Η Επανάσταση του 1821 -β

Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΙ “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ”

 

Οι Ιδέες και η Ταυτότητα

Ενώ οι λόγιοι πρωτεργάτες του εθνικού κινήματος των Ελλήνων εμπνέονταν από την αρχαία Ελλάδα και χρησιμοποιούσαν μία αρχαΐζουσα μορφή της Ελληνικής, την καθαρεύουσα, oι ίδιοι οι εξεγερμένοι ήταν ομιλητές της δημοτικής με μικρή εξοικείωση με την αρχαιότητα, που θεωρούσαν τους εαυτούς τους απόγονους της εκχριστιανισμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και πολέμησαν ως Χριστιανοί εναντίον Μουσουλμάνων. Από τα πρωτότυπα κείμενα της Επανάστασης διαπιστώνεται ο έντονος θρησκευτικός χαρακτήρας της. Η Επανάσταση κηρύσσεται ως θρησκευτική πράξη τελετουργικά σε ναούς, ενώ η πρόοδος του αγώνα αποδίδεται στον Θεό με δοξολογίες και διακηρύξεις.

Οι αγωνιστές επικαλούνται σε κάθε τους προσπάθεια τη συμπαράσταση του Θεού με προσευχές, ικεσίες, εκκλησιασμό συμμετοχή στα Άχραντα Μυστήρια και όρκους στο Ευαγγέλιο και το σταυρό. Πολλές περιπτώσεις τελετουργικής κήρυξης της Επανάστασης αναφέρει ο Ι. Φιλήμων στο “Δοκίμιον περί της Ελληνικής Επαναστάσεως” ενώ συλλογές τέτοιων αναφορών υπάρχουν και σε έργα σύγχρονων συγγραφέων που ασχολούνται με την θρησκευτικότητα στην Επανάσταση

Οι εξεγερμένοι αυτοπροσδιορίζονταν ως “Ρωμιοί”, “Γραικοί” ή “Xριστιανοί”, αλλά μέσα στους πρώτους μήνες της Επανάστασης γενικεύτηκε ακόμη και ανάμεσα στους μη εγγράμματους η χρήση της ονομασίας «Έλληνες» αποκλειστικά για τους επαναστατημένους. Η ονομασία αυτή υποδήλωνε ανδρεία και μεγαλείο και εμψύχωνε τους πολεμιστές, καθώς τους ταύτιζε με τους Έλληνες της λαϊκής φαντασίας, θρυλικά όντα του απώτατου παρελθόντος με γιγαντιαίες διαστάσεις και υπερφυσική δύναμη.

 

Η Πολιτική Οργάνωση

Το Μάιο με πρωτοβουλία της Μεσσηνιακής γερουσίας συγκλήθηκε Παμπελοποννησιακή συνέλευση στην Μονή των Καλτεζών, υπό την προεδρία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Συμμετείχαν ισχυροί προύχοντες ή αντιπρόσωποί τους, ιεράρχες και λίγοι στρατιωτικοί και Φιλικοί. Προσκλήσεις στάλθηκαν και στα τρία ναυτικά νησιά τα οποία όμως δεν συμμετείχαν. Με ανακοίνωσή της στις 26 Μαΐου, συστάθηκε η Πελοποννησιακή Γερουσία, στην οποία περιήλθαν όλες οι εξουσίες και η ευθύνη της διεύθυνσης των επαναστατικών πραγμάτων για όλη την Πελοπόννησο.

Μέλη της Γερουσίας αυτής ήταν αντιπρόσωποι από όλα τα μεγάλα προυχοντικά τζάκια της Πελοποννήσου, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και γραμματέας ο Ρήγας Παλαμήδης. Επρόκειτο για μια εσπευσμένη αλλά συντονισμένη ενέργεια των ισχυρών να αντιπαρατεθούν στην εξουσία του Δημήτριου Υψηλάντη, που αναμενόταν να φτάσει στην Πελοπόννησο. Μέχρι την άφιξή του η Γερουσία αυτή έκανε εκλογές επαρχιακών και κοινοτικών αντιπροσώπων και προκήρυξε γενική επιστράτευση.

Τον Ιανουάριο του 1822 η πρώτη Εθνική Σύνοδος, στην Επίδαυρο ανακήρυξε την ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ανακήρυξη αυτή επισφραγίστηκε μετά τις αξιοσημείωτες νίκες των μαχόμενων Ελλήνων, σε στεριά και θάλασσα.

 

Οι Μεγάλες Δυνάμεις το 1821

H Ελληνική Επανάσταση εξερράγη υπό τους δυσμενέστερους οιωνούς: εφτά χρόνια μετά το Βατερλό, από την Ιβηρική Χερσόνησο ως την Ιταλία η Ευρώπη σείεται με εξεγέρσεις που απειλούν τα μοναρχικά καθεστώτα της. Μάλιστα ακριβώς την ίδια περίοδο (Ιανουάριος – Μάρτιος 1821) η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης βρήκε τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων να συνεδριάζουν στο Λάιμπαχ για το πώς η Ιερά Συμμαχία θα καταστείλει τα απελευθερωτικά κινήματα στη Νεάπολη και στο Πεδεμόντιο.

Και ενώ η καταστολή αυτών των κινημάτων δεν έμοιαζε δύσκολη υπόθεση για τις πανίσχυρες Ευρωπαϊκές απολυταρχίες, η Ελληνική περίπτωση τις γέμιζε ανησυχίες γιατί απειλούσε την πολυπόθητη ισορροπία για την Ευρωπαϊκή ήπειρο μετά τη συντριβή του Ναπολέοντα και απαιτούσε νέα στρατηγική και διπλωματία για τη διατήρηση της τάξης.

Ο λόγος που η Ελλάδα αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση ανάμεσα στα επαναστατικά κινήματα της εποχής ήταν όχι ένας, αλλά δύο: πρώτον, η Ελλάδα αποτελούσε γέφυρα ανάμεσα στις δύο ηπείρους και, δεύτερον, η ανατροπή του status quo με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιουργούσε νέες και απρόβλεπτες δυναμικές στην περιοχή. H τύχη του μεγάλου ασθενούς, όπως είχε καθιερωθεί να αποκαλείται η εξουσία που εκπροσωπούσε η Υψηλή Πύλη, βρέθηκε ξανά στο επίκεντρο της προσοχής των Μεγάλων Δυνάμεων. Το Ανατολικό Ζήτημα έγινε ξανά διεθνές.

Ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, εθνικά συμφέροντα και περίπλοκοι διπλωματικοί υπολογισμοί, που κάθε ανακτοβούλιο και κυβέρνηση της Ευρώπης διατηρούσε για τον εαυτό της, συσπείρωσαν τις Μεγάλες Δυνάμεις ενάντια στην Ελληνική υπόθεση. Έπειτα υπήρχαν λόγοι στρατηγικού ενδιαφέροντος και αυτοί ήταν πάλι δύο: η προστασία των μεγάλων δρόμων που οδηγούσαν στην Ασία και, επιπλέον, η παρεμπόδιση της καθόδου των Ρώσων στη Μεσόγειο.

Το τελευταίο ενδεχόμενο ανησυχούσε ιδιαιτέρως την Αγγλία και τη Γαλλία που έβλεπαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως τη μόνη ικανή δύναμη περιορισμού της Ρωσικής επιρροής και, φυσικά, κάθε ανάλογης απόπειρας εξόδου της Ρωσίας στις θερμές θάλασσες της Μεσογείου. H υπόνοια μάλιστα ότι την Ελληνική Επανάσταση είχαν υποκινήσει οι Ρώσοι – υπουργός Εξωτερικών του τσάρου την ίδια εποχή ήταν ο Καποδίστριας – προκαλούσε ακόμη ισχυρότερα ανακλαστικά, ιδιαίτερα της Αγγλίας που έβλεπε ότι μια ανεξάρτητη και ελεύθερη Ελλάδα θα ήταν ανταγωνιστική ναυτική δύναμη για τα αγγλικά συμφέροντα. Έτσι ακριβώς εξηγείται ο αγγλικός φιλοτουρκισμός στις αρχές του Αγώνα.

Ξένοι με τη θάλασσα οι Τούρκοι, χρησιμοποιούσαν Άγγλους αξιωματικούς στα πληρώματα – αναφέρεται μάλιστα ότι πάνω από ογδόντα βρήκαν τον θάνατο τη στιγμή της πυρπόλησης της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο από τον Κανάρη. Γνωστή είναι άλλωστε και η βοήθεια που προσέφεραν στον ανεφοδιασμό των Τούρκων σε διάφορες πολιορκίες οι Άγγλοι πρόξενοι που μετατρέπονταν άλλοτε σε κατασκόπους και άλλοτε σε αντιπροσώπους εμπορικών εταιρειών εφοδιάζοντας με αγαθά και πολεμικό υλικό την Υψηλή Πύλη (Κυριάκου Σιμόπουλου.

Κατά τον ιστορικό C.W. Crawley (The Question of Greek Independence. Α study of British policy in the Near East 1821-1833, Cambridge 1930, p. 5.), οι Άγγλοι υπήρξαν επί τρεις γενεές φιλότουρκοι απλώς και μόνο επειδή μισούσαν τους Ρώσους. Την ίδια στιγμή φοβόντουσαν μήπως αναβιώσει ο γαλλικός κίνδυνος και επιδίδονταν σε περίπλοκους διπλωματικούς ελιγμούς προκειμένου να εξασφαλίσουν ρυθμιστικό ρόλο στη μεταβατική περίοδο που θα ακολουθούσε μια ενδεχόμενη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

 

H Αγγλία

Ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Cousinιry το 1822 αναφέρει λεπτομερώς σε υπόμνημά του προς το Γαλλικό υπουργείο των Εξωτερικών τους λόγους που οδήγησαν την Αγγλία στο να υιοθετήσει τη συγκεκριμένη και χωρίς προσχήματα εχθρική στάση απέναντι στην Ελληνική εξέγερση. Στο αναγεννώμενο Ελληνικό έθνος η Αγγλία αναγνώρισε μια ναυτική δύναμη, έναν αντίπαλο που έπρεπε να πνιγεί στο λίκνο του.

 

H Γαλλία

Αλλά και η Γαλλία, καίτοι αντίπαλος της Αγγλίας, δεν κράτησε εξαρχής ευνοϊκή στάση απέναντι στους εξεγερμένους Έλληνες. Από τη μια το κοινό της δέος με την Αγγλία σε ό,τι αφορούσε πιθανή κάθοδο των Ρώσων στη Μεσόγειο και από την άλλη η εμπορική της ανταγωνιστικότητα με το ελληνικό ναυτικό που έφερνε τους Έλληνες εμπόρους σε κάθε γωνιά και αγορά της Οθωμανικής Ανατολής, συνιστούσαν, αμφότεροι, ισχυρούς λόγους αντιπάθειας σε κάθε Ελληνική προσπάθεια για ανεξαρτησία.

Χώρια που οι Γάλλοι τον Αγώνα των Ελλήνων δεν τον είδαν ως απελευθερωτικό, αλλά ως μια ανταρσία, μια απείθεια κατά της καθεστηκυίας τάξης που άξιζε γι’ αυτό να τιμωρηθεί και να περιορισθεί εν τη γενέσει της. H Γαλλική μοναρχία είχε πολύ νωπή στη μνήμη της ακόμη την πληγή της Γαλλικής Επανάστασης και ανησυχούσε «για την τρομακτική πρόοδο των νέων ιδεών που εκδηλώνονταν κάθε φορά υπό τον μανδύα του ανθρωπισμού».

 

H Αυστρία

Εκείνη που πάντως δεν επρόκειτο να προκαλέσει έκπληξη με τη στάση της ήταν η Αυστρία. Για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική του Καγκελαρίου Μέτερνιχ που επιθυμούσε να πνίξει κάθε ιδέα φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος διακυβέρνησης της χώρας και καταδυνάστευσης των λαών, η Ελληνική υπόθεση αποτελούσε επικίνδυνο παράδειγμα γιατί μπορούσε να προκαλέσει την εξέγερση και άλλων υποδούλων, χωρίς να εξαιρούνται ακόμη και οι δικοί της.

H ωμή διατύπωση του ίδιου: «Έξω από τα ανατολικά μας σύνορα τριακόσιες ή τετρακόσιες χιλιάδες κρεμασμένοι, στραγγαλισμένοι ή παλουκωμένοι δεν είναι δα και σπουδαίο πράγμα», συνόψιζε τη σκληρότητα του σκοταδιστή Μέτερνιχ που ακόμη και οι ομόγλωσσοί του, Γερμανοί φιλελεύθεροι, τον αποκαλούσαν κατ’ εκτροπήν εκφώνησης του ονόματός του Mitternacht («μεσονύκτιο»).

Φυσικά τον φόβο από μια πιθανή Ρωσική επέκταση στον Νότο συμμεριζόταν και η Αυστρία. Γι’ αυτό, ακόμη και όταν το 1825 η Βιέννη υποχρεωνόταν να αναγνωρίσει την Ελληνική ανεξαρτησία, ο λόγος ήταν ένας: η εξουδετέρωση της Ρωσικής επιρροής. H απομάκρυνση του Καποδίστρια δύο χρόνια νωρίτερα από τη θέση του στο Ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών, έργο συστηματικής υπόσκαψής του από τον Μέτερνιχ, διευκόλυνε εξίσου τα αυστριακά όσο και τα τουρκικά συμφέροντα, γεγονός που αναγνωρίστηκε από την Υψηλή Πύλη.

Σε συνομιλία του Χοσρέφ πασά με τον πρεσβευτή της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη Franz Xavier Freiherr von Otenfels-Gswind διερμηνευόταν η ευγνωμοσύνη του σουλτάνου για τη συγκεκριμένη και άλλες σημαντικές εκδουλεύσεις της Αυστριακής αυτοκρατορικής Αυλής προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

 

H Ρωσία

Στην περίπτωση της Ρωσίας που, ως ομόθρησκη χώρα, φαινόταν ο φυσικός προστάτης των Ελλήνων. Φαινόταν, αλλά δεν ήταν, ανεξάρτητα από τον ρόλο που της απέδωσαν και τη στάση τελικά που υιοθέτησε η Ρωσική εξωτερική πολιτική κατά του σταθερού εχθρού της, των Τούρκων. Οι τσάροι στην πραγματικότητα είχαν από τη μια να αντιμετωπίσουν μια εχθρική Τουρκία και από την άλλη έναν συνασπισμό Αγγλογαλλικών συμφερόντων που απειλούσε να εισέλθει στη Βαλκανική μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Βέβαια, η εξέλιξη των πραγμάτων στη συνέχεια προσέλαβε νέα δυναμική και παρά το ότι η Ρωσία, επηρεασμένη από τον Μέτερνιχ, αποκήρυξε το κίνημα του Υψηλάντη, ο απαγχονισμός του Πατριάρχη και οι σφαγές στην Πόλη μετέβαλαν τη ρωσική πολιτική, αν και όχι δραστικά στην αρχή. Εκείνο πάντως το οποίο ως γεγονός αποτέλεσε σταθερό παράγοντα ενθάρρυνσης των Βαλκανικών λαών ήταν η μόνιμη Ρωσοτουρκική αντιδικία που, με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, παρέσυρε τη Ρωσία σε πόλεμο κατά της Τουρκίας ενώπιον μιας Ευρώπης έκπληκτης μπροστά στις απροσδόκητες, γι’ αυτήν, εξελίξεις.

H Αμερική

Φιλοτουρκική τέλος υπήρξε και η πολιτική της Αμερικής που, προσηλωμένη στο δόγμα Μονρόε, παρά τις επίσημες υπέρ της Ελληνικής ανεξαρτησίας διακηρύξεις, προσδοκούσε, απαθής και αμέτοχη σε βοήθεια προς τους επαναστατημένους Έλληνες, την εύνοια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προκειμένου επιτέλους να υπογράψει την πολυπόθητη γι’ αυτήν εμπορική συμφωνία με την Τουρκία και να εκτοπίσει έτσι τα αγγλικά συμφέροντα. Βεβαίως Αμερικανικός φιλελληνισμός υπήρξε και τεκμηριώνεται και από τις πηγές. Ωστόσο η Αμερικανική συμπαράσταση είχε μόνο λαϊκή έκφραση και όχι κρατική.

 

H Πρώτη Επίσημη Ανάμειξη των Ξένων 

H πρώτη επίσημη ανάμειξη των ξένων στα Ελληνικά πράγματα ήταν η ναυμαχία του Ναυαρίνου, που καθόρισε οριστικά τις σχέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων με την Υψηλή Πύλη. «Ατυχές συμβάν» το χαρακτήρισε η Αγγλική κυβέρνηση. Πράγματι, απρόοπτα και τυχαία περιστατικά έκαναν τα κανόνια του ενωμένου στόλου των τριών Δυνάμεων να ηχήσουν. Στους Έλληνες δόθηκε ακόμη μία φορά η ευκαιρία να ηρωοποιήσουν την έξωθεν βοήθεια. Το Ναυαρίνο όμως ουσιαστικά νομιμοποιούσε τις ξένες επεμβάσεις στα εσωτερικά της χώρας.

Πάντως η απόφαση της Υψηλής Πύλης να διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις της με τις τρεις Δυνάμεις και να κηρύξει ιερό πόλεμο μαζί τους ευνόησε τους επαναστατημένους, αφού διεθνοποίησε τη σύγκρουση. Στο μεταξύ, είκοσι ημέρες μετά την αποχώρηση των πρεσβευτών των τριών Δυνάμεων από την Κωνσταντινούπολη στην Ελληνική διπλωματική σκηνή εμφανίζεται ο Καποδίστριας (Δεκέμβριος του 1827), ο οποίος ξεκινά τη μεγάλη μάχη, αφενός προκειμένου να διασφαλισθεί το διεθνές καθεστώς αυτονομίας της χώρας, και αφετέρου να εξασφαλισθεί η προς Βορρά συνοριακή γραμμή στο ύψος του Παγασητικού και Αμβρακικού.

H συντριβή των Τούρκων στη διάρκεια του δεύτερου Ρωσοτουρκικού πολέμου και η υπογραφή της Συνθήκης της Αδριανουπόλεως (1829) υποχρέωσαν την Τουρκία να δεχθεί όλους τους όρους που οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις θα έθεταν για την Ελλάδα. Το 1832 υπογράφηκε στην Κωνσταντινούπολη ο τελικός Διακανονισμός.

 

H Δράση των Ξένων Υπηρεσιών

Οι στρατιωτικές κινήσεις των εμπολέμων στην επαναστατημένη Ελλάδα τράβηξαν αμέσως το ενδιαφέρον των ξένων κυβερνήσεων που έσπευσαν να στείλουν μυστικούς πράκτορές τους στην περιοχή. Οι Άγγλοι μάλιστα έστησαν στα Επτάνησα ως και παράρτημα ελέγχου της διακινούμενης αλληλογραφίας που διηύθυνε στο Λονδίνο η αρμόδια υπηρεσία της Lombard Street. Με τον τρόπο αυτόν η Αγγλία ήταν η καλύτερα ενημερωμένη, και λόγω παράδοσης στην οργάνωση των μυστικών της υπηρεσιών, Ευρωπαϊκή δύναμη, χωρίς φυσικά να σημαίνει ότι και η Γαλλία υστερούσε στον συγκεκριμένο τομέα.

Ο ανταγωνισμός μάλιστα μεταξύ των δύο ήταν τέτοιος που, ενώ επίσημα είχαν χαρακτηρίσει την Ελληνική Επανάσταση ως ανταρσία, έφθασαν ακόμη και να διευκολύνουν ταξιδιώτες και εθελοντές που ζητούσαν να φθάσουν στην Ελλάδα, επιλέγοντάς τους μάλιστα, προκειμένου να τους ελέγχουν και να πληροφορούνται για το τι συνέβαινε τόσα μίλια μακριά, στην επαναστατημένη χώρα. Έτσι, ενώ κατά τον Αγγλικό νόμο που χαρακτήριζε έγκλημα την κατάταξη Βρετανού υπηκόου σε ξένο στρατό ο Gordon και ο Byron έπρεπε να συλληφθούν, όχι μόνο δεν εκρατήθησαν, αλλά ο τελευταίος βρέθηκε ακόμη και να φιλοξενείται από τον αγγλικό στρατό μετά την άφιξή του στην Κεφαλλονιά.

H Γαλλία, πάλι, ενώ εφοδίαζε τον Μεχμέτ Αλή με πολεμικά σκάφη, την ίδια στιγμή άφηνε ανοιχτό το λιμάνι της Μασσαλίας για τις αποστολές εθελοντών πολεμικού υλικού ενώ δεν εμπόδιζε τη διεξαγωγή εράνων υπέρ του Ελληνικού Αγώνα. Ωστόσο είχε στήσει ειδική υπηρεσία για την επιλογή εθελοντών στους οποίους δίνονταν αυστηρές συστάσεις και οδηγίες για το είδος των πληροφοριών που ενδιέφεραν τον Γάλλο μονάρχη. Από αυτούς οι πιο δυσαρεστημένοι στέλνονταν στον Μέτερνιχ ως απόδειξη εκδούλευσης στους κοινούς στόχους της Ιεράς Συμμαχίας.

Η Αντίδραση των Οθωμανικών Αρχών

Η κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία έγινε γνωστή στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές Μαρτίου 1821. Το γεγονός αναστάτωσε τους Χριστιανούς της Πόλης και ιδίως τους Φαναριώτες και το Πατριαρχείο που φοβήθηκαν ότι η αντίδραση του Σουλτάνου θα στρεφόταν εναντίον τους. Σύμφωνα με το Οθωμανικό σύστημα, ο Πατριάρχης περιβαλλόταν με τις αρμοδιότητες αλλά και τις ευθύνες του ηγέτη των κατακτημένων Ορθόδοξων Χριστιανών που διαβιούσαν στις Οθωμανικές κτήσεις.

Οι Φαναριώτες, ορισμένοι κοντινοί ή μακρινοί συγγενείς των οποίων βρίσκονταν μαζί με τον Αλ. Υψηλάντη, μοιράζονταν αρκετές σημαντικές θέσεις στο διοικητικό μηχανισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Ο φόβος λοιπόν ήταν δικαιολογημένος, αν και λίγοι από αυτούς συνέπραξαν ή έστω γνώριζαν τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας.

Ορισμένοι πάντως απομακρύνθηκαν έγκαιρα από την Κωνσταντινούπολη, επιβεβαιώνοντας με τη φυγή τους τις υποψίες των Οθωμανών. Έτσι, κατά το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου διατάχθηκε να συγκεντρωθούν όλες οι Φαναριώτικες οικογένειες στο Φανάρι, από όπου κι αν διέμεναν. Ορισμένοι μάλιστα συνελήφθησαν και κάποιοι θανατώθηκαν για παραδειγματισμό. Aν και ο πατριάρχης αφόρισε τον Υψηλάντη, οι ειδήσεις για την κακοποίηση και θανάτωση Μουσουλμάνων στις ηγεμονίες προκάλεσαν πράξεις αντεκδίκησης στην Κωνσταντινούπολη.

Παρόλα αυτά, έως τις μέρες εκείνες, γύρω στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου 1821, οι πράξεις βίας εναντίων των Χριστιανών ήταν περιορισμένης έκτασης. Η είδηση ωστόσο για την κήρυξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα προκάλεσε ένα νέο και αυτή τη φορά μεγάλης κλίμακας κύμα διώξεων, βιαιοτήτων και θανάτων που με περιόδους ύφεσης και έντασης διήρκησε αρκετούς μήνες.

Στις 10 Απριλίου, ημερομηνία που συνέπεπτε με την Κυριακή του Πάσχα κατά το ορθόδοξο εορτολόγιο, απαγχονίστηκε ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’. Προηγουμένως είχε παυθεί από τα καθήκοντά του και είχε αντικατασταθεί από άλλο ιεράρχη. Έως τα τέλη Μαΐου εκτελέστηκαν αρκετοί ακόμη ιεράρχες καθώς και επιφανείς Φαναριώτες. Το επόμενο δίμηνο το κρούσματα διωγμών και βιαιοτήτων δεν περιορίστηκαν στους επιφανείς χριστιανούς, ενώ επεκτάθηκαν στη Σμύρνη και τις άλλες μικρασιατικές πόλεις καθώς και στην Kύπρο.

Τα περιστατικά αυτά και ιδίως ο απαγχονισμός και η διαπόμπευση του πατριάρχη προκάλεσαν την παρέμβαση των μεγάλων Δυνάμεων. H Ρωσία χρησιμοποίησε τα περιστατικά αυτά ασκώντας έντονη διπλωματική πίεση στην Υψηλή Πύλη, επικαλούμενη παλιότερες συνθήκες που της αναγνώριζαν το ρόλο της προστάτιδας των Ορθόδοξων Χριστιανών και της θρησκείας τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τον τρόπο αυτό βρήκε την ευκαιρία να προβάλει ξανά τις βλέψεις της στα οθωμανοκρατούμενα Βαλκάνια καθώς και στην Ανατολική Μεσόγειο, περιοχές με ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτήν.

Η αντιμετώπιση της επανάστασης από την Οθωμανική διοίκηση έγινε μέσα στο νομικό πλαίσιο του ισλαμικού νόμου, της σαρίας. Για τους Οθωμανούς, τα γεγονότα συνιστούσαν “κακόπιστη αποστασία” οι επαναστάτες είχαν παραβιάσει τη συμφωνία τους (dhimma/zimmet) με την Ισλαμική διοίκηση, χάνοντας έτσι τη θέση τους ως ζιμμήδες, προστατευόμενοι, δηλαδή, μη Μουσουλμάνοι υπήκοοι του Σουλτάνου, και μεταβάλλονταν σεχαρμπίς, εχθρούς σε εμπόλεμη κατάσταση.

Ενώ αρχικά η Οθωμανική διοίκηση προσπάθησε να διακρίνει ανάμεσα σε Έλληνες του Ρουμ Μιλλέτ και μη και σε επαναστατημένους και μη, καθώς η επανάσταση εξαπλωνόταν εξέλιπαν τα μέσα και η βούληση των Οθωμανικών αρχών για την τήρηση της διάκρισης και έλαβαν χώρα προληπτικές ενέργειες.

Όταν στο τέλος Μαρτίου έφτασαν και στην Υψηλή Πύλη οι ειδήσεις για εξέγερση και στο Μοριά, η πρώτη αντίδραση ήταν η προσπάθεια περιορισμού της εξέγερσης στο Μοριά με τρομοκρατικές σφαγές διακεκριμένων προσώπων και προεστών στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας που το Ελληνικό στοιχείο ήταν σημαντικό, όπως η Θεσσαλονίκη, οι Κυδωνίες (Αϊβαλί) και η Ρόδος, και στην Κύπρο. Δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί η έκταση και ο αριθμός των θυμάτων των σφαγών σε αυτές τις περιοχές.

Από την 24 Μαρτίου άρχισε στην Κωνσταντινούπολη σφαγή Ελλήνων σαν αντιπερισπασμός και εκδίκηση για την επανάσταση. Εκτελέστηκαν Έλληνες που είχαν αξιώματα και συγγενείς τους, κληρικοί μεταξύ των οποίων ο μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, αλλά και ανώνυμοι που συλλαμβάνονταν σε επαρχίες ως ύποπτοι και αποστέλονταν στην Κωνσταντινούπολη.

Ανήμερα το Πάσχα (10 Απριλίου 1821), μετά τη θεία λειτουργία, καθαιρέθηκε και απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ (πάνω από 70 ετών τότε), σε μια καθαρά πολιτική κίνηση της Πύλης, αφού δεν είχε δοθεί κανενός είδους αφορμή για αυτή την ενέργεια. Το σώμα του, αφού έμεινε κρεμασμένο για τρεις μέρες, περιφέρθηκε στην πόλη από τον όχλο, μεταφέρθηκε με ακάτιο και ρίχτηκε στην μέση του Κεράτιου κόλπου.

Η πρώτη στρατιωτική αντίδραση από τους Οθωμανούς στις ειδήσεις για εξέγερση των Ελλήνων ήρθε από τον Γιουσούφ πασά Σέρεζλη (από τις Σέρρες). Βρισκόταν με στρατό στο Βραχώρι (Αγρίνιο) καθ’ οδόν προς την Εύβοια όταν έμαθε για την πολιορκία της Πάτρας. Διεκπεραιώθηκε μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο στις 3 Απριλίου, έκαψε την Πάτρα, αιφνιδίασε και διάλυσε τους πολιορκητές του φρουρίου της και εγκαταστάθηκε εκεί.

Το φρούριο (ακρόπολη) της Πάτρας και τα γειτονικά φρούρια του Μοριά (Ρίο) και της Ρούμελης (Αντίρριο) θα μείνουν στα χέρια των Οθωμανών σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, δίνοντας στα Τουρκικά στρατεύματα μια σημαντική δίοδο πρόσβασης προς τα ενδότερα της Πελοποννήσου. Στις 3 Μαΐου 1821 εκδόθηκε φιρμάνι από τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β’ προς το στρατάρχη της Ρούμελης Αχμέτ Χουρσίτ πασά, τους ιεροδικαστές όλων των καζάδων (επαρχιών) και τους προκρίτους των Μουσουλμάνων που διέτασσε γενική σφαγή των επαναστατών, καταστροφή των περιουσιών τους και εξανδραποδισμό των γυναικόπαιδων.

Η στρατιωτική απάντηση του Χουρσίτ πασά της Πελοποννήσου, που βρισκόταν στα Γιάννενα διευθύνοντας τις επιχειρήσεις εναντίον του Αλή Πασά, προέβλεπε την προσβολή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο με τακτικό στρατό, πεζικό και ιππικό, από δύο μεριές: Από τη μια απευθείας διεκπεραίωση στρατευμάτων μέσω Ρίου-Αντιρρίου και από την άλλη κάθοδο διαμέσου της ανατολικής Στερεάς με καταστολή της εξέγερσης που είχε ήδη αρχίσει εκεί.

Το πρώτο σκέλος των στρατευμάτων υπό τη διοίκηση του Μουσταφάμπεη, πέρασε στην Πελοπόννησο πολύ νωρίς (6 Απριλίου) και επιδόθηκε σε συστηματικές καταστροφές πόλεων που είχαν περιέλθει στους εξεγερμένους. Το δεύτερο σκέλος των στρατευμάτων υπό τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ βρισκόταν στη Φθιώτιδα στις 19 Απριλίου με εντολή τη διενέργεια τακτικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από βορά προς νότο.

Τα Ελληνικά στρατιωτικά τμήματα που (μια μέρα πριν) είχαν καταλάβει την Υπάτη, αποφάσισαν να την εγκαταλείψουν και να αντιμετωπίσουν την Οθωμανική στρατιά στην Φθιώτιδα σε τρία σημεία: Ο Πανουργιάς στη Χαλκωμάτα, ο Δυοβουνιώτης στο Γοργοπόταμο και ο Διάκος στην Αλαμάνα. Στις 24 Απριλίου, ο Ομέρ Βρυώνης επιτέθηκε και στα τρία σημεία ταυτόχρονα. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης αναγκάστηκαν σε υποχώρηση, όμως το τμήμα του Διάκου που αντιστάθηκε πεισματικά στη γέφυρα της Αλαμάνας σφαγιάστηκε και ο ίδιος συνελήφθη επιτόπου.

Λίγες μέρες αργότερα τα Ελληνικά στρατιωτικά σώματα ηττήθηκαν στο Ελευθεροχώρι της Λαμίας. Στις 8 Μαΐου ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κατάφερε πλήγμα στον Ομέρ Βρυώνη στο χάνι της Γραβιάς. Με 120 μαχητές αντιμετώπισε επιτυχημένα όλη την ημέρα τις Οθωμανικές επιθέσεις προξενώντας τους σημαντικές απώλειες και αποσύρθηκε τη νύχτα προς τα βουνά, με ελάχιστες δικές του απώλειες. Λίγες μέρες αργότερα το Οθωμανικό στρατιωτικό σώμα απέτυχε να καταλάβει τα Βλαχοχώρια της Γκιώνας, που υπερασπίζονταν ο Γιάννης Γκούρας.

Οι τελευταίες αυτές επιτυχίες αναπτέρωσαν το ηθικό των επαναστατημένων και προβλημάτισαν τους Τούρκους, που αποσύρθηκαν προσωρινά στην Μενδενίτσα. Στις 6 Απριλίου είχε περάσει μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο ο Μουσταφάμπεης, κεχαγιάμπεης του Χουρσίτ πασά, με εντολή την καταστολή της εξέγερσης. Έκαψε τη Βοστίτσα (Αίγιο), διάλυσε την πολιορκία του Ακροκόρινθου, έκαψε το Άργος, σύντριψε την αντίσταση που βρήκε στον ποταμό Ξεριά, διάλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και μπήκε πανηγυρικά στην Τρίπολη στις 6 Μαΐου.

Στις 12 Μαΐου επιχείρησε μια πρώτη απόπειρα διάσπασης της πολιορκίας της Τρίπολης και επιτέθηκε με ισχυρές δυνάμεις εναντίον των πολιορκητών, στο Βαλτέτσι από βορά και νότο. Τη θέση υπερασπίσθηκαν στρατιωτικά σώματα των Μαυρομιχαλαίων (Κυριακούλης, Ηλίας και Γιάννης), του Κολοκοτρώνη, των Πλαπουταίων και άλλων καπεταναίων. Την επόμενη ο Μουσταφάμπεης άρχισε υποχώρηση που η Ελληνική αντεπίθεση μετέτρεψε σε άτακτη φυγή με σημαντικές απώλειες.

Επιζητώντας με κάθε τρόπο την διάνοιξη δρόμου προς τη Μεσσηνία ο Μουσταφάμπεης επιτέθηκε στις 18 Μαΐου στα Δολιανά και στα Βέρβαινα, όπου ηττήθηκε από τα Ελληνικά στρατιωτικά σώματα και επέστρεψε άπρακτος στην Τρίπολη. Οι νίκες αυτές, που οφείλουν πολλά στην επιμονή, την μεθοδικότητα αλλά και τις στρατηγικές ικανότητες του Κολοκοτρώνη (αρχιστράτηγος από τις αρχές Μαΐου), επέτρεψαν την στενότερη πολιορκία των φρουρίων, στα οποία άρχισαν να σημειώνονται ελλείψεις των αναγκαίων αφού ο Ελληνικός στόλος είχε ήδη περιορίσει με τη δραστηριότητά του, την από θάλασσα τροφοδοσία τους.

Οι πολιορκημένοι της Μονεμβασιάς και του Νεόκαστρου παραδόθηκαν στους επαναστάτες τον Ιούνιο και τον Αύγουστο αντίστοιχα, ενώ στις 23 Σεπτεμβρίου έπεσε η Τριπολιτσά. Την άλωση ακολούθησε γενική σφαγή ενόπλων και αμάχων, Μουσουλμάνων και Εβραίων.

Στις πρώτες του εξόδους και περιπολίες τον Απρίλιο, ο Ελληνικός στόλος κυρίεψε αρκετά πλοία και μαζεύτηκαν μεγάλες ποσότητες από λάφυρα. Η θέα του Ελληνικού στόλου με την επαναστατική σημαία, βοηθούσε να ξεσηκωθούν νησιά ή παραθαλάσσιες περιοχές που δεν είχαν μέχρι τότε ξεσηκωθεί και τα πληρώματα του στόλου δεν δίσταζαν να βγουν οπλισμένα στη στεριά και να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις. Σημαντική ήταν η συμβολή του στόλου και στον από θαλάσσης αποκλεισμό και κανονιοβολισμό των φρουρίων που πολιορκούνταν (Ναύπλιο, Μονεμβασία).

 

Το Ντύσιμο την Εποχή της Επανάστασης του 1821

Μετά την απελευθέρωση το ντύσιμο των Ελλήνων αρχίζει να έχει Ευρωπαϊκές επιρροές. Ίσως να μη ντύνονται ακόμα όλοι «Ευρωπαϊκά» αλλά και οι Ελληνικές φορεσιές αρχίζουν να παίρνουν πολλές μεταλλαγές. Οι στολές της προεδρικής φρουράς και οι τυποποιημένες και πανομοιότυπες «παραδοσιακές ενδυμασίες» που υπάρχουν σήμερα μικρή σχέση είχαν με τις πραγματικές φορεσιές της εποχής.

Σύμφωνα με τον Τάκη Λάππα το ντύσιμο από τα χρόνια 1600-1829 είναι ένα σπουδαίο θέμα για έρευνα, γιατί το θέαμα που παρουσιάζει η υπόδουλη Ελλάδα δεν απαντάται σε καμία άλλη σχεδόν χώρα του κόσμου. Δηλαδή δεν υπάρχουν μικροπαραλλαγές από περιοχή σε περιοχή, αλλά ολότελα αλλιώτικο ντύσιμο από ένα χωριό στο άλλο, χωριά που η απόστασή τους δεν ήταν δυο ώρες δρόμος.

Σχεδόν κανείς γειτονοχωρίτης δεν ήταν όμοια ντυμένος και αυτό ξεχώριζε περισσότερο στο γυναικείο ντύσιμο. Τα χρόνια εκείνα μπορούσες μια χαρά να καταλάβεις αμέσως πούθε κρατάει ο ξενοχωρίτης. Όχι από την προφορά και τους ιδιωματισμούς του, μα αρκούσε η φορεσιά του για να προδώσει το χωριό του. Το ίδιο μπορούσε κανείς να τους ξεχωρίσει επαγγελματικά ή ταξικά. Αλλιώς ντυνόταν ο κοτζαμπάσης, αλλιώς ο προύχοντας, ο προεστός, ο γεωργός, ο τσοπάνης, ο ξωτάρης… Στην συνέχεια θα δούμε το ντύσιμο Ρουμελιωτών και Μοραϊτών. Το ντύσιμο στην επανάσταση κρατήθηκε το ίδιο πού είχαν οι κλέφτες και οι αρματολοί.

 

Κεφάλι

Φορούσαν ένα μικρό στρογγυλό και κοφτό κόκκινο φέσι, που γύρω στη βάση του το τύλιγαν με μαντηλοδεσιά. Η μαντυλοδεσιά ήτανε τριών ειδών: μεταξωτό μαντήλι ή κασπαστή, το χρυσοκέντητο πόσι, και η άσπρη βαμβακερή πλουμιστή σερβέτα. Στο σημείο αυτό της φορεσιάς τους βρίσκει κανείς την Τούρκικη επίδραση. Σαν παραδείγματα από γνωστούς καπεταναίους και χαλκογραφίες εκείνης της εποχής φανερώνεται ότι κασπαστή είχανε μονάχα οι Αθηναίοι, πόσι ο Νικηταράς, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Μακρυγιάννης και πότε πότε ο Γέρος του Μοριά. Με σερβέτα μας είναι γνωστοί ο Οδυσσέας Αντρούτσος κι ο Πανουργιάς.

Πολλοί δε φορούσαν μαντηλοδεσιά, μα σκέτο μικρό κοφτό φέσι που στην κορυφή του είχε λίγη φούντα. Τέτοιο συνήθιζε πάντα ο Γκούρας και ο Κολοκοτρώνης. Την περικεφαλαία του ο Γέρος την είχε από τότε που ήταν μαγκιόρος – ταγματάρχης – του Εγγλέζικου στρατού στα Επτάνησα το 1808 και την έβαζε στις επίσημες στιγμές της ζωής του, όπως και το θώρακά του. Άλλοι φορούσαν μεγάλο τουρλωτό κόκκινο φέσι όπως ο Καραϊσκάκης, οι Πετμεζάδες, κι η φούντα του ήταν μικρή και σ’ αυτό και στέκονταν στην κορφή. Μακριά φούντα όσο σχεδόν ολόκληρο το φέσι φορούσαν αργότερα στα χρόνια του Όθωνα κι ήταν παρμένη απ’ τους Σουλιώτες που τόσο τη συνήθιζαν.

Αυτή έγινε και το επίσημο στοιχείο της φορεσιάς της προεδρικής φρουράς (Βασιλικής παλαιότερα). Και γενικότερα η στολή της προεδρικής φρουράς ακολουθεί την στολή των Σουλιωτών σε μεγάλο βαθμό. Επίσης πολλοί φτωχοί αγωνιστές φορούσαν ένα απλό συνήθως μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Γενικά τους προηγούμενους αιώνες στην Ευρώπη αλλά και στην Ανατολή το μέγεθος του καπέλου που φορούσε κανείς ήταν ανάλογο της κοινωνικής του τάξης και της εξουσίας του. Τα καπέλα των αξιωματούχων ήταν συνήθως πολύ μεγάλα, όπως και των αρχιερέων που ήταν πολύ ψηλότερα από τα σημερινά.

Μαλλιά

Απ’ τη μαντηλοδεσιά τους ή το φέσι, ξεχύνονταν ως τις πλάτες τα καλοχτενισμένα μακρυά μαλλιά τους. Γιατί τότε δεν κόβανε κοντά τα μαλλιά τους, μα τ’ αφήνανε περήφανα σαν χαίτη να ξανεμίζουν στους ώμους τους. Για να γυαλίζουν και να στέκουν καλοχτενισμένα τα άλειφαν με λάδι ή μεδουλάρι, αλοιφή καμωμένη από μεδούλι και μυρωδικά. Οι Μοραΐτες συνήθιζαν πιο μακρυά τα μαλλιά τους απ’ τους Ρουμελιώτες. Κι απόμειναν ξακουστά τα ξανθά και σγουρά μαλλιά των Μαυρομιχάληδων.

 

Γελέκι

Στο κορμί φορούσαν εσωτερικά το άσπρο πουκάμισο, όχι όμως φαρδομάνικο όπως τα μεταγενέστερα χρόνια. Πάντα ξεκούμπωτο και ανοιχτό μπροστά στο στήθος, χειμώνα καλοκαίρι. Ύστερα βάζανε το γελέκι, κι από πάνω τη φέρμελη με τις δυο αράδες ασημοκεντημένα μεγάλα κουμπιά. Μερικοί και αργότερα όλοι, αντί για φέρμελη βάζανε το μεϊντάνι που η διαφορά τους ήταν στο ότι στη φέρμελη φορούσαν τα μανίκια, ενώ στο μεϊντάνι ήταν ψεύτικα φοδραρισμένα με κόκκινο πανί και βρίσκονταν στις πλάτες πίσω σταυρωτά. Τα μεϊντανογίλεκα όπως λέγανε το γελέκι ή το μεϊντάνι, ήταν πάντα κεντημένα με χάρτσια μεταξένια πολύχρωμα και χρυσάτερτήρια, κορδόνια.

 

Φουστανέλα

Ζωσμένη στη μέση τους κρεμόταν γύρω τους η φουστανέλα. Στους καπεταναίους και τους γέροντες ήταν μακριά ίσα με το γόνατο και κάτω ακόμα, με πυκνές και πολλές πτυχές, δίπλες ή λαγκιόλια όπως τις λέγανε. Για τα παλληκάρια και τους νεώτερους ήταν κοντή η φουστανέλα ως τους μηρούς και πιο ελαφριά με λιγότερες δίπλες. Στη Ρούμελη συνηθίζονταν πιο πολύ η κοντή με πολλές δίπλες – όπως σήμερα της προεδρικής φρουράς – ενώ στο Μοριά μακρυά κι όχι πολύ πυκνή. Η φουστανέλα ήταν καθιερωμένη σ’ όλη τότε την Ελλάδα. Για αυτό όσους έρχονταν απ’ το εξωτερικό ντυμένοι «Ευρωπαϊκά» τους λέγανε πειραχτικά ψαλιδοκέριδες ή σπλινάντερους.

Τους νησιώτες και τους ναυτικούς με τις βράκες τους λέγανε ντουντούμιδες ή χαλτούπιδες. Η φουστανέλα μ’ όλο που ήταν καμωμένη με άσπρο ύφασμα σπάνια κρατούσε για πολύ την όψη της. Τη χρησιμοποιούσαν για πολλές δουλειές. Μ’ αυτή σκούπιζαν το πρόσωπό τους και τα χέρια τους, το σουγιά τους και καμιά φορά τ’ άρματά τους. Πολλά παλληκάρια για να μην πιάνει η φουστανέλα τους εύκολα «λέρα» την άλειφαν με ξύγκι! Πολλοί επίσης από τους αγωνιστές δε γνωρίζανε τι θα πει σώβρακο, το απόφευγαν μια και τους σκέπαζε τόσο καλά η φουστανέλα τους.

 

Υποδήματα

Τα πόδια τους τα σκέπαζαν ως πάνω στα σκέλια με τις μακριές άσπρες κάλτσες, που τις λέγανε βλαχόκαλτσες. Τις ύφαιναν από τραγόμαλλο και είχανε ειδικότητα στην κατασκευή τους στα Άγραφα. Οι τσόχινες μαύρες κάλτσες, κι’ ύστερα κόκκινες – μοιάζανε με τις γκέτες –σκέπαζαν μονάχα τη γάμπα και το πάνω μέρος του παπουτσιού και φορέθηκαν στα οθωνικά χρόνια. Στο Εικοσιένα αυτές οι κάλτσες ήταν άγνωστες. Η ποδεμή τους ήταν τα τσαρούχια, όχι όμως με φούντα μπροστά αλλά μυτερά.

Τα έφτιαχναν με ακατέργαστο βοδινό δέρμα και ήταν πολύ ελαφρά και γερά. Στα πόδια τους τα στήριζαν δένοντάς τα γύρω στη γάμπα τους με φαρδύ λουρί – τις θηλιές – και το λουρί αυτό το έπιαναν απ’ την κάλτσα τους κάτω απ’ το γόνατο με το τσαρουχοτοκά. Υπήρχε και άλλος τρόπος να πιάνουν τα τσαρούχια τους με ένα πισινό λουρί, το τσαγκαρόλουρο. Τα πρώτα τα φορούσαν στη Ρούμελη, ενώ τ’ άλλα στο Μοριά. Οι φτωχότεροι φορούσαν γουρνοτσάρουχα, φτιαγμένα από δέρμα χοίρου.

 

Ντουλαμάς

Η φορεσιά κλείνει με τον ντουλαμά. Τον ρίχνανε πάνω τους σαν έπιανε κρύο και ήταν φτιαγμένος από τσόχα που την κεντούσαν με μαύρο μετάξι. Ο ντουλαμάς έφτανε ως τη μέση. Για τη βαρυχειμωνιά όμως είχανε τις φλοκάτες. Ήταν χωρίς μανίκια σαν τις παλιές μπέρτες κι’ έφταναν ως κάτω απ’ το γόνατο. Τις ύφαιναν με «φλόκο» – κρόσια – που τον φορούσαν από μέσα για να ξεσταίνονται πιο πολύ και το συνηθισμένο χρώμα του ήταν το άσπρο.

Σαν βρίσκονταν έξω το χειμώνα, χρησιμοποιούσαν τη φλοκάτα για στρωσίδι και για σκέπασμα. Για τον ίδιο σκοπό άλλοι είχανε την κάπα – ίδιο σχέδιο με τη φλοκάτη φτιαγμένη όμως από τραγόμαλλο και βαλμένη στις νεροτριβές για να πήξει και να μην περνάει η βροχή και το κρύο.

 

Σελλάχι

Συμπλήρωμα στην κύρια φορεσιά τους ήταν το σελλάχι. Το έζωναν στη μέση τους, αλλά να πιάνει στα πλάγια στην αριστερή μεριά και μπροστά το μισό αριστερό πλευρό. Ήταν φτιαγμένο το σελλάχι από τσόχα κόκκινη, σπάνια μαύρη, φύλλα – φύλλα για να κάνουν τις θήκες και κεντημένο με πολλών τεχνοτροπιών χρυσά κεντήματα, μα τα πιο συνηθισμένα δράκοντες και γοργόνες. Ανεξήγητο μένει γιατί οι στεριανοί αγαπούσαν τα θαλασσινά πλουμίδια, όπως και αυτά που στόλιζαν τις γκλίτσες και τις πίπες τους. Το πέτσινο σελλάχι φορέθηκε στα χρόνια του Όθωνα.

Στις μέσα θήκες του σελλαχιού έβαζαν το ασημένιο τάσι τους για να πίνουν νερό, το τσαγκαροσούβλι για να μπαλώνουν τα τσαρούχια τους, την «ώρα» τους όπως λέγανε το ρολόγι, κι’ αν ξέρανε γράμματα και μπορούσανε να χαράζουν την υπογραφή τους, το ασημένιο καλαμάρι με το φτερό. Σε κάποια άκρη πάντα θα βρισκόταν και το αντίδοτο φάρμακο για τα δηλητήρια, το παντσεχρί. Μα δεν ήταν μονάχα αυτά που έπαιρνε το σελλάχι, πιο κάτω θα δούμε τα υπόλοιπα.

 

Στολίδια

Την όλη τους φορεσιά συμπλήρωναν και τα στολίδια τους, τα τσαπράζια ή τουσλούκια, όπως τα έλεγαν. Πρώτο ήταν το κουτσέκι. Στόλισμα ασημωμένο που στις τέσσερες πλευρές του κρεμόνταν σειρά από ψιλές αλυσίδες και κάλυπτε ολόκληρο το στήθος. Στηρίζονταν με θηλιές στις τέσσερες άκρες του στήθους, με τρίγωνα θηλικωτήρια που είχαν ζωγραφισμένο πάνω τους με σαββάτι (μαύρο σμάλτο) συνήθως το δικέφαλο αητό και στη μέση το κουτσέκι σε μεγάλη πλάκα είχε τους πολεμικούς αγίους, τον Αη-Γιώργη και τον Αη-Δημήτρη. Επειδή τα πιο πολλά τσαπράζια ήταν ζωγραφισμένα με σαββάτι, τα λέγανε σαββατλίδικα.

Απ’ το αριστερό τους ώμο ήταν κρεμασμένο μ’ ασημένια αλυσίδα το στρογγυλό χαϊμαλί που έκλεινε μέσα του διάφορα φυλαχτά. Στις δυο όψεις του είχε σκαλισμένα τον προστάτη άγιο του και το Βαγγελισμό ή την Ανάσταση. Στην δεξιά μεριά είχαν μεριά είχαν το γυριστό ασημένιο σουγιά τους. Στο πίσω μέρος, στη μέση τους, στο λουρί του σελλαχιού, ήταν περασμένες οι δυό μπαλάσκες που πάνω τους είχαν πελεκημένη ανάγλυφα σχέδια π.χ. την Παρθένα Αθηνά.

Μέσα βάζανε τα φουσέκια για τα ντουφέκια τους. Αριστερά πάλι απ’ τη λουρίδα του σελλαχιού κρεμόντανε τα φυσεκλίκια, με φουσέκια για τις κουμπούρες και μια θήκη που βάζανε τις τσακμακόπετρες, το μεδουλάρι, άλοιμα για τα ντουφέκια φτιαγμένο από μεδούλι και άλλες λιπαρές ύλες. Δεξιά μεριά κρεμόνταν κι η πέτσινη καπνοσακκούλα τους. Όλα τούτα τα δένανε μ’ ασημένια και πλουμιστά ζωστάρια. Μπροστά στον αριστερό μηρό, σε μακριά λουριά περασμένα – σε δυο σε τρεις αράδες – κρεμόνταν τα στρογγυλά ή και τρίγωνα ασημένια γαντζούδια ή τοκάδες.

Δυο όμοια γαντζούδια σκέπαζαν τα γόνατά τους. Τούτο το στόλισμα το συνήθιζαν πολύ πριν το 1800. Και βλέπουμε να φοράει κάτι τεράστια ο πατέρας του Οδυσσέα, ο γερο Αντρούτσος όπως μας τον παρουσιάζει παλιά ζωγραφιά.

Άρματα

Δεν μπορούσε εκείνη την εποχή να νοηθεί η φορεσιά χωρίς τα άρματα. Ήταν αναπόσπαστο μέρος. Γυμνοί και κουρελήδες πολλοί, μα χωρίς άρματα κανείς. Φλωροκαπνισμένα, ασημοστόλιστα, σκαλιστά και σαββατλίδικα. Δεν είχε σημασία αν κάποιος ήταν πλούσιος ή φτωχός, καπετάνιος ή παληκάρι το μεράκι για τα άρματα ήταν το ίδιο. Τις περισσότερες φορές τα άρματα δεν ήταν αγορασμένα, αλλά λάφυρα αρπαγμένα από το χέρι ή το κορμί του εχθρού.

 

Κουμπούρες-Χαρμπί

Μέσα από το σελλάχι ξεπεταγόντανε πάντα δυο δίδυμες κουμπούρες. Παφίλια καιλαβή, μαλαματοκαπνισμένα ή από ασήμι. Στην έξω θήκη του σελλαχιού βρίσκονταν το χαρμπί – οβελός όπως τον έλεγαν οι λογιώτατοι. Αυτό είχε πολλές χρήσεις. Όπως ήταν μεσα στη θήκη του, το χρησιμοποιούσανε βέργα για να γεμίζουν τις κουμπούρες. Όταν το ξεθηκαρώνανε γίνονταν φονικό όπλο στα χέρια του πολεμιστή. Ήταν κοφτερό και μυτερό, στρογγυλεμένο απ’ όλες τις πλευρές. Μπροστά ήταν διχαλωτό και το μεταχειρίζονταν αντί για πηρούνι και με τη διχάλα πιάνανε και το κάρβουνο απ’ το τσιμπούκι τους.

 

Γιαταγάνι

Απ’ το σελλάχι ήταν έξω-έξω πιασμένο το γιαταγάνι. Μαχαίρι μισό μέτρο λάμα ή και περισσότερο, φτιαγμένο από γερό ατσάλι. Τα πιο καλά ήταν της Δαμασκού γνωστά με το όνομα δαμασκί. Ηταν τόσο γερά που τρυπούσαν λαμαρίνα και άντεχαν να κόψουν χοντρή αλυσίδα. Το γιαταγάνι είχε τη λαβή αργυροσκαλισμένη και το θηκάρι του ασημοκαπνισμένο και πλουμιστό με γοργόνες και άγρια πουλιά. Μερικές φορές το θηκάρι ήταν από τομάρι αγριομερινού ή φιδιού.

 

Μπελ Χατζάρι – Τσεκούρι – Τοπούζι

Στη μέση του πολεμιστή, δεξιά μεριά από το λουρί του σελλαχιού βρίσκονταν πιασμένο το δίκοπο μικρό μαχαίρι, το μπελ χατζάρι. Αυτό το μεταχειρίζονταν πιο πολύ οι Τούρκοι, οι Έλληνες το είχαν όσοι το απέκτησαν σαν λάφυρο. Κατά την ίδια μεριά πιο πέρα ήταν ζωσμένο το τσεκούρι τους. Τέτοιο συνήθιζαν να φέρουν μονάχα οι καπεταναίοι και ήταν συμβολικό. Είχαν ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, οι Μαυρομιχαλαίοι κ.ά.

Άλλο πράγμα η στραταρχική ράβδος, αυτή ήταν το Τούρκικο τοπούζι. Ένα ραβδί, δυο πιθαμές μάκρος που στη μια μεριά είχε ένα στρογγύλεμα με χυτό μολύβι μέσα για να βαραίνει και στην άλλη μεριά τελείωνε σε βέλος αγκαθωτό. Από παλιά το είχανε οι πασάδες και σαν έφερναν μπροστά τους κανένα φταίχτη και ήθελαν οι ίδιοι να τον τιμωρήσουν, αν το φταίξιμό του ήταν μικρό, με το στρογγύλεμα από το τοπούζι του δίνανε κάμποσες στο κεφάλι, αν παλι ήταν βαρύ το κρίμα τον τρυπούσαν στην κοιλιά με το βέλος.

 

Σπάθα – Πάλα

Απ’ το αριστερό μέρος του κορμιού τους, από μεταξόπλεχτη λουρίδα, κρεμόντανε η αστραφτερή και καμπυλωτή πάλα. Η λαβή της πάντα έμοιαζε με κεφάλι άγριου δράκοντα, που πολλές φορές πολύτιμα πετράδια στόλιζαν τα μάτια του. Το θηκάρι ήταν όμορφα στολισμένο με ερπετά, λιοντάρια, αγριομερινά και η θήκη έκλεινε μοιάζοντας με ουρά δράκοντα. Σε επιδέξια χέρια ήταν από τα πιο φονικό όπλα. Με μια σπαθιά μπορούσαν να κόψουν από τον ώμο άνθρωπο στα δύο. Ξακουστή ήταν η τέχνη και η δύναμη του Γκούρα και του Νικηταρά στην πάλα.

 

Καριοφίλια

Ξακουστό ήταν το ντουφέκι του Εικοσιένα, το περίφημο καριοφίλι. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε γύρω στα 1700 και υπήρξαν πολλές εικασίες για το όνομά του. Ο Σάθας υποστήριξε ότι πήρε το όνομά του από τον κατασκευαστή του στη Βενετία Carlo Figlio (Καρόλου Υιός). Ο Βαλαωρίτης δίνει την ποιητική εξήγηση «Ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον κεχαραγμένον εν κυκλοειδή ζώνη το ομώνυμον εύοσμον φυτόν όπερ καλούμεν καρυοφίλλι». Άλλος πάλι ο Λεβίδης το μεταθέτει από την λέξη φυλλοκάρδι.

Όλα τα ντουφέκια τα λέγανε καριοφίλια, αντίθετα με εκείνα που κρατούσανε οι ταχτικοί που τους είχαν δώσει το όνομα «σολντάτοι». Όμως αν και το σύνολο των ντουφεκιών έκλεινε στο όνομα καριοφίλι, τα ξεχωρίζανε σε είδη ανάλογα με το λαμνί (κάννη), τις φωτιές, το μάκρος του και τα παφίλια που το κρατούσανε δεμένο στο κοντάκι, πέντε ως οκτώ παφίλια. Μερικά από τα είδη καριοφιλιών ήταν: Φιλύντρα, Λαζαρίνα, Μιλιώνι, Νταλιάνι, Τρικιώνι, Αρμούτι,Γκιζαήρ, Σισανές, Ντάντσικα, Σαρμάς, Σαρμά-Σισανές, Χαρέ Σαρμά, Παπά Καριοφίλι, Ψαλιδιάς, Σαντέ, Μαντζάρι κ.ά.

Το καριοφίλι ήταν από τα αγαπημένα όπλα των αγωνιστών που τα βάφτιζαν και με ξεχωριστό όνομα. Ο Θανάσης Διάκος το έλεγε «παπαδιά», ο Καραϊσκάκης «Βασιλική», ο Δημ. Μακρής «Λιάρο» κλπ. Χαρακτηριστική ήταν και η παροιμία «γυναίκα, ντουφέκι και άλογο δεν δανείζεται».

 

Ο Οπλισμός των Ελλήνων κατά την επανάσταση

Η σύνδεση του Έλληνα με τα όπλα έχει βαθιές ρίζες, όπως έχει επισημανθεί. Από τους προεπαναστατικούς χρόνους, αρχές του 19ου αιώνα, τα όπλα της ηπειρωτικής Ελλάδας προέρχονταν κυρίως από την Ανατολή. Αντίθετα οι νησιώτες προμηθεύονταν όπλα, τρομπάνια και πιστόλες από την αγορά της Ευρώπης και συγκεκριμένα από τη Μασσαλία, Ιταλία, Αγγλία και Ισπανία. Την προεπαναστατική περίοδο υπάρχει ποικιλία οπλισμού.

Το κυρίαρχο όπλο όμως που δεσπόζει στον ελλαδικό χώρο και κράτησε στα χέρια του ο Έλληνας μέχρι την απελευθέρωσή του ήταν το «καριοφίλι». Η ονομασία του προέρχεται κατά μία εκδοχή από το φυτό καρυόφυλλον που σκαλιζόταν στη μια πλευρά της κάνης. Άλλη εκδοχή είναι το οπλοποιείο της Βενετίας Carlo e figli (Καρόλου και υιών), όπου κατασκευάζονταν πολλά καριοφίλια και ίσως να είναι η πιθανότερη.

Το καριοφίλι ήταν όπλο εμπροσθογεμές, λειόκανο και λειτουργούσε με μηχανισμό πυρόλιθο (τσακμακόπετρα). Το μήκος του ήταν μεταξύ 1,20 και 1,70 με ιδιόμορφο κοντάκι. Η μακριά κάνη επέτρεπε αρκετό βεληνεκές, αλλά για ευστοχία το όπλο έπρεπε να στηρίζεται. Το καριοφίλι ήταν βαρύ και δύσχρηστο όπλο, ο δε μηχανισμός του πυρόλιθου πολλές φορές δεν πυροδοτούσε εξαιτίας κυρίως των καιρικών συνθηκών. Τα παλαιότερα καριοφίλια τοποθετούνται χρονικά περίπου το 1750 και οι μηχανισμοί πυροδοτήσεώς τους προέρχονταν κυρίως από την Ιταλία.

Εκτός από το καριοφίλι οι κλέφτες και αρματολοί έφεραν επιπρόσθετα οπλισμό 1 ή 2 πιστόλες και επιπλέον μαχαίρα, γιαταγάνι (χαντζάρα) και πάλα (σπάθα). Οι πιστόλες ήταν επίσης βραχύκανα, λειόκανα όπλα με μηχανισμό πυρόλιθου και ανάλογα με την προέλευσή τους, διακρίνονται σε ευρωπαϊκές, ανατολίτικες ή αρβανίτικες. Εφέροντο στη ζώνη, «σελάχι», του πολεμιστή σε διαμορφωμένες θήκες. Το γιαταγάνι ήταν ελαφρά κυρτή σπάθα με λαβή χούφτας απλή.

Η πάλα ήταν πολύ κυρτή σπάθα με σταυροειδή λαβή, το κυρίως επιθετικό όπλο στις μάχες σώμα με σώμα (γιουρούσια) και εφέρετο από τους αγωνιστές στη μέση τους ή στην ωμοπλάτη περασμένη με κορδόνια. Πολλές φορές τα γιαταγάνια και οι πάλες καθώς και οι θήκες τους ήταν περίτεχνα διακοσμημένες με ασήμι ή χρυσό. Τα όπλα συμπλήρωναν οι παλάσκες, θήκες που είχαν τα πυρομαχικά (βόλια) καθώς και διάφορα άλλα εξαρτήματα.

Τα παραπάνω όπλα, που έμοιαζαν μεταξύ τους αλλά δεν είχαν ενιαίο τύπο, χρησιμοποιήθηκαν από τα τακτικά σώματα, μέχρις όταν άρχισε η σταδιακή αντικατάστασή τους κατά τη διάρκεια του αγώνα από Ευρωπαϊκά τυφέκια. Πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο στην προεπαναστατική περίοδο όσο και κατά την επανάσταση, είχαν αναπτυχθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα βιοτεχνίες και εργαστήρια παραγωγής όπλων με εισαγωγές μηχανισμών από την Ιταλία αλλά και άλλες Ευρωπαικές χώρες.

Τροφοδότης των όπλων της επανάστασης με πυρομαχικά ήταν κυρίως οι μπαρουτόμυλοι των Αφών Σπηλιοτόπουυ στη Δημητσάνα, που ήταν ουσιαστικά η έδρα της πρώτης Ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας. Ανακεφαλαιώνοντας, ο οπλισμός των ατάκτων, ημιατάκτων αλλά και των τακτικών στρατευμάτων σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης, αποτελούνταν αρχικά από καριοφίλια και πιστόλες που προέρχονταν από Τούρκους και Βαλκάνιους οπλοπουργούς και βιοτεχνίες, ενώ κάποιοι αγωνιστές έφεραν και Ευρωπαϊκά όπλα.

Σταδιακά όμως το σκηνικό αυτό άλλαξε όταν άρχισαν να φθάνουν φορτία Ευρωπαϊκών όπλων από τα φιλελληνικά κομιτάτα (επιτροπές) που είχαν ιδρυθεί στις χώρες της Ευρώπης και εργάζονταν για την ενίσχυση της επανάστασης, καθώς και από τα λάφυρα που κυρίευσαν οι επαναστατημένοι Έλληνες από τον Τουρκικό στρατό, ο οποίος είχε τα ίδια όπλα που έχουμε ήδη αναφέρει. Τέλος, ο πρώτος τακτικός στρατός της επανάστασης χρησιμοποίησε το τυφέκιο με λόγχη τύπου CHARLEVILLE, Γαλλικής προελεύσεως, μοντέλο 1777, εμπροσθογεμές, με μηχανισμό πυρόλιθου και διαμέτρημα 17,53 χιλιοστά.

Επίσης άρχισε να λειτουργεί από το Σεπτέμβριο του 1825 στο Ναύπλιο εργοστάσιο επισκευής τυφεκίων και πυροβόλων και κατασκευής πυρομαχικών και βλημάτων πυροβολικό που υπό τη διοίκηση του Γάλλου συνταγματάρχη Αρνώ, ο οποίος έφερε από τη Γαλλία τα αναγκαία μηχανήματα και επιτελείο πυροτεχνουργών.

 

Αναλυτική Περιγραφή και Σημασία των Όπλων

Οι αγωνιστές εκείνων των χρόνων θεωρούσαν αναπόσπαστο μέρος της ενδυμασίας τους «τα άρματά τους», όπως έλεγαν τα όπλα τους. Ήταν η τιμή τους και η αντρεοσύνη τους, τα κοσμήματά τους και η περηφάνια τους. Όταν μάλιστα ήταν λάφυρα που αποκτήθηκαν στη μάχη από το χέρι του νεκρού εχθρού, τότε ο ιδιοκτήτης τους είχε επιφανέστερη θέση. Τα όπλα τους τα θεωρούσαν ιερά όπως και τις άγιες εικόνες. Τα είχαν σαν παιδιά τους και ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη τους που τα βάπτιζαν όπως και τα παιδιά τους. Ο Καραισκάκης το καριοφίλι του το έλεγε «Βασιλική», ο Θανάσης Διάκος «Παπαδιά», ο Δημήτρης Μακρής «Λιάρο», ο Γρίβας «Μαυρίκιο», ο Οδυσσέας Ανδρούτσος «Ματζάρι».

Τα καριοφίλια της επανάστασης είχαν επίσης διάφορα ονόματα που προέρχονταν από την τεχνοτροπία ή τον τόπο κατασκευής τους. Μερικά από αυτά ήταν: «Λαζαρίνα», «Μιλιώνη», «Τρικών», «Αρμούτι», «Γκιζαήρ», «Νταλιάνι» (από το Ιταλιάνοι), «Σισανές», «Σαρμάς», «Χαρέ Σαρμάς», «Μουτσονίγος», «Βενετσιάνος», «Ψαλιδιάς», «Σαντέ», «Ντάνσικα», «Φιλύντρα» (ήταν το όπλο που είχε επισκευαστεί) κ.λ.π. Στα τραγούδια τους έχουν διασωθεί τα παραπάνω είδη των τουφεκιών τους: «Νταλιάνι μου στον πόλεμο και αρμούτι στο σημάδι και καριοφίλι στη φωνή σαν άξιο παλικάρι».

Στο Σελάχι τους (ζώνη), σε θήκες είχαν τις πιστόλες, συνήθως με κεντήματα και ασήμια, τόσο στο «λαμνί» (κάνη) όσο και στα «παφίλια» (συνδετικοί κρίκοι) και στωη λαβή. Στην έξω θήκη του σελαχιού είχαν το «χαρμπί» που χρησιμοποιούσαν για τον καθαρισμό και το γέμισμα της πιστόλας. Το «χαρμπί», όταν έβγαινε από τη θήκη του, γινόταν φοβερό στιλέτο (δίσκελο ή μονόσκελο). Επίσης σε ξεχωριστή θέση στο σελάχι ήταν περασμένο το γιαταγάνι τους μέσα στη θήκη του, συνήθως και αυτό ασημοκεντημένο.

Το λεπίδι του κατασκευάζονταν από γερό ατσάλι και φέρονταν σε περίτεχνη θήκη. Στο αριστερό μέρος της μέσης τους από μεταξωτό ζωστάρι ή με κορδόνια από την αριστερή ωμοπλάτη κρεμόταν η γυριστή πάλα (σπάθα), της οποίας η λαβή έμοιαζε με κεφάλι δράκοντα φτιαγμένη από ξεχωριστό κόκαλο. Η θήκη της επίσης ομορφοστολισμένη με παραστάσεις και κεντήματα ήταν από ασήμι ή επίχρυση ή από μπρούντζο. Η λεπίδα της από ατσάλι ελαφρύ ήταν ο τρόμος στη μάχη.

Για τα σπαθιά των αγωνιστών αξίζει να γίνει μία μεγαλύτερη περιγραφή εφ’ όσον, αν θεωρούσαν τα άρματά τους ιερά, τα σπαθιά τους ήταν τα άγια των αγίων. Ήταν το όπλο της παλικαριάς που καταξίωνε τον αντρειωμένο στη μάχη σώμα με σώμα. Το καριοφίλι και η πιστόλα κρατούσαν τον εχθρό σε απόσταση. Τη νίκη όμως την έδινε το σπαθί και γι’ αυτό ήταν το τιμημένο όπλο της αρματωσιάς του. Οι πολεμιστές έδιναν τον όρκο τους τον ιερό πάνω στα σπαθιά τους. Ο πιο βαρύς όρκος στους Σουλιώτες ήταν «Να με κόψει το σπαθί του Μπότσαρη ή του Τζαβέλα».

Με το καροφίλι «βαρούσαν» και οι γυναίκες και τα παιδιά, αν τύχαινε, το σπαθί όμως ήθελε χέρι αντρίκειο, δυνατό και ατρόμητο. Να τι λέει το ποίημα των Κολοκοτρωναίων: «Καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε/ φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλουριά ρίχνουν στους αγίους/ και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες./ Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά, βλόγα μας και τα χέρια». Η πάλα ήταν κυρίαρχο επιθετικό όπλο στις συμπλοκές και γι’αυτό στις εικόνες των αγωνιστών που έχουμε είναι πάντα σηκωμένη, έτοιμη για κτύπημα φοβερό.

Το σχήμα της (πολύ κυρτή), της έδινε τη δυνατότητα να κάνει βαθιές τομές στο ανθρώπινο σώμα, να αποκόπτει χέρια και κεφάλια με ένα μόνο κτύπημα. Στα «γιουρούσια τους» (εφόδους), οι αγωνιστές άφηναν στα «ταμπούρια τους» τα άλλα όπλα τους και ορμούσαν στους Τούρκους ,με γυμνές τις πάλες. Οι περιγραφές για τα «γιουρούσια» είναι συγκλονιστικές και το θέαμα των άγριων επιτιθέμενων ανδρών κλόνιζε και τον πιο αντρειωμένο εχθρό.

Ξακουστή τέτοια έφοδος ήταν η έξοδος του Μεσολογγίου, το «Μεγάλο γιουρούσι» όπως το είπαν, που συγκλόνισε όλη την οικουμένη, αφού, παρότι είχαν προδοθεί οι πολιορκημένοι Έλληνες και οι Τούρκοι τους περίμεναν πανέτοιμοι, κατάφεραν να ανοίξουν δρόμο με τα σπαθιά τους και να περάσουν, «θερίζοντάς τους» όπως οι αγρότες τα χωράφια τους, που μπαίνουν με το δρεπάνι από τη μία άκρη και βγαίνουν στην άλλη.

Ξακουστοί επίσης έμειναν για την επιδεξιότητά τους στο σπαθί οι οπλαρχηγοί Νικηταράς, ο επονομαζόμενος Τουρκοφάγος ο οποίος στα Δερβενάκια άλλαξε τρεις πάλες που έσπαζαν από τα αδιάκοπα κτυπήματα μέχρι που «ξύλιασε» το χέρι του πάνω στη λαβή και δεν μπορούσε να το ανοίξει και ο Γκούρας που έπαθε το ίδιο στη μάχη στα βασιλικά.

Το γιαταγάνι ήταν και αυτό ξακουστό σπαθί αλλά κυρίως αμυντικό όπλο στα γιουρούσια, που έβγαινε από το σελάχι, όταν η πάλα έσπαζε ή έπεφτε κάτω.Τέλος από τους πολεμιστές όποιος σκότωνε τον εχθρό δικαιωματικά έπαιρνε λάφυρο το σπαθί του. Οι καπετάνιοι, όταν παρέδιδαν την αρχηγία στο πρωτοπαλίκαρο του «νταϊφά» τους, του έδιναν και το σπαθί τους. Έτσι πολλά σπαθιά έφτασαν από τα χέρια παλιών ξακουστών καπεταναίων στα χέρια των νεότερων που τα τιμούσαν ως κειμήλια ιερά στον αγώνα του «21».

Τη σημασία που πρέπει να έχουν για τους νεότερους Έλληνες οι εξαρτήσεις και τα όπλα των αγωνιστών της επανάστασης του 1821, μας τη δίνει ο παρακάτω στίχος του Εθνικού μας ποιητή Κ. Παλαμά: «Δεν είναι για χαροκοπιές και για ατα πανηγύρια/ οι φουστανέλες, τα άρματα, η φέρμελη η χρυσή./ Τα άγιασε το αίμα κι η φωτιά, φέρτε λιβανιστήρια/ τάχτε τα στα κονίσματα κι ανάφτε τους κερί».

 

Το Ναυτικό της Εθνεγερσίας 

Βρισκόμαστε στις αρχές του 18ου αιώνα, εποχή κατά την οποία η άλλοτε πανίσχυρη Οθωμανική αυτοκρατορία, που η αργή παρακμή της είχε εμφανίσει προ πολλού ήδη τα πρώτα της συμπτώματα, όντας ανίκανη να εκμεταλλευθεί την “κυριαρχία της θάλασσας” και τα οφέλη της, είτε εξαιτίας των αδιάφορων, χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες σουλτάνων της, είτε λόγω της άγνοιας για τα ναυτικά πράγματα αλλά και ενός έμφυτου φόβου των Τούρκων προς το θαλασσινό στοιχείο, άφησε ουσιαστικά στους υπηκόους της -συνεπώς και στους Έλληνες ναυτικούς, εντελώς ελεύθερο το πεδίο ανάπτυξης και πλήρους σχεδόν επικυριαρχίας των εμπορικών στόλων τους όχι μόνον στην περιοχή του Αιγαίου αλλά και σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο.

Το υπαρκτό ζήτημα του διαμελισμού της μεγάλης Οθωμανικής αυτοκρατορίας είχε ήδη τεθεί οξύτερα την περίοδο εκείνη, από τις Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις της εποχής. Οι Οθωμανοί από την άλλη πλευρά, είχαν επίσης να αντιμετωπίσουν την ολοένα και αυξανόμενη δύναμη τοπικών ημιανεξάρτητων Ηγεμόνων της αυτοκρατορίας τους, που, όντας γνώστες των ικανοτήτων και της ισχύος τους, άρχιζαν να εγείρουν κυριαρχικές αξιώσεις σε εδάφη της αυτοκρατορίας τα οποία διακατείχαν.

Σοβαρή επίσης απειλή για το Οθωμανικό status quo αποτελούσε την ίδια περίοδο η Εθνική αφύπνιση των υπόδουλων στην Αυτοκρατορία λαών και ιδιαιτέρως των Ελλήνων και των Σέρβων εκφρασμένη μέσα από διάφορες τοπικές εξεγέρσεις και διεκδικήσεις. Οι αρνητικές συνέπειες όλων αυτών των ζητημάτων συντέλεσαν ώστε τον 18ο αιώνα η αυτοκρατορία του Διβανίου, αν και κάτοχος των περισσοτέρων παράλιων περιοχών της Ανατολικής Μεσογείου, να έχει ήδη χάσει τον έλεγχο της ναυτιλίας και του εμπορίου στις περιοχές αυτές.

Από την άλλη πλευρά, οι συνθήκες ζωής στη Δυτική Ευρώπη των αρχών του 18ου αιώνα και οι πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των μεγάλων Ευρωπαϊκών κρατών καθώς και ο σκληρός εμποροαποικιακός ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών αυτών, ευνόησαν ιδιαίτερα την γένεση των πρώτων Ελληνικών ναυτιλιακών επιχειρήσεων.

Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκαν αρχικά οι ναυτότοποι των Επτανήσων και της Δυτικής Ελλάδας ενώ η ναυτεμπορική δύναμη της Ανατολικής Ελλάδας, παρότι δεν θα το περίμενε κανείς, αναπτύσσεται αρκετά χρόνια αργότερα, ξεκινώντας από τα μεγάλα νησιά των μικρασιατικών παραλίων και λίγο μετά, κυρίως από τα μέσα του 18ου αιώνα και εξής, έχουμε ναυτική ανέλιξη στην Ύδρα, τις Σπέτσες, την Κάσο, τη Μύκονο και τα άλλα κυκλαδονήσια.

Στο μεταξύ, στο Ευρωπαϊκό προσκήνιο έχουμε τώρα τον πόλεμο για την διαδοχή του Αυστριακού θρόνου, τον Επταετή πόλεμο (1756-1763) και κυριότερα τη μεγάλη αστική Γαλλική Επανάσταση (1789), στις ναυτικές συμπλοκές των οποίων συμμετείχαν καταδρομικά πολλά πλοία και πληρώματα Ελληνικά, γεγονός που είχε σαν άμεση συνέπεια, την απόκτηση πολεμικής εμπειρίας των πληρωμάτων αυτών.

Από το καθεστώς της εμπόλεμης Ευρώπης φάνηκαν ανίκανοι, καθώς προαναφέραμε, να αποσπάσουν οφέλη οι Οθωμανοί, οι οποίοι αντίθετα, με την παραχώρηση πλήθους εμπορικών προνομίων με τη μορφή “διομολογήσεων” στους ξένους, αρχικά στους Γάλλους και λίγο μετά στους Άγγλους και τους Ολλανδούς συνετέλεσαν μακροπρόθεσμα στην πλήρη σχεδόν καταστροφή της οικονομίας της αυτοκρατορίας τους. Έτσι το αγγλικό και το ολλανδικό ναυτικό καθώς και οι ανερχόμενες ναυτικές δυνάμεις της εποχής, η Αυστρία και η Ρωσία προωθούνται τώρα σταθερά στο διεθνές προσκήνιο της εμπορικής επικαιρότητας και καθορίζουν τους νέους όρους ναυσιπλοϊας.

Οι αλλεπάλληλοι Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι από το 1768 έως το 1812, εγκαινιάζουν εν τω μεταξύ την περίοδο μιας ανοικτής Βαλκανικής και Μεσογειακής πολιτικής της Ρωσίας και επιτρέπουν στον Έλληνα έμπορο, ιδιαίτερα ευνοούμενο και από το θεσμό των Ρωσικών εμπορικών διομολογήσεων, να γίνει ακόμα πιο ανταγωνιστικός, να φθάσει στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και να συναλλάσσεται εμπορικά με τη νότια Ρωσία, την Ουκρανία αλλά και την Αίγυπτο, να εφοδιάζει με πρώτες ύλες την Κωνσταντινούπολη και να επεκτείνει τα ταξίδια του μέχρι την Αμερική.

Ο στενός εξάλλου αποκλεισμός των Ισπανογαλλικών λιμανιών από τους Άγγλους του Νέλσονα στα τέλη του 18ου-αρχές 19ου αιώνα, τον οποίο διασπούσαν συχνότατα τα ευέλικτα Ελληνικά πλοία μεταφέροντας λαθραία στους αποκλεισμένους κατά κύριο λόγο σιτηρά από τους μεγάλους σιτοβολώνες της Ν. Ρωσίας αλλά και διάφορα αγαθά όπως βαμβάκι, μαλλί, ελαιόλαδο, κρασί, καλαμπόκι, κερί κλπ, και τέλος οι αιματηροί Ναπολεόντειοι πόλεμοι που ακολούθησαν (1810-1815), δεν δημιούργησαν απλά και μόνον τις προϋποθέσεις πλούτου και συσσώρευσης κεφαλαίων εξαιτίας του εμπορικού κέρδους στους Έλληνες ναυτικούς:

Με αφορμή και απώτερο στόχο το εμπόριο, τους μετέτρεψαν στην κυριολεξία, από δειλά εμφανιζόμενους πρωτόπειρους ναύτες, σε επιτήδειους, ικανούς, εμπειροπόλεμους θαλασσινούς πολεμιστές. Τα τεράστια για την εποχή εμπορικά κέρδη άλλωστε ήσαν καταλυτικός παράγοντας στο αντιστάθμισμα των όποιων κινδύνων δημιουργούνταν στις θαλάσσιες αυτές επιχειρήσεις.

Η συνθήκη-σταθμός τέλος του Κιουτσούκ Καϊναρτζή , με την οποία έληγε ο πρώτος Ρωσοτουρκικός πόλεμος στα 1774, και η οποία παραχωρούσε πλήθος εμπορικών προνομίων στους υπηκόους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αφετέρου η έπαρση της Ραγιάδικης-Οθωμανικής σημαίας ή άλλων σημαιών “προστασίας”-ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες- σε πολλά από τα πλοία των υποδούλων, αλλά και η συνθήκη του Καβάκ-Αϊναλή (1779) που ακολούθησε ήσαν παράγοντες που στάθηκαν για όλους τους Αιγαιοπελαγίτες υπηκόους της Υψηλής Πύλης, καθοριστικά βοηθητικοί, με την άνεση της ουδετερότητας που παραχωρούσαν. Τα Ελληνικά ταξίδια γίνονται λοιπόν στο εξής μακρινότερα και ασφαλέστερα.

 

Η Σταδιακή και Πλήρης Μεταστροφή

Ο συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων λοιπόν αλλά και η συσσώρευση κεφαλαίων από την πειρατεία και τα εμπορικά κεφάλαια που προέρχονταν από τις ποικίλες εμπορικές δραστηριότητες των Ελλήνων, ήταν οι βασικοί συντελεστές στο θαύμα της ακμάζουσας Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Έτσι ακριβώς συνέβη και με την περίπτωση της κατεξοχήν ναυτικής Ύδρας, των γειτονικών Σπετσών και των ακριτικών Ψαρών τα λιμάνια των οποίων, και ιδιαίτερα της Ύδρας, αποτέλεσαν, μέχρι το τέλος σχεδόν του 18ου αιώνα, σημαντικούς διαμετακομιστικούς σταθμούς, κυρίως για το λαθρεμπόριο σιτηρών.

Μιλάμε σχεδόν ταυτόσημα και για τα τρία κατεξοχήν ναυτικά νησιά του Αιγαίου γιατί, κατά γενική, ιστορική ομολογία, αποτελούν το “δείγμα”, το “μέτρο” της ελληνικής ναυτοσύνης κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, αφού και τα τρία πρωταγωνίστησαν σε κάθε επίπεδο έχοντας τη μεγαλύτερη συμμετοχή στον θαλάσσιο επαναστατικό αγώνα.

Η άγονη Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, η Μύκονος, η Κάσος και οι άλλοι ονομαστοί ναυτότοποι του Αιγαίου δεν προσφέρονταν ούτως ή άλλως για απασχόληση των κατοίκων τους σε πολλούς επαγγελματικούς τομείς. Το ανήσυχο πνεύμα των πρώτων εποίκων τους, γεωργών, αλιέων και ποιμένων στην πλειονότητά τους, οι ανάγκες της καθημερινότητας, οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης στα άγονα και άνυδρα αυτά νησιά, μετέθεσαν αναγκαστικά εκτός του τόπου τους τα ενδιαφέροντά τους και δημιούργησαν χρόνο με το χρόνο τις προϋποθέσεις μιας ουσιαστικής και έντονης παρουσίας των νησιών αυτών στις γύρω ηπειρωτικές περιοχές.

Οι βιοπαλαιστές κάτοικοί τους ενώθηκαν σε έναν δύσκολο αγώνα κοινών στόχων. Το τέρμα και η ολοκλήρωση του αγώνα αυτού, τους έβγαλε στον πλέον φυσικό όσο και μοναδικό τρόπο διεξόδου: το μονοπάτι της θάλασσας και των πλοίων. Οι καραβοκύρηδες των νησιών αυτών, στην πορεία των χρόνων του 18ου και ιδιαίτερα του 19ου αιώνα, είχαν πράγματι τη δυνατότητα να επενδύσουν κατά τον καλύτερο τρόπο τα αποθησαυρισμένα κεφάλαιά τους στην αρτιότερη και αποδοτικότερη Ελλαδική βιομηχανική παραγωγή της εποχής: τις ναυπηγήσεις, το χτίσιμο πλοίων.

Η συστηματική επικοινωνία των νησιωτών του Αιγαίου με γειτονικά πλούσια παραγωγικά και εμπορικά κέντρα, άρχισε δειλά, περί τα μέσα του 17ου αιώνα, με τα πρώτα υποτυπώδη ιστιοφόρα τους σκαριά, τα τρεχαντήρια. Οι Σπέτσες και η Ύδρα επωφελήθηκαν άμεσα από την εμποροπαραγωγική κατάσταση στη γειτονική Πελοπόννησο τα δε Ψαρά εκμεταλλεύτηκαν τις ευκαιρίες που τους παραχωρούσε η γειτνίαση με δύο μεγάλα και πλούσια παραγωγικά κέντρα, τη Χίο και τη Σμύρνη.

Εν τω μεταξύ η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Ενετίας μετά από σκληρή μακροχρόνια πάλη με τους Οθωμανούς θα χάσει οριστικά την Κρήτη και την Κύπρο ενώ σ’αυτούς, καθώς προαναφέρθηκε, θα υποταχθεί στα 1718, επί Σουλτάνου Αχμέτ του Γ’, και η Πελοπόννησος κέντρα παραγωγικά όλα των οποίων η εμπορική και οικονομική δραστηριότητα κλονίζονται σημαντικά. Είναι η ώρα “των νησιωτών γειτόνων”.

Τα πρώτα δειλά βήματα στην Ελληνική ναυσιπλοϊα ξεκίνησαν στις αρχές του 18ου αιώνα. Ο πρώτος που δίδαξε, στην Ύδρα τουλάχιστον, εμπειρικά την ναυπηγική τέχνη μεγάλων- για την εποχή εκείνη- πλοίων, ήταν ο Υδραίος Σακελλάριος, ο οποίος κατασκεύασε το πρώτο “πάντη ασύμμετρον και άσχημον πλοίον…” με τη βοήθεια τριών μόνον εργαλείων: “του τρυπάνου του πελέκεως και του πρίονα…”. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αρχικοί πλόες των Ελλήνων ναυτικών γίνονταν με μόνο οδηγό τον πολικό αστέρα, χωρίς πυξίδα, χάρτες, δρομόμετρα και άλλα ναυτικά όργανα.

Συνάμα δημιουργείται έντονη η ανάγκη πραγματοποίησης συχνότερων και μακρινότερων πλόων ανά το Αιγαίο. Έτσι, ήδη από το 1716, στα καρνάγια των νησιών σκαρώνονταν νέοι τύποι σκαφών, τα σαχτούρια, μικρά δηλαδή πλοία με σταυρώσεις, χωρητικότητας 15-20 τόνων, για τις ανάγκες του κλειστού, παράκτιου εμπορίου και αργότερα τα ακόμη μεγαλύτερα Λατινάδικα, σκάφη 40-50 τόνων, με τα οποία οι νησιώτες φτάνουν μέχρι τη Χίο, τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη.

Από το 1745 και εξής δε, χρονιά κατά την οποία ο Λάζαρος Κοκκίνης ναυπήγησε στην Ύδρα το πρώτο μεγάλο Λατινάδικο σκαρί, χωρητικότητας 116 τόνων, οι εμπορικοί πλόες επεκτείνονται, με ακόμη μεγαλύτερα ναυπηγήματα, στην άγνωστη μέχρι τότε Αλεξάνδρεια, στη γειτονική Ιταλία αλλά και σε όλα τα παράλια της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Την ίδια περίοδο οι νησιώτες του Αιγαίου, ναυπηγούν νέο τύπο μεγάλου σκαριού, την καραβοσαΐτα ή σαϊτιά.

Οι καραβοκύρηδες κάθε φορά που γύριζαν από Τεργέστη και αλλού φορτωμένοι με “όλα τα καλά” και νέες ιδέες και σχέδια, κουβαλούσαν και νέα εργαλεία: χάρακες, κομπάσα, σκαρπέλα μεγάλα, λίμες βαριές και τανάλιες γιγάντιες και ξυλοσφύρια και συρματόσχοινα και ό,τι άλλο πιο τέλειο της εποχής. Ειδικότερα ο Υδραίος Μιχαήλ Κριεζής, ο επονομαζόμενος και Μουρσελάς, που έφτασε με τα ταξίδια του μέχρι την Τεργέστη και τη Βενετία, προμηθεύθηκε από εκεί ναυτικούς χάρτες, πυξίδες και άλλα ναυτικά όργανα, έμαθε να τα χρησιμοποιεί και έγινε ο πρώτος “δάσκαλος” της ναυτικής τέχνης στους συμπολίτες του. Η ανοδική ναυτεμπορική πορεία είχε ήδη ξεκινήσει.

Στο μεταξύ οι πολεμικές συγκρούσεις ιδιαίτερα του πρώτου και δεύτερου Ρωσοτουρκικού πολέμου με τη συμμετοχή των Ελληνικών πληρωμάτων στα περίφημα Ορλωφικά στα 1770,- εξαιρέσει μόνoν των Υδραίων που για λόγους πολιτικής τακτικής και για το φόβο των αντιποίνων απέφυγαν τη φανερή εμπλοκή στις αιματηρές αυτές συγκρούσεις – έδωσαν, τρόπον τινά στους υπόδουλους, το έναυσμα μιας πολεμικής, “επαγγελματικής” πλέον ενασχόλησης με τη θάλασσα.

Η θαυμαστή εξάλλου δράση του θαλασσινού κουρσάρου Λάμπρου Κατσώνη στα 1787, στου οποίου τα πλοία υπηρέτησαν κατά καιρούς οι καλύτεροι Έλληνες ναυτικοί της εποχής, συνέχισαν ανοδικά την Ελληνική πολεμική ναυτική πορεία. Με όλα αυτά λοιπόν και με την είσοδο στον 19ο αιώνα, γύρω στα 1800, οι Έλληνες θα φθάσουν με τα νεόκτιστα σκαριά τους μέχρι και αυτή την Αμερική, όπου, καθώς μαρτυρείται, έφθασε πρώτος μετά από θαλασσοπορία 40 ημερών ο Υδραίος πλοίαρχος Δημήτριος Χριστοφίλου και μάλιστα χωρίς τη βοήθεια πρωρέα (πιλότου,) μεταφέροντας εμπορεύματα από Βαρκελώνη στο Μοντεβίδεο.

Τέτοια μάλιστα ήταν η δύναμη και η δράση του Ελληνικού και ιδιαίτερα του Υδραίικου εμπορικού στόλου ώστε να προξενήσει την έντονη ανησυχία των Ευρωπαίων ανταγωνιστών και ιδιαίτερα των Γάλλων. Πολύ χαρακτηριστικά είναι τα αναφερόμενα από τον Γάλλο πρόξενο της Θεσσαλονίκης Felix de Beaujour στο σχετικό χρονικό του, με τα οποία χαρακτηρίζει τους Υδραίους νέους ανταγωνιστές των Γάλλων στο εμπόριο της Ανατολής και θεωρεί ότι παρόλο που δεν εμπνέουν διόλου εμπιστοσύνη και είναι τυχοδιώκτες στα ταξίδια τους θα μπορούσαν να αποδειχθούν χρήσιμοι για τον εφοδιασμό των Γάλλων σε περίοδο πολέμου.

Στην έσχατη δε περίπτωση που οι Έλληνες και ιδιαίτερα οι Υδραίοι θα αποδεικνύονταν πολύ ενοχλητικοί ο Beaujour είχε έτοιμη μια πολύ “αποτελεσματική” λύση : “μπορούμε να εξαπολύσουμε εναντίον τους του Μαλτέζους πειρατές” έγραφε, αποκαλύπτοντας πέρα για πέρα τα δόλια μέσα που μετέρχονταν οι Δυτικοευρωπαίοι ανταγωνιστές, προκειμένου να εξουδετερώσουν τους “επικίνδυνους” Έλληνες ναυτεμπόρους.

Για τις γειτονικές Σπέτσες τα υπερπόντια ταξίδια ξεκίνησαν στα 1792 με το πλοίο του Βασίλη Μαλοκίνη που πρώτος κατέπλευσε στη Λισαβόνα, ενώ η “Πλειάς” το καράβι του Χατζηανάργυρου φτάνει στα 1798 στο Κάδιξ της Ισπανίας. Το παράδειγμά του ακολούθησαν οι Γκίκας Μπότασης, Θεοδωράκης Μέξης και πολλοί άλλοι Σπετσιώτες, ενώ από το 1803 και εξής οι Σπετσιώτες καραβοκύρηδες κατακτούν εμπορικά τη Μαύρη Θάλασσα και τα λιμάνια της.

Στα ακριτικά Ψαρά ο Ιωάννης Βαρβάκης, μετέπειτα μέγας εθνικός ευεργέτης, θα είναι από τους πρώτους που θα εκπλεύσει για μακρινά ταξίδια με τη Φριγαδέλα του, μπρίκι 400 τόνων, φθάνοντας στα τέλη του 18ου αιώνα στο Λιβόρνο, στην Κωνσταντινούπολη, και κατακτώντας τη Μαύρη Θάλασσα Το παράδειγμά του θα ακολουθήσουν πολλοί συντοπίτες του Ψαριανοί, ο Μαρκής Μηλαϊτης, οι αδελφοί Μαμούνη, οι Γιαννήτσηδες κ.ά. Ψαριανοί, που θα μεταβληθούν σύντομα σε διακεκριμένους ναυτεμπόρους.

Στις περισσότερες Ελληνικές ναυτικές κοινότητες, οι κίνδυνοι της θάλασσας, τα λεγόμενα “ρίσκα μαρίτιμα” (ναυάγια, πειρατικές επιθέσεις κλπ) αλλά και το υψηλό κόστος κατασκευής των πλοίων, επέβαλαν στους πλοιοκτήτες την συμπλοιοκτησία, τη δημιουργία ενός είδους αυτασφάλειας, ενός ιδιοκτησιακού συνεταιρισμού, του οποίου η διάρκεια ζωής ισούταν με το χρόνο ζωής του πλοίου.

Επικράτησε έτσι ο θεσμός της “σερμαγιάς”, της εισφοράς δηλαδή μετοχικού κεφαλαίου για το κτίσιμο του κάθε πλοίου από πολλούς συνεταίρους μαζί (παρτσινέβελους). Οι συμπλοιοκτήτες μπορούσαν να είναι πολλοί μέχρι και οκτώ ή και δώδεκα, κάποιες φορές. Σπάνια ιδιοκτήτης πλοίου ήταν μόνον ένας και όταν αυτό συνέβαινε- συνήθως στις πιο πλούσιες οικογένειες- (έχουμε λ.χ. πολλά παραδείγματα μονής ιδιοκτησίας στην οικογένεια των Κουντουριωτών της Ύδρας) γινόταν μόνο για λόγους προσωπικού γοήτρου.

Το δεύτερο πράγματι στάδιο μετά το κτίσιμο, η κίνηση δηλαδή και το εμπορικό ταξίδι του πλοίου γινόταν και πάλι εταιρικά με τη μέθοδο της “σερμαγιάς”, της συγκέντρωσης του απαιτούμενου δηλαδή κεφαλαίου και για το ναύλο αλλά και για το εμπόρευμα. Συνήθως το μεγαλύτερο μέρος της σερμαγιάς (περίπου το 50% και πλέον) εξασφαλιζόταν από τους ίδιους τους μεγαλομετόχους πλοιοκτήτες. Το υπόλοιπο το εξασφάλιζαν οι κάθε λογής μέτοχοι (καμπιαδόροι),οι οποίοι κατά κύριο λόγο ήταν είτε το ίδιο το πλήρωμα, είτε άνθρωποι που συνήθως ήταν συγγενείς του καπετάνιου, ή άτομα που, ανεξαρτήτως επαγγέλματος και κοινωνικής τάξης, απλώς επένδυαν τα κεφάλαιά τους σε θαλασσινές επιχειρήσεις.

Σε έγγραφο λ.χ. του 1804, ένα “Συμφωνητικό σερμαγιάς” υπογεγραμμένο τον Οκτώβρη του ιδίου έτους στην Ύδρα για το υδραίικο καράβι Santa Rosalina ιδιοκτησίας των Γεωργίου Γκιώνη, Γεωργίου Χατζηγκιώνη και Νικολάου Φώκα μεταξύ των άλλων αναφερομένων ως μετόχων αναγράφονται και οι “Ηγούμενος Διονύσιος 700 (τάλλαρα) Γαβριήλ προηγούμενος 300… Ιωάσαφ του μοναστηριού 200…” και το πιο εντυπωσιακό “…Γιώργης δούλος του Καπ’ Γεώργη 50…”, μαρτυρία δηλωτική της ευρείας αντιπροσωπευτικής συμμετοχής όλων των κοινωνικών τάξεων του νησιού στο θεσμό της μετοχοποίησης των θαλασσινών επιχειρήσεων.

Μετά το ταξίδι γινόταν, πάντοτε σχεδόν με αυστηρή τυπικότητα, η εκκαθάριση των οικονομικών και η πραγματική ή λογιστική απόδοση των κερδών στους δικαιούχους, ενώ εξέπνεε και η ισχύς της εταιρείας. Το πλοίο, ή μάλλον το πλοίο-έμπορος για το οποίο πρέπει κατά κανόνα να μιλάμε όταν αναφερόμαστε στη συγκεκριμένη περίοδο, αφού ναυτιλία και εμπόριο ήταν δύο έννοιες απόλυτα συνυφασμένες και αλληλοεξαρτώμενες, κατασκευαζόταν κατά κανόνα, καθώς προαναφέραμε, σε καλά οργανωμένα τοπικά ναυπηγεία, στα μεγάλα ιδίως νησιά.

Αρκετές όμως ήσαν και οι ναυπηγήσεις μεγάλων πλοίων της Ύδρας λ.χ. ή των Σπετσών σε μέρη γειτονικά στα νησιά αυτά ή σε παράλιες τοποθεσίες της Πελοποννήσου (Σοφικό κ.α.) που πρόσφεραν άφθονη ναυπηγική ξυλεία καθώς επίσης και σε μεγάλα Ευρωπαϊκά καρνάγια, κυρίως της γειτονικής Ιταλίας, (Γένοβα, Φιούμε, Λιβόρνο, κλπ) υπό την επίβλεψη, κατά προτίμηση, ειδικά αποσταλμένων Ελλήνων αρχιναυπηγών και “μαϊστόρων” που συχνά μετακινούνταν για τέτοιου είδους ανάγκες.

Και για να μιλήσουμε για την Ύδρα, μέσα πάντοτε από την αφθονία των αρχειακών μαρτυριών που μας διοχετεύει το αξιόλογο αρχείο της, ήδη από το 1787 έχουμε τη μαρτυρία κατασκευής στο Φιούμε της Ιταλίας ενός από τα πρώτα Ελληνικά μπρίκια, παραγγελία του Κυριάκου Μπρούσκου ή Πεσλήκη, παραγγελία δηλωτική εκτός των άλλων και της οικονομικής ευμάρειας της Υδραϊκής κοινωνίας των χρόνων εκείνων.

Χαρακτηριστική εξάλλου θα είναι η ανταγωνιστική διάθεση μεταξύ των ίδιων των συντοπιτών νησιωτών, για το ποιος δηλαδή θα κατασκεύαζε το μεγαλύτερο και πλουσιότερο πλοίο. Αναφέρουμε το χαρακτηριστικό παράδειγμα του Υδραίικου πλοίου Ίρις, μιας κορβέτας 600 τόνων ιδιοκτησίας του Δημητρίου Σαχίνη της οποίας η ναυπήγηση γνωρίζουμε βάσει αρχειακών τεκμηρίων ότι εστοίχισε 70.000 δίστηλα Ισπανικά τάληρα, ποσόν υπέρογκο για την εποχή.

Εξάλλου και ο ίδιος ο Ανδρέας Μιαούλης δαπάνησε στα 1802 το ποσόν των 45.000 Ισπανικών δίστηλων για την κατασκευή σε καρνάγιο της Βενετίας του πλοίου του Αχιλλεύς, 480 τόνων, η πολυτελέστατη πλοιαρχική κάμαρη του οποίου έμεινε περιώνυμη για τη χλιδή της. Επενδεδυμένη ολόκληρη με ξύλο μαόν, με βελούδινα έπιπλα, ανάκλιντρα, καθρέφτες, πανάκριβα ανατολίτικα χαλιά και εξαίρετα ασημικά σκεύη, στοίχισε- μόνον αυτή- περί τα 5.000 ασημένια Ισπανικά δίστηλα, ποσόν επίσης εξαιρετικά υπερβολικό.

Η ναυπηγική τέχνη στους Ελληνικούς ναυτότοπους της εποχής , αρχικά ακολούθησε την τοπική παράδοση. Πολλές φορές ο ίδιος ο ιδιοκτήτης ήταν και ο ναυπηγός του πλοίου του: γνωστές λ.χ. ήσαν οι ναυπηγικές επιδόσεις της οικογένειας Τομπάζη στην Ύδρα. Καθώς όμως, οι πρωτομάστορες ναυπηγοί μετακινούνταν συχνά, η ευρηματικότητα και η ευστροφία τους πλουτίστηκε αργά μεν αλλά σταθερά με την “μετάγγιση” νέων στοιχείων, τη γνώση νέων υλικών και εξελιγμένων μεθόδων δυτικοευρωπαϊκής ναυπηγικής .Τα πλοία που ναυπηγούνταν σε ελληνικά καρνάγια άρχισαν έτσι να γίνονται ανταγωνιστικά σε μέγεθος, ποιότητα και επιδόσεις.

Ξυλεία, τον λεγόμενο “κερεστέ” οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες προμηθεύονταν για τα πλοία τους από την Εύβοια, τον Ταϋγετο, την Καραμανία, την Ολυμπία και το Κρανίδι. Η ξυλεία για τους ιστούς μεταφερόταν συνήθως από τον Παρνασσό ενώ τα πανιά συνήθως τα ύφαιναν και τα έραβαν αφιλοκερδώς στα σπίτια τους οι γυναίκες των ναυτών. Για την ολοκλήρωση της κατασκευής ενός μέσης χωρητικότητας Ελληνικού πλοίου γνωρίζουμε ότι χρειαζόταν περίπου ένα ποσόν της τάξεως των 120.000 γροσσίων, ενώ κατά την περίοδο 1801-1815 έχουμε τη μαρτυρία ότι κατασκευάζονταν ετησίως στα ναυπηγεία του νησιού της Ύδρας περί τα 6-7 καράβια.

Η Κοινότητα της Ύδρας μάλιστα είχε ψηφίσει ειδικό νόμο στις 27 Δεκεμβρίου του 1819 που κατοχύρωνε τους καραβομαραγκούς της και τους προστάτευε επαγγελματικά . Σύμφωνα με αυτόν επιστάτης και εργοδηγός των ναυπηγήσεων στα διάφορα συνάφια, ήταν ο αρχιξυλουργός (μπας-μαραγκός) και ο αρχικαλαφάτης(μπας-μπουχουρτζήμπασης). Οι δύο αυτοί επόπτευαν πλήθος μαστόρων, “μαϊστόρων” ή “καλφάδων” και μαθητών.

Η ναυπηγική άλλωστε , μία από τις σημαντικότερες εκφράσεις του τεχνικού πολιτισμού της ανατολικής Μεσογείου, αποτέλεσε με την πάροδο του χρόνου μια τεχνική υψηλού επιπέδου για τα Ελληνικά δεδομένα της εποχής και διδασκόταν συστηματικά. Υπήρχαν μάλιστα για τους μαθητευόμενους ναυπηγούς και ειδικά κατατοπιστικά εγχειρίδια. Η ζωή στο καράβι ήταν απλή, λιτοδίαιτη, ιεραρχημένη. Κέντρο και αδιαμφισβήτητη αρχή του καραβιού ο καπετάνιος ή “ρεϊζης”.

“Ψυχή και μάνα” ωστόσο του καραβιού ήταν ο λοστρόμος ή “ναύβλερος” ή “ναύκλερος”,ο β’ τη τάξει αξιωματικός, ένα είδος γενικού επόπτη των εργασιών πάνω στο πλοίο και αντικαταστάτης του καπετάνιου στην απουσία του. Ακολουθούσε ιεραρχικά ο μορφωμένος του καραβιού, ο γραμματικός ή “σκριβάνος”, υπεύθυνος για κάθε τι που είχε σχέση με τα επίσημα χαρτιά του πλοίου. Και τέλος ο τροφοδότης ή “ντεσπετζέρος” αρμόδιος για ό,τι είχε σχέση με την τροφοδοσία, την τροφιμαποθήκη και γενικά το νοικοκύρεμα πάνω στο πλοίο.

Το πλήρωμα τέλος, το “τσούρμο” (ή “τζούρμο”, ή “εκουϊπάγι” ή και “ταϊφάς”), αποτελείτο από τους ναύτες, τους “μαρινάρους”, ή γεμιτζήδες ή νταϊφάδες ή συντροφοναύτες” όπως λέγονταν, και που ασχολούνταν γενικώς με τα ιστία. Την ομάδα συμπλήρωναν οι “κολαούζοι” ή “κολαούζηδες” ηλικιωμένοι ναυτικοί, γνώστες των νερών και των δυσκολιών στα λιμάνια, που συμβούλευαν κατά τον πλού τον καπετάνιο. Σε πολλά πλοία τα οποία ισάριζαν ξένη σημαία προστασίας, υπήρχε κατά τη γενικότερη συνήθεια και ο “καπετάνιος της παντιέρας”, συνήθως Άγγλος ή Μαλτέζος υπήκοος.

Υπήρχε τέλος και ένας αριθμός πρωτόμπαρκων νέων μέχρι 16 χρονών, συνήθως συγγενών του πληρώματος, των “τζόβενων” ή “μούτσων”, όπως αναφέρονται, που ήταν επιφορτισμένοι με την καθαριότητα του πλοίου και με όλες τις βοηθητικές δουλειές πάνω στο πλοίο. Η σύνθεση του πληρώματος γινόταν ανάλογα με τη χωρητικότητα του πλοίου και τον αριθμό των κανονιών του αλλά και του ταξιδιού που θα εκτελούσε. Έτσι πλοίο εξοπλισμένο με 8 κανόνια είχε συνήθως πλήρωμα περί τα 35 άτομα, ενώ πλοίο με 20 κανόνια είχε πλήρωμα περί τους 70.

Τα Ελληνικά πληρώματα έμειναν ονομαστά για, την επιδεξιότητά τους στο χειρισμό των ιστίων, την συνεχή τους εγρήγορση, τον καλογυμνασμένο, λιτοδίαιτο και ακούραστο χαρακτήρα τους. Η Ελληνική ναυτεμπορική δραστηριότητα παρουσίασε σταθερή ανοδική πορεία μέχρι περίπου το 1813: είναι τα χρόνια που ο Ελληνικός-στο σύνολό του- εμπορικός στόλος, αποτελούσε τον βασικό παράγοντα στη διαμόρφωση όχι μόνον της οικονομικής αλλά και της κοινωνικής Ελληνικής πραγματικότητας.

Τα αρχεία της Ύδρας μαρτυρούν αναμφίβολα ότι τον “χρυσούν αιώνα” για την Ελληνική εν γένει εμπορική ναυτιλία αποτέλεσε η πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα (1800-1810). Η προοδευτική κάμψη της Ελληνικής ναυτικής ακμής, άρχισε αμέσως μετά. Η ζωηρή δράση του Ελληνικού εμπορικού στόλου είχε ήδη αυξηθεί σε επίπεδα δραματικά επικίνδυνα για τα συμφέροντα των μεγάλων Ευρωπαϊκών χωρών. Έπρεπε επομένως να σταματήσει ή έστω να καμφθεί με κάθε τρόπο η ανοδική αυτή Ελληνική πορεία ώστε να μην εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου σε μη αντιμετωπίσιμη, για τους δυτικοευρωπαίους, ανταγωνιστική δύναμη.

Οι συνθήκες για τα Ελληνικά πράγματα επιδεινώθηκαν ακόμα περισσότερο, ιδιαίτερα στα χρόνια μεταξύ 1815-1818,όταν ξεκίνησε η αποκατάσταση της ειρήνης στην Ευρώπη και το εμπόριο ξαναπέρασε στα χέρια των Ευρωπαίων ανταγωνιστών και ιδιαίτερα των Άγγλων. Η εμπορική αυτή κάμψη οφειλόταν κυρίως στην ανακοπή της υψηλής ζήτησης αγροτικών προϊόντων από τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη και, κατά ένα μέρος, στην πτώση των τιμών των σιτηρών.

Αδιάψευστη απόδειξή αυτής της επιζήμιας, για τα Ελληνικά πράγματα, αλλαγής, αποτελεί η τεράστια μείωση των κερδών των Υδραίικων πλοίων τα οποία ενώ κατά την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα υπερέβαιναν πολλές φορές το 100% έφθασαν στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης στο κατώτατο όριο του 18% και 13% ή ακόμα και σε ταξίδια με παθητικό. Και ενώ αυτά συμβαίνουν στο διεθνές εμπορικό προσκήνιο τα πράγματα και οι συγκυρίες στην Ελλάδα όδευαν ολοταχώς προς την Επανάσταση.

Πώς ο απλός ναύτης της κουβέρτας του σιτοκάραβου μεταμορφώθηκε τελικά στον ατρόμητο ναυτίλο του 21; Υπάρχει σαφής και στοιχειοθετημένη απάντηση στο ερώτημα! Η ιδιαίτερη επιτηδειότητα και οι εξαιρετικές ικανότητες που απόκτησαν οι Έλληνες ναυτικοί της εποχής σε θέματα πολεμικής τακτικής, ήταν αποτέλεσμα δύο κυρίως παραγόντων. Πρώτος -και κυριότερος- υπήρξε αναμφίβολα η ενδημική την εποχή εκείνη στη Μεσόγειο πειρατεία: η φοβερή δράση των πειρατών που λυμαίνονταν τότε τις Μεσογειακές θάλασσες, συγκρουόμενοι σε πολλές περιπτώσεις με πληρώματα Ελληνικών εμπορικών σιτοκάραβων.

Αποτέλεσε πραγματική μάστιγα για τα νησιά και τους Ελληνικούς νησιωτικούς πληθυσμούς, οι οποίοι ζούσαν έχοντας προσαρμόσει ανάλογα τον τρόπο ζωής τους, ακόμη και το χαρακτήρα τους και τον τρόπο συμπεριφοράς τους και βίωναν καθημερινά το φόβο μιας πειρατικής αιχμαλωσίας στα Αλγερίνικα κάτεργα, όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πραγματικά άθλιες, ή -στην καλύτερη περίπτωση- της αιχμαλωσίας σε κάποιο πειρατικό ιστιοφόρο, Χριστιανών πειρατών της Δύσης.

Οι διεθνείς συγκυρίες εξάλλου, δημιουργούσαν στους καραβοκύρηδες του Αιγαίου την ανάγκη απόκτησης συνεχώς μεγαλύτερων πλοίων, πλήρως εξοπλισμένων και ετοιμοπόλεμων (αρμαμέντα), με τα οποία, όχι λίγες φορές, επιδίδονταν σε πραγματικές ναυμαχίες εναντίον πλοίων εχθρικών, κυρίως αλγερίνων και τυνησίων πειρατών.

Σε άλλες περιπτώσεις βασική αιτία δημιουργίας ενός έμπειρου, ετοιμοπόλεμου στόλου αποτέλεσε η δράση των ίδιων των νησιωτών ως καταδρομέων ή πειρατών που δρούσαν με διάφορες σημαίες για λoγαριασμό ξένης δύναμης, εφοδιασμένοι μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις από ηγεμόνες των Ευρωπαϊκών κρατών με τα λεγόμενα “ρύσια γράμματα” (lettres de marque) ή, αργότερα, με τα ειδικά “διπλώματα καταδρομής”.

Είναι γνωστή, για παράδειγμα, η συμμετοχή Υδραίικων πληρωμάτων στους πειρατικούς στόλους των ιπποτών του Τάγματος του Αγίου Ιωάννου, ιδιαίτερα όταν οι τελευταίοι μετά το 1530 εγκαταστάθηκαν στη Μάλτα και επιδίδονταν σε φοβερές καταδρομές, έχοντας αυτήν ως ορμητήριο. Τα πειρατικά κούρσα του 18ου αιώνα, αποτελούσαν έτσι κι αλλιώς ένα θεμιτό – για τα δεδομένα της εποχής – τρόπο απόκτησης εμπορικών κεφαλαίων, ιδίως όταν οι καιροί για το Ελληνικό εμπόριο ήταν χαλεποί.

Η συμμετοχή λοιπόν σ’αυτά των Ελληνικών πλοίων και των πληρωμάτων τους, εκτός των προσποριζόμενων κερδών, μετέδιδε καθώς ήταν φυσικό, χρόνο με το χρόνο, και τα μυστικά της πολεμικής τέχνης στους απλούς Έλληνες ναύτες. Εκείνο που θα πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό, είναι το γεγονός ότι οι Έλληνες όταν μεταμορφώνονταν σε πειρατές και καταδρομείς, απέφευγαν στο μέτρο του δυνατού, την ανάμειξή τους σε θέματα δουλεμπορίας, την οποία δημιουργούσε η έξη της αρπαγής και στη συνέχεια πώλησης ανδρών και γυναικόπαιδων στα σκλαβοπάζαρα της Αφρικής και της Ασίας.

Σχετικά με τον σημαντικό αυτό παράγοντα της Ελληνικής εξάσκησης στη ναυτοσύνη, τη συμμετοχή στα πειρατικά κούρσα δηλαδή, σας αναφέρω ότι ήδη στα 1770 ο Ενετός πρόξενος της Θεσσαλονίκης De la Rocca , παραπονείται ότι πλήθος κουρσάρων λυμαίνονται το Αρχιπέλαγος “..οι περισσότεροι δε εξ αυτών ήσαν Σφακιανοί, Υδραίοι και Σπετσιώται.,” όπως αναφέρει , ενώ καθώς χαρακτηριστικά αποδεικνύει σχετική μαρτυρία από το Αρχείο της Ύδρας “…οι Υδραίοι εξήλθον εις το κούρσος γενόμενοι Σούδιτοι (υπήκοοι) Εγκλέζοι με το μπαϊράκι (σημαία) της Νατσιόνας (έθνους) αυτής…”.

Φαίνεται ότι οι Άγγλοι, πρωτομάστορες του είδους, είχαν κατορθώσει μεταξύ των άλλων να εξασφαλίσουν και των Υδραίων τη συνεργασία, για να τους χρησιμοποιήσουν στον συνεχή αγώνα τους κατά των Γάλλων και του εμπορίου τους, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Επταετούς πολέμου. Οι πειρατικές μάλιστα επιχειρήσεις με συμμετοχή των Ελλήνων είχαν οργανωθεί τόσο καλά ώστε οι Άγγλοι δημιούργησαν το 1745 παροικία από Έλληνες κουρσάρους στο Πορτ Μαόν της Ισπανικής Μινόρκας που διατηρήθηκε πέρα από το 1770.

Μέχρι και Ορθόδοξη εκκλησία είχαν ιδρύσει εκεί με “Θεοσεβούμενο” εκκλησίασμα τους πειρατές και τις οικογένειές τους. Η εκκλησία αυτή λειτούργησε μέχρι το 1782. Ο δεύτερος παράγοντας που συνέτεινε στη δημιουργία ενός εξαιρετικά έμπειρου Ελληνικού ναυτικού ήταν η άγνοια των Τούρκων περί τα ναυτικά πράγματα ή ακόμη ίσως και ο έμφυτος φόβος τους για τη θάλασσα, με την οποία ποτέ δεν απόκτησαν ιδιαίτερα καλές σχέσεις και η οποία δημιουργούσε μόνιμη αβεβαιότητα και ανασφάλεια στους αρχηγούς του Οθωμανικού στόλου.

Οι Οθωμανοί ναύτες δεν ήταν παρά απλοί στρατιώτες ξηράς, χρήσιμοι-στην καλύτερη περίπτωση- για κοντινές συμπλοκές (ρεσάλτα) από πλοίου σε πλοίο. Αυτή ήταν και η αιτία που ανάγκαζε την Πύλη να καταφεύγει ετησίως σε υποχρεωτική στράτευση έμπειρων Ελλήνων ναυτών. Πράγματι η από το 1749 και εξής θεσμοθετημένη ναυτολόγηση νεαρών Ελλήνων νησιωτών στον Οθωμανικό στόλο ως μισθοφόρων, ειδικευμένων κυρίως στην εξάρτηση των ιστίων (γεμιτζήδες) είτε στην καθαυτό πολεμική τέχνη (μελλάχηδες ή σεφερλήδες) εξασφάλιζε, σ’αυτούς μεν, την προπαίδευση σε θέματα ναυτικής πολεμικής τακτικής, στο δε οθωμανικό στόλο ένα σώμα πλήρως ικανό και επανδρωμένο με αποτελεσματικό, ανθρώπινο δυναμικό.

Από το 1797 ως τις παραμονές της Επανάστασης γνωρίζουμε λ.χ. ότι η Ύδρα έδινε ετησίως στον Οθωμανικό στόλο από 100 έως 500 άνδρες ανάλογα με τις ανάγκες της αρμάδας διαθέτοντας επιπρόσθετα και τα απαιτούμενα χρηματικά ποσά για τη συντήρησή τους. Συνήθως οι κατατασσόμενοι υπηρετούσαν εκεί για ένα 6 μήνες ή ένα χρόνο εκτός κι αν ο Καπουδάν πασάς έκρινε απαραίτητη την παράταση της θητείας τους.

Η επίδοση και οι ικανότητες των ειδικότερα των Υδραίων ναυτών οι οποίοι υπηρετούσαν υποχρεωτικά στον Οθωμανικό στόλο ήταν τέτοια, ώστε ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα αρχηγός των Ελλήνων ναυτών της ναυαρχίδας ήταν πάντοτε Υδραίος (είχε τον τίτλο του μπας-ρεϊζη )ο οποίος εξουσίαζε δικαιωματικά το πρωραίο μέρος του πλοίου και “ενθρονιζόταν” με ειδική επίσημη τελετή κατά την οποία ο Καπουδάν πασάς του φορούσε το βαθυγάλαζο “καφτάνι”-σύμβολο Οθωμανικής εξουσίας. Αποτελούσε δε ο μπας- ρεϊζης ένα ισχυρό και αξιοσέβαστο πρόσωπο που εκπροσωπούσε τους Υδραίους στην Κωνσταντινούπολη και ρύθμιζε -συνήθως θετικά -πολλές υποθέσεις τους με την Πύλη.

Οι συγκυρίες, καθώς διαπιστώνουμε και στην περίπτωση αυτή, προοιώνισαν τη μεταμόρφωση των απλών αυτών ναυτεμπόρων σε έμπειρους, ετοιμοπόλεμους ναυτίλους, με διαρκή και έντονη παρουσία σε όλη την περίοδο του ναυτικού Αγώνα. Λόγω των δυσμενών εμπορικών συνθηκών που είχαν επικρατήσει για τα Ελληνικά καθώς είδαμε δεδομένα, τα πλοία στα λιμάνια των ναυτικών νησιών του Αιγαίου δεμένα και άπρακτα τα περισσότερα, είχαν εντωμεταξύ πολλαπλασιαστεί .

Οι Ελληνικές εμπορικές δραστηριότητες άλλωστε τελώντας σε κλίμακα κατιούσα, λόγω της διαμόρφωσης νέας τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη, φυσικό ήταν να συμπαρασύρουν και το ναυτικό δυναμικό στη σχεδόν κατακόρυφη πτώση τους. Δημιουργήθηκε επομένως μία ισχυρά κλυδωνιζόμενη από οικονομική άποψη αστική τάξη και μία κοινωνία ανέργων σε όλους τους Ελληνικούς ναυτότοπους, που ακούσια τα μέλη τους προσφέρονταν σαν φτηνή εργατική δύναμη.

Η επανάσταση έτσι, εκτός των ηθικών-πατριωτικών λόγων που την επέβαλαν, έγινε αναμφίβολα και μία επιβεβλημένη αναγκαιότητα, ένα είδος εκτόνωσης της επαπειλούμενης, σχεδόν ολοσχερούς, οικονομικής και κοινωνικής ανατροπής και μία ουσιαστική διέξοδος στο πρόβλημα της ανεργίας, τόσο για τους Υδραιοσπετσιώτες και του Ψαριανούς καραβοκύρηδες όσο και για τα οικονομικά εξαθλιωμένα πληρώματα που η δυστυχία των περιστάσεων τα ωθούσε σε συνεχείς ταραχές και εξεγέρσεις .

Ο πόλεμος που ακολούθησε, αποτέλεσε για τα ήδη εξαθλιωμένα και σε απόγνωση πληρώματα, έργο βιοποριστικό αφού τους έλυνε ουσιαστικά το σημαντικότερο πρόβλημα που είχε στο μεταξύ προκύψει: εκείνο της ανεργίας και της ανέχειας. Έτσι, όταν αργότερα ξέσπασε η Επανάσταση πολλά από τα μέχρι τότε εμπορικά Ελληνικά πλοία, οπλισμένα τα μεγαλύτερα από αυτά με 18-29 κανόνια τα δε μικρότερα με 4- 18 κανόνια μικρότερης βλητικής εμβέλειας, μπήκαν πανέτοιμα και ευχαρίστως στον Αγώνα.

Στα 1821 διαπιστώνουμε πράγματι ότι ο Υδραίικος στόλος είχε δυναμικότητα 186 μικρών και μεγάλων πλοίων συνολικής χωρητικότητας 27.736 τόνων, δύναμη που στην πλειονότητά της έμελλε να χρησιμοποιηθεί σαν πολεμική στους κατοπινούς αγώνες του υπόδουλου Ελληνισμού. Οι γειτονικές Σπέτσες διέθεταν ως δύναμη 64 πλοία 15.907 τόνων, τα Ψαρά 40 ή 35 πλοία και η Κάσος 15. Είναι γνωστή η προσφορά του επικεφαλής της Ελληνικής ναυτικής δύναμης Τρινήσιου στόλου στον Αγώνα. Η Επανάσταση του 1821 συνέπεσε άλλωστε με το αποκορύφωμα της εποχής των ιστιοφόρων στόλων, όπως εκείνου που διέθεταν τα τρία μεγάλα ναυτικά νησιά.

Αντίθετα, το Οθωμανικό ναυτικό, το οποίο στην ουσία τελούσε σε μακρά αδράνεια και εγκατάλειψη, την κρίσιμη στιγμή έναρξης του ναυτικού αγώνα βρέθηκε κατά πολύ αποδυναμωμένο από ικανά στελέχη και πληρώματα, από το Ελληνικό δηλαδή κυριότερο στοιχείο του, είτε εξαιτίας των διώξεων των Ελλήνων ναυτών, στις οποίες κατά καιρούς κατέφευγε εκδικητικά η Πύλη, είτε λόγω των λιποταξιών των πληρωμάτων αυτών και της αντίστοιχης ένταξής τους στην Ελληνική εμπόλεμη δύναμη.

Το ξέσπασμα της Επανάστασης βρήκε λοιπόν τους νησιώτες πανέτοιμους. Πρώτες επαναστάτησαν οι Σπέτσες όταν στις 2 προς 3 Απριλίου ξεσηκώθηκαν και κατέλαβαν την Καγκελαρία, το διοικητήριο του νησιού με προτροπή του πρόκριτου Γ.Πάνου και των Μποτασαίων. Ταυτόχρονα ή αμέσως μετά την Επανάσταση των Σπετσών ύψωσαν επαναστατική σημαία και τα γειτονικά τους νησιά Πόρος, Αίγινα και Σαλαμίνα (γνωστή τότε σαν Κούλουρη). Λίγες μέρες αργότερα ανήμερα το Πάσχα, στις 10 Απριλίου, επαναστάτησαν και τα Ψαρά με προτροπή του Σπετσιώτη αποσταλμένου Γκίκα Τσούπα και με απόφαση που ενείχε μεγάλους κινδύνους μια και γνώριζαν οι Ψαριανοί ότι ως ναυτική προωθημένη βάση του ΒΑ Αιγαίου θα αποτελούσαν έναν από τους πρώτους στόχους του Οθωμανικού στόλου.

Στην Ύδρα ήδη από τον Δεκέμβριο του 1820 αποσταλμένος ο Φιλικός, Παπαφλέσσας με επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, φλόγισε με τη ρητορική του δεινότητα τις ψυχές των Υδραίων που, παρά τους δισταγμούς και τις επιφυλάξεις των προκρίτων τους οι οποίοι, περίμεναν πρώτα να σταθμίσουν τη σοβαρότητα του κινήματος, θεωρώντας την κήρυξη της Επανάστασης άκαιρη, υπακούοντας στην ιστορική συγκυρία και με πρωτοβουλία και παρότρυνση του φλογερού πατριώτη Αντώνη Οικονόμου “πλοιάρχου δευτέρας τάξεως”, ύψωσαν στις 27 Μαρτίου (κατ’ άλλους 16 Απριλίου) του 1821 την επαναστατική Σημαία και έδωσαν το στόλο τους από τους πρωτοπόρους στο ναυτικό Αγώνα και τα χρήματά τους μέσον καθοριστικό της διεξαγωγής του.

Τελικά οι πρόκριτοι και των τριών νησιών, που στο πρόσωπό τους συνδυαζόταν ο εμπορικός πλούτος, η ναυτική ισχύς και η αμυντική ασφάλεια, μπήκαν κι αυτοί ψυχή τε και σώμα στο πολεμικό παιχνίδι. Τα πλοία τους με τα αρχαιοελληνικά στην πλειονότητά τους ονόματα-αγαπημένη συνήθεια των πλοιοκτητών της εποχής, ενδεικτική του σεβασμού τους στην αρχαιότητα και της περηφάνειας τους για τους αρχαίους τους προγόνους-όργωσαν τις θάλασσες επικεφαλής του “Τρινησίου Στόλου” στις περισσότερες ναυτικές συγκρούσεις με τον Οθωμανικό στόλο.

Ο Άρης του Τσαμαδού, ο Θεμιστοκλής των Τομπάζηδων, ο Μιλτιάδης του Σαχίνη, ο Αγαμέμνονας της Μπουμπουλίνας, ο Επαμεινώνδας του Χατζηγιάννη Μέξη, ο Αχιλλεύς των Μποτασαίων, ο Ηρακλής των Κούτσηδων.

Η Διοικητική Οργάνωση του Ναυτικού Αγώνα

Η δομή του Ελληνικού στόλου έμοιαζε με αυτή των ατάκτων της ξηράς: δεν υπήρχε δηλαδή ανώτατος διοικητής, στόλαρχος. Το κάθε νησί εξέλεγε ένα ναύαρχο και έναν αντιναύαρχο για μια συγκεκριμένη επιχείρηση. Το Μάρτιο του 1822 ιδρύθηκε το Υπουργείο επί των Ναυτικών και η διεύθυνσή του ανατέθηκε σε μια τριμελή Επιτροπή από εκπροσώπους και των τριών μεγάλων νησιών. Αν και ο Ελληνικός στόλος υστερούσε υλικά και οργανωτικά του Οθωμανικού, χωρίς μία ουσιαστικά μόνιμη ναυτική διοίκηση.

Ωστόσο με τη γενική αρχηγία του μοναδικού σε πολεμική μαεστρία Ανδρέα Μιαούλη, ο οποίος σιωπηρά είχε αναγνωριστεί “ως πρώτος μεταξύ ίσων”, και με την άφθαστη σε τακτική και αποτελεσματικότητα χρήση του φοβερού όπλου των πυρπολικών (το οποίο στην ουσία έστρεφε τη δύναμη του αντιπάλου σε βάρος του και το οποίο σχεδόν τελειοποίησαν οι Υδραίοσπετσιώτες και οι Ψαριανοί θυσιάζοντας πολλά από τα μέχρι πρότινος εμπορικά προσοδοφόρα τους καράβια) καταναυμάχησε επανειλημμένα την Τουρκική αρμάδα.

Παράλληλα οι ναύαρχοι των τριών νησιών Ανδρέας Μιαούλης για την Ύδρα, Γεώργιος Ανδρούτσος για τις Σπέτσες και Νικολής Αποστόλης για τα Ψαρά οργανώνουν ακατάπαυστα ναυμαχίες, καταθέτουν τη γνώση και το στρατηγικό τους νου και συνεχίζουν να αναγνωρίζουν, όπως προαναφέραμε, στο πρόσωπο του Μιαούλη τον primum inter pares.

Οι Υδραίοι ναυμάχοι Τομπάζηδες, οι Σαχίνηδες, οι Κριεζήδες, οι Τσαμαδοί, οι Σπετσιώτες Μέξηδες, οι Ορλώφ, οι Μποτασαίοι, οι Χατζηανάργυροι, οι Ανδρούτσοι, οι Ψαριανοί, Κανάρηδες, οι Αποστόληδες, οι Γιαννίτσηδες, οι Νικόδημοι, οι Διακογιάννηδες, και τόσοι άλλοι, παρελαύνουν θεαματικά στη χορεία των πρωταγωνιστών της ναυτοσύνης μεταμορφωμένοι ξαφνικά από εμπορευόμενους οικογενειάρχες σε διευθυντές ενός ιδιόμορφου Αγώνα… Και πρωτοστατούν στο Αγώνα αυτό δημιουργώντας απίστευτα κατορθώματα, γεμάτα ηρωϊσμό και δόξα.

Δίνονται ολόψυχα στον Αγώνα με όσα μέσα διαθέτουν και κατορθώνουν οι Έλληνες θαλασσινοί πολεμιστές, παρά τις όποιες δυσκολίες συναντούσαν, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης χρηματοδότησης για τις ναυτικές τους εκστρατείες, να ανατρέψουν σε μεγάλο βαθμό τα σχέδια (ιδίως ανεφοδιασμού φρουρίων και στρατηγικών θέσεων) και τις ενέργειες του Οθωμανικού στόλου και να δυσχεράνουν, αν όχι να διακόψουν εντελώς, την επικοινωνία των Τούρκων και αργότερα και των συμμάχων τους Αιγυπτίων, με το Μοριά ή με άλλα νευραλγικά, στρατηγικά σημεία της χώρας, καθώς και να παρακινήσουν ουδέτερα νησιά στην Επανάσταση ή να υπερασπιστούν τα ήδη επαναστατημένα. Η επικράτηση και η σταθεροποίηση της Επανάστασης ήταν γι’αυτούς μονόδρομος και τελικός στόχος.

 

Η Πορεία του Αγώνα και οι Τραγικές Οικονομικές του Συνέπειες

Ο ναυτικός Αγώνας συνεχίζεται νικηφόρος μέχρις εσχάτων. Οι ναυμαχίες και οι πυρπολήσεις διαδέχονται η μία την άλλη: Ναυμαχία των Πατρών, πυρπόληση Τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο από τον Κανάρη, Ναυμαχία Δαρ, Μπογάζ, πυρπόληση Τουρκικής κορβέτας στην Τένεδο, ναυμαχία Σάμου, Ναυμαχία Κω- Αλικαρνασσού, ναυμαχία Γέροντα, ναυμαχία Μεθώνης. Ένας τέτοιος Αγώνας όμως και μάλιστα με άνισες, τις περισσότερες φορές, προϋποθέσεις, συνεπαγόταν ασφαλώς και αναπόφευκτες απώλειες. Ωστόσο οι όποιες καταστροφικές απώλειες δημιουργήθηκαν για να υπογραμμίσουν το ολοκαύτωμα, τη δόξα του Ελληνικού ναυτικού Αγώνα. Οι περιουσίες πράγματι που τελικά διασώθηκαν ήταν ελάχιστες.

Μετά το τέλος του Αγώνα, η ‘Υδρα μοιραία είχε χάσει το 78% περίπου των πλοίων της, διέθετε δηλαδή συνολικά 100 μόνον πλοία συνολικής χωρητικότητας 10.240 τόνων. Για τις γειτονικές Σπέτσες τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα: στο τέλος του Αγώνα διέθεταν μόνο 50 πλοία ενώ γύρω στα 1830 τα σπετσιώτικα πλοία που είχαν απομείνει ήταν μόνο 16!!

Όταν τελείωσε ο Αγώνας, εκτιμήθηκαν και οι τεράστιες χρηματικές απώλειές του των οποίων το ύψος μόνο κατά προσέγγιση μπορεί να υπολογιστεί. Μια γενική ιδέα δίνουν οι αποζημιώσεις που ζήτησαν οι πλοιοκτήτες των νησιών μετά το τέλος του πολέμου. Ενδεικτικά αναφέρω ότι οι Υδραίοι απαίτησαν 10.000.000 χρυσά φράγκα της εποχής, οι Σπετσιώτες 5.570.000, οι Ψαριανοί 4.430.000 και οι Κάσιοι 1.110.000 χρυσά φράγκα. Με δεδομένη τη σημερινή αξία της χρυσής λίρας που αγγίζει τα 200 ευρώ όλοι νομίζω ότι μπορούμε να αναλογιστούμε την αντιστοιχία των διατεθέντων ποσών.

 

Η Έναρξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο

Σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής Eταιρείας, η Πελοπόννησος θα ήταν το κέντρο της επανάστασης. Oι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή αυτή ήταν πολλοί. H ιδιόμορφη γεωγραφία της (χερσόνησος) καθιστούσε δύσκολη τη στρατιωτική ενίσχυσή της, καθώς βρισκόταν απομακρυσμένη από τα ισχυρά στρατιωτικά κέντρα και τις περιοχές στρατολόγησης των ενόπλων της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας.

H ορεινή μορφολογία του εδάφους απέτρεπε τη γενικευμένη χρήση του ιππικού, ενώ τα στενά περάσματα δυσχαίρεναν τη μετακίνηση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων και διευκόλυναν την παρεμπόδισή τους από αριθμητικά υποδεέστερες ομάδες ενόπλων (κλεφτοπόλεμος). Tα δημογραφικά και τα οικονομικοκοινωνικά χαρακτηριστικά της περιοχής ευνοούσαν τη γρήγορη εξάπλωση της επανάστασης.

H αναλογία Μουσουλμάνων-Χριστιανών που υπερέβαινε τη σχέση 1 προς 10 και η ενισχυμένη, συγκριτικά με άλλες περιοχές (π.χ. Pούμελη) διοικητική και οικονομική παρουσία των προυχόντων που διέθεταν δικά τους σώματα ενόπλων (τους λεγόμενους κάπους) αποτελούσαν ευνοϊκές συνθήκες για την κατά τόπους επικράτηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο.

Στους παράγοντες αυτούς θα προσθέσουμε το προνομιακό καθεστώς της Μάνης, περιοχής που δεν υπαγόταν στο Mορά βαλεσή (διοικητή Πελοποννήσου) αλλά διοικούνταν από Χριστιανό μπέη που υπαγόταν απευθείας στον Καπουδάν-Πασά (τον επικεφαλής του Οθωμανικού στόλου). Για τους λόγους αυτούς ο Mοριάς υπήρξε από την αρχή περιοχή στην οποία στράφηκε το ενδιαφέρον των Φιλικών και στις παραμονές της επανάστασης είχε μυηθεί στην Eταιρεία η πλειονότητα των τοπικών ηγετικών παραγόντων.

H δράση των Φιλικών στην Πελοπόννησο και οι πληροφορίες για επικείμενη εξέγερση είχαν ανησυχήσει την Yψηλή Πύλη, η οποία αντέδρασε τοποθετώντας το φθινόπωρο του 1820 ως Mορά βαλεσή τον περίφημο Χουρσίτ-Πασά, πρώην μεγάλο βεζύρη και έμπειρο στην αντιμετώπιση εξεγέρσεων. Tο γεγονός ανησύχησε τους μυημένους αλλά διστακτικούς ως προς την εκδήλωση της επανάστασης προύχοντες. Σύντομα όμως, στις αρχές Iανουαρίου 1821, ο Xουρσίτ με τον κύριο όγκο των στρατιωτικών δυνάμεών του αναχώρησε για την Ήπειρο με σκοπό την καταστολή της ανταρσίας του Aλή-Πασά.

Tην ίδια εποχή κατέφτασε στην περιοχή ο Παπαφλέσσας με σκοπό την επίσπευση της επανάστασης. Έτσι, πραγματοποιήθηκε σειρά συσκέψεων στη Bοστίτσα (Aίγιο) στα τέλη Iανουαρίου, όμως παρά τις προσπάθειες του Παπαφλέσσα και την απόφαση που πάρθηκε για έναρξη της επανάστασης στα τέλη Mαρτίου, οι προύχοντες παρέμεναν διστακτικοί. Στο μεταξύ, ο Κολοκοτρώνης επέστρεφε κρυφά στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στην περιοχή της Μάνης, ενώ έντονη κινητικότητα παρατηρούνταν στις τάξεις των κλεφτών.

Eπιπρόσθετα, ξεκίνησαν στοιχειώδεις πολεμικές προετοιμασίες, όπως ήταν η δραστηριοποίηση των μπαρουτόμυλων στη Δημητσάνα. Oι κινήσεις αυτές και οι φήμες που διέτρεχαν όλη την Πελοπόννησο για επικείμενη εξέγερση των χριστιανών θορύβησε τους Οθωμανούς που σταδιακά άρχισαν να συγκεντρώνονται στην οχυρωμένη Tριπολιτσά και στα κάστρα των άλλων σημαντικών πόλεων.

Η ένταση στις σχέσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων διατηρήθηκε κλιμακούμενη έως τα μέσα Μαρτίου. Από την εποχή εκείνη σε πολλές επαρχίες άρχισαν να σημειώνονται σποραδικές επιθέσεις κλεφτών σε βάρος Μουσουλμάνων, ενώ η ένταση ανατροφοδοτούνταν από τις λεηλασίες των σπιτιών που εγκατέλειπαν οι Μουσουλμανικές οικογένειες.

Η δυναμική της διαρκώς κλιμακούμενης έντασης, ο φόβος των αντιποίνων και η πίεση των κλεφτών και των Φιλικών οδήγησαν ακόμη και τους πλέον διστακτικούς από τις ηγετικές ομάδες των Πελοποννησίων να κηρύξουν την επανάσταση στις περιοχές τους και να τεθούν επικεφαλής. Έτσι, στο τελευταίο δεκαήμερο του Mαρτίου οι περισσότερες επαρχίες κήρυξαν την επανάσταση, ακολουθώντας και παρασύρoντας η μία την άλλη.

Την 1 Μαρτίου ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό την Πελοπόννησο, μετά από ενέργειες του Φιλικού Ξάνθου, ένα καράβι φορτωμένο με προκηρύξεις για εξέγερση. Με το καράβι αυτό έφτασε στη Μάνη στα τέλη Μαρτίου και η είδηση της εξέγερσης στη Μολδοβλαχία. Κάποιες αναταραχές των χριστιανών στην Πόλη σχετικές με την εξέγερση, έδωσαν όταν ξέσπασε η επανάσταση στο Μοριά αφορμή για σφαγές. Ο Φωτάκος αναφέρει ότι οι Έλληνες που κατήρχοντο στην Ελλάδα από τη Ρωσία και την Κωνσταντινούπολη διέδιδαν ως ημέρα έναρξης της επανάστασης την 25 Μαρτίου.

Η Πύλη θεωρούσε πρωταρχικό θέμα την αντιμετώπιση της ανταρσίας του Αλή πασά, αλλά ανησυχούσε σοβαρά από τις φήμες και τις καταγγελίες των Άγγλων για εξέγερση στο Μοριά. Λίγο μετά την εξέγερση στις Ρουμανικές ηγεμονίες, αλλά όχι εξαιτίας της, οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς κάλεσαν τους προεστούς του Μοριά με πρόσχημα την συνηθισμένη κοινή ετήσια σύσκεψη, με στόχο όμως να τους κρατήσουν ομήρους. Οι περισσότεροι προεστοί ήταν διστακτικοί και δεν πήγαν. Ὀσοι πήγαν εκτελέστηκαν αργότερα, άλλοι με το ξέσπασμα της επανάστασης, άλλοι λίγες μέρες πριν την Άλωση της Τριπολιτσάς και άλλοι πέθαναν από τις κακουχίες στις φυλακές.

Στα μέσα Μαρτίου 1821 ο Παπαφλέσσας είχε ολοκληρώσει τον κύκλο των περιοδειών του στην Πελοπόννησο και βρισκόταν μαζί με τον Αναγνωσταρά στη Μεσσηνία, περιοχή για την οποία είχε ταχθεί υπεύθυνος από την Φιλική Εταιρεία. Ο Κολοκοτρώνης ήταν επίσης στο χώρο ευθύνης του, τη Μάνη. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν κρυμμένος στην Πάτρα, έτοιμος να αναλάβει δράση. Άλλοι Φιλικοί ήταν σε διάφορους χώρους ευθύνης ο καθένας. Παρά τις αμφιβολίες των προεστών, το κλίμα στην Πελοπόννησο ήταν έντονα επαναστατικό και ένας σπινθήρας έλειπε για την μεγάλη έκρηξη.

Το 1821 είχε οριστεί ως ημέρα έναρξης της επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη η 25η Μαρτίου. Είχε μάλιστα επιλεγεί ακριβώς επειδή είναι η ημέρα του Ευαγγελισμού. Παρ’ ότι για διάφορους λόγους η επανάσταση είχε ήδη αρχίσει στη Μολδοβλαχία και ξέσπασε νωρίτερα σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, σε ορισμένες περιοχές άρχισε ακριβώς την προκαθορισμένη ημερομηνία με τις πολιορκίες των κάστρων, με εξέγερση ή τελετουργικά.

Σε περιοχές όπου οι πρόκριτοι δίσταζαν αρχικά να εξεγερθούν, όπως η Πελοπόννησος, κλέφτες και Φιλικοί πραγματοποίησαν ένοπλες επιθέσεις εναντίον των Οθωμανικών αρχών εκβιάζοντας την έναρξη της επανάστασης. Το έναυσμα της επανάστασης δόθηκε το δεκαήμερο μεταξύ 14-25 Μαρτίου σε διαφορετικά σημεία στο Μωριά. Στην περιοχή των Καλαβρύτων, την περίοδο αυτή έλαβαν χώρα σημαντικά επαναστατικά γεγονότα, τα οποία αποτέλεσαν το σπινθήρα για την έναρξη της Επανάστασης.

Πρώτος ο Νικόλαος Χριστοδούλου ή Σολιώτης, αγνοώντας τις ατέρμονες συνελεύσεις των προεστών στην Αγία Λαύρα, μαζί με τον Αναγνώστη Κορδή και άλλους κλέφτες, στις 14 Μαρτίου 1821 έστησαν ενέδρα και χτύπησαν στην τοποθεσία «Πόρτες» κοντά στο χωριό Αγρίδι τρεις γυφτοχαρατζήδες και τρεις ταχυδρόμους που μετέφεραν επιστολές του Καϊμακάμη της Τριπολιτσάς Μεχμέτ Σαλίχ στον Χουρσίτ πασά στα Ιωάννινα, κατόπιν παροτρύνσεως του Σωτήρη Χαραλάμπη.

Ακολούθησε στις 16 Μαρτίου 1821 η επίθεση τουΧονδρογιάννη στην τοποθεσία «Χελωνοσπηλιά» της Λυκούριας, εναντίον του φοροεισπράκτορα Λαλαίου Τουρκαλβανού Σεϊδή, που μετέφερε μαζί με τον καταγόμενο από τη Βυτίνα «Σαράφη» Νικόλαο Ταμπακόπουλο, χρεόγραφα από την Κερπινή Καλαβρύτων στην Τριπολιτσά. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας σημειώθηκε επίθεση εναντίον ανθρώπων του Τούρκου διοικητή (Βοεβόδα) των Καλαβρύτων Ιμπραήμ Πασά Αρναούτογλου, που ανήσυχος εξαιτίας των γεγονότων που προηγήθηκαν ξεκίνησε με ολόκληρη τη φρουρά του για την Τριπολιτσά.

Ο Αρναούτογλου, όταν πληροφορήθηκε όσα συνέβησαν, έντρομος έσπευσε να κλειστεί μαζί με τους υπόλοιπους Τούρκους στους τρεις οχυρούς πύργους των Καλαβρύτων. Στις 21 Μαρτίου 1821, 650 ένοπλοι αγωνιστές με αρχηγούς τον Σωτήρη Χαραλάμπη, τον Α. Φωτήλα, τον Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, τον Ιωάννη Παπαδόπουλο, τον Νικόλαο Σολιώτη και τους Πετιμεζαίους επιτέθηκαν εναντίον των Τούρκων που είχαν καταφύγει στους πύργους και τους ανάγκασαν να παραδοθούν. Αυτή ήταν η πρώτη πολεμική επιτυχία της επανάστασης.

Παράλληλα, ξεσηκώθηκε η Πάτρα από τους Φιλικούς Παναγιώτη Καρατζά, Βαγγέλη Λειβαδά και Ν. Γερακάρη αναγκάζοντας τους Μουσουλμάνους να κλειστούν στο φρούριό της. Στην έναρξη του αγώνα το σύνολο των ένοπλων δυνάμεων προερχόταν από τους κλέφτες και τους αρματολούς της προεπαναστατικής περιόδου· αυτοί θα αποτελούσαν το κυριότερο τμήμα των επαναστατικών δυνάμεων σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης.

Το πρώτο επαναστατατικό στρατόπεδο συγκροτήθηκε στη Βέρβαινα στις 25 Μαρτίου, από τον Αναγνώστη Κοντάκη με πολεμιστές από τον Άγιο Πέτρο, τα Δολιανά, καμπίσιους Τριπολιτσιώτες, και από τους επ. Βρεσθένης Θεοδώρητο και τον Π. Βαρβιτσιώτη. Εκεί σταδιακά συγκεντρώθηκαν οπλαρχηγοί και πολεμιστές από διάφορα μέρη και εκεί οργανώθηκε και η πρώτη μονάδα εφοδιασμού (“φροντιστήριο” κατά τον Φωτάκο).

Θρυλική έμεινε η σκηνή της τελετουργικής κήρυξης της επανάστασης στην Αγία Λαύρα. Αυτή αναφέρεται από αρκετές πηγές της εποχής ενώ από νεώτερους ιστορικούς θεωρήθηκε μη πραγματική. Ο θρύλος απέκτησε σημαντική θέση στην επίσημη Ελληνική εθνική αφήγηση, καθώς συσχέτιζε τη θρησκεία με την επανάσταση και ταύτισε την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα. Ο ίδιος ο Γερμανός δεν αναφέρει τη σκηνή στα ημιτελή απομνημονεύματά του για την ημέρα εκείνη.

Από τους απομνημονευματογράφους της Επανάστασης το αναφέρει μόνο ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ενώ ο Μιχαήλ Οικονόμου αναφέρει γενικά ότι σε όλες τις επαρχίες της Πελοποννήσου η ύψωση της σημαίας τους Σταυρού έγινε την 25 Μαρτίου. Είναι γνωστό ότι στα απομνημονεύματά του ο Γερμανός αναφέρεται πολύ λίγο στην προσωπική του δράση. Κατά τον ιστορικό Β. Κρεμμυδά η δημιουργία του οφείλεται στον Γάλλο πρόξενο Φρανσουά Πουκεβίλ, που διοχέτευσε στο Γαλλικό τύπο ό,τι του έστελνε ο Γερμανός και το 1824 συνέθεσε μια φανταστική λεπτομερή εξιστόρηση του περιστατικού.

Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο πυρήνας του θρύλου διασώζει κάποια ιστορική αλήθεια, βασιζόμενοι σε προσωπικά αρχεία αγωνιστών και ιεραρχών του 1821, που ισχυρίζονται ότι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τέλεσε δοξολογία στις 17 Μαρτίου στην Αγία Λαύρα και όρκισε ορισμένους κοτζαμπάσηδες και επισκόπους του Μωριά, που βρίσκονταν εκεί για τον εορτασμό του Αγίου Αλεξίου.

Οι περισσότεροι ιστορικοί, όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος είναι της άποψης που αναφέρεται στα απομνημονεύματα του Παλαιού Πατρών Γερμανού, ότι δηλαδή, “οι […] συσκεφθέντες αποφάσισαν να μην δώσουν αιτίαν τινά, αλλά ως πεφοβισμένοι να παραμερίσωσι εις ασφαλή μέρη”. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι συγκεντρωμένοι έφυγαν από την Αγία Λαύρα στις 17 Μαρτίου έχοντας γνώση της επικείμενης έναρξης επανάστασης.. Η κήρυξη της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα αναφέρεται σε αυτοβιογραφίες αγωνιστών του 1821 και στην εφημερίδα Times του Λονδίνου της 11-6-1821.

Στη Μάνη η επανάσταση κινητοποιήθηκε από τους Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικηταρά και Κεφάλα. Εκεί εξοπλίστηκαν 2.000 Μανιάτες και Μεσσήνιοι με πολεμοφόδια που είχαν σταλεί από τους Φιλικούς της Σμύρνης και είχαν φτάσει εκεί με καράβια. Στις 23 Μαρτίου απελευθερώθηκε η Καλαμάτα. Στις 24 Μαρτίου μαζεύτηκαν στα περίχωρα της Καλαμάτας γύρω στους 5.000 Έλληνες για να πάρουν την ευλογία της Εκκλησίας και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η Φωκίδα στη Ρούμελη.

Στην Καλαμάτα συστάθηκε η Μεσσηνιακή γερουσία και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης τοποθετήθηκε επικεφαλής της. Πρώτη πράξη της νέας εξουσίας ήταν να στείλει έγγραφο προς τα χριστιανικά έθνη ζητώντας τη βοήθειά τους και αυτό το έγγραφο ήταν και η πρώτη πράξη διεθνούς δικαίου της επανάστασης. Στην Πάτρα ιδρύθηκε το Αχαϊκό διευθυντήριο, από τους προεστούς Ανδρέα Λόντο και Χαραλάμπη, τον Παπαδιαμαντόπουλο και το δεσπότη Παλαιών Πατρών Γερμανό, που στις 26 Μαρτίου επέδωσε στους ξένους διπλωμάτες που βρίσκονταν στην Πάτρα επαναστατική διακήρυξη.

 

Από την Κήρυξη της Επανάστασης έως την Άλωση της Τριπολιτσάς

H κλιμακούμενη ένταση που παρατηρείται από τις αρχές Iανουαρίου 1821 κορυφώθηκε στο τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου. Tις ημέρες εκείνες κηρύχτηκε η επανάσταση στη Γορτυνία, τα Kαλάβρυτα, την Πάτρα, τη Mάνη, την Kαλαμάτα, τη Γαστούνη, τη Bοστίτσα (Aίγιο) και από εκεί ο επαναστατικός αναβρασμός μεταλαμπαδεύτηκε σ’ όλες σχεδόν τις γωνιές της χερσονήσου του Mοριά. Tα περιστατικά εξελίχτηκαν λίγο πολύ με παρόμοιο τρόπο. Οι προύχοντες και οι ιεράρχες των επαρχιών αυτών ξεπέρασαν τους όποιους δισταγμούς, συχνά πιεζόμενοι από τους τοπικούς τους ανταγωνιστές (π.χ. οι Mαυρομιχαλαίοι από τους Τζανετάκηδες), τέθηκαν επικεφαλής ενόπλων και κήρυξαν την επανάσταση στην περιοχή τους.

Κατασκευάστηκαν σημαίες στις οποίες κυριαρχούσε το σύμβολο του σταυρού κι όχι ο φοίνικας, το σύμβολο της Φιλικής Eταιρείας, έγιναν δοξολογίες όπου ευλογήθηκαν τα όπλα, εκδόθηκαν προκηρύξεις, ενώ έγιναν και οι πρώτες προσπάθειες για μια στοιχειώδη τοπική οργάνωση με στόχο τη διεύθυνση της επανάστασης (Aχαϊκό Διευθυντήριο, Μεσσηνιακή Γερουσία). Από τα γεγονότα των πρώτων ημερών να ξεχωρίσουμε την κατάληψη της Καλαμάτας από τους Mανιάτες και την προκήρυξη που εξέδωσε εκεί στις 23 Μαρτίου ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.

Το αρχικό ξάφνιασμα των Οθωμανών οδήγησε σε κινήσεις πανικού που διευκόλυναν την εξάπλωση της επανάστασης. O Μουσουλμανικός πληθυσμός θορυβημένος και ανήσυχος από την απουσία του μεγαλύτερου μέρους των Οθωμανικών δυνάμεων κατέφυγε στα πολλά φρούρια που βρίσκονταν στην Πελοπόννησο από την εποχή της ενετικής κατοχής (1685-1715). Ιδίως στην Τριπολιτσά (Tρίπολη), οχυρή πόλη που αποτελούσε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο των Οθωμανών στην Πελοπόννησο.

Tην ίδια εποχή οι πρώτες ομάδες των επαναστατών στρατολογούσαν ενόπλους και επιδόθηκαν σε πολιορκίες των φρουρίων (Mεθώνη, Kορώνη, Nεόκαστρο/Πύλος,Χλομούτσι/Γαστούνη, Aκροκόρινθος, Ναύπλιο, Μονεμβασιά). Tο πρώτο δίμηνο τα προβλήματα υπήρξαν πολλά και οι επιτυχίες σχεδόν ανύπαρκτες. Oι προετοιμασίες για την επανάσταση ήταν ανεπαρκείς και οι πολιορκίες πραγματοποιούνταν από στρατούς κατ’ όνομα μόνο ενόπλων, χωρίς κανόνια και επαρκή πυρομαχικά. Λίγοι είχαν όπλα πέρα από μαχαίρια και αγροτικά εργαλεία και ακόμη λιγότεροι γνώριζαν πράγματι να πολεμούν.

Έτσι, στις εξόδους που πραγματοποιούσαν οι Οθωμανοί για να βρουν εφόδια, οι πολιορκητές έσπευδαν σε φυγή και το στρατόπεδό τους διαλυόταν. Χρειαζόταν χρόνος για να καταστούν πολεμιστές αγρότες που έως τότε δε γνώριζαν από ένοπλες συγκρούσεις και πολιορκίες. O πόλεμος με τον Aλή-Πασά των Ιωαννίνων που απασχολούσε μεγάλο μέρος των Οθωμανικών δυνάμεων προσέφερε στους Πελοποννήσιους την ευκαιρία να συγκροτήσουν αξιόμαχο στράτευμα.

Tην εποχή εκείνη μόνο οι Mανιάτες, οι κάποι και οι παλαιοί κλέφτες όπως οι Kολοκοτρωναίοι και οι Πλαπουταίοι διέθεταν εμπειροπόλεμους ενόπλους. H περίφημη φράση του Kολοκοτρώνη “φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους” αποδείχτηκε σε αρκετές περιπτώσεις δραστικό αντίδοτο, ώστε να ξεπεραστεί ο φόβος που προκαλούσαν οι Οθωμανοί και να ανασυγκροτηθεί το στρατόπεδο των επαναστατών. O φόβος ξεπεράστηκε σταδιακά και οι πρώτες νίκες στο πεδίο της μάχης, στο Bαλτέτσι και στα Δολιανά στα μέσα Μαΐου 1821, περισσότερο από το αποτέλεσμα κατέδειξαν σε όλους ότι οι Οθωμανοί δεν ήταν ανίκητοι.

Aπό το καλοκαίρι οι προσπάθειες των επαναστατών επικεντρώθηκαν στην πολιορκία της Tριπολιτσάς. H κατάληψη του διοικητικού και στρατιωτικού κέντρου των Οθωμανών που δέσποζε στο κέντρο της χερσονήσου ήταν κάτι περισσότερο από απαραίτητη για την εμπέδωση της επανάστασης στην Πελοπόννησο. H πολιορκία της Τριπολιτσάς, εντός της οποίας είχαν συγκεντρωθεί περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες άμαχοι Μουσουλμάνοι και αρκετές χιλιάδες ενόπλων, κράτησε αρκετούς μήνες, έως τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη.

Eιδικά τον τελευταίο μήνα, οπότε ο κλοιός είχε γίνει πλέον ασφυκτικός και τα εφόδια της πόλης είχαν εξαντληθεί, πλήθος χριστιανών είχαν συγκεντρωθεί στο Ελληνικό στρατόπεδο προσδωκώντας στα λάφυρα που θα αποκόμιζαν από την κυρίευση της πόλης. Tην πτώση της Tριπολιτσάς ακολούθησαν από σκηνές τυφλής βίας. Xιλιάδες Οθωμανών, άμαχοι στην πλειονότητά τους, αλλά και οι Eβραίοι της πόλης έγιναν θύματα μιας απερίγραπτης σφαγής που διήρκησε τρεις μέρες. Tα γεγονότα αυτά κατέδειξαν ότι δεν υπήρχε πλέον έδαφος συνδιαλλαγής με την Οθωμανική εξουσία. Tο κεντρικό σύνθημα της επανάστασης Eλευθερία ή Θάνατος αποκτούσε πλέον μια διαφορετική δυναμική, μια ισχυρότερη βάση.

 

Η Επανάσταση στα Νησιά του Αιγαίου

H ενίσχυση με στρατό και εφόδια των πολιορκούμενων στα φρούρια του Mοριά Οθωμανών μπορούσε να πραγματοποιηθεί τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα. H αντιμετώπιση του δεύτερου ενδεχόμενου προϋπέθετε την κινητοποίηση των πολυάριθμων υδραιικων, σπετσιώτικων και ψαριανών κατά κύριο λόγο πλοίων. O στόλος των τριών νησιών αριθμούσε μερικές εκατοντάδες ελαφρά οπλισμένα μικρά εμπορικά πλοία, που ωστόσο συχνά επιδίδονταν εξίσου αποτελεσματικά και στην πειρατεία.

Aν και τα πλοία αυτά δε συνιστούσαν ένα πραγματικά πολεμικό στόλο, η εμπειρία των πληρωμάτων τους και η ευελιξία των μικρών καραβιών στα διάσπαρτα από νησιά και βραχονησίδες νερά του Αιγαίου δε θα μπορούσε να παρεμποδίσει τη δράση του Οθωμανικού στόλου. Κατοικημένα σχεδόν αποκλειστικά από Ελληνικούς πληθυσμούς, εκτός από τη Ρόδο, την Kω και τη Χίο όπου διαβιούσαν και Μουσουλμάνοι, τα νησιά του Αιγαίου κήρυξαν σταδιακά την επανάσταση από το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου και μετά.

Εξαίρεση αποτέλεσαν νησιά των Κυκλάδων όπως η Σύρος, η Τήνος και η Νάξος, όπου η πλειονότητα των κατοίκων ήταν καθολικοί. Oι Σπέτσες, τα Ψαρά, η Σάμος και ιδίως η Ύδρα υπήρξαν το κέντρο του επαναστατικού αγώνα στο Αιγαίο, αν και οι τοπικές ηγετικές ομάδες φάνηκαν στις αρχή διστακτικές -κάτι άλλωστε που είχε συμβεί και στην Πελοπόννησο. Στην Ύδρα μάλιστα, το ισχυρότερο ναυτικό κέντρο όπου κυριαρχούσε η οικογένεια Κουντουριώτη, η επανάσταση κηρύχτηκε χάρις στην επιμονή ενός μικρότερης εμβέλειας τοπικού παράγοντα.

Πρόκειται για το Φιλικό Αντώνη Οικονόμου, ο οποίος αρχικά ηγήθηκε της επανάστασης σύντομα όμως εξουδετερώθηκε. Στη Σάμο κυριάρχησε η προσωπικότητα του Λυκούργου Λογοθέτη, παλαιού τοπικού άρχοντα και Φιλικού ,ο οποίος επέβαλε την εξουσία του έναντι των άλλων τοπικών παραγόντων. Tους πρώτους μήνες της επανάστασης τα Ελληνικά πλοία διέθεταν μια σχετική ελευθερία κίνησης στο Αιγαίο. Ένα τμήμα του Οθωμανικού στόλου παρέμενε στο ναύσταθμο της Πόλης, καθώς υπήρχε ο φόβος ενός νέου Ρωσο-Οθωμανικού πολέμου, ενώ ένα άλλο τμήμα βρισκόταν στις ακτές της Hπείρου λαμβάνοντας μέρος στον πόλεμο με τον Αλή-Πασά.

Έτσι, ο Ελληνικός στόλος επιχειρούσε σχεδόν ανενόχλητος επιθέσεις σε μεμονωμένα Οθωμανικά πλοία, αρκετά από τα οποία καταλήφθηκαν, ενώ μετείχε στις πολιορκίες των φρουρίων στο Ναυπλίο (με επικεφαλή την περίφημη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα), στη Μονεμβασιά, στη Ναύπακτο και αλλού. Δεν έλειψαν και πειρατικές ενέργειες σε βάρος ουδέτερων εμπορικών πλοίων καθώς και επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια. Στην πραγματικότητα, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε συγκροτημένος ελληνικός στόλος που ακολουθούσε κάποιο οργανωμένο σχέδιο, αλλά σύμπραξη πληρωμάτων ενόψει κάποιας επιχείρησης.

Έτσι, όταν τμήματα του Οθωμανικού στόλου επιχείρησαν έξοδο από τα Δαρδανέλια με στόχο τον ανεφοδιασμό των πολιορκούμενων φρουρίων της Πελοποννήσου και τη μεταφορά στρατευμάτων, φάνηκε ότι δύσκολα τα Ελληνικά πλοία μπορούσαν να βάλουν με επιτυχία ενάντια στα Οθωμανικά. Δεν έλειψαν βέβαια μεμονωμένες επιτυχίες που στηρίχτηκαν στον ηρωϊσμό ανθρώπων αλλά και σε μια πολεμική τακτική που υιοθετήθηκε και έμελε να χαρακτηρίσει σε μεγάλο βαθμό τις πολεμικές ενέργειες στο θαλάσσιο χώρο.

Αναφερόμαστε στα πυρπολικά, ειδικά διαμορφωμένα πλοιάρια φορτωμένα με εύφλεκτες ύλες και εκρηκτικά, τα οποία προσκολλιόνταν στα Οθωμανικά πλοία, αναφλέγονταν και βυθίζονταν μαζί τους. O φόβος των Οθωμανών από τη δράση των πυρπολητών περιόριζε τις κινήσεις του στόλου τους. Tο πρώτο αυτό διάστημα φαίνεται ότι και οι δυο πλευρές προσπαθούσαν να αποφύγουν τις συγκρούσεις, εξέλιξη που ασφαλώς ευνοούσε την εξάπλωση της επανάστασης τόσο στον ηπειρωτικό όσο και στο νησιωτικό χώρο.

 

Η Εξάπλωση της Επανάστασης στη Στερεά Ελλάδα

Η Φιλική Εταιρεία είχε μικρή παρουσία στους αρματολούς της κεντρικής Ελλάδας. Η θέση, ωστόσο, των αρματολών στα εδάφη που ήλεγχε ο Αλή Πασάς ήταν αβέβαιη μετά την αναμενόμενη ήττα του από τις δυνάμεις του Σουλτάνου. Μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης στην Πελοπόννησο, η διάδοση της επαναστατικής δραστηριότητας κινδύνευε να τους στερήσει την εξουσία στις περιοχές τους, αλλά και να τους εκθέσει στις Οθωμανικές αρχές. Έτσι, οι αρματολοί της Στερεάς ξεπέρασαν τις επιφυλάξεις τους και τέθηκαν οι ίδιοι επικεφαλής των επαναστατικών δυνάμεων στα αρματολίκια τους.

Στην Στερεά Ελλάδα κηρύχθηκε επίσημα η έναρξη της επανάστασης στις 27 Μαρτίου, στη μονή Οσίου Λουκά κοντά στη Λιβαδειά, με παρόντες τους οπλαρχηγούς Αθανάσιο Διάκο και Βασίλη Μπούσγο και προκρίτους της περιοχής. Στο συμβούλιο των οπλαρχηγών στη Μεσσηνία ο Κολοκοτρώνης πρότεινε σαν βασικό στόχο την Τρίπολη, που ήταν το στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου και μετά από τη διαφωνία του Μαυρομιχάλη, που είχε οριστεί αρχιστράτηγος, άρχισε πορεία στρατολόγησης στην Αρκαδία.

Ανάλογες πορείες έκαναν άλλοι οπλαρχηγοί σε διάφορες περιοχές. Στις 29 Μαρτίου ο Κολοκοτρώνης είχε μαζέψει 6.000 άνδρες και προσπάθησε να πολιορκήσει την Καρύταινα, όμως στην πρώτη έξοδο των Τούρκων, το στράτευμα διαλύθηκε. Δεν απογοητεύτηκε και μεθοδικά εγκατέστησε φρουρές σε επίκαιρα σημεία γύρω από την Τρίπολη (Λεβίδι, Πιάνα,Χρυσοβίτσι, Βέρβαινα, Βαλτέτσι, Τρίκορφα), για να μπορούν να ελεγχθούν οι δρόμοι που οδηγούσαν προς τα εκεί.

Η επανάσταση επεκτάθηκε γρήγορα σε όλη την Πελοπόννησο και Ανατολική Στερεά και είχε μεγάλη επιτυχία αφού πέρασαν στον έλεγχο των επαναστατών πολύ σύντομα, Καλάβρυτα (21 Μαρτίου), Καλαμάτα (23 Μαρτίου), Αίγιο (23 Μαρτίου), Γαλαξίδι (26 Μαρτίου), Άργος, Καρύταινα, Μεθώνη, Νεόκαστρο, Φανάρι, Γαστούνη, Ναύπλιο στην Πελοπόννησο και Σάλωνα (Πανουργιάς, 27 Μαρτίου), Λιδωρίκι (Σκαλτζάς, 28 Μαρτίου), Μαλανδρίνο (Σκαλτζάς,30 Μαρτίου), Λιβαδειά (Διάκος, 31 Μαρτίου), Θήβα (Μπούσγος, 3 Απριλίου), Αταλάντη στη Στερεά Ελλάδα.

Οι Οθωμανοί περιορίστηκαν στα κάστρα όπου είχαν αρχίσει πολιορκίες. Τα σπουδαιότερα από αυτά τα κάστρα ήταν τα κάστρα στο Ρίο και στο Αντίρριο, της Πάτρας, του Ακροκορίνθου πάνω από την Κόρινθο, τα δύο κάστρα του Ναυπλίου, το Παλαμήδι και το Μπούρτζι, της Μονεμβασιάς, της Μεθώνης, της Κορώνης, το Νεόκαστρο και το Παλαιόκαστρο του Ναυαρίνου (Πύλος) και το κάστρο της Τριπολιτσάς. Στο κάστρο του Άργους που ήταν παραμελημένο δεν κλείστηκαν Οθωμανοί.

Τα κάστρα ήταν επί το πλείστον κτισμένα παράλια σε δύσβατα σημεία και είχαν το πλεονέκτημα της δυνατότητας τροφοδοσίας από τον οθωμανικό στόλο, εκτός από το κάστρο της Τρίπολης. Μέχρι το τέλος Μαρτίου οι μουσουλμάνοι της Πελοποννήσου, εκτός από τους Λαλαίους Αλβανούς, είχαν απωθηθεί ή εγκαταλείψει τα πεδινά της Πελοποννήσου και είχαν περιοριστεί στα κάστρα, μερικά από τα οποία (αν άντεχαν στην πολιορκία) θεωρούνταν ικανά για ανάκτηση ολόκληρης της Πελοποννήσου. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν συγκεντρωθεί στην Τρίπολη.

Τα κάστρα πολιορκούσαν ομάδες ατάκτων υπό τη διοίκηση ντόπιων καπεταναίων, προεστών ή ιεραρχών που είχαν ξεσηκωθεί. Ο αριθμός των πολιορκητών δεν ήταν σταθερός αλλά αυξομειώνονταν ανάλογα με τις περιστάσεις. Η πιο οργανωμένη πολιορκία ήταν της Τρίπολης από τον Κολοκοτρώνη και το Νικηταρά, η οποία δεν ήταν ασφυκτική αλλά επιτελική με κατοχή και οχύρωση καίριων υψωμάτων γύρω από την πόλη, που έλεγχαν της προσβάσεις προς αυτή. Το Οθωμανικό ιππικό όμως έλεγχε το οροπέδιο της πόλης, επιτρέποντας τον ανεφοδιασμό της με τα απαραίτητα.

Αρχές Απριλίου άρχισαν να κινούνται και τα νησιά. Παρόλο που η Φιλική Εταιρεία είχε διείσδυση σε αυτά παρατηρείται σχετική καθυστέρηση στον ξεσηκωμό, που οφείλεται σε τοπικές οργανωτικές αλλά και κοινωνικές ιδιαιτερότητες, και σε κάποια από αυτά λαϊκές εξεγέρσεις προηγούνται και επισπεύδουν την κήρυξη της επανάστασης. Στις 27 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε κίνημα στην Ύδρα από τον πλοίαρχο Αντώνη Οικονόμου, με σκοπό να πιέσει του πρόκριτους του νησιού, να στηρίξουν την επανάσταση.

Οι νοικοκυραίοι (πλοιοκτήτες) ήταν διστακτικοί και ο Οικονόμου ίδρυσε στις 31 Μαρτίου τη Διοίκηση, σε αντιδιαστολή με την υπάρχουσα Καγκελαρία. Υπό την πίεση του κινήματος του Οικονόμου, άλλα και λόγω της απόφασης των γειτονικών Σπετσών να συμμετάσχουν στην επανάσταση οι Υδραίοι πρόκριτοι άλλαξαν στάση και τάχτηκαν υπέρ της επανάστασης, η οποία κηρύχθηκε επισήμως στο νησί στις 15 Απριλίου.

Ήδη από τις 3 Απριλίου είχαν ξεσηκωθεί από ντόπιους φιλικούς οι Σπέτσες και ακολούθησαν ο Πόρος, η Σαλαμίνα και η Αίγινα και στις 10 Απριλίου τα Ψαρά. Την ίδια μέρα ο αρματολός Γιάννης Δυοβουνιώτης μπήκε στην Μπουδουνίτσα (Μενδενίτσα) της Ρούμελης. Στην Αττική ο Φιλικός Μελέτης Βασιλείου και άλλοι ντόπιοι μικροκαπετάνιοι αφού στρατολόγησαν αγρότες και χωρικούς για αρκετές μέρες, μπήκαν αιφνιδιαστικά στην Αθήνα στις 15 Απριλίου, περιορίζοντας τους ντόπιους Μουσουλμάνους στο κάστρο της Ακρόπολης και την ίδια μέρα η Ύδρα κήρυξε επισήμως την επανάσταση.

Στις 18 Απριλίου οι Ρουμελιώτες αρματολοί Διάκος, Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς μπήκαν στο Πατρατζίκι (Υπάτη) και την ίδια μέρα ξεσηκώθηκε η Σάμος με τον καπετάν Κωνσταντή Λαχανά, να σηκώνει τη σημαία της επανάστασης στο Βαθύ. Από τις 8 Μαΐου ανέλαβε την ηγεσία της επανάστασης στο νησί ο Φιλικός Λυκούργος Λογοθέτης.

 

Η Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά

H Επανάσταση στην Ανατολική Στερεά ξέσπασε την ίδια εποχή με την Πελοπόννησο, δηλαδή κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Mαρτίου. Πρόκειται για περιοχή με έντονη παράδοση αρματολιμού. Eιδικά στις ορεινές επαρχίες δρούσαν αρκετές οικογένειες αρματολών που διέθεταν οικονομική δύναμη, ισχυρά τοπικά ερείσματα, δίκτυα προστασίας και αλληλοβοήθειας συγκροτημένα στη βάση των δεσμών συγγένειας και ικανό αριθμό αξιόμαχων ενόπλων.

Όλα αυτά τους καθιστούσαν ισχυρούς παράγοντες στις τοπικές κοινωνίες και τους επέτρεπαν να δρουν ανεξάρτητα και κάποτε ανταγωνιστικά προς την κοινοτική ηγεσία, τους προκρίτους. Μάλιστα, η διστακτικότητα και συχνά η αντίθεση που πρόβαλαν οι πρόκριτοι στην κήρυξη της επανάστασης έδωσε σε αρκετούς ενόπλους την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την περίσταση και παράλληλα προς την κήρυξη της επανάστασης να επιβάλουν τη δική τους κυριαρχία σε τοπικό επίπεδο.

O γερο-Πανουργιάς στην περιοχή των Σαλώνων (Άμφισσα), ο Aθανάσιος Διάκος στη Λιβαδειά, ο Kοντογιάννης στο Πατρατζίκι (Υπάτη) κατέλαβαν τις πόλεις αυτές έως τα μέσα Απριλίου, επικουρούμενοι από άλλους ενόπλους όπως ήταν ο Γιάννης Γκούρας, ο Ανδρίτσος Σαφάκας, ο Σκαλτσοδήμος και ο Μπούσγος. Ταυτόχρονα, επαναστάτησε το Γαλαξίδι, ναυτικό κέντρο στην περιοχή του Kορινθιακού κόλπου, ενώ σύντομα οι κάτοικοι της Αθήνας ξεκίνησαν πολιορκία της Ακρόπολης όπου βρισκόταν Οθωμανική φρουρά, ενώ προσπάθειες για την κατάληψη φρουρίων έγιναν και στην Εύβοια.

Αξιοσημείωτη τέλος υπήρξε η επιστροφή του Οδυσσέα Ανδρούτσου από τα Επτάνησα όπου είχε καταφύγει στα 1818. O Ανδρούτσος υπήρξε κατά το παρελθόν ο ισχυρότερος αρματολός που είχε αναδειχτεί στην περιοχή της Ανατολικής Στερεάς, υπήρξε περίφημος ένοπλος που για τις ικανότητές του προκαλούσε το θαυμασμό και συνάμα το φόβο Χριστιανών και Μουσουλμάνων.

Στα μέσα Απριλίου στάλθηκαν από τον Χουρσίτ-πασά, το διοικητή της Πελοποννήσου που εκστράτευε ενάντια στον Αλή-Πασά των Ιωαννίνων, οι πρώτες ενισχύσεις για την καταστολή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο. Tο σχέδιο του Ομέρ Βρυώνη, που ηγούνταν ουσιαστικά της εκστρατείας, ήταν να καταπνίξει την επανάσταση στην Ανατολική Στερεά και διασχίζοντας τον Ισθμό να περάσει στην Πελοπόννησο.

Πραγματικά, το Πατρατζίκι εγκαταλείφτηκε από τους επαναστάτες, ενώ η μάχη που δόθηκε στην περιοχή της Αλαμάνας στις 23 Απριλίου ήταν καταστροφική παρά τη σθεναρή αντίσταση του Aθ Διάκου που αιχμαλωτίστηκε και βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Μια δεύτερη προσπάθεια των επαναστατών στην περιοχή της Γραβιάς απέδωσε καλύτερα αποτελέσματα. Εκεί, στις αρχές Μαΐου ο Ανδρούτσος προκάλεσε σημαντικές απώλειες στο στρατό του Ομέρ Βρυώνη, επιβεβαιώνοντας έτσι τη φήμη που τον ακολουθούσε αλλά και την κυριαρχία του στους χώρους των ενόπλων της Aν. Στερεάς.

Λίγες μέρες αργότερα ο Γκούρας επανέλαβε το εγχείρημα στην περιοχή της Γκιώνας, υποχρεώνοντας τους Οθωμανούς να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους για κάθοδο στην Πελοπόννησο. H σημαντικότερη μάχη δόθηκε στα τέλη Αυγούστου στα Βασιλικά, όταν οι Γκούρας και Δυοβουνιώτης αντιμετώπισαν το στρατό του Μπεϋράν- Πασά. O τελευταίος είχε καταστείλει τα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία, διέσχισε τη Θεσσαλία και πέρασε στην Ανατολική Στερεά. H πορεία του ωστόσο σταμάτησε στη Βοιωτία, στα Βασιλικά, όπου εκατοντάδες Οθωμανοί σκοτώθηκαν και το στράτευμά του διαλύθηκε.

Ένα μήνα αργότερα, τις μέρες που στην Πελοπόννησο καταλαμβανόταν η Τριπολιτσά, ο Ομέρ Βρυώνης εγκατέλειπε την Ανατολική Στερεά. H φθοροποιός για τον αντίπαλο τακτική του κλεφτοπόλεμου αποδείχτηκε αποτελεσματική. Η επόμενη Οθωμανική εκστρατεία δεν αναμενόταν παρά την άνοιξη του 1822.

 

Η Επανάσταση στη Δυτική Στερεά και Ήπειρο

H έναρξη και η εξέλιξη της Επανάστασης στη Δυτική Στερεά και στις νότιες περιοχές της Hπείρου συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τον πόλεμο των Οθωμανών ενάντια στον Αλή-Πασά. Oι οικογένειες των αρματολών στις ορεινές επαρχίες της Άρτας, όπως και οι Σουλιώτες, είχαν συμμαχήσει με Αλβανούς ενόπλους και πραγματοποιούσαν επιχειρήσεις ενάντια στα Σουλτανικά στρατεύματα στην Ήπειρο.

H προσδοκία των Σουλιωτών από τη συμμαχία με τον παλαιό τους εχθρό αφορούσε την επανεγκατάστασή τους στο Σούλι και μάλιστα με τους ευνοϊκούς όρους που ίσχυαν γι’ αυτούς έως την εκδίωξή τους στα Επτάνησα στα 1803 και 1804. Την ίδια εποχή, στις αρχές του 1821, οι Φιλικοί προσπαθούσαν να οργανώσουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα κινητοποιώντας τους πολλούς και ισχυρούς Ρουμελιώτες αρματολούς.

Σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα), στην οποία συμμετείχαν οι σημαντικότεροι αρματολοί και οπλαρχηγοί της Ρούμελης, αποφασίστηκε να ηγηθεί της επανάστασης ο Βαρνακιώτης στη Δυτική και ο Ανδρούτσος στην Ανατολική Στερεά. Επρόκειτο για ενόπλους που τέθηκαν επικεφαλής των υπολοίπων λόγω της ισχύος που διέθεταν, του κύρους που απολάμβαναν, της φήμης που τους ακολουθούσε και της θέσης που κατείχαν στα δίκτυα των αρματωλών της ευρύτερης περιοχής.

Oι ένοπλοι της Aν. Στερεάς κινήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με την Πελοπόννησο, η εμπόλεμη κατάσταση στην Ήπειρο ωστόσο φαίνεται ότι επηρέασε τις κινήσεις των οπλαρχηγών στη Δυτική Στερεά. Τελικά, στις 25 Μαΐου 1821 ο αρματολός Ξηρόμερου Γεωργάκης Νικολού ή Βαρνακιώτης εξέδωσε προκήρυξη προς τους κατοίκους της περιοχής του με την οποία κήρυσσε την επανάσταση. Τις προηγούμενες ημέρες ο αρματολός Ζυγού Δ. Μακρής είχε πρωτοστατήσει στην κατάληψη του Μεσολογγίου και του Ανατολικού (Αιτωλικού).

Σύντομα ξεκίνησε και η πολιορκία της Ναυπάκτου και του Βραχωρίου (Αγρίνιο), το οποίο αποτελούσε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Δυτικής Στερεάς. H πολιορκία διήρκησε ως τις αρχές Ιουνίου, οπότε η πόλη παραδόθηκε στους επαναστάστες. Την ίδια εποχή οργανωνόταν η πρώτη εκστρατεία των Οθωμανών για την καταστολή της επανάστασης και ο Ομέρ Βρυώνης δραστηριοποιούνταν ήδη στην Ανατολική Στερεά. Στα δυτικά δόθηκε εντολή στον Ισμαήλ-Πασά Πλιάσσα να εκστρατεύσει από την Άρτα.

Υιοθετώντας μια πολεμική τακτική που γνώριζαν καλά, αυτή της ενέδρας και του κλεφτοπόλεμου, οι ένοπλοι των γειτονικών στην Άρτα ορεινών επαρχιών (Βάλτος, Ραδοβίτσι, Τζουμέρκα) κατέλαβαν τα στενά στο Μακρύνορος, περιοχή που συνέδεε την Ήπειρο με τη Δ. Στερεά. Εκεί, ο Ανδρέας Ίσκος, ο Γώγος Μπακόλας, ο Γιαννάκης Ράγκος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και άλλοι έδωσαν αρκετές μάχες με τους ενόπλους του Ισμαήλ-Πασά προκαλώντας απώλειες στο στρατό του και υποχρεώνοντάς τον να επιστρέψει στην Άρτα.

Την ίδια εποχή οι Σουλιώτες και οι Αλβανοί σύμμαχοί τους σημείωναν επιτυχίες στην Ήπειρο. Μάλιστα, η συμμαχία διευρύνθηκε το Σεπτέμβριο με τη συμμετοχή σε αυτήν των ενόπλων της Άρτας και της Αιτωλοακαρνανίας. Αποφασίστηκε ο συντονισμός της δράσης και επιχειρήθηκε η κατάληψη της Άρτας, αν και χωρίς επιτυχία. Ωστόσο, προς το τέλος του χρόνου οι Αλβανοί ένοπλοι διέλυσαν τη συμμαχία, εγκατέλειψαν τον Αλή-Πασά και προσχώρησαν στο Σουλτανικό στρατόπεδο, που στο μεταξύ είχε ενισχυθεί με την έλευση στην περιοχή του περιβόητου Μεχμέτ Ρεσίτ πασά, γνωστότερου ως Κιουταχή.

Στην εξέλιξη αυτή συνέτεινε και η σφαγή των μουσουλμάνων της Τριπολιτσάς. Εξάλλου, ο Ομέρ Βρυώνης που είχε επιστρέψει από την Α. Στερεά κατάφερε να προσεταιριστεί τους Αλβανούς μπέηδες, όχι όμως τους Αιτωλοακαρνάνες, τους Αρτινούς και τους Σουλιώτες οπλαρχηγούς. Oι οπλαρχηγοί αυτοί αποσύρθηκαν από την περιοχή της Άρτας. Κράτησαν ωστόσο τις θέσεις στο Μακρύνορος για το ενδεχόμενο Οθωμανικής επίθεσης, που όμως δεν πραγματοποιήθηκε πριν από το τέλος του χειμώνα. Άλλωστε, η πτώση του Αλή-Πασά εξακολουθούσε να αποτελεί προτεραιότητα για την Yψηλή Πύλη.

 

Η Επανάσταση στην Υπόλοιπη Ελλάδα

Oι συνθήκες που ευνόησαν την εκδήλωση και την αρχική επικράτηση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Στερεά, δηλαδή η μύηση στη Φιλική Εταιρεία σημαντικών τοπικών παραγόντων, η γεωγραφική απόσταση από τα ισχυρά στρατιωτικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η απασχόληση των Οθωμανικών δυνάμεων με την καταστολή της ανταρσίας του Αλή-Πασά δεν ίσχυαν σε περιοχές όπως η Μακεδονία και η Θεσσαλία.

Παρόλα αυτά, το Πήλιο στη νοτιοανατολική Θεσσαλία, η χερσόνησος του Άθω και της Κασσάνδρας στη Χαλκιδική, η περιοχή του Ολύμπου και η Νάουσα στη Δ. Μακεδονία αποτέλεσαν πυρήνες εξέγερσης. Oι εξεγέρσεις αυτές ωστόσο σε καμιά περίπτωση δεν μετεξελίχτηκαν σε κάτι περισσότερο από κινήματα τοπικής εμβέλειας. Πρωτεργάτης της εξέγερσης στα είκοσι τέσσερα χωριά του Πηλίου υπήρξε ο ιερωμένος και λόγιος Άνθιμος Γαζής ο οποίος από νωρίς είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία.

Παρά τη διστακτικότητα και την άρνηση που αντιμετώπισε ως προς την εκδήλωση της επανάστασης, πήρε με το μέρος του την ισχυρή αρματολών οικογένεια, του Πηλίου, τους Μπασδέκηδες, και κήρυξε την επανάσταση στις αρχές Μαΐου. Επιχειρήθηκε μάλιστα πολιορκία του Βόλου αρχικά και του Βελεστίνου στη συνέχεια. Ωστόσο, με την εμφάνιση στην περιοχή του στρατού του Μαχμούτ Δράμαλη, πασά της Λάρισας, οι πολιορκίες λύθηκαν και η επανάσταση έσβησε.

Μικρές μόνο ομάδες παρέμειναν στην ανατολική πλευρά του Πηλίου, έχοντας επικεφαλής τον Καρατάσο που είχε καταφύγει εκεί στα 1822, μετά την καταστολή της επανάστασης στη Δ. Μακεδονία. Τελικά, δεχόμενοι την πίεση του Μεχμέτ Ρεσίτ-πασά (Κιουταχής) συνθηκολόγησαν τον Ιούλιο του 1823.

Tο επαναστατικό κίνημα στη Χαλκιδική ήταν σε μεγάλο βαθμό έργο του εμπόρου και τραπεζίτη Εμμανουήλ Παππά. O Παππάς είχε εγκατασταθεί από το 1817 στην Κωνσταντινούπολη και εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Mε το ξέσπασμα της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στην Πελοπόννησο έσπευσε στη Χαλκιδική και άρχισε να προετοιμάζει την επανάσταση που εκδηλώθηκε το Μάιο του 1821. O Παππάς βρήκε συμπαράσταση από αρκετά μοναστήρια του Αγίου Όρους, ενώ και η χερσόνησος της Κασσάνδρας αποτέλεσε σημαντική επαναστατική εστία.

Παρόλα αυτά, οι ισχυρές Οθωμανικές δυνάμεις που έσπευσαν στη Χαλκιδική πέτυχαν να καταστείλουν την επανάσταση, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα υπέρμετρη σκληρότητα στους κατοίκους της περιοχής. Παρόμοια στάση επέδειξαν και οι οθωμανικές δυνάμεις στη Δ. Μακεδονία και ιδίως στη Βέροια και τη Νάουσα. Η επανάσταση εκδηλώθηκε εκεί με πρωτεργάτη τον Καρατάσο στα τέλη Φεβρουαρίου, χωρίς ωστόσο να επικρατήσει. Την ίδια τύχη είχε και η εξέγερση των ενόπλων του Ολύμπου στην οποία πρωτοστάτησαν οι Λαζαίοι και ο N. Κασομούλης.

Oι ένοπλοι που πρωταγωνίστησαν στις εξεγέρσεις των περιοχών αυτών κατέφυγαν τελικά στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα, όπου η επανάσταση φαινόταν να επικρατεί, και υπηρέτησαν κάτω από τις διαταγές της Διοίκησης.

Στις 7 Μαΐου επαναστάτησαν με πρώτο τις Μηλιές, τα Εικοσιτέσσερα (τα χωριά του Πηλίου) της Θεσσαλίας, όπου ο υπεύθυνος για την περιοχή Φιλικός Άνθιμος Γαζής είχε προετοιμάσει το έδαφος από νωρίς με σημαντική εθνεγερτική δράση και επαφές με τους ντόπιους αρματολούς Μπασδέκηδες (Κυριάκο και Παναγιώτη). Οι ισχυροί προεστοί (κοτζαμπάσηδες) ήταν πολύ αρνητικοί στην ιδέα της επανάστασης, όμως όταν εμφανίστηκαν από το Τρίκερι τρία πλοία του Ελληνικού στόλου, ο λαός δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί.

Στις 9 Μαΐου οι επαναστάτες από όλα τα χωριά μαζεύτηκαν έξω από το Βόλο και πολιόρκησαν τους Οθωμανούς που κλείστηκαν στο φρούριο της πόλης. Στην πολιορκία βοήθησαν και τα Ελληνικά πλοία και πληρώματα. Στις 11 Μαΐου οι επαναστάτες μπήκαν στο Βελεστίνο (οι Οθωμανοί κλείστηκαν στους 4 ισχυρότερους πύργους) και εκεί μαζεύτηκαν την ίδια μέρα αντιπρόσωποι από τα επαναστατημένα χωριά, κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση και συστάθηκε η Βουλή της Θετταλομαγνησίας, με πρόεδρο τον Άνθιμο Γαζή και γραμματέα τον Φίλιππο Ιωάννου.

Οι επαναστάτες στη Θεσσαλία ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία άτακτοι χωρικοί, χωρίς κανενός είδους στρατιωτική εμπειρία, αλλά και χωρίς τα απαραίτητα όπλα και πολεμοφόδια και όταν λίγες μέρες αργότερα εμφανίστηκε πολυπληθής οθωμανική στρατιά από τη Λάρισα υπό τη διοίκηση του Μαχμούτ πασά Δράμαλη (από τη Δράμα), διαλύθηκαν αμέσως προς τα χωριά τους. Ο Δράμαλης έκαψε την Κάπουρνα και τα Κανάλια, ανέβηκε μέχρι τη Μακρυνίτσα και ζήτησε από όλα τα χωριά να πληρώσουν μεγάλα πρόστιμα.

Οι περισσότεροι επαναστάτες φοβισμένοι υπέκυψαν και οι κοτζαμπάσηδες προσκύνησαν φέρνοντας στον Δράμαλη πλούσια δώρα. Αυτός προωθήθηκε προς το Λαύκο επιδιώκοντας να μπει στις Μηλιές, που ήταν το στρατηγείο της επανάστασης, όμως στις 25 Μαΐου συνάντησε αντίσταση στα Λεχώνια και δεν προχώρησε. Στις Μηλιές η κατάσταση ήταν αντιφατική, με τους κοτζαμπάσηδες να θέλουν να προσκυνήσουν και τους επαναστάτες με τον Γαζή να θέλουν να αντισταθούν. Τελικά ο Γαζής αναγκάστηκε να φύγει στη Σκιάθο και οι Μηλιές προσκύνησαν στα μέσα Ιουνίου τον Δράμαλη που έφτασε μέχρι τη Μηλίνα και δεν προχώρησε άλλο.

Όσοι επαναστάτες απέμειναν προωθήθηκαν προς το Τρίκερι και πολλά γυναικόπαιδα πέρασαν σε Σκιάθο και Σκόπελο. Όταν αποχώρησε ο Δράμαλης η επανάσταση έμεινε ζωντανή στο Λαύκο, την Αργαλαστή, το Προμμύρι και το Τρίκερι. Την ίδια μέρα που γίνονταν η μάχη στη Γραβιά (8 Μαΐου) και μια μέρα μετά την έναρξη της επανάστασης στη Θεσσαλία, επαναστάτησε και το γειτονικό Ξεροχώρι (Ιστιαία) στην βόρεια Εύβοια.

Από εκεί η επανάσταση διαδόθηκε στην Λίμνη και στην Κύμη της Εύβοιας, που ανήκε στο ισχυρό πασαλίκι του Εγρίπου (Ευρίπου) με πρωτεύουσα τη Χαλκίδα και είχε σημαντικές Οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Τέλη Μαΐου οι επαναστάτες προσπάθησαν δύο φορές να πολιορκήσουν την Χαλκίδα χωρίς όμως επιτυχία και στη συνέχεια κυνηγήθηκαν από το Οθωμανικό ιππικό, που τους προκάλεσε μεγάλες απώλειες.

Στις 23 Μαρτίου ο Φιλικός Εμμανουήλ Παππάς, αφού φόρτωσε σε ένα καράβι όπλα και πυρομαχικά, που είχε αγοράσει με δικά του χρήματα, αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη για το Άγιο Όρος, με εντολή να οργανώσει την επανάσταση στην Μακεδονία. Πολλοί καλόγεροι ξεσηκώθηκαν έτοιμοι να τον ακολουθήσουν και έγιναν επαφές με Μακεδόνες οπλαρχηγούς σε μια προσπάθεια να προετοιμαστεί μια συντονισμένη εξέγερση.

Μετά από την αποτυχία των επίμονων προσπαθειών συντονισμού ταυτόχρονης έκρηξης της επανάστασης στον Όλυμπο και την Χαλκιδική ο Εμμανουήλ Παπάς στα τέλη Μαίου κήρυξε στο Άγιο Όρος την επανάσταση στη Μακεδονία. Οι επαναστάτες κατάφεραν σε σύντομο χρονικό διάστημα να απελευθερώσουν ολόκληρη τη Χαλκιδική, τα Βασιλικά Θεσσαλονίκης, καθώς και την περιοχή της Βόλβης. Η Οθωμανική απάντηση ήταν εδώ άμεση με συλλήψεις ομήρων και καταλήψεις πόλεων. Ιδιαίτερα δεινοπάθησε η Θεσσαλονίκη, όπου εξοντώθηκαν χιλιάδες Έλληνες και οι περιουσίες τους δημεύτηκαν ή καταστράφηκαν.

Χρειάστηκε να περάσουν τουλάχιστον πενήντα χρόνια για να επανέλθει ο ελληνισμός της πόλης στα πριν του 1821 επίπεδα και να συνέλθει από αυτό το συντριπτικό χτύπημα. Εξεγέρσεις σημειώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα (χωρίς όμως συντονισμό), στη Στρώμνιτσα (με τους Διακόπουλο και Διαμαντή), στη Γευγελή, τις Τίκφες, στη Βόρεια Πίνδο (περιοχή Γρεβενών), το Λαγκαδά, καθώς και στη Θάσο. Οι Θασίτες μάλιστα, με τη βοήθεια Ψαριανών επιχείρησαν ανεπιτυχώς να απελευθερώσουν την Καβάλα.

Οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και του Βερμίου ήταν διστακτικοί και περίμεναν ενισχύσεις σε μαχητές και πολεμοφόδια από την νότια Ελλάδα. Μόνο ο Διαμαντής Νικολάου προσφέρθηκε να εξεγερθεί άμεσα και πέρασε με το στρατιωτικό σώμα του στη Χαλκιδική τον Ιούνιο. Στη Θράκη εξεγέρθηκε το Μάρτιο η Σωζόπολη, το Μάιο η Καλλίπολη και στη συνέχεια η περιοχή Διδυμοτείχου, καθώς και η Σαμοθράκη. Οι εξεγέρσεις στη Θράκη καταστάλθηκαν εντός του χρόνου με την ήττα των επαναστατών στη Μάχη του Σαλτικίου και το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης.

Στις 21 Μαΐου προεστοί από όλες τις επαρχίες και ντόπιοι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στο Λουτρό των Σφακιών, ίδρυσαν Καγκελαρίακαι κήρυξαν την επανάσταση και στην Κρήτη. Στο νησί υπήρχε ισχυρό και εμπειροπόλεμο τουρκικό στοιχείο και η επανάσταση καταπνίγηκε γρήγορα με κατάληψη και της κοιτίδας της στα Σφακιά. Οι αρματολοί της περιοχής της Αιτωλοακαρνανίας αρχικά απέφυγαν να εμπλακούν στην εξέγερση.

Στις 20 Μαΐου επαναστάτησε το Μεσολόγγι με τον αρματολό του Ζυγού Δημήτρη Μακρή και την επόμενη ο Μακρής ξεσήκωσε και το Ανατολικό (Αιτωλικό). Στις 25 Μαΐου ο Γιώργος Βαρνακιώτης κήρυξε με προκήρυξη την επανάσταση στο Ξηρόμερο και στις 4 Ιουνίου επαναστάτησε και το Καρπενήσιμε τους Γιολντάσηδες. Η καθυστέρηση στην κήρυξη της επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα, φαίνεται ότι οφείλεται στην ύπαρξη ισχυρών οθωμανικών δυνάμεων στην Ήπειρο, λόγω της στρατιωτικής αναμέτρησης της Πύλης με τον Αλή Πασά, αλλά και στην απροθυμία ισχυρών αρματολών (Γιώργος Βαρνακιώτης, Ανδρέας Ίσκος) της περιοχής να εμπλακούν, ίσως λόγω φόβων για την απώλεια των προνομίων τους.

Τον Μάιο πλοία του Ελληνικού στόλου υπό τη διοίκηση του Γιακουμάκη Τομπάζη προσέγγισαν στη Χίο, σε μια προσπάθεια να πεισθούν οι Χιώτες να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Δεν υπήρξε ανταπόκριση ούτε από τους επώνυμους αλλά ούτε από τους χωρικούς και ο στόλος απέπλευσε. Οι Οθωμανοί συνέλαβαν ομήρους μεταξύ των επιφανών Ελλήνων και ένα σώμα ατάκτων πέρασε από τα Τουρκικά παράλια στο νησί για τη “διατήρηση της τάξης”.

Στην πρώτη του έξοδο από τα Δαρδανέλλια ο Οθωμανικός στόλος βρήκε μπροστά του τα Ελληνικά πολεμικά. Στις 27 Μαΐου ο Τομπάζης κυνήγησε την Οθωμανική μοίρα και κατάφερε να αποκλειστεί το μεγαλύτερο πλοίο (πλοίο της γραμμής με 76 πυροβόλα) στον κόλπο της Ερεσσού, το οποίο ανατινάχτηκε τελικά από τον Παπανικολή με πυρπολικό φτιαγμένο στα Ψαρά, με σημαντικές απώλειες των Οθωμανών.

 

Η Επανάσταση στην Κρήτη

H έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, τη Ρούμελη και τα νησιά του Αιγαίου την άνοιξη του 1821 πυροδότησε σειρά εξεγέρσεων και σε άλλες περιοχές όπως η Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Κρήτη, όπου ούτε προετοιμασίες είχαν γίνει για το σκοπό αυτό ούτε οι συνθήκες ευνοούσαν την επικράτηση του επαναστατικού κινήματος. Στις περιοχές αυτές οι επαναστάτες βρήκαν ερείσματα σε ορισμένες επαρχίες (π.χ. το Πήλιο στη Θεσσαλία, η Χαλκιδική στη Μακεδονία), όμως αργά ή γρήγορα οι Οθωμανικές δυνάμεις κατάφεραν να επιβληθούν.

H περίπτωση της Κρήτης υπήρξε διαφορετική. H ισχυρή διοικητική και στρατιωτική παρουσία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η ευάριθμη Μουσουλμανική κοινότητα που συνιστούσε το ήμισυ σχεδόν του συνολικού πληθυσμού και η απουσία προπαρασκευών εκ μέρους της Φιλικής Εταιρείας δεν άφηναν πολλά περιθώρια για την επιτυχή εκδήλωση της επανάστασης. Παρόλα αυτά, από τα τέλη της άνοιξης άρχισε να διαμορφώνεται επαναστατικό κλίμα, ιδιαίτερα σε δυσπρόσιτες περιοχές των Χανίων (Σφακιά) και του Ρεθύμνου (Ανώγεια).

Oι κινήσεις αυτές έγιναν σύντομα γνωστές στις Οθωμανικές αρχές που προέβησαν σε πράξεις βιαιότητας ενάντια στους χριστιανούς με προφανή σκοπό τον εκφοβισμό και την αποτροπή της εκδήλωσης επανάστασης. Oι ενέργειες αυτές έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα και σύντομα ένοπλες συγκρούσεις πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα σημεία του νησιού. Tα Σφακιά, τα Ανώγεια και άλλες ορεινές περιοχές αποτέλεσαν τους βασικούς επαναστατικούς πυρήνες και παρά το γεγονός ότι οι Οθωμανικές δυνάμεις συνέχιζαν να ελέγχουν όλα τα φρούρια και τα ισχυρά στρατηγικά σημεία της Κρήτης, η ένταση συνεχίστηκε έως τους πρώτους μήνες του 1824.

Από το καλοκαίρι της προηγούμενης χρονιάς ωστόσο (1823) είχαν αποβιβαστεί στην Κρήτη Αιγυπτιακά στρατεύματα και μέσα στους επόμενους μήνες κατάφεραν να καταβάλουν κάθε αντίσταση αντιμετωπίζοντας με παραδειγματική βιαιότητα το Χριστιανικό πληθυσμό. Έκτοτε, τα λιμάνια της Κρήτης χρησιμοποιήθηκαν από τον Ιμπραήμ-Πασά ως ναυτική βάση για τις επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο.

Τρία και πλέον χρόνια αργότερα, αμέσως μετά την καταστροφή του Αιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο (Οκτώβριος 1827), η Ελληνική Διοίκηση αρχικά και ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας στη συνέχεια ευνόησαν τη δημιουργία επαναστατικών εστιών σε διάφορες περιοχές με στόχο να συμπεριληφθούν στα -υπό διαπραγμάτευση- σύνορα του Ελληνικού κράτους. Έτσι, αναζωπυρώθηκε η επανάσταση στην Κρήτη και έως τα τέλη του 1828 είχαν σημειωθεί ορισμένες επιτυχίες οι οποίες, αν και δε δημιουργούσαν προοπτική για στρατιωτική επικράτηση, νομιμοποιούσαν τις Ελληνικές διεκδικήσεις στο νησί. Δυο χρόνια αργότερα, οι αιγυπτιακές δυνάμεις είχαν για μια ακόμη φορά καταστείλει την επανάσταση στην Κρήτη.

Η Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του Ελληνικού έθνους που οδήγησε στην απελευθέρωση από την Τουρκοκρατία και στην ίδρυση του νέου Ελληνικού κράτους άρχισε πριν από την 25η Μαρτίου όπως είχε σχεδιαστεί και προπαρασκευαστεί από την Φιλική Εταιρεία. Τα προοίμια της επαναστάσεως στην Πελοπόννησο άρχισαν από τις 16 Μαρτίου όταν οι Kλέφτες Χονδρογιάννης και Πετιώτης πυροβόλησαν τον σπαή Σεϊδή Λαλιώτη και άλλοι ένοπλοι τον βοεβόδαν των Καλαβρύτων Ιμβραήμ Αρναούτογλου που μετέβαιναν στην Τρίπολη.

Ο πολυγραφότατος νεοέλληνας ιστορικός Γεώργιος Π. Κρέμος στην Γενική Ιστορία (1890) γράφει: «Τούτο δε μαθόντες οι προύχοντες των Αχαιών ήρξαντο να εισέρχονται (22 Μαρτίου) εις Πάτρας, ων εν τοις πρώτοις ο Παπαδιαμαντόπουλος, ο Λόντος, ο Πατρών Γερμανός, ο Ζαϊμης, ο Κερνίτσης και άλλοι οδηγούντες έκαστος οπλίτας. Ο Γερνανός ύψωσε τότε πρώτον την σημαίαν της ελευθερίας εν τη πλατεία του Αγίου Γεωργίου και σταυρόν παρ’ αυτήν, ον οι προσερχόμενοι ασπαζόμενοι ετάσσοντο εις τους πολιορκητάς του φρουρίου».

Η Κρήτη δεν μπόρεσε να ακολουθήσει την Πελοπόννησο ημερολογιακά και καθυστέρησε περίπου ογδόντα ημέρες. Οι αρχηγοί της Εταιρείας δεν προγραμμάτισαν ή δεν μπόρεσαν να οργανώσουν συστηματικά τον επαναστατικό ευαγγελισμό στη Μεγαλόνησο εξαιτίας των δυσμενών τοπικών συνθηκών και της μεγάλης απόστασης. Η έκρηξη της επανάστασης στην Κρήτη αμέσως μετά την εξέγερση της Πελοποννήσου ήταν φαινομενικά αδύνατη. Τα εμπόδια ήταν πολύ μεγάλα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Κρήτη υπήρχαν τρεις Πασάδες, ενώ στην Πελοπόννησο, περιοχή με πολλαπλάσια έκταση και πληθυσμό, υπήρχε μόνον ένας Πασάς. Ο Κρητικός σκλάβος ζούσε βίο απερίγραπτο, σε άθλιες συνθήκες, τις οποίες περιέγραφαν όλοι οι Ευρωπαίοι περιηγητές της προεπαναστατικής περιόδου. Ήταν παντελής η έλλειψη όπλων και εφοδίων. Υπήρχε δυσαναλογία τούρκικου πληθυσμού σε σχέση με άλλες Ελληνικές περιοχές. Τέτοια βέβηλη και φρικαλέα διοίκηση δεν είχαν παρουσιάσει σε άλλο μέρος της Ελλάδας οι Τούρκοι, οι βάρβαροι όπως τους αποκαλεί ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων.

Ο ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης Σπ. Τρικούπης ήταν άδικος και υπερβολικός στην κριτική του για την καθυστέρηση στην έναρξη της επανάστασης στην Κρήτη. Ο Κληρικός-αγωνιστής-ιστορικός Καλλίνικος Κριτοβουλίδης γράφει: «Δια να έμβωσιν οι Έλληνες της Κρήτης εις τοσούτον άνισον αγώνα, εχρειάζοντο να έχωσιν οπωσούν τα προς πόλεμον αναποφεύκτως αναγκαία. Αλλά πού ήσαν τοιαύτα; Οι Τούρκοι προλαβόντες αφήρεσαν από τους κατά τας επαρχίας Έλληνας με φρικτάς βιαιοπραγίας όσα όπλα τυχόν είχον, είτε ως ποιμένες προς ιδίαν αυτών χρήσιν, είτε δια κυνηγέσιον, ή άλλην χρείαν.

Εσπευδον δε ν’ αφαιρέσωσι ταύτα και από τους ορεινούς Σφακιανούς, τους οποίους υπώπτευον μάλλον, αλλ’ αυτοί επί διαφόροις δεδικαιολογημέναις προφάσεσιν απέφευγον να τα παραδώσωσιν. Οι Κρήτες εις δεινήν θέσιν ευρεθέντες εσυμβουλεύθησαν και πρότερον πολλάκις τας ναυτικάς νήσους Ύδρας και Σπετσών, αιτήσαντες την συνδρομήν των προσωρινώς εις τα αναγκαιούντα και ναυτικήν τινα δύναμιν· όθεν και σφάλλει ο Κύριος Τρικούπης, λέγων, ότι οι Κρήτες έμειναν αδιάφοροι».

Η επανάσταση επίσημα ξεκίνησε στις 14 Ιουνίου 1821. Οι επαναστατικές κινητοποιήσεις άρχισαν στα Σφακιά από τις αρχές Απριλίου. Στις 7 Απριλίου έγινε συνέλευση των Σαφακιανών στα Γλυκά Νερά, για να εξεταστεί η γενική κατάσταση στην Κρήτη και η δυνατότητα να συμπράξουν πολλές επαρχίες σε μια ενδεχόμενη επανάσταση. Η συνέλευση επαναλήφθηκε στις 15 Απριλίου στην Παναγία τη Θυμιανή. Εδώ αποφασίστηκε η επανάσταση, η οποία επίσημα ξεκίνησε στις 14 Ιουνίου και μάλιστα νικηφόρα με τη μάχη στον Λούλο Χανίων.

Οι Τούρκοι απάντησαν με άγριο τρόπο στον ξεσηκωμό των Κρητών. Κρέμασαν τον επίσκοπο Κισάμου Μελχισεδέκ και σκότωσαν στα Χανιά 400 χριστιανούς. Στο Ρέθυμνο φυλάκισαν τον επίσκοπο , τον οποίο κρέμασαν μετά από ένα χρόνο και έσφαξαν πολλούς Χριστιανούς. Στο Μεγάλο Κάστρο τα πράγματα ήταν ακόμη πιο άγρια. Οι Τούρκοι σκότωσαν το μητροπολίτη Γεράσιμο και πέντε επισκόπους. Έκαψαν τη μητρόπολη, λεηλάτησαν τη πόλη και βγήκαν στα περίχωρα. Θανάτωσαν ηγουμένους μοναστηριών, άοπλους διαβάτες και αγρότες.

Σε 800 υπολογίζονται οι νεκροί. Τον επίσκοπο Πέτρας Ιωακείμ τον έσφαξαν οι Τούρκοι του Χουμεριάκου στη μονή Αρετίου. Στη Σητεία σφαγιάστηκαν 300 Χριστιανοί, ενώ η Μονή Τοπλού λεηλατήθηκε και πολλοί μοναχοί σφαγιάσθηκαν. Ύστερα από πολυαίμακτο δεκαετή αγώνα και τις απροσμέτρητες θυσίες, η επανάσταση στην Κρήτη τελείωνε χωρίς δικαίωση. Το Πρωτόκολλο της 22 Ιανουαρίου 1830 άφηνε την Κρήτη έξω από τα όρια του νεοπαγούς Ελληνικού κράτους στην απόλυτη δικαιοδοσία του Σουλτάνου.

Τη λύση αυτή επέβαλε η Αγγλική διπλωματία, που ήταν σταθερά εχθρική στο ζήτημα της Κρητικής ελευθερίας. Θα ακολουθήσει η περίοδος της Αιγυπτιοκρατίας (1830-1840) και το κίνημα του 1841 ως συνέχεια των ανάλογων απελευθερωτικών κινημάτων της Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Η περίοδος 1841-1866 χαρακτηρίζεται περίοδος ειρήνης. Η μεγάλη Κρητική Επανάσταση 1866-1869 αποτέλεσε την κορυφαία έκφραση του πόθου των Κρητών για ελευθερία και ένωση με την Ελλάδα που θα έλθει τελικά με μια σειρά από επαναστατικά κινήματα, με αποκορύφωμα την επανάσταση του 1897-1898 που θα κερδίσει την αυτονομία της η Μεγαλόνησος.

 

Οι Πολεμικές Επιχειρήσεις

Από το 1822 και μετά φάνηκε ότι η Επανάσταση επικρατούσε στην Πελοπόννησο, τη Δυτική και την Ανατολική Στερεά καθώς και στα νησιά του Αιγαίου. Πρόκειται για τις περιοχές αυτές που δέκα περίπου χρόνια αργότερα θα αποτελούσαν σε γενικές γραμμές την επικράτεια του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Η Πελοπόννησος αποτέλεσε αναμφίβολα το κέντρο της επανάστασης. Πολύ γρήγορα το μεγαλύτερο μέρος της τέθηκε υπό τον έλεγχο των επαναστατών, ιδίως μετά τις σημαντικές επιτυχίες ενάντια στο Δράμαλη το καλοκαίρι του 1822.

Ο έλεγχος αυτός διατηρήθηκε έως το 1825, οπότε η αποβίβαση των στρατιωτικών δυνάμεων του Ιμπραήμ προκάλεσε σημαντικούς κινδύνους για την επιβίωση της επανάστασης στο Μοριά. Οι Πελοποννήσιοι κατάφεραν έως το 1827 να διατηρήσουν ορισμένες εστίες αντίστασης, ενώ η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων το καλοκαίρι του 1827 (ναυμαχία Ναβαρίνου) επικύρωσε το γεγονός ότι η Πελοπόννησος θα αποτελούσε την εδαφική βάση του μελλοντικού Ελληνικού κράτους.

Τα νησιά του Αιγαίου και ιδίως η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά και η Σάμος αποτέλεσαν σημαντικές επαναστατικές εστίες προσφέροντας πλοία, χρήματα και έμπειρα πληρώματα. Παρότι οι επιχειρήσεις των Οθωμανών επικεντρώθηκαν στην καταστολή της επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη, τα νησιά αποτέλεσαν συχνά στόχο του Οθωμανικού στόλου, με καταστροφικά κάποτε για τα νησιά αποτελέσματα (Χίος 1822, Κάσος και Ψαρά 1824).

Η Ρούμελη τέλος αποτέλεσε πεδίο σφοδρών συγκρούσεων. Στα πρώτα χρόνια (1821-24) οι επαρχίες της Ανατολικής και της Δυτικής Ρούμελης ελέγχονταν διαδοχικά πότε από τους Οθωμανούς και πότε από τους επαναστάτες. Σταδιακά ωστόσο η επανάσταση περιορίστηκε στην οχυρή πόλη του Μεσολογγίου στα δυτικά και στο κάστρο των Αθηνών (Ακρόπολη) στα ανατολικά. Η πτώση του Μεσολογγίου (1826) και της Ακρόπολης (1827) ύστερα από πολύμηνες πολιορκίες είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή της Οθωμανικής κυριαρχίας σε ολόκληρη τη Ρούμελη.

Ωστόσο, μετά τη ναυμαχία στο Nαβαρίνο πραγματοποιήθηκαν επιχειρήσεις ανακατάληψης των επαρχίων της Δ. και της Α. Στερεάς (1828-29). Oι επιχειρήσεις αυτές τερματίστηκαν με επιτυχία, ενισχύοντας έτσι τη διαπραγματευτική ικανότητα της Ελληνικής πλευράς στο ζήτημα των συνόρων του Ελληνικού κράτους.

 

ΤΑ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1821

Είναι γνωστό και ιστορικώς αποδεδειγμένο πως τα επαναστατικά γεγονότα του 1821, ανακινήθηκαν με την σύναξη του Αιγίου (Βοστίτσας) από την 26η Ιανουαρίου έως και 30η του ιδίου μηνός (παλαιό ημερολόγιο). Εκεί από τον Παπαφλέσσα, οι πρόκριτοι και οι ιερείς, άκουσαν ότι οι πιθανότερες ημερομηνίες για την έναρξη της επαναστάσεως ήταν, είτε η 25η Μαρτίου, (ημέρα του Ευαγγελισμού), είτε η 23η Απριλίου, (του αγίου Γεωργίου) , είτε η 29η Μαΐου, (ημέρα της αλώσεως της Πόλης), απ’ ότι όμως απεδείχθη εκ των υστέρων τα γεγονότα τους πρόλαβαν και η επανάσταση ξεκίνησε νωρίτερα.

Έτσι λοιπόν στις 14 Μαρτίου1821 χτυπήθηκαν οι Τούρκοι εισπράκτορες στο Αγρίδι Κλουκινών Καλαβρύτων από τον Νικόλαο Σολιώτη και την 16η Μαρτίου1821 στην χελωνοσπηλιά Λυκούριας Καλαβρύτων από τους Χονδρογιανναίους, στην Φροξυλιά, στο γεφύρι του Αμπήμπαγα και αλλού, ενώ η κορύφωση των γεγονότων έγινε με την απελευθέρωση της πόλεως των Καλαβρύτων την 21η Μαρτίου1821, συνεχίστηκε με την μάχη των Πατρών την 21η και 22α Μαρτίου1821, καθώς και την απελευθέρωση της Καλαμάτας την 23η Μαρτίου 1821 από τον Κολοκοτρώνη, τον Παπαφλέσσα και τους Μανιάτες του Πετρόμπεη που κι’ αυτοί είχαν ξεκινήσει με ορκωμοσία από την Αρεόπολη στις 17 Μαρτίου1821.

Ως προανεφέρθη, μετά την σύναξη του Αιγίου (Βοστίτσας), οι Μωραΐτες (Μωραλήδες) Τούρκοι οι οποίοι είχαν αρχίσει ήδη από καιρό να υποψιάζονται αυτονομιστικές επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων στη Πελοπόννησο, θέλησαν να παγιδεύσουν τις ηγετικές κεφαλές των Ελλήνων στην Τρίπολη, ούτως ώστε αυτοί να μείνουν χωρίς αρχηγούς. Από τα τότε μέσα «αντικατασκοπίας» των Ελλήνων μαθεύτηκαν τα ανωτέρω και οι Καλαβρυτινοί πρόκριτοι παρότι αρχικά έδειξαν πρόθεση αναχωρήσεως για την Τρίπολη, την 9η Μαρτίου 1821 στα μισά του δρόμου προφασιζόμενοι ασθένεια γύρισαν πίσω στα Καλάβρυτα.

Η ενέργειά τους αυτή τους εξέθεσε έναντι των Οθωμανικών Αρχών και αναγκάσθηκαν να λάβουν συντομότερες αποφάσεις αναφορικά με την έναρξη του αγώνος. Τόπος επιστροφής των προκρίτων, που ανέστειλαν την άφιξή τους στην Τριπολιτσά, ήταν η Α. Κλειτορία (Καρνέσι) και η Αγία Λαύρα στην οποία έφθασαν το βράδυ της 11ης προς 12η Μαρτίου 1821.

Την επομένη οι Χαραλάμπης, Λόντος, Φωτήλας, Ζαΐμης, Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο επίσκοπος Κερνίτσης Καλαβρύτων Προκόπιος, πραγματοποίησαν σύσκεψη αναφορικά με τις ενέργειές τους οι οποίες θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικές ούτως ώστε αφενός να μην γίνει αντιληπτό το σχέδιο της επαναστάσεως, αφετέρου να προφυλαχθούν οι ζωές των προκρίτων που ήταν ήδη στην Τρίπολη και βεβαίως οι ίδιες οι ζωές τους. Την παραμονή της επαναστάσεως η επαρχία Καλαβρύτων μπορούσε να προτάξει περίπου 5.000 αγωνιστές και 70 εμπειροπόλεμους καπετάνιους. Μεταξύ των προκρίτων χρειάσθηκαν πολλές συσκέψεις για την λήψη αποφάσεως, η οποία τελικώς δεν προέκυπτε, βασικά λόγω επιφυλάξεων των ιερέων.

Εν τω μεταξύ και ενώ οι πρόκριτοι συνεδρίαζαν στην Αγία Λαύρα, ο οπλαρχηγός Νικόλαος Σολιώτης προφανώς κατόπιν μυστικής εντολής του Χαραλάμπη – ο οποίος επιθυμούσε την άμεση έναρξη της επαναστάσεως – την 14η Μαρτίου 1821 στο χωριό Αγρίδι της Νωνάκριδος Καλαβρύτων και στην θέση Πόρτες, φόνευσε μερικούς Τούρκους φοροεισπράκτορες και γραμματοφόρους του Μεχμέτ – Σαλίχ οι οποίοι μετέβαιναν στα Ιωάννινα στον Χουρσίτ Πασά προερχόμενοι από την Τρίπολη, ζητώντας του ενισχύσεις.

Επίσης την 16η Μαρτίου1821, στην θέση Χελωνοσπηλιά Λυκούριας Καλαβρύτων, οι οπλαρχηγοί Χοντρογιάννης, Λαμπρούλιας, Ασημάκης, Γιάννης Ντόλκας και ο Γ. Δημόπουλος με την συναίνεση του γερό Ασημάκη Ζαΐμη, χτύπησαν τον Λαλαίο Σεϊντή Σιπαχή και τον εκ Βυτίνας Τραπεζίτη Ταμπακόπουλο, το αυτό συνέβη και στην τοποθεσία Φροξυλιά Τουρλάδας.

Συγχρόνως δε στα χωριά του Λειβαρτζίου κατά διαταγή του Παναγιωτάκη Φωτήλα, Καλαβρυτινόπουλα εφόνευσαν 2 Σιπαχήδες από την Τρίπολη των οποίων τα πτώματα είδε στην άκρη του δρόμου και ο τότε μαθητής στο σχολαρχείο Σοπωτού και μετέπειτα γραμματέας του Πάνου Κολοκοτρώνη και δικηγόρος, Θεοδ. Ρηγόπουλος, εκ Φιλίων. Παράλληλα ο Νικόλαος Σολιώτης κτύπησε και τους φοροεισπράκτορες Τσιπογλαίους κοντά στα Αρφαρά, ενώ στις 18 Μαρτίου πάλι ο Σολιώτης κτύπησε 60 Τουρκαλβανούς στην Βερσοβά Ανατ. Αιγιαλείας.

Στις 17 Μαρτίου, στο γεφύρι του Αμπήμπαγα συνελήφθη ο Σελήμ Αγάς, κλειδούχος του Ναυπλίου προερχόμενος από την Πάτρα. Τέλος σκοτώθηκε και ο Οθωμανός τοπάρχης Φελλόης Μουλά Γιακούπ. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι πρόκριτοι παρότι φαινομενικά κατά την διάρκεια της συσκέψεως εφαίνοντο διστακτικοί αναφορικά με την έναρξη της επαναστάσεως, στην ουσία την επιθυμούσαν το συντομότερο δυνατόν και προς τούτο είχαν ενημερώσει τα πρωτοπαλίκαρα τους να αρχίσουν τις επαναστατικές κινήσεις, πράγμα που έγινε.

Κατόπιν των ανωτέρω τετελεσμένων γεγονότων και δεδομένου του ότι οι λοιπές «κεφαλές» της Πελοποννήσου βρίσκονταν είτε εγκλωβισμένες, είτε υπό στενή παρακολούθηση, το βράδυ της 16ης Μαρτίου ξημερώματα της 17ης, εορτής του Αγίου Αλεξίου ο οποίος εορτάζεται στην Αγία Λαύρα ως προστάτης άγιος (εκεί ευρίσκεται η Κάρα του κατόπιν δωρεάς του Εμμανουήλ Παλαιολόγου το 1414) και στου οποίου τη «χάρη», θα συνέρεε πλήθος Καλαβρυτινών απ’ όλη την επαρχία, ο Ασημάκης Φωτήλας κατά την διάρκεια της τρίτης συσκέψεως των προκρίτων, εξανιστάμενος, φανέρωσε τις αληθινές του προθέσεις λέγοντας ότι έπρεπε να επαναστατήσουν πάραυτα.

Την άποψη πώς η επανάσταση έπρεπε ν’ αρχίσει άμεσα, δηλαδή στις 17 Μαρτίου 1821 (παλαιό ημερολόγιο), ενίσχυσε το γεγονός ότι ήδη λόγω της εορτής του Αγίου Αλεξίου – ως προελέχθη – θα συνέρεαν στην Μονή Αγ. Λαύρας όλοι οι τοπικοί οπλαρχηγοί, καθώς και πλήθος κόσμου η δε σύναξη αυτή δεν θα προβλημάτιζε τους Τούρκους εφόσον θα ήταν στα πλαίσια της ετήσιας θρησκευτικής πανηγύρεως, θα βοηθούσε όμως τους Έλληνες ούτως ώστε να συνεδριάσουν όλοι μαζί κάτω από την «μύτη» των Οθωμανών και να πάρουν άμεσες συλλογικές αποφάσεις για την έναρξη του αγώνα στην Πελοπόννησο, τον οποίο όλοι περίμεναν από στιγμή σε στιγμή.

Επίσης ένα άλλο γεγονός το οποίο τελικώς βάρυνε στην απόφαση της ενάρξεως του αγώνα παρά τις όποιες επιπτώσεις, ήταν η γνώση του Ζαΐμη περί της αποφάσεως των Κανέλλου Δεληγιάννη, Σπηλιωτόπουλου και Παπαφλέσσα ότι δεν θα έπρεπε να αναβληθεί το κίνημα έστω και εάν έπεφταν τα κεφάλια των προεστών και δεσποτάδων στην Τρίπολη. Την 17η Μαρτίου 1821 ημέρα του Αγίου Αλεξίου κατόπιν της λειτουργίας, και της θρυλούμενης ορκωμοσίας, άρχισαν να δίνονται από τους προκρίτους οι στρατιωτικές εντολές προς τα πρωτοπαλίκαρά τους οι οποίες ολοκληρώθηκαν την 18η Μαρτίου 1821.

Ημερομηνία κατά την οποία αυτοί αναχώρησαν για τις θέσεις τους σε όλη την επαρχία Καλαβρύτων (ο Παναγ. Φωτήλας για Αροανία, Πάος, Ψωφίδα), την Πάτρα (ο Π.Πατρών αναχώρησε μαζί με τους Ανδρέα Ζαΐμη και Προκόπιο για τα Νεζερά Πατρών και έτσι βρέθηκαν στην Πάτρα την 21η Μαρτίου1821), το Αίγιο (ο Ανδρ. Λόvτoς) και άλλα μέρη, κατά την παραπάνω δε ημερομηνία αναχώρησαν και οι αγγελιοφόροι του μηνύματος της αποφάσεως για την έναρξη της επαναστάσεως, ειδικά δε προς την Καλαμάτα όπου ανέμεναν οι Μαυρομιχαλαίοι με τον Κολοκοτρώνη, έχοντας συμπτωματικά ξεκινήσει και αυτοί από την Αρεόπολη στις 17 Μαρτίου 1821.

Κατόπιν της ανωτέρω καταστάσεως και της αναχωρήσεως των οπλαρχηγών για τις θέσεις τους, στην Αγ. Λαύρα παρέμειναν οι Σωτ. Χαραλάμπης, Σωτ. Θεοχαρόπουλος, Νικ. Σολιώτης, ο Μουρτογιάννης και οι Πετμεζάδες μετά 600 και πλέον στρατολογηθέντων ανδρών της επαρχίας Καλαβρύτων. Η 19η Μαρτίου 1821 κύλησε όπως και η 18η , δηλαδή με αναχωρήσεις και οργανώσεις των Ελλήνων, η δε Τουρκική φρουρά των Καλαβρύτων με τον Αρβανίτικης καταγωγής Μουσουλμάνο Μπεκτασί διοικητή της Αρναούτογλου «ταμπουρώθηκε» εντός της πόλεως των Καλαβρύτων διότι αντελήφθησαν πως δεν επρόκειτο περί πανηγύρεως, αλλά για οργανωμένη στρατωτική/ επαναστατική κίνηση των Ελλήνων.

Την 20η Μαρτίου 1821 οι εναπομείναντες στην Αγία Λαύρα πολεμιστές, αφού πήραν ένα μικρό κανονάκι της μονής και αντί για σημαία (μπαϊράκι), το κάλυμμα της ωραίας πύλης της εκκλησούλας του Αγ. Αλεξίου, (το γνωστό λάβαρο, δώρο στην μονή των γυναικών της Σμύρνης της Μ. Ασίας) , με σημαιοφόρο τον Αγιολαυρίτη ιεροδιάκονο Γρηγόριο Ντόκο « …… κατήλθαν στον πέριξ των Καλαβρύτων χώρο…..».

Και τα ξημερώματα της 21ης Μαρτίου 1821 άρχισαν τις εχθροπραξίες με την φρουρά της πόλεως την οποία κατέβαλαν αυθημερόν μετά από μάχη και όχι απλούς εορταστικούς «πυροβολισμούς», όπως εσφαλμένως αναγράφουν μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί, ελευθερώνοντας έτσι την πόλη των Καλαβρύτων, η οποία ήταν εύρωστη και πολύ σημαντική για την διοίκηση των Τούρκων στην Βόρεια Πελοπόννησο, σημειωτέον δε ότι κατά το έτος 1816 κατέβαλε ετήσιο χαράτσι δεκαπλάσιο του Πύργου Ηλείας, διπλάσιο του Αιγίου, τριπλάσιο των Πατρών και σχεδόν διπλάσιο της Γαστούνης.

Εν κατακλείδι και σύμφωνα με τα όσα εκθέσαμε ως τώρα, με σαφήνεια προκύπτει πώς πριν την 17η Μαρτίου 1821 απεφασίσθη υπό των Καλαβρυτινών προκρίτων το τόλμημα της ενάρξεως του αγώνα στην Πελοπόννησο. Την 17η Μαρτίου 1821 έγινε στην Αγία Λαύρα αυτό που ονομάζουμε ορκωμοσία, ενώ ακολούθησε λειτουργία στην μνήμη του Αγ. Αλεξίου, παρότι δε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν αναφέρεται ρητά σε τέτοιο περιστατικό στα απομνημονεύματά του, εν τούτοις το γεγονός διασώζεται στις οικογενειακές προφορικές παραδόσεις των Καλαβρυτινών, στα δημοτικά τους τραγούδια, καθώς και εγγράφως στα πιστοποιητικά των Καλαβρυτινών αγωνιστών που βρίσκονται αρχειοθετημένα στο αρχείο αγωνιστών στην Εθνική Βιβλιοθήκη.

Την ίδια ημέρα πρέπει να έγινε και η κατάστρωση του πολεμικού σχεδίου και επομένως τα περί Αγ. Λαύρας, μπορεί να μην έγιναν ακριβώς όπως αποτυπώθηκαν στους ζωγραφικούς πίνακες, ή τα κατέγραψε η λαϊκή μούσα, πλην όμως δεν είναι μύθος απλά έγιναν μία ( 1 ) εβδομάδα νωρίτερα της 25ης Μαρτίου 1821. Στην συνέχεια, την 19η Μαρτίου 1821 διεμηνύθη η έναρξη του αγώνα στην Καλαμάτα. Την 21η Μαρτίου 1821, έγινε η επίθεση κατά των Καλαβρύτων, η κατάληψη και η απελευθέρωσή τους μετά από μάχη, καθώς και η αιχμαλωσία της φρουράς και του Διοικητού της Αρναούτογλου.

Επίσης την 21η Μαρτίου 1821, από το Ρίο πραγματοποιήθηκε είσοδος στην Πάτρα 100 Τούρκων υπό τον Γιουσούφ – Σελήμ για να περιορίσουν τους επαναστατημένους Έλληνες. Άρχισαν οι εχθροπραξίες στο Αίγιο και την Αγία Τριάδα Πατρών, ενώ έγινε επίθεση κατά της οικίας Παπαδιαμαντοπούλου, με αντεπίθεση των Ελλήνων, η συμπλοκή στο Τάσι και ο φόνος του επτανησίου Β. Ορκουλάτου. Την 22α Μαρτίου 1821 κηρύχθηκε η επανάσταση των Πατρών, έγινε η είσοδος στην πόλη του Παπαδιαμαντόπουλου με τους Κουμανιωταίους και τον Ανδρέα Λόντο μετά 300 ανδρών υπό ερυθρές σημαίας με μέλανα σταυρό.

Ομοίως έγινε και η είσοδος του Π,Πατρών Γερμανού, του Προκοπίου, των Αν, Ζαΐμη και Βεν. Ρούφου στην πλατεία Αγ. Γεωργίου, όπου υψώθηκε η σημαία του Α. Λόντου, Στις 23 και 24 Μαρτίου 1821 έγινε η σύσταση του Αχαϊκού Διευθυντηρίου στην Πάτρα, στην δε Καλαμάτα πραγματοποιήθηκε είσοδος των Ελληνικών σωμάτων με Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα και Μαυρομιχαλαίους που είχαν ξεκινήσει από την Αρεόπολη της Μάνης συμπτωματικά και αυτοί στις 17 Μαρτίου 1821 όπως προαναφέρθηκε.

Τότε συνεστήθη και η Μεσσηνιακή Γερουσία, Στις 24 και 26 Μαρτίου 1821, αντιστοίχως κοινοποιήθηκε στα Προξενεία των Χριστιανικών Ευρωπαϊκών δυνάμεων που βρίσκονταν στην Καλαμάτα και την Πάτρα η προκήρυξη (declaratίon) της επαναστάσεως, με περισσότερο σημαντική αυτή που κοινοποιήθηκε στον Πρόξενο της Αγγλίας Green (Γκρήν) , όπου ξεκάθαρα αποσαφηνίζεται ο Εθνικός χαρακτήρας της επανάστασης (self determination αυτοδιάθεση). Τέλος μία εξ αυτών των διακηρύξεων εδημοσιεύθη και στην Γαλλική εφημερίδα Le Costitutionnel την 6η Ιουνίου 1821, οπότε η εθνεγερσία έλαβε και διεθνή πολιτικό χαρακτήρα.

Αυτή λοιπόν η ημερομηνία της 25ης Μαρτίου (ημέρα θρησκευτική λόγω του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, αλλά και συμβολική που συγκεντρώνει όλα τα προγενέστερα αυτής περιστατικά) , με την σύμφωνη γνώμη των αγωνιστών και πρωταγωνιστών της επανάστασης, το 1838 έγινε Βασιλικό διάταγμα του Όθωνα και καθιερώθηκε ως εθνική επέτειος (σημ.: ως Εθνική γιορτή καθιερώθηκε μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα, με βασιλικό διάταγμα του Γεωργίου Α’ ) μένοντας έτσι ως ορόσημο της Ελληνικής πανεθνικής παλιγγενεσίας.

 

Η Πολιορκία και η Άλωση της Τριπολιτσάς

Κατά την έναρξη της Επανάστασης η Τριπολιτσά αποτελούσε σημαντικότερο διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της Πελοποννήσου και γενικότερα της νότιας Ελλάδας. Η πόλη είχε μεγάλη στρατηγική σημασία, αφού η θέση της επέτρεπε τον έλεγχο των οδών για τις μεγάλες πόλεις της Πελοποννήσου. Ήδη από το 1786 η Τρίπολη αποτελούσε έδρα του βιλαετιού του Μοριά με διοικητή τον “Πασά του Μορέως”, τον λεγόμενο Μόρα Βαλέση. Κατά την κύρηξη της επανάστασης Μόρα Βαλέσης ήταν ο Χουρσίτ Πασάς.

Το 1820 η πόλη αριθμούσε πληθυσμό μεγαλύτερο των 20.000 κατοίκων, από τους οποίους 13.000 ήταν Έλληνες, 7.000 Τούρκοι, και 400 Εβραίοι. Η πόλη διέθετε ισχυρή οχύρωση για την εποχή. Το τείχος της είχε ύψος 5-6 μέτρων, πάχος 2 μέτρων και ολικό μήκος 3.500 μέτρων. Συνολικά υπήρχαν 7 πύλες με διπλές πολεμίστρες και τάπιες (πύργοι) εξοπλισμένες με μεγάλα κανόνια και τηλεβόλα. Στο βόρειο άκρο των τειχών, πάνω σε ύψωμα (στη θέση της σημερινής Δεξαμενής) υπήρχε ένας μεγάλος προμαχώνας, η μεγάλη Τάπια.

Λίγο πριν την έκρηξη της επανάστασης, οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει διωγμό κατά του Ελληνικού στοιχείου, φοβούμενοι για έναρξη των Ελληνικών επιχειρήσεων κατά της πόλης. Ηρωϊκή υπήρξε η στάση πολλών προκρίτων και αρχιερέων που πρόσφεραν τους εαυτούς τους σαν ομήρους στις Τουρκικές αρχές, για να μη γίνει η πόλη αντικείμενο επίθεσης εκ μέρους των επαναστατών. Στη συνέχεια συνελήφθηκαν με δόλο από τον Χουρσίτ Πασά, κλείστηκαν στις φυλακές της πόλης, και πολλοί βασανίστηκαν και θανατώθηκαν.

Αμέσως μετά την έκρηξη της επανάστασης, ο Γέρος του Μοριά, σε αντίθεση με τις διαφορετικές απόψεις των άλλων στρατιωτικών αρχηγών που ετάσσοντο υπέρ της πολιορκίας και της εκπόρθησης πρώτα των μικρών Μεσσηνιακών κάστρων, είχε κατανοήσει πως η κατάληψη της Τριπολιτσάς θα ήταν πρωταρχικής σημασίας για την επανάσταση, αφού θα επέτρεπε στις Ελληνικές δυνάμεις να ελέγχουν τον Μοριά και να καταλάβουν ευκολότερα τις υπόλοιπες περιοχές. Πίστευε σθεναρά ότι δεν έπρεπε αυτές να πολυδιασπαστούν, αλλά να συγκεντρωθούν στην πολιορκία ενός μεγάλου στόχου, της Τριπολιτσάς.

Εξάλλου, ο Τουρκικός στρατός θα μπορούσε, με ορμητήριο την Τρίπολη, να διαλύσει τις πολιορκίες άλλων κάστρων και να καταπνίξει τον Αγώνα. Τελικά η γνώμη του επικράτησε και έτσι η κατάληψη της Τρίπολης αποτέλεσε τον πρώτο στόχο των επαναστατών. Πριν την κύρηξη της επανάστασης ο διοικητής του Μοριά Χουρσίτ πασάς είχε εκστρατεύσει με διαταγή της Πύλης στην Ήπειρο για να καταστείλει την εξέγερση του Αλή πασά. Στη θέση του ο Χουρσίτ άφησε το Μεχμέτ Σαλίχ πασά. Με την κύρηξη της επανάστασης, ο Χουρσίτ πασάς έστειλε στο Μοριά δύναμη από 4000 Τουρκαλβανούς υπό τον Μουσταφά πασά (Μουσταφάμπεη) για να ενισχύσει την πολιορκούμενη πόλη.

Ο Μουσταφάμπεης κατά την κάθοδό του προς την Τρίπολη σάρωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε στο δρόμο του, πυρπόλησε τη Βοστίτσα (Αίγιο), έλυσε την πολιορκία του Άργους και της Ακροκορίνθου και τελικά μπήκε στην πολιορκημένη πόλη στις 6 Μαΐου του 1821. Ο Κολοκοτρώνης πάντως επέτρεψε στον Μουσταφά να περάσει δίχως μάχη, γιατί προτίμησε να έχει τους Τούρκους συγκεντρωμένους μέσα στην πόλη. Έτσι την πόλη υπεράσπιζαν συνολικά 10.000 Τουρκαλβανοί με αρχηγό τον Μουσταφάμπεη.

Για την αποτελεσματική πολιορκία της πόλης ο Κολοκοτρώνης με τους άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς εγκατέστησε γύρω από την Τρίπολη στρατόπεδα, (στην Καρύταινα, στο Βαλτέτσι, στα Βέρβαινα, στην Πιάνα κλπ.), συγκεντρώνοντας δυνάμεις, οργανώνοντας τους αγωνιστές καθώς και τον ανεφοδιασμό τους και συντονίζοντας τις πολεμικές επιχειρήσεις γύρω από την πόλη. Συνεχείς προσπάθειες των πολιορκούμενων να διασπάσουν τον κλοιό αποτύγχαναν αφού αποκρούοντο από τους επαναστάτες που είχαν καλά οργανωθεί και οχυρωθεί στις γύρω ορεινές περιοχές του Μαινάλου και είχαν αποκλείσει τα κρίσιμα περάσματα.

Οι Ελληνικές δυνάμεις που λάβαιναν μέρος στην πολιορκία περιελάμβαναν 10.000 άνδρες περίπου. Μετά τις 20 Ιουλίου του 1821 οι πολιορκούμενοι Τούρκοι είχαν φθάσει τις 15.000. Στον παραπάνω πληθυσμό προστέθηκαν στο μεταξύ και αρκετοί Τούρκοι κάτοικοι που κατέφθαναν από διάφορες περιοχές (Ζούρτσα, Ανδρίτσαινα, Καρύταινα κ.λ.π.) για να βρούν προστασία. Έτσι μαζί με τους 4.000 άνδρες του Μουσταφάμπεη, ο αριθμός των πολιορκούμενων ξεπερνούσε τις 30.000 κατοίκους και κατ’ άλλους 35.000. Για να αντιμετωπίσουν την έλλειψη τροφίμων, οι Τούρκοι άρχισαν να διώχνουν από την πόλη τις Ελληνικές οικογένειες.

Αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς στάθηκε η νίκη στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821) εναντίον ισχυρής Τουρκικής δύναμης με αρχηγό το Μουσταφάμπεη. Ο Μουσταφά, επικεφαλής ισχυρού σώματος 4000 ανδρών, επεχείρησε να αιφνιδιάσει τους στρατοπεδευμένους Έλληνες στο Βαλτέτσι. Οι λίγοι υπερασπιστές του στρατοπέδου, αμύνθηκαν ηρωϊκά. Στη συνέχεια κατέφθασαν προς ενίσχυση και άλλα Ελληνικά σώματα και οι Έλληνες με τους Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα, Αναγνωσταρά και άλλους αντεπετέθηκαν και κατατρόπωσαν τους Τούρκους που υπέστησαν μεγάλη πανωλεθρία και σημαντικές απώλειες.

Μετά τη σημαντική νίκη αυτή, καθώς και τις νίκες στα Δολιανά (18 Μαΐου 1821), στα Βέρβαινα, στη Γράνα και στο Καπαρέλι, ο κλοιός άρχισε να σφίγγει γύρω από την πόλη. Τα επαναστατικά σώματα με αρχηγούς το Θ. Κολοκοτρώνη, Δ. Υψηλάντη, Δ. Πλαπούτα, Αναγνωσταρά, Γιατράκο και άλλους προωθήθηκαν και κατέλαβαν θέσεις γύρω από την Τριπολιτσά, πιάνοντας όλα τα υψώματα και αποκλείοντας όλες τις διαβάσεις. Η θέση των πολιορκούμενων είχε γίνει πια δραματική αφού η πόλη υπέφερε από αρρώστειες και από έλλειψη τροφίμων και νερού.

Τότε οι Αλβανοί ήλθαν σε διαπραγμάτευση με τον Κολοκοτρώνη και μετά από συμφωνία έφυγαν υπό την προστασία του Δημ. Πλαπούτα και πέρασαν στη Ρούμελη. Και ενώ άρχιζε να διαφαίνεται η πτώση της πόλης, με τους πολιορκούμενους να έχουν αρχίσει να διαπραγματεύονται την παράδοσή της, τελικά, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, μετά από πεντάμηνη πολιορκία, ένα τυχαίο περιστατικό ήλθε να επιταχύνει την τελική της έκβαση. Την μέρα εκείνη μάλιστα οι Τούρκοι έκαναν σύσκεψη στο σεράϊ για να αποφασίσουν για την παράδοση της πόλης.

Ένας Τσάκωνας αγωνιστής από τον Πραστό, ο Μανώλης Δούνιας, που είχε φιλία με ένα Τούρκο τηλεβολιστή και τον επισκεπτόταν κρυφά στην τάπια του Ναυπλίου ανταλλάσσοντας τρόφιμα με Τουρκικά όπλα, κατάφερε μαζί με δύο άλλους Τσάκωνες να εξουδετερώσει τους φρουρούς και να καταλάβει το τηλεβολείο. Αμέσως το έστρεψε κατά της πόλης και έβαλε κατά του σαραγιού. Ο ιστορικός Νικόλαος Σπηλιάδης, από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους του Αγώνα, που έζησε τα γεγονότα γράφει στα “Απομνημονεύματά” του για το περιστατικό αυτό:

“O Μανώλης Δούνιας από τον Πραστόν… ‘Ήταν ημέρα Παρασκευή, εικοστή τρίτη του Σεπτεμβρίου 1821… και ο Δούνιας ανεβαίνει το τείχος επί σκοπώ να εξαγάγει τον Τούρκον… Κατόπιν τούτου έδραμον άλλοι και ανεβαίνουσιν ωσαύτως. Κατόπι δε τούτων και άλλοι, ό,τε αδελφός του Κεφάλα και ο Διονύσιος Βασιλείου, και όρμησαν τινές εν ριπή οφθαλμού εις το επί της πύλης (του Ναυπλίου) πυροβολοστάσιον, στρέφωσι τα πυροβόλα προς την πόλιν… “.

Τότε και άλλοι Έλληνες που ήταν εκεί κοντά σκαρφάλωσαν με σχοινί στα τείχη και άνοιξαν τις πύλες του Ναυπλίου και του Μυστρά. Από αυτές ξεχύθηκαν τα σώματα από τα κοντινά υψώματα της Βολιμής και του Αγίου Σώστη υπό τους Κεφάλα, Ζαφειρόπουλο, Παπαπαναστάση και άλλους που σύντομα άνοιξαν όλες τις καστρόπορτες από όπου εφόρμησαν και οι υπόλοιπες Ελληνικές δυνάμεις. Οι Τούρκοι πρόβαλαν λυσσασμένη αντίσταση και έγινε φοβερή μάχη σώμα με σώμα στους δρόμους της πόλης.

Οι επαναστάτες όμως ήσαν πλέον ασυγκράτητοι και παθιασμένοι και κατάφεραν γρήγορα να εξουδετερώσουν κάθε αντίσταση. Πολλοί Τούρκοι οχυρώθηκαν στα σπίτια από όπου απεγνωσμένα αμύνοντο, αλλά οι επαναστάτες έβαζαν φωτιά και τους έκαιγαν ή τους ανάγκαζαν να βγούν. Στο τέλος έπεσε και η μεγάλη Τάπια, τελευταίο σημείο αντίστασης των Τούρκων. Επακολούθησε ανηλεής σφαγή των Τούρκων, στρατιωτών και αμάχων, από τους διψασμένους για εκδίκηση Έλληνες – παρά τις προσπάθειες αρκετών οπλαρχηγών να διασώσουν τους αιχμαλώτους-, και η Τριπολιτσά παραδόθηκε στις φλόγες.

Ο Κολοκοτρώνης πάντως τήρησε την υπόσχεσή του στον αρχηγό των Αλβανών Αχμέτ Μπέη να μην πειράξει όσους Αλβανούς απέμειναν στην πόλη, τους οποίους και άφησε να φύγουν για την Ήπειρο. Από την εκδικητική μανία των Ελλήνων πέρασαν και ορισμένοι Έλληνες κάτοικοι που είχαν αντιταχθεί στην Επανάσταση, καθώς και οι Εβραίοι της πόλης, αφού οι επαναστάτες δεν είχαν ξεχάσει τη συμμετοχή των Εβραίων στη πρόσφατη διαπόμπευση στην Πόλη του πτώματος του Γρηγορίου του Ε’. Ο Γενναίος, γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, γράφει στα “Υπομνήματα” (1821-1827) για άλωση της Τριπολιτσάς:

“Οι Έλληνες εν διαστήματι τριών ημερών εφόνευσαν υπέρ τους 5.000 μαχητάς και ηχμαλώτισαν υπέρ τους 7300 παντός γένους και ηλικίας και εκ των 13.000 εντοπίων και ξένων οίτινες ήτον εις Τρίπολιν, μόλις 1.500 Αλβανοί κατ’ έλεος του Κολοκοτρώνη, εσώθησαν, οίτινες συνοδευθέντες υπό τον Πλαπούτα μέχρι της Βοστίτσας, ασφαλώς απεβιβάσθησαν εις την Ρούμελην. Έλληνες εις την περίστασιν ταύτην εφονεύθησαν περί τους 150”.

Η άλωση της Τριπολιτσάς υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για την εδραίωση και την εξέλιξη της Επανάστασης, ενώ τόνωσε σημαντικά το ηθικό των εξεγερμένων Ελλήνων. Η πιο σημαντική εστία Τουρκικής αντίστασης στη νότια Ελλάδα είχε πλέον εξαλειφθεί, ενώ οι επαναστατικές δυνάμεις μπορούσαν πλέον να στραφούν προς άλλα Τουρκοκρατούμενα οχυρά και πόλεις. Στα χέρια των Ελλήνων περιήλθαν χιλιάδες όπλα και μεγάλες ποσότητες πολεμοφοδίων που θα τα χρησιμοποιούσαν για ενίσχυση του αγώνα σε άλλες επιχειρήσεις, όπως στις πολιορκίες της Μεθώνης, της Πάτρας και του Ναυπλίου.

 

Η Μάχη στο Βαλτέτσι

Μια από τις πιο γνωστές και αποφασιστικές μάχες του απελευθερωτικού αγώνα του 21 ήταν η μάχη στο Βαλτέτσι (24 Απριλίου και 12-13 Μαΐου 1821) εναντίον των Τουρκικών δυνάμεων που υπεράσπιζαν την Τριπολιτσά. Η μάχη αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της πολιορκίας της πόλης. Ενώ οι Έλληνες πολιορκούν τους Τούρκους στην Ακροκόρινθο και στην Τρίπολη, ο Χουρσίτ πασάς, που πολεμάει τον Αλή στα Γιάννενα, ανησυχεί για την έκβαση της εξέγερσης, όπως και για τα χαρέμια του και τους θησαυρούς του στην Τρίπολη.

Γι΄ αυτό στέλνει ισχυρό στράτευμα με τον Γκιοσέ Μεχμέτ γισ να καταπνίξει το επαναστατικό κίνημα. Ο Γκιοσέ Μεχμέτ χωρίζει το στρατό του σε δυο τμήματα. Το ένα με τον ίδιο και τον Ομέρ Βριόνη πορεύεται για την Ανατολική Ελλάδα και το άλλο με τον Κεχαγιάμπεη Μουσταφά (ή Μουσταφά Μπέη) και 3.500 Αλβανούς για τη Δυτική Ελλάδα. για να συντρίψειτην επανάσταση στο Μοριά και να ενισχύσει την πολιορκημένη Τρίπολη.

Ο Κεχαγιάμπεης ξεκινάει από τα Γιάννενα, και κατά την κάθοδό του προς την Τριπολιτσά σάρωσε όποια επαναστατική εστία βρήκε στο δρόμο του. Περνάει τα επικίνδυνα περάσματα χωρίς απώλειες, φτάνει στο Αντίρριο και από εκεί ξεχύνεται στο Μοριά. Περνάει στην Πάτρα, πυρπολεί τη Βοστίτσα, παρακάμπτει τα Καλάβρυτα, φτάνει στην Κόρινθο, λύοντας την πολιορκία της Ακροκορίνθου και ενισχύοντας τη φρουρά της και περνάει γρήγορα στα Δερβενάκια. Από εκεί ξεχύνεται ορμητικά στον κόμπο του Άργους, νικάει τους Έλληνες στον Ξεριά, λύνει την πολιορκία του Άργους παραδίδοντας την περιοχή στη σφαγή και στην ερήμωση.

Τελικά μπαίνει θριαμβευτικά στην πολιορκημένη Τριπολιτσά στις 6 Μαΐου του 1821, όπου οι Τούρκοι τον υποδέχονται σαν σωτήρα. Ο Κολοκοτρώνης σκόπιμα αφήνει τον Μουσταφά να περάσει δίχως μάχη γιατί προτίμησε να έχει τους Τούρκους συγκεντρωμένους μέσα στην πόλη. Από την Τρίπολη ο Κεχαγιάμπεης, αρχίζει αμέσως να σκορπάει υποσχέσεις, ταξίματα και αμνηστία, για να ξεγελάσει τους επαναστατημένους και να καταπνίξει το κίνημα. Το μόνο που καταφέρνει όμως είναι να εξαγοράσει με χρήματα τον ταχυδρόμο που πάει τα γράμματα του Κολοκοτρώνη στην Μπουμπουλίνα και σε άλλους οπλαρχηγούς που έχουν κυκλώσει το Ανάπλι.

Ο ταχυδρόμος δίνει τα γράμματα του Κολοκοτρώνη στον Κεχαγιάμπεη, που τα διαβάζει, και ύστερα τα πάει στην Μπουμπουλίνα στο Ανάπλι. Από εκεί παίρνει άλλα γράμματα της Μπουμπουλίνας για τον Κολοκοτρώνη, που κι αυτά τα δίνει στο γυρισμό στον Κεχαγιάμπεη, που τα διαβάζει κι αυτά, κι έπειτα τα παραδίνει στον Κολοκοτρώνη. Ευτυχώς στα γράμματα φέρεται εξογκωμένος ο αριθμός των αντρών και των όπλων και η προδοσία κρατάει λίγο καιρό. Ο προδότης στη συνέχεια θα πιαστεί και θα εκτελεστεί.

Ο Κολοκοτρώνης, σαν αρχηγός των αρμάτων της Γορτυνίας, οργανώνει το στρατηγικό σχέδιο για την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Χωρίζει το σώμα των Γορτυνίων σε δυο τμήματα. Το ένα με τον Πλαπούτα το στέλνει στην Πιάνα και το άλλο με τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο το στέλνει στο Χρυσοβίτσι. Ενισχύει και το στρατόπεδο του Λεβιδιού. Με σκοπό να περισφύξει τον κλοιό γύρω από την πολιορκούμενη πόλη ίδρύει στις 16 Απριλίου του 1821 στρατόπεδο στο Βαλτέτσι, αντιλαμβανόμενος τη στρατηγική σημασία της περιοχής.

Διατάζει να οχυρωθούν τα τέσσερα στρατηγικά σημεία του στους γύρω λόφους με κλειστά και ισχυρά ταμπούρια και να εγκατασταθεί φρουρά.. Εκεί αρχίζου να συγκεντρώνονται οι περισσότερες οργανωμένες επαναστατικές δυνάμεις της Πελοποννήσου, υπό τους Θ. Κολοκοτρώνη, Κυρ. και Ηλ. Μαυρομιχάλη, Αναγνωσταρά, Κεφάλα, Μούρτζινο, Γιατράκο, Νικηταρά και άλλους οπλαρχηγούς. Στις 24 Απριλίου ο Κεχαγιάμπεης, έχοντας σκοπό να εξουδετερώσει το στρατόπεδο και να αιφνιδιάσει τους συγκεντρωμένους αγωνιστές, επιτίθεται στο Βαλτέτσι επικεφαλής ισχυρού σώματος 4000 ανδρών.

Οι λίγοι υπερασπιστές του στρατοπέδου, αμύνθηκαν ηρωϊκά. Οι Τούρκοι όμως κατέλαβαν το χωριό, επιτυγχάνοντας τη μερική διάλυση του στρατοπέδου, και μάλιστα κυρίευσαν μερικά ζώα του εφοδιασμού όπως και προμήθειες του Ελληνικού σώματος. Ενώ η μάχη συνεχιζόταν στη βόρεια πλευρά του χωριού, όπου ο Κυρ. Μαυρομιχάλης είχε έλθει σε δύσκολη θέση, κατέφθασε ο Πλαπούτας με ισχυρό σώμα και χτύπησε τους Τούρκους από τα νώτα, με αποτέλεσμα αυτοί να υποχωρήσουν. Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης κυνήγησε τα Τουρκικά σώματα μέχρι τη Μάκρη.

Αμέσως το στρατόπεδο ανασυγκροτείται γρήγορα κάτω από την άμεση επίβλεψη του Θ. Κολοκοτρώνη, ο οποίος ενισχύει και οργανώνει τις σκοπιές, την επιμελητεία και τα ταμπούρια και τοποθετεί φρουρά 1000 ανδρών με επικεφαλής τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Βάζει επίσης φρουρά στην απάνω Χρέπα με τους Γιάννη και Παναγιώτη Πουρνάρα, καπεταναίους από την Πιάνα, και τον Παναγιώτη Περθεριώτη, για να ειδοποιήσουν με φωτιές, αν γίνει έξοδος των Τούρκων από την Τρίπολη.

Το σύνθημα είναι: τρεις φωτιές, πηγαίνουν για τα Βέρβαινα, δυο φωτιές, για το Βαλτέτσι και μία, για το Λεβίδι. Έτσι με τις φωτιές και τις ντουφεκιές από ράχη σε ράχη θα ειδοποιηθούν όλα τα στρατόπεδα του Μοριά και θα τρέξουν σε βοήθεια. Στο Βαλτέτσι οργανώνεται τώρα προσεκτικά η άμυνα αφού καταφθάνουν στο προς ενίσχυση και άλλα ελληνικά σώματα από τις γύρω περιοχές. Στο πρώτο ταμπούρι οχυρώνονται ο Ηλίας και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης με όλους τους Μανιάτες.

Στο δεύτερο ο Μητροπέτροβας, ο Παπατσώνης, ο Κεφάλας, ο δεκαεφτάχρονος Γιάννης Μαυρομιχάλης, ο Παν. Κατριβάνος από το Ίσαρι Μεγαλόπολης και ο Θανάσης Δαγρές από τη Βρωμόβρυση Καλαμάτας, με τα παλικάρια τους. Στο τρίτο ο Ηλίας και ο Νικήτας Φλέσσας, ο Σιώρης, ο Τουρκολέκας και παλιοί Λιονταρίτες και άλλοι Γορτύνιοι. Στην εκκλησιά οχυρώνονται οι Μπουραίοι, ο Τσαλαφατίνος, ο Κυριάκος, πολλοί Τριπολιτσιώτες κ.ά.

Τη νύχτα στις 12 Μαΐουο Κεχαγιάμπεης ξεκινάει από την Τρίπολη επικεφαλής ισχυρότατης δύναμης 12.000 Τουρκαλβανών για να ξαναχτυπήσει τους Έλληνες στο Βαλτέτσι. Το σχέδιό του είναι να πορευτεί στο Βαλτέτσι και να σκορπίσει τους Έλληνες, από εκεί να κατευθυνθεί στη Μεσσηνία και να υποτάξει τη Μάνη, επιβάλοντας έτσι τη κυριαρχία του σε όλο το Μοριά. Χώρισε τις δυνάμεις του σε πέντε τμήματα.

Τρία από αυτά ξεκίνησαν από Τρίπολη, Καλογεροβούνι (στη θέση Καλογερικό) και τις Αραχαμίτες, ένα έμεινε σαν εφεδρεία στο Φραγκόβρυσο για να αποτρέψει τυχόν ενισχύσεις που θα κατέφθαναν από το στρατόπεδο των Βερβαίνων και μια οπισθοφυλακή εφοδιασμένη με 4 κανόνια που εκινείτο αργά προς την περιοχή του Βαλτετσίου. Οι Έλληνες φρουροί της απάνω Χρέπας βλέπουν τα εχθρικά στρατεύματα κι αμέσως με δυο φωτιές ειδοποιούν στον Κολοκοτρώνη ότι οι Τούρκοι πορεύονται για το Βαλτέτσι.

Το κυρίως Τουρκικό σώμα υπό τον Ρουμπή αποτελείται από Βουρδουνιώτες και Φαναριώτες και κινείται βιαστικά για να χτυπήσει τους Έλληνες, πριν έλθει βοήθεια από την Πιάνα και το Χρυσοβίτσι. Ο Κεχαγιάμπεης από τον κάμπο παρακολουθεί τη μάχη επικεφαλής του 3.000 ιππέων. Στο Βαλτέτσι βρίσκονται 2.300 Έλληνες που περιμένουν στις θέσεις τους. Γενικός αρχηγός, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης κρατάει με τον ανιψιό του τον προμαχώνα του Χωματοβουνιού. Σους άλλους προμαχώνες βρίσκονται οι Μητροπέτροβας, Ηλ. Μαυρομιχάλης, Κεφάλας, Ν. Φλέσσας κι άλλοι.

Ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι, βλέπει τις φωτιές της απάνω Χρέπας κι αμέσως σημαίνει συναγερμό. Στέλνει ταχυδρόμους σε όλα τα στρατόπεδα και τα χωριά και καβαλαραίους στο Βαλτέτσι ειδοποιώντας πως οι Τούρκοι πορεύονται για το Βαλτέτσι. Ειδοποιεί τον Πλαπούτα στην Πιάνα κι άλλους οπλαρχηγούς να βαδίσουν για το Βαλτέτσι. Και ο ίδιος με 800 άντρες κατευθύνεται προς τα εκεί. Στέλνει επίσης τον καβαλάρη Θοδωρή Καρδάρα με μια σημαία για να βγει στ’ αγνάντια, να τον δουν οι κλεισμένοι στους προμαχώνες και να εμψυχωθούν.

Το Τουρκικό σώμα υπό τον Ρουμπή πλησιάζει τις θέσεις των Ελλήνων στο Βαλτέτσι και τους ζητά μάταια να παραδοθούν. Τότε ο Ρουμπής επιτίθεται στο ταμπούρι του Μητροπέτροβα και των Μεσσηνίων και η μάχη αρχίζει. Ο Ρουμπής θα στείλει 14 σημαιοφόρους του για να καρφώσουν τις σημαίες στα ταμπούρια των Ελλήνων, χωρίς όμως επιτυχία, αφού όλοι σκοτώνονται από τα τουφέκια των Ελλήνων. Ο Ρουμπής αραιώνει το σώμα του και κυκλώνει τα ταμπούρια των Ελλήνων, κυριεύοντας τη βρύση και τα πηγάδια του χωριού.

Οι Έλληνες αντιστέκονται με αποφασιστικότητα και σθένος. Ο Ρουμπής ρίχνει τότε όλες του τις δυνάμεις στη μάχη και αποκόπτει την επικοινωνία ανάμεσα στα Ελληνικά ταμπούρια. Οι Έλληνες όμως κρατούν και ο Ρουμπής ευρισκόμενος σε δύσκολη θέση, ζητάει ενισχύσεις από τον Κεχαγιάμπεη. Τη στιγμή εκείνη καταφτάνει ο Κολοκοτρώνης από το Χρυσοβίτσι με 700 άνδρες και πλαγιοκοπεί με επιτυχία τους Τούρκους. Ο Ρουμπής βρίσκεται ανάμεσα σε δυο πυρά και είναι έτοιμος για υποχώρηση, αλλά την τελευταία στιγμή φθάνει η βοήθεια από τον Κεχαγιάμπεη.

Ο Κολοκοτρώνης το αντιλαμβάνεται και μοιράζει τους άντρες του στα δύο. Οι μισοί χτυπούν τις ενισχύσεις και οι άλλοι μισοί τον ίδιο. Η μάχη είναι σκληρή, κι οι δυο πολεμούν με πείσμα. Το απόγευμα φτάνουν ο Πλαπούτας με 800 άνδρες, που από παραπειστική κίνηση των Τούρκων είχε κατευθυνθεί προς το Λεβίδι αλλά ειδοποιήθηκε έγκαιρα,.ο Δεληγιάννης και ο Στ. Δημητρακόπουλος από την Πιάνα και το Διάσελο και μπαίνουν στη μάχη σφυροκοπώντας τους Τούρκους από μπροστά, από πίσω και από τα πλάγια.

Οι κλεισμένοι στα ταμπούρια χαιρετίζουν με ομοβροντίες την άφιξη των συμπολεμιστών τους. Ο Κεχαγιάμπεης στέλνει και νέες ενισχύσεις στον Ρουμπή και οι Τούρκοι κάνουν νέα επίθεση στα ταμπούρια, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία. Πεισμωμένοι οι Τούρκοι ρίχνουν με τα κανόνια, αλλά πολλές οβίδες πέφτουν στο σώμα του Ρουμπή είτε από ανωμαλίες του εδάφους είτε από κακό χειρισμό.

Ο Κολοκοτρώνης, από την ψηλότερη ράχη (που από τότε λέγεται “του Κολοκοτρώνη το βουνό”) αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων φωνάζοντας με τη βροντερή φωνή του, “Μπάρμπα – Μήτρο, βαστάτε γερά, έρχεται ο Κολοκοτρώνης με 10.000. Έρχεται κι ο Πετρόμπεης μ’ όλους τους Μανιάτες. Έρχεται κι ο Κανέλλος. Βαστάτε και σας φέρνουμε απ’ όλα”. Με το σούρουπο η μάχη συνεχίζεται πεισματικά και από τα δυο μέρη, χωρίς κανείς να αφήνει τις θέσεις του. Τη νύχτα ο Κολοκοτρώνης με μερικούς ψυχωμένους άντρες θα φτάσει στα ταμπούρια για να ενισχύει τους αγωνιστές με τρόφιμα και πολεμοφόδια και να τους εμψυχώσει. Αφού δώσει τα εφόδια φεύγει πάλι νύχτα.

Τα χαράματα της επομένης καταφθάνουν και άλλες Ελληνικές δυνάμεις και η μάχη ξαναρχίζει. Οι Τούρκοι ρίχνονται με μανία κατά των ταμπουριών, αλλά οι Έλληνες αντιστέκονται γενναία και αποκρούουν όλες τις Τουρκικές επιθέσεις. Ο Ρουμπής κινδυνεύει. Από μπροστά τον χτυπούν οι Έλληνες που είναι στα ταμπούρια, από πίσω κι από τα πλάγια τον σφυροκοπούν ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας κι άλλοι οπλαρχηγοί. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούν και πάλι το πυροβολικό τους, αλλά αποτυγχάνουν.

Η μάχη αυτή κράτησε 23 ώρες. Ο Κεχαγιάμπεης βλέποντας ότι θα κυκλωθεί ο Ρουμπής και πληροφορούμενος ότι καταφθάνουν Ελληνικές δυνάμεις από το στρατόπεδο των Βερβαίνων, δίνει το σύνθημα της γενικής υποχώρησης. Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβάνεται την υποχώρηση των Τούρκων και διατάζει γενική αντεπίθεση, φωνάζοτας: “Έλληνες, οι Τούρκοι θα φύγουν, ριχτείτε επάνω τους”. Με την επίθεση των Ελλήνων μαχητών, η αρχική υποχώρηση των Τουρκικών δυνάμεων μετατράπηκε σε άτακτη φυγή.

Οι Τούρκοι κυνηγημένοι από τους Έλληνες κατευθύνθηκαν προς την Τρίπολη, κατηφορίζοντας πανικόβλητοι την χαράδρα, πετώντας τα όπλα τους για να καθυστερήσουν τους Έλληνες και για να επιταχύνουν τη φυγή τους. Ο Κολοκοτρώνης παρακολουθώντας το κυνηγητό των Τούρκων, βλέπει ότι πλησιάζουν στον κάμπο όπου οι Έλληνες κινδυνεύουν από το εχθρικό ιππικό, και φωνάζει δυνατά: “Έλληνες, γυρίστε πίσω, αφήστε Τούρκους για να ‘χουμε να σκοτώσουμε κι άλλη μέρα”. Οι Έλληνες πειθαρχούν και ανακόπτουν την επίθεση.

Μετά από 23 ώρες μάχης η νίκη των Ελλήνων ήταν περιφανής. Οι Τούρκοι υπέστησαν βαρύτατες απώλειες, 514 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι Έλληνες είχαν ελάχιστες – μόλις 7 νεκροί και λίγοι τραυματίες – ενώ κυρίευσαν πολλά τουφέκια που άφησαν οι Τούρκοι κατά τη φυγή τους. Με τα τουφέκια αυτά οπλίζονται 4.000 Έλληνες. Οι Τούρκοι άφησαν ακόμα 4 πεδινά κανόνια, πολλά πολεμοφόδια, πολλές σκηνές, άφθονα ρούχα και 18 σημαίες.

Η μάχη αυτή σε συνδυασμό με τις άλλες νικηφόρες μάχες πού δόθηκαν στην περιοχή (Γράνας, Βερβαίνων, Δολιανών και Λεβιδίου), δυνάμωσε το ηθικό των επαναστατών και έμελε να προετοιμάσει την άλωση της Τρίπολης αφού ανάγκασε τους Τούρκους να μην ξαναβγούν από την πολιορκούμενη πόλη. Ο Κ. Δεληγιάννης, που έζησε τον καπνό της μάχης, γράφει: “Αυτή η ένδοξος νίκη ήταν η κρίσις της Ελληνικής Επαναστάσεως και εις αυτήν χρεωστείται η ανεξαρτησία της πατρίδος καθ’ ότι ενεθάρρυνε και εμψύχωσε τους Έλληνας”.

 

Μάχη της Αλαμάνας

Το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821 υπήρχαν πολλές ενδείξεις και διάσπαρτες φήμες ότι οι Έλληνες θα επαναστατούσαν με κύρια εστία την Πελοπόννησο. Στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, στην περιοχή της Λιβαδειάς καπετάνιος στο αρματολίκι της περιοχής ήταν ο Αθανάσιος Διάκος γεννημένος στην Μουσουνίτσα Φωκίδος και μυημένος στην Φιλική Εταιρεία ήδη από το 1818, όταν ήταν πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

Όταν μέσω του αγγελιοφόρου και υπαρχηγού στο αρματολίκι Βασίλη Μπούσγου μαθεύτηκε η γενική εξέγερση στην Πελοπόννησο, ο Διάκος αποφάσισε να υψώσει την σημαία της Επανάστασης κάμπτοντας τους όποιους δισταγμούς και των προκρίτων της περιοχής (Λογοθέτης, Λάμπρος Νάκος, Φίλων). Σύντομα έφτασαν στην περιοχή και τα νέα για την εξέγερση των Ελλήνων και την πολιορκία των Τούρκων στα Σάλωνα εκφοβίζοντας τους ντόπιους Τούρκους ότι κάτι τέτοιο έμελλε να συμβεί και στην επαρχία τους.

Με ένα τέχνασμα ο Διάκος έπεισε τον Τούρκο βοεβόδα δήθεν ότι θα πολεμούσε τους εξεγερμένους και έτσι κατάφερε με τουρκική επίσημη γραπτή έγκριση να στρατολογήσει και να εξοπλίσει 5.000 χωρικούς. Στις 27 Μαρτίου ξεκίνησαν οι σποραδικές εχθροπραξίες και οι μεμονωμένες δολοφονίες Τούρκων, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς κατέφυγαν στο κάστρο της Λιβαδειάς. Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου οι επαναστάτες υπό τον Διάκο κατέλαβαν τον λόφο του Προφήτη Ηλία έναντι της πόλης της Λιβαδειάς και από εκεί έστειλε ομάδες οπλοφόρων και απέκλεισε τους δρόμους που οδηγούσαν στην πόλη.

Στις 30 και 31 Μαρτίου οι επαναστάτες υπό την σημαία του Διάκου (ο Άγιος Γεώργιος με την επιγραφή “Ελευθερία η Θάνατος”) προήλασαν με τόλμη και κατέλαβαν την κυρίως πόλη συντρίβοντας την μικρή Τουρκική αντίσταση που συνάντησαν. Οι κάτοικοι της πόλης ήταν περίπου 10.000 και έχοντας ξεχωριστή σημαία από κάθε συνοικία (Παναγιά, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Δημήτριος) της πόλης, ενώθηκαν με τους επαναστάτες. Οι Τούρκοι περιορίστηκαν στο κάστρο της πόλης που λεγόταν “Ώρα” η “ρολόι”.

Μετά από συνεννοήσεις με τον Διάκο οι Αρβανίτες παρέδωσαν την εξωτερική πύλη του κάστρου που υπερασπίζονταν και αποχώρησαν αβλαβείς διατηρώντας τα όπλα τους. Μετά από αυτή την εξέλιξη οι Τούρκοι περιήλθαν σε δεινή θέση και παραδόθηκαν την 1η Απριλίου. Οι Έλληνες φέρθηκαν με μεγαλοψυχία στους Τούρκους τους οποίους απλώς αφόπλισαν και τους επέτρεψαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι στην πόλη, ενώ ο χρυσός και τα πολύτιμα αντικείμενα τους έμειναν στην κατοχή τους. Μάλιστα οι επισημότεροι των Τούρκων για την ασφάλεια τους, φιλοξενήθηκαν σε σπίτια Ελλήνων.

Εκείνη την Ιστορική ημέρα σε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Λιβαδειάς, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σημαία του Διάκου. Ο Διάκος εκείνη την κρίσιμη στιγμή για την επανάσταση έδειξε πατριωτισμό παραμερίζοντας κάθε υλικό προσωπικό συμφέρον. Μάζεψε όλα τα όπλα που παραδόθηκαν από τους Τούρκους όπως και όλα τα λάφυρα και τα παρέδωσε στους προεστούς ώστε να χρησιμοποιηθούν για αγορά τροφών και εφοδίων για τον νεοσύστατο επαναστατικό στρατό.

Στην συνέχεια ο Διάκος συνεργαζόμενος με τον Δυοβουνιώτη απελευθέρωσαν εύκολα το Ταλάντι και την Θήβα ενώ είχαν πρόθεση να καταλάβουν την Λαμία (Ζητούνι), που ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, καθώς και την Υπάτη. Όλοι οι επαναστάτες μαζεύτηκαν στους Κομποτάδες ζητώντας την σύμπραξη του ισχυρού αρματολού Μήτσου Κοντογιάννη της περιοχής Πατρατσικίου για να επιτεθούν στο Ζητούνι (Λαμία). Ο Κοντογιάννης όμως δίσταζε να αποστατήσει και δεν απαντούσε στις δραματικές εκκλήσεις για βοήθεια.

Μετά από οκτώ κρίσιμες μέρες παρασυρόμενος από τους συγγενείς του, ο Κοντογιάννης ενώθηκε με τους επαναστάτες και όλοι μαζί επιτέθηκαν στην επαρχία Πατρατσικίου. Οι Έλληνες όμως δεν πρόλαβαν να καταλάβουν την πόλη καθώς την νύχτα είδαν να έρχονται από το Λιανοκλάδι χιλιάδες Τούρκοι κρατώντας αναμμένες δάδες και έτσι υποχώρησαν για να μην παγιδευτούν μέσα στην πόλη.

Ο Χουρσίτ πασάς, που πολιορκούσε στα Ιωάννινα τον Αλή Πασά, έστειλε τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη με 8.000 πεζικό και 900 ιππείς να καταπνίξουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και έπειτα να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο, για να ματαιώσουν τα σχέδια του Κολοκοτρώνη για την Τριπολιτσά. Ο κίνδυνος για την επανάσταση ήταν μεγάλος.

Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές οπλαρχηγούς Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στα στενά των Θερμοπυλών όπου οι Τούρκοι δεν θα είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν το ιππικό τους και την αριθμητική τους υπεροχή.

Μετά από σύσκεψη στο χωριό Κομποτάδες, στις 20 Απριλίου 1821, η Ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν την γέφυρα του Γοργοποτάμου με 600 άνδρες, ο Πανουργιάς το Μουσταφάμπεη με 500 άνδρες, και ο Διάκος την γέφυρα της Αλαμάνας με 500 άνδρες. Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους, επιτιθέμενοι αιφνιδιαστικά το πρωί της 23ης Απριλίου, χωρίς να επιτρέψουν στους Έλληνες να οργανωθούν.

Η κύρια Τούρκικη δύναμη υπό τον ικανότατο στρατηγό Ομέρ Βρυώνη επιτέθηκε στον Διάκο. Ένα άλλο τμήμα Τούρκων υπό τον Χασάν Τομαρίτσα επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση λόγω της αριθμητικής υπεροχής του αντιπάλου, ενώ έτερη δύναμη επιτέθηκε με σφοδρότητα στις θέσεις του Πανουργιά, οι άντρες του οποίου έδωσαν σκληρή μάχη αλλά υποχώρησαν όταν τραυματίστηκε σοβαρά ο αρχηγός τους που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή.

Στην μάχη αυτή βρήκε ηρωικό θάνατο ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαίας, καθώς και ο αδερφός του.Μετά τις δύο αυτές πολύ σημαντικές νίκες που απογύμνωσαν τα άκρα της Ελληνικής αμυντικής διάταξης, ο Ομέρ Βρυώνης συγκέντρωσε όλη την επιθετική του ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Ο Διάκος είχε τάξει 200 άνδρες υπό τους οπλαρχηγούς Μπακογιάννη και Καλύβα πάνω στη γέφυρα της Αλαμάνας, ενώ ο ίδιος με 300 άνδρες κατείχε την θέση Ποριά από όπου με αντεπιθέσεις ανακούφιζε τους συμπολεμιστές του στη γέφυρα.

Όταν όμως οι δυνάμεις του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη κατέρρευσαν οι Τούρκοι ξεκίνησαν να σφίγγουν τον κλοιό γύρω από τους αμυνόμενους. Ενώ η κατάσταση γινόταν κρισιμότερη σύμφωνα με τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη, πρότειναν στον Διάκο να διαφύγει, ενώ ο ψυχογιός του, του έφερε το άλογο του προτρέποντας τον να σωθεί όσο ήταν καιρός. Αυτός όμως απάντησε “ο Διάκος δεν φεύγει” και δεν εγκατέλειψε την θέση του. Η άνιση μάχη συνεχίζεται κι απ’ τους πρώτους νεκρούς που πέφτουν μπροστά του, είναι ο αδερφός του Κωνσταντίνος Μασαβέτας, τον οποίο ο Διάκος χρησιμοποιεί πλέον σαν ασπίδα στις επιθέσεις που δέχεται.

Με μόνο 10 αγωνιστές που του έχουν απομείνει, μεταβαίνει στην εκ φύσεως οχυρή θέση Μανδροστάματα της μονής Δαμάστας, όπου οχυρώνεται και πολεμά εκεί για μια ώρα περίπου. Τα πυρομαχικά όμως είναι περιορισμένα, ο ένας μετά τον άλλο οι περισσότεροι σύντροφοί του σκοτώνονται και ο ίδιος ο Διάκος συλλαμβάνεται ζωντανός. και οδηγείται ενώπιον του Ομέρ Βρυώνη. Ο τελικός απολογισμός της μάχης της ημέρας εκείνης, ήταν περίπου 300 Έλληνες κι ελάχιστοι Τούρκοι νεκροί, ενώ αρκετοί ήταν και οι τραυματίες.

Ο Ομέρ Βρυώνης σεβάσθηκε αρχικά τον ήρωα και δεν άφησε να τον σκοτώσουν επί τόπου.Την νύχτα της 23ης Απριλίου 1821, αφού έφτασαν στη Λαμία, τον ανέκριναν, παρόντος και του Χαλήλ Μπέη, σημαίνοντα Τούρκου της Λαμίας και του πρότειναν να ασπαστεί τον Μωαμεθανισμό με την υπόσχεση ότι θα τον έχρηζαν αξιωματικό του Οθωμανικού στρατού. Ο Διάκος όμως αρνήθηκε επίμονα όλες τις δελεαστικές προτάσεις που του έγιναν για να γλυτώσει την ζωή του, αρνούμενος κατηγορηματικά να απαρνηθεί τον χριστιανισμό και απαντώντας με περιφρόνηση στις απειλές των Τούρκων.

Την επόμενη μέρα, την 24η Απριλίου, ημέρα Κυριακή και κατόπιν επίμονης απαιτήσεως του Χαλήλ μπέη, εκδόθηκε απόφαση για θανατική ποινή με ανασκολοπισμό (σούβλισμα), καθώς όπως υποστήριζε, ο Διάκος είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους και θα έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Ο Διάκος εξαναγκάστηκε να κουβαλήσει με τα ίδια του τα χέρια το σύνεργο της φρικτής τιμωρίας του και μαρτύρησε με καρτερία για αρκετές ώρες πριν εκπνεύσει.

Μετά τον μαρτυρικό του θάνατο (για την περιγραφή του οποίου υπάρχει μια ποικιλία από ανατριχιαστικές εκδοχές), οι Τούρκοι έρριψαν το λείψανο του νεκρού σε ένα χαντάκι της περιοχής. Οι Χριστιανοί της περιοχής κρυφά την νύχτα βρήκαν το νεκρό σώμα του Διάκου και το έθαψαν σε μυστικό σημείο στην πόλη. Τον τάφο του Διάκου βρήκε τυχαία ο αντισυνταγματάρχης Ρούβαλης το 1881. Το 1886 έγινε το πρώτο μνημόσυνο για τον Αθανάσιο Διάκο και τοποθετήθηκε η προτομή του που σώζεται ως σήμερα.

 

Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς

Η Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς ήταν μια από τις πολεμικές εμπλοκές της επανάστασης του 21 με νικηφόρα έκβαση για τους Έλληνες. Στην μάχη αυτή (08/05/1821), ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με 120 άνδρες νίκησε την στρατιά του Ομέρ Βρυώνη. Μετά από την ήττα των Ελλήνων στη μάχη της Αλαμάνας (23/04/1821) και τον μαρτυρικό θάνατο του Αθανάσιου Διάκου, ο Τουρκικός στρατός με αρχηγό τον Ομέρ Βρυώνη, δύναμης 9.000 ανδρών και πυροβολικού, σκόπευε από τη Λαμία να επιτεθεί στην Πελοπόννησο.

Είχε ανοίξει ο δρόμος τους για εκεί, καθότι η θυσία του Διάκου είχε στερήσει από τους Έλληνες τον αρχηγό τους. Ο φόβος είχε καταβάλλει τους επαναστατημένους στα κέντρα του Αγώνα (Λειβαδιά, Σάλωνα (Άμφισσα) και Αττική. Όλοι ανέμεναν την οργή των 2 πασάδων. Η Επανάσταση κινδύνευε έναν μήνα μετά την έναρξή της. Την έσωσε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και οι κακοί υπολογισμοί του Ομέρ Βρυώνη.

Ο Ελληνικής καταγωγής Αλβανός Πασάς, αντί να προελάσει προς τις καταπτοημένες περιοχές της Α Στερεάς και να διεκπεραιωθεί το ταχύτερο δυνατό στην Πελοπόννησο, έκρινε ότι έπρεπε να ενισχύσει τις δυνάμεις του, προτού περάσει τον Ισθμό. Θεώρησε ότι με το να προσεταιριστεί του Έλληνες οπλαρχηγούς, τους οποίους γνώριζε από την Αυλή του Αλή Πασά, θα προκαλούσε την παράλυση των Πελοποννησίων ανταρτών. Με αυτή τη λογική είχε προτείνει και στον Αθανάσιο Διάκο να ενταχθεί στις δυνάμεις του, αλλά αυτός είχε αρνηθεί. Ο Ομέρ Βρυώνης δεν είχε αντιληφθεί την έκταση και την έννοια του Ελληνικού ξεσηκωμού.

Πίστευε ότι επρόκειτο για μια απλή ανταρσία, που θα ήταν εύκολο να κατασταλεί και όχι για τον ξεσηκωμό ενός ολοκλήρου έθνους, που διεκδικούσε την ελευθερία και την αυτοδιάθεσή του. Την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Α Στερεά λοιπόν ο Ανδρούτσος, παλιός αρματολός της περιοχής, ο οποίος είχε πέσει σε δυσμένεια του Σουλτάνου, ως άνθρωπος του Αλή Πασά, μέλος (από το 1818) της Φιλικής Εταιρείας και ένθερμος υποστηρικτής του Αγώνα. Ο Ομέρ Βρυώνης βρήκε μιας 1ης τάξης ευκαιρία να τον προσεταιρισθεί, επειδή γνώριζε πολύ καλά τις στρατιωτικές του ικανότητες.

Του έγραψε μια επιστολή ως παλιός φίλος και του ζήτησε τη σύμπραξή του κατά των Ελλήνων ανταρτών, με πλήθος υποσχέσεων και δόλωμα την οπλαρχηγία ολοκλήρου της Α Στερεάς. Του πρότεινε, μάλιστα, να συναντηθούν στη Γραβιά και συγκεκριμένα σε ένα μικρό πλινθόκτιστο χάνι. Ο Ανδρούτσος απεδέχθη την πρόσκληση κι έσπευσε στην περιοχή με άλλο σκοπό κατά νου. Αμέσως συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο στο Χάνι της Γραβιάς, με τη συμμετοχή των οπλαρχηγών Δυοβουνιώτη και Πανουργιά.

Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Ομέρ Βρυώνης θα κατήρχετο στην Πελοπόννησο, όχι δια του Ισθμού, αλλά δια του Γαλαξιδίου. Διαφώνησαν, όμως, ως προς το σχέδιο αντιμετώπισής του. Ο Ανδρούτσος πρότεινε να δώσουν τη μάχη στο Χάνι, ενώ οι Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς το έκριναν ακατάλληλο, επειδή ήταν πλινθόκτιστο και ευρίσκετο σε ανοικτό πεδίο. Εν τω μεταξύ, ο Ομέρ Βρυώνης με 9.000 άνδρες πλησίαζε στη Γραβιά και είχε πληροφορηθεί την παρουσία του Ανδρούτσου στο χάνι με μικρή δύναμη. Δεν ανησύχησε, όμως, πιστεύοντας ότι ο Ανδρούτσος θα έκανε αποδεκτή την πρότασή του.

Σε μια 2η σύσκεψη των Ελλήνων οπλαρχηγών, που δεν είχαν στη διάθεσή τους πάνω από 1200 άνδρες, λύθηκε η διαφωνία τους. Αποφάσισαν ο μεν Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιά να πιάσουν τις γύρω περιοχές, ο δε Ανδρούτσος να χτυπήσει τον εχθρό από το χάνι σε μια οπωσδήποτε παράτολμη ενέργεια. Μαζί του βρέθηκαν 117 άνδρες, που μετέτρεψαν το πλινθόκτιστο κτίριο σε οχυρό με πρόχειρα έργα. Ο Ομέρ Βρυώνης με τον στρατό του πλησίασε(πρωί 8ης Μαΐου 1821) σε απόσταση βολής από το χάνι και αμέσως δέχτηκε καταιγισμό πυρών.

Κατάλαβε ότι ο παλιός του φίλος δεν πήγε εκεί με φιλικούς σκοπούς, αλλά για να τον πολεμήσει. Πρώτα διέταξε να γίνει επίθεση κατά των ανδρών του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά, τους οποίους διασκόρπισε στα γύρω βουνά, όπως και στη Μάχη της Αλαμάνας. Στη συνέχεια, επικεντρώθηκε στο Χάνι και τον Ανδρούτσο. Έκανε μια απόπειρα να τον μεταπείσει, στέλνοντας ένα δερβίση ως αγγελιοφόρο. Η αποστολή του ιερωμένου είχε τον λόγο της. Ο Ομέρ Βρυώνης γνώριζε ότι ο Ανδρούτσος ήταν Μουσουλμάνος Μπεκταξής.

Ο δερβίσης προχώρησε έφιππος προς το Χάνι, αλλά ξαφνικά δέχθηκε μια σφαίρα στο μέτωπο κι έπεσε άπνους. Οι Οθωμανοί επιτέθηκαν κατά κύματα στο Χάνι. Ο Ανδρούτσος και οι άνδρες του κρατούσαν γερά. Ο Ομέρ Βρυώνης εξεμάνη με την ανικανότητα των αξιωματικών του και διέταξε και νέα επίθεση κατά το μεσημέρι. Και αυτή απέτυχε. Τις πρώτες ώρες του δειλινού διέταξε κατάπαυση του πυρός, συνειδητοποιώντας ότι είχε διαπράξει ένα ακόμη λάθος. Από υπερβολική εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και υποτιμώντας την ανδρεία των Ελλήνων είχε εκστρατεύσει χωρίς πυροβολικό.

Αποφάσισε να αποσύρει προσωρινά τις δυνάμεις του και να διατάξει να του φέρουν κανόνια από τη Λαμία. Ήταν αποφασισμένος το πρωί της επόμενης ημέρας να ισοπεδώσει το Χάνι, με τους αυθάδεις υπερασπιστές του. Την κίνηση αυτή του Ομέρ Βρυώνη μάντεψε ο Ανδρούτσος και γύρω στις 2 τα ξημερώματα της 9ης Μαΐου επεχείρησε με τους 110 άνδρες του ηρωική έξοδο. Οι 6 είχαν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της ολοήμερης μάχης. Αιφνιδίασαν τις Τουρκικές φρουρές που είχαν περικυκλώσει το Χάνι και χάθηκαν μέσα στα σπαρτά.

Οι Τούρκοι περικύκλωσαν την περιοχή και το χάνι, ενώ ο Βρυώνης έστειλε δερβίση για να πει στον Ανδρούτσο να παραδοθεί. Επειδή ο Ανδρούτσος δεν δέχτηκε, οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο πανδοχείο, αλλά αποκρούσθηκαν με μεγάλες απώλειες και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ο Βρυώνης βλέποντας τους άνδρες του να πέφτουν από τα πυρά των Ελλήνων, διέταξε να φέρουν ένα κανόνι για να ανατινάξει το κτίριο. Οι Τούρκοι σταμάτησαν την επίθεση μέχρι να έρθει το κανόνι, ενώ οι Έλληνες, που κατάλαβαν τις προθέσεις τους, κατάφεραν στο μεταξύ να ξεφύγουν κρυφά ανάμεσα από τις εχθρικές Τουρκικές γραμμές.

Τα θύματα των Τούρκων ήταν πολυάριθμα. 330 νεκροί και 800 τραυματίες σε λίγες ώρες. Οι Έλληνες έχασαν 6 πολεμιστές. Μετά την μάχη αυτή ο Βρυώνης συγκλονίστηκε τόσο πολύ, δεν υπήρχε πια ηθικό στο στράτευμά του, που αποφάσισε να σταματήσει προσωρινά την εκστρατεία του και να υποχωρήσει στην Εύβοια, για να συναντήσει αργότερα τις δυνάμεις του Κιοσέ Μεχμέτ. Λόγω της παύσης αυτής των δραστηριοτήτων του Βρυώνη, η μάχη στο χάνι της Γραβιάς θεωρείται σημαντικός σταθμός για την έκβαση της Ελληνικής επανάστασης.

Είχε παρεμποδιστεί η κάθοδος ενός τόσο ισχυρού στρατού, όπως του Ομέρ Βρυώνη, στην Πελοπόννησο, όπου η επανάσταση ακόμα δεν είχε εδραιωθεί, ενώ συνέβαλε στην έναρξη του αγώνα και στη Δ Ελλάδα. Για λίγο καιρό, τουλάχιστον, ένας σοβαρός κίνδυνος για την Πελοπόννησο εξέλιπε. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αναγνωρίσθηκε απ’ όλους ως αναμφισβήτητος ηγέτης της Α Στερεάς.

 

Η Μάχη στα Βασιλικά

Ο Ομέρ Βρυώνης μέ τόν Κιοσσέ Μεχμέτ πασά είχαν ζητήσει από τό Διβάνι (κυβέρνηση) ενισχύσεις, προκειμένου νά αντιμετωπίσουν τούς Έλληνες τής Ανατολικής Ρούμελης. Δέν ήθελε ο Βρυώνης νά διακινδυνέψει μία κάθοδο πρός τόν Μοριά, αφήνοντας πίσω του επαναστατικές ομάδες, οι οποίες θά διέκοπταν τόν ανεφοδιασμό του. Ο Σουλτάνος τότε διέταξε τόν Μπεϋράν πασά νά κατέλθει από τήν Μακεδονία πρός ενίσχυση τών δύο πασάδων καί μετά από κοινού νά διασχίσουν τόν Ισθμό τής Κορίνθου γιά νά λύσουν τήν πολιορκία τής Τριπολιτσάς.

Πράγματι ο Μπεϋράν πασάς συγκέντρωσε 8.000 ιππείς καί μέ τούς στρατηγούς Χατζή Μπεκήρ Πασά, Μεμίς Πασά καί Σαχίν Αλή Πασά προήλασε πρός τό νότο. Στά μέσα Αυγούστου στρατοπέδευσε στή Λαμία (Ζητούνι) όπου συγκέντρωσε τρόφιμα γιά τόν μεγάλο στρατό του. Οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί αντέδρασαν άμεσα. Ο Ανδρούτσος, πού βρισκόταν κοντά στόν Ισθμό, έγραψε στόν Γιάννη Γκούρα καί τόν Βασίλη Μπούσγο νά κινηθούν πρός συνάντηση τού εχθρού καί ο ίδιος επιβιβάστηκε σέ πλοιάρια στή Μεγαρίδα γιά νά τούς συναντήσει.

Ο γέρο Δυοβουνιώτης μέ τόν γιό του περίμενε τούς υπόλοιπους αρχηγούς στό χωριό Μόδι, όπου συγκεντρώθηκαν ο Νάκος Πανουργιάς, ο παπά Ανδρέας από τήν Κουκουβίστα, ο Κωνσταντίνος Καλύβας, ο Κωνσταντίνος Μπίτης, ο Κόμνας Τράκας, ο Αντώνης Κοντοσόπουλος (Γεράντωνος), ο Γιάννης Λάππας καί ο Μήτρος Τριανταφυλλίνας. Στό πολεμικό συμβούλιο πού ακολούθησε οι γνώμες διΐσταντο. Οι νεώτεροι ήθελαν νά περιμένουν στή στενότερη διάβαση τής Φοντάνας πού οδηγούσε στό Τουρκοχώρι, ενώ ο γέρο Γιάννης πίστευε ότι ο πασάς θά περνούσε από τό πέρασμα τών Βασιλικών πού οδηγούσε στό Δραχμάνι (Ελάτεια).

Ο δρόμος τών Βασιλικών ήταν πλατύς καί δύσκολος νά οχυρωθεί, αλλά ο Δυοβουνιώτης πίστευε ότι ο υπερήφανος πασάς θά ακολουθούσε τόν πλατύ δημόσιο δρόμο γιά νά κινηθεί, αψηφώντας τούς ραγιάδες πού δέν θά τολμούσαν νά τά βάλουν μέ τό ανίκητο ιππικό του. Ο Γκούρας αντίθετα επέμενε νά στηθούν στό στενό πέρασμα τής Φοντάνας πού προσφέρονταν γιά ενέδρα. Ευτυχώς επικράτησε η γνώμη τού γέρο Δυοβουνιώτη.

Στίς 22 Αυγούστου 1821 ο Μπεϋράν Πασάς μέ τούς δύο στρατηγούς του – ο Χατζή Μπεκίρ είχε πεθάνει στη Λαμία – πέρασε από τή γέφυρα τής Αλαμάνας καί στρατοπέδευσε στό χωριό Πλατανιά. Τήν επομένη έστειλε ένα σώμα από 300 πεζούς στή Φοντάνα καί 200 ιππείς στά Βασιλικά γιά ανίχνευση. Οι ιππείς μή συναντώντας καμμία αντίσταση προχώρησαν μέσα στό πυκνό δάσος τών Βασιλικών και τότε οι κρυμμένοι μέσα στό δάσος άνδρες τού Κοντοσόπουλου καί τού Καλύβα τούς επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά καί τούς αποδεκάτισαν.

Ανάλογη τύχη είχαν καί οι Τούρκοι πεζοί στή Φοντάνα από τόν παπα Ανδρέα. Την ίδια μέρα έφθασε καί ο οπλαρχηγός τού Οδυσσέα Γιάννης Ρούκης. Ο Τούρκος πασάς έχοντας εμπιστοσύνη στήν αριθμητική υπεροχή του αποφάσισε νά προχωρήσει εμπρός καί νά κτυπήσει τούς Χαΐνηδες. Δέν είχε υπολογίσει ότι τό ιππικό του θά ήταν άχρηστο στήν δασώδη κοιλάδα τών Βασιλικών. Άφησε τά μεταγωγικά του καί τίς άμαξες στήν Πλατανιά καί ξεκίνησε γιά τήν καταστροφή του.

Οι Τούρκοι περικυκλωμένοι αποδεκατίστηκαν. Ζητούσαν οίκτο καί φώναζαν: “Αλλάχ, Αλλάχ ράι καπιτάν!”. Ο Μεμίς Πασάς έπεσε νεκρός από τόν ίδιο τόν Γκούρα, ενώ σκοτώθηκε καί ο γιός τού Μπεϋράν Πασά. Ο ίδιος ο Πασάς εγκατέλειψε τή μάχη, τρέχοντας πρός τό Ζητούνι, ενώ οι νικητές έσφαζαν τά υπολλείματα τού στρατού του. Περίπου 1000 ήταν οι Τούρκοι νεκροί, ενώ όλα τά εφόδια πού είχαν εγκαταλειφθεί στήν Πλατανιά, πέρασαν στά χέρια τών νικητών.

Στά χέρια τους έπεσαν επίσης οκτώ κανόνια, εκατοντάδες άλογα, καμήλες, βουβάλια, δεκάδες αραμπάδες, Τουρκικές σημαίες καί τό περίφημο Μπουγιούκ (μεγάλο) μπαϊράκι, η σημαία τής εφόδου. Τόν Μπεϋράν πασά τόν δολοφόνησε ο Σουλτάνος, τιμωρώντας τον έτσι γιά αυτή τήν ατιμωτική ήττα. Ο Γκούρας είχε πάθει αγκύλωση στά δάκτυλα από τό πιάσιμο τού σπαθιού του καί όταν ζήτησε από τόν Μπαλαούρα νερό γιά νά πιεί, ο τελευταίος δέν μπόρεσε νά βρεί καθαρό νερό στό ποτάμι, καθώς ήταν κόκκινο από τό αίμα τών Τούρκων σκοτωμένων.

Μεταξύ τών διακοσίων Τούρκων αιχμαλώτων ήταν καί ο Αλβανός Φράσσαρης. Ο Φράσσαρης είχε ξαναπιαστεί αιχμάλωτος τών Ελλήνων καί τόν είχαν ανταλλάξει μέ τόν Γιώργο Δυοβουνιώτη, ο οποίος κρατείτο από τόν Χουρσίτ. Ο Φράσσαρης τότε είχε ορκιστεί ότι δέν θά ξαναπολεμήσει εναντίον τών Ρωμιών. Γιά αυτή του τήν μπαμπεσιά οι Αγοργιανίτες τόν έγδαραν ζωντανό, μιμούμενοι τίς βάρβαρες συνήθειες τών Πασσάδων.

Η μάχη στά Βασιλικά ήταν η σημαντικότερη πού δόθηκε στήν Ανατολική Ρούμελη από τήν έναρξη τής επανάστασης. Συνετρίβη μία πολύ ισχυρή επίλεκτη τουρκική δύναμη, η οποία από μόνη της ήταν ικανή νά εισβάλει καί νά καταστρέψει τούς επαναστάτες στόν Μοριά. Αξίζει νά σημειωθεί ότι λόγω τού ανταγωνισμού καί τής αντιζηλίας μεταξύ τών Πασάδων, ο Ομέρ Βρυώνης καί ο Κιοσσέ Μεχμέτ δέν βοήθησαν τόν Μπαϋράν Πασά στήν είσοδό του στήν Ρούμελη, διότι αυτός μπορούσε νά επιτύχει εκεί πού αυτοί είχαν αποτύχει.

Οι δύο πασσάδες επέστρεψαν άπρακτοι στή Λαμία, ενώ οι δειλοί μέχρι τότε Έλληνες χωριάτες ένοιωσαν τούς εαυτούς τους νά μεταβάλλονται σέ ατρόμητους πολεμιστές.

Α’ και Β’ Εθνοσυνέλευση

Στις 20 Δεκεμβρίου 1821 ξεκίνησε τις εργασίες της η A’ Εθνοσυνέλευση στην Πιάδα (αρχαία Eπίδαυρος). Σε αυτήν παραβρέθηκαν αντιπρόσωποι από τις περισσότερες επαναστατημένες περιοχές. Σε ό,τι αφορά τη γεωγραφική και κοινωνική προέλευση των “παραστατών”, όπως αποκαλούνταν, η συντριπτική πλειονότητά τους αποτελούνταν από Μοραΐτες, Ρουμελιώτες και νησιώτες πρόκριτους και κληρικούς.

Πρόκειται για τις προεπαναστατικές ηγετικές ομάδες στις οποίες προστέθηκαν Φαναριώτες και λόγιοι που είχαν καταφτάσει στις επαναστατημένες περιοχές κατά τους πρώτους μήνες της επανάστασης. Αντίθετα, ο Δημήτριος Υψηλάντης και οι επιφανέστεροι Ρουμελιώτες και Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί απουσίαζαν. H σημαντικότερη πράξη της εθνοσυνέλευσης υπήρξε το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου, το πρώτο δηλαδή σύνταγμα των επαναστατημένων Ελλήνων, στο οποίο προτασσόταν η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας.

Tο Προσωρινό Πολίτευμα που αποτελεί έργο του Ιταλού B. Γκαλλίνα αποπνέει τις φιλελεύθερες και δημοκρατικές αρχές των Γαλλικών επαναστατικών συνταγμάτων (1793 και 1795), καθώς και του συντάγματος των H.Π.A. (1787). Αναφορικά με τη συγκρότηση οργάνων κεντρικής Διοίκησης υιοθετήθηκε ένα πολυκεντρικό μοντέλο με τη σύσταση δύο σωμάτων ετήσιας διάρκειας (Βουλευτικό, Εκτελεστικό), τα οποία είχαν μη επακριβώς καθορισμένες και μη αυστηρά διαχωρισμένες αρμοδιότητες.

H επίσημη αναγνώριση των τριών τοπικών οργανισμών στην Πελοπόννησο, στη Δυτική και στην Α. Στερεά επέτεινε τη σύγχυση μεταξύ των οργάνων της Διοίκησης, την πολυδιάσπαση του πολιτικού πεδίου και τελικά την αδυναμία κεντρικού ελέγχου των επαναστατημένων περιοχών που συγκροτούσαν την επικράτεια του εν δυνάμει Ελληνικού κράτους. Αξιοσημείωτη για την Α’ Εθνοσυνέλευση είναι η απουσία οιασδήποτε αναφοράς στη Φιλική Εταιρεία.

H οργάνωση που είχε προπαρασκευάσει την επανάσταση είχε τεθεί οριστικά στο περιθώριο. Δύο χρόνια μετά την κήρυξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα το Μάρτιο του 1823 ξεκίνησαν στο Άστρος της Κυνουρίας οι εργασίες της Β’ Εθνοσυνέλευσης. Στο χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ της πρώτης και της Β’ Εθνοσυνέλευσης οι στρατιωτικές επιτυχίες συμβάδιζαν με την όξυνση των πολιτικών αντιπαραθέσεων.

H κατάργηση των περιφερειακών τοπικοδιοικητικών οργανισμών προσέδωσε ισχύ στα όργανα της Διοίκησης καθιστώντας τα κατεξοχήν αντικείμενο πολιτικής διαπάλης. Στο περιθώριο των πολιτικών φατριασμών οι “παραστάτες” της εθνοσυνέλευσης προχώρησαν σε μια περιορισμένης έκτασης συνταγματική αναθεώρηση, με την οποία επιβεβαιώνονταν οι βασικές αρχές του Προσωρινού Πολιτεύματος της Eπιδαύρου.