Μυθολογία (1500 π. Χ. – 700 π. Χ.)
Η παράδοση λέει ότι, στα πολύ παλιά χρόνια ο Άμβρακος, έκτισε στις βόρειες ακτές του Αμβρακικού κάστρο απόρθητο, στη θέση του ερειπωμένου σήμερα Φιδόκαστρου και χάρισε στο κάστρο και στο οχυρωμένο πια λιμάνι το όνομά του. Μα δε σταμάτησε εκεί προχώρησε στην ενδοχώρα, κι όταν έφτασε στον τόπο που βρίσκεται η σημερινή Άρτα, έκτισε πόλη που κι αυτή, χάρη στον ιδρυτή της, ονομάστηκε Αμβρακία.
Σύμφωνα μ’ άλλη παράδοση, ο γιος του Απόλλωνα, ο Μελανέας, που ήταν βασιλιάς των Δρυόπων πιεζόμενος απ’ τους Δωριείς, που το 1100 π. Χ. κατέκλυσαν τον Ελλαδικό χώρο, ήρθε και κατέλαβε την Ήπειρο, έκτισε πόλεις και εγκατέστησε σ’ αυτές τους Δρύοπες. Τη σημαντικότερη απ’ αυτές τις πόλεις την έκτισε στη θέση της σημερινής Άρτας, και η κόρη του, η Αμβρακία, της έδωσε το όνομά της.
Η έρευνα απέδειξε ότι πράγματι η περιοχή της σημερινής Άρτας, στα παράλια και στο νότιο τμήμα της, πρωτοκατοικήθηκε από Θεσπρωτούς, στο βόρειο απ’ τους Μολοσσούς και στον ορεινό όγκο των Τζουμέρκων εγκαταστάθηκαν οι τραχείς Αθαμάνες, οι οποίοι έδωσαν το όνομά τους και στο βουνό Αθαμανικά όρη ή Τζουμέρκα. Οι Θεσπρωτοί ίδρυσαν οχυρωμένο λιμάνι στην ακτή του Αμβρακικού και το ονόμασαν λιμάνι του Άμβρακου. Η ονομασία Αμβρακία ανήκει στους πολύ μεταγενέστερους Δρύοπες (10ος π. Χ .αιώνας), οι οποίοι έδιωξαν τους Θεσπρωτούς απ’ αυτά τα μέρη, έκτισαν την πόλη και την ονόμασαν Αμβρακία από το όνομα του λιμανιού.
Σύμφωνα με την μυθολογία η αρχαία Αμβρακία, που ήταν σημαντικό κέντρο της εποχής, έγινε «μήλον της έριδος», ακόμη και για τους αθανάτους: Τρεις θεοί καβγάδιζαν για το ποιος θα την έχει στην κατοχή του: ο Απόλλων, η Άρτεμις και ο Ηρακλής. Οι τρεις τους είχαν ευεργετήσει την πόλη, και κατά τη γνώμη τους δικαιωματικά τη διεκδικούσαν. Ο τόπος που έλαβε χώρα η διαμάχη ήταν η γειτονική Δρυοπίς, εκεί όπου κάποτε ο Ηρακλής έδειξε τη δύναμή του. Χτύπησε με το ρόπαλό του ένα βράχο και αμέσως ξεπήδησε ιαματικό νερό και έγιναν τα γνωστά απ’ την αρχαιότητα «Λουτρά Ηρακλέους». Σ’ αυτή την περιοχή βρίσκονται σήμερα τα Λουτρά Χανοπούλου. Στη διαμάχη λοιπόν κάλεσαν για κριτή ένα σοφό γέροντα, τον Κραγαλέα ο οποίος έδωσε την πόλη στον Ηρακλή. Ο Απόλλωνας πικράθηκε τόσο πολύ με αυτή την απόφαση που με ένα άγγιγμά του έκανε τον Κραγαλέα βράχο.
Έτσι σύμφωνα με τον μύθο εδώ έκανε ο Ηρακλής το 10ο άθλο του: την αρπαγή των βοδιών του Γηρυόνη. Ο Γηρυόνης ήταν μυθικός βασιλιάς της Αμβρακίας, είχε τρία κορμιά, τρία κεφάλια, έξι πόδια και έξι χέρια, είχε και την εύνοια της Ήρας. Σύμφωνα με το μύθο είχε τόσο βόδια, που γέμιζαν όλο τον κάμπο ως τη θάλασσα. Ο τσοπάνος που τα φύλαγε είχε συμπαραστάτη ένα δικέφαλο σκυλί, τον Όρθρο. Ο Ηρακλής αφού εξουδετέρωσε βοσκό και σκυλί πιάστηκε στα χέρια με το Γηρυόνη. Τελικά ο Ηρακλής, μ’ ένα χτύπημα με πέτρα στο κεφάλι, τον έριξε κάτω, και μ’ ένα βέλος μολυσμένο απ’ το αίμα της Λερναίας Ύδρας, τον τελείωσε, άρπαξε τα βόδια και μετά από περιπέτειες τα πήγε στον Ευρυσθέα, που τα θυσίασε στην Ήρα.
Αρχαίοι και Κλασικοί Χρόνοι (700 π. Χ. – 300 π. Χ.)
Οι Κορίνθιοι χρησιμοποιούσαν την Αμβρακία ως εμπορικό σταθμό. Η πόλη οχυρώθηκε με τείχη απόρθητα για την ασφαλή διακίνηση του εμπορίου αλλά και για επιδρομές. Τμήματα του τείχους της αρχαίας Αμβρακίας σώζονται σε διάφορα σημεία της πόλης. Απ’ το κάστρο Άμβρακας ή Φιδόκαστρο στον Αμβρακικό, σώζονται μόνο τα θεμέλια και δυστυχώς δεν είναι εύκολη η πρόσβαση από την ξηρά.
Οι Κορίνθιοι, ανέδειξαν την Αμβρακία σε σπουδαίο εμπορικό, διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο. Ενδεικτικό της ακμής της είναι η συνεχής λειτουργία του νομισματοκοπείου της, που έκοβε κατά τα Κορινθιακά πρότυπα ασημένια νομίσματα με την επιγραφή ΑΜΒΡΑΚΙΩΤΑΝ, καθώς και η ύπαρξη κεραμικών, χαλκουργικών και καλλιτεχνικών εργαστηρίων, όχι μόνο για την κάλυψη των αναγκών μιας πλούσιας και πολυάνθρωπης πόλης, όπως ήταν η Αμβρακία, (αριθμούσε περίπου στους 25.000 κατοίκους), αλλά κυρίως για εμπορικούς λόγους.
Η πόλη είχε δυο νεκροταφεία, απ’ τα οποία το δυτικό πλαισίωνε τμήμα της Ιεράς Οδού μιας απ’ τις κυριότερες οδικές αρτηρίες της αρχαίας Αμβρακίας, η οποία βγαίνοντας απ’ τη νοτιοδυτική πύλη του τείχους και αφού διέσχιζε τη δυτική νεκρόπολη, πιθανολογείται ότι κατέληγε στο οχυρωμένο λιμάνι του Άμβρακου (Φιδόκαστρο).
Η πόλη προστατευόταν από ισχυρό τείχος του οποίου η περίμετρος έφτανε τα 5 χιλιόμετρα και περιέκλειε σχεδόν όλη την έκταση της σημερινής πόλης. Κτίστηκε τον 6ο – 5ο π. Χ. αιώνα. Τα πιο σημαντικά δείγματα αυτού του τείχους τα βλέπουμε στην ανατολική πλευρά του βυζαντινού κάστρου της Άρτας.
Ελληνιστικοί Χρόνοι (300 π. Χ. – 189 π. Χ.)
Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο η πόλη συνεχίζει να ζει στους ρυθμούς της και μάλιστα, τώρα με τους Μακεδόνες που επικράτησαν στην περιοχή, αυξάνει τις εμπορικές της δραστηριότητες. Στο απόγειο όμως της ακμής της φτάνει, όταν ο βασιλιάς Πύρρος την κάνει πρωτεύουσα του κράτους του, το 295 π. Χ.
Η πόλη αλλάζει πρόσωπο. Ο Πύρρος τη διακόσμησε με λαμπρούς ναούς, πολυτελή παλάτια, αρχοντικά δημόσια οικοδομήματα και εξαίσια έργα τέχνης που τα έφτιαξαν ντόπιοι και ξένοι τεχνίτες, όπως μαρτυρούν οι πηγές και επιβεβαιώνεται από τις ανασκαφές. Δυστυχώς δύο μόνο δείγματα έχουμε αυτής της περιόδου: το μικρό θέατρο, καθώς και τα βάθρα πάνω στα οποία στηρίχθηκε το πολύ μεταγενέστερο γεφύρι της Άρτας. Όλα τα άλλα εξακολουθούν να είναι θαμμένα κάτω από τη σημερινή πόλη.
Η λάμψη που έδωσε ο Πύρρος στην Αμβρακία δεν κράτησε για πολύ. Οι διάδοχοί του δυστυχώς δε φάνηκαν αντάξιοι του μεγάλου προγόνου τους, γι’ αυτό και οι πιο πολλοί από αυτούς είχαν άσχημο τέλος: δολοφονήθηκαν από τους Αμβρακιώτες. Το αποκορύφωμα ήταν το 232 π. Χ. όταν, αγανακτισμένος ο λαός επαναστάτησε και σκότωσε την τελευταία εκπρόσωπο της δυναστείας των Αιακιδών, τη Δηιδάμεια, μέσα στο ναό της Ηγεμόνης Αρτέμιδος, όπου κατάφυγε για να σωθεί. Έτσι περάσαμε ξανά στη δημοκρατία, μια δημοκρατία όμως πολύ εύθραυστη που γρήγορα μετεξελίχθηκε σε αναρχία, και είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της πόλης και την εύκολη επικράτηση των Ρωμαίων.
Ρωμαϊκοί Χρόνοι (189 π. Χ. – 476 μ. Χ.)
Το 189 π. Χ. η Αμβρακία πέφτει στα χέρια των Ρωμαίων. Οι Αμβρακιώτες αντιστάθηκαν σθεναρά, αλλά τελικά αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τον πολιορκητή Μάρκο Φούλβιο, γλιτώνοντας έτσι την καταστροφή της πόλης. Για λίγο όμως, γιατί το 167 π. Χ. και η Αμβρακία γνώρισε τη μανία του Αιμίλιου Παύλου, ο οποίος κατάστρεψε 70 ηπειρωτικές πόλεις και οδήγησε στην αιχμαλωσία 150.000 ηπειρώτες. Όταν το 31–29 π. Χ. ο Οκταβιανός Αύγουστος ίδρυσε τη Νικόπολη (κοντά στην Πρέβεζα) για ανάμνηση της νίκης του στη ναυμαχία του Ακτίου, μετέφερε εκεί τα πιο ωραία καλλιτεχνήματα της Αμβρακίας, τους δε κατοίκους της τους υποχρέωσε να μετοικήσουν για να επανδρώσουν τη νέα πόλη. Έτσι ο Στράβων, στο δεύτερο μισό του 1ου μ. Χ. αιώνα, την περιγράφει ως έρημη πόλη. Ωστόσο, οι Ρωμαίοι δε γκρέμισαν μόνο, αλλά και δημιούργησαν, αφήνοντας πίσω τους τη δική τους πολιτιστική σφραγίδα. Δείγμα του πολιτισμού τους έχουμε στη Στρογγυλή, όπου σώζονται τα ερείπια αγροτικής έπαυλης με θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα, λαξευτές μυλόπετρες ελαιοτριβείου και λουτρά. Η πολύ γρήγορη ανάδειξη της Νικόπολης ως κύριου διοικητικού και εμπορικού κέντρου, μοιραία έριξε την Αμβρακία στην αφάνεια και το μαρασμό.
Έτσι άδοξα έκλεισε για την Αμβρακία και την ευρύτερη περιοχή της ο κύκλος των αρχαίων χρόνων και μαζί μ’ αυτόν έδυσε πια οριστικά και το άστρο της αρχαίας ηπειρωτικής πρωτεύουσας, έχοντας διαγράψει μια λαμπρή τροχιά στο ιστορικό στερέωμα. Δεν έμεινε παρά μόνο τμήμα του κάστρου της για να θυμίζει τις καλές μέρες της. Ξεχάστηκε ακόμη και τ’ όνομά της. Για τους Ρωμαίους και τους λοιπούς Ηπειρώτες έποικους της Νικόπολης, δεν ήταν πια η Αμβρακία, αλλά η περιοχή του Αράχθου, η Άραχθα> Άρτα, ή η Arta, δηλαδή η οχυρωμένη τοποθεσία, δίνοντας έτσι και την ετυμολογική εξήγηση του νέου ονόματός της. Στους πρώτους μεταχριστινικούς αιώνες, καθώς έπεφτε βαρύς απάνω της ο ίσκιος της σφριγηλής Νικόπολης, έπαψε πια να γίνεται λόγος γι’ αυτή. θα νόμιζε κανείς ότι δεν υπήρχε. Όμως, όπως έδειξε ο χρόνος, η πόλη ως Άρτα πια, δεν έσβησε. υπήρχε και ανασυγκροτούσε τις δυνάμεις της.
Βυζαντινοί Χρόνοι (476 μ.Χ. – 1449 μ.Χ.)
Όταν το 1034 μ. Χ. καταστράφηκε η Νικόπολη απ’ τους Βούλγαρους, η ασήμαντη ως τότε Άρτα πατώντας στην αρχαία Αμβρακία αναγεννάται εκ της τέφρας της και, παίρνοντας νέο αίμα απ’ τους Νικοπολίτες πρόσφυγες, ξαναβγαίνει στο προσκήνιο της Ιστορίας, αλλά με Χριστιανικό πλέον πρόσωπο. Στα ερείπια των αρχαίων ιερών ξεφυτρώνουν τώρα εκκλησιές και καμπαναριά. Είμαστε στο ξεκίνημα μιας νέας εποχής, της οποίας τη φυσιογνωμία αντανακλούν οι βυζαντινοί ναοί του Αγίου Δημητρίου στους Πλησιούς, του Αγίου Βασιλείου της Γέφυρας, της Παναγίας στην Κορωνησία, και της Αγίας Παρασκευής του Δράκου στα Αμπέλια Χανοπούλου. Παρακολουθούμε τη γέννηση της Βυζαντινής Άρτας, και αυτά τα μνημεία είναι τα πρώτα «δείγματα γραφής» της. Οι εξελίξεις δε θ’ αργήσουν να έρθουν. Η πόλη ξεδιπλώνει τα φτερά της και στις παραμονές των σταυροφοριών είναι πανέτοιμη να αναλάβει τον υψηλό ρόλο που της έταξε η Ιστορία: Ως πρωτεύουσα και πάλι της Ηπείρου – και όχι μόνο – να γίνει το προπύργιο της Ελλάδας κατά της Λατινοκρατίας και του Σλαβισμού. Ας τη δούμε σ’ αυτό της το ρόλο.
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου 1205 – 1449 μ. Χ.
Θα λέγαμε ότι η Ιστορία της βυζαντινής Άρτας αρχίζει κυρίως μετά το 1204 μ. Χ. Ήταν τότε που οι Λατίνοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, και ανέλαβαν κάποιες εσχατιές της αυτοκρατορίας τη διατήρηση της σπίθας του Βυζαντίου και τη γρήγορη αναζωπύρωσή της. Έτσι γεννήθηκε το κράτος ή Δεσποτάτο της Ηπείρου, το οποίο κατά καιρούς απλώθηκε πολύ πιο πέρα απ’ τα ηπειρωτικά όρια, ως το Δυρράχιο, τη Ναύπακτο, το Γαλαξίδι και τα κοντινά Εφτάνησα. Ιδρυτής του, ένας γόνος αυτοκρατορικής οικογένειας, ο Μιχαήλ Α΄ Άγγελος Κομνηνός Δούκας, διοικητής του Θέματος της Πελοποννήσου – ο οποίος έσπευσε και, πριν προλάβουν οι Βενετοί (στους οποίους δόθηκε η Ήπειρος) να πατήσουν πόδι, έγινε κύριος της περιοχής και έκανε έδρα του την Άρτα, (1205 μ. Χ.). Είναι ο πρώτος της δυναστείας των Κομνηνοδουκάδων δεσποτών (ηγεμόνων) της Ηπείρου. Ακολούθησαν λαμπρά ονόματα, όπως ο Θεόδωρος – που στις μέρες του το Δεσποτάτο έλαβε την πιο μεγάλη έκταση – ο Μιχαήλ Β΄ και η ευσεβέστατη σύζυγός του, προστάτις και πολιούχος της Άρτας βασίλισσα Θεοδώρα, που έκτισαν τα πιο πολλά Βυζαντινά μνημεία της περιοχής, καθώς και ο διάδοχός τους Νικηφόρος με τη δραστήρια σύζυγό του Άννα Παλαιολογίνα Καντακουζηνή, οι κτήτορες της Παρηγορήτισσας. Όλοι τούτοι οι άρχοντες που γέμισαν το 13ο αιώνα, σημάδεψαν το διάβα τους αφήνοντας πίσω λαμπρά δείγματα της ευσέβειας και της φιλοκαλίας τους. Δικά τους έργα είναι το πυργωτό κάστρο της πόλης και μια πλειάδα βυζαντινών ναών που δίνουν και το στίγμα της πολιτιστικής της φυσιογνωμίας. Λαμπερές εκφάνσεις αυτής της κληρονομιάς, είναι: ο περίλαμπρος επιβλητικός ναός της Παρηγορήτισσας, μνημείο μοναδικό στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, ο ποικιλόμορφος ναός της πολιούχου Αγίας Θεοδώρας, ο ναός του Αγίου Βασιλείου – ένα διακοσμητικό κομψοτέχνημα – το βασιλικό μοναστήρι της Κάτω Παναγιάς – κτίσμα του Μιχαήλ Β΄ – η Παναγία της Βλαχέρνας με τους βασιλικούς τάφους της, ο ναός της σταυροπηγιακής μονής της Παναγίας Μπρυώνη στο Νεοχωράκι, το γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου της Ροδιάς στις Κιρκιζάτες, η Κόκκινη Εκκλησιά ή Βασιλομονάστηρο, στο Παλαιοχώρι Βουργαρελίου, και το παρεκκλήσι της ερειπωμένης σήμερα μονής της Παντάνασσας, κοντά στη Φιλιππιάδα.
Για 114 χρόνια, το Δεσποτάτο ελληνοκρατείται παλεύοντας, άλλοτε με όπλα και άλλοτε με τη διπλωματία, να διατηρήσει αλώβητη την εθνική και θρησκευτική του ταυτότητα. Μ’ αυτά τα δύο, όχι μόνο κράτησε όρθιο το λαό του στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, αλλά μπόρεσε και «νίκησε» ως και αυτούς τους κατακτητές του: Δεν τον αφομοιώνουν εκείνοι, παρά οι ίδιοι αφομοιώνονται απ’ τους υπηκόους τους. Είναι οι Ιταλοί, οι Σέρβοι και οι Αλβανοί ηγεμόνες που για 100 περίπου χρόνια (1318 – 1414) κυβέρνησαν ως διάδοχοι των Ελλήνων Δεσποτών, ασπάστηκαν την ορθοδοξία, σφετερίστηκαν βυζαντινά ονόματα και σύμβολα, πάντρεψαν και παντρεύτηκαν με υπηκόους τους και πολιτογραφήθηκαν στη νέα τους πατρίδα. Μόνο οι τελευταίοι ξένοι Δεσπότες, οι Ιταλοί Tocco, εξαιτίας προσωπικών διενέξεων και ατομικών επιδιώξεων, κάλεσαν ως διαιτητές τους Τούρκους, επισπεύδοντας το τέλος του Δεσποτάτου. Ένα τέλος που έτσι κι αλλιώς βέβαια θα ’ρχόταν. Το 1449 κλείνει η αυλαία για την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου. Γύρω και πάνω από την Άρτα, απλώνει τα πέπλα της η βαριά τουρκική νύχτα.
Επί Τουρκοκρατίας (Προεπαναστατικοί χρόνοι)
Η κατάληψη της Άρτας απ’ τους Τούρκους έγινε αναίμακτα με συνθήκη που εξασφάλιζε για τους Αρτινούς ορισμένα προνόμια, όπως να θρησκεύονται ελεύθερα και να τηρούν τα ήθη και τις παραδόσεις τους. Η «ερίβωλος» γη της Άρτας, η ομορφιά της και το ήπιο κλίμα της, σαγήνευσαν ως και αυτόν τον Τούρκο κατακτητή της Φαΐκ Πασά που εγκαταστάθηκε σ’ αυτή μόνιμα. Και με το δίκιο του. πιο πρόσφορο μέρος για κάτι τέτοιο πουθενά δεν θα έβρισκε. Η Άρτα ήταν τότε ο τροφοδότης όλης της Ηπείρου, τόσο με τα δικά της αγαθά όσο και με ξένα που εισάγονταν απ’ το μοναδικό – εκείνα τα χρόνια – εμπορικό λιμάνι της Σαλαώρας στον Αμβρακικό. Η πόλη τότε είχε 2000 διώροφα πολυτελή σπίτια με κεραμοσκεπές, 400 εμπορικά καταστήματα, 4 τζαμιά και 17 συνοικίες, απ’ τις οποίες οι 3 μόνο ήταν μουσουλμανικές, οι 4 ήταν εβραϊκές και οι υπόλοιπες χριστιανικές. Ως κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, η πόλη γρήγορα αναπτύχθηκε οικονομικά και κοινωνικά. Αυτή η προκοπή της στάθηκε ευχή και κατάρα: Για τον πλούτο της η Άρτα έγινε στόχος πειρατικών και ληστρικών επιδρομών, γεγονός που υποχρέωσε τους Αρτινούς να εξαγοράσουν την ασφάλειά τους παρέχοντας φορολογική υποτέλεια, (1500 ρεάλια το χρόνο) και στους θαλασσοκράτορες τότε Ενετούς. Ήταν άλλωστε νωπή ακόμη η βάρβαρη λεηλασία της πόλης απ’ το διαβόητο τυχοδιώκτη πειρατή Λυμπεράκη Γερακάρη (το 1696), ο οποίος μπρος στον εύκολο πλουτισμό, δεν δίσταζε να καταστρέφει ελληνικές πόλεις και να ρημάζει ναούς, πηγαίνοντας πότε με τους Τούρκους και πότε με τους Βενετούς.
Απ’ την άλλη όμως, γι’ αυτόν τον ίδιο πλούτο της η Άρτα, από νωρίς τράβηξε την προσοχή ξένων εμπορικών οίκων, και ήδη απ’ το 18ο αιώνα γίνεται έδρα 5 προξενείων ή υποπροξενείων γεγονός που την ωφέλησε πολλαπλά, αφού και μόνο η παρουσία ξένων στην πόλη, λειτουργούσε αποτρεπτικά στις αυθαιρεσίες και τις βαρβαρότητες του κατακτητή. Έτσι εξηγείται πώς μπόρεσε και λειτούργησε για δύο αιώνες η Ελληνική Σχολή Μανωλάκη και γιατί σ’ εκείνους τους χαλεπούς για όλη την Ελλάδα καιρούς, άνθισε στην Άρτα η ορθοδοξία. ανθοί της ήταν ο λόγιος Άγιος Μάξιμος ο Γραικός ο φωτιστής των Ρώσσων, ο νεομάρτυρας Άγιος Ζαχαρίας, οι «ασκητές μέσα στον κόσμο» όσιοι αδελφοί Απόστολος και Θεοχάρης, ο όσιος Ονούφριος στην Κορωνησία και ο επίσκοπος Βελεντζικού Άγιος Παρθένιος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο 17ος αιώνας θεωρήθηκε ως ο χρυσός αιώνας για τη μεταβυζαντινή ναοδομία στην Άρτα, αφού αυτή την περίοδο (1600-1700) έγιναν οι σπουδαιότεροι μεταβυζαντινοί ναοί και το σύνολο σχεδόν των σωσμένων και μη σωσμένων μοναστηριών της.
Εύκολα λοιπόν καταλαβαίνει κανείς ότι η Άρτα και μετά την τουρκική κατάκτηση δεν έπαψε να ζει. Κάτω απ’ τη μύτη των Τούρκων χτυπά η καρδιά μιας σφριγηλής πόλης που αντέχει, παλεύει και ακτινοβολεί, προπαντός όμως προετοιμάζεται για το χρέος της.
Επανάσταση του ’21 – Απελευθέρωση της Άρτας
Από καιρό, η Άρτα το έφερνε βαριά να της κλέβουν οι τούρκοι το βιος της, γι’ αυτό και βρέθηκε πανέτοιμη τις παραμονές της επανάστασης και υπήρξε δυσανάλογα μεγάλη η προσφορά της στον απελευθερωτικό αγώνα. Η γη της έγινε μήτρα αγωνιστών και μαρτύρων, μήτρα ηρώων. Απ’ τα σπλάχνα της ξεπήδησαν και στα λημέρια της θέριεψαν τρία αρματολίκια στα προεπαναστατικά χρόνια. Πάνω στα κακοτράχαλα βουνά της παίχτηκε η τελευταία πράξη του δράματος των διωγμένων απ’ τις πατρογονικές τους εστίες Σουλιωτών, όταν το 1804 κυνηγημένοι απ’ τον Αλή πασά κατέφυγαν στο δυσπρόσιτο μοναστήρι του Σέλτσου. Εκεί, όταν οι Μποτσαραίοι, μετά από τετράμηνη σθεναρή αντίσταση, κυκλώθηκαν, πάνω από διακόσιοι άμαχοι προτίμησαν να πέσουν σε βάραθρο του Αχελώου, αναδεικνύοντας έτσι τα βράχια του Σέλτσου σε εθνικό θυσιαστήριο, ανάλογο, ίσως και μεγαλύτερο, εκείνου του Ζαλόγγου. Η γη αυτή ευδόκησε να δώσει στην Ελλάδα τον ιδρυτή και αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας, τον εθνεγέρτη και οραματιστή της Εθνικής μας Ελευθερίας, Νικόλαο Σκουφά.
Λίγο αργότερα, στα χρόνια του μεγάλου ξεσηκωμού, η Άρτα πρόσφερε πλήθος επωνύμων και ανωνύμων αγωνιστών. Έγινε η φύτρα των Μπακολαίων, των Κουτελιδαίων και πολλών άλλων οπλαρχηγών, μα πάνω από όλους του αϊτού της λευτεριάς του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Λίκνο του έγινε ένα κελί του μοναστηριού της Παναγίας στη Σκουληκαριά, που σώζεται σήμερα μισοερειπωμένο. Η Άρτα ευτύχησε να γίνει η δεύτερη πατρίδα του άλλου μεγάλου αγωνιστή, του ασπούδαστου δάσκαλου της πατρίδας και της ανθρωπιάς, του στρατηγού Γιάννη Μακρυγιάννη. Εδώ ήρθε παιδόπουλο απ’ το Κροκύλι της ορεινής Δωρίδος, εδώ έμαθε γράμματα, εδώ ανδρώθηκε δουλεύοντας στην αρχή ως παραγιός ενός συγγενή του άρχοντα και μετά ως έμπορος, εδώ μυήθηκε στη Φιλική, φυλακίστηκε στο κάστρο, και εδώ, στον τόπο που τόσο αγάπησε, έζωσε το σπαθί και βγήκε στον αγώνα. Στην Άρτα κυρίως αναφέρεται και της Άρτας τον αέρα(στη γλώσσα και στο ύφος) αποπνέει το λογοτεχνικό του κειμήλιο, τα «Απομνημονεύματά» του.
Για όλους αυτούς μιλούν οι κάμποι και τα καταράχια της Άρτας, τους γνωρίζει ο τόπος όπου – παντού σχεδόν άφησαν εύσημα της ανδρείας τους. Και τα εύσημα αυτά είναι: οι μάχες του Κομποτίου, η μάχη της Λαγκάδας, η μάχη του Μακρυνόρους, οι μάχες στην Πλάκα (κοντά στα Άγναντα), η πολύνεκρη για τους Τούρκους μάχη στο Σταυρό Θεοδωριάνων όπου πήρε το βάπτισμα του πυρός ο Μακρυγιάννης, η μάχη στο Μαράτι, η μάχη της Άρτας (φθινόπωρο 1821), η μάχη του Βουργαρελίου (1824), η μάχη της Σκουληκαριάς (1824), μα πάνω απ’ όλα το ηρωικό Πέτα στις ράχες του οποίου έκαναν σπονδή αίματος οι Φιλέλληνες όλης της Ευρώπης, πιασμένοι χέρι – χέρι με τους Έλληνες τακτικούς και τους άτακτους των ντόπιων καπεταναίων. Υπάρχει άλλο μέρος της Ελλάδας που να έδωσε τόσα πολλά; Για τέσσερα χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο γίνεται χαλασμός. είναι της Άρτας τα «ματωμένα χώματα».
Κι όμως ενώ βαρύς υπήρξε ο φόρος αίματος της Άρτας για τον αγώνα, η ίδια δεν αξιώθηκε – χάρη και σε Ελλήνων λάθη – να δει τη λευτεριά, παρά μισό αιώνα αργότερα. Μόνο που η λευτεριά της δεν ήρθε ως δώρο, αλλά ως δικαίωση μιας σειράς κι άλλων αγώνων που όμοιούς τους δεν έχει να επιδείξει καμιά άλλη ελληνική πόλη στη μεταεπαναστατική περίοδο. Τρεις τοπικές επαναστάσεις στην περιοχή Ραδοβυζίου (1854, 1867 και 1877 – 1878) και νέες εκατόμβες θυσιών, εξαγόρασαν πολύ ακριβά την αξιοπρέπεια του περήφανου λαού της Άρτας. Η Άρτα απελευθερώθηκε στις 24 Ιουνίου 1881 με απόφαση της συνδυάσκεψης της Κωνσταντινούπολης που βασίστηκε στους όρους της συνθήκης του Βερολίνου του 1878. Ως σύνορο της ελεύθερης με την τουρκοκρατούμενη Ήπειρο ορίστηκε ο ποταμός Άραχθος.
Σύγχρονη Ιστορία
Φαίνεται ότι τα βάσανα των Αρτινών και μετά την απελευθέρωση δεν τέλειωσαν. Η πόλη ασφυκτιεί, καθώς το θρυλικό γεφύρι της δεν ενώνει πια τις δύο ελεύθερες όχθες του ποταμού, αλλά χωρίζει το Ελληνικό από το Τούρκικο, αφού στη μεσιανή καμάρα του, τη στοιχειωμένη, έβαλαν το σύνορο – σημαδιακή πράγματι σύμπτωση. «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» οι Αρτινοί για να επιβιώσουν «ξενοδουλεύουν» στα χωράφια του τούρκικου ακόμη κάμπου τους.
Σαν παραμεθόρια λοιπόν περιοχή που ήταν η Άρτα τότε, σ’ αυτήν έπεσε το βάρος και όλων των μετέπειτα απελευθερωτικών αγώνων. Έτσι τη βρίσκουμε να μάχεται κατά των Τούρκων στο Γρίμποβο το 1897, να έχει ένα εντυπωσιακό παρόν στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, και το κυριότερο, να διεκδικεί ένα μεγάλο μερτικό απ’ τη δόξα της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων και του βορειοηπειρωτικού αγώνα που ακολούθησε. Οι Αρτινοί με το θρυλικό 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων διέπρεψαν κατά καιρούς σε μάχες στη Β. Ήπειρο, στη Μικρασιατική εκστρατεία και το 1940 στο Καλπάκι και στη Θεσπρωτία, όπου αιχμαλώτισαν ολόκληρο τάγμα Μελανοχιτώνων.
Στο έπος της Αλβανίας, η Άρτα βρέθηκε στην πρώτη γραμμή, και η προσφορά των παλικαριών της βρήκε άξιο υμνωδό τον Οδυσσέα Ελύτη στο ποιητικό του αριστούργημα «Άξιον Εστί». Η κατοχή υπήρξε άλλος ένας Γολγοθάς για την Άρτα με τα καμένα χωριά και τα ρημαγμένα σπίτια, τις ομαδικές εκτελέσεις και τα υπόγεια των ανελέητων βασανισμών. Το Νεοχωράκι γίνεται στάχτη, το Βουργαρέλι βομβαρδίζεται ανηλεώς. Αχνίζει ακόμα το αίμα των 317 αδικοχαμένων αμάχων στη σφαγή του μαρτυρικού Κομμένου τον Αύγουστο του 1943 – μια φρικιαστική θυσία που ακόμα καρτερεί την πρέπουσα αναγνώρισή της απ’ την επίσημη ιστορία. Παρ’ όλα αυτά η Άρτα βρήκε το κουράγιο να στηρίξει τον Αντιστασιακό αγώνα και δικαιούται σημαντικό μέρος απ’ τις δάφνες του, αφού στα χώματά της παίχτηκαν μερικές απ’ τις «πράξεις» του εθνικού εκείνου έργου, με Αρτινό τον κύριο πρωταγωνιστή του, το στρατηγό Ναπολέοντα Ζέρβα, ιδρυτή του Ε.Δ.Ε.Σ. Κι αφού δοκιμάστηκε σκληρά στη δίνη του Εμφυλίου που ακολούθησε, μπόρεσε γρήγορα να επουλώσει τις πληγές της, και χάρη στην εργατικότητα του φιλοπρόοδου λαού της, έγινε η σημερινή Άρτα.