Αρχιτεκτονικές Επιρροές

Νεοκλασικισμός

 

Ο Νεοκλασικισμός ήταν ένα ρεύμα το οποίο βρήκε πρόσφορο έδαφος μέσα στο γενικό κλίμα που επικρατούσε μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας, που επιδίωκε την σύνδεση με το παρελθόν και ταυτόχρονα την ένταξη σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο.

 

Είναι ένα ρεύμα που εκφράζει το θεωρητικό πρόβλημα της εποχής, την επαναστατική ορμή και τα υψηλά οράματα της κοινωνίας. Η ελληνική τέχνη αναγνωρίζεται ως ο «ιδανικός τύπος» τέχνης και μέσα από την μίμησή της, ο καλλιτέχνης του νεοκλασικισμού στοχεύει στην μίμηση της φύσης και συνεπώς του ιδεώδους ότι τα έργα των καλλιτεχνών θα έπρεπε να χαρακτηρίζονται από την «ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο» των έργων της κλασικής αρχαιότητας. Ο νεοκλασικισμός και συνεπώς οι καλλιτέχνες που ασχολούνται με αυτό το ρεύμα επιδιώκουν την μετάδοση των αισθηματικών αρχών που πηγάζουν από την πίστη, στην αρμονία της φύσης, στην λογική και στην αντανάκλαση της ηθικής διαύγειας, της απλότητας και της κάθαρσης.

 

Όσον αφορά στην αρχιτεκτονική ολόκληρη η μορφή του ελληνικού ναού αντιγράφεται στις αρχιτεκτονικές δημιουργίες του Νεοκλασικισμού. Οι ρυθμοί της κλασικής αρχαιότητας σιμοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές της συμμετρίας και της αναλογίας των μερών. Τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής του είναι η σταθερότητα, η στιβαρότητα και η μεγαλοπρέπεια και πηγάζουν από την επιθυμία να δημιουργηθεί ένας κόσμος αγνός, απλός, μεγαλειώδης, αντίστοιχος με τον κλασικό. Χαρακτηριστικά: μονόχρωμες, καθαρές επιφάνειες με γραμμικές διακοσμήσεις και ελάχιστα ανάγλυφα στοιχεία, για το αέτωμα, τις ελεύθερες κιονοστοιχίες και τις άλλες λεπτομέρειες που συναντούν στους αρχαίους κλασικούς χρόνους.

Ερνέστος Τσίλερ

Ένας από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες του ρεύματος αυτού ήταν ο Ερνέστος Τσίλερ. Ο Τσίλερ ήρθε στην Ελλάδα για να εργαστεί ως πληρεξούσιος αρχιτέκτονας και πολεοδόμος του Θεόφιλου Χάνσεν. Ήταν αντιπροσωπευτικός του ελληνικού κλασικισμού και τα οικοδομήματά του καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την νεοελληνική αρχιτεκτονική, από την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους και μετά. Σχεδίασε αρκετά κτήρια όπως το Εθνικό Θέατρο, τα μέγαρα Πεζματζόγλου και Σταθάτου, την πρόσοψη του Αρχαιολογικού μουσείου της Αθήνας, το Μέγαρο στην οδό Ηρώδου Αττικού, την Σχολή Ευελπίδων, την Ακαδημία Αθηνών και την Εθνική Βιβλιοθήκη.

 

Σε αναγνώριση όλων όσων είχε προσφέρει όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, έγινα διευθυντής δημοσίων έργων στο υπουργείο εσωτερικών και αργότερα διορίστηκε καθηγητής της αρχιτεκτονικής στην Σχολή καλών τεχνών της Αθήνας, θέση που διατήρησε για δέκα χρόνια. Έκτισε περίπου  πεντακόσιες οικοδομές στην Αθήνα, τον Πειραιά τα περίχωρα, τα νησιά και άλλα μέρη της χώρας. Ανάμεσα τους περιλαμβάνονται θέατρα, ναοί, δημόσια κτίρια, σχολεία, πολυκατοικίες κ.α. Θεωρείται καλλιτέχνης που σχεδόν αδιαφορούσε για το εμπορικό μέρος  της εργασίας του ενώ παραμένει μέχρι και σήμερα ένας από τους ικανότερους αρχιτέκτονες της Ελλάδας.

 


Τα κτήρια

Τα περισσότερα κτίρια της Αθήνας είναι νεοκλασικά ή τουλάχιστον ήταν πριν αρχίσουν να κατεδαφίζονται για την ανέγερση πολυκατοικιών που θα συνέβαλαν στην εξοικονόμηση χώρου.

 

Κάποια από αυτά που σώζονται μέχρι σήμερα είναι τα παρακάτω:

 

Τα παλαιά Ανάκτορα

Τα Παλαιά Ανάκτορα είναι ένα από τα πρώτα Νεοκλασικά κτήρια της πόλης. Είναι ένα κτήριο διακοσμημένο με δωρικούς κίονες αλλά και συγχρόνως είναι πολύ επιβλητικό με μεγάλη προσοχή στη συμμετρία. Τα ανάκτορα είναι ένα έργο του αρχιτέκτονα Γκέρτνερ από την Βαυαρία. Την όψη του νεοκλασικού αυτού κτηρίου την εκπροσωπούν τα εξής στοιχεία :

1) Η ελαφρά προεξέχουσα βάση του κτηρίου. Χάρη σε αυτήν σχηματίζεται και το ισόγειο.

2) Τα δύο αετώματα στη δυτική και την ανατολική όψη.

3) Το κτήριο περιβάλλουν τρεις ζώνες που ενώνουν τα παράθυρα κάθε ορόφου δίνοντας ωραία αισθητική εικόνα.

4) Το μεγάλο γείσο με τα διακοσμητικά ακρωτήρια που βρίσκονται στην επίστεψη του κτηρίου.

5) Τα πλαίσια των ανοιγμάτων που βρίσκονται στον πρώτο και τον δεύτερο όροφο και καταλήγουν με γείσα.

6) Δύο ιωνικά πρόπυλα και η στοά με τους δωρικούς κίονες.

7) Τα πρόπυλα που βρίσκονται στην δυτική και ανατολική όψη.

 

 

Αθηναϊκή Τριλογία (έργο του Δανού αρχιτέκτονα Χάνσεν)

ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ – ΑΚΑΔΗΜΙΑ

 

To κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης είναι το 1o κτήριο της Νεοκλασικής Τριλογίας. Αυτό το κτήριο αποτελείται από 3 επιμέρους οικοδομήματα, όπου το μεσαίο είναι το αναγνωστήριο με περιμετρικούς κίονες δωρικού ρυθμού και γυάλινη οροφή. Η διπλή σκάλα αναγεννησιακού ρυθμού που οδηγεί στο πρόπυλο είναι το εντυπωσιακότερο του αρχιτεκτονικό στοιχείο του.

 

Το Πανεπιστήμιο είναι το 2ο κτίριο της περίφημης Νεοκλασικής Τριλογίας. Αποτελείται από ένα σύνολο κτιρίων που ενώνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα διπλό Τ  και 2 αυλές. Το ιωνικό πρόπυλο που βρίσκεται στην πρόσοψη του, του δίνει μία αυστηρή συμμετρία. Επίσης οι τοιχογραφίες της πρόσοψης είναι αξιοπρόσεκτες με κλασικά θέματα. Μεγάλη προσοχή προκαλούν και το σιντριβάνι αλλά και η κυκλική σκάλα. Αγάλματα αλλά και τοιχογραφίες κοσμούν το εσωτερικό του κτιρίου.

 

Η Ακαδημία Αθηνών είναι το 3ο κτίριο της Νεοκλασικής Τριλογίας. Αποτελείται από αυτοτελή τμήματα που σχηματίζουν ένα σύνολο όγκων. Το κεντρικό κτίριο συνδέετε με τις 2 πλαϊνές πτέρυγες μέσω ενός διαδρόμου. Το πρόπυλο έχει στοιχεία που προέρχονται από την ανατολική πλευρά του Ερεχθείου, στην Ακρόπολη. Τα πιο εντυπωσιακό στο κυρίως κτίριο είναι το πρόπυλο του και το μεγάλο αέτωμα. Αξιοπρόσεκτοι είναι και οι 2 κίονες ιωνικού ρυθμού που βρίσκονται στην είσοδο της Ακαδημίας όπου έχουν στην κορυφή τους τα αγάλματα του Απόλλωνα και της Αθηνάς. Το μάρμαρο είναι το κύριο υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή.

 


Κάποια ενδεικτικά κτήρια

 

Μέγαρο Μελά

Το Μέγαρο Μελά που βρίσκεται στην οδό Αιόλου είναι έργο του Ερνέστου Τσίλερ. Εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά στοιχεία του κτίσματος είναι οι 4 γωνιαίοι πυργίσκοι του, το κομψό κεντρικό αίθριο στο ισόγειο, οι διακοσμητικές Καρυάτιδες αλλά και τα κυκλικά μετάλλια με τις κεφαλές του Ερμή.

 

Ιλίου Μέλαθρον

Αυτό το κτήριο είναι έργο του Τσίλερ αλλά κατοίκησε εκεί ο Σλήμαν. Η δίδυμη σκάλα στη βορινή του όψη αποτελεί ένα σημαντικό χαρακτηριστικό στην αρχιτεκτονική του κτιρίου, ενώ κιονοστοιχίες με κίονες ιωνικού ρυθμού κοσμούν την πρόσοψη και τους 2 ορόφους του κτιρίου. Εσωτερικά υπάρχουν εντυπωσιακές τοιχογραφίες με θέματα επηρεασμένα από την τεχνοτροπία των τοιχογραφιών της Πομπηίας, από τα ευρήματα της Τροίας αλλά και διάφορα τοπία.

 

Ξενοδοχείο Μέγας Αλέξανδρος

Το ξενοδοχείο αυτό βρίσκεται στην πλατεία Ομονοίας 19 και Αθήνας. Οικοδομήθηκε το 1889 από τον αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ. Η ανέγερση του έφερε μία νέα εποχή στα ξενοδοχεία της Αθήνας γιατί ήταν πολύ εντυπωσιακό με μεγάλο μέγεθος και ωραία πρόσοψη και εσωτερικό. Χαρακτηριστικό του είναι το υαλοσκεπές αίθριο πάνω στο οποίο στηρίχθηκαν οι λειτουργίες του κτηρίου. Στην αρχή ήταν τριώροφο όμως έπειτα προστέθηκε άλλος ένας όροφος με αποτέλεσμα να φύγουν τα αγάλματα που υπήρχαν στη στέψη.

 

Ξενοδοχείο Μπάγκειον

Βρίσκεται απέναντι από το ξενοδοχείο Μέγας Αλέξανδρος και είναι έργο του Τσίλερ. Είναι το δίδυμο ξενοδοχείο του Μέγα Αλεξάνδρου. Είχε μεγάλη ανθεκτικότητα γιατί λειτουργούσε έως το 1969.

 

PETIT PALAIS (ιταλική πρεσβεία)

Το μέγαρο στη γωνία της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας με την οδό Σέκερη οικοδομήθηκε περί το 1885, επάνω σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ (1837-1923), για λογαριασμό του Στέφανου Ψύχα. Το 1903 αγοράστηκε από τον γιο του βασιλιά Γεώργιου Α’, πρίγκιπα Νικόλαο, ο οποίος, αφού προέβη σε ορισμένες μεταρρυθμίσεις, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Μεταξά, εγκαταστάθηκε εκεί το 1904, με τη σύζυγό του Ρωσίδα Μεγάλη Δούκισσα Ελένη. Μετά την έξωση της βασιλικής δυναστείας, το 1923, το μέγαρο νοικιάστηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως παράρτημα του ξενοδοχείου “Μεγάλη Βρετανία” και μετασκευάστηκε σε ένα μικρό πολυτελές ξενοδοχείο των 60 κλινών, το οποίο λειτούργησε έως το 1933, υπό την ονομασία Petit Palais. Αργότερα (ήδη το 1953) εγκαταστάθηκε και εξακολουθεί να στεγάζεται εκεί η Ιταλική Πρεσβεία.

 

Δημαρχείο Αθηνών

Η ανέγερση δημοτικού μεγάρου στην πρωτεύουσα αποφασίστηκε το 1871. Η μελέτη και τα σχέδια εκπονήθηκαν το 1872 από τον αρχιτέκτονα Παναγιώτη Κάλκο (1810-1878) και η οικοδομή είχε ολοκληρωθεί το 1874. Επρόκειτο για ένα διώροφο (αρχικά) κεραμοσκεπές κτίριο, με συμμετρική μορφολογική οργάνωση και δωρικό πρόπυλο, αυστηρού νεοκλασικού ρυθμού, έντονα επηρεασμένο από την αρχιτεκτονική των Ανακτόρων της πλατείας Συντάγματος (σημερινής Βουλής) και σε συνάφεια με το γειτονικό Βαρβάκειο (επίσης έργο του Κάλκου, που δεν υπάρχει πλέον). Οι πρώτες μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν ήδη το 1901 (επί δημαρχίας Σπ. Μερκούρη), ενώ το 1935-1937 (επί δημαρχίας Κ. Κοτζιά και Α. Πλυτά), προστέθηκε ο τρίτος όροφος, αφαιρέθηκαν μια σειρά από διακοσμητικά στοιχεία των όψεων και επενδύθηκε η βάση του κτιρίου με μαρμάρινες πλάκες. Το κτίριο κηρύχθηκε διατηρητέο από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1989 και το 1994-1995 πραγματοποιήθηκε η αποκατάστασή του, συμπεριλαμβανομένης της επαναφοράς ορισμένων μορφοπλαστικών στοιχείων του 19ου αιώνα (γείσων, πλαισίων, κορνιζών και παραστάδων) στον πρώτο όροφο και της διατήρησης του δευτέρου, που κρίθηκε ότι εκφράζει μια φάση της ιστορίας του Δημαρχείου Αθηνών (βάσει μελέτης του αρχιτέκτονα Μ. Δανιήλ).

 

Εθνική Κτηματική Τράπεζα

Το διώροφο νεοκλασικό κτίριο της οδού Πανεπιστημίου 40 οικοδομήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα και, για ένα μεγάλο διάστημα της ύπαρξής του, έχει στεγάσει τραπεζικά καταστήματα. Αρχικά απετέλεσε την έδρα της Λαϊκής Τράπεζας (έτος ίδρυσης 1905), η οποία το 1927 απέκτησε και το απέναντι τετραώροφο μέγαρο, στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Πεσμαζόγλου (έργο του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Μεταξά). Κατά τις επόμενες δεκαετίες το κτίριο υπέστη διάφορες μετατροπές (προσθήκη ορόφου, φθορά διακοσμητικών στοιχείων κ.τ.λ.). Το 1980, όταν είχε περιέλθει στην Εθνική Κτηματική Τράπεζα (θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας), ο αρχιτέκτονας Αλέξανδρος Καλλιγάς (γεν. 1932) σχεδίασε μια λύση που περιλάμβανε μεν τη διατήρηση και αποκατάσταση του κτίσματος στην αρχική του μορφή, αλλά ταυτόχρονα προχωρούσε στην προσθήκη ενός τελείως μοντέρνου πολυώροφου οικοδομήματος, στον ακάλυπτο χώρο πίσω από το νεοκλασικό. Η λύση αυτή θεωρήθηκε από κάποιους ως μια χρυσή τομή ανάμεσα στη διατήρηση ενός σημαντικού μεν αλλά μικρού νεοκλασικού κτιρίου σε ένα πανάκριβο οικόπεδο στο κέντρο της πόλης αφενός και αφετέρου στην κάλυψη των συγχρόνων αναγκών της τράπεζας. Η επιλογή αυτή, παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε από αρκετούς αρχιτέκτονες, απετέλεσε τελικώς υπόδειγμα για αρκετά ανάλογα κτίρια των Αθηνών. Το 1998, η Εθνική Κτηματική Τράπεζα απορροφήθηκε πλήρως από την Εθνική Τράπεζα, στην οποία περιήλθε και το διπλό πλέον μέγαρο, το οποίο υπέστη νέες μετατροπές στην διατηρητέα πρόσοψή του (αφαίρεση των διακοσμητικών αγαλμάτων που είχαν τοποθετηθεί στη στέψη του, κ.τ.λ.).

 

Εθνική Τράπεζα

Στη θέση του κεντρικού κτηρίου της Εθνικής Τραπέζης, επί της οδού Αιόλου, υπήρχαν κατά τον 19ο αιώνα δύο χωριστά διώροφα κτίρια, οικοδομημένα κατά τη δεκαετία του 1840. Αριστερά βρισκόταν η οικία Δομνάνδου, η οποία αγοράστηκε το 1845 από τον Γεώργιο Σταύρου και στέγασε το πρώτο τραπεζικό κατάστημα της απελευθερωμένης Ελλάδας. Δεξιά βρισκόταν το ξενοδοχείο “Αγγλία” του επιχειρηματία Φραγκίσκου Φεράλδη, το οποίο αγοράστηκε με τη σειρά του μια δεκαετία αργότερα, με την επέκταση των εργασιών της τράπεζας. Τα δύο κτίρια διέθεταν τον ίδιο αριθμό ορόφων και το ίδιο ύψος, ώστε το 1899-1900 ενοποιήθηκαν με σχετική ευκολία, προκειμένου να αποτελέσουν, πλήρως ανακαινισμένα και με νέα εξωτερική διαμόρφωση σε νεοκλασικό ύφος, το ενιαίο μέγαρο που γνωρίζουμε σήμερα.

 

Μέγαρο Αθηνογένους

Το μέγαρο Αθηνογένους επί της οδού Σταδίου, οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1875-1880, βάσει σχεδίων ξένου αρχιτέκτονα που εργαζόταν στην Ελλάδα. Αξιοσημείωτη θεωρείται η κεντρική νεοκλασική σύνθεση με τις ιωνικές παραστάδες στην πρόσοψη, που συνδυάζεται με στοιχεία μπαρόκ, κυρίως στην επίστεψη. Στα τέλη του 19ου αιώνα στέγασε για ένα  διάστημα την Οθωμανική Τράπεζα. Το 1989 είχε περιέλθει στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία, η οποία θέλησε να το αξιοποιήσει, προτείνοντας τη διατήρηση της πρόσοψης και μέρους του εξωτερικού περιγράμματος, με παράλληλη ανέγερση οκταώροφης σύγχρονης οικοδομής πίσω του. Μετά τη γνωμοδότηση όμως του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων υπέρ της διατήρησης του συνόλου του κτιρίου, τα σχέδια δεν υλοποιήθηκαν και έκτοτε το κτίριο καταρρέει εγκαταλελειμμένο, με ακρωτηριασμένη την επίστεψη και χωρίς τον κεντρικό εξώστη του.

 

Μουσείο Μπενάκη

Το μέγαρο του Μουσείου Μπενάκη, στη γωνία της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας και της οδού Κουμπάρη, όπως υφίσταται σήμερα, οικοδομήθηκε σε έξι κύριες διαδοχικές φάσεις. Το έτος 1867-1868 ανεγέρθηκε ο αρχικός πυρήνας (κτίριο Χαροκόπου), του οποίου η μορφή δεν διασώζεται σχεδόν καθόλου, καθώς μετά την αγορά του το 1910 από τον Εμμανουήλ Μπενάκη (1843-1929), αναμορφώθηκε ριζικά εξωτερικά και εσωτερικά και επεκτάθηκε, παίρνοντας περίπου τη σημερινή του μορφή, μέσα στο λεγόμενο πνεύμα “neo-antique”, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Μεταξά (1862-1937), που υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες εκπρόσωπους του όψιμου νεοκλασικού ρυθμού. To 1930, στο πλαίσιο της μετατροπής του κτιρίου σε μουσείο, προστέθηκε μία πτέρυγα (πρόκειται για τη νεοκλασική προσθήκη στο δυτικό άκρο της πρόσοψης της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας), ενώ αλλεπάλληλες επεκτάσεις πραγματοποιήθηκαν προς βορρά, στο πίσω μέρος του οικοπέδου, κατά τα έτη 1965 (πτέρυγα Βενιζέλου-Κυριαζή) και 1968-1973 (πτέρυγα Σταθάτου), βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Βουρέκα (1905-1993), με αποκορύφωμα τη μεγάλη πενταώροφη προσθήκη των ετών 1989-1997, σχεδιασμένη από τον αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Σ. Καλλιγά.

 

Ξενοδοχείο EXCELSIOR

Το τετραώροφο μέγαρο που δεσπόζει στη γωνία της οδού Πανεπιστημίου με την πλατεία Ομονοίας, οικοδομήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, κατά πάσα πιθανότητα βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ (1837-1923). Αποτελεί χαρακτηριστικό προϊόν του λεγόμενου εκλεκτικιστικού ιστορισμού, διατηρώντας παράλληλα στοιχεία του ύστερου αθηναϊκού νεοκλασικισμού, σε μεγάλη -για την εποχή του- κλίμακα, καθώς εκτείνεται σε τρεις όψεις, επί της πλατείας Ομονοίας (15 μέτρων), επί της οδού Πανεπιστημίου (41 μέτρων) και επί της οδού Πατησίων (28 μέτρων). Για ένα μεγάλο διάστημα λειτούργησε ως ξενοδοχείο, αρχικά με την επωνυμία “Βικτώρια” (μαρτυρείται μεταξύ των ετών 1912-1926), αλλά κυρίως ως «Εξέλσιορ» (από το 1929). Επρόκειτο για ένα από τα πλέον σημαντικά ξενοδοχεία της πόλης (με 100 δωμάτια και καφέ-ζαχαροπλαστείο-ζυθοπωλείο στο ισόγειο), το οποίο μεταπολεμικά πέρασε σε φάση παρακμής, λειτουργούσε, ωστόσο, ακόμη τη δεκαετία του 1950).

 

Βαθμιαία η χρήση των ορόφων εγκαταλείφτηκε και στο ισόγειο στεγάστηκαν εμπορικά καταστήματα. Στη φάση αυτή οι όψεις και το εσωτερικό είχαν υποστεί σημαντικές καταστροφές ενώ είχαν επέλθει εκτεταμένες αλλοιώσεις στη μορφή του ισογείου. Το κτίριο πέρασε σταδιακά στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας και το 1979 οι όψεις του χαρακτηρίστηκαν ως διατηρητέες από το Υπουργείο Πολιτισμού. Μεταξύ των ετών 1979 και 1981 ανακατασκευάστηκε πλήρως εσωτερικά και αναπαλαιώθηκε εξωτερικά, πάνω σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γ. Τσιβεριώτη.

 

 


Ρομαντισμός

 

Ο όρος Ρομαντισμός και τα παράγωγά του πρωτοεμφανίστηκαν στην Αγγλία τον 17ο αιώνα σε διηγήματα με ιππότες και περιπέτειες σε αφηγήσεις γύρω από τις αντιξοότητες της ζωής, σε διηγήσεις ιστορικών που βρίσκονται στην ανεκπλήρωτη αγάπη και στο πάθος. Η συναισθηματική έξαρση, το μεγαλειώδες που αντικατοπτρίζεται στο άπειρο, η απεγνωσμένη επιθυμία για κατάκτηση των υψηλότερων ιδανικών αλλά και η μελαγχολία και το πάθος είναι μερικές από τις έννοιες που εκφράζονται με τον όρο «Ρομαντισμός».

 

Με τον Ρομαντισμό ανανεώνεται η σημασία της θρησκευτικής πίστης στην καλλιτεχνική παραγωγή, εκδηλώνονται η αντίθεση και η αποδέσμευση από τα κλασικά πρότυπα, ενισχύεται η αναζήτηση του εξωτικού στοιχείου, αλλά και η επαφή με τη φύση ως αντίδραση στην αυξανόμενη αστικοποίηση. Η τέχνη γίνεται μέσο έκφρασης των ατομικών ανησυχιών του καλλιτέχνη, της φαντασίας του, των παρορμήσεων του, των ονείρων του.

 

Οι αρχιτεκτονικές επιλογές εξαρτώνται από την προτίμηση του κάθε αρχιτέκτονα για κάποιο συγκεκριμένο στυλ, από την επιθυμία να τονιστεί μέσα από την τέχνη, ή ακόμα και από την ιδιαίτερη χρήση του κάθε κτηρίου, κάποιο εθνικό συναίσθημα. Μπορεί να περιέχει στοιχεία όχι μόνο από την κλασική αρχιτεκτονική αλλά και από την αρχιτεκτονική του Μεσαίωνα.

 

Αυτή η ελεύθερη μεταφορά στοιχείων από τις προηγούμενες αρχιτεκτονικές εκφράσεις και η χρησιμοποίησή τους με στόχο το νεωτερισμό οδηγούν στα μέσα του 19ου αιώνα στο εξελιγμένο αρχιτεκτονικό στυλ του Εκλεκτικισμού.

 

Ο εκλεκτικισμός εμφανίστηκε σαν μια προσπάθεια ανανέωσης του μορφολογικού λεξιλογίου με ανάμειξη διακοσμητικών στοιχείων από διάφορα ρεύματα. Επί της ουσίας εκφράζει μια διακοσμητική αντιμετώπιση της αρχιτεκτονικής μορφολογίας αποδεσμευμένη από τις αυστηρές αρχές  του νεοκλασικισμού.

 

Στην Αθήνα εμφανίζεται λίγο ετερόχρονα περίπου το 1900. Βέβαια στη Θεσσαλονίκη και γενικότερα στη Βόρειο Ελλάδα είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται από τα μέσα του 19ου αι. δείγματα απελευθερωμένης αισθητικής αντίληψης και αισθητικού πλουραλισμού που φανερώνουν τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της περιοχής.

 

Αυτή η διάθεση ανανέωσης εκφράζεται κυρίως από το ύφος της Beaux–Arts. Την εποχή αυτή  η παρισινή σχολή έχει υιοθετήσει τον εκλεκτικισµό και τον διαδίδει µε την τεράστια επιρροή που ασκεί παγκοσμίως

 

Τα χαρακτηριστικά της Αρχιτεκτονικής των BEAUX–ARTS:

  • Συμμετρία
  • Μνημειακό – επιβλητικό ύφος
  • Σύνθεση Ιστορικών τεχνοτροπιών
  • Ποιότητα στο σχεδιασµό και στην εκτέλεση των αρχιτεκτονικών λεπτομερειών
  • Πλούσιος διάκοσµος έντονα γλυπτικός
  • Πολυχρωµία.

 

 


Μοντερνισμός

 

Με τον όρο Μοντέρνα τέχνη αναφερόμαστε κυρίως στην καλλιτεχνική παραγωγή που παρατηρήθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα έως περίπου το 1970. Πολλές φορές χρησιμοποιείται και ο όρος σύγχρονη τέχνη, ωστόσο δηλώνει περισσότερο την πλέον πρόσφατη καλλιτεχνική παραγωγή. Η Μοντέρνα τέχνη χαρακτηρίζεται από μια νέα προσέγγιση στις τέχνες, τέτοια ώστε πλέον να μην έχει πρωτεύουσα σημασία η ακριβής αναπαράσταση των αντικειμένων (π.χ στη ζωγραφική ή γλυπτική) όσο ο πειραματισμός με νέους και πρωτότυπους τρόπους απεικόνισης τους, συχνά αποδομώντας το αντικείμενο ή προβάλλοντας το αφαιρετικά. Η έννοια της μοντέρνας τέχνης ταυτίζεται συχνά και με τον όρο Μοντερνισμός.

 

Η Μοντέρνα τέχνη ξεκίνησε ως ένα καλλιτεχνικό κίνημα της Δύσης, ειδικότερα στο χώρο της ζωγραφικής και κατόπιν στη γλυπτική και την αρχιτεκτονική. Στα τέλη του 19ου αιώνα, αρκετές τάσεις στις τέχνες άρχισαν να ξεπροβάλλουν, όπως ο Ιμπρεσιονισμός και ο Εξπρεσιονισμός. Οι επιρροές τους ήταν ποικίλες και συχνά ετερόκλητες, από τις ανατολικές διακοσμητικές τέχνες μέχρι τις καινοτομίες του Τζόζεφ Τέρνερ και του Ντελακρουά. Την εποχή εκείνη, η επικρατούσα αντίληψη για την τέχνη ήταν πως θα έπρεπε να είναι ακριβής στην απεικόνιση των αντικειμένων της και να στοχεύει στην έκφραση του ιδανικού. Οι τάσεις της μοντέρνας τέχνης δεν στόχευαν απαραίτητα σε κάποιου είδους πρωτοπορία ή πρόοδο της τέχνης.

 

Ανάμεσα στα κινήματα μοντέρνας τέχνης που άνθισαν στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ο Φοβισμός, ο Κυβισμός, ο Εξπρεσιονισμός και ο Φουτουρισμός. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έθεσε ένα τέλος σε αυτά τα καλλιτεχνικά ρεύματα, οδήγησε ωστόσο παράλληλα στη δημιουργία αρκετών νεότερων κινημάτων (ή αντι-κινημάτων), όπως ο Ντανταϊσμός και ο Υπερρεαλισμός. Άλλα ρεύματα όπως το Μπαουχάουζ (Bauhaus) ή το κίνημα του Νεοπλαστικισμού βοήθησαν επίσης σημαντικά στον ερχομό νέων ιδεών στην τέχνη και ειδικότερα σε ότι αφορά τη σύνδεση της με την αρχιτεκτονική και το σχέδιο.

 

Ένα από τα «υπορρεύματα» του μοντερνισμού είναι και η Αρτ Ντεκό. Υπάρχει πλήθος κτηρίων αστικής αρχιτεκτονικής στην Αθήνα, με επιρροές – λίγο-πολύ -Αρτ Ντεκό αισθητικής. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, κυρίως μετά τη δεκαετία του 1930, η αρχιτεκτονική υφολογία της Αθήνας απομακρύνεται από τα καθιερωμένα πρότυπα του νεοκλασικισμού και στρέφεται, έστω και κάπως δειλά, σε νεωτεριστικές φόρμες, υιοθετώντας ευρωπαϊκές τάσεις της εποχής.

 

Οι αρχιτέκτονες του Μοντέρνου Κινήματος εμπνέονται από μοντερνιστικές εκφράσεις της Αρτ Ντεκό αισθητικής, που κυριαρχούν στα μεσοπολεμικά χρόνια στις πρωτεύουσες της Ευρώπης. Ο αθηναϊκός μοντερνισμός, που εκδηλώνεται στην αστική αρχιτεκτονική του νέου ρυθμού της Αρ Ντεκό, χαρακτηρίζεται από νεοτερικότητα και τολμηρούς πειραματισμούς, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις συνευρίσκεται αρμονικά με νεοκλασικά στοιχεία ή ακόμη με αρχιτεκτονικό υλικό της κεντροευρωπαϊκής αισθητικής.

 


Κάποια ενδεικτικά Κτήρια

 

Η Μπλε πολυκατοικία

Η Μπλε πολυκατοικία  είναι μια από τις παλαιότερες πολυκατοικίες της Αθήνας και αποτελεί σταθμό στην ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Κατασκευάστηκε την περίοδο 1932-1933 για λογαριασμό της οικογένειας Αντωνόπουλου από τον αρχιτέκτονα Κυριάκο Παναγιωτάκο (1902 – 1982) και βρίσκεται στην διασταύρωση των οδών Αραχώβης & Θεμιστοκλέους στην περιοχή των Εξαρχείων.

H πολυκατοικία αυτή του Kυριακούλη Παναγιωτάκου αποτελεί έργο αναφοράς του ελληνικού μοντερνισμού. Kτισμένη στην πλατεία της μεσοαστικής συνοικίας των Εξαρχίων, ανήκει στις πρώτες αθηναϊκές πολυκατοικίες Tο κτίριο αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο και έξι ορόφους. Περιλαμβάνει 38 διαμερίσματα 16 διαφορετικών τύπων και τέσσερα ισόγεια καταστήματα προς την πλευρά της πλατείας. Στο δώμα, εκτός από τους βοηθητικούς χώρους, δημιουργήθηκε εντευκτήριο για τους ενοίκους, ώστε να τους δίνει την ευκαιρία για κοινωνική επαφή. O αρχιτέκτων σχεδίασε όλες τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες και τα εντοιχισμένα έπιπλα, εκτός από τα ξύλινα ρολά και τις κλειδαριές που, μαζί με τα είδη υγιεινής και τον ειδικό ηλεκτρομηχανολογικό, παραγγέλθηκαν στη Γερμανία και την Iταλία.  O εντυπωσιακότερος νεωτερισμός αυτής της πολυκατοικίας και εκείνος που δέχτηκε την εντονότερη κριτική ήταν ο έντονος χρωματισμός της με βαθύ μπλε και ζεστές σιέννες. O χρωματισμός αυτός, καρπός συνεργασίας του αρχιτέκτονα με τον δάσκαλό του Δημήτρη Πικιώνη και τον ζωγράφο Σπύρο Παπαλουκά, είναι σαφώς επηρεασμένος από ρηξικέλευθα έργα του Bruno Taut και άλλων Eυρωπαίων πρωτοπόρων οι οποίοι πειραματίζονταν στον έντονο χρωματισμό κτιρίων από το το 1913.

Η τόλμη των Παναγιωτάκου και Παπαλουκά δεν δικαιώθηκε στην πράξη. H κακή γήρανση του μπλε χρώματος στις όψεις και η ανοίκεια παρουσία του στο έντονο αττικό φως απέτρεψε τη συνέχιση του πειράματος και οδήγησε στον επαναχρωματισμό της «μπλε» πολυκατοικίας με ανοιχτότερα  χρώματα.

 

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

Το συγκρότημα του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, όπως υφίσταται σήμερα, οικοδομήθηκε σε τρεις διαδοχικές φάσεις. Μεταξύ των ετών 1862-1876, ανεγέρθηκαν τα δύο κτίρια προς την οδό Πατησίων (της Σχολής Καλών Τεχνών και της Πρυτανείας) και το κεντρικό (της Αρχιτεκτονικής Σχολής), με κληροδοτήματα των ομογενών Νικολάου Στουρνάρη, Μιχαήλ και Ελένης Τοσίτσα, και συμπληρωματικά του Γεωργίου Αβέρωφ. Και τα τρία βασίστηκαν σε σχέδια του αρχιτέκτονα Λύσανδρου Καυταντζόγλου (1811-1885), του οποίου υπήρξαν “το κατ’ εξοχήν” (Δ. Φιλιππίδης), το “κορυφαίο έργο” (Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ), και σε κάθε περίπτωση ένα από τα σημαντικότερα νεοελληνικά αρχιτεκτονικά δημιουργήματα του 19ου αιώνα. Στα δύο πρώτα, ο δωρικός ρυθμός συνδυάζεται, όπως παρατηρεί η Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, “με μια ελαφράδα και χάρη σπάνια”, ενώ το τρίτο, το μνημειακό “Αβερώφειο” με το υπερυψωμένο ιωνικό πρόπυλο εμπρός και το αναγεννησιακό ημικύλινδρο (“ροτόντα”) πίσω, χαρακτηρίστηκε ως μια σύνθεση όπου “η αρχαία Ελληνική τέχνη, η Ρωμαϊκή και εκείνη της Αναγεννήσεως έδωκαν τα χέρια” (Μ. Καλλιγάς-υπήρξαν, ωστόσο, και αρνητικές κριτικές, από τον σύγχρονο του αρχιτέκτονα Αν. Θεοφιλά ώς τον μεταγενέστερο Κ. Μπίρη). Κατά τον 20ό αιώνα, καθώς αυξάνονταν ολοένα οι ανάγκες του Ιδρύματος, οικοδομήθηκε αρχικά το κτίριο Γκίνη (μεταξύ των ετών 1930-1935, προς τιμή του πρύτανη Άγγελου Γκίνη) στην οδό Στουρνάρη, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Κώστα Κιτσίκη (1892-1969), απόφοιτου της γερμανικής σχολής του Berlin-Charlottenburg, εκπρόσωπου ενός ιδιόρρυθμου δυναμικού νεοακαδημαϊσμού, που προωθεί μια σύνδεση παλαιοτέρων και νεοτέρων μορφών, με παλινδρομήσεις ανάμεσα στο μοντέρνο και το κλασικό. Προς τις οδούς Τοσίτσα και Μπουμπουλίνας (όπου κατά τον 19ο αιώνα είχε ανεγερθεί μηχανουργείο με καμινάδα), προστέθηκαν, τέλος, μεταπολεμικά (μεταξύ των ετών 1950-1957), οι πτέρυγες Χημικών Μηχανικών και Μηχανολόγων, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Κριεζή (1880-1967), απόφοιτου της σχολής του Μονάχου, πρώιμου εκφραστή μιας τάσης που επιδιώκει τη λειτουργικότητα και την αξιοποίηση των μοντέρνων δομικών υλικών, σε συνδυασμό με την αναζήτηση μιας “ελληνικότητας”. Το συγκρότημα του Πολυτεχνείου συνδέθηκε άρρηκτα με τη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας, από τη στιγμή που απετέλεσε το σκηνικό της εξέγερσης κατά του δικτατορικού καθεστώτος, τον Νοέμβριο του 1973.

 

Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Το μέγαρο του Εθνικού (αρχικά Βασιλικού) Ιδρύματος Ερευνών, που υψώνεται στη διασταύρωση της λεωφόρου Β. Κωνσταντίνου με την οδό Β. Γεωργίου, οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1965-1968, βάσει σχεδίων του πρωτοπόρου αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Δοξιάδη και των συνεργατών του (σε οικοδομικό τετράγωνο όπου παλαιότερα ήταν εγκατεστημένοι οι στάβλοι των ανακτόρων). Η αρχική πρόταση των μελετητών για ένα «υπερμοντέρνο» γυάλινο κτίριο δεν έγινε δεκτή και, στην τελική λύση που εφαρμόστηκε, ο άκαμπτος ορθολογισμός και ο λειτουργικός δογματισμός που χαρακτήριζε τη “σχολή” Δοξιάδη, επικράτησαν έναντι της αισθητικής διάστασης (με την παρέκκλιση της μαρμάρινης επένδυσης των εξωτερικών επιφανειών). Το αμφιθέατρο διαλέξεων στερήθηκε τελικά την προβλεπόμενη πρωτοποριακή παραβολική στέγη του, ξεχωρίζει ωστόσο ο εντυπωσιακός συμπαγής ορθογώνιος όγκος της βιβλιοθήκης και, σε κάθε περίπτωση, το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών παραμένει ένα επιβλητικό σύγχρονο κτίριο αξιώσεων, που επηρέασε σημαντικά την αρχιτεκτονική γοήτρου στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα.

 

Κινηματοθέατρο REX

Το Σικιαρίδειο μέγαρο θεαμάτων, περισσότερο γνωστό ως “Rex”, οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1935 και 1937, βάσει σχεδίων των αρχιτεκτόνων Βασίλειου Κασσάνδρα (1904-1973) και Λεωνίδα Μπόνη (1896-1963), που είχαν σχεδιάσει επίσης το μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, κ.ά. Περιλάμβανε έναν κινηματογράφο στο ισόγειο (“Rex”), ένα θέατρο ακριβώς πάνω από τον κινηματογράφο (“Κοτοπούλη”), κατά το μεγαλύτερο της εποχής του (αλλά και μέχρι σήμερα) και μια αίθουσα χορού στο υπόγειο (που τελικώς λειτούργησε ως κινηματογράφος επικαίρων και παιδικών έργων, “Σινεάκ”). Κατασκευασμένο με σκυρόδεμα και ειδικά μονωτικά υλικά, που αντιμετώπιζαν μεταξύ των άλλων τα ζητήματα ορίων της ακουστικής μεταξύ των διαφόρων χώρων, διαθέτει πολλά στοιχεία Art Deco, σε συνδυασμό με την αμερικανική τεχνοτροπία των χώρων θεάματος της περιόδου εκείνης, που αποτυπώνεται κυρίως στην πρόσοψή του. Το 1982 υπέστη εκτεταμένες ζημιές από πυρκαγιά, το ίδιο έτος κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο και το 1987 περιήλθε στην ιδιοκτησία του Υπουργείου Πολιτισμού. Σήμερα, ανακαινισμένο, στεγάζει δύο σκηνές του Εθνικού Θεάτρου (στο υπόγειο και τον όροφο) και ένα κέντρο διασκεδάσεως (στο ισόγειο).

 

Μέγαρο Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους

Το μέγαρο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Κοραή, οικοδομήθηκε το 1934, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη (1894-1961), απόφοιτου της γαλλικής Ecole des Beaux-Arts, σχεδιαστή, μεταξύ των άλλων, του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη. Κύρια χαρακτηριστικά η αυστηρή οργάνωση των προσόψεων και η μίξη ενός εξορθολογισμένου “μοντέρνου” κλασικισμού με τον “αρχαΐζοντα γεωμετρικό διάκοσμο” της Art Deco.

 

Λεόντειο Λύκειον

Το συγκρότημα του Λεοντείου Λυκείου στα Πατήσια οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1923-1927, με στόχο τη μεταστέγαση του σχολείου των Μαριανών αδελφών από το (ανεπαρκές πλέον) παλαιότερο κτίριο της οδού Σίνα. Σχεδιάστηκε από τον πολιτικό μηχανικό Τιμολέοντα Πασχαλίδη, απόφοιτο της γαλλικής Ecole Nationale des Ponts et Chaussées, ενώ στην επίβλεψη της ανέγερσης συμμετείχε και ο frère Marie Florentin. Οι δύο παράλληλες πτέρυγες, με τις φωτεινές τους αίθουσες και όλους τους απαραίτητους βοηθητικούς χώρους, κτισμένες με φέροντα οργανισμό από οπλισμένο σκυρόδεμα, ήταν κατασκευαστικά ένα ιδιαίτερα μοντέρνο για την εποχή εκπαιδευτήριο, που ταυτόχρονα διατηρούσε τα μορφολογικά στοιχεία ενός ανανεωμένου κλασικισμού. Οι πρόσθετοι όροφοι και η τρίτη πτέρυγα, που οικοδομήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1970, έχουν ένα εντελώς διαφορετικό ύφος.

 

Μέγαρο Λιβιεράτου

Το μέγαρο που βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Ηπείρου, οικοδομήθηκε στα 1908-1909, για λογαριασμό του Κεφαλονίτη βιομήχανου Γεράσιμου Λιβιεράτου, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Νικολούδη, απόφοιτου της γαλλικής Ecole des Beaux-Arts. Ο “νεομπαρόκ” ρυθμός του συνιστά μια από τις πρώτες ρήξεις με τον κλασικισμό στην Αθήνα και μια ποιοτική εφαρμογή των αρχών της Beaux-Arts. Το χαρακτηριστικό “cartouche” που υπήρχε στην ακμή της στέψης, καταστράφηκε στο σεισμό του 1981.

 

Ξενοδοχείο ATHENE PALACE

Το ξενοδοχείο στη γωνία των οδών Σταδίου και Κολοκοτρώνη οικοδομήθηκε, στην αρχική του μορφή, το 1907, βάσει σχεδίων Γάλλου αρχιτέκτονα, για λογαριασμό του Αλέξανδρου Αφεντούλη. Την κατασκευή ανέλαβε ο πολιτικός μηχανικός Ηλίας Αγγελόπουλος, ενώ την πρόσοψη επιμελήθηκε ο επίσης πολιτικός μηχανικός Α. Μπαλάνος. Θεωρείται η πρώτη κατασκευή από οπλισμένο σκυρόδεμα στην Ελλάδα και έχει ενδιαφέρον ότι, ενώ με το νέο υλικό ήταν εφικτή η στήριξη των εξωστών, καθώς και η στέγαση με δώμα, η ιδιοκτησία απαίτησε μαρμάρινα φουρούσια και κεραμοσκεπή, γεγονός που υποδηλώνει ότι η κρατούσα νοοτροπία δεν ήταν έτοιμη να δεχθεί τις αισθητικές συνέπειες των τεχνολογικών εξελίξεων. Το ξενοδοχείο λειτούργησε αρχικά με την επωνυμία “Γεώργιος”, σύντομα όμως μετονομάστηκε σε “Ίλιον Παλλάς” (μαρτυρείται μεταξύ των ετών 1912-1926) και αργότερα σε “Σπλέντιτ” (μαρτυρείται το 1933). Κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του 20ού αιώνα, στο ισόγειο επί της οδού Σταδίου στεγαζόταν η “Πανελλήνιος Αγορά”. Μετά τον πόλεμο (1950), πραγματοποιήθηκε προσθήκη δύο ορόφων και ριζική εξωτερική και εσωτερική ανακαίνιση του υπάρχοντος μεγάρου (διατηρήθηκε μόνον ο φέρων οργανισμός), από τον αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Βουρέκα (1905-1992), με μια τεχνοτροπία που η καθηγήτρια Ελένη Φέσσα-Εμμανουήλ χαρακτηρίζει “κλασικομοντέρνα”, και η οποία κυριαρχούσε στα “κτίρια γοήτρου” του ιδιωτικού τομέα κατά τη δεκαετία του 1950. Έκτοτε συνεχίζει να λειτουργεί ως ξενοδοχείο με την νέα του επωνυμία “Αθήναιον Μέλαθρον” (“Athénée Palace”).

 

Ξενοδοχείο HILTON

Το ξενοδοχείο “Hilton” των Αθηνών οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1958-1963, βάσει σχεδίων των αρχιτεκτόνων Εμμανουήλ Βουρέκα (1905-1993), Προκόπη Βασιλειάδη (1912-1977) και Σπύρου Στάικου. Υπήρξε “το πρώτο σημείο οπτικής έξαρσης” στην μεταπολεμική Αθήνα, το πρώτο δείγμα μιας “αρχιτεκτονικής γοήτρου”, συμβολικής γενικότερα των οικονομικών, πολιτιστικών και κοινωνικών εξελίξεων της εποχής εκείνης και ειδικότερα της εισόδου της χώρας στην παγκόσμια τουριστική αγορά πολυτελείας. Ακόμη και η απλή καταγραφή της θυελλώδους διαμάχης που προκάλεσε η ανέγερσή του (στο αρχιτεκτονικό, πολεοδομικό, πολιτιστικό και πολιτικό επίπεδο), θα απαιτούσε ένα ξεχωριστό βιβλίο. Αν και ανήκει στην τυπολογία των μεγάλων κοσμοπολίτικων ξενοδοχείων, η εξωτερική κυρίως μορφή του παρουσιάζει κάποια πρωτοτυπία, χάρις στη σύνθεση που επιδιώχθηκε ανάμεσα στο μοντέρνο και το κλασικό, ενώ η χρήση του πεντελικού μαρμάρου και οι μνημειώδεις ανάγλυφες συνθέσεις του ζωγράφου Γιάννη Μόραλη, με την αρχαϊκή τους θεματολογία, επιχειρούν να δώσουν μια “ελληνική” πινελιά. Η βασική επιτυχία από αρχιτεκτονικής πλευράς συνίσταται στο στήσιμο “ενός περίοπτου κτιρίου αξιώσεων σε ένα δύσκολο οικόπεδο”, όπου ο κοίλος άξονας και άλλες λύσεις που επελέγησαν, καταφέρνουν ως ένα βαθμό να μειώσουν την ακαμψία του όγκου. Μεταξύ των ετών 2001-2003 πραγματοποιήθηκε μια “μινιμαλιστική” παρέμβαση των αρχιτεκτόνων Αλ. Τομπάζη και Χ. Μπουγαδέλλη, με στόχο την αποκατάσταση του κτιρίου και, παράλληλα, την προσθήκη μιας 6ώροφης πτέρυγας προς την οδό Βεντήρη.

 

Ξενοδοχείο ACROPOL PALACE

Το ξενοδοχείο «Ακροπόλ Παλάς» οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1926-1928, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Σωτήριου Μαγιάση (1894-1966). Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της ελληνικής εκδοχής του γαλλικού Art Nouveau. Από τα μπαλκόνια του έχουν κινηματογραφηθεί το 1973 τα πασίγνωστα στιγμιότυπα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, συμπεριλαμβανομένης της εισβολής του άρματος μάχης. Λειτουργούσε μέχρι τη δεκαετία του 1980 και το 1991 κηρύχθηκε διατηρητέο από το Υπουργείο Πολιτισμού, ενώ λίγο αργότερα άρχισε η αποκατάστασή του (η οποία έκτοτε καρκινοβατεί), εν όψει πιθανής αξιοποίησής του από το Υπουργείο Πολιτισμού (ιδέα που φαίνεται να έχει πλέον εγκαταλειφθεί).

 

Πολυκατοικία Λογοθέτου

Το πενταώροφο κτίριο που καταλαμβάνει το τετράγωνο μεταξύ των οδών Μπουμπουλίνας, Κουντουριώτου και Ζαΐμη, οικοδομήθηκε το 1932, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Κυπριανού Μπίρη, αξιόλογου εκπρόσωπου της αρχιτεκτονικής ανανέωσης του 1930. Η συγκεκριμένη πολυκατοικία θεωρείται σημαντικό “πρώιμο δείγμα μοντέρνας αρχιτεκτονικής”, με δύο στοές και τρεις υπαίθριους χώρους εσωτερικά, που στόχευαν στην εξασφάλιση επαρκούς φωτισμού και αερισμού των 46 διαμερισμάτων. Αποτελεί επίσης χαρακτηριστικό δείγμα εφαρμογής του “έρκερ’, που συνίσταται στην παρουσία όγκων που προεξέχουν έως και 1,40 μ. από το επίπεδο της όψης (βάσει ρύθμισης του 1923, που άλλαξε νομοθετικά το 1937, μειώνοντας το όριο στα 40 εκατοστά). Πρώτος ιδιοκτήτης υπήρξε ο καθηγητής Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος (1878-1961, κατοπινός πρωθυπουργός επί Γερμανικής κατοχής, καταδικασθείς σε ισόβια δεσμά μετά την απελευθέρωση). Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι τη δεκαετία του 1970, στο κτίριο στεγάστηκε η Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών (Κ.Υ.Π.), ενώ δίπλα ακριβώς, επί της οδού Μπουμπουλίνας 18, βρισκόταν η Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας (κατεδαφισμένη σήμερα). Στη συνέχεια περιήλθε στην ιδιοκτησία του Κ.Κ.Ε. και τέλος στο Υπουργείο Πολιτισμού, που στέγασε εκεί τις κεντρικές του υπηρεσίες.

 

Πύργος ATRINA

Ο 18όροφος ουρανοξύστης “Atrina” της λεωφόρου Κηφισσίας οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1977-1981, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ιωάννη Βικέλα. Θεωρείται από τα επιτυχέστερα δείγματα γυάλινων πύργων στην Ελλάδα, που εκμεταλλεύεται δημιουργικά τα πλεονεκτήματα των σύγχρονων υλικών.

 

Πύργος ΑΘΗΝΩΝ

Ο πρώτος ιδιωτικός ουρανοξύστης των Αθηνών οικοδομήθηκε στην περιοχή των Αμπελοκήπων μεταξύ των ετών 1970-1973, βάσει σχεδίων των αρχιτεκτόνων Ιωάννη Βικέλα και Ιωάννη Κυμπρίτη. Πρόκειται για έναν 25ώροφο γυάλινο πύργο γραφείων, που αποτελεί αρκετά επιτυχή μίμηση των αντίστοιχων αμερικανικών προτύπων, με κάποια στοιχεία ελληνικής “νεοτερικότητας”.

 

Σαρόγλειο Μέγαρο

Το Σαρόγλειο Μέγαρο οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1924 και 1932, επάνω σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Νικολούδη, απόφοιτου της γαλλικής Ecole des Beaux-Arts. Ο Νικολούδης είχε κερδίσει το 1912 τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για το νέο Δικαστικό Μέγαρο, του οποίου ως θέση ανέγερσης είχε προσδιοριστεί τότε ο χώρος των Στρατώνων Πυροβολικού, στη συμβολή της Βασιλίσσης Σοφίας με τη Ριζάρη. Το έργο εκείνο ματαιώθηκε και, στη θέση εκείνη κτίστηκε τελικώς, σε σχέδια του ιδίου, το «νεομπαρόκ» Σαρόγλειο, με κληροδότημα του αξιωματικού του Πυροβολικού Πέτρου Σαρόγλου (1864-1920), στο οποίο στεγάζεται η Λέσχη Αξιωματικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΛΑΕΔ).