Περσικοί Πόλεμοι Α’

ΠΕΡΙ Α’ KAI Β’ ΠΕΡΣΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Γενικά

Αν και έχουν παρέλθει πάνω από 25 αιώνες από την εποχή των Περσικών πολέμων, το ιστορικό πολιτικό ενδιαφέρον παραμένει αδιάπτωτο -μπορούμε να πούμε πως βαίνει αυξανόμενο- όχι μόνο μεταξύ των επιστημόνων (ιστορικών, αρχαιολόγων, φιλοσόφων), αλλά και για το μέσο άνθρωπο, τον Έλληνα, τον Ευρωπαίο, τον πολίτη του κόσμου. Το διακύβευμα της κρισιμότατης δεκαετίας των Ελληνοπερσικών πολέμων ήταν αν ο Ελλαδικός – Ευρωπαϊκός χώρος θα ακολουθούσε ή όχι την τύχη της Ιωνίας, η οποία υποτάχθηκε το 493 π.χ. στις Περσικές στρατιές.

Η Μάχη του Μαραθώνα, το 490 π.χ., αν και δεν κρίνεται ως αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση του Ελληνοπερσικού πολέμου, αποτέλεσε έναν ευοίωνο πρόλογο για τις μάχες που ακολούθησαν. Έληξε με αποφασιστική νίκη των 10.000 Ελλήνων (Αθηναίων και Πλαταιέων) χάρη στη στρατιωτική ευφυΐα του Μιλτιάδη. Μπροστά στον κίνδυνο της νέας Περσικής εισβολής, οι Έλληνες στο Συνέδριο της Κορίνθου το 481 π.χ. παραμερίζουν τις έριδες και τους ανταγωνισμούς τους και συνασπίζονται εναντίον των Ασιατών.

Στις Θερμοπύλες (480 π.χ.), οι Έλληνες – αντιπροσωπευόμενοι από 300 Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς- γνώρισαν την ήττα. Όμως, το όνομα του Λεωνίδα και των συμπολεμιστών του γράφτηκε με χρυσά γράμματα για το σθένος που επέδειξαν μπροστά στον εχθρό. Ο θάνατος των οπλιτών στις Θερμοπύλες και η αμφίρροπη ναυτική σύγκρουση στο Αρτεμίσιο επιστεγάστηκαν από τον πολεμικό άθλο της Ναυμαχίας τη Σαλαμίνας (480 π.χ.), όπου κατίσχυσε η στρατηγική του Θεμιστοκλή με τα «Ξύλινα Τείχη» και τη συντριπτική νίκη των Ελλήνων υπό τον Παυσανία στις Πλαταιές (479 π.χ.).

Δεν προσχωρούμε στην «εύπεπτη» θεωρία ότι επρόκειτο περί μιας σύγκρουσης «πολιτισμού – βαρβαρότητας», με την έννοια πως ο Περσικός πολιτισμός είχε να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα -πέραν της στρατιωτικής ισχύος-, τεχνολογικά, αρχιτεκτονικά και αισθητικά. Από την Ασιατική Δεσποτεία, όμως, απουσίαζε η πεμπτουσία που όριζε τον Ελληνικό πολιτισμό:

  • Η αμφιβολία
  • Η αναζήτηση
  • Η έρευνα
  • Το συμπέρασμα

Αυτό, δηλαδή, που αποτέλεσε το «άλας» της μεταγενέστερης δυτικής σκέψης. Υπό το πρίσμα αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε την απόφανση του θεμελιωτή της νεότερης φιλοσοφίας Φρίντριχ Χέγκελ:

«Με τις νίκες αυτές, απαλλάχθηκε η Ελλάδα από το άχθος που απειλούσε να την κατακτήσει (…) πράγματι εδώ ζύγισε η παγκόσμια ιστορία τη σημασία των δύο ανταγωνιστικών φαινομένων στην πλάστιγγά της: από τη μια πλευρά, την Ασιατική Δεσποτεία, έναν ολόκληρο κόσμο ενωμένο κάτω από έναν απόλυτο αυθέντη, και, από την άλλη, μια σειρά από χωριστά κρατίδια, μικρά σε μέγεθος και με περιορισμένα υλικά μέσα, πλούσια όμως σε ζείδωρο πνεύμα ατομικής ιδιοσυστασίας (…) ο πόλεμος αυτός και η εξέλιξη των γεγονότων που ακολούθησαν συνθέτουν την πιο λαμπρή ιστορική περίοδο της Ελλάδας:

Όλα τα συστατικά στοιχεία του Ελληνικού πνεύματος θα αναπτυχθούν πλέον απρόσκοπτα, για να καταστήσουν ολοζώντανη την παρουσία τους».

 

Περσικοί Πόλεμοι

Οι Περσικοί Πόλεμοι ή τα Μηδικά, διεξήχθησαν το πρώτο μισό του πέμπτου αιώνα π.Χ, μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών. Οι διαμάχες αυτές ξεκίνησαν από την κατάκτηση της Ιωνίας από τον Κύρο Β´. Η πρώτη φάση των πολέμων, η οποία αποτέλεσε και αιτία για μετέπειτα συγκρούσεις, αποτέλεσε η Ιωνική Επανάσταση, η οποία ξεκίνησε μετά την αποτυχημένη, για τους Πέρσες, πολιορκία της Νάξου.

Μετά την Ιωνική Επανάσταση, ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος αποφάσισε να εκδικηθεί την Αθήνα και την Ερέτρια, επειδή βοήθησαν τις ιωνικές πόλεις. Το 492 π.Χ, ο Μαρδόνιος κατέλαβε την Θράκη και τη Μακεδονία, ωστόσο ο στόλος του ναυάγησε στο Όρος Άθως. Δύο χρόνια αργότερα, ο Δάτης και ο Αρταφέρνης κατάφεραν να κατακτήσουν τις Κυκλάδες, τη Νάξο και την Ερέτρια, ωστόσο υπέστησαν βαριά ήττα στον Μαραθώνα.

Μετά τον θάνατο του Δαρείου, την ηγεσία των Περσών ανέλαβε ο Ξέρξης, ο οποίος επιτέθηκε στην Ελλάδα, το 480 π.Χ, με σκοπό να την κατακτήσει ολόκληρη. Αν και αρχικά ο στρατός του είχε επιτυχίες (Θερμοπύλες, Αρτεμίσιο), οι Έλληνες κατάφεραν να νικήσουν τους Πέρσες στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και το επόμενο έτος νίκησαν στις Πλαταιές και στη Μυκάλη.

Μετά τις τελευταίες δύο αναφερόμενες μάχες, οι Έλληνες επιτέθηκαν στη Μικρά Ασία. Τότε ιδρύθηκε η Δηλιακή Συμμαχία, η οποία συνέχισε τον πόλεμο με τους Πέρσες γι’ ακόμα τριάντα έτη. Οι Έλληνες πολέμησαν τους Πέρσες στη Θράκη, στην Αίγυπτο, στη Μικρά Ασία και στην Κύπρο. Μετά τις συγκρούσεις αυτές υπεγράφη η Ειρήνη του Καλλία, κάτι που σήμαινε τη λήξη των πολέμων και τη νίκη των Ελλήνων.

 

Πηγές Αναφοράς για τους Περσικούς Πολέμους

Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας», γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων, οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ.

Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης…πρώτος εννόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολόγηση και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών». Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά».

Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν εκ νέου συγγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές. Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς.

Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι.

Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ´όλα αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών.

Δυστυχώς, η στρατιωτική ιστορία της Ελλάδας από το τέλος της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα μέχρι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (479-431 π.Χ) περιγράφεται ελάχιστα από τις αρχαίες πηγές. Αυτή η περίοδος, μερικές φορές αναφερόμενη και ως πεντηκονταετία από τους αρχαίους μελετητές, ήταν μια περίοδος ειρήνης και ευημερίας στην Ελλάδα. Η πλουσιότερη πηγή της περιόδου, και η πιο σύγχρονη, είναι η Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη, η οποία γενικά θεωρείται από τους σύγχρονους ιστορικούς ως αξιόπιστη πρωτογενής πηγή.

Ο Θουκυδίδης αναφέρει αυτή την περίοδο σε μια παρέκβαση σχετικά με την ανάπτυξη της αθηναϊκής δύναμης στην πορεία προς τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Η αναφορά είναι σύντομη και στερείται βέβαιων χρονολογιών. Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία του Θουκυδίδη χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς για να καταρτίσουν ένα χρονολογικό σκελετό για την συγκεκριμένη περίοδο, στον οποίο υπάρχουν στοιχεία και από άλλες αρχαίες πηγές και συγγραφείς.

Περισσότερες πληροφορίες για αυτή την περίοδο δίνει ο Πλούταρχος, στο έργο του Βίοι Παράλληλοι για τον Αριστείδη και για τον Κίμωνα. Ο Πλούταρχος έγραψε 600 χρόνια μετά τα γεγονότα, και θεωρείται δευτερογενής πηγή, αλλά αναφέρει ρητώς τις δικές του πηγές, οι οποίες μας επιτρέπουν να ελέγξουμε τα γραφόμενα. Στις βιογραφίες του, αντλεί πληροφορίες από αρχαίες πηγές οι οποίες δεν έχουν διασωθεί, και συχνά καταγράφονται πληροφορίες, τις οποίες παραλείπει ο Θουκυδίδης από την Ιστορία του.

Η τελευταία σημαντική πηγή για την περίοδο είναι η παγκόσμια ιστορία (Βιβλιοθήκη Ιστορική) του ιστορικού του 1ου αιώνα π.Χ, Διόδωρου Σικελιώτη. Κύρια πηγή του Διόδωρου για αυτή την περίοδο φαίνεται να είναι ο Έλληνας ιστορικός Έφορος ο Κυμαίος, ο οποίος επίσης έγραψε παγκόσμια ιστορία. Ωστόσο, από τα λίγα που είναι γνωστά για τον Έφορο, οι ιστορικοί υποτιμούν την ιστορία του – για αυτή την περίοδο φαίνεται να αντλεί απλά πληροφορίες από τον Θουκυδίδη, αλλά οδηγείται σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα. Τα γραφόμενα του Διόδωρου, αμφισβητούνται από τους σύγχρονους ιστορικούς και συνεπώς δεν θεωρείται ιδιαίτερα αξιόπιστη πηγή για αυτή τη χρονική περίοδο.

Περαιτέρω διάσπαρτες περιγραφές μπορούν να βρεθούν στο Ελλάδος περιήγησις του Παυσανία, ενώ στο Βυζαντινό λεξικό του Σούδα (10ος αιώνας μ.Χ) παρουσιάζονται μερικά ανέκδοτα που δεν βρίσκονται πουθενά αλλού. Μικρότερες, σε σημασία, πηγές για αυτή την περίοδο αποτελούν τα έργα του Πομπήιου Τρόγου (επιτομήθηκε από τον Ιουστίνο), του Κορνήλιου Νέπου και του Κτησία (επιτομήθηκε από τον Φώτιο), που δεν είναι στην αρχική μορφή τους. Αυτά τα έργα δεν θεωρούνται ιδιαίτερα αξιόπιστα (ειδικά ο Κτησίας) και χρήσιμα για την ανακατασκευή της ιστορίας αυτής της περιόδου.

 

Το Υπόβαθρο των Περσικών Πολέμων

Μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, οι Έλληνες μετακόμισαν στη Μικρά Ασία, χωρισμένοι σε τρεις φυλές: τους Ίωνες, τους Αιολείς και τους Δωριείς. Οι Ίωνες εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου έχτισαν 12 πόλεις (Μίλητος, Μυούς, Πριήνη, Έφεσος, Κολοφώνα, Λέβεδος, Τέω, Κλαζομενές, Φώκαια, Ερυθραί, Σάμος και Χίος). Αν και οι ιωνικές πόλεις ήταν ανεξάρτητες, συμμετείχαν όλες στο Πανιώνιο.

Η ανεξαρτησία των Ιωνικών πόλεων έληξε μετά την επίθεση των Λυδών, οι οποίοι έδωσαν αυτονομία στη Μίλητο, αλλά υποχρέωσαν τους Ίωνες να τους ακολουθούν στις εκστρατείες. Παράλληλα, οι Λυδοί βρίσκονταν σε πόλεμο με τους Μήδους, αλλά υπέγραψαν ειρήνη, ορίζοντας τον Άλυ ποταμό ως σύνορο των βασιλείων τους. Την ηγεσία των Λυδών ανέλαβε ο Κροίσος, ο οποίος σκόπευε να καταλάβει όλες τις Ελληνικές περιοχές στη Μ. Ασία – την ηγεσία των Περσών ανέλαβε ο Κύρος, ο οποίος επέκτεινε το βασίλειο του. Ο Κροίσος έβλεπε την ευκαιρία να επεκταθεί χάρη στο χάος που επικρατούσε στην Περσία.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι προτού επιτεθεί, ο Κροίσος επισκέφθηκε την Πυθία, η οποία του είπε ότι αν περάσει τα σύνορα θα καταστρέψει μια μεγάλη αυτοκρατορία (εννοώντας τη Λυδία). Ο Κροίσος, ο οποίος δεν κατάλαβε το νόημα της προφητείας, επιτέθηκε στους Πέρσες, αλλά νικήθηκε και αιχμαλωτίστηκε.

Ο Κύρος ζήτησε την βοήθεια των Ιώνων όταν πολεμούσε τους Λυδούς, αλλά οι Ίωνες αρνήθηκαν να βοηθήσουν. Όταν, όμως, ο Κύρος κατέλαβε τους Λυδούς, οι Ίωνες προθυμοποιήθηκαν να γίνουν υποτελείς των Περσών και να ζουν όπως οι Λυδοί. Ο Κύρος αρνήθηκε, λέγοντας ότι οι Ίωνες δεν τον είχαν βοηθήσει. Διέταξε τον Άρπαγο να επιτεθεί στην Ιωνία. Ο Άρπαγος επιτέθηκε στη Φώκαια, αλλά οι κάτοικοι της πόλης μετακόμισαν στη Σικελία – το παράδειγμα τους ακολούθησαν και οι κάτοικοι της Τέως. Οι υπόλοιποι Ίωνες, οι οποίοι έμειναν στις πόλεις τους, υποδουλώθηκαν. Οι Πέρσες τοποθέτησαν στην ηγεσία των Ιωνικών πόλεων διάφορους τυράννους, με τους οποίους οι Ίωνες δεν είχαν καλές σχέσεις.

Η ΠΕΡΣΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΟΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 480 π.Χ.

Έλληνες και Βάρβαροι

Ο «Εαυτός» απαρτίζεται από πολλαπλές ταυτότητες και ρόλους – οικογενειακούς, τοπικούς, ταξικούς, εθνοτικούς, θρησκευτικούς ή καθορισμένους από το φύλο, όπως έδειξε ο A. Smith. Από πολιτική άποψη στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε ένα «έθνος» αλλά ένα πλήθος πόλεων-κρατών, η καθεμία από τις οποίες προστάτευε ζηλότυπα την αυτονομία της.

Υπό αυτό το πρίσμα, έχουν προηγηθεί αρκετές συζητήσεις σχετικά με την υποκειμενική πρόσληψη (από την πλευρά των αρχαίων Ελλήνων) της «εθνικότητάς» τους, δηλαδή την ιδεολογία που αυτοί ανέπτυξαν σχετικά (οι αναφορές εδώ στους όρους Έλλην, βάρβαρος, έθνος, εθνότητα, εθνικότητα δεν έχουν εθνολογικό χαρακτήρα, καθώς δεν μπορούν να τεθούν με τους σύγχρονους όρους. αυτονόητη είναι η καταχρηστική τους χρήση, καθώς δεν μπορούμε να επεκτείνουμε τις σύγχρονες έννοιες περί έθνους στην αρχαιότητα).

Η E. Hall προχώρησε σε μία κατηγοριοποίηση των τεσσάρων κύριων υποθέσεων:

  1. Οι έννοιες του Έλληνος και του βαρβάρου προϋπήρχαν της ολοκλήρωσης της «Ιλιάδος».
  2. Η εμφάνιση των δύο εννοιών ήταν ταυτόχρονη και αφετηρία της κάποια στιγμή μεταξύ του ογδόου και του ύστερου έκτου αιώνος.
  3. Οι Περσικοί πόλεμοι δημιούργησαν μία συλλογική πανελλήνια ταυτότητα.
  4. Μολονότι προϋπήρχε μία αίσθηση εθνότητας στην Αρχαϊκή περίοδο, η πόλωση μεταξύ Ελληνικού και βαρβαρικού μεγιστοποιήθηκε ύστερα από τους Περσικούς πολέμους.

Η Ελληνική πρόσληψη του βαρβάρου ανταποκρινόταν στην ιστορία των γεγονότων. Το πρώτο κύριο γεγονός ήταν οι Περσικοί πόλεμοι, χωρίς να αποτελούν και τη μοναδική αιτία αυτής της απαξιωτικής απεικόνισης των Περσών και την αύξηση της συνείδησης του βαρβάρου. Πολλά από τα στοιχεία αυτής της απεικόνισης -η εικόνα των βαρβάρων ως μίας άτακτης ορδής αναρίθμητων ατόμων, ο συσχετισμός των ξένων λαών με την ακατάληπτη ομιλία και η εντύπωση περί απίστευτου πλούτου των ανατολικών μοναρχιών- προϋπήρχαν των Περσικών πολέμων.

Ωστόσο, άλλες πτυχές της αντίθεσης Ελλήνων-βαρβάρων -συγκεκριμένα η αντιπαράθεση δημοκρατικού πολιτεύματος και ανατολικού δεσποτισμού- δεν είχαν τονισθεί πριν από αυτήν τη χρονική καμπή. Οι Περσικοί πόλεμοι οργάνωσαν στερεότυπα για την ανατολή, οξύνοντας την οπτική της αντιπαράθεσης μεταξύ της ανατολικής πολυτέλειας και της Ελληνικής απλότητας, καθώς και του δεσποτισμού και της Δημοκρατίας, δίνοντας έμφαση στην Ελληνική ανωτερότητα.

Η Ελληνοπερσική πόλωση είχε ξεκάθαρα Αθηναϊκά χαρακτηριστικά. οι Πέρσες που ήλθαν στον Μαραθώνα το 490 π.Χ. είχαν ως σύμβουλο/οδηγό τους τον εξόριστο τύραννο Ιππία. Η συνακόλουθη ανάπτυξη του αντιβαρβαρικού συναισθήματος στην Αθηναϊκή φαντασία σημειώθηκε παράλληλα με τη δαιμονοποίηση των Αθηναίων Τυράννων του 6ου αιώνα, τους Πεισιστρατίδες, και την ανάπτυξη μιας αυτοσυνειδητοποιημένης δημοκρατικής ιδεολογίας.

Ως το 500 π.Χ., ένα βασικό τμήμα του αυτοπροσδιορισμού των Ελλήνων δεν βασιζόταν σε κάποια κοινή πανελλήνια αίσθηση μιας συλλογικής ταυτότητας. με πολιτικούς όρους, οι Έλληνες είχαν μια αποκλειστική υποχρέωση απέναντι στην Πόλιν, στην οποία αυτοί και μόνο είχαν δικαίωμα να ανήκουν ως πλήρη μέλη της (πολίται). Με την έννοια αυτή, Έλληνες που ανήκαν σε διαφορετικές Ελληνικές πόλεις ήταν το ίδιο ξένοι, ως προς την πρόσληψη του άλλου, όσο και οι μη Έλληνες.

Οι Περσικοί πόλεμοι μετέβαλαν το τοπίο ως ένα βαθμό, αρκετά όμως ώστε να δημιουργήσουν τη δεύτερη παράμετρο που θα καθόριζε την αρνητική εικόνα του βαρβάρου. Έκτοτε, το να είναι κάποιος Έλληνας απέκτησε και μία πολιτική χροιά, η οποία προστέθηκε στην ήδη υπάρχουσα ιδεολογικοπολιτιστική.

Αυτό το παράδειγμα μιας συλλογικής αυτοσυνείδησης απέκτησε σύντομα μια γλωσσική έκφραση – αναπόφευκτα, καθώς για τους Έλληνες η γλώσσα αποτελούσε ένα κριτήριο και όχι απλά μία ένδειξη για την εθνική ταυτότητα κάποιου. Οι μη Έλληνες μετετράπησαν τώρα σε βαρβάρους και οι βάρβαροι εύκολα θεωρήθηκαν βαρβαρικοί.

Η στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων τροφοδότησε τον Ηρόδοτο με το θέμα του· απετέλεσε, επίσης, την πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση των δύο πλευρών στη μορφή «Ελληνική Ελευθερία-Βαρβαρικός Ανατολικός Δεσποτισμός», η οποία οδήγησε τον Ηρόδοτο στην έκθεση της «Ιστορίας» του. Παρ’ όλα αυτά, μολονότι ο Ηρόδοτος δεν ήταν υπεράνω της έρευνας αυτής της πολωτικής διχοτόμησης, δεν ήταν και ο μυθολόγος μιας επίσημης Ελληνικής εικόνας.

Ήταν αντικειμενικός, κυρίως εξαιτίας της κανονιστικής πολιτιστικής σχετικότητάς του, που είχε γεννηθεί από τη συμπάθεια που είχε προς το κίνημα των σοφιστών, των οποίων το κέντρο ήταν η πόλη των Αθηνών. Για το μέσο Έλληνα, όπως και για όλους τους ανθρώπους σε όλες τις κοινωνίες και τις εποχές, αυτό το οποίο ο πολιτισμός του πίστευε ως δεδομένο ήταν φυσιολογικό και το φυσιολογικό ήταν σωστό.

Απαιτείτο, επομένως, μία εξαιρετικά ισχυρή αυτοπεποίθηση, όσον αφορά στη διανόηση, για να σταθεί κάποιος κριτικά απέναντι στην καθημερινότητά του και να αμφισβητήσει ότι τα βαρβαρικά ήθη και έθιμα ήταν εξ ορισμού υποδεέστερα και ανάξια λόγου. την εποχή που ο Ηρόδοτος καταγράφει την «Ιστορία» του έχει ήδη προχωρήσει αρκετά στην Ελλάδα η διαδικασία της διαμόρφωσης του «άλλου» και της επινόησης του «βαρβάρου» ως ομογενοποιημένου στερεοτύπου, εξαιτίας ακριβώς της περιφανούς νίκης των Ελλήνων απέναντι στους Πέρσες εισβολείς. Για το λόγο αυτό, η στάση του απέναντι στο ξένο αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία.

Ο Ηρόδοτος περιγράφει μία, με ακρίβεια καθορισμένη, εικόνα της οικουμένης και των κατοίκων της. Τα ήθη και έθιμα των διαφόρων λαών ποικίλλουν και παρουσιάζουν διαφορές από τα αντίστοιχα Ελληνικά, σε ορισμένες δε περιπτώσεις οι διαφορές αυτές είναι ακραίες. εξίσου σημαντικό ρόλο στην περιγραφή του Ηροδότου παίζουν και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των άλλων λαών.

Υπάρχει ένας βασικός τρόπος περιγραφής αυτών, βασισμένος στο φαινότυπο, στο χρώμα του τριχωτού μέρους της κεφαλής, στα στολίδια του και τα είδη ένδυσης. ο Ηρόδοτος γνωρίζει αυτές τις κατηγορίες. Στη μεγάλη παρέλαση του στρατού του Ξέρξη, η στολή και ο οπλισμός ήταν τα σημαντικότερα σημάδια αναγνώρισης και εθνικής ταύτισης του κάθε Συντάγματος

Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά δεν αποτελούν κριτήριο εθνογραφικού προσδιορισμού των ξένων λαών. Αυτός καθορίζεται από τις κοινωνικές και πολιτιστικές πτυχές της ζωής τους (ή την έλλειψη αυτών). Όπως έγραψε ένας Πολωνός δημοσιογράφος, «η σπουδαιότερη ανακάλυψη του Ηροδότου είναι ότι υπάρχουν πολλοί κόσμοι και ότι καθένας είναι διαφορετικός. Και πρέπει να τους γνωρίσεις, γιατί αυτοί, οι άλλοι κόσμοι, οι άλλοι πολιτισμοί, είναι καθρέφτες, μέσα στους οποίους κοιτάζουμε τον εαυτό μας και αυτό που αντιπροσωπεύουμε».

Αυτόν τον καθρέφτη υψώνει ο Ηρόδοτος στους αποδέκτες του (Έλληνες ακροατές ή αναγνώστες του), εγκαινιάζοντας την περίφημη τα τελευταία χρόνια ρητορική της ετερότητας. Μέσα από αυτήν, παρουσιαζόταν στους Έλληνες μια σειρά από αλληλεπικαλυπτόμενες αλλά όχι πανομοιότυπες εικόνες του βάρβαρου «άλλου», στην προσπάθεια να αναγνωριστεί η «Ελληνική ταυτότητα».

Πρόκειται για τους περίφημους βαρβαρικούς λόγους του, δηλαδή εθνογραφικές περιγραφές λαών, όπως οι Πέρσες. εμφανώς προβάλλεται αυτή η εικόνα της βασικής κατάστασης αγριότητας, μέσω των προαναφερθέντων παραδειγμάτων. Στην «Ιστορία» του υπάρχει συνέχεια το θέμα της ετερότητας: το «εμείς» από τη μία, δηλαδή οι Έλληνες, και το «αυτοί» από την άλλη, μολονότι το πλαίσιο διαφέρει από βιβλίο σε βιβλίο.

Ακόμη και όταν το «εμείς» δεν είναι άμεσα παρόν, παρ’ όλα αυτά υπάρχει αδιόρατα. οι εθνογραφικοί λόγοι του Ηροδότου είναι ένας έμμεσος τρόπος να εστιάσει το Ελληνικό ακροατήριό του στο «εμείς».

Στα πρώτα τέσσερα βιβλία του ως και την αρχή του πέμπτου καθορίζει την Ελληνικότητα προβάλλοντας το βαθμό διαφορετικότητας των άλλων. Ως Έλληνας ενδιαφερόταν ορισμένες φορές να εξηγήσει τις διαφορές, παρά να περιγράψει τα γεγονότα αυτά καθ’ αυτά. Οι Έλληνες σύγχρονοί του, βέβαιοι για την ανωτερότητα του πολιτισμού τους, θα αντιμετώπιζαν ενδεχομένως υπεροπτικά τους ξένους λαούς. Ωστόσο, ο Ηρόδοτος, παρά τη -φυσιολογική- εθνοκεντρική του τάση, δεν παρασύρεται σε μία αφ’ υψηλού αντιμετώπιση αυτής της αγριότητας.

Η ανθρωπολογική οπτική του, σε σχέση με την ιστορική μέθοδο και την εθνογραφική ερμηνεία που χρησιμοποίησε, απεικονίζεται ξεκάθαρα στο τρίτο του βιβλίο, όταν περιγράφει το ακόλουθο ανέκδοτο: όταν ο μέγας Βασιλεύς, Δαρείος Α΄, κάλεσε στα Σούσα, τη βασιλική πρωτεύουσα, μερικούς Έλληνες και τους ρώτησε με πόσα χρήματα θα δέχονταν να καταβροχθίσουν τους νεκρούς γονείς τους, εκείνοι αποκριθήκαν ότι κανένα ποσό στον κόσμο δεν θα τους οδηγούσε σε μία τόσο αποτρόπαιη πράξη.

Δεν θα δέχονταν ποτέ να φάνε, και να μην κάψουν, τους νεκρούς τους. Αφού οι Έλληνες καλεσμένοι τού απάντησαν, ο Δαρείος κάλεσε μερικούς Ινδούς, οι οποίοι είχαν το έθιμο να τρώνε τους νεκρούς τους. επανέλαβε το ερώτημα, παρουσία των Ελλήνων, αντιστρέφοντας την πρακτική: με πόσα χρήματα θα δέχονταν να κάψουν, αντί να φάνε, τους νεκρούς γονείς τους. οι Ινδοί αντέδρασαν με ακόμη μεγαλύτερη φρίκη και αποτροπιασμό στην πρόταση αυτή.

Ο Ηρόδοτος θα μπορούσε κάλλιστα να εκφράσει και ο ίδιος, ως Έλληνας, την απέχθειά του απέναντι στην Ινδική ταφική πρακτική, χειραγωγώντας με τον τρόπο αυτό και το Ελληνικό του ακροατήριο (ή αναγνωστικό κοινό). Δεν το κάνει, όμως. Αντ’ αυτού, παραθέτει ένα στίχο του Πινδάρου (νόμον πάντων βασιλέα φήσας είναι), δηλώνοντας με τον έμμεσο αυτόν τρόπο ότι όλοι οι άνθρωποι, και οι Έλληνες και οι βάρβαροι, κυβερνώνται από το έθιμο (νόμος) και πιστεύουν πως οι δικές τους συνήθειες είναι καλύτερες και ανώτερες από εκείνες των υπολοίπων.

Τα ήθη και έθιμα όχι μόνο σημειώνονται εμφαντικά σε όλο το έργο του Ηροδότου, αλλά, επιπλέον, στο επεξηγηματικό σχήμα του ιστορικού φαίνεται να εξηγούν σχεδόν τα πάντα. παρ’ όλα αυτά, τοποθετούνται σε ένα πλαίσιο αντίθετο προς τα αντίστοιχα της γεωγραφίας και του φυσικού περιβάλλοντος, ως τμήμα μιας ιστορικής εικόνας, στην οποία ο περιβαλλοντικός ντετερμινισμός έχει μικρότερη σημασία. Στο παράδειγμα με τους Έλληνες και τους Ινδούς και τη μεταχείριση των νεκρών τους, όταν γράφει ότι ο νόμος είναι βασιλιάς όλων, φαίνεται να υπονοεί μία εναλλακτική άποψη: μήπως ο νόμος αντιτίθεται σε κάτι άλλο;

 

Ίωνες και Λυδοί

Κατά τον 7ο και το πρώτο μισό του 6ου αιώνα, η σημαντικότερη δύναμη που γειτνίαζε με τις Ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας ήταν η Λυδία. Οι σχέσεις μεταξύ τους και της Λυδίας δεν ήταν πάντα καλές. ο Γύγης είχε καταλάβει την Κολοφώνα, ο διάδοχός του Άρδυς κυρίευσε την Πριήνη και, δύο γενιές αργότερα, ο Αλυάττης τη Σμύρνη. Και οι τρεις αυτοί Λυδοί βασιλείς επιτέθηκαν στη Μίλητο, ωστόσο δεν την κατέλαβαν.

Αυτοί οι πόλεμοι δεν ήταν πολύ διαφορετικοί από τους πολέμους ανάμεσα σε γειτονικές Ελληνικές πόλεις· οι Λυδοί δεν διατηρούσαν, σε καμία περίπτωση, σταθερά εχθρικές σχέσεις με τους Έλληνες. πληροφορίες για τις πολιτιστικές ανταλλαγές ανάμεσα στους δύο λαούς προκύπτουν από την ιστορία της νομισματικής. είναι πολύ πιθανό τα πρώτα νομίσματα στον κόσμο να κόπηκαν από τους Λυδούς γύρω στο 600, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς αρχαίων συγγραφέων. τα παλαιότερα γνωστά νομίσματα ανακαλύφθηκαν στο ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο και η χρήση νομισμάτων εξαπλώθηκε ταχύτατα στον Ελληνικό κόσμο.

Οι σχέσεις των Λυδών και των Ελληνικών επιθαλασσίων πόλεων κυμαίνονταν μεταξύ του οικονομικού πλαισίου (ενδεικτική είναι η ίδρυση της πόλεως της Αβύδου από τους κατοίκους της Μιλήτου, με Λυδική βοήθεια: Στράβων 13.590) και του πολιτικού (εδώ εννοούνται κυρίως οι συγκρούσεις που εκδηλώθηκαν εξαιτίας των αντιθέσεων μεταξύ του δήμου των πόλεων αυτών και της Λυδικής αριστοκρατίας). ενδείξεις, ωστόσο, των στενών πολιτιστικών επαφών μεταξύ του βασιλικού οίκου της Λυδίας και της Ιωνικής αριστοκρατίας είναι αφενός τα πλούσια Λυδικά αναθήματα σε πανελλήνια ιερά και, από την άλλη, οι επιγαμίες μεταξύ Λυδών και Ιώνων (μία από τις συζύγους του Αλυάττη, πατέρα του Κροίσου, ήταν Ιωνικής καταγωγής – Ηρόδοτος).

Στα μέσα του 6ου αιώνα, ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος αποφάσισε να επιτεθεί στη μεγάλη δύναμη που εκτεινόταν στα ανατολικά του, την Περσία. μεγάλο τμήμα του πρώτου βιβλίου του Ηροδότου καταλαμβάνει η ιστορία του Κροίσου, η απόπειρά του να γνωρίσει το μέλλον συμβουλευόμενος χρησμούς, η απάντηση που έλαβε από το μαντείο των Δελφών ότι, αν επιτίθετο στους Πέρσες, θα κατέστρεφε μια μεγάλη αυτοκρατορία – τη δική του όταν ο Κροίσος προετοίμαζε την επίθεσή του εναντίον του Κύρου, οι Ιωνικές πόλεις ήταν υποχρεωμένες να πληρώνουν φόρο, αλλά και να ακολουθούν τον Λυδό μονάρχη στον πόλεμο.

Ο Ηρόδοτος είναι καυστικός όταν σημειώνει ότι οι Ίωνες είχαν απολέσει την προηγούμενη ελευθερία τους, καθώς τώρα ήταν αναγκασμένοι να συντάσσονται με τις επιθυμίες του Κροίσου. Βέβαια, δεν ίσχυαν οι ίδιες συνθήκες για όλες τις πόλεις: ο Ηρόδοτος και πάλι μας πληροφορεί ότι οι σχέσεις τους προς το μονάρχη διαφοροποιούνταν.

Η Μίλητος και η Έφεσος, για παράδειγμα, είχαν συνάψει ειδικές συμφωνίες (Ηρόδοτος και Πολύαινος, αντίστοιχα), άλλες πόλεις βρίσκονταν στα χέρια έντονα Λυδιζόντων πολιτικών και κάποιες είχαν Λυδικές φρουρές στο έδαφός τους, με τις οποίες διασφαλιζόταν η υπακοή τους. Η πλήρης υποταγή της Σάμου και της Χίου αποτράπηκε εξαιτίας των λανθασμένων χειρισμών από την πλευρά του λυδικού στόλου (Ηρόδοτος). Παρά την αυστηρότερη σε σχέση με εκείνη των προκατόχων του πολιτική, ο Κροίσος δεν αντιμετώπισε τη συνασπισμένη αντίδραση των ιωνικών πόλεων.

Τα αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν στον έντονο οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ των τελευταίων, καθώς και στις συχνές πολεμικές αναμετρήσεις μεταξύ αυτών. για τους ίδιους λόγους, η Ιωνική θρησκευτική ένωση με έδρα τη Μυκάλη δεν εξελίχθηκε ποτέ σε μία πολιτική ένωση των πόλεων που την απάρτιζαν.

Στο πλαίσιο διασφάλισης της εξουσίας του στις Ιωνικές πόλεις ανήκουν και οι καλές σχέσεις που διατηρούσε ο Κροίσος με τα πανελλήνια ιερά των Δελφών (αναθήματα του Γύγη -Ηρόδοτος- και του Κροίσου – Ηρόδοτος) και των Διδύμων, τη Θήβα (Ηρόδοτος), καθώς και η σύναψη συνθήκης με τη Σπάρτη (Ηρόδοτος).

Η κατάσταση στη Μικρά Ασία χαρακτηρίζεται από την ίδρυση του μεγάλου Περσικού κράτους, υπό την ηγεσία του Κύρου Β’ (559 π.Χ.-530 π.Χ.), η προσωπικότητα του οποίου απετέλεσε βασικό παράγοντα της Περσικής εξάπλωσης. Κατά του Κύρου δημιουργήθηκε μία ένωση, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν ο Κροίσος, ο ηγεμόνας των Χαλδαίων Ναβονίδης και ο Φαραώ της Αιγύπτου Άμασις. Ο Λυδός βασιλεύς, πεπεισμένος για την υπεροχή του, ξεκίνησε τις εχθροπραξίες εναντίον των Περσών.

Ωστόσο, οι τελευταίοι αντεπιτέθηκαν και ανάγκασαν τους Λυδούς να επιστρέψουν στο αρχικό όριο μεταξύ των δύο κρατών, δυτικά του ποταμού Άλυος. Στο πλευρό του Κροίσου, κατά τη μάχη στον Άλυ το 547 π.Χ., πολέμησαν Ιωνικές δυνάμεις, όπως άλλωστε είχε συμβεί και κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον των Μήδων, το 585 π.Χ.. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Κύρος προσπάθησε πριν από τη μάχη στον Άλυ να παρασύρει τους Ίωνες στο μέρος του, αλλά αυτό δεν κατέστη εφικτό.

Η νίκη στεφάνωσε τελικά τα περσικά όπλα και οι υπήκοοι του Κροίσου υπέκυψαν. Όταν το 547 π.Χ. ο Κύρος κυρίευσε το Λυδικό κράτος, κληρονόμησε και τις σχέσεις των Ελληνικών πόλεων με τη Λυδία, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί ήδη από τον 7ο αιώνα και οι οποίες σαφώς προϋπήρχαν της σύγκρουσης μεταξύ Περσών και Ιώνων στα τέλη του 6ου αιώνα. το βέβαιο είναι ότι η νίκη των Περσών αποδείχθηκε αποφασιστική για το ρου της Ελληνικής Ιστορίας.

Η Περσική Κατάληψη της Μικρασιατικής Ακτής

Κατά τη διάρκεια των πολέμων, οι Πέρσες και οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν στρατεύματα με δόρατα και τόξα. Οι Έλληνες φορούσαν βαριές πανοπλίες, περικνημίδες και είχαν μεγάλη ορειχάλκινη ασπίδα και σιδερένιο ξίφος. Απ’ την άλλη, οι άνδρες του Περσικού πεζικού φορούσαν κυρίως δερμάτινες πανοπλίες, είχαν ξύλινη ασπίδα και κοντό δόρυ – αυτός ο εξοπλισμός ήταν κατώτερος από τον Ελληνικό, γι’ αυτό και οι Πέρσες είχαν αποτύχει στις σώμα-με-σώμα μάχες με τους Έλληνες.

Κύρια δύναμη των Περσών ήταν το ιππικό και μονάχα αυτό μπορούσε να νικήσει την Ελληνική οπλιτική φάλαγγα, όπως φάνηκε στην Ιωνική Επανάσταση. Οι δύο στόλοι αποτελούνταν από τριήρεις και κύρια τακτική τους ήταν ο εμβολισμός. Ο Περσικός στόλος αποτελούνταν από πλοία των Φοινίκων, των Αιγυπτίων, των Κιλικίων και των Κυπρίων.

Το σύνολο των πληροφοριών μας σχετικά με την Περσική κατοχή της Ιωνίας αντλείται από τον Ηρόδοτο και τοποθετείται χρονικά στο διάστημα 547 π.Χ.-544 π.Χ. Η νίκη των Περσών κατά των δυνάμεων του Κροίσου το 547 π.Χ. ήταν ομολογουμένως μία μεγάλη ανατροπή του status στη Μικρά Ασία. Οι Ίωνες βρέθηκαν μέσα στη δίνη των γεγονότων και βίωσαν πρώτοι τις συνέπειες της αλλαγής: σχεδόν το σύνολο των παραλίων Ιωνικών πόλεων υποτάχθηκε με τη βία.

Εξαίρεση στους επαχθείς όρους υποταγής απετέλεσε η κραταιά Μίλητος, η οποία έπεισε τους Πέρσες να δεχθούν την ανανέωση της συνθήκης που είχε συνάψει η πόλη με τους Λυδούς (Ηρόδοτος). Ίσως, η ευνοϊκή αντιμετώπισή της να οφείλεται στην άρνησή της να παρασυρθεί στον αντιπερσικό αγώνα του Λυδού Πακτύη, πρώην βασιλικού θησαυροφύλακα του Κροίσου, ο οποίος ξεσηκώθηκε εναντίον του Κύρου αμέσως μετά την αποχώρηση των κύριων περσικών στρατιωτικών δυνάμεων το 546 π.Χ.

Με τους θησαυρούς τού πάλαι ποτέ κραταιού Λυδού μονάρχη, ο Πακτύης κατόρθωσε να κινητοποιήσει Λυδούς και Έλληνες της Ιωνίας, οι οποίοι επιχείρησαν να καταλάβουν τις Σάρδεις, στις οποίες είχε απομείνει μία μικρή περσική φρουρά. Η αποτυχία του όλου εγχειρήματος και η τιμωρία των υπαιτίων συνοδεύτηκαν από τη συστηματική ερήμωση των Ιωνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Η φιλοπερσική στάση της Μιλήτου στην εξέγερση του Πακτύη θα πρέπει να οφείλεται στους Μηδίζοντες πολιτικούς της, για τους οποίους δυστυχώς δεν γνωρίζουμε κάτι.

Παράλληλα, ιδρύθηκαν δύο νέες σατραπείες, της Λυδίας-Ιωνίας στον νότο (νομός Λύδιος και νομός Ιωνικός) και του Δασκυλείου στον Βορρά (νομός Φρύγιος), στις οποίες εντάχθηκαν οι Έλληνες της Ιωνίας και της Αιολίδος. Οι έδρες των Περσών Σατραπών βρίσκονταν στις Σάρδεις και τη Μαγνησία στον Μαίανδρο, αντίστοιχα. Σχετικά με την ανάμιξη των Περσών στις εσωτερικές υποθέσεις των Ελληνικών πόλεων δεν γνωρίζουμε κάτι από τις πηγές.

Προφανώς, δεν υπήρχαν αντιπερσικές τάσεις, καθώς ακόμη και ο φόρος που πλήρωναν οι πόλεις στους Πέρσες ήταν μικρότερος από εκείνον που απέδιδαν στους Λυδούς. Ως αποτέλεσμα, παρατάξεις και μεμονωμένα άτομα που επιθυμούσαν διακαώς να διασφαλίσουν τη θέση τους στις πόλεις τους προσέβλεπαν στην Περσική υποστήριξη, σε περίπτωση που αντιμετώπιζαν υπερβολική τοπική αντίσταση.

Οι Εξελίξεις στην Ελλάδα

Η Σπάρτη κυριαρχούσε στη Λακωνία και, με την πάροδο των ετών, στη Μεσσηνία μέσω κατακτήσεων. Η Αθήνα κυριαρχούσε στην αττική παραχωρώντας το δικαίωμα του πολίτη σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της. οι περισσότερες από τις υπόλοιπες πόλεις-κράτη παρέμειναν κατά πολύ μικρότερες και η Σπάρτη με την Αθήνα ανακάλυψαν ότι υπήρχαν όρια πέραν των οποίων δεν μπορούσαν να επεκταθούν.

Ωστόσο, οι πόλεις-κράτη θεώρησαν πρόσφορη τη σύναψη διαφόρων ειδών διπλωματικών σχέσεων μεταξύ τους και υπήρχε η δυνατότητα διαμόρφωσης μεγαλύτερων συνόλων, εφόσον δεν καταπιεζόταν πλήρως η ανεξαρτησία των πόλεων-κρατών οι οποίες απάρτιζαν αυτά τα σύνολα. Θρησκευτικές ενώσεις μπορούσαν να δημιουργηθούν, όπως η αμφικτιονία εκείνων των ανθρώπων που ενδιαφέρονταν για το ιερό του Απόλλωνος στους Δελφούς.

Σε ορισμένες περιοχές, όπου καμία πόλη-κράτος δεν είχε κατορθώσει να κυριαρχήσει κατά τρόπο αντίστοιχο προς εκείνο της Σπάρτης και της Αθήνας, γειτονικές πόλεις απώλεσαν τμήμα της ανεξαρτησίας τους, σχηματίζοντας ένα ομόσπονδο κράτος. Η Σπάρτη, όταν βρέθηκε σε δύσκολη θέση μετά τις προσπάθειες επέκτασής της προς τα βόρεια κατά τον 6ο αιώνα, ξεκίνησε την ένωση με άλλες πόλεις-κράτη μέσω συμμαχιών, στις οποίες αυτή ήταν στην ουσία (αν όχι θεωρητικά) ο ισχυρότερος εταίρος, και στα τέλη του αιώνα προσέδωσε σε αυτή την ομάδα των συμμάχων της την οργανωτική δομή που αποκαλούμε Πελοποννησιακή Συμμαχία.

Η Σπάρτη συνήψε μία σειρά συνθηκών με άλλες πόλεις της Πελοποννήσου. Οι συνθήκες ενδεχομένως περιείχαν μία ρήτρα που καθόριζε ότι οι συμβαλλόμενοι θα έπρεπε «να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους», η οποία κατέληξε να αποτελεί τον καθιερωμένο τρόπο έκφρασης της πλήρους επιθετικής και αμυντικής συμμαχίας. μία ρήτρα αυτού του είδους δεν σήμαινε απαραίτητα την υποταγή της μίας πόλης στην άλλη, αλλά, εάν στη διατύπωση λεγόταν ότι η άλλη πόλη θα έπρεπε να έχει κοινούς φίλους και κοινούς εχθρούς με τη Σπάρτη, κάποιοι φιλόδοξοι Λακεδαιμόνιοι ίσως να σκέφτονταν ότι η Σπάρτη θα μπορούσε να αποφασίζει ποιοι θα ήταν οι φίλοι και οι εχθροί.

Σε ένα επεισόδιο του 506 π.Χ. περίπου, ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης φαίνεται απλά να δίνει διαταγές· μετά την αποχώρηση της Κορίνθου και του έτερου βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατου, αποφασίστηκε ότι στο μέλλον μόνον ένας βασιλιάς θα συμμετείχε σε κάθε εκστρατεία και η Σπάρτη οργάνωσε τους συμμάχους της στη λεγόμενη από τους σύγχρονους μελετητές Πελοποννησιακή Συμμαχία, μέσω της οποίας θα δέχονταν εκ των προτέρων συμβουλές, αλλά θα δεσμευόταν από την απόφαση της πλειοψηφίας. εκείνη την περίοδο η Συμμαχία αναφερόταν ως «οι Πελοποννήσιοι» ή «οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους».

Μπορούμε να δούμε τη Συμμαχία σε λειτουργία περίπου το 504 π.Χ. όταν η Σπάρτη εισηγήθηκε την αποκατάσταση του πρώην τυράννου Ιππία στην Αθήνα, στο κείμενο του Ηροδότου που ακολουθεί:

Οι Σπαρτιάτες αναζήτησαν το γιο του Πεισίστρατου, τον Ιππία από το Σίγειο, στον Ελλήσποντο και, όταν απάντησε στην πρόσκλησή τους, κάλεσαν αγγελιαφόρους από τις υπόλοιπες συμμαχικές πόλεις και τους είπαν:

«Σύμμαχοι, καταλαβαίνουμε ότι δεν πράξαμε ορθά. Παρακινημένοι από ψεύτικους χρησμούς, διώξαμε από τη χώρα τους άνδρες που ήταν οι πιο κοντινοί μας φίλοι και που θα έκαναν την Αθήνα υποτελή μας και, αφού τους διώξαμε, παραδώσαμε την πόλη στον αχάριστο δήμο, ο οποίος, αφού κέρδισε την ελευθερία του και ύψωσε τ’ ανάστημά του χάρη σε μας, έδιωξε με τον πιο προσβλητικό τρόπο εμάς και το βασιλιά μας (…) Γι’ αυτόν το λόγο καλέσαμε εδώ τον Ιππία και εσάς από τις διάφορες πόλεις, έτσι ώστε μετά από κοινή διαβούλευση και συνδυασμένη επιχείρηση να τον εγκαταστήσουμε στην Αθήνα και συνεπώς να πραγματοποιήσουμε τις απειλές μας».

Αυτά λοιπόν έλεγαν οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά η πλειοψηφία των συμμάχων δεν συμφωνούσε με το επιχείρημά τους. οι υπόλοιποι δεν σηκώνονταν να μιλήσουν, αλλά ο Σωκλής από την Κόρινθο μίλησε ως εξής:

«(…) Αυτά λοιπόν είπε ο Σωκλής, ο απεσταλμένος των Κορινθίων. Ο δε Ιππίας τού απάντησε, καλώντας τους ίδιους θεούς για μάρτυρες, ότι οι Κορίνθιοι περισσότερο από κάθε άλλον θα νοσταλγήσουν τους Πεισιστρατίδες όταν έλθει η κατάλληλη ώρα, τότε που θα τους ταλαιπωρούν οι Αθηναίοι, και απάντησε μιας και ήταν άνθρωπος που είχε βαθιά γνώση των χρησμών. Οι υπόλοιποι σύμμαχοι στην αρχή ήταν βουβοί, αλλά, όταν άκουσαν τον Σωκλή να μιλά ελεύθερα, όλοι τους εξέφρασαν τη συμπαράστασή τους στη γνώμη του Κορίνθιου και κάλεσαν τους Λακεδαιμόνιους να μην προβούν σε τίποτα το ριζοσπαστικό απέναντι σε Ελληνική πόλη. Έτσι έκλεισε το θέμα αυτό» (Ηρόδοτος).

 

Η ΙΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (499 π.Χ)

Τα Γεγονότα της Εποχής

Η Ιωνική Επανάσταση ξεκίνησε το 499 π.Χ στην Ιωνία, επεκτάθηκε στην Αιολίδα, στη Δωρίδα, στην Κύπρο, στην Καρία και έληξε το 493 π.Χ με αποφασιστική νίκη των Περσών και κατάπνιξη της εξέγερσης. Αιτία της επανάστασης ήταν το μίσος των κατοίκων των ιωνικών πόλεων εναντίον των τυράννων, τους οποίους οι Πέρσες διόριζαν κυβερνήτες. Η επανάσταση ξεκίνησε μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Νάξου – ο Αρισταγόρας της Μιλήτου, για να γλιτώσει από την οργή του σατράπη Αρταφέρνη, κήρυξε την πόλη του δημοκρατία και έπεισε τους Ίωνες να εξεγερθούν.

Από τις Ελληνικές πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδος, μονάχα η Αθήνα και η Ερέτρια δέχθηκαν να βοηθήσουν και έστειλαν 25 τριήρεις. Οι επαναστάτες έκαψαν τις Σάρδεις, ωστόσο υπέστησαν βαριά ήττα στην Έφεσο. Για τρία χρόνια, οι Πέρσες κατέπνιγαν την εξέγερση στην Καρία και το 494 π.Χ ανασυντάχθηκαν, νίκησαν τους Ίωνες στη ναυμαχία της Λάδης – μετά την αποστασία των Σαμίων – και κατέστρεψαν την Μίλητο. Αφού οι Πέρσες υπέγραψαν ειρήνη με τους Ίωνες, ετοιμάστηκαν για να επιτεθούν και να καταστρέψουν την Αθήνα και την Ερέτρια – η Ιωνική Επανάσταση αποτέλεσε αιτία για τους μετέπειτα Περσικούς Πολέμους.

Η Περσία είχε, λοιπόν, καταστεί η κυρίαρχη δύναμη στη μέση ανατολή στα μέσα του 6ου αιώνα και είχε εγκολπώσει στην αυτοκρατορία της τις Ελληνικές πόλεις της δυτικής μικρασιατικής ακτής. Η επανάσταση των ετών 500 π.Χ./499 π.Χ.-494 π.Χ. κατέχει στην αρχαία παράδοση τη θέση του πρελουδίου για την επίθεση των περσών εναντίον της Ελλάδας. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι ο στόλος που έστειλαν οι Αθηναίοι σε βοήθειατου Αρισταγόρα της Μιλήτου ήταν η αρχή των δεινών μεταξύ Ελλήνων και Περσών.

Στην ιστοριογραφία, η επανάσταση αυτή είτε έχει συνδεθεί με την έναρξη της αποτίναξης που Περσικού ζυγού από τις Ελληνικές πόλεις της Ιωνίας και έχει χαρακτηρισθεί ως «εθνική» αντίσταση των Ελλήνων είτε έχει αντιμετωπιστεί πιο μετρημένα, ως μία κίνηση που δεν συνδεόταν με μία πανελλήνια κινητοποίηση, πολλώ δε μάλλον στερείτο «εθνικής» συνείδησης.

Διασώζεται μία μόνο ουσιαστική περιγραφή της, στις σελίδες του Ηροδότου. Ο Ηρόδοτος διακηρύσσει στον πρόλογό του ότι το έργο του αφορά στις σπουδαίες και θαυμαστές πράξεις των Ελλήνων και των βαρβάρων και ιδιαίτερα στους λόγους για τους οποίους πολέμησαν μεταξύ τους.

Η αποκαλούμενη Ιωνική επανάσταση αποτελεί, όπως είπαμε, για τον Ηρόδοτο ένα σημαντικό προκαταρκτικό στάδιο των Περσικών πολέμων. Ωστόσο, η Ιωνική επανάσταση αποτελεί επίσης ένα παράδειγμα προς αποφυγή, όσον αφορά στις πολεμικές επιχειρήσεις. Η περιγραφή του Ηροδότου επισημαίνει τη διχόνοια των Ιώνων σε αντίθεση προς την (πολύ περιορισμένη στην πραγματικότητα) ενότητα των Ελλήνων.

Ο Ηρόδοτος θεωρεί, αναμφίβολα σωστά, την ικανότητα κάποιων Ελληνικών πόλεων να παραμερίσουν τις μεταξύ τους έχθρες και να συντονίσουν τις προσπάθειές τους ενάντια στους Πέρσες ως πρωταρχικής σημασίας για την επιτυχία των Ελλήνων εναντίον των Περσών εισβολέων. Για το λόγο αυτό, πολλοί μελετητές θεώρησαν την περιγραφή του για την εξέγερση των Ιωνικών πόλεων μεροληπτική, καθώς δίνει έμφαση σε προσωπικά κίνητρα σχετικά με την έναρξη της εξέγερσης και στην απροθυμία των Ιώνων να διατηρήσουν την πειθαρχία που απαιτείτο για την ολοκλήρωση του εγχειρήματος.

Τα αίτια του ξεσηκωμού, μολονότι δεν μπορούν να ανιχνευθούν στη μοναδική πηγή που διαθέτουμε για την επανάσταση, τον Ηρόδοτο, θα πρέπει ωστόσο να αναζητηθούν στην Περσική πολιτική απέναντι στους υποταγμένους Ίωνες κατοίκους της Μικράς Ασίας. Όπως προαναφέρθηκε, οι Πέρσες στήριζαν Έλληνες τυράννους στις Ελληνικές πόλεις της περιοχής, τους οποίους εμπιστεύονταν πλήρως. Σε αντάλλαγμα, οι Έλληνες τύραννοι επέβαλαν τις Περσικές επιταγές, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των βασικών αγαθών των Ελληνικών πόλεων-κρατών, δηλαδή της ελευθερίας και της αυτονομίας τους.

Ωστόσο, η θέση ενός κυβερνήτη-ανδρείκελου δεν είναι ευχάριστη. αν στα παραπάνω προστεθεί και η δραματική μείωση των εσόδων από τις επιπτώσεις της Περσικής κατάκτησης της Μικράς Ασίας (αλλά των Στενών του Ελλησπόντου, μετά τη Σκυθική εκστρατεία του Δαρείου Α’) στις εμπορικές δραστηριότητες των Ιώνων -χαρακτηριστική είναι η απώλεια της ζωτικής για τη Μίλητο αγοράς του Ευξείνου Πόντου-, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι οι Ελληνικές πόλεις της Ιωνίας ήταν ένα καζάνι που έβραζε.

Από τις αρχές του 5ου αιώνα, η κατάσταση στον κόσμο του Αιγαίου άλλαξε. Η επεκτατική τάση της Περσικής αυτοκρατορίας γίνεται περαιτέρω αισθητή στους Έλληνες. αν δεχθούμε τα όσα γράφει ο Ηρόδοτος, ο τύραννος της Μιλήτου Αρισταγόρας (ο οποίος ήταν τύραννος της Μιλήτου όταν αυτή βρισκόταν υπό περσική κυριαρχία, καθώς ο πεθερός του Ιστιαίος βρισκόταν στα Σούσα θεωρητικά ως σύμβουλος και πρακτικά ως αιχμάλωτος του μεγάλου Βασιλέως), έπεισε τον Πέρση Σατράπη των Σάρδεων Αρταφέρνη -αδελφό του Δαρείου Α’- να στραφεί εναντίον της Νάξου.

Ανεξάρτητα από τα αίτια της συμπεριφοράς και της πρότασης του Αρισταγόρα για την εκστρατεία εναντίον της Νάξου, ο Αρταφέρνης διέταξε όλες τις Ιωνικές πόλεις να συνδράμουν στρατιωτικά στην επιχείρηση. το όλο εγχείρημα προφανώς θα είχε τη σύμφωνη γνώμη του Δαρείου. Ωστόσο, παρά τις προετοιμασίες και το ισχυρό Περσικό εκστρατευτικό σώμα, η προσπάθεια κατάληψης της Νάξου απέτυχε. Τόσο ο Αρταφέρνης όσο και ο Αρισταγόρας πρέπει να περιέπεσαν σε δυσμένεια.

Τότε, για λόγους που παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστοι, ο Αρισταγόρας μετέβαλε την πολιτική του και παρότρυνε τις Ελληνικές πόλεις της Ιωνίας σε επανάσταση εναντίον του Δαρείου. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το 499 π.Χ. ο Αρισταγόρας «πρώτα κατήργησε θεωρητικά την τυραννίδα και παρείχε ισονομία στη Μίλητο, έτσι ώστε οι Μιλήσιοι να επαναστατήσουν μαζί του με τη θέλησή τους, και κατόπιν έκανε το ίδιο και στην υπόλοιπη Ιωνία».

Η εξέγερση εξαπλώθηκε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ένδειξη που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η δυσαρέσκεια εναντίον των Περσών ήταν έντονη: οι διορισμένοι από τους Πέρσες κυβερνήτες των άλλων Ιωνικών πόλεων εκδιώχθηκαν και στη θέση τους τοποθετήθηκαν εκλεγμένοι στρατηγοί – οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν θα αργούσαν. οι πόλεις αυτές αναφέρονται από τον Ηρόδοτο και είναι η Κύμη, τα Μύλασα, τα Τερμέρα και τα νησιά της Χίου, της Λέσβου και της Σάμου.

Η έλλειψη συντονισμού ήταν μία από τις βασικές αδυναμίες των επαναστατών, ενώ και η διοίκηση χώλαινε. ο λογογράφος Εκαταίος λέγεται ότι συμβούλευσε τους Ίωνες να μην προχωρήσουν στα σχέδιά τους, καθώς γνώριζε -ίσως λόγω των ταξιδιών του- τις τεράστιες δυνατότητες της Περσικής αυτοκρατορίας, αλλά η πρότασή του δεν εισακούστηκε. Κρίθηκε σκόπιμη η αναζήτηση βοήθειας από τη μητροπολιτική Ελλάδα.

Ο Αρισταγόρας την επισκέφθηκε, ίσως το χειμώνα του 499 π.Χ. – 498 π.Χ. αλλά οι εκκλήσεις του δεν καρποφόρησαν όσο θα επιθυμούσαν οι Ίωνες της Μικράς Ασίας: η Σπάρτη αρνήθηκε κάθε βοήθεια και μόνον η Αθήνα και η Ερέτρια έστειλαν ένα στόλο από 20 Αθηναϊκά και 5 Ερετριακά πλοία. Ο φόβος επανόδου του Ιππία στην Αθήνα με τη βοήθεια των Περσών -του Αρταφέρνη, ειδικότερα- έκανε τους Αθηναίους να συνδράμουν τη Μίλητο.

Από την άλλη, ο Ηρόδοτος και πάλι μας εξηγεί για ποιον λόγο οι Ερετριείς συντάχθηκαν με την Αθήνα και προσέφεραν υποστήριξη στους Ίωνες της Μικράς Ασίας: «Δεν εκστράτευσαν μαζί τους εξαιτίας της καλής θέλησης προς τους Αθηναίους, αλλά μάλλον για να ξεπληρώσουν ένα παλιό χρέος απέναντι στους Μιλήσιους, γιατί οι Μιλήσιοι είχαν στο παρελθόν συμμαχήσει με τους Ερετριείς στον πόλεμο εναντίον των Χαλκιδέων, οι οποίοι από τη μεριά τους είχαν τη συμπαράσταση της Σάμου» (εναντίον της Ερέτριας και της Μιλήτου).

Οι επαναστάτες αιφνιδίασαν τους Πέρσες κινούμενοι προς τις Σάρδεις, τις οποίες και πυρπόλησαν. Η εν λόγω επίθεση ήταν άσκοπα προκλητική, εκτός και αν εντασσόταν σε μία ολόθυμη προσπάθεια να πείσουν τους Πέρσες να εγκαταλείψουν ολόκληρη την περιοχή. Μια παρόμοια απόπειρα δεν θα ήταν απαραίτητα απερίσκεπτη.

Ο Δαρείος δεν είχε μία εύκολη βασιλεία: μια επιγραφή από το Bisitun (Μπεχιστούν), στην οποία αναγράφεται ο αριθμός των ανταπαιτητών της εξουσίας που είχε συντρίψει ο Δαρείος, καταδεικνύει πόσο σύνηθες φαινόμενο ήταν οι εξεγέρσεις στην Περσική αυτοκρατορία. Ωστόσο, η Περσική φρουρά της πόλεως είχε καταφύγει στην ακρόπολή της, αναμένοντας τις ενισχύσεις της. Η αντίστασή της είχε αντίστοιχο αποτέλεσμα με εκείνο της περίπτωσης του Πακτύη.

Οι Έλληνες πληροφορήθηκαν ότι οι περσικές ενισχύσεις πλησίαζαν και υποχώρησαν προς τις ακτές. Οι Αθηναίοι αναχώρησαν βιαστικά από τη Μικρά Ασία, αφήνοντας τους Ίωνες αδελφούς τους στη μοίρα τους. Στο μεταξύ, ο Ιωνικός στόλος είχε συμπαρασύρει το Βυζάντιο και άλλες επιθαλάσσιες πόλεις (μερικές της Καρίας και της Κύπρου) στο πλευρό των επαναστατών. Σύντομα, οι Πέρσες ανέκτησαν τον έλεγχο των περιοχών που είχαν αποσκιρτήσει. αρχικά την Κύπρο, στη συνέχεια τις Ελληνικές πόλεις στα Στενά, ενώ η Κύμη και οι Κλαζομενές δεν άργησαν να περιέλθουν και πάλι υπό Περσική κυριαρχία.

Ο Αρισταγόρας, μπροστά στην κατάρρευση της εξέγερσης (493 π.Χ.) που είχε ο ίδιος υποκινήσει, προτίμησε να φύγει μαζί με τους τελευταίους οπαδούς του στη Θρακική πόλη της Μυρκίνου, κοντά στον ποταμό Στρυμόνα. Η προσπάθειά του για ίδρυση αποικίας στους πρόποδες του Παγγαίου κατέληξε στην ολοκληρωτική καταστροφή και το θάνατο όλων των συμμετεχόντων στο εγχείρημα, από τα χέρια των θρακών. Ο πεθερός του, ο Ιστιαίος, εστάλη από τον Δαρείο στη Μίλητο ως διπλωματικός απεσταλμένος του βασιλέως.

Αυτός, ωστόσο, τάχθηκε με το μέρος των επαναστατών. οι Μιλήσιοι δεν του επέτρεψαν καν να μπει στην πόλη τους, με αποτέλεσμα αυτός να δράσει ανεξάρτητα ως πειρατής και να βρει το θάνατο όταν έπεσε στα χέρια των Περσών το 493 π.Χ. Η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται τραγική για τους Ίωνες. Η αντίσταση φαινόταν μάταιη απέναντι στις περσικές επιθέσεις. Ωστόσο, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, υπεβλήθη μία πρόταση για μία πολιτική ένωση των Ιώνων. ο Ηρόδοτος σημειώνει σχετικά:

«Οι Ίωνες είχαν συντριβεί, αλλά συνέχισαν να συγκεντρώνονται στο Πανιώνιο. Νομίζω ότι ο Βίας από την Πριήνη υπέβαλε την πρόταση που θα ήταν πολύ χρήσιμη στους Ίωνες και που, αν την είχαν δεχθεί, θα είχαν τη δυνατότητα να γίνουν οι πιο ευτυχείς απ’ όλους τους Έλληνες. Αυτός συμβούλευσε τους Ίωνες να αναχωρήσουν με στόλο μικτό, να πλεύσουν στη Σαρδηνία και έπειτα να ιδρύσουν μια μόνη πόλη για όλους τους Ίωνες· αν το έκαναν, θα γλίτωναν τη σκλαβιά και θα ευημερούσαν· θα ήταν οι κάτοικοι του πιο μεγάλου απ’ όλα τα νησιά και θα εξουσίαζαν τους άλλους. 

Αλλά αν παρέμεναν, είπε, στην Ιωνία, δεν μπορούσε να διακρίνει με ποιον τρόπο θα παρέμεναν ελεύθεροι. Η πρόταση αυτή του Βία έγινε όταν οι Ίωνες βρίσκονταν σε μια διαδικασία εξόντωσης. Μια χρήσιμη πρόταση έγινε, πριν από την καταστροφή της Ιωνίας, από τον Θαλή τον Μιλήσιο που καταγόταν από τη Φοινίκη. Αυτός συμβούλευσε τους Ίωνες να συστήσουν ένα μόνο βουλευτήριο και να το εγκαταστήσουν στην Τέω, που βρίσκεται στο κέντρο της Ιωνίας: οι άλλες πόλεις να συνεχίσουν να κατοικούνται, αλλά να μην έχουν κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα, σαν να ήταν δήμοι μιας πόλης».

Αν και δεν υιοθετήθηκε το σχέδιο του Θαλή, οι γιορτές στο πανιώνιο παρείχαν όντως μία ευκαιρία να συζητηθεί η πολιτική που θα ακολουθείτο σε μία μεγάλη κρίση. Περισσότερα παραδείγματα συνόδων υπάρχουν κατά τη διάρκεια της τελευταίας φάσης της Ιωνικής επανάστασης: «Οι Πέρσες εκστράτευαν εναντίον της Μιλήτου και της υπόλοιπης Ιωνίας. Οι Ίωνες, μόλις το έμαθαν, διόρισαν αντιπροσώπους [Πρόβουλοι] και τους έστειλαν στο Πανιώνιο.

Όταν αυτοί έφτασαν εκεί και άρχισαν τις συνομιλίες, αποφάσισαν να μη συγκεντρώσουν Πεζικό για να αντιπαρατεθούν στους Πέρσες· οι Μιλήσιοι θα υπεράσπιζαν τα τείχη τους μόνοι τους και [οι υπόλοιποι] θα επάνδρωναν το στόλο, χρησιμοποιώντας κάθε διαθέσιμο πλοίο, και, αφού το έκαναν, θα συγκεντρώνονταν ευθύς αμέσως στη Λάδη, ένα μικρό νησί απέναντι από τη Μίλητο, και θα έδιναν ναυμαχία για τη σωτηρία της Μιλήτου»(Ηρόδοτος).

Η ναυμαχία της Λάδης (495 π.Χ.) επέφερε το αποφασιστικό χτύπημα στους Ίωνες: η έλλειψη εμπιστοσύνης, οι πολιτικές διχόνοιες και η προδοσία ήταν εκείνες οι παράμετροι που καθόρισαν το αποτέλεσμά της. Λίγο αργότερα, η Μίλητος εκπολιορκήθηκε και αφέθηκε στο έλεος των νικητών Περσών (Ηρόδοτος). Οι κάτοικοι της πόλεως αναγκάστηκαν σε εκπατρισμό και μεταφέρθηκαν στην περιοχή του Περσικού Κόλπου.

Οι Πέρσες εφάρμοσαν νέα τακτική διακυβέρνησης της Ιωνίας, επανεκτιμώντας τους φόρους -τους οποίους δεν αύξησαν- και στηρίζοντας τις λαϊκές δυνάμεις και όχι τους τυράννους. οι Σατράπες επανήλθαν στις θέσεις τους και φρόντισαν για την επιβολή και εφαρμογή ενός δίκαιου συστήματος απονομής της δικαιοσύνης. Στη δεκαετία του 490 π.Χ., ο Πέρσης σατράπης Αρταφέρνης αγανάκτησε τόσο με το γεγονός ότι οι Έλληνες της Ιωνίας ασταμάτητα επέδραμαν στο παρελθόν οι μεν στο έδαφος των δε, ώστε τους επέβαλε να δεχθούν διαιτησία και επέμενε να καθοριστούν όρια, τα οποία κάθε πόλη όφειλε να σέβεται (Ηρόδοτος).

Οι Πέρσες ενίσχυσαν τη θέση τους στη Θράκη, στην Ευρωπαϊκή πλευρά του Ελλησπόντου. Στο πλαίσιο αυτό, εντάσσεται και η εκστρατεία του Μαρδονίου στις περιοχές της Θράκης και της Μακεδονίας το 492 π.Χ.  Το εκστρατευτικό σώμα (πλοία και πεζικό) που διοικούσε ξεκίνησε από την Κιλικία.

Στη διάρκεια της εκστρατείας, οι χερσαίες δυνάμεις δέχθηκαν στη Θράκη την επίθεση ντόπιων φυλών και υπέστησαν σημαντικές απώλειες, ενώ ο στόλος καταστράφηκε έξω από τη χερσόνησο του Άθω, λόγω τρικυμίας. παρ’ όλα αυτά, ο αντικειμενικός σκοπός της εκστρατείας, δηλαδή η εκ νέου υπαγωγή της Θράκης και της Μακεδονίας στην περσική κατοχή, είχε επιτευχθεί (Ηρόδοτος).

Η άποψη ότι αυτή, η λεγόμενη «πρώτη περσική εκστρατεία», θα πρέπει να θεωρηθεί ως μία προσπάθεια υποταγής της Αθήνας, της Ερέτριας και άλλων Ελληνικών πόλεων, όπως έχει υποστηριχθεί στο παρελθόν, είναι στενά συνδεδεμένη με τις μεταγενέστερες συγκρούσεις στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα και αποκύημα της ελληνικής παράδοσης μετά τους Περσικούς πολέμους.

 

Το Υπόβαθρο της Επανάστασης

Μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, οι Έλληνες μετακόμισαν στη Μικρά Ασία, χωρισμένοι σε τρεις φυλές: τους Ίωνες, τους Αιολείς και τους Δωριείς. Οι Ίωνες εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου έχτισαν 12 πόλεις (Μίλητος, Μυούς, Πριήνη, Έφεσος, Κολοφώνα, Λέβεδος, Τέω, Κλαζομενές, Φώκαια, Ερυθραί, Σάμος και Χίος). Αν και οι Ιωνικές πόλεις ήταν ανεξάρτητες, συμμετείχαν όλες στο Πανιώνιο.

Η ανεξαρτησία των Ιωνικών πόλεων έληξε μετά την επίθεση των Λυδών, οι οποίοι έδωσαν αυτονομία στη Μίλητο, αλλά υποχρέωσαν τους Ίωνες να τους ακολουθούν στις εκστρατείες. Παράλληλα, οι Λυδοί βρίσκονταν σε πόλεμο με τους Μήδους, αλλά υπέγραψαν ειρήνη, ορίζοντας τον Άλυ ποταμό ως σύνορο των βασιλείων τους. Την ηγεσία των Λυδών ανέλαβε ο Κροίσος, ο οποίος σκόπευε να καταλάβει όλες τις Ελληνικές περιοχές στη Μ. Ασία – την ηγεσία των Περσών ανέλαβε ο Κύρος, ο οποίος επέκτεινε το βασίλειο του.

Ο Κροίσος έβλεπε την ευκαιρία να επεκταθεί χάρη στο χάος που επικρατούσε στην Περσία. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι προτού επιτεθεί, ο Κροίσος επισκέφθηκε την Πυθία, η οποία του είπε ότι αν περάσει τα σύνορα θα καταστρέψει μια μεγάλη αυτοκρατορία (εννοώντας τη Λυδία). Ο Κροίσος, ο οποίος δεν κατάλαβε το νόημα της προφητείας, επιτέθηκε στους Πέρσες, αλλά νικήθηκε και αιχμαλωτίστηκε.

Ο Κύρος ζήτησε την βοήθεια των Ιώνων όταν πολεμούσε τους Λυδούς, αλλά οι Ίωνες αρνήθηκαν να βοηθήσουν. Όταν, όμως, ο Κύρος κατέλαβε τους Λυδούς, οι Ίωνες προθυμοποιήθηκαν να γίνουν υποτελείς των Περσών και να ζουν όπως οι Λυδοί. Ο Κύρος αρνήθηκε, λέγοντας ότι οι Ίωνες δεν τον είχαν βοηθήσει. Διέταξε τον Άρπαγο να επιτεθεί στην Ιωνία. Ο Άρπαγος επιτέθηκε στη Φώκαια, αλλά οι κάτοικοι της πόλης μετακόμισαν στη Σικελία – το παράδειγμα τους ακολούθησαν και οι κάτοικοι της Τέως. Οι υπόλοιποι Ίωνες, οι οποίοι έμειναν στις πόλεις τους, υποδουλώθηκαν. Οι Πέρσες τοποθέτησαν στην ηγεσία των ιωνικών πόλεων διάφορους τυράννους, με τους οποίους οι Ίωνες δεν είχαν καλές σχέσεις.

Μετά από σαράντα χρόνια, οι Πέρσες είχαν διορίσει τον Αρισταγόρα τύραννο της Μιλήτου. Ο Αρισταγόρας αντικατέστησε τον θείο του, Ιστιαίο, ο οποίος έμεινε στα Σούσα ως σύμβουλος του Δαρείου. Το 500 π.Χ, υποδέχθηκε μερικούς εξόριστους αριστοκράτες από τη Νάξο, οι οποίοι τον έπεισαν να τους βοηθήσει να αναλάβουν ξανά την ηγεσία στο νησί. Μετέπειτα, ο Αρισταγόρας έπεισε τον σατράπη της Λυδίας, Αρταφέρνη, να τον βοηθήσει και υποσχέθηκε να μοιραστούν την εξουσία στη Νάξο. Ο Αρταφέρνης δέχθηκε και, αφού έπεισε τον Δαρείο, ετοίμασε στρατό για να επιτεθεί το επόμενο έτος.

 

Πολιορκία της Νάξου (499 π.Χ)

Η Πολιορκία της Νάξου (499 π.Χ) αποτέλεσε μια αποτυχημένη προσπάθεια των Περσών, που επιχειρήθηκε υπό την ηγεσία του τυράννου της Μιλήτου Αρισταγόρα, ο οποίος θέλησε να αυξήσει την επιρροή του στην ευρύτερη περιοχή. Ο Αρισταγόρας είχε δεχτεί την επίσκεψη εξόριστων αριστοκρατών από τη Νάξο, οι οποίοι τον έπεισαν να τους βοηθήσει να ανακτήσουν την εξουσία τους στο νησί.

Ο Αρισταγόρας εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία που του δινόταν ζήτησε τότε τη βοήθεια του σατράπη Αρταφέρνη και έλαβε 200 τριήρεις, υπό την ηγεσία του Μεγαβάτη. Ο Αρισταγόρας και ο Μεγαβάτης είχαν πολλές διαφωνίες και οι Ναξιώτες έμαθαν – ίσως από τον Μεγαβάτη – για τα σχέδια των Περσών. Αυτό τους βοήθησε να στήσουν μια αποτελεσματική άμυνα και να αντέξουν τέσσερις μήνες πολιορκίας. Η πολιορκία της Νάξου αποτέλεσε αφορμή για την Ιωνική Επανάσταση και για τις μετέπειτα συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών.

Οι Πέρσες ετοίμασαν ένα στόλο την άνοιξη του 499 π.Χ, υπό την ηγεσία του Μεγαβάτη. Ο στόλος ενώθηκε με τα ιωνικά σώματα στη Μίλητο. Ο στόλος κινήθηκε βόρεια στον Ελλήσποντο, αλλά όταν έφθασαν στη Χίο, άλλαξαν πορεία και κατευθύνθηκε για τη Νάξο.

Κατά τον Ηρόδοτο, ο Μεγαβάτης επιθεώρησε τα πλοία και βρήκε ένα από τη Μύνδο, το οποίο δεν είχε φύλακες. Ο Μεγαβάτης αποφάσισε να τιμωρήσει τον Σκύλαξ, άρχοντα του πλοίου, γι’ αυτό τον έδεσε και τον έβαλε σε μια τρύπα με το κεφάλι έξω και το υπόλοιπο σώμα μέσα. Ο Αρισταγόρας, μόλις έμαθε το νέο, διέταξε τον Μεγαβάτη να απελευθερώσει τον Σκύλαξ – αφού ο Μεγαβάτης αρνήθηκε, ο Αρισταγόρας πήγε μόνος του και απελευθέρωσε τον Σκύλαξ.

Ο Μεγαβάτης θύμωσε με τον Αρισταγόρα και ο τελευταίος του δήλωσε ότι ο Αρταφέρνης έστειλε τον Μεγαβάτη για να τον υπηρετεί πιστά και τον κατηγόρησε ότι είναι ενοχλητικός. Ο Μεγαβάτης θύμωσε και έστειλε αγγελιαφόρους στη Νάξο για να ειδοποιήσει τους κατοίκους για την επίθεση. Οι σύγχρονοι ιστορικοί αμφισβητούν αυτή την ιστορία και αναφέρουν ότι οι Ναξιώτες κατάλαβαν από μόνοι τους τα σχέδια των Περσών και άρχισαν τις προετοιμασίες. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ναξιώτες πήραν τα πάντα από τα χωράφια και κλείστηκαν στην πόλη τους.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο στρατός της Νάξου αποτελούταν απ’ όλους τους κατοίκους της πόλης – ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οκτώ χιλιάδες άνδρες συμμετείχαν στην άμυνα της πόλης. Από την άλλη, οι Πέρσες είχαν 200 τριήρεις – η κάθε μια απ’ αυτές είχε 200 άνδρες συν 14 στρατιώτες.

Ο Ηρόδοτος μας δίνει λίγες πληροφορίες για την πολιορκία. Όταν οι Ίωνες και οι Πέρσες έφθασαν στη Νάξο, βρήκαν μπροστά τους μια πολύ καλά οργανωμένη και οχυρωμένη πόλη. Αρχικά, οι Πέρσες επιτέθηκαν, ωστόσο, οι Ναξιώτες τους απώθησαν. Οι Πέρσες ξεκίνησαν την πολιορκία της πόλης, η οποία διήρκησε 4 μήνες – αφού έχασαν πολλά χρήματα, οι Πέρσες αποφάσισαν να λύσουν την πολιορκία.

 

Αρχή της Ιωνικής Επανάστασης (499 π.Χ)

Εξαιτίας της ήττας στη Νάξο, ο Αρισταγόρας βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Κατάλαβε ότι οι Πέρσες θα τον τιμωρούσαν επειδή δεν μπορούσε να πληρώσει τα χρήματα που χρωστούσε στον Αρταφέρνη και δεν κατάφερε να καταλάβει την πόλη, γι’ αυτό και έπεισε τους κατοίκους της πόλης του να εξεγερθούν κατά των Περσών.

Ο Αρισταγόρας συγκάλεσε συμβούλιο με τους διανοούμενους του και όλοι, πλην του Εκαταίου της Μιλήσιου, συμφώνησαν να εξεγερθούν. Ο Αρισταγόρας παραιτήθηκε από τύραννος και κήρυξε την πόλη του δημοκρατία. Συγκέντρωσε όλους τους Έλληνες που συμμετείχαν στην πολιορκία της Νάξου, συνέλαβε τους τυράννους και τους έστειλε στις πόλεις τους, με σκοπό να κερδίσει τη στήριξη τους – αρκετοί απ’ αυτούς εκτελέστηκαν ή εξορίστηκαν.

Τότε, ο Αρισταγόρας ζήτησε τη βοήθεια των πόλεων της ηπειρωτικής Ελλάδος για ν’ αντιμετωπίσει τους Πέρσες. Απέτυχε να πείσει τους Σπαρτιάτες να πολεμήσουν στο πλευρό του, γι’ αυτό και πήγε στην Αθήνα. Η Αθήνα συμμετείχε στην επανάσταση των Ιώνων μετά από μεγάλη πολιτική ταραχή. Το 510 π.Χ, οι Αθηναίοι με τη βοήθεια του βασιλιά Κλεομένη έδιωξαν τον τύρρανο Ιππία, ο οποίος ζήτησε τη βοήθεια του Πέρση σατράπη Αρταφέρνη, αφού του υποσχέθηκε να δώσει την Αθήνα στους Πέρσες.

Παράλληλα, ο Κλεομένης προσπάθησε να προωθήσει τον Ισαγόρα στην εξουσία της Αθήνας έναντι του Κλεισθένη, ο οποίος πρότεινε την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας – αυτή η πρόταση είχε ως αποτέλεσμα την εξορία του Κλεισθένη και της οικογένειας του. Ο Κλεομένης προσπάθησε με τη βία να προωθήσει τον Ισαγόρα στην εξουσία. Τότε, οι Αθηναίοι ζήτησαν τη βοήθεια του Αρταφέρνη, ο οποίος τελικά ζήτησε την υποταγή της Αθήνας στους Πέρσες.

Οι Αθηναίοι πρεσβευτές συμφώνησαν, αν και καταδικάστηκαν γι’ αυτό. Μετά από αποτυχημένη προσπάθεια να επανέλθει στην εξουσία της Αθήνας, ο Ιππίας προσπάθησε να πείσει τους Πέρσες να επιτεθούν στην Αθήνα. Όταν ο Αρταφέρνης πρότεινε ξανά στους Αθηναίους να επαναφέρουν τον Ιππία στην εξουσία, οι τελευταίοι κήρυξαν τον πόλεμο στην Περσία. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ερετριείς υποστήριξαν την εξέγερση επειδή οι Μιλήσιοι τους είχαν βοηθήσει σε ένα πόλεμο με τη Χαλκίδα.

Ιωνική Επίθεση (498 π.Χ)

Ο Αρισταγόρας προσπαθούσε να προωθήσει την εξέγερση, γι’ αυτό και έπεισε τους Παίονες, οι οποίοι ζούσαν στη Φρυγία, να επιστρέψουν στη Θράκη – μ’ αυτό τον τρόπο προσπαθούσε να προκαλέσει την οργή της ανώτατης διοίκησης των Περσών.

 

Σάρδεις

Στις αρχές του 498 π.Χ, οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς έφθασαν στην Ιωνία και ενώθηκαν με τους Ίωνες στην Έφεσο. Ο Αρισταγόρας διέταξε τον Χαροπίνο και τον Ερμόφαντο να αναλάβουν την αρχηγία του ιωνικού στρατού. Ο Ιωνικός στρατός έφθασε στις Σάρδεις, πρωτεύουσα της σατραπείας του Αρταφέρνη, χάρη στη βοήθεια των κατοίκων της Εφέσου.

Οι Ίωνες κατέστρεψαν την πόλη και την έκαψαν, αλλά υπέστησαν βαριές απώλειες και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Έφεσο. Όταν ο Δαρείος έμαθε για τον εμπρησμό των Σαρδέων, ορκίστηκε εκδίκηση και ζήτησε από ένα δούλο του να του θυμίζει κάθε μέρα τον όρκο με τα λόγια δέσποτα, μέμνεο τῶν Ἀθηναίων (δέσποτα, να θυμάσαι τους Αθηναίους).

 

Μάχη της Εφέσου

Οι Πέρσες συγκέντρωσαν στρατό για να βοηθήσουν τον Αρταφέρνη. Όταν έμαθαν ότι οι Έλληνες υποχώρησαν, ακολούθησαν τα ίχνη τους και έφθασαν στην Έφεσο, αναγκάζοντας τους Έλληνες σε μάχη. Σ’ αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν πολλοί Έλληνες, εξαιτίας της κούρασης και του ισχυρού περσικού ιππικού. Μετά τη μάχη αυτή, οι Ίωνες επέστρεψαν στις πόλεις τους και οι Αθηναίοι με τους Ερετριείς στην Ελλάδα.

 

Εξάπλωση της Επανάστασης

Οι Αθηναίοι έλυσαν τη συμμαχία τους με τους Ίωνες, καθώς οι τελευταίοι τους είχαν δώσει λάθος πληροφορίες για την Περσική δύναμη. Παρ’ ολ’ αυτά, η επανάσταση εξαπλώθηκε στην Καρία και στην Κύπρο, ενώ οι Ίωνες κατέλαβαν το Βυζάντιο και άλλες γειτονικές πόλεις.

 

Περσική Αντεπίθεση (497 π.Χ.- 495 π.Χ.)

Μετά, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η Κύπρος ήταν ελεύθερη για ένα έτος, δηλ. μέχρι τις μάχες του 497 π.Χ. και αργότερα αναφέρει τα πάρακάτω:

Ο Δαυρίσης, ο οποίος έχει τη θυγατέρα του Δαρείου (ως σύζυγο του), και ο Υμαίης και ο Οτάνης και άλλοι Πέρσες στρατηγοί, έχοντας και αυτοί θυγατέρες του Δαρείου, αφού αιχμαλώτισαν τους Ίωνες που εκστράτευσαν στις Σάρδεις, επεκράτησαν στη μάχη και επόρθησαν τις πόλεις.

Το απόσπασμα αναφέρει ότι οι Πέρσες αντεπιτέθηκαν μετά τη μάχη της Εφέσου, ωστόσο, οι πόλεις, οι οποίες – κατά τον Ηρόδοτο – κατακτήθηκαν από τον Δαυρίση βρίσκονται στον Ελλήσποντο και συμμετείχαν στην εξέγερση μετά την μάχη της Εφέσου – άρα, οι Πέρσες στρατηγοί αντεπιτέθηκαν το 497 π.Χ, με τους ιστορικούς να χρονολογούν τις επιθέσεις στον Ελλήσποντο και στην Καρία το ίδιο έτος.

 

Κύπρος

Όλα τα βασίλεια της Κύπρου εξεγέρθηκαν εκτός από την Αμαθούντα. Αρχηγός της εξέγερσης στην Κύπρο ήταν ο Ονήσιλος. Ο Γόργος, αδερφός του Ονήσιλου και βασιλιάς της Σαλαμίνας, αρνήθηκε να επαναστατήσει, γι’ αυτό και εκθρονίστηκε από τον αδερφό του. Ο Γόργος κατέφυγε στους Πέρσες, ενώ ο Ονήσιλος έπεισε όλους τους Κύπριους, πλην των Αμαθουσίων, να εξεγερθούν – ο Ονήσιλος πολιόρκησε την Αμαθούντα για να πείσει τους κατοίκους της να συμμετέχουν στην εξέγερση.

Το 498 π.Χ, ενώ ο Ονήσιλος πολιορκούσε την Αμαθούντα, έγινε γνωστό ότι οι Πέρσες, υπό την ηγεσία του Αρτύβιου, έφθασαν στην Κύπρο χάρη στους Φοίνικες – γι’ αυτό και ο Ονήσιλος ζήτησε βοήθεια από τους Ίωνες, οι οποίοι έστειλαν πολλές ενισχύσεις και διέλυσαν σε ναυμαχία τους Φοίνικες. Οι Κύπριοι είχαν αρχικά την υπεροχή και είχαν σκοτώσει τον αρχηγό των Περσών, αλλά όταν ο βασιλιάς του Κουρίου Στησάνωρ και τα άρματα των Σαλαμινίων πήραν το μέρος των Περσών, οι τελευταίοι τελικά νίκησαν ενώ ο Ονήσιλος πέθανε κατά τη διάρκεια της μάχης.

Μετά από πολιορκία πέντε μηνών οι Πέρσες κατέλαβαν τους Σόλους, αφού άνοιξαν υπονόμους γύρω από το τείχος. Η Πάφος πολιορκήθηκε επίσης. Οι Πέρσες κατέπνιξαν την Κυπριακή εξέγερση και οι Ίωνες επέστρεψαν στις πόλεις τους. Οι συνέπειες ήταν οι φιλέλληνες βασιλείς να αντικατασταθούν με φίλια διακείμενους στους Πέρσες και οι Κύπριοι να παραχωρούν στρατιωτικές δυνάμεις στις εκστρατείες των Περσών. Έτσι κυπριακές δυνάμεις έλαβαν μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας (480 π.Χ.) με 150 πλοία.

 

Ελλήσποντος και Προποντίδα

Οι Πέρσες ανασυντάχθηκαν το 497 π.Χ. και οι στρατηγοί Δαυρίσης, Υμαίης και Οτάνης ανέλαβαν την ηγεσία του στρατού, αφού πρώτα συμφώνησαν ποιες πόλεις θα πολιορκούσαν. Ο Δαυρίσης κατευθύνθηκε στον Ελλήσποντο και κατέλαβε την Δάρδανο, την Άβυδο, την Περκώτη, την Λάμψακο και την Παίσο. Αργότερα, κατέπνιξε την εξέγερση στην Καρία. Ο Υμαίης κατεύθυνθηκε στην Προποντίδα και κατέλαβε την Κίο. Αργότερα, κατευθύνθηκε στον Ελλήσποντο και κατέλαβε πολλές αιολικές πόλεις και την Τρωάδα, αλλά αρρώστηκε και πέθανε. Παράλληλα, ο Οτάνης και ο Αρταφέρνης επιτέθηκαν στην Ιωνία.

 

Καρία

Μάχη του Μαρσύη

Ο Δαυρίσης, όταν έμαθε ότι οι κάτοικοι της Καρίας εξεγέρθηκαν, κινήθηκε νότια για να καταπνίξει την τοπική εξέγερση. Οι Κάρες συγκεντρώθηκαν στον ποταμό Μαρσύη και ο Πιξωδάρος τους πρότεινε να περάσουν τον ποταμό για να αποτρέψει την υποχώρηση – σχέδιο, με το οποίο οι Κάρες δεν συμφώνησαν. Η μάχη, κατά τον Ηρόδοτο, είχε διαρκέσει πολλές ώρες, αλλά οι Πέρσες νίκησαν, έχοντας πέντε φορές λιγότερες απώλειες.

 

Μάχη στα Λάβραυνδα

Όσοι επέζησαν τη μάχη του Μαρσύη υποχώρησαν στα Λάβραυνδα για να αποφασίσουν αν έπρεπε να παραδοθούν ή όχι. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, οι Κάρες δέχθηκαν ενισχύσεις από τη Μίλητο και αποφάσισαν να φύγουν. Ωστόσο, οι Πέρσες επιτέθηκαν και οι Κάρες με τους Μιλήσιους υπέστησαν βαριές απώλειες.

 

Μάχη στην Πηδάσο

Ο Δαυρίσης άρχισε να πολιορκεί τα οχυρά των Κάρων, γι’ αυτό και οι τελευταίοι του έστησαν παγίδα στην Πηδάσο. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη ημερομηνία για τη μάχη – μερικοί αναφέρουν ότι έγινε λίγο πιο μετά από τη μάχη στα Λάβραυνδα, ενώ άλλοι δηλώνουν ότι η μάχη έγινε το επόμενο έτος, το 496 π.Χ. Οι Πέρσες έπεσαν στην παγίδα και έχασαν πολλούς άνδρες – στη μάχη σκοτώθηκαν ο Δαυρίσης και άλλοι διοικητές.

 

Ιωνία

Ο Οτάνης και ο Αρταφέρνης επιτέθηκαν στην Ιωνία και στην Αιολίδα. Οι Πέρσες ανάκτησαν τις Κλαζομενές και την Κύμη, ίσως το 496 π.Χ, αν και ήταν λιγότεροι ενεργοί τα επόμενα δύο έτη λόγω της αποτυχίας στην Καρία. Παράλληλα, ο Αρισταγόρας έφυγε από την Μίλητο και πήγε στη Θράκη, αφήνοντας τη θέση του αρχηγού της εξέγερσης. Στη Θράκη, ο Αρισταγόρας έλαβε την ηγεσία της Μύρκινου και συμμετείχε σε συγκρούσεις με τον πληθυσμό της Θράκης.

Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, ωστόσο, σκοτώθηκε, είτε το 497 π.Χ είτε το 496 π.Χ. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ότι ο θάνατος του Αρισταγόρα, ο οποίος ήταν ο μοναδικός που αναλάβει την ηγεσία της εξέγερσης, προκάλεσε την τελική ήττα των Ιώνων. Ο Ιστιαίος αφέθηκε ελεύθερος από τον Δαρείο και πήγε στην Ιωνία, αφού πρώτα έπεισε τον Δαρείο ότι θα σταματήσει την επανάσταση – ο Ηρόδοτος, ωστόσο, θεωρεί ότι πραγματικός σκοπός του Ιστιαίου ήταν η αποφυγή της ισόβιας αιχμαλωσίας.

Όταν ο Ιστιαίος έφθασε στις Σάρδεις, ο Αρταφέρνης τον κατηγόρησε ευθέως για συνεργασία με τον Αρισταγόρα. Μετά, ο Ιστιαίος έπλευσε για τη Χίο και μετά βάδισε για τη Μίλητο. Αφού έφτασε στη Λέσβο, έπεισε τους κάτοικους του νησιού να του δώσουν οκτώ τριήρεις, με τις οποίες έφτασε στο Βυζάντιο – αργότερα, όμως, οι Λέσβιοι αρνήθηκαν να διασχίσουν τον Βόσπορο.

Λήξη της Επανάστασης (494 π.Χ. – 493 π.Χ.)

Ναυμαχία της Λάδης (494 π.Χ.)

Η Ναυμαχία της Λάδης (494 π.Χ) αποτελεί θαλάσσια σύγκρουση μεταξύ Ιώνων και Περσών κατά την Ιωνική Επανάσταση. Η ναυμαχία έληξε με νίκη των Περσών, η οποία είχε αποφασιστικό ρόλο στη λήξη της επανάστασης. Η επανάσταση ξέσπασε λόγω της δυσαρέσκειας των Ελλήνων της Ιωνίας με τους τυράννους που διόριζαν οι Πέρσες.

Πέντε χρόνια πριν τη ναυμαχία, ο Αρισταγόρας ο Μιλήσιος προσπάθησε να κατακτήσει τη Νάξο, αλλά απέτυχε και, για να μην εκτελεστεί, έπεισε τους Ίωνες να εξεγερθούν. Αρχικά, οι Ίωνες – χάρη στους Αθηναίους και τους Ερετριείς – είχαν την υπεροχή και πυρπόλησαν τις Σάρδεις. Μετά από τρία χρόνια μαχών, οι Πέρσες συγκέντρωσαν στρατό και στόλο και επιτέθηκαν στη Μίλητο. Οι Ίωνες αποφάσισαν να δώσουν ναυμαχία στη Λάδη, αφήνοντας την υπεράσπιση της Μιλήτου στους κατοίκους της.

Στην αρχή, οι Πέρσες προσπάθησαν να πείσουν τους Ίωνες να παραδοθούν, αλλά απέτυχαν. Ωστόσο, πριν την αρχή της ναυμαχίας, ο στόλος της Σάμου παραδόθηκε και απομακρύνθηκε απ’ το πεδίο της ναυμαχίας. Οι Ίωνες (και κυρίως ο στόλος της Χίου), αν και η γραμμή τους κατέρρευσε, συνέχισαν τη ναυμαχία, κατά την οποία ηττήθηκαν. Παρά τη νίκη τους, οι Πέρσες συνέχισαν να καταπνίγουν την επανάσταση και το επόμενο έτος, ενώ αργότερα εισέβαλλαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

 

Δυνάμεις

Έλληνες

Παρακάτω παραθέτουμε τον αριθμό πλοίων από κάθε πόλη που συμμετείχε στη ναυμαχία.

  • Χίος 100
  • Μίλητος 80
  • Λέσβος 70
  • Σάμος 60
  • Τέω 17
  • Πριήνη 12
  • Ερυθραία 8
  • Μυούς 3
  • Φώκαια 3

Σύνολο 353

 

Πέρσες

Κατά τον Ηρόδοτο, οι Πέρσες είχαν εξακόσια πλοία, τα οποία έλαβαν απ’ τη Φοινίκη, την Αίγυπτο, την Κιλικία και την Κύπρο. Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει τα ονόματα των Περσών στρατηγών, αλλά σήμερα θεωρείται ότι την αρχηγία του στόλου ανέλαβε ο Δάτης.

 

Πρελούδιο

Οι Πέρσες, φοβούμενοι την ήττα απ’ τον ιωνικό στόλο και τη μετέπειτα οργή του Δαρείου, έστειλαν πρώην Ίωνες τυράννους στο ιωνικό στρατόπεδο. Οι τύραννοι είχαν πει τα εξής:

”Άνδρες Ίωνες, δείξτε ότι είστε σωστοί υπηρέτες στον οίκο του βασιλέως και αφήστε τους συμμάχους σας. Αυτή είναι η υπόσχεση μας: δεν θα πάθετε τίποτα για την εξέγερση ενώ τα σπίτια και τα ιερά σας δεν θα καούν. Αν όμως συνεχίσετε, τότε θα ευνουχίσουμε όλα τα αγόρια σας, οι κόρες σας θα σταλθούν ως αιχμάλωτες στη Βάκτρα και η γη σας θα δοθεί σ’ άλλους.”

Οι Ίωνες, ωστόσο, αρνήθηκαν να παραδοθούν, αν και κάθε ομάδα-σώμα είχε λάβει μηνύματα απ’ τους Πέρσες – φαίνεται ότι δεν ήξεραν πως υπάρχει πιθανότητα προδοσίας. Αργότερα, οι Ίωνες συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν τις κινήσεις τους στη ναυμαχία. Ο Διονύσιος ο Φωκαεύς, στρατηγός των Φωκαίων, είχε πει τα εξής:

Στην άκρη του ξυραφιού στέκονται τα πήγματα, άνδρες Ίωνες, είτε θα’ μαστε ελεύθεροι ή δούλοι ή και δούλοι-δραπέτες. Αν τ’ αποδεχθούμε τότε θα μοχθήσουμε για το παρόν αλλά είναι στο χέρι μας να νικήσουμε τον εχθρό και να γίνουμε ελεύθεροι. Αν όμως δείξουμε αταξία δεν έχω ελπίδα ότι θα γλιτώσουμε την τιμωρία. Εμπιστευτείτε με και σας υπόσχομαι, αν οι θεοί συμφωνήσουν, ότι ο εχθρός είτε δεν θα μας αντιμετωπίσει σε μάχη είτε θα νικηθεί ολοκληρωτικά.

Αφού οι Ίωνες δέχτηκαν, ο Διονύσιος άρχισε να προετοιμάζει τον στόλο. Αυτό γινόταν για μια εβδομάδα, αλλά οι Ίωνες προτίμησαν να μείνουν στο στρατόπεδο τους. Τότε, οι Σάμιοι αποφάσισαν να δεχτούν την Περσική προσφορά – μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Ηρόδοτος πληροφορήθηκε απ’ τους Σάμιους για τα γεγονότα της Λάδης και οι τελευταίοι επινόησαν αυτή την ιστορία για να δικαιολογήσουν τη λιποταξία τους. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι οι Σάμιοι έμειναν στο στρατόπεδο μέχρι την αρχή της ναυμαχίας.

 

Μάχη

Οι Πέρσες επιτέθηκαν στους Ίωνες, οι οποίοι παρατάχθηκαν για να τους αντιμετωπίσουν. Φαίνεται ότι υπήρξε σύγχυση, κάτι που μαρτυρεί και ο Ηρόδοτος: «οὐκ ἔχω ἀτρεκέως συγγράψαι οἵτινες τῶν Ἰώνων ἐγίνοντο ἄνδρες κακοὶ ἢ ἀγαθοὶ ἐν τῇ ναυμαχίῃ ταύτῃ· ἀλλήλους γὰρ καταιτιῶνται» (μετ. δεν μπορώ να πω ποιοι Ίωνες ήταν κακοί ή αγαθοί σ’ αυτή τη ναυμαχία – οι Ίωνες κατηγορούν ο ένας τον άλλο).

Στην αρχή της μάχης, οι Σάμιοι υποχώρησαν, αν και έντεκα πλοία απ’ τη Σάμο παρέμειναν στο πεδίο της ναυμαχίας (κάτι που αργότερα τιμήθηκε στη Σάμο) – μαζί με τα πλοία απ’ τη Σάμο υποχώρησαν και τα πλοία απ’ τη Λέσβο και έτσι η δυτική πτέρυγα της ιωνικής παράταξης κατέρρευσε. Αργότερα υποχώρησαν και άλλα ιωνικά πλοία και ο μόνο ο στόλος της Χίου έμεινε στο πεδίο της ναυμαχίας. Πολέμησαν γενναία τους Πέρσες, καταστρέφοντας πολλά περσικά πλοία, αλλά υπέστησαν σοβαρές απώλειες και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν.

 

Αποτελέσματα

Η ήττα των Ιώνων στη Λάδη είχε παίξει αποφασιστικό ρόλο στην τελική κατάπνιξη της εξέγερσης. Η Μίλητος πολιορκήθηκε στενά απ’ τους Πέρσες, οι οποίοι σκότωσαν τους περισσότερους Μιλήσιους και υποδούλωσαν τα γυναικόπαιδα. Οι Πέρσες πήραν υπό την κατοχή τους τα περίχωρα και το πεδίο της ναυμαχίας, ενώ η υπόλοιπη πόλη δόθηκε στους Κάρες (απ’ την περιοχή Πήδασος).

Οι αιχμάλωτοι κάτοικοι της πόλης στάλθηκαν στα Σούσα και αργότερα εγκαταστάθηκαν στις ακτές του Περσικού Κόλπου. Πολλοί κάτοικοι της Σάμου έμειναν άφωνοι απ’ την προδοσία των στρατηγών τους γι’ αυτό και αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στη Ζάγκλη, μαζί με όσους Μιλήσιους κατάφεραν να ξεφύγουν κατά την πολιορκία της πόλης. Όσον αφορά τον Διονύσιο, αυτός έπλευσε στη Σικελία, όπου έγινε πειρατής και κατέστρεφε τα πλοία των Καρχηδονίων και των Τυρσηνών.

Αφού πέρασαν τον χειμώνα στη Μίλητο, το επόμενο έτος (493 π.Χ.), οι Πέρσες κατέλαβαν τις πόλεις της Χίου, της Λέσβου και της Τένεδου, καθώς και τις υπόλοιπες ιωνικές πόλεις, οι οποίες τιμωρήθηκαν αυστηρά – όχι όμως όπως η Μίλητος. Οι Πέρσες κατέλαβαν τις περιοχές της ασιατικής Προποντίδας και τις Ευρωπαϊκές ακτές του Ελλήσποντου, κάτι που έβαλε οριστικά τέλος στην Ιωνική Επανάσταση.

Το 492 π.Χ, ο Δαρείος στέλνει τον Μαρδόνιο για να πείσει την Αθήνα και την Ερέτρια να συμμαχήσουν με την Περσία. Οι τελευταίες αρνήθηκαν, ωστόσο η Θράκη και η Μακεδονία συμμάχησαν με τους Πέρσες, η εκστρατεία των οποίων έληξε με την καταστροφή του στόλου τους στο Όρος Άθως. Δύο έτη αργότερα, οι Πέρσες επιτέθηκαν ξανά στην Ελλάδα και κατέλαβαν τις Κυκλάδες και την Ερέτρια, μέχρι να ηττηθούν στον Μαραθώνα.

 

Πτώση της Μιλήτου

Ουσιαστικά, η επανάσταση έληξε μετά τη ναυμαχία της Λάδης. Οι Πέρσες κατέλαβαν τη Μίλητο, σκότωσαν τους περισσότερους άνδρες και υποδούλωσαν τα γυναικόπαιδα. Αυτό επιβεβαιώνουν και αρχαιολογικές ανασκαφές, οι οποίες βρήκαν πολλά σημάδια της καταστροφής αυτής – η πόλη δεν κατάφερε ποτέ να ανακτήσει το μεγαλείο της. Η Μίλητος, όπως δηλώνει ο Ηρόδοτος, έμεινε χωρίς Μιλήσιους – οι Πέρσες έχτισαν δικά τους κτίρια και παρέδωσαν την υπόλοιπη πόλη στους Κάρες από την Πηδάσο.

Όσοι Μιλήσιοι αιχμαλωτίστηκαν στάλθηκαν στα Σούσα και μετά μεταφέρθηκαν στις ακτές του Περσικού Κόλπου, κοντά στον ποταμό Τίγρη. Οι κάτοικοι της Σάμου, συγκλονισμένοι από την προδοσία των στρατηγών τους στη Λάδη, δέχθηκαν την πρόταση των κατοίκων της Ζάγκλης να εγκατασταθούν στις ακτές της Σικελίας, μαζί με όσους Μιλήσιους γλίτωσαν από τους Πέρσες. Η Σάμος γλίτωσε την καταστροφή χάρη στις πράξεις των στρατηγών της στη Λάδη.

 

Εκστρατείες του Ιστιαίου (493 π.Χ.)

Χίος
Ο Ιστιαίος, όταν έμαθε για την καταστροφή της Μιλήτου, έπλευσε στη Χίο και κατέστρεψε τα απομεινάρια του Χιακού στόλου επειδή οι Χιώτες αρνήθηκαν να τον υποδεχθούν.

 

Μάχη της Μαλήνης
Ο Ιστιαίος, αφού συγκέντρωσε μεγάλο στρατό από Αιολείς και Ίωνες, επιτέθηκε στη Θάσο, αλλά υποχώρησε και επέστρεψε στη Λέσβο, όταν έμαθε ότι οι Πέρσες ετοίμαζαν επίθεση στην υπόλοιπη Ιωνία. Οι Πέρσες και οι Ίωνες συναντήθηκαν στη Μαλήνη, όπου διεξήχθη σκληρή μάχη. Ωστόσο, λόγω της υπεροχής του περσικού ιππικού έναντι του ιωνικού πεζικού, η μάχη έληξε με νίκη των Περσών. Αν και ο Ιστιαίος παραδόθηκε στους Πέρσες, ο Αρταφέρνης τον αποκεφάλισε και έστειλε το κεφάλι του στον Δαρείο.

 

Τελευταίες Επιχειρήσεις (493 π.Χ.)
Το 493 π.Χ, οι Πέρσες κατέλαβαν τη Χίο, τη Λέσβο και την Τένεδο, αφού σκότωσαν και πολλούς φυγάδες. Οι πόλεις της Ιωνίας τιμωρήθηκαν αυστηρά, όχι όμως όπως η Μίλητος – οι Πέρσες ευνούχισαν τα πιο δυνατά αγόρια, έστειλαν τα πιο όμορφα κορίτσια στο χαρέμι του βασιλικού ανακτόρου και έκαψαν τους ναούς της κάθες πόλης. Ωστόσο, οι πόλεις κατάφεραν να αποκατασταθούν και είχαν βοηθήσει με πλοία τους Πέρσες κατά τη δεύτερη Περσική εισβολή στην Ελλάδα. Ο Περσικός στρατός κατέλαβε την ασιατική πλευρά της Προποντίδας και ο στόλος την ευρωπαϊκή ακτή του Ελλήσποντο, βάζοντας τέλος στην Ιωνική Επανάσταση

 

Αποτελέσματα της Ιωνικής Επανάστασης
Μετά την ανάκτηση των Ιωνικών πόλεων, οι Πέρσες άρχισαν τις διαπραγματεύσεις για συμβιβασμό. Ο Αρταφέρνης κάλεσε αντιπροσώπους από κάθε ιωνική πόλη και τους ανακοίνωσε ότι οι διαφορές τους θα λύνονταν με βοήθεια δικαστών και όρισε το επίπεδο φορολογίας ανάλογα με το μέγεθος της πόλης. Ο γαμπρός του Δαρείου, Μαρδόνιος, έφθασε στην Ιωνία και κατάργησε τους τύραννους.

Ο Δαρείος επέτρεψε στους Πέρσες να συμμετέχουν στις Ελληνικές γιορτές, ειδικά σ’ αυτές που τιμούσαν τον Απόλλωνα. Χάρη στην ειρήνη αυτή, ο Δαρείος ζήτησε την υποταγή των Ελλήνων – μονάχα η Αθήνα και η Σπάρτη αρνήθηκαν. Η πρώτη εκστρατεία, η οποία διεξήχθη το 492 π.Χ, είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Θράκης και της Μακεδονίας από τον Μαρδόνιο, ωστόσο ο περσικός στόλος καταστράφηκε στο Όρος Άθως μετά από θαλασσοταραχή.

Η δεύτερη επίθεση διεξήχθη δύο χρόνια αργότερα, με διοικητές τον Δάτη και τον Αρταφέρνη και είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Νάξου, των Κυκλάδων και τον εμπρησμό της Ερέτριας. Ωστόσο, οι Αθηναίοι πέτυχαν αποφασιστική νίκη στον Μαραθώνα και έδιωξαν τους Πέρσες απ’ την Ελλάδα.

 

Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΣΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (492 π.Χ. – 490 π.Χ.)
Η πρώτη Περσική εισβολή στην Ελλάδα διεξήχθη σε δύο φάσεις (492/490 π.Χ), κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων. Οι Πέρσες εισέβαλλαν στην Ελλάδα, υπό τις διαταγές του Δαρείου Α’, με σκοπό να τιμωρήσουν την Αθήνα και την Ερέτρια, οι οποίες είχαν βοηθήσει τους Ίωνες κατά την Ιωνική Επανάσταση. Η πρώτη εκστρατεία, η οποία διεξήχθη το 492 π.Χ, είχε ως αποτέλεσμα τη κατάληψη της Θράκης και της Μακεδονίας από τον Μαρδόνιο, ωστόσο ο περσικός στόλος καταστράφηκε στο Όρος Άθως μετά από θαλασσοταραχή.

Η δεύτερη επίθεση διεξήχθη δύο χρόνια αργότερα, με διοικητές τον Δάτη και τον Αρταφέρνη και είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Νάξου, των Κυκλάδων και τον εμπρησμό της Ερέτριας. Ωστόσο, οι Αθηναίοι πέτυχαν αποφασιστική νίκη στον Μαραθώνα και έδιωξαν τους Πέρσες απ’ την Ελλάδα. Ο Δαρείος ετοιμάστηκε να επιτεθεί εκ νέου, ωστόσο η εξέγερση στην Αίγυπτο και ο θάνατος του ματαίωσαν τα σχέδια του. Την ηγεσία του περσικού στρατού και στόλου ανέλαβε ο Ξέρξης, ο οποίος επιτέθηκε στην Ελλάδα το 480 π.Χ.

Η Εκστρατεία του Μαρδόνιου (492 π.Χ.)

Την άνοιξη του 492 π.Χ, ο Μαρδόνιος συγκέντρωσε στρατό και στόλο, με σκοπό να καταστρέψει την Αθήνα και την Ερέτρια. Ο Μαρδόνιος αναχώρησε με τον στόλο από την Κιλικία, ενώ διέταξε τον στρατό του να περάσει τον Ελλήσποντο. Στον δρόμο του, ο Μαρδόνιος απομάκρυνε τους τυράννους από την Ιωνία και έδωσε την εξουσία σε δημοκρατικούς.

Από την Ιωνία, ο στόλος κινήθηκε προς τον Ελλήσποντο, ενώ ο στρατός πέρασε στα ευρωπαϊκά εδάφη και κατάφερε να ανακτήσει τη Θράκη (άνηκε στους Πέρσες από το 512 π.Χ) – επίσης ανάγκασε τη Μακεδονία να συμμαχήσει με τους Πέρσες. Παράλληλα, ο περσικός στόλος κατέλαβε τη Θάσο και μετά κινήθηκε στην Άκανθο, αλλά όταν έφτασε στο όρος Άθως διαλύθηκε λόγω θαλασσοταραχής – κατά τον Ηρόδοτο, οι Πέρσες έχασαν τριακόσια πλοία και είκοσι χιλιάδες άνδρες.

Χάρη στην καταστροφή αυτή και καθώς ο περσικός στρατός βρισκόταν στη Μακεδονία, οι Βρύγοι επιτέθηκαν στο περσικό στρατόπεδο, σκοτώνοντας αρκετούς Πέρσες και τραυματίζοντας τον Μαρδόνιο – ωστόσο, οι Βρύγοι ηττήθηκαν. Ο περσικός στρατός και στόλος επέστρεψαν στην Ασία. Μετά την εκστρατεία του 492 π.Χ, ο Δαρείος έστειλε πρεσβευτές σ’ όλη την Ελλάδα για να ζητήσει την υποταγή των πόλεων. Όλες οι πόλεις δέχτηκαν την προσφορά του Δαρείου πλην της Αθήνας και της Σπάρτης, οι οποίες συμμάχησαν παρά τις διαφορές τους.

 

Η Εκστρατεία του Δάτη και του Αρταφέρνη (490 π.Χ.)

Οι Πέρσες, αφού συγκέντρωσαν πολλούς άνδρες, επιτέθηκαν στη Λίνδο, αλλά δεν κατάφεραν να την καταλάβουν. Ο περσικός στόλος κινήθηκε στη Σάμο και μετά επιτέθηκε στη Νάξο, με σκοπό να τιμωρήσει την πόλη για την αποτυχημένη πολιορκία, η οποία διεξήχθη εννέα χρόνια νωρίτερα. Οι Πέρσες κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη, καταστρέφοντας πολλούς ναούς. Οι Πέρσες πλησίασαν τη Δήλο, γι’ αυτό και οι κάτοικοι της πόλης άφησαν τα σπίτια τους.

Για να πείσει τους κατοίκους της Δήλου, ο Δάτης έκαψε τριακόσια τάλαντα από λιβάνι στον βωμό του Απόλλωνα. Τότε, ο στόλος άρχισε να κινείται προς την Ερέτρια, κατακτώντας κάθε πόλη στον δρόμο του και αναγκάζοντας τους κατοίκους να του δίνουν ομήρους και στρατεύματα. Ωστόσο, οι κάτοικοι της Καρύστου αρνήθηκαν να κάνουν κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και οι Πέρσες επιτέθηκαν και κατέλαβαν την πόλη, αναγκάζοντας τους κατοίκους να παραδοθούν.

Οι Πέρσες έφτασαν στην Ερέτρια – κατά τον Ηρόδοτο, οι Ερετριείς χωρίστηκαν σε τρία στρατόπεδα: οι πρώτοι ήθελαν να φύγουν απ’ την πόλη, οι δεύτεροι να αντισταθούν και οι τρίτοι ήθελαν να παραδοθούν στους Πέρσες, ωστόσο οι περισσότεροι αποφάσισαν να μείνουν στην πόλη. Οι Πέρσες για έξι μέρες πολιορκούσαν την πόλη, μέχρι που δύο Ερετριείς άνοιξαν τις πύλες τις πόλεις και επέτρεψαν στους Πέρσες να εισέλθουν στην πόλη. Οι τελευταίοι κατέστρεψαν την πόλη, έκαψαν τους ναούς και υποδούλωσαν όσους Ερετριείς παρέμειναν στην πόλη.

 

Μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.)

Έπρεπε να παρέλθει μια διετία προκειμένου οι περσικές δυνάμεις να ανασυνταχθούν και να επιστρέψουν δριμύτερες στον στόχο τους. Με νέα πρόσωπα στην ηγεσία του στρατού, τον Δάτη επικεφαλής του πεζικού και τον Αρταφέρνη αρχηγό του στόλου, και με μυστικοσύμβουλο και οδηγό τον πρώην τύραννο των Αθηνών και γιο του Πεισιστράτου, Ιππία, που είχε προ πολλού αυτομολήσει στους Πέρσες, ο Δαρείος επέλεξε νέο δρομολόγιο.

Τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ., με αφετηρία την Κιλικία, ο στόλος έπλευσε στη Σάμο και ύστερα από σύντομη στάση στη Νάξο έβαλε πλώρη για την Ερέτρια, τον πρώτο σταθμό της Περσικής επίθεσης-τιμωρίας. Έπειτα από έξι ημέρες σθεναρής αντίστασης, το ευβοϊκό λιμάνι έπεσε με δόλια μέσα στα χέρια των Περσών, η πόλη πυρπολήθηκε εκ βάθρων και οι κάτοικοί της εστάλησαν αιχμάλωτοι στα βάθη της Ασίας. Τώρα είχε έρθει η ώρα της Αθήνας.

Με τις υποδείξεις του Ιππία, ο πάνοπλος στόλος προσάραξε στο απάνεμο ανατολικό τμήμα του κόλπου του Μαραθώνα και αποβιβάστηκε στη μικρή εύφορη πεδιάδα, 40 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης των Αθηνών. Εκεί ήλπιζε ο Ιππίας να εξασφαλίσει τη συνδρομή παλαιών φίλων και οπαδών του πατέρα του.

Για τον ακριβή αριθμό των Περσών που παρατάχθηκαν στις ακτές του Μαραθώνα οι απόψεις διίστανται. Άλλοι μιλούν για μια τρομακτική δύναμη 110.000 ανδρών, άλλοι για 70.000, άλλοι για 50.000, για 25.000 ή ακόμη και για 15.000. Πιθανότατα η αλήθεια βρίσκεται κάπου στο μέσον, δεδομένου ότι ο στρατός μεταφέρθηκε, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, με 600 περίπου πολεμικά και μεταγωγικά πλοία. Το σίγουρο είναι πάντως ότι οι Πέρσες υπερείχαν αριθμητικά των Αθηναίων που παρατάχθηκαν σύντομα απέναντί τους.

Μόλις οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν την άφιξη των Περσών στην Αττική, έστειλαν τον ημεροδρόμο Φειδιππίδη στη Σπάρτη προκειμένου να εξασφαλίσουν τη βοήθεια της στρατιωτικής υπερδύναμης της Πελοποννήσου. Την απόσταση των 240 χιλιομέτρων που χωρίζει τις δύο πόλεις θρυλείται ότι την κάλυψε σε δύο ημέρες, ωστόσο η απάντηση των Σπαρτιατών υπήρξε αποκαρδιωτική.

Σύμφωνα με τις τοπικές θρησκευτικές παραδόσεις τους, δεν ήταν σε θέση να εκστρατεύσουν τόσο μακριά από τη γενέτειρά τους και να εμπλακούν σε εχθροπραξίες πριν από την παρέλευση της πανσελήνου, ήτοι πριν από έξι τουλάχιστον ημέρες. Παράλληλα όμως δεν επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν τη βάση τους και για τον πρόσθετο λόγο ότι υπέβοσκε ο φόβος μιας γενικευμένης επανάστασης των ειλώτων.

Τελικά, στις κορυφές των λόφων που «επιβλέπουν» την πεδιάδα του Μαραθώνα παρατάχθηκαν 10.000 Αθηναίοι και 1.000 Πλαταιείς. Αξιοσημείωτο είναι ότι η γειτονική πόλη των Πλαταιών είχε πρόσφατα περιέλθει στην Αθηναϊκή κυριαρχία, έθεσε όμως πρόθυμα ολόκληρη τη στρατιωτική της δύναμη στη διάθεση των Αθηναίων για την αντιμετώπιση του κοινού εχθρού.

Ύστερα από πρόταση του στρατηγού Μιλτιάδη αποφασίστηκε να αντιμετωπιστούν οι Πέρσες μακριά από την πόλη της Αθήνας, για να μη μετατραπεί η αναμέτρηση σε στενή πολιορκία εντός των τειχών. Οι δύο αντίπαλοι στρατοί παρατάχθηκαν αντικριστά, σε απόσταση 1,5 περίπου χιλιομέτρου και έτσι έμειναν για τις επόμενες πέντε ημέρες. Το γενικό πρόσταγμα στο ελληνικό στράτευμα κατείχε κάθε ημέρα ένας από τους δέκα Αθηναίους στρατηγούς, καθένας εκ των οποίων εκπροσωπούσε μία από τις φυλές της Αθήνας.

Από την πρώτη ημέρα οι απόψεις στο Ελληνικό στρατόπεδο διίσταντο. Οι μισοί εκ των στρατηγών διατράνωναν ότι ήταν πολύ λίγοι για να υψώσουν ανάστημα έναντι των Περσών, ενώ οι άλλοι μισοί, με κύριο εκφραστή τους τον Μιλτιάδη, επέμεναν να προχωρήσουν πάραυτα σε μάχη. Από το αδιέξοδο της ισοψηφίας και της απραξίας ήρθε να βγάλει τους Αθηναίους ο σεβάσμιος πολέμαρχος Καλλίμαχος ο Αφιδναίος, η γνώμη του οποίου είχε βαρύνουσα σημασία και ήταν σύμφωνα με τον νόμο ισοδύναμη με εκείνη των στρατηγών.

Αφού η πλάστιγγα έγειρε προς την ανάληψη δράσης, καθένας από τους πέντε στρατηγούς που είχαν αποφανθεί υπέρ της μάχης παραχωρούσε την ημέρα της αρχιστρατηγίας του τη θέση του στον Μιλτιάδη, αφήνοντάς στη δική του ευχέρεια την επιλογή της κατάλληλης στιγμής για επίθεση. Αν και δέχθηκε την τιμή, ο 60χρονος τότε στρατηγός περίμενε διακριτικά την ημέρα της δικής του αρχιστρατηγίας προκειμένου να εμπλακεί σε μάχη.

Η Ελληνική πλευρά, που δεν διέθετε ούτε ιππικό ούτε τοξότες, γνώριζε ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Πέρσες ιππείς σε ανοιχτό πεδίο. Όταν λοιπόν λίγο πριν από την αυγή της έκτης ημέρας οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν ότι το περσικό ιππικό απουσίαζε προσωρινά από το στρατόπεδο, κατάλαβαν ότι αυτή ήταν η ιδανική συγκυρία για τη μάχη.

Αφού και οι θυσίες προς τους θεούς απέβησαν αίσιες, ο Μιλτιάδης διέταξε κατά μέτωπο επίθεση και τότε ο στρατός του διήνυσε την απόσταση του 1,5 περίπου χιλιομέτρου – 8 στάδια – που τον χώριζε από την πρώτη γραμμή των αντιπάλων τρέχοντας με αλαλαγμούς, για να δυσκολέψει τους Πέρσες τοξότες να βρουν τον στόχο τους. Ήταν πλέον η στιγμή να τεθεί σε εφαρμογή η ιδιοφυής τακτική του Μιλτιάδη, η λεγόμενη «λαβίδα».

Στη δεξιά πλευρά της φάλαγγας βρισκόταν ο Καλλίμαχος με τους άνδρες του. Ακολουθούσαν οι υπόλοιπες αθηναϊκές φυλές και στην αριστερή πτέρυγα ήταν παρατεταγμένοι οι Πλαταιείς. Γνωρίζοντας την αριθμητική υπεροχή του εχθρού, ο Αθηναίος στρατηγός φρόντισε να παρατάξει το πεζικό του σε μέτωπο ίδιου μήκους με των αντιπάλων. Ταυτόχρονα είχε ενδυναμώσει τα δύο άκρα της φάλαγγάς του, τα οποία διέθεταν διπλάσιο βάθος από το αποδυναμωμένο κέντρο του.

Μόλις λοιπόν άρχισαν οι πρώτες επαφές σώμα με σώμα, οι πέρσες στρατιώτες του κέντρου άρχισαν να προελαύνουν απωθώντας το ελληνικό κέντρο προς τα πίσω. Την ίδια στιγμή τα ισχυρά άκρα των Ελλήνων είχαν τρέψει σε άτακτη υποχώρηση τα δύο άκρα του περσικού μετώπου. Στη συνέχεια τα δύο άκρα συγκρότησαν ενιαίο μέτωπο και άρχισαν να πλαγιοκοπούν το εκτεθειμένο κεντρικό τμήμα των Περσών.

Σημειωτέον ότι Αθηναίοι και Πλαταιείς υπερτερούσαν στη μάχη σώμα με σώμα γιατί ήταν πολύ βαριά οπλισμένοι – με ξίφος, δόρυ, ασπίδα, κράνος και θώρακα – σε αντίθεση με τους Πέρσες, οι οποίοι βασίζονταν κυρίως στο ελαφρύ ακόντιο και στο τόξο τους και ήταν ως επί το πλείστον εκπαιδευμένοι για μάχες εξ αποστάσεως.

Η ισχυρή αριστερή και δεξιά πτέρυγα είχαν τώρα στραφεί στο πίσω μέρος του κύριου όγκου του περσικού πεζικού, το οποίο με μια κίνηση βρέθηκε στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο ελληνικές γραμμές επίθεσης. Υπό τον κίνδυνο να κυκλωθούν από όλες τις πλευρές χωρίς οδό διαφυγής, οι Πέρσες στρατιώτες τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή προς τα καράβια τους. Αθηναίοι και Πλαταιείς ακολουθούσαν κατά πόδας.

Η άγρια καταδίωξη οδήγησε πολλούς Πέρσες στρατιώτες στα παρακείμενα έλη και μοιραία στον πνιγμό. Λυσσώδεις μάχες δόθηκαν τόσο στο κοντινό δάσος όσο και στην ακτή, στη διάρκεια της απεγνωσμένης προσπάθειας των αντιπάλων να επιβιβαστούν στα πλοία. Εκατοντάδες πνίγηκαν επί τόπου. Οι εχθροπραξίες διήρκεσαν ως το απόγευμα, οπότε και το τελευταίο εχθρικό πλοίο είχε χαθεί πλέον από τον ορίζοντα.

Παρά τη συντριβή τους, οι Πέρσες δεν έβαλαν πλώρη για κάποιο λιμάνι της Μ. Ασίας, αντίθετα, αφού περιέπλευσαν το Σούνιο, κατευθύνθηκαν προς το Φάληρο με σκοπό να αποβιβαστούν και να εξαπολύσουν ανενόχλητοι την επίθεσή τους στην ανυπεράσπιστη Αθήνα. Για κακή τους τύχη οι Αθηναίοι είχαν προβλέψει αυτή την εξέλιξη και ο Μιλτιάδης με τους στρατιώτες του κατευθύνθηκε γρήγορα προς το Αθηναϊκό επίνειο.

Το Ελληνικό στράτευμα παρατάχθηκε ταχύτατα δίπλα στον ναό του Ηρακλή στο Κυνόσαργες, πολύ προτού φανούν τα πανιά των αντιπάλων. Στη θέα των παρατεταγμένων Ελλήνων ο Περσικός στόλος άλλαξε γρήγορα πορεία και επέστρεψε αποδεκατισμένος στη βάση του.

Πίσω στο πεδίο της μάχης ο τελικός απολογισμός ήταν εντυπωσιακός: 6.400 Πέρσες έπεσαν νεκροί έναντι μόλις 192 Ελλήνων. Όσο για τα τρόπαια της μάχης, εκτός από τα επτά πλοία που κατάφεραν να ακινητοποιήσουν, Αθηναίοι και Πλαταιείς περισυνέλεξαν πλήθος πολύτιμων λαφύρων, μέρος των οποίων αποτέλεσε τον λεγόμενο αθηναϊκό «θησαυρό» στο Μαντείο των Δελφών, ενώ τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν πιθανότατα ως πρώτη ύλη για το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς του γλύπτη Φειδία.

Όσο για τους Σπαρτιάτες, έστειλαν τελικά ενισχύσεις στους Αθηναίους, μόνο που οι 2.000 πάνοπλοι πολεμιστές τους έφθασαν στην περιοχή του Μαραθώνα την επομένη της μάχης. Αφού αντίκρισαν τους χιλιάδες νεκρούς Πέρσες και συνεχάρησαν τους θριαμβευτές μαραθωνομάχους, πήραν «αμαχητί» τον δρόμο της επιστροφής. Σύμφωνα πάντα με τον θρύλο, μετά το πέρας της μάχης ένας εκ των Ελλήνων πολεμιστών, άρχισε να τρέχει ενθουσιώδης και πάνοπλος με κατεύθυνση την πόλη της Αθήνας, καλύπτοντας σε μερικές ώρες την απόσταση των 40 χιλιομέτρων.

Όταν έφτασε στο κέντρο της πόλης, όπου περίμεναν με αγωνία τα γυναικόπαιδα, αναφώνησε «Χαίρετε! Νενικήκαμεν!» και έπεσε νεκρός από την εξάντληση. (Από τη λαϊκή αυτή αφήγηση προέκυψε το 1896, με την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων επί Ελληνικού εδάφους, η πρόταση να καθιερωθεί ως επίσημο Ολυμπιακό αγώνισμα ο μαραθώνιος δρόμος, που έκτοτε καλύπτει απόσταση 42 χιλιομέτρων και 195 μέτρων.)

Στη μάχη του Μαραθώνα πολέμησε και τραυματίστηκε και ο τραγικός ποιητής Αισχύλος, ο οποίος αργότερα έλαβε μέρος και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τελευταία επιθυμία του μάλιστα ήταν μετά θάνατον να τον ενθυμούνται οι συμπατριώτες του ως γενναίο μαραθωνομάχο παρά ως επιτυχημένο τραγωδό, γεγονός που μαρτυρεί και το σχετικό επιτύμβιο επίγραμμα στον τάφο του. Στο πλευρό του Αισχύλου αγωνίστηκε με αυταπάρνηση και ο αδελφός του, Κυναίγειρος, ο οποίος ήταν ένας από τους 192 πολεμιστές της Ελληνικής πλευράς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης.

Σύμφωνα με τον θρύλο ο Κυναίγειρος προσπάθησε να ανασχέσει τη φυγή ενός από τα περσικά πλοία, πιάνοντάς το από την πρύμνη, για να του κόψουν τελικά το χέρι με τσεκούρι. Στην ίδια μάχη βρήκε τον θάνατο και ο Αθηναίος πολέμαρχος Καλλίμαχος. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι για πρώτη φορά στη μάχη του Μαραθώνα οι Αθηναίοι πολέμησαν και θυσιάστηκαν πλάι πλάι με τους δούλους τους.

Αφού λοιπόν περισυνέλεξαν τις σορούς των πεσόντων οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τα ταφικά τους έθιμα, έκαψαν τους νεκρούς τους και έθαψαν τα οστά τους σε παρακείμενο χώρο, δημιουργώντας τύμβο ύψους 9 μέτρων και διαμέτρου 50 μέτρων – η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ακόμη και ίχνη από το τελετουργικό νεκρόδειπνο όπου συνέτρωγαν οι ζωντανοί για να τιμήσουν τους νεκρούς μετά την καύση.

Στην κορυφή του τύμβου αναρτήθηκαν μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες με τα ονόματα των πεσόντων μαραθωνομάχων κατά φυλές, συνοδευόμενα από το επιτάφιο επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν» («Πρόμαχοι των Ελλήνων οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα ταπείνωσαν τη δύναμη των χρυσοφορεμένων Μήδων»).

Λίγο μακρύτερα βρίσκονται και οι τάφοι των νεκρών Πλαταιέων, οι τάφοι των δούλων, ενώ οι απόψεις διίστανται σχετικά με την τύχη των 6.400 νεκρών Περσών στρατιωτών που έπεσαν πληγωμένοι θανάσιμα στο πεδίο της μάχης ή καταδικάστηκαν σε πνιγμό στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να φθάσουν στα πλοία τους διασχίζοντας τα λασπώδη έλη ή πέφτοντας με τις βαριές χρυσοποίκιλτες στολές τους στη θάλασσα.

Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τις αρχές τους, δεν θα άφηναν ποτέ κάποιον άταφο, ωστόσο ο μεταγενέστερος περιηγητής Παυσανίας διατείνεται ότι, ύστερα από επιτόπια έρευνα, δεν είδε πουθενά στην περιοχή τάφους Περσών.

Οι σύγχρονοι ιστορικοί κάνουν λόγο για τη σημαντικότερη ίσως μάχη των αρχαίων χρόνων, επειδή άλλαξε στην κυριολεξία τον ρου της ιστορίας. Αν αντί των Αθηναίων είχαν επικρατήσει οι Πέρσες, πιθανότατα δεν θα μιλούσαμε σήμερα για τον χρυσό αιώνα και τα κλασικά χρόνια, ενώ η πορεία της Ευρώπης θα είχε πιθανότατα διαφορετική τροπή.

Και ενώ η θριαμβευτική νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα δεν εξάλειψε διά παντός την περσική απειλή, την απώθησε ωστόσο για την επόμενη δεκαετία, αφήνοντας στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις τον χρόνο να προετοιμαστούν κατάλληλα και με αναπτερωμένο ηθικό να αντιμετωπίσουν το αντίπαλον δέος στην τρίτη και τελευταία του απόπειρα να κυριαρχήσει στην περιοχή.

 

ΤΟ ΜΕΣΟΔΙΑΣΤΗΜΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΔΥΟ ΠΕΡΣΙΚΩΝ ΕΙΣΒΟΛΩΝ (490 π.Χ. – 480 π.Χ.)

Περσική Αυτοκρατορία

Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδια του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο, όπου και πέθανε. Στον θρόνο ανέβηκε ο Ξέρξης Α’. Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Καθώς θα αποτελούσε μεγάλης κλίμακας εισβολή, ο Ξέρξης χρειαζόταν πολύ χρόνο για συγκεντρώσει στρατό και υλικά αγαθά.

Ο Ξέρξης αποφάσισε ότι ο Ελλήσποντος πρέπει να γεφυρωθεί για να επιτρέψει στον στρατό του να διασχίσει την Ευρώπη, και ότι ένα κανάλι πρέπει να περνά δια μέσου του ισθμού του Όρους Άθως. Η εκπλήρωση αυτών των στόχων ήταν πάρα πολύ δύσκολη, όπως είναι και για τα σύγχρονα κράτη. Η εκστρατεία καθυστέρησε λόγω εξεγέρσεων στην Αίγυπτο και στην Βαβυλώνα.

Οι Πέρσες είχαν τη στήριξη αρκετών ελληνικών πόλεων, όπως το Άργος, η Λάρισα, η Θεσσαλία και η Θήβα (αν και δεν έχει αποδειχθεί ποτέ). Ο Ξέρξης άρχισε να μεταφέρει τον στρατό του στην Ευρώπη κατά το 481 π.Χ. Ο στρατός του, κατά τον Ηρόδοτο, αποτελείτο από 46 φυλές ή έθνη της Περσικής Αυτοκρατορίας. Τα στρατεύματα από τις ανατολικές σατραπείες συναθροίστηκαν στα Κρίταλα και πέρασαν τον χειμώνα στις Σάρδεις, ενώ την άνοιξη ενώθηκαν με τα σώματα των δυτικών σατραπειών στην Άβυδο. Ο Περσικός στρατός διέσχισε τον Ελλήσποντο σε δύο σχεδίες γέφυρες.

 

Το Μέγεθος των Περσικών Δυνάμεων

Το μέγεθος του περσικού στρατού έγινε θέμα μεγάλων διαφωνιών μεταξύ των ιστορικών. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Πέρσες είχαν 2.5 εκατομμύρια άνδρες πεζικό, συμπεριλαμβανομένου βοηθητικών σωμάτων. Ο Σιμωνίδης ο Κείος αναφέρει την παρουσία 4 εκατομμυρίων στρατιωτών, ενώ ο Κτησίας δηλώνει ότι οι Πέρσες είχαν 800.000 άνδρες. Κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, ο Ηρόδοτος και οι άλλοι αρχαίοι ιστορικοί παραθέτουν απίστευτους και μη αληθείς αριθμούς, ενώ υπολογίζουν ότι οι Πέρσες είχαν 200 με 250 χιλιάδες άνδρες.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο περσικός στόλος είχε 1.207 τριήρεις. Ωστόσο, από αυτά τα πλοία, το 1/3 χάθηκε στη Μαγνησία, λόγω καταιγίδας, περισσότερα από 200 χάθηκαν στην Εύβοια, ενώ τουλάχιστον 50 πλοία καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας του Αρτεμισίου. Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι αυτές οι απώλειες αντικαταστάθηκαν στο σύνολο τους, αλλά νωρίτερα αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Θράκης (και των κοντινών περιοχών) πρόσφεραν στους Πέρσες 120 πλοία. Ο Αισχύλος συμφωνεί με τον Ηρόδοτο, και αναφέρει ότι 207 πλοία ήταν γρήγορα.

Ο Διόδωρος Σικελιώτης και ο Λυσίας ισχυρίζονται ότι 1.200 πλοία του περσικού στόλου συναθροίστηκαν στον Δορίσκο, την άνοιξη του 480 π.Χ. Ο αριθμός των 1.207 (μόνο για την αρχή) δίνεται επίσης από τον Έφορο, καθώς ο δάσκαλος του Ισοκράτης ισχυρίζεται ότι συναθροίστηκαν 1.300 πλοία στη Δορίσκο και 1.200 στη Σαλαμίνα. Ο Κτησίας δίνει άλλο αριθμό, χίλια πλοία, καθώς ο Πλάτωνας αναφέρει ότι οι Πέρσες είχαν χίλια πλοία και περισσότερα. Αυτοί οι αριθμοί έχουν γίνει αποδεκτοί από κάποιους ιστορικούς, ενώ άλλοι τους απέρριψαν, παραπέμποντας στον αριθμό του Ελληνικού στόλου στην Ιλιάδα.

 

Ελληνικές Πόλεις – Κράτη

Αθήνα

Ένα χρόνο μετά τη νίκη στον Μαραθώνα, ο Μιλτιάδης τραυματίστηκε σε σύγκρουση, κάτι που εκμεταλλεύτηκε η παραδοσιακά ισχυρή οικογένεια των Αλκμεωνίδων για να τον διώξει από την πόλη. Ο Μιλτιάδης εξορίστηκε και πέθανε λόγω του τραυματισμού του. Ο Θεμιστοκλής ανέλαβε την πολιτική ηγεσία της Αθήνας και προσπάθησε να πείσει τους Αθηναίους να επικεντρωθούν στις θαλάσσιες δυνάμεις – αυτό δεν άρεσε στον Αριστείδη, ο οποίος ήταν αρχηγός των οπλιτών.

Τρία χρόνια πριν τη δεύτερη Περσική εισβολή, στο Λαύριο, βρέθηκε μεγάλη ποσότητα αργύρου, την οποία ο Θεμιστοκλής πρότεινε να χρησιμοποιούσουν για να φτιάξουν ένα νέο στόλο από τριήρεις. Το επόμενο έτος, ο Αριστείδης εξοστρακίζεται. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο στόλος προοριζόταν αρχικά να πολεμήσει τους Αιγινήτες, που αποτελούσαν εμπόδια στα φιλόδοξα εμπορικά σχέδια των Αθηναίων.

Ενώ άλλοι θεωρούν ότι ο Θεμιστοκλής είχε από νωρίς προβλέψει ότι ο αγώνας των Ελλήνων εναντίον των Περσών θα κρινόταν στη θάλασσα. Έγινε, ωστόσο, αμέσως κατανοητό ότι η απόφαση του Θεμιστοκλή να αναπτύξει τον αθηναϊκό στόλο είχε αντίκτυπο στα εσωτερικά της πόλης, καθώς ενίσχυε αισθητά την πολιτική κυριαρχία των κατώτερων κοινωνικών τάξεων της Αθήνας, των θητών, που επάνδρωσαν τα πλοία ως κωπηλάτες.

 

Σπάρτη

Ο Δημάρατος διώχθηκε από τον θρόνο και τη θέση του βασιλιά ανέλαβε ο Λεωτυχίδας. Τότε, ο Δημάρατος κατευθύνθηκε στα Σούσα και έγινε σύμβουλος του Πέρση βασιλιά στα ελληνικά θέματα. Ο Ηρόδοτος, στο τέλος του βιβλίου Πολύμνια, αναφέρει ότι ο Δημάρατος έστειλε στους Σπαρτιάτες ένα δίπτυχον κέρινο δελτίο, στο οποίο ανάφερε τα σχέδια του Ξέρξη. Ωστόσο, αυτή η ιστορία δεν θεωρείται αληθής από τους σύγχρονους ιστορικούς.

 

Ελληνική Συμμαχία

Το 481 π.Χ, ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλες τις Ελληνικές πόλεις-κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, ζητώντας γη και ύδωρ. Η Σπάρτη και Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη μερικών ελληνικών πόλεων, και το ίδιο έτος, στην Κόρινθο, συγκλήθηκε συνέδριο, όπου και δημιουργήθηκε η Ελληνική συμμαχία. Το κάθε μέλος της συμμαχίας είχε την δυνατότητα να στέλνει αγγελιαφόρους στις υπόλοιπες πόλεις-μέλη, ζητώντας στρατό για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αυτό αποτελεί αξιοσημείωτο, καθώς οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των Ελλήνων, εκείνη την περίοδο, συνεχίζονταν.