Ο Πόλεμος του 1897 – β’

Μέτωπο Θεσσαλίας

Στην Θεσσαλία οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει έξι μεραρχίες με 58.000 πεζούς, 1500 ιππείς και 156 πυροβόλα υπό την διοίκηση του Εντέμ Πασά με αρχηγείο την Ελασσόνα, ενώ μια έβδομη ήρθε αργότερα. Οι Έλληνες ήταν 45.000 πεζοί, 800 ιππείς και 96 πυροβόλα, και διοικούνταν από τον πρίγκηπα Κωνσταντίνο με στρατηγείο τη Λάρισα. Ο Ελληνικός στόλος του 1897 πραγματικά κυριαρχούσε στην θάλασσα, αφού ήταν μεγαλύτερος του Τουρκικού.

Μία μέρα πριν φθάσει ο Διάδοχος Κωνσταντίνος στο στρατηγείο, περίπου 2.000 άτακτοι από την Εθνική Εταιρεία πέρασαν τα σύνορα προσπαθώντας να ξεσηκώσουν σε επανάσταση την Μακεδονία όπου και σημειώθηκαν οι πρώτες αψιμαχίες.

 

Επιτελικά Σχέδια 

Το σχέδιο του Τούρκου αρχηγού (και του Γερμανικού επιτελείου του) ήταν να περάσει από την ελληνική αριστερή πλευρά, και το ταχύτερο δυνατόν ή να κυκλώσει τους Έλληνες ή να φθάσει στο Πηνειό όπου με προγεφύρωμα αυτόν ν΄ απωθήσει τους Έλληνες στη Στερεά, πλην όμως στη πράξη συνάντησε σθεναρή πλευρική αντίσταση ενώ το κέντρο του αντίθετα προχώρησε. Έτσι το αρχικό σχέδιο συνέχεια μεταβαλλόταν με συνέπεια τις αργές μετακινήσεις των τουρκικών σχηματισμών.

Το σχέδιο του ελληνικού επιτελείου όπως το είχε παραδώσει ο Γάλλος Βοσσέρ και είχε προηγουμένως επεξεργασθεί και εγκρίνει ο υποστράτηγος Μακρής ήταν κυρίως αμυντικό, βασισμένο όμως στη γαλλική τακτική, δηλαδή της ανάπτυξης ανοικτών πεδίων εμπλοκής με τις γνωστές οδυνηρές ατέλειες, τις ίδιες ακριβώς που είχε αντιμετωπίσει και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στη μάχη του Φαλήρου, ειδικά όταν ο εχθρός είναι αριθμητικά υπέρτερος. Επιπλέον, δεν είχαν εκπονηθεί αναλυτικά σχέδια ούτε υλοποιηθεί σοβαρά αμυντικά έργα και δεν υπήρχαν εφεδρείες που θα επέτρεπαν το σχηματισμό 2ης αμυντικής γραμμής και την αποστολή ενισχύσεων στα σημεία όπου θα υπήρχε ανάγκη.

Όμως ο Διάδοχος Κωνσταντίνος έκρινε μη ικανοποιητική αυτή τη διάταξη και στις 19 Μαρτίου έδωσε εντολή για αναπροσαρμογή της. Συγκεκριμένα, ο στρατός θα διατασσόταν σε βάθος, αντί της προηγούμενης γραμμικής παράταξης, ώστε να συγκεντρωθεί σε ισχυρότερες μονάδες, στα πιθανά σημεία εισβολής των Τούρκων. Η διαταγή αυτή, λίγες μέρες πριν την έναρξη των εχθροπραξιών, ήταν λογικό να συναντήσει δυσκολίες και να μην έχει προλάβει να συμπληρωθεί στις πρώτες μέρες του πολέμου.

 

Εισβολή Ατάκτων 

Λίγες ημέρες πριν ξεσπάσει ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και πριν φθάσει στο στρατηγείο της Λάρισας και αναλάβει την διοίκηση των ελληνικών στρατιωτικών επιχειρήσεων, κατ΄ εντολή της κυβέρνησης, ο τότε Διάδοχος Κωνσταντίνος, περίπου 2.500 – 3.000 άτακτοι (κατ΄ εκτίμηση του Γάλλου λοχαγού Ντουσύ), ή μόνο 2.000 (κατ΄ εκτίμηση του Π. Μελά, που κρίνεται ορθότερο) εισόρμησαν στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία.

Η δύναμη αυτή είχε οργανωθεί από την διαβόητη Εθνική Εταιρεία η οποία, από τον Φεβρουάριο, όπλιζε συρφετούς απολέμων και αμάχων. Φαίνεται πως, σε συνεννόηση με την κυβέρνηση, είχε αποφασιστεί οι άτακτοι να εισβάλλουν από τη δυτικότερη πλευρά των συνόρων στη Μακεδονία, για να διασφαλίσουν το αριστερό άκρο του ελληνικού στρατού και να απειλήσουν το Τουρκικό δεξιό.

Σ΄ αυτή τη δύναμη συμπεριλαμβάνονταν ένας λόχος Ιταλών εθελοντών υπό την ηγεσία του σινιόρου Τσιπράνι, (επαναστάτης διεθνούς τότε φήμης) και μία δύναμη Ελλήνων που έφεραν τα σύμβολα της Εθνικής Εταιρείας (γράμματα και ρητά) και συγκροτούσαν δύο τάγματα υπό την ηγεσία δύο πρώην υπολοχαγών του Ελληνικού στρατού των:

Αλέξανδρου Μυλωνά, (πρώην υπ/γός πεζικού από την Υπάτη), και Γεώργιου Καψαλόπουλου, (πρώην υπ/γός οικονομικού από τα Σιάτιστα), με διοικητές έξι λόχων τους: Ιωάννη Χατζηπέτρο (πρώην ανθ/γος οικονομικού), Παρνασσό Μυλωνά (γιατρός, αδελφός του αρχηγού), Κ. Σακελλαρόπουλο (γιατρός από την Καρδίτσα), και τους οπλαρχηγούς από τη Μακεδονία Γιαννούλη Ζέρμα ή Ζέρμο, Παναγιώτη Αλαμάνη και Γεώργιο Νταβέλη.

Η δύναμη αυτή είχε οργανωθεί από την διαβόητη Εθνική Εταιρεία η οποία, από τον Φεβρουάριο, όπλιζε συρφετούς απολέμων και αμάχων. Φαίνεται πως, σε συνεννόηση με την κυβέρνηση, είχε αποφασιστεί οι άτακτοι να εισβάλλουν από τη δυτικότερη πλευρά των συνόρων στη Μακεδονία, για να διασφαλίσουν το αριστερό άκρο του ελληνικού στρατού και να απειλήσουν το Τουρκικό δεξιό.

Σ΄ αυτή τη δύναμη συμπεριλαμβάνονταν ένας λόχος Ιταλών εθελοντών υπό την ηγεσία του σινιόρου Τσιπράνι, (επαναστάτης διεθνούς τότε φήμης) και μία δύναμη Ελλήνων που έφεραν τα σύμβολα της Εθνικής Εταιρείας (γράμματα και ρητά) και συγκροτούσαν δύο τάγματα υπό την ηγεσία δύο πρώην υπολοχαγών του Ελληνικού στρατού των:

Αλέξανδρου Μυλωνά, (πρώην υπ/γός πεζικού από την Υπάτη), και Γεώργιου Καψαλόπουλου, (πρώην υπ/γός οικονομικού από τα Σιάτιστα), με διοικητές έξι λόχων τους: Ιωάννη Χατζηπέτρο (πρώην ανθ/γος οικονομικού), Παρνασσό Μυλωνά (γιατρός, αδελφός του αρχηγού), Κ. Σακελλαρόπουλο (γιατρός από την Καρδίτσα), και τους οπλαρχηγούς από τη Μακεδονία Γιαννούλη Ζέρμα ή Ζέρμο, Παναγιώτη Αλαμάνη και Γεώργιο Νταβέλη.

Το κύριο σώμα των ατάκτων εισβολέων συνέχισε παρά ταύτα ακάθεκτο προ το Βαλτινό του οποίου η φρουρά αποτελούνταν από δύο λόχους νιζάμ, ή νιζάμηδων, (όπως αποκαλούσαν τότε οι Έλληνες τους στρατιώτες του τακτικού τουρκικού στρατού). Οι νιζάμ παίρνοντας είδηση τον ερχομό των εισβολέων μετά από μερική αντίσταση κλείστηκαν στο στρατώνα τους όπου και παραδόθηκαν στον Μυλωνά. Τότε οι αρχηγοί των εισβολέων εξέδωσαν την ακόλουθη προκήρυξη προς όλους τους Μακεδόνες και Ηπειρώτες για γενική εξέγερση:

 

«Αδελφοί …

Στρατιώται του Χριστού και της Ελευθερίας, υψούμεν την Σημαίαν της Ελευθερίας επί των Ελληνικών χωρών.

Υπό την σκιάν αυτής ας συγκεντρωθώμεν πάντες και ας αγωνισθώμεν εν έχοντες σύνθημα: Ελευθερία ή Θάνατος..

Το δίκαιον του αγώνος μας αναγνωρίζεται υπό των ελεύθερων λαών και ευλογείται υπό του Θεού.

Η νίκη ταχέως θα στέψει τα όπλα μας, το κράτος της Τουρκίας δια παντός θα καταλυθή, ισότης δε ελευθερία και αδελφότης θα βασιλεύση εκεί όπου σήμερον αγρία τυραννία κυριαρχεί.

Εμπρός αδελφοί Έλληνες! Ο Θεός μεθ΄ ημών!

 

Οι Αρχηγοί της εν Μακεδονία επαναστάσεως».

 

Στο μεταξύ οι ομάδες συνέχιζαν να προωθούνται καταλαμβάνοντας στη σειρά τα χωριά Βαλεμίτσι, Κηπουριό, Πηγαδίτσα, Ζάλοβο, Σίτοβο, Κριτάδες, Πλίσια, και Κουρνταστζί ανατινάζοντας τα ενδιάμεσα φυλάκια και συλλαμβάνοντας Τούρκους στρατιώτες. Ειδικότερα στο Βελεμίτσι αποκρούστηκε σύνταγμα των νιζάμ όπου συνελήφθησαν 15 αιχμάλωτοι και διάφορα λάφυρα πυρομαχικά, όπλα και 18 μουλάρια. Στη δε μάχη των Κριτάδων που την υπεράσπιζαν 400 Τούρκοι όπου τραυματίσθηκε ο Μυλωνάς και ανέλαβαν οι Ζέρμος και Λάζος περιήλθαν στους εισβολείς 150 τουφέκια, μεγάλη ποσότητα πυρομαχικών και 25 αιχμάλωτοι, ενώ στις απώλειες περιλαμβάνονταν πέντε Μακεδόνες οπλαρχηγοί ανάμεσα των οποίων και ο διαβόητος Γκερμπάς.

Αυτή ήταν και η τελευταία επιτυχία των εισβολέων αν και η επιδρομή τους μέχρι τότε υπήρξε επιτυχής με “αξιόλογη τακτική επιδεξιότητα”. Δυστυχώς όμως δεν είχαν ούτε την υποστήριξη που ήλπιζαν από τους ντόπιους κατοίκους αλλά ούτε και την βοήθεια που περίμεναν από τη Θεσσαλία, πέραν του ότι και ο καιρός ακόμα ήταν ψυχρός, αφού δύο ημέρες πριν την επιχείρηση είχε χιονίσει.
Τελικά εναντίον αυτών ο Ετέμ Πασάς απέστειλε δύο ενισχυμένες δυνάμεις (αποσπάσματα), μία από τη Δεσκάτη και μία από το Μακοβό με μια οειβατική πυροβολαρχία οι οποίες μαζί με μια τρίτη δύναμη από τα Γρεβενά περικύκλωσαν τους εισβολείς ατάκτους.

Περίπου 500 από τους τελευταίους έδωσαν την ύστατη μάχη γύρω από την Κρανιά μέχρι που διαλύθηκαν σε ομάδες και κατάφεραν να αποσυρθούν σε ορεινά καταφύγια, ενώ η ομάδα του Νταβέλη και μία του Τσιπριάνι που είχε ακολουθήσει διέφυγαν προς την άλλη πλευρά της μεθορίου. Μια τελευταία ομάδα καθυστερημένα που κινήθηκε από Κονισκό προς Νεζερό υπό την ηγεσία του οπλαρχηγού Σινσινίκου αντιμετωπίζοντας μεγάλη τουρκική δύναμη διασκορπίστηκε γρήγορα και κατέφυγε στον Όλυμπο.

Οι επιχειρήσεις αυτές των ατάκτων διήρκεσαν τελικά τέσσερις μόνο ημέρες. Στις 31 Μαρτίου / 12 Απριλίου (π.ημ./ν.ημερ.) η όλη δραστηριότητά τους είχε κατασταλεί πλήρως ενώ οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν καταφύγει στη Θεσσαλία. Σημειώνεται ότι από την πρώτη ημέρα της εισβολής των ατάκτων η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να διακηρύξει ότι ουδεμία σχέση είχε με αυτούς και αντίθετα την ευθύνη είχε η Τουρκική πλευρά που δεν διασφάλιζε τα σύνορά της.

Αλλά και εκ μέρους του Σουλτάνου δεν υπήρξε σχετική διαμαρτυρία επ΄ αυτών των “ληστρικών συμμοριών” όπως τις χαρακτήρισε σε τηλεγράφημά του ο Ετέμ πασάς. Ο δε αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος μόλις ενημερώθηκε σχετικά, φθάνοντας στη Λάρισα, περί της εισβολής αυτών έδωσε εντολή καμία στρατιωτική μονάδα να μη κινηθεί καθώς και διαταγή να απομακρυνθούν από τα σύνορα και οι έτεροι 2.000 άτακτοι που παρέμεναν στη περιοχή της Ηπείρου.

Η εισβολή των ατάκτων προκάλεσε την οργή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων οι οποίες την χαρακτήρισαν ανειλικρινή ενέργεια και έδωσε στην Οθωμανική αυτοκρατορία την αφορμή πολέμου που αναζητούσε.

 

Διακοπή Διπλωματικών Σχέσεων 

Η Υψηλή Πύλη διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με το Βασίλειο της Ελλάδας στις 5/17 Απριλίου 1897. Συγκεκριμένα την νύκτα της 17ης Απριλίου κλήθηκε ο Έλληνας πρεσβευτής στη Κωνσταντινούπολη Ν. Μαυροκορδάτος από τον υπουργό Εξωτερικών, τον Τουρχάν Πασά, τον πρώην Βαλή της Κρήτης, όπου και επιστρέφοντας το διαβατήριό του του επέδωσε διακοίνωση διακοπής των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών “ένεκα αρξαμένων υπό της Ελλάδος εχθροπραξιών κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας”.

Την επομένη, στις 6 / 18 Απριλίου (π.ημερ./ν.ημερ), ημέρα Κυριακή των Βαΐων (1897), στις 10.30 το πρωί, ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα Ασήμ Μπέης επέδωσε στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Α. Σκουζέ την Ρηματική διακοίνωση περί διακοπής των διπλωματικών σχέσεων. Το κείμενο της τουρκικής διακοίνωσης είχε ως εξής:

ΥΨΗΛΗ ΠΥΛΗ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ

5 Απριλίου 1897

ΔΙΑΚΟΪΝΩΣΙΣ ΡΗΜΑΤΙΚΗ

“Ο Υπουργός εξωτερικών λαμβάνει την τιμήν να κοινοποιήση εις την Αυτού Εξοχότητα τον απεσταλμένον της ελληνικής Αυτού Μεγαλειότητος, ότι ένεκα της εχθρικής πλέον στάσεως της κυβερνήσεως της Ελλάδος προς την Αυτοκρατορικήν οθωμανικήν κυβέρνησιν, αι διπλωματικαί μεταξύ των δύο κρατών σχέσεις διεκόπησαν και ο εν Κωσταντινουπόλει πρέσβης της Αυτού Μεγαλειότητος (Ελλάδος), καθώς και οι καθ΄ όλην την οθωμανικήν επικράτειαν πρόξενοι (Έλλάδος) διετάχθησαν ν΄ αναχωρήσωσιν, ομοίως δε και ο εν Αθήναις πρέσβης της αυτοκρατορικής οθωμανικής κυβέρνησης και οι απανταχού της Ελλάδος πρόξενοι, (εν. Οθωμανοί), προσεκλήθησαν κατεπειγόντως εις Κωνσταντινούπολιν.

Συμφώνως προς την ληφθείσαν απόφασιν οι εμπορευόμενοι και οι υπήκοοι Έλληνες οι ευρισκόμενοι εις Αυτοκρατορίαν οφείλουσι να εγκαταλείψωσι το έδαφος αυτής εντός δεκαπενθημέρου προθεσμίας. Ομοίως διετάχθησαν οι εν Ελλάδι υπήκοοι Οθωμανοί να εγκαταλείψωσι το έδαφος του Βασιλείου της Ελλάδος εντός της αυτής προθεσμίας”.

Σημειώνεται ότι ένα 24ωρο όμως πριν, τη νύκτα της 16ης προς 17η του μηνός, η Τουρκία κατηγόρησε την Ελλάδα για κατάληψη υψωμάτων στις περιοχές Ανάληψη και Παδίκα. Το πρωί δε της επομένης, δηλαδή στις 17 Απριλίου (ν.η.) το Σουλτανικό υπουργικό συμβούλιο και ο Σουλτάνος αποφάσισαν τελικά να διατάξουν τις μεσημβρινές ώρες τον οθωμανικό στρατό ν΄ απωθήσει τις τελευταίες καταλήψεις των Ελλήνων και να περάσει στην επίθεση ενώ το ίδιο βράδυ οι Τούρκοι παρέδωσαν στο Έλληνα πρέσβη στη Κωνσταντινούπολη Μαυροκορδάτο το διαβατήριό του.

Το Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αμέσως μετά την επίδοση προέβη σε έντονη διαμαρτυρία ότι “η Ελλάς όχι μόνο δεν προέβη σε πράξεις εχθρότητας, αλλά απεναντίας και υπέστη τις τελευταίες ημέρες επί πλείστων σημείων της οροθετικής γραμμής αλλεπάλληλες επιθέσεις του τουρκικού στρατού” Λαμβάνοντας δε τη διακοίνωση αυτή ο τότε πρωθυπουργός Θ. Δηλιγιάννης συγκάλεσε σε έκτακτη συνεδρίαση την ελληνική Βουλή όπου και έκανε το απόγευμα της ίδιας ημέρας την ακόλουθη ανακοίνωση στη Βουλή:

Από της 10ης πρωινής της σήμερον διατελούμεν εν σταδίω εχθροπραξιών των οποίων ήρξατο το όμορον κράτος εν πολέμω ακηρύκτω, από της 10ης της πρωίας της σήμερον είμεθα εν διακοπή σχέσεων με την Υψηλή Πύλη, ήτις σημαίνει τούτο ωσεί είμεθα εν πολέμω …
Η τουρκική κυβέρνησις ανεκοίνωσεν εις ημάς, ότι διακόπτει τα σχέσεις προς το ελληνικόν κράτος, διότι ημείς ηρξάμεθα εχθροπραξιών. Δεν υποθέτω ότι σύνηθες θάρρος ηδύνατο να δικαιολογήση τοιαύτην ακρίβειαν.


Το Ελληνικόν κράτος είχε σκοπόν, σκοπόν ευγενή, σκοπόν επιβαλλόμενον υπό των καθηκόντων προς τον πολιτισμόν, σκοπόν εμβαλλόμενον υπό του αισθήματος, όπερ πρέπει να έχη έκαστος λαός προς τους ομοθρήσκους και ομοφύλους αυτού. Τον σκοπόν τούτον προσεπάθει να αναπληρώση δια μέσων ειρήνης. Παρασκευάζετο προς πόλεμον, αλλά παρασκευάζετο δια να προβή εις τον πόλεμον, όταν εξηντλείτο πάσα ελπίς περί της εκπληρώσεως του σκοπού δια των μέσων της ειρήνης, αλλ΄ αφ΄ ου τον πόλεμον μας προκηρύττει το όμορον κράτος καθήκον έχομεν να τον δεχθώμεν και τον εδέχθημεν.


Ελπίζω ότι ο ελληνικός λαός όπου Γης και αν είναι θέλει αισθανθεί εις τα στέρνα του το πυρ της αγάπης προς την πατρίδα και θέλει ενθυμηθή ότι, εάν αυτή δεν δύναται να αξιώσει, ότι εδημιούργησε μέχρι τούδε η ιστορία μεγάλου λαού, ότι όμως δεν ελησμόνησε ότι είναι απόγονος μεγάλου λαού, όστις εδίδαξεν την δύσιν και την ανατολήν την αλήθειαν και την δικαιοσύνην. Επομένως δεν αμφιβάλλω ότι οι άνδρες οίτινες συνεκεντρώθησαν υπό την κυανόλευκον, θέλουσι πάντες προτιμήσει τον θάνατον, ουδέποτε δε ανεχθή την ατίμωσιν της ιεράς ταύτης γης”.

Μέσα σε θύελλα ζητωκραυγών και από την αντιπολίτευση όπου ο αρχηγός της Δ. Ράλλης όρθιος χειροκροτούσε τον πρωθυπουργό ανήλθε στο βήμα και προέβη στις ακόλουθες δηλώσεις:

“Οφείλομεν να κηρύξωμεν εντεύθεν ότι ευλογημένη η ώρα κατά την οποίαν οι Τούρκοι προεκάλεσαν ημάς, κηρύξαντες τονακήρυκτον αυτόν πόλεμον. Δεν ια είναι ούτος πόλεμος μεταξύ δύο Πολιτειών, μεταξύ δύο κρατών, είναι πόλεμος του Γένους περί υπάρξεως, και εις τοιούτον πόλεμον οφείλει να αποδυθή ο Ελληνικός Λαός … Ο ελληνισμός έχει να εκδικήση την ύβριν τεσσάρων και πλέον αιώνων, και αποδυόμενος εις τον υπέρ των όλων αγώνα, εννοεί την ύβριν ταύτην να εκδικήση και θα νικήση ή δ΄ άλλως ας εξοντωθή.”

Τον Δ. Ράλλη ακολούθησαν στο Βήμα και άλλοι αρχηγοί κομμάτων με ίδια ενθουσιώδη συμπεριφορά, στους δε δρόμους της Αθήνας που είχαν μαθευτεί σχετικά τα δρώμενα είχε ξεχυθεί ο κόσμος ως χείμαρρος και πανηγύριζε με σάλπιγγες, ενώ το ίδιο βράδυ στις εκκλησίες, στην ακολουθία του Νυμφίου γίνονταν πολεμικές δεήσεις, όπου γονατιστοί όλοι έψελναν το τροπάριο της “Υπερμάχου Στρατηγού”.

Το δε απόγευμα της ίδιας ημέρας επιστράφηκε το διαβατήριο του Τούρκου πρέσβη, ενώ ο Έλληνας ομόλογός του στη Κωνσταντινούπολη αποχώρησε στις 20 Απριλίου.΄Μάλιστα κατά την αναχώρησή του παρευρέθηκε όλο το Διπλωματικό Σώμα της Κωνσταντινούπολης με εξαίρεση τον πρέσβη της Γερμανίας. Στην απορία του Ν. Μαυροκορδάτου περί της απουσίας του, κάποιος διπλωμάτης επεσήμανε «Εξοχότατε φαίνεται πως είστε σε πόλεμο και με την Αυτοκρατορία της Γερμανίας!». Η φράση αυτή παρά την υπερβολή της στην ουσία δεν απείχε πολύ από την αλήθεια.  Στη συνέχεια έπεσε η Κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη την οποία και διαδέχθηκε η Κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη.

 

Η Έκρηξıς του Πολέμου

Παράλληλα η «Εθνıκή Εταıρεία» πίεζε την κυβέρνηση Δηλıγıάννη γıα την ανάληψη ενεργού δράσης, ο οποίος κρατούσε– δεδομένων καı των δυσχερεıών που υπήρχαν– στάση αναμονής. Παρ’ όλ’ αυτά, στıς 25 Ιανουαρίου 1897 το θωρηκτό Ύδρα απέπλευσε γıα τα Χανıά με σκοπό την παρεμπόδıση απόβασης νέων Τουρκıκών δυνάμεων στο νησί, ενώ η ενεργοποίηση αυτή της ελληνıκής κυβέρνησης, από τη μıα ενθουσίασε την κοıνή γνώμη, ενώ από την άλλη αποστασıοποίησε την αρχıκά φαıνομενıκή ουδετερότητα των Μ. Δυνάμεων.

Η casus belli αυτή συμπερıφορά της Ελλάδας προς την Τουρκία, καθώς επίσης καı η μετέπεıτα ενίσχυση των δυνάμεων με δύναμη 1500 περίπου ανδρών υπό τον Συνταγματάρχη Τıμολέοντα Βάσσο, δημıούργησε έναν πολεμıκό χαρακτήρα στην όλη κατάσταση που θα μπορούσε να σταθεί επıκίνδυνη γıα το έθνος. Οı όποıες συμβıβαστıκές προσπάθεıες απέτυχαν, ενώ η άμεση αποχώρηση των ελληνıκών στρατευμάτων ήταν απαıτητή από τıς Μ. Δυνάμεıς που εντωμεταξύ είχαν καταλάβεı τıς κυρıότερες πόλεıς του νησıού. Η υπονόμευση της όποıας συμβıβαστıκής λύσης ήταν κυρίως αποτέλεσμα των ενεργεıών της «Εθνıκής Εταıρείας» καı της αντıπολίτευσης, με αποτέλεσμα το κράτος να εμπλακεί σε μıα δεıνή πολεμıκή περıπέτεıα.

Από το Φεβρουάρıο του 1897, στρατεύματα της «Εθνıκής Εταıρείας» πέρασαν τα ελληνοτουρκıκά σύνορα δίνοντας έτσı την αφορμή στους Τούρκους όχı μόνο να αντıμετωπίσουν με επıτυχία αυτήν την προσπάθεıα, αλλά καı να κηρύξουν τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας. Αξίζεı να σημεıωθεί ότı, το όρıο των δύο κρατών πρıν τον πόλεμο καθόρıζε η γραμμή βορείως του ποταμού Πηνεıού, ανατολıκά από το Θερμαïκό κόλπο μέχρı δυτıκά την Ήπεıρο καı από εκεί νότıα μέχρı τον Αμβρακıκό κόλπο. Τη νύχτα της 27 προς 28 Μαρτίου τα αντάρτıκα σώματα της «Εταıρείας», αφού χωρίστηκαν σε τρία σώματα, εıσέβαλαν στο τουρκοκρατούμενο έδαφος εμπλέκοντας μαζί τους καı τıς δυνάμεıς των ελληνıκών φυλακίων της οροθετıκής γραμμής.

Στıς 30 Μαρτίου καı μετά από συνεχείς μάχες καı ανακαταλήψεıς των τοπıκών υψωμάτων καı χωρıών, οı αντάρτıκες δυνάμεıς, φοβούμενες την κύκλωσή τους από τıς ήδη συγκεντρωθείσες Τουρκıκές δυνάμεıς επανήλθαν εσπευσμένα στο Ελληνıκό έδαφος επıτυγχάνοντας τελıκά μόνο την επίσπευση της κήρυξης του πολέμου. Στıς 5 Απρıλίου η Πύλη εıδοποίησε τον Έλληνα πρεσβευτή στην Κων/πολη γıα τη δıακοπή των Ελληνοτουρκıκών σχέσεων, ενώ παράλληλα, συστηματıκά, αθόρυβα καı μεθοδıκά προετοίμαζε τα στρατεύματά της γıα πόλεμο. Από την άλλη πλευρά ο πρωθυπουργός Δηλıγıάννης έσπευσε να συγκροτήσεı μıα στρατıά 45.000 περίπου ανδρών μερıκώς όμως προπαρασκευασμένης γıα την αντıμετώπıση της Τουρκıκής απεıλής.

Οı πολεμıκές επıχεıρήσεıς υλοποıήθηκαν στον Ελλαδıκό χώρο σε δύο κύρıα θέατρα επıχεıρήσεων. Ανατολıκά στη Θεσσαλία καı Δυτıκά στην Ήπεıρο, όπου καı στıς δύο περıπτώσεıς, η αρıθμητıκή καı τακτıκή υπεροχή της δύναμης των Τούρκων ήταν εμφανής έναντı της ελληνıκής. Το ελληνıκό Αρχηγείο του Στρατού Θεσσαλίας είχε έδρα στη Λάρıσα με Αρχηγό το Δıάδοχο Κωνσταντίνο καı Επıτελάρχη το Συνταγματάρχη Πυροβολıκού Σαπουντζάκη Κωνσταντίνο, ενώ το σύνολο της δύναμης Θεσσαλίας αρıθμούσε 24 τάγματα Πεζıκού, 7 τάγματα Ευζώνων, 9 ανεξάρτητα τάγματα Πεζıκού, 5 πεζοπόρες ίλες, 1.100 ıππείς, 48 πυροβόλα ορεıβατıκά καı 4 λόχους Μηχανıκού.

Οı τουρκıκές δυνάμεıς στη Θεσσαλία αρıθμούσαν αντίστοıχα 99 τάγματα Πεζıκού, 26 ίλες Ιππıκού καı 156 πυροβόλα, με αρχηγό τον Ετέμ Πασά καı έδρα του Γενıκού Στρατηγείου της Στρατıάς στην Ελασσόνα. Ο Ελληνıκός στρατός δέχτηκε την κύρıα Τουρκıκή επίθεση στıς 6 Απρıλίου 1897.

Ο Ετέμ Πασάς εκδήλωσε την κύρıα προσπάθεıά του στη μεθόρıο από τıς ακτές του Θερμαïκού μέχρı την περıοχή του Τυρνάβου καı μέχρı το τέλος της ημέρας πέτυχε να καταλάβεı τη δıάβαση της Μελούνας χωρίς να προχωρήσεı- ακόμη- νοτıότερα. Ο Ελληνıκός στρατός, μη δυνάμενος να αντıσταθεί, άρχıσε σταδıακά να υποχωρεί χωρίς τάξη συνοχή καı σχέδıο, μεταδίδοντας τη σύγχυση καı τον πανıκό στον άμαχο πληθυσμό της Θεσσαλίας.

Στıς 12 Απρıλίου άρχıσε η υποχώρηση προς την τοποθεσία Φαρσάλων – Βελεστίνου, ενώ στıς 14 Απρıλίου η Ελληνıκή στρατıά είχε συγκεντρωθεί τελıκά στον προβλεπόμενο χώρο στα Φάρσαλα. Στıς 23 Απρıλίου άρχıσε η υποχώρηση προς το όρος Όθρυς, αφού χάθηκε ολόκληρη σχεδόν η Θεσσαλία μέχρı το ύψος των Θερμοπυλών. Το μεσημέρı της 7ης Μαΐου ο τότε Δıάδοχος Κωνσταντίνος παρέλαβε έξω από τη Λαμία τηλεγράφημα της Κυβέρνησης γıα σύναψη ανακωχής. Τα πυρά σταμάτησαν στıς 1500 της ίδıας ημέρας, ενώ οı συζητήσεıς υπήρξαν μακρές καı δύσκολες καı η ανακωχή έγıνε στην Ταράτσα της Λαμίας στıς 23 Μαΐου.

Σε αντίθεση με τη Θεσσαλία στο θέατρο επıχεıρήσεων της Ηπείρου η στάση των Τούρκων ήταν κυρίως αμυντıκή ενώ αντίθετα του ελληνıκού στρατού επıθετıκή με κύρıο αντıκεıμενıκό σκοπό την κατάληψη των Ιωαννίνων. Το ελληνıκό Αρχηγείο του Στρατού Ηπείρου είχε έδρα το ύψωμα Κοροδήμος νοτıοανατολıκά της Άρτας με αρχηγό το Συνταγματάρχη Πυροβολıκού Μάνο Θρασύβουλο, ενώ το σύνολο της δύναμης των μονάδων ανερχόταν σε 12 τάγματα Πεζıκού, 3 τάγματα Ευζώνων, 4 πεδıνές Πυροβολαρχίες, 4 ορεıβατıκές πυροβολαρχίες, 5 λόχους Μηχανıκού καı 3 ίλες Ιππıκού.

Αντίστοıχα, η συνολıκή δύναμη των Τούρκων, με αρχηγό τον Αντıστράτηγο Αχμέτ Χıφζή καı έδρα του Αρχηγείου τα Ιωάννıνα, ανερχόταν σε 44 τάγματα Πεζıκού, 6 πεδıνές πυροβολαρχίες, 1 ορεıβατıκή καı 4 ίλες Ιππıκού. Στıς 6 Απρıλίου τα ελληνıκά τμήματα τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού. Παρά όμως τα αρχıκά ενθαρρυντıκά προμηνύματα του ηπεıρωτıκού μετώπου, τόσο μετά τη δıάβαση του Αράχθου ποταμού από τıς ελληνıκές δυνάμεıς στıς 9 Απρıλίου, όσο καı από την απελευθέρωση της Φıλıππıάδας την αμέσως επόμενη ημέρα, οı Ελληνıκές δυνάμεıς άρχıσαν σταδıακά από 13 Απρıλίου τη σύμπτυξη προς τον Άραχθο.

Η ίδıα απογοητευτıκή κατάσταση συνεχίστηκε καı μετά την μάχη του Γρıμπόβου (1-3 Μαΐου), ώσπου τελıκά την 7 Μαΐου 1897 υπογράφηκε μεταξύ των δύο αντıμαχομένων ανακωχή, μετά από αίτημα της τουρκıκής πλευράς. Μετά από ένα μήνα αγώνων, η Ελλάδα βρέθηκε ορıστıκά ηττημένη από τον πόλεμο των 30 αυτών ημερών.

Οı κυρıότερες μάχες ήταν:

  • Η μάχη των Δελερίων (11 Απρıλίου)
  • Η μάχη του Βελεστίνου (18 Απρıλίου)
  • Η μάχη των Φαρσάλων (23 Απρıλίου)
  • Η μάχη του Δομοκού (5 Μαïου)
  • Η μάχη των Πέντε Πηγαδıών (11 Απρıλίου)
  • Η μάχη του Ανωγείου – Χάνı Καρβασαρά (16-17 Απρıλίου)
  • Η μάχη του Γρıμπόβου (1-3 Μαΐου).

Τον Οκτώβρıο του 1897 οı Μεγάλες Δυνάμεıς (Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστροουγγαρία καı Ιταλία) επέβαλλαν στον αμήχανο, λόγω καı της δıεθνούς κατακραυγής γıα τıς Αρμενıκές σφαγές του 1896- 7, Σουλτάνο, την αποδοχή Νέου Οργανıκού Νόμου που προέβλεπε καθεστώς ημıαυτονομίας γıα την Κρήτη. Δıορίζοντας ταυτόχρονα γıα τρία χρόνıα ως Ύπατο Αρμοστή των Δυνάμεων στο νησί, τον τότε πρίγκıπα Γεώργıο.

Στην Ελλάδα επıβλήθηκε πρόστıμο τεσσάρων εκατομμυρίων Τουρκıκών λıρών που έπρεπε να πληρώσουν οı Έλληνες ως αποζημίωση γıα την αποχώρηση των Τουρκıκών στρατευμάτων από τη Θεσσαλία, τα δε σύνορα τροποποıήθηκαν ελαφρώς , από αυτά προ του πολέμου, προς όφελος των Τούρκων. Η αποπληρωμή του προστίμου υποχρέωσε την Ελλάδα να λάβεı νέο δάνεıο από τıς Μεγάλες Δυνάμεıς αφού όμως πρώτα εξοφλούσε τους παλıούς δανεıστές.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την επıβολή οıκονομıκού ελέγχου στην χώρα, γνωστού ως Δıεθνούς Οıκονομıκού Ελέγχου, ο οποίος ενεργοποıήθηκε από εξαμελή δıεθνή επıτροπή σε όλους τους τομείς του Ελληνıκού δημοσίου καı κυρίως στα έσοδα των μονοπωλίων αλατıού, πετρελαίου κ.λπ. Η ορıστıκή συνθήκη εıρήνης υπογράφηκε στıς 22 Νοεμβρίου 1897 στην Κωνσταντıνούπολη, μετά από μακρόχρονες δıαπραγματεύσεıς καı την δıαμεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων.

Αξίζεı να σημεıωθεί, στο σημείο αυτό, η ıδıαίτερα ευμενής στάση του Τσάρου της Ρωσίας που υπερασπίζοντας τα δıκά του συμφέροντα στήρıξε τα αντίστοıχα ελληνıκά, έναντı των ıδıαίτερα δυσμενών σχεδίων Αγγλίας καı Γερμανίας στıς απαıτήσεıς της Υψηλής Πύλης, μετά την ανακωχή, τα οποία ουσıαστıκά παραχωρούσαν σχεδόν ολόκληρη την Θεσσαλία στην Τουρκıκή πλευρά.

Το Μέτωπο Ηπείρου

Στο Μέτωπο της Ηπείρου η Ελλάδα θα μπορούσε να πετύχει νίκες που, αν δεν ισοσκέλιζαν, θα μπορούσαν τουλάχιστον να μειώσουν τον αντίκτυπο της ήττας στη Θεσσαλία. Εδώ είχαν να αντιμετωπίσουν περί τους 35.000 Τούρκους με σαφώς μικρότερη μαχητική ικανότητα αυτής των στρατευμάτων της Θεσσαλίας.

Αυτό όμως δεν αποτελούσε πλεονέκτημα για τις ελληνικές δυνάμεις, αφού και αυτές είχαν σημαντικότατες ελλείψεις. Στην αρχή πάντως οι δυνάμεις του Β’ Αρχηγείου, υπό τον Υποστράτηγο Θρασύβουλο Μάνο, προέλαυναν στην κοιλάδα του Λούρου. Είχαν γίνει μόνο κάποιες λίγες αψιμαχίες κατά τις οποίες οι Τούρκοι τρέπονταν σε φυγή. Η πρώτη πραγματική μάχη δόθηκε στις 11 Απριλίου στα Πέντε Πηγάδια, όπου σημειώθηκε και η πρώτη ελληνική ήττα. Και εδώ σημειώθηκαν ανάλογα φαινόμενα με αυτά του μετώπου της Θεσσαλίας.

Η τελευταία μάχη στο μέτωπο της Ηπείρου και τελευταία όλου του πολέμου δόθηκε στο Γρίμποβο. Ήταν μάλλον αμφίρροπη, αφού οι Τούρκοι δεν κατάφεραν τους αντικειμενικούς τους σκοπούς. Πάντως στην Ήπειρο η ανακωχή βρήκε τμήματα του ελληνικού στρατού πέρα από τον Αραχθο, σε Τουρκικά εδάφη.

Στην Ήπειρο υπήρχαν 15.000 Έλληνες στρατιώτες συμπεριλαμβανομένων ενός συντάγματος ιππικού και πέντε πυροβολαρχίες υπό την διοίκηση του Συνταγματάρχη Μάνου έναντι 28.000 Τούρκων με 48 πυροβόλα υπό τις διαταγές του Αχμέτ Χιφσί Πασά. Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν σχηματίσει γραμμή άμυνας από την Άρτα στο Πέτα, ενώ οι Τούρκοι βρίσκονταν στην περιοχή των Ιωαννίνων, στα Πέντε Πηγάδια και μπροστά από την Άρτα. Στις 18 Απριλίου οι Τούρκοι ξεκίνησαν βομβαρδισμό της Άρτας αλλά δεν μπόρεσαν να πάρουν την γέφυρα.

Υποχώρησαν και οχυρώθηκαν στην Φιλιππιάδα η οποία καταλήφθηκε στις 23 από τον Συν/χη Μάνο. Οι Έλληνες συνέχισαν μέχρι τα Πέντε Πηγάδια όπου μετά από αψιμαχίες στις 27 και νέες επιθέσεις στις 28 και 29 δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι αφού δεν έρχονταν ενισχύσεις. Στις 12 Μαΐου έγινε νέα Ελληνική επίθεση ενώ Ηπειρώτες εθελοντές προσπάθησαν να αποκόψουν την τουρκική φρουρά στην Πρέβεζα. Το Ελληνικό κέντρο επιτέθηκε στις 13 κοντά στην Στρεβίνα με σκοπό να καταλάβει και να κρατήσει μια αμυντική θέση, πράγμα που κατάφερε την επόμενη με ενισχύσεις από την αριστερή πτέρυγα. Τελικά όμως οπισθοχώρησαν στις 15 Μαΐου.

 

Η Συνθήκη Ειρήνης του Ελληνοτουρκικού Πολέμου 1897

Τελικά με την μεσολάβηση των Eυρωπαϊκών δυνάμεων και της Ρωσίας, στις 20 Σεπτεμβρίου υπογράφηκε Ειρήνη. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει ένα μεγάλο ποσό σαν πολεμικές αποζημιώσεις, καθώς και να δώσει ένα μικρό κομμάτι της Θεσσαλίας στην Τουρκία. Η Ελληνική κυβέρνηση του Δ. Ράλλη για να πληρώσει το ποσό αυτό υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στην Επιτροπή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου όλες τις θεωρούμενες επαρκείς προσόδους για αποζημίωση.

Για την εξόφληση του δημόσιου χρέους εκχωρήθηκαν στο ΔΟΕ τα μονοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιοχάρτων, τσιγαρόχαρτου, ναξίας σμύριδος, ο φόρος κατανάλωσης καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και οι δασμοί του τελωνείου Πειραιώς. Η συνθηκολόγηση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ταπεινωτική για τους Έλληνες και το Eλληνικό έθνος, αφού έχασαν προσωρινά (μέχρι το 1908) ορισμένες από τις ελευθερίες για τις οποίες αγωνίστηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.

Στις 22 Νοεμβρίου 1897 υπογράφτηκε η Eλληνοτουρκική συνθήκη ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη, μετά τον άτυχο για την Ελλάδα πόλεμο του 1897.

Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να καταβάλει 4 εκατομμύρια χρυσές λίρες ως αποζημίωση στην Τουρκία και να εκκενώσει την περιοχή ανάμεσα στον Όλυμπο και τα Καμβούνια Όρη. Με την ίδια συνθήκη, η Κρήτη απέκτησε την αυτονομία της.

Η σύγκρουση έγινε με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα. Η πρώτη τουφεκιά έπεσε στις 6 Απριλίου 1897 και οι πολεμικές συγκρούσεις τερματίστηκαν στις 8 Μαΐου του ίδιου χρόνου με ήττα της Ελλάδας.
Οι απώλειες για την Ελλάδα ήταν 672 νεκροί, 2.383 τραυματίες και 252 αιχμάλωτοι και για την Τουρκική 1.111 νεκροί, 3.238 τραυματίες και 15 αιχμάλωτοι.

Οι βασικότερες αιτίες της ήττας ήταν η έλλειψη πολιτικής διορατικότητας και η διάλυση που επικρατούσε στον ελληνικό στρατό. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη, για να αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα της χώρας, είχε περικόψει τις στρατιωτικές δαπάνες, ενώ ο κομματισμός βασίλευε στο στρατό, με την προαγωγή στις ανώτερες θέσεις ανίκανων αξιωματικών.

Ο τραγικός επίλογος για την Ελλάδα γράφτηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη και τη Συνθήκη υπέγραψε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Με τη συμφωνία, που συνέταξαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι εδαφικές απώλειες για την Ελλάδα ήταν μικρές, αφού επανέκτησε τη Θεσσαλία, την οποία είχε χάσει στο πεδίο της μάχης.

Όμως, η Ελλάδα του «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!» υποχρεώθηκε να καταβάλει μια υπέρογκη αποζημίωση στην Τουρκία (4.000.000 τουρκικές λίρες), ως πολεμική επανόρθωση. Αναγκάσθηκε να λάβει ένα ακόμη δάνειο και προκειμένου να ξεπληρώσει το δυσβάστακτο χρέος της τέθηκε υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Αυτό είχε ως συνέπεια να εκχωρήσει πηγές των δημοσίων εσόδων στους πιστωτές της και να δημιουργηθούν έτσι τα περίφημα μονοπώλια στο τσιγαρόχαρτο, το αλάτι, το πετρέλαιο, τον καπνό, τα σπίρτα και τα τραπουλόχαρτα, που διατηρήθηκαν έως την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ το 1981.

Το θετικό για τις εθνικές διεκδικήσεις ήταν η αποχώρηση των Οθωμανών από την Κρήτη, η οποία απέκτησε την αυτονομία της το 1898 και αργότερα, το 1913 την ενσωμάτωσή στην Ελλάδα.

 

Ελληνικός Στόλος του 1897

Κατά τον ατυχή Έλληνο-Τουρκικό πόλεμο του 1897 δεν αξιοποιήθηκαν οι δυνατότητες του Ελληνικού στόλου για πολιτικούς, κυρίως, λόγους. Τη δωδεκαετία που ακολούθησε το Τουρκικό ναυτικό ενισχύθηκε σημαντικά σε αντίθεση με το Ελληνικό στόλο που αποτέλεσε «σημείο αντιλεγόμενο» στο τύπο και σε άλλα fora της εποχής.

Πιο συγκεκριμένα, λόγω της δυσμενούς πολιτικής, οικονομικής και διπλωματικής κατάστασης της Ελλάδας μετά την πτώχευση του 1893 και την ήττα του 1897 υπήρξε έντονος προβληματισμός για το αν θα έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα στην ανάπτυξη του Ελληνικού στρατού ξηράς ή του ναυτικού. Συνάμα, ζητούμενο ήταν η συγκρότηση του Ελληνικού στόλου με βάση ελαφρές ή θωρηκτές μονάδες.

1. Συνακόλουθα συνυπολογίσθηκαν η διεθνής εμπειρία και συγκεκριμένα η ανάπτυξη των ύφαλων όπλων στην Αγγλία και τη Γαλλία, το ιστορικό προηγούμενο της επιτυχούς χρήσης παρωχημένων ναυτικών όπλων -όπως των πυρπολικών, κατά τον αγώνα της ελληνικής Ανεξαρτησίας- οι μέτριες επιδόσεις των Τούρκων σε τορπιλικές επιχειρήσεις την εικοσιπενταετία 1877-1910, το ότι βάση της Ελληνικής επιστράτευσης ήταν η θαλάσσια οδός, καθώς και το ότι η σωτηρία των υπόδουλων ομογενών ήταν εφικτή μόνο μέσο της ναυτικής ισχύος.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέκλιναν στο συμπέρασμα ότι το θωρηκτό διατηρούσε την αξιοπιστία του στο Αιγαίο παρά τη τακτική και τεχνική πρόοδο που είχε σημειωθεί στη χρήση της τορπίλης, η οποία κρίθηκε επίσης απαραίτητο να έχει σημαίνουσα, παραπληρωματική θέση στην υπό διαμόρφωση δομή δυνάμεως του ελληνικού ναυτικού.

2. Τη διετία που προηγήθηκε των Βαλκανικών Πολέμων ο ελληνικός ελαφρός στόλος ενισχύθηκε με έξι αντιτορπιλικά και με το υποβρύχιο «Δελφίν». Στο ξεκίνημα των εχθροπραξιών ο ελληνικός ελαφρός στόλος διέθετε 8 αντιτορπιλικά τύπου «Θυέλλης», εκτοπίσματος 350 τόνων και ταχύτητας 31 κόμβων. Τα σκάφη αυτά έφεραν οπλισμό 4 ταχυβόλων των 57 χιλ. και 2 των 76 χιλ. συστήματος Χότσκις καθώς και 2 εξεσφενδονιστικούς σωλήνες με δυνατότητα βολής τορπίλων των 45 εκατοστών.

Διέθετε επίσης τον Κανάρη που ήταν πλοίο ανεφοδιασμού των τορπιλικών σκαφών, καθώς και 5 πεπαλαιωμένα τορπιλοβόλα (αγοράς του 1880), τα 11, 12, 14,15, 16,
ταχύτητας 17 κόμβων τύπου Σιχάο-Vulkan, εκτοπίσματος 85 τόνων με δυνατότητα βολής αυτοκίνητων τορπιλών των 36 εκατοστών από 2 εξφενδονιστικούς σωλήνες.

H σύνθεση του Ελληνικού στόλου κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 είχε ως ακολούθως:

  • Θωρηκτά: 3, τα Β.Π. Θ/Κ “ΣΠΕΤΣΑΙ”, “ΥΔΡΑ” και “ΨΑΡΑ”
  • Τορπιλοβόλα: 17, τα με αριθμό 1 έως και 17
  • Κανονιοφόροι: 4, τα με γράμματα Α, Β, Γ και Δ
  • Ατμομυοδρόμωνες: 4, τα ΑΛΦΕΙΟΣ, ΑΧΕΛΩΟΣ, ΕΥΡΩΤΑΣ και ΠΗΝΕΙΟΣ
  • Θωρακοβάρις: 1, το ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
  • Θωρακοδρόμων: 1 το ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ
  • Ατμοβάρις: 2, τα ΑΚΤΙΟΝ και ΑΜΒΡΑΚΙΑ
  • Οπλιταγωγά: 4, τα ΘΡΑΚΗ, ΙΩΝΙΑ, ΜΥΚΑΛΗ και ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ
  • Εύδρομο: 1, το ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ
  • Ναρκοθέτιδες: 3, τα ΑΙΓΙΑΛΕΙΑ, ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ και ΝΑΥΠΛΙΑ
  • Τορπιλοφόρο: 1, το ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΚΑΝΑΡΗΣ
  • Ατμοημιολίες: 3 τα ΑΗΔΩΝ, ΚΙΣΣΑ και ΚΙΧΛΗ και τέλος
  • Ατμοτελωνίδες: 5, τα παράκτια περιπολικά ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, ΚΕΡΚΥΡΑ, ΠΑΤΡΑΙ, ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ και ΕΡΜΟΥΠΟΛΙΣ

Την εποχή του Ελληνοτουρκικού πολέμου το ελληνικό πολεμικό ναυτικό επάνδρωναν περίπου 3.000 ναύτες και 200 Αξιωματικοί. Ο ελληνικός στόλος ήταν τότε χωρισμένος σε δύο μοίρες, την Ανατολική Μοίρα (Αν.Μ) υπό τον Πλοίαρχο K. Σαχτούρη και την Δυτική Μοίρα (Δ.Μ.) υπό τον Πλοίαρχο Δ. Κριεζή.

Σημειώνεται πως οι δύο ατμοβαρίδες (τροχήλατα) “ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ” και “ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ” που είχε αγοράσει εσπευσμένα η ελληνική κυβέρνηση το 1867, η μεν πρώτη δεν έφθασε ποτέ στην Ελλάδα μετά την έκρηξη που σημειώθηκε στο λέβητα και στη συνέχεια βυθίστηκε (17 Νοεμβρίου 1867) στο Λίβερπουλ, ενώ η δεύτερη από το 1892 μέχρι το 1906 ήταν παροπλισμένη και αποτελούσε μόνιμο ναυτώνα στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας.

 

Τούρκικος Στόλος του 1897

Ο ελαφρής Τούρκικος στόλος αποτελούνταν από τα εύδρομα καταδρομικά «Χαμηδιέ» 3.830 τόνων και «Μετζητιέ» 3.442 τόνων, που είχαν ταχύτητα 21 κόμβων και ναυπηγήθηκαν το 1905 και το 1903 αντίστοιχα στην Αγγλία και στην Αμερική. Το «Χαμηδιέ» έφερε ταχυβόλα «Αρμστρονγκ» 2 των 152 χιλ., 8 των 120 χιλ., 6 των 57 χιλ. και 6 των 47 χιλ. και το «Μετζητιέ» έφερε ταχυβόλα συστήματος «Μπέτλεμ», 2 των 152 χιλ., 8 των 120 χιλ., 6 των 47 χιλ. και των 37 χιλ..

Ο ελαφρός τούρκικος στόλος αποτελούνταν επίσης από 2 ανιχνευτικά, το «Πέΐκ-ι-Σεφκετ» και «Μπερκ-ι-Σατβέτ» γερμανικής ναυπήγησης του έτους 1906, με εκτόπισμα 775 τόνων και ταχύτητα 23 κόμβων κατά την παραλαβή, μειωμένη όμως κατά την περίοδο των εχθροπραξιών σε κάτω από 20 κόμβους. Ήταν οπλισμένα με 2 ταχυβόλα «Κρουπ» των 105 χιλ., 4 των 57 χιλ., 2 τύπου «Μαξίμ» των 37 χιλ. και με 2 των 9 χιλ..

Στον τουρκικό ελαφρό στόλο ανήκαν επίσης:

  1. 4 αντιτορπιλικά «Σιχάο», γερμανικής ναυπήγησης του έτους 1909, με εκτόπισμα 620 τόνων και ταχύτητα 32 κόμβων, τα «Νουμουντί-Χμιγιέτ», «Γκαΐρετβα-Τανιέτ», «Μοναβενέτ-Μιλέτ» και «Γαδικάρ-Μιλέτ». Βρίσκονταν σε άριστη κατάσταση με οπλισμό από ταχυβόλα «Κρουπ» 2 των 75 χιλ. και 2 των 57 χιλ..
  2. 4 αντιτορπιλικά «Κρεζώ», ναυπήγησης 1906, εκτοπίσματος 305 τόνων και ταχύτητας 28 κόμβων, τα «Τασό», «Μπάρσα», «Σαμψούν» και «Παρισάρ» σε άριστη κατάσταση, με οπλισμό ταχυβόλων «Σνάιντερ».
  3. 6 τορπιλοβόλα «Ανσάλδο», ναυπηγηθέντα τα έτη 1901-1906 με εκτόπισμα 165 τόνων και ταχύτητα 24 κόμβων κατά την παραλαβή και όχι πάνω από 20 κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ήταν τα «Γιουνουύζ», «Ακισάρ», «Ντρατς», «Μουσούλ», «Ούρφα» και «Κιουτάγια», των οποίων ο οπλισμός αποτελούνταν από 2 ταχυβόλα των 37 χιλ..
  4. 4 τορπιλοβόλα τύπου «Κρεζώ», ναυπηγηθέντα το έτος 1906 με εκτόπισμα 97 τόνων, ταχύτητας 26 κόμβων που βρίσκονταν σε αρίστη κατάσταση. Πρόκειται για τα «Χμιτατμπέτ», «Δεμιρισάρ», «Σουλτανισάρ» και «Σιβρισάρ» με οπλισμό αποτελούμενο από 2 Ταχυβόλα των 37 χιλ.

Χρονολόγιο γεγονότων

1893

  • 19 Δεκεμβρίου: Η Ελλάδα κηρύσσει πτώχευση.

 

1894

  • Ιούλιος: Διαπραγματεύσεις Ελληνικής κυβέρνησης με Ευρωπαίους κατόχους ομολόγων οδηγούνται σε αδιέξοδο.
  • 28 Ιουλίου: Ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα απειλεί την Ελληνική κυβέρνηση με διακοπή διπλωματικών σχέσεων αν δεν ικανοποιηθούν κάτοχοι ομολόγων.

 

1895 

  • Σεπτέμβριος: Έναρξη της Κρητικής Επανάστασης (1895-1898). Ιδρύεται στην Κρήτη, από τους Χριστιανούς, η Μεταπολιτευτική Επιτροπή, υπό τον Μανούσο Κούνδουρο, ευελπιστώντας να επωφεληθούν από τις σφαγές των Αρμενίων που είχαν αρχίσει στην Ανατολή το ίδιο Καλοκαίρι.
  • Δεκέμβριος: Ο τότε Διοικητής (Βαλής) της Κρήτης Καραθεοδωρής πασάς προκαλώντας την αντίθεση των Μουσουλμάνων αναγκάζεται σε παραίτηση. Στη θέση του η Υψηλή Πύλη στέλνει τον Τουρχάν πασά μετά του οποίου αποβιβάζεται στη Κρήτη οθωμανικός στρατός.

1896 

  • 18 Μαΐου: Εξεγερθέντες Κρητικοί αρχίζουν την πολιορκία 1600 Τούρκων στρατιωτών στον Βάμο – γνωστή ως Πολιορκία του Βάμου.
  • 24 Μαΐου: Σφαγή χριστιανών στα Χανιά.
  • 30 Μαΐου: Οι Μεγάλες Δυνάμεις στέλνουν τους στόλους τους (θωρηκτά) στη Κρήτη. Παράλληλα η Υψηλή Πύλη ενισχύει τις στρατιωτικές της δυνάμεις στη Κρήτη στέλνοντας τον Αμπντουλάχ με 16 τάγματα στρατού που αποβιβάζονται στη νήσο.
  • 31 Μαΐου: Οι Κρητικοί, αν και νικητές, εξαναγκάζονται στη λύση της πολιορκίας του Βάμου. Έλληνες εθελοντές φθάνουν στη Κρήτη.
  • 24 Ιουνίου: Οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, με πρωτοβουλία της Αυστροουγγαρίας, επιδίδουν στον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β’ διάβημα απαιτώντας την άμεση εκτέλεση των ακόλουθων όρων:
    • διορισμό Βαλή στην Κρήτη Χριστιανού,
    • την εφαρμογή του Συμφώνου της Χαλέπας και
    • χορήγηση αμνηστίας των εξεγερθέντων Κρητικών.
  • 28 Ιουνίου: Ο Σουλτάνος μετά από πρόταση της Υψηλής Πύλης αποφασίζει και διορίζει Βαλή στην Κρήτη τον Γεώργιο Μπέροβιτς Πασά.
  • 29 Ιουνίου: Οι πρέσβεις επανέρχονται με νέο διάβημα για την εφαρμογή και των δύο άλλων όρων. Ο Σουλτάνος ενδίδει και σ΄ αυτούς.
  • 8 Ιουλίου: Οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα καλούν την Ελληνική κυβέρνηση να παύσει να στέλνει χρήματα, όπλα και εθελοντές στην Κρήτη.

 

Επίλογος – Συμπεράσματα

Δεδομένης της απροκάλυπτης πıα Βουλγαρıκής επıθετıκότητας στη Μακεδονία η οποία είχε εκδηλωθεί μέσω των οργανώσεων της «Εσωτερıκής Μακεδονıκής Επαναστατıκής Οργάνωσης» (Ε.Μ.Ε.Ο.) (1870) καı της «Ανωτάτης Μακεδονıκής Επıτροπής» (Α.Μ.Ε.) (1894),καθώς καı των τουρκıκών βıαıοτήτων στην Κρήτη, μπορούμε να πούμε ότı η ίδρυση της Εθνıκής Εταıρείας αποτέλεσε μıα ıστορıκή αναγκαıότητα. Αντανακλούσε την εντονότατη λαïκή δυσφορία συνοδευόμενη από συναıσθήματα οργής καı αγανάκτησης, γıα την αδυναμία- απροθυμία της Ελληνıκής πολıτıκής ηγεσίας να αναλάβεı δράση.

Γıα πρώτη φορά, δıανοούμενοı καı στρατıωτıκοί συνενούνταν γıα την υλοποίηση των εθνıκών οραμάτων. Απέκλεıσαν όλους τους πολıτıκούς, ακόμα καı αυτόν τον Δıάδοχο Κωνσταντίνο όταν αυτός εξέφρασε την επıθυμία να γίνεı γενıκός δıοıκητής της!

Αν καı ανεπıτυχώς, η «Εθνıκή Εταıρεία» οργάνωσε καı έστεıλε από το 1896 ανταρτıκά σώματα καı στη Μακεδονία, εγκαıνıάζοντας έτσı την αρχή της αντεπίθεσης του Μακεδονıκού Ελληνıσμού (Σώματα Μπρούφα, Βερβέρα, Παπαδήμου, Βελέντζα, Γκρούτα). Δıάφοροı ıστορıκοί της «φόρτωσαν» όλα τα δεıνά του τόπου. Κρίνοντας όμως ψυχρότερα καı μακροσκοπıκώς τη δράση της, λόγω της χρονıκής αποστάσεως που μας χωρίζεı από την περίοδο, καı σε συνάρτηση με τα επακόλουθα γεγονότα, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότı:

  • Ανάγκασε την κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη να ασχοληθεί, όπως υποχρεούτο, με τον εκσυγχρονıσμό του Ελληνıκού Στρατού παρακıνώντας ταυτόχρονα τους εθνıκούς ευεργέτες να δıαθέσουν χρήματα . Άρχıσε πλέον να εκπαıδεύεταı, οργανώνεταı καı εξοπλίζεταı σοβαρά, γıα να μπορέσεı να ανταποκρıθεί στη δύσκολη εθνıκή του αποστολή, αλλά καı γıα να αποπλύνεı τη ντροπή του 1897.
  • Απετέλεσε το εναρκτήρıο σάλπıσμα γıα τον αναληφθέντα Μακεδονıκό Αγώνα, ενώ η συμβıβαστıκή αποδοχή του πρίγκıπα Γεωργίου ως Ύπατου Αρμοστή των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κρήτη, έθεσε απλά ένα καθεστώς προμηνυτıκό της ένωσης του νησıού με την Ελλάδα καθώς απέκτησε σύντομα πλήρη αυτονομία. Τελıκά η ένωσή της με την μητέρα πατρίδα πραγματοποıήθηκε μετά το τέλος των Βαλκανıκών Πολέμων (1912-13).
  • Οı αξıωματıκοί- μέλη της απέβησαν οı πρωτεργάτες του κıνήματος στου Γουδή (1909) που ήταν πανθομολογουμένως σωτήρıο γıα το Έθνος.
  • Δıετήρησε καı υποδαύλıζε υψηλό εθνıκό φρόνημα, τα αποτελέσματα του οποίου φάνηκαν στους Βαλκανıκούς του 1912-3.

 

Ιστορικά Πρόσωπα κατά την Διάρκεια του ”Ατυχή Πολέμου” 

Βασιλεύς Κωνσταντίνος Α΄ (1868 – 1922)

Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος Α΄, πρωτότοκος γιός του Βασιλέως Γεωργίου Α΄ και της Βασίλισσας Όλγας, γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου του 1868 και έλαβε το όνομα του πατέρα της μητέρας του, του Μεγάλου Δούκα Κωνσταντίνου της Ρωσίας. Ήταν ένα όνομα με μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση για τους Έλληνες και ιδιαίτερα για όσους πατριώτες είχαν ενστερνιστεί τη Μεγάλη Ιδέα ενός ενωμένου Ελληνικού έθνους με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη.

Από το 1884 ως το 1887, ο Κωνσταντίνος, στον οποίο ο πατέρας του είχε δώσει τον τίτλο του Δούκα της Σπάρτης, σπούδασε στη Χαϊδελβέργη της Γερμανίας.

Την 22η επέτειο των γάμων των γονέων του, στις 27 Οκτωβρίου του 1889, ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε τη Σοφία της Πρωσίας. Ο πρωτότοκος γιός τους, ο μέλλων Βασιλεύς Γεώργιος Β΄, γεννήθηκε στην οικογενειακή οικία του Τατοΐου, κοντά στην Αθήνα, στις 19 Ιουλίου του 1890 και μεταξύ των νονών του ήταν και η Βασίλισσα Βικτώρια της Μεγάλης Βρετανίας.

Ο δευτερότοκος γιός τους, ο μέλλων Βασιλεύς Αλέξανδρος Α΄, γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1893, ενώ ο τρίτος γιός τους, ο μετέπειτα Βασιλεύς Παύλος Α΄, γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1901. Η Πριγκίπισσα Ελένη, η οποία παντρεύτηκε το Βασιλέα Κάρολο Β΄ της Ρουμανίας, γεννήθηκε το Μάιο του 1896.

Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τη Γερμανική στρατιωτική εκπαίδευση. Ο Ελληνικός στρατός είχε διχαστεί σε οπαδούς και αντιπάλους του Κωνσταντίνου και μετά την κατάληψη της εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη από τους Νεότουρκους το 1908 αντιφρονούντες Έλληνες αξιωματικοί ανέτρεψαν την κυβέρνηση των Αθηνών. Εγκαθίδρυσαν το Στρατιωτικό Σύνδεσμο, και κεντρικό στοιχείο της κριτικής τους αποτέλεσε αυτό που εξέλαβαν ως μεροληπτική μεταχείριση στις προαγωγές του Διαδόχου και των αδελφών του. Για να μην αναγκαστεί ο πατέρας τους, ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄, να τους αποπέμψει από το στράτευμα, οι πρίγκιπες παραιτήθηκαν.

Όταν ο Βενιζέλος σχημάτισε την κυβέρνηση του μετά την κατάρρευση του Στρατιωτικού Συνδέσμου, εξέφρασε μεγάλο θαυμασμό για το Διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος διορίστηκε Γενικός Επιθεωρητής του Ελληνικού στρατού. Απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη από τους Τούρκους κατά το Βαλκανικό Πόλεμο του 1912, έχοντας ηγηθεί των Ελληνικών στρατευμάτων στη Μάχη των Γιαννιτσών την 1η Νοεμβρίου του 1912. Ο Κωνσταντίνος ανήλθε στο θρόνο μετά το τραγικό γεγονός της δολοφονίας του Γεωργίου Α΄ την 18η Μαρτίου του 1913 στη Θεσσαλονίκη.

Σχεδόν ενάμιση χρόνο αργότερα, η Ευρωπαϊκή ήπειρος βυθίστηκε στη δίνη του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Λίγο μετά την έναρξη των εχθροπραξιών τον Αύγουστο του 1914, η προπαγάνδα των Γάλλων και των συμμάχων ξεκίνησαν συντονισμένη επίθεση κατά του Κωνσταντίνου, τον οποίο χαρακτήριζαν γερμανόφιλο και “φίλο και γυναικάδελφο του Κάιζερ”. Αυτή η στάση πήγαζε από το γεγονός ότι το φθινόπωρο του 1913, λίγο μετά την άνοδό του στο θρόνο, ο Κωνσταντίνος είχε παρακολουθήσει ασκήσεις του Γερμανικού στρατού μαζί με τον Κάιζερ Βίλχελμ Β΄ και είχε προσπαθήσει να διαπραγματευτεί τη λήψη δανείου από τη Γερμανία. Συν τοις άλλοις, ο Έλληνας Βασιλεύς σπούδασε στη Γερμανία και είχε επηρεαστεί από τη Γερμανική κουλτούρα.

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο Κάιζερ ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να πάρει το πλευρό της Γερμανίας και της Αυστρίας “σε μια ενωμένη σταυροφορία κατά της Σλαβικής επικράτησης στα Βαλκάνια.” Η Ελλάδα όμως παρέμεινε ουδέτερη.

Όταν, ωστόσο, κατέστη φανερό πως η Τουρκία θα συμμαχούσε με τη Γερμανία, πολλοί Έλληνες θέλησαν να βοηθήσουν τις δυνάμεις της Αντάντ (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία). Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος έφτασε κοντά στο να συνδράμει τη Βρετανία στην εκστρατεία των Δαρδανελίων (Φεβρουάριος-Μάρτιος του 1915) αλλά ο Ιωάννης Μεταξάς, ο εκτελών χρέη αρχηγού του γενικού επιτελείου, τον προειδοποίησε να μην μπεί στον πόλεμο. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε.

Προτού όμως γίνει δυνατό να διεξαχθούν εκλογές, τον Ιούνιο του 1915, η υγεία του Βασιλέως Κωνσταντίνου κλονίστηκε. Έπαθε πνευμονία και πλευρίτιδα, και βρέθηκε κοντά στο θάνατο. Μάλιστα, τον είχε εξομολογήσει ιερέας όταν έφεραν κοντά του την ιερή εικόνα της Παναγίας από την εκκλησία της Ευαγγελίστριας στην Τήνο. ‘Ως εκ θαύματος ανέρρωσε, και η σύζυγός του, η Βασίλισσα Σοφία, προσέφερε ένα μεγάλο ζαφείρι σαν τάμα στην εικόνα.

Ο Βενιζέλος κέρδισε τις εκλογές του Ιουνίου και το Σεπτέμβριο, καθώς πλήθαιναν οι φόβοι Βουλγαρικής επίθεσης στη Θεσσαλονίκη, κάλεσε – χωρίς τη συναίνεσε του Βασιλέως Κωνσταντίνου – τους Βρετανούς και Γάλλους να στείλουν στρατεύματα στην πόλη. Ο Βασιλεύς τελικά δέχτηκε να επιστρατεύσει 18.000 εφέδρους, ως προφύλαξη για το ενδεχόμενο Βουλγαρικής επίθεσης.

Η γενική διοίκηση των Γαλλοβρετανικών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη ανατέθηκε στο Γάλλο Στρατηγό Σαράι (Sarail) που ήταν ένθερμος αντιμοναρχικός. Οι τρόποι του δεν άρεσαν στο Βασιλέα Κωνσταντίνο. “Δεν δέχομαι να μου συμπεριφέρονται ώς να ήμουν ιθαγενής φύλαρχος,” έλεγε. Ο Σαράι προσεταιρίστηκε μέρος της εξουσίας του Βασιλέως, και παρά τη δηλωμένη ουδετερότητα της Ελλάδας ενθάρρυνε τη στρατολόγηση ενός Ελληνικού ¨εθνικού στρατού” για να πολεμήσει τους Βούλγαρους, οι οποίοι είχαν καταλάβει την ανατολική Μακεδονία.

Ενώ επικρατούσε γενική ένταση, εμπρηστές χτύπησαν το κτήμα του Βασιλέως στο Τατόι, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές και το θάνατο 18 ανθρώπων. Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος με τη Βασίλισσα Σοφία και την οικογένειά τους κατάφεραν να ξεφύγουν ακολουθώντας ασφαλή μονοπάτια μέσα από το δάσος.

Την 1η Δεκεμβρίου του 1916, ένα ξέσπασμα βίας από Γάλλους ναύτες και Βρετανούς πεζοναύτες (που οδήγησε στο βομβαρδισμό των Ανακτόρων στην Αθήνα) επέφερε την οριστική ρήξη ανάμεσα στο Βασιλέα Κωνσταντίνο και τις δυνάμεις της Αντάντ, οι οποίες επέβαλαν ναυτικό αποκλεισμό στην Ελλάδα. Οι Γάλλοι, συνεπικουρούμενοι από το νέο Βρετανό Πρωθυπουργό Λόυντ Τζώρτζ, απαίτησαν από τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει το θρόνο του προκειμένου να άρουν τον αποκλεισμό.

Ο πρωτότοκος γιός του Κωνσταντίνου, ο Διάδοχος Γεώργιος, θεωρήθηκε ακατάλληλος για τη διαδοχή καθώς είχε υπηρετήσει στο γερμανικό στρατό. Έτσι ο Κωνσταντίνος έδωσε τη θέση του στο δευτερότοκο γιό του Αλέξανδρο, χωρίς να παραιτηθεί επισήμως. Οι περισσότερες εξουσίες παραδόθηκαν στο Βενιζέλο.

Τον Ιούλιο του 1917, η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία, την Αυστρο-Ουγγαρία, την Τουρκία και τη Βουλγαρία. Τα Ελληνικά στρατεύματα πολέμησαν θαρραλέα πλάι στους Βρετανούς στη Λίμνη Δοϊράνη στη Μακεδονία, και συνέβαλαν στην τελική επικράτηση της Αντάντ. Στηριζόμενος στην είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, ο Βενιζέλος προέβαλε τις Ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις – που περιλάμβαναν και τη Σμύρνη – στη Διάσκεψη των Παρισίων που έλαβε χώρα στις Βερσαλλίες.

Οι συγκρούσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία συνεχίστηκαν και μετά το τέλος του “Μεγάλου Πολέμου”. Τον Οκτώβριο του 1920, ο Βενιζέλος ζήτησε τη Βρετανική υποστήριξη για μια Ελληνική προέλαση προς την Άγκυρα, όπου είχε τη βάση του το Τουρκικό αντιστασιακό κίνημα υπό το Στρατηγό Μουσταφά Κεμάλ. Και ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη διεθνείς πολιτικοί ελιγμοί, ο Βασιλεύς Αλέξανδρος της Ελλάδας έπαθε ένα εντελώς αναπάντεχο ατύχημα στο βασιλικό κτήμα του Τατοΐου.

Καθώς προσπαθούσε να τραβήξει το σκύλο του που καυγάδιζε με δύο μαϊμούδες, τον δάγκωσε μια μαϊμού στο πόδι. Η πληγή μολύνθηκε, επήλθε σήψη και ο Βασιλεύς Αλέξανδρος πέθανε ύστερα από ένα μήνα στο 27ο έτος της ηλικίας του. Η σύζυγός του, η Πριγκίπισσα Ασπασία (την οποία είχε παντρευτεί το Νοέμβριο του 1919) ήταν τότε τριών μηνών έγκυος.

Ο Βενιζέλος ηττήθηκε στις Γενικές Εκλογές της 14ης Νοεμβρίου 1920, και εγκατέλειψε τη χώρα. Με δημοψήφισμα στις 5 Δεκεμβρίου του 1920, ο Ελληνικός λαός επέλεξε με 1.010.783 ψήφους έναντι 10.883 την επάνοδο του Κωνσταντίνου Α΄, ο οποίος επέστρεψε θριαμβευτικά δύο εβδομάδες αργότερα.

Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος αποφάσισε τη συνέχιση του πολέμου με την Τουρκία. Το Μάιο του 1921, αναχώρησε για να αναλάβει την αρχιστρατηγία του στρατού στη Μικρά Ασία. Τον ακολουθούσε ο αδελφός του Πρίγκιπας Ανδρέας (πατέρας του Δούκα του Εδιμβούργου) με τον πρωτότοκο γιό του Πρίγκιπα Νικόλαο. Τον Αύγουστο του 1922 ο Ελληνικός στρατός ηττήθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι στις 9 Σεπτεμβρίου του 1922 μπήκαν στη Σμύρνη και τη λεηλάτησαν με μεγάλη βαρβαρότητα.

Τη μερική εκκένωση της Σμύρνης – με τη βοήθεια Βρετανικών και Γαλλικών πολεμικών πλοίων – παρακολούθησε ως νεαρός αξιωματικός του ναυτικού πάνω στο καταδρομικό “Έλλη” ο Πρίγκιπας, και μετέπειτα Βασιλεύς, Παύλος.

Κατά τις τελευταίες μέρες του πολέμου με την Τουρκία, ομάδα Ελλήνων συνταγματαρχών απαίτησε την παραίτηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Η κατάσταση της υγείας του ήταν κακή και, αφού συμβουλεύτηκε τον παλιό του φίλο Συνταγματάρχη Μεταξά, παραιτήθηκε για να αποτρέψει τον κίνδυνο εμφυλίου πολέμου.

Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1922, ο θρόνος πέρασε στο Διάδοχο Γεώργιο, ο οποίος ονομάστηκε Γεώργιος Β΄. Τέσσερις μήνες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου του 1923, ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος Α΄ πέθανε σε ένα ξενοδοχείο στο Παλέρμο της Σικελίας.

 

Κωνσταντίνος Σμολένσκη (1843 – 1915)

Ο Κωνσταντίνος Σμολένσκη ή Σμολένσκυ (1843 – 27 Σεπτεμβρίου 1915) ήταν συνταγματάρχης πυροβολικού, ήρωας του Ελληνοτουρκικού πόλεμου του 1897 και δυο φορές υπουργός στρατιωτικών.

Γόνος της Ελληνοβλαχικής οικογένειας Δήμου, η οποία έλαβε τίτλο ευγενείας στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους. Η οικογένειά του καταγόταν από τη Φούρκα της Ηπείρου. Ο τίτλος ευγενείας όριζε ως νέο όνομα της οικογένειας το Σμολένσκη, καθώς δήλωνε με αυτό τον τρόπο τη φεουδαρχική κατοχή του όρους Σμόλικα της οροσειράς της Πίνδου, όπου οι Δήμου ήσαν δερβεντζήδες και φοροεισπράκτορες πριν καταφύγουν στο κράτος των Αψβούργων και είχαν μεγάλα κτήματα στην ιδιοκτησία τους από την βυζαντινή περίοδο, όπως δήλωσαν. Ήδη από το1770 κλάδος της οικογένειας είχε εγκατασταθεί στην Ουγγαρία, όπου το πρεντικάτο Σμολένσκη προφέρονταν Σμολένιτζ. Μετά την Επανάσταση του 1821, το 1825, ο πατέρας του Λεωνίδας Σμόλεντς ήρθε στην Ελλάδα.

Ο Κωνσταντίνος φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποβλήθηκε λόγω του ζωηρού του χαρακτήρα. Στη συνέχεια φοίτησε στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών, στο Βέλγιο. Κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό το 1862 ως ανθυπασπιστής πυροβολικού. Μετείχε στην Κρητική Επανάσταση (1866-1867) ως λοχαγός, όπου και διακρίθηκε. Στη συνέχεια στάλθηκε για ευρύτερες σπουδές στη Γερμανία και Γαλλία, οπότε με την επιστροφή του προάχθηκε σε ταγματάρχη και το 1881 συνέταξε τον Κανονισμό της ελληνοτουρκικής μεθορίου, ενώ το 1885-1886 επιστάτησε της οχύρωσης των ελληνικών συνόρων. Διατέλεσε δε επί μακρού καθηγητής της οχυρωματικής στη Σχολή Ευελπίδων.

Στον πόλεμο του 1897, φέροντας το βαθμό του συνταγματάρχου, ανέλαβε διοικητής της 3ης ταξιαρχίας και αμύνθηκε στα στενά του Ρεβενίου, υποχωρώντας στα Φάρσαλα, οπότε και στάλθηκε στο Βελεστίνο, προκειμένου να ανακόψει την προς Βόλο προέλαση του τουρκικού στρατού. Αφού κατέλαβε τα παρά το «Πιλάφ τεπέ» υψώματα, απέκρουσε στις 17, 23 και 24 Απριλίου τουρκικές επιθέσεις. Αλλά όταν ο άλλος ελληνικός στρατός υποχώρησε από τα Φάρσαλα και υπήρξε κίνδυνος υπερκερασμού της 3ης ταξιαρχίας, διατάχθηκε να την οδηγήσει στη Λαμία. Με την αποτελεσματική του άμυνα στο Βελεστίνο ο Σμολένσκης προάχθηκε σε υποστράτηγο, καθιστάμενος ίνδαλμα του ελληνικού λαού, ο οποίος και τον τίμησε κατ΄ επανάληψη εκλέγοντάς τον Βουλευτή Αττικοβοιωτίας.

Επί Κυβερνήσεως Ζαΐμη (Σεπτέμβριος – Νοέμβριος 1897) χρημάτισε Υπουργός των Στρατιωτικών καθώς επίσης και επί Κυβερνήσεως Θεοτόκη το 1903. Τέλος, κατά την επανάσταση του 1909, δια νόμου της Βουλής προήχθη σε αντιστράτηγο.

Η σύζυγός του ήταν θεία του ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα Παύλου Μελά, ενώ είχε δύο κόρες η μία μάλιστα , η Ραλλού, αυτοκτόνησε 20 ετών για κληρονομικούς λόγους, σύμφωνα με τον τύπο της εποχής έπασχε από μελαγχολία μετά τον θάνατο της μητέρας της.

 

Ετέμ Πασάς (1851 – 1909)

Ο Ετέμ Πασάς (Ethem Paşa, 1851 – 1909) υπήρξε Τούρκος Στρατιωτικός και Πολιτικός κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Στην αρχή ως στρατιωτικός σπούδασε στο Παρίσι στη στρατιωτική Σχολή του Σαιν Συρ. Μετά την αποφοίτησή του (1849) επανήλθε και διορίσθηκε υπασπιστής του Σουλτάνου Αμπτούλ Μετζήτ και αργότερα αρχηγός του στρατιωτικού οίκου του. Το 1856 υπέπεσε στη δυσμένεια του Σουλτάνου και αποσύρθηκε της ενεργού υπηρεσίας για να επανέλθει σ΄ αυτήν το 1860, οπότε και διορίσθηκε Υπουργός των Εξωτερικών, το 1864 Υπουργός Εμπορίου, διοικητής μεραρχίας στην πολιορκία του Πλέβεν το 1877 και το 1878 Πρέσβης στο Βερολίνο.

Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1879 υπηρέτησε με τον βαθμό του συνταγματάρχη ως αρχηγός ταξιαρχίας. Μετά τον πόλεμο αυτόν προάχθηκε στο βαθμό του στρατηγού όπου και διετέλεσε για λίγο πρέσβης στη Βιέννη και στη συνέχεια Βαλής (Κυβερνήτης)στη Κρήτη και ακολούθως Βαλής στο Κόσοβο. Πριν σταλεί στη Θεσσαλία ήταν διοικητής των τουρκικών δυνάμεων που κατέστειλαν με τρομερές σφαγές την εξέγερση των Αρμενίων στην ορεινή περιοχή του Ζεϊτούν στη Κιλικία.

Κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ηγήθηκε ως αρχιστράτηγος των τουρκικών στρατευμάτων* στη Θεσσαλία. Ο δε Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμήτ Β’ του απένειμε κατόπιν τον τίτλο του Γαζή (=νικητού των απίστων) και τον περιέβαλε με πολύ εύνοια από την οποία και ανέλαβε Υπουργός Πολέμου. Πρόσθετα του είχε παραχωρήσει ιδιαίτερο περίπτερο μέσα στ΄ ανάκτορα του Γιλντίς και να διαμένει μόνιμα (περισσότερο όμως για να τον παρακολουθεί λόγω της πολύ μεγάλης δημοτικότητάς του από τον νικηφόρο πόλεμο).

Ο Ετέμ παρέμεινε πλησίον του Χαμήτ Β’ μέχρι της πτώσης του και την επικράτηση των Νεοτούρκων όταν εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και μετέβη στο Κάιρο όπου και πέθανε το 1909.

Για τη συνάντηση που είχε ο Αμερικανός ανταποκριτής Φρειδερίκος Πάλμερ με τον Ετέμ Πασά λίγο πριν την έναρξη του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 σημείωνε τα εξής στο ημερολόγιό του:

“Ο αρχιστράτηγος Ετέμ Πασάς είναι ένας ευπαρουσίαστος και πρόσχαρος γενειοφόρος άντρας που φέρει φέσι και ωραία στολή. Το στρατιωτικό του παρουσιαστικό ήταν ανώτερο του Έλληνα υποστράτηγου Νικόλαου Μακρή, αλλά μιλούσε με ανατολίτικη ηπιότητα. Μου είπε ότι διέθετε 100.000 άνδρες και ότι θα μπορούσε να βρεθεί στην Αθήνα σε δύο εβδομάδες, όποτε τον διέταζε ο Σουλτάνος” (F. Palmer: “Going to War in Grecce” N. York 1897) .