Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
Οι πρώτες Στιγμές
Οι πρώτες Στιγμές
Ο ηρωικός αγώνας της Ελλάδος εναντίον του Άξονα, κατά τους επτά συνολικά μήνες του Ελληνο-Ιταλικού και του Ελληνο-Γερμανικού πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940 – 31 Μαΐου 1941) αποτελεί αναμφισβήτητα μία από τις ενδοξότερες σελίδες της Ελληνικής ιστορίας. Έχει όμως και ιστορική σημασία ευρύτερη, γιατί επηρέασε πολλαπλά την εξέλιξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συνέβαλε κρίσιμα στην έκβασή του. Ο πόλεμος αυτός, υπήρξε από άποψη ασφάλειας και προστασίας της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδος, σταθμός μείζονος σημασίας στην ιστορία των διακρατικών σχέσεων της χώρας.
Ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος ήταν «παράπλευρος» πόλεμος της μεγάλης Ευρωπαϊκής σύγκρουσης, η οποία ακόμα δεν είχε γίνει παγκόσμια· ήταν ένα δευτερεύον μέτωπο αυτής της σύγκρουσης, στο οποίο, η μεν Ιταλία προσπαθούσε να κερδίσει μία εύκολη επιτυχία, και δι’ αυτής να αναδειχθεί σε ρυθμιστική δύναμη της Νότιας Βαλκανικής, η δε Βρετανία επιθυμούσε να καθηλώσει και να φθείρει μία δύναμη που απειλούσε την θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο και ιδίως στην Αίγυπτο.
Αφετηρία του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου αποτελεί η άνοιξη του 1939, όταν τα Ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αλβανία και διαφάνηκαν ξεκάθαρα τα επεκτατικά σχέδια του Μουσολίνι. Την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η πολιτική και στρατιωτική ισορροπία στα Βαλκάνια διαταράχθηκε. Το Βαλκανικό Σύμφωνο και τα διάφορα σύμφωνα που είχε συνομολογήσει η Ελλάδα δεν τέθηκαν σε ενέργεια, ούτε βέβαια υπήρξε εξαρχής τέτοιο ζήτημα. Τόσο το Βαλκανικό Σύμφωνο, όσο και τα Σύμφωνα με την Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία κάλυπταν το ενδεχόμενο πολέμου με την Βουλγαρία.
Η Ελλάδα βρισκόμενη στο χώρο, στον οποίο απέβλεπε η επεκτατική πολιτική της Ιταλίας και σταθερά αποφασισμένη να παραμείνει ουδέτερη αλλά και ελεύθερη, δε δίστασε να αντιταχθεί σ’ αυτή. Σ’ ολόκληρο το δεκαοκτάμηνο χρονικό διάστημα κατά το οποίο διάρκεσαν οι απειλές, οι προκλήσεις και οι πράξεις βίας της Ιταλίας εναντίον της, η Ελλάδα κάτω από το προσωπείο φαινομενικής ηρεμίας, κατέβαλε συνεχείς προσπάθειες ν’ αποφύγει τον πόλεμο, αλλά παράλληλα λάμβανε όλα τα απαραίτητα στρατιωτικά μέτρα και σφυρηλατούσε το εθνικό φρόνημα. Χαρακτηριστική είναι η προσπάθεια του Μεταξά για τήρηση ουδετερότητας ώστε να μην προκαλέσει την Ιταλία.
Κατά τον τορπιλισμό της Έλλης στο λιμάνι της Τήνου και ενώ γνώριζε από την πρώτη στιγμή, έδωσε αυστηρές οδηγίες στον τύπο να μην γίνει καμία αναφορά. Επιπλέον ο Μεταξάς επιδίωκε μεσολάβηση της Γερμανίας ώστε να ανατρέψει την διαφαινόμενη ενέργεια των Ιταλών έναντι της Ελλάδος. Η επίσημη στάση της ουδετερότητας της Ελλάδας απέναντι στον άξονα και τη Μ. Βρετανία δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια επίσημη κάλυψη για την προετοιμασία της Ελλάδας ενόψει της συμμετοχής στο πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων.
Έτσι κατόρθωσε η Ελλάδα, παρά την αιφνιδιαστική από απόψεως χρόνου εκτόξευση της Ιταλικής επιθέσεως, να ισορροπήσει την κατάσταση κατά την πρώτη περίοδο και στη συνέχεια να πάρει την πρωτοβουλία ενέργειας. Καθοριστικός παράγοντας των επιλογών του Μεταξά στο διπλωματικό επίπεδο ήταν η πρόταξη του γεωπολιτικού παράγοντα. Πίστευε απόλυτα ότι η ικανοποίηση της πρωταρχικής φροντίδας για την κατοχύρωση της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της χώρας δεν ήταν δυνατόν να διασφαλιστεί ερήμην της σύμπραξης με την Μ. Βρετανία.
Εάν και δεν κατόρθωσε μέχρι την έναρξη του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου να εξασφαλίσει μια συμβατικά κατοχυρωμένη εγγύηση για την ασφάλεια της χώρας από τους Βρετανούς, ο Μεταξάς πίστευε ότι η εμμονή του στην πολιτική της συνεργασίας με τους Βρετανούς, θα εξασφάλιζε για την Ελλάδα την συμμετοχή της στο πλευρό των επίδοξων νικητών αυτής της αναμέτρησης.
Οι έντονες προσπάθειες από τον Μεταξά για να εξασφαλίσει την στρατιωτική βοήθεια των Βρετανών πριν την διαφαινόμενη Ιταλική επίθεση, συνάντησαν την απροθυμία τους, διότι θεωρούσαν την Τουρκία στους στρατηγικούς τους υπολογισμούς πολύ πιο σημαντική πιθανή σύμμαχο, γι’ αυτό και υπογράφθηκε με την τελευταία το 1939 Σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας. Για την Βρετανία το κρίσιμο θέατρο επιχειρήσεων ήταν η Βόρειος Αφρική και η Ιταλική εμπλοκή στα Βαλκάνια, εφόσον δεν απειλούσε την Τουρκία και τα στενά αποτελούσε ένα αντιπερασπισμό και δεν υπήρχε ανάγκη για μεγαλύτερη στρατιωτική εμπλοκή στην Ελλάδα.
Με το τελεσίγραφο που επέδωσε στον Μεταξά ο Ιταλός πρεσβευτής απαιτούσε η Ιταλική κυβέρνηση να επιτραπεί στον Ιταλικό στρατό να καταλάβει διάφορες στρατηγικές θέσεις, χωρίς να κατονομάζονται αυτές. Με το ”ΟΧΙ” που είπε ο Μεταξάς διερμήνευσε τη θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων, απόφαση που στηρίχθηκε στην ορθολογιστική εκτίμηση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της χώρας. Αποκαλυπτική για τις σκέψεις του είναι μυστική ενημέρωση που πραγματοποίησε ο Μεταξάς προς τους συντάκτες του Αθηναϊκού τύπου την 30 Οκτωβρίου 1940.
Χαρακτηριστικά ανέφερε τις προσπάθειες που έκανε να κρατήσει την χώρα μακριά από την παγκόσμια σύρραξη και τις συμβουλές του Χίτλερ να εντάξει την Ελλάδα στην «Νέα Τάξη» αφού πρώτα ικανοποιούσε τις εδαφικές βλέψεις της Ιταλίας και της Βουλγαρίας σε βάρος της χώρας. Μια τέτοια ενέργεια σύμφωνα με τον Μεταξά θα ανάγκαζε τους Άγγλους να καταλάβουν την Κρήτη και άλλα νησιά με σκοπό να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή της Μεσογείου. Τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε την χώρα σε ένα νέο διχασμό. Ο Ιωάννης Μεταξάς είπε χαρακτηριστικά:
«Δηλαδή θα έπρεπε δια ν’ αποφύγωμεν τον πόλεμον να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν, και του αριστερού από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των. Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπαν, υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των έπειτα από μίαν τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος εις τους εχθρούς των, να καταλάβουν την Κρήτην και άλλας νήσους μας τουλάχιστον».
Η άρνηση της Ελλάδας να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Ιταλίας προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ιταλία. Η αξιοσύνη και η λεβεντιά των Ελλήνων άσκησε τεράστια επίδραση στη ψυχολογία των λαών και είναι από τα πιο σημαντικά γεγονότα στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η σημασία του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου συνίστατο κυρίως στον αντίκτυπο που είχε στον κόσμο γενικά. Ήταν το παράδειγμα μιας φτωχής χώρας που πολέμησε για την τιμή και την αξιοπρέπειά της καθώς και για βασικές αξίες του πολιτισμένου κόσμου, γεγονός που έδινε θάρρος στους χειμαζόμενους λαούς που είχαν χάσει την ελευθερία τους.
Οι απόψεις των Άγγλων στρατιωτικών αρχικά ήταν απαισιόδοξες σχετικά με την δυνατότητα αποτελεσματικής αντίστασης από τον Ελληνικό στρατό. Δόθηκαν έτσι οδηγίες στον τύπο να μην καλλιεργούνται μεγάλες προσδοκίες για την Άμυνα της Ελλάδος, προς αποφυγή απογοήτευσης σε περίπτωση κάμψης της χώρας. Ακόμη και ο Μεταξάς στο προσωπικό του ημερολόγιο στην 29 Οκτωβρίου 1940 γράφει: «Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξη κοινή γνώμη».
Αξίζει να αναφέρουμε τον ενθουσιασμό και τον πόθο που διακατείχε τους Έλληνες στο κάλεσμα της πατρίδος να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο πεδίο της μάχης παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε η Ελλάδα. Ποτέ πριν οι Έλληνες δεν έσπευσαν στο μέτωπο με τόσο ενθουσιασμό. Χαρακτηριστικές είναι φωτογραφίες της εποχής στις οποίες παρατηρούμε τους Έλληνες με το χαμόγελο στα χείλη και με υψηλό ηθικό να τρέχουν να στρατευθούν για να υπερασπίσουν τα ιδανικά της φυλής μας. Ήταν σαν ένα πανηγύρι…
Οι ανέλπιστες Ελληνικές επιτυχίες τον Νοέμβριο του 1940 είχαν σοβαρές επιπτώσεις στην πολιτική της Αγγλίας ώστε άρχισε να προσανατολίζεται στην ενίσχυση του Ελληνικού μετώπου. Οι Άγγλοι απέβλεπαν στην ενίσχυση της Ελλάδος, με σκοπό την χρησιμοποίησή της ως βάση από όπου θα καταφέρουν σοβαρό πλήγμα κατά της Ιταλίας και μελλοντικά κατά των Ρουμανικών πετρελαιοπηγών, που κατείχε και εκμεταλλευόταν η Γερμανία. Έτσι, το μέτωπο της Ελλάδας πρόσφερε την ευκαιρία στην Αγγλία να μεταφέρει το θέατρο επιχειρήσεων κατά της Ιταλίας στην Ελλάδα με απώτερο σκοπό την δημιουργία Βαλκανικού μετώπου κατά τον άξονα.
Στη φάση αυτή του πολέμου υπήρχε συμφωνία απόψεων Ελληνικής και Αγγλικής κυβερνήσεως στο θέμα αντιμετώπισης των Γερμανών με την διαφορά ότι οι Άγγλοι ενδιαφέρονταν για την διατήρηση του Αλβανικού μετώπου και της Ελλάδος ως εμπόλεμου, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία Βαλκανικού μετώπου κατά της Γερμανίας, όταν το επέτρεπε η στρατιωτική κατάσταση στη Μ. Ανατολή, η Ελληνική ηγεσία επιθυμούσε την υποστήριξη της Αγγλίας κυρίως για την αντιμετώπιση των Ιταλών και κατά δεύτερο λόγο για το ενδεχόμενο Γερμανικής επίθεσης.
Οι Ελληνικές νίκες στο μέτωπο της Αλβανίας είχαν σοβαρές επιπτώσεις στο Ιταλικό στρατόπεδο με αποτέλεσμα τις παραιτήσεις στρατηγών. Ο Μουσολίνι προσπάθησε να επιρρίψει την ευθύνη της αποτυχίας στη στρατιωτική ηγεσία. Οι Ιταλοί πολέμησαν εξίσου γενναία με τους Έλληνες, διεκδικώντας με πείσμα κάθε σπιθαμή του Ελληνικού εδάφους, υπέκυψαν όμως γιατί οι αντίπαλοί τους πέραν από την γενικότητα διέθεταν και πίστη στο δίκαιο του αγώνα τους.
Αξίζει να κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά στις δύσκολες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στο μέτωπο της Ηπείρου το 1940. Ο μεγαλύτερος εχθρός δεν ήταν ο αντίπαλος αλλά ο χειμώνας και το υπερβολικό ψύχος που δοκίμαζε την θέληση και την αντοχή των αντιμαχόμενων. Ο Ελληνικός Στρατός λόγω του υψηλού ηθικού του αντιμετώπιζε αυτή τη δοκιμασία με καρτερία και χωρίς γογγυσμό παρά την έλλειψη πολλές φορές σε τρόφιμα και σε άλλα αποθέματα.
ΟΙ ΙΤΑΛΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Από τις 23 Σεπμβρίου 1928 η Ελλάδα συνδεόταν με την Ιταλία με «Σύμφωνο Φιλίας, Συνδιαλλαγής και Δικαστικού Διακανονισμού», που άγγιζε τα όρια συμμαχίας, με προβλεπόμενη ισχύ μέχρι τον Οκτώβριο του 1939. Από τις αρχές του 1940 η πολιτική της Ιταλίας άρχισε να μεταστρέφεται και από τον Ιούλιο να παίρνει εχθρικό χαρακτήρα. Πέραν του δημοσιογραφικού και ραδιοφωνικού θορύβου άρχισε να παραβιάζει συστηματικά την εδαφική κυριαρχία της Ελλάδος και να προσπαθεί να μειώσει το κύρος της. Συγκεκριμένα:
Η Ελλάδα μπροστά σ’ αυτή την εχθρική Ιταλική προκλητικότητα διατηρεί την ψυχραιμία της και δείχνει με ευθύτητα και ειλικρίνεια μεγάλη υποχωρητικότητα και μετριοπάθεια για να διασωθεί η ειρήνη. Δεν παραλείπει όμως να τονίσει ότι είναι αποφασισμένη να υπερασπίσει, μ’ όλα τα μέσα που διαθέτει, την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της χώρας, ενώ παράλληλα καταρτίζει τα αμυντικά της σχέδια και βελτιώνει την αμυντική της θωράκιση. Γνωρίζει ότι είναι μόνη.
Το Βαλκανικό Σύμφωνο Ελλάδας – Γιουγκοσλαβίας – Τουρκίας – Ρουμανίας του 1934, δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση Ελληνο-Ιταλικού πολέμου, παρά μόνο απέναντι σε μόνη Βουλγαρία. Παρ’ όλα αυτά, στη δραματική απομόνωσή της, όταν στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 η Ιταλία δια του πρεσβευτή της στην Αθήνα Γκράτσι, θα της θέσει το δίλημμα «Ταπείνωση ή Πόλεμος» δεν θα διστάσει και με ένα βροντερό ”ΟΧΙ” θα απορρίψει το πρώτο και θα εμπιστευτεί την τιμή της στους υπέροχους μαχητές της Ηπείρου, της Πίνδου και της Δυτικής Μακεδονίας.
ΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι, παρέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Με αυτό, ο Ντούτσε ζητούσε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση Ιταλικών στρατευμάτων, τα οποία θα κατελάμβαναν απροσδιόριστα «στρατηγικά σημεία» εντός της Ελληνικής επικράτειας. Ο Μεταξάς αρνήθηκε το τελεσίγραφο με τα λόγια: «Alors, c’est la guerre» (Λοιπόν, έχουμε πόλεμο) Η απάντηση στο Ιταλικό τελεσίγραφο θεωρείται από αρκετούς ιστορικούς αποτέλεσμα πίεσης της κοινής γνώμης, κατ’ άλλους προσωπική ενέργεια και απόφαση.
Σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν ότι η απόφαση του Μεταξά ήταν αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, αφού η Ελλάδα προετοιμαζόταν χρόνια για επικείμενη επίθεση εχθρικών δυνάμεων. Εντός ολίγων ωρών, ξεκίνησε η Ιταλική επίθεση, ενώ ο Μεταξάς απηύθυνε διάγγελμα προς τον Ελληνικό λαό. Κατόπιν αυτού, κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους τραγουδώντας πατριωτικά τραγούδια και αντι-Ιταλικά συνθήματα, ενώ διαδηλώσεις νέων εισέβαλαν σε Ιταλικά γραφεία και επιχειρήσεις.
Εκατοντάδες εθελοντές σε ολόκληρη την επικράτεια, άνδρες και γυναίκες, έσπευδαν στα στρατολογικά γραφεία για να καταταγούν. Ολόκληρο το έθνος ενώθηκε ενάντια στην Ιταλική επιθετικότητα. Ακόμη και ο φυλακισμένος ηγέτης του παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Νίκος Ζαχαριάδης, έγραψε ανοικτή επιστολή, ζητώντας από το λαό να αντισταθεί, παρότι εξακολουθούσε να ισχύει το Σύμφωνο Μολότωφ – Ρίμπεντροπ (περί μη επίθεσης μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας), παραβαίνοντας έτσι την εκ Μόσχας κομματική γραμμή.
Στην Ιταλία είχε ήδη ξεκινήσει από νωρίς μια επιχείρηση προπαγάνδας κατά της Ελλάδας, ενώ παράλληλα είχε μπει σε εφαρμογή σχέδιο προκλητικών ενεργειών εις βάρος της Ελλάδας, όπως η πτήση Ιταλικών αεροσκαφών εντός του Ελληνικού εναέριου χώρου, επιθέσεις αεροσκαφών σε Ελληνικά πλοία, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό και βύθιση του καταδρομικού “Έλλη” στο λιμάνι της Τήνου, κατά τη διάρκεια του εορτασμού του Δεκαπενταύγουστου από Ιταλικό υποβρύχιο.
Παρά την αδιαμφισβήτητη ενοχή των Ιταλών, η Ελληνική Κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το πλοίο βυθίστηκε από πλοίο «αγνώστου εθνικότητας». Παρά το ότι με αυτό τον τρόπο διατηρήθηκε τύποις η ουδετερότητα, εντούτοις ο Ελληνικός λαός είχε αρχίσει ήδη να υποψιάζεται τους πραγματικούς ενόχους.
ΤΟ ΙΤΑΛΙΚΟ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟ
Τελεσιγραφική Διακοίνωσις
Επιδοθείσα υπό του Πρεσβευτού της Ιταλίας εις τον Πρωθυπουργόν και Υπουργόν των Εξωτερικών την 3ην πρωϊνήν της 28 Οκτωβρίου 1940
”Η Ιταλική Κυβέρνησις ηναγκάσθη επανειλημμένως να διαπιστώση ότι, κατά την εξέλιξιν της παρούσης συρράξεως, η Ελληνική Κυβέρνησις έλαβε και ετήτρησε στάσιν η οποία αντιστέκεται όχι μόνον προς τας ομαλάς σχέσεις ειρήνης και καλής γειτονίας μεταξύ δύο χωρών, αλλά και προς τα καθωρισμένα καθήκοντα τα απορρέοντα δια την Ελληνικήν Κυβέρνησιν εκ της ιδιότητος αυτής ως ουδετέρου κράτους.
Κατ΄επανάληψιν ευρέθη η Ιταλική Κυβέρνησις εις την ανάγκην να ανακαλέση την Ελληνικήν Κυβέρνησιν εις την εκπλήρωσιν των καθηκόντων της και να διαμαρτυρηθή εναντίον της συστηματικής παραβιάσεως των, παραβιάσεως η οποία είναι εξαιρετικώς σοβαρά, δεδομένου ότι η Ελληνική Κυβέρνησις εδέχθη όπως ο Αγγλικός στόλος χρησιμοποιήση κατά την εξέλιξιν των πολεμικών του επιχειρήσεων τα χωρικά της ύδατα , τα παράλιά της και τους λιμένας της, ηυνόησε τον ανεφοδιασμόν των εναερίων Βρετανικών δυνάμεων, επέτρεψε την οργάνωσιν εις το Ελληνικόν αρχιπέλαγος μιάς υπηρεσίας στρατιωτικών πληροφοριών εναντίον της Ιταλίας.
Η Ελληνική Κυβέρνησις είναι πλήρως εν γνώσει των γεγονότων τούτων, τα οποία υπήρξαν αντικείμενον από μέρους της Ιταλίας, διπλωματικών διαβημάτων, εις τα οποία η Ελληνική Κυβέρνησις – ήτις εν τούτοις θα ώφειλε να είχεν αντίληψιν των σοβαρών συνεπειών της στάσεώς της- δεν απήντησε δια της λήψεως ουδενός μέτρου προς προστασίαν της ουδετερότητός της, αλλά, τουναντίον, δια της εντάσεως της δράσεως της προς ενίσχυσιν των ενόπλων Βρετανικών δυνάμεων και της συνεργασίας αυτής μετά των εχθρών της Ιταλίας.
Η Ιταλική Κυβέρνησις κατέχει αποδείξεις ότι η συνεργασία αύτη είχε προβλεφθή και κανονισθή υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως ακόμη και δια συνενοήσεων στρατιωτικής, ναυτικής και αεροπορικής φύσεως.
Η Ιταλική Κυβέρνησις δεν αναφέρεται μόνον εις την Βρετανικήν εγγύησιν την οποίαν η Ελλάς είχε δεχθή ως τμήμα ενεργείας κατευθυνομένης εναντίον της ασφαλείας της Ιταλίας, αλλά και εις τας ρητάς και καθωρισμένας υποχρεώσεις, τας αναληφθείσας υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως, όπως θέση εις την διάθεσιν των Δυνάμεων των ευρισκομένων εις πόλεμον προς την Ιταλίαν σπουδαίας στρατηγικάς θέσεις εντός του Ελληνικού εδάφους συμπεριλαμβανομένων αεροπορικών βάσεων εν Θεσσαλία και Μακεδονία προοριζομένων δι’ επίθεσιν εναντίον του Αλβανικού εδάφους.
Η Ιταλική Κυβέρνησις δέον σχετικώς να υπενθυμίση εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τας προκλητικάς ενεργείας τας διεξαχθείσας έναντι του Αλβανικού έθνους δια της τρομοκρατικής πολιτικής την οποίαν υιοθέτησεν έναντι του πληθυσμού της Τσαμουριάς και δια των εμμόνων προσπαθειών προς δημιουργίαν ανωμαλιών εκείθεν των συνόρων της. Και δι’ αυτό τούτο το γεγονός ευρέθη η Ιταλική Κυβέρνησις, πλην ματαίως, εις την ανάγκην να υπενθυμίση εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τας αναποφεύκτους συνεπείας ας παρομοία πολιτική θα είχεν όσον αφορά την Ιταλίαν.
Η Ιταλία δεν δύναται να ανεχθή εφεξής πάντα ταύτα. Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική. Η ευθύνη διά την κατάστασιν ταύτην επιπίπτει προτίστως επί της Αγγλίας και επί της προθέσεως της όπως περιπλέκη πάντοτε άλλας χώρας εις τον πόλεμον.
Η Ιταλική Κυβέρνησις θεωρεί έκδηλον ότι η πολιτική της Ελληνικής Κυβερνήσεως έτεινε και τείνει να μεταβάλη το Ελληνικόν έδαφος, ή τουλάχιστον να επιτρέψη όπως το Ελληνικόν έδαφος μεταβληθή εις βάσιν πολεμικής δράσεως εναντίον της Ιταλίας. Τούτον δε θα ηδύνατο να οδηγήση ή εις μίαν ένοπλον ρήξιν μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδος, ρήξιν την οποίαν η Ιταλική Κυβέρνησις έχει πάσαν πρόθεσιν να αποφύγη.
Όθεν, η Ιταλική Κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν – ως εγγύησιν δια την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν δια την ασφάλειαν της Ιταλίας – το δικαίωμα να καταλάβη δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων, δια την διάρκειαν της σημερινής προς την Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του Ελληνικού εδάφους.
Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι. Τα στρατεύματα ταύτα δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του Ελληνικού λαού και η Ιταλική Κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς, δια της προσωρινής κατοχής στρατηγικών τινών σημείων επιβαλλομένης υπό της ανάγκης των περιστάσεων και εχούσης καθαρώς αμυντικόν χαρακτήρα, να θίξη οπωσδήποτε την κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.
Η Ιταλική Κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν όπως δώση αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αύτη δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα Ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήση αντίστασιν, η αντίστασις αύτη θα καμφθή διά των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προκύψη εκ τούτου.”
Αθήναι, τη 28 Οκτωβρίου 1940 / ΧΙΧ
”Alors, C’est la Guerre”
H Γαλλική φράση ”Alors, c’est la guerre”, που αποδίδεται στην Ελληνική γλώσσα ως «Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμος» είναι η ιστορική φράση με την οποία δήλωσε ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ιωάννης Μεταξάς στη διπλωματική γλώσσα της εποχής εκείνης, την αρνητική του στάση στο Ιταλικό τελεσίγραφο που του επέδωσε ο τότε Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Εμμανουέλε Γκράτσι, τις πρώτες πρωινές ώρες στις 28ης Οκτωβρίου του 1940, κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Ελλάδα, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη στην οποία εξελισσόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, διατηρούσε ουδέτερη στάση. Μετά από επιθετικές ενέργειες της Ιταλίας, με κυριότερη τον τορπιλισμό του καταδρομικού σκάφους Έλλη του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, που αποδόθηκε σε ιταλικό υποβρύχιο ανήμερα του εορτασμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο λιμάνι της Τήνου.
Παρά τις προκλητικές ενέργειες του Ιταλικού φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι, η Ελληνική Κυβέρνηση προσπαθούσε να διατηρήσει την ουδετερότητά της, χωρίς να δώσει στο γεγονός έκταση που θα δημιουργούσε διπλωματικό επεισόδιο. Εκτός της προκλητικότητας της Ιταλίας, την κυβέρνηση του Βασιλείου της Ελλάδας, ανησυχούσε και η κατοχή της Αλβανίας και η ανάπτυξη των Ιταλικών στρατευμάτων κατά μήκος των Ελληνο-Αλβανικών συνόρων.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου και περίπου την 3η ώρα πρωινή, ο Ιταλός πρέσβης της Ιταλίας Εμμανουέλε Γκράτσι κατευθύνθηκε με υπηρεσιακό αυτοκίνητο της Πρεσβείας της Ιταλίας, στην οικία του Έλληνα πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά, λίγες ώρες μετά το πέρας της μεγάλης δεξίωσης που είχε παρατεθεί στη πρεσβεία. Όταν εισήλθε στην οικία του πρωθυπουργού, ο Ιταλός πρέσβης, απέδωσε στον Έλληνα πρωθυπουργό το Ιταλικό τελεσίγραφο με το οποίο ζητούσε από την ελληνική πλευρά να επιτρέψει την διέλευση των Ιταλικών στρατευμάτων στην Ελληνική επικράτεια.
Στο τελεσίγραφο αυτό, η φασιστική κυβέρνηση της Ιταλίας κατηγορούσε την Ελληνική κυβέρνηση, αφενός για την επιδειχθείσα ανοχή έναντι των τότε Βρετανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στα Ελληνικά χωρικά ύδατα, και αφετέρου για προκλητική δράση έναντι του Αλβανικού Βασιλείου, το στέμμα του οποίου είχε περάσει στον Βασιλέα της Ιταλίας, ενώ ταυτόχρονα ζητούσε την ανεμπόδιστη προέλαση των Ιταλικών στρατευμάτων εντός της χώρας και την κατάληψη συγκοινωνιακών κόμβων.
Ο Μεταξάς αρνήθηκε, απαντώντας στα Γαλλικά: ”Alors, c’ est la guerre” (Λοιπόν, έχουμε πόλεμο). Με το «ΟΧΙ» άρχισε ο Ελληνο-Ιταλικός Πόλεμος. Οι εντυπωσιακές νίκες των Ελλήνων κατά των Ιταλών θα έφερναν εν καιρώ τους Γερμανούς στην Ελλάδα, οι οποίοι θα έσπευδαν σε βοήθεια των συμμάχων τους που αποτύγχαναν στην επίθεσή τους από την Αλβανία. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η αναγκαστική Γερμανική επέμβαση στα Βαλκάνια επηρέασε την έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς καθυστέρησε την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα στην ΕΣΣΔ.
Άλλοι ιστορικοί διαφωνούν με αυτήν τη θέση. Το βέβαιο είναι πως η απόκρουση της Ιταλικής εισβολής αποτέλεσε την πρώτη νίκη κατά μιας χώρας του Άξονα. Το ηθικό παράδειγμα από το «Έπος του ’40» τονιζόταν τότε στους διθυραμβικούς επαίνους για τη μικρή Ελλάδα. Όπως είχε πει και ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Εφεξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες».
Σημειώνεται όμως ότι πέρα από την ιστορική αυτή άρνηση του Μεταξά είχε προηγηθεί μια εξίσου επίσης σημαντική άρνηση αρκετό διάστημα πριν την 28η Οκτωβρίου, σε Ελληνο-Γερμανικές διαβουλεύσεις, όπως αποκαλύπτεται παρακάτω. Το ίδιο πρωί, λίγες ώρες μετά την απρόσμενη επίσκεψη του Ιταλού πρεσβευτή, ο Μεταξάς συγκάλεσε σχεδόν όλους τους εκδότες των σημαντικότερων τότε εφημερίδων της Αθήνας, όπου και τους αποκάλυψε όλο το παρασκήνιο της αρνητικής εκείνης απόφασης και της αναγκαστικής θέσης της Ελλάδας στο πλευρό των Συμμάχων.
Στις απόρρητες διαπραγματεύσεις που είχαν γίνει μεταξύ της Ναζιστικής κυβέρνησης Γερμανού καγκελάριου Αδόλφου Χίτλερ και Ελληνικής κυβέρνησης, o Έλληνας πρωθυπουργός, πιέζοντας να μάθει ποιες θα ήταν οι μικρές παραχωρήσεις που ζητούσε ο Χίτλερ «ως εραστής του Ελληνικού πνεύματος» όπως ο ίδιος δήλωνε η απάντηση που πήρε ήταν μια μερική εδαφική ικανοποίηση υπέρ των Ιταλών δυτικά της Πρέβεζας και μία ομοίως υπέρ των Βουλγάρων ανατολικά της Αλεξανδρούπολης.
Σε αυτή την συνάντηση, ο Ιωάννης Μεταξάς είχε δηλώσει ότι: «Θα έπρεπε εμείς οι Έλληνες για ν΄ αποφύγουμε τον πόλεμο να γίνουμε εθελοντές δούλοι και να πληρώσουμε αυτή την “τιμήν” με το άπλωμα του δεξιού καρπού της Ελλάδας προς ακρωτηριασμό από την Ιταλία και του αριστερού προς ακρωτηριασμό από τη Βουλγαρία».
ΤΟ ”ΜΑΡΤΥΡΙΟ” ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΕΥΤΗ
Προφανώς τέτοιου είδους αποθαρρυντικές πληροφορίες θα είχαν φθάσει στα αυτιά του Ιταλού πρεσβευτή στην Αθήνα, Εμμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος δεν έκρυβε την αγωνία του για τις πρωτοβουλίες των πολιτικών του προϊσταμένων. «Φαντάζομαι ότι στο κελί του θανάτου οι καταδικασμένοι θα περνούν ώρες όχι πολύ διαφορετικές από αυτές που περνώ εγώ τώρα», σημείωνε, λίγο πριν την έναρξη των εχθροπραξιών. Το «μαρτύριο» του Ιταλού πρεσβευτή ολοκληρώθηκε τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου, όταν επέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά το Ιταλικό τελεσίγραφο.
«Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα τη μεγαλύτερη απέχθεια για το επάγγελμά μου», εξομολογείται ο Ιταλός διπλωμάτης. Η είδηση της κήρυξης του πολέμου προκάλεσε παλλαϊκές εκδηλώσεις ενθουσιασμού στην Αθήνα. «Σιγά σιγά η Αθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών, κάτι που θυμίζει λ.χ. Τα Εκατόχρονα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά πιο αυθόρμητα και πιο νεανικά. Καιρός θαυμάσιος, καταγάλανος ουρανός. Πλήθη νέων, με στολές της EON ή με πολιτικά, έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους, με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές.
Κρατούν εικόνες του Βασιλιά, του Μεταξά, του καταδρομικού Έλλη με την επιγραφή: Δεν λησμονούμε. Ο κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιο ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες στον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνομαι τέτοιαν ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο:
”Κανείς δεν σκέπτεται αυτή τη στιγμή ότι ο εχθρός είναι δέκα φορές ισχυρότερος, ότι ο θάνατος κρέμεται από πάνω μας μέσα σ’ αυτόν τον λαμπρό ουρανό”, περιγράφει εκείνο το πρωινό του Οκτωβρίου ο Γιώργος Θεοτοκάς. Αλλά και στην κορυφογραμμή της Πίνδου ο Ελληνικός στρατός ήταν πιο αποφασισμένος από ποτέ. Εμψυχώνοντας τους άνδρες του ο διοικητής του Αποσπάσματος Πίνδου, Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης, σε ημερήσια διαταγή του αναφέρθηκε στο δίκαιο του ελληνικού αγώνα επικαλούμενος τα κατορθώματα των προγόνων:
«Οι Επαναστάται του ’21 με ξύλα και δρεπάνια αντιμετώπισαν Στρατόν της εποχής επιστημονικώς οπλισμένον χάρις εις το εξυψωμένον ηθικόν των… σήμερον εμείς με οπλισμόν σχεδόν ισάξιον του αντιπάλου θα υστερήσωμεν των προγόνων μας; Με το ανώτερον ηθικόν μας, με το δίκαιον του αγώνος μας, με τη δύναμιν του Θεού, θα εξέλθωμεν νικηφόροι της δοκιμασίας. Η πίστις μετακινεί όρη».
Οι Ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις στο μέτωπο (Ήπειρος και Δυτική Μακεδονία) υπερτερούσαν αριθμητικά των αντίστοιχων Ελληνικών, χωρίς όμως να υπολογίζονται οι Ελληνικές εφεδρείες. Σύμφωνα με το σχέδιο του Ιταλικού Γενικού Επιτελείου, θα εκδηλώνονταν δυο κύριες επιθετικές επιχειρήσεις.
Η πρώτη με στόχο την κατάληψη του Μετσόβου, όπου μάλιστα είχε διατεθεί και η περίφημη μεραρχία των Ιταλών Αλπινιστών «Τζούλια», και η δεύτερη με στόχο την Πρέβεζα για την εξασφάλιση βάσης για το Ιταλικό πολεμικό ναυτικό. Αντίθετα, στο μέτωπο της Δυτικής Μακεδονίας το αρχικό Ιταλικό σχέδιο ήταν αμυντικό. Ωστόσο, για διάφορους λόγους το Ιταλικό επιτελικό σχέδιο δεν μπόρεσε τελικά να υλοποιηθεί.
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΘΥΠΟΥΡΓΟΥ Ι. ΜΕΤΑΞΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΙΔΙΟΚΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΕΣ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ
Τετάρτη, 30 Οκτωβρίου 1940. Τρίτη μέρα του πολέμου. Τα στρατεύματά μας δεν έχουν περάσει ακόμη στην αντεπίθεση. Οι Ιταλοί διατηρούν την πρωτοβουλία. Στον παραλιακό τομέα και στην Πίνδο προχωρούν. Μόνο στο κέντρο, στην γραμμή Καλαμάς – Καλπάκι έχουν αναχαιτισθεί. Στην Αθήνα, ο πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς καλεί, στο Γενικό Στρατηγείο (στο ξενοδοχείο “Μεγάλη Βρεταννία”) τους εκδότες και αρχισυντάκτες των εφημερίδων και “κεκλεισμένων των θυρών” τους ενημερώνει για το πώς φτάσαμε σε πολεμική αναμέτρηση με την φασιστική Ιταλία.
Ο διοπτροφόρος πρεσβύτης, που το παρουσιαστικό του δεν έχει τίποτε το επιβλητικό, δεν είναι εκείνη την κρίσιμη ώρα, ο δικτάτωρ του “αποφασίζομεν και διατάσσομεν”. Είναι ο ηγέτης μιας μικρής χώρας που έχει αποδυθεί σε αγώνα υπάρξεως. Ο ηγέτης ενός λαού που διεξάγει αγώνα υπέρ βωμών και εστιών. Ο ηγέτης που, εδώ και τρεις μέρες, σηκώνει στους ώμους του το συντριπτικό βάρος μιας ιστορικής αποφάσεως και μιας ευθύνης τρομακτικής. Τα άγρια χαράματα της Δευτέρας 28 Οκτωβρίου, η Ιστορία χτύπησε την πόρτα του μικροαστικού σπιτιού του.
Τον βρήκε μόνον. Κατάμονο. Ούτε ένας επιτελής κοντά του. Ούτε ένας υπασπιστής δίπλα του. Ενώπιος ενωπίω. Η Ιστορία αναμένει επιτακτικά μια απάντηση. Θα την δώσει αυτός. Χωρίς να ζητήσει κάποιων άλλων τις γνώμες, τις σκέψεις, τις συμβουλές. Συγκλονιστικό το ραντεβού με την Ιστορία. Λιγόλεπτη καταλυτική δοκιμασία. Το πνεύμα συντρίβει την ύλη. Η ψυχή ορθώνεται πανίσχυρη, απαλλαγμένη από αδυναμίες, δισταγμούς και αμφιβολίες. Λυτρωμένη από μνησικακίες, πάθη και μικροψυχίες. Όταν ο Μεταξάς θα προφέρει το ”ΟΧΙ” θα είναι πλέον ένας άνθρωπος ανανεωμένος.
Αψεγάδιαστος. Περήφανος. Μεγάλος. Αποφασισμένος για όλα. Επιβλητικός. Έτσι θα παρουσιαστεί μπροστά στους εκπροσώπους του Τύπου. Σαν να προαισθάνεται ότι το τέλος της ζωής του πλησιάζει, εμπιστεύεται στους δημοσιογράφους τις πιο ενδόμυχες σκέψεις του. Τις “εξομολογήσεις του”.
Δεν πρόκειται για μια ψυχρή “ενημέρωση Τύπου”. Το τονίζει ο ίδιος. Δεν θέλει μόνο την πένα τους. Θέλει και την ψυχή τους. Το κλίμα έχει αλλάξει. Μέσα σε λίγες ώρες, το πρωινό της πρώτης μέρας του πολέμου, συντελείται μια δραματική μεταβολή στο καθολικό υποσυνείδητο του λαού μας.
Μια αλλαγή στην στάση του απέναντι στον πρωθυπουργό. Η απειλή από τον άνανδρο επιδρομέα θα συσπειρώσει όλους τους Έλληνες στο πλευρό του Μεταξά. Του Μεταξά που θα επηρεασθεί και αυτός από την αλλαγή του κλίματος. Τις κρίσιμες εκείνες στιγμές λαός και κυβερνήτης ξεχνούν το παρελθόν. Ο μέχρι χθες δικτάτωρ περιβάλλεται την αίγλη του ηγέτη. Είναι ο αρχηγός. Ο οδηγός. Αυτός θα διευθύνει τον αγώνα. Εμπνεόμενος από τον ηρωισμό του λαού μας θα τον οδηγήσει στις υψηλότερες κορυφές των ιστορικών πεπρωμένων του. Ο δρόμος θα είναι τραχύς. Η πορεία δύσκολη. Το ξέρει.
Και θέλει να επανασυνδεθεί με τον λαό. Να του μιλήσει. Να τον βεβαιώσει ότι με την ένταξη στο στρατόπεδο των Δυτικών Δημοκρατιών, εγκαταλείπεται η ιδεολογική συγγένεια του καθεστώτος με τις δυνάμεις του Άξονος. Οι άνθρωποι του Αθηναϊκού Τύπου θα μεταφέρουν τις σκέψεις του στον λαό. Η ομιλία του είναι σύντομη. Εξηγεί τις προσπάθειες που κατέβαλε για να “προφυλάξει τον τόπο”. Να τον κρατήσει μακριά από την πολεμική σύγκρουση και την αιματοχυσία. Τονίζει ότι η πολιτική της αυστηράς ουδετερότητας ήταν αναγκαία και την ακολούθησε πιστά.
Αναφέρει τα τραγικά για το Έθνος και τον Ελληνισμό αποτελέσματα που θα είχε μια εκούσια προσχώρηση της χώρας στο στρατόπεδο του Άξονος. Με την πικρή πείρα, από τον Εθνικό Διχασμό του 1915 – 22, τονίζει ότι μεγαλύτερος κίνδυνος για τη χώρα -χειρότερος και από ενδεχόμενη πρόσκαιρη υποδούλωσή της- είναι η διαίρεσή της. (Διαίρεση την οποίαν, δυστυχώς, δεν θα αποφύγει ο τόπος κατά την διάρκεια της ματωμένης οκταετίας 1942 – 49). Καταθέτει την πεποίθησή του ότι οι Γερμανοί, τελικώς, θα ηττηθούν.
Αναλαμβάνει την ευθύνην διά την “εξόχως σοβαράν απόφασιν” να μην κηρύξει πρόωρα επιστράτευση, παρά τις επανειλημμένες εισηγήσεις του Γενικού Επιτελείου. Οραματίζεται την ικανοποίηση των εθνικών μας διεκδικήσεων, μεταπολεμικώς, και τελειώνει με την βεβαιότητα ότι “…Η Ελλάς θα υποφέρει… (αλλά) τελικώς θα εξέλθει όχι μόνον ένδοξος αλλά και μεγαλύτερη…”.
22 Ἰανουαρίου 1995
Γιάννης Λ. Μπακούρος
Η Ανακοίνωσις του Ι. Μεταξά
”Κύριοι,
Έχω λογοκρισίαν και ημπορώ να σας υποχρεώσω να γράφετε μόνον ό,τι θέλω. Aυτήν την ώραν όμως δεν θέλω μόνον την πέννα σας. Θέλω και την ψυχήν σας. Γι’ αυτό σας εκάλεσα σήμερα για να σας μιλήσω με χαρτιά ανοιχτά. Θα σας ειπώ τα πάντα. Θα σας ειπώ ακόμη και τα μεγάλα μου πολιτικά μυστικά. Θέλω vα ξέρετε και σεις όλα τα σχετικά με την εθνικήν μας περιπέτεια ώστε να γράφετε, όχι συμμορφούμενοι προς τας οδηγίας μου, αλλά εμπνεόμενοι εις την προσωπική σας πίστιν από την γνώσιν των πραγμάτων.
Σας απαγορεύω να ανακοινώσητε σχετικά το παραμικρόν σ’ οποιονδήποτε. Απολύτως και γιά οιονδήποτε λόγον. Κάθε παράβασις αυτής της εντολής μου θα έχη διά τον υπεύθυνον -και να είσθε βέβαιοι ότι θα ευρεθή ο υπεύθυνος- τας συνεπείας τας οποίας πρέπει να έχη σε πόλεμο ζωής ή θανάτου του Έθνους η προδοσία ενός μεγάλου μυστικού, έστω και αυτό αν έγινε από αφέλεια, χωρίς την παραμικρή κακή πρόθεσι. Φυσικά έχω τον λόγον σας. Mη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά.
Ή ότι δεν έγινε παν ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει διά να τον αποφύγωμε. Από την εποχήν της καταλήψεως της Αλβανίας το Πάσχα πέρυσι το πράγμα άρχισε να φαίνεται. Από τον περασμένο Μάιο είπα καθαρά στον κ. Γκράτσι ότι αν προσεβαλλόμεθα εις τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα ανθιστάμεθα αντί πάσης θυσίας και δι’ όλων των μέσων. Συγχρόνως όμως μου ήρχοντο από την Ρώμην, από την Βουδαπέστην, από τα Τίρανα, από παντού πληροφορίαι αντίθετοι.
Εις τας 15 Αυγούστου έγινεν ο τορπιλλισμός της ”ΕΛΛΗΣ”. Γνωρίζετε ότι από την πρώτην στιγμήν διεπιστώθη ότι το έγκλημα ήτο Ιταλικόν. Εν τούτοις δεν επετρέψαμεν να γνωσθή ότι είχομεν και τας υλικάς πλέον αποδείξεις περί της εθνικότητος του εγκληματίου. Συγχρόνως όμως διέταξα τα αντιτορπιλικά τα οποία συνώδευον τα πλοία που μετέφερον τους προσκηνητάς από την Τήνον μετά το έγκλημα, άν προσβληθούν από αεροπλάνα ή οπωσδήποτε άλλως να κάμουν αμέσως χρήσιν των όπλων των. Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως το Βερολίνον.
Μου διεμηνύθη εκ μέρους τον Χίτλερ, η σύστασις να αποφύγω οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. Έκαμα το πάν διά να μη μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ’ ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν η όλως αόριστος σύστασις του Βερολίνου. Σεις καλύτερον παντος άλλου γνωρίζετε ότι έκαμα το πάν διά να μη δώσωμεν αφορμήν εμφανίσεως της Ιταλίας ως δυναμένης να έχη ευλογοφανείς καν αφορμάς αιτιάσεων.
Λόγω του επαγγέλματός σας έχετε παρακολουθήσει εις όλες τις λεπτομέρειες την ιστορίαν των ατελειώτων Ιταλικών προκλήσεων δημοσιογραφικών και άλλων, αλλά και την Χριστιανικήν υπομονήν την οποίαν ετηρίσαμεν, προσποιούμενοι ότι δεν τις καταλαβαίνουμε, περιοριζόμενοι μόνον σε δημοσιογραφικάς ανασκευάς των Ιταλικών εναντίον μας κατηγοριών.
Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πώς καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τοv τόπον από αυτόν έστω και διά παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατευθυνσιν τον Άξονος μου έδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορουσε να είναι μία εκουσία προσχώρησιν της Ελλάδος εις την “Νέαν Τάξιν”. Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ “ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος”.
Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς διά την Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως “ασήμαντοι” εμπρός εις τα “οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα” τα οποία θα είχεν διά την Ελλάδα ή Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν.
Φυσικά με πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι’ όλων των μέσων να κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσιν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς της να υπαχθή υπό την Νέαν Τάξιν. Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να καταλάβω ότι η προς τους Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις oτι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο “εις το ελάχιστον δυνατόν”.
Όταν επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορουσε να είναι αύτο το έλάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς. Δηλαδή θα έπρεπε διά να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν, με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν.
Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των. Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπον, υπερασπίζοντες πλέον τον εαυτόν των, έπειτα από μίαν τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος εις τους εχθρούς των να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας τουλάχιστον.
Το συμπέρασμα αυτό δεν προέκυψεν μόνον από την πλέον απλήν λογικήν, άλλά και από ασφαλείς και βεβαίας πληροφορίας εξ Αιγύπτου, καθ’ ας ειχεν ήδη προμελετηθή και αντιμετωπισθή η ενέργεια που θα έπρεπε να γίνη ως φυσικόν επακόλουθον πάσης τυχόv εκουσίας ή ακουσίας συνεργασίας της Ελλάδος με τον Άξονα, εις τας ελληνικάς νήσους και προς παρεμπόδισιν εν περιπτώσει της δυνατότητος διά τόν Άξονα να τας χρησιμοποιήση.
Δεν δύναμαι αφ’ ετέρου να μη παραδεχθώ ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν το δίκαιον δεν θα ευρίσκετο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών και να μην αναγνωρίσω, ότι όταν ένας λαός, όπως ο αγγλικός, αμύνεται διά την ζωήν του, θα ήτο πλήρως δικαιολογημένος να κάνη τα ανωτέρω. Αλλά τότε ο Ελληνικός λαός δικαίως θα ετάσσετο εναντίον της κυβερνήσεως η οποία διά vα τον προφυλάξη από τον πόλεμον θα τον κατεδίκαζε εις εθελουσίαν υποδούλωσιν μετ’ ”Εθνικού Ακρωτηριασμού”.
Αυτή η δήθεν προφύλαξις θα ήτο διά την τύχην της εις το μέλλον Ελληνικής φυλής, πλέον ολεθρία και από τας χειροτέρας έστω συνεπείας οποιουδήποτε πολέμου. Το δίκαιον λοιπόν, δεν θα ήτο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών, εάν η τελευταία ενήργει κατά τας υποδείξεις του Βερολίνου που ανέφερα. Το δίκαιον θα ήτο με το μέρος του Ελληνικού Λαού, ο οποίος θα κατεδίκαζεν αυτήν, και των Άγγλων οι οποίοι υπερασπίζοντες την ύπαρξίν των επίσης δικαίως θα ελάμβανον τα μέτρα που εφέροντο έχοντες μελετήσει, εισακούοντες άλλωστε τας δικαίας αιτιάσεις των Ελλήνων, οίαι θα προέκυπτον εν καιρώ εάν εδίδετο ή εύλογος αυτή αφορμή.
Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, άλλά τρείς αυτήν την φοράν Ελλάδες. Η πρώτη θα ήτο η επίσημος των Αθηνών η οποία είχεν φθάσει εις την πόρωσιν και το κατάντημα διά να αποφύγη τον πόλεμον να δεχθή να γίνη εθελοντής δούλος, πληρώνουσα μάλιστα την τιμήν αυτήν και με την συγκατάθεσίν της να αυτοακρωτηριασθή τραγικώτατα, παραδίδουσα εις την δουλείαν πληθυσμούς αμιγώς Ελληνικούς και μάλιστα δύναμαι να είπω τους Ελληνικωτέρους των Ελληνικών τοιούτους. Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς.
Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Έθνους, το οποίον ποτέ δεν θα απεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν πληρωνομένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν με οριστικήν ατίμωσιν και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένισιν του Ελληνισμού ως εννοίας και οντότητος, εκμηδένισιν πρώτον ηθικήν και δεύτερον εν συνεχεία της ηθικής και υλικήν. Tο Έθνος ουδέποτε θα συνεχώρει εις τόν Βασιλέα και την Εθνικήν Κυβέρνησιν της 4ης Αυγούστου, τοιαύτην πολιτικήν.
Τρίτη τέλος θα προέκυπτε μία ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δεν θα παρέλειπον να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Έλληνες υπό την κάλυψιν του Βρετανικού Στόλου εις τα νήσους, Κρήτην και εις τας άλλας. Η τρίτη αυτή Ελλάς, η “Δημοκρατική” θα είχε με το μέρος της όχι μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις την Βόρειον Αφρικήν, αλλά θα είχε με το μέρος της και το Εθνικόν δίκαιον.
Η ηθική της δύναμις λοιπόν θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετεν η τρίτη αυτή Ελλάς, την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου, της “δευτέρας” Ελλάδος, της Εθνικής δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της. Έζησα κύριοι την περίοδον του Εθνικού Διχασμού που εδημιουργήθη το 1916 όταν από την κατάστασιν εκείνην προέκυψαν δύο Ελλάδες, η των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης.
Τον κίνδυνον από μίαν νέαν διαίρεσιν της Ελλάδος προκύπτουσαν συνεπεία του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, όπως η διαίρεσις του 1916 πρέκυψε συνεπεία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μίαν νέαν διαίρεσιν μάλιστα πολύ τραγικωτέραν, διότι όπως την εσκιαγράφησα δεν θα είναι καν διχασμός, αλλά τριχοτομισμός. Toν κίνδυνον αυτόν τον θεωρώ κύριοι, διά το Έθνος και το μέλλον του ασυγκρίτως χειρότερον από τον πόλεμον, έστω και αυτόν τον πόλεμον, από τον οποίον είναι δυνατόν και δουλωμένη ακόμη να βγη προσωρινώς η Ελλάς. Λέγω προσωρινώς, διότι πιστεύω ακράδαντα ότι τελικώς η νίκη θα είναι με το μέρος μας.
Γιατί οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορεί να νικήσουν. Υπάρχουν πολλά εμπόδια. Η Ελλάς είναι αποφασισμένη να μη προκαλέση, μεν, με κανένα τρόπο κανένα, αλλά και με κανένα τρόπο να μη υποκύψη. Προ παντός είναι αποφασισμένη να υπερασπίση τα εδάφη της, έστω και αν πρόκειται να πέση. Ήδη δε, η απόφασίς της αυτή και η πολιτική της αυτή, χάρις εις την οποίαν απρόκλητα προσεβλήθη, χάρισαν στον τόπο και στον λαό μας το πλέον ανεκτίμητον των αγαθών και το μεγαλύτερον στοιχείον της δυνάμεως του: Αυτή η πολιτική έδωσεν εις τον λαόν την απόλυτη ψυχική, και πανεθνική ένωσί του.
Σήμερα όμως επί πλέον υπάρχουν και μερικοί άλλοι παράγοντες που προδικάζουν την τελική μας νίκη. Η Τουρκία δεν είναι όπως το 1916 σύμμαχος των Γερμανών. Είναι σύμμαχος των Άγγλων. Η Βουλγαρία βέβαια ενεδρεύει και τώρα όπως και τότε, αλλ’ εν πάση περιπτώσει αυτήν την εποχήν τουλάχιστον προς το παρόν δεν τολμά. Ο καιρός όμως δεν δουλεύει για τον Άξονα. Δουλεύει για τους αντιπάλους του. Τέλος διά την Γερμανίαν η νίκη θα ήτο εν πάση περιπτώσει δυνατή μόνο με κοσμοκρατορίαν.
Αλλ’ η κοσμοκρατορία διά την Γερμανίαν κατέστη οριστικά αδύνατος στην Δουνκέρκη. Ο πόλεμος διά τον Άξονα έχει χαθή, από την στιγμήν που η Αγγλία διεκήρυξε: “Θα πολεμήσωμεν έστω και μόνον εις το νησί μας και πέραν των θαλασσών, θα πολεμήσωμεν μέχρι της νίκης”. Αλλά επί πλέον και ημείς οι Έλληνες πρέπει να γνωρίζωμεν ότι δεν πολεμούμεν μόνον διά την νίκην, αλλά και διά την δόξαν. Δεν ξέρω αν κανείς αντιβενιζελικός από σας είναι πάντοτε αδιάλλακτος. “Είμαι εγώ, κύριε Πρόεδρε”, απήντησεν ο παριστάμενος παλαίμαχος και αδιάλλακτος αρθρογράφος του αντιβενιζελικού τύπου κ. Κρανιωτάκης.
Λοιπόν ακούστε διά να συνεννοηθούμε. Εγώ, κύριοι, όπως επαρκώς σας εξήγησα, ετήρησα μέχρι σήμερον την πολιτικήν του αειμνήστου Βασιλέως Κωνσταντίνου, δηλαδή την πολιτικήν της αυστηράς ουδετερότητος. Έκαμα το παν διά να κρατήσω την Ελλάδα μακράν της συγκρούσεως των μεγάλων κολοσσών. Ήδη μετά την άδικον επίθεσιν της Ιταλίας, η πολιτική την οποίαν ακολουθώ είναι η πολιτική του αειμνήστου Βενιζέλου.
Διότι είναι η πολιτική του συνταυτισμού της Ελλάδος με την τύχην της δυνάμεως, διά την οποίαν η θάλασσα είναι ανέκαθεν όπως και διά την Ελλάδα, όχι το εμπόδιον που χωρίζει αλλά η υγρά λεωφόρος που συνδέει. Βέβαια εις την ιστορίαν μας την νεωτέραν δεν είχομεν μόνον ευγνωμοσύνης λόγους και αφορμάς διά την Αγγλίαν, της οποίας άλλως τε η μεταπολεμική, πολιτική των τελευταίων ιδίως ετών, είναι πολιτική μεγίστων και ιστορικών αγγλικών ευθυνών. Αλλά τας ευθύνας της αυτάς η Αγγλία τας αποδίδει σήμερον με την υπερήφανον αποφαστικότητα λαού μεγάλου, σώζοντος την ελευθερίαν του κόσμου και του πολιτισμού.
Διά την Ελλάδα η Αγγλία είναι η φυσική φίλη και επανειλημμένως εδείχθη προστάτρια, ενίοτε δε η μόνη προστάτρια. Η νίκη θα είναι και δεν μπορεί παρά να είναι δική της. Θα είναι νίκη του Αγγλοσαξωνικού κόσμου, απέναντι του οποίου η Γερμανία, η οποία αφού έως τώρα δεν ηδυνήθη να επιτύχη οριστικόν αποτέλεσμα, είναι καταδικασμένη να συντριβή. Διότι από τώρα και πέρα ο ορίζων δεν πρέπει να θεωρήται διά τον Άξονα ανέφελος ούτε προς Ανατολάς και η Ανατολή είναι πάντοτε μυστηριώδης. Πάντοτε ήτο, αλλά σήμερον υπέρ ποτέ είναι γεμάτη απρόοπτα και μυστήριο.
Τελικώς λοιπόν θα νικήσωμεν. Και θέλω φεύγοντες από την αίθουσαν αυτήν να πάρετε μαζί σας όλην την δική μου απόλυτη βεβαιότητα, ότι θα νικήσωμεν. Εν τούτοις πρέπει να σας επαναλάβω ό,τι επισημότερον διεκήρυξα από την πρώτην στιγμήν. Η Ελλάς δεν πολεμά διά την νίκην. Πολεμά διά την Δόξαν. Και διά την τιμήν της. Έχει υποχρέωσιν προς τον εαυτόν της να μείνη αξία της ιστορίας της. Η Ιταλία είναι μεγάλη δύναμις, όταν δε προχθές έγινεν η πρώτη αεροπορική επιδρομή, ομολογώ ότι με έκπληξιν ήκουσα εις σχετικήν ερώτησίν μου την απάντησιν, ότι τα επιδραμόντα αεροπλάνα ήσαν μόνον Ιταλικά.
Αυτό φθάνει να σας δώση να καταλάβετε με ποιες ιδέες μπήκα στον πόλεμο. Αλλά υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλη να μείνη μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήση, έστω και χωρίς καμμίαν ελπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει. Γνωρίζω ότι ο ελληνικός λαός θα ήτο αδύνατον να δεχθή άλλο τι αυτήν την στιγμήν. Διότι είναι ελεύθερος και απερίσπαστος εις την φυσικήν ευθυκρισίαν και υπερηφάνειαν, εφ’ όσον δεν εδόθη ευκαιρία να θολωθή η κρίσις του δι’ αγοραίων θορύβων και παραπλανητικών εκστρατειών.
Εκάμαμεν ότι ήτο δυνατόν διά να μη έχωμεν το παραμικρόν άδικον. Και θα εξακολουθήσωμεν την ιδίαν τακτικήν μέχρι τέλους. Σας έχω στο τραπέζι μερικά έγγραφα. Είναι όλαι αι αποδείξεις της Ιταλικής ενέδρας εκ προμελέτης. Όταν τελειώσω μπορείτε να τα δείτε. Περιττόν να πάρετε σημειώσεις. Συντομώτατα θα δημοσιευθούν εις την Λευκήν Βίβλον, η οποία διέταξα να εκδοθή το ταχύτερον. Δεν σας κρύβω κύριοι, ότι η κατάστασις είναι εξαιρετικά δύσκολη. Μας περιμένουν μάλιστα δοκιμασίαι μεγάλαι.
Διά να μη δώσω ευκαιρίαν προς την επιζητουμένην διά παντός τρόπου αφορμήν κατασυκοφαντήσεώς μας, ευρέθην υποχρεωμένος να πάρω μίαν απόφασιν εξόχως σοβαράν. Να μην κάμω την επιστράτευσιν, όταν από καιρού την εζήτησε και εξηκολούθησεν επανειλημμένως να μού την ζητά το Επιτελείον. Ο Ιταλικός όγκος λοιπόν ευρήκεν απέναντι του δυνάμεις πάρα πολύ ασθενείς, τουλάχιστον διά την κρούσιν των πρώτων ημερών. Ο ρόλος σας είναι σήμερον μεγάλος και επισημότατος.
Μη χάνετε το θάρρος σας, οτιδήποτε και αν γίνη. Διότι άλλως αδύνατον να φανήτε άξιοι του λαού σας και του καθήκοντος σας, το οποίον είναι να συντηρήσητε την ιερή φλόγα του ελληνικού λαού, να βοηθήσητε τον μαχόμενον Στρατόν, να υπάρξητε συνεργάται της Κυβερνήσεως, ότι και αν αισθάνεσθε δι’ αυτήν. Πρέπει να πιστεύσητε σεις διά να μπορέσετε να μεταδώσητε την πίστιν εις το κοινόν σας, μολονότι αυτήν την φοράν έχομεν όλοι μας να πάρωμεν από τον Ελληνικόν λαόν, και από το απερίγραπτον θάρρος του και όχι να του δώσωμεν.
Θέλω ακόμη να σας ειπώ κάτι. Ξέρω με βεβαιότητα ότι από την φοβεράν αυτήν δοκιμασίαν η Ελλάς θα υποφέρη. Ξέρω όμως επίσης με βεβαιότητα ότι τελικώς θα εξέλθη όχι μόνον ένδοξος αλλά και μεγαλύτερη. Θα προσέξατε το τηλεγράφημα του κ. Τσώρτσιλ το οποίον εδημοσιεύθη σήμερον εις τας εφημερίδας, ανακοινωθέν από του Υπουργείου Εξωτερικών. Λοιπόν επειθυμώ να σας τονίσω τούτο: Εκείνοι οι οποίοι εις το τηλεγράφημα αυτό δεν βλέπουν γραπτήν την επιβεβαίωσιν αγράφου συμφωνίας διά τα Δωδεκάνησα, δεν ξέρουν να διαβάζουν μέσα από τις γραμμές. Και κάτι άλλο. Τα Δωδεκάνησα προδικάζουν”.
ΔΙΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Πρώτον Πολεμικόν Ανακοινωθέν
Πρωί 28ης Οκτωβρίου 1940. Συγκλονιστική η Δωρική λιτότητα του κειμένου.
“Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουσιν από της 05:30 ώρας της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνο-Αλβανικής Μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του Πατρίου εδάφους.”
Διάγγελμα του Ιωάννη Μεταξά προς τον Ελληνικό Λαό (28 / 10 / 1940)
”Προς τον Ελληνικόν λαόν,
Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι επεδείξαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην, προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημας το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες μου εζήτησεν σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν, την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της. θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν.
Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Έλληνες, τώρα θα αποδείξωμεν εάν είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον, αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας, και τα ιεράς μας παραδόσεις.
Νυν υπέρ πάντων ο αγών”.
Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως
Ιωάννης Μεταξάς
Διάγγελμα του Βασιλιά Γεωργίου Β΄ προς τον Ελληνικό Λαό (28 / 10 / 1940)
”Προς τον ελληνικόν λαόν,
Ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως ανήγγειλε προ ολίγου υπό ποίους όρους ηναγκάσθημεν να κατέλθωμεν εις πόλεμον κατά της Ιταλίας, επιβουλευθείσης την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος. Κατά την μεγάλην αυτήν στιγμήν είμαι βέβαιος, ότι κάθε Έλλην και κάθε Ελληνίς θα επιτελέση το καθήκον μέχρι τέλους και θα φανή αντάξιος της ενδόξου ημών ιστορίας. Με πίστιν εις τον Θεόν και εις τα Πεπρωμένα της φυλής, το Έθνος σύσσωμον και πειθαρχούν ως εις άνθρωπος θα αγωνισθή υπέρ βωμών και εστιών μέχρι της τελικής νίκης”.
Εν τοις ανακτόροις των Αθηνών τη 28η Οκτωβρίου 1940.
Γεώργιος Β΄
Μήνυμα Αρχιεπισκόπου Αθηνών προς τον Ελληνικό Λαό (28 / 10 / 1940)
”Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά
Η Α.Μ. ο Βασιλεύς και ο πρόεδρος της εθνικής ημών κυβερνήσεως καλούν ημάς πάντας ίνα αποδυθώμεν εις Άγιον υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αμυντικόν αγώνα. Η Εκκλησία ευλογεί τα όπλα τα ιερά και πέποιθεν ότι τα τέκνα της Πατρίδος ευπειθή εις το κέλευσμα Αυτής και του Θεού θα σπεύσουν εν μιά ψυχή και καρδιά ν΄ αγωνισθούν υπέρ βωμών και εστιών και της Ελευθερίας και τιμής και θα συνεχίσουν ούτω την απ΄ αιώνων πολλών αδιάκοπον σειράν των τιμίων και ενδόξων αγώνων και θα προτιμήσουν τον ωραίον θάνατον από την άσχημον ζωήν της δουλείας.
Και μη φοβούμεθα από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι, ας φοβούμεθα δε μάλλον τον δυνάμενον και ψυχή και σώμα απωλέσαι. Επιρρίψωμεν επί Κύριον την μέριμναν ημών και Αυτός θα είναι βοηθός και αντιλήπτωρ εν τη αμύνη κατά της αδίκου επιθέσεως των εχθρών. Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις, ημείς δε εν ονόματι Κυρίου του Θεού και εν τη γενναιότητι και ανδρεία μεγαλυνθησόμεθα.
Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός είη ματά πάντων ημών”.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος
Χρύσανθος
Ημερήσια Διαταγή Αρχιστράτηγου (28 / 10 / 1940)
Η Α.Μ. ο Βασιλεύς και η Εθνική Κυβέρνησις μου ενεπιστεύθησαν την αρχηγίαν του Στρατού.
Αναλαμβάνων αυτήν, καλώ τους Αξιωματικούς και οπλίτας του Ελληνικού Στρατού εις την εκτέλεσιν του υψίστου προς την Πατρίδα καθήκοντος με την μεγαλυτέραν αυταπάρνησιν και σταθερότητα. Ουδείς πρέπει να υστερήσει. Η υπόθεσις του αγώνος, τον οποίον μας επέβαλεν ο αχαλίνωτος ιμπεριαλισμός μιας Μεγάλης Δυνάμεως, η οποία ουδέν είχε ποτέ να φοβηθή από ημάς, είναι η δικαιοτέρα υπόθεσις, την οποίαν είναι δυνατόν να υπερασπισθή ένας Στρατός.
Πρόκειται περί αγώνος υπάρξεως. Θα πολεμήσωμεν με πείσμα, με αδάμαστον εγκαρτέρησιν, με αμείωτον μέχρι τελευταίας πνοής ενεργητικότητα. Έχω ακράδαντον την πεποίθησιν ότι ο Ελληνικός Στρατός θα γράψη νέας λαμπράς σελίδας εις την ένδοξον ιστορίαν του Έθνους. Μή αμφιβάλλετε ότι τελικώς θα επικρατήσωμεν με την βοήθειαν και την ευλογίαν του Θεού και τας ευχάς του Έθνους.
Έλληνες Αξιωματικοί και οπλίται φανήτε ήρωες”.
Αρχιστράτηγος
Αλέξανδρος Παπάγος
Τηλεγράφημα Τσώρτσιλ προς Ι. Μεταξά (28 / 10 / 1940)
”Προς Πρωθυπουργόν Ελλάδος κ. Ι. Μεταξά
Λονδίνο 28 Οκτωβρίου 1940
Αι απειλαί και αι εκφοβιστικαί προσπάθειαι της Ιταλίας απεδείχθησαν ανίσχυροι προ του ηρέμου θάρρους σας. Δι΄ ο και προσέφυγεν αύτη εις απρόκλητον επίθεσιν κατά της πατρίδος σας, αναζητούσα εις αβασίμους κατηγορίας την δικαίωσιν της επαισχύντου πράξεώς της. Ο τρόπος κατά τον οποίον ο Ελληνικός λαός, υπό την ανταξίαν αυτού ηγεσίαν σας, αντιμετώπισε τους κινδύνους και τας προκλήσεις των τελευταίων μηνών, προκαλεί τον θαυμασμόν του Βρεττανικού λαού διά την Ελλάδα.
Αι μεγάλαι αρεταί του Ελληνικού λαού θα τον στηρίξουν και κατά την παρούσαν δοκιμασίαν.
Θα σας παράσχωμεν πάσαν δυνατήν συνδρομήν, θα πολεμήσωμεν μαζί σας τον κοινόν εχθρόν και μαζί θα μοιρασθώμεν την νίκην μας.
Ουΐνστων Τσώρτσιλ
Η ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ
«Δηλαδή θα έπρεπε δια ν’ αποφύγωμεν τον πόλεμον να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να πρόβλεψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος».
Τα παραπάνω λόγια αποτελούν απόσπασμα από ομιλία του Ιωάννη Μεταξάστους διευθυντές των Αθηναϊκών εφημερίδων δυο μόνο ημέρες μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, στις 30 Οκτωβρίου 1940. Η στάση του Μεταξά στη διάρκεια του πολέμου δεν αποτελούσε ευκαιριακή τοποθέτηση, αλλά υπήρξε φυσιολογικό επακόλουθο της συνεπούς διπλωματικής πορείας της χώρας, από τις αρχές κιόλας της δεκαετίας του 1910, να συνεργάζεται με τη Βρετανία που αποτελούσε τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη στον χώρο της Μεσογείου.
Τα σύννεφα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πύκνωσαν στην Ευρώπη ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, όταν μια σειρά από ναζιστικά και φασιστικά καθεστώτα ανέλαβαν τον κυβερνητικό έλεγχο σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία. Την ίδια στιγμή στα Βαλκάνια οι ζυμώσεις για τη διαμόρφωση σφαιρών επιρροής άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Η περιοχή άλλωστε αποτελούσε προνομιακό χώρο, όπου τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων τέμνονταν προκαλώντας έτσι αναπόφευκτες εντάσεις, συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις.
Η Ιταλία και η Μεγάλη Βρετανία ήταν οι δυο χώρες που ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο της περιοχής και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προωθήσουν τα ερείσματά τους. Ο ανταγωνισμός αυτός προσείλκυσε αναπόφευκτα πολιτικούς από όλα τα Βαλκάνια, πολλοί από τους οποίους ανέλαβαν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες θέλοντας να εκμεταλλευτούν προς όφελος των ιδίων και των κρατών τους την αντιπαράθεση των ισχυρών.
Στο πλαίσιο αυτό, παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ιωάννης Μεταξάς ανέλαβε πρωτοβουλίες, που τελικά ενίσχυσαν τα Αγγλικά συμφέροντα στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, κατέφυγε σε Αγγλικές τράπεζες για την παροχή δανείων, παρέδωσε τον αποκλειστικό έλεγχο των τηλεπικοινωνιών με το εξωτερικό για δεκαέξι χρόνια σε Αγγλικές εταιρείες, ενώ διατήρησε το εργοστάσιο συναρμολόγησης αεροπλάνων υπό Βρετανικό έλεγχο,
Η εκχώρηση των κρατικών υποδομών στους Βρετανούς διέλυσε, όπως ήταν λογικό, τους ενδοιασμούς του Λονδίνου για τις προθέσεις του Μεταξά. Στα τέλη του 1938 ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα βομβάρδιζε την υπηρεσία του με αναφορές εκθειάζοντας το καθεστώς Μεταξά, τη μόνη λύση στο πολιτικό χάος τα χώρας, όπως έλεγε. Η απροκάλυπτη Αγγλική υποστήριξη εξώθησε τον Μεταξά σε ακόμη μεγαλύτερη προσχώρηση στη Βρετανική συμμαχία.
«Αυτό που επιθυμώ», εκμυστηρευόταν στον Βρετανό πρεσβευτή στα τέλη του 1938, «είναι μια συμμαχία με τη Μεγάλη Βρετανία. Και γιατί όχι. Θα πρέπει να δεχτούμε ως δεδομένο ότι σε περίπτωση Ευρωπαϊκού πολέμου, το ναυτικό και η αεροπορία της Μεγάλης Βρετανίας θα έχουν απόλυτη ανάγκη των Ελληνικών νησιών και λιμανιών. Μια συμμαχία επομένως θα ήταν το φυσικότερο πράγμα, από την άποψη ότι δεν υπάρχει άνδρας ή γυναίκα ή παιδί στην Ελλάδα που να μην είναι ολόψυχα αφοσιωμένοι στη χώρα σας».
Οι προτάσεις Μεταξά οδήγησαν τον Waterlow στην άποψη ότι ο Έλληνας πολιτικός ήταν πολύ καλύτερος από τους συνηθισμένους πολιτικούς και ότι «αν και Γερμανόφιλος, οι σχέσεις μας με τον τωρινό πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου υπήρξαν φιλικότερες από τις σχέσεις μας με τους προκατόχους του». Οι επισημάνσεις του πρεσβευτή κλόνισαν τελικά τις επιφυλάξεις του Λονδίνου, παραμερίζονται και τους τελευταίους δισταγμούς του για τα οφέλη από μια πιθανή συμμαχία με την Ελλάδα.
Έτσι τον Απρίλιο του 1939, όταν ο Μουσολίνι κατέλαβε στρατιωτικά την Αλβανία, η Αγγλία και η Γαλλία εγγυήθηκαν επίσημα την ανεξαρτησία της Ελλάδας και της Ρουμανίας σχηματοποιώντας έτσι τα στρατόπεδα που διαμορφώνονταν στην περιοχή. Αν και η παραπάνω εγγύηση δημιουργούσε περισσότερο μια ηθική υποχρέωση και δεν αποτελούσε σαφή δέσμευση από την πλευρά της Βρετανίας κήρυξης πολέμου για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας, έγινε δεκτή με ανακούφιση.
ΣΥΓΚΛΙΣΗ ΒΑΣΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΔΙΚΗΣ ΜΕ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ ΤΑΚΤΙΚΗΣ
Από τη στιγμή εκείνη και έπειτα, ενάμιση, δηλαδή, χρόνο πριν από την επίσημη κήρυξη του πολέμου, οι ενέργειες του Μεταξά ήταν όλο και πιο εναρμονισμένες με την πολιτική του Λονδίνου. Έτσι, οι προσπάθειες της Ρώμης να προσεγγίσει την Αθήνα κοινοποιήθηκαν στο Λονδίνο και όπως ήταν φυσικό απορρίφθηκαν. Την ίδια στιγμή το «φλερτ» της Βουλγαρίας με τις δυνάμεις του Άξονα μεγάλωνε την ανασφάλεια της Αθήνας για την τύχη της Μακεδονίας στην αγκαλιά της Βρετανίας.
Η οριστικοποίηση της Ελληνο-Βρετανικής συνεργασίας επικυρώθηκε με την υπογραφή διμερούς εμπορικής συμφωνίας τον Ιανουάριο του 1940, που προέβλεπε περικοπή των Ελληνικών εξαγωγών προς τη Γερμανία. Η Ελλάδα είχε καταστεί δέσμια των Βρετανικών οικονομικών συμφερόντων, κάτι που βεβαίως έγινε αντιληπτό τόσο στο Βερολίνο όσο και στη Ρώμη. Ως εκ τούτου, το καθεστώς ουδετερότητας είχε πια τυπική μόνο σημασία, αφού κατ’ ουσίαν η Αθήνα είχε ήδη με τις ενέργειές τις επιλέξει τελεσίδικα το στρατόπεδο του Λονδίνου.
Θα πρέπει βεβαίως να επισημανθεί πως η πολιτική της Βρετανίας στα Βαλκάνια απέβλεπε κυρίως στην υπεράσπιση της Τουρκίας και των Στενών, σε αντίθεση με τους Γάλλους που προτιμούσαν την ανάληψη πιο ριζοσπαστικών πρωτοβουλιών, όπως την εγκατάσταση συμμαχικού προγεφυρώματος στη Θεσσαλονίκη. Όσον αφορά την Ελλάδα, η Βρετανική θέση συνοψιζόταν πως σε περίπτωση Ιταλικής εισβολής, Βρετανικές δυνάμεις θα αποβιβάζονταν στην Κρήτη για να βοηθήσουν τους Έλληνες στην απόκρουση τα ιταλικής επίθεσης, ενώ ταυτόχρονα ο Βρετανικός στόλος στο Αιγαίο θα κινητοποιούνταν για να διασφαλίσει τον έλεγχο των επικοινωνιών στην περιοχή.
Η διασφάλιση δηλαδή τα εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας εξαρτάτο πολύ περισσότερο από την ικανότητα της Βρετανίας να νικήσει την Ιταλία σε έναν διμερή πόλεμο, παρά από τη δυνατότητα τα να προσφέρει στρατιωτική βοήθεια στην ηπειρωτική Ελλάδα. Οι Ελληνικές πρωτοβουλίες δεν έμεναν φυσικά απαρατήρητες από το καθεστώς του Μουσολίνι προκαλώντας τη δυσαρέσκειά του. Από τις αρχές κιόλας του 1940 η ιταλική επιθετικότητα έναντι της χώρας κλιμακώθηκε, αφού η Ρώμη επιθυμούσε να δοκιμάσει τις αντοχές της Αθήνας στις παράλογες αξιώσεις της.
Τον Αύγουστο μάλιστα σημειώθηκε συνδυασμένη επίθεση των ιταλικών εφημερίδων εναντίον της Ελλάδας, ενώ ελληνικά πλοία παρενοχλούνταν στο Αιγαίο από την Ιταλική διοίκηση της Δωδεκανήσου. Σύμφωνα με πρόσφατες αρχειακές μαρτυρίες από τα Ιταλικά αρχεία, ο Μουσολίνι είχε αποφασίσει να κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα ήδη από το καλοκαίρι του 1940 με συμβολική κίνηση τον τορπιλισμό της ”Έλλης”, αλλά υποχρεώθηκε να αναβάλει για μερικούς μήνες τα σχέδιά του έπειτα από συμβουλές των Γερμανών.
Αμέσως μετά τα γεγονότα του Δεκαπενταύγουστου ο Μεταξάς σε μια συγκινησιακά φορτισμένη συνάντησή του με τον Βρετανό πρεσβευτή, του ζήτησε την αμέριστη Βρετανική υποστήριξη δηλώνοντάς του κατηγορηματικά ότι είχε αποφασίσει να αντισταθεί σε κάθε επιβουλή του Άξονα εναντίον της Ελλάδα και ότι σε κάθε περίπτωση προτιμούσε την καταστροφή της χώρας του, από την ταπείνωσή της.
Η αποφασιστικότητα του Μεταξά προκάλεσε την αντίδραση του ίδιου του Τσόρτσιλ, ο οποίος σε μήνυμά του προς τον Έλληνα πολιτικό, στις 25 Αυγούστου 1940, εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον τρόπο με τον οποίο ο Μεταξάς είχε χειριστεί την κρίση και τον διαβεβαίωνε πως η θαρραλέα στάση των Ελλήνων, υπό την ηγεσία του, είχε κερδίσει τον θαυμασμό του Αγγλικού λαού, που έβλεπε στη στάση των Ελλήνων το παράδειγμα των προγόνων τους μπροστά στον Περσικό κίνδυνο.
Ωστόσο, ο Βρετανός πρωθυπουργός επανέλαβε και πάλι τη γνωστή θέση του Λονδίνου πως σε περίπτωση Ελληνο-Ιταλικής σύρραξης η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να αναμένει Βρετανική βοήθεια για την προστασία των ηπειρωτικών περιοχών της. Αλλά να προσδοκά μόνο Βρετανική αεροπορική επίθεση εναντίον της Ιταλίας καθώς και αποστολή δυνάμεων για την άμυνα της Κρήτης.
Παρά τη Βρετανική διστακτικότητα, όμως ο Μεταξάς δεν έδειξε να υπαναχωρεί από τις θέσεις του.«Απόφασίς μου εις αντίστασιν μέχρις εσχάτων» σημείωνε με αποφασιστικότητα στο «Ημερολόγιό» του. Η άρνησή του να αποδεχθεί το ιταλικό τελεσίγραφο τα χαράματα της 28ns Οκτωβρίου 1940 ήρθε απλώς να επισφραγίσει τις εκπεφρασμένες πεποιθήσεις του.
ΤΟ Φ.Ε.Κ. ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗΣ ΤΟΥ 1940
ΤΟ Φ.Ε.Κ. 337 ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗΣ ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
Το του Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως1940(Φ.Ε.Κ. – 337) που ορίζει την Γενική Επιστράτευση τουΣτρατού Ξηράς την 28η Οκτωβρίου 1940, για την αντιμετώπιση της εισβολής των Ιταλικών δυνάμεων στο Ελληνο-Αλβανικό Μέτωπο.
Στο Φ.Ε.Κ. υπ’ αριθμόν 337 αναγράφονται τα εξής:
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Εν’ Αθήναις τη 28 Οκτωβρίου 1940 – ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟΝ – Αριθμός φύλλου 337
ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ
Περί κηρύξεως γενικής επιστρατεύσεως
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β’
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Προτάσει του Ημέτερου Υπουργικού Συμβουλίου και έχοντες υπ’ όψει:
Το άρθρον 27 του υπ’ αριθ. 2005/1939 Αναγκαστικού Νόμου, περί οργανώσεως και Στελεχών του εν Ειρήνη Στρατού.
Το άρθρο 3 του Αναγκαστικού Νόμου 739/1937 “περί τροποποιήσεως ενίων διατάξεων του Νομού περί Στρατολογίας”.
Το άρθρον 1 του Αναγκαστικού Νόμου 833/1937 “περί στελέχους έφεδρων αξιωματικών, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν.
Άρθρον 1.
Τίθεμεν εις επιστράτευσιν τον εν Ειρήνη Στρατόν Ξηράς.
Άρθρον 2.
Καλούμεν υπό τα όπλα τους εφέδρους Αξιωματικούς και οπλίτας τους καθοριζομένους δι’ ειδικών διαταγών και προκηρύξεων του επί των Στρατιωτικών Υπουργού.
Άρθρον 3.
Πρώτην ημέρα, επιστρατεύσεως ορίζομεν την εικοστήν ογδόην (28ην) του μηνός Οκτωβρίου 1940.
Άρθρον 4.
Εις τον Ημέτερον επί των Στρατιωτικών Υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος.
Εν Αθήναις τη 28 Οκτωβρίου 1940.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β’
Το Υπουργικόν Συμβούλιον
Ο Πρόεδρος
Ι. ΜΕΤΑΞΑΣ
Τα Μέλη
ΑΓΙΣ ΤΑΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Ι. ΔΟΥΡΕΝΤΗΣ, ΑΝΔΡ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ, Ι. ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ, ΑΓΓ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΟΣ, Η. ΚΡΙΜΠΑΣ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Ν. ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ, Ν. ΣΠΕΧΤΖΑΣ, Σ. ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΣ, Ν. ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ, ΙΠ. ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Π. ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΟΣ, Α. ΔΗΜΗΤΡΑΤΟΣ, Κ. ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΗΣ, Χ. ΛΑΙΒΙΖΑΤΟΣ, Θ. ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ, Γ. ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, Κ. ΜΑΝΙΑΔΑΚΗΣ, Α. ΤΖΙΦΟΣ, Μ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Κ. ΚΟΤΖΙΑΣ, Γ. ΚΥΡΙΜΗΣ, Π. ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ, Ε. ΚΑΛΑΝΤΖΗΣ.
Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ
Ο Ελληνικός λαός δεν γνώριζε τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου τι είχε προηγηθεί από της 3ης πρωινής ώρας στην οικία του πρωθυπουργού, ούτε τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και όμως, όταν την 6η πρωινή ώρα οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την Αθήνα, ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους σαν να περίμενε ακριβώς την στιγμή να βροντοφωνάξει το ιστορικό “ΟΧΙ”, καθολική επιλογή που δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν διαφορετική.
Μια διάθεση ευφορίας ξεχύθηκε στον Αττικό ουρανό από ένα κόσμο που αισθανόταν να τον καλούν με το όνομά του, τα τρεις και πλέον χιλιάδες χρόνια της ιστορίας του για να τα προστατεύσει. Η είδηση έτρεχε από στόμα σε στόμα “Πόλεμος! Οι Ιταλοί εισβάλλουν!”. Τα συναισθήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο, υπερηφάνεια, φιλότιμο, λεβεντιά, αγανάκτηση, περιφρόνηση, και μάλιστα όχι μόνο από αυτούς που έτρεχαν να καταταγούν, αλλά και από τον άμαχο πληθυσμό, που και αυτός αργότερα προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον αγώνα.
Κάτι μεγάλο ορθωνόταν στην Ελλάδα τις πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου που εάν το έβλεπε ο υπερόπτης Ιταλός δικτάτωρ, θα προτιμούσε να αποσύρει τις δυνάμεις του από το Αλβανικό έδαφος και να αναθεωρήσει όλα τα επιχειρησιακά του σχέδια. Την εξέλıξη της αναμετρήσεως κανείς δεν μπορούσε να προβλέψεı, αν καı οı ενδείξεıς, λογıκά, έπεıθαν πως ο επıτıθέμενος αργά ή γρήγορα θα επıκρατούσε.
Το “Έπος του 40”, φαıνόμενο ψυχολογıκό καı ıστορıκά απροσδόκητο γıα όλο το κόσμο, αδıκήθηκε κατάφωρα από τα μετέπεıτα γεγονότα, την κατοχή, την αντίσταση, τıς εκτελέσεıς, το κίνημα του Δεκέμβρη, τα πρώτα μεταπολεμıκά χρόνıα, το ξύπνημα της πυρηνıκής εποχής, γεγονότα τα οποία τα σκέπασαν καı έτσı αυτό το κεφάλαıο σφραγίστηκε βıαστıκά καı κλείστηκε στο αρχείο προτού μνημεıωθεί, γıα να ανοίξεı μετά την απελευθέρωση της χώρας από τη Γερμανıκή μπότα.
Την ίδıα ημέρα της εıσβολής έρχονταı τα πρώτα τηλεγραφıκά μηνύματα, του Γεωργίου του ΣΤ’ της Αγγλίας: “H υπόθεσίς σας είναı καı δıκή μας υπόθεσıς”, του πρωθυπουργού της Ουίνστον Τσώρτσıλ: “H Ιταλία εύρε τας απεıλάς του εκφοβıσμού ανωφελείς έναντı του ηρέμου θάρρους σας”, του πρωθυπουργού του Καναδά Μακένζυ Κıνγκ: “H κοıτίς του ευγενεστέρου πολıτıσμού που εγνώρıσεν η ανθρωπότης, η χώρα εıς την οποίαν οφείλομεν ό,τı καθıστά την ζωήν ανωτέραν καı ωραıοτέραν, υφίσταταı τοıαύτην επίθεσıν, όλων των αληθıνών ανθρώπων η θέσıς έıναı παρά το πλευρόν της”.
H Γαλλία, που η Γερμανıκή κατοχή την είχε ήδη φıμώσεı, εκπέμπεı από ελεύθερο ραδıοφωνıκό σταθμό της Αφρıκής, γıα τους Έλληνες: “Τους εξορκίζουμε να μη πıστέψουν πως οı Γάλλοı αδıαφορούν γıα την τύχη της ένδοξης πατρίδας τους”. Ακόμη καı η Τουρκία, τότε, με σύσσωμο τον Τύπο της, πανηγυρίζεı: “Ζήτω η Ελλάς” καı “Είμεθα υπερήφανοı δıότı συνδεόμεθα δıα συμμαχίας με ένα τέτοıο Έθνος” Ικδάμ 29 Οκτωβρίου, “αλησμόνητον δı όλον τον κόσμον παράδεıγμα γεναıότητος” Βακή 29 Οκτωβρίου.
Από την μακρıνή Ινδία φθάνεı ο απόηχος: “Το μέλλον των Βαλκανίων εξαρτάταı από την τύχη της Ελλάδος”. Ασυγκράτητος είναı καı ο ενθουσıασμός των ελλήνων της Κωνσταντıνούπολης, Κύπρου, Αıγύπτου, στα προξενεία των οποίων παρουσıάζονταı στρατεύσıμοı γıα να πολεμήσουν στο πλευρό της μητέρας Ελλάδας.
Ο ΧΩΡΟΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Η ευρύτερη περιοχή, όπου έλαβαν χώρα οι Επιχειρήσεις του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου, ορίζεται από τη γραμμή Αυλώνας – Πόγραδετς προς τα βορειοδυτικά και την Ελληνο-Αλβανική μεθόριο προς τα νοτιοανατολικά. Η περιοχή αυτή αποτελείται από πολλές παράλληλες οροσειρές που ακολουθούν τη γενική κατεύθυνση από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά. Οι περισσότερες απ’ αυτές είναι δύσβατες και ακάλυπτες, ενώ μερικές κορυφές τους υπερβαίνουν τα 2.000 μέτρα. Μεταξύ αυτών των οροσειρών σχηματίζονται οι στενές κοιλάδες των ποταμών Αώου, Σαρανταπόρου, Καλαμά, Δρίνου και Δεβόλη.
Το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο της περιοχής αυτής το 1940 ήταν φτωχό και επιπλέον μεταξύ της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου δεν υπήρχε οδική αρτηρία, γιατί παρεμβάλλεται ο ορεινός όγκος της Πίνδου. Έτσι, το όλο Θέατρο Επιχειρήσεων δημιουργούσεδυσκολίες όχιμόνο στηστρατηγική συγκέντρωση του Στρατού, αλλά και στον ανεφοδιασμό και τις διακομιδές. Το γεγονός αυτό επέβαλλε το διαχωρισμό του Θεάτρου Επιχειρήσεων και από τους δύο αντιπάλους σε δύο τμήματα, της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με τον ορεινό τομέα της Πίνδου.
Το Ιταλικό σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε την ταχεία κατάληψη της Ηπείρου μέχρι την Πρέβεζα και τα νησιά του Ιονίου Πελάγους, με ταυτόχρονη ενέργεια από τα βορειοδυτικά, δια μέσου του ορεινού όγκου της Πίνδου. Στη συνέχεια, την ταχεία προέλαση δύο ισχυρών φαλάγγων προς την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη για την κατάληψη ολόκληρης της χώρας. Για το σκοπό αυτό οι Ιταλοί διέθεταν:
Το Ελληνικό σχέδιο επιχειρήσεων, που καταρτίστηκε μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς και ίσχυε στις 2 Οκτωβρίου 1940, ήταν βασικά αμυντικό και αντιμετώπιζε κατά περίπτωση, είτε ταυτόχρονη Βουλγαρική και ιΙταλική επίθεση ή μόνο ιΙταλική επίθεση κατά της Ελλάδας. Επιθετική ενέργεια θα αναλαμβανόταν σε δεύτερο στάδιο και εφόσον θα είχαν δημιουργηθεί οι κατάλληλες προϋποθέσεις για το σκοπό αυτό. Ειδικότερα προς τα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα είχαν διατεθεί:
Συνολικά οι Ελληνικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 35.000 άνδρες.
ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ
Οι Δυνάμεις των Ιταλών και το Σχέδιο Επίθεσης
Το Iταλικό σχέδιο πολέμου, το επονομαζόμενο Emergenza G («Επείγουσα Ελλάς»), προέβλεπε την κατάληψη της χώρας σε τρεις φάσεις. Η πρώτη ήταν η κατάληψη της Ηπείρου και των Ιονίων Νήσων. Στη δεύτερη φάση θα καταλαμβάνονταν η Δυτική Μακεδονία. Με την ενίσχυση νέων δυνάμεων που θα αποβιβάζονταν στην Ήπειρο και στα νησιά, θα ακολουθούσε η προέλαση προς την Θεσσαλονίκη και την Αθήνα με σκοπό την κατάκτηση της χώρας. Το σχέδιο είχε συνταχθεί με την ελπίδα της ουδετερότητας της Γιουγκοσλαβίας.
Το μέτωπο στην Νότια Αλβανία είχε μήκος περίπου 150 χιλιομέτρων και βρισκόταν σε μια εξ ολοκλήρου ορεινή περιοχή, η οποία επιπροσθέτως ήταν εξαιρετικά δύσβατη, λόγω του φτωχού οδικού δικτύου της. Η οροσειρά της Πίνδου χώριζε το θέατρο επιχειρήσεων στα δύο: αυτό της Ηπείρου και εκείνο της Δυτικής Μακεδονίας. Την παραμονή της επίθεσης στην Ελλάδα στην Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Αλβανίας, υπό τον στρατηγό Βισκόντι Πράσκα, υπάγονταν οι εξής Ιταλικές δυνάμεις:
· Στην Ήπειρο, το XXV Σώμα Στρατού «Τσαμουριά» (Ciamuria) υπό τον στρατηγό Κάρλο Ρόσσι (Carlo Rossi) που διέθετε,
– Την 23η Μεραρχία Πεζικού «Φερράρα» (Ferrara) υπό τον στρατηγό Τζαννίνι (Zannini), ανεπτυγμένη στις περιοχές Μέρτζανη – Πρεμέτη και Γεωργουτσάδες – Αργυρόκαστρο και με δύναμη 21.000 ανδρών.
– Την 51η Μεραρχία Πεζικού «Σιένα» (Siena) υπό τον στρατηγό Γκαμπούτι (Gabutti), ανεπτυγμένη στις περιοχές Κονίσπολη – Δέλβινο – Άγιοι Σαράντα και με δύναμη 12.500 ανδρών
– Την 131 Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Κένταυρος» (Centauro), μειωμένης δύναμης, υπό τον στρατηγό Μάλλι (Magli) ανεπτυγμένη στις περιοχές Τεπελένι – Αργυρόκαστρο με δύναμη 2.200 ανδρών και 40 αρμάτων.
– Την Μεραρχία Ιππικού, ενισχυμένη με μονάδες πυροβολικού και πεζικού, υπό τον στρατηγό Ριβόλτα (Rivolta) ανεπτυγμένη στην περιοχή Κονισπόλεως.
Η συνολική δύναμη του XXV Σώματος έφτανε τους 42.000 άνδρες και περιλάμβανε 22 τάγματα πεζικού, 61 πυροβολαρχίες (18 βαριές), 90 άρματα, 3 συντάγματα και μία επιλαρχία ιππικού και 2 τάγματα όλμων.
· Στην Βορειοδυτική Μακεδονία και τη Γιουγκοσλαβική μεθόριο, το XXVI Σώμα Στρατού «Κορυτσά» (Corizza) υπό τον στρατηγό Γαβριήλ Νάσσι (Gabrielle Nasci) που διέθετε
– Την 29η Μεραρχία Πεζικού «Πιεμόντε» (Piemonte) υπό τον στρατηγό Γκραττορόλα (Grattorola) ανεπτυγμένη ανατολικά της Κορυτσάς και δύναμης 12.500 ανδρών.
– Την 49η Μεραρχία Πεζικού «Πάρμα» (Parma) υπό τον στρατηγό Νάλντι (Naldi) ανεπτυγμένη δυτικά της Κορυτσάς και με δύναμη 9.300 ανδρών
– Την 19η Μεραρχία Πεζικού «Βενέτσια» υπό τον στρατηγό Μπονίνι (Bonini) ανεπτυγμένη από την λίμνη Πρέσπα εως το Ελβασάν και είχε δύναμη 10.000 ανδρών.
– Την 53η Μεραρχία Πεζικού «Αρέτζο» υπο τον στρατηγό Φερόνε (Ferone) ανεπτυγμένη στην περιοχή της Σκόδρας, με δύναμη 12.000 ανδρών.
– Ως εφεδρεία του Σώματος υπήρχε ένα Τάγμα Βερσαλλιέρων της 131ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας με 50 άρματα στην περιοχή της Ερσέκας.
Συνολικά το XXVI Σώμα διέθετε 44.000 άνδρες και περιλάμβανε 32 τάγματα, 47 πυροβολαρχίες (οι 5 βαριές), 60 άρματα, ένα σύνταγμα ιππικού, μία ίλη και 4 τάγματα όλμων.
· Ανάμεσα στα δύο Σώματα Στρατού, στην περιοχή Ερσέκα – Λεσκοβίκι, την 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» υπο τον στρατηγό Τζιρότι (Girotti), η οποία είχε δύναμη 10.800 ανδρών και σύνθεση 5 τάγματα, 6 ορειβατικές πυροβολαρχίες και μια ίλη ιππικού.
Τις παραπάνω δυνάμεις συνέδραμε η Ιταλική Βασιλική Πολεμική Αεροπορία (Regia Aeronautica), η οποία διέθεσε στο μέτωπο της Αλβανίας 179 καταδιωκτικά, 225 βομβαρδιστικά και 59 αναγνωριστικά, συνολικά δηλαδή 463 αεροσκάφη. Η επιτυχής εφαρμογή του σχεδίου στηρίζονταν στην αιφνιδιαστική εισβολή με ταχυκίνητα μέσα, με σκοπό να προλάβει την επιστράτευση και συγκέντρωση του Ελληνικού Στρατού.
Ο Υφυπουργός των Στρατιωτικών Στρατηγός Σοντού, διαβεβαίωσε τον Μουσολίνι ότι σε μια βδομάδα ο Ιταλικός Στρατός θα ήταν στα Ιωάννινα και σε 15 με 20 μέρες θα ήταν στην Πρέβεζα. Σύμφωνα λοιπόν με το σχέδιο των Ιταλών από τις 9 Μεραρχίες που διέθεταν στην Αλβανία 2 διατέθηκαν για προκάλυψη προς την Γιουγκοσλαβία, 2 στην περιοχή της Κορυτσάς για ενεργητική άμυνα, 3 για την κύρια ενέργεια κατά της Ηπείρου και 2 για την κάλυψη της κύριας ενέργειας.
Οι δυνάμεις της κύριας ενέργειας ήταν ισχυρότερες έναντι των Ελληνικών, σε πυροβολικό, πεζικό και τεθωρακισμένα, όμως το ορεινό έδαφος της Ηπείρου, οι αντιαρματικές οχυρώσεις και οι στενοί δρόμοι μείωναν την Ιταλική υπεροχή. Ενώ λοιπόν οι κατευθύνσεις ενέργειας του Ιταλικού στρατού, και ιδιαίτερα προς το τομέα Ηπείρου, ήταν ορθές, οι δυνάμεις που διατέθηκαν για αυτό τον σκοπό ήταν ανεπαρκείς. Πιθανόν, δύο παράγοντες συνέβαλαν σε αυτό, η υποτίμηση του αντιπάλου από απόψεως υλικής ισχύς και ηθικού και η υπερτίμηση της ικανότητας της αεροπορίας και των αρμάτων μάχης.
Οι Ελληνικές Δυνάμεις και το Σχέδιο Άμυνας
Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο κατάρτισε το σχέδιο «ΙΒ» («Ιταλία – Βουλγαρία», για την αντιμετώπιση μιας ταυτόχρονης συνδυασμένης επίθεσης από Ιταλία και Βουλγαρία. Το σχέδιο προέβλεπε επιβραδυντικές αμυντικές ενέργειες στην περιοχή της Ηπείρου, με βαθμιαία υποχώρηση στη φυσικά οχυρή γραμμή Άραχθος – Μέτσοβο – Αλιάκμονας – Βέρμιο, διατηρώντας την πιθανότητα μιας περιορισμένης επίθεσης στη Δυτική Μακεδονία.
Το σχέδιο αναθεωρήθηκε δύο φορές στη συνέχεια, το «ΙΒα», προέβλεπε την άμυνα στη γραμμή των συνόρων και το «ΙΒβ», το οποίο προέβλεπε άμυνα κάπου ενδιάμεσα, μεταξύ συνόρων και γραμμής υποχώρησης. Στον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, διοικητή της VIII Μεραρχίας, παραχωρήθηκε ελευθερία κινήσεων και αποφάσεων ανάλογα με την κατάσταση που θα διαμορφωνόταν στο πεδίο της μάχης.
Ο διοικητής της VIII Μεραρχίας αποφάσισε ότι δεν θα παραχωρούσε αμαχητί εθνικό έδαφος και οργάνωσε την κύρια αμυντική τοποθεσία βόρεια των Ιωαννίνων στην περιοχή Ελαίας – Καλπακίου και κατά μήκος του ποταμού Καλαμά, παρά τις διαταγές του Γενικού Επιτελείου, που υπογράμμιζαν ότι κύρια αποστολή των δυνάμεων του ήταν η κάλυψη της Δυτικής Μακεδονίας και η φρούρηση της διάβασης του Μετσόβου και των οδών προς Αιτωλοακαρνανία. Οι κύριες ελληνικές δυνάμεις στην περιοχή όπου εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση, αριθμούσαν συνολικά περίπου 35.000 άνδρες και ήταν:
· Στην Ήπειρο η VIIIη Μεραρχία Πεζικού, υπό τον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, είχε προεπιστρατευθεί και ενισχυθεί με το στρατηγείο της III Ταξιαρχίας, υπό τον Συνταγματάρχη Δημήτριο Γιατζή και με μερικές ακόμη μονάδες πεζικού και πυροβολικού. Συνολικά διέθετε 4 διοικήσεις συνταγμάτων Πεζικού, 15 τάγματα Πεζικου, 16 πυροβολαρχίες, 5 ουλαμούς Πυροβολικού Συνοδείας, 2 τάγματα Πολυβόλων Κινήσεως, 1 πολυβολαρχία Βαρέων Πολυβόλων και 1 μεραρχιακή μονάδα Αναγνωρίσεως. Επιπλέον το 39ο Σύνταγμα Ευζώνων της III Μεραρχίας είχε επιστρατευθεί και στις 27 Οκτωβρίου κινούταν προς την Ήπειρο.
· Στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ), υπό τον αντιστράτηγο Ιωάννη Πιτσίκα, που σε αυτό υπάγονταν
– Το Β΄ Σώμα Στρατού, υπό τον αντιστράτηγο Δημήτριο Παπαδόπουλο, που αποτελούνταν από τις I (υποστράτηγος Δημήτριος Βραχνός) και IX (υποστράτηγος Χρήστος Ζυγούρης) Μεραρχίες Πεζικού, την V Ταξιαρχία Πεζικού και το ΙΧα Συνοριακό Τομέα.
– Το Γ΄ Σώμα Στρατού, υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου, που αποτελούνταν από τις X (υποστράτηγος Χρήστος Κίτσος) και XI (συνταγματάρχης ΠΒ Γεώργιος Κώτσαλος) Μεραρχίες Πεζικού, την IV Ταξιαρχία Πεζικού και τους IX, X και XI Συνοριακοί Τομείς.
Το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων τις X Μεραρχίας ήταν στην Βέροια, στην Έδεσσα και τα Γιαννιτσά, ενώ της XI Μεραρχίας στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Την παραμονή της Ιταλικής επίθεσης το ΤΣΔΜ ανέπτυξε στα Αλβανικά σύνορα 22 τάγματα πεζικού και 22 και 1/2 πυροβολαρχίες.
· Στην περιοχή της Πίνδου, ανάμεσα στο ΤΣΔΜ και την VIII Μεραρχία, το «Απόσπασμα Πίνδου», υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη, που διέθετε το 51ο Σύνταγμα Πεζικού (2 τάγματα),μια ορειβατική πυροβολαρχία των 75 χιλ., έναν ουλαμό Πυροβολικού Συνοδείας των 65 χιλ. και έναν ουλαμό ιππικού.
Οι Έλληνες είχαν μικρό πλεονέκτημα στο ότι οι μεγάλες μονάδες τους (μεραρχίες) περιελάμβαναν 30% περισσότερο πεζικό (τρεις σχηματισμούς συνταγμάτων έναντι δύο Ιταλικών) και ελαφρώς περισσότερο πυροβολικό και τουφέκια έναντι των Ιταλικών, αλλά δεν είχαν καθόλου άρματα μάχης, ενώ οι Ιταλοί μπορούσαν να βασιστούν και στην απόλυτη υπεροπλία τους στον αέρα έναντι της μικρής τότε Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας.
Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος του οπλισμού του Ελληνικού Στρατού αναγόταν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ή προερχόταν από χώρες όπως η Γερμανία (σύμμαχος της Ιταλίας) αλλά και το Βέλγιο, η Αυστρία ή η Γαλλία, οι οποίες βρίσκονταν υπό κατοχή, πράγμα το οποίο είχε αρνητικές επιπτώσεις στην προμήθεια ανταλλακτικών και πολεμοφοδίων.
Παρά ταύτα, πολλοί Έλληνες αξιωματικοί ήταν βετεράνοι μιας δεκαετίας συνεχών, σχεδόν, πολεμικών συγκρούσεων (Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912 – 13, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία 1919 – 22) και ο Ελληνικός Στρατός, παρά τα περιορισμένα μέσα του, είχε αναδιοργανωθεί σε μεγάλο βαθμό κατά τη δεκαετία του 1930. Τέλος, το ηθικό των Ελληνικού Στρατού, αντίθετα με τις προσδοκίες των Ιταλών, ήταν υψηλότατο, με τους άνδρες έτοιμους να αποκρούσουν την Ιταλική επίθεση και να «πάρουν εκδίκηση για την Τήνο».
Μετά τον Πόλεμο, πολλοί Ιταλοί αξιωματικοί παρομοίαζαν την Ελληνική αντίσταση στην Ήπειρο με αυτή των Τούρκων στα Δαρδανέλια στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να την αποδώσουν και στη συμμετοχή προσφύγων (περίπου 25%) από την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923.
ΟΙ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΤΑΛΩΝ
Στις 15 Οκτωβρίου 1940 στο γραφείο του Μπενίτο Μουσολίνι στη Ρώμη πραγματοποιήθηκε κρίσιμη σύσκεψη, στην οποία ελήφθησαν οι τελικές αποφάσεις για τη διεξαγωγή επιθετικής στρατιωτικής επιχείρησης εναντίον της Ελλάδας. Παρόντες στη σύσκεψη ήταν, εκτός του Ιταλού δικτάτορα, ο υπουργός των Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, ο αρχηγός και ο υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού καθώς και οι επικεφαλής των στρατευμάτων που βρίσκονταν στην Αλβανία.
Μέσα σε κλίμα έκδηλου ενθουσιασμού ο Ντούτσε ανακοίνωσε την απόφασή του για την κήρυξη πολέμου εναντίον της Ελλάδας, απόφαση που, όπως είπε, είχε ωριμάσει μέσα του «επί πολύ καιρό». Οι επιθετικές διαθέσεις του Μουσολίνι ενισχύθηκαν από τις διαβεβαιώσεις της στρατιωτικής ηγεσίας πως οι Ιταλοί στρατιώτες ανυπομονούσαν να εμπλακούν στις πολεμικές συγκρούσεις σε αντίθεση με τους Έλληνες, που φαίνονταν απρόθυμοι αλλά και ανέτοιμοι να αντιπαραθέσουν αξιόλογη αντίσταση.
Ωστόσο, παρά τις εισηγήσεις των Ιταλών στρατηγών τα δεδομένα παραμονές της Ελληνο-Ιταλικής σύγκρουσης φαίνεται ότι ήταν αρκετά διαφορετικά. Η Ελλάδα όχι μόνο δεν ήταν απροετοίμαστη αλλά είχε φροντίσει ήδη, έστω και καθυστερημένα, από τον Απρίλιο του 1939, όταν η Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία, να αναθεωρήσει το αμυντικό της δόγμα που έως τότε βασιζόταν κυρίως στα οχυρωματικά έργα κατά μήκος των βορείων συνόρων της και να προετοιμασθεί για το ενδεχόμενο χερσαίας επίθεσης από την πλευρά της Ηπείρου.
Από την άλλη, οι Έλληνες στρατιώτες μόνο απρόθυμα δεν αντιμετώπισαν την κήρυξη του πολέμου. Τέλος, το φρόνημα των Ιταλών στρατιωτών υπερτονιζόταν δυσανάλογα σε σχέση με τις πραγματικές διαθέσεις τους και τη νομιμοφροσύνη τους απέναντι στο φασιστικό καθεστώς.
Ο ΒΑΡΥΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Σφοδρός αντίπαλος και για τους δυο αντιμαχόμενους στάθηκε ο βαρύς χειμώνας. Οι πολικές καιρικές συνθήκες με τις συχνές χιονοθύελλες και τη χαμηλή ορατότητα, όπως καταγράφονται στα κινηματογραφικά επίκαιρα της εποχής, ευθύνονται για πλήθος από κρυοπαγήματα που οδήγησαν ακόμη και σε ακρωτηριασμούς. Επέφεραν έτσι πολλές δυσχέρειες στα πεζοπόρα τμήματα, ενώ επέτειναν τις δυσκολίες στον εφοδιασμό των μονάδων με τρόφιμα και πυρομαχικά.
Η παθιασμένη Ελληνική αντίσταση και οι απρόσμενες, για πολλούς, επιτυχίες των Ελλήνων στρατιωτών υποχρέωσαν τους Βρετανούς να επανεξετάσουν τη στάση τους απέναντι στη «μάχη της Ελλάδας» και να δηλώσουν ετοιμότητα για προσφορά ουσιαστικότερης βοήθειας. Από την άλλη, οι εξελίξεις στο μέτωπο προκάλεσαν βαθύτατη κρίση στους κόλπους της Ιταλικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας οδηγώντας σε παραιτήσεις αλλά και ανακλήσεις Ιταλών στρατηγών από την Αλβανία, γεγονότα που τραυμάτισαν σοβαρά το γόητρο του Ιταλού δικτάτορα.
Καθήλωσαν επίσης σημαντικές Ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις που υπό άλλες συνθήκες θα είχαν διατεθεί σε άλλα μέτωπα, όπως εκείνο της Βόρειας Αφρικής. Υποχρέωσαν, τέλος, τη Γερμανία του Χίτλερ να επέμβει η ίδια στο Ελληνικό μέτωπο προκειμένου να δώσει το αποφασιστικό χτύπημα.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ο Ελληνο-Ιταλικός Πόλεμος χωρίζεται σε τρεις φάσεις:
Κορυφαία στιγμή της τρίτης φάσης αποτελεί αναμφίβολα η πολύνεκρη μάχη που δόθηκε γύρω από το «ύψωμα 731». Τόσο οι Έλληνες όσο και οι Ιταλοί στρατιώτες πολέμησαν με γενναιότητα, τιμώντας τον όρκο που είχαν δώσει προς την πατρίδα τους. Πληθώρα μαρτυριών της εποχής καταγράφουν τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις τους, τις στιγμές μεγαλείου αλλά και -όχι σπάνιες- σκηνές αβρότητας μεταξύ τους. Κρίσιμος διαχωριστικός παράγοντας, πάντως, στάθηκε το αίσθημα του δικαίου που τόνωνε το φρόνημα των Ελλήνων στρατιωτών.
«Πόσες φορές δεν είδα Έλληνες στρατιώτες να δίνουν τα τελευταία τσιγάρα τους, την περιορισμένη μερίδα του ψωμιού τους σε Ιταλούς που είχαν αιχμαλωτισθεί. Γιατί ο Έλληνας, μολονότι περιέβαλλε με περιφρόνηση τον Ιταλό στρατιώτη, δεν αισθανόταν γι’ αυτόν, ανθρώπινο μίσος. Όλο το μίσος τους οι Έλληνες το επεφύλαξαν για τον Μουσολίνι και τον κόμητα Τσιάνο, για τους ανθρώπους που είχαν ρίξει τον Ιταλικό στρατό στον πόλεμο. Και αυτό φαινόταν από τα τραγούδια που τραγουδούσαν, ενώ προήλαυναν», επεσήμαινε Άγγλος πολεμικός ανταποκριτής.
Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ Η ΑΠΟΚΡΟΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΣΕΩΣ 28 ΟΚΤ – 13 ΝΟΕ 1940
Η αιφνιδιαστική εισβολή των Ιταλικών δυνάμεων στο Ελληνικό έδαφος άρχισε από τις 05:30 της 2 ης Οκτωβρίου 1940, με κύρια προσπάθεια στην Ήπειρο και στην ορεινή περιοχή της Πίνδου, από το Ιόνιο μέχρι το όρος Γράμμος. Στο μέτωπο της Ηπείρου η VIII Μεραρχία πέτυχε να αναχαιτίσει τον αντίπαλο στην προωθημένη αμυντική τοποθεσία Ελαίας (Καλπάκι) – Καλαμά. Η μόνη επιτυχία των Ιταλών ήταν να διεισδύσουν σχετικά βαθιά στον παραλιακό τομέα χωρίς όμως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, ένεκα της απειλής αποκοπής τους σε περίπτωση συνεχίσεως της προελάσεως.
Στον τομέα της Πίνδου επίσης, οι Ελληνικές δυνάμεις, εξαιτίας της συντριπτικής υπεροχής των Ιταλών, εξαναγκάστηκαν να συμπτυχθούν σε σχετικά μεγάλο βάθος. Με την εσπευσμένη όμως συγκέντρωση των διαθέσιμων δυνάμεων και την αυθόρμητη συμπαράσταση και βοήθεια των κατοίκων της Πίνδου, οι Ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να περισφίξουν και να εξαλείψουν στη συνέχεια τον Ιταλικό θύλακα. Παράλληλα στη Βορειοδυτική Μακεδονία οι Ελληνικές δυνάμεις, από τις πρώτες ημέρες της Ιταλικής επιθέσεως, ανέλαβαν την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων και πέτυχαν να καταλάβουν σημαντικά εδαφικά σημεία πέρα από τα σύνορα.
Διεξαγωγή Επιχειρήσεων Οκτώβριος – Νοέμβριος 1940
Οι Ιταλοί, κατά την επίθεση τους εναντίον της Ελλάδας, άσκησαν ισχυρή πίεση κατά των Ελληνικών δυνάμεων στην Ήπειρο και στην Πίνδο και τήρησαν αμυντική στάση στην περιοχή της Βορειοδυτικής Μακεδονίας. Στο μέτωπο της Ηπείρου, η VIII Μεραρχία πέτυχε να συγκρατήσει τον αντίπαλο και να συντρίψει τις επανειλημμένες ισχυρές επιθέσεις του. Εξαίρεση αποτέλεσε ο τομέας Θεσπρωτίας, όπου οι εκεί ολιγάριθμες Ελληνικές δυνάμεις εξαναγκάστηκαν μπροστά στη μεγάλη υπεροχή των Ιταλών να συμπτυχθούν νοτιότερα. Αφού όμως ενισχύθηκαν, απεκατέστησαν την τοποθεσία του Καλαμά ποταμού μέχρι την Ηγουμενίτσα.
Στον Τομέα Πίνδου, επίσης οι Ελληνικές δυνάμεις αναγκάστηκαν κάτω από τη συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου, να συμπτυχθούν σε μεγάλο βάθος, με αποτέλεσμα οι Ιταλοί να διεισδύσουν ταχέως σε αρκετό βάθος, απειλώντας να υπερκεράσουν από τα ανατολικά τις δυνάμεις στην Ήπειρο. Με την εσπευσμένη όμως συγκέντρωση των διαθέσιμων δυνάμεων, που βρίσκονταν κοντά στην Πίνδο, φράχτηκε το ρήγμα, εξασφαλίστηκε από τα βορειοανατολικά η τοποθεσία Ελαίας – Καλαμά και επιπλέον κατέστη δυνατό.
Ύστερα και από τον επιτυχή αμυντικό αγώνα στην Ήπειρο, οι Ελληνικές δυνάμεις να αναλάβουν επιθετική ενέργεια για την εξάλειψη του Ιταλικού θύλακα. Η 13η Νοεμβρίου 1940 βρήκε τις Ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο και στην Πίνδο, να έχουν ανακαταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα του εθνικού εδάφους. Στη βορειοδυτική Μακεδονία μάλιστα, να έχουν καταλάβει σημαντικά εδαφικά σημεία πέρα από τα σύνορα και έτοιμες να επιτεθούν για την κατάληψη του ορεινού όγκου της Μόροβας και του κόμβου συγκοινωνιών της Κορυτσάς.
Το Ιταλικό σχέδιο επιχειρήσεων είχε ήδη ανατραπεί. Η Ιταλική διείσδυση στην Πίνδο, δεν υποστηρίχτηκε με επαρκείς δυνάμεις τόσο κατά την έναρξη της εισβολής, όσο και μετά τις πρώτες επιτυχίες της, με αποτέλεσμα να ανακοπεί και τελικά να ματαιωθεί η απειλή της υπερκεράσεως και αποκοπής των δυνάμεων Ηπείρου. Παντού ο Ιταλικός Στρατός μετέπεσε σε άμυνα.
Η δράση της εχθρικής αεροπορίας δεν υπήρξε συγκεντρωτική αλλά γενικά κατά κύματα και ασυντόνιστη προς την ενέργεια του Ιταλικού Πεζικού, το οποίο δεν μπόρεσε να εκμεταλλευθεί τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Το Ιταλικό Πυροβολικό έβαλε μεγάλο αριθμό βλημάτων κάθε διαμετρήματος, κατάνεμε τα πυρά του σε όλα τα ορατά αμυντικά έργα και διέσπειρε την βολή του κατά πλάτος και βάθος ώστε σπάνια να επιτυγχάνει πυκνές συγκεντρώσεις επί των φίλιων θέσεων και δεν κατόρθωσε να προσβάλει τις θέσεις των Ελληνικών Πυροβολαρχιών.
Η δράση των αρμάτων επί των οποίων ο αντίπαλος βασιζόταν κυρίως ότι θα διασπούσε την Ελληνική τοποθεσία αμύνης, υπήρξε χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, διότι συμμετείχαν στην επίθεση χωρίς να προηγηθεί η επιβεβλημένη αναγνώριση για την βατότητα του εδάφους και των υπαρχόντων φυσικών και τεχνητών κωλυμάτων και χωρίς την υποστήριξη του Πυροβολικού. Οι αγώνες, που διεξήχθησαν κατά την υπόψη περίοδο, παρουσιάζουν τα παρακάτω ουσιώδη χαρακτηριστικά για τους Έλληνες μαχητές :
Αυτοκίνητα για τον ανεφοδιασμό των τμημάτων μπορούσαν να προωθηθούν μόνο μέχρι ορισμένες περιοχές που και αυτές ήταν μακριά από το μέτωπο. Οι δρόμοι έγιναν άβατοι σε τροχό αμέσως μετά τις πρώτες βροχές του Νοεμβρίου. Για την αντιμετώπιση των δυσχερειών του ανεφοδιασμού των μαχόμενων τμημάτων, χρησιμοποιήθηκαν μεταξύ των άλλων και ομάδες από χωρικούς, γυναίκες και παιδιά, που προσέρχονταν αυθόρμητα και μετέφεραν τους φόρτους στους ώμους τους κινούμενοι σε δύσβατα εδάφη κάτω από πολύ δυσμενείς καιρικές συνθήκες.
Η Δεύτερη – Τρίτη Περίοδος Νοέμβριος – Μάρτιος 1941
Οι επιχειρήσεις, που διεξήχθησαν από τις 14 Νοεμβρίου 1940 μέχρι τις 26 Μαρτίου 1941, αποτελούν τη δεύτερη και την τρίτη περίοδο του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου. Κατά τη δεύτερη περίοδο, από τις 14 Νοεμβρίου 1940 μέχρι τις 6 Ιανουαρίου 1941, ο Ελληνικός Στρατός αφού αναχαίτισε την προέλαση των Ιταλών ανέλαβε γενική αντεπίθεση για την πλήρη αποκατάσταση της ακεραιότητας του εθνικού εδάφους.
Αντιμετωπίζοντας αντίξοες συνθήκες, που οφείλονταν στην υπεροχή του αντιπάλου σε οπλισμό και αεροπορία, στο δύσβατο του εδάφους, στις μεγάλες δυσχέρειες του ανεφοδιασμού του και στη δριμύτητα του πρόωρου χειμώνα, κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες, τα αποτελέσματα των οποίων υπερέβησαν κάθε προσδοκία. Στο Νότιο Τομέα, το Α’ Σώμα Στρατού, αφού κατέλαβε στις 6 Δεκεμβρίου το λιμένα των Αγίων Σαράντα και στις 8 Δεκεμβρίου το Αργυρόκαστρο, συνέχισε τις επιθετικές του επιχειρήσεις και μέχρι τις 6 Ιανουαρίου κατέλαβε τη γραμμή Χειμάρα – Βράνιτσα – Μπολιένα.
Δημιουργώντας έτσι ευνοϊκές προϋποθέσεις για την πλήρη διάνοιξη της κοιλάδας του Σιουσίτσα ποταμού και τη συνέχιση της προελάσεως προς τον Αυλώνα. Στον Κεντρικό Τομέα, το Β’ Σώμα Στρατού, αφού κατέλαβε στις 5 Δεκεμβρίου την Πρεμετή και εξασφάλισε ευρέως την ελεύθερη χρησιμοποίηση της αμαξιτής οδού Λεσκοβίκι – Κορυτσά, πέτυχε παρά την πείσμονα αντίσταση του εχθρού να φτάσει μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα ανατολικά της οδού Κλεισούρα – Χάνι Μπαλαμπάν, έτοιμο να καταλάβει τον κόμβο της Κλεισούρας.
Στο Βόρειο Τομέα, το ΤΣΔΜ (Γ’ και Ε’ Σώματα Στρατού), αφού κατέλαβε στις 21 Νοεμβρίου τον ορεινό όγκο της Μόροβας – Ιβάν και την επομένη τον κόμβο της Κορυτσάς, προωθήθηκε στα δυτικά αυτής σε βάθος 40 περίπου χιλιομέτρων στη γραμμή Ουγιανικού – Σουχαγκόρα όρος Γκράμποβα – Καμία όρος – Πόγραδετς, εξασφαλίζοντας από τα δυτικά και βορειοδυτικά το υψίπεδο της Κορυτσάς. Κατά τις επιχειρήσεις της δεύτερης περιόδου, η Ιταλική Διοίκηση ενέπλεξε οκτώ νέες Μεραρχίες Πεζικού, καθώς και μεγάλο αριθμό διάφορων άλλων μονάδων δυνάμεως συντάγματος ή τάγματος.
Η Ελληνική Διοίκηση, στην ίδια περίοδο, ενέπλεξε επτά νέες Μεραρχίες Πεζικού (II, ΙΙΙ, IV, Χ, XI, XIII και XVII). Συνολικά οι Ιταλικές δυνάμεις στο Αλβανικό θέατρο Επιχειρήσεων ανήλθαν σε 15 Μεραρχίες Πεζικού και μία Μεραρχία Αρμάτων, έναντι 11 Μεραρχιών Πεζικού, μιας Ταξιαρχίας Πεζικού και μιας Μεραρχίας Ιππικού των Ελληνικών δυνάμεων. Επιπλέον πρέπει να ληφθεί υπόψη η συντριπτική αριθμητική υπεροχή της Ιταλικής Αεροπορίας και η παντελής έλλειψη αρμάτων στον Ελληνικό Στρατό.
Παρόλα αυτά, οι επιθετικές επιχειρήσεις των Ελληνικών δυνάμεων στέφθηκαν με επιτυχία. Δεν κατέστη όμως δυνατή η πραγματοποίηση ευρείας εκμεταλλεύσεως των επιθετικών ενεργειών, αν και παρουσιάστηκαν ευκαιρίες, οι οποίες μπορούσαν να αποδώσουν σημαντικά αποτελέσματα και αυτό γιατί ο Ελληνικός Στρατός στερούνταν τεθωρακισμένων και ταχυκίνητων μέσων. Η αδυναμία αυτή ανάγκαζε τις Ελληνικές δυνάμεις να αποφεύγουν τις πεδινές ζώνες και να κινούνται και να ελίσσονται κυρίως από ορεινές κατευθύνσεις.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την επιμήκυνση των φαλαγγών, την επαύξηση της κοπώσεως των αντρών και κτηνών καθώς και τη δημιουργία δυσχερειών στους ανεφοδιασμούς. Αντίθετα, ο αντίπαλος, χάρη στα μέσα που διέθετε, κατόρθωνε στις πεδινές ζώνες, χρησιμοποιώντας αυτοκίνητα, να αποσύρεται γρήγορα και να εγκαθίσταται οπουδήποτε αλλού με σχετική άνεση, ενώ στις ορεινές περιοχές να επιβραδύνει την ελληνική προχώρηση, με λίγες σχετικά δυνάμεις.
Επιπλέον, οι νεοεμπλεκόμενες στον αγώνα Ιταλικές μονάδες μεταφέρονταν γρήγορα στο μέτωπο με αυτοκίνητα, ενώ οι αντίστοιχες Ελληνικές στερούνταν τέτοιων μεταφορικών μέσων και έφταναν στο μέτωπο ύστερα από μακρινές νυχτερινές πορείες, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να επέμβουν γρήγορα στον αγώνα.
Τα Ελληνικά στρατεύματα με υψηλό φρόνημα και εμπνεόμενα από πνεύμα αυτοθυσίας, αψηφώντας τις κακουχίες και τη μειονεκτική θέση τους έναντι του αντιπάλου, κατόρθωσαν μέσα σε ενάμισι μήνα όχι μόνο να εκδιώξουν τον εισβολέα, αλλά και να τον απωθήσουν μέσα στο βορειοηπειρωτικό έδαφος, σε βάθος κυμαινόμενο από 30 μέχρι 80 χιλιόμετρα. Η τρίτη περίοδος, από τις 7 Ιανουαρίου μέχρι τις 26 Μαρτίου 1941, περιλαμβάνει τις επιθετικές επιχειρήσεις του Β’ Σώματος Στρατού προς Κλεισούρα – Βεράτι, την τοπική Ιταλική επίθεση για την ανακατάληψη της Κλεισούρας και τη μεγάλη ”Εαρινή Επίθεση” των Ιταλών.
Το Β’ Σώμα Στρατού, επιδιώκοντας την κατάληψη του συγκοινωνιακού κόμβου της Κλεισούρας και την προώθηση του προς την κατεύθυνση του Βερατίου κατέλαβε, ύστερα από σκληρούς αγώνες, στις 10 Ιανουαρίου την Κλεισούρα και μέχρι τις 25 Ιανουαρίου προωθήθηκε στη γενική γραμμή ύψ. 1308 (Τρεμπεσίνας) – Μπούμπεσι – Μάλι Σπαντάριτ, όπου και διέκοψε τις παραπέρα επιχειρήσεις του εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών και των δυσχερειών ανεφοδιασμού των μονάδων του.
Οι Ιταλοί, αφού σταθεροποίησαν κάπως τις θέσεις τους, επιχείρησαν στις 26 Ιανουαρίου να ανακαταλάβουν το συγκοινωνιακό κόμβο της Κλεισούρας, στον οποίο απέδιδαν μεγάλη σημασία. Η Ιταλική επίθεση εκτοξεύτηκε από τη Μεραρχία «Λενιάνο», ενισχυμένη με ένα τάγμα Αλπινιστών και τμήματα της ημιτεθωρακισμένης Μεραρχίας «Κενταύρων» και υποστηριζόμενη από ισχυρή αεροπορική δύναμη. Η επίθεση σημείωσε μικρές μόνο τοπικές επιτυχίες κατά την πρώτη ημέρα.
Το Β’ Σώμα Στρατού αντιλαμβανόμενο το σοβαρό κίνδυνο από τυχόν απώλεια της Κλεισούρας, έσπευσε να προωθήσει ισχυρές δυνάμεις προς την κατεύθυνση αυτή και να απωθήσει τους Ιταλούς με σκληρούς αγώνες, που διάρκεσαν μέχρι τις 30 Ιανουαρίου, οπότε και τερματίστηκε η Ιταλική προσπάθεια, η οποία τους στοίχισε σοβαρές απώλειες τόσο σε έμψυχο, όσο και σε άψυχο υλικό.
Το σημαντικότερο όμως γεγονός της περιόδου αυτής του Ελληνοϊταλικου Πολέμου, υπήρξε η τρίτη φάση, η μεγάλη ”Εαρινή Επίθεση” του Ιταλικού Στρατού. Η Ανώτατη Ιταλική Ηγεσία, μετά τη σταθεροποίηση και την ουσιαστική διακοπή των επιχειρήσεων εξαιτίας του δριμύτατου χειμώνα, επιδίωκε να καταφέρει κάποιο σοβαρό πλήγμα κατά των Ελλήνων, για να εξευμενιστεί απέναντι στον ίδιο το λαό της και στους συμμάχους της Γερμανούς, για τις μέχρι τότε αποτυχίες της.
Ο Μουσολίνι, γνωρίζοντας ότι οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να επέμβουν στην Ελλάδα, αγνοώντας όμως το χρόνο που θα εκδηλωνόταν η ενέργεια αυτή, διακατεχόταν από την αγωνία, μήπως τον προλάβει ο σύμμαχος του και βρεθεί έτσι η Ιταλία στην ιδιαίτερα ταπεινωτική θέση, να οφείλει στους Γερμανούς την απαλλαγή της από το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει, εξαιτίας της οικτρής αποτυχίας της στο Αλβανικό μέτωπο.
Το πρωί της 9ης Μαρτίου, εκτοξεύτηκε η αναμενόμενη Ιταλική επίθεση. Σε μέτωπο έξι περίπου χιλιομέτρων μόνο, διατέθηκαν συνολικά πέντε μεραρχίες και μία λεγεώνα Μελανοχιτώνων σε πρώτο κλιμάκιο και πέντε μεραρχίες ως εφεδρικές. Ο Μουσολίνι, γεμάτος ελπίδες, εγκαταστάθηκε από το πρωί στο παρατηρητήριο πάνω στο ύψωμα Καμάριτ (Γκλάβα), από όπου μαζί με τον Αρχιστράτηγο και την Ηγεσία των επιτιθέμενων δυνάμεων, παρακολούθησε την εξέλιξη της επιθέσεως.
Αυτή, συνεχίστηκε με αμείωτη σφοδρότητα μέχρι τις 14 Μαρτίου, χωρίς όμως να σημειώσει επιτυχία, χάρη στο ακατάβλητο θάρρος και την αυτοθυσία των Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι δεν παραχώρησαν ούτε σπιθαμή εδάφους στους επιτιθέμενους Ιταλούς. Από τις 15 Μαρτίου, η Ιταλική προσπάθεια άρχισε να ατονεί για να εκφυλιστεί τελείως από τις 25 του ίδιου μήνα. Ο Μουσολίνι απογοητευμένος αναχώρησε στις 21 Μαρτίου από τα Τίρανα για την Ιταλία, σχεδιάζοντας να επαναλάβει την επίθεση στο τέλος του μήνα.
Η προσχώρηση όμως, στο μεταξύ, της Γιουγκοσλαβίας στους Συμμάχους δεν επέτρεψε την πραγματοποίηση της νέας αυτής απόπειρας. Η Γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας, που επακολούθησε, ματαίωσε πια οριστικά την ελπίδα των Ιταλών να παρουσιάσουν οποιαδήποτε επιτυχία εναντίον της Ελλάδας. Η Γερμανία αποφασισμένη να εισβάλει στην Σοβιετική Ένωση την άνοιξη του 1941, προσπάθησε να εξουδετερώσει την πολεμική εστία στην Ελλάδα, που μπορούσε να εξελιχθεί σε μέτωπο υπό την αιγίδα της Αγγλίας.
Η δημιουργία ενός Βαλκανικού μετώπου όπως το Μακεδονικό κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επηρέασε σοβαρά την Γερμανική πολιτική έναντι της Ελλάδας. Η επέμβαση της Γερμανίας στα Βαλκάνια θεωρούνταν πλεονεκτική από την Αγγλία γιατί θα οδηγούσε σε διασπορά των Γερμανικών δυνάμεων λόγω της δημιουργίας πολεμικού θεάτρου στα Βαλκάνια με αποτέλεσμα την μείωση της πίεσης των Γερμανών στην μητροπολιτική Αγγλία.
Η στάση της Γερμανίας προς την Ελλάδα είχε περισσότερο σχέση με τις πολεμικές επιδιώξεις της παρά με την επιθυμία της να βοηθήσει την Ιταλία να βγει από το αδιέξοδο του Αλβανικού μετώπου. Η σχεδιαζόμενη επίθεση κατά της Ελλάδας από την Γερμανία αποτελούσε «συμπληρωματική» στρατιωτική ενέργεια στο πλαίσιο της γενικότερης πολεμικής προσπάθειας που αναλάμβανε εναντίον της Ρωσίας.
Η εξουδετέρωση της πολεμικής εστίας στο μέτωπο της Αλβανίας, την οποία εκμεταλλευόταν η Αγγλία και που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μέτωπο και να απειλήσει τη προσπάθεια των Γερμανών εναντίον των Ρώσων, αποτελούσε ουσιαστική βοηθητική επιχείρηση ενόψει της μεγαλύτερης επίθεσης που ετοίμαζε ο Χίτλερ. Αξίζει να αναφέρουμε την μεσολαβητική προσπάθεια των Γερμανών για κατάπαυση των εχθροπραξιών μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, που στερούσε θεωρητικά τους λόγους της στρατιωτικής παρουσίας της Αγγλίας στην Ελλάδα, κάτι που απέρριψε ο Μεταξάς.
Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ 14 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1940 – 6 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1941
Κατά τη δεύτερη περίοδο του Πολέμου, από τις 14 Νοεμβρίου 1940 μέχρι τις Ιανουαρίου 1941, ο Ελληνικός Στρατός ανέλαβε γενική αντεπίθεση για την πλήρη αποκατάσταση και σε βάθος εξασφάλιση της ακεραιότητας του εθνικού εδάφους με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Έτσι, στο Νότιο τομέα, οι Ελληνικές δυνάμεις δημιούργησαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για την πλήρη διάνοιξη της κοιλάδας του Σιούσιτσα ποταμού και τη συνέχιση της προελάσεως προς τον Αυλώνα που ήταν και το μεγαλύτερο λιμάνι ανεφοδιασμού των Ιταλικών δυνάμεων.
Στον Κεντρικό τομέα, παρά την ισχυρή αντίσταση των Ιταλών, πέτυχαν να φτάσουν μέχρι τέλος Δεκεμβρίου στην Κλεισούρα και να έχουν ετοιμότητα να καταλάβουν τον ομώνυμο οδικό κόμβο. Στο Βόρειο τομέα, κατέλαβαν το ζωτικό κόμβο της Κορυτσάς, τον οποίο εξασφάλισαν, μετά από σκληρό αγώνα από τα δυτικά και βορειοδυτικά.
Κατά την περίοδο αυτή η Ελληνική Διοίκηση ενέπλεξε επτά νέες μεραρχίες Πεζικού (ΙΙ, ΙΙΙ, IV, X, XIII και XVII), ενώ οι Ιταλοί ενισχύθηκαν με οκτώ μεραρχίες Πεζικού (2η Αλπινιστών «Τριντεντίνα», 4η Αλπινιστών «Κουνεένσε», 11η «Μπρένερο», 33η «΄Ακουι», 3 η «Μοντένα», 4 η «Τάρο», 50η Αλπινιστών «Πουστερία», 53η «Αρέτζο» καθώς και μεγάλο αριθμό διαφόρων άλλων μονάδων δυνάμεως συντάγματος ή τάγματος.
ΟΙ ΧΕΙΜΕΡΙΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΕΑΡΙΝΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΙΤΑΛΩΝ 7 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ – 26 ΜΑΡΤΙΟΥ 1941
Στο χρονικό διάστημα από Ιανουαρίου – 2 Μαρτίου 1941 έγιναν στον Κεντρικό τομέα του μετώπου οι σκληρότεροι και πιο αιματηροί αγώνες μεταξύ των αντίπαλων δυνάμεων σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Οι Ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν, ύστερα από σκληρές μάχες, το σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο της Κλεισούρας, τον οποίο και εξασφάλισαν με αγώνες που συνεχίστηκαν παρά τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, τις δυσχέρειες ανεφοδιασμού των μονάδων και τα κρούσματα παγοπληξίας που υπερέβαιναν τις απώλειες μάχης.
Οι Ιταλοί, αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στο ζωτικό αυτό χώρο, επιχείρησαν να ανακαταλάβουν την Κλεισούρα χωρίς όμως επιτυχία. Το σημαντικότερο γεγονός στην Τρίτη αυτή περίοδο του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου υπήρξε η μεγάλη ”Εαρινή Επίθεση” του Ιταλικού Στρατού. Η Ιταλική επίθεση άρχισε το πρωί της 9ης Μαρτίου και συνεχίστηκε με αμείωτη σφοδρότητα μέχρι τις 14 Μαρτίου χωρίς όμως να σημειώσει καμιά επιτυχία, χάρη στο ακατάβλητο θάρρος και την αυτοθυσία των Ελλήνων μαχητών, οι οποίοι δεν παραχώρησαν ούτε σπιθαμή Ελληνικού εδάφους στους επιτιθέμενους Ιταλούς.
Πριν αναχωρήσει ο Μουσολίνι από τα Τίρανα για τη Ρώμη, είπε στο Στρατηγό Πρίκολο: «Σας εκάλεσα διότι απεφάσισα να επιστρέψω εντός της αύριον εις την Ρώμην. Αηδίασα απ’ αυτό το περιβάλλον. Δεν επροχωρήσαμεν ούτε βήμα. Μέχρι τούδε με έχουν εξαπατήσει. Περιφρονώ βαθύτατα όλους αυτούς τους ανθρώπους (εννοεί τους στρατιωτικούς αρχηγούς του). Απόψε υπέβαλα λεπτομερή έκθεσιν επί της καταστάσεως, εις τον Βασιλέα». Η Γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας στις Απριλίου 1941 λύτρωσε τελικά τις Ιταλικές δυνάμεις από την ήττα που υπέστησαν στα Ηπειρωτικά βουνά, σ’ ένα τραχύ εδαφοκλιματολογικό περιβάλλον.
Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Ο Ελληνο-ιΙταλικός Πόλεμος ήταν κατ’ εξοχήν πόλεμος ορεινού αγώνα. Ο Ελληνικός Στρατός αντιμετώπισε με περιορισμένα μέσα άμυνας σε ορεινό και δύσβατο έδαφος Στρατό μεγάλης εΕυρωπαϊκής δυνάμεως, εφοδιασμένο με σύγχρονα μέσα και ιδιαίτερα με άρματα μάχης και ισχυρή αεροπορία. Παρ’ όλα αυτά οι επιθετικές επιχειρήσεις που ανέλαβαν οι Ελληνικές δυνάμεις από τις 14 Νοεμβρίου 1940 στέφθηκαν με επιτυχία. Δεν έγινε όμως δυνατή η πραγματοποίηση ευρείας εκμεταλλεύσεως των επιτυχιών αυτών, αν και παρουσιάστηκαν ευκαιρίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντικά αποτελέσματα, γιατί ο Ελληνικός Στρατός στερούνταν τεθωρακισμένων και ταχυκίνητων μέσων ενώ η Ιταλική Αεροπορία σχεδόν κυριαρχούσε στον αέρα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κατάληψη της Κορυτσάς, όπως αναφέρεται στην Έκθεση Πεπραγμένων του Διοικητή του Γ΄ Σώματος Στρατού: «Η Κορυτσά κατελήφθη στις 1800 της 22ης Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή (ένατη ημέρα της επιθέσεως). Αναμφισβήτητα η Κορυτσά ήταν δυνατό να καταληφθεί από τις 19 Νοεμβρίου οποιαδήποτε ημέρα μέχρι τις 22 Νοεμβρίου. Κατελήφθη όμως το βράδυ της 22ης Νοεμβρίου για να μην είναι αμφίβολη η διατήρησή της.
Διατρέχουμε, εξαιτίας της ελλείψεως αντιαρματικών μέσων, τον κίνδυνο να υποστούμε επιθετική επιστροφή του εχθρού με αρματικά μέσα και να εγκαταλείψουμε προς στιγμήν την πόλη, οπότε η απήχηση θα ήταν χείριστη για την ψυχοσύνθεση του Έλληνα μαχητή. Εξαιτίας αυτού καταλαμβάναμε τα σημεία που θα μπορούσαμε να κρατήσουμε ασφαλώς και τα οποία μας παρείχαν βάσεις για την παραπέρα προχώρησή μας».
Η αδυναμία αυτή ανάγκαζε τις Ελληνικές δυνάμεις να αποφεύγουν τις πεδινές ζώνες και να κινούνται ελισσόμενες κυρίως δια μέσου ορεινών διαβάσεων, όπως κατά τις επιχειρήσεις για την κατάληψη των ορεινών όγκων Μοράβα – Ιβάν, όπου η κύρια προσπάθεια του Γ΄ Σώματος Στρατού εκδηλώθηκε σε έδαφος πολύ δύσβατο και ορεινό. Έτσι, οι εΕλληνικές δυνάμεις απέφευγαν την επέκταση της επιθέσεως κατά μήκος του πεδινού διαδρόμου της άνω κοιλάδας του Δεβόλη ποταμού επειδή, λόγω της παντελούς έλλειψης τεθωρακισμένων μέσων και της ανεπάρκειας αντιαρματικών, υπήρχε άμεσος κίνδυνος πλευροκόπησης των εΕλληνικών δυνάμεων στον πεδινό διάδρομο από τα εχθρικά άρματα μάχης.
Επιπλέον, ο Δεβόλης ποταμός που περιβάλλει το όρος Μοράβα, παρουσίαζε σοβαρό εμπόδιο στην κίνηση των στρατευμάτων γιατί οι απότομες όχθες και το βάθος του τον καθιστούσαν βατό σε ελάχιστα σημεία, τα οποία μάλιστα ήταν ισχυρά προστατευμένα. Αποτέλεσμα της κίνησης μέσω ορεινών διαβάσεων ήταν η επιμήκυνση των φαλάγγων, η επαύξηση της κόπωσης των ανδρών και των κτηνών και η δημιουργία δυσχερειών στους ανεφοδιασμούς και τις διακομιδές.
Για την αντιμετώπιση των πράγματι βασανιστικών αυτών προβλημάτων των μαχόμενων τμημάτων χρειάστηκε πολλές φορές να χρησιμοποιηθούν και ομάδες από χωρικούς, γυναίκες και παιδιά ακόμη της Πίνδου, της Ηπείρου και οι Έλληνες της Βόρειας Ηπείρου που προσέρχονταν αυθόρμητα και μετέφεραν στους ώμους τους τα φορτία, κινούμενοι σε δύσβατα εδάφη κάτω από πολύ δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Στην Έκθεση του ΙΙΙ Γραφείου του Επιτελείου του Β΄ Σώματος Στρατού σημειώνεται:
«Ήταν συγκινητικό να βλέπει κανείς γυναίκες, μικρά παιδιά, γέροντες και γριές να μεταφέρουν, πορευόμενοι όλη την ημέρα, πάνω σε μικρά υποζύγια, όνους και ημίονους και στους ώμους τους τρόφιμα για τον μαχόμενο Στρατό με πρόσωπα χαρωπά και με φανατικό ενθουσιασμό».
Έτσι, οι κάτοικοι των περιοχών αυτών παρουσίαζαν στους Έλληνες στρατιώτες που ήδη μάχονταν με σθένος και απαράμιλλο ψυχικό μεγαλείο ένα λαμπρό παράδειγμα πατριωτισμού, αυτοθυσίας και μαχητικότητας. Αντίθετα, στις πεδινές ζώνες ο αντίπαλος, χάρη στα μηχανοκίνητα μέσα που διέθετε, κατόρθωνε να αποσύρεται γρήγορα και να εγκαθίσταται οπουδήποτε αλλού με σχετική άνεση, ενώ στις ορεινές περιοχές επιβράδυνε την Ελληνική προώθηση με λίγες σχετικά δυνάμεις.
Επιπλέον, οι νεοεμπλεκόμενες στον αγώνα ιταλικές μονάδες, μεταφέρονταν γρήγορα στο μέτωπο με αυτοκίνητα, ενώ οι αντίστοιχες ελληνικές, στερούμενες τέτοιων μεταφορικών μέσων, έφταναν στο μέτωπο ύστερα από μακρινές νυχτερινές πορείες (250 – 400 χιλιόμετρα), με αποτέλεσμα να μην μπορούν να λάβουν αμέσως μέρος στον αγώνα. Στο ημερολόγιο Επιχειρήσεων της ΙΙ Μεραρχίας από 2 Οκτωβρίου 1940 μέχρι 22 Ιανουαρίου 1941 διαβάζουμε:
«Τόσο οι άνδρες, όσο και τα κτήνη που έφτασαν οδικώς από την περιοχή της Καλαμπάκας και του Βόλου, συνεχώς πορευόμενοι, είχαν υπέρμετρα καταπονηθεί. Τέτοια ήταν μάλιστα η καταπόνηση των κτηνών, ώστε τα περισσότερα από αυτά ήταν ανίκανα να βαστάζουν τους φόρτους τους, επειδή είχαν υποστεί τη δυσμενή επίδραση των καιρικών συνθηκών, της κακής διατροφής και της άθλιας καταστάσεως του οδικού δικτύου. Οι άνδρες όμως, παρά τις συνεχείς βροχές και την εν γένει κακοκαιρία, διατηρούν αμείωτο το ηθικό τους και καταβάλλουν υπέρμετρες προσπάθειες, για να φέρουν σε αίσιο πέρας τον αγώνα που έχει αναληφθεί».
Στον τομέα της Υγειονομικής Υπηρεσίας, εξαιτίας του αγώνα σε ιδιαίτερα ορεινό έδαφος, αρχικά παρουσιάστηκαν πολλές δυσχέρειες και προβλήματα. Από την Έκθεση του Διευθυντή της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου (ΤΣΗ), από τις 1 Δεκεμβρίου 1940 μέχρι τη διάλυσή του, διαβάζουμε: «… Η φύσις του εδάφους και η τακτική του πολέμου ιδίως με τας αεροπορικάς επιδρομάς, ως και αι εκτάσεις των τομέων εκάστης μεραρχίας εκώλυον την ταχείαν και έγκαιρον ιατρικήν περίθαλψιν των τραυματιών και ασθενών …».
Στη συνέχεια όμως, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του Στρατού ενισχύθηκαν τα στρατιωτικά νοσοκομεία, δημιουργήθηκαν νέα, αναπτύχθηκαν νοσηλευτικοί σχηματισμοί εκστρατείας, ορεινά χειρουργεία, μετακινήθηκαν ανεφοδιαστικά όργανα και συστάθηκαν ειδικά σώματα διακομιδής. Οι διακομιδές πραγματοποιούνταν κατ’ ανάγκη τη νύχτα για την αποφυγή των αεροπορικών επιδρομών, με αποτέλεσμα τις γνωστές δυσμενείς επιπτώσεις για τους διακομιζόμενους και το προσωπικό.
Τέλος, η υγειονομική υποστήριξη των μαχομένων υπήρξε αρκετά ικανοποιητική και με τη βοήθεια του Υπουργείου Εθνικής Πρόνοιας, την εθελοντική προσφορά υπηρεσιών των Αδελφών Νοσοκόμων, του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, διαφόρων οργανώσεων και συλλόγων και τέλος πολλών επώνυμων και ανώνυμων Ελληνίδων. Ένα άλλο σοβαρότατο πρόβλημα που δημιουργήθηκε και στους δύο αντιμαχόμενους εξαιτίας του ορεινού εδάφους, του ύψους του χιονιού και του πολικού ψύχους που επικρατούσε, ήταν τα κρυοπαγήματα που τις περισσότερες φορές προκαλούσαν μεγαλύτερες απώλειες απ’ αυτές των σκληρών μαχών (25.000 Έλληνες – 22.000 Ιταλοί παγόπληκτοι).
Στην Έκθεση της Διευθύνσεως Υγειονομικής Υπηρεσίας του Γενικού Στρατηγείου αναφέρεται συγκεκριμένα:
«… Καθ’ όλον το εξάμηνον διάστημα διεκομίσθησαν εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) σχεδόν τραυματίαι, παγόπληκτοι και ασθενείς ήτοι αναλυτικώς τριάκοντα χιλιάδες (30.000) περίπου τραυματίαι, είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) παγόπληκτοι και είκοσι χιλιάδες (20.000) ασθενείς…». Εξάλλου στην Έκθεση Πολεμικών Πεπραγμένων της XVII Μεραρχίας Πεζικού (2 Οκτ – 2 Δεκ 1940), που δρούσε στο όρος Κάμια αναφέρεται:
«8 Δεκεμβρίου Ο καιρός εξακολουθεί ψυχρός με χιόνια και ομίχλη. Οι αξιωματικοί και οι οπλίτες υποφέρουν με καρτερικότητα άξιοι ιδιαίτερου θαυμασμού το δριμύ αυτό ψύχος, του οποίου συνέπεια είναι ο πολλαπλασιασμός των κρυοπαγημάτων αξιωματικών και οπλιτών και οι συνεχείς απώλειες των κτηνών, ειδών οπλισμού και παντοειδούς υλικού». Από Ελληνικής πλευράς, παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό, το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με επιτυχία με τη χρήση λιπαντικών ουσιών και ειδικών μάλλινων επιδέσμων και καλτσών, που κατά χιλιάδες οι Ελληνίδες κάθε ηλικίας έπλεκαν και έστελναν στο μέτωπο.
Οι επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού κατά τον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο δεν ήταν τυχαίες. Ήταν αποτέλεσμα της άρτιας προπαρασκευής και του υψηλού ηθικού μαχητών και λαού. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ελλείψεις που παρουσιάστηκαν αρχικά σε όλμους, αντιαεροπορικό και κυρίως αντιαρματικό πυροβολικό οφείλονταν ιδίως στην αδυναμία εξεύρεσης πηγών προμήθειας από το εξωτερικό, εξαιτίας της εμπλοκής των προμηθευτριών χωρών στον Πόλεμο. Άρματα είχαν παραγγελθεί συνολικά δεκατέσσερα, τα οποία όμως δεν είχαν παραληφθεί μέχρι την κήρυξη του πολέμου.
Το μεγάλο πρόβλημα των πυρομαχικών αντιμετωπίστηκε ικανοποιητικά, χωρίς να δημιουργηθούν δυσεπίλυτα προβλήματα μέχρι το τέλος του πολέμου. Χάρη στα έγκαιρα μέτρα που εφαρμόστηκαν για την αύξηση της Ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής στη δυνατή έκταση, στην επιβολή περιορισμών, στην κατανάλωση και κυρίως στην αξιοποίηση παλιών αποθεμάτων πυρομαχικών και λαφύρων, όπως για παράδειγμα, από το 1939 μελετήθηκε και τελικά επιτεύχθηκε η ανασκευή εκρηκτικών οβίδων εσωτερικού πυροσωλήνα για τη χρησιμοποίησή τους στα ορειβατικά πυροβόλα 5/19 χιλιοστών και τα πεδινά 5 χιλιοστών, καμιά σοβαρή έλλειψη δεν παρατηρήθηκε κατά τον εξάμηνο αγώνα.
Παράλληλα, οι Έλληνες μαχητές που σε ποσοστό 0% περίπου κατάγονταν από ορεινές περιοχές, ήταν σκληραγωγημένοι, λιτοδίαιτοι και εξοικειωμένοι πλήρως με τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης σε ορεινό έδαφος. Εκπαιδευμένοι άρτια από στρατιωτική άποψη, υπερίσχυσαν των Ιταλών αντιπάλων τους, επειδή αγωνίζονταν, υπερασπιζόμενοι την πατρίδα τους, σε οικείο Ελληνικό έδαφος, έχοντας τη συμπαράσταση ολόκληρου του Έθνους.
Ιδιαίτερα όμως η επικράτησή τους οφειλόταν στο απόθεμα ηθικών δυνάμεων, στοιχείο που αποτελεί σημαντικό παράγοντα μαχητικής ισχύος, το οποίο οδήγησε στην εύκολη προσαρμογή και την υψηλή απόδοση σε ορεινό εδαφοκλιματολογικό περιβάλλον. Στην Έκθεση Πολεμικών Πεπραγμένων της XVII Μεραρχίας Πεζικού διαβάζουμε:
«Το βράδυ της 22ης Νοεμβρίου αναγγέλθηκε η κατάληψη της Κορυτσάς από τα Ελληνικά Στρατεύματα. Το γεγονός αυτό κοινοποιήθηκε στις μονάδες της Μεραρχίας και προκάλεσε εξαιρετικό ενθουσιασμό στους αξιωματικούς και τους οπλίτες της, και κραταίωσε το άριστο ηθικό τους παρά την κόπωσή τους από τις συνεχείς νυχτερινές πορείες και τις δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες. Οι πάντες κατέχονταν από τη μανία να συμμετάσχουν το ταχύτερο στις επιχειρήσεις και να εμπλακούν με λύσσα αλλά και αποφασιστικότητα με τον εχθρό».
Ο Ελληνο-Ιταλικός Πόλεμος έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ορεινού αγώνα, τα οποία επηρέασαν τη σχεδίαση και διεξαγωγή, και από τους δύο αντιπάλους, τόσο των αμυντικών όσο και των επιθετικών επιχειρήσεων. Ειδικότερα επισημαίνονται τα εξής: Το έντονο ορεινό έδαφος της Ηπείρου επηρέασε αρνητικά την ανάπτυξη μηχανοκίνητων μέσων, τη διοίκηση και τον έλεγχο, τις μεταφορές, τους ανεφοδιασμούς και τέλος τις διακομιδές. Στο έδαφος αυτό γενικά η άμυνα ευνοήθηκε και η διεξαγωγή της έγινε με πολλά οικονομικά μέσα, ενώ η επίθεση οπωσδήποτε δυσχεράνθηκε και δεν είχε σχεδόν ποτέ ταχεία εξέλιξη, αλλά απαιτούσε διαδοχικές προσπάθειες.
Παράλληλα, τα εγχέμαχα όπλα ήταν περισσότερο αποτελεσματικά, από τα τηλέμαχα μέσα. Η δράση της Αεροπορίας είχε περιορισμένα αποτελέσματα, ενώ η υποστήριξη μάχης βασίστηκε σχεδόν εξολοκλήρου στο ορειβατικό πυροβολικό και τους όλμους. Ο τακτικός αιφνιδιασμός ήταν εύκολος και μπορούσε να επιτευχθεί τόσο στην επίθεση, όσο και στην άμυνα με έγκαιρες και καλά οργανωμένες αντεπιθέσεις. Τέλος, ο παράγοντας «μαχητικής ισχύος», που δέσποζε, ήταν το ηθικό, οι ψυχικές αρετές και η εκπαίδευση του μαχητή, όπου αναμφισβήτητα η υπεροχή των Ελλήνων ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη.
Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι μια πρόωρη πτώση της Ελλάδας τότε, θα ισχυροποιούσε το Ιταλικό φασιστικό καθεστώς και θα το οδηγούσε προς νέες κατακτήσεις με τελικό αντικειμενικό σκοπό την απόλυτη κυριαρχία σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Η νίκη των Ελλήνων κατέρριψε το μύθο του αήττητου του Άξονα και υποχρέωσε το Χίτλερ, να επέμβει στη Βαλκανική και να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδας με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η έναρξη της επίθεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης κατά 5 εβδομάδες και ο ρΡωσικός χειμώνας να οδηγήσει τον πόλεμο στο Σοβιετικό μέτωπο σε χρονίζουσα κατάσταση.
Η πλέον σαφής δήλωση – ντοκουμέντο, είναι αυτή που έκανε ο ίδιος ο Χίτλερ σε λόγο του στην Καγκελαρία την Άνοιξη του 1945: «Το πραγματικό ερώτημα δεν ήταν επομένως: Γιατί η 22 Ιουνίου 1941, αλλά μάλλον: Γιατίόχι ακόμη νωρίτερα;». «Εάν δεν μας είχαν δημιουργήσει δυσκολίες οι Ιταλοί με την ηλίθια εκστρατεία στην Ελλάδα, θα είχα επιτεθεί στην Ρωσία μερικές εβδομάδες ενωρίτερα». Τέλος, σε μια εποχή που στην κατακτημένη από τον Άξονα Ευρώπη επικρατούσε πνεύμα ηττοπάθειας και φόβου, η Ελληνική νίκη ενδυνάμωσε τη θέληση για αντίσταση όλων των Εθνών και αναμφισβήτητα συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση της τελικής συμμαχικής νίκης κατά του Άξονα.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ
Η πολύ χαμηλή επίδοση των Ιταλικών δυνάμεων στις μάχες του Αλβανικού μετώπου μπορεί να αποδοθεί σε πολλούς λόγους, που όλοι μπορούν να θεωρηθούν συμπτώματα της γενικότερης κακοδαιμονίας του Ιταλικού στρατού κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο στρατηγός Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, στα απομνημονεύματά του, αποδίδει την αποτυχία της εκστρατείας κυρίως στην κακή οργάνωση, στις προσωπικές ίντριγκες, στη διαφθορά και στην έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των υψηλών κλιμακίων των Ιταλικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Από την άλλη πλευρά όμως, ο ίδιος ο Πράσκα θεωρείται ένας από τους κύριους υπευθύνους για την υποεκτίμηση της δύναμης του Ελληνικού στρατού και τη συνεπακόλουθη πανωλεθρία του Ιταλικού στρατού στα βουνά της Ηπείρου. Οι Ιταλικές δυνάμεις αντιμετώπισαν αδιαμφισβήτητα προβλήματα τακτικής, καθώς επέδειξαν ιδιαίτερη αδυναμία στο πεζικό. Αντιθέτως, είχαν σαφή υπεροχή στο πυροβολικό και στους όλμους από τους Έλληνες, ενώ είχαν απόλυτη υπεροπλία στην αεροπορία, την οποία όμως δεν κατόρθωσαν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο.
Το χαμηλό κίνητρο, σε σχέση με τους Έλληνες, καθώς και το ανάγλυφο του πεδίου των μαχών, το οποίο βοηθούσε την Ελληνική άμυνα, έπαιξαν επίσης ρόλο στην τελική έκβαση. Παρά ταύτα, οι Ιταλοί έχασαν κυρίως σε επίπεδο στρατηγικής, πράγμα για το οποίο ήταν ευθέως υπεύθυνος ο Μουσολίνι και το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Ούτε έναν μήνα πριν την εισβολή στην Ελλάδα, την 1η Οκτωβρίου, ο Μουσολίνι διέταξε την αποστράτευση του μισού Ιταλικού στρατού, ένα μέτρο το οποίο έγινε αποδεκτό από το Γενικό Επιτελείο, παρότι ο στρατηγός Μάριο Ροάτα προειδοποίησε ότι ο στρατός θα γινόταν μη λειτουργικός για αρκετούς μήνες.
Εκτός αυτού, η συνεχής υποεκτίμηση της Ελληνικής ετοιμότητας είχε καταδικάσει την εκστρατεία σε αποτυχία εξαρχής. Όπως έγραψε ο Ιταλός ιστορικός Ρέντζο Ντε Φελίτσε: «Η στρατιωτική υπεροχή (αριθμητική και τεχνική) ήταν πάντοτε, τους πρώτους μήνες του πολέμου, με την πλευρά των Ελλήνων. Οι Έλληνες ήταν πολύ καλά πληροφορημένοι (από τη Βρετανική κατασκοπεία) για τις Ιταλικές προθέσεις και είχε επιστρατεύσει σχεδόν 350.000 άνδρες ως τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου.
Οι Ιταλοί είχαν μόνον οκτώ μεραρχίες στην Αλβανία (δύο εκ των οποίων ήταν στραμμένες προς το Γιουγκοσλαβικό στρατό) τον Οκτώβριο του 1940, ενώ οι Έλληνες είχαν αρχικά 14 μεραρχίες, κατάλληλα εκπαιδευμένες για πόλεμο σε ορεινό πεδίο μάχης. Η αρχική Ιταλική επίθεση διεξήχθη από 105.000 στρατιώτες έναντι σχεδόν 350.000 Ελλήνων: Να γιατί δεν είναι παράδοξο που μετά από μια βδομάδα η μεραρχία Julia σταμάτησε και σχεδόν περικυκλώθηκε. Είναι αδύνατον να καταλάβει κανείς, από στρατιωτική άποψη, γιατί το Commando Supremo δεν αντέδρασε ενάντια σε μια εκστρατεία εξαρχής καταδικασμένη σε αποτυχία».
Μια άλλη αξιοσημείωτη αποτυχία της Ιταλικής πλευράς είναι η μη επίθεση στα Ιόνια νησιά ή την Κρήτη, τα οποία αποτελούσαν αυτονόητους και σχετικά ανυπεράσπιστους στόχους, και οι οποίοι θα αποτελούσαν ισχυρές προωθημένες βάσεις για το Ιταλικό ναυτικό και την αεροπορία στη Μεσόγειο. Η αποτυχία των Ιταλών οφειλόταν στην πεποίθηση του Μουσολίνι ότι η επιχείρηση θα κρινόταν στον πολιτικό παρά στον στρατιωτικό τομέα. Άλλη βασική αιτία της αποτυχίας των Ιταλών ήταν η ελλιπής πολιτική προετοιμασία για την αναμέτρηση με την Ελλάδα, με συνακόλουθη την στρατιωτική ανεπάρκεια καθώς και οι άσχημες κλιματολογικές συνθήκες.
Το βασικό λάθος του Μουσολίνι είναι ότι υπολόγιζε την έκβαση της Ιταλικής επίθεσης με καθαρά στρατιωτικά κριτήρια, χωρίς να λάβει υπόψη τον παράγοντα ότι οι Έλληνες θα πολεμούσαν με αποφασιστικότητα και αυτοθυσία λόγω του δίκαιου του αγώνα τους. Το γενικό σχέδιο των Ιταλών για επίθεση στην Ελλάδα ήταν καλό ως σύλληψη όμως πολύ αισιόδοξο ως προς τη δυνατότητα επιτυχίας του. Το βασικό λάθος των Ιταλών είναι ότι υποτίμησαν σε μεγάλο βαθμό τον αντίπαλό τους.
Για την επιτυχή έκβαση μιας μάχης δεν αρκεί μόνον να εκπονηθεί ένα άρτιο και πλήρες σχέδιο επιχειρήσεων, αλλά πρέπει να ληφθούν υπόψη και όλοι οι λοιποί παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν την αποτελεσματική διεξαγωγή της. Συνέπειες της εσφαλμένης εκτίμησης της Ιταλικής Ανώτατης Διοίκησης για τις δυνατότητες των Ελλήνων ήταν:
Ένα άλλο σοβαρό σφάλμα της Ιταλικής Ανώτατης Ιταλικής Διοίκησης υπήρξε η εφαρμογή του σχεδίου της κατά τρόπο άκαμπτο, δηλαδή επέμενε και κατέβαλε συνεχείς προσπάθειες για την ευόδωση της κυρίας προσπάθειας προς Καλπάκι και με τις αρχικές διατεθείσες δυνάμεις και δεν εκμεταλλεύθηκε την επιτυχία της στις δευτερεύουσες κατευθύνσεις, τόσο επί του παραλιακού τομέα όσο και προς Μέτσοβο, με συνέπεια την φθορά και πλήρη αποτυχία.
Η επιμονή του Κατσιμήτρου να αμυνθεί στη τοποθεσία Καλπάκι – Καλαμάς ποταμός (γραμμή ΙΒα) και παρά την δυσμενή εξέλιξη του αγώνα στον τομέα της Πίνδου, τον δικαίωσε απόλυτα, δείχνοντας διορατικότητα και εμμονή στις αποφάσεις του. Η τοποθεσίας ΙΒα, πλην της εξασφάλισης της πόλης των Ιωαννίνων και της ευρύτερης κάλυψης της ζωτικής περιοχής Μετσόβου, διέθετε και ικανοποιητική οργάνωση εδάφους, αλλά και περισσότερο γνώριμη ήταν στο Στρατηγείο της Μεραρχίας και στις Μονάδες της.
Η Ελληνική ηγεσία κατόρθωσε, παρά την αιφνιδιαστική από απόψεως χρόνου εκτόξευση της Ιταλικής επιθέσεως, να ισορροπήσει την κατάσταση κατά την πρώτη περίοδο και στη συνέχεια να πάρει την πρωτοβουλία ενέργειας. Τρεις κυρίως παράγοντες συνέβαλαν στην επιτυχία των Ελληνικών όπλων.
Παρά τις αντιξοότητες καιρού και εδάφους και την ασύγκριτη υπεροχή των αντιπάλων του σε δύναμη και πολεμικά μέσα, ο Ελληνικός Στρατός διεξήγαγε, για ένα εξάμηνο περίπου νικηφόρο αγώνα κατά των Ιταλών στη Βόρεια Ήπειρο και προέβαλε ηρωική αντίσταση κατά των Γερμανών στη Μακεδονία και στην Κρήτη, προκαλώντας έτσι τον θαυμασμό τόσο των Συμμάχων, όσο και των ίδιων των αντιπάλων του. Τα επιτεύγματα του Ελληνικού Στρατού δεν ήταν τυχαία.
Ήταν αποτέλεσμα της άρτιας προπαρασκευής και του υψηλού ηθικού του. Όλες οι πιθανές εχθρικές ενέργειες είχαν μελετηθεί και αντιμετωπιστεί υπεύθυνα, ενώ τα σχέδια επιστρατεύσεως και επιχειρήσεων διακρίνονταν για την απλότητα και το ρεαλισμό τους. Είναι απαραίτητο να επισημάνουμε την τεράστια συμβολή της Ελλάδας στον αγώνα των Συμμάχων κατά τον Άξονα.
Εκτός από τις συνέπειες εναντίον του Άξονα στο διπλωματικό πεδίο, που είχε ο πόλεμος της Ελλάδος ήδη κατά τους δύο πρώτους μήνες, το Νοέμβριο δηλαδή και το Δεκέμβριο 1940, το γεγονός ότι παρατάθηκε άλλους πέντε μήνες και μάλιστα ότι παρασύρθηκε σε ανάμιξη και η Γερμανία, με άμεσο αποτέλεσμα τη δέσμευση ισχυρότατων ιταλικών και γερμανικών δυνάμεων, που διαφορετικά θα ήταν δυνατό να είχαν διατεθεί σε άλλα μέτωπα, έδωσε τη δυνατότητα στους Βρετανούς να σταθεροποιήσουν τη θέση τους στην Αφρική και στην Εγγύς Μέση Ανατολή, με επιπτώσεις σπουδαιότατες στην εξέλιξη του όλου πολέμου.
Επιπλέον, σπουδαιότατη υπήρξε η συμβολή του πολέμου της Ελλάδος για την ήττα των Γερμανών στο ανατολικό μέτωπο. Η εμπλοκή ειδικά της Γερμανίας στον πόλεμο αυτό και οι ευρύτερες επιχειρήσεις στα Βαλκάνια, που υποχρεώθηκε να διενεργήσει, ήταν η κυριότερη αιτία για την αναβολή της ενάρξεως της επιθέσεως εναντίον της Σοβιετικής Ενώσεως κατά πέντε ως έξι εβδομάδες. Οι συνέπειες της αναβολής αυτής υπήρξαν κρισιμότατες για τους Γερμανούς, καθώς επήλθε ο βαρύτατος ρωσικός χειμώνας, πριν προφτάσουν να επιτύχουν αποφασιστικά αποτελέσματα.
Έκτοτε ο χρόνος εργαζόταν εις βάρος τους ως την τελική ήττα. Αξίζει τέλος να αναφερθεί η εθελοντική προσφορά των Κυπρίων αδελφών για τη συμμετοχή τους στον αγώνα των Ελλήνων. Στην Ελλάδα, οι πρώτοι Κύπριοι στρατιώτες έφθασαν στις αρχές του 1941. Μέχρι την είσοδο των Γερμανών τον Απρίλιο 1941 στην Ελλάδα, είχαν φθάσει 5000 – 6000 άνδρες του Κυπριακού Συντάγματος. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για περίπου 40 φοιτητές που σπούδαζαν στην Ελλάδα που πολέμησαν από την έναρξη του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου στο Αλβανικό μέτωπο.
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ