Αρχαία Ελληνικά Θέατρα

Το αρχαίο θέατρο Γιτάνων βρίσκεται στην καταλληλότερη θέση της πόλης των Γιτάνων, δηλ. στους δυτικούς πρόποδες της Βρυσέλλας, στη βραχώδη δυτική πλαγιά των Γιτάνων, στο κοίλωμα του λόφου, έξω από τη δυτική πλευρά του τείχους. Εκεί οδηγούσε από το Πρυτανείο ένας πλακόστρωτος δρόμος. Το θέατρο έχει προσανατολισμό προς τον ποταμό Καλαμά, δηλ. από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Αν και το θέατρο βρισκόταν έξω από το τείχος, προστατευόταν από εχθρικές επιδρομές χάρη σε ένα προτείχισμα, που βρίσκεται μεταξύ της βορειοδυτικής γωνίας της οχύρωσης και του ποταμού και φυσικά από το ποτάµι.

Το θέατρο κατασκευάστηκε κατά τα μέσα του 3ου αι. π. Χ., την εποχή της άνθησης των Γιτάνων, αλλά χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση (168/167 π. Χ.), όταν οι Ρωμαϊκές λεγεώνες υπό τον Αιμίλιο Παύλο κατέστρεψαν τα Γίτανα και πάρα πολλές πόλεις στην Ήπειρο. Το θέατρο υπέστη αργότερα φθορές από σεισμό, ο οποίος προκάλεσε μετατόπιση των εδωλίων και επιχώσεις. Επιπλέον η υπερχείλιση του Καλαμά και η νομή κοπαδιών εντός του αρχαιολογικού χώρου προκάλεσαν επιπλέον φθορές. Τέλος στον χώρο είχε στηθεί παλαιότερα ασβεστοκάμινο, γεγονός που αποδεικνύει πως υλικό του θεάτρου είχε χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ασβέστη.

Οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 1996 από την κα Κ. Πρέκα – Αλεξανδρή και μέχρι σήμερα έχει ανασκαφεί ένα τμήμα του θεάτρου. Έτσι, έχουν έρθει στο φως ένα τμήμα του κοίλου στην πλαγιά, η ορχήστρα και μέρος της σκηνής, ενώ ακόμη δεν έχουν ανασκαφεί πλήρως οι πάροδοι.

Το αρχαίο θέατρο Γιτάνων είχε χωρητικότητα περίπου 4.000 θεατών. Το θέατρο κατασκευάστηκε από λευκό ασβεστόλιθο, ενώ η αρχιτεκτονική του είναι η συνηθισμένη που συναντάται και στα άλλα αρχαία ελληνικά θέατρα.

Το κοίλο έχει μέγιστη διάμετρο 65 μέτρα και ύψος 10 μέτρα και ένα μικρό τμήμα του έχει λαξευθεί απευθείας επάνω στη βραχώδη πλαγιά. Το σχήμα του είναι λίγο μικρότερο από ημικύκλιο, για να μπορούν να βλέπουν οι θεατές που κάθονταν στα ακραία εδώλια. Το κοίλο διαθέτει 28 σειρές εδωλίων, που χωρίζονται σε δύο τμήματα από το διάζωμα, ενώ 4 κλίμακες διαιρούν το κοίλο σε 5 κερκίδες. Η πρόσοψη του κοίλου διέθετε δύο πολυγωνικούς αναλημματικούς τοίχους, από τους οποίους σώζονται λείψανα.

Τα περισσότερα εδώλια είναι καλά επεξεργασμένοι ορθογώνιοι λίθοι από λευκό ασβεστόλιθο με μήκος 1,25-1,50 μ., πλάτος 0,40 μ. και ύψος 0,37 μ., ενώ ορισμένα είναι λαξευμένα πάνω στον βράχο. Μέχρι στιγμής έχουν ανασκαφεί δεκάδες εξ αυτών, που έχουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: στην πρόσθια πλευρά φέρουν εγχάρακτες επιγραφές με ονόματα ανδρών (π.χ. Μενέδαμος, Παυσανίας, Χαροπίδας, Τιμόδαμος, Αλέξανδρος, Φαλακρίωνας Κέφαλος, Νικόστρατος κ.ά.). Πολλές φορές στο ίδιο εδώλιο εμφανίζονται δύο ονόματα, το πρώτο σε ονομαστική και το δέυτερο σε αιτιατική πτώση. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως εμφανίζεται (και μάλιστα δύο φορές) και το γυναικείο όνομα Φιλίστα. Αν και δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με την ταυτότητα των προσώπων αυτών, είναι πολύ πιθανόν πως πρόκειται για ονόματα απελεύθερων.

Η ορχήστρα έχει κατασκευαστεί, σύμφωνα με τις αρχές του Βιτρούβιου, ως πλήρης κύκλος με εγγεγραμμένο τετράγωνο, οι πλευρές του οποίου είναι παράλληλες προς τους κύριους άξονες του θεάτρου, ενώ το κυκλικό τμήμα της, προς το μέρος της σκηνής, τέμνεται από το προσκήνιο. Το δάπεδό της είχε κατασκευαστεί από λατύπη (μικρό κομμάτι πέτρας, αποκομμένο κατά την εξόρυξη/λάξευση πέτρινου όγκου) και χώμα. Επίσης οι ανασκαφές έφεραν στο φως τη θυµέλη, η οποία δεν βρέθηκε στο κέντρο της ορχήστρας, αλλά είχε μετακινηθεί κοντά στη σκηνή.

Η σκηνή (μήκους 15,50 μ., πλάτους 5,50 μ. και σωζομένου ύψους 0,50 μ.) ήταν ορθογώνια και διώροφη. Διέθετε εσωτερική σειρά 7 πεσσών πεπλατυσμένου τύπου (πεσσοστοιχία) που στήριζε τον όροφο, ενώ το προσκήνιο είχε μια σειρά δώδεκα μονολιθικών ημικιόνων, πάνω στους οποίους υπήρχε δωρικός θριγκός με λίθινο επιστύλιο.

Αποκαλύφθηκε, τέλος, τμήμα των παρόδων, κατά μήκος των οποίων, ανασκάφτηκαν αναλημματικοί τοίχοι που συγκρατούν το κοίλο του θεάτρου. Οι τοίχοι είναι δομημένοι κατά το πολυγωνικό σύστημα, με σωζόμενο ύψος 16,00 μ. (ο βόρειος) και 14,00 μ. (ο νότιος). Η έρευνα για την πλήρη διαμόρφωση των παρόδων δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα.

Μετά από δοκιμαστικές τομές των αρχαιολόγων στα νοτιοδυτικά της σκηνής αποκαλύφθηκαν ορισμένα τμήματα τοίχων. Όμως οι τοίχοι αυτοί έχουν ακανόνιστη τοιχοποιία και δεν φανερώνουν επιμελημένη κατασκευή. Ακόμη δεν έχει εξακριβωθεί η χρησιμότητα αυτού του οικοδομήματος.

Το αρχαίο θέατρο Γιτάνων είναι μεγαλύτερο από το θέατρο της Βέλιανης (Ελέας), αλλά μικρότερο από το θέατρο της Κασσώπης. Πάντως κατασκευαστικά παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με τα θέατρα της Κασσώπης και της Αμβρακίας.

Είναι αξιοσημείωτο πως το αρχαίο θέατρο Γιτάνων μαζί με την Αγορά και το Πρυτανείο αποτελούσε το κέντρο της δημόσιας ζωής των Γιτάνων. Καθώς τα Γίτανα ήταν η έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών και των Ηπειρωτών, στο θέατρο δεν πραγματοποιούνταν μόνο παραστάσεις αλλά και πολιτικές συγκεντρώσεις, οι συνελεύσεις του Κοινού των Θεσπρωτών και των Ηπειρωτών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Τίτου Λίβιου, το 172 π. Χ. οι δύο απεσταλμένοι των Ρωμαίων, Μάρκιος και Ατίλιος, επισκέφθηκαν τα Γίτανα και ζήτησαν από το Κοινό των Ηπειρωτών να ταχθεί με το μέρος των Ρωμαίων. Η συνέλευση του Κοινού συνήλθε πιθανότατα στο θέατρο και αποφάσισε να ταχθεί με το μέρος των Ρωμαίων.

Μετά τις εργασίες ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου των Γιτάνων, οι οποίες ολοκληρώθηκαν τον Ιούνιο του 2009, το θέατρο έχει ενταχθεί στη διαδρομή περιήγησης των επισκεπτών. Ως προσωρινό μέτρο για την προστασία του θεάτρου από τις πλημμύρες του Καλαμά έχει κατασκευαστεί τοιχίο-ανάχωμα στο πλαίσιο των εργασιών ανάδειξης του χώρου.

Νομός Θεσπρωτίας, Πληροφορίες, τηλ.: 26650 29 177

Το θέατρο των Δελφών είναι ένα από τα λίγα θέατρα της αρχαίας Ελλάδας, για το οποίο γνωρίζουμε τόσο την ακριβή χρονολόγηση όσο και τις μορφές που είχε στη διάρκεια των αιώνων, το συνολικό του σχέδιο και την όψη του κοίλου. Βρίσκεται μέσα στο ιερό του Απόλλωνα, στη βορειοδυτική γωνία και στη συνέχεια του περιβόλου του. Στην αρχαιότητα φιλοξενούσε τους αγώνες φωνητικής και ενόργανης μουσικής, που διεξάγονταν στο πλαίσιο των Πυθίων και άλλων θρησκευτικών εορτών και τελετουργιών, των οποίων η σημασία προσδίδει στο μνημείο πνευματική και καλλιτεχνική αξία ισότιμη με την αθλητική ιδέα που συμβολίζει το αρχαίο στάδιο της Ολυμπίας. Η μορφή του πρώτου θεάτρου, που κατασκευάσθηκε στο χώρο, δεν μας είναι γνωστή. Είναι πιθανό ότι οι θεατές κάθονταν σε ξύλινα καθίσματα ή απ’ ευθείας στο έδαφος. Αργότερα, τον 4ο αι. π.Χ., κτίσθηκε το πρώτο πέτρινο θέατρο και ακολούθησαν πολλές επισκευές του. Τη σημερινή του μορφή, με τη λιθόστρωτη ορχήστρα, τα λίθινα εδώλια και τη σκηνή, έλαβε κατά τους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους, το 160/159 π.Χ., όταν ο Ευμένης Β΄ της Περγάμου χρηματοδότησε τις κατασκευαστικές και επισκευαστικές εργασίες που έγιναν στο μνημείο.

Το κοίλο του θεάτρου διαμορφώθηκε εν μέρει στο φυσικό έδαφος (στα βόρεια και δυτικά) και εν μέρει σε τεχνητή επίχωση (στα νότια και ανατολικά). Διαιρείται με το διάζωμα σε δύο ζώνες, από τις οποίες η ανώτερη έχει 8 σειρές εδωλίων και η κατώτερη 27. Οι δύο ζώνες χωρίζονται με ακτινωτές κλίμακες, σε έξι κερκίδες η επάνω και σε επτά η κάτω, συνολικής χωρητικότητας 5.000 θεατών. Η πεταλοειδής ορχήστρα πλαισιώνεται από αποχετευτικό αγωγό, ενώ το πλακόστρωτο δάπεδό της και το θωράκιο προς την πλευρά του κοίλου ανήκουν στους ρωμαϊκούς χρόνους. Στους τοίχους των παρόδων είναι εντοιχισμένες απελευθερωτικές επιγραφές, το κείμενο των οποίων, όμως, έχει χαθεί λόγω της φθοράς που έχει υποστεί η επιφάνεια των λιθοπλίνθων. Από τη σκηνή σώζονται μόνο τα θεμέλια. Φαίνεται ότι χωριζόταν σε δύο μέρη, το προσκήνιο και την κυρίως σκηνή. Τον 1ο αι. μ.Χ. η πρόσοψη του προσκηνίου διακοσμήθηκε με ζωφόρο, στην οποία απεικονίζονταν οι άθλοι του Ηρακλή.

Στο θέατρο έχουν γίνει ανασκαφές και εργασίες συντήρησης, ωστόσο το μνημείο έχει υποστεί αρκετές φθορές και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη του (εδώλια και λιθόπλινθοι παρόδων) βρίσκονται ακόμη διάσπαρτα σε ολόκληρο το ιερό. Επί πλέον, το κοίλο παρουσιάζει φαινόμενα καθιζήσεων, ενώ έντονο είναι και το φαινόμενο των επιφανειακών απολεπίσεων και ρηγματώσεων των λίθων, που οδηγούν σε απώλεια μεγαλύτερων τμημάτων του ασβεστολιθικού υλικού.

Νομός Φωκίδας, Πληροφορίες, τηλ.: 22650 82 312

Το αρχαίο θέατρο της Δήλου άρχισε να οικοδομείται μετά το 314 π.Χ. και οι εργασίες ολοκληρώθηκαν 70 χρόνια αργότερα. Εγκαταλείφθηκε μετά την καταστροφή της Δήλου το 69 π.Χ.

Το μνημείο έχει την τριμερή διάρθρωση των ελληνιστικών θεάτρων, δηλαδή αποτελείται από κοίλο,ορχήστρα και σκηνικό οικοδόμημα.

Το κοίλον του θεάτρου χωρίζεται σε δύο διαζώματα τα οποία αποτελούνται από βαθμίδες και στις οποίες είχαν τη δυνατότητα να καθίσουν περίπου 6.500 θεατές.Οι θεατές έφταναν από τις παρόδους, δηλαδή πλάγιες μεγάλες εισόδους στο επίπεδο της ορχήστρας ή από τις εισόδους στα άκρα του διαζώματος αλλά και από μια τρίτη είσοδο στο ψηλότερο σημείο του κοίλου. Σήμερα σώζονται σε καλή κατάσταση τα καθίσματα της προεδρίας τα οποία προορίζονταν για συγκεκριμένα άτομα.

Το κέντρο του θεάτρου αποτελεί η ημικυκλική ορχήστρα όπου έκλεινε με τη σκηνή και εκεί έπαιζε ο χορός. Η σκηνή ήταν οικοδόμημα ορθογώνιο, με τέσσερις εισόδους συνολικά και χρησίμευε ως αποδυτήριο. Μπροστά από τη σκηνή έχουμε το προσκήνιον, μια στοά με ύψος 2,67 μ.,εκεί έπαιζαν οι ηθοποιοί. Η πρόσβαση στην επίπεδη στέγη του προσκηνίου γινόταν από τρία ανοίγματα στον όροφο της σκηνής ή από μια εξωτερική ξύλινη σκάλα στη βόρεια στενή πλευρά. Δύο υπόγεια περάσματα συνέδεαν τη στοά του προσκηνίου με την ορχήστρα για τις μετακινήσεις των ηθοποιών, αφού δεν έπρεπε να γίνουν αντιληπτοί από το κοινό.

Εντυπωσιακή θα πρέπει να ήταν και η μεγάλη δεξαμενή του θεάτρου που είναι έργο του 3ου αιώνα π.Χ. και στην οποία κατέληγαν τα νερά της βροχής από το κοίλον μέσα από τον αγωγό της ορχήστρας. Η επιβλητική αυτή κατασκευή είχε μήκος 22,50 και πλάτος 6 μ. Ήταν χωρισμένη από μεγάλα τόξα με ωραία λιθοδομή, σε εννέα τμήματα.

Στο χώρο του θεάτρου σώζονται σήμερα λείψανα βωμών και ιερών, αφιερωμένων στον Διόνυσο, στον Ερμή, στον Πάνα, στην Άρτεμη Εκάτη αλλά και στον Απόλλωνα. Το θέατρο ήταν κατάλληλος τόπος για την ίδρυση τιμητικών αλλά και αναθηματικών αγαλμάτων. Τα περισσότερα από τα αναθήματα συνδέονταν με τα θεάματα που διεξάγονταν στο θέατρο. Κυρίως μπροστά από την κιονοστοιχία του προσκηνίου είχαν στηθεί πολλά τιμητικά αγάλματα, όπως ο χάλκινος ανδριάντας του αυλητή Σατύρου του Σάμιου που ανατέθηκε από το Δήμο των Δηλίων γύρω στο 200 π.Χ. Το άγαλμα αυτό σήμερα δεν σώζεται, σώζεται όμως η βάση του με ένα στέφανο και δύο τρίποδες.

Σήμερα, επισκέψιμη είναι η ορχήστρα αλλά και η περιοχή γύρω από το θέατρο. Το κοίλον δεν σώζεται σε καθόλου καλή κατάσταση και επομένως δεν είναι δυνατή η επισκεψιμότητα του. Σώζονται ελάχιστα τμήματα του σκηνικού οικοδομήματος και των εισόδων αλλά και ελάχιστα από τα εδώλια του μνημείου. Πολλά μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη βρίσκονται διάσπαρτα στη γύρω περιοχή.

Νησί Κυκλάδων, Πληροφορίες, τηλ.: 22890 22 259

Τα κατάλοιπα του θεάτρου του Διονύσου Ελευθερέως, σε άμεση χωρική και συμβολική σχέση με το ομώνυμο ιερό, δεσπόζουν στο ανατολικό τμήμα της νότιας πλαγιάς της Ακρόπολης. Ο χώρος αυτός έχει συνδεθεί με τη γένεση και εξέλιξη ενός από τα κορυφαία επιτεύγματα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, δηλ. του δράματος και της σύλληψης του θεάτρου ως καλλιτεχνικής και αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Εδώ πρωτοδιδάχτηκαν τα κορυφαία έργα των μεγάλων κλασικών δραματικών ποιητών, Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη και Μενάνδρου, τα οποία όχι μόνο παίδευσαν πολύπλευρα το αθηναϊκό κοινό και συνέβαλαν καθοριστικά στο συνεχή επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας του αθηναίου πολίτη ως μέλους του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά έως σήμερα συνιστούν πνευματική παρακαταθήκη για όλη την ανθρωπότητα. Ο αρχιτεκτονικός κυκλικός σχεδιασμός μάλιστα του ολόλιθου αθηναϊκού θεάτρου και η υλοποίησή του σε ένα κατωφερές έδαφος κατέχει στην ιστορία της αρχιτεκτονικής των θεατρικών χώρων αρχετυπικό ρόλο, αφού εδώ εφαρμόστηκε για πρώτη φορά, περίπου το 350 π.Χ., και στο εξής απετέλεσε πρότυπο για όλους τους θεατρικούς χώρους.

Αν και το αθηναϊκό θέατρο δέχθηκε καταστροφές, αλλαγές χρήσης και συλήσεις του υλικού του και για πολλούς αιώνες είχε καλυφθεί με παχιές επιχώσεις, η μνήμη του διατηρήθηκε ζωντανή διαμέσου των αιώνων από τα σωζόμενα έργα της κλασικής δραματουργίας. Με την αποκάλυψή του το 1862 η γένεση και οι εξελικτικές φάσεις του στάθηκαν αντικείμενο μελέτης πολλών διακεκριμένων επιστημόνων διεθνώς. Το μεγαλύτερο μέρος των σήμερα σωζομένων καταλοίπων ανήκουν, με τις όποιες μεταγενέστερες μετατροπές και αλλαγές, στη μνημειακή ολόλιθη ανακαίνιση του αθηναϊκού θεάτρου των ετών 350-320 π.Χ. περίπου, η οποία εκκίνησε επί Ευβούλου, αλλά ολοκληρώθηκε από τον ρήτορα και διαχειριστή επί των οικονομικών Λυκούργο (334-326 π.Χ.), που υπήρξε θαυμαστής των μεγάλων Τραγικών ποιητών του 5ου αι. π.Χ. και των επιτευγμάτων της εποχής του Περικλή.

Η ανάπτυξη του θεατρικού χώρου συνδέεται άμεσα με την εγκαθίδρυση της λατρείας του Διονύσου Ελευθερέως στη βάση της νότιας πλαγιάς της Ακρόπολης. Η παράδοση λέει ότι αυτή εισήχθη από την πόλη των Ελευθερών, ευρισκόμενη στα αττικοβοιωτικά σύνορα, κατά πάσα πιθανότητα από τον τύραννο Πεισίστρατο μεταξύ του 560-530 π.Χ. Εξάλλου και τα πρώτα αρχαιολογικά ευρήματα από το ιερό, δηλ. τμήμα αετώματος με παράσταση σατύρων και νυμφών, τοποθετούνται χρονολογικά στην ίδια περίοδο. Τότε καθιερώθηκε και η μεγάλη λαϊκή εορτή των αστικών Διονυσίων, που εορταζόταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα κάθε έτος τέλη Μαρτίου/αρχές Απριλίου, τον αττικό μήνα Ελαφηβολιώνα. Ο αρχαίος ναός με το ιδρυτικό ξόανο του θεού και ο βωμός, γύρω από τον οποίο ετελούντο αρχικά θρησκευτικά δρώμενα με παραστατικό χαρακτήρα απετέλεσε τον πυρήνα της εξέλιξης του θεατρικού χώρου, άμεσα βόρεια αυτού. Αντίστοιχα στην τελετουργική όρχηση των λατρευτών με μεταμφίεση σατύρων ή ζώων, που τραγουδούσαν με συνοδεία αυλού τον διθύραμβο (ιερό τραγούδι με θέματα από τη μυθολογία του Διονύσου) γύρω από το βωμό, πρέπει να αναζητηθεί το γενεσιουργό κύτταρο του αρχαίου δράματος.

Οι λιγοστές αναφορές των αρχαίων πηγών στα περίφημα ικρία του αθηναϊκού θεάτρου και σε καταρρεύσεις, που συνέβησαν στις αρχές και στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι το θέατρο των μεγάλων Τραγικών ποιητών ήταν από ξύλο και τα καθίσματα διαμορφωνόταν πάνω σε ψηλά ικριώματα, όχι πάντα ασφαλή στατικά. Η διάρκεια αυτού του θεάτρου με όποιες αλλαγές και μετατροπές θα πρέπει να τοποθετηθεί τουλάχιστον από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. έως την οικοδόμηση του νέου μνημειακού λίθινου θεάτρου, γύρω στο 350 π.Χ. Η έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων έως πρόσφατα οδηγούσε πολλούς ερευνητές να πιστεύουν ότι αυτό ήταν προσωρινού χαρακτήρα και δεν θα είχαν διατηρηθεί κάποιες αρχαιολογικές ενδείξεις γι’ αυτό. Πρόσφατες μικρές ανασκαφικές διερευνήσεις στο πλαίσιο των αναστηλωτικών έργων της Επιστημονικής Επιτροπής Μνημείων Νότιας Κλιτύος έδωσαν τα πρώτα ασφαλή στοιχεία για το ξύλινο θέατρο. Η αποκάλυψη των οπών έδρασης των ορθογώνιας διατομής ικρίων, οι θέσεις εύρεσης, τα αποτυπώματα της δομής του ξύλου, που αποκαλύφθηκαν με «χειρουργική» ανασκαφή στα χωμάτινα τοιχώματα των οπών, κατέδειξαν ότι το κλασικό ξύλινο θέατρο ήταν μόνιμου χαρακτήρα. Από τον ύστερο 6ον π.Χ. έως τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. το πλάτωμα της ορχήστρας συνιστούσε το κέντρο των θεατρικών δρώμενων, ενώ τα ξύλινα έδρανα, πιθανότατα σε πειόσχημη διάταξη περί την ορχήστρα, εδράζονταν βαθμιδωτά πάνω σε ένα πυκνό «δάσος» ψηλών ικρίων. Σε αυτή την καθοριστική φάση εξέλιξης των ειδών του δράματος και κυρίως της τραγωδίας ο σκηνικός χώρος πιθανότατα υποδηλωνόταν με κινητά στοιχεία ή πρόχειρες κατασκευές.

Από τα μέσα περίπου του 5ου αι. π.Χ. οι σωζόμενες τραγωδίες μαρτυρούν σοβαρές δραματουργικές αλλαγές και την ανάγκη σταθερού σκηνικού οικοδομήματος με τρεις θύρες και θεατρικό εξοπλισμό (θεατρική μηχανή, εκκύκλημα). Σύμφωνα με τελευταίες έρευνες φαίνεται ότι την εποχή του Περικλή ξεκίνησε ένα ευρύ πρόγραμμα ανακαίνισης του θρησκευτικού και πολιτιστικού κέντρου της νότιας κλιτύος με την οικοδόμηση του περίφημου Ωδείου, την κατασκευή λίθινου θεάτρου και την ανακαίνιση του ιερού. Η οικοδόμηση του νέου θεάτρου δεν κατέστη εν πολλοίς δυνατή λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης της Αθήνας με το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.). Τμήματα ορθογώνιων λίθινων καθισμάτων με επιγραφές σχετίζονται με την ανακαίνιση της πρώτης σειράς των διακεκριμένων θέσεων (Προεδρία) του ξύλινου θεάτρου. Συγκριτικά οικοδομικά στοιχεία του 5ου αι. π.Χ., καθώς και επιγραφικές μαρτυρίες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρώτο σταθερό σκηνικό οικοδόμημα που ανέβηκαν τα μεγάλα έργα των Τραγικών (2ο μισό του 5ου αι. π.Χ.) θα πρέπει να ήταν κτισμένο σε λίθινο θεμέλιο με πλινθόκτιστους τοίχους ενισχυμένους με ξυλοδεσιές και επιχρισμένους, αλλά με πλούσια σκηνογραφικά στοιχεία στην όψη προς τον χώρο των θεατών. Η περίφημη θεατρική μηχανή ήταν σταθερή και δίκωλη (στηριζόμενη σε δύο πόδια) και εδραζόταν σε ένα στιβαρό θεμέλιο (θεμέλιο Τ) στο πίσω μέρος του εσωτερικού της σκηνής.

Η οικοδόμηση του πρώτου μνημειακού λίθινου θεάτρου της Αθήνας κατέστη δυνατή από το 350 π.Χ. περίπου, με την ανάκαμψη των δημόσιων οικονομικών. Πρόκειται για γιγαντιαίο τεχνικό έργο με ογκώδεις επιχώσεις, κατεργασία τεράστιων ποσοτήτων λίθου και υψηλού επιπέδου τεχνογνωσία. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του νέου αθηναϊκού θεάτρου με το ημικυκλικό κοίλο, τους 67 μαρμάρινους και ενεπίγραφους θρόνους της Προεδρίας, την κυκλική ορχήστρα και τη μαρμάρινη σκηνή με τα παρασκήνια απετέλεσε διαχρονικά το πρότυπο για την εξέλιξη όλων των θεατρικών κατασκευών. Ιδιαιτερότητα του αθηναϊκού θεάτρου συνιστά η ύπαρξη ενός και μεγάλου πλάτους διαζώματος, που χωροθετήθηκε περίπου στη θέση παλαιάς όδευσης της περιοχής αυτής της Ακρόπολης, του Περιπάτου. Η χωρητικότητα του κοίλου υπολογίζεται μεταξύ 17.000 και 19.000 θέσεις.

Στα ύστερα ελληνιστικά χρόνια αλλαγές παρατηρούνται στην πρόσοψη της σκηνής με τρέχουσα κιονοστοιχία στην όψη και ίσως δεύτερο όροφο, ενώ η μετακίνηση των παρασκηνίων πιο πίσω υπαγορεύθηκε προφανώς από τη μεγάλη ζήτηση για ανίδρυση όλο και περισσοτέρων έργων πλαστικής στις προβεβλημένες θέσεις των παρόδων (κύριων εισόδων) του θεάτρου. Μετά τις καταστροφές του Σύλλα (86 π.Χ.) επί του ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου νέα μαρμάρινα πρόπυλα ιωνικού ρυθμού αντικατέστησαν τους παλιότερους ξύλινους πυλώνες. Επί αυτοκράτορα Νέρωνα, το 61/2 μ.Χ., ανακατασκευάζεται το σκηνικό οικοδόμημα κατά τα πρότυπα των ρωμαϊκών σκηνών με βαθύ και χαμηλό προσκήνιο (pulpitum) και μνημειακή διώροφη πρόσοψη (scaenae frons).

Νέα λαμπρή περίοδος εγκαινιάζεται για το αθηναϊκό θέατρο επί του φιλέλληνα Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.), στον οποίο είχε απονεμηθεί ο τίτλος του άρχοντα των Αθηνών, υπήρξε δύο φορές (125 και 132 μ.Χ.) αγωνοθέτης στους Διονυσιακούς αγώνες, δηλ. ανέλαβε τη χρηματοδότηση της μεγάλης εορτής, και τιμήθηκε ως Νέος Διόνυσος. Την περίοδο αυτή επέρχονται κάποιες αλλαγές στο κοίλο: ανιδρύονται 13 χάλκινα αγάλματα του αυτοκράτορα στα κάτω τμήματα των κερκίδων, προστίθενται νέες σειρές θρόνων υψηλότερα στο κεντρικό τμήμα του κοίλου, ενώ για τον μεταλλικό (χάλκινο ή επιχρυσωμένο) θρόνο του ίδιου του Αδριανού κατασκευάζεται υπερυψωμένο βάθρο (θεωρείο) στην κεντρική κερκίδα. Οι επιγραφές των μαρμάρινων θρόνων της Προεδρίας αναλαξεύονται και τίτλοι ιερέων νέων λατρειών προστίθενται. Το ρωμαϊκού ρυθμού σκηνικό οικοδόμημα κοσμείται κατά την πρόσοψη με αγάλματα προσωποποιήσεων των τριών θεατρικών ειδών (Τραγωδίας, Κωμωδίας και του Σατυρικού), συμπυκνώνοντας έτσι στο πνεύμα του αδριάνειου κλασικισμού το λαμπρό κλασικό παρελθόν του δημόσιου αυτού χώρου και τη συμβολή της πόλης γενικότερα στην κλασική παιδεία.

Μετά τις μεγάλες καταστροφές του βαρβαρικού φύλου των Ερούλων το 267 μ.Χ. στην Αθήνα η τελευταία αναλαμπή του θεάτρου μαρτυρείται από τη μετασκευή του ρωμαϊκού προσκηνίου σε Βήμα (4ος αι. μ.Χ.) με υλικά από παλιότερα μνημεία και κυρίως με τα ανάγλυφα, που είχαν προέλθει από τη διακόσμηση του αδριάνειου βωμού στο ιερό και διηγούνταν την «αττική» παραλλαγή της βιογραφίας του θεού Διονύσου, από τη γέννησή του έως την εγκαθίδρυση της λατρείας του στη νότια κλιτύ. Ο αναθέτης του και άρχων των Αθηνών, Φαίδρος, αναφέρεται σε σωζόμενη κατά χώραν επιγραφή, από την οποία συνάγεται η περαιτέρω χρήση του θεάτρου για διονυσιακές εορτές στο πλαίσιο λαϊκών συγκεντρώσεων, προφανώς έως το 529 μ.Χ., όταν ο Ιουστινιανός έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές στην Αθήνα.

Αθήνα, περιοχή Μαρυγιάννη, Πληροφορίες, τηλ.: 210 32 24 625

Στη στενή κοιλάδα ανατολικά του Τόμαρου βρίσκεται το ιερό της Δωδώνης, που στην αρχαιότητα αποτελούσε το θρησκευτικό κέντρο της βορειοδυτικής Ελλάδας και συνδεόταν με τη λατρεία του πατέρα των θεών, Δία. Η Δωδώνη ήταν γνωστή για το ξακουστό μαντείο, που σύμφωνα με την παράδοση ήταν το αρχαιότερο στην ελληνική επικράτεια, στοιχείο που επιβεβαιώνεται και από τις αναφορές του στα ομηρικά έπη. Σχετικά με την ίδρυση του ιερού, ο Ηρόδοτος (2.52) αναφέρει το σχετικό μύθο, που του είπαν οι ιερείς, όταν επισκέφθηκε τη Δωδώνη: από τη Θήβα της Αιγύπτου ξεκίνησαν δύο μαύρα περιστέρια (πελειάδες), από τα οποία το ένα πήγε στη Λιβύη, όπου ιδρύθηκε το ιερό του Άμμωνα Δία, και το άλλο ήλθε στη Δωδώνη και κάθισε επάνω σε μία βελανιδιά, το ιερό δένδρο του Δία, και με ανθρώπινη ομιλία υπέδειξε το σημείο όπου έπρεπε να ιδρυθεί το μαντείο του θεού. Από το θρόισμα των φύλλων του δένδρου και από το πέταγμα των πουλιών που φώλιαζαν σε αυτό, οι μάντεις ερμήνευαν τη βούληση του Δία. Οι χρησμοί δίνονταν και με βάση το κελάρυσμα των νερών της ιερής πηγής και από τον ήχο χάλκινων λεβήτων που στέκονταν πάνω σε τρίποδες γύρω από το ιερό δένδρο. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, οι ιερείς του μαντείου ήταν αρχικά μόνο άνδρες, αλλά αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους και γυναίκες, οι λεγόμενες «Πελειάδες». Χαρακτηριστικό των ιερέων ήταν ότι περπατούσαν ξυπόλυτοι και κοιμούνταν στη γη για να έχουν άμεση επαφή με αυτή.

Οι αρχαιολογικές έρευνες επιβεβαίωσαν την αρχαιότητα του χώρου, καθώς η χρήση της θέσης ανάγεται στην Εποχή του Χαλκού. Η πρώτη λατρεία φαίνεται πως ήταν αυτή της θεάς Γης ή κάποιας γυναικείας θεότητας σχετικής με τη γονιμότητα, ενώ η λατρεία του Δία εισήχθη στη Δωδώνη από τους Σελλούς, κλάδο των Θεσπρωτών, και σύντομα εξελίχθηκε σε κυρίαρχη λατρεία. Ο Δίας είχε την προσωνυμία Νάιος και μαζί του λατρευόταν η Διώνη, σύζυγός του σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ενώ σταδιακά προστέθηκε και η λατρεία της κόρης τους Αφροδίτης, και αυτή της Θέμιδας, που λατρευόταν μαζί με τη Διώνη ως «νάιοι θεοί», δηλαδή σύνοικοι και σύνναιοι του Δία.

Στην αρχική του μορφή το ιερό ήταν υπαίθριο και οι διάφορες τελετουργίες πραγματοποιούνταν γύρω από το ιερό δένδρο (ιερή δρυς ή φηγός), όπου κατοικούσε το ζεύγος των θεών. Από τον 8ο αι. π.Χ. έφθαναν στο ιερό και αφιερώματα από τη νότια Ελλάδα, ιδιαίτερα χάλκινοι τρίποδες, αγαλματίδια, κοσμήματα και όπλα, γεγονός που σχετίζεται και με την εγκατάσταση αποίκων από ελληνικές πόλεις στις ηπειρωτικές ακτές. Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε στα άλλα ιερά της νότιας Ελλάδας (Δελφοί, Ολυμπία, Δήλος), στη Δωδώνη δε σημειώθηκε μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα την εποχή αυτή, κάτι που οφείλεται πιθανόν και στην απομονωμένη θέση, μακριά από την υπόλοιπη Ελλάδα και από πολυσύχναστους εμπορικούς δρόμους. Το ιερό εξακολουθούσε να είναι υπαίθριο και ο ιερός χώρος του δένδρου οριζόταν από ένα είδος περιβόλου που σχημάτιζαν οι χάλκινοι τριποδικοί λέβητες.

Η αρχή της οικοδομικής δραστηριότητας στο ιερό τοποθετείται στις αρχές του 4ου αι. π.Χ., όταν κατασκευάσθηκε ο πρώτος μικρός ναός του Δία και τρεις ιωνικές στοές. Τότε κτίσθηκε και ο περίβολος της ακρόπολης της Δωδώνης, που βρίσκεται βορειότερα, στην κορυφή του λόφου. Η μεγαλύτερη άνθηση του ιερού σημειώθηκε τον 3ο αι. π.Χ., στα χρόνια της βασιλείας του Πύρρου (297-272 π.Χ.), ο οποίος έδωσε στο ιερό μνημειακό χαρακτήρα. Τότε κατασκευάσθηκαν οι υπόλοιποι ναοί και τα πιο εντυπωσιακά οικοδομήματα, όπως το θέατρο, το βουλευτήριο, το πρυτανείο και το στάδιο, όπου τελούνταν τα Νάια, αγώνες προς τιμή του Δία. Ο χώρος καταστράφηκε το 219 π.Χ. από τους Αιτωλούς, αλλά ανοικοδομήθηκε και λειτούργησε μέχρι το 167 π.Χ., οπότε καταστράφηκε από τους Ρωμαίους. Νέες καταστροφές προκλήθηκαν στο ιερό το 88 π.Χ. από το Μιθριδάτη ΣΤ΄ Ευπάτορα, ηγεμόνα της σατραπείας του Πόντου, και τους Θράκες πολεμιστές του. Το ιερό λειτούργησε με άλλο χαρακτήρα κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, ενώ το θέατρό του μετατράπηκε σε αρένα, την οποία επισκέφθηκε ο αυτοκράτορας Αδριανός γύρω στο 132 μ.Χ. Το μαντείο και οι γιορτές προς τιμή του Δία συνέχισαν να προσελκύουν τους πιστούς μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ., όταν η αρχαία λατρεία αντικαταστάθηκε από το Χριστιανισμό και στο χώρο του ιερού οικοδομήθηκαν χριστιανικές βασιλικές, ενώ η ιερή βελανιδιά κόπηκε.

Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο έγιναν το 1875 από τον Κ. Καραπάνο, επιβεβαίωσαν τη θέση του ιερού και απέδωσαν πολυάριθμα ευρήματα. Η επόμενη σύντομη ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε από την Αρχαιολογική Εταιρεία μετά το 1913 υπό τη διεύθυνση του Γ. Σωτηριάδη, αλλά διακόπηκε από τα γεγονότα του 1921. Οι έρευνες συνεχίσθηκαν από τον Δ. Ευαγγελίδη στο διάστημα 1929-1932. Οι νεότερες συστηματικές ανασκαφές ξεκίνησαν στη δεκαετία του 1950 υπό τη διεύθυνση των Δ. Ευαγγελίδη και Σ. Δάκαρη και μετά το θάνατο του Ευαγγελίδη το 1959, συνεχίσθηκαν από το Σ. Δάκαρη. Από το 1981 και εξής η έρευνα στο χώρο πραγματοποιείται υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας με συγχρηματοδότηση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Συστηματικές εργασίες στερέωσης και αναστήλωσης του θεάτρου, του σταδίου και των λοιπών μνημείων, βασισμένες σε μελέτη του αρχιτέκτονα Β. Χαρίση, ξεκίνησαν μετά το 1961 με πιστώσεις της Αρχαιολογικής Εταιρείας και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Μέχρι το 1975 είχε αναστηλωθεί το μεγαλύτερο μέρος του θεάτρου εκτός από το τρίτο διάζωμα και κάποια άλλα τμήματα και σήμερα το μνημείο χρησιμοποιείται για θεατρικές παραστάσεις.

Νομός Ιωαννίνων, Πληροφορίες, τηλ.: 26510 82 287

Το Θέατρο της Επιδαύρου οικοδομήθηκε στη δυτική πλευρά του Κυνορτίου όρους, στα τέλη της Κλασικής εποχής, γύρω στο 340-330 π.Χ., στο πλαίσιο της γενικής ανοικοδόμησης του ιερού και χρησιμοποιήθηκε τουλάχιστον έως τον 3ο αι. μ.Χ. Το μοναδικό αυτό μνημείο, το τελειότερο και διασημότερο αρχαίο ελληνικό Θέατρο, το οποίο συνδυάζει την κομψότητα με την τέλεια ακουστική, είναι κατά τον Παυσανία, έργο του Πολύκλειτου (του Νεώτερου), του δημιουργού της Θόλου στο ίδιο ιερό.

Το μνημείο κτίστηκε για να τελούνται σ΄ αυτό οι μουσικοί, ωδικοί και δραματικοί αγώνες των Ασκληπιείων. Επίσης δίνονταν σ’ αυτό παραστάσεις δραμάτων, που συμπεριλαμβάνονταν στην λατρεία του Ασκληπιού. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., το κοίλο του επεκτάθηκε και η χωρητικότητα του από περίπου 8.000 αυξήθηκε σε 13.000-14.000 θεατές. Την ίδια εποχή διαμορφώθηκε το σκηνικό οικοδόμημα έτσι ώστε οι ηθοποιοί να παίζουν αποκλειστικά στο λογείο, δηλ. στην εξέδρα πάνω από το προσκήνιο, και όχι πλέον μπροστά σ’ αυτό. Κατά την Ρωμαιοκρατία διατήρησε τα χαρακτηριστικά του ελληνικού Θεάτρου, ακόμη και μετά την επισκευή του από τις καταστροφές που υπέστη κατά την εισβολή των Ερούλων το 267 π.Χ., κυρίως στο σκηνικό οικοδόμημα.

Το κοίλο του Θεάτρου έχει κατασκευαστεί στην πλαγιά του λόφου με ασβεστολιθικό υλικό ενώ τα αναλήμματά του αποτελούνται από πωρόλιθο. Ένα πλακόστρωτο διάζωμα, πλάτους 1,90 μ., χωρίζει το τμήμα του κοίλου που κτίστηκε πρώτο, από ένα νεότερο τμήμα, το επιθέατρο. Δεκατρείς ακτινωτές κλίμακες οδηγούν στις 34 σειρές εδωλίων δώδεκα ίσων κερκίδων του αρχικού τμήματος, ενώ το επιθέατρο αποτελείται από 22 κερκίδες και 23 κλίμακες που οδηγούν σε 21 σειρές εδωλίων. Η πρώτη και η τελευταία σειρά του αρχικού τμήματος καθώς και η πρώτη σειρά του νέου έχουν καθίσματα με ερεισίνωτα. Το κοίλο περιβαλλόταν από ένα διάδρομο και έναν πώρινο προστατευτικό τοίχο. Στις παρόδους κτίστηκαν μνημειακές δίθυρες πύλες, από τις οποίες κεκλιμένα επίπεδα (αναβάθρες) οδηγούσαν στο προσκήνιο. Ένας πλακόστρωτος διάδρομος χωρίζει το κοίλο από την κυκλική ορχήστρα που έχει διάμετρο 20 μ., στο κέντρο της οποίας σώζεται η βάση για τον βωμό του Διονύσου (θυμέλη).

Το κτισμένο με πωρόλιθους σκηνικό οικοδόμημα ήρθε στο φως ερειπωμένο. Αποτελείται από το προσκήνιο και μία διώροφη σκηνή, πλαισιωμένη με παρασκήνια. Αρχικά είχε δύο κιονοστοιχίες με πεσσούς, η μία στην πρόσοψη του προσκήνιου, διακοσμημένη με ιωνικούς ημικίονες και η άλλη στην πίσω πλευρά της ισόγειας αίθουσας της σκηνής. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. η πλευρά αυτή κλείστηκε, ενώ αντιθέτως στην πρόσοψη του ορόφου της σκηνής διανοίχτηκαν πέντε προσβάσεις προς το λογείο. Μεταφέρθηκαν τότε από το προσκήνιο στον όροφο οι κινητοί πίνακες ζωγραφικής, που τοποθετούνταν ανάμεσα σε πεσσούς για την διαμόρφωση του σκηνικού ανάλογα με το δράμα που παιζόταν. Το σκηνικό οικοδόμημα διακοσμούσαν και γλυπτά, από τα οποία ελάχιστα διασώθηκαν.

Η αρμονία αυτού του Θεάτρου οφείλεται στον μοναδικό του σχεδιασμό βασισμένο σ’ ένα κανονικό πεντάγωνο, στο οποίο εγγράφεται η ορχήστρα, καθώς και στη χρήση τριών κέντρων για την χάραξη των καμπύλων σειρών των εδωλίων του κοίλου. Περίφημη είναι και η ακουστική του Θεάτρου αυτού.

Το μνημείο έφεραν στο φως οι ανασκαφές του Π. Καββαδία τα έτη 1881-83. Αρχικά το 1907 αλλά και κατά την περίοδο 1954-1963 έγιναν εργασίες αναστήλωσης στα θυρώματα των παρόδων, στους αναλημματικούς τοίχους και στις ακραίες κερκίδες του αρχικού τμήματος του κοίλου.

Από το 1988 την συντήρηση του Θεάτρου ανέλαβε η Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου αναστηλώνοντας αρχικά την ακραία δυτική κερκίδα του επιθεάτρου, το θύρωμα της δυτικής παρόδου και τους δύο αγωγούς απορροής ομβρίων της ορχήστρας. Η φροντίδα του μνημείου είναι συνεχής και αποσκοπεί στην αποκατάσταση των φθορών που υφίσταται το μνημείο από φυσικά αίτια αλλά και από την χρήση του.

Από το 1954 κάθε Καλοκαίρι πραγματοποιούνται, στο φυσικό τους χώρο, παραστάσεις αρχαίου δράματος, κυρίως.

Συντάκτης: Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου

Νομός Αργολίδας, Πληροφορίες, τηλ.: 27530 22 009

Το θέατρο είναι το εντυπωσιακότερο από τα μνημεία της αρχαίας Ερέτριας. Βρίσκεται στο δυτικό τομέα της πόλης, μεταξύ της δυτικής πύλης, του σταδίου και του άνω γυμνασίου, ενώ στο νοτιοδυτικό του άκρο αποκαλύφθηκε ο ναός του Διονύσου. Πρόκειται για ένα από τα αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους. Σύμφωνα με ενδείξεις που παρέχουν τα αρχιτεκτονικά λείψανα της σκηνής, πρέπει να κατασκευάσθηκε αρχικά τον 5ο αι. π.Χ., μετά την περσική καταστροφή και την ανοικοδόμηση της πόλης, ενώ η περίοδος της μεγαλύτερης ακμής του ήταν ο 4ος αι. π.Χ.

Είναι αξιοσημείωτο, ότι το κοίλο του θεάτρου δεν αξιοποίησε τις φυσικές πλαγιές της ακρόπολης, αλλά κατασκευάσθηκε πάνω σε τεχνητό λόφο με επιχωμάτωση και πολλούς αναλημματικούς τοίχους. Στην πρώτη οικοδομική του φάση το κτήριο της σκηνής έμοιαζε με ανάκτορο, διέθετε πέντε συνεχόμενα ορθογώνια δωμάτια και βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με την κυκλική ορχήστρα, με την οποία επικοινωνούσε με τρεις εισόδους. Στην περίοδο ακμής του, τον 4ο αι. π.Χ., το θέατρο υπέστη μετατροπές και έλαβε σε μεγάλο βαθμό τη μορφή που βλέπουμε σήμερα. Το κοίλο διέθετε ένδεκα κερκίδες, διαχωρισμένες από δέκα κλίμακες, που οδηγούσαν στο ανώτερο τμήμα του. Η κυκλική ορχήστρα μεταφέρθηκε κατά 8 μ. βορειότερα και κατασκευάσθηκε 3 μ. βαθύτερα από την προγενέστερη. Η σκηνή ενισχύθηκε, απέκτησε δύο παρασκήνια και στοά με ιωνική πρόσοψη που τα συνέδεε, ωστόσο, βρισκόταν πια σε υψηλότερο επίπεδο από την ορχήστρα. Αυτή η διαφορά ύψους καλύφθηκε με τη δημιουργία μιας θολωτής υπόγειας στοάς, η οποία οδηγούσε από τη σκηνή στο κέντρο της ορχήστρας, και πιθανότατα ήταν η “χαρώνεια κλίμακα”, που εξυπηρετούσε την εμφάνιση στην ορχήστρα των θεών του Κάτω Κόσμου και των νεκρών κατά τις παραστάσεις. Για την κατασκευή του θεάτρου χρησιμοποιήθηκε τοπικός πωρόλιθος στη θεμελίωση και ασβεστόλιθος στις παρόδους -οι πάροδοι, μάλιστα, απέκτησαν κλίση προς την ορχήστρα, για να μειωθεί με τον τρόπο αυτό η διαφορά ύψους με το κοίλο. Η χωρητικότητά του υπολογίζεται σε 6.300 θεατές και η μορφή του παρουσιάζει ομοιότητες με το θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα, μετά τις μετατροπές που υπέστη αυτό το 330 π.Χ. Το θέατρο, μετά την καταστροφή της Ερέτριας από τους Ρωμαίους το 198 π.Χ., ανακατασκευάσθηκε με πιο ευτελή υλικά και τότε φαίνεται ότι οι αίθουσες νότια της παρόδου διακοσμήθηκαν με έγχρωμα κονιάματα του πρώτου πομπηιανού ρυθμού.

Σήμερα, δυστυχώς, το μεγαλύτερο τμήμα από τις σειρές των εδωλίων έχει αρπαγεί. Εντυπωσιακά, όμως, παραμένουν τα λείψανα της σκηνής και, κυρίως, η θολωτή υπόγεια δίοδος που οδηγούσε στο κέντρο της ορχήστρας. Το μνημείο ανασκάφηκε από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή και η τοπική Εφορεία Αρχαιοτήτων καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες για την αναστήλωσή του.

Νομός Ευβοίας, Πληροφορίες, τηλ.: 693 22 01 374 & 694 58 91 326

Χτισμένο με κατάλληλη διαμόρφωση σε μια παλιά αναβαθμίδα του Πηνειού ποταμού, στα βόρεια της αγοράς, το θέατρο της Ήλιδας παρουσιάζει την μάλλον σπάνια ιδιομορφία ότι το κοίλο του ήταν χωμάτινο και δεν έφερε λίθινη επένδυση, παρά μόνο στις ανόδους που επέτρεπαν την πρόσβαση στα διάφορα σημεία του, κατά μήκος των παρόδων και σε μια σειρά λίθινων εδράνων στο κατώτερο τμήμα του. Η παλαιότερη φάση κατασκευής του χρονολογείται στο α’ μισό του 4ου αι. π.Χ. Ισχυροί αναλημματικοί τοίχοι συγκρατούσαν την επίχωση του κοίλου και διαμόρφωναν με τα πλευρικά διαμερίσματα της σκηνής τις δύο παρόδους του θεάτρου.

Η μόνιμη λίθινη σκηνική κατασκευή είναι από τις αρχαιότερες. Σώζει ένα από τα παλαιότερα προσκήνια (αρχές 3ου αι. π.Χ.), η πρόσοψη του οποίου ήταν διακοσμημένη με ημικίονες. Μεγάλες οπές κατά μήκος του στυλοβάτη επέτρεπαν την τοποθέτηση των σκηνικών. Πίσω από το προσκήνιο υπήρχαν τα διάφορα ευρύχωρα διαμερίσματα της σκηνής και εκατέρωθέν της τα παρασκήνια. Η αρχικά κυκλική ορχήστρα περιορίστηκε από την κατασκευή μιας μακρόστενης δεξαμενής που διοχέτευε τα όμβρια ύδατα μέσω ενός παλαιότερου αγωγού στον Πηνειό. Η κατασκευή της συνδυάστηκε προφανώς με την εξοικονόμηση ενός ορθογώνιου χώρου εμπρός από το σκηνικό οικοδόμημα και την διευθέτηση ενός λογείου για τις ανάγκες της Νέας Κωμωδίας. Στο πίσω μέρος της σκηνής είχε αναπτυχθεί ήδη από την Ελληνιστική εποχή ένας συνοικισμός. Κοντά στο θέατρο αναφέρεται από τον Παυσανία η ύπαρξη ιερού του Διονύσου (6, 26, 1). Ημικυκλικό κρηπίδωμα από στεγασμένο μικρό κτίριο του τέλους του 4ου αι. π.Χ. που βρέθηκε κοντά στη δυτική πάροδο, ανήκει ίσως σε χορηγικό μνημείο.

Το θέατρο βρήκε εγκαταλειμμένο ο Περιηγητής. Έναν αιώνα αργότερα ολόκληρη η περιοχή μετατράπηκε σε νεκροταφείο. Η καταστροφή αυτή που παρατηρείται και σε άλλα σημεία της αρχαίας πόλης σχετίζεται με την επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ.).

Συντάκτης: Χρήστος Ματζάνας, αρχαιολόγος

Νομός Ηλίας, Πληροφορίες, τηλ.: 26223 60 502

Το Α΄ αρχαίο θέατρο της Λάρισας, από τα σημαντικότερα και μεγαλύτερα του ελληνικού χώρου, κατασκευάσθηκε στις νότιες υπώρειες του λόφου Φρούριο, όπου βρισκόταν η οχυρωμένη ακρόπολη της αρχαίας πόλης. Μάλιστα, φαίνεται ότι ήταν ενταγμένο στον πολεοδομικό ιστό της αρχαίας Λάρισας, καθώς οι δρόμοι των παρόδων του αποτελούσαν συνέχεια των μεγάλων δημόσιων πομπικών οδών της. Σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες, η κατασκευή του ανάγεται στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Στους πρώτους αιώνες λειτουργίας του, εκτός από χώρος για την τέλεση θεατρικών παραστάσεων, χρησιμοποιήθηκε και για τις συνελεύσεις του ανώτατου διοικητικού οργάνου της περιοχής, του Κοινού των Θεσσαλών. Στο τέλος του 1ου αι. π.Χ. μετατράπηκε σε ρωμαϊκή αρένα και με αυτή τη μορφή συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το τέλος του 3ου αι. μ.Χ., ενώ την περίοδο αυτή, οι θεατρικές παραστάσεις και άλλες εκδηλώσεις πραγματοποιούνταν στο λιτό Β΄ αρχαίο θέατρο της πόλης.

Μέχρι πρόσφατα το μεγαλύτερο μέρος του θεάτρου βρισκόταν κάτω από ιδιωτικά οικόπεδα και κατοικίες, αλλά με τις εκσκαπτικές εργασίες των τελευταίων ετών αποκαλύφθηκε σχεδόν ολόκληρο. Πρόκειται για τεράστιο μνημείο, κτισμένο σχεδόν αποκλειστικά από μάρμαρο, με πλούσιο πλαστικό διάκοσμο. Το κοίλο αποτελούσε η ίδια η πλαγιά του λόφου, που είχε διαμορφωθεί σε αναβαθμούς για την τοποθέτηση των εδωλίων, τα οποία ήταν κατασκευασμένα από λευκό μάρμαρο, που προέρχεται από το αρχαίο λατομείο στο Καστρί Αγιάς. Το διάζωμα, ένας διάδρομος πλάτους 2 μ., χώριζε το κοίλο στο κάτω ή κυρίως θέατρο και στο επιθέατρο. Το επιθέατρο έχει καταστραφεί στο μεγαλύτερο μέρος του, αλλά γνωρίζουμε ότι με 20 κλιμακίδες ανόδου χωριζόταν σε 22 κερκίδες, με 14 ως 18 σειρές εδωλίων η καθεμιά. Στα πλαϊνά του ήταν πιο περιορισμένο, δημιουργώντας χώρο για ράμπα ή κλίμακα για την άνοδο των θεατών. Το κυρίως θέατρο χωριζόταν με 10 κλιμακίδες ανόδου σε 11 κερκίδες, η καθεμιά από τις οποίες διέθετε 25 σειρές εδωλίων. Το πέρας του κυρίως θεάτρου προς την ορχήστρα ήταν κατασκευασμένο με μαρμάρινους κυβόλιθους, που χρησίμευαν για την αντιστήριξη των κερκίδων. Κατά τη μετατροπή του θεάτρου σε αρένα, τον 1ο αι. π.Χ., αφαιρέθηκαν οι τέσσερις πρώτες σειρές εδωλίων για να διευρυνθεί η ορχήστρα κατά 4 μ. περίπου, ενώ επάνω στην παλαιά πέμπτη σειρά, που έγινε πλέον πρώτη, τοποθετήθηκαν μαρμάρινα ενεπίγραφα θυρώματα σε δεύτερη χρήση. Τα εδώλια που αφαιρέθηκαν, τοποθετήθηκαν για στατικούς λόγους κάτω από τα θυρώματα. Στόχος αυτών των μετατροπών ήταν η προστασία των θεατών. Μπροστά από το κατώτατο τμήμα του κυρίως θεάτρου και περιμετρικά της ορχήστρας βρέθηκε κτιστός αποχετευτικός αγωγός, πλάτους 1 μ., καλυμμένος με λειασμένες μαρμάρινες πλάκες. Ο αγωγός διαπερνά τη θεμελίωση της σκηνής με δύο εξόδους και κάπου πίσω από αυτή θα έστριβε προς τον Πηνειό ποταμό. Η ορχήστρα δεν έχει ακόμα ανασκαφεί, αλλά υπολογίζεται ότι είχε διάμετρο μεγαλύτερη από 25 μ. Οι δύο πάροδοι, μαζί με τους αναλημματικούς τοίχους τους, που αποτελούνται από λειασμένους κυβόλιθους λευκού μαρμάρου, αν και δεν έχουν αποκαλυφθεί πλήρως, διατηρούνται σε άριστη κατάσταση.

Η σκηνή, που αποτελείται από τέσσερα δωμάτια με τρεις εισόδους ανάμεσά τους, είναι το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του θεάτρου. Σε αυτή διακρίνονται τρεις οικοδομικές φάσεις. Στην πρώτη (πρώτο μισό του 3ου αι. π.Χ.), που είναι σύγχρονη με την κατασκευή του θεάτρου, οι τοίχοι ήταν κτισμένοι με λαξευτούς πωρόλιθους και κοσμούνταν με ζωγραφικούς πίνακες. Τα δυο πλαϊνά δωμάτια είχαν ανεξάρτητες εισόδους από το νότιο τοίχο και ήταν απλώς σκευοθήκες, ενώ τα δύο εσωτερικά δωμάτια επικοινωνούσαν με εσωτερικές θύρες και ήταν χώροι για την ετοιμασία των υποκριτών. Στη δεύτερη φάση (πρώτο μισό του 2ου αι. π.Χ.), μπροστά στη σκηνή, προς την πλευρά της ορχήστρας, προστέθηκε το προσκήνιο, συνολικού μήκους 20 μ. και πλάτους 2 μ. Είχε έξι παραστάδες και έξι μονολιθικούς δωρικούς ημικίονες σε παράταξη, και επάνω στην κιονοστοιχία του στηριζόταν δωρικός θριγκός, ενώ όλη η κατασκευή υποβάσταζε ένα ξύλινο πατάρι, το λογείο, όπου έπαιζαν οι υποκριτές. Στην τρίτη οικοδομική φάση, των αρχών του 1ου αι. μ.Χ., η σκηνή υπέστη σοβαρή αλλοίωση, που σχετιζόταν και με τη μετατροπή του θεάτρου σε αρένα. Τότε προστέθηκαν πολυτελείς μαρμάρινες επενδύσεις, ημικίονες, πεσσοί και γλυπτά, καθώς και δεύτερος όροφος, για τη μορφή του οποίου δεν υπάρχουν ακόμη αρκετά στοιχεία.

Το θέατρο ήταν ορατό στο ανώτερο μέρος του μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, ωστόσο ύστερα από το σεισμό που έγινε στη Λάρισα το 1868, το κοίλο καλύφθηκε με τα ερείπια των πλινθόκτιστων σπιτιών που καταστράφηκαν, και επάνω στην επίχωση αυτή οικοδομήθηκαν νέα κτήρια. Επί πλέον, όσο το μνημείο ήταν ορατό, πολλοί λίθοι του απομακρύνθηκαν για να χρησιμοποιηθούν ως οικοδομικό υλικό. Οι ανασκαφές για την αποκάλυψή του ξεκίνησαν το 1910, με τον τότε Έφορο Αρχαιοτήτων Απόστολο Αρβανιτόπουλο, που έφερε στο φως ένα μέρος της σκηνής. Αποφασιστικής σημασίας για την αποκάλυψη του μνημείου, όμως, υπήρξε το ευρύτατο πρόγραμμα απαλλοτριώσεων, που άρχισε το 1990, συνεχίσθηκε το 1998 και ολοκληρώθηκε το 2000.

Νομός Λαρίσης, Πληροφορίες, τηλ.: 2410 250 232

Το Θέατρο της Μεσσήνης, για το οποίο μόνον έμμεση μνεία γίνεται από τον Παυσανία (4.32.6), αποκαλύφθηκε ΒΔ του Ασκληπιείου και 50μ. δυτικά της Αγοράς. Κατασκευάστηκε τον 3ο-2ο αι. π.Χ. και είναι από τα μεγαλύτερα της αρχαιότητας. Το πλάτος του φτάνει τα 98.60μ., και η διάμετρος της ορχήστρας του τα 23.46μ. Χρησιμοποιείτο για ψυχαγωγία των πολιτών, αλλά και για συγκεντρώσεις πολιτικού χαρακτήρα, όπως μαρτυρούν τα επιγραφικά ευρήματα. Στους Ρωμαϊκούς Αυτοκρατορικούς χρόνους(1ος-2ος αι. μ.Χ.) έλαβε τη σημερινή του μορφή μετά από ριζικές μετατροπές, που έγιναν στο κοίλο και στη σκηνή της Ελληνιστικής περιόδου. Η εκτεταμένη καταστροφή του κοίλου οφείλεται κυρίως στους κατοίκους του οικισμού της Πρωτοβυζαντινής και Βυζαντινής εποχής, οι οποίοι μετέτρεψαν το θέατρο σε “λατομείο” αποκομίζοντας οικοδομικό υλικό για τις ανάγκες τόσο του οικισμού, όσο και της γειτονικής Βασιλικής.

Το κοίλον του Θεάτρου εδράζεται σε επίχωση, που συγκρατείται από ισχυρό ημικυκλικό ανάλημμα, το δυτικό τμήμα του οποίου διατηρείται σε καλή κατάσταση. Το ανάλημμα, κτισμένο από ογκώδεις λιθοπλίνθους, έχει ίδια μορφή με τις οχυρώσεις, τις πύλες και τους πύργους της πόλης, και ανά 20 μέτρα περίπου έφερε εντυπωσιακές οξυκόρυφες πυλίδες με εσωτερικά κλιμακοστάσια, που οδηγούσαν στο επάνω διάζωμα. Από εκεί ξεκινούσαν κλιμακοστάσια καθόδου, που κατέληγαν στην ορχήστρα ορίζοντας και τις κερκίδες του οικοδομήματος. Μεγάλη λίθινη εξωτερική σκάλα στη ΒΔ καμπύλη του αναλήμματος οδηγεί στο επάνω διάζωμα τονίζοντας τις αρχιτεκτονικές ιδιομορφίες του κτίσματος.

Στα χρόνια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων Αυγούστου και Τιβερίου(1ος αι. μ.Χ.) η σκηνή και το προσκήνιο αντικαταστάθηκαν εκ θεμελίων. Νέες επισκευές και τροποποιήσεις πραγματοποιήθηκαν με οικονομική χορηγία της πανίσχυρης μεσσηνιακής οικογένειας των Σαιθιδών, γύρω στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ.

Η ρωμαϊκή σκηνή διατηρείται αρκετά καλά. Η πρόσοψή της κατασκευάστηκε πολυώροφη (τουλάχιστον τριώροφη) με θύρες, αψίδες και κόγχες. Λευκοί και πολύχρωμοι αράβδωτοι κίονες από μάρμαρο αλλά και από γρανίτη χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό αυτό. Η κιονοστοιχία της κάτω σειράς είχε επίστεψη από κορινθιακά κιονόκρανα, ενώ στις ανώτερες είχαν τοποθετηθεί κιονόκρανα ιωνικά και αιγυπτιάζοντα. Τα στοιχεία αυτά του Θεάτρου της Μεσσήνης προοιωνίζουν τα κολοσσιαία θέατρα και αμφιθέατρα των ρωμαϊκών χρόνων. Το ισόγειο τμήμα της σκηνής αποτελείται από κεντρική ημικυκλική κόγχη, και από δύο ορθογώνιες, δεξιά και αριστερά της. Σε κάθε κόγχη υπήρχαν δύο βάθρα για την ανίδρυση έξι συνολικά μαρμάρινων αγαλμάτων ευεργετών και άλλων προσώπων. Στις μικρότερες κόγχες των επάνω ορόφων της σκηνής είχαν τοποθετηθεί αγάλματα, ενώ ανδριάντες πνευματικών ανδρών και ευεργετών είχαν στηθεί και γύρω στην ορχήστρα του κτίσματος.

Το Θέατρο της Μεσσήνης φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε ήδη στα τέλη του 3ου με αρχές του 4ου αι. μ.Χ. Τούτο συμπεραίνεται από την χρήση λιθοπλίνθων του αναλήμματος του κοίλου στην τελευταία οικοδομική φάση της Κρήνης Αρσινόης, η οποία ανάγεται στους χρόνους του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.).

Συντάκτης: Γεωργία Χατζή – Σπηλιοπούλου, αρχαιολόγος

Νομός Μεσσηνίας, Πληροφορίες, τηλ.: 27240 51 201

Το ρωμαϊκό ωδείο, από τα σημαντικότερα και καλύτερα διατηρημένα μνημεία της Νικόπολης, αποτελεί πραγματικό αρχιτεκτονικό έργο τέχνης, δημιούργημα κάποιου άγνωστου, αλλά σπουδαίου αρχιτέκτονα. Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, στη δυτική πλευρά του παλαιοχριστιανικού τείχους, και συνορεύει με τη ρωμαϊκή αγορά (forum). Σε αυτό πραγματοποιούνταν ομιλίες, φιλολογικοί και μουσικοί αγώνες, αλλά και θεατρικές παραστάσεις κατά τη διάρκεια των Νέων Ακτίων, θρησκευτικών αγώνων που τελούνταν προς τιμή του Απόλλωνα. Το υπόλοιπο διάστημα του χρόνου πιθανόν λειτουργούσε και ως βουλευτήριο, καθώς γειτνίαζε με την αγορά. Κατασκευάσθηκε στα χρόνια του Αυγούστου (αρχές 1ου αι. μ.Χ.) και δέχθηκε διάφορες επισκευές και μετατροπές στο τέλος του 2ου – αρχές 3ου αι. μ.Χ.

Το ωδείο αποτελείται από το κοίλο, την ορχήστρα και τη σκηνή. Το κοίλο διέθετε 19 σειρές εδωλίων και χωριζόταν σε δύο τμήματα με ένα μικρό οριζόντιο διάδρομο στο κέντρο του. Τα εδώλια είχαν επενδυθεί με πλάκες ασβεστόλιθου και στην πρώτη τους σειρά, που δεν έχει διατηρηθεί, βρίσκονταν οι θέσεις των επισήμων. Στη δέκατη σειρά των καθισμάτων υπάρχουν μικρά ανοίγματα, τα οποία έγιναν για λόγους ακουστικής. Τρεις ημικυκλικές στοές στηρίζουν το κοίλο, εξασφαλίζοντας έτσι την κλίση του. Οι στοές αυτές έχουν διαφορετικό ύψος, με χαμηλότερη την εσωτερική και ψηλότερη την εξωτερική. Στο μέσο του κοίλου υπάρχει ακόμη μια δίοδος, η οποία διέθετε πλακοστρωμένο δάπεδο και τοίχους επενδυμένους με πλάκες, και χρησίμευε στην άμεση επικοινωνία των στοών κάτω από το κοίλο με την ορχήστρα. Στην υστερορωμαϊκή περίοδο η δίοδος αυτή έγινε πιο στενή, καθώς εκεί κτίστηκε ένας βωμός. Η πρόσβαση των θεατών προς τα εδώλια γινόταν από μια διπλή σκάλα που βρισκόταν στο μέσο της νότιας πρόσοψης του κοίλου, ενώ άλλες δύο μικρότερες σκάλες στις πλάγιες πλευρές οδηγούσαν στο εσωτερικό του κοίλου. Η ορχήστρα είχε ημικυκλική μορφή και ήταν διακοσμημένη με πολύχρωμα μαρμαροθετήματα, τμήματα των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα. Οι πάροδοι, αριστερά και δεξιά του κοίλου, στεγάζονταν με καμάρα και είχαν πλακοστρωμένο δάπεδο. Η σκηνή διέθετε τρεις εισόδους, μέσω των οποίων είχε κανείς πρόσβαση στο δρόμο που βρισκόταν βόρεια του ωδείου. Μεταξύ της σκηνής και του προσκηνίου διακρίνεται ένας βαθύς στενός διάδρομος, με πλάτος 0,90 μ. και βάθος 2,82 μ. Πρόκειται για την “αύλακα των σκηνικών”, που χρησίμευε για την ανύψωση της αυλαίας σε κάθε θεατρική παράσταση. Από τα ευρήματα και τα νομίσματα που αποκαλύφθηκαν στο σημείο αυτό, συμπεραίνουμε, ότι το ωδείο πρέπει να χρησιμοποιήθηκε μέχρι και το δεύτερο μισό του 3ου αι. μ.Χ.

Σήμερα το μνημείο έχει ανασκαφεί πλήρως και έχουν πραγματοποιηθεί εκτεταμένες εργασίες συμπλήρωσης στα εδώλια, στο κοίλο, στο προσκήνιο και στη σκηνή.

Νομός Πρεβέζης, Πληροφορίες, τηλ.: 26820 89 890

Το θέατρο των αρχαίων Οινιαδών βρίσκεται στη θέση Τρίκαρδος, στο δημοτικό διαμέρισμα Κατοχής, του ομώνυμου Δήμου Οινιαδών, στον νομό Αιτωλοακαρνανίας. Οικοδομικά στο θέατρο των Οινιαδών αναγνωρίζονται δύο κατασκευαστικές φάσεις που σχετίζονται κυρίως με ανακατασκευές του σκηνικού οικοδομήματος και λιγότερο με άλλες παρεμβάσεις στα υπόλοιπα μέρη του.

Φάση Ι : κατά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. το θέατρο λειτουργεί με τη βοήθεια ενός μονώροφου ορθογωνίου σκηνικού οικοδομήματος με πέντε μεγάλα ανοίγματα στην πρόσοψή του, τα οποία ορίζονται από τέσσερις πεσσούς που έφεραν επίκρανα δωρικού τύπου με άβακα και εχίνο. Τα μεταξύ των πεσσών ανοίγματα φράσσονταν με ζωγραφικούς πίνακες (σκηνογραφία), που ανταποκρίνονταν στις σκηνοθετικές ανάγκες.

Φάση ΙΙ (πρώτο μισό του 3ου αιώνα π.Χ.): Στην πρόσοψη της αρχικής σκηνής προστέθηκε προσκήνιο, το οποίο λαμβάνει πια τη θέση του κύριου δομικού στοιχείου. Ανατολικά και δυτικά της σκηνής κτίστηκαν επίσης δύο μικρά παρασκήνια που περικλείουν το προεξέχον προσκήνιο. Στην πρόσοψη των πεσσών που στήριζαν την επίπεδη οροφή του προσκηνίου, υπήρχαν σύμφυτοι ημικίονες με ιωνικά κιονόκρανα. Το αρχικό ορθογώνιο σκηνικό οικοδόμημα επεκτείνεται καθ’ ύψος και από μονώροφο μετατρέπεται σε διώροφο. Στην άνω ταινία του επιστυλίου του θριγκού, ανήκει και η χορηγική επιγραφή (ΤΗ)Ν ΟΡΧΗΣΤ(ΡΑΝ), που αναφέρεται στην κατασκευή της ορχήστρας. Ταυτόχρονα με τις παρεμβάσεις στην πρόσοψη έγινε διαμόρφωση και της παλιότερης ορχήστρας με την προσθήκη και την κατασκευή σε αυτή λίθινου περιμετρικού κρηπιδώματος, καθώς και την κατασκευή κτιστού αγωγού στο χώρο μεταξύ του κοίλου και του κρηπιδώματος για τη συγκέντρωση και απορροή των ομβρίων υδάτων.

Το κοίλο του θεάτρου, που είναι λαξευμένο στον γκρίζο τοπικό ασβεστόλιθο της περιοχής, είναι μεγαλύτερο από ένα ημικύκλιο και αποτελείται από είκοσι οχτώ σειρές εδωλίων, εκ των οποίων διατηρούνται μόνο δέκα εννέα. Η ακραία νοτιοδυτική πλευρά του κοίλου είναι διαμορφωμένη με τεχνητό χωμάτινο πρανές, πάνω στο οποίο υπήρχαν κτιστές σειρές εδωλίων, ορισμένα από τα οποία διατηρήθηκαν ενεπίγραφα στο κάτω μέρος της κερκίδας. Οι θεατές προσέγγιζαν τις θέσεις τους μέσω εννέα κλιμάκων ανόδου, οι οποίες χώριζαν το κοίλο σε έντεκα κερκίδες, χωρίς διάζωμα. Οι απολήξεις του κοίλου νοτιοανατολικά και βορειοδυτικά συμπληρώνονται με αναλημματικούς τοίχους, οι οποίοι ήταν κτισμένοι ο ένας κατά το πολυγωνίζον και ο άλλος κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα.

Από τα άλλα αρχιτεκτονικά μέρη του θεάτρου διατηρούνται η ορχήστρα, διαμέτρου 16,14 μ., επιστρωμένη από ένα είδος σκληρού πατημένου χώματος και πλαισιωμένη με κράσπεδο, πλάτους 0,46 μ., που σώζεται σε άριστη κατάσταση. Μεταξύ της ορχήστρας και της πρώτης σειράς εδωλίων υπάρχει αποχετευτικός αγωγός με καλυπτήριες πλάκες, οι οποίες δημιουργούσαν γύρω από την ορχήστρα ένα είδος λαξευτού διαδρόμου πρόσβασης των θεατών προς τις θέσεις του κοίλου.

Σε κακή κατάσταση διατηρείται η σκηνή, από την οποία είναι ορατά μόνον τα θεμέλια του προσκηνίου, συνολικού μήκους 21,89 μ., και των παρασκηνίων, διαστάσεων 5 μ. Χ 5,62 μ. το καθένα.

Το θέατρο των Οινιαδών, όπως και άλλα θέατρα της αρχαιότητας, παρουσιάζει ορισμένες αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες, όπως η απόκλιση της συμβολής των αξόνων του κοίλου και των κλιμάκων ανόδου από το κέντρο της ορχήστρας, καθώς και η μη παράλληλη θέση του εξωτερικού τοίχου της σκηνής προς τον διερχόμενο από εκεί αρχαίο δρόμο.

Από το κοίλο σώζονται μόνον δέκα εννέα σειρές εδωλίων.

Η πρώτη συστηματική αρχαιολογική έρευνα του θεάτρου των Οινιαδών πραγματοποιήθηκε από τον Αμερικανό αρχαιολόγο Benjamin Powell, στο δεύτερο μισό του Δεκεμβρίου του έτους 1900. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών εργασιών αποκαλύφθηκε η σκηνή, η ορχήστρα και περίπου το ήμισυ του κοίλου. Τον Μάιο του επόμενου έτους (1901) αποκαλύφθηκαν οι ενεπίγραφες λιθόπλινθοι με τις απελευθερωτικές επιγραφές στο νοτιοδυτικό τμήμα του κοίλου.

Έκτοτε ο χώρος παρέμεινε επιχωμένος έως το έτος 1987, οπότε η ΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α. Πατρών, δια του προϊσταμένου της, κ. Λάζαρου Κολώνα, ανέλαβε την πλήρη αποκάλυψή του. Κατά τη διάρκεια των εργασιών αυτής της περιόδου πραγματοποιήθηκε μεθοδικός καθαρισμός του θεάτρου, στα πλαίσια του οποίου αποκαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό κυρίως η κλίση της επίχωσης στο δυτικό τμήμα του κοίλου και αποκαλύφθηκαν έξι καλυπτήριες πλάκες του αποχετευτικού αγωγού γύρω από την ορχήστρα. Η νέα συστηματική έρευνα, μελέτη και δημοσίευση του Θεάτρου των Οινιαδών κατέστη δυνατή μετά την έγκριση της αίτησης του Ινστιτούτου Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Βιέννης από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο του ΥΠ.ΠΟ. Τη χρηματοδότηση του ερευνητικού προγράμματος ανέλαβε το Ταμείο Προώθησης Επιστημονικής Έρευνας (FWF) του Υπουργείου Πολιτισμού της Αυστρίας. Οι εργασίες στον αρχαιολογικό χώρο, που πραγματοποιήθηκαν από τον υπογράφοντα το παρόν και τον καθηγητή Σάββα Γώγο, άρχισαν το 1991, συνεχίστηκαν το 1992 και ολοκληρώθηκαν ουσιαστικά το 1993. Στο θέατρο η έρευνα ουσιαστικά ξεκίνησε από την αρχή, αφού μόνο λίγα τμήματα των κερκίδων είχαν μείνει ορατά. Εκτός από τον επιμελημένο καθαρισμό των αρχιτεκτονικών του στοιχείων, και την αποτύπωση του κοίλου, της ορχήστρας με τον αποχετευτικό αγωγό ομβρίων υδάτων και της σκηνής του θεάτρου, οι εργασίες αυτές συμπληρώθηκαν με σχεδιαστικές τομές σε όλα τα βασικά σημεία του θεατρικού οικοδομήματος και με αποτυπώσεις (κατόψεις, όψεις, τομές) αρχιτεκτονικών μελών, κυρίως από το επιστύλιο του προσκηνίου, τα οποία βρέθηκαν σε διάφορα μέρη του θεατρικού χώρου. Επίσης αποτυπώθηκαν τα αναλήμματα του κοίλου και οι τοίχοι της σκηνής στην όψη τους.

Τέλος, πραγματοποιήθηκαν δοκιμαστικές τομές σε επιλεγμένα σημεία, του σκηνικού χώρου, του αποχετευτικού αγωγού και του κοίλου με στόχο τη συγκέντρωση συμπληρωματικών στοιχείων χρονολόγησης της κεραμικής.

Το θέατρο είναι επισκέψιμο και κάθε καλοκαίρι πραγματοποιούνται συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Οινιαδών κατόπιν σχετικής γνωμοδότησης του Κ.Α.Σ.

Λ. Κολώνας: Αρχαιολόγος

Νομός Αιτωλοακαρνανίας, Πληροφορίες, τηλ.: 26310 55 652

Το αρχαίο Θέατρο Ορχομενού είναι ένα από τα τέσσερα σωζόμενα αρχαία θέατρα της Αρκαδίας. Διαμορφωμένο στην ανατολική πλαγιά του λόφου της ακρόπολης της αρχαίας πόλης και μέσα στην αρχαία αγορά, το θέατρο προσφέρει μία πανοραμική άποψη της εύφορης πεδιάδας του Ορχομενού και της Κανδήλας που απλώνονται βόρεια και νότια του μνημείου.

Η βόρεια πλευρά του Θεάτρου είναι διαμορφωμένη κυρίως πάνω στο φυσικό βράχο, αντίθετα με την νότια που εν μέρει εδράζονταν σε επιχώσεις. Για το κοίλο ακολουθείται η τυπική τρίκεντρη, πεταλόσχημη χάραξη των αρχαίων ελληνικών θεάτρων. Το κοίλο του Θεάτρου έχει προσανατολισμό προς τα ανατολικά. Σήμερα σώζονται στο κατώτερο κεντρικό τμήμα του κοίλου 10 σειρές εδωλίων, καθώς και τρείς κλίμακες. Υπολογίζεται πως το Θέατρο του Ορχομενού διέθετε πάνω από 40 σειρές εδωλίων και ότι η χωρητικότητά του υπερέβαινε τους 4.000 θεατές. Στο κάτω όριο του κοίλου ξεχωρίζει η μαρμάρινη προεδρία. Τα καθίσματα της προεδρίας είναι μονολιθικά και διαθέτουν ενιαίο ερεισίνωτο και ερεισίχειρα στα άκρα. Κατά μήκος της πλάτης των καθισμάτων της προεδρίας διατηρείται τμήμα επιγραφής που αφορά στον χορηγό τους: «[ο δείνα] Επιγένειος αγωνοθετήσας Διονύσωι». Η μορφολογία του εδάφους με την έντονη κατωφέρεια επέβαλε την κατασκευή συστήματος αποστράγγισης ομβρίων υδάτων και τμήμα του λίθινου κλιμακωτού αγωγού είναι ορατό και σήμερα στο νότιο τμήμα του κοίλου.

Στα ανατολικά του Θεάτρου αναπτύσσεται το προσκήνιο και η σκηνή. Από το σκηνικό οικοδόμημα σώζεται ο στυλοβάτης του πειόσχημου προσκηνίου και οι τοίχοι της σκηνής. Στο ύψος της θεμελίωσης αποκαλύφθηκε δίχωρη σκηνή. Τέλος, σε χαμηλό ύψος διατηρούνται οι δυο αναλημματικοί τοίχοι της σκηνής και νοτίως της σώζονται οι αναλημματικοί τοίχοι της ορχήστρας. Στην ορχήστρα του θεάτρου δεν έχουν βρεθεί ίχνη πλακόστρωσης.

Στην βόρεια πλευρά της ορχήστρας διασώζεται σχεδόν ακέραιο φρέαρ και αρράβδωτος κίονας με τη βάση έδρασης και τον πρώτο σφόνδυλό του. Μεταξύ των θρόνων υπάρχει μεγάλος στρογγυλός βωμός πάνω σε λίθινη τετράγωνη πλίνθο. Μπροστά από την βόρεια κερκίδα του θεάτρου απουσίαζαν οι προεδρίες, ενώ αντί αυτών υπάρχει ισχυρός αναλημματικός τοίχος που οριοθετεί την ορχήστρα.

Από αρχαιολογικά στοιχεία προκύπτει ότι το θέατρο ανήκει σε ενιαία κατασκευαστική φάση, η ολοκλήρωση της οποίας χρονολογείται τον 3ο αι. π.Χ.

Νομός Αρκαδίας, Πληροφορίες τηλ.: 2710 225243

Το αρχαίο θέατρο Ορχομενού είναι κτισμένο εντός της τειχισμένης ακρόπολης του 4ου αι. π.Χ. και σήμερα είναι ορατό στην περιοχή ανάμεσα στον μνημειώδη μυκηναϊκό θολωτό τάφο (13ος αι. π.Χ.), γνωστό ως «Θησαυρό του Μινύα» και το βυζαντινό ναό της Παναγίας Σκριπούς.

Η πρώτη διαμόρφωση του θεατρικού χώρου χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ. και πιθανότατα σχετίζεται με την εποχή επέκτασης των οχυρωματικών τειχών της πόλης από τους Μακεδόνες, μετά την επικράτηση του Φιλίππου Β’ Μακεδονίας στη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. ή μετά την καταστροφή των Θηβών το 335 π.Χ. Τότε ο Ορχομενός ανταμείφθηκε από τους Μακεδόνες για τις υπηρεσίες του στην εκπόρθηση της αντίζηλης πόλης.

Η πρωιμότερη χρήση του χώρου κατά τον 5ο αι. π.Χ., για την πραγματοποίηση δρωμένων στο πλαίσιο θρησκευτικών εορτών, δεν μπορεί να αποκλεισθεί καθώς από τις εργασίες καθαρισμού της ορχήστρας, αλλά και του θεμελίου του παλαιότερου σκηνικού οικοδομήματος το 2012, προήλθαν δύο χάλκινα νομίσματα Χαλκίδας, με χρονολογία κοπής 480-445 π.Χ.

Το θέατρο, όπως αυτό αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές της δεκαετίας του 1970 σώζει ένα ενιαίο κοίλο και οι βαθμίδες για την έδραση των μαρμάρινων εδωλίων είναι εν μέρει λαξευμένες στο φυσικό βραχώδες πρανές του Ακοντίου και εν μέρει έχουν κατασκευαστεί από τεχνητές επιχωματώσεις, οι οποίες ωστόσο δεν έχουν διασωθεί. Η σημερινή μορφή του μνημείου είναι το αποτέλεσμα συνεχών ανακατασκευών και προσθηκών που έλαβαν χώρα σε όλη τη διάρκεια της περιόδου χρήσης του.

Η πρώτη ανακατασκευή του χρονολογείται στον 2ο αι. π.Χ. ενώ μια τελευταία επέμβαση εκτιμάται ότι έγινε τον 3ο αι. μ.Χ. Η μορφή του θεάτρου αποκρυσταλλώθηκε τον 2ο αι. π.Χ. οπότε κατασκευάστηκε το μαρμάρινο κοίλο, το μαρμάρινο σκηνικό οικοδόμημα και σχηματίστηκε η άντυγα του θεάτρου. Την ίδια περίοδο η είσοδος της βόρειας παρόδου μνημειοποιείται με την κατασκευή διπλού ανοίγματος ενώ στο βόρειο άκρο του θεάτρου δημιουργείται διπλή κλίμακα που οδηγούσε τους θεατές στα ψηλότερα σημεία του κοίλου.

Νομός Βοιωτίας, Πληροφορίες, τηλ.: 22610 32 474