Β’ Βαλκανικός Πόλεμος – γ’

Β’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1913 (Μέρος Γ΄)

 

Η ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ – ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Β’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 

Αντεπίθεση των Βουλγάρων στο Πέτσοβο και στη Μαχομία

Το πρωί της 15ης Ιουλίου, ενώ οι Ελληνικές δυνάμεις συνέχιζαν με την 4η και τη 2η Μεραρχία την επίθεση κατά του υψώματος Χασάν Πασά και με την 1η, 5η, 6η και 7η καταλάμβαναν τη γραμμή χωριό Τσέροβο-ύψωμα Αρισβένιτσα, την οποία οι Βούλγαροι είχαν εγκαταλείψει την προηγούμενη νύχτα, η 2η Βουλγαρική Στρατιά αντεπιτέθηκε κατά της 3ης και 10ης Μεραρχίας στα υψώματα Μπεγιάζ Τεπέ και Ζανόγκα, καθώς και κατά του αποσπάσματος της 7ης Μεραρχίας στη Μαχομία, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αναχαιτίσει την Ελληνική προέλαση.

H αντεπίθεση αυτή αιφνιδίασε τον Ελληνικό στρατό και προς στιγμή η κατάσταση παρουσιάστηκε απειλητική, αλλά τελικά χάρη στο θάρρος και στην αποφασιστικότητα των Ελληνικών τμημάτων, η επίθεση των Βούλγαρων αποκρούστηκε με επιτυχία. Στα υψώματα Μπεγιάζ Τεπέ και Ζανόγκα η Βουλγαρική επίθεση κατά της 3ης και 10ης Μεραρχίας άρχισε με νυχτερινή ενέργεια κατά των προφυλακών της 3ης Μεραρχίας και συνεχίστηκε από τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Ιουλίου με γενική κατά μέτωπο επίθεση και του αριστερού πλευρού των δύο μεραρχιών.

Ταυτόχρονα, ισχυρές Βουλγαρικές δυνάμεις, ακολουθώντας την κοιλάδα του ποταμού Μπρεγκαλνίτσα, κινήθηκαν προς το Πέτσοβο σε μια προσπάθεια να κυκλώσουν από τα αριστερά τις Ελληνικές δυνάμεις. O διοικητής της 3ης Μεραρχίας, υποστράτηγος Δαμιανός, διαβλέποντας έγκαιρα τον κίνδυνο κυκλώσεως της μεραρχίας του, οπότε θα δημιουργούνταν σοβαρή απειλή και κατά του μοναδικού οδικού άξονα συγκοινωνίας του Ελληνικού στρατού διαμέσου των Στενών της Κρέσνας, αποφάσισε να συμπτύξει σταδιακά τις δυνάμεις του προς τα υψώματα Καδίτσα και Πέτσοβο.

H σύμπτυξη της 3ης Μεραρχίας άρχισε στις 08:00 και παρά την ισχυρότατη εχθρική πίεση, έγινε με απόλυτη τάξη στα υψώματα ανατολικά του Πετσόβου. H 10η Μεραρχία, αφού απέκρουσε τις πρωινές ώρες αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις και πέτυχε όχι μόνο να κρατήσει τις θέσεις της στο ύψωμα Ζανόγκα, αλλά και να καταδιώξει τους Βούλγαρους προς τη γραμμή εξόρμησής τους, άρχισε και αυτή από το μεσημέρι να συμπτύσσεται σταδιακά προς τη γραμμή των υψωμάτων Μπούκοβικ-Καδίτσα, όπου τελικά εγκαταστάθηκε.

H Βουλγαρική επίθεση κατά του αποσπάσματος της 7ης Μεραρχίας, που ήταν στη Μαχομία, εκδηλώθηκε το απόγευμα της 15ης Ιουλίου, από την κατεύθυνση του χωριού Μπελίτσα. Το Ελληνικό απόσπασμα, παρόλο που αντιμετώπιζε πολύ μεγαλύτερες εχθρικές δυνάμεις, κατόρθωσε να διατηρήσει τις θέσεις του μέχρι το βράδυ, οπότε συμπτύχθηκε από τη Μαχομία στον αυχένα του Πρεντέλ Χαν.

Σε ενίσχυσή του έσπευσε ένα σύνταγμα πεζικού της 7ης Μεραρχίας, που κινούνταν προς το ύψωμα Αρισβάνιτσα, και όταν άρχισε η Βουλγαρική επίθεση, βρισκόταν στο ύψος του χωριού Γκράντεβο. Λόγω, όμως, της κόπωσης των ανδρών, η κίνηση του συντάγματος ήταν βραδεία και μόλις το πρωί της 16ης Ιουλίου μπόρεσε να φθάσει στο Πρεντέλ Χαν και να μετάσχει στη μάχη που διεξαγόταν εκεί.

Στο μεταξύ, το Γενικό Στρατηγείο, επειδή διέβλεπε και αυτό τη σοβαρή απειλή που δημιουργούνταν για τα νώτα των Ελληνικών δυνάμεων από την κατεύθυνση του Πετσόβου και επειδή εκτιμούσε ότι κάθε απόπειρα υποχώρησης μπορούσε να κλονίσει τη συνοχή και το ηθικό του Ελληνικού στρατού, αποφάσισε να αντιδράσει αμέσως, εντείνοντας την πίεση προς το ύψωμα Χασάν Πασά. Αν οι Ελληνικές δυνάμεις καταλάμβαναν το ύψωμα αυτό, θα μπορούσαν να προσβάλουν τα νώτα των Βουλγαρικών δυνάμεων που ήταν στην κοιλάδα του Μπρεγκαλνίτσα, να τις απομονώσουν και να παραλύσουν την επίθεσή του.

Με βάση τον παράτολμο αυτό ελιγμό, το Γενικό Στρατηγείο εξέδωσε στις 15 Ιουλίου το βράδυ τις διαταγές του, με τις οποίες καθόριζε σε γενικές γραμμές τις εξής αποστολές: οι 3η και 10η Μεραρχίες να διατηρήσουν με κάθε θυσία τις θέσεις τους στο Πέτσοβο και στο ύψωμα Καδίτσα, μέχρις ότου επηρεασθούν οι ενέργειες των Βουλγάρων από την επίθεση των υπολοίπων Ελληνικών δυνάμεων προς το Χασάν Πασά και της Σερβικής στρατιάς προς το ύψωμα Τσούκα Γκόλεκ και το χωριό Τσάρεβο Σέλο.

Οι 2η και 4η Μεραρχίες, συγκροτώντας ίδιο τμήμα στρατιάς υπό το διοικητή της 4ης Μεραρχίας, υποστράτηγο Μοσχόπουλο Κωνσταντίνο, να επιτεθούν κατά του υψώματος Χασάν Πασά, για να βοηθήσουν τον αγώνα των 3ης και 10ης Μεραρχιών. H 5η Μεραρχία να διαβεί τον Στρυμόνα και να επιτεθεί προς την κατεύθυνση του χωριού Μποστάντσα. H 1η Μεραρχία να καταλάβει τα υψώματα νότια της Τζουμαγιάς, ενώ η 7η να σταθεροποιηθεί στο ύψωμα Αρισβάνιτσα και να εξασφαλίσει το ανατολικό πλευρό της 1ης Μεραρχίας.

Τέλος, η 6η Μεραρχία να συγκεντρωθεί νότια της Μποστάντσας, ως εφεδρεία, και η ταξιαρχία ιππικού να αποστείλει ισχυρές αναγνωρίσεις προς τα βόρεια και να προελάσει με τον όγκο της προς το Τσάρεβο Σέλο, καλύπτοντας το ανατολικό πλευρό της 2ης Μεραρχίας.

Παράλληλα, με επείγον τηλεγράφημα προς τον πρωθυπουργό, ανέφερε την κρίσιμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στο αριστερό της Ελληνικής διάταξης (3η και 10η Μεραρχία), εξαιτίας της προσωρινής αδράνειας που επέδειξε ο Σερβικός στρατός, ο οποίος επέτρεψε στους Βούλγαρους να μεταφέρουν ισχυρές δυνάμεις απέναντι από τις Ελληνικές, προσθέτοντας ότι ο στρατός του έφθασε στα φυσικά και ηθικά όρια της αντοχής του και ότι κάτω από τις συνθήκες αυτές δεν μπορεί πλέον να επιμένει στην άρνηση σύναψης ανακωχής ή εκεχειρίας με τους Βούλγαρους.

 

OI ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ TOY ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΙΣ 16 KAI 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913 KAI TO ΤΕΛΟΣ TOY ΠΟΛΕΜΟΥ

Στις 16 Ιουλίου, οι Βούλγαροι συνέχισαν με αμείωτη ένταση τις επιθέσεις τους κατά των δύο άκρων, δεξιού και αριστερού, της Ελληνικής διάταξης, χωρίς, όμως, να μπορέσουν και πάλι να πετύχουν κάποιο καθοριστικό γι’ αυτούς αποτέλεσμα. H μόνη σημαντική επιτυχία τους κατά την ημέρα αυτή ήταν η κατάληψη του αυχένα Πρεντέλ Χαν στο δεξιό άκρο της Ελληνικής παράταξης, ύστερα από αλλεπάλληλες προσπάθειες και πολλαπλάσιες δυνάμεις κατά του 19ου συντάγματος πεζικού της 7ης Μεραρχίας που αμυνόταν εκεί.

Αντίθετα, οι λοιπές Ελληνικές δυνάμεις, παρά την ασφυκτική πίεση που δέχθηκαν, κατόρθωσαν όχι μόνο να διατηρήσουν ανέπαφη την τοποθεσία που κατείχαν, αλλά και να προωθήσουν τη διάταξή τους στα δυτικά του Στρυμόνα, προκειμένου την επομένη να εκτοξεύσουν την επίθεση κατά του υψώματος Χασάν Πασά, που προβλεπόταν από το σχέδιο του Γενικού Στρατηγείου.

Στο μεταξύ, οι Σέρβοι πληροφόρησαν το Γενικό Στρατηγείο ότι άρχισε η επίθεση της 3ης Σερβικής Στρατιάς προς το Τσούκα Γκόλεκ και το Τσάρεβο Σέλο, η οποία εξελισσόταν ευνοϊκά. Εξάλλου, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος από το Βουκουρέστι γνώρισε στον Αρχιστράτηγο Βασιλιά Κωνσταντίνο ότι ο πρωθυπουργός της Ρουμανίας, Μαγιορέσκου, συμφώνησε να εισηγηθεί στην πρώτη συνεδρίαση της 8ης συνδιάσκεψης του Βουκουρεστίου, που επρόκειτο να γίνει στις 17 Ιουλίου, την υπογραφή πενθήμερης ανακωχής των εχθροπραξιών, που θα άρχιζε από την επομένη.

Τη νύχτα της 16ης προς τη 17η Ιουλίου, οι Βούλγαροι πραγματοποίησαν σειρά επιθέσεων κατά των προωθημένων θέσεων της 10ης Μεραρχίας και από το πρωί της 17ης Ιουλίου εξαπέλυσαν νέα γενική επίθεση κατά του μετώπου των δύο μεραρχιών, 3ης και 10ης. Παρά τη σφοδρότητα της Βουλγαρικής επίθεσης και την ισχυρή υποστήριξή της από μεγάλο όγκο πυροβολικού, οι 3η και 10η Μεραρχίες κατόρθωσαν να κρατήσουν σταθερά τις θέσεις τους στα υψώματα Μπούκοβικ και Καδίτσα μέχρι τις απογευματινές ώρες, οπότε άρχισε να χαλαρώνει η πίεση των Βουλγάρων.

Οι Βούλγαροι, μετά τις αλλεπάλληλες αποτυχίες και τις μεγάλες απώλειές τους, αλλά και επειδή διέτρεχαν τον κίνδυνο να αποκοπούν από την απειλητική προέλαση του τμήματος στρατιάς Μοσχόπουλου (2η και 4η Μεραρχία) προς το ύψωμα Χασάν Πασά, εγκατέλειψαν κάθε παραπέρα προσπάθειά τους και υποχώρησαν προς τα βόρεια.

Το πρωί της ίδιας ημέρας (17 Ιουλίου), το τμήμα στρατιάς Μοσχόπουλου εξαπέλυσε επίθεση κατά του υψώματος Χασάν Πασά με την 4η Μεραρχία και ένα σύνταγμα της 2ης Μεραρχίας. H προώθηση των ελληνικών τμημάτων, παρά τη σθεναρή βουλγαρική άμυνα, συνεχίσθηκε όλη την ημέρα και τις βραδινές ώρες οι ελληνικές δυνάμεις εγκατέστησαν τμήματα κάλυψης κοντά στην κορυφογραμμή του υψώματος Χασάν Πασά, την οποία δεν μπόρεσαν να καταλάβουν, παρά τη μαχητικότητα και τον ηρωισμό των ανδρών της.

Επίσης, την ίδια ημέρα η 7η Μεραρχία κατευθύνθηκε από το ύψωμα Αρισβάνιτσα, με το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών της προς το Πρεντέλ Χαν, αφήνοντας μόνο ένα σύνταγμα στο ύψωμα Αρισβάνιτσα. H επέμβαση της μεραρχίας ήταν ταχύτατη και απέβλεπε στην προσβολή των βουλγαρικών δυνάμεων από τα βόρεια, προς την κατεύθυνση του υψώματος Καπατνίκ, για την αποκοπή της οδού υποχώρησής τους προς τη Μαχομία, με ταυτόχρονη μετωπική επίθεση για την ανακατάληψη του Πρεντέλ Χαν.

H μετωπική επίθεση κατά του Πρεντέλ Χαν εκδηλώθηκε νωρίς το πρωί και το απόγευμα κατόρθωσε να εκδιώξει τους Βούλγαρους και να καταλάβει τα ανατολικά υψώματά του. Αντίθετα, οι δυνάμεις που κινήθηκαν από το ύψωμα Αρισβάνιτσα προς το Καπατνίκ συνάντησαν μεγάλη βουλγαρική αντίδραση και δέχτηκαν πολλές πλευρικές επιθέσεις και μόλις το βράδυ κατόρθωσαν να φθάσουν στα βορειοδυτικά του υψώματος Καπατνίκ. Οι απώλειες της μεραρχίας κατά την ημέρα αυτή ήταν πολύ μεγάλες και ανήλθαν σε 11 αξιωματικούς και 238 οπλίτες νεκρούς και 17 νεκρούς και 1.062 οπλίτες τραυματίες.

Έτσι, το βράδυ της 17ης Ιουλίου, οι 10η και 3η Μεραρχίες (αριστερό της παράταξης) διατηρούσαν σταθερά τις θέσεις τους στα υψώματα Μπούκοβικ και Καδίτσα, η 7η (αριστερό της παράταξης) κατείχε τα ανατολικά υψώματα του Πρεντέλ Χαν, τα βόρεια υψώματα του Καπατνίκ και το ύψωμα Αρισβάνιτσα, και στο κέντρο η 2η και η 4η Μεραρχία βρίσκονταν σε στενή επαφή με την κύρια γραμμή αντίστασης των Βουλγάρων στο ύψωμα Χασάν Πασά και ετοιμάζονταν να επαναλάβουν την επίθεσή τους την επομένη, 18 Ιουλίου, η οποία όμως τελικά δεν έγινε, αφού από την ημέρα αυτή τέθηκε σε ισχύ η ανακωχή μεταξύ των εμπολέμων και διακόπηκαν οι εχθροπραξίες.

 

ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ

Η 2η Βουλγαρική στρατιά υπό τον Ivanov ήταν παρατεταγμένη στη γραμμή Δοϊράνη-Κορώνεια-Βόλβη. Σύμφωνα με τη επίσημη Βουλγαρική έκθεση επιχειρήσεων(1932) η δύναμή της αριθμούσε 108.000 στρατιώτες σύμφωνα με μεταγενέστερη έκδοση(1941) 80.000 και 175 πυροβόλα. Οι Βούλγαροι είχαν οχυρωθεί σε στρατηγικές τοποθεσίες. Στο Κιλκίς είχαν κατασκευάσει ισχυρές οχυρώσεις.

Η 2η, 4η και 5η Ελληνική μεραρχία ξεκίνησε(03/07) την επίθεση, υποστηριζόμενη από πυροβολικό. Παρόλο που υπήρξαν σημαντικές απώλειες κατάφεραν να προωθηθούν. Η 7η μεραρχία κατέλαβε τη Νιγρίτα και η 1η και 6η τον Λαχανά. Το Δ άκρο του μετώπου, στους Ευζώνους καταλήφθηκε ύστερα από έφοδο, απειλώντας όποια ενέργεια για Βουλγαρική υποχώρηση. Από φόβο κυκλωτικής ενέργειας το Βουλγαρικό επιτελείο διέταξε σύμπτυξη η οποία μετατράπηκε εν μέρει και σε άτακτη υποχώρηση. Οι Βουλγαρικές ενισχύσεις καθυστέρησαν να μεταβούν στο μέτωπο.

Οι Ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν(05/07) την Δοϊράνη, όμως δεν κατάφεραν να κυκλώσουν τον Βουλγαρικό στρατό. Στη συνέχεια με συνδυασμένες Ελληνοσερβικές ενέργειες, οι Βούλγαροι απωθήθηκαν(11/07) προς Βορά, κατά μήκος του π. Στρυμόνα. Κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων απελευθερώθηκαν από τον Ελληνικό στρατό, Σιδηρόκαστρο, Σέρρες. Ελληνικές δυνάμεις προωθήθηκαν βαθιά στο Βουλγαρικό έδαφος, ακόμα και σε εδάφη της «Παλαιάς Βουλγαρίας» (1878-1912), απειλώντας την Σόφια από Νότο.

 

ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΛΗΞΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ

Όταν ο Σερβικός στρατός σταμάτησε τις επιχειρήσεις, ο διάδοχος Κωνσταντίνος πιστεύοντας ότι οι Βούλγαροι είχαν ηττηθεί συνέχισε την προέλαση του Ελληνικού Στρατού Βόρεια παρά τις αντιρρήσεις του Βενιζέλου για να συντρίψει και ταπεινώσει τους Βουλγάρους. Οι Ελληνικές δυνάμεις προωθήθηκαν στα στενά της Kresna (24/07). Ταυτόχρονα, οι Βούλγαροι μετέφεραν δυνάμεις από το Σερβικό μέτωπο ενώ οι Ελληνικές δυνάμεις προήλασαν κατά μήκος του π. Στρυμόνα διαδοχικά από Kresna σε Simitli και τελικά έφτασαν στην Dzhumaya (Blagoevgrad).

Ο Ελληνικός στρατός, λόγω εφοδιαστικών προβλημάτων και εξάντλησης από την επίμονη επέλαση, αναγκάστηκε να ανακόψει την πορεία του. Σ’ αυτό το σημείο και οι 2 πλευρές θεώρησαν ότι περαιτέρω παράταση των συγκρούσεων δεν οδηγούσε πουθενά και συμφώνησαν σε ανακωχή. Ρουμανία και Οθωμανική Αυτοκρατορία, επωφελούμενες από τη δύσκολη θέση της Βουλγαρίας, της κήρυξαν τον πόλεμο και προέλασαν χωρίς αντίσταση στο Βουλγαρικό έδαφος.

OI ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ TOY ΣΕΡΒΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

Τη νύχτα της 16ης προς 17η Ιουνίου, που οι Βούλγαροι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κατά των Ελλήνων, επιτέθηκαν και κατά των Σέρβων. H 7η και μέρος της 4ης Βουλγαρικής Μεραρχίας ενεργούσαν κατά της 1ης Σερβικής Στρατιάς, ενώ η 8η και μέρος της 2ης εναντίον της 3ης Σερβικής Στρατιάς. Στις 17 Ιουνίου, οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Γευγελή, το Ιστίπ και το Ρέκτι-Μπούκι.

Το μεσημέρι της 17ης Ιουνίου, οι Σέρβοι εξαπέλυσαν γενική επίθεση με την 1η Στρατιά, η οποία κατέλαβε το Δρένεκ και ανέκτησε ολόκληρη τη δεξιά όχθη του ποταμού Σλέτοσκα. Απαραίτητη για τους Βούλγαρους ήταν η κατάληψη του Κριβολάκ, γιατί ήθελαν να διακόψουν την επαφή Ελλήνων και Σέρβων.

Τη νύχτα της 19ης προς 20η Ιουνίου, η 3η Σερβική Στρατιά, που μέχρι τότε δεν είχε σημειώσει αξιόλογες επιτυχίες, κατόρθωσε και αυτή να ανακόψει τη Βουλγαρική προέλαση. Την ίδια ημέρα, η 1η Σερβική Στρατιά άρχισε νέα επίθεση, που συνεχίστηκε και την επόμενη ημέρα, οπότε οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. H 7η βουλγαρική Μεραρχία και στη συνέχεια η 8η υποχώρησαν προς τα Κότσανα, που καταλήφθηκαν από τους Σέρβους, στις 21 Ιουνίου.

Στις 24 Ιουνίου, η 3η Σερβική Στρατιά ανακατέλαβε το Κριβολάκ και έθεσε υπό την κατοχή της την αριστερή όχθη του Μπρεγκαλνίτσα. H επίθεση συνεχίστηκε και στις 25 Ιουνίου, κυρίως προς το Ιστίπ, που καταλήφθηκε χωρίς μάχη. Οι πολεμικές αυτές επιχειρήσεις από τις 17 έως τις 26 Ιουνίου 1913, είναι γνωστές στη στρατιωτική ιστορία ως επιχειρήσεις του Μπρεγκαλνίτσα, οι οποίες προκάλεσαν μεγάλες απώλειες και στους δύο αντιπάλους.

Στο μεταξύ, ο Βούλγαρος στρατηγός, Ράτκο Δημήτριεφ, που από τις 21 Ιουνίου 1913 ανέλαβε τα καθήκοντα του βοηθού αρχιστράτηγου, επιδίωξε να φέρει αντιπερισπασμό στο Σερβικό μέτωπο, με κάποια δράση βορειότερα στο Εγκρί Παλάνκα. O αντιπερισπασμός, όμως, αυτός δεν απέβλεπε σε κάποιο οριστικό σχέδιο, αλλά απλώς σε τοπικούς αγώνες και ως μόνο αποτέλεσμα είχε την άσκοπη αιματοχυσία και από τα δύο μέρη.

Στο Εγκρί Παλάνκα είχαν τοποθετηθεί οι δύο Σερβικές μεραρχίες του Δούναβη, οι οποίες έπρεπε να αντιμετωπίσουν την 4η Βουλγαρική Στρατιά, καθώς και μέρος της 5ης. Στις 20 Ιουνίου, οι Βούλγαροι κατείχαν την αριστερή όχθη της Νουμπροβνίτσας, αλλά μετά την απώθηση των Βουλγάρων στο Μπρεγκαλνίτσα, έφθασαν εκεί Σερβικές ενισχύσεις και στις 4 Ιουλίου, η 1η Σερβική Στρατιά εξαπέλυσε τοπική επίθεση.

Τρεις ημέρες αργότερα, εξαπολύθηκε νέα τοπική επίθεση από τη μεραρχία του Δούναβη. Στα παλαιά Σερβοβουλγαρικά σύνορα, οι επιχειρήσεις είχαν δευτερεύουσα σημασία, γιατί οι Βούλγαροι αποσκοπούσαν κυρίως να εμποδίσουν την προέλαση των Σέρβων προς την πεδιάδα της Σόφιας.

 

ΡΟΥΜΑΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΠΡΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

H Ρουμανία καιροφυλακτούσε μέχρι την τελευταία στιγμή και όταν συνειδητοποίησε ότι η πλάστιγγα έκλινε κατά της Βουλγαρίας, αποφάσισε να επέμβει ενόπλως, αφενός για να επωφεληθεί εδαφικά από την κατάληψη της νότιας Δοβρουτσάς, αφετέρου για να παρουσιασθεί ως δύναμη που κρατούσε τα σκήπτρα και την ηγεμονία στα Βαλκάνια.

Επιστράτευσε πέντε σώματα στρατού και δύο μεραρχίες ιππικού, συνολικής δύναμης 200.000 ανδρών και 500 πυροβόλων υπό την αρχιστρατηγία του διαδόχου Φερδινάνδου, με επιτελάρχη το στρατηγό Αβαρέσκο, και στις 27 Ιουνίου κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας. H ρουμανική προέλαση δεν συνάντησε σχεδόν καμία αντίσταση. Το 5ο ρουμανικό Σώμα Στρατού ανέλαβε την κατάληψη της νότιας Δοβρουτσάς.

Δύο φάλαγγες βάδισαν προς το Μπάλτσικ. Την πρώτη ημέρα του πολέμου καταλήφθηκε η Σιλίστρια. Στις 30 Ιουνίου, οι Ρουμάνοι εισέβαλαν στο Τουρτουκάϊ και στις 2 Ιουλίου στη Βάρνα. H προέλαση των Ρουμάνων προς τη Σόφια δεν συνάντησε καμία αντίσταση. Έτσι, την ημέρα της ανακωχής (18 Ιουλίου), ο ρουμανικός στρατός απείχε από τη Σόφια 30 χιλιόμετρα περίπου και οι αντιμαχόμενοι αποδέχθηκαν τους όρους της ανακωχής.

ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΠΡΟΣ ΘΡΑΚΗ

Εκτός από τη Ρουμανία και η Τουρκία, καθώς καταβάλλονταν η Βουλγαρία, έσπευσε να ανακαταλάβει χαμένα εδάφη, κυρίως την Αδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησιές. Για το σκοπό αυτό συγκροτήθηκε στρατιά από πέντε σώματα στρατού, πολύ μικρής δύναμης, και μια ταξιαρχία ιππικού υπό την αρχιστρατηγία του Αχμέτ Ιζέτ πασά, που άρχισε στις 29 Ιουνίου την προέλασή της προς τη Θράκη.

Την 1η Ιουλίου κατέλαβε το Μουρατλί και την Ιστράντζα και την επομένη έφθασε στο Λουλέ Μπουργκάς. Στις 6 Ιουλίου έφθασε μπροστά στις Σαράντα Εκκλησιές και στην Αδριανούπολη, τις οποίες κατέλαβε τρεις ημέρες αργότερα, στις 9 Ιουλίου.

ΟΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗΣ

Παρά τη μεταφορά της διαμάχης από τα μακεδονικά οροπέδια στα σαλόνια του Βουκουρεστίου, ήταν σίγουρο ότι και αυτή η μάχη θα ήταν εξίσου σκληρή. Ο Βενιζέλος καλείτο τώρα να δώσει τη μάχη για λογαριασμό της Ελλάδας στο διπλωματικό πεδίο, γνωρίζοντας ότι τα εμπόδια που θα συναντούσε θα ήταν πολλά. Με δεδομένη τη γενική εικόνα της Ελλάδας και τη δυσμενή κατάσταση (διπλωματικά και στρατιωτικά), έπρεπε να χειρισθεί το ζήτημα με μεγάλη σταθερότητα αλλά παράλληλα με πνεύμα συμβιβασμού.

Οι διπλωματικές πιέσεις των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων, οι υπερβολικές διεκδικήσεις της Βουλγαρίας και η αδιάλλακτη στάση του Κωνσταντίνου αποτελούσαν ως έναν βαθμό εμπόδιο στις διαπραγματευτικές κινήσεις του. Οι συνοριακές διαφορές των Σέρβων και των Ρουμάνων με τη Βουλγαρία διευθετήθηκαν στο συνέδριο σχεδόν αμέσως. Το παιχνίδι θα παιζόταν και πάλι μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας.

Όλο το διπλωματικό βάρος των Βουλγάρων συγκεντρωνόταν σε ένα σημείο: ό,τι απέμενε πλέον από τα μεγαλεπήβολα σχέδιά τους για έξοδο σε τέσσερις θάλασσες ήταν να διατηρήσουν όσο το δυνατό περισσότερη έκταση παραλίων του Αιγαίου και ένα τουλάχιστον αξιόλογο λιμάνι. Στις αξιώσεις αυτές οι Βούλγαροι δεν ήταν μόνοι, αλλά διέθεταν την υποστήριξη της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας. Έτσι, το διπλωματικό πεδίο ήταν σίγουρα ευνοϊκό γι’ αυτούς.

Ο Ρώσος υπουργός των Εξωτερικών, Σαζόνωφ, παίζοντας ακόμη πιο σκληρά το διπλωματικό παιχνίδι, έλεγε χαρακτηριστικά: «Η Ελλάδα διαθέτει τόσα λιμάνια ώστε να μη γνωρίζει πώς θα τα χρησιμοποιήσει. Θα λάβει τη Θεσσαλονίκη. Ανατολικά της Θεσσαλονίκης μόνο η Καβάλα είναι δυνατό να αποτελέσει ένα αξιόλογο λιμάνι… Είναι δίκαιο η Βουλγαρία να έχει λιμάνι στη θάλασσα του Αιγαίου…».

Από την πρώτη κιόλας επίσημη συνάντηση των Ελλήνων με τους Βουλγάρους κατέστη σαφέστατο ότι η διάσκεψη θα επικεντρωνόταν αποκλειστικά στη διεκδίκηση της Καβάλας. Οι Βούλγαροι πρότειναν η συνοριακή γραμμή να αρχίζει από τον κόλπο του Ορφανού και να συνεχίζεται με τέτοιον τρόπο, ώστε όλη σχεδόν η ανατολική Μακεδονία (και φυσικά και η Καβάλα) να περιέλθει στη Βουλγαρία.

Η Ελλάδα, από την πλευρά της, ζήτησε η μεθόριος να αρχίζει μερικά χιλιόμετρα δυτικά του Δεδέαγατς, δηλαδή τη λεγόμενη γραμμή της Μάκρης (δυτικά της Αλεξανδρούπολης). Επιχειρήματα του Βενιζέλου για τις αξιώσεις της Ελλάδας αποτελούσαν κατ’ αρχάς το γεγονός της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμού (το μεγαλύτερο μέρος του οποίου αποτελείτο από Έλληνες) και επίσης η δημιουργία ισορροπίας μεταξύ των τεσσάρων κρατών, Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Ρουμανίας.

Ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο ο Βενιζέλος ζητούσε τη γραμμή της Μάκρης ήταν ότι σε περίπτωση ανάγκης θα μπορούσε τουλάχιστον να κρατήσει τη συνοριακή γραμμή του Νέστου. Το συνέδριο είχε διαιρεθεί σε δύο στρατόπεδα. Με το μέρος της Βουλγαρίας τάσσονταν, όπως προαναφέραμε, η Ρωσία και η Αυστροουγγαρία. Η τελευταία, μάλιστα, διεμήνυε ότι θα υποστήριζε τη Βουλγαρία ακόμη και με στρατιωτικά μέσα, ενώ η Αγγλία και η Ιταλία παρέμεναν επιφυλακτικές.

Η μόνη χώρα που παρέμενε στο πλευρό της Ελλάδας ήταν η Γαλλία, η οποία όμως έβλεπε ότι με τη στάση της έθετε σε κίνδυνο τη συμμαχία της με τη Ρωσία. Ο Βενιζέλος κατάλαβε ότι η Ελλάδα χρειαζόταν βοήθεια και για τον σκοπό αυτό πληροφόρησε τον Κωνσταντίνο ότι η συνδρομή της Γερμανίας θα ήταν πολύτιμη.

Ο Βασιλιάς, με τηλεγράφημά του στις 17 Ιουλίου 1913 προς τη σύζυγό του Σοφία, της ζήτησε να στείλει μήνυμα προς τον αδελφό της Κάιζερ Γουλιέλμο Β’ με την παράκληση να βοηθήσει την Ελλάδα στο θέμα της Καβάλας. Πράγματι, μετά το μήνυμα της Σοφίας ο Γερμανός αυτοκράτορας τηλεγράφησε προς τον Βασιλιά της Ρουμανίας Κάρολο, που είχε διαιτητικό ρόλο στο συνέδριο, τα εξής:

«Βερολίνον 19 Ιουλίου 1913. 

Αυτού Μεγαλειότητα Βασιλέα Βουκουρεστίου. Δύνασαι να κάμης τίποτε διά την Καβάλαν; Αποβλέπω συμπαθώς εις το ζήτημα τούτο. Εγκαρδίους χαιρετισμούς και ευχάς διά την επιτυχίαν σου. 

Γουλιέλμος».

Αυτή η ανέλπιστη ενίσχυση της Γερμανίας ήταν πράγματι πολύτιμη για την Ελλάδα, δεν στάθηκε όμως ικανή να κάμψει τη Βουλγαρική αδιαλλαξία. Ο Βενιζέλος ήταν διατεθειμένος να φθάσει ακόμη και μέχρι τον πόλεμο για το θέμα της Καβάλας, γνώριζε όμως ότι σε μια τέτοια περίπτωση η Ελλάδα θα πολεμούσε μόνη εναντίον των Βουλγάρων, γιατί ούτε η Γαλλία ούτε η Γερμανία ήταν διατεθειμένες να εμπλακούν σε πόλεμο για τα παράλια του Αιγαίου.

Παρόλο που η περίπτωση πολέμου δεν αποκλειόταν, ο Βενιζέλος ήθελε να εξαντλήσει κάθε ειρηνικό μέσο για την επίλυση του θέματος. Η Σερβία και η Ρουμανία διεμήνυαν στον Βενιζέλο ότι ήταν απαραίτητη κάποια υποχωρητικότητα από την πλευρά της Ελλάδας, ώστε να παρουσιασθεί η Βουλγαρία ως αδιάλλακτη. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατάλαβε ότι, για να σώσει την Καβάλα, έπρεπε να θυσιάσει τη γραμμή της Μάκρης και, σε έσχατη περίπτωση, ακόμη και αυτή του Πόρτο – Λάγος.

Προτού παρουσιάσει τις νέες προτάσεις στο συνέδριο, ο Βενιζέλος ζήτησε την έγκριση του Κωνσταντίνου, εξηγώντας ότι η γραμμή Νέστου ήταν το μέγιστο που θα μπορούσε να επιτύχει η Ελλάδα, αλλά και το ελάχιστο το οποίο θα δεχόταν. Η απάντηση του Βασιλιά ήταν σαφής: «Ως τελευταίον όριον δέχομαι την γραμμήν του Νέστου, εάν είναι τελείως αδύνατον να εκταθώμεν περισσότερον».

Με τη στήριξη του Κωνσταντίνου ο Βενιζέλος έκανε γνωστές τις νέες προτάσεις της Ελλάδας, περιορίζοντας έτσι τις αξιώσεις της από τη γραμμή της Μάκρης στη γραμμή Πόρτο – Λάγος. Οι Βούλγαροι αρνήθηκαν κατηγορηματικά τη νέα πρόταση του Βενιζέλου επιδεικνύοντας για μια ακόμη φορά αδιαλλαξία προς την Ελλάδα, η οποία τώρα παρουσιαζόταν διαλλακτική, κερδίζοντας παράλληλα με τη στάση της τη Ρουμανία και τη Σερβία, οι οποίες τάσσονταν πλέον ανοικτά στο πλευρό της.

Ο έξυπνος διπλωματικός ελιγμός του Βενιζέλου δυστυχώς αμαυρώθηκε από ένα αιφνίδιο τηλεγράφημα του Κωνσταντίνου, με το οποίο ο Βασιλιάς κατηγορούσε τον Βενιζέλο για αδικαιολόγητη υποχωρητικότητα: «Λυπούμαι υπερβολικά, διότι τόσον ταχέως εφθάσατε εις το μίνιμουμ των αξιώσεών μας. Εάν οι Βούλγαροι δεν υποχωρήσουν και τώρα, θα αναγκασθείτε να υποχωρήσετε και πάλιν και χάνομεν το ελάχιστον, το οποίο διεκδικούμεν».

Ο Κωνσταντίνος δεν διέβλεπε την ανάγκη υποχώρησης από τη γραμμή της Μάκρης και η αψυχολόγητη επέμβασή του, η οποία άφησε εμβρόντητο τον Βενιζέλο, σίγουρα δεν βοηθούσε την εθνική υπόθεση. Με μια μακροσκελή έκθεσή του ο Βενιζέλος διεμήνυσε στον Κωνσταντίνο ότι η στάση του θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί αυθαίρετη και ασυνάρτητη, εάν αναιρούσε και πάλι όσα είχε δεχθεί προηγουμένως, και κατέληγε υποβάλλοντας την παραίτησή του.

Το συνέδριο κινδύνευε για μια ακόμη φορά να τερματισθεί, και μάλιστα με καταστρεπτικές για την Ελλάδα συνέπειες. Ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε το λάθος του και με ένα νέο μήνυμα παρακάλεσε τον Βενιζέλο να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις, διαβεβαιώνοντάς τον παράλληλα ότι σκοπός του δεν ήταν να επιβάλει τη γνώμη του, αλλά μόνο να εκφράσει τα αισθήματά του. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η Ελλάδα, με την ανοικτή υποστήριξη της Γαλλίας, της Γερμανίας, αλλά και της Σερβίας και της Ρουμανίας, έφερε τη Βουλγαρία σε δύσκολη θέση.

Η τελευταία, αντιμέτωπη με την ενισχυμένη θέση της Ελλάδας και τις πιέσεις των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, δέχθηκε τις προτάσεις του Βενιζέλου. Η Καβάλα είχε σωθεί. Με την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου, στις 28 Ιουλίου 1913, καθορίσθηκαν τα νέα σύνορα μεταξύ της Βουλγαρίας από τη μια πλευρά, και της Ρουμανίας, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Ελλάδας από την άλλη.

Η νέα συνοριακή γραμμή μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας άρχιζε από τα Βουλγαροσερβικά σύνορα (συγκεκριμένα από το όρος Μπέλες) και κατέληγε στις εκβολές του Νέστου, 50 χλμ. δυτικά της Καβάλας. Τη συνθήκη για λογαριασμό της Ελλάδας υπέγραφαν οι Ε. Βενιζέλος, Δ. Πάνας, Ν. Πολίτης, λοχαγός Α. Εξαδάκτυλος και λοχαγός Πάλλης. Ο Βασιλιάς συνεχάρη τον Βενιζέλο και, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις μεγάλες υπηρεσίες του προς την πατρίδα, του απένειμε τον Μεγαλόσταυρο του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος.

Προς τον Ελληνικό στρατό ο Κωνσταντίνος απηύθυνε ένα συγκινητικό διάγγελμα, εκφράζοντας τον θαυμασμό και την υπερηφάνεια του για τα κατορθώματα των Ελλήνων στρατιωτών, χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων τον χαρακτηρισμό «Σεις είσθε οι εργάται της μεγαλυνθείσης ταύτης Νέας Ελλάδος».

 

H ΣΥΝΘΗΚΗ TOY ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ

Ενώ στο μέτωπο συνεχίζονταν οι επιχειρήσεις, στο Βουκουρέστι άρχιζε, στις 17 Ιουλίου, η διάσκεψη ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων, μετά από σχετικό αίτημα της Βουλγαρίας. Την Ελλάδα αντιπροσώπευε ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Κατά την πρώτη συνεδρίαση αποφασίστηκε η σύναψη πενθήμερης αναστολής των εχθροπραξιών, η οποία θα άρχιζε από την επομένη, 18 Ιουλίου.

Οι διαφορές γύρω από τον καθορισμό των Βουλγαρικών συνόρων με τη Ρουμανία και τη Σερβία επρόκειτο να ρυθμιστούν χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. H Σόφια εντόπιζε τις προσπάθειές της στην εξασφάλιση της ευρύτερης δυνατής εξόδου προς τη θάλασσα του Αιγαίου. Οι Βούλγαροι, στην πρώτη επίσημη συνάντησή τους με τους Έλληνες αντιπροσώπους, πρότειναν ως ακραίο συνοριακό σημείο την κάθετη γραμμή από τον κόλπο του Ορφανού μέχρι τη συμβολή της Σερβοβουλγαρικής μεθορίου.

H Ελλάδα ζητούσε ως ακραίο συνοριακό σημείο τη γραμμή Μάκρης, 10 χιλιόμετρα δυτικά της Αλεξανδρούπολης. H Βουλγαρία απέρριψε ως τελείως απαράδεκτη την πρόταση αυτή της Ελλάδας και αρνούνταν να αποδεχθεί την Ελληνική απαίτηση για την Καβάλα. H Αυστρία και η Ρωσία τάσσονταν στο πλευρό της Βουλγαρίας, υποστηρίζοντας ότι είναι δίκαιο να έχει η Βουλγαρία ένα λιμάνι στη θάλασσα του Αιγαίου.

Απέναντι στη φιλοβουλγαρική στάση της Αυστρίας και της Ρωσίας, η Ιταλία και η Αγγλία εμφανίζονταν περισσότερο επιφυλακτικές, ενώ η Γαλλία ήταν η μόνη που είχε ταχθεί υπέρ της Ελλάδας. Αλλά στις 24 Ιουλίου, ο Ρουμάνος πρωθυπουργός, Μαγιορέσκου, απείλησε ότι, αν η Βουλγαρική αντιπροσωπία δεν αποδεχόταν την Ελληνική απαίτηση για την Καβάλα, τότε η Ρουμανία και η Σερβία θα ακύρωναν τις συμφωνίες που εκείνες είχαν κάνει με τη Βουλγαρία και θα επαναλάμβαναν τις εχθροπραξίες.

Στο μεταξύ, ο Βενιζέλος εγκατέλειψε την απαίτηση για ακραίο συνοριακό σημείο τη γραμμή Μάκρης-Πέριλικ, προκειμένου να εξασφαλίσει την επέκταση των Ελληνικών συνόρων ως το Νέστο ποταμό, 50 χιλιόμετρα ανατολικά της Καβάλας. Έτσι, κάμφθηκε η Βουλγαρική επιμονή και έγιναν αποδεκτές οι Ελληνικές απαιτήσεις και από τους Βούλγαρους.

Στις 28 Οκτωβρίου υπογράφτηκε οριστικά στο Βουκουρέστι το κείμενο της συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στη Βουλγαρία, από τη μία πλευρά, και τη Ρουμανία, την Ελλάδα, το Μαυροβούνιο και την Σερβία, από την άλλη, με την οποία τερματιζόταν η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ των Βαλκανικών κρατών.

Με τα άρθρα 2, 3 και 4 καθορίζονταν τα νέα σύνορα της Βουλγαρίας με τη Ρουμανία και τη Σερβία. Με το άρθρο 5 προβλεπόταν η χάραξη της οροθετικής γραμμής μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας από την κορυφογραμμή του όρους Μπέλες, συναντούσε το Στρυμόνα στη συμβολή με το Μπίστριτσα, κατευθυνόταν μέσω του υψώματος Περίβλεπτο-ύψωμα Πλάκες και του όρους Κουσλάρ στις εκβολές του Νέστου ποταμού.

Δηλαδή περιέρχονταν στη Βουλγαρία η Δυτική Θράκη και η περιοχή Μελένικο και Νευροκόπι, ενώ ο υπόλοιπος χώρος που είχε απελευθερωθεί από τον Ελληνικό στρατό παρέμενε τελικά στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, επιπλέον, περιερχόταν και η Κρήτη, η οποία με την προκαταρκτική συνθήκη του Λονδίνου (17 Μαΐου 1913) είχε παραχωρηθεί από την Τουρκία στους συμμάχους, αφού η Βουλγαρία παραιτούνταν και τυπικά από κάθε αξίωσή της.

 

Τα Προηγηθέντα της Συνθήκης

Οι διαπραγματεύσεις της διάσκεψης για τη συνομολόγηση της συνθήκης αυτής διεξάχθηκαν στο Βουκουρέστι σε έναν αγώνα προσδιορισμού των νέων συνόρων και ειδικότερα των Σερβοβουλγαρικών και των Ελληνοβουλγαρικών (στη Θράκη). Πριν όμως τη σύγκληση της διάσκεψης αυτής είχαν προηγηθεί οι ακόλουθες πολιτικές, διπλωματικές και άλλες στρατιωτικές ενέργειες:

Στις 26 Απριλίου (1913) ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος ενημερώνει εγγράφως τον Στογιάν Δάνεφ περί μη ύπαρξης σχετικής συμφωνίας μεταξύ Σερβίας και Ελλάδος δηλώνοντάς του πως γενικά οι Έλληνες επιθυμούν να καταστήσουν την υπό κυριαρχία τους Θεσσαλονίκη ελεύθερο λιμένα και επιπρόσθετα πως αν επιχειρηθεί χωριστή συμφωνία με τη Βουλγαρία οι Έλληνες είναι πρόθυμοι να παύσουν να ενδιαφέρονται για τις Σερβοβουλγαρικές διαφορές που αφορούσαν το Μοναστήρι κ.ά.

(Σημειώνεται πως την πρόταση αυτή του Βενιζέλου επικαλέστηκε αργότερα ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Ιβάν Γκέσοφ σε Γαλλόφωνο βιβλίο που εξέδωσε προκειμένου να αποδείξει ότι η Ελλάδα τότε, στο Βουκουρέστι, δεν απαιτούσε κανένα ζωτικό συμφέρον στη διανομή της Μακεδονίας).

Παράλληλα όμως ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Γκέσοφ επιζητούσε πρώτα να επιλυθεί, με τη βοήθεια της ομόθρησκης Ρωσίας, η Σερβοβουλγαρική διαφορά προκειμένου στη συνέχεια να μείνει μόνο εκείνη με την Ελλάδα (κατά τις επιστολές Γκέσοφ – Σαζόνοφ). Την ίδια περίοδο η Αυστροουγγαρία συμβουλεύει τη Βουλγαρία να λάβει υπόψη της την κατάσταση όπως εξελίχθηκε και να προβεί σε θυσίες προκειμένου να φτάσει σε συμφωνία με τη Ρουμανία.

Στο μεταξύ στις 19/30 Μαΐου 1913 υπογράφεται η Συνθήκη Λονδίνου (1913) σύμφωνα με την οποία όλα τα εδάφη δυτικά της “Γραμμής Αίνου-Μηδείας”, εκτός Αλβανίας, παραχωρούνται στους νικητές, καθώς και κάποια εδάφη της Θράκης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Δυστροπώντας όμως οι Βούλγαροι να εκκενώσουν εδάφη που παραχωρούνταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Σουλτάνος διέταξε τον Ισμέτ πασά με Τουρκικές δυνάμεις να εισβάλει στα συγκεκριμένα κατεχόμενα υπό τη Βουλγαρία εδάφη και να ανακαταλάβει αυτά. Ο Ισμέτ πασάς, όμως, προήλασε και πέραν της γραμμής Αίνου-Μηδείας καταλαμβάνοντας και την Αδριανούπολη.

Όταν όμως έγινε γνωστό ότι Τούρκοι αιχμάλωτοι και Μουσουλμανικοί πληθυσμοί σφαγιάζονταν σε αντίποινα από τους Βουλγάρους, ο Σουλτάνος απείλησε έναρξη νέου πολέμου (σημειώνεται πως αντ’ αυτού και μετά την παρούσα συνθήκη ακολούθησαν η διμερής Βουλγαροτουρκική Συνθήκη Κωνσταντινούπολης το 1913, και η Ελληνοτουρκική Συνθήκη Αθηνών, το 1913).

Οι Μεγάλες Δυνάμεις

Η θέση των Μεγάλων Δυνάμεων όπως αυτή εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης των Βαλκανικών Βασιλείων στο Βουκουρέστι, και ειδικότερα επί των Ελληνικών αιτημάτων, ήταν η ακόλουθη:

  1. Τόσο πρώτη η Γερμανία όσο και η Γαλλία υποστήριξαν θερμά τις Ελληνικές θέσεις και μάλιστα σε βαθμό που η δεύτερη εκ του γεγονότος αυτού να περιέλθει σε διπλωματική ψυχρότητα με τη σύμμαχό της Ρωσία.
  2. Η Ρωσία αντίθετα υποστήριξε θερμά όλα τα αιτήματα της Βουλγαρίας, όπως την παραχώρηση της Καβάλας κ.ά.
  3. Αλλά και η Αυστροουγγαρία υποστήριξε επίσης τη Βουλγαρία, και συγκεκριμένα ο υπουργός Εξωτερικών της, κόμης Μπέτερχολντ, εξέφρασε την «αδικία» σε βάρος της Βουλγαρίας που επιχειρούνταν με τη διαρρύθμιση των συνόρων της με την Ελλάδα και τη Σερβία, προβάλλοντας λόγους τόσο εθνολογικούς όσο και οικονομικούς.
  4. Τέλος η Αγγλία και η Ιταλία δεν εναντιώθηκαν αλλά ούτε και υποστήριξαν τα Ελληνικά αιτήματα και ιδιαίτερα για την παραχώρηση της Καβάλας στη Βουλγαρία. Αξίζει όμως να αναφερθεί η διπλωματική στάση της Αγγλίας, όπως δηλώθηκε από τον πρέσβη της στο Ρουμάνο πρωθυπουργό και υπουργό των Εξωτερικών Μαγιορέσκου, που είχε ως εξής:

«Οποιαδήποτε κι αν είναι η απόφαση της Συνδιάσκεψης αυτής του Βουκουρεστίου, η Αγγλική κυβέρνηση επιφυλάσσει στον εαυτόν της το δικαίωμα της αναθεώρησής της, προς υπεράσπιση των Βρετανικών συμφερόντων».

Επειδή στη θέση αυτή δε συνέπραξαν το ίδιο και οι πρέσβεις της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, αναγκάστηκε ο Άγγλος πρέσβης να σπεύσει και να αποσύρει έγκαιρα την παραπάνω δήλωσή του ανακοινώνοντας σχετικά στον Μαγιορέσκου την απόφασή του αυτή.

Η Συνθήκη

Γενικά η Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) με την άμεση σχετικά συνομολόγηση και υπογραφή της υπήρξε πολύ σημαντική ιδιαίτερα στους Συμμάχους (Ελλάδα, Σερβία και Ρουμανία) διά της οποίας, εκτός του ότι ορίστηκαν τα σύνορα της ηττημένης Βουλγαρίας με τις όμορες σύμμαχες και νικήτριες χώρες, ταυτόχρονα απετράπη και η όποια ανάμειξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε Βαλκανικά πλέον ζητήματα, εκτός από της εκ μέρους της τελευταίας ανακατάληψη της Αδριανούπολης καθώς και τμημάτων της Ανατολικής Θράκης μέχρι τον ποταμό Έβρο.

Πρόσθετα όμως για την Ελλάδα με τη συνθήκη αυτή άρχισε και να οριστικοποιείται και η ποθητή λύση ενός μεγάλου επίσης ζητήματος, του Κρητικού, που ακόμα χρονοτριβούσε. Αν και η συνθήκη αυτή δε συμπεριέλαβε διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό συνόρων μεταξύ των νικητριών χωρών, εντούτοις οι κύριες συνέπειες εξ αυτής της ήταν:

  • Η Σερβία να λάβει υπό τη κυριαρχία της όλη τη βόρεια Μακεδονία μέχρι τη Ραντοβίτσα και τη Στρομνίτσα περιλαμβάνοντας το Μοναστήρι και το μεγαλύτερο τμήμα του Βαρδάρη (Βαρντάσκας). Τα δε Ελληνοσερβικά σύνορα είχαν όμως καθοριστεί από συνελθούσα ειδική διμερή επιτροπή που συνέταξε ιδιαίτερο πρακτικό το οποίο και είχαν προσυπογράψει, επτά ημέρες πριν, στις 3 Αυγούστου 1913, οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Σερβίας, Ελευθέριος Βενιζέλος και Νικόλα Πάσιτς, αντίστοιχα.
  • Τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα (οροθετική γραμμή) σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης και του προσαρτημένου στη συνθήκη Πρωτοκόλλου της 17ης Αυγούστου (1913) καθορίζονται ανατολικά μεν μεταξύ του όρους Μπέλες και των εκβολών του ποταμού Νέστου στο Αιγαίο, και βόρεια από εγγύς Στρομνίτσας μέχρι όρους Μπέλες.
  • Η Ρουμανία μετά την επίθεση που ξεκίνησε η Βουλγαρία παρασυρόμενη από το πάθος πολεμικής λύσης είχε εισβάλει στη Βουλγαρία, από την οποία και προσάρτησε τη βουλγαρική Δομβρουτσά.
  • Η δε Οθωμανική Αυτοκρατορία επανέκτησε την Αδριανούπολη και τμήματα της Ανατολικής Θράκης.
  • Αλλά και η Βουλγαρία, αν και ηττημένη, διατήρησε το Μελένοικο και το Νευροκόπι στη βόρεια Μακεδονία καθώς και τη Δυτική Θράκη, εκτός της Καβάλας. Συνεπώς η Βουλγαρία, από τη συνθήκη αυτή, εξήλθε πολλαπλά κερδισμένη τόσο σε έκταση, όσο και σε πληθυσμό. Συγκεκριμένα έστω και με τα εδάφη που της απέμειναν από εκείνα που είχε προσαρτήσει στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο έφτανε σε έκταση και πληθυσμό την Ελλάδα, υπερβαίνοντας και τη Σερβία.

Έτσι, έληξε ο B’ Βαλκανικός πόλεμος, κατά τον οποίο ο Ελληνικός στρατός επέδειξε απαράμιλλο ηρωισμό και έγραψε μία από τις λαμπρότερες σελίδες στην ιστορία του Ελληνικού έθνους.

 

Η ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΕΙΡΗΝΗ ΥΠΟΔΑΥΛΙΖΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Στις 10 Αυγούστου 1913 υπογράφηκε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, επισφραγίζοντας το τέλος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Οι παλιοί σύμμαχοι του Α’ Βαλκανικού Πολέμου είχαν διασπαστεί και αναμετρηθεί μεταξύ τους σε έναν πόλεμο ο οποίος, παρ’ όλο που διήρκεσε μόλις έναν μήνα, υπήρξε πολύ πιο φανατισμένος, αιματηρός και καταστροφικός από τον προηγούμενο.

Το 1912 οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι, Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο, ενωμένοι είχαν συγκρουστεί με την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε μια αναμέτρηση η οποία είχε τα χαρακτηριστικά της θρησκευτικής σύγκρουσης μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων αφενός και που πρόβαλλε το ιδεώδες της ελευθερίας των υπόδουλων λαών αφετέρου.

Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος απέδειξε ότι στη διεθνή πολιτική δεν υπάρχουν αυτονόητες συμμαχίες με βάση θρησκευτικές ή πολιτισμικές συγγένειες: Ελληνες, Σέρβοι και Μαυροβούνιοι συμμάχησαν με τον «προαιώνιο εχθρό» τους, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εναντίον της Βουλγαρίας. Στη συμμαχία αυτή εναντίον της Βουλγαρίας προσχώρησε και η Ρουμανία. Η Βουλγαρία πλήρωσε ακριβά τον Μαξιμαλισμό και τη φιλοπόλεμη επιπολαιότητα των ηγετών της. Κατάφερε βεβαίως να διατηρήσει την έξοδο στο Αιγαίο, αλλά έχασε το μεγαλύτερο μέρος των κτήσεών της από τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο.

Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου καθόρισε τα νέα σύνορα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ύστερα από δύο διαδοχικούς πολέμους η Ελλάδα είχε κερδίσει την Ήπειρο, τη Νότια Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα, την Κρήτη, καθώς και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Η Σερβία απέκτησε το Κοσσυφοπέδιο, το Νόβι Παζάρ, καθώς και τη Βόρεια και Κεντρική Μακεδονία, μαζί με το Μοναστήρι. Στη Ρουμανία δόθηκε ένα σημαντικό μέρος της Δοβρουτσάς.

Η Βουλγαρία κράτησε ένα μικρό μέρος της Μακεδονίας, καθώς και τη Δυτική Θράκη. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατόρθωσε να ανακτήσει την Ανατολική Θράκη που είχε κατακτήσει η Βουλγαρία στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Η μικρή αυτή νίκη βεβαίως δεν ανέτρεπε την εικόνα της διάλυσης της Αυτοκρατορίας, η οποία είχε χάσει σχεδόν το σύνολο των Ευρωπαϊκών εδαφών της. Πράγματι, ο πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Τουρκίας είχε μειωθεί κατά 83% ενώ, αντίθετα, ο πληθυσμός της Ελλάδας είχε αυξηθεί κατά 68%, της Σερβίας κατά 82% και της Βουλγαρίας 29%.

Το λεγόμενο «Ανατολικό Ζήτημα», που ταλαιπωρούσε τη διεθνή διπλωματία επί δεκαετίες, είχε επομένως λυθεί με τα όπλα και σε πείσμα όλων των σχεδιασμών επί χάρτου. Το ζήτημα αυτό μπορεί να αναλυθεί σε τρεις άξονες: τον διπλωματικό ανταγωνισμό μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων για την κυριαρχία στα Οθωμανικά εδάφη· τη σταδιακή παρακμή της αυτοκρατορίας του Σουλτάνου· τα εθνικοαπελευθερωτικά, τέλος, κινήματα των Βαλκανικών λαών, οι οποίοι αγωνίζονταν για την ίδρυση των ιδιαίτερων εθνών-κρατών τους.

Στην κρίση της περιόδου 1875-1878 έδωσαν τέλος οι Μεγάλες Δυνάμεις με το Συνέδριο του Βερολίνου. Εκεί αποφασίστηκε η ανεξαρτητοποίηση του Μαυροβουνίου, της Ρουμανίας και της Σερβίας, η δημιουργία της Ηγεμονίας της Βουλγαρίας και της αυτόνομης επαρχίας της Ανατολικής Ρωμυλίας. Επιπλέον, η Υψηλή Πύλη υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και να παραχωρήσει αυτονομία και σε άλλες Ευρωπαϊκές κτήσεις της.

Η διοίκηση της Κύπρου παραχωρήθηκε στη Βρετανία, ενώ η Αυστροουγγαρία κατέλαβε τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Νόβι Παζάρ. Κανένα από τα Βαλκανικά έθνη δεν κατάφερε να πετύχει την εθνική του ολοκλήρωση μέσα σε ένα κράτος και η επιδίωξη της ολοκλήρωσης αυτής έγινε ο κύριος άξονας της εξωτερικής τους πολιτικής.

Αυτή ακριβώς η ορμή προκάλεσε πολλές κρίσεις: την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία και τον επακόλουθο Σερβοβουλγαρικό πόλεμο το 1885· τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897· τον ξεσηκωμό στη Μακεδονία το 1903· την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία και τη διακήρυξη της Βουλγαρικής ανεξαρτησίας το 1908· την Αλβανική εξέγερση της περιόδου 1910-1912 και κάποιες ακόμη μικρότερης σημασίας εντάσεις.

Όλοι οι Βαλκανικοί εθνικισμοί, όπως εκφράζονταν με τις αντίστοιχες «μεγάλες ιδέες» (η Μεγάλη Σερβία, η Μεγάλη Βουλγαρία υπήρχαν ως ιδεώδη, παράλληλα και σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ανταγωνιστικά, με την Ελληνική Μεγάλη Ιδέα), είχαν ως στόχο την απόκτηση εδαφών. Το «μεγάλο κράτος» από άποψη εδαφικής έκτασης ταυτιζόταν με την ανάπτυξη και την πρόοδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη στιγμή της ίδρυσής του το Ελληνικό κράτος πρόβαλλε ως μία από τις βασικές αιτίες της δυσπραγίας του την «εδαφική καχεξία».

Για το Ελληνικό κράτος, το οποίο είχε πετύχει, χωρίς πόλεμο, δύο φορές την επέκταση των συνόρων του, το 1864 (προσάρτηση Ιονίων) και το 1881 (προσάρτηση Θεσσαλίας και Άρτας), παρέμεναν ανοιχτά κυρίως δύο ζητήματα: το Κρητικό και το Μακεδονικό. Το αίτημα των Κρητών για ένωση με την Ελλάδα είχε διατυπωθεί από τα μέσα του 19ου αιώνα και δεν είχε αντισταθμιστεί από παραχωρήσεις προς τους Χριστιανούς και τις μεταρρυθμίσεις της Πύλης.

Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια του χριστιανικού πληθυσμού οδήγησε στην πρώτη Κρητική επανάσταση (1866-1869), το 1889 έγινε μια νέα απόπειρα να κηρυχθεί, μονομερώς, η ένωση με την Ελλάδα, ενώ μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, παρά την ήττα της Ελλάδας, η θέση του ύπατου αρμοστή της Κρήτης ανατέθηκε στον πρίγκιπα Γεώργιο, γιο του Βασιλέα της Ελλάδας Γεωργίου Α’.

Η Ελλάδα στήριζε διακριτικά και ανεπίσημα τον Κρητικό αγώνα, μέσω κυρίως πατριωτικών επιτροπών, όπως και στην περίπτωση της Μακεδονίας. Το Μακεδονικό Ζήτημα βεβαίως ήταν σαφώς πιο περίπλοκο από το Κρητικό. Η δημογραφική πολυμορφία της περιοχής, η ανάδυση πολλών αντίπαλων εθνικισμών στο ίδιο έδαφος και η ρευστότητα ακόμη και των γεωγραφικών ορίων της καθιστούσαν τη Μακεδονία τον πιο δυσεπίλυτο γρίφο του Ανατολικού Ζητήματος.

Μπροστά στον κίνδυνο της συστηματικής Βουλγαρικής διείσδυσης, ιδρύθηκε το Μακεδονικό Κομιτάτο (1903) και Ελληνικές ένοπλες ανταρτικές ομάδες οργανώθηκαν στη Μακεδονία. Ο Μακεδονικός αγώνας ενορχηστρώθηκε μυστικά από το Ελληνικό Προξενείο στη Θεσσαλονίκη και διήρκεσε ως την Επανάσταση των Νεότουρκων το 1908. Ωστόσο η λήξη του Μακεδονικού αγώνα δεν σήμαινε και λύση του Μακεδονικού Ζητήματος. Στην πραγματικότητα, το Μακεδονικό, όπως και το Κρητικό ζήτημα, θα βρει τη λύση του με τους Βαλκανικούς Πολέμους.

Εν τούτοις η λύση αυτή, όπως και η ειρήνη στα Βαλκάνια, δεν θα έχει τον χαρακτήρα οριστικής διευθέτησης. Πράγματι, η Συνθήκη του Βουκουρεστίου δεν έκλεισε εν τέλει τα ανοιχτά ζητήματα στα Βαλκάνια. Έγραφε χαρακτηριστικά η Διεθνής Επιτροπή για τη Διερεύνηση των Αιτίων και του Τρόπου Διεξαγωγής των Βαλκανικών Πολέμων Carnegie (1914):

«Από όσα είδε και άκουσε, η Επιτροπή δεν νιώθει καμιά αισιοδοξία αναφορικά με το άμεσο πολιτικό μέλλον της Μακεδονίας. Η Σερβία βρίσκεται τώρα σε εμπόλεμη κατάσταση με την Αλβανία, η Βουλγαρία μηρυκάζει αυτό που θεωρεί άδικη μεταχείριση και η Ελλάδα δεν νιώθει ακόμα ασφάλεια για το καθεστώς των νέων κτήσεων που προστέθηκαν στην επικράτειά της. Κανένα από αυτά τα έθνη δεν μπορεί να μειώσει τον στρατό του δίνοντας θέση στην ειρήνη, διότι οι γείτονές του είναι έτοιμοι να παραβιάσουν τις συνθήκες με την ίδια ευκολία με αυτήν που τις υπέγραψαν.

Αναμφίβολα, η μεγαλύτερη απειλή εναντίον της ηθικής και κοινωνικής ευημερίας των Βαλκανικών κρατών είναι η αυξανόμενη κυριαρχία του μιλιταρισμού, καθώς έτσι οι χώρες γίνονται έρμαια των εμπόρων όπλων και άλλου πολεμικού υλικού, δαπανούν τεράστια χρηματικά ποσά και οδηγούνται στην Εθνική Πτώχευση».

Καμία από τις χώρες επομένως δεν ήταν πλήρως ευχαριστημένη με τα νέα της σύνορα, ενώ η δυσαρέσκεια ήταν πολύ μεγαλύτερη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στη Βουλγαρία και στην Αλβανία. Η Ελλάδα απαιτούσε τα νησιά του Αιγαίου, η Σερβία επιδίωκε μια διέξοδο προς τη θάλασσα και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη· το Μαυροβούνιο ήθελε τη Σκόδρα και η Ρουμανία ενδιαφερόταν για την Τρανσυλβανία και τη Βεσαραβία.

Οι εθνικοί αυτοί πόθοι διαμόρφωσαν αντίστοιχα τις πολιτικές των Βαλκανικών κρατών λίγο πριν από το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος ξεκίνησε στα Βαλκάνια. Νικητές και ηττημένοι των Βαλκανικών Πολέμων προσχώρησαν στους δύο μεγάλους Ευρωπαϊκούς συνασπισμούς – τις Δυνάμεις της Αντάντ και τις Κεντρικές Δυνάμεις αντίστοιχα. Στην πραγματικότητα η περίοδος ανάμεσα στις 10 Αυγούστου 1913 και τις 28 Ιουνίου 1914 ήταν μια μικρή παρένθεση που προετοίμαζε τον επόμενο πόλεμο.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αν τον δούμε από τη Βαλκανική σκοπιά, ήταν η συνέχεια των Βαλκανικών Πολέμων.

 

Β’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΝΕΣΗ

Τη νύχτα της 15ης προς 16η Ιουνίου 1913 τα Βουλγαρικά στρατεύματα κατόπιν διαταγής του Τσάρου Φερδινάνδου , χωρίς ενημέρωση του Πρωθυπουργού του , επιτίθενται ταυτόχρονα κατά των Ελληνικών και Σερβικών δυνάμεων. Αργά το βράδυ μια τρομερή Βουλγαρική επίθεση εκδηλώνεται στη Γευγελή στο σημείο που συναντιούνται τα Ελληνικά και Σερβικά στρατεύματα και μια δεύτερη επίθεση εκδηλώνεται κατά των Ελληνικών θέσεων στις Ελευθερές –Πράβις.

Η Γευγελή την οποία κατείχαν οι Σέρβοι έπεσε γρήγορα , αλλά ο στόχος των Βουλγάρων ήταν οι τέσσερις Ελληνικές μεραρχίες που στρατοπέδευαν εκεί. Αν οι Βούλγαροι κατάφερναν να περάσουν και να καταλάβουν τις γέφυρες του Αξιού, θα κατάφερναν να υπερφαλαγγίσουν και τον Ελληνικό και τον Σερβικό στρατό. Ευτυχώς Έλληνες και Σέρβοι άντεξαν στην ξαφνική επίθεση και πέρασαν γρήγορα στην αντεπίθεση. Παράλληλα η 2η Μεραρχία εκκαθάριζε τη Θεσσαλονίκη από το Βουλγαρικό στρατό του Στρατηγού Χεζατζίεφ και συλλάμβανε 17 Αξιωματικούς και 1300 στρατιώτες.

Ο κύβος είχε ριφθεί .Ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος είχε αρχίσει. Ο Βασιλιάς και Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος τηλεγραφεί στον αρχηγό του επιτελείου Β. Δούσμανη.

«Αρχηγόν Επιτελείου Στρατου Δούσμανην Συνταγματάρχην: 

Εκδώσατε τας διαταγάς μου προς προέλασιν της Στρατιάς και πιστοποιήσατε την υπογραφήν μου . Αφικνούμαι αύριον πρωί. Ει δυνατόν , συλλάβατε Βουλγαρικήν δύναμιν Θεσσαλονίκης εντός καταλυμάτων της και αποφύγετε αιματοχυσίαν εντός της πόλεως». 


Αθήναι 17-6-1913, Ώρα 12.30 μεσημβρίας.

Κωνσταντίνος

Έτσι ο Κωνσταντίνος έδωσε τη διαταγή της επίθεσης στον Ελληνικό στρατό και το πρωί της 19ης Ιουνίου άρχιζε η τριήμερη μάχη Κιλκίς –Λαχανά η οποία προς παγκόσμια έκπληξη έληξε με νίκη των Ελληνικών όπλων. Ακολούθησε η μάχη της Στρώμνιτσας, η μάχη των στενών της Κρέσνας και ο στρατός προχωρούσε προς την Άνω Τζουμαγιά.

Βέβαια αξίζει εδώ να αναφέρουμε τις τεράστιες απώλειες των Ελληνικών δυνάμεων συνεπεία του σκληρότατου αγώνα αλλά και της επιθετικότητας που διέταζε ο Κωνσταντίνος. Οι επιθέσεις γίνονταν με εφ’ όπλου λόγχη εναντίον οχυρωμένων θέσεων, χωρίς ελιγμούς με αποτέλεσμα να θερίζονται άδικα Αξιωματικοί και στρατιώτες.

Συγκεκριμένα: Μάχη Κιλκίς–Λαχανά. 8.828 νεκροί και τραυματίες καθώς και δέκα διοικητές Ταγμάτων και Συνταγμάτων, στη μάχη της Δοϊράνης μόνο η 10η Μεραρχία είχε 101 οπλίτες νεκρούς και 733 τραυματίες και συνολικά κατά τον Ελληνοβουλγαρικό πόλεμο 164 Αξιωματικοί νεκροί, 294 Αξιωματικοί τραυματίες, 5687 οπλίτες νεκρούς και 23553 τραυματίες.

Αναμφίβολα το πρόσωπο που κυριάρχησε και δοξάστηκε σ’ αυτούς τους πολέμους ήταν ο Κωνσταντίνος. Ψηλός , γεροδεμένος με αρειμάνιο μουστάκι και απλή στρατιωτική στολή, περιβλήθηκε με απαράμιλλη δόξα και ενσάρκωσε την εικόνα του Στρατηλάτη Βασιλιά που ζούσε ίσως στο υποσυνείδητο των Ελλήνων προερχόμενη από τις ηρωικές εποχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας .

Παράλληλα με μια εμπνευσμένη πολιτική κίνηση προσκάλεσε τον στρατό και το στόλο ως ανάδοχους της κόρης του και έγινε ο «Κουμπάρος» για τους απλοϊκούς Έλληνες στρατιώτες που τον λάτρευαν. Ήταν βέβαια και το όνομά του που παρέπεμπε στον Πρώτο αλλά και τον τελευταίο Αυτοκράτορα….

Όταν στις 6 το απόγευμα της 21ης Ιουλίου του 1868 ρίχτηκαν 121 κανονιοβολισμοί για να αναγγελθεί το χαρμόσυνο άγγελμα της γέννησης του Διαδόχου, το πλήθος ξέσπασε σε έξαλλες ζητωκραυγές και επευφημίες. Ακολούθησε η ανακοίνωση του Υπουργικού συμβουλίου. «Η Θεία πρόνοια επλήρωσε τους δίκαιους πόθους του Ελληνικού λαού. Η Α. Μ. η σεπτή ημών Βασίλισσα έτεκεν αισίως σήμερον Βασιλικόν πρίγκιπα, Διάδοχον του Ελληνικού Θρόνου, Προονομασθέντα Κωνσταντίνον».

Στον νεογέννητο Πρίγκιπα απονεμήθηκε με ειδικό νομοθέτημα ο τίτλος «Δουξ της Σπάρτης» πράγμα που προκάλεσε κυβερνητική κρίση καθώς στην Ελλάδα δεν υπήρχαν τίτλοι ευγενείας. Του δόθηκε λαμπρή μόρφωση και δάσκαλος του στην Ιστορία υπήρξε ο Κ. Παπαρρηγόπουλος που του μεταλαμπάδευσε την κυριαρχούσα τότε «Μεγάλη ιδέα», η οποία ίσως και να πραγματοποιόταν, έστω μερικώς, επί των ημερών του αν εξέλιπαν τα μεγάλα λάθη, ο Εθνικός Διχασμός και η Μικρασιατική Καταστροφή.

Ωστόσο, την εποχή που εξετάζουμε ο Κωνσταντίνος ήταν στο απόγειο της δόξας του. Ο «Στρατηλάτης», ο αήττητος, ο γιος του Αϊτού και άλλα επίθετα τον συνόδευαν. Στις 27 Ιουλίου 1913 ο Ρουμανικός στρατός εισβάλει στη Βουλγαρία διεκδικώντας το ρόλο του διαιτητή ανάμεσα στους εμπολέμους. Οι διαιτητές Ρουμάνοι λοιπόν απαιτούσαν ανακωχή χωρίς όρους , κυρίως από φόβο μήπως η παράταση του πολέμου στα Βαλκάνια προκαλούσε γενική ανάφλεξη σε όλη την Ευρώπη.

Ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος ζήτησε τη γνώμη του Βασιλιά Κωνσταντίνου, όμως συνάντησε την αντίδραση του καθώς εκείνος απέβλεπε στην συνέχιση του πολέμου. Έτρεφε μίσος κατά των Βουλγάρων και τον κολάκευε ο τίτλος του «Βουλγαροκτόνου», που του απένειμε το επιτελικό του περιβάλλον μετά τη μάχη του Κιλκίς – Λαχανά. Αλλά και από καθαρά στρατιωτική πλευρά όπως έλεγε θα έπρεπε να συνεχιστεί η εκστρατεία ως τη συντριβή του εχθρού. Απάντησε, λοιπόν, στον Βενιζέλο: «Πρέπει να υπαγορεύσωμεν την ειρήνην επί του πεδίου της μάχης…»

Στον Κορομηλά εξάλλου τηλεγραφούσε: «Το μέγα πλεονέκτημα μας σήμερον είναι ότι θα δυνηθώμεν να μείνωμεν ήσυχοι από το μέρος της Βουλγαρίας εις διάστημα γενεών. Το πλεονέκτημα τούτο δεν πρέπει να χαθή. Οπωσδήποτε μη συγκατατεθήτε εις ανακωχήν πριν με συμβουλευθήτε.» Και κατέληγε μιμούμενος τον Κάτωνα, με τη φράση: «Λέγω άλλωστε ότι πρέπει να εξοντωθή η Βουλγαρία».

Αλλά, παρότι έλεγε πως έβλεπε τα πράγματα κάτω από το ορθόδοξο στρατιωτικό πρίσμα, παρέβλεπε ορισμένες πλευρές τους: υποτιμούσε τη δύναμη του εχθρού, που για να καταβληθεί ως την εκμηδένιση του – αν η εκμηδένιση του ήταν δυνατή- θα χρειαζόταν υπέρμετρες θυσίες. Από την άλλη παραγνώριζε πλήρως τον παράγοντα «Μεγάλες Δυνάμεις», που δεν θα επέτρεπαν την εκμηδένιση της Βουλγαρίας για λόγους ισορροπίας ,και τέλος, δεν ήταν δυνατή η καταστροφή και εξαφάνιση ενός έθνους πέντε εκατομμυρίων που οραματιζόταν ο νέος επίδοξος «Βουλγαροκτόνος».

Αλλά πράγματι ο Κωνσταντίνος ήθελε να επιβάλει τη δική του άποψη ασυζητητί. Σκεφτόταν και ενεργούσε σαν απόλυτος μονάρχης. Και είχε συμβούλους του όχι τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, αλλά τους επιτελείς του. Ο Γ. Βεντήρης αναφέρει ότι απέστελλε συνεχώς τηλεγραφήματα στον πρωθυπουργό και τον υπουργό των εξωτερικών. Σε ένα από αυτά λέει με Αυτοκρατορικό ύφος: «Σας είπα ότι σκοπεύω να υπογράψω την ειρήνη επί του πεδίου της μάχης και να επιβάλλω τους όρους που μου αρέσουν.»

Πάντως οι πρώτες προτάσεις για ανακωχή, απορρίφθηκαν τόσο από την Ελλάδα όσο και από τη Σερβία. Επαναλήφθηκαν, όμως, έπειτα από λίγες ημέρες και ο βασιλιάς της Ρουμανίας Κάρολος κάλεσε στο Βουκουρέστι τις εμπόλεμες κυβερνήσεις να συζητήσουν τους όρους της ανακωχής, μολονότι οι μάχες συνεχίζονταν άπαυστα. Ο Βενιζέλος συμφώνησε πρόθυμα. Πίστευε ότι για λόγους πολιτικούς έπρεπε να γίνει ανακωχή και να εγκαταλειφθούν τα σχέδια του Κωνσταντίνου για ολοκληρωτική καταστροφή της Βουλγαρίας.

Αλλά ο Βασιλιάς επέμενε στην άποψη του. Και απαντώντας στον Κάρολο της Ρουμανίας, ο οποίος απηύθυνε σχετική έκκληση, του τηλεγραφούσε από το στρατηγείο του ότι θα έστελνε πληρεξούσιους του στο Βουκουρέστι για τη συζήτηση των όρων της ειρήνης, Ωστόσο ο Βενιζέλος, αναχωρώντας για το Βουκουρέστι, θέλησε να κάνει μια ύστατη προσπάθεια για να μεταπείσει τον πείσμονα Κωνσταντίνο.

Στις 14/27 Ιουλίου, μετά τη Θεσσαλονίκη, πέρασε από το γενικό στρατηγείο, που ήταν τότε εγκατεστημένο στο Χατζή Μπεϊλίκ (Βυρώνεια). Βρήκε τον Αρχιστράτηγο να διαβάζει ένα βιβλίο για τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο. Μόλις είχε λήξει η μάχη του Ορένοβο (1378) μετά την οποία σταθεροποιήθηκε η κατοχή των στενών της Κρέσνας και άνοιξε ο δρόμος προς την Άνω Τζουμαγιά. Και ο Βασιλιάς κατεχόταν από οίστρο θριαμβικό και ευφορία αισιοδοξίας.

Φαινόταν σαν να είχε ενστερνιστεί τη φήμη ότι ξαναζωντάνευε το θρύλο των Βυζαντινών αυτοκρατόρων…Υποδέχτηκε, λοιπόν, τον πρωθυπουργό με κάποια έπαρση, αν και δεν έλειψαν από μέρους του οι τυπικές φιλοφρονήσεις. Συζήτησαν μόνο το θέμα της ανακωχής, αλλά σε λίγο πήραν μέρος και οι επιτελείς: ο Δούσμανης, ο Μεταξάς, ο Εξαδάκτυλος, ο Στρατηγός (αυτός που αργότερα ήταν ο εμπνευστής της πορείας του στρατού μέσα από την Αλμυρά έρημο). Ήταν φυσικό λοιπόν, να βλέπουν τον άνθρωπο που εκπροσωπούσε τη μισητή τους λαϊκή βούληση με δυσπιστία, σχεδόν με εχθρότητα.

Και καθώς νόμιζαν ότι είχαν θριαμβεύσει στρατιωτικά, δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για κατάπαυση των επιχειρήσεων που επίμονα συνιστούσε ο πρωθυπουργός, πριν τη νικηφόρα είσοδο των Ελλήνων στη Σόφια… όπως νόμιζαν… Ο Βενιζέλος παρατηρούσε: «Εις τι αποβλέπει η περαιτέρω προέλασις του στρατού μας; Κατέχομεν εδάφη περισσότερα των όσων διεκδικούμεν. Να καταλάβωμεν την Σόφιαν; Δεν το ευρίσκω σκόπιμον και εύκολον απέναντι των θυσιών εις τας οποίας θα υποβληθώμεν..»

Αλλά ο Κωνσταντίνος και οι επιτελείς του ήταν ανένδοτοι. Και ο Βενιζέλος έκρινε ότι δεν πρέπει να δημιουργήσει συνταγματική κρίση για τις σχέσεις θρόνου και κυβέρνησης, όπως θα έκαμε το 1915, μια και τώρα ο πόλεμος με τη Βουλγαρία βρισκόταν ακόμα σε πλήρη εξέλιξη. Συζήτησε, λοιπόν, και έφυγε, αποφασισμένος να προσαρμοστεί προς την τελική φράση του Κωνσταντίνου: «Κύριε πρόεδρε, δεν θα δεχθήτε ανακωχήν, πριν συντρίψω τα υπολείμματα του εχθρού και εισέλθω εις την πρωτεύουσαν του…»

Από το Χατζή Μπεϊλίκ, ο πρωθυπουργός χρειάστηκε τριάντα έξι ώρες ώσπου να φτάσει στο Βουκουρέστι. Ήταν βράδυ της 15ης /28ης Ιουλίου. Και αμέσως, μολονότι κατάκοπος, επισκέφτηκε το Ρουμάνο πρωθυπουργό Μαγιορέσκου. Εκείνος του επανέλαβε ότι ο Βασιλιάς Κάρολος επιθυμεί οπωσδήποτε να συναφθεί ανακωχή. Ο Βενιζέλος, με βάση όσα ειπώθηκαν και αποφασίστηκαν στο Χατζή Μπεϊλίκ, του δήλωσε ότι οι εχθροπραξίες θα συνεχιστούν για τεχνικούς λόγους (ασφάλεια των Ελληνικών στρατευμάτων).

Ήταν αργά το βράδυ όταν γύρισε στο ξενοδοχείο του. Και εκεί, κατάπληκτος, μη πιστεύοντας στα μάτια του, διάβασε ένα επείγον τηλεγράφημα από τον Κωνσταντίνο, ο οποίος με έξαλλο και πανικόβλητο ύφος του ζητούσε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να πετύχει αμέσως τη σύναψη ανακωχής… Μέσα σε λίγες ώρες είχαν ανατραπεί οι αποφάσεις του. Ο οίστρος της θριαμβικής αυτοπεποίθησης είχε μεταβληθεί σε απελπισία. Και να τι τηλεγραφούσε στον πρωθυπουργό:

«Ένεκεν ανεξηγήτου αδράνειας Σερβικού Στρατού, επεσύραμεν, δια την ταχείας προχωρήσεως ημών, το μεγαλύτερον μέρος του Βουλγαρικού στρατού εναντίον μας. Εις το κέντρον και την δεξιάν πτέρυγα ενικήσαμεν λαμπρώς τον εχθρόν χθές, παρά τας σοβαράς ενισχύσεις του. Υπεχώρησε πέραν της Τζουμαγιάς. Αλλά η νίκη μας αυτή μας εστοίχησε πολύ ακριβά. Σοβαραί δυνάμεις Βουλγαρικού στρατού προσέβαλον σήμερον εις την αριστεράν ημών πτέρυγα το τμήμα της στρατιάς Δαμιανού.

ΙΙΙ και Χ μεραρχία ηναγκάσθησαν να υποχωρήσουν προς Τζαμί – Τεπέ. Αγνοώ ακόμην εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται. Η ΙV Μεραρχία εν κρισίμω καταστάσει. Κατόπιν 4 τηλεγραφημάτων μου λίαν πιεστικών, το Σερβικόν Γενικόν Στρατηγείον έδωκεν επί τέλους διαταγήν εις την ΙΙΙ Στρατιάν αυτού να επιτεθή αύριον. Αι ενισχύσεις των τελευταίων ημερών του έναντι ημών Βουλγατικού Στρατού προέρχονται εκ των εις Τσάρεβο – Σέλο, Τσούκα – Γκόλεκ, έναντι της ΙΙΙ Σερβικής Στρατιάς, δυνάμεων του.


Ο στρατός ημών ήχθη εις τα φυσικά και ηθικά όρια. Κατόπιν των συνθηκών τούτων, δεν δύναμαι πλέον να αρνούμαι την ανακωχήν, ή την αναστολήν των εχθροπραξιών. Προσπαθήσατε να ευρήτε τρόπον να επιτύχητε αναστολήν εχθροπραξιών, ει δυνατόν από αύριον.»


Λιβούνοβον 15.7.1913

Κωνσταντίνος Β.

 

Λίγες ώρες μετά την αναχώρηση του Βενιζέλου, άρχισαν να καταφτάνουν στο στρατηγείο του Χατζή Μπεϊλίκ αναφορές που ανάγγελλαν ότι οι Βούλγαροι είχαν εξαπολύσει ξαφνικά γιγαντιαία επίθεση. Οι πληροφορίες και εκτιμήσεις της ανώτατης Ελληνικής διοίκησης αποδεικνύονταν τελείως έξω από τα πράγματα. Ο εχθρός αποκάλυπτε ότι είχε ακόμα σημαντικές δυνάμεις. Η εκμηδένιση του στο πεδίο της μάχης, για να ακολουθήσει η είσοδος των νικητών στην πρωτεύουσά του Σόφια, αποτελούσε προοπτική φαντασίας.

Οι Βούλγαροι, βλέποντας την απειλή που αντιπροσώπευε η ορμητική προέλαση του Ελληνικού στρατού, έκαναν αναπροσαρμογή της διάταξης τους. Και ενώ η μάχη στα στενά της Κρέσνας βρισκόταν στο αποκορύφωμα της, απέσυραν τάχιστα την ισχυρή 4η στρατιά από το Σερβοβουλγαρικό μέτωπο και την έριξαν εναντίων των Ελλήνων.

Την επομένη της φοβερής μάχης του «1378», ενώ ακόμα ο στρατός πανηγύριζε για τη νίκη, εξαπολύθηκε αιφνιδιαστική και ισχυρότατη Βουλγαρική αντεπίθεση με τον όγκο της 4ης στρατιάς. Στόχος της ήταν το αριστερό του Ελληνικού μετώπου, που το κάλυπταν οι μεραρχίες που συγκροτούσαν το τμήμα στρατιάς Δαμιανού (από το όνομα του διοικητή της).

Ταυτόχρονα άλλες δυνάμεις εφορμούσαν κατά του δεξιού της Ελληνικής παράταξης στο Νευροκόπι.
Επρόκειτο για πραγματικό αιφνιδιασμό της Ελληνικής ανώτατης διοίκησης. Η πίεση κατά των μεραρχιών του Δαμιανού υπήρξε τόσο ισχυρή που μέσα σε λίγες ώρες άρχισαν να κάμπτονται. Έγιναν τότε σφοδρές διήμερες μάχες, γύρω από το Πέτσοβο και τελικά σταθεροποιήθηκαν οι Ελληνικές θέσεις.

Αλλά ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε πόσο δύσκολο ήταν να πετύχει το σχέδιο του: συντριβή του εχθρού στο πεδίο της μάχης και η άλωση της Σόφιας. Ο Κωνσταντίνος στην απελπισία του καταφεύγει σε έναν δοκιμασμένο στρατιωτικό ηγέτη το Στρατηγό Μανουσογιαννάκη. «Την κατάσταση την ξέρεις. Λες να συνεχίσουμε ή να δεχτούμε ανακωχή»;

Μεγαλειότατε… απαντά ο Μανουσογιαννάκης «ο στρατός εκουράσθη . Ένεκα της απωλείας μεγίστου αριθμού των αρίστων στελεχών του η μαχητικότης του έχει μειωθεί σημαντικά . Είναι ανάγκη να επιδιωχθεί πάση θυσία η σύναψη ανακωχής». «Κι εσύ διστακτικός; Δεν το περίμενα από σένα Μανουσογιαννάκη. Πρέπει να υπογράψουμε την ειρήνη στη Σόφια». «Μεγαλειότατε. Ας μην μας παρασύρουν ο πατριωτισμός και οι επιπόλαιοι ενθουσιασμοί. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω όρεξη να πάω στη Σόφια με κουδούνια στο λαιμό. (Οι Βούλγαροι κρεμούσαν κουδούνια στους αιχμαλώτους τους).

Η θαρραλέα έκφραση της γνώμης του μπαρουτοκαπνισμένου Στρατηγού άλλαξε τη γνώμη του Κωνσταντίνου.Και έστειλε εκείνο το απεγνωσμένο τηλεγράφημα στον Βενιζέλο στο Βουκουρέστι. Ο Βενιζέλος τώρα έπρεπε να διαχειριστεί αυτήν την μεγάλη αλλαγή χωρίς να γίνει αντιληπτή η δεινή θέση που περιήλθε ο στρατός από την υπερφίαλη τακτική των «Γερμανόπληκτων».

Επανήλθε λοιπόν και ξυπνώντας τον Ρουμάνο Πρωθυπουργό «Σκέφτηκα ωριμότερα» του είπε « από ευλάβεια προς το Βασιλιά Κάρολο, δέχομαι την ανακωχή και αναλαμβάνω να παρουσιάσω την έγκριση του Κωνσταντίνου». Έτσι, με την διπλωματική μαεστρία του Βενιζέλου επετεύχθη σε πρώτη φάση η ανακωχή που τόσο ευνοούσε την Ελληνική πλευρά.

Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν στο Βουκουρέστι μετά από περιπέτειες , έντονο παρασκήνιο, άριστους διπλωματικούς ελιγμούς του Βενιζέλου και τη μοναδική ίσως στα χρονικά παρέμβαση του Κάιζερ υπέρ της Ελλάδας για το θέμα της Καβάλας υπογράφτηκε στις 28 Ιουλίου 1913 η συνθήκη του Βουκουρεστίου με την οποία έληξε ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος. Η Ελλάδα έπαιρνε όλη την Ανατολική Μακεδονία , τα νησιά Θάσο και Σαμοθράκη.

Η Καβάλα κατοχυρώνονταν στην Ελλάδα και τα σύνορα ήταν στον ποταμό Νέστο ανατολικά και στην οροσειρά του Μπέλες Βόρεια. Όλα αυτά θα μπορούσαν να έχουν χαθεί αν στο τιμόνι της Ελλάδας δεν βρισκόταν ο Μεγάλος Ελευθέριος Βενιζέλος. Όσο για τον Κωνσταντίνο, όταν επέστρεψε στην Αθήνα, ο λαός του έκανε αποθεωτική υποδοχή επισκιάζοντας τον πραγματικό αρχιτέκτονα των επιτυχιών. Ευτυχώς έστω και για τους τύπους ο Βασιλιάς αναγνώρισε την συμβολή του Πρωθυπουργού.

«Ευχαριστώ υμάς επί τη αναγγελία της υπογραφής της συνθήκης της ειρήνης. Ο Θεός ηυλόγησε πλουσιοπαρόχως τας προσπαθείας ημών. Εν ονόματι του Έθνους και εμού σας εκφράζω τας Βασιλικάς μου ευχαριστίας. Νέα ένδοξος εποχή διανοίγεται ενώπιον ημών ,εις ένδειξιν δε της ευγνωμοσύνης μου και της εκτιμήσεώς μου , απονέμω υμίν τον Μεγαλόσταυρον του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος. Η Πατρίς σας είναι ευγνώμων».

Ήταν από τις τελευταίες ευχάριστες ημέρες για το Ελληνικό Έθνος . Σε λίγο θα φανούν έντονα τα μαύρα σύννεφα του Εθνικού Διχασμού.

 

Β’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ

Η Δημιουργία της Αλβανίας

Αν η Βουλγαρία αναγεννήθηκε το 1878 για να υπηρετήσει τα σχέδια του τσάρου της Ρωσίας μέσα από τον πανσλαβισμό, η Αλβανία δημιουργήθηκε μέσα από τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 – 13, ως δυτικό ανάχωμα σ’ αυτά. Εμπνευστές η Αυστρία και η Ιταλία που είδαν το νέο κράτος ως τη μόνη λύση για να εμποδίσουν τη Σερβία να βγει στην Αδριατική. Με όπλο τον εκβιασμό των μεγάλων δυνάμεων, οι Αλβανοί εισέπραξαν από το Μαυροβούνιο την περιοχή της Σκόδρας, από τη Σερβία όλα τα εδάφη που κυρίευσε ως το Δυρράχιο και από την Ελλάδα τη Βόρεια Ήπειρο.

Σχηματίστηκε, έτσι, η Αλβανία. Όλα ξεκίνησαν από εκείνο το χαρτί που είχαν συνυπογράψει Νεότουρκοι και Αλβανοί τον Αύγουστο του 1912, με το οποίο η Οθωμανική αυτοκρατορία παραχωρούσε προνόμια και ουσιαστικά αναγνώριζε την ύπαρξη της Αλβανικής εθνότητας. Που, έτσι κι αλλιώς, υπήρχε. Τον Νοέμβριο, οι Τούρκοι είχαν εγκλωβιστεί από τους Έλληνες στα Γιάννενα κι από τους Μαυροβούνιους στη Σκόδρα.

Κι ανάμεσα σ’ αυτούς και στις λοιπές δυνάμεις της Τουρκίας μεσολαβούσαν ολόκληρη η Ήπειρος, η Μακεδονία και η Δυτική Θράκη, ενώ ο Ελληνικός στόλος εμπόδιζε την πρόσβαση από τη θάλασσα. Κι αφού απειλή καμιά δεν υπήρχε, οι Αλβανοί φύλαρχοι μαζεύτηκαν στον Αυλώνα και ανακήρυξαν την αυτονομία της Αλβανίας (28 Νοεμβρίου 1912). Αυστρία και Ιταλία άρπαξαν την ευκαιρία από τα μαλλιά. Το ζήτημα μπήκε στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου, όπου συζητιόταν το θέμα των Ευρωπαϊκών Οθωμανικών εδαφών.

Στις 20 Δεκεμβρίου και ενώ όλα τα άλλα ζητήματα εκκρεμούσαν, οι μεγάλες δυνάμεις αναγνώρισαν την αυτονομία της Αλβανίας. Από εκεί κι έπειτα, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Ο διεθνής στόλος των μεγάλων δυνάμεων εφάρμοσε αποκλεισμό του Μαυροβούνιου (από 28 Μαρτίου 1913), που πήρε τη Σκόδρα στις 13 Απριλίου κι εξαναγκάστηκε να την παραδώσει σε διεθνές απόσπασμα στις 23 του ίδιου μήνα.

Κι ενώ η κατάσταση με τις διεκδικήσεις της Βουλγαρίας όλο και περισσότερο οξυνόταν, η Αυστρία δήλωσε ορθά κοφτά στη Σερβία πως θα εισέβαλλε στο έδαφός της, αν οι δυνάμεις της δεν αποχωρούσαν από την παραλία της Αδριατικής. Η μισή Αλβανία είχε ήδη εξασφαλιστεί. Απέμεναν τα δύσκολα.

Στις 29 Ιουλίου 1913, ακριβώς την επομένη που υπογράφτηκε η συνθήκη στο Βουκουρέστι, διεθνής επιτροπή ορίστηκε να χαράξει τα σύνορα της Αλβανίας. Ήταν φανερό πως, για να δημιουργηθεί το νέο κράτος, θα έπαιρναν εδάφη και από την Ελλάδα. Επιτροπές Ελλήνων Βορειοηπειρωτών άρχισαν να οργώνουν τις Ευρωπαϊκές αυλές, ζητώντας δικαίωση. Δεν υπήρχε περίπτωση να βρουν. Οργάνωσαν έκτακτο ηπειρωτικό συνέδριο κι έβαλαν τις βάσεις του μελλοντικού τους αγώνα.

Στις 17 Δεκεμβρίου 1913, ανακοινώθηκε η ρύθμιση των Ελληνοαλβανικών συνόρων με το «πρωτόκολλο της Φλωρεντίας»: Ό,τι υπάρχει πάνω από το Καλπάκι, κατακυρωνόταν στην Αλβανία. Μαζί, και το νησάκι της Σασόνας που είχε δοθεί στην Ελλάδα από το 1864 ως εξάρτημα των Ιόνιων νησιών. Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε με έντονη διακοίνωση (21 Φεβρουαρίου 1914). Εισέπραξε τον ωμό εκβιασμό: «Ή αποδέχεστε αυτή τη διευθέτηση ή χάνετε τα νησιά του Αιγαίου».

Η «λογική» περιλαμβανόταν στον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε «όλο να ζητά», καθώς μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο είχε υπερδιπλασιάσει την έκτασή της. Με το αίμα του στρατού της βέβαια αλλ’ αυτό δε μετρούσε. Η έμμεση απειλή λεγόταν «αναθεώρηση της συνθήκης του Βουκουρεστίου», την οποία μεθόδευαν Βούλγαροι και Ρώσοι. Απλά, οι Γερμανοί χάρη στη φιλία του Βασιλιά Κωνσταντίνου και οι Γάλλοι χάρη στη διπλωματία του Βενιζέλου είχαν παρεμβληθεί υπέρ της Ελλάδας.

Ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, που ξέσπασε στη συνέχεια, ματαίωσε την ανατροπή.

Αγώνας για τη Βόρεια Ήπειρο

Η αποχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων από τη Βόρεια Ήπειρο συνδυάστηκε με γενική εξέγερση των Βορειοηπειρωτών Ελλήνων. Η περιοχή ανακηρύχτηκε αυτόνομη κι ο ως τότε γενικός διοικητής Ηπείρου, Γεώργιος Χρηστάκη Ζωγράφος (1863 – 1920), σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση. Μέλη της τρεις μητροπολίτες και τρεις λαϊκοί. Στα γρήγορα, σχηματίστηκε βορειοηπειρωτικός στρατός κι αντιμετώπισε με επιτυχία τον αλβανικό, που έσπευσε να κυριεύσει τα εξεγερμένα μέρη.

Η νικηφόρα έκβαση των μαχών επέτρεψε στους Βορειοηπειρώτες να διακηρύξουν την ανεξαρτησία τους αλλά οι μεγάλες δυνάμεις τα είχαν κανονίσει αλλιώς. Στις 17 Μαΐου 1914, υπογράφτηκε το πρωτόκολλο της Κέρκυρας, με το οποίο αναγνωριζόταν η ελληνικότητα της Βόρειας Ηπείρου στα πλαίσια του κράτους της Αλβανίας και παρέχονταν προνόμια στον Ελληνικό πληθυσμό.

Δυο μήνες νωρίτερα (Μάρτιος 1914), είχε οριστεί Βασιλιάς της Αλβανίας ο Αυστριακός πρίγκιπας Γουλιέλμος Βιδ. Οι Ιταλοί δεν τον ανέχτηκαν. Ένα πραξικόπημα που ξέσπασε τον Σεπτέμβριο κι ενώ ήδη είχε ξεκινήσει ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, τον ανάγκασε να παραιτηθεί. Αναρχία και αιματοκύλισμα τον διαδέχτηκαν. Οι μεγάλες δυνάμεις ζήτησαν από την Ελλάδα να καταλάβει το νεοσύστατο κράτος για να επιβάλει την τάξη (Οκτώβριος του 1914).

Ταυτόχρονα, οι Ιταλοί έκαναν απόβαση και κυρίευσαν τον Αυλώνα. Όμως, οι Αυστριακοί, που προέλαυναν μέσα από τα εδάφη της Σερβίας, απώθησαν τους Ιταλούς στο Ελληνικό έδαφος. Η κατάσταση περιπλέχτηκε ακόμα περισσότερο, καθώς οι σύμμαχοι της Αντάντ θεώρησαν ότι θα εξασφάλιζαν τη σύμπραξη των Αλβανών, αν τους έδιναν ένα κράτος. Και μια που ήταν δύσκολο να ξαναστήσουν την Αλβανία στη σωστή περιοχή, τη χάραξαν πιο νότια στον χάρτη, μέσα στο Ελληνικό έδαφος.

Το κατασκεύασμα ονομάστηκε Αλβανική Δημοκρατία αλλά ούτε τους Αλβανούς εξυπηρετούσε, αφού ζούσαν πιο βόρεια, ούτε τους Έλληνες από τους οποίους αφαιρούσαν ολόκληρη την Ήπειρο. Η «Αλβανία» αυτή διαλύθηκε, ενώ οι Γάλλοι κυρίευσαν την Κορυτσά (έμειναν εκεί ως το 1920). Αργότερα, η περιοχή του Αυλώνα χαρίστηκε στην Ιταλία, στην οποία δόθηκε και η επικυριαρχία της Αλβανίας με αντάλλαγμα να μπει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ (26 Απριλίου 1915).

Οι περιπέτειες της Βόρειας Ηπείρου δεν επρόκειτο να τελειώσουν σύντομα.

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ

Ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος είναι για την Ελλάδα αντιστρόφως ανάλογος, με τις απώλειες. Δηλαδή με μικρές απώλειες η Ελλάδα διπλασιάσθηκε. Αντίστοιχα και η Σερβία εκπλήρωσε όλους τους αντικειμενικούς στόχους της, ενώ η Βουλγαρία είχε πολύ μεγάλες απώλειες ειδικά στο μέτωπο της Αδριανούπολης μετά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο τον οποίο η ίδια προκάλεσε, δεν είχε μεγάλα εδαφικά κέρδη.

Το Ελληνικό κράτος διπλασιάσθηκε και σε έκταση και σε πληθυσμό με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι καλύτερες προϋποθέσεις για κοινωνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα άλλαξε ριζικά και η δομή του πληθυσμού, τόσο για το νέο Ελληνικό κράτος όσο και στο κομμάτι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που αποσπάστηκε από αυτήν. Δηλαδή, στην θέση ενός ενιαίου οικονομικού χώρου ξαφνικά μπήκαν σύνορα, τα οποία επηρέασαν π.χ. τους νομάδες κτηνοτρόφους οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι να μετακινούνται στον ενιαίο χώρο των Βαλκανίων.

Ανάλογα επηρεάσθηκαν οι Έλληνες έμποροι, που ήταν η αστική τάξη της εποχής. Μια λύση ήταν η στροφή στη διοίκηση. Δηλαδή οι Έλληνες αστοί από έμποροι άρχισαν να μετατρέπονται σε δημοσίους υπαλλήλους και να τοποθετούνται στον διοικητικό μηχανισμό του νέου Ελληνικού κράτους στην θέση των αποχωρούντων Μουσουλμάνων.

Ταυτόχρονα μεγάλος αριθμός πληθυσμού μετακινήθηκε από όλες και προς όλες τις πλευρές. Υπολογίζονται σε περισσότερες από 400.000 οι Τούρκοι που έφυγαν από την Οθωμανική, Ευρωπαϊκή αυτοκρατορία και πήγαν προς την Τουρκία. Γενικά κυρίως μετά τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο οι κάτοικοι των εδαφών της τέως Ευρωπαϊκής Τουρκίας αισθάνονται απειλούμενοι από τον αλυτρωτισμό των υπολοίπων εθνοτήτων και σε πολλές περιπτώσεις (κυρίως οι φτωχότεροι) ακολουθούν τα στρατεύματα του έθνους τους.

Υπάρχουν φιλμ της εποχής που δείχνουν καραβάνια Σέρβων, Βουλγάρων, Τούρκων ή Ελλήνων προσφύγων να ακολουθούν τα αντίστοιχα στρατεύματα μέχρι να ορισθούν τα τελικά σύνορα. Η Ελλάδα δέχθηκε και άλλα κύματα προσφύγων λόγω των διωγμών που υπέστησαν οι Έλληνες στη Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το Οθωμανικό κράτος ψάχνοντας υπεύθυνους για την ήττα ξέσπασε σε διωγμούς εναντίον των Ελλήνων.

Υπολογίζονται σε περισσότερους από 100.000 οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και αντίστοιχος αριθμός από τη Μικρά Ασία οι πρόσφυγες που εξαναγκάστηκαν να φύγουν μετά τις βιαιότητες. Από κοινωνική άποψη με την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης αλλά και της Μακεδονίας γενικότερα το Ελληνικό κράτος, από μονοεθνικό και αγροτικό, γίνεται ξαφνικά πολυεθνικό αλλά και λόγω της ενσωμάτωσης των νέων εδαφών αλλάζει κοινωνική δομή αποκτώντας περισσότερους αστούς και εργάτες.

Ενσωματώνονται (μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923) μεγάλες μάζες Μουσουλμάνων, Εβραίων και σε πολύ μικρότερο βαθμό Σλάβων. Η Μακεδονία πλησίαζε πιο πολύ στη Ευρώπη από τις υπόλοιπες περιοχές του Ελληνικού κράτους. Υπήρχαν αστικά κέντρα αμιγώς Ελληνικά κέντρα αλλά και Βλάχικα, όπως η Κλεισούρα όπου σε αντίθεση με την επαρχία του Ελληνικού κράτους ήταν εξοικειωμένοι με τον Ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, και βέβαια αυτό αντανακλάται και στα ρούχα που φορούσαν.

Στις αρχές του 20ου αιώνα οι νέες Ελληνίδες ακόμη και στα χωριά της Μακεδονίας δεν φορούν πλέον τα παραδοσιακά ρούχα και μάλιστα οι εύπορες αστές ντύνονται με την τελευταία λέξη της Γαλλικής μόδας. Δηλαδή το Ελληνικό κράτος αστικοποιείται και ταυτόχρονα «κληρονομεί» μεγάλες ομάδες εργατών λόγω των πόλεων της Μακεδονίας. Η Θεσσαλονίκη ήταν εκείνη την εποχή η πιο Ευρωπαϊκή πόλη του Ελληνικού κράτους με μεγάλο εργατικό δυναμικό σημαντικό και αριθμητικά αλλά και από άποψη οργάνωσης (federatión).

Η Federatión, η οποία είχε σαν βάση της, το Εβραϊκό εργατικό στοιχείο, αλλά και ομοϊδεάτες Έλληνες, Τούρκους ή Σλάβους σε μικρότερα ποσοστά, είναι πλέον η πιο σημαντική εργατική οργάνωση που υπάρχει στο Ελληνικό κράτος και θα δώσει τον μεγαλύτερο όγκο στο Σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα.

 

Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ

Στις 27 Οκτωβρίου 1912 η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε στον Ελληνικό στρατό. Την επόµενη ηµέρα ο διάδοχος Κωνσταντίνος εισήλθε θριαµβευτικά στην πόλη, επικεφαλής των Ελληνικών στρατευµάτων. Ο πόλεµος εναντίον της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας από τους Βαλκάνιους συµµάχους (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο) είχε κηρυχθεί µόλις πριν από περίπου τρεις εβδοµάδες, στις 5 Οκτωβρίου.

Ύστερα από πολλές διακυµάνσεις, κρίσεις και διπλωµατικές αµφιταλαντεύσεις, το περίφηµο «Ανατολικό Ζήτηµα» γύρω από την τύχη της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας θα λυνότανµε τα όπλα, στα πεδία των µαχών.

 

Η Ελλάδα αλλάζει

Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι ξαναχάραξαν τον χάρτη της Βαλκανικής Χερσονήσου. Τότε ιδρύθηκε το ανεξάρτητο Αλβανικό κράτος. Η Σερβία προσάρτησε το Κόσοβο, το Νόβι Παζάρ και µέρος της Μακεδονίας. Ένα άλλο µέρος της απέκτησε εξάλλου η Βουλγαρία (την ονοµάζει Μακεδονία του Πιρίν), ενώ η Ρουµανία πήρε τη Νότια ∆οβρουτσά. Για την Ελλάδα οι Βαλκανικοί Πόλεµοι υπήρξαν το µεγαλύτερο πολεµικό έπος µετά την Ελληνική Επανάσταση.

Ύστερα από περίπου έναν αιώνα αλυτρωτικών οραµάτων και συνακόλουθων απογοητεύσεων, οι Ελληνικές νίκες στους Βαλκανικούς Πολέµους αποτέλεσαν την πρώτη πραγµάτωση της Μεγάλης Ιδέας, µε κατάκτηση µάλιστα και όχι µε παραχώρηση όπως το 1881, και ενίσχυσαν την εθνική αυτοπεποίθηση.

Για τους δυτικούς παρατηρητές ωστόσο οι Βαλκανικοί Πόλεµοι χαρακτηρίστηκαν από αγριότητες και ωµότητες που οδήγησαν στην ταύτιση της περιοχής µε το στερεότυπο της ενδηµικής βίας. Από τότε, κάθε παράγωγο των Βαλκανίων παρέπεµπε στην εντός της Ευρώπης βαρβαρότητα. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι είχαν προετοιµαστεί πολύ νωρίτερα, µέσα από την άνοδο των αντίπαλων βαλκανικών εθνικισµών και τη σταδιακή παρακµή της πολυεθνικής Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.

Οι Ευρωπαϊκές δυνάµεις είχαν ακολουθήσει σταθερά, από τις αρχές του 19ου αιώνα, την πολιτική της διατήρησης του status quo στη Γηραιά Ήπειρο ώστε να αποφευχθεί ένας Ευρωπαϊκός Πόλεµος. Ο διπλωµατικός ανταγωνισµός µεταξύ τους για την κυριαρχία στα Οθωµανικά εδάφη ταλαντευόταν ανάµεσα σε δύο εναλλακτικές λύσεις του λεγόµενου «Ανατολικού Ζητήµατος»: τη διατήρηση ή τον διαµελισµό της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας.

Ωστόσο οι ιστορικές εξελίξεις δεν ήταν εφικτό να ελεγχθούν.Η µεγαλύτερη ανατολική κρίση του 1875-1878 έληξε µε το Συνέδριο του Βερολίνου, όταν έγιναν ανεξάρτητα κράτη η Σερβία, η Ρουµανία και το Μαυροβούνιο. Τότε εξάλλου αποφασίστηκε και η προσάρτηση στην Ελλάδα της Θεσσαλίας και της Άρτας,παρ’ όλο που η χώρα δεν είχε µετάσχει σε πολεµικές επιχειρήσεις (1881). Η αντίστροφη µέτρηση για τα Ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας είχε ξεκινήσει.

 

Η Μεγάλη Ιδέα

Το Ελληνικό Βασίλειο «ασφυκτιούσε» µέσα στα στενά του σύνορα. Ιδρυµένο από το 1830 στο νοτιότερο άκρο της Βαλκανικής Χερσονήσου, σχεδίαζε την εδαφική του επέκταση προς τα βόρεια ως µοναδικός κληρονόµος της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Η Μεγάλη Ιδέα, παρά τα πολλά της πρόσωπα και τις διαφορετικές εκδοχές της, ήταν πρωτίστως ένα αλυτρωτικό σχέδιο. Παρόµοιες «µεγάλες ιδέες» δεν θα αργήσουν εξάλλου να επεξεργαστούν και τα υπόλοιπα Βαλκανικά Έθνη, διεκδικώντας Οθωµανικά εδάφη.

Σχεδόν αναπόφευκτα, τα επεκτατικά Βαλκανικά σχέδια αλληλοεπικαλύπτονταν στον χάρτη και προοιωνίζονταν την τελική σύγκρουση. Εν τούτοις οι αλυτρωτικές βλέψεις της Ελλάδας είχαν καταρρεύσει στον Ελληνοτουρκικό πόλεµο του 1897. Στην αρχή του 20ού αιώνα, στην Ελλάδα υπήρχε µια διάχυτη αίσθηση αποτελµάτωσης. Κρητικό και Μακεδονικό αποτελούσαν τα κρίσιµα – και άλυτα – ζητήµατα της εξωτερικής πολιτικής.

Στο εσωτερικό, το ανερχόµενο κοινωνικό ζήτηµα σε συνδυασµό µε την οικονοµική κατάσταση (πτώχευση, σταφιδική κρίση, ∆ιεθνής Οικονοµικός Ελεγχος) επέτεινε ένα γενικευµένο κλίµα δυσφορίας, που κατευθυνόταν εναντίον των κοµµάτων, του Στέµµατος και της Αυλής. Αποκορύφωση της κρίσης υπήρξε το στρατιωτικό κίνηµα στο Γουδί το 1909, το οποίο λειτούργησε ως καταλύτης για µια σειρά επαναστατικών αλλαγών.

Το γεγονός ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσµος κάλεσε έναν σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα κρητικό πολιτικό, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ελληνική ιστορία. Με την ηγεσία του Βενιζέλου θα πραγµατοποιηθεί και ο αστικός εκσυγχρονισµός και ένα µεγάλο µέρος των αλυτρωτικών οραµάτων.  Στο τέλος των Βαλκανικών Πολέµων, θα έχει αυξηθεί κατά 80% ο πληθυσµός και κατά 90% η έκταση του Ελληνικού κράτους.

Η Ελληνική νίκη στους Βαλκανικούς οφειλόταν βεβαίως στην επένδυση που είχε γίνει στον στρατό και στον στόλο τα προηγούµενα χρόνια. Παρά τον αριθµητικά µικρό στρατό ξηράς που παρέταξε η Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1912 (µόλις 120.000 άνδρες), κατόρθωσε να προελάσει γρήγορα, εξαιτίας και του γεγονότος ότι το νότιο µέτωπο ήταν χαµηλής προτεραιότητας για την Οθωµανική στρατιωτική διοίκηση σε σχέση µετο µέτωπο της Θράκης, όπου πολεµούσε η Βουλγαρία.

Καθοριστικής σηµασίας ήταν εξάλλου οι νίκες του Ελληνικού στόλου στο Βόρειο Αιγαίο, όπου πρωταγωνιστούσαν το θωρηκτό «Αβέρωφ» και ο υποναύαρχος Π. Κουντουριώτης.  Με το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέµου, που επικύρωσε η Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου (17 Μαΐου 1913),η Ελλάδα είχε κατακτήσει την Ήπειρο, µεγάλο µέρος της Μακεδονίας και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.Η Κρήτη επίσης µπορούσε πλέον να ενωθεί µε την Ελλάδα. Εν τούτοις ο πόλεµος δεν είχε τελειώσει.

 

Ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος

Στις 16 Ιουνίου του 1913 η Βουλγαρία επιτέθηκε εναντίον των Σερβικών και των Ελληνικών δυνάµεων. Η «Πρωσία της Ανατολής», όπως την ονόµαζαν τότε, ήταν δυσαρεστηµένη από την ουσιαστική απώλεια της Μακεδονίας, η οποία αποτελούσε κεντρικό στόχο των Βουλγαρικών αλυτρωτικών οραµάτων. Στον Β’ Βαλκανικό Πόλεµο απέναντι στη Βουλγαρία θα παραταχθούν όλοι οι παλιοί της σύµµαχοι, µαζί τώρα µε την Οθωµανική Αυτοκρατορία και τη Ρουµανία.

Ενώ λοιπόν η Βαλκανική σύρραξη είχε αρχικά ξεκινήσει– και παρουσιαστεί –ως ένας αγώνας ανάµεσα στα Χριστιανικά έθνη και στη Μουσουλµανική Οθωµανική Αυτοκρατορία, στην πορεία ο πολιτικός πραγµατισµός ανέτρεψε τις αναµενόµενες συµµαχίες και η Ελλάδα βρέθηκε να πολεµά στο πλευρό της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας εναντίον της Βουλγαρίας. Ο νέος πόλεµος κράτησε µόλις έναν µήνα, ήταν όµως πολύ αγριότερος και πιο αιµατηρός από τον προηγούµενο.

Χωριά ολόκληρα κάηκαν µαζί µε τους άµαχους κατοίκους τους, αιχµάλωτοι εκτελέστηκαν, δεκάδες χιλιάδες έγιναν πρόσφυγες, πρακτικές εθνοκάθαρσης ακολουθήθηκαν µε έναν φανατισµό που προκάλεσε βαθιά τραύµατα στους πληθυσµούς των εµπόλεµων περιοχών και στιγµάτισε τα Βαλκάνια απέναντι στη ∆υτική Ευρώπη. Η Βουλγαρία πλήρωσε τον τυχοδιωκτισµό των ηγετών της µε πλήρη κατάρρευση. Με επέµβαση των Ευρωπαϊκών δυνάµεων, ο πόλεµος τελείωσε µε την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (Ιούλιος 1913).

 

Το Νέο Τοπίο

Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι δηµιούργησαν νέα δεδοµένα στη Βαλκανική Χερσόνησο. Η Οθωµανική Αυτοκρατορία είχε κυριολεκτικά ακρωτηριαστεί, ενώ η Βουλγαρία αναγκάστηκε να συµβιβαστεί µε την απόκτηση της ∆υτικής Θράκης. Νικήτριες του πολέµου ήταν η Ελλάδα και η Σερβία, που είχαν αυξήσει εντυπωσιακά τα εδάφη τους.

Εν τούτοις οι Βαλκανικοί Πόλεµοι άφησαν αρκετές εδαφικές εκκρεµότητες, γιατί οι µεγαλοϊδεατισµοί παρέµεναν σε µικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό ανικανοποίητοι. Το στοιχείο αυτό καθόρισε την πολιτική των Βαλκανικών κρατών ως το ξέσπασµα του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου, ο οποίος ξεκίνησε άλλωστε στα Βαλκάνια µόλις έναν χρόνο µετά τη λήξη του Β’ Βαλκανικού Πολέµου.Οι νικητές των Βαλκανικών συντάχθηκανµε τις δυνάµεις της Αντάντ, ενώ οι ηττηµένοι µε τις Κεντρικές ∆υνάµεις.

 

ΑΠΟ ΤΟΝ ∆ΙΧΑΣΜΟ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Στην Ελλάδα, οι νίκες των Βαλκανικών Πολέμων επισκιάστηκαν από τον Διχασμό που ακολούθησε ανάμεσα στον Βενιζέλο και στον Κωνσταντίνο και εν τέλει από τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Γι’ αυτόν τον λόγο παρατηρείται η παραδοξότητα οι Βαλκανικοί Πόλεμοι να μην αποτελούν αυτοδύναμο ή αυτοτελές γεγονός για τη μετέπειτα Ελληνική ιστοριογραφία, αλλά να εντάσσονται ως ένα επεισόδιο σε μια μακρά σειρά γεγονότων που ξεκινά με την ήττα στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και καταλήγει στη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922.

Στην πορεία που οδηγεί από την πρώτη ήττα της Μεγάλης Ιδέας στην οριστική της ήττα, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι εγγράφηκαν ως η στιγμή της ευφορίας. Στην ουσία όμως εγκαινίασαν μια περίοδο δεκαετούς πολεμικής δοκιμασίας, που το τραγικό τέλος της επισκίασε την επική της έναρξη. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι σηματοδοτούν την τελική φάση αποσύνθεσης των πολυεθνικών αυτοκρατοριών προς όφελος των εθνών-κρατών.

Την τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ακολούθησαν, τα αμέσως επόμενα χρόνια, η Ρωσική Αυτοκρατορία και η Αυστροουγγαρία. Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν είχε αλλάξει μόνο ο χάρτης των Βαλκανίων αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης.

Ο Εθνικός Διχασμός (1914-1917) υπήρξε μία σειρά γεγονότων που επικεντρώνονται στη διένεξη μεταξύ του τότε πρωθυπουργού της Ελλάδας, Ελευθερίου Βενιζέλου και του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ σχετικά με την είσοδο ή μη της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα κύρια γεγονότα της διένεξης αφορούν διαδοχικά την παραίτηση του Βενιζέλου, τη δημιουργία ξεχωριστού κράτους με πρωτοβουλία του στην Βόρεια Ελλάδα με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη και την εκδίωξη του Κωνσταντίνου από την Ελλάδα μετά από στρατιωτική παρέμβαση των δυνάμεων της Αντάντ.

Η διένεξη αυτή χώρισε την χώρα σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα και προκάλεσε εξαιρετικά βαθύ χάσμα στην Ελληνική κοινωνία. Οι επιπτώσεις του χάσματος παρέμειναν ως το 1974 και την έκπτωση της μοναρχίας στην Ελλάδα. Μία σειρά από τραυματικά για την Ελλάδα γεγονότα, η Μικρασιατική καταστροφή, η δικτατορία του Μεταξά, ο εμφύλιος πόλεμος και μετέπειτα η Δικτατορία των Συνταγματαρχών και η τραγωδία της Κύπρου ήταν σε μεγάλο βαθμό απόρροια του Εθνικού Διχασμού.

Ως κύριο αίτιο του Εθνικού Διχασμού θεωρείται η διαμάχη μεταξύ Ελευθερίου Βενιζέλου και Βασιλιά Κωνσταντίνου του Α΄. Ο Κωνσταντίνος, βάσει του Συντάγματος, είχε δικαιοδοσίες εξαιρετικά περιορισμένες, όμως η επιρροή του σε πολιτικούς της εποχής ήταν παραπάνω από έντονη. Κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, στον οποίο ηττήθηκε η Ελληνική πλευρά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν αρχιστράτηγος του στρατού ενώ τρία χρόνια μετά ανέλαβε την αναδιοργάνωση του στρατεύματος.

Το 1909 ξέσπασε το κίνημα στο Γουδί, που απαιτούσε άμεσες ανακατατάξεις στο Στράτευμα με κύριο αίτημα την αποχώρηση του Διαδόχου και των πριγκίπων από την διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων. Με το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων, ο Κωνσταντίνος τέθηκε επικεφαλής του στρατεύματος. Οι αλλεπάλληλες επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού φέρουν τη σφραγίδα της στρατιωτικής τέχνης του Κωνσταντίνου. Στα παρασκήνια όμως, εκείνο το διάστημα δημιουργήθηκε το πρώτο χάσμα στις σχέσεις Κωνσταντίνου-Βενιζέλου:

Ενώ ο Ελληνικός Στρατός βρισκόταν ήδη μέσα στην Θεσσαλονίκης, ο Βενιζέλος στέλνει τηλεγράφημα στον Κωνσταντίνο να κινηθεί γρήγορα στην ήδη καταληφθείσα Θεσσαλονίκη. Το συγκεκριμένο γεγονός παρέμεινε γνωστό τότε μόνο σε περιορισμένους πολιτικούς και στρατιωτικούς κύκλους. Στο πρόσωπο του Ε. Βενιζέλου, το στρατιωτικό κίνημα βρήκε τον κύριο εκφραστή του, τον οποίο και κάλεσε από την Κρήτη για να αναλάβει την πολιτική ηγεσία της χώρας.

ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ 

Όταν, το καλοκαίρι του 1912, οι χώρες των Βαλκανίων ένωναν τις δυνάμεις τους με κοινό στόχο την κατάλυση του Οθωμανικού ζυγού από το μεγαλύτερο τμήμα της πολύπαθης Βαλκανικής, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ότι ο αγώνας τους θα κατέληγε σ’ έναν αιματηρό ενδοβαλκανικό πόλεμο. Επίλογο αυτού του πολέμου αποτέλεσε η συνθήκη του Βουκουρεστίου, τον Ιούλιο του 1913.

Στο πλαίσιο αυτής της συνθήκης οι διαφορές των Βαλκανικών χωρών θα λύνονταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Παράλληλα, όμως, με την υπογραφή της συνθήκης ενταφιάσθηκε και η Βαλκανική αδελφότητα, η οποία πήγαζε από τον πόθο των λαών της, από τα χρόνια ακόμη του Ρήγα Βελεστινλή. Τη θέση της είχαν πάρει οι αντιθέσεις και η εχθρότητα.

Σχεδόν αμέσως μετά τον τερματισμό του νικηφόρου αγώνα των Βαλκάνιων συμμάχων κατά των Τούρκων (1913), που συνοδεύθηκε από την απελευθέρωση των πρώην βιλαετίων της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου, ο Βουλγαρικός στρατός επιτέθηκε στους πρώην συμμάχους του. Τα πρώτα πλήγματα δέχθηκαν οι Σέρβοι στις 16 Ιουνίου, στη θέση Γευγελή και ακολούθησαν οι επιθέσεις κατά των Ελλήνων στην περιοχή Ελευθερές – Πράβι.

Οι σύμμαχοι, κλονισμένοι από την αιφνιδιαστική επίθεση των Βουλγάρων, αρχικά υποχώρησαν και μόλις τρεις ημέρες αργότερα κατόρθωσαν να ανασυνταχθούν και να αρχίσουν την αντεπίθεση. Τα Βουλγαρικά στρατεύματα που παρέμεναν στη Θεσσαλονίκη, παραδόθηκαν στους Έλληνες στις 18 Ιουνίου, μετά από ολονύκτια μάχη, ενώ ο σερβικός στρατός άρχισε να καταδιώκει τον Βουλγαρικό, ο οποίος υπέστη μεγάλες απώλειες.

Η προδοτική, όμως, επίθεση των Βουλγάρων δεν προκάλεσε την αντίδραση μόνο των Σέρβων και των Ελλήνων, αλλά και των Ρουμάνων και ακόμη και αυτών των ηττημένων του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, δηλαδή των Τούρκων. Στις 18 Ιουλίου Ρουμανικά στρατεύματα διέσχισαν τον Δούναβη και, χωρίς να συναντήσουν καμιά αξιόλογη αντίσταση, έφθασαν σε απόσταση 40 χλμ. από τη Σόφια.

Οι Τούρκοι προέλασαν στη Θράκη και ανακατέλαβαν την Αδριανούπολη. Σε διάστημα ενός μήνα οι Βούλγαροι έχασαν ό,τι είχαν κερδίσει στον πρώτο πόλεμο, ενώ η ίδια η Σόφια κινδύνευε να καταληφθεί. Αντιμέτωποι με την απειλή της τελικής καταστροφής, οι Βούλγαροι επιζήτησαν με κάθε τρόπο τον τερματισμό των εχθροπραξιών.

Η διπλωματική δραστηριότητα ήταν έντονη ήδη από τις πρώτες ημέρες του πολέμου και η πίεση ορισμένων Ευρωπαϊκών δυνάμεων (Αυστροουγγαρίας – Ρωσίας – Γαλλίας και άλλων) προς τη Σερβία και κυρίως προς την Ελλάδα για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων εξαιρετικά μεγάλη. Ο Βασιλιάς της Βουλγαρίας, Φερδινάνδος, ικέτευε τον Γάλλο πρόεδρο Πουανκαρέ για μεσολάβηση, ενώ οι Ρώσοι πρότειναν τη διακοπή των εχθροπραξιών και την άμεση σύγκλιση διαβαλκανικής συνδιάσκεψης στην Αγ. Πετρούπολη για την επίλυση των διαφορών.

Η ασφυκτική διπλωματική πίεση για ανακωχή, κυρίως προς την Ελλάδα, υπήρξε άκαρπη. Η άρνηση, όμως, της Ελληνικής κυβέρνησης και κυρίως του Βασιλιά Κωνσταντίνου που διηύθυνε τις πολεμικές επιχειρήσεις στο Μακεδονικό μέτωπο, προκαλούσε τη δυσφορία της Ευρώπης, ακόμη και αυτής της ίδιας της συμμάχου Σερβίας. Ο Έλληνας πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος γνώριζε ότι η αρνητική στάση της Ελλάδας δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ περισσότερο.

Ο Κωνσταντίνος, όμως, παρέμενε άκαμπτος. «Πρέπει να υπαγορεύσωμεν την ειρήνην επί του πεδίου της μάχης…», απαντούσε σε τηλεγραφήματα της Ελληνικής κυβέρνησης με νύξεις για πιθανή ανακωχή, ενώ λίγο αργότερα ολοκλήρωνε ένα νέο τηλεγράφημά του προς τον υπουργό των Εξωτερικών, Κορομηλά, με την περίφημη φράση «Ceterum censeo Bulgariam esse delendam» (λέγω, άλλωστε, ότι πρέπει να εξοντωθεί η Βουλγαρία).

Ο Βενιζέλος διέβλεπε ότι με τη συνέχιση των εχθροπραξιών και την άκαμπτη στάση του Βασιλιά ως προς το θέμα της ανακωχής η Ελλάδα κινδύνευε για πρώτη φορά να βρεθεί απομονωμένη. Αντιμέτωπος με ένα τόσο καταστροφικό για την Ελλάδα ενδεχόμενο και μετά από μια νέα έκκληση για ανακωχή, αυτή τη φορά από τον Βασιλιά της Ρουμανίας Κάρολο.

Ο Βενιζέλος έσπευσε στο Βουκουρέστι κάτω από αντίξοες συνθήκες, πιεζόμενος δηλαδή από τη μια πλευρά από την άρνηση του Κωνσταντίνου και από την άλλη από τη δυσμενή ατμόσφαιρα που επικρατούσε για την Ελλάδα στη Ρουμανική πρωτεύουσα λόγω της άρνησής της για ανακωχή. Η έκπληξη, όμως, που δοκίμασε ο Βενιζέλος διαβάζοντας το επείγον τηλεγράφημα του Κωνσταντίνου (με ημερομηνία 16 Ιουλίου 1913) με το οποίο ο τελευταίος ζητούσε ανακωχή την πρώτη κιόλας ημέρα της παραμονής του στο Βουκουρέστι, σίγουρα ήταν μεγάλη.

«Συνεπεία ανεξηγήτου αδρανείας του Σερβικού στρατού, επροκαλέσαμεν διά της ταχείας προελάσεώς μας το μεγαλύτερον μέρος του Βουλγαρικού στρατού εναντίον μας…», έγραφε ο Βασιλιάς και συνέχιζε: «Ο στρατός μου έφθασεν εις τα φυσικά και ηθικά όρια της αντοχής του… Προσπαθήσατε να εύρετε τρόπον διακοπής των εχθροπραξιών υπό της Σερβίας».

Ο Βενιζέλος, προτού ακόμη οι Βούλγαροι πληροφορηθούν την κρίσιμη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο Ελληνικός στρατός στο μέτωπο, κατόρθωσε με έξυπνους διπλωματικούς ελιγμούς να εξασφαλίσει πενθήμερη ανακωχή. Ο Ελληνικός στρατός είχε σωθεί από πιθανή καταστροφή και η Ελλάδα από νέες περιπέτειες.

Η ελεύθερη Ελλάδα με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου αγκάλιαζε και πάλι μετά από αιώνες υποδούλωσης τις περιοχές της δυτικής, της κεντρικής και της ανατολικής Μακεδονίας. Σίγουρα η συνθήκη δεν μπορούσε να εκφράσει την απόλυτη δικαίωση, καθώς το ζήτημα της Βόρειας Ηπείρου και των νησιών του ανατολικού Αιγαίου παρέμενε ανοικτό, ενώ μεγάλα τμήματα του Ελληνισμού ζούσαν ακόμη κάτω από Βουλγαρική ή Οθωμανική κυριαρχία.

Αποτελεί, όμως, αναμφισβήτητο γεγονός ότι με τη χάραξη των νέων συνόρων η Ελλάδα σε διάστημα λίγων μηνών σχεδόν διπλασίαζε τα εδάφη της, φθάνοντας από τα 64.000 τ.χλμ. στα 120.000, ενώ ο πληθυσμός της άγγιζε πλέον τα 5.000.000. Η εδαφική και η πληθυσμιακή αύξηση της νέας Ελλάδας επηρέασε και την οικονομία της δίνοντάς της μια νέα ώθηση. Πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη, η Καβάλα, οι Σέρρες, η Νάουσα, η Κοζάνη και άλλες, αποτελούσαν, χάρη στο εμπορικό και πνευματικό παρελθόν τους, εγγύηση για την ανάπτυξη της χώρας.

Η νέα κατάσταση πραγμάτων δικαίωνε τους αγώνες και τις θυσίες του Ελληνικού στρατού και του λαού, των οποίων η ομοψυχία και η ομόνοια αποτελούσαν παράγοντα εμπιστοσύνης για το μέλλον. Η ομοψυχία όμως, αλλά και η ομόνοια γνώρισαν πολλές δοκιμασίες στο επίπεδο της ηγεσίας. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι στρατιωτικές ικανότητες του Κωνσταντίνου και οι πολιτικές του Βενιζέλου αποτέλεσαν τους στυλοβάτες των μεγάλων εθνικών επιτυχιών, η σχέση, όμως, των δύο ανδρών είχε δοκιμασθεί αρκετές φορές και μάλιστα σε πολύ κρίσιμες στιγμές για την Ελλάδα.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε τον κρίσιμο ρόλο που διαδραμάτισε ο Βενιζέλος στο Βουκουρέστι, όταν πέτυχε την ανακωχή σώζοντας τον Ελληνικό στρατό από την καταστροφή λόγω των στρατιωτικών σφαλμάτων στο μέτωπο. Επίσης, τον ρόλο του Γενικού Επιτελείου, του οποίου ηγείτο ο ίδιος ο βασιλιάς και τους έξυπνους διπλωματικούς ελιγμούς του Έλληνα πρωθυπουργού κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.

Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου έκλεινε το μεγάλο κεφάλαιο των Βαλκανικών Πολέμων, ένα κεφάλαιο που εύρισκε την Ελλάδα να πολεμά μόνη της από την αρχή ως το τέλος για πρώτη φορά στην ιστορία της και να εξέρχεται θριαμβεύτρια.

Το έπος που έγραψε η Ελλάδα στα μακεδονικά οροπέδια αποτελούσε και το προμήνυμα για τη μελλοντική πορεία της. Ο Βενιζέλος, μετά την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου, απευθυνόμενος προς τα μέλη της Ελληνικής αντιπροσωπείας, έλεγε και τα εξής: «Και τώρα ας  στρέψουμε το βλέμμα μας προς Ανατολάς», δίνοντας, έτσι, το στίγμα της νέας πορείας που θα χάραζε η Ελλάδα.