Μεγ. Κων/νος έως Ιουστινιανό Α’

ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ 

”Η Εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου”

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπέστη φοβερή κρίση μετά το 180 (ημερομηνία θανάτου Μάρκου Αυρήλιου). Η Pax Romana έσπασε, οι βαρβαρικοί λαοί, κυρίως Γότθοι, εισέβαλαν στην Αυτοκρατορία από τη Δύση, οι Σασσανίδες Πέρσες επιτέθηκαν στην Ανατολή. Στα εσωτερικά του κράτους ακολούθησε οικονομική κρίση, λοιμοί, εμφύλιες συγκρούσεις και στρατιωτική αναρχία. Ο θεσμός του Αυτοκράτορα εξασθένισε, με αποτέλεσμα μεταξύ 235 – 285 να γίνει εναλλαγή 30 ηγεμόνων, οι οποίοι στήριζαν την εξουσία τους αποκλειστικά στην διάθεση των Ρωμαϊκών λεγεώνων, οι οποίες ανεβοκατέβαζαν στο θρόνο τους διοικητές τους ανάλογα με τις περιστάσεις και τις παραχωρήσεις που έπαιρναν. Την Αυτοκρατορία έβγαλε από το χείλος της καταστροφής ο Διοκλητιανός, στρατιωτικός ταπεινής καταγωγής από την Διόκλεια της Δαλματίας. Ο Διοκλητιανός πραγματοποίησε μια ευρεία κλίμακα μεταρρυθμίσεων που έγιναν η βάση για την οργάνωση του Βυζαντίου ως τον 7ο αιώνα.

Διαίρεσε τις επαρχίες σε μικρότερες και τις συνένωσε σε μεγαλύτερες περιφερειακές διοικήσεις. Διαχώρισε την εξουσία των επαρχιών σε πολιτική, που ασκούσε ο διοικητής και σε στρατιωτική, που ασκούσε ο δουξ (dux) από την στρατιωτική εξουσία, αύξησε τον αριθμό των στρατευμάτων και των υπηρεσιών και καταπολέμησε τον πληθωρισμό. Τα μέτρα του επέφεραν καλύτερη εποπτεία των επαρχιών, καλυτέρευση την απόδοσης των κρατικών υπηρεσιών, οικονομική ανάκαμψη και στρατιωτική υπεροχή. Οι παραδόσεις της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και των μεταρρυθμίσεων του Αυγούστου είχαν ατονήσει, ο κόσμος απαιτούσε άμεσες λύσεις και λίγες συζητήσεις.

Ο Διοκλητιανός άλλαξε τον ρόλο του Αυτοκράτορα που μέχρι τότε ήταν ο ανώτατος δημόσιος λειτουργός, ένας Princeps (πρώτος, αρχηγός) και τον μετέτρεψε σε απόλυτο μονάρχη, με Θεϊκή εξουσία, έναν Dominus (αφέντης, Κύριος) και επέβαλε την προσκύνηση στο πρόσωπο του, υιοθετώντας το πρωτόκολλο της περσικής αυλής. Λόγω της απέραντης έκτασης του κράτους ο Διοκλητιανός μοίρασε την εξουσία. Κυβέρνησε το ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας και έδωσε τη διοίκηση του δυτικού σ’ έναν αφοσιωμένο σ’ αυτόν στρατιωτικό, το Μαξιμιανό. Οι δύο αυτοί Αυτοκράτορες οι οποίοι πήραν τον τίτλο του Αυγούστου.

Παραχώρησαν στη συνέχεια τη διοίκηση του μισού τους μεριδίου από τις περιοχές που κυβερνούσαν σε δύο συνάρχοντες, ο Διοκλητιανός στο Γαλέριο και ο Μαξιμιανός στον Κωνστάντιο το Χλωρό. Οι δύο συνάρχοντες έφεραν τον τίτλο του Καίσαρα. Έτσι η Αυτοκρατορία μοιράστηκε ουσιαστικά σε τέσσερα διαφορετικά κέντρα. Στην Ανατολή, Αύγουστος ήταν ο Διοκλητιανός με έδρα τη Νικομήδεια της Βιθυνίας και Καίσαρας ο Γαλέριος με έδρα το Σίρμιο, στη σημερινή Σερβία. Παράλληλα, στη Δύση Αύγουστος ήταν ο Μαξιμιανός με έδρα το Μεδιόλανο, το σημερινό Μιλάνο και Καίσαρας ο Κωνστάντιος ο Χλωρός με έδρα τους Τρεβήρους της Γαλατίας, το σημερινό Τριέρ της Γαλλίας.

Το σύστημα αυτό ονομάστηκε Τετραρχία και επέτυχε να διατηρήσει προς στιγμήν την ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας. Η Ρώμη ήταν θεωρητικά η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας και παρέμεινε η έδρα της Συγκλήτου, και ο Διοκλητιανός είχε τη γενική εποπτεία της διοίκησης του κράτους. Το σύστημα της Τετραρχίας λειτούργησε άψογα όσο καιρό επέβλεπε την κατάσταση ο Διοκλητιανός. Όταν όμως το 305 αποσύρθηκε από το θρόνο, οι αυξημένες φιλοδοξίες των συναρχόντων βγήκαν στην επιφάνεια. Επειδή κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να αφήσει την θέση του, ξέσπασαν ανάμεσα τους πόλεμοι, που είχαν ως αποτέλεσμα οι συνάρχοντες να αλληλοεξοντωθούν.

 

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 1ο – 4ο ΑΙΩΝΑ μ.Χ.

Για τετρακόσια χρόνια (από τον 1ο αιώνα π.Χ. έως τον 3ο αιώνα μ.Χ.), η ιστορία της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, από το Γιβραλτάρ ως τον Καύκασο και από τη Βρετανία ως την Αίγυπτο, συνδέεται άμεσα με την ακμή της Ρώμης, που γίνεται σιγά σιγά ισχυρή Αυτοκρατορία. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ενοποίησε τη λεκάνη της Μεσογείου και τη συνέδεσε με τη βόρεια Ευρώπη. Μέσα σε αυτή την Αυτοκρατορία οι άνθρωποι μιλούσαν ή καταλάβαιναν δύο κυρίως γλώσσες: τη Λατινική, κυρίως στο δυτικό τμήμα, και την Ελληνική, κυρίως στο ανατολικό. Ο Ελληνικός κόσμος της ανατολικής Μεσογείου, που και αυτός ανήκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, επηρέασε τους Ρωμαίους αλλά και επηρεάστηκε από αυτούς.

Στους Ρωμαίους χρωστάμε ένα κρατικό μοντέλο με ιεραρχημένη διοικητική δομή, αλλά και νομικές έννοιες και κανόνες δικαίου, αρκετοί από τους οποίους ισχύουν και σήμερα.

 

Η Αυτοκρατορική Περίοδος (1ος αιώνας π.Χ. – 3ος αιώνας μ.Χ.)

Στα τέλη του 1ου αιώνα π.Χ. και στις αρχές του 1ου αιώνα μ.Χ. το Ρωμαϊκό πολίτευμα άλλαξε ριζικά, οι εξουσίες που πριν είχαν οι διάφοροι άρχοντες πήγαν σε ένα μόνο πρόσωπο, στον Αύγουστο. Ο Αύγουστος εκλεγόταν ξανά και ξανά σε διάφορα αξιώματα, με τη σύμφωνη γνώμη μάλιστα και την υποστήριξη της Συγκλήτου. Έτσι η Ρώμη μπήκε στην περίοδο της Αυτοκρατορίας και η δημοκρατία καταργήθηκε στην πράξη. Όλοι οι Αυτοκράτορες, με πρώτο τον Αύγουστο, λατρεύονταν σαν Θεοί μετά το θάνατό τους. Όσο ζούσαν, οι υπήκοοί τους τους τιμούσαν με θρησκευτικές τελετές.

Με τον τρόπο αυτό εξασφαλιζόταν η ενότητα του Ρωμαϊκού κράτους, αφού όλοι όσοι υπάγονταν στη Ρωμαϊκή εξουσία, είτε ήταν Ρωμαίοι πολίτες είτε όχι, αποδείκνυαν ότι ήταν πιστοί στον Αυτοκράτορα. Οι Ρωμαϊκές επαρχίες στη Δύση και την Ανατολή διοικούνταν από Ρωμαίους διοικητές, που είχαν εκεί την ανώτερη στρατιωτική, διοικητική και δικαστική εξου­σί­­α. Τη Ρωμαϊκή Εποχή δεν υπάρχει πια η «πόλη-κράτος». Οι πόλεις-κράτη έχασαν μεγάλο μέρος από την ανεξαρτησία που είχαν την Κλασική και την Ελληνιστική Εποχή. Από την εποχή του Αυγούστου ήδη η βασική πολιτική της Ρώμης απέναντι στις πόλεις, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, ήταν ίδια, οι πόλεις αφήνονταν να ρυθμίζουν μόνες τις υποθέσεις τους.

Οι πόλεις είχαν πολιτική αυτονομία, αλλά σε διαφορετικό βαθμό η καθεμιά. Έτσι στην Ανατολή υπήρχαν πόλεις «ελεύθερες» και «υποτελείς», οι «ελεύθερες» είχαν διοικητική και δικαστική αυτονομία και την εξουσία είχε η τοπική αριστοκρατία, ενώ οι «υποτελείς» ελέγχονταν από το Ρωμαίο διοικητή. Στη Δύση υπήρχαν ελάχιστες «ελεύθερες πόλεις». Εκεί οι περισσότερες πόλεις είχαν ιδρυθεί απευθείας από τη Ρώμη, ως Ρωμαϊκές αποικίες, και διοικούνταν αποκλειστικά από το Ρωμαίο διοικητή, με βάση τους Ρωμαϊκούς θεσμούς. Από τα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. ως τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. υπήρχε τόσο στη Ρώμη όσο και στις επαρχίες οικονομική ανάπτυξη και ευημερία.

Η περίοδος αυτή έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η περίοδος της Ρωμαϊκής Ειρήνης (Pax Romana). Σε όλη την Αυτοκρατορία καλλιεργούνταν μεγάλες πεδινές εκτάσεις, ενώ η Αίγυπτος τροφοδοτούσε με σιτάρι την Ιταλική χερσόνησο. Οι εμπορικοί και στρατιωτικοί χερσαίοι δρόμοι που ανοίχτηκαν επέτρεπαν την ελεύθερη διακίνηση των αγαθών από την Ανατολή προς τη Δύση και αντίστροφα. Παράλληλα η πειρατεία είχε εξαφανιστεί και οι θαλάσσιοι δρόμοι ήταν ασφαλείς. Πρώτες ύλες προμήθευαν τα μεταλλεία της Ισπανίας και της Βρετανίας. Η Ρώμη έκανε εξαγωγές κυρίως κρασιού, λαδιού και βιοτεχνικών αγαθών.

Τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα στην ανατολική Μεσόγειο ήταν η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Καισάρεια της Παλαιστίνης, η Σμύρνη, η Έφεσος κ.ά. Στο σημερινό Ελλαδικό χώρο, εμπορικά κέντρα ήταν η Θεσσαλονίκη, η Ρόδος, η Κόρινθος, η Νικόπολη στην Ήπειρο κ.ά. Την ίδια περίοδο συνέχισαν να χρησιμοποιούνται οι διεθνείς εμπορικοί δρόμοι, θαλάσσιοι και χερσαίοι. Η επικοινωνία γινόταν με πλοία από τους θαλάσσιους και με καραβάνια από τους χερσαίους δρόμους. Όλοι οι παραπάνω δρόμοι είναι γνωστοί με το όνομα «δρόμος του μεταξιού». Μέσα από το δρόμο του μεταξιού μεταφέρονταν από τη μακρινή Ανατολή, την Κίνα και τις Ινδίες, κυρίως μέταλλα, πολύτιμοι και ημιπολύτιμοι λίθοι, σπάνια ζώα, αρώματα και μπαχαρικά.

Τα πανάκριβα αυτά εμπορεύματα ήταν περιζήτητα στην αριστοκρατία της Μεσογείου. Συχνά γίνονταν πόλεμοι ανάμεσα στα κράτη από τα οποία περνούσαν οι εμπορικοί δρόμοι για να ελέγχουν τους εμπορικούς σταθμούς και τα λιμάνια και για να εισπράττουν τους δασμούς. Σημαντικές για τον έλεγχο των διεθνών εμπορικών δρόμων ήταν οι εκστρατείες του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Τραϊανού (98 – 117 μ.Χ.) στην Ανατολή. Στις θρησκευτικές λατρείες, διακρίνουμε την άνοδο του Χριστιανισμού στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μαζί με τους Θεούς των Ρωμαίων και των Ελλήνων, επίσης, λάτρευαν και άλλες θεότητες. Κάποιες από αυτές τις θεότητες ήταν μόνο τοπικές, όπως οι Θεότητες του Δρυϊδισμού στη Γαλατία και στη Βρετανία.

Άλλες λατρείες είχαν μεγαλύτερη διάδοση, όπως της Κυβέλης (Φρυγική θεότητα), της Ίσιδας και του Σάραπη (Αιγυπτιακές θεότητες), του Ασκληπιού, του Ηρακλή και του Διόνυσου (Ελληνικές Θεότητες) και τέλος του Μίθρα (Περσική θεότητα), που λατρευόταν κυρίως από τους στρατιώτες και τους δούλους. Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρχαν και Εβραϊκές κοινότητες. Από τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. αρχίζει να διαδίδεται στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ο Χριστιανισμός, που αργότερα θα γίνει η μοναδική επίσημη θρησκεία του Ρωμαϊκού κράτους. Τα βασικά κείμενα του Χριστιανισμού περιλαμβάνονται στην Αγία Γραφή και είναι τα Ευαγγέλια και οι επιστολές του Παύλου.

Τα κείμενα αυτά είναι τα ιερά βιβλία του Χριστιανισμού. Γράφτηκαν ή μεταφράστηκαν γρήγορα στην Ελληνική γλώσσα, που ήταν η γλώσσα επικοινωνίας ανάμεσα στους λαούς της ανατολικής Μεσογείου. Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε γρήγορα και διαδόθηκε όχι μόνο στους οικονομικά ασθενέστερους πληθυσμούς αλλά και σε ανώτερα στρώματα. Σύντομα μάλιστα απέκτησε πιστούς στην ίδια τη Ρώμη, ακόμη και μέσα στον κύκλο του Αυτοκράτορα. Στην αρχή του 4ου αιώνα μ.Χ., με το διάταγμα του Μεδιολάνου (Μιλάνου) το 313 μ.Χ., ο Χριστιανισμός αναγνωρίστηκε από τον Αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο ως νόμιμη θρησκεία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Το 380 μ.Χ., με διάταγμα του Αυτοκράτορα Θεοδόσιου Α’, έγινε η μοναδική επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

 

Ο Ελληνικός Κόσμος κάτω από την Κυριαρχία της Ρώμης (1ος αιώνας π.Χ. – 3ος αιώνας μ.Χ.)

Την Αυτοκρατορική περίοδο οι σημαντικότερες πόλεις της Ανατολής, όπου κυριαρχούσε η Ελληνική γλώσσα, ήταν «ελεύθερες πόλεις» (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Δελφοί, Πέργαμος, Έφεσος, Σμύρνη, Κως, Χίος κ.ά.). Ωστόσο, στο τέλος της περιόδου, οι πόλεις έχασαν τελείως την αυτονομία τους. Το πολίτευμά τους εξακολούθησε να είναι τυπικά δημοκρατικό, είχαν όμως γίνει εντωμεταξύ αρκετές αλλαγές σ’ αυτό. Οι Έλληνες ήταν υπήκοοι του Ρωμαϊκού κράτους, όπου ζούσαν επίσης πολλοί λαοί (Αιγύ­πτιοι, Σύροι, Γαλάτες, Ίβηρες κ.ά.) που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες. Αν και η Λατινική ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους, η Ελληνική εξακολούθησε να είναι η κύρια γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ των πληθυσμών στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Για να αντιμετωπίσουν τη Ρωμαϊκή φορολογία και τις καθημερινές οικονομικές τους ανάγκες, οι πόλεις άφηναν τους πλουσιότερους από τους πολίτες τους, δηλαδή τους ντόπιους αριστοκράτες, να χρηματοδοτούν δημόσια έργα. Όπως και στην Ελληνιστική Εποχή έτσι και τώρα οι πολίτες τους τιμούσαν ως ευεργέτες. Τα ποσά όμως που έπρεπε να δαπανήσουν οι πολίτες αυτοί ήταν τόσο μεγάλα, ώστε προσπαθούσαν να αποφύγουν τη συμμετοχή. Πολλές φορές μάλιστα ζητούσαν να τους απαλλάξουν από τη δαπάνη αυτή οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες με διάταγμά τους. Μέχρι τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. οι περισσότεροι πολίτες στις πόλεις της ανατολικής Μεσογείου δεν ήταν Ρωμαίοι πολίτες.

Το 212 μ.Χ. με το διάταγμα του Αυτοκράτορα Καρακάλλα όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας έγιναν Ρωμαίοι πολίτες. Σύμφωνα με τους νεότερους ιστορικούς, έτσι οργανώθηκε πιο αποτελεσματικά η φορολογία, καθώς και η Αυτοκρατορική λατρεία. Με αυτό τον τρόπο η κεντρική εξουσία ασκούσε μεγαλύτερο έλεγχο στους υπηκόους της. Με το μέτρο αυτό η κοινωνία σε όλη την Αυτοκρατορία πήρε σιγά σιγά ενιαίο χαρακτήρα. Το Ρωμαϊκό δίκαιο εφαρμοζόταν πλέον σε όλους τους ελεύθερους πολίτες, σε όποια περιοχή και αν βρίσκονταν και όποια γλώσσα κι αν μιλούσαν. Καθώς όλο και περισσότεροι Έλληνες γίνονταν Ρωμαίοι πολίτες και υπάγονταν πια στο Ρωμαϊκό δίκαιο, η δύναμη των τοπικών δικαίων λιγόστευε.

Στη Ρωμαϊκή Εποχή κάθε «ελεύθερη πόλη» ήταν (όπως και στην Κλασική και ως ένα σημείο και στην Ελληνιστική Εποχή) αυτόνομη. Παρόλα αυτά, οι πόλεις συμμετείχαν σε ομοσπονδιακούς θεσμούς πολιτικής αυτοδιοίκησης, που εξασφάλιζαν σε μεγάλο βαθμό τη θρησκευτική και πολιτιστική ενότητα των Ελλήνων. Τέτοιοι ήταν το Αττικό Πανελλήνιο, διάφορα τοπικά κοινά και η Αμφικτιονία των Δελφών. Από την άλλη πλευρά, οι θεσμοί αυτοί χρησιμοποιήθηκαν συχνά από τη Ρώμη για την οργάνωση της Αυτοκρατορικής λατρείας και για τον έλεγχο των πόλεων. Οι Αυτοκράτορες του 2ου αιώνα μ.Χ., όπως ο Αδριανός και ο Μάρκος Αυρήλιος, ενίσχυσαν οικονομικά τους παραπάνω ομοσπονδιακούς θεσμούς αυτοδιοίκησης και τις Ελληνικές πόλεις.

 

Τα Εσωτερικά και Εξωτερικά Προβλήματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (3ος αιώνας μ.Χ.)

Κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα μ.Χ. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πέρασε μια μεγάλη κρίση. Οι Αυτοκράτορες άλλαζαν ο ένας μετά τον άλλο, γίνονταν συνέχεια πόλεμοι, έπεσε η αξία του ασημένιου Ρωμαϊκού νομίσματος, οι πόλεις γνώρισαν παρακμή και μεγάλωσε η δύναμη των μεγάλων γαιοκτημόνων. Οι συνεχείς εξωτερικοί (κυρίως με το Περσικό Βασίλειο των Σασανιδών και με τους Γερμανικούς λαούς) και εσωτερικοί πόλεμοι ανάγκασαν το κράτος να μεγαλώσει τον αριθμό των στρατιωτών. Έτσι οι ηγέτες του στρατού είχαν όλο και μεγαλύτερη δύναμη στην πολιτική ζωή και ήθελαν συχνά να παίρνουν οι ίδιοι την εξουσία και να γίνονται αυτοκράτορες. Αυτό έφερε πολιτική αναταραχή και αναρχία.

Oι Αυτοκράτορες χρειάζονταν όλο και περισσότερα χρήματα για να πληρώνουν τους υπαλλήλους και τους στρατιώτες. Έτσι αναγκάστηκαν να βάζουν συνέχεια νέους φόρους και να υποτιμούν το Ρωμαϊκό νόμισμα. Καθώς το νόμισμα έχανε την αξία του, ο πληθυσμός στρεφόταν σιγά σιγά στην οικονομία ανταλλαγής προϊόντων. Η γεωργία ήταν πάντοτε η σπουδαιότερη πηγή πλούτου για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η γη ανήκε σε μεγάλους γαιοκτήμονες και σε μικροϊδιοκτήτες. Τα κτήματα των μεγαλογαιοκτημόνων καλλιεργούσαν συνήθως δούλοι. Τους περισσότερους φόρους πλήρωναν οι μικροϊδιοκτήτες γης που ήταν όμως και στρατιώτες. Επειδή έλειπαν για πολύ καιρό στους πολέμους, εγκατέλειπαν τα χωράφια τους ακαλλιέργητα.

Μη μπορώντας τελικά να πληρώσουν τους φόρους, παραχωρούσαν τη γη τους στους μεγάλους γαιοκτήμονες. Η γη συγκεντρώθηκε σιγά σιγά στα χέρια των μεγάλων γαιοκτημόνων και οι μικροί ιδιοκτήτες έχασαν τις περιουσίες τους. Την τοπική διοίκηση, είχαν οι ντόπιοι αριστοκράτες και ήταν υπεύθυνοι, ανάμεσα στα άλλα, να μαζεύουν τους φόρους που πλήρωναν οι πολίτες. Η αύξηση όμως της φορολογίας τον 3ο αιώνα μ.Χ. είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί υπήκοοι να μην μπορούν να πληρώσουν τους φόρους. Οι αριστοκράτες αναγκάζονταν όλο και πιο συχνά να πληρώνουν τους φόρους με δικά τους χρήματα, χάνοντας έτσι την περιουσία τους. Έτσι άρχισαν να εγκαταλείπουν τις πόλεις, για να μείνουν στην ύπαιθρο.

Οι μικροέμποροι και οι τεχνίτες που ανήκαν στα μεσαία και στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα έγιναν και αυτοί φτωχότεροι με την αύξηση των φόρων. Αρκετοί κατέφυγαν στην ύπαιθρο κι έτσι άρχισαν να παρακμάζουν οι πόλεις. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. ο Χριστιανισμός είχε διαδοθεί στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η άρνηση όμως των Χριστιανών να λατρεύουν σαν Θεό το Ρωμαίο Αυτοκράτορα τους έκανε αυτόματα αντιπάλους της Ρωμαϊκής εξουσίας. Πολλοί Αυτοκράτορες πίστευαν ότι οι Χριστιανοί αμφισβητούσαν την εξουσία τους και απειλούσαν την ενότητα και την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας. Αρκετές φορές τον 3ο αιώνα μ.Χ. έκαναν με διατάγματα παράνομη τη Χριστιανική θρησκεία και έγιναν μεγάλοι διωγμοί ενάντια στους Χριστιανούς.

 

Η Κρίση της Αυτοκρατορίας

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. εκτεινόταν από τη Βρετανία ως τη Σαχάρα. Ανάμεσα στα ευαίσθητα σύνορα που εκτείνονταν κατά μήκος του Ρήνου, του Δούναβη και του Ευφράτη, υπήρχε μέχρι και την περίοδο του Μάρκου Αυρηλίου, ένα ομοιογενές κράτος που είχε γνωρίσει μία μακρά περίοδο ειρήνης. Ο Αύγουστος αντικατέστησε το σύστημα διοίκησης της res publica με μία ιδιότυπη μοναρχία, έθεσε τις βάσεις της pax romana, ολοκλήρωσε την αναδιάρθρωση της διοίκησης, χωρίζοντας την επικράτεια σε περίπου 30 – 40 επαρχίες. Η Αυτοκρατορία είχε μία καθυστερημένη κοινωνική οργάνωση, αλλά, όπως παρατηρεί ο Gibbon, ουδέποτε πριν δεν έζησε η ανθρωπότητα με περισσότερη ευημερία απ’ ότι το 2ο αιώνα μ.Χ.

Γεγονός είναι ότι οι Αυτοκράτορες προσέφεραν γενική και μακροχρόνια ειρήνη σε έκταση και διάρκεια. Με την ανάρρηση του Μάρκου Αυρηλίου στο θρόνο το 161 εμφανίστηκαν τα πρώτα σύννεφα, που αργότερα οδήγησαν στην ολοκληρωτική και μόνιμη διασάλευση της pax romana. Οι δαπανηρές επιχειρήσεις εναντίον των Πάρθων και οι εκστρατείες εναντίον των Τευτονικών φύλων που επιχειρούσαν επιδρομές τερμάτισαν την οικονομική ευημερία των μεσαίων τάξεων και υποβάθμισαν την ποιότητα του επιπέδου ζωής. Οι εμφύλιοι πόλεμοι που ξεκίνησαν με τη δολοφονία του Αυτοκράτορα διήρκεσαν 4 χρόνια. Από τους 5 αντίπαλους νικητής αναδείχθηκε ο Σεπτίμιος Σεβήρος.

Μετά τον Τραϊανό, που ήταν ο πρώτος Αυτοκράτορας από Ρωμαϊκή οικογένεια εκτός της Ιταλίας και συγκεκριμένα από Ρωμαίους αποίκους της Ισπανίας, λίγοι ήταν οι Αυτοκράτορες από την Ιταλία, η οποία έχασε την οικονομική και πολιτική σημασία που είχε παλιότερα. Πρώτος από τους μη Ευρωπαίους Αυτοκράτορες ήταν ο Σεπτίμιος Σεβήρος, καταγόμενος από τη Βόρεια Αφρική, ενώ η σύζυγός του, η Ιουλία Δόμνα, καταγόταν από τη Συρία, η οποία είχε εξελιχθεί σε σπουδαίο κέντρο εξελληνισμού. Η ανατολική παράδοση εισβάλλει στη Ρώμη και κατά τους ύστερους Αυτοκρατορικούς χρόνους σχηματίζεται ένα ιδιότυπο πολιτιστικό αμάλγαμα.

Ο Σεπτίμιος Σεβήρος υποστήριζε τις διοικητικές συνήθειες και παραδόσεις των Αντωνίνων, των οποίων παρουσιαζόταν πλαστά ως διάδοχος. Επέβαλε μία μορφή απόλυτης μοναρχίας. Στο εξής, οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας έπρεπε να συνηθίσουν σε μία βίαιη μορφή φορολόγησης σε χρήμα και σε είδος. Το 212 μ.Χ. ο Αυτοκράτορας Καρακάλλας εκδίδει διάταγμα με το οποίο όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας θεωρούνται Ρωμαίοι πολίτες. Το γιο του Σεπτίμιου Σεβήρου, Καρακάλλα, διαδέχθηκε ο Μακρίνος, που ήταν ιππέας από τη Μαυριτανία της Αφρικής, δείγμα της ολοένα μειούμενης επιρροής της Συγκλήτου.

Τον πρώτο μη ανήκοντα στη σύγκλητο Αυτοκράτορα αντικατέστησε ο πρώτος καταγόμενος από τη Συρία, ο Ελαγάβαλος, ανιψιός της Ιουλίας Δόμνας, σε ηλικία 14 ετών. Προβλήθηκε ως γιος του Καρακάλλα και μόνη του μέριμνα ήταν η μεταφορά της λατρείας του Ήλιου από την Έμεσα της Συρίας στη Ρώμη. Το 222 αντικαταστάθηκε από το μικρότερο ξάδερφό του, Σεβήρο Αλέξανδρο, που κηδεμονευόταν από τη μητέρα του, που σκόπευε να τονώσει τις παραδοσιακές αξίες και το γόητρο της Συγκλήτου. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ήταν δυνατό, επειδή οι οικονομικές ανάγκες ήταν μεγάλες, καθώς οι Πάρθοι είχαν πλέον αντικατασταθεί από τους Σασσανίδες Πέρσες, αντίπαλος φοβερός και επικίνδυνος για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Συμπίπτουν η μετάβαση από τη στρατιωτική μοναρχία στη στρατιωτική αναρχία. Για μισό αιώνα η Αυτοκρατορία αναστατωνόταν από πολέμους ανάμεσα σε διεκδικητές του θρόνου, από τους οποίους επωφελούνταν οι Πέρσες και τα Γερμανικά φύλα. Ακολούθησε ο Μαξιμίνος ο Θραξ, ένας άσημος στρατιωτικός του Δούναβη, που εφάρμοσε σκληρές μεθόδους πειθαρχίας και οδηγήθηκε στο θάνατο. Το 238 πέντε Αυτοκράτορες ανταγωνίστηκαν για το θρόνο, από τους οποίου επέζησε μόνο ο Γορδιανός Γ’. Την περίοδο των στρατιωτών Αυτοκρατόρων η κατάσταση ήταν ζοφερή. Γύρω στο 260 φάνηκε να επίκειται το τέλος της Αυτοκρατορίας.

Ο Αυτοκράτορας Ουαλεριανός είχε αιχμαλωτιστεί από τους Πέρσες, οι οποίοι μόλις αντιμετωπίζονταν, όπως και στα βόρεια τα Γερμανικά φύλα. Και άλλα φαινόμενα υποτίμησης Ρωμαϊκού νομίσματος, άνοδος τιμών, θεομηνίες και συγκρούσεις κοινωνικές. Η άσχημη πολιτική και οικονομική κατάσταση ενίσχυσε τις αποσχιστικές τάσεις των επαρχιών και άλλα διοικητικά προβλήματα. Η κεντρική Γαλατία επαναστάτησε εναντίον της κεντρικής εξουσίας. Σε άλλες περιοχές, σημειώθηκε εγκατάλειψη της γης από τους αγρότες, που στράφηκαν, ανάμεσα σε άλλα, και στη ληστεία, μείωση του μεγέθους της καλλιεργούμενης γης. Τα μεγέθη των εξελίξεων αυτών είναι δύσκολο να ποσοστικοποιηθούν

Περισσότερα στοιχεία διαθέτουμε για την κρίση του νομισματικού συστήματος, που έλαβε μορφή ολοκληρωτικής κατάρρευσης, καθώς τα μεγέθη είναι εύκολα μετρήσιμα. Οι αιτίες είναι σύνθετες, η κυριότερη, όμως, είναι η ελλιπής γνώση κανόνων που καθορίζουν τη νομισματική κυκλοφορία ως ρυθμιστικού παράγοντα της οικονομίας. Το Ρωμαϊκό κράτος δεν έκανε πάντα πιστή εφαρμογή εγγυήσεων, αφού ήταν επιτρεπτή η νόθευση του νομίσματος και η ανάμιξη ευτελών μετάλλων. Ουσιαστικά υποτιμούσαν την ονομαστική αξία του νομίσματος. Τον ύστερο 3ο αιώνα, οι δυσχέρειες στην προμήθεια των μετάλλων και η ανάγκη για μεγαλύτερες δαπάνες, οδήγησαν στην κοπή όλο και πιο νοθευμένων νομισμάτων.

Μόλις οι πολίτες το αντιλαμβάνονταν η αξία του νομίσματος έπεφτε και οι τιμές των προϊόντων ανέβαιναν. Αποτέλεσμα ήταν ένας φαύλος κύκλος πληθωρισμού και ανατιμήσεων, καθώς νέα υποτιμημένα νομίσματα έρχονταν στην κυκλοφορία. Επιπροσθέτως, σε ορισμένες περιπτώσεις όταν η διοίκηση έβρισκε πολύτιμα μέταλλα και κυκλοφορούσε γνησιότερα νομίσματα δεν κατάφερνε τα επιθυμητά αποτελέσματα, διότι αμέσως μόλις γίνονταν αντιληπτά αποσύρονταν από την κυκλοφορία και αποθησαυρίζονταν. Αυτό συμπλήρωνε το φαύλο κύκλο, διότι τα πολύτιμα μέταλλα δεν επιστρέφονταν ποτέ στην κυβέρνηση.

Από την εποχή του Γαλλιηνού, η συνήθης περιεκτικότητα του αργυρού δηναρίου σε ασήμι ήταν 5%, ενώ λίγο αργότερα κυκλοφορούσαν απλώς επάργυρα νομίσματα. Ο συνδυασμός των οικονομικών δυσχερειών (πληθωρισμός, άνοδος τιμών, έλλειψη μετάλλων) είχε ως πρώτο θύμα την ίδια την διοίκηση, διότι με τα υποτιμημένα νομίσματα που συνέλεγε με τη φορολογία δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις ολοένα αυξανόμενες δαπάνες του κράτους. Η λύση που δόθηκε ήταν η απαίτηση να καταβάλλεται ένα ποσό της φορολογίας σε είδος ή με την παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών στο κράτος. Αυτό το σύστημα φορολόγησης επικράτησε ολοκληρωτικά και βασικό χαρακτήρα και άμεσα επηρεάστηκαν οι δημόσιες ευεργεσίες και οι δωρεές στις πόλεις.

 

Ο Διοκλητιανός και η Έναρξη του Dominatum (Δεσποτεία)

Η γεωγραφική διαίρεση από προσωρινή επί Αυτοκράτορα Γαλλιηνού γίνεται μόνιμη επί Διοκλητιανού. Τότε, αρχίζει η αποκατάσταση της Αυτοκρατορίας (restituo). Η κρίση φαινόταν να υπερνικάται και με μακρόπνοο σχεδιασμό εφαρμόστηκε ένα συγκεντρωτικό σύστημα απολυταρχικής εξουσίας. Η τέχνη προχώρησε και κατασκευάστηκαν δαπανηρά παλάτια με ιδιαίτερη λαμπρότητα και αρχιτεκτονική πρωτοτυπία για τους Αυτοκράτορες. Το κόστος μεγάλωσε με την απόφαση του Διοκλητιανού να αυξηθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι και κυρίως ο στρατός και καλύφθηκε με φορολόγηση σε είδος και συστηματοποίηση της φορολογίας από προηγούμενους Αυτοκράτορες.

Ο Διοκλητιανός δεν αντιμετώπισε τον καλπάζοντα πληθωρισμό και έκανε μία αποτυχημένη προσπάθεια να ελέγξει την άνοδο των τιμών με διατάγματα τιμών. Τα αίτια της κρίσης του αστικού τρόπου ζωής κατά τον Ροστόβτζεφ, πρέπει να αναζητηθούν στη συμμαχία αγροτικού πληθυσμού και στρατού, που, κατά το Ρώσο ιστορικό, δημιουργήθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ. εναντίον της εύπορης τάξης των πόλεων. Είναι φανερές οι αναλογίες ανάμεσα στη δράση του Κόκκινου Στρατού εναντίον των γαιοκτημόνων και την εναντίωση του Ρωμαϊκού στρατού στους εύπορους κατοίκους των πόλεων. Η θεωρία αυτή, όμως, δεν είναι απόλυτα τεκμηριωμένη, αφού, όπως, δείχνουν οι πηγές, ο στρατός καταπίεζε όλους το ίδιο.

Αντιθέτως, σημαντική οικονομική εξέλιξη ήταν η μεταφορά των οικονομικών πόρων από τις περιοχές της Μεσογείου σε αυτές των βορείων συνόρων, όπου διεξάγονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Έτσι, οι πόλεις των παραμεθόριων περιοχών γίνονται σημαντικές πόλεις και μόνιμες έδρες Αυτοκρατόρων τον 3ο αιώνα μ.Χ. Όμως, και πάλι ο στρατός αναδεικνύεται σταδιακά η κυρίαρχη δύναμη, ενώ νέοι εχθροί κάνουν την εμφάνισή τους, από το βορρά τα βαρβαρικά έθνη, και από την ανατολή η μόνιμη απειλή των Πάρθων και αργότερα των Περσών.

 

Τα Βαρβαρικά Φύλα και Έθνη – Παρακμή

Η πρώτη επαφή με ένα Γερμανικό λαό έγινε από τον Μάριο το 107 π.Χ., περίπου, όταν και νίκησε τους Τεύτονες και τους Κίμβρους στη νότιο Γαλλία. Το 58 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρ κατεδίωξε τους Σουηβούς, που κατείχαν ένα μέρος της Γαλατίας πέρα από το Ρήνο. Αργότερα, ο Αυτοκράτορας Αύγουστος (30 π.Χ.-14 μ.Χ.) προσπάθησε να επεκτείνει τη Ρωμαϊκή κυριαρχία στη Γερμανία, σχέδιο που δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει, καθώς οι λεγεώνες του εκεί έπεσαν σε ενέδρα Γερμανικών φυλών το 9 μ.Χ. στον Τευτοβούργιο Δρυμό και κυριολεκτικά διαλύθηκαν. Αυτό ανάγκασε τους Ρωμαίους να φτιάξουν μία σταθερή συνοριακή γραμμή από οχυρά κατά μήκος του Ρήνου και να μην επιχειρήσουν ποτέ να επιτεθούν ξανά στην κυρίως Γερμανία.

Παρόμοιες συνοριακές γραμμές δημιουργήθηκαν στο Δούναβη και στον Ευφράτη. Οι περισσότεροι από τους γειτονικούς λαούς της αυτοκρατορίας ήταν γερμανικοί και οι Ρωμαίοι τους αποκαλούσαν «βαρβάρους», λέξη που είχαν πρωτοχρησιμοποιήσει οι Έλληνες, που αποκαλούσαν έτσι όλους τους μη-Έλληνες, από τους ακατανόητους, για Ρωμαίους, ήχους των γλωσσών τους που έμοιαζαν με «βαρ-βαρ». Οι βάρβαροι είχαν συγκροτήσει τις δικές τους κοινωνίες και ήταν πολύ καλοί τεχνίτες, αλλά οι Ρωμαίοι, επειδή ο τρόπος ζωής τους διέφερε ριζικά από εκείνο των βαρβάρων, τους θεωρούσαν αγρίους και απολίτιστους. Σε καιρούς ειρήνης, υπήρχε επαφή και εμπόριο ανάμεσα στους Ρωμαίους και στους γειτονικούς τους λαούς.

Όμως η Αυτοκρατορία αποδυναμώνεται και μαζί της αποδυναμώνονται και τα σύνορά της. Οι Γότθοι έκαναν επιδρομές ως το Αιγαίο μέχρι το 269 μ.Χ. που ηττήθηκαν σε μάχη κοντά στη Ναϊσσό. Οι Φράγκοι έφτασαν μέχρι τις ακτές της Ισπανίας, ενώ στην Ανατολή οι Πέρσες αρχίζουν να προελαύνουν και το 260 μ.Χ. αιχμαλωτίζουν τον Αυτοκράτορα Βαλεριανό, μετά από μία καταστροφική ήττα των Ρωμαίων. Μεταξύ 268 μ.Χ. και 270 μ.Χ. η σύμμαχος της Ρώμης στην ανατολή και βασίλισσα της Παλμύρας, Ζηνοβία, θα φτιάξει ένα εφήμερο κράτος με αρκετές Ρωμαϊκές επαρχίες, μέχρι να σταλεί στρατός να την αντιμετωπίσει.

Αυτήν την εποχή, οι Αυτοκράτορες είναι στρατιωτικοί που ανεβαίνουν στην εξουσία με τη δύναμη του στρατού που διοικεί ο καθένας, ενώ η Σύγκλητος βλέπει τη δύναμή της να περιορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Οι περισσότεροι Αυτοκράτορες, τώρα, κατάγονται από τις επαρχίες και δεν έχουν ουσιαστικούς δεσμούς με τη Ρώμη, και από αυτούς πάρα πολλοί ήταν από την Ιλλυρία, γι’ αυτό, αυτή η περίοδος (235 μ.Χ. – 284 μ.Χ.) ονομάζεται περίοδος των Ιλλυριών Αυτοκρατόρων. Το 284 ανέρχεται στο θρόνο ένας στρατιωτικός από την Ιλλυρία, ο Διοκλητιανός, και αντιλαμβάνεται ότι η Αυτοκρατορία είναι πολύ μεγάλη για να διοικείται από έναν άνθρωπο.

Για να λύσει αυτό το πρόβλημα εγκαινιάζει το σύστημα των τετραρχιών. Η Αυτοκρατορία χωρίζεται σε τέσσερα τμήματα:

  • Μικρά Ασία, Συρία, Αρχαία Αίγυπτος, Θράκη, που διοικεί ένας Αύγουστος.
  • Βαλκάνια, που διοικεί ένας Καίσαρ.
  • Ιταλία, Ιλλυρία και Αφρική που διοικεί ένας Αύγουστος.
  • Γαλλία, Ισπανία και Βρετανία που διοικεί ένας Καίσαρας.

Ακόμη, χωρίζει τις παλαιές επαρχίες σε πολλές μικρότερες για να διοικούνται καλύτερα. Έτσι τα προβλήματα σε κάθε περιοχή λύνονταν ευκολότερα και γρηγορότερα, ενώ υπήρχε πάντα στρατός εκεί κοντά για να αντιμετωπίσει τυχόν εισβολείς. Το σύστημα λειτούργησε όσο ο Διοκλητιανός βρισκόταν στην εξουσία, ως ένας από τους Αυγούστους. Μόλις αποσύρθηκε, ξέσπασαν εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ των διαφόρων τετραρχών, μέχρι η Αυτοκρατορία να ενωθεί ξανά υπό έναν Αυτοκράτορα, τον Μέγα Κωνσταντίνο το 324. Οι βάρβαροι, όμως, δεν είχαν εξουδετερωθεί και τους επόμενους δύο αιώνες θα συνέχιζαν να επιτίθενται με σφοδρότητα.

Το 378, ο Αυτοκράτορας Ουάλης σκοτώνεται στη μάχη της Αδριανούπολης μεταξύ Ρωμαίων και Βησιγότθων. Το 395, αρχηγός των Βησιγότθων γίνεται ένας πρώην αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, ο Αλάριχος, που τελικά το 410 θα τους οδηγήσει στη Ρώμη, την οποία κατέλαβαν και στη συνέχεια λεηλάτησαν για έξι ημέρες, προτού κατευθυνθούν στη νότια Γαλλία και την Ισπανία. Το 410 είναι η χρονιά που οι Ρωμαϊκές λεγεώνες αποχωρούν από τη Βρετανία και την αφήνουν στο έλεος των Σαξόνων, των Άγγλων και των Ιούτων από τα ανατολικά, και των Ιρλανδών Κελτών από τα δυτικά. Αυτή την εποχή, ένας νέος λαός κάνει την εμφάνισή του, οι Ούννοι.

Οι Ούννοι είναι Τουρκικός λαός, συγγενής με τους Μογγόλους, και κατάφεραν να διασχίσουν τις στέπες και να νικήσουν Κινέζους, Πέρσες και πολλούς βαρβαρικούς λαούς. Δημιούργησαν ένα τεράστιο κράτος από το Ρήνο μέχρι τις στέπες της Ρωσίας και υπέταξαν πολλούς λαούς. Ο σημαντικότερος αρχηγός τους ήταν ο Αττίλας. Με τον Αττίλα, οι Ούννοι φτάνουν στο απόγειο της δύναμής τους. Η ανατολική και η δυτική Αυτοκρατορία του πληρώνουν τεράστια ποσά για την ασφάλειά τους και όλοι οι γύρω λαοί τον τρέμουν. Το 451, ο Αττίλας εισβάλει στη Γαλατία, όπου ένας συνασπισμός Ρωμαίων και Βησιγότθων και άλλων Γερμανών, υπό το στρατηγό Αέτιο, καταφέρνει να τον αναχαιτίσει στα Καταλαυνικά πεδία.

Όμως, τον επόμενο χρόνο, ο Αττίλας εισβάλλει στην Ιταλία και, χωρίς κανείς να μπορεί να τον σταματήσει, κατευθύνεται προς τη Ρώμη. Όλα έδειχναν ότι η αιώνια πόλη θα καταστρεφόταν αλλά μετά από μία συνάντηση με τον πάπα και ίσως επειδή τα στρατεύματά του είχαν προσβληθεί από επιδημίες, ή και γιατί δεν ήθελε να αποκλειστεί στην Ιταλία, ο Αττίλας αποφασίζει να επιστρέψει στο στρατόπεδό του στην Ουγγαρία χωρίς να φτάσει στη Ρώμη. Το 453 μ.Χ. πεθαίνει και η Αυτοκρατορία των Ούννων διαλύεται. Το 455 μ.Χ. οι Βάνδαλοι με αρχηγό το Γιζέριχο καταλαμβάνουν και, με τη σειρά τους, λεηλατούν τη Ρώμη.

 

Η Επικράτηση του Χριστιανισμού

Ο Χριστιανισμός από τη στιγμή της γέννησης του άρχισε να εξαπλώνεται γρήγορα και η ενοποίηση της λεκάνης της Μεσογείου από τη Ρώμη βοήθησε πάρα πολύ γι’ αυτό. Οι Αυτοκράτορες, όμως, μαθαίνοντας τις ιδέες που πρέσβευε για ισότητα όλων των ανθρώπων, για το δικαίωμα των δούλων στην ελευθερία και για την μη αποδοχή της Θεϊκής υπόστασης του Αυτοκράτορα ξεκίνησαν διωγμούς εναντίον τους. Διωγμοί κατά των Χριστιανών έλαβαν χώρα επί Νέρωνα για πρώτη φορά, και επί Διοκλητιανού για τελευταία.

Το 313, ο Μέγας Κωνσταντίνος μαζί με το Λικίνιο εξέδωσαν το διάταγμα των Μεδιολάνων, που εγκαθιστούσε καθεστώς ανεξιθρησκίας σε όλη την Αυτοκρατορία και άνοιγε το δρόμο στην εξάπλωση του Χριστιανισμού. Ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος Αυτοκράτορας που είδε ευνοϊκά την εξάπλωση του Χριστιανισμού και που φρόντισε για την αύξηση της δύναμής του. Ο Κωνσταντίνος αποφασίζει ότι η ανανέωση που χρειαζόταν η Αυτοκρατορία και η νέα θρησκεία που εξαπλωνόταν ταχύτατα είχαν ανάγκη από μία νέα πρωτεύουσα και το 330 μ.Χ. μετέφερε την έδρα της Αυτοκρατορίας στην πόλη που εκείνος έκτισε, τη Νέα Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη.

Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου, οι περισσότεροι Αυτοκράτορες ήταν Χριστιανοί, ή τουλάχιστον ήταν ευνοϊκοί απέναντι στο Χριστιανισμό εκτός από τον Ιουλιανό (361 – 363) που προσπάθησε να σταματήσει την εξάπλωση του Χριστιανισμού και να αναβιώσει την αρχαία Ελληνική θρησκεία, προσπάθεια που εγκαταλείφθηκε μετά το θάνατό του σε εκστρατεία κατά των Περσών. Τελικά, ο Θεοδόσιος Α’ αναγνώρισε το Χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία του κράτους.

 

Οριστική Διαίρεση (395 μ.Χ.) και Κατάλυση της Αυτοκρατορίας (476 μ.Χ.)

Το 395 μ.Χ. ο Θεοδόσιος Α’ πέθανε και όρισε στη διαθήκη του τη διαίρεση της Αυτοκρατορίας σε δύο τμήματα, ανατολικό και δυτικό. Το δυτικό κομμάτι της (οι περιοχές από τη Βρετανία και την Ισπανία μέχρι το Ρήνο, την Ιλλυρία, την Μεγάλη Σύρτη και το Μαγκρέμπ) θα διοικούνταν από τον μικρότερο γιο του, τον Ονώριο, ενώ το ανατολικό κομμάτι της, δηλαδή οι περιοχές από την Ιλλυρία και το Δούναβη ως την Αρμενία τη Συρία και την Αίγυπτο) από τον μεγαλύτερο γιο του, Αρκάδιο. Αυτός ήταν και ο τελευταίος διαχωρισμός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Το δυτικό μέρος, που έχανε ταχύτατα την μία μετά την άλλη τις επαρχίες του (Φράγκοι στη βόρειο Γαλλία, Βησιγότθοι στη νότιο Γαλλία και στην Ισπανία, Οστρογότθοι στην Ιλλυρία, Βάνδαλοι στην Αφρική, Άγγλοι, Σάξονες και Ιούτοι στη Βρετανία), καταλύθηκε τελικά το 476 μ.Χ. από τον Οδόακρο, αρχηγό των βαρβάρων μισθοφόρων των Ρωμαίων, ενώ το ανατολικό μέρος έζησε για χίλια χρόνια ακόμη ως η γνωστή Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο τελευταίος Αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που η έδρα του από τη Ρώμη είχε μεταφερθεί στην πόλη Ραβένα της Ιταλίας, ήταν ο Ρωμύλος, με το υποτιμητικό παρωνύμιο Αυγουστύλος από το Αύγουστος.

Ο Οδόακρος του έδωσε μία βίλα στην Καμπανία και ένα ετήσιο εισόδημα μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 488 μ.Χ. ο αρχηγός των Οστρογότθων, Θευδέριχος ο Μέγας, νίκησε τον Οδόακρο και κατάκτησε την Ιταλία. Σε αντίθεση με το δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας που καταλύθηκε και έπαυσε να υπάρχει, το ανατολικό τμήμα κατόρθωσε να επιζήσει των βαρβαρικών επιδρομών και, χωρίς να υπάρξει διακοπή και με συνέχεια στην Αυτοκρατορική διαδοχή, συνέχισε να υπάρχει μέχρι την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από το Οθωμανικό κράτος.

 

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετά το 476 μ.Χ.

Παρόλο που το δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καταλύθηκε το 476 και ο χαρακτήρας του ανατολικού τμήματος μεταβλήθηκε ουσιαστικά κατά το πέρασμα των αιώνων, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνέχισε να επηρεάζει για αιώνες την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας. Το Ρωμαϊκό δίκαιο συνέχισε να χρησιμοποιείται από τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες αλλά και από τους Γερμανούς ηγεμόνες της Δύσης. Η Λατινική γλώσσα θεωρούνταν για αιώνες η γλώσσα των μορφωμένων ανθρώπων, ενώ η Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική και οδοποιία θαυμάζονται μέχρι σήμερα.

Για χίλια περίπου χρόνια οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους συνεχιστές και κληρονόμους του Ρωμαϊκού μεγαλείου, ενώ οι ιδέες της οικουμενικότητας, της παγκόσμιας ενότητας και κυριαρχίας ήταν αρκετά ελκυστικές σε σειρά ηγεμόνων, όπως ο Καρλομάγνος και ο Όθων Α’, που ονόμασαν τους εαυτούς τους Αυτοκράτορες και στέφθηκαν από τον Πάπα με αυτόν τον τίτλο. Η ίδια η Εκκλησία της Ρώμης διεκδίκησε ένα κομμάτι από την ακτινοβολία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Είναι αξιοσημείωτο πως οι τίτλοι «Τσάρος» για τη Ρωσία και «Κάιζερ» για τη Γερμανία προέρχονται από το Ρωμαϊκό «Καίσαρας».

Με δεδομένη την αποσύνδεση της Ρώμης και με δεδομένο τον αναμφισβήτητα Ελληνικό χαρακτήρα της γνωστής «Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» προκύπτει ένα πολύ σοβαρό θέμα. Πότε σταματά να υπάρχει η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και πότε ξεκινά να υπάρχει η Βυζαντινή Αυτοκρατορία; Υπάρχουν πολλές διαφωνίες ως προς αυτό το θέμα και αυτό γιατί η ιστορία δεν περιορίζεται μόνο στην γνώση των γεγονότων αλλά κυρίως στην αξιολόγησή τους. Ενιαία αξιολόγηση των γεγονότων σε αυτό το ερώτημα δεν υπάρχει και ο λόγος είναι πολύ απλός. Οι κυριότερες θεωρίες για την ανατολή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι τρεις:

  • Άλλοι υποστηρίζουν το έτος 330, που μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
  • Άλλοι υποστηρίζουν το έτος 395, που ο Θεοδόσιος χώρισε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε Ανατολική και Δυτική η πρώτη με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη και η δεύτερη με πρωτεύουσα το Μιλάνο αρχικά και στην συνέχεια την Ραβένα.
  • Άλλοι υποστηρίζουν το έτος 476, που έπεσε η Ραβένα (και η πόλη της Ρώμης) στους βαρβάρους με συνέπεια να καταλυθεί η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Όλα αυτά βέβαια δείχνουν ελλιπή αξιολόγηση των γεγονότων. Η Ρώμη στις αρχές του 3ου αιώνα αναγνωρίστηκε επίσημα πως δεν αποτελούσε πλέον πόλη κράτος και στα τέλη του 3ου αιώνα η Ρώμη από πρωτεύουσα μετατράπηκε σε επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το 212 η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετετράπη σε Οικουμενική Αυτοκρατορία όταν αποδόθηκε η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους υπηκόους με αποτέλεσμα την παύση ύπαρξης κυρίαρχων και υπηκόων λαών και την πραγματοποίηση του Οικουμενικού οράματος του Αλέξανδρου 5 αιώνες μετά την εποχή του.

Η ενέργεια αυτή ήταν βέβαια σύμφωνη και με την νοοτροπία πολιτικού εκρωμαϊσμού που ακολουθούσε η Ρώμη από την αρχή την κτίση της, όπως είδαμε προηγουμένως σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Διονύσιου του Αλικαρνασσέως τον 1ο π.Χ. αιώνα. Με την απόδοση της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας έπαυσε η διάκριση που υπήρχε ως εκείνη την εποχή που την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη την είχαν μόνο οι κάτοικοι της Ρώμης και της Ιταλίας.

Από το 212 και μετά αναγνωρίστηκε κάτι που είχε συμβεί ήδη από τον 2ο αιώνα, ότι δηλαδή η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε πλέον υπερβεί θεσμικά την πόλη της Ρώμης και Ρωμαίοι από το 212 και μετά ήταν όλοι οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας ανεξαρτήτου καταγωγής και εθνικότητας. Μπορεί η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία να είχε προέλθει από την πόλη-κράτος της Ρώμης αλλά τον 3ο αιώνα αυτή η προέλευση είχε ιστορική μόνο σημασία. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του 3ου αιώνα δεν ήταν πια πόλη κράτος όπως η Ρώμη του 1ου π.Χ. αιώνα, αλλά πραγματική Αυτοκρατορία.

Η μεταμόρφωση της πόλης κράτους σε Αυτοκρατορία δεν συνέβη με την εδαφική επέκταση της Ρώμης σε απέραντες εκτάσεις τον 2ο π.Χ. και 1ο π.Χ. αιώνα, αλλά με την υποβάθμιση της σημασίας της τοπικής καταγωγής των υπηκόων της που συνέβη τον 1ο και τον 2ο αιώνα. Η Ρώμη σαν Αυτοκρατορία παγιώθηκε για αρκετούς αιώνες. Μέσα στους δύο πρώτους Μεταχριστιανικούς αιώνες οι γενιές που έρχονταν και έφευγαν έβλεπαν μόνο την Ρώμη ως κυρίαρχο. Με την πάροδο των αιώνων οι διαφορές τους με τους Ρωμαίους αμβλύνθηκαν και τελικά ατόνησαν. Σε αυτό συνέβαλλε και το γεγονός πως οι Ρωμαίοι προέρχονταν από πόλη κράτος και όχι άμεσα από κάποιον λαό.

Η Ρωμαιοποίηση των υπηκόων της Αυτοκρατορίας θα ήταν πιο δύσκολη ως αδύνατη αν στην θέση των Ρωμαίων βρίσκονταν οι Άραβες, οι Τούρκοι, οι Πέρσες, ή κάποιος λαός. Με την παύση ύπαρξης Ρωμαίων Πολιτών η αναγνώριση του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας ήταν αν μη τι άλλο λογική τον 3ο αιώνα, ενώ τον 1ο π.Χ. αιώνα ήταν αδιανόητη. Η υπέρβαση της πόλης της Ρώμης από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνεχίστηκε τον 3ο αιώνα και ολοκληρώθηκε τυπικά όταν το 293 η πόλη της Ρώμης έπαυσε να είναι και θεσμικά η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Με το να παύσει να είναι πρωτεύουσα η πόλη της Ρώμης έπαυσε να είναι το κέντρο της Αυτοκρατορίας όπου οι Αυτοκράτορες κυβερνούσαν και όπου λαμβάνονταν οι αποφάσεις και μετατράπηκε σε επαρχία της Αυτοκρατορίας διατηρώντας αυτή την ιδιότητα ως το 751 με διάλειμμα την περίοδο 476 – 536 που είχε καταληφθεί από τους Οστρογότθους μαζί με όλη την Ιταλία. Δεν έπαυσε βέβαια να έχει ιδιαίτερα συμβολική σημασία, αλλά τίποτα παραπάνω από αυτό.

Όταν ο Διοκλητιανός το 293 χώρισε διοικητικά την Αυτοκρατορία σε 4 τμήματα όρισε ως πρωτεύουσες για το ένα τμήμα την πόλη Τρεβήρους στην Γαλατία, για το δεύτερο τμήμα την Νικομήδεια της Βιθυνίας, για το τρίτο τμήμα το Σίρμιο στα Βαλκάνια και για το τέταρτο τμήμα που περιλάμβανε την Ιταλία δεν όρισε πρωτεύουσα την Ρώμη αλλά τα Μεδιόλανα, δηλαδή το σημερινό Μιλάνο.

 

Από τη Ρωμαϊκή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Για να ξεπεραστεί η κρίση του 3ου αιώνα μ.Χ. έπρεπε να αναδιοργανωθούν η διοίκηση, η άμυνα και η οικονομία. Για το σκοπό αυτό στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284 – 305 μ.Χ.) έκανε μεγάλες διοικητικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες συνέχισε ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α’ (306 – 337 μ.Χ.). Με τη διακυβέρνηση του Διοκλητιανού άλλαξε ο ρόλος και μεγάλωσε η δύναμη του Αυτοκράτορα. Δημιουργήθηκε ένα νέο πολίτευμα που ονομάστηκε από τους σύγχρονους ιστορικούς Δεσποτεία. Ο Αυτοκράτορας ονομάζεται πια δεσπότης (dominus), δηλαδή απόλυτος μονάρχης: θεωρείται ζωντανός Θεός και η εξουσία του είναι απεριόριστη. Παράλληλα η Σύγκλητος χάνει τη δύναμή της.

Η αλλαγή του πολιτεύματος στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο νέος ρόλος του Αυτοκράτορα επηρεάστηκαν σημαντικά από τα κράτη της Ανατολής και κυρίως από το Περσικό Βασίλειο των Σασανιδών. Επίσης για την καλύτερη διοίκηση ο Διοκλητιανός χώρισε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε τέσσερα τμήματα και δημιούργησε το σύστημα της Τετραρχίας. Αύγουστος και Καίσαρας ήταν δύο τίτλοι που χρησιμοποίησε ο Διοκλητιανός για τα μέλη της Τετραρχίας. Έτσι η Ρώμη έπαψε να αποτελεί αποκλειστικό κέντρο εξουσίας. Παράλληλα ο Διοκλητιανός έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, αφού ο ίδιος εγκαταστάθηκε σε αυτό με έδρα τη Νικομήδεια.

Ακόμη ο Διοκλητιανός αναδιοργάνωσε το στρατό, ενίσχυσε τα σύνορα του Ρωμαϊκού κράτους και έκανε μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα. Ο Μέγας Κωνσταντίνος ανέβηκε στο θρόνο ως Αύγουστος το 306 μ.Χ. Αφού νίκησε τους άλλους διεκδικητές του θρόνου, το Μαξέντιο και το Λικίνιο, έμεινε μόνος αυτοκράτορας το 324 μ.Χ. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αναδιοργάνωσε τη διοίκηση του Ρωμαϊκού κράτους και έκοψε χρυσό νόμισμα, που έμεινε σταθερό για πολλούς αιώνες. Έβαλε καινούργιους φόρους, για να αντιμετωπίσει τα μεγάλα κρατικά έξοδα.

Προσπάθησε επίσης να αντιμετωπίσει την αύξηση της μεγάλης ιδιοκτησίας σε βάρος της μικρής για να μην αναγκάζονται οι πολίτες να εγκαταλείπουν το επάγγελμα ή τη γη τους. Ο Κωνσταντίνος έκανε το Χριστιανισμό νόμιμη θρησκεία το 313 μ.Χ. με το διάταγμα του Μεδιολάνου. Πίστευε επίσης ότι η Χριστιανική Εκκλησία θα βοηθούσε την Αυτοκρατορία να μείνει ενωμένη. Ο Μέγας Κωνσταντίνος βαφτίστηκε τελικά Χριστιανός λίγο πριν πεθάνει (337 μ.Χ.). Μία από τις πρώτες αποφάσεις του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αφού έμεινε μόνος Αυτοκράτορας στο θρόνο, ήταν να μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή, σε μια νέα πόλη που ίδρυσε στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, στο νότιο άκρο του Βόσπορου.

Ο Κωνσταντίνος διάλεξε τη θέση αυτή για πολιτικούς, στρατηγικούς αλλά και εμπορικούς λόγους. Η πόλη ονομάστηκε αρχικά Νέα Ρώμη, αλλά τελικά έγινε γνωστή με το όνομα του ιδρυτή της: Κωνσταντινούπολη. Με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, το κέντρο βάρους της Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε από τη Δύση στην Ανατολή, η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έφυγε από το χώρο όπου κυριαρχούσε η Λατινική γλώσσα και ήταν πια σε ένα χώρο όπου οι πιο πολλοί μιλούσαν ή καταλάβαιναν την Ελληνική γλώσσα και πάρα πολλοί κάτοικοι ήταν Χριστιανοί.

 

Η Διάδοχη Ιδεολογία της Αυτοκρατορίας

Α) Ο ίδιος ο Διοκλητιανός ανέλαβε το τμήμα που είχε πρωτεύουσα την Νικομήδεια της Βιθυνίας, μια πόλη που είναι σχεδόν απέναντι από την Κωνσταντινούπολη η οποία δεν είχε κτιστεί την εποχή του. Το γεγονός πως ο Διοκλητιανός μετακινήθηκε το 293 στην ανατολή σήμαινε ότι το κέντρο βάρους της Αυτοκρατορίας έτεινε να μετακινηθεί εκεί, γεγονός που πραγματοποιήθηκε το 330 με την κτίση της Κωνσταντινούπολης. Θεωρώντας την πόλη της Ρώμης μη Ελληνικής καταγωγής είναι ανεξήγητο γιατί ο Διοκλητιανός μετακινήθηκε τόσο μακριά από την Ιταλία και μάλιστα σε εδάφη που κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες εκείνη την εποχή.

Η δε ενέργεια του Διοκλητιανού δεν ήταν παρένθεση αλλά μόνο η αρχή, αφού γνώρισε συνέχεια με την κτίση της Κωνσταντινούπολης. Ο Κωνσταντίνος μετέφερε το 330 την πρωτεύουσα από την Νικομήδεια στην Κωνσταντινούπολη και όχι από την Ρώμη, όπως πιστεύεται. Ο Διοκλητιανός και όχι ο Κωνσταντίνος είχε κάνει την αρχή όσον αφορά την στέρηση της ιδιότητας της πρωτεύουσας από την πόλη της Ρώμης. Από το 293 η Ρώμη έπαυσε να είναι πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και κατέστη επαρχία της. Η Νικομήδεια μάλιστα βρισκόταν κοντά στην Τροία και στην Δάρδανο γεγονός που θα έπαιξε ρόλο στην θεσμική αποδοχή της επιλογής του Διοκλητιανού.

Β) Ακόμα και για το τμήμα που περιλάμβανε την Ιταλία δεν παρέμεινε πρωτεύουσα η Ρώμη αλλά το σημερινό Μιλάνο. Θα ήταν πολύ εύκολο για τον Διοκλητιανό να αφήσει την Ρώμη πρωτεύουσα για τμήμα που συμπεριλάμβανε την Ιταλία αλλά δεν το έκανε και αυτό αποδείκνυε ότι η πόλη της Ρώμης δεν ήταν πια το κέντρο της Αυτοκρατορίας και ότι η Αυτοκρατορία συνέχιζε να υπάρχει πλέον και χωρίς αυτήν. Συνεπώς από το 293 και μετά, η Ρώμη δεν θεωρείτο το κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ούτε από τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες, οι οποίοι μάλιστα με πρώτο τον Διοκλητιανό άρχισαν να κινούνται στην Ανατολή στα πλαίσια αναζήτησης νέου κέντρου για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παρέμενε διοικητικά και όχι πολιτικά διαιρεμένη όπως θα δούμε στην συνέχεια. Η ενέργεια του Διοκλητιανού να απομακρυνθεί από την πόλη της Ρώμης θα ήταν αδιανόητη την εποχή του Οκταβιανού στα τέλη του 1ου π.Χ. αιώνα που η Ρώμη ήταν το αναμφισβήτητο κέντρο της Αυτοκρατορίας, και δεν τίθετο καν θέμα αναζήτησης άλλου κέντρου. Όμως μέσα σε τρεις αιώνες η κατάσταση είχε αλλάξει, οι αστικοί πατριωτισμοί είχαν σβήσει, οι εθνικές διακρίσεις δεν είχαν σημασία και ο Οικουμενισμός είχε επικρατήσει, με αποτέλεσμα τον 3ο αιώνα οι κάτοικοι π.χ. της Αιγύπτου να είναι «Ρωμαίοι».

Όπως και οι κάτοικοι της Βρετανίας, της Γαλατίας, της Ιβηρίας, της Ελλάδας, της Μικράς Ασίας, της Συρίας, της Καρχηδονίας, της Θράκης, της Ιλλυρίας κ.λπ. ενώ τον 1ο π.Χ. αιώνα Ρωμαίοι ήταν μόνο οι κάτοικοι της Ιταλίας και της Ρώμης με τους υπολοίπους να είναι απλά υπήκοοι που γνώριζαν αστικές ή φυλετικές διαφοροποιήσεις. Όταν ο Κωνσταντίνος το 324 επανένωσε διοικητικά την Αυτοκρατορία αναζήτησε νέο κέντρο στην Ανατολή, εκεί που είχε καταφύγει και ο Διοκλητιανός μερικές δεκαετίες νωρίτερα και επειδή δεν υπήρχε πόλη ικανή για έναν τόσο σημαντικό ρόλο υποχρεώθηκε να την κτίσει ή να επεκτείνει και να επαναθεμελιώσει την ήδη υπαρκτή πόλη.

Οι δε διαδικασίες οικοδόμησης ή επέκτασης ξεκίνησαν μόλις ένα χρόνο μετά την επανένωση της Αυτοκρατορίας δηλαδή το 325. Στα πλαίσια αυτά κτίστηκε η Κωνσταντινούπολη που εγκαινιάστηκε το 330 στην θέση της αποικίας του αρχαίου Βυζαντίου με την επιλογή της τοποθεσίας της να μην είναι τυχαία, αλλά σύμφωνη με τα πλαίσια της παγανιστικής ιερής γεωγραφίας δεδομένου ότι η πόλη ισαπείχε σε σχέση με την Ρώμη από την Δωδώνη (το ίδιο ισχύει με την Αθήνα και την Σπάρτη), ενώ οι δύο πόλεις είναι αμφότερες επτάλοφες. Η δυνατότητα εύκολης οχύρωσής της και η εν γένει στρατηγικότητα της τοποθεσίας της προφανώς θα ενίσχυσαν την απόφαση του Κωνσταντίνου.

Η Κωνσταντινούπολη οικοδομήθηκε ακολουθώντας τα πρότυπα της πόλης της Ρώμης και αυτό φυσικά σήμαινε ότι η Ρώμη αποτελούσε το πρότυπο, αλλά το νέο δημιούργημα αποτελούσε την συνέχειά της. Ούτως ή άλλως από το 293 η Ρώμη δεν ήταν πλέον το κέντρο της Αυτοκρατορίας και το 330 το κέντρο της Αυτοκρατορίας κατέστη η Κωνσταντινούπολη. Έτσι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία απέκτησε ένα νέο κέντρο, μια πόλη που είχε εξ’ αρχής ιδρυθεί για να αποτελέσει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε αντίθεση με την Ρώμη. Σε κάθε περίπτωση η μεταφορά της πρωτεύουσας το 330 από την Νικομήδεια στην Κωνσταντινούπολη έγινε στα πλαίσια δημιουργίας νέας πρωτεύουσας για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Επρόκειτο για επαναθεμελίωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας όχι για την δημιουργία νέου κράτους. Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου του Α’ η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παρ’ όλο που είχε βρει πλέον νέο κέντρο στην Κωνσταντινούπολη, διασπάστηκε το 337 και αυτό γιατί τα προβλήματα διοίκησής της δεν μπορούσαν να επιλυθούν μόνο με την δημιουργία νέου κέντρου, αφού ήταν αποτέλεσμα της υπερέκτασης της Αυτοκρατορίας. Όμως όταν η Αυτοκρατορία επανενώθηκε με τον Ιουλιανό το 361 το κέντρο της θεωρείτο πάντα η Κωνσταντινούπολη και ποτέ η Ρώμη. Μεταφέροντας την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη η τελευταία κατέστη το κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Όσον αφορά την διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 395 από τον Θεοδόσιο τον Α’ σε δύο κράτη το Ανατολικό και το Δυτικό και αυτή η διαίρεση δεν μπορεί να αποτελεί το σημείο αφετηρίας της «Βυζαντινής» Αυτοκρατορίας για τους ακόλουθους λόγους. Η διαίρεση του Θεοδοσίου δεν ήταν πολιτικής φύσης αλλά διοικητικής, δηλαδή ο Θεοδόσιος δεν αποσκοπούσε στο να διαλύσει την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και να ιδρύσει δύο νέα κράτη αλλά στο να διοικηθεί καλύτερα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο Θεοδόσιος δεν ήταν ο πρώτος που διαίρεσε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο πρώτος ήταν ο Διοκλητιανός που την διαίρεσε το 293 σε δύο τμήματα, δηλαδή σε Ανατολή και Δύση, (στα ίδια σχεδόν τμήματα που την διαίρεσε και ο Θεοδόσιος το 395).

Στην συνέχεια τα δύο τμήματα διαιρέθηκαν σε άλλα δύο και συνολικά η Αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε τέσσερα τμήματα στην λεγόμενη «Τετραρχία». Ο Κωνσταντίνος ο Α’ κατόπιν εμφυλίων πολέμων επανένωσε την Αυτοκρατορία το 324. Μετά τον θάνατό του Κωνσταντίνου το 337 η Αυτοκρατορία διαιρέθηκε εκ νέου πάλι διοικητικά σε μια νέα Τετραρχία. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επανενώθηκε με τον Ιουλιανό το 361 και λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του διαιρέθηκε και πάλι διοικητικά το 364 και επανενώθηκε με τον Θεοδόσιο τον Α’ το 375.

Πριν τον Διοκλητιανό κατά την διάρκεια της «κρίσης του 3ου αιώνα», μιας κρίσης με προεκτάσεις οικονομικές, στρατιωτικές, πολιτικές και πληθυσμιακές (με δεδομένο τον αποδεκατισμό του πληθυσμού από αρρώστιες) η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διασπάστηκε σε τρία τμήματα που δεν αποτελούσαν απλά διοικητικές διαιρέσεις. Την περίοδο 260 – 274 στην σημερινή Γαλλία και Βρετανία (για λίγο και στην Ισπανία) απλωνόταν η βραχύβια «Γαλατική Αυτοκρατορία», ενώ την περίοδο 260 – 273 στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη, στην Συρία και στην Κεντρική με Ανατολική Μικρά Ασία απλωνόταν η επίσης βραχύβια «Αυτοκρατορία της Παλμύρας».

Οι δύο αυτές Αυτοκρατορίες προήλθαν από διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 260 και η Γαλατική Αυτοκρατορία με την Αυτοκρατορία της Παλμύρας διατηρούσαν εχθρικές σχέσεις με την Ρωμαϊκή. Αυτή η κατάσταση διατηρήθηκε μέχρι το 273 – 274 που η Γαλατική Αυτοκρατορία και η Αυτοκρατορία της Παλμύρας διαλύθηκαν και οι εκτάσεις τους εντάχθηκαν εκ νέου στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η διαίρεση της περιόδου 260 – 274 δεν ήταν διοικητικής, αλλά πολιτικής φύσης, αυτό όμως δεν ισχύει για τις μεταγενέστερες διαιρέσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γιατί οι διαιρέσεις το 293, το 337 και το 364 ήταν διοικητικής και όχι πολιτικής φύσης.

Απόδειξη αποτελεί το γεγονός πως όταν ακολούθησαν συγκρούσεις μεταξύ των τμημάτων της Αυτοκρατορίας που οδήγησαν σε επανενώσεις αυτές οι συγκρούσεις χαρακτηρίστηκαν ως «εμφύλιες». Δεν νοείται ασφαλώς εμφύλιος πόλεμος μεταξύ διαφορετικών κρατών, συνεπώς οι χωρισμοί της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας πριν το 395 ήταν αναμφίβολα διοικητικής και όχι πολιτικής φύσης, δεν δημιούργησαν δηλαδή νέα κράτη. Το ίδιο όμως ισχύει και για την διαίρεση του 395 από τον Θεοδόσιο τον Α’. Η διαίρεση του Θεοδόσιου δεν ήταν η πρώτη, αλλά η τέταρτη και ήταν και αυτή διοικητικής φύσης, όπως αντίστοιχης φύσης ήταν οι διαιρέσεις του Διοκλητιανού έναν αιώνα νωρίτερα και των διαδόχων του Κωνσταντίνου του Α’ ή των διαδόχων του Ιουλιανού.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο Κωνσταντίνος ο Α’ και ο Θεοδόσιος ο Α’ βρήκαν διοικητικά διαιρεμένη την Αυτοκρατορία, την ένωσαν και αμφότεροι την διαίρεσαν διοικητικά μετά τον θάνατό τους. Όπως προείπαμε οι πόλεμοι που πραγματοποιήθηκαν από τον Κωνσταντίνο τον Α’ για την επανένωση της Αυτοκρατορίας χαρακτηρίζονται εμφύλιοι, και όχι άδικα. Το ίδιο όμως θα ίσχυε αν ποτέ συγκρούονταν οι στρατοί Κωνσταντινούπολης και Ραβέννας μετά το 395. Ενδέχεται μάλιστα να είχαν συγκρουστεί αν οι βάρβαροι δεν είχαν εν τω μεταξύ κατακλείσει την Δύση δημιουργώντας ανυπέρβλητα προβλήματα και ο Αυτοκράτορας που θα ένωνε τα δύο τμήματα της Αυτοκρατορίας ενδέχεται να την διαιρούσε ξανά μετά τον θάνατό του, όπως είχε ήδη γίνει τόσες φορές.

Το γεγονός ότι σε αντίθεση με τις προηγούμενες διαιρέσεις τα δύο τμήματα δεν επανενώθηκαν δεν αρκεί για να αποδείξει ότι η διαίρεση του 395 ήταν πολιτική και όχι διοικητική όπως η διάσπαση του 260. Η διαίρεση πραγματοποιήθηκε το 395 αλλά το 407 οι βάρβαροι πέρασαν τον παγωμένο Ρήνο και κατέκλυσαν την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όχι μόνο στο Δυτικό τμήμα αλλά και στο Ανατολικό. Η Ρωμαϊκή εξουσία δεν μπόρεσε στην Δύση να τους σταματήσει και τελικά κατέρρευσε. Αν δεν είχαν όμως πραγματοποιηθεί οι εισβολές των βαρβάρων του 5ου αιώνα πιθανότατα τα δύο τμήματα θα ξαναενώνονταν όπως είχε γίνει και τις προηγούμενες φορές (324, 361, 375).

Δεν υπήρξε όμως ο απαραίτητος χρόνος γιατί ο Θεοδόσιος διαίρεσε διοικητικά την Αυτοκρατορία το 395 και οι εισβολές των βαρβάρων κατέκλυσαν την Δύση το 407, δηλαδή μόλις 12 χρόνια μετά την διοικητική διαίρεση της Αυτοκρατορίας, είχαν μάλιστα ξεκινήσει από το 402. Μετά το 395 η Κωνσταντινούπολη και η Ραβέννα συνεργάστηκαν όσο αυτό ήταν εφικτό για να αντιμετωπίσουν τα κύματα των βαρβάρων και όταν τελικά οι βάρβαροι επιβλήθηκαν στην Ραβέννα το 476 απευθύνθηκαν στον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης για νομιμοποίηση της εξουσίας τους.

Η συνεργασία μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ραβέννας υπήρξε αναμφίβολη, την περίοδο 407 – 476, τόσο κατά τις εισβολές του Αττίλα (434 – 453), όσο και κατά των Βανδάλων, όταν το 468 σε κοινή εκστρατεία απέτυχαν να ανακαταλάβουν την Καρχηδόνα. Η Κωνσταντινούπολη δεν θεωρούσε ξένο έδαφος την Καρχηδόνα ούτε βοηθούσε το 468 ξένο κράτος (την Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) να ανακαταλάβει έδαφός του. Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι ο χωρισμός της αυτοκρατορίας το 395 ήταν διοικητικής και όχι πολιτικής φύσης όπως και οι προγενέστεροι (293-324, 337-361, 364-375). Τα ιστορικά γεγονότα πρέπει να κρίνονται από την ουσία και όχι από το αποτέλεσμα.

Ο χωρισμός του 395 αποδείχτηκε οριστικός επειδή τα δύο τμήματα δεν επανενώθηκαν όπως στο παρελθόν, αλλά αυτό οφειλόταν σε εξωγενείς παράγοντες δηλαδή στις εισβολές των βαρβάρων και όχι σε εσωτερικούς παράγοντες, ούτε στην φύση της διαίρεσης η οποία ήταν πάντα διοικητικής και όχι πολιτικής φύσης. Συνεπώς το 395 ο Θεοδόσιος δεν ίδρυσε νέο κράτος, ούτε είχε αυτό τον σκοπό, όπως αντίστοιχα ο Διοκλητιανός το 293 δεν ίδρυσε νέα κράτη, ούτε ο Κωνσταντίνος το 337, ούτε μετά τον θάνατο του Ιουλιανού πραγματοποιήθηκε κάτι αντίστοιχο το 364. Η περίπτωση του Θεοδοσίου δεν αποτελεί εξαίρεση, ήταν απλά μια διοικητική διαίρεση της Αυτοκρατορίας όπως και οι προηγούμενες.

Συνεπώς ούτε το 395 ιδρύθηκε νέο κράτος. Στην πραγματικότητα για διοικητικούς λόγους διαιρέθηκε η Αυτοκρατορία σε Ανατολικό και Δυτικό τμήμα και για λόγους κυριολεκτικά ανωτέρας βίας δεν επετράπη η επανένωσή τους όπως στο παρελθόν. Αλλά επρόκειτο πάντα για μια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και το 395 αλλά και μετά έστω και διοικητικά διαιρεμένη. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ιδρύθηκε νέο κράτος αν η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε διασπαστεί από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετά από κάποια επανάσταση, όπως το 260 είχαν διασπαστεί οι βραχύβιες Αυτοκρατορίες της Παλμύρας και των Γαλατών. Αν δηλαδή η Κωνσταντινούπολη είχε επαναστατήσει κατά της Ρώμης και είχε σχηματίσει δικό της κράτος.

Βέβαια στην πραγματικότητα η Ραβέννα θα έπρεπε να επαναστατήσει εναντίον της Κωνσταντινούπολης και να διασπαστεί από εκείνη και όχι το αντίθετο αφού το κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 330 και μετά βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και όχι στην Ρώμη ή στην Ραβέννα που έγινε πρωτεύουσα του Δυτικού τμήματος μόλις το 402. Σε κάθε περίπτωση η διαίρεση του 395 συγκρινόμενη με την διάσπαση του 260 δεν έχει καμία σχέση. Όσον αφορά την «πτώση της Ρώμης» το 476 που πολλοί την θεωρούν ορόσημο, θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε υπερβεί την πόλη της Ρώμης θεσμικά και μάλιστα από το 293.

Ακόμα και το Μιλάνο ήταν ανώτερο της Ρώμης τον 4ο αιώνα, τουλάχιστον από διοικητικής άποψης. Το σημερινό Μιλάνο είχε καταστεί το 293 πρωτεύουσα του τμήματος που περιλάμβανε την Ιταλία, αντί της Ρώμης, στο Μιλάνο είχε υπογραφεί το 313 το διάταγμα της ανεξιθρησκίας που αποτέλεσε το πρώτο βήμα αναγνώρισης του Χριστιανισμού και όχι στην Ρώμη, ενώ το 395 το Μιλάνο αποτέλεσε την πρώτη πρωτεύουσα του Δυτικού τμήματος και όχι η Ρώμη, συνεπώς ακόμα και το Μιλάνο ξεπερνούσε διοικητικά την Ρώμη τον 4ο αιώνα. Όμως ακόμα και το Μιλάνο δεν ήταν, ούτε κατέστη ποτέ το κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Ακόμα και ο Διοκλητιανός δεν το προτίμησε και προτίμησε το τμήμα που εκείνος θεωρούσε ως σημαντικότερο, δηλαδή το ανατολικό τμήμα που δεν περιλάμβανε την Ρώμη ή την Ιταλία. Στα πλαίσια των αντιλήψεων που θεωρούν τους Ρωμαίους ξένους από τους Έλληνες είναι περίεργο το γιατί οι Αυτοκράτορες της στάθμης του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου του Α’ προτίμησαν να αναζητήσουν στην ανατολή το νέο κέντρο της Αυτοκρατορίας σε εδάφη πολύ μακρινά από την Ρώμη. Όταν τελικά ο Θεοδόσιος χώρισε και αυτός διοικητικά την Αυτοκρατορία σε Ανατολικό και Δυτικό τμήμα η Ρώμη το 395 δεν επανάκτησε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που είχε χάσει από το 293.

Δηλαδή 102 χρόνια νωρίτερα, αφού και πάλι το Μιλάνο έγινε η πρωτεύουσα του Δυτικού τμήματος και όχι η Ρώμη. Με δεδομένο το γεγονός ότι σε κάθε περίπτωση η πρωτεύουσα και άρα το κέντρο της Αυτοκρατορίας είχε μεταφερθεί από το 330 στην Κωνσταντινούπολη το κέντρο βάρους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συνέχισε τον 5ο αιώνα να βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη και όχι στο Μιλάνο ή λίγο αργότερα η Ραβέννα. Για την Ρώμη δεν τίθεται καν θέμα μια και ήταν υποδεέστερη διοικητικά από το Μιλάνο και την Ραβέννα. Στο Δυτικό τμήμα μάλιστα το 402 η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από το Μιλάνο όχι όμως στην Ρώμη αλλά στην Ραβέννα η οποία παρέμεινε πρωτεύουσα του Δυτικού τμήματος ως το 476.

Η πόλη της Ρώμης μάλιστα λεηλατήθηκε το 410 από τους Βησιγότθους και το 455 από τους Βανδάλους. Οι Βησιγότθοι και οι Βάνδαλοι όμως δεν λεηλάτησαν το κέντρο ή την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ούτε καν την πρωτεύουσα του Δυτικού τμήματός της. Η Ρώμη είχε πάψει να είναι πρωτεύουσα από το 293, δηλαδή τουλάχιστον 117 χρόνια πριν την λεηλασία της από τον Αλάριχο και 162 χρόνια πριν την λεηλασία της από τους Βάνδαλους. Η λεηλασία της είχε θεσμική αξία, λόγω της ιστορίας της πόλης αλλά όχι πρακτική. Η πόλη της Ρώμης ανήκε ήδη στο παρελθόν.

Το 476 σηματοδότησε την πτώση όχι της Ρώμης αλλά της Ραβέννας η οποία αν και ήταν πρωτεύουσα του Δυτικού τμήματος σε καμία περίπτωση δεν ήταν το κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οπότε το 476 δεν σηματοδότησε σε καμία περίπτωση το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της οποίας το κέντρο βρισκόταν από το 330 στην Κωνσταντινούπολη, δηλαδή 146 χρόνια πριν την πτώση της Ραβέννας. Η πόλη της Ρώμης έπεσε όντας επαρχία της Ραβέννας. Είναι παράλογο να θεωρούμε την πτώση της Ραβέννας ως το σημείο πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρχε θεσμικά στην Κωνσταντινούπολη από το 330 και σε καμία περίπτωση στην Ραβέννα.

Δεδομένου ότι το αληθινό κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε καταστεί η Κωνσταντινούπολη από το 330 και όχι το Μιλάνο, ή η Ραβέννα (για την Ρώμη δεν τίθεται καν θέμα γιατί ήταν κατώτερη διοικητικά τον 4ο και τον 5ο αιώνα από τις τρεις προαναφερόμενες πόλεις) αυτό το κέντρο συνέχισε να υπάρχει και μετά το 476, άρα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνέχισε να υπάρχει και μετά το 476. Ούτως ή άλλως η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε υπερβεί την πόλη της Ρώμης από το 212 αν όχι νωρίτερα και η υπέρβαση ολοκληρώθηκε το 293. Σε κάθε περίπτωση η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όχι μόνο συνέχισε να υπάρχει αλλά και αντεπιτέθηκε τον 5ο αιώνα, όταν ο Ιουστινιανός εισέβαλε το 533 στην Βανδαλική Καρχηδόνα.

Το 535 στην Οστρογοτθική Ιταλία, το 551 στην Βησιγοτθική Ισπανία και απελευθέρωσε πρώην Ρωμαϊκά εδάφη ως Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Το ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άλλαξε μετά τον 5ο αιώνα και ως τον 15ο αιώνα είναι γεγονός, αυτό όμως δεν σημαίνει πως έπαψε να είναι Ρωμαϊκή. Το όνομα «Ρωμαίος» δεν είναι ούτε υπήρξε ποτέ εθνικός χαρακτηρισμός αλλά πολιτικός που περιλάμβανε όλους τους υπηκόους του Ρωμαϊκού κράτους ιδίως από το 212 και μετά. Θα ήταν αδύνατο η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία να μην αλλάξει και να επιζήσει ως τον 15ο αιώνα χωρίς να προσαρμόζεται στις αλλαγές των καιρών.

Εξ’ άλλου η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άλλαξε και πριν την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη όταν η Ρώμη από πόλη κράτος στην διάρκεια του 2ου και του 3ου αιώνα μεταμορφώθηκε σε Αυτοκρατορία. Είναι γεγονός ότι η Ρώμη από πρωτεύουσα κατέστη το 293 επαρχία της Αυτοκρατορίας και στην συνέχεια αυτή η Αυτοκρατορία επέζησε ως τον 15ο αιώνα χωρίς να σχετίζεται με την πόλη της Ρώμης που έπαψε να είναι κτίση της από τα μέσα του 8ου αιώνα.

 

——————————————————————————————————

ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΜΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ 

Η Εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου 

Ο Μέγας Κωνσταντίνος

Flavius Valerius Aurelius Constantinus Augustus, γνωστός και ως Κωνσταντίνος Α’, ήταν Ρωμαίος Αυτοκράτορας από το 306 έως το 337 με Θρακική – Ιλλυρική καταγωγή. Ήταν Αυτοκράτορας της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 312 έως το 324 και μονοκράτορας από το 324 έως το 337. Έμεινε γνωστός για τρεις κοσμοϊστορικές αποφάσεις του:

  • Υπέγραψε το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ. με το οποίο θεσπιζόταν η αρχή ανεξιθρησκίας. Έτσι, για πρώτη φορά ο Χριστιανισμός βρισκόταν υπό την προστασία του Αυτοκράτορος (Ο Μ. Κωνσταντίνος δεν ανακήρυξε το Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας, όπως λανθασμένα αναφέρεται κάποιες φορές. Αυτό το έπραξε αρκετά χρόνια αργότερα ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος). Με την κίνηση αυτή ο διορατικός Μέγας Κωνσταντίνος συνέχιζε την πολιτική του Γαλέριου, που αντιλαμβανόμενος πως οι διωγμοί κάθε άλλο παρά συνέβαλλαν στην εδραίωση της εσωτερικής ειρήνης (Pax Romana). Το 311 μ.Χ. τους κατέπαυσε με διάταγμα και εν συνεχεία στα Μεδιόλανα νομιμοποίησε τον Χριστιανισμό ως «επιτρεπομένη θρησκεία», οι οπαδοί της οποίας όφειλαν να προσεύχονται στον δικό τους Θεό για την ευτυχία του κράτους.
  • Μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας του από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
  • Συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, την πλέον καθοριστική για την μετέπειτα εξέλιξη της παγκόσμιας Χριστιανικής Εκκλησίας.

Γεννήθηκε στη Ναϊσσό στις 27 Φεβρουαρίου του 272. Γονείς του Κωνσταντίνου ήταν ο Ρωμαίος Καίσαρας Κωνστάντιος Α’ Χλωρός (Aurelius Valerius Constantius), που ανήκε πιθανόν σε οικογένεια Ιλλυριών, και η Ελένη (μετέπειτα Αγία Ελένη, η Ισαπόστολος), κόρη ξενοδόχου. Ο Κωνστάντιος ήταν μάλλον ταπεινής καταγωγής, παρά τους ισχυρισμούς του γιου του ότι καταγόταν από τον Αυτοκράτορα Κλαύδιο Β’ και η Ελένη κόρη κάποιου πανδοχέα από το Δρέπανο της Βιθυνίας. Όταν γνωρίστηκαν στη γενέτειρα της Ελένης, το 270 μ.Χ., ο Κωνστάντιος είχε ήδη ανέλθει στην ιεραρχία του Ρωμαϊκού στρατού και του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του «δούκα» (dux, ηγεμών).

Η Ελένη ακολούθησε το σύντροφό της στις εκστρατείες του στη Γερμανία και στη Βρετανία και περίπου το 274 μ.Χ., στη Ναϊσσό της Μοισίας (σημερινή Νις της Σερβίας), γέννησε το γιο τους Κωνσταντίνο, στην πόλη από όπου καταγόταν και ο σύζυγός της. Η χρονολογία γέννησης του Κωνσταντίνου αποτελεί θέμα προς έρευνα για τους ιστορικούς, αφού δεν έχει προσδιορισθεί επακριβώς. Άλλες χρονολογίες που προτείνονται είναι το 271, το 272 ή το 273, ενώ κάποιοι τοποθετούν τη γέννησή του ακόμη και 10 χρόνια μετά, περίπου δηλαδή στα 285 μ.Χ. Τον πρώτο καιρό ο Κωνσταντίνος έζησε κοντά στον πατέρα του, παρακολουθώντας τους στρατιωτικούς του αγώνες.

Στο περιβάλλον του Κωνστάντιου ο Κωνσταντίνος έλαβε τη στρατιωτική εκπαίδευση και έμαθε τα εγκύκλια γράμματα. Ο Αυτοκράτορας Διοκλητιανός προέβη στη διοικητική μεταρρύθμιση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εισάγοντας το θεσμό της «τετραρχίας» και το 293 μ.Χ. όρισε τον Κωνστάντιο Α’ Χλωρό Καίσαρα της Γαλατίας, της Ισπανίας και της Βρετανίας (των δυτικών επαρχιών). Ο νόμος όμως απαγόρευε σε ανώτατους αξιωματούχους να είναι παντρεμένοι με γυναίκες ταπεινής καταγωγής. Έτσι ο Κωνστάντιος χώρισε, ύστερα από «έδικτο» (αυτοκρατορικό διάταγμα) του Διοκλητιανού, την Ελένη και παντρεύτηκε τη Θεοδώρα, συγγενή του Μαξιμιανού, Αυγούστου της Δύσης.

Ο γιος του Κωνσταντίνος και η Ελένη παρέμειναν στη Νικομήδεια, όμηροι του Διοκλητιανού και του Καίσαρα της Ανατολής Γαλέριου, για να εξασφαλιστεί η πίστη του Κωνστάντιου. Στο περιβάλλον του Διοκλητιανού, όπου έμεινε για πολλά χρόνια, ο Κωνσταντίνος συμπλήρωσε τη μόρφωσή του δίπλα σε αξιόλογους λογίους. Η παλιότερη άποψη ότι ο Κωνσταντίνος στερείτο μόρφωσης δεν είναι πια αποδεκτή. Πολλά χρόνια αργότερα έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μόρφωση των δικών του παιδιών και αυτό υποδεικνύει άνθρωπο που αναγνώριζε και εκτιμούσε τα αγαθά της μόρφωσης.

Ταυτόχρονα συμμετείχε στις εκστρατείες του Διοκλητιανού και του Γαλέριου και ανήλθε στο βαθμό του «τριβούνου» (Tribunus, διοικούσε την Αυτοκρατορική σωματοφυλακή και τις βοηθητικές κοόρτεις). Στην αυλή του Αυτοκράτορα ο νεαρός Κωνσταντίνος ξεχώρισε και επιβλήθηκε με την εντυπωσιακή του εμφάνιση και τα σωματικά χαρίσματα, τις φυσικές δεξιότητες, τις διοικητικές ικανότητες, το αυξημένο αίσθημα καθήκοντος, την ευγένεια τρόπων και συμπεριφοράς. Όλα αυτά καθιστούσαν αισθητή την παρουσία του και ο Κωνσταντίνος κέρδισε την ιδιαίτερη εύνοια του Διοκλητιανού.

Ένα περιστατικό είναι ενδεικτικό της ορμητικότητας και του οξύθυμου χαρακτήρα του Κωνσταντίνου, που δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ και που, όπως θα δούμε, τον οδήγησαν σε σκληρές αποφάσεις, οι οποίες σημάδεψαν την οικογενειακή του ζωή. Ο Καίσαρας Γαλέριος γιόρταζε τη νικηφόρα εκστρατεία του εναντίον των Περσών με θηριομαχίες στην αρένα της Νικομήδειας, τις οποίες παρακολουθούσε ο Αυτοκράτορας Διοκλητιανός, όλοι οι ανώτατοι αξιωματούχοι, μεταξύ τους ο Κωνσταντίνος και βέβαια ο λαός. Ο Γαλέριος, που στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου διέβλεπε έναν ικανότατο μελλοντικό αντίπαλο.

Με τον ανιψιό του Μαξιμίνο Δάια αμφισβήτησαν το θάρρος του Κωνσταντίνου και τον προκάλεσαν να αντιμετωπίσει ένα λιοντάρι Νουμιδίας, για να αποδείξει τις ικανότητές του. Ο Κωνσταντίνος, οργισμένος για τη δημόσια προσβολή του Γαλερίου, αποδέχτηκε την πρόκληση, παρά τις ρητές αντιρρήσεις του Διοκλητιανού, ο οποίος φοβόταν για τη ζωή του νεαρού αξιωματικού του. Ο Κωνσταντίνος σκότωσε το λιοντάρι μέσα στην αρένα, κάτω από τις επευφημίες του πλήθους, που εύλογα δεν ήταν συνηθισμένο να βλέπει τους γιους της ανώτατης στρατιωτικής και διοικητικής αριστοκρατίας να συμμετέχουν στις άγριες επικίνδυνες θηριομαχίες.

Δίπλα στον Διοκλητιανό ο Κωνσταντίνος έζησε από κοντά έναν από τους μεγαλύτερους διωγμούς εναντίον των Χριστιανών, τα βασανιστήρια και τις δημόσιες εκτελέσεις των οπαδών της νέας θρησκείας, που ξεκίνησε με το «έδικτο» του Αυτοκράτορα το 303 μ.Χ. από τη Νικομήδεια. Η Χριστιανή μητέρα του και ο πατέρας του, που παρέβλεπε όλα τα διατάγματα κατά του Χριστιανισμού και δεν κατεδίωξε ποτέ τους Χριστιανούς, πρέπει να λειτούργησαν ως αντίβαρο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νεαρού τριβούνου.

 

Τα προ της Αναρρήσεώς του στην Εξουσία Γεγονότα

Το 293 ο Αυτοκράτορας Διοκλητιανός αποφάσισε να διαιρέσει την Αυτοκρατορική εξουσία στα τέσσερα, κρατώντας την Ανατολή του και αναθέτοντας τις άλλες τρεις περιοχές σε έναν παλαιό συμπολεμιστή του τον Μαξιμιανό, σε έναν σκληρό και άγριο επαγγελματία στρατιωτικό από τη Θράκη που ονομαζόταν Γαλέριος και στον Κωνστάντιο Χλωρό. Όσο κι αν ο Διοκλητιανός τόνιζε ότι η Αυτοκρατορία παρέμεινε μία, μοναδική και αδιαίρετη, αργά ή γρήγορα η διάσπαση ήταν αναπόφευκτη. Το 305 συνέβη ένα γεγονός, εξαιρετικής ιστορικής σημασίας για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία: η παραίτηση του Αυτοκράτορα.

Ύστερα από είκοσι χρόνια στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Διοκλητιανός αποσύρθηκε, υποχρεώνοντας και τον απρόθυμο Μαξιμιανό να παραιτηθεί μαζί του. Ο Γαλέριος και ο Κωνστάντιος Χλωρός -που είχε πια τότε εγκαταλείψει την Ελένη, για να παντρευτεί τη θετή κόρη του Μαξιμιανού Θεοδώρα- ανακηρύχθηκαν Αύγουστοι (οι δυο πρεσβύτεροι Αυτοκράτορες), αλλά ο διορισμός των διαδόχων τους των δυο νέων Καισάρων αμφισβητείτο. Ο Κωνσταντίνος ανακαλύπτοντας ότι υποβαθμιζόταν κι από φόβο για τη ζωή του, έφυγε νύχτα από την Αυλή του Γαλέριου στη Νικομήδεια για να συναντήσει τον πατέρα του στη Βουλώνη, όπου εκείνος προετοιμαζόταν για μια νέα εκστρατεία στη Βρετανία.

Πατέρας και γιος πέρασαν μαζί τη Μάγχη, αλλά στις 26 Ιουλίου του 306 ο Κωνστάντιος πέθανε στην Υόρκη. Την ίδια στιγμή οι λεγεώνες που βρίσκονταν εκεί έριξαν την πορφυρή Αυτοκρατορική τήβεννο στους ώμους του Κωνσταντίνου, τον σήκωσαν στις ασπίδες τους και τον ζητωκραύγασαν όσο πιο δυνατά μπορούσαν. Έχοντας όμως ανάγκη κι από επίσημη αναγνώριση, ο Κωνσταντίνος έστειλε στον Γαλέριο, στη Νικομήδεια, μαζί με την επίσημη ανακοίνωση του θανάτου του πατέρα του, ένα πορτραίτο δικό του με τα διάσημα του Αυγούστου της Δύσης. Ο Γαλέριος αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον νεαρό αντάρτη. Ήταν προετοιμασμένος απρόθυμα να τον αναγνωρίσει ως Καίσαρα.

Για τον Κωνσταντίνο κάτι τέτοιο ήταν αρκετό για την ώρα. Παρέμεινε στη Γαλατία και τη Βρετανία τα επόμενα έξι χρόνια, κυβερνώντας με σοφία και αποτελεσματικότητα αυτές τις επαρχίες. Αυτή η εντιμότητα, ωστόσο, δεν τον εμπόδισε να παραγκωνίσει την πρώτη του γυναίκα το 307, με σκοπό να πραγματοποιήσει μια απείρως πιο αξιόλογη συμμαχία – με τη Φαύστα, την κόρη του γερο Αυτοκράτορα Μαξιμιανού, ο οποίος είχε επανενδυθεί την πορφύρα και είχε ορίσει συν -Αυτοκράτορα το γιο του Μαξέντιο. Οι δυο μαζί είχαν πάρει ολόκληρη την Ιταλία με το μέρος τους. Ο γάμος αυτός λοιπόν ήταν διπλωματικά ωφέλιμος και για τις δυο μεριές.

Για τον Μαξιμιανό και τον Μαξέντιο σήμαινε ότι μπορούσαν πιθανόν να βασίζονται στη συμμαχία του Κωνσταντίνου, ενώ ο τελευταίος από την πλευρά του μπορούσε τώρα να διεκδικήσει οικογενειακούς δεσμούς με δυο Αυτοκράτορες αντί με έναν. Τον Απρίλιο του 311 ο Γαλέριος, ο ηλικιωμένος Αύγουστος, πέθανε στο Σίρμιο στις όχθες του ποταμού Σάλου. Μετά το θάνατό του έμειναν τρεις άντρες για την εξουσία: ο Λικίνιος, ο ανεψιός του Μαξιμίνος Δάιας και τρίτος ο ίδιος ο Κωνσταντίνος. Αλλά υπήρχε και ένας τέταρτος, αυτός ήταν ο γαμπρός του Γαλέριου, Μαξέντιος. Σαν γιος του γέροντα Αυτοκράτορα Μαξιμιανού ο Μαξέντιος πάντα μισούσε τον λαμπρό νεαρό άνδρα της αδελφής του.

Ο πόλεμος μεταξύ τους ήταν αναπόφευκτος. Ο Κωνσταντίνος έπρεπε να κάνει μια συμφωνία με τον Λικίνιο. Η συμφωνία έγινε, αλλά και επισφραγίστηκε γιατί ο Λικίνιος παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του Κωνσταντίνου, την Κωνσταντία. Σε όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης προέλασης του Κωνσταντίνου ο Μαξέντιος παρέμεινε στη Ρώμη. Μόνον όταν ο στρατός του γαμπρού του πλησίαζε βγήκε να τον αντιμετωπίσει. Οι δυο στρατιές συναντήθηκαν στις 28 Οκτωβρίου 312, στη Φλαμινία Οδό, περίπου εφτά ως οχτώ μίλια βορειοανατολικά της Ρώμης. Ήταν εκεί όπου, όπως αναφέρει ο θρύλος, ακριβώς πριν ή ίσως και κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Κωνσταντίνος είδε το περίφημο όραμά του.

Ο Ευσέβιος περιγράφει: «Ένα θαυμαστό σημείο εμφανίστηκε σε αυτόν από τον ουρανό. Είπε ότι γύρω στο μεσημέρι, όταν ο ήλιος άρχισε να δύει, είδε με τα ίδια του τα μάτια το σημείο ενός φωτεινού σταυρού στον ουρανό, πάνω από τον ήλιο, με την επιγραφή «Εν τούτω Νίκα» (Hoc Vince). Ο ίδιος έμεινε κατάπληκτος, το ίδιο και όλος ο στρατός του. Εμπνευσμένος από αυτό το τόσο αλάθητο σημάδι της Θείας χάρης ο Κωνσταντίνος έτρεψε σε φυγή το στρατό του Μαξέντιου, που κατευθύνθηκε νότια, εκεί όπου η Μουλβία Γέφυρα ενώνει τις δυο όχθες του Τίβερη. Η Μάχη στη Μουλβία Γέφυρα έκανε τον Κωνσταντίνο απόλυτο κύριο ολόκληρης της Ευρώπης.

Στις αρχές του Ιανουαρίου του 313, ο Κωνσταντίνος έφυγε από τη Ρώμη για το Μιλάνο, όπου είχε κανονίσει να συναντηθεί με τον Λικίνιο. Ο Λικίνιος συμφώνησε να κρατήσει ο Κωνσταντίνος τις περιοχές που είχε κατακτήσει και παντρεύτηκε την Κωνσταντία. Όσον αφορά τους Χριστιανούς, οι δυο συγγενείς σχεδίασαν το τελικό κείμενο διατάγματος που παραχωρούσε στους Χριστιανούς πλήρη νομική αναγνώριση σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία. «Εγώ ο Κωνσταντίνος Αύγουστος και Εγώ ο Λικίνιος Αύγουστος αποφασίσαμε να εξασφαλίσουμε σεβασμό και ανοχή στη Θεότητα παραχωρώντας στους Χριστιανούς και σε όλους τους άλλους το δικαίωμα ελεύθερα να ακολουθούν όποια μορφή λατρείας τους αρέσει».

 

Ο Κωνσταντίνος Αύγουστος των Δυτικών Επαρχιών

Το 305 μ.Χ. o Διοκλητιανός, λόγω γήρατος, παραιτήθηκε από το θρόνο του πείθοντας και το συναυτοκράτορά του στη Δύση Μαξιμιανό να πράξει το ίδιο. Έτσι οι δύο καίσαρες της Ανατολής και της Δύσης, ο Γαλέριος και ο Κωνστάντιος Χλωρός αντίστοιχα, έλαβαν τον τίτλο του «Αυγούστου». Ο Γαλέριος, ως Αύγουστος της Ανατολής, έπρεπε να ορίσει τους δύο νέους καίσαρες των ανατολικών και δυτικών επαρχιών. Παρά τη γενική προσμονή ότι ο Κωνσταντίνος θα έπαιρνε τον τίτλο του καίσαρα, ώστε να μπορέσει να διαδεχθεί αργότερα τον πατέρα του, ο Γαλέριος τον παρέκαμψε, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση του δημιουργώντας συμμαχίες.

Έτσι όρισε Καίσαρα της Ανατολής τον ανιψιό του Μαξιμίνο Δάια και το φίλο του Σεβήρο Καίσαρα στη Δύση. Ο Κωνσταντίνος παρέμεινε όμηρος του Γαλέριου. Τον ίδιο χρόνο όμως (305) ο Κωνσταντίνος κατόρθωσε να αποσπάσει την άδεια του Γαλέριου να μεταβεί στη Δύση, πιθανόν προφασιζόμενος κάποια ασθένεια του Κωνστάντιου. Ο Κωνσταντίνος τότε έσπευσε να συναντηθεί με τον πατέρα του στην πόλη Αυγούστα των Τρεβήρων (Τριρ της Γερμανίας). Από εκεί, ο γιος συνόδευσε τον πατέρα του στη νικηφόρα εκστρατεία στη Βρετανία. Ο Κωνσταντίνος διακρίθηκε και κέρδισε την εμπιστοσύνη του Κωνστάντιου και το θαυμασμό του στρατού για τις εξαιρετικές διοικητικές και στρατηγικές του ικανότητες.

Στις 25 Ιουλίου 306 μ.Χ., όταν ο Κωνστάντιος πέθανε, οι λεγεώνες στο Εβόρακο (Eboracum, σημερινό Γιορκ) ανακήρυξαν με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις Αύγουστο τον Κωνσταντίνο. Οι επαρχίες που θα διοικούσε ήταν η Βρετανία και η Γαλατία. Από τη Βρετανία, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στους Τρεβήρους, που παρέμεινε η έδρα της επικράτειάς του για τα επόμενα έξι χρόνια. Στη σύγχρονη πόλη της Τριρ τα Αυτοκρατορικά λουτρά («Kaiserthermen») και η μονόκλιτη βασιλική (Basilika), η αίθουσα του θρόνου (Αula Ρalatina), μαρτυρούν ως τις μέρες μας για τη διαμονή του Κωνσταντίνου στην πόλη.

Την ίδια περίοδο η Σύγκλητος και η Πραιτοριανή Φρουρά συμμάχησαν με το Μαξέντιο στη Ρώμη, γιο του Μαξιμιανού, και τον ανακήρυξαν αρχικά «πρίγκιπα» (princeps) και στη συνέχεια Αύγουστο. Ο Μαξέντιος ανακάλεσε τότε τον πατέρα του στο θρόνο και τον έχρισε συναυτοκράτορά του, για να εξασφαλίσει την υποστήριξή του. Το Νοέμβριο του 307 έλαβε στην Ανατολή τον τίτλο του Αυγούστου και ο Λικίνιος, έμπιστος φίλος του Γαλέριου. Ο Γαλέριος αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον τίτλο του Αυγούστου στον Κωνσταντίνο, του παραχώρησε μόνο τον τίτλο του Καίσαρα. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί έτσι εύκολα από τις φιλοδοξίες του.

Προσπάθησε λοιπόν να τον αποδεχθεί ο Γαλέριος. Για το σκοπό αυτό επιδίωξε να συγγενέψει με τους δύο Αυτοκράτορες Μαξιμιανό και Μαξέντιο. Το 307 μ.Χ. χώρισε τη γυναίκα του Μινερβίνη (κατά άλλους, παλλακίδα του) με την οποία είχε αποκτήσει ένα γιο, τον Κρίσπο, και παντρεύτηκε στους Τρεβήρους την κόρη του Μαξιμιανού και αδερφή του Μαξέντιου, την όμορφη Φαύστα. Ο Γαλέριος δεν θεώρησε επαρκείς τις προϋποθέσεις αυτές και εξακολουθούσε να αναγνωρίζει στον Κωνσταντίνο τον τίτλο του Καίσαρα, όχι όμως και του Αυγούστου.

Γενικά τα χρόνια αυτά σημαδεύτηκαν από μία εξαιρετική αναρχία, κατά την οποία όσοι είχαν λάβει τον τίτλο του Καίσαρα, έπειτα από την παραίτηση του Διοκλητιανού, αναγορεύτηκαν αργότερα Αύγουστοι και αναλώθηκαν σε αγώνες ο ένας εναντίον του άλλου. Τελικά παρέμειναν Αύγουστοι, ο Κωνσταντίνος στη Βρετανία και Γαλατία, ο Μαξιμιανός και ο Μαξέντιος στις επαρχίες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Δυτικής Αφρικής, ο Λικίνιος στην επαρχία της Παννονίας, της Ραιτίας, της Δαλματίας, του Νωρικού, και της Βαλερίας, ο Μαξιμίνος στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας, στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στην Αίγυπτο και στη Λιβύη, ο Γαλέριος σε ολόκληρη την Ανατολή (στην επικράτειά του περιλαμβανόταν και η σημερινή Ελλάδα).

Έτσι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε πέντε Αυτοκράτορες. Οι φιλοδοξίες του καθενός καθιστούσαν αναπόφευκτη μια μακρά περίοδο σκληρών και πολυμέτωπων συγκρούσεων, που θα έκριναν ποιος θα κυβερνούσε ως μονοκράτορας την αχανή Αυτοκρατορία.

 

Ο Κωνσταντίνος και ο Μαξιμιανός

Ο πρώτος που θέλησε να αντιμετωπίσει τον Κωνσταντίνο ήταν ο Μαξιμιανός, μέσα από μια σειρά δολοπλοκιών. Το 308 μ.Χ. ο γέρος Αυτοκράτορας προσπάθησε να πείσει το γιο του Μαξέντιο να τον αναγνωρίσει ως «ύπατο Αύγουστο». Ο Μαξέντιος όμως αρνήθηκε και ο Μαξιμιανός προσπάθησε να εκθρονίσει το γιο του με τη βία, αλλά δεν τα κατάφερε. Στα τέλη του 308, στη σύνοδο όλων των Αυγούστων στο Καρνούντο (Carnuntum) υπό τον παραιτηθέντα Αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο Μαξιμιανός προσπάθησε να πείσει το Διοκλητιανό να ξαναφορέσει την πορφύρα, ώστε να συμβασιλεύσουν. Και πάλι όμως απέτυχε και μάλιστα ο Διοκλητιανός τον εξανάγκασε σε παραίτηση από τον τίτλο του Αυγούστου.

Τότε ο Μαξιμιανός κατέφυγε στο γαμπρό του Κωνσταντίνο στη Γαλατία. Ο Κωνσταντίνος καλοδέχτηκε το Μαξιμιανό και του απόδωσε όλες τις τιμές που άρμοζαν σε έναν τέως Αυτοκράτορα. Γενικά φαίνεται πως του συμπεριφερόταν όπως ένας γιος σε πατέρα (όπως έχει προαναφερθεί, ο Κωνσταντίνος είχε παντρευτεί την κόρη του Μαξιμιανού Φαύστα). Ο Μαξιμιανός όμως εξακολουθούσε να ονειρεύεται την πορφύρα και σχεδίαζε να σφετεριστεί την εξουσία του Κωνσταντίνου. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 310, κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης των Φράγκων. Ο Κωνσταντίνος με ένα τμήμα του στρατού του αναχώρησε για να καταστείλει την εξέγερση.

Τότε ο Μαξιμιανός διέδωσε πως ο Κωνσταντίνος σκοτώθηκε σε κάποια μάχη, αυτοανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας και προσπάθησε με χρήματα να εξασφαλίσει την πίστη των στρατιωτών στο πρόσωπό του. Εμπιστεύτηκε όμως τα σχέδια αυτά στην κόρη του κι εκείνη κατόρθωσε να ειδοποιήσει των Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος τότε, τον Ιούλιο 310, έσπευσε νότια και κατέλαβε την Αρελάτη (Αρλ), για να εμποδίσει τον Μαξιμιανό να οργανώσει καλά την άμυνά του. Ο Μαξιμιανός κλείστηκε στα τείχη της Μασσαλίας. Ο Κωνσταντίνος πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη και αιχμαλώτισε το Μαξιμιανό. Για χάρη όμως της Φαύστας συγχώρεσε τον πεθερό του, του αφαίρεσε όμως την πορφύρα και τις τιμές που αποδίδονταν σε Αυτοκράτορες.

Φαίνεται όμως ότι ο Μαξιμιανός δεν μπορούσε να εννοήσει ότι η εποχή της δύναμής του είχε παρέλθει. Έτσι προσπάθησε να δολοφονήσει τον Κωνσταντίνο, ενώ εκείνος κοιμόταν. Για άλλη μια φορά ενέπλεξε τη Φαύστα στις δολοπλοκίες του, προφανώς αγνοώντας το ρόλο που είχε παίξει η κόρη του στην αποτυχία του πρώτου σχεδίου. Εκείνη και πάλι προτίμησε τον άντρα της από τον πατέρα της και αποκάλυψε τα πάντα στον Κωνσταντίνο. Ο Μαξιμιανός συνελήφθη και λίγο καιρό αργότερα βρέθηκε απαγχονισμένος στο δωμάτιό του. Ο Κωνσταντίνος υποστήριζε σταθερά ότι ο πεθερός του αυτοκτόνησε, ενώ ο Μαξέντιος, ο γιος του Μαξιμιανού, κατηγορούσε τον Κωνσταντίνο για το θάνατο του πατέρα του.

Οι ιστορικοί θεωρούν πάρα πολύ πιθανό να ήταν η Φαύστα εκείνη που παρακίνησε τον Κωνσταντίνο να εκτελέσει τον πατέρα της, κρίνοντας από τη στάση που τήρησε απέναντι στο Μαξιμιανό και τον Κωνσταντίνο. Την ίδια περίοδο που ο Κωνσταντίνος αντιμετώπιζε το Μαξιμιανό, οι υπόλοιποι Αύγουστοι στην Ανατολή αλληλοεξοντώθηκαν σε εμφύλιους πολέμους. Αυτοί που παρέμειναν στην εξουσία ήταν ο Μαξέντιος, ο οποίος κατείχε την Ιταλία και την Αφρική, ο Λικίνιος που διοικούσε όλα τα ανατολικά τμήματα και βέβαια ο Κωνσταντίνος στη Δύση, ο οποίος το 310 προσάρτησε και την Ισπανία στα εδάφη του, αποσπώντας την από το Μαξέντιο.

Ο Μαξέντιος, έχοντας επιβιώσει από τις επιβουλές του πατέρα του Μαξιμιανού, την εξέγερση του Λεύκιου Δομίτιου Αλεξάνδρου, επιτρόπου της Αφρικής, και τις εναντίον του εκστρατείες των Αυγούστων Σεβήρου και Γαλέριου, θεωρούσε ότι ο επόμενος αντίπαλος που θα αντιμετώπιζε ήταν ο Αύγουστος της Ανατολής Λικίνιος. Για να είναι έτοιμος σε μια επικείμενη επίθεση, ο Μαξέντιος άρχισε να οχυρώνει την περιοχή της Ραιτίας. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι ο κύριος αντίπαλός του ήταν ο Κωνσταντίνος, ο οποίος ήθελε να εξουδετερώσει το Μαξέντιο, ώστε να παραμείνει απόλυτος κύριος της Δύσης. Ο Μαξέντιος σχεδίαζε να εισβάλει αιφνιδιαστικά στη Γαλατία.

Ο Κωνσταντίνος όμως τον πρόλαβε, συγκέντρωσε στρατό, πέρασε τις Άλπεις και εισέβαλε στην Ιταλία την άνοιξη του 312. Νίκησε εύκολα στρατιωτικές μονάδες στο Πεδεμόντιο και άρχισε να κινείται νότια. Κατέλαβε τη Βερόνα και την Ακυληία (πόλεις της βόρειας Ιταλίας). Το Σεπτέμβριο του 312, πραγματοποίησε θριαμβευτική είσοδο στα Μεδιόλανα και στη συνέχεια κινήθηκε προς τη Ρώμη, για να δώσει την αποφασιστική μάχη. Στην πορεία αυτή ενίσχυσε το στρατό του στρατολογώντας από τους ντόπιους πληθυσμούς, χωρίς να προβαίνει σε διακρίσεις μεταξύ εθνικών και Χριστιανών.

Η συμπεριφορά αυτή αναπτέρωσε το ηθικό των Χριστιανών, καθώς την θεώρησαν ενδεικτική της στάσης που θα κρατούσε ο νέος Αυτοκράτορας έναντι του Χριστιανισμού και των πιστών του, αν και ο ίδιος ήταν ακόμη πιστός στους Θεούς της Ρώμης. Άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μάχη που επρόκειτο να δοθεί και που θα έμενε στην ιστορία ως η μάχη της Μουλβίας γέφυρας, είναι το περίφημο όραμα του Κωνσταντίνου, την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης: ο φωτεινός σταυρός, που σχηματιζόταν με τα Ελληνικά γράμματα Χ – Ρ, με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» (στα Λατινικά: in hoc signo vinces).

Ο Χριστιανός ρήτορας Λακτάντιος, ο οποίος ήταν δάσκαλος του πρωτότοκου γιου του Κωνσταντίνου Κρίσπου, συνεπώς είχε στενές σχέσεις με την Αυτοκρατορική οικογένεια, αναφέρει ότι το όραμα του Κωνσταντίνου ήταν ενύπνιο. O Ευσέβιος παρατηρεί μόνο ότι ξεκινώντας ο Κωνσταντίνος να σώσει τη Ρώμη, «προσευχήθηκε στο Θεό του ουρανού και για τον Λόγο του, τον Ιησού Χριστό». Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, ένα άλλο έργο που κακώς αποδίδεται στον Ευσέβιο «Τα εις βίον Κωνσταντίνου» περιγράφει με ιδιαίτερη έμφαση το γεγονός ως αληθινό όραμα, το οποίο εμφανίστηκε στο μεσημεριάτικο ουρανό και το είδαν και οι στρατιώτες.

Μάλιστα συνεχίζει την αφήγησή του λέγοντας ότι το άλλο βράδυ, στη συνέχεια του Θείου οράματος, εμφανίστηκε ο Χριστός στον Κωνσταντίνο και τον πρόσταξε να βάλει το σταυροειδές σύμπλεγμα ως έμβλημα στις ασπίδες των λεγεώνων του. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος απέφευγε να μιλάει για την εμπειρία του αυτή, δε δίσταζε όμως να αποδίδει την τελική επικράτησή του στη βούληση του Θεού των Χριστιανών. Στην αψίδα που έστησε το 315 σε ανάμνηση τις νίκης του χάραξε ότι η νίκη ήταν καρπός Θείας εμπνεύσεως. Ιστορικοί της εποχής μας προσπάθησαν να ερμηνεύσουν επιστημονικά το όραμα του μέγα Κωνσταντίνου, χρησιμοποιώντας την ψυχολογία και την αστρονομία.

Έτσι, ίσως ο Κωνσταντίνος να μην μπορούσε να καταλάβει τη δεδομένη στιγμή ότι από την έκβαση της μάχης θα κρινόταν η πορεία της Ευρώπης και του κόσμου, οπωσδήποτε όμως συνειδητοποιούσε πόσο αποφασιστική ήταν η επερχόμενη σύγκρουση για τη μονοκρατορία του ίδιου, στην οποία στόχευε. Άλλωστε, όσο άπειρος κι αν ήταν στον πόλεμο ο Μαξέντιος, ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να παραβλέψει ότι στο παρελθόν είχε κατορθώσει να νικήσει τις δυνάμεις του Γαλέριου και του Σεβήρου. Επιπλέον, το Χριστιανικό στοιχείο στις λεγεώνες του ήταν πια δυναμικό και αυτό ήταν δηλωτικό των διαθέσεων του απέναντι στη Χριστιανική διδασκαλία, αλλά και των προσωπικών του αναζητήσεων.

Μέσα σε αυτό το ψυχολογικό πλαίσιο, φορτισμένο από την αγωνία για την έκβαση της μάχης, θα πρέπει ίσως να κατανοηθεί το όραμα. Άλλοι ιστορικοί, παρακολουθώντας τα πορίσματα της αστρονομίας, παρατήρησαν ότι οι θέσεις των πλανητών τη δεδομένη ημέρα σχημάτιζαν ένα Χ και ένα Ρ σε σταυροειδή ανάπτυξη. Γι’ αυτό και πιστεύουν ότι το όραμα ο Κωνσταντίνος το είδε βράδυ, προσεγγίζουν δηλαδή την αναφορά του Λακτάντιου. Εξυπακούεται βέβαια ότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τιμάει τον Κωνσταντίνο ως άγιο και ισαπόστολο, το όραμα ήταν αληθινό και είχε Θεία προέλευση: «Του σταυρού Σου τον τύπον εν ουρανώ θεασάμενος και ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος».

Όποια και να είναι η αλήθεια, γεγονός είναι ότι ο Κωνσταντίνος είδε ή βίωσε «κάτι», το οποίο τον ώθησε να λάβει μια ιστορική και πρωτάκουστη για τα δεδομένα της εποχής απόφαση. Οι Ρωμαϊκές λεγεώνες, όταν οδηγούνταν στις μάχες, είχαν μπροστά τους προπορευόμενα τα αγάλματα των πατρώων Θεών. Ο Κωνσταντίνος διέταξε τα αγάλματα αυτά να αντικατασταθούν από ένα κόκκινο ύφασμα στη μέση του οποίου ήταν κεντημένο το σύμπλεγμα των γραμμάτων Χ και Ρ, όπως τον είδε στο όραμά του. Το ύφασμα αυτό αποτελούσε το καινούργιο έμβλημα του Αυτοκράτορα και έμεινε γνωστό ως λάβαρο (labarum). Το σύμπλεγμα Χ και Ρ («χριστόγραμμα») μπήκε και στις ασπίδες των στρατιωτών.

Οι Χριστιανοί στρατιώτες αναθάρρησαν από τη διαταγή του Αυτοκράτορά τους. Αργότερα ο Κωνσταντίνος έβαλε το σταυροειδές σύμβολο και στο στέμμα του. Μόνο στα νομίσματα της εποχής δεν εμφανίζεται. Τελικά οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν στις 28 Οκτωβρίου 312 μ.Χ. στη Saxa Rubra, επάνω στη Φλαμινία οδό και κοντά στη Μουλβία γέφυρα του ποταμού Τίβερη. Ο Μαξέντιος αρχικά είχε αποφασίσει να κλειστεί στα ισχυρά τείχη της Ρώμης και να υποχρεώσει τις δυνάμεις του Κωνσταντίνου να αναλωθούν σε πολιορκία. Όμως άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να αντιμετωπίσει ανοιχτά τον αντίπαλό του. Στη μάχη που ακολούθησε οι Πραιτοριανοί του Μαξέντιου προέβαλαν σθεναρή αντίσταση.

Όμως η άριστη στρατηγική του Κωνσταντίνου, ο εξαιρετικός προγραμματισμός των κινήσεων του ιππικού και ο ενθουσιασμός των στρατιωτών, κυρίως των χριστιανών, που καταλάβαιναν ότι από τη μάχη αυτή εξαρτάτο το μέλλον της θρησκείας τους, αποδεκάτισαν το στρατό του Μαξέντιου. Ο ίδιος ο Μαξέντιος πνίγηκε με πολλούς άλλους στρατιώτες στον Τίβερη. Κατά διαταγή του Κωνσταντίνου το πτώμα του ανασύρθηκε και, αφού αποκεφαλίστηκε, το κεφάλι του καρφώθηκε σε ένα παλούκι και περιφέρθηκε στους δρόμους της Ρώμης. Ο Μαξέντιος ήταν αδερφός της γυναίκας του Κωνσταντίνου, της Φαύστας. Δεν γνωρίζουμε την αντίδραση της Φαύστας στη βίαιη αυτή πράξη του συζύγου της εις βάρος του αδερφού της.

Το γεγονός είναι πως από τη μέρα που παντρεύτηκαν ποτέ ο Κωνσταντίνος δεν απόσυρε την εύνοιά του από τη Φαύστα ούτε και ανακάλεσε σε οποιαδήποτε περίσταση τις τιμές που της απέδιδε, μέχρι τουλάχιστον την τραγική κατάληξη του συζυγικού τους βίου. Η μάχη στη Μουλβία γέφυρα έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις αποφασιστικότερες μάχες όλων των εποχών. Με τη νίκη του ο Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε ο μοναδικός Αύγουστος της Δύσης. Οι διώξεις κατά του Χριστιανισμού σταμάτησαν και τώρα πια ο ίδιος ο Αυτοκράτορας προστάτευε έμπρακτα τη νέα θρησκεία, οι οπαδοί της οποίας μέχρι πριν λίγα χρόνια υφίσταντο διωγμούς.

Τα ευνοϊκά μέτρα που έλαβε υπέρ του Χριστιανισμού είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των Χριστιανών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς σε μια περίοδο είκοσι ετών μετά την έναρξη του 4ου αιώνα, οπότε και επικρατούσαν αριθμητικά οι παγανιστές, οι Χριστιανοί αυξήθηκαν ως το σημείο να αποτελούν πιθανώς το μισό του συνολικού πληθυσμού. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, έπειτα από την εμπειρία που είχε την παραμονή της μάχης, άρχισε να ενδιαφέρεται προσωπικά για τα διδάγματα του Χριστιανισμού. Η σημασία της μάχης αυτής και το όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου δεν άφησαν ασυγκίνητη την τέχνη. Ζωγράφοι όπως ο Ραφαήλ και o Ρούμπενς φιλοτέχνησαν πίνακες που θέμα τους είχαν τη μάχη και το όραμα.

 

Μεδιολάνα Φεβρουάριος 313 μ.Χ. – Η Σύγκρουση με το Λικίνιο

Το Φεβρουάριο του 313 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος συνάντησε στα Μεδιόλανα της Ιταλίας (σημερινό Μιλάνο) τον Αύγουστο Λικίνιο. Κατά τη συνάντηση αυτή ελήφθησαν αποφάσεις για την κοινή πολιτική στα θρησκευτικά θέματα. Κάτι τέτοιο ήταν απαραίτητο για να επέλθει η εσωτερική ειρήνευση στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ύστερα από αιώνων διωγμούς για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Σύμφωνα με τις αποφάσεις των Μεδιολάνων, κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκία και η θρησκευτική ελευθερία. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε για τον Χριστιανισμό, ο οποίος καθίστατο θρησκεία επιτρεπτή και νόμιμη για τους Ρωμαίους πολίτες και οι Χριστιανοί μπορούσαν ελεύθεροι να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.

Όμως ο Χριστιανισμός δεν αναγνωριζόταν ως επίσημη και προστατευόμενη θρησκεία της Αυτοκρατορίας. Τα θεσπίσματα αυτά έχει καθιερωθεί εσφαλμένα να αποκαλούνται διάταγμα των Μεδιολάνων. Στην πραγματικότητα δεν έλαβαν τη μορφή επίσημου Αυτοκρατορικού διατάγματος. Η νεότερη έρευνα έχει δείξει ότι οι δύο Αυτοκράτορες ουσιαστικά ενεργοποιούσαν παλαιότερες αποφάσεις, οι οποίες δεν είχαν τεθεί σε ισχύ. Το πρωτότυπο του εγγράφου δεν έχει διασωθεί, αλλά έχει διασωθεί ένα λατινικό διάταγμα που έστειλε ο Λικίνιος στον έπαρχο της Νικομήδειας για την εφαρμογή των αποφάσεων, προκειμένου να κερδίσει τη συμπάθεια των Χριστιανών υπηκόων του.

Το κείμενο αυτό διασώθηκε με το χαρακτηρισμό «διάταγμα των Μεδιολάνων» και ο τίτλος αυτός ταυτίστηκε με το κείμενο των από κοινού ειλημμένων αποφάσεων του Κωνσταντίνου και του Λικίνιου. Στη Δύση ο Κωνσταντίνος δεν περιορίστηκε στη θεωρητική θεσμοθέτηση του Χριστιανισμού, αλλά προστάτευσε έμπρακτα τις Χριστιανικές κοινότητες με οικονομικές επιχορηγήσεις, επιστροφή των δημευμένων τόπων λατρείας και των κτημάτων των Χριστιανών πολιτών, την απαλλαγή του κλήρου από τα δημόσια βάρη, κ.ά. Τα μέτρα αυτά κατέστησαν ιδιαίτερα προσφιλή τον Κωνσταντίνο στους Χριστιανούς, ακόμη και στην Ανατολή, στην επικράτεια του Λικίνιου.

Αφού υπόγραψαν τις αποφάσεις για τη θρησκευτική πολιτική που θα ακολουθούσαν και τη μεταξύ τους συμμαχία, ο Κωνσταντίνος πάντρεψε τη δεκαοχτάχρονη αδερφή του Κωνσταντία με το Λικίνιο, που το 313 ήταν 45 χρονών. Έτσι επισφραγίστηκε μια εύθραυστη ειρήνη, στην οποία οι δύο αντίπαλοι οδηγήθηκαν από την ανάγκη των δεδομένων περιστάσεων και όχι από αμοιβαία καλή θέληση. Τον Ιούνιο του 313 ο Λικίνιος νίκησε τον ανιψιό του Γαλέριου Μαξιμίνο Δάια, ο οποίος είχε ακόμη στην κατοχή του ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, σε αποφασιστική μάχη ανατολικά της Αδριανούπολης. Ο Μαξιμίνος Αυτοκτόνησε και ο Λικίνιος ως απόλυτος πλέον άρχοντας της Ανατολής αναζητούσε ευκαιρία να αναμετρηθεί με τον Κωνσταντίνο.

Η αφορμή δεν άργησε να δοθεί, μόλις ένα χρόνο έπειτα από τις συμφωνίες που είχαν υπογραφεί. Ο Λικίνιος συμμάχησε με τον Βασιανό και τη σύζυγό του Αναστασία, ετεροθαλή αδερφή του Κωνσταντίνου εις βάρος του τελευταίου. Ο Κωνσταντίνος δεν άφησε βέβαια την ευκαιρία να χαθεί, αφού και ο ίδιος εποφθαλμιούσε την εξουσία του Λικίνιου και επιθυμούσε τον πόλεμο μαζί του. Οι στρατοί τους συγκρούστηκαν στην πόλη Κίβαλι της Παννονίας στις 8 Οκτωβρίου 314 μ.Χ. Η μάχη έμεινε γνωστή ως bellum Cibalense και έληξε με πύρρεια νίκη του Κωνσταντίνου. Οι δυνάμεις και των δύο αντιπάλων είχαν αναλωθεί στις κοπιαστικές εκστρατείες του προηγούμενου έτους και οι αντοχές των στρατιωτών τους είχαν φτάσει στο όριο.

Οι δύο Αυτοκράτορες δεν είχαν άλλη επιλογή από την επιστροφή στα εδάφη τους, προκειμένου να θεραπεύσουν τις πληγές τους σε ανθρώπινο δυναμικό. Στο διάστημα αυτής της ανακωχής, ο Κωνσταντίνος από τους Τρεβήρους και ο Λίκινιος από το Σίρμιον, παράλληλα με τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους, ετοιμάζονταν για την επόμενη αναμέτρηση. Ο Κωνσταντίνος στη Ρώμη γιόρτασε τη δέκατη επέτειό του από την ανακήρυξή του σε Αύγουστο (τα decennalia του). Η περίφημη αψίδα του Κωνσταντίνου ήταν ήδη έτοιμη για την περίσταση. Οι γιορτές περιλάμβαναν όλες τις καθιερωμένες εκδηλώσεις, όμως ο Κωνσταντίνος δεν θυσίασε προσωπικά στους Θεούς της Ρώμης κι αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο στους εθνικούς της αιώνιας πόλης.

Αφού ολοκληρώθηκαν τα decennalia, ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στους Τρεβήρους, όπου παρέμεινε την άνοιξη και το καλοκαίρι του 316 και ετοιμαζόταν πυρετωδώς για τον επερχόμενο πόλεμο με το Λικίνιο. Και ο Λικίνος όμως ενεργούσε αναλόγως. Είχε ανασυγκροτήσει πλήρως τις δυνάμεις του και είχε ανακηρύξει έναν Ιλλυριό στρατηγό, τον Ουάλη, καίσαρα. Τον Δεκέμβριο του 316 ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στη Σερδική (σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας). Οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν κάποια στιγμή ανάμεσα στην 1 Δεκεμβρίου 316 και στις 28 Φεβρουαρίου 317 στη Θράκη. Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν αμφίρροπο και ο Κωνσταντίνος προτίμησε να υπογράψει συμφωνία με τον Λικίνιο.

Παρέμενε όμως σε θέση ισχύος κι έτσι επέβαλε τους όρους του. Την 1 Μαρτίου 317 ο Κωνσταντίνος εισήλθε θριαμβευτικά στη Σερδική, όπου υπογράφτηκε η concordia Augustorum (η συμφωνία των Αυγούστων). Χάρη στην παρέμβαση της Κωνσταντίας, η οποία ήταν αφοσιωμένη στο Λικίνιο, ταυτόχρονα όμως είχε και την ιδιαίτερη εύνοια του αδερφού της, ο Αύγουστος της Ανατολής διατήρησε το θρόνο του. Υποχρεώθηκε όμως να παραχωρήσει στον Κωνσταντίνο την Παννονία και τη Μοισία, καθώς και να εκτελέσει τον Ουάλη.

Ακόμη, ανακηρύχθηκαν καίσαρες ο δωδεκάχρονος γιος του Κωνσταντίνου από τη Μινερβίνη Κρίσπος, ο πρωτότοκος γιος του από τη Φαύστα Κωνσταντίνος Β’ (που ήταν μόλις επτά μηνών βρέφος), και ο γιος του Λικίνιου και της Κωνσταντίας Λικινιανός (μωρό 20 μηνών). Ακολούθησε μια περίοδος λεπτής ισορροπίας. Ο Λικίνιος ενίσχυσε το στρατό του και συσσώρευσε τεράστιους θησαυρούς. Σύντομα οι παλιές εντάσεις και οι αμοιβαίες υποψίες βγήκαν στην επιφάνεια. Από το 320 οι Χριστιανοί υπήκοοι του Λικινίου έδειχναν απροκάλυπτα μεγάλη αφοσίωση και συμπάθεια στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου.

Ο Λικίνιος, φοβούμενος αυτά τα συναισθήματα, εξαπέλυσε επτά χρόνια μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων που ο ίδιος εξέδωσε, ήπιο διωγμό εναντίον τους. Ο διωγμός αυτός βαθύτερο στόχο είχε να εξοργίσει τον Κωνσταντίνο, ώστε να αρχίσει πρώτος τις εχθροπραξίες. Ο Λικίνιος γνώριζε ότι ο Αυτοκράτορας της Δύσης προστάτευε το Χριστιανισμό και υποπτευόταν ότι και ο ίδιος είχε ασπαστεί τη νέα θρησκεία, αρνούμενος τις ρωμαϊκές θεότητες. Με τελική αφορμή τις εξεγέρσεις των Σαρματών και των Γότθων στα 321, ο Κωνσταντίνος εισέβαλε στην επικράτεια του Λικίνιου, προφασιζόμενος την καταστολή των επαναστατών. Ο Λικίνιος θεώρησε ότι ο Κωνσταντίνος παραβίασε τη συνθήκη που είχαν υπογράψει.

Ο πόλεμος ξέσπασε το 324. Στις 3 Ιουλίου ο Κωνσταντίνος νίκησε το Λικίνιο σε αποφασιστική μάχη στην Αδριανούπολη. Ο Λικίνιος οχυρώθηκε στην πόλη του Βυζαντίου, όπου πολιορκήθηκε από τον αντίπαλό του. Στη θάλασσα ο στόλος του Κωνσταντίνου με επικεφαλής το γιο του Κρίσπο νίκησε ολοκληρωτικά στον Ελλήσποντο το στόλο του Λικινίου, που τελούσε υπό τις εντολές του Άβαντου. Έχοντας χάσει κάθε δυνατότητα ανεφοδιασμού, ο Λικίνιος εγκατέλειψε το Βυζάντιο και πορεύτηκε προς τη Χρυσούπολη της Μικράς Ασίας. Εκεί ηττήθηκε για άλλη μια φορά από τις ενωμένες δυνάμεις του Κωνσταντίνου και του Κρίσπου, στις 18 Σεπτεμβρίου. Ο Λικίνιος, μετά από την οριστική αυτή ήττα, κατέφυγε στη Νικομήδεια, όπου και συνελήφθη.

Για ακόμη μια φορά οι ικεσίες της Κωνσταντίας προς τον αδερφό της έσωσαν τη ζωή του Λικίνιου. Ως απλός πολίτης τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Θεσσαλονίκη. Λίγους μήνες αργότερα όμως καταδικάστηκε σε θάνατο, επειδή ο Κωνσταντίνος φοβήθηκε τις φήμες ότι ο Λικίνιος ήρθε σε μυστικές συμφωνίες με τους Γότθους προκειμένου να ανακτήσει το θρόνο του. Λίγο μετά ο Κωνσταντίνος διέταξε και την εκτέλεση του ενδεκάχρονου Λικινιανού, του γιου του Λικίνιου, αθετώντας τις υποσχέσεις του στην Κωνσταντία. Ο Κωνσταντίνος ήταν πια ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης ολόκληρης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

 

Η Σύνοδος – Το ταξίδι στη Ρώμη

Την εποχή του «Διατάγματος του Μεδιολάνου» (Μιλάνου) οι δυο Αυτοκράτορες ήταν φίλοι αλλά δεν παρέμειναν για πολύ. Το 323 οι δυο στρατιές έδωσαν μια άγρια μάχη έξω από την Αδριανούπολη. Ο Κωνσταντίνος βγήκε νικητής και ο Λικίνιος αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε (με συνοπτικές διαδικασίες). Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου ο Κωνσταντίνος άρχισε να στρέφεται όλο και πιο πολύ προς τον Θεό των Χριστιανών. Επί χρόνια είχε δώσει μάχες ενάντια σε δυο Χριστιανικές ομάδες, τους Δονατιστές της Βόρειας Αφρικής και τους Μελετιανούς της Αιγύπτου.

Τώρα είχε ξεπηδήσει μια τρίτη φατρία, που απειλούσε με μεγαλύτερη διχόνοια από όση κι οι άλλες δυο μαζί. Αυτή η ομάδα ήταν από κάποιον Άρειο της Αλεξανδρείας. Το μήνυμά του ήταν: Ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν συναιώνιος και ομοούσιος με τον Πατέρα. Περί τα τέλη του 324, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να δώσει λύση στο πρόβλημα. Καύχημα της Νίκαιας ήταν το Αυτοκρατορικό παλάτι. Και ήταν εκεί όπου συγκλήθηκε η μεγάλη Σύνοδος, από τις 20 Μαΐου μέχρι 19 Ιουνίου του 325. Όταν τοποθέτησαν δίπλα του ένα χαμηλό κάθισμα από κατεργασμένο χρυσάφι, περίμενε μέχρι να του κάνουν νόημα οι επίσκοποι για να καθίσει.

Ύστερα από αυτόν έκανε το ίδιο και όλη η σύνοδος. Ήταν αποφασισμένος, έχοντας τον στρατιωτικό τρόπο σκέψης, να βάλει τέλος στη διχογνωμία. Ήταν αυτός που πρότεινε να ενταχθεί στο σχέδιο του Συμβόλου της Πίστης η λέξη -κλειδί που ρύθμιζε τη μοίρα του Αρείου. Ήταν η λέξη «ομοούσιος». Η ένταξή της στο προσχέδιο ήταν σχεδόν ταυτόσημη με μια καταδίκη του Αρειανισμού. Μόλις τέλειωσε την ομιλία του, σχεδόν όλοι οι φιλοαρειανοί τον χειροκρότησαν. Επίσης συμφώνησαν να υπογράψουν το τελικό έγγραφο. Ο Άρειος με τους λίγους οπαδούς του καταδικάστηκαν επίσημα. Για τον Κωνσταντίνο, η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος της Χριστιανικής εκκλησίας ήταν ένας θρίαμβος.

Στις αρχές Ιανουαρίου του 326, ο Αυτοκράτορας έφυγε για τη Ρώμη. Στο ταξίδι του αυτό συνοδευόταν από πολλά μέλη της οικογένειάς του: τη μητέρα του Ελένη, τη σύζυγο και Αυτοκράτειρα Φαύστα, την ετεροθαλή αδελφή του Κωνσταντία, τον θετό γιο της Λικιανό και το δικό του πρωτότοκο γιο τον Καίσαρα Κρίσπο. Η συντροφιά δεν ήταν ευχάριστη. Η Ελένη, πρώτα από όλα, ποτέ δεν είχε ξεχάσει ότι η Φαύστα ήταν κόρη του Αυτοκράτορα Μαξιμιανού, του θετού πατέρα της Θεοδώρας, που της είχε κλέψει τον άντρα της, τον Κωνστάντιο Χλωρό, σχεδόν σαράντα χρόνια πριν. Η Φαύστα από τη μεριά της είχε χολωθεί για την πρόσφατη απονομή από τον Κωνσταντίνο του τίτλου της Αυγούστας στη μητέρα του, τίτλο που κατείχε κι εκείνη.

Η Κωνσταντία πάλι δεν μπορούσε να ξεχάσει τον άνδρα της, τον Λικίνιο που μόλις πριν από δυο χρόνια είχε χάσει. Όσο για το θετό γιο της τον Λικιανό, ήταν γεμάτος πικρία γνωρίζοντας ότι οι ελπίδες του για εξουσία είχαν σβήσει. Ο Κρίσπος ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στο στρατό και τους πολίτες, ξεπερνώντας μάλιστα κατά πολύ τη δημοτικότητα του ίδιου του Αυτοκράτορα. Κανένας από αυτούς τους λόγους, ωστόσο, δε θα μπορούσε από μόνος του να κριθεί ως η αιτία για τα γεγονότα που ξέσπασαν. Όταν η Αυτοκρατορική συντροφιά έφτασε στη Σερδική κάποια μέρα του Φεβρουαρίου του 326, ξαφνικά και χωρίς καμιά προειδοποίηση, ο Κρίσπος και ο Λικιανός συνελήφθησαν και λίγες ημέρες αργότερα θανατώθηκαν.

Λίγο αργότερα την ίδια τύχη είχε και η Αυτοκράτειρα Φαύστα που βρήκε το θάνατο μέσα στο «calidarium» (θερμάστρα) του λουτρού της – δε θα μάθουμε ποτέ αν πέθανε από ζεμάτισμα, μαχαίρωμα ή ασφυξία. Μια πιθανή απάντηση για την αιτία αυτής της φρενίτιδας σφαγής είναι ότι ο Κρίσπος με τον Λικιανό συνωμοτούσαν για την ανατροπή του Αυτοκράτορα. Η συνωμοσία θα πρέπει να αποκαλύφθηκε έγκαιρα και ο Κωνσταντίνος έδρασε με τη συνηθισμένη του αποφασιστικότητα. Οι κατοπινές εκτελέσεις θα μπορούσαν να αποδοθούν στο ότι και άλλα μέλη του περιβάλλοντός του βρέθηκαν να εμπλέκονται στη συνωμοσία.

Ειδικά για τη Φαύστα όμως, η οποία είχε δώσει πέντε παιδιά, ο Νorwich ισχυρίζεται ότι πρέπει να ψάξουμε αλλού για τη λύση του προβλήματος. Τέσσερις αρχαίοι ιστορικοί συνδέουν την Αυγούστα με τη μοίρα του θετού της γιου. Ένας από αυτούς ο Ζώσιμος προσκομίζει ένα νέο στοιχείο «Ο Κρίσπος ήταν ύποπτος ότι είχε ερωτικές σχέσεις με την μητριά του Φαύστα και γι’ αυτό εκτελέστηκε». Πάντως οι κάτοικοι της Ρώμης τον υποδέχθηκαν με τις οφειλόμενες τιμές αν και τον ελεεινολογούσαν για την αποστασία του από τους αρχαίους θεούς και την υιοθέτηση της «μισητής Χριστιανικής θρησκείας».

Ο Κωνσταντίνος κατά την παραμονή του στη Ρώμη χρηματοδότησε την ανοικοδόμηση μιας βασιλικής, γνωστής σήμερα ως Άγιος Παύλος εκτός Τειχών, στον τόπο όπου τάφηκε, στο δρόμο προς την Όστια. Το πιο σημαντικό όμως δημιούργημά του ήταν η βασιλική που παρήγγειλε να οικοδομηθεί πάνω από τον τόπο όπου κατά την παράδοση, αναπαυόταν ο Απόστολος Πέτρος, στο Λόφο του Βατικανού. Η φρενήρης αυτή οικοδομική δραστηριότητα του Κωνσταντίνου αποδεικνύει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι έβλεπε τη Ρώμη ως τον κύριο βωμό της Χριστιανικής πίστης, με εξαίρεση μόνο τα ίδια τα Ιεροσόλυμα. Στον ίδιο ποτέ δεν άρεσε η πόλη και δεν έμεινε σε αυτήν μια στιγμή παραπάνω από όσο θα άντεχε.

Η καρδιά του ήταν δοσμένη στην Ανατολή. Είχε πολλά να κάνει στο Βυζάντιο. Από πνευματικής και πολιτιστικής απόψεως, η Ρώμη έχανε όλο και πιο πολύ την επαφή της με τη νέα και προοδευτική σκέψη του Ελληνιστικού κόσμου. Οι ακαδημίες και οι βιβλιοθήκες της δεν μπορούσαν πια να συναγωνιστούν αυτές της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και της Περγάμου. Στρατηγικά, τα μειονεκτήματα της παλαιάς πρωτεύουσας ήταν ακόμα πιο σοβαρά. Οι κυριότεροι κίνδυνοι για την Αυτοκρατορική ασφάλεια επικεντρώνονταν τώρα κατά μήκος των ανατολικών συνόρων της Αυτοκρατορίας.

Το κέντρο της Αυτοκρατορίας -στην πραγματικότητα, ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου- είχε αμετάκλητα μετακινηθεί προς την Ανατολή. Η Ιταλία είχε χάσει τη σημασία της.

 

Επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη – Οικοδομική Δραστηριότητα

Από την εκστρατεία του εναντίον του Λικίνιου ο Κωνσταντίνος επισήμανε την εξαιρετικά στρατηγική θέση του Βυζαντίου και το φυσικό του λιμάνι. Η θέση είχε πιο κοντινή πρόσβαση στον Δούναβη και τον Ευφράτη, όπου καραδοκούσαν οι Γότθοι και οι Πέρσες. Επίσης, η οχυρή της θέση ως μιας μικρής χερσονήσου, με τον Βόσπορο και τον Κεράτιο να την καλύπτουν, μπορούσε να προστατεύσει πολύ καλύτερα την διοίκηση του κράτος. Αντιθέτως η Ρώμη ήταν μακριά από τα σύνορα, και είχε ακόμα έντονες τις δημοκρατικές παραδόσεις, που ήταν αντίθετες με το όλο και πιο δεσποτικό ύφος της διακυβέρνησης. Στην Ανατολή η κληρονομιά των Ελληνιστικών βασιλείων και του απολυταρχικού συστήματος διακυβέρνησης τους ήταν ακόμα ζωντανή.

Οι εργασίες της ανακατασκευής του Βυζαντίου ξεκίνησαν το 324 και η Κωνσταντινούπολη εγκαινιάστηκε στις 11 Μαΐου του 330. Ήδη ο Κωνσταντίνος, συστηματικά και αθόρυβα, συνέχισε τις μεταρρυθμίσεις του κράτους που είχε ξεκινήσει ο Διοκλητιανός. Αναδιοργάνωσε την ανακτορική υπηρεσία. Στόχευε στην ανεξαρτησία κάθε υπηρεσίας και στον ακριβή καθορισμό των δικαιοδοσιών κάθε κλάδου διοίκησης, απαγορεύοντας οποιαδήποτε υπέρβαση. Επικεφαλής της διοίκησης του κράτους ήταν ο Αυτοκράτορας με έδρα μετακινούμενη ανάλογα με τις στρατιωτικές ανάγκες.

 

Εφάρμοσε σε όλα τα επίπεδα της επαρχιακής διοίκησης τον διαχωρισμό πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας και αφαίρεσε κι άλλες εξουσίες από την Σύγκλητο. Συνέστησε ένα ακόμη συμβουλευτικό σώμα, το Ιερόν Κονσιστόριο (Sacrum Consistorium), με επικεφαλής τον Κοιαίστορα του Ιερού Παλατίου (Quaestor Sacri Palatii) και μέλη τους ανώτατους υπάλληλους της κεντρικής διοίκησης, που έφεραν τον τίτλο κόμητες (comites, σύντροφοι). Κάποιες φορές συμμετείχαν στις συνεδριάσεις και συγκλητικοί. Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου ονομάστηκαν σιλέντια (silentium). Το συμβούλιο αυτό αντικατέστησε το Αυτοκρατορικό συμβούλιο (consilium) της πρώιμης Αυτοκρατορικής περιόδου.

Ο τίτλος του κόμη εισήχθη από τον Κωνσταντίνο και απονεμήθηκε στους ανώτατους υπαλλήλους του κράτους, στρατιωτικούς και πολιτικούς, που αποτελούσαν την συνοδεία του Αυτοκράτορα (comitatus). Με τον τρόπο αυτό ο Κωνσταντίνος συγχώνευσε την παλαιά αριστοκρατία με την νέα υπαλληλική αριστοκρατία και δημιούργησε μια νέα που άνηκε στον Αυτοκράτορα. Η τεράστια συρροή χρυσού από την ανατολική και την κεντρική Αφρική, μαζί με τα διαρθρωτικά μέτρα για την οικονομία και το εμπορίου σταμάτησε τον συνεχή πληθωρισμό. Ο Κωνσταντίνος έθεσε ως βάση τον σόλιδο (solidus), που έγινε το διεθνές νόμισμα του τότε γνωστού κόσμου ως τις σταυροφορίες, και ονομάστηκε από τους σύγχρονους ιστορικούς «το δολάριο του Μεσαίωνα».

Είναι τα γνωστά Κωνσταντινάτα της λαϊκής μας παράδοσης. Αν και απολυταρχικότερος του Διοκλητιανού, ο Κωνσταντίνος διαφοροποίησε την ονομαστική εξουσία του Αυτοκράτορα. Ο Αυτοκράτορας δεν ήταν πλέον ο Θεός των υπηκόων του, αλλά ο εκλεκτός του Θεού. Η εξουσία δεν είναι θεμελιωμένη μόνο σε επίγειους παράγοντες, όπως τον στρατό, τη Σύγκλητο, τον λαό, αλλά και σε πηγάζει από τον Θεό που του παραχώρησε το αξίωμα. Σε αντίθεση με τον Διοκλητιανό, ο οποίος ενεργούσε βλέποντας πίσω στο ιστορικό παρελθόν, ο Κωνσταντίνος έβλεπε αποκλειστικά το μέλλον, και η Κωνσταντινούπολη ήταν η βάση για την νέα πορεία που ήθελε να πάρει η αυτοκρατορία.

Σε αντίθεση με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των τελευταίων αιώνων, που ήταν μια συνομοσπονδία πόλεων με βάση το πρότυπο της Ρώμης, και ένας συμβιβασμός ανάμεσα στις δημοκρατικές και αυτοκρατορικές παραδόσεις, το κράτος που «επανίδρυσε» ο Κωνσταντίνος ήταν συγκεντρωτικό και πιο ενιαίο. Ήταν ένας οργανισμός με κεφάλι την Κωνσταντινούπολη και εγκέφαλο τον Αυτοκράτορα. Η νέα ιδεολογία του κράτους επεδίωκε έναν οικουμενικό χαρακτήρα πολύ μεγαλύτερο από τη Ρώμη, και ένα συνεκτικό δεσμό που να ενώνει την πανσπερμία των λαών και των πολιτισμών. Ο Κωνσταντίνος βρήκε εκείνο τον συνεκτικό δεσμό στον Χριστιανισμό.

Το κεντρικό σημείο της νέας πόλης του Κωνσταντίνου ήταν το Μίλιον, ο πρώτος μιλιοδείκτης. Αποτελούνταν από τέσσερις θριαμβικές ασπίδες που σχημάτιζαν τετράγωνο και στήριζαν έναν τρούλο, πάνω στον οποίον ήταν τοποθετημένο το πιο σεβαστό Χριστιανικό λείψανο – ο ίδιος ο Τίμιος Σταυρός. Από το σημείο αυτό ξεκινούσε η μέτρηση όλων των αποστάσεων μέσα στην Αυτοκρατορία. Λίγο πιο ανατολικά, σε μια τοποθεσία όπου στην αρχαιότητα βρισκόταν ο ναός της Αφροδίτης, υψώθηκε η πρώτη μεγάλη Χριστιανική εκκλησία της νέας πρωτεύουσας, αφιερωμένη όχι σε κάποιον άγιο ή μάρτυρα, αλλά στην ιερή Ειρήνη του Θεού την Αγία Ειρήνη. Μερικά χρόνια αργότερα δίπλα της θα κτιστεί η Αγία Σοφία.

Ένα τέταρτο του μιλίου από κει, προς τον Μαρμαρά, χτίστηκε ο τεράστιος ιππόδρομος του Κωνσταντίνου, στην κεντρική νύσσα του οποίου στήθηκε ένα από τα παλαιότερα κλασικά τρόπαια της πόλης, το αποκαλούμενο «Στήλη των Όφεων». Ήταν ένα τρόπαιο που ο Κωνσταντίνος είχε φέρει από τους Δελφούς και είχε προσφερθεί στο ναό του Απόλλωνα από 31 Ελληνικές πόλεις ως δείγμα ευγνωμοσύνης για τη νίκη τους στη μάχη των Πλαταιών, το 479 π.Χ. (οι κεφαλές αυτών των τριών μπρούτζινων μπλεγμένων φιδιών πιστεύεται ότι αποκόπηκαν από κάποιον μεθυσμένο διπλωμάτη της Πολωνικής Πρεσβείας στην Υψηλή Πύλη, το 1700).

Στο κέντρο της ανατολικής πλευράς του Ιπποδρόμου βρισκόταν το Αυτοκρατορικό θεωρείο που οδηγούσε στο Αυτοκρατορικό παλάτι. Ήταν η 11η Μαΐου 330 και σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, ημέρα Δευτέρα. Ο Κωνσταντίνος εγκαινίασε τη νέα πόλη – την Κωνσταντινούπολη. Παρακολούθησε την Δοξολογία στη Αγία Ειρήνη ενώ ο ειδωλολατρικός πληθυσμός προσευχόταν για την προσωπική του ευημερία και για την ευημερία της πόλης σε δικούς του ναούς. Το 327, η μητέρα του Αυτοκράτορα Ελένη που ήταν 72 ετών, πήγε ένα ταξίδι στους Αγίους Τόπους.

Όπου ο επίσκοπος Μακάριος των Ιεροσολύμων τη συνόδευσε σε μια περιοδεία στους κυριότερους ναούς που υπήρχαν εκεί κι όπου, σύμφωνα με την παράδοση, εκείνη βρήκε τον Τίμιο σταυρό – μάλιστα, τον ξεχώρισε από αυτούς των δύο ληστών, επειδή, όταν τον εναπόθεσε πάνω σε μια ετοιμοθάνατη γυναίκα, αυτή από θαύμα έγινε καλά.

 

Ο Θάνατός του

Μεταξύ 331 και 334 ο Κωνσταντίνος είχε κλείσει όλους τους ειδωλολατρικούς ναούς της Αυτοκρατορίας. Τους πρώτους μήνες του 337 τους είχε περάσει στη Μικρά Ασία, κινητοποιώντας το στρατό του ενάντια στον νεαρό Βασιλιά της Περσίας Σαπώρη, το θάρρος και η αντοχή του τον είχαν κάνει θρύλο ανάμεσα στους υπηκόους του. Λίγο πριν από το Πάσχα ξαναγύρισε στην Κωνσταντινούπολη. Η τελευταία περίοδος της ζωής του Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι αυτή που τον καταξιώνει στην εκκλησιαστική συνείδηση και τον οδηγεί στο απόγειο της πνευματικής του πορείας. Ο Κωνσταντίνος, κατά τον Απρίλιο του 337 μ.Χ., αισθάνεται τα πρώτα σοβαρά συμπτώματα κάποιας ασθένειας.

Βλέποντας την υγεία του να επιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο να μεταβεί στην πόλη Ελενόπολη της Βιθυνίας, που είχε ονομασθεί έτσι λόγω της μητέρας του Ελένης. Εκεί παρέμεινε στο ναό των Μαρτύρων, όπου ανέπεμπε ικετήριες ευχές και λιτανείες προς τον Θεό. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αντιλαμβάνεται πως η επίγεια ζωή του πλησιάζει στο τέλος της. Η μνήμη του θανάτου καλλιεργείται στην καρδιά του και τον οδηγεί στο μυστήριο της μετάνοιας και του βαπτίσματος. Μετά από αυτά καταφεύγει σε κάποιο προάστιο της Νικομήδειας, συγκαλεί τους Επισκόπους και τους απευθύνει τον εξής λόγο:

«Αυτός ήταν ο καιρός που προσδοκούσα από παλιά και διψούσα και ευχόμουν να καταξιωθώ της εν Θεώ σωτηρίας. Ήλθε η ώρα να απολαύσουμε και εμείς την αθανατοποιό σφραγίδα, ήλθε η ώρα να συμμετάσχουμε στο σωτήριο σφράγισμα, πράγμα που κάποτε επιθυμούσα να κάνω στα ρείθρα του Ιορδάνου, στα οποία, όπως παραδίδεται, ο Σωτήρας μας έλαβε το βάπτισμα εις ημέτερον τύπον. Ο Θεός όμως, που γνωρίζει το συμφέρον, μας αξιώνει να λάβουμε το βάπτισμα εδώ. Ας μην υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία. Γιατί και εάν ακόμη είναι θέλημα του Κυρίου της ζωής και του θανάτου να συνεχισθεί η επίγεια ζωή μας και να συνυπάρχω με το λαό του Θεού, θα πλαισιώσω τη ζωή μου με όλους εκείνους τους κανόνες που αρμόζουν στον Θεό».

Μετά το βάπτισμα ο Μέγας Κωνσταντίνος με πείσμα απαρνήθηκε να φορέσει την Αυτοκρατορική πορφύρα, για την οποία παλαιότερα διέπραττε φόνους. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του παρέμεινε ενδεδυμένος με το λευκό ένδυμα του βαπτίσματος, μέχρι την ημέρα της θανάτου του το 337 μ.Χ.

324 – 337 μ.Χ.:

  • 325: Αρχίζει η κατασκευή της νέας πρωτεύουσας (Κωνσταντινούπολη) στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, αποικίας των Μεγαρέων.
  • 326 ή 327: Ο Κωνσταντίνος εκτελεί τη γυναίκα του Φαύστα.
  • 330: Εγκαινιάζεται η Κωνσταντινούπολη. Για τη διακόσμηση της πόλης χρησιμοποιήθηκαν μνημεία της Ρώμης, της Αθήνας, της Αλεξάνδρειας της Εφέσου και της Αντιόχειας.
  • 337: Θάνατος του Κωνσταντίνου στη Νικομήδεια. Το λείψανό του μεταφέρεται αργότερα και θάβεται στο Ναό των Αποστόλων, στην Κωνσταντινούπολη

 

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

Η κρίση του πολιτισμού και της θρησκείας, την οποία αντιμετώπιζε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον 4ο αιώνα, είναι ένα από τα πιο αξιόλογα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας. Ο παλαιός, ειδωλολατρικός πολιτισμός ήλθε σε σύγκρουση με τον Χριστιανισμό, ο οποίος, αφού αναγνωρίσθηκε επίσημα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου, στις αρχές του 4ου αιώνα, καθιερώθηκε ως η επίσημη θρησκεία του Κράτους από τον Μεγάλο Θεοδόσιο, στα τέλη του ίδιου αιώνα. Η πρώτη εντύπωση βεβαίως ήταν ότι οι δύο αυτοί, αντίθετοι, παράγοντες, που αντιπροσώπευαν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κοσμοθεωρίες, δε θα έβρισκαν ποτέ βάση για μια αμοιβαία συμφωνία.

Αλλά ο Χριστιανισμός και ο ειδωλολατρικός Ελληνισμός βαθμιαίως αναμίχθηκαν και σχημάτισαν έναν Χριστιανο-Ελληνο-Ανατολικό πολιτισμό, γνωστό στη συνέχεια ως Βυζαντινό Πολιτισμό. Κέντρο του πολιτισμού αυτού υπήρξε η Κωνσταντινούπολη, η νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εκείνος που διαδραμάτισε τον κυριότερο ρόλο στις πολλές μεταβολές που έγιναν στην Αυτοκρατορία είναι ο Μέγας Κωνσταντίνος. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο Χριστιανισμός, για πρώτη φορά, γνώρισε το σταθερό έδαφος της επίσημης αναγνωρίσεως. Ύστερα από την αναγνώριση αυτή, η παλιά ειδωλολατρική Αυτοκρατορία βαθμιαίως άλλαξε και έγινε μια Χριστιανική Αυτοκρατορία.

Η μεταστροφή εθνών ή κρατών στον Χριστιανισμό, συντελέστηκε, στις περισσότερες περιπτώσεις, κατά το πρώιμο στάδιο της ιστορικής τους υπάρξεως, όταν δηλαδή το παρελθόν δεν είχε καθιερώσει σταθερές παραδόσεις, αλλά απλώς μερικές αδιαμόρφωτες και πρωτόγονες συνήθειες και τύπους διοικήσεως. Στις περιπτώσεις αυτές η μεταστροφή δεν προκάλεσε σοβαρή κρίση στη ζωή των λαών. Αλλά δεν συνέβη το ίδιο τον 4ο αιώνα με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία -την εποχή αυτή- ήταν φορέας ενός αρχαίου πολιτισμού και είχε αναπτύξει τέλεια, για την εποχή της, διοίκηση. Είχε ένα μεγάλο παρελθόν και έναν πολύμορφο κόσμο ιδεών, που είχε αφομοιωθεί από τον λαό.

Η Αυτοκρατορία αυτή, τον 4ο αιώνα, γίνεται Χριστιανική και εισέρχεται σε μια εποχή που είναι αντίθετη προς το παρελθόν της, με το οποίο πολλές φορές έρχεται σε πλήρη ρήξη, με αποτέλεσμα μια οξύτατη και δύσκολη κρίση. Συγχρόνως όμως ο παλαιός ειδωλολατρικός κόσμος -τουλάχιστον στον θρησκευτικό τομέα- δεν ικανοποιούσε πια τις προσδοκίες του Έθνους. Νέες απαιτήσεις και νέες επιθυμίες παρουσιάστηκαν, τις οποίες μόνο ο Χριστιανισμός μπορούσε να ικανοποιήσει.

Όταν μία ιστορική στιγμή εξαιρετικής σημασίας σχετίζεται με μία προσωπικότητα που τυχαίνει να διαδραματίζει έναν κύριο ρόλο σε αυτήν, μια ολόκληρη φιλολογία δημιουργείται γύρω από την προσωπικότητα αυτή, με σκοπό να αξιολογήσει τη συμβολή της στα σχετικά γεγονότα και να εμβαθύνει και στις πιο εσωτερικές ακόμα πτυχές της πνευματικής της ζωής. Για τον 4ο αιώνα, μία τέτοια προσωπικότητα υπήρξε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στη Ναϊσσο (σημερινή Νίς). Από την πλευρά του πατέρα του -Κωνσταντίου Χλωρού- ανήκε, πιθανόν, σε οικογένεια Ιλλυριών.

Η μητέρα του Ελένη ήταν μια Χριστιανή που αργότερα ανακηρύχθηκε Αγία και η οποία, κατά τη διάρκεια ενός προσκυνήματος στην Παλαιστίνη, ανακάλυψε -όπως δέχεται η παράδοση- τον γνήσιο Σταυρό, πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός. Το 305, αφού ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός εγκατέλειψαν το Αυτοκρατορικό τους αξίωμα -σύμφωνα με σχετική συμφωνία- και αποσύρθηκαν στην ιδιωτική ζωή, ο Γαλέριος έγινε Αύγουστος στην Ανατολή, ενώ ο πατέρας του Κωνσταντίνου -Κωνστάντιος- έλαβε το αξίωμα του Αυγούστου στη Δύση. Τον επόμενο χρόνο ο Κωνστάντιος πέθανε στη Βρετανία και ο στρατιές του ανακήρυξαν τον γιο του Κωνσταντίνο Αύγουστο. Την ίδια εποχή μια επανάσταση ξέσπασε στη Ρώμη.

Οι στασιαστές και ο στρατός ανέτρεψαν τον Γαλέριο και ανακήρυξαν Αυτοκράτορα τον Μαξέντιο, γιο τού Μαξιμιανού, που είχε παραιτηθεί από την Αυτοκρατορική εξουσία. Ο Μαξιμιανός ενώθηκε με τον γιο του και πήρε πάλι τον Αυτοκρατορικό τίτλο. Τα γεγονότα αυτά ακολούθησε μια περίοδος εμφυλίου πολέμου, κατά τη διάρκεια τού οποίου τόσο ο Μαξιμιανός όσο και ο Γαλέριος πέθαναν. Τότε ο Κωνσταντίνος έκλεισε συμμαχία με τον Λικίνιο, έναν από τους νέους Αυγούστους, και νίκησε τον Μαξέντιο σε μια αποφασιστική μάχη, κοντά στη Ρώμη, το 312. Ο Μαξέντιος πνίγηκε στον Τίβερη, κοντά στη Μουλβία γέφυρα, προσπαθώντας να ξεφύγει από τον εχθρό του.

Οι δύο νικητές Αυτοκράτορες, ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος, συναντήθηκαν στα Μεδιόλανα (σημερινό Μιλάνο), όπου, σύμφωνα με την ιστορική παράδοση, υπέγραψαν το ονομαστό Έδικτο των Μεδιολάνων. Οι ειρηνικές όμως σχέσεις των δύο Αυτοκρατόρων, δεν διήρκεσαν πολύ. Ένας αγώνας ξέσπασε ανάμεσά τους, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική νίκη του Κωνσταντίνου, τον φόνο του Λικίνιου, το 324 μ.Χ., και την ανάδειξη τού Κωνσταντίνου ως μόνου άρχοντα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Δύο υπήρξαν τα γεγονότα εκείνα της βασιλείας του Κωνσταντίνου, που επηρέασαν σημαντικά τη μελλοντική εξέλιξη της ιστορίας.

Η επίσημη αναγνώριση του Χριστιανισμού και η μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τις όχθες τού Τίβερη στις όχθες τού Βοσπόρου, από την παλαιά Ρώμη δηλαδή στη «Νέα Ρώμη», την Κωνσταντινούπολη. Οι επιστήμονες, μελετώντας τη θέση του Χριστιανισμού κατά την εποχή του Κωνσταντίνου, ασχολούνται κυρίως με δύο προβλήματα:

  • Τη Μεταστροφή του Κωνσταντίνου και
  • Το Έδικτο των Μεδιολάνων

 

Η Μεταστροφή του Κωνσταντίνου

Τόσο οι ιστορικοί όσο και οι θεολόγοι, ενδιαφέρθηκαν κυρίως για τις αιτίες της μεταστροφής του Κωνσταντίνου. Γιατί ο Κωνσταντίνος ευνόησε τον Χριστιανισμό; Θα πρέπει η στάση του να θεωρηθεί ως μια απλή ένδειξη της πολιτικής του σοφίας; Είδε τον Χριστιανισμό ως ένα απλό μέσο για να πραγματοποιήσει τους πολιτικούς του στόχους; Ή υιοθέτησε τον Χριστιανισμό λόγω των πεποιθήσεών του; Ή -τέλος- στη μεταστροφή του αυτή συνετέλεσαν και οι δύο παράγοντες οι πολιτικοί δηλαδή και οι πνευματικοί; Η δυσκολία για τη λύση τού προβλήματος έγκειται στις αντιφατικές πληροφορίες που βρίσκει κανείς στις πηγές.

Ο Κωνσταντίνος, όπως τον περιγράφει ο Επίσκοπος Ευσέβιος, δεν μοιάζει καθόλου με τον Κωνσταντίνο τον οποίο σκιαγραφεί ο ειδωλολάτρης συγγραφέας Ζώσιμος. Οι ιστορικοί έχουν βρει μια εξαιρετική ευκαιρία για να δώσουν απαντήσεις, σύμφωνα με τις προσωπικές τους απόψεις, στο περίπλοκο αυτό πρόβλημα. Ο Γάλλος ιστορικός Μπουασιέ γράφει σχετικά στο βιβλίο του Πτώση του Ειδωλολατρισμού, τα εξής:

«Δυστυχώς, όταν ασχολούμεθα με μεγάλους άνδρες, που διαδραμάτισαν έναν σπουδαίο ρόλο στην ιστορία, και προσπαθούμε να μελετήσουμε τη ζωή τους και τη δράση τους, σπανίως είμαστε ικανοποιημένοι και από τις πιο φυσικές εξηγήσεις. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάτι το διαφορετικό από τους συνανθρώπους τους, μας κάνει να μην πιστεύουμε ότι μπορούν να ενεργούν όπως και οι κοινοί άνθρωποι. Ψάχνουμε να βρούμε απόκρυφες αιτίες πίσω και από την πιο απλή τους πράξη, ενώ συγχρόνως τούς αποδίδουμε μία λεπτότητα και ένα βάθος σκέψης ή προδοσίες, τις οποίες ποτέ τους δεν είχαν διανοηθεί. Όλα αυτά ισχύουν στην περίπτωση τού Κωνσταντίνου.

Έχει επικρατήσει μια βασισμένη στην προκατάληψη πεποίθηση, ότι ο ικανός αυτός πολιτικός θέλησε να μας ξεγελάσει. Όσο θερμότερα αφιέρωνε τον εαυτό του στις θρησκευτικές υποθέσεις και προβαλλόταν ως ένας γνήσιος πιστός, τόσο πιο αποφασιστικές γίνονταν οι προσπάθειές μας να αποδείξουμε ότι ο Κωνσταντίνος ήταν αδιάφορος για τα ζητήματα αυτά και ότι υπήρξε ένας σκεπτικιστής, που, στην πραγματικότητα, δεν ενδιαφερόταν για καμιά θρησκεία, προτιμώντας τη θρησκεία εκείνη που τον ευνοούσε περισσότερο».

Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η ιστορική σκέψη είχε τρομερά επηρεασθεί από τις κρίσεις του διάσημου Γερμανού ιστορικού Γιάκοπ Μπούρκχαρτ (Jacob Burckhardt), τις οποίες βρίσκουμε στο λαμπρό του έργο ”Η εποχή τού Μεγάλου Κωνσταντίνου”. Ο Μπούρκχαρτ παρουσιάζει τον Κωνσταντίνο ως ένα μεγαλοφυή πολιτικό, με πολλές φιλοδοξίες και ισχυρή επιθυμία για εξουσία. Έναν άνθρωπο -δηλαδή- που θυσίασε το καθετί στην εκπλήρωση των σκοπών του. «Συχνά, -γράφει-, γίνονται προσπάθειες να διεισδύσουμε στην θρησκευτική συνείδηση τού Κωνσταντίνου, προκειμένου να περιγράψουμε τις αλλαγές που πιθανόν συντελέστηκαν στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.

Όλα αυτά, όμως, γίνονται άσκοπα. Γιατί έναν τέτοιον μεγαλοφυή άνθρωπο, του οποίου οι. φιλοδοξίες και η δίψα για εξουσία ήταν η καθημερινή του ασχολία, δεν τον απασχολούσε ο Χριστιανισμός ή η ειδωλολατρία ούτε η συνειδητή θρησκευτικότητα ή η μη θρησκευτικότητα. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αναγκαστικά άθρησκος (unreligiοs). Εάν για μια στιγμή σταματούσε για να σκεφθεί πάνω στις πραγματικές του θρησκευτικές πεποιθήσεις, η στιγμή αυτή θα ήταν μοιραία». Αυτός ο μέχρι θανάτου εγωιστής, έχοντας αναγνωρίσει ότι ο Χριστιανισμός προοριζόταν να γίνει μια παγκόσμια δύναμη, τον χρησιμοποίησε ακριβώς λόγω αυτής του της δυναμικής.

Σύμφωνα με τον Μπούρκχαρτ, η αξία τού Κωνσταντίνου έγκειται στο ότι αναγνώρισε την δυναμική αυτή, αν και διαμοίρασε σαφώς καθορισμένα προνόμια τόσο στον παγανισμό όσο και στον Χριστιανισμό. Το να αναζητεί κανείς κάποιο σχέδιο στις πράξεις του ασυνεπούς ανθρώπου, που μόνο χρήση ευκαιριών έκανε, θα ήταν άσκοπο. Ο Κωνσταντίνος «ένας εγωιστής με πορφυρό μανδύα, κάνει ή επιτρέπει καθετί, που ενισχύει την προσωπική του δύναμη». Ως κύρια πηγή του, ο Μπούρκχαρτ χρησιμοποίησε τον Βίο του Κωνσταντίνου του Ευσεβίου, παραβλέποντας το γεγονός ότι το έργο αυτό δεν είναι αυθεντικό. Οι κρίσεις του Μπούρκχαρτ δεν μας επιτρέπουν να δούμε στον Αυτοκράτορα κανένα γνήσιο θρησκευτικό αίσθημα.

Στηρίζοντας τις απόψεις του σε διάφορες πηγές, ο Γερμανός θεολόγος , Αντολφ Χάρνακ (Adolph Harnack), στο βιβλίο του Η διάδοση του Χριστιανισμού κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα. Ύστερα από μια μελέτη της θέσης τού Χριστιανισμού στις διάφορες επαρχίες της Αυτοκρατορίας, παραδέχεται ότι ήταν αδύνατος ο καθορισμός τού αριθμού των Χριστιανών και συμπεραίνει ότι, αν και κατά τον 4ο αιώνα οι Χριστιανοί ήταν πολλοί και η επιρροή τους μεγάλη, δεν αποτελούσαν την πλειονότητα του λαού. Αλλά κατόπιν παρατηρεί ότι:

«Αριθμητική υπεροχή και πραγματική επιρροή δεν συμβαδίζουν σε κάθε περίπτωση. Ένας μικρός κύκλος ανθρώπων μπορεί να ασκεί μια δυναμική επιρροή, αν τα μέλη του προέρχονται από τις ηγετικές τάξεις, ενώ ένας μεγάλος κύκλος ατόμων μπορεί να έχει πολύ μικρότερη επιρροή εφόσον προέρχεται από τις κατώτερες τάξεις ή από τις επαρχίες. Ο Χριστιανισμός υπήρξε μια θρησκεία των πόλεων. Όσο μεγαλύτερη ήταν μια πόλη τόσο μεγαλύτερος ήταν και ο αριθμός των χριστιανών, πράγμα που έδινε στον Χριστιανισμό εξαιρετικές δυνατότητες. Παραλλήλως όμως ο Χριστιανισμός είχε βαθιά εισχωρήσει στις επαρχίες, όπως γνωρίζουμε τουλάχιστον για τις περισσότερες επαρχίες της Μικράς Ασίας, της Αρμενίας, της Συρίας, της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Βόρειας Αφρικής».

Διαιρώντας όλες τις επαρχίες της Αυτοκρατορίας σε τέσσερις κατηγορίες σύμφωνα με την μεγάλη ή μικρή εξάπλωση τού Χριστιανισμού, ο Χάρνακ αναλύει τη θέση του Χριστιανισμού σε κάθε κατηγορία και συμπεραίνει ότι ”Τα κέντρα της Χριστιανικής Εκκλησίας, στις αρχές τού 4ου αιώνα, ήταν στη Μικρά Ασία”. Είναι ήδη γνωστό ότι, για αρκετά χρόνια, πριν πάει στη Γαλατία, ο Κωνσταντίνος έμεινε στην αυλή τού Διοκλητιανού στη Νικομήδεια. Η επίδραση την οποία είχε επάνω του η Ασία φανερώθηκε στη Γαλατία, υπό μορφή σκέψεων, που τον οδήγησαν στην οριστική του απόφαση να επωφεληθεί από την υποστήριξη της σταθερής και δυναμικής Εκκλησίας και των -επισκόπων.

Είναι μάταιο να ζητούμε να μάθουμε εάν η Εκκλησία θα μπορούσε να νικήσει έστω και χωρίς τον Κωνσταντίνο. Κάποιος άλλος θα παρουσιαζόταν. Οπωσδήποτε όμως η νίκη του Χριστιανισμού είχε επιτευχθεί σε όλη τη Μικρά Ασία, πριν ακόμη εμφανισθεί ο Κωνσταντίνος, ενώ συγχρόνως είχε σταθεροποιηθεί σε άλλες επαρχίες. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη φώτιση και ένας επουράνιος στρατηγός για να πραγματωθεί ό,τι ήδη υπήρχε. Εκείνο που χρειαζόταν ήταν ένας οξύνους και δυναμικός πολιτικός, με ζωηρό ενδιαφέρον για τη θρησκευτική κατάσταση, και ένας τέτοιος πολιτικός υπήρξε ο Κωνσταντίνος, μια χαρισματική προσωπικότητα, καθόσον αναγνώρισε ό,τι ήταν αναπόφευκτο και επωφελήθηκε από αυτό.

Είναι φανερό ότι ο Χάρνακ είδε τον Κωνσταντίνο μόνο σαν ένα ικανό πολιτικό. Φυσικά, δεν είναι δυνατή, έστω και μια κατά προσέγγιση στατιστική εκτίμηση τού αριθμού των Χριστιανών της περιόδου αυτής, αν και οι περισσότεροι από τους σύγχρονους επιστήμονες καταλήγουν ότι η ειδωλολάτρες παρέμεναν ο κύριος πολιτικός και κοινωνικός παράγοντας, ενώ οι Χριστιανοί ήταν ακόμη μειονότητα.

Σύμφωνα με την έρευνα τού καθηγητή Β. Μπόλοτοφ (V. Bolotov), που συμφωνεί με τους υπολογισμούς πολλών άλλων επιστημόνων, «είναι πιθανόν κατά την εποχή του Κωνσταντίνου οι Χριστιανοί ν’ αποτελούσαν το ένα δέκατο του συνολικού πληθυσμού, αν και το ποσοστό αυτό μπορεί να είναι ακόμη μικρότερο. Η άποψη ότι ο αριθμός των Χριστιανών υπερέβαινε το ένα δέκατο, είναι αβάσιμη». Τώρα πια φαίνεται ότι οι επιστήμονες συμφωνούν, ότι οι Χριστιανοί αποτελούσαν μειονότητα την εποχή τού Κωνσταντίνου, πράγμα που -εάν αληθεύει- γκρεμίζει την καθαρά πολιτική θεωρία που έχει διαμορφωθεί γύρω από τη στάση του Κωνσταντίνου έναντι του Χριστιανισμού.

Σ’ έναν μεγάλο πολιτικό, -όπως ο Κωνσταντίνος- δεν θα επέτρεπε να βασιστούν τα μεγάλα του πολιτικά σχέδια πάνω στο ένα δέκατο του λαού, που, την εποχή αυτή, δεν έπαιρνε μέρος στις πολιτικές υποθέσεις. Ο συγγραφέας της Ιστορίας της Ρώμης και του Ρωμαϊκού Λαού, Ντυρυύ (Duruy), γράφει, επηρεασμένος κάπως από τον Μπούρκχαρτ και αξιολογώντας τις πράξεις του Κωνσταντίνου, ότι «τη θρησκεία του Κωνσταντίνου, διαμόρφωσε ένας ειλικρινής και αδιάφορος ντεϊσμός». Κατά τον Ντυρυύ, ο Κωνσταντίνος «πολύ γρήγορα αντελήφθη το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός, στα βασικά του δόγματα, ανταποκρίνεται στη δική του πίστη σε έναν Θεό».

Εν τούτοις όμως -συνεχίζει ο Ντυρυύ- οι πολιτικοί παράγοντες είχαν μεγαλύτερη σημασία για τον Κωνσταντίνο. «Όπως ο Βοναπάρτης προσπάθησε να συμφιλιώσει την Εκκλησία με την Επανάσταση, έτσι και ο Κωνσταντίνος θέλησε να συμφιλιώσει την παλιά με τη νέα θρησκεία, ευνοώντας συγχρόνως τη δεύτερη. Αντιλήφθηκε την κατεύθυνση, προς την οποία βάδιζε ο κόσμος, και, χωρίς να την επιταχύνει, βοήθησε την κίνηση αυτή. Αποτελεί τιμή για τον Αυτοκράτορα αυτόν το ότι εκδήλωσε τους σκοπούς του, με τον τίτλο που ο ίδιος διάλεξε για τον εαυτό του, στη θριαμβευτική του αψίδα: quietis custos (φρουρός της ειρήνης). Προσπαθώντας να εμβαθύνουμε στα βαθύτερα σημεία της σκέψης του Κωνσταντίνου, βρίσκουμε μάλλον μια πολιτική Διοικήσεως, παρά μια θρησκευτική πεποίθηση».

Ο Ντυρυύ -ωστόσο- παρατηρεί αλλού, ότι «ο Κωνσταντίνος, τον οποίο περιγράφει ο Ευσέβιος, συχνά είδε μεταξύ γης και ουρανού, πράγματα τα οποία κανείς άλλος δεν είχε δει». Δύο από τα πολλά βιβλία, που παρουσιάσθηκαν το 1913 επ’ ευκαιρία τού εορτασμού της δεκάτης έκτης εκατονταετηρίδας τού Εδίκτου των Μεδιολάνων, είναι τα: ”Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος και η Χριστιανική Εκκλησία” (Κaiser Constantin und die Christliche Κirche), του Ε. Σβαρτς (Ε. Schwartz) και ”Μελέτες” (Gesammelte Studien), του Φ. Ντέλγκερ.

Ο Σβαρτς γράφει ότι ο Κωνσταντίνος «έχοντας τη διαβολική οξυδέρκεια ενός Κυρίαρχου τού Κόσμου, κατάλαβε τη σημασία την οποία θα είχε η συμμαχία με την Εκκλησία για μια Παγκόσμια Μοναρχία, την οποία αυτός σχεδίαζε να δημιουργήσει, και είχε το θάρρος και την ενεργητικότητα να πραγματοποιήσει αυτήν την ένωση, αγνοώντας όλες τις παραδόσεις τού Καισαρισμού». Ο Ε. Κρεμπς (Ε. Κrebs), στο βιβλίο που εξέδωσε ο Ντέλγκερ (Gesammelte studien), γράφει ότι η όλη στροφή του Κωνσταντίνου προς τον Χριστιανισμό υπήρξε δευτερεύων παράγοντας για τη νίκη της Εκκλησίας. Κύριος παράγοντας της νίκης αυτής παραμένει αυτή καθ’ εαυτή η υπερφυσική δύναμη του Χριστιανισμού.

Οι γνώμες των επιστημόνων -σχετικά μ’ αυτό το θέμα- διαφέρουν πολύ. Ο Π. Μπατιφόλ (Ρ. Batiffol) υποστηρίζει την ειλικρίνεια της μεταστροφής τού Κωνσταντίνου και, τελευταία, ο Ζ. Μωρίς (J. Maurice), ειδικός στη νομισματική της εποχής τού Κωνσταντίνου, προσπάθησε να αποδείξει τον θαυματουργικό παράγοντα στην μεταστροφή του Αυτοκράτορα. Ο Μπουασιέ σημειώνει πως το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος άφησε τον εαυτό του στα χέρια των Χριστιανών, που αποτελούσαν μια μειονότητα χωρίς πολιτική σημασία, αποτελούσε ένα επικίνδυνο εγχείρημα και ότι, επομένως, εφόσον δεν άλλαξε την πίστη του για λόγους πολιτικούς, μετεστράφη στον Χριστιανισμό από πεποίθηση.

Ο Φ. Λο (F. Lot) τείνει να δεχθεί την ειλικρίνεια της μεταστροφής του Κωνσταντίνου. Ο Ε. Στάιν (Ε. Stein) δέχεται πολιτική αιτία, τονίζοντας ότι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο γεγονός της θρησκευτικής πολιτικής του Κωνσταντίνου υπήρξε η εισδοχή της Χριστιανικής Εκκλησίας μέσα στον κρατικό οργανισμό και υποθέτοντας ότι ο Κωνσταντίνος είχε, κατά κάποιον τρόπο, επηρεασθεί από το παράδειγμα τού Ζωροαστρισμού, επίσημης θρησκείας της Περσικής Αυτοκρατορίας. Ο Γκρεγκουάρ γράφει ότι η πολιτική -και ειδικότερα η εξωτερική πολιτική- προηγείται πάντοτε της θρησκείας. Ο Α. Πιγκανιόλ λέει ότι ο Κωνσταντίνος υπήρξε Χριστιανός δίχως να γνωρίζει.

Οπωσδήποτε η «μεταστροφή» του Κωνσταντίνου, που συσχετίζεται με τη νίκη του κατά του Μαξεντίου, το 312, δεν πρέπει να θεωρείται ως πραγματική του μεταστροφή στον Χριστιανισμό, εφόσον έγινε πραγματικός Χριστιανός μόνον τον χρόνο που πέθανε. Κατά τη διάρκεια της ζωής του παρέμεινε ο Pontifex maxίmus και δεν χρησιμοποιούσε τη λέξη «Κυριακή», αλλά την έκφραση ”Ημέρα του Ηλίου (dies solis), καθώς και την φράση ”Ανίκητος Ήλιος” (sol inνictus), με την οποία, την περίοδο αυτή, συνήθως εννοούσαν τον Θεό των Περσών, τον Μίθρα, τού οποίου η λατρεία είχε διαδοθεί σε όλη την Αυτοκρατορία, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση.

Μερικές φορές αυτή η λατρεία του ήλιου υπήρξε ένας σοβαρός αντίπαλος του Χριστιανισμού. Είναι δε βέβαιο ότι ο Κωνσταντίνος υπήρξε ένας υποστηρικτής της λατρείας του ήλιου, έχοντας κληρονομήσει την αφοσίωσή του αυτή στον ήλιο από την οικογένειά του. Πιθανόν ο ”sol invictus” ήταν ο Απόλλων. Ο Μωρίς παρατηρεί ότι η θρησκεία του ήλιου κατέστησε τον Κωνσταντίνο λαοφιλέστατο στην Αυτοκρατορία. Ορισμένοι ιστορικοί έκαναν πρόσφατα μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια να παρουσιάσουν τον Κωνσταντίνο ως έναν απλό συνεχιστή και εκτελεστή μιας πολιτικής άλλων και όχι ως τον υπέρμαχο τού Χριστιανισμού.

Όπως λέει ο Γκρεγκουάρ, ο Λικίνιος, πριν από τον Κωνσταντίνο, καθιέρωσε μια πολιτική ανεκτικότητας απέναντι στον Χριστιανισμό. Ο Γερμανός ιστορικός Σένεμπεκ (Schoenebeck) θεωρεί τον Μαξέντιο υπέρμαχο του Χριστιανισμού -στην περιοχή του- και ως εκείνον που υπέδειξε στον Κωνσταντίνο τον δρόμο που έπρεπε ν’ ακολουθήσει. Μελετώντας τη στροφή του Κωνσταντίνου προς τον Χριστιανισμό, βλέπουμε ότι η πολιτική του ήταν οπωσδήποτε προορισμένη να επηρεάσει σοβαρά την στάση του προς τον Χριστιανισμό, ο οποίος του ήταν χρήσιμος από πολλές απόψεις.

Κατάλαβε ο Κωνσταντίνος ότι στο μέλλον ο Χριστιανισμός θα ήταν η κύρια ενωτική δύναμη ανάμεσα στις φυλές της Αυτοκρατορίας και «θέλησε να ενισχύσει την ενότητα της Αυτοκρατορίας μέσω μιας ενότητας της Εκκλησίας. Η μεταστροφή τού Κωνσταντίνου συνήθως συνδυάζεται με την εμφάνιση, κατά τη διάρκεια του αγώνα του κατά του Μαξεντίου, ενός φωτεινού Σταυρού στον ουρανό, γεγονός το οποίο παρουσιάζει το θαύμα ως έναν παράγοντα της μεταστροφής του Κωνσταντίνου. Οι πηγές όμως που αναφέρονται στο γεγονός αυτό προκαλούν πολλές διαφωνίες μεταξύ των ιστορικών.

Η παλαιότερη περιγραφή ενός θαύματος ανήκει στον Χριστιανό -σύγχρονο του Κωνσταντίνου- Λακτάντιο που, στο βιβλίο του ”Περί του θανάτου των διωκτών” (De mortibus persecutorum), ομιλεί μόνον για την ειδοποίηση, που πήρε, σε ένα όνειρό του, ο Κωνσταντίνος, να χαράξει στις ασπίδες του το ομοίωμα του Θείου σημείου του Χριστού (coeleste signum Dei). Ο Λακτάντιος δεν αναφέρει τίποτε για το όραμα που υποτίθεται ότι ο Κωνσταντίνος είδε στον ουρανό. Ένας άλλος σύγχρονος τού Κωνσταντίνου, ο Ευσέβιος Καισαρείας, ομιλεί για τη νίκη επί του Μαξεντίου σε δύο απ’ τα βιβλία του.

Στο παλαιότερό του έργο Εκκλησιαστική Ιστορία, ο Ευσέβιος παρατηρεί μόνον ότι ο Κωνσταντίνος, ξεκινώντας για να σώσει τη Ρώμη, «προσευχήθηκε στον Θεό των Ουρανών και για τον Λόγο Του, τον Ιησού Χριστό, τον Λυτρωτή των πάντων». Τίποτε όμως δεν αναφέρεται για το όνειρο. Ένα άλλο έργο, ”Εις τον Βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου”, που, γραμμένο είκοσι πέντε χρόνια μετά τη νίκη επί του Μαξεντίου, αποδίδεται -κακώς- στον Ευσέβιο, αναφέρει ότι ο ίδιος ο Αυτοκράτορας είπε και επιβεβαίωσε με όρκο τη γνωστή ιστορία, ότι δηλαδή βαδίζοντας κατά του Μαξεντίου είδε πάνω από τον ήλιο που έδυε έναν φωτεινό Σταυρό με τις λέξεις «Τούτω Νίκα». Τόσο αυτός όσο και ο στρατός του τρόμαξαν βλέποντας αυτό το όραμα.

Το άλλο βράδυ ο Χριστός ήλθε -σε όνειρο- στον Κωνσταντίνο και τον διέταξε να κάνει ένα ομοίωμα του Σταυρού και να βαδίσει με αυτόν κατά των εχθρών του. Μόλις ξημέρωσε, ο Αυτοκράτορας είπε το εξαιρετικό του όνειρο στους φίλους του και, κατόπιν, φώναξε τους τεχνίτες, τους περιέγραψε σε γενικές γραμμές το όραμα και τους διέταξε να κατασκευάσουν τη σημαία που είναι γνωστή με το όνομα «λάβαρoν». Το λάβαρο ήταν ένας μεγάλος σταυρός σε σχήμα κονταριού. Από την εγκάρσια ράβδο κρεμόταν ένα χρυσοκέντητο μεταξωτό ύφασμα, διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους, το οποίο έφερε τις εικόνες του Κωνσταντίνου και των δύο του παιδιών. Στην κορυφή τού Σταυρού, γύρω από το μονόγραμμα τού Χριστού, υπήρχε ένα χρυσό στεφάνι.

Από την εποχή τού Κωνσταντίνου το λάβαρο έγινε σημαία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πληροφορίες σχετικές με την Θεία οπτασία και τα στρατεύματα που -σταλμένα από τον Θεό για να βοηθήσουν τον Κωνσταντίνο στον αγώνα του- βάδιζαν στον ουρανό, υπάρχουν στα έργα άλλων συγγραφέων. Οι πληροφορίες αυτές όμως είναι τόσο αντιφατικές, ώστε δεν μπορούν να αξιοποιηθούν ως ιστορικό υλικό. Μερικοί συγγραφείς φθάνουν στο σημείο να λένε ότι το θαύμα έγινε όχι κατά τη διάρκεια της εκστρατείας εναντίον τού Μαξεντίου, αλλά πριν φύγει ο Κωνσταντίνος από τη Γαλατία.

 

Το Έδικτο των Μεδιολάνων

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Χριστιανισμός απέκτησε το επίσημο δικαίωμα να υπάρχει και να αναπτύσσεται. Το πρώτο διάταγμα που ευνοούσε τον Χριστιανισμό, εκδόθηκε το 311 από τον Γαλέριο, που υπήρξε ένας από τους πιο άγριους διώκτες του. Το διάταγμα αυτό συγχωρούσε τους Χριστιανούς για την αντίστασή τους στις διαταγές του κράτους να επιστρέψουν στην ειδωλολατρία και αναγνώριζε το νόμιμο δικαίωμά τους να υπάρχουν. «Οι Χριστιανοί, -έγραφε το διάταγμα-, μπορούν και πάλι να υπάρχουν και να συναθροίζονται, εφόσον δεν κάνουν τίποτε το αντίθετο προς το κοινό καλό, και υποχρεούνται να προσεύχονται στον Θεό τους για το καλό μας, το καλό της πολιτείας και το δικό του».

Δύο χρόνια αργότερα, μετά τη νίκη του επί τού Μαξεντίου και τη συμφωνία του με τον Λικίνιο, ο Κωνσταντίνος συναντήθηκε με τον Λικίνιο, στο Μιλάνο, όπου εξέδωσαν το εξαιρετικά ενδιαφέρον έγγραφο, το οποίο -λανθασμένα- ονομάζεται Έδικτο των Μεδιολάνων. Το πρωτότυπο του εγγράφου δεν έχει διασωθεί, αλλά ένα Λατινικό διάταγμα, που έστειλε ο Λικίνιος στον έπαρχο της Νικομήδειας, έχει διασωθεί από τον Λακτάντιο. Μια Ελληνική μετάφραση του Λατινικού πρωτοτύπου υπάρχει στην Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου. Σύμφωνα με αυτό το διάταγμα, οι Χριστιανοί και όσοι πίστευαν σε άλλες θρησκείες, είχαν πλήρη ελευθερία να ακολουθούν οποιαδήποτε θρησκεία ήθελαν.

Όλα τα εναντίον των Χριστιανών μέτρα εθεωρούντο άκυρα. Το 1891 ο Γερμανός λόγιος Ο. Ζέεκ διατύπωσε τη θεωρία ότι ποτέ δεν εκδόθηκε το Έδικτο των Μεδιολάνων. Το μόνο Έδικτο που εκδόθηκε -γράφει- είναι το Έδικτο Ανεξιθρησκίας που εξέδωσε ο Γαλέριος το 311. Το έγγραφο των Μεδιολάνων του 313 δεν ήταν στην πραγματικότητα ένα έδικτο, αλλά μία επιστολή προς τον διοικητή της Μικράς Ασίας. Το συμπέρασμα πάντως είναι ότι ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος έδωσαν στον Χριστιανισμό τα δικαιώματα που είχαν οι ειδωλολάτρες και οι άλλες θρησκείες. Είναι πρόωρο να ομιλεί κανείς για θρίαμβο τού Χριστιανισμού την εποχή του Κωνσταντίνου, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Χριστιανισμός μπορούσε να συμβιβασθεί με την ειδωλολατρία.

Το σημαντικότερο γεγονός είναι ότι, όχι μόνον έδωσε στους Χριστιανούς το δικαίωμα να υπάρχουν, αλλά και τους έβαλε κάτω από την προστασία του Κράτους. Το γεγονός αυτό αποτελεί έναν εξαιρετικής σημασίας σταθμό για την ιστορία του πρώιμου Χριστιανισμού. Οπωσδήποτε όμως το Έδικτο της Νικομηδείας δεν θεμελιώνει την άποψη ορισμένων ιστορικών ότι, κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Κωνσταντίνου, ο Χριστιανισμός είχε τοποθετηθεί πάνω από όλες τις θρησκείες, ότι οι άλλες θρησκείες ήταν απλώς ανεκτές και ότι το “Έδικτο των Μεδιολάνων” δεν διακήρυσσε μια τακτική ανεκτικότητας, αλλά την υπεροχή τού Χριστιανισμού.

Όταν προκύπτει το ζήτημα της εκλογής μεταξύ της υπεροχής ή των ίσων δικαιωμάτων του Χριστιανισμού, πρέπει ασφαλώς να κλίνουμε προς τα ίσα δικαιώματα. Παρά ταύτα, η σημασία του Εδίκτου της Νικομηδείας είναι μεγάλη. Όπως λέει ένας ιστορικός, «στην πραγματικότητα, χωρίς υπερβολές, η σημασία τού “Εδίκτου των Μεδιολάνων” παραμένει αναντίρρητα μεγάλη, γιατί αποτελεί μια πράξη που έθεσε τέρμα στην (εκτός Νόμου) θέση των Χριστιανών, ενώ συγχρόνως αναγνώρισε πλήρη θρησκευτική ελευθερία, υποβιβάζοντας έτσι την ειδωλολατρία, de jure, από την προηγούμενή της θέση, ως της μόνης επίσημης θρησκείας, στην ίδια θέση, την οποία είχαν και οι άλλες θρησκείες».

 

Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ 

Ο Κωνσταντίνος έκανε κάτι παραπάνω από την απλή παραχώρηση δικαιωμάτων στον Χριστιανισμό. Έδωσε στους Χριστιανούς κληρικούς όλα τα δικαιώματα που είχαν οι ειδωλολάτρες ιερείς. Τους απήλλαξε από τους κρατικούς φόρους, καθώς και από άλλες υποχρεώσεις που θα μπορούσαν να τους αποσπάσουν από τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να κληροδοτήσει την ιδιοκτησία του στην Εκκλησία, η οποία, πάλι, αποκτούσε το δικαίωμα της κληρονομιάς. Έτσι, συγχρόνως με τη διακήρυξη της θρησκευτικής ελευθερίας, αναγνωριζόταν και η νομική υπόσταση κάθε Χριστιανικής κοινότητας. Από νομικής πλευράς, ο Χριστιανισμός αποκτούσε μια τελείως νέα θέση.

Πολύ αξιόλογα προνόμια δόθηκαν στα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια. Κάθε άνθρωπος είχε το δικαίωμα, εάν συμφωνούσε ο αντίπαλός του, να συζητήσει μια αγωγή, έστω και μη εκκλησιαστικής φύσεως, στο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, έστω και αν η συζήτηση της υποθέσεως είχε ήδη αρχίσει σε άλλο, μη Εκκλησιαστικό, Δικαστήριο. Προς το τέλος της βασιλείας του Κωνσταντίνου, τα δικαιώματα των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο:

  1. Οι αποφάσεις ενός Επισκόπου έπρεπε να γίνουν δεκτές ως τελικές για υποθέσεις που αφορούσαν ανθρώπους οποιασδήποτε ηλικίας.
  2. Οποιαδήποτε περίπτωση -που δεν αφορούσε το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο- μπορούσε να διαβιβασθεί σε αυτό, σε οποιαδήποτε στιγμή, έστω και αν ο αντίδικος δεν συμφωνούσε.
  3. Οι αποφάσεις των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων έπρεπε να επικυρωθούν από τα Πολιτικά Δικαστήρια.

Όλα αυτά τα προνόμια ενίσχυσαν την εξουσία των Επισκόπων μέσα στην κοινωνία, αλλά συγχρόνως πρόσθεσαν ένα βαρύ φορτίο στις ευθύνες τους και δημιούργησαν πολλές περιπλοκές. Εκείνοι που έχαναν μια δίκη, μη έχοντας το δικαίωμα της έφεσης, έστω και αν η απόφαση τού Επισκόπου δεν ήταν σωστή, έμεναν συχνά ανικανοποίητοι. Επί πλέον, τα νέα αυτά καθήκοντα των Επισκόπων έκαναν τη ζωή τους πολύ πιο πολύπλοκη. Η Εκκλησία συγχρόνως πλούτιζε χάρη στις δωρεές που έπαιρνε από διάφορες πηγές, υπό μορφή κτημάτων, χρημάτων, ή σταριού. Οι Χριστιανοί δεν ήταν υποχρεωμένοι να συμμετέχουν σε ειδωλολατρικές γιορτές.

Συγχρόνως η Χριστιανική επίδραση συνετέλεσε ώστε οι εγκληματίες να κρίνονται με μεγαλύτερη επιείκεια. Επί πλέον το όνομα του Κωνσταντίνου συνδέεται με την ανέγερση πολλών ναών σε όλα τα μέρη της τεράστιας Αυτοκρατορίας του. Η βασιλική του Αγίου Πέτρου και η βασιλική του Λατερανού της Ρώμης, αποδίδονται σε αυτόν. Ιδιαιτέρως ενδιαφέρθηκε για την Παλαιστίνη, όπου η μητέρα του Ελένη -όπως πιστεύεται- βρήκε τον αληθινό Σταυρό. Στην Ιερουσαλήμ, εκεί όπου είχαν θάψει τον Χριστό, κτίσθηκε ο ναός του Παναγίου Τάφου, ενώ στο Όρος των Ελαιών ο Κωνσταντίνος έκτισε τον ναό της Αναλήψεως και στη Βηθλεέμ τον ναό της Γεννήσεως.

Η νέα πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, και τα περίχωρά της επίσης, πλουτίστηκαν με πολλούς ναούς, κυριότεροι από τους οποίους είναι ο ναός των Αγίων Αποστόλων και ο ναός της Αγίας Ειρήνης. Είναι δυνατόν επίσης ο Κωνσταντίνος να είχε θεμελιώσει την Αγία Σοφία, που περατώθηκε από τον διάδοχό του Κωνστάντιο. Πολλοί άλλοι ναοί κατασκευάσθηκαν σε διάφορα μέρη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου στην Αντιόχεια, τη Νικομήδεια και την Βόρειο Αφρική. Μετά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου, αναπτύχθηκαν τρία αξιόλογα Χριστιανικά κέντρα:

  • Η Χριστιανική Ρώμη, στην Ιταλία (αν και η συμπάθεια προς τον ειδωλολατρισμό εξακολούθησε να υπάρχει εκεί για κάποιο διάστημα).
  • Η Χριστιανική Κωνσταντινούπολη, που σύντομα έγινε για τους Χριστιανούς της Ανατολής μια δεύτερη Ρώμη.
  • Η Χριστιανική Ιερουσαλήμ.

Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Αυτοκράτορα Τίτο, το 7ο μ. Χ., και την ίδρυση, στη θέση της, της Ρωμαϊκής αποικίας Αιλίας Καπιτωλίνας, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αδριανού, τον 2ο αιώνα μ.Χ., η αρχαία Ιερουσαλήμ είχε χάσει την αίγλη της, αν και υπήρξε η μητέρα Εκκλησία της Χριστιανοσύνης και το κέντρο της πρώτης Αποστολικής Διδασκαλίας. Η Χριστιανική Ιερουσαλήμ αναζωογονήθηκε την εποχή τού Κωνσταντίνου. Οι ναοί που κτίστηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής στα τρία κέντρα που αναφέραμε πιο πάνω υπήρξαν τα σύμβολα τού θριάμβου της Χριστιανικής Εκκλησίας, που γρήγορα έγινε η επίσημη Εκκλησία του Κράτους.

Η ιδέα της επί γης Βασιλείας ήταν τελείως νέα και αντίθετη προς τη βασική αρχή του Χριστιανισμού πως η Βασιλεία του Θεού δεν είναι του κόσμου τούτου και ότι πλησιάζει σύντομα το τέλος του κόσμου.

Ο ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ

Μετά την καθιέρωση των νέων συνθηκών, στις αρχές του 4ου αιώνα, η Εκκλησία έζησε μια περίοδο εντατικής δημιουργικής δράσεως, η οποία εκδηλώθηκε κυρίως στον δογματικό τομέα. Τον 4ο αιώνα τα δογματικά ζητήματα δεν απασχολούσαν μόνον τα άτομα, όπως συνέβη στον 3ο αιώνα με τον Τερτυλλιανό ή τον Ωριγένη, αλλά ολόκληρες ομάδες ανθρώπων που αποτελούνταν από καλά οργανωμένα άτομα. Τον 4ο αιώνα οι Σύνοδοι έγιναν ένα κοινό μέσο, το οποίο εθεωρείτο ως το μόνο κατάλληλο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων εκείνων που ήταν συζητήσιμα. Με την προσπάθεια αυτή όμως ένας νέος παράγοντας παρουσιάζεται στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας.

Ένας παράγοντας σημαντικός για την μετέπειτα ιστορία της εξελίξεως των σχέσεων μεταξύ των πνευματικών και κοσμικών δυνάμεων. Ήδη από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου το Κράτος έπαιρνε μέρος στις θρησκευτικές έριδες, διευθύνοντάς τες κατάλληλα. Φυσικά, πολλές φορές, τα συμφέροντα του Κράτους δεν συνέπιπταν με τα συμφέροντα της Εκκλησίας. Για πολλούς αιώνες το κέντρο πολιτισμού της Ανατολής υπήρξε η πόλη της Αιγύπτου Αλεξάνδρεια, όπου η πνευματική δραστηριότητα είχε μεταβληθεί σ’ ένα δυνατό ρεύμα. Ήταν φυσικό οι νέες δογματικές ιδέες να προέλθουν από την Αλεξάνδρεια, η οποία, όπως τονίζει ο καθηγητής Α. Σπάσκι (Α. Spassk:y):

«Έγινε στην Ανατολή το κέντρο της θεολογικής εξελίξεως, αποκτώντας έτσι, στον Χριστιανικό κόσμο, τη φήμη μιας φιλοσοφικής Εκκλησίας, που ποτέ της δεν κουράστηκε να μελετάει μεγάλα θρησκευτικά και επιστημονικά προβλήματα». Αν και ο Άρειος -του οποίου το όνομα δόθηκε στην πιο σπουδαία αιρετική διδασκαλία της εποχής του Κωνσταντίνου- υπήρξε ένας Αλεξανδρινός ιερεύς, το δόγμα του έχει ως τόπο προελεύσεώς του την Αντιόχεια της Συρίας, όπου ο Λουκιανός, ένας από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής εκείνης, είχε ιδρύσει μια εξηγητική – θεολογική σχολή, η οποία, όπως λέει ο Α. Χάρνακ, υπήρξε η γενέτειρα τού Αρειανισμού.

Ο Λουκιανός είναι, κατά τον Χάρνακ, «ο Άρειος που προηγήθηκε του Αρείου». Ο Άρειος δίδασκε ότι ο Υιός τού Θεού υπήρξε ένα δημιούργημα, «κτίσμα», όπως είναι όλα τα άλλα δημιουργήματα του Θεού. Η ιδέα αυτή αποτελεί τη βάση τού Αρειανισμού. Εκτός από την Αίγυπτο, ο Ευσέβιος Καισαρείας και ο συνονόματός του Επίσκοπος Νικομηδείας, τάχθηκαν υπέρ του Αρείου. Ο Επίσκοπος Αλεξανδρείας, Αλέξανδρος, όμως, απέκλεισε τον Άρειο από τη συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία, παρά τις προσπάθειες των οπαδών του που θέλησαν να τον βοηθήσουν. Συγχρόνως απέτυχε κάθε άλλη προσπάθεια που έγινε με σκοπό να ειρηνεύσει και να ησυχάσει η Εκκλησία.

Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος μόλις είχε νικήσει τον Λικίνιο, παίρνοντας έτσι όλη την εξουσία στα χέρια του, έφθασε το 324 στη Νικομήδεια, όπου άκουσε πολλά παράπονα τόσο από τους αιρετικούς όσο και από τους αντιπάλους τους. Επιθυμώντας -πάνω από όλα- να εδραιώσει τη θρησκευτική ειρήνη στην Αυτοκρατορία του και μη εννοώντας την έκταση και τη σημασία της δογματικής διαμάχης, ο Αυτοκράτορας έστειλε ένα γράμμα στον Επίσκοπο Αλέξανδρο και στον Άρειο, με το οποίο τους προέτρεπε να έλθουν σε συμφωνία, προβάλλοντάς τους ως παράδειγμα τους φιλοσόφους που ζουν ειρηνικά, παρά τις διαφορές που τούς χωρίζουν.

Επίσης ανέφερε στην επιστολή του ότι δεν θα ήταν δύσκολη μια συμφωνία, αφού και οι δύο -ο Αλέξανδρος και ο Άρειος- πίστευαν στη Θεία Πρόνοια και στον Ιησού Χριστό. Επί πλέον, ο Κωνσταντίνος έγραφε τα εξής: «Δώστε μου πίσω την ηρεμία έτσι ώστε η χαρά και η γαλήνη να ρυθμίζουν, από τώρα και στο εξής, τη ζωή μου». Το γράμμα αυτό εστάλη στην Αλεξάνδρεια μέσω τού Επισκόπου της Κορδούης της Ισπανίας, Οσίου, τον οποίο ο Κωνσταντίνος εκτιμούσε πολύ. Ο Επίσκοπος μετέφερε την επιστολή αυτή, μελέτησε προσεκτικά την κατάσταση και, επιστρέφοντας, εξήγησε στον Αυτοκράτορα την πλήρη σημασία της κινήσεως τού Αρείου, οπότε -τότε μόνον- ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να συγκαλέσει μια Σύνοδο.

Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε το 325 στην πόλη της Βυθινίας, Νίκαια. Ο ακριβής αριθμός των Πατέρων που έλαβαν μέρος στη Σύνοδο δεν είναι γνωστός, αν και συνήθως αναφέρεται ο αριθμός 318. Οι περισσότεροι από αυτούς τους Πατέρες ήταν Επίσκοποι των περιοχών της Ανατολής, ο δε ηλικιωμένος Επίσκοπος Ρώμης έστειλε, στη θέση του, δύο ιερείς. Η πιο σοβαρή υπόθεση, την οποία συζήτησε η Σύνοδος -πρόεδρος της οποίας ήταν ο ίδιος ο Αυτοκράτορας- υπήρξε η διδασκαλία του Αρείου. Τα πρακτικά της Συνόδου της Νικαίας δεν έχουν διασωθεί. Μερικοί μάλιστα αμφιβάλλουν αν τηρήθηκαν πρακτικά.

Πληροφορίες σχετικές με τη Σύνοδο έχουμε μόνον από αυτούς που έλαβαν μέρος σε αυτήν, καθώς και από τους ιστορικούς. Ο πιο ενθουσιώδης και ικανός αντίπαλος του Αρείου υπήρξε ο Αρχιδιάκονος της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, Αθανάσιος. Ύστερα από ζωηρές συζητήσεις, η Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση του Αρείου και, εισάγοντας ορισμένες τροποποιήσεις και προσθήκες, υιοθέτησε το Σύμβολο της Πίστεως, στο οποίο ο Χριστός αναγνωρίζεται ως Υιός του Θεού, «Γεννηθείς και ου ποιηθείς», «ομοούσιος τω Πατρί». Το Σύμβολο αυτό της Πίστεως το υπέγραψαν πολλοί οπαδοί τού Αρείου, ενώ οι πιο επίμονοι από αυτούς, μαζί με τον Άρειο, καταδικάσθηκαν σε περιορισμό και εξορία.

Ένας από τους πιο ειδικούς στο ζήτημα του Αρειανισμού, γράφει ότι «ο Αρειανισμός ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις και μέσα σε λίγα χρόνια επικράτησε στην Ανατολή. Αλλά η δύναμή του χάθηκε -από τη στιγμή που συγκροτήθηκε η Σύνοδος- κάτω από το βάρος της αποδοκιμασίας του Χριστιανικού Κόσμου. Ο Αρειανισμός φαινόταν οριστικά νικημένος όταν τελείωσε η Σύνοδος». Η επίσημη διακήρυξη της Συνόδου ανήγγειλε, σε όλες τις Χριστιανικές κοινότητες, τη νέα κατάσταση αρμονίας και ειρήνης που επικράτησε στην Εκκλησία. Ο Κωνσταντίνος έγραφε:

«Ο διάβολος δεν έχει πια καμιά δύναμη εναντίον μας, εφόσον εκείνο, το οποίο με κακοήθεια είχε επινοήσει για την καταστροφή μας, χτυπήθηκε γερά στη ρίζα του. Η Αλήθεια, με εντολή του Θεού, σκόρπισε όλες τις διαφωνίες, τα σχίσματα, την αναταραχή και τα θανάσιμα δηλητήρια της διχόνοιας».

Η πραγματικότητα όμως διέψευσε τις ελπίδες τού Κωνσταντίνου. Η Σύνοδος της Νικαίας, καταδικάζοντας τον Άρειο, όχι μόνον απέτυχε να θέσει τέρμα στις Αρειανικές έριδες, αλλά και προκάλεσε πολλές νέες, συγγενούς χαρακτήρα κινήσεις, καθώς και πολλές άλλες περιπλοκές. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος άλλαξε στάση απέναντι στους οπαδούς τού Αρείου και λίγα χρόνια μετά τη Σύνοδο, ο Άρειος και οι πιο θερμοί του οπαδοί γύρισαν πίσω από τον τόπο της εξορίας τους. Αλλά η ανασυγκρότηση του Αρειανισμού εμποδίστηκε από τον ξαφνικό θάνατο του ιδρυτή του. Και το Σύμβολο της Πίστεως της Νικαίας, αν και ποτέ δεν ακυρώθηκε, ξεχάστηκε σκοπίμως και, εν μέρει, αντικαταστάθηκε από άλλες ομολογίες.

Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσουμε τις αιτίες τόσο της αντιθέσεως εναντίον της Συνόδου της Νικαίας όσο και της αλλαγής της στάσεως του Κωνσταντίνου. Ίσως ανάμεσα από τις πολλές εξηγήσεις – επιδράσεις της Αυλής, οικογενειακοί λόγοι κ.λπ.- θα πρέπει να προσέξουμε την εξής: Όταν ο Κωνσταντίνος προσπάθησε, για πρώτη φορά, να αντιμετωπίσει το θέμα τού Αρειανισμού, δεν είχε ακόμη εξοικειωθεί με τη θρησκευτική κατάσταση στην Ανατολή, η οποία ευνοούσε τον Άρειο. Ο Αυτοκράτορας είχε εκπαιδευθεί στη Δύση και για τούτο είχε υποστεί την επιρροή των Δυτικών, όπως π.χ. τού Επισκόπου της Κορδούης Οσίου, πράγμα που τον οδήγησε στο να υποστηρίξει το Σύμβολο της Νικαίας.

Η υποστήριξή του αυτή βεβαίως συμφωνούσε με τις απόψεις του, αλλά δεν ήταν σύμφωνη προς τις απόψεις που επικρατούσαν στην Ανατολή. Όταν ο Κωνσταντίνος κατάλαβε, αργότερα, ότι οι αποφάσεις της Νικαίας δεν ήταν σύμφωνες με το πνεύμα της πλειονότητας των ιεραρχών και ότι ήταν αντίθετες προς τις επιθυμίες των κατοίκων της Ανατολής, θέλησε ν’ αλλάξει τακτική. Έτσι, κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της βασιλείας τού Κωνσταντίνου, ο Αρειανισμός εισχώρησε και στην Αυλή τού Αυτοκράτορα ακόμη, αποκτώντας όλο και περισσότερη δύναμη στο ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας. Πολλοί από τους πρωτεργάτες του Συμβόλου της Πίστεως καθαιρέθηκαν και εστάλησαν στην εξορία.

Η ιστορία όμως της επικρατήσεως του Αρείου κατά την περίοδο αυτή, δεν είναι αρκετά καθαρή, γιατί οι σχετικές πηγές δεν βρίσκονται σε καλή κατάσταση. Ο Κωνσταντίνος έμεινε ειδωλολάτρης μέχρι τον τελευταίο χρόνο της ζωής του. Μόνο στο κρεβάτι του θανάτου του βαπτίσθηκε από τον οπαδό του Αρείου, Επίσκοπο Νικομηδείας Ευσέβιο, ενώ, συγχρόνως, όπως παρατηρεί ο Α. Σπάσκι, πέθανε τη στιγμή που έδινε εντολή να ανακληθεί ο Αθανάσιος, ο γνωστός αντίπαλος τού Αρείου. Ο Κωνσταντίνος έκαμε τα παιδιά του Χριστιανούς.

 

Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ 

Το δεύτερο γεγονός της βασιλείας του Κωνσταντίνου, που ύστερα από την αναγνώριση του Χριστιανισμού έχει πρωταρχική σημασία, είναι η ίδρυση μιας νέας πρωτεύουσας, στις Ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου και στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου. Πριν από τον Κωνσταντίνο οι αρχαίοι είχαν εκτιμήσει τις στρατηγικές και εμπορικές δυνατότητες που παρείχε το Βυζάντιο, λόγω της θέσεώς του στα σύνορα Ασίας και Ευρώπης και λόγω του ελέγχου τον οποίο ασκούσε στην είσοδο προς δύο θάλασσες, τη Μαύρη θάλασσα και τη Μεσόγειο. Επίσης ήταν πολύ κοντά στις κύριες εστίες των ένδοξων αρχαίων πολιτισμών.

Κατά το πρώτο ήμισυ τού 7ου αιώνα π.Χ. οι Μεγαρείς είχαν ιδρύσει μια αποικία, την Χαλκηδόνα, στις Ασιατικές ακτές, στο νότιο άκρο του Βοσπόρου, ακριβώς απέναντι από τη θέση όπου αργότερα χτίστηκε η Κωνσταντινούπολη. Λίγα χρόνια μετά την ίδρυση της Χαλκηδόνος, μια άλλη ομάδα Μεγαρέων ίδρυσε μια αποικία στις Ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου, το Βυζάντιο, που πήρε το όνομα αυτό από τον αρχηγό των αποίκων Βύζαντα. Οι αρχαίοι είχαν αντιληφθεί πόσο πλεονεκτική ήταν η θέση τού Βυζαντίου έναντι της Χαλκηδόνος.

Ο Έλληνας ιστορικός του 5ου π.Χ. αιώνα Ηρόδοτος γράφει ότι ο στρατηγός των Περσών Μεγάβαζος, όταν έφθασε στο Βυζάντιο, ονόμασε τους κατοίκους της Χαλκηδόνος τυφλούς, γιατί έχοντας τη δυνατότητα επιλογής, διάλεξαν την χειρότερη από τις δύο πόλεις, παραβλέποντας την υπεροχή της θέσεως όπου χτίσθηκε αργότερα το Βυζάντιο. Αργότερα η φιλολογική παράδοση -συμπεριλαμβανομένου τού Στράβωνος και του Ρωμαίου ιστορικού Τάκιτου- αποδίδει τα λόγια του Μεγαβάζου, κάπως τροποποιημένα, στον Πύθιο Απόλλωνα, ο οποίος είπε στους Μεγαρείς, όταν τον ρώτησαν που θα έπρεπε να χτίσουν την πόλη τους, να εγκατασταθούν απέναντι από την πόλη των τυφλών.

Το Βυζάντιο έπαιξε σπουδαίο ρόλο κατά τη διάρκεια των Ελληνο-Περσικών Πολέμων και την εποχή του Φιλίππου του Μακεδόνα. Ο Έλληνας ιστορικός του 2ου π.Χ. αιώνα Πολύβιος, ανέλυσε πλήρως την πολιτική και οικονομική θέση του Βυζαντίου. Αναγνωρίζοντας τη σημασία των εμπορικών σχέσεων της Ελλάδος με τις πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, έγραφε, ότι δίχως την έγκριση των κατοίκων τού Βυζαντίου, ούτε ένα εμπορικό πλοίο δεν μπορούσε να μπει στη Μαύρη Θάλασσα ή να βγει από αυτήν και ότι, με αυτόν τον τρόπο, οι κάτοικοι του Βυζαντίου είχαν, υπό τον έλεγχό τους, όλα τα ζωτικής σημασίας προϊόντα τού Πόντου.

Όταν η Ρώμη έπαψε να είναι δημοκρατία, οι Αυτοκράτορες συχνά θέλησαν να μεταφέρουν την πρωτεύουσά τους από τη Ρώμη, όπου το δημοκρατικό πνεύμα παρέμενε ζωντανό, στην Ανατολή. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Ρωμαίος ιστορικός Σουητώνιος, ο Ιούλιος Καίσαρ ήθελε να μεταφέρει τη Ρώμη στην Αλεξάνδρεια ή στο Ίλιον (Αρχαία Τροία). Τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες οι Αυτοκράτορες συχνά άφηναν τη Ρώμη για μεγάλα χρονικά διαστήματα, κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών τους επιχειρήσεων ή των περιοδειών τους στην Αυτοκρατορία. Στα τέλη του 2ου αιώνα το Βυζάντιο δέχθηκε ένα ισχυρό πλήγμα.

Ο Σεπτίμιος Σεβήρος, πολεμώντας τον ανταγωνιστή του Πεσκέννιο Νίγηρα, που υποστηριζόταν από το Βυζάντιο, λεηλάτησε χωρίς έλεος την πόλη και την κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά. Εν τω μεταξύ, η Ανατολή είλκυε συνεχώς τους Αυτοκράτορες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Διοκλητιανός, ο οποίος προτιμούσε να ζει στη Μικρά Ασία, στη Νικομήδεια, την οποία κόσμησε με πολλά νέα και μεγαλόπρεπα κτήρια. Όταν ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να ιδρύσει μια νέα πρωτεύουσα, δεν διάλεξε αμέσως το Βυζάντιο. Για λίγο σκέφθηκε τη Ναϊσσό (Νις), όπου γεννήθηκε, την Σαρδική (Σόφια) και την Θεσσαλονίκη.

Η προσοχή του στράφηκε κυρίως στην Τροία, την πόλη του Αινεία, ο οποίος, όπως λέει η παράδοση, έφθασε στο Λάτω, στην Ιταλία, και θεμελίωσε τη Ρωμαϊκή Πολιτεία. Ο Αυτοκράτορας πήγε προσωπικώς στο μέρος αυτό και χάραξε τα όρια της μελλοντικής πόλεως. Είχαν ήδη μάλιστα κατασκευασθεί οι πύλες, όταν -όπως ο Χριστιανός συγγραφέας τού 5ου αιώνα Σωζομενός αναφέρει-, κάποιο βράδυ, παρουσιάστηκε ο Θεός στον Κωνσταντίνο, προτρέποντάς τον να διαλέξει μια άλλη τοποθεσία για την πρωτεύουσά του. Μετά από αυτό ο Κωνσταντίνος διάλεξε τελικά το Βυζάντιο. Έναν αιώνα αργότερα, όσοι ταξίδευαν στην Τροία, μπορούσαν να διακρίνουν ακόμη τα ατελή έργα του Κωνσταντίνου.

Το Βυζάντιο, που ακόμα δεν είχε τελείως αναλάβει από τις καταστροφές που προκάλεσε ο Σεπτίμιος Σεβήρος, ήταν την εποχή αυτή μια μικρή κώμη. Το 324 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να ιδρύσει μια νέα πρωτεύουσα και το 325 άρχισε η κατασκευή των βασικών κτηρίων. Οι Χριστιανικοί θρύλοι αναφέρουν ότι καθώς ο Αυτοκράτορας, με ένα ακόντιο στο χέρι, χάραζε τα σύνορα της πόλεως, οι αυλικοί του, κάτω από την ισχυρή εντύπωση που τους προκαλούσε η έκταση της μελλοντικής πολιτείας, τον ρώτησαν: «Κύριέ μας, πόσο θα προχωρήσεις ακόμη;». Και εκείνος απάντησε: «Θα προχωρήσω μέχρις ότου σταματήσει αυτός που προχωρεί μπροστά μου». Αυτό φάνηκε να σημαίνει ότι κάποια Θεία Δύναμη οδηγούσε τον Κωνσταντίνο.

Εργάτες και υλικά για την οικοδόμηση μαζεύτηκαν από παντού, ενώ πολλά ειδωλολατρικά μνημεία της Ρώμης, των Αθηνών, της Αλεξάνδρειας, της Εφέσου και της Αντιόχειας, χρησιμοποιήθηκαν για την διακόσμηση της πόλεως. Σαράντα χιλιάδες Γότθοι στρατιώτες, οι λεγόμενοι «foederati», έλαβαν μέρος στην κατασκευή των νέων κτηρίων. Πολλά δε εμπορικά και οικονομικά προνόμια δόθηκαν στη νέα πρωτεύουσα, έτσι ώστε να προσελκύσει περισσότερους κατοίκους. Την άνοιξη του 330 μ.Χ. η εργασία είχε τόσο πολύ προχωρήσει, ώστε ο Κωνσταντίνος μπόρεσε να εγκαινιάσει επίσημα τη νέα πρωτεύουσα. Τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Μαΐου το 330, οι δε σχετικές γιορτές κράτησαν σαράντα μέρες.

Τον χρόνο αυτό η Χριστιανική Κωνσταντινούπολη νίκησε το ειδωλολατρικό Βυζάντιο. Αν και είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε το μέγεθος που είχε η πόλη την εποχή του Κωνσταντίνου, πάντως είναι βέβαιο ότι η έκτασή της ήταν μεγαλύτερη από το Βυζάντιο. Δεν υπάρχουν επίσης σχετικές με τον πληθυσμό της Κωνσταντινουπόλεως -κατά τον 4ο αιώνα- πληροφορίες. Υποτίθεται όμως ότι οι κάτοικοι θα ήταν περισσότεροι από 200.000. Για την άμυνα εναντίον των εχθρών, στην ξηρά, ο Κωνσταντίνος έχτισε ένα τείχος που άρχιζε από τον Κεράτιο Κόλπο και κατέληγε στην Προποντίδα.

Αργότερα, το παλαιό Βυζάντιο έγινε η πρωτεύουσα μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας και ονομάσθηκε ”Πόλη του Κωνσταντίνου”, ”Κωνσταντινούπολη”, ή, ακόμη απλούστερα, ”Πόλη”. Η νέα πρωτεύουσα υιοθέτησε το πολεοδομικό σύστημα της Ρώμης και διαιρέθηκε σε δεκατέσσερα διαμερίσματα, από τα οποία, τα δύο βρίσκονταν έξω από τα τείχη της πόλεως. Από τα μνημεία της εποχής τού Κωνσταντίνου σχεδόν κανένα δεν σώζεται. Οπωσδήποτε όμως ο ναός της Αγίας Ειρήνης, ο οποίος ξαναχτίστηκε την εποχή τού Μεγάλου Ιουστινιανού και του Λέοντος Γ’, χρονολογείται από την εποχή του Κωνσταντίνου και σώζεται ακόμη.

Η φημισμένη μικρή οφιοειδής στήλη των Δελφών (5ος π.Χ. αιώνας), που είχε ανεγερθεί σε ανάμνηση της μάχης των Πλαταιών και είχε μεταφερθεί από τον Κωνσταντίνο στη νέα πρωτεύουσα -στον Ιππόδρομο- υπάρχει ακόμη, αν και είναι κάπως φθαρμένη. Ο Κωνσταντίνος -με την μεγαλοφυΐα του- εκτίμησε όλες τις οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές δυνατότητες της πόλεως. Πολιτικώς η Κωνσταντινούπολη -ή, όπως συχνά λεγόταν, η «Νέα Ρώμη»- είχε εξαιρετικές δυνατότητες αντιστάσεως κατά των εξωτερικών εχθρών, διότι, ενώ ήταν απρόσιτη από την θάλασσα, από την ξηρά προστατευόταν με τα τείχη.

Οικονομικώς είχε υπό τον έλεγχό της όλο το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, πράγμα που την έκανε εμπορικό μεσολαβητή μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας. Τελικά, από πολιτιστικής πλευράς, η Κωνσταντινούπολη, είχε το μεγάλο πλεονέκτημα να βρίσκεται κοντά στα πιο αξιόλογα κέντρα τού Ελληνικού Πολιτισμού, τα οποία, υπό την επίδραση τού Χριστιανισμού, συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού: τού Χριστιανο-Ελληνο-Ρωμαϊκού ή «Βυζαντινού» Πολιτισμού. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, ο Θ: Ουσπένσκι γράφει τα εξής:

«Η εκλογή της θέσεως για την νέα πρωτεύουσα, η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως και η δημιουργία μιας νέας οικουμενικής, ιστορικής πόλεως, αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα της πολιτικής και διοικητικής μεγαλοφυΐας του Κωνσταντίνου. Δεν αποτελεί το διάταγμα της θρησκευτικής ανοχής το μεγαλύτερο καλό που έκανε ο Κωνσταντίνος στην ανθρωπότητα, γιατί οπωσδήποτε οι Διάδοχοί του θα αναγκάζονταν να δώσουν στον Χριστιανισμό τη θέση εκείνη που του ανήκε, δίχως η αναβολή αυτή να βλάψει καθόλου τον Χριστιανισμό. Μεταφέροντας όμως την διεθνή πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος έσωσε τον Αρχαίο Πολιτισμό και δημιούργησε ένα ευνοϊκό πλαίσιο για τη διάδοση του Χριστιανισμού».

Μετά την περίοδο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Κωνσταντινούπολη έγινε το πολιτικό, θρησκευτικό, οικονομικό και πνευματικό κέντρο της Αυτοκρατορίας.

 

ΟΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου παρουσιάζουν τα εξής κύρια χαρακτηριστικά:

  • Πρώτον, την αυστηρή συγκέντρωση των εξουσιών.
  • Δεύτερον, την καθιέρωση μιας υπερμεγέθους γραφειοκρατίας.
  • Τρίτον, τον σαφή διαχωρισμό της στρατιωτικής από την πολιτική εξουσία.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν ήταν νέες ούτε απρόσμενες. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άρχισε, ήδη από την εποχή του Αυγούστου, να τείνει προς το συγκεντρωτικό σύστημα. Παράλληλα με την απορρόφηση των νέων περιοχών της Ελληνιστικής Ανατολής, η οποία είχε αναπτύξει -δια μέσου των αιώνων- έναν ανώτερο πολιτισμό και παλαιά πρότυπα διοικήσεως -ιδιαίτερα στις επαρχίες της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου- η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δανειζόταν τις συνήθειες και τα Ελληνιστικά ιδανικά των νεoαπoκτημένων χωρών.

Το κύριο χαρακτηριστικό των κρατών που χτίστηκαν πάνω στα ερείπια της Αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δηλαδή της Περγάμου των Ατταλιδών, της Συρίας, των Σελευκιδών και της Αιγύπτου των Πτολεμαίων, υπήρξε η απεριόριστη και θεοποιημένη δύναμη των μοναρχών, δύναμη που την βλέπουμε, στην κύριά της έκφανση, στην Αίγυπτο. Για τον λαό της Αιγύπτου, ο Αύγουστος και οι διάδοχοί του είχαν την ίδια Θεϊκή δύναμη που διέθεταν, πριν από αυτόν, οι Πτολεμαίοι. Η αντίληψη όμως αυτή ήταν τελείως αντίθετη προς τον τρόπο, με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι Ρωμαίοι την έννοια της εξουσίας τού ηγεμόνα, προσπαθώντας να πετύχουν μια σύνθεση των δημοκρατικών αρχών της Ρώμης με τις νέες μορφές εξουσίας.

Η πολιτική επιρροή όμως της Ελληνιστικής Ανατολής, σιγά-σιγά, μείωσε τη δύναμη των Ρωμαίων ηγεμόνων, οι οποίοι γρήγορα εκδήλωσαν την προτίμησή τους προς τις περί Αυτοκρατορικής εξουσίας αντιλήψεις της Ανατολής. Ο Σουητώνιος αναφέρει ότι ο Αυτοκράτορας τού 1ου αιώνα Καλιγούλας, ήταν πρόθυμος να δεχθεί το Αυτοκρατορικό διάδημα ενώ -όπως μας πληροφορούν οι σχετικές πηγές- ο Αυτοκράτορας του 3ου αιώνα, Ηλιογάβαλος, φορούσε το διάδημα μέσα στο παλάτι του. Επίσης είναι γνωστό ότι ο Αυτοκράτορας Αυρηλιανός, φόρεσε πρώτος επίσημα το διάδημα και ότι οι επιγραφές και τα νομίσματα τον ονομάζουν «Θεό» και «Κύριο» (Deus Aurelianus, Imperator Deus et Dominus Aurelianus Augustus).

Ο Αυρηλιανός εγκαθίδρυσε τον απολυταρχικό τύπο διοικήσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η διαδικασία ανάπτυξης της Αυτοκρατορικής εξουσίας κατ’ αρχήν με βάση την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο και αργότερα υπό την επιρροή της Περσίας των Σασσανιδών, ολοκληρώθηκε τον 4ο αιώνα. Ο Διοκλητιανός και ο Κωνσταντίνος ήθελαν να πετύχουν μια οριστική οργάνωση της μοναρχίας και για τον σκοπό αυτό αντικατέστησαν τους Ρωμαϊκούς θεσμούς με τις συνήθειες που επικρατούσαν στην Ελληνιστική Ανατολή και που ήταν ήδη γνωστές στη Ρώμη, κυρίως δε μετά την εποχή του Αυρηλιανού. Η περίοδος τής στρατιωτικής αναρχίας και της ανωμαλίας τού 3ου αιώνα προξένησε μεγάλη ζημιά στην εσωτερική οργάνωση της Αυτοκρατορίας.

Για ένα μικρό διάστημα ο Αυρηλιανός βοήθησε στην αποκατάσταση την ενότητάς της και για το κατόρθωμά του αυτό, σύγχρονές του επιγραφές τον αποκαλούν «Ανακαινιστή του κόσμου» (Restitutor Orbis). Αλλά τον θάνατό του ακολούθησε μια περίοδος ανωμαλίας και, τότε, ο Διοκλητιανός αποφάσισε να οργανώσει το κράτος του με βάση ένα καλό και ταχτικό σχέδιο, με αποτέλεσμα μια μεγάλη διοικητική μεταρρύθμιση. Τόσο ο Διοκλητιανός όσο και ο Κωνσταντίνος εισήγαγαν διοικητικές μεταρρυθμίσεις τέτοιας εκτάσεως και σημασίας, ώστε να είναι δυνατόν οι δύο αυτοί Αυτοκράτορες να θεωρηθούν ως οι πραγματικοί δημιουργοί ενός νέου τύπου Μοναρχίας, που δημιουργήθηκε κάτω από τη ισχυρή επίδραση της Ανατολής.

Ο Διοκλητιανός, ο οποίος, έχοντας ζήσει για μεγάλο διάστημα στη Νικομήδεια, είχε ιδιαίτερη προτίμηση για την Ανατολή, υιοθέτησε πολλές χαρακτηριστικές συνήθειες των Μοναρχιών της Ανατολής. Υπήρξε ένας αληθινός απόλυτος Μονάρχης, ένας Αυτοκράτορας – Θεός, που φορούσε το Αυτοκρατορικό διάδημα και που καθιέρωσε στην Αυλή του την πολυτέλεια και το πολύπλοκο πρωτόκολλο της Ανατολής. Οι υπήκοοί του, όταν πετύχαιναν μια ακρόαση, έπρεπε να γονατίσουν πριν τολμήσουν να σηκώσουν τα μάτια τους να δουν τον Άρχοντά τους. Ο Αυτοκράτορας, καθώς και καθετί το σχετικό με αυτόν -τα λόγια του, η Αυλή του και ο θησαυρός του- εθεωρούντο ιερά.

Η Αυλή του, την οποία αργότερα ο Κωνσταντίνος μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη, απορροφούσε τεράστια χρηματικά ποσά, ενώ συγχρόνως ήταν το κέντρο πολλών συνωμοσιών και ραδιουργιών, που προκάλεσαν, κατόπιν, στο Βυζάντιο, πολλές σοβαρές περιπλοκές. Έτσι η απόλυτη μοναρχία -σε όμοια με τον δεσποτισμό της Ανατολής- καθιερώθηκε οριστικά από τον Διοκλητιανό, για να γίνει ένα από τα κύρια στοιχεία της διοικητικής οργανώσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με τον σκοπό να συστηματοποιήσει την οργάνωση της τεράστιας Αυτοκρατορίας του -που είχε στην εξουσία της πολλές φυλές- ο Διοκλητιανός καθιέρωσε το σύστημα της τετραρχίας.

Η διοικητική εξουσία διαμοιράστηκε σε δύο Αυγούστους, που είχαν ίσα δικαιώματα. Ο ένας από αυτούς ζούσε στο ανατολικό και ο άλλος στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, αλλά και οι δύο έπρεπε να εργάζονται για τα συμφέροντα του ενιαίου Ρωμαϊκού κράτους. Η Αυτοκρατορία έμενε αδιαίρετη, αν και η ύπαρξη δύο Αυγούστων έδειχνε την αναγνώριση ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της Ελληνικής Ανατολής και της Λατινικής Δύσεως, και ότι η διοίκηση των δύο αυτών τμημάτων δεν μπορούσε ν’ ανατεθεί στο ίδιο πρόσωπο. Κάθε Αύγουστος είχε ως βοηθό του έναν καίσαρα, ο οποίος στην περίπτωση θανάτου ή παραιτήσεως του Αυγούστου γινόταν ο ίδιος Αύγουστος, αποκτώντας νέον καίσαρα.

Το σύστημα αυτό είχε σκοπό να εξαλείψει τις περιπλοκές και τις συνωμοσίες που θα μπορούσαν να προκληθούν από τις φιλοδοξίες των διαφόρων ανταγωνιστών, ενώ απέβλεπε συγχρόνως στο να εκμηδενίσει την αποφασιστική επιρροή των λεγεώνων κατά την περίοδο εκλογής νέου Αυτοκράτορα. Ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός υπήρξαν οι δύο πρώτοι Αύγουστοι, με καίσαρες τον Γαλέριο και τον πατέρα, του Μεγάλου Κωνσταντίνου, τον Κωνστάντιο Χλωρό. Ο Διοκλητιανός είχε στην εξουσία του τις επαρχίες της Ασίας και της Αιγύπτου με κέντρο του την Νικομήδεια, ενώ ο Μαξιμιανός κράτησε την Ιταλία, την Αφρική και την Ισπανία με κέντρο τα Μεδιόλανα (Μιλάνο).

Ο Γαλέριος εξουσίαζε τη Βαλκανική Χερσόνησο και τις παρακείμενες επαρχίες τού Δούναβη, με κέντρο το Σίρμιον στον ποταμό Σάβο (κοντά στο σημερινό Mitrovitz), ενώ ο Κωνστάντιος ο Χλωρός κράτησε τη Γαλατία και τη Βρετανία με κέντρα την Αουγκούστα Τρεβιρίρουμ (Augusta Trevirorum, Τρηρ) και το Εβόρακον (Eburacum, Γιορκ). Και οι τέσσερις άρχοντες ήταν άρχοντες μιας ενιαίας Αυτοκρατορίας και όλα τα διατάγματα κυκλοφορούσαν με το όνομα και των τεσσάρων. Αν και θεωρητικά οι δύο Αύγουστοι ήταν ίσοι μεταξύ τους, ο Διοκλητιανός, ως Αυτοκράτορας, είχε μια αποφασιστική υπεροχή. Οι καίσαρες ήταν υπό την εξουσία των Αυγούστων.

Ύστερα από ορισμένη περίοδο, οι Αύγουστοι έπρεπε να παραχωρήσουν τους τίτλους τους στους καίσαρες. Πράγματι, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός παραιτήθηκαν το 305 και αποσύρθηκαν, ενώ ο Γαλέριος και ο Κωνσταντίνος ο Χλωρός έγιναν Αύγουστοι. Αλλά οι ανωμαλίες που ακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα την κατάργηση τού συστήματος της τετραρχίας, που έπαψε να υφίσταται ήδη από τις αρχές τού 4ου αιώνα. Ο Διοκλητιανός εισήγαγε νέους θεσμούς στη διοίκηση των επαρχιών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του όλες οι επαρχίες εξηρτώντο απευθείας από τον Αυτοκράτορα, ενώ πριν οι διοικητές των επαρχιών είχαν μεγάλη δύναμη στα χέρια τους.

Η κατάσταση αυτή δημιουργούσε πολλά σοβαρά προβλήματα για την κεντρική διοίκηση, γιατί συχνά οι διοικητές των επαρχιών, με την στήριξη του στρατού τους, επαναστατούσαν εναντίον του Αυτοκράτορα. Ο Διοκλητιανός, όμως, επιθυμώντας ν’ απαλλαγεί από την απειλή των μεγάλων επαρχιών, αποφάσισε να τις διαιρέσει σε μικρότερες περιοχές. Έτσι οι 57 επαρχίες που υπήρχαν όταν ανέλαβε την εξουσία, διαιρέθηκαν σε 96 ή και περισσότερες. Ο ακριβής αριθμός των μικρότερων επαρχιών που δημιούργησε ο Διοκλητιανός δεν είναι γνωστός, γιατί οι σχετικές πηγές δεν μας δίνουν ικανοποιητικές πληροφορίες για το ζήτημα αυτό.

Η βασική πηγή που μας πληροφορεί για τη συγκρότηση των επαρχιών της Αυτοκρατορίας, την εποχή εκείνη, είναι η Notitia dignitatum, ένας επίσημος πίνακας των αυλικών και των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, που περιέχει επίσης έναν κατάλογο των επαρχιών. Όπως φαίνεται από την επιστημονική έρευνα, αυτός ο -χωρίς χρονολογία- πίνακας αφορά τον 5ο αιώνα και επομένως περιέχει και τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που έκαναν οι διάδοχοι του Διοκλητιανού στη διοίκηση των επαρχιών. Η Notitia dignitatum αναφέρει 120 επαρχίες. Άλλοι πίνακες αμφιβόλου χρονολογίας αναφέρουν λιγότερες επαρχίες.

Δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες για τις μεταρρυθμίσεις τού Διοκλητιανού, λόγω του ότι δεν έχουμε σχετικές επίσημες πληροφορίες. Πάντως είναι βέβαιο ότι ο Διοκλητιανός -επιθυμώντας να ασφαλισθεί από κάθε περιπλοκή- απομόνωσε, αυστηρά, τη στρατιωτική από την πολιτική εξουσία. Από την εποχή εκείνη και έπειτα οι διοικητές των επαρχιών είχαν μόνον πολιτική και δικαστική εξουσία. Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού επηρέασαν κυρίως την Ιταλία, που από μια ηγετική περιοχή που ήταν έγινε μια απλή επαρχία. Οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις είχαν επίσης ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών νέων αξιωμάτων και μιας πολύπλοκης γραφειοκρατίας, με αυστηρή υπόταξη των κατωτέρων αξιωματούχων στους ανωτέρους τους.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος συνέχισε και διεύρυνε αργότερα την αναδιοργάνωση της Αυτοκρατορίας, την οποία είχε εγκαινιάσει ο Διοκλητιανός. Έτσι τα κύρια χαρακτηριστικά των μεταρρυθμίσεων του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου ήταν η οριστική εγκαθίδρυση της απόλυτης μοναρχίας και ο αυστηρός διαχωρισμός της στρατιωτικής από την πολιτική εξουσία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μεγάλης και πολύπλοκης γραφειοκρατίας. Κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Περιόδου, το πρώτο χαρακτηριστικό διατηρήθηκε, ενώ το δεύτερο υπέστη πολλές αλλαγές λόγω των τάσεων συγκεντρώσεως της στρατιωτικής και της πολιτικής εξουσίας στα ίδια χέρια.

Τα πολυάριθμα αξιώματα και οι τίτλοι διατηρήθηκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ το γραφειοκρατικό σύστημα ίσχυσε μέχρι τα τελευταία χρόνια της Αυτοκρατορίας, αν και εν τω μεταξύ έγιναν πολλές αλλαγές στις υπηρεσίες και στους τίτλους των αξιωματούχων, οι οποίοι -οι περισσότεροι- άλλαξαν για να γίνουν από Λατινικοί Ελληνικοί. Πολλά αξιώματα έχασαν την ουσιαστική τους αξία και έμειναν απλοί τίτλοι, ενώ, αργότερα, δημιουργήθηκαν νέα. Ένας αξιόλογος παράγοντας, που επηρέασε την ιστορία της Αυτοκρατορίας -τον 4ο αιώνα- υπήρξε η βαθμιαία κάθοδος των Βαρβάρων, δηλαδή των Γερμανών (Γότθων).

Ο Μέγας Κωνσταντίνος πέθανε το 337 μ.Χ. Τόσο το έργο του όσο και ο ίδιος, έτυχαν μιας σπάνιας και ειλικρινούς εκτιμήσεως από πολλές πλευρές. Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος -όπως αναφέρει ο ιστορικός τού 4ου αιώνα Ευτρόπιος- Θεοποίησε τον Κωνσταντίνο, η ιστορία τον ονομάζει «Μέγα» και η Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο και «Ισαπόστoλo». Οι σύγχρονοι ιστορικοί τον παρομοιάζουν με τον Πέτρο της Ρωσίας και τον Ναπολέοντα. Ο Καισαρείας Ευσέβιος έγραψε τον «Πανηγυρικό του Κωνσταντίνου», με σκοπό να δοξολογήσει τον θρίαμβο του Χριστιανισμού, που έθεσε τέρμα στα δημιουργήματα του Σατανά, στους ψεύτικους θεούς και που κατέστρεψε τα ειδωλολατρικά κράτη.

«Ένας Θεός -γράφει- κηρύχθηκε σε όλη την ανθρωπότητα, ενώ συγχρόνως αναπτύχθηκε μια παγκόσμια δύναμη, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ακριβώς την ίδια εποχή, με πίστη στον ίδιο Θεό, σαν δύο πηγές ευλογίας, παρουσιάστηκαν, για το καλό των ανθρώπων, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η Χριστιανική ευσέβεια. Δύο παντοδύναμες δυνάμεις, ξεκινώντας από το ίδιο σημείο, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο Χριστιανισμός, δάμασαν και συμβίβασαν όλα αυτά τα αντίθετα στοιχεία».