Οι Χερσαίες Επιχειρήσεις

ΤΟ ΗΡΩΙΚΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ’40

ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος του 1940 ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941. Επίσημη έναρξη του Πολέμου θεωρείται η «επίδοση του τελεσιγράφου», ενώ μετά τις 6 Απριλίου 1941, με την επέμβαση των Γερμανών, συνεχίστηκε ως Ελληνο-Ιταλικο-Γερμανικός πόλεμος. Ο πόλεμος αυτός ήταν το αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία.

 

Στα μέσα του 1940, ο Μπενίτο Μουσολίνι, έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του Άξονα ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες. Η Ιταλία είχε ήδη κατακτήσει την Αλβανία από την άνοιξη του 1939, ταυτόχρονα ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένοιωθε ότι απειλούνταν από τη Γερμανική πολιτική από την στιγμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί την Γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.

 

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνο-Αλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.

 

Μετά την άρνηση του Πρωθυπουργού (το περίφημο «ΟΧΙ»), Ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό, ότι ανεξάρτητα των όσων έχουν γραφεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα, ο πόλεμος αυτός δεν ήταν αιφνίδιος. Η επίδοση του τελεσιγράφου αναμενόταν ήδη από ημέρα σε ημέρα, η δε ημερομηνία αυτή της επίδοσης θεωρούνταν η πλέον πιθανή δεδομένου ότι αποτελούσε εθνική επέτειο του φασισμού στην Ιταλία από το 1925.

 

Αλλά και από ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριών που είχε αναπτυχθεί τότε, σε συνδυασμό με διάφορα γεγονότα, οδηγούσαν με απόλυτη ακρίβεια την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση κατά την οποία η Ελλάδα βρέθηκε τουλάχιστον έτοιμη να την αντιμετωπίσει. Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας.

 

Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, με την έναρξη της Γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα αντεπίθεση. Από τις 12 Απριλίου, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου και με τους Ιταλούς, τρεις μέρες αργότερα, οι οποίες περαίωσαν τυπικά τον Ελληνο-Ιταλικό-Γερμανικό πόλεμο. Η απόκρουση της Ιταλικής εισβολής αποτέλεσε τη πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα.

 

Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941, ενέπλεξε τις Γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του Ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη διάρκεια της Μάχης της Μόσχας.

 

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ (28 Οκτωβρίου – 11 Νοεμβρίου 1940)

Το πλέον συναρπαστικό επεισόδιο του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου 1940 – 41 υπήρξε η μάχη της Πίνδου, όταν εκδηλώθηκε εισβολή της επίλεκτης 3ης Ιταλικής Μεραρχίας Αλπινιστών «Julia» μιας «αντρίκειας μεραρχίας» κατά τη ρήση του Μουσολίνι, βαθιά στο έδαφός μας, στις δυσπρόσιτες και πανύψηλες βουνοκορφές της πολυπτυχούς Πίνδου. Όσο όμως θεαματική ήταν η τολμηρή εισχώρησή της, τις πρώτες ημέρες του Πολέμου, τόσο συνταρακτικότερη υπήρξε η εν συνεχεία συντριβή της.

H επίλεκτη μεραρχία των Ιταλών Τζούλια άρχισε στις απόκρημνες βουνοκορφές της βόρειας Πίνδου την επίθεσή της εναντίον της χώρας μας, για να προελάσει γρήγορα προς τα Γιάννενα, όπως πίστευε το Ιταλικό Επιτελείο, και να διευκολύνει τον “άνετο περίπατο” των υπολοίπων Ιταλικών μεραρχιών προς την Αθήνα. Η έκπληξη όμως των “γενναίων” του Μουσολίνι γρήγορα μετατράπηκε σε απογοήτευση, όταν οι ταμπουρωμένοι Έλληνες φαντάροι των φυλακίων, δεν τους προσέφεραν την υποδοχή που ήθελαν, αλλά πυκνά πυρά. Αλήθεια τι υποδοχή περίμεναν;

Ως γνωστό, το βάρος της άμυνας το έφερε η μεραρχία Ηπείρου, που είχε τη τύχη μόνη από τις μεγάλες δυνάμεις να υπερασπίζεται τη τιμή και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, με κύρια αποστολή “την κάλυψη της κεντρικής Ελλάδος από την κατεύθυνση Ιωάννινα – Ζυγός Μετσόβου” και δευτερεύουσα “την προάσπιση εθνικού εδάφους”, και η οποία με απόφαση του διοικητή της υποστράτηγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου, δεν εγκατέλειψε την προωθημένη αμυντική γραμμή και αγωνίσθηκε χωρίς να παραχωρίσει εθνικό έδαφος.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί η ουσιαστκή συμβολή στον αγώνα του ηρωικού αποσπάσματος του συνταγματάρχη Δαβάκη, που αμυνόμενο σθεναρά με λίγους στρατιώτες, με πενιχρά μέσα αλλά με μεγάλη αυτοθυσία, απέκρουσε τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του εχθρού και έδωσε πολύτιμο χρόνο στον Ελληνικό στρατό να ανασυνταχθεί και να αντεπιτεθεί καταδιώκοντας τους εισβολείς εκείθεν των Αλβανικών συνόρων, στα ιστορικά χώματα της Βορείου Ηπείρου. Παρατίθεταı ένα τμήμα της υπ’ αρıθμόν πρωτ. 30904 γενıκής δıαταγής της VIII Μεραρχίας της 30 Οκτωβρίου 1940.

”Μαχόμεθα εναντίον εχθρού υπούλου καı ανάνδρου όστıς άνευ ουδεμıάς αφορμής μας επετέθη αıφνıδıαστıκώς ίνα μας υποδουλώσεı. Μαχόμεθα δıα τας εστίας μας καı τας οıκογενείας μας καı δıα την ελευθερίαν μας. Αξıωματıκοί καı Οπλίταı, κρατήσατε σταθερώς καı αποφασıστıκώς τας θέσεıς καı έχετε πάντοτε το βλέμμα προς τα εμπρός, δıότı εντός ολίγου θα αναλάβωμεν αντεπίθεσıν ίνα εκδıώξωμεν τον εχθρόν εκ του πατρίου εδάφους το οποίον εμόλυνεν δıα της παρουσίας του. 

Εγγύς είναı η ημέρα καθ’ ήν ο άνανδρος καı δεıλός εχθρός θα ρıφθεί εıς την θάλασσαν. Κρατήστε ıσχυρώς τας θέσεıς καı τούτο θα πραγματοποıηθεί συντόμως. Η παρούσα να κοıνοποıηθεί εıς άπαντας τους υφ’ υμάς Αξıωματıκούς καı οπλίτας. Καı τμήμα της Ημερησίας Δıαταγής της εν λόγω Μεραρχίας της 18 Νοεμβρίου 1940: Στρατıώταı, Ενθυμηθείτε όσα μου λέγατε κατά τας επıθεωρήσεıς μου, πότε θα επıτεθεί τε να καταδıώξητε τον εχθρόν. Εμπρός λοıπόν! Με τη βοήθεıα καı του θεού, όστıς προστατεύεı τον ıερόν καı δίκαıον αγώνα μας, καταδıώξατε απηνώς τον εχθρόν, τον άνανδρον καı δεıλόν εχθρόν. 


Τον εγνωρίσατε καλά ήδη. Είναı θρασύδεıλος καı ύπουλος. Συντρίψατέ τον με τα αμείληκτα κτυπήματά σας. Η Πατρίς παρακολουθεί υπερήφανος τον τίμıον αγώνα σας. Η Δόξα σας αναμένεı. Κατά την αντεπίθεση της 1ης Νοεμβρίου, από το ηρωıκό απόσπασμα Πίνδου επετεύχθη η ανακατάληψη της Γραμμής “Γύφτıσσα – Οξυά” συνελήφθησαν τρείς Ιταλοί αξıωματıκοί καı δıακόσıοı είκοσı δύο οπλίτες, περıήλθαν δε στα Ελληνıκά τμήματα 140 κτήνη καı αρκετά εφόδıα, αλλά εκεί άφησε την τελευταία του πνοή καı ο πρώτος Έλληνας αξıωματıκός του πολέμου, ο Υπολοχαγός Αλέξανδρος Δıάκος”.

Υπτγος Χ. Κατσıμήτρος

 

Πολλά έχουν γραφεί για το θρυλικό αυτό επεισόδιο του πολέμου, κυρίως από Ιταλικής πλευράς, προφανώς λόγω της πανωλεθρίας που υπέστη τότε η Julia. Από τα πλέον αξιόλογα δημοσιεύματα είναι τα απομνημονεύματα του Ιταλού αρχιστράτηγου των δυνάμεων στην Αλβανία της περιόδου 28 Οκτωβρίου – 14 Νοεμβρίου, Sebastiano Visconti Praska υπό τον πομπώδη τίτλο Io ho aggredito la Grecia (εγώ εισέβαλα στην Ελλάδα), Μιλάνο 1946, στο οποίο περιλαμβάνονται οι πολεμικές εκθέσεις του στρατηγού Mario Jirotti διοικητή της Julia για την παραπάνω περίοδο.

Οι εκθέσεις αυτές παρατίθενται παρακάτω σε αυτοτελή μετάφραση και εκτός του ότι έχουν την αξία ιστορικού «ντοκουμέντου» διότι προέρχονται από έναν από τους κύριους πρωταγωνιστές της μάχης, παρουσιάζουν και την πλευρά των αντιμαχομένων. Για την πληρέστερη κατατόπιση αναφέρονται πληροφορίες για τα σχέδια και τις δυνάμεις των αντιπάλων, όπως και για την περιοχή των επιχειρήσεων.

Οι Ιταλοί

Οι Ιταλοί γενικά είχαν διαιρέσει το μέτωπο των επιχειρήσεων σε τρεις τομείς. Στην Ήπειρο, όπου θα εφάρμοζαν την κύρια επιθετική τους προσπάθεια, στη Δυτική Μακεδονία, όπου αρχικά θα τηρούσαν αμυντική στάση και στην Πίνδο, η οποία θα αποτελούσε το συνδετικό κρίκο των προηγουμένων, αλλά και μια άκρως επικίνδυνη σφήνα στα πλευρά των δυνάμεών μας της Ηπείρου και Δυτ. Μακεδονίας. Στην Πίνδο θα ενεργούσε η 3η Μεραρχία Αλπινιστών Julia υπό το στρατηγό Mario Jirotti, συνολικής δύναμης περίπου 10.800 ανδρών ενεργού στρατού. Η Μεραρχία αυτή περιελάμβανε:

  • Δύο Διοικήσεις Συνταγμάτων (το 8ο και 9ο)
  • Πέντε Τάγματα Αλπινιστών
  • Μία ‘Iλη Ιππικού
  • Έξι Πυροβολαρχίες Ορειβατικού Πυροβολικού
  • Λοιπές Μονάδες Υποστήριξης Μάχης και Διοικητικής Μέριμνας.

 

Οι Έλληνες

Έναντι της Julia, είχε αναπτυχθεί «απόσπασμα Πίνδου» υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη, δύναμης περίπου 2.500 ανδρών, που είχαν επιστρατευθεί προ διμήνου και περιελάμβανε:

  • Μία Διοίκηση Συντάγματος
  • Δύο Τάγματα Πεζικού (1 ακόμη έφθασε το απόγευμα της 28ης Οκτ. στο Επταχώρι)
  • Ένα Λόχο Προκαλύψεως της VIIIης Μεραρχίας
  • Έναν Ουλαμό Ιππικού
  • Μία Πυροβολαρχία Ορειβατικού Πυροβολικού
  • Έναν Λόχο Ημιονηγών.

Κατείχε με αραχνοΰφαντη αμυντική διάταξη, τη γραμμή Σμόλικας – Σταυρός – Γράμμος, έκτασης σε τοπογραφική απόσταση 35 περίπου χλμ. (στην πραγματικότητα ήταν υπερδιπλάσια) και σε βάθος κυμαινόμενο από 10 – 15 χλμ., με αποστολή την άμυνα επί της τοποθεσίας συνόρων, καθώς και τη σύνδεση και εξασφάλιση των πλευρών των δυνάμεών μας της Ηπείρου και Δυτ. Μακεδονίας.

Ήταν εμφανής ο θανάσιμος κίνδυνος διαχωρισμού και εγκλωβισμού των κύριων δυνάμεών μας, αλλά και καταφανής η σαφής υπεροχή των Ιταλών σε προσωπικό και μέσα, καθώς και η πλημμελής κάλυψη από τις διατιθέμενες δυνάμεις μας της Πίνδου, προφανώς εκτιμώντας το έδαφος ως αδιάβατο, «φυσικώς οχυρώτατον από αμυντικής απόψεως» και ενδεχομένως υποτιμώντας τις δυνατότητες κίνησης των αλπινιστών επί παντοδαπού εδάφους.

 

Ο Εφιάλτης της Πίνδου 

Η εποποιία της Πίνδου, όπως την έχουμε βαφτίσει, είχε αρχίσει λίγο μετά τις πέντε το πρωί στις 28 Οκτωβρίου. Στον Σταθμό Διοικήσεως του Δαβάκη, στο Επταχώρι, ένας παγωμένος αέρας κατέβαινε από τον Γράμμο ενώ το χωριό κοιμόταν σκεπασμένο από την καταχνιά του ποταμού. Του Σαραντάπορου. Το σκοτάδι ήταν ακόμα πηχτό, όταν το τηλέφωνο στο Υπασπιστήριο άρχισε να χτυπάει. Ο διοικητής του ΤΣΔΜ στρατηγός Πιτσίκας ειδοποιούσε από την Κοζάνη τον Δαβάκη ότι στις 06:00 το πρωί θ’ άρχιζε η Ιταλική επίθεση.

 

Εκεί που βρισκόταν ο Δαβάκης δεν ήταν σε θέση να ξέρει, ότι μερικά συνοριακά φυλάκια είχαν ήδη προσβληθεί από ανυπόμονους αλπινιστές στις 04:00 το πρωί. Λίγο μετά τις πέντε οι κορφές του Γράμμου και του Σμόλικα φωτίστηκαν σαν από αστραπές. Το βαρύ πυροβολικό που συνόδευε τη μεραρχία ΤΖΟΥΛΙΑ είχε αρχίσει το προπαρασκευαστικό “μπαράζ”. Αλλά εδώ οι μάχες δεν επρόκειτο να κριθούν με πυροβολικό και άρματα. Εδώ ο αγώνας θα γινόταν σώμα με σώμα. Και το “Απόσπασμα Πίνδου”, που όλο-όλο διέθετε με βία τρία τάγματα, δεν είχε προκάλυψη επιβραδυντική άλλη παρά τις μικρές φρουρές των μεθοριακών φυλακίων.

 

Η Ιταλική ορεινή μεραρχία εισέδυσε με πρωτοφανή τόλμη στον ορεινό όγκο της Πίνδου, χρησιμοποιώντας δύο κυρίως συντάγματα. Το 8ο και το 9ο. Το πρώτο από αυτά επετέθη στο βορειότερο άκρο του μετώπου με κατεύθυνση προς Αετομηλίτσα και Λυκορράχη αφ’ ενός και νοτιότερα προς τη Βούρμπιανη. Στην πρώτη κατεύθυνση το Ιταλικό σύνταγμα διέθεσε σχετικά περιορισμένες δυνάμεις, αλλά πάντως συντριπτικά υπέρτερες των Ελληνικών, που έχασαν κάθε επικοινωνία με τον Σταθμό Διοικήσεως στο Επταχώρι.

 

Στην κατεύθυνση Βούρμπιανης και Πυρσόγιαννης προς την οποία στράφηκε ο όγκος του 8ου συντάγματος της ΤΖΟΥΛΙΑ, υπήρχαν μόνο δύο Ελληνικοί λόχοι για να το αντιμετωπίσουν… Κράτησαν όσο μπορούσαν κι έπειτα συμπτύχθηκαν. Από τη δύναμη αυτή μια διμοιρία γενναίων υπό τον ανθυπασπιστή Καφαντάρη και τον λοχία Σκυλογιάννη διολίσθησαν προς τα βόρεια και εγκαταστάθηκε στην Κιάφα σε ύψος 2.400 μέτρων υπό συνθήκες πολικού ψύχους. Στο νότιο άκρο του ορεινού μετώπου προς το οποίο μ’ αιχμή την Κόνιτσα ετοιμαζόταν να επιτεθεί το άλλο σύνταγμα, το 9ο, ολόκληρη τη μέρα της 28 Οκτωβρίου βασίλευε μια ανησυχαστική ηρεμία…

 

Και ξαφνικά στις 17:00 το απόγευμα μπροστά σε δύο λόχους του Αποσπάσματος Πίνδου, στην περιοχή Μόλιστας και Καστάνιανης, στα βόρεια της Κόνιτσας, ξεφυτρώνει ολόκληρο το 9ο σύνταγμα της ΤΖΟΥΛΙΑ. Οι δύο λόχοι ανατρέπονται κι αυτοί. Απεγνωσμένα ο Δαβάκης ζητάει ενισχύσεις από το τάγμα Προκαλύψεως της Κόνιτσας, που υπάγεται στην VIII Μεραρχία. Δεν υπάρχει τηλεφωνική επικοινωνία και ο Δαβάκης ζητάει να φύγουν σύνδεσμοι με “κτήνη ιδιωτικά και οδηγούς” για να ειδοποιήσουν το τάγμα Κονίτσης. Αλλά δεν το βρίσκουν. Ο συνδετικός κρίκος μεταξύ Αποσπάσματος Δαβάκη και VIII Μεραρχίας έχει σπάσει.

Η νύχτα της 28ης Οκτωβρίου βρίσκει το Απόσπασμα (σε πλήρη σύμπτυξη, αλλού με τ’ όπλο στο χέρι, αλλού μ’ εκδηλώσεις μεγάλης αταξίας. Για τον Δαβάκη αρχίζει τώρα ο εφιάλτης. Για το Γενικό Στρατηγείο θ’ αρχίσει τις επόμενες τρεις μέρες. Φυγάδες φτάνουν στο Επταχώρι κι ένας διμοιρίτης ανθυπολοχαγός φυλακίζεται με βαριά κατηγορία – δειλία ενώπιον του εχθρού. Τον περιμένει το Στρατοδικείο. Τι να κάνουν οι άνδρες της ισχνής αυτής προκαλύψεως; Με την εξαίρεση του Δαβάκη, των ανώτερων επιτελών του και τριών λοχαγών, όλοι οι άλλοι αξιωματικοί και άνδρες βλέπουν για πρώτη φορά πόλεμο.

 

Θα πάρουν το βάπτισμα του πυρός στην Πίνδο. Τις τρεις επόμενες μέρες 29, 30 ακόμα και στις 31 Οκτωβρίου, η Ιταλική απειλή στην Πίνδο παίρνει διαστάσεις δραματικές. Λόχοι και διμοιρίες αποκόπτονται, ένα όργιο φημών απλώνεται που φέρνει αλπινιστές παντού, ακόμα και κει που δεν έχουν εμφανιστεί. Αλλά το πιο επικίνδυνο από στρατιωτική άποψη είναι, ότι οι διεισδύσεις της ΤΖΟΥΛΙΑ, το επιτελείο της οποίας μοιάζει να έχει μελετήσει όλες τις διαβάσεις, δείχνουν πλέον καθαρά τις απώτερες προθέσεις της μεραρχίας.

 

Στο βόρειο άκρο του μετώπου η επιθετική αιχμή δείχνει προς το Νομό Καστοριάς, προς τον σπουδαίο οδικό κόμβο του Νεστορίου. Στο κέντρο, ο κύριος όγκος του 8ου συντάγματος διεισδύει ανάμεσα στον Γράμμο και τον Σμόλικα με κατεύθυνση το Κεράσοβο και από κει τη Σαμαρίνα. Στο νότιο άκρο το 9ο σύνταγμα επιχειρεί έναν ιδιοφυή ελιγμό. Αναστρέφεται προς τα ανατολικά και ακολουθώντας τη βόρεια όχθη του Αώου προωθείται ραγδαία προς το Δίστρατο. Αν φτάσει εκεί δεν χρειάζεται παρά να αναστραφεί άλλη μια φορά προς τα νότια. Να πάρει τη Βωβούσα και μ’ ένα ακόμα άλμα το Μέτσοβο.

Μέσα σ’ αυτόν τον κατακλυσμό των τραγικών ειδήσεων ο συνταγματάρχης Δαβάκης διατηρεί την ψυχραιμία του. Παρόλο ότι βλέπει το Απόσπασμά του σχεδόν να διαλύεται, μπαλώνει, και αυτός εκ των ενόντων τα επικίνδυνα σημεία. Στις 29 Οκτωβρίου το πρωί ρίχνει το 3ο τάγμα του, που μόλις την προηγούμενη νύχτα είχε φτάσει στο Επταχώρι, σε αντεπίθεση στο ύψωμα Μούκα, από όπου οι Ιταλοί απειλούν ακόμα και τον Σταθμό Διοικήσεώς του. Προς την κατεύθυνση των αλπινιστών που προωθούνται για τη Σαμαρίνα, ρίχνει και τις τελευταίες εφεδρείες του. Από τις σχεδόν ανύπαρκτες.

Αλλά ο Δαβάκης ξέρει πια, ότι μόνο η έγκαιρη άφιξη ενισχύσεων θ’ αποσοβήσει την κατάρρευση του μετώπου. Κάνει τα πάντα για να εμψυχώσει τους άνδρες του, μεταχειριζόμενος ακόμα και ψέματα. Τους λέει, ότι από στιγμή σε στιγμή φτάνουν 4 τάγματα με πυροβολικό. Τη νύχτα της 29 προς 30 Οκτωβρίου και το μεσημέρι της 30ης, συγκλονιστικές στιγμές διαδραματίζονται στην περιοχή του Επταχωρίου. Φορεία με πληγωμένους ή αναίσθητους από το ψύχος ήρωες ροβολούν προς το χωριό.

 

Αλλά απ’ έξω από το Επταχώρι μαζεύονται και άνδρες, που έχουν συρρεύσει από όλα τα σημεία του μετώπου σαστισμένοι και φοβισμένοι. Οι περισσότεροι κρατούν ακόμα τα όπλα τους σαν να θέλουν να δείξουν ότι δεν είναι δειλοί. Καβάλα σ’ ένα μαύρο κέλητα ο Δαβάκης σπεύδει προς το σημείο που συγκεντρώνονται οι “φυγάδες”. Τους μιλάει και τους τονώνει το ηθικό όσο μπορεί. Μη φοβάστε θα φτάσουν ενισχύσεις. Τούτη τη φορά δεν τους έχει πει ψέματα. Το απομεσήμερο της 30/10/1940 φτάνει στο Επταχώρι η πρώτη μικρή ενίσχυση.

 

Ένα τάγμα πεζικού υπό τον ταγματάρχη Γ. Ποτιστή και, πράγμα πολύ σημαντικό, ένας αξιωματικός σύνδεσμος από το ΤΣΔΜ. Ο ταγματάρχης Ιωάννης Καραβίας, που πολύ αργότερα θα συνδέσει το όνομά του με λαμπρή πολεμική δράση στη Μ. Ανατολή και στην Ιταλία. Ο Δαβάκης καταλαμβάνεται από μια απερίγραπτη ευφορία. Οι ενισχύσεις έφτασαν… Λέει στον Καραβία ότι ήρθε η στιγμή να αντεπιτεθεί. Μέσα στις τραγικές στιγμές των τριών πρώτων ημερών, ο χαλκέντερος Δαβάκης οραματιζόταν μια μεγάλη αντεπίθεση.

 

Ο συλλογισμός του ήταν απλός. Οι δύο μεγάλες σφήνες της ΤΖΟΥΛΙΑ προωθούντο προς τη Σαμαρίνα και Δίστρατο, “αυτοκαλυπτόμενες” κατά το αριστερό τους ιδίως πλευρό, όπως λέγεται στη στρατιωτική ορολογία. Εφ’ όσον στο αριστερό τους υπήρχαν ακόμα σαν πυρήνας δυνάμεις του Αποσπάσματος και κατέφθαναν εγκαίρως σημαντικές ενισχύσεις, υπήρχε η δυνατότητα να πλευροκοπηθούν και ενδεχομένως να αποκοπούν τελείως οι φάλαγγες των αλπινιστών. Στις 17:00 το απόγευμα της 30/10/1940 στη μικρή πλατεία του Επταχωρίου έλαμψαν οι χρυσές επωμίδες…

 

Είχε καταφθάσει ο ίδιος ο στρατηγός Βασίλειος Βραχνός, διοικητής της Ι Μεραρχίας μαζί με το επιτελείο του. Η παρουσία του συμβόλιζε τη μεγάλη κινητοποίηση που είχε διατάξει το Γενικό Στρατηγείο για να φράξει την εισβολή στην Πίνδο. Αλλά ο συμβολισμός ήταν ακόμα συμβολισμός… Η Ι Μεραρχία βρισκόταν ακόμα “εν κινήσει” και ο εφιάλτης της Πίνδου θα κρατούσε ακόμα τέσσερις ολόκληρες μέρες. Μέχρι και τις 3 Νοεμβρίου..

 

Πολεμικές Εκθέσεις Στρατηγού Jirotti 
(Αφήγηση του Ιταλού Στρατηγού Visconti Praska)

«Η δράση της μεραρχίας Julia, περιγράφεται στην πρώτη, αυθεντική και ειλικρινή έκθεση, την οποία μου υπέβαλε ο διοικητής της, στρατηγός Τζιρόττι. Η Μεραρχία Αλπινιστών Julia είχε λάβει την εξής αποστολή: Να εξορμήσει από την περιοχή Ερσέκας – Λεσκοβικίου, να καταλάβει τις διαβάσεις του Μετσόβου και του Δρίσκου για να εμποδίσει τη διαφυγή προς ανατολάς των εχθρικών δυνάμεων της Ηπείρου και να απαγορεύσει την άφιξη τυχόν εχθρικών ενισχύσεων από τις περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας».

Κατόπιν νεώτερης διαταγής της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης των Ιταλικών Δυνάμεων στην Αλβανία, ετίθετο θέμα τιμής για την Julia να ενεργήσει με μεγάλη αποφασιστικότητα και ταχύτητα, έχοντας υπόψη ότι, αν και πίσω της έμενε κενό, όφειλε να κοιτάζει μόνο μπροστά της και να μεταφέρει μαζί της όλα τα αναγκαία καθώς και την τύχη της. Το ένα (9ο Τακτικό Συγκρότημα Αλπινιστών) με δύο Τάγματα (Τα Vicenza και L’ Aquila) και δύο πυροβολαρχίες, ενεργώντας στη δεξιά κατεύθυνση, έπρεπε να αχθεί στο Μέτσοβο, διερχόμενο δυτικά του Σμόλικα.

Το άλλο (8ο Τακτικό Συγκρότημα Αλπινιστών), με τρία Τάγματα (Tolmetzo, Jemona και Tsivilante) και 3 Πυροβολαρχίες, ενεργώντας στην αριστερή κατεύθυνση, είχε τον ίδιο αντικειμενικό σκοπό, το Μέτσοβο, υπερβαίνοντας όμως ανατολικά το Σμόλικα». Το Τάγμα Tolmetzo του τελευταίου Τακτικού Συγκροτήματος (8ου) είχε ως αποστολή την κάλυψη του αριστερού (ανατ.) πλευρού της Μεραρχίας, με δρομολόγιο 3 αρχικώς ανεξάρτητο». Κάθε Τακτικό Συγκρότημα είχε στη διάθεσή του δύο δρομολόγια, ένα ημιονικό και ένα μονοπάτι.

Τα διατεθέντα δρομολόγια στο κάθε συγκρότημα συνέκλιναν στους ενδιάμεσους αντικειμενικούς σκοπούς, ώστε να είναι δυνατή η συνταύτιση προσπαθειών μεταξύ των Ταγμάτων και του ίδιου Τακτικού Συγκροτήματος, στα εδάφη τακτικής σημασίας». Μετά την υπέρβαση του Σμόλικα, η συνεργασία μεταξύ των δύο Τακτικών συγκροτημάτων καθίστατο ευχερέστερη. Η διοίκηση της Μεραρχίας 4 εκινείτο με το 8ο ΤΣ. Τα Τμήματα είχαν παραλάβει ξηρά τροφή 5 ημερών και ζωοτροφές για 4 ημέρες.

Όλα τα μη απολύτως απαραίτητα υλικά είχαν μείνει πίσω στην περιοχή Διοικητικής Μέριμνας, οι αποσκευές των Αξκών είχαν περιορισθεί στις απολύτως αναγκαίες και τα μεταγωγικά μετέφεραν ζωοτροφές, τρόφιμα και πυρομαχικά. Οι ατμοσφαιρικές συνθήκες, από αρκετές ημέρες, ήταν πολύ δυσμενείς και παρέμειναν αμετάβλητες κατά τις επτά πρώτες ημέρες των επιχειρήσεων, με κύριο χαρακτηριστικό τη συνεχή βροχή, που προκάλεσε την πλημμύρα των χειμάρρων και ειδικότερα του Σαρανταπόρου και του Αώου ποταμού.

Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου η Μεραρχία διέβη τα Eλληνο-Αλβανικά σύνορα, συγκροτημένη σε 5 φάλαγγες. Οι θέσεις του εχθρού στα σύνορα ανατράπηκαν γρήγορα και κυριεύθηκαν ποσότητες πυρομαχικών, τυφεκίων, πολυβόλων, καθώς και διάφορα υλικά, ενώ οι απώλειές μας ήταν ελαφρές. Ακολούθως, οι φάλαγγες διάνοιξαν τον δρόμο μέχρι το Σαραντάπορο. Το 9ο ΤΣ Αλπινιστών συνάντησε ελαφρά αντίσταση, ενώ το 8ο ΤΣ αλπινιστών, ειδικώς στα αντερείσματα του Στράκου και στις πλαγιές της Πέτρας Μούκα, υποχρεώθηκε να δώσει δυνατές μάχες για να διανοίξει το δρόμο.

Ο Σαραντάπορος ήταν πλημμυρισμένος, γι’ αυτό η κίνηση καθυστέρησε μία νύχτα και κατέστη αναγκαίο να κατασκευασθεί μία γέφυρα κοντά στο Φιτόκ. Τελικά, το πρωί της 31ης Οκτωβρίου, όλες οι φάλαγγες πέρασαν το χείμαρρο και προχώρησαν προς τους αντικειμενικούς σκοπούς τους». Ενώ το 9ο ΤΣ προωθείτο χωρίς να αντιμετωπίσει αξιόλογη αντίσταση και με ελαφρότατες απώλειες.

Το 8ο ΤΣ αναγκάσθηκε να δώσει την πρώτη σημαντική μάχη στην περιοχή της Φούρκας και μία δεύτερη, ακόμη πιο σκληρή, στη ζώνη της Σαμαρίνας, διότι ο εχθρός, υποστηριζόμενος από πυροβολικό, αμυνόταν κατά μέτωπο, αλλά κυρίως επιτίθετο με σφοδρότητα κατά του αριστερού (ανατολικού) πλευρού και των νώτων μας, με τον τομέα της Μακεδονίας. Από τη Σαλαμίνα, η αριστερή φάλαγγα δεν κατόρθωσε να υπερβεί το διάσελο Λημέρι – Γομάρα, λόγω αφ’ ενός της ισχυρής κατοχής του απ’ τον εχθρό και αφ’ ετέρου των προσβολών από τα ελληνικά αεροσκάφη.

Γι’ αυτό, κατέστη αναγκαίο για τη συνέχιση της κίνησης, να διοχετευθεί όλη η δύναμη του Τακτικού Συγκροτήματος δια του μοναδικού δυσπρόσιτου μονοπατιού, το οποίο από τη Σαμαρίνα οδηγεί στη Βρυάζα διαμέσου των ανατολικών καταπτώσεων του Σμόλικα. Το εσπέρας της 2ας Νοεμβρίου, η Βρυάζα κατελήφθη από το Τάγμα Chivilande, υποστηριζόμενο από μία Πυροβολαρχία και ακολουθούμενο από τη διοίκηση της Μεραρχίας, το δε πρωί της 3ης Νοε έφθασε και το Τάγμα Tolmetzo με την Πυροβολαρχία του.

Το Τάγμα Jemona, το οποίο εκμεταλλεύθηκε τη νύχτα για να απαγκιστρωθεί, έμεινε ως οπισθοφυλακή στις ανατολικές υπώρειες του Σμόλικα. Για να αποφευχθεί εχθρική επίθεση στην εξέχουσα της Βρυάζας και για να προσεγγισθεί το άκρο αριστερό δρομολόγιο, κατέστη αναγκαίο να καταληφθούν η Γομάρα και η Βασιλίτσα, γεγονός που πραγματοποιήθηκε κατά τη νύχτα της 4ης Νοε. Εν τω μεταξύ όμως, ο εχθρός επετίθετο κατά των ανατολικών υπωρειών του Σμόλικα και το Τάγμα Jemona υποχρεώθηκε να δώσει σκληρές μάχες για τη διατήρησή τους.

Το 9ο ΤΣ έφθασε στον Αώο ποταμό στη ζώνη Πάδες – Παλαιοσέλι, τον οποίο δεν μπόρεσε να διαβεί, εξαιτίας του όγκου των υδάτων του ορμητικού χειμάρρου και των σφοδρών πυρών πυροβολικού και πολυβόλων, ταγμένων στην αριστερή όχθη του ποταμού. Προσπάθεια να κατασκευασθεί μικρή γέφυρα ματαιώθηκε, λόγω του ισχυρού ρεύματος το οποίο την παρέσυρε. Για να συνεχισθεί η προώθηση, το 9ο ΤΣ θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει το δεξιό (δυτικό) δρομολόγιο του 8ου ΤΣ, αλλά για να μετατοπισθεί στη ζώνη της Βρυάζας, ήταν υποχρεωμένο να διασχίσει την όδευση Πάδες – Βρυάζα.

Επειδή όμως αυτή βαλλόταν δραστικά από πυροβολικό και πολυβόλα, ταγμένα στην αριστερή όχθη του Αώου ποταμού, αναγκάσθηκε να παραμείνει στις θέσεις του. Με την έλευση του σκότους την 3 Νοεμβρίου, η κατάσταση είχε διαμορφωθεί ως εξής:

8ο ΤΣ:

  • Τάγμα Chivilante και πυροβολαρχία, πλησίον του Αώου ποταμού. (Η διαταγή να εγκατασταθεί στη ράχη των υψωμάτων 1870, 1609 δεν έφθασε εγκαίρως).
  • Τάγμα Tolmetzo, κινούμενο προς κατάληψη της ζώνης Γομάρα – Βασιλίτσα.
  • Τάγμα Jemona, πιεζόμενο ισχυρά από τον εχθρό, στις νοτιοανατολικές υπώρειες του Σμόλικα.
  • Ομάδα Πυροβολικού Coneliano, με δύο Πυροβολαρχίες, ταγμένες στη ράχη αμέσως δυτικά της Βρυάζας.
  • Διοίκηση Μεραρχίας και στοιχεία Διοικητικής Μερίμνης στη Βρυάζα.

 

9ο ΤΣ:

  • Τάγμα Vicenza’ και Πυροβολαρχία στη ζώνη Παλαιοσέλι.
  • Τάγμα L’ Aquila και Πυροβολαρχία, στη ζώνη Πάδες.

Λαμβανομένης υπόψη της κόπωσης των τμημάτων εξ αιτίας των μακρών πορειών, των μεγάλων εδαφικών διακυμάνσεων και των αντίξοων καιρικών συνθηκών, καθώς και ότι στη Μεραρχία από διημέρου είχε αναγγελθεί ο ανεφοδιασμός σε τρόφιμα από αέρος, ο Διοικητής της Μεραρχίας διέταξε στάση επί μία ημέρα και για τον πρόσθετο λόγο της ανάγκης αναδιοργάνωσης των Μονάδων. Κατά τη διάρκεια της 4ης Νοεμβρίου, για να διευκολυνθεί η σύνδεση του 9ου ΤΣ με το 8ο ΤΣ, έγινε απόπειρα κατάληψης της ράχης του υψ. 1744, (ΒΑ της Λαΐστας) με ένα τμήμα του 8ου ΤΣ.

Αλλά δεν κατέστη δυνατή η διάβαση του Αώου ποταμού, λόγω του όγκου των υδάτων και των πυκνών πυρών των εχθρικών πολυβόλων. Το πρωί της 5ης Νοεμβρίου, ο εχθρός ενέτεινε την πίεση στις κλιτύες ανατολικά του Σμόλικα και μετά από 7 ώρες συγκρούσεων, επέτυχε να καταλάβει το 1609 υψ., προσπαθώντας να προωθήσει τμήματα ενισχυμένα με πολυβόλα στην περιοχή της Βρυάζας. Εκεί όμως απωθήθηκε από στοιχεία της Διοικήσεως του Τάγματος Τζεμόνα, υποστηριζόμενα από τα εύστοχα πυρά Πυροβολαρχίας.

Ο εχθρός ακολούθως έθεσε τον κατοικημένο τόπο της Βρυάζας κάτω από πυρά όλμων 81 χιλ., τα οποία εκτός των άλλων, έπληξαν το Στρατηγείο και το Κέντρο Επικοινωνιών της Μεραρχίας. Ήταν εμφανής η πρόθεση του αντιπάλου να εισχωρήσει μεταξύ του 9ου και 8ου ΤΣ, για να τα διαχωρίσει. Προς το σκοπό αντιμετώπισης της νέας αυτής απειλής, η Διοίκηση της μεραρχίας διέταξε το 9ο ΤΣ να προωθήσει το Τάγμα L’Aquila διά της κορυφογραμμής στις ΝΑ κλιτύες του Σμόλικα και να προσβάλει τον εχθρό.

Ο οποίος ασκούσε πίεση επί των στοιχείων του Τάγματος Jemona, αλλά και για να συμμορφωθεί στις διαταγές της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία η οποία καθόριζε: να αναχαιτισθεί ο εχθρός, να συγκεντρωθούν δυνάμεις στη ζώνη της Βρυάζας και να εξασφαλισθούν οι γραμμές των επικοινωνιών με Κόνιτσα. Στο μεταξύ, εχθρικές επιθέσεις εκδηλώθηκαν μεταξύ Γομάρας και Βασιλίτσας και το Τάγμα Chivilande (το οποίο κατόπιν διαταγής της Μεραρχίας είχε μετακινηθεί από τον Αώο ποταμό στη ράχη των υψ. 1870, 1609) διαπίστωσε προσπάθεια κύκλωσής του από τα αριστερά, από δύναμη περίπου ενός Τάγματος του αντιπάλου.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η Διοίκηση της Μεραρχίας ανέφερε στην Ανώτατη Διοίκηση των Ιταλικών Δυνάμεων της Αλβανίας ότι η κατάσταση της Διοίκησης της Μεραρχίας και του 8ου ΤΣ είχε καταστεί αφόρητη και ότι μόνο η κατοχή των ΝΑ υπωρειών του Σμόλικα υπό του 9ου ΤΣ, μπορούσε να επιτρέψει τη συνένωση των δύο Τακτικών Συγκροτημάτων. Το πρωί της 6ης Νοεμβρίου εντάθηκαν οι επιθέσεις του εχθρού στους τομείς των Ταγμάτων Tolmetzo, Chivilande και Jemona και προς αντιμετώπισή τους.

Σχεδιάσθηκε η εκτόξευση επίθεσης από το Σαραντάπορο προς τη ράχη του υψ. 1874 (στις δυτικές υπώρειες του Σμόλικα) με το Τάγμα Vicenza του 9ου ΤΣ, που προωθήθηκε γι’ αυτόν το σκοπό. Λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να εξασφαλισθούν οι γραμμές επικοινωνιών με την Κόνιτσα και δεδομένων των σπάνιων ανεφοδιασμών από αέρος, η Διοίκηση της Μεραρχίας αποφάσισε να συνενώσει το 8ο ΤΣ με το 9ο ΤΣ και εξέδωσε διαταγές ώστε, κατά τη διάρκεια της νύχτας της 7ης Νοε, το 8ο ΤΣ να απαγκιστρωθεί και διά του δρομολογίου Βρυάζα – Πάδες να αχθεί στη ζώνη της Αρμάτας και να εγκατασταθεί αμυντικά, συνδεόμενο με το Τάγμα L’Aquila.

Την 14:00 της 6ης Νοε. η Διοίκηση της Μεραρχίας με το Στρατηγείο και με στοιχεία υπηρεσιών άρχισε την κίνηση προς Πάδες και Ελεύθερο, όπου έφθασε την 13.00 της 17ης Νοε. Το 8ο ΤΣ, κατόπιν μιας σειράς αιματηρών συγκρούσεων, κατόρθωσε τελικά ν’ απαγκιστρωθεί από τον εχθρό και να αχθεί στη ζώνη της Αρμάτας, όπου είχε εντολή να συγκρατήσει τον εχθρό, ο οποίος το προσέβαλε στα νώτα και στο αριστερό πλευρό, ενώ ταυτόχρονα εκτοξεύονταν σφοδρά πυρά πολυβόλων κατά του δεξιού πλευρού.

Το 9ο ΤΣ, στο μεταξύ, μαχόταν στο Σμόλικα και στις δυτικές υπώρειες του. Τις απογευματινές ώρες της 7ης Νοεμβρίου, η Διοίκηση της Μεραρχίας έλαβε στο Ελεύθερο, έγγραφη διαταγή της Ανώτατης Διοίκησης, να συγκεντρωθεί στην περιοχή της Κόνιτσας και να αποφράξει τη γραμμή Αώος ποταμός – Γκραπενίτσα – Ράχες Μεσορράχης». Κατ’ ακολουθία προς αυτήν την εντολή, η Διοίκηση της Μεραρχίας διέταξε το 8ο ΤΣ να διαρρεύσει το συντομότερο διά του δρομολογίου Πάδες – Ελεύθερο – αυχένας Χρηστοβασίλη στην Κόνιτσα και το 9ο ΤΣ, λιγότερο δοκιμασθέν, να εξασφαλίσει την άμυνα των ράχεων του αυχένα Χρηστοβασίλη, για να καλύψει την κίνηση του 8ου Τ.Σ.

Στις 8, 9 και 10 Νοεμβρίου, το 8ο ΤΣ συνέχισε την κίνηση, όπως είχε καθορισθεί, ενώ το 9ο ΤΣ διατηρούσε τον αυχένα Χρηστοβασίλη, ισχυρά πιεζόμενο υπό του εχθρού από την κατεύθυνση της Μεσορράχης και από τα αντερείσματα του Κλέφτη (Υψ. 1847). Όλη η κίνηση του 8ου ΤΣ από τη ζώνη Αρμάτας προς την Κόνιτσα πραγματοποιήθηκε διά των διαφόρων ατραπών που οδηγούσαν από την Αρμάτα στα αντερείσματα εκατέρωθεν του αυχένα Χρηστοβασίλη, κάτω από πυκνά πυρά πυροβολικού και πολυβόλων..

Κατά τη διέλευση της εξέχουσας του Ελεύθερου, το εχθρικό Πεζικό, το οποίο συνέδραμαν και οι κάτοικοι της περιοχής, επιτέθηκε κατά των φαλαγγών μας. Οι Μονάδες, μολονότι εξασθενημένες από την έλλειψη τροφής περίπου από 8ημέρου και ισχυρά πιεζόμενες, αντέδρασαν με αδάμαστη θέληση και πέτυχαν να διανοίξουν αρκετές διαβάσεις κατόπιν μαχών που διήρκεσαν μέχρι την 19:00 και με την εξαιρετικά αποτελεσματική υποστήριξη των Πυροβολαρχιών της Ομάδος Πυροβολικού Κονελιάνο, που έβαλαν μέχρι και το τελευταίο βλήμα.

Κάτω απ’ αυτές τις τρομερές συνθήκες, οι αξιωματικοί και οι οπλίτες δοκιμάσθηκαν σκληρά, ενώ μεγάλο μέρος των υποζυγίων απωλέσθηκε. Το 8ο ΤΣ με τη Διοίκηση της Μεραρχίας υπέστησαν το μεγαλύτερο βάρος του αγώνα. Από την 28η Οκτωβρίου μέχρι την 10 Νοεμβρίου μάχονταν και πορεύονταν για να διανοίξουν το δρόμο, εις ένα πρώτο χρόνο για να αχθούν στη Βωβούσα και εις ένα δεύτερο για να φθάσουν στην Κόνιτσα, δεχόμενοι συνεχείς επιθέσεις από τον εχθρό στα πλευρά και στα νώτα.

Εάν οι τροφές, μετά την πέμπτη ημέρα του αγώνα, δεν είχαν λείψει, ο αγώνας θα μπορούσε να συνεχισθεί, επειδή, παρά τις σοβαρές απώλειες, οι αξιωματικοί και οι οπλίτες είχαν επιδείξει μέχρι και την τελευταία στιγμή αξιοθαύμαστη σταθερότητα. Στις συνεχείς μάχες που έλαβαν χώρα, ο εχθρός υπέστη σημαντικές απώλειες και αρκετές φορές οι Μονάδες του 8ου ΤΣ κυρίευσαν υλικά στρατοπεδείας, εφόδια και πάσης φύσεως υλικά του εχθρού, απωθώντας τον με ακατάβλητο σθένος.

Το 9ο ΤΣ δοκιμάσθηκε λιγότερο απ’ ό,τι το 8ο ΤΣ, επειδή μέχρι τη Βωβούσα δεν είχε παρά να ανατρέψει ασθενείς εχθρικές αντιστάσεις κατά μέτωπο. Τις μεγαλύτερες απώλειες υπέστη κατά τη διατήρηση του αυχένα Χρηστοβασίλη, τον οποίο κράτησε παρά την ισχυρή πίεση του αντιπάλου, με χαρακτηριστική την επιμονή των Αλπινιστών, την οποία επέδειξαν συνεχώς κατά την εν συνεχεία συνεργασία με τη Μεραρχία Μπάρι για την κάλυψη της Κόνιτσας. Το εσπέρας της 10ης Νοεμβρίου, η Μεραρχία συγκεντρώθηκε στην Κόνιτσα με τη Διοίκηση της Μεραρχίας στη γέφυρα του Περατίου.

Την 11η Νοεμβρίου, σύμφωνα με τη ληφθείσα διαταγή της Ανώτατης Διοίκησης, το 9ο ΤΣ θα παρέμενε μέχρι νεωτέρας διαταγής στη ζώνη της Κόνιτσας, ενώ η Διοίκηση της Μεραρχίας με τα στοιχεία Διοικητικής Μέριμνας έπρεπε να μετακινηθούν στην Πρεμετή, κίνηση η οποία βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη, καθόσον αφορούσε στα στοιχεία των υπηρεσιών που είχαν παραμείνει στην Ερσέκα”.

O Στρατηγός Praska καταλήγει:

«Η αριστερή πτέρυγα στην Ήπειρο είχε συναντήσει ισχυρή εχθρική αντίσταση στη ζώνη του Καλπακίου, την οποία η έλλειψη ενισχύσεων και η ανεπαρκής αεροπορική υποστήριξη δεν επέτρεψαν να αντιμετωπίσει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η θέση της Μεραρχίας Τζούλια, με τη συνεχιζόμενη άφιξη Ελληνικών δυνάμεων, κινδύνευσε να καταστεί επισφαλής. Επιπλέον ο ανεφοδιασμός σε τρόφιμα της Μεραρχίας έγινε δυσχερής και επείγων, λόγω της απώλειας μέρους των υποζυγίων, ενώ ο ανεφοδιασμός από αέρος διαγραφόταν προβληματικός και ανεπαρκής.

Είναι πάντοτε μία οδυνηρή στιγμή για ένα Διοικητή, όταν είναι υποχρεωμένος να εκδώσει διαταγή συμπτύξεως, συνιστά όμως και καθήκον, το οποίο ο Διοικητής πρέπει να εκτελέσει με αποφασιστικότητα. Δεν μπορούσε κανείς να ζητήσει από το γενναίο Τζιρόττι και τους αλπινιστές του τίποτε περισσότερο από αυτό που είχαν επιτελέσει». Διέταξα την Julia να μετακινηθεί στην Κόνιτσα, ακόμη σε Ελληνικό έδαφος, έχοντας δεινοπαθήσει από τα πλήγματα που της κατάφεραν πολύ ευέλικτες μονάδες του εχθρού, από όλες τις κατευθύνσεις και την ενημέρωσα ότι στην κατεύθυνση της κίνησής της θα συναντούσε τη Μεραρχία Bari.

 

Η Σύγκρουση

Η Ιταλική επίθεση εκδηλώθηκε στις 05:00 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940. Τα Ελληνικά τμήματα του κεντρικού τομέα αναγκάστηκαν αρχικά να συμπτυχθούν το ίδιο απόγευμα στην γραμμή Πάτωμα – Μούκα – Επάνω Αρένα, ενώ τα υπόλοιπα τμήματα διατήρησαν τις θέσεις τους. Τις επόμενες ημέρες η Ιταλική επίθεση εκδηλώθηκε με σφοδρότητα: το Απόσπασμα Πίνδου, μετά από σκληρό αγώνα και αντίξοες καιρικές συνθήκες και απέναντι σε αριθμητικά υπέρτερο αντίπαλο αναγκάστηκε να συμπτυχθεί στη γραμμή Σαμαρίνα – Κούτσουρο – Τσούκα.

Την 1η Νοεμβρίου το Ελληνικό στρατηγείο έδωσε εντολή στην 1η Μεραρχία, που είχε στο μεταξύ προωθηθεί στη θέση Επταχώρι, να καταλάβει τις προσφάτως καταληφθείσες θέσεις των Ιταλικών μονάδων. Η αντεπίθεση εκδηλώθηκε την 07:00 π.μ. εναντίον του αριστερού πλευρού της μεραρχίας Τζούλια. Παρόλο που η αντεπίθεση ήταν περιορισμένη το ίδιο βράδυ το μέτωπο σταθεροποιήθηκε και το ηθικό της Ελληνικής πλευράς αναπτερώθηκε.

 

Την επόμενη ημέρα οι δυνάμεις της 1ης Μεραρχίας κατέλαβαν το ύψωμα Ταμπούρι και το χωριό Φούρκα, αποκόπτοντας έτσι τα ιταλικά τμήματα που είχαν προωθηθεί νότια, ενώ το απόγευμα η Ελληνική ταξιαρχία ιππικού ανακατέλαβε τη Σαμαρίνα. Από τις 4 ως τις 6 Νοεμβρίου, η επίθεση της 1ης Μεραρχίας συνεχίστηκε ακόμη πιο έντονη. Η επίλεκτη Μεραρχία Τζούλια υποχωρούσε σε όλο το μήκος της γραμμής, και ενώ μεγάλο τμήμα της κινδύνευε να περικυκλωθεί. Τις επόμενες ημέρες οι Ιταλικές δυνάμεις υποχώρησαν προς Κόνιτσα. Η Ελληνική προέλαση συνεχίστηκε και στις 13 Νοεμβρίου, έφτασε στην Ελληνο-Αλβανική μεθόριο.

Επίλογος

Τα κυριότερα αίτια της συντριβής που υπέστη η Julia θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα εξής:

α) Χρόνος – Χώρος
Η περίοδος που επελέγη (28 Οκτωβρίου – 11 Νοεμβρίου) για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων, ιδίως στο συγκεκριμένο έδαφος της Πίνδου, αλλά και λόγω του πρώιμου και άγριου χειμώνα που ενέσκηψε, ήταν τελείως απρόσφορη ακόμη και για ειδικώς εκπαιδευμένα τμήματα.

β) Υποτίμηση του αντιπάλου
Οι Ιταλοί είχαν πιστέψει ότι θα έκαναν «στρατιωτικό περίπατο» κατά την διατύπωση του Ιταλού πρέσβη στην Αθήνα Grachi στα απομνημονεύματά του Il principio della fine (Η αρχή του τέλους). Με την εντύπωση αυτή, οι άνδρες της Julia είχαν εφοδιασθεί με ξηρά τροφή μόνο πέντε ημερών, εκτιμώντας προφανώς ότι θα είχαν αχθεί εντός του παραπάνω χρόνου στον αντικειμενικό τους σκοπό, στο Μέτσοβο. Ακόμη και οι δυνάμεις που είχαν διαθέσει για την επιχείρηση αυτή αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, κυρίως από την πλευρά των εφεδρειών, μη υπολογίζοντας την ταχύτητα επιστράτευσης και επέμβασης των ελληνικών δυνάμεων.

γ) Ηθικό
Κατά τον Visconti Praska, συμπυκνώνεται στις φράσεις:

«Εμείς πολεμούσαμε κυρίως ωθούμενοι από το αίσθημα του καθήκοντος. Οι εχθροί μας πολεμούσαν για την άμυνα της δικής τους πατρίδας ». Όπως γράφει ο Martio Chervi, ο συγκλονισμός που δοκίμασαν από τη μη αναμενόμενη σκληρή άμυνα των Ελλήνων οι Ιταλοί όλων των βαθμών και κυρίως η ηγεσία που οργάνωσε και εξαπέλυσε τον πόλεμο, ίσως ήταν μεγαλύτερη από εκείνη που θα δοκίμαζαν αν έπεφτε το Καπιτώλιο της Ρώμης.

δ) Ηγεσία
Η άξια ηγεσία των Ελλήνων όλων των βαθμών της στρατιωτικής ιεραρχίας απετέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα της νίκης.

ε) Κάτοικοι της περιοχής
Ήταν συγκινητική μέχρις αυτοθυσίας η συμμετοχή του πληθυσμού της Πίνδου (γυναικών, γερόντων, παιδιών, διότι οι άνδρες είχαν επιστρατευθεί) στον αγώνα που διεξήχθη. Αποτέλεσε μάλιστα δυσάρεστη έκπληξη για τους Ιταλούς, δοθέντος ότι η προπαγάνδα τούς είχε παρουσιάσει ως «βλάχους», φιλικά διακειμένους. Οι απώλειες που υπέστη η Julia ήταν κυριολεκτικά πρωτοφανείς. Ο Μουσολίνι στις 18 Νοεμβρίου θα παραδεχθεί σε ομιλία του:

«Η Μεραρχία Αλπινιστών Julia που υπέστη τρομακτικές απώλειες, που τράπηκε σε φυγή, που ξεχαρβαλώθηκε ολότελα από τους Έλληνες».

 

Απολογισμός

Η νίκη στην Πίνδο απέτρεψε τον κίνδυνο αποκοπής των Ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην Ήπειρο και την Δυτική Μακεδονία. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συμβολή των κατοίκων των χωριών της περιοχής, ανδρών και γυναικών, που ενίσχυσαν συστηματικά το έργο του Ελληνικού στρατού στην μεταφορά τροφίμων και πολεμοφοδίων προς την πρώτη γραμμή. Σύμφωνα με Ιταλικές πηγές, στον 14ήμερο αγώνα στην Πίνδο άφησε 1.700 νεκρούς, ενώ συνελήφθησαν περί τους 2.000 αιχμαλώτους. Η συντριβή της Julia στην Πίνδο, έδωσε αφορμή για τη σύνθεση του ύμνου της :

«Sul ponte di Perati bandiera nera

L’ e il lutto della Julia che va alla guerra

Le meglio gioventu va sotto terra…»

 

(Στη γέφυρα του Περατίου, μαύρη σημαία

Είναι το πένθος της Τζούλια που πηγαίνει στον πόλεμο

Το άνθος της νιότης που θάφτηκε μέσα στη γη…)

 

Η ΜΑΧΗ ΓΡΑΜΜΗΣ ΕΛΑΙΑΣ (ΚΑΛΠΑΚΙ) – ΚΑΛΑΜΑ (2 Νοεμβρίου – 5 Νοεμβρίου 1940)

Με την κατάληψη της Αλβανίας, τον Απρίλιο του 1939, η Ιταλία έθεσε σε εφαρμογή το κατακτητικό της σχέδιο εναντίον της Ελλάδας, που προέβλεπε κατ’ αρχήν την αιφνιδιαστική κατάληψη της Ηπείρου και της Κέρκυρας και σε δεύτερο στάδιο την κατάληψη της Δυτικής Μακεδονίας. Απέναντι στις συνεχείς προκλήσεις των Ιταλών και στις εξελίξεις που συγκλόνιζαν όλη την Ευρώπη, η Ελληνική πλευρά δεν είχε μείνει αδρανής. Το πρώτο αμυντικό σχέδιο της χώρας, που λάμβανε υπόψη του την απειλή από την πλευρά της Ιταλίας, καταρτίσθηκε το 1939 (σχέδιο ΙΒ).

Προέβλεπε την παραχώρηση ενός μέρους της Ηπείρου ως τον Άραχθο, και άμυνα στην τοποθεσία Άραχθος – Ζυγός Μετσόβου. Αργότερα, όταν η αμυντική προετοιμασία προχώρησε ικανοποιητικά, δημιουργήθηκε και δεύτερο σχέδιο (ΙΒα), που προέβλεπε την άμυνα στην προωθημένη παραμεθόρια γραμμή Καλαμάς – Ελαία (Καλπάκι) – Γκαμήλα – Σμόλικας – Σταυρός (Γράμμος), χωρίς σοβαρές εδαφικές παραχωρήσεις. Το Ιταλικό σχέδιο προέβλεπε αιφνιδιαστική εισβολή με ταχυκίνητα μέσα πριν ακόμη ολοκληρωθεί η επιστράτευση και συγκέντρωση του Ελληνικού στρατού.

Το κύριο βάρος της αμυντικής οργάνωσης της Ελλάδας έφερε, επομένως, το μέτωπο της Ηπείρου, και η VIII Μεραρχία των Ιωαννίνων. Με πρωτοβουλία του διοικητή της, Υποστράτηγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου, αποφασίστηκε να επικεντρωθεί όλη η προετοιμασία στην περιοχή της Ελαίας (Καλπάκι), ο έλεγχος της οποίας εξασφάλιζε όχι μόνο την Ήπειρο, αλλά και τις διαβάσεις προς τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Η τοποθεσία είχε οργανωθεί από τα μέσα του 1939, σε ικανοποιητικό επίπεδο, ιδιαίτερα στα υψώματα εκατέρωθεν της υποχρεωτικής διάβασης του ποταμού Καλαμά.

Έτσι, στις 27 Οκτωβρίου 1940, μία ημέρα μόλις πριν από την κήρυξη του πολέμου, η VIII Μεραρχία είχε ολοκληρώσει την επιστράτευσή της και ο Διοικητής της διαβεβαίωνε το αρχηγείο του ΓΕΣ ότι «δεν θα περάσουν Ιταλοί από το Καλπάκι». Η VIII Μεραρχία είχε ενισχυθεί με το Στρατηγείο της ΙΙΙ Ταξιαρχίας Πεζικού και μερικές μονάδες Πεζικού και Πυροβολικού. Οι δυνάμεις της περιλάμβαναν τέσσερις διοικήσεις συνταγμάτων Πεζικού, 15 τάγματα Πεζικού, 15 πυροβολαρχίες, 5 ουλαμούς συνοδείας πεζικού, 2 τάγματα πολυβόλων κίνησης, και 1 μεραρχιακή ομάδα αναγνώρισης.

Ο Ιταλικός στρατός είχε απόλυτη υπεροχή στα άρματα και στην αεροπορική υποστήριξη (περίπου 400 αεροπλάνα). Στην περιοχή της Ηπείρου βρισκόταν το ΧΧV Σώμα Στρατού με τέσσερις μεραρχίες: την 23η Μεραρχία Πεζικού «Φερράρα», την 131η Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Κενταύρων», την 51η Μεραρχία «Σιέννα» και τη Μεραρχία Ιππικού (21 τάγματα Πεζικού, 1 τάγμα Βερσαλιέρων, 41 πυροβολαρχίες, 2 τάγματα όλμων, 3 συντάγματα Ιππικού, 1 επιλαρχία, 90 άρματα μάχης, συνολικής δύναμης περίπου 41.200 ανδρών).

Πριν ακόμη λήξει το τελεσίγραφο των Ιταλών, ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, οι Ιταλικές δυνάμεις άρχισαν να προελαύνουν σε ολόκληρο το μέτωπο της Ηπείρου. Τα Ελληνικά τμήματα προκαλύψεως, αφού αντιστάθηκαν, συμπτύχθηκαν στην περιοχή Καλπακίου, σύμφωνα με το σχέδιο της VIII Μεραρχίας, που είχε εγκαταστήσει εκεί το αρχηγείο της. Έως και την 1η Νοεμβρίου οι Ιταλοί περιορίσθηκαν στην εκτέλεση επίγειων και εναέριων αναγνωρίσεων, ενώ οι πυροβολαρχίες τους και η αεροπορία έβαλαν δραστικά κατά των υψωμάτων Γκραμπάλα, Καλπάκι και Ασσόνισα, αλλά με ασήμαντα αποτελέσματα.

Η οργανωμένη επίθεση άρχισε στις 2 Νοεμβρίου το πρωί. Ιταλικά αεροσκάφη σε διαδοχικά κύματα βομβάρδισαν την Γκραμπάλα, το Καλπάκι, τη Μονή Βελλάς, το αεροδρόμιο Ιωαννίνων και τη γέφυρα Μαζαράκι, αλλά και πάλι χωρίς τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ακολούθησε, το μεσημέρι, σφοδρός βομβαρδισμός από το Ιταλικό πυροβολικό, παρά το γεγονός, όμως, ότι ρίχτηκαν περισσότερα από 2.000 βλήματα και τα υψώματα κυριολεκτικά ανασκάφηκαν, οι απώλειες ήταν και πάλι ελάχιστες, χάρη στην αποτελεσματική προετοιμασία των Ελλήνων.

Την ίδια τύχη είχε και η επίθεση των δύο Ιταλικών μεραρχιών «Φερράρα» και «Κενταύρων», που κινήθηκαν κατά των υψωμάτων Γκραμπάλα και Ψηλορράχη. Χάρη στην επιτυχημένη δράση του Ελληνικού πυροβολικού η επίθεση αποκρούστηκε με σοβαρές απώλειες για τους Ιταλούς. Παρ’ όλα αυτά, το ίδιο βράδυ, ένα τάγμα Αλβανών και επίλεκτα ιταλικά τμήματα με αιφνιδιαστική επίθεση κατέλαβαν το ύψωμα Γκραμπάλα και ανέτρεψαν τον εκεί λόχο του 15ου Συντάγματος. Η σφοδρή χιονοθύελλα που ακολούθησε εμπόδισε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια και από τις δύο πλευρές, αλλά τα ξημερώματα της 3ης Νοεμβρίου οι Έλληνες ανακατέλαβαν το ύψωμα.

Οι Ιταλοί εγκατέλειψαν στην Γκραμπάλα 20 νεκρούς, 6 αιχμαλώτους και πολλά όπλα και πυρομαχικά. Σε όλη τη διάρκεια της ημέρας οι δύο πλευρές αντάλλασσαν πυρά πυροβολικού, ενώ η Ιταλική αεροπορία βομβάρδιζε το Καλπάκι και τα Σουδενά. Το απόγευμα οι Ιταλοί εκτόξευσαν νέα επίθεση κατά των υψωμάτων Γκραμπάλα, Ψηλορράχη και Ασσόνισα. 70 – 80 άρματα της Μεραρχίας «Κενταύρων», πλαισιωμένα με περίπου 50 μοτοσυκλετιστές, έφθασαν σε απόσταση 500 – 600 μ. από το Καλπάκι. Και αυτή, όμως, η επίθεση αναχαιτίστηκε από το Ελληνικό πυροβολικό και την αντιαρματική άμυνα (τάφρους και ναρκοπέδιο).

Πολλά Ιταλικά άρματα καταστράφηκαν, ενώ τα υπόλοιπα υποχώρησαν με σοβαρές ζημιές. Οι Ελληνικές απώλειες κατά την ημέρα αυτή ήταν 35 νεκροί και τραυματίες, αξιωματικοί και οπλίτες. Η αποτυχία αυτή του εχθρού αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων, που είχαν κατορθώσει να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα δύο σημεία υπεροχής των Ιταλών: τα άρματα μάχης, τα οποία έβλεπαν για πρώτη φορά, και την αεροπορία. Ύστερα από τις διαδοχικές αποτυχίες τους, οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να αναβάλουν την ολοκληρωτική επίθεση που σχεδίαζαν και περιορίστηκαν σε πυρά πυροβολικού και σε αεροπορικό βομβαρδισμό, ιδίως κατά της Γκραμπάλας.

 

Πεδίο Μάχης Ελαίας

Η γραμμή της αμυντικής τοποθεσίας άρχιζε από τον Κόζιακο του Μιτσικελίου, όπου η τοποθεσία άμυνας της Ελαίας στήριζε το δεξιό της (Ανατολικό), συνέχιζε προς τα Δυτικά με τα υψώματα Γκραμπάλα – Ασσόνισα, Ανώνυμα Ελαίας – Σουβιέτη – Παλαιόκαστρο – Άγιος Αθανάσιος – Βροντισμένη και στη συνέχεια Δυτικά του Καλαμά, Ρεπέτιστα – Μονή Σωσίνου – Γκορτσιές έφθανε στο υψ. Χαβός του Κασιδιάρη, όπου στήριζε το αριστερό της (ΙΒα). Αυτή η σειρά των υψωμάτων περιβάλλει σαν πέταλο τη μικρή κοιλάδα του Γόρμπου και των πηγών του Καλαμά, πάνω στην οποία δεσπόζει.

 

Μπροστά στη στενωπό της Ελαίας συγκλίνουν οι δρόμοι Αυλώνα – Αργυρόκαστρο – Κακαβιά – Έλαία και Βεράτι – Κλεισούρα – Πρεμετή – Μέρτζανη αλλά και ο δρόμος Κορυτσά – Ερσέκα – Λεσκοβίκι – Μέρτζανη – Ελαία. Αυτός ο χώρος, μπροστά στη στενωπό, ήταν τότε ένα απέραντο έλος, από τα νερά του Καλαμά, αδιάβατο από το πεζικό και τα άρματα.

 

Πεδίο Μάχης Καλαμά – Θεσπρωτίας

Η γραμμή αυτής της αμυντικής τοποθεσίας άρχιζε από το υψ. Χαβός (αριστερό άκρο της αμυντικής τοποθεσίας Ελαίας) και ακολουθούσε τον ρου του Καλαμά μέχρι τις εκβολές του (ΙΒα). Αδύνατα σημεία για τον αμυνόμενο είναι η περιοχή Νεοχωρίου και ιδιαίτερα του Παραποτάμου και η περιοχή των εκβολών του Καλαμά, κοντά στο χ. Δάφνη, εξ αιτίας των υπαρχόντων πόρων αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι οι προσβάσεις τον εδάφους από τα σύνορα μέχρι τον Καλαμά είναι ορεινές, με εξαίρεση αυτή του παραλιακού τομέα που εξυπηρετείται από το δρόμο Κονίσπολη – Φιλιάτες – Παραμυθίά – Πρέβεζα.

Αμυντική Οργάνωση των Πεδίων της Μάχης

Η αμυντική ισχύς της τοποθεσίας Πίνδος – Ελαία – Καλαμάς είχε αυξηθεί από τα έργα αμυντικής οργάνωσης του εδάφους που είχαν γίνει, χάρη στις εργώδεις προσπάθειες του διοικητού πυροβολικού της 8ης μεραρχίας πεζικού, συνταγματάρχη πυροβολικού Μαυρογιάνη Παναγιώτη και στην εντατική εργασία των στρατιωτών και των κατοίκων της περιοχής. Με τα λίγα σχετικώς χρήματα (1.000.000 δρχ.) που διατέθηκαν το 1939 κατασκευάσθηκαν έργα εκστρατείας, χαρακώματα «ορθίως βάλλοντας» προστατευόμενα και με συρματοπλέγματα.

 

Αντιαρματικές τάφροι και αντιαρματικά φράγματα από σιδηροτροχιές, υπονομεύσεις γεφυρών και αμαξιτών οδών, αριστοτεχνικές θέσεις πυροβόλων, ενισχυμένα πολυβολεία ή τοποθετήσεις πολυβολείων μέσα σε βράχους, σκέπαστρα πεζικού και πυροβολικού και άλλα έργα. Κύριο βάρος των έργων δόθηκε στην Ελαία, κατά δεύτερο στους άξονες ελιγμού – επιβραδύνσεως από τα σύνορα προς την κύρια Αμυντική τοποθεσία (για την προστασία των υποχωρητικών κινήσεων των Τμημάτων Προκαλύψεως) και κατά τρίτο στις τοποθεσίες Καλαμά – Θεσπρωτίας και Πίνδου. (Υπονόμευση γεφυρών Σαρανταπόρου κ.λ.π.).

 

Κατάσταση Αντιπάλων – Διάταξη

Ιταλών

Την παραμονή της Ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδας υπήρχε στα Τίρανα η Ανώτατη Διοίκηση των Ιταλικών Δυνάμεων Αλβανίας (Στρατηγός Βισκόντι Πράσκα), που περιελάμβανε:

1. Το 26ο ΣΣ Κορυτσάς (στρατηγός Γκαμπριέλ Νάσι), δυνάμεως 4 Μεραρχιών, προσανατολισμένο στο Θέατρο Επιχειρήσεων Β.Δ. Μακεδονίας και απέναντι στη Γιουγκοσλαβική μεθόριο.

2. Την 3η Μεραρχία Αλπινιστών « Τζούλια», (στρατηγός Τζιρότι) συνολικής δυνάμεως 10.800 ανδρών, αναπτυγμένη από το 1939 στην περιοχή Ερσέκα – Λεσκοβίκι, έναντι Πίνδου, από τις Μονάδες της οποίας είχαν συγκροτηθεί:

  • Το καλυπτικό Συγκρότημα προς Βορρά από 2 Λόχους πεζικού (4 Φαλαγγίδια).
  • Το Βόρειο Συγκρότημα του 8ου Συντάγματος Αλπινιστών με 3 Φάλαγγες του ενός Τάγματος και μιας Ορεινής Πυροβολαρχίας η καθεμιά.
  • Το Νότιο Συγκρότημα του 9ου Συντάγματος Αλπινιστών με 2 Φάλαγγες του ενός Τάγματος και μιας Ορεινής Πυροβολαρχίας η καθεμιά.
  • Ανεξάρτητη Ίλη Ιππικού και μία ακόμη Πυροβολαρχία.
  1. Το 25ο ΣΣ Τσαμουριάς (Στρατηγός Κάρλο Ρόσι), δυνάμεως 4 Μεραρχιών, με 40.000 άνδρες (εκ των οποίων 4.000 Αλβανοί), προσανατολισμένο προς την Ήπειρο και με την ακόλουθη διάταξη:α) Την 23η Μεραρχία Πεζικού (ΜΠ) «Φερράρα» (Στρατηγός Τζαννίνι), συνολικής δυνάμεως 21.000 ανδρών, αναπτυγμένη στις περιοχές Μέρτζανη – Αργυρόκαστρο και Γεωργουτσάδες – Πρεμετή, από τις Μονάδες της οποίας είχαν συγκροτηθεί:
  • Η Φάλαγγα «ΣΟΛΙΝΑ» με 2 τάγματα πεζικού (το ένα Αλβανών), 1 τάγμα αρμάτων (50 άρματα) και 5 πυροβολαρχίες (από τις οποίες 2 βαρειές).
  • Η Φάλαγγα «ΤΡΙΤΣΙΟ» με 2 τάγματα πεζικού και 3 πυροβολαρχίες.
  • Η Κεντρική Φάλαγγα (υπό τον Μέραρχο) με 3 τάγματα πεζικού, 1 επιλαρχία Ιππικού και 19 πυροβολαρχίες (από τις οποίες 10 βαρειές).
  • Η Φάλαγγα « ΣΑΠΙΕΝΤΖΑ» με 3 τάγματα πεζικού και 2 πυροβο­λαρχίες.

β) Την 51 η ΜΠ «Σιέννα» (Στρατηγός Γκαμπούτι), συνολικής δυνάμεως 12.500 ανδρών, αναπτυγμένη στις περιοχές Δέλβινου – Κονίσπολης και Αγίων Σαράντα, από τις Μονάδες της οποίας είχαν συγκροτηθεί:

  • Η Φάλαγγα «ΚΑΡΛΟΝΙ» με 2 τάγματα πεζικού και 4 πυροβολαρχίες.
  • Η Φάλαγγα «ΤΖΙΑΝΙΝΙ» με 3 τάγματα πεζικού, 1 τάγμα Αλβανών, 1 Σύνταγμα Ιππικού (μείον) και 4 πυροβολαρχίες.
  • Η Φάλαγγα «ΕΛΙΓΜΟΥ» πίσω από τις δύο αναφερ­θείσες με το 141 τάγμα Μελανοχιτώνων και 12 πυροβολαρχίες (από τις οποίες 6 βαριές).

γ) Την 131 Τεθωρακισμένη Μεραρχία (ΤΘΜ) «Κένταυρος» (Στρατηγός Μάλι), συνολικής δυνάμεως 2.200 ανδρών, αναπτυγμένη πίσω από την 23η και 51 η ΜΠ στην περιοχή Αργυροκάστρου – Τεπελενίου συγκείμενη από 1 τάγμα Βερσαλλιέρων, 6 Πυροβολαρχίες και 1 τάγμα αρμάτων (40 Άρματα). Μέρος της δυνάμεως της 131 ΤΘΜ ήταν εφεδρεία του ΧΧVΙ Σ.Σ.

δ) Τη Μεραρχία Ιππικού (Στρατηγός Ριβόλτα), ενισχυμένη με μονάδες πεζικού και πυροβολικού, συνολικής δυνάμεως 5.500 ανδρών, αναπτυγμένη στην περιοχή δυτικά της Κονίσπολης ως τη Θάλασσα, από τις Μονάδες της οποίας είχαν συγκροτηθεί:

  • Η Φάλαγγα «ΑΝΤΡΕΙΝΙ» με 3 τάγματα Γρεναδιέρων, 1 τάγμα Αλβανών και 4 πυροβολαρχίες.
  • Η Φάλαγγα «ΜΟΡΙΤΣΙ» με 1 σύνταγμα ιππικού και 1 πυροβολαρχία.
  • Η Φάλαγγα «ΙΜΠΕΡΙΑΛΙ» με 1 σύνταγμα ιππικού και 1 πυροβολαρχία.

Το σύνολο των Ιταλικών Δυνάμεων στο Θέατρο επιχειρήσεων Πίνδου – Ηπείρου ανερχόταν σε 27 τάγματα πεζικού, αλπινιστών, Αλβανών, Βερσαλιέρων ή Μελανοχιτώνων, 67 πυροβολαρχίες (από τις οποίες 18 βαριές), 2 τάγματα αρμάτων (80 – 90 Άρματα), 3 συντάγματα ιππικού, 1 ίλη ιππικού και 2 τάγματα όλμων. Από πλευράς αεροπορίας είχε προβλεφθεί η διάθεση και χρησιμοποίηση του μεγαλυτέρου μέρους των εξόδων των 400 αεροσκαφών πρώτης γραμμής από τα αεροδρόμια Αλβανίας και Ιταλίας.

 

Ελλήνων

Για την αντιμετώπιση της Ιταλικής απειλής από την Αλβανία στο Θέατρο Επιχειρήσεων Πίνδου – Ηπείρου βρισκόταν στην περιοχή οι ακόλουθες δυνάμεις:

1. Η 8η Μεραρχία Πεζικού, προεπιστρατευμένη και ενισ­χυμένη με το Στρατηγείο της 3ης Ταξιαρχίας πεζικού και άλλες μονάδες, συνολικής δυνάμεως 15 ταγμάτων πεζικού, 2 τάγματα πολυβόλων κινήσεως, 16 πυροβολαρχίες (11 Ορειβατικές, 3 πεδινές και 2 βαριές), 5 ουλαμοί πυροβολικού συνοδείας, 1 πολυβολαρχία βαρέων πολυβόλων και 1 Μεραρχιακή Ομάδα Αναγνωρίσεως, ανεπτυγμένη σ’ ολόκληρη την περιοχή Ελαίας – Καλαμά.

2. Από τις δυνάμεις αυτές 5 τάγματα πεζικού (1 Θεσπρωτίας, 1 Καλαμά – Δελβινακίου, 1 Δρυμάδες – Αηδηνοχώρι, 1 περιοχή ΝΑ λίμνης Τζεραβίνας και 1 Κόνιτσας – Αώου), 2 πυροβολαρχίες και 3 ουλαμοί πυροβολικού συνοδείας κατείχαν την τοποθεσία προκαλύψεως και μετά τη σύμπτυξη τους (πλην του τάγματος πεζικού Κόνιτσας) θα αποτελούσαν την εφεδρεία τόσο των Τομέων όσο και της Μεραρχίας, η οποία διέθετε ακόμη ως εφεδρεία άλλα 3 τάγματα πεζικού του Εμπέδου Ιωαννίνων στις περιοχές Βουτσαρά, Δραγουμή και Μπισδούνι.

3. Οι βρισκόμενες στην Αμυντική Τοποθεσία δυνάμεις είχαν οργανωθεί σε 3 Τομείς και έναν ανεξάρτητο υποτομέα (Αώου) με την ακόλουθη διάταξη – επάνδρωση:

  • Τομέας Θεσπρωτίας (διοικητής ο υποστράτηγος Λιούμπας Νικόλαος με Σταθμό Διοικήσεως (ΣΔ) το χ. Νεοχώρι), με 2 τάγματα πεζικού και 2 πυροβολαρχίες, ανεπτυγμένα σε δύο υποτομείς ( Παραποτάμου και Νεοχωρίου ).
  • Τομέας Καλαμά (διοικητής ο συνταγματάρχης Γιαϊτζής Δημήτριος με ΣΔ τη Ζίτσα) με 3 τάγματα πεζικού, 3 πυροβολαρχίες, 1 τάγμα (-) πολυβόλων, 1 Μεραρχιακή Ομάδα Αναγνωρίσεως και δύο (2) ουλαμοί πυροβολικού συνοδείας, κατανεμημένα σε τρεις υποτομείς (Βροσίνας, Γρανιτσοπούλας και Γρίμπιανης).
  • Τομέας Νεγράδων (διοικητής ο συνταγματάρχης Ντρέν Γεώργιος με ΣΔ το χ. Νεγράδες), με 5 τάγματα πεζικού, 10 πυροβολαρχίες (από τις οποίες δύο βαρείές), 1 τάγμα Πολυβόλων, 1 πολυβολαρχία βαρέων πολυβόλων και 1 ουλαμός πυροβολικού συνοδείας, κατανεμημένα σε τρεις υποτομείς (Βροντισμένης, Καλπακίου, Σουδενών).
  • Υποτομέας Αώου (διοικητής ο ταγματάρχης πεζικού Γίγας Νικόλαος, με ΣΔ την Κόνιτσα) με 1 τάγμα πεζικού προκαλύψεως.
  1. Επί πλέον για τη φρούρηση των ακτών του στομίου του Αμβρακικού κόλπου (εκτός αμυντικής τοποθεσίας) είχε δημιουργηθεί και ο Τομέας Πρέβεζας με 1 τάγμα πεζικού, 1 πυροβολαρχία, 1 λόχο πολυβόλων και 2 ουλαμούς πυροβολικού συνοδείας.5. Το Απόσπασμα Πίνδου (διοικητής ο συνταγματάρχης Δαβάκης Κωνσταντίνος με ΣΔ το χ. Έπταχώρι) με το 51 Σύνταγμα Πεζικού της 1ης Μεραρχίας (3 τάγματα πεζικού, από τα οποία το 1 μόλις είχε επιστρατευθεί και την 28η Οκτωβρίου βρισκόταν σε πορεία προς την έδρα του Αποσπάσματος), 1 πυροβολαρχία, 1 ουλαμό πυροβολικού συνοδείας, 1 ουλαμό ιππικού και μία ομάδα όλμων, αναπτυγμένο σε μέτωπο 37 χιλιομέτρων (Σμόλικας – Γράμμος) και κατατμημένο σε τρεις τομείς:
  • Δυτικό: ΣΔ Καντζικό με τάγμα πεζικού (- Λόχο και Διμοιρία πολυβόλων).
  • Κεντρικό: ΣΔ Οξυά με τάγμα πεζικού (-διμοιρία Πολυβόλων) + Λόχο Προκαλύψεως Τάγματος Κόντιτσας.
  • Ανατολικό: ΣΔ Παληοχώρι με λόχο πεζικού (+2 διμοιρίες πολυβόλων) και διμοιρία πεζικού της 9ης Μεραρχίας.
  • Εφεδρεία του Αποσπάσματος το 111/51 τάγμα πεζικού σε κίνηση προς το Επταχώρι.
  1. Από πλευράς Αεροπορίας υπήρχαν 143 παλαιά αεροσκάφη (45 διώξεως, 33 βομβαρδιστικά και 65 παρατηρήσεως).

Σχέδια Ενέργειας των Αντιπάλων

Χερσαίο Σχέδιο Επιχειρήσεων Ιταλών

Προέβλεπε επιθετικές ενέργειες κατά της Ελληνικής αμυντικής διάταξης στην τοποθεσία Πίνδος – Ελαία – Καλαμάς με κύρια προσπάθεια στον άξονα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα – Ιωάννινα – Άρτα, προς διάρρηξη της στενωπού της Ελαίας εντός των τεσσάρων πρώτων ημερών και εκμετάλλευση προς κατάληψη των Ιωαννίνων και Άρτας με ταυτόχρονο ελιγμό «εν είδει λαβίδας κατά τα άκρα» και στις κατευθύνσεις Ελληνο­-Αλβανικά σύνορα – Μέτσοβο και Ελληνο-Αλβανικά σύνορα – Φιλιππιάδα.

 

Ενώ από της καταλήψεως του κάτω ρου του Καλαμά, πιθανώς και επί της συγκλίνουσας κατεύθυνσης, κάτω ρους Καλαμά – Ιωάννινα και με κάλυψη πλευρών, του μεν Βόρειου με ενεργητική αμυντική στάση των δυνάμεων Κορυτσάς, του δε Δυτικού με το Στόλο και με πιθανή κατάληψη της Κέρκυρας.

Στήριζε την επιτυχία του στην αιφνιδιαστική προσβολή με τα ταχυκίνητα μέσα που διέθετε, πριν τελειώσει η επιστράτευση, συγκέντρωση και προώθηση του Ελληνικού Στρατού, καθώς και στην ευρεία χρησιμοποίηση της Αεροπορίας που θα βομβάρδιζε τόσο την αμυντική τοποθεσία όσο και τις κυριότερες πόλεις και κόμβους συγκοινωνιών προκειμένου να παραλύσει το σχέδιο συγκέντρωσης των Ελληνικών δυνάμεων. Για την υλοποίηση αυτού του Σχεδίου δόθηκαν οι ακόλουθες αποστολές στις χερσαίες Δυνάμεις :

α) Στην 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» να εξασφαλίσει ευρεία κάλυψη του αριστερού της και να επιτεθεί κατά της τοποθεσίας της Πίνδου, κινούμενη δια των δύο Συγκροτημάτων της επί των ορεινών κατευθύνσεων:

– Σταυρός – Φούρκα – Σαμαρίνα – Βωβούσα – Μέτσοβο

– Γκόλιο – Δυτ. Σμόλικας – Δίστρατο – Βωβούσα – Μέτσοβο, να καταλάβει την περιοχή του Μετσόβου για να παρεμποδίσει τη διαφυγή των Ελληνικών Δυνάμεων της Ηπείρου προς τα Ανατολικά και να απαγορεύσει ενδεχόμενη κίνηση Ελληνικών ενισχύσεων από τη Δυτική Μακεδονία και η Θεσσαλία προς την Ηπειρο.

β) Στην 23η ΜΠ «Φερράρα» ενισχυμένη με τμήματα της 131 ΤΘΜ «Κενταύρων», να κινηθεί επιθετικά δια των 4 φαλάγγων της επί των κατευθύνσεων:

– Λεσκοβίκι – Μέρτζανη – Καλπάκι.

– Κακαβιά – Χάνι Δελβινάκι – Καλπάκι και

– Κακαβιά – Κρυονέρι – Παλαιόκαστρο προς διάρρηξη της στενωπού της Ελαίας και κατάληψη των Ιωαννίνων.

γ) Στην 51η ΜΠ «Σιέννα», να περάσει την οριακή γραμμή μεταξύ των ορέων Τσαμαντά και Σαρακίνας, να προελάσει δια των δύο φαλαγγών της επί των κατευθύνσεων

– Πόβλα – Κεραμίστα – Βροσίνα και

– Κότσικα – Φιλιάτες – Παραπόταμος. και αφού καταλάβει τον κάτω ρου του Καλαμά να προωθηθεί με όλες της τις δυνάμεις δια της αμαξιτής οδού προς Ιωάννινα, ύστερα από διαταγή.

δ) Στη Μεραρχία Ιππικού, να προελάσει στον παραλιακό άξονα Κονίσπολη – Ηγουμενίτσα – Πρέβαζα, να καλύπτει από Δυτικά το XXV ΣΣ, ενεργούσα επί των κατευθύνσεων:

– Κονίσπολη – Σαγιάδα – Ηγουμενίτσα – Πάργα – Καλαμάς – Μαργαρίτι – Φιλιππιάδα και – Φιλιππιάδα – Άρτα με τις 1η, 2′1 και 311 Φάλαγγες αντίστοιχα.

ε) Στην 131 ΤΘΜ (-) «Κενταύρων», να συγκεντρωθεί στην περιοχή Τεπελένι, αποτελούσα την εφεδρεία του 25ου ΣΣ, υπό δέσμευση στην περιοχή του, της Ανωτάτης Διοικήσεως στην Αλβανία.

 

Τα Σχέδια Επιχειρήσεων Ελλήνων

Μετά την προεπιστράτευση των δυνάμεων της Ηπείρου και την τμηματική προώθηση του όγκου των δυνάμεων της 8ης ΜΠ κοντά στην τοποθεσία Ελαία – Καλαμάς, το Σχέδιο Επιχειρήσεων της 8ης ΜΠ προέβλεπε:

  • Επιβράδυνση του εχθρού από τα σύνορα μέχρι την τοποθεσία Ελαία – Καλαμάς, από τα τμήματα Προκαλύψεως χωρίς όμως να φθαρούν, γιατί στη συνέχεια θα αποτελούσαν σημαντικό μέρος των εφεδρειών, με αντικειμενικό σκοπό το κέρδος χρόνου για το συναγερμό και την κατάληψη της τοποθεσίας.
  • Ισχυρή κατοχή με το μεγαλύτερο μέρος της ενισχυ­μένης Μεραρχίας και ανυποχώρητη ενεργητική άμυνα στην οργανωμένη τοποθεσία Καλαμάς – Ελαία, με το βάρος της άμυνας στην περιοχή της Ελαίας, μπροστά στην οποία θα επιδιωκόταν να παρασυρθεί με τον υποχωρητικό ελιγμό του κλιμακίου προκαλύψεως ο εχθρός, για να καταστραφεί από τις δυνάμεις της αμυντικής τοποθεσίας.
  • Εξασφάλιση του Αμβρακικού κόλπου και του κόμβου Φιλιππιάδας με τις απαραίτητες δυνάμεις που θα στάθμευαν εκεί από την αρχή.
  • Εξασφάλιση των κόμβων στον κάτω ρου του Καλαμά, των Ιωαννίνων και της Ελαίας με ισχυρές εφεδρείες, που η διάθεσή τους θα εξαρτιόταν από τη ναυτική κατάσταση.

Αμυντικές επιχειρήσεις του Αποσπάσματος Πίνδου, με σκοπό την τήρηση συνδέσμου μεταξύ 9ης και 8ης Μεραρχιών και απαγόρευση των ορεινών διαβάσεων της Πίνδου, στο ύψος μιας από τις ακόλουθες τοποθεσίες:

  • Της γραμμής των υψωμάτων της (ΙΒα) από Τσομπάνη (Σμόλικα) μέχρι Καταφύκι (Γράμμου).
  • Της γραμμής των υψωμάτων Νταλιάπολη (Σμόλικα) – Γύφτισσα – Έπάνω Αρένα – Κόζακας (Γράμμου).
  • Της γραμμής των υψωμάτων Σμόλικας – Ταμπούρι – Κάτω Αρένα – Μυροβλύτης (Γράμμου).

 

Διεξαγωγή της Μάχης

Ο Αγώνας των Τμημάτων Προκαλύψεως

Στις 2 Νοεμβρίου το πρωί οι Ιταλοί είχαν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες τους για την αποφασιστική τους επίθεση και από τις 09:00 σμήνη Ιταλικών αεροσκαφών σε διαδοχικά κύματα άρχισαν να βομβαρδίζουν τον Τομέα Νεγράδων και ιδιαίτερα τη Γκραμπάλα, το Καλπάκι, τη Μονή Βελάς, το αεροδρόμιο Ιωαννίνων και τη γέφυρα Μαζαράκη, χωρίς όμως σοβαρά αποτελέσματα. Βομβάρδισαν επίσης τα Ιωάννινα με αρκετές ζημιές και θύματα μεταξύ του άμαχου πληθυσμού.

Τις μεσημβρινές ώρες αποχώρησε η αεροπορία και άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός της τοποθεσίας από το Ιταλικό πυροβολικό, με μεγαλύτερη πυκνότητα κατά της τοποθεσίας Ελαίας – Γκραμπάλας, με ασήμαντα όμως και πάλι αποτελέσματα. Στο μεταξύ τμήματα της Μεραρχίας «Φερράρα», η οποία είχε ενισχυθεί και με άρματα από τη Μεραρχία «Κενταύρων», άρχισαν να κινούνται κατά του Τομέα Νεγράδων και στις 15:00 εκτόξευσαν την πρώτη τους επίθεση από πολλές συγχρόνως κατευθύνσεις, με ιδιαίτερη βαρύτητα κατά των υψωμάτων Γκραμπάλα και Ψηλορράχη.

Η επίθεση, παρά την προετοιμασία της και τους σφοδρούς βομβαρδισμούς που είχαν προηγηθεί, αποκρούστηκε με σοβαρές απώλειες για τους Ιταλούς. Έτσι η ημέρα της 2ας Νοεμβρίου πέρασε χωρίς οι Ιταλοί να μπορέσουν να διαρρήξουν την τοποθεσία Ελαίας. Στην απόκρουση της Ιταλικής επιθέσεως συνέβαλε αποφασιστικά και το Ελληνικό πυροβολικό, το οποίο, βάλλοντας με καταιγιστικά και εύστοχα πυρά κατά των επιτιθεμένων, τους αποδιοργάνωσε και τους ανάγκασε να κινούνται με αργό ρυθμό ή να ανακόπτουν την κίνηση τους, εξαιτίας των απωλειών.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας, επίλεκτα τμήματα Ιταλικού πεζικού, ενισχυμένα και με Αλβανούς, κατόρθωσαν να αιφνιδιάσουν Ελληνικό τμήμα, δυνάμεως λόχου περίπου, που κατείχε το ύψωμα Γκραμπάλα, να το ανατρέψουν και να καταλάβουν το ύψωμα. Η κατάληψη όμως αυτή δε διάρκεσε για πολύ, γιατί τις πρωινές ώρες της 3ης Νοεμβρίου τα Ελληνικά τμήματα ενήργησαν αντεπίθεση και με αγώνα με τη λόγχη ανακατέλαβαν τη Γκραμπάλα. Ο εχθρός εγκατέλειψε σ’ αυτή 20 νεκρούς, 6 αιχμαλώτους και πολλά όπλα και πυρομαχικά.

Εξάλλου το 47ο Ιταλικό Σύνταγμα Πεζικού που ήταν συγκεντρωμένο κοντά στη Γκραμπάλα -με αποστολή να ανέβει σ’ αυτή μετά την κατάληψη της για να συνεχίσει προς τα υψώματα Ψηλορράχη και Ασσόνισα- έγινε έγκαιρα αντιληπτό και με τα πυρά τεσσάρων Ελληνικών πυροβολαρχιών διαλύθηκε πριν καν εκδηλώσει την ενέργεια του. Το πρωινό της 3ης Νοεμβρίου πέρασε με την ανταλλαγή πυρών πυροβολικού και από τις δύο πλευρές στους Τομείς Νεγράδων και Καλαμά.

Από τις 10:00 εισήλθε στον αγώνα και η Ιταλική Αεροπορία, η οποία βομβάρδισε κυρίως τον Τομέα Νεγράδων. Στις 16:00 ο εχθρός εκτόξευσε νέα επίθεση κατά του λόφου Καλπακίου με 50 – 60 άρματα, πλαισιωμένα με 80 περίπου μοτοσικλετιστές. Και αυτή όμως αναχαιτίστηκε από τα αντιαρματικά κωλύματα και τα εύστοχα πυρά του πυροβολικού. Τα περισσότερα από τα άρματα και τις μοτοσικλέτες καταστράφηκαν, ενώ τα υπόλοιπα υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν με σοβαρές ζημιές.

Επίσης πολλές απώλειες είχε και το ιταλικό πεζικό, το οποίο δέχτηκε τα Ελληνικά πυρά στους χώρους συγκεντρώσεως του, με αποτέλεσμα να μην εκδηλώσει την επίθεση του. Η αποτυχία αυτή του εχθρού αναπτέρωσε κατά πολύ το φρόνημα των Ελλήνων μαχητών, οι οποίοι για πρώτη φορά αντίκριζαν άρματα και εδραίωσε την πεποίθηση τους για την αποτελεσματικότητα της αντιαρματικής άμυνας. Για τις 4 Νοεμβρίου, οι Ιταλοί προέβλεπαν να ενεργήσουν γενική επίθεση σε ολόκληρο το μέτωπο, πλην όμως την ανέβαλαν για την επόμενη ημέρα προφανώς για την πληρέστερη προπαρασκευή της.

Έτσι η 4η Νοεμβρίου διέρρευσε μόνο με την προσβολή ολόκληρης της τοποθεσίας με πυρά πυροβολικού και σε ορισμένες περιπτώσεις και με την αεροπορία. Στο μεταξύ η VIII Μεραρχία για να ενισχύσει τις θέσεις της στην τοποθεσία Ελαίας, απέσυρε τη νύχτα της 3/4 Νοεμβρίου τα τμήματα της, που βρίσκονταν στις θέσεις Σιάστη, Μονή Σωσσίνου και Ρεπετίστη δυτικά του Καλαμά, σε νέα τοποθεσία, στα ανατολικά του ποταμού, η οποία θεωρούνταν λιγότερο ευπρόσβλητη στα εχθρικά άρματα. Η σύμπτυξη πραγματοποιήθηκε αθόρυβα, στη διάρκεια της νύχτας, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους Ιταλούς.

Από το πρωί της 5ης Νοεμβρίου οι Ιταλοί βομβάρδισαν σφοδρά τις περιοχές Γκραμπάλας και Βροντισμένης στον Τομέα Νεγράδων, τις θέσεις δυτικά του Καλαμά ποταμού που είχαν ήδη εγκαταλειφθεί από τα Ελληνικά τμήματα και την περιοχή Παραποτάμου (Βάρφανης) στον Τομέα Θεσπρωτίας. Στον Τομέα Νεγράδων, οι Ιταλοί ύστερα από την προαναφερόμενη προπαρασκευή του πυροβολικού και της αεροπορίας, ενήργησαν στις 14:30 νέα γενική επίθεση σε ολόκληρο το μέτωπο του, με μεγάλες δυνάμεις πεζικού και αρμάτων μάχης.

Όμως και αυτή η επίθεση, παρά την ισχυρή υποστήριξη της από την αεροπορία και το πυροβολικό, απέτυχε και οι δυνάμεις των Ιταλών καθηλώθηκαν από τα Ελληνικά πυρά, προ της αμυντικής τοποθεσίας με πολύ σοβαρές απώλειες. Τα άρματα μάχης, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κυρίως στην περιοχή Παρακάλαμου, δέχτηκαν τα συγκεντρωτικά και εύστοχα πυρά του Ελληνικού πυροβολικού με αποτέλεσμα να διασκορπιστούν και να καθηλωθούν στις ελώδεις εκτάσεις του Καλαμά ποταμού.

Η Ιταλική επίθεση στον Τομέα αυτό συνεχίστηκε και κατά τις δύο επόμενες ημέρες, κυρίως κατά της τοποθεσίας Ελαίας, χωρίς κανένα και πάλι αποτέλεσμα. Επίλεκτα Ιταλικά τμήματα, που κατόρθωσαν το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου να καταλάβουν το ύψωμα Ψηλορράχη, νότια κορυφή της Γκραμπάλας, δέχτηκαν άμεση Ελληνική αντεπίθεση και ύστερα από αγώνα «εκ των συστάδην» υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν αφού εγκατέλειψαν επί τόπου 45 νεκρούς, 7 αιχμαλώτους, 5 όλμους, 3 πολυβόλα και 4 οπλοπολυβόλα. Οι Ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε έναν αξιωματικό και 11 οπλίτες νεκρούς και έναν αξιωματικό και 33 οπλίτες τραυματίες.

Αυτή ήταν και η τελευταία Ιταλική προσπάθεια κατά της τοποθεσίας Ελαίας. Η Γκραμπάλα, το κλειδί της τοποθεσίας αυτής και του υψιπέδου των Ιωαννίνων γενικότερα, παρέμεινε στην κατοχή της VIII Μεραρχίας. Στον τομέα Καλαμά, καμιά σοβαρή Ιταλική ενέργεια δε σημειώθηκε κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, εκτός από την κατάληψη των εγκαταλειμμένων, από τα Ελληνικά τμήματα, προωθημένων θέσεων στα δυτικά του Καλαμά ποταμού.

Στον Τομέα Θεσπρωτίας, οι Ιταλοί με την κάλυψη της αεροπορίας και του πυροβολικού, κατόρθωσαν στις 10:15 της 5ης Νοεμβρίου να ζεύξουν τον Καλαμά ποταμό στην περιοχή Τσιφλίκι, να διαπεραιωθούν νότια από αυτόν και να δημιουργήσουν μικρό προγεφύρωμα. Την επομένη τα Ιταλικά τμήματα -αφού διεύρυναν το προγεφύρωμα- κινήθηκαν προς τα νότια, κατέλαβαν την Ηγουμενίτσα και εξανάγκασαν τις εκεί υπάρχουσες περιορισμένες Ελληνικές δυνάμεις να συμπτυχθούν νοτιότερα.

Η VIII Μεραρχία, εξαιτίας της ελλείψεως επαρκών εφεδρειών για τη διεξαγωγή επιβραδυντικού αγώνα στην περιοχή αυτή, διέταξε τα τμήματα της να διακόψουν την επαφή με τον εχθρό και να αποσυρθούν σε νέες θέσεις επί της τοποθεσίας όρη Σουλίου – Αχέροντας ποταμός, με αποστολή να απαγορεύσουν τις διαβάσεις προς την Πρέβεζα και τα Ιωάννινα. Για την ενίσχυση της παραπάνω νέας τοποθεσίας προωθήθηκε στη Φιλιππιάδα το 39ο Σύνταγμα Ευζώνων (μείον) της III Μεραρχίας.

Ωστόσο οι Ιταλικές δυνάμεις δεν παρενόχλησαν τις συμπτυσσόμενες Ελληνικές δυνάμεις και δεν επιδίωξαν να εκμεταλλευτούν την επιτυχία τους. Αρκέστηκαν μόνο στην προώθηση ενός τμήματος Ιππικού μέχρι το χωριό Μαργαρίτι. Η στάση αυτή των Ιταλών δικαιολογείται μόνο από το φόβο τους να μην αποκοπούν από τις βάσεις τους, συνεχίζοντας την προέλαση τους στον Τομέα Θεσπρωτίας, ενώ δεν είχε ακόμη διασπαστεί η τοποθεσία Ελαίας. Από τις 8 Νοεμβρίου, η επιθετική δραστηριότητα των Ιταλών διακόπηκε.

Όπως διαπιστώθηκε αργότερα, κατά την ημέρα αυτή, ο Ανώτατος Διοικητής των Ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία Στρατηγός Βισκόντι Πράσκα διατάχθηκε να αναστείλει τις επιθετικές του ενέργειες, ενώ ταυτόχρονα γινόταν αντικατάσταση του με το Στρατηγό Σοντού. Από τις 9 Νοεμβρίου, στο μέτωπο Ηπείρου, οι όροι των αντιπάλων αντιστράφηκαν. Οι Ιταλοί στον Τομέα Νεγράδων μετέπεσαν σε κατάσταση άμυνας, «ενώ στον Τομέα Θεσπρωτίας άρχισαν να συμπτύσσονται, διατηρώντας μόνο ένα περιορισμένο προγεφύρωμα νότια του Καλαμά ποταμού, που αποτέλεσε και το μοναδικό επίτευγμα της αιφνιδιαστικής επιθέσεως τους στο μέτωπο Ηπείρου.

Έτσι, ύστερα από αμυντικό αγώνα δώδεκα ημερών κατορθώθηκε να συγκρατηθούν προ της τοποθεσίας Ελαίας οι Ιταλικές δυνάμεις, που ανέρχονταν σε δύο μεραρχίες και να υποστούν φθορά ηθική και υλική τέτοια, ώστε η Ανώτατη Διοίκηση τους να αποφασίσει την αναστολή των επιθετικών επιχειρήσεων μέχρι την άφιξη νέων ενισχύσεων. Στις 10 Νοεμβρίου το Στρατηγείο της VIII Μεραρχίας που βρισκόταν μέχρι τότε στο Φρούριο Ιωαννίνων, μετακινήθηκε στο χωριό Βελτίστα (Κληματιά).

Κατά τις τρεις επόμενες ημέρες η Μεραρχία ασχολήθηκε με διάφορες επιθετικές αναγνωρίσεις, η σημαντικότερη των οποίων υπήρξε αυτή που έγινε από τον Τομέα Θεσπρωτίας προς την κατεύθυνση της Ηγουμενίτσας και είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη, μέχρι τις 13 Νοεμβρίου, των υψωμάτων Αγίας Μαρίνας – Νεοχωρίου στα νότια του Καλαμά ποταμού και την εξάλειψη σχεδόν του Ιταλικού προγεφυρώματος στην περιοχή αυτή. Στο μεταξύ, ύστερα από διαταγή του Γενικού Στρατηγείου, από τις 12 Νοεμβρίου η VIII Μεραρχία έπαυε να υπάγεται απευθείας σ’ αυτό και στο εξής θα υπαγόταν στο Α’ Σώμα Στρατού.

Το Στρατηγείο του Α’ Σώματος Στρατού από την ίδια ημερομηνία είχε προωθηθεί από την Αθήνα, δια μέσου της Καλαμπάκας, στο χωριό Βοτονόσι, παρά το 43ο χιλιόμετρο της οδού Ιωαννίνων – Μετσόβου. Προς την VIII Μεραρχία διαβιβάστηκε η παρακάτω διαταγή του Αρχιστράτηγου με την οποία εκφραζόταν η ευαρέσκεια του για τις μέχρι τότε επιτυχίες της: «Εκφράζομεν πλήρη Ικανοποίησιν δι’ επιτυχή αντιμετώπισιν καταστάσεως επί λήξει περιόδου ενεργείας σας ως ανεξαρτήτου Μεραρχίας. Τούτο αφορά διοικητήν μεραρχίας πρωτίστως και εv αναλόγω βαθμώ συνεργάτας του».

Οι απώλειες της VIII Μεραρχίας κατά τον αμυντικό της αγώνα, από 1 μέχρι 5 Νοεμβρίου, ανήλθαν σε 3 αξιωματικούς και 57 οπλίτες νεκρούς και σε 5 αξιωματικούς και 203 οπλίτες τραυματίες. Οι περισσότερες από τις απώλειες αυτές οφείλονταν στους βομβαρδισμούς της Ιταλικής Αεροπορίας κατά των θέσεων του πυροβολικού, καθώς και στις τοπικές αντεπιθέσεις, οι οποίες έγιναν για την ανάκτηση εδαφών που είχαν καταληφθεί από τον εχθρό.

Οι απώλειες των Ιταλικών δυνάμεων, σύμφωνα με τις απόψεις του Στρατηγού Πράσκα, ανήλθαν από την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων μέχρι τις 5 Νοεμβρίου σε 17 αξιωματικούς και 354 οπλίτες νεκρούς και σε 65 αξιωματικούς και 1.134 οπλίτες τραυματίες. Ως αγνοούμενοι φέρονται 10 αξιωματικοί και 648 οπλίτες.

 

Διαπιστώσεις – Συμπεράσματα επί Ιταλικών Ενεργειών

Βασικό σφάλμα της ιταλικής διοίκησης ήταν η υπεραισιοδοξία της η οποία συνέβαλε στον αιφνιδιασμό των στρατευμάτων της από την πείσμονα Ελληνική αντίδραση που προβλήθηκε, δεδομένου ότι τα είχε προετοιμάσει περισσότερο για στρατιωτικό περίπατο παρά για σκληρούς και πεισματώδεις αγώνες. Αυτή η κατάσταση είχε σαν αποτέλεσμα τη διστακτι­κότητα στην εκπλήρωση των αποστολών τους και την παροχή χρόνου στην Ελληνική πλευρά για επιστράτευση και ενίσχυση της άμυνάς της.

Δεύτερο βασικό σφάλμα της Ιταλικής Διοίκησης υπήρξε η εφαρμογή τον σχεδίου της κατά τρόπο άκαμπτο. Επέμενε δηλαδή και κατέβαλε συνεχείς προσπάθειες για την ευόδωση της κύριας προς το Καλπάκι προσπάθειας και με τις ίδιες δυνάμεις που αρχικά είχε διαθέσει και δεν εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία των δευτερεουσών κατευθύνσεων, της παραλιακής και της ορεινής, με συνέπεια τη φθορά και την πλήρη αποτυχία.

 

Αν είχε διατηρήσει ως εφεδρεία μία Μεραρχία και την είχε διαθέσει στην παραλιακή ζώνη θα είχε απειλήσει σοβαρά τα νώτα της 8ης Μεραρχίας με διαφορετικά αποτελέσματα. Συνεπώς τα σχέδια των επιχειρήσεων κατά την εφαρμογή όχι μόνο δεν πρέπει να είναι άκαμπτα, αλλά αντίθετα επιβάλλεται να είναι εύκαμπτα και να αναπροσαρμόζονται ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης, χωρίς να αποκλείεται ακόμη και η μεταφορά της κύριας προσπάθειας στη δευτερεύουσα κατεύθυνση.

Τρίτο σοβαρό σφάλμα είναι η παράλειψη της 3ης Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια» κατά την προέλαση της προς το Δίστρατο και τη Βωβούσα να καλύψει επαρκώς το αριστερό (ανατολικό) πλευρό της με αποτέλεσμα να πλευροκοπηθεί, να περικυκλωθεί και να καταστραφεί το μεγαλύτερο μέρος της δυνάμεώς της. Επομένως οι βαθιές διεισδύσεις στον επιθετικό αγώνα επιβάλλονται, αλλ’ όμως για να επιφέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα πρέπει να εξασφαλίζονται επαρκώς.

Οι Ιταλικές δυνάμεις που επιτέθηκαν στο Καλπάκι δεν επεδίωξαν με επιμονή να λάβουν την επαφή με τον αντίπαλο στην αμυντική τοποθεσία και να ενεργήσουν λεπτομερείς αναγνωρίσεις των θέσεων, των όπλων και του εχθρού γενικότερα, ώστε να κατευθύνουν αναλόγως τα τμήματα επίθεσης κατ’ ευθείαν προς τους αντικειμενικούς σκοπούς.

 

Αντίθετα τα τμήματα οδηγούνταν προς την αμυντική τοποθεσία σε σχηματισμούς μάλλον παρελάσεως παρά επιθέσεως, με αποτέλεσμα να γίνονται άριστος στόχος του Ελληνικού πυροβολικού αλλά και να μην πιέζεται η κύρια αμυντική τοποθεσία, πλην μερικών εξαιρέσεων, όπως στη Γκραμπάλα και στην Ψηλορράχη. Επομένως οι επιθέσεις εναντίον οργανωμένων τοποθεσιών, για να πετύχουν θετικά αποτελέσματα πρέπει να ενεργούνται μετά τη λήψη της επαφής και ύστερα από λεπτομερείς αναγνωρίσεις, ώστε τα επιτιθέμενα τμήματα να οδηγούνται προς τους σαφώς καθορισμένους επί του εδάφους αντικειμενικούς σκοπούς.

 

Διαπιστώσεις – Συμπεράσματα επί Ελληνικών Ενεργειών

Η επιλογή της τοποθεσίας ΙΒα ήταν επιτυχής γιατί αποδείχθηκε ότι είχε φυσική εδαφική ισχύ και κάλυπτε ευρέως τις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου. Η απόφαση της 8ης Μεραρχίας και η εμμονή σ’ αυτή για την εκπλήρωση της αποστολής της αποτέλεσε ορθή ενέργεια γιατί η τοποθεσία Ελαίας – Καλαμά, εκτός τον ότι εξασφάλιζε την πόλη των Ιωαννίνων και κάλυπτε τη ζωτική περιοχή του Μετσόβου, διέθετε ικανοποιητική αμυντική οργάνωση και ακόμη ήταν γνώριμη στο Στρατηγείο και τις Μονάδες της 8ης Μεραρχίας.

Επομένως για την επιλογή μιας αμυντικής τοποθεσίας πρέπει να εξετάζεται τόσο η ισχύς της, όσο και η δυνατότητα κάλυψης ζωτικών χώρων και ακόμη η δυνατότητα εκπλήρωσης της αποστολής κάτω από τις πιο ευνοϊκές συνθήκες. Έγιναν σφάλματα και από Ελληνικής πλευράς, όπως η ανεπαρκής επάνδρωση του Τομέα της Θεσπρωτίας και της Πίνδου, η Διοικητική υστέρηση μερικών προκαλυπτικών Τμημάτων στο Χάνι Δελβινάκι και στο Σταυρό του Γράμμου αλλά και στην Γκραμπάλα.

 

Αυτά όμως ήταν σφάλματα στη σφαίρα της τακτικής μάλλον και οπωσδήποτε λιγότερα και λιγότερο σοβαρά απ’ αυτά που διέπραξε η Ιταλική πλευρά, γι’ αυτό και η νίκη ήταν τελικά με το μέρος των Ελλήνων. Επομένως επιβεβαιώθηκε το αξίωμα: «Νικάει εκείνος που κάνει τα λιγότερα σφάλματα».

 

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ

Στις 14 Νοεμβρίου, άρχισε η Ελληνική αντεπίθεση στο μέτωπο και η προέλαση στη Αλβανία. Το γεγονός των αλλεπάλληλων καταλήψεων Βορειοηπειρωτικών πόλεων και χωριών κατέλαβε τις πρώτες σελίδες του ελεύθερου τύπου, στην Μεγάλη Βρετανία, στις Η.Π.Α. και λοιπές χώρες του κόσμου ενώ η κεντρική Ευρώπη βρισκόταν υπό το πέλμα του Γερμανικού στρατού, που ήδη είχε καταλάβει την Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, τις Κάτω Χώρες και το ήμισυ σχεδόν της Γαλλίας.

Οι ανέλπιστες Ελληνικές επιτυχίες είχαν σοβαρές επιπτώσεις στην πολιτική της Αγγλίας, που από τα μέσα Νοεμβρίου, άρχισε να προσανατολίζεται προς ενίσχυση του μετώπου. Ο Άγγλος πρεσβευτής στην Αθήνα, πίστευε ότι το μέτωπο στην Ελλάδα, όπως αυτό διαμορφώθηκε ύστερα από τις ηρωικές επιτυχίες του Ελληνικού στρατού, πρόσφερε την ευκαιρία στην Αγγλία να μεταφέρει εκεί το θέατρο των επιχειρήσεων κατά της Ιταλίας. Η Ελλάδα βρέθηκε απότομα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της παγκόσμιας κοινής γνώμης.

Έγινε κυματοθραύστης κατά του τρόμου και της γενικής πεποίθησης των Ευρωπαϊκών λαών, ότι η νίκη των σιδηρόφρακτων Ναζιστικών και φασιστικών στρατιών ήταν βέβαιη και ότι η απομονωμένη Αγγλία δεν ήταν δυνατόν να σταματήσει την τρομερή στρατιωτική μηχανή των Γερμανών. H επιτυχής έκβαση της παράτολμης απóφασης και η επί μακρóν διατηρηθείσα ψυχική δύναμη της Ελλάδας, συνετέλεσαν στη διάψευση του θρύλου “για το αήττητο του Άξονα” και άρχισε η μεταβολή στις εκτιμήσεις για την εξέλιξη του πολέμου με θετικές επιπτώσεις στο διπλωματικό πεδίο.

Κράτη που θεωρούνταν βέβαιο, óτι θα μετείχαν στον πóλεμο υπέρ του Άξονα άρχισαν να εμφανίζουν διστακτικóτητα για τη συμμετοχή τους ή και να προβάλλουν άρνηση. Οι Τάιμς έγραφαν στο φύλλο τους της 28ης Νοεμβρίου: ” Οι Ελληνικές νίκες είχαν τεράστια απήχηση στην εγγύς Ανατολή… Στην Αίγυπτο διέλυσαν εντελώς τις ανησυχίες για ιταλική εισβολή και μετέβαλαν το Μουσολίνι, που θεωρούνταν απó τη λαϊκή φαντασία ως κάτι σπουδαίο, σε κωμικó πρóσωπο”.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί και η συμμετοχή στον αγώνα του Ελληνικού πολεμικού ναυτικού, παρά την μεγάλη διαφορά που υπήρχε σε σχέση με το Ιταλικó, σε αριθμó, θωράκιση, ταχύτητα, δύναμη πυρóς και χρóνο πλεύσεως για τα υποβρύχια. Παρ’ óλα αυτά τα Ελληνικά σκάφη εξετέλεσαν τη δύσκολη αποστολή τους χωρίς σοβαρές απώλειες. Βύθισαν εχθρικά μεταφορικά χωρητικóτητας αρκετών δεκάδων χιλιάδων τóνων και συνóδευσαν με επιτυχία τις στρατιωτικές αποστολές στο μέτωπο.

Τα Χριστούγεννα, το υποβρύχιο “Παπανικολής” με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Ιατρίδη, προσέβαλε ιταλική νηοπομπή στα ανοιχτά της Αυλώνας, βυθίζοντας δύο μεταγωγικά 20.000 και 15.000 τóνων και διέφυγε παρά τον απηνή διωγμó απó ιταλικά αντιτορπιλικά. Λίγες ημέρες αργóτερα το υποβρύχιο “Πρωτεύς” με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Χατζηκωνσταντή, βύθισε Ιταλικó μεταγωγικó που μετέφερε στρατιωτικές δυνάμεις στην Αλβανία, για να βυθισθεί στη συνέχεια και το ίδιο αύτανδρο, έπειτα απó εμβολισμó που δέχτηκε απó Ιταλικó αντιτορπιλικó.

Την πρωτοχρονιά το υποβρύχιο “Λάμπρος Κατσώνης”, με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Σπανίδη, πυρπóλησε Ιταλικó πετρελαιοφóρο, ενώ το “Παπανικολής” βύθισε στα ανοιχτά του Μπρίντεζι Ιταλικó μεταγωγικó. Ανάλογες επιτυχίες σημείωσαν το υποβρύχιο “Νηρεύς”, το τορπιλοβóλο “Σφενδóνη”, το αντιτορπιλικó “Ψαρά” και το υποβρύχιο “Τρίτων”.

 

Η ΜΑΧΗ ΜΟΡΑΒΑ – ΙΒΑΝ (14 – 22 Νοεμβρίου 1940)

Μια άγνωστη στους πολλούς μάχη, που διεξήχθη από τις Μονάδες του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) από τις 14 – 22 Νοεμβρίου 1940, για την κατάληψη και την ευρεία εξασφάλιση του υψιπέδου της Κορυτσάς και τον έλεγχο της εγκάρσιας οδού Κορυτσά – Ερσέκα – Λεσκοβίκι – Κόνιτσα, προκειμένου να απωθηθούν οι Ιταλοί, να διευκολυνθούν οι συγκοινωνίες και ο ανεφοδιασμός των μαχόμενων τμημάτων και να εξυπηρετηθεί ο ελιγμός του Αρχιστρατήγου.

Η περίοδος από την έναρξη των επιχειρήσεων στις 28 Οκτωβρίου μέχρι και την 13η Νοεμβρίου 1940, διήλθε για την απόκρουση της Ιταλικής εισβολής στη τοποθεσία «Ελαία – Καλαμάς» (δηλαδή στη περιοχή του χωριού Καλπάκι Ιωαννίνων) από την VIIIη Μεραρχία, την ανάσχεση της βαθιάς διεισδύσεως της Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια» στη κεντρική Πίνδο, αρχικά από το απόσπασμα Δαβάκη και στη συνέχεια από την Ιη Μεραρχία τη Μεραρχία Ιππικού και την Ταξιαρχία Ιππικού, την επιστράτευση των Μεραρχιών και λοιπών μονάδων και τη στρατηγική συγκέντρωση του Ελληνικού στρατού στις προβλεπόμενες από τα σχέδια θέσεις.

Στους υπόψη αγώνες έλαβαν μέρος εκτός από τις λίγες Μονάδες του στρατού που είχαν προεπιστρατευθεί (VIIIη Μεραρχία, Απόσπασμα Πίνδου, IXη Μεραρχία, IVη Ταξιαρχία) και πολλές άλλες μονάδες που επιστρατεύθηκαν μετά τη κήρυξη του πολέμου και μεταφέρθηκαν επειγόντως στο μέτωπο ύστερα από σύντονες πορείες 250 και 400 χλμ. Στις 13 Νοεμβρίου έχουν προσανατολιστεί προς το Αλβανικό θέατρο επιχειρήσεων 11 Μεραρχίες Πεζικού (I, II, III, IV, VIII, IX, X, XI, XIII, XV, XVII), 1 Μεραρχία Ιππικού, 1 Ταξιαρχία Ιππικού και 2 Ταξιαρχίες Πεζικού, η δύναμη των οποίων ανερχόταν σε 232.000 άνδρες, 556 πυροβόλα και 100.000 κτήνη.

Συγχρόνως είχαν επιστρατευθεί και είχαν μεταφερθεί στις θέσεις τους στη κεντρική και ανατολική Μακεδονία και Θράκη οι V, VI, VII, XII, XIV Μεραρχίες και οι φρουρές των οχυρών της γραμμής ΜΠΕΛΕΣ – ΝΕΣΤΟΣ (γραμμή Μεταξά). Μέχρι το τέλος του πολέμου η «μικρή και φτωχή» Ελλάδα, ξύνοντας το πάτο του βαρελιού, θα συγκροτήσει και θα επιστρατεύσει 4 ακόμη Μεραρχίες (XVI, XVIII, IXX, XX).

 

Περιγραφή του Πεδίου της Μάχης

Στο βόρειο τμήμα του μετώπου, αυτό που αρχίζει από τη λίμνη της Μεγάλης Πρέσπας και κατεβαίνει στο Γράμμο, οι Ιταλοί είχαν κρατήσει εφεκτική στάση, για να συγκεντρώσουν την προσπάθειά τους στο κέντρο, σύμφωνα με το σχέδιο του Πράσκα. Στο βόρειο λοιπόν τμήμα του μετώπου, το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο αποφάσιζε ν’ αναπτύξει πρωτοβουλία, να χτυπήσει, για να ελαφρώσει την πίεση του εχθρού στους άλλους τομείς. Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο. Το βόρειο αυτό τμήμα, λίγο πιο μέσα από τα σύνορα, προς την Αλβανία, έχει ένα φυσικό φρούριο: τη Μοράβα.

Είναι βουνό τραχύ, όλο νεύρο, έρημο από κατοικίες ανθρώπων. Κατεβαίνει λοξά από βοριά στα νοτιοδυτικά και κρύβει πίσω του την Κορυτσά με τον πρόσχαρο κάμπο της. Ρυτιδωμένη η Μοράβα από χαράδρες βαθιές και απότομες, παρουσιάζεται εχθρική στον οδοιπόρο, δεν αφήνει να χαράξει πάνω της ούτε φτενό χαμόγελο, κάποιο μονοπάτι. Στη βορεινή της άκρη ορθώνεται, κάστρο ξεμοναχιασμένο, φαλακρό, το όρος Ιβάν, προβάλλει μέσ’ από τουφωτά πεύκα και κέδρα. Ανάμεσα Μοράβα και Ιβάν, στη στενή λουρίδα της, το Τσαγκόνι, κυλάει τα νερά του ο Δεβόλης.

Τα φυσικά τούτα οχυρά, και ιδιαίτερα τις ανατολικές πλαγιές της Μοράβας και το Ιβάν, οι Ιταλοί τα είχαν ενισχύσει με έργα εκστρατείας τέτοια που να τα κάνουν απροσπέλαστα. Εκεί, αντικρίζοντας την Αλβανία, ήταν παρατεταγμένες το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου δύο Ελληνικές μονάδες : Η IV Ταξιαρχία πεζικού και η ΙΧ Μεραρχία. Ανήκαν και οι δύο στο Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) που το διοικούσε ο αντιστράτηγος Ι. Πιτσίκας: η πρώτη στο Γ’ Σώμα Στρατού, η δεύτερη στο Β’.

Τα διοικούσαν αντιστοίχως ο αντιστράτηγος Γ. Τσολάκογλου και ο υποστράτηγος Δημ. Παπαδόπουλος. Αγνάντια τους, η Ιταλική παράταξη απαρτιζόταν από τρεις μεραρχίες : τη Βενέτσια, την Πάρμα και την Πιεμόντε. Η Βενέτσια βρισκόταν στην περιοχή που πιάνει από το Ελμπασάν ως την λίμνη Aχρίδα, η Πάρμα στις ανατολικές πλαγιές της Μοράβας, η Πιεμόντε πιο πίσω, δυτικά της Κορυτσάς. Την ηγεσία του βόρειου Ιταλικού μετώπου είχε ο στρατηγός Γκαμπριέλε Νάσσι. Την ημέρα της εισβολής, οι Ιταλοί είχαν περιοριστεί εδώ σε βολές πυροβολικού.

Την άλλη μέρα χτύπησαν ένα Ελληνικό φυλάκιο. Ήταν φανερά πως δεν έχουν σκοπό να δράσουν. Αλλά το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο ήθελε να δημιουργήσει επιθετική δραστηριότητα στην απάνω κοιλάδα του Δεβόλη, αυτήν που απλώνεται ανάμεσα στα σύνορα και τις βορειοανατολικές πλαγιές της Μοράβας. Θα απειλούσε έτσι το Τσαγκόνι, (είναι η στενωπός ανάμεσα στα όρη Μόροβα και Ιβάν, στην οποία ρέει ο Δεβόλης και διέρχεται η οδός Κρυσταλοπηγή – Κορυτσά), θέση στρατηγική σπουδαιότατη, για να προετοιμάσει μιαν εξόρμηση προς την Κορυτσά.

Η πολιτεία αυτή -συγκοινωνιακός κόμβος σπουδαίος- είναι Ελληνική. Είχε δύο φορές παρθεί παλαιότερα από τον Ελληνικό στρατό και δύο φορές χάθηκε γιατί έτσι το ήθελαν οι Συνθήκες ειρήνης. Η νέα κατάληψη της τώρα, θα επηρέαζε ευεργετικά το ηθικό των μαχόμενων και του λαού που δέχτηκε την απρόκλητη Ιταλική επίθεση.

 

Διάταξη Ελληνικών Δυνάμεων ΤΣΔΜ

Από τις πρώτες ημέρες του πολέμου, αρχίζουν να προσανατολίζονται προς το τμήμα αυτό του μετώπου ισχυρές Ελληνικές δυνάμεις. Υπάγεται στο ΤΣΔΜ και η ΧΙ Μεραρχία, (διοικητής συν/χης Γ. Κώτσαλος), ενώ η X (διοικητής υποστράτηγος Χρ. Κίτσος) συγκεντρώνεται στην περιοχή Αμυνταίου – Πτολεμαΐδος. Η XVII (υποστράτηγος Π. Μπασακίδης) που προοριζόταν αρχικά για το Βουλγαρικό μέτωπο, προωθείται στη Βέροια. Η IV Ταξιαρχία (υποστράτηγος Αγαμ Μεταξάς), άρχισε, από την 1η Νοεμβρίου, επιθετικές ενέργειες πέρα από τα σύνορα, μέσα στο Αλβανικό έδαφος.

Ύστερα από άγρια Ιταλική αντίσταση, παίρνονται τα υψώματα Γκολίνα, Λόκβατ και 1327, στη χερσόνησο του Πυξού, ανάμεσα στη Μεγάλη και τη Μικρή Πρέσπα, καθώς και νοτιότερα, το χωριό Βέρνικ και το ύψωμα Λιζιτσίνα. Η επίθεση γίνεται με τη λόγχη. Οι Ιταλοί αντιστέκονται με πείσμα, άλλα τα Ελληνικά τμήματα τους απωθούν, παίρνουν και άλλα υψώματα, πολεμούν ως αργά τη νύχτα. Το Νότιο Συγκρότημα προχωρεί και αυτό, φτάνει ανάμεσα Καπέτιστα καί Μπίγλιστα. Από τις 4 Νοεμβρίου, η IV Ταξιαρχία θ’ αναπτυχθεί, θα γίνει ΧV Μεραρχία.

Η επίθεση θα ξαναρχίσει στις 5 Νοεμβρίου, στον τομέα της Μεραρχίας Βενέτσια, όπου η αντίσταση των Ιταλών είναι τόση ώστε όλοι οι αξιωματικοί και οι οπλίτες των πυροβόλων συνοδείας πέφτουν γύρω από τα κανόνια τους. Εδώ ωστόσο, καθώς και στον τομέα της Μεραρχίας Πάρμα, παίρνονται από τους Έλληνες και αλλά υψώματα. Ηττημένοι οι Ιταλοί, έχουν απωθηθεί κιόλας στις πλαγιές της Μοράβας, πιάνουν τη γραμμή που σχηματίζεται από τα χωριά Τσαγκόνι, Βράνεστε, Μπαμπάν, Χότσιστε, βρίσκονται δηλαδή στην ανάγκη να καλύψουν την κύρια οχυρωματική τους γραμμή.

Στις 5 Νοεμβρίου το Γενικό Στρατηγείο διατάσσει το ΤΣΔΜ να αρχίσει με το Γ’ Σώμα Στρατού έντονη επιθετική ενέργεια, που να έχει γι’ αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Κορυτσάς. Οι αμέσως επόμενες ημέρες Θ’ αφιερωθούν στις συνεννοήσεις των μονάδων μεταξύ τους για το πώς να προπαρασκευαστεί αύτη η επίθεση. Ύστερα από μελέτη της τοποθεσίας και των άλλων δεδομένων, ο διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού στρατηγός Τσολάκογλου απεφάσισε να επιτεθεί σ’ όλο μαζί το μέτωπό του.

Η σχετική διαταγή επιχειρήσεων, με χρονολογία 7 Νοεμβρίου, προβλέπει επίθεση αιφνιδιαστική, χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού, με αντικειμενικό σκοπό τον αποκλεισμό από βοριά και από νότια της Μοράβας, κατάληψη της τοποθεσίας Τσαγκόνι και τέλος της Κορυτσάς. Η κύρια προσπάθεια θα στρεφόταν στο νότιο τμήμα της Μοράβας. Εκεί το έδαφος ήταν πολύ τραχύ, δύσβατο, αλλά αυτό θα εμπόδιζε τον εχθρό να χρησιμοποιήσει άρματα μάχης. Την απόφαση τούτη ωστόσο ήταν πεπρωμένο να την ακολουθήσει μια διαφωνία.

Το Γενικό Στρατηγείο την ενέκρινε, το ΤΣΔΜ όμως τη θεώρησε επικίνδυνη: Φοβόταν τη φθορά δυνάμεων που θα ήταν ίσως αναγκαίες για να κρατηθεί άμυνα, αν το καλούσε η ανάγκη. Το Σώμα Στρατού ανέπτυξε τις απόψεις του. Θύμισε την ανάγκη να επιτεθεί γρήγορα, προτού ενισχυθεί τυχόν ο εχθρός, βεβαίωσε πως η επιχείρηση θα είχε επιτυχία και ας γινόταν μ’ ελλείψεις στα πυρομαχικά. Το ΤΣΔΜ επέμεινε στις απόψεις του και η επίθεση χρειάστηκε ν’ αναβληθεί. Τελικά, ύστερα από επέμβαση του Γενικού Στρατηγείου, που πίστευε στην ανάγκη γοργής ενέργειας, αποφασίστηκε ν’ αρχίσει η επίθεση στις 14 Νοεμβρίου.

Στη διάθεση τού ΤΣΔΜ το Γενικό Στρατηγείο έβαζε και το πυροβολικό της ΧΙΙΙ Μεραρχίας. Στο μεταξύ, και οι επιχειρήσεις στην Ήπειρο και στην Πίνδο είχανε πάρει την ευνοϊκή τους τροπή, ο εφιάλτης των πρώτων ημερών σήκωνε το βάρος του από το στήθος της χώρας. Το Γενικό Στρατηγείο κατέληγε στην απόφαση να επιχειρήσει προέλαση των Ελληνικών δυνάμεων, που να ξεπερνούσαν όλες τις αντικρινές οροσειρές της Αλβανίας και να εξασφάλιζαν την ελεύθερη χρησιμοποίηση του στρατηγικότατου δρόμου που πάει από την Κορυτσά στα Γιάννινα.

Στις 8 Νοεμβρίου, η Χ Μεραρχία, αρχίζει να μεταφέρει τα τμήματά της στο Νεστόριο, στις όχθες του Αλιάκμονος, για να είναι έτοιμη να λάβει μέρος στην επίθεση κατά της Κορυτσάς. Η ζώνη της φτάνει, στα νότια, ίσαμε την Αητομηλίτσα και το Γράμμο. Στις 12 του μηνός, η Μεραρχία προωθεί τις δυνάμεις της και παίρνει την επιθετική της διάταξη. Ο χειμώνας του βορρά έχει έρθει στο μεταξύ, πέφτει το χιόνι πυκνό. Οι πορείες γίνονται μέσα από χαράδρες που γλιστράνε, το πούσι σκεπάζει τα πάντα, πνίγει τον ορίζοντα, τα μονοπάτια έχουν χαθεί, οι ανεφοδιασμοί σταματάνε σχεδόν, ο στρατός πορεύεται αβοήθητος.

Όμως πορεύεται, πάει να πιάσει τις θέσεις που πρέπει. Η στιγμή που θα εξαπολυθεί η επίθεση έχει οριστεί. Είναι τα χαράματα της 14ης Νοεμβρίου, ώρα εξίμιση. Προετοιμάζονται και οι Χ και ΙΧ Μεραρχίες, που θα εξορμήσουν προς τη Μοράβα και η ΧV, που θα επιτεθεί στον Ιβάν. Στον τομέα της ΧV μαίνονται οι χιονοθύελλες, οι μεγάλες βροχές το κρύο έχει γίνει απάνθρωπο. Όμως μέσα στις νύχτες, κάτω από νερό ασταμάτητο, τα τμήματα πορεύονται, πιάνουν θέσεις. Από όλες τις κατευθύνσεις, από μονοπάτια, χαράδρες, κορφοβούνια, ο Ελληνικός στρατός ανεβαίνει προς τα σύνορα, την Αλβανία, συγκεντρώνεται για τη μεγάλη του εξόρμηση.

Το Γ’ Σώμα Στρατού έχει παρατάξει τώρα, σε πρώτο κλιμάκιο, από νότο σε βοριά, τις Χ, ΙΧ και ΧV Μεραρχίες. Σε δεύτερο κλιμάκιο τη ΧΙΙΙ, που μόλις έφτασε. Οι Ιταλοί, αντίκρυ, έχουν φέρει ή φέρνουν, εκτός από τις τρείς μεραρχίες τους Βενέτσια, Πάρμα και Πιεμόντε, τη Μεραρχία Μοδένα, τη Μεραρχία Αρέτσο, τη Μεραρχία αλπινιστών Τριεντίνο, δύο συντάγματα Βερσαλλιέρων. Έχουν, τέλος, μια μονάδα άρματα μάχης και Ισχυρότατη Αεροπορία. (Συνεπώς είχε δίκιο το Γ΄ Σώμα που επέμενε για άμεση έναρξη της επίθεσης)

 

Έναρξη και Διεξαγωγή των Επιχειρήσεων

Είναι η νύχτα της 13 προς 14 Νοεμβρίου. Η πρώτη φάση του πολέμου, η αμυντική για τούς Έλληνες, έληξε. Αρχίζει η δεύτερη φάση, η επιθετική σ’ όλο το μάκρος του μετώπου, από το Ιόνιο ίσαμε τη Μεγάλη Πρέσπα. Γι’ άλλη μια φορά, την τέταρτη μέσα σε σαράντα χρόνια, ο Ελληνικός στρατός θα τεντώσει το τόξο της μοίρας του. Στις 06:30 της 14ης Νοεμβρίου, η ΧV Μεραρχία άρχισε την επίθεση από τη χερσόνησο του Πυξού, ανάμεσα στις δύο Πρέσπες.

Σύμφωνα με το σχέδιο, προπαρασκευή πυροβολικού δεν είχε προηγηθεί, η εξόρμηση γινόταν αιφνιδιαστικά και με τόση ορμή που ο εχθρός σάστισε, δεν μπόρεσε να βάλει σ’ εφαρμογή το σχέδιο των αυτομάτων όπλων του, τα προχωρημένα τμήματά του λύγισαν αμέσως. Τα Ελληνικά τάγματα που έκαναν την επίθεση, προχώρησαν γοργά. Πιο πέρα όμως το έδαφος γινόταν ορεινό, ο εχθρός μπορούσε να προβάλει εκεί αποτελεσματική αντίσταση. Οι Ιταλοί, πραγματικά, άρχιζαν ν’ αγωνίζονται με πείσμα, πολυβόλα κρυμμένα μέσα σε πολυβολεία γερά, και μαζί όλμοι, πυροβολικό, είχαν αρχίσει να δουλεύουν όλα μαζί.

Οι θέσεις τους σαΐτευαν φωτιά και σίδερο, η Αεροπορία χτυπούσε τις επιτιθέμενες Ελληνικές δυνάμεις. Αλλεπάλληλες Ιταλικές αντεπιθέσεις προσπαθούσαν στο μεταξύ ν’ ανακόψουν την Ελληνική προχώρηση. Ήταν ένας αγώνας σκληρός, που δεν μπόρεσε όμως, από Ιταλική πλευρά, να κρατήσει πάνω από τρεισήμισι ώρες. Στις 10:00 το πρωί, ο Ελληνικός στρατός είχε σπάσει την κύρια ιταλική γραμμή. Το απόγεμα έγινε νέα εξόρμηση, για να παρθεί το ύψωμα 1480. Ο λόγος δόθηκε τώρα στην ξιφολόγχη και τη χειροβομβίδα, γιατί οι αντίπαλοι ήταν αντικριστοί πια, αγγίζονταν μεταξύ τους.

Το ύψωμα παίρνεται και το Ιβάν αρχίζει ν’ απομονώνεται. Ανάλογες επιτυχίες έχουν τα Ελληνικά τμήματα που ενεργούν στα νότια της Μικρής Πρέσπας. Η γέφυρα του Δεβόλη κυριεύεται από τους Έλληνες, που προλαβαίνουν και αιφνιδιάζουν τη φρουρά της προτού προβεί σε ανατίναξη. Η προέλαση έχει φτάσει κιόλας σε βάθος τεσσάρων χιλιομέτρων. Η X Μεραρχία, στον δικό της τον τομέα, τον νότιο, συναντάει δυνατή αντίσταση του εχθρού, προχωρεί σε λιγότερο βάθος. Μερικά τμήματά της καθηλώθηκαν μπροστά στις οχυρωμένες θέσεις των Ιταλών, παίρνεται όμως το Μπόζιγκραντ και τα υψώματα γύρω στο Νικολίτσε.

Γενικά, ο απολογισμός της πρώτης ημέρας ήταν ικανοποιητικός. Είχε κατορθωθεί διάσπαση της αμυντικής τοποθεσίας του εχθρού στους τομείς της XV και της ΙΧ Μεραρχίας και αυτό ήταν σημάδι καλό για τη συνέχεια της μάχης. Αιχμάλωτοι πολλοί είχαν πιαστεί, πολεμικό υλικό κυριεύτηκε. Το Ελληνικό πυροβολικό είχε κινηθεί μ’ ευελιξία, κατά κλιμάκια, κατόρθωσε να υπερνικήσει κακοτοπιές απίθανες, να υποστηρίξει με θαυμαστή αποτελεσματικότητα τις εφόδους του πεζικού. Αλλά η επίθεση είχε γίνει σε μέγα πλάτος, σε όλο το ανάπτυγμα του βόρειου μετώπου, όλες οι εφεδρείες είχαν χρησιμοποιηθεί. Αυτό δεν μπορούσε να γίνεται κάθε μέρα.

Την επομένη, 15 Νοεμβρίου, κυριεύονται και άλλα υψώματα, μ’ όλο που στο σύνολό της η επίθεση δείχνεται περισσότερο φειδωλή. Τα Ελληνικά τμήματα πήρανε το χωριό Πολιόσκα, στα δυτικά τού Δεβόλη, ενώ κατόρθωναν και να στερεοποιήσουν το ρήγμα που είχε ανοιχτεί στην αμυντική τοποθεσία του εχθρού. Η 16 Νοεμβρίου, τρίτη ημέρα, βελτίωσε ακόμα περισσότερο τις Ελληνικές θέσεις. Μολονότι στο Βόρειο τομέα η ΧV Μεραρχία δεν μπορούσε να πετύχει σημαντικά αποτελέσματα, στον Κεντρικό και στο Νότιο πάρθηκαν τα χωριά Ρέσνιτσε και Άρζα.

Αιχμάλωτοι έδωσαν την πληροφορία πως μια ακόμα Ιταλική μεραρχία, η Αρέτσο, έμπαινε στον αγώνα. Τώρα ήταν τέσσερες οι μεραρχίες που υπεράσπιζαν τη Μοράβα και το Ιβάν. Έπρεπε να ενισχυθεί ανάλογα και η Ελληνική παράταξη. Το ΤΣΔΜ είχε στη διάθεση του Γ’ Σώματος Στρατού τη ΧΙΙΙ Μεραρχία, που θα έπαιρνε θέση ανάμεσα στη ΙΧ και στη XV, με μέτωπο προς τη βορεινή ράχη της Μοράβας. Η ΧΙ εξάλλου, ήταν έτοιμη να κινηθεί προς το μέτωπο από την περιοχή της Οινόης, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένη. Στις 17 Νοεμβρίου η XV Μεραρχία κατορθώνει να κρούσει τις πύλες του Ιβάν.

Στο κέντρο, ύστερα από αγώνα σκληρό, ολοκληρωνόταν από τμήματα της ΙΧ Μεραρχίας η κατάληψη της κορυφογραμμής της Πρόπας. Γενικά άλλωστε η σύγκρουση είχε πάρει τώρα χαρακτήρα δραματικό. Οι Ιταλοί έβλεπαν τη γραμμή τους να καταρρέει και αγωνίζονταν με αληθινή απόγνωση να σώσουν ότι μπορούσαν, ν’ αγκιστρωθούν στις θέσεις τους. Οι Έλληνες κέρδιζαν μία – μία αυτές τις θέσεις, με προσπάθεια σκληρή, ενώ οι απώλειες γίνονταν βαριές και από τα δύο μέρη. Ωστόσο η τύχη της Κορυτσάς είχε κιόλας κριθεί. Μάταια θα εμπλακεί στον αγώνα και νέα Ιταλική μεραρχία, η Τριεντίνα, των αλπινιστών.

Το μόνο της κατόρθωμα θα είναι ν’ ανακόψει για μια στιγμή την προχώρηση της ΧV Μεραρχίας. Στις 17 Νοεμβρίου η μεγάλη δημοσιά Ερσέκας – Κορυτσάς, πίσω από τη Μοράβα, βάλλεται από τα πυρά του Ελληνικού πυροβολικού, που χτυπάει και τους στρατώνες της Κορυτσάς, και το αεροδρόμιο της. Αλλά οι μάχες έχουν τις μεταπτώσεις τους, η τύχη τις εναλλαγές της. Μια στιγμιαία σύγχυση θα παρουσιαστεί στις τάξεις της ΧΙΙΙ Μεραρχίας, που έμπαινε στον αγώνα εκείνη ακριβώς την ημέρα. Η νυχτερινή πορεία κάτω από βροχή, το σκοτάδι, το άγνωστο έδαφος, είχανε κάνει να χαθεί η επαφή ανάμεσα σε κάποια τμήματα.

Το επιφορτισμένο με την επίθεση απόσπασμα, ερχόταν σ’ επαφή, μεσημέρι της 18 Νοεμβρίου, με την οργανωμένη Ιταλική τοποθεσία στην περιοχή του Χότσιστε, ανεύθυνες όμως διαδόσεις παραπλάνησαν το Διοικητή του Συντάγματος, που βρισκόταν στα βορεινά της Πολιόσκας, και του δημιουργήθηκε η εντύπωση πως τα μαχόμενα τμήματά του είχαν διαλυθεί. Ευτυχώς η διαταγή για σύμπτυξη προς την Πολιόσκα άργησε να φτάσει στον προορισμό της, η κίνηση δεν ολοκληρώθηκε.

Το Γεν. Στρατηγείο απομάκρυνε τους υπευθύνους και ανέθεσε τη διοίκηση της ΧΙΙΙ μεραρχίας στον μέχρι τότε Αρχηγό πυροβολικού του Σώματος, τον υποστράτηγο Σωτ. Μουτούση. Πρώτη ενέργεια του νέου μεράρχου ήταν να διατάξει αμέσως, για την άλλη μέρα, επίθεση. Η διαταγή τέλειωνε με τα απλά τούτα λόγια “Την Επίθεσιν θα υποστηρίξω δια του βαρέος πυροβολικού και θα την παρακολουθήσω έφιππος εκ του εγγύς”. Υπάρχουν στον πόλεμο κάποιες απλές αλλά καίριες φράσεις, που βρίσκουν να πουν το μοναδικό που χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή.

Όσο και αν οι επιτυχίες, των πρώτων ημερών είχαν βαρύνουσα σημασία, ο αγώνας, δεν γινόταν λιγότερο σκληρός για τον Ελληνικό στρατό καθώς οι μέρες περνούσαν. Απεναντίας: Στην πεισματωμένη αντίσταση των Ιταλών, στην υπεροχή τους σε δύναμη πυρός, σε Αεροπορία, ερχόταν τώρα να προστεθεί ο χειμώνας. Με συνθήκες υπερβολικά δύσκολες αντιπάλευαν τα επιτιθέμενα τμήματα, ιδιαίτερα με την πυκνή καταχνιά, που τ’ ανάγκαζε εδώ – εκεί να σταματάνε, ανίκανα να ξεκρίνουν το δρόμο τους.

Το πυροβολικό έπαυε την υποστήριξη του όταν βρισκόταν σ’ αδυναμία να κανονίσει βολή. Στα υψώματα έπεσε το πρώτο χιόνι. Κι όμως, άλλοτε περισσότερο αισθητά, άλλοτε ανεπαίσθητα, όλο και βελτιώνονταν οι Ελληνικές θέσεις. Η ΙΧ Μεραρχία παίρνει το ύψωμα 1805 και η ανασυγκροτημένη ΧΙΙΙ τα χωριά Χότσιστε και Κράτσε, μ’ εξήντα αιχμαλώτους. Η ραχοκοκαλιά της Μοράβας, στη νότια άκρη της, έχει τώρα κυριευθεί από τις Ελληνικές δυνάμεις και ο δρόμος από Ντάρζα σε Μπομποτίτσα χτυπιέται από τ’ αυτόματα και το πυροβολικό.

Από τις 19 Νοεμβρίου επεμβαίνει δραστήρια στον αγώνα η νεοσύστατη «Ομάς Μεραρχιών Κ», υπό τον αντιστράτηγο Γ. Κοσμά. Την αποτελούσαν οι μεραρχίες Χ και ΧΙ, που κατείχαν το αριστερό του μετώπου της Μοράβας. Οι μέρες και οι νύχτες της 19 και 20 Νοεμβρίου αφιερώνονται σε προετοιμασία για την επίθεση. θα έχει για στόχο της την εγκατάσταση στις δυτικές υπώρειες της Μοράβας και την εξασφάλιση ελέγχου πάνω στη μεγάλη αρτηρία Ερσέκας – Κορυτσάς.

Η επίθεση αρχίζει, ύστερα από μιας ώρας προπαρασκευή πυροβολικού, στις δύο τ’ απομεσήμερο της 21ης Νοεμβρίου. Ο αγώνας είναι σκληρός. Παίρνεται το ύψωμα 1900 και νοτιότερα, άλλο ύψωμα, που είναι το κλειδί για όλη την αμυντική γραμμή της Μοράβας. Το ύψωμα τούτο οι Ιταλοί το είχαν διεκδικήσει με πείσμα, το ανακατέλαβαν ύστερα από ισχυρή αντεπίθεση, το ξανάχασαν. Στις 21 Νοεμβρίου το Γενικό Στρατηγείο κοινοποίησε στο ΤΣΔΜ πληροφορία από Γιουγκοσλαβική πηγή πως μια φάλαγγα ως είκοσι χιλιόμετρα μάκρος φάνηκε να οδεύει από την Κορυτσά στο Πόγραδετς.

Ήταν φανερό πως οι Ιταλοί, που έχασαν πια τη Μοράβα, αδειάζουν την Κορυτσά. Η παραμονή τους εκεί Θα ήταν στο εξής πολύ επικίνδυνη, γιατί η Ελληνική προέλαση θα τους υπερφαλάγγιζε, με αποτέλεσμα να κόψει το δρόμο για κάθε μελλοντική υποχώρηση από την Κορυτσά προς τα βόρεια. Αμέσως το Γ΄ Σώμα Στρατού προώθησε ομάδες αναγνωρίσεως στα πλάγια της Μαλίκης, διέταξε την XV Μεραρχία να πιάσει τη δυτική έξοδο του στενού Τσαγκόνι και την ΙΧ να στείλει προφυλακές στο ρέμα δυτικά της Κορυτσάς. Μαζί, η Ομάς Μεραρχιών Κ θα ξανάρχιζε, ζωηρότερη τώρα, την επίθεση.

Απολογισμός

Περισσότεροι από 1.000 Ιταλοί στρατιώτες αιχμαλωτίσθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης, ενώ η κατάληψη της Κορυτσάς χαιρετήθηκε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό από την Ελληνική κοινή γνώμη. Κατά τις επόμενες μέρες η προέλαση συνεχίστηκε. Ο Ελληνικός στρατός προελαύνοντας σταθερά στο Βορειοηπειρωτικό έδαφος στις 6 Δεκεμβρίου εισέρχεται στο λιμάνι των Αγίων Σαράντα και δύο ημέρες αργότερα στο Αργυρόκαστρο.

 

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΜΟΣΧΟΠΟΛΗΣ (24 Νοεμβρίου 1940)

Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, το 68ο Σύνταγμα Πεζικού, με διοικητή το Συνταγματάρχη Πεζικού Μπιζάνη Νικόλαο, αφού ολοκλήρωσε στις 5 Νοεμβρίου 1940 τη συγκέντρωσή του στο Ξυνό Νερό, στις 13 Νοεμβρίου μετακινήθηκε στη γραμμή του μετώπου και αμέσως, από την επομένη, εισήλθε στον αγώνα, συμμετέχοντας στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Κορυτσάς και της Μοσχόπολης. Στις 14 Νοεμβρίου, το 68ο Σύνταγμα Πεζικού, αποτελώντας το Κεντρικό Συγκρό­τημα της Χ Μεραρχίας, εξόρμησε προς το χ. Νικολίτσε το οποίο και κατέλαβε μετά από αγώνα.

Στη συνέχεια κινήθηκε προς τα νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά αντερεί­σματα του χωριού, ενώ προωθημένα τμήματά του εγκατα­στάθηκαν στο Σταυροειδές ύψωμα (2,5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Νικολίτσε) που δεν το κατείχε ο εχθρός. Αποκτήθηκε έτσι ένα ισχυρό έρεισμα στην κορυφογραμμή της οροσειράς Μοράβα, νότια από τη σημαντική διάβαση της Ντάρζας.

Στις 16 Νοεμβρίου το σύνταγμα συνέχισε την επιθετική του προσπάθεια και πέτυχε να ολοκληρώσει την κατοχή του Σταυροειδούς υψώματος και να καταλάβει, μετά από πείσμονα αγώνα, το ύψ. 1827. Την επομένη το 68ο Σύνταγμα Πεζικού ασχολήθηκε με την εδραίωσή του στις θέσεις που είχε καταλάβει και απέκρουσε αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις, εξαιτίας των οποίων δεν έγινε δυνατό να εκδηλώσει κάποια επιθετική ενέργεια προς υποβοήθηση του 30ού Συντάγματος Πεζικού στο δεξιό του (βορειότερα).

Μετά από τετραήμερη ανάπαυλα για την ξεκούραση των ανδρών και την ανα­συγκρότηση των μονάδων, στις 1400 της 21ης Νοεμβρίου, ύστερα από ωριαία προπαρασκευή του πυροβολικού, επιτέθηκε για την κατάληψη του ισχυρού υψώματος 1878. Ο αγώνας ήταν σκληρός, η αντίσταση των Ιταλών μεγάλη και μόλις στις 1900 το Ι/68 Τάγμα με την επιτυχή υποστήριξη του πυροβολικού κατόρθωσε να καταλάβει το ζωτικό αυτό ύψωμα, το οποίο αποτελούσε το προπύργιο της εκεί ιταλικής αντίστασης και το καλύτερο παρατηρητήριο των Ιταλών πάνω στο Μοράβα.

Την επομένη το Σύνταγμα κατευθύνθηκε προς το χ. Ντέρσνικο. Οι Ιταλοί υπο­χρεώθηκαν να υποχωρήσουν προς το βορειοδυτικά, εγκαταλείποντας τη Μοσχόπολη την οποία και κατέλαβε, χωρίς καμιά εμπλοκή με τον εχθρό, η VII Ομάδα Αναγνωρίσεως τις πρωινές ώρες της 24ης Νοεμβρίου. Ακολούθησε το 68ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο και εγκαταστάθηκε τελικά στη γραμμή ύψ. Μαντά – Μοσχόπολη – Μονή Αγίου Προδρόμου. Η κίνηση του συντάγματος προς τη Μοσχόπολη έγινε κάτω από βροχερό καιρό, ενώ η κακή κατάσταση των οδών επαύξανε τις δυσχέρειες.

 

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΟΓΡΑΔΕΤΣ (25 Νοεμβρίου – 6 Δεκεμβρίου 1940)

Η μάχη του Πόγραδετς, από 25 Νοεμβρίου έως και της 6ης Δεκεμβρίου 1940, αποτέλεσε την πανωλεθρία των Ιταλικών δυνάμεων στο μέτωπο της περιοχής. Η πτώση του Πόγραδετς επέφερε σάλο στην στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της Ρώμης. Ο αρχιστράτηγος των εν Αλβανία Ιταλικών δυνάμεων στρατηγός Σοντού,αναφερόμενος την 3η Δεκεμβρίου στο Μουσολίνι για την κατάσταση στο μέτωπο του Πόγραδετς, εξέφρασε την άποψη, ότι ”Οποιαδήποτε αντίδραση των Ιταλικών δυνάμεων στην περιοχή είναι πλέον αδύνατος”.

Ο υποστράτηγος Σωτήριος Μουτούσης υπήρξε μια διακεκριμένη και ηρωική φυσιογνωμία, μετέχοντας σε όλες τις ιστορικές συγκρούσεις του Ελληνισμού του 20ού αιώνα. Οι στρατιωτικές του ικανότητες δοκιμάστηκαν και επιβραβεύτηκαν με πλήθος μετάλλια και τιμητικές προαγωγές, από τους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι και τον Εμφύλιο. Ο Μουτούσης ανήκε στην επίλεκτη γενιά στρατιωτικών ηγητόρων, η οποία γαλουχήθηκε με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, το οποίο λίγο έλειψε να πραγματοποιηθεί.

Ήταν από εκείνους τους άνδρες που το ήθος τους τους ωθούσε πάντα να μη φοβούνται τις αποφάσεις, όσο βαρύ και αν ήταν το προσωπικό κόστος. Αυτό επιβεβαιώθηκε όταν μετείχε στην κυβέρνηση Τσολάκογλου, γεγονός που μετά την απελευθέρωση τον οδήγησε στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Όμως, η μεταπολεμική δικαίωση επήλθε λόγω των απαράγραπτων επιτυχιών και θριάμβων που πέτυχε στα διάφορα μέτωπα, της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Μικράς Ασίας, πολεμώντας τους εχθρούς του έθνους συναριθμώντας τον στο πάνθεον των Ελλήνων ηρώων.

Ο υποστράτηγος Μουτούσης διακρίθηκε ιδιαίτερα στο μέτωπο της βόρειας Ηπείρου, εκεί όπου απέκτησε το ένδοξο προσωνύμιο του «Ιταλομάχου» πορθητή του Πόγραδετς. Η πτώση του Πόγραδετς επέφερε σάλο στην Ρώμη. Ο αρχιστράτηγος των εν Αλβανία Ιταλικών δυνάμεων στρατηγός Σοντού, εξέφρασε την άποψη, ότι η διευθέτηση πρέπει να επέλθει με πολιτική παρέμβαση. Με άλλα λόγια ζητεί σύναψη ανακωχής. Και αυτή όμως η επιτυχία του Ελληνικού στρατού, είχε το ανάλογο κόστος αίματος σε νεκρούς και τραυματίες.

Στην διάρκεια από 25 Νοεμβρίου έως και 6 Δεκεμβρίου του 1940, που κράτησαν οι μάχες στα βουνά και τα λαγκάδια της περιοχής Πόγραδετς, έπεσαν υπέρ πατρίδος στα πεδία των μαχών 18 αξιωματικοί και 378 οπλίτες, σύνολο 396.

 

(Πολεμικὴ Άυταπόκρισις)

”᾽Επιστρέφων ἀπὸ τὸ Πόγραδετς, τὸ ὁποῖον ἐπισκέφθημεν χθές,βληθέντες μάλιστα ὑπὸ τοῦ ἐχθροῦ εἰς τὰ πρόθυρά του,δύναμαι νὰ σᾶς δώσω μίαν ἰδέαν τῆς μεγάλης νίκης, ἡ ὁποία, διεξαχθεῖσα ἐπὶ μετώπου τριάκοντα χιλιομέτρων καὶ διαρκέσασα νύκτα καὶ ἡμέραν ἐπὶ μίαν ὁλόκληρον ἑβδομάδα, θὰ γραφῇ μὲ χρυσᾶ γράμματα εἰς τὴν ῾Ελληνικὴν Ἰστορίαν. ῾Η μάχη αὐτή, ἡ ὁποία δὲν ἀπέβλεπε μόνον εἰς τὴν κατάληψιν τῆς κωμοπόλεως αὐτῆς, ἀλλὰ κυρίως εἰς τὴν κατοχὴν τῆς ὁδοῦ ἀπὸ τῆς λίμνης Μαλίκης εἰς τὴν λίμνην ᾽Αχρίδα καὶ ἡ ὁποία ἔληξε μὲ τὴν ἐπίτευξιν ὅλων τῶν ἀντικειμενικῶν της σκοπῶν, δύναται νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς μάχη τῆς ᾽Ιταλικῆς μετανοίας. 

Πράγματι τὸ ᾽Ιταλικὸν στρατηγεῖον μετανοῆσαν, διότι ἀφῆκεν ὀπίσω του τὰς ὀχυρωτάτας θέσεὶς τῆς Μοράβας καὶ τοῦ ᾽Ιβάν, ὑποστὰν οὕτως ἀπώλειαν τὴν ὁποίαν δὲν θὰ δυνηθῇ πλέον νὰ ἐπανορθώσῃ,ἀπεπειράθη νὰ κρατήση μὲ κάθε θυσίαν τὰς στενωποὺς τῆς ὁδοῦ,ἥτις ἀπὸ τῆς λίμνης Μαλίκης ἄγει εἰς τὴν λίμνην τῆς Ἀχρίδος. Εἰς ὡρισμένα σημεῖα ἡ ὁδὸς αὐτὴ διέρχεται μεταξὺ ὑψηλῶν ὀρέων, ἰδίως δὲ εἶναι ἐξαιρετικῶς ὀχυρὰ ἡ μεταξὺ Γκραμποβίτσας καὶ Τσεράβας θέσις, ὅπου τὰ βουνὰ ὑψοῦνται εἰς μέγα ὕψος, καθὼς καὶ ἡ πέραν αὐτῆς θέσις τῆς Ζαρβάσκας.


῞Οταν πρὸ ἑβδομάδος τὰ ἐλαφρὰ τμήματα τῆς ἐμπροσθοφυλακῆς μας, παρελαύνοντα βορείως τῆς λἴμνης Μαλίκης, ἦλθον εἰς πρώτην ἐπαφὴν μὲ τὴν ὀπισθοφυλακὴν τοῦ ἐχθροῦ,ἐπὶ τῶν πρώτων ὑψωμάτων τῆς περιοχῆς τῆς Πογοδρίας, ἐπιστοποίησαν σοβαρὰς κινήσεις ᾽Ιταλικῶν μονάδων, αἵτινες ἀπέβλεπαν ὄχι μόνον εἰς τὴν διατήρησιν τῶν ὀχυρῶν αὐτῶν θέσεων, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν σφοδρὰν ἀντεπίθεσιν.


῾Η ἔγκαιρος πρὸς τὰς στενωποὺς αὐτὰς προέλασις ἰσχυροτέρων ῾Ελληνικῶν στρατευμάτων, πλαισιουμένων ἀπὸ πλαγιοφυλακὰς εἰς τὰ ἑκατέρωθεν ὀχυρὰ ὑψώματα, προέλαβε τὴν τοιαύτην ἐν ἐξελίξει ᾽Ιταλικὴν ἀντεπίθεσιν. ῎Ηρχισεν οὕτως ἡ μάχη, ἡ ὁποία διαρκέσασα ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας καὶ νύκτας καὶ φέρουσα τὰ ῾Ελληνικὰ στρατεύματα ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ὀχυροῦ εἰς τὸ ἄλλο, δύναται νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἐποποιΐα ἀνταξία τῆς γραφείσης ἐπάνω εἰς τὰ ὄρη τῆς Μοράβας καὶ τοῦ Ἰβάν.


῾Η ὁρμὴ τοῦ ῾Ελληνικοῦ πεζικοῦ,ὁ ἀπαράμιλλος ἡρωϊσμὸς τῶν στρατευμάτων μας καὶ ὁ ἄφθαστος συντονισμὸς ὅλων τῶν κατὰ μέρος ἐνεργειῶν εἰς μίαν σπανίαν ὁμαδικὴν προσπάθειαν ἀνέτρεψαν ἕνα πρὸς ἕνα τὰ σημεῖα τῆς ἀντιστάσεως τοῦ ἐχθροῦ. Τὰ σημεῖα αὐτὰ εἶχον ὀργανωθῆ μὲ ἐντελῶς συγχρονισμένην μέθοδον: ὑπῆρχαν περίβολοι λόχων μὲ σύστημα συρματοπλεγμάτων,πυροβολεῖα, φωλεαὶ πολυβόλων καὶ ὁλμοβόλωυ ἀπὸ μπετὸν ἀρμέ.


Σημειωτέον, ὅτι τὰ ἐγκατασταθέντα ἐκεῖ τόσον ἴσχυρῶς ᾽Ιταλικὰ στρατεύματα δὲν ἦσαν τὰ ἴδια, τὰ ὁποῖα εἶχον πανικοβληθῆ εἰς τὴν Μοράβαν καὶ τὸ ᾽Ιβάν, ἀλλὰ νέαι μονάδες, μεταφερθεῖσαι μὲ κάθε δυνατὸν μέσον, ἀκόμη καὶ μὲ ἀεροπλάνα. ῎Ισως ἡ χρησιμοποίησις αὐτή, διὰ τὴν μεταφορὰν τῶυ στρατευμάτων, ἀεροπλάνων, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ συνοδευθοῦν ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα καταδιωκτικά, νὰ ἐξηγῇ τὴν ἐξαφάνισιν τῆς ἐχθρικῆς ἀεροπορίας κατὰ τὰς πρώτας ἡμέρας τῆς μάχης, αἱ ὁποῖαι ἦσαν ἐν τούτοις ἡλιόλουστοι. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἔδρασεν, ἦτο τόση ἡ ἀπστυχία της, ὥστε ἔκαμεν ὁ βομβαρδισμός της πολὺ περισσότερον κακὸν εἰς τὰς ᾽Ιταλικὰς ἢ εἰς τὰς ῾Ελληνικὰς γραμμάς.


Οὕτως, ἡ περιοχὴ πέριξ τῆς Γκραμποβίτσας, Τσεράβας καὶ Ζαρβάσκας ἔγινε θέατρον ἐθνικῶν ἀγώνων, κατὰ τοὺς ὁποίους ἐθαυματούργησε πάλιν ἡ ῾Ελληνικὴ λόγχη. Τοιουτοτρόπως,ὀλίγον κατ’ ὀλίγον καὶ ἐφ’ ὅσον ἡ μάχη συνεχίζετο, ὁ πανικὸς καὶ ἡ ἀποσύνθεσις ἤρχισαν πὰλιν νὰ κυριεύουν τὰς νέας μονάδας τῶν᾽Ιταλῶν, ἐνῷ ἀνεπτύσσετο ἀσυγκράτητος πλέον ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ ἰδικοῦ μας στρατοῦ. 

Καὶ ὅταν, κατὰ τὴν τελευταίαν τῆς μάχης φάσιν τὸ ἡμέτερα τμήματα ἐπετέθησαν ἐκ τῶν πλαγίων κατὰ τῶν ὀπισθοφυλακῶν τοῦ ἐχθροῦ, αἵτινες προσεπάθουν,μαζὶ μὲ δύο οὐλαμοὺς πυροβολικοῦ καἵ ὁλμοβόλου, νὰ προστατεύσουν τὴν ἄτακτον ὑποχώρησιν τῶν κυρίων σωμάτων τοῦ ἐχθροῦ, ἐπέφεραν νέαν σύγχυσιν εἰς τὰς ἐχθρικὰς τάξεις.Ψῦχος δριμὺ ἐπεκράτει καὶ ἡ χιὼν ἐκάλυπτε τὸ ὀρεινὸν ἕδαφος.Ἀλλὰ παρ’ ὅλα ταῦτα, αἱ φάλαγγές μας ἐπροχώρουν ἀκάθεκτοι διώκουσαι τὸν ἐχθρὸν κατὰ πόδας.

Οὕτως ἔληξε μὲ περίλαμπρον νίκην ἡ μάχη τοῦ Πόγραδετς, ἡ ὁποία δὲν ἐπέτρεψε μόνον εἰς τὸν ῾Ελληνικὸν στρατὸν νὰ κατακτήσῃ ἰσχυρὰ ἐρείσματα ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῆς ᾽Ιταλικῆς ὑποχωρήσεως πρὸς τὸ ᾽Ελβασάν, ἀλλὰ καὶ περιήγαγεν εἰς χεῖρας μας ἄφθονον πολεμικὸν ὑλικόν, ἀκαταμέτρητον ἀκόμη”.

Σπύρος Μελᾶς

᾽Εφημερὶς «Καθημερινὴ»

 

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟΥ (8 Δεκεμβρίου 1940)

Το Δεκέμβριο του 1940, στη διάρκεια της Ελληνικής αντεπίθεσης και της προέλασης του Ελληνικού Στρατού μέσα στο Βορειοηπειρωτικό έδαφος, το 11ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τη διοίκηση του Συνταγματάρχη Πεζικού Κουδούνα Ιωάννη, ανήκε στην IV Μεραρχία. Η Μεραρχία αυτή, μετά την ολοκλήρωση της στρατηγικής της συγκέντρωσης στην περιοχή της Καλαμπάκας, στις 24 Νοεμβρίου, κατευθύνθηκε με νυκτερινές πορείες στα δυτικά της περιοχής των Ιωαννίνων, όπου έφθασε στις 2 Δεκεμβρίου.

Στη συνέχεια μετακινήθηκε και έφθασε στις 6 Δεκεμβρίου στην περιοχή Βάλτιστα – Καστάνιανη – Κεράσοβο με σκοπό να εισέλθει στον αγώνα αντικαθιστώ­ντας την ΙΙΙ Μεραρχία. Το 11ο Σύνταγμα στάθμευσε στην περιοχή Μουζίνα, έτοιμο να αντικαταστήσει το 12ο Σύνταγμα. Η Μεραρχία φτάνοντας στη γραμμή του μετώπου, θα οργάνωνε τρία συγκρο­τήματα. Δεξιά το 8ο Σύνταγμα, μείον τάγμα και μοίρα Πυροβολικού, με κατεύθυνση ενέργειας παράλληλη προς την αμαξιτή Αργυροκάστρου και δυτικά αυτής, στα κράσπεδα της κύριας κορυφογραμμής.

Κεντρικό συγκρότημα με το 11ο Σύνταγμα και μοίρα Πυροβολικού με κατεύθυνση την κύρια κατεύθυνση της Μεραρχίας προς το κέντρο (ύψ. Μακρύκαμπος – ύψ. Σοπότι – ύψ. Κεσιάγι). Αριστερά το 9ο Σύνταγμα, μείον το II/9 Τάγμα και πυροβολαρχία Σκόντα, με κατεύθυνση Πέζα – Ελευθεροχώρι – Ράχη Κανάτια. Εφεδρεία της Μεραρχίας θα παρέμενε το ΙΙ/9 Τάγμα στην περιοχή Λούγκαρι και το ΙΙΙ/8 Τάγμα στην περιοχή Γράπτσι με την IV Ομάδα Αναγνώρισης στην περιοχή Φράτσανι.

Με την αντικατάσταση των τμημάτων τής ΙΙΙ Μεραρχίας, άρχισε από το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου η προέλαση των συγκροτημάτων της IV Μεραρχίας για την κατάληψη των αντικειμενικών σκοπών που είχαν καθοριστεί. Η κίνηση των τμημάτων γινόταν με δυσκολία εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών και του ορεινού δύσβατου εδάφους που στερούνταν συγκοινωνιών. Κατά το απόγευμα καταλήφθηκαν χωρίς σοβαρή αντίσταση οι πρώτοι αντικειμενικοί σκοποί της Μεραρχίας. Το 11ο Σύνταγμα κατέλαβε το ύψωμα Σοπότι (ύψ. 1505).

Στο μεταξύ από τις 5 Δεκεμβρίου το Α΄ Σώμα Στρατού είχε οργανώσει στην περιοχή της Κακαβιάς ένα συγκρότημα με δύναμη το ΙΙ/42 Τάγμα Πεζικού, δύο πεδινές πυροβολαρχίες και μία πυροβολαρχία Αντιαρματικού Πυροβολικού και Διοικητή το Συνταγματάρχη Ιππικού Παπαθανασίου Ιωάννη, με αποστολή κυρίως την αντιαρματική κάλυψη των μεραρχιών που ενεργούσαν προς Αργυρόκαστρο.

Στις 7 Δεκεμβρίου το Συγκρότημα αυτό προωθήθηκε στη Δερβίτσανη, όπου γύρω στις 11:00 της επομένης (8 Δεκεμβρίου) πληροφορήθηκε ότι ο εχθρός, μετά τη διάνοιξη της διάβασης της Κακαβιάς και την προέλαση των Ελληνικών μεραρχιών μέσα στο Αλβανικό έδαφος, είχε ήδη εκκενώσει το Αργυρόκαστρο από τη νύκτα 5/6 Δεκεμβρίου. Ύστερα απ’ αυτό κινήθηκε με ταχύτητα, το κατέλαβε και εγκαταστάθηκε στα βόρεια και βορειοδυτικά υψώματα, γύρω στα 3,5 χιλιόμετρα κοντά στον ποταμό Σούχα. Οι Ιταλοί κατέλαβαν τη γέφυρα του Βελίτσα, 10 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από το Αργυρόκαστρο.

Η πόλη του Αργυροκάστρου βρέθηκε τελείως ανέπαφη, ενώ άφθονο υλικό έπεσε στα χέρια των Ελλήνων. Η είσοδος των ελληνικών στρατευμάτων προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στους κατοίκους. Η πόλη σημαιοστολίστηκε και έλαβε εορτάσιμη όψη, ενώ επακολούθησε δοξολογία στην οποία χοροστάτησε ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων Βλάχος, μέλος της υπό το Χρηστάκη Ζωγράφο Προσωρινής Κυβέρνησης της Βόρειας Ηπείρου το έτος 1913. Ο Αρχιστράτηγος με διαταγή του και ο Βασιλιάς με διάγγελμά του συγχάρηκαν τα τμήματα για τη μεγάλη επιτυχία τους.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΧΕΙΜΑΡΡΑΣ (13 – 22 Δεκεμβρίου 1940)

Η Μάχη της Χειμάρρας κατά την διάρκεια του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου τον Δεκέμβριο του 1940, κράτησε από τις 13 ως τις 22 Δεκεμβρίου 1940. Η επική Ελληνική αντεπίθεση στη Βόρειο Ήπειρο, ξεκίνησε με την απελευθέρωση της Κορυτσάς στις 22 Νοεμβρίου και ακολούθησαν το Πόγραδετς στις 30 Νοεμβρίου, οι Άγιοι Σαράντα στις 6 Δεκεμβρίου και το Αργυρόκαστρο στις 8 Δεκεμβρίου. Στις 13 Δεκεμβρίου, κατελήφθη από την 3η Μεραρχία Πεζικού του Ελληνικού Στρατού το παραθαλάσσιο χωριό ο Πάνορμος (Πόρτο Παλέρμο), νότια της Χειμάρρας.

Δύο ημέρες αργότερα, η 3η Μεραρχία Πεζικού του Ελληνικού Στρατού επιτέθηκε εναντίον των Ιταλικών θέσεων στη Χειμάρρα, αλλά συνάντησε σθεναρή αντίσταση από τους Ιταλούς, τους οποίους υποστήριζε η Ιταλική αεροπορία. Οι άνδρες της 3ης Μεραρχίας Πεζικού κατάφεραν να αποκτήσουν τον έλεγχο του υψώματος, όπως και το διάσελο του Κούτσι. Η κατάληψη αυτών των θέσεων, έδινε πρόσβαση στην κοιλάδα του ποταμού Σιούσιτσα, οποίος κατέληγε στα περίχωρα της Αυλώνας.

Στις μάχες αυτές οι Ελληνικές απώλειες δεν είχαν ξεπεράσει τους 100 νεκρούς και αγνοούμενους, ενώ οι Ιταλοί είχαν χάσει περίπου 400 οπλίτες και πάνω από 900 αιχμαλώτους, ενώ είχαν καταληφθεί μια Ιταλική ορεινή πυροβολαρχία, έξι μεμονομένα πυροβόλα και μεγάλη ποσότητα πολεμικού υλικού. Στις 21 Δεκεμβρίου, οι Ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν το ύψωμα της Τσιπίστας νοτιοδυτικά της Χειμάρρας και οι Ιταλοί για να αποφύγουν την περικύκλωση, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη νύχτα την πόλη.

Ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε απελευθερωτής στη Χειμάρρα το πρωί της 22ας Δεκεμβρίου, γενόμενος δεκτός με ενθουσιασμό από τον Ελληνικό πληθυσμό. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 19ης Δεκεμβρίου, το 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων υπό τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Τσακαλώτο, με αιφνιδιαστική επίθεση από διαφορετικές θέσεις ταυτόχρονα, μέσα στο σκοτάδι, με εφ όπλου λόγχη, κατέλαβε τις θέσεις των Ιταλών στο όρος Πίλιουρι (Μάλι ι Τζόρετ στα Αλβανικά) ανατολικά της Χειμάρρας.

Παρόλο που το χιόνι ήταν κοντά στο ένα μέτρο, οι Εύζωνοι μπόρεσαν να υπερπηδήσουν τα συρματοπλέγματα και αιχμαλώτισαν μια ορεινή Ιταλική πυροβολαρχία, μαζί με τον διοικητή της. Παράλληλα άλλα τμήματα της 3ης Μεραρχίας κατέλαβαν μετά από σκληρή μάχη, το ύψωμα Γκιάμι, βόρεια του Πανόρμου. Οι άνδρες της 3ης Μεραρχίας Πεζικού κατάφεραν να αποκτήσουν τον έλεγχο του υψώματος, όπως και το διάσελο του Κούτσι. Η κατάληψη αυτών των θέσεων, έδινε πρόσβαση στην κοιλάδα του ποταμού Σιούσιτσα , οποίος κατέληγε στα περίχωρα της Αυλώνας.

 

ΜΑΧΗ ΣΤΟΝ ΑΥΧΕΝΑ ΚΟΥΤΣΙ (15 – 20 Δεκεμβρίου 1940)

Μετά τη λήξη της πρώτης περιόδου του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (13 Νοεμβρίου 1940) και την επιτυχή απόκρουση της Ιταλικής εισβολής άρχισε η συνεχώς εντεινόμενη Ελληνική αντεπίθεση πέρα των συνόρων, μέσα στο βορειοηπειρωτικό έδαφος. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 το 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων ή 40ό Σύνταγμα Πεζικού, όπως λεγόταν τότε, γνωστό και ως Απόσπασμα Συνταγματάρχη Τσακαλώτου Θρασύβου­λου βρισκόταν ανατολικά από τον αυχένα Κούτσι. Το Απόσπασμα Τσακαλώτου αποτελούσαν το 40ό Σύνταγμα Πεζικού και το Ι/42 Τάγμα και υπαγόταν στην ΙΙΙ Μεραρχία.

Η αμυντική τοποθεσία Κούτσι περιλάμβανε τα υψώματα Μάλι ι Τζόρετ (ύψ. 1440) – αυχένας Κούτσι – Μάλι Ιτέρας – Παπαθιά. Ήταν φύσει οχυρή τοποθεσία, δεν ήταν δυνατή η παράκαμψή της και είχε οργανωθεί με ορύγματα και συρματοπλέγματα σε μέτωπο 2.000 μέτρων. Κατεχόταν από το 41ο Σύνταγμα Πεζικού της Μεραρχίας Σιένα. Η κατάληψη του αυχένα Κούτσι από τους Έλληνες διάνοιγε την κοιλάδα του Σιούσιτσα ποταμού και κατ’ επέκταση την οδό προς Αυλώνα.

Στις 15 Δεκεμβρίου 1940 το Απόσπασμα Τσακαλώτου εξόρμησε, κάτω από δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες και έλαβε την επαφή με την εχθρική τοποθεσία χωρίς να μπορεί να προχωρήσει περισσότερο λόγω του χιονιού, το οποίο είχε φθάσει σε ύψος 0,80 – 1,20 μ., και της ισχυρής εχθρικής αντίστασης. Προσπάθεια να υπερκεράσει την αμυντική τοποθεσία από τον ορεινό όγκο της Παπαθιάς δεν απέδωσε. Ο Διοικητής του αποσπάσματος πείσθηκε ότι η υπερκέραση ήταν αδύνατη και αποφάσισε την εκπόρθηση της τοποθεσίας από την κατεύθυνση του αυχένα Κούτσι.

Μετά από ισχυρή προπαρασκευή πυροβολικού εξαπολύθηκε επίθεση το πρωί της 17ης Δεκεμβρίου 1940, με μόνο αποτέλεσμα τη λήψη στενής επαφής με την οργανωμένη εχθρική τοποθεσία, κοντά στα συρματοπλέγματα. Η μη πραγματοποιη­θείσα πλευρική ενέργεια της IV Μεραρχίας από Παπαθιά προς Κούτσι για την υποβοήθηση της ενέργειας του Αποσπάσματος, δημιούργησε για το Απόσπασμα αυτό κρίσιμη κατάσταση, γιατί βρέθηκε σε κλοιό εντός μιας στενωπού που κατέχονταν από κάθε πλευρά από τον εχθρό, και βάλλονταν από το πυροβολικό και την αεροπορία του.

Έτσι η μόνη «σανίδα σωτηρίας», όπως αναφέρει ο Διοικητής του Αποσπάσματος Συνταγματάρχης Τσακαλώτος σε σχετική έκθεσή του, ήταν ο αιφνιδιασμός. Έτσι αποφάσισε αιφνιδιαστική νυκτερινή επίθεση τη νύκτα 18 – 19 Δεκεμβρίου με τμήματα που θα είχαν απαλλαγεί από κάθε βάρος και θα κινούνταν στις υπώρειες των απόκρημνων όγκων Μάλι ι Τζόρετ και Μάλι Ιτέρας, σε συν­δυασμό με αιφνιδιαστική ενέργεια ουλαμού από επίλεκτους άνδρες του ΙΙ/40 Τάγματος του Λοχαγού Κουρκούμπα Δημητρίου.

Ο ουλαμός αυτός, θα αναρριχόταν από την ατραπό των απόκρημνων πλαγιών του Μάλι ι Τζόρετ και θα απασχολούσε τις εκεί εχθρικές δυνάμεις κατά την εκδήλωση της κύριας αιφνιδιαστικής ενέργειας. Επιπλέον, διλοχία του ΙΙ/40 Τάγματος θα απασχολούσε τις Ιταλικές δυνάμεις στο Μάλι Ιτέρας. Η ενέργεια εκδηλώθηκε χωρίς προπαρασκευή πυροβο­λικού. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε απόλυτα, δεδομένου ότι το σύστημα πυρός του αντιπάλου δε λειτούργησε αφού οι πολυβολητές «συνελήφθησαν κοιμώμενοι».

Ακολούθησε σκληρός αγώνας στο εσωτερικό της αμυντικής τοποθεσίας, ο οποίος διήρκεσε όλη τη μέρα. Ο εχθρός διεκδικούσε βήμα προς βήμα το έδαφος. Το βράδυ ο αγώνας διακόπηκε, αφού καταλήφθηκε ο αυχένας Κούτσι, ενώ τα εχθρικά τμήματα που βρίσκονταν εκατέρωθεν των υψωμάτων Μάλι ι Τζόρετ και Μάλι Ιτέρας απασχολούνταν σοβαρά με την απαγόρευση παροχής υποστήριξης προς τα μαχόμενα τμήματα στον αυχένα.

Συνελήφθησαν περισσότεροι από 200 αιχμάλωτοι ανάμεσά τους και ο Διοικητής της άμυνας Αντισυνταγματάρχης Ζαν Ντομένικο (Jan Domenico), κυριεύθηκε μία πυροβολαρχία καθώς και άλλο σημαντικό πολεμικό υλικό. Την επομένη, 20 Δεκεμβρίου, το Απόσπασμα εκκαθάρισε την περιοχή του αυχένα από τα υπολείμματα του εχθρού, κατέλαβε το χ. Κούτσι, ενώ με τη διλοχία του ΙΙ/40 Τάγματος απασχολούσε τα εχθρικά τμήματα στο Μάλι Ιτέρας, τα οποία εξακολουθούσαν να αμύνονται σταθερά.

Μετά την κατάληψη του Κούτσι, αποκλείσθηκε η γραμμή σύμπτυξης των παραπάνω τμημάτων, τα οποία δεν είχαν άλλη επιλογή από το να αμυνθούν μέχρις εσχάτων ή να παραδοθούν. Το Απόσπασμα Τσακαλώτου, στις 21 Δεκεμβρίου, ασχολήθηκε με ανασυγκρότηση των τμημάτων του και προπαρασκευή της κίνησής του προς βορειοδυτικά. Ταυτόχρονα, με το ΙΙΙ/40 Τάγμα, απέκλεισε την οδό υποχώρησης των ανθιστάμενων ακόμα ιταλικών τμημάτων στο Μάλι Ιτέρας και την Παπαθιά.

Το μεσημέρι, ο Συνταγματάρχης Τσακαλώτος, απέστειλε στο ύψ. Παπαθιά Αλβανό κήρυκα, με σημείωμα συνταγμένο στα γαλλικά, προς το διοικητή των εκεί ιταλικών δυνάμεων με το οποίο του ζητούσε να παραδοθεί. Πράγματι, την επομένη, 22 Δεκεμβρίου 1940, ολόκληρο το ιταλικό τάγμα (141 Τάγμα Μελανοχιτώνων) δύναμης 29 αξιωματικών και 677 οπλιτών παραδόθηκε στο ΙΙΙ/40 Τάγμα. Έτσι έληξε η μάχη στον αυχένα Κούτσι, η επιτυχής έκβαση της οποίας διάνοιγε την κοιλάδα του Σιουσίτσα ποταμού, που είχε ιδιαίτερη σημασία για τις περαιτέρω επιχειρήσεις του Α΄ ΣΣ.

Οι συνολικές απώλειες των Ιταλών ανήλθαν σε 31 αξιωματικούς και 900 οπλίτες αιχμαλώτους και παραπάνω από 300 νεκρούς. Οι απώλειες του Αποσπάσματος Τσακαλώτου ανήλθαν σε περίπου 100 άνδρες εκτός μάχης. Για την επιτυχή δράση του Αποσπάσματος κατά τις επιχειρήσεις με σκοπό τη διάσπαση του αυχένα Κούτσι απονεμήθηκε στη σημαία του 40ού Συντάγματος Πεζικού το Χρυσό Αριστείο Ανδρείας με την Ημερήσια Διαταγή της 22ης Φεβρουαρίου 1941 της ΙΙΙ Μεραρχίας.

 

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΣΤΕΝΩΠΟΥ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ (23 – 24 Ιανουαρίου 1941)

Το 51ο Σύνταγμα Πεζικού (Έφεδρο Τρικάλων) κατά τον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο 1940 – 41 είχε προεπιστρατευθεί και αποτέλεσε το Απόσπασμα Πίνδου με Διοικητή τον Συνταγματάρχη Πεζικού (έφεδρο εκ μονίμων) Δαβάκη Κωνσταντίνο. Από τις 3 Νοεμβρίου, λόγω τραυματισμού του Συνταγματάρχη Δαβάκη, τη διοίκηση του 51ου Συντάγματος ανέλαβε ο Συνταγματάρχης Πεζικού Κετσέας Θεμιστοκλής, και έκτοτε ως «Απόσπασμα Κετσέα» συμμετείχε με τη μεραρχία του (Ι Μεραρχία) σε όλες τις επιχειρήσεις του Β΄ Σώματος Στρατού προς τον κόμβο της Κλεισούρας και τη βόρεια πλευρά της Τρεμπεσίνας.

Στις 8 Ιανουαρίου 1941 το 51ο Σύνταγμα έπαψε να υπάρχει ως μονάδα, ενώ τα τμήματά του εξακολουθούσαν να αποτελούν τον πυρήνα του Αποσπάσματος Κετσέα. Μέχρι τις 19 Ιανουαρίου, το Απόσπασμα είχε προωθηθεί στην περιοχή Πάβαρι – Χάνι Μπαλαμπάν – Χάνι Βινοκάζιτ, βορειοανατολικά της Κλεισούρας. Από την επομένη το Απόσπασμα συνέχισε την επιθετική του ενέργεια στην κατεύθυνση Σπι Καμαράτε – Μοναστέρο και στις 22 Ιανουαρίου κατέλαβε, μετά από τριήμερο σκληρό αγώνα, το χ. Σπι Καμαράτε και τη γύρω περιοχή, όπου συνέλαβε 500 Ιταλούς αιχμαλώτους και κυρίευσε άφθονο πολεμικό υλικό.

Στις 23 Ιανουαρίου το Απόσπασμα Κετσέα, αφού ενισχύθηκε και με το ΙΙΙ/5 Τάγμα, συνέχισε την προχώρησή του με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του υψώματος 731 και του υψώματος 717 (Μπρέγκου Ραπίτ). Τα επιτιθέμενα τμήματα που προχωρούσαν ορμητικά, έφθασαν σε ορισμένα σημεία τις εχθρικές αντιστάσεις, όπου έγινε αγώνας «εκ του συστάδην» με χειροβομβίδες. Το ΙΙΙ/5 Τάγμα κατέλαβε περίπου στις 1600 της 23ης Ιανουαρίου το Μπρέγκου Ραπίτ (ύψ. 717). Στις 24 Ιανουαρίου, οι Ιταλοί άρχισαν προπαρασκευή πυροβολικού και όλμων κατά του υψώματος 717.

Περίπου στις 09:00 το Ιταλικό πεζικό εκδήλωσε μαζική επίθεση. Οι αμυνόμενοι του Αποσπάσματος Κετσέα, με την υποστήριξη του φίλιου πυροβολικού, προέβαλαν πεισματώδη αντίσταση, παρά την αριθμητική υπεροχή του εχθρού. Τελικά αναγκάσθηκαν να συμπτυχθούν περίπου 200 μέτρα από την κορυφή του υψώματος. Ο Διοικητής του Αποσπάσματος, παρακολουθώντας από το παρατηρητήριό του τη σύμπτυξη, διέταξε την εκτέλεση δραστικής βολής πυροβολικού και όλμων κατά του υψώματος 717, το οποίο είχε ήδη καταλάβει ο εχθρός.

Οι απώλειες που προκλήθηκαν από τα σφοδρά και εύστοχα πυρά στα Ιταλικά τμήματα ήταν μεγάλες και είχαν ως αποτέλεσμα αυτά να εγκαταλείψουν το ύψωμα. Ενώ όμως στο δεξιό διεξαγόταν ο αγώνας εναντίον του Μπρέγκου Ραπίτ (ύψ. 717) το Ι/51 Τάγμα επιτέθηκε στις 08:30 της 24ης Ιανουαρίου κατά του υψώματος 731 για να εκκαθαρίσει τις εκεί μεμονωμένες εχθρικές εστίες αντίστασης.

Περίπου στις 10:30, ολοκλήρωσε την κατάληψη του υψώματος και αιχμαλώτισε περίπου 60 Ιταλούς. Κατά τον αγώνα με σκοπό την κατάληψη του υψώματος 731 και Μπρέγκου Ραπίτ οι απώλειες του Αποσπάσματος ανήλθαν σε 3 νεκρούς και 2 τραυματίες αξιωματικούς, 20 νεκρούς και 207 τραυματίες οπλίτες. Οι απώλειες των Ιταλών υπολογίζονταν σε περισσότερους από 500 νεκρούς και τραυματίες, και 83 αιχμαλώτους.

Η κατάληψη της γραμμής Κιάφε Λούζιτ – ύψωμα 731 – Μοναστέρο – ύψωμα 717 (Μπρέγκου Ραπίτ), υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για τις Ελληνικές δυνάμεις και αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για τους Ιταλούς. Εξασφαλίστηκε η ευρεία κάλυψη της στρατηγικής σημασίας στενωπού της Κλεισούρας και ο έλεγχος της βαθιάς γραμμής της κοιλάδας του Ντεσνίτσα ποταμού. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν ευνοϊκές συνθήκες για τη συνέχιση της προέλασης του Ελληνικού Στρατού προς Βεράτι.

 

ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΚΟΡΥΦΟΓΡΑΜΜΗΣ ΤΡΕΜΠΕΣΙΝΑΣ (29 – 31 Ιανουαρίου 1941)

Στη διάρκεια των χειμερινών επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού στη Βόρεια Ήπειρο (τρίτη περίοδος του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-41), το 14ο Σύνταγμα Πεζικού με διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Πεζικού Κόντη Θεόφιλο, υπαγόταν στην V Μεραρχία η οποία άρχισε να εισέρχεται στη ζώνη επιχειρήσεων του Β΄ Σώματος Στρατού (περιοχή Κλεισούρας) από τις 26 Ιανουαρίου 1941. Η αποστολή που ανατέθηκε από το Β΄ Σώμα Στρατού στην V Μεραρχία, ήταν να καταλάβει την κορυφογραμμή της Τρεμπεσίνας και στη συνέχεια να προωθηθεί και να εξασφαλίσει ευρέως από τα δυτικά τη στενωπό της Κλεισούρας.

Το Β΄ Σώμα Στρατού, μόλις είχε αποκρούσει ισχυρή Ιταλική επίθεση κατά του κόμβου της Κλεισούρας και έπαιρνε μέτρα για την παραπέρα αντιμετώπιση της κατάστασης και αποφυγή νέου ενδεχόμενου κινδύνου. Η V Μεραρχία περάτωσε τη συγκέντρωσή της και τις απαραίτητες αναγνωρίσεις της μέχρι το βράδυ της 28ης Ιανουαρίου, έχοντας το 14ο Σύνταγμα στην περιοχή της Κλεισούρας και τα άλλα δύο νοτιότερα, το 43ο στο χ. Κούκιαρι και το 44ο στην περιοχή Κοσίνα.

Στις 07:00 της 29ης Ιανουαρίου, το 14ο Σύνταγμα Πεζικού, αφού εξόρμησε με δύο τάγματα από την περιοχή Γκρόμπα, κατέλαβε ύστερα από σκληρό αγώνα το ύψ. 1733, όπου δέχθηκε άμεση αντεπίθεση, την οποία όμως απέκρουσε με πολλές απώλειες για τον εχθρό. Στη συνέχεια επιτέθηκε κατά του υψώματος 1923 το οποίο κατέλαβε γύρω στο σούρουπο, μετά από σκληρό αγώνα. Συνελήφθησαν 173 αιχμάλωτοι (ανάμεσά τους 7 αξιωματικοί), και κυριεύθηκε σημαντικό πολεμικό υλικό.

Οι απώλειες του Συντάγματος ανήλθαν σε 5 αξιωματικούς τραυματίες (μεταξύ των οποίων και ο διοικητής του ΙΙΙ/14 Τάγματος), 22 οπλίτες νεκρούς και περίπου 140 οπλίτες τραυματίες. Στις 09:00 της 30ής Ιανουαρίου, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν ισχυρή επίθεση με σκοπό την ανακατάληψη του υψώματος 1923, η οποία υποστηρίχθηκε από το σύνολο του διαθέσιμου πυροβολικού και αεροπορία.

Με δραστήρια ενέργεια του διοικητή του Ι/14 Τάγματος και με την αυτοθυσία των ανδρών, οι αμυνόμενοι διατήρησαν τις θέσεις τους και, όταν αντεπιτέθηκαν μετά από λίγο, υποχρέωσαν σε άτακτη υποχώρηση τους επιτιθέμενους, οι οποίοι εγκατέλειψαν νεκρούς και τραυματίες, καθώς και άφθονο πολεμικό υλικό. Η Ιταλική αεροπορία στις 28 και 29 Ιανουαρίου ανέπτυξε ιδιαίτερη δραστηριότητα, βομβαρδίζοντας τις θέσεις των μονάδων και το Σταθμό Διοίκησης της V Μεραρχίας.

Οι απώλειες από τους βομβαρδισμούς κατά τη δεύτερη μέρα ήταν μεγάλες και ανήλθαν σε 11 οπλίτες νεκρούς και 3 αξιωματικούς και 21 οπλίτες τραυματίες. Στις 31 Ιανουαρίου, σφοδρή χιονοθύελλα εμπόδισε τη συνέχιση των επιχειρήσεων πέρα από το ύψωμα 1923. Με την κατάληψη της κορυφογραμμής του όρους Τρεμπεσίνα που δεσπόζει στην κοιλάδα του Αώου ποταμού, επιτεύχθηκε ο έλεγχος της αμαξιτής οδού Κλεισούρας – Τεπελενίου.

Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΑΡΙΝΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ή ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΡΙΜΑΒΕΡΑ (9 – 24 Μαρτίου 1941)

Τα Προηγηθέντα

Οι αλλεπάλληλες ήττες που υπέστησαν οι Ιταλικές δυνάμεις από την αρχή του πολέμου και η συνεχιζόμενη προέλαση του Ελληνικού στρατού μέσα στο Βορειοηπειρωτικό έδαφος, προκάλεσαν έντονες ανησυχίες στην ανώτατη Ιταλική ηγεσία και ανάγκασαν τον Μουσολίνι να διατάξει στις 29 / 12 / 1940 την αντικατάσταση, του, μόλις από τις 9 / 11 / 1940, Αρχιστράτηγου του θεάτρου Επιχειρήσεων Αλβανίας Στρατηγού Ουμπάλντο Σοντού (Ubaldo Soddu), με το νέο Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων Στρατηγό Ούγο Καβαλλέρο (Ugo Cavallero).

Ο Χίτλερ, στο μεταξύ, επειγόμενος να εκστρατεύσει κατά της Ρωσίας, συγκάλεσε στις 19 και 20 Ιανουαρίου 1941 μεγάλη σύσκεψη στο Σάλτσμπουργκ, όπου ο Μουσολίνι κατόρθωσε να αποσπάσει τη συγκατάθεση του Χίτλερ να οργανώσει μόνος του μια αποφασιστική επίθεση κατά της Ελλάδος, υπό τον όρο όμως να έχει ξεκαθαρίσει την κατάσταση μέχρι τέλος Μαρτίου 1941. Για τον Μουσολίνι, κατά συνέπεια, δεν ήταν απλώς ζήτημα γοήτρου, αλλά κυρίως θέμα ύπαρξης και υπολογισμού πλέον της Ιταλίας ως ουσιαστικού -και όχι ως δορυφόρου- συμμάχου της Γερμανίας.

Γι’ αυτό σε μια απόρρητη έκθεσή του προς τον βασιλιά Βιττόριο Εμανουέλε (Vittorio Εmanuele), ανέφερε: «Οφείλομεν να έχωμεν τουλάχιστον μίαν στρατιωτικήν επιτυχίαν, προ της εξαπολύσεως της επιθέσεως (κατά της Ελλάδος) κατά τας αρχάς Απριλίου υπό των Γερμανών». Ο Μουσολίνι από την ημέρα εκείνη αφοσιώθηκε με όλες τις δυνάμεις του στην προπαρασκευή της επιχείρησης αυτής, αναπτύσσοντας πραγματικά καταπληκτική δραστηριότητα και ακούραστη ενεργητικότητα.

Δέκα νωπές Ιταλικές μεραρχίες στάλθηκαν στην Αλβανία, και προστέθηκαν στις ήδη εκεί υπάρχουσες δεκαπέντε. Αεροπλάνα καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά ενίσχυσαν την Ιταλική αεροπορία που δρούσε κατά της Ελλάδος. Αυτοκίνητα σε χιλιάδες, πυροβόλα σε εκατοντάδες, παντοειδή άλλα εφόδια προωθήθηκαν μέρα νύχτα στην Αλβανία. Εκεί, νέοι δρόμοι διανοίχθηκαν, παλαιοί διευθετήθηκαν, πολεμικά αεροδρόμια βελτιώθηκαν και γενικώς σημειώθηκαν άνευ προηγουμένου εργώδεις προσπάθειες και πυρετώδεις προετοιμασίες.

Ακόμη για να αναπτερωθεί το ηθικό του Ιταλικού στρατού, ο «Ντούτσε του Φασισμού», όπως αρεσκόταν να προσαγορεύεται ο Μουσολίνι, προέτρεψε να καταταγούν στις Ένοπλες Δυνάμεις οι παράγοντες του Φασισμού. Στην πρόσκλησή του ανταποκρίθηκαν μέχρι τέλος Φεβρουαρίου και προσήλθαν στην Αλβανία να υπηρετήσουν ως αξιωματικοί, οι υπουργοί Μπαρτάι, Παβολίνι, Ρικάρντι, Ρίτσι, Γκόρλα, οι θορυβωδέστεροι από τους ανώτερους αξιωματούχους του Φασισμού Φαρινάτσι και Τζιανέτι, καθώς και ο γαμπρός του Μουσολίνι κόμητας Γκαλεάτσο Τσιάνο.

Τελικά, όταν ο Μουσολίνι πείσθηκε ότι τα πάντα έβαιναν κατ’ ευχήν, το πρωί της 2ας Μαρτίου προσγειώθηκε στα Τίρανα πιλοτάροντας ο ίδιος το προσωπικό του αεροπλάνο. Μόλις έφθασε στην Αλβανία επέδειξε ακόμη πιο έντονη δραστηριότητα. Επισκέφθηκε τους σταθμούς διοικήσεως των μεραρχιών, των συνταγμάτων, των ταγμάτων και των λόχων ακόμα. Συνομίλησε με αξιωματικούς, αναμείχθηκε με τους στρατιώτες, δοκίμασε το συσσίτιό τους, χώθηκε κάτω από αντίσκηνα, πήγε σε αεροδρόμια, νοσοκομεία.

Έλεγε σ’ όλους, ακόμα και στους Αλβανούς «εθελοντές», πως από την επίθεση αυτήν και την επιτυχία της εξαρτιόταν το μέλλον της Ιταλίας και η ευτυχία αυτών των ίδιων. Προσπάθησε ιδιαίτερα -παραδόξως, χωρίς ν’ αντιμετωπίσει αποδοκιμασίες- και τον εγωισμό τους να ερεθίσει, και τα ταπεινά τους ένστικτα να υποδαυλίσει. Και όταν τέλος θεώρησε πως όλα ήταν έτοιμα, έδωσε το παράγγελμα της επίθεσης.

Το βράδυ της 8ης προς 9η Μαρτίου διανυκτέρευσε στο προκεχωρημένο παρατηρητήριο του όρους Κόμαριτ, απ’ όπου όχι μόνο επρόκειτο να παρακολουθήσει απλώς την επίθεση, αλλά και να τη διευθύνει ο ίδιος προσωπικά, δίνοντας διαταγές στον Αρχιστράτηγο Καβαλλέρο, που βρισκόταν συνεχώς στο πλάι του. Υπενθυμίζεται ότι μετά την προσχώρηση της Βουλγαρίας στον Άξονα την 1 / 3 / 1941, άρχισαν από τις 2 / 3 / 1941 να εισέρχονται Γερμανικές Δυνάμεις στο έδαφός της και των οποίων οι εμπροσθοφυλακές έφθασαν στις 9 / 3 / 1941 προ των Ελληνο-Βουλγαρικών Συνόρων.

Ο Χώρος και οι Αντίπαλοι

Α. Η περιοχή του πεδίου της μάχης περιελάμβανε την εδαφική έκταση μεταξύ των ποταμών Άψου και Αώου, ιππαστί της κοιλάδας του παραποτάμου του Αώου ποταμού Ντεσνίτσα και της κυρίας οδού Βεράτι – Μπαλαμπάν – Κλεισούρα. Η γραμμή επαφής των εμπολέμων στοιχιζόταν επί των ΒΔ καταπτώσεων της Τρεμπεσίνας (υψ. 1710) Φόντε (υψ. 1030) Μπούμπεσι (υψ. 710) Μάλι Σπαντάριτ (υψ. 1110). Σημειώνεται, ότι η κατεχόμενη από τις Ελληνικές δυνάμεις γραμμή, που είχε δημιουργηθεί συνεπεία των προσφάτων επιχειρήσεων, παρουσίαζε ορισμένες επικίνδυνες «εξέχουσες» προς τον εχθρό.

Β. Οι Ιταλοί, είχαν αναθέσει την όλη επιχείρηση στην 11η Στρατιά, (Αντιστράτηγος Carlo Geloso), ενώ η αναπτυγμένη βορειότερα 9η Στρατιά, (Αντιστράτηγος Αlessandro Ρirzio Βiroli), δεν είχε καν ειδοποιηθεί ότι ο Ιταλικός Στρατός θα αποδυόταν στην πιο σοβαρή προσπάθειά του από την έναρξη του πολέμου. Οι δυνάμεις τους είχαν διατεθεί από βορρά προς νότον ως εξής:

Πρώτο Κλιμάκιο

  • 22 ΜΠ «Κυνηγοί των «Άλπεων». Ταξίαρχος Τζιοβάννι Πιβάνο (Giovanni Ρivano).
  • 59 ΜΠ «Κάλιαρι». Υποστράτηγος Γκιουζέππε Τζιάννι (Giuseppe Gianni).
  • 38 ΜΠ «Πούλιε». Υποστράτηγος Αλμπέρτο Ντ’ Απόντε (Αlberto D’ Αponte).
  • Λεγεώνα Μελανοχιτώνων με τα 152 και 155 Τάγματα Μελανοχιτώνων (στον αυχένα Σίσικουτ ιππαστί της αμαξιτής οδού).
  • 24 ΜΠ «Πινερόλο». Υποστράτηγος Γκιουζέππε Ντε Στέφανις (Giuseppe De Stefanis).
  • 2α ΜΠ «Σφορτσέσκα». Υποστράτηγος Αλφόνσο Ολλεάρο (Αlfonso Οllearo).

 

Δεύτερο Κλιμάκιο

  • 47 ΜΠ «Μπάρι». Υποστράτηγος Ματτέο Νέγκρο (Μatteo Νegro).
  • 51 ΜΠ «Σιένα». Υποστράτηγος Γκουαλτιέρο Γκαμπούττι (Gualtiero Gabutti).
  • 7 ΜΠ «Λύκοι της Τοσκάνης». Υποστράτηγος Οττάνιο Μπολλέα (Οttanio Βollea).
  • Τρεις Λεγεώνες Μελανοχιτώνων.

 

Εφεδρεία, στην περιοχή Τεπελενίου:

  • 29 ΜΠ «Πιεμόντε». Υποστράτηγος Ροντόλφο Νάλντι (Rodolfo Νaldi).
  • 131 Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Κένταυροι». Υποστράτηγος Τζιοβάννι Μάλι (Giovanni Μagli).

 

Εκτός από τις ανωτέρω δυνάμεις, διέθεταν μεταξύ Άψου και Αώου ποταμών διάφορα συντάγματα Βερσαλλιέρων και τάγματα Αλπινιστών, των οποίων το σύνολο ανερχόταν σε δεκαπέντε περίπου τάγματα πεζικού και δύο τάγματα πολυβόλων. Επισημαίνεται, ακόμη, ότι οι Ιταλοί διέθεταν αρκετές «νωπές» δυνάμεις και δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα αναπλήρωσης των απωλειών, ενώ η εξαιρετικά πολυάριθμη ιταλική αεροπορία υπερίσχυε σαφώς της ελληνικής, παρά τη σχετική ενίσχυσή της από την Αγγλική αεροπορία.

Γ. Οι Έλληνες, με το Β´ Σώμα Στρατού, (Υποστράτηγος Γεώργιος Μπάκος), στην ζώνη του οποίου θα εκτοξευόταν η Ιταλική επίθεση, παρέτασσαν από τον Αώο μέχρι τον Άψο ποταμό τις ακόλουθες δυνάμεις:

Πρώτο Κλιμάκιο

  • ΧVΙΙ ΜΠ (Υποστράτηγος Αναστάσιος Ρουσσόπουλος).
  • V ΜΠ (Υποστράτηγος Γεώργιος Παπαστεργίου).
  • Ι ΜΠ (Υποστράτηγος Βασίλειος Βραχνός).
  • VΙ ΜΠ (Συνταγματάρχης (ΠΣ) Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος).
  • ΧΙ ΜΠ (Συνταγματάρχης (ΙΠ) Σωκράτης Δημαράτος).

 

Δεύτερο Κλιμάκιο

Ως εφεδρείες του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου (ΤΣΗ), (Αντιστράτηγος Ιωάννης Πιτσίκας), διατέθηκαν τρία συντάγματα, ανά ένα από τις ΜΠ πρώτου κλιμακίου ΧV και ΧVΙΙ και ένα από την VΙ ΜΠ, (Υποστράτηγος Νικόλαος Μάρκου), η οποία στάθμευσε στην περιοχή βορείως της Κλεισούρας. Επίσης, στην περιοχή του χωριού Λίμπχοβα (ΝΑ Αργυροκάστρου) είχε ετοιμότητα επέμβασης στη ζώνη του Β´ ΣΣ. η ΙV ΜΠ.

Υπογραμμίζεται ότι η δύναμη των Ελληνικών Σχηματισμών είχε αισθητά μειωθεί, χωρίς να υφίσταται πλέον δυνατότητα ικανοποιητικής αναπλήρωσης των απωλειών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η V Μεραρχία Κρητών από την είσοδό της στον αγώνα στις 29 Ιανουαρίου μέχρι στις 18 Φεβρουαρίου είχε απώλειες 3344 άνδρες (νεκρούς, τραυματίες, παγόπληκτους), επί συνόλου 13000 περίπου.

 

Τα Σχέδια των Αντιπάλων

Ιταλοί

Η Ιταλική επίθεση, σύμφωνα με το σχέδιο του Καβαλλέρο, που βρέθηκε στα έγγραφα συλληφθέντος τραυματία Ιταλού ταγματάρχη, θα εξαπολυόταν στις 9 Μαρτίου και θα εκδηλωνόταν σε περιορισμένο μέτωπο μεταξύ των ποταμών Αώου και Άψου, στη γενική κατεύθυνση Γκλάβα – Μπούμπεσι – Κλεισούρα, με σκοπό τη διάρρηξη της τοποθεσίας, στον τομέα της Ι Ελληνικής ΜΠ μεταξύ Τρεμπεσίνας και Μπούμπεσι και την προώθηση υπό μορφή σφήνας δια της κοιλάδας του Ντέσνιτσα ποταμού προς τον οδικό κόμβο της Κλεισούρας.

Έτσι, αποκόπτοντας στην Τρεμπεσίνα και στο Σεντέλι τις V και ΧVΙΙ ΜΠ αντιστοίχως και απωθώντας προς το Μάλι Γαρονίν τις ΧV και ΧΙ ΜΠ, θα προελαύναν στη συνέχεια δια της κοιλάδας του Αώου ποταμού προς Πρεμετή – Λεσκοβίκι – Μέρτζανη, θα διαχώριζαν το βόρειο από το νότιο μέτωπο και θα κατευθύνονταν προς τα Ιωάννινα, τα οποία αποτελούσαν και τον τελικό αντικειμενικό σκοπό της επίθεσης.

Η κύρια προσπάθεια επί μετώπου 6χλμ. ανατέθηκε στο VΙΙΙ Σώμα Στρατού, (Αντιστράτηγος Gastone Gambara), με τις ΜΠ «Κάλιαρι», «Πούλιε», «Πινερόλο» και «Μπάρι», καθώς και Λεγεώνα Μελανοχιτώνων με δύο Τάγματα Μελανοχιτώνων. Το Σ.Σ. πλαισιωνόταν δεξιά (νότια) από τη ΜΠ «Σφορτσέσκα» του ΧΧV Σ.Σ. και αριστερά (βόρεια) από τη ΜΠ «Κυνηγοί των άλπεων» του ΙV Σ.Σ. Ειδικότερα, το σχέδιο ενεργείας του VΙΙΙ Σ.Σ. προέβλεπε επίθεση επί τριών κατευθύνσεων, με τις ακόλουθες δυνάμεις, προς κατάληψη των κάτωθι αντικειμενικών σκοπών (ΑΝΣΚ):

  • 59 ΜΠ «Κάλιαρι»: «Να επιτεθεί στη βόρεια κατεύθυνση ΚΙΑΦΕ ΜΠΟΥΜΠΕΣΙ – ΤΟΣΚΙΤΣΙ – ΜΠΡΕΓΚΟΥ ΜΕΜΟΥΛΑZΙΤ – ΜΑΛΙ ΓΑΡΟΝΙΝ – ΜΑΛΙ ΚΡΕΣΟΒΑΣ και να καταλάβει το ΜΑΛΙ ΓΑΡΟΝΙΝ (1ος ΑΝΣΚ) και ακολούθως το ΜΑΛΙ ΚΡΕΣΟΒΑΣ (2ος ΑΝΣΚ)».
  • 38 ΜΠ «Πούλιε»: «Να επιτεθεί στην κεντρική κατεύθυνση ΜΟΝΑΣΤΕΡΟ (Υψ. 731) – ΒΙΝΟΚΑZΙΤ – ΜΠΑΛΑΜΠΑΝ – ΡΟΝΤΕΝ – ΣΟΥΚΑ – ΦΡΑΤΑΡΙ και να καταλάβει το ΡΟΝΤΕΝ και τη ΣΟΥΚΑ (1ος ΑΝΣΚ) και ακολούθως το ΦΡΑΤΑΡΙ (2ος ΑΝΣΚ)».
  • 24 ΜΠ «Πινερόλο»: «Να επιτεθεί στη νότια κατεύθυνση αυχένας ΣΙΣΙΚΟΥΤ – ΚΙΑΦΕ – ΛΟΥZΙΤ – ΨΑΡΙ – ΠΟΝΤΓΚΟΡΑΝΙ – ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ και να καταλάβει την ΠΟΝΤΓΚΟΡΑΝΙ (1ος ΑΝΣΚ) και την ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ (2ος ΑΝΣΚ).
  • Λεγεώνα Μελανοχιτώνων με τα 152 και 155 Τάγματα Μελανοχιτώνων: «Να κινείται μεταξύ των Μεραρχιών «Πούλιε» και «Πινερόλο», ως συνδετικό τμήμα.
  • 47 ΜΠ «Μπάρι»: Εφεδρεία. «Ακολουθούσα την κεντρική κατεύθυνση, να έχει ετοιμότητα επέμβασης υπέρ των Μεραρχιών πρώτου κλιμακίου, με προτεραιότητα υπέρ της κύριας προσπάθειας».

Το ανωτέρω σχέδιο του Στρατηγού Καβαλλέρο, σχετικώς περιορισμένου ΑΝΣΚ βάθους, που αποσκοπούσε κυρίως στην ανακούφιση του τομέα Αυλώνας, είχε προκριθεί απ’ τον Μουσολίνι, έναντι του αντίστοιχου και πλέον φιλόδοξου σχεδίου, υποβληθέντος από τον διατελέσαντα πρώτο Αρχηγό των Ιταλικών Δυνάμεων Αλβανίας και ήδη Υφυπουργό Στρατιωτικών Στρατηγό Αλφρέδο Γκουτζόνι (Αlfredo Guzzoni).

Αυτό, προέβλεπε κύρια επίθεση στον άξονα Βεράτι – Πόγραδετς – Κορυτσά – Καστοριά – Φλώρινα – Θεσσαλονίκη, αφενός μεν προς ανακατάληψη του κόμβου της Κορυτσάς και αντιστάθμιση της πρώτης σημαντικής ήττας των Ιταλών κατά την έναρξη του πολέμου, αφετέρου δε στη συνδυασμένη προσπάθεια με την επικείμενη εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα μέσω Βουλγαρίας, προς κατάληψη της Φλώρινας και της Θεσσαλονίκης.

 

Έλληνες

Οι προπαρασκευές των Ιταλών είχαν ήδη γίνει αντιληπτές από το πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου και το Β´ Σ.Σ., σύμφωνα με τις οδηγίες του Γενικού Στρατηγείου και ενώ συνέχιζε τις τοπικές επιθετικές επιχειρήσεις του, είχε εκδόσει από τις 9 Φεβρουαρίου διαταγή αμυντικής εγκατάστασης.

Αυτό το χρονικό διάστημα ήταν σημαντικό για τη συμπλήρωση της άμυνας και για τη σφυρηλάτηση του ηθικού των ανδρών, με αποτέλεσμα κατά την έναρξη της Ιταλικής επίθεσης, όλοι να είναι προπαρασκευασμένοι ηθικώς και υλικώς για την απόκρουσή της. Τις τελευταίες ημέρες πριν απ’ την επίθεση και ιδίως στις 8 Μαρτίου, η Ιταλική Αεροπορία σημείωσε έντονη δράση, βομβαρδίζοντας εφεδρείες, συγκεντρώσεις τμημάτων, θέσεις πυροβολικού, σταθμούς διοίκησης, παρατηρητήρια κ.ά.

Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ–

1η Ημέρα (9 Μαρτίου)

Στις 06:30 άρχισε η προπαρασκευή του εχθρικού πυροβολικού, η οποία διήρκεσε δυόμιση ώρες. Στον τομέα της Ι ΜΠ, (Διοικητής Υποστράτηγος Βραχνός) και σε μέτωπο 6 χλμ., 300 περίπου πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων έβαλαν υπέρ τις 100.000 οβίδες, χωρίς να υπολογίζονται τα βλήματα όλμων 81 χιλ. Τα υψ. 717, Μπρέγκου Ραπίτ και 731 ανασκάφηκαν και τα μέσα διοίκησης εξαρθρώθηκαν. Η επίθεση εκδηλώθηκε σταδιακά από την 07:30 ώρα σε ολόκληρο το μέτωπο της Μεραρχίας, από το υψ. 1308 στις βόρειες καταπτώσεις της Τρεμπεσίνας μέχρι το χωρίο Μπούμπεσι, όπου ο εχθρός εφάρμοσε την κύρια προσπάθεια.

Με ανάλογη σφοδρότητα ενήργησε και κατά του υψ. 731, του οποίου οι υπερασπιστές με αγώνα σώματος προς σώμα αποδεκάτισαν και ανέτρεψαν τους επιτιθέμενους. Νέα προσπάθεια των Ιταλών με άλλη μονάδα πέτυχε την κατάληψη του υψ. 717 (500μ. δυτικά του υψ. 731), κείμενου εκτός της αμυντικής διάταξης, το οποίο, όμως με άμεση αντεπίθεση ανακαταλήφθηκε. Περί τις 12:00 οι Ιταλοί εξαπέλυσαν νέα επίθεση κατά των υψ. 1060, Κιάφε Λούζιτ, υψ. 731 και 717 και πέτυχαν μόνο την εκ νέου κατάληψη του υψ. 717

Τρεις ανανεωμένες επιθέσεις στις 14:00, 15:00 και 16:50 κατά των υψ. Κιάφε Λούζιτ, υψ. 1060, υψ. 731, Μπρέγκου Ραπίτ και υψ. 709 απέτυχαν, με σοβαρότατες απώλειες των επιτιθέμενων, συλληφθέντων και 24 αιχμαλώτων. Έτσι, η πρώτη ημέρα της επίθεσης στον τομέα της Ι ΜΠ, όπου εφαρμόσθηκε η κύρια προσπάθεια, είχε ως πενιχρό αποτέλεσμα την κατάληψη του εκτός διατάξεως υψ. 717. Χαρακτηριστικό γεγονός ήταν ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, η Ιταλική Αεροπορία επέδειξε έντονη και συνεχή δραστηριότητα με τη συμμετοχή πλέον των 190 αεροσκαφών εξ ων 70 βομβαρδιστικά.

Το Β´ Σ.Σ., κατά τη διάρκεια του αγώνα έσπευσε να ενισχύσει την Ι ΜΠ με ένα σύνταγμα της VΙ ΜΠ και με δύο ακόμη τάγματα από τις εφεδρείες του. Στη ζώνη της ΧV ΜΠ, που αμυνόταν αμέσως δεξιά (βόρεια) της Ι ΜΠ, ο εχθρός είχε την ίδια τύχη και οι επιθέσεις του αποκρούσθηκαν με βαριές απώλειες. Στο δεξιό (βόρειο) άκρο της διάταξης του Β´ Σ.Σ., που κατείχε η ΧΙ ΜΠ, επίσης, αντιμετωπίσθηκαν επιτυχώς σφοδρές επιθέσεις του εχθρού, ο οποίος επιδίωξε την κατάληξη των υψ. Μπρέγκον Λιούλει και Μάλι Σπαντάριτ.

Την ίδια τύχη είχε και η επίθεση στη ζώνη της V ΜΠ, η οποία αμυνόταν αμέσως αριστερά (νότια) της Ι ΜΠ στην Τρεμπεσίνα. Η ΧVΙΙ ΜΠ, η οποία ήταν αναπτυγμένη στην περιοχή του αυχένα Μετζγκοράνης, αριστερά (νότια) της V ΜΠ, μεταξύ Σεντέλι και Τρεμπεσίνας, αντιμετώπισε κι αυτή με επιτυχία επίθεση των Ιταλών κατά του υψ. 1437 και του αυχένα Μετζγκοράνης. Τέλος, στον τομέα της ΙΙ ΜΠ νότια του Αώου ποταμού, η δράση των Ιταλών περιορίσθηκε σε εντατικούς βομβαρδισμούς πυροβολικού και όλμων.

Έτσι, έληξε η πρώτη ημέρα της πολυδιαφημισθείσας «Εαρινής» επίθεσης των Ιταλών, με μόνη την απώλεια του ελαχίστης τακτικής σημασίας υψ. 717, παρά τις τεράστιες προσπάθειες που καταβλήθηκαν και προς πλήρη απογοήτευση του Μουσολίνι. Το Β´ Σ.Σ. διατήρησε αρραγή την κύρια αμυντική τοποθεσία, ενώ τα τμήματα που δέχτηκαν την επίθεση, αμύνθηκαν με εξαιρετική γενναιότητα και υψηλό ηθικό.

 

2η Ημέρα (10 Μαρτίου)

Από τις 06:45, οι Ιταλοί επανέλαβαν την επιθετική τους προσπάθεια, προσβάλλοντας την αμυντική τοποθεσία της Ι ΜΠ με καταιγισμό πυρών πυροβολικού και πεζικού. Επακολούθησαν αλλεπάλληλες επιθέσεις κατά των υψ. 731, Μπρέγκου Ραπίτ και Τρεμπεσίνας σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, χωρίς όμως αποτέλεσμα και με σοβαρότατες απώλειες των Ιταλών. Ο αγώνας υπήρξε σκληρός και σε πολλές περιπτώσεις εξελίχθηκε σε μάχη «εκ του συστάδην».

Σύνταγμα της Μεραρχίας «Πούλιε» το οποίο προωθήθηκε από τις 11:15 κατά μήκος της αμαξιτής οδού και επιχείρησε να υπερκεράσει το υψ. 731 από νότια, δέχθηκε καταιγιστικά πυρά όλων των όπλων από τα κατεχόμενα υψώματα Τρεμπεσίνας – Κιάφε Λούζιτ και 731, με αποτέλεσμα να ανατραπεί και να διαλυθεί. Άλλη υπερκερωτική ενέργεια των Ιταλών δια μέσου της χαράδρας Πρόι Μαθ, αναχαιτίσθηκε ομοίως στο ύψος του υψ. 731.

Στον τομέα της ΧV ΜΠ, από τις 07:00 εκτοξεύθηκαν σφοδρά πυρά πυροβολικού και όλμων κυρίως κατά του Μπούμπεσι (υψ. 710) και υψ. 869 και ακολούθησαν αλλεπάλληλες επιθέσεις, οι οποίες και αποκρούσθηκαν με σοβαρές απώλειες για τον εχθρό. Στον τομέα της ΧΙ ΜΠ, ο καταιγισμός πυρών πυροβολικού και όλμων διήρκεσε από τις 06:50 μέχρι τις 08:00 με ιδιαίτερη βαρύτητα κατά του υψ. Μάλι Σπαντάριτ, κατά του οποίου εκδηλώθηκε στις 09:30 ισχυρή Ιταλική επίθεση. Επακολούθησε αγώνας «εκ του συστάδην», κάτω από πυκνή ομίχλη και ραγδαία βροχή, που έληξε με την απώθηση του εχθρού.

Τμήματά του, που κατόρθωσαν να διεισδύσουν στα νότια του Μάλι Σπαντάριτ υπό την κάλυψη της ομίχλης, εκμηδενίσθηκαν με αντεπιθέσεις ενός τάγματος που προωθήθηκε έγκαιρα για να αποκαταστήσει την τοποθεσία. Η ΧVΙΙ ΜΠ, σύμφωνα με προηγούμενο σχέδιό της, εξαπέλυσε επίθεση προς κατάληψη του υψ. 1623 της Τρεμπεσίνας δυτικά του υψ. 1437. Μαχόμενη, όμως, κάτω από δυσμενέστατες καιρικές και εδαφικές συνθήκες και αντιμετωπίζοντας φράγμα πυρών, αναγκάσθηκε να ανακόψει την επίθεσή της. Τους τομείς των ΙΙ και V ΜΠ, ο εχθρός προσέβαλε με πυροβολικό και όλμους και κυρίως σφυροκόπησε το υψ. Πούντα Νορντ.

3η Ημέρα (11 Μαρτίου)

Στις 04:30, με την ίδια σφοδρότητα των προηγουμένων ημερών συνεχίσθηκε η επίθεση στον τομέα της Ι ΜΠ με κύρια προσπάθεια και πάλι το υψ. 731, χωρίς αποτέλεσμα. Ο εχθρός, επίσης, παράλληλα επανέλαβε την υπερκερωτική του ενέργεια στην περιοχή Βινοκάζιτ δια μέσου της χαράδρας Πρόι Μαθ. Παρά την πυκνή ομίχλη, η διείσδυση των Ιταλών έγινε έγκαιρα αντιληπτή και δέχτηκαν καταιγιστικά πυρά από τα πλευρά και τα νώτα. Στις μεσημβρινές ώρες τα πυρά έπαυσαν, όταν οι Ιταλοί ύψωσαν λευκά μαντήλια σ’ όλο το μήκος της χαράδρας και παραδίδονταν άοπλοι.

Συνελήφθησαν 521 αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων και τρεις ανώτεροι αξιωματικοί, ενώ καταμετρήθηκαν 250 νεκροί και κυριεύθηκε παντοειδές υλικό. Στο μεταξύ, εντάθηκε ο βομβαρδισμός των ελληνικών θέσεων στην Τρεμπεσίνα-Κιάφε Λούζιτ και 731, κατά του οποίου ο εχθρός εξαπέλυσε στις 10:45 και νέα σφοδρή επίθεση. Ο αγώνας συνεχίσθηκε με πείσμα μέχρι τις 13:00, οπότε αποκρούσθηκε η επίθεση, όπως και αυτή κατά του Μπρέγκου Ραπίτ, με τρομερές απώλειες του εχθρού.

Στον τομέα της ΧV ΜΠ, οι Ιταλοί, μετά από σφοδρό βομβαρδισμό πυροβολικού, εκτόξευσαν δύο επιθέσεις, στις 08:00 και 16:00, οι οποίες αποκρούσθηκαν με σοβαρές γι’ αυτούς απώλειες. Στον τομέας της ΧVΙΙ ΜΠ ο εχθρός, μετά από σφοδρό βομβαρδισμό, επιτέθηκε κατά των υψ. Μετζγκοράνη και 1437, χωρίς επιτυχία. Δύο νέες επιθέσεις στις 17:00 και 19:30 είχαν το ίδιο αποτέλεσμα. Στους τομείς των V και ΧΙ ΜΠ συνεχίσθηκε το σφυροκόπημα της τοποθεσίας, ενώ μικρής κλίμακας εχθρικές επιθέσεις αποκρούσθηκαν.

Τέλος, στον τομέα της ΙΙ ΜΠ, η δράση του εχθρικού πυροβολικού δεν παρουσίασε την ένταση των δύο προηγούμενων ημερών. Οι απώλειες της Ιταλικής Μεραρχίας «Πούλιε» και των Μονάδων Μελανοχιτώνων που μάχονταν στον τομέα της Ι ΜΠ, ήταν τόσο σοβαρές ώστε τη νύχτα 11 – 12 Μαρτίου η Ιταλική Διοίκηση προώθησε εκεί την εφεδρική Μεραρχία «Μπάρι».

 

4η Ημέρα (12 Μαρτίου)

Στις 00:45 εκδηλώθηκε νέα σφοδρότατη αιφνιδιαστική νυκτερινή επίθεση στον τομέα της Ι ΜΠ, από ανέπαφα τμήματα της νεοεισελθούσας Μεραρχίας «Μπάρι», κατά των υψ. 731 και Μπρέγκου Ραπίτ με την υποστήριξη μάζας πυροβολικού που επεκτάθηκε και στο υψ. Κιάφε Λούζιτ. Τα τμήματά μας, όμως, που βρίσκονται σε αυξημένη ετοιμότητα, απέκρουσαν τους επιτιθέμενους με πυκνά πυρά και αγώνα «εκ του συστάδην». Στις 05:30 επαναλήφθηκε η επίθεση χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού στη ζώνη από το υψ. 1060 της Τρεμπεσίνας μέχρι του υψ. Μπρέγκου Ραπίτ, με την ίδια κατάληξη.

Στις 09:30 απόπειρα διεισδύσεως του εχθρού προς το Κιάφε Λούζιτ είχε την αυτήν τύχη. Από τις 11:00 η δράση του εχθρού περιορίσθηκε σε βομβαρδισμό πυροβολικού σε όλη την έκταση του τομέα της Ι ΜΠ. Στον τομέα της ΧV ΜΠ, δύο επιθέσεις κατά του Μπούμπεσι αποκρούσθηκαν. Στους τομείς των ΙΙ, V, ΧΙ ΜΠ συνεχίσθηκαν οι βολές πυροβολικού όλο το 24ωρο.

Στον τομέα της ΧVΙΙ ΜΠ, καταπληκτική καταδρομική ενέργεια Ελληνικής δύναμης δύο ομάδων υπό υπολοχαγό ΝΔ της Μετζγκοράνης, είχε ως αποτέλεσμα την αιχμαλωσία 12 Ιταλών αξιωματικών και 223 οπλιτών, καταληφθέντων «εξαπίνης» στη βάση εξόρμησής τους. Η μέχρι τότε πλήρης αποτυχία των Ιταλών έβαλε σε ζωηρή ανησυχία τον Μουσολίνι, σε συνδυασμό και με έκθεση του Στρατηγού Τζελόζο που ανέφερε ότι η όλη επιχείρηση έπρεπε να θεωρείται αποτυχούσα.

Μετά απ’ αυτό, ο Μουσολίνι το απόγευμα της 12ης Μαρτίου συγκάλεσε σύσκεψη των Διοικητών των Μεγάλων Μονάδων, όπου τόνισε την ανάγκη συνέχισης της επίθεσης με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις για να επιτευχθούν οι τεθέντες αντικειμενικοί σκοποί, προτού οι Γερμανοί επιτεθούν κατά της Ελλάδος στις αρχές Απριλίου, όπως αναμενόταν. Με βάση αυτήν την απόφαση, στις 21:15 διέταξε τον παρευρισκόμενο Α / ΓΕΑ Πτέραρχο Πρίκολο να διαθέσει την επόμενη ημέρα όλο το διατιθέμενο αεροπορικό δυναμικό.

 

5η Ημέρα (13 Μαρτίου)

Μέχρι τη μεσημβρία, ο τομέας της Ι ΠΜ παρουσίαζε τη συνήθη δράση πυροβολικού και όλμων. Από τις 13:30 εκδηλώθηκε σφοδρός βομβαρδισμός σε όλη την αμυντική τοποθεσία και στις 15:30 εκτοξεύθηκε ισχυρότατη επίθεση κατά των υψ. 731 και Μπρέγκου Ραπίτ, ενώ ταυτόχρονα 31 αεροσκάφη διώξεως που συνόδευαν 4r5 πεντάδες βομβαρδιστικών υποστήριζαν την όλη ενέργεια. Ο αγώνας συνεχίσθηκε μέχρι τις απογευματινές ώρες και οι επιτιθέμενοι ανατράπηκαν οριστικά, με μεγάλες απώλειες κι από τις δύο πλευρές.

Στις 18:00 οι Ιταλοί εξαπέλυσαν και νέα επίθεση χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού κατά του υψ. 731, τη δεκάτη τρίτη στη σειρά, η οποία και πάλι αποκρούσθηκε. Στους τομείς των V, ΧΙ, ΧV και ΧVΙΙ ΜΠ, σημειώθηκε μόνο δράση πυροβολικού με ιδιαίτερη ένταση κατά του υψ. 710 (Μπούμπεσι) και νότια μέχρι Κιάφε Λούζιτ. Η Ιταλική Αεροπορία με 200 εξόδους σε διαδοχικά κύματα ενήργησε βομβαρδισμούς σε όλη τη ζώνη του Β´ Σ.Σ. και κυρίως κατά των υψ. 1308, Κιάφε Λούζιτ και Μάλι Σπαντάριτ.

Έτσι και η 5η ημέρα κατέληξε σε πλήρη αποτυχία των Ιταλών, παρά τις προτροπές και αγωνιώδες εκκλήσεις του Μουσολίνι και της μαζικής επέμβασης της Αεροπορίας και τους καταιγισμούς του πυροβολικού τους.

6η Ημέρα (14 Μαρτίου)

Στον τομέα της Ι ΜΠ, οι Ιταλοί από τις 00:30 άρχισαν να προωθούν μικρά τμήματα στη χαράδρα Πρόι Βέλες, βόρεια του Μπρέγκου Ραπίτ, τα οποία με το πρώτο φως έγιναν αντιληπτά. Επακολούθησε αντεπίθεση των Ελλήνων, που κατέληξε στην άτακτη υποχώρηση των Ιταλών και στη σύλληψη 25 αιχμαλώτων. Τις πρωινές ώρες επαναλήφθηκε σφοδρός βομβαρδισμός πυροβολικού μέχρι τις 10:00, οπότε οι Ιταλοί εξαπέλυσαν και πάλι ισχυρότατη επίθεση κατά των υψ. 731 και Μπρέγκου Ραπίτ, η οποία περί την 12:30 αποκρούσθηκε.

Ο βομβαρδισμός πυροβολικού και αεροπορίας συνεχίσθηκε και στις 15:00 εξαπολύθηκε και νέα επίθεση, η δεκάτη πέμπτη, εναντίον του υψ. 731 και Μπρέγκου Ραπίτ. Μετά σκληρότατο και εναλλασσόμενο αγώνα μέχρι τις 17:00, οι Ιταλοί πέτυχαν να καταλάβουν μικρά τμήματα των υψ. 717 και 731, αλλά οι υπερασπιστές τους με θυελλώδη αντεπίθεση τους ανέτρεψαν. Προσπάθειά των Ιταλών να ανασυγκροτηθούν στη χαράδρα Πρόι Βέλες για να επιτεθούν στο υψ. 717, ματαιώθηκε από τα πυρά πυροβολικού.

Στις 18:00 και νέα αιφνιδιαστική επίθεση, χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού, κατά του υψ. 731, η δεκάτη έκτη, και πάλι απέτυχε. Την ίδια τύχη είχε και επίθεση που εκτοξεύθηκε κατά του υψ. 1060 στο αριστερό της Μεραρχίας. Να σημειωθεί ότι το δάσος που κάλυπτε τα υψ. 731 και 717 (Μπρέγκου Ραπίτ) είχε πλέον πλήρως εξαφανισθεί, λόγω της σφοδρότητας των πυρών του επιτιθέμενου από την αρχή του αγώνα. Στους τομείς των ΧΙ, ΧV και ΧVΙΙ ΜΠ, σημειώθηκε περιορισμένη δράση πυροβολικού.

Στον τομέα της V ΜΠ, εκτοξεύθηκαν δύο επιθέσεις στις 07:00 και 12:00 κατά του υψ. Πούντα Νορντ, που αποκρούσθηκαν. Η αποτυχία των Ιταλών και την έκτη ημέρα της επίθεσης ήταν πλήρης, παρά τους συνεχείς κατά κύματα βομβαρδισμούς της Ιταλικής Αεροπορίας, που ξεπέρασε τις 300 εξόδους σ’ αυτήν την ημέρα.

 

7η Ημέρα (15 Μαρτίου)

Μέχρι τις 13:00 επικράτησε ηρεμία. Λίγο αργότερα, όμως, το εχθρικό πυροβολικό άρχισε να βάλει δραστικά κατά των υψ. 731 και Μπρέγκου Ραπίτ και κατά διαστήματα κατά των Κιάφε Λούζιτ και Μαζιάνι. Ο βομβαρδισμός συνεχίσθηκε μέχρι τις 1800 και στις 2000 με την επέλευση του σκότους. Οι Ιταλοί επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά, χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού, κατά του υψ. 731. Η επίθεση αποκρούσθηκε με χειροβομβίδες και με άμεσες αντεπιθέσεις.

Η 15η Μαρτίου, έβδομη ημέρα της ιταλικής επίθεσης, επισφράγισε την παταγώδη αποτυχία που σημείωσε η μεγάλη «Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών και οδήγησε στη βαθμιαία αναστολή των επιχειρήσεων.

 

Εκφυλισμός και Διακοπή της Ιταλικής Επίθεσης (16 – 25 Mαρτίου 1941)

8η – 9η και 10η Ημέρα (16 – 17 – 18 Μαρτίου)

Κατά την ανωτέρω περίοδο, σημειώθηκε ανάπαυλα των επιχειρήσεων και το μέτωπο παρουσίαζε τη συνήθη προ της επίθεσης δραστηριότητα. Για την ανακούφιση όσων Σχηματισμών δοκιμάσθηκαν σκληρά, το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου (ΤΣΗ), με την έγκριση του Γενικού Στρατηγείου (ΓΣ), διέταξε στις 16 Μαρτίου την ακόλουθη ανακατανομή δυνάμεων:

  • Στο πρώτο κλιμάκιο οι ΙV, V, VΙ και ΧVΙΙ ΜΠ, δηλαδή η VΙ ΜΠ από τον Άψο μέχρι τον Ντεσνίτσα ποταμό, η ΧVΙΙ ΜΠ από τον Ντεσνίτσα ποτ. μέχρι τις ανατολικές κλιτείς της Τρεμπεσίνας, η V ΜΠ από το χωριό Άρτζα ντι Μέτζο μέχρι Πούντα Νορντrαυχένα Μετζγκοράνης και η ΙV ΜΠ ιππαστί επί του Αώου ποταμού Από τον αυχένα Μετζγκοράνης μέχρι Γκόλικο.
  • Στο δεύτερο κλιμάκιο θα παρέμεναν οι Ι και ΧV ΜΠ ανατολικά της Κλεισούρας ως εφεδρείες του ΤΣΗ, καθώς και η ΧΙ ΜΠ στην περιοχή Ροντέν – Ψάρι ως εφεδρεία του ΓΣ. Η αντικατάσταση της Ι από την ΧVΙΙ ΜΠ θα πραγματοποιούνταν μέχρι τις 23 Μαρτίου, ενώ οι μεταβολές των άλλων Μεραρχιών θα έπρεπε να ολοκληρωθούν μέχρι το τέλος Μαρτίου.

 

11η Ημέρα (19 Μαρτίου)

Οι Ιταλοί εκτόξευσαν στις 06:30, τη δέκατη όγδοη κατά σειρά, επίθεση εναντίον του υψ. 731, μετά από εντατικό βομβαρδισμό των υψ. 731 – Κιάφε Λούζιτ – Τρεμπεσίνας, από επίλεκτα τμήματα της ΜΠ «Σιένα», υποστηριζόμενα από ελαφρά άρματα μάχης. Η επίθεση του εχθρού αποκρούσθηκε, εγκαταλείποντας περισσότερους από εκατό νεκρούς στο πεδίο της μάχης και τρία άρματα. Στους λοιπούς τομείς του Β´ Σ.Σ. δε σημειώθηκε αξιόλογη δράση.

12η Ημέρα (20 Μαρτίου)

Στον τομέα της ΧVΙΙ ΜΠ, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν στις 22:00 ισχυρή νυχτερινή επίθεση με υποστήριξη πυροβολικού και όλμων από τον Αώο ποταμό μέχρι το υψ. 1437, δυτικά της Μετζγκοράνης, η οποία γύρω στις 24:00 αποκρούσθηκε. Στους άλλους τομείς δεν παρατηρήθηκε αξιόλογη δραστηριότητα.

 

13η Ημέρα (21 Μαρτίου)

Στον τομέα του Β´ Σ.Σ. δε σημειώθηκε καμία αξιόλογη δραστηριότητα. Από πλευράς Ιταλών, το πρωί ο Μουσολίνι, ταπεινωμένος και απογοητευμένος, αναχώρησε «αθόρυβα» από το αεροδρόμιο των Τιράνων για τη Ρώμη.

Η έκθεση που υπέβαλε στον βασιλιά Βιττόριο Εμανουέλε (Vittorio Εmanuele) απέπνεε το πνεύμα εκνευρισμού και τη σχεδόν εχθρική του διάθεση προς τη στρατιωτική ηγεσία, όπως άλλωστε την προτεραία είχε πει στον έμπιστό του Πτέραρχο Πρίκολο: «Σας εκάλεσα διότι απεφάσισα να επιστρέψω εντός της αύριον εις την Ρώμην. Αηδίασα από αυτό το περιβάλλον. Δεν επροχωρήσαμεν ούτε βήμα. Μέχρι τούδε μας έχουν εξαπατήσει. Περιφρονώ βαθύτατα όλους αυτούς τους ανθρώπους».

 

14η Ημέρα (22 Μαρτίου)

Στις 09:30 παρουσιάσθηκε προ του υψ. 731 ομάδα Ιταλών κηρύκων, οι οποίοι πρότειναν εκ μέρους της Ιταλικής Διοίκησης εκεχειρία 4r6 ωρών για τον ενταφιασμό των νεκρών. Η Ελληνική Διοίκηση αποδέχθηκε την πρόταση, υπό τον όρο να σημειωθεί ότι την εκεχειρία ζήτησαν οι Ιταλοί και ότι η ταφή των νεκρών θα γινόταν από Ελληνικά τμήματα με την παρουσία άοπλων Ιταλών του υγειονομικού προσωπικού τους. Υπήρχε και η υπόνοια ότι οι Ιταλοί επιδίωκαν την ταφή των νεκρών, ώστε τα επιτιθέμενα τμήματά τους να μη δειλιάζουν στο αντίκρυσμα των διαμελισμένων πτωμάτων.

Ο Έλληνας εκπρόσωπος είχε την ευκαιρία να διατρέξει το έδαφος μπροστά από τις γραμμές μας και να διαπιστώσει την τρομακτική φθορά που είχαν υποστεί οι Ιταλοί, γεγονός που δικαιολογεί την απόφασή τους να ανεγείρουν μετά τον πόλεμο στο υψ. 731, το οποίο αποκάλεσαν «Ιερή Zώνη», το γενικό μνημείο των πεσόντων στην Αλβανία μαχητών τους. Τελικά, οι όροι των Ελλήνων δεν έγιναν αποδεκτοί και ο αγώνας ξανάρχισε.

 

15η Ημέρα (23 – 24 Μαρτίου)

Τη νύχτα 22 – 23 οι Ιταλοί βομβάρδισαν εντατικά τη ζώνη της Ι ΜΠ, προφανώς σε αντίποινα για τη μη αποδοχή της εκεχειρίας προς ενταφιασμό των νεκρών. Ο βομβαρδισμός συνεχίσθηκε όλη την ημέρα, με ιδιαίτερη ένταση κατά του υψ. 731. Στις 00:20 της 24ης Μαρτίου επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και πάλι κατά του υψ. 731, αποκρουσθέντες περί την 01:20. Την ίδια τύχη είχε και νέα επίθεση στις 03:30. Στους λοιπούς τομείς του Β´ Σ.Σ. δεν παρατηρήθηκε αξιόλογη δραστηριότητα, ενώ σταδιακά υλοποιούνταν το σχέδιο αναπροσαρμογής της διατάξεως των σχηματισμών.

Κατ’ ευτυχή συγκυρία για τα Ελληνικά όπλα, στις 25 Μαρτίου 1941, την ημέρα της επετείου της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας, έληξε η περιβόητη «Εαρινή» Ιταλική Επίθεση. Οι απώλειες των Ελλήνων κατά την διάρκεια της επίθεσης ανήλθαν σε 47 αξιωματικούς και 1196 οπλίτες νεκρούς, σε 144 αξιωματικούς και 3872 οπλίτες τραυματίες και σε 42 οπλίτες αγνοούμενους. Τις σοβαρότερες απώλειες είχε η Ι ΜΠ, η οποία δέχτηκε το κύριο βάρος της εχθρικής επίθεσης. Το πρόβλημα της αδυναμίας αναπλήρωσης σε ικανοποιητικό βαθμό των απωλειών από την αρχή του πολέμου, παρουσιαζόταν ήδη αρκετά οξύ.

Οι αντίστοιχες απώλειες των Ιταλών, από επίσημες Ιταλικές πηγές, ξεπέρασαν τους 11800 νεκρούς και τραυματίες. Εξάλλου ο αριθμός των Ιταλών αιχμαλώτων από τις 7 Ιανουαρίου μέχρι το τέλος Μαρτίου 1941 ανήλθε σε 189 αξιωματικούς και 7645 οπλίτες. Ο Μουσολίνι, επανερχόμενος στην Ιταλία, διατηρούσε μια αμυδρή ελπίδα να επαναλάβει περί το τέλος Μαρτίου την επίθεση, ώστε να αποκομίσει ορισμένα τακτικά οφέλη, για να ατενίζει χωρίς ντροπή τους Γερμανούς συμμάχους του.

Αλλά η ελπίδα του διαψεύσθηκε, επειδή στη Γιουγκοσλαβία η φιλοαξονική Κυβέρνηση Τσβέτκοβιτς, η οποία είχε εντάξει τη χώρα στον Άξονα στις 25 / 3 / 1941, ανατράπηκε τα μεσάνυχτα 26 – 27 από το φιλοσυμμαχικό πραξικόπημα του πτέραρχου Σίμοβιτς. Έτσι, η νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Γιουγκοσλαβία, ανάγκασε τους Ιταλούς να λάβουν μέτρα και προς τα Γιουγκοσλαβο-Βουλγαρικά σύνορα στην Αλβανία και να ματαιώσουν τη σχεδιαζόμενη νέα επίθεσή τους, αναμένοντας πλέον τη Γερμανική Επίθεση κατά της Ελλάδος, που θα τους έβγαζε από το αδιέξοδο, στο οποίο τους οδήγησε η ηρωική αντίσταση του Ελληνικού Στρατού.

 

Ανάλυση – Διδάγματα 

Χάρη στο ακατάβλητο θάρρος, στη μοναδική ευψυχία και στην απαράμιλλη αυτοθυσία των Ελλήνων, αλλά και στην άριστη διοίκηση της μάχης σε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας, συνετρίβησαν τα σχέδια, αλλά και τα όνειρα των Ιταλών να καταγάγουν αποφασιστική νίκη κατά των Ελλήνων, πριν από την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα.

Ιδιαίτερα αποτελεσματικές αποδείχτηκαν οι αντέφοδοι και οι άμεσες αντεπιθέσεις των Ελληνικών τμημάτων που εκτοξεύονταν, όσες φορές οι Ιταλοί επιχειρούσαν ή «έθεταν πόδα» στην αμυντική τοποθεσία των μονάδων, καθώς και οι εξαιρετικά επιτυχείς φραγμοί όλων των όπλων και κυρίως του πυροβολικού, οι οποίοι αρκετές φορές ανέκοψαν και διασκόρπισαν τις εχθρικές επιθέσεις.

Η προβλεπτικότητα της Ελληνικής Διοίκησης να προβεί εγκαίρως στην έκδοση διαταγής από 9 Φεβρουαρίου αμυντικής εγκατάστασης των Μεραρχιών, επέτρεψε την κατάλληλη οχύρωση του εδάφους και ενίσχυσε το ηθικό των ανδρών, προς απόκρουση της διαγραφόμενης απειλής. Η εμμονή των Ιταλών στο αρχικό σχέδιο, καίτοι διαπίστωναν τις συνεχείς αποτυχίες κατά τις πρώτες ημέρες της μάχης, αποδείχθηκε εσφαλμένη, αντιβαίνουσα στη βασική Αρχή του Πολέμου η οποία διακηρύττει: «Εμμονή εις τον σκοπόν και όχι εις το σχέδιον».

Θα έπρεπε να δοκιμάσουν την ευόδωση της κύριας προσπάθειάς τους από άλλη κατεύθυνση, όπως η βόρεια προς ΜΑΛΙ ΓΑΡΟΝΙΝ, εξυπηρετούμενη από νεοκατασκευασθείσα οδό και αριθμό καρροποιήτων. Το σχέδιο του Ιταλού Στρατηγού Γκουτζόνι, που προέβλεπε επιθετική ενέργεια προς Θεσσαλονίκη, είχε καλύτερη στρατηγική προοπτική έναντι του εφαρμοσθέντος υπό του Στρατηγού Καβαλλέρο προς Ιωάννινα, λόγω βάθους ενέργειας και επιλογής νευραλγικού αντικειμενικού σκοπού, σε συνδυασμό με την επικείμενη εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα.

Αργότερα, μετά τον πόλεμο, για το σχέδιο «Καβαλλέρο» διατυπώθηκαν στην Ιταλία επικριτικά σχόλια και για το λόγο ότι η επίθεση των Ιταλών κατευθύνθηκε στο ισχυρό σημείο των Ελλήνων αντί άλλου ασθενέστερου, όπως η πολεμική τέχνη διδάσκει. Η Ιταλική Επίθεση, καίτοι δεν είχε σοβαρή επίπτωση στους άλλους τομείς του μετώπου ούτε και επέδρασε σημαντικά στο ηθικό του στρατεύματος, εν τούτοις επέφερε σοβαρές απώλειες στις, ήδη μειωμένης δύναμης σε άνδρες 20 – 40% και σε κτήνη 50 – 60% μάχιμες μονάδες (5301 άνδρες) της Ελλάδος των 8.000.000, έναντι των αντιστοίχων ιταλικών (11.800 άνδρες και αρκετοί αιχμάλωτοι) μιας Ιταλίας των 45.000.000.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη διαπιστωμένη ελάττωση των αποθεμάτων μας σε εφόδια και πυρομαχικά, καθώς και με την ελαχίστη πλέον παρουσία της πολεμικής μας αεροπορίας, όπως και την παντελή έλλειψη τεθωρακισμένων, δεν επέτρεψαν ούτε ενέργεια αντιπερισπασμού σε γειτονικούς τομείς κατά τη διάρκεια της Ιταλικής επίθεσης ούτε και εκμετάλλευση των τοπικών επιτυχιών, μετά την απόκρουση των εχθρικών επιθέσεων. Το πρόβλημα της αδυναμίας ικανοποιητικής αναπλήρωσης των απωλειών ανδρών και κτηνών από την αρχή του πολέμου, εντάθηκε ακόμη περισσότερο.

Σε συνάφεια δε με τις άλλες εμφανείς ελλείψεις (Υποστήριξη αεροπορίας, τεθωρακισμένα, αποθέματα εφοδίων και πυρομαχικών κ.ά), ως απόρροια του παρατεινόμενου επί 5μηνο σκληρού αγώνα κάτω από δυσμενέστατες καιρικές και εδαφικές συνθήκες, άρχισε να παρατηρείται κάμψη της επιθετικής ορμής των τμημάτων μας. Το γεγονός αυτό διαφάνηκε στις επιθετικές ενέργειες προς Τρεμπεσίνα – Σεντέλι (29 / 1 μέχρι 17 / 2 / 1941), που είχαν περιορισμένα αποτελέσματα, χωρίς να επιτευχθούν οι τεθέντες αντικειμενικοί σκοποί.

Η πλήρης αποτυχία της ιταλικής επίθεσης κατάφερε αποφασιστικό πλήγμα στην αξιοπιστία του Ιταλικού Στρατού στα όμματα των Γερμανών και αποτέλεσε την «Λυδία Λίθο» για την εισβολή των τελευταίων στην Ελλάδα. Έκτοτε και σε συνάρτηση με τις συνεχείς ήττες των Ιταλών στη βόρεια Αφρική από τα τέλη του 1940, οι Γερμανοί θα τους αντιμετωπίζουν με ιταμότητα και περιφρόνηση, σε όλα τα κλιμάκια της ιεραρχίας και θα προωθήσουν μέσα στην Ιταλία, χωρίς αντιρρήσεις ή αντιδράσεις, δυνάμεις τους σε καίριες θέσεις, όπως σε αεροδρόμια, λιμάνια, κόμβους συγκοινωνιών κ.ά.

Ανεξάρτητα με τα παραπάνω, η «Εαρινή» Ιταλική Επίθεση κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία για τους Ιταλούς και σε περιφανή νίκη για τα Ελληνικά όπλα. Η απήχηση της επιτυχίας των Ελλήνων άφησε κατάπληκτη την κοινή γνώμη στο Εξωτερικό και απέσπασε διθυράμβους, με χαρακτηριστικό το επίγραμμα της Αγγλικής εφημερίδας Μanchester Guardian της 19 / 4 / 1941 «Του λοιπού δεν θα λέγεται ότι οι Έλληνες επολέμησαν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες επολέμησαν σαν Έλληνες».

 

Ο ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

Το 1939 τα Ιταλικά στρατεύματα, υπό τον στρατηγό Γκουτσόνι, αποβιβάσθηκαν στο Δυρράχιο, το πρωί της 7ης Απριλίου. Ο βασιλιάς Ζώγου δεν αιφνιδιάστηκε δεδομένου ότι είχαν προηγηθεί, πριν από έναν μήνα και πλέον, εντατικές διπλωματικές συνομιλίες. Υφίστατο το στοιχείο του αιφνιδιασμού για τις ξένες κυβερνήσεις, εκτός της Γερμανίας και ίσως της Γιουγκοσλαβίας. Δεν προβλήθηκε καμία σοβαρή αντίσταση κατά των Ιταλών. Ο Αλβανικός λαός στην πλειοψηφία του υποδέχθηκε τους Ιταλούς στρατιώτες ως ”ελευθερωτές”.

Τα γεγονότα έκτοτε διαδέχθηκαν το ένα το άλλο με κινηματογραφική ταχύτητα. Στις 14 Απριλίου 1939 η Αλβανία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ). Στις 15 Απριλίου έγινε δεκτή στο Κυρηνάλιο (ανάκτορο στη Ρώμη, θερινή διαμονή των Πάπων μέχρι το 1870, στη συνέχεια κατοικία του βασιλιά της Ιταλίας και αργότερα του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας), πολυμελής Αλβανική αντιπροσωπεία υπό τον πρωθυπουργό Βερλάτση. Αυτός προσφώνησε τον Bασιλιά Αυτοκράτορα πρώτα στην Αλβανική και έπειτα στην Ιταλική γλώσσα και του προσέφερε το ”στέμμα του Σκεντέρμπεη”.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η Ιταλική Βουλή έδωσε τη συναίνεση της για την ”προσωπική ένωση” και την επομένη έπραξε το ίδιο η Γερουσία. Διορίστηκε τοποτηρητής του βασιλιά, όχι μέλος της δυναστείας (είχε γίνει λόγος για τον δούκα του Μπέργκαμο), αλλά ο πρεσβευτής Τζακομόνι. Στις 21 Απριλίου αποφασίστηκε από την κυβέρνηση Βερλάτση η σύσταση Αλβανικού Φασιστικού Κόμματος.

Στις 3 Ιουνίου έλαβε χώρα η τελευταία πράξη του Αλβανικού οράματος: αντιπροσωπεία από τους Βερλάτση, Ντίνο και Κολίκβι και τρεις ανώτερους αξιωματικούς επέδωσε στον βασιλιά Βίκτωρα Εμμανουήλ απόφαση της Αλβανικής κυβέρνησης σύμφωνα με την οποία ο Αλβανικός Στρατός ενσωματωνόταν στον Ιταλικό Στρατό. Ο Αλβανικός Τύπος προ του πολέμου παρουσίαζε άρθρα με πολεμική κατά της Ελλάδας.

Μάλιστα ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, Τσιάνο, διέταξε τον τοποτηρητή στην Αλβανία Τζακομόνι: ”Φροντίστε ώστε ο Αλβανικός Τύπος να συνεχίζει τη ζωηρή του πολεμική εναντίον της Ελλάδας”. Ο Γερμανός καθηγητής πανεπιστημίου Χ. Ρίχτερ γράφει: ”Οι ρίζες της πολεμικής αυτής εμπλοκής της Ιταλίας φθάνουν μέχρι το 1923, όταν ο Μουσολίνι επεχείρησε να καταλάβει την Κέρκυρα και αναγκάστηκε από τις Αγγλία και Γαλλία να εγκαταλείψει το εγχείρημα του”.

Ο Τσιάνο στο ημερολόγιο του γράφει ότι τον Αύγουστο του 1940 ο Μουσολίνι δήλωσε πως οι Έλληνες επλανώντο, αν θεωρούσαν ότι είχε ξεχάσει εκείνο το επεισόδιο, και ότι ο λογαριασμός τους έμενε ανοικτός. Στις αρχές Ιουνίου του 1939 οι Μουσολίνι και Τσιάνο, θέλοντας να μειώσουν την οργή των Αλβανών για την απώλεια της ανεξαρτησίας τους, προσπάθησαν να τους παραπλανήσουν καλλιεργώντας τους ελπίδες αλυτρωτισμού για το Κοσσυφοπέδιο και την Τσαμουριά, που έπρεπε να απελευθερωθούν. Σύμφωνα με Ιταλικές πηγές, η στάση της Αλβανικής ηγεσίας λίγο πριν κηρυχθεί ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος ήταν υπέρ των Ιταλών.

Ο Ιταλός τοποτηρητής Τζακομόνι, σε τηλεγράφημα του προς τον Τσιάνο, στις 24 Αυγούστου 1940, μεταξύ των άλλων ανέφερε τα εξής: ”Από παντού καταφθάνουν έγγραφα που αποδεικνύουν τον ορθό προσανατολισμό των Αλβανών, άπειρες είναι οι αιτήσεις για κατάταξη στα εθελοντικά σώματα. Σε όλα τα κεντρικά σημεία της Αλβανίας παρατηρείται ζωηρό ενδιαφέρον και προσήλωση στις προσταγές του Ντούτσε. Η κίνηση του στρατού προκάλεσε μεγάλη ζωηρότητα κι’ ανυπομονησία για δράση…”.

Κατά τη σύσκεψη της 15ης Οκτωβρίου 1940 στο Παλάτσο Βενέτσια, ο τοποτηρητής Τζακομόνι, σε ερώτηση του Ντούτσε για το πώς βλέπει την κατάσταση στην Αλβανία, απάντησε: ”Στην Αλβανία αναμένουν την ενέργεια με ανυπομονησία. Η χώρα έχει ξεσηκωθεί και οι κάτοικοι είναι γεμάτοι χαρά. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ο ενθουσιασμός τους είναι τόσο ζωηρός ώστε τον τελευταίο καιρό έχουν κάπως δυσαρεστηθεί επειδή η ενέργεια δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί”. Ο Ιταλός στρατηγός Σ. Βισκόντι Πράσκα, στο βιβλίο του για τον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο, έγραφε τα εξής:

”Σύμφωνα με υπόσχεση του στρατάρχη Μπαντόλιο προ του πολέμου, θα μπορούσαν να αποσταλούν στην Αλβανία για την ενδεχόμενη ενέργεια κατά της Ελλάδας 10.000 τυφέκια για τον εξοπλισμό των Αλβανικών ταγμάτων εθελοντών, τα οποία θα χρησιμοποιούντο ως τμήματα κάλυψης”. Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης στο Παλάτσο Βενέτσια (15 Οκτωβρίου 1940) ”Ο Μουσολίνι, ακόμα, ζήτησε από τον Τζακομόνι κι εμένα πληροφορίες για τα αλβανικά τμήματα, ενώ διατύπωσε την αρχή ότι ο ρόλος των Αλβανών θα έπρεπε να περιοριστεί σε στενά πλαίσια”.

”Ειδικότερα είχαν συγκροτηθεί τρία τάγματα διοικητικής μέριμνας από εφέδρους Ιταλούς και από εφέδρους Αλβανούς. Κατόπιν προχωρήσαμε στην ίδρυση δύο ταγμάτων Φασιστικής Πολιτοφυλακής από Αλβανούς. Πρότεινα στον Τζακομόνι να συστήσει μερικά τάγματα από Αλβανούς εθελοντές, δύο διαφορετικών τύπων: Τάγματα καθορισμένα για την άμυνα συγκεκριμένων διαβάσεων ή κοιλάδων στο μέτωπο και τάγματα πιο ευκίνητα, δυνάμενα να προσκολληθούν στα μάχιμα στρατεύματα μας.

Με τη βοήθεια της Αλβανικής κυβέρνησης και διαφόρων αρχηγών φυλών εξασφαλίστηκε η δυνατότητα συγκρότησης 10 – 12 ελαφρών ταγμάτων συνολικής δύναμης 6.000 – 7.000 ανδρών, επιλεγέντων από τις πιο πολεμικές φυλές και μάλιστα από αυτούς που υπήρχε ενδεχόμενη σχέση με πληθυσμούς εκτός συνόρων (προφανώς εννοούσε τους Τσάμηδες). Τα ευκίνητα τάγματα, τύπου ανταρτικών ομάδων, προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη των μεραρχιών μας.

Το Υπουργείο Στρατιωτικών, κατόπιν επανειλημμένων οχλήσεων, τελικά ενέκρινε την αποστολή του οπλισμού για τη συγκρότηση των Αλβανικών μονάδων. Όμως αργότερα άλλαξε γνώμη και διέταξε τον περιορισμό της σύστασης των εθελοντικών Αλβανικών ταγμάτων μόνο στη νότια Αλβανία (σε αυτήν όπου υφίστατο το μεγαλύτερο μέρος των φιλελληνικών στοιχείων), δηλαδή συνολικά έξι τάγματα” (Ο Β. Πράσκα αναφέρει ως ”φιλελληνικά = grecofili” τα αμιγώς Ελληνικά Βορειοηπειρωτικά φύλα).

Σε ερώτηση του Ντούτσε, κατά τη σύσκεψη, ”Ποια η συνεισφορά των Αλβανών τόσο σε τακτικό στρατό, όσο και σε άτακτους στους οποίους δίδω μεγάλη σημασία”, ο Πράσκα απάντησε ”Για το θέμα αυτό έχουμε καταρτίσει ανάλογο σχέδιο. Προτείνουμε την οργάνωση συγκροτημάτων άτακτων από 2.500 ως 3.000 άνδρες, στελεχωμένων με αξιωματικούς μας”. Ο τοποτηρητής Τζακομόνι, σε μυστικό υπόμνημα του προς τον υπουργό Αλβανικών Υποθέσεων, Μπενίνι, στις 19 Οκτωβρίου 1940, μεταξύ των άλλων γράφει:

”Από την άλλη προετοιμάζω Αλβανικά στοιχεία, εξακριβωμένα θαρραλέα, ειδικά Τσαμουριώτες, τα οποία θα έχουν ως αποστολή να εισέλθουν κρυφά στο Ελληνικό έδαφος και εκεί, την ώρα που θα επιτεθεί ο στρατός μας, θα διαπράξουν με τη βοήθεια των πέρα από τα σύνορα φίλων τους τις παρακάτω πράξεις: καταστροφή τηλεγραφικών και τηλεφωνικών συρμάτων, εξάλειψη των φυλακίων και των παρατηρητηρίων κατά μήκος των συνοριακών γραμμών.

Μερικά από τα στοιχεία αυτά θα εφοδιαστούν από την υπηρεσία στρατιωτικών πληροφοριών με μερικούς φορητούς πομπούς, χάρη στους οποίους η διοίκηση του στρατεύματος θα έχει ακριβείς ειδήσεις περί των θέσεων των Ελληνικών στρατευμάτων”. Πληροφορεί δε τον Μπενίνι ότι μεταξύ των Αλβανών παρατηρείται αίσθημα αναμονής, εμπιστοσύνης και άγριας διάθεσης. Ο ίδιος στις 21 Οκτωβρίου γράφει στον Μπενίνι: ”Θα μπορούσε να αποσπασθεί, όσο θα διαρκούν οι εχθροπραξίες, το Τάγμα της Βασιλικής Αλβανικής Φρουράς”.

Ο αντιβασιλιάς της Αλβανίας βεβαίωσε ”ότι είναι πάρα πολλές οι αιτήσεις των Αλβανών να καταταγούν στα σχηματιζόμενα Αλβανικά σώματα, προοριζόμενα να κτυπήσουν τους Έλληνες και να συνεργαστούν με τον Ιταλικό Στρατό, και ότι ο πληθυσμός ελπίζει, επίσης, να κληθούν υπό τα όπλα μερικές ηλικίες”. Ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, που άρχισε την 28η Οκτωβρίου 1940, επεκτάθηκε αυτόματα και μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Η Αλβανία, συνδεδεμένη την εποχή εκείνη με καθεστώς ”προσωπικής ένωσης” με την Ιταλία, είχε δεχθεί με νόμο του Κοινοβουλίου της (Αλβανικός Νόμος, 10 Ιουνίου 1940) ότι:

”Το Βασίλειο της Αλβανίας αναγνωρίζει ότι θα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τα κράτη τα οποία θα βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση με το Βασίλειο της Ιταλίας”. Συνεπώς με την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία εναντίον της Ελλάδας βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση με την πατρίδα μας. Γι’ αυτό η Ελλάδα με το Βασιλικό Διάταγμα (ΒΔ) της 10ης Νοεμβρίου 1940, το οποίο εκδόθηκε σε εφαρμογή του ΑΝ (Αναγκαστικού Νόμου) 2636 / 1940 ”Περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών”, όρισε ως εχθρικά κράτη ”την Ιταλία μαζί με τις κτήσεις, τα Αυτοκρατορικά της εδάφη και τις αποικίες, καθώς και την Αλβανία”.

Ο Ιταλός στρατηγός Βισκόντι Πράσκα σε διαταγή του της 21ης Οκτωβρίου 1940 αποκαλύπτει ότι είχε αναθέσει σε ειδικούς αξιωματικούς, συνοδευόμενους από Αλβανούς οδηγούς, να εκτελούν αναγνωρίσεις στην άμεση περιοχή των συνόρων. Περαιτέρω η διαταγή καθόριζε ότι έπρεπε να οργανωθούν ειδικά τμήματα αποτελούμενα ως επί το πλείστον από Αλβανούς, πλαισιούμενους μόνο από Ιταλούς, και επιφορτισμένα με την εξουδετέρωση των μεμονωμένων Ελλήνων σκοπών και με την αποκοπή των τηλεφωνικών γραμμών.

Η προκήρυξη που διάβασε ο πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου Βερλάτσι, στις 28 Οκτωβρίου 1940, αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής: ”Οι στρατιώτες του ένδοξου Ιταλικού Στρατού, στις τάξεις του οποίου περιλαμβάνονται πολλές μονάδες Αλβανών στρατιωτών”. Ο Ιταλός ιστορικός Μάριο Τσέρβι γράφει: ”Στις Ιταλικές μεραρχίες περιλαμβάνονταν επίσης Αλβανικά τμήματα. Εκπαιδεύτηκαν ακόμα και Αλβανοί, που θα ήθελαν να συμμετάσχουν στις επιχειρήσεις”.

Ο Γερμανός καθηγητής Χ. Ρίχτερ σημειώνει: ”Η συνολική δύναμη του Ιταλικού Στρατού στην Αλβανία δύο ημέρες πριν από την επίθεση ανερχόταν σε 140.000 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων και των Αλβανών εθελοντών”. Ο Αμερικανός καθηγητής του πανεπιστημίου Χάρτφοντ, Μπ.Φίσερ, στην ανακοίνωση του κατά το Συνέδριο του ΙΜΧΑ (Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου), τον Οκτώβριο του 1990, ανέφερε σχετικά τα εξής:

”Ο Μουσολίνι είχε δώσει διαταγές να υπάρχουν δύο Αλβανικά τάγματα σε κάθε Ιταλική μεραρχία, που χρησιμοποιήθηκαν για την εισβολή στην Ελλάδα, και επί πλέον είχαν σχηματιστεί τρία τάγματα Αλβανών μελανοχιτώνων, που είχαν το σύνθημα ”Πεθαίνουμε όλοι για τον Ντούτσε”. Διάφορες μυστικές διαταγές επιχειρήσεων του διοικητή της Μεραρχίας ”Τζούλια”, στρατηγού Μάριο Τζιρότι, χρονολογούμενες από τις 21 Οκτωβρίου 1940 και μετά, οι οποίες έπεσαν αργότερα στα χέρια του Ελληνικού Στρατού, αποκαλύπτουν ότι είχε αναθέσει εργασίες σε ειδικούς αξιωματικούς, συνοδευόμενους από ντόπιους Αλβανούς, φέροντες ενδυμασίες χωρικών.

Κατά την αρχική προέλαση της Μεραρχίας ”Τζούλια” στον τομέα της Πίνδου οι επιτιθέμενοι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν Αλβανούς οι οποίοι γνώριζαν Ελληνικά και φώναζαν στους Έλληνες στρατιώτες να παραδοθούν, λέγοντας ότι ο αγώνας τους ήταν πλέον μάταιος εφόσον στην Αθήνα είχε γίνει επανάσταση, η κυβέρνηση Μεταξά είχε πέσει, η νέα κυβέρνηση είχε συμμαχήσει με τον Άξονα κ.ά. Στις 2 Νοεμβρίου 1940 τάγμα Αλβανών επιτέθηκε στο Καλπάκι απεγνωσμένα, χωρίς επιτυχία. Αλβανοί αυτόμολοι παρείχαν πληροφορίες στον Ελληνικό Στρατό.

Ο υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, διοικητής της VIII Μεραρχίας η οποία αντιμετώπισε την κύρια προσπάθεια της Ιταλικής επίθεσης, γράφει για τη συμμετοχή Αλβανικών δυνάμεων στον τομέα της Μεραρχίας: ”Συμμετείχαν τρία τάγματα μελανοχιτώνων (Ι, II, III), δύο Αλβανικά τάγματα πεζικού (”Γκράμος” και ”Ντρίνος”), Αλβανική ορειβατική πυροβολαρχία (”Νταϊτι”), τάγμα Αλβανών εθελοντών και σώματα άτακτων Αλβανών”. Όπως καταγγέλλει ο υποστράτηγος, κατά τον Οκτώβριο του 1940 ο Αλβανός υπουργός Δικαιοσύνης συγκροτούσε συμμορίες με σκοπό να δράσουν στο Ελληνικό έδαφος.

Ο αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού κατά τον πόλεμο 1940 – 41, σημειώνει: ”Όλες οι Ιταλικές μεραρχίες πεζικού ήταν ενισχυμένες σε πεζικό με τάγματα Αλβανών”. Ο Β. Πράσκα στο τμήμα του βιβλίου του ”Εξέλιξη των επιχειρήσεων από 28 έως 31 Οκτωβρίου 1940”, ανακεφαλαιώνοντας γράφει για τη συμμετοχή των Αλβανικών μονάδων τα εξής: ”Φάλαγγα Σολίνας II Τάγμα της 1ης Λεγεώνας Αλβανών εθελοντών. Κεντρική Φάλαγγα και Διοίκηση Μεραρχίας Φερράρα Ι Τάγμα Αλβανών Εθελοντών. Τα τμήματα διαπεραιώθηκαν με την κάτωθι σειρά 6 Τα τάγματα Αλβανών εθελοντών Πεσκοσόλιντο και Κιαραβάλλε.

Τα τάγματα Αλβανών εθελοντών, επίσης, ήλεγχαν πλήρως την αμαξιτή οδό (Ηγουμενίτσας – Βάρφανης). Στην επίθεση εναντίον του υψώματος 1289 του Λαπιστέτ, στις 09:30 της 4ης Νοεμβρίου 1940, έλαβε μέρος ένα από τα πιο επίλεκτα τμήματα των Αλβανών, το τάγμα ”Τιμόρ”, το οποίο και κατόρθωσε να το καταλάβει. Με άμεση αντεπίθεση των Ελλήνων το τάγμα ”Τιμόρ” αναδιπλώθηκε και διασκορπίστηκε στην κοιλάδα με άτακτη φυγή. Υποχρεώθηκαν να επέμβουν οι Βερσαλιέροι για να σταματήσουν τους Αλβανούς.

Στην αναφορά που ακολούθησε διαπιστώθηκε ότι από τη δύναμη των 1.200 ανδρών του τάγματος είχαν απομείνει μόνο μερικές εκατοντάδες. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο απαρηγόρητος, όπως γράφει ο Μ. Τσέρβι, διοικητής του Τάγματος. Αλβανικό τάγμα στις 25 Νοεμβρίου 1940 συμμετείχε με τα Ιταλικά στρατεύματα στην επίθεση για την κατάληψη του σταυροδρομιού παρά το Δελβινάκι. Οι Αλβανοί αρχικά κατέλαβαν το χωριό αλλά την επόμενη με αντεπίθεση των Ελλήνων αυτό ανακαταλήφθηκε. Το Αλβανικό τάγμα είχε απώλειες και αρκετοί άνδρες του συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.

Στις 12 Νοεμβρίου αυτομόλησε στις Ελληνικές γραμμές λόχος Αλβανών στρατιωτών με τους αξιωματικούς του. Κατά τις πρώτες ημέρες του πολέμου, οπότε οι Ιταλοί είχαν εισχωρήσει στο Ελληνικό έδαφος σε μερικούς τομείς, Αλβανοί με μια σημαία τους εισήλθαν στην Κόνιτσα μαζί με τους Ιταλούς, τον Διαμαντή και τον εξωμότη Ματούση. Ο Διαμαντής μάλιστα εκφώνησε λόγο λέγοντας ότι θα απελευθερώσει την Κόνιτσα και θα σχηματίσει την Ομοσπονδία της Πίνδου.

Κατά τη διάρκεια της Ιταλικής εαρινής επίθεσης (Μάρτιος 1941) ο Μουσολίνι επισκεπτόταν διάφορες μονάδες για να τονώσει το ηθικό των ανδρών, στη ζώνη του Δέβολη και στην περιοχή του Βερατίου. Μεταξύ άλλων επισκέφθηκε ομάδες ταγμάτων και εθελοντών Αλβανών, των ιδίων για τους οποίους αρχικά εκείνος και ο Τσιάνο πίστευαν ότι είχαν προκαλέσει τις πρώτες Ιταλικές ήττες. Κατά τις συνομιλίες που είχε μαζί τους έμεινε ενθουσιασμένος από το παράστημα και το πολεμικό τους μένος.

Ο Γερμανός συγγραφέας Βίλιμπαλντ Κόλεγκερ, σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 1942, για τη στάση των Αλβανών κατά τον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο 1940 – 41 γράφει τα εξής: ”Οι Έλληνες αναγκάζονταν να πολεμούν εναντίον Αλβανών συμμοριτών, κατά τη στιγμή που Αλβανοί εθελοντές προσέρχονταν αθρόα στις Ιταλικές φάλαγγες. Δεν αγνοούσαν οι από γόνοι του Σκεντέρμπεη ποίοι ήταν οι πραγματικοί φίλοι τους. Αγωνίσθηκαν με επιμονή και γενναιότητα όπου και αν τοποθετήθηκαν. Απειράριθμες υπήρξαν οι περιπτώσεις απονομής τιμητικών διακρίσεων σε Αλβανούς”.

Ο Τζακομόνι είχε οργανώσει, όπως γράφει ο Μ. Τσέρβι, ”ομάδες Αλβανών για τη διενέργεια δολιοφθορών, που ο ρόλος τους ήταν να εισχωρούν στο Ελληνικό έδαφος και να προβαίνουν σε καταστροφή του τηλεφωνικού δικτύου, να καταστρέφουν φυλάκια, να αφοπλίζουν φρουρούς, να προκαλούν ταραχές στα μετόπισθεν, να διενεργούν δολοφονικές απόπειρες εναντίον στρατηγών του εχθρικού στρατοπέδου και να προπαρασκευάζουν και να υποκινούν κινήματα ανάμεσα στη λαϊκή μάζα”. Ο Ιταλικός Στρατός δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να επωφεληθεί από τη δραστηριότητα τους.

Ο στρατηγός Μπαντόλιο στα απομνημονεύματα του αναφέρει: ”Οι Έλληνες δεν έδειξαν καμμία διάθεση συνεργασίας. Αντίθετα οι Αλβανοί στρατιώτες, που υπό μορφή ταγμάτων συμμετείχαν στις δικές μας μεραρχίες, αποδείχθηκαν άπιστοι και δόλιοι, καθώς επιδόθηκαν σε πράξεις δολιοφθοράς εναντίον μας, ή πέρασαν στις τάξεις των Ελλήνων”. Ο στρατηγός Αλ. Εδιπίδης γράφει ότι ”Τμήματα Αλβανικά, άρτια συγκροτημένα και με ομοιογενή στελέχη (αξιωματικοί και στρατιώτες Αλβανοί) πολέμησαν στις 27 Νοεμβρίου στο Φράσερι προς την Κλεισούρα).

Ο πρεσβευτής Άδωνις Κύρου σημειώνει: ”Όταν, τέλος, εξερράγη ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος, συμμετέσχον εις αυτόν παρά το πλευρόν των Ιταλών με ενθουσιασμόν και ανθελληνικήν λύσσαν άπειροι Αλβανοί – ενώ ουδείς εξ αυτών εσκέφθη να προσδράμη εις βοήθειαν του νικηφόρου Ελληνικού Στρατού, καίτοι ούτος, συμφώνως προς την ραδιοφωνικήν διακήρυξιν του Ιωάννου Μεταξά, ήρχετο προς αποκατάστασιν της Αλβανικής ελευθερίας, ανεξαρτησίας και ακεραιότητας”.

Όταν ο Ελληνικός Στρατός προήλαυνε εντός του Αλβανικού εδάφους, τα περισσότερα σώματα στρατού των Αλβανών είχαν διαλυθεί, ενώ στα πρόσωπα των λιγοστών Αλβανών που εκινούντο στους δρόμους, ανάμεσα στους Ιταλούς, ζωγραφιζόταν άγριος θυμός εναντίον ενός στρατεύματος που το νόμιζαν παντοδύναμο και το έβλεπαν να οπισθοχωρεί μπροστά στις ελληνικές δυνάμεις.

Ενώ υπάρχουν όλα τα παραπάνω περί συμμετοχής των Αλβανών στον πόλεμο, οι Αλβανοί ιστορικοί, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα, προσπάθησαν μεταπολεμικά να μας πείσουν ότι δεν συμμετείχαν με το μέρος των Ιταλών ή ότι συμμετείχαν λίγα τμήματα δια της βίας. Συγκεκριμένα οι Αλβανοί ιστορικοί Σ. Πόλο και Α. Πούτο γράφουν σχετικά τα εξής: ”Τα δύο Αλβανικά τάγματα που στάλθηκαν με τη βία στον πόλεμο του 1940 αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Οι Ιταλοί τους έκλεισαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην κεντρική Αλβανία.

Στην Ελληνική κυβέρνηση η πορεία των γεγονότων φαινόταν πως έδινε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει τα παλαιά προσαρτιστικά σχέδια τους για τις περιοχές της Κόρτσας (Κορυτσάς) και του Γκιροκάστρ (Αργυρόκαστρου)”. Σε άλλο σημείο συνεχίζουν: ”Το 1940 ήταν μοναδική ευκαιρία να ενωθεί με τον Ελληνικό Στρατό ο Αλβανικός”. Έτσι εξηγείται η κατηγορηματική άρνηση του Ελληνικού Στρατηγείου στην πρόταση των Αλβανών αντιφασιστών πατριωτών να σχηματίσουν δύο τάγματα και να πολεμήσουν με την εθνική τους σημαία στο πλευρό των Ελληνικών δυνάμεων εναντίον των Ιταλών εισβολέων.

Στην πραγματικότητα οι Αλβανοί έδειξαν πλήρη δυσπιστία και απροθυμία να συνεργαστούν με τον Ελληνικό Στρατό. Αντιθέτως συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς. Ο Ιταλός παρατηρητής Τζακομόνι βεβαίωσε κατηγορηματικά και με συγκεκριμένα στοιχεία, ενώπιον του Ανώτατου Ιταλικού Δικαστηρίου, τα εξής: ”Και οι Αλβανοί βοήθησαν παντού και πάντα τον Ιταλικό Στρατό, χωρίς να σημειωθεί πουθενά οποιοδήποτε επεισόδιο”.

 

ΧΑΡΤΕΣ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ