατά τού εχθρού. Η Πατρίς αντιμετωπίζει τόν μεγαλύτερον κίνδυνον τής ιστορίας της».
Ο Ελληνικός στρατός λίγους μήνες μετά θα δικαίωνε τον «Γκρίζο Λύκο», αφού θ’ ακολουθούσε κατά γράμμα την διαταγή του αρχηγού του Επιτελείου Θεόδωρου Πάγκαλου:
«Συντριβή του εχθρού καί απηνής καταδίωξίς του. Μέχρι καί τού τελευταίου στρατιώτου, μέχρι καί τού τελευταίου ίππου».
Τον Ιούνιο 1920 ξεκίνησε η Ελληνική επίθεση για να ολοκληρώσει το έργο που είχε αφήσει η επανάσταση του 1821. Γιατί, και η γη της Μικράς Ασίας ήθελε ν’ απελευθερωθεί. Το ζητούσαν τα κόκαλα των σφαγμένων από τους Οθωμανούς, το ζητούσαν οι μαγαρισμένες εκκλησιές, το ζητούσαν τα ερειπωμένα χωριά, το ζητούσαν τα καμμένα μοναστήρια, το ζητούσαν οι σκλαβωμένου Ρωμιοί, το ζητούσε η χιλιόχρονη Ιστορία μας.
Ημερησία Διαταγή 8ης Ιουνίου 1920
«Αύριον επί τέλους αρχίζει η από τόσου χρόνου αναμενομένη επίθεσις. Ολόκληρος ο Ελληνικός στρατός της Μικράς Ασίας, ολόκληρος ως εις άνθρωπος, μόλις δοθή τό σύνθημα της εφόδου θά εξορμήση εναντίον του εχθρού πρός επιτέλεσιν του ωραίου έργου της τελικής απελευθερώσεως των υπόδουλων αδελφών μας. Εις τόν Ελληνικόν στρατόν έλαχεν ο κλήρος να επιβάλη εις τήν Τουρκίαν τάς θελήσεις της δικαιοσύνης καί του πολιτισμού καί δι” αυτόν η Μοίρα εφύλαττε τό ευγενές τούτο έργον.
Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί καί στρατιώται! Προσέξατε! Είναι έγκλημα εσχάτης προδοσίας πάσα παράβασις. Οι ηττημένοι καί πάντες οι κάτοικοι των καταληφθησομένων μερών θά είναι δι’ υμάς ιεροί. Συνεχίσατε τήν ιστορίαν μας, τήν οποία διακρίνει ηρωϊσμός, ιπποτισμός καί μεγαλοψυχία! Είμαι βέβαιος ότι θά τό πράξετε! Εις ουδένα επιτρέπεται, εις τό τέλος των ωραίων αγώνων μας να σπιλώση τήν άσπιλον μας ιστορίαν».
Λεωνίδας Παρασκευόπουλος
Ο πρώτος στόχος ήταν η απελευθέρωση της Φιλαδέλφειας. Το πρωί της 10ης Ιουνίου οι Έλληνες στρατιώτες με την ξιφολόγχη και φωνάζοντας «Αέρα», διέλυσαν τούς Τούρκους και κατέλαβαν -η 1η Μεραρχία με τους Τσολιάδες του 1/38- το όρος Μπαλιάμπολ Νταγ. Βορειότερα όμως, η 2η Μεραρχία καθηλώθηκε μπροστά στην Τουρκική αντίσταση. Τότε ο αρχηγός του Α’ Σώματος στρατηγός Νίδερ, διέταξε την 13η Μεραρχία, να κινηθεί κατά μήκος του Έρμου ποταμού και να διασπάσει τις Τουρκικές γραμμές καταλαμβάνοντας τον τομέα Σαλιχλή – Μπιν Τεπέ. Νότια του ‘Ερμου βρίσκονταν δύο συντάγματα: το 2ο υπό τον αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνου και το 3ο υπό τον Κονδύλη, καθώς και μία ταξιαρχία ιππικού.
Η 13η Μεραρχία συνέχισε την προέλασή της συντρίβοντας το 7ο Σώμα του Τουρκικού Στρατού και καταλαμβάνοντας το χωρίο Μοναμάκ. Οι Έλληνες στρατιώτες συνέχισαν την προέλαση και σπάζοντας την 2η γραμμή άμυνας του εχθρού κατέλαβαν το χωριό Ντερέκιοϊ. Ο δρόμος ήταν ανοικτός και το απόγευμα ο Ελληνικός στρατός έμπαινε θριαμβευτής στη Φιλαδέλφεια. Ήταν το 1379, όταν η τελευταία από τις Βυζαντινές πόλεις της Μικράς Ασίας, η Φιλαδέλφεια έπεφτε στα χέρια των Οθωμανών και του Σουλτάνου Μουράτ. Περίμενε έξι αιώνες σχεδόν τούς απογόνους των Βυζαντινών να λειτουργήσουν τις εκκλησίες πού είχαν μετατρέψει σε τζαμιά οι κατακτητές.
Χιλιάδες ήταν οι Τούρκοι αιχμάλωτοι και οι αραμπάδες με τα λάφυρα. Το 12ο Σώμα του Τουρκικού στρατού ήταν ένας συρφετός αιχμαλώτων και φυγάδων. Οι ξένοι παρατηρητές έμειναν κατάπληκτοι. Η 13η Μεραρχία δεν ξεκουράστηκε ούτε λεπτό. Έλαβε νέες εντολές του αρχιστράτηγου Παρασκευόπουλου να εξορμήσει προς Προύσα.
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ – Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Τον Ιούλιο του 1920, οι Σύμμαχοι επέτρεψαν στον Βενιζέλο την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης. Το σχέδιο καταλήψεως είχε καταρτισθεί από τον Παρασκευόπουλο, τον Άγγλο στρατηγό Μίλν και τον Άγγλο ναύαρχο Τζών Μάϊκλ ντέ Ρόμπεκ. Διοικητής των Τουρκικών δυνάμεων ήταν ο συνταγματάρχης Τζαφέρ Ταγιάρ. Την 7η Ιουλίου 1920, οι μεραρχίες Σμύρνης και Ξάνθης και μία ταξιαρχία ιππικού επιβιβάσθηκαν σε μεταγωγικά από τους όρμους Αρτάκης, Αρμενοχωρίου και Πανόρμου και με την συνοδεία Ελληνικών και Αγγλικών πολεμικών κατέπλευσαν στην Ραιδεστό και στην Ηράκλεια όπου αποβιβάσθηκαν.
Στις 12 Ιουλίου κατελήφθη η Αδριανούπολις και την επομένη εισήλθε στην πόλη ο βασιλεύς Αλέξανδρος ο οποίος παρακολουθούσε εκ τού σύνεγγυς τις πολεμικές επιχειρήσεις. Ο λαός της Αδριανουπόλεως (267.000 Έλληνες, 245.000 Τούρκοι, 35.000 Βούλγαροι, 22.000 Αρμένιοι και 16.000 Εβραίοι) υποδέχτηκε με ενθουσιασμό τους ελευθερωτές του, ενώ στο Μητροπολιτικό ναό της πόλεως εκτυλίχθηκαν συγκινητικές σκηνές με τον Μητροπολίτη να ψάλλει, προ του βασιλέως Αλεξάνδρου το «Ευλογημένος ο ερχόμενος».
Δάφνες, μυρτιές και ροδοπέταλα είχαν στρωθεί στους δρόμους για να περάσει ο απελευθερωτικός Ελληνικός στρατός στην πόλη του Αδριανού, η οποία υπήρξε σημαντική πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Προηγουμένως, ο Αλέξανδρος είχε περάσει και από το ελεύθερο Δεδέ – Αγάτς, το οποίο μετά τον θάνατό του μετονομάστηκε, προς τιμή του, σε Αλεξανδρούπολη. Ο Τζαφέρ Ταγιάρ συνελήφθη αιχμάλωτος στο Μπαμπά Εσκή και μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου παρέμεινε μέχρι το 1923 οπότε υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάννης.
ΤΣΕΝΤΙΣ ΧΑΝ
Μετά την ήττα τους, οι Κεμαλικές δυνάμεις ανασυγκροτήθηκαν στο Ουσάκ και στο Δορύλαιον (Εσκί Σεχίρ – Eskisehir), ενώ μονάδες προκαλύψεως έκαναν επιδρομές στην σιδηροδρομική γραμμή της περιοχής Σαλιχλί (Σάρδεις) – Μπαλικεσέρ (Αδραμύτιο). Έτσι, τον Ιούλιο, οι Ελληνικές δυνάμεις ανέλαβαν και εκτέλεσαν με επιτυχία το έργο εκκαθαρίσεως των Τούρκων ατάκτων, ιδιαίτερα στην περιοχή Ντεμιρτζή, σκοτώνοντας τουλάχιστον 300 τσέτες. Το δεύτερο δεκαήμερο του Αυγούστου τα Ελληνικά στρατεύματα ανέλαβαν επιθετικές επιχειρήσεις προς το Ουσάκ (Τημένου Θύραι) και το Τσεντίς ταπεινώνοντας τις δυνάμεις του Κεμάλ, πού είχε ήδη αναλάβει προσωπικώς την διεύθυνση των επιχειρήσεων.
Για να πετύχει τουλάχιστον μία εντυπωσιακή νίκη εναντίον των Ελλήνων, ο στρατηγός Αλή Φουάτ οργάνωσε σχέδιο επίθεσης κατά της 13ης μεραρχίας πού βρισκόταν στην περιοχής Τσεντίς. Πράγματι, στις 11 Οκτωβρίου 1920 Τουρκικές δυνάμεις από 7.300 άνδρες επιτέθηκαν εναντίον του 2ου και 3ου συντάγματος της 13ης μεραρχίας. Αλλά απέναντί τους είχαν τον συνταγματάρχη Γεώργιο Κονδύλη, τον αντισυνταγματάρχη Ιωάννη Κωνσταντίνου και τον θρυλικό Νικόλαο Πλαστήρα. Οι Τούρκοι ήταν καταδικασμένοι σε ήττα.
Στις 7:30 εκδηλώθηκε η επίθεση δύο Τουρκικών μεραρχιών με επίκεντρο το Ντοσεντζίκ Δάγ. Παράλληλα άτακτες ομάδες διασκόρπισαν Ελληνική εφοδιοπομπή, που πορεύονταν προς το Τσεντίς και λόχο μηχανικού κοντά στους Μύλους. Το βράδυ, η κατάσταση ήταν δύσκολη για τις Ελληνικές δυνάμεις: τα πυρομαχικά τελείωναν, η επικοινωνία είχε διακοπεί με το κέντρο ανεφοδιασμού, που βρίσκονταν στο χωριό Χάν, διότι αυτό προσβαλλόταν επίμονα από τις Τουρκικές δυνάμεις.
Το βράδυ της 11ης Οκτωβρίου, Έλληνες στρατιώτες συμπτύχθηκαν στο Χάν και εγκατέστησαν προφυλακές στα βόρεια του χωριού, οι οποίες διαπίστωσαν ότι ο εχθρός συγκέντρωνε τον κύριο όγκο των δυνάμεών του για να δώσει το τελειωτικό χτύπημα. Η Τουρκική επίθεση εκδηλώθηκε το απόγευμα της 14ης Οκτωβρίου και γρήγορα κατέληξε σε μάχη σώμα με σώμα, όπου οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την ξιφολόγχη και οι Τούρκοι μεγάλα μαχαίρια. Ο αγώνας εξακολουθούσε μέχρι τα μεσάνυχτα και το Ελληνικό μέτωπο αντιμετώπιζε άμεσο κίνδυνο διασπάσεως, καθώς έφταναν νέες Τουρκικές ενισχύσεις.
Τη νύχτα όμως οι πολιορκούμενες Ελληνικές δυνάμεις πραγματοποίησαν έξοδο η οποία κατέληξε στη συντριβή των εχθρικών δυνάμεων που υποχώρησαν με σοβαρές απώλειες (157 νεκροί, 100 αιχμάλωτοι), ενώ οι τσολιάδες είχαν 16 νεκρούς και 45 τραυματίες. Το πρωί της 15ης Οκτωβρίου 1920, ο Ελληνικός στρατός, συνεχίζοντας την καταδίωξη, έφθασε στο Τσεντίς και στις 18:00, με το πρώτο χιόνι κατέλαβε την πόλη. Ο στρατηγός Αλή Φουάτ αντικαταστάθηκε από τον Ιζέτ Μπέη, το ηθικό των Τούρκων στρατιωτών υπέστη καθίζηση και ο ίδιος ο Κεμάλ ντροπιάστηκε και από αυτή την ήττα.
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1920 – ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ Η ΗΤΤΑ
Ο μεγαλύτερος πολιτικός άνδρας έμελλε να διαπράξει το μεγαλύτερο πολιτικό λάθος το οποίο ισοδυναμούσε με έγκλημα κατά της πατρίδος. Το έγκλημά του ήταν ότι εν καιρώ πολέμου, προσέφυγε σε εκλογές. Την 1η Νοεμβρίου 1920 ο λαός τιμώρησε τον Βενιζέλο διότι είχε τριπλασιάσει την Ελλάδα και είχε πατήσει στη Μικρά Ασία, έπειτα από 5 αιώνες ξενικής κατοχής. Να μη λησμονούμε βέβαια το γεγονός ότι σ’ αυτές τις εκλογές ψήφισαν οι Μουσουλμάνοι πού βρίσκονταν στην Ελληνική επικράτεια και οι οποίοι αφού δεν είχαν Ελληνική συνείδηση κατεψήφισαν τον ελευθερωτή τόσων Ελληνικών εδαφών.
Ενώ δεν έλαβαν μέρος στις εκλογές οι έχοντες Ελληνικότατη συνείδηση, ομογενείς της επικράτειας της Σμύρνης οι οποίοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία υποστήριζαν τον «Λευτεράκη». Ο Βενιζέλος λοιπόν μετά τις εκλογές θα εγκατέλειπε πικραμένος την Ελλάδα, επιβιβαζόμενος από το Φάληρο, στην θαλαμηγό «Νάρκισσος», που είχε ναυλώσει η σύζυγός του Έλενα Βενιζέλου. Ο πολιτικός που ενέπνεε σεβασμό σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, αυτός που σέβονταν οι Μεγάλες Δυνάμεις, ο ηγέτης που υπήρξε αήττητος στις μάχες του Ελληνικού στρατού από το 1912 έως το 1920, παρέδιδε την σκυτάλη.
Και φυσικά το πρώτο μέλημα των ανίκανων πολιτικών ήταν να ξηλώσουν τους αξιωματικούς που κατέκτησαν με περίπατο τα παράλια της Μικράς Ασίας και να τους αντικαταστήσουν με αξιωματικούς αμφιβόλου ποιότητας. Μετά το δημοψήφισμα που θα έφερνε τον Κωνσταντίνο στον θρόνο, και οι άσπονδοι Σύμμαχοι της Ελλάδος, Γάλλοι, Ιταλοί, αλλά και οι κομμουνιστές της Σοβιετικής Ένωσης, ανοιχτά πλέον και χωρίς ενδοιασμούς θα υποστήριζαν τον Κεμάλ σε όπλα και χρυσό. Ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος αντικαταστάθηκε από τον Αναστάσιο Παπούλα, ο στρατηγός Μομφεράτος ανέλαβε την διοίκηση της στρατιάς Θράκης, στην θέση του Αλέξανδρου Μαζαράκη – Αινιάν.
Ο στρατηγός Φράγκου ανέλαβε την αρχηγία της 1ης μεραρχίας αντί του Ζ. Παπαθανασίου, ο Βαλέττας της 2ης μεραρχίας αντί του Ν. Βλαχοπούλου, ο Διγενής της 13ης αντί του Κ. Μανέττα, ο Κ. Πάλλης τοποθετήθηκε αρχηγός του επιτελείου στη θέση του Θεόδωρου Πάγκαλου, ενώ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Ιωάννης Μεταξάς αρνήθηκε να τεθεί επικεφαλής της Στρατιάς της Μικράς Ασίας αφού είχε προεξοφλήσει το μάταιον της προσπάθειας.
Οι Γεώργιος Κονδύλης, Κωνσταντίνος Μαζαράκης, Εμμανουήλ Ζυμβρακάκης και ο Δημήτριος Ιωάννου σχημάτισαν την «Εθνική Αμυνα» και συνεπικουρούμενοι από πολλούς ισχυρούς ομογενείς Κωνσταντινουπολίτες έβαλλαν εναντίον της κυβερνήσεως. Η δύναμις της εν Μικρά Ασία στρατιάς, όταν ανέλαβε την διοίκησιν της ο Παπούλας ανήρχετο εις 3.805 αξιωματικούς, 111.861 οπλίτες, 115 πεδινά πυροβόλα και 146 ορεινά πυροβόλα.
ΟΙ ΗΤΤΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Χριστούγεννα του 1920 και η Ρωμιοσύνη της Σμύρνης χαιρόταν. Ένας χρόνος ελευθερίας, ένας χρόνος λύτρωσης, ένας χρόνος αγαλλίασης είχε περάσει. Η οικονομική ζωή βρισκόταν στο απόγειό της, καράβια φορτωμένα με εμπορεύματα έφθαναν κάθε μέρα στο λιμάνι της. Tα καφενεία, τα θέατρα, τα εμπορικά μαγαζιά έσφυζαν από ζωή και αισιοδοξία. Η νύμφη του Έρμου χαιρόταν. Κανείς δεν φαντάζονταν τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Κανείς δεν φαντάζονταν πόσο γρήγορα ο Παράδεισος θα γινόταν Κόλαση, η ζωή θα γινόταν θάνατος, το όνειρο θα γινόταν εφιάλτης.
Ο Βασιλιάς αφού κήρυξε την έναρξη εργασιών της Βουλής, στον καθιερωμένο εναρκτήριο λόγο του θρόνου διακήρυσσε την αφοσίωση της Ελλάδος στους συμμάχους και την απόφασή της να υπερασπισθεί την Ρωμιοσύνη της Μικράς Ασίας, συνεχίζοντας τον πόλεμο. Στις 24 Δεκεμβρίου ο νέος αρχιστράτηγος εξαπέλυσε επίθεση με 14.000 άνδρες και 1000 ιππείς. Στόχος το Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ) το οποίο υπερασπίζονταν ο Ισμέτ Πασάς. Οι Τούρκοι προέβαλαν απρόσμενη αντίσταση, ιδιαίτερα στο χωριό Ινονού, όπου ο στρατός καθηλώθηκε. Από εκείνη την τοποθεσία, ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Τουρκίας, θα ελάμβανε το επώνυμο Ινονού.
Ο Κεμάλ για να κερδίσει τις εντυπώσεις έκανε επίδειξη των λαφύρων που είχε κερδίσει στη μάχη. Οι σύμμαχοι έτρεχαν να αναγνωρίσουν την Κεμαλική κυβέρνηση, ενώ χιλιάδες Τούρκοι εγκατέλειπαν τον Σουλτανικό στρατό για να καταταγούν στον στρατό του Κεμάλ. Ίσως εκείνη η μάχη ήταν η αρχή του τέλους. Ο Κεμάλ, πιο ισχυρός από πριν, λίγο μετά θα υπέγραφε συμφωνία με τούς Γάλλους για την εκκένωση της Κιλικίας και την παράδοση όλου του Γαλλικού συμμαχικού οπλισμού στους υποτιθέμενους αντιπάλους της Αντάντ, Τούρκους. Παράλληλα, θα μοιράζονταν την Αρμενία με την Σοβιετική Ένωση και θα απελευθέρωνε και από εκεί δυνάμεις για να τις χρησιμοποιήσει στο δυτικό μέτωπο.
Στις 26 Μαρτίου 1921, ανέλαβε πρωθυπουργός στην θέση του Καλογερόπουλου, ο Δημήτριος Γούναρης με υπουργό Στρατιωτικών τον Νικόλαο Θεοτόκη. Σε συνάντηση με τον Πρωτοπαπαδάκη και τον Μεταξά, παρά τις αντιρρήσεις του τελευταίου, αποφάσισαν ότι η μόνη διέξοδος για να τελειώσει ο πόλεμος πού αιμορραγούσε την οικονομία αλλά και τα νιάτα της Ελλάδος, ήταν να συντρίψουν τον Κεμάλ. Η εγκατάλειψη τόσων Ελλήνων στα νύχια των Κεμαλικών, αλλά και ο τερματισμός του ονείρου της Μεγάλης Ιδέας ήταν αδιανόητος.
«Τί θά απογίνουν οι δυστυχείς αυτοί πληθυσμοί πού τούς επήραμε στό λαιμό μας; Είμεθα υποχρεωμένοι να εξακολουθήσωμεν τόν πόλεμον μέχρι τέλους, έστω καί αν κινδυνεύσωμεν νά καταστραφώμεν», δήλωνε ο Γούναρης.
Ο αρχιστράτηγος Παπούλας με 140.000 άνδρες στη διάθεσή του, έδωσε διαταγή για νέα επίθεση την άνοιξη του 1921. Στις 10 Μαρτίου τα Ελληνικά στρατεύματα κινήθηκαν από τρεις αφετηρίες -τη Νικομήδεια, την Προύσα και τις Τημενοθύραι (Ουσάκ)- με στόχο τη γραμμή Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ. Η 11η μεραρχία που στάθμευε στη Νικομήδεια κατέλαβε τη Σαπάντζα και το Αντά Παζάρ. Στις 15 Μαρτίου, το Α’ Σώμα Στρατού στο νότιο μέτωπο, υπό τον στρατηγό Κοντούλη, ξεκινώντας από το Ουσάκ, μπήκε χωρίς αντίσταση στο Ακροηνό (Αφιόν Καραχισάρ).
Το Γ’ Σώμα Στρατού, υπό τον στρατηγό Βλαχόπουλο, από την Προύσα ξεκίνησε για το Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ) αλλά συνάντησε ισχυρή Τουρκική αντίσταση με αποτέλεσμα η 10η μεραρχία στο κέντρο της Ελληνικής παράταξης να υποχωρήσει κάτω από τις συνεχή πίεση των δυνάμεων του Ισμέτ Ινονού Πασά, οι οποίες περνούσαν στην αντεπίθεση. Στις 20 Μαρτίου, το Γ’ Σώμα Στρατού άρχισε να υποχωρεί, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 5.000 νεκρούς. Τώρα ολόκληρος ο Τουρκικός στρατός κινήθηκε εναντίον του Α’ Σώματος Στρατού πού υποχωρούσε προς το Ουσάκ.
Αμέσως φάνηκαν τα αποτελέσματα της προδοτικής ενέργειας των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων να αντικαταστήσουν όλους τους νικητές αξιωματικούς των προηγούμενων μηνών, με αξιωματικούς που προτιμούσαν την υποχώρηση. Την τιμή των όπλων θα σώσει το 34ο σύνταγμα του συνταγματάρχη Δημοσθένη Διαλέτη, που πολέμησε ηρωικά στο Τουμλού Μπουνάρ, με αποτέλεσμα να δώσει χρόνο στο Α’ Σώμα Στρατού να υποχωρήσει με τάξη. Οι απώλειες της Εαρινής επίθεσης ήταν τρομακτικές και είχαν σοβαρό αντίκτυπο στην ψυχολογία των οπλιτών. Το τηλεγράφημα του Ινονού στον Φεβζί Πασά ανέφερε: «Ο εχθρός εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης στα στρατεύματά μας. Το πεδίο της μάχης είναι σκεπασμένο με τα πτώματα χιλιάδων Ελλήνων».
Η ανικανότητα του Γούναρη θα συνεχίζονταν και στις διπλωματικές μάχες που έδινε στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Κυρίως ήταν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί αυτοί πού προσπαθούσαν να αναθεωρήσουν την Συνθήκη των Σεβρών, προσφέροντας περισσότερα ανταλλάγματα προς τον Κεμάλ, του οποίου το κύρος μεγάλωνε μετά τις νίκες του στρατού του, στο δυτικό μέτωπο της Μικράς Ασίας. Νέος οπλισμός προσφέρονταν από Γάλλους, Ιταλούς αλλά και Σοβιετικούς σε μία κυβέρνηση που είχε ήδη εξολοθρεύσει εκατομμύρια Αρμένιους, Ρωμιούς και Ασσύριους Χριστιανούς.
Οι πολιτισμένες χώρες της Ευρώπης, πού φυλακίζουν όποιους αρνούνται το Εβραϊκό ολοκαύτωμα, υποστήριζαν τον εμπνευστή του Χίτλερ, που διέπραξε το Χριστιανικό ολοκαύτωμα. Υποστήριζαν τον Κεμάλ, τον οποίο θαύμαζε ο ίδιος ο Χίτλερ. Είναι τοις πάσι γνωστόν, ότι στις προειδοποιήσεις των στρατηγών του για τον αντίκτυπο πού θα είχε η εξολόθρευση τόσων Εβραίων δήλωνε αλαζονικά: «Ποιος θυμάται τους Αρμενίους;». Τέλος, τον ομοϊδεάτη του Χίτλερ θα τον υποστήριζε και η τότε Ελληνική Αριστερά, η οποία με κορυφή του δόρατος το ΚΚΕ θα σαμποτάριζε τις ενέργειες του Ελληνικού στρατού προς όφελος των εθνικιστών του Κεμάλ.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑΣ
Την επέτειο της αλώσεως 29 Μαΐου 1921, επέλεξε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος να αποπλεύσει από τον Πειραιά μέσα σε παραλήρημα λαϊκού ενθουσιασμού και να αποβιβασθεί στο Καί της Σμύρνης την επομένη, συνοδευόμενος από τον πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη, τούς υπουργούς Θεοτόκη, Μπαλτατζή, Στράτο και τους πρίγκηπες Παύλο, Νικόλαο και Ανδρέα. Η υποδοχή ήταν πολύ θερμή ενώ η προϊσταμένη του στρατιωτικού νοσοκομείου του ευχόταν «Μακάρι να σας δούμε στη Πόλη και στην Αγιά Σοφιά». Όμως τα σύννεφα πύκνωναν.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις πρότειναν στην Ελληνική κυβέρνηση την εκκένωση της Μικράς Ασίας, οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και το Ξένο Κεφάλαιο μαζί με (τι ειρωνεία!) τους κομμουνιστές του Λένιν, υποστήριζαν ακόμα περισσότερο τους εθνικιστές του Κεμάλ, ενώ κόβονταν τα δάνεια που χρειαζόταν ο Γούναρης για να συντηρήσει τούς 186.975 οπλίτες και 5.740 αξιωματικούς που βρίσκονταν στην Μικρά Ασία. H οικονομία του κράτους δεν άντεχε άλλο. Έπρεπε να τελειώσει ο πόλεμος και για να γίνει αυτό, έπρεπε να συντριβεί ο Κεμάλ. Το καλοκαίρι του 1921, ξεκίνησε η εκστρατεία που είχε σκοπό τη συντριβή των Κεμαλικών δυνάμεων και την επιβολή της Συνθήκης των Σεβρών στη νέα κυβέρνηση της Άγκυρας.
Όμως αυτή η επίθεση θα έπρεπε να είχε γίνει δύο χρόνια πριν, το καλοκαίρι του 1919. Σκοπός της Ελληνικής επιθέσεως, σύμφωνα με το σχέδιο επιχειρήσεων, που κατήρτισε το επιτελείο της Στρατιάς Μικράς Ασίας, ήταν η συντριβή των εθνικιστών του Κεμάλ στην περιοχή της Κιουτάχειας (Κοτυαίον) και η κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινουπόλεως – Βαγδάτης από τον κόμβο Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιον), από όπου ξεκινούσε η μοναδική σιδηροδρομική γραμμή προς την Άγκυρα, μέχρι τον κόμβο Αφιόν Καραχισάρ (Ακροϊνό), όπου κατέληγε η σιδηροδρομική γραμμή από τη Σμύρνη.
Το Ελληνικό σχέδιο προέβλεπε μία κατά μέτωπο επίθεση στην Κιουτάχεια με ταυτόχρονη υπερκέρασή της από νότο και βορρά ώστε να εγκλωβιστεί ο εχθρός. Το βόρειο τμήμα απαρτίζονταν από το Γ’ Σώμα Στρατού με διοικητή τον αντιστράτηγο Γεώργιο Πολυμενάκο και συνταγματάρχες τον Α. Πλατή (7η μεραρχία), Π. Σουμίλα (10η μεραρχία), Νικόλαο Τρικούπη (3η μεραρχία) και Νικόλαο Κλαδά (11η μεραρχία). Αποστολή του Γ’ Σώματος Στρατού ήταν η υπερκέραση της Κιουτάχειας από τα βόρεια, μέσω της κοιλάδας του Αδρανού ποταμού.
Το νότιο τμήμα απαρτίζονταν από την 4η μεραρχία (συνταγματάρχης Δ. Δημαράς), 12η μεραρχία (πρίγκηπας Ανδρέας), από το Α’ Σώμα Στρατού (αντιστράτηγος Κοντούλης) – 1η μεραρχία (συνταγματάρχης Αθ. Φράγκου), 2η μεραρχία (συνταγματάρχης Γ. Βαλέττας) και τό Β’ Σώμα Στρατού (υποστράτηγος Αριστοτέλης Βλαχόπουλος) – 5η μεραρχία (συνταγματάρχης Ι. Τριλίβας) και 13η μεραρχία (συνταγματάρχης Κίμων Διγενής). Το νότιο τμήμα θα εκτελούσε επίθεση προς την τοποθεσία Μπάλ Μαχμούτ – Κιουτσούκ Τζορτζά. Στις 26 Ιουνίου ο Παπούλας και το επιτελείο του μεταφέρθηκαν από την Σμύρνη στο Ουσάκ και ξεκινούσαν την επίθεση.
Οι μάχες πού ακολούθησαν ήταν αιματηρές και οι απώλειες του Ελληνικού στρατού μεγάλες. Την 1η Ιουλίου, η 4η Μεραρχία εισήλθε στο Αφιόν Καραχισάρ και υποχρέωσε τον Κεμάλ να επισκεφθεί αυτοπροσώπως τον Ισμέτ στην Κιουτάχεια και να τον πείσει να υποχωρήσει ανατολικά, δεδομένου ότι ο Ισμέτ Πασάς δεν δεχόταν εύκολα την υποχώρηση. Την 2α Ιουλίου η 13η μεραρχία επιτέθηκε στο Ακτσάκ Δάγ και η 5η μεραρχία στο Τσαούς Τσιφλίκ, ενώ το Α’ Σώμα Στρατού έδωσε σκληρές μάχες στο Ερικλή και στα υψώματα Νασούχ Τσάλ. Η Κιουτάχεια καταλήφθηκε την επομένη και λίγο αργότερα καταλήφθηκε το Δορύλαιο (Εσκή Σεχίρ).
Ο Ισμέτ Πασάς προκειμένου να κερδίσει χρόνο ο Τουρκικός στρατός για την υποχώρηση, συγκέντρωσε δυνάμεις και επιχείρησε αντεπίθεση κατά του Εσκή Σεχίρ. Ολόκληρη την 8η Ιουλίου 1921 διήρκεσαν οι μάχες με σοβαρές απώλειες και για τους δύο αντιπάλους, αλλά δυστυχώς ο εχθρός υποχώρησε αλώβητος ακόμα πιο ανατολικά. Οι απώλειες του Ελληνικού στρατού κατά την περίοδο 25 Ιουνίου – 12 Ιουλίου ανήλθαν σε 1.491 νεκρούς, 6.472 τραυματίες και 110 αγνοούμενους. Οι Τούρκοι είχαν μεγαλύτερες απώλειες και μόνο κατά την μάχη του Εσκί Σεχίρ οι Έλληνες συνέλαβαν 4.000 αιχμαλώτους.
Ο αντικειμενικός σκοπός της κατάληψης των σιδηροδρομικών κόμβων Εσκί Σεχίρ και Αφιόν Καραλισάρ επετεύχθη. Απέτυχε όμως ο Ελληνικός στρατός στην εξουδετέρωση των Κεμαλικών δυνάμεων, η οποία οφείλεται κατά πολύ στη μη εκτέλεση συστηματικής καταδίωξης του υποχωρούντος εχθρού, μετά την μάχη του Εσκί Σεχίρ.
ΤΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΟΙΡΑΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η ήττα του Τουρκικού στρατού στη μάχη του Εσκί Σεχίρ επέδρασε αρνητικά στο ηθικό των Τούρκων στρατιωτών ενώ η πολιτική της υποχωρήσεως, που επέλεξε ο Κεμάλ, έγινε δεκτή με σοβαρές αντιδράσεις από την Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας. Ο Κεμάλ όμως επέμενε ότι η επιμήκυνση των γραμμών επικοινωνίας και εφοδιασμού του Ελληνικού στρατού θα έφερνε την ήττα στους Έλληνες.
Από την άλλη στο Ελληνικό στρατόπεδο, αφενός του ηθικό του στρατού ήταν υψηλό, μετά την συνεχιζόμενη καταδίωξη του εχθρού, αφετέρου άρχιζαν οι δυσχέρειες για τους Έλληνες στρατιώτες που απομακρύνονταν πολύ από τις βάσεις τους, βρίσκονταν σε έδαφος δύσβατο, αφιλόξενο, με εχθρικούς πληθυσμούς να τους παρενοχλούν και εμφανίζονταν τα συμπτώματα της κούρασης και της εξάντλησης. Στα ανώτερα κλιμάκια υπήρχε το δίλημμα: Να συνεχίσουμε την καταδίωξη μέχρι τελικής πτώσης του Κεμάλ ή να σταματήσουμε και να περιμένουμε; Αλλά υπήρχε και η διχόνοια που κατάτρωγε τις σάρκες της Ελλάδος:
Ο Κωνσταντίνος έφθασε στο Εσκί Σεχίρ, όπου εψάλλει δοξολογία και παρετάχθει μπροστά του η 1η μεραρχία για να παρασημοφορήσει ο βασιλεύς τις πολεμικές σημαίες. Στις 15 Ιουλίου 1921 συνεκλήθη πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια προεδρεύοντος του βασιλέως Κωνσταντίνου. Σ’ αυτό πήραν μέρος ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης, ο διοικητής της Στρατιάς Αναστάσιος Παπούλας, ο Υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο επιτελάρχης της Στρατιάς συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Πάλλης, ο αντιστράτηγος Βίκτωρ Δούσμανης και ο απόστρατος υποστράτηγος Ξενοφών Στρατηγός.
Ο Γούναρης, ο Θεοτόκης και ο Στρατηγός τάχθηκαν ανεπιφύλακτα υπέρ της άμεσης προελάσεως. Ο Κεμάλ έπρεπε να προσβληθεί και να ταπεινωθεί στην πρωτεύουσά του, ώστε να εξουδετερωθεί πλήρως και να επιβληθεί επιτέλους η Συνθήκη των Σεβρών. Οι υπόλοιποι ήταν επιφυλακτικοί και διάβασαν και το υπόμνημα του συνταγματάρχου Γεωργίου Σπυρίδωνος ο οποίος αντιτίθετο σφόδρα στην προοπτική περαιτέρω προέλασης του Ελληνικού στρατού, μία προέλαση η οποία έπρεπε να καλύψει 265 χιλιόμετρα μέσα από την φλεγόμενη Αλμυρά Έρημο. Ως ημερομηνία ενάρξεως της μοιραίας εκστρατείας ορίστηκε η 1η Αυγούστου 1921.
Ήταν ο ίδιος μήνας, με τον Αύγουστο του 1071, όταν κάποιος άλλος στρατιώτης, ο Ρωμανός Δ’ ο Διογένης, ξεκινούσε την εκστρατεία του για να διώξει τους Τούρκους εισβολείς από την Μικρά Ασία. Και εκείνη η εκστρατεία, χαρακτηρίζοταν από την διχόνοια, και εκείνη η εκστρατεία ξεκινούσε με τους καλύτερους οιωνούς και εκείνη η εκστρατεία θα κατέληγε στην συντριβή των Ελληνικών στρατευμάτων και στην απώλεια της Ελληνικοτάτης Μικράς Ασίας από τους Μογγόλους εισβολείς. Και τον ίδιο μήνα ένα χρόνο αργότερα, τον Αύγουστο του 1922, θα έσπαγε το μέτωπο και θα πανηγύριζαν οι κατακτητές για τη νίκη τους και για την εξόντωση των Χριστιανών ιθαγενών της γης της Ιωνίας, της Καππαδοκίας και του Πόντου.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ
Η Ελληνική στρατιά, με 120.000 οπλίτες και 3.780 αξιωματικούς, ξεκίνησε την προέλασή της ανενόχλητη, κινούμενη ανατολικά, ακολουθώντας τις πορείες πού είχε κάνει αμέτρητες φορές ο Βυζαντινός στρατός, όταν αιώνες νωρίτερα, καταδίωκε τούς Πέρσες ή τους Άραβες ή τους Σελτζούκους εισβολείς πού απειλούσαν τα σύνορα και λεηλατούσαν τις Βυζαντινές πόλεις.
Οι Τούρκοι, υπό την ηγεσία του αρχιστράτηγου Κεμάλ, του αρχηγού του επιτελείου Φεβζή Πασά και του διοικητή του μετώπου Ισμέτ Πασά, παρέταξαν 90.000 άνδρες και ένα πανίσχυρο ιππικό, που τους έδινε απίστευτη ταχύτητα κινήσεων, όπως γίνονταν και με τούς Οθωμανούς προγόνους τους. Ο Ισμέτ Πασάς είχε καταστρέψει τόσο την σιδηροδρομική γραμμή που οδηγούσε στην Άγκυρα, συναποκομίζοντας τις 20 ατμομηχανές και τα 200 βαγόνια, όσο και τις γέφυρες των ποταμών, πράγμα που επιβεβαιώνονταν και από τις αναγνωριστικές πτήσεις της Ελληνικής αεροπορίας πάνω από τον ποταμό Σαγγάριο.
Στις 3 Αυγούστου ο Ελληνικός στρατός είχε ολοκληρώσει την πρώτη φάση του σχεδίου προελάσεως, φτάνοντας στη γραμμή Μιχαλίτς – Σαρήκιοϊ – Σιβρί – Χισάρ – γέφυρα Φετί Ογλού. Παρέμεινε εκεί για τριήμερη ανάπαυση, και στις 5 Αυγούστου το επιτελείο εξέδωσε γενική διαταγή, σύμφωνα με την οποία ο κύριος όγκος της στρατιάς θα στρεφόταν προς νότον και θα βάδιζε παράλληλα με το νότιο κλάδο του Σαγγαρίου ποταμού. Στη συνέχεια θα ακολουθούσε την πορεία του προς τα βορειοανατολικά, με αντικειμενικό σκοπό την προσβολή των Τουρκικών θέσεων στα βόρεια του ποταμού Γκεούκ Ινλάρ Κατραντζή και την υπερκέραση του εχθρού από τα ανατολικά.
Η 7η μεραρχία θα διενεργούσε απευθείας επίθεση αντιπερισπασμού στις οχυρωμένες θέσεις των Τούρκων στην ανατολική όχθη του Σαγγαρίου. Έτσι η Ελληνική προέλαση συνεχίστηκε από το πρωί της 6ης Αυγούστου με τρία σώματα συμπαραταγμένα. Το Γ’ Σώμα στα βόρεια, το Α’ στο κέντρο και το Β’ στα νότια. Η 9η μεραρχία του Β’ Σώματος Στρατού προχώρησε μέσα από την Αλμυρά Έρημο κάτω από τον αδυσώπητο ήλιο του Αυγούστου που ταλαιπωρούσε αφάνταστα ανθρώπους και κτήνη. Στις 10 Αυγούστου το Γ’ και το Α’ Σώμα Στρατού έφτασαν στη νότια όχθη του Γκεούκ Ινλάρ Κατραντζή και οι εμπροσθοφυλακές τους ήλθαν σε επαφή με την οχυρωμένη Τουρκική τοποθεσία.
Τό Β’ Σώμα Στρατού διατάχτηκε να παραμείνει σε δεύτερη γραμμή γιατί υπήρχαν πληροφορίες για κινήσεις Τουρκικών δυνάμεων στο αριστερό άκρο της Τουρκικής παράταξης οι οποίες οχύρωναν την απρόσιτη τοποθεσία του Καλέ Γκρότο. Κατά τη διάρκεια της πορείας των Ελλήνων στρατιωτών κατά μήκος του ποταμού Σαγγάριου, επαληθεύτηκαν οι απαισιόδοξες προβλέψεις του συνταγματάρχη Σπυρίδωνος. Η έλλειψη νερού και τροφίμων, οι αρρώστιες και οι πυρετοί, η ζέστη και η κούραση είχαν προκαλέσει περισσότερες απώλειες στους στρατιώτες μας από ότι οι επιθέσεις του Τουρκικού ιππικού και των ατάκτων.
Οι άντρες είχαν ξεπεράσει τα φυσιολογικά όρια αντοχής πολύ πριν αρχίσουν οι μάχες με τον εχθρό. Οι μάχες που ακολούθησαν ήταν επικές. Θυμίζουν σε ηρωισμό τις Ομηρικές μάχες που έδωσαν οι Αχαιοί με τους Τρώες, οι Σπαρτιάτες με τους Πέρσες, οι Βυζαντινοί με τους Άραβες, οι Σουλιώτες με τους Τουρκαλβανούς. Ποτάμια αίματος των Ευζώνων πότισαν την γη της Μικράς Ασίας. Οι Εύζωνες παρ’ όλη την κούραση, τις πορείες και την πείνα, κατάφεραν να νικήσουν. Ταπείνωσαν τον Κεμάλ, έξω από την πρωτεύουσά του. Κατέλαβαν το ένα μετά το άλλο τα οχυρά του. Νίκησαν όμως με βαρύτατες απώλειες.
Ο Γιάννης Καψής στα βιβλία του, όσο κατηγορεί τους ανώτατους αξιωματικούς (κυρίως τον πρίγκηπα Ανδρέα) για ανικανότητα, τόσο εκθειάζει τους απλούς στρατιώτες για τη γενναιότητα και την αυτοθυσία πού επέδειξαν στην μάχη της Άγκυρας. Τη 10η Αυγούστου 1921 σύσσωμος ο Ελληνικός στρατός εφόρμησε. Το αριστερό επιτέθηκε εναντίον των οχυρώσεων πίσω από τον ποταμό Γκεούκ. Το κέντρο στα απόκρημνα οχυρά Ταμπούρ Ογλού και Σαπάντζα, ενώ το δεξιό επιτέθηκε στο απόρθητο Κάλε Γκρότο. Μετά από αιματηρές μάχες σώμα με σώμα και δια της λόγχης, οι Έλληνες διέσπασαν την πρώτη αμυντική γραμμή των Τούρκων. Κατέλαβαν και την δεύτερη αμυντική γραμμή στην οροσειρά Τσάλ Αντίζ.
Ο Κεμάλ διατάσσει άμυνα μέχρις εσχάτων και δίνει εντολή να πυροβολούνται όσοι υποχωρούν χωρίς γραπτή εντολή. Οι Τούρκοι ηττώνται και στην τρίτη αμυντική γραμμή και ετοιμάζουν να εκκενώσουν την Άγκυρα και να αποτραβηχτούν στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Χωρίς νερό, χωρίς ψωμί και υπό συνεχή καύσωνα οι Έλληνες πολέμησαν επί 19 μερόνυχτα στην κόλαση του Σαγγάριου. Απέκρουσαν και τη μεγάλη Τουρκική αντεπίθεση πού έγινε στις 28 Αυγούστου 1921. Μετά τις μάχες, ο Κεμάλ στην Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση θα δήλωνε: «Ο Σαγγάριος παραλίγο να γίνει ο τάφος της Τουρκίας. Η μάχη διήρκεσε 22 αδιάκοπα μερόνυχτα, περισσότερο από κάθε άλλη μάχη της Τουρκικής ιστορίας».
Στις 24 Αυγούστου, το Γενικό Επιτελείο αποφάσισε να σταματήσει τις επιχειρήσεις. Τελικά ή δεν θα έπρεπε να ξεκινήσει την εκστρατεία στην Άγκυρα ή θα έπρεπε να καταλάβει την πρωτεύουσα του Κεμάλ για να κλονισθεί το ηθικό των Τούρκων και να υπάρξει ισχυρός αντίκτυπος στις πρωτεύουσες της Ευρώπης. Έπρεπε να καταλάβει την Άγκυρα, εκεί πού είχε φθάσει ο Ελληνικός στρατός, λίγα χιλιόμετρα έξω από το σύμβολο της Νέας Τουρκίας, για να μην πάει η θυσία τόσων χιλιάδων στρατιωτών χαμένη. Έπρεπε να καταλάβει και να καταστρέψει τις βάσεις ανεφοδιασμού του Τουρκικού στρατού και να δώσει ένα χαστούκι στην αλαζονεία των Τούρκων εθνικιστών και του αρχηγού τους.
Το Επιτελείο και η Κυβέρνηση του Γούναρη όμως, τώρα εκ των υστέρων σκέφθηκαν ότι οι άνδρες είχαν υπερβεί κάθε όριο ανθρώπινης αντοχής. Τώρα εκ των υστέρων αντιλήφθηκαν ότι είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα και τα πυρομαχικά, αφού οι γραμμές επικοινωνίας είχαν επιμηκυνθεί τόσο πολύ. Εκ των υστέρων σκέφθηκαν ότι οι βροχές του φθινοπώρου θα έκαναν αδιάβατους τους δρόμους ανάμεσα στην Άγκυρα και τη βάση ανεφοδιασμού του Εσκή Σεχίρ. Τώρα αντιλήφθηκαν όλα όσα είχε προβλέψει και εκθέσει ο συνταγματάρχης Σπυρίδωνος στο Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο. Τώρα, αφού είχαν βγει εκτός μάχης 23.000 άνδρες.
Ο αρχιστράτηγος Παπούλας διέταξε γενική σύμπτυξη της Στρατιάς, η οποία έπαιρνε τον δρόμο επιστροφής καταστρέφοντας όλες τις γέφυρες και τις γραμμές επικοινωνίας μεταξύ του ποταμού Σαγγάριου και του Εσκί Σεχίρ. Χιλιάδες στρατιώτες έμειναν θαμμένοι στο οροπέδιο της Άγκυρας μαζί με το όνειρο της απελευθέρωσης της Μικράς Ασίας. Η μοιραία εκστρατεία των 45 ημερών είχε λήξει. Ο αδελφός του Κωνσταντίνου Νικόλαος θα έγραφε στο ημερολόγιο του: «Αναχωρούμεν σήμερον Τρίτην, 14 Σεπτεμβρίου. Καί πάλιν κατά σύμπτωσιν, ημέραν αποφράδα.» Όλοι διαισθάνονταν ότι άνοιγε ένα δυσοίωνο κεφάλαιο για την πορεία της Ρωμιοσύνης.
ΤΟ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ ΤΡΙΖΕΙ
Μετά την εκστρατεία της Άγκυρας ο Ελληνικός στρατός θα εγκατέλειπε την επιθετικότητά του και θα παρέμενε σε αμυντική διάταξη. Τώρα ο επιτιθέμενος ήταν ο Κεμάλ, ο οποίος προσπάθησε με εννέα μεραρχίες πεζικού και τρεις μεραρχίες ιππικού να καταλάβει το Αφιόν Καραχισάρ. Οι μάχες διήρκεσαν το διάστημα 17 μέχρι 25 Σεπτεμβρίου 1921, η Τουρκική επίθεση αποκρούστηκε σε όλο το μέτωπο και οι Τούρκοι επέστρεψαν στις βάσεις τους ανατολικά από το Σαγγάριο. H αποτυχία του τελειωτικού κτυπήματος στον Κεμάλ ισοδυναμούσε με ήττα για τον Ελληνικό στρατό ο οποίος άρχισε να χάνει το ηθικό του, μολονότι δεν είχε υποστεί κάποια συντριπτική ήττα.
Εκείνο πού ήταν εξίσου οδυνηρό όμως ήταν η θλιβερή κατάσταση της εθνικής οικονομίας. Οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις είχαν εξασθενήσει σημαντικά από τους φόρους και από την συνεχή υποτίμηση της δραχμής. Οι Μεγάλες Δυνάμεις συνέχιζαν το εμπάργκο στον εξωτερικό δανεισμό της χώρας, μιας χώρας που εδικαιούτο ως νικήτρια του Μεγάλου Πολέμου έστω τις πολεμικές της αποζημιώσεις. Οι ίδιες Δυνάμεις, 19 χρόνια αργότερα θα ζητούσαν την δική μας στήριξη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κι εμείς πάλι θα τασσόμαστε στο πλευρό τους.
Αντίθετα χρηματοδοτούσαν αφειδώς την Τουρκία, την πρώην σύμμαχο του Κάιζερ, η οποία και στον επόμενο μεγάλο πόλεμο δεν θα θυσίαζε Τούρκους στρατιώτες για χάρη των Άγγλων, των Γάλλων και των Αμερικάνων. Στις 3 Οκτωβρίου 1921, ο Έλληνας πρωθυπουργός Γούναρης και ο υπουργός των Εξωτερικών Μπαλτατζής ανεχώρησαν για το Παρίσι και το Λονδίνο σε μία προσπάθεια αφενός εξεύρεσης λύσης για οριστική ειρήνη στο μέτωπο της Μικράς Ασίας και αφετέρου σύναψης εξωτερικού δανείου για τα δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα της χώρας.
Οι συναντήσεις των Ελλήνων επισήμων με τον Γάλλο πρωθυπουργό Μπριάν δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, πόσο μάλλον μετά το Σύμφωνο Γαλλο-Τουρκικής φιλίας πού είχε υπογράψει ο Γάλλος πρεσβευτής Φρακλέν Μπουγιόν με τον Κεμάλ εξασφαλίζοντάς του πολύτιμους οικονομικούς και στρατιωτικούς πόρους. Στις 27 Οκτωβρίου έγινε συνάντηση με τον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Λόρδο Κώρζον ο οποίος έδωσε αόριστες υποσχέσεις και εγγυήσεις για την προστασία των Χριστιανικών πληθυσμών της Τουρκίας. Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί και Αμερικάνοι παραβίαζαν την Συνθήκη των Σεβρών και άφηναν τους Χριστιανικούς πληθυσμούς στο έλεος των Τουρκικών θηρίων.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΣΙΑ – ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ
ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο Ελληνικός στρατός αποβιβάσθηκε στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919 κατόπιν συμμαχικής συναίνεσης, με αποστολή να εξασφαλίσει την τάξη στην περιοχή αυτή και να προστατεύσει το πολυπληθές Ελληνικό στοιχείο. Το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 1919 μέχρι τον Μάιο του 1920, χαρακτηρίζεται από επιχειρήσεις τοπικού χαρακτήρα για την εκκαθάριση της κατεχόμενης περιοχής. Γενικά ήταν μία περίοδος στασιμότητας και αναγκαστικής αναμονής για τον Ελληνικό στρατό, λόγω των απαγορευτικών διαταγών των Συμμαχικών δυνάμεων.
Μια κηδεμονία δεσμευτική στις ενέργειες του Ελληνικού στρατού, χωρίς την δυνατότητα αντίδρασης, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος εις βάρος των Ελληνικών συμφερόντων. Έτσι, την περίοδο αυτή δεν σημειώνεται δράση μεγάλων Μονάδων και οι ενέργειες των Ελληνικών τμημάτων περιορίζονται στη δράση Ταγμάτων, Λόχων και πολλές φορές μικτών αποσπασμάτων. Οι επιχειρήσεις αυτές γενικά αφορούν αγώνες κατά ατάκτων και δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη σημασία στρατηγική ή και τακτική. Η στρατηγική του Τουρκικού στρατού από τον Μάιο του 1919 σε όλα τα μέτωπα συνίστατο, λόγω ανεπάρκειας δυνάμεων, σε αμυντική στάση, κυρίως στην αποφυγή μάχης εκ παρατάξεως και την υποχώρηση λόγω ανάγκης σε άλλη τοποθεσία.
Η στρατηγική αυτή εφαρμόζονταν με την παραχώρηση μεγάλων εδαφικών εκτάσεων, την καταστροφή των συγκοινωνιών και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απομάκρυνση του αντιπάλου από τις βάσεις του. Ακολουθούσαν έτσι κατά υποδειγματικό τρόπο την τακτική της αποφυγής της μάχης και ο εξαναγκασμός αυτών να δεχθούν τον αγώνα δεν ήταν εύκολος. Σε αυτό συντελούσε η γνώση του εδάφους, αλλά και το υπάρχον βάθος, το οποίο δεν προβλημάτιζε την Τουρκική ηγεσία στο να υλοποιήσει αυτή την δοκιμασμένη τακτική. Οι επιχειρήσεις προς Φιλαδέλφεια – Προύσα – Ουσάκ από τον Ιούνιο του 1920, είναι οι πρώτες σε σχετικά μεγάλη κλίμακα που ανέλαβε ο Ελληνικός στρατός.
Κατά τις επιχειρήσεις αυτές οι Ελληνικές δυνάμεις, παρά την υπεροχή τους από άποψη αριθμού, οργάνωσης και μέσων, δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν τον στρατηγικό τους αντικειμενικό σκοπό. Πέτυχαν με ευχέρεια και με μικρές απώλειες να καταλάβουν τους γεωγραφικούς αντικειμενικούς τους σκοπούς, αλλά δεν πέτυχαν τη συντριβή και αιχμαλωσία των Τουρκικών δυνάμεων. Έτσι την περίοδο αυτή, η κατάληψη εκτεταμένων περιοχών δεν είχε μόνο σαν συνέπεια το διπλασιασμό του Μικρασιατικού μετώπου, που πραγματοποιήθηκε χωρίς παράλληλη αύξηση της Ελληνικής στρατιωτικής δύναμης, αλλά και τον διαχωρισμό των Ελληνικών δυνάμεων σε δύο μέτωπα, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονταν το Μικρασιατικό οροπέδιο.
Όσον αφορά την τακτική των Ελλήνων, απότοκο του πολέμου χαρακωμάτων, στον οποίο ενεπλάκησαν τα Ελληνικά στρατεύματα στην Μακεδονία κατά τα έτη 1917 και 1918, είναι η ακαμψία στις κινήσεις, η μη χρησιμοποίηση ευρέων ελιγμών και ο μέχρι των ελαχίστων λεπτομερειών καθορισμός από τα προϊστάμενα κλιμάκια του τρόπου ενεργείας των υφισταμένων τους. Καθορίζονταν με τις λεπτομερείς αυτές διαταγές, όχι μόνο η δύναμη, η κατεύθυνση ενεργείας και ο αντικειμενικός σκοπός των υφισταμένων, αλλά και η ενδεχομένη στάση αυτών ανάλογα με την αντίδραση του εχθρού, γεγονός που περιόριζε καθοριστικά την ανάπτυξη της πρωτοβουλίας.
Κατά βάση δηλαδή παρατηρούμε μετωπικές επιθέσεις χωρίς την ύπαρξη καταλλήλου εφεδρείας, για την εκμετάλλευση τυχόν σημειωθείσας επιτυχίας και οι προσπάθειες κύκλωσης και εγκλωβισμού του εχθρικού στρατού που σημειώθηκαν, δεν είχαν το ανάλογο βάθος, την ευρύτητα, αλλά και τον απαραίτητο συντονισμό στην εκτέλεση. Γενικά η Διοίκηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας σε όλη την διάρκεια των επιχειρήσεων του Ελληνικού στρατού, διέπονταν από αυστηρά συγκεντρωτικό πνεύμα στο ζήτημα της διεξαγωγής τους, αλλά και στη διαδικασία των ανεφοδιασμών και μεταφορών, χωρίς να αφήνει στα υφιστάμενα κλιμάκια πρωτοβουλία ενεργείας, επεμβαίνοντας πολλές φορές και μέχρι του κλιμακίου του Συντάγματος.
Η διεξαγωγή των επιχειρήσεων για να έχει θετικό αποτέλεσμα, απαιτούσε πρωτοβουλία και τόλμη ενεργείας όχι μόνο στο κλιμάκιο της Στρατιάς, αλλά και στους υφιστάμενους Σχηματισμούς με ταχείες αποφάσεις και άμεση εκτέλεσή τους, καθώς και άμεση εκμετάλλευση τυχόν ευνοϊκών καταστάσεων με την χρησιμοποίηση εφεδρικών Μονάδων. Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, η Στρατιά προέβη σε δύο επιθετικές ενέργειες, χωρίς καμία αριθμητική ή υλική ενίσχυση των μέσων της και όχι επαρκώς πληροφορημένη για την σημαντική αύξηση των πολεμικών μέσων της Κεμαλικής Τουρκίας.
Η πρώτη από αυτές, η επιθετική αναγνώριση που πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο του 1920 στην περιοχή του Εσκή Σεχήρ για τη διαπίστωση των εχθρικών δυνατοτήτων, ήταν μια λανθασμένη τακτική επιλογή, δίνοντας στον Κεμάλ την ευκαιρία να ομιλεί για ήττα των Ελλήνων. Οι επιθετικές αναγνωρίσεις αποτελούν μέρος της τακτικής διεξαγωγής στρατιωτικών επιχειρήσεων, αλλά όταν γίνονται με τόσες μεγάλες δυνάμεις (ενισχυμένη Μεραρχία), θα πρέπει είτε να υπάρχει δυνατότητα ενίσχυσής τους για την εκμετάλλευση των αδυναμιών του αντιπάλου είτε να ακολουθούνται από επιθετικές επιχειρήσεις, οι οποίες με βάση τις διαπιστώσεις της αναγνώρισης να οδηγούν σε αποφασιστικό αποτέλεσμα.
H Διοίκηση της Ελληνικής Στρατιάς τίποτα δεν έπραξε από όλα αυτά. Αφού διαπίστωσε ότι η Τουρκική ισχύς ήταν σημαντική και επομένως δεν υπήρχε δυνατότητα εκμετάλλευσης αδυναμιών, έμεινε άπρακτη για δυόμισι μήνες. Χάθηκε έτσι μία λαμπρή ευκαιρία από την Στρατιά να καταληφθούν το Εσκή Σεχήρ και η Κιουτάχεια και ίσως και το Αφιόν Καραχισάρ, εάν επωφελούνταν από την ανταρσία των Τουρκικών δυνάμεων του Ετέμ κατά του Κεμάλ και εάν επιπλέον ωθούσε προς Κιουτάχεια και προς Τουμλού Μπουνάρ τις δυνάμεις του Α’ Σώματος Στρατού, που μέχρι τότε η αποστολή τους ήταν καθαρά αμυντική.
Η δεύτερη προσπάθεια με τις επιχειρήσεις του Μαρτίου, με τις οποίες επιδιώκονταν η κατάληψη της στρατηγικής γραμμής Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν Καραχισάρ και η συντριβή του εχθρού, κατέληξαν σε πλήρη αποτυχία, οφειλόμενη στην εφαρμογή αστόχου και κακώς προετοιμασμένου σχεδίου επιχειρήσεων, την ανεπάρκεια δυνάμεων για την εφαρμογή του, την υποτίμηση των δυνατοτήτων του εχθρού και την αδέξια διεύθυνση του αγώνα από τη Στρατιά και το Γ’ Σώμα Στρατού. Κατά τις επιχειρήσεις αυτές, ο Ελληνικός στρατός αντιμετώπισε εχθρό συγκροτημένο και άριστα διοικούμενο, η δε διεύθυνση των επιχειρήσεων από την Ανωτάτη Τουρκική Διοίκηση υπήρξε πράγματι αριστοτεχνική και δύναται να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα στρατηγικού ελιγμού.
Χαρακτηριστικό του Ελληνικού σχεδίου ήταν ότι εφαρμόσθηκε κατά μέτωπο επίθεση δύο ισόρροπων ομάδων, χωρίς καμία ιδέα ελιγμού και τομέα κυρίας προσβολής και χωρίς σύγκλιση των κυρίων ενεργειών, ως αποτέλεσμα της ισχυρής αντίστασης των Τούρκων στον Βόρειο τομέα και της ανεπάρκειας Ελληνικών δυνάμεων στον Νότιο τομέα. Δηλαδή, τα δύο Ελληνικά συγκροτήματα ενήργησαν αυτοτελώς και ανεξάρτητα μεταξύ τους, χωρίς να μπορούν να παράσχουν αμοιβαία υποστήριξη. Έτσι, δεν εφαρμόσθηκε ο κανόνας της επιθέσεως «συνταύτιση προσπαθειών».
Επιπλέον παρατηρούμε ότι η Στρατιά επεδίωξε κρίσιμο αποτέλεσμα συγχρόνως σε δυο αντικειμενικούς σκοπούς, στο Εσκή Σεχήρ και στο Αφιόν Καραχισάρ. Κανένας στρατός, όσο ισχυρός και εάν είναι, δεν πρέπει να επιζητεί κρίσιμο αποτέλεσμα σε δύο διαφορετικές περιοχές συγχρόνως, διότι δεν δύναται στον ίδιο χρόνο να διεξαγάγει κρίσιμη μάχη σε δυο διαφορετικά μέρη. Αντιθέτως οι Τούρκοι, επωφελήθηκαν από τις αποκλίνουσες ενέργειες των Ελληνικών συγκροτημάτων και διαθέτοντας κατάλληλες εσωτερικές συγκοινωνίες προέβησαν στην μεταφορά του μεγαλυτέρου μέρους των δυνάμεών τους στο Εσκή Σεχήρ, προς αντιμετώπιση του Γ’ Σώματος Στρατού.
Μετά τη σύμπτυξη του Σώματος αυτού μετακίνησαν σημαντικές δυνάμεις εναντίον του Α’ Σώματος Στρατού, που ενεργούσε στην περιοχή Αφιόν Καραχισάρ. Η Ελληνική Διοίκηση όφειλε να προσαρμόσει τον ελιγμό της κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτύχει την υπεροχή δυνάμεων σε κάθε ένα από τα δυο μέτωπα, εφαρμόζοντας αυστηρά την αρχή της «οικονομίας δυνάμεων» και διατηρώντας την ελευθερία ενεργείας της να μην επιτρέψει στον εχθρό να αποκτήσει αριθμητική υπεροχή με τη μεταφορά δυνάμεων από το ένα μέτωπο στο άλλο, εκμεταλλευόμενος την ευκολία που είχε να κινείται δια εσωτερικών γραμμών ανενόχλητος, όπως δυστυχώς συνέβη. Αυτό ήταν ίσως το νευραλγικό σημείο του ελιγμού.
Από την μελέτη των επιχειρήσεων του Μαρτίου 1921, διαπιστώνει κανείς ότι για να πετύχει τη νίκη ένας στρατός, δεν αρκεί μόνο να αποτελείται από μαχητές που έχουν υψηλό φρόνημα, αντοχή στις σωματικές κακουχίες και στις ψυχικές δοκιμασίες του πολέμου. Είναι επιπλέον απαραίτητο να ηγούνται αυτών ηγήτορες, οι οποίοι να έχουν επιπλέον την γενναιότητα, αυτοθυσία και την εμπειρία του πολέμου, υψηλή επαγγελματική κατάρτιση και ενημερότητα, ικανούς δε να εφαρμόζουν στην πράξη τις αρχές του πολέμου με επιτυχία και να χρησιμοποιούν επίκαιρα και αποτελεσματικά τα νέα πολεμικά μέσα, ώστε να αξιοποιούν τις πολεμικές αρετές των μαχητών τους.
Ένα άλλο γεγονός που επηρέασε τις εξελίξεις κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921, ήταν η αντικατάσταση σημαντικού αριθμού Αξιωματικών, μετά τις εκλογές του 1920. Ανεξάρτητα από τις επαγγελματικές και διοικητικές τους ικανότητες και τον ζήλο που επέδειξαν για την εκπλήρωση της αποστολής τους, είναι πάντως γεγονός ότι μερικοί από αυτούς, αναλαμβάνοντας διοίκηση λίγο μόλις χρόνο πριν την 10η Μαρτίου, δεν τους δόθηκε χρόνος για να ενημερωθούν πλήρως για την υπάρχουσα κατάσταση και για τις εξελίξεις στις πολεμικές μεθόδους, να γνωρίσουν τους υφισταμένους τους και να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη τους, παράμετροι που θα τους οδηγούσαν στην ορθή λήψη αποφάσεων κατά τις επικείμενες επιχειρήσεις.
Σημειωτέον, ότι ακόμα και σε ειρηνική περίοδο ένας Διοικητής για να εγκλιματισθεί και να ενημερωθεί πλήρως για το σοβαρό έργο και την αποστολή της Μονάδος του, χρειάζεται ικανοποιητικός χρόνος και ειδικά η γνώση του προσωπικού είναι μια λεπτή και πολύ σημαντική διαδικασία, ώστε να μπορεί το έμψυχο υλικό της Μονάδος του να το χειριστεί και να το αξιοποιήσει όσο το δυνατόν αποδοτικότερα. Επιπλέον και για τους υφισταμένους ενός Διοικητού απαιτείται κάποιος χρόνος προσαρμογής στο πνεύμα και τις απαιτήσεις της νέας Διοίκησης. Επομένως θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αυτή η διαδικασία προσαρμογής έχει μια αμφίδρομη κατεύθυνση, γεγονός απαραίτητο για την αρμονική συνεργασία σε όλα τα επίπεδα Διοίκησης.
Η Τουρκική Διοίκηση βασίσθηκε στην κινητή άμυνα αποφεύγοντας το στατικό πνεύμα στη διεξαγωγή του αμυντικού αγώνα, εκμεταλλευόμενη κατά τον καλύτερο τρόπο τα διατιθέμενα έμψυχα και άψυχα μέσα και ενεργώντας έτσι τοπικά και χρονικά, επηρεάζοντας καθοριστικά την εξέλιξη των επιχειρήσεων και δείχνοντας υψηλό επίπεδο στρατηγικής και τακτικής αντίληψης. Αυτό ήταν βέβαια αποτέλεσμα της υπεροχής του Τουρκικού στρατού σε δύναμη, που του έδινε την δυνατότητα, ανάλογα με την παρουσιαζόμενη κατάσταση, να δημιουργεί κέντρο βάρους σε οποιοδήποτε από τα δυο μέτωπα (Βόρειο και Νότιο) και επιτιθέμενος δια των εσωτερικών γραμμών να επιφέρει σημαντικά πλήγματα κατά του αντιπάλου του.
Μετά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921, αφού η Ελληνική Κυβέρνηση και η Διοίκηση της Στρατιάς κατέβαλαν σοβαρή προσπάθεια για την οργάνωση και ενίσχυση του Ελληνικού στρατού, τον Ιούνιο – Ιούλιο του ίδιου έτους αναλήφθηκαν νέες επιχειρήσεις για την καταστροφή του Κεμαλικού στρατού. Οι επιχειρήσεις αυτές, αν και είχαν σχεδιασθεί καλά, απέτυχαν στρατηγικά, αφού ο σκοπός τους, δηλαδή η κύκλωση και η καταστροφή του Κεμαλικού στρατού, δεν επιτεύχθηκε. Το λάθος ίσως του Ελληνικού επιτελικού σχεδίου ήταν ότι βασίσθηκε σε ένα αυθαίρετο υπολογισμό, δηλαδή ότι η Τουρκική ηγεσία θα δεχόταν να δώσει την αποφασιστική μάχη στη περιοχή Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχειας.
Η πράξη, όμως, έδειξε ότι η διαφορά νοοτροπίας στην στρατηγική σύλληψη ήταν τεράστια. Έτσι ο Τουρκικός στρατός, λόγω της αριστοτεχνικής εφαρμογής στον αγώνα κινήσεων και της αξιοποίησης του εδάφους, αλλά και λόγω της μη εκμετάλλευσης των τακτικών επιτυχιών από πλευράς του Ελληνικού στρατού, κατάφερε να αποφύγει τον εγκλωβισμό και την καταστροφή. Πρέπει να επισημάνουμε ότι στις επιχειρήσεις Ιουνίου – Ιουλίου, σε αντίθεση με αυτές του Μαρτίου 1921, η προσπάθεια της Ελληνικής Στρατιάς χαρακτηριζόταν από την αναζήτηση του πλευρού και των κενών μεταξύ των εχθρικών κέντρων αντιστάσεως.
Ουδεμία, όμως, σοβαρή κατά μέτωπο προσβολή δεν εκδηλώθηκε προς καθήλωση του εχθρού. Η Ανωτάτη Ελληνική Διοίκηση θέλησε να εμποδίσει την προς Βορρά αποχώρηση του οχυρωμένου στην Κιουτάχεια εχθρικού στρατού, δια της απλής τακτικής υπερκέρασης προς το αριστερό της παράταξής του. Έτσι, παρατηρείται προσπάθεια από Ελληνικής πλευράς υπερκέρασης εχθρικών θέσεων και όχι στρατευμάτων, γεγονός που αποτελεί τακτικό λάθος και δείχνει περιορισμένη στρατιωτική αντίληψη.
Διότι υπερκέραση εκτελούμενη χωρίς να έχει καθηλωθεί ο όγκος των εχθρικών δυνάμεων από τις δευτερεύουσες προσπάθειες που κατευθύνονται εναντίον του μετώπου του, είναι ανίσχυρη να φέρει οποιοδήποτε άλλο αποτέλεσμα πλην της μετατροπής της υπερκέρασης σε μετωπική επίθεση, εφόσον ο αντίπαλος θέλει να δεχθεί τη μάχη και στρέφει το μέτωπό του, ώστε να το τοποθετήσει αυτό κάθετο στην κατεύθυνση της υπερκερωτικής κίνησης. Το βάρος του αγώνα επιφορτίσθηκε το Πεζικό, το οποίο όμως παραμέλησε τους κανόνες της νέας τακτικής, της βασιζόμενης στα συμπεράσματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αντιθέτως αυτό εφάρμοσε τις γνωστές από τους Βαλκανικούς πολέμους μεθόδους μάχης, με κυρίαρχο όπλο την λόγχη. Έτσι, παρατηρήθηκε ελλιπής χρήση των πυρών, όχι ορθή χρησιμοποίηση του εδάφους και παραμέληση του συνδυασμού πυρός και κινήσεως. Οι μέθοδοι μάχης των Βαλκανικών πολέμων δεν είχαν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, διότι τότε η ισχύς πυρός του Πεζικού (4 πολυβόλα ανά Τάγμα και κανένα οπλοπολυβόλο) ήταν ουσιαστικά μικρότερη έναντι του 1921 (12 πολυβόλα και 24 οπλοπολυβόλα ανά Τάγμα).
Η Τουρκική Διοίκηση, δεν έμεινε εγκλωβισμένη στη σταθερή διατήρηση του εδάφους έστω και ζωτικής σημασίας, αλλά σκεπτόμενη με βάση το μακροπρόθεσμο όφελος, το οποίο θα της έδινε τελικά την στρατηγική νίκη. Εγκατέλειψε την περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ – Εσκή Σεχήρ, ώστε να επιλέξει καταλληλότερη τοποθεσία άμυνας που θα της επέτρεπε την απόκρουση του εχθρού, παρασύροντάς τον όσο το δυνατόν σε μεγαλύτερη απόσταση από τις βάσεις ανεφοδιασμού του. Επιζήτησε, δηλαδή, να δεχθεί την μάχη με ευνοϊκότερες προϋποθέσεις.
Η τολμηρή αυτή απόφαση της Τουρκικής Διοικήσεως, η οποία λήφθηκε την κατάλληλη στιγμή σύμφωνα με τις απαιτήσεις των επιδιωκόμενων στρατιωτικών σκοπών και χωρίς να παρασυρθεί από οποιοδήποτε αίσθημα ή πολιτική καιροσκοπία, υπήρξε από άποψη στρατηγικής πολύ εύστοχη. Παρατηρούμε ότι η στρατηγική των Τούρκων συνίστατο σε ένα κράμα τακτικής μάχης για την διατήρηση σημείων στρατηγικής ή τακτικής σημασίας, σε συνδυασμό και με ενέργειες ατάκτων σωμάτων. Όμως, η διατήρηση του εδάφους από τους Τούρκους δεν έγινε ποτέ με υπέρμετρη φθορά της δύναμής τους. Δηλαδή, εφάρμοσαν κατά άριστο τρόπο την στρατηγική που είχαν εφαρμόσει οι Ρώσοι εναντίον του Ναπολέοντα.
Έτσι, ένα από το σοβαρότερα σφάλματα της Ελληνικής ηγεσίας κατά την Μικρασιατική εκστρατεία υπήρξε το γεγονός, ότι αφέθηκε να μεγεθύνεται και να επιμηκύνεται βαθμηδόν προς ανατολικά το πολεμικό θέατρο, με την έντεχνη και ελεύθερη απομάκρυνση του Κεμαλικού στρατού που οργανώνονταν και ενδυναμώνονταν ποικιλότροπα, από το οποίο επήλθε πλήρη ανατροπή μεταξύ των διατιθέμενων μέσων και των τεθέντων στρατηγικών σκοπών. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε, ότι το σοβαρότερο σφάλμα των επιχειρήσεων Ιουνίου – Ιουλίου 1921 για την Ελληνική Στρατιά, ήταν η μη εκμετάλλευση μέχρι τελευταίου άνδρα και ίππου της νίκης της 8ης Ιουλίου.
Έπρεπε πριν την αυγή της 9ης Ιουλίου να προωθηθούν τα Σώματα Στρατού προς καταδίωξη, με αντικειμενικό σκοπό την καταστροφή του διαφυγόντος εχθρού, ώστε να μη δοθεί σε αυτόν χρόνος προς ανασυγκρότηση. Έτσι, χάθηκε μια λαμπρή ευκαιρία για τον Ελληνικό στρατό να μετατρέψει τις τακτικές ήττες του εχθρού σε πλήρη στρατηγική συντριβή. Η διαφυγή του Τουρκικού στρατού παρέσυρε την Ελληνική Στρατιά σε νέες επιχειρήσεις, τις μεγαλύτερες και δυσχερέστερες που ανέλαβε ποτέ ο Ελληνικός στρατός. Μετά την αποτυχία για καταστροφή του εχθρού στο Εσκή Σεχήρ, εκδηλώθηκε η Ελληνική επίθεση ανατολικά του Σαγγαρίου προς επίτευξη του παραπάνω σκοπού και κατάληψη της Άγκυρας.
Ο εχθρός αποφάσισε αυτή τη φορά να δεχθεί τη μάχη, διότι οι προϋποθέσεις ήταν ευνοϊκές για αυτόν. Η νέα, όμως, προσπάθεια του Ελληνικού στρατού δεν είχε αίσιο τέλος. Η ατυχής έκβαση των επιχειρήσεων προς Άγκυρα απετέλεσε το μεταίχμιο της οριστικής τροπής του Μικρασιατικού ζητήματος για την Ελλάδα, σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο. Ειδικά από στρατιωτικής πλευράς, μετά την μάχη αυτή η πρωτοβουλία των κινήσεων αφαιρέθηκε από τον Ελληνικό στρατό, που καταδικάστηκε έκτοτε σε παθητική άμυνα.
Η Διοίκηση της Στρατιάς, υπερτίμησε τις τακτικές νίκες κατά τις προηγηθείσες επιχειρήσεις στις περιοχές Κιουτάχειας και Εσκή Σεχήρ του μηνός Ιουλίου 1921 και όχι επαρκώς πληροφορημένη υποτίμησε τον Τουρκικό στρατό, θεωρώντας ότι η εκστρατεία αυτή είναι δυνατή. Έτσι, στηριζόμενη σε εσφαλμένη εκτίμηση για τις δυνατότητες και την κατάσταση του εχθρού σχεδίασε την επιχείρηση προς Σαγγάριο, κάνοντας το πρώτο βήμα προς την αποτυχία. Δεν έλαβε, ίσως, υπόψιν της την παράμετρο ότι ο Τούρκος στρατιώτης έδινε την κρισιμότερη μάχη της ιστορίας του, που θα έκρινε την ύπαρξη ή όχι του Τουρκικού κράτους και ότι επικεφαλής του Τουρκικού στρατού ήταν ο Κεμάλ.
Άνδρας με σπουδαία στρατιωτικά προσόντα, με ισχυρή θέληση, με εξαιρετική δυναμικότητα και επιπλέον με το πλεονέκτημα ότι συγκέντρωνε στα χέρια του όλη την εξουσία. Η σχεδίαση και η προπαρασκευή των επιχειρήσεων έγινε με σχετική προχειρότητα και ατέλεια, ιδίως από πλευράς υποστήριξης. Οι δυνατότητες των διατιθεμένων μέσων μεταφοράς, φαίνεται ότι δεν ελήφθησαν σοβαρά υπόψιν, αν και είχε διαπιστωθεί ότι αυτές περιορίζονταν μέχρι τον Σαγγάριο. Αποτέλεσμα αυτού υπήρξε ο ανεπαρκής ανεφοδιασμός των Μονάδων, ιδίως σε πυρομαχικά Πυροβολικού.
Η Στρατιά, αν και αρχικά πέτυχε την πρόθεσή της να εξαπατήσει και να αιφνιδιάσει τον εχθρό ως προς την κατεύθυνση επίθεσης, αφού κινήθηκε πρώτα προς Ανατολικά και μεταφέρθηκε κατόπιν Νότια του Σαγγαρίου, πλην όμως απέτυχε στην προσπάθεια υπερκέρασης του αριστερού της διάταξης του αντιπάλου. Και αυτό λόγω της ευρύτητας του ελιγμού, του οποίου η εκτέλεση απαίτησε αρκετές ημέρες, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να αντιληφθούν έγκαιρα τις προθέσεις της Στρατιάς και χρησιμοποιώντας τον χρόνο για την αναπροσαρμογή της διάταξης τους, μετέφεραν δυνάμεις από το κέντρο του αμυντικού τους μετώπου προς τα αριστερά, τις οποίες δεν μπόρεσε να καθηλώσει η δευτερεύουσα προσπάθεια της Στρατιάς που εκτοξεύθηκε στο κέντρο του αντιπάλου.
Εξαιτίας αυτού, η ενέργεια της Στρατιάς κατέληξε σε μετωπική απωθητική επίθεση από Νότια προς Βορρά. Επιπλέον η αποτυχία του ελιγμού της Στρατιάς είχε σαν αποτέλεσμα την ισοδύναμη σε όλα τα μέτωπα επιθετική ενέργεια, χωρίς να επιζητήσει την δια εσωτερικών ελιγμών διάρρηξη ορισμένων τοποθεσιών της εχθρικής παράταξης, με την συγκέντρωση εναντίον αυτών σοβαρών δυνάμεων και στη συνέχεια με εκμετάλλευση της επιτυχίας. Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι η Ελληνική Διοίκηση ενήργησε κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στη μάχη της Κιουτάχειας, δηλαδή με αιφνιδιαστική ενέργεια να κυκλώσει μέσω της δεξιάς πτέρυγας την αντίστοιχη αριστερή των Τούρκων.
Αλλά και εκεί δεν μπόρεσε να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο, επειδή οι Τούρκοι τηρούσαν συνεχή επαφή με τον αντίπαλο. Θα έπρεπε επομένως η Στρατιά να διδαχθεί από την επιχείρηση της Κιουτάχειας ότι ελιγμός σε τόσο ευρύ τόξο, διαγραφόμενος από μεγάλη μάζα στρατού σε εχθρική χώρα και για πολλές ημέρες, ήταν πολύ πιθανό να αποτύχει, διότι ούτε τον αιφνιδιασμό περιλάμβανε ούτε εναντίον του πλευρού ή των νώτων του αντιπάλου καταφέρονταν. Εάν ελιγμός σημαίνει «προσαρμογή των μέσων προς τον επιδιωκόμενο σκοπό», τότε ο ελιγμός που εφαρμόσθηκε μέσω της ερήμου ήταν ανεδαφικός και ακατάλληλος για το ευρύ μέτωπο των επιχειρήσεων και τις ανεπαρκείς δυνάμεις της Ελληνικής Στρατιάς.
Η διατεθείσα δύναμη σε σχέση με τον τεθέντα αντικειμενικό σκοπό των επιχειρήσεων, συνιστάμενο στην συντριβή του αντιπάλου και εξαναγκασμό αυτού σε συνθηκολόγηση, δεν εξασφάλιζε την εκπλήρωσή του. Από τις υπάρχουσες στη Μικρά Ασία 11 Μεραρχίες μετείχαν των κυρίων επιχειρήσεων μόνον 9, των υπολοίπων 2 χρησιμοποιηθέντων σε δευτερεύοντα ρόλο (κάλυψη πλευρών), ενώ ήταν δυνατή και επιβαλλόταν η χρησιμοποίηση όλων των Μεραρχιών. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν ότι δεν υπήρχαν ικανές στρατηγικές εφεδρείες κλιμακώμενες κατά βάθος και πλάτος για την αντιμετώπιση απρόοπτων καταστάσεων και για την τροποποίηση του ελιγμού με βάση τις εχθρικές αντιδράσεις ώστε να μπορεί να επέμβει η Στρατιά για την ολοκλήρωση μιας επιτυχίας των Σωμάτων Στρατού.
Παρατηρήθηκε ανεπάρκεια Διοικήσεων σε διάφορα επίπεδα. Η διεύθυνση της μάχης από την Ελληνική Στρατιά δεν ήταν η ανάλογη των περιστάσεων και δεν είχε τη δυναμική της νίκης, ενώ αντίθετα ο αντίπαλος γνώριζε και μπόρεσε να δώσει τον προσωπικό του παλμό στην εξέλιξη των επιχειρήσεων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έλειψε ο συντονισμός και ο συγχρονισμός ενεργείας, αποτέλεσμα της μη έγκαιρης πολλές φορές άφιξης των διαταγών του Στρατηγείου της Στρατιάς. Γενικά, η ενεργός παρουσία των Διοικητών Σωμάτων Στρατού και του Αρχιστρατήγου δεν ήταν αυτή που επιβάλλονταν από την κρισιμότητα των επιχειρήσεων.
Η αξία ενός στρατεύματος εξαρτάται από τον βαθμό εκπαίδευσης, από το ηθικό, αλλά προ πάντων από την αξία της Διοίκησης. Ο Ναπολέων έλεγε σχετικά, ότι «ένα στράτευμα λεόντων με επικεφαλής μια έλαφο δεν θα είναι ποτέ ένα στράτευμα λεόντων». Ο τρόπος, με τον οποίο διοικείται και κατευθύνεται ένα στράτευμα στον πόλεμο, εξασφαλίζει πολλές φορές την νίκη. Ως προς το σχέδιο ενεργείας των Τούρκων, παρατηρεί κανείς ότι ορθά εκτιμήθηκε από την Τουρκική Διοίκηση η προς πόλεμο ικανότητα του Τουρκικού στρατού και βάση αυτής καθορίσθηκε η μορφή του αγώνα ως αμυντικού, ο οποίος διεξήχθη με δεξιότητα, συνδυάζοντας ένα είδος κινητής άμυνας με εκτόξευση καθοριστικών αντεπιθέσεων, δηλαδή ενεργητική άμυνα.
Κατόπιν, η Τουρκική Διοίκηση διέγνωσε ορθά την κατάλληλη στιγμή και με αποφασιστικότητα και ταχύτητα ανέλαβε την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων,συγκεντρώνοντας το μέγιστο των δυνάμεών της έναντι της αριστερής Ελληνικής πτέρυγας (Γ’ Σώμα Στρατού) και αντεπιτέθηκε με ευρεία στρατηγική έννοια για να αποκόψει την γραμμή υποχώρησης του αντιπάλου. Η επιλογή από τους Τούρκους της περιοχής Ανατολικά του Σαγγαρίου για άμυνα, καθώς και η οργάνωση ολόκληρης ζώνης βάθους 25 χιλιόμετρων περίπου, υπήρξε απόλυτα ορθή, υλοποιώντας έτσι τον κανόνα της άμυνας «κλιμάκωση σε βάθος».
Η αμυντική αυτή οργάνωση υπήρξε λίαν επιτυχής όσον αφορά την εκλογή των αμυντικών γραμμών και την επί αυτών προσαρμογή των μέσων προς εκπλήρωση του σκοπού, δηλαδή την ανακοπή της προχώρησης του επιτιθεμένου. Επιπλέον οι Τούρκοι κατά τις επιχειρήσεις αυτές, εφήρμοσαν απόλυτα την αρχή παραχώρησης μη ζωτικού εδάφους προς κέρδος χρόνου και προς αποφυγή καταστροφής των δυνάμεών τους, πράγμα το οποίο και πέτυχαν. Η σύμπτυξη, που σημειώθηκε στο μέτωπο τους, ήταν περισσότερο για λόγους ευθυγράμμισης του και για τη βελτίωση των όρων άμυνας.
Συνολικά θα μπορούσαμε να παρατήσουμε ότι η όλη Τουρκική ενέργεια ήταν ενεργητική άμυνα επί διαδοχικών οργανωμένων τοποθεσιών και κατόπιν ισχυρή αντεπίθεση σε ορθή κατεύθυνση προσβολής και με καθορισμένο αντικειμενικό σκοπό. Οι Τούρκοι οφείλουν την νίκη τους σε μεγάλο μέρος στην ικανότητα και αποτελεσματικότητα της Ανωτάτης Διοίκησής τους, αλλά και στα εμπειροπόλεμα και αξιόλογα στελέχη τους σε όλα τα κλιμάκια της ιεραρχίας. Οι Διοικητές των Σωμάτων Στρατού και των Μεραρχιών ήταν νεότατοι φιλόδοξοι Αξιωματικοί. Αντισυνταγματάρχες διοικούσαν Μεραρχίες και Συνταγματάρχες Σώματα Στρατού.
Νέοι άνδρες με τόλμη και πάθος, ίσως πολλές φορές είναι προτιμότερο να ηγούνται των στρατευμάτων, διότι οι πράξεις και οι ενέργειές τους πρέπει να φέρουν την σφραγίδα όχι τόσο της πολεμικής πείρας και της σωφροσύνης όσο του ισχυρού χαρακτήρα, της ισχυρής θέλησης και των μεγάλων και τολμηρών αποφάσεων, που εμπνέονται από υψηλό πατριωτικό αίσθημα. Επιπλέον τα Επιτελεία του μετώπου και του Αρχιστρατήγου, παρακολουθούσαν από κοντά την κατάσταση και διεύθυναν με λεπτομέρεια τον αγώνα. Πληροφορούνταν έγκαιρα για την εκάστοτε δημιουργούμενη τακτική κατάσταση και λάμβαναν αμέσως τα επιβαλλόμενα μέτρα, εκδίδοντας τις απαραίτητες διαταγές.
Η εκστρατεία προς Σαγγάριο, αναμφισβήτητα υπήρξε η μεγαλύτερη πολεμική επιχείρηση που ανέλαβε ποτέ ο Ελληνικός στρατός, από άποψη διατιθέμενων μέσων, δυσκολιών που αντιμετωπίσθηκαν, μεθόδων μάχης που εφαρμόσθηκαν, καθώς και τακτικών και στρατηγικών σκοπών. Οι επιχειρήσεις αυτές αποτελούν πραγματική εποποιία, διότι διεξήχθησαν υπό συνθήκες πρωτοφανείς και μοναδικές για την παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τους σκληρούς και αιματηρούς αγώνες που διεξήχθησαν Ανατολικά του Σαγγαρίου, ο Έλληνας μαχητής, παρά τις δυσχέρειες και τα σφάλματα, αναδείχθηκε κυρίαρχος του πεδίου της μάχης.
Καρτερικός, λιτοδίαιτος και γενναίος, ανέπτυξε το επιβαλλόμενο επιθετικό πνεύμα και απέσπασε τον θαυμασμό του αντιπάλου. Υπήρξε ο κύριος συντελεστής των επιτυχιών στο Ταμπούρ Ογλού, Σαπάντζα, Καλέ Γκρότο, Αρντίζ Νταγ και Τσαλ Νταγ, όπου ο Ελληνικός στρατός επιβλήθηκε τακτικά επί του αντιπάλου. Αλλά παρόλα αυτά ο στρατηγικός σκοπός της επιχείρησης δεν επιτεύχθηκε, διότι δεν κατέστη δυνατόν να υπερνικηθεί η δύναμη αντίστασης του αντιπάλου, ο οποίος πολέμησε με καρτερία και ανδρεία. Η επίμονη και κατά βάθος οργανωμένη ισχυρή αντίσταση των Τούρκων, εξάντλησε τελικά τον επιτιθέμενο. Υπερίσχυσε η θέληση του αντιπάλου.
Στα τελευταία πριν την Άγκυρα χαρακώματα εξασθένησε η έντονη προσπάθεια και ενεργητικότητα του Ελληνικού στρατού, ανεκόπη η απαράμιλλη επιθετική ορμή του και κάμφθηκε η θέλησή του. Η τύχη των όπλων, αποτέλεσμα της φοβερής εκείνης πάλης των θελήσεων, δεν τον συνόδευσε μέχρι την αποφασιστική νίκη. Ακόμα μια φορά όπως στα Δαρδανέλια, ο Κεμάλ γλίτωσε παραλίγο την καταστροφή. Η χαλύβδινη θέληση του έδωσε την νίκη. Έτσι, χάσαμε τον αγώνα, διότι δεν αντέξαμε, όπως λέγει ο Γάλλος Στρατάρχης Φος, ένα τέταρτο της ώρας περισσότερο.
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κύρια αιτία της μη επίτευξης του επιδιωκόμενου στρατηγικού σκοπού της εκστρατείας, υπήρξε ότι τα διατιθέμενα για αυτό μέσα βρίσκονταν σε δυσαρμονία με την εκτέλεση της ανατεθείσας αποστολής. Δηλαδή ο όλος προβληματισμός εντοπίζονταν στο δυνατόν της εκτέλεσης, το οποίο ίσως δεν απασχόλησε στο βαθμό που απαιτούνταν την Στρατιά. Η Διοίκηση της Στρατιάς έπρεπε να σταθμίσει καλά τους παράγοντες αυτούς από πριν και κατόπιν να αποφασίσει για την εκστρατεία αυτή.
Στις τρεις παραπάνω περιπτώσεις Μάρτιος 1921, Ιούλιος 1921, Σαγγάριος, παρατηρούμε ότι ο Τουρκικός στρατός δε δίστασε να ενεργήσει στρατηγική εκμετάλλευση των τακτικών επιτυχιών του. Έτσι τον Μάρτιο του 1921, έστρεψε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του κατά του πλευρού του πέραν του Αφιόν Καραχισάρ προωθημένου Α’ Σώματος Στρατού, ηττήθηκε όμως στη μάχη του Τουμλού Μπουνάρ και έλαβε πάλι αμυντική στάση. Τον Ιούλιο του 1921, αν και έχασε την αμυντική μάχη της Κιουτάχειας, μπόρεσε να διαφύγει έγκαιρα των κυκλωτικών λαβίδων της Ελληνικής Στρατιάς.
Αφού απόκτησε βάθος και απόσταση από αυτή, δε δίστασε να σταματήσει την υποχώρησή του, να λάβει επιθετική διάταξη και να επιτεθεί με όλες τις δυνάμεις του επί ευρύτατου μετώπου από Μποζ Νταγ μέχρι Σεϊντή Γαζή. Η δοθείσα όμως κατά την 8η Ιουλίου 1921 μεγάλη εκ συναντήσεως μάχη με την Ελληνική Στρατιά, υπήρξε για αυτόν ατυχής. Γρήγορα υποχώρησε τότε σε μεγάλο βάθος και καλύφθηκε πίσω από τον Σαγγάριο. Μετά την αποτυχία των επιθετικών προσπαθειών της Ελληνικής Στρατιάς για να διαρρήξει το Τουρκικό μέτωπο Ανατολικά του Σαγγαρίου Τουρκικό μέτωπο, η Τουρκική Διοίκηση επιχείρησε να μεταφέρει την επιτυχία της και επί του στρατηγικού πεδίου, μετακινώντας ισχυρές δυνάμεις προς την περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ.
Απέτυχε όμως και στην προσπάθεια αυτή για να να καταστεί κυρίαρχος του ζωτικότερου στρατηγικά κόμβου συγκοινωνιών στη Μ. Ασία, του κόμβου συγκοινωνιών Αφιόν Καραχισάρ, κατόπιν εγκαίρου επιθετικής ενέργειας σημαντικών δυνάμεων της Ελληνικής Στρατιάς κατά του μετώπου του και του Βορείου πλευρού των επιτιθεμένων Τουρκικών δυνάμεων. Από τότε η στρατηγική γραμμή της Τουρκικής ηγεσίας διατηρήθηκε σταθερή. Αυτή απέβλεπε στη συντριβή του περί το Αφιόν Καραχισάρ και Δυτικά αυτού εκτεινόμενου κέντρου βαρύτητας της Ελληνικής διάταξης.
Μετά τις επιχειρήσεις του Σαγγαρίου ο Ελληνικός στρατός εγκαταστάθηκε επί μίας αμυντικής γραμμής πολύ μεγάλου μήκους, καλύπτοντας σε αρκετό βάθος προς Ανατολικά και προς Νότια τα επιδικασθέντα στην Ελλάδα εδάφη με την συνθήκη των Σεβρών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες κατέληξε να γίνει αποδεκτός ως στρατηγικός σκοπός η κατοχή και η άμεση κάλυψη του σιδηροδρομικού δικτύου του Αφιόν Καραχισάρ – Σμύρνη, ενώ συγχρόνως δεν είχε εξασφαλισθεί ευρύς προ αυτού χώρος προς κλιμάκωση κατά βάθος της αμυντικής διάταξης.
Επομένως ο φόβος της οποιασδήποτε αποκοπής έστω και προσωρινά της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας, οδηγούσε στην παραμέληση κάθε άλλης άποψης και στην παράλληλη προς την γραμμή αυτή ανάπτυξη. Εάν υπήρχε η επίγνωση πού θα οδηγούσε αυτή η εκτροπή από τα δόγματα του πολέμου, ή θα επιζητείτο και πριν οι Τούρκοι ανασυνταχθούν και ενισχυθούν σοβαρά η δια επίθεσης εξασφάλιση χώρου επαρκούς εκείθεν της σιδηροδρομικής γραμμής, ή θα εγκαταλειπόταν αυτή απελευθερώνοντας τις διατάξεις του Ελληνικού στρατού από την μοιραία σε αυτή υποδούλωσή τους.
Για τους Έλληνες επιτελείς το πρόβλημα αμύνης ήταν η επαρκής κάλυψη του ατελείωτου αυτού μετώπου με ταυτόχρονη δημιουργία εφεδρειών που θα αντιμετώπιζαν κάθε εχθρική επίθεση. Για να δημιουργήσουν τις εφεδρείες αυτές εξασθένισαν αναγκαστικά την κύρια αμυντική γραμμή και το τελικό αποτέλεσμα δεν εξυπηρετούσε ούτε τον ένα ούτε τον άλλο σκοπό. Η Τουρκική επίθεση που εξαπολύθηκε στις 13η Αυγούστου 1922, αιφνιδίασε στρατηγικά αλλά όχι τακτικά την Ελληνική Στρατιά, μπόρεσε όμως να δημιουργήσει λόγω βασικών σφαλμάτων που διαπράχθηκαν από τα περισσότερα κλιμάκια των Ελληνικών Διοικήσεων, ανέλπιστα ευνοϊκή κατάσταση για τον αντίπαλο.
Η Τουρκική Διοίκηση αποφασισμένη να καταστρέψει τον Ελληνικό στρατό και να τον εκδιώξει από την Μικρά Ασία, επέλεξε τον μάλλον αποφασιστικό ελιγμό να διασπάσει το μέτωπο του αντιπάλου στην προεξέχουσα του Αφιόν Καραχισάρ, να κυκλώσει το δεξιό της Ελληνικής Στρατιάς και να εκμεταλλευτεί την επιτυχία προς την κατεύθυνση της Σμύρνης, αποκόπτοντας την μοναδική οδό υποχώρησης προς την πόλη αυτή. Ένα σχέδιο που υλοποιούσε τις αρχές του πολέμου «εκλογή του σκοπού και εμμονή σε αυτόν», «επιθετικό πνεύμα» και «απλότητα». Η βασική ιδέα ήταν η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εκμετάλλευση σε βάθος των επιτυχιών της πρώτης κρούσης.
Ο ρόλος αυτός ανατέθηκε στο Ιππικό. Η δραστήρια και τολμηρή ώθηση του Τουρκικού Ιππικού στα νώτα του Ελληνικού στρατού και η εκεί παραμονή του σε όλη την διάρκεια των μαχών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μοναδική στην στρατιωτική ιστορία και σίγουρα αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Η κίνηση αυτή του Ιππικού, κατέστρεψε τον εφοδιασμό και τις επικοινωνίες των Ελλήνων και απέκοψε τις Μονάδες της πρώτης γραμμής προκαλώντας τον πανικό. Ήταν ένας πόλεμος αστραπή, όπως αυτός που θα εφαρμόσουν οι Γερμανοί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εντός επτά ημερών οι Τούρκοι κατέστρεψαν και αιχμαλώτισαν το ήμισυ της δύναμης του Νοτίου Συγκροτήματος, αιχμαλώτισαν τρεις Στρατηγούς και κυρίευσαν πολύτιμο πολεμικό υλικό. Στο Αφιόν Καραχισάρ έχουμε την πλήρη αποκοπή του συνδέσμου μεταξύ στρατεύματος και Ανωτάτης Διοίκησης, εκπροσωπούμενης στο συγκρότημα των δυνάμεων περί το Αφιόν Καραχισάρ από τον Διοικητή του Α’ Σώματος Στρατού, αφού οι υπάρχουσες στην περιοχή εκείνη στρατηγικές εφεδρείες παρέμειναν αδρανείς κατά τις τρεις πρώτες ημέρες της Τουρκικής επίθεσης και επιπλέον, αμέσως μετά την διάσπαση των δυνάμεων του Αφιόν Καραχισάρ.
Η Ανωτάτη στην περιοχή εκείνη Διοίκηση δεν έσπευσε να σχηματίσει νέο μέτωπο σε ικανή απόσταση προς τα πίσω, επί του οποίου η επέμβαση των εφεδρειών έπρεπε να αποτελέσει την πρώτη σκέψη. Σημειωτέον, ότι και οι υπάρχουσες εφεδρείες κατά τις αμυντικές επιχειρήσεις του Ελληνικού στρατού δεν χρησιμοποιήθηκαν ορθά, με αποτέλεσμα η επέμβασή τους στον αγώνα να μην έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η εφεδρεία αποτελεί το κυριότερο μέσο επέμβασης του Διοικητού στον αγώνα και επομένως η κατάλληλη χρησιμοποίηση αυτής θα επηρεάσει καθοριστικά την εξέλιξη των επιχειρήσεων.
Εφόσον έτσι χάθηκε η τακτική μάχη επί του μετώπου των Ι και IV Μεραρχιών, επιβάλλονταν άμεση διακοπή της επαφής και σύμπτυξη στην όπισθεν τοποθεσία του Τουμλού Μπουνάρ και όχι νέα μάχη στον ίδιο χώρο της χαμένης τακτικής μάχης και μάλιστα με τα ίδια τα στρατεύματα πριν ανασυνταχθούν. Αντί της ενέργειας αυτής, προτιμήθηκε από τον Στρατηγό Τρικούπη η δια βραχέων αλμάτων διαδοχική μετατόπιση των δυνάμεών του προς Τουμλού Μπουνάρ. Επικρατούσε έντονα η αντίληψη της παθητικής άμυνας στην Ελληνική Στρατιά και τους Σχηματισμούς της, χωρίς κάποια ιδέα ανάληψης επιθετικής ενεργείας, όταν το επέτρεπαν οι διαμορφούμενες συνθήκες. Έλειπε, δηλαδή, το στοιχείο της πρωτοβουλίας.
Το στράτευμα έχει ζωτικότητα, μόνο όταν σε αυτό υπάρχει το πνεύμα της πρωτοβουλίας, σε διαφορετική περίπτωση αδρανεί και η αδράνεια σημαίνει θάνατο. Ο αμυνόμενος σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επιδιώκει την απόκτηση κάποιου βαθμού πρωτοβουλίας για την καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων. Η αντεπίθεση πρέπει να αποτελεί πάντοτε την πιο αποφασιστική φάση της αμυντικής μάχης. Ο αμυνόμενος θα πρέπει επομένως να διεξάγει την άμυνά του με φαντασία, ενεργητικότητα και επιθετικότητα, στοιχεία απαραίτητα για να αποστερήσει την πρωτοβουλία από τον επιτιθέμενο. Ο Ναπολέων σχετικά έλεγε, «Η άμυνα αποτελεί το προοίμιο, την προετοιμασία για την επίθεση. Πέραν αυτού δεν θα υπήρχε λόγος υπάρξεως της».
Ο όγκος της Ελληνικής Στρατιάς διχάστηκε κατά την υποχώρησή του σε δυο Ομάδες, το δε σημαντικότερο τμήμα αυτού βρισκόμενο Βόρεια των συγκοινωνιών του, υπέστη την διαδοχική επίθεση του όγκου του Τουρκικού στρατού, υποχρεώθηκε δε έτσι να διεξαγάγει επιχειρήσεις υπό δυσμενείς συνθήκες. Παρά τον ηρωισμό που επέδειξαν τα περισσότερα τμήματα, ηττήθηκε επανειλημμένα, κυκλώθηκε, διέσπασε κλοιούς, υποχώρησε, καταδιώχθηκε και τέλος διαλύθηκε. Οι Ομάδες αυτές, μη μπορώντας από την 15η Αυγούστου να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, ενήργησαν χωρίς συντονισμό, κάθε μια δε από αυτές αγνοούσε τις κινήσεις και τις θέσεις της άλλης Ομάδος.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από ένα σημείο και μετά παρέλυσε ο ηθικός σύνδεσμος που ενώνει τα άτομα, ο σύνδεσμος που δίνει την δύναμη και την θέληση της δράσης, που εμπνέει το αίσθημα τη αυτοθυσίας και δημιουργεί την αλληλεγγύη και την συναδελφικότητα. Έτσι, τα άτομα και οι Διοικήσεις δρούσαν ατομικά και αυτόβουλα, όχι προς εκπλήρωση μίας ιδέας, αλλά προς εκπλήρωση ανάγκης υλικής – της σωτήριας του σώματος. Οι μάχες Ιλμπουλάκ – Χαμούρκιοϊ και Αλή Βεράν, αποτελούν για τα Ελληνικά όπλα εποποιία και καταστροφή. Από σφάλματα των Διοικήσεων, τα Ελληνικά στρατεύματα εξαναγκάσθηκαν να δεχθούν τις μάχες αυτές υπό τις δυσμενέστερες στρατηγικές, τακτικές και ψυχολογικές συνθήκες.
Το παράξενο είναι ότι πρόκειται για Μονάδες παλαιμάχων, οι οποίες είχαν ηρωικές παραδόσεις και είχαν μεγάλη πολεμική πείρα. Νομίζει κανείς ότι άλλος στρατός πολέμησε κατά την περίοδο των νικηφόρων αγώνων στην Μικρασιατική γη. Η μετάλλαξη αυτή προήλθε κατά βάση από το γεγονός, ότι οι ηθικές δυνάμεις δεν ήταν πλέον σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να προτρέψουν τον Έλληνα μαχητή να αγωνισθεί στο πεδίο της μάχης με τόλμη και αποφασιστικότητα για την επίτευξη κάποιου συγκεκριμένου αντικειμενικού σκοπού. Επιπλέον παρατηρείται, ότι οι Ελληνικές δυνάμεις κατά τον αμυντικό αγώνα στη Μ. Ασία δεν έλαβαν όλες μέρος σε μια μάχη συνόλου ή και σε διαδοχικές.
Έτσι, μόνο το 1/3 πολέμησε τελικά και όχι συγχρόνως σε μια μάχη, αλλά διαδοχικά. Επομένως λόγω της υπέρμετρης ανάπτυξης του μετώπου, της κακής οργάνωσης της Διοίκησης και της ατυχούς διεύθυνσης των επιχειρήσεων, η τύχη της Μ. Ασίας κρίθηκε από τον αγώνα τριών μόνο Μεραρχιών των Ι, IV και VΙΙ, των ευρισκομένων επί του μετώπου της κυρίας επίθεσης, όπου οι Τούρκοι συγκέντρωσαν 12 Μεραρχίες Πεζικού και 3 Ιππικού. Ενώ η Ελληνική Διοίκηση διέθετε 12 Μεραρχίες επί του μετώπου, οι 8 δεν αγωνίσθηκαν κατά την διεξαγωγή του κυρίως αμυντικού αγώνα, αλλά μόνο μετέπειτα κατά την υποχώρηση.
Αυτό που μπορούμε να επισημάνουμε είναι, ότι από όλη την διεξαγωγή των αμυντικών επιχειρήσεων της Στρατιάς έλειπε η πεποίθηση για την νίκη. Ένα κακό σχέδιο είναι λιγότερο κακό και έχει πιθανότητες επιτυχίας, όταν αυτός που το εφαρμόζει έχει πίστη σε ένα επιτυχές αποτέλεσμα. Πάντως η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των σχεδίων ενεργείας των δυο αντιπάλων είναι ότι ο Ελληνικός στρατός διατέθηκε προς απόκρουση όλων των ενδεχόμενων περιπτώσεων, ο δε εχθρός επέλεξε απλά μια και μόνη των περιπτώσεων και έτσι,αν και δεν ήταν υπέρτερος, κατέστη κυρίαρχος από την όχι ορθή διάταξη του Ελληνικού στρατού και την ελλιπή διεύθυνση του αγώνα.
Η παραμονή του Αρχιστρατήγου στη Σμύρνη, μετά την εκδήλωση της εχθρικής επίθεσης, κατά την κρίσιμο ημέρα της 14ης Αυγούστου και μέχρι τέλους αυτής και η από εκεί προσπάθεια της Διοίκησης απ’ ευθείας των δυο Σωμάτων Στρατού Α’ και Β’ εναντίον των οποίων εκδηλώθηκε η κυρία επίθεση, ήταν ατυχής. Διότι από απόσταση 450 περίπου χιλιομέτρων ήταν αδύνατη η Διοίκηση και η άμεση αντίληψη της στρατιωτικής κατάστασης, ό,τι ικανότητες και εάν διέθετε ο Αρχιστράτηγος, καθώς οι εκδιδόμενες διαταγές από αυτή τη θέση έφθαναν στους εκτελεστές εκπρόθεσμα και όταν πλέον είχε μεταβληθεί οριστικά η τακτική κατάσταση.
Ακόμα, η αίσθηση του μαχόμενου στρατεύματος ότι ο Αρχιστράτηγος βρίσκονταν τόσο μακριά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι λειτούργησε αρνητικά, στερώντας από αυτό το ηθικό και την ασφάλεια που θα προσέδιδε η πλησίον παρουσία του, δημιουργώντας έτσι τον φόβο της αποτυχίας. Επιπλέον, η μη οχύρωση της περιοχής της Σμύρνης κατά το διάστημα από το 1919 μέχρι το 1922, αποτέλεσε ουσιαστική παράλειψη της Στρατιάς Μ. Ασίας, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή έστω και την τελευταία στιγμή η υλοποίηση σθεναρής άμυνας για την προστασία της κοιτίδας αυτής του Ελληνισμού.
Νικήθηκε ο Ελληνικός στρατός, διότι οι Ανώτερες Διοικήσεις και τα Επιτελεία αρχικά δεν στάθηκαν στο ύψος τους και σε όλες σχεδόν τις μάχες οδήγησαν αυτόν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τον Τουρκικό, από άποψη αριθμού και υποστήριξης Πυροβολικού. Αυτή η ανεπάρκεια ορισμένων Διοικήσεων ήταν φυσικό να οδηγήσει σε σφάλματα βραδείας απαγκίστρωσης και βραδείας αποχώρησης από το πεδίο της μάχης, μη ορθής διάθεσης των δυνάμεων και σε έλλειψη συνοχής και αλληλεγγύης μεταξύ των Μονάδων. Σίγουρα μια πολύ σημαντική και καθοριστική διαδικασία για το στράτευμα είναι η εκλογή των ηγητόρων του και η τοποθέτηση αυτών σε κατάλληλες θέσεις.
Στην ηγεσία του στρατού απαιτούνται όχι πρόσωπα, αλλά προσωπικότητες, άτομα διανοούμενα που γνωρίζουν άριστα την πολεμική τέχνη και τις νέες μεθόδους της τακτικής, που έχουν επίγνωση των συνεπειών των διαταγών και των πράξεών τους, άτομα με ικανότητες, δοκιμασμένα στην ειρήνη και ικανά να ανταποκριθούν στον πόλεμο. Αυτή είναι η δύναμη του στρατού. Έτσι κατά βάση, η καταστροφή επήλθε όχι εξαιτίας της ενέργειας του εχθρού, αλλά κυρίως εξαιτίας της κακής διεύθυνσης της πρώτης μάχης και της έλλειψης πρωτοβουλίας.
Αντίθετα ο Κεμάλ και οι Τουρκικές Διοικήσεις κατόρθωναν, αν και ισοδύναμοι από άποψη δυνάμενων, να προσβάλλουν πάντοτε το ασθενές δια του ισχυρού, εφαρμόζοντας άριστα τις αρχές του πόλεμου «συγκέντρωση» και «οικονομία δυνάμεων», ωθώντας έτσι στην νίκη τον Τουρκικό στρατό. Η στρατιωτική ηγεσία του αντιπάλου ήταν σε πολύ καλύτερο επίπεδο σε σχέση με την Ελληνική. Τα στελέχη του Κεμαλικού στρατού είχαν κερδίσει τους βαθμούς και την πολεμική εμπειρία τους σε αμέτρητα πεδία μαχών κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, από την Αραβία ως τον Καύκασο και από την Μεσοποταμία ως την Καλλίπολη.
Από τους Έλληνες Αξιωματικούς μικρό μόνο τμήμα των στελεχών είχε λάβει μέρος σε σύγχρονες στρατιωτικές επιχειρήσεις και από αυτούς οι περισσότεροι ήταν εκτός στρατεύματος το 1922. Έτσι, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι τα Τουρκικά σχέδια ήταν άρτια επιτελικά και ιδιαίτερα σύγχρονα στις αντιλήψεις. Η εκστρατεία του Ελληνικού στρατού στη Μ. Ασία, επιβεβαίωσε την καθοριστική σημασία που διαδραματίζει στην έκβαση των επιχειρήσεων η ύπαρξη ενός οργανωμένου και αποδοτικού συστήματος επιμελητείας.
Αποδείχθηκε, λοιπόν, ότι ένας από τους βασικότερους παράγοντες για την επιτυχία μιας επιχείρησης είναι η δυνατότητα υποστήριξης αυτής από πλευράς εφοδιασμού και μεταφορών, διότι επιδρά καταλυτικά στο ηθικό και στην μαχητική αξία του στρατεύματος. Τα Σώματα Επιμελητείας και Μεταγωγικού, τα οποία συστήθηκαν μετά το 1914, εμφανίζονται οργανωμένα και δοκιμάζονται σε ευρύτατη κλίμακα για πρώτη φορά στην Μικρασιατική Εκστρατεία. Συνεπώς έδρασαν σε μια περίοδο, η οποία υπήρξε πολύ δύσκολη και κρίσιμη για την Ελλάδα, λόγω της εξέλιξης της.
Με τις ελλείψεις σε υλικά και εφόδια και τα ανεπαρκή μεταφορικά μέσα, ο Ελληνικός στρατός βρισκόμενος μακριά από την βάση του και σε εχθρικό έδαφος δεν ήταν εύκολο να επιτύχει τον ανεφοδιασμό των πολυάριθμων Μονάδων, οι οποίες ήταν κατανεμημένες σε μεγάλες εκτάσεις και επί ενός μετώπου αναπτύγματος 800 περίπου χιλιομέτρων, ενώ το οδικό δίκτυο ήταν σχεδόν ανύπαρκτο. Εάν αναλογισθεί κάποιος ακόμα και σήμερα ότι σε μια περιοχή με αυτή την ιδιομορφία, όπως ήταν η Αλμυρά έρημος, στην οποία κινήθηκαν και έδρασαν τα τμήματα της Στρατιάς, λειτούργησε με διάφορες δυσκολίες το σύστημα ανεφοδιασμού και μεταφορών, θα πρέπει αδίστακτα να αναγνωρίσει το μέγεθος και την έκταση των υπηρεσιών που προσέφεραν τα αρμόδια όργανα της επιμελητείας.
Ο Ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία όχι μόνο δεν βρέθηκε με αφθονία υλικών και εφοδίων, αλλά επιπλέον, αφού εγκαταλείφθηκε από τους συμμάχους, περιήλθε σε δύσκολη θέση, αντιμετωπίζοντας έλλειψη χρημάτων, υλικών και μεταφορικών μέσων. Ο Τουρκικός στρατός αντίθετα, μαχόμενος στην χώρα του και έχοντας κάθε υποστήριξη και βοήθεια από μέρους των ομόδοξων του γηγενών, βρίσκονταν αναντίρρητα και ειδικά από τις αρχές του 1921 σε πλεονεκτική κατάσταση. Γενικά κατά τους αγώνες τον Ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία, η επίλυση του προβλήματος των ανεφοδιασμών και μεταφορών υπήρξε δυσχερέστατη, λόγω των ειδικών συνθηκών κάτω από τις οποίες διεξήχθησαν.
Η κύρια σιδηροδρομική αρτηρία Σμύρνης – Αφιόν Καραχισάρ – Εσκή Σεχήρ – Άγκυρας υπήρξε ο κύριος άξονας, κατά μήκος του οποίου έγιναν οι κύριες επιχειρήσεις των δύο αντιπάλων και υλοποιήθηκαν οι κυριότεροι άξονες εφοδιασμού. Ήταν, δηλαδή, κατά βάση αγώνας συγκοινωνιών, «πόλεμος επί των οδών και δια τις οδούς». Τα Σώματα επιμελητείας και μεταφορών εργάσθηκαν υπεράνθρωπα και κατάφεραν να ανταποκριθούν στις αποστολές τους. Η διεύθυνση του IV Επιτελικού Γραφείου της Στρατιάς της διαδικασίας εφοδιασμού, υπήρξε πεφωτισμένη και είχε άριστα οργανωθεί.
Αλλά οι εισηγήσεις του Γραφείου αυτού δεν γίνονταν πάντοτε αποδεκτές από την Διοίκηση της Στρατιάς, η οποία απέβλεπε σε στρατηγικούς αντικειμενικούς σκοπούς, μερικές φορές πέραν τόπου, χρόνου και μέσων ανεφοδιασμού. Επιπλέον, η έλλειψη IV Επιτελικών Γραφείων από τα Σώματα Στρατού, πλην του Γ’ Σώματος, τα οδηγούσε σε λήψη τακτικών αποφάσεων χωρίς να λάβουν υπόψιν, στον απαραίτητο βαθμό, τις δυνατότητες ανεφοδιασμού. Γενικά το Σώμα της Επιμελητείας και το Σώμα του Μεταγωγικού, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, τις ελλείψεις και τα ανεπαρκή μέσα μεταφορικών, ανταποκρίθηκαν στην αποστολή τους.
Όσον αφορά το Ελληνικό πυροβολικό κατά τις επιχειρήσεις στη Μ. Ασία, οι γενικές αρχές χρησιμοποίησής του ήταν οι ίδιες με αυτές του Μακεδονικού μετώπου. Η ιδιότυπη μορφή του αγώνα, η έλλειψη των υλικών μέσων, το εκτεταμένο μέτωπο, η έλλειψη συνδέσμων και διαβιβάσεων δεν επέτρεψαν την πλήρη εφαρμογή των μεθόδων που εξήχθησαν από την πείρα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πλήρης προπαρασκευή πυροβολικού δεν γίνονταν, λόγω δε έλλειψης και μέσων παρατήρησης και πυροβόλων μεγάλου βεληνεκούς, ποτέ σχεδόν δεν εκτελέσθηκε βολή αντιπυροβολικού.
Επιπλέον, η μεγάλη έκταση του μετώπου και το ανεπαρκές αριθμητικά διατιθέμενο πυροβολικό, δεν επέτρεψε την χρησιμοποίησή του κατά μάζες και την εκτέλεση βολών συγκέντρωσης. Κατά συνέπεια το μεγαλύτερο μέρος του πυροβολικού δίδονταν στις μονάδες πεζικού και χρησιμοποιούνταν το περισσότερο ως πυροβολικό συνοδείας. Στην πρώτη περίοδο των επιχειρήσεων, Μάιος 1919 – Μάρτιος 1921, λόγω έλλειψης σοβαρού αγώνα, το πυροβολικό δεν παρουσίασε αξιόλογη δράση.
Οι μετέπειτα επιχειρήσεις της δεύτερης περιόδου, Μάρτιος 1921 – Σεπτέμβριος 1922, στις οποίες τα Ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να συναντούν δυσχέρειες σταδιακά αυξανόμενες, υποχρεωμένα να μάχονται εναντίον εχθρού οργανωμένου που διέθετε σοβαρά και υπολογίσιμα μέσα πυρός, το πυροβολικό υπέστη μεγάλες δοκιμασίες και οδυνηρές θυσίες για να ανταποκριθεί στην αποστολή του και να εξασφαλίσει στο πεζικό την απαιτούμενη υποστήριξη. Η συνεργασία μεταξύ πυροβολικού και πεζικού είχε καταστεί πλέον δυσχερής, λόγω έλλειψης επαρκών συνδέσμων και διαβιβάσεων.
Το Ιππικό, το οποίο κατά την εποχή εκείνη μπορούσε στις επιθετικές και στις αμυντικές επιχειρήσεις να αποτελέσει μια ταχυκίνητη εφεδρεία, ήταν περιορισμένης δύναμης στην Ελληνική Στρατιά, ανερχόμενο σε μία Μεραρχία Ιππικού μετά τον Σαγγάριο, ενώ αντίθετα ο αντίπαλος διαθέτοντας 5 Μεραρχίες Ιππικού μπόρεσε με άνεση και επιτυχώς να ανταποκριθεί στις στρατηγικές ανάγκες του μεγάλου σε έκταση Μικρασιατικού θεάτρου επιχειρήσεων. Έτσι, η Τουρκική Διοίκηση χρησιμοποίησε σε μέγιστο βαθμό την μάζα και ευκινησία του Ιππικού της, αποστέλλοντάς το πολλές φορές σε μεγάλη απόσταση για την επίτευξη στρατηγικού σκοπού.
Κατά βάση το Τουρκικό Ιππικό έδρασε ανεξάρτητο, υπαγόμενο κατευθείαν στην Ανωτάτη Διοίκηση, ενίοτε όμως υπήχθη σε μία Στρατιά ή Σώμα Στρατού, όταν οι τακτικές συνθήκες το επέβαλαν, αλλά με συγκεκριμένη αποστολή σε σχέση με την συνολική μάχη. Γενικά η τακτική του δράση χαρακτηρίζονταν από το στοιχείο του αιφνιδιασμού, την προσβολή των πλευρών του αντιπάλου με ταχύτητα αξιοθαύμαστη και την χρησιμοποίησή του κατά μάζες. Με αυτό τον τρόπο ενεργείας υλοποιούνταν οι αρχές του πολέμου «οικονομία δυνάμεων», «επιθετικό πνεύμα» και «αιφνιδιασμός».
Τα φύλλα χαρτών κλίμακας 1:250.000 που χρησιμοποιήθηκαν από τον Ελληνικό στρατό στην Μικρασιατική εκστρατεία και είχαν ανατυπωθεί το 1919 από την Ελληνική Γεωγραφική Υπηρεσία, παρουσίαζαν πολλές ανακρίβειες όσον αφορά τα τοπωνύμια και την πραγματική απεικόνιση της μορφής του εδάφους. Κατά συνέπεια η αναγκαστική χρησιμοποίηση των λανθασμένων εκείνων χαρτών δημιουργούσε διάφορες δυσχέρειες κατά την διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Επιπλέον, το πρόβλημα έλλειψης αξιόπιστων χαρτών ήταν πολύ σοβαρότερο για τον Ελληνικό στρατό, γιατί διεξήγαγε επιχειρήσεις σε έδαφος άγνωστο και εχθρικό σε αυτόν.
Επίσης, καθοριστικός παράγοντας στην εξέλιξη των επιχειρήσεων ήταν το επίπεδο ηθικού του Ελληνικού Στρατού. Μέχρι και τις επιχειρήσεις του Σαγγαρίου το ηθικό του Ελλήνων ήταν ακμαίο, μετά όμως υπέστη μείωση συνεχώς επιτεινόμενη. Στο γεγονός αυτό συνετέλεσαν διάφοροι παράγοντες, όπως η ανεπάρκεια των διατιθεμένων δυνάμεων, η υποτίμηση της ισχύος του αντιπάλου, οι βαρύτατες απώλειες, οι δυσχέρειες των ανεφοδιασμών, των διακομιδών και των επικοινωνιών, η κακή μερικές φορές διατροφή και υπόδηση, η άνιση κατανομή του φόρου αίματος, η παράταση της εκστρατείας,η οποία υπερέβη τα ανεκτά όρια της ανθρώπινης αντοχής και η εντύπωση που δημιουργήθηκε στους μαχητές ότι θυσιάζονταν χωρίς σκοπό.
Επιπλέον, στην πτώση του ηθικού του στρατού συνετέλεσε ο εθνικός διχασμός, ο οποίος από το 1915 είχε βαθύτατα διαιρέσει τους Έλληνες σε δυο αντιτιθέμενες και αλληλομισούμενες παρατάξεις, τα πάθη των οποίων διοχετεύονταν και στις ευρισκόμενες Ελληνικές δυνάμεις εν εκστρατεία, γεγονός που επηρέασε σημαντικά την μαχητική ικανότητά τους. Έτσι παρατηρείται, ότι κατά την ανάληψη της μεγαλύτερης εθνικής προσπάθειας του νεώτερου Ελληνισμού οι εθνικές δυνάμεις ήταν διχασμένες. Επί τρία έτη και τέσσερις μήνες διήρκεσε η Μικρασιατική εκστρατεία. Στις περισσότερες επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων η Ελληνική Στρατιά επέτυχε λαμπρές νίκες στο τακτικό πεδίο, δεν μπόρεσε όμως να επιτύχει την στρατηγική νίκη σε καμία περίπτωση.
Σε ένα πόλεμο είναι δυνατόν οι μάχες να κερδίζονται ή να χάνονται, δεν κρίνουν όμως την έκβαση του πολέμου. Τον πόλεμο κερδίζει εκείνος από τους αντιπάλους, ο οποίος λαμβάνει τις ορθότερες αποφάσεις επί του στρατηγικού πεδίου και γνωρίζει να υλοποιεί αυτές παρά τις ενδεχόμενες αντιξοότητες. Ίσως ταιριάζει το γνωστό γνωμικό που αποδίδεται στον Κλαούζεβιτς, σύμφωνα με το οποίο ο πόλεμος συντίθεται από ένα σύνολο λαθών και τον κερδίζει εκείνος που κάνει τα λιγότερα λάθη. Το γνωμικό αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται απόλυτα από τα γεγονότα του Ελληνοτουρκικού Πολέμου, 1919 – 1922, που κέρδισαν οι Τούρκοι, γιατί προφανώς αυτοί έκαναν λιγότερα λάθη από τους αντιπάλους τους.
Η Ελλάδα βρέθηκε ανάμεσα στα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, πτωχή και εξαντλημένη από τους μακροχρόνιους αγώνες της, εγκαταλείφθηκε στην κρίσιμη φάση από τους προστάτες Συμμάχους της με έντονα τα σημάδια από τον εθνικό διχασμό και αντιμετωπίζοντας έτσι τόσες αντιξοότητες, ήταν επόμενο να καμφθεί και να συντριβεί, παρά τους ηρωισμούς των μαχητών της. Οπωσδήποτε η τελική δυσμενή έκβαση της Μικρασιατικής εκστρατείας, οδήγησε όχι μόνο στον ξεριζωμό του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, αλλά ενταφίασε στα πεδία των μαχών και την Μεγάλη Ιδέα του Ελληνικού Έθνους.
Αυτή την φορά ο παράγοντας τύχη δεν ευνόησε τον Ελληνισμό, όπως και στους Βαλκανικούς Πολέμους. Είναι βέβαιο, ότι η τύχη παίζει σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων, αλλά κάθε άνθρωπος, κάθε λαός είναι ο δημιουργός και ο υπεύθυνος κατά μεγάλο μέρος του πεπρωμένου του.
ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Η Μικρασιατική Εκστρατεία αποτέλεσε μία μακρόχρονη αλληλουχία διπλωματικών ζυμώσεων, στρατιωτικών επιχειρήσεων και πολιτικών εξελίξεων οι οποίες αλληλεπιδρούσαν δυναμικά. Στο επίπεδο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ο Ελληνικός Στρατός, αν και παρέμεινε κύριος του πεδίου της μάχης μέχρι την τελική μάχη της Εκστρατείας, παρουσίασε σοβαρά λάθη και αδυναμίες. Πίσω όμως από τα επανερχόμενα στρατιωτικά σφάλματα, μπορούν να εντοπιστούν βαθύτερα, συστηματικά γενεσιουργά αίτια της στρατιωτικής ήττας. Οι βασικοί παράγοντες που συνδυαστικά προκάλεσαν τη στρατιωτική ήττα υπήρξαν τρεις:
1. Οι επιπτώσεις του Εθνικού Διχασμού στο Στράτευμα.
2. Η πολιτική διαχείριση του Πολέμου.
3. Η υστέρηση του Ελληνικού στρατιωτικού οργανισμού έναντι του αντίστοιχου Τουρκικού.
Ο Εθνικός Διχασμός στο Στράτευμα
Ο Εθνικός Διχασμός του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε βαρύτατες επιπτώσεις στο Σώμα των Ελλήνων αξιωματικών, του οποίου η επαγγελματική ικανότητα αποτελούσε παράμετρο εξαιρετικής σημασίας για τον πόλεμο. Οι Έλληνες αξιωματικοί, άλλοι εκόντες – πολλοί άκοντες, ενεπλάκησαν στη διαμάχη που άγγιξε τα όρια του εμφυλίου πολέμου. Το κλίμα πολιτικού φατριασμού που κυριάρχησε εκατέρωθεν από το 1916, οδήγησε σε ευρείες εκκαθαρίσεις που στέρησαν τον Στρατό από πολλούς ικανούς αξιωματικούς οι οποίοι εξεδιώχθησαν είτε για πολιτικούς είτε, συχνά, απλώς για προσωπικούς λόγους, ενώ στους φανατικούς της κάθε πλευράς παρεισέφρυσαν πολιτικοί καιροσκόποι.
Επιπλέον, το κλίμα αυτό δυσχέρανε την αξιοκρατία μεταξύ των αξιωματικών που είχαν παραμείνει στις τάξεις του Στρατού. Ως αποτέλεσμα, οι εκτεταμένες πολιτικές εκκαθαρίσεις επέφεραν μια υποβάθμιση που ο Ελληνικός Στρατός, που ήταν τότε ακόμη πρόσφατος οργανισμός, δύσκολα θα απορροφούσε. Παρά τις εκκαθαρίσεις στις οποίες προέβη, η Βενιζελική παράταξη κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα στράτευμα οπωσδήποτε πολιτικά έμπιστο, αλλά πάντως ικανό, καθώς η ανάπτυξη στρατιωτικής ισχύος είχε κεντρική σημασία στον πολιτικό της σχεδιασμό. Μέχρι το 1920 είχε συμπήξει ένα πειθαρχημένο Σώμα Αξιωματικών, απαλλαγμένο από εμφανώς επαγγελματικώς ανεπαρκή στελέχη.
Με πρόσθετη επιμόρφωση και πολύτιμες εμπειρίες από την συμμετοχή στον Α΄ Π.Π. Όμως στο περιθώριο παρέμενε η σημαντική μάζα των εκδιωχθέντων από το Βενιζελικό καθεστώς, οι επονομασθέντες “απότακτοι”. Η Βενιζελική πλευρά είχε απομακρύνει πάνω από το 30% του συνόλου αξιωματικών του 1917, ενώ αντίστοιχος αριθμός Βενιζελικών προήχθησαν για να καλύψουν το κενό. Όπως είναι φανερό, αν ο Βενιζέλος έχανε την εξουσία, η μάζα αυτή των “αποτάκτων” θα διεκδικούσε πολιτικά την ολική επαναφορά της στον Στρατό και μάλιστα σε καίριες θέσεις, με προφανείς τους κινδύνους εκτροχιασμού μια τέτοιας διαδικασίας.
Αυτό ακριβώς συνέβη μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. Με την ήττα του Βενιζέλου, περίπου 1.500 πρώην εκδιωχθέντες αξιωματικοί επανήλθαν στο στράτευμα, άπαντες ως “αδικημένοι”, χωρίς καμία επαγγελματική αξιολόγηση. Αμέσως μετά προήχθησαν στους βαθμούς που προηγουμένως είχαν λάβει οι προαχθέντες Βενιζελικοί, χωρίς, όμως, τα τρία και πλέον χρόνια εμπόλεμης υπηρεσίας. Οι πρώην απότακτοι ανέλαβαν μάλιστα διοικήσεις αντίστοιχες των νέων βαθμών τους, χωρίς όμως την πολεμική εμπειρία των παραμενόντων και, κυρίως, χωρίς την απαιτούμενη επανεκπαίδευση.
Επρόκειτο για επικίνδυνης ανευθυνότητας διαχείριση του -όντως μεγάλου- προβλήματος των αποτάκτων που είχαν δημιούργησαν οι Βενιζελικές εκκαθαρίσεις. Επιπλέον, σχεδόν 500 εμπειροπόλεμοι Βενιζελικοί αξιωματικοί απομακρύνθηκαν με διάφορους τρόπους από το στράτευμα, πολλοί μάλιστα παραιτούμενοι οικειοθελώς, μια απαράδεκτη “πολυτέλεια” εν καιρώ πολέμου. Πολλοί από αυτούς είχαν πολύτιμη εμπειρία στο μικρασιατικό θέατρο επιχειρήσεων και η αντικατάστασή τους ήταν πολύ δύσκολη. Η διαδικασία αυτή “αποκατάστασης των αδικιών” υπήρξε καταστροφική.
Ανεξαρτήτως αριθμών, το βασικό πρόβλημα υπήρξε η σοβαρή πτώση της ποιότητας του στρατεύματος, καθώς οι μεταβολές δεν περιορίστηκαν στους ανωτάτους αλλά επεκτάθηκαν και στους ανωτέρους βαθμούς, επηρεάζοντας το στράτευμα ακόμη και μέχρι το επίπεδο των ταγμάτων. Οι περισσότεροι νέοι ηγήτορες δεν θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στις πολύ αυξημένες -από το 1921- επιχειρησιακές απαιτήσεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Ακόμα χειρότερα, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου, κλονίζονται τόσο η στοιχειώδης αξιοκρατία όσο και η βασική πειθαρχία, και μάλιστα στα ανώτατα κλιμάκια του στρατού – που τουλάχιστον για τον ομοιογενή Βενιζελικό στρατό ήταν παγιωμένες. Πολλοί επανελθόντες αξιωματικοί, εξ αιτίας της εύνοιας που απολαμβάνουν και της πολιτικής οξύτητας, δεν θεωρούν εαυτούς δεσμευμένους από την αυστηρή στρατιωτική πειθαρχία, με αποτέλεσμα επανειλημμένα κρούσματα απειθαρχίας κατά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων που δεν πατάσσονται ενώ οδηγούν σε καταστροφικά επιχειρησιακά αποτελέσματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των φαινομένων της πολιτικής διάβρωσης που επέφερε ο Διχασμός, αποτελεί η αλλαγή του ίδιου του Διοικητού της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Ο ανοικτά Βενιζελικός στρατηγός Παρασκευόπουλος αδυνατεί να επιβληθεί μετά την πτώση του Βενιζέλου το 1920 και υποβάλει την παραίτησή του, στερώντας έτσι το στράτευμα από τις πολυτιμότατες γνώσεις και εμπειρίες του στο Μικρασιατικό πρόβλημα. Παρά την ύπαρξη ικανών αντιβενιζελικών αξιωματικών, επικεφαλής της Στρατιάς τίθεται ο στρατηγός Παπούλας, αξιωματικός εμπειρικής στρατιωτικής παιδείας, χωρίς επαρκή στρατιωτική μόρφωση και εμπειρία στη διοίκηση μεγάλων κλιμακίων.
Το αποτέλεσμα είναι ότι στο κρισιμότερο στάδιο της εκστρατείας, στις μεγάλες μάχες του 1921, ο Διοικητής της Σ.Μ.Α ηγείται χωρίς να έχει προσωπική άποψη για τα επιτελικά προβλήματα που ανακύπτουν και εξαρτάται απολύτως από τους επιτελείς του. Αυτοί όμως με την σειρά τους, έχουν μετατραπεί σε “καμαρίλα” ανεξέλεγκτων και αλληλοϋποβλεπόμενων συμβούλων που αδυνατούν να λειτουργήσουν ως αποτελεσματικός μηχανισμός. Η ηγεσία αυτή αποτυγχάνει κατ΄ εξακολούθησιν αλλά δεν αντικαθίσταται.
Η Πολιτική Διαχείριση του Πολέμου
Λόγω της μακράς χρονικής διάρκειας της Μικρασιατικής Εκστρατείας, που υπερέβη τα τρία έτη, η πολιτική της διαχείριση, δηλαδή η εναρμόνισή των στρατιωτικών σκοπών, των πολεμικών επιχειρήσεων και της συνολικής στρατιωτικής πολιτικής με τις διεθνείς και εσωτερικές πολιτικές, διπλωματικές, οικονομικές εξελίξεις αποδείχτηκε κρίσιμη. Ο στόχος αυτός δεν επετεύχθη, και η αστοχία αυτή υπήρξε πολύ εντονότερη μετά τον Νοέμβριο του 1920. Για να γίνει αυτό κατανοητό, θα πρέπει να επισημανθούν ορισμένα βασικά στοιχεία της Μικρασιατικής Εκστρατείας:
Η Ελλάδα αποβιβάστηκε στη Μικρά Ασία το 1919 ως εντολοδόχος της Συμμαχίας που νίκησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά από συστηματική προσπάθεια του Ελ. Βενιζέλου. Οι Οθωμανοί, που είχαν καμφθεί μόλις πριν από τη λήξη του Α’ Π.Π, δεν είχαν παραδοθεί άνευ όρων αλλά υπέγραψαν ανακωχή, εν αναμονή της οριστικής διευθετήσεως της ειρήνης. Τη στιγμή εκείνη η Οθωμανική στρατιωτική ισχύς είχε υποστεί βαρύτατα πλήγματα, όμως δεν είχε εξαλειφθεί, καθώς, ειδικά στον Καύκασο, υπήρχε σημαντικός όγκος αξιόμαχων δυνάμεων, και μάλιστα νικηφόρων κατά την τελευταία φάση του πολέμου.
Παράλληλα, οι όροι της ανακωχής και η εφαρμογή τους δεν έθιγαν τον βασικό οργανισμό του Οθωμανικού στρατού παρά μείωναν μόνον τον αριθμό υπηρετούντων ανδρών και όπλων. Οι Σύμμαχοι δεν είχαν διάθεση να προχωρήσουν στο αχανές εσωτερικό της Ανατολίας για να επιβλέψουν πλήρως την αποστράτευσή του, αλλά αρκούνταν στην αποστολή ολιγομελών τμημάτων για την τήρηση των όρων της ανακωχής και φρούρηση σημείων ιδιαίτερης σημασίας. Ταυτόχρονα, η λήξη του πολέμου σήμανε αφ΄ενός τη ραγδαία αποστράτευση των δυνάμεων της Συμμαχίας, αφ΄ετέρου την εντονότατη απροθυμία τους να εμπλακούν σε νέους αγώνες.
Η αρχική απροθυμία των Συμμάχων -που σταδιακά τρέπεται σε αδυναμία- να επιβάλουν την ειρήνη, συμπίπτει με τη σταδιακή ενίσχυση των τουρκικών εθνικιστικών προσπαθειών, υπό τον Κεμάλ, να ελέγξουν πολιτικά και να ανασυντάξουν τον Οθωμανικό στρατό. Το αποτέλεσμα είναι μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις όπου επιχειρείται από τη μία να συμβιβαστούν οι εντεινόμενοι ενδοσυμμαχικοί ανταγωνισμοί και από την άλλη να επιτευχθεί συμφωνία αποδεκτή από την κυβέρνηση του Σουλτάνου που πιέζεται από τους Κεμαλικούς.
Αυτή η τελευταία απαίτηση (ή ελπίδα) οδηγεί τους Συμμάχους να αποτρέπουν την Ελλάδα, από οποιαδήποτε αποφασιστική ενέργεια εναντίον των τουρκικών δυνάμεων, ενώ το Κεμαλικό κίνημα σταθερά ισχυροποιείται. Η Ελληνική κυβέρνηση υπακούει με δυσφορία στην αναστολή δράσης, αφ΄ενός μεν γιατί βρίσκεται στην Μ. Ασία με έγκριση των Συμμάχων, αφ΄ ετέρου δε γιατί θεωρεί πως τυχόν σύγκρουση με τη Συμμαχία θα τερματίσει καταστροφικά την εκστρατεία. Η υποχρεωτική αυτή αναστολή φτάνει τερματίζεται τον Ιούνιο του 1920 με την Ελληνική προέλαση προς Ουσάκ, Πάνορμο και Προύσα και επίσης με την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης – κατόπιν Βρετανικού αιτήματος.
Τον Ιούλιο του 1920, υπογράφεται η Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών. Ο Βενιζέλος και η Ελληνική στρατιωτική ηγεσία, ήδη από την άνοιξη του 1920, αντιλαμβάνονται ότι η κατάσταση έχει αλλάξει και το αρχικό σχέδιο να επιτευχθεί Ελληνική κυριαρχία σε μία ευρεία περιοχή πέριξ της Σμύρνης ως αποτέλεσμα της Οθωμανικής ήττας, δεν έχει επιτευχθεί. Γνωρίζουν, όπως γνωρίζουν και όλοι οι Σύμμαχοι, ότι απαιτείται μια αποφασιστική εκστρατεία προς Ανατολάς για την καταστροφή των αυξανόμενων Κεμαλικών δυνάμεων. Γνωρίζουν επίσης ότι το εγχείρημα αυτό αποτελεί αγώνα εναντίον του χρόνου, γιατί πρέπει να επιτευχθεί όσο η Ελλάς έχει (ή μπορεί να επιτύχει) στρατιωτική υπεροχή, καθώς η Κεμαλική ισχύς αυξάνεται συνεχώς και ποικιλοτρόπως.
Η αναμονή των εκλογών του Νοεμβρίου παγώνει τις εξελίξεις, αν και ο Βενιζέλος συνεχίζει να κινείται διπλωματικά ώστε στην σχεδιαζόμενη μεγάλη επίθεση προς Ανατολάς, να έχει την Βρετανική υλική υποστήριξη. Πιθανώς μάλιστα η επιθυμία για εσωτερική πολιτική στήριξη στην εκστρατεία αυτή, να τον οδήγησε στην απόφαση να κηρύξει τις εκλογές του Νοεμβρίου, ελπίζοντας φυσικά να τις κερδίσει χάρις και στην επιτυχία της Συνθήκης των Σεβρών. Οι εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 οδηγούν τη διεύθυνση της Εκστρατείας σε κατάσταση πλήρους συγχύσεως και παλινωδιών.
Η κυβέρνηση παραπαίει ανάμεσα στις προεκλογικές διακηρύξεις για αποστράτευση και απεμπλοκή, τη στασιμότητα λόγω της αρχικής της άγνοιας της κατάστασης, και τον πειρασμό να συμμετάσχει στη δόξα της “Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”. Δεν συμπτύσσεται στην περιοχή της Σμύρνης, ούτε απεμπλέκεται από τη Μικρασία, αλλά και δε θέλει να προχωρήσει ανατολικά. Η αρχική αμηχανία εκδηλώνεται με μια περιορισμένη και άτολμη επιχείρηση τον Δεκέμβριο του 1920 κι όταν αυτή δίνει το σαφές και δυσάρεστο μήνυμά της, ο Γούναρης εξαναγκάζεται στις ευρύτερες επιχειρήσεις του Μαρτίου του 1921.
Αυτές όμως διεξάγονται με ανεπαρκείς δυνάμεις, αφού η κυβέρνηση πείθεται πολύ αργά να προβεί στην επιστράτευση νέων κλάσεων. Η αποτυχία οφείλεται και στην εντυπωσιακή αδυναμία στη σχεδίαση των επιχειρήσεων, σκληρή υπόμνηση της αποτυχίας των αλλαγών στο στράτευμα που έκανε το νέο καθεστώς. Συνέπεια της αποτυχίας είναι η νέα, κρίσιμη απώλεια χρόνου και ενίσχυση του Κεμαλικού στρατού. Νέα μεγαλύτερη προσπάθεια, με τις επιθετικές επιχειρήσεις του Ιουνίου 1921, οδηγεί στην κατάληψη των σημαντικών κέντρων Εσκί Σεχίρ και Αφιόν Καραχισάρ, αλλά ο βασικός στόχος, η συντριβή του Τουρκικού στρατού, δεν επιτυγχάνεται.
Η υπεροχή της Τουρκικής ηγεσίας έναντι της Ελληνικής στον σχεδιασμό και την εκτέλεση των επιχειρήσεων γίνεται πάλι καταφανής. Η αποτυχία σημαίνει ότι θα πρέπει να αναληφθεί και νέα προσπάθεια για την κατάληψη της Άγκυρας, αλλιώς η Ελλάς περιέρχεται σε στρατηγικό αδιέξοδο, γιατί αν δεν κατανικήσει τον Κεμάλ, όλοι απαιτούν να αποχωρήσει από τη Μικρασία. Η κυβέρνηση πιέζει να αναληφθεί η νέα, παρακινδυνευμένη προσπάθεια άμεσα, χωρίς την απαραίτητη για επιχειρησιακούς λόγους ενίσχυση του εφοδιασμού, επειδή τον Σεπτέμβριο θέλει να προχωρήσει σε αποστράτευση.
Όμως στις επιχειρήσεις του Αυγούστου στον Σαγγάριο ποταμό, ο Κεμαλικός στρατός έχει ήδη ενισχυθεί και η επιχείρηση τελικά αποτυγχάνει με βαριές απώλειες, ενώ καταφαίνεται και πάλι η ανεπάρκεια της ηγεσίας. Οι διαδοχικές αποτυχίες οδηγούν σε αδιέξοδο και τέλμα. Αντί για την ταχεία αποστράτευση που ευαγγελιζόταν, η κυβέρνηση τηρεί υπό τα όπλα στο βάθος της Ανατολίας 200.000 άντρες, στους οποίους δε μπορεί να προσφέρει ελπίδα απεμπλοκής. Το αδιέξοδο θα οδηγήσει σε εκτός πραγματικότητας σχέδια για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, καθώς και στην πτώση του ηθικού του στρατού, που επιτείνεται από την ευρεία φυγοστρατεία και λιποταξία, με τη σιωπηρή συνενοχή του καθεστώτος.
Συνοψίζοντας, από τον Νοέμβριο του 1920 η πολιτική διαχείριση της Μικρασιατικής Εκστρατείας ευθύνεται για την αποτυχία να αναπτυχθεί η επαρκής -αλλά εφικτή- στρατιωτική ισχύς που ήταν απαραίτητη για να επιτύχει το στρατιωτικό εγχείρημα προς Ανατολάς και να επιτευχθεί ο δύσκολος -αλλά εφικτός- στόχος που είχε τεθεί: ο σταθερός πολιτικός έλεγχος της Δυτικής Μικράς Ασίας.
Η Υστέρηση του Ελληνικού Στρατιωτικού Οργανισμού Έναντι του Αντίστοιχου Τουρκικού
Το Ελληνικό Κράτος μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα δεν διαθέτει σοβαρό στρατιωτικό οργανισμό, όπως υπενθυμίζει οδυνηρά η επονείδιστη ήττα του 1897. Αφετηρία συγκρότησής του Στρατού σε σύγχρονες βάσεις αποτέλεσε η προσπάθεια της κυβέρνησης Θεοτόκη, από το 1904. Το Κίνημα στο Γουδί και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη του, όμως οι σχετικά εύκολες νίκες που πέτυχε έναντι ασθενεστέρων Τουρκικών δυνάμεων απέκρυψαν τις αδυναμίες και δημιούργησαν ψευδαίσθηση γενικής υπεροχής. Η ανάπτυξη διακόπηκε πολύ γρήγορα εξ αιτίας του Α’ Π.Π και του Εθνικού Διχασμού.
Η ισχυρή δύναμη που συγκροτήθηκε το 1918 στο Μακεδονικό Μέτωπο διοικήθηκε κατά βάση από τους Συμμάχους και έλαβε μέρος περισσότερο σε δευτερεύουσες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα η αποκτηθείσα επιτελική εμπειρία να είναι μικρή, κι επιπλέον, να προέρχονται από ένα στατικό και περιορισμένο μέτωπο, ενώ στη Μικρασία επρόκειτο να διεξαχθεί αγώνας ευρέων κινήσεων σε αναπεπταμένα εδάφη. Το 1919 ο Ε.Σ ήταν ακόμη ένας ανώριμος οργανισμός. Η βασική του αδυναμία ήταν η απουσία αρκετών επιτελών εκπαιδευμένων σε σχολές πολέμου και σχετική εμπειρία, με αποτέλεσμα την αδυναμία των διοικήσεων και επιτελείων να σχεδιάσουν και να διευθύνουν αποτελεσματικά επιχειρήσεις σε επίπεδο στρατιάς – σώματος στρατού – μεραρχίας.
Επίσης προβλήματα δημιουργούσαν η δυσκίνητη σύνθεση των σχηματισμών, η ανεπάρκεια του πυροβολικού, η μικρή δύναμη του ιππικού και η προσκόλληση στο συγκεντρωτικό Γαλλικό δόγμα. Από την άλλη, ο νέος Τουρκικός στρατός που οργάνωσε ο Κεμάλ στηρίχθηκε στον Οθωμανικό στρατό με τη μεγάλη πολεμική του παράδοση. Στις μεγάλες εκσυγχρονιστικές προσπάθειες που κατέβαλαν οι Σουλτάνοι κατά το 19ο αιώνα περιλαμβάνεται η ίδρυση σύγχρονων στρατιωτικών σχολών. Ήδη από το 1843 ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη ανωτέρα ακαδημία πολέμου που το 1882 αναβαθμίζεται σοβαρά κατά το πρότυπο της Βερολινείου Ακαδημίας Πολέμου.
Συγκριτικά, η Ελλάδα θα αποκτήσει σχολή πολέμου μόλις το 1925. Η πολεμική δράση των Οθωμανών στους Βαλκανικούς Πολέμους και κυρίως στον Α’ Π.Π, ασύγκριτα μεγαλύτερη από την Ελληνική, παρά τα γενικώς δυσμενή αποτελέσματά της, προσφέρει στον Οθωμανικό στρατό πολύ μεγάλη εμπειρία, που θα αποδειχτεί κρίσιμη. Από το 1,5 εκατομμύριο στρατό του Α’ Π.Π με τις 7 στρατιές, οι Τούρκοι επιλέγουν με αυστηρά κριτήρια τους ικανότερους αξιωματικούς για ένα στρατό που στο απόγειο του δεν ξεπερνά τους 200.000 άνδρες. Όλοι τους σχεδόν είναι μικρής ηλικίας, ενώ το Σώμα των Τούρκων αξιωματικών έχει αξιοσημείωτη ιδεολογική και πολιτική ομοιογένεια.
Οι διοικητές των Σωμάτων Στρατού είναι συνταγματάρχες και οι μέραρχοι αντισυνταγματάρχες. Διαθέτουν ξεχωριστό επίλεκτο σώμα επιτελών αξιωματικών, αποφοίτων της ακαδημίας πολέμου της Κωνσταντινούπολης. Υιοθετούν ελαφριά σύνθεση σχηματισμών που τους προσδίδει μεγάλη ευκινησία και τους επιτρέπει να εκτελούν βαθιές εισχωρήσεις, ευρείς ελιγμούς και υποχωρητικές μάχες. Διαθέτουν ισχυρό πυροβολικό και πολυάριθμο ιππικό που χρησιμοποιούν ως ιπποκίνητο πεζικό καθώς και στρατονομικό σώμα που πατάσσει κάθε ανυπακοή.
Τα αποτελέσματα της διαφοράς αυτής φαίνονται στην πράξη: ο Ελληνικός Στρατός, σε αντίθεση με την Τουρκική, υποπίπτει συστηματικά σε κρίσιμα λάθη: υποτίμηση του αντιπάλου, υποτίμηση των απαραίτητων δυνάμεων για δεδομένες αποστολές, κακός συντονισμός, μη τήρηση εφεδρειών, αποτυχία να γίνουν αντιληπτές κρίσιμες ευκαιρίες, άκαμπτα σχέδια, υπερτίμηση της κατοχής εδάφους έναντι της καταστροφής του εχθρού. Η Στρατιά θα αγγίξει επανειλημμένως τη νίκη, αλλά δε θα την επιτύχει.
“Του πολέμου καιροί ου μενετοί”