Η Ναυπλιακή Επανάσταση

ή Ναυπλιακά (1η Φεβρουαρίου – 8 Απριλίου 1862)

Η μεγαλύτερη και πιο αιματηρή από τις στάσεις της Α’ Δυναστείας, η οποία τερματίστηκε με εκστρατεία και τακτική πολιορκία του Ναυπλίου. Χίλιοι στρατιώτες υπό τους , Αρτέμιο Μίχο, Πάνο Κορωναίο και τον δικαστικό Γεώργιο Πετιμεζά, μαζί με τους περίπου χίλιους πολιτικούς κρατούμενους στην Ακροναυπλία που απελευθερώθηκαν και μερικές εκατοντάδες νέους εθελοντές, ξεκίνησαν αντιδυναστικό αγώνα. Η Βασιλική κυβέρνηση του Αθανασίου Μιαούλη έστειλε εναντίον τους στρατό περίπου 7.000 ανδρών. Μέσα Μαρτίου του 1862, η επανάσταση είχε κατασταλεί. Πολλοί από τους επαναστάτες αμνηστεύτηκαν.

Στο Ναύπλιο, λόγω του αντιδυναστικού πνεύματος που επικρατούσε και που ήταν διαδεδομένο στο στρατό από το 1861, η κυβέρνηση του Αθανασίου Μιαούλη είχε εκτοπίσει αξιωματικούς όλων των όπλων για πειθαρχικά παραπτώματα. Τον Δεκέμβριο του 1861 βρέθηκαν στο Ναύπλιο όσοι υπηρετούσαν στη φρουρά ή στις φυλακές του Ιτς-Καλέ, γύρω  στους έντεκα αξιωματικούς, μεταξύ των οποίων οι ανώτεροι Αρτέμιος Μίχος, Πάνος Κορωναίος, Δ. Μπότσαρης και Χ. Ζυμπρακάκης και οι κατώτεροι Δ. Γρίβας, γιος του Θ. Γρίβα, ο Παραμυθιώτης, ο Σμόλενιτς, ο Πραΐδης, ο Μάνος, ο Κατσικογιάννης, ο Παγένος και ο Δημόπουλος.

Οι αξιωματικοί αυτοί άρχισαν τις συνομωσίες για την ανατροπή του Όθωνα και πέτυχαν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να μυήσουν ένα μεγάλο μέρος των αξιωματικών και των υπαξιωματικών της φρουράς του Ναυπλίου, του Ιτς-Καλέ και του Παλαμηδίου προς επίμετρο δε συνεννοήθηκαν με τους πολιτικούς Γεώργιο Πετιμεζά και Πέτρο Μαυρομιχάλη και παρέσυραν στη συνομωσία ικανούς ιθύνοντες του Ναυπλίου, όπως τον Δήμαρχο, την πλειονότητα του Δημοτικού Συμβουλίου, τον πρόξενο Ζαβιτσιάνο, μέσω του οποίου είχαν ασφαλή αλληλογραφία με άλλους Αθηναίους πολιτικούς, στρατιωτικούς συνωμότες και ικανή μερίδα επιστημόνων και προυχόντων.

Η στάση και η κατάληψη των φρουρίων είχε ορισθεί για τη νύχτα της 3ης προς 4η Φεβρουαρίου, αλλά εξαιτίας ενός τυχαίου περιστατικού οι συνωμότες στασίασαν τη νύχτα της 31ης Ιανουαρίου προς 1η Φεβρουαρίου. Με συνθηματικούς πυροβολισμούς από τους διάφορους προμαχώνες του φρουρίου και των στρατώνων επιτέθηκαν κατά των πιστών ή αμύητων αξιωματικών και συλλαμβάνοντάς τους έγιναν κύριοι των φρουρίων και της πόλης.

Συνέλαβαν και φυλάκισαν τον νομάρχη, τον φρούραρχο συνταγματάρχη Σπηλιωτόπουλο, τον αντισυνταγματάρχη Ζορμπά και τους ταγματάρχες Στέλβαχ και Γιάνναρη, έως και κάποιους κατώτερους, διέρρηξαν τις φυλακές, αποφυλάκισαν όλους τους φυλακισμένους και συνέστησαν προσωρινή κυβερνητική επιτροπή αποτελούμενη από στρατιωτικά και πολιτικά πρόσωπα, απηύθυναν δε διάγγελμα προς τον λαό και τον στρατό ζητώντας:

  • Τη μεταβολή του κυβερνητικού συστήματος,
  • Τη διάλυση της Βουλής και
  • Τη συγκρότηση Εθνοσυνέλευσης «για την ανάκτηση των καταπατημένων ελευθεριών».

Οι στρατιωτικοί από την επόμενη ημέρα άρχισαν να προετοιμάζουν την άμυνά τους. Ανώτερος αρχηγός ανακηρύχθηκε ο Αρτέμιος Μίχος, αρχηγός των γενικών επιτελών ο Πάνος Κορωναίος με επιτελείς τους Ιωάννη Μανωλάκη, Θ. Κυδωνάκη, Θ. Πετιμεζά και Μ. Μοσχόπουλο. Ο ταγματάρχης Δ. Μπότσαρης διορίσθηκε φρούραρχος Παλαμηδίου. Το Άργος και η Τρίπολη πραγματοποίησαν στάση την επόμενη και μεγάλο μέρος της δεύτερης φρουράς και ολόκληρη η πρώτη φρουρά έσπευσαν στο Ναύπλιο και ενώθηκαν με τους επαναστάτες.

Οι γνώμες ωστόσο των επαναστατών διχάσθηκαν. Στο συμβούλιο που έγινε τη 2η ημέρα του Φεβρουαρίου ο Κορωναίος πρότεινε την άμεση εκστρατεία κατά της Αθήνας, αλλά ο αρχηγός Μίχος υποστήριξε ότι όφειλαν να παραμείνουν στο Ναύπλιο και να κρατήσουν την πόλη και τα φρούρια, εν αναμονή της στάσης της πρωτεύουσας και άλλων πόλεων.

Η κυβέρνηση της Αθήνας, παρότι θορυβήθηκε από την πρώτη είδηση, διευθυνόταν από έναν άνδρα που διέθετε ψυχραιμία και θέληση, τον Αθανάσιο Μιαούλη, πέτυχε να συγκεντρώσει σε διάστημα 58 ωρών δύναμη 4.000 ανδρών στην Κόρινθο, ενώ μέσα σε δύο ημέρες ανέβασε τη δύναμή της σε 6.000 άνδρες με πυροβολικό, ιππείς και εθελοντικές ομάδες.

Διόρισε δε αρχηγό τον φιλέλληνα υποστράτηγο Χαν (Hahn), και απηύθυνε διάγγελμα μέσω του υπουργού των Στρατιωτικών, που άρχιζε με τις φράσεις: «Συστρατιώτες, στυγερό έγκλημα διαπράχθηκε από εκείνους, στα χέρια των οποίων η πατρίδα εμπιστεύθηκε το ξίφος για τη διατήρηση της ισχύος και της τάξης», και αφού δούλεψε με ταχύτητα και αποφασιστικότητα, έριξε μέσα σε πέντε μέρες κατά του Ναυπλίου ισχυρή δύναμη πιστού κυβερνητικού στρατού.

Το πρωί της 4ης Φεβρουαρίου ο Βασιλιάς Όθωνας επιθεώρησε τον στρατό που είχε συγκεντρωθεί στην Κόρινθο και προσφώνησε τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες, οι οποίοι ορκίσθηκαν πίστη και επευφήμησαν τον βασιλιά. Μετά την επιθεώρηση ο Χαν διέταξε την κάθοδο της φάλαγγας προς την αργολική πεδιάδα. Οι πρώτες αψιμαχίες και συγκρούσεις μεταξύ στασιαστών και κυβερνητικού στρατού άρχισαν από τα Δερβένια Κορινθίας, όπου ο αξιωματικός του ιππικού των στασιαστών Τριτάκης, αρχηγός των ιππέων, προσπάθησε να αναστείλει την κάθοδο των κυβερνητικών.

Οι επαναστάτες έστειλαν ως ενίσχυση δύο λόχους πεζικού, μία ίλη ιππέων, 4 πυροβόλα και γύρω στους 100 εθελοντές, ως επί το πλείστον Αργείτες, υπό τις εντολές των αξιωματικών Σμόλετς, Πραΐδη, Παγώνη και Δημόπουλου και αρχηγό της μικρής φάλαγγας τον Ζυμπρακάκη. Όμως ο Ζυμπρακάκης υποχώρησε από τις ανώτερες κυβερνητικές δυνάμεις, αφού ακροβολίστηκε στο Άργος. Την επόμενη ημέρα εγκατέλειψε την πόλη και κλείστηκε στο Ναύπλιο. Οι κυβερνητικοί, όταν κατέλαβαν το Άργος, άρχισαν από τη μεθεπόμενη της 8ης Φεβρουαρίου να προετοιμάζονται για κατάληψη του Ναυπλίου μετά από την πολιορκία, οι δε επαναστάτες για την άμυνά του.

Οι τελευταίοι κατέλαβαν την ανατολική πλευρά του Ναυπλίου, την Άρια, από όπου προερχόταν η ύδρευση της πόλης, τοποθετώντας 300 άνδρες υπό τους αξιωματικούς Κατσικογιάννη, Σμόλενς και Δημόπουλο, οχύρωσαν τους προς τη βορειοδυτική πλευρά λοφίσκους του Προφήτη Ηλία, στους οποίους τοποθετήθηκε ο Γρίβας με τους ανθυπολοχαγούς Μάνο, Πραΐδη και τον ανθυπολοχαγό Παγώνη με 200 άνδρες. Επίσης κατέλαβαν και οχύρωσαν στη θέση «Μύλοι Ταμπακόπουλου», όπου τοποθετήθηκαν οι αξιωματικοί Νικηταράς, Λώρης και Κακλαμάνος με λόχο πεζικού.

Ο Κορωναίος, που ανέλαβε τη γενική διοίκηση της εφεδρείας, οχυρώθηκε στην Πρόνοια, επιβλέποντας την άμυνα γενικότερα. Ο κυβερνητικός στρατός, που στρατοπέδευσε στην Τίρυνθα, επιτέθηκε το πρωί της 9ης Φεβρουαρίου κατά των τριών θέσεων της άμυνας των στασιαστών ταυτόχρονα. Σφοδρή μάχη πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στις δυνάμεις του πυροβολικού, η οποία διήρκεσε έως το βράδυ.

Οι επαναστάτες παρέμειναν κύριοι των θέσεών τους, αλλά έχασαν στη μάχη δύο αξιωματικούς, τον Παγώνη και τον Δημόπουλο και 27 άνδρες, είχαν δε τριπλάσιους τραυματίες. Από τους κυβερνητικούς σκοτώθηκε ο λοχαγός του πεζικού Κουμουνδουράκης και 31 άνδρες, τραυματίστηκαν τέσσερις αξιωματικοί και 170 στρατιώτες. Το αίμα που χύθηκε ερέθισε τους αντιμαχόμενους και η αδελφοκτόνος πάλη είχε πιο αιματηρές συνέπειες. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Φεβρουαρίου γίνονταν πεισματώδεις και αιματηρές συρράξεις στα χωριά Κατσίγκρι, Τολό, Χαϊδάρι, Τζαφέραγα, περιβόλι Ροδίου και Παπαφωνά.

Ο Χαν, που προετοίμαζε αποφασιστική επίθεση, για να αποκλείσει τους στασιαστές μέσα στο φρούριο, τους καταπονούσε με συνεχείς αιφνιδιασμούς. Η αποφασιστική επίθεση έγινε την 1η Μαρτίου. Κυβερνητικά στρατεύματα, δύναμη 4.000 ανδρών με πυροβολικό, επιτέθηκαν ταυτόχρονα εναντίον όλων των θέσεων των επαναστατών και μετά από ολοήμερη μάχη να τους εκτοπίσουν από τις οχυρωμένες θέσεις τους, τους ανάγκασαν να κλειστούν εντός των τειχών του Ναυπλίου. Κατά τη μάχη αυτή σκοτώθηκαν και από τις δύο πλευρές πέντε αξιωματικοί και 103 στρατιώτες, μεγάλος δε ήταν ο αριθμός των τραυματισμένων.

Στις πύλες του Ναυπλίου τραυματίστηκε και ο αντισυνταγματάρχης Κορωναίος, ο οποίος συνελήφθη ως αιχμάλωτος από τους κυβερνητικούς, σκοτώθηκαν οι αξιωματικοί Δυοβουνιώτης, Φανδρίδης και Οικονομίδης. Την επόμενη της αιματηρής μάχης, ο Χαν απέκλεισε το Ναύπλιο και έστησε προ των πυλών του πυροβόλα, ενώ απέστειλε προς τον αρχηγό Αρτ. Μίχο επιτακτικό έγγραφο, δηλώνοντας ότι εάν η φρουρά και οι πολίτες δεν παραδοθούν άνευ όρων, θα βομβαρδίσει την πόλη.

Οι επαναστάτες, που συνήλθαν σε συμβούλιο, διαφώνησαν. Οι μεν έκριναν περιττό να χυθεί επιπλέον αδελφικό αίμα και πρότειναν την κατάπαυση του αγώνα και την παροχή αμνηστίας, οι δε αδιάλλακτοι επέμειναν στην άμυνα. Οι τελευταίοι ήταν οι Δ. Γρίβας, Γαρδικιώτης, Γρίβας, Μάνος, Κατσικογιάννης, Σμόλεντς, Πραΐδης και Σουλιώτης. Μεταξύ των αδιάλλακτων τάχθηκε και η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, επαναστάτισσα από τις σφοδρότερες, της οποίας το σπίτι αργότερα έγινε το έδρα των αδιάλλακτων επαναστατικών ενεργειών κατά του Όθωνα.

Οι διαλλακτικοί με αρχηγό τον Μίχο απέστειλαν την επόμενη ημέρα την απόφαση περί αμνηστίας του Χαν. Ενώ η κυβέρνηση της Αθήνας αποδέχτηκε την αμνηστία, εξαιρώντας από αυτήν δώδεκα στρατιωτικούς και επτά πολιτικούς. Στο Ναύπλιο επικράτησαν οι αδιάλλακτοι με αρχηγό τον Δ. Γρίβα, οι οποίοι, παρά τη σιωπηλή εκεχειρία, υπό την οποία τελούσαν οι αντίπαλοι, άρχισαν αιφνιδίως σφοδρό κανονιοβολισμό κατά των πολιορκητών.

Οι πολιορκητές με πυροβολισμούς κατά της πόλης, προκάλεσαν σύγχυση και ταραχή χωρίς θύματα, πέτυχαν όμως με αυτόν τον τρόπο την επικράτηση των φιλειρηνικών, με συνέπεια να παραδοθεί το Ναύπλιο την 7η Απριλίου, να εισέλθει και να καταλάβει την πόλη ο κυβερνητικός στρατός το πρωί της επόμενης ημέρας.

Με το διάγγελμα της αμνηστίας, που υπογράφηκε στην Αθήνα την 24η Μαρτίου, εξαιρέθηκαν από αυτή οι εξής αξιωματικοί: Δημ. Τσόκρης, Αρτέμης Μίχος, Λουδοβίκος Στέλβαχ, Δημ. Μπότσαρης, Χαρ. Ζυμπρακάκης, Δημ. Γρίβας, Χρ. Κατσικογιάννης, Διον. Τριτάκης, Χρ. Γρίβας. Θρ. Μάνος, Αλέξ. Πραΐδης, Νικ. Σμόλεντς.

Επίσης εξαιρέθηκαν από την αμνηστία και οι εξής πολιτικοί επαναστάτες: Γ. Α. Πετιμεζάς, Π. Μαυρομιχάλης, Κων. Αντωνόπουλος, Γρ. Δημητριάδης, Ιωάν. Παπαζαφειρόπουλος, Σπ. Ζαβιτσάνος, Γ. Φραγκιάς. Με τη συγκατάθεση της κυβέρνησης, όσοι εξαιρέθηκαν της αμνηστίας, επέβησαν σε γαλλικό και αγγλικό ατμόπλοιο και έφυγαν από το Ναύπλιο για την Αίγυπτο, Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη. Ο Όθωνας εκθρονίστηκε τον επόμενο Οκτώβριο (12/10/1862).

 

Το Ιωβηλαίο της 150ετίας

Συμπληρώθηκαν 150 και πλέον χρόνια από την ένοπλη επανάσταση που ξέσπασε στο Ναύπλιο εναντίον του Όθωνα και του «Συστήματος» την 1η Φεβρουαρίου και έληξε την 8η Απριλίου 1862. Η Ναυπλιακή επανάσταση, όπως καταγράφηκε στην ιστορία, είναι η στάση της στρατιωτικής φρουράς του Ναυπλίου και η εξέγερση των κατοίκων της ιστορικής πόλης εναντίον του «υπουργείου του αίματος» του πρωθυπουργού Αθανάσιου Μιαούλη και της Βασιλικής Καμαρίλλας που καταδυνάστευαν το λαό.

Είναι η κορυφαία έκφραση της προσπάθειας που κατέβαλλαν τα φιλελεύθερα και υπό διαμόρφωση αστικά στρώματα της Ελλάδας να επιβάλουν συνταγματικό βίο, να εκσυγχρονίσουν τους θεσμούς και να εκδημοκρατίσουν το νεαρό κράτος.

 

Το Ιστορικό Πλαίσιο

Ο Όθωνας Βίττελσμπαχ ήταν ήδη 29 χρόνια βασιλιάς των Ελλήνων και της μικρής Ελλά­δας. Τα σύνορα της χώρας μόλις περνούσαν τα βουνά της Λαμίας και ο πληθυσμός των ελεύθερων Ελλήνων ήταν 1.096.810 (απογραφή του 1861). Στις αλύτρωτες περιοχές, ο ελληνισμός στέναζε ακόμα κάτω από τον Τουρκικό ζυγό και καμιά σοβαρή προετοιμασία για την απελευθέρωσή του δεν γινόταν από το Ελληνικό κράτος.

Ποιο ήταν όμως το Ελληνικό κράτος; και σε ποιο βαθμό ανταποκρινόταν στις ανάγκες και τους πόθους του Ελληνικού λαού; – Οι πρωτοπόρες και υγιείς πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που ενσάρκωσαν την ιδέα της ανεξαρτησίας και πέτυχαν την απελευθέρωση από τους Τούρκους αποκλείστηκαν από την πολιτική ζωή.

Ο Όθωνας κυβέρνησε, από το 1833 έως την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, ως «ελέω Θεού» μονάρχης στελεχώνοντας τον κρατικό μηχανισμό με Βαυαρούς και αυλοκόλακες. Οι έμπειροι οπλαρχηγοί, οι φιλελεύθεροι και προοδευτικοί πολίτες που μπορούσαν να προσφέρουν πολλά στην οικοδόμηση του πρώτου Ελληνικού κράτους, όχι μόνο αγνοήθηκαν από τον Όθωνα αλλά καταδιώχτηκαν, προπηλακίστηκαν και φυλακίστηκαν. Τα παραδείγματα της φυλάκισης του Κολοκοτρώνη, του Πλαπούτα και του Μακρυγιάννη είναι χαρακτηριστικά.

Η αυταρχική αγωγή και η ιδιοσυγκρασία του δεν ανεχόταν – φοβόταν- κάθε φωνή αντίθετη με τη δική του, κάθε ιδέα δημοκρατική. Ακόμα και μετά τον εξαναγκασμό του σε παραχώρηση συντάγματος το 1884 καμιά ουσιαστική μεταβολή δεν έγινε στον τρόπο που ασκούσε τα καθήκοντά του. Ο απολυταρχισμός του εξακολούθησε να εκδηλώνεται σε κάθε περίσταση κατά παράβαση του συντάγματος.

Όταν η Γερουσία δε συμφωνούσε με τις απόψεις του, άλλαζε τη σύνθεσή της. Όταν ο πρωθυπουργός που διόριζε, έπαυε να του είναι αρεστός, τον απέλυε. Όταν η Βουλή δεν ήταν πειθήνιο όργανό του, τη διέλυε. Εξουσίαζε με το μαστίγιο, τον εκφοβισμό και τον εκμαυλισμό. Όπως ήταν φυσικό η δυσαρέσκεια των Ελλήνων διογκωνόταν.

Ο Όθωνας κυβέρνησε, από το 1833 έως την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, ως «ελέω Θεού» μονάρχης στελεχώνοντας τον κρατικό μηχανισμό με Βαυαρούς και αυλοκόλακες. Οι έμπειροι οπλαρχηγοί, οι φιλελεύθεροι και προοδευτικοί πολίτες που μπορούσαν να προσφέρουν πολλά στην οικοδόμηση του πρώτου Ελληνικού κράτους, όχι μόνο αγνοήθηκαν από τον Όθωνα αλλά καταδιώχτηκαν, προπηλακίστηκαν και φυλακίστηκαν. Τα παραδείγματα της φυλάκισης του Κολοκοτρώνη, του Πλαπούτα και του Μακρυγιάννη είναι χαρακτηριστικά.

Η αυταρχική αγωγή και η ιδιοσυγκρασία του δεν ανεχόταν – φοβόταν- κάθε φωνή αντίθετη με τη δική του, κάθε ιδέα δημοκρατική. Ακόμα και μετά τον εξαναγκασμό του σε παραχώρηση συντάγματος το 1884 καμιά ουσιαστική μεταβολή δεν έγινε στον τρόπο που ασκούσε τα καθήκοντά του. Ο απολυταρχισμός του εξακολούθησε να εκδηλώνεται σε κάθε περίσταση κατά παράβαση του συντάγματος.

Όταν η Γερουσία δε συμφωνούσε με τις απόψεις του, άλλαζε τη σύνθεσή της. Όταν ο πρωθυπουργός που διόριζε, έπαυε να του είναι αρεστός, τον απέλυε. Όταν η Βουλή δεν ήταν πειθήνιο όργανό του, τη διέλυε. Εξουσίαζε με το μαστίγιο, τον εκφοβισμό και τον εκμαυλισμό. Όπως ήταν φυσικό η δυσαρέσκεια των Ελλήνων διογκωνόταν.

Πολύ περισσότερο που η οικονομική κατάσταση ήταν απελπιστική για τους πολλούς. Τα εθνικά δάνεια κατασπαταλήθηκαν, κανένα σοβαρό έργο υποδομής δεν γινόταν, μέτρα για την αξιοποίηση των εθνικών γαιών -πρώην Τουρκικά κτήματα- δεν λαμβάνονταν, και ο μαρασμός ενδημούσε στην ελληνική κοινωνία. Το μόνο που δινόταν στον ελληνικό λαό ήταν η Μεγάλη Ιδέα. Φρούδες ελπίδες δηλαδή, για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και τη σύσταση ελληνικής αυτοκρατορίας.

Στην πραγματικότητα όμως υπήρχε αδυναμία ακόμα και για την οργάνωση ενός σοβαρού κινήματος, που θα ελευθέρωνε τουλάχιστον τη Θεσσαλία και την Ήπειρο από τις ασθενείς Τουρκικές δυνάμεις, όταν η Τουρκία βρέθηκε σε πόλεμο με τη Ρωσία το 1853-56 (Κριμαϊκός πόλεμος).

Η άφρονη και θορυβώδης τακτική του παλατιού (με τα μεγαλεπήβολα οράματα και την οργανωτική ανικανότητα) οδήγησαν σε αποτυχία την επανάσταση σε Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία και ενώ, η δημοτικότητα του Όθωνα ήταν στο ναδίρ και η αντιπολίτευση τον σφυροκοπούσε, ένα επαχθές για τη χώρα γεγονός ήρθε να κάνει το βασιλιά δημοφιλή και να του δώσει πρόσκαιρη παράταση. Ήταν η κατοχή του Πειραιά και ο ναυτικός αποκλεισμός της Αθήνας από τους Αγγλογάλλους (1854-57).

Ο λαός μας, μπροστά στην εχθρική ενέργεια των «συμμάχων» που (εκτός από τα δάνεια που επισώρευε στη χώρα μας) έθιγε βάναυσα την εθνική υπόσταση ενός ανεξάρτητου κράτους, συσπειρώθηκε γύρω από το Βασιλιά. Αυτόν εξάλλου πρόσβαλλαν και εξευτέλιζαν καθημερινά αξιωματικοί και στρατιώτες των δυνάμεων κατοχής. Ήταν φυσικό λοιπόν να περιβάλλουν οι Έλληνες με συμπάθεια τον Όθωνα, αφού στο πρόσωπό του ατιμαζόταν η Ελλάδα.

Η δημοτικότητα του Όθωνα και της Αμαλίας κράτησε λίγο καιρό ακόμα μετά την αποχώρηση των Αγγλογάλλων, το Φεβρουάριο του 1857. Δεν ξέχασαν όμως τις κακές συνήθειες του παρελθόντος. Σε λίγο σπρώχνουν την κυβέρνηση Βούλγαρη σε παραίτηση με τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις τους και ο Όθωνας, αγνοώντας τις συνταγματικές του δεσμεύσεις, ορκίζει πρωθυπουργό τον υπασπιστή του Αθανάσιο Μια­ούλη. Από τις αρχές του 1859 η αντιπολιτευτική κίνηση απέναντι στο καθεστώς παίρνει πιο ενιαία και πιο αποτελεσματική μορφή.

Αρχικά ιδρύεται, πιθανόν με πρωτοβουλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, εγγονού του Γέρου του Μοριά, μυστική πολιτική εταιρία με σκοπό «τη διαμόρφωση των κακώς κειμένων και κυρίως την ελευθερία των βουλευτικών εκλογών» στην οποία συμμετέχουν δημοσιογράφοι, φοιτητές, μαθητές, βουλευτές κ.α.

Το Μάη του 1859 συνέβησαν σοβαρά γεγονότα που δυνάμωσαν το αντικαθεστωτικό φρόνημα. Είναι τα γνωστά Σκιαδικά, που εντελώς απρόσμενα αποτέλεσαν τον καταλύτη στις σχέσεις λαού – παλατιού. Από τα Σκιαδικά έως τη Ναυπλιακή επανάστα­ση έχουμε αλλεπάλληλες κυβερνήσεις του Αθανάσιου Μιαούλη και δυο εκλογικές αναμετρήσεις βίας και καλπονοθείας, με αποκορύφωμα τις εκλογές που η διεξαγωγή τους κράτησε από το Δεκέμβρη του 1860 έως τον Μάρτη του 1861, καθώς γίνονταν διαφορετική ημερομηνία σε κάθε περιοχή για να μεταφέρεται ο Οθωνικός μηχανισμός της βίας, της φοβίας και της νοθείας σε κάθε πόλη και χωριό, ώστε να εξασφαλίζεται η «νίκη».

Από το 1861 το αντιδυναστικό ρεύμα καθημερινά μεγάλωνε. Η κατάσταση ήταν εκρηκτική σ’ ολόκληρη τη χώρα και στον εορτασμό της 25ης Μαρτίου οργανώθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις (Αθήνα, Πάτρα, Άργος, Ναύπλιο) συνωμοτικά συμπόσια με εθνικό και αντικαθεστωτικό περιεχόμενο. Η αστυνομία παρακολουθούσε και τρομοκρατούσε τους πολίτες πραγματοποιώντας συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτοπίσεις.

Οι περισσότερες εφημερίδες των Αθηνών είχαν ταχθεί με το μέρος της αντιπολίτευσης και της «Χρυσής Νεολαίας» την οποία εκπροσωπούσε επάξια ο νεαρός δικηγό­ρος Επαμ. Δεληγιώργης. Ξεχώριζαν για τα πύρινα άρθρα τους οι εφημερίδες «Αιών» και «Αθήνα». Η πιο μαχητική όμως ήταν η εφημε­ρίδα της «Χρυσής Νεολαίας» με τον εύγλωττο τίτλο «Το Μέλλον της Πατρίδος», που κατα­σχέθηκε πολλές φορές.

Το Μάιο συλλαμβάνονται ως συνωμότες εναντίον του καθεστώτος όχι μόνο πολίτες αλλά και αρκετοί αξιωματικοί που στέλνονται στο Ναύπλιο, στις φυλακές του Παλαμηδίου και της Ακροναυπλίας. Κι ενώ η κατάσταση καθημερινά οξυνόταν, στις 6 Σεπτεμβρίου ο 18χρονος Δόσιος επιχειρεί να δολοφονήσει τη βασίλισσα Αμαλία (Ύαινα την ονόμαζε τότε ο λαός). Η απόπειρα απέτυχε και ακολούθησαν δοξολογίες «επί τη διασώσει» και πανηγυρισμοί στη χώρα. Προσωρινά το αντιδυναστικό μένος του λαού μειώθηκε. Μόνο στο Ναύπλιο κυκλοφόρησαν προκηρύξεις που έγραφαν «άθλιοι μάλ­λον κλαύσατε παρά να πανηγυρίζετε δια την αποτυχίαν».

«Στις αρχές του 1862 το πολιτικό βαρόμετρο έδειχνε θύελλα σ’ όλη την Ελλάδα», γράφει ο Γιάννης Κορδάτος. «Από κάθε γωνιά της μικρής Ελλάδας έφταναν πληροφορίες για ερεθισμό του λαού». Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα κυκλοφορούσαν φήμες ότι θα γινόταν κυβερνητική αλλαγή. Θα αναλάμβανε πρωθυπουργός ο παλαίμαχος ναύαρχος Κωνσταντίνος Κανάρης «είδωλον της κοινής γνώμης» και από τους πρωτοστάτες του αντιδυναστικού αγώνα την τελευταία τριετία. Πράγματι ο Όθωνας κάλεσε τον Κανάρη και του ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, αφού προηγουμένως συμφώνησε με το περιεχόμενο του υπομνήματος που του υπέβαλε ο γηραιός ναύαρχος.

Το υπόμνημα περιείχε τους αναγκαίους όρους εκδημοκρατισμού και εφαρμογής του συντάγματος. Όμως σύνταγμα και δημοκρατία προκαλούσαν αλλεργία στον Όθωνα και τη βασιλική καμαρίλα. Γι’ αυτό ο Όθωνας, με το πρόσχημα πως δε συμφωνούσε με τους υπουργούς που επέλεξε ο Κανάρης, του αφαίρεσε μετά από δύο μέρες την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και ξανα-όρκισε πρωθυπουργό τον Αθ. Μιαούλη. Η τελευταία αυτή κυβέρνηση του Μιαούλη έμεινε γνωστή ως «υπουργείο του αίματος». Υπουρ­γείο έλεγαν τότε την κυβέρνηση.

 

Η Επαναστατική Προετοιμασία στο Ναύπλιο

Το Ναύπλιο ήταν στις αρχές του 1862 μια πόλη 10.000 περίπου κατοίκων, μια από τις μεγάλες πόλεις της τότε Ελλάδας. Η Αθήνα μόλις που ξεπερνούσε τις 30.000 και η ακμάζουσα Ερμούπολη της Σύρου τις 25.000. Πάνω απ’ όλα όμως το Ναύπλιο ήταν πόλη στρατηγικής και πολι­τικής σημασίας. Αποτελούσε το σημαντικότερο αντιδυναστικό κέντρο μετά την Αθήνα με δραστήριες πολιτικές οργανώσεις και μυστικούς συνδέσμους αντικαθεστωτικών αξιωματικών.

Τα επιβλητικά κάστρα Παλαμήδι και Ακροναυπλία, το οχυρό λιμάνι του με το Μπούρζι και τα ισχυρά τείχη του, το καθιστούσαν σχεδόν απόρθητο με τα μέσα της εποχής εκείνης. Υπήρχαν επομένως οι πολιτικές και στρατηγικές προϋποθέσεις για την κυοφορία της επανάστασης, προπάντων εδώ. Επιπλέον οι Ναυπλιείς είχαν ακόμα νωπές τις μνήμες από τα ένδοξα χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα καθώς το Ναύπλιο, πόλη εγκέφαλος του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, έζησε όλες τις μεγάλες στιγμές του Γένους.

Ήταν ευαίσθητοι λοιπόν σε εθνικά και πολιτικά ζητήματα και δύσκολα έκρυβαν τη δυσαρέσκειά τους για «τη μετάθεση της πρωτευούσης». Πώς θα μπορούσαν, λοιπόν, να μείνουν αδιάφοροι στις συνταγματικές εκτροπές του Όθωνα, τις αυταρχικές μεθόδους της Αυλής του, τον εμπαιγμό του θρυλικού Κανάρη (το ζωντανό ’21) και τις ανομίες της κυβέρνησης Μιαούλη; Και ασφαλώς δεν έμει­ναν.

Οργανώθηκε «Σύλλογος Νεολαίας» και πυρήνες αντικαθεστωτικών, στους οποίους διακρίθηκαν για τη δράση τους οι δικηγόροι Γ. Δημητριάδης, I. Παπαζαφειρόπουλος και ο κ. Αντωνόπουλος, ο εφέτης Γ. Πετιμεζάς, ο πρω­τοδίκης Π. Μαυρομιχάλης, ο υποπρόξενος του Βελγίου Σπυρ. Ζαρβιτσάνος και ο δήμαρχος του Ναυπλίου Πολυχρόνης Ζαφειρόπουλος.

Ιδιαίτερη όμως συμβολή στην επαναστατική προετοιμασία είχε η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, χήρα του πρώτου Δημάρχου του Ναυπλίου (και αργότερα γερουσιαστή) Σπύρου Παπαλεξόπουλου. Γυναίκα ιδιαίτερα μορφωμένη, γνώριζε ιταλικά, αγγλικά και γαλλικά στην εντέλεια. Είχε σπουδάσει στην Ιταλία, όπου εγκολπώθηκε τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης και επηρεάστηκε από το κίνημα των Καρμπο­νάρων. Εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο το 1825 και βρέθηκε πάντοτε αντιμέτωπη στον αυταρχισμό της εξουσίας, είτε την εκπροσωπούσε ο Καποδίστριας είτε ο Όθωνας.

Μετέδωσε τις ιδέες της σε πολλές από τις κυρίες του Ναυπλίου και έγινε η πρόδρομος των Ελληνίδων που διεκδίκησαν ίσα δικαιώματα με τους άντρες. Στο σπίτι της συγκεντρώνονταν οι ηγέτες της επανάστασης, που θα ξεσπούσε και με την ευγλωττία της έκανε τους πάντες οπαδούς των απόψεών της, προτρέποντας και ενθαρρύνοντας τη νεολαία. Με λίγα λόγια «η κυρά τ’ Αναπλιού υπήρξε ιεροφάντις κάθε επαναστατικής ιδέας και Μη­τέρα της Επαναστάσεως», η Ελληνίδα μαντάμ Ρολάν, όπως την ονόμασαν οι σύγχρονοί της.

Ο άλλος πόλος των αντικαθεστωτικών ήταν οι αξιωματικοί της φρουράς Ναυπλίου. Ιδιαίτερα μετά το Μάιο του 1861 που εξορίστηκαν στο Ανάπλι ή φυλακίστηκαν στα κάστρα του Δημοκρατικοί αξιωματικοί, με την κατηγορία της συνομωσίας, ενισχύθηκε το αντιδυναστικό φρόνημα των αξιωματικών. Πολλοί απ’ αυτούς ήταν εξόχως δραστήριοι και σε σύντομο χρόνο δημιούργησαν δίκτυα επαφών και με τους αντικαθεστωτικούς πολίτες του Ναυπλίου αλλά και της Αθήνας.

Διακρίθηκαν ο αντισυνταγματάρχης Δ. Μπό­τσαρης, ο ταγματάρχης Χ. Ζυμβρακάκης, ο υπολοχαγός Χρ. Κατσικογιάννης, ο υπίλαρχος Τριτάκης, ο ικανότατος και εμπειροπόλεμος (από τον Κριμαϊκό πόλεμο) αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος αλλά και ο Διοικητής του Ε’ τάγματος πεζικού της Φρουράς Ναυπλίου Αρτέμης Μίχου. Ξεχωριστή πνοή στην επαναστατική προετοιμασία έδωσε ο υπολοχαγός Δημ. Γρίβας, γιος του Ακάρνανα οπλαρχηγού του ’21 Θεοδωράκη Γρίβα και εγγονός της Μπουμπουλίνας, ο οποίος εξορίστηκε στ’ Α­νάπλι το Γενάρη του 1862.

Οι συνωμότες διακινούσαν την αλληλογραφία τους με τους συνωμότες της Αθήνας, για λόγους ασφαλείας, με το διπλωματικό σάκο του υποπρόξενου του Βελγίου Σπ. Ζαβιτσάνου. Όταν η προετοιμασία προχώρησε ορίστηκε ως ημέρα ταυτόχρονης εξέγερσης στο Ναύπλιο, την Αθήνα και αλλού η 4η Φεβρουαρίου. Η τελευταία συνεννόηση θα γινόταν με επιστολές του Αρτέμη Μίχου που ταχυδρομήθηκαν (πάντα με το διπλωματικό σάκο) στις 31 Ιανουαρίου.

Ο σάκος όμως παραδόθηκε στο νομάρχη και ο δικαιολογημένος φόβος πως θ’ ανοίξει τις επιστολές και θα γίνει γνωστό το περιεχόμενό τους, με συνέπεια όχι μόνο τη σύλληψη του αποστολέα και των παραληπτών αλλά και τη ματαίωση της επανάστασης, οδήγησε στην επίσπευσή της και την κήρυξή της την 1η Φεβρουαρίου.

Από 5 Φεβρουαρίου έως 9 Μαρτίου κυκλοφορούσε η εφημερίδα της επαναστάσεως «Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝ» (Τα τεύχη της εφημερίδας αυτής τα ανατύπωσε και τα εξέδωσε σ’ ένα καλαίσθητο τόμο η Απόπειρα, με σύντομο ιστορικό της Ναυπλιακής επανάστασης) με υπότιτλο «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΠΡΩΤΗΣ ΦΕ­ΒΡΟΥΑΡΙΟΥ». Συντάκτης της ήταν ο Θ. Φλογαΐτης, παλαιότερο μέλος της «Χρυσής Νε­ολαίας» των Αθηνών και της συντροφιάς που εξέδιδε «Το Μέλλον της Πατρίδος». Η εφημερίδα κατέγραψε αρκετά από τα γεγονότα εκείνων των ημερών, από την 5η Φεβρουαρίου έως την 10η Μαρτίου που κυκλοφορούσε.

 

Οι Εθνικοπολιτικές και Κοινωνικές Συνθήκες

Οι Βαυαροί αντιβασιλείς αρχικά και ο βασιλιάς Όθων Βίττελσμπαχ στη συνέχεια, επιδίωξαν να καταστήσουν την Ελλάδα ένα κράτος ευρωπαϊκού τύπου, μεταφυτεύοντας εδώ θεσμούς και διοίκηση που δεν είχαν καμιά σχέση με τα ήθη και την παράδοση των Ελλήνων (πνεύμα και βίωμα κοινοτήτων) και πάνω απ’ όλα ήταν ξένα με τη νοοτροπία τους. Γι’ αυτό οι Έλληνες δεν ένιωσαν ποτέ το κράτος δικό τους. Τη διοίκηση τη στελέχωσαν κυρίως Βαυαροί και «ετερόχθονες» και παραγκωνίστηκαν οι «αυτόχθονες» και οι αγωνιστές του ’21.

Οι τελευταίοι πρωτοστατούσαν στις περιοδικές εξεγέρσεις που σημειώνονταν σε όλη την ελληνική επικράτεια, όλα τα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, τροφοδοτώντας και αυξάνοντας τον αντιοθωνισμό των Ελλήνων. Πολύ περισσότερο που παρέμεναν άλυτα τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και δεν προωθούνταν οι εθνικές επιδιώξεις.

Με λίγα λόγια τα περίφημα εθνικά κτήματα (πρώην Τουρκικές ιδιοκτησίες) δεν αποδίδονταν στους καλλιεργητές τους, που ήταν οι φυσικοί ιδιοκτήτες τους, αλλά τα νέμονταν μεγαλοτσιφλικάδες και το κράτος. Έτσι η αγροτική παραγωγή ήταν περιορισμένη και ο λαός φτωχός και αδικαίωτος.

Τα πολιτικά κόμματα της Ελλάδας ήταν τότε ξενοκίνητα και εκπροσωπούσαν, κυρίως, τα συμφέροντα των τριών μεγάλων δυνάμεων: της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Ήταν προσωποπαγή, χωρίς πολιτικές αρχές και χωρίς κοινωνικό προσανατολισμό. Αδυνατούσαν να χαράξουν εθνική στρατηγική και να λειτουργήσουν δημοκρατικά, βάζοντας αναχώματα στον αυταρχισμό του παλατιού.

Το εθνικό θέμα που πυρπολούσε τις καρδιές των Ελλήνων ήταν η ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό της Ηπειροθεσαλλίας, της Μακεδονίας, και της Κρήτης. Χρόνια την ανέμεναν, όντας ώριμη, αλλά δεν τελεσφορούσε. Κι όταν τα παλάτι διάλεξε τη στιγμή (το 1854 κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου) να υποκινήσει πόλεμο εναντίον των Οθωμανών (κατάλληλα υποδαυλισμένο από τους Ρώσους) αποδείχθηκε απρόσφορη στιγμή, γιατί οι σύμμαχοι της Τουρκίας Άγγλοι και Γάλλοι επέβαλαν στην Ελλάδα ωμή κατοχή που κράτησε τρία χρόνια.

Ο θρόνος ταπεινώθηκε και εγκατέλειψε τους μεγαλοϊδεατισμούς. Έγινε βέβαια πιο συμπαθής στο λαό για κάποιο διάστημα, αφού ο θρόνος συμβόλιζε την ενότητα του έθνους, αλλά ο Όθων έπεσε ακόμα πιο χαμηλά στη συνείδηση του Ελληνικού λαού.

Και καθώς οι δοτές κυβερνήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη αδυνατώντας να λύσουν τα προβλήματα, στην Αθήνα κάνουν την εμφάνισή τους οι περίφημοι «Σύλλογοι» που αποτελούν τη μαχητική αντιπολιτευτική πρωτοπορία, ενώ γύρω από την εφημερίδα «Το μέλλον της πατρίδας» συγκεντρώθηκε όλη η ηγεσία της νεολαίας.

 

Ο Διεθνής Περίγυρος

Μετά την Παρισσινή επανάσταση του 1848 που καθαίρεσε το Βασιλιά της Γαλλίας, ένα κύμα αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων στην Ευρώπη έφερε οριστικά στην εξουσία, την αστική τάξη. Η απολυταρχική κρατική δομή της Ευρώπης παρέμενε η Αυστρία του Μέτερνιχ και ακολουθούσαν τα Γερμανικά Ωασίλεια και η Τσαρική Ρωσία. Από τις απολυταρχίες καμία δεν ευνοούσε δημοκρατικές εξελίξεις στην Ελλάδα και όλες διεκδικούσαν την πρόσδεσή της Ελλάδας στο άρμα των συμφερόντων τους.

Μεγαλύτερη επιρροή ασκούσε στον Όθωνα η Ρωσία, γι’ αυτό καθ’ όλο το διάστημα της βασιλείας του η Αγγλία υπήρξε η πιο απηνής διώκτις του. Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται στον επαναστατικό πυρετό που είχε καταλάβει αυτή την περίοδο τα βασίλεια της Ιταλικής χερσονήσου και που σιγά –σιγά θα οδηγούσε στη Ιταλική Ένωση.

Την περίοδο αυτή η Ελλάδα εισήγαγε από την Ιταλία επαναστατικά νέα, επαναστατικές ιδέες και ενίοτε επαναστάτες, είτε Ιταλούς, είτε αλλοεθνείς εξ Ιταλίας. Στα Βαλκάνια στήνονταν μυστικές εταιρείες και επαναστατικές συνωμοσίες, γιατί οι λαοί συγκροτούσαν την εθνική ιδεολογία τους και ετοιμάζονταν για την αποτίναξη της μακραίωνης Οθωμανικής κυριαρχίας και την κατάκτηση της εθνικής τους ανεξαρτησίας.

 

Το Ναύπλιο και η Παπαλεξοπούλου

Το Ναύπλιο ήταν από τα λίγα αναπτυγμένα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Η απογραφή του 1861 αποτυπώνει προχωρημένη αστικοποίηση και αξιόλογη βιοτεχνική παραγωγή και εμπορική κίνηση. Ο πληθυσμός της εντός των τειχών πόλεως ήταν 6.000 περίπου αλλά αυτό που κυρίως το διέκρινε ήταν η αίγλη που απέκτησε ως η πόλη εγκέφαλος της εθνικής ανεξαρτησίας και στη συνέχεια ως η πρώτη πρωτεύουσα του ελεύθερου Ελληνικού κράτους.

Ήταν ασφαλώς η πιο οχυρή πόλη της Ελλάδας με την Ακροναυπλία να αποτελεί το ερεισίνωτο της πόλης , την καστρονησίδα Μπούρτζι να ελέγχει την είσοδο του λιμανιού και το Παλαμήδι να φρουρεί αφ’ υψηλού το τειχισμένο Ναύπλιο. Ήταν, λοιπόν, σπουδαίο στρατιωτικό κέντρο και φιλοξενούσε το Οπλοστάσιο της Ελλάδας.

Μετά την απόπειρα δολοφονίας εναντίον της Βασίλισσας Αμαλίας, στις 19 Σεπτεμβρίου 1861, οι φυλακές του Παλαμηδίου γέμισαν από πολιτικούς κρατούμενους και η πόλη του Ναυπλίου από εκτοπισμένους πολιτικούς αντιπάλους του Όθωνα. Το Ναύπλιο, αναπόφευκτα, δυσαρεστημένο από την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα με απόφαση του Όθωνα, ζυμωνόταν τώρα με οξύτερα αντιοθωνικά αισθήματα από τους εξόριστους αξιωματικούς, υπαλλήλους, φοιτητές, δημοσιογράφους κ.λ.π. Ενεργό ρόλο στις πολιτικές ζυμώσεις έπαιζε ο δραστήριος δικηγορικός σύλλογος και ορισμένοι μαχητικοί Πρωτοδίκες και Εφέτες.

Ασφαλώς, όμως, ξεχωριστό τόνο έδινε ο Σύλλογος της Νεολαίας Ναυπλίου και η γυναίκα θρύλος του Ναυπλίου, Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου. Χήρα του πρώτου δημάρχου του Ναυπλίου Σπύρου Παπαλεξοπούλου, με αξιοσημείωτη για την εποχή της μόρφωση και ενημερωμένη βιβλιοθήκη, είχε φιλελεύθερη πολιτική συγκρότηση, ευαίσθητη κοινωνική συνείδηση και μαχητικό πνεύμα.

Το σαλόνι της από το 1828 έως το 1834 που μεταφέρθηκε η «καθέδρα» του κράτους στην Αθήνα ήταν το κέντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Από κει πέρασαν «όλοι». Από τον Καποδίστρια έως τους αντιβασιλείς και τον Όθωνα, και από τους πρέσβεις των ξένων κρατών έως και τους επίσημους επισκέπτες και τους επιφανείς περιηγητές της Ελλάδας. Τα πατριωτικά και φιλελεύθερα ιδεώδη της την έφεραν όμως νωρίς σε σύγκρουση και με το συγκεντρωτισμό του πρώτου κυβερνήτη και με τον απολυταρχισμό των Βαυαρών.

Όμως από το 1861 το σπίτι της στην πλατεία Συντάγματος του Ναυπλίου είχε γίνει τόπος συνάντησης των εξόριστων αξιωματικών και των φλογερών πολιτών που ζητούσαν την «έκπτωσιν του συστήματος». Οι δημοκρατικές απόψεις, η συνωμοτική προετοιμασία και ο επαναστατικός ερεθισμός διευθύνονταν επιδέξια από την Παπαλεξοπούλου που ξαναζούσε μέρες υψηλής πολιτικής έντασης.

Το Ναύπλιο είχε καταστεί το πιο προωθημένο αντιδυναστικό κέντρο και δε χρειαζόταν παρά μια σπίθα για να εκραγεί η εύφλεκτη πολιτική του ύλη. Εξάλλου σε όλη την επικράτεια του ελληνικού βασιλείου εκδηλώνονταν σποραδικά εξεγέρσεις που καταπνίγονταν με τα όπλα. Η σπίθα βρέθηκε και ήταν η δημόσια προσβολή του Όθωνα προς τον ένδοξο ναύαρχο Κων. Κανάρη. Η προσβολή είχε ιδιαίτερα δυσμενή απήχηση στο Ναύπλιο, όπου ο Ψαριανός μπουρλοτιέρης ήταν πολύ λαοφιλής. Μετά απ’ αυτό και σε συνεννόηση με την αντιπολίτευση της Αθήνας ελήφθη η απόφαση της ένοπλης εξέγερσης για την «κατάπτωσιν του Συστήματος»

Την οργάνωση και την ηγεσία της στρατιωτικής συνωμοσίας ανέλαβαν δύο εμπειροπόλεμοι και σοβαροί αξιωματικοί. Ο αντισυνταγματάρχης Αρτέμης Μίχου, διοικητής του Β΄ τάγματος πεζικού στην Ακροναυπλία και ο αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, φυλακισμένος στην Ακροναυπλία. Συνεπικουρούνταν φυσικά από άλλους μυημένους αξιωματικούς και ήταν σ’ επαφή με συνωμοτικά κινήματα πολλών Ελληνικών πόλεων και φυσικά με την ηγεσία της αντιπολίτευσης στην Αθήνα. Ο στόχος ήταν μια ταυτόχρονη πανελλήνια εξέγερση ξημερώματα της 4ης Φεβρουαρίου 1862.

 

Η Επανάσταση

Επειδή βρέθηκαν στα χέρια της αστυνομίας επιστολές συνωμοτικού περιεχομένου, που διακινούσε με το διπλωματικό σάκο ο υποπρόξενος του Βελγίου και δραστήριο μέλος του Ναυπλιώτικου δικτύου, αναγκάστηκαν οι συνωμότες να επισπεύσουν την έναρξη της επανάστασης.

Έτσι τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου 1862 συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία Συντάγματος (τότε Πλατάνου), όπου και το σπίτι της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, στρατός και λαός ενωμένοι. Εκεί κήρυξαν επίσημα την έναρξη της Επανάστασης, κατέλυσαν τις αρχές, κατέλαβαν το Παλαμήδι και ανέλαβαν τη διοίκηση της πόλης.

Ο Δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο συντάχθηκαν με τους επαναστάτες και συγκροτήθηκαν στην πόλη εθελοντικές μονάδες πολιτών για να συνδράμουν τις στρατιωτικές δυνάμεις της Επανάστασης. Στρατιωτικός αρχηγός της Επανάστασης ορίστηκε ο αντισυνταγματάρχης Αρτέμης Μίχου, αρχηγός του επιτελείου ο αντισυνταγματάρχης Πάν. Κορωναίος, φρούραρχος Ναυπλίου ο ταγματάρχης Δ. Βότσαρης, φρούραρχος Παλαμηδίου ο ταγματάρχης Ζυμβρακάκης και στρατιωτικός αστυνόμος Ναυπλίας ο υπολοχαγός Δημητράκης Γρίβας (γιος του οπλαρχηγού της Ακαρνανίας Θεοδωράκης Γρίβα), ο πιο μαχητικός από τους ηγέτες του Ναυπλιακού κινήματος και ανυπότακτος μέχρι τέλους.

Από τη δεύτερη μέρα, όμως, μετά από ψηφοφορία λαού και στρατού αναδείχθηκε μια «Κυβερνητική Επιτροπή» αποτελούμενη μόνο από πολίτες, αφού ο Μίχου επέμενε ότι οι στρατιωτικοί πρέπει να περιοριστούν στα «καθαρώς στρατιωτικά έργα» και πως «ο στρατός δεν πρέπει να πολιτεύεται». Την επιτροπή αυτή στελέχωσαν επιφανή μέλη της Ναυπλιώτικης κοινωνίας.

Ο δήμαρχος Πολ. Ζαρειφόπουλος, ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Μιχ. Ιατρός, ο πρώην βουλευτής Γ. Ι. Ιατρός, ο εφέτης Γ. Πετιμεζάς, ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης, ο δημοτικός σύμβουλος Β. Κόκκινος και τέσσερις δικηγόροι: ο Κ. Γ. Αντωνόπουλος, ο Γρ. Δημητριάδης, ο Κ. Πετσάλης και Ιωάν. Παπαζαφειρόπουλος. Γενικός Γραμματέας της επιτροπής ορίστηκε ο Γ. Δ. Ποσειδών.

Η επιτροπή απεύθυνε προς το Ελληνικό έθνος Διακήρυξη όπου εξηγούσε τα αίτια και καθόριζε τους τρείς βασικούς σκοπούς του κινήματος που ήταν:

  • Η κατάπτωση του Συστήματος
  • Η διάλυση της Βουλής.
  • Η συγκρότηση Εθνοσυνέλευσης που θα υποσχόταν:
    • α. Την ανάκτηση των χαμένων ελευθεριών και
    • β. την εκπλήρωση των εθνικών πόθων

Είναι φανερό πως ο αντιοθωνισμός της διακήρυξης είναι μόνο έμμεσος, από πολιτική πρόνοια να μην έρθουν οι επαναστάτες σε αντίθεση με τις Προστάτιδες Δυνάμεις που είχαν επιβάλει και εγγυηθεί το θρόνο της Ελλάδας με τη συνθήκη της 25/4/1832. Έτσι η επίθεση γίνεται ανοιχτά εναντίον του «Συστήματος».

Άλλο μέλημα της Επιτροπής ήταν η οργάνωση της νέας κατάστασης και η εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας στο λαό. Και στα δύο αυτά τα αποτελέσματα ήταν άριστα. Αξιομνημόνευτος είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο ενέταξαν στις ένοπλες επαναστατικές δυνάμεις του ποινικούς κρατούμενους του Παλαμηδίου, μετά από έντονα εκφρασθείσα δική τους επιθυμία.

Έτσι λαός, στρατός, πρώην κρατούμενοι και σώματα εθελοντών από τις γύρω περιοχές, το Άργος, την Τρίπολη κ.λπ. συγκρότησαν μια αξιόλογη πολεμική δύναμη. Στο δίλημμα αν θα έπρεπε να βαδίσουν κατά της Αθήνας, ώστε να ξεσηκώσουν τους πάντες στο διάβα τους ή να παραμείνουν στο Ναύπλιο αναμένοντας την επανάσταση των άλλων πόλεων, όπως ήταν η συμφωνία, στο δίλημμα αυτό δόθηκε η απάντηση: παραμονή στο οχυρό Ναύπλιο, για να μη διακινδυνευτεί η σύγκρουση με τον κυβερνητικό στρατό σε ανοιχτό πεδίο και τα θύματα είναι πολλά.

Η απόφαση αυτή έδωσε χρόνο στο Παλάτι και την άνεση να δράσει ψύχραιμα και μεθοδικά. Ενεργοποίησε αποτελεσματικά τους μηχανισμούς καταστολής και προπαγάνδας και στην Αθήνα και στις υπόλοιπες πόλεις, όπου υπήρχαν πληροφορίες για συνωμοτικές κινήσεις, και τις εξάρθρωσε ή τις κατέστειλε αμέσως μόλις ξέσπασαν.

Στη συνέχεια ο Όθων συγκάλεσε στην Κόρινθο όλες τις διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις (φαίνεται πως ήταν 3.000- 4.000) και ανέθεσε την αρχιστρατηγία στον απόστρατο στρατηγό γερμανοελβετικής καταγωγής Εμμαν. Χαν. Παράλληλα ο βασιλικός στρατός ενισχύθηκε με στρατολογηθέντες άτακτους μισθοφόρους. Ταυτόχρονα βουλευτές και αξιωματούχοι του συστήματος που είχαν κύρος στάλθηκαν στις επαρχίες για να αποτρέψουν νέες εξεγέρσεις.

Χαρακτηριστικότερη η περίπτωση του Γενναίου Κολοκοτρώνη που κατάπαυσε την επανάσταση στην Αρκαδία και στο Άργος και επιβραβεύτηκε αργότερα από τον Όθωνα με την ανάθεση σ’ αυτόν της Πρωθυπουργίας. Ο στρατός αυτός σύστησε στρατόπεδο στ’ ανοιχτά του Ναυπλίου (κοντά στις σημερινές φυλακές της Τίρυνθας) και άρχισε την προετοιμασία.

 

Το Χρονικό των Μαχών

Την 8η Φεβρουαρίου 1862 και χωρίς να προηγηθούν διαπραγματεύσεις ο κυβερνητικός στρατός εξαπέλυσε ταυτόχρονη επίθεση σε τρία μέτωπα που είχαν καταλάβει και οχυρώσει οι επαναστάτες του Ναυπλίου: στο χωριό Άρια, στο λόφο του προφήτη Ηλία και στους Μύλους του Ταμπακόπουλου που βρίσκονταν Ν.Δ. του προφήτη Ηλία.

Οι μάχες ήταν πεισματικές και με μεγάλες απώλειες. Περίπου 70 οι νεκροί και από τις δύο πλευρές και περισσότεροι οι τραυματίες. Η νίκη στεφάνωσε τα όπλα των επαναστατών αλλά με εντολή του Μίχου δεν έγινε καταδίωξη των ηττημένων, για να μη χυθεί άλλο αδερφικό αίμα και γιατί ανέμενε να αυτομολήσουν προς το στρατό του πολλοί αξιωματικοί του Χαν.

Εν τω μεταξύ οι Κυβερνητικοί σφίγγουν την πολιορκία και οι επαναστάτες συναισθάνονται την απομόνωση. Δεν χάνουν, όμως, τις ελπίδες τους ότι σύντομα θα επαναστατήσουν και άλλες πόλεις. Το ηθικό φροντίζει να το κρατά ακμαίο η εφημερίδα αρχών της επανάστασης «Ο ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝ» που εξέδιδε ο ταλαντούχος δημοσιογράφος Θ. Φλογαΐτης καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέγερσης.

Ο Φεβρουάριος πέρασε με αψιμαχίες και μάχες κυρίως στα χωριά Άγιο Αδριανό (Κατσίγκρι), Δρέπανο (Χαϊδάρι), Τολό (Μινώα), Ασίνη (Τζεφέραγα). Θύματα ήταν κυρίως οι άμαχοι τους οποίους πλιατσικολογούσαν άγρια οι άτακτοι μισθοφόροι του βασιλικού στρατού. Στο τέλος του Φλεβάρη άρχισαν να υποφέρουν οι πολιορκημένοι από ελλείψεις, κυρίως κρέατος, και να νιώθουν στενοχωρία από τη συρροή προσφύγων. Παρέμεναν όμως ακλόνητοι στις πεποιθήσεις τους.

Την 1η Μαρτίου έχουμε τις σφοδρότερες συγκρούσεις σε πολλά μέτωπα ταυτόχρονα. Ο βασιλικός στρατός, υπέρτερος αριθμητικά, επιτέθηκε στην Άρια που την υπερασπιζόταν ο ανθυπολοχαγός Δυοβουνιώτης. Οι υπερασπιστές δεν άντεξαν κι ο Δυοβουνιώτης έπεσε νεκρός. Ένα τμήμα των νικητών εισβάλλει στο ατείχιστο προάστιο του Ναυπλίου, την Πρόνοια, τη λεηλατούν και την πυρπολούν.

Ένα άλλο τμήμα σπεύδει να ενισχύσει τους επιτιθέμενους εναντίον του προφήτη Ηλία που τον υπερασπίζεται ο υπολοχαγός Δ. Γρίβας και ένα άλλο βοηθά τους επιτιθέμενους στους Μύλους Ταμπακόπουλου που τους υπερασπίζεται ο ανθυπολοχαγός Πραΐδης. Οι Μύλοι του Ταμπακόπουλου δεν άντεξαν και στο τέλος πυρπολήθηκαν από τους κυβερνητικούς. Η μάχη στον Προφήτη Ηλία κράτησε μέχρι τις 9 το βράδυ και οι άνδρες του Γρίβα κατάφεραν να βγουν από τον ασφυκτικό κλοιό με τέχνασμα και να σωθούν μπαίνοντας στα τείχη της πόλης.

Για τις εκατέρωθεν απώλειες οι μαρτυρίες είναι πολλές και αλληλοσυγκρουόμενες. Είναι σαφές όμως ότι οι δυνάμεις των επαναστατών ηττήθηκαν σε όλα τα μέτωπα και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι περίπου 90 επαναστάτες, ανάμεσα στους οποίους και ο αρχηγός του επιτελείου των Ναυπλιωτών Πάνος Κορωναίος.

Την επόμενη μέρα ο Χαν ζητά με έγγραφο από τον Μίχου την παράδοση της πόλης εντός 24 ωρών χωρίς όρους. Στο Ναύπλιο τότε δημιουργήθηκαν δύο παρατάξεις: Αυτοί που με αρχηγό τον Μίχου ζητούσαν γενική αμνηστία και με αυτόν τον όρο δέχονταν να παραδοθούν (γιατί δεν έβλεπαν συνδρομή από αλλού κι είχαν χάσει τις ελπίδες τους) και οι αδιάλλακτοι με αρχηγό τον Δ. Γρίβα που πρότειναν την παράταση του αγώνα.

Οι περισσότεροι τάχθηκαν με την άποψη του Μίχου και υπέγραψαν έγγραφο με το οποίο ζητούσαν Γενική αμνηστία. Οι διαφωνούντες κατέλαβαν το Παλαμήδι και προετοιμάζονταν να συνεχίσουν ακόμα και μόνοι τον Αγώνα, όταν έφτασε η είδηση της Επανάστασης στις Κυκλάδες. Τότε αναζωπυρώθηκαν οι ελπίδες των πολιορκημένων και εύχονταν να απαντήσει αρνητικά ο Όθων.

Η επανάσταση των Κυκλάδων όμως, πνίγηκε στο αίμα, γεμίζοντας θλίψη τους Ναυπλιείς και συγκλονίζοντας το πανελλήνιο με τη σκληρότητα των κυβερνητικών και την απάνθρωπη συμπεριφορά προς τους νεκρούς Ν. Λεωτσάκο (ήρωα της Θεσσαλικής Επανάστασης), ανθυπολοχαγό Περ. Μωραϊτίνη και το φοιτητή Σκαρβέλη.

Σιγά –σιγά όμως κύριος της κατάστασης στο Ναύπλιο έγινε ο Δ. Γρίβας και οι ομοϊδεάτες τους και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού, λαού πήρε το μέρος του. Κι όταν ο Χαν μετά από παρελκυστική τακτική αρκετών ημερών ανακοίνωσε στις 16 Μαρτίου ότι το «υπουργείον δεν ενδίδει» και δεν δίνει αμνηστία οι αντιμαχόμενες παρατάξεις Μίχου – Γρίβα συμφιλιώθηκαν και με νέα ορμή ρίχτηκαν και πάλι μαζί στον αγώνα, βομβαρδίζοντας τους πολιορκητές στις 18 και 19 Μαρτίου και δεχόμενοι το σφοδρό Κανονιοβολισμό του Χαν.

 

Ο Επίλογος

Η κατάσταση στην πόλη γίνεται μέρα με τη μέρα δραματικότερη αφού, εκτός των άλλων, υπήρχε και η έλλειψη πόσιμου νερού μετά την κατάληψη της Άριας και των πηγών της από τους πολιορκητές (το Ναύπλιο υδρευόταν τότε από την Άρια). Αυτό ανάγκασε τους πολιορκημένους να ζητήσουν ανακωχή και με νοικιασμένες βάρκες μεταφέρθηκαν, όσες οικογένειες δέχτηκαν, στους Μύλους κι από ‘κει με απίστευτες δυσκολίες και ταλαιπωρίες, στο Άργος.

Στις 24 Μαρτίου έφτασε στο Ναύπλιο το διάταγμα της αμνηστίας που υπέγραψε ο Όθωνας. Το διάταγμα εξαιρούσε από την αμνηστία 12 στρατιωτικούς και 7 πολιτικούς ως πρωταίτιους της επανάστασης. Επιπλέον είχε ημερομηνία 8 Μαρτίου 1862, άρα ο Χαν το είχε κρατήσει μυστικό, αφού οι Ναυπλιείς ζητούσαν Γενική Αμνηστία και δεν θα το δέχονταν. Προσδοκούσε ότι ο χρόνος δούλευε εις βάρος τους και πως αργότερα θα το δέχονταν. Κι όμως το απέρριψαν διατρανώνοντας την απόφασή τους για αγώνα μέχρι εσχάτων. Αλλά για πόσο ακόμα;

Για πρώτη φορά, κατά τα τέλη Μαρτίου, παρατηρήθηκαν αυτομολήσεις από τους Ναυπλιείς προς το στρατόπεδο των πολιορκητών. Αυτό ήταν το σήμα για τον Μίχου να έρθει σε συνεννόηση με τους πρέσβεις Γαλλίας και Αγγλίας να διαθέσουν πλοία, ώστε να αναχωρήσουν για το εξωτερικό οι 19 μη αμνηστευμένοι πρωταίτιοι της επανάστασης Οι πρέσβεις δέχθηκαν και το πρωτόκολλο υπογράφηκε στις 6 Απριλίου 1862 απ’ όλους, πλην του Δ. Γρίβα ο οποίος υπέγραψε τη δήλωση:

«Εγκαταλειφθείς παρά πάντων των συναδέλφων μου αναγκάζομαι να καταδικάσω εμαυτόν εις αειφυγίαν και, αισχυνόμενος του λοιπού να αποκαλώμαι Έλλην, από τούδε παραιτούμαι της ελληνικής εθνικότητας».

Οι μη αμνηστευμένοι μέσα σε ανείπωτη συγκίνηση μπήκαν στα δυο καράβια, ένα Αγγλικό κι ένα Γαλλικό, ανήμερα το Πάσχα, 8 Απριλίου 1862, αφού χαιρέτησαν τη Φρουρά, τους πολίτες και την Κ. Παπαλεξοπούλου που προφητικά τους εγκαρδίωνε πως σύντομα θα ξανανταμωθούν. Μαζί τους έφυγαν για το εξωτερικό κι άλλοι 250-300 επαναστάτες που δεν δέχτηκαν να παραμείνουν και να παραδώσουν την πόλη στους νικητές αντιπάλους.

Μετά την αναχώρηση των πλοίων ο εντεταλμένος ταγματάρχης Ι. Μανολάκης παρέδωσε την πόλη και τα κάστρα στο Χαν και ο βασιλικός στρατός έμπαινε στην πόλη με τους εναπομείναντες κατοίκους κλεισμένους στα σπίτια τους. Κατέβηκαν οι επαναστατικές σημαίες, αποκαταστάθηκαν οι Οθωνικές αρχές και επέστρεψαν οι οικογένειες που το είχαν εγκαταλείψει. Η ζωή έβρισκε σιγά –σιγά το δρόμο της και η πίκρα τη θέση της στις καρδιές των Ναυπλιωτών.

 

Μικρή Αποτίμηση

Η Ναυπλιακή Επανάσταση είχε διάρκεια 67 ημερών. Ξεκίνησε με ενθουσιασμό των επαναστατών, πίστη στο δίκαιο των επιδιώξεών τους και ελπίδες για την επίτευξη των στόχων τους. Έληξε με στρατιωτική ήττα αλλά ταυτόχρονα με ηθική και πολιτική επικράτησή τους.

Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από τις εξελίξεις:

  • Ο Όθων αναγκάστηκε να αλλάξει την κυβέρνηση με την οποία ήρθαν σε μετωπική σύγκρουση οι επαναστάτες
  • Ανέλαβε πρωτοβουλίες για επανάσταση εναντίον των οθωμανών στα μικρασιατικά παράλια για να υλοποιήσει μέρος έστω τη Μεγάλης Ιδέας και
  • Μέσα σε έξι μήνες αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το θρόνο και να αποχωρήσει από την Ελλάδα, δικαιώνοντας αναδρομικά την Ναυπλιακή Επανάσταση.

 

Πολιτειακό ζήτημα δεν είχε τεθεί και, όπως ήταν φυσικό για την εποχή εκείνη, αναζητήθηκε νέος βασιλιάς. Οι «Προστάτιδες» Δυνάμεις επέλεξαν μετά από συμβιβασμούς το Δανό Γεώργιο Γκλυξμπουργκ ως Βασιλέα της Ελλάδας.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Όθωνας (Όττο φον Βίττελσμπαχ – Otto von Wittelsbach) 1815-1867

Ο πρώτος Βασιλιάς της Ελλάδας (1833-1862). Δευτερότοκος γιος του Λουδοβίκου Α’, βασιλιά της Βαυαρίας και της Θηρεσίας, κόρης του δούκα του Σάζεν Άλτενμπουργκ.

Γεννήθηκε την 20η Μαΐου (1 Ιουνίου) του 1815 στο Σάλσμπουργκ της Βαυαρίας. Επελέγη βασιλιάς της Ελλάδας από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις που υπέγραψαν το βασιλικό πρωτόκολλο του Λονδίνου 1/13 Φεβρουαρίου 1832 και έφθασε στο Ναύπλιο την 18η Ιανουαρίου 1833. Ο Όθωνας αποδέχθηκε το στέμμα σε ηλικία 17 ετών και έφθασε σε ηλικία 18 ετών στη νέα του πατρίδα, ανάμεσα σε πολυπληθές στρατιωτικό και πολιτικό επιτελείο Βαυαρών, υπό την επίδραση των οποίων αποφάσιζε τα πρώτα έτη της Βασιλείας του.

Μέτριας διανοητικότητας, κληρονόμος γονιδίων ψυχικών νοσημάτων, με αργή αντίληψη των πραγμάτων και δύσκαμπτη σκέψη, διστακτικός στη λήψη αποφάσεων, χωρίς την ικανότητα να παίρνει πρωτοβουλίες, δεν είχε την προσωπική δύναμη να διαχειριστεί το υψηλό αξίωμα που του δόθηκε στη νέα του πατρίδα, παρά την εξαιρετική του χρηστότητα, την ευθύτητα και το καλοκάγαθο του χαρακτήρα του, τις πολλές προσωπικές του αρετές και την ειλικρινή αγάπη που είχε για την Ελλάδα.

Η βασιλεία του Όθωνα διαιρείται σε τρεις περιόδους: της αντιβασιλείας, της απόλυτης μοναρχίας και της συνταγματικής βασιλείας.

 

Επανάσταση και έξωση του Όθωνα 

Κατά τα δύο τελευταία έτη της Βασιλείας του ο Όθωνας υιοθέτησε και πάλι τη φιλοπόλεμο πολιτική, εξαιτίας της Ιταλικής εξεγέρσεως και του δόγματος περί δικαίου των εθνοτήτων που είχε υψωθεί. Γι’ αυτόν τον λόγο προέβη σε μυστικές συνεννοήσεις με ικανούς Ιταλούς πατριώτες και Αλβανούς φυλάρχους, δαπανώντας από το ταμείο του εκατοντάδες χιλιάδες φράγκα.

Αυτές οι συνεννοήσεις χαρακτηρίστηκαν από τους Άγγλους πολιτικούς ως φιλοτάραχες και κατά τα δύο τελευταία έτη (1860-1862) αντιμετώπισε τρεις αιματηρές στάσεις και επαναστάσεις, με κυριότερη τη Ναυπλιακή Επανάσταση το Φεβρουάριο του 1862. Το αίμα που χύθηκε προς εμπέδωση της τάξεως, έκανε ακόμα πιο αποφασιστικό το λαό και τη νεολαία, την οποία και έριξε στην πολιτική διαπάλη ο ορμητικός και δημαγωγός πολιτικός Επαμ. Δεληγιώργης.

Από τη στιγμή δε που προστέθηκαν στις ενέργειες κατά του στέμματος πρόσωπα σαν τον πυρπολητή Κ. Κανάρη και μυήθηκαν οι σωματάρχες της φρουράς της πρωτεύουσας, εξασφαλίστηκε η επιτυχία της ανατροπής.

Ο Όθωνας γνώριζε για τις συνομωτικές ενέργειες κατά του προσώπου του, αλλά δεν είχε υποπτευθεί την έκταση και το μέγεθός τους. Δημιούργησε το Υπουργείο της Αυλής, το οποίο και ήταν το τελευταίο της βασιλείας του, επιπλέον απομακρύνθηκε από την πρωτεύουσα, όπως τον συμβούλεψε η κυβέρνησή του, για να εξετάσει το πνεύμα και τα παράπονα των επαρχιών. Με αυτόν τον τρόπο άφησε την πρωτεύουσα στα χέρια των επαναστατών, με μία κυβέρνηση νωθρή και άβουλη, γεγονός που επίσπευσε την έκρηξη της επανάστασης και την ανατροπή του θρόνου (νύχτα της 10 Οκτωβρίου 1862).

Ο Όθωνας έφτασε εσπευσμένως την επόμενη ημέρα στον Πειραιά με την ατμοφρεγάτα «Αμαλία» και βρήκε την πρωτεύουσα και τον Πειραιά σε εξέγερση, όμως δεν κατέφυγε σε βίαια μέτρα, ούτε δημιούργησε εμφύλιο πόλεμο για την αποκατάστασή του στο θρόνο αν και μπορούσε να στηριχθεί στις επαρχίες του κράτους. Ακολούθησε τις συμβουλές των Άγγλων και Γάλλων πρεσβευτών και εγκατέλειψε την Ελλάδα με το Αγγλικό ατμόπλοιο «Σκύλλα».

Μετά την απομάκρυνσή του από την Ελλάδα, ο Όθωνας εγκαταστάθηκε με τη Βασίλισσα Αμαλία στο Μόναχο όπου παρέμεινε για ένα οκτάμηνο και αργότερα στη Βαμβέργη όπου και πέθανε στις 14/26 Ιουλίου 1867 σε ηλικία 52 ετών από ερυσίπελα. Σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του θάφτηκε στην εκκλησία Τεατίνερ-Κίρχε του Μονάχου με την Ελληνική ενδυμασία.

Η αγάπη του για την Ελλάδα παρέμεινε αδιάσειστη μέχρι και το θάνατό του. Στο Μόναχο, όπου έμεινε κατά τους πρώτους μήνες της εξορίας του είχε Ελληνική Αυλή, αλλά και στη μικρή πάλι Βαμβέργη, όπου περιορίστηκε από τον άστοργο αδελφό του, δεχόταν πάντα με χαρά τους Έλληνες που ήθελαν να τον χαιρετίσουν και συζητούσε μαζί τους για θέματα που αφορούσαν την Ελλάδα.

Ανώτερος χρημάτων, φιλεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος, έφυγε από την Ελλάδα φτωχός και μέχρι το θάνατό του επιβίωνε με 100 χιλιάδες φράγκα ετήσια επιχορήγηση του Στέμματος του Μονάχου. Η άδολη αγάπη του προς την Ελλάδα και τους αγώνες της εκδηλώθηκε ένα μήνα πριν το θάνατό του με μυστική δωρεά ολόκληρης της ετήσιας επιχορήγησής του υπέρ του Κρητικού αγώνα (Μάιος 1867), την οποία παρέλαβε ο Σ. Καραϊσκάκης, απεσταλμένος της ελληνικής κυβέρνησης με σκοπό μυστικό έρανο στην Ευρώπη.

Κατά τη διάρκεια της Βασιλείας του υπήρξε ο μεγαλύτερος δωρητής σε φιλανθρωπικά ιδρύματα και διδακτήρια, χωρίς δε την προσωπική του δωρεά, της τάξεως των 40 χιλιάδων φράγκων, ήταν αδύνατο να ιδρυθεί το Πανεπιστήμιο.

 

Κολοκοτρώνης Ιωάννης ή Γενναίος (1805 -1868)

Δευτερότοκος γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, αγωνιστής και στρατηγός. Γεννήθηκε στη Στεμνίτσα και μεγάλωσε στη Ζάκυνθο, όπου είχε καταφύγει η οικογένειά του εξαιτίας των διωγμών που είχαν εξαπολυθεί το 1806 εναντίον της κλεφτουριάς. Εκεί έμαθε και λίγα γράμματα.

Όταν ξέσπασε η επανάσταση, έφυγε με τον αδερφό του Πάνο κρυφά από τη Ζάκυνθο και αποβιβάστηκαν στην Ηλεία (25 Μαρτίου). Δεν άργησαν τα δυο αδέλφια να πάρουν το βάπτισμα του πυρός, πολεμώντας στον Πύργο εναντίον των Λαλαίων Τούρκων. Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης δεν άργησε να δοξαστεί. Έλαβε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς πλάι στον πατέρα του.

Ήταν θαρραλέος και ριψοκίνδυνος. Σε μια μικροσυμπλοκή έξω από τα τείχη της Τριπολιτσάς αιχμαλώτισε ένα γιγαντόσωμο αράπη, κοντός αυτός, με το σπαθί του και τον οδήγησε στο στρατόπεδο. Όλοι γέλασαν και θαύμασαν το νεαρό Γιάννη. «Είσαι γενναίος!» του είπε ο Κανέλλος Δεληγιάννης. Και του έμεινε· από τότε όλοι τον έκραζαν Γενναίο.

Ο Γενναίος δεν ησύχασε μέχρι το τέλος της επανάστασης. Έλαβε μέρος στην πολιορκία τ’ Αναπλιού, της Κορίνθου, της Πάτρας. Πέρασε απέναντι στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, ήρθε πίσω στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου) αλλά αργά το βράδυ, όταν η μάχη είχε σιγαλιάσει. Κυνήγησε όμως στην Κορινθία τα υπολείμματα του Δράμαλη. Άλλες λαμπρές στιγμές από τη δράση του είναι εκείνες εναντίον του Ιμπραήμ· μαζί με τον Κανέλλο Δεληγιάννη, τους Τριπολιτσιώτες και τους Γορτύνιους πολέμησε στη μάχη της Τραμπάλας με σπάνια καρτερικότητα και παλικαριά.

Τώρα πια έχει μεγαλώσει – είναι μόλις 21 χρονών – και αρχίζουν να φαίνονται οι ηγετικές του ικανότητες. Έτρεξε και στην Αττική στο πλευρό του Καραϊσκάκη και πολέμησε εναντίον του Κιουταχή. Και ξαναγύρισε πάλι στο Μοριά εναντίον του Ιμπραήμ. Όπου τον καλούσε η φωνή της πατρίδας και του χρέους έτρεχε αδιάκοπα. Ο πατέρας του καμάρωνε για λογαριασμό του.

Ο Γενναίος ήταν πολύ τολμηρός. Όταν οι Υδραίοι είχανε φυλακίσει τον πατέρα του, σχεδίαζε να αιχμαλωτίσει το Γεώργιο Κουντουριώτη. Ήταν λίγο πριν δοθεί αμνηστεία στον Γέρο, αν και το σχέδιό του είχε προδοθεί. Ο Γενναίος ήτανε πάντα στο πλευρό του πατέρα του και αργότερα επίσης στο πλευρό του Καποδίστρια, τον οποίο λογάριαζε και υποστήριζε.

Επί Όθωνος χρημάτισε υπασπιστής του Βασιλιά, γερουσιαστής και το 1862 πρωθυπουργός. Όταν ξεκίνησε η Ναυπλιακή Επανάσταση, έφτασε στους Μύλους Αργολίδας, με μικρή στρατιωτική δύναμη, Βουλευτές, Γερουσιαστές και ανθρώπους με πολιτικό κύρος, οι οποίοι εξαπολύθηκαν στις επαρχίες με σκοπό να ματαιώσουν νέες εξεγέρσεις.

Τον Οκτώβριο του 1862, όταν βρέθηκε ανάμεσα στον επαναστατημένο λαό και τον Βασιλιά, δεν έστρεψε τα όπλα εναντίον του λαού, όπως τον συμβούλευαν κάποιοι. «Ουδέποτε χάριν του πρωθυπουργικού χαρτοφυλακείου θα κηλιδώσω τας ολίγας υπηρεσίας εμού και της οικογενείας μου με αδελφικόν αίμα…», είπε. Εξάλλου από πιο πριν, βλέποντας τη δυσαρέσκεια του λαού και την προεπαναστατική κίνηση, είχε υποβάλει την παραίτησή του στον Όθωνα, αλλά δεν έγινε δεκτή.

Εντούτοις αναγκάστηκε να φύγει στο εξωτερικό σαν «παλατιανός» πρωθυπουργός κι όταν ξαναγύρισε μέσα στην ίδια χρονιά (1862), η νέα κυβέρνηση τον ανάγκασε να ξαναφύγει. Αργότερα (1863) επιστρέφει οριστικά στην Αθήνα, όπου και πεθαίνει από ανίατη αρρώστια (1868).

Ο Γενναίος παντρεύτηκε το 1828 τη Φωτεινή, την αδερφή του Κίτσου Τζαβέλα, και απέκτησε δυο γιους και πέντε θυγατέρες. Με τα λίγα γραμματάκια που ήξερε έγραψε απομνημονεύματα, που εκδόθηκαν όμως πολύ αργότερα (1955). Ο ίδιος δημοσίευσε πολύτιμα έγγραφα και επιστολές του Αγώνα (1856) με τον τίτλο «Ελληνικά υπομνήματα».

 

Μιαούλης Αθανάσιος (1815- 1867)

Αθανάσιος Μιαούλης: Στρατιωτικός και πολιτικός. Ήταν πέμπτος γιος του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη (1815-1867). Γεννήθηκε στην Ύδρα το 1815 και ως υπότροφος του βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή του Μονάχου. Υπηρέτησε στο αγγλικό ναυτικό, μετά στο Ελληνικό και αργότερα διορίστηκε υπασπιστής του Όθωνα. Εισήρθε στην πολιτική και εκλέχθηκε Βουλευτής Ύδρας το Σεπτέμβριο του 1855.

Στην Κυβέρνηση Δημητρίου Βούλγαρη, ανέλαβε το υπουργείο των Ναυτικών το 1855. Μετά την παραίτηση του Βούλγαρη ανέλαβε ως πρωθυπουργός. Ήταν αφοσιωμένος στο θρόνο αλλά επί της πρωθυπουργίας του (13 Νοεμβρίου 1857 – 26 Μαΐου 1862), άρχισαν να πυκνώνουν οι λαϊκές εκδηλώσεις κατά του Όθωνα, των οποίων αποκορύφωμα υπήρξε η Ναυπλιακή επανάσταση.

Κατέστειλε μεν την επανάσταση αλλά αμέσως μετά υπέβαλε την παραίτησή του και παρέδωσε την εξουσία στον τελευταίο πρωθυπουργό του Όθωνα, τον Γενναίο Κολοκοτρώνη. Έκτοτε δεν διαδραμάτισε κανένα πολιτικό ρόλο. Με την εκθρόνιση του Όθωνα αναγκάστηκε να εκπατρισθεί και επανήλθε μετά την άνοδο του Γεωργίου Α΄ στον Ελληνικό θρόνο. Πέθανε το 1867 στο Παρίσι.

 

Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου (1809-1899)

Έδρα της επανάστασης του 1862 ήταν το Ναύπλιο και η ψυχή της μια κυρία. Το παράξενο είναι ότι μ’ αυτήν χόρεψε ο Βασιλιάς, όταν έφτασε στην Ελλάδα, τις πρώτες καντρίλλιες του. Η κυρία τούτη, άλλοτε δεσποινίδα Καλλιόπη Καλομογδάρτη, έγινε αργότερα μια από τις αξιολογότερες γυναικείες φυσιογνωμίες της νεότερης Ελλάδας.

Γεννήθηκε στην Πάτρα και ήταν κόρη του προκρίτου Ανδρέα Καλαμογδάρτη. Κατά την έναρξη της επανάστασης κατέφυγε στη Ζάκυνθο με τη μητέρα της και στη συνέχεια στην Αγκόνα της Ιταλίας. Εκεί σπούδασε και έμαθε Ιταλικά, Γαλλικά και Αγγλικά. Το 1824 η οικογένεια της μετακόμισε στο Ναύπλιο, όπου παντρεύτηκε τον Σπύρο Παπαλεξόπουλο, δήμαρχο Ναυπλίου και Γερουσιαστή. Σύντομα η Καλλιόπη ξεχώρισε για το πνεύμα της ενώ το σπίτι της είχε μετατραπεί σε φιλολογικό σαλόνι.

Προσέφερε μεγάλο μέρος της περιουσίας της στους φτωχούς και στους πρόσφυγες. Τάχθηκε φανερά εναντίον του Όθωνα και έλαβε μέρος σε όλες αντι-Οθωνικές αντιδράσεις. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, το 1850, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση για ένα μεγάλο διάστημα. Πρωτοστάτησε στην αποτυχημένη εξέγερση του Ναυπλίου, την 1η Φεβρουαρίου του 1862, γι’ αυτό και καταδιώχθηκε από το παλάτι.

Η κυρία Παπαλεξοπούλου ήταν μια χαριτολόγος ετοιμόλογη γυναίκα. Για να εμποδίσει ένα επεισοδιακό στρατιωτικό πραξικόπημα στο Ναύπλιο, αυτό που προηγήθηκε από την τελευταία επανάσταση ενάντια στο Βασιλιά Όθωνα, η κυβέρνηση της Αθήνας έστειλε στην ανήσυχη πόλη και αντιμέτωπο στη δημοκρατική φρουρά της ένα εκστρατευτικό σώμα με Γερμανό διοικητή.

Ο στρατηγός Hahn, ο διοικητής, πληροφορημένος ότι οι νεότεροι αξιωματικοί της φρουράς είχαν το στέκι τους στο σπίτι της κυρά Καλλιόπης και ότι συγκεντρώνονταν εκεί με δική της έμπνευση και οδηγία, της έστειλε από το γειτονικό Άργος, όπου είχε περάσει σχεδόν χωρίς αντίσταση, ένα είδος τελεσίγραφου, ζητώντας της να φύγει από την πόλη, γατί τα Βασιλικά στρατεύματα θα έμπαιναν στο Ναύπλιο και υπήρχε η πιθανότητα αιματηρών συγκρούσεων.

Εξαιτίας της δράσης της, έλεγε ο στρατηγός, δεν θα ήταν η κυρία σε ασφάλεια. Η απάντηση ήταν πάνω – κάτω η ακόλουθη: «Θα μείνω όπου βρίσκομαι. Τα μόνα ζωντανά πλάσματα που φοβάμαι είναι οι ποντικοί, γι’ αυτό τους αφάνισα όλους μέσα στο σπίτι μου».

Λένε ότι ο Hahn, μπαίνοντας στην πόλη με τα στρατεύματά του, συνέλαβε όλους τους συνωμότες, αλλά έστειλε στην Κυρά τον υπασπιστή του για να υποβάλλει τα σεβάσματά του σε μιαν αρχόντισσα πολύ ευγενική, αλλά πολιτικά παραστρατημένη.

Ύστερα από την εκθρόνιση του Βασιλιά, που έγινε έπειτα στην Αθήνα, ήρθε στην πρωτεύουσα. Οι κάτοικοι την υποδέχτηκαν θριαμβευτικά γεμάτοι ενθουσιασμό. Παρευρέθηκε στην Εθνική Συνέλευση, όρθιοι οι βουλευτές την χειροκροτούσαν για αρκετή ώρα. Η κυρά – Καλλιόπη ήταν η ίδια η ενσάρκωση του ακατάβλητου δημοκρατικού πνεύματος του Ελληνικού λαού.

Την τίμησαν για την δράση της και της απένειμαν τιμητική σύνταξη 500 δρχ. Ύστερα από την επίσκεψη στην πρωτεύουσα και την θριαμβευτική υποδοχή της γύρισε στο Ναύπλιο και δεν βγήκε ποτέ πια από το σπίτι της, στην πλατεία Συντάγματος.

Απεβίωσε στις 8 Φεβρουαρίου του 1899. Ήταν σχεδόν εκατό χρόνων, αλλά το πρόσωπό της έμενε ακόμα αρυτίδωτο. Εξυμνήθηκε από γνωστούς ποιητές της εποχής όπως από τον Ηλία Καλαμογδάρτη, πρώτο ξάδελφό της, και τον Παναγιώτη Σούτσο.

 

Δημήτριος Γρίβας (1829 – 1889)

Γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Η καταγωγή του ήταν από την σπουδαία οικογένεια Γρίβα και συγκεκριμένα ήταν γιος του Θεόδωρου Γρίβα και εγγονός της Μπουμπουλίνας. Διώχτηκε από την σχολή Ευελπίδων το 1845 εξαιτίας στρατιωτικής στάσης.

Ήταν αντιμοναρχικός και το 1847 συμμετείχε στο κίνημα του πατέρα του. Το 1862 συμμετείχε στην στάση του Ναυπλίου αλλά ύστερα από την αποτυχία του κινήματος κατέφυγε στην Γαλλία, απ’ όπου επέστρεψε μετά την εκθρόνιση του Όθωνα για να συμμετάσχει στην πολιτική. Ήταν μέλος της τριμελούς επιτροπής που ταξίδεψε στην Κοπεγχάγη για να προσφέρει το στέμμα στον Γεώργιο Α΄. Εκλέχθηκε πληρεξούσιος στην Β’ Εθνική Συνέλευση του 1862.

Από τότε σταδιοδρόμησε στην πολιτική και συμμετείχε σε πολλές κυβερνήσεις ως υπουργός. Συγκεκριμένα χρημάτισε υπουργός στρατιωτικών (Κυβέρνηση Δεληγεώργη Οκτωβρίου 1865, Κυβέρνηση Δεληγεώργη Νοεμβρίου 1865, Κυβέρνηση Δεληγεώργη 1872 και στην Κυβέρνηση Βούλγαρη 1874). Το 1882 διετέλεσε αρχηγός του στρατού απ’ όπου παραιτήθηκε για να εκλεγεί Βουλευτής το 1885. Στις εκλογές του 1887 απέτυχε και αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική.

Απεβίωσε το 1889 στη Μασσαλία της Γαλλίας, όπου είχε εγκατασταθεί. Η τελετή της κηδείας έγινε στην Αθήνα. Στον νεκρό αποδόθηκαν τιμές υποστράτηγου, ενώ την νεκρώσιμη πομπή παρακολούθησαν ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί, καθώς και αρχές της Αθήνας. Στον ναό μετέβη ο βασιλιάς. Μετά την κηδεία μεταφέρθηκε στην Πάτρα, όπου και ενταφιάστηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Βόνιτσα.