Α’ Βαλκανικός Πόλεμος – β΄

Οι Επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο

Επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού Γενικά

Στις 4 Οκτωβρίου 1912 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Με την Ελλάδα απέφυγε να κηρύξει τον πόλεμο ελπίζοντας ακόμα σε ειρηνικό διακανονισμό. Την αμέσως όμως επόμενη ημέρα, 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελληνική κυβέρνηση κήρυξε εκείνη τον πόλεμο ως μέλος του Βαλκανικού Συνασπισμού. Σύμφωνα με το σχέδιο επίθεσης, ο στρατός Θεσσαλίας με διοικητή τον διάδοχο Κωνσταντίνο θα αναλάμβανε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων. Ο στρατός Ηπείρου με διοικητή τον στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη θα αναλάμβανε δευτερεύοντα ρόλο, μέχρι την ολοκλήρωση του έργου του στρατού Θεσσαλίας.

 

Α) Επιχειρήσεις στη Μακεδονία

Η Ελλάδα, μετά την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, επιδόθηκε αμέσως στην κρατική της οργάνωση και ανασυγκρότηση. Η ατυχής όμως έκβαση του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, όπως και η ένταση που ακολούθησε στο χώρο της Μακεδονίας από τη δράση των Βουλγάρων Κομιτατζήδων, την ανάγκασε να αναπτύξει έντονη δραστηριότητα για τη βελτίωση της κατάστασης των υπόδουλων ομοεθνών της, στις Τουρκοκρατούμενες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, που ήταν αναπόσπαστα εδάφη της και στα οποία ζούσε συμπαγές και πολυπληθές Ελληνικό στοιχείο, που διακρινόταν για το υψηλό πολιτιστικό του επίπεδο, την πρόοδο και την οικονομική του ανάπτυξη.

Η όποια όμως, προσπάθεια του Ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, για την απελευθέρωση του υπόδουλου Ελληνισμού, ήταν δύσκολο να εκδηλωθεί και να καρποφορήσει, γιατί η Τουρκία εξακολουθούσε να είναι ισχυρή και γιατί η πολιτική των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων για τη Βαλκανική είχε διαμορφωθεί κάτω από το δόγμα της διατήρησης του τότε εδαφικού καθεστώτος στην περιοχή, χωρίς να επιτρέπει καμία ουσιώδη μεταβολή.

Σε κάθε απαίτηση ή διάβημα των Βαλκανικών κρατών, για τα δικαιώματα των ομοεθνών πληθυσμών τους, η απάντηση της Τουρκίας ήταν αρνητική και πολλές φορές απειλητική. Οι Χριστιανικοί πληθυσμοί έπρεπε να εξαφανιστούν. Η νέα εθνικιστική πολιτική της Τουρκίας, τέθηκε σε εφαρμογή με σειρά μέτρων, όπως της υποχρεωτικής στρατολογίας των Χριστιανών, της διδασκαλίας της Τουρκικής γλώσσας στα ξένα σχολεία, της κατάργησης ορισμένων προνομίων κτλ. Κυρίως όμως, η οργή των Νεότουρκων στράφηκε εναντίον των Ελλήνων. Έτσι, ο υπόδουλος Ελληνισμός τέθηκε και πάλι σε διωγμό.

Η Ελλάδα, προ της νέας αυτής κατάστασης, οργάνωσε το Στρατό της σε νέες βάσεις και εφοδιάστηκε με το απαραίτητο πολεμικό υλικό, ενώ νέες μονάδες προστέθηκαν στο Στόλο. Παράλληλα, άρχισε έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Είχε γίνει κατανοητό, ότι δεν ήταν δυνατό η Ελλάδα ν’ αντιπαραταχθεί μόνη της κατά της Τουρκίας. Έπρεπε να ζητηθεί η συνεργασία και των άλλων Βαλκανικών κρατών. Και η κατάσταση ήταν ευνοϊκή. Μετά από διαπραγματεύσεις τα τέσσερα χριστιανικά Βαλκανικά κράτη, αν και δεν είχαν υπογράψει κοινό αμυντικό σύμφωνο, βρέθηκαν στις αρχές του φθινοπώρου του 1912 συνενωμένα και αλληλέγγυα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η αντίδραση της Τουρκίας, στη δραστηριότητα αυτή των Βαλκανικών κρατών, εκδηλώθηκε άμεσα και δυναμικά με την ενίσχυση των παραμεθόριων φρουρών και τη μετακίνηση, με το πρόσχημα διεξαγωγής στρατιωτικών ασκήσεων, σημαντικών δυνάμεων από την Ανατολή στη Μακεδονία και τη Θράκη. Σε απάντηση τα Βαλκανικά κράτη κήρυξαν γενική επιστράτευση και το Μαυροβούνιο κήρυξε πρώτο, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1912, το πόλεμο κατά της Τουρκίας.

Ο πόλεμος ήδη, μεταξύ των Βαλκανικών Συμμάχων και της Τουρκίας, ήταν αναπόφευκτος και στις 5 Οκτωβρίου του 1912 άρχισαν οι εχθροπραξίες, με το Βουλγαρικό Στρατό να επιχειρεί προς την Ανατολική Θράκη, το Σερβικό προς τα Σκόπια και το Μοναστήρι και τον Ελληνικό προς τη Μακεδονία και την Ήπειρο.

Η Στρατιά Θεσσαλίας άρχισε την προέλασή της, το πρωί της 5ης Οκτωβρίου 1912, με σκοπό την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Αφού απώθησε Τουρκικά τμήματα κατέλαβε στις 6 Οκτωβρίου, την Ελασσόνα, συνέχισε την προέλασή της και στις 9 Οκτωβρίου επιτέθηκε κατά των Τούρκων στην οχυρή τοποθεσία του Σαραντάπορου.

Τρεις Μεραρχίες επιτέθηκαν κατά μέτωπο, ενώ μία άλλη, με υπερκερωτική ενέργεια, έφτασε στα νώτα της τοποθεσίας, εξαναγκάζοντας τους Τούρκους να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια και την Κοζάνη εγκαταλείποντας όλο το υλικό και το πυροβολικό τους.

Η IV Μεραρχία, αφού καταδίωξε τους Τούρκους το πρωί στις 10 Οκτωβρίου, εισήλθε το απόγευμα στα Σέρβια, ενώ τμήματα της Ταξιαρχίας Ιππικού κατέλαβαν στις 11 Οκτωβρίου, την Κοζάνη. Έτσι, η νίκη του Ελληνικού Στρατού στο Σαραντάπορο, ενίσχυσε το ηθικό του και άνοιξε τις πύλες για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

Μετά την ήττα των Τούρκων στο Σαραντάπορο, η Στρατιά Θεσσαλίας στράφηκε προς τα ανατολικά, με σκοπό την απελευθέρωση το ταχύτερο της Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε τον κύριο πολιτικοστρατηγικό σκοπό των επιχειρήσεων στη Μακεδονία.

Ακολούθησε στις 16 Οκτωβρίου η απελευθέρωση της Βέροιας και της Κατερίνης. Στις 19 και 20 Οκτωβρίου 1912 κατά τη νικηφόρα μάχη του Ελληνικού Στρατού στα Γιαννιτσά, οι Τούρκοι, μπροστά στον κίνδυνο να κυκλωθούν, συμπτύχθηκαν εσπευσμένα προς τη Θεσσαλονίκη, και υποχρεώθηκαν μετά από διαπραγματεύσεις, να υπογράψουν στις 26 Οκτωβρίου 1912 την παράδοση της Θεσσαλονίκης και του Τουρκικού Στρατού, που ήταν περίπου 26.000 άντρες, με 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα και 1.200 κτήνη. Στη συνέχεια, ο Ελληνικός Στρατός στράφηκε προς τη Δυτική Μακεδονία, όπου διαδοχικά απελευθέρωσε τη Φλώρινα, την Καστοριά και την Κορυτσά.

Το Ελληνικό Ναυτικό, που αποτελούσε τη μόνη ναυτική δύναμη της Συμμαχίας, συντέλεσε αποφασιστικά στη νίκη των συμμαχικών όπλων. Ταυτόχρονα, με την ακάθεκτη προέλαση του Ελληνικού Στρατού και την απελευθέρωση των ιερών χωμάτων της Μακεδονίας και της Ηπείρου, ο Στόλος με ηγέτη το Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, απελευθέρωσε με εθελοντικά σώματα Προσκόπων και αγήματα Πεζοναυτών τη Χαλκιδική και το ένα μετά το άλλο τα Ελληνικά νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου.

Με τις ιστορικές, εξάλλου, ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913), με επικεφαλής το θρυλικό θωρηκτό “Αβέρωφ”, όχι μόνο εξασφάλισε την κυριαρχία του στο Αιγαίο, εξαναγκάζοντας τον Τουρκικό Στόλο να μείνει αποκλεισμένος στα Δαρδανέλια μέχρι το τέλος του Πολέμου, αλλά απαγόρευσε και τις στρατηγικές μεταφορές Τουρκικών στρατευμάτων από τις Ασιατικές ακτές στη Βαλκανική Χερσόνησο.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στις 9 Δεκεμβρίου 1912 το υποβρύχιο “Δελφίν” επιτέθηκε κατά του Τουρκικού καταδρομικού “Μετζηδιέ”, γεγονός που αποτέλεσε την πρώτη τορπιλική επίθεση στον κόσμο. Οι παράγοντες των επιτυχιών του Ναυτικού μας ήταν η ποιοτική υπεροχή και η ναυτική παράδοση του προσωπικού, καθώς και η εμπνευσμένη του ηγεσία.

Τέλος, σοβαρά συνέβαλε, κυρίως στην πτώση του ηθικού του αντιπάλου, και ο αεροπορικός στολίσκος, παρότι τα αεροσκάφη που διέθετε ήταν λίγα και με περιορισμένες επιχειρησιακές ικανότητες. Ο στολίσκος αυτός ανέλαβε και εκτέλεσε σημαντικές αποστολές αναγνωρίσεως, αλλά και προσβολές κατά επίγειων εχθρικών στόχων προς όφελος του Στρατού στη Μακεδονία και την Ήπειρο.

Επιπλέον, στις 24 Ιανουαρίου 1913 Ελληνικό υδροπλάνο πραγματοποίησε την πρώτη στον κόσμο αποστολή ναυτικής συνεργασίας, αναγνωρίζοντας τον Τουρκικό Στόλο στα Δαρδανέλια κατά του οποίου έριξε και έξι βόμβες. Δίκαια συνεπώς μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των πρώτων χωρών στον κόσμο που χρησιμοποίησε αεροπλάνο ως πολεμικό μέσο στο πεδίο της μάχης.

Μετά από μακρές συζητήσεις η Τουρκία ζήτησε ανακωχή. Η Ελλάδα δεν συμφώνησε με τους όρους ανακωχής και στις 20 Νοεμβρίου 1912 συνέχισε μόνη τον πόλεμο κατά της Τουρκίας.

Μετά την υπογραφή της ανακωχής, αντιπρόσωποι όλων των εμπολέμων, συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας, συνήλθαν στο Λονδίνο για τη σύναψη οριστικής ειρήνης. Εξαιτίας όμως της Τουρκικής αδιαλλαξίας οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν στις 24 Δεκεμβρίου 1912, χωρίς στο μεταξύ να επιτευχθεί κάποια συμφωνία.

 

Β) Επιχειρήσεις Ηπείρου

Ο Ελληνικός Στρατός το 1912 διέθετε περιορισμένες δυνάμεις στην Ήπειρο. Ήταν όμως υποχρεωμένος να διεξάγει επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Γι’ αυτό και δεν ήταν δυνατό να αναλάβει επιθετικές ενέργειες ταυτόχρονα και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις. Έτσι, αποφασίστηκε να δοθεί προτεραιότητα στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, γιατί το επέβαλλαν σοβαροί εθνικοί λόγοι.

Οι Ελληνικές δυνάμεις αφού πέρασαν τον Άραχθο ποταμό και μετά από σύντομο αγώνα, κατέλαβαν τις πόλεις Άρτα, Πρέβεζα, Καλαμπάκα και Μέτσοβο. Στη συνέχεια κινήθηκαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των Τουρκικών δυνάμεων, που στο μεταξύ είχαν αρκετά ενισχυθεί με νέες, από την περιοχή του Μοναστηρίου. Έτσι, κυρίως εξαιτίας αυτού, αλλά και των δυσμενών καιρικών συνθηκών, η προέλαση του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκε.

Η απόφαση της Κυβέρνησης ήταν να απελευθερωθεί η Ήπειρος πριν τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων. Έτσι, ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε με μία μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε νέα επιθετική προσπάθεια. Μετά όμως από αλλεπάλληλες επιθετικές ενέργειες, από την 1η μέχρι τις 3 Δεκεμβρίου 1912, οι Ελληνικές δυνάμεις προσέκρουσαν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και αναχαιτίστηκαν.

Ακολούθησε περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο, μέχρι που ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε και με άλλες μεραρχίες από το Θέατρο Επιχειρήσεων της Μακεδονίας, γιατί στο μεταξύ είχε ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Δυτικής Μακεδονίας και ήταν δυνατή η απαγκίστρωση δυνάμεων για την επίσπευση της απελευθέρωσης της Ηπείρου.

Νέα επίθεση που έγινε από τις 7 μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1913, με κύρια προσπάθεια κατά του Οχυρού Μπιζάνι και πάλι αναχαιτίστηκε από τους Τούρκους, με πολλές μάλιστα απώλειες για τις Ελληνικές δυνάμεις.

Τελικά σφοδρή επίθεση, που εκτοξεύτηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1913, είχε ως αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό των Τούρκων, και μάλιστα από τη βαθιά Ελληνική εισχώρηση στο δεξιό πλευρό τους και την “άνευ όρων” παράδοση στον Ελληνικό Στρατό, της πόλης των Ιωαννίνων, μετά από δύο ημέρες, στις 21 Φεβρουαρίου 1913, από τον Τούρκο Διοικητή Εσσάτ Πασά.

Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής Τουρκικής αντίστασης στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε επίδραση στο Ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά από την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς.

Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ο Ελληνικός Στρατός κινήθηκε βορειότερα και μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 απελευθέρωσε τη Βόρεια Ήπειρο, όπου γινόταν παντού δεκτός με άκρατο πατριωτικό ενθουσιασμό από τον ακραιφνή Ελληνικό πληθυσμό της περιοχής αυτής. Οι απελευθερωτικοί όμως αυτοί αγώνες και οι θυσίες του Ελληνικού Στρατού δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι πόθοι και τα όνειρα των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου έμειναν ανεκπλήρωτα, γιατί η Βόρεια Ήπειρος παραχωρήθηκε με απόφαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων στο νεοσύστατο Αλβανικό Κράτος.

Το τέλος του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, βρήκε την Ελλάδα να έχει απελευθερώσει την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου μας.

 

Οι Επιχειρήσεις Αναλυτικά

Θεσσαλία και Κεντρική Μακεδονία 

Οι Δυνάμεις των Αντιπάλων 

Σύμφωνα με το σχέδιο επιστράτευσης του 1912, συγκροτήθηκαν δύο στρατηγεία, το Γενικό Στρατηγείο Στρατού Θεσσαλίας υπό την αρχιστρατηγία του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στην περιοχή της Λάρισας, και το Στρατηγείο Στρατού Ηπείρου υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, στην περιοχή της Άρτας. Ο Στρατός Θεσσαλίας διέθετε 7 μεραρχίες Πεζικού, 1 ταξιαρχία Ιππικού και 4 τάγματα Ευζώνων, συνολικής δύναμης 100.000 ανδρών, και το βράδυ της 4ης Οκτωβρίου 1912 συγκεντρώθηκε στην περιοχή της Λάρισας. Η ζώνη ευθύνης του Στρατού Θεσσαλίας εκτεινόταν από το Σπερχειό ποταμό μέχρι τα βόρεια σύνορα του Ελληνικού κράτους στη Θεσσαλία.

Ο Στρατός Ηπείρου διέθετε μία μεραρχία Πεζικού, η οποία αργότερα (12 Δεκεμβρίου 1912) ονομάστηκε VIII Μεραρχία, συνολικής δύναμης περίπου 10.500 ανδρών, και ολοκλήρωσε τη συγκέντρωσή του στην περιοχή της Άρτας στις 4 Οκτωβρίου με ζώνη ευθύνης δυτικά του Αχελώου ποταμού. Πλέον του τακτικού στρατού, συγκροτήθηκαν ανεξάρτητα τάγματα, αποσπάσματα και εθελοντικά σώματα, όπως των Κρητών, Ηπειρωτών, Μακεδόνων, με επικεφαλής οπλαρχηγούς ή αξιωματικούς, και το Ιταλικό Σώμα των Γαριβαλδινών με επικεφαλής τον φιλέλληνα Στρατηγό Ricciotti Garibaldi.

Εθελοντικό σώμα που συνέστησε για πρώτη φορά ο Ιταλός Giuseppe Garibaldi το 1860, με σκοπό να μάχεται στο πλευρό όσων πολεμούσαν για την ελευθερία τους. Ο γιός του, Ricciotti Garibaldi, πολέμησε στο πλευρό των Ελλήνων, επικεφαλής περίπου 2.300 φιλελλήνων και Ελλήνων εθελοντών. Οι Έλληνες του Σώματος των Γαριβαλδινών αποτελούσαν ιδιαίτερο τμήμα υπό τον Αλέξανδρο Ρώμα και ήταν γνωστό ως «Σώμα Ερυθροχιτώνων» λόγω του ερυθρού χιτωνίου της στολής τους.

Αντικειμενικός σκοπός του Ελληνικού στρατού σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία ήταν η συντριβή του Τουρκικού στρατού στη Μακεδονία και η ενεργός άμυνα στην Ήπειρο μέχρι να κριθεί ο αγώνας στη Μακεδονία. Οι Τουρκικές δυνάμεις συγκροτήθηκαν σε δύο στρατιές, τη Στρατιά Θράκης και τη Στρατιά Μακεδονίας, συνολικής δύναμης 340.000 πεζών, 6.000 ιππέων και 850 πυροβόλων.

Η Στρατιά Μακεδονίας, υπό τον Ali Risa Pasha, θα πολεμούσε εναντίον των Ελλήνων, των Σέρβων και των Μαυροβουνίων. Έναντι του Ελληνικού Στρατού Θεσσαλίας έδρασε το 8ο Έκτακτο Σώμα Στρατού υπό τον Στρατηγό Χασάν Ταχσίν Πασά, συνολικής δύναμης περίπου 35.000 ανδρών, με αποστολή να αμυνθεί στα Στενά του Σαρανταπόρου και να ανακόψει την προέλαση του Ελληνικού στρατού προς την Κεντρική Μακεδονία.

 

Επιχειρήσεις Μέχρι την Κατάληψη της Θεσσαλονίκης 

Το πρωί της 5ης Οκτωβρίου 1912 ο Στρατός Θεσσαλίας άρχισε να προελαύνει πέρα από τα Ελληνοτουρκικά σύνορα, με σκοπό την απώθηση και συντριβή του Τουρκικού στρατού. Ο όγκος του Στρατού Θεσσαλίας απελευθέρωσε την Ελασσόνα (6 Οκτωβρίου), ενώ το Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη, στα δυτικά, μετά από σύντομο αγώνα, απελευθέρωσε τη Δεσκάτη.

Με βάση τις πληροφορίες για τον εχθρό και κυρίως από τη μελέτη του εδάφους, το Γενικό Στρατηγείο εκτιμούσε ότι οι Τουρκικές δυνάμεις θα συγκεντρώνονταν στα Στενά του Σαρανταπόρου, για να ανακόψει την προέλαση του Ελληνικού στρατού. Η τοποθεσία του Σαρανταπόρου είναι φύσει οχυρή και προσφέρεται για ισχυρή άμυνα, με εξαίρετα πεδία βολής προ αυτής. Οι τοποθεσίες Σαρανταπόρου και Λαζαράδων Βογγόπετρας φράσσουν τις κατευθύνσεις Ελασσόνα-Σέρβια και Δεσκάτη-Λαζαράδες Σέρβια.

Τις τοποθεσίες αυτές υπεράσπιζαν δύο τουρκικές μεραρχίες και είχαν οργανωθεί αμυντικά κάτω από την επίβλεψη του Γερμανού Στρατηγού Colmar von der Goltz. Το Ελληνικό σχέδιο ενεργείας του Γενικού Στρατηγείου προέβλεπε κατά μέτωπο επίθεση εναντίον των αμυνόμενων Τουρκικών δυνάμεων στα Στενά του Σαρανταπόρου, με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια, για την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα και την αποκοπή της σύμπτυξης του εχθρού.

Η όλη επιθετική ενέργεια θα συνδυαζόταν, επίσης, και με ευρύτερο κυκλωτικό ελιγμό από την περιοχή του χ. Κρανιά, δια μέσου του πόρου Ζάμπουρδας, προς την Κοζάνη. Στις 9 Οκτωβρίου η Στρατιά επιτέθηκε με τρεις μεραρχίες στο κέντρο (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ Μεραρχίες), στο δεξιό πλευρό το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου, στο αριστερό την IV Μεραρχία και στο άκρο αριστερό της διάταξης την V Μεραρχία, την Ταξιαρχία Ιππικού και το Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη.

Ο αγώνας στο κέντρο διεξήχθη με δυσκολία λόγω του ισχυρώς οργανωμένου αντιπάλου και των σοβαρών εδαφικών δυσχερειών, επιφέροντας μεγάλες και σοβαρές απώλειες στις μεραρχίες του κέντρου. Ωστόσο, η IV Μεραρχία που ενεργούσε στο αριστερό της διάταξης κατόρθωσε το βράδυ της ίδιας ημέρας να ανατρέψει τις Τουρκικές δυνάμεις στα χ. Κεφαλολίβαδο και Μεταξάς και προωθημένα τμήματά της να φθάσουν στα Στενά της Πόρτας, πίσω από το Σαραντάπορο.

Μόλις οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν την υπερκερωτική ενέργεια της IV Μεραρχίας και μπροστά στον κίνδυνο της αποκοπής της οδού σύμπτυξης και της αιχμαλωσίας του όγκου των δυνάμεων τους, συμπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της νύχτας προς την Κοζάνη χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τις Ελληνικές δυνάμεις. Η νικηφόρα έκβαση του διήμερου αγώνα στην τοποθεσία Σαρανταπόρου-Λαζαράδων άνοιξε τις πύλες για τη συνέχιση της προέλασης της Στρατιάς και την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Στις 10 Οκτωβρίου κατελήφθησαν τα Σέρβια και την επομένη η Κοζάνη.

Στις 13 Οκτωβρίου ο όγκος του Στρατού Θεσσαλίας βρισκόταν στο υψίπεδο της Κοζάνης, απ’ όπου μπορούσε να στραφεί είτε ανατολικά προς τη Βέροια είτε προς τα βόρεια. Η VII Μεραρχία κινήθηκε προς τα Στενά της Πέτρας, το Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη προς τα Γρεβενά και η Ι Μεραρχία νότια του Αλιάκμονα στο χ. Βελβεντός. Εκείνη τη χρονική στιγμή το Γενικό Στρατηγείο είχε την πρόθεση να κινηθεί με τον όγκο των δυνάμεων πρώτα προς το Μοναστήρι και μετά προς Βέροια-Θεσσαλονίκη.

Ωστόσο, η κυβέρνηση, έχοντας εξακριβωμένες πληροφορίες ότι η Βουλγαρία ενδιαφερόταν να καταλάβει οπωσδήποτε τη Θεσσαλονίκη προτού καταληφθεί από τον Ελληνικό στρατό, έστειλε στις 12 Οκτωβρίου στον αρχηγό του Στρατού Θεσσαλίας τηλεγράφημα, με το οποίο του γνώριζε ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επέβαλλαν τη γρήγορη απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Παρόμοια σύσταση έκανε την ίδια ημέρα και ο υπουργός Εξωτερικών.

Αλλά το Γενικό Στρατηγείο επέκρινε με τηλεγράφημά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών τις επεμβάσεις του στη διεύθυνση των επιχειρήσεων. Ωστόσο, κατόπιν επιτακτικής και κατηγορηματικής διαταγής του πρωθυπουργού και υπουργού Στρατιωτικών Ελευθερίου Βενιζέλου για άμεση στροφή της Στρατιάς προς απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το Γενικό Στρατηγείο αναγκάστηκε να συμμορφωθεί και να εκδώσει διαταγή για στροφή και προέλαση προς Θεσσαλονίκη.

Τις επόμενες ημέρες ο Στρατός Θεσσαλίας προέλασε προς τη Βέροια με την VII Μεραρχία να καλύπτει το δεξιό πλευρό του, με κατεύθυνση την Κατερίνη, και την V Μεραρχία να κινείται στα αριστερά, με κατεύθυνση την Πτολεμαΐδα-Στενά Κλειδιού. Ταυτόχρονα, οι Σερβο-Βουλγαρικές δυνάμεις κατέλαβαν το Ιστίπ και ένα Βουλγαρικό απόσπασμα το Νευροκόπι. Το βράδυ 15/16 Οκτωβρίου οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τη Βέροια και την Κατερίνη, και στη συνέχεια συμπτύχθηκαν προς τα ανατολικά.

Έτσι, στις 16 Οκτωβρίου η Στρατιά βρισκόταν στην πεδιάδα της Βέροιας με την V Μεραρχία να καλύπτει τα νώτα της στην περιοχή του Αμυνταίου και το Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη στα Γρεβενά. Το Γενικό Στρατηγείο, έχοντας υπόψη του τα μειονεκτήματα της κίνησης του όγκου της Στρατιάς νότια των Γιαννιτσών, είτε ο εχθρός βρισκόταν ανατολικά του Λουδία ποταμού είτε βόρεια της λίμνης, αποφάσισε να ακολουθήσει την κατεύθυνση βόρεια της λίμνης με τον όγκο του στρατού και να προωθήσει τμήματά του μόνο νότια αυτής.

Επίσης, εκτιμούσε, χωρίς όμως να έχει σαφή εικόνα για τις Τουρκικές δυνάμεις, ότι η προέλαση προς τα Γιαννιτσά θα γινόταν χωρίς σοβαρή εμπλοκή με τον εχθρό, ο οποίος, κατά τις εκτιμήσεις, προπαρασκευαζόταν για άμυνα στην περιοχή του Αξιού ποταμού. Με βάση τα παραπάνω καθορίστηκε για την 19η Οκτωβρίου η προέλαση του όγκου της Στρατιάς προς τον Αξιό ποταμό, δια της εδαφικής ζώνης βόρεια της λίμνης των Γιαννιτσών, ενώ για την κάλυψη του δεξιού πλευρού της και της Βέροιας από την κατεύθυνση του Λουδία διατέθηκε η VII Μεραρχία, το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου και η Ταξιαρχία Ιππικού.

Η τοποθεσία των Γιαννιτσών, παρά το μειονέκτημα ότι είχε στα νώτα της τον Αξιό ποταμό, φράσσει την κύρια οδική αρτηρία από την Έδεσσα προς τη Θεσσαλονίκη, επιτρέπει την επάνδρωσή της με σχετικά περιορισμένες δυνάμεις και στηρίζει τα πλευρά της στο όρος Πάικο από τα βόρεια και στη λίμνη από τα νότια. Την τοποθεσία υπερασπιζόταν η 14η Μεραρχία Σερρών, μαζί με τις δυνάμεις που συμπτύχθηκαν από τη Βέροια και την Κοζάνη, ενώ νότια της λίμνης βρίσκονταν τμήματα της 22ης Μεραρχίας και της Μεραρχίας Εφέδρων Νεάπολης. Από το πρωί της 19ης Οκτωβρίου και με βάση τη διαταγή επιχειρήσεων άρχισε η προέλαση της Στρατιάς προς τα ανατολικά.

Κατά τις τελευταίες απογευματινές ώρες, η VI Μεραρχία, που ενεργούσε στο αριστερό της διάταξης, κατόρθωσε να διασπάσει την εχθρική τοποθεσία και τμήματά της να φθάσουν στα νότια του χ. Πενταπλάτανος. Οι προϋποθέσεις για τη νίκη του Ελληνικού στρατού είχαν δημιουργηθεί και την επομένη οι σφοδρές επιθέσεις των II και IV Μεραρχιών σε συνδυασμό με τη διείσδυση της VI Μεραρχίας ανάγκασαν τις Τουρκικές δυνάμεις να συμπτυχθούν μπροστά στον κίνδυνο να αποκοπούν.

Παράλληλα, στο νότιο τομέα, η VII Μεραρχία και η Ταξιαρχία Ιππικού, λόγω αδυναμίας συντονισμού, δεν εκμεταλλεύθηκαν την επιτυχή διάβαση του Λουδία ποταμού και δεν καταδίωξαν τα συμπτυσσόμενα Τουρκικά τμήματα προς τις γέφυρες του Αξιού.

Ενώ διεξαγόταν η μάχη των Γιαννιτσών, η V Μεραρχία, που είχε οριστεί να καλύπτει τη Στρατιά από τα βορειοδυτικά και βρισκόταν στην περιοχή του Αμυνταίου, άρχισε να προελαύνει προς το Μοναστήρι, θεωρώντας ο διοικητής της ότι απέναντι του βρίσκονταν ελάχιστες Τουρκικές δυνάμεις χωρίς ηθικό και διάθεση για αντίσταση. Ωστόσο, η προέλαση της μεραρχίας διακόπηκε απότομα λόγω της εμφάνισης ισχυρών Τουρκικών δυνάμεων που άνηκαν στη 17η Μεραρχία, με αποτέλεσμα να μεταπέσει σε άμυνα στην περιοχή του Αμυνταίου, ενώ ζήτησε την αποστολή ενισχύσεων από το Γενικό Στρατηγείο.

Το βράδυ 23/24 Οκτωβρίου τμήματα της μεραρχίας προσβλήθηκαν από ένα μικρό Τουρκικό απόσπασμα, με αποτέλεσμα η ενέργεια αυτή να προκαλέσει αδικαιολόγητο πανικό και σύγχυση σε ολόκληρη τη μεραρχία. Τελικά, μετά και την άφιξη των ενισχύσεων, το μέτωπο στη δυτική Μακεδονία σταθεροποιήθηκε και οι εκεί μονάδες εγκαταστάθηκαν αμυντικά στα βορειοδυτικά της Κοζάνης, αναμένοντας την άφιξη της Στρατιάς.

 

Η Μάχη της Ελασσόνας

«Πρώτη αυτή ανύψωσε την του σταυρού σημαίαν

Και πρώτη εις αίμα τουρκικόν έβαψε την ρομφαίαν»

«Στις 5 Οκτωβρίου 1912, όπως την εποχή του μύθου, πάνοπλος ο Άρης κατέρχεται από το όρος των θεών στις γειτονικές Θεσσαλικές πεδιάδες για να συναντήσει εκεί του γενναίους και νικητές να τους οδηγήσει στην πραγματοποίηση ωραίων ονείρων της Φυλής».

Ο Διάδοχος, λοιπόν, Κωνσταντίνος ήταν επικεφαλής και αρχηγός του Γενικού Επιτελείου ο αντιστράτηγος Γ. Δαγκλής. Οι 85.000 άνδρες του Ελληνικού στρατού ήταν πλέον στρατοπεδευμένοι κάτω από τη Μελούνα και αδημονούσαν να επιτεθούν κατά του προαιώνιου εχθρού, αποφασισμένοι να τον συντρίψουν πάση θυσία.

Την 6η Οκτωβρίου η 1η και 2η Μεραρχία κινήθηκαν για να καταλάβουν την Ελασσόνα, στην οποία θα προέβαλλαν αντίσταση μικρές Τουρκικές δυνάμεις, δηλαδή 3 τάγματα πεζικού, 2 πυροβολαρχίες και μία ίλη ιππικού, οι οποίες ήταν πρόχειρα οχυρωμένες στα υψώματα της Ελασσόνας. Τα στενά αυτά, γνωστά από τα Βυζαντινά χρόνια, όπου ο Βουλγαροκτόνος κατατρόπωσε τους Βούλγαρους, ήταν από μόνα τους απόρθητο φρούριο.

Οι Τούρκοι, με τη βοήθεια Γερμανών αξιωματικών, τα είχαν οχυρώσει υποδειγματικά και ο Γερμανός στρατηγός Φον Ντερ Γκολτζ πίστευε ότι θα γίνονταν το νεκροταφείο του Ελληνικού στρατού. Οι Ελληνικές δυνάμεις ακολούθησαν κυκλωτική πορεία, κατευθυνόμενη η πρώτη από ανατολικά και η δεύτερη από δυτικά, και υποχρέωσαν τις Τουρκικές να υποχωρήσουν στις δύο τα ξημερώματα μετά από τρίωρη μάχη, αφού προηγήθηκε και μονομαχία πυροβολικού. Η Ελασσόνα ελευθερώθηκε, αλλά η καταδίωξη των Ελληνικών στρατευμάτων και η υποχώρηση του Τουρκικού στρατού συνεχίστηκαν μέχρι τις 2 το μεσημέρι.

Μέχρι το βράδυ της ίδιας ημέρας οι μεραρχίες δεν βρήκαν πουθενά εχθρική αντίσταση, ούτε ήρθαν σε επαφή με τον εχθρό, παρά μόνο στα βορειο-ανατολικά της Σκόμπας και ανατολικά του Δομενίκου ανταλλάχθηκαν τουφεκιοβολισμοί με ανιχνευτικές ομάδες Τούρκικου ιππικού.

Οι Ελληνικές δυνάμεις, λοιπόν, έκαναν εισβολή από τρία σημεία: από τον Προφήτη Ηλία και το Μπουγάζι Τυρνάβου με κατεύθυνση το Δαμάσι και την Γκόλα, από το Ρεβένι και τη Γέφυρα Κουτσοχείρου με κατεύθυνση τη Μελόγουστα και από το στενό της Μελούνας προς Τσαριτσάνη. Το ίδιο βράδυ οι δυνάμεις καταυλίστηκαν ως εξής: η 1η Μεραρχία στα βόρεια της Τσαριτσάνης, η 2η στη Σκόμπα, η 3η στο Δομένικο και η 4η στο Μεγάλο Ελευθεροχώρι.

Τα χαράματα της 6ης Οκτώβρη ο υποστράτηγος Μανουσογιαννάκης κατηύθυνε τις δυνάμεις της 1ης Μεραρχίας από την αμαξιτή οδό της Μελούνας προς την πεδιάδα της Ελασσόνας με κατεύθυνση δεξιά. Ο υποστράτηγος Κάλλαρης κατηύθυνε τη 2η Μεραρχία αριστερά των υψωμάτων της Ελασσόνας και το 4ο τάγμα ευζώνων προήλασε πίσω από την Τσαριτσάνη, για να αποκόψει την υποχώρηση του τουρκικού στρατού, κατά μέτωπο του οποίου θα έκαναν επίθεση οι δύο μεραρχίες.

Τα σχέδια του Τουρκικού στρατού έμειναν απραγματοποίητα, καθώς ο Ελληνικός στρατός προχώρησε ακάθεκτα προς την πεδιάδα της Ελασσόνας, προβάλλοντας ταυτόχρονα στον κάμπο τμήματα του 2ου πεζικού συντάγματος, της 1ης Μεραρχίας και του 4ου πεζικού της 2ης Μεραρχίας.

Οι συνολικές απώλειες του Ελληνικού στρατού την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων ήταν 46 νεκροί, μεταξύ των οποίων δύο ανθυπολοχαγοί, ο Ιωάννης Μαυροδήμος από βλήμα πυροβόλου, ο οποίος θάφτηκε στην Ελασσόνα και τιμήθηκε δεόντως, και ο ανθυπολοχαγός Μπούκης, ο οποίος θάφτηκε στην Τσαριτσάνη.

Την ίδια ημέρα της 6ης Οκτωβρίου δύο τάγματα Ευζώνων κατέλαβαν τη Δεσκάτη. Αρχηγός ήταν ο αντισυνταγματάρχης του μηχανικού Γεννάδης. Τα τάγματά του συναντήθηκαν στον σταθμό Τσούκα, δεξιά της Καλαμπάκας. Μετά από πεισματώδη μάχη που διήρκεσε όλη την ημέρα, οι εχθρικές δυνάμεις τράπηκαν σε φυγή, περνώντας τη Δεσκάτη, ανερχόμενοι στα υψώματα και απομακρυνόμενοι με κατεύθυνση το Σαραντάπορο.

Οι απώλειες ήταν ο Λοχαγός Μανουσάκης, ένας Λοχίας και ένας εύζωνας και τραυματίες έξι. Από την πλευρά των Τούρκων 24 νεκροί, εκ των οποίων 4 υπαξιωματικοί, 8 αιχμάλωτοι, και πολλοί τραυματίες.

 

Μάχη του Σαρανταπόρου

Γενικόν Στρατηγείον
Εν Ελασσώνι τη 8η Οκτωβρίου 1912, 2 εσπέρας

Οδηγίαι δια την ενέργειαν της ΙΥ Μεραρχίας κατά την 9ην Οκτωβρίου 1912 


”Ο εχθρός φαίνεται διατεθειμένος να αμυνθή το στενόν του Σαρανταπόρου. Η πρόθεσίς μου είνε όχι μόνον να γίνω κύριος του στενού τούτου, αλλά και να καταστρέψω τον αμυνόμενον εχθρικόν στρατόν, αποκόπτων εις αυτόν την υποχώρησιν.

Θα προσβάλλω τον εχθρόν κατά μέτωπον και εν μέρει το αριστερόν του πλευρόν δια των I, II, III και VI Mεραρχιών, μεθ’ άπαντος του πεδινού πυροβολικού. Η δύναμις αύτη ολόκληρος, θα αναπτυχθή επί της γραμμής Δούκλιστα-Ζιλι-νίστα-Βουβάλα- και θα επιτεθή προς την γραμμήν Βίγλα-Γλύκοβον, απεσπασμένον τμήμα θα ενεργήση εκ Βλαχολειβάδου. την IV μεραρχίαν προορίζω δια την κυκλωτικήν κίνησιν, θα εκκινήση αύτη αύριον 9 Οκτωβρίου την 6ην πρωϊνήν ώραν εκ Γιαννωτά και δια μόκρον και μεταξά θα διευθυνθή προς Σέρβια.

Πιθανόν όμως η αντίστασις του εχθρού παρά την Βίγλαν-Γλύκοβον να είνε τόσον ισχυρά, ώστε η ενέργεια τςη IV Μεραρχίας εκ Μεταξά προ Γλύκοβον κατά του δεξιού του πλευρού να είνε αναγκαία όπως συντρίψη την αντίστασιν ταύτην κατά την 9 Οκτωβρίου και ανοίξη εις τον στρατόν την οδόν προς Σέρβια. Αλλά τούτο δεν δύναμαι να εικάσω εκ των προτέρων.

Εξαρτάται εκ της υμετέρας αυτοβουλίας άμα η εμπροσθοφυλακή σας φθάση εις Μεταξά ή να διευθυνθήτε και δια δύο φαλάγγων εν ανάγκη εκ Μεταξά και Μοκρον προς το δεξιόν του εχθρού, εάν η αντίστασίς του είνε ισχυρά, ή εάν ούτος κάμπτεται και δεικνύει τάσεις ή έναρξιν υποχωρήσεως, να εξακολουθήσητε την πορείαν υμών προς Σέρβια και δώσητε εις αυτόν το τελειωτικόν κτύπημα.

Εναπόκειται εις υμάς να λάβετε μέτρα ώστε να είσθε πληροφορημένος περί της πορείας της μάχης. Ισχυραί αναγνωρίσεις εγκαίρως αποστελλόμεναι δια Μόκρου προς Γλύκοβον, και διαρκής σύνδεσμος μετά της III Μεραρχίας δι’ οπτικού τηλεγράφου επί συνεννοήσεως μετά της Μεραρχίας ταύτης, είνε δύο μέτρα τα οποία προ παντός σάς συνιστώ.

Την γενικήν διαταγήν του στρατού θα λάβετε το εσπέρας δια του συνδέσμου υμών. Εθεώρησα όμως αναγκαίον, προκειμένου να ενεργήσητε ανεξαρτήτως πως, να πέμψω υμίν τας οδηγίας μου και να σας καταστήσω γνωστόν τας προθέσεις μου εγκαίρως, ώστε από τούδε να λάβετε πάντα τα αναγκαία μέρα. Ο Ταγματάρχης του Πυροβολικού Α. Βλαχόπουλος, Αξιωματικός του Επιτελείου μου, κομιστής της παρούσης, θέλει εξηγήσει υμίν προφορικώς παν ό,τι ζητήσετε παρ’ αυτού, και θα παραμείνη παρ’ υμίν μέχρι πέρατος της επιχειρήσεως.”

Με την στήριξη του Βασιλιά Γεωργίου του Α΄, υπογράφεται το διάταγμα της επιστράτευσης στις 17 Σεπτεμβρίου 1912. Η επιστράτευση διεξήχθη με τάξη και υποδειγματικό τρόπο και με αληθινό ενθουσιασμό εκ μέρους όλων των Ελλήνων, που προσέρχονταν αθρόα και αυθόρμητα με πίστη στον σκοπό του Αγώνα.

Να σημειωθεί η εθελοντική συμμετοχή 3.500 Ελλήνων από την Κρήτη, 500 εθελοντών από την Ήπειρο, πολλών άλλων από την Μακεδονία, την Κύπρο (1500 εθελοντές, ανάμεσα τους ο 40χρονος δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος που σκοτώθηκε στο Μπιζάνι), την Αίγυπτο αλλά και πολλών μεταναστών από την μακρινή Αμερική. Συγκινητική ήταν και η συμμετοχή 2.200 Ευρωπαίων εθελοντών (εριθροχιτώνων) που συνέστησαν το σώμα των Γαριβαλδινών υπό τον Ιταλό Φιλέλληνα στρατηγό Ριτσιότι Γαριβάλδι.

Όλες οι μονάδες συμπληρώθηκαν στον προβλεπόμενο χρόνο και μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικά στα ελληνοτουρκικά σύνορα στην Θεσσαλία, όπου τέθηκαν υπό της διαταγές του Διαδόχου Κωνσταντίνου και του Γενικού του Επιτελείου (Υποστράτηγος Δαγκλής, Αντισ/χης Δούσμανης, Λοχαγοί Ιωάννης Μεταξάς και Ξενοφών Στρατηγός) .

Ο Ελληνικός στρατός ήταν δυνάμεως 100.000 ανδρών οργανωμένων σε 63 τάγματα πεζικού με 32 πυροβολαρχίες και 8 ίλες ιππικού. Ο αντίστοιχος Τουρκικός ανερχόταν σε 35.000 άνδρες σχηματίζοντας 43 τάγματα πεζικού με 12 ίλες ιππικού και 35 πυροβολαρχίες. Οι Τούρκοι είχαν επιλέξει να μην ενισχύσουν αποφασιστικά το Ελληνικό μέτωπο αφού πίστευαν ότι οι Έλληνες δεν ήταν η βασική απειλή. Ο όγκος του Τουρκικού στρατού παρατάχθηκε ενάντια στην Βουλγαρία για να προστατευθεί αποτελεσματικά και η Κωνσταντινούπολη.

Ήδη από το πρωινό της 5ης Οκτωβρίου μετά και την επίσημη κήρυξη πολέμου που υπέγραψε ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄, τα Ελληνικά στρατεύματα είχαν ανατρέψει την Ελληνο-Τουρκική μεθόριο καταλαμβάνοντας τα τουρκικά συνοριακά φυλάκια χωρίς να συναντήσουν σοβαρή αντίσταση. Στις 6 Οκτωβρίου, μετά από μια αποφασιστική προώθηση των Ελληνικών δυνάμεων, απελευθερώθηκε η Ελασσόνα και η Δεσκάτη. Ο Τουρκικός στρατός δεν αντέταξε σοβαρή αντίσταση, αλλά αποσύρθηκε προς τα στενά του Σαρανταπόρου, όπου υπήρχε η ελπίδα ότι η φύσει ισχυρή τοποθεσία θα βοηθούσε την αμυντική του προσπάθεια.

Στις 8 Οκτωβρίου 1912, μετά από τέσσερις μέρες συνεχούς πορείας, ο Ελληνικός στρατός αντίκρισε τα στενά του Σαρανταπόρου (σεϊτάν μπουγάζ = τα στενά του διαβόλου στα Τουρκικά). Η τοποθεσία ονομάστηκε έτσι από τον ομώνυμο ποταμό που σύμφωνα με τον ταγματάρχη Ν. Σχινά “διασταυρώνεται τεσσαρακοντάκις μετά της ημιονικής οδού”. Η τοποθεσία αυτή είναι εκ φύσεως οχυρή προσφέρεται για ισχυρή άμυνα, με εξαίρετα πεδία βολής προ αυτής.

Την είχαν διαλέξει και οχυρώσει Γερμανοί αξιωματικοί ως την προσφορότερη για να ανακοπεί η προέλαση των Ελλήνων. Τα στενά βρίσκονταν ανάμεσα στα Πιέρια όρη (821 μ) και τα Καμβούνια όρη (1139 μ) που σχημάτιζαν ένα προστατευτικό απροσπέλαστο ορεινό τείχος. Ο Γερμανός στρατηγός Φον Γκολτς επικεφαλής της Γερμανικής στρατιωτικής αποστολής, προέβλεπε ότι τα στενά θα αποτελούσαν τον τάφο του Ελληνικού στρατού.

Ο Τουρκικός στρατός αποτελούμενος από 2 μεραρχίες και το τουρκικό πυροβολικό αναπτύχθηκαν τόσο στις πλαγιές των βουνών όσο και κατά πλάτος των στενών. Αν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι η κοιλάδα του Σαρανταπόρου που κείτεται μπροστά στο σύμπλεγμα αυτό, είναι εντελώς επίπεδη και άδενδρη, με πολλές εδαφικές πτυχώσεις και χαράδρες, αντιλαμβάνεται κανείς τις αντικειμενικές δυσκολίες του εγχειρήματος της επίθεσης.

Η αριθμητική υπεροχή των Ελλήνων εκμηδενιζόταν λόγω της εύνοιας που παρείχε η περιοχή στον αμυνόμενο. Ο Ελληνικός στρατός όφειλε να βαδίσει ακάλυπτος σε μια επίπεδη μεγάλη απόσταση, βαλλόμενος σφοδρά από παρακείμενη ορεινή και επαρκώς οχυρωμένη τοποθεσία.

Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος αρχιστράτηγος του Ελληνικού στρατού, και το γενικό επιτελείο (Δούσμανης, Μεταξάς, Στρατηγός) εγκαταστάθηκαν στο χάνι του Χατζηγώγου που βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα από την τοποθεσία των στενών, έχοντας επαφή με τις μονάδες και την τοποθεσία.

Από εκεί εξέδωσαν το σχέδιο μάχης που σε γενικές γραμμές προέβλεπε κατά μέτωπο προέλαση στην κυρίως τοποθεσία με τρεις μεραρχίες 1η (υποστράτηγος Μανουσογιαννάκης), 2η (υποστράτηγος Καλλάρης), 3η (υποστράτηγος Δαμιανός)), στο αριστερό άκρο την 4η μεραρχία (υποστράτηγος Μοσχόπουλος), με ταυτόχρονη ευρεία υπερκερωτική ενέργεια από το αριστερό άκρο προς Λαζαράδες με το απόσπασμα ευζώνων Γεννάδη και την ταξιαρχία ιππικού του Σούτσου στην ίδια κατευθυνση, και από το δεξί με ένα απόσπασμα ευζώνων και την 6η μεραρχία (υποστράτηγος Μηλιώτης) σε εφεδρεία.

Το σχέδιο ήταν ομολογουμένως καλό καθώς προέβλεπε μια σωστή κυκλωτική ενέργεια που αν διεξαγόταν με αποφασιστικότητα ίσως κατέστρεφε πλήρως τον Τουρκικό στρατό. Είναι αλήθεια ότι το Γενικό στρατηγείο δεν καθόριζε αυστηρά τους όρους διεξαγωγής της κυκλωτικής ενέργειας αλλά έδινε την ευθύνη στον υποστράτηγο Μοσχόπουλο, που όφειλε να αποφασίσει επί τόπου. Η εφαρμογή του σχεδίου στην πράξη στέφθηκε με σχετική μόνο επιτυχία και λίγο έλειψε να εξελιχθεί σε τραγωδία για τα Ελληνικά όπλα και κατ’ επέκταση για το Ελληνικό έθνος.

Στις 07.00 το πρωί της 9ης Οκτωβρίου οι τρεις μεραρχίες που έφεραν το βάρος της κεντρικής προσπάθειας ξεκίνησαν εγκαίρως και με ακράτητο ενθουσιασμό για να πετύχουν τους αντικειμενικούς τους σκοπούς. Όταν μάλιστα ο διοικητής της 1ης Μεραρχίας υποστράτηγος Μανουσογιαννάκης είδε τους οπλίτες του να διστάζουν, κινήθηκε έφιππος μπροστά με το ξίφος προτεταμένο φωνάζοντας “εμπρός παιδιά! για την Ελλάδα!”.

Η πρώτη απρόσμενη δυσχέρεια παρουσιάστηκε όταν οι Ελληνικοί σχηματισμοί που ανέλαβαν την κυκλωτική προσπάθεια καθυστέρησαν αποφασιστικά να εμπλακούν. Για την ακρίβεια η ταξιαρχία ιππικού του Σούτσου δεν μετακινήθηκε καθόλου την ημέρα της προέλασης με προσωπική ευθύνη του υπέργηρου Διοικητή της που σύντομα αντικαταστάθηκε στα καθήκοντα του. Αυτό όμως που προσέδωσε ένα επικό στοιχείο στον αγώνα ήταν η αποτυχία του Ελληνικού πυροβολικού να ταχθεί σε επίκαιρο σημείο και να υποστηρίξει την προέλαση με πυρά λόγω της ανωμαλίας που παρουσίαζε το έδαφος που προοριζόταν να ταχθεί.

Όταν τις πρώτες απογευματινές ώρες αναπτύχθηκαν επαρκώς οι μοίρες του Ελληνικού πυροβολικού, οι βολές του έπληξαν δύο Ελληνικούς λόχους του 5ου Συντάγματος. Με παρέμβαση του διοικητή του πυροβολικού Συνταγματάρχη Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, το πυροβολικό πλησίασε στα 3.000 μέτρα και ανέπτυξε σοβαρή δραστηριότητα μετά τις 18.00 το απόγευμα.

Έτσι οι οπλίτες των τριών Ελληνικών μεραρχιών που επιτίθονταν κατά μέτωπο, αναγκάστηκαν να βαδίσουν στην δύσβατη κοιλάδα του Σαρανταπόρου ακάλυπτοι υπό τα εχθρικά φονικά πυρά. Η συνεχής βροχή μετέβαλλε το έδαφος σε βούρκο δυσκολεύοντας περαιτέρω την πορεία των Ελλήνων.

Παρά τις αντίξοες συνθήκες και τις απρόσμενες δυσκολίες η αδάμαστη Ελληνική ψυχή έδειξε το μεγαλείο της. Οι τρεις Ελληνικές μεραρχίες επέδειξαν απαράμιλλη ανδρεία και αψηφώντας τα καταιγιστικά εχθρικά πυρά και τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, βαδίζοντας μέσα σε μια κόλαση πυρός και θανάτου, έφτασαν τελικά μόλις χίλια μέτρα από τις εχθρικές θέσεις όπου και διανυκτέρευσαν υπό συνεχή βροχή, πληρώνοντας όμως με βαριές απώλειες κάθε κερδισμένο τετραγωνικό χιλιόμετρο. Στις μεσημεριανές ώρες, ενώ πλησίαζαν τις οχυρωμένες θέσεις του εχθρού, οι Έλληνες δέχτηκαν και πυρά πεζικού από Τουρκικά τμήματα, που όμως τα ανέτρεψαν εύκολα.

Λίγο μετά το μεσημέρι η 4η μεραρχία υπό τον Μέραρχο Μοσχόπουλο ανέλαβε πρωτοβουλία και διεξήγαγε με επιτυχία τον κυκλωτικό ελιγμό στην τοποθεσία Λιβαδερό απειλώντας αποτελεσματικά το αριστερό τμήμα της τουρκικής διάταξης. Τα πρωτοπόρα Συντάγματα της 4ης Μεραρχίας μέσα σε 10 ώρες κάλυψαν μια απόσταση 25 χιλιομέτρων υπερφαλαγγίζοντας αποφασιστικά τους Τούρκους από αριστερά με κατευθυνση προς Σέρβια.

Η νύχτα που ακολούθησε βρήκε τους Έλληνες οπλίτες κατάκοπους και εξαντλημένους από την εξαήμερη συνεχή προέλαση και την μάχη υπό βροχή, να διανυκτερεύουν στις πλαγιές της τοποθεσίας για την συνέχιση της επίθεσης την επόμενη ημέρα. Οι Τούρκοι συνέχιζαν τα σποραδικά πυρά όλη την νύχτα, εντείνοντας τον εκνευρισμό των Ελλήνων οπλιτών της πρώτης γραμμής. Το τσουχτερό κρύο και η συνεχής βροχή, η αβεβαιότητα της αυριανής επίθεσης, οι κραυγές και οι οιμωγές των τραυματισμένων στο πεδίο της μάχης που δεν δέχονταν ιατρική περίθαλψη, μετέβαλλαν την νύχτα σε ένα αληθινό μαρτύριο για τους οπλίτες.

Ο Αλβανικής καταγωγής Αρχιστράτηγος του Τουρκικού στρατού Ταξίν πασάς όμως, φοβούμενος πιθανή κύκλωση του στρατού του από την 4η μεραρχία, διέταξε βιαστικά τον στρατό του να υποχωρήσει μέσα στην νύχτα, κίνηση που δεν έγινε αντιληπτή από τους Έλληνες λόγω της πυκνής ομίχλης.

Ο Τουρκικός στρατός υποχώρησε μέσα σε πανικό και διάλυση, αφήνοντας πίσω του ως λάφυρο το σύνολο σχεδόν, του πυροβολικού του. Ήταν τέτοιος ο πανικός των Τούρκων κατά την φυγή τους, που παρέλειψαν να καταστρέψουν την μεγάλη σιδερένια γέφυρα του Αλιάκμονα, επιτρέποντας στους Έλληνες να τους καταδιώξουν πιο αποτελεσματικά.

Έτσι έληξε νικηφόρα η μάχη του Σαρανταπόρου εξασφαλίζοντας την κρίσιμη περιοχή στα τιμημένα ελληνικά όπλα. Σύμφωνα με την Πολεμική έκθεση του Γ.Ε.Σ. οι Έλληνες είχαν πολύ βαριές απώλειες με 187 νεκρούς και 1077 τραυματίες. Η συντριπτική πλειοψηφία των απωλειών προερχόταν από τις τρεις μεραρχίες του κέντρου που θερίστηκαν κυριολεκτικά από το εχθρικό πυροβολικό.

Αμέσως μετά την νίκη αυτή στις 10 Οκτωβρίου 1912 απελευθερώθηκαν οι σημαντικές Ελληνικές πόλεις Σέρβια και Κοζάνη. Στα Σέρβια οι Τούρκοι υποχωρώντας εκτέλεσαν τους Έλληνες προκρίτους της πόλης, των οποίων τα πτώματα αντίκρυσαν οι προφυλακες του Ελληνικού στρατού στην είσοδο της πόλης. Οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης πλιατσικολόγησαν τις περιουσίες των Τούρκων μετά την αποχώρηση πολλών με την υποχώρηση του Τουρκικού στρατού. Το πλιάτσικο αυτό σταμάτησε με την προσωπική επιτόπια επέμβαση του διαδόχου Κωνσταντίνου, ο οποίος μάλιστα χτύπησε με το μαστίγιο πολίτη που έκλεβε μπροστά στα μάτια του.

Η σημασία της νίκης των τιμημένων Ελληνικών όπλων στο Σαραντάπορο ήταν καθοριστική όχι μόνο για την έκβαση του ίδιου του πολέμου αλλά και για το παρόν και μέλλον της Ελληνικής φυλής.

Η νίκη αυτή αναπτέρωσε το ηθικό και την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων οπλιτών και αξιωματικών, ενώ ο δρόμος για την Θεσσαλονίκη ήταν πλέον ορθάνοιχτος, χωρίς άλλο σοβαρό φυσικό εμπόδιο. Η ανώτατη ηγεσία του Γενικού Επιτελείου κέρδισε την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στρατιωτών. Ο Ελληνικός στρατός ξέπλυνε την ντροπή του επαίσχυντου 1897, οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης άρχισαν να λογαριάζουν τον Ελληνικό στρατό ως σημαντικό παράγοντα στα Βαλκάνια, ενώ όλο το Ελληνικό έθνος πίστεψε ξανά στις δυνάμεις του και στην ζωοφόρο Μεγάλη Ιδέα.

Πολλές ενδιαφέρουσες μονογραφίες έχουν δει το φως της δημοσιότητας σχετικά με την στρατηγική του Γενικού Επιτελείου στην μάχη του Σαρανταπόρου. Θα επικεντρωθούμε σε δυο σημεία της κριτικής. Το ένα αφορά την αποτυχία του πυροβολικού να συνδράμει με φίλια πυρά την προέλαση του πεζικού και το άλλο στην καθυστέρηση του κυκλωτικού ελιγμού.

Κατά την γνώμη ενός έγκυρου στρατιωτικού αναλυτή (Καρύκας), η κατά μέτωπο επίθεση ήταν περιττή και αρκούσε μόνο ο ελιγμός για να επιφέρει την κατάρρευση του εχθρικού τομέα. Την ίδια γνώμη εξέφρασε και ο στρατηγός Πάγκαλος στα απομνημονεύματα του, που έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς ως επιτελικός Λοχαγός της 6ης Μεραρχίας.

Ίσως είναι λίγο υπερβολικές οι αιτιάσεις αυτές. Η τοποθεσία δεν είχε σημείο υπερκέρασης η έδαφος ευνοϊκό για πλευρική επιθετική ενέργεια. Άλλωστε φαίνεται λίγο απίθανο οι Τούρκοι να έμεναν απαθείς θεατές σε μια προσπάθεια κύκλωσης τους. Προφανώς θα κινούνταν στο απειλούμενο σημείο με ενισχύσεις από όλο τους το μέτωπο το οποίο δεν θα δεχόταν καμία πίεση. Η κίνηση της 4ης μεραρχίας απλά απείλησε με κύκλωση, από μια τοποθεσία που παρουσίαζε επίσης μεγάλες δυκολίες, αλλά δεν ήταν τόσο επαρκώς οχυρωμένη.

Όσον αφορά την μη έγκαιρη εμπλοκή του Ελληνικού πυροβολικού στον αγώνα δημιουργήθηκε μια έντονη παραφιλολογία με καταφανείς πολιτικές προεκτάσεις. Συγκεκριμένα το γενικό επιτελείο είχε καταστήσει υπεύθυνο για το πυροβολικό τον υποστράτηγο Παρασκευόπουλο γνωστό μετέπειτα Βενιζελικό αξιωματικό που έλαβε μέρος στο Κίνημα της άμυνας το 1916.

Ο ίδιος στα απομνημονεύματα του κατηγορεί το γενικό επιτελείο ότι του υπέδειξε λανθασμένη τοποθεσία για να αναπτύξει το πυροβολικό του, λάθος ο οποίος διόρθωσε με την επιτόπια επέμβαση του, βρίσκοντας το σωστό μέρος. Η καθυστέρηση προήλθε από το ανώμαλο του εδάφους που δυσχέρανε την ομαλή μεταφορά των πυροβόλων. Ο Πάγκαλος στα απομνημονεύματα του με μεγάλη ευκολία υιοθετεί τις αιτιάσεις αυτές κυρίως λόγω του φανερού μίσους του κατά του Δούσμανη που ήταν επικεφαλής του επιτελείου.

Πάντως στις ημερήσιες διαταγές που μνημονεύει η ιστορία του Ελληνικού στρατού, δεν αναφέρεται πουθενά η οδηγία αυτή. Άλλωστε κατά την διάρκεια όλου του πολέμου το γενικό επιτελείο εξέδιδε πολύ γενικές διαταγές αφήνοντας – κακώς όπως αποδείχθηκε πολλές φορές– την πρωτοβουλία στους διοικητές των σχηματισμών που είχαν επί τόπου την αντίληψη του χώρου.

Αλλά και αν ακόμα δόθηκε η οδηγία αυτή για την παράταξη του πυροβολικού, ο Παρασκευόπουλος όφειλε να ελέγξει εγκαίρως το ορθό της, ειδικά αφού όλοι ήξεραν την ανακρίβεια των παλαιών αυστριακών χαρτών της περιοχής που χρησιμοποιούσε ο Ελληνικός στρατός και το γενικό επιτελείο. Η απειρία των στελεχών και το απρόσμενο που κατά κανόνα χαρακτηρίζει όλες τις πολεμικές αναμετρήσεις συνετέλεσε στην σύγχυση και στα λάθη που έγιναν.

 

Η Απελευθέρωση Σερβίων και Κοζάνης

Για την επομένη τα ξημερώματα το Γενικό Στρατηγείο είχε προγραμματίσει οι τρεις μεραρχίες του κέντρου να συνεχίσουν την προσπάθειά τους να καταλάβουν τις θέσεις των Τούρκων αλλά, ενώ όλα ήταν έτοιμα για την επίθεση, στα γύρω υψώματα βασίλευε απόλυτη ησυχία.

Οι Τούρκοι στη διάρκεια της νύχτας, όταν αντιλήφθηκαν την πρόθεση της 4ης Μεραρχίας να τους κυκλώσει, προτίμησαν να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια αλλά εκεί τους περίμενε η 4η Μεραρχία, που τους αιφνιδίασε και τράπηκαν σε φυγή, αφού εκτέλεσαν 75 Έλληνες προκρίτους των Σερβίων κι αφού εγκατέλειψαν πίσω τους δεκάδες πυροβόλα και άφθονο πολεμικό υλικό. Στη διάρκεια της καταδίωξης η 4η μεραρχία απελευθέρωσε τα Σέρβια.

Τα όνειρα αιώνων είχαν αρχίσει να μεταβάλλονται σε πραγματικότητα. Πέντε Ελληνικές μεραρχίες, δύο ταξιαρχίες ευζώνων, τέσσερα συντάγματα ορεινού πυροβολικού και δύο μοίρες ορειβατικού πυροβολικού σφυροκοπούσαν τις τούρκικες θέσεις στο μέτωπο των συνόρων της Θεσσαλίας. Ο Ελληνικός στρατός ξεκίνησε από τον Προφήτη Ηλία, το Μπουρνάζι του Τυρνάβου, το Ρεσένι και τη Μελούνα και πολύ γρήγορα κατέλαβε την Ελασσόνα και τη Δεσκάτη.

Βρέθηκε σύντομα μπροστά στα στενά του Σαρανταπόρου, στις “Σιδηρές Πύλες”, όπως τις λέγανε τότε και που οι Τούρκοι είχαν ετοιμάσει την πρώτη γραμμή άμυνας καθώς τις θεωρούσαν απόρθητες. Την ίδια άποψη είχε και ο οργανωτής του Τούρκικου στρατού Γερμανός στρατηγός Φον Ντερ Γκολτς, που διάλεξε την τοποθεσία αυτή, επειδή ήταν φυσικό οχυρό και την ενίσχυσε με μόνιμες θέσεις πυροβόλων πρώτης γραμμής.

Παράλληλα με την οχύρωση αυτή έκτισε το 1910 νέο στρατιωτικό νοσοκομείο και εγκαταστάσεις στην πόλη της Κοζάνης, που περιελάμβαναν αποθήκες όπλων και πυρομαχικών, τροφίμων, υγειονομικού υλικού κ.λ.π. Τα κτίρια αυτά σώζονται μέχρι και σήμερα σε άριστη κατάσταση στο στρατόπεδο Μακεδονομάχων. Οι Έλληνες άρχισαν να χτυπούν τις “Σιδηρές Πύλες” και συγχρόνως έκαναν μεγάλη κυκλωτική κίνηση στα όρια του σημερινού νομού Κοζάνης από τα χωριά Μόκρο (Λιβαδερό), Ράχοβο (Πολύραχο) και Μεταξάδες .

Τα πρώτα τμήματα είχαν περάσει τις δασωμένες κορυφές αυτών των βουνών και μπορούσαν να βλέπουν την Κοζάνη. Στην Κοζάνη ακούγονταν οι βολές των πυροβόλων, αφού η απόσταση δεν ήταν παραπάνω από τριάντα χιλιόμετρα. Η μάχη του Σαρανταπόρου υπήρξε θρίαμβος πραγματικός του Ελληνικού στρατού. Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το Σαραντάπορο και τα Σέρβια, αφού πρώτα τα έκαψαν.

Η φυγή τους ήταν τόσο άτακτη, που άφησαν άθικτη τη γέφυρα του ποταμού Αλιάκμονα, φοβούμενοι να φέρουν εκρηκτικά από τις αποθήκες της Κοζάνης, γνωρίζοντας ότι ο αδούλωτος λαός της πόλης είχε ξεσηκωθεί και κάθε σπίτι είχε και μερικά οπλισμένα παλικάρια με όπλα που είχαν κρυμμένα οι παππούδες για αυτή ακριβώς την μεγάλη ώρα. ʽΈτσι αποτραβήχτηκαν στα χωριά Κιτσελέρ (Βαθύλακο) και Τζιτζελέρ (Πετρανά). Ο στρατός μας προχωρούσε μεθοδικά για να προφταίνει τα προελαύνοντα μάχιμα τμήματα.

Όμως η Κοζάνη εγκαταλείφθηκε αμαχητί. Πανικόβλητος ο κύριος όγκος της Τούρκικης φρουράς της πόλης εγκατέλειπε τα όπλα, αρπάζοντας ψωμιά, τρόφιμα και κρέατα από φούρνους, μαγαζιά και κρεοπωλεία σπάζοντας τις πόρτες τους. Μετά τη μάχη του Σαρανταπόρου, στις 9 Οκτωβρίου 1912, το Τουρκικό επιτελείο στην Κοζάνη συνεδρίασε και αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη .

Κάποιος αξιωματικός του επιτελείου πρότεινε το βομβαρδισμό και την πυρπόληση της Κοζάνης, όμως την καταστροφή απέτρεψε ο συγκρατημένος Τούρκος Αρχιστράτηγος Ταχσίν πασάς έχοντας με το μέρος του και τον Αλβανικής καταγωγής Μουτίρ Μπέη. Οι Τούρκοι υπάλληλοι διατάχτηκαν να παραλάβουν τα αρχεία τους και ο κύριος όγκος του στρατού, όσος ήταν ακόμα συνταγμένος κινήθηκε προς τη Βέροια. Μόνο δύο τάγματα του στρατού σχεδόν διαλυμένα έφυγαν άτακτα προς τα Καιλάρια και ανασυντάχτηκαν έξω από το χωριό Περδίκας με την φρουρά των Καιλαρίων.

Στο μεταξύ οι Κοζανίτες έτρεξαν στους Τούρκικους στρατώνες κι άρπαξαν όπλα, πυρομαχικά, τρόφιμα, φάρμακα κι ό,τι άλλο υπήρχε μέσα σʼαυτές. Από όλες τις γειτονιές κατέβηκαν οπλισμένοι κάτοικοι στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο κέντρο της πόλης. Κάποιοι τοποθέτησαν στο καμπαναριό τη Γαλανόλευκη και το σταυρό της ορθοδοξίας. Αυτά όλα έγιναν το απόγευμα γύρω στις 3 με 4. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε ο πρώτος ιππέας, “πρόσκοπος ανιχνευτής”, από το Νότο, την πλευρά του Τζιτζελέρ (Πετρανά) και δέχτηκε τους ασπασμούς των συγκινημένων πολιτών.

Η δουλεία των 459 ετών είχε υποχωρήσει. Οι μέχρι εκείνη τη στιγμή υπόδουλοι Κοζανίτες με τα όπλα που κατείχαν, τρελοί από χαρά και αγαλλίαση τράνταζαν την ατμόσφαιρα από τους πυροβολισμούς τους. Ο στρατός, το υπερήφανο ιππικό, διέκοψε προς στιγμή την πορεία του, νομίζοντας ότι πρόκειται για μάχη που διεξάγονταν μέσα στην πόλη, μεταξύ πληθυσμού και εχθρού.

Όταν όμως βεβαιώθηκε από τον ανιχνευτήν του για τις εκδηλώσεις χαράς των κατοίκων, ο επικεφαλής της Ιλαρχίας του Ιππικού Στρατηγός Σούτσος, διέταξε βραδεία εκκίνηση της φάλαγγας προς την πόλη. Ενώ οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα, ο λαός δεν άργησε να βρεθεί στην έξοδο της πόλης με τα βλέμματα προσηλωμένα στο μέρος απ όπου θα έφταναν οι ελευθερωτές. Μόλις οι Κοζανίτες αντίκρισαν τους στρατιώτες καβαλάρηδες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές και σε παρατεταμένα χειροκροτήματα.

Το φέσι, το αιώνιο σήμα της σκλαβιάς ξεσχίστηκε από το ενθουσιασμένο πλήθος και πετάχτηκε στο δρόμο για να ποδοπατηθεί από τα άλογα του ένδοξου Ελληνικού ιππικού. Λουλούδια βρεγμένα με δάκρυα πετάχτηκαν στους νικητές. Όλες αυτές οι σκηνές εξελίχτηκαν στις 11 Οκτωβρίου 1912 , 5 η ώρα το απόγευμα κατά μήκος της οδού από τον σημερνό κόμβο Θεσσαλονίκης – Αθηνών μέχρι την είσοδο της πόλης σημερινό κτίριο τεχνικού Ο.Τ.Ε. , που από τότε ονομάστηκε οδός 11ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ.

Μετά την είσοδο του ιππικού, ο λαός ύστερα από το τρικούβερτο γλέντι του, γύρισε στα σπίτια του διαβιβάζοντας το ευχάριστο γεγονός στους γέρους της γειτονιάς του με τη φράση « Παππού ήρθε το Ελληνικό». Οι γέροι με συγκίνηση και δάκρυα σταυροκοποιούνταν και απαντούσαν με τα λόγια  ”Τώρα ας πεθάνουμε”. Ένας μάλιστα Κοζανίτης που ο αδερφός του είχε πεθάνει επτά μήνες πριν την κήρυξη του Ελληνο-Τουρκικού πολέμου ενθουσιασμένος από το απίστευτο γεγονός της απελευθέρωσης της Κοζάνης, έσπευσε στο νεκροταφείο του Αγ. Γεωργίου και αφού στάθηκε μπροστά στον τάφο του αδερφού είπε: ”Αδερφέ μου κοιμήσου ήσυχος, γιατί το χώμα μας έγινε πάλι Ελληνικό”.

Οι στιγμές του ενθουσιασμού του πλήθους, αλλά και των στρατιωτών που δάκρυζαν από συγκίνηση στη θέα των δακρυσμένων από χαρά υπόδουλων που απολάμβαναν την ελευθερία παραμένουν απερίγραπτες. Οι Δημοτικές και Κοινοτικές αρχές με τον Μητροπολίτη και τον Δήμαρχο συγχάρηκαν τους ελευθερωτές και τους οδήγησαν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου έγινε δοξολογία . Στο Δημαρχείο παρέδωσαν τα ξίφη ο αρχίατρος Χουσείν, ο αρχιφαρμακοποιός Πιναρδάκης Κρης Χριστιανός και κάποιος Άραβας αξιωματικός.

Ελήφθη μέριμνα για τους 57 Τούρκους τραυματίες από τους οποίους κάποιοι ήταν αξιωματικοί. Την επόμενη μέρα 12 Οκτωβρίου 1912 με πανηγυρική όψη η πόλη γεμάτη σημαίες υποδέχτηκε τμήματα των Μεραρχιών και το υπόλοιπο της ταξιαρχίας του ιππικού καθώς και τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο. Μόλις έφτασε ο Αρχιστράτηγος έγινε δοξολογία και όταν αυτή τελείωσε το επιτελείο του στρατού εγκαταστάθηκε στα γραφεία της Μητρόπολης. Την Κυριακή 14 Οκτωβρίου έφτασε στην Κοζάνη και ο Έλληνας Βασιλιάς Γεώργιος κι έμεινε στο σπίτι του Κωνσταντίνου Δρίζη , που ήταν στο κέντρο της πόλης μαζί με την ακολουθία του.

Από εκεί έδωσε διαταγή μια μικρή δύναμη να απελευθερώσει τα Καιλάρια και ο υπόλοιπος στρατός να κινηθεί προς Βέροια και Θεσσαλονίκη που κινδύνευε πλέον από τον Βουλγαρικό στρατό, που με ραγδαία προέλαση είχε φθάσει μέχρι τον Αξιό ποταμό, που ευτυχώς είχε κατεβάσει πολύ νερό πλημμυρίζοντας τον κάμπο και είχε ανακόψει την πορεία του. Μπήκε, λοιπόν, το ”Ελληνικό” στις 11 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 1912, όταν Μητροπολίτης της πόλης της Κοζάνης ήταν ο Φώτιος, Δήμαρχος ο Νικόλαος Αρμενούλης και Γυμνασιάρχης ο Παναγιώτης Λιούφης.

Η Κοζάνη έγινε και τυπικά Ελληνική, περιλήφθηκε δηλαδή μέσα στα καινούρια σύνορα της Ελλάδας, πεντακόσια σχεδόν χρόνια μετά την ίδρυσή της. Στην πραγματικότητα όμως ήταν πάντοτε Ελληνική σε όλη της την ιστορική πορεία στην Τουρκοκρατία , γιατί σαν επαρχία ανήκε στην μητέρα του Σουλτάνου και οι εκάστοτε άρχοντες της πόλης με τους κατάλληλους χειρισμούς και χρήματα των πλούσιων Κοζανιτών εμπόρων από την ξενιτιά , είχαν αποκτήσει πολλά προνόμια και τα απολάμβαναν ως την απελευθέρωσή της. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω γεγονός.

Οι πρώτες καρτ ποστάλ που πωλούνταν στην πόλη για τους Έλληνες φαντάρους απεικόνιζαν την είσοδο του ιππικού στην πόλη και ανάμεσα στα σπίτια ξεχώριζαν Τούρκικα τζαμιά. Η Κοζάνη όμως δεν είχε ούτε ένα Τούρκικο τζαμί, ούτε Εβραϊκή συναγωγή και έτσι σε μια βδομάδα τυπώθηκαν νέες καρτ ποσταλ χωρίς τζαμιά, γιατί οι φαντάροι σταμάτησαν να αγοράζουν τις παλιές, καθώς διαπίστωσαν την πραγματικότητα και το τόνιζαν στην πίσω πλευρά της κάρτας, όταν έγραφαν στους δικούς τους.

 

Η Απελευθέρωση της Βέροιας

Από βραδύς είχαν φτάσει τα µαντάτα στη Βέροια. Όπου να ΄ναι µπαίνει ο Ελληνικός στρατός στην πόλη ελευθερωτής και νικηφόρος. ΄Έλληνες και Τούρκοι σε µεγάλη αναστάτωση, διλήµµατα, φόβος και προσµονή. Τούρκοι φορτώνουν την πραµάτεια τους και προσπαθούν να φύγουν.

Ο Σιδηροδροµικός Σταθµός γεµίζει από απελπισµένους ανθρώπους που αφήνουν τα σπίτια όπου γεννήθηκαν και παίρνουν τους δρόµους της φυγής. Βεργιωτάδες φίλοι τους προσπαθούν να τους πείσουν ότι δεν κινδυνεύουν, πως δεν πρέπει να φύγουν. Τόσα χρόνια έζησαν µαζί, κι αν δηµιουργούνταν εντάσεις δεν έφταιγε ο λαός. Αυτοί που ήταν ψηλά, που διοικούσαν, που αποφάσιζαν, που εφάρµοζαν, έφταιγαν.

Και τώρα το άπιαστο όνειρο για λευτεριά γίνεται σκληρή πραγµατικότητα. Πρέπει να το αντιµετωπίσουν. Και το έκαναν. Ο καθένας µε τον τρόπο του και για τους δικούς του λόγους.

Έλληνες και Τούρκοι Προύχοντες µε τη συµµετοχή του Μητροπολίτη Καλλίνικου και του Τούρκου ∆ηµάρχου Αλή Χαλίλ Βέη πραγµατοποιούν σύσκεψη στη Μητρόπολη και αποφασίζουν να αλληλοπροστατευτούν. Να µην αλλάξει η πόλη, να µη γίνουν βανδαλισµοί και σφαγές, παρά µόνο να νιώσουν τον αέρα της λευτεριάς και να βοηθηθούν µεταξύ τους, όπως έµαθαν να κάνουν απ΄ τη µέρα που γεννήθηκαν. Όχι ότι δεν υπήρχαν ακραίες συµπεριφορές από την πλευρά των κατακτητών. Ήταν όµως περιορισµένες.

Μόνο µετά την ατυχή κατάληξη της επανάστασης του 1878 είχαν χειροτερέψει τα πράγµατα. Είχαν αγριέψει. Γι αυτό η ανάγκη για λευτεριά ήταν ακόµα πιο µεγάλη, όπως και οι ελπίδες που ποτέ δεν έσβησαν µα κρυφόκαιγαν και περνούσαν από γενιά σε γενιά στο µυαλό και την καρδιά τους. Έπρεπε όµως οι απλοί άνθρωποι να προστατέψουν τους φίλους και γείτονες. Οι δε προύχοντες την περιουσία τους και τα οφίτσιά τους. Έτσι η πόλη το αξέχαστο µεσηµέρι της Τρίτης 16 Οκτωβρίου παραδίδεται αναίµακτα και κατόπιν συµφωνίας στα χέρια των Ελλήνων.

Επτά ελληνικές µεραρχίες µε περίπου 100.000 άντρες και αρχιστράτηγο το Διάδοχο Κωνσταντίνο, ξεχύθηκαν στη Μακεδονία. Την 5η Οκτωβρίου ο Ελληνικός στρατός ξεκίνησε τις επιχειρήσεις του, µε την κατάληψη των τουρκικών συνοριακών φυλακίων, αντιµετωπίζοντας συνολικά µικρή αντίσταση.

Τα νέα διαδίδονται µε ενθουσιασµό. Ο λαός ανυποµονεί και περιµένει ώρα την ώρα την απελευθέρωση. Ονειρεύονται την Ελληνική σηµαία να κυµατίζει στα σπίτια τους, περιµένουν και αισιοδοξούν. Η προέλαση του Ελληνικού στρατού συνεχίζεται, αναγκάζοντας τους Τούρκους να εγκαταλείψουν τα υψώµατα της Ελασσόνας (6 Οκτωβρίου) και να αµυνθούν στα στενά του Σαρανταπόρου.

Μετά από διήµερη µάχη στις 9 και 10 Οκτωβρίου και παρά τις πολλές απώλειες (182 νεκροί, περίπου 1.000 τραυµατίες), ο Ελληνικός στρατός κατάφερε να καταλάβει το Σαραντάπορο, αναγκάζοντας τους εχθρούς σε οπισθοχώρηση και άτακτη φυγή. Η πρώτη σηµαντική Ελληνική νίκη είχε επιτευχθεί και ήταν ορόσηµο, γιατί άνοιγε το δρόµο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Οι Τούρκοι άρχισαν να υποχωρούν και οι Έλληνες να προελαύνουν: Κατερίνη, Γρεβενά, Σιάτιστα, Κοζάνη.

Ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος ήταν αποφασισµένος να προχωρήσει µε το στρατό του βόρεια προς το Μοναστήρι, το οποίο έπρεπε κατά την άποψή του να καταλάβει για λόγους στρατηγικής. Την ίδια ώρα, οι Βούλγαροι συνέχιζαν την προέλασή τους προς τη Θεσσαλονίκη δείχνοντας πόσο τους ενδιέφερε η κατάκτησή της. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, βλέποντας πως η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει την πιο σηµαντική πόλη της Μακεδονίας, διέταξε τον Κωνσταντίνο να αλλάξει πορεία και να προλάβει τους Βούλγαρους. Ο Ελληνικός στρατός έπρεπε να µπει πρώτος στη Θεσσαλονίκη. Έτσι κατευθύνεται ανατολικά.

Την Τρίτη 16 Οκτωβρίου ο Ελληνικός στρατός είχε φτάσει στα υψώµατα της Καστανιάς και στρατοπέδευσε εκεί, περιµένοντας πως και πως τη διαταγή να µπει στην πόλη. Όπως περιγράφει ο Στράτος Κτεναβέας (στο βιβλίο του «Ο Ελληνο-Τουρκικός πόλεµος, Μακεδονική εκστρατεία).

«Οι άνδρες της Μεραρχίας µας εις τους καταυλισµούς των επεδίδοντο εις την καθαριότητα και την περιποίησήν των. Τα µαγειρεία διετάχθηκαν να παρασκευάσουν φαγητόν, εξαιρετικόν πλέον, αγελάδα στιφάδο, το οποίον είναι το εκλεκτότερον φαγί του στρατού».

Σε άλλο σηµείο περιγράφει την είσοδο του στρατού στην πόλη γράφοντας «Το απόγευµα της 16ης Οκτωβρίου η Μεραρχία ευρίσκεται κατηυλισµένη έξω της πόλεως Βέροιας. Το ένα µετά το άλλο τα συντάγµατα, συγκεντρούµενα, καταυλίζονται εις ορισθέν δι΄ έκαστον σηµείον Το 8ον, κατελθόν πρώτον εις την πόλιν, εισέρχεται εις αυτήν. Το τρίτον τάγµα του συντάγµατος αυτού προηγείται, ο ενδέκατος δε λόχος του Χρυσοµάλλη, αναλαµβάνει την φρούρησιν της πόλεως. Πρώτος, προηγούµενος, εισήλθε ο 9ος λόχος του Λυµπεροπούλου. Ριφθείς κατ΄ευθείαν από τα άνωθεν προ της πόλεως υψώµατα, ευρέθη εντός αυτής, προς την Τουρκικήν συνοικίαν.

Εις την είσοδον της πόλεως, προ του ωρολογίου, το οποίον υψούται επό βάσεων αρχαίων τειχών, εις ύψος προφανώς υπέρ τα 20 µέτρα, έχουν συγκεντρωθεί Τούρκοι πρόκριτοι µε τους χοντζάδες τους. Μας χαιρετούν, πλησιάζοντες τον λοχαγόν, εις τον οποίον προσπαθούν, δια των παρευρεθέντων χριστιανών, να εξηγήσουν ότι εδήλωσαν υποταγήν και είναι σύµφωνοι µε τους Χριστιανούς κατοίκους της πόλεως. Ένας Τουρκοµαθής στρατιώτης µας, συνεννοείται µε τους Τούρκους, οι οποίοι, µε εκδηλώσεις χαράς και ενθουσιασµού, µας υποδέχονται.

Μετ΄ολίγον δε, όταν εισήλθεν ο Μέραρχος µε το Επιτελείον του, ωδήγησαν αυτόν οι πρόκριτοι εις το ∆ιοικητήριον. ∆ιερµηνεύοντος του Μητροπολίτου ηυχαρίστησεν ο Μέραρχος τους µπέηδες και τους εβεβαίωσεν ότι πλήρης ασφάλεια θα επικρατήση, παν δε παράπτωµα, και το ελάχιστον, να το καταγγέλουν και ας είναι βέβαιοι ότι η τιµωρία θα είναι αυστηρά.

Αι χανούµισσαι, κατά την συγκέντρωσιν εις την αρχήν της πόλεως των στρατιωτών µας, δειλά, µε πάσαν προφύλαξιν, κυττούν από τα δικτυωτά παράθυρα τους απίστους, οι οποίοι µε τον θόρυβόν τους τας απέσπασαν από τα θέλγητρα της ησυχίας των. Μόλις αντιλαµβάνονται τους απίστους να προσέχουν, αποσύρονται, αποκρύπτονται.

Ανησυχούν τα Τουρκικά ουρί προφανώς περί της τύχης των. Αλλά ταχέως επείσθησαν περί της ασφαλείας των. Οι στρατιώται είναι ανυπόµονοι να µάθουν αν θα βρουν φαγί… Μόνον νερό δεν εζητούσαν οι στρατιώται, διότι είχον πλέον χορτάσει εις τα πέριξ της πόλεως. Έτρεχαν πλούσια νερά από όλας τας διευθύνσεις… Τα άφθονα και γευστικά νερά αυτά επότιζον και εγονιµοποίουν το έδαφος της πόλεως, η οποία περιεκλείετο από πλουσίαν φυτείαν».

Στη συνέχεια περιγράφει την πείνα των στρατιωτών και την αγωνία, αν τα τρόφιµα και άλλα προϊόντα που είχαν ανάγκη και πωλούνταν στα µαγαζιά της Βέροιας, θα έφταναν για όλους, καθώς «είχαν δε και την ηµέραν αυτήν, τοσαύτην πείναν, ώστε πολλοί έπεφταν στο δρόµο εξ αδυναµίας να βαδίσουν. Οι περισσότεροι επρόφθασαν και έκαναν γενναίας προµηθείας, εις τροφάς και ποτά. Ψωµί δε και άλλα τρόφιµα επροµήθευον και τα σπίτια τα Χριστιανικά, αλλά και τα Εβραϊκά και τα Τουρκικά, µη δεχόµενα πληρωµήν».

Συνθέτοντας τις περιγραφές των τεσσάρων αυτοπτών µαρτύρων ( Θόδωρος Πάγκαλος, Στράτος Κτεναβέας, Σπύρος Μελάς και Κωνσταντίνος Λιναρδάτος), αναφέρει ο Γ.Χ. Χιονίδης στην οµιλία του « όταν λοιπόν µπήκε στην πόλη ο πρώτος Έλληνας αξιωµατικός, ο ανήσυχος και ζωντανός ίλαρχος Μάνος, που το ίδιο έκαµε και σε άλλες πόλεις, όλος ο λαός τον υποδέχτηκε, ενώ πολλοί Βεροιώτες είχαν βγει προς τις δυτικές εισόδους της πόλεως για να προϋπαντήσουν τους απελευθερωτές.

Οι Έλληνες, βέβαια, παραληρούσαν από χαρά, πετούσαν τα φέσια τους και έκλαιγαν, ψάλλοντας ή αναφωνώντας «Χριστός Ανέστη»!!, όµως δεν υστερούσαν, µε δηλώσεις υποταγής, και οι Τούρκοι κάτοικοι της πόλεως, ιδιαίτερα οι προύχοντες (µπέηδες) και ο εβραϊκός πληθυσµός, άσχετα ποια ήσαν τα αληθινά συναισθήµατά τους, που τα φώλιαζαν κρυφά στις καρδιές τους».

Στο σηµείο αυτό ας δούµε πως περιγράφει αυτολεξεί την κατάσταση ο Σπύρος Μελάς στο βιβλίο του «Οι πόλεµοι 1912-1913», στο οποίο αναφέρεται εκτενώς στα συναισθήµατα, αλλά και στις συµπεριφορές που υιοθετούν οι άνθρωποι µπροστά στο φόβο απώλειας της ζωής ή της περιουσίας των.

«Όσο προχωρούσαµε ύστερα πάνω στο µαίανδρο της κατηφοριάς για την πολιτεία, πρόβαλαν µια-µια οι λεπτοµέρειές της, οι γελαστοί µπαξέδες των αρχοντικών σπιτιών, τα τζαµιά της, το δάσος των µιναρέδων, που τους συναγωνιζότανε στο ύψος µε το καµπαναριό της η Ελληνική µητρόπολη, µε τα άσπρα τόξα της γεµάτα γαλάζιο ουρανό, τα άφθονα κρεµάµενα νερά, οι άπειροι µικροί καταρράκτες, που ο ευχάριστος σάλαγός τους ακουγότανε από µακριά, τα γεµάτα µυστήριο καφάσια, όταν µπαίναµε στην πολιτεία, τόσα και τόσα ζευγάρια τρυφερά µάτια, που κάτω από τη µυστική γοητεία τους οι άντρες πήραν το πιο αρειµάνιο ύφος, οι σαλπιγκτές ανακάλυψαν το πιο φαιδρό εµβατήριο, τα άλογα το πιο περήφανο βήµα και τη φάλαγγα ολάκερη συνεπήρε το ηδονικό ανατρίχιασµα του θριάµβου.

Από τα µπαλκόνια οι Ελληνίδες δακρυσµένες, µας έραιναν µε λουλούδια, µε κοφέτα, µε ρύζι, σα γαµπρούς, και οι άντρες µαζεµένοι εδώ κι εκεί, στα σταυροδρόµια, έσκιζαν τα φέσια τους και ζητωκραύγαζαν. Η κεφαλή της φάλαγγας µε τον Αρχιστράτηγο ∆ιάδοχο, τους πρίγκιπες και τους αξιωµατικούς του επιτελείου, ξεσήκωνε φρενιασµένη θύελλα ενθουσιασµού. Φιλούσαν τις µπότες τους, τα άλογά τους, ό,τι µπορούσαν να ζυγώσουν. Οι πρίγκιπες κι οι αξιωµατικοί του επιτελείου για να δείξουν τη χαρά τους, αντί για λοφία είχανε βάλει στα πηλήκιά τους κάτι κίτρινα αγριολούλουδα, που είχανε κόψει στο πεδίο των επιχειρήσεων.

Αν εξαιρούσε κανείς αυτά όλα, η Βέροια είχε τη συνηθισµένη καθηµερινή της όψη. Έµεινε σχεδόν ανέγγιχτη, γιατί δε µεσολάβησε πολύς χρόνος από τη στιγµή πούφυγε ο Τούρκικος στρατός ώσπου µπήκε ο δικός µας. Όταν έφτανε ο Μάνος, κατά τις οχτώ, στην πλατεία του ∆ιοικητηρίου, όπου τον πρόσµεναν συνταγµένοι σαν στρατιώτες, ο Μητροπολίτης, οι Έλληνες πρόκριτοι και οι Τούρκοι µπέηδες, ακουγόντανε ακόµα τα σφυρίγµατα του τραίνου, πούφευγε µε το τελευταίο Τούρκικο τάγµα.

Οι πλούσιοι µπέηδες, από το άλλο µέρος, ήτανε τύποι µάλλον διεθνείς, όπως όλοι όσοι αισθάνονται βαριά την τσέπη τους. Το συµφέρον αυτό, µονάχα, κανόνιζε κάθε φορά τα δηµόσια φρονήµατα και τα πολιτικά αισθήµατά τους.

Οι µπέηδες, λοιπόν, µε τη λεπτή εκείνη όσφρηση που έχουν σ’ αυτές τις περιστάσεις οι όµοιοί τους, είχανε νιώσει από µέρες τη θέση των πραγµάτων και, καθώς είχανε διδαχτεί πολλά από όσα είχανε φύγει ο Τούρκικος στρατός, είχανε πετύχει να καταπραΰνουν τον ερεθισµό και να προλάβουν αντεκδίκηση εναντίον των Χριστιανών που το άφευκτο αποτέλεσµά τους θα ήτανε µια εξέγερση αντίρροπη των χριστιανών, µόλις ο Ελληνικός στρατός θα παρουσιαζότανε µπροστά στην πόλη. Και τα έξοδα θα τα πλήρωναν αυτοί.

Την πολιτική τους, οι µπέηδες της Βέροιας, συµπλήρωσαν µε άµεση συνεννόηση µε τους Έλληνες πρόκριτους, που τους εξοµολογήθηκαν ότι, αν εξασφαλιζότανε η περιουσία τους, αδιαφορούσαν τέλεια αν οι οφειλέτες τους θα πιάνονταν στο εξής από τους χωροφύλακες του Σουλτάνου Μωάµεθ του Ε’ ή του Βασιλιά Γεωργίου του Α’. Και τους παρακάλεσαν να εξαντλήσουν αυτοί την επιρροή τους στον Ελληνικό πληθυσµό. Κι έτσι λείψανε όλα τα δυσάρεστα µιας ξαφνικής αλλαξοκυριαρχίας, οι φόνοι, οι εµπρησµοί κι οι διαρπαγές.

Ο Τούρκικος όχλος, άλλωστε, άµα δεν του υποδαυλίσεις τον θρησκευτικό του φανατισµό, άµα δεν τον ερεθίσεις, είναι πρόθυµος να δέχεται και τα πια φοβερά περιστατικά µε φιλοσοφική απάθεια. Γιατί νιώθει το Θεό πατέρα του κακού, όπως ακριβώς και του αγαθού. Από το άλλο µέρος, όσο του αρέσει να επιβάλλει τη δύναµή του και τη θέλησή του, άλλο τόσο ξέρει να σέβεται και να υποµένει καρτερικά τη δύναµη του άλλου.

Ο Τούρκος, νικηµένος, είναι ο πιο πειθήνιος άνθρωπος. Η ηθική, παθητική και σιωπηλή αντίδραση εναντίον της βίας του νικητή, που θέλει συνείδηση κάπως αναπτυγµένη, του είναι άγνωστη. Οι µόνοι άνθρωποι, που η πολιτική των Μπέηδων δεν κατάφερε να κερδίσει καθόλου, ήταν οι νοικοκυραίοι, που αποτελούσαν τη µεσαία τάξη, αυτή που σ’ όλες τις χώρες είναι και θα είναι επί πολλούς αιώνες, για πάντα ίσως ανεξάντλητη εστία εθνικού αισθήµατος.

Ενώ οι ακτήµονες του όχλου, µαζεµένοι στα πεζοδρόµια ή στα σταυροδρόµια, µας βλέπανε να παρελαύνουµε µε την απλή περιέργεια θεατών ταινίας κινηµατογράφου. Οι µικρονοικοκυραίοι, αφού φρόντισαν να κλείσουν τα µαγαζιά τους για καλό και για κακό, µας ρίχνανε, πίσω από τα θολά τζάµια των µικρών καφενείων, µατιές γεµάτες από δύσκολα συγκρατούµενο µίσος».

«Πήραµε τον δρόµο για τον Τούρκικο στρατώνα, κτίριο απλόχωρο σε σχήµα κεφαλαίου Πι, πάνω σε ύψωµα που επιτηρούσε όλη την πολιτεία. Βρήκαµε υλικό στρατωνισµού, κουβέρτες, όπλα, χάρτες επιτελικούς, σχέδια έργων αµυντικών της Κωνσταντινούπολης, ένα σωρό πράγµατα που οι Τούρκοι, πάνω στο σάστισµα της φυγής, είχαν ανακατέψει µε τον πιο περίεργο τρόπο. Το επιτελείο έπιασε τη µια πτέρυγα, το προσωπικό των γραφιάδων, ιπποκόµων και υπηρετών την άλλη. Και τα συντάγµατα καταυλιστήκανε σ’ ένα µεγάλο χώρο πίσω από τους στρατώνες, που ίσκιωναν µεγάλα δέντρα και όπου τρέχανε δροσάτες, πλήθος νεροσυρµές».

«Στο µεταξύ, πολλοί από τους αξιωµατικούς και τους υπαξιωµατικούς, ηγεµονικά φιλοξενούµενοι από τους Έλληνες της Βέροιας, είχανε παραδοθεί στην απόλαυση σπιτίσιων καλοµαγειρεµένων φαγιών που είχανε τόσο επιθυµήσει, ενώ οι οικοδεσπότες, οι γυναίκες και τα κορίτσια τους, µε φούστες «αντραβέ», που συναγωνίζονταν σε κοµψότητα τις παριζιάνικες, και πρόσωπα που άστραφταν από χαρά, σερβίριζαν όρθιοι ”κατά το παλιό µακεδονικό έθιµο” τους απρόοπτους κι αγαπηµένους ξένους».

Το κλείσιµο των µαγαζιών και το φόβο της άγνωστης εξέλιξης, περιγράφει, εκ των έσω αυτή τη φορά, ο πρώην ∆ήµαρχος Βέροιας Αναστάσιος Καρατζόγλου και συγκαταλέγεται στο προσωπικό του αρχείο, το οποίο δώρισε και βρίσκεται τώρα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.

«Ήταν ηµέρα Τρίτη 16 Οκτωβρίου 1912. Καθ΄όλας τα δυο προηγουµένας ηµέρας, ακούγαµε τα κανόνια της µάχης στα υψώµατα της Καστανιάς και της περιοχής του βρωµοπήγαδου. Ο κόσµος όλος (Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι, Αραπάδες), ήταν µουδιασµένος. Όλοι είµασταν κλεισµένοι στα σπίτια µας. Η αγορά κλειστή. Πολύ ταραγµένη η ατµόσφαιρα, ιδία την ∆ευτέραν 15 Οκτωβρίου, στην πόλη µας.

Από πολύ καιρό το κόµµα των Νεοτούρκων µε διάφορα µέσα και τεχνάσµατα µεγάλωνε το µίσος των Τούρκων (των εχόντων τάσεις δι΄ εγκλήµατα και πλιατσικολογήµατα) κατά των Χριστιανών και προπαρασκεύαζε µε άτακτα στοιχεία µια γενική σφαγή των γκιαούρηδων. Γι΄αυτό επεκράτει τώρα στην πόλη µας ο τρόµος και η αγωνία. Εκορυφώθη δε η τροµάρα αυτή όταν διεδόθη ότι όλοι οι Τούρκοι πρόκριτοι φεύγουν µε τις οικογένειές τους προς τον Σιδηροδροµικόν Σταθµόν µε στόχο την Θεσσαλονίκην δια περισσοτέραν ασφάλειαν»

Και συνεχίζει περιγράφοντας την πρωτοβουλία του ∆ηµάρχου, του Μητροπολίτου και Ελλήνων προκρίτων, να µεταβούν στο Σταθµό και να πείσουν τους Τούρκους να επιστρέψουν στην πόλη. Μάλιστα για να τους κάνουν να νιώσουν περισσότεροι ασφάλεια τους φιλοξένησαν το κρίσιµο βράδυ στα σπίτια τους.

«Ηµείς στο σπίτι µας εφιλοξενήσαµε την οικογένεια του Μαµούτ Εφέντη Χατζηπάσιου, τότε ιδιοκτήτου τσιφλικιού Ασωµάτων, που κάθονταν στη σηµερινή οδό Κανάρη, παρακάτω αριστερά από το Κονάκι, κατοικία του ∆ηµάρχου Βέροιας Χαλίλ Αλή Βέη». ∆ηµιούργησαν ακόµα και µια µεικτή πολιτοφυλακή για να ελέγχει τους δρόµους της Βέροιας.

Ξηµέρωσε η Τρίτη και ο Καρατζόγλου πιτσιρικάς τότε 12-13 χρονών µαζί µε φίλους του ανέβηκαν στο παλιό καµπαναριό της εκκλησίας του Αγ. Γεωργίου και παρακολουθούσαν τα στρατεύµατα που βρίσκονταν γύρω από τους στρατώνες, όταν είδαν να έρχονται ιππείς να κατεβαίνουν από την περιοχή του Προµηθέα, για να αξιολογήσουν την επικρατούσα κατάσταση, πριν µπει ο Ελληνικός Στρατός στην πόλη.

Σε λίγο οι αρχές της πόλης ύψωσαν τη λευκή σηµαία στον πύργο του ρολογιού και εν συνεχεία παρέδωσαν την πόλη στον λοχαγό του ιππικού Μάνον που µπήκε πρώτος. ( τη λευκή σηµαία γράφει πως τη βρήκε το 1951, όταν ήταν ∆ήµαρχος, µέσα στα ιστορικά κειµήλια του Μητροπολίτου Εδέσσης Κύρου ∆ιονύσου και την παρέδωσε στο ∆ήµο Βέροιας). ∆εν διαφέρει περιγραφή του Βεροιώτη Καρατζόγλου µε των υπολοίπων για τους πανηγυρισµούς και την υποδοχή που έγινε στους ελευθερωτές. Αναφέρει όµως µε λεπτοµέρειες τι έγινε κατά την παράδοση της πόλης.

«Το σπίτι µας που ήταν επί της γωνίας Κεντρικής- Περικλέους και Αντ. Καµάρα και που κατεδαφίστηκε για την εφαρµογή του σχεδίου πόλεως, εχρησιµοποιείτο το 1912 για ∆ηµαρχείο Βερροίας. Από τον ξύλινο εξώστη του ∆ηµαρχείου τούτου, επί της οδού Κεντρικής, οµίλησαν -επί τη απελευθερώσει- προς τα εορτάζοντα και πανηγυρίζοντα πλήθη, ο ιατρός Νίκος Αντωνιάδης και ο ∆ήµαρχος Χαλίλ Αλή Βέης µε σπασµένα ελληνικά».

Την επόµενη δε ηµέρα µετά την πανηγυρική Θεία Λειτουργία ο Διάδοχος Κωνσταντίνος φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Ιωάννη Σακελλαρίδη στην περιοχή του Αγ. Ιωάννου. Μετά από δυο ηµέρες, σύµφωνα µε όσα γράφει ο Καρατζόγλου, έφτασε στη Βέροια και ο Βασιλιάς Γεώργιος και εγκαταστάθηκε στο νεόδµητο σπίτι του Αναστασίου Καµπίτογλου, εµπόρου αποικιακών, εκεί που κατασκευάστηκε και λειτούργησε αργότερα το Ξενοδοχείο «Βασίλισσα Βεργίνα», και παρέµεινε εκεί µέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.

Συµπερασµατικά οι διηγήσεις των αυτοπτών µαρτύρων συγκλίνουν σε πολλά σηµεία ως προς την περιγραφή των συµβάντων την ηµέρα της απελευθέρωσης, ενώ συµπληρώνει η µία την άλλη προσθέτοντας λεπτοµέρειες ή µικρά στιγµιότυπα.

∆ιαφορετική άποψη έχουν µόνο ως προς τη στάση που ετοίµαζαν οι στρατιώτες λόγω της µεγάλης πείνας και την οποία κατάφερε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος να αποσοβήσει, καθώς άλλοι αρνούνται ότι υπήρξε, ενώ άλλοι επιµένουν στο συµβάν, καταγράφοντας λεπτοµέρειες όπως, ότι ο Κωνσταντίνος µόλις έµαθε την απόφαση των στρατιωτών (όπως αναφέρει ο Βιλτ. ∆ουσµάνης στο βιβλίο του Αποµνηµονεύµατα. Ιστορικαί σελίδες, τας οποίας έζησα»), τους εξήγησε ότι δεν µπορεί να λύσει το πρόβληµα καταλήγοντας να πει

«Να εκεί πέρα είναι η Θεσσαλονίκη, πηγαίνετε κει να εύρετε ψωµί»!

Παραµένει όµως αδιαµφισβήτητο το γεγονός της πείνας, της έλλειψης καπνού και ειδών καθαριότητας στο στράτευµα. Γι΄ αυτό και κατέκλυσαν τα καταστήµατα της πόλης µόλις εισήλθαν σ΄ αυτήν, προσπαθώντας να προλάβουν να κάνουν τις προµήθειές τους πριν τελειώσουν. Ατέλειωτες ουρές σχηµατίστηκαν µπροστά στα µαγαζιά που παρέµειναν ανοιχτά µέχρι να ξεπουλήσουν , ενώ παρά τις προειδοποιήσεις για αποφυγή πλιάτσικου, όταν εµφανίστηκαν τα πρώτα κρούσµατα οι τιµωρία ήταν παραδειγµατική και απέτρεψε οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια αυτού του είδους.

Την επόµενη ηµέρα αφού έγινε πανηγυρική Θεία Λειτουργία στο Μητροπολιτικό Ναό, µε την παρουσία του ∆ιαδόχου, όλων των τοπικών αρχών , ακόµα και Μουσουλµάνων αξιωµατικών και πολιτών, ο Ελληνικός στρατός αναχώρησε από την πόλη κατευθυνόµενος προς τη Νάουσα και τα Γιαννιτσά.

Ύστερα λοιπόν από την απελευθέρωση της πόλης, η ζωή µεταξύ ανθρώπων διαφορετικών φυλών και θρησκευµάτων συνεχίστηκε κανονικά και συµβίωναν ειρηνικά µέχρι το 1922, όταν ακολούθησε η ανταλλαγή των πληθυσµών.

Μεταξύ δε 1914-18 στην πόλη δηµιουργήθηκε στρατιωτικός καταυλισµός µε την παρουσία Γάλλων κυρίως και Άγγλων στρατιωτών και ταυτόχρονα στήθηκε νοσοκοµείο από τον Ερυθρό Σταυρό, προκειµένου να νοσηλεύονται οι τραυµατίες πολέµου, δεδοµένου ότι οι Βαλκανικοί πόλεµοι συνεχίστηκαν, αλλά και ασθενείς, καθώς φυµατίωση και ελονοσία θέριζαν.

 

Η Απελευθέρωση της Κατερίνης 

Η απελευθέρωση της Πιερίας ανατέθηκε στην VIIη Μεραρχία του Στρατού Θεσσαλίας, με διοικητή τον Κλεομένη ή Κλεομένους, συνταγματάρχη πυροβολικού. Η προέλαση του Ελληνικού στρατού άρχισε από τη Λάρισα. Σε λίγες μέρες η Ελασσόνα και το Σαραντάπορο καταλαμβάνονται από το νικηφόρο στρατό. Στις 13 Οκτωβρίου η Μεραρχία στάθμευε στη Φουσκίνα (σημ. Αγία Τριάδα ή Ζωοδόχο Πηγή). O λοχαγός Κ. Μαζαράκης αρχηγός των Σωμάτων των Προσκόπων κατέλαβε τα Στενά της Πέτρας, γιατί είχε την πληροφορία ότι δυνάμεις του Τουρκικού στρατού θα κινούνταν προς την ίδια κατεύθυνση.

Με διαταγή του Κ. Μαζαράκη, ο Αλέξανδρος Δ. Ζάννας (καταγόμενος – από το Βλαχολείβαδο- Λιβάδι του Ολύμπου), συνάντησε το μέραρχο Κλεομένη Κλεομένους στο χωριό Άγιο Δημήτριο του παρουσίασε την κατάσταση των επιχειρήσεων και την ανάγκη της άμεσης κίνησης της μεραρχίας. Ο Μέραρχος, έδωσε αμέσως διαταγή για την αναχώρηση των μονάδων. Πράγματι τα Συντάγματα της 7ης Μεραρχίας άρχισαν την πορεία τους προς τα Στενά της Πέτρας, όπου έφθασαν το απόγευμα της 14ης Οκτωβρίου και στάθμευσαν στην θέση Καρακόλι. Το πρωί της 15ης ο Μέραρχος έδωσε γραφτή«διαταγή Επιχειρήσεων»:

  • Η Μεραρχία πηγαίνει προς Αικατερίνη και Κίτρος (Πύδνα) προς εκδίωξη του εκεί εχθρού.
  • Μία φάλαγγα θα βαδίσει προς Κίτρος (Πύδνα) περνώντας από το Χάνι της Μηλιάς, και από εκεί Κεραμίδι – Κίτρος.
  •  Η άλλη φάλαγγα αποτελούμενη από το υπόλοιπο της Μεραρχίας θα βαδίσει από τον αυτοκινητόδρομο προς την Κατερίνη.

Το πρωινό της 15ης Οκτωβρίου η Μεραρχία αναχώρησε για την απελευθέρωση της Κατερίνης και προχωρούσε κανονικά και χωρίς προβλήματα από την πλευρά του εχθρού. Γύρω στις 2 το μεσημέρι κι ενώ μονάδα του 20ου Συντάγματος, πλησίαζε προς το Κολοκούρι (σημ. Σβορώνο) ο Ελληνικός στρατός δέχθηκε σφοδρά πυρά από τα βορειοδυτικά του χωριού, εντελώς αιφνιδιαστικά.

Τούρκοι στρατιώτες είχαν κρυφτεί στο πυκνό από παλούρια δάσος της περιοχής και έβαλαν κατά του Ελληνικού στρατού, με αποτέλεσμα να πανικοβληθούν οι στρατιώτες και μάλιστα ένας λόχος άρχισε να υποχωρεί. Την κατάσταση έσωσε ο διοικητής του 20ου Συντάγματος, αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Σβορώνος, που έτρεξε μπροστά έφιππος και εμψύχωσε τους στρατιώτες του.

Όμως οι Τούρκοι διέκριναν τα γαλόνια και το βαθμό του και έστρεψαν τα πυρά τους εναντίον του. Ο γενναίος Σβορώνος τραυματίστηκε βαριά. Συνέχισε, όμως, έφιππος να επιτίθεται, μέχρις ότου βαλλόμενος διαρκώς, ξεψύχησε. Το γεγονός προκάλεσε απερίγραπτη συγκίνηση και τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών (Κερκυραίων και Ζακυνθινών το πλείστον), οι οποίοι με αλαλαγμούς και γενναιότητα επιτέθηκαν ακάθεκτοι πλέον κατά των Τούρκων.

Η μάχη κράτησε 3,5 ώρες συνολικά. Ο Τουρκικός στρατός κατά τις 5,30 το απόγευμα αναγκάσθηκε να υποχωρήσει πέρα από τον ποταμό Πέλεκα προς την Κατερίνη. Στις 3 τα ξημερώματα της 16ης Οκτωβρίου έφτασε διαταγή του Γεν. Στρατηγείου να επιταχυνθεί η προσπέλαση.

Το 20ο Σύνταγμα προχώρησε Β.Α. της Κατερίνης , ενώ το 19ο παρέμεινε πίσω στη διάθεση του Μεράρχου. Το πυροβολικό πήρε κατάλληλη θέση στα υψώματα στο Κολοκούρι για να υποστηρίζει τις κινήσεις του Πεζικού. Η 7η Μεραρχία πορεύτηκε χωρίς επεισόδια- αφού ο τουρκικός στρατός και πολλοί από τους Τούρκους της Κατερίνης είχαν εγκαταλείψει τη νύχτα την πόλη.

Στις 7.30 το πρωί της 16ης Οκτωβρίου 1912, ημέρα Τρίτη, τα Ελληνικά στρατεύματα μπαίνουν στην πανηγυρίζουσα Κατερίνη. Οι κάτοικοι από τα μπαλκόνι των σπιτιών και στις άκρες των δρόμων ζητωκραύγαζαν τον στρατό που περνούσε από τις κεντρικές οδούς 7ης Μεραρχίας και Μ. Αλεξάνδρου.

O Ελληνικός στρατός πορεύτηκε μέχρι τον Κισλά, Τουρκικός στρατώνας (πάρκο), όπου τον υποδέχτηκε αντιπροσωπεία κατοίκων της πόλης με επικεφαλής τον Επίσκοπο Παρθένιο Βαρδάκα. Ξεχύθηκαν δάκρυα χαράς και υποδέχτηκαν τους ελευθερωτές με Ελληνικές σημαίες, λέγοντας «Χριστός Ανέστη». Ένας λόχος με τη σημαία και τις σάλπιγγες διέτρεξε την πόλη παιανίζοντας εμβατήρια και προκαλώντας ακράτητο ενθουσιασμό στους κατοίκους.

Η απελευθέρωση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στην Αικατερίνη. Ο Τουρκικός στρατός ήδη από τη νύχτα της 15 προς 16 Οκτωβρίου είχε εγκαταλείψει την Κατερίνη. Την Τρίτη, στις επτά και μισή το πρωί της 16ης Οκτωβρίου, τα Ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη. Ο Τουρκικός στρατός υποχώρησε προς το Κίτρος και η καταδίωξή του συνεχίστηκε από τις Ελληνικές δυνάμεις. Η διοίκηση της Κατερίνης παραδόθηκε από το στρατό στο Γεώργιο Λαναρίδη, από το Λιβάδι Ολύμπου.

Αμέσως μετά την απελευθέρωση τελέστηκε δοξολογία από το Μητροπολίτη Παρθένιο, στο Ναό της Θείας Αναλήψεως. Πολλοί από τους αγωνιστές του Ολύμπου έλαβαν μέρος αργότερα στο Μακεδονικό Αγώνα (1902-1908) και έζησαν ως λησταντάρτες στα ορεινά της Πιερίας. Ένας τέτοιος οπλαρχηγός ήταν ο Θεόδωρος Γκούτας, ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη στις 7 Ιανουαρίου 1913 στο χωριό Λάζαινα, κοντά στο Μπιζάνι.

Η υποδοχή των ελευθερωτών της Κατερίνης έγινε στο Κολοκούρι από τον Παρθένιο Βαρδάκα και μια αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τους Δημήτριο Τσάμη, Λαναρίδη, Τσαλόπουλο (δικηγόρος), Δ. Παρασκευά (φαρμακοποιό) και τον έμπορο Κάλφα από το Καταφύγι. Ο Παρθένιος έψαλε στη Θεία Ανάληψη ευχαριστήρια δέηση και αναφέρεται το εξής περιστατικό.

Όταν οι αξιωματικοί του Στρατού πρότειναν στο Γαλλία Λάππα να πάρει ό, τι ήθελε από τα λάφυρα των Τούρκων, εκείνος φόρτωσε ένα άλογο με όπλα και γύρισε στο Λιβάδι, ώστε αν χρειαζόταν, να πολεμούσε ξανά στα βουνά. Η εφημερίδα «Εμπρός» της 19 Οκτωβρίου 1912, γράφει για το γεγονός της κατάληψης της Κατερίνης από τους Έλληνες και αναφέρει το τηλεγράφημα του Παναγιώτη Δαγκλή, Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού.

«Κοζάνη, 17 ώρα 6 μ.μ. Κατελήφθη την 16ην μετά τρίωρον μάχην η Αικατερίνη. Στρατός εξακολουθεί προελαύνων προς βορράν».

Λαός και στρατός, ανάμεσά τους και ο Δήμαρχος της Κατερίνης Μουχαρέμ Ρουστέμ, πήγαν στην εκκλησία της Θείας Ανάληψης, όπου τελέστηκε Δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης από τον Επίσκοπο. Με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης, κηδεύτηκαν οι ήρωες νεκροί της μάχης της Κατερίνης: Δημήτριος Σβορώνος Αντισυνταγματάρχης, Δημήτριος Νίκας Υπολοχαγός, Λοχίας Βίγκος Θωμάς. Στρατιώτες: Ο ανήλικος Κρητικός Κονταξάκης, Βασίλλας Γεώργιος, Σαράντης Αντώνιος, Ανευλαβής Β και 6 άνδρες ( Τρύφων Γιαννουλάκης) και 3 γυναίκες που σκότωσαν φεύγοντας οι Τούρκοι.

Ο στρατός αφού παρέδωσε τη διοίκηση της πόλης στον Λιβαδιώτη Γεώργιο Λαναρίδη συνέχισε την καταδίωξη του εχθρού προς το Κίτρος.

 

Η Μάχη των Γιαννιτσών

Μετά την μεγάλη νίκη του Ελληνικού στρατού στο Σαραντάπορο και την απελευθέρωση των Σερβίων, της Κοζάνης και της Κατερίνης το σύνολο των Ελληνικών μεραρχιών (ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV, V, VI, VII) κινούνταν προς τα Γιαννιτσά με κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη. Ο Τουρκικός στρατός βρισκόταν σε συνεχή υποχώρηση, ενώ το ηθικό του ήταν στο κατώτατο όριο λόγω των συνεχών ηττών και του υπερδιπλάσιου εχθρού που προήλαυνε νικηφόρα.

Η περιοχή των Γιαννιτσών, που το τούρκικο επιτελείο επέλεξε ως αμυντική τοποθεσία, εκτός από το μειονέκτημα ότι είχε ένα μεγάλο φυσικό κώλυμα στα νώτα της, τον Αξιό ποταμό, προσφέρονταν για άμυνα με μέτωπο προς τα δυτικά, καθώς απέκλειε την κύρια οδική αρτηρία της Θεσσαλονίκης και ταυτόχρονα στήριζε ικανοποιητικά τα πλευρά της στο όρος Πάικο και στη λίμνη των Γιαννιτσών. Επίσης η επάνδρωσή της απαιτούσε σχετικά περιορισμένες δυνάμεις. Στην περιοχή οι Τούρκοι εγκατέστησαν την 14η Μεραρχία Σερρών, ενισχυμένη με τις δυνάμεις που συμπτύχθηκαν από τον Σαραντάπορο.

Η έλλειψη πληροφοριών σχετικά με το μέγεθος και τις προθέσεις του τουρκικού στρατού, ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της μάχης. Το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση με την ανάγκη άμεσης κατάληψης της Θεσσαλονίκης, ανάγκασε το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο να προχωρήσει σε μάχη εκ συναντήσεως, χρησιμοποιώντας κατά την προέλασή του 6 μεραρχίες.

Το Γενικό επιτελείο και ο Αρχιστράτηγος του Ελληνικού στρατού Διάδοχος Κωνσταντίνος θεωρούσαν πως ο Χασάν Ταξίν Πασάς και ο Τουρκικός στρατός θα σταματούσε να πολεμήσει στις όχθες του Αξιού ποταμού οχυρώνοντας την τοποθεσία αυτή που έμοιαζε ιδανική για άμυνα. Έτσι στις διαταγές που εκδόθηκαν από το Γενικό Επιτελείο στις 18 Οκτωβρίου προβλεπόταν η κατάληψη των Γιαννιτσών την επόμενη ημέρα, ενώ οριζόταν η πόλη και ως έδρα του στρατηγείου. Αυτό σήμαινε πως η μάχη που ακολούθησε στις παρυφές της πόλης των Γιαννιτσών δεν είχε προβλεφθεί και αυτό είχε μια αρνητική επίπτωση στην προετοιμασία (υλική και ψυχολογική) των Ελληνικών μονάδων.

Οι Τούρκοι ενισχύθηκαν με την 14η μεραρχία Σερρών και παρέταξαν στο πεδίο της μάχης 25.000 άνδρες και περίπου 30 πυροβόλα. Η τοποθεσία που επιλέχθηκε από τον Τούρκο στρατηγό για την άμυνα βρισκόταν δυτικά της πόλης και στηριζόταν από δεξιά σε δύσβατα υψώματα και στα αριστερά από την λίμνη των Γιαννιτσών. Το έδαφος ήταν ελώδες και πεδινό, αλλά το χειρότερο ήταν πως πιθανή αποτυχία του Τουρκικού στρατού θα επέφερε την διάλυση του καθώς όπισθεν του βρισκόταν ο Αξιός ποταμός. Εκεί αποφάσισε ο Ταξίν Πασάς να σταθεί και να πολεμήσει υπερασπίζοντας και τα Γιαννιτσά που ήταν ιερή πόλη για τους Μουσουλμάνους.

Την πρώτη επαφή με τον εχθρό έκαναν οι προφυλακές της ΙΙ και ΙΙΙ Μεραρχίας βορειοδυτικά της κύριας αμυντικής τοποθεσίας, οι οποίες όμως ανέτρεψαν εύκολα τους αμυνόμενους που συμπτύχθηκαν στην κύρια τοποθεσία άμυνας. Το μεσημέρι της 19ης Οκτωβρίου οι κύριες δυνάμεις των Ελλήνων συγκεντρώνονταν ενώπιον της κύριας τοποθεσίας υπό τα πυκνά πυρά του Τουρκικού πυροβολικού. Η ΙΙΙ μεραρχία είχε καταφέρει να καταλάβει άθικτη την γέφυρα του ποταμού Ασπροποτάμου, αλλά η διάβαση της από τα υπόλοιπα τμήματα της ΙΙ μεραρχίας γινόταν αργά λόγω του αντίπαλου πυροβολικού.

Το Γενικό Στρατηγείο λαμβάνοντας ενημέρωση για την διαμορφωθείσα κατάσταση εξέδωσε νέες διαταγές με τις οποίες διέταζε γενική επίθεση σε όλο το μήκος της τοποθεσίας, καθώς καμία κυκλωτική ενέρεια δεν ήταν δυνατή. Το κύριο βάρος της επίθεσης στο βόρειο άκρο της Τουρκικής άμυνας ανέλαβε η ΙV μεραρχία που επιτέθηκε και με τα τρία συνταγματα της (8ο, 9ο 11ο) για να καταλάβει το χωριό Πενταπλάτανο.

Μετά της 16.00 ο αγώνας έγινε σκληρότερος με τους Τούρκους να υποχωρούν αργά, αμυνόμενοι με πυκνά πυρά πεζικού και πυροβολικού στα επελαύνοντα 3 Ελληνικά Συντάγματα. Άλλη όμως σημαντική εξέλιξη ήταν η προέλαση της VI μεραρχίας που ανέτρεψε τις Τουρκικές θέσεις με διαδοχικές επιθέσεις και συντάχθηκε αργά το βράδυ στο άκρο αριστερό άκρο της ΙV μεραρχίας.

Οι βραδυνές ώρες διέκοψαν την μάχη με τις ΙΙ και ΙΙΙ μεραρχίες να έχουν διαβεί τον Ασπροπόταμο και να είναι έτοιμες για την τελική προέλαση και με τα τρια Συντάγματα της ΙV μεραρχίας και τμήμα της VI μεραρχίας να έχουν καταλάβει τμήμα της βόρειας αμυντικής τοποθεσίας και να βρίσκονται σε στενή επαφή με τον εχθρό. Οι στρατιώτες των τριών συνταγμάτων διανυκτέρευσαν υπό συνεχή βροχή και τσουχτερό κρύο, νηστικοί και κατάκοποι. Ο Αγώνας της επομένης θα αποδεικνυόταν σκληρότερος.

Με το πρώτο φως της ημέρας το 9ο τάγμα ευζώνων της VI μεραρχίας υπό τον αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο επιτέθηκε ακάλυπτο κατά των Τουρκικών θέσεων με εφ΄όπλου λόγχη με την σημαία μπροστά και την την πολεμική σάλπιγγα να σημαίνει “Προχωρείτε, Προχωρείτε”. Η επίθεση ήταν τόσο ορμητική που όχι μόνο ανέτρεψε την Τουρκική αντίσταση αλλά συνέλαβε άθικτη και μια ολόκληρη Τουρκική πυροβολαρχία που βρισκόταν ταγμένη στο νεκροταφείο του χωριού και δεν πρόλαβε να υποχωρήσει.

Αλλά την κύρια νίκη την κατέκτησε η ΙV μεραρχία με μια θυελλώδη προέλαση των Συνταγμάτων της. Στις 6.30 τα τρία συντάγματα της ξεκίνησαν την επίθεση στηριζόμενα και από το φίλιο πυροβολικό που είχε αναπτυχθεί το απόγευμα της προηγούμενης ημέρας. Η δυσκολία της μάχης ήταν αυξημένη για τον πρόσθετο λόγο ότι στο συγκεκριμένο σημείο οι επιτιθέμενοι δεν διέθεταν αριθμητική υπεροχή.

Η επίθεση εξελίχθηκε ραγδαία με τα συντάγματα να κερδίζουν συνεχώς έδαφος και να πλησιάζουν τα Τουρκικά χαρακώματα προελαύνοντας υπό το δραστικό πυρ του Τουρκικού πυροβολικού από τα γύρω υψώματα. Ταυτόχρονα και η ΙΙ και ΙΙΙ μεραρχία πίεζαν τους Τούρκους στον τομέα τους και τους είχαν εξαναγκάσει σε αναδίπλωση και συνεχή υποχώρηση.

Ο Τούρκος (Αλβανικής καταγωγής) στρατηγός αντιλαμβανόταν ότι οι δυνάμεις του παρά τις προσπάθειες τους είχαν χάσει έδαφος και είχαν κλονιστεί. Ο σοβαρότερος όμως κίνδυνος για τους Τούρκους προερχόταν από την απρόσμενη προέλαση της VI μεραρχίας με το 9ο τάγμα του οποίου η επιτυχία και η εισχώρηση στα βόρεια της τοποθεσίας απειλούσε με κύκλωση και αιχμαλωσία ολόκληρη την Τουρκική στρατιά. Υπό τον κίνδυνο αυτό ο Ταξίν Πασάς διέταξε υποχώρηση που σύντομα πήρε την διάσταση της πανικόβλητης φυγής που διεξήχθη με μεγάλη δυσκολία λόγω της συνεχούς βροχής και της λάσπης.

Ο κύριος όγκος του Τουρκικού στρατιωτικού υλικού έπεσε λάφυρο στα χέρια των νικητών Ελλήνων, ενώ οι υποχωρούσες Τουρκικές μονάδες βρίσκονταν σε διάλυση.Υπήρξαν 3000 αιχμάλωτοι Τούρκοι στρατιώτες, 25 πυροβόλα από τα 30, και 2 πολεμικές σημαίες. .

Το Γενικό Στρατηγείο διέταξε της Ι μεραρχία να καταδιώξει και να διαλύσει τον εχθρό, όμως αυτό δεν έγινε καθώς λόγω της γρήγορης προέλασης των Ελλήνων οι μονάδες είχαν μπερδευτεί μεταξύ τους μέσα στην πόλη των Γιαννιτσών και έτσι χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Οι απώλειες των Ελλήνων στην διήμερη αυτή μάχη ήταν 188 νεκροί (ανάμεσα τους 10 αξιωματικοί) και 756 τραυματίες (ανάμεσα τους 29 αξιωματικοί).

Τα πρώτα τμήματα που μπήκαν στην πόλη των Γιαννιτσών, από το δρόμο της Αξού ήταν της δεύτερης μεραρχίας με τον Μέραρχο Καλάρη. Γύρω στις 11 π.μ. από τον ίδιο δρόμο μπαίνει και ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος με το Επιτελείο του. Δημογέροντες της Ελληνικής κοινότητας και πλήθος κόσμου, τους υποδέχονταν μέσα σε παραλήρημα χαράς και ζητωκραυγών, στην οδό Χατζηδημητρίου, στο ύψος της νέας αγοράς. Επακολούθησε νεκρώσιμη ακολουθία στο Ναό της Παναγίας, για τους νεκρούς στρατιώτες. Κατόπιν άρχισε μεγάλη Δοξολογία μπροστά σε αξιωματικούς, στρατιώτες και κατοίκους της πόλης.

Η εικόνα των ηττημένων Τούρκων στρατιωτών που ξεχύθηκαν στους λασπωμένους δρόμους προς την Θεσσαλονίκη ήταν φρικτή. Ένας πολεμικός ανταποκριτής των “ΤΑΙΜΣ” ο Κρώφορντ Πράϊς γράφει: “είδα πολλά άξια λόγου θέματα στη Μακεδονία, αλλά κανένα απ’αυτά τόσο σπαρακτικό και τόσο τρομερό, όσο η υποχώρηση του Ταξίν, την επόμενη της μάχης των Γιαννιτσών”.

Η πολύ σημαντική αυτή νίκη συνέτριψε τους Τούρκους, άνοιξε διάπλατα τον δρόμο για την Θεσσαλονίκη και εξασφάλισε την τελική νίκη στον Ά Βαλκανικό πόλεμο για τα Ελληνικά όπλα. Αιχμή της ηρωικής επίθεσης της ΙV μεραρχίας που περιγράψαμε αποτέλεσε το 9ο Σύνταγμα πεζικού που είχε τότε (όπως και σήμερα) την έδρα του στην Καλαμάτα. Λόγω της ανδραγαθίας του αυτής, το 9ο Σύνταγμα πεζικού που είναι πλέον σήμερα κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων οπλιτών, αποκαλείται τιμητικά “Γιαννιτσά” μέχρι και τις ημέρες μας.

Απελευθέρωση της Έδεσσας

Στις 11 το πρωί της 18ης Οκτωβρίου 1912 γίνεται η επίσημη παράδοση της πόλης από τον Τούρκο δήμαρχο Αλή Ριζά, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση ήταν απόγονος του κελ Πέτρου που προδοτικά είχε παραδώσει τη Βυζαντινή Έδεσσα στους Τούρκους πριν 530 χρόνια περίπου.

Η απελευθέρωση της Έδεσσας υπήρξε αποτέλεσμα της προέλασης του Ελληνικού στρατού κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου και έθεσε τέρμα στη μακρόχρονη υποδούλωσή της στην Οθωμανική κυριαρχία, η οποία κράτησε πάνω από πεντακόσια χρόνια.. Η επιβίωση του Ελληνικού στοιχείου κατά τη διάρκεια της μακραίωνης αυτής δουλείας ήταν αξιοθαύμαστη δεδομένου ότι οι Χριστιανοί Έλληνες όχι μόνο δεν αφομοιώθηκαν παρόλη τη μαύρη σκλαβιά και την εγκατάσταση πολλών Μουσουλμάνων Τούρκων στην περιοχή αλλά αναπτύχθηκαν τόσο πνευματικά όσο και οικονομικά.

Τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα της μακραίωνης αυτής υποδούλωσης υπήρξε ο Μακεδονικός αγώνας η συμβολή του οποίου ήταν ιδιαίτερα σημαντική στη νικηφόρα έκβαση των Βαλκανικών πολέμων. Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες με σύνθημά τους την αυτονόμηση της περιοχής της Μακεδονίας παρουσιάστηκαν ως αυτόκλητοι προστάτες των καταπιεζόμενων Χριστιανικών πληθυσμών.

Όταν διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να αλλάξουν το φρόνημα των Ελλήνων κατοίκων της Μακεδονίας με αναίμακτα προπαγανδιστικά μέσα, εξαπέλυσαν ένα κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων επιδιώκοντας το βίαιο προσηλυτισμό τους. Απώτερος σκοπός ήταν η εθνολογική αλλοίωση της Ελληνικότητας της Μακεδονίας και ο αφανισμός του Ελληνικού στοιχείου με τους διωγμούς, τις δολοφονίες, τις σφαγές.

Ενδεικτική της κατάστασης στην περιοχή μας ήταν μια επιστολή του μητροπολίτη Έδεσσας Στέφανου Δανιηλίδη προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη στις 15-9-1904, όπου γράφει μεταξύ άλλων:

«οι λησταντάρται (εννοώντας τους κομιτατζήδες) αμείλικτον διωγμόν εκίνησαν εναντίον των χριστιανών της επαρχίας μου και των τριών τμημάτων αυτής, ελευθέρως και ανενοχλήτως πλέον … περιέρχονται εις τα χωρία και εξαναγκάζουσι τους χωρικούς δι απειλών, αικισμών, δολοφονιών και λοιπών φρικαλεοτήτων να εκδιώξουσι τους διδασκάλους και τους ιερείς των και να ασπασθώσι το σχίσμα…».

 

Η Έδεσσα υπήρξε από τις πρώτες πόλεις όπου συγκροτήθηκε Επιτροπή αμύνης κατά της Βουλγαρικής προπαγάνδας και των κομιτατζήδων και για να υποστηρίζει και να συνεργάζεται στενά με τα Ελληνικά ανταρτικά σώματα. Πρόεδρος ο γιατρός Δημήτριος Ρίζος και μέλη ο Αθανάσιος Φράγκος, ο Ιωάννης Χατζηνίκος, ο Αρχιερατικός επίτροπος Παπασιβένας Ιωάννης. Στενοί συνεργάτες υπήρξαν πολλοί άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι Εδεσσαίοι, η προσφορά των οποίων ήταν ανεκτίμητη.

Ο αρχηγός και η ψυχή του αγώνα στην Έδεσσα και στην ευρύτερη περιοχή της ήταν ο υπολοχαγός Κων/νος Μαζαράκης ή καπετάν Ακρίτας.

Με τον Μακεδονικό αγώνα οι Ελληνόφωνοι και Σλαβόφωνοι Ελληνικοί πληθυσμοί της Έδεσσας και ολόκληρης της Μακεδονίας, κληρικοί και λαϊκοί, ανακτούν το θάρρος τους και την αυτοπεποίθησή τους που τα είχαν απολέσει τα δύσκολα χρόνια της Βουλγαρικής τρομοκρατίας και προσφέρουν τα μέγιστα.

Η επικοινωνία του Ελληνισμού της Μακεδονίας με τους Έλληνες της υπόλοιπης Ελλάδας δημιουργεί στενότερους δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ τους. Το ηθικό και το εθνικό φρόνημα των κατοίκων της περιοχής εξυψώνεται σε μεγάλο βαθμό.

Κατά το διάστημα αυτό τα στελέχη του Ελληνικού στρατού, τα οποία υπηρετούν ως αρχηγοί ανταρτικών σωμάτων, ως εκπαιδευτές, πράκτορες και διαφωτιστές του Ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας αποκτούν εμπειρίες και γνώσεις για την περιοχή, οι οποίες θα εξαργυρωθούν στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους. Η Ελλάδα μέσα από το Μακεδονικό αγώνα βγαίνει ανανεωμένη και γεμάτη αυτοπεποίθηση έτοιμη να καθορίσει στα πεδία των μαχών το μελλοντικό καθεστώς της Μακεδονίας. Ο αγώνας αυτός είχε δώσει τότε στην πατρίδα μας το δικαίωμα όχι μονάχα να επικαλείται την Ελληνικότητα της Μακεδονίας στα διάφορα συνέδρια, αλλά και να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρο της φυλής με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13.

Πιο συγκεκριμένα στις 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα κηρύττει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ο Ελληνικός στρατός μετά τη νίκη του στη μάχη του Σαρανταπόρου στις 9 και 10 Οκτωβρίου, προελαύνει ορμητικά στην πεδιάδα της κεντρικής Μακεδονίας και απελευθερώνει διαδοχικά τη Βέροια και τη Νάουσα. Καθώς τα νέα φτάνουν στην Έδεσσα, ανάμεικτα συναισθήματα δημιουργούνται στους κατοίκους της πόλης μας.

Oι μεν Έλληνες περιμένουν με ανυπομονησία τον Ελληνικό στρατό και ανταλλάσσουν μεταξύ τους την ευχή «Χριστός Ανέστη», ενώ οι Τούρκοι αισθάνονται αγωνία για τη ζωή και τις περιουσίες τους μιας και ο Τουρκικός στρατός εγκατέλειψε την πόλη και κατευθύνθηκε προς την πεδιάδα των Γιαννιτσών για να δώσει την αποφασιστική μάχη του πολέμου στις 19-20 Οκτωβρίου 1912.

Στην Έδεσσα απομένουν μόνο λίγοι άνδρες της Τουρκικής εθνοφρουράς, ο φρούραρχος της πόλης Ταγματάρχης Ρασίτ μπέης, ο καϊμακάμης Γκαλίπ μπέης και δήμαρχος της πόλης Αλή Ριζά. Οι Τούρκοι αξιωματούχοι λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση της Έδεσσας ενεργώντας προληπτικά, συνέλαβαν ως ομήρους επιφανείς Εδεσσαίους που είχαν αναπτύξει αξιόλογη δράση στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα και τους μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη, στις φυλακές Επταπυργίου μαζί με ομήρους από άλλες περιοχές.

Όταν πλέον συνειδητοποιούν ότι είναι αναπόφευκτη σε λίγες μέρες η επικράτηση του Ελληνικού στρατού στην περιοχή, συγκαλούν σύσκεψη στο σπίτι του φρούραρχου Ρασίτ μπέη για να καθορίσουν τις μετέπειτα ενέργειές τους. Να προβάλλουν δηλαδή αντίσταση στον Ελληνικό στρατό ή να παραδώσουν την πόλη αμαχητί. Τελικά υπερισχύει η δεύτερη γνώμη και αποφασίζεται να μεταβεί στην Ιερά Μητρόπολη Έδεσσας ο Τούρκος διευθυντής του ιεροδιδασκαλείου για να προετοιμάσει τη συνεννόηση με τους Έλληνες της πόλης.

Την επόμενη μέρα συγκεντρώνονται στην Ιερά Μητρόπολη οι τουρκικές αρχές, ο Μητροπολίτης Κωνστάντιος και οι Δημογέροντες, όπου οι Τούρκοι ζητούν την προστασία τους στην περίπτωση που θα καταληφθεί η πόλη από τον Ελληνικό στρατό.

Στις 15 Οκτωβρίου παραιτούνται οι Τουρκικές αρχές και αναλαμβάνουν τη φρούρηση της Έδεσσας οι Έλληνες κάτοικοί της. Στις 16 Οκτωβρίου ο δήμαρχος Αλή Ριζά πηγαίνει στις φυλακές της πόλης, αποφυλακίζει τους κρατούμενους και ο Γκαλίπ μπέης εγκαθίσταται στο κτίριο της Μητρόπολης όχι τόσο για να προστατευθεί από τους χριστιανούς, αλλά για να αποφύγει τη οργή όσων από τους Τούρκους είχαν την αντίθετη με αυτόν γνώμη για την παράδοση της πόλης.

Το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου η έκτη ημιλαρχία υπό τον ανθυπίλαρχο Αργύριο Σταυρόπουλο εξορμά από τη Βέροια και καταλαμβάνει το σιδηροδρομικό σταθμό Σκύδρας.

Την επόμενη μέρα, Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 1912, γιορτή του Αγίου Λουκά, πολιούχου από τότε της πόλης μας, τρεις στρατιώτες ως προμετωπίδα του προελαύνοντος Ελληνικού στρατού, ο Βρασίδας Λαγωνίκος, ο Νικόλαος Αγγελής και ο Νικόλαος Λιβανός καταλαμβάνουν το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης μας αφού συνεπλάκησαν με την εκεί ευρισκόμενη Τουρκική φρουρά. Από τους πυροβολισμούς σκοτώθηκαν ο ιερέας του χωριού Σωτήρα, ο δεκαπεντάχρονος μαθητής Ψυχογιός και ένας μαθητής του οικοτροφείου. Ήταν οι τελευταίοι νεκροί πριν την απελευθέρωση της πόλης.

Λίγο αργότερα φτάνει στο σταθμό αμαξοστοιχία με ένα λόχο πεζικού του Ελληνικού στρατού με επικεφαλής τον αξιωματικό Βασίλειο Γεννηματά, ο οποίος μπαίνει θριαμβευτικά στην Έδεσσα. Την ίδια ώρα από την πόλη έρχεται προς το σταθμό μια πομπή με επικεφαλής το Μητροπολίτη και τους Τούρκους μουφτή, υποδιοικητή και δήμαρχο της Έδεσσας, ο οποίος κρατά λευκή σημαία.

Στις 11 το πρωί της 18ης Οκτωβρίου 1912 γίνεται η επίσημη παράδοση της πόλης από τον Τούρκο δήμαρχο Αλή Ριζά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες απελευθερώθηκε η Έδεσσα. Οι αγώνες και η αυτοθυσία των Εδεσσαίων και των κατοίκων της γύρω περιοχής στις επάλξεις του Μακεδονικού αγώνα καρποφόρησαν. Έγιναν γέφυρα για να περάσει ο Ελληνικός στρατός τον Οκτώβριο του 1912 και να απελευθερώσει τη Μακεδονία μας.

 

Η Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης 

Μετά τη μάχη των Γιαννιτσών, ο Στρατός Θεσσαλίας έλαβε όλα τα απαραίτητα προπαρασκευαστικά μέτρα προκειμένου να διαβεί τον Αξιό ποταμό και στη συνέχεια να κινηθεί προς τη Θεσσαλονίκη. Μέχρι στις 25 Οκτωβρίου οι I, II, III και IV Μεραρχίες πραγματοποίησαν τη διάβαση του ποταμού. Παράλληλα, την ίδια ημέρα, στη Θεσσαλονίκη, οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων, λόγω της προέλασης του Ελληνικού στρατού, έπεισαν τον αρχηγό του Τουρκικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, Χασάν Ταχσίν Πασά, να έλθει σε διαπραγματεύσεις, για να αποφευχθεί η άσκοπη αιματοχυσία.

Πράγματι, αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τους πρόξενους των Μεγάλων Δυνάμεων και τον Στρατηγό Sefik Pasha συναντήθηκε με τον Διάδοχο Κωνσταντίνο και υπέβαλε τις προτάσεις του Χασάν Ταχσίν Πασά, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν. Την επομένη επανήλθε ο Sefik Pasha με νέες προτάσεις, οι οποίες όμως απορρίφθηκαν και αυτές και ο Τούρκος στρατηγός ζήτησε και πήρε δίωρη προθεσμία για να απαντήσει. Ωστόσο, η διορία πέρασε χωρίς να δοθεί η αναμενόμενη απάντηση από την τουρκική πλευρά.

Παράλληλα, ο Ελληνικός στρατός άρχισε από το πρωί της 26ης Οκτωβρίου να κινείται προς τις θέσεις εξόρμησής του, ενώ εντοπίστηκαν Σερβο-Βουλγαρικά τμήματα να κινούνται προς τη Θεσσαλονίκη. Η προώθηση των Ελληνικών μεραρχιών συνεχίστηκε και η κύκλωση του Τουρκικού στρατού γινόταν ολοένα και πιο ασφυκτική, αναγκάζοντας τον Χασάν Ταχσίν Πασά να παραιτηθεί από τις αξιώσεις του και να αποδεχτεί όλους τους όρους του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου.

Παράλληλα, η VII Μεραρχία και το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου έλαβαν διαταγή να σπεύσουν να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη και ταυτόχρονα στάλθηκε επιστολή στο διοικητή των βουλγαρικών δυνάμεων που κινούνταν προς τη Θεσσαλονίκη, η οποία τον πληροφορούσε για την επικείμενη μέχρι το βράδυ κατάληψη της πόλης από τον Ελληνικό στρατό.

Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου η Ελληνική αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τον Αντισυνταγματάρχη Μηχανικού Βίκτωρα Δούσμανη, τον Λοχαγό Μηχανικού Ιωάννη Μεταξά και τον πολιτικό σύμβουλο του στρατηγείου Ίωνα Δραγούμη, συνυπέγραψαν με τον Χασάν Ταχσίν Πασά το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης και του Τουρκικού στρατού, ενώ την επομένη υπογράφηκε συμπληρωματικό πρωτόκολλο που ρύθμιζε διάφορες λεπτομέρειες. Συνολικά παραδόθηκαν 25.000 οπλίτες και περίπου 1.000 αξιωματικοί, ενώ περιήλθαν στην κατοχή του Ελληνικού στρατού 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα, 1.200 ίπποι και άφθονο υλικό κάθε κατηγορίας.

Τις μεσημβρινές ώρες της 27ης Οκτωβρίου το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινοπούλου με τμήμα ιππικού εισήλθαν στην πόλη, ενώ η VII Βουλγαρική Μεραρχία υπό τον Στρατηγό Todorov κατευθυνόταν προς τη Θεσσαλονίκη, παρά τις επιστολές που είχε λάβει από τον Έλληνα αρχιστράτηγο για παράδοση του Τουρκικού στρατού και της πόλης. Στις 11:00 της 28ης Οκτωβρίου ο αρχιστράτηγος με το επιτελείο του εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη, επικεφαλής της Ι Μεραρχίας, όπου επακολούθησε δοξολογία και παρέλαση της μεραρχίας.

Στο μεταξύ, μετά από συνεχείς εκκλήσεις του Βούλγαρου στρατηγού για είσοδο του Βουλγαρικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, αποφασίστηκε κατόπιν διαβουλεύσεων η είσοδος μόνο δύο ταγμάτων το πρωί της 29ης. Επίσης, το Σερβικό σύνταγμα Ιππικού εισήλθε στην πόλη στις 28 Οκτωβρίου και, αφού ο Σέρβος διοικητής απέστειλε συγχαρητήρια επιστολή στον Έλληνα αρχιστράτηγο, αναχώρησε για τη Γευγελή.

Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, το Γενικό Στρατηγείο έλαβε άμεσα μέτρα για την εξασφάλιση της ευρύτερης περιοχής και των εδαφών που είχαν απελευθερωθεί, προκείμενου να εμποδιστεί η προσπάθεια της VII Βουλγαρικής Μεραρχίας να προκαταλάβει Ελληνικές περιοχές, μη λαμβάνοντας υπόψη τις συμμαχικές υποχρεώσεις. Η ενίσχυση των Ελληνικών φρουρών στα Γιαννιτσά, στην Έδεσσα, στην Αριδαία και στη Χαλκιδική ακύρωσε τα Βουλγαρικά σχέδια, όμως οι ενέργειες αυτές των Βουλγάρων προκάλεσαν προστριβές μεταξύ των συμμαχικών Βαλκανικών κρατών.

Τα Βουλγαρικά τμήματα που εισήλθαν και στάθμευσαν στην πόλη προκαλούσαν σκόπιμα προβλήματα και υπέθαλπταν την αταξία με σκοπό να εμφανιστεί η Ελλάδα στις Μεγάλες Δυνάμεις αδύναμη να επιβάλλει την τάξη στις περιοχές που απελευθέρωσε ο Ελληνικός στρατός. Η κατάσταση ομαλοποιήθηκε μετά την αναχώρηση της Βουλγαρικής μεραρχίας για την Ανατολική Θράκη, όπου η εξέλιξη των επιχειρήσεων δεν ήταν ευνοϊκή για τους Βουλγάρους.

Οι πραγματικές προθέσεις της Βουλγαρίας διαφάνηκαν στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων οριστικής ειρήνης που έλαβαν χώρα στο Λονδίνο μεταξύ των εμπολέμων, οι οποίες όμως απέβησαν άκαρπες λόγω της τουρκικής αδιαλλαξίας. Στο διάστημα των διαπραγματεύσεων, η Ελληνική και Βουλγαρική αντιπροσωπεία συζήτησαν τη ρύθμιση των εδαφικών διαφορών τους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα λόγω των υπερβολικών αξιώσεων της Βουλγαρίας.

Ο Ναύαρχος Βότσης και ο Τορπιλισμός του Τουρκικού Θωρηκτού ΦΕΤΙΧ ΜΠΟΥΛΕΝΤ

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών αγώνων συναντούμε το Ναύαρχο Βότση να υπηρετεί με το βαθμό του Υποπλοιάρχου. Αναλαμβάνει καθήκοντα κυβερνήτου στο τορπιλοβόλο 11, με το οποίο έμελε να συνδέσει το όνομά του για πάντα. Το τορπιλοβόλο 11 ήταν ένα πλοίο 27 ετών, με μόλις 37 μέτρα μήκος και ταχύτητα 13 κόμβων. Ακούγεται ασήμαντο αρκετά, κι όμως κατάφερε να γράψει λαμπρή ιστορία.

Μετά από σχετική διαταγή από το τότε Υπουργείο Ναυτικών προετοιμάστηκε για την επίθεση στο λιμένα της Θεσσαλονίκης. Και αφού όλα ήταν έτοιμα, η επίθεση αποφασίσθηκε για το βράδυ της 18 Οκτωβρίου του 1912.

Με σκεπασμένα τα φώτα το Τορπιλοβόλο 11 ξεκινά βάζοντας πλώρη για το Καραμπουρνού. Και όσο επλησίαζαν προς το λιμένα της Θεσσαλονίκης τόσο πιο ευδιάκριτος και απειλητικός στεκόταν ο προβολέας των Τούρκων ο οποίος ερευνούσε προς όλες τις διευθύνσεις. Μα δεν ήταν ο προβολέας ο μόνος κίνδυνος. Ο εχθρός είχε ρίξει και νάρκες αφήνοντας μόνο ένα στενό πέρασμα στο λιμάνι. Τίποτα όμως δεν ήταν αρκετό να σταματήσει την ορμή του Βότση.

Όταν στο βάθος φάνηκε η σκλαβωμένη Θεσσαλονίκη οι καρδιές του πληρώματος σκίρτησαν από εθνικό πόθο. Η μεγάλη στιγμή πλησίαζε. Το πλήρωμα του Τορπιλοβόλου 11 προσπαθούσε να ξεχωρίσει τη σιλουέτα του Φετίχ Μπουλέντ, που σημαίνει στα Τούρκικα καλή τύχη, τύχη την οποία την άλλαξε μέσα σε λίγες στιγμές ο Ναύαρχος Βότσης.

Ήταν ώρα 11:20 όταν το Τορπιλοβόλο 11 βρέθηκε σε απόσταση 150 μέτρων από το εχθρικό θωρηκτό, ανεντόπιστο, κάτω από τα μάτια των Τούρκων. Η ώρα είχε φτάσει. Οι στιγμές αυτές που αποτελούν πολλοστημόριο του χρόνου, στην ιστορία περνούν στην αιωνιότητα. Μέσα σε αυτές τις στιγμές ακούγεται η διαταγή για βολή του Βότση προς τους τορπιλητές του.

Δύο τορπίλες βρήκαν το στόχο τους ενώ η τρίτη αστόχησε. Μα αυτές οι δύο ήταν αρκετές για να βυθίσουν το εχθρικό θωρηκτό Φετίχ Μπουλέντ, το οποίο με τις μεγάλου βεληνεκούς πυροβολαρχίες του είχε αναλάβει την προστασία της πόλης από ξηράς και θαλάσσης. Έτσι, ένα ακόμη θαλασσινό τρόπαιο στήθηκε εκείνη την ώρα στην ιστορία της Ελλάδος, μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και κάτω από τα μάτια του εχθρού. Το γεγονός της βύθισης είχε σημαντική επίδραση στο ηθικό των αμυνομένων Τούρκων με αποτέλεσμα να ακολουθήσει η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης την 26 Οκτωβρίου.

Η είδηση προκάλεσε ρίγη συγκίνησης σε όλους τους Έλληνες, υπενθυμίζοντας τους ήρωες του 1821, όπου οι μπουρλοτιέρηδες αψηφώντας τον εχθρό και κοροιδεύοντας το θάνατο έδιναν ελπίδες λευτεριάς στον υπόδουλο λαό, ήταν αυτή του Βότση. Η ιστορία έχει γράψει τα ονόματα του κυβερνήτη και του πληρώματος του τορπιλοβόλου 11 με χρυσά γράμματα και δάφνες, στις σελίδες των αθανάτων. Ας ταξιδέψουμε για μια στιγμή με τη σκέψη μας σε εκείνη την εποχή και να νιώσουμε έστω και λίγο το μεγαλείο της ψυχής εκείνων.

Το πώς αντέδρασαν οι Οθωμανοί αξιωματούχοι στο άκουσμα των εκρήξεων αλλά και της είδησης της βύθισης του “Φετχί Μπουλέντ” το πληροφορούμαστε από τον Κενάν Μεσαρέ, γιο και υπασπιστή του αρχιστράτηγου Χασάν Ταχσίν, διοικητή του 8ου σώματος του Οθωμανικού στρατού:

«Εκεί που συζητούσαμεν ήσυχα ήσυχα, παρουσία και του Φρουράρχου, η συνομιλία μας διεκόπη από έναν εκκωφαντικό και τρομακτικό κρότο που εδόνησε όλη την πόλη. 

Το Διοικητήριο ετράνταξε… ήταν δε τέτοια η κατάπληξή μας και το ξάφνιασμα, που εμείναμε με το στόμα ανοικτό και την πνοή κρατημένη. Καμιά πυριτιδαποθήκη θα ανετινάχθη, σκέφθηκα προς στιγμήν, αλλά αντήχησε το κουδούνισμα του τηλεφώνου και έστριψα τα μάτια μου προς το γραφείο του βαλή. Εκείνος άρπαξε το ακουστικό και συγκρατήσας μία κραυγή, με μάτια κλειστά και κάτωχρος, ψιθύρισε: Ετορπιλίσθη το Φετχί Μπουλέντ… και λέγων αυτά έμεινε ακίνητος, κοιτάζοντας τώρα σχεδόν σαν τρελός το ακουστικό που κρατούσε ακόμη στα χέρια του…».

26 Οκτωβρίου 1912

Η νίκη στα Γιαννιτσά άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Μολονότι η νίκη των Γιαννιτσών ήταν πολύ σπουδαία για την πρόοδο των Ελληνικών επιχειρήσεων, ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη δεν ήταν περίπατος. Οι Τούρκοι κατά την υποχώρησή τους είχαν καταστρέψει όλες τις γέφυρες του Αξιού και οι πολλές βροχές είχαν φουσκώσει τα νερά του ποταμού. Για να περάσει η Ελληνική στρατιά έπρεπε να κατασκευαστούν πρόχειρες γέφυρες και αυτό συνεπαγόταν καθυστέρηση.

Η διάβασις του Αξιού απαίτησε 2 μέρες καί τό βράδυ της 24ης Οκτωβρίου είχαν διαπεραιωθεί στήν ανατολική όχθη όλες σχεδόν οι μονάδες. Τήν επομένη έφθασαν στό Γενικό Στρατηγείο δύο Τούρκοι αξιωματικοί του επιτελείου του Ταξίν πασά γιά διαπραγματεύσεις. Ο Κωνσταντίνος τούς δήλωσε ότι δεχόταν νά παραιτηθεί από τή μάχη, μέ τήν προϋπόθεση νά παραδοθεί ο Τουρκικός στρατός, αφοπλισμένος ως αιχμάλωτος πολέμου, εκτός από τούς αξιωματικούς πού θά διατηρούσαν τά ξίφη τους, καί νά μεταφερθεί μέ δαπάνες της Ελληνικής κυβερνήσεως σέ λιμάνι της Μικράς Ασίας.

Στίς 26 Οκτωβρίου 1912, ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος έδωσε εντολή στόν Ελληνικό στρατό νά προελάσει πρός τή Θεσσαλονίκη. Πέντε αιώνες Οθωμανικής κατοχής καί τυραννίας έλαβαν τέλος. Ήταν τότε στίς 29 Μαρτίου 1430, πού οι Τούρκοι, ύστερα από πολύχρονη πολιορκία είχαν καταλάβει τή Θεσσαλονίκη. Ήταν η τρίτη φοβερή άλωσις της πόλεως μετά από εκείνες των Αράβων καί των Νορμανδών.

Ο Ιωάννης Αναγνώστης είχε περιγράψει τήν πολιορκία, τήν χρήση πυρίτιδος υπό των Οθωμανών, τίς ηρωϊκές προσπάθειες των κατοίκων στά τείχη καί τήν άθλια συμπεριφορά των Βενετών οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο στά πλοία τους και εγκατέλειψαν τόν πληθυσμό στό έλεος του εισβολέα. Ειχαν ακολουθήσει λεηλασίες, αρπαγές, βιασμοί, καταστροφές. Οι ναοί είχαν μετατραπεί σέ τζαμιά ενώ είχε ακολουθήσει εποικισμός της πρωτεύουσας της Μακεδονίας από Τούρκους μετανάστες. Οταν όμως η μνήμη καί η εθνική συνείδηση παραμένουν ζωντανές στό τέλος αποδίδεται η δικαιοσύνη καί τά εδάφη επιστρέφουν στούς νόμιμους κατόχους τους.

Τό μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου 1912, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου του πολιούχου καί προστάτη της Θεσσαλονίκης, η 7η μεραρχία καί δύο αποσπάσματα ευζώνων απελευθέρωναν τήν πρωτεύουσα της Μακεδονίας, προλαβαίνοντας τούς Βούλγαρους στούς οποίους επετράπη μόνο σέ δύο τάγματα νά εισέλθουν στήν πόλη. Τό βράδυ της ίδιας ημέρας οι Βίκτωρ Δούσμανης καί Ιωάννης Μεταξάς συνυπέγραψαν μέ τόν Ταξίν πασά τό πρωτόκολλο παράδοσης, σύμφωνα μέ τό οποίο παραδίδονταν ως αιχμάλωτοι 25.000 Τούρκοι στρατιώτες, 1000 αξιωματικοί, 70 πυροβόλα καί 70.000 τουφέκια. Ίσως αυτή η μέρα νά είναι η σπουδαιότερη ημέρα του 20ου αιώνα γιά τή Ρωμιοσύνη.

 

Στίς 28 Οκτωβρίου παρουσία του Αρχιστράτηγου καί του επιτελείου του, έγινε δοξολογία στό ναό του Αγίου Μηνά, όπου οι Ελληνες κάτοικοι αποθέωσαν τούς ελευθερωτές τους. Από αφήγηση Έλληνα, κατοίκου της Θεσσαλονίκης, πού περνούσε τις βράδυνες ώρες της 26ης Οκτωβρίου 1912 στο Καφενείο της Θεσσαλονίκης «Όλυμπος – Νάουσα»:

«Αίφνης ανοίγει ή θύρα του καφενείου ορμητικώς και βλέπω εισερχόμενους δύο Έλληνας Αξιωματικούς ακολουθούμενους ύφ’ ενός Δεκανέως. Πάντων τα όμματα εστράφησαν προς αυτούς.

– Καλή εσπέρα σας κύριοι, λέγει ο πρώτος. Είμαι ο Κώνστας Λοχαγός του Ελληνικού Στρατού. Εις το άκουσμα των γλυκύτατων τούτων λέξεων έσπευσεν ο καταστηματάρχης, ήκολούθησα δε αυτόν ασυναίσθητος. Μετά τον πρώτον χαιρετισμού, παρατηρώ εις τον Δεκανέαν φυσιογνωμίαν γνωστότατην. Εκπλήττομαι! Διερωτώμαι! Πείθομαι τέλος. Ήτο ο κ. Ιωάννης Δραγούμης, τέως Τμηματάρχης του Υπουργείου των εξωτερικών, υπηρετών ως Δεκανεύς καθ’ ολην την έκστρατείαν. Μαθών δε παρ’ αυτού τα καθέκαστα έσπευσα εις τον οίκον μου όπως αναγγείλω το χαρμόσυνον γεγονός,.

Ο γέρων πατήρ μου ένδακρυς ήκροατο της αφηγήσεώς μου και ότε έτελείωσα έστρεψε το βλέμμα του εις το εικονοστάσιον,- Ευλογημένε Μεγαλομάρτυ Δημήτριε, είπε, και άνελύθη εις λυγμούς…».

 

Ό Λοχαγός Ιωάννης Μεταξάς Επιτελής του Διαδόχου Κωνσταντίνου σε επιστολή του προς την γυναίκα του με ημερομηνία 29 Οκτωβρίου 1912 έγραφε μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα:

«Πόσο θα σου φαίνεται παράξενο να λαμβάνεις γράμμα μου από την Θεσσαλονίκη! Σήμερα είναι ή πρώτη ήμερα πού ησύχασα και άνεπαύθην. Το τι τράβηξα αυτές τις ημέρας δεν φαντάζεσαι. Στάς 25 έφύγαμεν από το Κιρδζαλάρ από οπού σου είχα γράψει

Το βράδυ είμεθα εις Τοπτσίν, ο στρατός διέβη τον Αξιό. Δυσκολίαι μεγάλοι, τάς οποίας υπερέβημεν ολας. Το βράδυ ήλθαν εις το Στρατηγεϊον Τούρκοι απεσταλμένοι προτείνοντες την παράδοσιν του στρατού καί της πόλεως. Ό Διάδοχος άνέθεσεν εις τον Δούσμανην (Ταγματάρχην του Επιτελείου) και εις έμέ να διαπραγματευθώμεν.Τους έζητήσαμεν καί τό Καραμπουρνοΰ. Δεν έδέχθησαν καί την αλλην ήμέραν έκινήσαμεν προς μάχην. Είχα κάμει την διαταγή της μάχης καί τό απόγευμα της 26 ήσαν κυκλωμένοι.

Προτού όμως αρχίσει το πυρ, έστειλαν πάλιν απεσταλμένους και εδέχθησαν όλους τους όρους μας. Μετέβημεν νύκτα ο Δούσμανης και εγώ εις Θεσσαλονίκη και διεπραγματεύθημεν με τον Τούρκο Αρχιστράτηγο την παράδοσιν του στρατού του, της πόλεως και του Καραμπουρνού, και ύπεγράψαμεν το πρωτόκολλον. Συγκινητική στιγμή!

Εγυρίσαμεν αμέσως νύκτα…. Είχον σπεύσει και οι Βούλγαροι με ολίγον στρατόν αλλά δεν πρόφθασαν. Μάλιστα με έστειλαν να τους σταματήσω και αυτοί έκαμαν πώς δεν με είδαν και με άρχισαν στις τουφεκιές, έσφύριζαν πλήθος ολόγυρα μου, τόσον πού ήναγκάσθην να γυρίσω. Τέλος τους έσταματήσαμεν. Αλλά στάζει φαρμάκι ή μύτη τους…».

Ως τις 10 Νοεμβρίου, η Ελληνική ζώνη είχε επεκταθεί πρός τά βόρεια ως τή λίμνη της Δοϊράνης καί τή Γευγελή, όπου σταματούσε η Σερβική ζώνη καί πρός τά ανατολικά ως τό Στρυμόνα όπου σταματούσε η Βουλγαρική ζώνη. Δυτικά όμως η 5η μεραρχία ηττήθηκε στή μάχη της Βεύης μέ απώλειες 168 νεκρούς,αποτυγχάνοντας νά προελάσει μέχρι τό Μοναστήριον πού ήταν ο αντικειμενικός της σκοπός.

Όταν ήρθαν ενισχύσεις από τή Θεσσαλονίκη, οι Ελληνικές δυνάμεις συνάντησαν τόν εχθρό στό χωριό Κόμανο, στό δρόμο Κοζάνης – Πτολεμαΐδας, όπου είχαν πάλι πολλές απώλειες. Στίς 7 Νοεμβρίου κατελήφθη η Φλώρινα καί στό μεταξύ τό Γενικό Στρατηγείο έλαβε τηλεγράφημα από τό Υπουργείο Στρατιωτικών ότι τό Μοναστήρι κατελήφθη από τούς Σέρβους καί ότι η Τουρκική φρουρα 40.000 ανδρών υποχώρησε πρός τήν Κορυτσά.

 

Η Βουλγαρική Επιβουλή

Στις 26 Οκτωβρίου 1912, ο Τούρκος Χασάν Ταξίν πασάς αποδέχθηκε το τελεσίγραφο του Διαδόχου Κωνσταντίνου, αρχιστράτηγου του Ελληνικού στρατού καταθέτοντας τα όπλα και παραδίδοντας την Θεσσαλονίκη στον Ελληνικό στρατό. Ολόκληρη η δύναμη της Τουρκικής φρουράς (24.000 άνδρες και 1.000 αξιωματικοί θα θεωρούνταν αιχμάλωτοι, ενώ η πόλη περνούσε υπό την Ελληνική κυριαρχία. Η απελευθέρωση της πόλης ολοκληρώθηκε την επόμενη ημέρα (27 Οκτωβρίου) όταν μπήκε και παρήλασε στην πόλη το απόσπασμα Κωνσταντινόπουλου και η 8η μεραρχία.

«Προηγούντο περί τους είκοσι σαλπιγκτάς και έπετο ο αξιωματικός σημαιοφόρος με αναπεπταμένην την σημαίαν και τους παραστάτας εφ’ όπλου λόγχην. Ηκολούθει έφιππος ο συντ/ρχης Κωνσταντινόπουλος και αυτόν ηκολούθουν οι λόχοι. Όλοι με γυμνά τα ξίφη των με πρόσωπα ηλιοκαμένα και λάμποντα απο ψυχικήν χαράν…»

«Τριακόσιοι μαθηταί με τα μπλε πηλήκια και ένα πλήθος Ελλήνων περικυκλώσαμε και ανεμίζοντας τα πηλήκια στον αέρα, ζητωκραυγάζαμε έξαλλοι. Ζήτω η Ελλάς, Ζήτω ο Διάδοχος, Ζήτω ο γενναίος Ελληνικός στρατός. Όλοι φιλήσαμε την πολεμικήν σημαίαν με δάκρυα χαράς. Και επειδή δεν ήτο δυνατόν να σφίξουμε το χέρι του έφιππου συνταγματάρχη, άλλοι θωπεύαμε τις μπότες του και όλοι μαζί βαδίζοντες μεταξύ των τετράδων των ευζώνων και έχοντες εν κύκλω τον συνταγματάρχην, εζητωκραυγάζαμε συνεχώς…».

Η είσοδος των Ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων προκάλεσε μοναδικές εκρήξεις χαράς και ρίγη έξαλλου ενθουσιασμού. Έχουμε πολλές περιγραφές από αυτές τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε η πόλη, από δημοσιογράφους, λογοτέχνες και στρατιωτικούς, ενώ εντυπωσίαζε το γεγονός πού είχαν βρεθεί σε λίγες μόνο ώρες αμέτρητες Ελληνικές σημαίες οι οποίες είχαν υψωθεί στα μπαλκόνια.

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισε η Ελληνική κυριαρχία στην πόλη ήταν η έλευση των Βουλγάρων που εποφθαλμιούσαν την Θεσσαλονίκη και αδυνατούσαν να αποδεχθούν ότι οι Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις τους είχαν προλάβει. Έτσι όταν η παράδοση της πόλης είχε ήδη γίνει από τους Τούρκους στους Έλληνες και είχε υπογραφεί το σχετικό πρωτόκολλο, στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης βρέθηκε η 7η Βουλγαρική μεραρχία υπό τον στρατηγό Θεοδόρωφ.

Η μεραρχία αυτή δεν είχε εμπλακεί σε εχθροπραξίες και η παρουσία της εξέφραζε την επιθυμία της Βουλγαρίας να αμφισβητήσει την Ελληνική κυριότητα στην Θεσσαλονίκη. Η αμφισβήτηση αυτή εδραζόταν στο γεγονός ότι η συνθήκη μεταξύ των Βαλκανικών συμμάχων που είχε υπογραφεί πριν την έναρξη του πολέμου, δεν προέβλεπε σαφώς τα εδαφικά κέρδη για τον κάθε εταίρο της μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο λόγος ήταν ότι ποτέ μια τέτοια διαπραγμάτευση δεν θα μπορούσε να δώσει αποτέλεσμα. Πάντως φαινόταν αδιαμφισβήτητο πως η στρατιωτική κατοχή σε εδάφη δύσκολα θα μπορούσε να ανατραπεί με συνθήκη και όχι με νέα προσφυγή στα όπλα. Εκτός αυτού στην Βουλγαρική μεραρχία υπηρετούσαν 2 γόνοι της Βουλγαρικής Βασιλικής οικογένειας, ο Βούλγαρος διάδοχος Βόρις και ο πρίγκιπας Κύριλλος, γεγονός που είχε μεγάλη συμβολική σημασία.

Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και δεν διέφυγε της Ελληνικής αντιπροσωπείας που βρισκόταν επί τόπου. Ο Ίων Δραγούμης που συμμετείχε στην Ελληνική αντιπροσωπεία, έστειλε αγωνιώδες μήνυμα στον Διάδοχο ότι ο Ελληνικός στρατός όφειλε οπωσδήποτε να εισέλθει το ταχύτερο δυνατό στην πόλη χωρίς την παραμικρή αναβολή.

Αφού οι Ελληνικές δυνάμεις εισήλθαν τελικά εγκαίρως την Θεσσαλονίκη και απέτυχαν όλες οι Βουλγαρικές δολοπλοκίες να τους παραδοθεί η Θεσσαλονίκη για δεύτερη φορά, ο Θεοδόρωφ ζήτησε άδεια από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο για να εισέλθουν στην Θεσσαλονίκη 2 λόχοι της μεραρχίας του δήθεν για να “ξεκουραστούν” επειδή σε αυτούς υπηρετούσαν τα μέλη της Βουλγαρικής οικογένειας.

Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να αποφύγει να δώσει συγκατάθεση η να καθυστερήσει την ανεπιθύμητη αυτή εξέλιξη, ενώ ο Βενιζέλος τηλεγραφούσε από την Αθήνα να μην γίνει αποδεκτό το σχετικό Βουλγαρικό αίτημα. Τελικώς ο Κωνσταντίνος έδωσε την συγκατάθεση του χωρίς να περιμένει την απάντηση του Βενιζέλου και οι Βούλγαροι εισήλθαν και κατέλυσαν στην πόλη με δύναμη που άγγιζε ένα πλήρες Σύνταγμα πεζικού.

Οι Βούλγαροι πέτυχαν να πάρουν την συγκατάθεση του Διαδόχου καθώς τον εκβίασαν πως ακόμη και αν δεν τους επιτρεπόταν η είσοδος, δεν θα πειθαρχούσαν στην απαγόρευση και έτσι οι σχέσεις των 2 συμμάχων θα έβαιναν προς ρήξη στην πιο κρίσιμη στιγμή του πολέμου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η είσοδος των Βουλγαρικών στρατευμάτων όμως υπήρξε υποβαθμισμένη και δεν προσέλκυσε το ενδιαφέρον των πολιτών της Θεσσαλονίκης και των θρησκευτικών και εθνικών κοινοτήτων της, για τον απλούστατο λόγο ότι οι Βούλγαροι είχαν φτάσει δεύτεροι και πιθανή επικυριαρχία τους στην Θεσσαλονίκη φάνταζε απίθανη. Σε τελευταία ανάλυση η είσοδος τους στην πόλη έγινε με καθυστέρηση, δεν είχε στρατιωτικό περιεχόμενο και εξαρτήθηκε από την Ελληνική συγκατάθεση και καλή διάθεση.

Οι Βούλγαροι πολιτικοί και στρατιωτικοί αντιπρόσωποι που βρίσκονταν στην Θεσσαλονίκη καταλάβαιναν ότι η κατάσταση δεν τους ευνοούσε και για τον λόγο αυτό είχαν καταστεί ευερέθιστοι και επιθετικοί. Οι Βούλγαροι στρατιώτες δημιουργούσαν συνεχώς προβλήματα και έρχονταν σε προστριβές με πολίτες αλλά και με την Ελληνική Χωροφυλακή και τους αντιπροσώπους των Ελληνικών Αρχών. Ο διοικητής της πόλης πρίγκιπας Νικόλαος με διπλωματικότητα προσπαθούσε να τηρήσει ισορροπίες με τις “συμμαχικές” Βουλγαρικές δυνάμεις που στάθμευαν στην πόλη, αλλά τα
συχνά επεισόδια και οι παρεξηγήσεις δυσκόλευαν το έργο του.

Πολύ σύντομα άλλωστε φάνηκε πως οι Βούλγαροι μόνο για ξεκούραση δεν είχαν σταθμεύσει στην πόλη, αλλά αντιθέτως η παρουσία τους έμοιαζε να είναι μια άτεχνη προσπάθεια είτε για να δημιουργήσουν τετελεσμένα για συγκυριαρχία είτε για πολεμικό αντιπερισπασμό σε μια μελλοντική ρήξη, που πλέον δεν φάνταζε απίθανη.

Τότε η Ελληνική κυβέρνηση και ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισαν να κάνουν ότι ήταν δυνατόν για να ενισχυθεί συμβολικά (εκτός από στρατιωτικά) η Ελληνική κυριαρχία στην Θεσσαλονίκη: ορίστηκε ο Ρακτιβάν γενικός διοικητής Μακεδονίας, νομάρχης ο Περικλής Αργυρόπουλος, ενώ στάλθηκαν χίλιοι βρακοφόροι Κρητικοί ως χωροφυλακή για την πόλη. Ταυτόχρονα με αυτά η Ελληνική κυβέρνηση προετοίμασε την θριαμβευτική είσοδο του Βασιλιά Γεώργιου στην Θεσσαλονίκη, που αναμφίβολα θα είχε ένα μεγάλο συμβολικό βάρος και θα διατράνωνε την Ελληνική αποφασιστικότητα να παραμείνει η Θεσσαλονίκη Ελληνική.

Έτσι, στις 29 Οκτωβρίου 1912 ο γηραιός Έλληνας Βασιλιάς Γεώργιος Α΄εισήλθε έφιππος στην Θεσσαλονίκη συνοδευόμενος από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο ενώ τον υποδέχθηκαν σημαίνουσες προσωπικότητες της πόλης, οι θρησκευτικοί της ηγέτες και ο δήμαρχος Οσμάν Ιμπέλ Χακί μπέης. «Ολόκληρος η πόλις, έγραφαν οι εφημερίδες, είχε διακοσμηθεί πλουσίως και εορταστικώς, από πρωίας δε, παρά την πίπτουσαν βροχήν, είχε προσλάβει όψιν πρωτοφανώς πανηγυρικήν».

Η λαμπρή δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης, «Χοροστατούντος του Μητροπολίτου Γενναδίου και παρουσία του ανωτάτου άρχοντος, της Βασιλικής οικογενείας, των τοπικών και προξενικών αρχών και πλήθους ενθουσιώδους λαού», έγινε στην εκκλησία του Αγίου Μηνά στις 30 Οκτωβρίου.

 

Η Απελευθέρωση της Χαλκιδικής και Παγγαίου

Ενώ στις 5/18 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα εισήλθε στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και ο Ελληνικός Στρατός διάβηκε τα Ελληνο-Τουρκικά σύνορα εξορμώντας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, ο Ελληνικός στόλος αποβίβασε σώματα Προσκόπων στη Χαλκιδική, και συγκεκριμένα στον κόλπο της Ιερισσού.

Προφανής στόχος της κίνησης αυτής υπήρξε η κάλυψη της Θεσσαλονίκης μέσω της επέκτασης της Ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας όσο το δυνατόν πιο ανατολικά από την πόλη. Έτσι, τις αμέσως επόμενες μέρες οι Πρόσκοποι κινήθηκαν στην ενδοχώρα της Χαλκιδικής προς την Αρναία, εκδιώκοντας τις ασθενείς Τουρκικές δυνάμεις και εγκαθιστώντας Ελληνικές τοπικές αρχές στα απελευθερωμένα εδάφη. Μέχρι τις 23 Οκτωβρίου/5 Νοεμβρίου η Χαλκιδική είχε εκκενωθεί από τους Οθωμανούς.

Παράλληλα, άλλο τμήμα Προσκόπων είχε κινηθεί ανατολικά. Μεταξύ 12/25 και 17/30 Οκτωβρίου απελευθερώθηκε η περιοχή του Παγγαίου Όρους έως την Αμφίπολη, ενώ η Ελευθερούπολη (Πράβι) απελευθερώθηκε (αν και αρχικά, μόνο προσωρινά) στις 27 Οκτωβρίου/9 Νοεμβρίου 1912, κατόπιν πρόσκλησης του Μητροπολίτη της πόλης Γερμανού προς το άγημα Προσκόπων που δρούσε στην περιοχή με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Δούκα Ζέρβα.

Αμέσως αφοπλίστηκαν οι μουσουλμάνοι κάτοικοι και εγκαθιδρύθηκαν Ελληνικές διοικητικές αρχές στις σημαντικότερες κωμοπόλεις της περιοχής, δηλαδή την Ελευθερούπολη, τις Ελευθερές και το Ροδολίβος. Τα τμήματα Προσκόπων που στάθμευαν στην περιοχή του Παγγαίου έλαβαν επαφή με τις βουλγαρικές δυνάμεις που είχαν προελάσει από τα βορειοανατολικά, ενώ συμφωνήθηκε αμοιβαία υποστήριξη, πολύ σύντομα θα ξεσπούσαν προστριβές και αψιμαχίες ανάμεσα στις ολιγάριθμες Ελληνικές δυνάμεις και τις Βουλγαρικές.

Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, κι ενώ η Οθωμανική αντίσταση έναντι της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας στο χώρο της Μακεδονίας είχε στην ουσία εκλείψει, οι Ελληνικές δυνάμεις αποδύθηκαν σε αγώνα δρόμου, προκειμένου να προωθηθούν βορειότερα και ανατολικότερα της Μακεδονικής πρωτεύουσας, ώστε να διασφαλιστεί η κατοχή της ίδιας και όσο το δυνατόν περισσότερων εδαφών έναντι των προελαυνουσών Βουλγαρικών δυνάμεων.

Η Χαλκιδική εξασφαλίστηκε με την προώθηση στον Πολύγυρο, στις 2/15 Νοεμβρίου, του τάγματος Κρητών της VII Μεραρχίας Πεζικού, καθώς και με την αποβίβαση αγημάτων πεζοναυτών από τον Ελληνικό Στόλο στη χερσόνησο του Άθω την ίδια μέρα, την επομένη, οι πεζοναύτες αντικαταστάθηκαν από άλλη μονάδα της VII Μεραρχίας ΠΖ, το 20ό Σύνταγμα ΠΖ, που τότε αποτελείτο από ένα μόνο τάγμα.

Ωστόσο, πιο ανατολικά η κατάσταση εξελίχθηκε διαφορετικά. Το Γενικό Στρατηγείο δεν απέστειλε τακτικές δυνάμεις στην περιοχή πέριξ του Παγγαίου Όρους για να ενισχύσει τις ισχνές δυνάμεις των Προσκόπων και των ντόπιων ένοπλων χωρικών. Ταυτόχρονα με την απελευθέρωση της Ελευθερούπολης από το Ελληνικό Προσκοπικό άγημα, οι Βούλγαροι είχαν καταλάβει την Καβάλα. Διαθέτοντας τοπική υπεροχή, απέστειλαν στις 31 Οκτωβρίου/12 Νοεμβρίου 1912 ένα τμήμα των δυνάμεών τους στην Ελευθερούπολη, εκδίωξαν τους Προσκόπους και τον Δούκα Ζέρβα, κατέλυσαν τις τοπικές αρχές (πλην του δημάρχου), και εγκατέστησαν Βουλγαρική διοίκηση.

Αμέσως άρχισαν να καταπιέζουν τον πληθυσμό της περιοχής, κατά μεγάλη πλειοψηφία Ελληνικό και Μουσουλμανικό. Η Ελληνική πλευρά αντέδρασε στις αρχές Δεκεμβρίου αποστέλλοντας ουλαμό ιππικού στις Ελευθερές, ο οποίος πολύ σύντομα ενισχύθηκε από ναυτικό άγημα και διλοχία πεζικού της VII Μεραρχίας. Αρχικά εξασφαλίστηκε ο έλεγχος των Ελευθερών στο νότιο Παγγαίο και του Ροδολίβους στις βόρειες υπώρειες του όρους, ενώ κατά τις επόμενες εβδομάδες αναπτύχθηκε στην περιοχή το σύνολο της VII Μεραρχίας.

Αλλά και οι Βούλγαροι είχαν συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις και ενέτειναν τις προσπάθειές τους να διεισδύσουν νοτιοδυτικά και να διεκδικήσουν προτεραιότητα κατοχής από τις Ελληνικές δυνάμεις. Σύντομα ξέσπασαν οι πρώτες ένοπλες αψιμαχίες ανάμεσα σε Ελληνικά και Βουλγαρικά αποσπάσματα, που κατά την άνοιξη του 1913 θα κλιμακώνονταν σε πολύνεκρες συγκρούσεις.

Πάντως, κατά το χειμώνα του 1912-13 οι ισχνές ακόμη Ελληνικές δυνάμεις διατήρησαν τις θέσεις τους στο Παγγαίο, καλύπτοντας από ανατολικά τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική, χάρη και στην υποστήριξη του Ελληνικού στόλου. Πράγματι, ο στόλος είχε ρητή διαταγή να εμποδίσει την προώθηση των Βουλγαρικών δυνάμεων στις Ελευθερές και άλλα επίκαιρα σημεία της περιφέρειας του Παγγαίου. Πολύτιμη ήταν και η συνδρομή και υποστήριξη που παρείχε το σώμα του οπλαρχηγού Δούκα Ζέρβα αλλά και πολλοί ντόπιοι κάτοικοι των χωριών πέριξ του Παγγαίου.