Η Μάχη στη Γραβιά

Η μάχη στις 8 Μαΐου 1821

Τα Γεγονότα της Εποχής

Κατά τον πόλεμο της σουλτανικής εξουσίας εναντίον του Αλή Πασά (λίγο πριν την Ελληνική Επανάσταση), ο Οδυσσέας Ανδρούτσος μετέβη από τη Στερεά Ελλάδα στα Ιωάννινα για να τον ενισχύσει, αφήνοντας τον Αθανάσιο Διάκο ως τοποτηρητή στην οπλαρχηγία του (αρματολίκι). Ο Οδυσσέας έμεινε για αρκετούς μήνες στα Ιωάννινα, όπου ο Αλής πολιορκείτο από τα σουλτανικά στρατεύματα. Τελικά, όταν διαπίστωσε ότι ο πασάς είχε εγκαταλειφθεί από τους περισσότερους ακολούθους του, Αλβανούς και Έλληνες, και ότι δεν μπορούσε να διασωθεί, τον εγκατέλειψε και εκείνος επικεφαλής 1.500 Ελλήνων πολεμιστών, διασπώντας τον κλοιό των Τούρκων. Έτσι διέσωσε μία εμπειροπόλεμη στρατιωτική δύναμη, η οποία χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια στον εθνικό αγώνα. Ο ίδιος, ο Καραϊσκάκης και άλλοι οπλαρχηγοί διέφυγαν στα Επτάνησα.

Ο Ανδρούτσος κάλεσε στην Άρτα τους ισχυρότερους Αλβανούς οπλαρχηγούς επιχειρώντας να εφαρμόσει ένα παλαιό σχέδιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο «γέρος του Μοριά» είχε επιχειρήσει παλαιότερα να προσεταιρισθεί τους Αλβανούς προκειμένου να επαναστατήσουν από κοινού με τους Έλληνες εναντίον των Τούρκων και είχε συνάψει συμμαχία με τον Αλή Φαρμάκη, τον ηγέτη των ισχυρών Λαλαίων Αλβανών της Πελοποννήσου (το κέντρο ισχύος των οποίων βρισκόταν στην Ηλεία).

Οι Αλβανοί ήταν πανίσχυροι στρατιωτικά και ο Κολοκοτρώνης εκτίμησε πως αν ένωναν τις δυνάμεις τους με τους Έλληνες επαναστάτες, οι δύο λαοί θα επιτύγχαναν σχεδόν σίγουρα την ανεξαρτησία τους. Εντούτοις, το σχέδιο του είχε αποτύχει, επειδή στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στην ενίσχυση του Μεγάλου Ναπολέοντα στην ελληνοαλβανική συμμαχία. Οι Βρετανοί κατέλαβαν τα Επτάνησα και απέτρεψαν τη γαλλική υποστήριξη. Στην Άρτα, ο Ανδρούτσος και άλλοι Έλληνες ηγέτες πρότειναν στους Αλβανούς οπλαρχηγούς την από κοινού επανάσταση εναντίον των Οθωμανών, όμως η συνεννόηση δεν ευοδώθηκε, κυρίως λόγω της αντίδρασης ενός από αυτούς, του περίφημου Ομέρ Βρυώνη.

Στη συνέχεια ο Οδυσσέας έπλευσε στην Ιθάκη και από εκεί στους Παξούς, όπου εγκατέστησε την οικογένεια του για να την προστατεύσει από τα τουρκικά αντίποινα. Στις αρχές του 1821 έπλευσε στη Λευκάδα, όπου συναντήθηκε σε πολεμικό συμβούλιο με πολλούς οπλαρχηγούς από τη Ρούμελη και τον Μοριά (Καραϊσκάκη, Γ. Βαρνακιώτη, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη κ.α.), προκειμένου να προετοιμάσουν την επανάσταση. Στο συμβούλιο, ο Οδυσσέας και ο Πανουργιάς ανέλαβαν να εξεγείρουν τη Στερεά.

Στις αρχές του Μαρτίου 1821, ο Ανδρούτσος έπλευσε μυστικά στην τουρκοκρατούμενη Πάτρα, όπου συναντήθηκε με τον Ιωάννη Μακρυγιάννη. Όπως αναφέρει ο Μακρυγιάννης, ο Ανδρούτσος τον ενημέρωσε ότι ο Διάκος και ο Πανουργιάς θα ανελάμβαναν την εξέγερση στην ανατολική Στερεά, ενώ ο ίδιος θα βάδιζε στο Ξηρόμερο (Ακαρνανία) της δυτικής Στερεάς προκειμένου να εξεγείρει την περιοχή.

 

Πριν τη Μάχη

Γύρω στις 20 Μαρτίου του 1821, ο Ανδρούτσος αποβιβάσθηκε μυστικά σε άγνωστο σημείο της νότιας στερεοελλαδικής ακτής, όπου συνάντησε το πρωτοπαλήκαρο του, Γιάννη Γκούρα, με λίγους πολεμιστές. Εκεί έγραψε και έστειλε στους Γαλαξιδιώτες την περίφημη επιστολή του, με την οποία τους παρακινούσε να επαναστατήσουν, να του στείλουν πολεμοφόδια και να ακολουθήσουν τις οδηγίες του Γκούρα, τον οποίο τους έστειλε για να οργανώσει τον αγώνα. Ο Ανδρούτσος γνώριζε πόσο σημαντική ήταν για τον «μεγάλο σκοπό», η εξέγερση της πλούσιας ναυτικής πόλης του Γαλαξιδίου.

Η πόλη και η ανατολική Στερεά επαναστάτησαν, όμως ο Ανδρούτσος δεν κατόρθωσε να πείσει τους οπλαρχηγούς της δυτικής Στερεάς να πράξουν το ίδιο. Οι τελευταίοι ζήτησαν προθεσμία για να εξετάσουν την κατάσταση. Η θέση των κατοίκων της δυτικής Ρούμελης ήταν δύσκολη, επειδή η περιοχή τους δεν απείχε πολύ από τα Ιωάννινα όπου ήταν συγκεντρωμένος ο επίφοβος σουλτανικός στρατός του Χουρσήτ πασά, ο οποίος πολιορκούσε τον Αλή.

Ο Οδυσσέας επιχείρησε να πιέσει τους δυτικούς Ρουμελιώτες βαδίζοντας με το σώμα του στην Τατάρνα (Τριπόταμο) της Ευρυτανίας. Στη γέφυρα της Τατάρνας φόνευσε τον τοπικό δερβέναγα και 60 Τούρκους συνοδούς μιας χρηματαποστολής, προκειμένου να «ενοχοποιηθούν» οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής. Ο Ανδρούτσος ήταν αποφασισμένος να επιβάλει την επανάσταση με κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο.

Όταν ο Χουρσήτ πασάς έλαβε τις πρώτες πληροφορίες για την ελληνική εξέγερση στην ανατολική Ρούμελη, την Πελοπόννησο και τα νησιά, έστειλε τον Ομέρ Βρυώνη, πασά του Βερατίου, και τον Κιοσέ Μεχμέτ επικεφαλής ισχυρών δυνάμεων, να την καταπνίξουν. Ο Ομέρ, ο ουσιαστικός αρχηγός του εκστρατευτικού σώματος, ήταν έναν από τους ικανότερους στρατηγούς της Χερσονήσου του Αίμου. Ο Αθανάσιος Διάκος επιχείρησε να σταματήσει την κάθοδο των Τούρκων στην Αλαμάνα, με κατάληξη τη μεγαλειώδη θυσία του μαζί με 200 περίπου άνδρες του (Απρίλιος 1821).

Ο Ανδρούτσος έχει δεχθεί μομφές από ιστορικούς και ερευνητές για την υποτιθέμενη «ολιγωρία» του να βοηθήσει τον Διάκο στην ανατολική Στερεά, δήθεν επειδή παλαιότερα οι δύο άνδρες είχαν έντονη αντιδικία. Μάλιστα έχει υπονοηθεί ότι ο Ανδρούτσος επεδίωκε την εξόντωση του Διάκου ή ότι αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στην επανάσταση και στο «προσκύνημα» στους Τούρκους. Αντιδικίες όπως αυτή που πράγματι συνέβη ανάμεσα στον Ανδρούτσο και τον Διάκο, ήταν συνήθεις μεταξύ των κλεφταρματολών.

Επίσης, όπως είδαμε, ο πρώτος κάθε άλλο παρά ολιγώρησε, δρώντας στην Τατάρνα προκειμένου να παρασύρει τη δυτική Ρούμελη στην επανάσταση. Ο Οδυσσέας γνώριζε ότι η είσοδος της δυτικής Στερεάς στον αγώνα ήταν αποφασιστικότατη για την πορεία του, επειδή έτσι η Πελοπόννησος θα προστατευόταν πλήρως από τα βόρεια και θα καθίστατο το σταθερό ορμητήριο των επαναστατών. Ο Ανδρούτσος, όπως είχε ανακοινώσει στον Μακρυγιάννη, θα βάδιζε στη δυτική Στερεά έως το Ξηρόμερο (από την Τατάρνα όπου βρισκόταν), προκειμένου να την εξεγείρει. Εντούτοις δίσταζε να ξεκινήσει επειδή τον ανησυχούσε η κάθοδος του εμπειροπόλεμου Ομέρ Βρυώνη.

Όταν έμαθε για την τουρκική νίκη στην Αλαμάνα, άλλαξε τα σχέδια του και ανέλαβε τη διάσωση της επανάστασης στην ανατολική Στερεά. Όσο για τον πατριωτισμό του Ανδρούτσου, η άμεση και αδίστακτη σφαγή του δερβέναγα της Τατάρνας και 60 Τούρκων δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τις προθέσεις του. Αν ήταν υστερόβουλος, θα κρατούσε αρκετούς αιχμαλώτους για το δικό του όφελος, κυρίως τον δερβέναγα. Τέλος, ο Ανδρούτσος είχε διασώσει τον Διάκο από τη σκέψη του Αλή Πασά να τον θανατώσει, τον είχε μυήσει στη Φιλική Εταιρία και τον είχε αφήσει ο ίδιος τοποτηρητή στο αρματολίκι του.

Οι πρόκριτοι της Λειβαδιάς εξέλεξαν νέο οπλαρχηγό στη θέση του νεκρού Διάκου, τον Βασίλειο Μπούσγο. Ωστόσο, η κατάσταση ήταν κρίσιμη για τον αγώνα στην ανατολική Στερεά αλλά και την Πελοπόννησο. Το ηθικό των επαναστατών είχε κλονισθεί από την ήττα στην Αλαμάνα και είχαν πέσει σε αδράνεια. Ο Ομέρ μπορούσε να εκμεταλλευθεί την κατάσταση και να βαδίσει ταχύτατα στα νότια, φθάνοντας στην Πελοπόννησο και απειλώντας σοβαρά την Ελληνική Επανάσταση ήδη από την έναρξη της.

Ο πασάς θεωρούσε ότι θα κατέπνιγε ευκολότερα την εξέγερση, αν έπειθε τους Ρουμελιώτες αρματολούς να εκστρατεύσουν μαζί του στην Πελοπόννησο. Οι Πελοποννήσιοι αγωνιστές δικαιολογημένα θα κλονίζονταν βλέποντας ομοεθνείς τους να συμπολεμούν με το τουρκικό εκστρατευτικό σώμα. Ο Ομέρ Βρυώνης είχε αποτύχει να προσεταιρισθεί τον Διάκο, αλλά το επιχείρησε πάλι με άλλους οπλαρχηγούς.

Είχε πληροφορηθεί ότι ο Ανδρούτσος βρισκόταν στην Τατάρνα και υπολόγιζε στην κοινή θητεία τους στην αυλή του Αλή Πασά, για να τον προσεταιρισθεί. Γνώριζε ότι αν εξασφάλιζε τη συνεργασία του Ανδρούτσου, του ισχυρότερου Έλληνα οπλαρχηγού, πολλοί Στερεοελλαδίτες θα ακολουθούσαν το παράδειγμα του. Γι’ αυτό του έστειλε επιστολή από τη Λαμία, όπου βρισκόταν, στην οποία του ανακοίνωνε τον θάνατο του Διάκου, του πρότεινε να συνταχθεί μαζί του και του εγγυάτο πως σε αυτή την περίπτωση θα τον συγχωρούσε για τον φόνο του δερβέναγα Χασάν μπέη Γκέκα και θα του παρέδιδε την αρχηγία όλων των αρματολικίων της ανατολικής Στερεάς. Ο πασάς τον καλούσε να συναντηθούν στη Γραβιά.

Ο Ανδρούτσος αγνόησε την προσφορά του Ομέρ Βρυώνη και βάδισε στην ανατολική Στερεά. Από την πρόσκληση του πασά να συναντηθούν στη Γραβιά, ο Οδυσσέας αντιλήφθηκε ότι σκόπευε να προχωρήσει στα Σάλωνα (Άμφισσα) και στη συνέχεια στο Γαλαξίδι. Εκεί ο πασάς θα επιβίβαζε τον στρατό του σε πλοία και θα τον διαπεραίωνε στην Πελοπόννησο. Φαίνεται πως ο Ομέρ θεωρούσε ότι μετά τη μάχη της Αλαμάνας, οι Στερεοελλαδίτες δεν θα προέβαλαν πλέον σοβαρή αντίσταση.

Γι’ αυτό δεν επέλεξε τη μακρύτερη και δυσκολότερη πορεία έως την Πελοπόννησο διαμέσου της Βοιωτίας και του Ισθμού. Προτίμησε τον συντομότερο δρόμο Λαμίας-Γραβιάς-Σαλώνων-Γαλαξιδίου προκειμένου να αιφνιδιάσει τους Πελοποννήσιους. Στις αρχές του Μαΐου, ο Ανδρούτσος, ενισχυμένος με τους άνδρες του Κατσικογιάννη και του Σουλιώτη Χρήστου Κοσμά, εγκαταστάθηκε στο Χάνι (πανδοχείο) της Γραβιάς με 100 περίπου άνδρες. Ο σκοπός του ήταν να ανακόψει την πορεία του εχθρού στη διάβαση της Γραβιάς.

 

Η Μάχη

Η Γραβιά βρισκόταν σε στρατηγική και οχυρή θέση, την οποία οι Έλληνες είχαν χρησιμοποιήσει από την Αρχαιότητα προκειμένου να αναχαιτίσουν βαρβάρους οι οποίοι κατευθύνονταν από τον Βορρά προς τη Φωκίδα και τους Δελφούς. Εκεί οι αρχαίοι Στερεοελλαδίτες είχαν αναχαιτίσει μέρος των Γαλατών που κατευθύνονταν στους Δελφούς. Στην ίδια θέση οι Βυζαντινοί είχαν αποπειραθεί να αποκρούσουν, ανεπιτυχώς, τους Γότθους του Αλάριχου.

Στο Χάνι της Γραβιάς κατέφθασαν και τα σώματα του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη, οι οποίοι μετά την καταστροφή του Διάκου στην Αλαμάνα, υποχώρησαν από τις αρχικές τους θέσεις (στον Γοργοπόταμο και τη Χαλκωμάτα). Ο Οδυσσέας («Λυσσέος», όπως τον αποκαλούσαν οι σύντροφοι του) εμψύχωσε τους καταβεβλημένους αγωνιστές και άρχισε αμέσως να οργανώνει τη νέα αντίσταση στους εισβολείς.

Παράλληλα, είχε στείλει τον Γκούρα με εντολή να «καθαρίσει» τα Σάλωνα, δηλαδή να εκτελέσει όλους τους αιχμάλωτους Τούρκους και Αλβανούς της περιοχής. Επρόκειτο για μία σκληρή διαταγή του Ανδρούτσου, την οποία οι επικριτές του έσπευσαν να μεταχειρισθούν ως μία ακόμη απόδειξη του ανηλεούς χαρακτήρα του. Εντούτοις, ο Οδυσσέας δεν είχε άλλη επιλογή. Οι μουσουλμάνοι της περιοχής ήταν ισχυροί αριθμητικά και θα ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνοι αν εξεγείρονταν.

Ο Ανδρούτσος είχε δεσμεύσει αρκετούς άνδρες για τη φύλαξη τους, που ήταν απαραίτητοι για την αναχαίτιση του Ομέρ Βρυώνη. Αν ελευθέρωνε τους αιχμαλώτους, εκείνοι θα ενώνονταν με τον πασά ισχυροποιώντας τον περισσότερο. Άλλος βασικός λόγος της απόφασης του, ήταν η πρόταση των τοπικών χωρικών να φυλάξουν εκείνοι ειδικά τους αιχμάλωτους μπέηδες. Ο Οδυσσέας σκέφθηκε, δικαιολογημένα, ότι επρόκειτο για υστερόβουλη πρόταση τους με σκοπό είτε να χρησιμοποιήσουν τους μπέηδες ως μάρτυρες σε περίπτωση «προσκυνήματος» τους, είτε να τους ανταλλάξουν έναντι λύτρων.

Ο Ανδρούτσος, στα πλαίσια της πάγιας πολιτικής του, προσπαθούσε να καταστήσει τους ντόπιους χριστιανούς «συνενόχους» στην εξόντωση των Τούρκων, έτσι ώστε να εξασφαλίσει πως δεν θα σκέπτονταν να καταθέσουν τα όπλα. Τέλος, ο θάνατος του παλαιού του φίλου Διάκου και 200 παληκαριών του στην Αλαμάνα, επηρέασε το κοινό ελληνικό αίσθημα που ζητούσε αντεκδίκηση και τη δική του απόφαση για τη θανάτωση των Τούρκων.

Η φοβερή εξόντωση όλων των μουσουλμάνων – εκτός από έναν όπως λέγεται – των Σαλώνων, της Μενδενίτσας (Βοδωνίτσας) και του Τουρκοχωρίου από τον Γκούρα, διήρκεσε μία εβδομάδα. Μαζί τους εκτελέσθηκαν όλοι οι Μπεκτασήδες δερβίσες, με εντολή του Ανδρούτσου.

Ο Οδυσσέας έστειλε από το Χάνι επιστολή στον Μπούσγο, καλώντας τον να έλθει με όλους τους άνδρες του στη Γραβιά. Όπως του έγραφε χαρακτηριστικά: «ένας να μη λείψη». Παράλληλα, οι επαναστάτες απομάκρυναν όλα τα γυναικόπαιδα της περιοχής στις δυσπροσπέλαστες πλαγιές της Γκιώνας και του Παρνασσού. Στο πολεμικό συμβούλιο με τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη, ο Ανδρούτσος πρότεινε να οχυρώσουν το Χάνι που βρισκόταν επί του δρόμου της Γραβιάς και να κλεισθούν σε αυτό, χρησιμοποιώντας το ως φρούριο από όπου θα εμπόδιζαν τη διάβαση των Τούρκων.

Οι άλλοι δύο οπλαρχηγοί διαφώνησαν, θεωρώντας καλύτερη λύση την κατάληψη θέσεων αριστερά και δεξιά του δρόμου, προκειμένου να μπορούν να διαφύγουν σε περίπτωση εχθρικής επικράτησης. Η πρόταση του Ανδρούτσου ήταν πρωτότυπη συγκριτικά με τις πολεμικές συνήθειες των κλεφταρματολών, οι οποίοι φρόντιζαν συνήθως να εξασφαλίζουν μία οδό διαφυγής από το πεδίο της μάχης. Ο Οδυσσέας γνώριζε ότι η διαφυγή από το Χάνι θα ήταν πολύ δύσκολη και σε αυτό το στοιχείο στηριζόταν προκειμένου να επιτύχει τη μέγιστη πολεμική απόδοση των ανδρών.

Μάλιστα ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης επισήμαναν την εκτεθειμένη θέση του Χανίου στο ανοικτό πεδίο και θεώρησαν ότι δεν θα άντεχε στις σφοδρές επιθέσεις των εχθρών. Οι διαβουλεύσεις των αγωνιστών συνεχίζονταν, όταν στις 7 Μαϊου ο Ομέρ Βρυώνης ξεκίνησε από τη Λαμία, άφησε τον Κιοσέ Μεχμέτ στη Μενδενίτσα με 1.000 άνδρες ως οπισθοφυλακή ασφαλείας, και βάδισε προς τη Γραβιά επικεφαλής 8.000 εκλεκτών πολεμιστών.

Το πεζικό του αποτελείτο από 7.000 Αλβανούς, Βόσνιους και άλλους Σλαβομουσουλμάνους, και Σαριγκιουλήδες από τη Μακεδονία. Το ιππικό του περιελάμβανε 500 Γκέγκηδες Αλβανούς, με επικεφαλής τον Τελεχά Φέζο, και 500 Τσάμηδες ομοεθνείς τους υπό τον Μουσταφά μπέη Κιαφαζέζη. Οι Αλβανοί αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία του στρατεύματος.

Όταν οι επαναστάτες έμαθαν ότι ο εχθρός πλησίαζε, ο Ανδρούτσος πρότεινε νέο σχέδιο μάχης με το οποίο οι άλλοι οπλαρχηγοί συμφώνησαν. Το πρωί της επόμενης ημέρας (8 Μαΐου), οι ελληνικές δυνάμεις (1.000-1.500 πολεμιστές) διαιρέθηκαν σε τρία μέρη. Ένα τμήμα τους με επικεφαλής τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη κατέλαβε τα υψώματα του Χλωμού, στα αριστερά του δρόμου απ’ όπου θα περνούσε ο εχθρός.

Το δεύτερο τμήμα τους, υπό τους Χρήστο Κοσμά και Κατσικογιάννη, εγκαταστάθηκε στα δεξιά του, στα υψώματα της βρύσης «Σού Τζίκα». Το τρίτο και επίλεκτο σώμα με επικεφαλής τον Οδυσσέα, αποτελούμενο από άνδρες που θα τον ακολουθούσαν αυτόβουλα, θα κλεινόταν στο Χάνι της Γραβιάς. Μάλιστα ο Ανδρούτσος, προκειμένου να εμψυχώσει όσους θα τον ακολουθούσαν, φώναξε στους πολεμιστές: «Αί ορέ παιδιά, όποιος θέλει ν’ ακολουθήση, ας πιαστή στον χορό!». Ο Οδυσσέας έσυρε τον τσάμικο και ύψωσε το μαντήλι του.

Ο Γκούρας πιάστηκε πρώτος από το μαντήλι και ακολούθησαν ο Παπαντρέας, ο Κομνάς Τράκας, ο Αγγελής Γοβγίνας από την Εύβοια, οι Καπογιωργαίοι, ο Ζαφείρης από τα Επτάνησα και ο Μουσταφά, ένας Τουρκαλβανός «βλάμης» (αδερφικός φίλος) του Ανδρούτσου. Συνολικά 120 άνδρες έσυραν τον χορό και κλείσθηκαν στο Χάνι. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο αμπάρωσαν τις θύρες του, σφράγισαν όποια ανοίγματα και άνοιξαν πολεμίστρες. Σε λίγο οι Τούρκοι διέβησαν το ποτάμι της Γραβιάς και αντιλήφθηκαν τους Έλληνες οι οποίοι ήταν ακροβολισμένοι στο Χλωμο και στη βρύση Σού Τζίκα.

Αφού προσευχήθηκαν για τη νίκη, ο Ομέρ Βρυώνης έστειλε δύο ισχυρά σώματα για να διενεργήσουν υπερκέραση των δύο ελληνικών πτερύγων. Οι άνδρες των πτερύγων ήταν ολιγάριθμοι συγκριτικά με τους Τουρκαλβανούς και οι περισσότεροι ήταν εξοπλισμένοι μόνο με σφενδόνες και μαχαίρια, μη διαθέτοντας πυροβόλα όπλα όπως οι εχθροί.

Πυροβόλα έφεραν εξολοκλήρου μόνο οι αγωνιστές που είχαν κλεισθεί στο Χάνι. Μοιραία, οι άνδρες του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη δεν άντεξαν το βάρος της εχθρικής επίθεσης και υποχώρησαν. Σε λίγο τους ακολούθησαν και οι πολεμιστές του Κοσμά και του Κατσικογιάννη. Οι ελληνικές πτέρυγες διαλύθηκαν και οι άνδρες τους κατέφυγαν στα ορεινά, όμως το ηθικό των αγωνιστών στο Χάνι δεν κάμφθηκε επειδή γνώριζαν ότι αυτή θα ήταν η πιθανότερη εξέλιξη.

Πριν το μεσημέρι, έφθασε μπροστά στο Χάνι ο Ομέρ Βρυώνης με τον κύριο όγκο του στρατού. Ο πασάς προσπάθησε πάλι να προσεταιρισθεί τον Ανδρούτσο. Έστειλε στο Χάνι τον Χασάν δερβίση, ο οποίος οδηγούσε τους άνδρες του ως θρησκευτικός αρχηγός (ως δερβίσης) που ευχόταν για τη νίκη και προσπαθούσε να διεγείρει τον πολεμικό φανατισμό τους, προκειμένου να διαπραγματευθεί με τον Οδυσσέα.

Ο Χασάν ήταν παλαιός γνώριμος του από την αυλή του Αλή Πασά, στοιχείο στο οποίο υπολόγιζε πάλι –μάταια – ο Ομέρ. Ο Ανδρούτσος είχε διατάξει τους πολεμιστές του να μην πυροβολήσουν, αν εκείνος δεν έδινε την εντολή. Γνώριζε τις μεθόδους του εχθρού και ότι ο πασάς θα του έστελνε τον δερβίση. Οι Τουρκαλβανοί πεζοί άρχισαν να βαδίζουν, οδηγούμενοι από τον Χασάν, αλλά σταμάτησαν σε απόσταση εκατό μέτρων από το Χάνι. Ο Οδυσσέας παρακολουθούσε τις κινήσεις τους από μία πολεμίστρα.

Ο δερβίσης βάδισε μόνος του θαρραλέα προς το Χάνι και όταν έφθασε κοντά στην κεντρική θύρα του, φώναξε στον Ανδρούτσο. Ο τελευταίος τον χαιρέτησε στην αλβανική γλώσσα και ο Χασάν ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Παρά την απόλυτη ηρεμία που επικρατούσε, η κατάσταση ήταν τεταμένη, με τους πολεμιστές των δύο πλευρών να παρακολουθούν με το δάκτυλο στη σκανδάλη. Μετά από κάποιο διάστημα εσκεμμένης σιωπής, ο δερβίσης φώναξε στον Οδυσσέα με προστακτικό τόνο, ότι θέλει να συνομιλήσει μόνος μαζί του.

Ο Ανδρούτσος του απάντησε στον ίδιο τόνο, εξυβρίζοντας τον αθυρόστομα στα αλβανικά. Ο δερβίσης άρχισε επίσης να υβρίζει τον Οδυσσέα, ώσπου εκείνος τον πυροβόλησε και τον σκότωσε με εύστοχη βολή στο κρανίο. Ο Χασάν σωριάστηκε στο έδαφος και οι Τουρκαλβανοί έτρεξαν αμέσως μαζικά κοντά στον «ιερό πολεμιστή». Ο Οδυσσέας εκμεταλλεύθηκε τη ριψοκίνδυνη συγκέντρωση των εχθρών τόσο κοντά στο Χάνι και διέταξε μαζική ομοβροντία. Πολλοί Αλβανοί έπεσαν νεκροί ή τραυματίες και οι υπόλοιποι υποχώρησαν πάλι σε απόσταση ασφαλείας.

Σε λίγο οι εχθροί διενήργησαν την πρώτη έφοδο τους στο Χάνι. Ο Οδυσσέας είχε εκπαιδεύσει τους άνδρες του να πυροβολούν με την ευρωπαϊκή μέθοδο των πυκνών συγχρονισμένων πυρών. Ένα μέρος των πολεμιστών του εξαπέλυε συγχρονισμένα μία ομοβροντία εναντίον των Τουρκαλβανών και κατά το διάστημα που γέμιζαν πάλι τα καριοφίλια και τις πιστόλες τους, άλλοι πυροβολητές ήταν έτοιμοι να πυροβολήσουν συγχρονισμένα εναντίον του εχθρού κ.ο.κ.

Η αναφερόμενη μέθοδος ήταν η καταλληλότερη έναντι μαζικής εχθρικής επιθέσης και υπήρξε ιδιαίτερα φονική έναντι των ασυντάκτων Τουρκαλβανών. Οι τελευταίοι σωριάζονταν ομαδόν στο έδαφος από τα βόλια των επαναστατών, αναγκαζόμενοι τελικά να υποχωρήσουν. Ακολούθησαν και άλλες θυελλώδεις επιθέσεις τους και παρότι κατάφεραν επανειλημμένα να στήσουν τα μπαϊράκια τους (πολεμικές σημαίες) στο τοιχίο του χώρου του Χανίου, στο τέλος τρέπονταν σε φυγή αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς.

Κατά το μεσημέρι, ο Ομέρ Βρυώνης, απογοητευμένος από την αποτυχία, διέταξε την παύση των επιθέσεων και συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο. Οι υπαρχηγοί του πρότειναν να φέρει βαριά πυροβόλα από τη Λαμία, προκειμένου να μεταβάλουν το Χάνι σε ερείπια από ασφαλή απόσταση. Ο πασάς θεώρησε υποτιμητικό να φέρει πυροβόλα για την εκπόρθηση ενός πανδοχείου. Έως τη δύση του ήλιου, εξαπέλυσε τρεις ακόμη επιθέσεις εναντίον του, χωρίς αποτέλεσμα.

Οι Τουρκαλβανοί όχι μόνο αδυνατούσαν να έλθουν σε αγχέμαχη συμπλοκή με τους αγωνιστές, αλλά ακόμη και να πλησιάσουν τους τοίχους του Χανίου, που «θέριζε» τους επιτιθέμενους από όλες τις πλευρές. Ο περίγυρος του πανδοχείου καλυπτόταν από σωρούς νεκρών και τραυματιών.

Ο Ομέρ κατανόησε ότι τα πυροβόλα ήταν απαραίτητα. Έστειλε έναν Τάταρο ιππέα στη Λαμία, με εντολή για μεταφορά τους στη Γραβιά και κύκλωσε το οχυρωμένο πανδοχείο με νυκτερινούς φρουρούς. Τέλος, επέτρεψε στον καταπονημένο στρατό του να αναπαυθεί. Στο Χάνι, οι οπλαρχηγοί εξέτασαν την κατάσταση. Η ολοήμερη μάχη είχε εξαντλήσει τα πυρομαχικά τους και γνώριζαν ότι την επόμενη ημέρα ο πασάς θα έφερνε πυροβόλα προκειμένου να μη θυσιάζει άσκοπα τους άνδρες του και να μην ονειδίζεται από την παρατεταμένη πολιορκία ενός πανδοχείου.

Είχαν πετύχει μερικώς τον στόχο τους, αφού είχαν προκαλέσει μεγάλες απώλειες στους Τουρκαλβανούς και είχαν ανυψώσει το φρόνημα όλων των επαναστατών. Γι’ αυτούς τους λόγους αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Χάνι. Περίπου δύο ώρες πριν ξημερώσει, ο Ανδρούτσος και οι άλλοι οπλαρχηγοί ξύπνησαν τους άνδρες και άρχισαν να απομακρύνουν αθόρυβα τις πέτρες από τον λιθοσωρό με τον οποίο είχαν σφραγίσει μία από τις θύρες του πανδοχείου.

Από την πύλη βγήκε προσεκτικά πρώτος ο Γκούρας, ο οποίος φημιζόταν για την εξαίρετη όραση του, και οδήγησε την πορεία των πολεμιστών στον γειτονικό αγρό. Τελευταίος βγήκε ο Οδυσσέας. Το χωράφι στο οποίο κινούνταν σκυμμένοι οι αγωνιστές, καλυπτόταν από ψηλά στάχυα τα οποία έκρυβαν την κίνηση τους από τους Αλβανούς που κατόπτευαν το Χάνι. Επρόκειτο για μία δύσκολη επιχείρηση διαφυγής που έγινε με πολλές προφυλάξεις, επειδή στον αγρό κείτονταν αρκετοί τραυματισμένοι εχθροί, κάποιος από τους οποίους θα μπορούσε να φωνάξει προδίδοντας στους ομοεθνείς του την ελληνική έξοδο.

Οι αγωνιστές έφθασαν τελικά σε ένα σημείο όπου βρίσκονταν οι Τουρκαλβανοί νυκτερινοί φρουροί. Εκείνοι τους αντιλήφθηκαν και άρχισαν να τους πυροβολούν. Τότε ο Οδυσσέας χρησιμοποίησε ένα στρατήγημα: πολλοί Αλβανοί ήταν ενδεδυμένοι όπως οι Έλληνες και δεν διακρίνονταν εμφανισιακά.

Ο Ανδρούτσος άρχισε να κραυγάζει στα αλβανικά εναντίον των ανδρών του και να προσποιείται ότι τους καταδιώκει. Έτσι «έπεισε» τους Τουρκαλβανούς ότι ήταν ένας από αυτούς και σε λίγο άρχισε να φωνάζει ότι οι Έλληνες διαφεύγουν προς τη βρύση Σού Τζίκα, ενώ εκείνοι έτρεχαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς το Χλωμό. Οι Αλβανοί έτρεξαν προς τη βρύση ενώ ο Ανδρούτσος διέφυγε με τους άνδρες του μέσα στο σκοτάδι της νύκτας.

Όταν ξημέρωσε η 9η Μαΐου, οι επαναστάτες βρίσκονταν ασφαλείς στα υψώματα του Χλωμού, όπου καταμετρήθηκαν. Είχαν δύο τραυματίες, τον καπετάνιο Κώστα Καπογιωργάκη και έναν από τους πολεμιστές του Γκούρα, και έξι νεκρούς. Μεταξύ των τελευταίων βρίσκονταν ο επιφανής για τη γενναιότητα του, Αθανάσιος Καπλάνης, και ο Αθανάσιος Σεφέρης. Λίγο μετά την ανατολή του ηλίου, ο Ομέρ εισήλθε στο εγκαταλειμμένο Χάνι και όταν είδε την ισχνή κατασκευή του (συγκριτικά με τα πραγματικά οχυρά), επέπληξε σφόδρα τους Τουρκαλβανούς του επειδή δεν μπόρεσαν να νικήσουν λίγους «ζορμπάδες» (άτακτοι πολεμιστές ή «παλικαράδες»).

Οι απώλειες του τουρκικού στρατοπέδου αριθμούσαν 600 τραυματίες και 300 νεκρούς μεταξύ των οποίων και δύο μπέηδες. Με την εξόντωση τόσων Αλβανών στη Γραβιά, ο Οδυσσέας και οι άνδρες του πήραν μία «άτυπη» εκδίκηση για τον θάνατο των Ελλήνων αγωνιστών στην Αλαμάνα, τον προηγούμενο μήνα.

 

Οι Συνέπειες της Μάχης

Η μάχη της Γραβιάς είχε αποφασιστική σημασία για την πορεία της Ελληνικής Επανάστασης. Παρότι ‘επίσημα’ επρόκειτο για νίκη του Ομέρ Βρυώνη, στην πραγματικότητα είναι αμφίβολο αν η ταπείνωση 8.000 Τουρκαλβανών από μόλις 120 Έλληνες πολεμιστές μπορεί να θεωρηθεί «νίκη». Αυτή η πραγματικότητα κλόνισε το ηθικό του πασά και το ηθικό των ανδρών του. Μετά τη σχετικά «ανώδυνη» επιτυχία του στην Αλαμάνα, ο Ομέρ πίστευε μάλλον πως δεν θα συναντούσε σοβαρή αντίσταση κατά την πορεία του στην Πελοπόννησο.

Εντούτοις, η μανιώδης αντίσταση του Ανδρούτσου και των παληκαριών του έκαναν τον Ομέρ να κατανοήσει ότι η ελληνική εξέγερση κάθε άλλο ήταν παρά μία τοπική και ανάξια λόγου «ανταρσία» (όπως τη θεωρούσαν πολλοί Οθωμανοί). Όταν σε λίγο πληροφορήθηκε τη θανάτωση των μουσουλμάνων από τα Σάλωνα έως τη Μενδενίτσα, αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για πραγματική επανάσταση, οι φορείς της οποίας σκόπευαν να πολεμήσουν μέχρι τέλους.

Έτσι, ο Ομέρ Βρυώνης εγκατέλειψε το σχέδιο του για άμεση εισβολή στην Πελοπόννησο και προσπάθησε να καταπνίξει την εξέγερση στην ανατολική Ρούμελη. Με αυτόν τον τρόπο, η αντίσταση του Ανδρούτσου στη Γραβιά «διευκόλυνε» την πρώτη σπουδαία νίκη των Πελοποννησίων στο Βαλτέτσι και βοήθησε αποφασιστικά στην εδραίωση της εθνεγερσίας στην Πελοπόννησο (στην οποία δεν είχε σταθεροποιηθεί ακόμη).

Ο διασυρμός των Τουρκων στη Γραβιά είχε την ίδια σημασία για την επιβίωση της επανάστασης στην ανατολική Στερεά και για τη διάδοση της στη δυτική Στερεά και την Εύβοια. Όταν οι κάτοικοι των δύο τελευταίων περιοχών πληροφορήθηκαν τα γεγονότα της Γραβιάς, επηρεάσθηκαν αποφασιστικά υπέρ της επανάστασης και σε λιγότερο από έναν μήνα (έως τις 5 Ιουνίου) μία προς μία οι πόλεις και οι περιφέρειες τους, η Λίμνη, η Κύμη, η Κάρυστος, το Μεσολόγγι, το Αιτωλικό, το Ξηρόμερο και το Καρπενήσι, ύψωσαν τα λάβαρα της (το Ξηροχώρι της Εύβοιας είχε ήδη εξεγερθεί από τις 8 Μαΐου).

Η αναχαίτιση των εισβολέων στη Γραβιά προστάτευσε τον εθνικό αγώνα σε μία από τις κρισιμότερες φάσεις του, μετά τον θάνατο του ηρωικού Διάκου. Η στρατηγική διάνοια του Ανδρούτσου εκδηλώθηκε κατά τη μάχη της Γραβιάς. Ήταν τόση η απήχηση του θριάμβου του, ώστε ο Μπούσγος, εκλεγμένος οπλαρχηγός της Λειβαδιάς, του παραχώρησε αυτόβουλα την αρχηγία των όπλων της Βοιωτίας και τέθηκε υπό τις διαταγές του.