Η Ρωσία κατά την Επανάσταση

Η Τσαρική Ρωσία και η Ελληνική Επανάσταση του 1821

Εισαγωγή

Οι καλές Ελληνο-Ρωσικές σχέσεις στηρίζονται σ’ ένα θετικό υπόβαθρο ιστορικών δεσμών, πολιτισμικών σχέσεων και παραδοσιακής φιλίας, το οποίο προσφέρει μεγάλες δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης των σχέσεων αυτών στον πολιτικό, τον οικονομικό, τον κοινωνικό και στον επιστημονικό τομέα. Ειδικότερα το θρησκευτικό συναίσθημα, στη διάσταση του Χριστιανικού ομόδοξου, αποτελούσε πάντοτε σταθερό κρίκο στις σχέσεις των χωρών Ελλάδας-Ρωσίας. Μάλιστα, η θρησκευτική διάσταση δημιουργούσε κάποτε την αίσθηση μιας «Ορθόδοξης Κοινοπολιτείας».

Η εκτίμησή μας είναι ότι στις καλές σχέσεις που έχουν σήμερα οι δύο χώρες, αλλά και στις καλύτερες προοπτικές τους, σημαντικό ρόλο έπαιξε η ιστορία, η μάλλον οι στιγμές της κοινής των ιστορίας.

Ο Ακαδημαϊκός, βυζαντινολόγος καθηγητής Ιγκόρ Μεντβέντεβ αναφέρει εύστοχα σε σημείωμά του σε πρόσφατη έκδοση στην Ελλάδα:

«…Οι Έλληνες που παρέμεναν φλογεροί πατριώτες…ήλπιζαν ότι ο ηγεμόνας της Μόσχας θα προσπαθούσε, μετά το γάμο του με την κληρονόμο των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και να αποκαταστήσει το βυζαντινό θρόνο…»

και εννοεί εδώ ο καθηγητής Μεντβέντεβ το γάμο της Σοφίας Παλαιολογίνας (1472) με τον Ιβάν τον Γ’ (1440-1505).

Η κοινή ιστορία λοιπόν των Ελλήνων και των Ρώσων ίσως αρχίζει συγκεκριμένα βήματα, από τότε που οι Ρώσοι ηγεμόνες προσπαθούσαν να ενώσουν τη Ρωσία υπό την κυριαρχία της Μόσχας, τον 15ο δηλαδή αιώνα!

Αλλά και στη συνέχεια , το 16ο αιώνα , φαίνεται ότι η ελπίδα να απελευθερωθούν οι χριστιανικοί λαοί των Βαλκανίων είναι διάχυτη στην περιοχή, γεγονός που μαρτυρά αναφορά (1579 ) του πρέσβη της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη, Ιάκωβου Σοράντζο, όπου ο διπλωμάτης γράφει ότι:

«…Ο Μέγας Δούξ των Μοσχοβιτών είναι σφόδρα επίφοβος εις τον Σουλτάνο, επειδή είναι ορθόδοξος, όπως οι κατοικούντες την Βουλγαρίαν, την Βοσνίαν, την Σερβίαν, την Ελλάδα και την Πελοπόννησον. Οι πληθυσμοί αυτών των μερών του είναι πολύ αφοσιωμένοι, επειδή ανήκουν εις την ιδίαν με αυτόν θρησκείαν. Οι λαοί αυτοί θα ήσαν πρόθυμοι εις κάθε ευκαιρίαν να λάβουν τα όπλα, διά να απαλλαγούν από την Τουρκικήν δεσποτείαν….».

Το χριστιανικό ομόδοξο, το οποίο διδάχθηκαν οι Ρώσοι από τους Έλληνες, αλλά και η γενικότερη συμπάθεια των Ρώσων προς τους Έλληνες δημιούργησαν στα Ρωσικά λαϊκά στρώματα την παροιμία:

«…Ο Έλληνας είναι το δεξί χέρι του Θεού…»

Το 1714 ο Μεγάλος Πέτρος σε ομιλία του στη Ρίγα επισημαίνει ότι «…η επιστήμη διαδόθηκε παντού από την Ελλάδα…» κι ότι πρέπει να καταληφθεί η Κωνσταντινούπολη και όλη η Ρωμυλία, για να απελευθερωθεί ο Ελληνικός Λαός. Με εντολή του ίδιου έχει εκδοθεί το 1709 στη Μόσχα το βιβλίο Ιστορία της Ελλάδας, όπου περιγράφεται η καταστροφή της Τροίας. Το 1710 φιλοτεχνήθηκε στο Άμστερνταμ χαλκογραφία του μεγάλου Πέτρου με τίτλο «Πέτρος Αυτοκράτωρ Ρωσογραικών».

Η αποκατάσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το λεγόμενο «Ελληνικό Σχέδιο», υπήρξε το όνειρο των Ρώσων ηγεμόνων, του Πέτρου του Μεγάλου (1672-1725) και της Μεγάλης Αικατερίνης (1729-1796). Η Αικατερίνη ΙΙ, η Μεγάλη, επεδίωξε να το θέσει σε εφαρμογή, σε συνεργασία με τους Ορλώφ αρχικά – Α’ Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1770-1774) – και τον πρίγκιπα Ποτέμκιν τον Ταυρικό – Β’ Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1787-1792) – αργότερα, χωρίς όμως τελικά να κατορθώσει να το πραγματοποιήσει.

Μια άλλη διαπίστωση είναι ότι στην ιστορικό-πολιτική παράδοση η Ρωσία είναι η χώρα εκείνη, που σε περιόδους ασφυκτικής πίεσης από τη δύση διαδραματίζει το ρόλο του « από μηχανής θεού» και ενεργεί ακόμα και σήμερα ως αποσυμπιεστής για τα συμφέροντα της Ελλάδας. Είναι επίσης διαπιστωμένο ότι οι πιέσεις αυτές τις περισσότερες φορές έχουν σχέση με την Τουρκία, άλλοτε ως Οθωμανική Αυτοκρατορία και άλλοτε ως σύγχρονη Τουρκική κρατική υπόσταση.

Σε ό, τι έχει σχέση με τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, ο δεσμός των δύο χωρών επηρεαζόταν και συνεχίζει να επηρεάζεται μέχρι σήμερα όχι μόνον από την ιστορική υποδομή των Ελληνο-Ρωσικών σχέσεων, αλλά και από τη γεωπολιτική σημασία των Στενών του Βοσπόρου. Και τούτο διότι η Μεσόγειος, και ειδικότερα η Ανατολική Μεσόγειος, αποτελεί θάλασσα με τεράστια επίσης γεωπολιτική σημασία, και ως τέτοια αποτελούσε ισχυρό προσδιοριστικό παράγοντα στις Ελληνο-Ρωσικές σχέσεις από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα μέχρι και μετά τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους, όταν πρώτος κυβερνήτης του υπήρξε ο πρώην υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας Ιωάννης Καποδίστριας.

Επομένως, δεν θα ήταν υπερβολή να διατυπώσει κανείς την άποψη ότι ο καλύτερος σύμμαχος των κατοίκων της περιοχής της Ελλάδας κατά το 18ο αιώνα και μέχρι της δημιουργίας του νεοσύστατου κράτους, υπήρξε ο διαρκής πόθος και προσπάθεια της Ρωσίας να απεγκλωβιστεί από τα Στενά του Βοσπόρου. Αυτός ήταν ίσως και ο σοβαρότερος παράγοντας της φιλικής στάσης της Ρωσίας έναντι της Ελλάδος, πέρα από το ομόδοξο, και όσο η συγκυρία των περιστάσεων κάθε φορά το επέβαλε.

Το εμπόριο στη Μαύρη Θάλασσα έπαιζε πάντοτε σοβαρό ρόλο στη Ρωσική οικονομία. Οι βασικές υδάτινες αρτηρίες της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, ο Δνείπερος, ο Ντον και ο Βόλγας αποτελούσαν φυσικά κανάλια για τη μεταφορά εμπορευμάτων στη Μαύρη Θάλασσα. Ακόμα και από την Κασπία τα περισσότερα εμπορεύματα έφταναν στη Μαύρη Θάλασσα. Από εκεί έπρεπε να μεταφερθούν στη Μεσόγειο μέσα από τα Στενά του Βοσπόρου.

 

Από τον Μεγάλο Πέτρο στα Ορλωφικά (1769 – 1774) 

Σταδιακά από τον 18ο αιώνα στις ελληνικές περιοχές οι προκηρύξεις του αυτοκράτορα Πέτρου Ι, του Μεγάλου, καλούσαν τους Έλληνες σε εξέγερση διαλαλώντας σε Ελληνική γλώσσα:

«…Στο όνομα του Θεού, ας ενωθούμε και ας ζώσομε το σπαθί και ας πολεμήσομε….για τη λύτρωσή σας, μπαίνω στα βάσανα και θέλω να με βοηθήσετε…να αναζωογονήσω τις εκκλησίες σας, να στήσομε τους σταυρούς σας…».

Η πρόσκληση αυτή του Μεγάλου Πέτρου είναι που θα δημιουργήσει στις καρδιές των Ελλήνων τα αισθήματα συγγένειας με το «ξανθό γένος».

Από τον Μεγάλο Πέτρο αρχίζουν οι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι και ο προσανατολισμός των Ελλήνων από τη Δύση αρχίζει να μετατοπίζεται προς το Βορρά, τη Ρωσία. Ο ιστορικός Γ. Γερβίνους το διατυπώνει σε σύγγραμμά του το 1868 υποστηρίζοντας ότι:

«…Τώρα τα βλέμματα των υποδούλων στρέφονται προς το Rωσικό κράτος, στο Βορρά, που από τον 9ο αιώνα διατηρούσε στενές σχέσεις με τους Έλληνες…».

Οι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι όμως, που ξεκίνησε ο Τσάρος Πέτρος Ι, ο Μέγας, και συνέχισε η Αικατερίνη ΙΙ, η Μεγάλη, είναι που θα συντελέσουν αναμφίβολα στην εξασθένιση σταδιακά των Οθωμανών και θα δημιουργήσουν ευνοϊκές προϋποθέσεις και για την απελευθέρωση των λαών των Βαλκανίων.

Η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη ΙΙ, συνεχίζοντας την πολιτική του Πέτρου Ι, και επιθυμώντας να αποδώσουν οι διαχρονικές προσπάθειες της Ρωσίας για έξοδο στη Μεσόγειο Θάλασσα, δέχθηκε τις εισηγήσεις των συμβούλων της (Η Αικατερίνη ΙΙ σχημάτισε (1768) ένα συμβούλιο που το ονόμασε «Το Συμβούλιο» της Ελισάβετ, με μέλη τους Γρηγόριο Ορλώφ, τους δύο Πανίν, Βλαζέμσκι, Τσερνίτσεφ, Βολκόνσκι, τους δύο Γκολίτσιν και τον Ραζουμόφσκι, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις βλέψεις των Τούρκων και των Πολωνών την περίοδο αυτή.), ειδικότερα των αδελφών Ορλώφ και προσπάθησε να πραγματοποιήσει αυτή την πολιτική.

Για το σκοπό αυτό, με τη σειρά της κάλεσε με διακήρυξή της το Ελληνικό Έθνος:
«…εις επανάστασιν κατά της Τουρκίας προς απελευθέρωσίν του από του ζυγού, προς ανασύστασιν της χριστιανικής αυτοκρατορίας εις την Ανατολήν».

Η Αικατερίνη ΙΙ ακολούθως έστειλε για πρώτη φορά στην ιστορία της Ρωσίας Στόλο πολεμικών πλοίων στη Μεσόγειο, όπου η Ναυτική της Δύναμη έδρασε για μακρά περίοδο αποδεικνύοντας έτσι την εφαρμογή πολιτικής Μεγάλης Δυνάμεως. (Από τα 1700 μέχρι τα 1774 οι Ρωσικές κυβερνήσεις είχαν ως στόχους 1) Να καλυτερεύσει η θέση της Ρωσίας ως προς τους Τατάρους της Κριμαίας 2) Να επεκτείνουν την Ρωσική ισχύ μέχρι τις παράκτιες περιοχές της Μαύρης Θάλασσας και 3) Να επεκτείνουν την επιρροή τους στους ορθόδοξους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στα 1770-1774 οι στόχοι έχουν εκπληρωθεί σε μεγάλο βαθμό και ολοκληρώνονται με την συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζί.)

Για την επιτυχία των στόχων της πολιτικής της η Αικατερίνη ΙΙ ενήργησε έτσι, ώστε να διεγείρει το Ελληνικό στοιχείο εναντίον της Υψηλής Πύλης με την υπόσχεση της ανεξαρτησίας, κυρίως του Μοριά.

Στον πόλεμο αυτόν ανδρώθηκαν ναυτικά και έμαθαν την πολεμική τέχνη πολλοί Έλληνες, που αργότερα, σε άλλη περίοδο μεγαλούργησαν πολεμώντας για την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Οι Έλληνες πιστεύοντας στον θρύλο του ‘ξανθού γένους που θα έλθει από το Βορρά για να τους ελευθερώσει (Αυτός ήταν ο θρύλος που με κατάλληλα μέσα οι Ρώσοι είχαν καλλιεργήσει για πολλά χρόνια στους Έλληνες.)’ υποστήριξαν με θέρμη την κίνηση των Αλέξιου και Θεόδωρου Ορλώφ και του Ρωσικού Στόλου.

Κύρια συμμετοχή στην κίνηση ‘Ανεξαρτησίας’ των Ελληνικών εδαφικών τμημάτων είχαν Έλληνες, που έσπευσαν να καταταγούν στις τάξεις των Ρωσικών Δυνάμεων. Έγιναν Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί και ναύτες-στρατιώτες της Ρωσικής Δύναμης. (O Αντώνιος Ψαρρός πρότεινε και έγινε αποδεκτό να προσκληθούν Έλληνες ναυτικοί από το Τανγκαρόγκ και να χρησιμοποιηθούν στα Ρωσικά πλοία ως οδηγοί στο Αρχιπέλαγος, που γνώριζαν καλά.) Πολέμησαν μέσα στους Ρωσικούς σχηματισμούς και διακρίθηκαν για τη γενναιότητα και την πίστη στο σκοπό. Πολεμούσαν για τη Ρωσία και την ανεξαρτησία της πατρίδας τους.

Παράδειγμα χαρακτηριστικό της περιόδου ο Λάμπρος Κατσώνης.

Ο Λάμπρος Κατσώνης παρακινούμενος από τις περιστάσεις, που διαμόρφωσε τότε η συγκυρία της πολιτικής της Αικατερίνης ΙΙ, ξεκίνησε μια στρατιωτική, κυρίως ναυτική, σταδιοδρομία 35 ετών στις Τσαρικές ένοπλες δυνάμεις.

Έτσι αρχίζει να γράφεται η κοινή ναυτική ιστορία των δύο χωρών.

Όταν όμως η Αικατερίνη ΙΙ διαπίστωσε ότι δεν την συνέφερε να συνεχίσει τον πόλεμο αυτό εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τον σταμάτησε παίρνοντας με τη συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζί (Kuchuk Kainarji, σημερινή Kaynardzha, στη NA Βουλγαρία, στη Dobruja, κοντά στο Δούναβη.) (1774) ό,τι καλύτερο μπορούσε. («….Έφερε την ποθητή ειρήνη στους αντιπάλους…έδινε στους Ρώσους το δικαίωμα να αναλάβουν την προστασία της χριστιανικής θρησκείας και των εκκλησιών σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία, πράγμα που σήμαινε να επεμβαίνουν στα εσωτερικά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας…οι Ρώσοι πέτυχαν να αμνηστευθούν όσοι πήραν μέρος στον πόλεμο (ΠΣ – Ορλωφικά) , να καταλάβουν χωριά, τόπους, οχυρά, να πλέουν με τη σημαία τους ελεύθερα σε όλες τις Τουρκικές θάλασσες, ν’ αποκτήσουν εμπορικά προνόμια, να γίνουν ανεξάρτητοι οι Τάταροι της Κριμαίας,…να εγκαταστήσουν προξένους στην οθωμανική επικράτεια…».)

Η συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζί δίνει το δικαίωμα στη Ρωσική σημαία να περνάει τα πλοία της από τα Στενά του Βοσπόρου. Ένα άλλο δικαίωμα που αποχτά η Ρωσία είναι η προστασία που της αναγνωρίζεται, την οποία μπορεί να προσφέρει στους ομόδοξους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής χερσονήσου. Ο συνδυασμός των όρων αυτών της Συνθήκης δημιουργεί τη βάση για την ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, δεδομένου ότι οι Έλληνες χριστιανοί καραβοκύρηδες ύψωναν τη Ρωσική σημαία.

Η απελευθέρωση της Ελλάδας δεν στάθηκε δυνατή στον πόλεμο αυτόν, αλλά οι Έλληνες ναυτικοί πλέοντας πλέον με τη Ρωσική σημαία στη Μαύρη Θάλασσα, επικοινωνούν, συναλλάσσονται και συνεργάζονται εμπορικά, κοινωνικά και πολιτικά εντονότερα πλέον με τη Ρωσία και τους Έλληνες που έχουν εγκατασταθεί μετά το τέλος του πολέμου στην επικράτειά της.

Ανθούν οι Ελληνικές κοινότητες στη Ρωσία, ακολουθώντας το παράδειγμα των συμπατριωτών τους στην υπόλοιπη Ευρώπη, από όπου οι Έλληνες έμποροι και λόγιοι μεταφέρουν στην Ελλάδα τα μηνύματα του Διαφωτισμού.

 

Β’ Ρωσοτουρκικός Πόλεμος 

Μετά την περίοδο των Ορλωφικών και την προσάρτηση της Κριμαίας (1786) η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη ΙΙ έχει εδραιώσει τη Ρωσία ως μεγάλη Δύναμη στην Ευρώπη και σύντομα θα δημιουργήσει την αφορμή να συγκρουσθεί και πάλι με την Υψηλή Πύλη.

Η βάση της πολιτικής σκέψης της Αικατερίνης για τον νέο πόλεμο είναι το «Ελληνικό Σχέδιο». Εάν δεν θα ήταν δυνατόν να διαλύσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα προσαρτούσαν τη Μολδοβλαχία, τη Βλαχία και τη Βεσσαραβία με τη δημιουργία ενός πριγκιπάτου, καλουμένου της Δακίας, όπου πρίγκιπας θα ήταν ο Ποτέμκιν. Εάν όμως κατόρθωναν να εκδιώξουν τους Τούρκους από την Ευρώπη, θα ανασυγκροτούσαν στα Βαλκάνια την παλιά Ελληνική Αυτοκρατορία με αυτοκράτορα τον Μεγάλο Δούκα Κωνσταντίνο Παύλοβιτς, εγγονό της Αικατερίνης ΙΙ.

Για την υλοποίηση του ‘Ελληνικού Σχεδίου’, κατά τον ανάλογο τρόπο με την περίοδο των Ορλωφικών, οι Ρώσοι έχουν προετοιμάσει για άλλη μια φορά το έδαφος και έχουν ξεσηκώσει τους Έλληνες για Αγώνα Ανεξαρτησίας. Έχει αποσταλεί ο Ταγματάρχης Λάμπρος Κατσώνης (1787) στο Αρχιπέλαγος για να ετοιμάσει το Ελληνικό Έθνος να υποδεχθεί τον ‘ελευθερωτή Ρώσο’. Αφοσιωμένος στην Αικατερίνη ΙΙ, η οποία όπως ο ίδιος πιστεύει, θέλει να ελευθερώσει το Ελληνικό Έθνος, ο Λάμπρος Κατσώνης μάχεται για τη Ρωσία και για την Ελλάδα. Στον Ατομικό του Φάκελο, που βρήκαμε στο Ναυτικό Μητρώο των Ρωσικών αρχείων αναγράφεται:

« Έτος 1787. Προβιβάζεται στο βαθμό του Ταγματάρχου με πρόταση του πρίγκιπα Ποτέμκιν- Ταυρικού και αποστέλλεται από τον ίδιο στο Αρχιπέλαγος για τη σύσταση Στολίσκου και τη δραστηριοποίησή του εναντίον των Ναυτικών Δυνάμεων του εχθρού. Η δράση του αυτή ήταν υπό τη Ρωσική πολεμική σημαία».


Ο Εκλαμπρότατος Όταν η Πύλη το 1787, πιεζόμενη από τις εξελίξεις προσαρτήσεως στη Ρωσία της Κριμαίας, κηρύσσει πόλεμο στη Ρωσία, που έχει στο πλευρό της την Αγγλία και την Πρωσία, ο Καπουδάν πασάς έχει στη διάθεση του μεγάλη Ναυτική Δύναμη:

  • 3 πλοία Γραμμής και
  • 5 Φρεγάτες στο Οτσακόβ, Δυτικά του Οτσακόβ
  • Εφεδρείες από 6 πλοία Γραμμής και
  • 4 Φρεγάτες, στο Βόσπορο 2 πλοία Γραμμής, στη Σινώπη
  • 2 πλοία Γραμμής, στις εκβολές του Δνείπερου
  • 2 πλοία Γραμμής και στη Μεσόγειο
  • 7 πλοία Γραμμής και
  • 4 σε εφεδρεία.

Δηλαδή τη μεγαλύτερη Ναυτική Δύναμή του διατηρεί στη Μεσόγειο. Αυτή τη Ναυτική Δύναμη καλείται να αντιμετωπίσει ο Λ. Κατσώνης.

Παράλληλα με τις Ρωσικές ενέργειες στο Οτσακόβ και ενώ ετοιμάζονται οι Ρωσικές Ναυτικές Δυνάμεις να κατέβουν στη Μεσόγειο (1788), ο Γουσταύος ΙΙΙ της Σουηδίας, πιεζόμενος από την Αγγλία, κηρύσσει τον πόλεμο στη Ρωσία και έτσι δεν μπορεί να μετακινηθεί προς Νότο ο Ρωσικός Στόλος της Βαλτικής. Η Κύρια Προσπάθεια του Ρωσικού Ναυτικού τότε επικεντρώνεται στη Μαύρη Θάλασσα.

Την περίοδο αυτή ο Λάμπρος Κατσώνης με Στολίσκο 10 πλοίων, που ο ίδιος δημιουργεί πολεμώντας ως Καταδρομέας των Ρώσων, πιστός στις εντολές του Ποτέμκιν και της Αικατερίνης ΙΙ, αναλαμβάνει και διεξάγει Πολεμικές Επιχειρήσεις για τέσσερα χρόνια (1781-1791) στη Μεσόγειο. Απασχολεί πολεμώντας σημαντικές Τουρκικές Ναυτικές Μονάδες, που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την Κύρια Τουρκική Δύναμη, που ναυμαχεί με τη Ρωσία στη Μαύρη Θάλασσα. Πολεμά τους Τούρκους με Eλληνικά πληρώματα, από τα Δαρδανέλια μέχρι έξω από τις κυπριακές ακτές και μέχρι τη Συρία.

Γράφουν οι Έλληνες ναυμάχοι, κάτω από τη Ρωσική πολεμική σημαία, τις σελίδες της κοινής ναυτικής ιστορίας, της πατρίδας τους της Ελλάδας και της Δύναμης που τους φιλοξενεί, της Ρωσίας.
Οι Ρώσοι Ανώτεροι Διοικητές του Κατσώνη, μέσα στα 4 χρόνια του πολέμου, αλλάζουν περιοδικά καθήκοντα στη Μεσόγειο αποδεικνυόμενοι κατώτεροι των περιστάσεων, αλλά ο Συνταγματάρχης πλέον και Ιππότης Λ. Κατσώνης και στη συνέχεια Πλοίαρχος Α’ Τάξεως, στα 1791 έχει αναλάβει Διοικητής του Ρωσικού Στόλου στη Μεσόγειο. (Περίοδος ανασυγκροτήσεως του Στόλου στο νησί Κάλαμος υπό τον Διοικητή τω Ρωσικών Δυνάμεων της Μεσογείου Στρατηγού Β. Ταμάρα.) Τώρα διοικεί και τον Κρατικό Ρωσικό Στολίσκο, που επίσης πολεμούσε για μεγάλο διάστημα στη Μεσόγειο.

Στη φάση αυτή του πολέμου η Αικατερίνη ΙΙ υπογράφει τη συνθήκη του Ιασίου (1792), ο Κατσώνης και οι Έλληνες συμμαχητές του διατάσσονται να παύσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις και ουσιαστικά να «καταθέσουν τα όπλα». Ο στη συνέχεια μοναχικός αγώνας των Ελλήνων μαχητών τελειώνει στο Πόρτο Κάγιο (Ιούλιος 1792) με ήττα τους από τις Γαλλο-Τουρκικές Δυνάμεις και προκαλεί μεγάλη απογοήτευση. Η συγκυρία και οι πολιτικοί στόχοι της Αικατερίνης ΙΙ της υπαγόρευσαν να τελειώσει αυτόν το πόλεμο με όποια οφέλη μπόρεσε να αποκομίσει, αλλά με την Ελλάδα ακόμα σκλαβωμένη.

Ειδικά όμως για το ρόλο του Λάμπρου Κατσώνη στην κοινή ναυτική ιστορία της Ελλάδας και Ρωσίας ο Ρώσος ιστορικός Γκριγκόρι Άρς έγραψε ότι:

«…Το 1792 ο Κατσώνης επιχείρησε την πρώτη στην ιστορία προσπάθεια των Ελλήνων να απελευθερωθούν από τον Οθωμανικό ζυγό. Οι επιχειρήσεις του στις ελληνικές θάλασσες (1788-1792) υπήρξαν στην ουσία ένας πρόλογος του ελληνικού απελευθερωτικού πολέμου των 1821-1829, αλλά και ο Στολίσκος του μπορεί να θεωρηθεί σαν έμβρυο του συγχρόνου Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού…»

Και επισημαίνοντας την συμμετοχή του στην ιστορία της Ρωσίας προσθέτει ότι:

«…Σημαντικός είναι και ο ρόλος του στην ιστορία της Ρωσίας… Οι ενέργειες του ατρόμητου αυτού πολεμιστή επρόκειτο να δημιουργήσουν βάση για την καινούρια εκστρατεία του Ρωσικού Στόλου στη Μεσόγειο…Όμως όλο το βάρος του αγώνα με τον Τουρκικό Στόλο έπεσε στις πλάτες του Κατσώνη…Αυτός ο γενναίος πολεμιστής κατάφερε να απασχολήσει σημαντικές Τουρκικές Δυνάμεις και να συμβάλει έτσι στις επιτυχείς Επιχειρήσεις του Ρωσικού Στόλου στη Μαύρη Θάλασσα…».

 

Εξάλλου, ένας άλλος σύγχρονος Ρώσος ιστορικός ο καθηγητής Γιούρι Πριάχιν επισημαίνει ότι:

«…Οι πολεμικές δραστηριότητες του Ελαφρού Ρωσικού Στολίσκου του Κατσώνη στη Μεσόγειο, αποτέλεσαν λαμπρή σελίδα στην ιστορία του Ρωσικού Πολεμικού Στόλου του 18ου αιώνα…Η αφοσίωση στη Ρωσία, η ενεργός υπηρεσία στο Πολεμικό Ναυτικό της και η απελευθέρωση της Ελλάδας…ήσαν ενέργειες στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους….στη ζωή και στη συνείδηση του Λάμπρου Κατσώνη…».

 

Εθνική Συνείδηση και Ρωσία

Η έννοια ‘έθνος’, στη γενική της και λιγότερο στην ολοκληρωμένη έννοια , την περίοδο αυτή παρουσιάζεται στους προηγμένους λαούς, ειδικότερα δε αρχίζει να διαμορφώνεται από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.

Στην Ελλάδα, μπορούμε να πούμε ότι έχει αναπτυχθεί μια ανάμικτη κοινωνική τάξη, σε οικονομικό ανταγωνισμό με τους ξένους, που γίνεται μαζί με τα λαϊκότερα στρώματα το κύριο κοινωνικό βάθρο της εθνικής ιδέας. Με το προοδευτικό αδυνάτισμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όμως, η ανάμεικτη αυτή κοινωνική τάξη γίνεται η βάση, η υποδομή, της συνειδητοποίησης από τον Ελληνισμό της ιδέας ενός ενιαίου Εθνικού Ελληνικού κράτους.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται σιγά-σιγά επικεφαλής των δυνάμεων που ηγούνται της άμυνας του Ελληνισμού, και διατηρεί αυτές τις δυνάμεις κάτω από τις δύσκολες συνθήκες του Οθωμανικού ζυγού.

Η Ελλάδα προβάλλεται πλέον ως αρχαία πατρίδα των κατακτημένων, αλλά είναι και συγχρόνως πατρίδα «πάντων των από Χριστού καλουμένων», επομένως με την έννοια αυτή και της Ορθόδοξης Ρωσίας. Ασφαλώς, τον αποφασιστικό λόγο για τον οποίο πήρε προεξέχουσα θέση η Ορθοδοξία στη συνείδηση των Ελλήνων, έπαιξε το πολιτικό προνόμιο που παραχώρησε ο Σουλτάνος στην Εκκλησία, να ασκεί ουσιαστικά το εσωτερικό δίκαιο μεταξύ των Ελλήνων.

Όμως όπως αναφέρθηκε, η Ορθοδοξία παράμενε διαχρονικά, ίσως, ο πιο βασικός κρίκος διασύνδεσης της Ρωσίας με την Ελληνική υπόθεση, την Απελευθέρωσή της. Στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης του ελληνικού λαού, ασφαλώς επέδρασαν και τα γεγονότα των Ρωσοτουρκικών πολέμων, που άναψαν φλόγες εξεγερτικές στις καρδιές των Ελλήνων. Ειδικά ο Κοραής γράφει για την επίδραση του Α’ Ρωσοτουρκικού πολέμου στους Έλληνες:

«…αγκάλιασαν σαν δικό τους τον αγώνα της Ρωσικής αυλής και ο θρίαμβος των όπλων της στάθηκε το αντικείμενο των ευχών όλου του έθνους…Άλλοι μεν επεδίωκαν να εκδικηθούν την αδικία των τυράννων….γι’ άλλους, ο πόλεμος της Ρωσίας ήταν πόλεμος της ίδιας της θρησκείας, ώστε αντικρίζοντας τους Ρώσους, τους θεωρούσαν αναστηλωτές των γκρεμισμένων και αλλαγμένων σε τζαμιά εκκλησιών τους….».

Όταν μετά το Β’ Ρωσοτουρκικό πόλεμο η Ρωσία εξασφάλισε την έξοδό της στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο, μη έχοντας δικό της στόλο άρχισε να χρησιμοποιεί τη μεσιτεία και τα πλοία των Ελλήνων. Οι Έλληνες εφοπλιστές μετέφεραν τις μεγαλύτερες ποσότητες του θαλάσσιου ρωσικού εμπορίου από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας στα λιμάνια της Μεσογείου. Ελληνικά εμπορικά πρακτορεία ιδρύονται στα λιμάνια της Νότιας Ρωσίας, στη Χερσώνα, στο Ταγκανρόγκ, στο Νικολάγιεφ και την Οδησσό.

Οι Ρώσοι έμποροι παραχωρούσαν στους Έλληνες ειδικά προνόμια για το μεταπρατικό ρωσικό εμπόριο. Από την εποχή αυτή αρχίζουν οι άμεσες οικονομικές σχέσεις της Ρωσίας με την Ελλάδα. Οι σχέσεις αυτές ήσαν ένα από τα μεγαλύτερα κίνητρα που ώθησαν τη Ρωσία να παρέχει σταθερή βοήθεια στους Έλληνες, κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας τους.

 

Φιλική Εταιρία και Πούσκιν

Λίγο μετά την Ελληνική Επανάσταση, στα 1853, σημειώνεται πολύ εύστοχα από επιφανή Έλληνα ιστορικό ότι για να δημιουργηθεί και επιτύχει στο σκοπό της η Φιλική Εταιρία:

«…συνέτρεξαν πολλά…. η επικρατούσα παλαιόθεν γενική ιδέα, ότι η Ρωσία έμελλε να απελευθερώσει μίαν ημέραν την Ελλάδα, η σύστασις της Εταιρίας εντός της Ρωσίας, ο συνεταιρισμός των κατά την Ελλάδα προξένων Ρώσων, η εν Ρωσία υψηλή πολιτική θέσις του Ι. Καποδίστρια, θεωρουμένου ως συνδέσμου ταύτης και της Ελλάδος και η επί των επαναστατικών κινημάτων αρχηγία στρατηγού και υπασπιστού του Αυτοκράτορος Αλεξάνδρου….».

 

Έχει γίνει όμως πολύ συζήτηση και στην διεθνή ιστοριογραφία για το αν πραγματικά η Ρωσική πολιτική βοήθησε την προετοιμασία και στη συνέχεια την Ελληνική Επανάσταση κατά την εξέλιξή της. Στη ρωσική ιστοριογραφία, στα νεότερα χρόνια, υπάρχουν πληροφορίες και στοιχεία, ευρήματα των νεότερων ερευνών ρωσικών αρχείων, από τα οποία καταδεικνύεται ότι κατά την περίοδο που ιδρύεται η Φιλική Εταιρία (Φ.Ε.) και ακόμα λίγο πιο πριν η θέση του Τσάρου Αλέξανδρου Α’(1777-1825) δεν είναι τελείως αρνητική, για την ενίσχυση των Ελλήνων, παρά τη στάση του στο Συνέδριο της Βιέννης.

Η μέχρι σήμερα γνωστή στάση του όμως, δεν πρέπει να ερμηνευτεί μόνον από τις άμεσες ενδείξεις του τρόπου που πολιτευόταν. Το ζεύγος Τσάρος Αλέξανδρος Α’ και Ι. Καποδίστριας, χάρις στη διπλωματική δεινότητα του δεύτερου, φαίνεται ότι σε χαρακτηριστικές περιπτώσεις, με έμμεσο τρόπο βοήθησαν την Ελληνική υπόθεση.

Ο Ρώσος ιστορικός Γκριγκόρι Άρς στο υπό έκδοση βιβλίο του στην Ελλάδα για τη Φ.Ε. παρουσιάζει λεπτομέρειες, με τις οποίες υποστηρίζεται η πιο πάνω άποψή μας.

«Τον Σεπτέμβριο του 1813 συστήθηκε στην Αθήνα η «Φιλόμουσος Εταιρεία», η οποία έθετε ως καθήκον της την εξάπλωση του διαφωτισμού στην Ελλάδα, την έκδοση έργων Ελλήνων κλασσικών, την παροχή βοήθειας σε άπορους σπουδαστές, την ανακάλυψη κάθε είδους αρχαιοτήτων. Εμπνευστές της ίδρυσης της Εταιρείας ήταν οι Άγγλοι. Πρόεδρός της εκλέχτηκε ο γνωστός Άγγλος φιλόλογος Φρειδερίκος Νορτ.

Ο Καποδίστριας έμαθε για την ίδρυση της Αθηναϊκής εταιρείας το Φθινόπωρο του 1814 στην Βιέννη, όπου συμμετείχε ως πληρεξούσιος της Ρωσίας στις εργασίες του Συνεδρίου της Βιέννης. Εκείνος πρότεινε αμέσως στον Τσάρο να πάρει από τους Άγγλους την πρωτοβουλία στο θέμα της διάδοσης του διαφωτισμού στην Ελλάδα και γι’ αυτό τον σκοπό να συστήσουν τη δική τους «Φιλόμουσο Εταιρεα». Ο Τσάρος συμφώνησε με αυτή την πρόταση και ενέκρινε το καταστατικό της νέας Εταιρείας, συντεταγμένο από τον ίδιο τον Καποδίστρια».

Η κίνηση αυτή, πέρα από ένα ευφυέστατο χειρισμό του Καποδίστρια, κάθε άλλο παρά αρνητική θέση του Τσάρου έναντι των Ελλήνων αποτελεί. Η «Φιλόμουσος Εταιρεία» της Βιέννης ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1815. Ο Καποδίστριας οργάνωσε τη συγκέντρωση πόρων για την εταιρεία στους κύκλους της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας που βρίσκονταν στη Βιέννη λόγω του συνεδρίου. Ο πιο σημαντικός συνδρομητής ήταν ο Αλέξανδρος Α΄. Υποσχέθηκε να προσφέρει στο ταμείο της Εταιρείας 200 ολλανδικά δουκάτα ετησίως.

Η Αυτοκράτειρα Ελισάβετ Αλεξέγιεβνα υποσχέθηκε 100 δουκάτα. Οι υπόλοιποι αξιωματούχοι έσπευσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του ρωσικού αυτοκρατορικού ζεύγους. Συνδρομητές έγιναν επίσης και εύποροι Έλληνες έμποροι που διέμεναν στην Αυστριακή Αυτοκρατορία. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ο αριθμός των μελών-συνδρομητών της εταιρείας έφτασε τα 200 άτομα. Τμήματά της άνοιξαν σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις.

«…Το βιβλίο των συνδρομητών που άνοιξε το 1815 ήταν μια από τις τυχαίες αιτίες του σχηματισμού του μυστικού συνδέσμου που ονομάζεται Εταιρία…» θα σημειώσει αργότερα ο Καποδίστριας.

Σήμερα υπάρχουν τεκμηριωμένα στοιχεία που αποδεικνύουν την ευθεία διασύνδεση της «Φιλόμουσης Εταιρείας» της Βιέννης με τη Φ.Ε. Το ερώτημα που γεννάται όμως είναι, αν τα ποσά της τσαρικής οικογένειας, που συγκεντρώθηκαν στο Συνέδριο της Βιέννης από τον Υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσίας Ι. Καποδίστρια, βρέθηκαν στα χέρια των Φιλικών, τούτο μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο γεγονός, όπως το αποκαλεί, πιστεύομε ‘διπλωματικά’, ο Καποδίστριας, στην αναφορά του προς τον Τσάρο Νικόλαο Α’.

Είναι αξιοπρόσεκτο αυτό που η σοβιετική ιστορικός Σπάρο ισχυρίζεται, δηλαδή ότι:

«…Από τις υπάρχουσες πηγές, συγκεκριμένα από το εκτενές ‘Σημείωμα υπηρεσιακής δράσης’ του Καποδίστρια, που υπέβαλε στον Νικόλαο Α’ στα 1826, μπορούμε να συμπεράνουμε πως ο δημόσιος αυτός άνδρας γνώριζε την ύπαρξη της Εταιρίας από τις πρώτες σχεδόν μέρες της ίδρυσής της και έδινε συνεχώς στους Έλληνες επαναστάτες υλική βοήθεια τόσο από την ατομική του περιουσία όσο και εξ ονόματος της ρωσικής κυβέρνησης…».

Θα προσθέσομε σ’ αυτά που ισχυρίζεται η Σπάρο, ότι είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός, ότι σε μικρό χρόνο αργότερα ο Καποδίστριας γίνεται δεκτός ως ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, επομένως, αν πράγματι οι Έλληνες δεν ήσαν βέβαιοι για τη συνδρομή του στην Απελευθέρωση, θα τον αποδέχονταν.

Σήμερα, παράλληλα με τους Δυτικούς, ανασκοπώντας τις απόψεις Ρώσων ιστορικών, εντυπωσιάζεται κανείς από τον πλούτο των πληροφοριών που έρχονται από τα γραπτά τους στη διεθνή επιστημονική κοινότητα και διαφωτίζουν τη Ρωσική πολιτική και τις ενέργειες και θέσεις της σε σχέση με την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και την περίοδο προετοιμασίας της.

Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί ο ελληνιστής καθηγητής Γκριγκόρι Άρς, ο οποίος γράφει ότι:

«…Η γέννηση του Ελληνικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την πολιτική της Ρωσίας στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα με τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους. Η ίδια δε η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε στην Οδησσό από προερχόμενους από την Ελλάδα μετανάστες, οι οποίοι συγκρότησαν στο μεγάλο ρωσικό λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας μια πολυάριθμη και ανθηρή κοινότητα…».

 

Έχει γραφτεί επίσης και αποδειχθεί ότι η Φιλική Εταιρεία αντλούσε ανθρώπινο δυναμικό και οικονομικούς πόρους από τις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας. Επικεφαλής της Εταιρείας κατά το κρισιμότερο στάδιό της ετέθη ο Έλληνας πατριώτης και νεαρός στρατηγός του Ρωσικού στρατού Αλέξανδρος Υψηλάντης.

«..Υπό την ηγεσία του ετοιμάστηκε και πραγματοποιήθηκε σε Ρωσική επικράτεια το απελευθερωτικό ξεκίνημα στη Μολδαβία, που έδωσε το έναυσμα της εξέγερσης άμεσα και στην ίδια την Ελλάδα. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός, ότι το ελληνικό επαναστατικό κίνημα των φιλικών αναπτύχθηκε ως κίνημα αλληλένδετο και σε αλληλεπίδραση με το ρωσικό επαναστατικό κίνημα των Δεκεμβριστών…» προσθέτει ο Άρς.

Όπως είναι γνωστό το κίνημα των Δεκεμβριστών στη Ρωσία αποτελούσε το ρεύμα των Ρώσων φιλελευθέρων, που ως τέτοιος φορέας υποστήριζε την Απελευθέρωση της Ελλάδας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Χάρκοβο το 1926 εκδόθηκε μια συλλογή άρθρων και εγγράφων, αφιερωμένη στην επέτειο των 100 χρόνων από το κίνημα των Δεκεμβριστών στην Ουκρανία. Στη συλλογή αυτή στο άρθρο του Α. Ριαμπίνιν-Σκλιαρέφσκι:

«Οι μυστικές οργανώσεις στο νότο κατά την περίοδο των Δεκεμβριστών», ένα από τα κεφάλαια του φέρει την ονομασία «Geteria – Εταιρία (Ο Άρς στο έργο του Το Κίνημα της Φιλικής Εταιρίας στη Ρωσία…., όπως πιο πάνω «…Ο όρος αυτός δεν είναι ακριβής τόσο από ιστορικής απόψεως, όσο και από φιλολογικής. Η λέξη Εταιρεία στα νέα ελληνικά σημαίνει: «οργάνωση», «αδελφότητα», «κομπανία». Η Φιλική Εταιρεία, όπως βλέπουμε, είναι μια από τις μυστικές ελληνικές εταιρίες που δρούσαν κατά την παραμονή της επανάστασης του 1821. Στη ρωσική βιβλιογραφία προφέρεται «Geteria» αντί για «Εταιρεία» και αποτελεί μηχανική μεταφορά στα νέα ελληνικά κανόνων της φωνητικής της αρχαιοελληνικής που δεν προσιδιάζουν στη νέα ελληνική (στη ρωσική βιβλιογραφία του 18ου -19ου αιώνα χρησιμοποιείτο ο αρχαίος τρόπος γραφής: «Gellada» αντί για «Ellada», «Gellini» αντί για «Ellini»). 

H «Eteria» δεν μετατράπηκε αμέσως σε «Geteria», αλλά μάλλον κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, υπό την έντονη επίδραση στο ρωσικό πολιτισμό των αρχαίων ελληνικών παραδόσεων και κατά τη γνώμη μου, όχι χωρίς την επίδραση της γαλλικής γλώσσας (η Εταιρεία στα γαλλικά είναι Hetairie). Ως απόδειξη μπορούμε να αναφέρουμε ένα πολύ ενδιαφέρον γεγονός. Ο Α. Σ. Πούσκιν, όντας στο Κισινιόφ αυτόπτης μάρτυρας της εξέγερσης του Αλέξανδρου Υψηλάντη και έχοντας άμεση επαφή με τους Έλληνες επαναστάτες, γράφει στα έργα του: «Eteria» και όχι «Geteria», «Eteristi» και όχι «Geteristi» )» και είναι αφιερωμένο στη δραστηριότητα των Φιλικών στην Οδησσό.

Οι Δεκεμβριστές αρχίζουν να δραστηριοποιούνται στα 1816, λίγο μετά την ίδρυση της Φιλικής Εταιρίας (1814), όταν έξη αξιωματικοί ίδρυσαν την «Ένωση Σωτηρίας», μια μυστική οργάνωση που αποσκοπούσε στην εγκαθίδρυση συνταγματικής μοναρχίας, την κατάργηση της δουλοπαροικίας και την συγκρότηση εθνικού κοινοβουλίου. Στα 1818 η οργάνωση μετονομάσθηκε σε «Ένωση Ευημερίας» και τα μέλη της ανέπτυξαν ένα δίκτυο στην Πετρούπολη, τη Μόσχα, το Κίεβο, το Κισινιόφ και σε άλλες περιοχές της Νότιας Ρωσίας.

Το Κίνημα των Δεκεμβριστών ξέσπασε τελικά στις 14 Δεκεμβρίου 1825 συγκεντρώνοντας στην Πετρούπολη μόλις 3.000 στασιαστές στρατιώτες, από τους 20.000 που είχαν υπολογίσει, και απέτυχε να οδηγήσει τον μεγάλο όγκο του στρατεύματος σε εξέγερση. Οι ηγέτες των Δεκεμβριστών φυλακίσθηκαν στο φρούριο Πέτρου και Παύλου και στη συνέχεια οι περισσότεροι εκτελέστηκαν και ορισμένοι εκτοπίσθηκαν στη Σιβηρία.

Εξάλλου, δεν πρέπει να θεωρείται ότι είναι τυχαίο το γεγονός, ότι σήμερα στη Ρωσία αναφορές στην Εταιρεία, την Φ.Ε., απαντώνται σχεδόν σε όλα τα εγχειρίδια και στον κύκλο παραδόσεων ρωσικής ιστορίας, σε ειδικές έρευνες για την εξωτερική πολιτική και τα κοινωνικά κινήματα του 19ου αιώνα, αλλά και στην εκτεταμένη βιβλιογραφία που αφορά τη μελέτη των έργων του Πούσκιν.

Είναι γνωστό ότι, κατά την περίοδο που ιδρύεται η Φιλική Εταιρίας η Ρωσία μόλις έχει βγει νικήτρια από τον Πατριωτικό πόλεμο, που έχει σημάνει το τέλος της κυριαρχίας του Ναπολέοντα στην Ευρώπη (1815). Από τη σύγκρουση με τον Ναπολέοντα η Ρωσία βγήκε ως η μεγαλύτερη χερσαία δύναμη και η Αγγλία ως η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη. Η Ρωσική ηγετική θέση οδηγεί τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’ να εκδώσει ένα μανιφέστο, με το οποίο θεωρεί την υπάρχουσα κατάσταση ιερή.

Στις θέσεις του μανιφέστου προσχωρεί η Αυστρία με τον Μέττερνιχ και η Πρωσία. Η Συμμαχία τους αποκαλείται «Ιερή» και με τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Βιέννης (18.9.1814-9.6.1815), που υπογράφονται την 14.9.1815, αποσκοπούν στην καταστολή των εξεγέρσεων και επαναστάσεων και στην αποτροπή διαταράξεως της υπάρχουσας τάξης. Ουσιαστικά στρέφονταν κατά των εξεγέρσεων στην Ισπανία και Ιταλία, που έχουν ξεσπάσει την περίοδο αυτή.

Τι έπρεπε να γίνει όμως με την Ελληνική Επανάσταση, που μόλις άρχισε να εξυφαίνεται από την ίδρυση της Φιλικής Εταιρίας και την στη συνέχεια έναρξή της το 1821; Πόσο ισχυρή είναι η «Ιερά Συμμαχία»; Ποια θα ήταν η στάση της Ρωσίας, είτε ως προστάτιδας των χριστιανών εναντίον των μουσουλμάνων, είτε αν έπρεπε να στραφεί εναντίον των Ελλήνων που ξεσηκώθηκαν εναντίον της ‘νόμιμης’ εξουσίας.

Μετά και την ίδρυση της Φιλικής Εταιρίας, όπως και στην Ευρώπη, στη Ρωσία έχει δημιουργηθεί πλέον ένα φιλελληνικό ρεύμα. Ο Κόμης Γρ. Στρογκανώφ, πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, ο Ιωάννης Καποδίστριας και το «πολεμικό κόμμα» της Αγίας Πετρούπολης τάχθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, στην πλευρά των χριστιανών, των ομοδόξων Ελλήνων. Ρώσοι φιλελεύθεροι, διανοούμενοι και το νεογέννητο κίνημα των Δεκεμβριστών υποστήριξαν την Ελληνική κίνηση για την Απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό. Τα φιλελληνικά αισθήματα εκφράσθηκαν με χαρακτηριστικό τρόπο από την πένα πολλών Ρώσων ποιητών και συγγραφέων.

Τα γραπτά του Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν, του μεγαλύτερου ποιητή της Ρωσίας, εμπνέονται από τον Αγώνα των Ελλήνων και γίνονται ύμνοι γενικής εξέγερσης στα Βαλκάνια. Οι πνευματικές δημιουργίες του νεαρού Αλέξανδρου Πούσκιν, τα ανατρεπτικά πολιτικά του ποιήματα και η συμπεριφορά του αναγκάζουν τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’ να τον εξορίσει στη Νότια Ρωσία, στη Βεσσαραβία τον Απρίλιο του 1820, στο Κισινιόφ. Από το Κισινιόφ παρακολουθεί τα γεγονότα που αναπτύσσονται στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες και το εγχείρημα του Αλ. Υψηλάντη.

Στη δεκαετία του 1820 η Ελληνική κοινότητα στο Κισινιόφ ανθούσε. Το Κισινιόφ αποτελούσε το κέντρο Επαναστατικής δράσης της Φ. Ε. Εκεί ο Πούσκιν γνωρίστηκε με εξέχοντες Έλληνες, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι μέλη της Φ.Ε. Στο σπίτι του πρίγκιπα Γεωργίου Κατακουζινού, παντρεμένου με την αδελφή του φίλου του ποιητή Ε.Μ. Γκορτσακώφ, ο Πούσκιν συναντάει τον Πρίγκιπα Α.Μ. Κατακουζινό, αδελφό του Γεώργιου, τον Μιχαήλ Σούτσο, πρώην Οσποδάρο –ηγεμόνα- της Μολδαβίας και αργότερα τους αδελφούς Αλέξανδρο, Γεώργιο και Νικόλαο Υψηλάντη. Επίσης εκεί γνώρισε τους Β. Καβαδία, Κων. Πεντεδέκα, Κων. Δούκα και άλλους Έλληνες στο σύνολό τους Φιλικούς.

Ο Πούσκιν συνεπαρμένος από αυτά που μαθαίνει για τη Φ.Ε και τις κινήσεις για την Απελευθέρωση των Ελλήνων γίνεται ένθερμος υποστηρικτής. Από το Κισινιόφ ξεκινά ο Υψηλάντης και οι Φιλικοί με ένα πρώτο μικρό στρατό, που οργάνωσαν στο Κισινιόφ, σχημάτισαν στη συνέχεια σώμα από 500 εθελοντές, που ονόμασαν Ιερό Λόχο. Στο σώμα προσέτρεξαν πολλοί Έλληνες από όλη τη Ρωσία και κυρίως από την Οδησσό. Ο Πούσκιν γράφει τότε στον Ευγένιο Ονέγκιν για την εξέγερση του Υψηλάντη:

«Σείονταν όλο απειλή τα Πυρηναία,

Το ηφαίστειο της Νάπολης στις φλόγες,

Κι ο Μονόχειρας Πρίγκιπας να γνέφει

Από το Κισινιόφ στους Μωραΐτες φίλους του…»

Ο Πούσκιν γράφει για τις εξελίξεις στο φίλο του Β.Α. Νταβιντόβ:

«…αναφέρουν ότι ο Φοίνικας της Ελλάδας θα αναγεννηθεί από τις στάχτες του, ότι η ώρα της πτώσης των Τούρκων έχει φθάσει και ότι μια μεγάλη δύναμη (η Ρωσία) εγκρίνει τη μεγαλόψυχη πράξη…» 

 

και συνεχίζει ο Πούσκιν στο γράμμα του αναφερόμενος στους Έλληνες που γνωρίζει:

«…τα μυαλά των ανθρώπων βρίσκονται σε έξαρση…όλες τους οι σκέψεις στρέφονται γύρω από ένα μόνο θέμα : Την ανεξαρτησία της αρχαίας πατρίδας. Στην Οδησσό πλήθη Ελλήνων συγκεντρώνονται. Πουλάνε τα υπάρχοντά τους για ένα κομμάτι ψωμί κι αγοράζουν σπάθες, τουφέκια, πιστόλια. Όλοι μιλάνε για το Λεωνίδα, το Θεμιστοκλή….».


Ο Ρώσος εθνικός ποιητής θα γράψει τότε για τον Μονόχειρα Πρίγκιπα και πάλι, θεωρώντας τον και δικό του, τον αποκαλεί «Πρίγκιπά μας»:

«Όταν παντού η νέα άνοιξη, χαμογελώντας,

Το χιόνι λάσπη είχε κάνει,

Πάνω στα όρη και στου Δούναβη την όχθη

Ο μονόχειρας Πρίγκιπάς μας σήκωσε επανάσταση.….».

 

Ο Πούσκιν δεν έλαβε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση, όπως ο λόρδος Βύρων και άλλοι φιλέλληνες, αλλά τα γραπτά του αποτελούν την καλύτερη διέξοδο των φιλελληνικών αισθημάτων του. Απαθανάτισε με την πένα του σημαντικές φάσεις της έναρξης του Αγώνα των Ελλήνων στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.

Χαρακτηριστικό είναι το ποίημά του, όπου παρηγοράει μια Ελληνίδα που έχασε τον άντρα της στον πόλεμο εκείνο της πρώτης εξέγερσης:

«Πιστή Γραικιά, μην τον θρηνείς!

Έχει σαν ήρωας πέσει

Βόλι πικρό του χώρισε τα στήθια

Μεσ’ τη μέση…μην τον θρηνείς….».

Αργότερα, η αναγνώριση της Eλληνικής Ανεξαρτησίας θα εμπνεύσει τον Πούσκιν να γράψει, πάνω στον τόνο και το ύφος του παιάνα του Ρήγα ‘Δεύτε παίδες Ελλήνων’, το ποίημά του Εμπρός Ελλάδα, σήκω!

Εμπρός Ελλάδα, σήκω, εμπρός.

Δεν τρέφεις άδικα ελπίδες

Και τα πανάρχαια βουνά

Όλυμπος, Πίνδος, οι Θερμοπύλες,

Σειούνε κι εκείνα τις ασπίδες.

 

Στη δοξασμένη τους σκιά

Ξύπνησε τώρα η λευτεριά σου

Αθήνα μάρμαρα ιερά,

Του Περικλή και του Θησέα τάφοι και κόκαλα σεπτά.

Χώρα ηρώων και θεών

Σπάσε τα βάρβαρα δεσμά σου

Με τα τραγούδια των πιστών

Τυρταίου, Βύρωνα και Ρήγα,

Φλόγα και φως ολόγυρά σου.

 

Η Επανάσταση

Το πρώτο ξέσπασμα στα Βαλκάνια μετά το Συνέδριο της Βιέννης και τις αποφάσεις της Ιερής Συμμαχίας ήταν η Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Γνωρίζοντας τις θέσεις της δυτικής ιστορικής σκέψης απέναντι στη Ελληνική Επανάσταση, αλλά και τη θέση της για τη στάση της Ρωσίας, ιστορική σκέψη που μπορεί να κατηγορηθεί πολλές φορές ως ‘Αγγλόφιλη’, ‘Γαλλόφιλη’ κ.λπ., ανάλογα με την προέλευση ή προσέγγιση του ιστορικού που την εκφράζει, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε εδώ τη θέση των Ρώσων ιστορικών στο ίδιο ζήτημα.

Στον 12ο τόμο ειδικής έκδοσης με έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας για την περίοδο 1821-1822 υπάρχουν έγγραφα που αναφέρονται στην Ελληνική Επανάσταση. Στον πρόλογο του τόμου αναφέρεται ότι:

 «Τα διπλωματικά έγγραφα διαψεύδουν καθ’ ολοκληρίαν τις επινοήσεις ότι η Ρωσική κυβέρνηση του 1821-1822 δεν έλαβε ενεργό ρόλο υπέρ των Ελλήνων…».

 

Το ίδιο επιχείρημα προβάλει ο Ρώσος ακαδημαϊκός Naroshniskij A. L. σε άρθρο του, λίγο πριν από την πιο πάνω έκδοση. Σημειώνεται ότι το ίδιο πνεύμα διαπνέει τις μελέτες των σοβιετικών ιστορικών που γράφουν και στους προηγούμενους τόμους της σειράς.

Η θέση όμως μερικών Ρώσων ιστορικών είναι αντικρουόμενη ως προς το εάν η Ρωσία υποστήριξε την Ελληνική Επανάσταση. Ανασκοπώντας τις διάφορες απόψεις καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο μεν Τσάρος Αλέξανδρος Α’ επίσημα ήταν εναντίον των επαναστατικών εξεγέρσεων στην Ευρώπη, λόγω των δεσμεύσεων της Ιεράς Συμμαχίας, και ίσως γνωρίζοντας τις κινήσεις προετοιμασίας της Ελληνικής δεν συναίνεσε στην αρχή μεν , αλλά δεν έλαβε και αυστηρά μέτρα δε εναντίον των ηγετών της Ελληνικής εξέγερσης, πλην ίσως της θέσεως του Α. Υψηλάντη εκτός ρωσικού στρατεύματος.

Σε αντίθεση με την επίσημη πολιτική, ο Ρωσικός λαός, υψηλόβαθμες προσωπικότητες και ακόμα τοπικές ρωσικές αρχές ήσαν στο πλευρό του Ελληνικού Αγώνα και βοήθησαν, κάτω από κάποιο είδος ανοχής της επίσημης ρωσικής ηγεσίας. Αυτό φαίνεται και στα επίσημα έγγραφα που μνημονεύθηκαν πιο πάνω, τα οποία αναφέρονται στις επεμβάσεις της Ρωσίας υπέρ των καταπιεζομένων Ελλήνων. Από τα έγγραφα αυτά π.χ. προκύπτει ότι ο Αλέξανδρος Α’ ζήτησε από τον Μέττερνιχ να μην παραδοθούν οι αδελφοί Υψηλάντη στους Τούρκους.

Βέβαια, πρέπει να μην διαφύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’, γνωρίζοντας τις κινήσεις των Δεκεμβριστών, ήθελε να αποτρέψει κάθε επαναστατικό ενδεχόμενο στο εσωτερικό της Ρωσίας, κατ’ απομίμηση των Ελληνικών κινήσεων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντίφασης μεταξύ επίσημης και ανεπίσημης ρωσικής πολιτικής είναι η περίπτωση του Κυβερνήτη του Νοβοροσίσκ και της Οδησσού Αλέξανδρου Λανζερόν, ο οποίος μη όντας ενήμερος της αρνητικής στάσης του Τσάρου απέναντι στην κίνηση των Φιλικών, εξακολουθούσε την πολιτική προστασίας προς τους ομόθρησκους Έλληνες. Ο ιστορικός Γ. Πρόκετ-Όστεν έγραψε σχετικά :

«…Δυσφορία διακατείχε τη Βιέννη για το γεγονός ότι η οικία του Διοικητού της Οδησσού Α. Λανζερόν ήταν ανοιχτή στους Έλληνες…». 

 

Η στάση του Α. Λανζερόν άλλαξε αργότερα και στις 28 Μαρτίου 1821 έγραφε προς τον Διοικητή του Β’ Σώματος Στρατού ότι:

 

«…Οι Έλληνες διατάραξαν την ηρεμία, είναι εγκληματίες επειδή εξεγέρθηκαν εναντίον της νομίμου κυβερνήσεως. Γι’ αυτό επιθυμούμε η Τουρκική κυβέρνηση να λάβει μέτρα καταστολής της εξεγέρσεως…».

Είναι επίσης πρωταρχικής σημασίας να επισημανθεί το γεγονός ότι ο Ι. Καποδίστριας, Σύμβουλος και Υπουργός των Εξωτερικών του Αλέξανδρου του Α’, γνωρίζοντας την αντίθεση του Τσάρου στα επαναστατικά κινήματα, ασκούσε πολιτική εναρμονισμένη σε εκείνη του προϊσταμένου του, χωρίς όμως αυτή η στάση του να βλάψει ουσιαστικά τις κινήσεις των Φιλικών και την εξέλιξη των γεγονότων.

Ο καθηγητής Άρς υποστηρίζει ότι ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ δεν γνώριζε ότι ο Α. Υψηλάντης θα πραγματοποιούσε επαναστατικές ενέργειες στις Παραδουνάβιες χώρες, ενώ ο Ρουμάνος ακαδημαϊκός Otsetea A. Ισχυρίζεται ότι ο Α. Υψηλάντης είχε τη σιωπηρή συγκατάθεση του Αλέξανδρου Α’ και ότι αυτό το γνώριζαν ακόμα οι Καποδίστριας και Στρογκανώφ και ακόμα ισχυρίσθηκε ότι η Ρωσία παρότρυνε τους Έλληνες για Επανάσταση. Μάλιστα ο Ρουμάνος ακαδημαϊκός αναφέρει ότι, την επόμενη μέρα της αφίξεως του στο Ιάσιο ο Α. Υψηλάντης έστειλε ένα δέμα με επιστολές στον πρόξενο της Ρωσίας στο Βουκουρέστι, παρακαλώντας τον να το μεταβιβάσει στον πρέσβη Στρογκανώφ στην Κωνσταντινούπολη.

 

«…Το δέμα περιείχε το μανιφέστο του Α. Υψηλάντη και επιστολές που απευθύνονταν στους Εφόρους της Κωνσταντινούπολης και Πατρών, στον Π. Σέκερη, στο Χριστόφ. Περαιβό, στον γραμματέα του Οικουμενικού πατριαρχείου και στο Γρηγόριο Δικαίο…».

Την ίδια άποψη υποστηρίζει και ο Μολδαβός ερευνητής I.F. Iovva. Συμφωνώντας με τον Ρουμάνο ακαδημαϊκό ισχυρίζεται ότι ο Τσάρος έδωσε τη συγκατάθεσή του για την επανάσταση στη Μολδοβλαχία μέσω Καποδίστρια. Σχετικά με τον Καποδίστρια μεγάλη μερίδα της ρωσικής ιστορικής σκέψης παραδέχεται ότι:

«ήταν φλογερός φίλος της Ρωσίας και πίστευε πως η Ελλάδα θα μπορέσει να αποκτήσει την ανεξαρτησία της μόνον με τη βοήθεια του μεγάλου κράτους του βορρά…».

 

Πάντως, κατά την Σπάρο οι Έλληνες επαναστάτες στήριζαν μεγάλες ελπίδες στη ρωσική βοήθεια, όταν ξεκινούσαν τις κινήσεις εξεγέρσεως στις Παραδουνάβιες περιοχές. Οι ηγέτες της εξέγερσης ήσαν βέβαιοι για τη βοήθεια της Ρωσίας και την υπόσχονταν στο λαό. Γράφει η Σπάρο συγκεκριμένα ότι:

«…Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στις εκκλήσεις του προς τους κατοίκους της Μολδαβίας, και της Βλαχίας, ο Παπαφλέσσας και ο Τσακάλωφ στις τολμηρές τους ομιλίες προς τους κατοίκους της Πελοποννήσου, δήλωναν πως μόλις αυτοί υψώσουν τη σημαία της Επανάστασης, τα ρωσικά συντάγματα θ’ αρχίσουν να τσακίζουν τα στρατεύματα των κατακτητών τους…».

 

Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, τα μέλη της Ιεράς Συμμαχίας και τα Ευρωπαϊκά κράτη λησμόνησαν τις «αρχές νομιμότητας» και το κάθε κράτος πήρε θέση, κατά το συμφέρον του. («…το καθένα είχε γνώμονα κυρίως τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, χωρίς να δίνει καμιά σημασία σ’ αυτά που λέγονταν στα συνέδρια της Ιερής Συμμαχίας και γράφονταν στις διακηρύξεις της…».)

Κατά την ιστορικό Όλγα Σπάρο, η Ρωσία ήταν η πρώτη που εγκατέλειψε τις αρχές της Ιερής Συμμαχίας. Η ίδια ιστορικός υποστηρίζει ότι:

 «…στη διάρκεια του πολέμου του ελληνικού λαού για την ανεξαρτησία η Ρωσία ήταν η μοναδική χώρα που υπερασπιζόταν την εξέγερση με συνέπεια μέχρι το τέλος, την υποστήριξε διπλωματικά συνεχώς, και όταν φάνηκε καθαρά πως αυτό δεν ήταν αρκετό, την υποστήριξε και ένοπλα, στην αρχή στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και αργότερα στον πόλεμο με την Τουρκία στα 1828-1829…».

Είναι αρκετά ρεαλιστική επίσης η εξήγηση της Σπάρο για τους πραγματικούς λόγους που ώθησαν την επίσημη ρωσική πολιτική να μεταλλαχθεί υπέρ της Ελληνικής επανάστασης. Γράφει σχετικά η σοβιετική ιστορικός:

 «…Η τσαρική κυβέρνηση και η αυλή της επεδίωκαν να κυριεύσουν μιά σειρά σημεία στηρίγματος στο Δούναβη , στα βόρεια και στα ανατολικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας, και ακόμα να εξαπλώσουν την επιρροή τους στα ανασυγκροτημένα Βαλκάνια κράτη και στην Ελλάδα….», αλλά σπεύδει να προσθέσει ότι:

 «…οι πόλεμοι εναντίον της Τουρκίας δεν μεταβάλλουν αντικειμενικά το γεγονός ότι αυτή η ρωσική πολιτική, στο βαλκανικό ζήτημα γενικά, και στο ελληνικό ειδικά, έπαιζαν πολύ προοδευτικό ρόλο στην απελευθέρωση των υπόδουλων λαών και στην ίδρυση ανεξάρτητων κρατών στην περιοχή αυτή…».

Αυτή η ρωσική άποψη έχει μεγάλη σημασία, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ένα άλλο μέλος της Ιερής Συμμαχίας, η Αυστρία του Μέττερνιχ, αντιδρούσε συνεχώς σε κάθε πολιτική που θα βοηθούσε την απελευθέρωση των βαλκανικών λαών και των Ελλήνων. Άλλωστε, τις ελπίδες των Ελλήνων για βοήθεια από τη Ρωσία συντηρούσαν και εξέτρεφαν και οι Ρώσοι πρόξενοι και διερμηνείς που υπήρχαν στις εμπορικές πόλεις και τα λιμάνια, μέσα και έξω από την Ελληνική περιοχή. Οι περισσότεροι από αυτούς ήσαν Έλληνες ή ελληνικής καταγωγής, πολλοί από εκείνους που είχαν σταδιοδρομήσει στο ρωσικό στράτευμα μετά το Β’ Ρωσοτουρκικό πόλεμο ή είχαν μετοικίσει στη Ρωσία αποφεύγοντας τους διωγμούς των Τούρκων.

 

Αρκετοί από τους επίσημους αυτούς απεσταλμένους εκπροσώπους της Ρωσίας έγιναν Φιλικοί. Επίσης βοήθησαν τον αγώνα στην ελληνική περιοχή, με την ασυλία που είχαν και το δικαίωμα προστασίας των ομοδόξων, κρύβοντας επαναστάτες, μεταφέροντας όπλα και παρέχοντας υποστήριξη με παραστάσεις στη σουλτανική κυβέρνηση για τις αδικίες και αυθαιρεσίες των υπαλλήλων της εις βάρος των Ελλήνων.

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Ρώσου προξένου στην Πάτρα, Ι. Βλασσόπουλου, από την Ιθάκη, ο οποίος έκρυβε στο Ρωσικό προξενείο τον στρατηγό Μακρυγιάννη το Μάρτιο του 182171!
Επ’ αυτού, ο Φίνλεϊ επιβεβαιώνοντας γράφει ότι:

 «…μεταξύ των κέντρων της Φ.Ε. στην Πελοπόννησο, στην Κωνσταντινούπολη και στη Ρωσία διεξαγόταν έντονη αλληλογραφία μέσω του Ρώσου προξένου στην Πάτρα…».

 

Μετά την έναρξη της επανάστασης το 1821, πολλοί Έλληνες από την Ευρώπη έσπευδαν να φθάσουν στην Ελλάδα, να ενισχύσουν τον αγώνα. Πολλοί που αναχωρούσαν από τη Ρωσία έκαναν στάση στο Μιλάνο, όπου ο Ρώσος υπήκοος Έλληνας Μουστοξύδης και ο Ρώσος πρόξενος, Ελληνικής καταγωγής, Μοτσενίγο βεβαίωναν τους Έλληνες ότι ο Ρωσικός λαός θα αναγκάσει τον Αυτοκράτορα να κηρύξει τον πόλεμο στην Πύλη για θρησκευτικούς λόγους.

Από την άλλη πλευρά, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας διοργάνωσε εράνους το Νοέμβριο του 1822 για τα θύματα των τουρκικών διωγμών στη Χίο και στη Χαλκιδική. Το 1821, όταν γίνονταν θηριωδίες και σφαγές των Ελλήνων της Πόλης, της Σμύρνης και άλλων πόλεων με ελληνικούς πληθυσμούς, ο Ρώσος πρέσβης Γ. Στρογκανώφ, μετά από πληροφορίες του Γενικού προξένου της Ρωσίας στην Πάτρα Βλασσόπουλου, στις 7/19 Μαΐου 1821 επιδίδει επίσημη γραπτή διαμαρτυρία στην Πύλη, στην οποία αναφερόταν ότι αν δεν σταματήσουν οι σφαγές, η Ρωσία έχει το δικαίωμα να επέμβει για την προάσπιση της χριστιανικής θρησκείας.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, έχει αλλάξει στάση έναντι του Ελληνικού Αγώνα για ανεξαρτησία, αλλά η αλλαγή αυτή διπλωματικά φαίνεται να παρουσιάζεται ως θρησκευτική υποστήριξη των ομοδόξων Ελλήνων και εκδηλώνεται αντιμετωπίζοντας το ελληνικό πρόβλημα ως θρησκευτικό. Έτσι μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’, ο Ρώσος πρέσβης πρότεινε στους πρέσβεις της Αγγλίας, Γαλλίας και Αυστρίας στην Πόλη να επιδώσουν κοινό διάβημα στο σουλτάνο για τις μαζικές σφαγές των Ελλήνων.

Ο Άγγλος πρέσβης, λόρδος Στρένγκφορντ αρνήθηκε την πρωτοβουλία του Ρώσου συναδέλφου του. Σταδιακά αρχίζει να διαφαίνεται η νέα επίσημη ρωσική πολιτική, με τη διπλωματική παρέμβαση στη ελληνοτουρκική διένεξη. Η Ρωσία παρέχει διαβατήρια στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, ώστε να σωθούν από τους διωγμούς.

Η Ρωσική διπλωματική παρέμβαση εκδηλώνεται επίσης έντονα κατά την έναρξη της επανάστασης με διάφορα διαβήματα του Ρώσου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Όταν η Πύλη αξιώνει από το Ρώσο πρέσβη να απελαθούν όλοι οι Έλληνες που έχουν καταφύγει στη Ρωσία, γιατί είναι εγκληματίες, ο Στρογκανώφ απέρριψε το αίτημα, με το επιχείρημα ότι παρέχεται άσυλο στους Έλληνες στο όνομα της χριστιανοσύνης και του ανθρωπισμού. Είναι η εποχή που ένα κύμα φιλελεύθερων κύκλων στη Ρωσία συγκεντρώνει 300.000 ρούβλια για την εξαγορά από την Τουρκία Ελλήνων αιχμαλώτων.

Τα χρήματα τελικά κατασχέθηκαν από τον Τσάρο. Δόθηκε έτσι στον Αλέξανδρο Α’ η ευκαιρία να δικαιολογηθεί ότι υπερασπίζει τους Έλληνες ως χριστιανούς, αλλά τους επικρίνει ως επαναστάτες. Οι Άγγλοι και οι Αυστριακοί την περίοδο αυτή προστατεύουν τα συμφέροντα τους απέναντι στο ενδεχόμενο εμπλοκής της Ρωσίας υπέρ των Ελλήνων και την ενίσχυση των ρωσικών θέσεων στη Μεσόγειο. Στην αγγλική εφημερίδα The Times στα τέλη Ιουνίου 1821 δημοσιεύεται άρθρο στο οποίο αναφέρεται ότι:

 «…καμιά κυβέρνηση της Ευρώπης, εκτός της Ρωσικής, δεν ενδιαφέρεται για το κίνημα των λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…».

 

Η Αγγλία, η Γαλλία και η Αυστρία θεωρούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως γέφυρα μεταξύ Μεσογείου και Ασίας και επιθυμούσαν τη διατήρησή της, που έτσι θα υποστήριζε τα κατεστημένα εμπορικά τους συμφέροντα, ενώ η ρωσική πολιτική επεδίωκε την εξασθένιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη δημιουργία στα Βαλκάνια ανεξαρτήτων κρατών. Ήλπιζε η Ρωσία ότι έτσι ενισχύει τη θέση της στην περιοχή και κρατούσε ανοικτή την ναυτιλιακή γραμμή επικοινωνίας της Μαύρης Θάλασσας με τη Μεσόγειο.

Στα πλαίσια της Ελληνικής Επανάστασης που βρισκόταν σε εξέλιξη, η Τουρκία κατηγορώντας τη Ρωσία ότι υποδαυλίζει την επανάσταση, άρχισε να λαμβάνει μέτρα με σκοπό να άρει τα δικαιώματα που είχαν αποκτήσει οι Ρώσοι από τις Συνθήκες σε σχέση με τα Στενά. Κατέλαβε τις Παραδουνάβιες χώρες και δυσκόλεψε το Ρωσικό εμπόριο στη Μαύρη Θάλασσα. Το καλοκαίρι του 1821 κατακρατήθηκαν Ρωσικά εμπορεύματα, όταν πλοία με Ρωσική σημαία περνούσαν το Βόσπορο.

Τον Απρίλιο του 1823 ο Σουλτάνος καθιέρωσε ειδικά προνόμια για την Οθωμανική ναυτιλία, περιορίζοντας με μονοπωλιακού χαρακτήρα αποφάσεις τα πλοία που έβγαιναν ή ζητούσαν άδεια να μπουν στη Μαύρη Θάλασσα. Τα μέτρα αυτά έβλαπταν κυρίως τα ρωσικά συμφέροντα στην περιοχή, αλλά κατ’ ακολουθία και την Ελληνική ναυτιλία.

Όμως ο ελληνικής καταγωγής διερμηνέας της Ρωσικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη Μ. Μιντσάκης, με εντολή του Ρώσου πρέσβη Γ. Στρoγκανώφ, είχε ενημερώσει από τον Οκτώβριο του 1819 τους Έλληνες καπετάνιους ότι οι Τούρκοι πρόκειται να τους καλέσουν να αλλάξουν σε Τουρκική την Ρωσική σημαία. Οι Έλληνες προφασιζόμενοι ότι τα πλοία είναι ρωσικής ιδιοκτησίας και επομένως δεν μπορούν να αλλάξουν σημαία, έσωσαν ένα μεγάλο τμήμα του στόλου της ελληνικής ναυτιλίας.

Με τα μέτρα της Πύλης έναντι των πλοίων Rωσικής σημαίας και τις σφαγές των Ελλήνων χριστιανών οι Ρωσοτουρκικές σχέσεις οξύνονται και στις 18 Ιουλίου του 1821 η Ρωσία ανακαλεί τον πρεσβευτή της Γ. Στρογκανώφ από την Κωνσταντινούπολη. Στα τέλη του 1823 με αρχές 1824 η ρωσική θέση μεταβάλλεται ριζικά απέναντι στο Ελληνικό πρόβλημα και το ανατολικό ζήτημα γενικότερα. Η Ρωσία υποστηρίζει ότι και τα συμφέροντα των δυνάμεων της Δύσεως ταυτίζονται με τα Ελληνικά, στο κοινό σημείο ότι πρέπει να καταπολεμηθεί η Τουρκία..

Το Νοέμβριο του 1823 ο Αλέξανδρος Α’ ζητά από τις δυτικές χώρες να συγκληθεί διάσκεψη στην Πετρούπολη με σκοπό τη «συλλογική συναίνεση» και επίλυση του Ελληνικού ζητήματος. Η Αγγλία δεν απαντά και η διάσκεψη ναυαγεί. Ο πρέσβης της Αγγλίας στην Πετρούπολη θα δηλώσει ότι:

 «…Αυτή θα αποτελούσε μάλλον εμπορική παρά πολιτική πράξη…». 

 

Παρατηρείται προσέγγιση Ρωσίας, Πρωσίας, Γαλλίας και Αυστρίας, ενώ η Πύλη ισχυρίζεται ότι η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων είναι σύγκρουση μεταξύ πολιτών της ίδιας χώρας και επομένως δεν επιδέχεται ξένη ειρηνευτική μεσολάβηση. Το 1824 η Ρωσία διακόπτει τις συνομιλίες της με την Αγγλία για το Ελληνικό ζήτημα και φαίνεται ότι αποφασίζει να το επιλύσει μόνη της.

Στις αρχές του 1824 η Ρωσία συνέθεσε σχέδιο απελευθέρωσης της Ελλάδας, ανάλογο με το μοντέλο Μολδαβίας και Βλαχίας, με τη διαφορά ότι οι ηγεμόνες δεν θα διορίζονταν από την Πύλη, αλλά από τους κατοίκους των ελληνικών περιοχών. Οι περιοχές αυτές θα ήσαν αυτοδιοικούμενες με δικαίωμα της Πύλης να επεμβαίνει στα εσωτερικά τους. Το σχέδιο δεν ικανοποιούσε τον Ελληνικό λαό84, παρ’ όλο που περιλάμβανε τις ευρύτερες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Κρήτης και των νησιών του Αιγαίου. Στην Ελλάδα οι πολιτικοί είχαν την προτίμησή του σχεδίου που προωθούσαν οι Άγγλοι και Γάλλοι, το οποίο ας σημειωθεί πρόβλεπε μικρότερη έκταση για τους Έλληνες, με σκοπό ίσως η Ελλάδα να περιέλθει υπό την κηδεμονία τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Αλέξανδρος ο Α’ να διακόψει τις συνομιλίες με τις δυτικές χώρες για το Ελληνικό πρόβλημα.

Το 1825 ανέρχεται στο θρόνο ο Τσάρος Νικόλαος Α’ (1796 – 1855), η Rωσική πολιτική διαφοροποιείται προς τη θετική κατεύθυνση για την Eλληνική υπόθεση, και την ίδια περίοδο εισέρχεται στον πόλεμο η Αίγυπτος με τον Ιμπραήμ. Η Γαλλία επιθυμεί να αποσπάσει την Αίγυπτο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο σουλτάνος έχει υποσχεθεί στον Ιμπραήμ την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αρχιπελάγους. Οι εξελίξεις αυτές φέρνουν πιο κοντά την Αγγλία με τη Ρωσία ως προς την επίλυση του ελληνικού προβλήματος.

Στο μεταξύ ο πρώην πρέσβης της Ρωσίας στην Πύλη Γ. Στρογκανώφ στις 30 Ιανουαρίου 1826 απευθύνει επιστολή προς το Νικόλαο Α’ και εισηγείται την κήρυξη πολέμου στην Τουρκία για τη σωτηρία των χριστιανών Ελλήνων από τις σφαγές. Στην ίδια επιστολή ο Στρογκανώφ βεβαιώνει ότι η αποστολή σωτηρίας του Ελληνικού λαού θα έχει την υποστήριξη όλου του ρωσικού λαού.
Οι περιστάσεις πλέον έχουν οδηγήσει τη Ρωσία να μη μπορεί να διατηρήσει σχέσεις καλής γειτονίας με την Τουρκία.

Η παραβίαση από την Τουρκία της συνθήκης του Βουκουρεστίου (1812) για την μη εισβολή στις Παραδουνάβιες χώρες, τα προβλήματα που εγείρει η Τουρκία στο καθεστώς των Στενών και η παράταση της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, αναφέρονται ως βασικοί λόγοι για τη διατάραξη των Ρωσοτουρκικών σχέσεων, σε εγκύκλιο της Ρωσίας με ημερομηνία 16 Απριλίου του 1825 προς τον επιτετραμμένο της στην Κωνσταντινούπολη Μ. Μιντσάκη.

Η θέση της Ρωσίας υπέρ της Ελλάδας πλέον είναι πιο καθαρή.

Στις 4 Απριλίου 1826 έχει υπογραφεί το Ρωσο-Αγγλικό Πρωτόκολλο της Πετρούπολης για την δημιουργία Ελληνικού Κράτους και είναι η πρώτη φορά που γίνεται επίσημα μνεία για Ελληνικό Κράτος. Η διάλυση της Ιερής Συμμαχίας έχει συντελεσθεί. Το Πρωτόκολλο θεωρείται νίκη της Ρωσίας , διότι δεν της απαγορεύει να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία, ενώ η Αγγλία δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο να μην εναντιωθεί.

Η Οθωμανική Πύλη όμως κωφεύει στις ειρηνευτικές προσπάθειες. Στο μεταξύ, η Γαλλία, που μέχρι τότε έπαιζε δευτερεύοντα ρόλο στο Aγγλο-Rωσικό παιχνίδι, παρόλη τη φιλοτουρκική πολιτική της, κατέβαλλε μεγάλες διπλωματικές προσπάθειες για να κερδίσει ισότιμη θέση στο σχέδιο για την επίλυση του Ελληνικού ζητήματος και να αυξήσει την επιρροή της στην ανατολική Μεσόγειο.

Έτσι, οι τρεις “προστάτιδες” δυνάμεις υπέγραψαν στο Λονδίνο τη συνθήκη της 6ης Ιουλίου 1827, την επονομαζόμενη ‘Συνθήκη ειρηνεύσεως της Ελλάδος’, η οποία είναι συνέχεια του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, και με την οποία ιδρυόταν Ελληνικό Κράτος, φόρου υποτελές στον Σουλτάνο.

Η Συνθήκη του Λονδίνου προβλέπει μέσα εξαναγκασμού, αν η Τουρκία δεν αποδεχθεί τους όρους της Συνθήκης. Η Τουρκία δεν αποδέχεται και ακολουθεί η Ναυμαχία του Ναβαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827). Ο Ρωσικός Στόλος έχει αποπλεύσει στα μέσα του 1826 για το Αιγαίο και έφθασε μαζί με τις άλλες δύο προστάτιδες δυνάμεις – Αγγλία και Γαλλία – στο Ναβαρίνο στις 13 Οκτωβρίου 1827, όπου πήρε θέσεις μάχης.

πολεμικές προετοιμασίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Ρωσία, εναντίον της οποίας στράφηκε η οργή των Οθωμανών. Παρά τις προσπάθειες ιδίως της Αγγλίας να εκτονώσει την ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών, ο νέος Ρωσοτουρκικός πόλεμος κηρύχτηκε τον Απρίλιο του 1828. Η Ρωσία ήταν ο νικητής αυτού του πολέμου και πέτυχε έτσι να αναγνωρίσει η Τουρκία με τη Συνθήκη της Ανδριανουπόλεως (Σεπτέμβριος 1829) τη συνθήκη του Λονδίνου και τη συνοριακή γραμμή Αμβρακικού-Άρτας του Ελληνικού Κράτους.

Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος 1828-1829, ουσιαστικά έκλεισε μια μεγάλη περίοδο, κατά την οποία η Ρωσία βρέθηκε με διαφορετικές εκφάνσεις στο πλευρό των ελληνικών συμφερόντων και συνέδραμε τελικά στην ανακήρυξη του Ελληνικού Κράτους τον Ιανουάριο του 1830.

 

Αντί Επιλόγου

Η όλη στάση της Ρωσίας στην Ελληνική υπόθεση οδήγησε τη γραφίδα του ιστορικού της Φιλικής Εταιρίας Φιλήμονα, να γράψει:

 «…Ο Έλλην όχι μόνον δεν έχαιρε καμμίαν τιμήν πολιτικήν πλησίον του άλλου Κόσμου, αλλά εμισείτο, καταφρονούμενος και μη κρινόμενος ουδέ άξιος ταφής εις τον θάνατόν του. Οι άνθρωποι του Βορέως τον μεταχειρίσθηκαν εξ εναντίας ως ένα αδελφόν. Πλησίον τούτων εύρεν ούτος καταφύγιον εις τας αμηχανίας του, περίθαλψιν εις τας δυστυχίας του, ευκολίας εμπορικάς, τιμάς στρατιωτικάς, και ελπίδας σοβαράς περί της μελλούσης τύχης του…».

ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ – ΣΧΟΛΗ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ

Επέτειος 25ης Μαρτίου

Ομιλία Πλοιάρχου (Μ) ε.α. Π. Στάμου ΠΝ

Θέμα: ”Οι Ρώσοι και η Ελληνική Επανάσταση του 1821”

Πειραιάς, 23 Μαρτίου 2009