Ιστορία της Θεσσαλίας
Θεσσαλία, χώρα μυθική και ιστορική, έπαιξε και παίζει σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση των ρυθμών της εθνικής ζωής στο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και πνευματικό επίπεδο. Γεωγραφικά ορίζεται από βορρά με τη Μακεδονία, νότο με την Ευρυτανία και τη Φθιώτιδα, δυτικά με την Ήπειρο και ανατολικά με το Αιγαίο πέλαγος. Έχει 4 νομούς: Λάρισας, Μαγνησίας, Καρδίτσας και Τρικάλων. Η συνολική έκταση είναι περίπου 14.900 τ.χλμ. και την κατοικούν 734.846 άνθρωποι. Με την απογραφή του 1991 ο πληθυσμός ήταν 43% αστικός, 17% ημιαστικός, 40% αγροτικός. Είναι από τα πεδινότερα διαμερίσματα της χώρας μας και η παραγωγικότερη περιφέρεια σε γεωργικά προϊόντα πρώτης ύλης βιομηχανικής παραγωγής: τεύτλα, βαμβάκι, ντομάτα και καπνά.
Η προέλευση του ονόματος συνδέεται με το μυθικό ήρωα τον Θετταλό, γιο του Αίμονα, εξ ου και Αιμονία ονομάζεται ολόκληρη η Θεσσαλία. Κατά τους μυθικούς χρόνους άρχοντας της Θεσσαλίας μνημονεύεται ο Άδμητος, βασιλιάς των Φερών. Αυτού του Άδμητου ήταν τα βόδια που έβοσκε ο Απόλλων προς τιμωρία για το φόνο των Κυκλώπων. Ο Πελίας αναφέρεται βασιλιάς στην Ιωλκό και ο ανηψιός του Ιάσων αρχηγός της περιώνυμης Αργοναυτικής εκστρατείας. Η περιοχή της Θεσσαλίας κατοικήθηκε από τις αρχές της Παλαιολιθικής εποχής. Οικισμοί, που ανήκουν στην Νεολιθική Εποχή, έχουν ανασκαφεί όπως στο Σέσκλο και στο Διμήνι.
Αργότερα (την εποχή του Χαλκού) γίνεται το λίκνο των πρώτων Ελληνικών φύλων με ιδιαίτερη ανάπτυξη κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους. Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης αναφέρουν την εισβολή των Θεσσαλικών φύλων από την Ήπειρο και την εγκατάσταση τους ανάμεσα στην Όθρυ, Οίτη και Μαλιακό κόλπο. Τη Θεσσαλία κατά τους Ιστορικούς Χρόνους διοικούσαν ισχυροί οίκοι όπως οι Αλευάδες και Σκοπάδες, οι λεγόμενοι Ταγοί. Αργότερα ιδρύθηκε το Κοινόν των Θετταλών. Κατά το χρησμό του Μαντείου των Δελφών “Γαίης μεν πάσης το Πελασγικόν Άργος άμεινον” (απ’ όλο τον κόσμο η καλύτερη γη είναι Θεσσαλική).
Κατά τα Μηδικά η στάση τους ήταν επαμφοτερίζουσα, ενώ πήραν μέρος στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου κατά των Περσών με το ονομαστό Θεσσαλικό ιππικό. Το 197 π.Χ. κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η Θεσσαλία ανήκε στο θέμα της Ελλάδας με πρωτεύουσα τη Λάρισα και από το 1246 με την ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Νικαίας ιδρύθηκε το Δεσποτάτο της Θεσσαλίας. Στη δικαιοδοσία των Τούρκων περιήλθε το 1423. Πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να αναζητήσουν καταφύγιο σε ορεινές περιοχές του Πηλίου, των Αγράφων, κ.α.
Το 1600 ο μητροπολίτης Λάρισας Διονύσιος (Σκυλόσοφος, όπως επονομάστηκε από τους Τούρκους) επιχείρησε επανάσταση κατά των Τούρκων, αλλά απέτυχε, όπως και τόσα άλλα κινήματα. Οι Θεσσαλοί πήραν μέρος στην επανάσταση του 1821, όμως έμειναν έξω από τα σύνορα του ελεύθερου Ελληνικού κράτους. Οριστικά προσαρτήθηκε το 1881, εκτός από την περιοχή της Ελασσόνας. Το 1910 έχουμε μεγάλη αγροτική επανάσταση (Κιλελέρ). Σημαντική είναι η προσφορά των Θεσσαλών κατά τη Γερμανο-Ιταλική κατοχή και την Αντίσταση.
Η Θεσσαλία, πατρίδα του Ασκληπιού, πατέρα της Ιατρικής, των Λαπιθών και των Κενταύρων, υπήρξε γενέθλια γη αγίων, πατριαρχών, αρχιερέων, διδασκάλων του Γένους, οπλαρχηγών, κλεφτών, αρματωλών, πατρίδα του Ρήγα, του Καραϊσκάκη, του Νικολάου Πλαστήρα, πατρίδα ποιητών, λογοτεχνών, ζωγράφων και αγιογράφων, ανθρώπων των Γραμμάτων και των Τεχνών. Είναι χρήσιμο να επισημάνουμε ότι η Θεσσαλία στα μακρά χρόνια της δουλείας είχε ίσως τα περισσότερα στον Ελλαδικό χώρο εκπαιδευτικά κέντρα, στα οποία λειτουργούσαν μέσα και ανώτερα σχολεία, γεγονός που ερμηνεύει και τις συχνές επαναστάσεις κατά του Τούρκου δυνάστη.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Η δημιουργία ενός περιβάλλοντος φιλικού προς τον άνθρωπο, μετά το λιώσιμο των πάγων κατά τη 10η χιλιετία, συντέλεσε στη μετάβαση από το κυνήγι και την τροφοσυλλογή στην αγροτική οικονομία του Νεολιθικού Πολιτισμού. Η απέραντη Θεσσαλική πεδιάδα που πλούσια αρδεύει ο Πηνειός και οι παραπόταμοι του, τριγυρισμένη από ψηλά βουνά, αποτέλεσε από πολύ νωρίς έναν ιδανικό χώρο για να αναπτυχθούν σπουδαίοι οικισμοί. Γαίης απάσης άμεινον -σύμφωνα με το μεταγενέστερο Δελφικό χρησμό- ήταν η εύφορη Θεσσαλική γη, όπου ιδρύθηκαν στην πεδιάδα και στη χαμηλή λοφώδη περιοχή περισσότεροι από 300 Νεολιθικοί οικισμοί, που είναι γνωστοί με τον όρο «μαγούλες», χαμηλά δηλαδή εξάρματα που σχηματίστηκαν με τη συσσώρευση αλλεπάλληλων στρωμάτων κατοίκησης στον ίδιο χώρο.
Οι αρχαιότερες μόνιμες Νεολιθικές εγκαταστάσεις εμφανίστηκαν στις αρχές της 7ης χιλιετίας π.Χ. (Άργισσα, Σέσκλο, Γεντίκι, Σουφλί Μαγούλα) και χαρακτηρίζονται από την απουσία κεραμεικής και από κτίσματα με τη μορφή ορυγμάτων στο έδαφος. Λίγο αργότερα, στις πρώτες περιόδους της Αρχαιότερης Νεολιθικής, ιδρύονται οι πρώτοι υπαίθριοι οικισμοί, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούνται ακόμη και τα σπήλαια της Παλαιολιθικής εποχής τα οποία διέθεταν ως τόποι κατοίκησης, όπως είναι το σπήλαιο στη Θεόπετρα Καλαμπάκας.
Στη Μέση και Νεότερη Νεολιθική, στην 6η και 5η χιλιετία, έχουμε πλέον οργανωμένους οικισμούς, με γνωστότερους τους οικισμούς στο Σέσκλο και στο Διμήνι, από τους οποίους προέρχονται και οι περισσότερες πληροφορίες μας σχετικά με την οργάνωση του χώρου. Οι κάτοικοί τους υιοθέτησαν εξ αρχής τη γεωργία και την κτηνοτροφία και τη μόνιμη εγκατάσταση σε σπίτια με λίθινα θεμέλια και ανωδομή από πηλό, και χώρους κατανεμημένης εργασίας και παραγωγής. Αυτές οι σημαντικές αλλαγές αποτέλεσαν τις προϋποθέσεις για μια ανεπτυγμένη αγροτική οικονομία.
Έτσι, προς το τέλος της Νεολιθικής περιόδου, εμφανίζεται μια καινούρια τεχνοοικονομική οργάνωση που μαρτυρεί την ισορροπημένη συνεργασία και την εξειδίκευση των μελών του συνόλου για την επίτευξη ενός κοινού στόχου. Κατά τη μετάβαση από τη Νεολιθική Εποχή στην Εποχή του Χαλκού, η οποία θεωρείται μεγάλη πολιτισμική τομή στον ευρύτερο Ελληνικό χώρο, στη Θεσσαλία δεν παρατηρούνται άμεσες και ουσιαστικές διαφορές, αφού για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εξακολούθησαν να υφίστανται οι πρακτικές και οι μέθοδοι των Νεολιθικών χρόνων στη μορφή των οικισμών και τον τρόπο ζωής που συνεχίζει να στηρίζεται στην παλιά γεωργική και κτηνοτροφική παράδοση.
Στο τέλος όμως της Μέσης Εποχής Χαλκού παρατηρείται στη Θεσσαλία η ίδρυση νέων μικρών και μεσαίων οικισμών, καθώς και η ανάπτυξη οικισμών γύρω από παλαιότερες Νεολιθικές εγκαταστάσεις (Μαγούλες), γεγονός που υπαινίσσεται ότι διαμορφώθηκαν πλέον καλύτερες συνθήκες διαβίωσης που προέκυψαν μετά από την οικονομική αλλαγή των Προϊστορικών κοινοτήτων. Έτσι, στην ανατολική παράκτια Θεσσαλία διαπιστώνουμε ότι γύρω από τον κόλπο του Παγασητικού αναπτύχθηκαν οικισμοί, όπου υπήρχαν μικρά ή μεγάλα φυσικά λιμάνια που διέθεταν και πηγές νερού, όπως είναι οι οικισμοί στα Παλιά / Κάστρο Βόλου, στο Διμήνι, στα Πευκάκια, στην Πύρασσο, στην Άλο, στον Πτελεό, στην Ανδρώνα και από την άλλη πλευρά του Παγασητικού.
Ίσως στο Χόρτο, και -έξω από τον Παγασητικό κόλπο- στις Βόρειες Σποράδες, όπως στο Στάφυλο, στη Σκόπελο και στην Κεφάλα στη Σκιάθο, για να αναφέρουμε τις πιο σημαντικές παράλιες θέσεις. Επίσης, λίγο ενδότερα από τον κόλπο του Παγασητικού, στην πεδιάδα που απλώνεται γύρω από τη λίμνη Κάρλα (αρχαία Βοιβηίς), αναπτύχθηκαν σπουδαίοι Μυκηναϊκοί οικισμοί στην Πέτρα, στις Φερές, στο Αερινό, στο λόφο του Αγίου Αθανάσιου (πιθανά Βοιβηίδα) και στις πρόσφατα ερευνημένες θέσεις Κορυφούλα και Τσιγγενίνα, αλλά και άλλοι οικισμοί λίγο βορειότερα στο Μ. Μοναστήρι με πιο γνωστό τον οικισμό στο Μπουρνάμπασι στην Όσσα όπου βρίσκονται και οι θολωτοί τάφοι.
Οι οικισμοί αυτοί βασίζονταν ακόμη στη γεωργία, την κτηνοτροφία και λιγότερο στην αλιεία και το εμπόριο, αφού η Θεσσαλία παρέμεινε κατά βάση πάντα μια αγροτοκτηνοτροφική περιοχή. Γενικά, εξετάζοντας το σύνολο των γνωστών Μυκηναϊκών οικισμών (περίπου 200) που έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα στη Θεσσαλία, παρατηρούμε ότι στην τελευταία περίοδο της Ύστερης Εποχής Χαλκού (1435 – 1050 π.Χ.) οι οικισμοί απλώνονται σε ολόκληρη τη Θεσσαλική πεδιάδα καθώς και στις υπώρειες των βουνών που την πλαισιώνουν.
Γνωρίζουμε όμως περισσότερους κυρίως στην ανατολική παράκτια Θεσσαλία, και κατά μήκος του Πηνειού ποταμού και των παραποτάμων του, και λιγότερους στην ενδοχώρα, ίσως γιατί ο πληθυσμός προτιμούσε τις παράκτιες και τις ημιορεινές περιοχές, λόγω της ευκολίας στην επικοινωνία, ή ίσως η έρευνα είναι ακόμη ελλιπής. Σε κανέναν από αυτούς τους οικισμούς δε διαπιστώθηκαν με βεβαιότητα μέχρι σήμερα ίχνη από κάποια μορφή οχύρωσης, γεγονός που -αν δεν είναι έλλειμμα της έρευνας- μπορεί να δηλώνει ότι ο πληθυσμός της Θεσσαλίας στα Μυκηναϊκά χρόνια ζούσε ειρηνικά, χωρίς το φόβο των επιδρομών από άλλους γειτονικούς πληθυσμούς, ή υποδηλώνει ότι οι οικισμοί υπακούουν σε ένα κέντρο που είναι ασφαλές και δεν χρειάζεται να οχυρώνονται.
Αναμφίβολα αυτό το κέντρο ελέγχει το μεγαλύτερο λιμάνι της Θεσσαλίας στο μυχό του Παγασητικού κόλπου. Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, που χαρακτηρίζεται από την άνθηση των πρώτων οργανωμένων Μυκηναϊκών πόλεων, το σημαντικότερο Μυκηναϊκό ανακτορικό κέντρο είναι αυτό της Ιωλκού, της μυθικής πόλης των Μινύων βασιλιάδων και των Αργοναυτών, η οποία ήλεγχε το λιμάνι του Παγασητικού, από το οποίο πραγματοποιούνταν οι επαφές της Θεσσαλικής πεδιάδας με το Αιγαίο μέσω των θαλασσίων οδών. Αν και δεν υπάρχουν στον Όμηρο αναφορές στο όνομα της Θεσσαλίας, στον Ομηρικό «Κατάλογο των Νηών» περιγράφονται 9 βασίλεια που κατελάμβαναν το χώρο της μετέπειτα καλούμενης Θεσσαλίας.
Αναφέρονται 29 πόλεις, πολλές από τις οποίες είναι άμεσοι πρόγονοι των πόλεων των ιστορικών χρόνων (π.χ. Τρίκκα), ενώ άλλες προφανώς άλλαξαν όνομα (π.χ. Αστέριον). Πολλές από τις Ομηρικές αυτές θέσεις ταυτίστηκαν (π.χ. Φεραί), ενώ άλλες μένουν αταύτιστες (π.χ. Οιχαλία). Επίσης ο Όμηρος αναφέρει 4 από τους μετέπειτα γνωστούς περίοικους λαούς της Θεσσαλίας: τους Αινιάνες, τους Περραιβούς, τους Μάγνητες και τους Δόλοπες. Αργότερα, στην αυγή των Ιστορικών χρόνων, η ιστορία της Θεσσαλίας ανιχνεύεται αφ’ ενός μέσα από το κείμενο του Θουκυδίδη, που θέλει τους Θεσσαλούς να έρχονται, 60 χρόνια μετά τον Τρωϊκό πόλεμο, στη μετέπειτα ονομαζόμενη θεσσαλική πεδιάδα από τα Δυτικά, από τη Θεσπρωτία, και να εγκαθίστανται στην περιοχή της Άρνης, στη Β.Δ Θεσσαλία.
Η έλευσή τους εκτόπισε -σύμφωνα με το μύθο- τους παλαιότερους κατοίκους, τους Βοιωτούς, που μετακινήθηκαν νοτιότερα στη μετέπειτα Βοιωτία, και διαδέχθηκε τους παλαιότερους γηγενείς Πελασγούς, τους Μινύες και άλλα ντόπια φύλλα. Η συγκέντρωση των νέων πληθυσμιακών ομάδων σε οργανωμένες πόλεις έλαβε προφανώς χώρα στο τέλος του 7ου αιώνα και προκάλεσε την εξαφάνιση των Ομηρικών βασιλείων που αναφέρονται στον Κατάλογο των Νηών. Έτσι δημιουργήθηκαν αυτόνομες διοικητικές ενότητες με μικρότερη χωροταξική δικαιοδοσία.
Η Θεσσαλία είναι γενικότερα γνωστή από τα κείμενα της λυρικής ποίησης της Αρχαϊκής εποχής που περιγράφουν μια περιοχή εύρωστη και πλούσια, γνωστή για την εκτροφή αλόγων και τους τοπικούς αριστοκρατικούς της οίκους που είχαν την έδρα τους στις νεοϊδρυθείσες πόλεις της Θεσσαλικής πεδιάδας και συνδέονταν με αλληλένδετους δεσμούς φιλίας με αντίστοιχους οίκους της υπόλοιπης Ελλάδος. Γενικά, το όνομα Θεσσαλία χρησιμοποιήθηκε από τις αρχαίες πηγές για να περιγράψει:
α) Τις 4 Θεσσαλικές διοικητικές περιοχές της Ιστορικής εποχής, γνωστές και ως τετράδες, και
β) Μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή από τον Όλυμπο μέχρι το Σπερχειό και από το Αιγαίο μέχρι την Πίνδο, που περιελάμβανε εκτός από τις τετράδες και τις περίοικες περιοχές (Περραιβία, Μαγνησία, Αχαία Φθιώτιδα, Αινιάδα, Μαλίδα, Οιταία), οι οποίες δεν ανήκαν διοικητικά στη Θεσσαλία κατά την Κλασική περίοδο.
Σήμερα έχει ευρύτερα επικρατήσει η δεύτερη χρήση του όρου. Ειδικότερα, η διοικητική οργάνωση των νέων Θεσσαλικών πληθυσμών και πόλεων σε 4 τετράδες (Θεσσαλιώτις, Εστιαιώτις, Φθιώτις και Πελασγιώτις) αποδίδεται από τον Αριστοτέλη στον γηγενή Λαρισαίο Αλεύα τον Πυρρό και χρονολογήθηκε στα τέλη του 6ου αιώνα. Η εδαφική αυτή δομή αποτέλεσε με μικρές αλλαγές τη βάση της πολιτικής και στρατιωτικής οργάνωσης της Θεσσαλίας κατά τους επόμενους αιώνες και έφτασε με την ίδια περίπου μορφή μέχρι και τα Ρωμαϊκά χρόνια. Αργότερα, στα Κλασικά χρόνια, το εθνικό Θεσσαλός ή Πετθαλός εμφανίζεται στα επιγραφικά κείμενα της εποχής, ενώ οι Θεσσαλοί, ως έθνος, ανήκουν στα μέλη της Δελφικής Αμφικτιονίας.
Η ύπαρξη μεγάλων πόλεων σχετίζεται με τα οικιστικά πρότυπα των Κλασικών και Ελληνιστικών χρόνων. Η πρώτη γεωγραφική περιγραφή της Θεσσαλίας ανήκει στον Περίπλου του Ψευδο-Σκύλακα (4ος αιώνας π.Χ.), ενώ ο μεταγενέστερος Στράβων (1ος αιώνας π.Χ. – 1ος αιώνας μ.Χ.) είναι αυτός που παραδίδει την πιο λεπτομερή περιγραφή της περιοχής, δίνοντας και τα γεωγραφικά της όρια: Βόρεια η Μακεδονία, ανατολικά από τις Θερμοπύλες έως το δέλτα του Πηνειού, νότια η Οίτη και η Αιτωλία, και δυτικά οι Ακαρνάνες και οι Αμφιλοχείς και οι λαοί της Πίνδου. Σήμερα έχουν ταυτιστεί με ακρίβεια 25 Θεσσαλικές πόλεις που χρονολογούνται από τα Αρχαϊκά έως τα Ελληνιστικά χρόνια, ενώ πολλές ακόμη έχουν εντοπιστεί.
Στη δυτική Θεσσαλία, ορισμένες από τις ονομαστές πόλεις της τετράδας Θεσσαλιώτιδος, περίπου στα όρια που καταλαμβάνει ο νομός Καρδίτσας, ήταν το Κιέριον, το οποίο κατέλαβε τη θέση της Ομηρικής Άρνης, που σύμφωνα με το μύθο αποτελεί τη μυθική κοιτίδα των Θεσσαλών κατά την έλευσή τους στη Θεσσαλική πεδιάδα, το Θητώνιον, η Όρθη, η Καλλίθηρα, το Μεθύλιον, το Φάκιον, το Αστέριον, η Πειρασία (Πειρεσία ή Πειρασιαί), ο (η) Φύλλος, οι Ίχναι ή Άχναι. Από την περιοχή της αρχαίας Μητρόπολης και προς τα βόρεια που οριοθετούνταν η τετράδα Εστιαιώτις, ως κύριες πόλεις αναφέρονται η Τρίκκη, οι Γόμφοι, η Πέλιννα, η Φαρκαδόνα, η Φαϋττός, ο Άτραγας και άλλες στην περίμετρο του νομού Τρικάλων, όπως το Αιγίνιον, η Φαλώρεια, η αρχαία πόλη στην Αγρελιά.
Νοτιότερα της τετράδος Θεσσαλιώτιδος βρίσκονταν τα γεωγραφικά και διοικητικά όρια της Τετράδος Φθιώτιδος που κατελάμβανε την κατώτερη και τη μέση κοιλάδα του ποταμού Ενιπέα. Η τετράδα αυτή διακρινόταν από την γειτονική προς νότο Αχαία Φθιώτιδα, η οποία αποτελούσε την εποχή αυτή και μέχρι τα Ρωμαϊκά χρόνια περίοικη περιοχή του Θεσσαλικού έθνους. Πρωτεύουσα της τετράδος Φθιώτιδος ήταν η Φάρσαλος και κυριότερες πόλεις οι Παλαιφάρσαλος, Πειρασία και Μακκάραι. Η τετράδα Πελασγιώτις καταλάμβανε στα Κλασικά χρόνια το κεντρικό τμήμα της Θεσσαλικής πεδιάδας με κυριότερες πόλεις τη Λάρισα, τις Φερές, την Κρανώνα, τη Σκοτούσσα, τη Γυρτώνη, το Μόψιον, την Άργουσσα, κλπ.
Στη συνέχεια, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., η Πελασγιώτιδα διεύρυνε τα διοικητικά όρια της, αφού ενσωματώθηκαν σε αυτή οι πόλεις του λιμανιού του Παγασητικού κόλπου, οι Παγασές, οι Αμφανές και η Πύρασος. Συγκεκριμένα, η αρχαία πόλη των Φερών, που βρίσκεται στη θέση της σημερινής κωμόπολης του Βελεστίνου, χρησιμοποιούσε πλέον ως επίνειό της τις Παγασές, στο μυχό του Παγασητικού κόλπου. Οι Φερές βρίσκονταν πάνω στο σταυροδρόμι των οδικών αξόνων που οδηγούν και σήμερα από το Νότο στο Βορρά και από το εσωτερικό της Θεσσαλίας προς τη θάλασσα. Σημειώνουμε ότι η σύγχρονη έρευνα έφερε στο φως την αρχαία οδό Φερών – Παγασών και αργότερα Φερών – Δημητριάδος.
Στο μυχό του Παγασητικού, τα ερείπια της σύγχρονης πόλης των Αμφανών βρίσκονται πάνω στο κωνικό ύψωμα Σωρός, ανάμεσα στις Παγασές και το Ακρωτήρι Πύρρα (σημερινό Αγκίστρι). Μια άλλη πόλη που άκμασε στην περιοχή αυτή κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. αποκαλύφθηκε πάνω στο λόφο της Γορίτσας, στο ΒΑ άκρο του μυχού. Η πόλη χτίστηκε πιθανόν όταν ο Φίλιππος ο Β’ έκανε οχυρώσεις στη Μαγνησία στα πλαίσια ενός γενικότερου πολιτικού – στρατιωτικού σχεδιασμού. Η οχύρωση αυτή ολοκληρώθηκε πιθανότατα από τον Κάσσανδρο μεταξύ 316 – 298 π.Χ., και η πόλη κατοικήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα. Επίσης, κατά τον 4ο αιώνα, οι Μακεδόνες με τον Φίλιππο το Β΄ έρχονται στη Θεσσαλία και εδραιώνουν σταδιακά την κυριαρχία τους.
Την εποχή αυτή, νοτιότερα από το μυχό του Παγασητικού, στην περιοχή που συμπίπτει με τη σημερινή επαρχία του Αλμυρού, αναπτύσσονται δύο σημαντικές θέσεις: οι πόλεις των Φθιωτίδων Θηβών και της Άλου. Την ίδια εποχή, το δεύτερο μεγάλο λιμάνι του Παγασητικού, η Πύρασος, που βρίσκεται κοντά στα ΝΔ παράλια του Παγασητικού κόλπου, θα περάσει στην κυριαρχία των γειτονικών Φθιωτίδων Θηβών, όταν στον 4ο αιώνα π.Χ. ενισχύθηκε η αρχική πόλη με τον συνοικισμό των γειτονικών πόλεων και κωμών. Οι Φθιώτιδες Θήβες βρίσκονται πάνω στον τραπεζοειδή λόφο «Κάστρο», κοντά στην κοινότητα Άκετσι (Μικροθήβες) και σε απόσταση 4 χλμ. από τη Νέα Αγχίαλο και τον Παγασητικό κόλπο.
Σύμφωνα με τον Πολύβιο, η πόλη απλωνόταν σε τρεις λόφους και η έκταση της «χώρας» της ήταν πολύ μεγάλη, αφού συνόρευε με τη Φάρσαλο, τη Δημητριάδα και τις Φερές. Από την πόλη αυτή έχουν ερευνηθεί το ιερό της Αθηνάς Πολιάδας, το ιερό του Ασκληπιού, τμήμα των ισχυρών τειχών και τμήματα των νεκροταφείων της. Η ανασκαφή του αρχαίου θεάτρου, το οποίο εντοπίστηκε σε περίοπτη θέση της πόλης, βρίσκεται σε εξέλιξη. Η αρχαία πόλη της Άλου βρίσκεται στη θέση «Κεφάλωση», στα νοτιοανατολικά της σύγχρονης πόλης του Αλμυρού. Η ακμή της πόλης εντοπίζεται στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Υπολογίζεται ότι εδώ ζούσαν 3.000 άνθρωποι.
Η στρατηγική θέση της πόλης της επέτρεπε να ελέγχει το πέρασμα από τη Βόρεια προς τη Νότια Ελλάδα. Το 256 π.Χ. καταστράφηκε από σεισμό. Στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. ο Δημήτριος Πολιορκητής ίδρυσε στο μυχό του Παγασητικού κόλπου το Μακεδονικό βασίλειο της Δημητριάδας. Η πόλη ιδρύθηκε με το συνοικισμό των πόλεων του Παγασητικού και μικρότερων Μαγνητικών πολισμάτων της περιοχής του Πηλίου. Σκοπός της ίδρυσης της ήταν να αποτελέσει βάση του Μακεδονικού στρατού και στόλου. Η Δημητριάδα εξελίχθηκε γρήγορα σε μεγάλο, διεθνές εμπορικό λιμάνι και δέχτηκε πολλούς Έλληνες και ξένους από όλη την ανατολική Μεσόγειο.
Γενικότερα όμως, κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., η κυριαρχία των Μακεδόνων στο Θεσσαλικό χώρο δεν επέφερε ουσιαστικές αλλαγές στη διοικητική και χωροταξική διάρθρωση της Θεσσαλίας. Το 2ο αιώνα π.Χ. η Θεσσαλία ενσωματώθηκε επίσημα στη Ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας (148 π.Χ.). Τότε θα προσαρτηθούν σε αυτή και οι περίοικες περιοχές (Αχαία Φθιώτιδα, Μαλίδα, Αιανεία, Δολοπία, Περραιβία) καθώς και το βόρειο τμήμα της περιοχής των Μαγνήτων (Βόρειο Πήλιο, Όσσα).
Κατά τα χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, 4 μεγάλες Θεσσαλικές πόλεις -η Λάρισα, η Δημητριάδα, που πλέον διοικούνταν από το Κοινό των Θεσσαλών, η Μητρόπολις και η Υπάτη- αποτέλεσαν 4 μεγάλα κέντρα γύρω από τα οποία αναπτύχθηκαν μικρότεροι οικισμοί. Αργότερα, το 300 μ.Χ. η Θεσσαλία αποτέλεσε ξεχωριστή επαρχία με πρωτεύουσα τη Λάρισα.
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΘΕΣΣΑΛΟΙ
Ένα από τα σημαντικά φύλα της κεντρικής Ελλάδος, το οποίο έδωσε το όνομά του στην περιοχή που μέχρι σήμερα είναι γνωστή ως Θεσσαλία και η οποία παλαιότερα έφερε την ονομασία Αιμονία από τους Αίμονες, Πελασγία και Αιολίς. Κατά την παράδοση, γενάρχης των Θεσσαλών ήταν ο επώνυμός τους, Θεσσαλός, υιός του Αίμονος και εγγονός του Πελασγού. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Θεσσαλός ήταν βασιλεύς της Φθίας και πατέρας του Γραικού, από τον οποίον πήραν το όνομά τους οι κάτοικοι της περιοχής, Γραικοί. Οι Θεσσαλοί, εντοπίζονται στην αρχή της Μεσοελλαδικής Εποχής (1900 π.Χ.) στα σύνορα Ηπείρου και Θεσσαλίας, όπου θα διαμορφωθούν γλωσσολογικά, με αποτέλεσμα η διάλεκτός τους να καταλαμβάνει ενδιάμεση θέση μεταξύ της Δυτικής (Ηπειρωτικής) ομάδος και της Αιολικής.
Στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. οι Θεσσαλοί, ακολουθώντας το παράδειγμα των μέχρι τότε γειτόνων τους Βοιωτών, θα εισβάλουν και αυτοί στις εύφορες πεδιάδες ανατολικά και αφού εκδιώξουν το μεγαλύτερο τμήμα των Βοιωτών, θα υποτάξουν βαθμιαία, μέχρι το τέλος του 12ου αιώνα π.Χ., τα Aιολόφωνα φύλα των δυτικών περιοχών της χώρας που θα πάρει από αυτούς το όνομά της (Θεσσαλία). Ευρήματα από διάφορες θέσεις της Θεσσαλίας του 11ου και 10ου αιώνα π.Χ. αποκαλύπτουν τρεις τοπικούς πολιτισμούς. Ο πρώτος, κάλυπτε την δυτική και κεντρική Θεσσαλία και αποδίδεται στους εισβολείς Θεσσαλούς.
Ο δεύτερος και ο τρίτος, στην περιοχή της Λάρισας και στα παράλια του Παγασητικού αντίστοιχα, αποδίδονται στους παλαιότερους κατοίκους αυτών των περιοχών, που δεν είχαν υποταχθεί ακόμη. Τα αρχαιολογικά στοιχεία πάντως αποδεικνύουν ότι η πολιτιστική ενότητα της Θεσσαλίας αποκαταστάθηκε στην διάρκεια του 9ου αιώνα π.Χ. γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τότε ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της χώρας από τους Θεσσαλούς. Οι Θεσσαλοί, όταν ολοκλήρωσαν την κατάκτηση, μοίρασαν την χώρα σε τέσσερα τμήματα με επικεφαλής τους λεγόμενους τετράρχες :
- Την Πελασγιώτιδα, η οποία περιλάμβανε κυρίως την λεκάνη της Βοιβηίδος λίμνης, εκτεινόμενη λίγο προς τα Β.Δ και πέρα από τον Πηνειό, καθώς και προς Ν.Α μέχρι τον Παγασητικό κόλπο. Σημαντικότερες πόλεις, η Λάρισα, η Γυρτώνη, η Κρανών, Φεραί με το λιμάνι των Παγασώνκαι η Σκοτούσσα, κοντά στον περίφημο λόφο Κυνός Κεφαλαί, όπου το 197 π.Χ. ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας ηττήθηκε από τους Ρωμαίους.
- Την Θεσσαλιώτιδα, στο Ν.Δ τμήμα της χώρας, με σπουδαιότερες πόλεις την Φάρσαλο, την Άρνη (η οποία αργότερα μετονομάσθηκε σε Κιέριον ή Πιέριον) και την Μητρόπολιν.
- Την Ιστιαιώτιδα ή Εσταιώτιδα, στο Β.Δ τμήμα, εκτεινόμενη και προς τα ανατολικά για να περιλάβει την Περραιβία. Κυριότερες πόλεις οι Γόμφοι, η Τρίκκη, και η Ολοοσσών.
- Την Φθιώτιδα και σωστότερα την Αχαΐα Φθιώτιδα, στα Ν.Α της χώρας, με πόλεις την Άλον, την Ίτωνα, την Πύρασο, την Λάρισα Κρεμαστήν, την Λαμία, την Ηράκλεια (Τραχίς, η παλαιότερη ονομασία της) και την Υπάτη.
Τέλος πρέπει να αναφέρουμε και την Μαγνησία, στα ανατολικά, η οποία περιλάμβανε ολόκληρο το παραθαλάσσιο τμήμα νοτίως των Τεμπών. Οι παλαιότεροι κάτοικοι της χώρας, κυρίως Αιολόφωνα φύλα, αλλά και προελληνικοί λαοί, υποδουλώθηκαν στους Θεσσαλούς και έγιναν δουλοπάροικοι, οι λεγόμενοι Πενέσται. Η θέση τους ήταν καλύτερη από τους Είλωτες της Σπάρτης, όπως προκύπτει από διάφορες αναφορές αρχαίων κειμένων. Αρχικά, ανώτατος άρχων ήταν ο Ταγός, ο οποίος ήταν αιρετός και ισόβιος. Αργότερα με τις νέες κατακτήσεις, υπήρξε ανάγκη αναδιοργάνωσης και η χώρα χωρίσθηκε όπως προαναφέραμε σε τέσσερα μέρη με επικεφαλής τους τετράρχες.
Στους Περσικούς πολέμους, στην αρχή, μόνον ο ταγός της Λαρίσης, από τον περίφημο οίκο των Αλευαδών, τάχθηκε με το μέρος των Περσών. Οι υπόλοιποι Θεσσαλοί συμφώνησαν να αντιτάξουν άμυνα με τους άλλους Έλληνες στην κοιλάδα των Τεμπών. Όταν το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε, αναγκάσθηκαν και οι υπόλοιποι Θεσσαλοί να πάνε με το μέρος των Περσών. Την περίοδο των συγκρούσεων μεταξύ Αθήνας, Σπάρτης και Θηβών για την ηγεμονία της Ελλάδος, οι Θεσσαλοί ήσαν διεσπασμένοι και οι συμμαχίες συνάπτονταν αναλόγως των συμφερόντων κάθε περιοχής, κυρίως δε βάσει των συμφερόντων των ισχυρών οίκων, όπως οι Αλευάδες της Λαρίσης, οι Σκοπάδες της Κραννώνος, οι Εχεκρατίδες της Φαρσάλου κ.λ.π.
Γύρω στο 380 π.Χ. στην Θεσσαλία δεσπόζει η σημαντική μορφή του τυράννου των Φερών Ιάσονα, ο οποίος πέτυχε να κυριαρχήσει στο μεγαλύτερο τμήμα της Θεσσαλίας. Είχε συνάψει συμμαχία με τον βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα τον Γ΄ ενώ κατέστησε υποτελή του, τον βασιλιά Αλκέτα της Ηπείρου. Τα σχέδιά του για την ένωση όλων των Ελλήνων σε κοινή εκστρατεία εναντίον των Περσών είχαν ζωηρή απήχηση στις ψυχές των Αθηναίων πατριωτών και κυρίως του Ισοκράτους. Δυστυχώς, ο μεγάλος αυτός Έλληνας δολοφονήθηκε το 370 π.Χ. Οι Θηβαίοι επωφελούμενοι της δολοφονίας του Ιάσονος εισέβαλαν στην Θεσσαλία με αρχηγό τον Πελοπίδα και στις πόλεις που κατέλαβαν δημιούργησαν το «Κοινόν των Θεσσαλών».
Στην συνέχεια όμως, οι εμφύλιες διαμάχες που ξέσπασαν είχαν ως τελικό αποτέλεσμα να υπαχθεί βαθμιαία ολόκληρη η Θεσσαλία στην σφαίρα επιρροής της Μακεδονίας και ως το 344 π.Χ. ο βασιλεύς των Μακεδόνων Φίλιππος Β΄ θα καταστεί ο αδιαφιλονίκητος άρχων της Θεσσαλίας. Το περίφημο ιππικό των Θεσσαλών θα χρησιμοποιηθεί ευρύτατα από τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στην Ασία και στις κατακτήσεις του. Μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου οι Θεσσαλοί συμμάχησαν με τους Αθηναίους σε μια προσπάθεια κατάλυσης της Μακεδονικής κυριαρχίας αλλά χωρίς αποτέλεσμα, παρά τις κάποιες αρχικές επιτυχίες.
Η Θεσσαλία θα γίνει η βάση του Δημητρίου του Πολιορκητή, ο οποίος θα ιδρύσει την Δημητριάδα, που θα γνωρίσει σύντομα περίοδο ακμής και θα αναδειχθεί σε μία από τις σπουδαιότερες Θεσσαλικές πόλεις. Η Θεσσαλία σε όλη σχεδόν την διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ. θα παραμείνει στην εξουσία των Μακεδόνων, συνδεδεμένη άμεσα με τον Μακεδονικό θρόνο. Μετά την επικράτηση των Ρωμαίων στους πολέμους τους εναντίον της Μακεδονίας, ανακήρυξαν την Θεσσαλία «ελεύθερη» και Ρωμαϊκές φρουρές διαδέχθηκαν τις Μακεδονικές. Το 194 π.Χ. οργάνωσαν νέο «Κοινό» στο οποίο δεν περιλαμβανόταν η Μαγνησία και η Περραιβία.
Η Θεσσαλία θα γίνει θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων στην διάρκεια των εμφυλίων πολέμων των Ρωμαίων, μέχρι την τελική ανάδειξη του Οκταβιανού Αυγούστου ως αυτοκράτορος. Με την αναδιοργάνωση των επαρχιών που ακολούθησε η Θεσσαλία θα υπαχθεί στην Ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας (Νότια Ελλάς).
Η ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
Το Περραιβικό Κράτος
Αρχική κοιτίδα των Περραιβών ήταν η περιοχή της ηπείρου με κέντρο τη Δωδώνη. Στη Γεωμετρική περίοδο και στα Αρχαϊκά χρόνια το κράτος τους περιελάμβανε το βόρειο και βορειοδυτικό τμήμα του νομού Λάρισας, συμπεριλαμβανομένης και της περιοχής του Τιταρήσιου ποταμού και μικρό τμήμα του νομού Τρικάλων, βορείως του Ζάρκου. Το μεγαλύτερο τμήμα του κράτους τους ήταν ορεινό, ενώ πεδινά εδάφη τους ήταν το τρίγωνο Τιταρήσιος – Πηνειός – Κάτω Όλυμπος.
Σημαντικότατη πόλη της Περραιβίας ήταν οι Γόννοι (πιθανώς το όνομά τους να το οφείλουν στο μυθικό βασιλιά Γουνέα, έναν από τους Έλληνες βασιλείς που πήραν μέρος στην Τρωική εκστρατεία), ο Γοννοκόνδυλος και ο Λαπαθούς, βορειότερα προς τη σημερινή Καλλιπεύκη, η Φάλαννα, η Ηλώνη (κοντά στο Κ. Αργυροπούλι), η Ολοσσών (Ελασσών), η Μάλλοια, το Ερεικίνιο, και κατά μερικούς ιστορικούς η Μονδαία (κοντά στη Δεσκάτη). Τέλος στο Περραιβικό Κοινό ανήκαν οι πόλεις που ακόμα και στις δυσκολότερες για τους Περραιβούς εποχές έμειναν αυτόνομες, Άζωρος, Δολίχη και Πύθιο που απάρτιζαν την Περραιβική Τριπολίτιδα.
Ο Λατίνος ιστορικός Τίτος Λίβιος περιγράφει αναλυτικά την τοπογραφία της Περραιβίας και μας δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τη στρατηγική σημασία κάποιων πόλεων της περιοχής, κυρίως δε της Περραιβικής Τρίπολης. Σημαντικά ευρήματα έχουν έλθει στο φως από το Πύθιο που αποδεικνύουν ότι εκεί βρισκόταν η πρωτεύουσα της Περραιβικής συμμαχίας. Σημαντικότερη ανακάλυψη ήταν τα ερείπια του ναού του Απόλλωνα. (Σύμφωνα με άλλη ιστορική άποψη, που μάλλον δεν ευσταθεί, η Περραιβική Δωδώνη είναι διαφορετική από αυτή της Ηπείρου και μένει απλά να εξακριβωθεί η θέση της. Αναζητείται επίσης και η θέση της Κύφου, μιας άλλης Ομηρικής πόλης που αναφέρεται ως Περραιβική).
Με την ισχυροποίηση του Θεσσαλικού κράτους, 11ος – 9ος αιώνας, οι Περραιβοί περιορίστηκαν σε πιο απομακρυσμένες περιοχές διατηρώντας την αυτονομία τους όπως οι Μάγνητες και οι Αχαιοί της Φθιώτιδας. Στα χρόνια του Θεσσαλικού κοινού οι Περραιβοί ίδρυσαν κι αυτοί το δικό τους Κοινό (πολιτική συμμαχία) και έπαιρναν μέρος στα Αμφικτυονικά συνέδρια, όπως και οι περισσότερες Ελληνικές πόλεις – κράτη. Γενικά η ιστορία των Περραιβών ήταν μια ιστορία συγκρούσεων επειδή κατοικούσαν «σε τόπο που βρισκόταν πάνω σε στρατηγικής σημασίας δρόμους που συνέδεαν τη βόρεια με τη νότια Ελλάδα». Το όνομα Περραιβία το βρίσκουμε σε ιστορικές πηγές μέχρι τα Βυζαντινά χρόνια.
Η Πελασγιώτιδα
Κύριος οδηγός μας στην αναφορά των θέσεων των κυριοτέρων πόλεων κάθε Θεσσαλικής περιοχής θα είναι ο ιστορικός Fr, Stαhlin μέσω του έργου του που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο. Η Πελασγιώτιδα περικλειόταν βόρεια από τα νότια σύνορα της Περραιβίας και τη δεξιά όχθη του Πηνειού μέχρι τις υπώρειες της Όσσας, έφτανε ανατολικά στους πρόποδες του Μαυροβουνίου και τις όχθες των λιμνών Νεσσωνίτιδας και Βοιβηίδας. Νότια εκτεινόταν μέχρι το Χαλκωδόνιον όρος (Μικρό Μαυροβούνι ή Καραντάου) και την περιοχή νοτίως των Φερών, έχοντας μικρή παράλια λωρίδα εκμετάλλευσης στον Παγασητικό (5 – 6 χλμ. νότια του Βόλου). Τέλος, δυτικά φυσικά όρια της Πελασγιώτιδας αποτελούσαν τα χαμηλά όρη Τίτανος και Φυλλήιο.
Κέντρο και έδρα των ηγετών της Πελασγιώτιδας, και για μεγάλο χρονικό διάστημα ολόκληρης της Θεσσαλίας, ήταν η Λάρισσα (για ένα μικρό χρονικό διάστημα πήρε τη θέση της η Κραννών), ενώ στα έτη μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ανέτειλε το άστρο των Φερών. Η βορειότερη πόλη της Πελασγιώτιδας ήταν το Μόψιο κοντά στα ερείπια του Ραχμανίου στην περιοχή του Μακρυχωρίου. Από το Μόψιο καταγόταν ο Ομηρικός Μόψος, γνωστός μάντης των Ελλήνων, ο οποίος μετά τον Τρωικό πόλεμο έμεινε στην Μ. Ασία και ίδρυσε αποικίες (από το όνομά του προέρχεται και η Μοψουεστία των Βυζαντινών που ήταν έδρα επισκοπής).
Νοτιότερα του Μοψίου βρισκόταν η Ελάτεια, κτισμένη στις βόρειες πλαγιές του Δωτίου πεδίου. Οικιστής της θεωρούνταν ο Λαπίθης Έλατος. Η πόλη αυτή θεωρούνταν προμαχώνας και βιγλάτορας της Κοιλάδας των Τεμπών. Ήταν κτισμένη 200 περίπου μέτρα ψηλότερα από τον Ευαγγελισμό κοντά στη θέση του διαλυμένου χωριού της Τουρκοκρατίας Μουρλάρ. Άλλη σημαντική πόλη ήταν το Συκύριον και η θέση του πιθανολογείται σε μια ακτίνα από τη Μαρμαρίνη μέχρι τη θέση του σημερινού Συκουρίου και πάντως ΒΑ της αρχαίας λίμνης Νεσσωνίτιδας.
Αυτή την πόλη τη χρησιμοποιούσε ο Περσέας, ο τελευταίος βασιλιάς της Μακεδονίας, στους πολέμους του εναντίον των Ρωμαίων. Κάπου ανάμεσα στο Συκούριο και τη Λάρισα ήταν η μικρή πόλη Τρίπολη Σκαιά. Άλλη πόλη της περιοχής ήταν η Λάρισσα της Όσσας. Ο Αρβανιτόπουλος πιθανολόγησε τη θέση της Ν.Δ του χωριού Ελάτεια προς το Πουρνάρι στη θέση Παλιόκαστρο. Εκεί κοντά πρέπει να βρισκόταν και κάποιο Ιερό των Νυμφών. Σύμφωνα με εκδοχή του Στέλιν ίσως η Λάρισσα της Όσσας να ταυτίζεται με την περιοχή του χωριού Μαρμαρίνη (Άμυρον ή Αμυρικόν Πεδίον Λαρισαίων).
Γνωστή από την Ιλιάδα μας είναι και η Γυρτών, κατ’ άλλους Περραιβική πόλη (Σουίδα), πάντως σίγουρα Προθεσσαλική. Κατά τη μυθολογία ήταν πατρίδα του βασιλιά Φλεγύα και του λαού των Φλεγύων. Πάντως στα νομίσματα της πόλης εικονίζεται ο μυθικός βασιλιάς Καινέας. Είναι σίγουρο ότι βρισκόταν στη δεξιά όχθη του ποταμού Πηνειού και ότι δε μεσολαβούσε άλλη πόλη μεταξύ αυτής και της Λάρισας. Πιο πιθανή θέση φαίνεται αυτή κοντά στο σημερινό οικισμό της Γυρτώνης περίπου 1 χλμ. από τον Πηνειό. Πάντως η ακριβής θέση της δεν έχει προσδιοριστεί ακόμη. Μικρότερη πόλη ήταν η Κονδαία που βρισκόταν κοντά στο σημερινό οικισμό Μαυρόλιθο.
Η Κονδαία, η Γυρτώνη και το Μόψιο προστατεύονταν από τον ορεινό όγκο του Έρημου όρους. Ο Στέλιν πίστευε ότι κοντά στις προηγούμενες πόλεις βρισκόταν και η πόλη Μινύα, ίσως στο ύψος του χωριού Παραπόταμος. Νότια της Γυρτώνης άρχιζε η λίμνη Νεσσωνίς, η οποία σχηματιζόταν από τα νερά της Όσσας και των άλλων χαμηλότερων βουνών. Κατά την Αρχαιότητα αυτή ήταν ίσως μεγαλύτερη, σε έκταση επιφανείας, από τη Βοιβηίδα, αλλά όχι και σε βάθος καθότι ήταν πολύ ρηχή. Είναι σίγουρο ότι πλημμύριζε συχνά και κατά το Στράβωνα αυτή ήταν και η αιτία που της έδωσαν το όνομα ενός από τους πιο κακόφημους Κενταύρους, του Νέσσου. Κατά την περίοδο των πλημμυρών διπλασίαζε την έκτασή της και ενωνόταν με τη Βοιβηίδα.
Στη νότια όχθη του Πηνειού και στην καρδιά της ανατολικής Θεσσαλικής πεδιάδας βρισκόταν η πρωτεύουσα της Πελασγιώτιδας και, για πολλούς αιώνες, ολόκληρης της Θεσσαλίας, η Λάρισα. Ήταν κτισμένη γύρω από το λόφο του Φρουρίου ή Αγίου Αχιλλίου, όπως λέγεται σήμερα και η έκτασή της ήταν αισθητά μικρότερη της σημερινής. Βόρεια και δυτικά έφτανε ως τις όχθες του Πηνειού, ανατολικά στο ύψος της Πλατείας Λαού (υπόγειο πάρκιγκ) και νότια περίπου έως το ύψος της οδού Γρηγορίου Ε΄ και Ηπείρου. Το πολίτευμά της ήταν πάντα αριστοκρατικό και δικαίωμα ψήφου είχαν οι μεγάλοι κτηματίες, μικρό μέρος των οποίων ήταν και κάποιοι αυτόχθονες προ-Θεσσαλοί.
Οι περισσότεροι αρχαιολόγοι συμφωνούν ότι ο χώρος συγκέντρωσης των πολιτών, η Αγορά δηλαδή, ήταν δυτικά του Φρουρίου (προς την Κεντρική Πλατεία). Αργότερα, στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. κτίζεται το Αρχαίο Θέατρο της πόλης (θέατρο α΄) στο οποίο παίρνονταν οι σοβαρές αποφάσεις για την πόλη και δίνονταν παραστάσεις έργων των αρχαίων τραγικών και κωμωδιογράφων. Ανώτερο αξίωμα της πόλης ήταν ο Ταγός. Ο Ταγός της Λάρισας ήταν και Ταγός συνήθως ολόκληρης της Θεσσαλίας (ο «ταγός» προέρχεται από το ρήμα τάσσω και σημαίνει τον ανώτερο πολιτικό και στρατιωτικό άρχοντα, τον ηγέτη, τον αρχηγό).
Ο τίτλος του Ταγού ήταν κληρονομικός και μεταβιβαζόταν σε πρόσωπα της ίδιας οικογένειας. Ο γνωστότερος οίκος των ταγών της Λάρισας ήταν αυτός των Αλευάδων με μυθικό πρώτο ταγό τον Αλεύα τον Πυρρό. Κοντά στην πόλη, λίγα χιλιόμετρα δυτικότερα απ’ αυτήν ήταν κτισμένη η πόλη Άργισσα, γνωστή και ως Άργουρα. Στα Κλασικά Χρόνια, αλλά και στην Ελληνιστική Εποχή οι αρχαίοι συγγραφείς (Στράβων, Στέφανος Βυζάντιος) αναφέρουν στις όχθες του ποταμού Πηνειού, δυτικά της Λάρισας, τη μικρή πόλη Άργουρα. Πρόκειται φυσικά για το διάδοχο οικισμό της Νεολιθικής Άργισσας.
Πολύ σπουδαία πόλη της Πελασγιώτιδας υπήρξε η Κραννών, κοντά στο ομώνυμο σημερινό χωριό. Ονομάστηκε έτσι από μια πηγή (κράννα σημαίνει πηγή στην Αιολική διάλεκτο), το νερό της οποίας ήταν θερμό και ιαματικό. Ο Στράβων πίστευε ότι πριν από την κάθοδο των Θεσσαλών, η πόλη ονομαζόταν Εφύρα. Από την Κραννώνα κατάγονταν οι Σκοπάδες, ένας Θεσσαλικός οίκος Ταγών. Η ακριβής θέση της αρχαίας Κραννώνος έγινε γνωστή από μια επιγραφή που βρήκε ο Άγγλος περιηγητής Leak, στις αρχές του 19ου αιώνα, κοντά στη θέση που ήταν η ιαματική πηγή. Εκεί εικάζεται ότι υπήρχε ναός προς τιμήν του Ασκληπιού.
Στις πλαγιές του λόφου Κάστρο της περιοχής, σώζονται λείψανα αρχαίου τείχους. Επίσης, βρέθηκαν στην περιοχή πολλοί συνεχόμενοι τύμβοι (3 – 4 μ.) από την περιοχή του κάστρου μέχρι τα όρια του σημερινού χωριού Δοξαράς. Οι τύμβοι σκέπαζαν δεκάδες τάφους, κιβωτιόσχημους ή θολωτούς από τη Μυκηναϊκή Εποχή (πελασγική Κραννών). Οι θέσεις ίσως αυτές προσφέρονται για επίσκεψη κατόπιν σχετικής συνεννόησης με τους αρμόδιους αρχαιολόγους. Η πόλη είχε φτάσει σε μεγάλη ακμή και έφτασε κάποια στιγμή αμφισβήτησε την πρωτοκαθεδρία της Λάρισας. Νοτιoανατολικά βρισκόταν η πόλη Σκοτούσσα, που έφτασε σε μεγάλη ακμή κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. και είχε δικό της νομισματοκοπείο.
Το ιππικό της θεωρούνταν από τα καλύτερα της περιοχής. Το 368 την κατέλαβε ο Αλέξανδρος των Φερών και αργότερα ο Φίλιππος ο Β΄. Από το 2ο αιώνα π.Χ. η πόλη έπεσε σε παρακμή. Σπουδαιότερη πόλη και κύρια αντίπαλος της Λάρισας ήταν οι Φερές (Βελεστίνο)που κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. έφτασε στο απόγειο της ακμής της υπό την ηγεσία διαφόρων τυράννων, με πιο σημαντικό τον Ιάσονα των Φερών ο οποίος προσπάθησε να ενώσει όλους τους Έλληνες κάτω από το σκήπτρο του με σκοπό την οργάνωση εκστρατείας στην Περσία.
Επίνειο των Φερών ήταν η πόλη Παγασαί, 5 – 6 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Ιωλκού. Μικρότερες πόλεις της Πελασγιώτιδας ήταν το Ομηρικό Αρμένιον ή Ορμένιον, το Φάκιο στα σύνορα με τη Θεσσαλιώτιδα και ο Άτραξ ανάμεσα στα χωριά Κάστρο και Πηνειάδα, που οφείλει το όνομά του στον Άτραγα το γιο του Πηνειού και της Βούρης. Είχε εκδώσει νομίσματα τον 4ο αιώνα π.Χ.. Μερικοί ιστορικοί τοποθετούν τον Άτραγα στην Περραιβία.
Η Αχαΐα Φθιώτις
Οι κάτοικοι της περιοχής ήταν οι Αχαιοί που αναφέρονται στην Ιλιάδα στον κατάλογο των πλοίων ως άνδρες του Αχιλλέα, μαζί με τους Μυρμιδόνες και τους Έλληνες. Η αρχική έκταση της Φθιώτιδας ήταν πολύ μεγαλύτερη, από την περιοχή βόρεια της Φαρσάλου και την Ιωλκό μέχρι την Ηράκλεια Τραχίνα (Μαλιακός) κι από τις πηγές του Σπερχειού μέχρι τον Παγασητικό κόλπο. Η έκτασή της συρρικνώθηκε με την άφιξη των εισβολέων Θεσσαλών που κατέκτησαν την Τετράδα Φθιώτιδα (πεδιάδα των Φαρσάλων), μετονόμασαν την πρωτεύουσά της από Φθία σε Φάρσαλο και κατέστησαν υποτελή την ορεινή Αχαΐα Φθιώτιδα.
Αργότερα έχασαν από τους Μαλιείς τις νοτιότερες περιοχές του κράτους τους (πηγές του Σπερχειού Εχίνος, κ.α.). οι κυριότερες πόλεις της ορεινής Αχαΐας Φθιώτιδας ήταν οι πιο κάτω. Στα Β.Δ ήταν κτισμένη η Εκκάρα, πολύ κοντά στο ομώνυμο σημερινό χωριό, όπου σώζονται τμήματα οχύρωσης. Ανατολικότερα της Εκκάρας βρίσκονταν οι Θαυμακοί (το σημερινό όνομα της κωμόπολης Δομοκός, φαίνεται ότι προήλθε από παραφθορά του αρχαίου). Η ακρόπολή της, κτισμένη σε υψόμετρο 616 μ., ήταν από τις πιο οχυρές θέσεις της Αχαΐας. Η πόλη έφτασε σε ακμή μετά το 230 π.Χ., έτος κατάληψής της από την Αιτωλική Συμπολιτεία. Άλλη πόλη ήταν η Πρόερνα, κτισμένη σε ένα ύψωμα κοντά στα Βρυσιά των Φαρσάλων.
Η πόλη ερημώθηκε μετά την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους το 191 π.Χ. Σημαντική πόλη ήταν η Μελίτεια, κτισμένη σε υψόμετρο 680 μ. Κοντά στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, δίπλα στο σημερινό χωριό Μελιταία. Μερικοί ιστορικοί, ανάμεσά τους και ο Στέλιν, πιστεύουν ότι το αρχικό της όνομα ήταν Πύρρα και η παλιά θέση της ήταν χαμηλότερα στην πεδιάδα. Μάλιστα οι Μελιταιείς πίστευαν ότι τα ερείπια ανήκαν στη μυθική πόλη Ελλάς. Τον 5ο αιώνα π.Χ. η Μελίτεια ήταν σε νομισματική ένωση με τις Φερές μέχρι και τα χρόνια των τυράννων των Φερών (τέλος 4ου αιώνα π.Χ.). Τα περισσότερα νομίσματα της πόλης εικονίζαν ένα στάχυ.
Το 265 π.Χ. μετείχε στην Αιτωλική Συμπολιτεία και αργότερα στο τελευταίο Κοινό των Θεσσαλών. Πολύ ισχυρή πόλη και αντίπαλος της Μελίτειας ήταν το Πεύμα. Ήταν κτισμένη στην κορυφή του βουνού (617 μ.) που βρίσκεται δίπλα στην Καλλιθέα των Φαρσάλων και τα ερείπιά της είναι τα καλύτερα διατηρημένα της περιοχής. Στην περιοχή σήμερα εκτελούνται ανασκαφικές εργασίες από ομάδα φοιτητών και καθηγητών της Αρχαιολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αλμπέρτα του Καναδά υπό την επίβλεψη του Καναδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου των Αθηνών. Περιμένουμε, λοιπόν, την περάτωση του έργου τους και τη δημοσίευση σχετικά με τα ευρήματα και τα συμπεράσματα της ομάδας.
Η πόλη συμμετείχε στο Κοινό των πόλεων της Αχαΐας κι αυτό το συμπεραίνουμε από το «ΑΧ» που είναι χαραγμένο στα νομίσματά της. Εποχή άνθισης της πόλης ήταν η περίοδος 3ου- 1ου αιώνα π.Χ. Το όνομά της δεν έχει ετυμολογηθεί ακόμη. (Πιστεύουμε ότι ίσως προέρχεται από το ρήμα «πεύθομαι» = πληροφορούμαι και τα παράγωγα ουσιαστικά «πεύσις» = ερώτηση ή πληροφορία και «πευθώ» = είδηση. Αν η πιθανότητα αυτή επαληθευθεί, από τους ειδικούς, τότε ίσως το Πεύμα να αποδειχθεί κάτι σαν κέντρο μαντείας ή και μαγείας, κάτι που ευνοεί και η θέση του).
Άλλες μικρότερες ημιορεινές πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας ήταν η Πήρεια λίγο ανατολικότερα των Θαυμακών, η Φυλλιαδών κάπου στα σύνορα των σημ. επαρχιών Δομοκού και Αλμυρού και η Ομβριακή με τις Ξυνίες δίπλα στην αποξηραμένη σήμερα λίμνη Ξυνιάδα. Πόλεις που βρίσκονταν στην ανατολική Αχαΐα Φθιώτιδα (στο Ν. Μαγνησίας σήμερα) ήταν οι Φθιώτιδες Θήβες και η γειτονική Πύρασσος (Ν. Αγχίαλος) το Δίον, ο Φθιωτικός Ορχομενός, η Δημητριάς (στα Ελληνιστικά χρόνια) η ορεινή Φυλάκη, πατρίδα του μυθικού Πρωτεσίλαου, η Ιτών(ος) όπου λατρευόταν η Ιτωνία Αθηνά, η Άλως (ή Άλος) και οι πόλεις του νότου Πτελεός, Αντρών (Φανός Μαγνησίας σήμερα), Λάρισα Κρεμαστή και Αλώπη.
Οι τέσσερις τελευταίες υποστηριζόμενες από Μακεδονική φρουρά αντιστάθηκαν πολύ περισσότερο από τις υπόλοιπες Θεσσαλικές πόλεις στη Ρωμαϊκή εισβολή και έπεσαν τελικά το 171 π.Χ. Τέλος αξίζει να αναφερθούμε λίγο περισσότερο στην Ερέτρια και το Θετίδιο ως Αχαϊκές πόλεις που βρίσκονται εντός των ορίων του νομού της Λάρισας. Η πόλη Ερέτρια αναφέρεται από τον Πολύβιο ως πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας ενώ το Θετίδιο ανήκε στην Τετράδα Φθιώτιδα. Τα ερείπια της Ερέτριας βρίσκονται κοντά στο ομώνυμο σημερινό χωριό και σε κατηφορική πλαγιά κοντά στις όχθες του Ενιπέα προς τον Παλιόμυλο. Τα τείχη της είχαν πάχος 2,5 – 3 μ. και σε κάποια μέρη σώζονται μέχρι του ύψους των 2 μέτρων.
Η ακρόπολη ήταν νότια, στο πιο απρόσιτο μέρος της περιοχής. Εκεί βρέθηκε μια επιγραφή της Αρχαϊκής Εποχής (700 – 500 π.Χ.) που επιβεβαιώνει τη λατρεία του Απόλλωνα, στην οποία αναφέρθηκε και ο Στράβων. Η θέση Τσαγγλί Μαγούλα της Προϊστορικής εποχής, είναι σε άλλη θέση αρκετά πιο μακριά προς το Βορρά. Η θέση του Θετίδιου πιθανολογείται στις Ν.Δ υπώρειες του Χαλκωδόνιου όρους (Καραντάου) πολύ κοντά στην αρχαία Σκοτούσσα. Ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της θεάς Θέτιδας, μητέρας του Αχιλλέα. Τέλος μικρότεροι οικισμοί στην επαρχία των Φαρσάλων, που αναφέρονται και από τον Ξενοφώντα στα Ελληνικά του ήταν ο Πρας και το Ναρθάκιον, στις πλαγιές του ομώνυμου όρους.
Γνωστή στην ιστορία είναι και η θέση Κυνός Κεφαλαί. Έτσι ονομάζονταν δυο απόκρημνοι βράχοι του Χαλκωδόνιου όρους, βορείως της Σκοτούσσας και του Θετίδιου. Η ονομασία αυτή οφείλεται στο σχήμα των βράχων. Σ’ αυτή τη θέση ο στρατός του Θηβαίου Πελοπίδα νίκησε τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου των Φερών (364 π.Χ.) και αργότερα ο Ρωμαίος ύπατος Τίτος Κόιντος Φλαμινίνος νίκησε τον προτελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε’, πατέρα του Περσέα, και κυριάρχησε οριστικά στη Θεσσαλία.
Η Μαγνησία
Η Μαγνησία της Αρχαιότητας περιελάμβανε όλη την ανατολική παράκτια ζώνη του Αιγαίου από τις εκβολές του Πηνειού ως το σημερινό Τρίκερι. Δυτικά όρια αυτής της ζώνης ήταν η νοητή γραμμή που σχηματίζεται από τη λίμνη Νεσσωνίδα, τη λίμνη Βοιβηίδα, τους λόφους του Σέσκλου (Πιλάφ τεπέ) και τον Παγασητικό, λίγα χιλιόμετρα δυτικότερα από την Ιωλκό. Κυριότερες πόλεις του Νότου ήταν οι εξής: προς την πλευρά του Αιγαίου η Ολιζών, οι Αφέται, που ονομάστηκαν έτσι διότι πιστεύεται ότι από εκεί ξεκίνησαν οι Αργοναύτες την εκστρατεία τους, η Θαυμακία και προς τον Παγασητικό η Κορόπη, οι Κορακαί, η Μεθώνη, το Ορμίνιο, η Ιωλκός, που ήταν η κυρίαρχη πόλη της Μαγνησίας. Μερικοί εντάσσουν στις μαγνησιακές πόλεις και την Μακεδονική Δημητριάδα.
Το βορειότερο όρος της αρχαίας Μαγνησίας ήταν η Όσσα (παρατηρητήριο που προέρχεται από το ρήμα «όσσομαι» = βλέπω, προβλέπω, προφητεύω) που οι πρόποδές του ξεκινούν από το Αιγαίο και τα Τέμπη και καταλήγουν εσωτερικά στις όχθες των δυο λιμνών της Θεσσαλικής πεδιάδας. Γύρω από την Όσσα ήταν κτισμένες οι πόλεις: Ομόλιον (βόρεια), Ευρυμεναί, Μύραι, Ριζούς και Μελίβοια στην ανατολική πλαγιά και η Άμυρος, στις όχθες του Άμυρου ποταμού, δυτικά. Το Ομόλιον ήταν κτισμένο στους βόρειους πρόποδες της Όσσας χωρίς να είναι πολύ κοντά στη θάλασσα.
Κοντινότερες εξωμαγνησιακές πόλεις σ’ αυτήν ήταν οι Γόννοι της Περραιβίας και το Ηράκλειον (Πλαταμώνας) με τη Φίλα της Μακεδονίας. Η ακρόπολη της πόλης ήταν κτισμένη αρκετά ψηλά (233 μ.) και κοντά στον Ι. Ναό (εξωκλήσι) του Προφ. Ηλία του σημερινού χωριού Ομόλιο. Εκεί βρέθηκαν τα θεμέλια ενός ναού και θραύσματα μελανόμορφων αγγείων του 5ου και 4ου αιώνων π.Χ. καθώς και η βάση του ποδιού ενός τεράστιου αγάλματος (5 μ.) που πιθανολογείται ότι παρίστανε το Δία. Από την ακρόπολη, έως τα ριζά του βουνού, πολύ κοντά στο σημερινό χωριό, κατέβαινε ζεύγος τειχών στις άκρες των δύο ρεμάτων της περιοχής.
Το Ομόλιον ήταν σημαντική Μαγνησιακή πόλη, η σπουδαιότερη εκτός του Παγασητικού, η οποία μάλιστα έστειλε στην Αμφικτυονία των Δελφών πέντε φορές αντιπροσώπους (Ιερομνήμονες) από τους δύο συνολικά που έστελναν οι Μάγνητες. Το Ομόλιον έκοβε νομίσματα μέχρι και τον 3ο π.Χ. αιώνα. Όταν το 167 π.Χ. διαλύθηκε η συμμαχία Μακεδόνων – Μαγνητών το Ομόλιον προσκολλήθηκε στη Θεσσαλία με την οποία είχε ανετότερη συγκοινωνία. Από την Ομόλη έχουμε πολλά ευρήματα. Η άλλη γνωστή πόλη της περιοχής ήταν οι Ευρυμεναί, που σύμφωνα με το Στράβωνα βρισκόταν κοντά στο Ομόλιο και κατά τον Απολλώνιο το Ρόδιο ήταν κτισμένη κοντά στη θάλασσα και έκοβε δικό της νόμισμα.
Οι περισσότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι η θέση της πόλης ήταν στο Κόκκινο Νερό. Επόμενη πόλη ήταν η Ριζούς. Αυτή βρισκόταν πιθανότατα στην παράλια ζώνη κάπου μεταξύ της Παλιουριάς και της Κουτσουπιάς. Σπουδαιότατη πόλη ήταν η Μελίβοια, η πατρίδα του μυθικού ήρωα της Τρωικής εκστρατείας Φιλοκτήτη. Έκοβε δικό της νόμισμα και ήταν αντίπαλος πόλη με τις Φερές την εποχή του τυράννου Αλεξάνδρου. Η κατοίκηση της πόλης σταματά το 186 π.Χ., έτος καταστροφής της από τους Ρωμαίους. Η πόλη έχει μείνει γνωστή στην ιστορία για την παραγωγή της πορφύρας και η ακριβής θέση της ήταν κάπου μεταξύ του Πολυδενδρίου και του Αγιόκαμπου.
Κατά τη Βυζαντινή Εποχή (ίσως) οι κάτοικοι της Μελίβοιας ίδρυσαν τη Σκήτη, που είχε πιθανώς αρχικά την ονομασία Κενταυρόπολη. Νοτιότερα αυτών των πόλεων και κοντά στο σημερινό σύνορο των νομών Μαγνησίας και Λάρισας βρίσκονταν κατά σειρά η πόλη Κασθαναία, και τα πολίσματα Ιπνοί, Σηπιάς στα ομώνυμα ακρωτήρια αντιστοίχως. Ως ερείπια της Κασθαναίας (τόπος με καστανιές), πιθανολογούνται τα ευρήματα στα Β.Α του Κεραμιδίου σε βραχώδη περιοχή δίπλα στη θάλασσα. Ο Λυκόφρων την αποκαλεί «απροίκιστη», χωρίς λιμάνι και καλλιεργήσιμη γη. Οι Ιπνοί βρίσκονταν στην παραλία του Βένετου, λίγο νοτιότερα της Κασθαναίας ενώ η ακτή της Σηπιάδας πρέπει να ήταν αυτή κάτω από το Πουρί του Πηλίου.
Εκεί ήταν η Σηπιάς, όπου καταστράφηκε ένας μεγάλος αριθμός πλοίων του Ξέρξη, η οποία αργότερα ενσωματώθηκε στην επικράτεια της Δημητριάδας. Η περιοχή της Μαγνησίας είχε πολλά σπήλαια, πολύ γνωστά μάλιστα απ’ αυτά ήταν αυτό της Πλάκας στην Όσσα, κοντά στο χωριό Σπηλιά σε υψόμετρο 1100 μ. Το σπήλαιο αυτό, στολισμένο με σταλακτίτες, ήταν αφιερωμένο στις Νύμφες. Εκεί βρέθηκαν μαρμάρινες στήλες και πήλινα αφιερώματα. Στο Πήλιο βρέθηκε το Χειρώνιον άντρον (σπηλιά του Κενταύρου Χείρωνα), όπου, κατά τη μυθολογία, κατοικούσε ο Κένταυρος Χείρων (Χείρων< χειρ= χέρι, αυτός με το θαυματουργό χέρι).
Η Τετράδα Φθιώτις
Αυτή ήταν, από τους Κλασικούς χρόνους, τμήμα της κυρίως Θεσσαλίας σε αντίθεση με την Αχαΐα Φθιώτιδα που θεωρούνταν εξωθεσσαλική, περίοικη δηλαδή, κατακτημένη χώρα. Πρωτεύουσα της Τετράδος ήταν η Φάρσαλος, το τοπωνύμιο της οποίας προέρχεται από τη λέξη «φάρσος» που σημαίνει αποκομμένο τμήμα πόλης. Προκάτοχη πόλη της Φαρσάλου ήταν η Φθία, πρωτεύουσα των μυθικών Μυρμιδόνων και η οποία ήταν σίγουρα Προθεσσαλική. Ήρωες των Φαρσαλίων ήταν ο Αχιλλέας κι ο Πάτροκλος, ενώ λατρεύονταν μεταξύ άλλων ο Δίας Σωτήρ, ο Ερμής, η Αφροδίτη Πειθώ, η Θέτις, ο Παν και ο Χείρων.
Η Φθία ήταν κτισμένη στο λόφο κοντά στις πηγές του παραποτάμου του Πηνειού Απιδανού, ενώ η μετέπειτα Φάρσαλος, χαμηλότερα προς τους πρόποδες του λόφου. Στο τέλος της Αρχαιότητας ονομαζόταν Φάρσαλον και αργότερα Φάρσαλα. Δύναμη της πόλης ήταν η κυριαρχία της στις ορεινές περιοχές της Αχαΐας. Η Φάρσαλος, τουλάχιστον την Αρχαϊκή και την Κλασική Εποχή, βρισκόταν σε ανταγωνισμό με τη Λάρισα. Ο γνωστότερος αριστοκρατικός οίκος ήταν αυτός των Εχεκρατιδών (Αντιοχιδών) που αντικαθιστούσε συχνά στην «Ταγεία» της Θεσσαλίας τον αντίστοιχο οίκο των Αλευάδων της Λάρισας.
Οι Εχεκρατίδες διατήρησαν τα σκήπτρα της πόλης μέχρι το 475 π.Χ. (μετά τους Περσικούς πολέμους) για να αναλάβουν έπειτα την εξουσία οι ολιγαρχικοί της πόλης, οι περισσότεροι εκ των οποίων στηρίζονταν στη Σπάρτη (Στρόφακος, Πάναιρος, Πολυδάμας). Γνωστός Ταγός της Φαρσάλου στο δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα, στα χρόνια της Λαρισινής κηδεμονίας ολόκληρης της Θεσσαλίας, ήταν ο Δάοχος, ο γιος του Ολυμπιονίκη Αγία. Όταν αργότερα συγκρούστηκαν για την ηγεμονία η Λάρισα και Φερές, η Φάρσαλος πήρε θέση υπέρ των δευτέρων. Ο Ξενοφών μας λέει ότι μετά το 395 π.Χ. η Φάρσαλος εξαναγκάστηκε να υποταχθεί στις Φερές παραχωρώντας στον Φεραίο Ταγό τη νομή της εξουσίας στην Αχαΐα Φθιώτιδα.
Όταν στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ η Φάρσαλος συμμάχησε με τους Μακεδόνες, της επεστράφη η κατοχή του λιμανιού της Άλου και επειδή οι Φαρσάλιοι Δάοχος και Θρασύδαιος βοήθησαν τον Μακεδόνα βασιλιά στην καθυπόταξη της Θεσσαλίας, ορίστηκε η Φάρσαλος στο διάστημα 346 – 323 να αναλάβει τα ηνία της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας ολόκληρης της Θεσσαλίας. Πολύ αργότερα, το 196 π.Χ., η Φάρσαλος δεν ανήκε στο θεσσαλικό Κοινό, επειδή της δόθηκε το προνόμιο της ελεύθερης πόλης. Πάρα πολλά οικοδομικά μέλη της αρχαίας Φαρσάλου χρησιμοποιήθηκαν από τους Τούρκους κατακτητές για την κατασκευή διάφορων δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων, όπως το «σουνέτι» (κτίριο περιτομών) ή το Τουρκικό νεκροταφείο.
Πάντως μέχρι και σήμερα είναι ορατά τμήματα του τείχους νότια της σημερινής πόλης. Πολλά ευρήματα της αρχαίας Φαρσάλου κοσμούν μουσεία της Ελλάδας, αλλά και του εξωτερικού. Στην ίδια την πόλη ο επισκέπτης μπορεί να δει υπολείμματα ενός Μυκηναϊκού θολωτού τάφου, μια μεγάλη μαρμάρινη πλάκα με επιγραφή για κάποιους ακτήμονες που απέκτησαν γη (400 π.Χ.) που αποτελεί σήμερα την αγία τράπεζα στον Ι. Ναό των Εισοδίων στο Ρίζι των Φαρσάλων καθώς και την Αρχαιολογική Συλλογή των Φαρσάλων στο 1ο Δ. Σχολείο της πόλης. Πολύ σημαντικό εύρημα είναι το λεγόμενο ανάγλυφο της Φαρσάλου (470 π.Χ.) το οποίο παριστάνει δύο γυναίκες και θεωρείται αριστούργημα λεπτότητας και χάρης.
Αλλά είναι πολύ δύσκολο να το θαυμάσουμε διότι βρίσκεται στις προθήκες του Μουσείου του Λούβρου, όπου το μετέφερε, προφανώς για να το προφυλάξει ο Γάλλος περιηγητής L. Heuzey. Σημαντικό είναι επίσης και το αναθηματικό συγκρότημα από εννιά μαρμάρινους ανδριάντες που πρόσφερε το 340 π.Χ. ο Δάοχος προς τιμήν των προγόνων του στους Δελφούς (Μουσείο Δελφών). Στην επικράτεια της Φαρσάλου ανήκε το Θετίδιο (ή Θετίδειον) και η Σκοτούσσα. Σύμφωνα με το Στράβωνα το Θετίδιον πρέπει να βρισκόταν στην κοιλάδα του Ενιπέα πολύ πριν την Ερέτρια και κοντά στην Παλαιοφάρσαλο, κοντά στο χωριό Κάτω Δασόλοφο.
Εκεί κοντά είχε στρατοπεδεύσει ο Ρωμαίος στρατηγός Χοστίλιους το 170 π.Χ. ενώ η πεδιάδα βορείως των Φαρσάλων και πριν από την κοίτη του Ενιπέα ήταν το επίκεντρο της σύγκρουσης των στρατών του Ιουλίου Καίσαρα και του Πομπήιου, το 48 π.Χ. Πιο πιθανό φαίνεται ότι το Θετίδιο και η Σκοτούσσα ήταν κοντά στα σημερινά ομώνυμα χωριά. Τα ερείπια κοντά στο χωριό Πολυνέρι, στο λόφο Χτούρι, ανήκουν σε πόλη της Μυκηναϊκής περιόδου. Ίσως στη μυθική πόλη Ελλάς. Άλλοι ιστορικοί (Wace – Allen) τοποθετούν την πόλη Ελλάς κοντά στην πηγή της Υπέρειας.
Η Εστιαιώτιδα
Η Εστιαιώτις ή Ιστιαιώτις μαζί με τη Δολοπία, ονομαζόταν στους ιστορικούς χρόνους «Άνω Θεσσαλία», επειδή βρισκόταν κοντά στην οροσειρά της Πίνδου. Τα όριά της ήταν στα βόρεια η κοιλάδα του ποταμού Ίωνα (Μουργκάνης) και τα Καμβούνια, νότια ο ποταμός Πάμισος, δυτικά η κορυφογραμμή της Πίνδου , ενώ ανατολικά με την επικράτεια των πόλεων Περραιβίας, δηλαδή η έκταση της Εστιαιώτιδας κάλυπτε περίπου το σημερινό νομό των Τρικάλων. Οι βορειότερες πόλεις της Εστιαιώτιδας ήταν η Οξύνεια και σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς η Μονδαία. Πάντως άλλοι την εντάσσουν στην Περραιβία. Στην πεδιάδα ήταν κτισμένη η Φαΰτός (Ζάρκο), η Φαρκαδών, το Πελιναίον και η πρωτεύουσα Τρίκκη που διαρέεται από τον παραπόταμο του Πηνειού Ληθαίο.
Κοντά στην Καλαμπάκα ήταν το Αιγίνιο. Βορειότερα του Αιγινίου κατοικούσαν διάφορα συγγενή με τους Θεσσαλούς φύλα, όπως οι Τυμφαίοι (όρος Τύμφη) και οι Αίθικες. Στις βουνοπλαγιές του Κόζιακα (Κερκέτιο όρος) πρέπει να ήταν οι πόλεις Φαλώρεια και Πιάλεια. Σπουδαία πόλη της Εστιαιώτιδας ήταν οι Γόμφοι που κυριαρχούσαν στα δυο περάσματα της περιοχής, δηλαδή τις κοιλάδες του Πορταΐκού ποταμού και του Πάμισου. Μικρότερες πόλεις ήταν το Αθήναιον και το Πότναιον και στην πεδιάδα η Φήκη και η Σιλάνα. Στη νότια Εστιαιώτιδα βρισκόταν η Μητρόπολη (Ονθύριο) και η Ιθώμη που σήμερα περιλαμβάνονται εντός των ορίων του νομού της Καρδίτσας.
Η Θεσσαλιώτιδα
Η ονομασία της οφείλεται στην άφιξη των νέων κατακτητών (Θεσσαλών) που κυριάρχησαν στην περιοχή. Σπουδαιότατη πόλη – κέντρο της περιοχής, κτισμένη σε απομονωμένο λόφο, σαν νησίδα μέσα στον κάμπο, ήταν το Κιέριον που αντικατέστησε την Προθεσσαλική Άρνη. Άλλες μικρότερες πόλεις ήταν η Καλλίθηρα, το Θετώνιο, το Τεύμα και δίπλα στην Πελασγιώτιδα το Φάκιο, το Λιμναίον, ο (η) Φύλλος, όπου υπήρχε το ιερό του Φυλλίου Απόλλωνα, το Αστέριον και η Πειρασία. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή θέση της πόλης Ίχνες, όπου, σύμφωνα με το Στράβωνα λατρευόταν η Ιχναία Θέμις. Νοτιοδυτικά της Θεσσαλιώτιδας κατοικούσαν οι Δόλοπες που θεωρούνταν αρχαίο Ελληνικό έθνος.
Στα Μυκηναϊκά χρόνια φαίνεται πως ηττήθηκαν από τους Αχαιούς της Φθιώτιδας και ένα μεγάλο τμήμα του λαού τους αποχώρησε κι εγκαταστάθηκε στη Σκύρο, όπου πολύ αργότερα εξοντώθηκαν από τους αρχαίους Αθηναίους. Τα υπόλοιπα πολίσματα των Δολόπων ήταν υποταγμένα στην Θεσσαλιώτιδα, μέχρι το 198 π.Χ. που έπεσαν στα χέρια της Αιτωλικής Συμπολιτείας, το 174 π.Χ. στον Περσέα της Μακεδονίας και το 167 π.Χ. υποτάχθηκε ως «ελεύθερη» χώρα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Γνωστές πόλεις της Δολοπίας ήταν οι Κτιμένες (ή Κτιμένη), η Μενελαΐς και οι Αγγείαι. Σπουδαίο ήταν το ιερό της Ομφάλης (τοπική λατρεία) Ν.Δ της σημερινής Λουτροπηγής Σμοκόβου. Τέλος οι πόλεις Αργιθέα (Αργεθία) και Πότναιο ανήκαν στην επικράτεια της Αθαμανίας.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΠΟΛΗ
Το πέρασμα από τους γνωστούς οργανωμένους οικισμούς, που συνθέτουν την οικιστική εικόνα της πλούσιας Θεσσαλικής πεδιάδας στα Προϊστορικά χρόνια, στις Θεσσαλικές αστικές κοινότητες των Ιστορικών Χρόνων αποτελεί στις αρχές του 21ου αιώνα ένα από τα πιο επίκαιρα θέματα της Θεσσαλικής έρευνας. Αφετηρία των προβληματισμών αποτελεί η Θεσσαλική οικιστική του Ομηρικού Καταλόγου των Νεών, στον οποίο γίνεται αναφορά σε εννέα βασίλεια και τους ηγεμόνες τους, που καταλαμβάνουν την έκταση της μετέπειτα Θεσσαλίας αλλά και έδαφος των περιοίκων λαών, χωρίς όμως άμεση σχέση με την ιστορική και πολιτική σύνθεση της Θεσσαλικής οικιστικής ιστορίας των Κλασικών Χρόνων.
Επίσης, το Ομηρικό κείμενο παραδίδει 29 πόλεις που περιλαμβάνονται στην επικράτεια των ανωτέρω εννέα βασιλείων, από τις οποίες μερικές είναι άμεσοι πρόγονοι των πόλεων των Κλασικών και Ελληνιστικών χρόνων (π.χ. Τρίκκα). Μερικές από αυτές τις Ομηρικές πόλεις έχουν ταυτιστεί με ασφάλεια (π.χ. Φερές), ενώ άλλες παραμένουν αταύτιστες (π.χ. Οιχαλία). Επιπλέον, οι «Θεσσαλικές» πόλεις του Ομηρικού Καταλόγου έχουν συσχετιστεί ενίοτε με τα οικιστικά λείψανα των Μυκηναϊκών χρόνων στη Θεσσαλική πεδιάδα, αλλά ακόμη ειδικότερα με αυτά του τέλους της Μυκηναϊκής εποχής. Οι τελευταίες αρχαιολογικές έρευνες για τους οικισμούς της Μυκηναϊκής Θεσσαλίας δεν δείχνουν ριζικές κοινωνικές αλλαγές αμέσως μετά την καταστροφή των Μυκηναϊκών ανακτόρων.
Ενώ στη συνέχεια -σύμφωνα και με τις πρόσφατες ανασκαφές σε Γεωμετρικούς τάφους στο Αερινό- υπάρχει εκτεταμένη επαναχρησιμοποίηση Μυκηναϊκών θολωτών τάφων στα Γεωμετρικά χρόνια, μια πρακτική η οποία γενικεύεται σε όλη τη Θεσσαλική πεδιάδα. Ταυτόχρονα, ο Br. Helly, αναδεικνύει τη σημασία αυτού του «Αχαϊκού υπόβαθρου», των ντόπιων δηλαδή πληθυσμών της Θεσσαλίας των αρχών της 1ης χιλιετίας, στη δημιουργία της αναμεμειγμένης Θεσσαλικής διαλέκτου των Ιστορικών χρόνων και τοποθετεί την έλευση των Θεσσαλών στη Θεσσαλία αρκετά αργότερα, στα τέλη του 8ου και αρχές του 7ου αιώνα π.Χ.
Τα δεδομένα αυτά που φέρνουν στο προσκήνιο το ντόπιο πληθυσμό της Θεσσαλικής πεδιάδας στο πέρασμα από τα Μυκηναϊκά χρόνια στους λεγόμενους «Σκοτεινούς Αιώνες» φαίνεται ότι, εκτός από τα διαλεκτικά δεδομένα και τα ευρήματα από τους Θεσσαλικούς τάφους, μπορούν να συμβαδίσουν και με την τοπική παραγωγή κεραμικής και κυρίως να συνδυαστούν με τα αρχαιολογικά δεδομένα της Θεσσαλικής οικιστικής. Συγκεκριμένα, τα ανασκαφικά ευρήματα των τελευταίων δεκαετιών υποδεικνύουν την παρουσία εκτεταμένων οικισμών -όπως η Λάρισα, οι Φερές, η Νέα Ιωνία Βόλου, κλπ.- στη Θεσσαλική πεδιάδα, οι οποίοι χρονολογούνται ήδη από τα Γεωμετρικά ή και τα Πρωτογεωμετρικά χρόνια.
Στον επιστημονικό διάλογο για την ιστορία των πρώτων αυτών πόλεων της Ιστορικής περιόδου εμπλέκεται μοιραία και η μαρτυρία του Θουκυδίδη για έλευση και συγκέντρωση νέων πληθυσμιακών στοιχείων στη Θεσσαλική πεδιάδα -των «Θεσσαλών»-, με αφετηρία τη βορειοδυτική ηπειρωτική χώρα.Ο ιστορικός μας πληροφορεί ότι οι «Θεσσαλοί» μετά την άφιξή τους στις δυτικές υπώρειες της Θεσσαλικής πεδιάδας, στη θέση της Ομηρικής Άρνης, αναγκάζουν τους παλαιότερους κατοίκους της Θεσσαλικής πεδιάδας, τους Βοιωτούς, να μεταναστεύσουν νοτιότερα στη Βοιωτία των Ιστορικών χρόνων, 60 χρόνια μετά τα Τρωϊκά.
Πρόσφατα, ο χρόνος της άφιξης των Θεσσαλών στη Θεσσαλική πεδιάδα προσδιορίζεται στα τέλη του 8ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Ήδη, από τον 7ο αιώνα π.Χ., παρατηρείται στο Θεσσαλικό χώρο εκτεταμένη παρουσία οργανωμένων πόλεων σε όλη τη γεωγραφική επιφάνεια της Θεσσαλικής πεδιάδας, οι οποίες προκάλεσαν τη μεταμόρφωση της οικιστικής πραγματικότητας των Ομηρικών βασιλείων, δημιουργώντας αυτόνομες διοικητικές ενότητες με μικρότερη χωροταξική δικαιοδοσία. Οι Θεσσαλικές πλέον αυτές αυτοδύναμες πόλεις αποτελούσαν τις έδρες των Θεσσαλικών αριστοκρατικών οικογενειών που κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης και στρατιωτικές δυνάμεις οργανωμένες με βάση το περίφημο Θεσσαλικό ιππικό.
Έτσι, στην αρχαϊκή εποχή, σύμφωνα και με τα έργα της λυρικής ποίησης και κυρίως του Πινδάρου που υμνούν τις Θεσσαλικές αριστοκρατικές οικογένειες, ο αστικός βίος της Θεσσαλίας διευθετείται από τους επιμέρους αυτούς αριστοκρατικούς οίκους που επιδίδονται σε μια σειρά ενεργειών που τονίζουν το κύρος τους μέσα και έξω από τα όρια της Θεσσαλίας: οργανώνουν τοπικούς αθλητικούς αγώνες, συνάπτουν δεσμούς φιλίας και συγγένειας με αντίστοιχες οικογένειες εκτός Θεσσαλίας και γίνονται γνωστοί στα μεγάλα Πανελλήνια θρησκευτικά κέντρα.
Επιπλέον, ο εύρωστος βίος των Θεσσαλικών πόλεων των Αρχαϊκών χρόνων μαρτυρείται και από τα αντίστοιχα αρχαιολογικά ευρήματα. Συγκεκριμένα, κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., είναι εμφανής η παρουσία άφθονων και ακριβών αναθημάτων σε Θεσσαλικά ιερά, όπως της Αθηνάς Ιτωνίας στη Φίλια, της Εννοδίας και του Δία Θαύλιου στις Φερές, της Αθηνάς Πολιάδας στους Γόννους και τις Φθιώτιδες Θήβες. Επίσης, στον 6ο αιώνα π.Χ. υπάρχουν αξιόλογα έργα μνημειακής Θεσσαλικής θρησκευτικής αρχιτεκτονικής, όπως για παράδειγμα οι ναοί του Απόλλωνα στο Μοσχάτο και την Κορόπη.
Ταυτόχρονα, στα Αρχαϊκά χρόνια, ο πλούτος και η δύναμη των Θεσσαλικών πόλεων σχετίζεται με το Θεσσαλικό επεκτατισμό στο Νότο και την κυριαρχία πάνω στους περίοικους Αχαιούς Φθιώτες και τα υπόλοιπα έθνη της Κοιλάδας τους Σπερχειού, στο τέλος του 7ου και τις αρχές του 6ου αιώνα. Η Θεσσαλική επέκταση στο Νότο προφανώς άγγιξε και την ίδια τη Βοιωτία, όπου και σημειώθηκε η μάχη της Κερεσσού, ενώ επίσης κατά τον Α΄ Ιερό πόλεμο οι Θεσσαλοί έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεταφορά της τοπικού χαρακτήρα Πυλαϊκής Αμφικτιονίας από την Ανθήλη στους Δελφούς.
Την ίδια περίπου εποχή, στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ., φαίνεται ότι συντελείται και η διοικητική οργάνωση της γεωγραφικής επικράτειας του κυρίως Θεσσαλικού χώρου σε τέσσερις «τετράδες» -την Πελασγιώτιδα, τη Θεσσαλιώτιδα, την Ιστιαιώτιδα και τη Φθιώτιδα-, οι οποίες αποτέλεσαν και τη βάση της πολιτικής και στρατιωτικής οργάνωσης της Θεσσαλίας κατά τους επόμενους αιώνες. Η νέα αυτή διευθέτηση αποδίδεται –από τον Αριστοτέλη- σε ένα μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας των Αλευαδών της Λάρισας, τον Αλεύα τον Πυρρό.
Η σχέση των τετράδων με τη θεσσαλική οικιστική συντελείται από το γεγονός ότι κάθε τετράδα αποτελούνταν κατά βάση και εξ’ορισμού από τέσσερις Θεσσαλικές πόλεις, στις όποιες αντιστοιχούσε ένας συγκεκριμένος αριθμός μερίδων γης και οι οποίες προμήθευαν το Θεσσαλικό κράτος με ένα συγκεκριμένο αριθμό μονάδων πεζικού και ιππικού. Επίσης έχει υποστηριχθεί ότι, ήδη από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. έως και την εποχή της βασιλείας του Φιλίππου Β΄, οι Θεσσαλοί ήλεγχαν και τους κατοίκους των γειτονικών, περίοικων στην κυρίως Θεσσαλία περιοχών.
Δηλαδή τους Περραιβούς και τους Μάγνητες στα βόρεια και βορειοανατολικά, τους Αχαιούς Φθιώτες στο νότιο, τους Δόλοπες στα νοτιοδυτικά και ακόμη τους Αινειάνες, Μαλιείς και Οιταίους, νοτιότερα στην Κοιλάδα στου Σπερχειού. Πάραυτα, αρκετές από τις περιοχές αυτές φαίνεται ότι διέθεταν την εποχή αυτή αυτονομία, αφού συνήθως αναφέρονται ως ανεξάρτητα έθνη από τους αρχαίους συγγραφείς, αλλά και από τους πρώϊμους ήδη καταλόγους της Δελφικής Αμφικτιονίας, ενώ τέλος κόβουν και τα δικά τους νομίσματα. Γενικά, η πολιτική κατάσταση των περίοικων αυτών περιοχών χαρακτηρίζεται ως περίπλοκη και παραμένει ως ένα βαθμό δυσδιάγνωστη, αφού οι περίοικοι αυτοί λαοί αναφέρονται επίσης από τις ίδιες πηγές και ως «σύμμαχοι» των Θεσσαλών.
Για παράδειγμα, όσον αφορά στη Μαγνητική χερσόνησο, αν και οι Μάγνητες αναφέρονται από το Θουκυδίδη ως «υπήκοοι» των Θεσσαλών, ωστόσο το τοπωνύμιο «Μαγνησία» αναφέρεται στις αρχαίες πηγές της εποχής ως ανεξάρτητο από τη Θεσσαλία, ενώ και το εθνικό «Μάγνης» είναι γνωστό από τα σύγχρονα κείμενα του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη, αλλά και από τα επιγραφικά κείμενα της Δελφικής Αμφικτυονίας του 4ου αιώνα π.Χ. Την ίδια εποχή, από τα τέλη του 6ου αιώνα έως και τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., η Θεσσαλική επικράτεια διευρύνει τα σύνορά της και προς ανατολάς.
Ειδικότερα, η τετράδα Πελασγιώτιδα, η οποία κατελάμβανε το ανατολικό τμήμα της εύφορης Θεσσαλικής πεδιάδας, διεύρυνε τα διοικητικά όρια της αναζητώντας με αυτό τον τρόπο διέξοδο στη θάλασσα και στα μεγάλα λιμάνια των ανατολικών Θεσσαλικών ακτών. Την εποχή αυτή ενσωματώθηκαν σε αυτή οι πόλεις της μικρής πεδιάδας στο μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι της Θεσσαλίας στον Παγασητικό κόλπο –η Ιωλκός, οι Παγασές, οι Αμφανές, κλπ.-αλλά και νοτιότερα, η Πύρασος, το δεύτερο μεγάλο λιμάνι της περιοχής.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Θεσσαλοί προσέφεραν την Ιωλκό στον εξόριστο τύραννο των Αθηνών Ιππία το 510 π.Χ., γεγονός που δείχνει ότι η περιοχή αυτή ήταν υπό την κυριαρχία τους, ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. Μετά το άνοιγμα της τετράδας Πελασγιώτιδας προς τη θάλασσα, η αρχαία πόλη των Φερών, που ανήκε στην Πελασγιώτιδα, χρησιμοποιούσε πλέον ως επίνειό της τις Παγασές, στο μυχό του Παγασητικού κόλπου. Φυσικά η πράξη αυτή επεκτατισμού ορισμένων πόλεων των θΘσσαλικών τετράδων πάνω σε πόλεις των περίοικων περιοχών προφανώς συνδέεται άμεσα με τις αντιμαχίες που ξέσπασαν μεταξύ των μεγάλων Θεσσαλικών οικισμών κατά την Κλασική περίοδο, μετά τις επεμβάσεις των Περσών με τον Ξέρξη το 480 π.Χ.
Γνωστοί είναι οι ανταγωνισμοί μεταξύ Φαρσάλου, Λάρισας και Φερών για την Πανθεσσαλική ηγεμονία, όπως και η επικράτηση των Φερών με τους τυράννους Λυκόφρωνα και Ιάσονα (380 – 370 π.Χ.) -ο οποίος εκλέχθηκε Ταγός των Θεσσαλών και επέβαλε φόρους σε περίοικες περιοχές- αλλά και των διαδόχων τους. Επίσης οι Θεσσαλοί, κατά το διάστημα μετά τους Περσικούς πολέμους και κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο και αργότερα, άλλοτε αποστασιοποιούνται και άλλοτε συμμετέχουν ενεργά στην πολιτική των πόλεων της Νότιας Ελλάδας, όπως δείχνει και η σύναψη συνθήκη με τους Αθηναίους το 361 π.Χ.
Η συγκεκριμένη πολιτική και διοικητική κατάσταση, με τις κυρίαρχες πόλεις στο εσωτερικό της Θεσσαλίας, φαίνεται όμως ότι παίρνει τέλος επίσης μέσα στα όρια του 4ου αιώνα π.Χ., με την έλευση στη Θεσσαλία του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου Β΄. Ο Φίλιππος έθεσε υπό τον έλεγχό του τις βορειοανατολικές περίοικες περιοχές, και συγκεκριμένα τις πόλεις της Περραιβίας –π.χ. την Περραιβική Τρίπολη- και της Μαγνησίας -κατέλαβε τις Παγασές τo 353 π.Χ.-, δίνοντας τέλος αφενός στην κυριαρχία των Λαρισαίων επί της Περραιβίας και αφετέρου στην κυριαρχία των Φερών στις πόλεις του μυχού του Παγασητικού.
Είναι γνωστή από τις πηγές η δυσαρέσκεια των Θεσσαλών, για το γεγονός ότι πλέον ο Φίλιππος και οι Μακεδόνες επωφελούνται από τη συλλογή των φόρων που επιφέρει η διακίνηση του εμπορίου στο μεγαλύτερο Θεσσαλικό λιμάνι. Πάραυτα, οι πόλεις του λιμανιού δεν φαίνεται την εποχή αυτή να έχουν χάσει την αυτοτέλειά τους απέναντι στους Μακεδόνες, αφού τουλάχιστον δύο από αυτές –η Ιωλκός και οι Παγασές- κόβουν τα δικά τους νομίσματα στον 4ο αιώνα π.Χ., στα οποία αναφέρονται τα αντίστοιχα εθνικά «Ιωλκέων» και «Παγασαίων». Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι, προφανώς με τη θέληση του Φιλίππου Β΄, Μαγνητικοί πληθυσμοί της νότιας Πιερίας μετακινήθηκαν νοτιότερα και εγκαταστάθηκαν στο μυχό του Παγασητικού κόλπου.
Η εγκατάσταση αυτή συνδέθηκε και με την ίδρυση της κλασικής πόλης του 4ου αιώνα π.Χ. στο λόφο της Γορίτσας. Ταυτόχρονα, τον 4ο αιώνα π.Χ. στη Θεσσαλία και τις νότιες περίοικες περιοχές παρατηρείται έντονη οικιστική δραστηριότητα, αφού πολλές πόλεις επανιδρύονται ή ακόμη πολλές μικρές κοινότητες ενώνουν τις δυνάμεις τους -μερικές φορές με την προτροπή των Μακεδόνων βασιλέων- δημιουργώντας -με διοικητικούς ή φυσικούς συνοικισμούς-, μεγάλα αστικά κέντρα. Για παράδειγμα, η Πύρασος, η Φυλάκη και άλλες γειτονικές πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας συνενώθηκαν με συνοικισμό και έτσι δημιουργήθηκαν οι ονομαστές Φθιώτιδες Θήβαι, η ίδρυση των οποίων έχει αποδοθεί στον Κάσσανδρο.
Επίσης, στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., ιδρύεται στην Αχαΐα Φθιώτιδα -με επέμβαση του Δημήτριου Πολιορκητή- και η Νέα Άλος στην πεδιάδα του Αλμυρού, η οποία διαδέχθηκε την ομώνυμη κλασική πόλη που είχε καταστραφεί το 346 π.Χ. από τον Παρμενίωνα και η εδαφική επικράτεια της οποίας αποδόθηκε στη Φάρσαλο. Τέλος, το γειτονικό Ναρθάκιον επανιδρύεται στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ, προφανώς επίσης με παρέμβαση του Δημητρίου ΙΙ. Ταυτόχρονα, στη Δυτική Θεσσαλία, τρεις πολίχνες της τετράδας Εστιαιώτιδας ενώθηκαν με συνοικισμό και δημιούργησαν τη γνωστή Μητρόπολη, στην οποία συνοικίστηκαν κατά τους επόμενους δύο αιώνες και άλλες γειτονικές πόλεις, όπως το Ονθύλιον, οι Πολίχνες, η Ιθώμη, κλπ.
Τέλος, στην ίδια τετράδα Εστιαιώτιδα, οι θεσσαλικοί Γόμφοι επανιδρύθηκαν, με παρέμβαση του Φιλίππου Β΄, και ονομάστηκαν Φίλιπποι ή Φιλιππόπολη. Αργότερα, στον 3ο αιώνα π.Χ., η κυριαρχία των Μακεδόνων στο Θεσσαλικό χώρο φαίνεται ότι δεν επέφερε ριζικές αλλαγές στη χωροταξική διάρθρωση και διοικητική οργάνωση του Θεσσαλικού χώρου, ειδικά στο πρώτο μισό του 3ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της ειρηνικής βασιλείας του Δημητρίου Πολιορκητή (294 / 3 – 240 / 39 π.Χ.).
Το 294 / 3 π.Χ., ο Δημήτριος Πολιορκητής ίδρυσε τη Δημητριάδα, με συνοικισμό των πόλεων του λιμανιού στο μυχό του Παγασητικού κόλπου και των μικρότερων κοινοτήτων της Μαγνητικής χερσονήσου, οι οποίες μετατράπηκαν –σύμφωνα με ύστερες πηγές- σε κώμες της νέας πόλης. Η Δημητριάδα αποτέλεσε Μακεδονικό βασίλειο και έδρα του Μακεδονικού στρατού και στόλου, αλλά και διεθνές εμπορικό λιμάνι στο οποίο συνωστίστηκαν παλιοί τοπικοί Μαγνητικοί και Θεσσαλικοί πληθυσμοί, Μακεδόνες, Έλληνες από όλη την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και ξένοι από όλη την ανατολική Μεσόγειο.
Επίσης, κάποιες νέες οικιστικές κοινότητες, όπως ο Γονοκόνδυλος, η Ελάτεια και η Ριζούς, ιδρύονται από τους Μακεδόνες στα φυσικά περάσματα που οριοθετούν τα βορειοανατολικά σύνορα της Θεσσαλίας και της Μαγνητικής χερσονήσου με τη Μακεδονία. Στις πόλεις αυτές, όπως και σε πολλές άλλες Θεσσαλικές πόλεις, κατοικούν πλέον και Μακεδονικοί πληθυσμοί, ενώ Μακεδονικές φρουρές είναι επίσης εγκατεστημένες σε αρκετές από αυτές, όπως στον Άτραγα της Πελασγιώτιδας. Τέλος, η διακυβέρνηση των θεσσαλικών πόλεων κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. συμπεριλαμβάνει παλιά και νέα θεσμικά όργανα, όπως οι «ταγοί» και οι «επιστάτες» αντίστοιχα, ενώ οι Μακεδόνες βασιλείς συχνά δηλώνουν τη βούλησή τους αποστέλλοντας στις πόλεις βασιλικές επιστολές και διατάγματα.
Κατά το τελευταίο τέταρτο του 3ου αιώνα και στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., επί της βασιλείας του Αντιγόνου Γ΄ Δώσονος και αργότερα του Φιλίππου του Ε΄, πολλές πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας, αλλά και των νοτιότερων περίοικων περιοχών -Οιταίας, Μαλίδος, Αινίδος- περνούν στην κυριαρχία της ανερχόμενης δύναμης των Αιτωλών, οι οποίοι καταφέρνουν να έχουν στον έλεγχό τους και πόλεις της κυρίως Θεσσαλίας, όπως η Φάρσαλος, η Τρίκκα, η Φαλόρια, η Φιλιππόπολις, οι Ευρυμεναί, κλπ, με απώτερο σκοπό να κατακτήσουν το μεγάλο λιμάνι της Δημητριάδας.
Μέσα σε αυτό το κλίμα αστάθειας, κοινωνικές αναταραχές επικρατούν στις Θεσσαλικές πόλεις προετοιμάζοντας την έλευση των Ρωμαίων στο Θεσσαλικό ιστορικό προσκήνιο. Τον 2ο αιώνα π.Χ., μετά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας των Ελληνικών πόλεων από το Φλαμινίνο, το 196 π.Χ., οι Μακεδόνες υποχωρούν και η Θεσσαλία γίνεται ανεξάρτητη. Η Μαγνησία και η Περραιβία αποτέλεσαν την εποχή εκείνη αυτόνομα Κοινά. Το Α΄ και Β΄ Κοινό των Μαγνήτων (194 και 168 π.Χ. αντίστοιχα) διοικούσε, με έδρα τη Δημητριάδα, την περιοχή του μυχού του Παγασητικού και την Μαγνητική χερσόνησο.
Το 148 π.Χ., στις πόλεις της Θεσσαλικής επικράτειας, θα προσαρτηθούν και οι περίοικες περιοχές της Αχαΐας Φθιώτιδας, Μαλίδας, Αινίδας, Δολοπίας, καθώς και το βόρειο τμήμα της περιοχής των Μαγνήτων (Βόρειο Πήλιο, Όσσα). Κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ., η πόλη των Φερών καταλύεται και η χώρα της ενσωματώνεται στην Αυτοκρατορική επικράτεια του Καίσαρα. Επίσης, στα χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας (1ος – 3ος αιώνα μ.Χ.), τέσσερις μεγάλες Θεσσαλικές πόλεις αναπτύχθηκαν ως μεγάλα αστικά κέντρα στην εκτενή Θεσσαλική επικράτεια.
Πρόκειται για τη Δημητριάδα που πλέον διοικούνταν από το Κοινό των Θεσσαλών, τη Λάρισα και τη Μητρόπολη στην ανατολική και δυτική Θεσσαλική πεδιάδα αντίστοιχα, καθώς και την Υπάτη στην περιοχή των πρώην νότιων περιοίκων. Γύρω τους αναπτύχθηκαν ως δορυφόροι μικρότερες πόλεις και οικισμοί. Αργότερα, στον 3ο αιώνα μ.Χ., η Μαγνησία ανήκει πλέον στη μεγάλη ξεχωριστή επαρχία της Θεσσαλίας με πρωτεύουσα τη Λάρισα, ενώ κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. η Θεσσαλία είχε δεκαεπτά επισκοπές -Λάρισας, Φθιωτίδων Θηβών, Φαρσάλου, Μητρόπολης, Υπάτης, κλπ- , εξαρτώμενες από τη μητρόπολη της Λάρισας.
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΑΥΝΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
Μια πρώτη προσπάθεια απόδοσης της διοικητικής και κοινωνικής γεωγραφίας της Θεσσαλικής πεδιάδας εμπεριέχεται στον Ομηρικό Κατάλογο των Νηών της Ιλιάδας, όπου γίνεται αναφορά σε εννέα βασίλεια και τους ηγεμόνες τους, καθώς επίσης και σε είκοσι εννέα πόλεις. Ωστόσο, η πρώτη λεπτομερής αναφορά στις Θεσσαλικές πόλεις γίνεται πολύ αργότερα, μέσα από τη γεωγραφική θεώρηση του Ψευδο-Σκύλακα, τον 4ο αιώνα π.Χ., ο οποίος παραδίδει τα γεωγραφικά όρια της Θεσσαλίας, αλλά και κατάλογο των Θεσσαλικών πόλεων της εποχής. Οκτώ πόλεις στη Θεσσαλική «Μεσογεία» και επιπλέον ύπαρξη άλλων πόλεων («εισι δε και άλλες πόλεις Θετταλών εν μεσογεία»).
Άλλες πηγές της Κλασικής εποχής που μαρτυρούν την οργάνωση της Θεσσαλίας σε πόλεις είναι ο Πίνδαρος, ο Αισχύλος, ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφών. Αργότερα, η πιο λεπτομερής περιγραφή της Θεσσαλικής πεδιάδας και των πόλεων της παραδίδεται από το γεωγράφο Στράβωνα, το 2ο αιώνα π.Χ. Επίσης, αποσπασματικές αναφορές βρίσκονται διάσπαρτες και στα κείμενα του Πολύβιου και του Τίτου Λίβιου των Ρωμαϊκών χρόνων, αλλά και στα επιμέρους λήμματα των λεξικογράφων της Ύστερης Αρχαιότητας.
Στη σύγχρονη εποχή, μέσα στα πλαίσια της ανάπτυξης των αρχαιογνωστικών επιστημών αλλά και της ρομαντικής διάθεσης για επιστροφή στα τοπία της αφηγηματικής λογικής των αρχαίων Ελληνικών συγγραμμάτων, η Θεσσαλία αποτέλεσε κατά το 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα πόλο έλξης και τόπο επισκέψεων πολλών ξένων περιηγητών και ερευνητών με ιστορικά και αρχαιολογικά ενδιαφέροντα, οι οποίοι αναζήτησαν τα ίχνη των αρχαίων Θεσσαλικών πόλεων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει o W. Leake και η δημοσίευση της έρευνας του, το 1835, για τον εντοπισμό αρκετών θέσεων Θεσσαλικών πόλεων. Επίσης σημαντικές είναι και οι μαρτυρίες των M. Mezières και G. Lolling, όπως επίσης και οι μελέτες Ελλήνων ερευνητών.
Την ίδια εποχή, εκτός από τις περιπλανήσεις των περιηγητών, σημαντικό σταθμό στη μελέτη της ιστορίας των Θεσσαλικών πόλεων αποτελεί, το 1883, η δημοσίευση των νομισμάτων του Βρετανικού Μουσείου από τη Θεσσαλία και την Αιτωλία, από τον P. Gardner. Επίσης, πλούσια συλλογή επιμέρους επιγραφών Θεσσαλικών πόλεων δημοσιεύεται στην Αρχαιολογική Εφημερίδα, το Αρχαιολογικό Δελτίον, αλλά και σε άλλες περιοδικές εκδόσεις της εποχής, όπως η Αθηνά, η Εφημερίς των Φιλομαθών, ο Παρνασσός, ο Προμηθεύς και η Φήμη. Στις αρχές του 20ου αιώνα π.Χ., ο Π. Καστριώτης ανασκάπτει για πρώτη φορά, το 1902, μέρος ενός μεγάλου ναϊκού οικοδομήματος Θεσσαλικής αστικής λατρείας -το Ασκληπιείο της αρχαίας Τρίκκης.
Ενώ αμέσως αργότερα η έκδοση των ”Αι Προϊστορικαί Ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου” του Χρ. Τσούντα, το 1908, θέτει ουσιαστικά τις βάσεις και για την έρευνα της Θεσσαλικής Προϊστορίας συνοψίζοντας ταυτόχρονα τις πρώτες έρευνες στη Θεσσαλική οικιστική των προϊστορικών χρόνων. Την ίδια στιγμή, οι Άγγλοι A. J. B. Wace και J. P. Droop αναζήτησαν, ερεύνησαν και κατέγραψαν μια σειρά σημαντικών θέσεων πόλεων και κοινοτήτων της αρχαίας Μαγνησίας των ιστορικών χρόνων. Επίσης, την ίδια εποχή, αρκετά στοιχεία για τις Θεσσαλικές πόλεις συναντούμε και στα ιστορικά συγγράμματα των A. Philippson, R.G. Kent και G. Kip.
Ταυτόχρονα, καταλυτική για τη μελέτη των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και θρησκευτικών θεσμών των Θεσσαλικών πόλεων υπήρξε η δημοσίευση από τον O. Kern, το 1903, του τόμου IX 2 των Inscriptiones Graecae, αφιερωμένο στις θεσσαλικές επιγραφές. Το 1910, νέες Θεσσαλικές επιγραφές εκδίδονται επίσης από τον Α. Μ. Woodward. Ουσιαστική συμβολή στη μελέτη των Θεσσαλικών πόλεων προσέφερε στις αρχές του 20ου αιώνα ο τότε Επιμελητής Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας Ν. Γιαννόπουλος. Ο οποίος διεξήγαγε έρευνες σε πολλές Θεσσαλικές θέσεις, με κύριο μέλημα τη συλλογή και διάσωση των αρχαιοτήτων της αρχαίας Αχαΐας Φθιώτιδας αλλά και ολόκληρης της Θεσσαλίας.
Επίσης, ο Έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας, για το διάστημα 1906 – 1926, Α. Σ. Αρβανιτόπουλος εγκαινίασε ουσιαστικά μια περίοδο εντατικής έρευνας της Θεσσαλικής ιστορίας, αφού έψαξε, εντόπισε, ερεύνησε με μεγάλες και μικρές ανασκαφικές έρευνες και δημοσίευσε αναλυτικά με σκαριφήματα και χάρτες πολλές αρχαίες θέσεις και επιμέρους μνημεία Θεσσαλικών πόλεων, όπως οι Παγασές και η Δημητριάδα με τις μοναδικές γραπτές επιτύμβιες στήλες, οι Αμφανές, οι Φθιώτιδες Θήβες, η Πύρασος, οι Φερές, η Λάρισα, η Κραννώνα, οι Γόννοι, ή Άζωρος, η Δολίχη, το Πύθιον, η Σκοτούσσα, η Φάρσαλος, η Σικυώνα, η Μητρόπολη, η Τρίκκη, και πολλές άλλες.
Την ίδια εποχή ο Α. Αρβανιτόπουλος εξέδωσε και πλήθος επιγραφών των πόλεων αυτών, σε επιμέρους αναφορές και μελέτες στο Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας, στην Αρχαιολογική Εφημερίδα και τελευταία στον Πολέμωνα. Ταυτόχρονα, η δημοσίευση του βιβλίου των A. Wace και M.S. Thompson το 1912 -το οποίο συγκέντρωσε κατά βάση 10 χρόνια ανασκαφικών ερευνών στις «μαγούλες» της Β.Α Θεσσαλίας από τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή, καθώς και την υπόλοιπη μέχρι εκείνη τη στιγμή γνωστή βιβλιογραφία- έκανε διεθνώς γνωστή τη Θεσσαλική Προϊστορική οικιστική.
Στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, ξεχωρίζει το έργο του Γερμανού φιλόλογου και αρχαιολόγου Fr. Stählin, ο οποίος επισκέφτηκε αναρίθμητες Θεσσαλικές θέσεις και συνέγραψε πολλές επιμέρους μελέτες για Θεσσαλικές πόλεις, παραθέτοντας αξιόλογους χάρτες και τοπογραφικά σχέδια. Ο Stählin εξέδωσε το 1924, στο βιβλίο του Das Hellenische Thessalien, μια πρώτη σύνοψη των Θεσσαλικών πόλεων και οικισμών, με βάση τις προσωπικές του επισκέψεις στους επιμέρους αρχαιολογικούς χώρους, τη διασταύρωση των αρχαιολογικών δεδομένων με τις πληροφορίες των αρχαίων κυρίως λογοτεχνικών αλλά και επιγραφικών πηγών, αλλά και συγκέντρωση όλης της προηγούμενης βιβλιογραφίας.
Επίσης, ο Fr. Stählin μαζί με τους E. Meyer και Α. Heidner δημοσίευσαν, το 1934, τις τοπογραφικές και ιστορικές τους έρευνες για την κλασική πόλη των Παγασών και την Ελληνιστική Δημητριάδα. Ακολουθεί, το 1937 και 1946, η ιστορική και αρχαιολογική έρευνα του Ν. Παπαχατζή για την οικιστική της ευρύτερης περιοχής του Βόλου. Κατά την περίοδο 1924 – 1940, οι ανασκαφές του Γ. Σωτηρίου στις Φθιώτιδες Θήβαι των Χριστιανικών χρόνων στη Νέα Αγχίαλο, αλλά και σε πολλές άλλες Βυζαντινές Θεσσαλικές θέσεις μέχρι το 1956, έφεραν στο φως λαμπρά μνημεία των Θεσσαλικών πόλεων της Παλαιοχριστιανικής και Βυζαντινής περιόδου.
Επίσης, το 1932, η γνώση του δημόσιου βίου των θεσσαλικών πόλεων εμπλουτίζεται με τη δημοσίευση των χάλκινων νομισμάτων της Θεσσαλίας, από τον E. Rogers. Παρατίθενται φωτογραφίες των νομισμάτων και σχολιασμός, σε μορφή λημμάτων, ανά πόλη. Ακολουθούν, το 1941 και 1944, οι μελέτες των A. και P. Philippson για τη Θεσσαλική γεωγραφία και μυθολογία αντίστοιχα. Ταυτόχρονα εκτεταμένες έρευνες στη Θεσσαλική τοπογραφία και επιγραφική πραγματοποιούνται από τον Y. Béquignon, μεταξύ άλλων στις Φερές και τα Φάρσαλα, ενώ επίσης εκτενείς αναφορές του δημοσιεύονται στην ετήσια περιοδική έκδοση του Γαλλικού BCH, με τίτλο ”Études thessaliennes”.
Το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται οι περισσότερες από τις παραπάνω μελέτες, στις αρχές και στο Α΄ μισό του 20ου αιώνα, κυριαρχείται από την ιδέα του Θεσσαλικού «έθνους» συνυφασμένου με την έννοια ενός φυλετικού κράτους με κοινές βιολογικές καταβολές, όπως τη συναντούμε στα έργα των E. Meyer και U. Kahrstedt. Αυτή η άποψη, επηρεασμένη από το γενικότερο ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής, οδήγησε την έρευνα στην υιοθέτηση της ιδέας ότι οι Θεσσαλικές πόλεις δημιουργήθηκαν πολύ αργότερα σε σχέση με αυτή την αρχική οργάνωση σε φυλετικά πρότυπα.
Στο πλαίσιο αυτό, λίγο αργότερα, ο H. D. Westlake τόνισε το ρόλο των ηγετών της Λάρισας και των Φερών στα πολιτικά δρώμενα του 4ου αιώνα π.Χ., παρουσιάζοντας την Αρχαϊκή και Κλασική Θεσσαλία σαν ένα «κράτος» με μικρές ηγεμονίες και μετακινούμενους χωρικούς και ένα εθνικό στρατό υπό τις διαταγές ενός προσωρινού «αρχηγού πολέμου». Όλες οι παραπάνω θεωρίες οδήγησαν στη γενικότερη ιδέα ότι η ιστορική δυναμική των Θεσσαλών περνά από ένα κράτος φυλετικό (tribal state) σε ένα κράτος ομοσπονδιακό (federal state) και στη συνέχεια σε μια οργάνωση σε πόλεις.
Έτσι το παράδειγμα της Θεσσαλίας χρησιμοποιήθηκε και σε πιο γενικευμένα εγχειρίδια με θέμα τα ομοσπονδιακά κράτη της Ελληνικής αρχαιότητας, όπου παρατηρείται η χρήση των όρων «έθνος», «κοινό» και «πόλη» με αντιθετική σημασία. Αυτή η αντιπαράθεση συστηματικοποιήθηκε από το 1958, με τη σύνθεση της M. Sordi. Ωστόσο, μακριά από την βιβλιογραφική αντιπαράθεση των όρων «έθνος» και «πόλη», οι σημαντικές συμβολές του Θ. Αξενίδη, το 1947 και 1949, στη γνώση της ιστορίας και των θεσμών της πόλης της Λάρισας, ήδη προεικονίζουν την αναλυτική μελέτη της ιστορίας του αρχαίου Θεσσαλικού άστεως.
Σε αυτό συνηγορούν την εποχή εκείνη και οι ανασκαφικές έρευνες του Δ.Ρ. Θεοχάρη και της Αρχαιολογικής Εταιρείας στα ερείπια πολλών Θεσσαλικών πόλεων των ιστορικών χρόνων, όπως η αρχαία Δημητριάδα, το Ομόλιον, η Κραννώνα, Τρίκκη, η Πρόερνα, το Κιέριον και η Φίλια. Επίσης, Ο Ν. Βερδελής, αφού ανέδειξε μεταξύ άλλων μνημεία της αρχαίας Φαρσάλου και της Λάρισας, δημοσίευσε το 1958 άφθονο υλικό πρωτογεωμετρικών θέσεων που φυλάσσονταν στο Μουσείο του Βόλου. Την εποχή εκείνη, το 1960, σημαντικό είναι και το έργο του Κορδάτου για τη γνώση της οικιστικής της βορειοανατολικής Θεσσαλίας.
To 1965, οι Μυκηναϊκές θέσεις της Θεσσαλίας περιλαμβάνονται στην πρώτη δημοσίευση από το R. Hope-Simpson ενός άτλαντα των Μυκηναϊκών θέσεων του Ελλαδικού χώρου, ο οποίος θα συμπληρωθεί αργότερα από τον ίδιο συγγραφέα, σε συνεργασία με τον O. Dickinson. Μέσα, σε αυτό το κλίμα, σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, δημοσιεύονται οι πρώτες μελέτες των Γάλλων ερευνητών, που ίδρυσαν τη «Θεσσαλική ομάδα» του Maison de l’Orient του Πανεπιστημίου της Λυών. Έτσι, το 1973, δημοσιεύτηκε η συστηματική μελέτη των επιγραφικών δεδομένων από την Περραιβική πόλη των Γόννων από τον Br. Helly.
Η έρευνα αυτή έθεσε τις βάσεις για την επιμέρους παρουσίαση των επιγραφικών δεδομένων από αρχαίες Θεσσαλικές πόλεις και κατά συνέπεια εγκαινιάστηκε ένα ευρύτερο ενδιαφέρον για τη γνώση των πολιτικών, θρησκευτικών και διοικητικών θεσμών των πόλεων αυτών. Ταυτόχρονα, το 1970, η έρευνα των Θεσσαλικών πόλεων εμπλουτίζεται σημαντικά από τη δημοσίευση των εκτενών καταλόγων των Θεσσαλικών επιγραφών από τον A. S. Mc Devitt, ενώ επίσης το 1975, η έκδοσης της γενικευμένης έρευνας του Μ. Sivignon αποτέλεσε σημαντική συμβολή στην εξέλιξη της μελέτης της Θεσσαλικής ιστορικής τοπογραφίας.
Την ίδια εποχή πραγματοποιούνται και οι έρευνες του Γ. Χουρμουζιάδη στο Μυκηναϊκό τύμβο στον Εξάλοφο Τρικάλων, ενώ λίγο αργότερα δημοσιεύονται και οι έρευνες του Ε. Κακαβογιάννη στις αρχαίες Φερές. Επίσης, πτυχές της θρησκείας των Θεσσαλικών πόλεων φωτίστηκαν, το 1973, από την έρευνα της Α. Δάφφα-Νικονάνου για τα ιερά της Δήμητρας στη Θεσσαλία. Κατά την περίοδο 1969 – 1974, οι έρευνες των Ν. Νικονάνου και Λ. Δεριζιώτη ανέδειξαν πολλά και σημαντικά Θεσσαλικά μνημεία των Βυζαντινών χρόνων. Στη συνέχεια, o J.-Cl. Decourt πραγματοποίησε, τo 1979, επιτόπια έρευνα των τοπωνυμίων και επισκέψεις στις αρχαίες θέσεις της κοιλάδας του ποταμού Ενιπέα.
Ενώ επίσης δημοσίευσε, το 1990, ένα εκτενή κατάλογο των τοπικών Κλασικών και Ελληνιστικών θέσεων, καθώς και μια σημαντική προσπάθεια ταύτισης των θέσεων αυτών με τις γνωστές από τις αρχαίες πηγές πόλεις της περιοχής. Οι πληροφορίες των αρχαίων πηγών αξιοποιήθηκαν επίσης, το 1983, και από την Α. Μουστάκα, η οποία συνδύασε λατρευτικά και μυθολογικά δεδομένα με τις απεικονίσεις θεών και ηρώων στα νομίσματα των Θεσσαλικών πόλεων, σε μια πολύ αξιόλογη προσπάθεια έρευνας των θρησκευτικών αντιλήψεων των επιμέρους Θεσσαλικών πόλεων και του ρόλου των νομισμάτων στην καταγραφή και διάδοση της τοπικής ιστορικής μνήμης.
Το 1983, δημοσιεύτηκε και η μελέτη του B. Feuer, στην οποία ταυτίζονται περίπου εκατό Μυκηναϊκές θέσεις της Θεσσαλίας. Την ίδια εποχή δημοσιεύονται και οι έρευνες του πρωτοπόρου της σύγχρονης έρευνας της Προϊστορίας, Γ. Χουρμουζιάδη, για την οικιστική οργάνωση του Νεολιθικού Διμηνίου, καθώς και ένα χρονικό της αρχαίας Μαγνησίας. Γενικότερα, τη δεκαετία του ’80 και ’90, δημοσιεύονται στη σειρά Demetrias τα αποτελέσματα των εκτεταμένων ανασκαφικών εργασιών της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής στο χώρο της Ελληνιστικής Δημητριάδας, περιλαμβάνοντας και μελέτες για την τοπική επιγραφική, καθώς και για την Ελληνιστική τοπογραφία του κόλπου του Βόλου.
Το 1991, στην ετήσια έκδοση του Περιοδικού Dossiers d’Archéologie, με αφιέρωμα στη Θεσσαλία, δημοσιεύτηκαν σημαντικές μελέτες για τις Θεσσαλικές πόλεις, από την ομάδα μελέτης της Λυών και από Έλληνες Αρχαιολόγους που δραστηριοποιούνται στο χώρο της Θεσσαλίας. Συγκεκριμένα, συμπεριλαμβάνονται έρευνες για τη Γεωμετρική Θεσσαλία, την Αρχαϊκή Θεσσαλία και την πόλη των Φερών, καθώς επίσης και για τα ονόματα και τα εθνικά των αρχαίων Θεσσαλικών πόλεων. Επίσης περιλαμβάνονται μελέτες για συγκεκριμένες πόλεις, όπως η Λάρισα, η Φάρσαλος και η Δημητριάδα, καθώς και εργασίες άλλων ερευνητών για Θεσσαλικές παλαιοχριστιανικές και Βυζαντινές θέσεις.
Ακολουθεί, ένα χρόνο αργότερα, τo 1992, η συλλογική έκδοση ενός τόμου για την αρχαία γεωγραφία και την ιστορική τοπογραφία της Ελλάδας, από τους ερευνητές της ομάδας της Λυών. Συμπεριλαμβάνονται, εκτός από τη μελέτη του Helly για τη Δυτική Θεσσαλία, Ιστιαιώτιδα, Θεσσαλιώτιδα και περίοικη Δολοπία, άρθρα των L. Darmezin για τις αρχαίες θέσεις του ορεινού όγκου των Χασίων και G. Lucas για την Περραιβική Τρίπολη, τις επιγραφές και τα όρια της χώρας των τοπικών πόλεων, καθώς και του I. Blum για τη Θεσσαλική Ερέτρια.
Τελευταία, στις αρχές του 21ου αιώνα, σημαντικές ταυτίσεις αρχαίων Θεσσαλικών οικισμών πραγματοποιήθηκαν από τον Γ. Α. Πίκουλα, στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος ”Οδικό δίκτυο και άμυνα” του τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Ταυτόχρονα, από τις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα, πραγματοποιήθηκαν στη Θεσσαλία, όπως και σε ολόκληρη την Ελλάδα, εκτεταμένες ανασκαφικές έρευνες, στα πλαίσια υλοποίησης των Μεγάλων Δημόσιων Έργων (π.χ. διαπλάτυνση της Εθνικής Οδού Αθηνών – Θεσσαλονίκης) με τη συμβολή των κονδυλίων της Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων.
Έτσι, μεταξύ άλλων ερευνών σε Προϊστορικούς οικισμούς, νεκροταφεία και μεμονωμένα μνημεία, πολλές αρχαίες πόλεις και η «χώρα» τους ανασκάφθηκαν συστηματικά, όπως η αρχαία Άλος, οι Φερές, καθώς επίσης και αρκετοί αταύτιστοι οικισμοί Ελληνιστικών χρόνων στα όρια του σημερινού Νομού Λάρισας, αλλά και ερείπια Παλαιοχριστιανικών και Βυζαντινών θέσεων. Επίσης, από τη δεκαετία του 1980 έως σήμερα, πραγματοποιούνται από τις επιτόπου Θεσσαλικές Εφορείες Αρχαιοτήτων πολλές συστηματικές και σωστικές ανασκαφές σε αρχαίες Θεσσαλικές πόλεις.
Οι οποίες όχι μόνο συνέβαλλαν ουσιαστικά στη γνώση της Θεσσαλικής πολεοδομίας και οικιστικής, αλλά ταυτόχρονα περιέγραψαν με λεπτομερή τρόπο το δημόσιο και τον ιδιωτικό Θεσσαλικό αστικό βίο. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τις ανασκαφές στην πόλη των Φθιωτίδων Θηβών, τις Φερές, το Κιέριον, τη Μητρόπολη, τους Γόμφους, κλπ. Γενικότερα, μέσα σε αυτό το ευρύτερο κλίμα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος και εκτέλεσης ανασκαφικών εργασιών στα ερείπια των Θεσσαλικών πόλεων, η αρχαιολογική και ιστορική έρευνα της τοπογραφίας και των θεσμών των πόλεων αυτών εμπλουτίστηκε σημαντικά από περαιτέρω αναλυτικές μελέτες των μελών των τοπικών Εφορειών Αρχαιοτήτων και των Ειδικών Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ. σε συνεργασία και με τις ξένες αρχαιολογικές σχολές.
Στη συνέχεια, το 2004, σε συνέχεια των πολυπληθών ερευνών των τελευταίων δεκαετιών, ακολουθεί μια γενικευμένη και θεμελιώδης μελέτη για τις Θεσσαλικές πόλεις των Αρχαϊκών και Κλασικών χρόνων, που πραγματοποιήθηκε από τους J.-C. Decourt, Τ. Η. Nielsen και Br. Helly, με τη βοήθεια και των R. Bouchon, L. Darmezin, G. Lucas και I. Pernin. Η μελέτη αυτή αποτελεί επιμέρους κεφάλαιο στο ευρετήριο των Ελληνικών πόλεων της Αρχαϊκής και Κλασικής εποχής, στη σειρά των ερευνών για τις αρχαιοελληνικές πόλεις του Copenhagen Polis Center. Αναλυτικά, η σύνθετη αυτή έρευνα χρησιμοποιεί φιλολογικά, επιγραφικά, νομισματικά, ανασκαφικά και τοπογραφικά δεδομένα.
Επίσης παρουσιάζει συνοπτικά τις πληροφορίες για τις αρχαίες πόλεις, σε επιμέρους λήμματα με γεωγραφική διάταξη, ταυτόχρονη σήμανση της χρονολογικής διαφοροποίησης των δεδομένων, αλλά και επισήμανση της μέχρι σήμερα γνωστής πολιτικής κατάστασης κάθε κοινότητας (πόλη, πολίχνη, αταύτιστος οικισμός, κλπ). Συγκεκριμένα περιγράφονται είκοσι πέντε πόλεις της Θεσσαλίας ταυτισμένες με ανασκαφικά ευρήματα με πολλαπλή διαβάθμιση βεβαιότητας. Με αυτές τις συνθήκες, οι ταυτίσεις συχνά βασίζονται σε ανάλυση των λογοτεχνικών δεδομένων -κυρίως περιγραφές πολεμικών γεγονότων- ή σε νομισματικό και επιγραφικό υλικό, ή ακόμη στην υιοθέτηση μοντέλων δανεισμένων από την ανθρώπινη γεωγραφία.
Επιπλέον, εκτός από τις 25 πόλεις, περιγράφεται και μια σειρά οικισμών, οι οποίοι δεν αποδεικνύεται ότι έφεραν την πολιτική αυτονομία μιας πόλης. Γενικότερα, στην πρώτη αυτή δεκαετία του 21ου αιώνα, τα νεότερα ευρήματα από τις ανασκαφικές έρευνες στις Θεσσαλικές πόλεις, αλλά και αντίστοιχες θεωρητικές μελέτες, παρουσιάζονται πλέον στις περιοδικές Επιστημονικές Συναντήσεις για το Αρχαιολογικό Έργο στη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα. Επίσης, η αρχαιολογική έρευνα των τελευταίων δύο δεκαετιών στις αρχαίες Θεσσαλικές πόλεις, αλλά και η παρουσίαση του σύγχρονου προβληματισμού για τα μνημεία του παρελθόντος, παρουσιάστηκαν και μέσα από μεμονωμένες εκδόσεις και Πρακτικά Συνεδρίων με θέμα τα μνημεία επί μέρους περιοχών της Θεσσαλίας.
Τέλος, η ιστορική τοπογραφία, ο κοινωνικοπολιτικός βίος, οι μυθολογικές καταβολές και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των αρχαίων πόλεων της Αχαΐας Φθιώτιδας εμπλουτίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες από τις έρευνες που παρουσιάστηκαν στα Συνέδρια των Αλμυριώτικων Σπουδών. Συγκεκριμένα παρουσιάστηκαν οι τελευταίες ανασκαφικές έρευνες στις αρχαίες Φθιώτιδες Θήβες, νέα δεδομένα από την αρχαία Άλο και τη Βουλοκαλύβα της περιοχής του Αλμυρού, επιγραφές από τον Εχίνο, ο Οθωμανικός Αλμυρός, επιτύμβιες στήλες από τη Μελίτεια, καθώς και η μυθολογική παράδοση των πόλεων της Αχαΐας Φθιώτιδας.
Επίσης, το 2008 δημοσιεύτηκε η εκτενής και λεπτομερής μελέτη της F. Cantarelli και άλλων μελών της Ιταλικής Σχολής για την ιστορική τοπογραφία της Αχαΐας Φθιώτιδας. Τέλος, η μελέτη της ιστορίας και θρησκείας της περιοχής εμπλουτίστηκε και από τις τελευταίες συμβολές του Β. Κοντονάτσιου, το 2009 και 2010, για την πόλη του Πτελεού και τη μυθολογία της περιοχής του Αλμυρού αντίστοιχα. Στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, τα νέα αρχαιολογικά δεδομένα, όπως αυτά προκύπτουν από τις ανωτέρω αναφερόμενες επιτόπιες έρευνες των επιμέρους Εφορειών και των Ξένων Σχολών που πραγματοποιήθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες στο χώρο της Θεσσαλίας, αξιοποιούνται από μια σειρά διεπιστημονικών μελετών που φωτίζουν συγκεκριμένες πτυχές της Πρώϊμης ιστορίας των Θεσσαλικών πόλεων.
Πρόκειται για την μελέτη της Z. Archibald για τις Αρχαϊκές και Κλασικές κοινότητες της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Θράκης, την έρευνα της Μ. Σταματοπούλου για τις Θεσσαλικές πόλεις της εποχής του Πινδάρου και τους αριστοκρατικούς τους οίκους, καθώς και τις αποσπασματικές αναφορές στις γενικότερες έρευνες των J. Hall και C. Morgan για τα Ελληνικά «έθνη». Επίσης, οι Πρώϊμοι θεσμοί των Θεσσαλικών πόλεων διερευνώνται, το 2000, στη διδακτορική έρευνα της Α. Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου για τις Θεσσαλικές επιγραφές σε τοπικό αλφάβητο. Την ίδια χρονιά δημοσιεύεται και ο τόμος για τη Θεσσαλική προσωπογραφία, από τη σειρά Lexicon of Greek Personal Names.
Ακολουθεί το 2009 η δημοσίευση της διδακτορικής διατριβής της R. Hunold, η οποία πραγματεύεται το γλωσσολογικό και κοινωνικό υπόβαθρο των Θεσσαλικών προσωπονυμίων. Ταυτόχρονα, η λεγόμενη Θεσσαλική διάλεκτος αποτελεί τα τελευταία χρόνια αντικείμενο ερευνών των J.-L. García-Ramón και Br. Helly, οι οποίοι ετοιμάζουν επίσης την έκδοση γραμματικής της Θεσσαλικής γλώσσας. Ουσιαστική προσπάθεια απόδοσης στο ευρύ κοινό των αποτελεσμάτων όλων των παραπάνω ερευνών αποτελούν τα ευρήματα από τις Θεσσαλικές πόλεις που εκτίθενται στα Μουσεία Βόλου, Αλμυρού, Λάρισας και πρόσφατα στο νεόδμητο Μουσείο της Καρδίτσας.
Η επανέκθεση του Μουσείου Βόλου, το 2004, με θέμα τους Αγώνες και τα αθλήματα στην αρχαία Θεσσαλία και ειδικότερα η νέα επανέκθεση που εγκαινιάστηκε το 2009 με θέμα τις Πόλεις της Μαγνησίας. Σηματοδοτεί την πρόσφατη προσπάθεια ανάδειξης μιας πορείας ερευνών για τις Θεσσαλικές πόλεις με διάρκεια μεγαλύτερη των δύο αιώνων, από τα πρώτα δηλαδή βήματα των περιηγητών στα θαμμένα ή αταύτιστα ερείπια της Θεσσαλικής γης έως τα εκτεθειμένα αντικείμενα και τις πληροφοριακές εικόνες που ξετυλίγονται βήμα – βήμα μπροστά στα μάτια των επισκεπτών των Θεσσαλικών Μουσείων.
Η συνέχιση των ανασκαφικών δραστηριοτήτων και κυρίως η συνθετική απόδοση των δεδομένων από όλη τη Θεσσαλία αποτελεί την πρόκληση του μέλλοντος για την έρευνα των Θεσσαλικών πόλεων.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΔΟΙ
Προϊστορικοί Χρόνοι (100000 – 1100 π.Χ.)
Κορμός της Ελλάδας η Θεσσαλία, με τα εύφορα εδάφη, τα ποτάμια, τα δασωμένα βουνά και τις άφθονες πηγές, κατοικείται από τα πανάρχαια χρόνια. Στις όχθες του Πηνειού, κοντά στη Λάρισα, βρέθηκαν Παλαιολιθικά εργαλεία και απολιθωμένα ζωολογικά λείψανα της ίδιας περιόδου (100000 – 50000 π.Χ.) Μερικά οστά έχουν φανερά ίχνη επεξεργασίας και δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκαν σαν εργαλεία ή όπλα. Το πρώτο Ελληνικό Παλαιολιθικό έργο τέχνης προέρχεται από τα Λεχώνια Πηλίου. Έξω από ένα μικρό σπήλαιο βρέθηκε ένα στιλπνό λίθινο αντικείμενο, οχτώ εκατοστών, όπου είναι χαραγμένο το περίγραμμα αλόγου.
Δείγματα τέχνης της Νεότερης Παλαιολιθικής Εποχής (30000 – 8000 π.Χ.) βρέθηκαν επίσης σε σπήλαια του Πηλίου, όπως ανθρωπόμορφο αντικείμενο -«ενώτιο» σύμφωνα με την επιστήμη της αρχαιολογίας- η πρώτη απόπειρα στην Ελλάδα σχηματοποίησης του ανθρώπινου σώματος. Και ακόμη δύο πλακίδια με παραστάσεις χορού το ένα και κυνηγίου το άλλο (Μουσείο Βόλου). Η Μεσολιθική Εποχή (8000 – 7000 π.Χ.) -αρχή Ολόκαινου- χαρακτηρίζεται από τη μεταβολή του κλίματος που πλησιάζει το σημερινό. Αντικείμενα Μεσολιθικής εποχής βρέθηκαν στη λίμνη Βοίβη (Κάρλα), όπως η καλά επεξεργασμένη αιχμή δόρατος από πυριτόλιθο.
Οι πρώτοι Νεολιθικοί οικισμοί σε Ευρωπαϊκό χώρο εντοπίστηκαν από το 1956 πρώτα στην Άργισσα από τον Μιλόισιτς και έπειτα στο Σέσκλο από το Δημήτρη Θεοχάρη. Η αρχαιότατη αυτή φάση του Νεολιθικού πολιτισμού ονομάστηκε Προκεραμική Νεολιθική (7000 – 6000 π.Χ.) για την έλλειψη κεραμεικής. Στα αρχαιότερα Νεολιθικά στρώματα της Θεσσαλίας βρέθηκαν κόκκοι σιτηρών και είναι γνωστό ότι υψηλοί πολιτισμοί αναπτύχθηκαν στις περιοχές που καλλιεργούσαν σιτάρι. Τα βασικά εργαλεία ήταν κομμάτια πυριτόλιθο ή οψιανό, με ξύλινες ή οστέινες λαβές. Χαρακτηριστικό της εποχής είναι τα λεγόμενα «ενώτια».
Τα κοσμήματα της εποχής ήταν δισκάρια τρυπημένα στη μέση ή δουλεμένα κομμάτια από στεατίτη, καθώς και θαλασσινά όστρακα τρυπημένα στην άκρη. Οι κάτοικοι έμεναν σε καλύβες από κλαδιά, όπου εντοπίστηκαν εστίες και δάπεδα στρωμένα με χαλίκια. Οι Προκεραμικές θέσεις συνεχίζουν να κατοικούνται και στην Αρχαιότερη Νεολιθική Εποχή (6000 – 5000 π.Χ.). Από τους ανασκαμμένους συνοικισμούς σημαντικότεροι είναι το Σέσκλο, η Άργισσα, η Οτζάκι μαγούλα, το Κεφαλόβρυσο Τρικάλων, η Νεσσωνίς Ι, η Πύρασος, η Μαγουλίτσα της Καρδίτσας. Υπάρχουν συνοικισμοί χαμηλοί κοντά σε ποτάμι, , λίμνη ή πεδιάδα και ψηλότεροι πάνω σε ράχη ή μαλακό λόφο, πάντοτε δίπλα σε πηγή ή ρεματιά.
Η οικονομία στηριζόταν στη γεωργία και την κτηνοτροφία. Βρέθηκαν καμένοι καρποί δημητριακών και οσπρίων, καθώς και οστά από εξημερωμένα ζώα (πρόβατα, βόδια, χοίροι). Η κλειστή οικονομία απέβλεπε στην αυτάρκεια, αλλά οι ενδείξεις πείθουν για επικοινωνία και ανταλλαγές με γειτονικές (αγγεία) και μακρινές περιοχές (οψιανός). Οι συνοικισμοί πολλαπλασιάστηκαν, ιδίως στις εύφορες περιοχές, και αριθμούσαν 20 – 30 σπίτια – καλύβες από κλαδιά και καλάμια. Στο Σέσκλο και σε άλλους συνοικισμούς απαντώνται πλίθινες κατασκευές, ενώ στη Μεγάλη Βρύση (Αγία Άννα), κοντά στον Τύρναβο, βρέθηκε ένα θαυμάσιο κτίριο με λίθινη κρηπίδα.
Λίθινα εργαλεία (αξίνες, δρεπάνια, θεριστικά μαχαίρια), καθώς και πεσσοί για σφεντόνες, βρέθηκαν σε αφθονία σε όλους τους συνοικισμούς. Επίσης βρέθηκαν σφονδύλια για ύφανση από όστρακα αγγείων, βελόνες και άλλα αγγεία από οστά. Το σπουδαιότερα δημιούργημα της εποχής είναι η κατασκευή αγγείων από πηλό. Οι πρώτες απόπειρες κατασκευής πήλινων αγγείων, οι αρχικές δοκιμές βρέθηκαν στο Σέσκλο, επειδή η εργασία αυτή γινόταν μακριά από τα εύφλεκτα οικήματα. Η διακόσμηση ήταν γραμμική (παράλληλες, τεθλασμένες, τρίγωνα) και τα θέματα έχουν μεταφερθεί από την υφαντική ή την πλεκτική.
Αργότερα εμφανίστηκαν στην πεδιάδα της Λάρισας και στην Δ. Θεσσαλία χονδροειδή αγγεία με εμπίεστη ή εγχάρακτη διακόσμηση, ενώ υποχωρεί η γραπτή κεραμική από τις περιοχές αυτές. Το γεγονός υποδηλώνει ότι είχαν εισδύσει πληθυσμιακές ομάδες από τη Μακεδονία, την Ήπειρο ή την Κέρκυρα και τη Λευκάδα, καθώς τα αγγεία μοιάζουν με ανάλογα των περιοχών αυτών. Τα μοναδικά δείγματα τέχνης στην Αρχαιότερη Νεολιθική Εποχή στη Θεσσαλία είναι τα «ειδώλια». Βρίσκουμε επίσης τα πήλινα και λίθινα «ενώτια». Μερικά ειδώλια είναι αληθινά αριστουργήματα, όπως ο γυναίκειος κορμός από την Οτζάκι μαγούλα.
Ο άντρας που κάθεται μεγαλόπρεπα στο θρόνο, με τα χέρια στους μηρούς είναι ένας τύπος που τον βρίσκουμε και στη Μέση Νεολιθική Εποχή. Η χρήση των ειδωλίων είναι άγνωστη, βρέθηκαν στα σπίτια και ποτέ σε τάφους. Καθώς δεν υπάρχουν ιερά ίσως δηλώνουν κάποια μορφή λατρείας. Η Μέση Μεσολιθική Εποχή (5000 – 4000 π.Χ.) είναι γνωστή σαν «πολιτισμός του Σέσκλου». Οι ανασκαφές του Χρήστου Τσούντα (1901 – 1902) και η θαυμαστή έκθεση των αποτελεσμάτων το 1908, καθώς και οι νεότερες έρευνες από το Δημήτρη Θεοχάρη (1956, 1962 – 1968, 1971 – 1977) έριξαν άπλετο φως στην εποχή αυτή. Η ακρόπολη του Σέσκλου προβάλλει σαν υψηλό ακρωτήριο ανάμεσα σε δύο ρέματα που συγκλίνουν.
Η περιοχή είναι γεμάτη υψώματα, στους πρόποδες βουνών. Είναι η πρώτη ανασκαμμένη στην Ελλάδα Νεολιθική θέση. Τα σπίτια έχουν λιθόκτιστα θεμέλια και βάση έως ένα μέτρο και από πάνω πλίθες. Είναι μονόχωρα, υπάρχουν όμως και σπίτια με δύο δωμάτια, όπως επίσης και μέγαρο. Έχουν διαπιστωθεί επανειλημμένες αρχιτεκτονικές φάσεις αλλά το διάγραμμα των οικημάτων δεν αλλάζει και τα όρια ιδιοκτησίας φαίνονται καθορισμένα. Στενά δρομάκια οδηγούν σε κεντρική πλατεία τεσσάρων – πέντε οικημάτων. Ο οικισμός ήταν οχυρωμένος και έμπαιναν από στενά περάσματα στα τείχη. Από τα σπουδαιότερα οικήματα ήταν το μέγαρο με ανοιχτή πλακόστρωτη αυλή μπροστά, ενώ πίσω ασφαλιζόταν με εσωτερικό περίβολο.
Επίσης το «κεραμεικό εργαστήριο» με υποστηρίγματα, προφανώς κάποιου ημιορόφου. Οι εσωτερικοί τοίχοι και τα στηρίγματα ήταν αλειμμένα με πηλό. Διακρίνονται στο οίκημα τα σημάδια της καταστροφής από φωτιά, ίσως μετά από σεισμό, πριν το τέλος της Μέσης Νεολιθικής Εποχής (4400 π.Χ.) και φαίνεται ότι έκτοτε το Σέσκλο ερημώθηκε για περισσότερο από 500 χρόνια. Όμοια καταστροφή σημειώθηκε και στο Τσαγγλί (κοντά στην αρχαία Ερέτρια Φαρσάλων), αλλά εκεί η ζωή συνεχίστηκε. Εκτός από την άφθονη κεραμική -σπουδαιότερη συλλογή από όλη η Θεσσαλία- σημαντικά είναι και τα αρχιτεκτονικά λείψανα. Στην Οτζάκι μαγούλα παρατηρήθηκαν οχτώ αρχιτεκτονικές φάσεις.
Τα σπίτια τετράπλευρα, το ένα δίπλα στο άλλο, είναι από πηλό επειδή οι πέτρες σπανίζουν στην περιοχή. Αφήνουν μεταξύ τους στενά περάσματα που κλείνονται με τοιχάκια στην είσοδο. Τα σπίτια χτίστηκαν και ξαναχτίστηκαν στην ίδια θέση, με αυστηρά τα όρια της ιδιοκτησίας. Οι συνοικισμοί και οι ακροπόλεις, οι οχυρώσεις και τα μεγαροειδή οικήματα, είναι αποδείξεις για τον υψηλό βαθμό πολιτισμού της περιοχής και τον οργανωμένο από τότε βίο, που κράτησε χιλιετίες στην Ελλάδα. Άλλο σημαντικό δημιούργημα είναι η ειδωλοπλαστική, κανονική συνέχεια προηγούμενων εποχών. Όπως πριν, πλεονάζουν τα πήλινα ειδώλια γυναίκειων μορφών από τις ένθρονες αντρικές μορφές.
Εμφανίζεται η «κουροτρόφος» (μητέρα με το βρέφος στην αγκαλιά) και σπανιότερα ειδώλια ζώων. Οι λίθινες σφραγίδες πολλαπλασιάζονται. Τα σχέδια είναι μαιανδροειδή ή σταυρόσχημα. Η υψηλή τεχνική της κεραμεικής μαρτυρεί ότι η αγγειοπλαστική βρισκόταν σε χέρια τεχνιτών ειδικευμένων κει μερικές κατηγορίες πολυτελών αγγείων όπως η κεραμεική της Τζάνη μαγούλα, εξάγονταν σε μακρινές περιοχές της Θεσσαλίας. Αρκετά φέρνουν στην βάση σημάδια του εργαστηρίου. Στη Νεότερη Νεολιθική Εποχή (4000 – 2800 / 2700 π.Χ.) διακρίνονται τρεις υποδιαιρέσεις, που οι ονομασίες τους οφείλονται σε αντίστοιχους οικισμούς.
α) Η πρώιμη φάση Τσαγγλί (ή Αράπη μαγούλα, κοντά στη Γιάννουλη Λάρισας).
β) Ο πολιτισμός, Δίμηνι και οι όψιμες φάσεις, που καταλήγουν στον Χαλκολιθικό πολιτισμό.
γ) Ραχμάνι (13 χλμ βόρεια από τη Λάρισα).
Τα σημαντικότερα στοιχεία για την εποχή έφεραν στο φως οι ανασκαφές στο Δίμηνι, που δίνουν πλήρη εικόνα μιας οργανωμένης Νεολιθικής κοινότητας. Ο οικισμός βρίσκεται πάνω σε χαμηλό λόφο, 5 χλμ βορειοδυτικά από το Βόλο, έξω από το χωρίο Δίμηνι. Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν από το Βαλέριο Στάη (1901) και τον Χρήστο Τσούντα (1901 – 1903) και αργότερα ο Γεώργιος Χουρμουζιάδης (1974 – 1977) πραγματοποίησε νέα έρευνα. Το Δίμηνι παρουσιάζει ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό στοιχείο, τους περιβόλους. Είναι έξι λιθόχτιστες μάντρες (ομόκεντροι κύκλοι) που είχαν κατασκευαστεί κατά ζεύγη σε διαφορετικές εποχές. Αρχίζουν από την κορυφή, αφήνοντας μεγαλύτερο διάστημα εκεί που ακουμπούσαν τα σπίτια.
Ο οικισμός κόβεται από τέσσερις διαδρόμους, για την επικοινωνία των κατοίκων με τη γύρω περιοχή. Στα σημεία αυτά υπήρχαν δύο – τρία μεγάλα σπίτια με βοηθητικά κτίσματα και αυλή. Οι περίβολοι του Διμηνιού χαρακτηρίζονται από το Χρήστο Τσούντα οχυρωματικό σύστημα, ενώ ο Γεώργιος Χουρμουζιάδης τους αποδίδει στην πολεοδομική αντίληψη της εποχής. Η κεραμεική που βρέθηκε στο Δίμηνι -και είναι αυτή που διαχωρίζει τη φάση- είναι τα γραπτά αγγεία, φιάλες, με καφέ διακόσμηση πάνω σε ανοιχτόχρωμη επιφάνεια. Τα αγγεία αυτά διαδόθηκαν σε μεγάλη έκταση στον Ελλαδικό χώρο. Μια άλλη κατηγορία είναι τα εγχάρακτα, γκρίζα ή μαύρα, συνήθως μεγάλα αγγεία που έχουν διακοσμηθεί με αιχμηρό αντικείμενο πριν το ψήσιμο.
Στις ανασκαφές βρέθηκαν πέτρινα και οστέινα εργαλεία, μεγάλος αριθμός λεπίδων από οψιανό και πυριτόλιθο, πήλινα σφονδύλια και βλήματα για σφεντόνες, ανθρωπόμορφα ειδώλια, κοσμήματα από κόκαλο, πέτρα ή κοχύλια. Μέσα στον οικισμό βρέθηκαν λίγες ταφές μικρών παιδιών σε αγγεία. Οι ενήλικοι ίσως θάβονταν μακριά. Το Δίμηνι ερημώθηκε στην αρχή της 3ης χιλιετίας π.Χ. εκτός από ένα μικρό μέρος του οικισμού, όπως το κεντρικό μέγαρο και οι νότιες παρυφές του λόφου. Μεγαλόπρεπα οικοδομήματα της εποχής αυτής έχουν εντοπιστεί στο Σέσκλο και στη Βισβίκη μαγούλα, κοντά στο Βελεστίνο.
Λίγο μετά την αρχή της 3ης χιλιετίας, ο Αιγαιακός κόσμος βαδίζει σε μια νέα εποχή με τη χρήση των μετάλλων. Η Χαλκοκρατία κράτησε περίπου μιάμιση χιλιετία (2800 ή 2700 110 π.Χ.). Το μισό από το διάστημα αυτό (2800 – 1900 π.Χ.) καλύπτει η Πρώιμη Χαλκοκρατία. Άφθονο υλικό έφεραν στο φως οι ανασκαφές στο Σέσκλο, στο Δίμηνι, στο Ραχμάνι, στη Τζάνη μαγούλα, στα Ζερέλια. Οι νεότερες έρευνες στην Άργισσα, κοντά στη Λάρισα, αποκάλυψαν πολλά Μακεδονικά στοιχεία στα σχήματα και στην τεχνική της κεραμεικής, που οδήγησαν του επιστήμονες στο συμπέρασμα για μετακίνηση πληθυσμών από τη βόρεια Θεσσαλική πεδιάδα.
Το εμπόριο που αναπτύχθηκε με την πάροδο του χρόνου, έφερε σε επικοινωνία τους Μεσοελλαδίτες με τους νησιώτες και μαζί την πρόοδο και την πολιτιστική αφύπνιση. Στη βορειοδυτική Θεσσαλία συγκεντρώθηκαν και διαμορφώθηκαν τα Ελληνικά φύλα όπως οι Ίωνες -μαρτυρείται και ποταμός Ίων- που κατευθύνθηκαν στα νότια γύρω στο 1900 π.Χ. και τα Αιολόφωνα φύλα, ενώ Αχαιοί ήταν εγκατεστημένοι, γύρω στα 1900, στη νότια Θεσσαλία που επικράτησε να λέγεται Αχαΐα Φθιώτιδα. Σημαντικότατο Μυκηναϊκό κέντρο της Θεσσαλίας υπήρξε το ορμητήριο των Αργοναυτών, η Ιωλκός, στην περιοχή του σημερινού Βόλου, όπου αναπτύχθηκαν περίπου ταυτόχρονα τρεις οικισμοί.
Στη συνοικία Παληά, το Δίμηνι και τα Πευκάκια. Στα Παληά, στη θέση «Κάστρο» ή «Άγιοι Θεόδωροι» ανακαλύφθηκαν ανάκτορο, ερείπια κατοικιών, κεραμεική και ταφές. Στο Δίμηνι, γνωστό κυρίως για το Νεολιθικό οικισμό, αποκαλύφθηκαν Μυκηναϊκός οικισμός και μεγάλος θολωτός τάφος, γνωστός σαν Λαμιόσπιτο, με πλούσια κτερίσματα. Στα Πευκάκια τοποθετείται η Νηλεία, η πόλη που ίδρυσε ο Νηλέας, ο αδερφός του Πελία. Η κατοίκιση στο χώρο αυτό είναι συνεχής από τη Νεότερη Νεολιθική Εποχή ως την Υστεροελλαδική (4000 – 1100 π.Χ.) και λόγω της επίκαιρης θέσης του εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό σταθμό που συνέδεε την ενδοχώρα με τη Θράκη, τη Μικρά Ασία, τα νησιά και τη νότια Ελλάδα.
Οι Φερές (Βελεστίνο), η πόλη που κατοικείται από τη Νεολιθική Εποχή, άκμασε και στη Μυκηναϊκή Εποχή, όπως έδειξαν οι σύγχρονες ανασκαφές, επιβεβαιώνοντας τις αρχαίες παραδόσεις για τον ισχυρό βασιλιά Άδμητο και την Άλκηστη. Στην περιοχή του Αλμυρού, στη λίμνη Βοίβη και γύρω στον Πηνειό, εντοπίστηκαν αρκετές Μυκηναϊκές θέσεις με αξιόλογα ευρήματα που πιστοποιούν τη συνεχή κατοίκιση στο Θεσσαλικό χώρο. Ο 14ος και 13ος αιώνας π.Χ. αποτελούν την κορυφαία φάση της Μυκηναϊκής ανάπτυξης, που δόξασε ο Αχιλλέας με τους Μυρμιδόνες.
Ιστορικοί Χρόνοι (1100 π.Χ. – 1881 μ.Χ.)
Γεωμετρική Εποχή (1.100 – 700 π.Χ.)
Είναι η εποχή των μεγάλων μετακινήσεων των Ελληνικών φύλων από τη Μακεδονία και την Ήπειρο. Γύρω στα 1200 π.Χ. οι Βοιωτοί είχαν εγκαταλείψει την περιοχή της κεντρικής Πίνδου που κατείχαν από αιώνες και είχαν εγκατασταθεί στην Άρνη. Προς την ίδια κατεύθυνση και από την ίδια περιοχή κινήθηκαν αργότερα (1125 – 1100 π.Χ.) οι Θεσσαλοί, που πέρασαν τον Αχελώο ανάμεσα από τα Άγραφα και το Τυμφρηστό. Εγκαταστάθηκαν στην Άρνη, ενώ οι Βοιωτοί προχώρησαν νοτιότερα πρώτα στην Χαιρώνια και έπειτα στον Ορχομενό και στην Κορώνεια, απωθώντας του Θράκες και τους Πελασγούς προς τον Παρνασσό.
Την ίδια περίπου εποχή οι Μάγνητες, κλάδος των μακεδόνων εγκαταστάθηκαν στα Τέμπη και στο Πήλιο, ενώ τα Αιολόφωνα φύλα από την Θεσσαλία κατευθύνθηκαν στην Τένεδο, στη Λέσβο και τα απέναντι Μικρασιατικά παράλια. Μετά το 975 π.Χ. και έως το 800 π.Χ. Μάγνητες μετακινήθηκαν σε αραιά διαστήματα, στην Κρήτη και τη Μικρά Ασία. Από τους κατοίκους της Μυκηναϊκής Εποχής, οι Περραιβοί, στην βορειότατη Θεσσαλία δεν μετακινήθηκαν, αλλά επεκτάθηκαν σε όλη τη λεκάνη των ποταμών Εύρωπου και Τιταρήσιου και στα βόρεια των Τεμπών βουνά. Περραιβοί συναντώνται και στην Πίνδο και στα Αθαμανικά Όρη.
Οι Θεσσαλοί επεκτάθηκαν στις πεδιάδες και τον 8ο π.Χ. αιώνα φαίνεται ότι χωρίζονταν σε πολιτιστικές ζώνες. Μια στην περιοχή της Λάρισας και άλλη γύρω στην Ιωλκό, ενώ οι Μάγνητες περιορίστηκαν στην Όσσα και το Πήλιο. Θεσσαλοί και Μάγνητες διατήρησαν την πολιτική οργάνωση, που χαρακτηρίζεται «φυλετικό κράτος», ίδια σε όλα τα Ελληνικά φύλα, από το μακρινό ιστορικό παρελθόν. Κάθε φύλο αποτελούσε «έθνος». Οι νέοι κάτοικοι χώρισαν τη γη σε κλήρους και όσοι από τους παλαιούς κατοίκους παρέμειναν, υποχρεώθηκαν να καλλιεργούν τη γη και να δίνουν μεγάλο μερίδιο στους Θεσσαλούς, σαν δουλοπάροικοι, όπως οι είλωτες της Σπάρτης, και ονομάζονταν πενέστες.
Σε περίπτωση πολέμου, κάθε κλήρος κινητοποιούσε 40 ιππείς και 80 πεζούς, στρατεύοντας και πενέστες. Άρα οι Θεσσαλικοί κλήροι είχαν διανεμηθεί σε μεγάλες συγγενικές ομάδες. Νότια από τις Θεσσαλικές πεδιάδες παρέμειναν Αχαιοί και Δόλοπες. Η εθνική συνέχεια στην Αχαΐα Φθιώτιδα διαπιστώνεται από τη λατρεία του Λαφυστίου Διός και της Ιτωνίας Αθηνάς -η δεύτερη πέρασε και στους Θεσσαλούς- καθώς και από τους μύθους για τον Αθάμα, την Ινώ, το Φρίξο και την Έλλη. Η Θεσσαλία βρισκόταν σε εξέχουσα θέση με την παραγωγή μεγάλης ποσότητας δημητριακών, που επέτρεπε την εξαγωγή, καθώς και με το περίφημο ιππικό της που αναπτύχθηκε νωρίς.
Αρχαϊκή Εποχή (700 – 478 π.Χ.)
Η Θεσσαλία διασπάστηκε σε τέσσερα φυλετικά κράτη, τη Θεσσαλιώτιδα, την Πελασγιώτιδα, με περίοικους τους Περραιβούς, την Εστιαιώτιδα και τη Φθιώτιδα, με περίοικους τους Αχαιούς της Όθρης και των γύρω περιοχών. Σε καιρό πολέμου ένωναν τις δυνάμεις τους και εκλέγονταν ηγέτης ένας από τους τέσσερις ηγεμόνες, ο ταγός. Αρχαιότερος Ταγός αναφέρεται ο Αλεύας από τη Λάρισα (Πελασγιώτιδα), στον οποίο αποδίδεται η οργάνωση της συμμαχίας και του συμμαχικού στρατού. Πολλοί Ταγοί κρατούσαν τη διοίκηση της Θεσσαλίας και μετά τη λήξη του πολέμου, έτσι κατά διαστήματα υπήρχε ενιαία κυβέρνηση. Τα επιμέρους κράτη ονομάστηκαν «τετράδες» ή «τετραρχίες», ενώ ενωμένα τα κράτη αποτελούσαν το κοινό των Θεσσαλών.
Οι βλέψεις των Θεσσαλών στρέφονταν προς νότο και σύντομα πρόσθεσαν στους περίοικους τους Μάγνητες, τους Αινιάνες, τους Μαλιείς και σε λίγο τους Φωκείς. Εκτός από την Φωκική πόλη Κίρρα, μοναδικό λιμάνι που εξυπηρετούσε τους Δελφούς, εισπράττοντας φόρους από προσκυνητές και εμπορεύματα. Στα ισχυρά τείχη της Κίρρας αναχαιτίστηκε το Θεσσαλικό ιππικό, αλλά το συμβούλιο της Δελφικής Αμφικτιονίας, στο οποίο οι Θεσσαλοί διέθεταν τις μισές ψήφους, κήρυξε τον Α’ Ιερό Πόλεμο (592 π.Χ.). Η Κίρρα πέρασε από φωτιά και σίδηρο και η γη της αφιερώθηκε στους Δελφικούς θεούς Απόλλωνα, Άτρεμη, Λητώ και Αθηνά Προναία.
Το τέλος του Α’ Ιερού Πολέμου συνδέεται με την ίδρυση ή την αναδιοργάνωση των Πυθίων με μουσικούς αγώνες. Κατά την αρχαία παράδοση τα Πύθια καθιερώθηκαν κάθε οχτώ χρόνια, από τότε που ο Απόλλων κατέβαλε τον δράκοντα Πύθωνα. Ιστορικά άρχισαν το 590 π.Χ. αλλά πρώτοι Πυθικοί αγώνες θεωρήθηκαν το 582 π.Χ. τότε που γιορτάστηκε με λαμπρότητα η οριστική κάμψη των Κιρραίων στα βουνά. Οι Θεσσαλοί που είχαν πάρει μέρος και στο Ληλάντιο Πόλεμο (Χαλκίδας – Ερέτριας) το 571 π.Χ. εισέβαλαν, χωρίς αποτέλεσμα, και στη Βοιωτία και αργότερα, ύστερα από σκληρότατο πόλεμο, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν και τη Φωκίδα.
Ο τύμβος στην αγροτική περιοχή «Καραέρια» έκρυβε αντρικές ταφές πολεμιστών, αγνώστου πολεμικού γεγονότος που χρονολογείται στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Τα κτερίσματα που ήρθαν στο φως μαρτυρούν για τις συνήθειες και τον πολιτισμό της εποχής, πέρα από το ιστορικό γεγονός. Βρέθηκαν σιδερένια ξίφη, λυγισμένα για να χωρέσουν σε πήλινα ή χάλκινα τεφροδόχα αγγεία, αιχμές δοράτων και βελών, μαχαίρια, μαχαιρίδια, πόρπες, περόνες, δαχτυλίδια, αγγεία με συνηθισμένα θέματα, άνθη, ταινίες, κυματοειδής γραμμές, γιρλάντες και δέσμες με κάθετες και οριζόντιες γραμμές.
Οι ήττες των Θεσσαλών στις μάχες του Κερρησού από τους Βοιωτούς και της Υάμπολης από τους Φωκείς, γύρω στα 500 π.Χ. καθόρισαν τη διαφορετική στάση τους στους Περσικούς Πολέμους. Οι Αλευάδες της Λάρισας, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των ολιγαρχικών, ζήτησαν από τον Ξέρξη να επέμβη στα Ελληνικά πράγματα, που μόλις ανέβηκε στο θρόνο το 486 π.Χ. ελπίζοντας στην αποκατάσταση του χαμένου κύρους και στην προσάρτηση των εδαφών. Και όταν το 480 π.Χ. οι Έλληνες νικήθηκαν στη μάχη των Θερμοπυλών θριαμβολογούσαν ότι επηρεάζουν του Πέρσες και μπορούν να υποτάξουν τους Φωκείς. Πραγματικά οι Θεσσαλοί μεσολάβησαν στην σωτηρία της πόλης των Δελφών.
Για την πολιτική τους αυτή οι Θεσσαλοί και η Δελφικοί Αμφικτιονία που έλεγχαν, δεν κλήθηκαν στα πανελλήνια συνέδρια του Ισθμού (φθινόπωρο του 481 π.Χ. και άνοιξη του 480 π.Χ.) όπου οι Έλληνες αποφάσισαν να αμυνθούν εναντίον του Περσικού κινδύνου. Και η επιτροπή που παρουσιάστηκε στο δεύτερο συνέδριο, ισχυριζόμενη ότι οι Θεσσαλοί διαφωνούν με τη φιλοπερσική στάση των Αλευάδων και θέλουν να αντισταθούν, δεν έγινε πιστευτή, επειδή απαίτησε να παρατάξουν τις γραμμές άμυνας στα Τέμπη, για να μην πέσει το βάρος στου Θεσσαλούς. Αλλά όλοι γνώριζαν ότι τα Τέμπη δεν ήταν η μοναδική οδός προσπέλασης.
Ωστόσο στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) το Θεσσαλικό ιππικό κράτησε ουδέτερη στάση -ενώ είχε ακολουθήσει τους Πέρσες- συμβάλλοντας έτσι στη νίκη των Ελλήνων.
Κλασική Εποχή (478 – 323 π.Χ.)
Μετά τους Περσικούς Πολέμους οι Αλευάδες, παρόλα αυτά, διατηρούσαν την Ταγεία του Κοινού των Θεσσαλών και έδωσαν βοήθεια στους Αθηναίους το 476 π.Χ. στην εκστρατεία του Κίμωνα κατά των Περσών στην Ηιόνα (στο Στρυμώνα) και αργότερα στην κατάληψη της Σκύρου. Οι Σπαρτιάτες όμως με στρατηγό τον Λεωτυχίδα, εκστράτευσαν εναντίον των Θεσσαλών, το 469 π.Χ. και τιμώρησαν τους ολιγαρχικούς για την Περσόδουλη συμπεριφορά τους, δημιουργώντας το πρώτο ρήγμα στο κοινό των Θεσσαλών. Η Σκοτούσα και οι Φέρες, καθώς και τμήμα της Αχαΐας Φθιώτιδας αποσπάστηκαν από τη νομισματική ένωση των Αλευάδων.
Η κεντρική εξουσία, με εκπρόσωπο τον Ταγό, έχασε την ισχύ, όταν οι πλούσιες οικογένειες απέκτησαν δύναμη. Αυτό φάνηκε στη μάχη της Τανάγρας, το 457 π.Χ., με τη στροφή του Θεσσαλικού ιππικού υπέρ των Σπαρτιατών, ενώ είχε σταλεί να στηρίξει τους Αθηναίους. Στη μάχη σκοτώθηκε ο Εχεκρατίδας της Φαρσάλου και ο γιος του Ορέστης κατέφυγε στην Αθήνα, η οποία επιχείρησε το 454 π.Χ. να τον επαναφέρει, χωρίς αποτέλεσμα. Το θεσσαλικό ιππικό στήριζε τώρα τις επαναστατημένες πόλεις. Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.) η Θεσσαλία κράτησε αποστάσεις, ακόμα κι όταν θιγόταν άμεσα, όπως το 424 π.Χ. όταν ο Σπαρτιάτης Βρασίδας διάβηκε τη χώρα.
Ταγός ήταν ο Φαρσάλιος Δάοχος (432 – 405 π.Χ.) και στην εποχή του σε όλη τη Θεσσαλία επικρατούσαν η ειρήνη και η ευημερία, σύμφωνα με το ιστορικό επίγραμμα που χάραξε ο εγγονός του Δάοχος το δεύτερα μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Ο Ταγός ουσιαστικά ήταν ανίσχυρος και το Κοινό των Θεσσαλών ήταν στα χέρια ορισμένων οικογενειών της αριστοκρατίας, οι οποίοι αψηφούσαν και αυτή την ύπαρξη της συνέλευσης. Το 405 / 4 π.Χ. ο Λυκόφρων με την υποστήριξη των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων ήθελε να επεκτείνει την κυριαρχία του σε ολόκληρη τη Θεσσαλία. Αλλά το 402 π.Χ. ο Λαρισαίος Αλευάδης, Αρίστιππος. επανέφερε το παλαιό καθεστώς.
Σημαντική προσωπικότητα του 4ου αιώνα π.Χ. υπήρξε ο lάσων, τύραννος των Φερών (380 – 370 π.Χ.). Διάδοχος, ίσως και γιος του Λυκόφρονα, κατόρθωσε να επιβληθεί σε ολόκληρη τη Θεσσαλία και αναγνωρίστηκε ταγός. Συνεργάστηκε με τον Πολυδάμα της Φαρσάλου, τον Αλκέτα της Hπείρου και τον Αμύντα Γ’ της Μακεδονίας. Το όνομά του αναφέρεται επίσης στη Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία το 375 π.χ. και είχε φιλικές σχέσεις με τους Θηβαίους. Απέβλεπε στην ένωση όλων των Ελλήνων και σε κοινή εκστρατεία κατά των Περσών, ιδέα που υποστήριζε και ο ρήτορας Ισοκράτης.
Άφησε εποχή ο μεγάλος αριθμός ζώων που έστειλε στα Πύθια για θυσία το 370 π.Χ., ενώ παράλληλα κινητοποίησε το στρατό του με σκοπό τον έλεγχο της Αμφικτιονίας. Αλλά την ίδια χρονιά δολοφονήθηκε. Τον διαδέχθηκαν τα αδέλφια του, Πολύδωρος και Πολύφρονας, που είχαν επίσης βίαιο τέλος, για να επικρατήσει ο γιος του Πολυδώρου Αλέξανδρος των Φερών (369 – 358 π.Χ.). Οι συγκρούσεις και τα αιματηρά γεγονότα συνεχίστηκαν. Οι Θεσσαλοί ζήτησαν τη βοήθεια του Αλέξανδρου Β’ της Μακεδονίας, ο οποίος έσπευσε πρόθυμα, αλλά κράτησε τις πόλεις που απέσπασε από τον Αλέξανδρο των Φερών.
Τότε κάλεσαν σε βοήθεια τους Βοιωτούς, οι οποίοι έστειλαν το Θηβαίο Πελοπίδα. που επεβλήθη, αλλά στη Φάρσαλο αιχμαλωτίστηκε από τον Αλέξανδρο των Φερών, ο οποίος προσάρτησε την Αχαΐα Φθιώτιδα, τη μισή Μαγνησία και μεγάλο τμήμα της Πελασγιώτιδας. Ο Πελοπίδας ελευθερώθηκε από τον Επαμεινώνδα κατόπιν διαπραγματεύσεων, αλλά το 364 π.Χ. σκοτώθηκε στη μάχη στις Κυνός Κεφαλές, όπου ηττήθηκε ο Αλέξανδρος των Φερών. Οι Θεσσαλοί θρήνησαν τον Πελοπίδα και έστησαν το άγαλμά του στους Δελφούς. Το 363 π.χ. Θεσσαλοί και Βοιωτοί συνέτριψαν τον Αλέξανδρο των Φερών, ο οποίος δολοφονήθηκε το 358 π.Χ.
Το 352 π.Χ. κύριος της Θεσσαλίας έγινε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β’ και τη διαίρεσε σε τετράδες, με πρόσωπα της εμπιστοσύνης του. Ο Αλέξανδρος ανανέωσε τη συμφωνία με τα ίδια δικαιώματα που είχε ο Φίλιππος. Στην εκστρατεία του στην Ασία, το 334 π.Χ., χρησιμοποίησε το αήττητο Θεσσαλικό ιππικό και στο επιστημονικό επιτελείο του περιέλαβε αρκετούς Θεσσαλούς, όπως το μηχανικό Διάδη, το γεωγράφο Μήδιο, τον ιστορικό Κύρσιλο, τον ιδρυτή της Αρμενίας, Άρμενο.
Ελληνιστική & Ρωμαϊκή Εποχή (323 π.Χ. – 324 μ.Χ.)
Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι Θεσσαλοί ακολούθησαν την αντιμακεδονική πολιτική του Αθηναίου Λεωσθένη και το ιππικό τους έλαβε μέρος στο Λαμιακό Πόλεμο, το 322 π.Χ. Αλλά το 321 π.Χ. επεβλήθη ο Μακεδόνας στρατηγός Πολυσπέρχων και η Θεσσαλία έμεινε με τους Μακεδόνες έως τη Ρωμαιοκρατία (197 π.Χ.). Ιστορική χρονολογία της Ελληνιστικής Εποχής θεωρείται το 293 π.Χ., όταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής ίδρυσε τη Δημητριάδα στον Παγασητικό κόλπο, θέση στρατηγικής σημασίας και ισχυρός στρατιωτικός σταθμός, από όπου επόπτευαν όλη τη Θεσσαλία. Γρήγορα εξελίχθηκε σε σπουδαίο εμπορικό κέντρο, όπως και οι Παγασές στην αρχαιότητα.
Οι Θεσσαλοί επιχείρησαν αρκετές φορές να αποσπαστούν από τους Μακεδόνες, όπως 278 π.Χ., με την αποτυχημένη εισβολή των Γαλατών του Βρέννου, αλλά όταν έγινε βασιλιάς ο γιος του Δημητρίου, Αντίγονος Γονατάς, το 277 π.Χ. επανέφερε την τάξη. Το 229 π.Χ. οι Θεσσαλοί, με την υποστήριξη των Αιτωλών εξεγέρθηκαν και η Αχαΐα Φθιώτιδα, η Θεσσαλιώτιδα και η Εστιαιώτιδα έγιναν μέλη της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Ο Φίλιππος Ε’ το 220 π.Χ. απαίτησε από τους Αιτωλούς τα εδάφη και ξέσπασε ο λεγόμενος Συμμαχικός Πόλεμος, που έκλεισε με την επιστροφή των εδαφών, στη συνθήκη του 206 π.Χ. Όλες αυτές οι έριδες έφθειραν τις Ελληνικές πόλεις και τις οδήγησαν στην υποτέλεια.
Οι Ρωμαίοι εμφανίστηκαν σαν σωτήρες και το 197 π.Χ. στη μοιραία για το Φίλιππο Ε’ και τους Έλληνες μάχη, στις Κυνός Κεφαλές, θεμελίωσαν την κυριαρχία τους στο απέραντο Ελληνικό κράτος. Στη Θεσσαλία επανέφεραν το παλαιό καθεστώς με τις τετράδες, τους άρχοντες, τον Ταγό και το Κοινό των Θεσσαλών. Ο Φίλιππος Ε’ πέθανε το 179 π.Χ. και τον διαδέχθηκε ο γιος του Περσέας. ο τελευταίος βασιλιάς της Μακεδονίας προσπάθησε να οργανώσει το κράτος του, αλλά κατηγορήθηκε από τους Ρωμαίους για επεκτατισμό. Ακολούθησε ο Γ’ Μακεδονικός Πόλεμος, που οδήγησε στην ήττα του Περσέα, στην Πίδνα το 168 π.Χ. Η Ρωμαϊκή προπαγάνδα είχε κάνει το θαύμα της.
Το Μακεδονικό κράτος διαλύθηκε και η Ρωμαϊκή σύγκλητος ανακήρυξε «ανεξάρτητη» τη Θεσσαλία. Με την ίδια απόφαση κατεδαφίστηκαν τα τείχη της Δημητριάδας. Και όταν εμφανίστηκε ο Μητροφάνης, στο δεύτερο χρόνο του Μιθριδατικού Πολέμου (88 – 86 π.Χ.) οι κάτοικοι έντρομοι, δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν για την αναστήλωση των τειχών τις γραπτές επιτύμβιες στήλες της νότιας νεκρόπολης. Οι στήλες καλύφθηκαν με ωμές πλίθες και διατήρησαν τα χρώματά τους. Οι Θεσσαλικές πόλεις δοκιμάστηκαν και στο Ρωμαϊκό εμφύλιο, όπως οι Γόμφοι. Στη συνέχεια οι Ρωμαίοι αφού απογύμνωσαν την Ελλάδα από καθετί πολύτιμο, τη μετέβαλαν σε Ρωμαϊκή επαρχία.
Βυζαντινή Εποχή (324 – 1204)
Στη Θεσσαλία, ο Χριστιανισμός διαδόθηκε από τον 1ο αιώνα, με πρώτη εστία την Υπάτη και κήρυκα τον Ηρωδίωνα, έναν από τους 70 αποστόλους. Το 2ο αιώνα τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα ήταν η Υπάτη, η Λάρισα, η Δημητριάδα και οι Φθιώτιδες Θήβες. Ο Χριστιανισμός προοδευτικά παγιώθηκε και στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο, το 325, παραβρέθηκαν και οι επίσκοποι Λαρίσης, Αχίλλιος, και Τρίκκης, Θεόδωρος. Τα σωζόμενα ερείπια μαρτυρούν ακμαίο κοινωνικό και οικονομικό βίο στη Θεσσαλία τον 4ο αιώνα. Η Μητρόπολη της Λάρισας κατείχε την πρώτη θέση στην πολιτική και την εκκλησιαστική διοίκηση.
Αλλά τα περισσότερα και σημαντικότερα Παλαιοχριστιανικά μνημεία αποκαλύφθηκαν στις Φθιώτιδες Θήβες και στη γειτονική Δημητριάδα. Χρονολογικά ανήκουν στους ύστερους χρόνους της Ρωμαιοκρατίας και στην Παλαιοχριστιανική Εποχή, έως και τον 7ο αιώνα. Ναοί, βαπτιστήρια, κοιμητήρια και κοσμικά κτίρια ήρθαν στο φως, όλα πλούσια διακοσμημένα, με ανάγλυφα και κυρίως με ψηφιδωτά εξαιρετικής τέχνης, Στοιχεία για τη Βυζαντινή Θεσσαλία χορηγήθηκαν από την αρχαιολόγο Ασπασία Ντίνα. Από τον 4ο αιώνα άρχισαν και οι επιδρομές των εχθρών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Για να προστατεύσει τους πληθυσμούς ο Ιουστινιανός (527 – 565) οχύρωσε τις πόλεις. Συχνότερες ήταν οι Σλαβικές, τον 6ο αιώνα. Ένα από τα Σλαβικά φύλα, οι Βελεγιζίτες, θεωρούνται υπαίτιοι της καταστροφής των μνημείων στις Φθιώτιδες Θήβες τον 7ο αιώνα. Με τη διοικητική μεταρρύθμιση η Θεσσαλία εντάχθηκε στο Θέμα της Ελλάδας με πρωτεύουσα τη Λάρισα, Τον 8ο και τον 9ο αιώνα, παρά τις ληστρικές επιδρομές Βουλγάρων και Σαρακηνών, η Θεσσαλία γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση. Την εποχή του Βασιλείου Β’ (976 – 1025) Βουλγάρικα στίφη με αρχηγό το Σαμουήλ κατέλαβαν τη Λάρισα, το 986, σκορπίζοντας το θάνατο στους κατοίκους,
Η χώρα απελευθερώθηκε από το στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό το 997, ο οποίος νίκησε τους Βούλγαρους στη μάχη του Σπερχειού. Τον 11ο αιώνα η Θεσσαλία δέχτηκε τις επιδρομές των Νορμανδών, που ερήμωσαν τη χώρα και πολιόρκησαν τη Λάρισα. Ο διοικητής του θέματος, Λέων Κεφαλάς αμύνθηκε επί έξι μήνες και με τη βοήθεια του Αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού (1081 – 1118) έτρεψε σε φυγή τους πολιορκητές. Τους αγώνες κατά των Νορμανδών περιγράφει στο βιβλίο της «Αλεξιάς» η κόρη του Αλεξίου Α’, Άννα Κομνηνή, και δίνει αρκετές πληροφορίες για τη Θεσσαλία εκείνης της εποχής.
Σημαντικό εμπορικό κέντρο το 12ο αιώνα ήταν ο Αλμυρός, όπου είχαν εγκατασταθεί Βενετοί, Πισάτες, Γενουάτες και Εβραίοι έμποροι. Όταν το 1171 ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Α’ Κομνηνός έδωσε διαταγή να συλληφθούν οι Βενετοί της Αυτοκρατορίας, οι τελευταίοι μπήκαν σε πλοία και διέφυγαν, αλλά ακολούθησαν τα αντίποινα. Το 1181 οι Βενετοί επέστρεψαν και λεηλατώντας τα Ελληνικά παράλια στο Αιγαίο έφτασαν ως τη Θεσσαλία.
Υστεροβυζαντινή Εποχή (1204 – 1393)
Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σωτήρες των Αγίων Τόπων, Σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας (1204), η Θεσσαλία παραχωρήθηκε στο Λομβαρδικό βασίλειο του Βονιφάτιου του Μομφερατικού, ο οποίος τη μοίρασε σε τρεις αξιωματούχους του στρατού του, με κέντρο τη Λάρισα, το Βελεστίνο και τις Φθιώτιδες Θήβες. Η Φραγκοκρατία κράτησε ως το 1222. Στη συνέχεια προσαρτήθηκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και το 1246 στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας, ενώ ο Ιωάννης Α’, νόθος γιος του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ, ίδρυσε το ισχυρό Δεσποτάτο της Θεσσαλίας, με πρωτεύουσα τις Νέες Πάτρες (Υπάτη).
Το κρατίδιο, που εκτεινόταν από τον Όλυμπο ως τον Παρνασσό, διεκδικούσαν ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος (1261 – 1282) και οι δεσπότες της Ηπείρου, ως την τελική διάλυση του, το 1303. Στη Θεσσαλία εγκαταστάθηκαν αρκετές Βυζαντινές οικογένειες. Το 1309 η Θεσσαλία λεηλατήθηκε από τους Καταλανούς, οι οποίοι το 1311 με ηγέτη το δούκα των Αθηνών Αλφόνσο κατέλαβαν τον Αλμυρό και τη Δημητριάδα, μετά την περίφημη μάχη του Αλμυρού. Το 1333 επανέκτησε τη Θεσσαλία ο Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης Ανδρόνικος Γ’, ο οποίος προσπάθησε να συνεργαστεί με τη Δύση, για κοινή εκστρατεία κατά των Τούρκων.
Στα μέσα του 14ου αιώνα οι Βυζαντινοί με τις διαμάχες τους (Ανδρόνικος Γ’ και Καντακουζηνός) προκάλεσαν την επέμβαση των Σέρβων, καθώς και των Τούρκων. Το 1342 παραχωρήθηκαν ορισμένα εδάφη της Θεσσαλίας στους Σέρβους, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση κατέλαβαν όλη την περιοχή (1346 – 1348) με ηγέτη το στρατηγό του Στέφανου Δουσάν, Θωμά Πρελούμπο. Την εποχή των Σέρβων γνώρισαν μεγάλη άνθηση τα μοναστήρια. Στα Μετέωρα ιδιαίτερα ιδρύθηκαν αρκετά μοναστήρια, επειδή οι Σέρβοι αναγνώριζαν τα χρυσόβουλα και τα επίσημα έγγραφα που κατοχύρωναν την εκκλησιαστική περιουσία.
Παρά τους πολέμους και τις θεομηνίες, η εποχή σώζει αξιόλογα μνημεία, Βυζαντινής αρχιτεκτονικής και αγιογραφίας, όπως το ναό της Πόρτα – Παναγιάς στην Πύλη (ιδρύθηκε το 1283 από τον Ιωάννη Α’), τη μονή της Παναγίας της Ολυμπιώτισσας στην Ελασσόνα (ιδρύθηκε από τον Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο, 1282 – 1328), τη μονή της Υπαπαvτής των Μετεώρων (1366).
Τουρκοκρατία & Νεότεροι Χρόνοι (1423 – 1881)
Η παρουσία των Τούρκων στη Θεσσαλία σημειώνεται από το τέλος του 14ου αιώνα, όταν ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ πέρασε στην Ευρώπη το 1393 και από τη Μακεδονία κατέβηκε στη Θεσσαλία. Οριστικά την κατέλαβε ο Μουράτ Β’ το 1423 και εγκατέστησε 5.000 – 6.000 «φίλεργους εμπειροπόλεμους χωρικούς» από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας για να καλλιεργούν τη γη. Οι Θεσσαλοί δοκιμάστηκαν από την καταπίεση των Τούρκων. Πολλοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν στις δυσπρόσιτες άγονες ορεινές περιοχές του Πηλίου και των Αγράφων, εγκαταλείποντας την εύφορη πεδιάδα, όπου η ζωή των αγροτών ήταν αβάσταχτη, καθώς η σχέση με τους γαιοκτήμονες ήταν δουλοπαροικιακή, όπως στην αρχαιότητα των πενεστών.
Οι ίδιοι και τα παιδιά τους εργάζονταν υποχρεωτικά στο ίδιο τιμάριο και πλήρωναν φόρους νόμιμους και αυθαίρετους. Οι πλημμύρες, οι φτωχές σε παραγωγή χρονιές και η ελονοσία συμπλήρωναν την εξαθλίωση. Οι Τούρκοι για να εξασφαλίσουν την τάξη ίδρυσαν στα Θεσσαλικά Άγραφα το πρώτο αρματολίκι, θεσμός που στα μέσα του 15ου αιώνα καθιερώθηκε σε όλη την περιοχή των Βαλκανίων. Με τη Συνθήκη του Ταμασίου εξάλλου, που υπογράφηκε στην ομώνυμη θέση της περιοχής της Καρδίτσας, το 1525 χορηγήθηκαν προνόμια στους κατοίκους των Αγράφων, όπου απαγορευόταν η εγκατάσταση Τούρκων -εκτός από το Φανάρι- επιτρεπόταν η ελεύθερη επικοινωνία με την πεδιάδα και πλήρωναν 50.000 γρόσια το χρόνο.
Το ποσό άφηναν οι κοινότητες στην Πύλη. Σταθμός στην ιστορία της Θεσσαλίας υπήρξε η επανάσταση του μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου του Σκυλοσόφου το 1600, ο οποίος κήρυξε ένοπλο κατά των Τούρκων αγώνα. Το κίνημα απέτυχε και τα αντίποινα των κατακτητών -σφαγές, λεηλασίες, εξανδραποδισμοί- αποδεκάτισαν τον πληθυσμό. Το 1611 ο Διονύσιος οργάνωσε νέο κίνημα από την Ήπειρο. Ο ίδιος θανατώθηκε, ενώ Θεσσαλοί και Ηπειρώτες δοκιμάστηκαν ξανά από τις τουρκικές ωμότητες. Φοβερές επιδημίες στα 1667 και 1768, θανατικά στα 1719 και 1742 και οι καταστροφικές πλημμύρες του Πηνειού στα 1684 και 1729 αποδεκάτισαν και πάλι τον πληθυσμό.
Μεγάλο πλήγμα υπέστη ο Ελληνικός λαός μετά τα Ορλωφικά (1770 – 1774), όταν οι Τούρκοι πυρπόλησαν τους οικισμούς, κατέστρεψαν τη μοναδική εκκλησία που είχε απομείνει στη Λάρισα, του Αγίου Αχιλλείου, άρπαξαν τις περιουσίες των πλουσίων και αφάνισαν τους κατοίκους. Έτσι τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης στη Λάρισα δεν υπήρχε Χριστιανική εκκλησία, αλλά υπήρχαν συναγωγή και 24 τζαμιά. Την εποχή αυτή αναπτύχθηκαν σημαντικά βιοτεχνικά κέντρα στη Θεσσαλία. Ονομαστές ήταν οι κόκκινες βαφές από το ριζάρι, τα μάλλινα νήματα, το μετάξι, τα υφαντά, οι επενδύτες, που τρoφοδoτoύσαν τις ξένες αγορές.
Ο Τύρναβος, η Τσαριτσάνη, η Ραψάνη και προπάντων τα Αμπελάκια με τον πρωτοποριακό συνεταιρισμό τους ανέπτυξαν βιοτεχνίες βαφής και υφαντουργία. Η Ζαγορά, που φημιζόταν για το μετάξι και τους μάλλινους επενδύτες, διέθετε αξιόλογο εμπορικό στόλο και οι κάτοικοι διακρίθηκαν για τη ναυτιλιακή δραστηριότητα. όπως αργότερα, ο Βόλος και το Τρίκερι. Στα τέλη του 18ου αιώνα και αρχές του 19ου αιώνα χτίστηκαν πολλά αρχοντικά, μοναστήρια, εκκλησίες και σχολεία. Σπουδαιότερα σχολεία ήταν το Ελληνομουσείο της Ζαγοράς και η Σχολή των Μηλέων, ενώ σχολεία των κοινών γραμμάτων υπήρχαν σχεδόν σε όλα τα χωριά της Θεσσαλίας.
Την εποχή αυτή διακρίθηκαν αρκετοί Θεσσαλοί στα γράμματα και συνέβαλαν στον ξεσηκωμό του γένους. Όπως ο Ρήγας Φεραίος, ο Άνθιμος Γαζής, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ο Δανιήλ Φιλιππίδης, ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, ο Θεόκλης Φαρμακίδης, ο Στέφανος Κομμητάς, Έλληνες της διασποράς που είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Παρ’ ότι ήταν συγκεντρωμένες ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στη Λάρισα και τα Τρίκαλα, τα χωριό του Πηλίου και το Τρίκερι επαναστάτησαν στις αρχές Μαΐου 1821 αλλά η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα από το Δράμαλη το 1822. Άκαρπη απέβη και η προσπάθεια αναζωπύρωσης το 1823.
Σημαντική όμως υπήρξε η συμμετοχή των Θεσσαλών στους αγώνες στη Στερεά και την Πελοπόννησο. Παρόντες ήταν και στις εθνικές συνελεύσεις. Η Θεσσαλία έμεινε έξω από τα σύνορα του ανεξάρτητου Ελληνικού κρότους. Λίγα χρόνια αργότερα. το 1841, στη διάρκεια του Τουρκο-Αιγυπτιακού πολέμου, Κρήτη και Θεσσαλία επαναστάτησαν χωρίς αποτέλεσμα. Νέο επαναστατικό κίνημα εκδηλώθηκε το 1854 στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, όταν ο Ελληνισμός πίστεψε πως είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή. Μακεδονία. Ήπειρος και Θεσσαλία ξεσηκώθηκαν. Τον αγώνα άρχισαν 300 Μακεδόνες με επικεφαλής το Θεόδωρο Ζιάκα.
Τους επαναστάτες ενίσχυσε το Σώμα τον Ολυμπίων και στις 12 Μαρτίου 1854 κατέλαβαν το χωριό Πλάκα. Οι συγκρούσεις με τις Τουρκικές φρουρές συνεχίστηκαν στο Φανάρι, στο Δομοκό, στο Βόλο, στα Φάρσαλα και στις 9 Μαΐου η νίκη των Ελλήνων στην Καλαμπάκα, εναντίον ισχυρής Τουρκικής δύναμης τρόμαξε τους φίλους Άγγλους και Γάλλους, οι οποίοι ζήτησαν από την Ελληνική κυβέρνηση να αποδοκιμάσει τον απελευθερωτικό αγώνα. Νέα εξέγερση εκδηλώθηκε λίγα χρόνια αργότερα, το 1877, στη διάρκεια νέου Ρωσο-Τουρκικού πολέμου όταν οι Θεσσαλοί κατέλαβαν τη μονή Σουθριάς κοντά στο Βόλο, που ανακατέλαβαν οι Τούρκοι.
Στα μέσα Ιανουαρίου 1878 το Πήλιο επαναστάτησε, σχημάτισε προσωρινή διοίκηση και κήρυξε την ένωση με το ελεύθερο κράτος. Το επαναστατικό στρατηγείο εγκαταστάθηκε στη Ζαγορά. Επαναστατικός πυρήνας δημιουργήθηκε και στα Θεσσαλικά Άγραφα. Αλλά και πάλι οι φιλικές προς την Τουρκία δυνάμεις υποχρέωσαν την Ελλάδα να ανακαλέσει τις δυνάμεις του στρατού που είχαν μπει στη Θεσσαλία. Η τύχη της Θεσσαλίας κρίθηκε στο Συνέδριο του Βερολίνου τον Ιούνιο του 1878, που είχε συνέλθει για την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, με την οποία τερματιζόταν ο Ρωσο-Τουρκικός πόλεμος.
Οι αντιπρόσωποι των δυνάμεων δέχθηκαν την ένωση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου, με την Ελλάδα, όμως η απόφαση δεν συμπεριλήφθηκε στη Συνθήκη του Βερολίνου εξαιτίας της επιμονής της Τουρκίας, αλλά σε πρωτόκολλο. Ύστερα από επίπονες διαπραγματεύσεις συναντήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και στις 26 Μαρτίου / 7 Απριλίου 1881 γνωστοποιήθηκε στην Ελληνική κυβέρνηση η απόφαση προσάρτησης της Θεσσαλίας που άφηνε όμως έξω την περιοχή της Ελασσόνας. Οι σχετικές συμβάσεις υπογράφηκαν μεταξύ Μεγάλων Δυνάμεων και Τουρκίας στις 12 / 24 Μαΐου και Ελλάδος – Τουρκίας στις 20 Ιουνίου / 2 Ιουλίου 1881.
Στον Ελληνο-Τουρκικό πόλεμο του 1897 η Θεσσαλία δοκιμάστηκε και πάλι όταν ο στρατός αναγκάστηκε να υποχωρήσει ως την περιοχή της Λαμίας, όπου υπογράφηκε ανακωχή, με νέα όρια. σε βάρος της Ελλάδας. Οι υπόλοιπες περιοχές της Θεσσαλίας απελευθερώθηκαν στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912 – 1913, ενώ είχε προηγηθεί η μεγάλη αγροτική επανάσταση το 1910. Μετά την απελευθέρωση η Θεσσαλία αναπτύχθηκε οικονομικά, δημογραφικά και πολιτιστικά. Σημαντική υπήρξε η συμβολή της στον αντιστασιακό αγώνα στη Γερμανική κατοχή στα 1941 – 1944, για αυτό αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα από τους εχθρούς.
Η ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Γενικά
Αν υποτεθεί ότι κάποιος ζούσε πριν από πέντε εκατομμύρια χρόνια κι ήθελε να πάει με τα πόδια από την περιοχή του Ολύμπου ως τη Σιθωνία (το σήμερα μεσαίο πόδι της Χαλκιδικής), θα έπρεπε να κάνει κύκλο πολύ μεγαλύτερο από τον αντίστοιχο σημερινό. Οι κάμποι της Πιερίας και της Θεσσαλονίκης ήταν θάλασσα και η σημερινή χερσόνησος της Κασσάνδρας τότε δεν υπήρχε. Και η σημερινή Θεσσαλική πεδιάδα ήταν λίμνη. Αν υποτεθεί ότι αυτή τη βόλτα κάποιος ήθελε να την επαναλάβει μετά από 4.500.000 χρόνια (400.000 χρόνια πριν από την εποχή μας), θα μπορούσε να «κόψει δρόμο» διασχίζοντας με τα πόδια τον σημερινό Θερμαϊκό κόλπο που τότε ήταν πεδιάδα.
Κι από την περιοχή ανάμεσα στην Εύβοια και τη Μαγνησία, θα μπορούσε να φτάσει ως περίπου τα μισά του σημερινού Αιγαίου, καθώς μια γλώσσα στεριάς εισχωρούσε στη θάλασσα σαν δαντελωτό ακρωτήριο κι ένωνε Σκιάθο, Σκόπελο Αλόννησο και μικρότερα σημερινά νησιά με τη Θεσσαλική γη. Το γεγονός, λοιπόν, ότι στη Χαλκιδική, στη Θεσσαλία αλλά και στην Αλόννησο εντοπίστηκαν ίχνη ανθρώπινης παρουσίας πολύ πιο πριν από 100.000 χρόνια (στα όρια της αρχαιότατης Παλαιολιθικής εποχής), δεν μπορεί να ξενίζει κανένα. Το αρχαιότερο κρανίο ανθρώπου που μας είναι γνωστό στον Ελλαδικό χώρο, είναι αυτό που βρέθηκε στα Πετράλωνα της Χαλκιδικής:
Οι «γαλαντόμοι» ανεβάζουν την ηλικία του στα 700.000 χρόνια. Οι «συντηρητικοί» την κατεβάζουν στα 250.000. Του όποτε και να είναι, αν κάποιοι ζούσαν εκεί, κάποιοι άλλοι θα πρέπει να ζούσαν στη Θεσσαλία, στην ίδια γειτονιά. Απλά, εμείς δεν έχουμε ακόμα βρει ίχνη τους. Τον τρόπο με τον οποίο έφτασε ο άνθρωπος στον Ελλαδικό χώρο, προσπάθησε να τον εξηγήσει ο αρχαιολόγος, καθηγητής Δημήτρης Θεοχάρης. Τα ζώα της κοιλάδας του Πηνειού, όπως και της σπηλιάς των Πετραλώνων καθώς κι αυτά των οποίων απομεινάρια βρέθηκαν στις σπηλιές Ασπροχάλικο και Καστρίτσα της Ηπείρου, Φράγχθι της Αργολίδας, στο Σεϊντί της Βοιωτίας, αλλά και στη Μεγαλόπολη, ανήκουν τα περισσότερα στην πανίδα στέπας.
Οι ρινόκεροι μαρτυρούν ζεστό κλίμα, ενώ τα άλογα, το βασιλικό ελάφι, το πλατώνι, το άγριο μουλάρι της στέπας και ο αλπικός σκύλος, όπως και η αρκούδα του Ασπροχάλικου, πιστοποιούν κλίμα ψυχρό. Τίποτα δεν αποκλείει, λοιπόν, τα ζώα αυτά να μετανάστευαν από τις πιο βόρειες και παγωμένες χώρες για να ξεχειμωνιάζουν στους ήπιους τόπους του Ελλαδικού χώρου. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο πρόγονος του ανθρώπου δε θα καθόταν πίσω αλλά θα τα ακολουθούσε. Ήταν γι’ αυτόν και τροφή και πρώτη ύλη για τα εργαλεία του. Εργαλεία της Παλαιολιθικής εποχής βρέθηκαν άφθονα στη Θεσσαλία.
Λειασμένες κροκάλες στην Ξεριά του Βόλου χρονολογήθηκαν 500 με 300.000 χρόνια πριν από την εποχή μας, ενώ και στην υπόλοιπη πεδιάδα βρέθηκαν κατεργασμένες πέτρες που εκτιμήθηκε ότι ανήκουν σε εποχές πριν από 200.000 ως και 33.000 χρόνια. Από την εποχή των 100 με 70.000 χρόνων πριν από σήμερα είναι και τα απομεινάρια μιας σπηλαίας άρκτου των Αγράφων, καθώς και των θηλαστικών, που έζησαν στην πεδιάδα της Θεσσαλίας και στην κοιλάδα του Πηνειού. Βρέθηκαν μαζί με Παλαιολιθικά εργαλεία, κοκάλινα και πέτρινα, που μαρτυρούν τη συμβίωσή τους με τον πρόγονο του ανθρώπου. Βρισκόταν στον Ελλαδικό χώρο τουλάχιστον 150.000 χρόνια νωρίτερα.
Η μέση Παλαιολιθική εποχή ξεκίνησε στα 100.000 χρόνια πριν από την εποχή μας και έληξε στα 33.000 π.Χ. Στο τέλος της, ο άνθρωπος του Νεάντερταλ είχε εξαφανιστεί. Στο ξεκίνημά της, ο Homo Sapiens (Χόμο Σάπιενς) δεν υπήρχε. Πότε ακριβώς εξαφανίστηκε ο Νεάντερταλ του Ελλαδικού χώρου, δεν έχει προσδιοριστεί. Όπως και πότε ακριβώς εμφανίστηκε ο Σάπιενς. Στη Θεσσαλία, έδρασαν και οι δυο. Ο Νεάντερταλ χρησιμοποιώντας λειασμένες πέτρες και κόκαλα, ο Σάπιενς κρατώντας το υπερόπλο που λέγεται λεπίδα. Ο Νεάντερταλ χρησιμοποιούσε σφυρί, πέλεκυ, ξέστρα και ακόντιο.
Ο Σάπιενς, από την ώρα που μπόρεσε να φτιάξει λεπίδες, χρησιμοποιούσε και τα όπλα του Νεάντερταλ αλλά και μαχαίρι, τόξο με αιχμηρά βέλη, γλυφίδα, καμάκι, εκτοξευτή ακόντιου κι ακόμα εργαλεία για τη χάραξη σε πέτρα, κόκαλο ή ξύλο. Με τα πενιχρά του μέσα, ο Νεάντερταλ δεν μπόρεσε να επιζήσει στην τελευταία περίοδο των παγετώνων που έληξε γύρω στα 12.500 π.Χ. Ο Σάπιενς τα κατάφερε. Η παρουσία του στη Θεσσαλία είναι έντονη. Μας είναι άγνωστη η ανθρώπινη τραγωδία της επιβίωσης πάνω στη γη που χόρευε από τις γεωλογικές αναστατώσεις της εποχής, όταν γινόταν ο κοσμοϊστορικός μετασχηματισμός. Συνυπήρχαν ελέφαντες, μαμούθ, ρινόκεροι, αρκούδες κι ένα φοβισμένο πλάσμα που μετασχηματιζόταν σε άνθρωπο.
Ο άνθρωπος επιβίωσε. Τα μαμούθ όχι. Οι ελέφαντες και οι ρινόκεροι έγιναν πρόσφυγες σ’ άλλα μέρη. Οι αρκούδες λιγόστεψαν τραγικά. Πλάι στην Αλόννησο, σ’ ένα νησάκι μήκους μόλις 150 μ., βρέθηκαν άφθονα εργαλεία, όμοια στο υλικό και την όψη με εκείνα του Κοκκινόπηλου κοντά στα Γιάννενα. Κι αυτό, εκτός από την επικοινωνία που υπονοεί, σημαίνει ότι ανήκουν στην ίδια εποχή. Έχουν ηλικία 50 ως 33.000 χρόνια. Σύμφωνα με τη συμβατική χρονολόγηση, στα 50.000 χρόνια πριν από την εποχή μας ζούσαν άνθρωποι του Νεάντερταλ. Στα 33.000, ο Χόμο Σάπιενς (Homo Sapiens). Με τον καιρό, ο άνθρωπος εγκατέλειψε το στάδιο του «κυνηγού – τροφοσυλλέκτη» κι άρχισε να δημιουργεί μόνιμες εγκαταστάσεις, ανακαλύπτοντας την γεωργία.
Στη χαραυγή της Νεολιθικής εποχής, γύρω στο 6.000 π.Χ., ο άνθρωπος έχτισε οικισμούς σε πάμπολλα σημεία του Ελλαδικού χώρου. Πέτρινα εργαλεία και προϊόντα από την καλλιέργεια της γης τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Και, φυσικά, τα σπίτια. Είναι η Προκεραεική περίοδος της Νεολιθικής εποχής, της οποίας «εκπροσώπους» ανακάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη στην Άργισσα (Μαγούλα Γκρεμός, στην αριστερή όχθη του Πηνειού, 4,5 χλμ. δυτικά της Λάρισας), στο Σέσκλο (περίπου 8 χλμ. δυτικά του Βόλου) και στη Σουφλί Μαγούλα (στη δεξιά όχθη του Πηνειού, 5 χλμ. βορειοδυτικά της Λάρισας). Ακολούθησε η κεραμεική εποχή, όταν ο άνθρωπος ανακάλυψε τη χρήση του πηλού.
Ο αρχαιολόγος Δημήτριος Θεοχάρης έγραφε: «Η πρωτόγονη, βασικά γεωργική, οικονομία ήταν κλειστή και απέβλεπε στην αυτάρκεια. Αλλά η αυτάρκεια δεν σήμαινε και απομόνωση. Ασφαλείς ενδείξεις πείθουν για την ύπαρξη επικοινωνιών και ανταλλαγών ή κάποιας μορφής εμπορίου μεταξύ γειτονικών κοινοτήτων, ίσως και μακρινών περιοχών. Η κεραμεική ανταλλάσσεται σε ένα περιορισμένο τοπικό πλαίσιο γειτονικών οικισμών, έτσι που μπορούμε να υποθέσουμε κάποια ευρύτερη κοινωνική σύμπραξη». Με όλα αυτά, «οι μικρές κώμες που αποτελούν το ζωντανό κύτταρο της εξέλιξης, πολλαπλασιάζονται. Στη Θεσσαλία, οι συνοικισμοί είναι σε όλη της την έκταση πολύ μικροί (20 – 30 σπίτια θα ήταν ο μέσος όρος, δηλαδή ως 150 ψυχές) και στις εύφορες περιοχές σχετικά πυκνοί».
Τρία Βήματα στην Νεολιθική Εποχή
Από τις αρχές του 20ού αιώνα ήταν γνωστή η προϊστορική «ακρόπολη» του Σέσκλου, κοντά στον Βόλο. Την είχε ανασκάψει ο καθηγητής Χρήστος Τσούντας. Στον ίδιο χώρο, ο καθηγητής Δημήτρης Θεοχάρης έκανε νέες ανασκαφές. Ένας εκπληκτικός οικισμός, ο μεγαλύτερος γνωστός στην Ευρώπη, αναπτύχθηκε στην περιοχή, γύρω στα 6.000 χρόνια π.Χ. Ως τότε, κάτι ανάλογο γνωρίζαμε να υπάρχει μόνο στην Κύπρο. Και τα εκεί έργα από πηλό οδηγούν στη μετέπειτα γνωστή μας κεραμική. Ήταν μια απέραντη, για την εποχή, αναπτυγμένη ανθρώπινη κοινωνία, που χάθηκε, όταν ξέσπασε κάποια μεγάλη πυρκαγιά. Και ήταν πολύ πιο πριν από τα χρόνια, που ο πολιτισμός άνθισε στην αρχαία Αίγυπτο, στην Κρήτη ή στις Μυκήνες.
Οι ανασκαφές αποκάλυψαν χίλια σπίτια, που σήμαιναν 4 με 5.000 ψυχές, πληθυσμός τρομακτικός για τα δεδομένα της εποχής. Ο οικισμός διατηρήθηκε ως το 4.300 π.Χ. που σημαίνει πάνω από 17 αιώνες: Όσο, για παράδειγμα, υπάρχει η Κωνσταντινούπολη, από τότε που την έκτισε ο Μέγας Κωνσταντίνος ως σήμερα. Γύρω στα 4.300 π.Χ. έγινε η μεγάλη καταστροφή. Χτυπήθηκαν ο οικισμός στο Τσαγκλί της Θεσσαλίας, καθώς κι εκείνος κοντά στα Σέρβια, στην κοιλάδα του Αλιάκμονα. Το Σέσκλο, όχι μόνο καταστράφηκε αλλά και ερήμωσε. Αν ήταν σεισμός, πρέπει να έγινε στον Παγασητικό.
Ένας ξενόφερτος πολεμικός πέλεκυς, που βρέθηκε στα ερείπια, είχε βάλει σε σκέψεις τους επιστήμονες. Είναι ο μοναδικός σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο και δεν προσφέρεται για συμπεράσματα. Αν βρεθούν κι άλλοι, ίσως να στηριχθεί η υπόθεση ότι έγινε εισβολή. Ως τότε, κύρια πιθανή εξήγηση θα παραμένει ο σεισμός. Είτε, όμως, ήταν σεισμός είτε όχι, η περιοχή αφανίστηκε, καθώς μια φωτιά συμπλήρωσε τον όλεθρο. Στα επόμενα 500 χρόνια, ψυχή δεν κυκλοφορούσε στα χαλάσματα. Ο Χρήστος Τσούντας ανέσκαψε τον χώρο στα 1901 με 1902. Αυτό που βρήκε, το ονόμασε Ακρόπολη. Γύρω της, αναπτυσσόταν μια δαιδαλώδης μάντρα.
Αν προσπαθήσουμε να την αναπαραστήσουμε, θα καταλήξουμε σε κάτι σαν μια σειρά από ομόκεντρες περίπου κυκλικές μάντρες. Ο Τσούντας πίστεψε πως είχε να κάνει με ένα προστατευτικό τείχος. Υπάρχουν, όμως, άλλοι που λένε ότι μοιάζει περισσότερο με κάποιο είδος πρωτόγονου λαβύρινθου. Θεωρούν πως πρόκειται για κτίσμα αφιερωμένο στη λατρεία μιας θεϊκής δύναμης. Πολύ περισσότερο, επειδή, όταν φτιάχτηκε, οι άνθρωποι δεν είχαν κανέναν λόγο να πολεμούν μεταξύ τους. Όσοι έρχονταν, μπορούσαν να εγκατασταθούν πιο κάτω. Χώρος υπήρχε απεριόριστος.
Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι με γόνιμη φαντασία που λένε πως, αν μπούνε πλάι πλάι η απεικόνιση της Ατλαντίδας και η αναπαράσταση του περιβόλου στο Σέσκλο, θα βρεθεί ότι τα κανάλια της βυθισμένης πολιτείας μοιάζουν με τις μάντρες. Φυσικά, η ταύτιση της καταποντισμένης Ατλαντίδας με το στεριανό Σέσκλο παραείναι τολμηρή. Εκείνη που ως θεωρία μπορεί να δείχνει πιο αληθοφανής, είναι η αλληλουχία «περίβολοι Σέσκλου -λαβύρινθος Κνωσού- μέγαρο κλασικής εποχής». Και μια άποψη. Μήπως τελικά, η «ακρόπολη» στο Σέσκλο, όπως και τα «ανάκτορα» στην Κνωσό και στα λοιπά μέρη της Κρήτης, δεν έχουν να κάνουν με άρχοντες των τόπων αυτών αλλά με χώρους λατρείας; Μήπως, τότε, δεν υπήρχαν καν άρχοντες;
Αν τα ευρήματα στην Πολιόχνη της Λήμνου πραγματικά ταυτίζονται με την υπόθεση ότι υπήρχε εκεί «χώρος λαϊκών συνελεύσεων» (και άρα κάποιο είδος «δημοκρατίας») Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι οι Ομηρικοί βασιλιάδες λειτουργούσαν με ένα όχι τόσο συμβατό με το σκήπτρο τους δημοκρατικό συναίσθημα, καθώς οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονταν σε λαϊκές συνελεύσεις που εξελίχθηκαν αργότερα σε αυτό που ονομάζουμε «εκκλησία του δήμου». Η Μέση Νεολιθική εποχή στη Θεσσαλία, εκπροσωπείται από τον «πολιτισμό του Διμηνίου» (4 χλμ. δυτικά του Βόλου, περίπου στη μέση της απόστασης ανάμεσα στον Βόλο και το Σέσκλο) και είναι στην πραγματικότητα μια «συνέχεια του Σέσκλου».
Έξι κυκλικοί περίβολοι, ο ένας πλάι στον άλλον, με μήκος όχι πάνω από 100 μ. Στον εσωτερικό περίβολο υπάρχει «τυπικό δείγμα μεγάρου» με πρόδομο με δυο κολόνες, κύριο δώμα και στο βάθος κλειστό θάλαμο. Ήταν ή το σπίτι του αρχηγού της περιοχής ή τόπος λατρείας. Η συνέχεια όλων αυτών εντοπίζεται στον θεσσαλικό «πολιτισμό του Ραχμανίου» που ανήκει στη Χαλκολιθική εποχή.
Η Εμφάνιση των Πελασγών
Τα περίπου χίλια χρόνια που καλύπτουν την Πρωτοχαλκή περίοδο (2800 / 2600 – 1900 π.Χ.) διαγράφουν το ειρηνικό πέρασμα από την εποχή του λίθου στην εποχή του χαλκού. Κι όσο πίσω στη Λιθική εποχή μπορούμε να ανιχνεύσουμε, αναγνωρίζουμε ότι οι ίδιοι κατά βάση «λαοί» έζησαν στον Ελλαδικό χώρο. Αυτοί που αποτελούν το απλωμένο από τις Ισπανικές ακτές ως την Μικρασία λεγόμενο «Μεσογειακό υπόστρωμα». Είναι οι Λέλεγες που απλώνονταν από τη Θεσσαλία ως τη Λακωνία κι από τη Λευκάδα ως την Εύβοια και τις Κυκλάδες αλλά και στη Μ. Ασία, οι Τηρρηνοί που κατοικούσαν στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια, οι Έκτηνες που εντοπίστηκαν στη Βοιωτία και οι Κυλικράνες που τοποθετούνται «κάπου στην Κεντρική Ελλάδα».
Δεν ξέρουμε, τι σημαίνουν τα ονόματά τους. Γνωρίζουμε ότι μιλούσαν την ίδια γλώσσα, αυτή που μιλιόταν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Είμαστε βέβαιοι ότι ήταν εδώ τη Λιθική εποχή αλλά αγνοούμε από πότε. Πλάι τους κι ανάμεσά τους, γείτονες και κάποτε ανταγωνιστές, εμφανίστηκαν στην αρχή της εποχής του Χαλκού (γύρω στα 2800 π.Χ.), εγκαταστάθηκαν και στέριωσαν εκείνοι που απαρτίζουν τα προελληνικά Ινδοευρωπαϊκά φύλα. Οι πιο πολλοί ήταν οι Πελασγοί («αυτοί που λατρεύουν το πνεύμα του ανθισμένου κλαδιού») που έστησαν διάσπαρτους οικισμούς γύρω από τη Δωδώνη, στις όχθες του Στρυμόνα και στα βόρεια όρια της Χαλκιδικής.
Αλλά και κατέκλυσαν τις περιοχές από ανατολικά της Λάρισας κι ως τον Παγασητικό κόλπο και την Εύβοια, σχεδόν ολόκληρη την Αττική, ολόκληρη τη Νότια Στερεά ως τον Κορινθιακό κόλπο και σχεδόν όλη τη σημερινή Αχαΐα και Αρκαδία. Πρέπει να ήρθαν γύρω στο 3000 π.Χ. σχεδόν ταυτόχρονα με τους Αίμονες («αυτούς που ζουν σε θαμνώδεις περιοχές»), οι οποίοι έδωσαν το όνομά τους στο κύριο βουνό της χερσονήσου (τον Αίμο) κι εγκαταστάθηκαν διάσπαρτοι στα Τέμπη, στην Ιωλκό, στη Βοιωτία, στην Αιτωλία και στη Νότια Αρκαδία, μικρές μειοψηφίες μέσα στο πέλαγος των Πελασγών.
Υπήρχαν ακόμα οι Πρωτοαχαιοί («αυτοί που ήρθαν από το νερό») που εντοπίστηκαν σε όλο το μήκος που καλύπτουν οι όχθες του Αχελώου ποταμού, βόρεια από τις εγκαταστάσεις των Αιμόνων της Αιτωλίας. Είναι αυτοί που αργότερα θα δώσουν το όνομά τους στο Ελληνικό φύλο των Αχαιών. Και πολλοί άλλοι. Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με πολλά ονόματα ανθρώπων που ξεχώριζαν σε δυο μόνο γλωσσικές ενότητες: του «Μεσογειακού υποστρώματος» και της «Ινδοευρωπαϊκής». Όλοι μαζί, συχνά χωρίς μεταξύ τους συνεργασία, δημιούργησαν τον πολιτισμό της εποχής του Χαλκού. Κι έστρωσαν το έδαφος για το κατοπινό πολιτιστικό μεγαλείο.
Συμβατικά, η μεγάλη τομή τοποθετείται στα 1900 π.Χ. Είναι η στιγμή που ξεφύτρωσε στη Μ. Ασία ο πολιτισμός των Χετταίων, στη Μεσοποταμία φάνηκαν οι Εβραίοι, ορθώθηκε το κράτος των Βαβυλωνίων και προέκυψαν οι Ασσύριοι ενώ, στην Αίγυπτο, άρχισε η εποχή του κραταιού Μέσου Βασιλείου. Λίγο πριν από αυτή την χρονική στιγμή, στον Ελλαδικό χώρο φάνηκαν οι Πρωτοέλληνες. Οι Δαναοί και οι Άβαντες γύρω στο 2100. Και οι δυο ονομασίες είναι Ινδοευρωπαϊκές και οι δυο σχετικές με τα νερά, τις πηγές και τα ποτάμια. Σε ελεύθερη απόδοση, θα μπορούσαμε να τους πούμε «Ποταμίσιους».
Γύρω στα 1900, ο κύριος κορμός των Ελληνικών φύλων είχε εμφανιστεί στον Ελλαδικό χώρο. Ίωνες, Βοιωτοί, Αρκάδες και Φλεγύες. Στην όχι και τόσο ευρύχωρη έκταση της κατοπινής Ελλάδας, γύρω στα 1900 π.Χ., «στριμώχνονταν» τουλάχιστον τέσσερα «φύλα» του Μεσογειακού υποστρώματος, εννέα Προελληνικά Ινδοευρωπαϊκά, δύο Πρωτοελληνικά και τέσσερα Ελληνικά. Η ανάμιξη όλων αυτών δεν ήταν πάντα ειρηνική. Σημειώθηκαν «καλές γειτονίες» αλλά και συγκρούσεις, απωθήσεις παλαιών, αποκρούσεις των νέων, αφομοιώσεις, αλληλεπιδράσεις, πολιτιστικές προσεγγίσεις. Η ζύμη ήταν έτοιμη και φτιαγμένη με τα πιο διαφορετικά υλικά.
Η ζύμωση διάρκεσε περίπου τρεις αιώνες, ενώ το έμψυχο υλικό εμπλουτιζόταν από νέες αφίξεις, νέες αναμίξεις. Στο τέλος της περιόδου, εκεί γύρω στα 1600 π.Χ., υπήρχαν ακόμα νησίδες με αυτόνομους Λέλεγες και απομονωμένους Δρύοπες, ενώ οι Δαναοί επιζούσαν στο Άργος, οι Καδμείοι Φοίνικες στη Βοιωτία, οι Άβαντες στην Εύβοια. Τριγύρω τους όμως ορθωνόταν ο Μυκηναϊκός κόσμος με βόρειο όριό του τη Θεσσαλία. Το αρχαίο ζυμάρι είχε μεταμορφωθεί σε 31 Ελληνικά φύλα που, όλα μαζί, ποιο λίγο ποιο πολύ, συνέτειναν στη δημιουργία του Μυκηναϊκού πολιτισμού και της αδιάσπαστης συνέχειάς του που οδήγησε στο θαύμα της Αρχαϊκής και της Κλασικής εποχής.
Ο Μυθικός Πελασγός
Πολύ πριν από το 2200 π.Χ., η Ελληνική γλώσσα, ενιαία, αδιάσπαστη και αδιαίρετη, μιλιόταν στο κομμάτι γης που σήμερα απαρτίζουν η Αλβανία, η Ήπειρος, η Δυτική Μακεδονία και η Βορειοδυτική Θεσσαλία. Εκεί γύρω στα 2200 π.Χ., η κοινή Ελληνική γλώσσα άρχισε να απλώνεται σε νέες εκτάσεις και να διασπάται στα τρία: Στην Ιωνική διάλεκτο που έμελλε πολύ αργότερα να εξελιχθεί στην κοινή και την Αττική, στην κεντρική διάλεκτο και στη δυτική διάλεκτο. Αυτοί που μιλούσαν την αρχική γλώσσα, είχαν από καιρό αρχίσει να μεταναστεύουν και να απομακρύνονται σε μεγάλες ομάδες.
Κάποιες ομάδες από τους μετανάστες αυτούς, λάτρευαν τους ποταμούς και τους έδιναν τη μορφή ενός δαίμονα, με τον οποίο ταυτίζονταν και οι ίδιοι: Ονόμαζαν τους ποταμούς «Ίωνες», τον δαίμονα Ίωνα και τους εαυτούς τους Ίωνες. Κι ένα ποτάμι στη Βορειοδυτική Θεσσαλία λεγόταν Ίων. Και Ίων ονομάστηκε αργότερα αυτός που σήμερα είναι γνωστός ως Αλφειός (στην Ολυμπία) με δίπλα του ένα «Ιωναίον άλσος» αφιερωμένο στον ήρωα Ίωνα που λουζόταν στον Αλφειό και ήταν σύντροφος των Ιωνίδων νυμφών, θεραπευτικών πνευμάτων μιας εκεί πηγής. Και ο μυθικός Ίων, ο γενάρχης των Ιώνων, πριν να γίνει γιος του Ξούθου, αδερφός του Αχαιού κι εγγονός του Δευκαλίωνα, ήταν ποταμίσιος δαίμονας.
Λίγο μετά το 1900 π.Χ., η Ιωνική διάλεκτος είχε εντελώς αυτονομηθεί και μιλιόταν σ’ ολόκληρη τη Στερεά (εκτός από το πέρα από το σημερινό Αντίρριο δυτικό κομμάτι της), σ’ ολόκληρη τη βόρεια Πελοπόννησο από τον Ισθμό ως πέρα από το Ρίο, στην περιοχή της Ηλείας, στην Τροιζήνα και στην ευρύτερη περιοχή της Κυνουρίας. Τη μιλούσαν οι μετανάστες που αυτοπροσδιορίζονταν ως Ίωνες και είχαν πια εγκατασταθεί σ’ αυτές τις περιοχές. Στο διάβα των αιώνων, η πρώην κοινή με τους άλλους ελληνόφωνους γλώσσα τους είχε εξελιχθεί σε χωριστή διάλεκτο.
Με όλα αυτά, οι Ίωνες εγκαταστάθηκαν στις από το 3000 π.Χ. πυκνοκατοικημένες από Ινδοευρωπαίους «Προέλληνες» Πελασγούς περιοχές, οι οποίοι με τη σειρά τους είχαν κατοικήσει στα μέρη, όπου ζούσαν οι Λέλεγες της Εποχής του Λίθου, που ανήκαν στο λεγόμενο Μεσογειακό υπόστρωμα. Το μείγμα ήταν δυναμικό, ζωντανό και εκρηκτικό. Και ικανό να δημιουργήσει παρεξηγήσεις. Οι Ίωνες αφομοίωσαν τους προγενέστερους αλλά και υιοθέτησαν κάποια εθνικά τους στοιχεία. Γύρω στα 1600 π.Χ. κι ως το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής, οι πληθυσμοί ονόμαζαν εαυτούς Ίωνες αλλά πολλά «εθνικά» και πολιτιστικά στοιχεία τους ήταν Πελασγικά και ίσως και των Λελέγων.
Αποτέλεσμα ήταν να ειπωθεί κάποια στιγμή ότι οι Ίωνες δεν ήταν τίποτε άλλο από εξελληνισμένους Πελασγούς. Η γλωσσολογία ανέτρεψε αυτή την άποψη. Στην Ελληνική μυθολογία, δύο ήταν οι αξιόλογοι ήρωες που έφεραν το όνομα Πελασγός. Σύμφωνα με τον ένα μύθο, ο Φορωνέας ήταν γιος του ποταμού Ίναχου και της νύμφης Μελίας. Γύρω στα 1800 π.Χ. έγινε βασιλιάς του Άργους κι έμεινε στον θρόνο εξήντα χρόνια. Από τη νύμφη Λαοδίκη, απέκτησε ένα γιο (τον διάδοχό του Άπι) και μια κόρη, τη Νιόβη. Ως συνήθως, ο Δίας ερωτεύτηκε τη Νιόβη κι από το ειδύλλιό τους προέκυψαν ο Άργος και ο Πελασγός.
Σύμφωνα με τον δεύτερο μύθο, ο Πελασγός ήταν «αυτόχθων», κάτι σαν φυτρωμένος από τη γη. Απέκτησε γιο τον Αίμονα, γενάρχη των Αιμόνων (που εμφανίστηκαν στον Ελλαδικό χώρο περίπου ταυτόχρονα με τους Πελασγούς). Κι ο Αίμων ήταν ο πατέρας του Θεσσαλού, επώνυμου των Θεσσαλών. Έτσι όμως, η γραμμή «Πελασγοί – Ίωνες», με τη μεσολάβηση των Αιμόνων, διαθλάται σε ξεχωριστό Ελληνικό φύλο, άσχετο με τους Ίωνες και την Ιωνική διάλεκτο, καθώς οι Θεσσαλοί μιλούσαν την Αιολική. Και οι δυο μύθοι, τελικά, συνδέουν τη Θεσσαλία με την Πελοπόννησο.
Οι Διάλεκτοι
Η δεύτερη διάλεκτος που γύρω στα 2.200 π.Χ. «αποσπάστηκε» από την κοινή γλώσσα των Ελληνόφωνων φύλων, η κεντρική, αναπτύχθηκε στη Δυτική Μακεδονία. Γύρω στα 1900 π.Χ. είχε αρχίσει να διαχωρίζεται σε Αρκαδοκυπριακή (μιλιόταν στις περιοχές πλάι στην Πίνδο) και σε Αιολική (στα εδάφη πάνω από τον Όλυμπο), ενώ τον ίδιο καιρό ξεπρόβαλαν η Θεσσαλική και η Βοιωτική διάλεκτοι, με στοιχεία τόσο της κεντρικής, όσο και της δυτικής διαλέκτου. Στα επόμενα εννιακόσια χρόνια, η διάλεκτος αυτή ξεχώρισε εντελώς από τις άλλες και μιλιόταν στη Δυτική Θεσσαλία, στη Φθιώτιδα και στην Κεντρική Πελοπόννησο αλλά και στη Λακωνία, τμήματα της Αργολίδας και στα όρια Ηλείας – Μεσσηνίας.
Στα Ιστορικά χρόνια, είχε διαχωριστεί σε Αρκαδική και σε Κυπριακή. Την Αρκαδική διάλεκτο μιλούσαν κάποιες ομάδες μεταναστών που λάτρευαν την Αρκούδα (Άρκτο) και στα μετέπειτα χρόνια υποστήριζαν ότι είναι απόγονοι του ήρωα Αρκάδα, γιου μιας αρκούδας ή μιας νύμφης που είχε μεταμορφωθεί σε αρκούδα. Είναι οι Αρκάδες που, στα Ιστορικά χρόνια, επιζούσαν κυρίως στα όρια της σημερινής Αρκαδίας αλλά παλαιότερα είχαν απλωθεί στις περιοχές όπου εντοπίστηκε να μιλιέται η διάλεκτός τους. Η Αιολική διάλεκτος αναπτύχθηκε κυρίως στη Θεσσαλία, όπου μετανάστευσαν κάποιες Ελληνόφωνες ομάδες με άγνωστα σ’ εμάς ονόματα.
Στα 1600 π.Χ., από τα σπλάχνα της Αιολικής δημιουργήθηκε η Αχαϊκή διάλεκτος που δεν ήταν άλλη από τη «γλώσσα των Μυκηναίων» και που έμελλε να εξαφανιστεί ταυτόχρονα με την κατάρρευση της Μυκηναϊκής επικράτειας. Στο μεταξύ, νέοι λαοί, φορείς της Αιολικής διαλέκτου είχαν «γεννηθεί». Οι πληθυσμοί που κατοικούσαν στις περιοχές των Προελληνικών φύλων που ονομάσαμε Πρωτο-Αχαιούς, αφομοίωσαν τους παλιούς και δανείστηκαν το όνομά τους: Αχαιοί. Με την πάροδο του χρόνου, η ονομασία κατάντησε να σημαίνει όλους τους Ελληνόφωνους κατοίκους της χώρας.
Υπήρχαν ακόμα οι Λαπίθες, λαός που έδρασε στην Ανατολική Θεσσαλία αλλά και στην Αττική, την Κορινθία και την κοιλάδα του Ευρώτα στη Λακωνία. Κι άλλοι πολλοί, οι περισσότεροι στη Θεσσαλία και τη Βοιωτία, όπου αναπτύχθηκαν η Θεσσαλική και η Βοιωτική διάλεκτος. Ακολουθώντας την δική της εξέλιξη, η δυτική διάλεκτος συνέχισε να αναπτύσσεται στα όρια της Ηπείρου και βορειότερα. Στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ., με την κατάρρευση της Μυκηναϊκής επικράτειας, οι φορείς άρχισαν να μετακινούνται νότια. Στα χρόνια του Ομήρου, είχε εξελιχθεί σε Αιτωλική, Δωρική, Ηλειακή, Λοκρική, Νέο-Αχαϊκή και Φωκική. Ήταν ουσιαστικά η γλώσσα των δυτικών επαρχιωτών της Μυκηναϊκής εποχής.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι όλα τα Ελληνικά φύλα, στην αρχή, την ίδια γλώσσα – διάλεκτο μιλούσαν. Οι διαφοροποιήσεις ξεκίνησαν, όταν οι Ελληνόφωνοι πληθυσμοί άρχισαν να μετακινούνται σε νέους τόπους, να απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, να αναμιγνύονται με τους παλιούς ή μεταξύ τους και να ξεχωρίζουν σε νέες πληθυσμιακές οντότητες, με νέες ονομασίες. Στα χρόνια λίγο πριν από τον Όμηρο, γύρω στα 1000 π.Χ., οι διάλεκτοι είχαν γίνει τουλάχιστον δώδεκα, ενώ οι μετέπειτα πόλεις κράτη ήταν πολύ περισσότερες. Στα ενδιάμεσα, εκεί γύρω στα 1600 π.Χ., η μία γλώσσα είχε διαχωριστεί σε επτά διαλέκτους.
Παρ’ όλα αυτά, ολόκληρος ο κόσμος που τον αποτελούσαν τα 31 Ελληνόφωνα φύλα με τις επτά διαφορετικές διαλέκτους, δεν δυσκολεύτηκε να δημιουργήσει το Μυκηναϊκό θαύμα. Αυτοί, λοιπόν, ήταν οι Έλληνες. Προήλθαν από ένα πολυποίκιλο αρχαίο ζυμάρι που πλάστηκε στο διάβα δεκάδων αιώνων με πλήθος υλικά. Με Θεϊκό πρόπλασμα. Όταν ο Προμηθέας πληροφορήθηκε ότι ο Δίας έχει σκοπό να εξολοθρεύσει το ανθρώπινο γένος, συμβούλευσε τον γιο του, Δευκαλίωνα, να φτιάξει μια ξύλινη κιβωτό και να μπει μέσα μαζί με τη γυναίκα του, Πύρρα. Το ζευγάρι κλείστηκε στην κιβωτό και γλίτωσε.
Όταν τα νερά αποτραβήχτηκαν, οι δυο μοναδικοί επιζώντες βγήκαν από την κιβωτό για να διαπιστώσουν πως βρίσκονταν στην κορφή του Παρνασσού ή της Δωδώνης ή του Άθω ή της Όθρης, όπως βεβαιώνουν οι Θεσσαλοί. Με τη συμβουλή του Δία, το ζευγάρι άρχισε να περπατά και να πετά πίσω του πέτρες. Αυτές που έριχνε ο Δευκαλίων μετατρέπονταν σε άνδρες κι αυτές που πετούσε η Πύρρα σε γυναίκες. Έτσι, δημιουργήθηκε το νέο γένος των ανθρώπων. Το ζευγάρι έκανε τέσσερις κόρες κι ένα γιο, τον Έλληνα (έτσι τουλάχιστον πίστευε ο Δευκαλίων), που έμελλε ν’ αποκτήσει γιους τους γενάρχες των Ελλήνων Δώρο, Αίολο και Ξούθο, πατέρα του Ίωνα και του Αχαιού.
Και υπολογίζεται πως ο Έλληνας γεννήθηκε το 1519 π.Χ., χρονιά που ο Μυκηναϊκός κόσμος βρισκόταν ακόμα στην προς τα εμπρός ώθησή του. Ο Έλληνας αναφέρεται ως επώνυμος Ελληνόφωνου φύλου. Ξέρουμε ότι τέτοιος «λαός» όντως υπήρξε. Αγνοούμε όμως πότε αναπτύχθηκε και πού έδρασε. Υποθέτουμε, κάπου στη Θεσσαλία, πιθανολογούμε ότι μιλούσε την Αιολική διάλεκτο.
ΟΙ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ
Ο Όλυμπος και οι 12 Θεοί
Ο Δευκαλίων έγινε βασιλιάς στην περιοχή της Φθίας, στη Θεσσαλία (κατά τον Σκαρλάτο Βυζάντιο, σε κάποιο αδιευκρίνιστο σημείο της όχθης του Σπερχειού ποταμού, εξού και η γύρω περιοχή ονομάστηκε Φθιώτιδα). Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έστησε βωμό στους δώδεκα Θεούς, τιμώντας τους όλους μαζί. Από αυτόν ξεκίνησε η λατρεία του «Δωδεκάθεου» ως συνόλου. Επειδή, ο αριθμός δώδεκα είναι μαγικός. Όταν ο άνθρωπος τον εφηύρε, ανακάλυψε ότι έχει τεράστιες δυνατότητες. Δώδεκα αντικείμενα μπορεί να τα έχει ένας, μπορούν όμως να μοιραστούν και στα δύο. Κι αν βρεθεί και τρίτος, πάλι μπορούν να μοιραστούν σε ίσα μέρη. Το ίδιο κι αν μερίδιο διεκδικούν τέσσερις.
Και με έξι γίνεται μοιρασιά και φυσικά με δώδεκα. Με πέντε δεν μπορεί να γίνει αλλά και τα μαγικά έχουν τα όριά τους. Είναι ο πρώτος αριθμός που μπορεί να βολέψει τόσες καταστάσεις οπότε δεν μπορεί παρά να είναι μαγικός. Με αποτέλεσμα να καθιερωθεί η «ντουζίνα» (ντουζ = δώδεκα, στα Γαλλικά). Γεννήθηκε το δωδεκαδικό σύστημα που λάτρεψαν οι Αγγλοσάξονες. Πέρα από το γενικευμένο «δωδεκάμηνο» του έτους, μόλις πρόσφατα οι Εγγλέζοι απαλλάχτηκαν από τις δώδεκα πέννες που έκαναν ένα σελίνι και για λόγους εξευρωπαϊσμού προσχώρησαν κι αυτοί στο δεκαδικό σύστημα. Εξακολουθούν όμως να λένε «μια γρόσα» και να εννοούν δώδεκα δωδεκάδες και να μετρούν με πόδια που υποδιαιρούνται σε δώδεκα «δακτύλους».
Άλλωστε, ο αριθμός δώδεκα ακολουθούσε και την προηγούμενη των Ολυμπίων σειρά θεών. Δώδεκα ήταν οι Τιτάνες. Και είχε γενικότερα διαδοθεί. Δώδεκα τα παιδιά του Αιόλου. Δώδεκα οι άθλοι του Ηρακλή. Ιωνική δωδεκάπολη. Κ.λπ. Το ίδιο συνέβαινε και έξω από τα όρια της Ελλάδας: Δώδεκα οι φυλές του Ισραήλ, δώδεκα οι μαθητές του Χριστού. Δωδεκάθεο είχαν και οι Βαβυλώνιοι, Ασσύριοι, Αιγύπτιοι και πολλοί άλλοι λαοί. Ο Ηρόδοτος υποστηρίζει ότι το Ελληνικό Δωδεκάθεο προήλθε από το Αιγυπτιακό. Και τα δύο όμως πρέπει να έχουν κοινή Ασιατική προέλευση. Κατοικία των θεών ήταν ο Όλυμπος. Στην αρχαιότητα, υπήρχαν τουλάχιστο έξι βουνά με την ονομασία Όλυμπος.
Όταν όμως οι αρχαίοι μιλούσαν για «Ολύμπιους Θεούς», εννοούσαν αυτούς που ζούσαν στον Θεσσαλικό Όλυμπο. Αν και άργησε να γεννηθεί, ο Ήφαιστος ήταν αυτός που είχε διαμορφώσει τους Θεϊκούς χώρους: Ένα παλάτι για κάθε θεό, με πιο λαμπρό και πιο ψηλά από των άλλων το παλάτι του Δία. Στο στέκι του Δία μαζεύονταν οι θεοί. Ο Απόλλων τους έπαιζε λύρα, οι Μούσες τους τραγουδούσαν και η Ήβη, η κόρη των οικοδεσποτών Δία και Ήρας, τους πρόσφερε την αμβροσία μέσα σε χρυσά πιάτα. Αργότερα, οι θεοί μετακόμισαν στους ουρανούς αλλά το επίθετο Ολύμπιοι συνέχιζε να τους ακολουθεί. Ο Οβίδιος περιγράφει τον γαλαξία ως τον δρόμο που οδηγεί στα Θεϊκά παλάτια και που τα ονομάζει «ανάκτορο του ουρανού».
Οι Γενιές των Ελλήνων
Ο Έλληνας που ο Δευκαλίων νόμιζε γιο του, στην πραγματικότητα ήταν παιδί του Δία. Όπως παιδιά του Δία ήταν οι γιοι που γέννησαν οι αδελφές του. Ο Αέθλιος της Πρωτογένειας, ο Γραικός της Πανδώρας, τα δίδυμα Μάγνητας και Μακεδόνας της Θυίας. Της 4ης αδελφής, Μελάνθειας, παιδιά δεν αναφέρονται. Του ίδιου του Έλληνα παιδιά ήταν ο Δώρος, ο Αίολος και ο Ξούθος. Γιοι του Ξούθου ήταν ο Ίων, ο Αχαιός και ο Βοιωτός. Με αυτή τη σειρά, ο Δίας ήταν ουσιαστικά γενάρχης όλων των Ελληνικών λαών. Με τους επώνυμους να απέχουν δυο γενιές ο πρώτος από τον τελευταίο:
- Ο Έλληνας, γενάρχης όλων των Ελλήνων.
- Παιδιά του ο Δώρος γενάρχης των Δωριέων, ο Αίολος γενάρχης των Αιολέων, κι ο Ξούθος. Κι ανίψια του ο Γραικός γενάρχης των Γραικών, ο Μάγνητας γενάρχης των Μάγνητων κι ο Μακεδόνας γενάρχης των Μακεδόνων. Κι επίσης ανίψι του ο Αέθλιος βασιλιάς της Ήλιδας και προστάτης του αθλητισμού, στον οποίο έδωσε το όνομά του.
- Εγγόνια του Έλληνα (παιδιά του Ξούθου) ήταν ο Ίων γενάρχης των Ιώνων, ο Αχαιός γενάρχης των Αχαιών κι ο Βoιωτός γενάρχης των Βοιωτών.
Η Θεσσαλική γη μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι είναι η κατοικία των Θεών, η κοιτίδα του κυρίαρχου Προελληνικού λαού των Πελασγών, η γενέτειρα των εννέα πιο προβεβλημένων Ελληνικών φύλων και η πατρίδα του αθλητισμού. Και όχι μόνο. Εκεί γεννήθηκαν οι Κένταυροι εκεί και οι Λαπίθες, που απλώθηκαν σε ολόκληρη την Ελλάδα και με τους οποίους συνδέεται η μεγάλη διάδοση της Αιολικής διαλέκτου.
Ο Πελίας και ο Νηλέας
Ο Έλληνας αναφέρεται ως βασιλιάς της Φθίας. Με διάδοχό του τον Αίολο που βρέθηκε βασιλιάς όχι της Φθίας αλλά ολόκληρης της Θεσσαλίας. Η οποία «τότε» ονομαζόταν Αιολίδα. Σύμφωνα με την πιο ισχυρή παράδοση, ο Αίολος απέκτησε πέντε κόρες κι επτά γιους. Από αυτούς, ο Αθάμας και ο Κρηθέας δραστηριοποιήθηκαν στην Θεσσαλία (οι άλλοι ήταν οι Σίσυφος, Σαλμωνέας και Περιήρης που συνδέθηκαν με την μυθολογία της Πελοποννήσου, ο Δηιόνας που πήγε κι έγινε βασιλιάς στη Φωκίδα κι ένας Μάγνητας, του οποίου οι γιοι πήγαν στη Σέριφο).
Στη Θεσσαλία δραστηριοποιήθηκε και η Τυρώ, ανιψιά του Αθάμαντα και του Κρηθέα. Την είπαν έτσι, επειδή τη μεγαλώνανε «μη βρέξει και μη στάξει», την τάιζαν γάλα και τους βγήκε κάτασπρη και με δέρμα απαλό σαν το τυρί. Σύμφωνα με την κυρίαρχη εκδοχή, μετά τον αφανισμό του πατέρα της (Σαλμωνέα), ο Δίας φρόντισε ώστε η Τυρώ, να βρεθεί στο σπίτι του θείου της, Κρηθέα, βασιλιά στην Ιωλκό, πόλη της Θεσσαλικής Μαγνησίας.
Εκεί, ερωτεύτηκε τον Ενιπέα, Θεϊκή ενσάρκωση του ομώνυμου μεγάλου παραπόταμου (σήμερα, Τσαναρλή) που χύνεται στον Πηνειό στο ύψος της Λάρισας και πηγάζει από την Όθρη. Ξημεροβραδιαζόταν λοιπόν η Τυρώ στις όχθες του Ενιπέα αλλά ανταπόκριση δεν έβρισκε. Ώσπου την είδε ο Ποσειδών, την νοστιμεύτηκε, μεταμορφώθηκε σε Ενιπέα και την πήρε. Μετά, της φανερώθηκε και της είπε, τι να κάνει, όταν θα γεννιόντουσαν τα δίδυμα, καρποί της ένωσής τους. Τα μωρά ήρθαν στον κόσμο κρυφά και η μάνα τους τα παράτησε σε μια σκάφη, στο δάσος.
Το ένα, το λυπήθηκε μια σκυλίτσα και το βύζαξε. Το άλλο το πάτησε κατά λάθος ένα άλογο κι έβαλε τα κλάματα. Τα άκουσε ο βοσκός των αλόγων και τα πήρε κοντά του να τα μεγαλώσει η γυναίκα του. Αυτόν που η σκυλίτσα λυπήθηκε («κατελέησε»), τον είπαν Νηλέα. Εκείνον που πάτησε το άλογο κι από το κλάμα είχε μελανιάσει (είχε γίνει «πελιός»), τον ονόμασαν Πελία. Όταν πια τα δίδυμα μεγάλωσαν, η Τυρώ άκουσε τον βοσκό να λέει με ποιον τρόπο τα βρήκε και τα αναγνώρισε. Στο μεσοδιάστημα όμως, είχε παντρευτεί τον θείο της, τον Κρηθέα, και μαζί του είχε αποκτήσει τρεις γιους: Τους Αίσονα, Αμυθάονα και Φέρη.
Ο Φρίξος και η Έλλη
Όσο να συμβούν όλα αυτά, ο Αθάμας (γιος του Αίολου κι αδερφός του Κρηθέα) είχε γίνει βασιλιάς της Βοιωτίας κατά μια παραλλαγή, μόνο του Ορχομενού κατά μιαν άλλη, της Θεσσαλίας κατά μια τρίτη (της Αθαμαντίας στην Φθιώτιδα, κατά μια τέταρτη). Πήρε γυναίκα του την Νεφέλη (Θεά, σύμφωνα με κάποια εκδοχή) κι απέκτησε μαζί της δυο παιδιά. Τον Φρίξο και την Έλλη. Μετά, έδιωξε την Νεφέλη και παντρεύτηκε την κακιά Ινώ που του γέννησε δυο αγόρια. Τον Λέαρχο και τον Μαλικέρτη. Η Ινώ ήταν αδερφή της Σεμέλης, με την οποία ο Δίας απέκτησε τον θεό Διόνυσο. Για να σώσει τον γιο του από τον θυμό της Ήρας, ο αρχηγός των Θεών τον έδωσε στην Ινώ και τον Αθάμαντα να τον μεγαλώσουν κρυφά, σαν κορίτσι.
Φυσικά, η Ήρα απλά, περίμενε. Για να ξεμπερδεύει με τον Φρίξο και την Έλλη, η Ινώ έστησε ολόκληρη μηχανή: Έπεισε τις γυναίκες του βασιλείου να ψιλοψήσουν στην φωτιά κρυφά τους σπόρους που οι άντρες φύλαγαν για την επόμενη σπορά. Οι άντρες δεν κατάλαβαν τίποτα κι έσπειραν τους φρυγμένους σπόρους, οπότε στάχυ δεν φύτρωσε στην επικράτεια. Ο Αθάμας έστειλε απεσταλμένους στους Δελφούς να ρωτήσουν, τι πρέπει να γίνει. Η Ινώ τους δωροδόκησε να πουν ότι έπρεπε να θυσιαστούν ο Φρίξος και η Έλλη, προκειμένου να φυτρώσουν πάλι στάχυα. Ο Αθάμας αρνιόταν αλλά οι αγρότες ξεσηκώθηκαν. Οπότε αναγκάστηκε να οδηγήσει τα παιδιά του στον βωμό.
Η Νεφέλη όμως είχε ένα χρυσόμαλλο κριάρι που της χάρισε ο Ερμής και που μπορούσε να πετά. Την κατάλληλη στιγμή, το κριάρι εμφανίστηκε στον βωμό. Τα παιδιά το καβαλίκεψαν και πέταξαν μακριά. Ήταν η ώρα να μπει στη μέση και η Ήρα. Με δικά της μάγια, ο Αθάμας και η Ινώ τρελάθηκαν. Ο Αθάμας σκότωσε τον πρώτο τους γιο, Λέαρχο, νομίζοντάς τον για ελάφι και η Ινώ έριξε τον δεύτερο, τον Μαλικέρτη, σε ένα καζάνι με βραστό νερό. Μόλις κατάλαβε ότι τον σκότωσε, αποτρελάθηκε, το πήρε στην αγκαλιά της κι άρχισε να τρέχει. Έφτασε ως τον Σαρωνικό, βούτηξε στα βαθιά και πνίγηκε. Αυτή τη φορά, ο Αθάμας πήγε μόνος του στους Δελφούς, να ρωτήσει τι θα απογίνει.
Η Πυθία του είπε να πάει να μείνει εκεί, όπου θα του κάνουν το τραπέζι κάποια άγρια θηρία. Ξεκίνησε να περιπλανιέται. Σε μια πλαγιά της Πίνδου, είδε μια αγέλη λύκων να κατασπαράζει ένα κοπάδι πρόβατα. Μόλις οι λύκοι τον αντελήφθησαν, έφυγαν. Ο Αθάμας σκέφτηκε ότι αυτό ήταν το τραπέζωμα του χρησμού κι εγκαταστάθηκε εκεί. Κατά μιαν άλλη εκδοχή, οι Λαπίθες ήταν που έδιωξαν στην Ήπειρο τους Αθαμάνες, οι οποίοι πρώτα κατοικούσαν στην Αθαμαντία της Θεσσαλίας.
Σύμφωνα με μια αρκετά διαδεδομένη παραλλαγή του μύθου, η σοδειά καταστράφηκε από ανομβρία που προκάλεσε η ίδια η Νεφέλη παίρνοντας έτσι εκδίκηση για τον παραμερισμό της. Απλά, η Ινώ βρήκε ευκαιρία και δωροδόκησε τον απεσταλμένο στους Δελφούς να πει ότι η Πυθία χρησμοδότησε την θυσία του Φρίξου και της Έλλης ως μόνη λύση για να ξαναβρέξει. Αναγκαστικά, ο βασιλιάς έστειλε να φέρουν τα παιδιά του που αμέριμνα έβοσκαν τα κοπάδια του. Παράγγειλε μάλιστα στον Φρίξο να διαλέξει ένα όμορφο κριάρι, να το θυσιάσουν. Ο Φρίξος διάλεξε το χρυσόμαλλο που όμως είχε ανθρώπινη λαλιά και του πρόφτασε, τι έμελλε να συμβεί. Τα δυο αδέρφια το καβάλησαν κι έφυγαν.
Μια ακόμα παραλλαγή ήθελε τον Αθάμαντα να αρνιέται πεισματικά να θυσιάσει τον γιο του αλλά ο Φρίξος έμαθε τον χρησμό κι έσπευσε μόνος του στον τόπο της θυσίας. Τον είδε εκεί ο απεσταλμένος, τον έπιασαν οι τύψεις κι αποκάλυψε ότι τέτοιος χρησμός δεν υπήρχε και όλα ήταν σκευωρία της Ινώς. Θύμωσε ο Αθάμας κι αποφάσισε να τιμωρήσει την Ινώ, θυσιάζοντάς την μαζί με τον γιο της Μελικέρτη. Αυτή τη φορά όμως επενέβη ο Διόνυσος και την γλίτωσε, ενώ την ίδια στιγμή έκανε να βρεθούν ο Φρίξος και η Έλλη σε μια ερημιά, ανάμεσα σε μαινάδες έτοιμες να τους κατασπαράξουν. Την τελευταία στιγμή, η Νεφέλη έστειλε το χρυσόμαλλο κριάρι που τους πήρε μακριά.
Ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης έγραψε μια τραγωδία με τίτλο «Ινώ» και θέμα την ιστορία του Αθάμαντα: Παντρεύτηκε την Ινώ κι απέκτησαν δυο γιους. Κάποια στιγμή, η Ινώ παράτησε σπίτι και οικογένεια κι έφυγε στον Παρνασσό, όπου έγινε Βάκχη και συντρόφευε τον θεό Διόνυσο, τον οποίο άλλωστε η ίδια είχε αναθρέψει. Ο Αθάμας πίστεψε ότι η Ινώ πέθανε και ξαναπαντρεύτηκε, παίρνοντας την Θεμιστώ κι αποκτώντας μαζί της άλλους δύο γιους. Αργότερα όμως, έμαθε ότι η Ινώ ζούσε. Την έφερε κρυφά στο παλάτι, τάχα σκλάβα της βασίλισσας κι, όποτε μπορούσε, περνούσε τα βράδια μαζί της.
Η Θεμιστώ δεν πήρε είδηση για όλα αυτά. Θέλησε όμως να απαλλαγεί από τα παιδιά που ο Αθάμας είχε αποκτήσει από την Ινώ, ώστε να τον διαδεχτούν τα δικά του. Νομίζοντας άνθρωπο της εμπιστοσύνης της την «σκλάβα» και χωρίς να ξέρει ποια ακριβώς είναι, της εκμυστηρεύτηκε το σχέδιό της: Η Ινώ έπρεπε να σκεπάσει τα παιδιά της κυράς της με άσπρες κουβέρτες και τα δικά της με μαύρες, ώστε να τα σκοτώσει στον ύπνο τους. Φυσικά, η Ινώ έκανε το αντίθετο. Έτσι, όταν η Θεμιστώ μπήκε στο σκοτεινό δωμάτιο, έσφαξε τα δικά της παιδιά. Την επομένη, όταν είδε τι είχε κάνει, αυτοκτόνησε. Η κακιά μητριά που τελικά σκοτώνει τα δικά της παιδιά έχει επιβιώσει ως θέμα και στις νεοελληνικές παραδόσεις και παραμύθια.
Το Χρυσόμαλλο Κριάρι
Η Θεοφανώ, ήταν πανέμορφη, δεν άφηνε ασυγκίνητο κανέναν άντρα. Την πολιορκούσαν στενά αλλά εκείνη αντιστεκόταν σθεναρά. Την ερωτεύτηκε όμως και ο Θεός Ποσειδών και με αυτόν νάζια δεν χωρούσαν. Χώρια που την ζήλευε κιόλας και, για να μην έχει αντίπαλο, την άρπαξε και την πήγε σε ένα άγνωστο νησί, όπου την εγκατέστησε, ενώ παράλληλα μεταμόρφωσε όλους τους εκεί κατοίκους σε ζώα. Το συνήθιζε να απομονώνει τις αγαπημένες του ο Θεός. Ακόμα και την Κλειτώ είχε βάλει στο κέντρο ενός νησιού κι έπειτα άρχισε να σκάβει, ν’ ανοίγει κανάλια, να υψώνει βουνά, να γεμίζει τάφρους με θαλασσινό νερό, ώσπου δημιουργήθηκε η Ατλαντίδα.
Κανένας θνητός δεν επιτρεπόταν να πατήσει στο κεντρικό νησάκι, όσο ζούσε η βασιλοπούλα. Με την Θεοφανώ όμως δεν έγινε το ίδιο. Οι μνηστήρες έψαξαν και την βρήκαν. Κι άρχισαν να σκοτώνουν τα ζωντανά του νησιού, δηλαδή τους μεταμορφωμένους ανθρώπους. Ο Ποσειδών τους μεταμόρφωσε κι αυτούς, σε λύκους, ενώ την καλή του την έκανε προβατίνα. Πήρε και ο ίδιος την μορφή κριαριού κι επιτέλους, έστω και σαν προβατίνα, την έκανε δική του. Γεννήθηκε ένα κριάρι με χρυσό μαλλί, με ανθρώπινη λαλιά και με την ικανότητα να πετά. Ο Ποσειδών το έδωσε στον Ερμή κι αυτός, όταν τα πράγματα με τον Φρίξο και την Έλλη δυσκόλεψαν, το χάρισε στη μητέρα τους Νεφέλη.
Αυτό το χρυσόμαλλο κριάρι κατέληξε να θυσιαστεί στην Κολχίδα, ενώ το δέρμα του εναποτέθηκε στο ιερό άλσος. Ήταν το χρυσόμαλλο δέρας, το έπαθλο της Αργοναυτικής εκστρατείας.
Πελίας και Ιάσων
Τον καιρό που συνέβαιναν όλα αυτά με τον Αθάμαντα, ο αδερφός του, ο Κρηθέας, βασίλευε στην Ιωλκό έχοντας παντρευτεί την ανιψιά του, Τυρώ, που, από τον Ποσειδώνα, απέκτησε γιους τον Πελία και τον Νηλέα. Κι από τον Κρηθέα, τους Αίσονα, Αμυθάονα και Φέρη. Ο Αμυθάων έφυγε στην Πελοπόννησο (Μεσσηνία), ο Φέρης έκτισε την πόλη Φερές (στη Μαγνησία) κι ο Αίσων διαδέχτηκε τον πατέρα του στην Ιωλκό. Κατά μια εκδοχή, ο Αίσων πέθανε νωρίς αφήνοντας στον Πελία την κηδεμονία του γιου του, Ιάσονα. Ο Πελίας υπέβλεπε τον μικρό και η μάνα του θεώρησε καλό να τον φυγαδεύσει στο Πήλιο, όπου τον παρέλαβε για να τον αναθρέψει ο Κένταυρος Χείρων.
Κατά μιαν άλλη εκδοχή, ο Πελίας ξαπέστειλε τον αδερφό του, Νηλέα, στην Μεσσηνία, κοντά στον ετεροθαλή αδερφό τους, Αμυθάονα, και κατέλαβε τον θρόνο με την βία, αφαιρώντας τον από τον νόμιμο κληρονόμο, Αίσονα. Φεύγοντας να γλιτώσει την ζωή του, ο Αίσων ανέθεσε τον μικρό Ιάσονα στον Κένταυρο Χείρωνα. Ο Ιάσων, πάντως, βρέθηκε να μεγαλώνει στα δάση. Νικητής και τροπαιούχος στη μάχη της διαδοχής, ο Πελίας έμεινε αδιαμφισβήτητος βασιλιάς της Ιωλκού, έχοντας διώξει τα’ αδέρφια του και νομίζοντας νεκρό τον Ιάσονα, νόμιμο κληρονόμο το θρόνου. Παρ’ όλα αυτά, κάτι τον έτρωγε.
Έστειλε πρεσβεία στους Δελφούς να ρωτήσει την Πυθία, τι του επιφυλάσσει το μέλλον. Η απάντηση τον καθησύχασε: Η μόνη πιθανή απειλή θα προερχόταν από έναν μονοσάνταλο, έναν άντρα που θα κυκλοφορούσε φορώντας σαντάλι μόνο στο ένα πόδι. Μονοσάνταλοι όμως ήταν οι Αιτωλοί πολεμιστές που κατοικούσαν στην άλλη άκρη του Ελλαδικού χώρου (στα όρια της σημερινής Ηλείας) και πίστευαν ότι η άμεση επαφή του γυμνού ποδιού με τη γη προσφέρει στον άνδρα δύναμη και ανδρεία. Αν φαινόταν μονοσάνταλος Αιτωλός πολεμιστής στην Ιωλκό, θα αντιμετωπιζόταν εύκολα.
Στο Πήλιο, κοντά στον δάσκαλό του, Κένταυρο Χείρωνα, ο Ιάσων αποκτούσε, ανάμεσα στα άλλα, και εκείνες τις ιδιότητες που δικαιολογούσαν το όνομά του. Μάθαινε ιατρική (ιάομαι = γιατρεύω, ίασις = γιατρειά, Ιάσων = αυτός που γιατρεύει). Ταυτόχρονα, γυμναζόταν στο σώμα και το μυαλό, μάθαινε κάθε γνωστή τέχνη, μεγάλωνε κι ομόρφαινε. Και κάθε τόσο ερχόταν σε επαφή με τον πατέρα του, Αίσονα, που ανέβαινε κρυφά στο Πήλιο να τον καμαρώσει και να του θυμίσει ότι, κάποια μέρα, θα έπρεπε να διεκδικήσει τον πατρικό θρόνο και να διώξει τον Πελία. Η κρίσιμη ώρα έφτασε, όταν ο Ιάσων έγινε είκοσι χρόνων. Η συνάντηση θείου και ανιψιού οδήγησε στην Αργοναυτική εκστρατεία.
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΙΩΝΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Στη χαραυγή της ιστορίας, οι Ίωνες βρίσκονταν στη βορειοδυτική Θεσσαλία, μέσα στα όρια του σημερινού νομού Τρικάλων. Στα 1900 π.Χ., άρχισαν να μεταναστεύουν νότια. Κάποιοι έμειναν στη νοτιοδυτική Θεσσαλία, στα όρια του σημερινού νομού Καρδίτσας, κάποιοι συνέχισαν κι απλώθηκαν στη Στερεά (στην Αττική κυρίως) και στην Πελοπόννησο. Τον ίδιο καιρό, οι Αρκάδες που ζούσαν στη Δυτική Μακεδονία, κινήθηκαν νότια κι έφτασαν ως την κεντρική Πελοπόννησο. Οι φορείς της «κεντρικής διαλέκτου» που έμελλε να εξελιχθεί σε αιολική, πριν από το 1900 π.Χ. κατοικούσαν στη Μακεδονία και τη Βόρεια Θεσσαλία. Απλώθηκαν και κατέκλυσαν την Θεσσαλία. Μερικοί από αυτούς έχουν εντοπιστεί, πού κατέληξαν:
Οι Αινιάνες κινήθηκαν στην περιοχή της Όσσας κι έπειτα κατοίκησαν στον χώρο ανάμεσα στην Όθρη και την Οίτη (κι ονομάζονταν και Οιταίοι). Οι Περραιβοί εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στα Τέμπη και την Πίνδο. Οι Μινύες εγκαταστάθηκαν αρχικά νότια από τους Περραιβούς αλλά αργότερα κινήθηκαν ακόμα πιο νότια και κατοίκησαν στη Βοιωτία, γύρω από τον Ορχομενό. Η μυθολογία αναφέρει αρχηγό τους τον Μινύα, γιο του Χρύση και της Χρυσογένειας, εγγονό του Ποσειδώνα και πατέρα του Ορχομενού. Οι Φλεγύες είχαν εγκατασταθεί στα Τέμπη κι εκτείνονταν ως τη θάλασσα. Η μυθολογία τους γνωρίζει ως λαό ληστών που αργότερα μετανάστευσαν στη Βοιωτία όπου έμελλε να τους εξολοθρεύσουν οι Θεοί.
Στη Βοιωτία τους οδήγησε ο Φλεγύας, γιος του Άρη και της Χρύσας και βασιλιάς των Λαπιθών της Θεσσαλίας. Ήταν ο παππούς του Ασκληπιού. Οι Αθαμάνες κάλυψαν τη δυτική και νότια πλευρά της Θεσσαλίας (Θεσσαλική Φθιώτιδα). Οι Λαπίθες κατοίκησαν γύρω από τον Πηνειό, έχοντας νότιά τους εκείνους που έμελλε να αποκληθούν συνολικά «Αχαιοί». Αργότερα, επρόκειτο να εκδιώξουν πολλούς από τους γείτονές τους και να απλωθούν σε πολύ ευρύτερες περιοχές. Στα Ιστορικά Χρόνια, επιζούσαν σε πάμπολλα σημεία του Ελλαδικού χώρου. Είναι λαός που έδρασε στη Θεσσαλία αλλά και στην Αττική, την Κορινθία και την κοιλάδα του Ευρώτα στη Λακωνία.
Η μυθολογία τους θέλει κυρίαρχους στη Θεσσαλία, όπου νίκησαν κι εξόντωσαν τους Κένταυρους. Ώσπου ήρθε η ώρα τους να χαθούν από το χέρι του Ηρακλή, όταν θέλησαν να πολεμήσουν με τον Αιγίμιο, φίλο του ημίθεου. Οι ιστορίες τους είναι γεμάτες κατορθώματα κι αποκοτιές αλλά και τιμωρίες και χαμούς. Φορείς της αιολικής διαλέκτου, οι Λαπίθες κυριαρχούν και στη μυθολογία είτε ως ξεχωριστός λαός είτε ως ήρωες που σχεδόν πάντα είχαν κακό τέλος. Η ιστορική επιστήμη τους ανακάλυψε μάλλον πρόσφατα. Ως τα μέσα του 20ού αιώνα, τους θεωρούσαν πρόσωπα του μύθου, όπως και τους αντιπάλους τους, Κένταυρους.
Η πρώτη γνωστή σ’ εμάς εμφάνιση των Λαπιθών ανάγεται στα 1600 π.Χ. αλλά η σ’ εμάς γνωστή πιο έντονη παρουσία τους στα Ελληνικά πράγματα εντοπίζεται στα μέσα (γύρω στα 1400 π.Χ.) και ως το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής και είναι δεμένη με τον Μυκηναϊκό κόσμο στην ευρύτερη έννοιά του. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και με ολόκληρη τη Θεσσαλία, καθώς η Μυκηναϊκή «επικράτεια» την συμπεριλάμβανε.
Οι αναστατώσεις που ακολούθησαν την Μυκηναϊκή κατάρρευση, έφεραν τα πάνω κάτω στην Θεσσαλία. Για αιώνες, η ληστεία δεν ήταν παρά ένα «επάγγελμα». Γράφει ο Θουκυδίδης: «Οι Έλληνες επιδόθηκαν στην πειρατεία, υπό την αρχηγία ανθρώπων με τεράστια πολιτική δύναμη, και χάριν του ατομικού τους κέρδους και για την διατροφή των αδυνάτων (οπαδών τους), και πέφτοντας ξαφνικά πάνω σε πόλεις ανοχύρωτες και κατοικούμενες κατά συνοικισμούς, προέβαιναν σε διαρπαγές και με τον τρόπο αυτό προσπορίζονταν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής τους, γιατί το έργο αυτό, την εποχή εκείνη, δεν θεωρούνταν ακόμα άτιμο, τουναντίον μάλιστα χάριζε άφθονη δόξα».
Μοιραία, οι μετακινήσεις πληθυσμών έγιναν μόνιμη κατάσταση, καθώς οι εύφοροι τόποι συνεχώς άλλαζαν χέρια. Ο εύφορος κάμπος που μεταβλήθηκε σε χωνευτήρι των λαών για παράδειγμα, διέθετε ήδη πέντε διαδοχικά ονόματα, πριν να ονομαστεί Θεσσαλία. Ενώ, στην Αττική, όπως και ο Θουκυδίδης σημειώνει «που ανέκαθεν ήταν απαλλαγμένη από στάσεις εξαιτίας της αφορίας του εδάφους της, κατοικούσαν πάντα οι ίδιοι άνθρωποι. Σ’ οποιαδήποτε άλλη πόλη της Ελλάδας, όσοι από τους ισχυρούς της ημέρας λόγω πολέμου ή στάσης εξορίζονταν από τη χώρα τους, κατέφευγαν στους Αθηναίους, γιατί εκεί ήξεραν ότι υπάρχει ασφάλεια». Κι έτσι εξηγείται και η έντονη παρουσία των Λαπιθών στην Αττική, στα ιστορικά χρόνια.
Αποτέλεσμα της νέας κατάστασης ήταν η προσωρινή αναστολή της προόδου, το κλείσιμο των κοινωνιών και η δημιουργία οχυρωματικών έργων, γεγονός που σήμαινε τη συσπείρωση του λαού σε συγκεκριμένο χώρο, με μετεξέλιξή του στην κατοπινή πόλη κράτος. Καθόλου τυχαία, οι πόλεις κράτη δημιουργήθηκαν ακριβώς εκεί όπου νωρίτερα είχαν ανθίσει Μυκηναϊκά κέντρα. Ταυτόχρονα, εμφανίστηκαν οι πρώτες μορφές τοπικής διοίκησης (λαϊκή συνέλευση στην αρχή, εκλογή αντιπροσώπων στη συνέχεια) και δημιουργήθηκε η ανάγκη της εκλογής πολέμαρχου για τις πολεμικές επιχειρήσεις, είτε αμυντικές ήταν αυτές είτε ληστρικές εναντίον άλλων.
Όταν ο πολέμαρχος κατέληξε να εκλέγεται από τα μέλη της ίδιας πάντα οικογένειας, ο βασιλικός θεσμός μπήκε στα σκαριά. Με μικρές εξαιρέσεις (Μακεδονία, Σπάρτη κ.λπ.), στην Ελλάδα δεν είχε τύχη. Τους πρώτους αιώνες της 1ης π.Χ. χιλιετίας, καταργήθηκε σχεδόν παντού.
Στα 1125 π.Χ. ή λίγο αργότερα, οι Μάγνητες έφτασαν στο Πήλιο, ενώ οι Θεσσαλοί κατέβηκαν από την Πίνδο κι εγκαταστάθηκαν στα όρια του σημερινού νομού Καρδίτσας (περιοχή της αρχαίας Θεσσαλιώτιδας). Ως τον Θ’ π.Χ. αιώνα, η εξάπλωσή τους σε ολόκληρη τη Θεσσαλία είχε ολοκληρωθεί. Οι πρώτοι μετανάστες Θεσσαλοί είχαν αρχηγό τον (γιο του Αίμονα κι εγγονό του Πελασγού) Θεσσαλό που, κατά τη μυθολογία, καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου. Να θυμίσουμε ότι οι Αίμονες («αυτοί που ζουν σε θαμνώδεις περιοχές») έδωσαν το όνομά τους στο κύριο βουνό της χερσονήσου (τον Αίμο) κι εγκαταστάθηκαν διάσπαρτοι στα Τέμπη, στην Ιωλκό, στη Βοιωτία, στην Αιτωλία και στη Νότια Αρκαδία.
Νέοι κυρίαρχοι της ευρύτερης περιοχής, οι Θεσσαλοί χώρισαν τα εδάφη σε κλήρους, καθένα από τους οποίους πήραν μικρές ομάδες μάλλον συγγενικών οικογενειών και μέσα στους οποίους εντάχθηκαν οι παλιοί κάτοικοι που δεν μετανάστευσαν. Σε περίπτωση πολέμου, κάθε κλήρος έδινε στον κοινό στρατό σαράντα καβαλάρηδες κι ογδόντα πεζούς. Υπήρχε συμφωνία οι Θεσσαλοί να σεβαστούν τη ζωή των παλιών κατοίκων και να μην τους πουλήσουν δούλους. Σε αντάλλαγμα, οι παλιοί κάτοικοι θα καλλιεργούσαν τη γη και θα έδιναν στους Θεσσαλούς μέρος από την παραγωγή. Γνωρίζουμε ότι τέτοιες συμφωνίες έκαναν με όσους Βοιωτούς δεν έφυγαν, τους Περραιβούς και τους Μάγνητες.
Υποθέτουμε ότι ανάλογες θα έγιναν και με τους Αχαιούς, Λαπίθες, Μινύες και λοιπούς που προτίμησαν να μείνουν στα μέρη τους παρά να ξενιτευτούν. Οι Θεσσαλοί έδιναν στους κολίγους το όνομα Πενέστες (όπως τους δικούς τους αντίστοιχους οι Σπαρτιάτες ονόμαζαν Είλωτες). Πενέστες ήταν το όνομα ιλλυρικού λαού που ζούσε γύρω από τη λίμνη Αχρίδα, ενώ Ιλλυριοί Απενέστες καταγράφηκαν στην Ιταλική χερσόνησο. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το όνομα δόθηκε σε όλους τους κολίγους, ξεκινώντας από ομάδες Ιλλυριών που νωρίτερα είχαν εισχωρήσει στη Θεσσαλία και ήταν οι πρώτοι που υπέκυψαν στους Θεσσαλούς.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, από τον καιρό που ζούσαν στην Ιλλυρία, οι Θεσσαλοί ονόμαζαν Πενέστες τους ξένους προς το φύλο τους λαούς, καθώς «Πενέστες» ήταν η ονομασία των τότε γειτόνων τους. Είτε η πρώτη εκδοχή ισχύει είτε η δεύτερη, η ονομασία επέζησε καθώς θύμιζε τη λέξη «πένητες» (=φτωχοί). Τον Η’ π.Χ. αιώνα, η Θεσσαλία ήταν χωρισμένη σε τέσσερις περιοχές που συνέπιπταν με την πολιτική διαίρεση των Θεσσαλών. Ήταν η Θεσσαλική Τετράδα που απαρτιζόταν από τις εξής περιοχές:
- Την Ιστιαιώτιδα (περίπου ο σημερινός νομός Τρικάλων) με κυριότερη πόλη την Τρίκκη (Τρίκαλα).
- Την Πελασγιώτιδα (περίπου οι σημερινοί νομοί Λάρισας και Μαγνησίας) με κυριότερη πόλη τη Λάρισα.
- Την Θεσσαλιώτιδα (περίπου ο σημερινός νομός Καρδίτσας) με κυριότερη πόλη την Άρνη, κατοπινό Κιέριο, στην περιοχή των σημερινών Σοφάδων).
- Την Φθιώτιδα (με παραλία από τον Μαλιακό ως τον Παγασητικό κόλπο και με βάθος ως την Οίτη) με κυριότερη πόλη τον Φάρσαλο (σημερινά Φάρσαλα).
Την εξουσία κατείχαν αριστοκρατικές οικογένειες, συνήθως αλληλομισούμενες, ενώ σε καιρό πολέμου ή «έκτακτης ανάγκης» εκλεγόταν κοινός πολιτικός και στρατιωτικός αρχηγός, που ονομαζόταν «ταγός». Με τον καιρό, οι ταγοί έφτασαν να εξουσιάζουν δικτατορικά τη Θεσσαλία και να προέρχονται από δυο μόνο αριστοκρατικές οικογένειες: Τους Αλευάδες της Λάρισας και τους Σκοπάδες της Κραννώνας (πόλης νοτιοδυτικά της Λάρισας) που κι αυτοί ήταν κλάδος των Αλευάδων.
Οι Αλευάδες και οι Πέρσες
Γενάρχης των Αλευάδων ήταν ο πολύς Αλεύας που καυχιόταν ότι κατάγεται από τον Ηρακλή. Η οικογένεια ηγεμόνευσε σχεδόν συνεχώς από τον Ζ’ π.Χ. αιώνα και ήταν στα πράγματα όταν ξεκίνησε η εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας (αρχές Ε’ αιώνα). Πρώτη τους δουλειά ήταν να στείλουν αγγελιαφόρους στον Μεγάλο Βασιλιά και να του δηλώσουν την αμέριστη συμπαράστασή τους στην προσπάθειά του να κατακτήσει τη χώρα. Παρέδωσαν «γην και ύδωρ» στους απεσταλμένους του Ξέρξη και υποχρέωσαν Θεσσαλούς, Δόλοπες, Αινιάνες, Περραιβούς, Μάγνητες, Μηλιείς και Φθιώτες να πράξουν το ίδιο. Οι λαοί υπάκουσαν αλλά ταυτόχρονα έστειλαν πρεσβείες στον Ισθμό όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι οι λοιποί Έλληνες και ζήτησαν βοήθεια για κοινή άμυνα στα Τέμπη.
Στρατός 10.000 ανδρών με αρχηγούς τον Σπαρτιάτη Ευαίνετο και τον Αθηναίο Θεμιστοκλή, έσπευσε να πιάσει τα στενά. Έγκαιρα ειδοποιήθηκαν από τον βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρο (του Αμύντα) να φύγουν, επειδή κινδύνευαν να κυκλωθούν. Οι Πέρσες κατέβαιναν από την άλλη πλευρά του Ολύμπου και θα βρίσκονταν στα νώτα των Ελλήνων. Ο Ελληνικός στρατός υποχώρησε στις Θερμοπύλες, ενώ οι κάτοικοι της Θεσσαλίας υποχρεώθηκαν να υποκύψουν. Στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.), στο πλάι των Περσών μάχονταν οι Αλευάδες αδελφοί, Θώρακας, Ευρύπυλος και Θρασυδαίος, επικεφαλής της θεσσαλικής στρατιάς.
Στα 404 π.Χ., μια νέα δυναστεία Ταγών ξεπρόβαλε: Του Λυκόφρονα των Φερών. Μετά τον θάνατό του, την ηγεσία της Θεσσαλίας ανέλαβε ο γιος του, Ιάσων. Φιλοδόξησε να ενώσει τους Έλληνες υπό την αρχηγία του και να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών «ξεπλένοντας την ντροπή των Αλευάδων». Στα όρια της Θεσσαλίας, καλά τα κατάφερε. Συμμάχησε με τον Αλκέτα της Ηπείρου και τον Αμύντα της Μακεδονίας κι έχοντας τα νώτα του εξασφαλισμένα καθώς οι Θηβαίοι είχαν στριμώξει τους Σπαρτιάτες, ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών. Πλην όμως, τον δολοφόνησαν.
Ταγοί ανέλαβαν οι ύποπτοι αδελφοκτονίας αδελφοί του Πολύδωρος και Πολύφρων. Τον Πολύφρονα δολοφόνησε ο Πολύδωρος κι αυτόν ο Αλέξανδρος, γιος του Πολύφρονα. Αυτός αποδείχτηκε χειρότερος όλων, «τέρας ωμότητας και αντικείμενο αποτροπιασμού για όλη την αρχαία Ελλάδα». Αποδείχθηκε και ικανότατος στρατηγός, έχοντας έτοιμο στρατό από τον θείο του, Ιάσονα. Πάταξε κάθε προσπάθεια Θεσσαλικής πόλης να αποτινάξει την εξουσία του, αντιμετώπισε ικανοποιητικά μια εισβολή του Αμύντα της Μακεδονίας κι απέκρουσε εκστρατεία του Θηβαίου, Πελοπίδα, τον οποίο οι θεσσαλικές πόλεις είχαν καλέσει να τις βοηθήσει να διώξουν τον δικτάτορα (369 π.Χ.).
Ο Πελοπίδας ξαναγύρισε στη Θεσσαλία κι εγκαταστάθηκε στα Φάρσαλα όπου τον βρήκε αιφνιδιαστικά ο Αλέξανδρος και τον αιχμαλώτισε. Τον ελευθέρωσε ο Επαμεινώνδας με συνθήκη που ισχυροποίησε ακόμα περισσότερο τον Αλέξανδρο. Πέντε χρόνια αργότερα, ο Πελοπίδας ξαναπροσπάθησε. Η μάχη δόθηκε στις Κυνός Κεφαλές, ο Αλέξανδρος νικήθηκε αλλά ο Πελοπίδας σκοτώθηκε (364 π.Χ.). Ο Επαμεινώνδας των Θηβαίων υποχρέωσε τον Θεσσαλό να αποδώσει την ελευθερία τους στις Θεσσαλικές πόλεις και να ορκιστεί ότι θα τηρήσει τη συμφωνία. Μετά από δυο χρόνια (362), ο Επαμεινώνδας πέθανε, η ηγεμονία των Θηβών καταλύθηκε και ο Αλέξανδρος πήρε πίσω ό,τι είχε δώσει.
Τις Θεσσαλικές πόλεις απήλλαξαν οι κουνιάδοι του Αλέξανδρου, δολοφονώντας τον. Τελευταίος ταγός της Θεσσαλίας ανέλαβε ο νεότερος από τους κουνιάδους του δολοφονημένου, Λυκόφρων κι αυτός όπως κι ο ιδρυτής της δυναστείας. Τον κατάργησε ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος Β’, όταν υπέταξε όλη τη Θεσσαλία. Οι Θεσσαλοί ακολούθησαν τον Φίλιππο στους πολέμους του και τον Μεγάλο Αλέξανδρο στην εκστρατεία του εναντίον της Περσίας κι ανδραγάθησαν με το ιππικό τους. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, θέλησαν να απαλλαγούν από τους Μακεδόνες αλλά νικήθηκαν κι έμειναν υπήκοοι της Μακεδονίας ως το 197 π.Χ.
Τη χρονιά εκείνη, οι Μακεδόνες νικήθηκαν από τους Ρωμαίους στις Κυνός Κεφαλές. Οι Θεσσαλοί έμειναν μισό αιώνα ελεύθεροι, ιδρύοντας ομοσπονδίες («κοινά»). Στα 146 π.Χ., η Θεσσαλία συγχωνεύτηκε στη Ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας. Στα 27 π.Χ., οι Ρωμαίοι την ενέταξαν στην Αχαΐα. Οι Θεσσαλοί βρήκαν την ησυχία τους και μπόρεσαν να ευημερήσουν. Στα χρόνια του Πλίνιου (Α’ μ.Χ. αιώνας) η Θεσσαλία αριθμούσε 75 πόλεις με τη Λάρισα και τον Φάρσαλο να διατηρούν τα παλιά τους μεγαλεία και με την Δημητριάδα να τις συναγωνίζεται.
Τον Καιρό των Επιδρομέων
Τον Δ’ αιώνα, η Θεσσαλία βρέθηκε στον δρόμο των επιδρομέων Γότθων και Ούννων και λεηλατήθηκε άγρια. Τον Ε’, ξέσπασαν διωγμοί εναντίον των εβραίων κατοίκων της περιοχής, ενώ, από το 540, ενέσκηψαν οι Σλάβοι. Οι συνεχείς επιδρομές τους κατάφεραν οδυνηρά πλήγματα στους Θεσσαλούς αλλά τον επόμενο αιώνα, όσοι από τους Σλάβους είχαν εγκατασταθεί σε χωριστές κοινότητες, είχαν αφομοιωθεί όπως μαρτυρούν επεισόδια που έχουν να κάνουν με πολιορκία της Θεσσαλονίκης (κάτοικοι Σλαβικών κοινοτήτων έσπευσαν σε βοήθεια των πολιορκημένων).
Το διάλειμμα ηρεμίας που ακολούθησε, επέτρεψε στους κατοίκους της Θεσσαλίας να ζήσουν ειρηνικά και να ευημερήσουν. Οι πηγές αναφέρουν τεράστια ακμή της Λάρισας και μεγάλη άνθιση της Τρίκκης (Τρικάλων), των Σταγών, της Ελασσόνας και του Φάρσαλου, ενώ σε ακμή (μικρότερη των προηγουμένων) βρίσκονταν η Καρδίτσα, το Βελεστίνο, ο Αλμυρός, ο Πλάτανος και η Δημητριάδα. Η τελευταία, γνώρισε τη φρίκη των Σαρακηνών πειρατών, όταν το 896 πολιορκήθηκε και υπέκυψε σ’ αυτούς. Οι Σαρακηνοί έσφαξαν, λεηλάτησαν, άρπαξαν κι αποχώρησαν.
Μετά, ήρθε η σειρά των Βουλγάρων να εισβάλουν στα εδάφη της Θεσσαλίας. Ο Ι’ αιώνας πέρασε με συνεχείς Βουλγαρικές επιδρομές και διαλείμματα ησυχίας. Σε μια από αυτές, ο Τσάρος Σαμουήλ πήρε τη Λάρισα, ανάγκασε πολλούς κατοίκους της να μετοικήσουν στη Βουλγαρία και ενέταξε στον στρατό του εκείνους που θεώρησε ότι μπορούσαν να φέρουν όπλα. Ακολούθησαν μερικές ειρηνικές δεκαετίες ώσπου, στα 1081, στη Θεσσαλία επέπεσαν οι Νορμανδοί. Ο υπερασπιστής της Λάρισας, Λέων Κεφαλάς, άντεξε την στενή πολιορκία του Νορμανδού Βοημούνδου ώσπου, μετά από έξι μήνες, εδέησαν να εμφανιστούν τα βυζαντινά στρατεύματα και να λύσουν την πολιορκία (1084).
Είναι η εποχή που η Θεσσαλία διέθετε μόνο Ορθόδοξες Ελληνικές εκκλησίες, οι Θεσσαλοί μιλούσαν Ελληνικά και αυτοπροσδιορίζονταν Έλληνες. Είναι όμως και η εποχή που η Θεσσαλία άρχισε να αποκαλείται Μεγάλη Βλαχία. Με τους Βλάχους να νιώθουν και να είναι Έλληνες. Στα 1084, κατοικούσαν στα ορεινά της Βόρειας Θεσσαλίας. Τον επόμενο αιώνα, σε όλα τα Θεσσαλικά βουνά. Τον μεθεπόμενο, γύρω από την Όθρη. Με τη Θεσσαλία να έχει διανεμηθεί σε φέουδα (πολλά ως προσωπικές περιουσίες Αυτοκρατορικών συζύγων), ανάμεσα στα οποία και της κραταιάς οικογένειας των Μελισσηνών. Μετά, ήρθαν οι Φράγκοι.
ΦΡΑΓΚΟΙ ΚΑΙ ΟΘΩΜΑΝΟΙ
Οι Σεβαστοκράτορες Νέων Πατρών
Όσο οι Έλληνες αλληλοσφάζονταν στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θράκη, όταν δεν πολεμούσαν εναντίον Φράγκων, Βουλγάρων και Σέρβων ή Αλβανών, οι συμπατριώτες τους του Νότου υπέφεραν τα πάνδεινα. Στη Θεσσαλία, τη Στερεά και την Πελοπόννησο αλληλοσκοτώνονταν οι Φράγκοι κατακτητές προσπαθώντας ο ένας να υπερισχύσει πάνω στον άλλον ή δρομολογώντας συμμαχίες πότε με τον πάπα, πότε με τους Βενετσιάνους και πότε με τους Γενοβέζους, που είχαν μεταφέρει τον αιματηρό ανταγωνισμό τους στην Ελλάδα και στο Αιγαίο. Η Θεσσαλία έγινε τμήμα του βασιλείου της Θεσσαλονίκης που κατείχε ο Λομβαρδός Βονιφάτιος.
Ο οίκος των Μελισσηνών, τοπαρχών της Δημητριάδας, είναι ένας από τους επιφανέστερους οίκους του Βυζαντίου και του Μεσαιωνικού Ελληνισμού που συγγένευε με τους Αυτοκρατορικούς οίκους, των Κομνηνών, Δουκών, Αγγέλων και Παλαιολόγων. Κατάφερε να επιζήσει στην περιοχή με τα μέλη της υποτελείς φεουδάρχες. Στα 1222, η Θεσσαλία πέρασε στην κατοχή του δεσποτάτου της Ηπείρου. Στα 1246, την προσάρτησε ο αυτοκράτορας της Νίκαιας. Ξαναπέρασε στην κατοχή του δεσποτάτου της Ηπείρου κι αυτονομήθηκε το 1271, με δεσπότη τον Ιωάννη Α’ που πήρε το ανατολικό κομμάτι του κράτους, αφήνοντας το δυτικό (την Ήπειρο) στον αδελφό του .
Έδρα του ήταν η Υπάτη (Νέαι Πάτραι) με τον δεσπότη να φέρει τον τίτλο του δούκα των Νέων Πατρών για τους Λατίνους, ενώ ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος (Αυτοκράτορας πια στην Κωνσταντινούπολη) τον είχε αναγνωρίσει Σεβαστοκράτορα. Μόνο που ο δεσπότης ήταν ανθενωτικός και ο Αυτοκράτορας ενωτικός, γεγονός που αποτελούσε έναν πολύ καλό λόγο για να τσακωθούν. Από το 1275, οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να επανακτήσουν και τη Θεσσαλία. Νίκησαν στη θάλασσα, νικήθηκαν στη στεριά και τα παράτησαν. Ξαναπροσπάθησαν από το 1278. Ο Αυτοκράτορας νικήθηκε έξω από τη Δημητριάδα αλλά του έμεινε ένα καλό κομμάτι από την Εύβοια.
Τα επόμενα χρόνια πέρασαν με πολέμους ανάμεσα στα δύο δεσποτάτα (Θεσσαλίας και Ηπείρου). Στα 1303, εδαφικά βρίσκονταν περίπου στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν. Τη χρονιά αυτή πέθανε ο Σεβαστοκράτορας Κωνσταντίνος που είχε διαδεχθεί τον Ιωάννη. Η Θεσσαλία πέρασε στην «επιτροπεία» του Φράγκου δούκα της Αθήνας. Σ’ ελάχιστο χρόνο, είχε κατατμηθεί και πάλι σε φέουδα. Κι από τα βόρεια, κατέβαιναν οι Καταλανοί.
Η Καταλανική Εταιρεία
Όταν στα 1301 άνοιξε για τη Βυζάντιο νέο μέτωπο στη Μ. Ασία, με την εμφάνιση των Τούρκων, η Αυτοκρατορία βρήκε την εύκολη λύση να προσλάβει την Καταλανική Εταιρεία μισθοφόρων για την άμυνά της (1302). Δυο χρόνια αργότερα, οι Καταλανοί αποφάσισαν να στήσουν δικό τους κράτος, δεν τα κατάφεραν στη Μ. Ασία και ξεκίνησαν επιδρομές στη Μακεδονία (1305 – 1307). Ολόκληρο το 1309, το πέρασαν στη Θεσσαλία λεηλατώντας κι αρπάζοντας. Στα 1310, κινήθηκαν νοτιότερα. Αντί να τους αντιμετωπίσει, ο δούκας της Αθήνας τους προσέλαβε και τους εξαπέστειλε πάλι στη Θεσσαλία.
Κυρίευσαν καμιά τριανταριά κάστρα, λεηλάτησαν ότι τους είχε διαφύγει την προηγούμενη χρονιά κι αφού πια δεν έμενε τίποτα για αρπαγή, ξαναθυμήθηκαν την Αθήνα. Στα 1311, κατέβηκαν νοτιότερα, νίκησαν τους Φράγκους στην Κωπαΐδα, κυρίευσαν την Αθήνα κι εγκαταστάθηκαν εκεί για 75 χρόνια, ώσπου τους έδιωξαν οι Ατζαγιόληδες, που επανασυνέστησαν το δουκάτο (1376).
Οι Αρβανίτες
Όταν η Άννα Κομνηνή (γεννήθηκε το 1083) κλείστηκε σε μοναστήρι καθώς απέτυχε να ανατρέψει τον Αυτοκράτορα αδερφό της, έγραψε την «Αλεξιάδα», μια απομίμηση της Ιλιάδας στα μέτρα του πατέρα της, Αλέξιου Κομνηνού. Στο κείμενο αυτό γίνεται η πιο παλιά αναφορά, που εμείς γνωρίζουμε, στο όνομα Αρβανίτης. Περιγράφεται ως Αλβανικής καταγωγής κάτοικος της Αυτοκρατορίας που μιλά μη Ελληνική γλώσσα. Ως τον ΙΓ’ αιώνα, οι Αρβανίτες ζούσαν νομαδικά ως βοσκοί και κτηνοτρόφοι σε πρόσκαιρους οικισμούς στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία. Ήταν Τόσκηδες που κατέβαιναν να ξεχειμωνιάσουν και δεν ξαναγύριζαν στις ταραγμένες από τους πολέμους πατρίδες τους.
Οι πρώτοι μόνιμοι οικισμοί αναφέρονται στη Θεσσαλία το 1315. Στα 1320, είχαν πλημμυρίσει την πεδιάδα εκτός από τις περιοχές όπου υπήρχαν κάστρα που κατείχαν Καταλανοί και Βυζαντινοί. Ζούσαν σε φάρες (πατριές). Όταν πια η Θεσσαλία δεν τους χωρούσε, άρχισαν να κατεβαίνουν προς τη Φθιώτιδα. Οι τόποι ήταν ρημαγμένοι από τους αδιάκοπους πολέμους και οι Αλβανοί άποικοι απλά έστηναν τα σπιτικά τους σε ερημωμένες περιοχές. Η προκοπή τους έγινε αιτία να διαδοθεί πως ήταν και πολύ καλοί γεωργοί. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια, οι Αλβανοί μετανάστες είχαν γίνει «Αρβανίτες». Χριστιανοί που μιλούσαν ιδίωμα Αλβανικό κι ένιωθαν υπερήφανοι υπήκοοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και Έλληνες.
Ο Τουραχάν και οι Κονιάροι
Ο εμφύλιος ανάμεσα στους Αυτοκράτορες του Βυζαντίου έφερε έναν από αυτούς να κυριεύει τη Θεσσαλία (1333). Οι Σέρβοι την πήραν και την έχασαν πολλές φορές στη διάρκεια αυτού του αιώνα. Στα 1393, τους αντικατέστησαν οι Οθωμανοί που έκαναν εκεί την πρώτη τους επίσκεψη. Ο στρατηγός Τουραχάν την έκανε ορμητήριό του, ενώ Οθωμανοί φεουδάρχες απέκτησαν εκεί δικά τους εδάφη. Οι Τούρκοι άρχισαν να επεμβαίνουν συστηματικά στα του θρόνου της Κωνσταντινούπολης, παίρνοντας το μέρος πότε του ενός και πότε του άλλου από τους κάθε φορά τρέχοντες διεκδικητές της εξουσίας (1353 – 1379). Από τα 1392, ξεκίνησαν εκστρατεία στη Στερεά.
Μέσα σε δυο χρόνια, την είχαν κατακτήσει στο μεγαλύτερο μέρος της. Το τείχος που ύψωσαν στον Ισθμό (Εξαμίλι, 1416) οι Παλαιολόγοι του (από το 1348) δεσποτάτου του Μιστρά, δεν εμπόδισε τον Τουραχάν να περάσει (1423). Οι Τούρκοι άφησαν τους δεσπότες πρώτα να διώξουν τους Φράγκους (1432) κι έπειτα να ξεκινήσουν αλληλοσφαγή κι, όταν το φρούτο ωρίμασε, το πήραν. Στα 1456 προσάρτησαν την Αττική. Στα 1458 τον Μοριά. Από το 1447 είχαν πάρει και ολόκληρη τη Θεσσαλία. Ο στρατηγός Τουραχάν πήρε (1422) τη Θεσσαλία δώρο ως ανταμοιβή για τη γενναιότητά του στους πολέμους που οι Οθωμανοί διεξήγαν στα Βαλκάνια.
Έγινε Μπεηλίρμπεης (μπέης των μπέηδων, διοικητής των διοικητών, αρχιφεουδάχης). Μακεδονία και Θεσσαλία εποικίστηκαν από Οθωμανούς της περιοχής του Ικονίου της Μικράς Ασίας που έμειναν περιβόητοι με το όνομα Κονιάροι. Μια γενιά αργότερα, η Θεσσαλία ενίσχυσε τον στρατό του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή με 25.000 καβαλάρηδες και πεζούς Τούρκους. Μετά την άλωση της Πόλης, η περιοχή τεμαχίστηκε σε φέουδα (τσιφλίκια). Οι Χριστιανοί περιορίστηκαν σε γεωργικές και κτηνοτροφικές δουλειές ή έγιναν δούλοι. Η κατάσταση χειροτέρεψε με τους Ιβλιά Φατιχιέ, τους διαδόχους των αρχικών τσιφλικάδων, με τους Κονιάρους να αποδεικνύονται πολύ σκληρά αφεντικά.
Όσοι μπορούσαν, ξενιτεύονταν. Οι πρώτοι Έλληνες έμποροι που κινήθηκαν στη Δυτική Ευρώπη ήταν Ηπειρώτες και Θεσσαλοί. Οι Ελληνικές παροικίες στο εξωτερικό έγιναν το στήριγμα των υπόδουλων αλλά και φωλιές διαιώνισης της εθνικής συνείδησης. Στα βουνά, εμφανίστηκαν οι πρώτοι ένοπλοι που έφυγαν από τον κάμπο ζητώντας ελεύθερη ζωή, έστω και με στερήσεις, κι αποζώντας από τις ληστείες (μωαμεθανών και χριστιανών, χωρίς διάκριση). Αναζητήθηκαν ένοπλοι που θα εξασφάλιζαν την ασφάλεια του πληθυσμού έναντι αμοιβής («ουλουφέ»). Ξεκίνησε το καθεστώς των αρματολών και κλεφτών που ήταν στην πραγματικότητα τα ίδια πρόσωπα με εναλλασσόμενους ρόλους.
Στα 1612, ξέσπασε η τελικά άτυχη επανάσταση του Διονυσίου στα Τρίκαλα. Οι Θεσσαλοί γνώρισαν αιματηρά τα Τουρκικά αντίποινα. Σιγά σιγά όμως, άρχισαν να σχηματίζονται μικρά Ελληνικά αστικά κέντρα, Ραψάνη, Τσαρίτσανη, Ελασσόνα, Αμπελάκια, Τύρναβος, Βελεστίνο, Βόλος, Ζαγορά, με μόνη αξιόλογη πόλη τη Λάρισα. Η έκρηξη του πολέμου ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας (1645 – 1669) μετέτρεψε τη Λάρισα σε προσωρινή έδρα του Σουλτάνου που βρέθηκε εκεί για να είναι πιο κοντά στο θέατρο του πολέμου. Η εκεί παρουσία του Σουλτάνου έγινε πόλος έλξης για τους Τούρκους που έφτασαν να υπερτερούν των Ελλήνων σε πληθυσμό.
Το εμπόριο, τότε, βρισκόταν στα χέρια των Εβραίων, ενώ ο Χριστιανικός πληθυσμός περιοριζόταν στην καλλιέργεια των χωραφιών. Στα 1667, θανατηφόρα επιδημία ξέσπασε στη Θεσσαλία και αραίωσε αισθητά τον πληθυσμό. Στα 1669, έληξε ο πόλεμος των Οθωμανών με τους Βενετσιάνους και ο Σουλτάνος δεν είχε πια λόγο να μένει στη Λάρισα. Στα 1684, ο Πηνειός πλημμύρισε καταστρέφοντας συνοικίες της Λάρισας, πολλά χωριά και όλες τις καλλιέργειες του κάμπου. Στα 1688, νέα θανατηφόρα επιδημία αραίωσε ακόμα πιο πολύ τον πληθυσμό. Τη χαριστική βολή έδωσε η επιδημία του 1719, ενώ στα 1729 καινούριες πλημμύρες του Πηνειού κατέστρεψαν τη Θεσσαλία.
Πολλά ήταν τα χωριά που ερημώθηκαν στα 1742, όταν ακόμα μια θανατηφόρα επιδημία έπληξε την περιοχή. Ήδη, νέα δεινά είχαν βρει τη Θεσσαλία, όταν εμφανίστηκαν οι Ρώσοι. Οι πράκτορες της Τσαρίνας Άννας Ιβάνοβας (1731 – 1740) από την Θεσσαλία ξεκίνησαν την υποκίνηση επανάστασης εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερα στη Θεσσαλία δραστηριοποιήθηκε ο Αλή Πασάς ως Δερβέν Ναζίρης (τοποτηρητής των διαβάσεων). Η εποχή του Αλή πασά (από το 1780 κι έπειτα) ήταν από τις πιο αποκρουστικές για τους Θεσσαλούς.
Κυνηγώντας τους οπλαρχηγούς που κατέφευγαν στον Όλυμπο και τα Χάσια (ορεινή περιοχή των Τρικάλων), κατέσφαζε τους κατοίκους της πεδιάδας, αφάνισε τα Αμπελάκια κι έφερε τόση καταστροφή, ώστε η Θεσσαλία άργησε πολύ να ανακάμψει. Στα τέλη του ΙΗ’ αιώνα, η Θεσσαλία δεν ήταν παρά ένας τόπος με απέραντα τσιφλίκια στα χέρια εκείνων που είχαν επιζήσει ή στην κατοχή του Οθωμανικού κράτους. Παρ’ όλα αυτά, η Λάρισα συνέχιζε να ακμάζει ως εμπορικό κέντρο πάνω στον δρόμο Βορρά – Νότου. Και, στα βόρειά της, αναδεικνύονταν τα Αμπελάκια.
Το Θαύμα στα Αμπελάκια
Στις πλαγιές της Όσσας, κοντά στα Τέμπη, κάποιοι έστησαν το σπιτικό τους στα τέλη του ΙΣΤ’ αιώνα. Στα μέσα του ΙΗ’ αιώνα, στην περιοχή είχε δημιουργηθεί ένα άσημο χωριό με το όνομα Αμπελάκια και με περίπου 1.500 κατοίκους. Κύρια ασχολία τους ήταν η οικιακή βιοτεχνία βαφής μπαμπακερών νημάτων. Ζορίζονταν καθώς αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες, κυρίως στη διάθεση των προϊόντων τους μια και κάθε σπίτι έπρεπε να μεριμνά για την προμήθεια των πρώτων υλών, την επεξεργασία των νημάτων και την αποστολή τους στην αγορά. Κι απέναντί τους υπήρχαν οι Ευρωπαϊκές αγορές που ζητούσαν μεγάλες ποσότητες τελικών προϊόντων.
Ο επίσκοπος Πλαταμώνα, Διονύσιος, είναι μάλλον αυτός που τους έβαλε την ιδέα να ενώσουν τις δυνάμεις τους σε μια «συντροφία» (συνεταιρισμό). Ιδρύθηκε το 1778. Ένα εκλεγόμενο 12μελές «διοικητικό συμβούλιο» ανέλαβε τη διοίκηση. Στα 1797, ο συνεταιρισμός βρισκόταν σε πλήρη δράση, οι κάτοικοι είχαν γίνει 6.000, οι 2.000 ασχολούνταν με τη βαφή και οι υπόλοιποι με τις λοιπές εργασίες από την παραγωγή ως την προώθηση στην τελική αγορά. Τα Αμπελάκια πουλούσαν σε όλη την Ευρώπη, ήταν πασίγνωστα και οι κάτοικοί τους ευημερούσαν σε σημείο που ξεκίνησαν να ασχολούνται με την ίδρυση σχολείων, την μετάκληση σπουδαίων δασκάλων και την πνευματική κίνηση γενικότερα.
Τη χρονιά αυτή (1797), ο συνεταιρισμός ξεπέρασε μια εσωτερική κρίση και πήρε νέα ώθηση προς τα εμπρός. Για δέκα χρόνια. Από τα 1808, πήρε την κάτω βόλτα. Στα 1820, διαλύθηκε.
Πειρατές στο Αιγαίο
Στη στροφή του ΙΗ’ προς τον ΙΘ’ αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε πολλούς μπελάδες στις δυτικές της περιοχές. Η Ρωσία της κήρυσσε τον πόλεμο κάθε λίγο κι, όταν υπογραφόταν ειρήνη, βρισκόταν όλο και πιο νότια, όλο και πιο απειλητική. Στα ταραγμένα Βαλκάνια, οι υπόδουλοι Σέρβοι κινιόνταν με επαναστατικές διαθέσεις, ενώ, στην Ελλάδα, όλα έδειχναν πως η αναταραχή οδηγούσε στην εξέγερση. Ο γιος του Γεροδήμου, Γιάννης Σταθάς, πολεμούσε στον Βάλτο (Δυτική Στερεά) και δεν άφηνε τους Τούρκους σε χλωρό κλαρί. Ο Κατσαντώνης χτυπούσε στην Ήπειρο και νικούσε τον Αλή πασά.
Ο Παπαθύμιος ο Βλαχάβας, χειροτονημένος παπάς, δεν άφηνε Τούρκο να προκόψει στην Καρδίτσα κι ο Νικοτσάρας κυριαρχούσε στον Όλυμπο. Ο Νίκος Τσάρας ήταν πιτσιρικάς, όταν είδε τον καπετάνιο της Ελασσόνας πατέρα του να δολοφονείται και το οικογενειακό αρματολίκι να δίνεται από τον Αλή Πασά στον Βλαχοθόδωρο. Η αντρειοσύνη του έκανε τα παλικάρια του πατέρα του να τον εκλέξουν αρχηγό. Έγιναν ο τρόμος των Τουρκαλβανών στον Θεσσαλικό κάμπο, ώσπου ο Αλή Πασάς θέλησε να τελειώνει με τους κλέφτες. Ο Νίκος Τσάρας ή Νικοτσάρας, όπως ήταν πια γνωστός, αποσύρθηκε στον Όλυμπο. Στ’ απάτητα χώματά του οι Τούρκοι ποτέ δεν τόλμησαν ν’ ανέβουν:
”Ο Όλυμπος κι ο Κίσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέει του Κισάβου:
«Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, μπρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κ’ οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ’ ο γέρος Όλυμπος ’ς τον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κ’ εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω ’ς την πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
Ήλιε μ’, δεν κρους τ’ αποταχύ, μόν’ κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου”
Εκεί στον Όλυμπο, στις αρχές του ΙΘ’ αιώνα, πραγματοποιήθηκε σύνοδος των πρωτοκλεφτών σ’ ένα μοναστήρι. Αποφάσισαν να φτιάξουν στόλο. Ναυπήγησαν μικρά γρήγορα κι ευέλικτα καΐκια κι έκαναν ορμητήρια τη Σκιάθο και τη Σκόπελο. Ο Νικοτσάρας μπήκε αρχηγός:
”Τρία κομμάτια σύννεφα ’ς τον Έλυμπο, ’ς τη ράχη,
το ’να βαστάει τη δροσιά, τ’ άλλο βαρύ χαλάζι,
το τρίτο το μακρύτερο τη θάλασς’ αγναντεύει.
Πάψε, γιαλέ μου, το θυμό, πάψε τα κύματά σου,
να βγουν τα κλεφτοκάραβα, πο ’χουν τους κλέφτες μέσα,
να βγει κι ο Νίκος μια βολά ψηλά ’ς τ’ Αργυροπούλι.
Όσες μανούλες τ’ άκουσαν, όλες κινούν και πάνε.
Νίκο μ’, το πού ’ναι οι άντρες μας, το πού ’ναι τα παιδιά μας;.
– Οι άντρες σας δεν είν’ εδώ, νουδέ και τα παιδιά σας,
πάησαν πέρα ’ς το Χάντακα, ’ς το έρημο το Πράβι,
πάν’ να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια”
Ξεκινούσαν από τα νησιά, έβγαιναν στην παραλία της Θεσσαλίας, του Θερμαϊκού ή της Ανατολικής Μακεδονίας, χτυπούσαν τους Τούρκους κι έφευγαν. Ως τα 1806, οπότε οι Τούρκοι πέτυχαν να διαλύσουν τα μικρά ελληνικά καταδρομικά, είχαν καταφέρει μεγάλη ζημιά. Κι είχαν αποκτήσει τεράστια πείρα. Τα πράγματα αγρίεψαν στα 1807. Ο Καραγεώργης είχε επαναστατήσει τη Σερβία και οι Ρώσοι είχαν πάλι πόλεμο με τους Τούρκους. Ο ναύαρχος Σινιάβιν είχε κάνει ορμητήριο τη Λήμνο. Ο Νικοτσάρας ζήτησε να τον δει. Τον δέχτηκε με τιμές στρατάρχη συμμάχου χώρας. Ακολούθησε το «έπος του Νικοτσάρα» που συνεχίστηκε με τον πειρατικό στόλο στο Αιγαίο, με ναύαρχο τον Γιάννη Σταθά.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΤΣΙΦΛΙΚΑΔΕΣ
Η έκρηξη της ελληνικής επανάστασης βρήκε τη Θεσσαλία να έχει κατακλυστεί από τουρκικές στρατιές καθώς η Λάρισα και τα Τρίκαλα αποτελούσαν τα ορμητήρια των εναντίον του Αλή Πασά εκστρατειών. Έτσι κι αλλιώς, βρίσκεται και πάνω στη φυσική διαδρομή προς τη Νότια Ελλάδα και διαμέσου της Θεσσαλίας κινήθηκαν οι στρατιές που αποπειράθηκαν να πνίξουν τον ξεσηκωμό στον Μοριά. Πέρα από αυτά, με το που έγινε γνωστή η επανάσταση στην Πελοπόννησο και στη Στερεά, κι ενώ ακόμα ο Αλή Πασάς αμυνόταν, οι Τουρκικές αρχές στις πόλεις Λάρισα, Τρίκαλα, Βελεστίνο κάλεσαν τους Έλληνες πρόκριτους των ευρύτερων περιοχών τους και άλλους έσφαξαν επιτόπου, άλλους κρέμασαν, άλλους φυλάκισαν.
Μια κίνηση στο Πήλιο, πνίγηκε στην αρχή της. Στα 1822, κάθε δράση επαναστατών στη Θεσσαλία είχε σβήσει. Στις αρχές του 1854, ελληνικά εθελοντικά ανταρτικά σώματα πέρασαν τα σύνορα και μπήκαν στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Ο Θεόδωρος Γρίβας έφτασε ως το Μέτσοβο αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη Θεσσαλία, όπου δρούσε ο στρατηγός Χριστόδουλος Χατζηπέτρου. Απέτυχαν να καταλάβουν τον Δομοκό, πήραν την Καλαμπάκα. Η Αυστρία φοβήθηκε μήπως η επαναστατική κίνηση επεκταθεί και στις δικές της Σλαβικές περιοχές. Πρότεινε στην Αγγλία να δεχτεί Τουρκική αίτηση για παροχή βοήθειας εναντίον των Ελληνικών επαναστατικών κινημάτων.
Στις 7 Μαρτίου, μια Τουρκική διακοίνωση ζητούσε από τον βασιλιά Όθωνα να ανακαλέσει τους Έλληνες αξιωματικούς από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Αγγλία, Γαλλία, Αυστρία και Πρωσία κάλεσαν την Ελλάδα να υπακούσει. Η Ελληνική απάντηση κρίθηκε ανεπαρκής, ενώ τον Απρίλιο ο Τσάμης Καρατάσος έκανε απόβαση στο Άγιο Όρος. Το προσωπικό της Τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα αποχώρησε κι ο Σουλτάνος κατέφυγε στην προσφιλή μέθοδο των απελάσεων. Ο Όθων απάντησε απαγορεύοντας τη διαμονή Τούρκων Μουσουλμάνων μέσα στα όρια του Ελληνικού κράτους.
Και δήλωσε αγέρωχα ότι θα έμπαινε επικεφαλής του Ελληνικού στρατού αναγγέλλοντας την έναρξη της διαδικασίας απελευθέρωσης των υπόδουλων Ελλήνων. Μια Αγγλογαλλική προσβλητική διακοίνωση (8 Απριλίου του 1854) τον κάλεσε «να κάτσει στ’ αβγά του». Στις 12 Μαΐου, ο Γαλλικός στόλος μπήκε στο λιμάνι κι ο Γαλλικός στρατός έκανε απόβαση στον Πειραιά. Ο Όθων διακήρυξε την Ελληνική ουδετερότητα, πρωθυπουργός διορίστηκε ο έμπιστος των Άγγλων Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και, ως τις 6 Ιουνίου, τα εθελοντικά σώματα γύρισαν πίσω από τα σύνορα.
Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου
Ο βασιλιάς Όθων εκδιώχθηκε το 1862. Ο βασιλιάς Γεώργιος ανέλαβε το 1863. Στις 12 Απριλίου του 1877, στο Κισνόβιο της Βεσσαραβίας, ο Τσάρος εξέδωσε διάγγελμα προς τον Ρωσικό λαό. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δε δέχεται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους Χριστιανούς και άρα αναπόφευκτα η Ρωσία πρέπει να επιβάλει τη δικαιοσύνη. Την ίδια μέρα, στην Πετρούπολη, ο Τούρκος πρεσβευτής παραλάβαινε το χαρτί με την κήρυξη του πολέμου, ενώ από το έδαφος της Μολδοβλαχίας εξορμούσαν τρεις Ρωσικές στρατιές. Τον Δεκέμβριο, η Τουρκική άμυνα κατέρρευσε και οι Ρώσοι ξεχύθηκαν στην Αδριανούπολη κι άρχισαν να προελαύνουν στην Κωνσταντινούπολη παίρνοντας το προάστιο του Αγίου Στεφάνου.
Ο Σουλτάνος ζήτησε ειρήνη, ενώ οι ως εκείνη τη στιγμή απαθείς Σέρβοι κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μια επανάσταση στη Θεσσαλία προκάλεσε διαδηλώσεις συμπαράστασης στην Αθήνα και σχεδόν εξανάγκασε την κυβέρνηση Κανάρη να στείλει στρατό στα επαναστατημένα μέρη. Ήταν αργά. Στην Αδριανούπολη υπογράφτηκε ανακωχή και η Ελλάδα γι’ άλλη μια φορά βρέθηκε μόνη εναντίον όλων. Οι δυνάμεις ανακλήθηκαν. Η επανάσταση «του 1877» έμεινε ένα ακόμα οδυνηρό επεισόδιο στην ιστορία της Θεσσαλίας. Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου υπογράφτηκε 19 Φεβρουαρίου με το παλιό, 3 Μαρτίου του 1878 με το νέο ημερολόγιο. Το ψητό βρισκόταν στη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας.
Από το πουθενά, η συνθήκη γεννούσε ένα τεράστιο κράτος υποτελές στον Σουλτάνο. Περιλάμβανε την Κυρίως Βουλγαρία (Δυτική Ρωμυλία) και την Ανατολική Ρωμυλία παραμορφωμένες. Η Μεγάλη Βουλγαρία απλωνόταν ως πέρα από την Αχρίδα καταλαμβάνοντας Μοναστήρι, Σκόπια, Καστοριά, Σέρρες, Καβάλα, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας (εκτός από τη Θεσσαλονίκη) κι όλη τη Βορειοανατολική Θράκη ως το Λουλέ Μπουργκάζ, στη θέση της Βυζαντινής Αρκαδιούπολης. Η Κωνσταντινούπολη βρέθηκε σε Βουλγαρικό κλοιό. Στην Ελλάδα, η ψυχρολουσία από τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας λειτούργησε καταλυτικά.
Οι διαδηλώσεις διαδέχονταν η μια την άλλη, ενώ στη Θεσσαλία το επαναστατικό κίνημα ξαναφούντωσε. Όμως, την πολλή δουλειά την έκαναν οι επιστημονικοί σύλλογοι στην ελεύθερη Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη. Οι πρεσβείες και οι κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων βομβαρδίζονταν με υπομνήματα, στατιστικές αναλύσεις, ιστορικά και πληθυσμιακά στοιχεία για τη Μακεδονία και τη Θράκη. Άρθρα σε όλες τις Ευρωπαϊκές εφημερίδες προσπαθούσαν να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη και να τρομάξουν τους λαούς με την απειλή του πανρωσισμού.
Άλλωστε, ο θρίαμβος της Ρωσίας ήταν οδυνηρή ήττα για την Αγγλία, που ποτέ δεν έπαψε να εργάζεται για μια ακέραιη και εξευρωπαϊσμένη Οθωμανική Αυτοκρατορία ως τη μόνη λύση για τη σταθερότητα στην περιοχή. Έτσι, ξαφνικά, η Βρετανία βρέθηκε να υποστηρίζει τα «δίκαια των Ελλήνων». Ο Ρωσικός στρατός έκανε διακοπές στην κοιλάδα του Αγίου Στεφάνου και οι Ρώσοι αξιωματικοί πετάγονταν ως την Κωνσταντινούπολη για να διασκεδάσουν. Κάποια νύχτα, επιστρέφοντας στα στρατόπεδά τους, οι Ρώσοι αξιωματικοί αντίκρισαν ένα δάσος από κατάρτια στ’ ανοιχτά. Ο αγγλικός στόλος είχε καταπλεύσει στην περιοχή.
Οι Άγγλοι έκαναν ότι μπορούσαν για να προκαλέσουν μια ρωσοτουρκική σύγκρουση και να επέμβουν, ενώ οι Ρώσοι επιζητούσαν αφορμή για να κυριεύσουν την Κωνσταντινούπολη. Ο Σουλτάνος, όμως, τηρούσε πολύ προσεκτική στάση και στο μόνο που συγκατένευε ήταν στην Αγγλική προσπάθεια για μια Ελληνοτουρκική συνεννόηση.
Η Θεσσαλία Ελληνική
Σιγά σιγά, η Αγγλία πετύχαινε να ευαισθητοποιήσει και τις άλλες δυνάμεις, προβάλλοντας το Ελληνικό ζήτημα. Ταυτόχρονα, η απραξία στην πεδιάδα μπροστά από την Κωνσταντινούπολη συνεχιζόταν με αποτέλεσμα ο Ρωσικός στρατός να βυθίζεται στην ξεγνοιασιά και να χάνει τη μαχητικότητά του. Ο Τσάρος συνειδητοποιούσε ότι μια σύρραξη θα γκρέμιζε όλα όσα είχε κερδίσει. Μια μυστική Αγγλορωσική συμφωνία στο Λονδίνο (18 Μαΐου του 1878), προέβλεπε τη διεξαγωγή ενός πανευρωπαϊκού συνεδρίου για την επανατοποθέτηση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου σε νέες βάσεις.
Άρχισε την 1η Ιουνίου στο Βερολίνο με πρόεδρο τον καγκελάριο Ότο Βίσμαρκ. Στα γρήγορα, οι Άγγλοι υπέγραψαν συνθήκη στρατιωτικής συμμαχίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (4 Ιουνίου του 1878). Αφορούσε μόνο την περίπτωση κατά την οποία οι Ρώσοι απειλούσαν να αφαιρέσουν και άλλα Τουρκικά εδάφη. Σε αντάλλαγμα, η Βρετανία έπαιρνε την Κύπρο, που, από το 1570, βρισκόταν στην τουρκική κατοχή. Στο Βερολίνο, όμως, τα γεγονότα έτρεχαν. Το πιο καίριο πρόβλημα ήταν το τι θα γινόταν με τη Μεγάλη Βουλγαρία. Συμφώνησαν να μικρύνει, να απομακρυνθεί από το Αιγαίο και να διαμελιστεί σε δυο κομμάτια:
Την Κυρίως Βουλγαρία (Δυτική Ρωμυλία) με πλήρη πολιτική αυτονομία κάτω από την επικυριαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την Ανατολική Ρωμυλία με μόνο διοικητική αυτονομία. Η Μεγάλη Βουλγαρία έζησε τέσσερις μόνο μήνες. Έβαλε, όμως, τα θεμέλια των μελλοντικών Βουλγαρικών διεκδικήσεων. Στις 17 Ιουνίου του 1878, οι σύνεδροι έφτασαν στο άρθρο 15 της αναθεωρημένης συνθήκης. Θέμα του η Κρήτη και οι περιοχές που συνορεύανε με την Ελλάδα. Δυο Έλληνες εκπρόσωποι περίμεναν υπομονετικά όλες αυτές τις ημέρες στον προθάλαμο. Τους κάλεσαν να εκθέσουν τις Ελληνικές θέσεις. Ο ένας από αυτούς ήταν ο Θεόδωρος Δεληγιάννης.
Διάβασε ένα υπόμνημα χωρίς ιστορικές και συναισθηματικές εξάρσεις αλλά τεκμηριωμένο και ρεαλιστικό. Οι εκπρόσωποι της Ελλάδας ξαναγύρισαν στον προθάλαμο. Οι σύνεδροι συμφώνησαν ν’ αφήσουν απ’ έξω την Κρήτη και να προβλέψουν την εδαφική επέκταση της Ελλάδας προς Θεσσαλία και Ήπειρο. Το θέμα παραπέμφθηκε να ενταχθεί στο άρθρο 24, του οποίου η συζήτηση ορίστηκε για τις 5 Ιουλίου. Εισηγητής ήταν ο εκπρόσωπος της Γαλλίας, που προέκυψε φιλέλληνας. Η κατάληξη ήταν να οριστούν νέα σύνορα στη γραμμή Θύαμη (Καλαμά) με Πηνειό.
Η Ελληνοτουρκική ομάδα εμπειρογνωμόνων που ορίστηκε, δεν κατόρθωσε να συμφωνήσει στις οριοθετήσεις. Δυο χρόνια αργότερα, ένα νέο συνέδριο οργανώθηκε στο Βερολίνο με αποκλειστικό θέμα την οριοθέτηση. Ήταν 4 Ιουνίου του 1880, όταν πάνω στον χάρτη, οι σύνεδροι τράβηξαν μια γραμμή, «Αυτά είναι τα σύνορά σας», είπαν στα ενδιαφερόμενα μέρη. Η Ελλάδα έπαιρνε τη Θεσσαλία (εκτός από τον Όλυμπο) και την περιοχή της Άρτας. Αντί για τον Καλαμά, η γραμμή είχε τραβηχτεί πάνω στον Άραχθο, πολύ πιο νότια από το αρχικό σημείο.
Η Καταστροφή του 1897
Στα 1896, ο πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης ήταν ευτυχισμένος άνθρωπος. Ο αντίπαλός του Χαρίλαος Τρικούπης είχε εκμηδενιστεί στις εκλογές του 1895 και είχε φύγει στο εξωτερικό. Κι ενώ ο θανάσιμος αντίπαλός του πέθαινε, ο ίδιος ζούσε τον θρίαμβο του να είναι το κεντρικό πρόσωπο της γης, καθώς τον ίδιο μήνα αναβίωναν στην Αθήνα οι Ολυμπιακοί αγώνες. Το αρχαίο πνεύμα συνάρπαζε τους λόγιους και θα εξελισσόταν σε βραχνά της Ελλάδας αλλά, ως τότε, υπήρχε χρόνος. Το μόνο που τάραζε την ευφορία του Δηλιγιάννη ήταν η εξέγερση στην Κρήτη, όπου οι Τούρκοι φορολογούσαν άγρια και τρομοκρατούσαν τους Χριστιανούς.
Η εξέγερση καταλάγιασε αλλά ξαναφούντωσε τον Ιανουάριο του 1897. Ο Δηλιγιάννης έσπευσε να καρπωθεί το πολιτικό όφελος από μια ένωση της μεγαλονήσου κι έστειλε εκεί στρατιωτικές δυνάμεις. Στις 5 Απριλίου (18, με το νέο ημερολόγιο) του 1897, η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα. Ο Δηλιγιάννης δέχτηκε την πρόκληση. Ο ενθουσιασμός μεγάλωσε, καθώς σώμα Γαριβαλδινών ήρθε να πολεμήσει στο πλευρό των Ελλήνων κι ο πρωθυπουργός φανταζόταν νέο Εικοσιένα. Όμως, η Ελλάδα ήταν απαράσκευη, με ανοργάνωτο στρατό και με στρατάρχες και γαλονάδες, των οποίων μοναδικά προσόντα ήταν η συγγένειά τους με τον βασιλιά ή το γλείψιμο της βασιλικής οικογένειας.
Οι Τούρκοι μπήκαν στη Θεσσαλία και νίκησαν. Οι Έλληνες υποχώρησαν κι ο Δηλιγιάννης, κάτω από το βάρος της ήττας, παραιτήθηκε στις 16 Απριλίου, ακριβώς δυο χρόνια μετά την εκλογική του νίκη και έντεκα μέρες μετά την έναρξη των εχθροπραξιών. Στις 5 Μαΐου, στη μάχη του Δομοκού, οι Έλληνες νικήθηκαν και πάλι, ενώ ο διάδοχος Κωνσταντίνος το έσκαγε νύχτα από το μέτωπο. Στις 8, ο πόλεμος είχε τελειώσει ταπεινωτικά για την Ελλάδα. Άρχισαν ατέλειωτες διαπραγματεύσεις. Ευτυχώς, οι καιροί δεν ευνοούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ελλάδα πήρε πίσω την Θεσσαλία με κάποιες σε βάρος της «συνοριακές ρυθμίσεις».
Στις 4 Δεκεμβρίου του 1897, υπογράφηκε η συνθήκη της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με αυτήν, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει πολεμική αποζημίωση τέσσερα εκατομμύρια Τουρκικές λίρες. Η Κρήτη κέρδισε την αυτονομία της κάτω από την εγγύηση των μεγάλων δυνάμεων.
Η Απαλλοτρίωση των Τσιφλικιών
Ακολούθησε η φωτεινή παρουσία του Μαρίνου Αντύπα στη Θεσσαλία και η εξέγερση του Κιλελέρ. Οι Θεσσαλοί αγρότες ίδρυσαν κόμμα που μετείχε στις εκλογές της 8ης Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Εξέλεξαν 46 βουλευτές καθώς τους ψήφισαν και σε άλλες περιοχές. Η εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης δόθηκε στον Ελευθέριο Βενιζέλο, που ζήτησε νέες εκλογές, καθώς τα κουκιά δεν τον ευνοούσαν. Έγιναν στις 20 του Νοεμβρίου του 1910 και είχαν καταλυτικά αποτελέσματα. Το κόμμα των Φιλελευθέρων, που ίδρυσε ο Βενιζέλος, πήρε τις 307 από τις 362 έδρες. Άλλες 28 πήραν οι αγρότες της Θεσσαλίας.
Ως το 1914, η κυβέρνηση είχε απαλλοτριώσει και μοιράσει 54 τσιφλίκια με συνολική έκταση 1.058.700 στρέμματα. Απέκτησαν γη συνολικά 7.522 οικογένειες, 4.898 ντόπιες και 2.624 προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία. Τέλος, ο Α. Σικελιανός υμνεί τη Θεσσαλία με το δικό του τρόπο!
“Ω Θεσσαλία, του Αχιλλέα γεννήτρα
που με τον Ήλιο μάχεται και παίρνει
της ομορφιάς στη Θλίψη του τα λύτρα
γη, πλατιά γη, με τη γενναία τη φύτρα
που δούλος λαός στη βασιλεία της γέρνει
στην απλωσιά σου η δύναμη του ταύρου
παρθένα και γαλήνια και νικήτρα,
και ηρωϊκής σοφίας λάμπει ξυπνήτρα
η διδαχή του Χείρωνα Κένταυρου! “