Ελ. Στρατός – Ιππικό ’40

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ & ΙΠΠΙΚΟ ΤΟ 1940

Η Οργάνωση του Στρατεύματος

Γενικά

Η Ελλάδα, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, τον Ιούλιο του 1923, επιδόθηκε στην εσπευσμένη οργάνωση και ανόρθωση της χώρας από τα ερείπια του μακροχρόνιου πολέμου και την ατυχή έκβαση της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Κύριο μέλημά της ήταν να αντιμετωπίσει τις πιεστικές οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες για την ανόρθωσή της και την αποκατάσταση περίπου ενάμισι εκατομμυρίου ομογενών προσφύγων από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία.

Στον στρατιωτικό τομέα, η προσπάθεια που καταβλήθηκε, εξαιτίας των συνεχών στρατιωτικών κινημάτων, της αλλαγής του πολιτεύματος και της ενεργής αναμείξεως του στρατού στην πολιτική, ήταν σχεδόν μηδαμινή. Έγιναν μόνο περιορισμένες προμήθειες οπλισμού και μετακλήθηκε Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή για τη συστηματική οργάνωση της εκπαιδεύσεως. Η περισσότερο ουσιαστική και συντονισμένη προσπάθεια για την ανασυγκρότηση του στρατού και τη δημιουργία ισχυρών και αξιόμαχων στρατιωτικών δυνάμεων άρχισε από το έτος 1935, όταν η νέα διεθνής κρίση διαφαινόταν στον ορίζοντα.

Η κατευθυντήρια γραμμή της οργανώσεως του Ελληνικού Στρατού από το έτος εκείνο ήταν:

  • Η δημιουργία στρατού κατάλληλα εξοπλισμένου και ικανού να αμυνθεί και να εξασφαλίσει την ακεραιότητα του εθνικού εδάφους.
  • Η άρτια οργάνωση, η εκπαίδευση κι ο εξοπλισμός του.
  • Η ενίσχυση της ικανότητας αντιστάσεως του κλιμακίου προκαλύψεως και η κατασκευή οχυρωματικών έργων κοντά στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα για την αμυντική θωράκιση της χώρας.
  • Η διατήρηση υψηλού βαθμού ετοιμότητας από τις τοπικές δυνάμεις για την αποφυγή του αιφνιδιασμού σε περίπτωση εχθρικής εισβολής και η οργάνωση ταχείας και ασφαλούς συγκεντρώσεως του Στρατού Εκστρατείας στη ζώνη του θεάτρου των επιχειρήσεων.
  • Τέλος, η σύνταξη πολεμικών σχεδίων πλήρων και λεπτομερειακών, αλλά απλών στην εφαρμογή τους.

Παράλληλα, διατέθηκαν οι απαραίτητες πιστώσεις για το σκοπό αυτό και έγιναν μεγάλες παραγγελίες πολεμικού και άλλου υλικού στο εσωτερικό και το εξωτερικό.

 

Η Αναδιοργάνωση του Στρατού στην Περίοδο 1923 – 1940

Από το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας και για μια τριετία η μόνη σημαντική αλλαγή που έγινε στην οργάνωση του Ελληνικού Στρατού ήταν η σύσταση για πρώτη φορά του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Γ.Ε.Σ.) τον Ιούλιο του 1923. Τρία χρόνια αργότερα, το 1926, κυρώθηκε ο πρώτος μεταπολεμικός Οργανισμός του Στρατού, ο οποίος εφαρμόστηκε μέχρι το 1929 οπότε ψηφίστηκε νέος Οργανισμός του Στρατού.

Η διοίκηση του στρατού ενασκούνταν από τον υπουργό των Στρατιωτικών, με τη βοήθεια του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου και των διοικήσεων των σχηματισμών, οι οποίοι, σε ειρηνική περίοδο, ήταν τέσσερα σώματα στρατού, έντεκα μεραρχίες Πεζικού, δύο ταξιαρχίες Ιππικού και μία διοίκηση Αεροπορίας. Η σύνθεση αυτή του στρατού ίσχυε μέχρι το 1935, με ελάχιστες μεταβολές. Τότε πάρθηκαν όλα τα απαιτούμενα μέτρα, για να καλυφθούν οι αυξημένες εθνικές ανάγκες και να βελτιωθεί η οργάνωση και η μαχητική ισχύς του στρατού.

Το ίδιο έτος συγκροτήθηκε το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο, το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας (Α.Σ.Ε.Α.) και το Ανώτατο Στρατιωτικό Υγειονομικό Συμβούλιο, ενώ αναδιοργανώθηκε και το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Ορίστηκαν τρεις υπαρχηγοί, οι οποίοι ήταν βοηθοί του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου και συντόνιζαν τις εργασίες των γραφείων μεταξύ τους ή με τα άλλα επιτελεία. Επίσης, τα γραφεία αυξήθηκαν σε οκτώ και έγινε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων τους.

Το 1937 καθορίστηκε ο υπουργός των Στρατιωτικών να διοικεί το στρατό με τη βοήθεια του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού και των Διευθυντών των Διευθύνσεων Προσωπικού, Όπλων και Υπηρεσιών. Δύο χρόνια αργότερα, το 1939, εκδόθηκε νέος Νόμος «Περί Οργανισμού του Στρατού». Μετά τις προαναφερόμενες μεταβολές, τον Ελληνικό Στρατό, το 1939, αποτελούσαν πέντε σώματα στρατού, δεκατέσσερις μεραρχίες Πεζικού και μία μεραρχία Ιππικού.

Ενώ, με βάση το αντίστοιχο Σχέδιο Επιστρατεύσεως, προβλεπόταν η αύξηση του αριθμού των σχηματισμών σε περίπτωση πολέμου. Έτσι, στον Ελληνο-Ιταλικό και Ελληνο-Γερμανικό Πόλεμο το 1940 – 41 συμμετείχαν συνολικά είκοσι μεραρχίες και πέντε ταξιαρχίες Πεζικού, καθώς επίσης μία μεραρχία και μία ταξιαρχία Ιππικού, η οποία από τις αρχές του Ιανουαρίου 1941 συγχωνεύθηκε με τη μεραρχία Ιππικού.

 

Οπλισμός – Εφόδια – Οχύρωση

Ο Ελληνικός Στρατός, την επομένη της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, βρέθηκε χωρίς το απαραίτητο πολεμικό υλικό, ενώ ο οπλισμός που είχε απομείνει ήταν παλιός, φθαρμένος, ανομοιογενής και ανεπαρκής. Παντελής επίσης ήταν η έλλειψη σε σύγχρονα μέσα, όπως αντιαεροπορικά και αντιαρματικά πυροβόλα, όλμους, άρματα μάχης κ.τ.λ.

Τα περισσότερα χρήματα, απ’ όσα διατέθηκαν για την ανασυγκρότηση του στρατού στην περίοδο 1923 – 1935, χρησιμοποιήθηκαν για την προμήθεια οπλισμού, ενώ από το 1936 διατέθηκαν επιπρόσθετα σημαντικά ποσά για το σκοπό αυτόν και παραγγέλθηκαν και παραλήφθηκαν μεγάλες ποσότητες κάθε είδους ανταλλακτικών, καθώς και μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών. Αποτέλεσμα όλων των προσπαθειών ήταν ο Ελληνικός Στρατός.

Με την έναρξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1940, να διαθέτει 459.650 τυφέκια (Μάνλιχερ, Μάουζερ, Λεμπέλ και Γκρα), 4.832 πολυβόλα (Χότσκις, Σεντ Ετιέν, Σβαρτσελόζε και Μαξίμ), 12.200 οπλοπολυβόλα (Χότσκις), 315 όλμους (Μπραντ 81 χιλιοστών), 905 πυροβόλα μάχης (Σκόντα, Σνάιντερ και Κρουπ), 190 αντιαεροπορικά πυροβόλα (Κρουπ, Μπόφορς και Ραϊμένταλ) και 24 αντιαρματικά πυροβόλα (Ραϊμένταλ).

Με τις προμήθειες πολεμικού υλικού που έγιναν από το εξωτερικό και την επιτυχή εκμετάλλευση των πόρων του εσωτερικού επιτεύχθηκε ο εξοπλισμός των προβλεπόμενων από το Σχέδιο Επιστρατεύσεως σχηματισμών, ενώ ελλείψεις εξακολουθούσαν να υπάρχουν σε όλμους, αντιαεροπορικό και κυρίως αντιαρματικό πυροβολικό. Από άποψη αποθεμάτων στα λοιπά εφόδια, τον Οκτώβριο 1940 ο στρατός διέθετε τρόφιμα για 50 ημέρες, καύσιμα για 45 ημέρες και νομή για 30 ημέρες. Σε μεταφορικά μέσα οι ανάγκες ήταν πολλές. Αντί για τα απαραίτητα 7.000 αυτοκίνητα υπήρχαν 600 στρατιωτικά.

Το πρόβλημα με τα μεταφορικά λύθηκε με την επίταξη ιδιωτικών αυτοκινήτων διάφορων τύπων, ενώ ανάλογα αντιμετωπίστηκε και το πρόβλημα των κτηνών, που ο αριθμός τους, με διαδοχικές επιτάξεις, έφτασε περίπου τις 150.000. Την περίοδο 1923 – 1940, κυρίως μετά το 1935, παράλληλα με τις προμήθειες και επισκευές πολεμικού υλικού, έγινε και οχύρωση της παραμεθόριας ζώνης απέναντι από τη Βουλγαρία, γνωστή ως «Γραμμή Μεταξά», καθώς και σε άλλες περιοχές. Επίσης, συμπληρώθηκε το δίκτυο συγκοινωνιών και βελτιώθηκαν σε μεγάλη έκταση οι στρατωνισμοί.

 

Εκπαίδευση

Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, στη στρατιωτική εκπαίδευση, κυρίως των στελεχών, καταβλήθηκε σημαντική προσπάθεια, με αξιόλογα αποτελέσματα, αντίθετα με την αδράνεια που παρατηρήθηκε στον τομέα της αναδιοργανώσεως του στρατού. Το Μάιο του 1925 μετακλήθηκε Γαλλική Στρατιωτική Εκπαιδευτική Αποστολή από είκοσι δύο αξιωματικούς, με επικεφαλής το Στρατηγό Girard (Ζιράρ), η οποία ανέλαβε την οργάνωση και επίβλεψη της εκπαιδεύσεως.

Η αποστολή παρέμεινε στην Ελλάδα τέσσερα χρόνια κι εργάστηκε δραστήρια και αποδοτικά. Το Μάρτιο του 1928 τον Στρατηγό Ζιράρ διαδέχθηκε ο Στρατηγός Braillon (Μπραγιόν). Το 1926 καθορίστηκε οριστικά ο αριθμός των στρατιωτικών σχολών, οι οποίες έκτοτε λειτούργησαν κανονικά. Ως παραγωγικές σχολές προβλέπονταν οι Στρατιωτικές Σχολές Ευελπίδων και Υπαξιωματικών, η Στρατιωτική Σχολή Ιατρικής, η Σχολή Έφεδρων Αξιωματικών και η Στρατιωτική Σχολή Αεροπορίας.

Ενώ ως Σχολές Εφαρμογής και Μετεκπαιδεύσεως προβλέπονταν η Ανώτερη Σχολή Πολέμου, το Κέντρο Ανώτερης Στρατιωτικής Εκπαιδεύσεως, οι Σχολές Εφαρμογής Όπλων και Υπηρεσιών, διάφορες Σχολές και Κέντρα Ανώτερης Στρατιωτικής Μορφώσεως και Σχολές Ειδικής Μορφώσεως, καθώς επίσης οι Σχολές Εφαρμογής Όπλων και Υπηρεσιών. Το 1924 εγκρίθηκε η έκδοση του στρατιωτικού περιοδικού με τίτλο «Γενική Στρατιωτική Επιθεώρηση», υπό την άμεση εποπτεία του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού.

Σκοπός του ήταν η παροχή γενικών και ειδικών γνώσεων στρατιωτικού ενδιαφέροντος στα στελέχη του στρατεύματος. Στην τριετία 1929 – 1932 έγιναν ασκήσεις σε ευρύτερο πεδίο, αλλά με τη συμμετοχή μόνο στελεχών. Ασκήσεις μετά στρατεύματος και τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού εφέδρων άρχισαν να πραγματοποιούνται μετά το 1937, με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Οι διαδοχικές προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την εκπαίδευση των στελεχών και των οπλιτών άρχισαν να αποδίδουν και το επίπεδο του στρατού να ανέρχεται σε επιθυμητό σημείο.

 

Στρατολογία – Σχέδια Επιστρατεύσεως

Τα στρατολογικά θέματα ρυθμίστηκαν νομοθετικά, για πρώτη φορά κατά τη μεταπολεμική περίοδο, το 1928. Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις αυτές η στράτευση ορίστηκε να γίνεται στο 21ο έτος της ηλικίας και οι στρατιωτικές υποχρεώσεις διαρκούσαν μέχρι το 55ο έτος, ενώ ο χρόνος θητείας ορίστηκε σε δεκαοκτώ μήνες. Το 1935 αποφασίστηκε η υποχρέωση της υπηρεσίας στο στρατό να διακρίνεται σε υποχρέωση θητείας και υποχρέωση εκγυμνάσεως. Η θητεία ορίστηκε σε δύο χρόνια για όλα τα Όπλα και Σώματα και η υποχρέωση εκγυμνάσεως πέντε μήνες.

Το 1938 εξουσιοδοτήθηκε ο υπουργός Στρατιωτικών να καλεί στην ενεργό υπηρεσία, περιοδικά ή έκτακτα, για εκπαίδευση γυμνασμένους ή αγύμναστους εφέδρους από όλη την επικράτεια. Τέλος, το Νοέμβριο 1940, επιτράπηκε η κατάταξη εθελοντών οπλιτών κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι οποίοι είχαν συμπληρώσει το 20ό έτος αλλά δεν είχαν υπερβεί το 45ο έτος της ηλικίας τους και δεν είχαν κληθεί να υπηρετήσουν με την κλάση τους ή ήταν ξένοι υπήκοοι, Έλληνες όμως το γένος.

Η Ελλάδα, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ατυχή έκβαση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ασκούσε ειρηνόφιλη πολιτική με καθαρά αμυντικό στρατιωτικό σχεδιασμό. Στη βασική αυτή αρχή ήταν επεξεργασμένα και εναρμονισμένα όλα τα σχέδια επιστρατεύσεως που συντάχθηκαν στη συνέχεια. Το πρώτο εκπονήθηκε το 1925 και από τότε μέχρι το 1939 συντάχθηκαν διαδοχικά πολλά άλλα, στηριζόμενα κάθε φορά στις υφιστάμενες μονάδες και τα διαθέσιμα υλικά εκστρατείας, καθώς και στην αντιμετώπιση ορισμένων πιθανών καταστάσεων.

Το σχέδιο επιστρατεύσεως που εφαρμόστηκε στις 28 Οκτωβρίου 1940 ήταν αυτό που είχε συνταχθεί το Σεπτέμβριο του 1939 και συνοδευόταν από πολλά επιμέρους σχέδια επιτάξεων, μεταφορών, διασποράς κ.τ.λ, με σκοπό τη βαθμιαία και αθόρυβη μετάπτωση του στρατού αρχικά στη μερική και στη συνέχεια στη γενική επιστράτευση. Την πληρότητα του σχεδίου κατέδειξε η εφαρμογή του όταν μέσα σε δεκαπέντε μέρες επιτεύχθηκε η κινητοποίηση και η προώθηση 300.000 ανδρών και 125.000 κτηνών στις παραμεθόριες περιοχές προς την Αλβανία και τη Βουλγαρία.

”Επρόκειτο για ένα μελετημένο μηχανισμό κινητοποιήσεως, με πολύ στέρεες βάσεις και με εξαιρετική ευκαμψία”.

 

ΤΟ ΠΕΖΙΚΟ ΤΟΥ 1940

Το Ελληνικό Πεζικό έχει μια μακραίωνη παράδοση πολεμικής αρετής. Το 1940 μάλιστα έγραψε μερικές από τις πλέον ένδοξες σελίδες της ιστορίας του στα Βορειοηπειρωτικά βουνά. Το Πεζικό επιφορτίζεται με την κυριότερη αποστολή κατά τη μάχη. Είναι το μόνο πλήρες και ικανό να μάχεται δια της κίνησης και του πυρός Όπλο, σε κάθε τύπο εδάφους, μέρα και νύχτα. Η αλήθεια αυτή ίσχυε το 1940 περισσότερο από ποτέ, δεδομένου ότι ο Ελληνικός Στρατός, λόγω και του εδάφους της χώρας, ήταν ένας καθαρά «πεζομάχος» στρατός.

Συνολικά την 28η Οκτωβρίου 1940 το Ελληνικό Πεζικό ήταν συγκροτημένο, βάσει του σχεδίου επιστράτευσης, σε 56 συντάγματα πεζικού, έκαστο των τριών ταγμάτων (168 τάγματα), εννέα τάγματα πολυβόλων – τα πέντε με δύο λόχους πολυβόλων και έναν λόχο πεζικού (24 πολυβόλα) και τα υπόλοιπα με τρεις λόχους πολυβόλων και έναν πεζικού (36 πολυβόλα). Τα Ελληνικά συντάγματα πεζικού διέθεταν το καθένα : 3 τάγματα πεζικού, ουλαμό εφίππων ανιχνευτών και λόχο βαρέων όπλων (λόχο μηχανημάτων σύμφωνα με την ορολογία της εποχής).

Ο οπλισμός του, πέραν των ατομικών τυφεκίων, αποτελείτο από : 2 πυροβόλα των 65 χλστ. (μέγιστο βεληνεκές 6.500 μ.), 4 όλμους των 81 χλστ. (μέγιστο βεληνεκές 2.800 μ.), 36 πολυβόλα, 108 οπλοπολυβόλα, 108 βομβιδοβόλα τυφέκια Λεμπέλ, τα οποία εκτόξευαν βομβίδα βάρους 445 γραμμαρίων σε απόσταση μέχρι 200 μ. περίπου. Κάθε τάγμα πεζικού, αντίστοιχα, παρέτασσε μια διμοιρία διοίκησης, τρεις λόχους πεζικού, έναν λόχο πολυβόλων (12 στοιχεία) και μεταγωγικά μάχης.

Ο λόχος είχε τέσσερις διμοιρίες, των 44 ανδρών έκαστη και ομάδα διοίκησης. Η διμοιρία είχε τρεις ομάδες, των 13 ανδρών έκαστη, τον διμοιρίτη, τον βοηθό διμοιρίτη, τον δεκανέα οπλοβομβιστή, έναν παρατηρητή και έναν διαβιβαστή. Η ομάδα, τέλος, αριθμούσε 12 άνδρες, και υπαξιωματικό ομαδάρχη, συνολικά δηλαδή 13 άνδρες. Χωριζόταν δε στην ημιομάδα του οπλοπολυβόλου (5 άνδρες, σκοπευτής, γεμιστής, δύο προμηθευτές και ο βοηθός ομαδάρχης) και στην ημιομάδα ακροβολιστών (έξι ακροβολιστές και οπλοβομβιστής).

Η ομάδα αποτελούσε –όπως και σήμερα άλλωστε– την στοιχειώδη δύναμη πεζικού, η οποία με την χρήση του πυρός και της κίνησης ενεργεί κατά του εχθρού. Οι Φαντάροι του ’40 εκπαιδεύονταν ακριβώς στην τακτική του πυρός και της κίνησης. Υπό την προστασία του πυρός του οπλοπολυβόλου οι ακροβολιστές προχωρούν προς τον εχθρό, με τρόπο ώστε με την σειρά τους να υποστηρίξουν την μετατόπιση του οπλοπολυβόλου με τα πυρά των τυφεκίων τους προς τα εμπρός.

Σε μικρές όμως αποστάσεις, υπό την προστασία του πυρός του οπλοπολυβόλου, ο οπλοβομβιστής και οι χειροβομβιστές μπορούν να πλησιάσουν την εχθρική αντίσταση και να κάνουν χρήση της οπλοβομβίδας και των χειροβομβίδων, ή να επιτεθούν δια της λόγχης, αναφέρει ο αείμνηστος συνταγματάρχης Δαβάκης στο Εγκόλπιο Αξιωματικών Πεζικού. Οι ομάδες πολυβόλων διέθεταν δύο πολυβόλα. Η διμοιρία πολυβόλων δύο ομάδες –τέσσερα πολυβόλα– και ο λόχος πολυβόλων τρεις διμοιρίες – 12 πολυβόλα.

Αντίστοιχα η διμοιρία όλμων διέθετε δύο όλμους. Δύο διμοιρίες όλμων και διμοιρία πεζικού συγκροτούσαν έναν λόχο όλμων. Σημαντική διαφοροποίηση έναντι των Ιταλικών λόχων αποτελούσε η ικανότητα των αντίστοιχων Ελληνικών να παρατάσσουν τέσσερις, αντί τριών, διμοιρίες πεζικού. Και ναι μεν οι Ιταλικοί λόχοι υπερείχαν σε ισχύ πυρός, υστερούσαν όμως σε δυνάμεις ελιγμού. Η τετραδική οργάνωση του λόχου πεζικού επέτρεπε μεγάλη ευελιξία στον εκάστοτε λοχαγό. Συνήθως οι Ελληνικοί λόχοι πολεμούσαν με δύο διμοιρίες να αποτελούν τη βάση πυρός και τις άλλες δύο την δύναμη ελιγμού.

Ο σχηματισμός πάντως του λόχου εξαρτάτο από το έδαφος και την δύναμη του αντιπάλου. Ωστόσο σημαντικός παράγοντας, ίσως ο σημαντικότερος, ήταν η πρωτοβουλία των κατώτερων αξιωματικών, των λοχαγών και των διμοιριτών. Έργο του διμοιρίτη αξιωματικού είναι να μεταβληθεί τελικά σε ομαδάρχη της ομάδας εκείνης, από την ενέργεια της οποίας αναμένει τα σοβαρότερα αποτελέσματα και τιθέμενος επικεφαλής της οποίας να παρασύρει και τις υπόλοιπες προς τα εμπρός δια του παραδείγματος του.

Κάθε άλλη μορφή διεύθυνσης του αγώνα σε απόσταση κάτω των 200 μ. από τον αντίπαλο είναι απραγματοποίητη υπό τα εχθρικά πυρά και εφόσον ο εχθρός εξακολουθεί αμυνόμενος και δεν επιτρέπει γενική εξόρμηση δια της λόγχης. Κατά συνέπεια οι νεαροί μας διμοιρίτες αξιωματικοί, μόνιμοι και έφεδροι, ας χαλυβδώσουν τις καρδιές τους για να φτάσουν στο ύψος εκείνο κατά το οποίο ο αξιωματικός περιφρονεί τον κίνδυνο, περιφρονεί τις σφαίρες και τις λόγχες και εξορμά με το μέτωπο ψηλά και το στήθος προτεταμένο, περισσότερο οπλισμένος με ψυχικό σθένος περισσότερο παρά με το πιστόλι, αναφέρει ο Δαβάκης.

Δεν είναι τυχαίο που ο συνταγματάρχης Δαβάκης κάνει τόσο εκτενή αναφορά στις ηθικές δυνάμεις των νεαρών ηγητόρων. Αντίστοιχα ο Κανονισμός Ασκήσεων Πεζικού του 1936 αναφέρει : Ο αγών είναι κατ’ ουσία πάλη ηθικών δυνάμεων. Δεν ηττάται όποιος έχει υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες σε άνδρες ή υλικό, αλλά εκείνος του οποίου κάμφθηκε το ηθικό. Το ηθικό απορρέει από την εμπιστοσύνη. Εμπιστοσύνη του μαχητή στις ικανότητές του, στα όπλα του, στους συναδέλφους του και στον ηγήτορά του.

Η απόδοση μιας μονάδας εξαρτάτε κυρίως από την αξία του ηγήτορά της και το ψυχικό σθένος των στελεχών της. Δεν είναι τυχαίο σε έναν στρατό, όπως ήταν ο Ελληνικός, με φτωχό και ξεπερασμένο οπλισμό, να γίνεται προσπάθεια καλλιέργειας των ηθικών δυνάμεων αξιωματικών και οπλιτών.

 

Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΙΠΠΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΠΟΠΟΙΙΑ 1940-1941

Συνοπτική Περιγραφή

Η 28η Οκτωβρίου 1940 βρήκε τον Ελληνικό Στρατό µε τις εξής µεγάλες µονάδες: Πέντε Σώµατα Στρατού, δεκατέσσερις Μεραρχίες Πεζικού και µία Μεραρχία Ιππικού, τρεις Ταξιαρχίες Πεζικού και µία Ταξιαρχία Ιππικού. Ο αριθµός των Μονάδων αυξήθηκε µε επιστράτευση, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέµου έγιναν πολλές αλλαγές στη συγκρότηση τους. Το Ιππικό συµµετείχε σ’ αυτόν τον πόλεµο µε τις εξής Μονάδες:

  • Τη Μεραρχία Ιππικού.
  • Την Ταξιαρχία Ιππικού, η οποία, ειδικά κατά την πρώτη περίοδο του πολέµου, έδρασε ανεξάρτητα από τη Μεραρχία.
  • Τις Οµάδες Αναγνωρίσεως, οι οποίες ανήκαν στα Σώµατα Στρατού. Οι Οµάδες αυτές ήταν οι Α, Β, Γ, ∆ και Ε.
  • Τις Οµάδες Αναγνωρίσεως των Μεραρχιών (Ι-XVII και XX).
  • Την XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία από 12 / 2 / 1941.

Οι ανάγκες του πολέµου, η ιδιοµορφία του εδάφους, οι άσχηµες καιρικές συνθήκες και οι δυσκολίες που υπήρχαν αναφορικά µε την αντικατάσταση των ίππων επέβαλαν την ανάγκη πολλών διαφοροποιήσεων. Άλλες µονάδες του Ιππικού διαλύονταν και νέες συγκροτούνταν. Το Ιππικό παρέταξε τελικά στον πόλεµο αυτό, ως καθαρά δική του δύναµη:

  • Έφιππες Ίλες 47
  • Μηχανοκίνητες Ίλες 4
  • Πολυβολαρχίες 10
  • Ουλαµούς Πολυβόλων 15 & 1/2, Πολυβόλα 192
  • Ίλες Ολµων 3
  • Ουλαµούς Ολµων 5, Όλµοι 22

Αν και η αριθµητική δύναµη του σε σχέση µε το σύνολο του Στρατού που προήλθε από την επιστράτευση ήταν µικρή, το Ιππικό ήταν επίλεκτο και όλες οι ∆ιοικήσεις το αναζητούσαν. Από τις πρώτες στιγµές της εισόδου του στον αγώνα επέδειξε υψηλό φρόνηµα, απαράµιλλη ορµητικότητα και αδάµαστο επιθετικό πνεύµα. Εκτός αυτού ήταν η µεγαλύτερη δύναµη Ιππικού που συγκρότησε ποτέ ο Ελληνικός Στρατός. Το Ιππικό συμμετείχε ένδοξα στον Ελληνο-Ιταλικό και Ελληνο-Γερμανικό πόλεμο, συνεισφέροντας στις επιτυχίες των Ελληνικών όπλων, με τρεις Σχηματισμούς:

  • Την Μεραρχία Ιππικού.
  • Την Ταξιαρχία Ιππικού.
  • Την ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία.

 

Η Δράση της Μεραρχίας Ιππικού

Τον Οκτώβριο του 1940, όταν ξεκίνησε ο Ελληνο-Ιταλικός πόλεμος ο Ελληνικός Στρατός δεν διέθετε τεθωρακισμένα άρματα μάχης, κι έτσι το Ιππικό αποτελείτο μόνον από ίππους. Παραγγελίες αρμάτων που είχαν γίνει στην Αγγλία και Γαλλία, ενώ πληρώθηκαν, τα άρματα δεν παραδόθηκαν, αφού δεσμεύθηκαν το 1938, εν όψει του επερχομένου πολέμου. Οι Μονάδες Ιππικού είχαν μικτή σύνθεση και διέθεταν ίππους και αυτοκίνητα, συνδυάζοντας ταχυκινησία και ευκινησία.

Μόνον κατά τα ¾ οι ίπποι ήταν στρατιωτικοί, ενώ οι υπόλοιποι ήταν είτε νεόλεκτοι (νεόλεκτοι = νεοείσακτοι) ανεκπαίδευτοι, είτε επιτασσόμενοι κέλητες, με συνέπεια την ανομοιομορφία. Ίπποι έλξεως προβλεπόταν μόνον επιτασσόμενοι. Οι ιπποσκευές τους όμως ήταν πλήρεις. Κάθε Ίλη Ιππικού διέθετε 12 οπλοπολυβόλα και κάθε Πυροβολαρχία 12 πολυβόλα, ήτοι 60 αυτόματα όπλα κατά Σύνταγμα. Επιπλέον, κάθε Σύνταγμα διέθετε 4 όλμους 81χλς.

Η Έφιππη Μοίρα διέθετε 3 Πολυβολαρχίες και μια Ίλη, ήτοι 48 αυτόματα όπλα. Δεν υπήρχαν αντιαρματικά. Η Έφιππη Μοίρα Πυροβολικού διέθετε 8 πυροβόλα των 75 χλστ. Η Ορειβατική Α/Α Πυροβολαρχία διέθετε 4 πυροβόλα των 20 χλστ. Η γενική επιστράτευση βρήκε το στρατηγείο της Μεραρχίας Ιππικού στη Θεσσαλονίκη, με διοικητή τον Υποστράτηγο Γεώργιο Στανωτά. Στο γενικότερο κλίμα της εποχής ήταν φανερό οτι επίκειτο πόλεμος και έτσι η διοίκηση είχε έγκαιρα επιδοθεί στη μεθοδική προετοιμασία της επιστρατεύσεως.

Όλες οι πτυχές των σχεδίων εκστρατείας είχαν μελετηθεί από τα στελέχη και οι διαδικασίες επιστρατεύσεως είχαν δοκιμαστεί επανειλλημένως. Βάσει των προβλεπομένων ενεργειών, συγκεκριμένα του Σχεδίου «ΙΒ» (Ιταλία – Βουλγαρία), ο επιχειρησιακός ρόλος της Μεραρχίας ήταν να αποτελέσει την εφεδρεία του Αρχιστρατήγου Παπάγου, προσανατολισμένη να δράσει στη ευρύτερη περιοχή Σιδηροκάστρου, ενισχύοντας τη Γραμμή Μεταξά. Η σύνθεση του επιτελείου της Μεραρχίας Ιππικού εκείνη την εποχή ήταν :

  • Επιτελάρχης : Αντισυνταγματάρχης Σόλων Γκίκας
  • Δντης 1ου Γραφείου : Ιλαρχος Κων/νος Σαρίμπεης
  • Δντης 2ου Γραφείου : Ιλαρχος Ηρακλής Σκανδάλης
  • Δντης 3ου Γραφείου : Επίλαρχος Γεώργιος Κανελλάκης
  • Δντης 4ου Γραφείου: Επίλαρχος Κων/νος Παπαχριστόπουλος
  • Διοικητής Πυροβολικού : Συνταγματάρχης Δημήτριος Νίκας (από 2 Νοεμβρίου, ο Συνταγματάρχης Αλέξανδρος Ασημακόπουλος)

 

Στις 28 Οκτωβρίου 1940, η συγκρότηση δυνάμεων της Μεραρχίας ήταν :

  • Στρατηγείο Μεραρχίας Ιππικού.
  • Στρατηγείο της Ταξιαρχίας Ιππικού, που ήταν ξεχωριστός Σχηματισμός υπο διοίκηση της Μεραρχίας, με διοικητή τον Συνταγματάρχη Σωκρ. Δημάρατο.
  • 1ο Σύνταγμα Ιππικού (Θεσσαλονίκης) του οποίου μια Επιλαρχία θα συγκροτείτο στη Λάρισα απο την Σχολή Εφαρμογής Ιππικού, με διοικητή τον Συνταγματάρχη Σ. Παπαθανασίου.
  • 3ο Σύνταγμα Ιππικού (επιστρατευόμενο στις Σέρρες) με διοικητή τον Συνταγματάρχη Ι. Νομικό.
  • Μηχανοκίνητο Σύνταγμα Ιππικού (στην Ευκαρπία Θεσσαλονίκης) με διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Ε. Ασημακόπουλο.
  • Μοίρα Εφίππου Πυροβολικού.
  • Μηχανοκίνητη Πυροβολαρχία Skoda.
  • Ιλη Μηχανικού, Ιλη Διαβιβάσεων.
  • Υγειονομικό Απόσπασμα (επιστρατευόμενο στη Λάρισα), Κτηνιατρικό Απόσπασμα.
  • Απόσπασμα Επιμελητείας.

 

Τα πρώτα τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού μεταφέρθηκαν στο Λαγκαδά, για την επιστράτευση και εν συνεχεία κινήθηκαν προς την Πίνδο. Η Ταξιαρχία Ιππικού, κατά την πρώτη περίοδο κινήθηκε και έδρασε υπό διοίκηση του Β’ Σώματος Στρατού (Β’Σ.Σ.), ανεξάρτητα απο την Μεραρχία Ιππικού. Στο μεταξύ ο Υποστράτηγος Στανωτάς επέβλεψε την επίταξη ίππων και μάλιστα εξέφρασε επανειλημμένα την ικανοποίησή του για την προθυμία με την οποία οι πολίτες παραχωρούσαν τα άλογά τους. Χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα επιτάχθηκαν 5.000 ίπποι, για την συγκρότηση και των υπολοίπων μονάδων της Μεραρχίας. Ως τομέας ενεργείας ορίστηκε η περιοχή του Μετσόβου.

Με την άφιξη της στην Καλαμπάκα η Μεραρχία Ιππικού ενισχύθηκε με το 4ο Σύνταγμα Πεζικού (μείον ένα τάγμα), ένα τάγμα του 7ου Συντάγματος Πεζικού και μια Πυροβολαρχία 155 mm. Η νέα αποστολή της Μεραρχίας Ιππικού ήταν να εξασφαλίσει τον άξονα Ιωάννινα – Καλαμπάκα, ο οποίος κινδύνευε σοβαρά να αποκοπεί εξαιτίας της διείσδυσης της 3ης Μεραρχίας Αλπινιστών “Τζούλια”, από την άνω κοιλάδα του Αώου και την κοιλάδα του Ζαγορίτικου, να επιτεθεί στην κατεύθυνση Ελεύθερο – Κόνιτσα και να αποκαταστήσει σύνδεσμο με τη σκληρά δοκιμαζόμενη VIIIMεραρχία και το Β’ Σώμα Στρατού.

Η νέα αποστολή σε χώρο διαφορετικό από τον προβλεπόμενο, απαιτούσε σημαντική προσαρμογή αφενός της συγκρότησης της, αφετέρου των τρόπων ενεργείας της, διότι θα ενεργούσε σε ορεινό έδαφος αντί του πεδινού, όπου συνήθως επιχειρεί το Ιππικό. Δεν υπήρχαν ούτε χάρτες της περιοχής Ηπείρου και μόλις την 31 Οκτωβρίου ο Επιτελάρχης πήρε φύλλα χάρτου από άλλους Σχηματισμούς στην Κοζάνη. Την 1η Νοεμβρίου το Στρατηγείο της Μεραρχίας Ιππικού, αφού επέβλεψε την ταχεία επιστράτευση, είχε εγκατασταθεί ήδη στο Μέτσοβο, έχοντας διανύσει τα 300 χλμ από Θεσσαλονίκη σε ελάχιστο χρόνο.

Οι υφιστάμενες μονάδες της, μόλις συμπλήρωναν στοιχειώδη δύναμη, κατευθύνοντο προς εκεί με όση ταχύτητα μπορούσαν. Η Ιταλική αεροπορία βομβάρδιζε χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία την οδό Καλαμπάκα – Μέτσοβο. Στη γενικότερη διάταξη δυνάμεων η Μεραρχία Ιππικού αποτελούσε το βορειότερο άκρο δεξιό του Α’ Σώματος Στρατού, ενώ δεξιότερα υπήρχε η Ιη Μεραρχία του Β’Σ.Σ. Η Μεραρχία Ιππικού ανέλαβε την εξασφάλιση του ορεινού όγκου Κουκουράτζα, 25 χλμ βορειοδυτικά του Μετσόβου.

 

Η Μεραρχία Ιππικού στην Αρχή του Αγώνα

Η Ιταλική διείσδυση στο τομέα Πίνδου είχε δημιουργήσει έναν θύλακα, που άρχισε να συμπιέζεται από την είσοδο της Μεραρχίας Ιππικού στον αγώνα. Η πρώτη επαφή με τους επιτιθέμενους Ιταλούς πραγματοποιήθηκε το μεσημέρι της 3ης Νοεμβρίου στη Βωβούσα, όπου το Τάγμα Χατζηδάκη ενίσχυσε τον προσβαλλόμενο Λόχο Παππά του 51 Συντάγματος Πεζικού. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η Ταξιαρχία Ιππικού ανακατέλαβε τη Σαμαρίνα ενώ την επομένη η Μεραρχία Ιππικού ανακατέλαβε τη Βωβούσα.

Ο αγώνας συνεχίσθηκε με σφροδρότητα μέχρι τις μεσημβρινές ώρες της 4ης Νοεμβρίου, οπότε οι Ιταλοί υποχώρησαν. Ήταν αγώνας κυρίως εναντίον του χρόνου που χρειαζόταν οι Έλληνες για να φθάσουν στο μέτωπο αρκετές δυνάμεις ώστε να στηρίξουν την άμυνα της περιοχής. Αυτές οι πρώτες επιτυχίες της Μεραρχίας Ιππικού, που πολέμησε και νίκησε χωρίς ουσιαστική προπαρασκευή, χωρίς οργανωμένο σύστημα τροφοδοσίας και ανεφοδιασμού, μπαίνοντας στη μάχη «αυθόρμητα» με την σταδιακή προσέλευση των Μονάδων της στο μέτωπο, επηρέασαν την έκβαση του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου και ανύψωσαν το ηθικό του Στρατού.

Αργότερα, αυτή η ορμητική επιχείρηση σχολιάστηκε θετικά από τους Συμμάχους. Από τις 6 Νοεμβρίου, η Μεραρχία Ιππικού με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου υπήχθη υπό το Α’ Σώμα Στρατού (Α’Σ.Σ). Με απευθείας τηλεφωνική διαταγή, ο Αντιστράτηγος Π. Δεμέστιχας ζήτησε από τον Στανωτά να εκκαθαρίσει την περιοχή γύρω από το Δίστρατο. Δύο ημέρες αργότερα, η Ταξιαρχία Ιππικού κατέλαβε το Δίστρατο. Εκεί αιχμαλώτισε μεγάλο αριθμό Ιταλών και το ορεινό χειρουργείο της Μεραρχίας “ΤΖΟΥΛΙΑ”, όπου νοσηλεύονταν 200 τραυματίες.

Μια ώρα μετά την Ταξιαρχία Ιππικού έφθασαν στο Δίστρατο και τα πρώτα τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού, τα οποία είχαν δώσει σκληρούς αγώνες μεταξύ Βωβούσας και Δίστρατου, ενώ παράλληλα αντιμετώπιζαν μεγάλες δυσχέρειες με τις μονάδες πεζικού οι οποίες είχαν επιστρατευθεί εσπευσμένα και δεν είχαν την απαιτούμενη συνοχή. Μεγάλα προβλήματα είχε επίσης η Μεραρχία με τον ανεφοδιασμό της σε τρόφιμα και πυρομαχικά από το Μέτσοβο μέχρι τη Βωβούσα, λόγω έλλειψης μεταγωγικών.

Παρά τα προβλήματα ο Στανωτάς διετάχθη να στραφεί προς Ελεύθερο – Κόνιτσα, νοτίως του όρους Σμόλικα, ώστε να διευκολύνει την ενέργεια του Β’ Σώματος Στρατού προς την κατεύθυνση αυτή. Στις 9 Νοεμβρίου ιταλικά τμήματα επιτέθηκαν στα υψώματα Κλέφτης και Νταλιάπολη, αλλά αποκρούσθηκαν και διασκορπίσθηκαν εγκαταλείποντας οπλισμό και υλικό, καθώς και την πολεμική σημαία του ΙΙΙ / 9 Τάγματος Αλπινιστών. Μεγάλος αριθμός Ιταλών παραδόθηκε σε τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού, τα οποία ενεργούσαν πλέον προς τις Πάδες και το Ελεύθερο.

Την 10 Νοεμβρίου τμήματα της Μεραρχίας και της Ταξιαρχίας Ιππικού που κατευθύνονταν προς τη διάβαση της Σούσνιτσας συνάντησαν φάλαγγα του 8ου Συντάγματος Αλπινιστών δυτικά του χωριού Ελεύθερο. Μετά από επτάωρο σκληρό αγώνα κατόρθωσαν να τη διαλύσουν, αιχμαλωτίζοντας 12 αξιωματικούς και 700 οπλίτες και κυριεύοντας πολλά υλικά, το αρχείο και το ταμείο της «ΤΖΟΥΛΙΑ», 100 ημιόνους και 5 όλμους. Οι απώλειες των Ιταλών ανήλθαν στους 300 νεκρούς.

Η τηλεφωνική αναφορά του Στανωτά ήταν το πρώτο χαρμόσυνο άγγελμα για τους Έλληνες, αλλά και για όλους τους αγωνιζόμενους Ευρωπαίους. Την επόμενη ημέρα, το 9ο Σύνταγμα Αλπινιστών διατάχθηκε να κρατήσει τον αυχένα Χρηστοβασίλη, ώστε να καλύψει την υποχώρηση Ιταλικών τμημάτων του προς την Κόνιτσα. Εκεί δέχθηκε σφοδρή επίθεση τμημάτων της Μεραρχίας Ιππικού. Μετά πολύωρο αγώνα οι Ιταλοί ανατράπηκαν και καταδιώχθηκαν, αφήνοντας πλήθος υλικών στο δρόμο.

Στις 12 Νοεμβρίου η Μεραρχία Ιππικού συνέχισε την κίνηση προς δυσμάς. Στις 13 Νοεμβρίου, η Μεραρχία Ιππικού, η οποία ήδη είχε ενισχυθεί με το 4ο Σύνταγμα Πεζικού της Ι Μεραρχίας, έλαβε επαφή με το 9ο Σύνταγμα Αλπινιστών και το 139ο Σύνταγμα της Μεραρχίας «ΜΠΑΡΙ», στη θέση Προφήτης Ηλίας Κόνιτσας – Ιτιά-Λιθάρι. Το επόμενο διήμερο χαρακτηρίσθηκε από σφοδρή ανταλλαγή πυρών και την νύχτα 15 / 16 Νοεμβρίου σύνταγμα της Μεραρχίας Ιππικού ενήργησε στη κατεύθυνση Ιτιά – Κόνιτσα, ενισχύοντας έτσι την προσπάθεια της Ι Μεραρχίας.

Στις 16 Νοεμβρίου, τμήματα της Μεραρχίας κατέλαβαν την Κόνιτσα, που είχε πυρποληθεί στο μεγαλύτερο μέρος και προχώρησαν ακόμη 3 χιλιόμετρα δυτικά. Η άλλοτε επίλεκτη «ΤΖΟΥΛΙΑ», η καλύτερη μονάδα του Ιταλικού στρατού, με άνδρες καταγόμενους από τις Άλπεις, εξοικειωμένους στον ορεινό αγώνα, είχε περιέλθει σε τραγική κατάσταση και η Μεραρχία Ιππικού είχε συντελέσει καθοριστικά σε αυτή την επιτυχία.

Οι αγώνες της Μεραρχίας Ιππικού δεν σταμάτησαν εδώ. Στις 20 Νοεμβρίου συνεχίζοντας την επιθετική της ενέργεια, πέρασε από την κατεστραμμένη γέφυρα Μπουραζάνι και κατέλαβε, μετά από «αγώνα εκ του συστάδην» το χωριό Μελισσόπετρα. Τη νύχτα 21 / 22 τμήματα της Μεραρχίας διέβησαν τον ποταμό Σαραντάπορο αφού οι Ιταλοί στην υποχώρηση τους είχαν καταστρέψει την γέφυρα της Μέρτζανης, εκδιώχνοντας τους βόρεια των συνόρων και αποκαθιστώντας πλέον το εθνικό έδαφος.

Την 23 Νοεμβρίου κατέλαβαν το χωριό Τσάρτσοβα και την περιοχή Ραντάχοβα, δυτικά του Λεσκοβικίου, αποκαθιστώντας την οδική συγκοινωνία Ιωάννινα – Κόνιτσα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΙΣ / ΓΕΣ η δύναμη της Μεραρχίας Ιππικού ανερχόταν τότε σε 7.000 άνδρες, 12 πυροβόλα και 4.800 κτήνη. Οι αλλεπάλληλες αυτές επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού δημιούργησαν σοβαρή κρίση στην Ιταλική ηγεσία, με συνέπεια στις 26 Νοεμβρίου την παραίτηση του αρχηγού του Ιταλικού Γενικού Επιτελείου Στρατάρχη Μπαντόλιο, προκαλώντας επακόλουθες αντικαταστάσεις των επικεφαλής των Ιταλικών στρατιών.

Έως τις 27 Νοεμβρίου, η Μεραρχία Ιππικού πέτυχε να προωθηθεί μέχρι τον ποταμό Λεγκατίτσα, του οποίου οι Ιταλοί κατείχαν την δυτική όχθη. Μετά από «πείσμονα αγώνα» τα τμήματα της έφθασαν στην ανατολική όχθη του ποταμού Αώου, ενώ οι Ιταλοί άρχισαν να εγκαταλείπουν την Πρεμετή. Από την 28 Νοεμβρίου, η Μεραρχία Ιππικού τέθηκε υπό διοίκηση του Β’ Σώματος Στρατού. Την 2 Δεκεμβρίου οι Ιταλοί υποχωρώντας ανατίναξαν τη γέφυρα της Πρεμετής. Την επόμενη μέρα η Μεραρχία Ιππικού συνεχίζοντας την επίθεση της κατέλαβε την ομώνυμη πόλη και συνέλαβε 250 αιμαλώτους.

Η Μεραρχία Ιππικού στις 4 Δεκεμβρίου, συνεχίζοντας την επιθετική της ενέργεια, κατέλαβε το ορεινό συγκρότημα Μάλι Μποντάριτ, προωθήθηκε πέρα από τον ποταμό Λούμνιτσα και την 8 Δεκεμβρίου κατέλαβε το ύψωμα 1150, που δέσποζε στην περιοχή βορειοδυτικά του χωριού Αλή Ποστιβάνι. Με την απελευθέρωση της Κόνιτσας και Πρεμετής τελείωσε και τυπικά η Μάχη της Πίνδου, μια από τις πιο αποφασιστικές και δραματικές του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου.

Αν η επίλεκτη Μεραρχία Αλπινιστών κατόρθωνε να καταλάβει το Μέτσοβο, ο Ελληνικές δυνάμεις του μετώπου της Ηπείρου θα χωρίζονταν από εκείνες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Ο Στρατηγός Στανωτάς με τη Μεραρχία του συνέβαλε τα μέγιστα στην εξάλειψη αυτού του κινδύνου και δικαίωσε τις προσδοκίες του Γενικού Στρατηγείου. Ο ίδιος επιδεικνύοντας ένα σπάνιο ήθος αρνήθηκε τα εύσημα των επίσημων ανακοινωθέντων και τους αποθεωτικούς χαρακτηρισμούς του Τύπου και τα απέδωσε στους κατοίκους της Ηπείρου, τον ηρωισμό των οποίων δεν ξέχασε ποτέ.

Ο αγώνας υπέρ πατρίδος βρισκόταν ήδη στο μέσο του χειμώνα και άρχισαν να υπάρχουν σοβαρές δυσχέρειες στις φίλιες δυνάμεις, λόγω της σφοδρής κακοκαιρίας, της αδυναμίας υποστήριξης πυροβολικού, της εξάντλησης αποθεμάτων πυρομαχικών, τροφίμων και εφοδίων και της αεροπορικής υπεροχής του εχθρού. Ο Άγγελος Τερζάκης περιγράφει γλαφυρά τις δύσκολες συνθήκες, υμνώντας τον αγώνα του ιππικού :

«…Δύο ομάδες ιππικού που έχουν προελάσει στη Φτέρα, στο δρόμο προς τη Χειμάρα, χάνουν διακόσια άλογα απο πνίξιμο ή γκρέμισμα στις κακοτοπιές. Το ιππικό άλλωστε παντού, σε όλα τα μέτωπα, πεζομαχεί, ξανακαβαλικεύει, καταδιώκει, πεζεύει, πολεμάει σαν δυο ξεχωριστά όπλα».

Για την ίδια περίοδο γράφει ο Raymond Cartier : «Στην Αλβανία ο πόλεμος είναι φρικαλέος. Ο χειμώνας είναι φοβερός. Οι Ιταλοί δεν είναι καλά ντυμένοι, αλλά οι Έλληνες είναι γυμνοί. Τα όπλα τους είναι Γαλλικής και Γερμανικής κατασκευής και η αντικατάσταση των πολεμοφοδίων συναντά ανυπέρβλητες δυσκολίες. Οι Άγγλοι στέλνουν 180.000 ζεύγη άρβυλα, 300.000 ζεύγη κάλτσες, 200.000 κλινοσκεπάσματα, το υλικό που έπεσε στα χέρια τους στο Σίντι – Μπραράνι και στη Μπαρντία, στρέφοντας έτσι εναντίον των κατασκευαστών τους πυροβόλα που αποδείχθηκαν ανίσχυρα εναντίον τους.

Η βοήθεια αυτή δεν εμποδίζει να μετρούνται σε χιλιάδες τα κρυοπαγήματα που παθαίνουν οι Έλληνες και να χαλαρώνεται ο πόλεμος από έλλειψη εφοδίων». Στις 5η Δεκεμβρίου, αποφασίστηκε η ενίσχυση του Β’ Σ.Σ με την διάθεση της ΧV Μεραρχίας και η αντικατάσταση της Ταξιαρχίας Ιππικού και της V Ταξιαρχίας Πεζικού, οι οποίες στερούντο οργάνων ανεφοδιασμού. Από τις 9 Δεκεμβρίου, με διαταγή του Β’Σ.Σ, η Μεραρχία Ιππικού διέκοψε τις νικηφόρες επιθετικές της επιχειρήσεις, την επομένη αντικαταστάθηκε από την Ιη Μεραρχία και επανήλθε βορειοδυτικά της Πρεμετής, στη διάθεση του Γενικού Στρατηγείου.

Από τις 14 έως τις 26 Δεκεμβρίου το στρατηγείο της Μεραρχίας Ιππικού ήταν εγκατεστημένο στο χωριό Τραπεζίτσα. Οι μονάδες της Πεζικού και Πυροβολικού διετέθησαν στην Ιη Μεραρχία και έτσι υπό τη Μεραρχία Ιππικού παρέμειναν η Ταξιαρχία Ιππικού και το 3ο Σύνταγμα Ιππικού, το οποίο είχε αποφασισθεί να παραμείνει πλέον ως αμιγής μονάδα ιππικού. Από τις 27 Δεκεμβρίου 1940 έως τις 17 Φεβρουαρίου 1941, η Μεραρχία και οι μονάδες της στάθμευσαν στην περιοχή Ελαίας (Λίμνη), για ανάπαυση και ανασυγκρότηση, με αποστολή γενική εφεδρεία του Αρχιστρατήγου.

Το 1ο Σύνταγμα Ιππικού βρισκόταν στη περιοχής Κονίτσης και το 3ο Σύνταγμα Ιππικού στη περιοχή Βασιλικού – Λαχανόκαστρου. Ο περιορισμός των επιχειρήσεων επιβλήθηκε από τις πολύ κακές καιρικές συνθήκες, με τις συνεχείς χιονοθύελλες. Σε πολλές περιοχές το ύψος του χιονιού ξεπέρασε τα 2 μέτρα, προκαλώντας σημαντικές απώλειες μη-μάχης σε άνδρες και κτήνη και αδυναμία ανεφοδιασμού. Η γενική ανασυγκρότηση ήταν αναγκαία.

 

Η Δράση της Ταξιαρχίας Ιππικού

Η Ταξιαρχία του Ιππικού, είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη και βρισκόταν υπό τη Διοίκηση της Μεραρχίας του Ιππικού. Μετά από την επιστράτευση στις 28 Οκτωβρίου 1940 εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Λαγκαδά. Στις 30 Οκτωβρίου, μετά από εντολή του Γενικού Στρατηγείου, η Ταξιαρχία τέθηκε υπό τις διαταγές του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) και μετακινήθηκε προς την Κοζάνη, μέσω Βέροιας, όπου έφτασε σιδηροδρομικώς μαζί με τις πρώτες Μονάδες, οι οποίες τέθηκαν υπό τις διαταγές της, που ήταν:

Μία Ιλη Ιππικού (με 12 οπλοπολυβόλα) του Μηχανοκινήτου Συντάγματος και μία Πυροβολαρχία Σκόντα (4 πυροβόλα). Έγραψε ο διοικητής της Δημάρατος σε εφημερίδα το 1961: « Την πενιχρότητα των υλικών δυνάμεων υπερκάλυπτε το αφαντάστως ακμαίον ηθικόν των αξιωματικών και οπλιτών. Η φάλαγξ διερχομένη μέσω των πόλεων γίνεται αντικείμενον θερμοτάτων πατριωτικών εκδηλώσεων. Ιππείς και πυροβολητές εδέχοντο βροχήν άνθη και ζωηράς ευχάς δια την νίκην».

Η αποστολή της Ταξιαρχίας ήταν να κινηθεί προς το Δουτσικό και να εξασφαλίσει τις διαβάσεις από τη Σαμαρίνα προς τα Γρεβενά, και επίσης να απειλήσει τα πλευρά του εχθρού στην περίπτωση που αυτός αποφάσιζε να κινηθεί από τη Σαμαρίνα προς το Δίστρατο. Στην Ταξιαρχία του Ιππικού διατέθηκαν επίσης: Το 1ο Σύνταγμα Ιππικού (2 Ίλες), το οποίο κινήθηκε από την περιοχή του Λαγκαδά, όπου επιστρατεύθηκε, προς τα Γρεβενά. Η Β Ομάδα Αναγνωρίσεως, υπό την οποία τέθηκε η Επιλαρχία Μέξα του 1ου ΣΙ, η οποία έφυγε από τη Λάρισα στις 13:30 της 29ης Οκτωβρίου και έφθασε στο Δουτσικό στις 2 Νοεμβρίου.

Το 1/51 Τάγμα Πεζικού, το οποίο βρισκόταν σ’ αυτήν την περιοχή. Στις 2 / 11 / 1940, στις 11:00, άρχισαν να καταφθάνουν με αυτοκίνητα στο Δουτσικό τα πρώτα τμήματα του 1ου Συντάγματος Ιππικού που κινήθηκαν αμέσως προς τον αυχένα Σκούρτζα. Την ίδια μέρα διατέθηκε στην Ταξιαρχία το 1/51 Τάγμα. Την επομένη η Ταξιαρχία αποφασίστηκε να κινηθεί προς το χωριό Σαμαρίνα το οποίο κατελήφθη τελικά στις 15:30 μετά από αγώνα και η Ελαφρά Ίλη συνέλαβε 11 αιχμαλώτους που ανήκαν στο 8ο Σύνταγμα Αλπινιστών.

Από το πρωί της 4ης Νοεμβρίου μία Επιλαρχία της Β’ Ομάδας Αναγνωρίσεως προωθήθηκε προς τον αυχένα “Ρωμιού”, τον οποίο και κατέλαβε συλλαμβάνοντας αρκετούς αιχμαλώτους. Μετά την κατάληψη του “Ρωμιού” και της Σαμαρίνας η Ταξιαρχία είχε κατορθώσει να αποκόψει μία από τις κύριες οδούς ανεφοδιασμού και σύμπτυξης των Ιταλών. Από τις 5 μέχρι τις 8 Νοεμβρίου οι αγώνες της Ταξιαρχίας έχουν ως σκοπό την αποκοπή και του τελευταίου δυνατού δρομολογίου σύμπτυξης του εχθρού, από το Δίστρατο προς τα Άρματα – Πόδες.

Οι μάχες του 1ου Συντάγματος Ιππικού με τις συγκεντρωμένες Ιταλικές δυνάμεις έμειναν στην ιστορία. Το ζωτικό ύψωμα Σμιλιάνι καταλήφθηκε και από Ιταλούς και από Έλληνες πολλές φορές μέχρι τελικά να κρατηθεί οριστικά από το 1ο Σύνταγμα Ιππικού που το πέτυχε αυτό με σφοδρή αντεπίθεση. Στους αγώνες της 7ης Νοεμβρίου το 1ο Σύνταγμα Ιππικού είχε έναν Αξιωματικό και επτά οπλίτες νεκρούς, καθώς και οκτώ οπλίτες τραυματίες. Στις 8 Νοεμβρίου, στις 11:00, τμήμα της Β Ομάδας Αναγνωρίσεως κατέλαβε το χωριό Δίστρατο και συνέλαβε αιχμαλώτους έναν Αξιωματικό, 29 οπλίτες, καθώς και χειρουργείο με 30 νοσηλευομένους οπλίτες.

Από τις 9 Νοεμβρίου η Β Ομάδα Αναγνωρίσεως της Ταξιαρχίας Ιππικού κινήθηκε από το Δίστρατο προς τα Άρματα – Πάδες και καταδίωξε τον εχθρό που υποχωρούσε ήδη από το προηγούμενο βράδυ. Στις 21:30 της 9ης Νοεμβρίου τμήμα της Ομάδας Αναγνωρίσεως κατέλαβε το χωριό Άρματα και συνέλαβε 55 αιχμαλώτους. Συνεχίζοντας μάλιστα την καταδίωξη, ανέτρεψε τους Ιταλούς, που αμύνθηκαν στα υψώματα Πάδες, και συνέλαβε άλλους 80 αιχμαλώτους. Στις 10 Νοεμβρίου η ίδια Ομάδα Αναγνωρίσεως, σε συνεργασία με το Απόσπασμα του Αώου, συνέλαβε 19 Αξιωματικούς και περίπου 100 οπλίτες.

Η 10η Νοεμβρίου είναι η μέρα που η Ταξιαρχία του Ιππικού τελειώνει τους επιτυχείς αγώνες της στην Πίνδο. Ήδη είχε συνδεθεί με τη Μεραρχία του Ιππικού που συνέχιζε την καταδίωξη του εχθρού, και διατάχθηκε από το Β’ Σώμα Στρατού (Β’Σ.Σ) να συγκεντρωθεί για ανασυγκρότηση στη Σαμαρίνα. Από 11-22 Νοεμβρίου αποτελεί εφεδρεία του Β’ Σ.Σ στην περιοχή Σαμαρίνας, Φούρκας, Κερασόβου. Κατά τη δεύτερη περίοδο επιχειρήσεων, από 11 Νοεμβρίου έως 7 Δεκεμβρίου 1940 ενήργησε υπό το Β’ Σ.Σ στην περιοχή Φράσαρι – Στρέντζι.

Κατά τον δεκαπενθήμερο σκληρό αγώνα στο Φράσαρι, σε υψόμετρο 1600 μ, τα τμήματα της Ταξιαρχίας δοκιμάστηκαν σκληρά, έφεραν σε πέρας όμως όλες τις αποστολές τους. Στις 1 Ιανουαρίου 1941 η Ταξιαρχία Ιππικού συγχωνεύθηκε στη Μεραρχία Ιππικού που αναδιοργανώθηκε από Πεδινή σε Ελαφρά Ορεινή. Ο Συνταγματάρχης Δημάρατος ανέλαβε τη διοίκηση της ΧΙ Μεραρχίας.

Η Δράση της Μεραρχίας Ιππικού κατά των Γερμανών

Η Μεραρχία Ιππικού ενισχύθηκε με την επιστροφή της Έφιππης Μοίρας Πυροβολικού και της Έφιππης Μοίρας Πολυβόλων. Αναφέρει η Έκθεση Πεπραγμένων για την περίοδο αυτή : «…οι άνδρες επανέκτησαν την σωματικήν των ισχύν ταχύτατα χάρις εις το ακμαιότατον ηθικόν όπερ πάντες ούτοι είχον και την παρασχεθείσαν ανάπαυσιν και καλήν τροφήν». Στις 18 Φεβρουαρίου 1941 το Γενικό Στρατηγείο διέταξε την μετακίνηση της Μεραρχίας Ιππικού και μεταστάθμευση στην περιοχή Κορυτσάς (Μπιτίνσκα), υπό το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) με διοικητή τον Αντιστράτηγο Τσολάκογλου.

Η μετακίνηση υλοποιήθηκε με νυκτερινές πορείες, με μεγάλη ταλαιπωρία λόγω ψύχους και ολοκληρώθηκε στις 27 Φεβρουαρίου. Η αμυντική οργάνωση και ανασυγκρότηση συνεχίστηκε μέχρι την 22 Μαρτίου. Την 23 Μαρτίου, το ΤΣΔΜ διέταξε την Μεραρχία Ιππικού να καλύψει αμυντικά τη τοποθεσία Υψ. 924 -οδός Πόγραδετς- σύνορα Γιουγκοσλαβίας, νοτίως της λίμνης Οχρίδας και εκεί παρέμεινε μέχρι τις 6 Απριλίου. Ο Μουσολίνι, προκειμένου να σώσει το γόητρο του, πριν εκδηλωθεί η εκστρατεία των Γερμανών στα Βαλκάνια, άρχισε να σχεδιάζει νέα επίθεση.

Η Ανοιξιάτικη Ιταλική επίθεση «PRIMA VERA» εκδηλώθηκε την 9 Μαρτίου με ιδιαίτερη σφοδρότητα, αλλά το Β’ Σώμα Στρατού και ειδικά η «σιδηρά» Ιη Μεραρχία, στον τομέα της οποίας εκδηλώθηκε η κύρια προσπάθεια των Ιταλών, ήταν άρτια προετοιμασμένες και με αναπτερωμένο το ηθικό, ώστε απέκρουσαν αποτελεσματικά την εχθρική επίθεση. Στις 29 Ιανουαρίου απεβίωσε ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, μετά από σύντομη ασθένεια και τον διαδέχθηκε ο Υπουργός Πρόνοιας, τραπεζικός Αλέξανδρος Κορυζής.

Παρά την ένταση που δημιουργήθηκε στις διαδοχικές συσκέψεις με τους Βρετανούς, ο Κορυζής τελικά αποδέχθηκε τις ελλιπέστατες συμμαχικές ενισχύσεις, για τις οποίες ο Μεταξάς δίσταζε. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 ο Χίτλερ είχε εκδόσει την υπ. αριθμόν 20 Ειδική Οδηγία του για τη προπαρασκευή του σχεδίου εισβολής – κατάληψης Σερβίας και Ελλάδας με την ονομασία «ΜΑΡΙΤΑ». Αυτό αρχικά προέβλεπε μόνον την κατάληψη της βόρειας ακτής του Αιγαίου, μέχρι τη περιοχή του Ολύμπου.

Όμως, την 27 Μαρτίου 1941, με την αποτυχία της Εαρινής Επίθεσης των Ιταλών, το πραξικόπημα στη Γιουγκοσλαβία και την άφιξη των συμμαχικών ενισχύσεων στην Ελλάδα, αποφάσισε σε σύσκεψη στο Βερολίνο την ταυτόχρονη επίθεση κατά των δύο χωρών και κατάληψη ολόκληρης της Ελλάδας, ώστε να κάνει πλήρη εκκαθάριση των συμμάχων, τροποποιώντας όμως το αρχικό σχέδιο «ΜΑΡΙΤΑ». Τις παραμονές της Γερμανικής επίθεσης, η Μεραρχία Ιππικού, παρά την επιθετική φύση της, ενεργούσε αμυντικά ως Σχηματισμός ΠΖ και εγκαταστάθηκε αμυντικά στην περιοχή νοτιοδυτικά του Πόγραδετς (με έδρα το Ζεμπλάκ) στο αριστερό πλευρό της ΧΙΙΙ Μεραρχίας.

Η εξέλιξη της καταστάσεως στη Γιουγκοσλαβία, λόγω της ραγδαίας Γερμανικής προέλασης, δημιουργούσε σοβαρό κίνδυνο για τα μέτωπα στην Αλβανία και την κεντρική Μακεδονία. Το Γενικό Στρατηγείο αποφάσισε να μετατοπίσει την αμυντική διάταξη, ώστε να καλύψει επαρκώς το διάδρομο από τη λίμνη Μεγάλη Πρέσπα μέχρι τη Βεύη, αναδιατάσσοντας τις Ελληνικές και τις Συμμαχικές δυνάμεις. Την 6 Απριλίου οι Γερμανοί προσέβαλαν την Γραμμή «ΜΕΤΑΞΑ». Στις 7 Απριλίου το Γενικό Στρατηγείο διέταξε μετακίνηση της Μεραρχίας Ιππικού, με αποστολή να καλύψει τα νώτα του ΤΣΔΜ και το διαγραφόμενο κενό της συμμαχικής άμυνας λόγω της κατάρρευσης των Γιουγκοσλάβων.

Η απόφραξη του διάκενου μεταξύ της περιοχής Κλειδί – Βεύη και της λίμνης Μεγάλης Πρέσπας ανετέθη στην Μεραρχία Ιππικού. Η εντολή ήταν να αμυνθεί κατά μήκος της κορυφογραμμής του όρους Βέρνον από Νυμφαίον μέχρι περιοχή Λαιμός (κοντά στη Μεγάλη Πρέσπα), να συνδεθεί στα δεξιά της με τους Βρετανούς στο Κλειδί – Βεύη και ως κυρία προσπάθεια να εξασφαλίσει την δίοδο Πισσοδερίου, επί της οδού Φλώρινα – Κορυτσά.

Επειδή η αριστερά πτέρυγα του Συγκροτήματος Μακέυ της 6ης Αυστραλιανής Μεραρχίας δεν έφθανε να επεκταθεί τόσο μακριά όσο το Νυμφαίο, διετέθει υπό διοίκηση της Μεραρχίας Ιππικού η 21η Ταξιαρχία Πεζικού (ένα Σύνταγμα Πεζικού). Η Μεραρχία Ιππικού με σύντονες πορείες, κάτω από πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες (ομίχλη, βροχή, χιόνι)8 κινήθηκε με το μέγιστο των δυνάμεων της στο δύσβατο όρος Βαρνούς, δυτικά της Φλώρινας. Δεν πρόλαβε όμως να καλύψει την πόλη, αφού οι Γερμανοί, προελαύνοντας γρήγορα μέσα στο Ελληνικό έδαφος από τις βόρειες οδεύσεις Μοναστηρίου Φλώρινας, τις μεσημβρινές ώρες της 10ης Απριλίου, κατέλαβαν την πόλη.

Οι δυνάμεις τους ήταν η επίλεκτη 1η Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία των «SS» με τίτλο «Σωματοφυλακή Αδόλφος Χίτλερ» (Leibstandarte Adolf Hitler: LSSAH) με διοικητή τον Στρατηγό Zep Dietrich, δυνάμεως 9.000 ανδρών, που είχε διακριθεί στη κατάληψη της Πολωνίας και της Γαλλίας και η 73η Μεραρχία Πεζικού. Η Μεραρχία Ιππικού κατάφερε να εγκατασταθεί στους πρόποδες των βουνών γύρω από την Φλώρινα και να αναπτύξει όλες τις Μονάδες της, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που της διατέθηκαν ως ενισχύσεις, με την 21 Ταξιαρχία Πεζικού στην περιοχή Νυμφαίου, συνδεθείσα έτσι με την τοποθεσία Κλειδίου.

Αναφέρει ο Heinz Richter στο βιβλίο του ότι ο Στρατηγός Ουίλσον στις 9 Απριλίου διέταξε υποχώρηση των δυνάμεων του σε νέα γραμμή αμύνης, δικαιολογούμενος : «…Η Μεραρχία Ιππικού ήταν ακροβολισμένη σε μεγάλη έκταση και δεν υπήρχαν παρά μερικές περίπολοι μεταξύ αυτής και των δυνάμεων στην Αλβανία». Η Μεραρχία Ιππικού διέθετε το 1ο Σύνταγμα Ιππικού ως εφεδρεία στο χωριό Τρίγωνο και το 3ο ενισχυμένο στο Πισοδέρι, μια έφιππη Μοίρα πολυβόλων και Λόχο Διαβιβάσεων.

Με αυτή τη διάταξη, στο αριστερό των Νεοζηλανδών, η Μεραρχία Ιππικού έφρασσε τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε από την Φλώρινα μέσω Πισοδερίου στο Βατοχώρι (υψόμετρο 1400 μ., στην κορυφή ορεινής διάβασης), όπου διακλαδίζονταν αφενός προς Κρυσταλλοπηγή (συνοριακό φυλάκιο εισόδου στην Αλβανία) και μετά για Κορυτσά, στα νώτα του μαχόμενου ΤΣΔΜ, και αφετέρου για Καστοριά. Όμως, η κατάσταση επηρεαζόταν από τις εξελίξεις στα βορειοανατολικά σύνορα της Ελλάδος. Τα Γερμανικά επίλεκτα τμήματα έλαβαν επαφή με τα αμυνόμενα τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού από την πρώτη κιόλας ημέρα (10 Απριλίου).

Το βράδυ οι Γερμανοί προσπάθησαν πάλι, με υποστήριξη πυροβολικού και όλμων, αλλά μετά τρίωρη μάχη, απέτυχαν πάλι, αφού προσέκρουσαν στην αποφασιστική αντίσταση της Μεραρχίας. Τις δύσκολες εκείνες ημέρες η μικρή αυτή επιτυχία τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων. Την 11 Απριλίου, τμήματα της 73ης Γερμανικής Μεραρχίας εξορμώντας από την πόλη της Φλώρινας κατευθύνθηκαν δυτικά. Πλησιάζοντας τις Ελληνικές γραμμές βλήθηκαν από τους ιππείς που είχαν αφιππεύσει και μάχονταν ως πεζοί και από το πυροβολικό της Μεραρχίας Ιππικού.

Η σύγκρουση γενικεύτηκε όταν οι Γερμανοί αναπτύχθηκαν και ανταπέδωσαν τα πυρά. Οι εύστοχες βολές των πυροβολητών και η δυσκολία των Γερμανών να κινηθούν πάνω στα υψώματα, δημιούργησαν γρήγορα άσχημες συνθήκες για τους επιτιθέμενους. Επειδή οι τελευταίοι δεν πέτυχαν κάποια πρόοδο ανεπτυγμένοι σε δύσβατα και άγνωστα μέρη, διέπραξαν το σφάλμα να επικεντρώσουν την προσπάθεια τους σε μια μετωπική έφοδο πεζοπόρων τμημάτων κατά μήκος του δρόμου, ο οποίος όμως βρισκόταν κάτω από τα πυρά προπαρασκευής του Ελληνικού πυροβολικού.

Οι Γερμανοί αδυνατώντας να χρησιμοποιήσουν τα άρματα και τα τεθωρακισμένα οχήματα τους, βλέποντας την Ελληνική κυκλωτική κίνηση και ευρισκόμενοι υπό το βάρος των αυξανόμενων απωλειών άρχιζαν να κλονίζονται. Οι θαρραλέοι ιππείς που είχαν αφιππεύσει, πολεμώντας με τις αραβίδες και τα λίγα πολυβόλα τους, με την περιορισμένη αλλά επιτυχή υποστήριξη κατάλληλα ταγμένου Πυροβολικού, επέτυχαν να αναχαιτίσουν την επίθεση του εχθρικού Πεζικού. Οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν το μάταιο των προσπαθειών και αναδιπλώθηκαν. Σύντομα οι οπισθοχωρούντες Γερμανοί, καταδιωκόμενοι από τους ιππείς του Στανωτά, τράπηκαν σε φυγή!

Αναφέρει στο βιβλίο του ο Heinz Richter: «…Η προφυλακή της επίλεκτης Μονάδας SS Σωματοφυλακή Αδόλφος Χίτλερ προσπάθησε να προελάσει προς την ορεινή διάβαση Πισοδερίου, αποκρούστηκε όμως από Μονάδες της Ελληνικής Μεραρχίας Ιππικού…». Η σημασία της Ελληνικής επιτυχίας στο Πισοδέρι ήταν πολύ μεγάλη, γιατί αν οι Γερμανοί είχαν περάσει την 11 Απριλίου θα απέκοπταν την οδό οπισθοχώρησης του ΤΣΔΜ και συνεπώς θα είχαν πετύχει σε συντομότερο χρόνο το διαχωρισμό των ελληνικών από τις συμμαχικές δυνάμεις, επισπεύδοντας το τελικό αποτέλεσμα.

Τη νύχτα 11 / 12 Απριλίου οι καιρικές συνθήκες χειροτέρεψαν και κάτω από έντονη χιονόπτωση το Γενικό Στρατηγείο διέταξε την σύμπτυξη των Ελληνικών δυνάμεων, ενώ η Μεραρχία Ιππικού διατάχθηκε να κρατήσει τις θέσεις της, ώστε να καλύψει την κίνηση των ΧΙΙΙ, ΙΧ και Χ Μεραρχιών κατά την σύμπτυξη τους. Ο Στανωτάς διέταξε το 1ο Σύνταγμα Ιππικού να κινηθεί επιθετικά και να ελέγξει την οδό Φλώρινα – Πισοδέρι. Γερμανοί, φορώντας κάπες βοσκών, έστησαν ενέδρες και σε κάποιες περιπτώσεις έπιασαν αιχμαλώτους. Νωρίτερα, είχαν ντυθεί με Ελληνικές στολές με αποτέλεσμα να συλλάβουν αρκετούς Βρετανούς αιχμαλώτους

Αναγνωρίζει η «άλλη πλευρά» τις Ελληνικές επιτυχίες. Αναφέρει ο Richter : «Η 12η Απριλίου ήταν η πιο αποφασιστική ημέρα για την επιχείρηση Λάμψις (εννοεί την συμμαχική ενίσχυση της Ελλάδος) και την επιχείρηση Μαρίτα… Η Ελληνική Μεραρχία Ιππικού, που υπεράσπιζε τις θέσεις στο Βέρνον, από τις Πρέσπες μέχρι την Κλεισούρα, αμυνόταν με τόσο πείσμα, που η διάβαση στο Πισοδέρι δεν έπεσε παρά μονάχα στις 14 Απριλίου…».

Το βράδυ 12 / 13 αρχισε η σύμπτυξη των Συμμάχων, αλλά όπως αναφέρει στο βιβλίο του οRichter : «…ο διοικητής της Ελληνικής Μεραρχίας Ιππικού δεν είχε ειδοποιηθεί για τη διαταγή υποχωρήσεως του Βρετανού Μακέυ προς το Αυστραλιανό τάγμα στη δεξιά πτέρυγα της 21ης Ταξιαρχίας». Όπως αναφέρεται στην «Επίτομη Ιστορία του Ελληνο-Ιταλικού και Ελληνο-Γερμανικού Πολέμου» της ΔΙΣ / ΓΕΣ, η απόφαση του Στρατηγού Ουίλσον να διατάξει υποχώρηση στις Θερμοπύλες, ήταν εσπευσμένη, αφού το σώμα των ANZAC δεν είχε έρθει ακόμα σε σοβαρή επαφή με τους Γερμανούς, οι δε ελληνικές δυνάμεις διατηρούσαν τις θέσεις τους.

Άπο την άλλη πλευρά όμως, με αυτή την ενέργεια ο Ουίλσον πέτυχε να διασώσει το μεγαλύτερο μέρος του εκστρατευτικού σώματος των Συμμάχων. Στις 14 Απριλίου, Μεγάλη Δευτέρα, τμήματα της επίλεκτης Μηχανοκίνητης Ταξιαρχίας SS (LSSAH) ανέτρεψαν την γενναία αντίσταση της ΧΧ Μεραρχίας Πεζικού και κατέλαβαν τη διάβαση της Κλεισούρας. Μόλις πληροφορήθηκε την απώλεια της Κλεισούρας, ο Στανωτάς επέσπευσε τη σύμπτυξη της Μεραρχίας Ιππικού και προσπάθησε να φράξει την δίοδο Φωτεινής ανατολικά της λίμνης Καστοριάς και να ενισχύσει τις δυνάμεις της ΧΙΙΙ Μεραρχίας Πεζικού.

Όμως, τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Απριλίου τα μηχανοκίνητα τμήματα της Ομάδας Αναγνωρίσεως της LSSAH μπήκαν στην πεδιάδα της Καστοριάς. Το ΤΣΔΜ διέταξε την Μεραρχία Ιππικού να διαθέσει το συντομότερο δυνατό τμήματα της στη βόρεια όχθη της λίμνης Καστοριάς, στη διάβαση (μεταξύ Βιτσίου και λίμνης) της Φωτεινής, προκειμένου να καλύψει την πόλη από τα βόρεια. Ο Στανωτάς εκτιμώντας ορθά την αδράνεια της 73ης Γερμανικής Μεραρχίας έστειλε τμήματα ιππικού και πυροβολικού προς τις νότιες προσβάσεις του Βιτσίου.

Αυτά μετακινήθηκαν γρήγορα δια μέσου ορεινών δρομολογίων και το πρωί της 15ης Απριλίου ήδη βρίσκονταν στις νέες θέσεις τους, ανατολικά του χωριού Απόσκεπος, καλύπτοντας τη διάβαση Φωτεινής. Όπως γράφει ο Κ. Παπαδημητρίου, στις 15 Απριλίου διεξήχθη στη πεδινή περιοχή της Καστοριάς η μοναδική μάχη εκ συναντήσεως του Ελληνο-Γερμανικού πολέμου. Οι συγκρούσεις πραγματοποιήθηκαν σε δύο διακριτά σημεία, στην περιοχή νότια της λίμνης και δυτικά του Άργους Ορεστικού όπου εκδηλώθηκε και η κύρια προσπάθεια των Γερμανών και στην περιοχή της διάβασης, όπου οι τελευταίοι εκδήλωσαν δευτερεύουσα επιθετική ενέργεια.

Ο Στανωτάς, αποκομμένος απο το ΤΣΔΜ, είχε συνεννοηθεί με τον διοικητή της ΧΙΙΙ Μεραρχίας να αναλάβει την άμυνα βορείως της λίμνης και η ΧΙΙΙ Μεραρχία νοτίως. Στη διάβαση της Φωτεινής τα τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού, με υψηλό ηθικό από την προηγούμενη επιτυχία τους στο Πισοδέρι, που δεν κάμφθηκε από τους συνεχείς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, πολέμησαν με θάρρος και πείσμα αποκρούοντας διαδοχικές εχθρικές εφόδους μονάδων Πεζικού και Τεθωρακισμένων.

Ολοκλήρωσαν την ημέρα παραμένοντας κύριοι του πεδίου της μάχης, μη επιτρέποντας στα τμήματα της επίλεκτης Γερμανικής Ταξιαρχίας να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Η Καστοριά όμως, παρά την γενναία αντίσταση των ανδρών της ΧΙΙΙ Μεραρχίας, κατελήφθη το σούρουπο της ίδιας ημέρας από τα νότια.

 

Η Μάχη της Καστοριάς

Η εξέλιξη αυτή και η απώλεια της μοναδικής οδού Αργος Ορεστικό – Νεάπολις, ανάγκασε τη νικηφόρα Μεραρχία Ιππικού, όπως και το σύνολο του ΤΣΔΜ, σε πλήρη αναδίπλωση στους ορεινούς όγκους αρχικά του Τρικλάριου (μεταξύ Καστοριάς και Φλώρινας) και μετά της Πίνδου. Στις 16 Απριλίου ο Αρχιστράτηγος Παπάγος συναντηθηκε με τον διοικητή των συμμαχικών ενισχύσεων Στρατηγό Ουίλσον έξω από τη Λαμία και αποφασίστηκε η αναδιάταξη των συμμαχικών δυνάμεων προκειμένου να προτάξουν άμυνα στις Θερμοπύλες.

Εν τω μεταξύ, η Μεραρχία Ιππικού, ενεργώντας σύμπτυξη όπως είχε διαταχθεί, συγκεντρώθηκε στο Σκαλοχώρι. Εκεί έγινε σύσκεψη του Στανωτά με τους διοικητές των ΧΙ και ΧΙΙΙ Μεραρχιών και καθορίστηκαν τα δρομολόγια συμπτύξεως τους με κατεύθυνση προς Μέτσοβο. Στις 17 Απριλίου η Μεραρχία Ιππικού διανυκτέρευσε στη περιοχή Κορυφής και τις επόμενες δύο νύχτες στο Πολυνέρι και στη Κρανιά. Στις 20 Απριλίου 1941, Κυριακή του Πάσχα, η Μεραρχία Ιππικού συνέχισε την κίνηση προς Μέτσοβο με τάξη, χωρίς να παρουσιασθεί κανένα κρούσμα απειθαρχίας.

Στις 13:30 της ίδιας ημέρας ο Στανωτάς έφθασε στο Προφήτη Ηλία Μετσόβου και εκεί συμπτωματικά πληροφορήθηκε από ένα Ταγματάρχη της ΧΙ Μεραρχίας ότι διεξάγοντο διαπραγματεύσεις για να υπογραφεί πρωτόκολλο ανακωχής μεταξύ του αντιστρατήγου Τσολάκογλου και του στρατηγού Ζεπ Ντήτριχ, διοικητή της LSSAH, στο χωριό Βοτονόσι του Μετσόβου. Η πρωτοβουλία αυτή του Τσολάκογλου χαρακτηρίσθηκε από τον Παπάγο ως «στάσις» και με τηλεγράφημα του ζήτησε να αντικατασταθεί.

Την 21 Απριλίου ο Τσολάκογλου υπέγραψε ένα άλλο πρωτόκολλο, διαφορετικό, με δυσμενέστερους όρους, που έδινε σημαντικά δικαιώματα στους Ιταλούς. Την επομένη, έγινε νέα παρασπονδία των Γερμανών, που αξίωναν την αποστολή Ελλήνων κηρύκων στους Ιταλούς, για να γίνει ξεχωριστή ανακωχή. Έτσι, στις 23 Απριλίου ο Τσολάκογλου υπέγραψε στη Θεσσαλονίκη το τρίτο και οριστικό πρωτόκολλο συνθηκολόγησης, με τον Γερμανό Στρατάρχη Γιόντλ και τον Ιταλό στρατηγό Φερρέρο. Την ίδια μέρα, παραιτήθηκε ο Παπάγος και αναχώρησε για την Κρήτη ο Βασιλεύς και η Κυβέρνηση.

Στις 24 / 25 Απριλίου η Μεραρχία Ιππικού κινήθηκε συντεταγμένη μέχρι Ορθοβούνι, 20 χλμ βορειοδυτικά της Καλαμπάκας, αποθήκευσε εκεί τον οπλισμό και ομαδοποίησε τους άνδρες ανά τόπο διαμονής, έθεσε επί κεφαλής ομάδων κατάλληλους αξιωματικούς, τους χορήγησε τρόφιμα και τους αποδέσμευσε με προσωρινά απολυτήρια για τις πατρίδες τους. Ο ίδιος ο Στανωτάς αναχώρησε τελευταίος, αφού είχε βεβαιωθεί ότι οι άνδρες του είχαν εξασφαλιστεί. Η νικηφόρος Μεραρχία Ιππικού αναγκάστηκε να αυτοδιαλυθεί, αφού αντιμετώπισε τις καλύτερες μονάδες του Ιταλικού και του Γερμανικού στρατού, χωρίς να έχει υποστεί καμία ήττα στο πεδίο της μάχης.

H απόφαση του Χίτλερ για την κατάληψη ολόκληρης της Ελλάδας και η καθυστέρηση που συνεπάγετο, είχε καταστρεπτικές συνέπειες στην εκτέλεση του Σχεδίου «ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ», την εκστρατεία στη Ρωσία. Οι δυνάμεις που χρησιμοποιήθηκαν για το τροποποιημένο Σχέδιο «ΜΑΡΙΤΑ» δεν ήταν διαθέσιμες έγκαιρα για την Ρωσία. Η μη έγκαιρη κατάληψη της πρωτεύουσας της Ρωσίας ήταν ο αποφασιστικός παράγων για την έκβαση της εκστρατείας και την τελική ήττα των Γερμανών.

Μετά την επιστροφή του από το μέτωπο στην Αθήνα, ο Στρατηγός Στανωτάς αρνήθηκε να υπηρετήσει τις κατοχικές κυβερνήσεις, ούτε να αναλάβει οποιαδήποτε καθήκοντα στο κατοχικό καθεστώς. Στη συνέχεια, ασχολήθηκε με την καταγραφή των γεγονότων και τη σύνταξη της Εκθέσεως Πεπραγμένων της Μεραρχίας Ιππικού και των Εκθέσεων Πολεμικής Δράσεως των στελεχών της. Το Φεβρουάριο του 1943 διέφυγε στη Μέση Ανατολή. Ιδιαίτερη μνεία έκανε πάντοτε στις γυναίκες της Πίνδου.

Κάθε φορά που του εζητείτο να μιλήσει για τον αγώνα κατά των Ιταλών, τόνιζε τη συμβολή των απλών γυναικών των χωριών της Ηπείρου, που αντί να κρυφτούν και να προσπαθήσουν να απομακρυνθούν απο τις περιοχές των μαχών, παρέμειναν εκεί, ενίσχυαν και υποστήριζαν τη Μεραρχία, μεταφέροντας εφόδια και πυρομαχικά σε αποκρημνες θέσεις από δύσβατα δρομολόγια.

 

Η Δράση της XIX Μηχανοκίνητης Μεραρχίας

Η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία υπήρξε η πρώτη μεγάλη Μηχανοκίνητη Μονάδα του Ελληνικού Στρατού και απετέλεσε, πρόδρομο της μετεξέλιξης του όπλου του Ιππικού σε Μηχανοκίνητο και εξαιτίας αυτής της ιδιότητας της. Στις 15 Ιανουαρίου 1941 συγκροτήθηκε η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία με προσωρινή έδρα την Αθήνα και διοικητή τον Υποστράτηγο Ιππικού Λιούμπα. Επιτελάρχης της Μεραρχίας ορίσθηκε ο Συνταγματάρχης Πυροβολικού Ασημάκης, ο οποίος επίσης θα ασκούσε και τα καθήκοντα του Διοικητή Πυροβολικού της Μεραρχίας.

Οι Μονάδες της Μεραρχίας άρχισαν να λειτουργούν από τις 12 Φεβρουαρίου, δηλαδή 25 μέρες μετά από την έκδοση της διαταγής συγκρότησης της επειδή οι Αξιωματικοί που διετέθησαν καθυστέρησαν να προσέλθουν. Για τη συγκρότηση της διατέθηκαν από τη Μεραρχία Ιππικού 40 Αξκοί και 1000 οπλίτες, καθώς και το Μηχανοκίνητο Σύνταγμα Ιππικού. Αυτό το Σύνταγμα ήταν η πλέον αξιόμαχη και ευκίνητη Μονάδα, αφού διέθετε 88 οχήματα Μερσεντές, 75 ελαφρά φορτηγά Φίατ, 40 Ιταλικά ελαφρά άρματα CarroVelocce (λάφυρα από το Καλπάκι), 100 Βρετανικά κάρριερ και 4 άρματα Βίκερς του Μεσοπολέμου.

Παρ’ όλες τις σημαντικές δυσκολίες, η Μεραρχία κατάφερε να κινηθεί στις 16 Φεβρουαρίου με κατεύθυνση τον πρώτο χώρο συγκέντρωσης της (Λάρισα – Τύρναβος – Τρίκαλα). Η κίνηση της Μεραρχίας πραγματοποιήθηκε οδικώς και σιδηροδρομικώς. Έτσι, το βράδυ της 26ης Φεβρουαρίου η Μεραρχία βρισκόταν στο νέο χώρο στάθμευσης της. Στις 5 Μαρτίου με άλλη διαταγή υπήχθη στο Τμήμα Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας και μεταστάθμευσε στην περιοχή Κατερίνης – Κίτρους, όπου και έφθασε στις 10 Μαρτίου.

Στις 6 Απριλίου τέθηκε υπό διοίκηση της Μεραρχίας το 2ο Σύνταγμα Ιππικού. Η αποστολή της Μεραρχίας σ’ αυτό το διάστημα ήταν η αμυντική οργάνωση και εγκατάσταση της στην περιοχή Ελαφίνα – Προφήτης Ηλίας – Παλιοκαταχάς – Νέο Ελευθεροχώρι. Στις 27 Μαρτίου η Μεραρχία τέθηκε υπό τις διαταγές του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) και έπρεπε να μετακινηθεί προς την περιοχή Κιλκίς – Λαχανά, όπου και έφθασε και εγκαταστάθηκε στις 29 Μαρτίου.

Η σύνθεση των Μονάδων της Μεραρχίας ήταν : Στρατηγείο (Κιλκίς – Κρηστώνη), 191 Μηχανοκίνητο Σύνταγμα (Καλόκαστρο  -Στρυμωνικό), 192 Μηχανοκίνητο Σύνταγμα (Ευκαρπία – Πλαγιές – Χειμαδιό), 193 Μηχανοκίνητο Σύνταγμα (Καλινδρία – Χέρσο), 19η Ομάδα Αναγνωρίσεως (Βαμβάκια), 19η Μοίρα Πυροβολικού (Ζαχαράτο – Ξηροβρύση). Στις 29 Μαρτίου τέθηκαν στη διάθεση του ΤΣΑΜ οι Ίλες Κλειστών Αρμάτων (που ήταν Ιταλικά λάφυρα) των 192 και 193 Μηχανοκινήτων Συνταγμάτων.

Το 191 Μηχανοκίνητο Σύνταγμα τέθηκε στη διάθεση Ομάδας Μεραρχιών στην περιοχή Σερρών – Σιδηροκάστρου και με αποστολή να εξασφαλίσει τις γέφυρες του Στρυμώνα και να ενεργήσει εναντίον αλεξιπτωτιστών στην πεδιάδα Σερρών – Σιδηροκάστρου. Η 19η Ομάδα Αναγνωρίσεως τέθηκε στη διάθεση της VII Μεραρχίας στην περιοχή Δοξάτου – Δράμας για χρησιμοποίηση, και αυτή, εναντίον αλεξιπτωτιστών. Η νέα αποστολή που είχε ανατεθεί στη Μεραρχία ήταν η εξής:

  • Δυνατότητα επέμβασης στην περιοχή των Κρουσιών για να ενισχυθεί το απόσπασμα που βρισκόταν εκεί.
  • Μελέτη για την κατάληψη και εξασφάλιση της περιοχής Δοϊράνης Πολυκάστρου, σε συνεργασία με τον XI Συνοριακό Τομέα που τέθηκε υπό τις διαταγές της Μεραρχίας.
  • Σε περίπτωση σύμπτυξης των Τμημάτων της Ομάδας Μεραρχιών από την τοποθεσία Μπέλες, η Μεραρχία θα έπρεπε να καλύψει τη σύμπτυξη στην περιοχή δυτικά του Αξιού, μέσω των γεφυρών της Αξιουπόλεως και Γέφυρας.

Η ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία, αφού ανέλαβε την άμυνα του αριστερού τμήματος του ΤΣΑΜ, χώρισε τον αμυντικό τομέα ευθύνης της σε τέσσερις υποτομείς με γενική διάταξη από τα ανατολικά προς τα δυτικά: 2ο Σύνταγμα Ιππικού, 192 Σύνταγμα, 193 Σύνταγμα, Απόσπασμα Κρουσίων. Το μέτωπο της Μεραρχίας είχε ανάπτυξη πάνω από 30 χλμ. και ήταν δυσανάλογο με τις δυνάμεις που διέθετε. Το μεσημέρι της 6ης Απριλίου, η Μεραρχία διέταξε τα 192 και 193 Συντάγματα να στείλουν απόσπασμα κατοπτεύσεως από ένα Λόχο Κάρριερ και μία Διμοιρία μοτοσικλετιστών στους άξονες Ροδόπολη – Ανω Πορόια και Μουριές-Αγία Παρασκευή.

To 192 Μηχανοκίνητο Σύνταγμα που στάθμευε στην περιοχή βόρεια του Κιλκίς τέθηκε σε κίνηση στις 14:00, αφού πρώτα έστειλε 241 οπλίτες, οι οποίοι δεν ήταν δυνατό να μεταφερθούν με τα οχήματα, στο έμπεδο του Κιλκίς. Ο τομέας ευθύνης του Συντάγματος ήταν από το Δοβά Τοπέ μέχρι τον Παραπόταμο. Το Σύνταγμα έφθασε στον προορισμό του τις πρώτες νυκτερινές ώρες και αντιμετώπισε με επιτυχία, εξαιτίας και των οργανώσεων εδάφους και των σκυρόδετων πολυβολείων, εχθρικές απόπειρες προσέγγισης της τοποθεσίας στη διάρκεια της νύχτας.

Το 193 Σύνταγμα, που στάθμευε στην περιοχή Καλίνδρια – Χέρσο, βορειοδυτικά του Κιλκίς, τέθηκε σε κίνηση γύρω στις 13:00, και μέχρι το βράδυ είχε εγκατασταθεί στις θέσεις που έπρεπε δυτικά του Δοβά Τοπέ και μέχρι τη Δοϊράνη. Τις πρωινές ώρες της επόμενης μέρας 7 Απριλίου ο εχθρός επιχείρησε να παραβιάσει την άμυνα του πεδινού διαδρόμου της λίμνης Δοϊράνης, αλλά απέτυχε και απωθήθηκε βόρεια από τις Μουριές.

Μετά από τη διάσπαση του Σερβικού Μετώπου το ΤΣΑΜ έδωσε νέα διαταγή που αφορούσε στην αποστολή της Μεραρχίας. Μ’ αυτήν διεύρυνε το μέτωπο της Μεραρχίας προς τα δυτικά μέχρι τον Αξιό ποταμό και μεταφερόταν το κέντρο βάρους των δυνάμεων μεταξύ της λίμνης Δοϊράνης και του Αξιού ποταμού. Με την ίδια διαταγή έμπαινε κάτω από τις διαταγές της Μεραρχίας ο XI Συνοριακός Τομέας, καθώς και η Διλοχία Πεζικού (Τάγμα Ασφαλείας) που θα μεταφερόταν με τραίνο από τη Θεσσαλονίκη στην Καλίνδρια.

Μετά την ανάληψη της νέας αποστολής της, η Μεραρχία χώρισε τη ζώνη ευθύνης της που τώρα είχε ανάπτυγμα 50 χλμ, σε τρεις Υποτομείς: Ανατολικός Υποτομέας, από Ακρίτα έως Ταβουλάρι. Την ευθύνη του τομέα αυτού είχε το 192 Μηχανοκίνητο Σύνταγμα, ενισχυμένο με ένα Λόχο Πεζικού και μία Διμοιρία Πολυβόλων. Κεντρικός Υποτομέας (υψώματα περιοχής Μεταμορφώσεως), που θα αναλάμβανε η Διλοχία του Πεζικού, μόλις θα έφθανε από Θεσσαλονίκη. Δυτικός Υποτομέας (υψώματα Μπάτσοβας), που ανέλαβε ο Συνοριακός Τομέας (Λόχος Διοικήσεως και δύο Λόχοι Πεζικού).

Τα μεσάνυχτα έφθασε από τη Δράμα στο Μεταλλικό η XIX Ομάδα Αναγνωρίσεως, η οποία και τέθηκε με διαταγή του ΤΣΑΜ στη διάθεση της Μεραρχίας ως εφεδρεία της. Στις 03:00 της 8ης Απριλίου, εξαιτίας διείσδυσης της 2ης Τεθωρακισμένης Γερμανικής Μεραρχίας προς τη Δοϊράνη, η XIX Ομάδα Αναγνωρίσεως διατάχθηκε να καταλάβει τα υψώματα Ταβουλάρι -Ακρίτας και να τα εξασφαλίσει μέχρι την άφιξη του 192ου Μηχανοκίνητου Συντάγματος. Να εμποδίσει την προχώρηση του εχθρού όσο το δυνατόν περισσότερο. Σε αδυναμία συγκρατήσεως εξαιτίας υπερτέρων Γερμανικών δυνάμεων, να συμπτυχθεί στον άξονα Δοιράνης – Χέρσου.

Η κίνηση για την εκπλήρωση αυτής της αποστολής πραγματοποιήθηκε στις 05:00. Στις 06:00 εμφανίσθηκε η πρώτη Γερμανική φάλαγγα αρμάτων από την κατεύθυνση της Δοϊράνης προς τα υψώματα Ακρίτας- Οβελίσκος. Την ακολουθούσαν δύο ισχυρές μηχανοκίνητες φάλαγγες που υποστηρίζονταν από αεροσκάφη. Τα Τμήματα του 193ου Συντάγματος που βρίσκονταν στο ύψωμα Οβελίσκος δέχθηκαν ισχυρή πίεση και αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν προς Νότο και να συμπτυχτούν στο χωριό Ακρίτας μαζί με τα πρώτα Τμήματα της XIX Ομάδας Αναγνωρίσεως που έφθαναν εκείνη την ώρα.

Οι εχθρικές δυνάμεις, οι οποίες αποτελούνταν από άρματα και μηχανοκίνητο Πεζικό, αφού ενισχύθηκαν από το Πυροβολικό και την Αεροπορία, ανέτρεψαν τελικά τα Ελληνικά Τμήματα που βρίσκονταν βόρεια και βορειοανατολικά του χωριού Ακρίτας, που συμπτύχθηκαν τελικά σε νοτιότερα υψώματα. Οι Γερμανοί άφησαν μερικά άρματα στον Ακρίτα και κινήθηκαν προς τη Μεγάλη Στέρνα, ενώ ταυτόχρονα άλλη φάλαγγα εξουδετέρωσε ένα μικρό Τμήμα που βρισκόταν στην Καλινδρία.

Η Ομάδα Αναγνωρίσεως και το Τμήμα του 193ου Συντάγματος βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο εχθρικές τεθωρακισμένες φάλαγγες που κινούνταν γρήγορα προς τα νότια και δεν μπορούσαν να αντιδράσουν, καθώς στερούνταν εντελώς υποστήριξης Πυροβολικού και αντιαρματικών όπλων. Έτσι τα Τμήματα αυτά αναγκάσθηκαν να παραμείνουν στις θέσεις τους και αναδιοργανώθηκαν περιμένοντας επέμβαση από το 192ο Σύνταγμα που θα ερχόταν από τα Κρούσια, το οποίο όμως μέχρι την 19:30 δεν εμφανίσθηκε.

Στο ίδιο χρονικό διάστημα η εμπροσθοφυλακή του 192ου Συντάγματος κινούνταν από το Μυριόφυτο προς τον Ακρίτα. Φτάνοντας όμως στα Αμάραντα αντιμετώπισε την πλαγιοφυλακή Γερμανικής Φάλαγγας και αναγκάσθηκε έτσι να συμπτυχτεί εσπευσμένα γύρω στις 10:30 προς τα Κρούσια. Έτσι, τα υπόλοιπα Τμήματα του Συντάγματος καθηλώθηκαν στο Μυριόφυτο. Από το πρωί της 8ης Απριλίου οι Γερμανοί βομβαρδίζουν την τοποθεσία των Κρουσίων με το πυροβολικό και την αεροπορία τους.

Ισχυρή επίσης φάλαγγα του εχθρού είχε καταλάβει το Χέρσο, ενώ άλλη φάλαγγα κινούνταν από την περιοχή της Μεγάλης Στέρνας προς το Πολύκαστρο, εκκαθαρίζοντας την περιοχή και περικυκλώνοντας τις Ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονταν αριστερά αυτής της τοποθεσίας. Στις 10:30 της 8ης Απριλίου διασπάσθηκε το αριστερό της τοποθεσίας Κρουσίων. Μετά την ημιδιάλυση της XIX Μηχανοκίνητης Μεραρχίας, ο Διοικητής της μετέφερε εσπευσμένα το Στρατηγείο του στο χωριό Κεντρικό, όπου έφθασε στις 02:00 της 9ης Απριλίου, μετά την κατάληψη του Κιλκίς από τους Γερμανούς.

Όταν έφθασε στο Κεντρικό, ο Διοικητής της Μεραρχίας ήρθε σε προσωπική επαφή με μερικούς από τους Διοικητές των Μονάδων του. Διαβλέποντας αδυναμία συνέχισης του αγώνα στην περιοχή των Κρουσίων και μην έχοντας καμιά επαφή με το ΤΣΑΜ, αποφάσισε να διατάξει τη σύμπτυξη των Τμημάτων της Μεραρχίας στις περιοχές Ελληνικό και Κλείστρο. Το 192 Σύνταγμα άφησε στην τοποθεσία των Κρουσίων το Τάγμα των Πεζομάχων του και κινήθηκε χωρίς διαταγή της Μεραρχίας προς το Κιλκίς, όπου και συναντήθηκε με το Στρατηγείο στο χωριό Ευκαρπία. Μετά από διαταγή που πήρε, ακολούθησε το Στρατηγείο και έφθασε και αυτό στις 02:00 στο Κεντρικό.

Στις 04:00 διατάχθηκε να κινηθεί προς το Ελληνικό, όπου έφθασε στις 07:00 και παρέμεινε αναμένοντας νέες διαταγές. Το Πεζομάχο Τάγμα του 192ου Συντάγματος εγκαταστάθηκε στα υψώματα βόρεια του Πανοράματος. Εκεί δέχθηκε στα πλευρά του δραστικά πυρά από τον εχθρό, που είχε προωθηθεί στα αριστερά του. Μετά από αγώνα μικρής διάρκειας, ο Διοικητής του τάγματος, διαπιστώνοντας ότι ήταν αδύνατο να διατηρήσει την κατεχόμενη γραμμή τη στιγμή που βάλλονταν πλευρικά από πυροβόλα, διέταξε τη σύμπτυξη των Τμημάτων του, τα οποία, αφού απαγκιστρώθηκαν με δυσκολία, κινήθηκαν με σχετική αταξία προς το Κεντρικό, όπου έφθασαν στις 04:30.

Η σύγχυση που επικρατούσε στο Κεντρικό και η ανάμιξη των Τμημάτων της Μεραρχίας δυσκόλευε την παραπέρα κίνηση του Τάγματος, το οποίο κατόρθωσε να φθάσει το απόγευμα στο Ελληνικό και να ενωθεί με το Σύνταγμα του. Το 193 Σύνταγμα δέχθηκε στις 02:30 εχθρική επίθεση από τα νώτα και το δεξιό του, που είχε μείνει ακάλυπτο. Ο Διοικητής του Συντάγματος παραδόθηκε μετά από αγώνα μικρής διάρκειας, μαζί με όλα τα Τμήματα που βρίσκονταν υπό τις διαταγές του, αν και αρκετά δεν είχαν δεχθεί επίθεση. Έτσι, ολόκληρο το Σύνταγμα, εκτός από μικρό αριθμό διαφυγόντων, αιχμαλωτίστηκε μαζί με το Διοικητή του.

Τα Τμήματα του Αποσπάσματος Κρουσίων που είχαν συμπτυχτεί από την προηγουμένη, είχαν εγκατασταθεί στον αυχένα βορειοανατολικά του Πανοράματος, εκτός από το II Τάγμα Ασφαλείας, το οποίο είχε κινηθεί άτακτα προς το Ελληνικό, και το 2ο Σύνταγμα Ιππικού, που είχε φύγει για το Ελληνικό από την προηγούμενη μέρα στις 22:00. Τα Τμήματα του Αποσπάσματος Κρουσίων μετά από διαταγή κινήθηκαν και αυτά προς το Ελληνικό στις 04:00, όπου έφθασαν στις 15:30 και ακολούθησαν την τύχη των υπολοίπων Ελληνικών μονάδων.

Η ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία δεν επέτυχε τα αναμενόμενα λόγω της βιαστικής συγκρότησης της με προσωπικό χωρίς συνοχή που κλήθηκε να χρησιμοποιήσει υλικό κυριευθέν, στο οποίο δεν είχε εξοικειωθεί και λόγω της συντριπτικής υπεροχής του αντιπάλου, αλλά έδειξε οτι παρά τις δυσκολίες οι ιππείς μάχονται και κάνουν τα πάντα για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το «Ιστορικόν Πολεμικών Επιχειρήσεων 1940 – 1941» που συντάχθηκε μετά τον πόλεμο, αναφέρει :

«…Είναι όλως επιβεβλημένη η έξαρσις αφενός μεν του Επιτελείου του Β’ Σ.Σ δια τας επιτυχεστάτας αυτού προσπαθείας, αφετέρου δε η αναγνώρισις του ομαδικού έργου το οποίον απέδωσε το όπλον του Ιππικού, το οποίον ως είδομεν απετέλεσε τον κύριο παράγοντα θριάμβου της Πίνδου. Όλαι λοιπόν αι υποβληθείσαι Εκθέσεις των Μεγάλων Μονάδων είναι ομόφωνοι εις το να εξάρουν την συμβολήν των Μονάδων του Ιππικού, παραδεχόμεναι οτι η χρησιμοποίησις αυτού ως ταχέως μεταφερομένου Πεζικού επέτυχεν τα μέγιστα, αντικαταστήσασα εν πολλοίς τας εις άλλα στρατεύματα εισαχθείσας ταχείας μηχανοκινήτους Μονάδας.

Η εκ του εγγύτερον όμως εξέτασις του ζητήματος και η τακτική έρευνα όλων των εκδοθεισών διαταγών, μας πείθει ότι η μεγαλυτέρα συμβολή του όπλου του Ιππικού προήλθεν από την γενικήν αναζωπύρωσιν του επιθετικού πνεύματος. Η ηρωική νεολαία του Ιππικού, όρμησεν ακάθεκτος προς τα εμπρός ανατρέπουσα τους ορμητικούς χιονοδρόμους της Τζούλια, εμπεομένη μόνον απο τας επιθετικάς παραδόσεις του όπλου της…».

Έγραψε σχετικά σε άρθρο της εφημερίδας ΒΡΑΔΥΝΗ στις 3 Νοεμβρίου 1961 ο Στρατηγός Στανωτάς:

«Το γενικόν συμπέρασμα εκ των αγώνων της Μεραρχίας είναι οτι τα οργανικά τμήματα αυτής, ως και τα διατεθέντα τοιαύτα προς ενίσχυσιν, ευτυχήσαντα να μετάσχουν αρχικώς εις την μάχην της Πίνδου, εν τη κατευθύνσει Μέτσοβον – Βωβούσα – Ελεύθερον – Κόνιτσα, εδημιούργησαν δια της αφθάστου αυτοθυσίας των και των ηρωικών των πράξεων, μετά των άλλων Μονάδων, την βάσιν του Αλβανικού έπους που κατέπληξεν όλον τον κόσμον…

Το θαύμα τούτον, διότι περι θαύματος πρόκειται, οφείλεται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων, διοικούντων και διοικουμένων, διότι οι μέν διοικούντες προπαρασκεύασαν και κατήυθηναν τον Ελληνικόν λαόν εις τας πρωτοφανείς και μεγαλειώδεις νίκας, οι δε διοικούμενοι διότι δια της αυτοθυσίας, της υπερανθρώπου αντοχής, του πατριωτισμού των, των ηρωικών πράξεων των, της αμέσου προσελεύσεως υπό τας σημαίας, και της εν συνεχεία πρωτοφανούς προελάσεως των από νίκης εις νίκην, συνέτριψαν τον εχθρόν. Ούτω οι ιππείς της μεραρχίας μου εφάνησαν αντάξιοι των προγόνων ιππέων του Μεγάλου Αλεξάνδρου».

Έχοντας την ικανότητα ταχείας προσαρμογής, τα στελέχη του Ιππικού κατά τη μετάπτωση του Όπλου σε Τεθωρακισμένα, μεταβίβασαν τα χαρακτηριστικά προσόντα και ιδιότητες του Εφίππου όπλου στο Μηχανοκίνητο και εμφύσησαν το έφιππο δόγμα που συνίσταται στην τριλογία: “Ταχύτητα, τόλμη, αιφνιδιασμός”.

 

«ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥΝ ΩΣ ΕΛΛΗΝΕΣ»

Η Μάχη της Ελλάδας 1940-1941, για την απόκρουση των απρόκλητων Ιταλικών αρχικά επιθέσεων, αργότερα δε και των Γερµανικών, διήρκεσε συνολικά 216 ηµέρες, ήτοι 7 µήνες, µέχρι να επιτευχθεί η ολοκλήρωση της καταλήψεως της πατρίδας µας από τις συνδυασµένες στρατιωτικές δυνάµεις του Ιταλο-Γερµανικού Άξονα. Αυτό το γεγονός προκάλεσε παγκόσµια κατάπληξη και αιτία πολλαπλού γενικευµένου θαυµασµού και εγκωµίων. Ήταν κάτι το µεγαλειώδες, το οποίο δικαίως θεωρήθηκε ως Ελληνικό θαύµα.

Κατ’ αντιδιαστολή, όπως αναφέρει ο Peter Young στο βιβλίο του ”WORLD ALMANAC BOOK OF WW II ”, για την κατάληψη της Γαλλίας ο Άξονας χρειάστηκε 45 ηµέρες, παρά τη στρατιωτική βοήθεια που της εδόθη µε την εκεί παρουσία ισχυρών Αγγλικών δυνάµεων, του Βελγίου 18 ηµέρες, της Ολλανδίας 5 ηµέρες, ενώ η ∆ανία υπέκυψε σε 12 ώρες και οι Αυστρία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Ρουµανία και Αλβανία προσεχώρησαν ή παραδόθηκαν αµαχητί.

Η απόφαση για την άµυνα της Ελλάδας κατά των αναµενοµένων Ιταλικών και Γερµανικών επιθέσεων, όπως επισηµαίνεται εκτενέστερα στα επόµενα, δεν πάρθηκε τη στιγµή που εκδηλώθηκαν οι αντίστοιχες επιθέσεις, αλλά ήταν συνειδητή και προµελετηµένη επιλογή της πολιτικής ηγεσίας από το 1936, οι οποία έκτοτε συνοδεύτηκε από κάθε δυνατή προετοιµασία σε οχυρωµατικά έργα, αµυντικούς εξοπλισµούς, εξύψωση ηθικού, εκπαίδευση προσωπικού, σχεδίαση επιστρατεύσεως και πολεµικών επιχειρήσεως κτλ.

Όταν εκδηλώθηκαν οι επιθέσεις, η µικρή και φτωχή Ελλάδα, µε επαρκή υλική και ηθική προπαρασκευή, σύµπνοια, αυτοθυσία, αλλά και ικανή Πολιτική, Πνευµατική, Θρησκευτική και Στρατιωτική Ηγεσία, νίκησε την κατά πολύ µεγαλύτερη και πανίσχυρη Ιταλία, αγωνιζόµενη µόνη επί 160 ηµέρες. Ακολούθως, όταν της επιτέθηκε και η Γερµανία, συνέχισε µαχόµενη µε τη βοήθεια µικρών Αγγλικών δυνάµεων στην ηπειρωτική χώρα, ενώ τις τελευταίες 11 ηµέρες συµπολέµησε µε στρατεύµατα της Αγγλικής Κοινοπολιτείας στην άµυνα της Κρήτης.

Όπως προκύπτει από επίσηµα ξένα ιστορικά αρχεία, η ήττα της Ιταλίας από την Ελλάδα, επισφράγισε τη διστακτικότητα του τότε ηγέτη της Ισπανίας Στρατηγού Φράνκο και του Στρατάρχη Πετέν, ηγέτη των εκτεταµένων µητροπολιτικών και αποικιακών εδαφών της µη υπό Γερµανική κατοχή Γαλλίας, να µην υποκύψουν στις εντονότατες πιέσεις του Χίτλερ, που επιζητούσε φορτικά να συµπράξουν στρατιωτικά µε τη Γερµανία στην κατάκτηση της βορείου Αφρικής και µέσω αυτής της Μέσης Ανατολής, προκειµένου να προσβάλει τη Ρωσία και εξ ανατολών και να κινηθεί περαιτέρω προς ανατολάς.

Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη δήλωση του Βρετανού Υπουργού Εµπορικής Ναυτιλίας Philip Noel Baker, που έκανε την 28η Οκτωβρίου 1942:

«Εάν η Ελλάδα ενέδιδε στο τελεσίγραφο τον Μουσολίνι, κανείς δεν θα είχε το δικαίωµα να την κατηγορήσει. Το λέγω αυτό ενώ γνωρίζαµε τότε και γνωρίζουµε και σήµερα ακόµη καλύτερα, τι θα σήµαινε για µας και για τον αγώνα µας η συνθηκολόγηση αυτή. Ο Άξονας θα είχε από τότε στη διάθεσή του όλη την Ευρώπη για να αναπτύξει τις γραµµές των συγκοινωνιών του και τα αεροπλάνα και τα υποβρύχια του θα κυριαρχούσαν έκτοτε από τις ακτές της Ελλάδας σε ολόκληρη την Μεσόγειο. Το έργο της άµυνας µας στην Αίγυπτο θα γινόταν πολύ δυσκολότερο. Η Συρία, το Ιράκ και η Κύπρος θα καταλαµβάνοντο από τον Άξονα. Ή Τουρκία θα εκυκλούτο. 

Οι πετρελαιοπηγές της εγγύς Ανατολής θα ήσαν στην διάθεσή του. Η οπίσθια θύρα του Καυκάσου θα ανοίγετο γι’ αυτόν. ∆εν δυσκολευόµαστε να πιστέψουµε ότι θα χάναµε ολόκληρη την Μέση Ανατολή και ίσως και αυτόν τον πόλεµο. Χάρις στην Ελληνική άµυνα, µας δόθηκε ο καιρός να αποκρούσουµε αρχικά και να συντρίψουµε έπειτα την Ιταλική στρατιά που κινήθηκε από τη Λιβύη εναντίον της Αιγύπτου, να εκκαθαρίσουµε την Ερυθρά Θάλασσα από τα εχθρικά πλοία, να µεταφέρουµε την Αµερικανική βοήθεια προς την Εγγύς Ανατολή και να εξουδετερώσουµε έτσι την εχθρική απειλή εναντίον της.


Τα αποτελέσµατα της Ελληνικής άµυνας γίνονται αισθητά ακόµη και σήµερα στους αγώνες µας. Εάν το Στάλινγκραντ και ο Καύκασος κρατούν σήµερα, αυτό δεν είναι άσχετο µε την Ελληνική άµυνα, από την οποίαν επωφελούµεθα ακόµη, υστέρα από την πάροδο δύο ολοκλήρων ετών. Ό κόσµος, πραγµατικά, δεν δικαιούται να λησµονήσει τα κατορθώµατα των Ελλήνων κατά την ιστορική εκείνη στιγµή».

Ο Χίτλερ, βλέποντας την παταγώδη αποτυχία του Μουσολίνι να καταλάβει την Ελλάδα και τις δυσµενέστατες επιπτώσεις στα δικά του σχέδια και την προετοιµασία της Γερµανικής εκστρατείας κατά της Ρωσίας επεχείρησε ανεπιτυχώς επανειληµµένα και µεθοδικά, να δελεάσει την Ελλάδα στο να αποδεχθεί επωφελείς για την Πατρίδα µας προτάσεις Ειρήνης προς την Ιταλία, µε τη διαµεσολάβηση της Γερµανίας και, µεταξύ άλλων, να διατηρήσει η Ελλάδα τα εδάφη στην Βόρεια Ήπειρο, τα οποία ο Ελληνικός Στρατός είχε µέχρι τότε καταλάβει, καταδιώκοντας τους επιτεθέντες Ιταλούς.

Τί έκανε τον Χίτλερ να διατάξει την Γερµανική επίθεση κατά της Ελλάδας και τι του κόστισε αυτή η απόφαση; Τρεις ήταν οι βασικές αιτίες, που κορυφώθηκαν στα τέλη Μαρτίου 1941 και οδήγησαν στην ταυτόχρονη Γερµανική εκστρατεία κατά της Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας, στις αρχές Απριλίου του 1941:

1) Είχε αποτύχει και η τελευταία µεγάλη Ιταλική ανοιξιάτικη Επίθεση “Primavera”, που επιµεληµένα προετοίµασε ο ίδιος ο Μουσολίνι µε προσωπική του παρουσία στη Αλβανία και κατόπιν αυτού ο «Ντούτσε» είχε επιστρέψει ηττηµένος στη Ρώµη.

2) Είχαν αρχίσει να αποβιβάζονται στην Ελλάδα κατά πανηγυρικό τρόπο µικρές Βρετανικές στρατιωτικές δυνάµεις, που δεν επαρκούσαν για να συµβάλλουν αποτελεσµατικά στην Ελληνική άµυνα και γι’ αυτό τις είχε αρνηθεί όσο ζούσε ο Πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς. Αυτές οι δυνάµεις απέβλεπαν κυρίως στο να τονώσουν το ηθικό της Γιουγκοσλαβίας και Τουρκίας, στην προσπάθεια να µην συνταχθούν µε τη Γερµανία. Η εµφάνισή τους σε Ελληνικό έδαφος, από τις αρχές Μαρτίου 1941, προκάλεσε φυσικά τον Χίτλερ.

3) Η Γιουγκοσλαβία, που αρχικά προσχώρησε στον Άξονα στις 25 Μαρτίου 1941, δύο ηµέρες αργότερα µεταπήδησε στο Συµµαχικό στρατόπεδο.

Η Ελληνική 7µηνη συνολικά άµυνα κατά του Άξονα, επέφερε επίσης καθυστέρηση 5 εβδοµάδων στην επίθεση του Χίτλερ εναντίον της Ρωσίας, ενώ παραλλήλως η Βαλκανική εκστρατεία της Γερµανίας απησχόλησε το ένα τρίτο των στρατευµάτων, των πολεµικών αεροπλάνων και των αρµάτων µάχης που συγκέντρωνε ο Χίτλερ, γιά να επιτεθεί στη Ρωσία. Η επτάµηνη Μάχη της Ελλάδας, όπως αναγνώρισαν και ξένοι πρωταγωνιστές της περιόδου, συνέβαλε ουσιαστικά στη συµµαχική Νίκη κατά τον Β΄ ΠΠ. Αυτή τη πραγµατικότητα µερικοί εχθροί και φίλοι έχουν κατά καιρούς αβάσιµα αµφισβητήσει.

Ενδεικτικά σηµειώνεται η αρνητική άποψη που εκφέρει στη σελίδα 162 στο µεταφρασµένο Ελληνικά το 1998 από το Γενικό Επιτελείο Στρατού βιβλίο του, ο Άγγλος Ιστορικός Basil Liddell Hart, ως προς την επελθούσα καθυστέρηση της Γερµανικής εισβολής στη Ρωσία: “Οπωσδήποτε όµως η εκστρατεία κατά της Ελλάδας δεν ήταν αιτία της αναβολής”. Εν τούτοις αρκεί να αναζητήσουµε αδιαµφισβήτητες ξένες πηγές πρωταγωνιστών της περιόδου εκείνης, που αναγνωρίζουν και αποδεικνύουν περίτρανα την ουσιαστική Ελληνική επίδραση στην νικηφόρα για τους Συµµάχους µας έκβαση του Β΄ Π.Π.

Περιοριζόµενοι εδώ µόνο ενδεικτικά στα λεχθέντα από τον ίδιο το Χίτλερ, διαπιστώνουµε ότι:

1) Στην Πολιτική του ∆ιαθήκη, αλλά και στην περίφηµη Γερµανίδα φωτογράφο και κινηµατογραφίστρια Λένι Ρίφενσταλ, όπως αναφέρει η ίδια στα αποµνηµονεύµατά της, ο Χίτλερ είχε δηλώσει:

«Η είσοδος της Ιταλίας στον πόλεµο αποδείχτηκε καταστροφική για µας. Εάν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δεν χρειάζονταν τη βοήθειά µας, ο πόλεµος θα είχε πάρει διαφορετική τροπή. Θα είχαµε προλάβει να κατακτήσωµε το Λένινγκραντ και τη Μόσχα πριν µας πιάσει το Ρωσικό ψύχος».

2) Σε λόγο του στο Ραϊχσταγκ την 4 / 5 / 1941, που διασώζεται ηχογραφηµένος στα αρχεία της ΕΡΑ, ο Χίτλερ είπε:

”Η ιστορική δικαιοσύνη µε υποχρεώνει να διαπιστώσω ότι από όλους τους αντιπάλους που αντιµετωπίσαµε, ο Έλληνας στρατιώτης πολέµησε µε ύψιστο ηρωισµό και αυτοθυσία και συνθηκολόγησε µόνο όταν η εξακολούθηση της αντιστάσεως δεν ήταν δυνατή και δεν είχε κανένα νόηµα. Ο Ελληνικός λαός αγωνίστηκε τόσο γενναία, ώστε και αυτοί οι εχθροί του δεν µπορούν να αρνηθούν την προς αυτόν εκτίµηση. Εξ όλων των αντιπάλων που µας αντιµετώπισαν, µόνον ο Έλληνας στρατιώτης πολέµησε µε παράτολµο θάρρος και ύψιστη περιφρόνηση προς το θάνατο”.

Για την ολοκληρωτική κατάληψη της εξαντληµένης από την ήδη πεντάµηνη σθεναρή της άµυνα Ελλάδας, ο Χίτλερ χρειάστηκε δύο µήνες, παρά το ότι χρησιµοποίησε τις εκλεκτότερες µάχιµες Γερµανικές µονάδες διέθετε. Σ’ αυτές περιλαµβάνοντο αρχικά η διαβόητη εµπειροπόλεµη προσωπική του φρουρά των Waffen SS ”Leibstandarte SS Adolf Hitler”, το πλέον επίλεκτο συγκρότηµα του τακτικού Στρατού ”Gross Deutschland” και ακολούθως οι περίφηµες αεροµεταφερόµενες Μεραρχίες αλεξιπτωτιστών, που αποδεκατίστηκαν στην Κρήτη και δεν ξαναχρησιµοποιήθηκαν σε µεγάλα εγχειρήµατα.

Το ότι την Ελλάδα προσέβαλαν όχι συνηθισµένες Γερµανικές µονάδες, αλλά οι εκλεκτότερες Χιτλερικές, παραβλέπεται συνήθως και ρίπτεται ανάθεµα τον Έλληνα Στρατηγό, ο οποίος, έχοντας εξαντλήσει κάθε αµυντικό όριο, συνυπέγραψε µε έντιµους αρχικά όρους ανακωχή µε τον Γερµανό Στρατηγό ∆ιοικητή της ”Leibstandarte SS Adolf Hitler”. Υπενθυµίζεται ότι µετά την κατάληψη της Κρήτης, το Ελληνικό Πολεµικό Ναυτικό (ΠΝ) δεν παραδόθηκε.

Όλα τα αξιόµαχα πλοία του Στόλου, όσα δηλαδή είχαν διασώθη από τις µακρές και αιµατηρές επιχειρήσεις στη Μάχη της Ελλάδας κατά του Άξονα, δεν υπέστειλαν τις Σηµαίες, αλλά έπλευσαν µε σχεδόν 3.000 εθελοντές στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Εκεί, µαζί µε διαφυγόντες από την κατεχόµενη Ελλάδα άνδρες του Στρατού Ξηράς και της Πολεµικής Αεροπορίας, την υπό τον Ε. Τσουδερό Ελληνική Κυβέρνηση και το Βασιλέα Γεώργιο Β΄, συνέχισαν τον πόλεµο στο πλευρό των Συµµάχων, µέχρι την τελική Νίκη το 1945.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδας, τις Ελληνικές Ένοπλες ∆υνάµεις, που πολεµούσαν µε τους συµµάχους στο εξωτερικό, ενίσχυσαν εθελοντικά πολλοί Έλληνες, οι οποίοι διέφυγαν από την Ελλάδα, ως και απόδηµοι Έλληνες που προσήλθαν από πολλά µέρη της γης. Έτσι η συνολική δύναµη των µαχοµένων εκτός Ελλάδος Ελλήνων, ανήλθε τότε σε 20.000 περίπου.

Το Εµπορικό µας Ναυτικό διατέθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση γιά την εξυπηρέτηση των Συµµαχικών αναγκών αµέσως µε την έκρηξη του Β΄ ΠΠ την 1 Σεπτεµβρίου 1939 και συνέχισε προσφέροντας τις υπηρεσίες του µέχρι τη τελική νίκη το 1945. Κατά το διάστηµα αυτό οι Έλληνες ναυτικοί διέσχισαν όλα τα πελάγη της υδρογείου και πλήρωσαν βαρύτατο φόρο αίµατος µε 2.500 περίπου νεκρούς και απώλειες του 74% των φορτηγών και του 94% των επιβατηγών πλοίων Ελληνικής πλοιοκτησίας.

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ