ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΗΡΩΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟ 1822
Οι Επικεφαλής των δύο Αντίπαλων Παρατάξεων
Οι Επικεφαλής των δύο Αντίπαλων Παρατάξεων
Πριν επεκταθούμε στα γεγονότα της καταστροφής, συμφώνως και με τη σειρά που ακολούθησε ο ίδιος ο Στουγιαννάκης, θα αποκαλύψουμε τη ζωή και το χαρακτήρα των αρχηγών από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις που υπήρχαν, εκείνη την εποχή, στη Νάουσα, το Ζαφειράκη και το Μάμαντη, όπως ακριβώς τους περιγράφει ο Στουγιαννάκης, φανερός υποστηρικτής και οπαδός του πρώτου.
Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου Λογοθέτης
Γεννήθηκε το 1773 και ανατράφηκε από τον πατέρα του ελληνοπρεπώς. Είχε πνεύμα οξύ και ευφυΐα σπάνια, οι καλύτεροι δάσκαλοι της εποχής εκείνης όπως ο Αναστάσιος Εμμανουήλ, ο Μάντος Παπαγγελάκης και ο Δημήτριος Μπαρλαούτας τον δίδασκαν όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και ιδιαιτέρως στο σπίτι του, αμειβόμενοι πλουσιοπάροχα γι αυτό από τον πατέρα του.
Ευμαθής και φιλόπονος, τολμηρός και δραστήριος βοηθήθηκε και από την τύχη και αύξησε την πατρική του περιουσία, αφού πρώτα συνεταιρίστηκε με το βαθύπλουτο Θωμά Χατζηχειμώνα και αφού κληρονόμησε ένα πλούσιο συγγενή του που πέθανε στη Γερμανία. Φίλαρχος και φιλόδοξος, ομιλητικός, μειλίχιος, χαρωπός, γενναιόδωρος θεωρούσε πρώτη των αρετών το ευεργετείν, οξύθυμος και ευερέθιστος, αλλά μπορούσε να συγκρατεί τον εαυτό του, όταν νόμιζε ότι ο θυμός του θα έφερνε μεγάλη βλάβη. Μέσα στα πολλά αυτά φυσικά και επίκτητα πλεονεκτήματά του σκιά ήταν και τα μεγάλα του ελαττώματα που δεν ήταν δυνατό να εξαλειφθούν ή έστω να μετριασθούν μέσα από την παιδεία του και από τους μεγάλους δασκάλους του.
Με την υπερβολική φιλοδοξία και εγωισμό του κανένα άλλον δεν ανεχόταν σαν ανώτερο ή ίσο του. Ο ευερέθιστος χαρακτήρας του που δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει, τον έκανε, πολλές φορές, βίαιο και τον έσπρωχνε σε αυθαιρεσίες και αυτοδικίες. Σε όλη του τη ζωή, οποιοδήποτε πράγμα ή κτήμα επιθυμούσε, το έπαιρνε αυθαιρέτως και ας μη δινόταν αυτό, πλήρωνε όμως μετά και πάνω από την αξία του. Με τέτοιο τρόπο πήρε δύο σπίτια δίπλα στο σπίτι του πεθερού του και πάνω σε αυτά έκτισε το μεγαλοπρεπές μέγαρό του. Απίθανη όμως φαίνεται η κατηγορία ότι σφετερίστηκε δημόσιο χρήμα, αφού τα έσοδά του ήταν τόσο πολλά, που μπορούσε να ζει πολυτελέστατα, να βοηθεί και να αμείβει γενναιόδωρα τους φίλους και αυτούς που τον υπηρετούσαν. Αλλά η επίμονη άρνησή του να δίνει λόγο για τη διαχείριση των δημοσίων εσόδων και η περιφρόνηση που έδειχνε σε όσους το ζητούσαν, δικαιολογεί μερικώς την κατηγορία αυτή.
Για να φαίνεται δε μεγαλοπρεπής, εκτός από τα εξήντα άτομα της πολιτοφυλακής (φρουρά του) που πληρώνονταν από το κοινό ταμείο, διατηρούσε και άλλα 30-40 άτομα που όπως έλεγε, τα πλήρωνε ο ίδιος. Δε γνωρίζουμε μέχρι πού φτάνει η ίδια του ενοχή στη δηλητηρίαση του Λούση Παπαφιλίππου, επίσης δε γνωρίζουμε ακριβώς την ενοχή του στη δολοφονία του Δημητρίου Υπάτρου που κατά τον Leake έγινε από την παράταξή του. Άδικη όμως είναι η κρίση κάποιων που λένε ότι από ιδιοτέλεια και φιλοδοξία προκάλεσε την επανάσταση και με αυτήν έφερε την καταστροφή και ερήμωση της πατρίδας του, αν και ο ίδιος ο Στουγιαννάκης, γράφει ότι η πολιτική αντιζηλία μεταξύ του Ζαφειράκη του Μάμαντη και των οπαδών τους ήταν παρόμοια με αυτή των Αθηναίων Αριστείδη και Θεμιστοκλή, Κίμωνα και Περικλή και των οπαδών τους.
Επίσης αναφέρει ότι πραγματικά υπάρχει η παράδοση που λέγεται από πολλούς για τα γεγονότα του 1822 η οποία χαρακτηρίζει το Μάμαντη, το Ζαφειράκη και τον Καρατάσο σαν προδότες, ολετήρες και αίτιους της καταστροφής της πατρίδας. Έτσι ήταν ο χαρακτήρας του Ζαφειράκη. Το ανάστημά του ήταν μέτριο και ήταν εύρωστος και ευκίνητος. Το πρόσωπό του ήταν ωοειδές, με μέτωπο που προεξείχε, μύτη ευθεία και καστανά μάτια που άστραφταν. Φορούσε όλα τα είδη των ενδυμασιών που ήταν συνηθισμένα εκείνη την εποχή. Βάδιζε με μεγαλοπρέπεια και πάντοτε τον ακολουθούσαν 5-6 οπαδοί του.
Χειριζόταν επιδέξια όλα τα όπλα, πήγαινε τακτικά με τους φίλους του για κυνήγι και εκεί επιδείκνυε το πόσο καλός σκοπευτής ήταν. Εκτός από το κυνήγι και την σκοποβολή ήταν καλός και στην ιππασία και όταν «διατελούσε εν ευθυμία ή ήταν σε νευρική διέγερση» με το άλογό του έτρεχε στους δρόμους, χωρίς να τον εμποδίζει τίποτε, και έφιππος ανέβαινε μέχρι τον τέταρτο όροφο του σπιτιού του. Για όλα αυτά κάποιοι τον αποκαλούσαν τρελό.
Ο Μάμαντης (Δραγατάς)
Ήταν 7-8 χρόνια μεγαλύτερος του Ζαφειράκη, ψηλός και παχύσαρκος και αναγκαστικά βραδυκίνητος, είχε κεφάλι στρογγυλό και ήταν μελαχρινός, μαυρομάλλης, με μάτια μελανά και βλοσυρά, είχε μέτωπο πλατύ, μεγάλη μύτη, το δέρμα του κάτω από το σαγόνι του σχημάτιζε «δίπλα» και ήταν σαν να είχε και δεύτερο σαγόνι. Δεν είχε τα φυσικά και ηθικά πλεονεκτήματα του Ζαφειράκη και δεν έτυχε καλής αγωγής και εκπαίδευσης.
Παρόλο που ήταν ευφυής, έμεινε αμαθής και ελαττωματικός. Ήταν περήφανος, δοξομανής και φίλαρχος, υστερούσε όμως από διοικητικά προσόντα. Ανεπιτήδειος στο να χαλιναγωγεί τα πάθη του και προπαντός τον παράλογο θυμό του, πολλές φορές έβριζε και ήταν βάναυσος. Η δύναμή του στην πόλη προερχόταν από τους πολλούς συγγενείς του. Είχε μεγάλη κτηματική περιουσία και περνούσε «βίον αβρόν».
Ήταν ιδιότροπος και συνεχώς δυσφορούσε, ειδικά, αφού μετά το θάνατο της μνηστής του, δε θέλησε να παντρευτεί άλλην, αν και δεν ήταν και τόσο εγκρατής. Ούτε με τους εμπίστους του δε μοιραζόταν τις σκέψεις και αποφάσεις του. Μνησίκακος και εκδικητικός δε συγχωρούσε ποτέ για καμία αδικία που του έγινε ή έστω και να μελετήθηκε να του γίνει. Την εποχή εκείνη ο Ζαφειράκης είχε εξορίσει το Μάμαντη ο οποίος ζούσε στη Θεσσαλονίκη και το ότι δεν ήταν, μέσα στην πόλη, είναι αδιαμφισβήτητο.
Παρακολούθησε και παρέστη σαν θεατής στην εκστρατεία του Αμπουλουμπούτ και στις δραματικές σκηνές της κατακρεούργησης των συμπολιτών του. Αυτό συντέλεσε στο να πιστέψουν πολλοί ότι υπήρξε προδότης και συνεργός της καταστροφής. Κατά τις φρικτές όμως εκείνες μέρες βεβαιώνεται από πολλούς ότι φάνηκε πάρα πολύ ευεργετικός σε πολλές οικογένειες, σώζοντάς τες από το θάνατο. Πιθανόν να πέθανε το 1828.
Η Δολοφονία του Δημητρίου Υπάτρου
Γύρω στα τέλη του 1820, ήρθε στην πόλη, ως ξένος επισκέπτης, ο Μετσοβίτης Φιλικός Δημήτριος Ύπατρος (Δημήτριος Φουρκιώτης), σταλμένος από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στον Αλή πασά με απόρρητα έγγραφα σχετικά με τη συνεργασία του με τη Φιλική Εταιρεία και διάφορες άλλες επιστολές για τους οπλαρχηγούς Καρατάσο, Γάτσο κ.ά.
Ως ξένος, λοιπόν, φιλοξενήθηκε, κατά μία πληροφορία, στο σπίτι του δάσκαλου Δημητρίου Μπαρλαούτα που βρίσκεται στην ενορία του Αγίου Γεωργίου. Συμφώνως με άλλες πληροφορίες όμως ο Ύπατρος, πριν έρθει στη Νάουσα, είχε ενημερωθεί από τους Φιλικούς της Θεσσαλονίκης για την πολιτική κατάσταση της Νάουσας και το ρόλο του καθενός και τελικώς φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Λούση Παπαφιλίππου. Ο Ζαφειράκης, στην αρχή, αρνήθηκε να τον συναντήσει, αλλά τελικώς άλλαξε γνώμη, τον δέχθηκε και συνομίλησε μαζί του.
Πιθανόν γιατί γνώριζε ότι ο Καρατάσος και ο Γάτσος είχαν ενταχθεί στη φιλική εταιρεία, αλλά ο ίδιος δεν κρίθηκε κατάλληλος για μύηση στην εταιρεία από το μοναχό που έστειλε, για να του κάνει κατήχηση, ο επίσκοπος Αρκαδίας Ιγνάτιος. Για τους φιλικούς ο Ζαφειράκης θεωρούνταν επικίνδυνος για τα μυστικά της εταιρείας εξαιτίας των ιδιαίτερων σχέσεων που είχε με το Παλάτι στην Κωνσταντινούπολη.
Μετά τη συνάντησή του με το Ζαφειράκη, ο Ύπατρος ήταν σκυθρωπός και δυσαρεστημένος, την επόμενη μέρα όμως, μαζί με το Σπυρίδωνα Πιπέρη46 περιηγήθηκε σε διάφορα μέρη της πόλης και έξω από αυτήν και τελικώς φαινόταν ευχαριστημένος από τα μέρη που περιεργάστηκε.
Αφού επέστρεψε στο κατάλυμά του, σχεδίασε σε χάρτη όλες τις τοποθεσίες που παρατήρησε. Το βράδυ της τρίτης μέρας προσκλήθηκε από το Ζαφειράκη και συζήτησαν ζωηρά μέχρι και τα μεσάνυχτα για κάποιο σπουδαίο θέμα. Την επόμενη μέρα, μαζί με τον Πιπέρη, επισκέφτηκε και τους υπόλοιπους προκρίτους της πόλης και συνομίλησε μαζί τους για πολλές ώρες και στη συνέχεια ξαναπήγε στο Ζαφειράκη και γευμάτισαν μαζί.
Το δωμάτιο, στο οποίο φιλοξένησε ο Ζαφειράκης τον Ύπατρο, βρισκόταν στο δεύτερο όροφο και κάτω ακριβώς από το δωμάτιο της κόρης του Ευθυμίας. Στο ταβάνι του δωματίου αυτού υπήρχαν μικρές τρύπες, κλεισμένες με χρωματιστό γυαλί, που μέσα στην πλούσια διακόσμηση του ταβανιού ήταν σχεδόν απαρατήρητες. Από τις τρύπες αυτές μπορούσε η κόρη και η γυναίκα του Ζαφειράκη να βλέπουν και να ακούν όλα όσα γίνονταν στο κάτω δωμάτιο που έμενε ο φιλοξενούμενος, χωρίς αυτό να γίνεται αντιληπτό από τον ίδιο.
Τις μέρες εκείνες, έτυχε να φιλοξενεί και η κόρη του Ζαφειράκη μία συνομήλικη φίλη της, γειτόνισσα, που ήταν μνηστή ενός από τους έμπιστους του Ζαφειράκη. Η κοπέλα αυτή, αργότερα, διηγούνταν :
«Η παρουσία αυτού του όμορφου ξένου μας κέντρισε την περιέργεια και τον παρακολουθούσαμε μέσα από τις γυάλινες τρύπες στις συζητήσεις που έκανε με το Ζαφειράκη και που ήταν έντονες, με πολλές χειρονομίες και κινήσεις του κεφαλιού. Δε μπορέσαμε όμως να καταλάβουμε τι έλεγαν, γιατί μιλούσαν χαμηλοφώνως. Είδαμε όμως το Ζαφειράκη να παίρνει ένα διπλωμένο χαρτί από το γραφείο του και αφού το διάβασε δύο φορές, με μεγάλη προσοχή, στη συνέχεια έγραψε πάνω σε αυτό κάτι, έκανε το σημάδι του σταυρού και αφού το ξαναδίπλωσε,το έδωσε στον ξένο. Μετά συνεχίστηκε η συζήτηση και ο Ζαφειράκης, σε κάποια στιγμή, κάλεσε με τον υπηρέτη του δύο παλληκάρια στα οποία έδωσε εντολή, για την επόμενη μέρα, να συνοδεύσουν τον ξένο μέχρι το Σέλι. Αφού έφυγαν, ο Ζαφειράκης συνόδευσε τον ξένο μέχρι την εξώπορτα και αφού φιλήθηκαν, του είπε :“Ο Θεός μαζί μας”».
Το πρωί της πέμπτης μέρας, συνοδευόμενος από τα δύο παλληκάρια του Ζαφειράκη (Κ.Μουσλή και Δημ. Νούχ(κ)ο), ξεκίνησε για το Σέλι που μετά θα συνέχιζε προς το Φραγκότσι για να πάει στην Κοζάνη και από εκεί στην Ήπειρο και στους Σουλιώτες.
Στη διαδρομή μεταξύ Νάουσας και Σελίου, πυροβολήθηκε και χτυπήθηκε θανάσιμα με σφαίρα που ήλθε μέσα από τους θάμνους που ήταν δίπλα στο δρόμο. Οι οδηγοί του, τρομαγμένοι, το έβαλαν στα πόδια, ήρθαν στο Ζαφειράκη και του διηγήθηκαν το περιστατικό. Αυτός αμέσως, μαζί με πολλούς από την ακολουθία του και με τον Ιερέα Παπαγεωργίου, πήγε στον τόπο του εγκλήματος. Εκεί βρήκαν το πτώμα του Υπάτρου σχεδόν γυμνό, ούτε το ρολόι του ούτε χρήματα, αλλά και ούτε άλλα έγγραφα βρέθηκαν πάνω στο πτώμα και το άλογο του δολοφονημένου είχε εξαφανιστεί (βρέθηκε, μετά από τρεις μέρες, από ένα βοσκό, σε ένα χωριό, σε απόσταση τρεις ώρες δυτικώς της Έδεσσας).
Ο Ζαφειράκης διέταξε να ταφεί το θύμα και αυτό έγινε εκεί επιτόπου σε μία γωνία, δίπλα στο δρόμο και το μέρος εκείνο από τότε το έλεγαν «το μνήμα του Φράγκου».
Επικρατέστερη θεωρία είναι ότι οι ίδιοι οι οδηγοί σκότωσαν τον Ύπατρο, εκτελώντας διαταγή του ίδιου του Ζαφειράκη, για να εξαφανίσει όλα τα έγγραφα και σχέδια που είχε μαζί του. Την άποψη αυτή έχει και ο Γερβίνος την ίδια άποψη και ο Πουκεβίλλ, λέγοντας ότι ο Ζαφειράκης μαζί με δύο άλλους τον δολοφόνησαν μέσα στο σπίτι του. Τις απόψεις αυτές ενισχύει και το γεγονός ότι, μετά από λίγες μέρες, έστειλε ο Ζαφειράκης το γιο του Φίλιππο στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Πουκεβίλλ, επίσης, λέγει ότι ο Ζαφειράκης αφού δολοφόνησε τον Ύπατρο, πήγε ο ίδιος στο βεζίρη Μαχμούτ της Λάρισας και του παρέδωσε την αλληλογραφία του Υπάτρου. Η ενοχή του Ζαφειράκη στη δολοφονία του Υπάτρου φαίνεται και από την μελαγχολία που τον έπιασε μετά το γεγονός. Από τη μέρα του φόνου έχασε τηζωηρότητα και ενεργητικότητά του, έγινε δύστροπος, απρόσιτος, οργίλος και πολλές φορές παράφορος, μέχρι και μανιώδης. Τα πρώην αστραφτερά μάτια του έγιναν ζοφερά.
Κλείνονταν για πολλές μέρες στο ιδιαίτερο δωμάτιό του και βημάτιζε άτακτα, χειρονομώντας και μονολογώντας ασυνάρτητα. Για όλα αυτά χαρακτηρίστηκε από κάποιους παράφρονας ή ότι βασανιζόταν από τις τύψεις της συνείδησής του. Ρέμβαζε, για πολλές ώρες, στον καταρράκτη Δουμπάνους (Στουμπάνους) και σπανίως εμφανιζόταν στο κοινό για τις δημόσιες υποθέσεις που την περίοδο εκείνη τις ρύθμιζαν οι συνάρχοντές του. Τέλος, και το γεγονός ότι η Πύλη ευχαριστήθηκε πολύ από αυτή τη διαγωγή του Ζαφειράκη και τον ευχαρίστησε με φιρμάνι, όπως γράφει ο Σπυρίδωνας Τρικούπης στο «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης», μας επιτρέπει να μην έχουμε αμφιβολίες γι αυτό.
Η κατάσταση αυτή κράτησε μέχρι την 11η Νοεμβρίου, γιορτή του Αγίου Μηνά, όταν ενώ βρισκόταν στην εκκλησία του Αγίου Μηνά που είχε πανηγύρι, του αναγγέλθηκε ότι επέστρεψε από το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη ο γιος του Φίλιππος. Αμέσως έφυγε για να τον υποδεχθεί. Από εκείνη τη μέρα ο Ζαφειράκης και πάλι άλλαξε, ήταν πιο ήρεμος αλλά οι κινήσεις του ήταν ακόμη βιαστικές και νευρικές. Από τότε λέγεται ότι μυούνταν στη Φιλική Εταιρεία από κάποιο Μπαλάνο ο οποίος, λίγο πριν την επανάσταση, ήρθε στη Νάουσα μαζί με τον Πρόξενο της Δανίας Εμμανουήλ Κυριακού.
Η Κατάσταση στην Πόλη μετά την Δολοφονία του Υπάτρου
Η κατάσταση στην πόλη, μετά τη δολοφονία, δεν ήταν καλή, όλοι γνώριζαν ότι θα υπάρξουν εξελίξεις. Η αντιπολίτευση όλη κατηγορούσε το Ζαφειράκη για την πράξη του και προκειμένου να διατηρήσει τον έλεγχο, ο Ζαφειράκης διατάζει τη φυλάκιση τριάντα τεσσάρων <34> πολιτικών του αντιπάλων. Στους 34 πολιτικούς αντιπάλους δε συμπεριλαμβάνονται ο Περδικάρης που ήταν φυγάδας στα Γιαννιτσά και ο Μάμαντης που τον είχε εξορίσει στη Θεσσαλονίκη.
Η μεταμέλεια του Ζαφειράκη, η μύησή του στη Φιλική Εταιρεία, ο πόλεμος της πύλης με τον Αλή πασά και η επανάσταση της Χαλκιδικής είναι τα σημαντικά και καίρια θέματα των πριν την επανάσταση γεγονότων.
Την πτώση των Ιωαννίνων και το θάνατο του Αλή πασά τα έμαθαν την 10η Φεβρουαρίου. Στις 15 Φεβρουαρίου του 1822, υπό την προεδρία του Ζαφειράκη και παρουσία του Καρατάσου και Γάτσου, έγινε σύσκεψη και λήφθηκε η απόφαση για τον τρόπο άμυνας, μετά τη γενική εξέγερση που οργανωνόταν σε όλη τη Μακεδονία. Από τότε, με τα όποια μέσα υπήρχαν, άρχισαν να ισχυροποιούνται τα αμυντικά μέσα της πόλης και να τελειοποιούνται τα όπλα. Τελειοποιήθηκαν έτσι 150 τουφέκια που έστελναν μια σφαίρα βάρους 25 δραμιών μαζί και με άλλα μικρότερα κομμάτια, σε απόσταση χιλίων βημάτων. Προσπάθησαν, τότε, να κατασκευάσουν και δύο τηλεβόλα, αλλά δε μπόρεσαν να τα αποπερατώσουν.
Η καταστολή της επανάστασης της Χαλκιδικής από τον Αμπού Λουμπούτ τον ανάγκασε να διατάξει τον εξοπλισμό όλων των Οθωμανών και τον αφοπλισμό των Χριστιανών κατοίκων της Βέροιας και της Νάουσας, παίρνοντας ως ομήρους τους επιφανέστερους από τους κατοίκους των πόλεων της Μακεδονίας και να τους κρατεί στις φυλακές της Θεσσαλονίκης. Η Βέροια, η Κοζάνη, η Σιάτιστα, η Κλεισούρα, η Καστοριά, το Μοναστήρι, η Αχρίδα, η Κορυτσά και πολλές άλλες χριστιανικές πόλεις έδωσαν ομήρους. Από τη Νάουσα απαιτούσε να πάει ο ίδιος ο Ζαφειράκης στη Θεσσαλονίκη και να εκφράσει υποταγή ή να στείλει ως όμηρο το γιο του, έτσι, τελικώς η Νάουσα ήταν η μόνη που αρνήθηκε να δώσει ομήρους.
Πολεμικά Συμβούλια – Αποφάσεις – Ξεσηκωμός
Η παραμονή στις φυλακές των τριάντα τεσσάρων πολιτικών αντιπάλων του Ζαφειράκη κρατούσε διχασμένη την πόλη. Η μεταμέλεια του Ζαφειράκη, ως προς το θέμα της επανάστασης από την ροή των γεγονότων, δεν ήταν αρκετή για ένα γενικό ξεσηκωμό και αυτό φαινόταν και το γνώριζαν καλά όλοι οι πρόκριτοι των γύρω της Νάουσας πόλεων.
Κατά τη συζήτηση του παραπάνω συμβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 1822, ήρθε μήνυμα ότι ο βοεβόδας ζητούσε να συναντήσει το Ζαφειράκη για να συζητήσει μαζί του για κάποια θέματα. Ο Ζαφειράκης πήγε και του έδωσε καθησυχαστικές εξηγήσεις για τη φυλάκιση των αντιπάλων του και μετά από αμοιβαίες φιλοφρονήσεις έφυγε και επανήλθε στο συμβούλιο που είχε διακοπεί.Την ώρα της συζήτησης ήρθε ο Μιχαήλ Στ. Κούντσης κατευθείαν από τη Χαλκιδική, φέρνοντας την κακή είδηση ότι η επανάσταση εκεί απέτυχε, περιγράφοντας τη μεγάλη καταστροφή που έγινε.
Αυτή η είδηση, αντί να αποθαρρύνει τους Ναουσαίους που ετοιμάζονταν για την επανάσταση, τους έδωσε περισσότερο θάρρος, γιατί νόμιζαν ότι ο στρατάρχης θα παρέμεινε στη Χαλκιδική, απασχολημένος με τα στρατεύματά του, μέχρι να αποκαταστήσει πλήρως την τάξη και ότι δε θα μπορούσε να διαθέσει άλλες δυνάμεις για να αντιμετωπίσει τη σχεδιαζόμενη επανάσταση της Μακεδονίας, με ορμητήρια τη Νάουσα και τη Σιάτιστα.
Τελικώς στο συμβούλιο της 15ης Φεβρουαρίου αποφασίστηκαν τα παρακάτω μέτρα :
Τέτοιου είδους θέματα που αφορούσαν την επανάσταση και την οργάνωσή της διεκπεραιώνονταν όλα με τέλειο τρόπο, αλλά το μόνο που δε σκέφτηκαν να οργανώσουν, ήταν η ασφάλεια και η μεταφορά των γυναικόπαιδων, των γερόντων και των ασθενών, σε περίπτωση ανάγκης. Αυτό, κατά το Στουγιαννάκη, ήταν το σπουδαιότερο σφάλμα αυτών που οργάνωσαν όλα τα παραπάνω ζητήματα, δικαιολογώντας τουςεν μέρει ότι ήταν σίγουροι για την καλά οχυρωμένη θέση της πόλης, για την παλληκαριά των κατοίκων της και γενικώς για το ότι δεν περίμεναν ότι οι Τούρκοι θα συγκέντρωναν τόσο πολύ στρατό για να καταλάβουν την πόλη.
Στρατηγικά Σημεία και Κατάληψή τους – Σύνθεση των Οπλιτών
Στις επόμενες τρεις μέρες (16,17 και 18 Φεβρουαρίου), ο Ζαφειράκης συνεδρίαζε με τους οπλαρχηγούς και συζητούσε για την έγκαιρη κατάληψη όλων των αμυντικών θέσεων και ειδικά όλων των δρόμων και μονοπατιών από και προς τον κάμπο. Στις συσκέψεις αυτές έπαιρναν μέρος και οι αδελφοί Ραμαντάνη, ο Δημήτρης και ο Κωνσταντίνος Σιούγκαρης, ο Δημήτρης Καραμήτσιος και ο Αργύρης Καραμπατάκης. Συζητούσαν, επίσης, τρόπους για να εμψυχώσουν τους κατοίκους των πεδινών χωριών και να στρατολογήσουν οπλίτες από αυτά.
Για το λόγο αυτό στάλθηκαν ο Τσερνοπέτρης, πρωτοπαλλήκαρο και έμπιστος του Καραμπατάκη, με 80 άντρες για να καταλάβει και να περιφρουρεί τις θέσεις «Φουντούκι» που ήταν οι δίοδοι του ποταμού Λουδία, ο Μιχάλης Στογιάνος με το Δεληγιάννη, τον Πιτσιάβα και 110 άντρες τις διαβάσεις του ποταμού στο χωριό Πράχνανη48 και την κοιλάδα της Μπάνιας. Ο Γάτσος πήγε μόνος του στα χωριά Δραζίλοβο (Μεταμόρφωση), Περισιώρι, Κουτσούφλιανη, Φέτιτσα (Πολλά Νερά) και Βελαβόδα για να διατάξει την από τους κατοίκους των χωριών αυτών φρούρηση των διαφόρων επίκαιρων θέσεων και ειδικά της Παλιοκαλιάς και της Μπαλαβόδας (Πισοδέρι).
Αφού ρυθμίστηκαν όλα τα παραπάνω, ο Καρατάσος σα γενικός αρχηγός, στο συμβούλιο της 18ης Φεβρουαρίου, αποφάσισε ότι για την κατάληψη της Βέροιας έφταναν 800-1000 άντρες υπό την αρχηγία του Ζαφειράκη με το Δημήτρη Σιούγκαρη και το Λάζο Ραμαντάνη και ότι σαν οπισθοφυλακή και εφεδρεία, σε περίπτωση ανάγκης, έπρεπε να στρατοπεδεύσουν άλλα δύο σώματα από 250-300 άντρες στο Δοβρά και στο Τουρκοχώρι (σημερινή Πατρίδα). Αφού ρυθμίστηκε και αυτό, απαριθμήθηκαν οι οπλίτες της πόλης και των περιχώρων και βρέθηκαν να έχουν ως εξής:
Όλοι οι οπλίτες έφταναν τους πέντε χιλιάδες και με αυτή τη δύναμη ήλπιζαν να αντισταθούν στην τουρκική στρατιά, να τη νικήσουν και να διαδώσουν την επανάσταση και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας. Αυτή η μικρή δύναμη οπλιτών είχε θάρρος και γενναιότητα να σταθεί απέναντι στη στρατιά του Αμπού Λουμπούτ, γιατί είχε έμφυτη την ανδρεία, διοικούνταν από γενναίους και έμπειρους αρχηγούς, η εμπειρία τους στα όπλα και τον πόλεμο ήταν μεγάλη, από μικρή ηλικία, και μπορούσαν να χρησιμοποιούν το τουφέκι και το γιαταγάνι το ίδιο επιδέξια. Το ότι γνώριζαν και οι ίδιοι αυτές τους τις ικανότητες και το ότι ήταν τέλειοι σκοπευτές, διπλασίαζε το θάρρος και την αυτοπεποίθησή τους και μπορούσαν έτσι να αντιπαραταχθούν σε διπλάσιο, ακόμη και τριπλάσιο αριθμό εχθρών.
Το μόνο αποθαρρυντικό ήταν ότι δεν είχε έρθει ακόμη καμία ενισχυτική δύναμη από τις γύρω ελληνικές πόλεις,όπως είχαν υποσχεθεί, για να ξεκινήσει η εξέγερση.
Κήρυξη της Επανάστασης στο Ναό του Αγίου Δημητρίου
Τη 19η Φεβρουαρίου 1822, Κυριακή της Ορθοδοξίας, στον τότε Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου γινόταν λειτουργία και είχε συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός κατοίκων, οπλισμένοι και άοπλοι, μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες.
Μετά το τέλος της λειτουργίας, ψάλθηκε παράκληση με την οποία ο πρωτοσύγκελος Ζαχαρίας έβγαλε ένα μικρό πατριωτικό λόγο με τον οποίο συγκίνησε και προέτρεπε τους κατοίκους στον ιερό υπέρ της πατρίδας και πίστης αγώνα. Ο Ζαφειράκης πρόσθεσε ότι οι ελπίδες για την επιτυχία του αγώνα δεν ήταν μάταιες και ότι αυτή τη στιγμή όλες οι πόλεις της Μακεδονίας περιμένουν το σύνθημα της επανάστασης και αμέσως θα πάρουν τα όπλα για να συμμετάσχουν και αυτές στον αγώνα της απελευθέρωσης.
Στη συνέχεια, ο πρωτοσύγκελος Ζαχαρίας πήρε από την Αγία Τράπεζα τη σημαία με τον αναγεννώμενο φοίνικα και την επιγραφή «Εν Τούτω Νίκα» από τη μία πλευρά και την επιγραφή «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» από την άλλη, την ασπάστηκε ο ίδιος και οι υπόλοιποι κληρικοί και στη συνέχεια βγήκαν από την εκκλησία ψάλλοντας το «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού …» και έστησαν αυτήν έξω από την εκκλησία. Ο ναός του Αγίου Δημητρίου, μαζί με τον ευρύχωρο αυλόγυρό του, δε μπορούσε να χωρέσει τόσους κατοίκους, διότι λέγεται ότι 8 με 10 χιλιάδες ανδρών, γυναικών και παιδιών συγκεντρώθηκαν εκεί.
Είναι αδύνατο να περιγραφεί η γενική συγκίνηση που είχε καταλάβει το πλήθος. Και όση ώρα μιλούσαν ο πρωτοσύγκελος Ζαχαρίας και ο Ζαφειράκης, επικρατούσε απόλυτη ησυχία, αλλά όταν ο ιερέας σήκωσε στα χέρια του το ιερό λάβαρο, ο ενθουσιασμός όλων εκδηλώθηκε με ζητωκραυγές, φωνάζοντας ότι με μεγάλη τους χαρά προτιμούν να πεθάνουν παρά να προδώσουν την ελπίδα του Έθνους για απελευθέρωση. Ακόμη και από το γυναικωνίτη ακούγονταν φωνές ενθουσιασμού που έδειχναν το ηρωικό φρόνημα εκείνων που στη συνέχεια θα έγραφαν ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ιστορίας της ελληνικής επανάστασης.
Το σύνθημα «με τις σιουσιάρκες θα κυνηγήσουμε το Λουμπούτη και τ’ασκέρι του» μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα, δημιουργώντας ένα απερίγραπτο κλίμα ενθουσιασμού και συγκίνησης στο περίβολο του ναού, με τους ιερείς να κρατούνψηλά, με τα χέρια τους, την ιερή σημαία και τους οπλίτες με επικεφαλής τους Ζαφειράκη και Καρατάσο, μαζί και οι άλλοι αρχηγοί, να περιφέρονται στο πλήθος και όλοι, αγγίζοντας τη σημαία, ορκίζονταν ότι ποτέ δε θα την εγκαταλείψουν.
Αν και όλοι γνώριζαν ότι με την απόφασή τους αυτή διέτρεχαν τον κίνδυνο να χάσουν τα προνόμιά τους, την περιουσία τους, ακόμη και την ίδια την ζωή τους, κανένας από τους παρόντες δε δίστασε, αλλά ούτε έδειξε μικροψυχία. Εκεί όλος ο λαός, άντρες και γυναίκες, από όλες τις παρατάξεις, κατέβηκαν από τον Άγιο Δημήτριο στο Κιόσκι με την ιερή σημαία μπροστά και ψάλλοντας όλοι οι υπόλοιποι στη συνέχεια. Εκεί στο κιόσκι έγινε Αγιασμός και προς το μεσημέρι άρχισε να διαλύεται το πλήθος, πηγαίνοντας ο καθένας στην καθορισμένη για τον καθένα από τους αρχηγούς θέση.
Δύο σημαντικά ακόμη γεγονότα έγιναν κατά τη διάρκεια της ίδιας μέρας:
Ένα είναι η δραπέτευση τεσσάρων από τους τριάντα τέσσερις πολιτικούς αντιπάλους του Ζαφειράκη που κρατούνταν στις φυλακές, ο Αναστάσιος Περδικάρης (γιός του Αντωνάκη Περδικάρη, γιατρού και αρχηγού πολιτικής παράταξης), πρώην μνηστήρας της κόρης του Ζαφειράκη, ο Κωνσταντίνος Μόσκοβος, ο Αναστάσιος Τζιώνας και ο Γιάγκος Αυξεντίου. Ο πρώτος κατέφυγε στα Γιαννιτσά που ήταν και ο πατέρας του και οι άλλοι τρεις στη Βέροια.
Δεύτερο είναι ότι, μέσα στο κλίμα του ενθουσιασμού της επανάστασης, μία ομάδα όρμησε στο Διοικητήριο και εκεί κατέσφαξαν το Βοεβόδα, τον Κατή (ιεροδικαστή) Αβδούλ Βεχάπ και τους λίγους ακολούθους τους που δεν είχαν αντισταθεί καθόλου. Η πράξη αυτή που χαρακτηρίστηκε σα δολοφονία, τάραξε και στενοχώρησε τους αρχηγούς της επανάστασης, αλλά και ολόκληρη την πόλη.
Ο Ζαφειράκης,μετά από συνεννόηση με τους άλλους αρχηγούς, διέταξε τον Αγγελάκη Γκοντύλη και το Δημήτρη Μισυρλή να καταδιώξουν και να συλλάβουν τους υπαίτιους της πιο πάνω δολοφονίας, αλλά αυτοί, αν και προσπάθησαν πολύ, δεν το κατόρθωσαν, μπόρεσαν μόνο να συλλάβουν τέσσερα άτομα που αφού αποδείχτηκε ότι ήταν αθώοι και δεν είχαν καμία ανάμιξη, αφέθηκαν ελεύθεροι.
Συμβούλιο στη Μονή Δοβρά – Απόπειρα Κατάληψης της Βέροιας
Την επόμενη μέρα, το πρωί (20 Φεβρουαρίου 1822), έγινε νέο πολεμικό συμβούλιο στην εκκλησία της Ελεούσης που τώρα αποκαλείται Μοναστήρι του Δοβρά. Στο συμβούλιο αυτό δε μετείχαν μόνο αρχηγοί και στρατιωτικοί της Νάουσας, όπως ο Καρατάσος, ο Ζαφειράκης και ο Γάτσος, αλλά οπλαρχηγοί από τον Όλυμπο και εκπρόσωποι άλλων πόλεων που ετοιμάζονταν να ξεσηκωθούν, όπως από την Καστοριά ο Γιάννης Βαρβαρέσκος, από τη Σιάτιστα ο Νιόπλιος, από τα Βοδενά (Έδεσσα) ο Παναγιώτης Ναούμ και άλλοι από άλλες πόλεις, με θέμα συζήτησης τη γενική εξέγερση όλων των πόλεων, το συντονισμό του αγώνα και σε συνέχεια της προηγούμενης σύσκεψης την κατάληψη της Βέροιας.
Στη σύσκεψη αυτή προβληματίστηκαν πολύ όλοι (εκτός από τους Ναουσαίους) για το ότι από τη Νάουσα συμμετείχε μόνο η παράταξη του Ζαφειράκη και όλοι οι αντιπολιτευόμενοι δε μετείχαν, αφού ήδη τους είχε φυλακισμένους και ευλόγως αναρωτιόνταν, πώς θα επιτύγχανε η επανάσταση, όταν δεν τη στήριζε το σύνολο της πόλης, όπως εκφράζονταν μέσα από τις παρατάξεις. Αποτέλεσμα της σύσκεψης αυτής ήταν να αντιληφθούν όλοι την αναγκαιότητα της σύμπνοιας και ότι έπρεπε να συμφιλιωθούν οι παρατάξεις της Νάουσας.
Έτσι πιέστηκε ο Ζαφειράκης και δέχθηκε να τους απελευθερώσει από τις φυλακές της Νάουσας για να μετέχουν στη σύσκεψη. Αφού έγινε αυτό και ήρθε η αντίπαλη του Ζαφειράκη παράταξη, στη συνέχεια όλοι μαζί ορκίστηκαν πίστη μεταξύ τους και αφοσίωση στον κοινό αγώνα, στη συνέχεια, όπως και έπρεπε, συζήτησαν για τα στρατιωτικά σχέδια που θα έπρεπε να κάνουν, όπως, επίσης, και για την επικείμενη επιχείρηση όσον αφορά την κατάληψη της Βέροιας.
Ο Ζαφειράκης, βασιζόμενος στις υποσχέσεις κάποιων προκρίτων της Βέροιας για το ότι μόλις ξεκινήσει η επανάσταση και παρουσιαστεί ισχυρή δύναμη επαναστατών, τελικώς, θα εξεγειρόταν και η πόλη της Βέροιας, ζητούσε να εισβάλουν και να καταλάβουν την ακρόπολή της. Μετά από συζήτηση ορίσθηκε ο Ζαφειράκης να καταλάβει, νωρίς το πρωί, τη βόρεια συνοικία και να περιμένει εκεί, στη γέφυρα της Μπαρμπούτας, για να δώσει το σύνθημα ο Καρατάσος, ώστε να μπει στην πόλη και την Οθωμανική συνοικία, με σκοπό τη συγκράτηση των Οθωμανών.
Ο Δημήτρης Σιούγκαρης ορίσθηκε να καταλάβει τις θέσεις στους μύλους και στον Παλιοφόρο, με σκοπό να εμποδίσει τους Οθωμανούς της μεσημβρινής συνοικίας και να τους κρατεί εγκλωβισμένους μέσα στα σπίτια τους.
Ο Λάζος Ραμαντάνης ορίστηκε να πιάσει τις βορειοδυτικές εξόδους της πόλης για το Ξηρολίβαδο και για την Καστανιά και μόλις πάρει το σύνθημα του Καρατάσου, να μπει και αυτός στην πόλη. Ο Καρατάσος θα έδινε το σύνθημα της εισβολής από τις συνοικίες Γύφτικος Μαχαλάς και Άγιοι Ανάργυροι.
Το σχέδιο ήταν τέλεια οργανωμένο και η διαθέσιμη δύναμη των 1800 ανδρών ήταν αρκετή για την επιτυχία της αποστολής. Δυστυχώς όμως αστάθμητοι παράγοντες και το ότι στα μέσα της νύχτας έμαθαν ότι έφτανε στην πόλη, από τη Θεσσαλονίκη, πολυάριθμο Τουρκικό σώμα, τους ανάγκασε να υποχωρήσουν για να μην περικυκλωθούν το ξημέρωμα, βάζοντας φωτιά μόνο σε κάποια Τουρκικά σπίτια στην άκρη της πόλης. Έτσι απέτυχε η απόπειρα κατάληψης της Βέροιας.
Η Αποτυχημένη Επίθεση για την Κατάληψη της Βέροιας
Ο Αμπού Λουμπούτ πασάς βρισκόταν στη Χαλκιδική, όταν έμαθε από τους μπέηδες των Γιαννιτσών τα όσα συνέβαιναν στη Νάουσα. Δίσταζε να πιστέψει ότι η πόλη της Νάουσας που ευημερούσε, και που απολάμβανε τόσα ιδιαίτερα προνόμια, θα τολμούσε να διακινδυνεύσει όλα της τα αγαθά για μία μόνο ιδέα. Γνώριζε όμως ότι σε πολλές άλλες ελληνικές πόλις ετοιμάζονταν εξεγέρσεις και φοβούνταν, μήπως αυτές συμπαρασύρουν και τους Ναουσαίους.
Επειδή όμως ήταν της απόλυτης εμπιστοσύνης του ο μπέης των Γιαννιτσών, Αχμέτ Μπέης, και επειδή εκτός αυτού είχε και άλλες πληροφορίες για τα σχεδιαζόμενα στη Νάουσα, ήταν αναγκασμένος να τις πιστέψει και να πάρει τα απαραίτητα μέτρα. Πηγαίνοντας δε ο ίδιος να καταστείλει την επανάσταση της Χαλκιδικής, είχε διατάξει τον (τοποτηρητή του) Κεχαγιά Μπέη, να πάει με σοβαρή στρατιωτική δύναμη στη Βέροια και διέταξε τους μπέηδες της Έδεσσας και των Γιαννιτσών να στρατολογήσουν εθελοντές και να είναι έτοιμοι για κάθε περίπτωση.
Ο Κεχαγιά Μπέης, συμφώνως με τη διαταγή του στρατάρχη Αμπού Λουμπούτ, έστειλε πρώτα δύο τμήματα στρατού στη Βέροια, το ένα με επικεφαλής τον Αλή μπέη και το άλλο με τον Ταήρ μπέη, με εντολή να περάσουν πρώτα από τα χωριά του Βαρδάρη και του Ρουμλουκιού και μετά να πάνε στη Βέροια. Όταν, τελικώς, έφτασαν αυτά τα δύο τμήματα στον προορισμό τους, μετά από δύο ώρες έφτασε και ο ίδιος με άλλους 1500 άνδρες. Αφού πληροφορήθηκε όλα όσα συνέβαιναν εκεί, αμέσως προκατέλαβε τα μέρη Καρά Αχμέτ, Μπαρμπούτα και Μύλοι και μόλις οι επαναστατημένοι Ναουσαίοι πλησίασαν για να καταλάβουν τα ίδια μέρη (περίπου στις 2 τα ξημερώματα), τους υποδέχθηκαν με καταιγισμό πυροβολισμών.
Ο Καρατάσος παραξενεύτηκε πολύ γι αυτά που αντιμετώπιζαν, γιατί ήξερε ότι τα μέρη αυτά ήταν αφρούρητα. Έστειλε, λοιπόν, τον Καραμήτρο να βρει το Ζαφειράκη και να μάθει τι συμβαίνει. Εκεί βρήκε το Ζαφειράκη να μάχεται για να πιάσει τα μέρη συμφώνως με την αποστολή του. Στη συνέχειαδιέταξε ένα σώμα από 70 άντρες να περιφρουρεί τις εισόδους και εξόδους και ο ίδιος με τους υπόλοιπους άντρες του μπήκε στο Γύφτικο μαχαλά και προχώρησε σχεδόν μέχρι την αγορά.
Εκεί βρέθηκε να είναι περικυκλωμένος από εχθρούς, δεχόταν δε πυροβολισμούς ακόμη και από τις πόρτες και τα παράθυρα των Χριστιανικών και τσιγγάνικων σπιτιών. Βρίσκοντας τρόπο διαφυγής και τσατισμένοι από την αποτυχία της αποστολής τους άρχισαν να πυροβολούν στην τσιγγάνικη συνοικία και να βάζουν φωτιά σε σπίτια και αχυρώνες. Τελικώς αφού καήκαν περίπου δέκα σπίτια και λίγοι αχυρώνες αποχώρησαν χωρίς κανένα νεκρό, αλλά με πολλούς τραυματίες.
Η συμπλοκή στη Μπαρμπούτα ήταν περισσότερο λυσσαλέα, αφού εκεί οι Τούρκοι είχαν πιάσει καλύτερες θέσεις και ήταν πολύ περισσότεροι σε αριθμό. Ο Ζαφειράκης που είχε σκοπό να καταλάβει μέχρι και την ακρόπολη, ξαφνιάστηκε από τους πυροβολισμούς και την αντίσταση που βρήκε.
Ανακτώντας αμέσως την ψυχραιμία του, άφησε στη θέση του τον Αγγελάκη Γουντύλη και αφού πήρε ένα σώμα από 150 άνδρες, πέρασε το ρυάκι της Μπαρμπούτας και κατέλαβε το δρόμο που οδηγούσε στην ακρόπολη και την Εβραϊκή συνοικία. Έτσι οι τούρκοι βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά και τελικώς αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους τρεπόμενοι σε φυγή. Οι Εβραίοι, παρότι είχαν διαταχθεί από τον Κεχαγιά Μπέη να έχουν τις πόρτες των σπιτιών τους ανοιχτές, όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί, τρομοκρατήθηκαν και τις έκλεισαν, σβήνοντας και τα φώτα.
Έτσι οι Τούρκοι στρατιώτες, όταν καταδιώκονταν από τους Ναουσαίους επαναστάτες με τις πάλες και τα μαχαίρια στα χέρια, πηδούσαν μέσα στο ρυάκι της Μπαρμπούτας για να γλιτώσουν και άλλοι έπεφταν κάτω κάνοντας το νεκρό. Ο Ζαφειράκης κατάλαβε το τι έγινε, συγκέντρωσε τους άντρες του και αποχώρησε προς το Δοβρά, αφού πρώτα μάζεψαν ως λάφυρα τα όπλα των νεκρών τούρκων. Οι απώλειες του Ζαφειράκη από τη μάχη αυτή ήταν μόνο πέντε άντρες και άλλοι δεκατέσσερις τραυματίες.
Μικρότερης διάρκειας, αλλά πολύ πιο πεισματώδης και με μεγαλύτερες απώλειες ήταν η συμπλοκή στη δυτική πλευρά της πόλης και αυτό γιατί αυτή η πλευρά φρουρούνταν από Βεροιώτες Τούρκους που γνώριζαν καλά τα μέρη και ήταν έμπειροι και καλά εξασκημένοι. Η ομάδα του Λάζου Ραμαντάνη δέχθηκε επίθεση τη στιγμή που προχωρούσε, ανταπέδωσε τα πυρά, αλλά επειδή δε γνώριζε ποιες θέσεις έχουν οι εχθροί και πόσοι περίπου είναι, ο Λάζος Ραμαντάνης διέταξε συντεταγμένη υποχώρηση.
Οι Τούρκοι, βλέποντας πόσο μικρή ήταν η ομάδα των επαναστατών Ναουσαίων, άρχισαν να τους καταδιώκουν. Κατά την οπισθοχώρηση, μόλις έφτασαν σε μέρος που επέτρεπε το ταμπούρωμα, ο Ραμαντάνης διέταξε να καλυφθούν και να περιμένουν τους τούρκους που τους καταδίωκαν. Μόλις φάνηκαν οι τούρκοι, διέταξε πυρ και πολύ εύστοχα όλοι άδειασαν τα όπλα τους πάνω στο πλήθος. Το έδαφος καλύφθηκε από νεκρούς και τραυματίες, ενώ στα πυρά ανταπάντησαν οι Τούρκοι. Η δεύτερη και η τρίτη, επίσης εύστοχες ομοβροντίες των ταμπουρωμένων Ναουσαίων,ανάγκασαν τους Οθωμανούς σε υποχώρηση και φυγή.
Ο Ραμαντάνης για λίγο τους καταδίωξε, μέχρι την είσοδο της πόλης, αλλά δεν τόλμησε να μπει μέσα, γιατί δε γνώριζε και τα αποτελέσματα των άλλων συμπλοκών. Μόλις πήγε 4 το πρωί η ώρα, αποχώρησε και αυτός με την ομάδα του για το Δοβρά, τραυματισμένος ελαφρά στον αριστερό του ώμο. Από τους άντρες του Ραμαντάνη σκοτώθηκαν τρεις, μεταξύ των οποίων και ο Δημήτρης Μπαλιούκας, ενώ τραυματίστηκαν επτά.
Άγνωστες είναι οι απώλειες των Τούρκων σε νεκρούς και τραυματίες, αλλά από την ανησυχία, τα κλάματα και την εξαγρίωσή τους συμπεραίνεται ότι ήταν μεγάλες.
Η ομάδα του Δημήτρη Σιούγκαρη είχε ορισθεί να φρουρεί τις θέσεις στους μύλους και στον Παλιοφόρο, με σκοπό να εμποδίσει τους Οθωμανούς της μεσημβρινής συνοικίας ναπάρουν μέρος στις συμπλοκές. Άκουγαν τους συνεχόμενους πυροβολισμούς από όλες τις πλευρές της πόλης και ανησυχούσαν πολύ, γιατί δε γνώριζαν τι συμβαίνει στα μέτωπα των άλλων ομάδων. Δε μετακινούνταν δε γιατί δεν είχαν ακούσει ακόμη τους συνθηματικούς πυροβολισμούς που είχαν.
Λέγεται ότι τρεις φορές σκέφτηκε ο Σιούγκαρης να μπει και αυτός μέσα στην πόλη, αλλά μετά από ωριμότερη σκέψη και αφού τον ηρεμούσαν και οι υπόλοιποι, έμεινε σταθερός στις θέσεις του. Το πρωί μόνο πληροφορήθηκε από κάποιον κηπουρό και στη συνέχεια διαπίστωσε ο ίδιος ότι τα μέρη εκείνα φρουρούνταν και στα σπίτια εκείνων των συνοικιών υπήρχαν Τούρκοι στρατιώτες. Στη συνέχεια και με την ανατολή του ηλίου ξεκίνησε και αυτός για το Δοβρά. Εκεί τον υποδέχθηκαν και οι υπόλοιποι με μεγάλη χαρά, γιατί νόμιζαν ότι αυτός με τους άντρες του είχε χαθεί στις συμπλοκές της νύχτας.
Είναι πολύ πιθανό το σχέδιο της εισβολής των επαναστατημένων Ναουσαίων να προδόθηκε στους Τούρκους, γιατί, όπως μαθεύτηκε αργότερα, καμία άλλη είσοδο ή θέση δεν είχαν προκαταλάβει οι Τούρκοι, παρά μόνον εκείνες που είχε συμφωνηθεί να καταληφθούν από τους Ναουσαίους οπλαρχηγούς για την πραγματοποίηση της επίθεσης εναντίον της πόλης. Πώς προδόθηκε το σχέδιο και από ποιους ήταν και συνεχίζει να είναι άγνωστο, αφού στη σύσκεψη του Δοβρά συμμετείχαν πολλοί και από πολλές πόλεις. Οποιαδήποτε υπόθεση ή και συμπέρασμα σίγουρα θα εξυπηρετούσε άλλα συμφέροντα, αφού μέχρι και σήμερα δεν έχουμε καμία απόδειξη ή έστω και ένδειξη.
Ανακρίσεις του Κεχαγιά Μπέη
Με το φώς της ημέρας, ο Κεχαγιά μπέης κάλεσε τις αρχές της πόλης και τους Οθωμανούς πρόκριτους και ζήτησε να τον ενημερώσουν για όλα όσα συνέβησαν και για οτιδήποτε άλλο γνώριζαν σχετικά με τις επαναστατικές κινήσεις στην ευρύτερη περιοχή. Αυτοί, όπως ήταν φυσικό, δεν είχαν να του πουν τίποτε, γιατί και οι ίδιοι δε γνώριζαν. Κατόπιν διέταξε να του φέρουν μπροστά του τους Βεροιείς ομήρους που κρατούσαν, αλλά και άλλους πρόκριτους της Βέροιας και τους πέρασε από αυστηρή ανάκριση. Εξοργισμένος από τις απαντήσεις τους, γιατί δεν γνώριζαν τίποτε, διέταξε αμέσως να απαγχονιστούν πέντε από τους πιο επιφανείς προκρίτους.
Μετά όμως από επίμονες παρακλήσεις των μπέηδων και αφού διαβεβαίωναν ότι όλοι τους ήταν αφοσιωμένοι και πιστοί υπήκοοι του Σουλτάνου, τους άφησε ελεύθερους. Στη συνέχεια, συνοδευόμενος από Οθωμανούς και Ιουδαίους προκρίτους, επισκέφτηκε τις περιοχές που έγιναν οι συγκρούσεις με τους επαναστατημένους Ναουσαίους και που μέχρι εκείνη τη στιγμή φυλάσσονταν αυστηρά και δεν επιτρεπόταν η μετακίνηση των νεκρών, αλλά ούτε και των τραυματιών ακόμη. Έχασε την ψυχραιμία του και λύσσαξε από το κακό του, όταν διαπίστωσε ότι, κατά τις συγκρούσεις της νύχτας, είχε χάσει 47 άνδρες, ενώ περισσότεροι από 130 ακόμη ήταν τραυματισμένοι, χωρίς να λογαριάζονται και οι Οθωμανοί κάτοικοι της Βέροιας που και αυτοί είχαν, επίσης, πολλές απώλειες.
Συγκέντρωση Εθελοντών από τα Περίχωρα της Νάουσας
Μετά την αποτυχημένη επίθεση για την κατάληψη της Βέροιας, οι Ναουσαίοι δεν έχασαν το ηθικό τους, ενίσχυσαν τις θέσεις τους και αισιοδοξούσαν ότι συντόμως θα ερχόταν η βοήθεια που περίμεναν από την ελεύθερη Ελλάδα. Αντί αυτής όμως πληροφορήθηκαν από τους Ολύμπιους οπλαρχηγούς ότι η βοήθεια αυτή δε θα έφτανε ποτέ, εξαιτίας των ανόητων χειρισμών του διορισμένου από τον Δημήτριο Υψηλάντη, αρχηγού της Επανάστασης Γρηγόρη Σάλα, οι ίδιοι όμως θα έρχονταν να βοηθήσουν τον αγώνα.
Στην πόλη, οι επόμενες δύο μέρες, πέρασαν χωρίς τίποτε το σημαντικό, ενισχύονταν τα οχυρωματικά έργα και σε 24ωρη βάση φυλάσσονταν όλες οι σκοπιές μέσα, έξω, αλλά και στα περίχωρα της πόλης. Ο χρόνος αυτός αξιοποιήθηκε από τους αρχηγούς, στέλνοντας εκ νέου επιστολές στις γειτονικές πόλεις και σε διάφορους άλλους οπλαρχηγούς, προτρέποντάς τους να συμμετάσχουν και αυτοί στον αγώνα που ξεκίνησε ήδη με την επίθεση κατά της Βέροιας.
Ταχυδρόμοι των παραπάνω επιστολών ήταν ο Καραμήτρος και ο Δημήτρης Μπαζάκας. Ο πρώτος μετέφερε την αλληλογραφία με τους Ολύμπιους οπλαρχηγούς και ο δεύτερος με τις πόλεις της Κοζάνης, της Σιάτιστας κ.α. Λέγεται ότι σε διάστημα 13 ημερών οι παραπάνω δύο ταχυδρόμοι πήγαν στον προορισμό τους και επέστρεψαν τέσσερις φορές, φέρνοντας πάντα το ίδιο καθησυχαστικό μήνυμα, ότι δηλαδή ετοιμάζονταν και συντόμως θα έρχονταννα βοηθήσουν την επανάσταση.
Την τρίτη μέρα ήρθε στην πόλη ο Καραμήτσιος, αναγγέλλοντας ότι ο Μιχάλης Κούντσης συγκρούστηκε με ένα σχετικά μεγάλο σώμα από Γιαννιτσιώτες, στο δάσος που βρίσκεται κοντά στο χωριό Πράχνανη (Άσπρο Εδέσσης, που βρίσκεται 4 ώρες βορειοανατολικώς της Νάουσας). Αυτοί, με διαταγή του Αχμέτ Μπέη, ήθελαν να περάσουν το ποτάμι (ήταν ένας παραπόταμος του Λουδία που χυνόταν στη λίμνη των Γιαννιτσών) και να κατευθυνθούν προς τη Νάουσα. Επίσης ανήγγειλε ότι και ο Αργύρης Καραμπατάκης είχε συμπλοκές με άλλο σώμα από 45 Γκέγκηδες που λεηλατούσαν το Ζερβοχώρι και απειλούσαν τα άλλα γύρω χωριά. Από αυτούς σκότωσε τους 7 και κυνήγησε τους υπόλοιπους που ξέφυγαν.
Αμέσως διατάχθηκε ο Καραμήτσιος, που ήταν από την Όσλιανη (Αγία Φωτεινή), να πάει στην Κατράνιτσα, στο Γραμματικό και σε άλλα βορειοδυτικά χωριά για να στρατολογήσει νέους εθελοντές και να δώσει μήνυμα στον Αγγελή Γάτσο, που ήταν εκεί, ότι έπρεπε να αφήσει στο πόδι του τον αδελφό του Πέτρο για να φρουρεί τον τομέα που του ανατέθηκε και ο ίδιος να περάσει από τη Νάουσα για να πάρει κάποιους οπλίτες και στη συνέχεια να πάει να καταλάβει τις θέσεις στο Αρκουδοχώρι και στο Χωροπάνι (Στενήμαχο).
Κατά γράμμα εκτέλεσε την εντολή αυτή ο Καραμήτσιος και συγκέντρωσε περίπου 250 εθελοντές από τα παραπάνω χωριά και τις γύρω περιοχές. Επιστρέφοντας όμως από το δρόμο Μπιτολίων – Σαριγκιόλ (Μοναστηρίου-Πτολεμαΐδας) ήρθε σε συμπλοκή με σώμα που αποτελούνταν από 1000 περίπου Γενίτσαρους. Η συμπλοκή ήταν λυσσαλέα, οι πυροβολισμοί ανταλλάσσονταν για 5 ώρες και τελικώς οι άντρες του Καραμήτσιου κατάφεραν με μια κατά μέτωπο επίθεσή τους, μαχόμενοι ανάμεσα στο εχθρικό σώμα με τα σπαθιά στα χέρια, να διαφύγουν, χάνοντας μόνον τρεις από τους συντρόφους τους.
Οργισμένος ο Καραμήτσιος από αυτό το περιστατικό, με τους άντρες του πήγε στο Γραμματικό και έβαλε φωτιά στα σπίτια της Τουρκικής συνοικίας, με σκοπό να αναγκάσει τους Τούρκους κατοίκους να βγουν έξω. Αυτοί όμως πρόλαβαν και κατέφυγαν στην Κατράνιτσα, ειδοποιώντας και τους εκεί Τούρκους κατοίκους, σώζοντάς τους έτσι από τη σφαγή. Μετά όλα αυτά το σώμα του Καραμήτσιου πήρε το δρόμο για την Νάουσα. Κατά τη διαδρομή και μέσα σε ένα φαράγγι βρήκαν ένα σώμα από 25 Κονιάρους να κρύβεται μέσα στη βλάστηση, δυτικώς του Παλιοκαλιά. Αφού τους κατέσφαξαν, έφτασαν στη Νάουσα στις 7 Μαρτίου του 1822, μία μέρα πριν τη κήρυξη της Επανάστασης στο Λιβάδι του Ολύμπου.
παναστατικό Κλίμα και στα Περίχωρα της Νάουσας
Οι συγκρούσεις αυτές άνοιξαν, επιτέλους, τα μάτια των κατοίκων στα γύρω χωριά. Πείστηκαν ότι η επανάσταση δεν ήταν μόνο λόγια στον αέρα, αλλά ήταν πια ένα γεγονός και οι ίδιοι έπρεπε να νοιαστούν για την ασφάλεια και επιβίωσή τους. Εκτός από τους οπλίτες που ήδη συμμετείχαν στην επανάσταση, πολλοί άλλοι χωρικοί ήρθαν στη Νάουσα για να αγωνισθούν και αυτοί μαζί με τους Ναουσαίους για την πολυπόθητη ελευθερία της πατρίδας. Οι περισσότεροι όμως δεν έκαναν το ίδιο, φρόντισαν και μετέφεραν σε ασφαλές κρυψώνες τις περιουσίες τους (ότι δεν μπορούσε να μετακινηθεί) και στη συνέχεια κατέφευγαν σε ήσυχες και ασφαλέστερες γι αυτούς περιοχές.
Έτσι οι Σελιώτες, οι Σκοτεινιώτες, οι Μαρουσιώτες και οι Τσιορνοβίτες κατέφυγαν στη Βέροια, οι κάτοικοι από τα χωριά Περισιώρι, Δραζίλοβο (Μεταμόρφωση), Κουτσούφλιανη, Όσλιανη (Αγία Φωτεινή)και άλλα βόρεια χωριά κατέφυγαν λίγοι στην Έδεσσα, αλλά οι περισσότεροι μαζί και με άλλους Εδεσσαίους στα μέρη των Σερρών, της Τζουμαγιάς και της Δράμας. Στα ερειπωμένα χωριά τα σπίτια καταστρέφονταν από τους επαναστάτες ή από τον τουρκικό στρατό, ψάχνοντας πάντα για χρήματα ή άλλα πολύτιμα αγαθά.
Για δεκαεννέα μέρες οι επαναστάτες που βρίσκονταν στην περιοχή του Δοβρά, παρενοχλούσαν τους Τούρκους της Βέροιας, χωρίς να υπάρχει καμία αντίδραση ήανταπάντηση από αυτούς. Οι επαναστάτες που βρίσκονταν στην Νάουσα συνέχιζαν τις οχυρωματικές τους εργασίες, μοίραζαν όπλα και πολεμοφόδια στους νεοφερμένους και γενικώς ήταν σε εγρήγορση, περιμένοντας τη βοήθεια του Διαμαντή από τον Όλυμπο.
Οι Συγκρούσεις στην Περιοχή του Δοβρά
Η ηρεμία που έδειχναν οι Τούρκοι του Κεχαγιά-μπέη, μένοντας μέσα στην Βέροια, χωρίς να βγαίνουν για να καταδιώξουν τους επαναστάτες, ήταν σκόπιμη. Δύο οι βασικοί λόγοι της απραξίας αυτής: Πρώτος είναι ότι ο Κεχαγιά-μπεης ήταν υποχρεωμένος να αναφέρει και να πάρει οδηγίες από τον ανώτερό του Αμπού Λουμπούτ, δεύτερος και πολύ σημαντικός ήταν ότι φοβόταν να μειώσει τη δύναμη του στρατού που έμενε μέσα στην πόλη, για το λόγο μήπως και βρουν ευκαιρία και ξεσηκωθούν οι Χριστιανοί κάτοικοι της Βέροιας.
Τελικώς το πρωί της 19ης μέρας, επικεφαλής 4000 πεζών στρατιωτών και λίγων ιππέων, ξεκίνησε με κατεύθυνση τους επαναστάτες που βρίσκονταν στο Δοβρά, οδηγούμενος εκεί από αρκετούς Βερροιώτες Οθωμανούς.
Οι επαναστάτες χάρηκαν που, επιτέλους, τελείωνε η κουραστική αναμονή. Συμφώνως με το σχέδιό τους, ο Ζαφειράκης με το Ραμαντάνη θα καταλάμβαναν την πλαγιά της Διαβόρνιτσας (Τριλόφου), ο Σιούγκαρης τους γηλόφους και την πλευρά από τον Κρεβατά μέχρι το Τουρκοχώρι(Πατρίδα), ένα μικρό σώμα του Καρατάσου θα παρενοχλούσε από τα πλάγια τον εχθρό και ο ίδιος ο Καρατάσος με 250 άντρες θα καταλάμβανε τη μονή του Δοβρά και θα άδειαζε το χωριό από τα γυναικόπαιδα και τους ανήμπορους.
Στις 7 το πρωί περίπου, μόλις φάνηκαν οι εμπροσθοφυλακές του Κεχαγιά-μπέη, άρχισαν να πυροβολούν εναντίον τους οι άντρες του Σιούγκαρη που φύλαγαν στην περιοχή του Κρεβατά, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας πολλούς Τούρκους χάρη στην ταχυβολία και ευθυβολία τους. Ο Κεχαγιά-μπέης προσπάθησε να εντοπίσει από πού βαλλόταν ο στρατός του, αλλά επειδή δε μπορούσε να διακρίνει τίποτε, ξεκίνησε να πηγαίνει προς το μέρος εκείνο για να το ερευνήσει καλύτερα. Αλλά μόλις προχώρησε στα 100 μέτρα, ακολούθησε και άλλη ομοβροντία πυροβολισμών και τον ανάγκασε να επιστρέψει πίσω στην ασφάλεια που του παρείχε η μεγάλη απόσταση.
Μη γνωρίζοντας, τελικώς, από ποιο μέρος δεχόταν τους πυροβολισμούς και ποιες άλλες τοποθεσίες είχαν καταλάβει οι επαναστάτες, υπέθεσε ότι θα ήταν συγκεντρωμένοι στο μοναστήρι και στους γύρω του λόφους. Με τη λανθασμένη του αυτή εντύπωση χώρισε το στρατό του σε πέντε τμήματα και διέταξε το πρώτο να καταδιώξει τους επαναστάτες που είχαν πιασμένες τη θέση γύρω από τον Κρεβατά, το δεύτερο με το τρίτο μαζί να καταλάβουν τους δύο λόφους που είναι γύρω από το μοναστήρι και τα υψώματα που είναι πάνω από αυτό και το τέταρτο με το πέμπτο να επιτεθούν,από διαφορετικά σημεία, για να καταλάβουν τη μονή που ήδη θα βρισκόταν περικυκλωμένη από όλες τις πλευρές, χωρίς να υπάρχει οδός διαφυγής για τους επαναστάτες.
Επειδή όμως οι διαταγές που δόθηκαν ήταν πολύ βιαστικές ή ίσως έγινε κακή συνεννόηση μεταξύ τους ή έγινε κακή εκτέλεση των εντολών, το αποτέλεσμα ήταν ότι δεν έφεραν κανένα θετικό αποτέλεσμα. Το πρώτο απόσπασμα που έπρεπε να καταδιώξει τους επαναστάτες της γύρω του Κρεβατά περιοχής, προχώρησε σχεδόν μέχρι το χωριό, έτσι έγιναν αντιληπτοί και όταν έφτασαν σε απόσταση βολής, δέχθηκαν τους πυροβολισμούς των επαναστατών. Μέχρι να συνέλθουν από την ξαφνική αυτή εξέλιξη, αφού από διώκτες έγιναν διωκόμενοι, ο Δημήτρης Σιούγκαρης διέταξε την καταδίωξή τους με τα σπαθιά στα χέρια. Μόλις και μετά βίας το απόσπασμα, καταδιωκόμενο από τους άντρες του Σιούγκαρη, πρόλαβε και έφτασε πίσω στην ασφάλεια του στρατοπέδου, έχοντας όμως αρκετές απώλειες σε άντρες και οπλισμό.
Τα δύο άλλα αποσπάσματα μπερδεύτηκαν και δεν ακολούθησαν τη διαδρομή που είχε σχεδιαστεί να ακολουθήσουν, με αποτέλεσμα να διασταυρωθούν οι πορείες τους και να συγκρουστούν μεταξύ τους, ενώ οι επαναστάτες που παρακολουθούσαν αυτό το μπέρδεμα, διασκέδαζαν και χαίρονταν με την εύνοια της τύχης τους. Τελικώς μόνο το τέταρτο απόσπασμα, αφού ανέβηκε το μεσαίο λόφο, κατάφερε και επιτέθηκε εναντίον των πολύ καλά οχυρωμένων επαναστατών.
Η επίθεση κράτησε περίπου δύο ώρες, το απόσπασμα μη μπορώντας να φτάσει καν τους οχυρωμένους που με ομοβροντίες πυροβολισμών τους κρατούσαν μακριά τους, δεχόταν και επιθέσεις από άλλους επαναστάτες που ήταν και αυτοί οχυρωμένοι στις γύρω πλαγιές και ανάμεσα στη ζωηρή βλάστηση. Έτσι και αυτοί οπισθοχώρησαν στη θέση του στρατοπέδου τους, φθάνοντας μαζί και με τα άλλα δύο αποσπάσματα που είχαν χτυπηθεί μεταξύ τους.
Στο στρατόπεδο, αφού διαπιστώθηκε η ολοκληρωτική αποτυχία της αποστολής, μετά από δύο ώρες (δηλαδή περίπου στις 11.00 το πρωί) ο Κεχαγιά-μπέης διέταξε και πάλι επίθεση, με την ίδια ακριβώς διάταξη και αποστολή.
Αλλά και πάλι η τέλεια οργανωμένη αντίσταση του Καρατάσου μέσα από την μονή, οι επιθέσεις των ομάδων που κατείχαν τους λόφους και η ξαφνική έφοδος των Σιουγκαραίων από τα νώτα των Τούρκων ματαίωσαν και τη δεύτερη αυτή απόπειρα των Τούρκων να καταλάβουν το μοναστήρι. Οι συγκρούσεις αυτής της δεύτερης απόπειρας κράτησαν μέχρι το απόγευμα στις 4.00 και μετά το παραπάνω αποτέλεσμα ο Κεχαγιά-μπέης άφησε εκεί κάποια αποσπάσματα για να φρουρούν και με τον υπόλοιπο στρατό του έφυγε προς τη Βέροια για να υποδεχθεί το στρατηγό Εμπού Λουμπούτ.
Ο Στρατηγός Μεχμέτ Εμίν Αβδουλάχ πασά ή Αβδούλ Ρομπούτ ή Εμπού Λουμπούτ ή Αμπουλουμπούτ που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, αντιλαμβανόμενος τη σοβαρότητα της κατάστασης με την εξέγερση της Νάουσας, αλλά και με όλες τις επαναστατικές κινήσεις που εντόπιζε στη περιοχή του, έστειλε λεπτομερή αναφορά στην Κωνσταντινούπολη με την οποία ενημέρωνε την Υψηλή Πύλη για τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία.
Σε απάντηση αυτής του της αναφοράς, του διαβιβάστηκε Σουλτανικό φιρμάνι με το οποίο τον διέταζε να πάει ο ίδιος με το στράτευμά του εναντίον της Νάουσας και να τιμωρήσει την πόλη και τους επαναστάτες με αυστηρό και παραδειγματικό τρόπο, δηλαδή να σφάξει όλους τους άντρες, να πάρει σα σκλάβους τα γυναικόπαιδα, να μοιράσει τις περιουσίες στους πιστούς του στρατιώτες και τέλος να παραδώσει στη φωτιά και τη στάχτη τα σπίτια τους, ώστε στο μέλλον εκεί ούτε φωνή ανθρώπινη να μην ακουστεί ξανά. Τη διαταγή αυτή ο Λουμπούτ τη διαβίβασε στις αρχές και τους προκρίτους της Βέροιας, συστήνοντάς τους να εφαρμόσουν αυστηρά τον ιερό Φετφά κατά των επαναστατημένων, όπως επίσης και ότι στο εξής απαγορευόταν η κυκλοφορία των κατοίκων χωρίς πιστοποιητικό ή ειδική άδεια.
Το φιρμάνι έλεγε:
‘’Προς τους Περινούστατόν μοι Βεζύρην Χουρσίτ Χουσεΐν πασιάν ανεξάρτητον Στρατάρχην και Γενικόν Επόπτην των Δερβενίων ολοκλήρου της Ρούμελης, τον δοξασμένον Στρατηγόν Εμπού Λουμπούτ πασιάν και πανιερωτάτους ιεροδικαστάς Βεροίας και Ναούσης.
Δια του παρόντος υψηλού μου Αυτοκρατορικού Φιρμανίου φέρω εις γνώσιν υμών ότι από της εκρήξεως της επαναστάσεως των βρωμερών ερπετών των καλουμένων «ρουμ», οι άπιστοι κάτοικοι της πόλεως Ναούσης και τινών χωρίων των πέριξ ποικιλοτρόπως υπονομεύοντες και υποσκάπτοντες την ύπαρξιν του ιερού Χαλιφάτου των Ισλάμ και της μεγάλης Αυτοκρατορικής Επικρατείας εξακολουθούσι να ενισχύωσι τα επαναστατικά σώματα, χορηγούντες εις αυτά άνδρας, όπλα, τρόφιμα και λοιπά μέσα. Περί τούτου δε εβεβαιώθημεν απολύτως τόσον εκ των κατ’ επανάληψιν υποβληθεισών εκθέσεων παρά του Εξοχωτάτου Διοικητού Θεσσαλονίκης, όσον και εκ των κατά διαφόρους καιρούς λαμβανόντων χώραν επαναστατικών κινημάτων εις την περιφέρειαν εκείνην.
Τούτου ένεκεν αποφασίσαντες όπως δια παντός απαλείψωμεν από προσώπου της γής την κατηραμένην ταύτην εστίαν των κακοβούλων και βλεδυρών απίστων, διατάσσομεν όπως υμείς, ο Δοξασμένος Στρατιλαρχης Λουμπούτ πασιάς εκστρατεύσητε όσον τάχιστα εκ Θεσσαλονίκης μετά του υφ’ υμας στρατού κατά των απαισίων τούτων απίστων και τιμωρήσητε αυτούς, εφαρμόζοντες απαρεγκλίτως τον γνωστόν ιερόν Φετφάν του πανσόφου και περικλεούς Σεϊχουλισλιαμάτου, ήτοι αυτούς μεν τους ιδίους να διαπεράσητε εν στόματι ρομφαίας, τας γυναίκας και τα τέκνα των εξανδραποδίσητε, τα υπάρχοντά των διανείμητε εις τους Πιστούς νικητάς, τας δε εστίας των παραδώσητε εις το πυρ και την τέφραν. Ούτως είη βοηθός μεθ’ ημών ο προφήτης και το ιερόν αυτού Κοράνιον.
Εγράφη εν τη ευδαίμονι Πύλη εν έτει 1237 του Δζεμαζιούλ Αχήρ.’’
Όταν έμαθε ότι σε βοήθεια των Ναουσαίων πήγε εκεί και ο Ολύμπιος Διαμαντής με τους άντρες του, διέταξε να ετοιμαστούν 6.000 άντρες από το στρατό του, να εφοδιασθούν με τρόφιμα για πορεία, μέχρι να φτάσουν στη Βέροια και αφού μπήκε ο ίδιος επικεφαλής, ξεκίνησαν για τη Βέροια. Εκεί έφτασαν περίπου στις 8.00 μ.μ. στα τέλη (27) Μαρτίου του 1822 και αμέσως ζήτησε από τον Κεχαγιά-Μπέη να τον ενημερώσει για την πορεία των μαχών και την πρόοδο των ενεργειών του.
Έκπληκτος άκουσε να του αναφέρει τις αποτυχίες που είχε ο αυτοκρατορικός στρατός εκείνη την ημέρα. Επειδή φοβήθηκε, μήπως έρθουν ενισχύσεις από άλλα μέρη για να βοηθήσουν τους επαναστάτες, διέταξε τον Κεχαγιά-Μπέη να πάρει και άλλους άντρες από αυτούς που έφερε μαζί του ο ίδιος και μετά τα μεσάνυχτα να επιτεθεί στους Ναουσαίους και πάση θυσία να καταλάβουν τις οχυρωμένες θέσεις τους.
Στις 5.00 το πρωί, ο Κεχαγιά-Μπέης, αφού πήρε και άλλους δύο χιλιάδες άντρες από αυτούς που έφερε μαζί του ο Λουμπούτ, συνέχισε το σχέδιο που είχε και εφαρμόζοντάς το διέταξε έφοδο κατά των επαναστατών. Τρεις συνεχόμενες φορές αποπειράθηκαν με έφοδο να καταλάβουν τις θέσεις των επαναστατών, αλλά τίποτε δεν κατάφεραν, από παντού δέχονταν ομοβροντίες πυροβολισμών και ο στρατός του αποδεκατιζόταν. Οι μάχες αυτές είχαν διαρκέσει τέσσερες ώρες, όταν ο Κεχαγιά-Μπέης διέταξε γενική επίθεση.
Στην επίθεση αυτή ένα σώμα του στρατού του κατάφερε να περάσει τα προσκόμματα και να καταλάβουν τα χαμηλά και δυτικά μέρη της μονής. Ο Καρατάσος που υπερασπιζόταν τη μονή, στενά πολιορκημένος, βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση και όλες οι ομάδες των επαναστατών που είχαν θέσεις έξω και στην γύρω από τη μονή περιοχή, με επιθέσεις τους δεν κατάφεραν να διώξουν τους τούρκους και να λύσουν την πολιορκία του Καρατάσου.
Ο Ζαφειράκης βρισκόταν σε αμηχανία, σταθερός στις θέσεις που κατείχε και άκουγε τους πυροβολισμούς από τις συνεχείς επιθέσεις. Μετά από πολλή σκέψη κάλεσε τον Αγγελή Γάτσο που βρισκόταν στη θέση της Κουτίχας και αφού συζήτησαν, αποφάσισαν να αφήσουν τις θέσεις τους και να πάνε να βοηθήσουν τους πολιορκημένους που κινδύνευαν. Με τόση ορμή και πείσμα επιτέθηκαν στους Τούρκους, μόλις έφτασαν, ώστε ο Κεχαγιά-Μπέης τρόμαξε, γιατί νόμισε ότι ήρθε μεγάλη βοήθεια από άλλους επαναστάτες για να λύσουν την πολιορκία της μονής και για μια στιγμή διέταξε κατάπαυση του πυρός για να επαναξιολογήσει την κατάσταση. Οι επαναστάτες όμως, ωφελημένοι από αυτή τη διακοπή των επιθέσεων, συνεννοήθηκαν με τους Σιουγκαραίους και συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους, αναγκάζοντας τον εχθρό σε οπισθοχώρηση.
Η ώρα είχε πάει 4.00 μ.μ. και ενώ η μάχη ακόμη συνεχιζόταν και το αποτέλεσμά της ήταν αβέβαιο, ο Καρατάσος αποπειράθηκε να εξέλθει από το μοναστήρι, αλλά όταν είδε ότι τα γύρω υψώματα ακόμη τα κρατούσαν οι επαναστάτες, αποσύρθηκε και πάλι μέσα στον χώρο της μονής. Η μάχη συνεχίσθηκε και κράτησε μέχρι τη νύχτα. Τότε οι επαναστάτες που ήταν εκτός της μονής, αφού δε μπόρεσαν να διασπάσουν το μέτωπο του εχθρού και να απαλλάξουν τον Καρατάσο από την πιεστική αυτή πολιορκία, αποσύρθηκαν στον πίσω λόφο που βρίσκεται μεταξύ του Δοβρά και της Διαβόρνιτσας (Τριλόφου), έτοιμοι όμως να γυρίσουν άμεσα πίσω, εάν γινόταν και πάλι επίθεση των εχθρών.
Τα μεσάνυχτα περίπου ο Καρατάσος με τους άντρες του, έχοντας τα όπλα στον ώμο και τα πιστόλια στα χέρια, κατάφεραν να περάσουν αθόρυβα μέσα από τις γραμμές των κουρασμένων εχθρών που εκείνη την ώρα οι σκοποί τους κοιμόντουσαν. Ακολουθώντας ευθεία πορεία, έφτασαν στην περιοχή Ροδιά και εκεί τους σταμάτησε ο σκοπός των επαναστατών που κρατούσαν την περιοχή. Έτσι έληξε η μάχη του Δοβρά, μία μάχη από τις πιο ηρωικές της επανάστασης, αφού οι συγκρούσεις κράτησαν δεκατρείς ώρες και οι απώλειες για τους επαναστάτες ήταν δεκατρείς μόνο νεκροί και σαράντα τραυματίες, ενώ για τους εχθρούς ήταν σημαντικότερες, περίπου χίλιοι τριακόσιοι νεκροί και πολύ περισσότεροιτραυματίες, χάνοντας και δύο σημαίες.
Η επιτυχία αυτή έδωσε μεγάλη χαρά στους επαναστατημένους Ναουσαίους, ειδικώς όταν επιστρέφοντας στη Νάουσα ο Καρατάσος, έφερε μαζί του ως τρόπαιο τις δύο Τούρκικες σημαίες. Σημαντικό ήταν ότι μετά την επιτυχία αυτή κατάλαβαν ότι αν και πολεμούσαν ένας προς πέντε (κατά άλλους ένας προς εννέα), ο Τουρκικός στρατός ήταν πολύ κατώτερος των Αλβανών και ο τρόπος που μαχόταν διέφερε κατά πολύ από εκείνους.
Οι επαναστατημένοι Ναουσαίοι, με τις οδηγίες του Καρατάσου, μετά την αποτυχία της επίθεσης για την κατάληψη της Βέροιας, προτίμησαν να μείνουν εκτός της Νάουσας στην περιοχή του Δοβρά που έγιναν οι παραπάνω μάχες για τους λόγους ότι :
α) Να αποφύγουν τον άμεσο αποκλεισμό της πόλης, πράγμα που κατόρθωσαν, γιατί ο Κεχαγιά-Μπέης, αν και ήταν σίγουρος ότι οι επαναστάτες δε διέθεταν μεγάλο στρατό, δεν τόλμησε να επιτεθεί κατά της πόλης, φοβούμενος μην υποπέσει σε παγίδα του έμπειρου Καρατάσου,
β) Η θέση του Δοβρά, ψηλά και κοντά στη Βέροια, τους επέτρεπε να παρακολουθούν πιο εύκολα τις κινήσεις του τουρκικού στρατού και με τις πληροφορίες των φίλων τους που μπορούσαν να περνούν μέσα από τις τουρκικές γραμμές, να γνωρίζουν και να υπολογίζουν τις προθέσεις του στρατηγού,
γ) Νόμιζαν ότι θα αργούσε πολύ να έρθει από τη Χαλκιδική ο στρατάρχης Αμπουλουμπούτ με το στρατό του και γνώριζαν ότι ο στρατηγός Κεχαγιά-Μπέης με τα σώματα που έφερε μαζί του από τη Θεσσαλονίκη, για να καταστείλει την επανάσταση, φοβούνταν να αφήσει αφύλακτη τη Βέροια και να τους επιτεθεί με όλες του τις δυνάμεις, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να επαναστατήσει και η Βέροια ή να την καταλάβουν επαναστάτες από άλλες περιοχές που πιθανόν να το θεωρούσαν ευκαιρία,
δ) Συμφώνως με όλες τις πληροφορίες που είχαν, πίστευαν ακράδαντα ότι ερχόταν σε βοήθειά τους ο στρατηγός Γρηγόρης Σάλας, οι ολύμπιοι οπλαρχηγοί και οι επαναστατημένοι έλληνες των γύρω πόλεων και κοινοτήτων. Φτάνοντας ο στρατηγός Σάλας στον Όλυμπο, θα κατευθυνόταν και θα επιτιθόταν στη Βέροια, από όλες τις πλευρές, και τελικώς θα την καταλάμβανε.
Κατάληψη του Δοβρά από τους Τούρκους
Ο Κεχαγιά-Μπέης δε μπόρεσε το βράδυ της ίδια μέρας να καταμετρήσει τις απώλειες του στρατού του. Πήγε στη Βέροια και έκανε την αναφορά του στο στρατάρχη, γνωρίζοντάς του το αποτέλεσμα της μάχης και την άλλη ημέρα, το πρωί, πήγε στο στρατόπεδό του και διέταξε και πάλι γενική έφοδο εναντίον του αποκλεισμένου (όπως νόμιζε) Καρατάσου στη μονή του Δοβρά. Μέσα σε κλίμα γενικής επίθεσης από τέσσερες πλευρές, άρχισαν να πυροβολούν και να προχωρούν, φοβούμενοι όμως ότι η σιγή από την πλευρά των πολιορκημένων στο μοναστήρι επαναστατών ήταν κάποιο τέχνασμα που δε μπορούσαν να κατανοήσουν ακόμη.
Δεν πέρασε καθόλου από το νου τους η σκέψη ότι μέσα στη νύχτα θα είχε καταφέρει ο Καρατάσος, με τους άντρες του, να περάσει τις γραμμές τους και να διαφύγει. Τελικώς, με πολλές προφυλάξεις, τόλμησαν να φτάσουν κοντά στην πύλη της μονής και να την παραβιάσουν, μη βρίσκοντας δε κανένα μέσα σε αυτή τη λεηλάτησαν και την πυρπόλησαν, όπως και το χωριό, ζητωκραυγάζοντας. Τον ηγούμενο του μοναστηριού Γεράσιμο τον συνέλαβαν και τον έστειλαν στη Βέροια όπου απαγχονίστηκε. Και η τύχη όμως των κατοίκων του χωριού δεν ήταν ευχάριστη:
Τριάντα πέντε γυναικόπαιδα εξανδραποδίσθηκαν και μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη.
Μετά από όλα αυτά ο Κεχαγιά-Μπέης έρριξε το βλέμμα του στο πεδίο της μάχης. Χλώμιασε, όταν κατάλαβε το μέγεθος της απώλειας του στρατού του και μονολογώντας έστρεψε το βλοσυρό του βλέμμα προς τη Νάουσα, κουνώντας το κεφάλι του απειλητικά. Στη συνέχεια, ζήτησε να δει ταπτώματα και τους τραυματίες των επαναστατών, αλλά δε βρήκαν ούτε ένα και αυτό γιατί κοινό χαρακτηριστικό των Μακεδόνων κλεφτών και αρματολών ήταν να μην εγκαταλείπουν νεκρούς και τραυματίες, αλλά να τους παίρνουν μαζί τους και τους μεν τραυματίες να τους φροντίζουν με επιμέλεια, τους δε νεκρούς να τους θάβουν εκτός του πεδίου της μάχης. Εάν όμως κάποιους νεκρούς δεν μπορούσαν να τους μεταφέρουν, έκοβαν το κεφάλι τους, το έπαιρναν μαζί τους και το έθαβαν, γιατί δεν ήθελαν να βεβηλωθούν τα πρόσωπα των νεκρών από την Τουρκική αγριότητα.
Αφού διέταξε να θάψουν τους νεκρούς και να μεταφέρουν τους τραυματίες στην Βέροια, πήγε και ο ίδιος για να δώσει στο στρατάρχη την τελική έκθεσή του για τα γεγονότα και τις εχθροπραξίες των δύο αυτών ημερών, μειώνοντας κατά πολύ τις απώλειές του. Ο Στρατάρχης όμως από την πολλήταραχή του, από τα μασημένα λόγια του και από τις πολλές υποκλίσεις του, κατάλαβε το μέγεθος της απώλειας του στρατού του και νευριασμένος ζήτησε αναλυτικές πληροφορίες.
Αναγκασμένος να του δώσει πληροφορίες, ομολόγησε τις τεράστιες απώλειες, αλλά τις δικαιολόγησε στην πολύ καλά οχυρωμένη θέση των επαναστατών. Ο Στρατάρχης, κουνώντας το κεφάλι του, απέδωσε ευθύνες σε αυτόν για τις κινήσεις του που είχαν ως αποτέλεσμα την αποτυχία του να κατατροπώσει τους επαναστάτες. Στην συνέχεια, περιμένοντας ενισχύσεις, δεν έπραξε τίποτε, αλλά διέταξε μόνο να περιποιηθούν και να φροντίσουν τους τραυματίες τους.
Ο Αμπού Λουμπούτ, προνοώντας να μην πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις η επανάσταση, επειδή συμφώνως με τις πληροφορίες που του μετέφεραν, η Νάουσα ήταν το κέντρο των επαναστατικών κινήσεων, πήρε σπουδαία μέτρα για την εκπόρθησή της. Έστειλε επιστολές σε όλους τους υποδιοικητές, διατάζοντάς του χωρίς καμία καθυστέρηση να στρατολογήσουν και να στείλουν μπροστά στη Νάουσα άτακτα στίφη (βασιβοζούκους), υποσχόμενος σε αυτούς άφθονη και εύκολη λεία. Στη δελεαστική αυτή πρόσκληση του Στρατάρχη ανταποκρίθηκαν πολλοί που ήλπιζαν στον εύκολο πλουτισμό, ικανοποιώντας και τις αρπακτικές τους διαθέσεις, έτσι συγκεντρώθηκαν :
Σύνολο όλοι μαζί ήταν 10.600 άτακτοι που ενωμένοι με τον τακτικό στρατό ανέβαζαν την Τουρκική δύναμη σε 20.600 άνδρες.
Συνεχίζοντας τις ενέργειές του ο στρατάρχης Αμπού Λουμπούτ έστειλε τον στρατηγό Κεχαγιά-Μπέη, μαζί με ισχυρό σώμα στρατού να καταλάβει και να κατασκηνώσει στις σημαντικές θέσεις που βρίσκονταν μεταξύ των περιοχών της Ροδιάς και του Χωροπανίου και που από αυτές τις θέσεις φαινόταν η επαναστατημένη πόλη της Νάουσας. Ο ίδιος, αργότερα, αφού άφησε περίπου 2.000 άνδρες για να φρουρούν την πόλη της Βέροιας, με το πυροβολικό και τους υπόλοιπους άνδρες του κατευθύνθηκε στην παραπάνω θέση που είχε στρατοπεδεύσει ο Κεχαγιά-Μπέης και έστησε τη σκηνή του σε μέρος που μπορούσε να βλέπει την πόλη.
Οχύρωση των Επαναστατών – Συνέχεια Πολιτικής Αντιπαράθεσης
Οι επαναστατημένοι, βλέποντας να έρχονται προς αυτούς όλες οι δυνάμεις του Στρατάρχη, υποχώρησαν με τάξη στα υψώματα και τους γύρω λόφους και οχυρώθηκαν στα πιο γνωστά και ασφαλή γι αυτούς μέρη της Κω(ου)τίχας και της Σμίξης. Οι παραπάνω θέσεις που επέλεξαν και οχυρώθηκαν οι Ναουσαίοι, δε μειονεκτούσαν από τη θέση του Δοβρά. Ήταν γνωστές σε αυτούς και από άλλες μάχες.
Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής, προαισθανόμενοι τους κινδύνους που πλησίαζαν, άλλοι έφευγαν και κατευθύνονταν προς τα Γιαννιτσά ή τη Θεσσαλονίκη και άλλοι μέσα στην ασφάλεια που παρείχαν τα τείχη της Νάουσας. Η πόλη ήταν ασφαλής ακόμη και η πολεμική ιστορία των Ναουσαίων παρείχε περισσότερη ασφάλεια σε όλους όσους συγκεντρώνονταν μέσα σε αυτήν. Ο Ζαφειράκης, παρασυρόμενος από τον ορμητικό χαρακτήρα του, κάμει για δεύτερη φορά το ίδιο λάθος, φοβούμενος ότι δεν θα έχει τον απόλυτο έλεγχο του αγώνα και της άμυνας της πόλης:
Συλλαμβάνει και κλείνει πάλι στις φυλακές πολλούς από τους πολιτικούς του αντιπάλους που είχε ελευθερώσει, κατά τη σύσκεψη στη μονή του Δοβρά και πριν την επίθεση κατά της Βέροιας, με την κατηγορία ότι οι αντίπαλοί του ήταν όργανα των Τούρκων. Η πράξη του αυτή φανερώνει ότι ακόμη και εκείνες τις ώρες η πολιτική επικράτηση ήταν το ζητούμενο και η απόδοση ευθυνών και η συκοφαντία των αντιπάλων πράξη συνήθης.
Από τις αργές κινήσεις του Αμπού-Λουμπούτ οι Ναουσαίοι καταλάβαιναν ότι έχει σκοπό, στην αρχή, να προσπαθήσει με διαπραγματεύσεις να υποτάξει την επαναστατημένη πόλη και ότι συντόμως θα έστελνε πρεσβεία στην πόλη, αλλά και σε αυτούς που ήταν στρατοπεδευμένοι στην περιοχή της Κουτίχας. Για το λόγο αυτό, σε σύσκεψη που έγινε με τους οπλαρχηγούς, αποφασίστηκε ότι σε περίπτωση που ο στρατηγός Αμπού-Λουμπούτ στείλει αντιπρόσωπό του για να διαπραγματευτεί μαζί τους, αυτό θα το αντιλαμβανόταν πρώτα ο Καρατάσος που ήταν στρατοπεδευμένος με τους άντρες του στην Κουτίχα ή ο Λάζος Ραμαντάνης που ήταν στρατοπεδευμένος στη Σμίξη (Πλακένια Δραγασιά), κανείς όμως δεν θα διαπραγματευόταν μαζί του, απλά και μόνο θα τον υποδέχονταν με φιλοφρονήσεις και θα τον έστελναν με συνοδεία στη Νάουσα που θα βρισκόταν η προσωρινή κυβέρνηση και εκεί ο ίδιος ο Ζαφειράκης θα συνδιαλεγόταν μαζί του και θα του απαντούσε ότι δεν παραδίδεται η πόλη, συμφόνως πάντα με το πνεύμα της ελληνικής επανάστασης.
Πρόταση του Στρατάρχη για Παράδοση της Πόλης
Πραγματικά, ξημερώνοντας, περίπου στις 9.00, σε κάποιον σκοπό από το στρατόπεδο του Καρατάσου εμφανίστηκε ένας άοπλος αγγελιοφόρος, χριστιανός στο θρήσκευμα, απεσταλμένος από το στρατάρχη και ζήτησε να δει τον αρχηγό. Αφού τον οδήγησαν στον Καρατάσο, του μετέφερε ότι ο στρατάρχης επιθυμεί να στείλει κάποιον έμπιστό του που θα συνομιλήσουν μαζί του, αλλά πριν το κάνει αυτό, θα πρέπει να έχει το λόγο της τιμής του αρχηγού ότι δεν θα κακοποιηθεί ο πρέσβης του και ότι θα του φερθούν φιλικά. Ο Καρατάσος του απήντησε ότι το πρόσωπο του πρεσβευτή, οποιασδήποτε φυλής, θρησκείας και τάξης, είναι ιερό, ακόμη και αν ο ίδιος ο στρατάρχης θέλει να αναλάβει το ρόλο του πρεσβευτή ισχύουν τα ίδια, άρα μπορεί να στείλει όποιον ο ίδιος επιθυμεί ή και να έρθει ο ίδιος και να διαπραγματευτούν φιλικά.
Μετά από δύο ώρες φάνηκε ο έμπιστος του στρατάρχη Ισούφ Μπέης τον οποίο υποδέχθηκε ο ίδιος ο Καρατάσος με πολλά χαμόγελα και φιλοφρονήσεις. Ο Ισούφ, μετά τις τυπικές ανταλλαγές φιλοφρονήσεων, δήλωσε στον Καρατάσο το σκοπό της παρουσίας του εκεί με εντολή του ίδιου του στρατάρχη. Ο Καρατάσος του ανταπάντησε όσα είχαν από πριν συνεννοηθεί, κατά τη σύσκεψη των οπλαρχηγών. Εκείνος όμως δεν το έβαλε κάτω, πιεστικά προσπάθησε με κολακείες, με υποσχέσεις για πλούτη και δόξα να δελεάσει τον Καρατάσο και να τον πείσει να παραιτηθεί από την επανάσταση και να υπηρετήσει το Σουλτάνο. Ο Καρατάσος, αφού ατάραχος απέρριψε τις δελεαστικές προτάσεις του, διέταξε δέκα από τα καλύτερα παλληκάρια του να συνοδέψουν, με ασφάλεια, τον Ισούφ Μπέη στον άρχοντα της Νάουσας.
Οι οπλίτες οδήγησαν τον Ισούφ Μπέη στο Διοικητήριο. Εκεί τον υποδέχθηκε ο Γιαννάκης Καρατάσος, τον οδήγησε ο ίδιος σε ένα δωμάτιο υποδοχής και τον περιποιήθηκε. Εκείνος και πάλι δήλωσε στο Γιαννάκη Καρατάσο το σκοπό της παρουσίας του εκεί, με εντολή του ίδιου του στρατάρχη, αλλά ο Γιαννάκης του απήντησε ότι δεν ήταν αυτός ο αρμόδιος για να διαπραγματευτεί μαζί του και ότι αργότερα θα έρθει ο άρχοντας με τον οποίο θα μπορέσει να διαπραγματευτεί και να του ανακοινώσει όσα ο ίδιος ο στρατάρχης του είπε.
Πραγματικά, μετά από λίγο, ήρθε και ο Ζαφειράκης ακολουθούμενος από μία επιτροπή εμπίστων του και από άλλους είκοσι οπλίτες. Χαιρέτησε με φιλοφρόνηση τον ξένο και μετά το δεύτερο με τεμενά χαιρετισμό (όπως ήταν το έθιμο στους Οθωμανούς) και τη συνηθισμένη για την υγεία του ερώτηση, τον ρώτησε σε τι χρωστούσε την τιμή της επίσκεψής του.
Ο Ισούφ απήντησε ότι είναι απεσταλμένος από τον ίδιο το στρατάρχη Αμπού Λουμπούτ για να μιλήσει εμπιστευτικώς με τον άρχοντα της πόλης που δεν είχε την τιμή να τον γνωρίζει ο ίδιος. Ο Ζαφειράκης του απήντησε ότι αυτός ο ίδιος είναι ο άρχοντας Ζαφειράκης τον οποίο ήρθε να συναντήσει, αλλά δεν έχει τίποτε το απόρρητο από τους άλλους και ότι οτιδήποτε είχε να του μεταφέρει, να το έλεγε μπροστά σε όλους.
Ο Ισούφ Μπέης, αφού πήρε το λόγο είπε ότι η Αυτού Μεγαλειότητα, ο Σουλτάνος, ήταν πολύ οργισμένος, όταν άκουσε ότι επαναστάτησε η πόλη της Νάουσας, η πόλη που στο παρελθόν του ήταν τόσο πιστή και ότι ο ίδιος διέταξε τον στρατάρχη Αμπού Λουμπούτ να καταπνίξει την επανάσταση, τιμωρώντας πολύ αυστηρά τους απείθαρχους και πρωταίτιους και να καταστρέψει ολοσχερώς την πόλη και τους πολίτες της.
Ο στρατάρχης όμως ερχόταν να καταστείλει την επανάσταση με αγαθές προθέσεις, αλλά η παράτολμη επίθεση κατά της Βέροιας και οι μάχες στο Δοβρά μείωσαν τις αγαθές του προθέσεις. Σεβόμενος όμως τον άγιο και σεπτό ιδρυτή της πόλης Γκαζή Εβρενό και χωρίς να θέλει να καταστρέψει την πόλη που λεγόταν και «κήπος της βασιλομήτορος», τους προτείνει να αποδεχθούν τα παρακάτω:
Ο στρατάρχης, σε περίπτωση που αρνηθούν να αποδεχθούν τα παραπάνω, έχει τη δύναμη και την υπομονή να τιμωρήσει όσους επαναστάτησαν, συμφώνως με τη θέληση του Σουλτάνου.
Αφού ακούστηκε η πρόταση και οι όροι του στρατάρχη, πήρε το λόγο ο Ζαφειράκης και χαμογελώντας ειρωνικά του απήντησε ότι ο πρώτος ο όρος μπορεί να γίνει αποδεκτός, αλλά κανείς τους δεν μπορεί να πάρει μία τέτοια απόφαση παρά μόνο να συγκληθεί ο λαός σε συνέλευση για να το αποφασίσει ο ίδιος. Θα καλέσει, λοιπόν, σε συνέλευση τους πολίτες για να αποφασίσουν, εάν αποδεχθούν ή όχι τις προτάσεις. Για το δεύτερο δε όρο είπε ότι οι οπλαρχηγοί και οι οπλίτες των γύρω χωριών και όσοι άλλοι ήλθαν από άλλες πόλεις να βοηθήσουν την επανάσταση, δεν είναι ποντίκια για να πιαστούν στη φάκα και να τους παραδώσουν, αλλά είναι άντρες με τα όπλα στα χέρια και η δίψα της ελευθερίας τους έφερε στην πόλη και στον κοινό αγώνα.
Για τον τρίτο όρο είπε ότι θεωρεί δύσκολη έως αδύνατη την αποδοχή του, γιατί ήταν και η αρχική αιτία της επανάστασης η αποστολή ομήρων. Η Νάουσα αρνήθηκε να στείλει ομήρους στο στρατάρχη, όπως αυτός διέταζε, και το ίδιο θα κάνει και τώρα, γιατί κανένας δε θέλει από μόνος του να βάλει τον εαυτό του και να κλειστεί σε φυλακές, αλλά είναι προτιμότερο να πεθάνει από σφαίρες αντίπαλου στρατιώτη, πολεμώντας για την ελευθερία του και την ελευθερία της πατρίδας του.
Μετά από αυτά τα λόγια, έπεσε μεγάλη σιωπή. Διακόπτοντάς την ο Ζαφειράκης είπε στο Μπέη ότι πέρασε η ώρα (ήταν 5η μ.μ.) και δεν υπάρχει χρόνος να προσκληθούν οι πολίτες σε συνέλευση. Γι’ αυτό, εάν επιθυμεί, μπορεί να μείνει στην πόλη φιλοξενούμενός του μέχρι την άλλη ημέρα το πρωί που θα γίνει η συνέλευση και θα του δοθεί η οριστική απάντηση ή εάν επιθυμεί, να επιστρέψει στο στρατάρχη.
Ο Ισούφ Μπέης, αφού σκέφτηκε την πρόταση του Ζαφειράκη, έστειλε έναν από τους ακολούθους του για να ενημερώσει το στρατάρχη ότι για εκείνη την νύχτα θα παρέμεινε στην πόλη και ότι την επομένη, μετά το μεσημέρι, θα επέστρεφε στο στρατόπεδο μεταφέροντας και την οριστική απόφαση των πολιτών. Στη συνέχεια, συνοδευόμενος από το Ζαφειράκη και όλη τη συνοδεία του, βγήκε περίπατο στο Κιόσκι. Εκεί, εκτός από τους φρουρούς που ήταν πάνω στους πύργους, δε συνάντησαν κανέναν άλλο. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Στη συνέχεια, πηγαίνοντας προς το κέντρο της πόλης, ο Μπέης ξαφνιάστηκε, βλέποντας την αγορά να είναι ανοιχτή, οι τεχνίτες να εργάζονται κανονικά και ο κόσμος να συμπεριφέρεται σα να μη διέτρεχε κανένα κίνδυνο. Ήταν μία ήσυχη ημέρα σαν όλες τις άλλες.
Το δείπνο που προσέφερε ο Ζαφειράκης στον Ισούφ Μπέη και στην επιτροπή της πόλης, καθόλου δεν έμοιαζε με συγκέντρωση αρχηγών επαναστατημένης πόλης με τον αντιπρόσωπο του αντίπαλου στρατοπέδου. Οι χαλαρές συζητήσεις, οι φιλοφρονήσεις και η ευθυμία ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του δείπνου, όπως, επίσης, και το γεγονός ότι δεν έγινε κατανάλωση κρασιού από όλους, αφού ο Μπέης απείχε από τη χρήση αυτού του ποτού.
Στο τέλος του δείπνου, ο Ισούφ Μπέης έθιξε και πάλι το θέμα της αμνηστίας, αλλά ο Ζαφειράκης τον διέκοψε λέγοντάς του ότι δεν ήταν η ώρα κατάλληλη για τέτοιου είδους συζητήσεις. Πριν όμως ο ίδιος αποχωρήσει για να κοιμηθεί και πάλι τους είπε ότι οποιαδήποτε και αν είναι η απόφαση των πολιτών την επόμενη μέρα, η πόρτα της αμνηστίας δεν κλείνει και ότι με χίλια ή και πεντακόσια πουγκιά ο στρατάρχης κλείνει τα μάτια του και αναχωρεί από την πόλη. Ο Ζαφειράκης τότε, χαμογελώντας,του είπε: «Ες αύριον τα σπουδαία» και τον οδήγησε στο δωμάτιό του.
Από βραδύς ο Ζαφειράκης είχε διατάξει, για την επόμενη μέρα, να γίνει συνέλευση στο Διοικητήριο που θα συμμετείχαν οι πρόκριτοι από διάφορες συνοικίες και τα πιο επίλεκτα μέλη από κάθε συντεχνία. Συγκεντρώθηκαν περίπου 150-160 άτομα και συζητούσαν μέσα στη μεγάλη αυλή του διοικητηρίου. Μετά από λίγο ο Ζαφειράκης με την Επιτροπή, τον Ισούφ Μπέη, το Γιαννάκη Καρατάσο και 50 οπλίτες έφτασαν και αυτοί εκεί.
Παίρνοντας το λόγο ο Ζαφειράκης, ενημέρωσε, με κάθε λεπτομέρεια, τη συνέλευση για την εκστρατεία και την απόπειρα για την κατάληψη της Βέροιας, το αποτέλεσμά της, τα γεγονότα από τις διήμερες μάχες στο Δοβρά, καθώς, επίσης, και τις ελπίδες του ότι σύντομα θα επαναστατήσουν και άλλες Ελληνικές κοινότητες, περιμένοντας στρατιωτικές ενισχύσεις μαζί με το στρατηγό και ότι όλο το ελληνικό έθνος, σε στεριά και θάλασσα, βρίσκεται σε κατάσταση εξέγερσης. Ενημέρωσε, στη συνέχεια, ότι με την εξέλιξη των παραπάνω ο στρατός του στρατάρχη Αμπού Λουμπούτ θα τα βρει δύσκολα και δε θα μπορέσει να υποτάξει και να καταλάβει την πολύ καλά οχυρωμένη πόλη της Νάουσας. Αλλά, παρόλα αυτά, ο στρατάρχης εξακολουθεί να στέλνει απεσταλμένους, να βάζει όρους για παράδοση της πόλης και χορήγηση αμνηστίας στους κατοίκους της.
Συνεχίζοντας τους παρουσίασε τους όρους που τους έβαζε ο στρατάρχης μέσω του απεσταλμένου του. Γέλια και φωνές αποδοκιμασίας από τους συγκεντρωμένους ακολούθησαν τους όρους και ο Ζαφειράκης τους προέτρεψε να διαλύσουν ήσυχα τη συνέλευση και να παραμείνουν μόνο 7-8 από τους πιο εύπορους, πηγαίνοντας δε προς τον Ισούφ Μπέη του ανακοίνωσε την αρνητική απάντηση του λαού της Νάουσας στις προτάσεις του σχετικώς με την αποδοχή των όρων για την αμνήστευση.
Ο Ισούφ Μπέης του επανέλαβε τη δεύτερη αντιπρόταση, δηλαδή ότι με χίλια ή και πεντακόσια ακόμη πουγκιά ο στρατάρχης κλείνει τα μάτια του και φεύγει, χωρίς να δει καν την πόλη.
Ο Ζαφειράκης, φωνάζοντας μαζί του τους παραπάνω 7-8 που ζήτησε να παραμείνουν και αφού διέταξε να αποφυλακιστούν δέκα από τους πιο εύπορους πολιτικούς του αντιπάλους που κρατούσε φυλακισμένους, όλους μαζί τους οδήγησε σε ένα απόκεντρο δωμάτιο του Διοικητηρίου και τους ανακοίνωσε ότι :
«Η επανάσταση είναι πια γεγονός. Αν όμως δεν επαναστατήσουν και άλλες ελληνικές πόλεις, όπως είχαν συνεννοηθεί, για να διασπαστούν οι δυνάμεις του στρατάρχη και αν δε φτάσει εγκαίρως η αναμενόμενη βοήθεια, τότε η Νάουσα μοιραία θα έχει την τύχη της Χαλκιδικής».
Έκπληκτοι όλοι άκουσαν το Ζαφειράκη να συνεχίζει:
«Παρόλα αυτά η πόρτα της μεσολάβησης για αμνηστία δεν έχει κλείσει, ακόμη, οριστικά. Ο στρατάρχης μπορεί να πεισθεί για να στραφεί αλλού, αν του προσφέρουμε, όπως λέει ο εκπρόσωπός του, χίλια πουγκιά, με αυτά είναι ικανοποιημένος, αλλά επειδή τα χίλια είναι πολλά, ίσως να συμβιβαστεί και στα πεντακόσια. Τι λέτε για όλα αυτά συμπολίτες μου;»
Όλοι κούνησαν το κεφάλι τους αρνητικά, παρουσία όμως και του Ισούφ Μπέη και με αλλεπάλληλες αντιπροτάσεις το ποσό έφτασε στα εκατό πουγκιά63, αλλά και πάλι αρνητική ήταν η ανταπόκριση. Τότε ο Ζαφειράκης είπε:
«H χρηματική μου περιουσία, αλλά και των φίλων μου, έχει εξαντληθεί. Από την αμνηστία εμείς μόνο θα ζημιωθούμε, γιατί μετά θα ζούμε σα φτωχοί, ενώ εσείς δε θα ξοδέψετε τίποτε, αν και ο καθένας από εσάς έχει πολύ περισσότερα από όσα ζητεί ο στρατάρχης για να σωθεί ολόκληρη η πόλη. Αν λοιπόν, θέλετε να σωθείτε, τότε πρέπει να υποστείτε τη μικρή αυτή χρηματική θυσία».
Τότε ο πλουσιότερος από όλους Χατζηΐσβος, κουνώντας το κεφάλι του, είπε: «Δεν έχουμε, μας εξήντλησες, άρχοντά μας» και επειδή οι υπόλοιποι σιωπούσαν, δείχνοντας ότι συμφωνούσαν με το Χατζηΐσβο, ο Ζαφειράκης συμπλήρωσε : «Ορκίζομαι ότι έκανα το παν από ότι απαιτούσε η πατρίδα και είχα καθήκον απέναντι στο έθνος, αλλά εσείς σκεφθείτε καλά ότι πριν να δω τη σύζυγο και τα παιδιά μου κατακρεουργημένα, τα δικά σας νωρίτερα θα έχουν αυτή την τύχη, τα πλούτη σας, για τα οποία θυσιάζετε τους αγαπημένους, σας θα γίνουν λεία του Αμπού Λουμπούτ και του στρατού του και τα πτώματά σας θα γίνουν τροφή των σκυλιών και των όρνεων. Αποχωρώ, σκεφτείτε και μετά από μισή ώρα, όταν επιστρέψω, μου λέτε την τελευταία σας απόφαση».
Αφού είπε αυτά, βγήκε και κάθισε σκεφτικός και λυπημένος δίπλα στη βρύση του διοικητηρίου. Μετά από μισή ώρα επέστρεψε στους προκρίτους και τους ξαναρώτησε, αν έχουν κάποια άλλη σκέψη ή απόφαση. Αφού δεν πήρε καμία άλλη απάντηση, ο Ζαφειράκης τους είπε ότι η αμαρτία θα ήταν στο λαιμό τους και διέλυσε τη συνεδρίαση, αφήνοντας ελεύθερους έξι από τους κρατούμενους πολιτικούς του αντιπάλους, τους άλλους διέταξε να κλειστούν και πάλι στη φυλακή.
Συνοφρυώθηκε ο Ισούφ Μπέης, όταν άκουσε από το Ζαφειράκη την αποτυχία των διαπραγματεύσεων και σηκώθηκε για να φύγει. Αλλά ο Ζαφειράκης τον τράβηξε από το δεξί του χέρι και τον οδήγησε στο σπίτι του για να του κάνει το τραπέζι.
Σε όλη τη διάρκεια του γεύματος ο Ζαφειράκης ήταν πολύ εύθυμος και τίποτε δεν έδειχνε να τον απασχολεί από τα πολλά προβλήματα που αναμένονταν. Κατά την 1 μ.μ. ο Ισούφ Μπέης αναχώρησε για το στρατόπεδο του στρατάρχη. Ο Ζαφειράκης τον συνόδεψε μέχρι το Μοναχό Πλάτανο και εκεί διέταξε να τον συνοδεύσουν μέχρι την Κουτίχα άλλοι δεκαπέντε άντρες, δίνοντάς τους και την εντολή να ειδοποιήσουν τον Καρατάσο και το Γάτσο να ανέβουν στη Νάουσα.