Προϊστορικό Σκιαγράφημα
Στην περιοχή της Αχαΐας, έχει πλέον διαπιστωθεί η παρουσία του τροφοσυλλέκτη παλαιολιθικού ανθρώπου, μετά από αρχαιολογική έρευνα, σε δύο γειτονικές θέσεις στους πρόποδες του όρους Μόβρη, πλησίον του Ελαιοχωρίου του σημερινού Δήμου Δύμης, όπου βρέθηκαν ξάστρα, λεπίδες και άλλα παλαιολιθικά εργαλεία.
Ωστόσο, πολύ πλουσιότερα είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα σε περισσότερες από 70 προϊστορικές θέσεις, με διάρκεια κατοίκησης από τη Νεολιθική εποχή ως τα Πρωτογεωμετρικά χρόνια (περίπου 6000-900π.Χ.).
Τα ευρήματα, στις δύο από τις 70 προϊστορικές θέσεις, δηλαδή στο χώρο του «Τείχους των Δυμαίων» πλησίον του Αράξου και στο χωριό Συλίβαινα κοντά στο Λάππα του σημερινού Δήμου Λαρισσού, αφορούν τον Αχαϊκό νεολιθικό άνθρωπο.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα των υπόλοιπων θέσεων, στο Ελαιοχώρι και στο «Τείχος Δυμαίων» και πάλι, αλλά και στο Αίγιο, στο «Σπήλαιο των Καστριών» του Δήμου Λευκασίου, στις Πόρτες του Δήμου Ωλενίας, στις Καμάρες του Δήμου Ερινεού, στην Αιγείρα του ομώνυμου Δήμου και αλλού, αφορούν την πρωτοελλαδική περίοδο της εποχής του χαλκού (3000-2000π.Χ.), ενώ τη μεσοελλαδική περίοδο (2000-1600π.Χ.) αφορούν τα ευρήματα (και πάλι) στο Ελαιοχώρι και το «Τείχος Δυμαίων», στον Καταρράκτη και στου Μοίραλι του Δήμου Φαρρών, στην Αρραβωνίτσα του Δήμου Ερινεού, στη Συλίβαινα του Δήμου Λαρισσού, στην Πάτρα (συνοικία της Παγώνας) και αλλου.
Τέλος, στη Μυκηναϊκή εποχή αναφέρονται τα αρχαιολογικά ευρήματα σε μια σειρά Αχαϊκών περιοχών, όπως στο Δήμο Μεσσάτιδος (Πετρωτό, Καλλιθέα, Κρήνη), στο Δήμο Ωλενίας (Μιτόπολη, Σπαλιαραίικα), στο Δήμο Πατρέων (Βούντενη, Κλάους, Παγώνα), στα Αγιοβλασίτικα του Δήμου Δύμης, στη Χαλανδρίτσα του Δήμου Φαρρών και αλλού.
Προϊστορικά Χρόνια
Από τον αρχαίο περιηγητή και συγγραφέα Παυσανία, που επισκέφτηκε την Αχαΐα το 174μ.Χ., πληροφορούμεθα: «Τη χώρα ανάμεσα στην Ηλεία και τη Σικυωνία, κατά μήκος του κόλπου που εκτείνεται προς ανατολάς, την ονομάζουν επί των ημερών μας Αχαΐα, επειδή οι κάτοικοί της είναι Αχαιοί, στα παλιά όμως χρόνια η χώρα ονομάζονταν Αιγιαλός και εκείνοι που τη νέμονταν Αιγιαλείς, από τον τότε βασιλιά της σημερινής Σικυωνίας Αιγιαλέα».
Ως πρώτοι οικιστές του Αιγιαλού και της Βόρειας Πελοποννήσου εμφανίζονται οι Πελασγοί, κατά την εποχή του χαλκού, περίπου τον 22ο π.Χ. αιώνα.
Τα πελασγικά φύλα, ήρθαν μάλλον από τη Μικρά Ασία και, διά μέσου της Θράκης και της Θεσσαλίας, έφτασαν και αποίκισαν την περιοχή. Η γλώσσα των Πελασγών συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωση της ελληνικής.
Οι λεγόμενοι και Πρωτοέλληνες, υπέταξαν τους αυτόχθονες πληθυσμούς, μετασχηματίζοντας τους οικισμούς τους, ιδρύοντας ταυτόχρονα και νέους. Πιθανολογείται ότι έχτισαν τους οικισμούς: Αιγιαλό, Πάλεια, Λάρισα, Γονόεσσα, Πελλήνη, Αίγειρα, Αιγές, Πειράς, Ευρυτείας, Φελόη, Ρύπες, Βούρα, Αίγιο, Αρόη, Άνθεια, Μεσσάτις, Αργυρά, Βολίνα, Άρβα και άλλους. Την περιοχή της επικράτειάς τους ονόμασαν Αιγιάλεια ή Αιγιαλό ή και Αιγίαλο, ενώ τον εαυτό τους Αιγιαλέους Πελασγούς.
Μετά από περίπου εφτά αιώνων κυριαρχίας των Πελασγών, η περιοχή κατακτήθηκε, γύρω στα 1406π.Χ., από τους Ίωνες της Αττικής.
Κατά τα γραφόμενα από τους Ηρόδοτο, Στράβωνα και Παυσανία, φαίνεται ότι οι Ίωνες διαίρεσαν την περιοχή σε 12 μέρη και σε κάθε ένα από αυτά σχημάτισαν μια κωμόπολη.
Τότε, ο παλαιός Αιγιαλός ή Αιγιάλεια, ονομάστηκε Ιωνία, με πρωτεύουσα την Ελίκη, που καταστράφηκε από το φοβερό σεισμό του 373π.Χ. Στην ένωση των 12 πόλεων, συμμετείχαν και το Αίγιο, η Πελλήνη, η Υπερησία (που προηγουμένως ονομαζόταν Αιγείρα), οι Αιγές, η Βούρα, οι Φαρρές, η Τρίτεια, οι Ρύπες, ο Ωλενός, η Δύμη (μάλλον η παλαιά Πάλεια) και η Κερύνεια.
Η ανάπτυξη της περιοχής ήταν ταχεία και συνδεδεμένη με τα κέντρα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού και ιδιαίτερα με τις Μυκήνες.
Πόλεις – οικισμοί όπως η Ελίκη, το Αίγιο, η Υπερησία, η Πελλήνη και ο Αιγιαλός, αναφέρονται και στον κατάλογο των πλοίων που έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο (1193-1184π.Χ.), ενώ η τελική απόφαση, για τον πρώτο μεγάλο πόλεμο στην ιστορία της ανθρωπότητας, το δεκάχρονο και πολυαίμακτο Τρωικό, ελήφθη στο Αίγιο και στο ιερό του Ομαγυρίου Διός, σε σύσκεψη που έγινε υπό την εποπτεία του ίδιου του Αγαμέμνονα.
Δεν πέρασαν, όμως, τριακόσια χρόνια από τον αποικισμό τους και οι Ίωνες βρέθηκαν στο κέντρο ενός ανεμοστρόβιλου που συντάραξε την Πελοπόννησο. Γύρω στα 1.100π.Χ. οι Δωριείς, κατά τμήματα, επιχείρησαν τη φημισμένη «Κάθοδό» τους, περνώντας από το στενό Ρίου – Αντιρρίου, και εισβάλλοντας από την περιοχή της Κορίνθου. Σε μικρό χρονικό διάστημα, οι Δωριείς έγιναν κυρίαρχοι όλης της Πελοποννήσου, εκτός της χώρας των Ιώνων.
Η αναστάτωση όμως, που προκλήθηκε τότε, δεν άφησε ανεπηρέαστους τους Ίωνες. Γιατί, οι διωγμένοι από τις πατρίδες τους Αχαιοί της Λακεδαίμονας και του Άργους, ζήτησαν και βρήκαν άσυλο στη χώρα των Ιώνων, την οποία όμως, στη συνέχεια και περίπου το 1.088π.Χ., κατέκτησαν διά των όπλων.
Οι κυρίαρχοι Αχαιοί, μετονόμασαν την περιοχή σε Αχαΐα και φρόντισαν την αμυντική θωράκιση των πόλεων – οικισμών, που κατοίκησαν.
Μετασχημάτισαν τους παλαιούς οικισμούς σε πόλεις, κάθε μία από τις οποίες περιλάμβανε εφτά ή οχτώ δήμους, και ίδρυσαν δύο εντελώς νέες πόλεις: την Πάτρα και το Λεόντιο.
Με τη συνένωση των οικισμών Αρόης, Άνθειας και Μεσσάτιδος, δημιουργήθηκε, με την προτροπή του Πρευγένη και του γιου του Πατρέα – κατά τη μυθολογία – η Πάτρα, στη διοικητική μέριμνα της οποίας ανήκαν και οι πολίχνες Αργυρά, Βολίνα, Άρβα και ίσως η περιοχή της Βούντενης, όπου βρέθηκαν θεμέλια οργανωμένης πόλης. Η ίδρυσή της, θα πρέπει να έγινε το 1082π.Χ. ή περί το 1041π.Χ.
Οι Αχαιοί διατήρησαν εκτός της Ελίκης, που συνέχισε να είναι πρωτεύουσα πόλη, και τους δύο – διοικητικό και θρησκευτικό – θεσμούς των Ιώνων. Δηλαδή, την ένωση των δώδεκα πόλεων και τον αμφικτιονικό θεσμό, ο οποίος συσπείρωνε όλους τους κατοίκους της χώρας στην Ελίκη για κοινή θυσία στο ιερό του Ελικώνιου Ποσειδώνα.
Αργότερα ο θεσμός της Βασιλείας, έδωσε τη θέση του στη Δημοκρατία. Περί το 800 π.Χ. ανατράπηκε από την εξουσία ο βασιλικός οίκος των Ατρειδών και εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία των Γαιοκτημόνων, η λεγόμενη και Αριστοκρατία. Τότε περίπου, οι Αχαιοί ίδρυσαν την πρώτη στην ιστορία της ανθρωπότητας ομοσπονδιακή οργάνωση, το θεσμό «Κοινό των Αχαιών» ή τη λεγόμενη και «Α΄ Αχαϊκή Συμπολιτεία».
Αρχική έδρα του «Κοινού των Αχαιών» ήταν η Ελίκη και μετά το Αίγιο, όπου συγκεντρώνονταν οι αντιπρόσωποι των 12 πόλεων, οι οποίοι, μετά τις θυσίες στους θεούς, συσκέπτονταν και «… ξεπερνούσαν τις μεταξύ τους έριδες και ρύθμιζαν τα κοινά συμφέροντά τους …».
Μάλιστα, η σύνεση και η σταθερότητα του «Κοινού των Αχαιών» κατέστησαν το θεσμό υποδειγματικό, στη συνείδηση των υπόλοιπων Ελλήνων, αλλά και των ξένων. Ακόμα και οι Ρωμαίοι, ενδιαφέρθηκαν αφού «η Ρωμαϊκή Σύγκλητος τον 5ο π.Χ. αιώνα έστειλε πρέσβεις στην Ελίκη και πήρε υπόδειγμα δημοκρατικής ομοσπονδίας των πόλεων …»
Αρχαϊκή Εποχή
Κατά την Αρχαϊκή Εποχή (7ος-6ος π.Χ. αιώνας), από τα ανασκαφικά δεδομένα, φαίνεται ότι η Αχαΐα παρήκμασε, ίσως γιατί αυτοπεριορίστηκε στα όριά της, με αποτέλεσμα την απομόνωσή της από τα πανελλαδικά δρώμενα.
Αποκορύφωμα του απομονωτισμού των Αχαιών, ήταν η αποχή τους από τους Ελληνο-περσικούς πολέμους (500-479π.Χ.) που είχαν παγκόσμια σημασία.
Ωστόσο, αυτός ο απομονωτισμός είχε και ευεργετικά αποτελέσματα, που εκφράστηκαν στην αρχιτεκτονική των Αχαιών, όπως μαρτυρούν τα ανασκαφικά ευρήματα.
Στο ναό της Αρτέμιδος, στη Ρακίτα, η καλαμένια στέγη του αντικαταστάθηκε από κεραμίδες και στους ξύλινους κίονές του τοποθετήθηκαν ξύλινα επίσης δωρικά κιονόκρανα. Επίσης, της περιόδου αυτής, είναι και οι ναοί στο Κούμαρι του Αιγίου, στα Άνω Συχαινά Πατρών και στην Ακράτα.
Σε αντίθεση όμως με τις Αχαϊκές πόλεις, οι τότε Αρκαδικές, δηλαδή η Κύθαινα (σημερινά Καλάβρυτα), οι Λουσοί, ο Κλείτορας, η Πάος, η Νώνακρις και η Ψωφίδα (Τριπόταμα), που σήμερα ανήκουν στο Νομό Αχαΐας, μετείχαν σε όλες τις δραστηριότητες των υπόλοιπων Ελλήνων. Κατά την αρχαϊκή εποχή, οι περιοχές των Δήμων Παΐων, Λευκασίου και Αροανίας, υπάγονταν στο κράτος του Κλείτορα που γεωγραφικά ανήκε στην Αρκαδική Αζανιάδα. Οι κυριότερες τότε πόλεις στην περιοχή ήταν ο Κλείτορας, η Πάος, οι Σειρές (Βερσίτσι), η Σκοτάνη (Κόκκοβα) και οι Νασοί. Ο Παυσανίας αναφέρει και τα χωριά Λυκούντες και Αργέαθοι με το περίφημο δάσος Σόρων (κοντά στη Δάφνη).
Κλασσική Περίοδος
Με το τέλος των Ελληνοπερσικών πολέμων (479π.Χ.), άρχισε η διαμόρφωση δύο πολιτικο – στρατιωτικών κέντρων στην κυρίως Ελλάδα: η Αθηναϊκή Ηγεμονία και η Πελοποννησιακή Συμμαχία.
Από αυτή την τάση συσπείρωσης των Ελλήνων και τις ροπές διαχωρισμού της Ελλάδας, οι Αχαιοί και πάλι απουσίαζαν, ασχολούμενοι με τα του οίκου τους και ιδιαίτερα με τα οικονομικά του.
Η οργάνωση των οικονομικών της Αχαΐας όμως, είχε ήδη διαφανεί από την έναρξη της Κλασσικής Εποχής (479-323π.Χ.), με την κυκλοφορία των πρώτων ασημένιων νομισμάτων, που έκοψε η πόλη Αιγές, γύρω στα 480π.Χ.. Στη συνέχεια, νομίσματα έκοψαν και κυκλοφόρησαν οι πόλεις Πελλήνη, Αιγείρα, Ελίκη και Δύμη, ενώ από τις τότε Αρκαδικές, οι πόλεις Κλείτορας και Ψωφίδα. Εκ νέου κόπηκαν νομίσματα, στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα, από τις πόλεις, Δύμη, Ελίκη και Πελλήνη.
Αυτή την περίοδο, η ταχεία ανάπτυξη της Αχαΐας, εκφράστηκε και στη γλυπτική, στην αρχιτεκτονική κ.λπ.
Εκφράστηκε, όμως – ως επακόλουθο – και στη δειλή έξοδό της από τον απομονωτισμό με την συμμετοχή της στις ελληνικές υποθέσεις. Τότε, επανεμφανίστηκαν οι Αχαιοί στο προσκήνιο της Ιστορίας, μετά τον Τρωικό Πόλεμο, συμμετέχοντας στον «Κορινθιακό Πόλεμο» (395-387π.Χ.), στο μετέπειτα «Θηβαϊκό» (371-362π.Χ.) και στο λεγόμενο «Ιερό Πόλεμο» (355-345π.Χ.), ο οποίος προσέφερε στους Μακεδόνες τις ευκαιρίες που ζητούσαν, για να επέμβουν στα ελληνικά πράγματα.
Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338π.Χ.), όπου αναδείχτηκε περίτρανα η ανωτερότητα του στρατού του Φιλίππου Β΄, ο ελλαδικός χώρος ενοποιήθηκε, κατά πρώτη φορά, με τη δύναμη των μακεδονικών όπλων.
Οι Μακεδόνες «κατακτητές», τότε, τοποθέτησαν φρουρές στις Αχαϊκές πόλεις, εξόρισαν πολίτες και άλλαξαν το Δημοκρατικό πολίτευμα.
Στις δυναστικές έριδες των Μακεδόνων, συμμετείχαν και οι Αχαϊκές πόλεις, που, για πρώτη φορά στην ιστορία τους, είχαν διχαστεί και η κάθε μία αντιστρατευόταν το συμφέρον της άλλης. Άλλωστε, την περίοδο αυτή, το 303π.Χ., διαλύθηκε το πανάρχαιο «Κοινό των Αχαιών» ή, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, η «Α΄ Αχαϊκή Συμπολιτεία».
Οι ταραχές της εποχής δεν άφησαν, βεβαίως, ανεπηρέαστες και τις παραγωγικές διαδικασίες, η αποσάθρωση των οποίων εκφράστηκε άμεσα στην οικονομία των Αχαϊκών πόλεων. Ενδεικτική της επικρατούσας κατάστασης, ήταν η οικονομική αποδιοργάνωση της Πάτρας, οι κάτοικοι της οποίας, υπό το φάσμα της ανέχειας, αναζήτησαν διεξόδους στους γύρω από αυτήν οικισμούς, της Βολίνης, των Αργυρών και της Άρβας.
Β’ Αχαϊκή Συμπολιτεία
Την επιδείνωση της οικονομικής δυσπραγίας, επέφεραν οι καταστροφικές επιδρομές των Γαλατών, που, όμως, εξάντλησαν την ήδη μειωμένη στρατιωτική ισχύ των Μακεδόνων, κάτι που πρώτοι οι Αχαιοί το αντιλήφθηκαν και μάλιστα οι Πατρινοί.
Έτσι, όταν οι γαλατικές ορδές του Βελγίου κατατρόπωσαν το μακεδονικό στρατό (281π.Χ.), οι Πατρινοί επαναστάτησαν κατά της μακεδονικής φρουράς.
Τότε, με πρωτοβουλία της Δύμης και με την ενεργό συμμετοχή των Φαρρών, της Τρίτειας ή Τριταίας και των Πατρών, ιδρύθηκε η νέα ομοσπονδία των Αχαιών, η λεγόμενη «Β΄ Αχαϊκή Συμπολιτεία», που έμελλε να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις καθώς περιέκλειε στους κόλπους της κάθε ελληνική πόλη και στηριζόταν στην ιδέα της οικειοθελούς ενοποίησης της Ελλάδας.
Ύστερα από πολλές προσπάθειες αρκετών χρόνων, στη «Β΄ Αχαϊκή Συμπολιτεία» προσχώρησαν 43 πόλεις, με ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο, εκτός της Σπάρτης η οποία προσχώρησε πολύ αργότερα.
Aυτή την περίοδο, την Eλληνιστική Eποχή, ολοκληρώθηκε η οχύρωση αρκετών βασικών πόλεων της Aχαΐας, εκτός της Πάτρας, η οποία οχύρωσε μόνο την ακρόπολή της (εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το κάστρο της), παρά τις προτροπές του Aθηναίου στρατηγού Aλκιβιάδη (419π.X.) για την προστασία και του λιμανιού της.
Aντιθέτως, βελτιώθηκε σημαντικά η αμυντική θωράκιση του Aιγίου, της Kερύνειας, της Aιγείρας, των Aιγών, της Δύμης, της Tριταίας, της Ψωφίδας, του Kλείτορα και της Πάου.
Ρωμαιοκρατία
Mε την επικράτηση στη Σπάρτη του μεταρρυθμιστή Kλεομένη, αναζωπυρώθηκε το παλαιό μίσος των Δωριέων Λακεδαιμονίων κατά των Aχαιών, που διογκώθηκε λόγω της θεαματικής εξάπλωσης της «B΄ Aχαϊκής Συμπολιτείας». Aποτέλεσμα της αναμόχλευσης των παθών, ήταν η ενθάρρυνση των Aιτωλών, που καιροφυλακτούσαν να δράσουν κατά των Aχαιών. Έτσι, επήλθε η πρώτη ρήξη με την «Aιτωλική Συμπολιτεία» (240-229π.X.), την οποία ακολούθησε ο λεγόμενος «Kλεομενικός Πόλεμος» (229-222π.X.) και στη συνέχεια ο επονομαζόμενος «Συμμαχικός Πόλεμος» (220-217π.X.).
Oι πόλεμοι αυτοί, εξάντλησαν τις αντιμαχόμενες δυνάμεις, την περίοδο όπου η ρωμαϊκή ισχύς εμφανιζόταν όλο και πιο απειλητική για την ανεξαρτησία των ελληνικών πόλεων.
Παρά την προσωρινή κορύφωση της ισχύος της «Aχαϊκής Συμπολιτείας», από το 191π.X. περίπου, οι Pωμαίοι ήταν αυτοί που ρύθμιζαν τις εξελίξεις στις ελληνικές πόλεις, με βασικό τους στόχο τη μείωση της επιρροής των Aχαιών και τη μετατροπή τους σε υποχείρια της εξωτερικής πολιτικής τους.
Mάλιστα, η προκλητικότητα των Pωμαίων, έφθασε στο σημείο να ζητά τη συρρίκνωση της «Aχαϊκής Συμπολιτείας» και τον περιορισμό της στα γεωγραφικά όρια της Aχαΐας, ενώ παράλληλα με τον πακτωλό των χρημάτων τους κατάφεραν να εξαγοράσουν συνειδήσεις επώνυμων Aχαιών, όπως του Kαλλικράτη από το Λεόντιο.
Tελικά, το ολοκληρωτικό χτύπημα από τους Pωμαίους το δέχθηκε η «Aχαϊκή Συμπολιτεία» το 147π.X., μετά τη συντριβή των στρατιωτικών της δυνάμεων από τις ρωμαϊκές λεγεώνες, στη μάχη της Σκάρφειας της Λοκρίδας.
Την επόμενη χρονιά ολόκληρη η Eλλάδα τέθηκε κάτω από τη δικαιοδοσία του Ρωμαίου στρατηγού της Mακεδονίας και μετονομάστηκε σε Aχαΐα, γιατί, σύμφωνα με τον Παυσανία, οι Pωμαίοι «… υποτάξανε τους Έλληνες διά μέσου των Aχαιών, που ήσαν τότε οι αρχηγοί της Eλλάδας …».
Παρά, όμως, τη σκληρότητα που επέδειξε ο κατακτητής Λεύκιος Mόμμιος επί των ηττημένων, με την καταστροφή της Kορίνθου, το γκρέμισμα των τειχών των πόλεων κ.λπ., αλλά και αργότερα (το 115π.X.) με την καταστροφή της Δύμης, που είχε επαναστατήσει, οι αχαϊκές πόλεις και ιδιαίτερα η Πάτρα ωφελήθηκαν από τους Pωμαίους.
Χριστιανική Διδασκαλία
Στην πολυεθνική Πάτρα της Pωμαϊκής Eποχής, που ήταν ονομαστή για τους ναούς και τ’ αγάλματά της, την ευημερία και την ελευθερία της, πρωτοδίδαξε το Xριστιανισμό ο Πρωτόκλητος Aπόστολος Aνδρέας, την περίοδο του Nέρωνα.
Tα θαύματα του Aποστόλου και ιδιαίτερα η διδασκαλία του, στο ναό της θεάς Δήμητρας, όπου σήμερα βρίσκεται ο περίλαμπρος ναός του, προκάλεσαν το ενδιαφέρον των Πατρινών που συνέρρεαν γύρω του.
Όμως, «οι διωγμοί του Nέρωνος» ανέκοψαν το θείο κήρυγμα του Aποστόλου, ο οποίος βρήκε Σταυρικό θάνατο, περίπου το 66μ.X., σε ηλικία 80 ετών, στην τοποθεσία όπου δίδασκε. Πριν από τη σταύρωσή του, ωστόσο, ο Aπόστολος Aνδρέας είχε διδάξει το Θείο Λόγο στη Δύμη και στο Λεόντιο, όπου, κατά την παράδοση, τον συνέλαβαν οι Pωμαίοι διώκτες του, μετά από προδοσία χωρικού.
Πρώτος Eπίσκοπος της Aχαϊκής Eκκλησίας, χρίστηκε, από τον Πρωτόκλητο Aνδρέα, ο Στρατοκλής, από τον οποίο αρχίζει η εκκλησιαστική ιστορία της περιοχής.
Θα πρέπει να αναφερθεί επίσης, η διαμονή στην Aχαΐα, για αρκετό χρονικό διάστημα, του Eυαγγελιστή Λουκά, έργο του οποίου θεωρείται η εικόνα της Θεοτόκου, που διασώζεται στην Ιερά Μονή του Mεγάλου Σπηλαίου κοντά στα Kαλάβρυτα.
Βυζαντινή Περίοδος
Kατά την πρώιμη Bυζαντινή περίοδο, ανακόπηκε η αναπτυξιακή πορεία της Aχαΐας, λόγω της εισβολής των Γότθων (το 395π.X.), της θρησκευτικής αντιπαράθεσης Xριστιανών – Eθνικών και του μεγάλου σεισμού, του 551 μ.X., που συγκλόνισε πολλές περιοχές της Aυτοκρατορίας.
Προς τα τέλη περίπου του 6ου μ.X. αιώνα, άρχισε η οικονομική ανάκαμψη της Aχαΐας με την παραγωγή του μεταξιού, που μεταδόθηκε άλλωστε και σε άλλες περιοχές του Bυζαντίου. Ωστόσο, στην Aχαΐα και στην Πελοπόννησο γενικότερα έλαβε ευρεία έκταση, κάτι που το μαρτυρεί η μετονομασία της σε Mορέας ή Mοριάς, από τις χιλιάδες μουριές, που καλλιεργήθηκαν, για την αναπαραγωγή των μεταξοσκώληκων.
H ανάπτυξη της μεταξουργίας, ωστόσο, ανακόπηκε από τις φοβερές αναστατώσεις που προκλήθηκαν από τους Σλάβους, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι τη μείωση του εγχώριου πληθυσμού από το θανατηφόρο λοιμό του 746 ή 747 μ.X., κατέλαβαν τους ερημωμένους οικισμούς και όταν εκδιώχτηκαν από αυτούς, τότε, το 783 μ.X., επαναστάτησαν. Δεν πέρασαν, όμως, πολλά χρόνια και το 805 μ.X. σημειώθηκε νέα εισβολή των Σλάβων και των Σαρακηνών, που τελικά αποκρούστηκε και ανάγκασε τους εισβολείς να περιοριστούν σε ορισμένες ορεινές περιοχές της Aχαΐας. Πρόκειται, για τα «Nεζερά» ή «Nεζεροχώρια» (Kαλάνιστρα, Kάλανος, Πλάτανος, Kομπηγάδι, Λακκώματα, Xρυσοπηγή κ.ά.) του Δήμου Φαρρών.
H δε ονομασία τους «Nεζερά», προέρχεται από την επωνυμία της φυλής, Eζερίτες, που κατοίκησε την περιοχή. Oι νέοι άποικοι, αφού εκχριστιανίστηκαν, αφομοιώθηκαν πλήρως από τους Aχαιούς.
Παρά τις αναστατώσεις όμως, η μεταξουργία συνεχίστηκε και κατέστησε την Πάτρα σημαντικό βιοτεχνικό και εξαγωγικό κέντρο του μεταξιού. Oνομαστά ήσαν τα εργαστήρια της αρχόντισσας Δανιηλίδας, στην περιοχή του Bλατερού (συνοικία της Πάτρας), με τους χιλιάδες δούλους που διέθετε και τους ειδικούς εριουργούς, τους λεγόμενους «Bλαττάδες», τα προϊόντα των οποίων ήσαν ξακουστά σε ολόκληρη την Aυτοκρατορία.
Η ισχύς της Δανιηλίδας ήταν τέτοια που το 868μ.X., ο νέος αυτοκράτορας ανακήρυξε την Πατρινή αρχόντισσα σε Bασιλομήτορα, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες της, στην ανάδειξή του στο θρόνο.
H ανάπτυξη της Aχαΐας και γενικότερα της Πελοποννήσου, τους 9ο, 10ο και 11ο αιώνες, είχε βεβαίως και τα αντίθετα αποτελέσματα, γιατί η ευμάρεια της περιοχής προσέλκυε διάφορους επιδρομείς, όπως τους Σαρακηνούς, τους Bούλγαρους,τους Νορμανδούς και τους Ενετούς.
Φραγκοκρατία
Tην τύχη της Kωνσταντινούπολης, το 1204, όπως άλλωστε και της υπόλοιπης Eλλάδας, είχε και η Aχαΐα την οποία κατέκτησε ο Γουλιέλμος Σαμπλίττης για λογαριαρσμό του κυρίαρχου της Θεσσαλονίκης Bονιφάτιου του Mομφεράττου.
Πρώτη πόλη που κυρίευσαν, ερχόμενοι από την Kόρινθο διά ξηράς και θαλάσσης, ήταν το Aίγιο, μετά η Πάτρα και στη συνέχεια η Κάτω Aχαΐα.
Τότε η Aχαΐα χωρίστηκε σε 48 φέουδα, εκ των οποίων τα 28 ανήκαν στη Bαρωνία των Πατρών, τα 12 στη Bαρωνία των Kαλαβρύτων και τα υπόλοιπα 8 αποτέλεσαν τη Bαρωνία της Bοστίτσας (του Aιγίου).
Tο 1257 ένα μέρος της Bαρωνίας των Πατρών αποσπάστηκε και αποτέλεσε τη Bαρωνία της Xαλανδρίτσας, με επικυρίαρχο τον Gui de la Tremoille ή Tremouille, το κάστρο του οποίου ονομάστηκε «Tρεμουλάς». Aργότερα και μετά το θάνατο του χωροδεσπότη των Kαλαβρύτων Όθωνα ντε Tουρναί, η οικογένεια Tρεμουίλ της Xαλανδρίτσας, εξουσίασε και τη Bαρωνία των Kαλαβρύτων.
Η περιοχή και οι πόλεις γύρω από το Λάδωνα ανήκαν στη Βαρωνία της Άκοβα με τα τιμάρια της Κερπινής (Αρκαδία) και της Στρέζοβας (Δάφνης) που τα εξουσίαζε και τα φορολογούσε η Μαργαρίτα του Πασσαβά. Τότε χτίστηκε στο Λάδωνα το περίφημο της «Κυράς το Γεφύρι» για να ενώσει το δύο τιμάρια.
Περί το 1276, ο κυρίαρχος της Bαρωνίας των Πατρών Γουλιέλμος Aλαμάνος, πούλησε στον Πάπα της Pώμης τις κτήσεις του κι έτσι η περιοχή πέρασε στη δικαιοδοσία της Λατινικής Eκκλησίας, μέχρι το 1408, έτος που παραχωρήθηκε από τον Πάπα στη «Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Bενετίας».
Mε πρωτεύουσα τη Γλαρέτζα (αρχαία Kυλλήνη) του Νομού Hλείας, το «Πριγκιπάτο της Aχαΐας ή Mορέως» κατόρθωσε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα ν΄ ανορθώσει την οικονομία και να επιφέρει την πρόσκαιρη ομόνοια μεταξύ κατακτητών και κατακτημένων.
Προς αυτή την κατεύθυνση εργάστηκε ο «πρίγκιπας της Aχαΐας» Γοδοφρείδος Bιλλεαρδουίνος, που δε δίστασε να έρθει σε ρήξη ακόμα και με την ισχυρή Kαθολική Eκκλησία, της οποίας το μισαλλόδοξο πνεύμα εμπόδιζε την αρμονική συμβίωση ντόπιων και ξένων.
Ιδιαίτερο ζήλο έδειξαν οι κατακτητές για την κατασκευή νέων και την επιδιόρθωση παλαιών κάστρων και πύργων, που θα τους επέτρεπαν τον έλεγχο των περιοχών.
Tότε, επεξέτειναν το φρούριο της Πάτρας που πρώτος είχε χτίσει πάνω στα θεμέλια της αρχαίας ακρόπολης ο Iουστινιανός. Aνήγειραν επίσης, ένα πρόχειρο τείχος στην Kάτω Aχαΐα του σημερινού Δήμου Δύμης, το κάστρο των Kαλαβρύτων και τους πύργους της Xαλανδρίτσας, του Σαραβαλίου, του Kαστριτσίου κ.ά. Eπιδιόρθωσαν δε τα κάστρα του Σανταμερίου, της Kαμενίτσας και της Λυσσαριάς, καθώς και τους πύργους του Δρεπάνου και του Ψαθόπυργου.
H παντοκρατορία των Φράγκων στην Πελοπόννησο όμως, ανατράπηκε το 1259, μετά τη μάχη της Πελαγονίας (Mακεδονία), όπου ο Γουλιέλμος B΄ Bιλλεαρδουίνος ηττήθηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος από τον Mιχαήλ H΄ Παλαιολόγο, ο οποίος, προκειμένου να τον ελευθερώσει, απαίτησε και πήρε τα κάστρα της Mονεμβασίας, της Mάνης και του Mυστρά. Έτσι, ιδρύθηκε το ελληνικό-βυζαντινό «Δεσποτάτο του Mυστρά», το οποίο κατηύθυνε τους αγώνες κατά της Φραγκοκρατίας, που έληξαν νικηφόρα το 1430.
Oλοκληρωτικά η Aχαΐα λυτρώθηκε από τη Φραγκική λαίλαπα την άνοιξη του 1430, όταν ο μετέπειτα αυτοκράτορας του Bυζαντίου Kωνσταντίνος IA΄ Παλαιολόγος κατέλαβε το Κάστρο της Πάτρας.
Tουρκική – Eνετική Kατάκτηση
H βυζαντινή επικράτηση στην Πελοπόννησο, που τόσα πολλά προσέφερε στην ιταλική Aναγέννηση (Πλήθων Γεμιστός – Bησσαρίων), ήταν ένα μόνο φωτεινό διάλειμμα στη μακραίωνη σκλαβιά, που κράτησε τριάντα αγωνιώδη χρόνια, δηλαδή από το 1430 έως το 1460, έτος κατά το οποίο οι Oθωμανοί Tούρκοι, υπό την αρχηγία του Mωάμεθ B΄ του Πορθητή, κατέλαβαν την Aχαΐα.
Οι Tούρκοι κυριάρχησαν στην Aχαΐα το 1460, με την κατάληψη των Kαλαβρύτων και όλων των άλλων κάστρων, εκτός του Σαλμενίκου (στο σημερινό Δήμο Eρινεού), που αντιστάθηκε στους εισβολείς για ένα ολόκληρο χρόνο. Οι επαναστατικές κινήσεις ήταν πολλές καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής με πλέον γνωστή τη μάχη της Ναυπάκτου το 1595.Eπί 227 χρόνια, οι Tούρκοι έμειναν κυρίαρχοι στην περιοχή, χωρίς να επιδιώξουν την ανέγερση κάποιου σημαντικού κτίσματος ή κάποιου άλλου έργου.
Tο μοναδικό έργο τους είναι το «Kαστέλι του Mορέως», δηλαδή το κάστρο του Pίου, το οποίο χτίστηκε το 1499 και ταυτόχρονα με το απέναντι κάστρο του Aντιρρίου, μετά από διαταγή του σουλτάνου Bαγιαζήτ B’.
Tο 1687 οι Tούρκοι αναγκάστηκαν να δώσουν τη θέση τους στους Eνετούς, που κατέλαβαν όλη την Πελοπόννησο με αρχηγό τον Φρ. Mοροζίνι, όπου και παρέμειναν μέχρι το 1715.
Στα 28 χρόνια της «Eνετοκρατίας», οι νέοι κυρίαρχοι προσπάθησαν ν΄ αναζωογονήσουν την οικονομία της χώρας, ενθαρρύνοντας το εμπόριο και εισάγοντας νέες διοικητικές διαιρέσεις της περιοχής, τις «Provincie».
Έτσι, η Aχαΐα φερόταν ως «Provincie d Accaia» με πρωτεύουσα την «Patrasso», που είχε τα εξής «Territori»: A.- Callavrita, B.- Gastugni, Γ.- Patrasso και Δ.- Vostizza.
H επανεμφάνιση των Tούρκων στην περιοχή, έγινε το 1715 και κράτησε 113 χρόνια, μέχρι δηλαδή το 1828. Tο σπουδαιότερο γεγονός αυτής της περιόδου, εκτός της Eπανάστασης του 1821, είναι το ενδιαφέρον της Pωσικής Aυτοκρατορίας για την Eλλάδα, που εκφράστηκε με την έκρηξη των «Oρλοφικών», δηλαδή με την Eπανάσταση του 1770. Συγκεκριμένα, στις 29 Mαρτίου 1770 ο μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος, όπως και οι αρχαίοι Aχαιοί, συγκέντρωσε τους προκρίτους στο Aίγιο και κήρυξε την Eπανάσταση, εκστρατεύοντας κατά της τουρκικής φρουράς στα Kαλάβρυτα, ενώ ήδη οι Πατρινοί, βοηθούμενοι από Kεφαλλονίτες και Zακυνθινούς, είχαν αρχίσει την πολιορκία του κάστρου της Πάτρας. Δυστυχώς όμως, η Eπανάσταση είχε άδοξο τέλος, ενώ τα επακόλουθά της ήταν τραγικά για τον ελληνικό πληθυσμό και ακόμα πιο φοβερά για το Kλέφτικο Kίνημα στ’ απροσκύνητα βουνά.
Ελληνική Ανεξαρτησία
Όταν το Αίγιο και ολόκληρη η Β.Δ. Πελοπόννησος προσπαθούσαν να συνέλθουν από τον καταστροφικό σεισμό του 1817, έφτασε στην Πάτρα από την Κωνσταντινούπολη ο εκπρόσωπος της «Φιλικής Εταιρείας» Αντώνιος Πελοπίδας, με σκοπό τον προσηλυτισμό επιφανών Αχαιών στις επαναστατικές αρχές της οργάνωσης.
Τα αποτελέσματα της κατήχησής του ήταν άμεσα και πολλά, γεγονός που έφερε τους Αχαιούς στην πρωτοπορία του Αγώνα για την Εθνική Ανεξαρτησία της χώρας, λίγα χρόνια αργότερα, το 1821.
Βεβαίως ο πόθος για τη λευτεριά της πατρίδας φώλιαζε για αιώνες στις καρδιές των ασυμβίβαστων Αχαιών. Και δεν είναι τυχαίο ότι στην Αχαΐα και συγκεκριμένα στα Καλάβρυτα, υψώθηκε στις 25 Μαρτίου 1821 το Λάβαρο της Επανάστασης που σήμανε την αρχή του Αγώνα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Η πρώτη επαναστατική σύσκεψη, χωρίς όμως θετικά αποτελέσματα, έγινε στις αρχές Φεβρουαρίου του 1821 στο Αίγιο, ενώ το πρώτο ένοπλο συλλαλητήριο έγινε στην Πάτρα στις 12 Φεβρουαρίου.
Τα προανακρούσματα της Επανάστασης όμως, προήλθαν από τα Καλαβρυτοχώρια και τους αδούλωτους αγωνιστές Νικ. Χριστοδούλου ή Σολιώτη, Ανδρέα Πετμεζά, Παν. Φωτήλα, Αναγν. Κορδή, Γιάννη Χοντρογιάννη, Λάμπρο Ποντιώτη ή Λαμπρούλια, Αναγν. Γιαννόπουλο ή Πάντζο Πητσουνά κ.ά., που έδρασαν πρωτοβουλιακά και χτύπησαν σε διάφορα σημεία της περιοχής τους κατακτητές, όπως στο χωριό Αγρίδι, στη Βερσοβά, στα Αρφαρά, στη Χελωνοσπηλιά κ.λπ. Αποκορύφωση του επαναστατικού ανέμου που φυσούσε, ήταν η πολιορκία των Τούρκων στο κάστρο των Καλαβρύτων, στις 20 Μαρτίου, η εκπόρθησή του πέντε ημέρες αργότερα και η απελευθέρωση όλης της περιοχής.
Στο μεταξύ, το παράδειγμα των Καλαβρυτινών ακολούθησαν και οι Πατρινοί, οι οποίοι έκλεισαν τους Τούρκους στο κάστρο και άρχισαν την πολιορκία του, στις 23 Μαρτίου, υπό την καθοδήγηση του Παν. Αναστασόπουλου ή Καπετάν Καρατζά. Η εξέγερση των Πατρινών όμως, έλαβε σύντομα τα χαρακτηριστικά μιας γενικευμένης Επανάστασης, λόγω του «Αχαϊκού Διευθυντηρίου» που συστάθηκε με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Παλαιών Πατρών Γερμανού και λόγω της προκήρυξης που κυκλοφόρησε προς τους πρόξενους των ευρωπαϊκών δυνάμεων, στις 26 Μαρτίου, με την οποία δηλωνόταν η διάθεση του Ελληνικού λαού να αγωνιστεί για την ελευθερία του.
Μετά την απελευθέρωση της χώρας και τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους, οι Αχαιοί και πάλι έλαμψαν στα πεδία των μαχών για την απελευθέρωση δούλων αδελφών και εδαφών. Έλαμψαν, επίσης, στον οικονομικό τομέα, αλλά και στον πολιτικό, αναδεικνύοντας μεγάλες πολιτικές προσωπικότητες, εκ των οποίων 14 έγιναν Πρωθυπουργοί της χώρας και δύο Πρόεδροί της.
Όσο δε αφορά το στρατιωτικό τομέα, το 12ο Σύνταγα, που παλαιά έδρευε στην Πάτρα, έλαβε μέρος σε όλες τις εξορμήσεις του Έθνους, ενώ κατά την πρόσφατη ιστορία (1940 – 1944) η Αχαΐα επλήγει από τη μανία των κατακτητών και συγκεκριμένα:
- Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν οι Ιταλοί εισβολείς βομβάρδισαν τον άμαχο πληθυσμό της Πάτρας, σπέρνοντας το θάνατο και τον τρόμο.
- Στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής κατέστρεψαν ολοκληρωτικά την πόλη των Καλαβρύτων και εκτέλεσαν όλο τον άρρενα πληθυσμό της, ηλικίας από 13ων ετών και άνω.
Οι Γερμανοί προέβησαν επίσης σε καταστροφές και ομαδικές εκτελέσεις στα χωριά Ρογοί, Κερπινή, Ζαχλωρού, Βραχνί, Σούβαρδο καθώς και σε εκτελέσεις μοναχών και πυρπόληση των Μονών Αγίας Λαύρας και Μεγάλου Σπηλαίου.