Η ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ
Οικονομία
Η ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ
Οικονομία
Καθ’ όλη τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού η οικονομία της Κρήτης παρέμεινε προνομισματική, βασιζόταν δηλαδή στις ανταλλαγές προϊόντων και όχι στη χρήση νομισμάτων. Μέχρι τα τέλη της Μινωικής περιόδου οι κύριοι οικονομικοί πόροι ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία και κατά δεύτερο λόγο το εμπόριο των βιοτεχνικών προϊόντων. Ανάμεσα στα πρώτα ανταλλάξιμα είδη της Πρωτομινωικής εποχής θεωρούνται τα μέταλλα, ο οψιανός και σπανιότερα τα έργα της τέχνης. Την οργανωμένη άσκηση του εμπορίου κατ’ αυτή την περίοδο υποδηλώνει η ευρεία χρήση των σφραγίδων που βρίσκονται κυρίως σε ταφικά σύνολα…
Το διοικητικό σύστημα της ανακτορικής εποχής οδήγησε σε μία νέα μορφή συγκεντρωτικής οικονομίας, όπου τα προϊόντα συλλέγονταν και διατίθενταν αποκλειστικά από τα ανακτορικά κέντρα. Τα αγαθά που διακινούνταν στα ανάκτορα ήταν κυρίως γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιζαν τα εργαλεία και τα πολυτελή έργα της Μινωικής τέχνης.
Όπως προκύπτει από τα κείμενα των ανακτορικών αρχείων, μεγάλη εμπορική αξία θα πρέπει να είχαν και βιοτεχνικά προϊόντα από φθαρτές ύλες, όπως τα υφάσματα και τα έργα της ξυλουργικής. Τα χάλκινα τάλαντα που βρέθηκαν σε μερικές θέσεις, αν και μπορεί να είχαν χρησιμοποιηθεί ως ανταλλάξιμα είδη, μάλλον δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ ως καθαρή νομισματική αξία, όπως είχε αρχικά υποτεθεί. Για τον έλεγχο του εμπορίου αναπτύχθηκε ένα ασφαλές γραφειοκρατικό σύστημα. Τα προϊόντα σφραγίζονταν και αποθηκεύονταν σε ειδικούς χώρους μέχρι τη μεταφορά τους στον τόπο του τελικού τους προορισμού.
Η συστηματική και ευρείας κλίμακας αποθήκευση αγαθών δημιούργησε στη συνέχεια την ανάγκη της αρχειοθέτησης που οδήγησε με τη σειρά της, όπως και στη Μεσοποταμία, στην επινόηση και τη συστηματική χρήση του συστήματος γραφής. Η αναζήτηση πρώτων υλών για τις ανάγκες της ανακτορικής βιοτεχνίας αποτέλεσε ένα καθοριστικό έναυσμα για την άσκηση του εμπορίου σε διεθνή κλίμακα και κατά συνέπεια για την εντατικοποίηση των μεταφορών και της ναυτιλίας.
Το εξωτερικό εμπόριο συνίστατο στις ανταλλαγές Κρητικών προϊόντων με δυσεύρετες πρώτες ύλες και πολυτελή προϊόντα ξένων χωρών, αλλά είναι πολύ πιθανό ότι οι Κρήτες ναυτικοί είχαν αναλάβει και το διαμετακομιστικό εμπόριο στο πλαίσιο ενός διεθνούς εμπορικού δικτύου. Η εισαγωγή των αναγκαίων πρώτων υλών και η ειρηνική περίοδος που εξασφάλιζε η Μινωική Θαλασσοκρατία βοήθησαν την ανάπτυξη της τεχνολογίας και την άσκηση των τεχνών σε επίπεδο σημαντικής οικονομικής εκμετάλλευσης.
Ανάμεσα στα αποτελέσματα της ακμάζουσας οικονομίας ήταν και η κατασκευή δημόσιων έργων, όπως δρόμοι, γέφυρες και υδραγωγεία. Η Μυκηναϊκή κυριαρχία στην Κρήτη οδήγησε σταδιακά σε μια οικονομία αυστηρά γραφειοκρατική και μάλλον στρατοκρατούμενη που κατά τα τέλη της Ύστερης Χαλκοκρατίας άρχισε να εμφανίζει έντονα σημάδια παρακμής. Ως κύρια αίτια της οικονομικής παρακμής θεωρούνται η φυσική φθορά του πολιτικού συστήματος αλλά και οι διεθνείς αναταραχές αυτής της εποχής που εξιστορούνται γλαφυρά στις γραπτές πηγές της Ανατολής.
Οι πολεμικές συγκρούσεις στην Ανατολή είχαν αντίκτυπο και στο εσωτερικό του νησιού λειτουργώντας έτσι ανασταλτικά στην ανάπτυξη της οικονομίας. Εξαιτίας τους αποκλείσθηκαν ίσως πολλές από τις διεθνείς αγορές, ενώ η πιθανή εμπλοκή της Κρήτης στις πολεμικές συρράξεις κατέστειλε την ανάπτυξη των ειρηνικών έργων. Μετά τη συρρίκνωση της οικονομίας της, η Κρήτη έχασε τη διεθνή της ακτινοβολία, που στηριζόταν κυρίως στο εξωτερικό εμπόριο και ακολούθησε την ιστορική πορεία της μυκηναϊκής Ελλάδας που εισήλθε στην οικονομική παρακμή και την απομόνωση των σκοτεινών χρόνων.
Εμπόριο και Διεθνείς Σχέσεις
Ήδη από την Προανακτορική εποχή (3000 – 2000 π.Χ.) η διάδοση των προϊόντων της εγχώριας βιοτεχνίας εμφανίζεται αρκετά διαφορετική στα μεγάλα αστικά κέντρα και την περιφέρεια της Κρήτης. Το φαινόμενο αυτό δείχνει τη σταδιακή ένταξη των αγροτικών περιοχών στην τροχιά μιας σειράς οικισμών με εμπορική και πολιτική δύναμη. Στην ίδια εποχή χρονολογούνται και τα πρώτα εισηγμένα προϊόντα που προέρχονται κυρίως από τις Κυκλάδες και την Αίγυπτο.
Κατά την Ανακτορική περίοδο (2000 – 1400 π.Χ.) η οργάνωση και ο έλεγχος του εμπορίου πέρασε εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία των ανακτόρων. Εκεί συλλέγονταν τα προϊόντα της αγροτικής παραγωγής και της βιοτεχνίας και κατόπιν κατευθύνονταν προς τις εγχώριες και τις ξένες αγορές. Οι ανταλλαγές προϊόντων με μακρινές χώρες, απ’ όπου οι Μινωίτες προμηθεύονταν τις πρώτες ύλες, εξυπηρετούνταν από την άριστα οργανωμένη ναυτιλία και την ίδρυση εμπορικών σταθμών σε σημαντικά λιμάνια της Μεσογείου.
Είναι δε πολύ πιθανό ότι οι Μινωίτες είχαν αναλάβει και ένα μέρος του διεθνούς διαμετακομιστικού εμπορίου, μεταφέροντας μαζί με τα δικά τους προϊόντα και αυτά άλλων χωρών. Η μνήμη της παντοδυναμίας της Κρήτης στη θάλασσα έμεινε ζωντανή στις μεταγενέστερες παραδόσεις, ώστε οι πηγές της Αρχαιότητας να αναφέρονται στη “Μινωική Θαλασσοκρατορία”.
Η μαρτυρία αυτή επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα που αποκαλύπτουν την έντονη Μινωική παρουσία σε ορισμένους μακρινούς νησιωτικούς οικισμούς, όπως το Ακρωτήρι της Θήρας και τα Κύθηρα, οι οποίοι εμφανίζουν το χαρακτήρα σταθερών Μινωικών εγκαταστάσεων αν όχι των οργανωμένων αποικιών. Ανάλογα Μινωικά στοιχεία εμφανίζονται και σε μια σειρά σημαντικών οικισμών στα παράλια της Μικράς Ασίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου.
Μια διακριτική αλλά διαρκής παρουσία των Κρητικών προϊόντων εντοπίζεται και στη δυτική Μεσόγειο, σε λιμάνια της Ιταλικής χερσονήσου, στη Μάλτα και τη Σαρδηνία. Σε αντίθεση με την ηπειρωτική Ελλάδα, που διατηρούσε εμπορικές επαφές και με την Ανατολή και με τη Δύση, οι σχέσεις της Κρήτης περιορίζονταν κατά το μεγαλύτερο διάστημα της εποχής του Χαλκού μόνο στην Ανατολή. Προς το τέλος της Μινωικής εποχής παρατηρείται όμως μία αντίστροφη τάση.
Το κρητικό εμπόριο προσανατολίστηκε περισσότερο προς τη Δύση ενώ εκείνο της ηπειρωτικής Ελλάδας προς την Ανατολή. Η διακίνηση των Μινωικών προϊόντων σε τόσο μεγάλη έκταση δεν εννοείται χωρίς την εγκατάσταση μιας μερίδας του πληθυσμού στο εξωτερικό. Έτσι θεωρείται βέβαιο ότι υπήρχε ένα ποσοστό μόνιμα απασχολούμενων εμπόρων, τεχνιτών, ναυτικών και διπλωματών, οι οποίοι είχαν μόνιμες ή προσωρινές κατοικίες σε διάφορα εμπορικά κέντρα του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου.
Το Μινωικό Ναυτικό
Οι κάτοικοι των Κυκλάδων ήταν οι πρώτοι στον χώρο της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και πιθανώς σε όλο τον κόσμο, που αποτόλμησαν τη ναυσιπλοΐα στην ανοικτή θάλασσα. Τα νησιά του Αιγαίου μοιάζουν με σκαλοπάτια διάσπαρτα στο πέλαγος που απέχουν λίγο μεταξύ τους και συχνά έχουν οπτική επαφή, στοιχεία που συγκεντρώνουν περισσότερο οι Κυκλάδες. Επιπλέον το Αιγαίο είναι μια κυματώδης αλλά κλειστή και προσπελάσιμη θάλασσα. Είναι λοιπόν φυσικό το ότι πρώτοι οι Κυκλαδίτες ένιωσαν έντονη την ανάγκη να ανοιχθούν στο απέραντο γαλάζιο για να έλθουν σε επαφή με τους κατοίκους του γειτονικού τους νησιού.
Όπως επίσης να ανταλλάξουν με αυτούς αγαθά και ιδέες και, αν τους δινόταν η ευκαιρία, να αρπάξουν τα υπάρχοντά τους και να τους υποδουλώσουν με τις οικογένειές τους. Το εμπόριο και η πειρατεία συναρτώνται άμεσα ακόμη και σήμερα. Είναι πιθανό κάποια υποτυπώδης ναυσιπλοΐα να διεξαγόταν στα νερά του Νείλου, του Τίγρη, του Ευφράτη ή του Ινδού, όμως επρόκειτο γι’ αυτήν του απλού ποτάμιου τύπου. Οι πραγματικοί δημιουργοί της ναυτιλίας, αυτοί που νίκησαν τον αρχέγονο ανθρώπινο φόβο προς την ανοικτή θάλασσα, ήταν οι Κυκλαδίτες και οι άλλοι νησιώτες του Αιγαίου.
– Τα Ναυτικά του Αιγαίου
Οι πρώτες ενδείξεις για την ύπαρξη ναυσιπλοΐας προκύπτουν από αρχαιολογικά ευρήματα των βορείων Σποράδων που χρονολογήθηκαν κατά το 18000 π.Χ. Πιο σημαντική είναι η ανακάλυψη οψιανού στο σπήλαιο Φράγχθι της Ερμιονίδας, στην Πελοπόννησο, επειδή είναι το πρώτο ασφαλές εύρημα σχετικά με τη ναυτιλία στο Αιγαίο. Αυτό το ηφαιστειακό πέτρωμα, πολύτιμο για την καθημερινή ζωή των Μεσολιθικών ανθρώπων, θεωρείται ότι είχε εισαχθεί κατά την 8η χιλιετία π.Χ. στην Ερμιονίδα από τις Κυκλάδες.
Οι κάτοικοι του Αιγαίου διέσχιζαν τις θάλασσες επί αρκετό διάστημα πριν από τη Νεολιθική περίοδο η οποία σηματοδοτεί τη διάδοση της γεωργίας. Όσον αφορά το είδος των πλωτών μέσων ή των σκαφών που χρησιμοποιούντο σε αυτή τη φάση μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν. Ίσως επρόκειτο για πρωτόγονες σχεδίες ή σκαμμένους κορμούς δέντρων. Άλλες περιπτώσεις που εξετάζονται είναι αυτές των δερμάτινων «ραπτών» πλοίων ή της παπυρέλλας της Κέρκυρας, της παραδοσιακής βάρκας κατασκευασμένης από καλάμια.
Η χρήση του οψιανού σε πολλούς απομακρυσμένους οικισμούς της Νεολιθικής περιόδου στους οποίους μπορούσε να μεταφερθεί μόνο διά θαλάσσης, φανερώνει εκτεταμένη ναυσιπλοΐα στον χώρο του Αιγαίου και της Κύπρου. Τα Νεολιθικά πλωτά μέσα συνεχίζουν να είναι τα Μεσολιθικά προαναφερθέντα έως τη στιγμή που οι κάτοικοι των Κυκλάδων, στην ανάγκη τους να ταξιδέψουν σε περισσότερο απομακρυσμένες ακτές και πιο ταραγμένες θάλασσες, κατασκευάζουν τον πρώτο σκελετό πλοίου, την τρόπιδα. Το νέο σκάφος με τρόπιδα, σύντομα θα διαδοθεί σε όλο το Αιγαίο και θα κυριαρχήσει στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού.
Όσον αφορά τα πλοία της 3ης και της 2ης χιλιετίας π.Χ. θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Τα πλοία της περιόδου διεδραμάτιζαν διπλό ρόλο καθώς ήταν ταυτόχρονα εμπορικά και πολεμικά – πειρατικά. Γι’ αυτούς τους πρώτους ναυτικούς – αλλά και για τους περισσότερους μεταγενέστερους – το ειρηνικό εμπόριο αγαθών ήταν το ίδιο φυσικό με τη βίαιη αρπαγή τους, στην περίπτωση που ένιωθαν ισχυρότεροι από το άτυχο πλοίο που θα συναντούσαν στη θάλασσα.
Σε αυτό το πλέγμα εμπορίου και πειρατείας, διακίνησης αγαθών και ιδεών, αλλά και αντιπαράθεσης πλοίων από διάφορα νησιά και αρχιπελάγη, ήταν επόμενο να δημιουργηθούν οι πρώτες θαλάσσιες σφαίρες επιρροής, οι πρώτες μικρές θαλασσοκρατορίες, υποστηριζόμενες από τους αντίστοιχους αντιμέτωπους στόλους. Αρχικά η μεγαλύτερη τέτοια σφαίρα ήταν αυτή των Κυκλαδιτών. Στην αρχή της περιόδου οι κάτοικοι κάθε νησιού της συστάδας, ακόμη και των διαφορετικών οικισμών που υπήρχαν στο νησί, δεν φαίνεται ότι συνεργάζονταν μεταξύ τους.
Ωστόσο, η ανάγκη της επέκτασης σε νέα πελάγη και η εμφάνιση ανταγωνιστών από άλλα νησιά τους ώθησε να συμφιλιωθούν μεταξύ τους και πιθανόν να ενωθούν σε μια άτυπη συνομοσπονδία βασιζόμενη στην κοινή καταγωγή, τον κοινό πολιτισμό και τα κοινά συμφέροντα. Αυτοί οι ατρόμητοι ναυτικοί, χάρη στην ανακάλυψη της τρόπιδας, όργωσαν το Αιγαίο αναπτύσσοντας παντού εμπορικές σχέσεις. Σε αυτήν την πρώιμη εποχή δεν δίστασαν να εξέλθουν και σε άλλες θάλασσες συνάπτοντας μόνιμες ή περιστασιακές σχέσεις με την Κύπρο, τον Εύξεινο πόντο και την Αδριατική.
Το Κυκλαδικό εμπόριο προκάλεσε την ανάπτυξη δύο ναυτικών δυνάμεων οι οποίες σύντομα έγιναν ανταγωνιστικές χρησιμοποιώντας σκάφη του ιδίου τύπου. Η μια από αυτές τις δυνάμεις ήταν μια ακόμη συνομοσπονδία, αυτή των κέντρων του πολιτισμού του βορειοανατολικού Αιγαίου της 3ης χιλιετίας π.Χ. (Πολιόχνη της Λήμνου, Θέρμη Λέσβου, Εμποριό Χίου, Ηραίο Σάμου). Αυτός ο υψηλού επιπέδου πολιτισμός συχνά λησμονείται όταν απαριθμούνται οι πανάρχαιες θαλάσσιες δυνάμεις.
Αν οι Κυκλαδίτες είναι οι πρώτοι ναυτίλοι, ο λαός του βορειοανατολικού Αιγαίου είναι ο δημιουργός των πρώτων πραγματικών αστικών κέντρων στην Ευρώπη. Θεωρείται ότι οι στόλοι του με ορμητήριο τα μεγάλα νησιά, κατάφεραν να ελέγχουν τα απέναντι Μικρασιατικά παράλια και το βόρειο Αιγαίο, περιορίζοντας έτσι τα Κυκλαδικά πλοία στο εντατικό εμπόριο σε αυτά τα νερά και όχι σε πειρατικές ενέργειες οι οποίες, όπως αναφέραμε, συνδέονταν άμεσα με τις εμπορικές δραστηριότητες.
Ο άλλος πόλος ισχύος που αναπτύχθηκε ήταν αυτός της μεγαλονήσου Κρήτης που έμελλε να επισκιάσει τους άλλους και να κυριαρχήσει σε πολύ πιο απομακρυσμένα πελάγη. Το πλεονέκτημα των Κρητών έναντι των ανταγωνιστών τους ήταν το μέγεθος και η γεωμορφολογία του νησιού που το καθιστά αυτάρκες όσον αφορά την καλλιεργήσιμη γη, τις πρώτες ύλες κλπ., μια γεωγραφική μονάδα ηπειρωτικού μεγέθους ικανή να επιβιώσει από μόνη της. Οι κάτοικοι της Κρήτης, έχοντας αυτό το προβάδισμα και την αποφασιστικότητα, περιόριζαν τους Κυκλαδίτες από την πλευρά του νότου.
Κατά το τέλος της 3ης Χιλιετίας π.Χ., ο πολιτισμός του βορειοανατολικού Αιγαίου κατέρρευσε για αδιευκρίνιστους ακόμη λόγους. Σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή, οι Κυκλαδίτες, έχοντας εξασθενήσει από τον συναγωνισμό και την πίεση των Κρητών, δεν ήταν σε θέση να καλύψουν το κενό που παρουσιάστηκε στο βόρειο Αιγαίο. Ο στόλος της Κρήτης κυριάρχησε σταδιακά, σε αυτή τη θαλάσσια περιοχή, όπως και στο ίδιο το Κυκλαδικό αρχιπέλαγος. Ολόκληρο το Αιγαίο πέρασε υπό τον Μινωικό έλεγχο.
– Μινωική Θαλασσοκρατία και Αποικισμός
Μινωίτες ονομάζονται σήμερα οι Κρήτες της περιόδου που καλύπτει την Πρώιμη (2700 – 1700 π.Χ.) και τη Μέση (1700 – 1450) εποχή του Χαλκού στο νησί. Αποκαλούνται έτσι από το όνομα του βασιλιά Μίνωα, η δε λέξη έχει αρχαία προέλευση καθώς Μνωίτες ονόμαζαν οι μεταγενέστεροι Δωριείς κατακτητές της Κρήτης τους εντόπιους. Το πιθανότερο είναι ότι η λέξη Μίνωας δεν ήταν ανθρωπωνύμιο αλλά τίτλος όπως π.χ. ο όρος Φαραώ. Μέχρι τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. οι Κρήτες είχαν κυριαρχήσει σε ολόκληρο το Αιγαίο.
Όμως, το απότομο τέλος του πολιτισμού του βορειοανατολικού Αιγαίου και η συνακόλουθη κατάρρευση της Κυκλαδικής ισχύος, έδωσε χώρο στην πειρατεία. Όπως αναφέρουν ο Θουκυδίδης, ο Απολλόδωρος και ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο Μίνωας υπέταξε τους πειρατές και κυριάρχησε στα νησιά και τα πελάγη. Ο αγώνας εναντίον τους αρχικά πρέπει να είχε τη μορφή «αστυνομικών επιχειρήσεων», σταδιακά όμως έλαβε γιγαντιαίες διαστάσεις, αν αναλογιστούμε την έκταση όλης της Μεσογείου στην οποία τελικά επεκτάθηκε η Μινωική επιρροή.
Στον ανελέητο πειρατικό πόλεμο του Ρωμαίου Πομπηίου εναντίον των κουρσάρων του 1ου αι. π.Χ. έχουμε ένα παράλληλο συμβάν το οποίο μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πώς οι Μινωίτες κατόρθωσαν το ίδιο στην εποχή τους. Ανάμεσα μάλιστα στους βασικούς αντιπάλους του Πομπηίου ήταν οι Κρήτες απόγονοι των Μινωιτών. Φαίνεται ότι η καταστροφή, μετά από ισχυρό σεισμό, όλων των ανακτορικών κέντρων της Κρήτης κατά το 1700 π.Χ. έδωσε την ευκαιρία στον ηγεμόνα της Κνωσού να θέσει υπό τον άμεσο έλεγχό του και τα άλλα βασίλεια του νησιού (Φαιστός, Μάλλια, Ζάκρος κ.ά.) μαζί με τους στόλους τους.
Ο διαρκής πόλεμος εναντίον των πειρατών και η ανάγκη για νέες αγορές και πηγές πρώτων υλών, έδωσαν το έναυσμα για την εποποιία του Μινωικού ναυτικού. Οι κύριοι ανταγωνιστές του στη θάλασσα ήταν τώρα η ηπειρωτική Ελλάδα, τα παράκτια κράτη της Συρίας – Παλαιστίνης (Χαναάν) και η Αίγυπτος. Όλοι τους είχαν παλαιά ναυτική παράδοση, όχι όμως ικανή να συγκρατήσει τα Κρητικά πλοία. Οι αρχαίες παραδόσεις και η αρχαιολογική σκαπάνη αποδεικνύουν τα στάδια της θαυμαστής επέκτασης. Λόγω της ανεπάρκειας αυτών των πηγών σε πολλά σημεία, η αποκατάσταση των γεγονότων ακολουθεί μερικές μόνο από τις πολλές σχετικές θεωρίες.
Εκτεταμένες περιοχές της χερσαίας Ελλάδας βρέθηκαν υπό τη Μινωική πολιτική κυριαρχία, όπως αποδεικνύουν ο μύθος του Θησέα στον οποίο η Αθήνα παρουσιάζεται ως υποτελής της Κρήτης πληρώνοντας μάλιστα φόρο αίματος και η δράση Μινωιτών – Κουρήτων (Κρητών) ηρώων σε πολλές άλλες περιοχές, η γνωστή μεταφύτευση του Μινωικού πολιτισμού στην ηπειρωτική χώρα από την οποία άλλωστε γεννήθηκε ο Μυκηναϊκός πολιτισμός κ.ά. Οι Κρητικές ναυτικές εγκαταστάσεις στις Μακρόνησο και Μινώα (Μεγαρίδος) πιθανόν επιτηρούσαν την Αττική.
Ο πολεμικός στόλος δημιουργούσε συνεχώς νέες κτήσεις αλλά μετέφερε και αποίκους σε νησιά και ακτές. Οι πιο μεγάλες Κρητικές εγκαταστάσεις έγιναν στα δύο μεγάλα νησιά που προστατεύουν τις πύλες του Μινωικού Αιγαίου – τη Ρόδο από τα νοτιοανατολικά και τα Κύθηρα από τα νοτιοδυτικά. Τόσο τα αρχαιολογικά τεκμήρια όσο και οι παραδόσεις συνδέουν λίγο ως πολύ τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου με τους Μινωίτες. Οι Κρήτες άποικοι που εγκαταστάθηκαν σε αυτά συνήθως αφομοίωναν ειρηνικά τους παλαιούς κατοίκους, όπως φαίνεται στην περίπτωση της λαμπρής Μινω-Κυκλαδικής κοινότητας της Θήρας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη μεγάλη Μυκηναϊκή ναυτική εκστρατεία, η Αργοναυτική, που έγινε υπό την ηγεσία των Μινύων, δεν στράφηκε προς τη Μεσόγειο αλλά αναγκαστικά προς τον Εύξεινο πόντο ο οποίος πάντα άφηνε αδιάφορους τους Κρήτες. Αν μάλιστα δεχθούμε την άποψη που θεωρεί Μινωικής καταγωγής τους Μινύες της Θεσσαλίας, της Βοιωτίας, της Μεσσηνίας και άλλων περιοχών, τότε η Αργοναυτική εκστρατεία ήταν μια ναυτική εξόρμηση των Κρητών αποίκων της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στο διάστημα 1700 – 1450 π.Χ. ο Κρητομυκηναϊκός κόσμος ήταν ενιαίος και δεν φαινόταν κανενός είδους ανταγωνισμός.
Γνωρίζοντας ότι η Κρήτη ήταν η μεγάλη δύναμη μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι οι Μινωίτες ήλεγχαν πολιτικά πολλές ηπειρωτικές περιοχές. Ο Μινωικός αποικισμός όμως εφαρμόστηκε και στη νοτιοανατολική ακτή της Μικράς Ασίας, όπως μαρτυρούν τα πολλά κοινά τοπωνύμια, οι παραδόσεις και τα πολιτισμικά στοιχεία μεταξύ αυτής και της Κρήτης. Η Συροπαλαιστινιακή ακτή βρέθηκε από νωρίς υπό την επιρροή του Μινωικού στόλου και πολιτισμού. Είναι αποδεκτό ότι η εγκατάσταση Κρητών εποίκων σε αυτές τις περιοχές ήταν πυκνή λόγω και του κύματος προσφύγων από τη μεγαλόνησο όταν την κατέλαβαν οι Μυκηναίοι.
Θεωρείται μάλιστα ότι ο Φοινικικός πολιτισμός γεννήθηκε από τη Μινωική επίδραση επί του τοπικού παράκτιου Χαναανικού πολιτισμού, κάτι που φαίνεται καθαρά στη φημισμένη Ουγκαρίτ. Οι Κρήτες έφθασαν μέχρι τη Μεσοποταμία, όπου στη μεγαλούπολη Μάρι έγιναν γνωστοί ως Καπταρού. Η Κύπρος δεν φαίνεται να δέχθηκε σημαντικές Μινωικές εγκαταστάσεις, αλλά διατηρούσε πάντα φιλικές σχέσεις με την Κρήτη.Οι επαφές και το εμπόριο με την Αίγυπτο ξεκίνησαν ήδη από τα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. και γίνονταν όλο και πιο πυκνές με την πάροδο του χρόνου.
Μέχρι τον 15ο αιώνα οι Κρήτες είχαν γίνει οικείες παρουσίες στη χώρα του Νείλου και απεικονίζονται στις δυναστικές της τοιχογραφίες. Αυτοί οι Κεφτί, όπως τους αποκαλούσαν οι Αιγύπτιοι, ήταν Μινωίτες από την Κρήτη ή Μινωίτες άποικοι της Συροχαναανικής περιοχής. Σημαντική εξάλλου είναι η σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη στο νησάκι του Φάρου, έξω από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μιας Μινωικής εγκατάστασης που ιδρύθηκε περί στο 1600 π.Χ. Η πρώτη εκτίμηση των ανασκαφέων ήταν ότι επρόκειτο για Μινωική στρατιωτική αποικία με πολεμικό και εμπορικό λιμάνι.
Η άποψη ότι ήλεγχε στρατιωτικά τη θαλάσσια είσοδο στο Νείλο εκβιάζοντας έτσι την Αίγυπτο, είναι σίγουρα υπερβολική. Μάλλον πρόκειται για ναυτική βάση που είχε παραχωρηθεί από κάποιον Φαραώ στους Μινωίτες με αντάλλαγμα την υποχρέωσή τους να προστατεύουν το δέλτα του Νείλου από θαλάσσιους επιδρομείς ή ήταν μισθοφορική αποικία Μινωιτών ναυτικών με την ίδια υποχρέωση (στη διάρκεια των 1.500 ετών που ακολούθησαν η Αίγυπτος προσελάμβανε μαζικά μισθοφόρους από την Ελλάδα, τόσο Μυκηναίους όσο και Αθηναίους και Λακεδαιμονίους).
Ωστόσο η παρουσία τους σε τόσο στρατηγικό σημείο, στην πύλη της Αιγύπτου προς τη Μεσόγειο, φανερώνει την ισχύ του Μινωικού ναυτικού. Άλλα στοιχεία επίσης αποδεικνύουν την παρουσία Μινωιτών υπαλλήλων και τεχνιτών των Φαραώ στην Αιγυπτιακή πρωτεύουσα. Οι Κεφτί – Μινωίτες πρέπει να ίδρυσαν και την αναφερόμενη από τις αρχαίες πηγές Μινώα (πολεμική ναυτική εγκατάσταση) στην Αραβική ακτή της Ερυθράς θάλασσας.
Από πολλούς θεωρείται υπερβολή να γίνεται λόγος για Μινωική θαλασσοκρατορία, αυτό δε που υπήρχε στην πραγματικότητα κατ’ αυτούς ήταν μια απλή ναυτική υπεροχή των Κρητών η οποία ενισχυόταν από τη διπλωματία και τα οικονομικά οφέλη, μέσα από τα οποία εξασφάλιζαν την ανοχή και την καλή πίστη των Αιγυπτίων και των Χανααναίων πιθανών ανταγωνιστών τους. Πολλά μπορούν να ειπωθούν εναντίον αυτής της άποψης αλλά ας αρκεστούμε στα εξής:
Από τη στιγμή που οι επεκτατικοί Αιγύπτιοι και οι ανήσυχοι Χανααναίοι όχι μόνο είχαν περικλεισθεί στις ακτές τους (εκτός από μερικά εμπορικά σκάφη τους) αλλά επιπλέον δέχονταν μαζικά Κρήτες εποίκους, η Μινωική διπλωματία πρέπει να ήταν ασυναγώνιστη. Και η ιστορία έχει διδάξει ότι τέτοιες διπλωματικές επιτυχίες στηρίζονται πάντα στη στρατιωτική απειλή. Οι δύο αυτοί πιθανοί ανταγωνιστές περιορίστηκαν επειδή ακριβώς απειλούντο από τον Μινωικό στόλο.
Όσον αφορά τα οικονομικά οφέλη και οι δύο λαοί είχαν ήδη παλαιά ναυτική παράδοση και δεν είχαν ιδιαίτερη ανάγκη τους Κρήτες ως εμπορικούς μεσολαβητές, αναγκάζονταν όμως να τους χρησιμοποιούν ως τέτοιους όταν ο στόλος των τελευταίων έφθασε στο σημείο να ελέγχει την ανατολική Μεσόγειο. Ας σημειωθεί ότι ακόμα και μια μοίρα του Μινωικού ναυτικού παρουσίαζε ένα επιβλητικό θέαμα που παρέλυε την αντίσταση των περισσοτέρων εχθρών. Οι Βρετανοί του 18ου και του 19ου αιώνα είχαν κερδίσει πολέμους χωρίς να εμπλακούν σε συρράξεις παρά μόνο με την εμφάνιση του ναυτικού τους.
Ασφαλώς, με τον ίδιο τρόπο θα είχαν κερδίσει πολέμους και οι άνδρες του Μίνωα. Η δυτική Μεσόγειος, η «άγρια δύση» της εποχής, δεν ανήκε στις θάλασσες που ενδιέφεραν πραγματικά τους Κρήτες. Οι περισσότερες χώρες που την περιέβαλλαν ήταν επικίνδυνες, χωρίς σημαντικές δυνατότητες εμπορίου, με άγριους λαούς, πολλές φορές κανιβάλους (κάτι που δημιούργησε τις παραδόσεις για τους Κύκλωπες και τους Λαιστρυγόνες).
Όμως η ύπαρξη μιας Μινώας στη Σικελία και ενδείξεις για περισσότερες στην Ισπανία και αλλού, όπως και το αποδεδειγμένο διαρκές εμπόριο με την Ιβηρική, τη Σαρδηνία, την Ιταλία και άλλες περιοχές, φανερώνουν ότι ο κρητικός στόλος είχε συνεχή παρουσία και σε αυτά τα νερά. Το πιθανότερο είναι ότι ο Μίνωας, θέλοντας να προστατεύσει την ανατολική Μεσόγειο από τους πειρατές της δυτικής Μεσογείου οι οποίοι πάντα θαλασσοπορούσαν προς τα ανατολικά για να βρουν λάφυρα, πολέμησε συστηματικά την πειρατεία και στη δύση.
Μάλιστα ο Γερμανός ιστορικός Σούλτεν πίστευε ότι ο λαμπρός Ιβηρικός πολιτισμός της Ταρτησσού δημιουργήθηκε από πυκνό Μινωικό αποικισμό στην περιοχή της Ανδαλουσίας, ενώ άλλοι ερευνητές θεωρούν ότι οι ταυρομαχίες – παραδοσιακό άθλημα της Ισπανίας – έλκουν την καταγωγή τους από τα μινωικά ταυροκαθάψια. Έτσι οι Μινωίτες πέτυχαν 1.500 χρόνια πριν από τους Ρωμαίους τη δική τους «Pax Minoica» σε όλη τη Μεσόγειο. Αλλά φαίνεται ότι δεν αρκέστηκαν σε αυτήν.
Ο Δανός αρχαιολόγος Μπίμπι, στηριζόμενος σε έναν ιδιαίτερο τύπο ταφικού μνημείου διαδεδομένο ήδη από το 2200 π.Χ. στις ακτές της βορειοδυτικής Μεσογείου και της Ιβηρικής, της Βρετάνης, της Ιρλανδίας, της Ουαλίας και της Δανίας, στα περιεχόμενα ειδώλια και σε άλλα ευρήματα από τους τοπικούς πολιτισμούς, θεωρεί ότι Μινωίτες και άλλοι λαοί του Αιγαίου εμπορεύονταν τακτικά με αυτές τις χώρες στο διάστημα 2200 – 1450 π.Χ.
Αξίζει να αναφερθεί η Μεσαιωνική Ιρλανδική παράδοση, σύμφωνα με την οποία στην αρχαιότητα οι Μιλήσιοι έφθασαν στο νησί και ίδρυσαν εκεί την πανάρχαια πόλη Τάρα, πρωτεύουσα της Ιρλανδίας επί πολλούς αιώνες. Θεωρείται ότι αυτοί ήταν οι Ίωνες της Μιλήτου της Μικρασιατικής ακτής. Πιθανότερο όμως φαίνεται να πρόκειται για τους Μινωίτες της Μιλάτου της Κρήτης οι οποίοι ίδρυσαν και τη Μικρασιατική Μίλητο πολύ πριν αυτή γίνει Ιωνική. Δεν είναι τυχαίο επίσης το ότι μια άλλη πόλη της Κρήτης ονομαζόταν Τάρα.
Οι επιτυχίες του στόλου απέφεραν αμύθητα πλούτη στην Κρήτη. Η πρωτεύουσα Κνωσός εξελίχθηκε σε μια μητρόπολη δεκάδων χιλιάδων κατοίκων με ένα πολύβουο λιμάνι, στις αποβάθρες και τις αγορές του οποίου συνωστίζονταν ναυτικοί και έμποροι από όλους τους λαούς: Μυκηναίοι, Λούβιοι, Αιγύπτιοι, Αμορρίτες, Χανααναίοι, Χετταίοι, Λίβυες, Σικανοί κ.ά.
– Τα Σκάφη και οι Άνθρωποι
Οι Κυκλαδίτες ναυπήγησαν τα πρώτα πραγματικά πλοία στην ανθρώπινη Ιστορία, αυτά που διέθεταν τρόπιδα, δηλαδή καρίνα. Τα «τηγανόσχημα» σκεύη της Σύρου, όπως και μερικά πήλινα ομοιώματα, αποδίδουν τα σκάφη της εποχής επιτρέποντάς μας να αποκαταστήσουμε τη μορφή τους. Τα πλοία αυτά ήταν αποκλειστικά κωπήλατα, με ευθείες γραμμές, στενά και χαμηλά, κατασκευασμένα από ξύλο το οποίο υπήρχε σε αφθονία στο Αιγαίο της εποχής. Το ένα άκρο τους ήταν χαμηλό και ογκώδες ενώ το άλλο λεπτό και υπερυψωμένο. Υπάρχει διχογνωμία στους ειδικούς σχετικά με το ποιο από τα δύο άκρα ήταν η πρύμνη και ποιο η πλώρη.
Η άποψη που έχει επικρατήσει είναι ότι η πρύμνη είναι το χαμηλό και ογκώδες τμήμα, ενώ το λεπτό και υπερυψωμένο άκρο είναι η πλώρη, σχεδιασμένη με αυτόν τον τρόπο για να σχίζει τα ψηλά κύματα του Αιγαίου και να δίνει στο σκάφος σταθερότητα και ταχύτητα. Η όψη τους έμοιαζε πολύ με αυτήν που έχουν οι πιρόγες των ιθαγενών της Νέας Ζηλανδίας. Στις απεικονίσεις τους, στην απόληξη της πλώρης πάνω από τον θύσανο (ο οποίος διακρίνεται σε αυτές) υπάρχει το σχέδιο ενός ψαριού, προφανώς κάποιο σήμα ή έμβλημα. Οι γραμμές στην πρύμνη ίσως εικονίζουν σκοινιά ή σημαίες.
Το πηδάλιο ήταν ένα μεγάλο κουπί στερεωμένο στην πρύμνη, ενώ ως άγκυρες χρησιμοποιούσαν βαριές λαξεμένες πέτρες με μια τρύπα στην κορυφή τους από όπου περνούσαν το βαρύ παλαμάρι ποντισμού τους. Δεν χρησιμοποιείτο ακόμη το ιστίο και η μόνη κινητήρια δύναμη ήταν τα κουπιά, των οποίων ο αριθμός κυμαινόταν μεταξύ 10 και 15 σε κάθε πλευρά. Φαίνεται όμως ότι τα περισσότερα σκάφη ήταν πρώιμες τριακόντοροι, δηλαδή διέθεταν 15 κουπιά ανά πλευρά. Ο αριθμός των ανδρών του πληρώματος ήταν ανάλογος με το μέγεθος του πλοίου και τον αριθμό των κουπιών του. Οι ερέτες (κωπηλάτες) ήταν από 20 έως 30.
Χρειάζονταν πέντε επιπλέον άνδρες για την πλοήγηση και τις άλλες ανάγκες, ανάμεσά τους δε ήταν και ο κυβερνήτης. Συνολικά το πλήρωμα αποτελείτο από 25 – 35 άνδρες. Δεν υπήρχε ακόμη η διάκρισή τους σε καθαυτό πλήρωμα και μαχίμους. Τη στιγμή της σύρραξης με τους εχθρούς όλοι οι άνδρες πολεμούσαν ή έστω ένα μέρος τους, ανάλογα με τους ελιγμούς που έπρεπε να πραγματοποιήσει το σκάφος. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα πλοία αυτής της περιόδου ήταν ταυτόχρονα εμπορικά και πολεμικά – πειρατικά. Τα Μινωικά σκάφη αρχικά ανήκαν στον ίδιο τύπο με τα Κυκλαδικά.
Μετά το 1700 π.Χ. που σηματοδοτεί την επικράτησή τους στη Μεσόγειο, οι Κρήτες είχαν πλέον αναπτύξει ένα νέο είδος πλοίου το οποίο όταν έλαβε την τελική του μορφή ελάχιστα θύμιζε το αρχικό μοντέλο. Η πλώρη και η πρύμνη των Μινωικών πλοίων έως και τον 17ο αι. π.Χ. είχαν αιχμηρό σχήμα και ήταν δύσκολο να διακριθεί καθεμία από αυτές. Στη θέση του Κυκλαδικού εμβλήματος του ψαριού υπήρχε μια διχαλωτή απόληξη η οποία ίσως παραπέμπει στα κέρατα ταύρου, κλασικό σύμβολο της Μινωικής θρησκείας και κατ’ επέκταση του Μινωικού κράτους. Μια άλλη καινοτομία είναι τα ιστία, ένα ή περισσότερα, τα οποία συνυπήρχαν με τα κουπιά. Θεωρείται ότι οι Μινωίτες επινόησαν το κωπήλατο ιστιοφόρο σκάφος.
Παρά το ότι υπήρχαν και μεγαλύτερα πλοία στον στόλο τους φαίνεται ότι οι Κρήτες επέμειναν στη χρήση μικρών τέτοιων σκαφών όπως οι προκάτοχοί τους Κυκλαδίτες. Οι λόγοι που εξηγούν αυτή την προτίμησή τους είναι μάλλον πολεμικής φύσης. Οι πειρατές ήταν σημαντικοί αντίπαλοί τους και, όπως σε όλες τις ιστορικές περιόδους, τα πειρατικά σκάφη αντιμετωπίζονται με μικρά, ευέλικτα και επομένως γρήγορα πλοία που μπορούν να τα καταδιώξουν. Όπως και παλαιότερα, τα περισσότερα πλοία των Κρητών σε αυτή την πρώτη φάση είχαν 10 – 15 κουπιά σε κάθε πλευρά και πλήρωμα 25 – 35 ανδρών. Το μήκος τους έφθανε τα 20 μέτρα.
Στη χρυσή εποχή της θαλασσοκρατορίας, από τον 17ο αιώνα. έως τα μέσα του 15ου είχε αναπτυχθεί το κλασικό μινωικό πλοίο, απαλλαγμένο από τις Κυκλαδικές επιρροές. Οι αιχμηρές απολήξεις πλώρης και πρύμνης εξομαλύνθηκαν ή καταργήθηκαν και το σκαρί απέκτησε το λεπτό λυγερό σχήμα που έχει στη «Νηοπομπή», τη φημισμένη τοιχογραφία του 1500 π.Χ. περίπου, η οποία αποκαλύφθηκε σε μια οικία του Ακρωτηρίου της Θήρας. Τώρα που η πειρατεία είχε υποχωρήσει και οι νέοι πιθανοί ανταγωνιστές ήταν οι Χανααναίοι και Αιγύπτιοι χρήστες μεγαλύτερων σκαφών, οι Κρήτες μπορούσαν να θυσιάσουν την ταχύτητα του δικού τους πλοίου υπέρ του μεγέθους του: τα κουπιά σε αυτή τη φάση ήταν 25 ανά πλευρά.
Τα νέα σκάφη είχαν ισχυρό έμβολο και το μήκος τους έφθανε τα 23 – 30 μέτρα ή ακόμη περισσότερο. Το πλήρωμα στα μεγαλύτερα ήταν 60 άνδρες με δυνατότητα μεταφοράς περισσοτέρων μαχίμων, αν κρινόταν απαραίτητο. Παρόλα αυτά τα μικρότερα πλοία παρέμεναν η πλειοψηφία του στόλου. Αυτά τα κατεξοχήν Μινωικά σκάφη της δεύτερης φάσης μοιάζουν με λεπτά μισοφέγγαρα και διαφέρουν σημαντικά από τα προγενέστερα Κυκλαδικά με τις σκληρές ευθείες αλλά και από τα σύγχρονά τους Ζαναανικά (πρωτο-Φοινικικά) πλοία που έχουν σχήμα στενόμακρης γαβάθας με υπερυψωμένες άκρες.
Και από τα Αιγυπτιακά που συνεχίζουν να κρατούν από την περίοδο του Αρχαίου Βασιλείου, το σχήμα μπανάνας ή δύο στενών κουταλιών με κοινή ράχη. Ετσι, μπορούμε να πούμε ότι το Κυκλαδικό έχει σχήμα που μοιάζει με L, το Κρητικό μοιάζει με C, το Χαναανικό με U, και το Αιγυπτιακό με V. Παρά την επιτυχία του Μινωικού, το Κυκλαδικό σκάφος με τις ευθείες γραμμές δεν εξαφανίστηκε, επειδή σε αυτό το σχέδιο στηρίχθηκαν οι μεταγενέστερες τριήρεις και πεντήρεις που αποτέλεσαν τους τεράστιους στόλους της κλασικής Ελλάδας και της Ρώμης.
Οι περισσότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι ήταν οι Μυκηναίοι και όχι οι Μινωίτες αυτοί που διαχώρισαν το πολεμικό από το εμπορικό πλοίο. Ωστόσο η μελέτη του ναυαγίου ενός εμπορικού πλοίου του 1200 π.Χ. στα Ίρια της Αργολίδας μετέβαλε την άποψη αυτή. Το σχήμα και η κατασκευή του σκάφους των Ιρίων φανερώνει μακρά πείρα στη ναυπήγηση εμπορικών και έχει μερικά Μινωικά χαρακτηριστικά χωρίς Μυκηναϊκή παρέμβαση. Αυτά φαίνονται και σε μεταγενέστερα εμπορικά των Φοινίκων, απευθείας κληρονόμων της Κρητικής ναυπηγικής.
Επίσης, η παρουσία στους Μινωικούς σφραγιδόλιθους κάποιων πλοίων που αποκλίνουν αρκετά από τον συνήθη τύπο, αποδεικνύει ότι ίσως είναι κατά κύριο λόγο εμπορικά. Άλλωστε μια θαλασσοκρατορία όπως η Μινωική, δεν θα μπορούσε να στηριχθεί σε ένα είδος πλοίου που είναι ταυτόχρονα εμπορικό και πολεμικό και επομένως αργό, αλλά σε ένα ταχύ σκάφος που είναι κυρίως πολεμικό και ενίοτε εμπορικό μαζί με την ύπαρξη άλλων πλοίων εξειδικευμένων στον τελευταίο ρόλο.
Ο πολεμικός ρόλος των πλοίων δεν περιοριζόταν στη ναυμαχία αλλά διενεργούσαν αποβατικές επιχειρήσεις και επιθέσεις από θαλάσσης σε πόλεις, κάτι που απεικονίζουν οι νωπογραφίες της Θήρας. Τα πληρώματα παρέμεναν ταυτόχρονα ναυτικοί και πολεμιστές. Η πλειοψηφία τους ήταν Κρήτες αλλά είναι γνωστό ότι υπήρχαν πολλοί μισθοφόροι, οι οποίοι μάλλον δεν είχαν ναυτική πείρα οπότε χρησιμοποιούντο στα πλοία ως κωπηλάτες ή μόνο ως πολεμιστές. Οι αρχικοί ήταν Κυκλαδίτες και Λέλεγες, οι κύριοι πειρατές που αντιμετώπισαν οι Μινωίτες στο Αιγαίο.
Οι επιζήσαντες από αυτούς κατατάχθηκαν ενδεχομένως στον Κρητικό στόλο ως μισθοφόροι ή υποτελείς. Ακολούθησαν Λίβυες, Λούβιοι (Μ. Ασίας), Νούβιοι (προερχόμενοι από το σημερινό Σουδάν μέσω Αιγύπτου) και άλλοι μισθοφόροι, αλλά οι περισσότεροι ήταν Μυκηναίοι. Αυτή η νέα δύναμη αναπτυσσόταν αθόρυβα στην ηπειρωτική Ελλάδα παρακολουθώντας τη Μινωική Κρήτη και τα πλούτη της. Όσο ο Μινωικός στόλος κυριαρχούσε οι Μυκηναίοι πολέμαρχοι δεν αποτολμούσαν κάποια εκστρατεία εναντίον της. Πλησίαζε όμως η ώρα που θα έπαιρναν στα χέρια τους τις τύχες της Μεσογείου.
Σημειώνουμε ότι ο αριθμός των πλοίων του Μινωικού στόλου δεν μπορεί να υπολογιστεί αλλά ήταν με βεβαιότητα πολύ μεγάλος. Οι κάτοικοι της Κρήτης στο πρώτο μισό της 2ης χιλιετίας ανέρχονταν σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες (ο πληθυσμός της κλασικής Κρήτης υπολογίζεται συνήθως σε 200.000 αλλά ο Μινωικός πληθυσμός ήταν σημαντικά μεγαλύτερος). Αυτό σημαίνει ότι υπήρχαν χιλιάδες διαθέσιμοι Μινωίτες ναυτικοί. Αν υπολογιστούν και τα μισθοφορικά πληρώματα, όπως επίσης και τα σκάφη των άλλων νησιών και ακτών που ανήκαν στο κράτος του Μίνωα, τα πλοία του στόλου του υπολογίζονται σε πολλές εκατοντάδες.
Ίσως να υπερέβαιναν τα χίλια λόγω του μικρού μεγέθους τους και του ότι ήταν ταυτόχρονα και εμπορικά. Ο αριθμός αυτός επιβεβαιώνεται και από τα 1.200 σκάφη που συγκέντρωσαν αργότερα για τα Τρωικά οι Αχαιοί (Μυκηναίοι) οι οποίοι ήλεγχαν περιοχές με τις ίδιες περίπου δυνατότητες παροχής στόλων και πληρωμάτων όπως αυτές των Μινωιτών. Ο αριθμός αυτός των πλοίων των Αχαιών τείνει να γίνει όλο και πιο αποδεκτός, επειδή ακριβώς τα περισσότερα από αυτά τα πολεμικά πλοία ήταν συγχρόνως και εμπορικά, ενώ πολλά από αυτά ήταν καθαρά μεταγωγικά.
Τα όπλα που χρησιμοποιούσαν οι Κρήτες «επιβάτες» (μάχιμοι των πλοίων) ήταν τα ίδια με αυτά των χερσαίων μαχών, αλλά πιθανόν χωρίς τις βαριές ολόσωμες ασπίδες και τις μεταλλικές θωρακίσεις οι οποίες εμπόδιζαν την ισορροπία του πολεμιστή στο σκάφος και θα ήταν μοιραίες για τη ζωή του αν έπεφτε στη θάλασσα. Από τα αγχέμαχα επιθετικά όπλα ξεχώριζαν τα επιμήκη δόρατα και τα ακόντια με ενισχυμένες αιχμές, τα χαρακτηριστικά μακριά Μινωικά σπαθιά, θαυμάσια σφυρηλατημένα και ενισχυμένα με ειδική ράχη, κατάλληλα περισσότερο για διατρητικό κτύπημα, και τα στέρεα εγχειρίδια, συχνά με χρυσά καρφιά στη λαβή τους.
Από τα εκηβόλα μεταχειρίζονταν το τόξο και τη σφενδόνη (οι μεταγενέστεροι Κρήτες της 1ης χιλιετίας π.Χ. θεωρούντο οι καλύτεροι τοξότες στη Μεσόγειο). Για την προστασία τους φορούσαν δερμάτινα γιλέκα, σκούφους και περικεφαλαίες κατασκευασμένες από δόντια αγριόχοιρου ή από ορείχαλκο. Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να γίνει αναφορά στη θεωρία που ίσχυε από παλαιά για τους «φιλειρηνικούς Μινωίτες», κάτι που αφορά και το πολεμικό ναυτικό τους. Η άποψη αυτή θεωρεί ότι οι Κρήτες ήταν ένας φιλειρηνικός λαός ο οποίος απέφευγε όσο ήταν δυνατόν τον πόλεμο, κάτι που τελικά επιτύγχανε με τον ισχυρό στόλο του.
Η φιλειρηνικότητά τους ήταν μια από τις βασικές αιτίες της πτώσης τους επειδή τους ώθησε να προσλάβουν πολλούς Μυκηναίους μισθοφόρους, οι οποίοι βρισκόμενοι στην αντίθετη ψυχική κατάσταση, της «χαράς του πολέμου», τελικά κατέλαβαν την εξουσία στο νησί. Η άποψη αυτή αναθεωρήθηκε από νωρίς αλλά συνεχίζει να έχει λίγους οπαδούς και να επηρεάζει όλους τους ασχολουμένους με τον μινωικό πολιτισμό.
Παραλλαγές αυτής είναι τα κατά καιρούς συμπεράσματα ορισμένων ότι ουσιαστικά δεν υπήρχε μινωικός στρατός αλλά μόνο στόλος και συνεχής, συχνά ασυνείδητη, αντιπαραβολή των πολιτισμένων Μινωιτών με τους αιμοδιψείς Μυκηναίους. Το ότι δεν υπήρχε μινωικός στρατός αλλά μόνο στόλος είναι σίγουρα υπερβολή αλλά οι μεγάλες ανάγκες του κρητικού ναυτικού σε πληρώματα έφερναν αναγκαστικά πολλούς μισθοφόρους στη μεγαλόνησο.
Παρόλα αυτά δεν είναι λογικό να μην υπήρχαν και ισχυρές εθνικές κρητικές χερσαίες δυνάμεις που θα απέτρεπαν την προσπάθεια των μισθοφόρων ή κάποιων Μινωιτών επαναστατών ή σφετεριστών να καταλάβουν την εξουσία. Μια τόσο σχολαστική και προνοητική εξουσία όπως η ανακτορική της Κνωσού δεν μπορεί να είχε αμελήσει κάτι τόσο πολύ σημαντικό. Για τον ίδιο λόγο το γνωστό επιχείρημα ότι η Κρήτη μπορούσε να προστατευθεί μόνο από τον στόλο της οπότε δεν χρειαζόταν ισχυρός μινωικός στρατός, είναι εξίσου σαθρό.
Εξάλλου τη Μινωική πολεμική ικανότητα επιβεβαιώνουν και οι σφραγίδες και άλλα ευρήματα με παραστάσεις πολεμοχαρούς χαρακτήρα (πολεμικές συρράξεις και κυνήγι), με εικόνες οπλισμένων αξιωματούχων κλπ. – ανάμεσά τους ίσως και ο Δίσκος της Φαιστού. Αλλά το σημαντικότερο τεκμήριο είναι η Μινωική προέλευση όλων σχεδόν των όπλων, αμυντικών και επιθετικών, των Πρωτο-Μυκηναίων (1700 – 1300 π.Χ.). Ανάμεσα σε αυτά που επινοήθηκαν στην Κρήτη είναι οι εντυπωσιακές ασπίδες, οκτώσχημη και πυργόσχημη.
Το σχήμα τους που αγκαλιάζει το ανθρώπινο σώμα, το μέγεθος, το βάρος τους που απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα για τον χειρισμό τους στη συμπλοκή, και από την άλλη το γεγονός ότι λόγω αυτού του βάρους δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε ναυμαχία, δείχνουν μακρά παράδοση των Μινωιτών στη χερσαία μάχη εκ του συστάδην. Ακόμη και η περίφημη περικεφαλαία από χαυλιόδοντες που γεννήθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα, υιοθετήθηκε στην Κρήτη από πολύ νωρίς και κατασκευαζόταν με τεχνουργία γνήσια Μινωική ακόμη και στη Μυκηναϊκή περιοχή.
Γενικά είναι γνωστό ότι οι Θαλασσοκρατορίες και οι Αυτοκρατορίες, δεν μπορούν να δημιουργηθούν ούτε να διατηρηθούν από λαούς με φιλειρηνικό χαρακτήρα. Τα όπλα που ανακαλύφθησαν στη Μυκηναϊκή Κρήτη είναι περισσότερα από αυτά της Μινωικής εποχής αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι Μυκηναίοι ήταν πιο στρατιωτικοποιημένοι από τους Μινωίτες, διότι ήταν δύο λαοί που στηρίζονταν σε διαφορετικές μορφές πολέμου.
Οι Μινωίτες στηρίζονταν κυρίως στον στόλο τους για να πολεμούν, να αποκρούουν επιδρομείς και να κατακτούν χώρες, αλλά και στην οικονομική επιρροή τους, στοιχεία που εξηγούν τα λιγότερα όπλα στην Κρήτη κατά τη δική τους εποχή. Αντίθετα, οι Μυκηναίοι είχαν αργότερα και αυτοί ισχυρό στόλο αλλά δεν κατόρθωσαν ποτέ να πετύχουν με αυτόν όσα πέτυχε ο ανώτερος Μινωικός στόλος. Γι’ αυτό στηρίζονταν κυρίως στον χερσαίο στρατό τους, κάτι που εξηγεί τα πολλά όπλα στη Μυκηναϊκή Κρήτη.
Επιπλέον, οι Μινωίτες από τη στιγμή που έφθασαν σε ένα υψηλό πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο, πολεμούσαν μόνο όταν εξαντλούσαν κάθε διπλωματικό μέσο όπως έκαναν τα πολιτισμένα κράτη, οι κατεξοχήν υπερδυνάμεις Αίγυπτος, Χιττιτικό βασίλειο και Βαβυλώνα. Σε αυτό το πεδίο οι Κρήτες σίγουρα προηγούνταν κατά πολύ των ηπειρωτικών Μυκηναίων και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο οι τελευταίοι θεωρήθηκαν πολεμοχαρείς συγκριτικά με τους πρώτους.
Το Αιγαίο και η Μεσόγειος όπου έδρασαν οι Κυκλαδίτες και οι Μινωίτες την 3η και τη 2η χιλιετία π.Χ., παρά τον υψηλό πολιτισμό τους, ήταν πεδία φονικών συρράξεων όπως αυτά της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Βαλκανικής όπου έζησαν οι Μυκηναίοι. Ο πληθυσμός ενός νησιού μικρού ή μεσαίου μεγέθους μπορούσε να εξολοθρευτεί μέσα σε λίγες ώρες από θαλασσινούς επιδρομείς που θα εμφανίζονταν από το πουθενά, με την ίδια ευκολία που μπορούσε να συμβεί το ίδιο σε ένα χωριό στην ηπειρωτική χώρα.
– Το Λυκόφως και η Κληρονομιά
Το μέλλον θα ήταν λαμπρό για το Μινωικό ναυτικό αν το Θηραϊκό ηφαίστειο, ο κακός δαίμονας της Κρήτης, δεν έθετε ένα απότομο τέλος. Ανάμεσα στις πολλές απόψεις γι’ αυτό το τέλος, η επικρατέστερη συνεχίζει να είναι αυτή που θεωρεί την τεράστια ηφαιστειακή έκρηξη της Θήρας τον 15ο αι. π.Χ. ως τον άμεσο ή έμμεσο αυτουργό. Η έκρηξη δημιούργησε τεράστια παλιρροϊκά κύματα τα οποία αφάνισαν τον Κρητικό στόλο μαζί με τα λιμάνια, τις βάσεις του και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Ο μύθος της δράσης του Δαιδάλου στη Σικελία στην οποία συμμαχεί με τον ιθαγενή βασιλιά Κώκαλο εναντίον του Μίνωα που εκστρατεύει εναντίον τους, ίσως αντικατοπτρίζει την προσπάθεια κάποιων Κρητών «αντιφρονούντων» (αντιπροσωπευόμενων από τον Δαίδαλο) ενωμένων με τους εντοπίους Σικανούς εναντίον της Μινωικής εξουσίας. Επιπλέον οι Μινωίτες πιθανώς ενδιαφέρονταν για την πλήρη κατάκτηση της εύφορης και στρατηγικής Σικελίας. Το επόμενο βήμα τους θα ήταν προφανώς η κατάληψη της Σαρδηνίας, της Κορσικής και των Βαλεαρίδων, τα οποία θα γίνονταν οι νέες βάσεις του Μινωικού στόλου ούτως ώστε να γιγαντωνόταν περισσότερο.
Αν δεν είχαν πληγεί από την ηφαιστειακή έκρηξη ίσως να το είχαν καταφέρει και σε μερικούς αιώνες, με την αφομοίωση των εντοπίων η Κύπρος, η Ρόδος, η Λέσβος, η Εύβοια, η Σικελία, η Σαρδηνία και η Κορσική να είχαν μεταβληθεί σε νέες Μινωικές πατρίδες. Αλλά η εκστρατεία στη Σικελία είχε τραγική κατάληξη, όπως αυτή των Αθηναίων στο ίδιο νησί μετά από χίλια χρόνια (414 – 413 π.Χ). Ο ίδιος ο Μίνωας (μάλλον ο διάδοχος του θρόνου) έχασε τη ζωή του και η μοναδική ίσως αποτυχημένη επιχείρηση του ναυτικού του ήταν κακός οιωνός για ό,τι θα ακολουθούσε.
Στο μεταξύ η καταστροφή που προκάλεσε η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας έδωσε το σύνθημα στους Αχαιούς (Μυκηναίους) της ηπειρωτικής Ελλάδας που καραδοκούσαν. Σύμφωνα με ένα πολύ πιθανό σενάριο, μετά από το τρομερό κτύπημα, οι Μινωίτες έπρεπε πρώτα να εξασφαλίσουν την προστασία του νησιού τους που ήταν απογυμνωμένο πια από τον στόλο του. Τα πλοία των επιδρομέων δεν θα αργούσαν να ξεπροβάλουν στον ορίζοντα προκειμένου να ληστέψουν ό,τι απέμεινε.
Με τους περισσότερους άνδρες τους διασκορπισμένους στη Μεσόγειο ή νεκρούς – ανάμεσά τους ήταν και ο νέος Μίνωας – οι επιζώντες Κρήτες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ριψοκινδυνεύσουν καλώντας και άλλους Μυκηναίους μισθοφόρους, μεταξύ αυτών και τον Θησέα, υποτελή τους πρίγκιπα των Αθηνών. Όμως οι Αχαιοί κατέλαβαν τη μεγαλόνησο για λογαριασμό τους και ο Θησέας θυσίασε τον Ιερό Ταύρο (Μινώταυρο) σηματοδοτώντας έτσι το τέλος της Μινωικής εξουσίας. Σε σύντομο διάστημα οι Μυκηναίοι υπέταξαν όλες τις Κρητικές κτήσεις στο Αιγαίο.
Ο περήφανος στόλος της Κρήτης εξολοθρεύτηκε, καθώς τη στιγμή της ηφαιστειακής έκρηξης πολλά πλοία του βρίσκονταν σε διάφορα σημεία της Μεσογείου διεξάγοντας εμπόριο ή διενεργώντας περιπολίες και πολεμικές επιχειρήσεις. Το μεγαλύτερο όμως μέρος τους πρέπει να βρισκόταν στο νότιο Αιγαίο, αγκυροβολημένα ή εν πλω, πράγμα που σήμαινε τη βέβαιη καταστροφή τους. Αρκετά από τα πληρώματα των πλοίων που βρίσκονταν ανά τη Μεσόγειο όταν πληροφορήθηκαν τη φοβερή καταστροφή που έπληξε την Κρήτη και την ακόλουθη Μυκηναϊκή κατάκτησή της, επέλεξαν προφανώς να μην επιστρέψουν σε αυτήν και να ζήσουν για πάντα ως πρόσφυγες σε ακτές που γνώριζαν ήδη καλά.
Επιπλέον, πλήθη Μινωιτών προτίμησαν να εγκαταλείψουν το νησί τους παρά να υπηρετήσουν τους Αχαιούς, και κατέκλυσαν τη Συροπαλαιστινιακή ακτή, την Αίγυπτο και άλλες χώρες. Δύο αιώνες αργότερα περίπου η Μυκηναϊκή Κρήτη συμμετείχε στον πόλεμο εναντίον της Τροίας με 80 πλοία, πολύ λιγότερα από αυτά της Μινωικής. Όμως ο Αχαιός ηγεμόνας της Ιδομενέας ήλεγχε μόνο το μισό νησί και δεν είχε υπερπόντιες κτήσεις όπως ο Μίνωας. Και πάλι όμως η Κρητική συνεισφορά ήταν αριθμητικά η τρίτη μεγαλύτερη ανάμεσα στα κράτη των Αχαιών, απόδειξη του ότι η ναυτοσύνη των Κρητών επιβίωνε ακόμη.
Μετά τα Τρωικά οι Κρήτες δεν κατείχαν πάλι αξιόλογο στόλο (εκτός από μια σύντομη περίοδο στους 2ο – 1ο αιώνες π.Χ.) καθώς δεν μπόρεσαν να συνέλθουν από το κτύπημα του ηφαιστείου. Ωστόσο είναι γνωστό ότι ο λαός της Κρήτης έχει διττό χαρακτήρα, ηπειρωτικό και νησιωτικό συγχρόνως. Εως τον 15ο αιώνα π.Χ. επικρατούσε ο δεύτερος. Από τότε και μετά επικράτησε ο χερσαίος. Ο βασικός λόγος γι’ αυτό είναι, όπως αναφέρθηκε στην αρχή του άρθρου, το μέγεθος και η αυτάρκεια της μεγαλονήσου. Στη συνέχεια οι Κρήτες έγιναν διάσημοι ως τοξότες και μισθοφόροι.
Παρόλα αυτά η παράδοση του Μινωικού ναυτικού επιβίωσε. Κληρονόμοι της ήταν, περισσότερο ή λιγότερο, όλες οι ναυτικές δυνάμεις που εμφανίστηκαν μετά τον 14ο αι. π.Χ. Άριστοι μαθητές των Κρητών υπήρξαν οι Μυκηναίοι παρά το ότι ανέπτυξαν μετά από αιώνες έναν τύπο πλοίου που διέφερε αρκετά από το Μινωικό. Εξίσου καλοί μαθητές υπήρξαν οι Φοίνικες οι οποίοι, όπως είδαμε, διαφοροποιήθηκαν από τους Χανααναίους αδερφούς τους λόγω του πυκνού Μινωικού εποικισμού στην περιοχή τους.
Οι Μινωίτες έποικοι τελειοποίησαν την υπάρχουσα Χαναανική ναυτική τέχνη παίρνοντας έτσι μια έμμεση εκδίκηση από τους Αχαιούς κατακτητές της πατρίδας τους, επειδή οι Φοίνικες στο μέλλον ξεπρόβαλαν ως μεγάλοι ανταγωνιστές των τελευταίων. Άλλοι ωφελημένοι από τις διδαχές των Μινωιτών ναυτικών και ναυπηγών ήταν οι Αιγύπτιοι και οι Λαοί της Θάλασσας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα Αιγυπτιακά πλοία μετά τον 14ο αιώνα ναυπηγούντο με βάση τα Αιγαιοπελαγίτικα πρότυπα και οι Αιγύπτιοι, αφήνοντας τη ναυσιπλοΐα στον Νείλο, ανοίχθηκαν στη θάλασσα.
Αυτά συνέβησαν περίπου έναν αιώνα μετά την εγκατάσταση Μινωιτών προσφύγων στη χώρα και είναι βάσιμο να αποδώσουμε αυτή την εξέλιξη της Αιγυπτιακής ναυτιλίας στην Κρητική επιρροή. Τα σκάφη των Λαών της Θάλασσας, των τρομερών επιδρομέων της Ύστερης Χαλκοκρατίας, λίγο διέφεραν από αυτά των Μυκηναίων οι οποίοι άλλωστε αποτελούσαν το σημαντικότερο στοιχείο τους. Επομένως και αυτοί υπήρξαν κληρονόμοι της Μινωικής ναυπηγικής, κάτι φυσικό αφού οι περισσότεροι Λαοί της Θάλασσας ξεκίνησαν από το πρώην Μινωικό Αιγαίο.
Τα ίδια ισχύουν για τον ισχυρότερο λαό αυτής της θαλασσινής φυλετικής ένωσης, τους Φιλισταίους-Πελασγούς. Πολλούς αιώνες αργότερα οι Σάρδοι και Κύρνιοι, οι λαοί της Σαρδηνίας και της Κορσικής, εμφανίστηκαν στα νερά της δυτικής Μεσογείου με σκάφη που έμοιαζαν με τα Μινωικά. Αυτό οφείλεται στο ότι οι πρόγονοί τους περιλαμβάνονταν στους Λαούς της Θάλασσας.
Σφραγίδες και Σφραγίσματα
Από την Πρωτομινωική περίοδο εμφανίζονται σε ευρεία κλίμακα οι σφραγίδες, πολύ μικρά αντικείμενα διαφόρων σχημάτων, με ανάγλυφα διακοσμημένες πλευρές, που χρησίμευαν στη σφράγιση των μεταφερόμενων αγαθών. Αν και δε γνωρίζουμε ακριβώς τη διαδικασία και τις συνθήκες του σφραγίσματος των προϊόντων, θεωρείται βέβαιο ότι η σφράγιση ήταν ένας τρόπος να προστατεύονται από την κλοπή. Οι σφραγιστικές επιφάνειες πιέζονταν επάνω σε νωπό πηλό αφήνοντας το αποτύπωμά τους στην επιφάνειά του.
Έτσι, το πήλινο σφράγισμα, που δενόταν κατόπιν με σχοινί στη συσκευασία των προϊόντων, έφερε, όταν ξηραινόταν, μόνιμα το αποτύπωμα της σφραγίδας. Με αυτό τον τρόπο ο κάτοχος της σφραγίδας μπορούσε να ελέγξει την ασφάλεια της αποστολής του. Οι σφραγίδες ήταν συνήθως λίθινες, φτιαγμένες από εγχώρια ή εισηγμένα πετρώματα, ενώ οι πολυτελέστερες ήταν κατασκευασμένες από ελεφαντόδοντο και πολύτιμα μέταλλα. Πολύ συχνά, σφραγίδα αποτελούσε και η σφενδόνη των χρυσών δακτυλιδιών.
Τόσο τα σφραγιστικά δακτυλίδια, όσο και οι οπές ανάρτησης που παρατηρούνται μερικές φορές σε άλλα είδη σφραγίδων δείχνουν ότι τα αντικείμενα αυτά φοριόνταν συχνά από τους κατόχους τους ως κοσμήματα. Το υλικό που χρησιμοποιόταν για την κατασκευή τους και το είδος της διακόσμησης εξέφραζαν την ιδιότητα και το κύρος του κατόχου τους. Έτσι, οι σφραγίδες χρησίμευαν συγχρόνως ως υπογραφή και ως ταυτότητα και, καθώς ανήκαν στα απολύτως προσωπικά αντικείμενα, τοποθετούνταν συχνά ως κτερίσματα στους τάφους.
Προκειμένου να δηλωθεί η ταυτότητα του κατόχου ή του αποστολέα αγαθών δημιουργήθηκε μία τεράστια ποικιλία από διακοσμητικά μοτίβα, ιδεογράμματα ή συνθέσεις που ακολουθούσαν τις καλλιτεχνικές τάσεις κάθε περιόδου της Μινωικής εποχής. Οι Μινωίτες ειδικεύθηκαν στη σφραγιδογλυφία και με μια σειρά από πρωτότυπες τεχνικές και διακοσμήσεις την ανήγαν σε υψηλή τέχνη. Πολλές φορές, στη μικρή επιφάνεια των σφραγίδων χαράζονταν λεπτομερείς αναπαραστάσεις της καθημερινής και της θρησκευτικής ζωής, που προσφέρουν σήμερα πολύτιμα στοιχεία για την κοινωνική οργάνωση, τα έθιμα και τη λατρεία της Μινωικής Κρήτης.
Ανταλλάξιμα Προϊόντα
Τις επαφές των Μινωιτών με το εξωτερικό δείχνει η παρουσία των χαρακτηριστικών αντικειμένων Μινωικής τέχνης, κυρίως της κεραμικής, που εντοπίζονται σε μακρινές περιοχές, και οι σύγχρονες εισαγωγές ξένων προϊόντων στην Κρήτη. Οι βασικότερες πρώτες ύλες που εισάγονταν ήταν τα μέταλλα, οι πολύτιμοι λίθοι και το ελεφαντόδοντο. Μαζί με αυτές εισαγόταν και ένας μεγάλος αριθμός πολυτελών αντικειμένων ανατολικής και Αιγυπτιακής προέλευσης. Στις αγορές του εξωτερικού εξάγονταν τα προϊόντα της μινωικής βιοτεχνίας και τα εκλεκτότερα είδη της Κρητικής γης.
Κατά την Υστερομινωική εποχή (1550 – 1100) το κρασί, το λάδι και διάφορα είδη αρωματικών ελαίων μεταφέρονταν σφραγισμένα σε ειδικά σχεδιασμένα μεταφορικά αγγεία, τους ψευδόστομους αμφορείς. Πιθανά ανταλλάξιμα είδη μπορεί να ήταν και προϊόντα από φθαρτά υλικά που δεν άφησαν ίχνη, όπως τα προϊόντα της υφαντικής. Ανάμεσα στα περιζήτητα είδη ανήκε ίσως και η ξυλεία της Κρήτης που μπορεί να εξαγόταν σε χώρες με πλήρη έλλειψη δασών, όπως η Αίγυπτος και η Μεσοποταμία, όπου είναι γνωστό ότι χρησιμοποιήθηκε εισηγμένη ξυλεία.
Μία γλαφυρή εικόνα των διεθνών εμπορικών ανταλλαγών κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού (1600 – 1050 π.Χ.) μας δίνουν τα ευρήματα από δύο ναυάγια πλοίων στο Ulu Burun και στην Καληδονία, κοντά στη νότια Μικρασιατική ακτή. Οι υποβρύχιες αρχαιολογικές έρευνες στις περιοχές αυτές αποκάλυψαν ένα πλούσιο και αντιπροσωπευτικό δείγμα προϊόντων διαφορετικής προέλευσης που διακινούνταν ταυτόχρονα στην ανατολική Μεσόγειο.
– Σχέσεις με την Αίγυπτο
Μέσα από τις γραπτές πηγές της 18ης Αιγυπτιακής δυναστείας αλλά και από μία σειρά Μινωικών ευρημάτων στην Αίγυπτο γίνεται φανερή η παρουσία των Μινωιτών στη χώρα του Νείλου. Στον τοιχογραφικό διάκοσμο των τάφων Αιγυπτίων αξιωματούχων αναγνωρίζονται Κρήτες, που ονομάζονταν στην Αίγυπτο Κεφτιού, να προσφέρουν δώρα στο Φαραώ, ανάμεσα σε απεσταλμένους άλλων χωρών.
Η ταύτιση αυτών των μορφών με τους Μινωίτες γίνεται από το ένδυμά τους, το Μινωικό ζώμα και από τα πολυτελή αντικείμενα που μεταφέρουν, στα οποία αναγνωρίζονται χαρακτηριστικά προϊόντα Μινωικών εργαστηρίων. Οι πυκνότερες επαφές της Κρήτης με την Αίγυπτο παρατηρούνται κατά τη διάρκεια της 18ης δυναστείας που αντιστοιχεί με τα μέσα του 16ου αιώνα π.Χ. Ιδιαίτερα σημαντικοί για την απόλυτη χρονολόγηση είναι οι Αιγυπτιακοί σκαραβαίοι με τα χαρακτηριστικά εμβλήματα των Φαραώ που βρίσκονται συχνά σε τάφους της Κρήτης, καθώς η διαδοχή των βασιλέων της Αιγύπτου είναι σίγουρα χρονολογημένη.
Τα Μινωικά προϊόντα στην Αίγυπτο λιγοστεύουν κατά τη Νεοανακτορική περίοδο (1600 – 1400 π.Χ.), ενώ αντίθετα πληθαίνουν τα προϊόντα των Μυκηναϊκών κέντρων. Η στροφή αυτή είναι ενδεικτική για τη μετατόπιση της εμπορικής δύναμης στα χέρια των Μυκηναίων και ίσως σημαίνει ότι τα Μινωικά προϊόντα διακινούνταν πια μέσω των Μυκηναϊκών εμπορικών σταθμών.
Θρησκεία
Χάρις στην πλούσια εικονογραφική κληρονομιά που άφησε η Μινωική εποχή, είμαστε σήμερα σε θέση να συλλάβουμε την κεντρική ιδέα της Μινωικής θρησκείας. Η βασική έκφραση όλων των θρησκευτικών εκδηλώσεων είναι η λατρεία μιας γυναικείας θεότητας, που φαίνεται να έχει στενή σχέση με τη λατρεία της θεάς Αστάρτης στη Μέση Ανατολή. Η θεότητα αυτή νυμφεύεται ένα νέο θεό, ο οποίος γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο, μεταφέροντας έτσι σε θεϊκό επίπεδο την αναγέννηση της φύσης.
Η λατρεία της θεότητας εκφράζεται με την τέλεση συγκεκριμένων ιερών τελετουργιών, η απεικόνιση των οποίων επαναλαμβάνεται συχνά στη Μινωική τέχνη. Οι τελετουργίες αυτές είχαν σκοπό την έκκληση της εύνοιας της θεότητας ή και την εμφάνισή της στους θνητούς, μέσω μίας οραματικής διαδικασίας, της Θεοφάνειας.
Η τέλεση των ιερών τελετουργιών γινόταν από το ιερατείο, σε χώρους που είχαν διαμορφωθεί ειδικά γι’ αυτό το σκοπό στις ιδιωτικές κατοικίες και τα ανάκτορα και χαρακτηρίζονται ως ιερά, αλλά και σε τοποθεσίες μακριά από κατοικημένες περιοχές, σε ιερά σπήλαια και σε απρόσιτες βουνοκορφές, τα λεγόμενα ιερά κορυφής. Αυτοί οι ιδιαίτεροι χώροι, που συνδέθηκαν τόσο νωρίς με τη θρησκευτική λατρεία και χαρακτηρίστηκαν ήδη από τη Μινωική εποχή ιεροί, απέκτησαν τόσο μεγάλη σημασία, ώστε να συνεχιστεί εκεί η λατρεία μέχρι την κλασική Αρχαιότητα.
Ένα σύνολο από λειτουργικά σκεύη, που η ακριβής τους χρήση δεν εξηγείται στον οικιακό ή εργαστηριακό χώρο, ερμηνεύονται ως ιερά και χρησίμευαν κυρίως σε χοές και προσφορές. Τέτοια σκεύη, τα κυριότερα από τα οποία είναι τα ρυτά και οι κέρνοι, απεικονίζονται πολλές φορές σε παραστάσεις θρησκευτικών τελετών και με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται η χρήση τους.
Η Μινωική Θεότητα
Κεντρική ιδέα της Μινωικής θρησκείας είναι η λατρεία της θεάς της γονιμότητας, της οποίας ο εραστής γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο, συμβολίζοντας έτσι την αναγέννηση της φύσης. H παρατήρηση του κύκλου της φύσης οδήγησε στην προσωποποίηση ενός γονιμοποιητικού στοιχείου, του νεαρού θεού, που γεννιέται και πεθαίνει. Η θεά, που ορίζεται και ως μεγάλη μητέρα, είναι η σύζυγος του θεού. O ιερός γάμος, ένα θρησκευτικό θέμα που απεικονίζεται και στην τέχνη μεταγενέστερων περιόδων, συμβολίζει την ένωση των δύο θεών.
Τελετουργικές αναπαραστάσεις γάμων γίνονταν για να συντείνουν στη γονιμοποίηση και την καρποφορία. Παρόμοια ζεύγη θεών συναντώνται και σε ανατολικές θρησκείες. H γέννηση και ο θάνατος του θεού συμπίπτει αντίστοιχα με την ετήσια αναγέννηση και το μαρασμό της βλάστησης. Μερικές θρησκευτικές τελετές θυμίζουν μαγικές τελετουργίες που γίνονταν για να προκαλέσουν την παραγωγική λειτουργία των φυσικών δυνάμεων, οι οποίες εμφανίζονται προσωποποιημένες.
Οι σχετικές με τη βλάστηση Μινωικές τελετές θυμίζουν τη λατρεία της Μητέρας και Κόρης στην Ελευσίνα των κλασικών χρόνων, η οποία μάλλον ανάγεται σε προελληνικούς χρόνους. Ενδείξεις προς αυτήν την κατεύθυνση προσφέρουν ορισμένα αρχαιολογικά ευρήματα της Ύστερης Χαλκοκρατίας, όπως ένα ελεφάντινο ειδώλιο – σύμπλεγμα από τις Μυκήνες που αναπαριστά δύο θεές με ένα βρέφος.
Εκτός από τις απεικονίσεις της θεότητας και των δεομένων, στις λατρευτικές σκηνές εμφανίζονται μερικές φορές και διάφορα ζώα ή φανταστικά όντα με ενδιάμεση μορφή ανθρώπου – ζώου, τα οποία ερμηνεύονται ως δαίμονες της βλάστησης που συμμετέχουν στη λατρεία. Ίσως όμως οι μορφές αυτές να μην αναπαριστούν κάποιες ζωόμορφες θεότητες αλλά ιερείς που φορούσαν ζωόμορφες μάσκες κατά τη διάρκεια τελετών.
Η Μινωική θεά απεικονίζεται σε τόσες πολλές διαφορετικές σκηνές ώστε να υπάρχουν αμφιβολίες για το αν πρόκειται για μία ή για διαφορετικές θεότητες. Απεικονίζεται σε κορυφή όρους μεταξύ δύο λεόντων, ως Ορεία Μήτηρ ή Πότνια Θηρών, ως θεά του ιερού δέντρου, θεά των όφεων, των περιστεριών ή των Μηκώνων. Η θεά εμφανίζεται επίσης σε πολεμικές παραστάσεις με ξίφος και ασπίδα και άλλες φορές σε θαλασσινό ταξίδι. Γνωστό εικονιστικό θέμα αποτελεί επίσης η μητέρα – θεά κουροτρόφος.
Τα διάφορα σύμβολα της θεάς συμβολίζουν τις διαφορετικές της ιδιότητες. Έτσι τα φίδια μαρτυρούν το χθόνιο χαρακτήρα της, τα περιστέρια είναι το σύμβολο του ουράνιου πεδίου και οι υπνοφόρες παπαρούνες τα σύμβολα της μητρικής θεάς, που κατευνάζει τα νήπια. Κατά μία ερμηνεία οι διάφορες εκφάνσεις της Μινωικής θρησκείας συντείνουν στο μονοθεϊσμό. Τα πρώτα πλήρως διαμορφωμένα στοιχεία της Μινωικής θρησκείας εμφανίζονται ήδη κατά τη διάρκεια της Προανακτορικής περιόδου. Μετά την κατάρρευση του Μινωικού πολιτισμού η Μινωική θρησκεία επηρέασε τη Μυκηναϊκή και στη συνέχεια τη θρησκεία της Αρχαιότητας.
Οι επιβιώσεις της φαίνονται σε μερικά ονόματα θεοτήτων της βλάστησης, που είναι προελληνικά, όπως Δίκτυννα, Βριτόμαρτυς, Αριάδνη και Υάκινθος. Πολλά από τα σύμβολα της Μινωικής θεάς συνοδεύουν γυναικείες θεότητες των αρχαίων χρόνων. Η Αθηνά, η θεά του πολέμου, απεικονίζεται με όπλα, η Ειλείθυια σχετίζεται με τον τοκετό, η Άρτεμις είναι η θεά των θηρίων, η Αφροδίτη συμβολίζεται με τα περιστέρια, η Δήμητρα με τους Μήκωνες, ενώ τα λιοντάρια συναντώνται στη λατρεία της Κυβέλης.
Ειδικά στη θρησκεία της Μικράς Ασίας βρίσκονται θεότητες που αντιστοιχούν στη Μινωική θεά, όπως μία πολεμική θεά των Χετταίων, που είχε για σύμβολά της τον πάνθηρα, το λιοντάρι αλλά και το περιστέρι. Αντίθετα με τις γυναικείες θεότητες, οι άνδρες θεοί του μεταγενέστερου Ελληνικού δωδεκαθέου, δεν ανταποκρίνονται στους συμβολισμούς του Μινωικού κόσμου. Αυτό δείχνει ότι το πάνθεον της Ελληνικής Αρχαιότητας αποτελείτο μάλλον από άρρενες θεούς Ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, που αναμίχθηκαν με το προελληνικό στοιχείο των γυναικείων θεοτήτων.
Οι Ιερείς με τους Κροσσωτούς Χιτώνες
Οι ιερείς με τους Κροσσωτούς Χιτώνες, που απεικονίζονται κυρίως σε σφραγίδες, είναι ίσως οι μόνοι εκπρόσωποι του ανδρικού φύλου σε Μινωικές θρησκευτικές παραστάσεις. Η ιερατική ιδιότητα των μορφών αυτών φαίνεται βέβαιη, εφόσον εμφανίζονται μαζί με διάφορα θρησκευτικά σύμβολα, όπως το περιστέρι, το δελφίνι και ο γρύπας. Κατά τον Evans οι μορφές αυτές ήταν απεικονίσεις ιερέων, ενώ μερικοί από αυτούς ίσως παρίσταναν το βασιλιά – αρχιερέα.
Το ένδυμά τους αποτελούνταν από ένα μακρύ ύφασμα με κρόσσια, που τυλιγόταν πολλές φορές γύρω από το σώμα. Αυτό το ύφασμα φοριόταν επάνω από ένα φόρεμα που έπεφτε από τους ώμους σχηματίζοντας κοντά μανίκια. Ίσως αυτά τα υφάσματα δένονταν σε διάφορα σημεία, σχηματίζοντας τους ιερούς κόμπους, που είναι γνωστοί και από τη θρησκευτική εικονογραφία της Μέσης Ανατολής. Στο Αιγαίο, κροσσωτά ενδύματα φοριόνταν και από άνδρες και από γυναίκες, αλλά τα τυλιγμένα μονοκόμματα υφάσματα φοριόνταν αποκλειστικά από άνδρες.
Δύο άλλες εικονογραφικές παραλλαγές του ιερέα με τον κροσσωτό χιτώνα προέρχονται από τη σφραγιστική τέχνη. Στη μία, η μορφή κρατάει ένα τόξο και στην άλλη έναν πέλεκυ. Μερικές φορές κρατούν τους λεγόμενους συριακούς τελετουργικούς πελέκεις που -όπως και ο κροσσωτός χιτώνας- προέρχονταν μάλλον από την Ανατολή. Η παρουσία των σφραγίδων αυτών σταματάει το διάστημα της Μυκηναϊκής κυριαρχίας.
Από την εποχή αυτή και μετά συναντώνται ανδρικές μορφές με κροσσωτούς χιτώνες μόνο στη ζωγραφική, πράγμα που δείχνει ότι οι Μινωίτες ιερείς συνέχιζαν με παρόμοιο τρόπο το έργο τους και υπό την Μυκηναϊκή ηγεμονία Στην τοιχογραφία από την Κνωσό οι ιερείς εμφανίζονται με αυτό το είδος του χιτώνα. Και εδώ τυλιγόταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως τα ενδύματα των παραστάσεων στις σφραγίδες. Η παράσταση αυτή επιβεβαιώνει ότι ο κροσσωτός χιτώνας ήταν μάλλον το ένδυμα μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας και όχι το ένδυμα μιας ηγετικής φυσιογνωμίας.
Πορτραίτα Ιερέων
Tα μέλη του ιερατείου που μεσολαβούσαν μεταξύ των θεϊκών δυνάμεων και της κοινότητας ήταν πρόσωπα με αυξημένο κοινωνικό κύρος. Οι άνδρες ιερείς είναι αναγνωρίσιμοι στις εικονιστικές παραστάσεις από το μακρύ ένδυμα με τις πλάγια υφασμένες ρίγες και τον κροσσωτό χιτώνα, που συναντιέται και σε απεικονίσεις ιερέων της Ανατολής. Oι ίδιες μορφές κρατούν στα χέρια τους πελέκεις και λίθινα δικέφαλα σφυριά που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες. Τέτοια αντικείμενα περιέχονταν στα ιερά θησαυροφυλάκια και αποτελούσαν σύμβολα των αξιωματούχων του ιερατείου.
Μεταξύ των εμβλημάτων του ιερατείου συγκαταλέγονται υφασμάτινες ταινίες, που συνδέονται μάλλον με το συμβολισμό του ιερού κόμβου. Καθήκοντα του ιερατείου ήταν οι σπονδές και οι θυσίες, η ανάπεμψη ευχών, ο ψαλμός ύμνων και οι εξορκισμοί. Στις εκδηλώσεις, που ήταν μάλλον πολυπληθείς, η φωνή των ιερέων ενισχυόταν με τη χρήση ενός θαλάσσιου Τρίτωνος, που χρησίμευε ως μεγάφωνο.
Η παράσταση μίας σφραγίδας δείχνει μία ιέρεια μπροστά σε βωμό, που φέρνει έναν τρίτωνα κοντά στο στόμα της. Λόγω της χρήσης τους στις τελετές οι τρίτωνες απέκτησαν ιερό συμβολισμό, γι’ αυτό και απεικονίζονται πολύ συχνά σε θρησκευτικές παραστάσεις. Ιερά αγγεία και ρυτά σε σχήμα τρίτωνος, συνήθως με κομμένο το στόμιό τους, βρίσκονται επίσης συχνά στα μινωικά ιερά.
Χώροι Λατρείας σε Νεκροταφεία
Ειδικά διαμορφωμένοι λατρευτικοί χώροι παρατηρούνται συχνά σε νεκροταφεία της Πρωτομινωικής περιόδου. Στην Κουμάσα βρέθηκαν πλακοστρωμένοι χώροι ανάμεσα στους τάφους, που ερμηνεύτηκαν ως χώροι λατρευτικών τελετών. Στις πλακοστρωμένες αυλές των τάφων εντοπίστηκαν κατασκευές που μοιάζουν με βωμούς. Τέτοιες κατασκευές έχουν παρατηρηθεί κυρίως στην κοιλάδα της Μεσαράς και στο Mόχλο. Εκτός Κρήτης έχουν βρεθεί στις Λακκούδες της Νάξου. Η χρονολόγηση αυτών των κατασκευών δεν είναι σίγουρη.
Μπορεί να προέρχονται από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού, όπου χρονολογούνται τα ταφικά μνημεία, αλλά μπορεί να είναι και μεταγενέστερες προσθήκες. Oι τελετουργίες στα νεκροταφεία συνδυάζονταν μάλλον με την ταφή σημαντικών ατόμων. Τέτοιοι χώροι δεν εμφανίζονται σε όλη την Κρήτη. Από τις Αρχάνες, για παράδειγμα, αν και εκεί το νεκροταφείο είναι εκτεταμένο, λείπουν εντελώς.
Πομπές
Πομπές ιερέων, μουσικών και άλλων προσώπων που σχετίζονται με τη λατρεία απεικονίζονται σε πολλές παραστάσεις. Οι ιερείς παρέλαυναν κρατώντας σπονδικά αγγεία, όπως φαίνεται σε ένα λίθινο ανάγλυφο από την Κνωσό. Οι πομπές κατευθύνονταν στο ναό ή σε κάποιον άλλο ιερό χώρο, όπου γίνονταν δεκτές από τη θεά. Mία τέτοια διαδρομή απεικονίζεται στο διάδρομο της τοιχογραφίας της πομπής, όπου νέοι από το προσωπικό του ιερατείου μεταφέρουν πολύτιμα αγγεία και ρυτά. Στα μέλη της πομπής ανήκουν και κάποιες μορφές με μακριά ενδύματα, πιθανώς μουσικοί, ενώ μία ιέρεια υποδύεται τη θεά.
Οι θρησκευτικές πομπές, που λάμβαναν χώρα μάλλον σε τακτά διαστήματα, ήταν και μία ευκαιρία επίδειξης των πολύτιμων ιερών σκευών στο πλήθος, τα οποία όλο το υπόλοιπο διάστημα ήταν προσιτά μόνο στους ιερείς. Έτσι η πομπή ήταν ένας συνδυασμός προσφοράς προς τη θεότητα και επίδειξης κύρους. Μερικά από τα μέλη της πομπής δε μετέφεραν δώρα, αλλά προσεύχονταν προτείνοντας τα χέρια.
Οι πομπές αυτές περιλάμβαναν κάποιες φορές και την περιφορά ενός ξόανου της θεάς ή ενός προσώπου, που την υποδυόταν. Η περιφορά ξύλινου ειδώλου των θεοτήτων από ναό σε ναό και από πόλη σε πόλη ήταν ένα θρησκευτικό έθιμο γνωστό και από την Αίγυπτο. Η διαδικασία αυτή συμβόλιζε την επίσκεψη της θεότητας. Oι θρησκευτικές πομπές ίσως λάμβαναν χώρα στους ειδικά σχεδιασμένους πομπικούς διαδρόμους των ανακτόρων, που βρίσκονταν σε ψηλότερο επίπεδο.
Η περιφορά του ξόανου γινόταν και στη θάλασσα, όπως γνωρίζουμε επίσης από Αιγυπτιακές παραστάσεις. Μερικές φορές στο φορείο της θεότητας δινόταν το σχήμα ενός πλοίου. Το μοτίβο αυτό πλησιάζει θεματικά τις παραστάσεις του θεού του ήλιου σε σφραγιδοκυλίνδρους της Μεσοποταμίας. Σε ένα χρυσό σφραγιστικό δακτυλίδι από το Μόχλο, η θεά απεικονίζεται σε θαλασσινό ταξίδι, ενώ επάνω στο καράβι διακρίνεται και ένα δέντρο. Πρόκειται για το ιερό δέντρο, που συμβολίζει την επερχόμενη και απερχόμενη βλάστηση.
Στο λεγόμενο δακτυλίδι του Μίνωα απεικονίζεται ένα παραθαλάσσιο ιερό ή νησίδες με ιερά δέντρα και η θεά να κωπηλατεί σε πλοίο μεταξύ τους. Υπάρχει ένας συσχετισμός μεταξύ σχημάτων και συμβόλων. Οι παραστάσεις απαγωγής και τα θαλασσινά ταξίδια είναι ένα συχνό εικονιστικό θέμα σε Κρητομυκηναϊκά σφραγιστικά δακτυλίδια, έτσι ώστε να υποθέτουμε την ύπαρξη μυθολογικών κύκλων.
Κάποιες λατρευτικές πομπές συνδέονται με την αγροτική λατρεία. Μία τέτοια πομπή απεικονίζεται στο ρυτό της Αγίας Τριάδος. Η πομπή σε αυτή την παράσταση αποτελείται από θεριστές, που περπατούν σε ζεύγη υπό την μουσική υπόκρουση ενός σείστρου. Θεωρείται βέβαιο ότι η μουσική συνόδευε έναν ύμνο προς τη θεότητα και ότι η τελετή αποσκοπούσε στην ευλογία της συγκομιδής.
Τελετουργίες
Ο σκοπός των θρησκευτικών τελετών ήταν η δημόσια ευχαριστία της θεάς με προσφορές, προκειμένου να διατηρηθεί η ευημερία της κοινότητας. Κατά τη διάρκεια των τελετουργιών το ιερατείο και προπάντων οι βασιλείς μπορούσαν να παίξουν το ρόλο της θεότητας. Έτσι εξηγούνται οι πολυάριθμες θρησκευτικές παραστάσεις, όπου ανθρώπινες μορφές δέχονται δώρα από λατρευτές.
– Θεοφάνεια
Mία θεμελιώδης τελετουργία της Μινωικής θρησκείας αποσκοπούσε στη Θεοφάνεια, δηλαδή την εμφάνιση της θεάς στη θρησκευτική κοινότητα. Αυτή η διαδικασία προκαλούνταν μέσω επικλήσεων, ύμνων ή εκστατικού χορού των θνητών. Η σκηνή της Θεοφάνειας είναι πολύ αγαπητή στη Μινωική εικονιστική τέχνη. Σε τέτοιες αναπαραστάσεις, η θεότητα κατεβαίνει από τον ουρανό με κόμη που ανεμίζει ή δέχεται τις ικεσίες των πιστών σε ιερό περίβολο κοντά σε ένα βωμό ή ένα ιερό δέντρο.
Μερικές παραστάσεις δείχνουν την ιέρεια-θεά πάνω σε μία κούνια, στηριγμένη σε δέντρα ή στύλους. Σε ένα πήλινο ομοίωμα από την Αγία Τριάδα η ιέρεια – θεά αιωρείται μεταξύ δύο κιόνων, επάνω στους οποίους κάθονται περιστέρια. H ιέρεια – βασίλισσα περιφερόταν από τους υπηκόους σε φορητό κάθισμα κατά τις εορτές.
Το φορείο είχε έτσι αποκτήσει συμβολική, ιερή σημασία. Ένα πήλινο ομοίωμα φορείου βρέθηκε στην Κνωσό μαζί με άλλα ομοιώματα ιερών αντικειμένων. Έχει εκφραστεί επίσης η άποψη ότι ο αλαβάστρινος θρόνος στο ανάκτορο της Κνωσού ίσως δεν προοριζόταν για το βασιλιά αλλά για την ιέρεια – βασίλισσα, που υποδυόταν τη θεά και περιβαλλόταν από δύο γρύπες. Αυτή η διαπίστωση συντείνει στην εκδοχή του θεοκρατικού χαρακτήρα του Μινωικού πολιτικού συστήματος.
– Τελετουργικός Χορός
Σε πολλές Μινωικές εικονιστικές παραστάσεις εμφανίζονται γυναικείες μορφές σε εκστατικό χορό. Σχεδόν όλες οι μουσικές εκδηλώσεις και οι χοροί έχουν ιερό χαρακτήρα, δεδομένου ότι στις σκηνές αυτές εμφανίζονται θρησκευτικά σύμβολα. Ο χορός προκαλούσε την έκσταση και συνέβαλλε έτσι στον οραματισμό της Θεοφάνειας. Οι τελετουργικοί χοροί λάμβαναν χώρα συχνά σε ιερά άλση. Σε ένα χρυσό σφραγιστικό δακτυλίδι από τα Ισόπατα τέσσερις ιέρειες χορεύουν γυμνόστηθες.
Σε μία καρποδόχη από τη Φαιστό δύο γυναίκες χορεύουν κρατώντας στα χέρια τους άνθη. Ένα πήλινο ομοίωμα από τάφο στον Καμηλάρη αναπαριστά τέσσερις άνδρες σε ιερό κυκλικό χορό. Η ιερότητα της σκηνής υποδηλώνεται εδώ από τα κέρατακαθοσιώσεως, που διακρίνονται στη βάση του ομοιώματος.
– Στάσεις Λατρείας
Πολλά από τα ειδώλια και τις θρησκευτικές σκηνές δείχνουν μία συγκεκριμένη στάση προσευχής. Oι λατρευτές εμφανίζονται μπροστά από το ιερό ή το όραμα της θεάς όρθιοι, με τεντωμένο τον κορμό προς τα πίσω και το ένα χέρι στο κεφάλι. Άλλες στάσεις προσευχής που μαρτυρούνται στις παραστάσεις λατρευτών είναι η ύψωση των χεριών, η έκτασή τους και το μάζεμα στο σώμα. Οι στάσεις αυτές σήμαιναν ικεσία, δέηση και αφιέρωση στη θεότητα και ίσως αντιπροσωπεύουν τις διαδοχικές φάσεις τελετουργικών κινήσεων, κατά τις οποίες τα χέρια εκτείνονται και μαζεύονται.
– Αιματηρές Θυσίες
Προς τιμήν της θεάς θυσιάζονταν μικρά και μεγάλα ζώα. Ένα μοναδικό εύρημα, η ζωγραφιστή λάρνακα της Αγίας Τριάδας, δείχνει σημαντικές λεπτομέρειες της τελετουργίας των θυσιών. Στη μία πλευρά εικονίζεται ένας θυσιασμένος ταύρος δεμένος επάνω σε βωμό. Το αίμα, που τρέχει από το λαιμό του, συλλέγεται σε αγγείο. Άλλα, μικρότερα ζώα περιμένουν να θυσιαστούν, ενώ ένας μουσικός με τον αυλό του συνοδεύει την τελετή. Το αίμα του θυσιασμένου ζώου μεταφέρεται με αγγεία περασμένα σε ξύλο, που κρατάει μία ιέρεια.
Μία άλλη ιέρεια χύνει το αίμα σε ένα μεγαλύτερο κάδο, που βρίσκεται μεταξύ δύο διπλών πελέκεων. H ιερότερη στιγμή της αιματηρής θυσίας συνοδεύεται από μουσική, που παιζόταν με επτάχορδη λύρα. Σε μερικά ιερά, όπως στην οικία του αρχιερέα στην Κνωσό υπήρχε πρόβλεψη για τη συλλογή του αίματος της θυσίας, που κυλούσε στη βάση του βωμού και απομακρυνόταν με αγωγό. Ίσως γινόταν και μετάληψη από το θυσιαστήριο, ενώ τα δέρματα των θυσιασμένων ζώων προσφέρονταν στο ιερό. Υπάρχουν σήμερα σαφείς ενδείξεις ότι στη μινωική Κρήτη τελούνταν ανθρωποθυσίες.
Η σημαντικότερη μαρτυρία προέρχεται από ένα σχετικά πρόσφατο εύρημα από το ιερό κορυφής στα Ανεμοσπήλια κοντά στις Αρχάνες. Σε αυτό το κτήριο βρέθηκε κατά χώραν (in situ) ο σκελετός ενός νέου σκοτωμένου με μαχαίρι, που είχε μάλλον θυσιαστεί λίγο πριν την κατάρρευση του κτηρίου κατά την Μεσομινωική IIIA περίοδο (1750 – 1700 π.Χ.). Η ερμηνεία αυτού του ευρήματος ως στοιχείο ανθρωποθυσίας θεωρήθηκε αρχικά ασυμβίβαστη με το χαρακτήρα της Μινωικής κοινωνίας, η οποία μέχρι τότε θεωρούνταν φιλειρηνική χωρίς ίχνη βιαιοτήτων.
– Αναίμακτες Προσφορές
Ενώ οι αιματηρές θυσίες ήταν αναμφίβολα η υψηλότερη τιμή στη θεότητα, οι προσφορές αντικειμένων ήταν επίσης πολύ διαδεδομένες. Οι προσφορές ομοιωμάτων ζώων συμβόλιζαν και αντικαθιστούσαν τα ζώντα θύματα, ενώ η προσφορά ομοιωμάτων λατρευτών δήλωνε την αφοσίωση του πιστού στο ιερό. Μεγάλη είναι και η ποικιλία ομοιωμάτων αντικειμένων. Ανάμεσα σ’ αυτά συγκαταλέγονται τελετουργικά εξαρτήματα, όπως ιερατικά φορέματα, θρόνοι, βωμοί και φορεία της ιέρειας – θεάς.
Η προσφορά ομοιωμάτων ναών ίσως ήταν ένα υποκατάστατο της έγερσης ιερού. Ένα άλλο πολύ συνηθισμένο είδος ιερών προσφορών ήταν τα αγροτικά προϊόντα, ανάμεσα στα οποία τα πιο συνηθισμένα ήταν το κρασί και το μέλι. Ιδιαίτερα το μέλι μνημονεύεται στα κείμενα των πινακίδων Γραμμικής Β γραφής από την Κνωσό, ως προσφορά στην Ειλείθυια, τη θεά του τοκετού.
– Θυμίαμα
Κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών τελετών γινόταν καύση αρωματικών ουσιών από τους ιερείς. Θυμιατήρια, παρόμοια με αυτό που απεικονίζεται σε τοιχογραφία της Θήρας, βρέθηκαν σε ιερά κτίσματα αλλά και σε τάφους. Ίσως σε συγκεκριμένες τελετές οραματισμού χρησιμοποιόταν και το όπιο για την επίτευξη της ύπνωσης και της έκστασης.
– Μαγεία
Παράλληλα με τις θρησκευτικές τελετές, οι Μινωίτες θα πρέπει να ασχολούνταν και με λαϊκές μαγικές τελετουργίες. Οι Κρητικοί εξορκισμοί εναντίον ασθενειών και άλλων δεινών ήταν γνωστοί μέχρι την Αίγυπτο. Η μαγική ρήση σε ένα κύπελλο από την Κνωσό υποσχόταν την απελευθέρωση μαγικής δύναμης στο αναποδογύρισμά του. Οι εξορκισμοί συνδυάζονταν ίσως με τη χρήση σπάνιων φαρμακευτικών βοτάνων, που συλλέγονταν συστηματικά στην Κρήτη και ήταν φημισμένα μέχρι την Αρχαιότητα.
– Δικταία
Τα Δικταία, σωστότερα η γιορτή του Διός, (η ονομασία «τα Δίκαια», είναι σημερινή), ήταν αφιερωμένα στο μέγιστο Κούρο, δηλαδή το γιο του Κρόνου και της Ρέας, το Δία. Ειδικότερα η γέννηση του ∆ία εορταζόταν την Εαρινή Ισημερία, από τους ιερείς του ∆ία στις πόλεις Λύκτο (σ’ αυτήν ανήκε το Δικταίο άντρο, όπου γεννήθηκε ο Δίας), Πραισό (εκεί υπήρχε ιερό του Δικταίου Δία). Κατά τη διάρκεια της γιορτής, οι νέοι ιερείς μιμούνταν τους Κουρήτες , εκτελώντας θορυβώδεις χορούς, κρατώντας σπαθιά και ασπίδες.
Η ίδια γιορτή επαναλαμβανόταν την ημέρα της φθινοπωρινής Ισημερίας, όπου οι ιερείς αποχαιρετούσαν τη θνήσκουσα φύση. Οι Θρησκευτές καλούσαν το ∆ία να΄ ρθει στο όρος Δίκτη για άλλη μια φορά, επικεφαλής του θιάσου των δαιμόνων Κουρήτων, ως Μέγιστος Κούρος, ενώ ο κορυφαίος του θιάσου υποδύεται το ∆ία. Κούροι λέγονταν οι νέοι (είτε γιατί κούρευαν τα μαλλιά τους είτε γιατί ήσαν «κούροι – κόρες» (κοράσια ) και κουρήτες = οι κουραδιάρηδες (οι βοσκοί, που είχαν την αίγα Αμάλθεια). Στον ύμνο του Δικταίου ∆ιός, οι Θρησκευτές έψαλλαν:
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι
Κρόνιε, παγκρατές γάνους,
βέβακες δαιμόνων αγώμενος.
Δίκταν ές ενιαυτόν έρπε
και γέγαθι μολπά
ταν τοι κρέκομεν πακτίσι
μείξαντες αμ΄ αυλοίσιν,
και στάντες αείδομεν τεόν
αμφί βωμόν ευερκή.
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, Χαίρε μοι
Κρόνιε, παγκρατές γάνους,
βέβακες δαιμόνων αγώμενος
Δίκταν ές ενιαυτόν.
Ωραι Δε βρύον κατήτος
και βροτούς Δίκα κατήχε
άλλα τε θνατ΄ ‘αμφεπε ζω
α φίλολβος Ειρήνα.
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι
Κρόνιε, παγκρατές γάνους,
βέβακες δαιμόνων αγώμενος
Δίκταν ες ενιαυτόν.
Αμών θόρε κ΄ ες δέμνια
και θορ΄ εύποκ΄ ες ποίμνια
κ΄ ες λήϊα καρπών θόρε
κ΄ ες τελεσφόρους αύρας.
Ιώ. Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι
Κρόνιε, παγκρατές γάνους,
βέβακες δαιμόνων αγώμενος
Δίκταν ες ενιαυτόν.
Θόρε κ΄ ες πόληας αμών
κ΄ ες ποντοφόρας νάας
Θόρε κ΄ ες νέους πολείτας
Θόρε κ΄ ες Θέμιν κλειτάν.
– Το Πήλινο Ομοίωμα του Καμηλάρη
Από το θολωτό τάφο του Καμηλάρη προέρχεται ένα πήλινο ομοίωμα, το οποίο χρονολογείται στη Μεσομινωική περίοδο III. Πρόκειται για την πλαστική απεικόνιση μίας θρησκευτικής τελετουργίας που λαμβάνει χώρα σ’ έναν ορθογώνιο κτιστό χώρο με πλάγια ανοίγματα. Ο χώρος αντιπροσωπεύει ίσως ένα ιερό ή την ορθογώνια προέκταση ενός θολωτού τάφου. Στο εσωτερικό του δύο ζεύγη μορφών, που αναπαριστούν ίσως νεκρούς ή θεότητες, δέχονται προσφορές ποτών και εδεσμάτων που τοποθετούνται σε βωμούς μπροστά τους από δύο μορφές.
Ιερά Σύμβολα
Η προβολή της θρησκείας στους ιερούς χώρους, αλλά και σε χώρους ή αντικείμενα κοσμικής χρήσης, γινόταν μέσω μίας σειράς ιερών συμβόλων, τα οποία επαναλαμβάνονταν συχνά είτε ως ρεαλιστικές απεικονίσεις είτε ως αφηρημένα διακοσμητικά θέματα στην τέχνη. Τα κυριότερα από αυτά τα σύμβολα ήταν το ζεύγος των ιερών κεράτων και ο διπλός πέλεκυς, που αποτελούσαν και τα δύο μία έμμεση αναφορά στην ιερότερη τελετουργία της Μινωικής θρησκείας, τη θυσία του ταύρου.
– Ζεύγος Κεράτων
Το ζεύγος των ιερών κεράτων ή κεράτων καθοσιώσεως ήταν το κυριότερο θρησκευτικό σύμβολο της Μινωικής θρησκείας και αποτελούσε αντικείμενο λατρείας. Τα κέρατα συμβόλιζαν μάλλον βουκράνια, δηλαδή τα κεφάλια θυσιασμένων ταύρων που κρέμονταν στα ιερά δένδρα και στους τοίχους των ιερών. Η λατρεία των ταύρων είναι γνωστή από ιερά της Νεολιθικής εποχής στη Μικρά Ασία. Κέρατα καθοσιώσεως διακοσμούσαν συχνά τα βάθρα ιερών, ενώ μερικές φορές απεικονίζονται στην τέχνη ανθρώπινες μορφές, που προσεύχονται μπροστά στα ιερά κέρατα.
Υπάρχουν πολλά ομοιώματα ιερών κεράτων σε πηλό, ασβεστοκονίαμα και πέτρα, που διακοσμούν κοσμικά οικοδομήματα. Ένα τεράστιο ζεύγος τέτοιων κεράτων βρέθηκε κοντά στο νότιο πρόπυλο της Κνωσό κι ένα άλλο στο ανακτορικό συγκρότημα των Αρχανών. Στο μέγαρο Νίρου λατρευτικά κέρατα βρέθηκαν τοποθετημένα σε μία βαθμιδωτή βάση στη νότια πλευρά της αυλής.
– Διπλοί Πέλεκεις
Ανάμεσα στα κυριότερα αρχαιολογικά ευρήματα με θρησκευτική σημασία διακρίνονται οι διπλοί πελέκεις, που είχαν λατρευτική ή αναθηματική χρήση. Ο διπλός πέλεκυς ήταν μάλλον το σύμβολο της θυσίας του ταύρου. Οι λατρευτικοί πελέκεις έχουν μεγάλο μέγεθος. Οι αναθηματικοί είναι μικρών διαστάσεων. Εκτός από τα ανάκτορα και τους οικισμούς, όπως το Νίρου Χάνι, την Αγία Τριάδα, την Τύλισο, τα Γουρνιά, το Παλαίκαστρο, τον Πλάτανο και την Kνωσό, αναθηματικοί πελέκεις βρέθηκαν και σε ιερά σπήλαια, όπως το Αρκαλοχώρι και τα σπήλαια του Ψυχρού και του Σκοτεινού.
Διπλοί πελέκεις απεικονίζονται συχνά σε αγγεία και σφραγίδες μεταξύ ιερών κεράτων, επάνω σε ταυροκεφαλές ή αναρτημένοι σε στειλεούς. Στη λατρευτική σκηνή της σαρκοφάγου της Αγίας Τριάδος διπλοί πελέκεις στέκονται σε στειλεό που καλύπτεται από φύλλα, ενώ στην κορυφή ενός βάθρου βρίσκεται ένα πτηνόμορφο ομοίωμα της θεότητας.
Το σχήμα του διπλού πέλεκυ εμφανίζεται συχνά στην Μινωική εικονογραφία και αγγειογραφία συνοδευόμενο από τον ιερό κόμβο ή από φυτικά διακοσμητικά θέματα. Απεικονίζεται σε ιερά αγγεία και ως χάραγμα στους πεσσούς των ιερών κρυπτών και σε τοίχους των ανακτόρων. Ενδιαφέρουσα είναι η σύνδεση του συμβόλου με τη γλωσσική παράδοση. Το όνομα του πελέκυ στην Καρική γλώσσα είναι λάβρυς, εξηγώντας έτσι το όνομα του ανακτόρου της Κνωσού, λαβύρινθος, που θα σήμαινε το ανάκτορο των διπλών πελέκεων.
Σπανιότερα μαρτυρείται η ύπαρξη ενός τελετουργικού πέλεκυ με δύο ισομεγέθη ανοίγματα. Ο χαρακτηριστικός αυτός τύπος προέρχεται από τη Μέση Ανατολή, όπου συναντάται ως κτέρισμα στους βασιλικούς τάφους της Βύβλου και σε απεικονίσεις θρησκευτικού περιεχομένου. Στην ηπειρωτική Ελλάδα βρέθηκε μόνο ένας παρόμοιος πέλεκυς, στον τάφο του Βαφειού, που χρονολογείται στην Υστεροελλαδική II A περίοδο.
– Ιερός Κόμβος
Ένα από τα μοτίβα με θρησκευτική σημασία ήταν ο ιερός κόμβος, δηλαδή μία λωρίδα υφάσματος που ήταν δεμένη κόμπο περίπου στο μέσο της. Παραστάσεις ιερών κόμβων συναντώνται σε αγγεία και τοιχογραφίες με θρησκευτικά θέματα. Ομοιώματα ιερών κόμβων από ελεφαντοστό και φαγεντιανή βρέθηκαν στην Κνωσό, τη Ζάκρο, αλλά και τις Μυκήνες. Ένα παράδειγμα ιερού κόμβου βρίσκεται στην τοιχογραφία της Παριζιάνας από την Κνωσό.
Το σύμβολο του ιερού κόμβου ίσως συνδέεται και με πρακτικές μαγείας, όπως αυτές εκφράζονται σε άλλους πολιτισμούς. Πιθανός σκοπός αυτών των πρακτικών ήταν το λύσιμο της βασκανίας, η κατοχή του εραστή, η διευκόλυνση του τοκετού, η θεραπεία ασθενειών και η δέσμευση της θεότητας. Προφύλαξη από τα δεινά προσέφερε η χρήση του στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία, όπως είναι γνωστή από τη λατρεία της Ίσιδος και της Ινάνα.
– Όπλα
Ανάμεσα στα άλλα, λιγότερο συχνά θρησκευτικά σύμβολα, βρίσκονταν μέρη του οπλισμού, ειδικά του αμυντικού, όπως η ασπίδα, το κράνος και ο θώρακας. Αυτά τα σύμβολα συνδέονται μάλλον με την πολεμική υπόσταση της θεότητας. Ειδικά το μοτίβο της ασπίδας, στην οποία είχε ίσως αποδοθεί η δύναμη φυλαχτού, επαναλαμβάνεται πολύ συχνά στη Μυκηναϊκή τέχνη. Παραστάσεις κρανών εικονίζονται επάνω σε χάλκινο πέλεκυ, ενώ οι οκτώσχημες ασπίδες εμφανίζονται μαζί με άλλα ιερά σύμβολα.
Οκτώσχημες ασπίδες φτιαγμένες από δέρματα ταύρων διακοσμούσαν το μέγαρο του άνακτα στην Κνωσό. Επίσης, σε ένα σφράγισμα διακρίνεται μία γυναικεία μορφή σε λατρευτική στάση μπροστά σε μία ασπίδα.
– Σταυρός
Ο σταυρός και διάφορες παραλλαγές του, όπως το άστρο, ο αγκυλωτός σταυρός και ο τροχός συναντώνται σε παραστάσεις με θρησκευτικό περιεχόμενο. Μερικές φορές βρίσκονται ανάμεσα σε κέρατα καθοσιώσεως. Ένας λίθινος σταυρός προέρχεται από το ιερό θησαυροφυλάκιο της Κνωσού. Oι σταυροί και τα παρεμφερή σύμβολα ερμηνεύονται ως αστρικά σύμβολα και τα αντικείμενα με παρόμοιες παραστάσεις χρησιμοποιούνταν πιθανότατα ως φυλακτά.
Τέχνες και Τεχνολογία
Ο ιδιότυπος χαρακτήρας και οι πνευματικές αναζητήσεις του Μινωικού πολιτισμού γίνονται περισσότερο σαφείς μέσα από τα έργα τέχνης. Μέσα από την εξέλιξη των τεχνών παρακολουθούνται τα βήματα της τεχνολογίας που από την κατασκευή απλών χρηστικών αντικειμένων φθάνει στο επίπεδο της υψηλής τέχνης. Η λαμπρότητα και η ακτινοβολία της Μινωικής τέχνης ήταν αποτέλεσμα της ακμάζουσας οικονομίας και του εξωτερικού εμπορίου.
Η εισαγωγή πρώτων υλών, χρήσιμων στην τεχνολογία, βοήθησαν στην κατασκευή μίας τεράστιας ποικιλίας εργαλείων, ενώ τα πολυτιμότερα εισηγμένα υλικά, όπως ο χρυσός και το ελεφαντόδοντο, μπορούσαν να εκφράσουν τις εκλεπτυσμένες προτιμήσεις των ανώτερων τάξεων. Η τέχνη της Πρωτομινωικής περιόδου (3000 – 2000 π.Χ.), όπως εκφράζεται κυρίως στη σφραγιδογλυφία, είχε έναν απλό διακοσμητικό χαρακτήρα, όπου κυριαρχούσε ο αφαιρετικός συμβολισμός.
Από τη Μεσομινωική περίοδο όμως η παραστατική τέχνη οδηγήθηκε σταδιακά σε μία φυσιοκρατική έκφραση που απέδιδε τις ανθρώπινες μορφές και τις μορφές του ζωικού και του φυτικού βασιλείου με ρεαλιστικό τρόπο. Ο συνδυασμός του ρεαλισμού, των καλλιτεχνικών συμβάσεων και του αφαιρετικού συμβολισμού δημιούργησε μία μοναδική καλλιτεχνική έκφραση. Οι μορφές και τα διακοσμητικά θέματα αυτής της τέχνης αποδίδονται με χάρη και ζωντάνια, ενώ συχνά μεταφέρεται η κίνηση που κάνει ακόμη και τα πιο απλά διακοσμητικά θέματα να δονούνται από μία κυρίαρχη ζωτική δύναμη.
Οι θεμελιώδεις αρχές της Μινωικής τέχνης, η γλαφυρότητα, η πολυχρωμία και η κίνηση ακολουθούνται και στην αρχιτεκτονική, όπου βρίσκουν την καλύτερη έκφρασή τους κυρίως στο σχεδιασμό των Μινωικών ανακτόρων. Κατά την Ανακτορική περίοδο, οι καλύτερα ειδικευμένοι τεχνίτες εργάζονταν στα βασιλικά εργαστήρια που βρίσκονταν σε ειδικά διαμερίσματα των ανακτόρων. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα από τους χώρους αυτούς βεβαιώνουν την ύπαρξη εργαστηρίων κεραμικής, λιθοτεχνίας, μεταλλοτεχνίας, μικρογλυπτικής και κατεργασίας της φαγεντιανής.
Παράλληλα με τα ανακτορικά λειτουργούσαν και εργαστήρια στις πόλεις και την ύπαιθρο, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη πλανόδιων καλλιτεχνών. Τέχνες όπως η υφαντική και η καλαθοπλεκτική ασκούνταν μάλλον σε οικιακές βιοτεχνίες. Η παραστατική τέχνη είτε αποδίδεται σε μικρές επιφάνειες, όπως στις σφραγίδες, είτε στις μεγάλες επιφάνειες του τοιχογραφικού διακόσμου, αναπτύσσει χαρακτηριστικούς θεματικούς κύκλους, εμπνευσμένους κυρίως από την κοινωνική, την πολιτική και τη θρησκευτική ζωή.
Οι συνθέσεις αυτές, που καταγράφουν με λεπτομέρεια τις συνήθειες αλλά και τις ηθικές αξίες των Μινωιτών, αποτελούν ένα χρήσιμο μέσο ερμηνείας της Μινωικής κοινωνίας. Όσον αφορά στην αισθητική πλευρά του χαρακτήρα της Μινωικής τέχνης καταγράφεται η ζωντάνια, η χάρη και η απόλυτη εναρμόνιση με τη φύση, στοιχεία που αποδίδονται στην ιδιοσυγκρασία των Μινωιτών και στον τρόπο που αντιλαμβάνονταν το περιβάλλον. Από την πλευρά της θεματογραφίας όμως διαπιστώνεται ένας συντηρητισμός που οφείλεται μάλλον στο συγκεντρωτικό και Θεοκρατικό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος.
Τεχνολογίες Ύδρευσης και Αποχέτευσης στην Αρχαία Κρήτη
Η αρχή ότι το παρελθόν αποτελεί το κλειδί για το μέλλον έχει ιδιαίτερη σημασία, όταν αναφέρεται σε αντικείμενα υδατικών πόρων. Αρχαιολογικές και άλλες μαρτυρίες αποκαλύπτουν ότι, κατά τη διάρκεια της μεσομινωϊκής περιόδου, μια πολιτισμική έκρηξη χωρίς προηγούμενο στην ιστορία των αρχαίων πολιτισμών έλαβε χώρα στην νήσο Κρήτη. Αυτό καταδεικνύεται από τις προωθημένες τεχνικές, που εφαρμόστηκαν στη διαχείριση του νερού την περίοδο αυτή. Είναι εντυπωσιακό ότι αυτές οι τεχνικές συναντώνται και σε σύγχρονες επιστημονικές περιοχές των υδατικών πόρων, των υγρών αποβλήτων και της υδρολογίας του υπόγειου νερού.
Πιο συγκεκριμένα αφορούν στα δίκτυα νερού και κυρίως αυτών οικιστικής χρήσης, στην κατασκευή, αξιοποίηση και χρήση επιφανειακών νερών, στα λουτρά και άλλες σχετικές κατασκευές υγιεινής και κάθαρσης, στα συστήματα αποχέτευσης και διάθεσης υγρών αποβλήτων και των νερών της βροχής, στην αποκατάσταση και άρδευση της γεωργικής γης και τέλος, στη χρησιμοποίηση νερού για αναψυχή. Ένα από τα πιο εξέχοντα χαρακτηριστικά του Μινωϊκού πολιτισμού είναι η αρχιτεκτονική των συστημάτων ύδρευσης και των συστημάτων για την αποχέτευση των αποβλήτων και των νερών της βροχής στα ανάκτορα και στις πόλεις της εποχής εκείνης.
Στην δομή των περισσότερων Μινωϊκών ανακτόρων και πόλεων τίποτε δεν είναι πιο αξιοπρόσεκτο από τα πολύπλοκα και πολύ λειτουργικά συστήματα υδροδότησης και αποχέτευσης. Επιπλέον στην ίδια περίοδο υπάρχουν ενδείξεις για τη χρήση υγρών αποβλήτων για την άρδευση γεωργικών καλλιεργειών (ca.3000 – 1100 π.Χ.). Από την αρχαιολογική έρευνα συμπεραίνεται ότι οι Mινωίτες υδρολόγοι και μηχανικοί ήταν γνώστες σε κάποιο βαθμό βασικών αρχών των επιστημών υδατικών πόρων και περιβάλλοντος, δηλαδή πολύ πριν από την καθιέρωσή τους στη σύγχρονη εποχή.
Οι τεχνολογίες αυτές συνεχίστηκαν και βελτιώθηκαν στη διάρκεια των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων και συγχρόνως διαδόθηκαν σ’ άλλες πόλεις της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι στέρνες κι άλλες εγκαταστάσεις υδροδότησης, καθώς και τα λουτρά, ονομαζόμενα και ως ”θέρμες” στην Ελεύθερνα, στα Άπτερα και στην Κίσσαμο. Επίσης, ιδιαίτερης σημασίας είναι οι δεξαμενές υδροδότησης και τα λουτρά στην αρχαία Φαλάσαρνα της Ελληνιστικής περιόδου και μετέπειτα την Ενετική περίοδο. Η σπουδαιότητα των υδραυλικών έργων των Μινωιτών βασίζεται:
α) Στην αρτιότητα των κατασκευών και λειτουργία τους πριν πολλές χιλιετίες
β) Στον πρωτοποριακό χαρακτήρα πολλών τεχνολογιών, όπως είναι οι στέρνες συλλογής όμβριων νερών, τα υδραγωγεία μεταφοράς νερού σε οικιστικές περιοχές και τα αποχετευτικά συστήματα και
γ) Στην μεταφορά αυτών των τεχνολογιών στην κεντρική Ελλάδα και σε άλλες περιοχές του κόσμου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μετέπειτα επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων βασιστήκαν σε τεχνολογίες και πρακτικές των αρχαίων Κρητών. Φορείς της χώρας μας, όπως είναι τα ερευνητικά ιδρύματα, δημόσιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης, καθώς και διάφορες ιδιωτικές εταιρείες που ασχολούνται με σχετικά αντικείμενα, έχουν πολλά να διδαχθούν από τις τεχνολογίες υδατικών πόρων και υγρών αποβλήτων, που οι αρχαίοι Κρητικοί ανέπτυξαν και εφάρμοσαν στους οικισμούς τους.
– Πολιτισμική Έκρηξη
Από τη νεολιθική εποχή, η Κρήτη κατοικήθηκε από διεσπαρμένους πληθυσμούς που ζούσαν εν μέρει σε σπηλιές σε κάποια απόσταση από την ακτή, αλλά και σε οργανωμένους οικισμούς. Αν και πολύ λίγα είναι γνωστά σχετικά με την προέλευση αυτών των πρώτων αποίκων, η ενασχόληση τους με την αγγειοπλαστική και διάφορα χειροποίητα αντικείμενα υποδεικνύουν την καταγωγή τους από την Ανατολία και ενδεχομένως από την Αίγυπτο, παρά από την ηπειρωτική Ελλάδα.
Ο πληθυσμός της Κρήτης ενισχύθηκε στην αρχή της Μινωικής περιόδου, δηλαδή αμέσως μετά από το ca.3 000 π.Χ., με την άφιξη νέων αποίκων, ίσως από τη Μικρά Ασία. Επιπλέον, γλωσσικές και τοπωνυμικές συγγένειες αποτελούν ένδειξη συγγένειας του Κρητικού πληθυσμού με τους Λουβίους, που στη μεσο-και υστερο-Μινωική περίοδο, εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία.
Σημαντική πολιτιστική πρόοδος παρατηρήθηκε στην Κρήτη σε όλη τη διάρκεια της τρίτης και δεύτερης χιλιετίας π.Χ., ενώ μια χωρίς προηγούμενο πολιτιστική και τεχνολογική ανάπτυξη παρατηρήθηκε στη μεσο-Μινωική περίοδο (ca.2 100 – 1 600 π.Χ.), όταν ο πληθυσμός του νησιού στις κεντρικές και νότιες περιοχές αυξήθηκε σημαντικά, αναπτύχθηκαν οικισμοί, οικοδομήθηκαν τα πρώτα ανάκτορα, και γενικότερα αναπτύχθηκε ένας ακμάζων και ομοιόμορφος πολιτισμός.
Μέχρι το τέλος αυτής της περιόδου εξελίχθηκαν οι τέχνες, η τεχνολογία, η βιοτεχνία και το εμπόριο με το νησιωτικό Αιγαίο, την Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή. Στις πρώτες φάσεις της υστερο-Μινωικής περιόδου (ca. 1600 – 1400 π.Χ.), η Κρήτη εμφανίζεται να ευημερεί, όπως μαρτυρούν τα μεγέθη των οικιστικών περιοχών και των κατοικιών, και τα πολυτελή ανάκτορα αυτής της περιόδου. Τα έργα τέχνης, η ανάπτυξη της μεταλλουργίας, η κατασκευή προηγμένων και εξοπλισμένων ανακτόρων και το άριστο οδικό σύστημα, πιστοποιούν την ύπαρξη μιας πλούσιας, ιδιαίτερα καλλιεργημένης, καλά οργανωμένης κοινωνίας και διακυβέρνησης στην Κρήτη.
Η κατάρρευση του Mινωικού πολιτισμού, με την καταστροφή των ανακτόρων τοποθετείται περί το ca.1400 π.Χ. Τα ανάκτορα με εξαίρεση αυτό της Κνωσού δεν ξανακατοικήθηκαν. Μετά την κατάρρευση, οι ηπειρωτικές επιρροές στα ταφικά έθιμα, τον οπλισμό, την αρχιτεκτονική αλλά και την τέχνη και τη γλώσσα δείχνουν πως Μυκηναίοι Έλληνες επικράτησαν στην Κρήτη καθιστώντας το ανάκτορο της Κνωσού σημαντικό κέντρο.
Η σοβαρή και αναδυόμενη «πολιτισμική έκρηξη» από την πρωτο-Μινωική εποχή που παρατηρείται στη συνέχεια, αναφέρεται, σε πολλά πολιτιστικά και επιστημονικά θέματα, τυπικά του καιρού μας, όπως η αρχιτεκτονική, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, ένας κοινωνικά ανθρώπινος, υγιειονολογικός και καλαίσθητος τρόπος ζωής, η πρόοδος στη γεωργία, στη δασοπονία και στη ναυτιλία, η περιβαλλοντική ευαισθησία και προστασία και άλλα. Αυτή η πολιτιστική άνθηση ήταν εντονότερη κατά τη διάρκεια των σχετικά ψυχρών και υγρών περιόδων.
Επιπλέον, δεν είναι τυχαίο ότι υδραυλικά και άλλα τεχνικά έργα σχετιζόμενα με τη διαχείριση λεκανών απορροής, την ανάπτυξη υδατικών πόρων, τα λουτρά και τις τουαλέτες, τα πλυσταριά, τις δεξαμενές αποθήκευσης και διανομής νερού και τα αποχετευτικά δίκτυα, συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης των εκροών των αποβλήτων, έχουν πραγματοποιηθεί με διάφορες μορφές από το ca.3000 π.Χ. και μετά, ( κατά τη πρωτο-Μινωική περίοδο).
Γενικά διαπιστώνεται ότι περίοδοι έντονης κοινωνικής ανάπτυξης και πολιτιστικών εκρήξεων, όπως και τα παραδοσιακά κριτήρια επιλογής των θέσεων εγκατάστασης και ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών, σχετίζονται με τις συνθήκες προστασίας, την καλαισθησία και το περιβάλλον, την επάρκεια τροφών και κυρίως τη διαθεσιμότητα υδατικών πόρων.
Οι τεχνολογίες υδατικών πόρων που αναπτυχθήκαν και εφαρμόστηκαν την Μινωική περίοδο, παρά την διακοπή που παρατηρήθηκε στην εξέλιξη τους στις σκοτεινές περιόδους των φαίνεται ότι ακολούθησαν μια αυξητική πορεία, πράγμα που παρατηρείται στα έργα υδατικών πόρων κυρίως μεγάλης κλίμακας, κατά τη διάρκεια κυρίως της Ελληνιστικής περιόδου. Η εξέλιξη αυτή συνεχίστηκε κατά τη Ρωμαϊκή και την Ενετική περίοδο κατά τις οποίες παρατηρείται η υλοποίηση έργων υδατικών πόρων ακόμη μεγαλύτερης κλίμακας. .
Εδώ περιγράφονται οι σημαντικότερες πρακτικές και τεχνολογίες υδατικών πόρων σε περιόδους Αρχαίων Κρητικών πολιτισμών. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στον Μινωϊκό πολιτισμό, που φαίνεται να αποτελεί την αρχή σχεδιασμού και υλοποίησης έργων κυρίως ύδρευσης, που τεκμηριώνουν ότι οι υδραυλικοί μηχανικοί της περιόδου εκείνης ήταν γνώστες βασικών αρχών της επιστήμης υδατικών πόρων (όπως της ροής υγρών σε κλειστούς και ανοικτούς αγωγούς και του σίφωνος, καθώς ακόμη υδρογεωλογίας και υγειονολογίας). Οι τεχνολογίες αυτές αναπτύχθηκαν περαιτέρω κατά τη διάρκεια των Ελληνιστικών, των Ρωμαϊκών και των Ενετικών περιόδων.
– Η Ανάπτυξη των Τεχνολογιών
Η πολιτιστική ανάπτυξη, που εμφανίστηκε σε διάφορες περιόδους στην Κρήτη, καλύπτει πολλές πτυχές, χαρακτηριστικές του σύγχρονου κόσμου, όπως η αρχιτεκτονική, η τέχνη, η τεχνολογία, η ναυσιπλοΐα, η γεωργία, η δασοπονία και η προστασία του περιβάλλοντος. Από τα αξιολογότερα χαρακτηριστικά του Mινωικού πολιτισμού ήταν κατασκευή και χρήση εγκαταστάσεων υγιεινής, καθώς και συστημάτων ύδρευσης και αποχέτευσης ομβρίων και υγρών αποβλήτων στα ανάκτορα και τις πόλεις, με εξελιγμένη αρχιτεκτονική και υδραυλική λειτουργία.
Ίσως το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του ανακτόρου της Κνωσού είναι τα επιμελημένα συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, που διασχίζουν όλο το εσωτερικό του ανακτόρου. Ενδεικτικές τεχνολογίες, που αναπτυχτήκαν την περίοδο αυτή είναι οι παρακάτω:
– Υδραγωγεία
Από την Μινωϊκή μέχρι την Ενετική περίοδο είναι γνωστά πάνω από 40 υδραγωγεία στην αρχαία Κρήτη. Τα πρώτα υδραγωγεία βρίσκονται στην Μινωϊκή Κρήτη, που πιθανόν είναι τα πρώτα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τέτοια είναι τα υδραγωγεία της Κνωσού, των Μαλίων, της Τυλίσσου και άλλα. Αρκετά υδραγωγεία κατασκευάσθηκαν και λειτούργησαν κατά τη διάρκεια των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών περιόδων.
– Δεξαμενές (Στέρνες) Πέντε στέρνες είναι γνωστές από την μεσο-και υστερο-Μινωική περίοδο (ca.2000- 1200 π.Χ) δύο στον Πύργο Μύρτου και από μια στην κεντρική πλατεία του ανακτόρου της Ζάκρου, στις Αράχνες και στην Οικία Γ. Οι τεχνολογίες αυτές αναπτύχθηκαν από προγενέστερους τύπους όπως αυτός της οικίας στο Χαμαίζι και βελτιώθηκαν περαιτέρω στους μετέπειτα πολιτισμούς και είχαν σημαντική ανάπτυξη, κυρίως στην Ανατολική Κρήτη μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα.
– Πηγάδια Πηγάδια αναπτύχθηκαν επίσης κατά τη Μέσο Μινωϊκή εποχή (ca. 2000 – 1550) στην περιοχή του «ανακτόρου» της Κνωσού. Η χρήση πηγαδιών ήταν πιο εκτεταμένη στην Ανατολική Κρήτη εξαιτίας των περιορισμένων επιφανειακών υδατικών πόρων. Έτσι, σε ανάκτορα και πόλεις, όπως της Ζάκρου, του Παλαιόκαστρου και της Ιτάνου, η χρήση υπόγειου νερού ήταν υποχρεωτική. Οι τεχνολογίες χρήσης υπόγειων νερών συνεχίστηκαν και αναπτύχθηκαν περαιτέρω στους μετέπειτα πολιτισμούς. Αυτή η τεχνολογική ανάπτυξη δημιούργησε μια σημαντική παράδοση σε όλη την Κρήτη με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα η υδατική οικονομία της νήσου να βασίζεται στα υπόγεια νερά.
– Άλλες Εγκαταστάσεις Στους αρχαίους Κρητικούς πολιτισμούς αναπτύχθηκαν επίσης άλλες υδραυλικές εγκαταστάσεις, όπως πήλινοι σωλήνες διαφόρων διατομών και διαστάσεων, ανοικτοί ή κλειστοί, μολύβδινοι αγωγοί διαφόρων διαστάσεων, πέτρινοι αγωγοί σχήματος ανεστραμμένου Π και κτιστοί αγωγοί βαρύτητας, κυρίως σε αποχετευτικά συστήματα.
– Η Υδροδότηση των Μινωικών Οικισμών
Οι συνθήκες υδροδότησης των ανακτόρων και άλλων οικιστικών εγκαταστάσεων, διαφοροποιούνται όχι μόνο ανάλογα με τις χρονικές περιόδους, αλλά και ανάλογα με τις υδρολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής. Έτσι, οι βασικές Μινωικές τεχνολογίες και πρακτικές που εφαρμόζονταν διακρίνονται σε τρεις κυρίως κατηγορίες:
α) Σε περιοχές με σχετικά υψηλά υψόμετρα και έλλειψη υπόγειων υδροφορέων αλλά και άλλων πηγών νερού η υδατική οικονομία βασιζόταν στη συλλογή και αποθήκευση σε υπόγειες δεξαμενές επιφανειακών απορροών τις περιόδους των βροχοπτώσεων. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι χαρακτηριστική η διευθέτηση πλατειών, αυλών και άλλων ανοιχτών χώρων κατάλληλα, ώστε να καθαρίζονται επιμελώς πριν από τη διαδικασία συλλογής με την επιμελή δημιουργία υποτυπωδών αυλάκων συλλογής ή ειδικών πήλινων αγωγών, που όμως δεν επηρεάζουν άλλες λειτουργίες των θεωρούμενων χώρων.
Επίσης, παράπλευρα των δεξαμενών αποθήκευσης κατασκευάζονται αμμοδιυλιστήρια για την επεξεργασία του επιφανειακού νερού πριν από την αποθήκευσή του σε καλαίσθητες, προστατευμένες και πολύ λειτουργικές υπόγειες δεξαμενές. Τέτοιες εγκαταστάσεις παρατηρούνται στη Φαιστό, όπου δεν ήταν διαθέσιμες άλλες πηγές νερού. Σημειώνεται ότι ο καθηγητής Μ. Δέφνερ περιγράφει πήλινες στενόμακρες κατασκευές (υδραυλικά φίλτρα) με μικρές οπές στο ένα άκρο, που πιθανόν χρησιμοποιούνταν ως μικρά διυλιστήρια στις εξόδους του νερού από τα υδραγωγεία.
Η στροβιλώδης ροή του νερού δημιουργεί μικρές σχετικά πιέσεις στα εξωτερικά διάτρητα τοιχώματα εξαιτίας της μεγάλης ταχύτητας ροής. Έτσι, η εκροή απαλλάσσεται από αιρούμενα και διαλυτά στερεά
β) Σε περιοχές με πηγαία νερά η μεταφορά του νερού ύδρευσης σε ανάκτορα και άλλους κατοικήσιμους χώρους δεν γινόταν με κτιστούς αγωγούς όπως στην Ενετοκρατία και αργότερα κατά την Τουρκοκρατία αλλά με πήλινους σωλήνες κατασκευασμένους επιμελώς, ώστε ο ένας να συνδέεται με τον άλλο με ειδική συνθετική ύλη. Οι σωλήνες ήταν σχήματος κωνικού, μήκους 76 εκ. περίπου. Το σχήμα τους διευκόλυνε τη σύνδεση τους και επιδρούσε σημαντικά στη μείωση εναπόθεσης αλάτων στα τοιχώματά τους σε περιπτώσεις νερών με αυξημένο pH.
Τέτοιοι κλειστοί αγωγοί χρησιμοποιήθηκαν στο ανάκτορο της Κνωσού για τη μεταφορά του νερού ύδρευσης αρχικά από την πηγή «Μαυροκόλυμπος» και αργότερα από άλλες γειτονικές πηγές. Επίσης, η ίδια τεχνολογία εφαρμόστηκε στη διανομή του νερού σε ανάκτορα και άλλους κατοικήσιμους χώρους.
γ) Τέλος, σε περιοχές με υπόγειους υδροφορείς, όπως στο ανάκτορο της Ζάκρου και στην πόλη του Παλαιοκάστρου, η τεχνολογία ανόρυξης και άντλησης νερού από πηγάδια φαίνεται να ήταν αρκετά ανεπτυγμένη. Η τεχνολογία που εφαρμοζόταν για την άντληση του νερού των πηγαδιών ήταν επίσης αξιοθαύμαστη.
– Η Χρήση Νερού για Αναψυχή και Δημιουργία Περιβάλλοντος
Οι πρώτες ενδείξεις για χρήση του νερού για αναψυχή αναφέρονται στο Μινωικό πολιτισμό. Οι υδραυλικοί μηχανικοί εκείνης της περιόδου φαίνεται να είχαν αρκετές γνώσεις και αναπτύξει τεχνολογίες χρήσης του νερού για αναψυχή και βελτίωση του περιβάλλοντος. Διάφορα ευρήματα υποδεικνύουν την ύπαρξη στα «ανάκτορα» αυτής της εποχής συντριβανιών, πιδάκων νερού, ιχθυοτροφείων, ενυδρείων και άλλων σχετικών εγκαταστάσεων.
Η πρώτη σοβαρή ένδειξη στην ιστορία των αρχαίων Ελληνικών πολιτισμών χρήσης νερού για αναψυχή, αποτελεί τμήμα αναπαράστασης, που ανακαλύφθηκε στο «Οικία των Τοιχογραφιών» στην Κνωσό και παριστάνει ένα τύπο αναβρυτηρίου ή πίδακα νερού “jet d’ eau”, που εκτίθεται σήμερα στο αρχαιολογικό Μουσείο του Ηρακλείου.
Μια άλλη ένδειξη παρόμοιας χρήσης του νερού αποτελεί η υπόγεια, κυκλικής διαμέτρου (7 m) δεξαμενή που ανακαλύφθηκε στο κεντρικό τμήμα δίπλα (κατά μήκος) του ονομαζόμενου Βασιλικού Διαμερίσματος του «ανακτόρου» της Ζάκρου. Το δωμάτιο που βρίσκεται η δεξαμενή ονομάζεται «Δωμάτιο Δεξαμενής». Για τη χρήση αυτής της δεξαμενής έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες και απόψεις, όπως είναι η χρήση της για κολύμβηση, ως ενυδρείου ή για θρησκευτικές τελετές. Σήμερα πιστεύεται ότι η δεξαμενή αυτή είχε πολλαπλές χρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών αναψυχής.
– Λουτρά και Άλλες Υγειονομικές Εγκαταστάσεις
Στα Μινωικά ανάκτορα αποχετευτικοί αγωγοί των λουτρών δεν ήταν πάντοτε απαραίτητοι, αν και χρήσιμοι. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα ανάκτορα δεν διέθεταν τέτοιους αγωγούς. Παρ’ όλο που η λειτουργικότητα των δωματίων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, ο Έβανς αναγνώρισε στην Κνωσό τρία δωμάτια ως λουτρά. Τα λουτρά και οι δεξαμενές νερού ήταν χώροι απαραίτητοι στους Μινωικούς οικισμούς, χώροι ιεροί για τις καθάρσεις, κάτι παρόμοιο με τα χριστιανικά καθαρτήρια.
Οι δεξαμενές των καθαρμών, ήταν απαραίτητες σ’ όλους τους Μινωικούς οικισμούς, γιατί η Μινωική θρησκεία απαιτούσε από τους πιστούς να ήταν πάντοτε καθαροί (Πλάτων, 1990). Χαρακτηριστικές είναι οι εγκαταστάσεις στο «Καραβάν Σεράι», που βρίσκεται απέναντι από την κυρία είσοδο του ανακτόρου της Κνωσού. Εκεί ήταν πάντοτε διαθέσιμο νερό από το υδραγωγείο της Κνωσού για τον καθαρισμό των επισκεπτών. Εκεί υπήρχε και η λεγόμενη «ιερή κρήνη». Ο βασικός τύπος λουτρών είναι αυτός που βρέθηκε δίπλα στην τραπεζαρία της βασίλισσας του ανακτόρου της Κνωσού.
Αυτός ο τύπος ομοιάζει με τα λουτρά που βρέθηκαν στη Φαιστό και στα Μάλια. Η διαφορά ωστόσο είναι ότι στο δάπεδο του ανακτόρου της Κνωσού δεν ήταν στο κατώτερο επίπεδο. Τμήματα πήλινων αγωγών βρέθηκαν λίγο έξω από την πόρτα του δωματίου. Προφανώς το νερό περνούσε μέσα από ένα μικρό κανάλι στο πάτωμα, που άρχιζε ακριβώς έξω από την πόρτα του λουτρού. Ένας αγωγός κάτω από το πάτωμα συνέδεε το άνοιγμα με τον πήλινο αγωγό κάτω από τη λεκάνη. Η τουαλέτα μπορούσε επίσης να καθαριστεί ακόμη και κατά τη διάρκεια ξηρασίας το καλοκαίρι, είτε από κάποιον άλλο είτε από τον ίδιο τον χρήστη.
Στην Κνωσό υπήρχε και δεύτερη τουαλέτα στο άνω όροφο ακριβώς επάνω από το δωμάτιο του λίθινου θρόνου στην ΝΔ γωνία του ανακτόρου. Τουαλέτες παρόμοιας χρήσης με αυτές της Κνωσού, υπήρχαν στη Φαιστό, στα Μάλια, καθώς και σ’ άλλους οικισμούς. Μια κατοικία στην περιοχή του ανακτόρου των Μαλίων έχει κάθισμα τουαλέτας σε σχεδόν άριστη κατάσταση, αφού είχε κατασκευαστεί από συμπαγή πέτρα, όπως αυτό του ανακτόρου της Κνωσού. Αυτό το πέτρινο κάθισμα είχε διαστάσεις 68,60 – 45,70 cm πλάτος και 35 – 38 cm ύψος από το δάπεδο.
Έχει κτιστεί ακριβώς απέναντι από έναν εξωτερικό τοίχο, διά μέσου του οποίου περνάει ένας ευρύχωρος αποχετευτικός αγωγός. Στην Κνωσό είναι προφανές ότι η χρήση του ήταν για κάθισμα και όχι για στήριγμα. Επιπλέον, μοιάζει περισσότερο με τις Αιγυπτιακές τουαλέτες παρά με αυτές «Τουρκικού τύπου» που βρέθηκαν στα ανάκτορα του Mari στον Ευφράτη. Μια παρόμοια τουαλέτα έχει ανακαλυφθεί στη δυτική πλευρά του λεγομένου «διαμερίσματος της βασίλισσας» στη Φαιστό, που συνδεόταν με έναν μικρό αποχετευτικό αγωγό, μέρος του οποίου υπάρχει ακόμη.
Ένας άλλος αγωγός τουαλέτας είχε ανακαλυφθεί στο σπίτι Γ, στην Τύλισο. Παρόμοιες εγκαταστάσεις έχουν αναφερθεί σε άλλες περιοχές της Μινωικής Κρήτης. Ορισμένες ημέρες του χρόνου, όπως προαναφέρθηκε, αγωγοί αποχέτευσης και τουαλετών στο ανάκτορο του Μίνωα πρέπει να καθαρίζονταν επαρκώς με νερό της βροχής που συλλεγόνταν σε δεξαμενές αποθήκευσης. Στην πραγματικότητα ο Εβανς παρατήρησε ότι στη μία άκρη του καθίσματος υπήρχε αρκετός χώρος για την τοποθέτηση μιας μεγάλης κανάτας.
Με αυτά τα δεδομένα συμπέρανε με φανερή ικανοποίηση ότι συστήματα αποχέτευσης και άλλες υγειονολογικές εγκαταστάσεις όπως αυτά που υπήρχαν στην Κνωσό δεν διαθέτουν πολλά έθνη ακόμη και στις μέρες μας, δηλαδή μετά ca 4.000 έτη. Οι λουτήρες στα λουτρά της Μινωικής Κρήτης πρέπει να γέμιζαν και να άδειαζαν με το χέρι. Ωστόσο, ένας ποδολουτήρας από το «Καραβαν-σεράι», στο νότιο μέρος του ανακτόρου της Κνωσού, γέμιζε με νερό από σωλήνα του συστήματος υδροδότησης και η υπερχείλισή του αποχετευόταν με άλλο αγωγό. Επιπλέον, πολλοί από τους χαρακτηριζόμενους ως λουτήρες ίσως να είχαν άλλες χρήσεις όπως η αποθήκευση ρουχισμού.
Οι Πλάτων (1974) και Graham (1987) αναφέρουν ότι οι καθαρτήριες δεξαμενές χρησιμοποιούνταν για τον καθαρισμό του σώματος, και συμβολικά της ψυχής. Τα περισσότερα λουτρά της Μινωικής περιόδου συνδέονταν με ανεξάρτητα εξωτερικά σηπτικά συστήματα, μια πρακτική ενδεικτική της προηγμένης διαχείρισης των υδατικών πόρων και του περιβάλλοντος εκείνης της περιόδου.
– Συστήματα Αποχέτευσης
Ένα από τα αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά του Μινωικού πολιτισμού ήταν η αρχιτεκτονική και η υδραυλική λειτουργία των αποχετευτικών συστημάτων στα ανάκτορα και άλλους οικισμούς. Από το σύνολο των υποδομών του Μινωικού ανάκτορου στην Κνωσό τίποτε δεν είναι πιο αξιοσημείωτο από τα περίπλοκα αλλά πολύ λειτουργικά αποχετευτικά συστήματα, που διέρχονται διά μέσου των δημοτικών εγκαταστάσεων των πόλεων και των γειτονικών συνοικιών τους. Ο Έβανς (1964) και οι MacDonald και Driessen (1988) αναφέρθηκαν στην πορεία αυτών των αγωγών και σχεδίασαν την πιθανή αρχική τους μορφή, με ιδιαίτερη αναφορά στην αρχιτεκτονική τους.
Αυτό το σχέδιο παρέχει στον επισκέπτη ένα βασικό προσανατολισμό της τοποθεσίας και τον βοηθάει να έχει πλήρη αντίληψη του όλου δικτύου. Το συνολικό μήκος του αποχετευτικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών και δευτερευόντων αγωγών του, υπερβαίνει τα 150m. Το μικρό μέγεθος των αγωγών σε ορισμένα τμήματά του, οι κλίσεις και οι γωνίες εμποδίζουν τη λεπτομερή διερεύνηση του δικτύου.
Από ένα μέρος του κεντρικού διοικητηρίου του ανακτόρου του Μίνωα, το επιφανειακό νερό συλλεγόταν από ένα πολύ μεγάλο σε χωρητικότητα υπόγειο τούνελ, κτισμένο από πέτρα, το οποίο διερχόταν κάτω από τον διάδρομο που οδηγούσε στη βόρεια είσοδο και μέσα στο οποίο αποχετεύονταν τα υγρά απόβλητα από διάφορες συνοικίες. Το πιο εξερευνημένο μέρος του αποχετευτικού συστήματος του ανακτόρου είναι το τμήμα που διερχόταν υπόγεια των συνοικιών, το οποίο σχημάτιζε ένα μεγάλο κύκλο, με το υψηλότερο σημείο του τοποθετημένο κάτω από τη δεξαμενή αποθήκευσης, δίπλα στη μεγάλη σκάλα, ανατολικά του ανακτόρου.
Τουαλέτες, όπως αυτές που αναφέρονται παραπάνω, πιθανόν να καθαρίζονταν ακόμη και με το νερό της βροχής. Κατακόρυφοι σωλήνες συνέλλεγαν νερό από την ταράτσα και το διαμοίραζαν κατά πάσα πιθανότητα στις τουαλέτες των τελευταίων πατωμάτων. Οι αγωγοί, κτισμένοι με κατεργασμένες πέτρες, ήταν αρκετά μεγάλοι, ώστε να είναι δυνατός ο καθαρισμός και η συντήρησή τους. Στην πραγματικότητα υπήρχαν μικρά ανοίγματα γι’ αυτό το σκοπό. Ανοίγματα των αγωγών βοηθούσαν στην εξαέρωση τους.
Γενικά οι υδραυλικές εγκαταστάσεις και ειδικά οι αγωγοί αποχέτευσης και μεταφοράς νερού στις Μινωικές πόλεις ήταν σχεδιασμένοι «τέλεια». Είναι αποδεδειγμένο ότι σε πολλές πόλεις τα αποχετευτικά συστήματα, καλυμμένα με πέτρα ή κτισμένα από μάρμαρο, αποχέτευαν τα υγρά απόβλητα μαζί με τα νερά της βροχής. Επίσης, νερό της βροχής συλλεγόταν από οροφές κτιρίων σε δεξαμενές αποθήκευσης και χρησιμοποιούνταν για να καθαρίζουν αγωγούς αποχέτευσης και τουαλέτες.
Τέλος, στη βίλα της Αγίας Τριάδας ανακαλύφθηκε το πιο προωθημένο αποχετευτικό σύστημα, τόσο των υγρών αστικών αποβλήτων όσο και των ομβρίων νερών σε ολόκληρη την ιστορία του Μινωικού πολιτισμού. Στις αρχές το 20ού αιώνα, αναφέρεται ότι ο συγγραφέας Angelo Mosso επισκέφθηκε τον οικισμό αυτόν κατά τη διάρκεια μιας έντονης νεροποντής και παρατήρησε ότι το όλο αποχετευτικό σύστημα λειτουργούσε τέλεια εξαιτίας της υδροδυναμικής προώθησης που δημιουργείται από την υψομετρική διαφορά και το σχήμα του αγωγού.
Ο Mosso, που ήταν επίσης διάσημος υγιειονολόγος επιστήμονας, κατέγραψε το περιστατικό αναφέροντας ότι: «Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλη περίπτωση αποχετευτικού συστήματος ομβρίων νερών, που να λειτουργεί 4000 χρόνια μετά την κατασκευή του». Ο αμερικάνος Gray (1940), που μεταφέρει την ιστορία συμπληρώνει: «Ίσως μπορεί να μας επιτραπεί να αμφιβάλλουμε αν τα σύγχρονα αποχετευτικά συστήματα θα λειτουργούν σε χίλια έστω χρόνια».
Επομένως, οι Μινωίτες υδραυλικοί σχεδίαζαν και υλοποιούσαν έργα που λειτουργούσαν για πολλούς αιώνες, σε αντίθεση με τους σημερινούς που η λειτουργία ενός έργου για 40 – 50 έτη θεωρείται ικανοποιητική. Εξελιγμένα αποχετευτικά συστήματα υπήρχαν και σε άλλες Μινωικές πόλεις και ανάκτορα, όπως σε αυτά της Φαιστού και της Ζάκρου. Το αποχετευτικό σύστημα της Ζάκρου ήταν αρκετά πυκνό και υψηλών προδιαγραφών.
Όπως στην Κνωσό, έτσι και στη Ζάκρο οι κύριοι αποχετευτικοί αγωγοί ήταν πέτρινοι και αρκετά μεγάλης διατομής ώστε να επιτρέπουν τη διάβαση για τον καθαρισμό και τη συντήρησή τους. Οι μικρότερης διατομής αγωγοί ήταν κεραμικοί. Υπάρχουν ενδείξεις ότι το σύστημα δεν ήταν αποτελεσματικό σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων, παρόλο που η θέση της περιοχής, σε μια φυσική κλίση, είναι ευνοϊκή για την αποχέτευση των νερών της βροχής.
Οι έξοδοι των συστημάτων αποχέτευσης ανακτόρων και πόλεων, όπως στην Κνωσό, στη Φαιστό και στα Μάλια φαίνεται να είναι παρόμοιες. Οι περιοχές διάθεσης των αποβλήτων στα ανάκτορα Κνωσού και Ζάκρου ήταν στο χείμαρρο Καίρατο και στη θάλασσα, αντίστοιχα. Στο ανάκτορο της Φαιστού, αναφέρονται οι πρώτες δεξαμενές συλλογής, αποθήκευσης και επαναχρησιμοποίησης ομβρίων νερών. Παρόμοιες τεχνικές αποχέτευσης και συλλογής ομβρίων αναφέρονται και σε άλλες πόλεις και ανάκτορα της Μινωϊκής Κρήτης.
Χαρακτηριστική είναι μια ορθογώνια δεξαμενή αποθήκευσης ομβρίων (διαστάσεων 1,6 × 2,0 × 6,0 m³) στην Αγία Τριάδα. Από αυτή τη δεξαμενή το νερό χρησιμοποιούνταν πιθανώς για πλύση ή άλλες οικιακές χρήσεις. Επίσης, υπάρχουν ενδείξεις ότι στο ανάκτορο της Φαιστού και στη βίλα της Αγίας Τριάδας, εκτός από τη χρήση ομβρίων, γινόταν διάθεση εκροών αστικών υγρών αποβλήτων σε γεωργικές εκτάσεις. Όπως είναι γνωστό, η Κρήτη δεν έχει πλούσιο υδατικό δυναμικό, ενώ αρκετές περίοδοι του Μινωϊκού πολιτισμού πρέπει να χαρακτηρίζονταν από σοβαρή λειψυδρία.
Κατά συνέπεια, η επαναχρησιμοποίηση νερού ήταν μια ανάγκη. Έτσι, φαίνεται ότι νερό λουτρών μπορούσε να επαναχρησιμοποιηθεί για άρδευση κήπων και γεωργικών εκτάσεων. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι τη Μινωική εποχή η γεωργική ανάπτυξη της Κρήτης ήταν αναγκαία προκειμένου να γίνει δυνατή η υποστήριξη της πληθυσμιακής έκρηξης. Στη Νεοανκτορική περίοδο (ca.1750 – 1490 π.Χ.) η πρακτική των αρδεύσεων ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Από τα αρδευτικά συστήματα που αναπτύχθηκαν την εποχή αυτή το πιο γνωστό είναι αυτό που ονομάζεται Λίνιες (από τη λέξη linea = ευθεία γραμμή), που εντοπίστηκε στο οροπέδιο Λασιθίου.
Το οροπέδιο Λασιθίου σίγουρα αρδευόταν από την Μινωική περίοδο. Αυτό συνάγεται συμπερασματικά και από τους Νεολιθικούς και Μινωικούς οικισμούς που βρέθηκαν στην Παπούρα, στον Κάστελο, στην Πλάτη και στο Καρφί καθώς και τα ονομαστά ιερά σπήλαια κορυφής στο Κρόνιον στη Τραπέζα και το Δικταίο Άνδρο στο Ψυχρό. Εκεί τα πολυάριθμα στραγγιστικά κανάλια και αυλάκια άρδευσης διασταυρώνονται και δημιουργούν ένα αξιοπρόσεκτο σχήμα. Αυτή η τεχνική θεωρείται ότι μεταφέρθηκε μεταγενέστερα από τους Μινύες στην Κεντρική Ελλάδα.
Τοιχογραφίες
Οι εσωτερικοί τοίχοι σημαντικών Μινωικών κτηρίων και διαμερισμάτων διακοσμούνταν συχνά με πολύχρωμες ζωγραφικές παραστάσεις, που ήταν φτιαγμένες με την τεχνική της νωπογραφίας. Η διακοσμητική αυτή τέχνη έκανε την εμφάνισή της στο Αιγαίο κατά τη Μεσομινωική περίοδο, οι αρχές της όμως ανάγονται στη μετάβαση από τη Νεολιθική στην Πρωτομινωική εποχή, κατά την οποία παρατηρούνται για πρώτη φορά χρωματιστά κονιάματα.
Τοιχογραφικός διάκοσμος βρέθηκε στα Μινωικά ανάκτορα αλλά και σε μία σειρά από πολυτελείς επαύλεις. Το εικονογραφικό πρόγραμμα των τοιχογραφιών διαμορφωνόταν ανάλογα με τη χρήση των χώρων που διακοσμούσαν. Έτσι, τους τοίχους των ιερών χώρων διακοσμούσαν παραστάσεις θρησκευτικού χαρακτήρα, ενώ σε ιδιωτικούς χώρους επικρατούσαν καθαρά διακοσμητικά θέματα. Η ειδική θεματογραφία και η εκζήτηση στην κατασκευή των τοιχογραφιών πρόβαλλαν το κύρος των ηγεμόνων, των ιδιοκτητών της οικίας ή το κύρος της επίσημης θρησκείας.
Η εικονογράφηση αναπτυσσόταν συχνά σε όλους τους τοίχους των δωματίων, με θέματα που συμπλήρωναν το ένα το άλλο με έναν ιεραρχικό και λειτουργικό τρόπο. Η ανάπτυξή τους προσαρμοζόταν στο χώρο που διακοσμούσαν αναδεικνύοντας έτσι τη διαρρύθμιση και τη λειτουργία του. Τέτοια παραδείγματα αποτελεί η τοιχογραφία των γρυπών στην αίθουσα του θρόνου, η τοιχογραφία της πομπής στον πομπικό διάδρομο του ανακτόρου της Κνωσού και οι τοιχογραφίες της Δυτικής Οικίας στο Ακρωτήρι της Θήρας.
Χρωματιστές ζωγραφικές παραστάσεις παρατηρούνται, εκτός από τις τοιχογραφίες, στη διακόσμηση δαπέδων αλλά και φορητών αντικειμένων, όπως η λίθινη σαρκοφάγος της Αγίας Τριάδας, τα οποία θα πρέπει να φιλοτεχνήθηκαν από τους ίδιους καλλιτέχνες. H τεχνική της τοιχογραφίας χρησιμοποιήθηκε επίσης συχνά για να αποδώσει την επένδυση μαρμάρου σε εσωτερικούς χώρους, εκεί όπου ήταν αδύνατη η κατασκευή πραγματικής ορθομαρμάρωσης.
Η τέχνη της τοιχογραφίας πέρασε από διάφορα τεχνοτροπικά στάδια. Από την απλή δίχρωμη διακόσμηση της Μεσομινωικής I περιόδου (2000 – 1930 π.Χ.), οδηγήθηκε στην πολυχρωμία της Μεσομινωικής II για να καταλήξει σε μία χαρακτηριστική τριχρωμία κόκκινου, μαύρου και λευκού, η οποία είχε μια παράλληλη εξέλιξη με την Καμαραϊκή κεραμική. Στo τελευταίο και πιο ώριμo στάδιό της, κατά τη Νεοανακτορική περίοδο (1700 – 1400 π.Χ.), παγιώθηκε μία τεχνοτροπία που χαρακτηρίζεται από τη συχνή χρήση του κίτρινου και του γαλάζιου χρώματος και από τις παραστάσεις με μορφές και θέματα φυσικού μεγέθους.
Τα διακοσμητικά θέματα των τοιχογραφιών επηρεάζονται ή και πηγάζουν απευθείας από άλλες τέχνες, όπως η κεραμική και η υφαντική. Ιδιαίτερα οι πολλές ομοιότητες του τοιχογραφικού διακόσμου με την Καμαραϊκή κεραμική δείχνουν ότι οι πρώτοι τεχνίτες τοιχογραφιών ίσως να ήταν αγγειογράφοι. Ο τρόπος που απεικονίζονται οι μορφές, τα τοπία και τα συμπληρωματικά θέματα στις τοιχογραφίες φανερώνει Αιγυπτιακές και Συροπαλαιστινιακές επιδράσεις. Ο σχετικά περιορισμένος αριθμός των διαθέσιμων χρωμάτων οδήγησε σε ορισμένες καλλιτεχνικές συμβάσεις που αντλήθηκαν από τις Αιγυπτιακές τοιχογραφίες.
Έτσι, για τη δήλωση του δέρματος των ανθρώπινων μορφών χρησιμοποιήθηκαν το λευκό και το κόκκινο χρώμα, όπου το κόκκινο δήλωνε τις ανδρικές μορφές ενώ το λευκό τις γυναικείες. Η φύση και τα μέσα αυτής της τέχνης, όπου τα θέματα μπορούσαν να εκτυλιχθούν σε μία πολύ μεγαλύτερη επιφάνεια από ότι στα αγγεία και τα έργα της μικροτεχνίας, συντέλεσε στο να αναπτυχθούν μεγάλες, σύνθετες παραστάσεις όπου καταγράφονταν με λεπτομέρεια σκηνές της καθημερινής ζωής και της λατρείας. Έτσι, οι τοιχογραφίες, εκτός από φορείς της υψηλής τέχνης, αποτελούν εξαιρετικά πολύτιμες πηγές πληροφοριών για την καθημερινή ζωή στη μινωική Κρήτη.
– Tell el Daba
Το Tell el Daba, η αρχαία Άβαρις, στη βόρεια παραλία της Αιγύπτου, ήταν η πρωτεύουσα των Υκσώς κατά τη δεύτερη χιλιετία π.X. Σε μία ανοικτή περιοχή της πόλης αυτής βρέθηκαν τοιχογραφίες, οι οποίες θεωρούνται αυθεντικά έργα Μινωιτών τεχνιτών. Στις τοιχογραφίες της Tell el Daba, χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της νωπογραφίας, η οποία ήταν άγνωστη στην Αίγυπτο, αλλά ήταν η κύρια τεχνική που χρησιμοποιούσαν οι καλλιτέχνες της Μινωικής Κρήτης.
Η θεματική αυτών των τοιχογραφιών περιλαμβάνει συχνά το μινωικό έθιμο των ταυροκαθαψίων και η εκτέλεση της εργασίας ανταποκρίνεται απόλυτα σε ανάλογα έργα της Κρήτης. Αν και τα ευρήματα της Tell el Daba δεν έχουν ακόμη ερμηνευτεί με απόλυτη σαφήνεια, οδηγούν ωστόσο ανεπιφύλακτα στην υπόθεση ότι ο τοιχογραφικός διάκοσμος ήταν μία παραγγελία, που δόθηκε από Αιγυπτίους σε Μινωίτες καλλιτέχνες ή ακόμη και από Μινωίτες αποίκους που κατοικούσαν στην πόλη αυτή.
Ελεφαντουργία
Η τέχνη της ελεφαντουργίας ήταν μία από τις σημαντικότερες δραστηριότητες των ανακτορικών βιοτεχνιών. Tο ελεφαντόδοντο εισαγόταν στην Κρήτη από τη Συρία, όπου υπήρχαν άγριοι ελέφαντες μέχρι τον 9ο αιώνα π.X. Η πρώτη ύλη της ελεφαντουργίας ήταν οι χαυλιόδοντες του Συριακού ελέφαντα αν και νεότερες έρευνες απέδειξαν ότι χρησιμοποιήθηκαν σε ευρεία κλίμακα και χαυλιόδοντες ιπποπόταμου.
Όπως δείχνουν οι χαυλιόδοντες που βρέθηκαν σε εργαστηριακούς χώρους των ανακτόρων, το ελεφαντόδοντο εισαγόταν ως ακατέργαστη ύλη, ενώ η κατεργασία της ολοκληρωνόταν στα Κρητικά εργαστήρια. Παράλληλα με την εισαγωγή της πρώτης ύλης εισήχθησαν και έτοιμα ελεφάντινα αντικείμενα από τη Συρία και την Αίγυπτο. Η τεχνοτροπία των πρώτων ελεφάντινων έργων τέχνης επηρεάστηκε από την αντίστοιχη της Συρίας αλλά, σύντομα, δημιουργήθηκε μία καθαρά Μινωική παράδοση με χαρακτηριστική τεχνοτροπία και επιλογή διακοσμητικών θεμάτων.
Η φύση του υλικού, που είναι πολύ μαλακό, επέτρεπε μία λεπτομερή απόδοση ανάγλυφης διακόσμησης. Από ελεφαντόδοντο φτιάχνονταν διάφορα αντικείμενα μικρού μεγέθους όπως σφραγίδες, χάντρες κοσμημάτων, υφαντικά σφονδύλια ή πιόνια επιτραπέζιων παιχνιδιών. Το ελεφαντόδοντο χρησιμοποιήθηκε πολύ και στην κατασκευή πολυτελών ειδών καλλωπισμού, όπως δείχνουν οι ελεφάντινες χτένες και οι λαβές που ανήκαν σε περίτεχνους καθρέπτες.
Το ελεφαντόδοντο χρησιμοποιήθηκε επίσης σε μία συνδυαστική τεχνική, κατά την οποία μικρές διακοσμητικές πλάκες ελεφαντόδοντου τοποθετούνταν σε ειδικά προετοιμασμένα πλαίσια μεταλλικών ή ξύλινων αντικειμένων. Ένα αριστουργηματικό δείγμα αυτής της τεχνικής συναντάμε στο περίφημο ζατρίκιο από το ανάκτορο της Κνωσού, όπου επάνω σε μία ξύλινη πλάκα στερεώθηκαν πλάκες ελεφαντόδοντου διακοσμημένες με κύανο και ασήμι. Η φύση και το σχήμα της πρώτης ύλης έθετε ορισμένους περιορισμούς στην κατασκευή των ελεφάντινων αντικειμένων.
Τα κομμάτια του ελεφαντόδοντου κόβονταν με πριόνι σε μικρότερα κομμάτια που είχαν ένα σχεδόν κυλινδρικό σχήμα. Από αυτό αποσπάζονταν μικρότερες πλάκες ανάλογα με το είδος των αντικειμένων που έπρεπε να κατασκευαστούν. Οι πυξίδες, ένα είδος αγγείου με κάθετα τοιχώματα ήταν το πλέον κατάλληλο για να αποκοπεί από τους χαυλιόδοντες, χωρίς μεγάλο ποσοστό απόρριψης υλικού. Γι’ αυτό ίσως το λόγο οι ελεφάντινες πυξίδες ήταν ένα από τα πιο διαδεδομένα και αγαπητά προϊόντα της Κρητομυκηναϊκής ελεφαντουργίας.
Τα ειδώλια, που είχαν μεγαλύτερο μέγεθος και ελεύθερο σχήμα, όπως ο ελεφάντινος ακροβάτης από την Κνωσό ή μία εκδοχή της θεάς των όφεων με ψηλό στέμμα, κατασκευάζονταν από διαφορετικά τμήματα ελεφαντόδοντου που ενώνονταν με λεπτά καρφιά. Συχνά, οι ανατομικές λεπτομέρειες των ειδωλίων και η διακόσμησή τους αποδίδονταν με επιθέματα φύλλων χρυσού.
Η Κατεργασία της Φαγεντιανής
Φαγεντιανή ονομάζεται μια σύνθετη ύλη που κατασκευάζεται από κονιορτοποιημένο χαλαζία, αμμόλιθο ή πυριτόλιθο και από ένα διάλυμα ανθρακικού νατρίου. Το υγρό μείγμα αυτών των υλικών τοποθετούνταν σε μήτρες και ψηνόταν σε υψηλή θερμοκρασία, περίπου στους 870o C. Κατά την καύση το υλικό στερεοποιούνταν, ενώ το εξωτερικό επίχρισμα έλιωνε, δίνοντας στην επιφάνεια των αντικειμένων μια υπόλευκη, στιλπνή όψη που θύμιζε ελεφαντόδοντο. Για την απόκτηση του έντονου γαλάζιου χρώματος που χαρακτηρίζει την Αιγυπτιακή φαγεντιανή, η επιφάνεια των αντικειμένων καλυπτόταν με ένα διάλυμα από οξείδιο του χαλκού και άμμο και ξαναψηνόταν.
Η φαγεντιανή, λόγω των πρώτων υλών από τις οποίες κατασκευαζόταν, συγχέεται συχνά με την υαλόμαζα και το πραγματικό γυαλί, υλικά τα οποία ήταν επίσης σε χρήση κατά την εποχή του Χαλκού. Αν και η τεχνική κατεργασίας της είναι περισσότερο γνωστή από την Αίγυπτο, όπου ήταν σε χρήση από την τέταρτη χιλιετία, η τέχνη αυτή φαίνεται ότι εισήχθη στην Κρήτη από τη Συρία και τη Μεσοποταμία. Στη Μινωική Κρήτη τα πρώτα δείγματα της τέχνης της φαγεντιανής εμφανίζονται λίγο πριν από το τέλος της Πρωτομινωικής εποχής (3000 – 2000 π.Χ.).
Από φαγεντιανή κατασκευάζονταν χρηστικά αγγεία, τελετουργικά αντικείμενα και ανθρωπόμορφα ή ζωόμορφα ειδώλια. Σημαντική είναι επίσης η χρήση της στην κοσμηματοποιία και τη σφραγιδογλυφία. Από φαγεντιανή κατασκευάζονταν ακόμη χάντρες, περίαπτα και ένα πλήθος από διακοσμητικά πλακίδια διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, άγνωστης χρήσης. Χρησιμοποιούνταν επίσης συχνά και ως ένθετη διακοσμητική ύλη σε αντικείμενα από διαφορετικά υλικά.
Από άποψη τεχνοτροπίας, τα έργα της Μινωικής φαγεντιανής χαρακτηρίζονται από τον έμπειρο χειρισμό της πολυχρωμίας, την εφευρετικότητα και την προτίμηση των φυσιολατρικών θεμάτων, ενώ ορισμένα τεχνολογικά και διακοσμητικά στοιχεία μαρτυρούν ότι στην τέχνη αυτή έγινε μεταφορά από άλλες Μινωικές τέχνες, όπως η λιθοξοΐα και η μεταλλοτεχνία. Η Κνωσός ήταν ένα σημαντικό κέντρο παραγωγής φαγεντιανής κατά τη Μεσομινωική I (2000 – 1550 π.Χ.) περίοδο, ενώ ένα άλλο εργαστήριο εντοπίστηκε στη Ζάκρο την Υστερομινωική Ι περίοδο (1550 – 1450 π.Χ.).
Η τέχνη της φαγεντιανής, όπως και άλλες μορφές της τέχνης που πρωτοεμφανίστηκαν στην Κρήτη, μεταδόθηκε και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ήδη από τη Μέση εποχή του Χαλκού (2000 – 1600 π.Χ.) κατασκευάζονταν στην ηπειρωτική Ελλάδα απλά κοσμήματα, ενώ στα μεγαλύτερα κέντρα του Μυκηναϊκού κόσμου ίσως λειτούργησαν και οργανωμένα εργαστήρια κατεργασίας. Ένα τέτοιο εργαστήριο υπήρχε στις Μυκήνες κατά την περίοδο των λακκοειδών τάφων (1600 – 1500 π.Χ.).
Ευρήματα από φαγεντιανή βρέθηκαν συχνά στην κεντρική Ευρώπη και τα βρετανικά νησιά μαζί με άλλα Μυκηναϊκά προϊόντα. Η καλλιτεχνική τεχνοτροπία και ο τρόπος κατεργασίας αυτών των ευρημάτων θυμίζουν τόσο έντονα τα ανάλογα Αιγαιακά ευρήματα, ώστε να διατυπωθεί πολύ νωρίς το ερώτημα, αν τα ευρήματα αυτά σχετίζονται με τις εμπορικές δραστηριότητες των Μυκηναίων και μάλιστα με την αναζήτηση πρώτων υλών στις χώρες αυτές.
Μινωική Κεραμική
Από όλες τις μορφές τέχνης η κεραμική μπορεί να δείξει καλύτερα τα διαδοχικά στάδια στην εξέλιξη της τεχνολογίας και το καλλιτεχνικό αισθητήριο των Μινωιτών. Στους Μινωικούς οικισμούς, στους τάφους και τα ανάκτορα έχει βρεθεί ένα πλήθος αγγείων και οστράκων που μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τα εξελικτικά στάδια της κεραμικής τέχνης στην Κρήτη.
Κατά την Πρωτομινωική εποχή, το στάδιο δηλαδή που η Κρήτη βγήκε από την απομόνωση της Νεολιθικής, άρχισαν να εμφανίζονται πολλά εργαστήρια σε διάφορες περιοχές του νησιού που δημιούργησαν κεραμικούς ρυθμούς με έντονα τοπικά χαρακτηριστικά. Η πολυμορφία αυτή συνεχίστηκε και στη Μεσομινωική εποχή, όταν δηλαδή ιδρύθηκαν τα πρώτα Μινωικά ανάκτορα. Κατά το διάστημα αυτό, οι υψηλές απαιτήσεις της ανακτορικής κοινωνίας επέτρεψαν τη δημιουργία ανακτορικών εργαστηρίων που μετέτρεψαν την κεραμική παραγωγή σε υψηλή τέχνη.
Η αξία της κεραμικής ξεπέρασε τότε τα όρια του νησιού και τα έργα των Μινωικών κεραμικών εργαστηρίων έγιναν περιζήτητα σε ολόκληρο τον Αιγαιακό χώρο. Δείγματά της εντοπίστηκαν σε παράλιους οικισμούς της ηπειρωτικής Ελλάδας, των Κυκλάδων, της Μικράς Ασίας, αλλά και στην Αίγυπτο, όπου τα προϊόντα μεταφέρονταν ως πολύτιμα δώρα ή ανταλλάσσονταν με τα σπάνια και πολύτιμα υλικά της χώρας του Νείλου. Ο ανακτορικός ρυθμός της Υστερομινωικής εποχής επηρέασε αισθητά τη Μυκηναϊκή κεραμική από την αρχή της εξέλιξής της.
Εκτός από τη μεγάλη καλλιτεχνική της αξία και τις πληροφορίες που παρέχει στον τομέα της τεχνολογίας, η Μινωική κεραμική είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την υποδιαίρεση των Μινωικών περιόδων και τη σχετική χρονολόγηση άλλων ευρημάτων στην Κρήτη και σε άλλες περιοχές του Αιγαίου. Η εισηγμένη Μινωική κεραμική σε άλλες χώρες αποκαλύπτει τις σχέσεις της Κρήτης με την Ανατολή και την Αίγυπτο, επιτρέποντας έτσι χρονολογικές αντιστοιχίες μεταξύ των χωρών ολόκληρου του τότε γνωστού κόσμου.
– Νεολιθική
Η πρωιμότερη κεραμική της Κρήτης τοποθετείται στη Νεολιθική εποχή γύρω στο 6000 π.Χ. Τα κεραμικά ευρήματα αυτής της περιόδου, τα οποία εντυπωσιάζουν με την άρτια τεχνική τους, προέρχονται από οικισμούς αλλά και από σπήλαια που χρησιμοποιούνταν ως κατοικίες. Μία γενική παρατήρηση είναι ότι η Νεολιθική κεραμική της Κρήτης παρέμεινε ανεπηρέαστη από τις ταυτόχρονες εξελίξεις της Στερεάς Ελλάδας. Τα Νεολιθικά αγγεία ήταν χειροποίητα και ψημένα σε χαμηλή θερμοκρασία.
Ο χονδροειδής πηλός είχε προσμίξεις άμμου και χαλικιών που βοηθούσαν στο να ψηθούν τα αγγεία χωρίς να σπάσουν. Η επιφάνειά τους ήταν σκουρόχρωμη και στιλβωμένη με επιμέλεια. Πολύ συχνά εμφανίζεται εγχάραξη της επιφάνειας των αγγείων με ευθύγραμμα διακοσμητικά θέματα ή στίξεις αλλά και διακοσμητικά ανάγλυφα κουμπιά. Η ποικιλία των σχημάτων της πρώιμης και της μέσης Νεολιθικής κεραμικής είναι αρκετά πλούσια και επιτρέπει την αναγνώριση τριών εξελικτικών σταδίων.
Τα κυριότερα από τα σχήματα είναι τα ευρύστομα κύπελλα, μία ποικιλία από κύπελλα με στενό στόμιο και οι λεκάνες. Τα αγγεία της Ύστερης ή Τελικής Νεολιθικής εποχής, όπως μας είναι γνωστά από την Κνωσό, τον Κατσαμπά και το σπήλαιο της Τράπεζας, προαναγγέλλουν με τα σχήματα και τη διακόσμησή τους την εξέλιξη της κεραμικής τεχνολογίας στην εποχή του Χαλκού. Στο τελικό νεολιθικό στρώμα της Φαιστού αλλά και σε μία σειρά από άλλες θέσεις, όπως η Λεβήνα, το Παλαίκαστρο, η Πάρτιρα και τα σπήλαια Ειλειθύιας, Τράπεζας και Πλατυβόλας παρατηρείται μια νέα τάση στην κεραμική.
Τα νέα στοιχεία αυτής της περιόδου είναι η συχνότερη χρήση κλειστών σχημάτων και η εμφάνιση των πρόχων, των δίωτων αγγείων και των μικρών πίθων. Οι παλαιές τεχνικές διακόσμησης συνεχίζονται αλλά τώρα υπερισχύει η λεγόμενη γραμμική στίλβωση, ενώ εμφανίζονται αγγεία που φέρουν κερατοειδείς αποφύσεις. Κατά τη μετάβαση προς την εποχή του Χαλκού τα κεραμικά είδη περνούν από τη στενή σφαίρα της οικιακής κατασκευής στη μαζικότερη εργαστηριακή παραγωγή. Παράλληλα παρατηρείται ραγδαία τεχνολογική πρόοδος και πληθαίνει η κατασκευή κεραμικών σκευών συγκεκριμένης χρήσης.
Ορισμένες εξωτερικές επιδράσεις στην παραγωγή της κεραμικής, που είχαν παρατηρηθεί από την Τελική Νεολιθική περίοδο, εντείνονται περισσότερο και προέρχονται κυρίως από το χώρο των Κυκλάδων, της Μικράς Ασίας και του βορειοανατολικού Αιγαίου. Αυτές οι επιδράσεις αφορούν ωστόσο στα γενικότερα χαρακτηριστικά και τις τάσεις αυτής της εποχής. Ο πλούτος αυτός των εξωτερικών επιδράσεων σε συνδυασμό με την αισθητή αύξηση του αριθμού των οικισμών της Πρωτομινωικής περιόδου οδηγεί στην υπόθεση της μερικής εποίκισης της Κρήτης κατά τη μετάβαση στην εποχή του Χαλκού.
– Πρωτομινωική
Τα αγγεία της Πρωτομινωικής εποχής ήταν κατασκευασμένα από καθαρότερο πηλό και ήταν καλύτερα ψημένα από τα Νεολιθικά. Αρχικά κατασκευάζονταν όπως τα Νεολιθικά, με το χέρι, από την Πρωτομινωική ΙΙ όμως περίοδο άρχισαν να χρησιμοποιούνται περιστρεφόμενες βάσεις. Οι τεχνολογικές καινοτομίες, η ταχεία εξέλιξη των σχημάτων και η επινόηση ιδιόμορφων σκευών που χαρακτηρίζουν την πρωτομινωική κεραμική, δείχνει το πέρασμα από την απλή κατασκευή αγγείων οικιακής χρήσης στη βιοτεχνική παραγωγή.
Τα αγγεία που βρίσκονται σε οικισμούς εμφανίζουν διαφορετικά σχήματα από εκείνα που συναντώνται συνήθως σε τάφους, πράγμα που φανερώνει ότι υπήρχε μάλλον εξειδικευμένη παραγωγή ταφικών κτερισμάτων. Στους τάφους της Πρωτομινωικής εποχής βρίσκεται συνήθως ένας μεγάλος αριθμός από σπασμένα προχυτικά αγγεία και αγγεία πόσης, γεγονός που προδίδει συγκεκριμένα ταφικά έθιμα, τα οποία περιλάμβαναν ίσως συμβολικές προπόσεις και κατέληγαν στη θραύση των αγγείων. Την ίδια εποχή άρχισαν να κατασκευάζονται και οι πήλινες λάρνακες.
Η κεραμική των οικισμών μαρτυρεί μια διαφοροποίηση των εθίμων πόσης και μια συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση για λεπτότεχνα αγγεία. Οι πρωτομινωικοί κεραμικοί ρυθμοί έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά αλλά ταυτόχρονα διακρίνονται σε ποικιλίες με έντονα τοπικά στοιχεία. Οι διάφορες κατηγορίες, μετά από την επιτυχή εισαγωγή τους στην αγορά, εξαπλώνονταν σε ευρύτερα γεωγραφικά διαμερίσματα, ένα φαινόμενο που δείχνει ότι κατά την πρώιμη Χαλκοκρατία είχαν αυξηθεί οι δυνατότητες επικοινωνίας μεταξύ των γεωγραφικών διαμερισμάτων της Κρήτης.
Κατά την αρχή της Πρωτομινωικής περιόδου συνεχίζεται η παραγωγή των τύπων αγγείων της Τελικής Νεολιθικής, ο χτενιστός ρυθμός και ο ρυθμός του Πύργου, κατά τα μέσα της εποχής όμως, παρατηρείται μια ταχεία εξέλιξη των ρυθμών και η παραγωγή νέων τύπων σχημάτων. Τα σφαιρικά σχήματα της εποχής θεωρείται ότι έχουν πρότυπα τους δερμάτινους ασκούς ή τις κολοκύθες, που μπορεί να χρησίμευαν επίσης ως αγγεία πόσης.
Ο ρυθμός του Πύργου είναι μια κατηγορία που είχε μεγάλη διάδοση στη βόρεια και την κεντρική Κρήτη. Η επιφάνεια των αγγείων αυτών ήταν σκουρόχρωμη και είχε ένα απλό επίχρισμα, έντριπτη ή και γραμμική διακόσμηση που κάλυπτε μόνο ορισμένα σημεία των αγγείων. Μια προχειρότερα κατασκευασμένη παραλλαγή του ονομάζεται ρυθμός της Πάρτιρας. Τα συνηθέστερα σχήματα της κατηγορίας αυτής ήταν οι σκύφοι και οι σκύφοι με πόδι.
Η κεραμική του Αγίου Ονουφρίου είναι ένας ρυθμός, με μεγαλύτερη διάδοση στην κεντρική Κρήτη. Η επιφάνεια των αγγείων αυτών ήταν διακοσμημένη με συστάδες γραμμών από ερυθρόχρωμη βαφή και συνηθέστερο σχήμα τους αποτέλεσε η σφαιρική πρόχους. Ο ρυθμός της Λεβήνας, που ήταν διαδεδομένος περισσότερο στη νότια Κρήτη, διακρίνεται από τη λευκή διακόσμηση επάνω σε κοκκινωπό βάθος και παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλία ιδιότυπων σχημάτων.
Κατά την Πρωτομινωική ΙΙ περίοδο παρατηρείται μια αισθητή βελτίωση της ποιότητας της κεραμικής, ενώ έχουν εντοπιστεί καλά οργανωμένα εργαστήρια, όπως αυτό της Μύρτου, όπου βρέθηκαν κεραμικοί δίσκοι περιστροφής. Ένα νέο, χαρακτηριστικό σχήμα της εποχής, υπήρξαν οι λεγόμενες τσαγιέρες, αγγεία με σφαιρικό σώμα και έντονα προεξέχουσα προχοή. Ένας πολύ διαδεδομένος ρυθμός ήταν ο λεγόμενος τεφρός, που φέρει συχνά εγχάρακτη διακόσμηση, και ο ρυθμός της Βασιλικής, μία χαρακτηριστική κατηγορία με κηλιδωτή διακόσμηση.
Ο ρυθμός της Κουμάσας, ο οποίος διακρίνεται από την πλούσια σκουρόχρωμη διακόσμηση, φαίνεται ότι ήταν μια εξέλιξη του ρυθμού του Αγίου Ονουφρίου. Κατά την Πρωτομινωική ΙΙΙ περίοδο τα σχήματα των αγγείων εμφανίζονται ελαφρά διαφοροποιημένα. Στα κύπελλα, η κωνική βάση αντικατέστησε σταδιακά το ψηλό πόδι, ενώ αρκετά διαδεδομένα ήταν τα κύπελλα με σφαιρικά ή ημισφαιρικά τοιχώματα.
Οι ρυθμοί της πρωτομινωικής ΙΙ περιόδου σταδιακά εγκαταλήφθηκαν και επικράτησαν νέοι ρυθμοί, με γραμμικά σκουρόχρωμα σχέδια σε ωχρό πηλό και κυρίως τα αγγεία του λεγόμενου λευκού ρυθμού, τα οποία ήταν καλυμμένα με ένα σκουρόχρωμο επίχρισμα και είχαν παχιά λευκή διακόσμηση. Ο τελευταίος αυτός ρυθμός εμφανίζεται σε όλη την Κρήτη, με μια καθυστέρηση στο ανατολικό τμήμα της και θεωρείται ο πρόδρομος του Καμαραϊκού ρυθμού της Μεσομινωικής περιόδου.
– Μεσομινωική
Η κεραμική της Μεσομινωικής περιόδου αντικατοπτρίζει τις νέες, αυξημένες απαιτήσεις της ανακτορικής κοινωνίας σε ποσότητα και ποιότητα. Ο τρόπος που κατασκευάζονταν και διαδίδονταν τα κεραμικά είδη αυτής της εποχής εξαρτιόταν άμεσα από τη συγκεντρωτική οικονομία της εποχής, κατά την οποία όλα σχεδόν τα προϊόντα αναδιανέμονταν μέσω των ανακτορικών κέντρων. Η αυξημένη σημασία της κεραμικής στην οικονομία αντικατοπτρίζεται στις απεικονίσεις αγγείων σε Μεσομινωικές σφραγίδες, οι οποίες ερμηνεύτηκαν και ως σκηνές από αγγειοπλαστικά εργαστήρια.
Στα ανακτορικά εργαστήρια, όπου αναπτύχθηκαν οι σημαντικότεροι ρυθμοί της Μεσομινωικής κεραμικής εργάζονταν κεραμείς ανταλλάσσοντας ιδέες και καταρρίπτοντας διαρκώς το βαθμό τελειότητας των προϊόντων. Οι ηγέτες των ανακτόρων και οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις φαίνεται ότι προτιμούσαν τα εντυπωσιακά, εξεζητημένα καλλιτεχνήματα, που επιβεβαίωναν το κοινωνικό τους κύρος. Έτσι, υπάρχει μεγάλη διαφορά ποιότητας και εκζήτησης ανάμεσα στα ανακτορικά και τα μη ανακτορικά εργαστήρια.
Στην καλλιτεχνική δημιουργία των τοπικών εργαστηρίων συχνά διακρίνεται η μίμηση της ανακτορικής παραγωγής. Η ταχεία εξέλιξη των κεραμικών ρυθμών και η τυποποίηση ορισμένων προϊόντων χαρακτηρίζουν την κεραμική της περιόδου. Η εκτόξευση της ποιότητάς της σε απροσδόκητα ύψη συνδέεται και με σημαντικές τεχνολογικές καινοτομίες που έλαβαν χώρα αυτή την εποχή. Η εισαγωγή του κεραμικού τροχού στην Κρήτη κατά τη Μεσομινωική IΒ (1930 – 1800 π.Χ) βοήθησε στην παραγωγή περισσότερων και καλύτερης ποιότητας αγγείων.
Η Μεσομινωική κεραμική παρουσιάζει πολλές ιδιομορφίες όχι μόνο ως προς την καλλιτεχνική σύλληψη αλλά και ως προς τη χρηστικότητα των ειδών. Η πληθυσμιακή αύξηση που διαπιστώνεται κατά τη Μέση Χαλκοκρατία οδήγησε σε μαζικότερη παραγωγή κεραμικής και νέες χρήσεις των κεραμικών ειδών. Τα σκεύη χρησιμοποιούνταν όπως και πριν ως μαγειρικά και επιτραπέζια αλλά τώρα κατασκευάζονταν και ειδικά αγγεία κατάλληλα για την αποθήκευση και τη μεταφορά των υγρών αγροτικών προϊόντων.
Κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2000 – 1550 π.Χ.) παρατηρείται εξάλλου συχνότερη χρήση πήλινων λαρνάκων και πίθων για τις ταφές των νεκρών, ενώ άρχισε να εμφανίζεται μία μεγάλη ποικιλία ειδικών σκευών για τελετουργικές χρήσεις. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για τη χρονολόγηση και την κατανόηση του Μεσομινωικού πολιτισμού είναι η αδιαφιλονίκητη παρουσία της Μεσομινωικής κεραμικής σε άλλους πολιτισμούς. Μια σειρά ευρημάτων Καμαραϊκής κεραμικής στην Αίγυπτο αποκαλύπτει τη Μινωική παρουσία στη χώρα του Νείλου κατά τη διάρκεια της 12ης και της 13ης δυναστείας.
Οι πολιτιστικές ανταλλαγές με την Αίγυπτο διαπιστώνονται και από ένα σύνολο Αιγυπτιακών αντικειμένων σε κρητικό έδαφος. Κατά το ίδιο διάστημα παρατηρούνται και στενές επαφές με την Ανατολή, όπως δείχνει η παρουσία Μεσομινωικής κεραμικής στην Ουγκαρίτ. Οι ανταλλαγές αυτές, αν και παρουσιάζουν επιμέρους χρονολογικά προβλήματα, αποδεικνύουν ότι η Μεσομινωική κεραμική ήταν ήδη σε πλήρη άνθηση κατά το 19ο αιώνα π.Χ.
– Καμαραϊκός Ρυθμός
Το χαρακτηριστικότερο και λαμπρότερο παράδειγμα κεραμικής τέχνης κατά τη Μεσομινωική περίοδο αποτελεί η πολύχρωμη Καμαραϊκή κεραμική. Η διακόσμηση αυτού του ρυθμού γινόταν με έντονα χρώματα επάνω στο σκουρόχρωμο επίχρισμα της επιφάνειας των αγγείων. Τα διακοσμητικά θέματα ήταν άλλοτε φυσιοκρατικά και άλλοτε σχεδιαστικά απλουστευμένα. Η διακόσμηση εντασσόταν σε απλές ζώνες ή σε ελεύθερες συνθέσεις που κάλυπταν μια πλευρά ή απλώνονταν σε όλη την επιφάνεια των αγγείων. Πολύ συχνά, στις ελεύθερες αυτές συνθέσεις αναπτύσσονταν δυναμικά θέματα που έδιναν την ψευδαίσθηση του ρυθμού και της κίνησης.
Τα σχήματα των Καμαραϊκών αγγείων είναι γωνιώδη ή ημισφαιρικά. Οι συνηθέστεροι τύποι είναι τα κύπελλα με λαβή, τα άωτα κωνικά κύπελλα, οι σκύφοι και τα γεφυρόστομα αγγεία ή τσαγιέρες. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της Καμαραϊκής κεραμικής είναι τα ασυνήθιστα σχήματα, όπως μία καρποδόχη από τη Φαιστό με ανάγλυφους κάλυκες που φύονται στην εξωτερική επιφάνεια του αγγείου. Στα νέα σχήματα προστίθενται τα τελετουργικά ρυτά σε σχήμα ταυροκεφαλής καθώς και νέοι τύποι λυχναριών.
– Υστερομινωική
Η εξέλιξη της υστερομινωικής κεραμικής επηρεάστηκε βαθιά από τις γενικότερες εξελίξεις της Ύστερης Χαλκοκρατίας. Η πιθανή συγκέντρωση της εξουσίας στην Κνωσό στην αρχή της Υστερομινωικής περιόδου συντέλεσε στην επικράτηση του Κνωσιακού κεραμικού εργαστηρίου που διακινούσε αυτή την εποχή τα προϊόντα του σε όλη τη Μινωική επικράτεια. Το εμπόριο των κεραμικών ειδών διασφαλιζόταν από τη μακρά περίοδο της λεγόμενης Μινωικής ειρήνης που εγγυόταν η ανακτορική πολιτική δύναμη.
Η Ύστερη εποχή του Χαλκού στην Κρήτη σηματοδοτήθηκε από σημαντικές αλλαγές στην κεραμική παράδοση που οφείλονταν εν μέρει σε μια νέα τεχνική παραγωγής. Ο πηλός της εποχής εμφανίζεται καθαρός από προσμίξεις, τα τοιχώματα των αγγείων συμπαγή, η επιφάνεια λεία και στιλπνή, δείχνοντας μια γενικότερη βελτίωση της ποιότητας σε σχέση με τη Μεσομινωική παραγωγή. Τα κεραμικά σκεύη ψήνονταν σε μικρές κτιστές εστίες, σε λιθόκτιστους αψιδωτούς θαλάμους ή ίσως και σε κλιβάνους που διέθεταν αεραγωγούς για την καλύτερη κυκλοφορία του αέρα.
Ανάμεσα στις καινοτομίες της περιόδου σημειώνεται και η χρήση ενός νέου είδους στιλβωμένου επιχρίσματος, που προσέδιδε στην επιφάνεια των αγγείων μια στιλπνή όψη. Η σημαντικότερη όμως αλλαγή σημειώνεται στα χρώματα της διακόσμησης και του βάθους των αγγείων που από ανοικτό σε σκούρο μετατρέπονται σε σκούρο επάνω σε ανοικτό. Η νέα αυτή τεχνοτροπία εξαπλώθηκε ραγδαία και η διάδοσή της έγινε αισθητή τόσο στα ανακτορικά όσο και στα μικρότερα εργαστήρια δίνοντας ώθηση στην επινόηση νέων σχημάτων και διακοσμητικών μοτίβων.
Η θεματική της διακόσμησης των αγγείων αποτελεί εξέλιξη εκείνης της Μεσομινωικής κεραμικής. Από τους ρυθμούς της προηγούμενης περιόδου διαδόθηκε σε ευρεία κλίμακα ο ρυθμός του χελωνίου και ο ρυθμός με τη σκοτεινή διακόσμηση σε ανοικτό βάθος.
– Η Εξέλιξη της Υστερομινωικής Κεραμικής
Η ανακτορική κεραμική της Υστερομινωικής περιόδου (1550 – 1050 π.Χ.) θεωρείται το αποκορύφωμα της Μινωικής κεραμικής και απολάμβανε την εκτίμησή του αγοραστικού κοινού σε όλο το γνωστό κόσμο. Στα διακοσμητικά θέματά της επικρατούσε η περίπλοκη σχεδιαστική σύλληψη και η έντονα φυσιοκρατική τάση. Η νέου τύπου φυσιοκρατία της Υστερομινωικής κεραμικής περιείχε περισσότερα στοιχεία ρεαλισμού από εκείνη της προηγούμενης περιόδου. Συχνά χρησιμοποιήθηκαν περιγράμματα ζώων ή φυτών που δε λειτουργούσαν ως εικονογραφικά θέματα αλλά ως διακοσμητικά στοιχεία.
Στην κεραμική παραγωγή αυτής της περιόδου διακρίνονται δύο κύριοι ρυθμοί, ο βασικός και ο ανακτορικός, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά στα ανακτορικά εργαστήρια. Οι επιμέρους ρυθμοί της ανακτορικής κεραμικής είναι ο θαλάσσιος, ο φυτικός, ο αφηρημένος ή γεωμετρικός και ο εναλλασσόμενος, στον οποίο συνδυάζονταν στοιχεία από τους άλλους τρεις. Μετά τις καταστροφές της Υστερομινωικής ΙΒ (1500 – 1450 π.Χ.) στην Κρήτη, πύκνωσαν οι επαφές με τη Μυκηναϊκή Ελλάδα, δημιουργώντας μια νέα καλλιτεχνική έμπνευση στη Μινωική κεραμική.
Κατά την Υστερομινωική II (1550 – 1380 π.Χ.) περίοδο αναγνωρίζονται αρκετά Ελλαδικά στοιχεία που είναι προϊόντα αυτών των αμφίδρομων πολιτιστικών επιρροών. Χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της περιόδου είναι οι λεγόμενοι πιθαμφορείς του ανακτορικού ρυθμού. Παρά τον πλούτο των διακοσμητικών μέσων, παρατηρείται μία σταθερά αυξανόμενη σχηματοποίηση των θεμάτων που φθάνει στην τυποποίηση της Υστερομινωικής ΙΙΙ (1400 – 1100 π.Χ.) περιόδου.
Οι στενές σχέσεις της Κρήτης με τον Ελλαδικό χώρο κατά την Υστερομινωική IIIΑ-Β (1400 – 1200 π.Χ.) περίοδο εξομοιώνουν την Κρητική κεραμική με τη Μυκηναϊκή, ενώ παράλληλα διακρίνονται και προϊόντα Κρητικών εργαστηρίων με έντονα τοπικά χαρακτηριστικά. Τα σχήματα που επικρατούν είναι οι γνωστές και από την ηπειρωτική Ελλάδα Μυκηναϊκές κύλικες, τα κύπελλα, οισκύφοι, οι κρατήρες.
Οι ψευδόστομοι αμφορείς που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά υγρών προϊόντων εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία σχημάτων και οι μεγαλύτεροι από αυτούς αναγράφουν μερικές φορές διάφορους χαρακτηρισμούς του περιεχομένου τους σε Γραμμική Β γραφή. Τέτοιοι Κρητικοί ενεπίγραφοι αμφορείς βρέθηκαν και σε Μυκηναϊκά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η καταστροφή του ανακτόρου της Κνωσού στην Υστερομινωική ΙΙΙ Α2 (γύρω στα 1400 π.Χ.) περίοδο έφερε μια σύντομη αναστολή στην παραγωγή.
Η γενικότερη δε πολιτισμική τομή της Υστερομινωικής ΙΙΙB (1340 – 1200 π.Χ.) περιόδου, που συνοδεύει την καταστροφή των Μυκηναϊκών ανακτόρων, είναι εμφανής και στη Μινωική κεραμική. Η παραγωγή χαρακτηρίζεται τώρα από μια σαφή αυτονομία ως προς τη Μυκηναϊκή και την αυξανόμενη ενδυνάμωση νέων τοπικών χαρακτηριστικών. Στην κεραμική της Υστερομινωικής ΙΙΙ Β περιόδου διακρίνεται η ανάμιξη πολλών διαφορετικών στοιχείων από τον ευρύτερο Αιγαιακό χώρο.
Δύο νέοι ρυθμοί, ο λιτός και ο πυκνός κάνουν την εμφάνισή τους. Πέρα από την ανάγκη παραγωγής χρηστικής κεραμικής αυτή την εποχή εκδηλώνεται και η ανάγκη κατασκευής λατρευτικών αντικειμένων νέου τύπου, όπως ειδώλια, θυμιατήρια ή τελετουργικές βάσεις στήριξης άλλων σκευών που βρίσκονται συνήθως σε ιερούς χώρους.
– Υπομινωική
Κατά το τελικό στάδιο της εποχής του Χαλκού, την Υπομινωική περίοδο (1050 – 1015 π.Χ.), παρατηρούνται στην κεραμική αρκετά στοιχεία συνέχειας από την προηγούμενη παράδοση αλλά και κοινά στοιχεία με την Υπομυκηναϊκή κεραμική που οφείλονται στην προηγούμενη κοινή τους εξέλιξη. Το κύριο χαρακτηριστικό της κεραμικής αυτής της εποχής είναι η αισθητή πτώση της ποιότητας σε σχέση με τις προηγούμενες περιόδους. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα είναι οι κύλικες, οι κάλαθοι, οι ψευδόστομοι αμφορείς, οι μεγάλου μεγέθους κρατήρες, αλλά και ένα νέο σχήμα, οι πτηνόμορφοι ασκοί.
Η διακόσμηση των αγγείων γίνεται περισσότερο αφαιρετική, ενώ ο κροσσωτός ρυθμός εξακολουθεί να υπάρχει σε μια απλούστερη μορφή. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγιναν πιο στενές οι επαφές της Κρήτης με την Κύπρο, όπως μαρτυρούν τα νέα σχήματα αγγείων που είναι κοινά στα δύο νησιά. Ακόμη απλούστερα είναι τα σχήματα αλλά και τα διακοσμητικά θέματα της κεραμικής της Πρώιμης εποχής του Σιδήρου. Τα σχεδιαστικά στοιχεία αποτελούν ένα μακρινό απόηχο των παλαιότερων θεμάτων που εμφανίζονται σχηματοποιημένα και αμετάβλητα.
Τα καλύτερα δείγματα αυτής της κεραμικής χαρακτηρίζονται από μια αρκετά προσεγμένη εκτέλεση της διακόσμησης, αλλά όχι πια από τους επιτυχείς αισθητικούς συνδυασμούς και την εμπνευσμένη δημιουργία που χαρακτήριζαν τη μινωική κεραμική στην περίοδο της ακμής της.
Λιθοτεχνία
Η τεχνική της λάξευσης του λίθου έφθασε στην Κρήτη κατά τις αρχές της εποχής του Χαλκού (3000 π.X.) από την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία και τις Κυκλάδες, όπου ήταν διαδεδομένη πολύ νωρίτερα. Οι Μινωίτες άρχισαν να κατασκευάζουν λίθινα αγγεία από την Πρωτομινωική ΙΙ περίοδο (2600 – 2300 π.X.). Τα αγγεία αυτής της εποχής εμφανίζουν αρκετές ομοιότητες με τα εισηγμένα πρότυπά τους. Η επιρροή της Αιγυπτιακής λιθοτεχνίας ειδικότερα γίνεται περισσότερο εμφανής στην τεχνική κατασκευής και λιγότερο στα σχήματα των λίθινων αγγείων.
Σταδιακά όμως δημιουργήθηκε μια μακρά παράδοση που μεταδόθηκε κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού (1600 – 1070 π.X.) και στη Μυκηναϊκή Ελλάδα. Τα πρώτα λίθινα αγγεία κατασκευάζονταν για να χρησιμοποιηθούν ως ταφικά κτερίσματα, μια πρακτική που συνηθιζόταν και στους Αιγυπτιακούς τάφους. Στους πρωτομινωικούς τάφους της Μεσαράς και των Αστερουσίων και σε θέσεις όπως ο Μόχλος, η Ψείρα και το Παλαίκαστρο συνηθίζονταν οι προσφορές πολλών μικρών λίθινων αγγείων στο εσωτερικό των τάφων και στους προθαλάμους των ταφικών κτηρίων.
Από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. παρατηρείται ριζική αλλαγή στη χρήση των λίθινων αγγείων. Χρησιμοποιούνται πια σε νέα, διαφοροποιημένα σχήματα, σε οικιακούς και εργαστηριακούς χώρους. Για την κατασκευή των λίθινων αγγείων χρησιμοποιήθηκαν πολλά είδη εγχώριων πετρωμάτων αλλά και εισηγμένα από τη Στερεά Ελλάδα, τις Κυκλάδες και την Αίγυπτο. Ιδιαίτερα αγαπητά ήταν τα κροκαλοπαγή πετρώματα και εκείνα με τις έντονες χρωματιστές φλεβώσεις που έδιναν ένα διακοσμητικό τόνο στα σκεύη.
Τα πολυτελέστερα λίθινα σκεύη έφεραν διακοσμητικές λεπτομέρειες από μέταλλο, κυρίως χαλκό και χρυσό, μιμούμενα χρυσά ανάγλυφα αγγεία. Τα σχήματα των λίθινων αγγείων μεταφέρονταν συχνά αυτούσια από την κεραμική, μερικές φορές όμως επινοούνταν ιδιότυπα σχήματα που απαντούν μόνο στα λίθινα σκεύη. Τα συνηθέστερα ήταν τα άωτα κύπελλα, τα κύπελλα με ψηλό πόδι, ένα είδος προχυτικών αγγείων που θυμίζουν τσαγιέρες και τα αλάβαστρα. Από λίθο κατασκευάζονταν και σκεύη οικιακής και εργαστηριακής χρήσης, όπως τα λυχνάρια, τα τριβεία, οι λουτήρες και οι λεκάνες για το πάτημα των σταφυλιών.
Από το σύνολο των αντικειμένων της λιθοτεχνίας προέρχονται μερικά από τα αριστουργήματα της μινωικής τέχνης, όπως ένα ρυτό σε σχήμα ταυροκεφαλής από την Κνωσό, ένα δίωτο αγγείο από λευκό μάρμαρο και ένα σύνολο κομψών λίθινων αγγείων από τη Ζάκρο, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει ένα μοναδικό για το ιδιόμορφο σχήμα και την κομψότητά του ρυτό από ορεία κρύσταλλο.
Από την Αγία Τριάδα προέρχονται τρία από τα πιο γνωστά λίθινα κύπελλα με ανάγλυφες παραστάσεις, το λεγόμενο κύπελλο της αναφοράς όπου απεικονίζεται ένα τριμερές ιερό, το αγγείο των θεριστών με παράσταση αγροτικής λατρείας και το αγγείο των πυγμάχων με αθλητικές σκηνές κατανεμημένες σε ζώνες. Μία ιδιαίτερη κατηγορία λίθινων αγγείων, η οποία αποτελείται από τα ρυτά, τους κέρνους και έναν τύπο κοχλιαρίου φαίνεται ότι προοριζόταν για τελετουργική χρήση, όπως υποδεικνύουν τα ιδιόμορφα σχήματά τους, η εύρεσή τους σε χώρους που χαρακτηρίζονται ιεροί και οι χαραγμένες αφιερώσεις Γραμμικής Α γραφής που διακρίνονται σε μερικά από αυτά.
– Πρώτες Ύλες
Τα πετρώματα που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των μινωικών λίθινων αγγείων ήταν αρχικά τα εγχώρια ασβεστολιθικά πετρώματα, οι χλωρίτες, ο σερπεντινίτης και ο στεατίτης. Η σταθερή βελτίωση της τεχνικής επέτρεψε την κατεργασία σκληρότερων και εύθραυστων πετρωμάτων. Ιδιαίτερα αγαπητά ήταν τα πολύχρωμα κροκαλοπαγή πετρώματα και εκείνα με τις έντονες φλεβώσεις, οι οποίες προσέδιδαν στα αγγεία ένα διακοσμητικό τόνο.
Στη λιθοτεχνία χρησιμοποιήθηκαν και εισηγμένα πετρώματα ανάμεσα στα οποία διακρίνονται το κόκκινο μάρμαρο (rosso antico), ο πράσινος πορφυρίτης (lapis lacedaemonius) που προέρχεται από τη νότια Πελοπόννησο, το λευκό Κυκλαδικό μάρμαρο και ο οψιανός από τη Νίσυρο. Από την Αίγυπτο προέρχονταν το αλάβαστρο, o κόκκινος πορφυρίτης και η ορεία κρύσταλλος.
– Τεχνικές Κατασκευής
Ένα σύνολο από ημιτελή λίθινα αγγεία που βρίσκονται σε ανασκαφές Μινωικών θέσεων μας διαφωτίζουν για τα στάδια κατεργασίας τους. Από αυτά τα ευρήματα γνωρίζουμε ότι πρώτα δινόταν σχήμα στο εξωτερικό των αγγείων και κατόπιν λαξευόταν το εσωτερικό τους. Τα πρωιμότερα λίθινα αγγεία φαίνονται κατασκευασμένα με σμίλες και κοπίδια που χρησιμοποιήθηκαν τόσο για την εξωτερική λάξευση όσο και για την αφαίρεση τμημάτων του λίθινου πυρήνα στο εσωτερικό των αγγείων, μια τεχνική που συναντάται και στη λιθοτεχνία των Κυκλάδων.
Από την αρχή της Πρωτομινωικής ΙΙ περιόδου (2600 π.Χ.) άρχισε να χρησιμοποιείται το κυλινδρικό τρυπάνι για την αφαίρεση του εσωτερικού του λίθινου πυρήνα. Το εργαλείο αυτό ήταν ένα κοίλο στέλεχος, μάλλον ένα κομμάτι από καλάμι που γεμιζόταν με λειαντική άμμο. Με την περιστροφική πίεση του τρυπανιού στο εσωτερικό τμήμα του υπό κατασκευήν αγγείου, αφαιρούνταν διαδοχικά μικροί κυλινδρικοί πυρήνες μέχρι την απόσπαση όλου του πυρήνα και το σχηματισμό του εσωτερικού κοιλώματος.
Κατά το διάστημα από τη Μεσομινωική ΙΙΙ μέχρι την Υστερομινωική Ι περίοδο (1750 – 1450 π.Χ.) χρησιμοποιήθηκε μια πιο εξελιγμένη τεχνική που επέτρεπε τη λάξευση σκληρότερων υλικών. Στα λίθινα αγγεία αυτής της εποχής διακρίνονται ίχνη τορνευτικών εργαλείων. Αυτά θα πρέπει να ήταν κυλινδρικά εργαλεία από μέταλλο που περιστρέφονταν στο κέντρο του λίθινου πυρήνα και αφαιρούσαν το εσωτερικό του με τη βοήθεια νερού και σμύριδας, ενός ορυκτού μεγάλης σκληρότητας που χρησιμοποιείται για τη λείανση.
Τα σκεύη με σύνθετο σχήμα κατασκευάζονταν τμηματικά από διάφορα κομμάτια που ενώνονταν. Η εξωτερική πλευρά των αγγείων έπαιρνε την τελική της μορφή με λείανση της επιφάνειας, ενώ η ανάγλυφη διακόσμηση που φέρουν μερικά λίθινα αγγεία γινόταν με μεταλλικά μαχαίρια, σμίλες και αιχμές, με μια τεχνική ανάλογη μ’ εκείνη της σφραγιδογλυφίας.
– Η Αιγυπτιακή Λιθοτεχνία
Η Μινωική λιθοτεχνία θεωρείται ότι επηρεάστηκε από την Αιγυπτιακή. Από παραστάσεις της Αιγυπτιακής τέχνης, όπου απεικονίζονται λιθοξόοι κατά την εργασία τους, μας είναι γνωστά τα στάδια κατασκευής των λίθινων αγγείων και τα εργαλεία λάξευσης. Σύμφωνα με αυτές αρχικά γινόταν η προετοιμασία του λίθινου πυρήνα με σφυρηλάτηση και σμίλευση και κατόπιν η λάξευση των αγγείων με ένα ειδικά σχεδιασμένο τρυπάνι. Το εργαλείο αυτό αποτελούνταν από ένα κοίλο και αιχμηρό στέλεχος που περιστρεφόταν από τον τεχνίτη με πίεση στο εσωτερικό του αγγείου, λαξεύοντάς το.
Η λάξευση γινόταν με τη βοήθεια νερού και λειαντικής άμμου. Η δράση του τρυπανιού επιτεινόταν και με την προσθήκη βαρών που ήταν τοποθετημένα σε σακούλες και είχαν στερεωθεί με σχοινί στο στέλεχος του τρυπανιού.
Μεταλλουργία
Η Κρήτη θεωρείται ανεπαρκής σε μέταλλα και οι λιγοστές πηγές μεταλλεύματος δεν είχαν εντοπιστεί από τους Μινωίτες. Έτσι ο χαλκός εισαγόταν αναγκαστικά από μακρινές χώρες, όπου είχε αρχίσει ήδη η συστηματική εκμετάλλευση των μεταλλείων. Θεωρείται μάλιστα ότι η Κύπρος, που ήταν μία από τις σημαντικότερες πηγές χαλκού της Αρχαιότητας, ήταν και η κύρια χώρα προμήθειας του χαλκού στη μινωική Κρήτη. Η απόκτηση του κασσίτερου, μίας εξαιρετικά σπάνιας πρώτης ύλης, οδήγησε τους Μινωίτες σε ακόμη μακρινότερους εμπορικούς δρόμους μέχρι το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και το Αφγανιστάν.
Έτσι, η αναζήτηση των μετάλλων έδωσε την κυριότερη ώθηση στο διεθνές εμπόριο, ενώ οδήγησε ταυτόχρονα στην εισαγωγή και άλλων πρώτων υλών και στη γνώση της κατεργασίας τους. Οι πρώτες μεταλλουργικές δραστηριότητες στον Αιγαιακό χώρο παρατηρούνται από την Τελική Νεολιθική εποχή (3500 π.Χ.). Το πρώτο είδος μετάλλου που χρησιμοποιήθηκε ήταν ένα κράμα σε μαλακή μορφή, που αποτελούνταν από χαλκό, αρσένιο και μόλυβδο.
Αργότερα, κατά τις αρχές της τέταρτης χιλιετίας χρησιμοποιήθηκε ο ορείχαλκος, ένα κράμα χαλκού με κασσίτερο, το οποίο έδινε τη δυνατότητα κατασκευής ανθεκτικότερων αντικειμένων. Η πρώτη χρήση του ορείχαλκου στην Κρήτη τοποθετείται στην Πρωτομινωική II περίοδο (2600 – 2300 π.Χ.).
– Τρόποι Χύτευσης
Στη Μινωική Κρήτη, τα πρωιμότερα μεταλλικά αντικείμενα κατασκευάζονταν με δύο διαφορετικές τεχνικές, τη σφυρηλάτηση και τη χύτευση. Κατά τη χύτευση, το υγρό μέταλλο χυνόταν σε λίθινες μήτρες, οι οποίες είχαν μια όψη για την κατασκευή επίπεδων αντικειμένων και δύο όψεις για την κατασκευή των ολόγλυφων. Η εξωτερική πλευρά των μεταλλικών αντικειμένων διαμορφωνόταν πάντα με εξωτερική σφυρηλάτηση ή λείανση.
Κατά την Παλαιοανακτορική εποχή (2000 – 1700 π.Χ.) άρχισε να χρησιμοποιείται και η μέθοδος του “χαμένου κεριού”, μια τεχνική που ήταν μέχρι τότε γνωστή μόνο από το βορειοανατολικό Αιγαίο. Με αυτή την τεχνική τα αντικείμενα μορφοποιούνταν σε μήτρες από κερί, οι οποίες έλιωναν και εξαφανίζονταν κατά τη χύτευση.
– Μεταλλοτεχνία
Η μεταλλοτεχνία στη Μινωική Κρήτη παρουσιάζει σχετική καθυστέρηση σε σχέση με άλλες περιοχές του Αιγαίου, όπως οι Κυκλάδες και τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, όπου η μεταλλουργία άρχισε από την Τελική Νεολιθική εποχή (3500 – 3000 π.Χ.). Στην Κρήτη, τα πρώτα μεταλλικά αντικείμενα ανάγονται στην Πρωτομινωική εποχή (3000 – 2000 π.Χ.). Τα πρώτα μέταλλα που χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα ήταν ο χαλκός, ο χρυσός, ο μόλυβδος και το ασήμι.
Η ποικιλία και η ακριβής μέθοδος κατασκευής των μεταλλικών αντικειμένων δεν είναι πολύ γνωστές αφού τα μέταλλα ήταν κατεξοχήν προϊόντα ανακύκλωσης που λιώνονταν και ξαναχρησιμοποιούνταν κατά τις ανάγκες των χρηστών τους. Έτσι, η κύρια πηγή πληροφοριών για τη μεταλλοτεχνία της Πρωτομινωικής εποχής είναι τα μεταλλικά κτερίσματα που διατηρήθηκαν ανέπαφα μέσα σε τάφους. Οι γνώσεις μας για τη μεταλλουργία αυτής της περιόδου προέρχονται κυρίως από την οπλουργία, τη χρυσοχοΐα, την κατασκευή εργαλείων και από ελάχιστα μεταλλικά αγγεία.
Τα μεταλλικά αγγεία απαντούν σε μεγαλύτερες ποσότητες κατά την εποχή των πρώτων ανακτόρων (2000 – 1700 π.Χ.), ενώ η παραγωγή τους φαίνεται να αυξάνει κατακόρυφα κατά τη Νεοανακτορική εποχή (1700 – 1450 π.Χ.). Τα σχήματα αυτών των αγγείων εμφανίζουν ομοιότητες με τα σχήματα της κεραμικής, γεγονός που υποδεικνύει καλλιτεχνικές αλληλεπιδράσεις και παρόμοια χρησιμότητα. Ένα χαρακτηριστικό τύπο Μινωικών μεταλλικών αγγείων αποτελούν οι μεγάλες χύτρες που ήταν κατασκευασμένες από επίπεδα φύλλα χαλκού, ενωμένα μεταξύ τους με καρφιά.
Τα αγγεία αυτά εμφανίστηκαν στην αρχή της Ύστερης Χαλκοκρατίας, γύρω στο 1600 π.X. περίπου, και χρησίμευαν ως μαγειρικά και αποθηκευτικά σκεύη. Το ίδιο διάστημα πλήθυναν και τα σκεύη από πολύτιμα μέταλλα, που έγιναν σύντομα περιζήτητα και στη Στερεά Ελλάδα, η οποία διένυε την πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή, την εποχή των λακκοειδών τάφων. Μία άλλη χαρακτηριστική εκδοχή της Μινωικής μεταλλοτεχνίας είναι τα χάλκινα, σφυρήλατα ειδώλια λατρευτών, που άρχισαν να κατασκευάζονται κατά την Υστερομινωική εποχή (1600 – 1070 π.Χ.).
Αυτή η τέχνη δημιούργησε μία μακρά παράδοση στην Κρήτη, που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό και την ειδωλοπλαστική της Γεωμετρικής εποχής (900 – 700 π.Χ.). Κατά τη Μετανακτορική περίοδο (1400 – 1050 π.Χ.) η Μινωική μεταλλοτεχνία, όπως και διάφορες άλλες μορφές της τέχνης εμφανίζεται συρρικνωμένη. Μια νέα ώθηση σ’ αυτή την τέχνη παρατηρείται κατά τον 9ο αιώνα. Αυτή την εποχή εμφανίζονται νέου τύπου εργαλεία και κοσμήματα από χαλκό και σίδηρο, που μαρτυρούν ριζικές αλλαγές στην τεχνολογία και τα έθιμα της καθημερινής ζωής, σηματοδοτώντας την είσοδο σε μία νέα εποχή, την Εποχή του Σιδήρου.
– Μεταλλικά Εργαλεία
Η κατασκευή εργαλείων θεωρείται από τα πρώτα πεδία χρήσης των μετάλλων. Τα πρώτα εργαλεία από μέταλλο, που αντικατέστησαν σταδιακά τα λίθινα εργαλεία, εμφανίζονται κατά την Πρωτομινωική περίοδο (3000 – 2000 π.Χ.). Τα εργαλεία αυτής της περιόδου ήταν κυρίως όργανα κοπής, όπως λεπίδες, μαχαίρια, σουβλιά και σπάτουλες. Η μεγάλη ποικιλία των εργαλείων εξυπηρετούσε πολλές διαφορετικές εργασίες, όπως τη λιθοτεχνία, τη βυρσοδεψία, την ξυλουργική και την οικοδομική τέχνη.
– Χρυσοχοΐα
Ο χρυσός και το ασήμι χρησιμοποιήθηκαν στην Κρήτη ήδη από την Προανακτορική εποχή (3500 – 1900 π.Χ.) κυρίως για την κατασκευή κοσμημάτων, αλλά και άλλων αντικειμένων όπως τα όπλα και τα τελετουργικά σκεύη. Σ’ αυτό το πρώιμο στάδιο της χρυσοχοΐας ανήκει ένα σύνολο χρυσών κοσμημάτων από τα πρωτομινωικά νεκροταφεία του Μόχλου, της Κουμάσας, των Αρχανών, του Πλάτανου και της Λεβήνας. Στα είδη πρωτομινωικών κοσμημάτων ανήκουν περιδέραια, βραχιόλια, διαδήματα, επίρραπτα στολίδια και κοσμήματα μαλλιών.
Τα πρωτομινωικά χρυσά κοσμήματα φτιάχνονταν από σύρμα ή επίπεδα φύλλα καθαρού χρυσού με τις πρώιμες τεχνικές της σφυρηλάτησης, της συρματοτεχνικής και του περίτμητου. Η πιο συνηθισμένη τεχνική διακόσμησης των πρωτομινωικών κοσμημάτων ήταν η έκκρουστη διακόσμηση, δηλαδή η επανάληψη ανάγλυφων στιγμών που δημιουργείται στην επιφάνεια των κοσμημάτων με τη βοήθεια ενός αιχμηρού εργαλείου. Κατά τη διάρκεια της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (3600 – 2000 π.Χ.) εμφανίστηκαν και οι πιο προηγμένες τεχνικές της χύτευσης, της κοκκίδωσης και της συρματοκολλητικής.
Ενώ μερικές από τις λιγότερο συνηθισμένες τεχνικές ήταν η επικάλυψη με ελάσματα, η συγκολλητική και η συρματοτεχνική. Παρόμοιες τεχνικές χρυσοχοΐας συναντώνται και σε άλλες Αιγαιακές περιοχές απ’ όπου υπάρχουν πρώιμα δείγματα χρυσοχοΐας, όπως οι Κυκλάδες, η περιοχή του βορειοανατολικού Αιγαίου, η οποία ανήκει στη σφαίρα του Τρωικού πολιτισμού, και η Λευκάδα. Με αυτές τις τεχνικές είναι κατασκευασμένα και τα κοσμήματα από τους βασιλικούς τάφους της Βύβλου που ανήκουν στην ίδια χρονική περίοδο.
Κατά την περίοδο ακμής των Μινωικών ανακτόρων (1900 – 1450 π.Χ.) η χρυσοχοΐα έφθασε σε τεχνική τελειότητα. Ο χρυσός και το ασήμι χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή κοσμημάτων αλλά και ως ένθετες ύλες για τη διακόσμηση πολυτελών αντικειμένων, όπως δείχνουν οι λεπτομέρειες σε όπλα και λατρευτικά ειδώλια. Οι κυριότερες διακοσμητικές τεχνικές αυτής της περιόδου ήταν η συρματοτεχνική και η κοκκίδωση, οι οποίες εισήχθησαν μάλλον μαζί με το χρυσό από την Αίγυπτο.
Στην κοσμηματοποιία της ανακτορικής εποχής ο χρυσός συνδυαζόταν συχνά με άλλα πολύτιμα υλικά, όπως το ελεφαντόδοντο και οι ημιπολύτιμοι λίθοι, υλικά που με την υψηλή ποιότητα και τη σπανιότητά τους μπορούσαν να προβάλουν την εκλέπτυνση και το κύρος των ανώτερων τάξεων της ανακτορικής κοινωνίας.
– Κοσμήματα
Τα κοσμήματα κατασκευάζονταν από ένα πλήθος υλικών: από χρυσάφι εισηγμένο από την Ασία ή την Αφρική, από άλλους πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους, όπως άργυρο, αχάτη, αμέθυστο, ορεία κρύσταλλο, ήλεκτρο, lapis lazuli κ.α., οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν επίσης εισηγμένοι, από οστό ιπποποτάμου η ελέφαντα. Οι σταγονόσχημες, αμυγδαλωτές ή σφαιρικές χάντρες («ψήφοι») κατασκευάζονταν από τα παραπάνω υλικά αλλά και από φαγεντιανή και μια γαλάζια υαλόμαζα, που ως φθηνότερο υλικό μπορούσαν να υποκαταστήσουν το χρυσό, κυρίως μετά το 13ο αι. π.Χ.
Οι Κρήτες έμποροι ταξίδευαν στην Ανατολική Μεσόγειο για να προμηθευτούν χρυσό, χαλκό, ελεφαντόδοντο και ως αντάλλαγμα προσέφεραν λάδι, κρασί, αρωματικά έλαια. Τα ανακτορικά εργαστήρια επεξεργάζονταν με εξαιρετική προσοχή τα υλικά αυτά, δημιουργώντας έργα τέχνης αξεπέραστα από πλευράς ποιότητας και τεχνικής.
Κοσμήματα, όπως σκουλαρίκια («ενώτια»), βραχιόλια (ψέλλια), δαχτυλίδια, περιδέραια (από «περίαπτα», δηλ. κοσμήματα που κρέμόνταν στο λαιμό με αλυσίδα, συχνά ως φυλακτό και χάντρες), περόνες, «σφηκωτήρες», ελάσματα και μικρά οστέινα χτένια (κοσμήματα κεφαλής και ενδυμάτων), φαίνεται να ήταν αναγκαία για τη συμπλήρωση της εμφάνισης ανδρών και γυναικών σε κάθε επίσημη εκδήλωση. Οι καλλιτέχνες εμπνέονταν τα σχέδια από φυτά, ζώα της θάλασσας και της ξηράς, θρησκευτικά σύμβολα.
Τα αγαπημένα διακοσμητικά θέματα ήταν κεφάλι ταύρου («βουκράνιο»), λέοντες, αίγαγροι, έντομα, μικρά φυτά, άνθη ή καρποί, αλλά και παραστάσεις με σκηνές θρησκευτικού χαρακτήρα. Όλα αυτά αντιπροσωπεύονται με αριστουργηματικό τρόπο στην κοσμηματική χρυσοχοία. Κυρίαρχη ήταν εξάλλου η σφραγιστική μικρογλυπτική που απέδωσε τεράστιο αριθμό παραστάσεων.
Ζώα αλλά και ανθρώπινες ή θεϊκές μορφές εικονίζονται συχνά πάνω στις σφραγίδες που εμφανίζονται ήδη από το 2500 π.Χ. και αποτελούσαν τους προσωπικούς τύπους των αξιωματούχων κατόχων τους, ενός είδους ταυτότητας και έτσι εξασφαλιζόταν το απαραβίαστο των αντικειμένων που σφράγιζαν. Μια ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούσαν τα μετάλλινα σφραγιστικά δακτυλίδια, συνήθως χρυσά, των οποίων οι στεφάνες αποτελούσαν το χώρο για ανθρώπινες μορφές και πολυπρόσωπες παραστάσεις.
Υφαντική
Τα μινωικά υφάσματα ήταν φτιαγμένα από ίνες λιναριού και μαλλιού που θα πρέπει να υφαίνονταν σε διαφορετικές ποιότητες και με διαφορετικές τεχνικές, ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονταν. Μια ιδιαίτερη, πολυτελή κατηγορία αποτελούσαν τα αραχνοΰφαντα υφάσματα, από τα οποία ήταν φτιαγμένα γυναικεία περικόρμια που άφηναν το σώμα να διακρίνεται. Το είδος των διάφανων αυτών υφασμάτων απαντά σε μινωικές τοιχογραφίες της Κρήτης αλλά φαίνεται ότι ήταν περισσότερο αγαπητό στη Θήρα.
Τα υφάσματα αυτά ήταν φτιαγμένα από λεπτότατο νήμα ή ήταν δικτυωτά, ενώ έχει προταθεί από μερικούς μελετητές και το ενδεχόμενο χρήσης λεπτού μεταξωτού νήματος. Τα πολυάριθμα υφαντικά βαρίδια που βρίσκονται σε Μινωικούς οικισμούς μαρτυρούν την ευρεία χρήση του κάθετου αργαλειού, ενώ έχει διαπιστωθεί η παράλληλη χρήση και άλλων υφαντικών τεχνικών. Οι επίρραπτες ταινίες που διακοσμούσαν τα τελειώματα των ενδυμάτων ήταν υφασμένες ξεχωριστά σε μικρά υφαντικά τελάρα και ο σκοπός τους, εκτός από τη διακόσμηση των ενδυμάτων, ήταν η ενίσχυση των παρυφών του υφάσματος.
Στη Θήρα ήταν επίσης ιδιαίτερα αγαπητά τα φλοκωτά υφάσματα. Αυτή η υφαντική τεχνική ερμηνεύεται ως Στερεοελλαδίτικη επιρροή, αφού συναντιέται συχνότερα στις ενδυμασίες της Μυκηναϊκής Ελλάδας. Μια άλλη υφαντική τεχνική, ειδική για την κατασκευή κεφαλόδεσμων, που συναντιέται επίσης στη Θήρα, είναι η δικτυωτή τεχνική, η οποία εκτελούνταν με βελονάκι και είναι γνωστή ως τεχνική “sprang”.
– Υφαντικά Εργαλεία
Ανάμεσα στα ευρήματα των ανασκαμμένων μινωικών θέσεων βρίσκονται συχνά και αρκετά υφαντικά εργαλεία, όπως τα βάρη και τα σφοντύλια. Ο μινωικός τύπος υφαντικού βάρους, ο οποίος συναντάται με την ίδια ακριβώς μορφή και στο Ακρωτήρι της Θήρας και την Κέα, παρουσιάζει ένα χαρακτηριστικό δισκοειδές σχήμα. Η πυκνή συγκέντρωση υφαντικών βαρών σε ορισμένους εσωτερικούς χώρους πιστοποιεί την ύπαρξη αργαλειών.
– Διακόσμηση Υφασμάτων
Τα μινωικά υφάσματα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία διακοσμήσεων, η τεχνική της διακόσμησής τους όμως είναι δύσκολο να ερμηνευθεί, αφού οι σχετικές μαρτυρίες προέρχονται μόνο από εικονιστικές παραστάσεις ενδυμάτων και όχι από αρχαιολογικά ευρήματα. Οι διακοσμήσεις αυτές φαίνεται ότι είχαν μάλλον δημιουργηθεί στην ύφανση, με τη μέθοδο της υφαντοποικιλτικής κατά την οποία το υφάδι περνιόταν με το χέρι ανάμεσα στις ίνες του στημονιού, ενώ χρησιμοποιούνταν συγχρόνως πολλές σαΐτες για τα διαφορετικά χρώματα.
Η τεχνική αυτή θα πρέπει να ήταν η κυριότερη μέθοδος υφαντικής διακόσμησης, ενώ δεν μπορεί να αποκλεισθεί εντελώς και η ύπαρξη σταμπωτής διακόσμησης. Μερικά ελεύθερα και αραιά διακοσμητικά θέματα θα μπορούσαν να είναι κεντημένα επάνω στα υφάσματα, μέχρι τώρα όμως δεν υπάρχει κανένα σαφές στοιχείο που να δείχνει ότι στη μινωική Κρήτη ασκούνταν η κεντητική τέχνη που κατά την εποχή του Χαλκού απαντά μόνο στη Συρία.
Τα τελειώματα των ενδυμάτων διακοσμούνταν συχνά με επίρραπτες υφαντές ταινίες που είχαν πολύχρωμα σχέδια. Ένα άλλο είδος διακόσμησης των μινωικών ενδυμάτων ήταν η στερέωση χαντρών και λεπτών φύλλων από πολύτιμα μέταλλα.
– Υφαντικά Σχέδια
Οι διακοσμήσεις των μινωικών υφασμάτων ακολουθούσαν τις διακοσμητικές τάσεις κάθε περιόδου και συχνά συναντώνται αυτούσιες σε άλλες μορφές της τέχνης, όπως στην κεραμική, τη σφραγιδογλυφία και τις τοιχογραφίες.
Μια σημαντική πηγή πληροφοριών για την υφαντική διακόσμηση της Πρωτομινωικής εποχής (3600 – 2000 π.Χ.) αποτελούν τα σχέδια των ενδυμάτων που διακρίνονται στα πρωτομινωικά ειδώλια από τη Μύρτο, την Κουμάσα, τα Μάλια και τον Πετσοφά. Αυτά δείχνουν ότι κατά την Πρωτομινωική εποχή τα υφάσματα διακοσμούνταν με απλά ευθύγραμμα σχέδια σε διαφορετικούς χρωματισμούς. Στην ίδια εποχή χρονολογείται και το πρώτο αρχαιολογικό υφαντικό εύρημα της Μινωικής Κρήτης, ένα τμήμα υφάσματος που βρέθηκε σε τάφο της Ζαφέρ Παπούρα.
Για την υφαντική διακόσμηση της Μεσομινωικής εποχής (2000 – 1600π.Χ.) διαθέτουμε περισσότερες πληροφορίες, που προέρχονται από σημαντικά και εύγλωττα ευρήματα, όπως το ειδώλιο της θεάς των όφεων, η τοιχογραφία με τις κυανές κυρίες από την Κνωσό και η ανάγλυφη τοιχογραφία από την Ψείρα. Η διακόσμηση των υφαντών αυτής της περιόδου παρουσιάζει πολύπλοκα ευθύγραμμα σχέδια, όπως σταυρούς, διάσπαρτες στιγμές, τετράγωνες επιφάνειες σκακιέρας, ενώ εμφανίζονται για πρώτη φορά και καμπυλόγραμμα, δυσκολότερα στην ύφανσή τους σχέδια, όπως οι σπείρες.
Στη διακόσμηση των υφασμάτων της Yστερομινωικής εποχής (1600 – 1050 π.Χ.) επικρατούσαν πολύπλοκα στην ύφανσή τους σχέδια, όπως τα φολιδωτά, οι σταυροί, οι ρόμβοι και ένα χαρακτηριστικό οφιοειδές σχέδιο. Συχνά, ολόκληρη η επιφάνεια τόσο των γυναικείων όσο και των ανδρικών ενδυμάτων καλυπτόταν από γεωμετρικά μοτίβα, μεμονωμένα παραστατικά θέματα, όπως άνθη και πουλιά ή ακόμη και ολόκληρες εικονιστικές παραστάσεις.
Πνευματικά Επιτεύγματα
Οι εκτεταμένες εμπορικές δραστηριότητες των Μινωιτών, που τους έφερναν συχνά σε επαφή με τους περισσότερο προηγμένους λαούς της Μικράς Ασίας, της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, είχαν ως αποτέλεσμα την πρόοδο σε τομείς της επικοινωνίας και των επιστημών. Έτσι ο Μινωικός πολιτισμός είναι ο πρώτος πολιτισμός της Ευρώπης, στον οποίο εμφανίστηκαν η γραφή και οι εφαρμογές των θετικών επιστημών.
Το μέγεθος της προόδου στην επικοινωνία και τη διαχείριση των οικονομικών πόρων της Μινωικής Κρήτης δείχνουν κυρίως οι προ-αλφαβητικές μορφές γραφής και τα μετρικά συστήματα. Η Κρητική προέλευση των πνευματικών επιτευγμάτων ήταν γνωστή στην Αρχαιότητα, καθώς οι μεταγενέστερες Ελληνικές παραδόσεις παρουσίαζαν το Μίνωα ως εμπνευστή πολλών επιστημών. Τα συστήματα διαχείρισης και επικοινωνίας που άντλησαν οι Κρήτες από τους ξένους πολιτισμούς, τα προσάρμοσαν, πριν να τα χρησιμοποιήσουν, στις δικές τους ανάγκες.
Τα Μινωικά γραφικά συστήματα είχαν ανατολική προέλευση, αλλά στη συγκεκριμένη τους μορφή θεωρούνται Κρητικές επινοήσεις. Από τη χρήση ενός ακόμη και σήμερα ακατανόητου συστήματος γραφής που διασώζεται στο δίσκο της Φαιστού, οι Κρήτες έφθασαν στο σημείο να καταγράφουν τα προϊόντα τους και κατόπιν να δημιουργήσουν ολόκληρα γραπτά αρχεία διαχείρισης των ανακτορικών πόρων.
Δεδομένου ότι τα σωζόμενα κείμενα έχουν αποκλειστικά αρχειονομικό χαρακτήρα, δε γνωρίζουμε αν στη Μινωική Κρήτη υπήρχε γραπτή φιλολογία, αν δηλαδή γράφονταν τα θρησκευτικά κείμενα, οι ύμνοι και οι εξορκισμοί που υποθέτουμε πως απαγγέλλονταν στις θρησκευτικές τελετουργίες ή αν ακόμα υπήρχε γραπτή λαϊκή ποίηση που θα αναφερόταν στις παραδόσεις και τους ήρωες της κρητικής μυθολογίας. Χάρις στα κείμενα των γραπτών πινακίδων, που είναι δείγματα αρχειοθέτησης και λογιστικής, είμαστε επίσης σε θέση να γνωρίζουμε ότι οι Μινωίτες ήταν γνώστες των μαθηματικών.
Τα στοιχεία των αριθμών αλλά και τα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα της Μινωικής Κρήτης προϋποθέτουν την κατάκτηση και την εφαρμογή των μαθηματικών αρχών, που οι Μινωίτες είχαν διδαχθεί από τις προηγμένες χώρες της Ανατολής και από την Αίγυπτο. Η Μινωική αριθμητική είναι δύσκολο να αποκατασταθεί πλήρως, παρά το γεγονός αυτό όμως γνωρίζουμε ότι το αριθμητικό σύστημα ήταν ακριβώς ίδιο με το Αιγυπτιακό και στηριζόταν στο δεκαδικό σύστημα, με τη διαφορά ότι οι Μινωικοί αριθμοί έφθαναν τις χιλιάδες ενώ οι Αιγυπτιακοί το εκατομμύριο.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο της Μινωικής αριθμητικής ήταν το σύστημα των εκατοστιαίων ποσοστών. Χωρίς να υπάρχουν απόλυτα σαφείς ενδείξεις, θεωρείται βέβαιο ότι οι Μινωίτες κατείχαν και αστρονομικές γνώσεις, οι οποίες τους ήταν χρήσιμες στη γεωργία και τη ναυσιπλοΐα. Οι Μινωίτες κατείχαν και τις αρχές της γεωμετρίας, όπως φαίνεται από το σύστημα μέτρησης αποστάσεων που χρησιμοποιήθηκε στο σχεδιασμό των ανακτόρων.
Είχαν επίσης γνώσεις μηχανικής, υδραυλικής, εμπειρία στα εγγειοβελτιωτικά έργα και μια αρκετά προηγμένη τεχνολογία στα αποχετευτικά έργα, όπως δείχνει το περίπλοκο δίκτυο αποχέτευσης της Κνωσού. Τα μετρικά συστήματα της μινωικής Κρήτης που γνωρίζουμε καλύτερα ήταν τα συστήματα μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας. Το σύστημα μέτρησης του βάρους δείχνουν τα σφραγισμένα πήλινα και μολύβδινα βάρη που βρίσκονται συχνά σε Μινωικές θέσεις.
Το σύστημα μέτρησης της χωρητικότητας εμφανίζεται διαφορετικό στη Γραμμική Α και τη Γραμμική Β γραφή. Το σύστημα της Γραμμικής Β παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αυτό της Μεσοποταμίας, που σημαίνει ότι το σύστημα μέτρησης της χωρητικότητας στη μυκηναϊκή Κρήτη εκπροσωπούσε μια διαφορετική παράδοση από αυτή που διακρίνεται στις πρωιμότερες Μινωικές γραφές.
Γραφή
Η πρώτη μορφή γραφής που απαντά στη Μινωική Κρήτη, αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα, αντιπροσωπεύεται από ένα αινιγματικό εύρημα που χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., το δίσκο της Φαιστού. Η επιγραφή που είναι χαραγμένη στο δίσκο λόγω της ιδιομορφίας του κειμένου της δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί, αλλά το περιεχόμενό της φαίνεται ότι συνδέεται με το Μινωικό κόσμο.
Κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. χρησιμοποιήθηκαν στην Κρήτη τρία διαφορετικά συστήματα γραφής που διέκρινε πρώτος ο Arthur Evans: η ιερογλυφική, η Γραμμική Α και η Γραμμική Β γραφή. Τα κείμενα του πρώτου συστήματος, του ιερογλυφικού, συναντώνται σε μία μικρή ομάδα σφραγιδολίθων και σφραγισμάτων και είχαν μάλλον θρησκευτικό περιεχόμενο. Τα κείμενα της Γραμμικής Α και της Γραμμικής Β που είναι συλλαβικές γραφές έχουν αντίθετα οικονομικό χαρακτήρα.
H γραφή σε αυτή την περίπτωση εξυπηρετούσε ένα είδος λογιστικού συστήματος, απαραίτητου για τον έλεγχο της διακίνησης ανθρώπων και προϊόντων στα Μυκηναϊκά ανάκτορα. Η ίδια αναγκαιότητα είχε αναπτυχθεί και στη Μεσοποταμία, όπου είχε διαμορφωθεί ένα παρόμοιο σύστημα γραπτής αρχειοθέτησης ήδη από τις αρχές της τρίτης χιλιετίας. Οι διαφορές των δύο γραμμικών γραφών εντοπίζονται στη διάταξη του κειμένου, στον αριθμό των πικτογραμμάτων και τα διαφορετικά σύμβολα για τα βάρη και τα σταθμά. Από αυτές τις γραφές μόνο η Γραμμική Β είναι αναγνώσιμη.
Η Γραμμική Α διαμορφώθηκε κατά το τέλος της Μεσομινωικής περιόδου, δηλαδή κατά το 18 αιώνα π.X. και η χρήση της συνεχίστηκε μέχρι την τελική καταστροφή των μινωικών ανακτόρων, γύρω στο 1425 π.Χ. Η γραφή αυτή συναντάται κυρίως χαραγμένη σε πινακίδες και δελτάρια από πηλό αλλά και σε διάφορα χρηστικά αντικείμενα. Η πρώτη αυτή γραμμική γραφή δεν είναι ακόμη αναγνώσιμη, τα κοινά ιδεογράμματα όμως με τη Γραμμική Β είναι τόσα πολλά, ώστε να μπορούν συχνά να διατυπωθούν βάσιμες υποθέσεις για το περιεχόμενο των κειμένων.
Η Γραμμική Β προέκυψε από τη Γραμμική Α και ήταν η επίσημη γραφή των ανακτόρων της Κνωσού κατά τη Μυκηναϊκή δυναστεία. Τα κείμενά της σώθηκαν σε μεγάλες ποσότητες στα Μυκηναϊκά ανακτορικά αρχεία -και μάλιστα στην αρχική τους θέση- επειδή η μάζα τους στερεοποιήθηκε κατά την καταστροφή των ανακτόρων από φωτιά. Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β γραφής από τους M. Ventris και J. Chadwick το 1952 απέδειξε ότι η γλώσσα της Μυκηναϊκής Ελλάδας ήταν η Ελληνική, μεταθέτοντας έτσι το όριο της Ελληνικής ιστορίας κατά επτά αιώνες πριν από τις πρώτες Ελληνικές επιγραφές.
Λίγες είναι οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη χρήση της γραφής εκτός του πλαισίου της διοικητικής διαχείρισης. Τα μόνα και γι’ αυτό εξαιρετικά σημαντικά στοιχεία για την ευρύτερη χρήση της γραφής στην εποχή του Χαλκού προσφέρουν οι τρεις ξύλινες πινακίδες από το ναυάγιο του Ulu Burun, οι οποίες ερμηνεύονται ως γραφικές πινακίδες και συνοδεύονται από ελεφάντινες γραφίδες. Οι επιφάνειες των αντικειμένων αυτών αλείφονταν με κερί και κατόπιν χαράζονταν επάνω τους κείμενα, όπως ακριβώς συνηθιζόταν στους μεταγενέστερους αιώνες της ιστορικής αρχαιότητας.
– Ο Δίσκος της Φαιστού
Ο δίσκος της Φαιστού είναι το αρχαιότερο γραπτό μνημείο της Μινωικής Κρήτης. Πρόκειται για ένα δίσκο από ψημένο πηλό που φέρει και στις δύο πλευρές του μια μέχρι σήμερα μη κατανοητή επιγραφή. Το μοναδικό αυτό εύρημα βρέθηκε το 1908 μέσα σε ένα κτιστό διάχωρο της βόρειας πτέρυγας του ανακτόρου της Φαιστού. Στο ίδιο στρώμα με το δίσκο βρέθηκαν ευρήματα προερχόμενα από διάφορες εποχές, που δυσκολεύουν την ακριβή χρονολόγηση του σημαντικού αυτού ευρήματος.
Παρ’ όλες όμως τις στρωματογραφικές ασάφειες, θεωρείται σήμερα βέβαιο ότι ο δίσκος της Φαιστού χρονολογείται στο τέλος της Μεσομινωικής περιόδου, δηλαδή λίγο πριν το 1600 π.X. Το κείμενο του δίσκου αποτελείται από μία σειρά συμβόλων που εντάσσονται σε συνεχόμενα τμήματα μιας ελικοειδούς ζώνης και διαβαζόταν με φορά από την περιφέρεια προς το κέντρο. Τα σύμβολα έχουν αποτυπωθεί στην επιφάνεια του πηλού, όσο αυτός ήταν ακόμη νωπός. Η διάταξη του κειμένου είχε προσχεδιαστεί έτσι ώστε να χωρέσουν όλα τα σύμβολα στον περιορισμένο χώρο της επιφάνειάς του.
Στη δεύτερη πλευρά του δίσκου συνεχιζόταν το κείμενο της πρώτης. Ανάμεσα στα έντυπα σύμβολα διακρίνονται απεικονίσεις ανθρώπινων μορφών και αντικειμένων αλλά και απλά γραμμικά σύμβολα. Η επιγραφή αποτελείται από 242 σημεία που εντάσσονται σε 61 ομάδες. Μερικά από αυτά επαναλαμβάνονται αρκετές φορές. Ο αριθμός των συμβόλων είναι 45 αλλά υπολογίζεται ότι η γραφή στην οποία γράφτηκε το κείμενο του δίσκου διέθετε τουλάχιστον 60 διαφορετικά σύμβολα. Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες η επιγραφή του δίσκου αντιπροσωπεύει ένα απλό συλλαβικό σύστημα.
Το σύστημα γραφής του δίσκου της Φαιστού δεν παρουσιάζει συγγένεια με τις μεταγενέστερες γραφές της Μινωικής Κρήτης. Η ομοιότητα μερικών ιδεογραμμάτων του δίσκου με ορισμένα στοιχεία της ιερογλυφικής και των γραμμικών γραφών φαίνεται ότι είναι τυχαία. Αντίθετα, η ομοιότητα ορισμένων συμβόλων με χαρακτηριστικά εικονιστικά σύμβολα της παλαιοανακτορικής τέχνης, όπως ο ναυτίλος, το πλοίο, ο ρόδακας και οι κεφαλές αίλουρων, υποδεικνύει μία πολιτιστική συνάφεια της γλώσσας του δίσκου με το Μινωικό πολιτισμό.
– Η Ερμηνεία του Δίσκου της Φαιστού
Από την ανακάλυψη του δίσκου της Φαιστού έως σήμερα έχουν γίνει αναρίθμητες προσπάθειες ερμηνείας και αποκωδικοποίησης του κειμένου του. Όλες όμως οι προσπάθειες αποκρυπτογράφησης αποδείχθηκαν άκαρπες και σήμερα μόνο μερικές διαπιστώσεις μας κατευθύνουν στο δρόμο προς την ερμηνεία της γραφής του. Μερικές θεωρίες ερμήνευσαν το δίσκο όχι ως επιγραφή αλλά ως ένα ασυνήθιστο εργαλείο ή σκεύος, ενώ πολλές ήταν οι λύσεις που έχουν προταθεί από το χώρο της επιστημονικής φαντασίας.
Ανάμεσα στις διάφορες ερμηνείες που διατυπώθηκαν υποστηρίχθηκε ότι ο δίσκος δεν είναι κρητικό προϊόν, αλλά προέρχεται από έναν άλλο πολιτισμό σύγχρονο με το Μινωικό. Τα κύρια επιχειρήματα αυτής της θεωρίας ήταν η μοναδικότητά του και το γεγονός ότι μερικά από τα σύμβολά του προέρχονται από διαφορετικούς πολιτισμούς της δεύτερης χιλιετίας. Κάποια άλλα όμως από τα σύμβολα του δίσκου συναντώνται και στην ιερογλυφική γραφή, την πρώτη γραφή της Μινωικής γλώσσας, ενώ εμφανέστερη είναι η σύνδεση με τη Μινωική εικονογραφία.
Οι λιγοστές αλλά σαφείς αυτές διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο δίσκος προέρχεται από το χώρο της Μινωικής Κρήτης ή της σφαίρας άμεσης επιρροής της και ότι το κείμενο του δίσκου αντιπροσωπεύει μία πολύ πρώιμη Αιγαιακή γραφή, μερικά στοιχεία της οποίας αναγνωρίζονται στη μινωική εικονογραφία και στις μεταγενέστερες γραμμικές γραφές της Κρήτης.
– Ιερογλυφική Γραφή
H ιερογλυφική ή εικονογραφική γραφή χρησιμοποιήθηκε στην Κρήτη κατά τη Μεσομινωική περίοδο (2000 – 1550 π.Χ.). Tα στοιχεία της ήταν ιδεογράμματα, δηλαδή εικονίδια που συμβόλιζαν το νόημα των λέξεων με έναν άμεσο και αφαιρετικό τρόπο. Τα δείγματά της περιορίζονται σε ένα μικρό αριθμό σύντομων κειμένων. Από το σύνολο των συμβόλων της μόνο οι αριθμοί είναι μέχρι τώρα αναγνώσιμοι και δείχνουν ότι το δεκαδικό σύστημα ήταν ήδη σε χρήση.
Η ιερογλυφική γραφή δεν έχει ακόμη αναγνωσθεί, αλλά φαίνεται ότι ορισμένα από τα σύμβολά της είναι φωνητικά, δηλαδή αποδίδουν τους φθόγγους της ομιλούμενης γλώσσας. Επιγραφές της ιερογλυφικής γραφής απαντούν σε σφραγιδόλιθους, πήλινες πινακίδες, δελτάρια και τετράπλευρες ράβδους. Οι σφραγίδες με ιερογλυφική γραφή είναι τυχαία ευρήματα, ενώ οι πήλινες επιγραφές βρίσκονται συγκεντρωμένες στον “αποθέτη των ιερογλυφικών”, στη δυτική πτέρυγα του ανακτόρου.
Η έντονη σχηματοποίηση που παρουσιάζουν τα δείγματα αυτής της γραφής στις σφραγίδες οφείλεται μάλλον στη σκληρότητα του υλικού. Ένας χάλκινος ενεπίγραφος πέλεκυς από το σπήλαιο του Αρκαλοχωρίου φέρει σύμβολα που συγκρίνονται μ’ εκείνα της ιερογλυφικής. Επάνω σ’ αυτό τον πέλεκυ διακρίνονται δεκαπέντε εγχάρακτα σύμβολα που ομοιάζουν με εκείνα της ιερογλυφικής αλλά και με τα σύμβολα του δίσκου της Φαιστού.
– Γραμμική Α
Η Γραμμική γραφή Α είναι η πρώτη από τις Αιγαιακές γραμμικές γραφές και ονομάζεται και πρωτογραμμική. H γραφή αυτή ήταν για ένα διάστημα μάλλον σύγχρονη με την ιερογλυφική, δεν εμφανίζεται όμως σε σφραγίδες αλλά μόνο σε πήλινες πινακίδες. Τα στοιχεία της είναι ιδεογράμματα για το συμβολισμό των αντικειμένων και αριθμοί που ακολουθούν το δεκαδικό σύστημα. Τα κείμενά της διαβάζονταν από αριστερά προς τα δεξιά, ενώ δεν αποκλείεται και η περιστασιακή της χρήση προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ανάμεσα στις δύο γραφές υπάρχουν αρκετές ομοιότητες αλλά δε φαίνεται ότι η Γραμμική A προέρχεται από την ιερογλυφική, όπως είχε αρχικά υποτεθεί. H πρώτη αυτή γραμμική γραφή επινοήθηκε στην Κρήτη κατά την περίοδο των νέων ανακτόρων (1600 – 1390 π.Χ.). Δείγματά της έχουν βρεθεί σε ανακτορικές επαύλεις αλλά και στα ανακτορικά αρχεία. H χρήση της συνεχίστηκε μέχρι την καταστροφή των ανακτόρων κατά την Υστερομινωική IB περίοδο. Tα τελευταία δείγματα της Γραμμικής A προέρχονται από στρώματα της Υστερομινωικής I περιόδου (1550 – 1450 π.Χ.), ενώ δεν απαντώνται πλέον στα στρώματα της μυκηναϊκής κατάληψης της Κνωσού.
Φαίνεται επίσης ότι υπήρξε το πρότυπο μίας ιδιότυπης Κυπριακής γραφής, από την οποία προέρχεται μάλλον η Γραμμική B γραφή, η πρώτη γραφή της Ελληνικής γλώσσας. H γλωσσική δομή της γραμμικής A διαφέρει αρκετά από τη δομή της Ελληνικής, όπως αυτή παρουσιάζεται στη Γραμμική B. Τα δείγματά της σώζονται μόνο σε περιορισμένο αριθμό σε σύγκριση με αυτά της Γραμμικής Β και είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα στη βόρεια Κρήτη. Τα περισσότερα κείμενα Γραμμικής Α βρέθηκαν στην έπαυλη της Αγίας Τριάδας, ενώ ένας μεγάλος αριθμός βρέθηκε πρόσφατα στα Χανιά.
Η διάδοσή της δείχνει ότι η χρήση της στην Κρήτη ήταν αρκετά διαδεδομένη ενώ δείγματά της εντοπίστηκαν και σε μακρινές περιοχές του Αιγαίου, όπως στη Μήλο, την Κέα, τη Σαμοθράκη και τη Μίλητο. Αν και τα κείμενα της Γραμμικής Α είναι πολύ λιγότερα από αυτά της Γραμμικής Β, ο αριθμός τους είναι αρκετός για να διαπιστωθεί ότι εκφράζουν την ίδια γλώσσα που ήταν αναμφίβολα η προελληνική γλώσσα της Μινωικής Κρήτης.
Κείμενα Γραμμικής A βρέθηκαν και επάνω σε διάφορα τελετουργικά αντικείμενα. Στην Κνωσό, τις Αρχάνες, τα Μάλια, τη Φαιστό και τη Zάκρο βρέθηκαν επιγραφές αυτής της γραφής χαραγμένες σε λίθινες τράπεζες προσφορών. Σε Γραμμική Α γράφονταν επίσης αφιερωματικές επιγραφές, όπως δείχνει μία ενεπίγραφη χάλκινη ομφαλωτή φιάλη από τον Κόφινα.
– Γραμμική Β
Η Γραμμική γραφή Β, η επίσημη γραφή των Μυκηναϊκών ανακτόρων, πρωτοεμφανίστηκε στην Κνωσό στο τέλος της Πρωτοανακτορικής περιόδου και συνδέεται με την κατάκτηση της Κρήτης από τους Μυκηναίους, γύρω στο 1450 π.Χ. Τα δείγματα της Γραμμικής Β σώζονται σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από εκείνα της Γραμμικής Α και της ιερογλυφικής.
Η δομή αυτού του γραφικού συστήματος αποτελείται από 87 στοιχεία που χωρίζονται σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες: τα συλλαβογράμματα, τα ιδεογράμματα και τους αριθμούς. Τα συλλαβογράμματα χρησίμευαν ως φωνητικά σύμβολα, ενώ τα ιδεογράμματα συμβόλιζαν σχηματικά τις έννοιες. Οι αριθμοί και τα σύμβολα μέτρησης αποτελούσαν ξεχωριστά στοιχεία που συνόδευαν συνήθως τα ιδεογράμματα, υποδεικνύοντας τις ποσότητες των αγαθών.
Όλα τα κείμενα της Γραμμικής Β ήταν χαραγμένα σε πήλινες πινακίδες και φυλάσσονταν στα ανακτορικά αρχεία. Το περιεχόμενο των πινακίδων ήταν καθαρά διοικητικού χαρακτήρα και αναφερόταν στην καταγραφή των προϊόντων που συγκεντρώνονταν στις ανακτορικές αποθήκες και τη μετακίνηση ανθρώπων μέσα στην επικράτεια των ανακτόρων. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν στοιχεία για τη χρήση της Γραμμικής Β σε κείμενα μη οικονομικού χαρακτήρα.
Ορισμένες αναφορές, ωστόσο, στην προέλευση των εμπορεύσιμων προϊόντων και στους κύκλους των τεχνιτών, αποκαλύπτουν τοπωνύμια, ονόματα ανθρώπων και θεών φωτίζοντας έτσι ενδιαφέρουσες πτυχές της κοινωνικής οργάνωσης και της θρησκείας της Ανακτορικής εποχής. Ένα γεγονός που προκαλεί έκπληξη είναι ότι τα διοικητικά στελέχη που κατέγραφαν με εξωνυχιστική σχολαστικότητα τα είδη και τις ποσότητες των προϊόντων που παράγονταν και διακινούνταν, δεν είχαν μεριμνήσει και για την καταγραφή των διεθνών συναλλαγών, που είναι βεβαιωμένες από τη συνεχή παρουσία εισηγμένων προϊόντων.
Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις διεθνείς συμφωνίες δεν καταγράφονταν επάνω σε πηλό αλλά σε πολυτιμότερα υλικά, όπως ο πάπυρος και η περγαμηνή που δεν έχουν διασωθεί. Στα δείγματα της Γραμμικής Β προστίθενται και ενεπίγραφοι αμφορείς που συνήθως αναφέρονται στο περιεχόμενο ή στην προέλευση των μεταφερομένων αγαθών. Τέτοια σκεύη κρητικής προέλευσης βρέθηκαν και σε περιοχές μακριά από την Κρήτη, όπως στο ανάκτορο της Θηβαϊκής Καδμείας, και είναι δείγματα των στενών εμπορικών σχέσεων ανάμεσα στα σημαντικά κέντρα του Μυκηναϊκού κόσμου.
Συστήματα Μέτρησης Βάρους
Οι αυξημένες απαιτήσεις του εμπορίου, το οποίο στηριζόταν στις ανταλλαγές προϊόντων, οδήγησαν σχετικά γρήγορα στην επινόηση ενός συστήματος μέτρησης βάρους, προκειμένου να πραγματοποιούνται οι συναλλαγές με ένα κοινό σύστημα αξιών. Η χρήση ενός κοινού συστήματος δείχνει τον τρόπο με τον οποίο οι τεχνίτες και οι έμποροι μιας προνομισματικής κοινωνίας αντιλαμβάνονταν την αξία των εμπορικών αγαθών.
Οι γνώσεις μας για τις αξίες βάρους που ίσχυαν στο Μινωικό εμπόριο προκύπτουν από τα πολυάριθμα μολύβδινα σταθμά που βρίσκονται συχνά στους Μινωικούς οικισμούς. Μερικά από αυτά είχαν επάνω τους χαραγμένα σύμβολα που δήλωναν την αξία τους. Όλα τα Μινωικά σταθμά φαίνεται ότι αντιστοιχούσαν σε ένα κοινό σύστημα και ξεκινούσαν από τα 60 έως τα 64 γραμμάρια, ενώ το βάρος μιας δεύτερης κατηγορίας σταθμών κυμαινόταν από τα 480 έως τα 510 γραμμάρια.
Θεωρείται ότι κατά την εποχή πριν από τις καταστροφές της Υστερομινωικής Ι περιόδου (1600 – 1550 π.Χ.) ήταν σε παράλληλη χρήση και ένα δευτερεύον σύστημα μέτρησης βάρους, το οποίο όμως στις επόμενες περιόδους καταργήθηκε. Τόσο η βασική μονάδα βάρους, όσο και οι υποδιαιρέσεις της, συμφωνούν απόλυτα με τα δεδομένα των πινακίδων Γραμμικής_Α και Β γραφής, στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν ειδικά ιδεογράμματα για την απόδοση του βάρους των προϊόντων.
Από τη διάδοση των διαφόρων συστημάτων μέτρησης βάρους στους πρώιμους πολιτισμούς προκύπτει ότι οι προϊστορικές κοινωνίες είχαν αναπτύξει μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις. Έτσι η χρήση του ίδιου συστήματος σε διάφορες περιοχές του Αιγαιακού κόσμου υποδεικνύει την ύπαρξη τακτικών συναλλαγών. Το Μινωικό σύστημα μέτρησης βάρους είχε μεγάλη διάδοση στον Αιγαιακό κόσμο αντικατοπτρίζοντας έτσι τις εντατικές εμπορικές δραστηριότητες των Μινωιτών.
Μολύβδινα βάρη Μινωικού τύπου βρέθηκαν στην Αγία Ειρήνη της Κέας, ενώ ίσως ένα από τα μεγαλύτερα σύνολα βαρών εκτός Κρήτης βρέθηκε στον οικισμό του Ακρωτηρίου της Θήρας, όπου είναι φανερή η πλήρης υιοθέτηση του Μινωικού συστήματος μέτρησης βάρους. Το ίδιο σύστημα μεταδόθηκε κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία (1600 – 1050 π.Χ.) και στην ηπειρωτική Ελλάδα .
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΙΝΩΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
H Καταστροφή του Μινωικού Πολιτισμού
Η καταστροφή του Μινωικού Πολιτισμού είναι αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στους αρχαιολόγους από την εποχή που η αρχαιολογική σκαπάνη, πριν από 100 χρόνια περίπου, έφερε στο φως τα πρώτα ευρήματα από το μινωικό παλάτι της Κνωσού. Πέντε χιλιάδες χρόνια πριν, ο Μινωικός Πολιτισμός, ο πρώτος μεγάλος πολιτισμός που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, γεννήθηκε και άκμασε στην Κρήτη. Οι Μινωίτες, ήταν άνθρωποι αινιγματικοί αλλά καλλιεργημένοι, πολεμιστές και έμποροι, καλλιτέχνες και έμπειροι ναυτικοί.
Ήταν οι πρώτοι που δημιούργησαν και χρησιμοποίησαν γραπτή γλώσσα στην Ευρώπη – η οποία αποκρυπτογραφήθηκε μόλις μερικά χρόνια πριν. Πάνω στην ακμή τους και ενώ ακόμα στην Ελλάδα δεν υπήρχε κάποιο «αντίπαλον δέος», ο Μινωικός Πολιτισμός καταστράφηκε και εξαφανίστηκε για πάντα, αφήνοντας μόνο εντυπωσιακά δείγματα της ανωτερότητας του. Το ανεξήγητο τέλος του πολιτισμού οδήγησε πολλούς αρχαιολόγους, μεταξύ των οποίων ο καθηγητής Μαρινάτος και ο Άγγλος Έβανς, να συνδέσουν την καταστροφή με το ηφαίστειο της Σαντορίνης.
Πολλοί ερευνητές και αρχαιολόγοι προχώρησαν ακόμα περισσότερο και ταυτίζουν την Μινωική Κρήτη με τη χαμένη Ατλαντίδα, βασιζόμενοι εν μέρει στους διαλόγους του Πλάτωνα, οι περιγραφές του οποίου ταιριάζουν με τα στοιχεία που έχουμε για το Μινωικό Πολιτισμό. ”Πάσα η νήσος τότε πέλαγος έσχεν Ατλαντικόν λεχθέν ότι τ όνομα ην του πρώτου βασιλεύσαντα, Άτλας . Εν δε τη Ατλαντίδι νήσω ταύτη μεγάλη και σύνεση και θαυμαστή δύναμις βασιλέων κρατούσα μεν απάσης της νήσου πολλών δε άλλων νήσων και μερών της Ηπείρου”– Πλάτων.
Από τότε που ο Πλάτων περιέγραψε στους διαλόγους του, Κριτία και Τιμαίο, την ιστορία της Ατλαντίδος, αμέτρητοι μύθοι, ιστορίες αλλά και επιστημονικές έρευνες έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Πολλοί πιστεύουν ότι η Ατλαντίδα βρίσκεται στην Ελλάδα – ίσως στην Κρήτη ή τη Σαντορίνη. Ίσως στα στενά του Γιβραλτάρ. Ίσως πάλι η Ατλαντίδα να είναι ένας μύθος. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι μια ιστορία που ενέπνευσε και γοήτευσε χιλιάδες ανθρώπους – και θα συνεχίσει να προκαλεί παγκόσμιο ενδιαφέρον για πάντα.
Η Έκρηξη του Ηφαιστείου της Σαντορίνης και η Καταστροφή του Μινωικού Πολιτισμού
Κάπου ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία, ξεπροβάλλουν δύο πραγματικά γεγονότα που συγκλόνισαν τον τότε γνωστό Ελλαδικό χώρο, περίπου 3.500 χρόνια πριν: η καταστροφή του Μινωικού Πολιτισμού και η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Οι αρχαιολόγοι και οι επιστήμονες συνέδεσαν τα γεγονότα, θεωρώντας ότι η καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού προκλήθηκε από τη βίαια έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης.
Αρχικά πιστεύονταν ότι η έκρηξη του ηφαιστείου έγινε το 1450 π.Χ, τότε δηλαδή που καταστράφηκαν τα Μινωικά Ανάκτορα, αλλά σήμερα πιστεύεται ότι η έκρηξη έγινε νωρίτερα, κάπου μεταξύ του 1627 και 1600 π.Χ. Το κοσμογονικό γεγονός της έκρηξης του Ηφαιστείου προφανώς δεν θα μπορούσε να αφήσει αλώβητη την Κρήτη, που βρίσκεται τόσο κοντά στη Σαντορίνη. Η ηφαιστειακή τέφρα του ηφαιστείου της Σαντορίνης σκέπασε τη Μινωική πόλη στο Ακρωτήρι της Θήρας, κάλυψε τον ουρανό του Αιγαίου και έφτασε μέχρι την Κρήτη.
Ήταν όμως αρκετή για να καταστρέψει τον πανίσχυρο πολιτισμό; Για πολλά χρόνια οι απόψεις των αρχαιολόγων και επιστημόνων διίσταντο. Σχετικά πρόσφατα όμως έρευνες γεωλόγων και αρχαιολόγων στην Κρήτη, τόσο στην Κνωσό όσο και στο Παλαίκαστρο, αποκάλυψαν μια άλλη πολύ πιθανή εξήγηση. Ο αρχαιολόγος Stuart Dunn υποστηρίζει ότι η τέφρα από τη Σαντορίνη πιθανότατα σκίασε την Κρήτη για κάποιες μέρες αλλά σε καμία περίπτωση δεν κατέστρεψε τον Μινωικό πολιτισμό.
Ο αρχαιολόγος Sandy McGillivray που μελετά εδώ και πολλά χρόνια τον Κρητικό πολιτισμό και τα στοιχεία της καταστροφής, κάλεσε στην Κρήτη το γεωλόγο Hendrik Bruins από το Πανεπιστήμιο Ben Gurion του Ισραήλ, για να εξετάσει το έδαφος στο Παλαίκαστρο, στην ανατολική ακτή της Κρήτης, λίγο νοτιότερα από το περίφημο φοινικόδασος στο Βάι. Ο Hendrik Bruins πήρε δείγματα του εδάφους, τα οποία απέδειξαν την εναπόθεση θαλάσσιων οργανισμών και ειδών στο έδαφος της Κρήτης, σε σημεία που δεν θα μπορούσαν να εξηγηθούν από κάποιο γνωστό φαινόμενο.
Οι ερευνητές βρίσκουν ηφαιστειακή στάχτη, σπασμένα αγγεία σε μικρά κομμάτια ή κονιορτοποιημένα, αλλά και δείγματα τρηματοφόρων, οργανισμών που ζουν στον πυθμένα της θάλασσας σε τέτοιο βάθος που είναι απίθανο να βρεθούν πάνω στη στεριά. Τα ίδια γεωλογικά δείγματα αποκαλύπτουν και κοραλλιογενή άλγη. Πολλά χιλιόμετρα δυτικά από το Παλαίκαστρο, στο επίνειο της Κνωσού, την Αμνισό, οι ερευνητές εξετάζουν ευρήματα που περιέχουν επίσης δείγματα θαλάσσιων οργανισμών, θηραϊκή ελαφρόπετρα, κόκαλα ζώων και ηφαιστειακή άμμο.
Συνειδητοποιούν αμέσως ότι τεράστιες ποσότητες νερού εισέβαλλαν στο Κρητικό έδαφος και καλούν τον Κώστα Συνολάκη, κορυφαίο επιστήμονα που ασχολείται με τα τσουνάμι. Το μόνο που μπορούσε να εξηγήσει ικανοποιητικά τα ευρήματα, συνδέοντας τα γνωστά γεγονότα, ήταν το τσουνάμι. Το παλιρροϊκό κύμα που δημιουργήθηκε μετά την έκρηξη του Ηφαιστείου της Σαντορίνης έπληξε τις ακτές της Κρήτης, καταστρέφοντας σοδειές, τα καράβια και το εμπόριο, αποδυναμώνοντας ουσιαστικά τον Μινωικό Πολιτισμό.
Συγκεκριμένα, με βάση ειδικό software ο Κ. Συνολάκης κατάφερε να αναπαραστήσει τον τρόπο που ταξίδεψε το τσουνάμι στο Αιγαίο ενώ με τη μέθοδο της ραδιοχρονολόγησης τοποθετούν χρονικά τα ευρήματα των γεωλογικών ερευνών στο χρόνο έκρηξης του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Το συμπέρασμα του ήταν ότι δεν υπήρξε μονάχα ένα γιγάντιο παλιρροϊκό κύμα, αλλά πολλά διαδοχικά τσουνάμι, με ύψος πάνω από είκοσι μέτρα και μήκος κάπου στα τριάντα μίλια, που χτυπούσαν τις ακτές τις Κρήτης με συχνότητα 1 κάθε 30 λεπτά.
Οι Μινωίτες δεν είχαν κανένα τρόπο να πληροφορηθούν τον ερχομό των παλιρροϊκών κυμάτων που τους έπιασαν απροετοίμαστους. Φανταστείτε τον τρόμο των Μινωιτών που είχαν μόλις επιστρέψει στα παράλια για να περιθάλψουν τους τραυματίες τους μετά το πρώτο τσουνάμι, όταν είδαν να έρχεται άλλο ένα υδάτινο τείχος καταπάνω τους. Αυτό ήταν κάτι που επαναλήφθηκε αρκετές φορές, ώσπου στο τέλος η καταστροφή στις βόρειες και ανατολικές ακτές της Κρήτης ήταν ολοκληρωτική.
Ωστόσο η Κρήτη είναι μεγάλο νησί . Τόσο τα ανάκτορα όσο και πόλεις ή χωριά στην καρδιά του νησιού έμειναν σχεδόν ανέπαφα. Τα νότια και δυτικά παράλια του νησιού φαίνεται ότι δεν επηρεάστηκαν καθόλου.
Η Εισβολή των Μυκηναίων – Ολοκληρωτική καταστροφή του Μινωικού Πολιτισμού
Οι αρχαιολόγοι έχουν αρκετές ισχυρές ενδείξεις για να πιστεύουν πια ότι ο περίφημος πολιτισμός των Μινωιτών, υπέστη φοβερό πλήγμα από την έκρηξη του Ηφαιστείου της Σαντορίνης, η οποία κατέστρεψε το στόλο των Κρητών. Οι Μινωίτες βάσιζαν την ευμάρεια και ασφάλειά τους στα καράβια τους. Από τη στιγμή που επλήγη το βασικό μέσο διαβίωσης και άμυνας τους, έγιναν έρμαια της λεηλατικής μανίας των Πελοποννήσιων Μυκηναίων που έφτασαν στο νησί. Οι Μινωίτες δεν εξαφανίστηκαν εν μια νυκτί, αλλά έγιναν εύκολη λεία σε επιδρομές και λεηλασίες.
Στο Παλαίκαστρο βρέθηκαν λεηλατημένα μνημεία και κατεστραμμένα αγάλματα, ενώ και στη Δυτική Κρήτη, κοντά στα Χανιά, βρέθηκαν τάφοι που χρονολογούνται στην ίδια περίοδο και που περιείχαν σκελετούς με οπλισμό που δεν ανήκε στο Μινωικό Πολιτισμό. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να ολοκληρωθεί η καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού, και τα ανάκτορα καταστράφηκαν 150 χρόνια μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης.
Ακόμα και αν δεν ανακαλύψουμε αν ο Πλάτων μιλούσε αλληγορικά ή όχι, και αν η Ατλαντίδα υπήρξε όντως στη Κρήτη ή τη Σαντορίνη, οι έρευνες και οι διασταυρώσεις στοιχείων μας δίνουν πια ικανοποιητικές απαντήσεις στην ερώτηση πώς καταστράφηκε τόσο απότομα ο Μινωικός Πολιτισμός, ένας από τους πιο σημαντικούς Ευρωπαϊκούς πολιτισμούς.
Οι Απόψεις των Αρχαιολόγων Ερευνητών περί της Καταστροφής
Ένα κοσμογονικό γεγονός όπως η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης πριν από 3.500 χρόνια είναι φυσικό να απασχολεί τον επιστημονικό κόσμο ως τις ημέρες μας, ενώ ακόμη οι αρχαιολόγοι δεν έχουν κατορθώσει να συμφωνήσουν σε μία απόλυτη χρονολόγηση της έκρηξης. Η έκρηξη και η ηφαιστειακή τέφρα που σκέπασε την προϊστορική πόλη στο Ακρωτήρι της Θήρας είχε επιπτώσεις και στις ακτές της βόρειας Κρήτης και κατά συνέπεια και στον μινωικό πολιτισμό; Οι απόψεις των Ελλήνων αρχαιολόγων αν δεν διίστανται, πάντως δεν συμπίπτουν απόλυτα.
– 1η Άποψη
Ο καθηγητής Χρίστος Ντούμας εξέφρασε ορισμένες επιφυλάξεις για τη σύμπτωση των χρονολογήσεων επειδή, όπως είπε, «οι καταστροφές που βρίσκουμε στην Κρήτη απέχουν μερικές δεκαετίες από την έκρηξη του ηφαιστείου, για την οποία υπάρχουν δύο απόψεις. Η μία τοποθετεί την έκρηξη μεταξύ 1648 και 1626 π.Χ. και η άλλη στα 1550, ενώ η καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού έρχεται αργότερα. Με άλλα λόγια η έκρηξη τοποθετείται στην Υστερομινωική 1Α περίοδο, ενώ οι καταστροφές στην Κρήτη χρονολογούνται στην Υστερομινωική 1Β και όποια νέα χρονολόγηση και αν δώσουμε υπάρχει η απόσταση μιας πολιτιστικής φάσης, δηλαδή το λιγότερο 30 – 40 χρόνων.
Όσον αφορά τώρα τις επιπτώσεις που είχε η έκρηξη του ηφαιστείου και το τσουνάμι στην αγροτική οικονομία της Κρήτης, η οποία έγινε εύκολη λεία σε εξωτερικές επιδρομές και εσωτερικές επαναστάσεις, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν έχουμε ενδείξεις ούτε για εξωτερικές επιδρομές ούτε για αναρχία στο εσωτερικό. Η μόνη ένδειξη που έχουμε για τυχόν απέξω επέμβαση είναι η κατάληψη του ανακτόρου της Κνωσού από τους Μυκηναίους, που όμως έγινε πολύ αργότερα.
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει γίνει αποδεκτό από όλον τον αρχαιολογικό κόσμο ότι η κατάρρευση του μινωικού πολιτισμού δεν έχει καμία σχέση με την έκρηξη του ηφαιστείου. Άλλωστε, αν υπήρξε ένα τόσο καταστρεπτικό τσουνάμι θα έπρεπε να είχε καταστραφεί και το Παλαίκαστρο, που είναι παραλιακή πόλη στην ανατολική Κρήτη και τώρα με τις ανασκαφές που γίνονται διαπιστώνεται ότι διατηρήθηκε. Οπωσδήποτε όμως η μέθοδος και τα πειράματα του καθηγητή Μόναχαν μας ενδιαφέρουν πολύ και περιμένουμε τα αποτελέσματα όταν αυτά ανακοινωθούν».
– 2η Άποψη
H άλλη άποψη διατύπωσε ο καθηγητής Σπύρος Ιακωβίδης, ο οποίος αναφέρθηκε σε άρθρο του πρώτου ανασκαφέα του Ακρωτηρίου της Θήρας καθηγητή Μαρινάτου, όπου υποστηρίζει ότι η Κρήτη καταστράφηκε αμέσως μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης και ένα μέρος της καταστροφής οφείλεται στο παλιρροϊκό κύμα που έπληξε την Κρήτη. «Με ενδιαφέρει πολύ να μάθω πού θα καταλήξουν τα πειράματα του καθηγητή Μόναχαν», είπε.
«Γιατί, όπως αναφέρεται στο άρθρο, το τσουνάμι ανάλογα με το σημείο εκκινήσεώς του ακολουθεί μία κατεύθυνση, δεν απλώνεται, και η μεγαλύτερη καταστροφή που κάνει είναι όταν τραβιέται πίσω στη θάλασσα. Και ο Μαρινάτος διατύπωσε τη θεωρία του για ένα παλιρροϊκό κύμα επί τη βάσει αρχαιολογικών ευρημάτων στην Αμνυσό, το επίνειο της Κνωσού, όπου παρατήρησε ότι υπήρχαν κτίρια τα οποία είχαν καταρρεύσει και οι τοίχοι τους είχαν παρασυρθεί προς την παραλία. Στην Κρήτη έχουν γίνει και άλλες μετρήσεις με τις οποίες διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν και κατάλοιπα τέφρας.
Και εκείνο το οποίο είναι βέβαιο από τα πειράματα αυτά και άλλες παρατηρήσεις στο σύμπλεγμα Θήρας – Κρήτης ως και την Κύπρο είναι ότι η έκρηξη ήταν τρομερή, η τέφρα πρέπει να περιφερόταν επί καιρό στην ατμόσφαιρα και να είχε σκοτεινιάσει ο ουρανός, ενώ ο βρόντος ακούστηκε σχεδόν ως την Υεμένη. Επομένως δεν είναι δυνατόν η Κρήτη να μη σκεπάστηκε από τέφρα και να μην κατακλύστηκε η βόρεια ακτή της από το παλιρροϊκό κύμα, με αποτέλεσμα να καταστραφούν οι σοδειές και η κτηνοτροφία και γενικότερα να εξασθενήσει ο πληθυσμός.
Μετά ήρθαν οι Μυκηναίοι που εγκαταστάθηκαν στην Κνωσό, στη Φαιστό και στα Χανιά και κυριάρχησαν χωρίς να εξοντώσουν τον πληθυσμό. Πάντως ενδείξεις από καταστροφές που προκλήθηκαν από επιδρομές δεν έχουν βρεθεί στην Κρήτη, όπου φαίνεται πως οι όποιες καταστροφές έχουν προκληθεί από σεισμούς, όχι από επιδρομές».
Ο ΜΙΝΩΑΣ ΣΤΗ ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ
Ο Πολιτισμός πριν από τον Μίνωα
Στην Ελλάδα και σε όλο τον αρχαίο κόσμο πριν από το Μίνωα δεν υπήρχαν συντάγματα, βουλή και βουλευτές, καθώς και κράτος πρόνοιας κ.τ.λ. και έτσι ο κάθε φύλαρχος ή τύραννος ή βασιλιάς έκανε ό,τι ήθελε ή όριζε τους νόμους που ήθελε ή ανάλογα με τις προσωπικές του επιθυμίες και νοημοσύνη. Συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν και που:
Α) Οι Σπαρτιάτες έλεγαν ότι οι νόμοι των άλλων πόλεων – κρατών του Μίνωα ήσαν γελοίοι, για να τους αντιγράψουν.
Β) Οι Εβραίοι έλεγαν ότι αν δεν αλλάξει ο κόσμος, θα τον καταστρέψει ο θεός,
Γ) Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αναφέρουν κανένα άλλο σπουδαίο αρχαίο πολιτισμό πλην μόνο το Μινωικό ή που έλεγαν «Πας μη Έλλην βάρβαρος»
Οι βάρβαροι (Φοίνικες, Πέρσες κ.τ.λ.) σε σχέση με τους αρχαίους Έλληνες δεν είχαν ούτε οργανωμένες πολιτείες ούτε παιδεία. Ζούσαν με πρωτόγονο ακόμη τρόπο, δηλαδή κατά φυλές και με ανήμερα ακόμη ήθη και έθιμα.
Είχαν απλώς ένα βασιλιά ή ηγέτη που έκανε ό,τι ήθελε ή έβαζε νόμους, θρησκευτικούς και πολιτικούς, ανάλογα με τη νοημοσύνη και τις επιθυμίες τους, επιζητούσε να τον λατρεύουν ως θεό, πολλές φορές να κάνουν και για χάρη του ή για χάρη υποτίθεται του θεού του ανθρωποθυσίες κ.α. Και όλα αυτά δεν τα λένε μόνο οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, αλλά ακόμη και η Αγία Γραφή, όπως θα δούμε σε άλλο μέρος για τον Ελληνικό πολιτισμό και την προσφορά του.
Η Θεοποίηση του Μίνωα και του Ραδάμανθου
Ανατρέχοντας στον Όμηρο βλέπουμε να αναφέρει ότι ο Μίνωας και ο Ραδάμανθυς ήταν γιοι του Δία και κριτές στον Άδη. Ωστόσο η πραγματική αλήθεια είναι ότι επειδή ο Μίνωας με το αδελφό του Ραδάμανθυ θέσπισαν νόμους (το σύνταγμα διακυβέρνησης και τους νόμους εμπορίου και συναλλαγών) που αφενός ωφέλησαν όλους τους Έλληνες, επειδή αντέγραψαν την πολιτεία τους, και αφετέρου ήσαν ανάλογοι με το περί θείων (δικαίου, θρησκείας και ηθών και εθίμων) αίσθημα.
Γι’ αυτό και υμνούνται λέει από όλους τους Έλληνες ή γι αυτό οι αρχαίοι Έλληνες μετά το θάνατό τους τους ανακήρυξαν ισόθεους και κριτές στον Άδη ή γι αυτό ειπώθηκε ότι ήσαν γιοι του Δία ή ότι έπαιρναν τους νόμους κατευθείαν από το Θεό Δία στο όρος Δίκτη ή ότι οι νόμοι τους ήταν θεϊκοί κ.α.
Επομένως και σύμφωνα με τους Πέρσες – Ηρόδοτο:
1) Ο Μίνωας δεν ήταν στην πραγματικότητα γιος του θεού Δία, όπως λένε οι Έλληνες, αλλά γιος ενός Έλληνα, μάλλον Κρητικού, βασιλιά, εκείνου που πήγε μαζί με άλλους και έκλεψε από την Τύρο της Ασίας την κόρη του βασιλιά Ευρώπη και ο οποίος όταν πέθανε, τα παιδιά του, ο Μίνωας και ο Σαρπηδόνας, συνεπλάκησαν για το ποιος θα πάρει τη βασιλεία. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τους Διόδωρο, Απολλόδωρο κ.α., ο Μίνωας αφενός αντικατέστησε στο θρόνο της Κρήτης το βασιλιά Αστέριο και αφετέρου αυτός και τα αδέλφια του ήταν υιοθετημένοι γιοι του βασιλιά Αστέριου, επειδή δεν είχε γιο παρά μόνο μια κόρη και ήθελε διάδοχο του θρόνου.
Επομένως ο Μίνωας ήταν εξώγαμος γιος του βασιλιάς της Κρήτης Αστέριου και είτε για ευνόητους λόγους (να τους σέβονται, να μην αντιδρούν οι υπήκοοι στις αποφάσεις τους κ,τ,λ.) είτε γιατί πρόσφεραν πολύ σημαντικό έργο στους Κρήτες, κάτι που είναι και η αλήθεια, ειπώθηκε ότι ο μεν Αστέριος ήταν ο Θεός Δίας και ο Μίνωας ο γιος του. Σωστότερα, η περίπτωση Δία και Μίνωα ήταν ένα γεγονός σαν κι αυτό με τον Ιωσήφ και το Χριστό στη Χριστιανική Θρησκεία, όπου ο μεν Χριστός φέρεται γιος του Θεού και ο Ιωσήφ σύζυγος της μάνας του Χριστού, της Παναγίας.
2) Ο Μίνωας ήταν αφενός Έλληνας εκ πατρός και αφετέρου ο πρώτος Έλληνας Θαλασσοκράτορας.
3) Η έχθρα μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων ξεκίνησε από τις αρπαγές γυναικών εκατέρωθεν (την Ελληνίδα Ιώ από τους Φοίνικες, την Φοινικιά Ευρώπη – μάνα του Μίνωα – από τους Έλληνες Κρήτες, τη Μήδεια των Κόλχων από τους Έλληνες και την Ελληνίδα Σπαρτιάτισσα Ελένη από τους Τρώες), μόνο που οι Έλληνες έδωσαν πολύ σημασία σ’ αυτές τις αρπαγές και κυρίως της Ελένης και κατέστρεψαν την Τροία, ενώ δεν έπρεπε, γιατί οι γυναίκες αυτές το ήθελαν.
4) Τα έθνη που κατοικούν στην Ασία (Τρώες, Κάρες, Φοίνικες, Πέρσες κ.α.), οι Πέρσες τα θεωρούν δικά τους, ενώ την Ευρώπη και τους Έλληνες κάτι ξεχωριστό και στην άλωση του Ιλίου βρίσκουν τα αίτια έχθρας τους προς τους Έλληνες και γι αυτό τώρα, εννοεί ο Ηρόδοτος, στρέφονται εναντίον της Ελλάδας (εννοεί τους Περσικούς Πολέμους με Ξέρξη κ.τ.λ.).
5) Στην Κρήτη πριν από το Μίνωα ζούσαν και Έλληνες και βάρβαροι και οι Κρήτες των Ελλήνων απήγαγαν την μάνα του Μίνωα, την Ευρώπη, από την Ασία και την πήγαν στην Κρήτη.
6) Η Κρήτη αρχικά ήταν βάρβαρη, όπως και όλη η Ελλάδα, όμως όταν συνεπλάκησαν τα παιδιά της Ευρώπης, ο Μίνωας και ο Σαρπηδόνας, για το ποιος θα γίνει βασιλιάς της Κρήτης νικήθηκε ο Σαρπηδόνας ο οποίος μετά από αυτό πήρε τους στασιαστές του και τη μάνα του την Ευρώπη και κατέφυγαν στην Ασία, στο μέρος που ονομάζεται γη της Μιλυάδας και έτσι έκτοτε η Κρήτη έγινε πλήρως Ελληνική.
Ο Αρριανός λέει ότι ο Μίνωας, ο Ραδάμανθυς, ο Αιακός και ο Μ. Αλέξανδρος ήταν βασιλιάδες που ισχυρίζονταν ότι είναι γιοι θεών για πονηρούς λόγους, για να γίνουν σεβαστοί από τους υπηκόους τους. Ο Στράβωνας λέει από τη μια ότι ο Μίνωας ήταν σπουδαίος Θαλασσοκράτορας και νομοθέτης και από την άλλη ότι ότι προσποιούνταν ότι έπαιρνε τους νόμους κατευθείαν από το Δία», εννοείται, για να θεωρούνται οι εντολές (οι νόμοι) του ως θείες επιταγές.
Ο Διόδωρος Σικελιώτης κάνοντας λέει έρευνα για τους νομοθέτες (Μίνωα, Μωυσή κ.α.) και τους γιους των θεών, λέει ότι οι Αιγύπτιοι ισχυρίζονται ότι ο Μίνωας είναι ένας Έλληνας νομοθέτης που προσποιούνταν ότι έπαιρνε τους νόμους του από το Θεό, κάτι ως έκανε και ο δικός τους ο Μνεύης κ.α.
Η Κατάκτηση των Αθηναίων από τον Μίνωα
Ο Πλάτωνας, ο Παυσανίας, ο Πλούταρχος κ.α, λένε από τη μια ότι οι Κρήτες έχουν τους πιο παλιούς νόμους από τους Έλληνες που τους έφτιαξαν οι άξιοι βασιλιάδες τους Μίνωας και Ραδάμανθυς και από την άλλη ότι επί Μίνωα οι σχέσεις μεταξύ Αθηναίων και Κρητών δεν ήσαν καλές, επειδή ο Μίνωας ανάγκασε κάποτε τους κατοίκους της Αττικής να πληρώνουν βαρύ φόρο, επειδή είχε ισχυρό ναυτικό.
Λένε επίσης ότι ο Μίνωας επιτέθηκε στην Αθήνα, για να εκδικηθεί το θάνατο του γιου του Ανδρόγεω που δολοφονήθηκε από τους Αθηναίους στα Παναθήναια και μετά τη νίκη του κατ’ άλλους επέβαλε απλώς φόρο και κατ’ άλλους απαίτησε από τους Αθηναίους να του στέλνουν κάθε χρόνο ως φόρο ή ετήσιο δασμό κάποιους νέους (12 τον αριθμό, 6 αγόρια και 6 κορίτσια) για καταναγκαστικά έργα στην Κρήτη.
Ο δασμός αυτός δεν άρεσε στους Αθηναίους και γι αυτό οι Αθηναίοι συγγραφείς συκοφαντούσαν το Μίνωα στα Αττικά θέατρα, αποκαλώντας τον αγριάνθρωπο ή σκληρό, άδικο, φορομπήχτη κ.α. ή γι αυτό και του έπλασαν το μύθο του Μινώταυρου. Δηλαδή ότι η γυναίκα του γέννησε τέρας. Κάτι που ο Πλάτωνας θεωρεί αυτού του είδους πράγματα προσβολή, ασέβεια σε ένα άνθρωπο, στο Μίνωα, που Όμηρος και ο Ησίοδος εγκωμιάζουν όσο κανένα άλλον για το έργο του.
Επομένως και σύμφωνα με τον Πλάτωνα:
Α) Ο Μίνωας και οι Μινωίτες ήσαν Έλληνες, αφού ο Σωκράτης λέει ότι αυτοί που έχουν τους πιο παλιούς νόμους από όλους τους Έλληνες είναι οι Κρήτες και οι πιο άξιοι βασιλείς τους ήταν ο Μίνωας και ο Ραδάμανθυς που θέσπισαν και τους νόμους των Κρητών των Ελλήνων.
Β) Ο Μίνωας – Κρήτες πρώτοι βρήκαν την αλήθεια για τη σωστή διοίκηση της πόλης – απ΄όπου πολίτης και πολιτισμός και εξαιτίας αυτού ή των νόμων του Μίνωα, ευημερεί ανέκαθεν η Κρήτη, καθώς και η Σπάρτη από που αντέγραψε τους νόμους του Μίνωα.
Γ) Λένε ότι ο Ραδάμανθυς ήταν δίκαιος άνθρωπος και ο Μίνωας αγριάνθρωπος, σκληρός και άδικος. Ωστόσο αυτό είναι άδικο, ασέβεια, αμαρτία, γιατί ο ‘Όμηρος και ο Ησίοδος, που είναι και πιο αξιόπιστοι από τους τραγωδοποιούς που λένε αυτά τα πράγματα, έχει εγκωμιάσει το Μίνωα περισσότερα από όλους τους άλλους.
Δ) Ο Όμηρος δεν απέμεινε σε κανένα άλλο ήρωα παρά μόνο στο Μίνωα την τιμή να έχει εκπαιδευτεί από το Δία, αυτό είναι έπαινος θαυμαστός. Ακόμα στη Νέκυια της Οδύσσειας έχει παρουσιάσει το Μίνωα να δικάζει κρατώντας χρυσό σκήπτρο και όχι το Ραδάμανθη. Και αυτός λέγοντας το σκήπτρο του Δία δεν εννοεί τίποτε άλλο παρά την παιδεία από το Δία, με την οποία διεύθυνε την Κρήτη.
Ε) Υπάρχει η φήμη ότι ο Μίνωας ήταν τάχα κάποιος απαίδευτος και σκληρός. Ωστόσο ο Μίνωας ήταν καλός και δίκαιος, καλός νομέας και ισχυρότατη απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι οι νόμοι του παραμένουν αδιασάλευτοι, επειδή βρήκε την αλήθεια, σχετικά με τη διοίκηση της πόλης.
ΣΤ) Το σφάλμα του Μίνωα ήταν το ότι πολέμησε την Αθήνα (όταν ο γιος του Μίνωα Ανδρόγεως σκοτώθηκε από τον Μαραθώνιο ταύρο και ο Μίνωας νόμισε ότι τον δολοφόνησαν οι Αθηναίοι από φθόνο, επειδή νίκησε στα Παναθήναια). και στη συνέχεια έβαλε φόρους στους Αθηναίους και έτσι απέκτησε κακή φήμη, έγινε μισητός ή έτσι οι Αθηναίοι ποιητές και ειδικά αυτοί που ασχολούνται με την τραγωδία του επιτέθηκαν από εκδίκηση.
Σημειώνεται ότι:
1) Ο Μίνωας έβαλε φόρους στους Αθηναίους, επειδή δολοφόνησαν κατ΄ αυτόν τον γιο του Ανδρόγεω στα Παναθήναια.
Σύμφωνα με τους Αθηναίους, ο Αιγέας έστειλε τον Ανδρόγηεω, επειδή ήταν καλός μαχητής, να σκοτώσει τον άγριο ταύρο του Μαραθώνα, που λυμαινόταν την περιοχή. Ο Ανδρόγεως δεν μπόρεσε να τα βάλει πέρα μαζί του και σκοτώθηκε. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Ανδρόγεως δολοφονήθηκε από ανθρώπους του βασιλιά Αιγέα κατά τη στιγμή που πήγαινε προς τη Θήβα για να συμμετάσχει σε αγώνες προς τιμή του Λάιου και η δολοφονία έγινε, επειδή ο Ανδρόγεως είχε πιάσει φιλία με πολιτικούς αντιπάλους του Αιγέα, τους γιους του Πάλαντα, και ο Αιγέας δεν έβλεπε με καλό μάτι αυτή τη φιλία.
Επίλογος για τη Μινωική Κρήτη και τον Μινωικό Πολιτισμό
Η κατάσταση στην Κρήτη ήταν άστατη στο τέλος της Εποχής του Χαλκού. Αυτή ήταν μια περίοδος αναταραχής και ανάμειξης λαών. Τα στοιχεία της αστάθειας μπορούν να βρεθούν σε πόλεις -καταφύγια, που εμφανίστηκαν στους διαταγμένους λόφους γύρω από τα παλιά κέντρα μετά τον 12ο αιώνα. Μετά το 800 π.Χ, αυτές οι πόλεις αναπτύχθηκαν σε πόλεις κράτη ή, εάν ήταν απρόσιτες, εγκαταλείφθηκαν.
Στην αρχή του 12ου αιώνα, μεγάλοι αριθμοί μεταναστών έφθασαν από την ηπειρωτική χώρα και τα χαρακτηριστικά ηπειρωτικών χωρών εμφανίζονται στην Κρητική αγγειοπλαστική. Περίπου στα 1150 π.Χ., ένα δεύτερο κύμα μεταναστών έφθασε από την ηπειρωτική χώρα και οι αρχικοί κρητικοί κινήθηκαν προς τους υψηλούς λόφους. Εμφανίστηκε τότε κερδοσκοπία που έκανε κάποιους να κινηθούν προς την Παλαιστίνη.
Ένα τελικό κύμα από την ηπειρωτική χώρα, πιθανώς οι Δωριείς, ακολούθησε. Τελικά, η όλη Κρήτη τέθηκε υπό Δωρικό έλεγχο, αν και Μινωικοί θύλακες παρέμειναν, κυρίως στα ανατολικά της Κρήτης. Κατά συνέπεια, το τελευταίο αποτέλεσμα των γεγονότων στο τέλος της Εποχής του Χαλκού ήταν η κυριαρχία των Ελληνικών φυλών. Ο Μινωικός πολιτισμός, ο πρώτος, οργανωμένος κοινωνικά, πολιτισμός του Αιγαίου, εξαπλώθηκε πολύ μακρινότερα από τα γεωγραφικά όρια της Κρήτης.
Στην κορυφή της ακμής του έφτασε κατά την Υστερομινωική ΙΑ έως τα μέσα της Υστεομινωικής ΙΒ περιόδου και είναι αμφίβολο, τί γνώσεις θα είχαμε γι’ αυτόν τον πολιτισμό, δίχως τη συμβολή του Arthur Evans. Όπως όλα τα ανάκτορα, έτσι και των Μαλίων αποτελούσε το κέντρο της ευρύτερης αστικής περιοχής, ενώ η επικοινωνία του με τον υπόλοιπο κόσμο βασιζόταν κυρίως στη γεωγραφική του θέση. Τέλος, η τοιχογραφία των ταυροκαθαψίων, στο ανάκτορο της Κνωσού, αποτελεί ένα από το γνωστότερα έργα τέχνης, της αρχαιότερης, κοινωνικά οργανωμένης, κοινωνίας της Ευρώπης.